Τ
20
Αν κάποιος καλλιτέχνης ή δημοσιογράφος διάλεγε μια εικόνα για να εικονογραφήσει το φετινό Αύγουστο, αυτή σίγουρα θα περιλάμβάνε απόγνωση, μελαψούς ανθρώπους στα όρια της ζωής και του θανάτου και θάλασσα. Όμως, ξέρουμε πολύ καλά πως μια τέτοια εικόνα δε χαρακτηρίζει μόνον το φετινό Αύγουστο αλλά την πρόσφατη ιστορία της ευρώπης. Κι ακόμη περισσότερο, πως οι εικόνες των φωτορεπορτάζ και των ανθρωπιστικών καταγγελιών δεν ισοδυναμούν με χίλιες λέξεις αλλά με χίλια εγκλήματα. Άλλωστε, αν η ιστορία του δυτικού κόσμου χαρακτηρίζεται από τέτοιες εικόνες, χαρακτηρίζεται εξίσου κι από τις πολύμορφες τεχνικές που έχει αναπτύξει για να τις αφομοιώνει και να διατυπώνει ξανά και ξανά το νόημα τους.
Η τέχνη της σύγχυσης
ην ίδια ακριβώς περίοδο, στη νότια Μεγάλη Βρετανία, μακριά από τα παράλια της μεσογείου, στηνόταν ένα μεγαλοπρεπές παιχνίδι αναπαραστάσεων και “αιρετικού” σχολιασμού επί της πραγματικότητας. Η πιο καλοχτισμένη περσόνα της σύγχρονης τέχνης, ο Banksy, σχεδίασε ένα θεματικό πάρκο, κάτι σα μια δυστοπική, καταγγελιτική Disneyland -από την οποία δεν έλειπαν εικόνες όπως κι αυτή που αναφέραμε στην αρχή. Κι αν είναι μάλλον θλιβερό να ασχολούμαστε με τσαρλατάνους σαν τον Banksy, έχει ωστόσο τη σημασία του να επισημάνουμε ορισμένα σημεία των καιρών. Σημεία, αφενός σχετικά με τη σύγχρονη αισθητικοποίηση της πολιτικής κι αφετέρου, με το πώς ο δυτικός κόσμος παράγει τη συνείδηση του εαυτού του. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα δεν είναι τι κάνει ο Banksy με το θέαμα και την τέχνη, αλλά, το πώς το θέαμα μέσα από τον κόσμο της τέχνης ακολουθεί κατά πόδας το νέο ολοκληρωτισμο. Η Dismaland λοιπόν, το “θεματικό πάρκο σύγχυσης” το οποίο “απευθύνεται σε ενηλίκους”, απέχει παρασάγκας από ένα κομμάτι street art με δάφνες ακτιβισμού*. Πρόκειται για έναν περιτειχισμένο χώρο τέχνης ο οποίος στήθηκε στα περίχωρα μιας μικρής παραθαλάσσιας κωμόπολης κόντα στο Bristol, τη γεννέτηρα του Banksy. Κι ενώ ο Banksy είναι ίσως ο μεγαλύτερος κράχτης του μεταμοντέρνου αυτού τσίρκου, συμμετέχουν αρκετά μεγάλα ονόματα της τέχνης και της μουσικής όπως ο πολύς κ. Damien Hirst και οι Massive Attack οι οποίοι θα εμφανιστούν για το κλείσιμο! Έτσι, ο κόσμος που συρρέει κατά χιλιάδες, έχει τη δυνατότητα να πάρει μια καλή γεύση των μικτών τεχνικών της σύγχρονης τέχνης: graffiti, κατασκευές με κούκλες ακόμα κι ολόκληρα κτίρια... Κι όπως συμβαίνει ήδη από τη δεκαετία του 1950 στις απανταχού Disneyland, ο επισκέπτης δεν περιπλανιέται απλώς ανάμεσα σε λιγότερο ή περισσότερο διαδραστικά εκθέματα (όπως θα έκανε σ’ ένα μουσείο)· εισάγεται -χάρη και στους θεατρινισμούς των υπαλλήλων- σε μια ατμόσφαιρα, σε μια κατάσταση ατομικού προβληματισμού! Αυτή η ατμόσφαιρα όμως
δεν αναδύεται από χαριτωμένες κούκλες αλλά από την παρωδία τους - από μουτρωμένους υπαλλήλους που κάνουν σωματικό έλεγχο με χαρτονένια εργαλεία, ή πουλάνε μπαλόνια που γράφουν “είμαι ηλίθιος”. Ενώ ο προβληματισμός προκύπτει από την ερμηνεία των διαφόρων ειδών και μεγεθών conceptual κατασκευών. Όπως π.χ. ένα μεγάλο γλυπτό με παπαράτσι που φωτογραφίζουν το τροχαίο της Σταχτοπούτας, μια μεγάλη πλαστική μπάλλα που πετάει πάνω από σπασμένα γυαλιά, ένα τεράστιο κωλόχαρτο που μετατρέπεται σε πάγκο φαγητού, ή μια πισίνα όπου μια βάρκα γεμάτη με μετανάστες κυνηγιέται από ένα σκάφος του αγγλικού λιμενικού. Δε λείπει βέβαια κι ένα κατάστημα που πουλάει τον απαραίτητο εξοπλισμό για adbusting σε στάσεις λεωφορείων. Χάρη στον Βanksy, μπορούμε τώρα πια όλοι να είμαστε ανατρεπτικοί! Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε κι άλλες από τις εξυπνακίστικες εγκαταστάσεις αυτού του magnum opus του Banksy, μιας κι αποτελούν ένα μάλλον εκνευριστικό πλην χαρακτηριστικό δείγμα της σύγχρονης αντίληψης περί τέχνης. Όμως δε θα το κάνουμε, ούτε θα προσπαθήσουμε να δούμε την πραγματικότητα μέσα από τη σύγχρονη τέχνη - σκοπός μας είναι να κάνουμε το ακριβώς αντίθετο. Κάθε εποχή λοιπόν παράγει την τέχνη που της αντιστοιχεί και την κοινοποιεί με τους τρόπους που της ταιριάζει. Βεβαίως τα όρια του τί είναι τέχνη αποδεικνύονται όλο και πιο ρευστά, αλλά μήπως δεν ισχύει το ίδιο σχεδόν με κάθε είδους αφήγηση; Η απόσταση ανάμεσα στο βίωμα, την αναπαράστασή του κι εντέλει τη νοηματοδότησή του φαίνεται πολύ συχνά να εκμηδενίζεται. Έτσι, οι δυτικοί υπήκοοι που με δυσκολία μπορούμε πλέον να ξεχωρίσουμε την ίδια τη ζωή από την αναπαράσταση ή το σχολιασμό της, δυσκολευόμαστε επίσης να ξεχωρίσουμε το λόγο από το συναίσθημα και την επιθυμία από το γίγνεσθαι. Ακόμη περισσότερο, μετά την είσοδο στη μετανεωτερικότητα, φαίνεται πως αδυνατούμε να καταλάβουμε τον εαυτό μας, είτε σε προσωπικό, είτε σε συλλογικό επίπεδο. Αυτή η αίσθηση αστάθειας συνέπεσε με το τέλος των 70’s και της έκρηξης των υποκειμενικοτήτων.
Έκτοτε, κάθε διαδικασία πολιτικοποίησης τείνει να φαίνεται μπανάλ, ή έστω χωρίς νόημα, ενώ ο εαυτός είναι -όλο και περισσότερο- ένας ασταθής κι ασθενικός νάρκισσος. Σ’ αυτήν τη συνθήκη, η κατανάλωση ήρθε να λειτουργήσει ως καταλύτης μέσα σ’ ένα περιβάλλον κοινωνικής κρίσης. Και το κατάφερε αυτό υποσχόμενη τη σωτηρία: δε χρειάζεται πλεόν να φθειρόμαστε από αργόσυρτες συλλογικές κι ατομικές διαδικασίες, αρκεί να επιθυμούμε κάτι ή, να επιθυμούμε να είμαστε κάτι. Προϊόν της εκπαίδευσης μας στο εμπόρευμα-ως-σχέση είναι λοιπόν να βιώνουμε μια αισθητικοποίηση της καθημερινής ζωής. Είτε επειδή λατρεύουμε ή μισούμε κάποιο προϊόν ή κάποια περσόνα, είτε επειδή εν τέλει μετράμε τη ζωή μας με όρους αισθητικού αποτελέσματος. Εφόσον λοιπόν, το αισθητικό (το pollitically correct, το in, το cult...) είναι το κυρίαρχο κριτήριο, οτιδήποτε παρουσιαστεί μέσα σ’ ένα πλαίσιο το αντανακλά: ένα σπασμένο πιάτο είναι τέχνη κι ένα σχόλιο στο facebook είναι πολιτικό κείμενο εφόσον αυτοπαρουσιάζονται ως τέτοια. Κι αυτό φυσικά συμβαίνει με ή χωρίς Banksy. Άλλωστε στα social media εμφανίζονται καθημερινά εκατομμύρια μικροί Banksy με ατάκες στις οποίες τα προσωπικά αδιέξοδα, η άγαρμπη εκδήλωση του θυμικού, η μεταφυσική κι η ιδεολογία είναι αξεδιάλυτα. Αν λοιπόν η αισθητική αποτελεί το μέτρο της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής, κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την πολιτική, τουλάχιστον στο μοριακό επίπεδο. Η σύγχρονη υπαγωγή της πολιτικής στη σφαίρα της αισθητικής, όσον αφορά στο δημοκρατικό στρατόπεδο, απαντά πολύ συχνά στον προβληματικό ψυχισμό του δυτικού ανθρώπου. Η οικολογία, ο ανθρωπισμός, το μίσος για τις κακές πολυεθνικές κι άλλες πολεμικές τέτοιου είδους και βάθους, αντανακλούσε για δεκαετίες, όχι μόνο την ήττα των κινημάτων, αλλά και τα προσωπικά αδιέξοδα, την αναζήτηση ενός στέρεου εδάφους σ’ ένα ρευστό περιβάλλον. Η συνδρομή του κόσμου της τέχνης ήταν και είναι ακόμα, πολύτιμη προς αυτήν την κατεύθυνση. Εν προκειμένω, η περίπτωση του Banksy είναι αποκαλυπτική. Ο σχολιασμός του είναι σίγουρα πνευματώδης (επιτρέποντας
στον εαυτό του να κυλάει στον πικρόχολο κυνισμό) κι η εικονογράφηση του χαρακτηρίζεται από οικονομία και συνέπεια ύφους. Είναι ένας εξαιρετικός μαρκετίστας του εαυτού του και γι’ αυτό άλλωστε έχει και παγκόσμια επιτυχία. Το αποτέλεσμα είναι η παραγωγή εξαιρετικά πιασάρικων και οικειοποιήσιμων εικόνων που ταιριάζουν γάντι με μια πρωτοκοσμική, εφηβική διάθεση ανατρεπτικότητας. Ως εκεί όμως, τίποτα βαθύτερο και τίποτα περισσότερο από μια γενικόλογη ανώνυμη καταγγελία που, από άποψη κριτικής, διαρρηγνύει ανοιχτές θύρες. Αν λοιπόν η κριτική είναι ένα αισθητικό συμβάν άμοιρο υποκειμένου τότε, πράγματι, ο Banksy έχει αρχίσει την επανάσταση κι εμείς δεν το πήραμε πρέφα. Όμως, αν η διαχωρισμένη τέχνη του Banksy και των φίλων του στέκεται με το στόμα ανοικτό απέναντι στις επίκαιρες “ανθρωπιστικές τραγωδίες” μη μπορώντας παρά να εικονογραφήσει έναν ασαφή, απροσδιόριστο κίνδυνο, ο ενδοκαπιταλιστικός πόλεμος από την άλλη, δομεί ήδη εδώ και καιρό τα χαρακώματα του νέου ολοκληρωτισμού. Την ίδια λοιπόν
Blues & Spoken Word: Σημειώσεις για τη δύναμη των λέξεων στη Μαύρη Κουλτούρα Εκδόσεις: Antifa Live
υκλοφορούν
στιγμή που οι καταναλωτές της σύγχρονης τέχνης κάνουν πως κοιτάνε τον κόσμο, μη μπορώντας παρά να κοιτάνε συνεχώς τον εαυτό τους στον καθρέπτη, οι δυτικές συνειδήσεις γαλουχούνται υπάκουα σε μεταμοντέρνα δίπολα. Από τον πόλεμο των πολιτισμών στην αντιπαγκοσμιοποίηση (όπου το καλό με τη φορεσιά του τοπικού αντιπαρατάχθηκε στο κακό παγκόσμιο) κι από εκεί στον πόλεμο ενάντια στην τρομοκρατία, φαίνεται πως ο τρόπος και τα μέσα με τα οποία ο δυτικός κόσμος παράγει τη συνείδηση του εαυτού του επιτυγχάνεται όλο και περισσότερο με όρους στράτευσης. Βέβαια κάτι τέτοιο διαφεύγει από τους θιασώτες της σύγχρονης τέχνης. Δεν τους πειράζει όμως, μπορούν πάντα να αναπληρώνουν την αδυναμία αντίληψης της πραγματικότητας με τόνους κυνισμού.
* Καλώς ή κακώς εκείνες οι εποχές έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, τα έργα του Banksy πλέον εκτίθενται και μάλιιστα κοστίζουν ακριβά.
Κόκκινες Σελίδες #5 Η αποδιάρθρωση της εργασίας Τριτογενοποίηση Εκδόσεις: Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα
Κόκκινες Σελίδες #6 Ο πληθωρισμός σαν εργαλείο της καπιταλιστικής αντεπίθεσης Εκδόσεις: Λέσχη Κατασκόπων του 21ου αιώνα
21