Τεχνολογία Τεύχος 9 (1999)

Page 1

1999

ΤΕΥΧΟΣ 9


τεχνολογία

1999 ΤΕΥΧΟΣ 9

ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ

© Copyright: Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυμα ΕΤΒΑ Υπεύθυνη σύμφωνα με το νόμο: Ασπασία Λούβη, Υπερείδου 10, 105 58 Αθήνα Υπεύθυνος τυπογραφείου: Αναστάσιος Μπάστας, Ηρούς 21, 104 42 Αθήνα Γραφεία: Αμερικής 13, 6ος όροφος 106 72 Αθήνα Τηλ.: 36 14 8245,36 14 827 Telefax: 36 14 830 Email: pti:@etba.gr http://www.etba.gr/etba/pti/pti.g.html Διεύθυνση σύνταξης: Ασπασία Λούβη Συντακτική Επιτροπή: Νίκη Ζωγράφου, Ασπασία Λούβη, Μανουέλα Μπέρκι, Ελένη Μπεχράκη, Ανδρομάχη Οικονόμου Όλγα Τραγάνου-Δεληγιάννη Γραμματεία σύνταξης: Μ. Μπέρκι Επιμέλεια κειμένων και τυπογραφικές διορθώσεις: Ελένη Μπεχράκη - Ράνια Οικονόμου Καλλιτεχνική επιμέλεια: Μ. Μπέρκι Φωτοστοιχειοθεσία - Εκτύπωση: Α Μπάσταο Δ. ΠλέσσαςΑ.Β.ΕΈ. ISSN 1105-2287


ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ: ΕΝΑΣ ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΑΣΩΣΗΣ ΤΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Τ

ο έργο όσων οραματίστηκαν και προσπάθησαν να υλοποιήσουν τη διάσωση των βιομηχανικών και προβιομηχανικών κτιρίων στην Ελλάδα κατά την προηγούμενη εικοσαετία ήταν κυκλώπειο. Στη χώρα της απολυτότητας του αρχαιολογικού νόμου, της δίκαιης προβολής του κλασικού κάλλους και της βυζαντινής αισθητικής και της άδικης περιφρόνησης του υλικού βίου έπρεπε να εργαστούν κυρίως για τη δημιουργία μιας νέας αντίληψης για τα πράγματα. Στόχος εξαιρετικά δύσκολος, αν όχι ανέφικτος. Παρ' όλα αυτά, λίγοι ερευνητές από όσους παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα στην αλλοδαπή, με τις όποιες δυνάμεις του ο καθένας, συνέβαλαν, αργά αλλά σταθερά, στην αλλαγή του σκηνικού και στην Ελλάδα. Ο κ. Στ. Παπαδόπουλος, σε συνεργασία με το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, οργάνωσε μια ομάδα εργασίας για τη συστηματική καταγραφή των παραδοσιακών τεχνικών (1982). Το περιοδικό Αρχαιολογία, σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού, οργάνωσε το πρώτο συνέδριο για τη Βιομηχανική Αρχαιολογία στην Ελλάδα (1986). Την ίδια περίοδο, ο τότε νομάρχης Λέσβου κ. Ν. Σηφουνάκης ξεκίνησε το πρόγραμμα αποκατάστασης των ελαιοτριβείων του νησιού. Ακολούθησε η συστηματική ενεργοποίηση σημαντικών φορέων, όπως του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, της Διεύθυνσης Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Οργανώθηκαν συνέδρια, πλήθυναν οι κηρύξεις βιοτεχνικών και βιομηχανικών κτιρίων ως διατηρητέων, ξεκίνησαν προγράμματα διάσωσης βιομηχανικών συγκροτημάτων κ.λπ. Δημιουργήθηκε, τέλος, από το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών το Ελληνικό Τμήμα του TICCIH, που τον Ιούνιο του '97 κατόρθωσε να πραγματοποιήσει το 10ο Διεθνές Συνέδριο του TICCIH στην Ελλάδα. Αξιολογώντας όλες αυτές τις προσπάθειες, προσπαθούμε να αποτιμήσουμε κατά πόσο η καθεμιά χωριστά και όλες μαζί έχουν συμβάλει ώστε να υιοθετηθεί μια πολιτική διάσωσης των βιομηχανικών και των προβιομηχανικών κτιρίων στον τόπο μας, γιατί τα ίδια τα μνημεία είναι οι πυρήνες της διάσωσης της βιομηχανικής κληρονομιάς. Αναμφισβήτητα η απάντηση είναι θετική. Ταυτόχρονα, όμως, η διαπίστωση ότι αυτό που έχει γίνει μέχρι σήμερα είναι λίγο, και όχι πάντοτε προς τη σωστή κατεύθυνση, είναι μια πραγματικότητα. Η υπόθεση της διάσωσης του βιομηχανικού και του προβιομηχανικού κτιρίου ακυρώνεται από τον ίδιο του το χαρακτήρα: α) Το βιομηχανικό και προβιομηχανικό κτίριο είχε τις περισσότερες φορές το χαρακτήρα μιας κατασκευής με περιορισμένο χρόνο ζωής (με ελαφριές στέγες, λεπτούς τοίχους), προορισμένης να στεγάσει μόνο τα μηχανήματα και την παραγωγή. β) Ο βαθμός της εγκατάλειψης του είναι τόσο μεγάλος που η επέμβαση για τη διάσωση του είναι σχεδόν απαγορευτική. γ) Καταλαμβάνει τεράστιο χώρο -μερικές φορές ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα- μέσα στον πολεοδομικό ιστό των πόλεων, που εν τω μεταξύ έχουν επεκταθεί και τα έχουν κυκλώσει, αποτελώντας έτσι το αντικείμενο τεράστιων οικονομικών συμφερόντων. δ) Ο αρχιτεκτονικός του χαρακτήρας δεν είναι πάντοτε αισθητικά εύπεπτος, όπως των νεοκλασικών κτιρίων. ε) Ο μηχανολογικός εξοπλισμός του, τέλος, τις περισσότερες φορές δυστυχώς, δεν λαμβάνεται όσο θα έπρεπε υπόψη στην υπόθεση της διάσωσης του βιομηχανικού ή του προβιομηχανικού συνόλου, με αποτέλεσμα το σωζόμενο κέλυφος να μετατρέπεται σε κενό γράμμα. Για τους παραπάνω λόγους, εγκαινιάζουμε στο τεύχος αυτό τα θεματικά αφιερώματα, με την καταγραφή, την αποτύπωση και τη δημοσίευση ως τρόπο διάσωσης του βιομηχανικού και προβιομηχανικού κτιρίου. Τα βιομηχανικά κτίρια στην Ελλάδα, που σφράγισαν την τεχνολογία, την παραγωγή και την οικονομική και κοινωνική ζωή της κάθε περιοχής όπου αυτά λειτούργησαν, είναι πολλά. Η διάσωση αυτών των συνόλων φαντάζει μάλλον ως ουτοπία, αν μάλιστα ληφθούν υπόψη όλοι οι αρνητικοί παράγοντες που προαναφέραμε. Οι αποκαταστάσεις των βιοτεχνικών και βιομηχανικών κελυφών, για να αποδοθούν τα κτίρια σε νέες χρήσεις (παράδειγμα Λέσβου), κατέδειξαν ότι με αυτό τον τρόπο διασώζονται μεν τα κελύφη,- αλλά απαλείφεται εντελώς η ιστορία της τεχνολογίας, που αποτελεί το ήμισυ του στόχου της αποκατάστασης του βιομηχανικού κτιρίου. Και για να σταθούμε δίκαιοι απέναντι στο παράδειγμα της Λέσβου, θα πρέπει να τονίσουμε ότι την εποχή που υλοποιήθηκε πρόσφερε τα μέγι-


στα στην υπόθεση της διάσωσης των βιομηχανικών μνημείων γιατί, όταν ξεκίνησε η προσπάθεια, ολόκληρη αυτή η υπόθεση βρισκόταν στο στάδιο πρωτογενών προβληματισμών. Το παράδειγμα της Λέσβου έπεισε, διασώζοντας σημαντικά κελύφη βιομηχανικών κτιρίων, αλλά κυρίως ανοίγοντας το δρόμο για την προστασία τους και μεταμορφώνοντας τη στάση μιας ολόκληρης κοινωνίας που μέχρι τότε στεκόταν αδιάφορη, αν όχι εχθρική, απέναντι στο βιομηχανικό κτίριο. Σήμερα, κάνοντας τον απολογισμό, μπορούμε να πούμε ότι η διάσωση του κελύφους, χωρίς τη διάσωση του μηχανολογικού εξοπλισμού και των φάσεων της παραγωγής, δεν αρκεί. Θα πρέπει να βρεθεί τρόπος συντήρησης ενός συνόλου, το οποίο εκ των πραγμάτων έχει μείνει ανενεργό, δηλαδή να προσλάβει το σύνολο μουσειακό χαρακτήρα. Το εγχείρημα είναι σαφώς αντιοικονομικό και δύσκολο ως προς την εφαρμογή του. Παραμένει, ωστόσο, ο μοναδικός τρόπος για τη διαφύλαξη και των δύο σκελών των βιομηχανικών και βιοτεχνικών κτιρίων, δηλαδή του κελύφους και του μηχανολογικού τους εξοπλισμού. Μέσα σε αυτό τον σύγχρονο μουσειακό χώρο, οι μηχανισμοί παραγωγής θα πρέπει να μπορούν να τεθούν σε λειτουργία είτε για εκπαιδευτικούς λόγους είτε για την εξυπηρέτηση μουσειοδιδακτικών στόχων είτε για την τεκμηρίωση της ιστορίας μιας εκσυγχρονισμένης μονάδας παραγωγής που θα λειτουργεί δίπλα στο μουσείο της. Ο τρόπος αυτός διάσωσης δεν μπορεί παρά να εφαρμοστεί σε ελάχιστα επιλεγμένα συγκροτήματα. Επιβάλλεται όμως να εφαρμοστεί, αφού θα έχει αξιολογηθεί το σύνολο των βιοτεχνικών και βιομηχανικών κτιρίων του τόπου μας. Με άλλα λόγια, το αιτούμενο δεν είναι να αποκαταστήσουμε όλους π.χ. τους νερόμυλους της Ελλάδας. Εκτός από ουτοπικό, το εγχείρημα θα ήταν μάταιο, διότι η νομοτελειακή αχρηστία τους, στην καλύτερη περίπτωση, θα παρέτεινε τη ζωή τους για μια εικοσαετία. Ο ρυθμός της εξαφάνισης και της αλλοίωσης των βιοτεχνικών και βιομηχανικών κτιρίων, είτε από την εγκατάλειψη είτε από τον εξωραϊσμό είτε από τις νέες χρήσεις, επιβάλλει μια οργανωμένη κινητοποίηση από όλους τους ενδιαφερόμενους φορείς για τη συστηματική καταγραφή και στη συνέχεια την αποτύπωση των συνόλων. Ο τρόπος αυτός διάσωσης έχει ήδη αρχίσει να τίθεται σε εφαρμογή από ορισμένες Εφορείες Νεωτέρων Μνημείων, από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών το Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας Βόλου, το Ινστιτούτο των Ελληνικών Μύλων και από το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυμα της ΕΤΒΑ. Σε αυτό το τεύχος της Τεχνολογίας επιχειρούμε να παρουσιάσουμε το συντελεσμένο ή άμεσα προγραμματιζόμενο έργο των φορέων αυτών, προσπαθώντας να συμβάλουμε στην επίτευξη των κοινών στόχων. Δηλαδή, την αλληλοενημέρωση και τη συνεργασία όλων των προαναφερομένων, αλλά και των άλλων φορέων που θα μπορούσαν να προστεθούν στον κατάλογο, για να γίνει: α) Συστηματική καταγραφή και αξιολόγηση όλων των βιοτεχνικών και βιομηχανικών κτιρίων στην Ελλάδα. β) Συστηματική αποτύπωση εκείνων των βιομηχανικών και βιοτεχνικών κτισμάτων και των μηχανισμών τους που θα επιλεγούν, γιατί μαρτυρούν την τεχνολογική εξέλιξη και συμβάλλουν στη δημιουργία της ιστορίας του βιοτεχνικού και βιομηχανικού κτιρίου στον τόπο μας. γ) Επιλογή των συγκροτημάτων που θα πρέπει να διατηρηθούν, να αξιοποιηθούν και να προβληθούν ως μουσειακοί χώροι. Η ευαισθητοποίηση και η προβολή είναι ο καλύτερος πρεσβευτής για να αλλάξει η νοοτροπία των σύγχρονων βιομηχανιών ώστε να φροντίσουν, μέσα στο χώρο της παραγωγής τους ή και έξω από αυτόν, για τη διάσωση και την προβολή της ίδιας της ιστορίας τους. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας μας, θα πρέπει να συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι θα βλέπουμε να φεύγει μέσα από τα χέρια μας το μέγιστο τμήμα των βιοτεχνικών και βιομηχανικών κτιρίων, καταστρεφόμενο ή εξωραϊζόμενο, όπως πλήθος άλλων κατηγοριών διατηρητέων μνημείων στον τόπο μας, και γι' αυτό το λόγο, η καταγραφή και η αποτύπωση θα αποτελούν τα μόνιμα σημεία αναφοράς για την εξυπηρέτηση των στόχων μας. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά εκ μέρους της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού όλους τους εκλεκτούς επιστήμονες που υπογράφουν τα άρθρα, γιατί σε αυτά περιλαμβάνονται η διδαχή από τις εμπειρίες τους, η βελτίωση των προσανατολισμών τους, οι ώριμες σκέψεις τους: ένας ευρύς προβληματισμός που αφορά όλους τους αναγνώστες της Τεχνολογίας και ιδιαίτερα όσους από μας καλούνται να κάνουν τη θεωρία πράξη. Συνέβαλαν έτσι στην εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων για το μέλλον, μια και φαίνεται ότι η καταγραφή είναι μάλλον «η ουσία της υπόθεσης». Ωστόσο, ο προβληματισμός μας πρέπει να επεκταθεί και σε άλλα σημαντικά θέματα που απασχολούν όλους μας. Η θεματική ενότητα του τεύχους του 1999 θα είναι «Μουσεία τεχνολογίας και παραγωγής της προβιομηχανικής και βιομηχανικής περιόδου στην Ελλάδα. Το παρόν και το μέλλον». Υπενθυμίζουμε ότι η ύλη του περιοδικού κλείνει το πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου. ΑΣΠΑΣΙΑ ΛΟΥΒΗ Διευθύντρια ΠΤΙ ΕΤΒΑ


ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ Ή Η ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ Οι καταγραφές των ιστορικών βιομηχανικών κτιρίων, συνόλων και τόπων συμπεριλαμβανομένου του μηχανολογικού τους εξοπλισμού και των λοιπών λειτουργικών τους εγκαταστάσεων θεωρούνται από τους ερευνητές της ιστορίας της τεχνολογίας και της βιομηχανίας ως η προϋπόθεση sine qua non για τη μελέτη, την έρευνα και την προστασία της ειδικής αυτής κατηγορίας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Χαρακτηριστικός είναι ο αφορισμός: καλύτερα μόνο καταγραφή από το τίποτα. Το αντικείμενο και οι στόχοι των καταγραφών Το είδος, το πρόγραμμα και η έκταση της κάθε καταγραφής εξαρτώνται κάθε φορά από το στόχο που έχει τεθεί εξαρχής. Έτσι, μπορεί κανείς να διακρίνει τις γενικές καταγραφές για την αποτύπωση στο χώρο του συνόλου ή μιας συγκεκριμένης ομάδας κτιρίων και εγκαταστάσεων συνοδευόμενη από μια τεκμηρίωση βάσης, τις ειδικές καταγραφές για την επί μέρους εκτενή αποτύπωση και τεκμηρίωση ενός και μόνου τόπου, συνόλου ή κτίσματος και τις σωστικές καταγραφές για τη συλλογή στοιχείων σε ειδικές περιπτώσεις επείγοντος χαρακτήρα. Η διεθνής εμπειρία απαριθμεί τρεις κύριους στόχους που εξυπηρετούν οι καταγραφές: α) την τεκμηρίωση της βιομηχανικής/τεχνολογικής διαδικασίας ενός εργοστασίου ή συγκροτήματος πριν από την κατεδάφισή του, β) τη διερεύνηση της κοινωνικής δομής ενός εργασιακού χώρου, γ) την τεκμηρίωση μιας βιομηχανικής εγκατάστασης πριν από την αποκατάστασή της. Επισημαίνεται η σημασία της εξασφάλισης ικανής χρηματοδότησης για τα διάφορα στάδια καταγραφής και οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την έλλειψη της. Οι μέθοδοι που προτείνονται διεθνώς είναι οι ίδιες τόσο για την περίπτωση που η καταγραφή γίνεται για διάσωση όσο και για την περίπτωση που αυτή προηγείται ενός σχεδίου αποκατάστασης. Και στις δύο περιπτώσεις επισημαίνεται η βοήθεια που προκύπτει από τη συνεργασία (όταν αυτή είναι εφικτή) με τους ιδιοκτήτες και το επιστημονικό και εργατικό προσωπικό της βιομηχανικής μονάδας. Σε γενικό πλαίσιο διαπιστώνεται η ανάγκη υλοποίησης εθνικών καταγραφών ώστε να καθοριστούν η ιεράρχηση και οι όροι προστασίας σε διεθνές επίπεδο. Το στόχο αυτό υπηρετούν σε μεγάλο βαθμό η Διεθνής Επιτροπή για τη Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς (TICCIH) και οι αντίστοιχες εθνικές επιτροπές ή σύλλογοιμέλη της. Στους κύριους σκοπούς του καταστατικού του Ελληνικού Τμήματος του TICCIH περιλαμβάνονται: • η συγκέντρωση, μελέτη και φροντίδα

για τη διάδοση γνώσεων και εμπειριών, που έχουν σχέση με τις αρχές που τηρούνται, τις τεχνικές που εφαρμόζονται και την πολιτική που ακολουθείται στον τομέα της διερεύνησης, τεκμηρίωσης, έρευνας και διατήρησης της βιομηχανικής κληρονομιάς, και • η προώθηση με όλους τους δυνατούς τρόπους της δημιουργίας αρχείου της βιομηχανικής κληρονομιάς του τόπου μας, και η σύνταξη συστηματικών καταλόγων των ιστορικών τόπων βιομηχανικής παραγωγής, μεμονωμένων βιομηχανικών μνημείων, μέσων μεταφοράς και δημόσιων έργων, με βάση τα διεθνή πρότυπα. Ως γενικό συμπέρασμα των διεθνών συναντήσεων ειδικών στον τομέα προκύπτει το γεγονός ότι οι καταγραφές αποτελούν τη μόνη ρεαλιστική λύση για τη διάσωση της μνήμης του βιομηχανικού παρελ1 θόντος . Η ιδιαιτερότητα των καταγραφών της βιομηχανικής κληρονομιάς από αυτές της λοιπής ιστορικής ή αρχιτεκτονικής κληρονομιάς επισημαίνεται κυρίως στον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται η εργασία πεδίου, δεδομένου ότι παρατηρούνται σημαντικές διαφορές ως προς τα μεγέθη των καταγραφόμενων αντικειμένων και τη λειτουργία τους. Στα βασικά είδη καταγραφών ανήκουν: α) οι γραπτές περιγραφές, β) η προφορική τεκμηρίωση, γ) η φωτογραφική (ενδεχομένως κινηματογραφική ή μαγνητοσκοπημένη σε βίντεο) τεκμηρίωση, δ) η σχεδιαστική καταγραφή και αποτύπωση. Επισημαίνεται η ανάγκη συνδυασμού των γραπτών πηγών (αρχείων) με τις προφορικές μαρτυρίες και την εργασία πεδίου. Τονίζεται επίσης η σημασία υποστήριξης των σχεδίων γενικών καταγραφών εκ μέρους των κατά τόπους κρατικών και τοπικών αρχών και η συμμετοχή ειδικών ως μελών ή επιβλεπόντων των ομάδων καταγραφών. Η συμμετοχή στις ομάδες καταγραφών ενός ιστορικού της τεχνολογίας και ενός ιστορικού της αρχιτεκτονικής κρίνεται εντελώς απαραίτητη. Βεβαίως η εμπειρία ποικίλλει από χώρα σε χώρα: Έτσι, ενώ στην Αγγλία υπάρχει Ειδική Εθνική Επιτροπή Καταγραφών Βιομηχανικών Μνημείων και στις ΗΠΑ το Αμερικανικό Ιστορικό Μηχανολογικό Αρχείο (Historic American Engineering RecordH.A.E.R.), στην Ιταλία, το αντίστοιχο έργο υλοποιείται από τις τοπικές αρχές των περιφερειών και στην Ελβετία επίσης από τις αρχές των καντονιών υποστηριζόμενες και από την εργασία ιδιωτών. Το ελληνικό Υπουργείο Πολιτισμού δεν καθυστέρησε -τηρουμένων των αναλογιώννα ακολουθήσει τη διεθνή εμπειρία, δεδομένου ότι ήδη εδώ και μια δεκαετία είχε συσταθεί στην αρμόδια Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού ειδική επιτροπή για την

καταγραφή των βιομηχανικών και προβιομηχανικών μνημείων, η οποία ολοκλήρωσε ένα σημαντικό τμήμα του έργου της, συντάσσοντας και διαθέτοντας στις περιφερειακές υπηρεσίες ειδικές καρτέλες καταγραφών για τη βιομηχανική, προβιομηχανική και τεχνολογική κληρονομιά της χώρας. Η κακοδαιμονία στο ελληνικό παράδειγμα συνίσταται στο ότι δεν εξασφαλίστηκε εγκαίρως θεσμικά η βιωσιμότητα της επιτροπής και η δημιουργία αντίστοιχων επιτροπών σε περιφερειακό επίπεδο, με αποτέλεσμα η σημαντικότατη αυτή πρωτοβουλία να εξασθενήσει και να περιοριστεί στα πρώτα της βήματα. Για καθεμιά κατηγορία καταγραφών υπάρχουν ήδη στη χώρα μας εξαιρετικά παραδείγματα, που αποτελούν πλέον τον οδηγό για τη συνέχεια των σχετικών εγχειρημάτων και έχουν λάβει χαρακτήρα προτύπου για τον ελληνικό χώρο εφόσον έχει ολοκληρωθεί και η δημοσίευσή τους. Στη Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού υπάρχει αρχείο με τους φακέλους όλων των χαρακτηρισμένων ή των υποψήφιων προς χαρακτηρισμό βιομηχανικών και προβιομηχανικών μνημείων, εγκαταστάσεων και στοιχείων του ιστορικού βιομηχανικού εξοπλισμού (κινητά και ακίνητα). Με βάση τα στοιχεία αυτά έχει πραγματοποιηθεί η πρώτη έκθεση της βιομηχανικής κληρονομιάς της χώρας μας, η οποία παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη με αφορμή και κατά τη διάρκεια του 10ου Διεθνούς Συνεδρίου του TICCIH (ΙούνιοςΙούλιος 1998). Την έκθεση συνόδευε συνοπτικός κατάλογος των σημαντικών μνημείων ανά περιφέρεια. Ειδικές καταγραφές έχουν πραγματοποιηθεί από ιδιωτικούς φορείς και μεμονωμένους ιδιώτες ερευνητές είτε ως υπόβαθρο για τη δημιουργία τοπικών θεματικών μουσείων τεχνολογίας (Μεταξουργεία Σουφλίου και Μπαρουτόμυλοι Δημητσάνας από το ΠΤΙ ΕΤΒΑ, Νερόμυλοι και υδροκίνητα προβιομηχανικά εργαστήρια περιοχής μύλων Έδεσσας από τον Δήμο Έδεσσας και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) είτε ως κατάθεση μακρόχρονης ερευνητικής δραστηριότητας (Ανεμόμυλοι στις Κυκλάδες από τους ερευνητές Σ. Νομικό και Ζ. Βάο). Θέση προτύπου κατέχει ήδη το δημοσιευμένο ερευνητικό πρόγραμμα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου με θέμα την καταγραφή ιστορικού βιομηχανικού εξοπλισμού σε ιστορικές βιομηχανικές μονάδες και συγκροτήματα της χώρας μας. Η έρευνα διεκδικεί σημαντική θέση στην πανευρωπαϊκή σχετική βιβλιογραφία επί του θέματος και στοιχειοθετεί για τα ελληνικά δεδομένα το πλαίσιο κάθε παρόμοιου εγχειρήματος στον τομέα της καταγραφής, τεκμηρίωσης και αξιολόγησης ενός μέχρι σήμερα αφανούς αλλά εξαιρετικά σημαντικού συστατικού στοιχείου των


βιομηχανικών μνημείων, που αποτελεί ο 2 μηχανολογικός τους εξοπλισμός . Το πρόγραμμα χρηματοδότησης Καθοριστικός για την πορεία της καταγραφής είναι ο ρόλος της χρηματοδότησης του εγχειρήματος από το ύψος της οποίας καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό και η οργάνωση της ομάδας καταγραφής. Κονδύλια για καταγραφές χορηγούνται από τα αρμόδια υπουργεία (κυρίως το ΥΠΠΟ αλλά και το ΥΠΕΧΩΔΕ και το Υπουργείο Ανάπτυξης) στις κεντρικές ή τις περιφερειακές τους υπηρεσίες, αλλά και από τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, μέσω ερευνητικών προγραμμάτων, που περιλαμβάνουν στις δράσεις τους και την καταγραφή της πολιτιστικής κληρονομιάς (π.χ. το πρόγραμμα Leader, το πρόγραμμα Raphael κ.λπ.). Σημαντικό παράγοντα αναβάθμισης των προγραμμάτων αποτελεί πλέον η δέσμευση υποβολής από κοινού προγραμμάτων συνεργασίας μεταξύ φορέων από τουλάχιστον τρεις χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το ισπανικό παράδειγμα προς μίμηση αναφέρει ως βασικό χρηματοδότη των ερευνητικών προγραμμάτων για την καταγραφή της ιστορίας των δημόσιων έργων το αντίστοιχο Υπουργείο Δημοσίων Εργων, που είναι υποχρεωμένο να καταβάλλει προς το σκοπό αυτό ετησίως 1% των Δημοσίων Επενδύσεων του τομέα του. Οι προϋποθέσεις και το πλαίσιο δράσης Το πρόγραμμα κάθε καταγραφής καθορίζεται από την έκταση του καταγραφόμενου χώρου, συγκροτήματος ή μνημείου, το επείγον του χαρακτήρα της καταγραφής, την έκταση της χρηματοδότησης, τους στόχους της. Έτσι: α) στην περίπτωση της σωστικής καταγραφής ή της καταγραφής ύστερα από μερική απώλεια ή καταστροφή, η πρώτη φωτογραφική ή μαγνητοσκοπημένη τεκμηρίωση δύσκολα μπορεί να επεκταθεί πέρα από σημειώσεις σε σκίτσα και τοπογραφικά διαγράμματα (εφόσον αυτά υπάρχουν). Υπογραμμίζεται η ανάγκη προσεκτικής τεκμηρίωσης των μηχανημάτων (όσων βρίσκονται στη θέση τους αλλά και όσων έχουν μετακινηθεί ή βρίσκονται επί τόπου διαλυμένα). Προσοχή θα πρέπει να δοθεί και σε όσα από τα συστήματα μετάδοσης της κινητήριας δύναμης είναι ακόμη ορατά αλλά και σε εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης και βοηθητικά κτίσματα, που σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να έχουν διατηρήσει στοιχεία της αρχικής τους χρήσης, β) στην περίπτωση της ειδικής καταγραφής πριν από μελέτη τα πράγματα γίνονται περισσότερο ευνοϊκά εφόσον οι συνθήκες διατήρησης του μνημείου ή της εγκατάστασης το επιτρέπουν. Σημαντικό παράγοντα εμπλουτισμού των στοιχείων που είναι δυνατόν να συγκεντρωθούν ανά βιομηχανική μονάδα, συγκρότημα ή εγκατάσταση μπορεί να αποτελέσει η δέσμευση των αναδόχων

μελετητών ιστορικών βιομηχανικών συγκροτημάτων να υποβάλλουν παράλληλα με τα σχέδια αποτύπωσης και σχέδια φάσεων ιστορικής μηχανολογικής εγκατάστασης, και σε εξαιρετικής σημασίας περιπτώσεις και αποτυπώσεις ιστορικού βιομηχανικού εξοπλισμού. Τα επίπεδα της καταγραφής Τα μνημεία της τεχνολογίας και της βιομηχανίας και ειδικά τα νεότερα υπόκεινται στις μεγαλύτερες καταστροφές από όλες τις κατηγορίες των νεότερων μνημείων. Συνήθως οι καταγραφείς έρχονται τελευταίοι, αφού οι εσωτερικές και εξωτερικές τους εγκαταστάσεις και οι λειτουργικοί χώροι και κυρίως τα κινητά τμήματα των εγκαταστάσεων έχουν πωληθεί ή λεηλατηθεί. Η απομάκρυνση δε αυτή του εσωτερικού εξοπλισμού -της καρδιάς του κτιρίου- δεν είναι ποτέ χωρίς πληγές. Και δεν επιτρέπει την ακριβή αξιολόγηση του συνόλου, αφού λείπει το σημαντικότερο ίσως τμήμα τους. Ο υπεύθυνος κάθε καταγραφής είναι αυτός που πρώτος θα διαβάσει το χώρο και το μνημείο, θα περιγράψει την αρχική του λειτουργία και θα αξιολογήσει τον απαιτούμενο βαθμό τελικής διατήρησης κάθε τμήματος του. Ο ίδιος πρέπει να είναι σε θέση στο τέλος του έργου να θέσει τις προδιαγραφές για τον επόμενο μελετητή του χώρου και να καθορίσει ακόμη σε ποια κατεύθυνση μπορεί να κινηθεί το έργο της αποκατάστασης ή της απόδοσης νέων χρήσεων. Δική του είναι η ευθύνη της συγκριτικής ανάγνωσης και αξιολόγησης του μνημείου και των επί μέρους τμημάτων του τόσο για το τοπικό όσο και για το υπερ-τοπικό επίπεδο. Στο βαθμό της ανάλυσης των δεδομένων έγκειται η τελική απόφαση για το βαθμό της διατήρησης του συνόλου και των επί μέρους στοιχείων (πλήρης διατήρηση με τον ιστορικό βιομηχανικό εξοπλισμό επί τόπου, διατήρηση ύστερα από μετακίνηση του βιομηχανικού εξοπλισμού, κατεδαφίσεις τμημάτων). Οι απαιτήσεις για τις ειδικές γνώσεις του καταγραφέα Για την κατηγορία της γενικής καταγραφής απαιτούνται γενικές ιστορικές γνώσεις σχετικές με την ιστορική και οικονομική ανάπτυξη της υπό μελέτη περιοχής. Το πιο σημαντικό στοιχείο στην περίπτωση αυτή είναι ο εντοπισμός του είδους των επιχειρήσεων και των διαφόρων φάσεων εξέλιξής τους στον τόπο και στο χρόνο (χωροθέτηση, τεχνολογικές αλλαγές κ.ά.) καθώς και τα μεγέθη ανά κατηγορία βιομηχανικής δραστηριότητας. Προσοχή πρέπει κάθε φορά να δίνεται στα τοπωνύμια. Αναφορές περιηγητών αποδεικνύονται χρήσιμοι οδηγοί για πρώιμες εγκαταστάσεις, ενώ παλιοί οδηγοί και έντυποι κατάλογοι επαγγελμάτων καθορίζουν συχνά τα είδη και τα μεγέθη των αντίστοιχων δραστηριοτήτων. Η έλλειψη -τις περισσότερες φορές- γραπτών πηγών αναβαθμίζει τις προφορικές

μαρτυρίες σε εξαιρετικά πολύτιμη πηγή. Στη γενική καταγραφή απαραίτητο στοιχείο είναι η λεπτομερής τοπογράφηση της περιοχής. Μεγάλη βοήθεια στις περιπτώσεις αυτές αποτελούν τα στοιχεία των φακέλων των αδειών λειτουργίας των επιχειρήσεων, που ανήκουν στα κατά τόπους αρχεία των τμημάτων βιομηχανίας των νομαρχιών: στο σύνολο των περιπτώσεων τα στοιχεία συνοδεύει απαραίτητα γενικό τοπογραφικό της εγκατάστασης, καθώς αποτελεί στοιχείο πληρότητας του αντίστοιχου φακέλου. Για τις περιπτώσεις ορυχείων και γενικά μεταλλευτικών επιχειρήσεων αντίστοιχα στοιχεία περιλαμβάνονται στους επί μέρους φακέλους των αρχείων των διευθύνσεων μεταλλείων. Η γενική καταγραφή δεν είναι αρκετή από μόνη της να στηρίξει μια αξιολόγηση μεμονωμένων εγκαταστάσεων ή συγκεκριμένων βιομηχανικών συγκροτημάτων. Αποτελεί όμως βασικό στοιχείο αξιολόγησης όταν εκτείνεται σε μεγάλη περιοχή (όλες οι βιομηχανικές μονάδες όλων των κλάδων μιας διοικητικής περιφέρειας) ή περιλαμβάνει το σύνολο των μονάδων ενός έστω και μόνο κλάδου μιας ευρύτερης περιοχής ή ενός μεγάλου αστικού κέντρου. Η σύγκριση και μόνο του αριθμού των ομοειδών εγκαταστάσεων σε σχέση με αυτές άλλων κλάδων ή με το σύνολο των εγκαταστάσεων μιας περιοχής δίνει σημαντικά στοιχεία αξιολόγησης της σημασίας της εγκατάστασης σε συνδυασμό και με τη χρονολόγησή της. Συνδυαστικά συγκριτικό στοιχείο αξιολόγησης αποτελεί και η εξακρίβωση της ύπαρξης ομοειδών ή άλλων εγκαταστάσεων στην ίδια περιοχή οι οποίες δεν έχουν διασωθεί κατά το χρόνο της καταγραφής. Η σχέση της πρόσφατης καταγραφής με την ύπαρξη στον τόπο της έρευνας παλαιών ομοειδών ή άλλων εγκαταστάσεων καθοδηγεί στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τη συνέχιση ή μη μιας δραστηριότητας ή για τη χρονολόγηση έναρξης της δραστηριότητας. Σημαντική, εξάλλου, είναι η σύνδεση των εγκαταστάσεων με το άμεσο φυσικό περιβάλλον τους: η ύπαρξη ρεμάτων, η διαμόρφωση καναλιών παροχέτευσης νερού για τη λειτουργία της εγκατάστασης, η γειτνίαση με οδικές ή άλλες αρτηρίες μεταφορών προσδίδουν στην καταγραφή πληρότητα που οδηγεί στην εξαγωγή συμπερασμάτων για τις συνθήκες λειτουργίας, απαραίτητων για την κατανόηση και την αξιολόγηση της. Η συγγένεια των εγκαταστάσεων με αντίστοιχες, που βρίσκονται σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθιστά ιδιαίτερα χρήσιμες τις πληροφορίες που προκύπτουν από καταγραφές οι οποίες έχουν προηγηθεί σε άλλες χώρες ανά κατηγορία εγκαταστάσεων ή επί μέρους κτιρίων και συνόλων: εξαιρετικά χρήσιμη για τη μελέτη των ατμοκίνητων μεταξουργείων των αρχών του αιώνα στην Ελλάδα είναι η δημοσιευμένη μελέτη των ιταλικών μεταξουργείων του Πιεμόντε.


Η ειδική καταγραφή Η περίπτωση των ειδικών καταγραφών απαιτεί περισσότερο εξειδικευμένες γνώσεις. Για την υλοποίησή τους απαιτείται διεπιστημονική ομάδα ερευνητών, από την πιο απλή μορφή της οποίας δεν θα πρέπει να λείπει ένας μηχανολόγος ή ιστορικός της τεχνολογίας. Το εύρος των ειδικών καταγραφών καλύπτει τόσο τη λεπτομερή περιγραφή (ακόμη και την αποτύπωση πολλές φορές) των επί μέρους κτισμάτων, την εξακρίβωση της αρχικής τους χρήσης, την περιγραφή των μηχανημάτων, που ήταν εγκατεστημένα σε κάθε κτίριο ή τμήμα του συνόλου και τη διερεύνηση των διαφόρων φάσεων λειτουργίας, ανταποκρινόμενων συχνά σε διάφορες μορφές κινητήριας δύναμης και βέβαια σε διάφορα στάδια επεκτάσεων της επιχείρησης. Εκτός των αρχείων που προαναφέραμε ως απαραίτητων για τις γενικές καταγραφές, για την περίπτωση της ειδικής καταγραφής είναι εντελώς απαραίτητα τα σχέδια των αρχικών ή ενδιάμεσων μελετών εγκατάστασης, που περιλαμβάνουν και πλήρη στοιχεία για τη μηχανολογική εγκατάσταση. Πολύτιμα στοιχεία δίνουν τα στοιχεία των φακέλων των εγκαταστάσεων από τα κατά τόπους γραφεία των διευθύνσεων πολεοδομίας, που περιλαμβάνουν και αρχιτεκτονικά σχέδια. Κλειδί για την αποκωδικοποίηση της ιστορίας των βιομηχανικών κτισμάτων αποτελεί συχνά η εξακρίβωση της αλληλοδιαδοχής των χρήσεων: ένα σύγχρονο συγκρότημα ψυγείων χωρίς ειδική σημασία μπορεί να κρύβει έναν πολύ σημαντικό παλαιότερο αλευρόμυλο. Η εξέταση του ιστορικού της επιχείρησης και των διαδοχικών ιδιοκτητών της στηριγμένη σε αρχειακές πηγές (αρχεία τοπικών κέντρων ιστορίας, κρατικά αρχεία περιοχής, αρχεία διευθύνσεων ή τμημάτων βιομηχανίας στις κατά τόπους νομαρχίες, αρχεία υποθηκοφυλακείων) μπορεί με μεγαλύτερη ασφάλεια να οδηγήσει στην αρχική χρήση της εγκατάστασης, που είναι καθοριστική για την καθοδήγηση της καταγραφής: ερευνούμε ένα παλιό σιδηρουργείο ή το παλιότερο ατμοκίνητο μεταξουργείο της ευρύτερης περιοχής; Στις ειδικές καταγραφές μπορεί να στηριχθεί μια αξιόπιστη αξιολόγηση πολλαπλά απαραίτητη τόσο για την πιθανή προώθηση ενός φακέλου χαρακτηρισμού του συγκροτήματος ή της εγκατάστασης ως διατηρητέων ιστορικών μνημείων όσο και για τον καθορισμό προδιαγραφών για τη μελέτη αποκατάστασης και απόδοσης νέας χρήσης στο χώρο. Επειδή πολλές φορές η απόδοση νέων χρήσεων συνοδεύεται και από κατεδαφίσεις κτισμάτων, βοηθητικών κτιρίων και εγκαταστάσεων και απομάκρυνση μηχανολογικού εξοπλισμού, είναι εξαιρετικά χρήσιμη και κρίσιμη μια ιεράρχηση των χώρων από πλευράς ενδιαφέροντος διατήρησης, η οποία θα πρέπει να συνοδεύεται από την εκτίμηση της σημασίας διατήρησης τμήματος ή συνόλου του εξοπλισμού επί τόπου.

τοποθετήσει εύκολα στο μέλλον σε μια πλήρη ομάδα μελέτης τόσο τον ιστορικό των εργασιακών σχέσεων και των συνθηκών εργασίας όσο και τον ιστορικό της τέχνης, αλλά και τον εξειδικευμένο τοπογράφο καταγραφής βιομηχανικών εγκαταστάσεων και εγκαταστάσεων ιστορικών συστημάτων μεταφορών και τον εξειδικευμένο στα ιστορικά δημόσια έργα πολιτικό μηχανικό.

Μύλος στη Λυκκόσουρα. Από την έρευνα εντοπισμού υδροκίνητων εγκαταστάσεων στο νομό Αρκαδίας (Φωτοθήκη ΠΤΙ ΕΤΒΑ).

Οι ειδικές καταγραφές, ακόμη κι όταν έχουν σωστικό επείγοντα χαρακτήρα, περιλαμβάνουν αποτυπώσεις περισσότερο ή λιγότερο λεπτομερείς. Πολλές φορές η εξακρίβωση των στοιχείων υποδομής και η σύνδεση τους με αρχικές φάσεις μηχανολογικών εγκαταστάσεων καθιστούν απαραίτητη και τη χρήση μεθόδων, που θεωρούνται ως τώρα τα αποκλειστικά εργαλεία της κλασικής αρχαιολογίας: εννοούμε τις ανασκαφές. Η πρακτική της ανασκαφής, όταν γίνεται με την προσοχή που της αρμόζει, αποδίδει σημαντικά στοιχεία για πληθώρα πληροφοριών που ανάγουν στην «προϊστορία» των βιομηχανικών συγκροτημάτων και εγκαταστάσεων: Στην ανασκαφή σε χώρο παλαιών λεβητοστασίων διαπιστώνεται το είδος και η προέλευση του καυσίμου, τα κατάλοιπα της καύσης, η διαμόρφωση των καπναγωγών, η υποδομή και η διαστασιολόγηση των ατμολεβητών, ακόμη και η βάση της παλιάς κατεστραμμένης καμινάδας, που μπορεί να οδηγήσει στον υπολογισμό του ακριβούς ύψους της. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην ανάκτηση της ιστορίας της μηχανολογίας της παραγωγικής διαδικασίας: η ανάγνωση των κτιρίων από την πλευρά του μηχανολόγου αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα μιας πλήρους μελέτης καταγραφής. Εκεί που οι αρχιτέκτονες αντικρίζουν δυο σίδερα στον τοίχο το μάτι ενός εκπαιδευμένου μηχανολόγου μπορεί να αναπλάσει τη στήριξη των τροχαλιών που κινούσαν τους ιμάντες μηχανημάτων και να δώσει στον αρχιτέκτονα μελετητή να καταλάβει την αρχική λειτουργία του χώρου. Η αυξημένη ευαισθητοποίηση, που μπορεί να προκύψει από τη συσσωρευμένη εμπειρία στον τομέα των καταγραφών, θα

Μελλοντικές δυνατότητες και προοπτικές Η έρευνα και η τεκμηρίωση της βιομηχανικής κληρονομιάς αποτελούν ένα νέο σχετικά επιστημονικό πεδίο, που αγωνίζεται να καθορίσει τις ιδιαίτερες μεθόδους έρευνας και τα εργαλεία δουλειάς. Η διεθνής εμπειρία αποτελεί για όλους εμάς που ασχολούμαστε με το θέμα ένα σημαντικό και ικανό επιστημονικό υπόβαθρο. Για τον καθορισμό και την εφαρμογή ιδιαίτερων μεθόδων μελέτης και έρευνας στο ειδικό αντικείμενο μέσα στα όρια της χώρας μας και την εξαγωγή των απαραίτητων συμπερασμάτων ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς. Πρώτη προτεραιότητα αποτελεί η ολοκλήρωση γενικών καταγραφών και καθορισμού, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ακρίβεια και σαφήνεια, του μεγέθους και των αξιών του προς προστασία αντικειμένου. Ο τομέας προσφέρει δυνατότητες ανάπτυξης νέων ειδικοτήτων. Μέσω αυτού οι κλάδοι των μηχανολόγων και ηλεκτρολόγων μηχανικών αλλά και των πολιτικών μηχανικών και των τοπογράφων, των ιστορικών, των ιστορικών της τέχνης και των οικονομολόγων μπορούν να ανακαλύψουν νέα λαμπρά πεδία δράσης, που με σιγουριά φωτίζουν από νέο πρίσμα σημαντικές πτυχές της νεότερης ιστορίας μας πολύ κοντύτερα στα ευρωπαϊκά δεδομένα απ' όσο μας είχαν συνηθίσει όλες οι άλλες κατηγορίες των μνημείων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. ΟΛΓΑ ΤΡΑΓΑΝΟΥ-ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ

1. Βασικές αρχές καταγραφών αναφέρονται στις εισηγήσεις και τα συμπεράσματα των Ομάδων Εργασίας στα Διεθνή Συνέδρια του TICCIH, δημοσιευμένα στους τόμους των αντίστοιχων Πρακτικών και ιδιαίτερα του 1ου και 3ου Διεθνούς Συνεδρίου στο Ironbridge (29.5.5.6.1973) και Stockholm-Grangarde (30.5.-5.6.78) αντίστοιχα, όπως παρακάτω: First International Congress on the Conservation of Industrial Monuments, Ironbridge 29 May-5 June 1973, Transactions, Published by the Ironbridge Gorge Museum Trust, Church Hill, Ironbridge, Telford, Shropshire, England 1975. The Industrial Heritage, The Third International Conference on the Conservation of Industrial Monuments, Transactions 3, Edited by Marie Nisser, Published by Nordiska Museet, S 115 21 Stockholm, Sweden, 1981, ISBN 91-7108197-6. 2. Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο - Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ιστορικός Βιομηχανικός Εξοπλισμός στην Ελλάδα, Υπουργείο Ανάπτυξης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Εκδόσεις Οδυσσέας, επιστ. υπεύθυνοι: Γ. Πολύζος, Β. Παναγιωτόπουλος, επιστ. επιμέλεια: Χ. Αγριαντώνη, Ν. Μπελαβίλας, Αθήνα 1998, ISBN 960- 210- 330-2.


ΤΟ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ Το Υπουργείο Πολιτισμού προστατεύει τη νεοελληνική πολιτιστική κληρονομιά σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 1469/50 «Περί προστασίας ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενέστερων του 1830». Το 1977 με το Π.Δ. 941/ 1977 «Περί οργανισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και Επιστημών» ιδρύεται το Τμήμα Νεωτέρων Μνημείων στη Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού καθώς και οι Εφορείες Νεωτέρων Μνημείων, οπότε πλέον συστηματοποιείται και το έργο της προστασίας της νεότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται η διάσωση και η ανάδειξη των προβιομηχανικών κτιρίων και των βιομηχανικών συγκροτημάτων της χώρας. Αρχικά, έως τα μέσα της δεκαετίας του '80, η προσέγγιση των βιομηχανικών κτιρίων γίνεται με κριτήρια που σχετίζονται με την ποιότητα της αρχιτεκτονικής σύνθεσης και γενικότερα με την ιστορία της αρχιτεκτονικής. Από τα τέλη της δεκαετίας του '80, οι Υπηρεσίες του ΥΠΠΟ προσεγγίζοντας τη διεθνή εμπειρία που είχε συσσωρευτεί στις δύο τελευταίες δεκαετίες θέτουν ένα νέο πλαίσιο αντιμετώπισης των βιομηχανικών μνημείων. Τα προβιομηχανικά και βιομηχανικά μνημεία θεωρούνται σημαντικά τεκμήρια όχι μόνο της ιστορίας της αρχιτεκτονικής αλλά και της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας. Είναι τα απαραίτητα στοιχεία για την ανασύνθεση της εικόνας του τοπίου των ελληνικών πόλεων κατά τον 19ο και 20ό αιώνα και αποτελούν βασικές μαρτυρίες της μελέτης του βιομηχανικού πολιτισμού. Η μελέτη του βιομηχανικού πολιτισμού έχει ως αντικείμενο όχι μόνο την εποχή της βιομηχανικής ακμής αλλά και την προβιομηχανική περίοδο που την προετοίμασε. Άλλωστε σε πολλές περιοχές της χώρας η βιομηχανία προήλθε από τη μετεξέλιξη της οικοτεχνίας και της χειροτεχνίας. Στόχος του Υπουργείου Πολιτισμού είναι πλέον η καταγραφή, η διάσωση και η ανάδειξη των κτιρίων και όλων των στοιχείων που αυτά περικλείουν - μηχανές, αρχειακό και φωτογραφικό υλικό, ώστε να μη χαθούν πολύτιμες μνήμες και μαρτυρίες για τον τόπο. Οι απόψεις αυτές καταγράφονται αναλυτικά στο έντυπο Βιομηχανική Αρχαιολογία. Για τη μελέτη και ανάδειξη της βιομηχανικής κληρονομιάς, που εξέδωσε το Υπουργείο Πολιτισμού το 1989 με σκοπό την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση όλων των φορέων της πολιτείας, δημόσιων και ιδιωτικών, σχετικά με το ζήτημα της προστασίας των μαρτυριών του βιομηχανικού πολιτισμού. Παράλληλα, οι κεντρικές και περιφερειακές υπηρεσίες του ΥΠΠΟ προχωρούν στην καταγραφή και στο χαρακτηρισμό βιομηχανικών κτιρίων ως ιστορικών διατηρητέων μνημείων. Το έργο αυτό άλλοτε είναι συστηματικό (π.χ. καταγραφή όλων

των σιδηροδρομικών σταθμών της Πελοποννήσου το 1985, όλων των κτιρίων των καπναποθηκών στην Καβάλα το 1986, των αγροτοβιομηχανικών εγκαταστάσεων στην Κωπαιδα το 1991, του συνόλου των μεταλλουργικών-μεταλλευτικών εγκαταστάσεων του Λαυρίου το 1992 κ.ά.) και άλλοτε αποσπασματικό ή ακόμη και «πυροσβεστικό» (π.χ. μεμονωμένα βιομηχανικά μνημεία τα οποία κινδυνεύουν). Στο Τμήμα Νεωτέρων Μνημείων της Διεύθυνσης Λαϊκού Πολιτισμού έχει δημιουργηθεί εξειδικευμένο Αρχείο των Βιομηχανικών Μνημείων της χώρας. Η ταξινόμηση ακολουθεί το γενικό σύστημα αρχειοθέτησης του Τμήματος και γίνεται με βάση τη γεωγραφική περιοχή (νομό) στην οποία βρίσκονται. Σήμερα το Αρχείο περιλαμβάνει περίπου 1500 προβιομηχανικά και βιομηχανικά μνημεία και συνεχώς εμπλουτίζεται με το χαρακτηρισμό και νέων εγκαταστάσεων ως ιστορικών διατηρητέων μνημείων. Η σημασία του αρχείου αυτού φαίνεται και από τη συχνότατη χρήση του. Πολλοί σπουδαστές, φοιτητές αλλά και ιδιώτες (π.χ. κινηματογραφιστές) αντλούν στοιχεία από το Αρχείο αυτό. Το μεγάλο θέμα της επανάχρησης και της ανάδειξης των προβιομηχανικών και βιομηχανικών μνημείων αποτελεί ένα ζήτημα που οι αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού (Εφορείες Νεωτέρων Μνημείων και Διεύθυνση Πολιτιστικών Κτιρίων και Αναστήλωσης Νεωτέρων Μνημείων) αντιμετωπίζουν κατά περίπτωση. Η ιδανική λύση της διάσωσης του συνόλου των μαρτυριών που ένα βιομηχανικό μνημείο περικλείει είναι δυνατή μόνο σε ορισμένες επιλεγμένες περιπτώσεις. Κριτήρια βασικά αποτελούν η σημασία του συγκροτήματος, αλλά στο πλαίσιο μιας ρεαλιστικής και κατά συνέπεια αποτελεσματικής αντιμετώπισης της διατήρησης, το ιδιοκτησιακό καθεστώς και η βιωσιμότητα της επέμβασης (χρονικά και οικονομικά). Το 1997, στο πλαίσιο του 10ου Διεθνούς Συνεδρίου του TICCIH που πραγματοποιήθηκε στην Ελλάδα, η Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού και οι Εφορείες Νεωτέρων Μνημείων οργάνωσαν και παρουσίασαν την έκθεση με τίτλο «Βιομηχανικά Μνημεία της Ελλάδας». Η έκθεση αυτή που έχει ενημερωτικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα, είναι μια συμπυκνωμένη παρουσίαση του Αρχείου των Βιομηχανικών Μνημείων, δηλαδή μια παρουσίαση του έργου του Υπουργείου, στον τομέα της καταγραφής και της προστασίας των μνημείων αυτών μέχρι σήμερα. Πρόκειται για περιοδεύουσα έκθεση που έχει από τότε παρουσιαστεί σε διάφορες πόλεις της Ελλάδας. Σύντομα πρόκειται να εκδοθεί και ο κατάλογος της έκθεσης, ο οποίος θα αποτελέσει ουσιαστικά έναν «οδηγό» εύχρηστο και προσιτό σε κάθε ενδιαφερόμενο. ΟΥΡΑΝΙΑ ΜΑΡΗ


ΚΕΝΤΡΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ: ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΚΕΛΥΦΟΣ ΣΤΟΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΧΕΙΑ Το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών προσεγγίζει το θέμα της διάσωσης της βιομηχανικής κληρονομιάς με την ιδιαιτερότητα που πηγάζει από την ίδια τη φύση του ως ερευνητικού φορέα. Κατά συνέπεια, στην επιλογή της συγκεκριμένης δράσης που είναι η καταγραφή βιομηχανικών και προβιομηχανικών κτισμάτων, οι επιστημονικοί συνεργάτες του Κέντρου επέμειναν στην εκλογή ερευνητικών θεμάτων που αποδεσμεύονται από τη λογική του κτιρίου και τις υλικές όψεις του και επιτρέπουν τη διείσδυση στις αθέατες πλευρές των λειτουργιών της βιομηχανικής επιχείρησης. Πρόθεση των μελετητών είναι η κατανόηση των μορφών της ελληνικής βιομηχανίας μέσα από τη μελέτη τυπικών ή «άτυπων» παραδειγμάτων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στον εντοπισμό της τεχνολογικής ετοιμότητας και της επιχειρηματικής ικανότητας των πρωταγωνιστών της. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, σχηματικά να πούμε ότι οι ιστορικοί του ΚΝΕ/ΕΙΕ, επιθυμώντας μια «εκ των έσω» ανάγνωση του βιομηχανικού φαινομένου πέρασαν από τη μελέτη του βιομηχανικού κελύφους στη μελέτη του εξοπλισμού και των αρχείων. Αποκρυστάλλωμα των αναζητήσεων αυτών υπήρξε και η θεσμοθέτηση του προγράμματος «Ιστορία Επιχειρήσεων και Βιομηχανική Αρχαιολογία» που εδώ και χρόνια λειτουργεί στο ΚΝΕ/ΕΙΕ και συντονίζει δράσεις για την καταγραφή της ιστορίας των επιχειρήσεων, τη μελέτη και την προστασία της βιομηχανικής κληρονομιάς. Από τις παλαιότερες έρευνες, το πρόγραμμα για την ιστορία του εξηλεκτρισμού έχει ήδη εμπλουτίσει την ελληνική βιβλιογραφία με τρία εξειδικευμένα έργα (Στ. Τσοτσορός, Ενέργεια και ανάπτυξη στη μεταπολεμική περίοδο. Η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού 1950-1992, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1995, 573 σελ., Α. Βαξεβάνογλου, Η κοινωνική υποδοχή της καινοτομίας: το παράδειγμα του εξηλεκτρισμού στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Αθήνα 1996, 182 σελ. και Δ. Σαμίου, Η εξαγορά των ηλεκτρικών επιχειρήσεων από τη ΔΕΗ. Αρχειακή τεκμηρίωση, ΚΝΕ/ΕΙΕ, αρ. 65, Αθήνα 1998, 242 σελ.). Στον εκδοτικό τομέα δύο ακόμη έργα είδαν το φως της δημοσιότητας. Το πρώτο είναι μια μονογραφία για το Μεταξουργείο της Αθήνας {Το Μεταξουργείο της Αθήνας, Χρ. Αγρι-αντώνη - Μ.Χ. Χατζηϊωάννου [επιμ.], Αθήνα 1995, 171 σελ.) που εκδόθηκε και σε αγγλική γλώσσα. Το δεύτερο ερευνά τον ιστορικό βιομηχανικό εξοπλισμό στην Ελλάδα {Ιστορικός βιομηχανικός εξοπλισμός στην Ελλάδα, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 1998, 327 σελ.). Η επιλογή του Μεταξουργείου, ως πρώτου ατμοκίνητου εργοστασίου στην Αθήνα (1854), συνδυάστηκε με μια ευνοϊκή πολιτιστική συγκυρία, το πρόγραμμα της

UNESCO για τους Δρόμους του Μεταξιού. Συγχρόνως, επέτρεψε μια διεπιστημονική προσέγγιση με αποτέλεσμα να εκβάλουν στην ίδια κοίτη πέντε δοκίμια από τους τομείς της βιομηχανικής αρχαιολογίας, της ιστορίας επιχειρήσεων, της ιστορίας της εκβιομηχάνισης και της ιστορίας της πόλης των Αθηνών. Το βιβλίο καλύπτει το οδοιπορικό της οικογένειας Δουρούτη από τους Καλαρρύτες της Ηπείρου στην Αγκόνα, την Κέρκυρα, την Πελοπόννησο και την Αθήνα, την ιστορία της «Σηρικής Εταιρίας της Ελλάδος» και την περιπέτεια του ελληνικού μεταξιού στη διεθνή συγκυρία, την εξέλιξη του κτιρίου από τη βιομηχανία στις κατοικίες και, τέλος, την εξέλιξη της συνοικίας του Μεταξουργείου με τις παραγωγικές δραστηριότητες της.

Το Μεταξουργείο της Αθήνας το 1836 (από την έκδοση του ΚΝΕ/ΕΙΕ).

Το δεύτερο έργο για τον ιστορικό βιομηχανικό εξοπλισμό της Ελλάδας από το 1850 ως το 1930 {Ιστορικός βιομηχανικός εξοπλισμός στην Ελλάδα) είναι μια πλούσια σε περιεχόμενο και φωτογραφικό υλικό έκδοση που επιδιώκει να καταγράψει και να αποτιμήσει την τεχνολογία σε εννέα σημαντικούς κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας. Για πρώτη φορά το επιστημονικό έργο επικεντρώνεται στην παρατήρηση των τεχνικών διαδικασιών και του εξοπλισμού των επιχειρήσεων. Εντοπίζει και καταγράφει μια τεχνογνωσία που σήμερα έχει κατά ένα μέρος λησμονηθεί και δημιουργεί παράλληλα προϋποθέσεις για ορθότερη αξιολόγηση και προστασία των υλικών τεχνολογικών καταλοίπων που έχουν διασωθεί. Οι υπεύθυνοι του τόμου Γ. Πολύζος - Β. Παναγιωτόπουλος και οι συντονιστές Χρ. Αγριαντώνη - Ν. Μπελαβίλας - Σ. Ζαφειροπούλου θέτουν το θεωρητικό και πρακτικό πλαίσιο της προστασίας των βιομηχανικών κτιρίων και του εξοπλισμού τους. Τα παραδείγματα της ομάδας μελέτης προέρχονται από είκοσι επτά βιομηχανίες σε ιστορικά βιομηχανικά κέντρα της χώρας, που μελετήθηκαν αναλυτικά, και τεκμηριώνονται με κείμενα, σχέδια και

φωτογραφικό υλικό. Παρουσιάζεται η σταδιακή εξέλιξη του εξοπλισμού και προσδιορίζεται η τεχνική ταυτότητα των μηχανημάτων, με σκοπό να επιχειρηθεί μια πρώτη σύνθεση για την τεχνική επάρκεια της ελληνικής βιομηχανίας. Τα κείμενα εμπλουτίζονται με εισαγωγικές αναφορές για την εξέλιξη της τεχνολογίας ανά κλάδο. Ένα δεύτερο επίπεδο δράσης που στηρίζει και υποβοηθει την έρευνα είναι οι ενέργειες διάσωσης σημαντικών βιομηχανικών αρχείων. Πρόκειται για τα αρχεία της κλωστοϋφαντουργίας ΑΚΕ Αφοί Ρετσίνα (1872-1979) και του μηχανουργείου Αχ. Κούπας ΑΕ (1882-1987), που στεγάζονται σε χώρο του ΚΝΕ/ΕΙΕ. Το Κέντρο εκπόνησε στη διάρκεια του 1997 ένα πρόγραμμα κατάρτισης με έλληνες και ξένους εμπειρογνώμονες για την καλύτερη διαχείριση του πολυποίκιλου υλικού των βιομηχανικών αρχείων. Το σεμινάριο παρακολούθησαν εβδομήντα ερευνητές και αρχειακοί, ενώ συγχρόνως έγινε δυνατή η πειραματική εφαρμογή μεθόδων ηλεκτρονικής καταγραφής σε τμήματα των αρχείων Κούπα και Ρετσίνα. Οι πολύτιμες αυτές «οδηγίες» για την ιδιαιτερότητα του βιομηχανικού αρχείου, τις λογιστικές πρακτικές των βιομηχανικών επιχειρήσεων, τα βασικά βιβλία και έγγραφα που υποχρεούται να τηρεί η επιχείρηση, ανάλογα με το νομικό της καθεστώς και τις ασφαλιστικές της υποχρεώσεις, συμπεριλαμβάνονται στα πρακτικά που εκδόθηκαν σε μορφή εγχειριδίου μαζί με συνοπτικό βιβλιογραφικό οδηγό και παρουσίαση των βασικών νομοθετημάτων που αφορούν στις βιομηχανικές επιχειρήσεις {Αρχεία βιομηχανικών επιχειρήσεων, ζητήματα διαχείρισης. Πρακτικά Σεμιναρίου Ευρωπαϊκού Προγράμματος «Leonardo 95», επιμ. Χρ. Αγριαντώνη - Ε. Σιφναίου, ΚΝΕ/ΕΙΕ, Τετράδια Εργασίας 21, Αθήνα 1998, 177 σελ.). Η γνωστική μας προετοιμασία στο θέμα της διαχείρισης αρχείων επιχειρήσεων και η μελλοντική συνεργασία, εν όψει των Σεμιναρίων της Ερμούπολης '99, με το Centre for Business History in Scotland (University of Glasgow), ένα από τα μεγαλύτερα Κέντρα Συγκέντρωσης Αρχείων Επιχειρήσεων στην Αγγλία, θα επιτρέψει το συντονισμό και τη δικτύωση φορέων και ατόμων που διαθέτουν αρχεία στην Ελλάδα και επιθυμούν να συμμετάσχουν σε κοινές συναντήσεις, σεμινάρια και αμοιβαίες ανταλλαγές. Η οργάνωση των Σεμιναρίων στη Σύρο και οι παράλληλες δράσεις που έχουμε αναλάβει με το Κέντρο Τεχνικού Πολιτισμού και το Βιομηχανικό Μουσείο της Ερμούπολης μας κάνουν να ευελπιστούμε ότι το πρώτο βιομηχανικό κέντρο της χώρας θα αποκτήσει, σύντομα, ένα μουσείο-εργαστήρι που θα παραπέμπει στον ιστορικό παραγωγικό του πλούτο. ΕΥΡΥΔΙΚΗ ΣΙΦΝΑΙΟΥ


ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ ΣΤΟ ΕΘΝΙΚΟ ΜΕΤΣΟΒΙΟ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ Τα βιομηχανικά κτίρια του περασμένου αιώνα και των αρχών του σημερινού -αλλά και οι προβιομηχανικές εγκαταστάσεις της ίδιας περιόδου, όσες ακόμα διασώζονταιαποτελούν πολύτιμα τεκμήρια της ιστορίας και της εξέλιξης του νεότερου πολιτισμού μας. Εκφράζουν και απογράφουν ταυτόχρονα με μοναδικό τρόπο την καθημερινή αγωνία και την ατέλειωτη προσπάθεια για τη βελτίωση των μεθόδων παραγωγής, για την τελειοποίηση και την καθυπόταξη της «μηχανής», για την απαλλαγή του ανθρώπου από τον σωματικό κάματο. Είναι οι καλύτεροι, πολλές φορές, μάρτυρες της προϊστορίας -της τόσο πρόσφατης άλλωστε- των σημερινών μεταβιομηχανικών κοινωνιών μας. Αυτών των κτιρίων η μελέτη, η αποτύπωση, η φωτογράφηση, η αρχειοθέτηση δεν αποτελούν αυτοσκοπό. Είναι ένα μέσον γνωριμίας και προσέγγισης του πρόσφατου παρελθόντος μας, είναι ένα μέσον για να ανακαλύψουμε τις όσες και όποιες -και είναι πολλές- αρετές και αξίες είναι πάνω τους ενσωματωμένες. Είναι, τέλος, το μέσον για να μπορέσουμε, με κάθε σεβασμό στη μορφή και τη δομή τους, να τα καταστήσουμε και πάλι στοιχεία ενεργά του σύγχρονου χτισμένου περιβάλλοντός μας. Με δύο τρόπους μπορεί μια Σχολή Αρχιτεκτόνων, όπως η δική μας του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, να δρά-

σει προς την κατεύθυνση της υιοθέτησης και της ανάπτυξης μιας τέτοιας οπτικής. Με την έρευνα από τη μια μεριά και με τη διδασκαλία από την άλλη. Εδώ και κάμποσα χρόνια, ήδη από τη δεκαετία του '80, η συνειδητοποίηση της σημασίας των παλαιών βιομηχανικών κτιρίων ή/και των προβιομηχανικών εγκαταστάσεων οδήγησε συναδέλφους και σπουδαστές στη μελέτη και την αποτύπωση τους, στη συγκέντρωση στοιχείων για την αρχιτεκτονική και τη δομική τους συγκρότηση και στη συγγραφή κάποιων πρώτων μονογραφιών, που σήμερα πια μπορούμε να διαπιστώσουμε πολύ καλύτερα πόσο μεγάλη σημασία έχουν. Οργανώθηκαν παράλληλα ειδικά μαθήματα για να φέρουν τους αυριανούς αρχιτέκτονες σε επαφή με αυτό το ιδιάζον αντικείμενο, να το μελετήσουν και να ανακαλύψουν τις δυνατότητες που προσφέρει και είναι πολλές- για να διδαχθούν και, αργότερα, με τη δική τους δημιουργική παρέμβαση, να διδάξουν έναν τρόπο συμπεριφοράς απέναντι του. Ένα πολύτιμο υλικό συγκεντρώθηκε έτσι -και συνεχίζει να συγκεντρώνεται και προφανώς, όχι μόνο στο Πολυτεχνείο- και μια σημαντική εμπειρία αποκτήθηκε όλα αυτά τα χρόνια που πιστεύουμε ότι αξίζει να τεθούν στη διάθεση του ευρύτερου επιστημονικού κοινού, αλλά και στη διάθεση

των Κρατικών Υπηρεσιών, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στη διάθεση όλων όσοι σχεδιάζουν το μέλλον των οικισμών μας και παίρνουν τις σχετικές αποφάσεις. Με αυτή τη λογική το Πολιτιστικό Ιδρυμα της ΕΤΒΑ αποφάσισε να προχωρήσει στην έκδοση μιας σειράς μονογραφιών, ήδη έτοιμων, ενώ ελπίζει πως η πρωτοβουλία αυτή θα προκαλέσει την περαιτέρω ανάπτυξη του ενδιαφέροντος για τα παλαιά βιομηχανικά κτίρια αλλά και την προσφορά υλικού που θα μπορούσε να παρουσιασθεί είτε σε σελίδες του περιοδικού Τεχνολογία είτε στη νέα σειρά των μονογραφιών, ο πρώτος τόμος της οποίας ελπίζουμε πως θα κυκλοφορήσει σύντομα. ΄Όσο και αν προσπάθειες όπως αυτή αργούν να καρποφορήσουν, το βέβαιο είναι πως υπάρχουν σήμερα αξιόλογα αποτελέσματα τόσο στο επίπεδο της θεωρίας και της έρευνας όσο και στο επίπεδο της εφαρμογής. Οι νοοτροπίες έχουν ευτυχώς μεταβληθεί, οι ευκαιρίες που προσφέρονται είναι περισσότερες και η κοινωνία είναι πολύ πιο πρόθυμη σήμερα να αποδεχθεί και να στηρίξει μια διαφορετική σχέση με το παρελθόν της, μια σχέση γόνιμης και δημιουργικής συνεργασίας αντί για μια σχέση άρνησης και καταστροφής που την αποστερεί από σημαντικά στοιχεία της ιστορικής της ταυτότητας. ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΖΗΒΑΣ

ΤΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ ΤΗΣ ΕΡΜΟΥΠΟΛΗΣ Η πόλη που αναδείχτηκε ως το πρώτο ναυτιλιακό και βιομηχανικό κέντρο του νεότερου.ελληνικού κράτους, η Ερμούπολη, διατήρησε, παρά τις όποιες απώλειες, την αρχιτεκτονική της φυσιογνωμία μέσα από έναν πλούτο κτιρίων που σε μεγάλο ποσοστό μπορούν να χαρακτηριστούν νεότερα αρχιτεκτονικά μνημεία. Ανάμεσά τους τα παλιά εργοστάσια σηματοδοτούν τη θέση της βιομηχανικής ζώνης σε όλο το μήκος του παραλιακού τόξου της πόλης κατέχοντας με τον όγκο και την αρχιτεκτονική τους ποιότητα επάξια τη θέση. Δυστυχώς, όμως, είναι αυτά που έχουν υποστεί και τις μεγαλύτερες φθορές. Και όμως, αν δεχτούμε ως κύριους τομείς αναφοράς της βιομηχανικής αρχαιολογίας εκείνους της βιομηχανίας και των μεταφορών, τότε τα κτίρια των εργοστασίων της Ερμούπολης είναι εκτός από αρχιτεκτονικά και σημαντικά βιομηχανικά μνημεία. Δεκαπέντε χρόνια πριν, την άνοιξη του 1983, τα κτίρια αυτά βρίσκονται σε τέτοια κατάσταση διατήρησης ώστε με πλήθος στοιχείων μαρτυρούν το ρόλο αυτής της πόλης στο ξεκίνημα της ελληνικής βιομηχανίας. Οι σπουδάστριες τότε, αρχιτέκτο-

νες σήμερα Ι. Κατσιγιάννη και Α. Κονδύλη, στο πλαίσιο της ερευνητικής δραστηριότητας του Σπουδαστηρίου Αρχιτεκτονικών Συνθέσεων 1 του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ , επιχειρούν απογραφή του παραμελημένου υλικού των βιομηχανικών κτιρίων της Ερμούπολης. Η επιλογή του αντικειμένου βασίζεται στην κατ' αρχήν αναγνώριση της αρχιτεκτονικής ποιότητας και της πολεοδομικής παρουσίας των κτιρίων αλλά και στην εκτίμηση ότι ο χρόνος σταδιακά περιορίζει την πολλαπλή σημασία που έχουν για την έρευνα της πολεοδομικής και βιομηχανικής ανάπτυξης της περιοχής, καθώς τα απογυμνώνει από στοιχεία, τεκμήρια. Παράλληλα, η εντατικοποίηση των δραστηριοτήτων της πόλης απειλεί ακόμη και να εξαφανίσει ό,τι σώζεται, έστω και με φθορές, έως την εποχή εκείνη. Παρόμοια διαδικασία «εκσυγχρονισμού» έχει προϋπάρξει σε πολλές πόλεις με γνωστά αποτελέσματα. Και στην προκειμένη περίπτωση η προστασία των βιομηχανικών κτιρίων δεν εξασφαλίζεται την περίοδο αυτή ούτε από το νομικό πλαίσιο προστασίας ούτε από την ωρίμανση της κοινής συνείδησης.

Η οπτική της προσέγγισης Το καθ' όλα αξιόλογο αυτό κτιριακό υλικό αποτελεί σημείο αλληλοκάλυψης δύο κυρίως κλάδων έρευνας, της ιστορίας της αρχιτεκτονικής και της βιομηχανικής αρχαιολογίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εντοπίζεται στις αμφισβητούμενες οριακές τους περιοχές. Αντίθετα, έστω και απογυμνωμένα από τον μηχανολογικό τους εξοπλισμό, τα εργοστάσια, με βάση την τυπολογία και την τεχνολογία κατασκευής τους αφ' ενός αλλά και την αρχιτεκτονική τους ποιότητα και αισθητική αφ' ετέρου, εμπίπτουν απολύτως στο αντικείμενο και των 2 δύο . Αν στα κριτήρια για την παραπάνω κατάταξη των κτιρίων προστεθεί και η χρονολογία ανέγερσης, αποτελούν μέρος της μετά το 1830 αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς, ενώ περιλαμβάνονται και στο χρονικό διάστημα των δύο προηγούμενων αιώνων (18ος-19ος), το οποίο για πολλούς ερευνητές αποτελεί το χρονικό βάθος που έμμεσα καθορίζει το κυρίως αντικείμενο της βιομη3 χανικής αρχαιολογίας . Χωρίς παρ' όλα αυτά να εγκλωβίζεται στο μεθοδολογικό δίλημμα αν πρόκειται


για καλλιτεχνικά ή μνημεία τεχνολογίας, η συγκεκριμένη έρευνα προσεγγίζει τα κτίρια ως μνημεία: ως υλικά δηλαδή τεκμήρια της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του τόπου αλλά και ως υλικές πηγές ιστορικών πληροφοριών. Έτσι καταγράφεται το σύνολο των υπαρχόντων κτιρίων με σκοπό τη συγκρότηση πλήρους καταλόγου, ώστε σε δεύτερο επίπεδο μελέτης να υπάρχει δυνατότητα επιλογών. Άλλωστε, χρονική προτεραιότητα μεταξύ των στόχων της έρευνας είχε η απογραφή των κτιρίων ώστε κατ' αρχήν να «διασωθούν» ως ιστορικό υλικό, δεδομένου ότι ήταν εκτεθειμένα στη φθορά περισσότερο από άλλες πηγές, όπως κινητά αντικείμενα ή γραπτές πηγές. Η «διάσωσή» τους, όμως, ως γραπτής πηγής μπορεί να είχε αποτελέσει πρώτο και κύριο στόχο, όχι όμως και αποκλειστικό. Εκτός από πηγές πληροφοριών, τα βιομηχανικά κτίρια της Ερμούπολης αντιμετωπίστηκαν τα ίδια ως αξιόλογα αντικείμενα των οποίων είχε σημασία η διάσωση κυριολεκτικά και για λόγους όχι μόνο επιστημονικούς. Η έρευνα για την εξέλιξη της παραγωγικής δραστηριότητας στην Ερμούπολη μπορεί να τροφοδοτηθεί με στοιχεία και από άλλες πηγές, όπως έντυπο υλικό, αντικείμενα, κατάλοιπα του μηχανικού εξοπλισμού κ.λπ. Ιδιαίτερα η ιστορική έρευνα έχει το χαρακτηριστικό του περιορισμένου χρονικού βάθους, καθώς η βιομηχανική ανάπτυξη και παρακμή της πόλης έχει συντελεστεί μέσα σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, γεγονός που διευκολύνει τον χρονικό προσδιορισμό του πεδίου έρευνας. Θετικό, επίσης, χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι οι παραγωγικές δραστηριότητες της εποχής τεκμηριώνονται από ποικιλία έντυπου υλικού, το οποίο ήδη από την πρώιμη περίοδο της βιομηχανικής επα-

νάστασης εξυπηρετεί τη λειτουργία των παραγωγικών μονάδων ή προέρχεται από άλλους τομείς και αντανακλά τις επιπτώσεις της παραγωγικής δραστηριότητας σε αυτούς. Αντίθετα, τα κελύφη που στέγασαν αυτή τη δραστηριότητα είναι, το καθένα, μοναδικό αντικείμενο σήμερα με πολλαπλούς ρόλους πέρα από εκείνον του επιστημονικού τεκμηρίου. Εχοντας απορροφήσει στις περισσότερες περιπτώσεις μεγάλο μέρος του επενδεδυμένου κεφαλαίου, και αυτό για λόγους όχι αποκλειστικά χρηστικούς, ενσωματώνουν στοιχεία που σήμερα αποδίδονται ως επένδυση σε άλλους τομείς: πολιτιστικούς, κοινωνικούς, 4 πολεοδομικούς . Δεν είναι σκόπιμη η επανάληψή τους εδώ, καθώς έχουν εύλογα αποτελέσει επιχειρήματα στην ευρύτερη συζήτηση για την επανάχρηση των κενών 5 κελυφών . Η διάσωση με την κυριολεκτική και όχι την αρχειακή σημασία του όρου δεν ήταν φυσικά μέσα στις δυνατότητες της έρευνας, αλλά προς την κατεύθυνση αυτή προσπάθησε να συμβάλει με την αποτύπωση και τη συγκέντρωση πληροφοριών για τη μορφή και τη δομή των κτιρίων. Τα στοιχεία αυτά θα μπορούσαν να στηρίξουν μεταγενέστερες προσπάθειες αποκατάστασης των κτιρίων. Τα κτίρια Με την αυτοψία του 1983 εντοπίστηκαν και έχουν απογραφεί τριάντα κτίρια ή συγκροτήματα. Από τα τελευταία, ορισμένα αποτελούν κτιριακή ενότητα ενός εργοστασίου, ενώ άλλα στεγάζουν ξεχωριστές παραγωγικές μονάδες και έτσι ο αριθμός των εργοστασίων είναι ακόμη μεγαλύτερος. Η απογραφή περιλαμβάνει συγκέντρωση ιστορικών στοιχείων, αποτύπωση και μια πρώτη αρχιτεκτονική ανάλυση των

σωζόμενων τμημάτων. Η ιστορική διερεύνηση αφορά τη χρονολόγηση των κτιρίων, τους ιδιοκτήτες και το παραγόμενο είδος. Πληροφορίες αντλούνται κατ' αρχήν από τα ίδια τα κτίρια, σε πολλά από τα οποία σώζονταν ακόμη την εποχή της καταγραφής επιγραφές με ονόματα, επωνυμίες ή χρονολογίες. Άλλες πληροφορίες προέρχονται από βιβλιογραφία και κυρίως από προφορικές μαρτυρίες, καθώς μέσα στη λογική της πρωτογενούς έρευνας έγινε προσπάθεια να αξιοποιηθούν πηγές που υπήρχαν στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και των οποίων η διαθεσιμότητα στο μέλλον δεν ήταν εξασφαλισμένη. Συγκεκριμένα, για κάθε κτίριο έχουν συγκεντρωθεί, στο βαθμό που ήταν αντικειμενικά δυνατόν, στοιχεία για τη χρονολογία ανέγερσης, το όνομα του πρώτου ιδιοκτήτηιδρυτή της επιχείρησης και την πρώτη χρήση που στέγασε το εργοστάσιο. Τα στοιχεία αυτά συμπληρώνονται με πληροφορίες, όπου υπήρχαν, για τους μεταγενέστερους ιδιοκτήτες, τις μεταβολές της αρχικής χρήσης καθώς και για την τελευταία χρήση και τον τελευταίο ιδιοκτήτη. Τέλος, αναφέρεται η κατάσταση διατήρησης του κτιρίου. Τη συγκέντρωση των ιστορικών στοιχείων ακολουθεί η ανάλυση των κελυφών, η οποία αφορά βασικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, όπως η διάταξη των όγκων, η εσωτερική διαρρύθμιση και η κατασκευαστική τους οργάνωση. Ιδιαίτερα αναφέρεται η χρήση των υλικών στην επεξεργασία των όψεων, παράλληλα με τη μορφολογική αξιολόγηση των κτιρίων. Τα στοιχεία αυτά συνοδεύονται από φωτογραφική αποτύπωση για το σύνολο των κτιρίων, ενώ για τα σημαντικότερα από αυτά έχει γίνει αρχιτεκτονική αποτύπωση ολόκληρου του κτίσματος ή των 6 όψεων .


Η αρχιτεκτονική ανάλυση συμπληρώνεται με την τυπολογική κατάταξη των κτιρίων, η οποία γίνεται με κριτήριο το παραγόμενο είδος και με βάση το σχήμα και τη διάταξη της κάτοψης αλλά και τον αριθμό των ορόφων. Την αρχική καταγραφή ακολούθησε πρόσφατη ενημέρωσή της από την ίδια ομάδα μελέτης, την άνοιξη του 1998. Ο επανέλεγχος της κατάστασης διατήρησης των κτιρίων οδήγησε για τα περισσότερα σε απολογισμό των φθορών που έχει επιφέρει η δεκαπενταετία που μεσολάβησε. Όπως προκύπτει από τη σύγκριση των αρχικών με τα νεότερα στοιχεία, το ένα τρίτο μόνο των κτιρίων βρίσκεται σήμερα στην ίδια σχεδόν κατάσταση διατήρησης με εκείνη του 1983. Περιορισμένος αριθμός -πέντε- από αυτά επισκευάζονται και ορισμένα άλλα έχουν υποστεί σημαντικές αλλοιώσεις της μορφής λόγω επεμβάσεων. Τέσσερα ακόμη κτίρια δεν υπάρχουν πια, ενώ το σύνολο των υπόλοιπων βρίσκεται σε κακή κατάσταση και είναι γνωστό πόσο ευάλωτα είναι τα ερειπωμένα κτίρια στην έφοδο της «αξιοποίησης». Η ομάδα των βιομηχανικών κτιρίων της Ερμούπολης, έστω και φτωχότερη απ' ό,τι πριν από δεκαπέντε χρόνια, παραμένει

αναγνώσιμο στοιχείο αυθεντικότητας στη 7 συγκρότηση της πόλης . Είναι το στοιχείο που δηλώνει ότι η ιστορία της δεν ολοκληρώνεται μόνο με τα λαμπρά αρχοντικά, αλλά χρειάζεται και τα κτίρια που εκφράζουν τη δημιουργική δύναμη στην οποία στήριξε την ακμή της.

Το Λαύριο επανήλθε στο προσκήνιο ύστερα από δεκαετίες σιωπής γύρω στο 1990. Η εκ νέου «ανακάλυψη» του αποτέλεσε για την ελληνική κοινωνία ένα δυσάρεστο εύρημα, ταυτισμένο με την κορύφωση του προβλήματος της αποβιομηχάνισης, τα συσσίτια των ανέργων και τη μαζική εγκατάλειψη της πόλης από τους κατοίκους της. Εκείνη την εποχή, μια από τις πιο στιβαρές βιομηχανίες στην Ελλάδα, η Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου, «κοινωνικοποιημένη» από το 1982, λειτουργούσε για τελευταία φορά τους φούρνους της, έπειτα από 120 χρόνια ζωής. Στα μεταλλεία οι εξορυκτικές εργασίες είχαν διακοπεί από το 1977 και η εταιρεία λειτουργούσε με φθίνουσα πορεία έως το 1981 οπότε και διέκοψε οριστικά. Την ίδια περίοδο, μαζί με τα μεταλλεία έκλειναν και οι περισσότερες από τις βιομηχανίες του Λαυρίου. Με τη διακοπή της λειτουργίας των βιομηχανιών, ένας μεγάλης έκτασης ερειπιώνας γεννήθηκε δίνοντας μια νέα ταυτότητα στην πόλη. Από το τέλος του 1989, οπότε διακόπηκε η λειτουργία της μεταλλευτικής και μεταλλουργικής εταιρείας με τη σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων, εμφανίστηκε μια πρωτοποριακή εναλλακτική πρόταση επανάχρησης ενός τόσο μεγάλου ιστορικού βιομηχανικού συγκροτήματος. Ήταν μια σύλληψη των Λαυρεωτών και του καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Κώστα Παναγόπουλου. Η ιδέα διατυπώθη-

κε το 1990 από τη διαχειρίστρια, τότε, εταιρεία Ελληνική Εταιρεία Βιομηχανικών και 1 Μεταλλευτικών Ερευνών (ΕΛΕΒΜΕ) και πρότεινε τη μετεξέλιξη του εργοστασίου σε κέντρο έρευνας και βιομηχανικό μουσείο, αλλά έδειχνε να ναυαγεί λίγους μήνες αργότερα, όταν η εισβολή των εκκαθαριστών στη χρεωκοπημένη πλέον εταιρεία επιτάχυνε τις εξελίξεις. Μηχανές και συσκευές, πολλές ηλικίας ενός αιώνα, έπιπλα από τις βίλες της διοίκησης, πολύτιμα αρχεία άρχισαν να αποξηλώνονται και να απομακρύνονται. Οι παλαιοί μεταλλωρύχοι, το νεοϊδρυθέν Ελληνικό Τμήμα του TICCIH και το ΕΜΠ μαζί με λίγα στελέχη του Υπουργείου Πολιτισμού, πέτυχαν με την αντίδραση τους, που δεν αρκούν λίγες γραμμές για να περιγραφεί, την κήρυξη του συνόλου των εγκαταστάσεων ως διατηρητέου μνημείου και την παραχώρηση τους στο ΕΜΠ που υπογράφηκε στις 10 2 Δεκεμβρίου 1992 . Ο πυρήνας της πρώην Γαλλικής Εταιρείας στην περιοχή του Κυπριανού, καταλαμβάνει έκταση 250 στρεμμάτων. Σε αυτό το οικόπεδο είχαν αναπτυχθεί, από το 1875 έως τη δεκαετία του 1980, οι εγκαταστάσεις της αποθήκευσης, της θραύσης, του εμπλουτισμού και της μεταλλουργίας του μολύβδου, η παραγωγή αργύρου και αρσενικού, ο ηλεκτρικός σταθμός, το ελασματοποιείο, οι κύριοι διοικητικοί χώροι της εταιρείας, το χημείο και μέρος των

ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΓΡΑΦΑΚΟΥ 1. Διευθυντής του Σπουδαστηρίου ήταν ο καθηγητής Δ.Α. Ζήβας, ενώ την καθοδήγηση της εργασίας είχε αναλάβει η γράφουσα. 2. Η δεκαετία 1980-1990 είναι μια περίοδος όπου το ερμηνευτικό ενδιαφέρον με επιστημονική ή έστω παρορμητική-νοσταλγική βάση για τα υλικά κατάλοιπα των παραγωγικών δραστηριοτήτων έχει μόλις αρχίσει να εμφανίζεται στην Ελλάδα. Είναι, επίσης, μια περίοδος όπου η βιομηχανική αρχαιολογία ως επιστημονική περιοχή δεν έχει με σαφήνεια οριοθετηθεί, ενώ αμφισβητείται η καταλληλότητα του ίδιου του όρου «βιομηχανική αρχαιολογία» να την προσδιορίζει (βλ. Rainer Slotta, Εισαγωγή στη Βιομηχανική Αρχαιολογία, μετ. Άγις Παπαδόπουλος, εκδ. ΠΤΙ ΕΤΒΑ, Αθήνα 1992, σ. 180-185). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο προβληματισμού έχει τεθεί και το ερώτημα κατά πόσο βιομηχανικά κτίσματα απογυμνωμένα από τον μηχανολογικό και άλλο εξοπλισμό τους, από το στοιχείο δηλαδή της τεχνολογίας παρα-

γωγής -όπως π.χ. τα βιομηχανικά κτίρια της Ερμούπολης την εποχή της έρευνας- αποτελούν μνημεία τεχνολογίας ή καλλιτεχνικά μνημεία. 3. Βλ. και R. Slotta, ό.π., σ. 183. 4. Η προσπάθεια προβολής του κύρους και της οικονομικής δύναμης του επιχειρηματία μέσα από τα κτίρια που στεγάζουν τη δραστηριότητα του οδήγησε και στην περίπτωση της Σύρου στην κατασκευή κτιρίων με αρχιτεκτονική ποιότητα που συχνά υπερβαίνει τις απαιτήσεις του χρηστι-κούλειτουργικού τους ρόλου, όπως φαίνεται από τα στοιχεία που εκθειάζονται κατά την περιγραφή ενός εργοστασίου στον τοπικό Τύπο της εποχής. Βλ. Ι. Τραυλού -Α. Κόκκου, Ερμούπολη, εκδ. Εμπορικής Τραπέζης της Ελλάδος, Αθήνα 1980, σ. 148-149. 5. Βλ. Διονύση Α. Ζήβα, Τα μνημεία και η πόλη, εκδ. Ε. & Λ. Λυρούδια, Αθήνα 1991, σ. 26, 28. 6. Έχουν αποτυπωθεί τα εξής κτίρια εργοστασίων: α. Κτίριο στην οδό φολεγάνδρου. β. Εργοστάσιο Βέλτσου. γ. Εργοστάσιο Βρατσάνου. δ. Εργοστάσιο φουστάνου - Καρέλλα - Βελισσαρόπουλου. ε. Εργοστάσιο αδελφών Βελισσαρόπουλων. στ. Εργοστάσιο Λαδόπουλου. Τόσο η φωτογράφηση όσο και οι αποτυπώσεις έγιναν επίσης από τις Ι. Κατσιγιάννη και Α. Κονδύλη. 7. Η διαφύλαξη του χαρακτήρα που δίνουν στο περιβάλλον τους τα κτίρια παραγωγικών δρα στηριοτήτων αποτελεί σημείο κριτικής του Ρ. Buchanan για την Tate Gallery, Liverpool στο The Architectural Review 1097 (1988), σ. 20-27.

εγκαταστάσεων του σιδηροδρόμου των μεταλλείων. Δίπλα τους απλώνονταν, κληρονομιά της επεξεργασίας των μεταλλευμάτων, οι μεγάλες λεκάνες αποβλήτων, χωματερές θανάτου για την πόλη. Μέχρι σήμερα, στους λόφους της Λαυρεωτικής, από το νοτιότερο άκρο τους στο Σούνιο έως τα βόρεια, στην Κερατέα, υπάρχουν διάσπαρτες εγκαταστάσεις εξόρυξης μεταλλεύματος. Στην Αγριλέζα, τα Μεγάλα Πεύκα, την Καμάριζα, τη Σούρεζα, την Πλάκα, εκατοντάδες στοές, τα πηγάδια με τα μηχανοστάσια και τους ανελκυστήρες, το δίκτυο του σιδηροδρόμου, οι ζώντες εργατικοί οικισμοί απείραχτοι από την εποχή της δημιουργίας τους, με μεγαλύτερο και πλέον διατηρημένο τον Κυπριανό, διαμορφώνουν ένα μοναδικό τοπίο που συμπληρώνεται από τις σκάλες φόρτωσης στα Λεγραινά, στο Πόρτο Εννιά έως το λιμάνι της πόλης με την κορυφαία Γαλλική Σκάλα. Σε αυτό το τοπίο κλήθηκαν να εργαστούν οι διδάσκοντες και οι ερευνητές του 3 ΕΜΠ , προκειμένου να υλοποιήσουν την ιδέα της ανάπλασης. Η μέχρι εκείνη τη στιγμή έρευνα είχε καλύψει ελάχιστες πτυχές αυτής της πολυδιάστατης ιστορίας. Ως το 1990, μόνο ο Ανδρέας Κορδέλλας στο Le Lauriurrf του 1869 και ο Κωνσταντίνος Κονοφάγος στο βιβλίο του 7ο αρχαίο Λαύριο και η ελληνική τεχνική 5 παραγωγής του αργύρου του 1980 είχαν


καταγράψει το τι συνέβαινε εκεί, συμπληρωματικά στην έρευνα τους για την παραγωγή αργύρου στην αρχαιότητα. Η παντελής απουσία της επιστήμης της βιομηχανικής αρχαιολογίας μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980 στην Ελλάδα δημιουργούσε και στο Λαύριο ένα κενό που δύσκολα μπορούσε να καλυφθεί. Η γνώση των εν ενεργεία μηχανικών και εργαζομένων της εταιρείας ήταν μια γνώση πολύτιμη για τη μεταπολεμική περίοδο που αντιστοιχούσε στην ενεργή θητεία των ίδιων, αλλά ακόμη ακατέργαστη για τις ανάγκες της τεκμηρίωσης του χώρου. Η ιστορία της εταιρείας ήταν μέχρι την εποχή της εμπλοκής του ΕΜΠ αυτό το γνωστό, γοητευτικό μεν αλλά επικίνδυνο επιστημονικά κράμα της

πρωτογενούς μαρτυρίας και του θρύλου. Η ευαισθητοποίηση, όμως, που προκάλεσε η υπόθεση του Λαυρίου, γέννησε ένα κύμα ερευνητικής δραστηριότητας. Στο σύντομο διάστημα από το 1991 έως το 1994 οι πρώτες δημοσιεύσεις και ανακοινώσεις για την ιστορία του Λαυρίου κάλυψαν το γενικό πλαίσιο του 19ου και του 20ού αιώνα και εν μέρει τη Γαλλική Εταιρεία. Οι έρευνες αυτές αποτέλεσαν ένα αξιόπιστο υπόβαθρο στο οποίο βασίστηκε η εργασία των επόμενων χρόνων. Για την ιστορία αξίζει να 6 σημειωθούν οι μελέτες των Γ. Δερ-μάτη , Γ. 7 8 Πετράκη , Χ. Αγριαντώνη , Τ. Καλόγρη και 9 Γ.Κ. Μάνθου όπως και η ημερίδα που οργάνωσε το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του 10 ΕΜΠ τον Δεκέμβριο του 1991 , και το «Αφιέρωμα στο Λαύριο» του Δελτίου Συλλόγου Αρχιτεκτόνων^, που περιέλαβαν πολλές ανακοινώσεις και άρθρα για την ιστορία της πόλης και της βιομηχανίας. Ήδη από το 1992 είχε προχωρήσει από την πλευρά του ΕΜΠ η διαδικασία της ένταξης του έργου σε κοινοτικά προγράμματα χρηματοδότησης. Δεν είχε γίνει κανένα βήμα στο επίπεδο της αποτίμησης των εγκαταστάσεων, της καταγραφής της ιστορίας τους και του σχεδιασμού της αναστήλωσης και της επανάχρησής τους. Ενώ η επεξεργασία της ιδέας του Πάρκου, σε ό,τι αφορούσε στην εγκατάσταση επιχειρήσεων και ερευνητικών εργαστηρίων είχε προχωρήσει, ο όποιος σχεδιασμός του χώρου είχε βασιστεί σε μια πρώτη έκθεση της Διεύθυνσης Λαϊκού Πολιτισμού του ΥΠΠΟ η οποία είχε συνταχθεί για τις ανάγκες της επείγουσας κήρυξης του μνημείου. Το φαινόμενο μπορεί να ερμηνευθεί αν ληφθεί υπόψη ότι οι περισσότερες, ακόμη και σήμερα, αναπλάσεις βιομηχανικών χώρων στην Ελλάδα πραγματοποιούνται αντιμετωπίζοντας τα ιστορικά εργοστάσια ως διαθέσιμα κελύφη πάσης χρήσεως και τον μηχανολογικό εξοπλισμό τους στην καλύτερη περίπτωση ως ενδιαφέρουσες σκηνογραφίες. Είναι, επίσης, γνωστό ότι οι συνήθεις αγωνίες που εκφράζονται,

κυρίως απο τον επιστημονικό χώρο των ιστορικών και των αρχιτεκτόνων, για τη διάσωση, την τεκμηρίωση και την ενσωμάτωση των ιστορικών στοιχείων παρακάμπτονται στο όνομα της αποτελεσματικότητας, της ταχύτητας και της εμπορικότητας των έργων. Τον Ιούλιο του 1994 συναντήθηκαν προσκεκλημένοι στα «Σεμινάρια της Ερμούπολης» του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών οι περισσότεροι από τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση της Γαλλικής Εταιρείας πανεπιστημιακοί. Το Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ είχε ήδη εντάξει το Λαύριο στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του προηγούμενου έτους. Αυτή η εμπειρία παρουσιάστηκε στη συνάντηση. Ένας έντονος διάλογος έθεσε το ζήτημα της συστηματικής έρευνας και δράσεων για την καταγραφή, τη διάσωση και την αξιοποίηση μέσα από την επανάχρηση των εγκαταστάσεων ως συνόλου μέσα στο ιστορικό τους πλαίσιο. Από αυτό το διάλογο φάνηκε η ανάγκη να διοχετευθούν τα κοινοτικά κονδύλια στις αναστηλώσεις που θα ακολουθούσαν τεκμηριωμένες μελέτες και όχι στην κατασκευή νέων κτιρίων που θα επέλυαν άμεσα το πρόβλημα της στέγασης επιχειρήσεων και εργαστηρίων. Ο διάλογος μεταφέρθηκε στην Αθήνα και λίγους μήνες αργότερα, στις αρχές του 1995, δρομολογήθηκαν από το ΕΜΠ οι σωστικές επεμβάσεις, η καταγραφή, η αποτίμηση και ο επανασχεδιασμός των εγκαταστάσεων της Γαλλικής Εταιρείας προκειμένου να δεχθούν το Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου και το Μουσείο Τεχνολογίας. Το κείμενο που ακολουθεί περιορίζεται κυρίως στην περιγραφή της φάσης της καταγραφής, της τεκμηρίωσης και της αποτίμησης. Η αναφορά στον επιχειρησιακό, τον πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό σχεδιασμό, όπως και στην εκτέλεση των έργων θα κάλυπτε μεγάλη έκταση και θα ξέφευγε 12 από τους στόχους του άρθρου . Το διαθέσιμο «υλικό» με τη μορφή κτιρίων, μηχανών, δικτύων απλωνόταν στην έκταση που αναφέρθηκε παραπάνω και περιλάμβανε σαράντα μία κτιριακές μονάδες καλυμμένης επιφάνειας 36.000 τ.μ. Η καταγραφή της παραγωγικής αλυσίδας σε όλη αυτή την έκταση και τις ιστορικές φάσεις λειτουργίας, οι βασικοί εκσυγχρονισμοί, η ταύτιση κτιρίων και εξοπλισμού, ο εντοπισμός των αλλαγών και των προσθηκών, η ύπαρξη του ανθρώπινου παράγοντα και κατά συνέπεια της συλλογικής μνήμης, η πλήρης, εν τέλει, ανασύσταση της ιστορικής εικόνας της εταιρείας όπως εξελίχθηκε από το 1875 μέχρι το 1995 ήταν το ένα ζητούμενο που αφορούσε κυρίως τους ιστορικούς. Η τοπογραφική αποτύπωση, η αρχιτεκτονική και οικοδομική αποτύπωση του πολυσύνθετου και πρωτόγνωρου αυτού κτιριακού δυναμικού, η ανακάλυψη των αρχιτεκτονικών αρχών και των κατασκευ13 αστικών μεθόδων , η πλήρης αποτύπωση των μηχανών και των δυνατοτήτων επαναλειτουργίας τους, ο εντοπισμός των βλαβών, η διερεύνηση των δυνατοτήτων 13


ανασχεδιασμού του χώρου και παραλαβής των νέων χρήσεων από την κλίμακα του συνόλου του συγκροτήματος έως το επίπεδο των οικοδομικών λεπτομερειών των 14 αναστηλώσεων , και, τέλος, ο εντοπισμός και η ανάλυση της ρύπανσης και τα σενάρια απορρύπανσης ήταν το δεύτερο ζητούμενο που αφορούσε τους τεχνικούς. Όλα τα παραπάνω όφειλαν να συντεθούν και να καταλήξουν στη συνολική αρχιτεκτονική, μουσειολογική και επιχειρησιακή πρόταση για ένα βιώσιμο συγκρότημα ιστορικής μνήμης, εκπαίδευσης και σύγχρονης έρευνας και παραγωγής. Υπάρχουν τρία στοιχεία τα οποία φαίνεται ότι λειτούργησαν καταλυτικά στην επιτυχία του εγχειρήματος. Η επιλογή για τη 15 διεπιστημονική συγκρότηση των ομάδων δημιούργησε τη μηχανή που είχε την επιχειρησιακή δυνατότητα και την επιστημονική επάρκεια να ολοκληρώσει το έργο. Η συνεργασία με την τοπική κοινωνία, τον Δήμο Λαυρεωτικής και το Εργατικό Κέντρο Λαυρίου, η αξιοποίηση της συλλογικής μνήμης των παλαιών εργαζομένων, οι οποίοι επίσης στελέχωσαν τις ομάδες είτε ως «οδηγοί» και σύμβουλοι στην έρευνα είτε ως τεχνίτες στις σωστικές επεμβάσεις, δημιούργησαν μια έντονη θετική ψυχολογική αντίδραση που είχε ως αποτέλεσμα τη συνεχή υποστήριξη του εγχειρήματος από τους Λαυρεώτες αλλά και την εθελοντική εγκατάσταση για μεγάλα διαστήματα των επιστημονικών ομάδων στο Λαύριο, και κατά συνέπεια την επιτάχυνση και την αρτιότερη ανάπτυξη του έργου. Τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό στοιχείο, που έπεισε για την εγκυρότητα του προγράμματος, ήταν η πλήρης εμπλοκή ολόκληρης της πυραμίδας του ΕΜΠ από τον αρμόδιο αντιπρύτανη Γιάννη Πολύζο και τη Συγκλητική Επιτροπή Λαυρίου έως τους προπτυχιακούς σπουδαστές. Η πρώτη φάση περιέλαβε τις αναγνωριστικές καταγραφές, μια σειρά από σωστικές επεμβάσεις και τον πρώτο πολεοδομικό-αρχιτεκτονικό σχεδιασμό στη μεγάλη 16 κλίμακα του συνόλου του συγκροτήματος. Σε εκείνη τη φάση διατυπώθηκαν οι βασικές αρχές της επέμβασης. Σχεδιάστηκαν το πολεοδομικό διάγραμμα του συγκροτήματος, τα σενάρια νέων χρήσεων και οι βασικές μουσειολογικές παράμετροι. Για να γίνουν αυτά, καταγράφηκε παράλληλα το σύνολο του εξοπλισμού με τα βασικά του στοιχεία, αποτυπώθηκε το σύνολο των κτιρίων στις πρώτες μεγάλες κλίμακες, τα δίκτυα των επίγειων και υπόγειων αγωγών, αναγνωρίστηκαν τα βασικά οικοδομικά συστήματα και οι κατηγορίες βλαβών των κτιρίων. Αποτυπώθηκαν οι λεκάνες αποβλήτων και αναλύθηκε η ρύπανση στους υπαίθριους χώρους. Στο επίπεδο των σωστικών επεμβάσεων και προ των κινδύνων άμεσων και μη αναστρέψιμων καταστροφών προχώρησε η διάσωση και η πρώτη ταξινόμηση του αρχείου, οι προσωρινές επισκευές και στερεώσεις, οι επεμβάσεις ασφαλείας στον εξοπλισμό και η απομάκρυνση των συγκεντρωμένων τοξι-

κών υπολειμμάτων της παραγωγής. Η καταγραφή και η αποτίμηση του εξοπλισμού, η αναγνώριση και η ταύτιση των κτιρίων και η ανασύσταση της παραγωγικής αλυσίδας αποτέλεσαν το βασικό υπόβαθρο που χρησιμοποιήθηκε για τη διατύπωση της συνολικής πρότασης της ανάπλασης. Οι ταυτότητες των μηχανών, τα ευρήματα που καθημερινά προέκυπταν από τις αποτυπώσεις και τις δοκιμαστικές τομές, τα στοιχεία που ήλθαν στο φως κυρίως από τα «Σχεδιαστήρια» του αρχείου, οι προφορικές μαρτυρίες αποτέλεσαν συστατικά στοιχεία του νέου σχεδιασμού. Το καλοκαίρι του 1995, η καταγραφή βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη. Δεκάδες ερευνητές από όλες τις ειδικότητες τοπογραφούσαν, αποτύπωναν, ταξινομούσαν αρχεία, κατέγραφαν μηχανές. Στο κέντρο του συγκροτήματος, υπάρχουν δύο κτίρια. Η τεράστια Επίπλευση και ο ψηλός πύργος του Ξυλουργείου, το σήμα κατατεθέν της Γαλλικής Εταιρείας. Ανάμεσά τους υπάρχει μια μεγάλη πλατεία με λεκάνες άσβεστου που κλείνει από Νότο με ένα μικρότερο ισόγειο κτίριο, την Αποθήκη Προϊόντων.

Είχε αρχίσει να γίνεται κατανοητό από νωρίς ότι οι ονομασίες των κτιρίων αναφέρονταν στα τελευταία χρόνια λειτουργίας του εργοστασίου αλλά δεν μπορούσε να εξακριβωθεί η απόκλιση σε σχέση με παλαιότερες. Η αρχειακή έρευνα είχε φθάσει προς τα πίσω μέχρι τα σχέδια του 1939. Ενα μεγάλο χρονικό άλμα οδηγούσε σε λίγα τοπογραφικά που από το 1875 έως το 1901 έδειχναν μια τελείως διαφορετική εικόνα συγκρότησης αυτής της ενότητας. Το ιδιόμορφο βαθμιδωτό σχήμα των δύο κτιρίων και η διάταξη του εξοπλισμού ήταν ίδια με αυτά των σχεδίων αλλά οι βασικές διαστάσεις διαφορετικές. Εμφανιζόταν μια ακατανόητη συρρίκνωση της Επίπλευσης. Όμως κανένα σημάδι στην κατασκευή δεν έδειχνε κάτι τέτοιο, που ούτως ή άλλως ήταν αδύνατον να έχει συμβεί. Από την άλλη πλευρά ήταν πολύ δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι οι γάλλοι σχεδιαστές είχαν κάνει λάθος στα τοπογραφικά του 1901. Στη μικρή Αποθήκη Προϊόντων, εμφανίστηκε μια επίσης αδικαιολόγητη αλλά ασήμαντη εκ πρώτης όψεως αλλαγή στον τύπο των συμπαγών τούβλων της πίσω πλευράς της. Ο γρίφος συμπληρωνόταν από δύο περίεργες, υπερβολικές αντηρίδες. Την ώρα που τελείωναν οι αποτυπώσεις και ενώ το πρόβλημα θα παρέμενε ως ερώτημα για αργότερα, ένας από τους θεματοφύλακες της ιστορικής μνήμης της πόλης, ο αξέχαστος Γιώργος Μάνθος, έφερε στο Πολυτεχνείο και παρέδωσε μια χαμένη κατασκευαστική κάτοψη του 1875. Η εύρεση του σχεδίου με τις πολύ αναλυτικές κλίμακες ήλθε την κατάλληλη στιγμή για να επιβεβαιώσει τις αμφιβολίες και να τις επιλύσει ταυτόχρονα. Οι γάλλοι μηχανικοί του Serpieri δεν έκαναν λάθη στις σχεδιάσεις τους. Η νέα έρευνα οδήγησε στον εντοπισμό των ιχνών ενός τριώροφου πύργου που κάποια στιγμή είχε ισοπεδωθεί ολοκληρωτικά για να δώσει τη θέση του στις επίσης άχρηστες εκ πρώτης λεκάνες για τον ασβέστη. Υπόλειμμα του ήταν η Αποθήκη Προϊόντων. Ύστερα από λίγες εβδομάδες, η ολοκλήρωση της έρευνας και της τεκμηρίωσης απέδειξε ότι όχι δύο αλλά τρία ίδια κτίρια, το ένα δίπλα στο άλλο, χτίστηκαν από το 1875 έως το 1895. Ήταν τα τρία Πλυντήρια της βασικής διαδικασίας εμπλουτισμού του μεταλλεύματος. Η έρευνα στο αρχείο και την ιστορική βιβλιοθήκη του ΕΜΠ έφερε στο φως τα υπόλοιπα τμήματα του παζλ. Το 1932-1934, με την είσοδο της πολυεθνικής Pennaroya στην επιχείρηση, η μέθοδος εμπλουτισμού είχε αλλάξει, το 1ο Πλυντήριο μετασχηματίστηκε σε Επίπλευση, το 3ο Πλυντήριο μετατράπηκε σε βοηθητικό ξυλουργείο και το 2ο Πλυντήριο, ως παντελώς άχρηστο, κατεδαφίστηκε για να γίνει ασβεστοκάμινος και αποθήκη. Επρόκειτο για τον μεγαλύτερο και πλέον τολμηρό εκσυγχρονισμό στα 120 χρόνια της Γαλλικής Εταιρείας, ο οποίος άλλαξε όλη τη φυσιογνωμία του συγκροτήματος. Η έρευνα στο Λαύριο, με πλήθος τέτοιων περιστατικών ήταν αναγκασμένη να ακολουθήσει περίπλοκα μονοπάτια, σαν αυτό


που περιγράφηκε, για να φθάσει στον τελικό στόχο της ανασυγκρότησης της ιστορικής εικόνας και της τεκμηριωμένης ανα17 γνώρισης του εργοστασίου . Ο προγραμματισμός της εκτέλεσης των έργων επέτρεψε την έναρξη των αναστηλώσεων για τις πρώτες ενότητες που περιλάμβαναν τη Βίλα Σερπιέρι, τον Ξενώνα, το Φαρμακείο, το Χημείο, τα Κεντρικά Γραφεία, τον Πυροσβεστικό Σταθμό και τους Θραυστήρες, με βάση τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό που είχε ολοκληρωθεί. Παράλληλα με την εκτέλεση των έργων στις πρώτες μονάδες του χώρου προχωρούσε η αναλυτική αποτύπωση, η τεκμηρίωση και ο σχεδιασμός για την Επίπλευση, το Ξυλουργείο, τον Ασβεστοκάμινο και την Αποθήκη Προϊόντων. Με την ίδια μεθοδολογία προχώρησαν η αποτύπωση, η ιστορική τεκμηρίωση και στη συνέχεια ο σχεδιασμός και η υλοποίηση των έργων στα κτίρια της Ρεμίζας, των σιδηροδρόμων και του Ηλεκτρικού Σταθμού. Κατά τη διάρκεια των μελετών εφαρμογής και κατά την εκτέλεση των έργων, απρόβλεπτα ευρήματα που δεν είχαν εντοπιστεί από τις αποτυπώσεις ή τις δοκιμαστικές τομές των προηγούμενων φάσεων, όπως ο εντοπισμός των θαμμένων υπογείων στον Ηλεκτρικό Σταθμό ή ενός άγνωστου καπναγωγού κάτω από το συγκρότημα των Θραυστήρων, οδήγησαν στην παράλληλη με τα έργα αναθεώρηση των λύσεων. Το σκέλος των σωστικών επεμβάσεων συνεχίστηκε και σε αυτή τη φάση με τη συντήρηση του Μηχανουργείου, την επαναλειτουργία των μηχανών του, τις σωστικές επεμβάσεις στον εξοπλισμό του Χημείου, την ολοκλήρωση της τριετούς συγκέντρωσης του αρχειακού υλικού σε ενιαίο ασφαλές αρχειοστάσιο, τη συλλογή του διάσπαρτου κινητού εξοπλισμού και των εργαλείων, τους καθαρισμούς και τις στερεώσεις στα λιθόκτιστα κανάλια των δικτύων, τη στερέωση της μεγάλης καπνοδόχου του συγκροτήματος, τη στερέωση και την ανάδειξη της μεταλλευτικής στοάς Κυπριανού. Από το 1995 μέχρι το τέλος του 1997,

* Οι φωτογραφίες του άρθρου προέρχονται από το βιβλίο «Ιστορικός, βιομηχανικός εξοπλισμός στην Ελλάδα του ΚΝΕ/ΕΙΕ και έχουν γίνει απο τους Σ. Παπαδόπουλο και S. Smith. 1. ΕΛΕΒΜΕ, Τεχνολογικό Μουσείο και Εκπαιδευτικό Ερευνητικό Κέντρο Λαυρίου, Προκαταρκτική Εκθεση Προγραμματισμού και Σκοπιμότητας, Αθήνα 1990. 2. Κ. Πάγκας, «Πώς φθάσαμε στο Τεχνολογικό Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου», Σύγχρονα Θέματα 58-59 (1996), σ. 33-35. 3. Οι μελέτες και τα έργα την περίοδο 19941997 υλοποιήθηκαν με ευθύνη της Επιτροπής Συγκλήτου ΕΜΠ με τον αντιπρύτανη Γ. Πολύζο και μέλη τους καθηγητές Ι. Αβαριτσιώτη, Ε. Αγγελόπουλο, Α. Βρυχέα, Α. Κορωναίο, Ο. Λουκάκη, Κ. Κασσιό, Δ. Κουρεμένο, Μ. Μαντουβάλου, Δ. Μπαλοδήμο, Α. Ορφανουδάκη, Κ. Τσακαλάκη, Σ. Σπυρέλλη, Θ. Τάσιο και Σ. Τσουκαντά. Το συντονισμό και

την οργάνωση είχε η Γραμματεία Λαυρίου με τους Ν. Μπελαβίλα, Γ. Τσίλη, Κ. Κομνίτσα, Ε. Τροβά, Ο. Σενή και Α. Μαρκουλή. Από τον Σεπτέμβριο 1997 υπεύθυνοι του έργου είναι ο αντιπρύτανης Ε. Παπαγιαννάκης και ο καθηγητής Κ. Παναγόπουλος. 4. Α. Cordelia, Le Laurium, Marseille 1869. 5. Κ.H. Κονοφάγος, Το αρχαίο Λαύριο και η ελληνική τεχνική παραγωγής του αργύρου, Αθήνα 1980. 6. Γ. Δερμάτης, Τοπία και μνημεία της Λαυρεωτικής, Λαύριο 1991. 7. Γ. Πετράκη, «Από την πόλη (για το) Μεταλλείο στην πόλη (για το) Εργοστάσιο», Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, Αθήνα 1992. 8. Ch. Agriantoni, «Spaniolika et Kyprianos: Deux petites cités ouvrières à Lavrion», L'Archéologie Industrielle en France 24-25 (1994), σ.143 152. 9. Γ.Κ. Μάνθος, Μεταλλευτικό Μεταλλουργικό Λαύριο, Λαύριο 1990. 10. Ε.Μ.Π., Λαύριο. Προοπτικές Ανάπτυξης, Πρακτικά Ημερίδας, 13 Δεκεμβρίου 1991. 11. Αφιέρωμα στο Λαύριο, Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων 3 (1992). 12. Βλ. σχετικά Τεχνολογικό-Πολιτιστικό Πάρκο Λαυρίου, Μελέτες και έργα 1994-1997, ΕΜΠ 1997. 13. Βλ. Φ. Γουλιέλμος, Ε. Εφεσίου, Π. Τουλιάτος, «Κατασκευαστική αποτύπωση και αποτίμηση των κτιρίων του ΤΠΠ Λαυρίου», Σύγχρονα Θέματα 58-59 (1996), σ. 105-109. 14. Βλ. Α. Βρυχέα, «Ο επανασχεδιασμός ενός συνόλου βιομηχανικής αρχαιολογίας», Σύγχρονα Θέματα 58-59 (1996), ο. 96-103. 15. Οι ομάδες της περιόδου 1994-1997 στελεχώθηκαν με 150 περίπου μέλη ΔΕΠ, ερευνητές, μεταπτυχιακούς και προπτυχιακούς σπουδαστές, μηχανικούς της διοίκησης του ΕΜΠ και επιστημονικούς συμβούλους από το TICCIH, το ΥΠΠΟ, το ΥΠΕΧΩΔΕ, τη ΓΓΕΤ, το TEE και την Εταιρεία Μελετών Λαυρεωτικής. 16. Βλ. Μ. Μαντουβάλου, Τ. Κοσμάκης, «Το Τεχνολογικό-Πολιτιστικό Πάρκο και το Λαύριο», Σύγχρονα Θέματα 58-59 (1996), σ. 60-61. 17. Τον κορμό της ιστορικής τεκμηρίωσης των κτιρίων και των εγκαταστάσεων επεξεργάστηκε η αρχιτέκτων-ιστορικός Ε. Καλαφάτη, βλ. της ιδίας, «Το μεταλλουργικό συγκρότημα της ΓΕΜΛ στον Κυπριανό. Στοιχεία για την ιστορία των εγκαταστάσεων», Σύγχρονα Θέματα 58-59 (1996), σ. 45-47 και «Η Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου» στο Ιστορικός βιομηχανικός εξοπλισμός στην Ελλάδα, Αθήνα 1997, σ. 11 ΟΙ 20.

Το ερευνητικό πρόγραμμα «Καταγραφή και Αποτίμηση Ιστορικού Βιομηχανικού Εξοπλισμού σε Επτά Ελληνικές Πόλεις - Πειραιά, Πάτρα, Λαύριο, Ερμούπολη, Βόλο, Νάουσα και Γουμένισσα» υλοποιήθηκε από διεπιστημονική ομάδα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου (Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών) και του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών υπό την επιστημονική ευθύνη των Γιάννη Πολύζου και Βασίλη Παναγιωτόπουλου. Συμμετείχαν ιστορικοί, μηχανολόγοι, αρχιτέκτονες, μεταλλειολόγοι και χημικοί μηχανι-

κοί. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με κατά τόπους επιστημονικές ομάδες από το Κέντρο Ιστορίας του Δήμου Βόλου, το Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Πειραιά, το Πανεπιστήμιο Πατρών και την 4η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων Θεσσαλονίκης. Στο πλαίσιο του προγράμματος εκδόθηκε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ και τις εκδόσεις «Οδυσσέας» το λεύκωμα Ιστορικός Βιομηχανικός Εξοπλισμός στην Ελλάδα και δημιουργήθηκε το ωριαίο ντοκιμαντέρ «Σιωπηλές μηχανές». Το πρόγραμμα χρηματοδοτήθηκε από το Επιχειρησιακό Πρό-

γραμμα Βιομηχανίας του Υπουργείου Ανάπτυξης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και υλοποιήθηκε την περίοδο 1995-1997. Η διαδρομή του ιστορικού βιομηχανικού εξοπλισμού της χώρας μας -η διαδρομή των «σιωπηλών μηχανών» όπως την αποκαλέσαμε στην ταινία του Θανάση Ρεντζή που γυρίστηκε με ευκαιρία αυτό το ερευνητικό πρόγραμμα- χάνεται στα μέσα του 19ου αιώνα. Οι ίδιες οι μηχανές, τα υλικά ίχνη μιας βιομηχανικής ιστορίας ενός και πλέον αιώνα, «εκποιούνται» ή, στις καλύτερες περιπτώσεις, αντιμετωπίζονται ως «διακοσμητικά»

δεκάδες γρίφοι που έκρυβαν τα οικοδομικά μυστικά των πρωτοφανών για τα ελληνικά δεδομένα βιομηχανικών κατασκευών, χαμένες ατμομηχανές και καμινάδες, υποσταθμοί, υπόγεια κανάλια, φούρνοι, αρχεία εγγράφων και σχεδίων αντιμετωπίστηκαν από μια νέα οπτική γωνία και επιλύθηκαν. Ίσως για πρώτη φορά σε έργο τέτοιου μεγέθους κατάφερε να ταιριάξει η αγαπημένη στους μηχανικούς σκληράδα και η επιτάχυνση των εργοταξίων με την ευαισθησία απέναντι στην ιστορική μνήμη και τη συνεχή, αργή και επίπονη «αρχαιολογική» αποτύπωση και τεκμηρίωση του χώρου. Αυτή η συνύπαρξη απέδωσε. Η καταγραφή και η τεκμηρίωση στο Λαύριο έγινε δυνατόν με αυτό τον τρόπο να μην είναι «σωστική» και να αφορά στοιχεία που επρόκειτο να εξαφανιστούν. Τα στοιχεία που καταγράφηκαν αποτέλεσαν πληροφορία, διοχετευόμενη με συνεχή ροή στις ομάδες που είχαν αναλάβει το συνθετικό σκέλος. Ενσωματώθηκαν στο σχεδιασμό του Πάρκου και του Μουσείου και επέστρεψαν στο εργοτάξιο ύστερα από μερικούς μήνες ως τμήματα πλέον που απόκτησαν τη θέση τους μέσα από τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό στην υλοποίηση της ανάπλασης του χώρου. ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΑΒΙΛΑΣ


αντικείμενα αγνώστου πατρότητας. Η αντιπροσωπευτική κατά κλάδο καταγραφή και αποτίμηση αυτού του εξοπλισμού ήταν ο πρώτος στόχος του παρόντος ερευνητικού προγράμματος. Ο δεύτερος, ήταν η συμβολή στον αναγκαίο διάλογο που έχει ξεκινήσει για τη διαμόρφωση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής προστασίας, ανάδειξης και διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς στον τόπο μας. Το εγχείρημα δύσκολο από πολλές πλευρές. Η περίοδος της έντονης αποβιομηχάνισης και της καταστροφής της πρώτης και δεύτερης γενιάς των ελληνικών εργοστασίων δημιούργησε σε όλα τα μεγάλα ιστορικά βιομηχανικά κέντρα αλλά και σε πολλές επαρχιακές πόλεις ερειπιώνες κτιρίων και μηχανών. Ακόμη και σήμερα, η αντιμετώπιση αυτού του λανθάνοντος δυναμικού ήταν, και δυστυχώς παραμένει, αποσπασματική. Χωρίς τη γνώση της ιστορίας της βιομηχανίας στην Ελλάδα, οι πρώτες προσπάθειες διάσωσης της βιομηχανικής κληρονομιάς επικεντρώθηκαν κυρίως στα κτίρια, πολλά από τα οποία αποτελούν εξαίρετα δείγματα αρχιτεκτονικής. Όμως, η έλλειψη σαφούς πολιτικής άφησε και εδώ τα σημάδια της. Είναι γεγονός ότι πολλά από τα κτίρια αυτά γλίτωσαν την κατεδάφιση, μέσα από το χαρακτηρισμό τους ως διατηρητέα. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι διέφυγαν και τον κίνδυνο καταστροφής ή αλλοίωσης της φυσιογνωμίας τους. Πολλά βιομηχανικά συγκροτήματα εξακολουθούν να βρίσκονται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Για άλλα, ο χαρακτηρισμός διατηρητέο δεν ήταν πλήρης. Δεν κάλυπτε, δηλαδή, όλο το κτίριο αλλά μόνο την πρόσοψη. Το αποτέλεσμα ήταν η εφαρμογή της αρχιτεκτονικής της πρόσοψης, του «façadisme» όπως λένε συχνά οι ειδικοί. Με άλλα λόγια, διατηρείται η όψη του κτιρίου ως βιτρίνα, ως σκηνικό, και το υπόλοιπο κτίριο παραδίδεται στην ελαφρότητα κακόγουστων νεωτερισμών, εξαντλώντας ταυτόχρονα με τους επιτρεπόμενους συντελεστές δόμησης την εμπορικότητα του. Φυσικά υπήρξαν και περιπτώσεις κτιρίων που διασώθηκαν στο σύνολο τους, ανακαινίστηκαν και αξιοποιήθηκαν, με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Άλλα μετατράπηκαν σε πολιτιστικά κέντρα ή κέντρα ψυχαγωγίας και άλλα συνεχίζουν την πορεία τους στο χρόνο ως βιομηχανικές μονάδες, φιλοξενώντας τις ίδιες ή άλλες παραγωγικές διαδικασίες. Αν, όμως, για τα κτίρια υπήρξε, έστω και με καθυστέρηση ή και με λάθη ακόμη, μια προσπάθεια διάσωσης και αξιοποίησης τους, για τις μηχανές, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, δεν υπήρξε καμιά μέριμνα. Στην καλύτερη των περιπτώσεων αντιμετωπίστηκαν σαν ενδιαφέροντα γλυπτά άγνωστης χρήσης και αφέθηκαν στην ετυμηγορία του χρόνου. Σε άλλες περιπτώσεις που είναι και οι περισσότερες, ακολούθησαν το δρόμο της εκποίησης και της καταστροφής. Δεδομένης της καταστροφής, το παρόν ερευνητικό πρόγραμμα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κραυγή αγωνίας για την τύχη του παλαιότερου βιομηχανικού εξοπλισμού της χώρας. «Προς τι η αγωνία;» θα μπο-

ρούσαν να διερωτηθούν κάποιοι. Τι μπορεί να ενδιαφέρει η τύχη κάποιων «σιδερικών» χρήσιμων στον καιρό τους, άχρηστων στις μέρες μας; Όταν η Ελλάδα έχει τόσα να σώσει, το τελευταίο, ίσως, πράγμα για το οποίο θα έπρεπε να ενδιαφέρεται κανείς είναι η σωτηρία κάποιων σκουριασμένων μηχανημάτων. Κι όμως δεν είναι έτσι. Αυτές οι μηχανές αποτελούν τους καλύτερους ίσως ξεναγούς στα βιομηχανικά πεπραγμένα της χώρας. Πεπραγμένα άγνωστα για τους πολλούς, για τους περισσότερους ίσως, αφού για πολλά χρόνια επικρατούσε η αντίληψη πως η Ελλάδα είναι μια χώρα χωρίς βιομηχανικό παρελθόν και, μάλλον, χωρίς μέλλον στον διεθνή βιομηχανικό καταμερισμό. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η χώρα μας δεν έζησε τη βιομηχανική επανάσταση με τον τρόπο που τη βίωσε η Κεντρική Ευρώπη και ούτε έχει να επιδείξει τη βαριά βιομηχανία άλλων χωρών. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι δεν έχει τη δική της ιστορία και σε αυτό τον τομέα. Μια ιστορία άγραφη, ακόμη. Και αυτές οι μηχανές, οι οποίες τώρα παραδίδονται στο έλεος του χρόνου, είναι οι ζωντανοί μάρτυρες αυτής της ιστορίας. Μιας ιστορίας που αρχίζει από τα μέσα του 19ου αιώνα στην Ερμούπολη. Και συνεχίζεται στον Πειραιά, στη Θεσσαλονίκη, στην Πάτρα, στο Λαύριο, στον Βόλο, στην Καβάλα. Μέσα από την καταγραφή και την αποτίμηση αυτού του εξοπλισμού, ήλθε στο φως η ιστορία των πιο σημαντικών κλάδων της ελληνικής βιομηχανίας, των κλάδων της ενέργειας, της μεταλλουργίας, των μηχανουργείων, της χημικής βιομηχανίας, της πλινθοκεραμοποιίας, της κλωστοϋφαντουργίας, της βυρσοδεψίας και της χαρτοβιομηχανίας. Κάθε κλάδος είχε τους δικούς του αντιπροσώπους στην έρευνα: Η ενεργειακή ιστορία της χώρας όπως αποτυπώνεται στα υδροκίνητα εργοστάσια της Νάουσας, στον Υδροηλεκτρικό Σταθμό Γλαύκου της Πάτρας

και στον Ατμοηλεκτρικό Σταθμό του Νέου Φαλήρου στον Πειραιά και στον Ηλεκτρικό Σταθμό του Λαυρίου. Η ιστορία της μεταλλουργίας όπως ανιχνεύεται στις εγκαταστάσεις της πρώην Μεταλλευτικής Γαλλικής Εταιρείας στο Λαύριο, ενώ στα μηχανουργεία του ΟΣΕ στον Πειραιά και στον Βόλο, αλλά και στο «Τεχνουργείον Σιδηρουργίας διά την Ναυτιλίαν» στο Νεώριο στη Σύρο, καταγράφονται μέρες δόξας και παρακμής του κλάδου των μηχανοκατασκευών στη χώρα μας. Το οδοιπορικό συνεχίστηκε στο ερειπωμένο πια βυρσοδεψείο Κορνηλάκη, στην Ερμούπολη, μάρτυρα βασικού κλάδου της βυρσοδεψίας που άνθησε στη Σύρο. Στο εργοστάσιο του Λαδόπουλου στην Πάτρα άρχισε να αποτυπώνεται η πορεία της ελληνικής χαρτοβιομηχανίας, ενώ στα μεταξουργεία της Γουμένισσας και στο υφαντήριο «Αχαϊκή» στην Άνω Πόλη της Πάτρας υφάνθηκε η ιστορία του πρώτου βιομηχανικού κλάδου στην Ελλάδα, της κλωστοϋφαντουργίας. Η χημική βιομηχανία εκπροσωπήθηκε από το Συγκρότημα Λιπασμάτων Δραπετσώνας και η πλινθοκεραμοποιία από τα εργοστάσια Τσαλαπατά στον Βόλο και Δηλαβέρη στον Πειραιά. Τέλος, ο τομέας της επεξεργασίας των αγροτικών προϊόντων καλύφθηκε με τους αλευρόμυλους του Βόλου και της Νάουσας, τη ζυθοποιία Μάμμου στην Πάτρα και με το εργοστάσιο στρυχνοκάρπου του Βόλου. Δεν είναι, όμως, μόνο η ιστορία της βιομηχανίας κατά κλάδο που διερευνήθηκε μέσα από την καταγραφή και την αποτίμηση των νεκρών πια μηχανημάτων. Είναι μαζί και η ιστορία αυτού του τόπου και των ανθρώπων του, από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Αυτά τα μηχανήματα μπορούν ακόμη να ξεδιπλώνουν άγνωστες πτυχές της ιστορικής μας διαδρομής. Να δίνουν στοιχεία για την εισαγωγή τεχνολογίας από την Ευρώπη, για την εξέλιξη της, για τις προσαρμογές της μέσα στο ιδιότυπο βαλκανικό πλαίσιο, με ελληνικές πατέντες και κατασκευές. Μπορούν να αποκαλύπτουν πληροφορίες για την ταυτότητα της εξάρτησης και πώς καθόρισε, και όχι μόνο, τον τρόπο συγκρότησης της βιομηχανίας αλλά και ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας. Μπορούν, άρα, να εξηγούν πώς φτάσαμε ως εδώ. Μπορούν ακόμη να μιλούν για την κατάσταση της εργατικής τάξης στη χώρα μας, για το παρελθόν των πόλεων που τα φιλοξένησαν, για την ιστορία των ανθρώπων που τα δούλεψαν. Μπορούν να μας κάνουν να φανταζόμαστε, να υποθέτουμε, να ερμηνεύουμε, να συμπληρώνουμε τα κομμάτια που λείπουν, να μαθαίνουμε και άρα να αλλάζουμε. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που τα τελευταία χρόνια, στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, η βιομηχανική κληρονομιά και ο βιομηχανικός πολιτισμός αντιμετωπίζονται σαν ένα νέο αγαθό, ένα αγαθό που αναζητά προστασία και ανάδειξη. Η ίδρυση του Ελληνικού Τμήματος της Διεθνούς Επιτροπής για την Προστασία της Βιομηχανικής Κληρονομιάς (TICCIH) συνέβαλε στην ανάπτυξη και στη χώρα μας μιας τέτοιας αντίλη-


ψης, ενώ βοήθησε στην πιο συστηματική καταγραφή κάποιων μνημείων που κινδυνεύουν με αφανισμό. Μια σειρά από τεχνικά και βιομηχανικά μουσεία (Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, Σιδηροδρομικό Μουσείο ΟΣΕ, Τηλεπικοινωνιακό Μουσείο ΟΤΕ, Μουσείο Μετάξης Σουφλίου, Μουσείο Υδροκίνησης Δημητσάνας) γεννήθηκαν σε διάφορες πόλεις, ενώ πολλά άλλα, όπως το Μουσείο Τεχνολογίας του ΕΜΠ στο Λαύριο, το Κέντρο Τεχνικού Πολιτισμού του ΕΙΕ στην Ερμούπολη, άρχισαν να σχεδιάζονται και σταδιακά να υλοποιούνται. Τα βήματα αυτά, ωστόσο, δεν είναι αρκετά για να ανακόψουν μια δρομολογημένη πορεία φθοράς. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε το γεγονός ότι κινήσεις, όπως αυτή η έρευνα, που αντιμετωπίζουν τη βιομηχανική μονάδα ως σύνολο κτιρίων και εξοπλισμού και επιχειρούν τον συστηματικό εντοπισμό και την αξιολόγηση των ιστορικών βιομηχανικών μονάδων, πραγματοποιούνται για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλη έκταση. Μπορούμε να αισιοδοξούμε για το μέλλον; Η απάντηση δεν είναι εύκολη. Αν καταγράψει κανείς πώς αντιμετωπίζονται σήμερα οι ιστορικές βιομηχανικές εγκαταστάσεις δεν είναι δύσκολο να καταλήξει σε σενάρια για το μέλλον αυτών των χώρων, σενάρια και προτάσεις που κινούνται σε όλο τον άξονα, από την ολοκληρωτική καταστροφή μέχρι τη συνολική μουσειοποίηση των βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Το πρώτο σενάριο είναι αυτό της κατεδάφισης, της ολοκληρωτικής καταστροφής των παροπλισμένων βιομηχανιών. Το παγοποιείο του ΦΙΞ στα Πατήσια και το κεραμουργείο του Δηλαβέρη στην Κοκκινιά κατεδαφίστηκαν για να ελευθερώσουν κοινόχρηστο χώρο, βιομηχανικές μονάδες παρά την οδό Πειραιώς έδωσαν τη θέση τους σε ελεύθερα οικόπεδα ικανά να δεχθούν σύγχρονα κτίσματα. Η ίδια μοίρα επικρέμαται σήμερα πάνω από το Υαλουργείο της Εταιρείας Λιπασμάτων Δραπετσώνας. Το δεύτερο σενάριο είναι αυτό της μερικής καταστροφής εξαιτίας του εκσυγχρονισμού του εξοπλισμού βιομηχανιών που λειτουργούν. Στο πλαίσιο της ανανέωσης βιώσιμων μονάδων εγκαθίστανται νέα μηχανήματα, οργανώνονται νέοι τρόποι παραγωγής και ταυτόχρονα καταστρέφεται ο παλιός εξοπλισμός και κάποιες φορές και τμήματα του κτιριακού συγκροτήματος. Έχει ήδη συμ-

βεί στον Ατμοηλεκτρικό Σταθμό του Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι και στον Υδροηλεκτρικό Σταθμό του Γλαύκου στην Πάτρα. Το τρίτο σενάριο είναι αυτό της διάσωσης του βιομηχανικού κτιρίου και της ριζικής επανάχρησής του, όπου το κέλυφος μεν του κτιρίου διατηρείται, ο εξοπλισμός του όμως καταστρέφεται ή απομακρύνεται και το κτίριο φιλοξενεί νέες χρήσεις. Από τα πιο γνωστά παραδείγματα είναι η παλιά πιλοποιια Πουλόπουλου -το Πιλ-Πουλ- στα Πετράλωνα, όπου στεγάζεται σήμερα το Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα Μερκούρη» και όπου μόνο κάποιες φωτογραφίες θυμίζουν ότι ο χώρος αυτός ήταν κάποτε εργοστάσιο παραγωγής καπέλων. Το τέταρτο σενάριο είναι αυτό της διακοσμητικής λογικής. Τμήματα των κτιρίων, θραύσματα βιομηχανικού εξοπλισμού χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά στοιχεία σε μια αρχιτεκτονική «βιτρίνα» που εκμεταλλεύεται στο έπακρο το χώρο από τη μια και από την άλλη προσπορίζει οφέλη από τη γοητεία, έστω και αποσπασματική, των βιομηχανικών αντικειμένων. Κτίρια όπου διατηρούνται μόνο οι προσόψεις και πίσω τους κατασκευάζονται νέα οικοδομήματα, σκουριασμένες μηχανές ως διακοσμητικά μοτίβα νυχτερινών κέντρων έχουν αρχίσει να γίνονται κοινός τόπος στην καθημερινότητά μας. Στο πέμπτο σενάριο, κεντρικός άξονας είναι η διάσωση του εξοπλισμού, με τη μεταφορά και τη συγκέντρωσή του σε ένα μεγάλο μουσείο για τη βιομηχανική ιστορία. Πρόκειται, επίσης, για ατυχές σενάριο. Όχι μόνο επειδή τα μουσεία-μαμούθ δεν εντάσσονται πλέον στη σύγχρονη μουσειακή αντίληψη που στρέφεται σε αποκεντρωμένους μουσειακούς χώρους με έντονα εκπαιδευτικό και δημιουργικό χαρακτήρα, αλλά κυρίως επειδή ο εξοπλισμός δεν πρέπει να αποκόβεται από τον φυσικό χώρο του και την αλυσίδα παραγωγής ως τμήμα της οποίας λειτούργησε. Όλα αυτά οδηγούν αναπόφευκτα στο τελευταίο σενάριο, το επιθυμητό, αλλά και το πιο δύσκολο. Αυτό που αντιμετωπίζει τα ιστορικά βιομηχανικά συγκροτήματα ως «ενιαία σύνολα» κτιριακών εγκαταστάσεων και εξοπλισμού και προτείνει να παραμένει ο εξοπλισμός στο χώρο που λειτούργησε, να εντάσσεται ως ιστορικό τμήμα μέσα σε σύγχρονες χρήσεις και να αξιοποιείται για εκπαιδευτικούς και μουσειακούς σκοπούς. Με ποια πολιτική, λοιπόν, μπορεί να δια-

σωθεί και να αναδειχθεί η βιομηχανική κληρονομιά; Η εύκολη λύση θα ήταν μια δραστική κρατική παρέμβαση που θα προωθούσε ένα σύνολο θεσμικών διατάξεων για τη διατήρηση του ιστορικού βιομηχανικού εξοπλισμού, ένα πλαίσιο in situ αυστηρής προστασίας, που πολλοί θα παρέκαμπταν και άλλοι θα το οδηγούσαν σε ατέρμονες αμφισβητήσεις ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων. Δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ό,τι συνέβη με την προστασία της νεοκλασικής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και το γεγονός ότι το θεσμοθετημένο πλαίσιο προστασίας καταπατήθηκε πολλαπλά από εκείνους που θεωρούσαν ότι δεσμεύει την ιδιοκτησία τους. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν χρειάζεται ένα θεσμικό πλαίσιο που να προβλέπει μηχανισμούς για την καταγραφή, την ταξινόμηση και τη διατήρηση του ιστορικού βιομηχανικού εξοπλισμού. Τουναντίον, απαιτείται και μάλιστα άμεσα, πριν απολέσουμε οριστικά το αντικείμενο της προστασίας. Αυτό όμως μόνο του δεν αρκεί. Χρειάζεται κατ' αρχήν μια εκπαιδευτική πολιτική, που θα δώσει τη δυνατότητα σε ένα ευρύ κοινό να κατανοήσει την αξία της βιομηχανικής κληρονομιάς και τη σημασία της στη διαμόρφωση της συλλογικής ταυτότητας ενός τόπου. Ταυτόχρονα απαιτείται ένα θεσμικό πλαίσιο, που θα ορίσει τους κανόνες προστασίας της βιομηχανικής κληρονομιάς και το οποίο θα πρέπει απαραίτητα να συνοδεύεται από μια γενναία πολιτική κινήτρων. Μόνο μια τέτοια ενεργητική πολιτική μπορεί να διευκολύνει κάθε σύγχρονη επιχείρηση να υιοθετήσει μια συμπεριφορά σεβασμού απέναντι στην «περιουσία» της. Κίνητρα σοβαρά, που στοιχειωδώς να εξισορροπούν το οικονομικό κόστος της συντήρησης του χώρου και του εξοπλισμού, καθώς και το έλλειμμα χώρου που συνεπάγεται η δέσμευση τμήματος του βιομηχανικού κτιρίου. Μια τολμηρή και ολοκληρωμένη πολιτική κινήτρων αναμφίβολα μειώνει το χάσμα ανάμεσα στην εμπορευματική πρακτική, που κοστολογεί με τρέχουσες αξίες, και στο αίτημα που αγωνιά για την ιστορική ταυτότητα ενός τόπου. Όμως, τελικά, η διάσωση της βιομηχανικής κληρονομιάς εξαρτάται από τη συνείδηση και το σεβασμό της αξίας, της φυσιογνωμίας και του μέτρου της, συνείδηση και σεβασμό που πρέπει να αποκτήσει ο καθένας μας. ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΟΛΥΖΟΣ


ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ: ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΔΙΑΣΩΣΗΣ ΤΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ΚΤΙΡΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Ο τόπος μας έχει μια πλούσια, μακραίωνα και πολύμορφη πολιτιστική κληρονομιά. Στο χώρο της αρχιτεκτονικής, της πολεοδομίας, της οικονομίας και της κοινωνικής συμπεριφοράς παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον από περιοχή σε περιοχή και πολλές φορές από νησί σε νησί. Εκτός από τους πασίγνωστους αρχαιολογικούς και ιστορικούς χώρους, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα αξιόλογα οικιστικά σύνολα και τα «ανεξερεύνητα εισέτι» κτιριακά συγκροτήματα βιομηχανικού χαρακτήρα που αποτελούν και αυτά αναπόσπαστα μέρη της βιομηχανικής διαδρομής του τόπου μας από τα μέσα του 19ου αιώνα κι ύστερα. Από τα τέλη του 19ου αιώνα και έως τα μέσα του 20ού, οι κατασκευές των βιομηχανικών κτιρίων δέσποζαν στην ελληνική γη και κυρίως στα βασικά βιομηχανικά κέντρα. Τα βιομηχανικά κτίρια ή συγκροτήματα στην Ελλάδα που σηματοδότησαν την τεχνολογική εξέλιξη, την παραγωγή, την οικονομική και κοινωνική ζωή της κάθε περιοχής όπου λειτούργησαν είναι πολλά. Η διάσωση και η ανάδειξη σήμερα, μέσα από πολλές μορφές, αυτών των συνόλων φάνταζε και εξακολουθεί να φαντάζει ως ουτοπία, πολύ περισσότερο δε η επανένταξη τους στην παραγωγική διαδικασία. Αν στις τεχνικές δυσκολίες διατήρησης αυτού του πυρήνα της βιομηχανικής κληρονομιάς μας προστεθεί και η αδιαφορία, όχι μόνο της συντεταγμένης πολιτείας αλλά και ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας και όχι μόνο λόγω άγνοιας-, τότε οι δυσκολίες για το όποιο εγχείρημα είναι τεράστιες. Ωστόσο πολλοί ερευνητές, αλλά και αρχιτέκτονες και πολίτες με ευαισθησία, συνέβαλαν τα τελευταία χρόνια, αργά αλλά σταθερά, στη σταδιακή αλλαγή του σκηνικού και στην Ελλάδα. Πάνε αρκετά χρόνια -δεκαέξι για την ακρίβεια- που με μια παρέα συνεργατών και συναδέλφων ξεκινήσαμε μια πρωτοποριακή προσπάθεια να καταγράψουμε κατ' αρχάς και στη συνέχεια να διασώσουμε τα βιομηχανικά κτίρια της Λέσβου -κυρίως ελαιοτριβεία και σαπωνοποιεία- ιχνηλατώντας το χρόνο, την ιστορία και τον πολιτισμό του νησιού στα απομεινάρια αυτών των κτιρίων. Πυξίδα στην όλη πορεία μου υπήρξε μέχρι και σήμερα μια βασική φιλοσοφική σκέψη του ιταλού διανοητή Αντόνιο Γκράμσι: «ό,τι παράγεται σε στερεή μορφή, ό,τι μεταβάλλει γεωλογικά την επιφάνεια του κόσμου, πρέπει να αντέχει στο χρόνο, να διαρκεί, για να μπορεί να προσαρμόζεται,σε νέες χρήσεις». Ο άνθρωπος παρέρχεται, η μια γενιά παίρνει τη θέση της άλλης, η ιστορία των ανθρώπων είναι γόνιμη μήτρα νέων συνειδήσεων, όσο κι αν τρέφεται με παλιές παραδόσεις. Η ακατέργαστη, όμως, ύλη

δεν έχει από μόνη της αυτή την ελαστικότητα στην ανανέωση. Της τη δίνουν οι άνθρωποι, όταν έχουν συνείδηση της διαιώνισης τους, του ότι, δηλαδή, η σημερινή τους προσπάθεια θα ξαναζήσει με μια αυριανή δύναμη. Από τα μέσα του περασμένου αιώνα έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, στη Λέσβο, σ' αυτό τον μικρό τόπο, χτίζονταν το ένα μετά το άλλο μεγαλόπρεπα κτίρια εργοστάσια για την έκθλιψη της ελιάς αλλά και σαπωνοποιεία, αλευρόμυλοι, βυρσοδεψεία, νηματουργεία, μακαρονοποιεία κ.ά. Η Λέσβος διέθετε, δηλαδή, μια πολύ καλή και ραγδαία αναπτυσσόμενη βιομηχανία. Βρισκόμαστε περίπου στην εποχή της Κομμούνας του Παρισιού, και στην υπόλοιπη ημιφεουδαρχική Ελλάδα γίνονται αισθητοί οι αστικοδημοκρατικοί μετασχηματισμοί και οι βιομηχανικές μετεξελίξεις της Ευρώπης. Ωστόσο, εξακολουθεί να ακμάζει ο κοτζαμπασισμός και ο παλαιοκομματισμός, παρά τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού από τον Χαρίλαο Τρικούπη. Τα ιστορικά δεδομένα στη Λέσβο είναι διαφορετικά. Πριν από εκατό χρόνια η οικονομία ήταν διαφορετική. Τα ελαιοτριβεία ξεφυτρώνουν το ένα μετά το άλλο. Μαζί με αυτά ξεφυτρώνουν και τα σαπωνοποιεία, όπως των Παπουτσάνηδων, των Αλεπουδέλληδων κ.ά. Στην Τουρκοκρατία τα λιμάνια σφύζουν από ζωή και κίνηση. Λιοτρίβια, σαπουντζίδικα, μηχανουργεία, υφαντουργεία, υφαντήρια, ταμπακαριά δουλεύουν ασταμάτητα. Από την άλλη μεριά οι Λεσβίοι οργανώνονται σε «ισνάφια» και κρατούν στα χέρια τους το εμπόριο. Τον πλούτο που αποκόμισαν οι έμποροι εκείνης της εποχής τον βλέπουμε και σήμερα στις πανάκριβες αρχοντικές κατοικίες που έφτιαξαν στην πόλη της Μυτιλήνης, στην Αγία Παρασκευή, στο Πλωμάρι, στον Πολιχνίτο, στην Πέτρα, στον Μόλυβο και σε όλους τους οικισμούς του νησιού. Βιομηχανία και εμπόριο, λοιπόν, δημιούργησαν τον πλούτο, ενώ παράλληλα έκαναν την εμφάνιση τους και οι συνεταιρισμοί. Η συνεταιριστική ιδέα, με κύριο άξονα το λάδι, αναπτύχθηκε δυναμικά στη Λέσβο, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος στην Ελλάδα. Ξεκίνησε από το λαό τον ίδιο, που ήθελε να ξεφύγει από την εκμετάλλευση των ιδιωτικών ελαιοτριβείων. Όμως η καινούρια τεχνολογία (φυγόκεντρα μηχανήματα) που αύξησε την ημερήσια παραγωγή έκθλιψης της ελιάς, η μετανάστευση που έφερε την εγκατάλειψη των ελαιώνων, η μη ανανέωση των δένδρων που γερασμένα είχαν μικρή παραγωγικότητα είχαν ως αποτέλεσμα να τεθούν εκτός λειτουργίας, στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του '60, το μεγαλύτερο μέρος των ελαιουργικών κτιριακών εγκαταστάσεων, που, παρά την εγκατάλειψη

και τη φθορά του χρόνου, εντυπωσιάζουν και σήμερα τον επισκέπτη. Η συμμετρία και η απαλή αυστηρότητα πολλές φορές αυτών των κτιρίων, που η μορφολογία τους βασίζεται στην εγγλέζικη αρχιτεκτονική, αλλά και οι μορφολογικές λεπτομέρειες των όψεων που αντιγράφουν εκείνες των κατοικιών της λαϊκής αρχιτεκτονικής έχουν ταιριάξει με το λεσβιακό τοπίο. Ουσιαστικά, η βιομηχανική αρχιτεκτονική της Λέσβου κλείνει μέσα της όλα τα στάδια εκβιομηχάνισης της περιοχής και μαρτυρεί την τότε κατάσταση της παραγωγικής διαδικασίας. Για να γίνει δε κατανοητό κάτω από ποιες συνθήκες δημιουργήθηκε το βιομηχανικό θαύμα της Λέσβου, αρκεί να μελετήσει κανείς το βιβλίο της Ευρυδίκης Σιφναίου, Λέσβος. Οικονομική και Κοινωνική Ιστορία (1840-1912) των εκδόσεων «Τροχαλία». Όπως παραπάνω ανέφερα, ήδη από το 1983 απασχόλησε εμένα και τους συνεργάτες μου το μέλλον αυτών των κτιρίων, που κατά δεκάδες ήταν εγκαταλελειμμένα στη Λέσβο. Γνωρίζαμε βέβαια ότι ήταν ουτοπία, έστω και ως σκέψη, η επανένταξη τους με τις αρχικές χρήσεις στο κοινωνικό γίγνεσθαι και η λειτουργία τους με τον παλαιό τρόπο. Τα ελαιοτριβεία και τα σαπωνοποιεία στη Λέσβο είναι αυτοτελή μεγάλα συγκροτήματα, σε αντίθεση με άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως στην Κρήτη, την Κέρκυρα, τα άλλα νησιά του Αιγαίου, Νίσυρο, Κάρπαθο, Αίγινα κ.ά. Στα άλλα μέρη, τα περισσότερα ελαιοτριβεία είναι μικρά συνήθως κτίσματα εγκατεστημένα στα ισόγεια των κατοικιών. Κάθε πόλη και κωμόπολη της Λέσβου, κάθε χωριό ή οικισμός διαθέτει το συνεταιριστικό ελαιοτριβείο, κοινοτικό ή δημοτικό και ανάλογα με το μέγεθος ένα ή περισσότερα ιδιωτικά. Στο Πλωμάρι, την εποχή της άνθησής του, λέγεται ότι προεξείχαν δεκαοκτώ καμινάδες εργοστασίων. Σήμερα σώζονται αρκετές από αυτές. Το Πέραμα, ο οικισμός που βρίσκεται στο στόμιο του κόλπου της Γέρας, που αρέσκομαι να τον ονομάζω «βιομηχανική νεκρόπολη», έχει δεκάδες εγκαταλελειμμένα συγκροτήματα κτιρίων ελαιοτριβείων, σαπωνοποιείων, αποθηκών και δίνει ακόμη και σήμερα την εντύπωση εγκαταλελειμμένης πόλης ύστερα από βομβαρδισμό. Το ίδιο αίσθημα δημιουργείται όταν κανείς βρίσκεται στην Παναγιούδα, στην Αγιάσο, στον Καρά Τεπέ της Μυτιλήνης. Η δική μου προσπάθεια, πρέπει να πω, τότε που πρωτοξεκινήσαμε, ήταν δύσκολη. Ήταν περίεργο εγχείρημα στις αρχές της δεκαετίας του '80 να προτείνει ένας νομάρχης τη διάσωση, την αναστήλωση και την ανάδειξη ερειπίων, που μόνο θλίψη προκαλούσε η όλη κατάστασή τους, σε συνδυασμό μάλιστα με την όλη εγκατάλειψη των οικισμών και την


αρχιτεκτονική καταστροφή τους. Για τους οικισμούς της Λέσβου, όμως, η εγκατάλειψη τους -κυρίως εξαιτίας της εσωτερικής και εξωτερικής μετανάστευσης- είχε και τα καλά της. Δεν έγινε μεγάλη χρήση του τσιμέντου, δεν υπήρξαν πολλές κατεδαφίσεις και έμειναν σχετικά ανέπαφοι οι οικισμοί. Ακόμη και σήμερα, σε ορισμένους από αυτούς πρέπει να ψάξει κανείς πολύ για να βρει ένα τσιμεντένιο σπίτι ή σοκάκι. Από αυτή την άποψη, της διάσωσης της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς, η Λέσβος στάθηκε τυχερή και φαίνεται ότι μερικές φορές είναι προτιμότερο να σε εγκαταλείπει το κράτος παρά να σε προστατεύει. Θεωρήθηκε, όμως, τότε από εμένα και τους συνεργάτες μου ότι με τη διογκούμενη οικοδομική δραστηριότητα, η πολιτεία ήταν υποχρεωμένη να επέμβει σωστά και μεθοδικά, προκειμένου ό,τι τυχαία σώθηκε να μην καταστραφεί στο όνομα της ευημερίας και της όποιας οικονομικής ανάπτυξης, όπως συνέβη στην υπόλοιπη Ελλάδα. Εν ονόματι της βιομηχανικής ανάπτυξης οι κυβερνήσεις της δεκαετίας του '60 κατέστρεψαν τα σημαντικότερα σημεία της ιστορικής αναφοράς της νεότερης Ελλάδας στις πόλεις μας. Ετσι, έγιναν με μεθοδικότητα στη Λέσβο, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τα εξής: • Με νομαρχιακή απόφαση τα έργα της δημοτικής και κοινοτικής οδοποιίας γίνονται πλέον μόνο με τον τρόπο του λιθόστρωτου. Ξαναλειτούργησαν παλιά εγκαταλελειμμένα λατομεία, οι παλιοί μαστόροι της πέτρας εργάζονται κοντά στους νέους και, το κυριότερο, οι χρηματοδοτήσεις για έργα έμεναν στο χωριό και δεν πήγαιναν όπως παλαιότερα στα ταμεία των εταιρειών έτοιμου σκυροδέματος. • Ύστερα από εισήγηση της Αρχιτεκτονικής Επιτροπής Λέσβου, προσδιορίσαμε μορφολογικούς όρους δόμησης για τις νέες οικοδομές, σύμφωνα με την υπάρχουσα αρχιτεκτονική της Λέσβου, σεβόμενοι την παράδοση και το περιβάλλον, χωρίς να φτάνουμε και στον στείρο μιμητισμό. Στην αρχή η απόφαση της Νομαρχίας για τον νέο τρόπο εκπόνησης των μελετών συνάντησε πολλές αντιδράσεις, που όμως σιγά σιγά κόπασαν. • Σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού και το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων καταγράφηκαν όλα τα εναπομείναντα νεοκλασικά στην πόλη της Μυτιλήνης και εκδόθηκε Προεδρικό Διάταγμα που κήρυττε διατηρητέα εκατοντάδες αξιόλογα οικήματα. • Άρχισε η καταγραφή όλων των υπαρχόντων βιομηχανικών κτισμάτων ελαιοτριβείων και σαπωνοποιείων με υπεύθυνη την αρχιτεκτόνισσα Μ. Δάρα. Αυτή η καταγραφή βοήθησε αφ' ενός να γνωρίσουμε πόσα από τα 125 κτίρια εργοστασίων απέμειναν και σε τι κατάσταση βρίσκονταν και αφ' ετέρου να προχωρήσουμε στις διαδικασίες κήρυξής τους από το Υπουργείο Πολιτισμού ή το Υπουργείο Περιβάλλοντος,

Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων ως διατηρητέων. • Με τη Νομαρχιακή Επιτροπή Λαϊκής Επιμόρφωσης (ΝΕΛΕ) διοργανώσαμε ομι λίες και μαθήματα με ταυτόχρονη προβολή διαφανειών για την αρχιτεκτονική της Λέσβου σε όλα τα Γυμνάσια και τα Λύκεια, για να γνωρίσει η νέα γενιά τη λαϊκή παρά δοση και να την αγαπήσει. Αν οι μετά τον πόλεμο γενιές δεν αξιολόγησαν σωστά και δεν γνώρισαν την απαράμιλλη ομορφιά της λαϊκής αρχιτεκτονικής, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι κανείς δεν τους μίλησε ποτέ γι' αυτήν. Την παράλειψη αυτή πιστεύουμε ότι συμπληρώσαμε. Το 1984 προκηρύξαμε τις αρχιτεκτονικές μελέτες μετατροπής και διαρρύθμισης τεσσάρων βιομηχανικών κτιρίων σε χώρους πολλαπλών χρήσεων, ώστε να υπάρξουν νέες χρήσεις, κυρίως στο χώρο του πολιτισμού, και συγκεκριμένα στις Κοινότητες Μανταμάδου και Αγίας Παρασκευής και στους Δήμους Πολιχνίτου και Πλωμαρίου. Η χωροταξική κατανομή έγινε σε αυτά τα τέσσερα κέντρα για τους εξής λόγους: α. Οι τέσσερις αυτές περιοχές είναι κέντρα που εξυπηρετούν ευρύτερες περιφέρειες. β. Οι συγκεκριμένοι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης διαθέτουν ιδιόκτητα εγκαταλελειμμένα βιομηχανικά κτίρια. Το καλοκαίρι του 1984 έγινε στη Νομαρχία Λέσβου η πρώτη συνάντηση των μηχανικών των γραφείων που ανέλαβαν την εκπόνηση των αρχιτεκτονικών μελετών και των Κοινοτικών και Δημοτικών Συμβουλίων και ανταλλάχθηκαν απόψεις ως προς το τι πρέπει να περιλαμβάνουν οι μελέτες. Μέχρι την ολοκλήρωση, που διήρκεσε ένα χρόνο περίπου, και την παράδοση των μελετών, πραγματοποιήθηκαν πολλές ανοικτές συζητήσεις και με τα Κοινοτικά Συμβούλια των τεσσάρων περιοχών αλλά και με τους κατοίκους, αφού αυτοί θα ήταν οι χρήστες μετά την ολοκλήρωση των έργων. Τα τέσσερα αυτά κέντρα πολλαπλών χρήσεων διαθέτουν σήμερα: • Μεγάλη αίθουσα που χρησιμοποιείται για θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές προβολές, σεμινάρια, ομιλίες, γιορτές κ.λπ. • Χώρους βιβλιοθήκης και αναγνωστηρίου. • Χώρους οπτικοακουστικών μέσων. • Χώρους έκθεσης. • Μικρό μουσείο του ελαιοτριβείου ή του σαπωνοποιείου, όπου εκτίθενται όλα τα ιστορικά αντικείμενα που βρέθηκαν στους χώρους του κτιρίου από τις επιτρο πές συλλογής και φύλαξης που συστήθη καν, καθώς και μηχανήματα, εξαρτήματα και ό,τι άλλο αρχειακό υλικό βρέθηκε στα συγκεκριμένα κτίρια ή σε άλλα συγκροτή ματα. Όλα τα παραπάνω, συντηρημένα και σωστά ανεπτυγμένα στους εκθεσιακούς χώρους, μας δίνουν μια συνοπτική εικόνα της βιομηχανικής ταυτότητας του τέλους του περασμένου αιώνα αλλά και μια απτή

έκφραση της δυναμικότητας και της προόδου του ελληνισμού της περιοχής, μιας και αποτελούν προϊόντα ανεπανάληπτα των προηγμένων βιομηχανικά ελληνικών περιοχών της Μικράς Ασίας και κυρίως της βιομηχανικής Σμύρνης, που σε σύγκριση με τον κύριο κορμό του ελλαδικού χώρου, παρουσίαζε αναμφισβήτητη πρωτοπορία. • Χώρο καφενείου. • Χώρους γραφείων. • Μικρούς ξενώνες. Τον Σεπτέμβριο του 1985 εγκαταστάθηκαν οι εργολάβοι στα τέσσερα συγκροτήματα και άρχισαν οι εργασίες αναστήλωσης και διαρρύθμισης. Οι δυσκολίες που συναντήσαμε ήταν τεράστιες. Τα έργα της αναστήλωσης, ως γνωστόν, απαιτούν εξειδικευμένο προσωπικό και προσεκτική εργασία. Στα αναστηλωτικά έργα δεν εφαρμόζονται πάντα οι προβλεπόμενες λεπτομέρειες των μελετών. Χρειάστηκε να γίνουν πολλές αλλαγές και παρεκκλίσεις από την αρχική μελέτη. Όλα αυτά έπρεπε να γίνουν με προσοχή και πολύ σκέψη για να μην αλλοιωθεί ο χαρακτήρας και η μορφή των κτιρίων. Στα τέσσερα, λοιπόν, συγκροτήματα που αναστηλώσαμε, τα καθημερινά μικρά ή μεγάλα προβλήματα που παρουσιάζονταν προσπαθούσαμε να τα λύσουμε όσο γινόταν καλύτερα σε συνεργασία με τους μελετητές, τους επιβλέποντες αλλά και τους μαστόρους. Μπορώ να αναφέρω πολλά τέτοια προβλήματα που προέκυψαν στη διάρκεια των εργασιών, όπως εκείνο της στατικής και αντισεισμικής επάρκειας των λιθοδομών κ.ά., για την αντιμετώπιση των οποίων εκείνη την εποχή και στην απόμακρη Λέσβο ήταν δύσκολο να συνεργάζεται κανείς με εξειδικευμένους επιστήμονες. Προφητικά, όμως, τότε αρνηθήκαμε τη μέθοδο «γκανάιτ» για τη στερέωση των λιθοδομών και σήμερα αισθανόμαστε διπλή ικανοποίηση. Προσωπικά τότε, όπως και σήμερα, σε στιγμές κρίσης του πολιτισμού όπου καθημερινά αφανίζεται η λαϊκή τέχνη, με διακατείχε η πεποίθηση ότι είναι υπόθεση και χρέος όλων μας να βοηθήσουμε να υπάρξει ένα νέο ελπιδοφόρο ξεκίνημα για τον πολιτισμό, που περνάει πρώτα απ' όλα μέσα από τον ίδιο τον εαυτό μας και όχι από τις οποιεσδήποτε εξουσίες. Για πολλές δεκαετίες η Ελλάδα έζησε κάτω από καθεστώτα αυταρχικά ή έμμεσης δημοκρατίας. Σήμερα τα πράγματα αρχίζουν να αλλάζουν μέρα με τη μέρα, και οι κατακτήσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης όλο και μεγαλώνουν. Στη γειτονική Ιταλία, αμέσως μετά τον πόλεμο, πρωτοβουλίες σαν κι αυτή της Λέσβου προέρχονταν και υλοποιούνταν από την ίδια την αυτοδιαχειριζόμενη Τοπική Αυτοδιοίκηση. Εμείς καθυστερήσαμε σαράντα ολόκληρα χρόνια. Μαζί με αυτά τα τέσσερα έργα μετατροπής και διαρρύθμισης βιομηχανικών κτιρίων σε χώρους πολλαπλών χρήσεων, άρχισαν να πραγματοποιούνται στη Λέσβο και άλλα έργα αναστήλωσης και ένταξης


βιομηχανικών κτιρίων, όπως ξενοδοχείων, ξυλουργείων κ.ά., δίνοντας νέες χρήσεις στην παραγωγική διαδικασία. Τέτοια παραδείγματα βιομηχανικών κτιρίων που λειτουργούν με νέες χρήσεις έχουμε σήμερα στους οικισμούς Λουτρών, Μολύβου, Μόριας κ.ά. Όλα αυτά, βέβαια, στοίχισαν πολλές εκατοντάδες εκατομμύρια δραχμές, πράγμα που σχεδόν αποτελούσε πρόκληση για εκείνη την εποχή. Τολμήσαμε και πετύχαμε. Με αυτό τον τρόπο συντηρήσαμε και αναδείξαμε ένα σημαντικότατο μέρος της ανεπανάληπτης αρχιτεκτονικής ιστορίας του τόπου, μέσα από το οποίο πλουτίζεται και προάγεται η συλλογική μνήμη. Τα φιλόδοξα και πρωτοποριακά έργα των κέντρων πολλαπλής χρήσης ήταν μια απάντηση στις νέες αναζητήσεις του πολιτισμού και της παιδείας. Ήταν και παραμένουν για τον μικρό τόπο της Λέσβου σημαντικά έργα που στη συνέχεια αγκαλιάστηκαν από τους κατοίκους και σήμερα νιώθουμε υπερήφανοι γι' αυτά. Με την ανάδειξη αυτής της κληρονομιάς, δίνονται νέες χρήσεις σε εγκαταλελειμμένα κτίρια. Δεν διατηρείται μόνο η ιστορία ενός τόπου αλλά και καταγράφεται η ιστορική συνέχεια ενός έθνους. Βεβαίως, τότε, ο αρχικός στόχος της δικής μας πρωτοποριακής προσπάθειας ήταν η διάσωση και η διατήρηση του κελύφους των βιομηχανικών κτιρίων και η επανένταξη τους στο κοινωνικό γίγνεσθαι με νέες χρήσεις. Στην πορεία έγινε αντιληπτό ότι ο μηχανολογικός εξοπλισμός είναι αναπόσπαστο μέρος του κτιρίου, και γι' αυτό το λόγο στα ελαιοτριβεία του Μανταμάδου, της Αγίας Παρασκευής και του Πολιχνίτου αλλά και στο σαπωνοποι-

είο του Πλωμαρίου εντάξαμε στη νέα λειτουργία των πολυκέντρων κι ένα μεγάλο μέρος του μηχανολογικού εξοπλισμού (καζάνια, πρέσες, ιμάντες μεταφοράς της κίνησης, μύλους κ.ά.), διατηρώντας τον στο ίδιο σημείο που από παλιά βρισκόταν. Τον υπόλοιπο εξοπλισμό τον συγκεντρώσαμε στον ειδικό χώρο του μουσείου του εργοστασίου που διαμορφώσαμε σε κάθε συγκρότημα. Έτσι σήμερα έχουμε τα θεματικά μουσεία στα ελαιοτριβεία-πολυκέντρα του Μανταμάδου και της Αγίας Παρασκευής και στο Πλωμάρι το σαπωνοποι-είοπολυκέντρο, με μηχανήματα, εξαρτήματα, γραφίστικό υλικό κ.λπ. Όμως είναι κοινά παραδεκτό ότι όταν από τα κελύφη των βιομηχανικών συγκροτημάτων απαλείφεται η ιστορία της τεχνολογίας, τότε αλλάζει και αλλοιώνεται ο σκοπός και η επιστημονική τεκμηρίωση τείνει να απαξιωθεί. Στη Λέσβο πραγματοποιήθηκε ένα τέτοιο ολοκληρωμένο εγχείρημα στο ελαιοτριβείο του Νεοχωρίου στην περιοχή του Πλωμαρίου. Αποφασίσαμε ότι, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αναστήλωσης, το συγκεκριμένο ελαιοτριβείο του Νεοχωρίου -που πρωτολειτούργησε πριν από 125 χρόνια περίπου- θα έχει καθαρά μουσειακό χαρακτήρα που θα εξυπηρετεί και θα έχει ως προορισμό πέραν του ιστορικού χρέους: • Την κάλυψη-εκπαιδευτικών αναγκών. • Την εξυπηρέτηση ιστορικομουσειακών στόχων. • Τη δυνατότητα επαναλειτουργίας του μηχανολογικού εξοπλισμού με σκοπό την ιστορική τεκμηρίωση. Η ατμομηχανή του ελαιοτριβείου του Νεοχωρίου είναι μια από τις πρώτες που

έφθασαν στη Λέσβο και στην ευρύτερη περιοχή του Πλωμαρίου. Αυτή η λογική ήταν αδύνατον να λειτουργήσει για τα τέσσερα προηγούμενα βιομηχανικά κτίρια που ανέλυσα παραπάνω, για τον απλούστατο λόγο ότι αφ' ενός δεν μπορούσαμε να καλύψουμε τις νέες ανάγκες στους χώρους τους και αφ' ετέρου ήταν αντιοικονομική λύση. Το εγχείρημα του Νεοχωρίου είναι ένα ξεχωριστό παράδειγμα. Εν κατακλείδι, το έργο της Νομαρχίας Λέσβου ήταν ρεαλιστικό και θα ήταν μάταιος κόπος και εξωπραγματική κάθε άλλη πολιτική. Τέλος, θέλω να επισημάνω ότι αρκετά χρόνια μετά το ξεκίνημα αυτής της πρωτοβουλίας στη Λέσβο, το ελληνικό κοινοβούλιο έκανε ένα μικρό αλλά σημαντικό βήμα στην κατεύθυνση της επαναχρησιμοποίησης και της αξιοποίησης παλαιών παραδοσιακών βιομηχανικών κτιρίων. Έγινε δεκτή τροπολογία μου, στη διάρκεια της συζήτησης για τον νέο Αναπτυξιακό Νόμο, η οποία δίνει σοβαρά κίνητρα για την επαναχρησιμοποίηση παλαιών βιομηχανικών κτιρίων ή και οικιστικών συνόλων όπου θα παράγονται ή και θα τυποποιούνται παραδοσιακά προϊόντα (ελαιόλαδο, γαλακτοκομικά) και κάθε άλλο Προϊόν με Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ). Η διάταξη αυτή δίνει τη δυνατότητα στη Λέσβο με τα περίπου 200 λιθόκτιστα βιομηχανικά κτίρια, αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, στις οποίες υπάρχουν αναξιοποίητα και εγκαταλελειμμένα παρόμοια κτίρια, να αξιοποιήσουν παραγωγικά την πλούσια αρχιτεκτονική κληρονομιά τους. ΝΙΚΟΣ ΣΗΦΟΥΝΑΚΗΣ

Μετά την εφεύρεση πολλών απλών ή σύνθετων υδροκίνητων μηχανισμών και με την πάροδο του χρόνου, η χρήση της υδραυλικής ενέργειας γενικεύτηκε και ο ρόλος της εξελίχθηκε σε πρωταρχικό για την τεχνολογία και την οικονομία. Στην Ελλάδα έως και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, κινούσε μηχανισμούς μύλων (αλευρόμυλων, μπαρουτόμυλων, ταμπακόμυλων, κουρασανόμυλων κ.ά.), νεροπρίονων, μαντανιών, λιοτριβιών κ.λπ., για άλεσμα, πριόνισμα, κρούση, τριβή και σύνθλιψη, και σε πολλές περιοχές η προβιομηχανική εποχή συνεχιζόταν, παρά την ανάπτυξη της βιομηχανικής τεχνολογίας στα αστικά κέντρα. Η έρευνα εντοπισμού και η καταγραφή των υδροκίνητων αυτών εγκαταστάσεων μόλις έχει αρχίσει, αλλά όχι οργανωμένα και με πρωτοβουλία κυρίως μεμονωμένων ερευνητών και πολύ λιγότερο των αρμόδιων φορέων. Όταν άρχισαν οι προεργασίες για την

ίδρυση του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης (ΥΜΥ) στη Δημητσάνα από το Πολιτιστικό Τεχνολογικό (Κοινωφελές τότε) Ίδρυμα της ΕΤΒΑ, και προκειμένου να συνταχθεί η μουσειολογική-μουσειογραφική μελέτη, κρίθηκε απαραίτητη η έρευνα για τον εντοπισμό και την καταγραφή όλων των υδροκίνητων εγκαταστάσεων της

ευρύτερης περιοχής του ποταμού Λούσιου. Τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής παρουσιάζονται σε χάρτη εκτεθειμένο στο 1 ΥΜΥ . Οκτώ χρόνια αργότερα, όταν άρχισε να ετοιμάζεται ο Πολιτιστικός Χάρτης της Αρκαδίας, το ΠΤΙ ΕΤΒΑ έκρινε ότι θα έπρεπε στις προτεινόμενες ορειβατικές ή πεζο-


πορικές διαδρομές στις ποταμιές με ιδιαίτερο φυσικό κάλλος του νομού να σημειωθούν και τα σημαντικότερα συγκροτήματα υδροκίνητων εγκαταστάσεων ή και μικροομάδες ή ακόμη και μεμονωμένα κτίσματα, εφόσον παρουσίαζαν κάποιο αρχιτεκτονικό, ιστορικό ή άλλου είδους ενδιαφέρον. Ετσι, ξεκίνησε η έρευνα εντοπισμού και η 2 απογραφή τους σε ολόκληρη την Αρκαδία , ενώ σε δεύτερο στάδιο έγινε η αξιολόγηση τους όταν πια είχε συγκεντρωθεί όλο το 3 υλικό . Εντύπωση προκάλεσε ο αριθμός των υδροκίνητων εργαστηρίων που εντοπίζονταν. Δεν είναι γνωστό αν σε άλλο μέρος της Ελλάδας υπήρξε τέτοια πυκνότητα, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι μεγάλο τμήμα της Αρκαδίας είναι ορεινό ή καλύπτεται από δάση και ως εκ τούτου δεν μπορούσε να καλλιεργηθεί για παραγωγή δημητριακών. Εντοπίστηκαν περίπου 500 εγκαταστάσεις, κυρίως αλευρόμυλοι, νεροτριβές υπαίθριες ή στεγασμένες και μπαρουτόμυ-λοι (βλ. πίνακα). Τα κυριότερα συμπεράσματα από την έρευνα μετά την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της είναι τα ακόλουθα: • Ολόκληρη η Αρκαδία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως υπαίθριο μουσείο του τρόπου διοχέτευσης του νερού προς τις φτερωτές, διότι διατηρούνται σε καλή κατάσταση όλα τα είδη βαγενιών και κρεμάσεων του ελλη νικού χώρου: βαγένια ξύλινα, μεταλλικά, σωληνωτά και πέτρινα καθώς και λίγοι κτι στοί υδατόπυργοι (Μονή Έλωνας, Λιβάδι). Ειδικά στην Κυνουρία (Άνω Δολιανά, Αγία Σοφία) βρέθηκαν αυτά που θεωρούνται ως τα παλαιότερα, τα πέτρινα, από λαξευμέ νους ογκόλιθους που με περιφερειακή πατούρα πατούσε ο ένας στον άλλο. Οι κρεμάσεις πάνω στις οποίες ξάπλωναν τα βαγένια ήταν κτιστές, άλλοτε χαμηλού ύψους με κεκλιμένη παρειά και άλλοτε μεγάλου, οπότε τις κατασκεύαζαν σκαλω τές, ανάλογα με το είδος του βαγενιού που θα στερεωνόταν πάνω τους. • Πολύ ενδιαφέρουσες είναι μερικές κατασκευές μεταφοράς του νερού προς τις εγκαταστάσεις ή από αυτές, για να χρησιμοποιηθεί αλλού χαμηλότερα, όπως π.χ. μερικά καλοκτισμένα νεραύλακα. Όπου η μορφή και η κλίση του εδάφους το επέβαλαν, κτίστηκαν και ορισμένα σημα ντικά υδραγωγεία που χρησίμευαν απο κλειστικά για διοχέτευση νερού στους μύ λους (Άστρος κάτω από τη Μονή Παλαιοπαναγιάς, Ορχομενός, Πούλιθρα, Μονή Λουκούς κι ένα μικρό στο Λιβάδι). Αλλού εφάρμοζαν άλλη λύση: έκτιζαν πέτρινες βάσεις μεγάλου ύψους, στις οποίες εδρά ζονταν ξύλινα λούκια που λειτουργούσαν ως υδατογέφυρες για τη διέλευση του νερού (π.χ. Άγιος Βασίλειος, Βελημάχι). Επειδή υπήρχε, τουλάχιστον παλαιότερα, επάρκεια νερού καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου, κατά κανόνα δεν έκτιζαν δεξαμε νές (χαβούζες) αποθήκευσής του, και έτσι τα νεραύλακα προσαγωγής έφθαναν ως την κρέμαση πάνω από το μηχανισμό κίνησης.


• Όλοι οι νερόμυλοι της περιοχής είναι του «ανατολικού» τύπου με οριζόντια μικρή 4 φτερωτή . Σημαντικός είναι ο αριθμός των «διόφθαλμων», ενώ στην Καρύταινα εντοπίστηκε και «τετράφθαλμος», φαινόμενο μοναδικό για εγκατάσταση προβιομηχανικής τεχνολογίας. • Όσοι μύλοι είναι κτισμένοι μέσα στα χωριά ή πολύ κοντά σε αυτά, δεν συνδυάζονται ποτέ με κατοικία της οικογένειας του μυλωνά και γι' αυτό ήταν πολύ μικροί, ενώ όσοι βρίσκονται σε ποταμιές μακριά από τα χωριά ήταν μεγαλύτεροι, με επίμηκες σχήμα (μακρινάρια), με κατοικία σε όροφο ή στη μία άκρη τους. Δυστυχώς λίγοι διασώζουν ολόκληρη την τοιχοποιία τους και από αυτούς ελάχιστοι μόνον εξακολουθούν να διατηρούν την αρχική μονόρριχτη, δίρριχτη ή τετράρριχτη στέγη τους. Οι υπόλοιποι που εξακολουθούσαν να χρησιμοποιούνται καλύφθηκαν με πλάκα από σκυρόδεμα ή λαμαρίνες. Φαίνεται ότι σε χαμηλό υψόμετρο τους στέγαζαν με κεραμοσκεπή, ενώ στα ορεινά χωριά λόγω του παγετού με σχιστόπλακες της περιοχής. Το εσωτερικό ύψος τους είναι χαμηλό και φωτίζονταν συνήθως από ένα και πολύ σπάνια από περισσότερα παράθυρα. Η τοιχοποιία φυσικά ακολουθούσε αυτή των κατοικιών του χωριού, ως προς το είδος και τον τρόπο λάξευσης γωνιολίθων και λίθων. Το άνοιγμα της εξόδου του νερού από το υπόγειο ζωριό, όπου βρισκόταν ο κινητικός μηχανισμός, τις περισσότερες φορές ήταν τοξωτό και πολύ σπάνια διαφορετικό. • Εξαιρετικά σημαντικό είναι ότι είκοσι νερόμυλοι περίπου και λίγες νεροτριβές λειτουργούν ή διατηρούν το μηχανισμό τους και αλέθουν ή είναι σε θέση να αλέσουν (Άγιος Βασίλειος, Βαλτεσινίκο, Βάχλια, Δυρράχι, Θεόκτιστο, Καρκαλού, Κάτω Γιανναίοι, Καρυές, Καρύταινα, Κοντοβάζαινα, Λαγκάδια, Λυκόσουρα, Πιάνα, Πλάτανος, Πυργάκι, Σίταινα, Φούσκαρη). • Παρά τον μεγάλο αριθμό των μύλων, από πολλές περιοχές τα αλέσματα πήγαιναν σε χωριά όμορων νομών, όταν το οδικό δίκτυο της εποχής ήταν πιο βολικό

και συγκεκριμένα προς: το Καπαρέλλι και τον Αχλαδόκαμπο της Αργολίδας, τα χωριά της Επαρχίας Καλαβρύτων της Αχαίας, τη Νεμούτα της Ηλείας, τα Φίλια και την Άνω Μέλπεια της Μεσσηνίας. • Όπως συνήθως συμβαίνει, σε πολλά χωριά οι μύλοι είναι συγκεντρωμένοι και αποτελούν μεγάλα συγκροτήματα ή μικρότερες ομάδες, με τρόπο ώστε καθένας να τροφοδοτείται από το νερό που είχε κινήσει τον προηγούμενο. Το πιο ενδιαφέρον σύνολο είναι αυτό που βρίσκεται στο Μαρί, χωριό με τεράστιες ποσότητες νερού, στα σύνορα με τη Λακωνία, που έχει περί τα δεκαπέντε υδροκίνητα εργαστήρια, νερόμυλους και νεροτριβές. Το ενδιαφέρον έγκειται στην ύπαρξη εκεί σειράς σκεπασμένων, χαμηλών, θολωτών μικρών νεροτριβών -ανεξάρτητων ή σε συνδυασμό με νερόμυλο-, φαινόμενο κατά πάσα πιθανότητα μοναδικό στην Ελλάδα. Είναι η πρώτη φορά που εντοπίστηκαν τέτοια παλαιά κτίσματα νεροτριβών και μάλιστα σε αρκετά καλή κατάσταση. Οι διαστάσεις των κτισμάτων είναι τόσο μικρές, ώστε μόλις που χωράει ο νεροτριβιάρης για να κάνει τις απαραίτητες κινήσεις της εργασίας του. • Εκτός από τους αλευρόμυλους, τις νεροτριβές και τους μπαρουτόμυλους, στην Αρκαδία λειτούργησαν σε περιορισμένη κλίμακα και άλλες υδροκίνητες εγκαταστάσεις: Νεροπρίονα: Όπως και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, αποτελούσαν κινητές εγκαταστάσεις τις οποίες έστηναν στο εκάστοτε σημείο υλοτομίας, μεταφέροντας ορισμένα τμήματα του μηχανισμού (φτερωτή, άξονας, βαγένια, πριόνι κ.λπ.), γι' αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει απογραφή, εντοπίστηκαν όμως μερικές από τις θέσεις όπου λειτούργησαν τα τελευταία χρόνια, πριν μετατραπούν σε πετρελαιοκίνητα (Καρκαλού, Βυτίνα, Κοσμάς, Πλάτανος, Καστάνιτσα). Λιοτρίβια: Η παραγωγή λαδιού στις ορεινές περιοχές της Αρκαδίας ήταν και είναι πολύ περιορισμένη, σε αντίθεση με τις πεδινές της Κυνουρίας όπου υπάρχουν

εκτεταμένοι ελαιώνες. Τα περισσότερα λιοτρίβια, όπως και στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, ήταν ζωοκίνητα, αλλά εντοπίστηκαν και μερικά υδροκίνητα. Κατά πάσα πιθανότητα ήταν παλαιοί νερόμυλοι που τροποποιήθηκαν (Κακουραίικα, Καμποχώρι, Κάτω Γιανναίοι, Πλατάνα, Άγιος Γεώργιος, Φούσκαρη). Ταμπακόμυλοι: Στον Aï-Γιάννη (Μαραδοχώρι) της Δημητσάνας, κατά καιρούς οι κοινοί νερόμυλοι χρησιμοποιήθηκαν και για τρίψιμο δεψικών υλών (κυρίως βελανιδιών) για τα γειτονικά τους ταμπάκικα, αλλά και της Ζάτουνας. Κουρασανόμυλοι: Στον Aï-Γιάννη και πάλι, αναφέρεται και το άλεσμα κουρασανιού (σπασμένα τούβλα και κεραμίδια) κατά περιόδους για τις οικοδομικές εργασίες της περιοχής. Κλείνοντας την παράθεση των κυριότερων συμπερασμάτων της έρευνας, πρέπει να σημειωθεί ότι σε πολλά μέρη αναφέρεται από προφορική παράδοση η ύπαρξη και πολλών άλλων μύλων των οποίων δεν εντοπίζεται πια κανένα ίχνος. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Λαγκαδιανού Ρέματος, όπου λειτουργούσαν, όπως λέγεται, από την αρχή του στα Λαγκάδια ως το τέλος του (εκβάλλει στον Λάδωνα) πενήντα δύο ζευγάρια μυλόπετρες, ενώ στην παρούσα έρευνα καταγράφηκαν είκοσι εννέα μόνον εγκαταστάσεις. Ανεξάρτητα από την αξία των ίδιων των εγκαταστάσεων και των συγκροτημάτων τους, σε ορισμένες περιοχές το φυσικό περιβάλλον τους είναι πράγματι κατάλληλο ώστε να δημιουργηθούν διαδρομές οικοτουρισμού για επίσκεψη τόσο των ποταμών όσο και των μύλων. Εκτός από τις διαδρομές του Λούσιου ποταμού οι οποίες συμπεριλαμβάνονται στους χάρτες του ΥΜΥ, οι πιο αξιόλογες βρίσκονται στη Βλαχοκερασιά (ως τον Λιάνο), στη Βυτίνα (από το Πυργάκι ως την Καμενίτσα), στο Δυρράχι (από το Νεοχώρι), στην Καρύταινα, στους Κάτω Γιανναίους, στην Κοντοβάζαινα, στα Λαγκάδια, στη Λυκόσουρα (ως τις Κάτω Καρυές), στο Μαρί, στην Πιάνα (ως την Κάτω Δαβιά), στον Πλάτανο και στον Πραστό. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΝΟΜΙΚΟΣ

1. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε από τον Οκτώβριο 1988 ως τον Ιανουάριο 1989 με τη συνεργασία της εθνολόγου Ανδρομάχης Οικονόμου, βλ. Τεχνολογία 3 (1989), σ. 13-15. 2. Η δεύτερη αυτή έρευνα πραγματοποιήθηκε από το τέλος Φεβρουαρίου ως τις αρχές Απριλίου 1997 με τη συνεργασία της αρχαιολόγου Μανουέλας Μπέρκι. 3. Από την πρώτη στιγμή διαπιστώθηκαν οι μεγάλες δυσκολίες φωτογράφησης, αλλά και προσπέλασης μερικές φορές. Η βλάστηση έχει φράξει αρκετά μονοπάτια και πολλές φορές έχει καλύψει και τα ίδια τα κτίσματα. Έτσι πολλά, παρ' ότι εντοπίστηκαν, δεν ήταν δυνατόν να φωτογραφηθούν. 4. Μόνο στο συγκρότημα των μπαρουτόμυλων στον Aï-Γιάννη της Δημητσάνας βρέθηκαν λίγες μικρές (μεταγενέστερες) όρθιες εξωτερικές φτερωτές.


ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΜΕΤΑΛΛΟΤΕΧΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΣΤΟ ΑΠΟΝ ΟΡΟΣ Τα τελευταία χρόνια, το ενδιαφέρον των μελετητών του Αγίου Όρους επεκτάθηκε και σε θέματα του καθημερινού βίου, όπως είναι οι προβιομηχανικές εφαρμοσμένες τέχνες και τεχνικές και τα άμεσα συνδεδεμένα με αυτές, ανώνυμα συνήθως, κτήρια εργαστηρίων. Έγινε έτσι ευρύτατα γνωστό ότι ένας μοναδικός πλούτος αρχιτεκτονικών μνημείων, κειμηλίων και αντικειμένων που συνδέονται κυρίως με τον καθημερινό μοναστικό βίο, αλλά και ορισμένες πτυχές της ορθόδοξης λατρείας, σώθηκαν στην αθωνική χερσόνησο. Οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν άλλωστε στο Άγιον Όρος, σε σχέση με άλλες περιοχές της Ελλάδας, είχαν ως αποτέλεσμα τη διατήρηση, σε μεγάλη μάλιστα πυκνότητα, αξιόλογων ομάδων βοηθητικών κτηρίων των μονών, των σκητών αλλά και των άλλων μοναστηριακών εξαρτημάτων. Από αυτά, ειδικά τα μεταλλοτεχνικά εργαστήρια ανήκουν σε μεγάλο τους ποσοστό στη νέα περίοδο ανασυγκρότησης, που ξεκίνησε από τα μέσα περίπου του 18ου αιώνα, διήρκεσε όλο τον 19ο και επεκτάθηκε και στις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ού αιώνα, όταν οι προβιομηχανικές και πρωτοβιομηχανικές δραστηριότητες υποχώρησαν οριστικά μπροστά στις συντελούμενες αλλαγές του αιώνα μας. Το 1984, μετά τη συνεργασία του εθνολόγου Δρ Στέλιου Παπαδόπουλου με τους πατέρες της Μονής Σίμωνος Πέτρας, προτάθηκε στον αρχιτέκτονα Σταύρο Μαμαλούκο και στον γράφοντα να περιοδεύσουμε στο Όρος για την καταγραφή των μεταλλοτεχνικών εργαστηρίων, καρπός της οποίας είναι το βιβλίο του ΠΤΙ ΕΤΒΑ Αγειορίτικη Μεταλλοτεχνία. Αφορμή ήταν η προετοιμασία από ομάδα επιστημόνων, με επικεφαλής τον Στέλιο Παπαδόπουλο, παμβαλκανικής έκθεσης στο Παρίσι για τις τεχνικές της φωτιάς. Με ανάθεση, αρχικά της ομάδας του Πελοποννησιακού λαογραφικού Ιδρύματος, περιηγηθήκαμε όλο τον Νοέμβριο του 1984 το Άγιον Όρος ερευνώντας και καταγράφοντας στοιχεία σχετικά με τη μεταλλοτεχνία, τη μαρμαρογλυπτική και τη ναυπηγική. Κατά την πρώτη αυτή φάση της έρευνας εντοπίστηκαν τριάντα πέντε εργαστήρια στη χερσόνησο του Άθω. Από αυτά τα είκοσι οκτώ αποτυπώθηκαν, φωτογραφήθηκαν οι χώροι εργασίας, τα εργαλεία και τα προϊόντα τους (1500 περίπου ασπρόμαυρες φωτογραφίες και έγχρωμες διαφάνειες) και καταγράφηκαν πληροφορίες σε ημερολόγιο 110 δακτυλογραφημένων σελίδων και σε μία μαγνητοταινία. Οι επόμενες τέσσερις κύριες αποστολές έγιναν δυνατές όταν το 1986 το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυμα της ΕΤΒΑ ανέλαβε τη χρηματοδότηση συμπληρωματικής έρευνας και την έκδοση του βιβλίου με θέμα την αγιορείτικη μεταλλοτεχνία, που εκδόθηκε τελικά το 1997. Η νέα ερευνητική αποστολή οργανώθηκε με τη συ-

μπαράσταση και τη βοήθεια του διευθυντή του ιδρύματος Στέλιου Παπαδόπουλου, που συνέβαλε αποφασιστικά και στην καταγραφή πληροφοριών με συνεντεύξεις που πήρε από παλαιούς τεχνίτες. Στο πλαίσιο της έρευνας που έγινε με σκοπό να ολοκληρωθεί η συγκέντρωση και η μελέτη του υλικού για την έκδοση, πραγματοποιήθηκαν τέσσερις ακόμη κύριες αποστολές: 21-29 Μαίου 1988, 27-31 Οκτωβρίου 1988, 19-24 Μάιου 1989 και 29 Απριλίου-6 Μαΐου 1990. Στην τελευταία συμμετείχε ο Στέλιος Παπαδόπουλος και έγινε η φωτογράφηση των πιο αξιόλογων εργαστηρίων από το φωτογράφο Ανδρέα Σμαραγδή. Μεγάλο μέρος της έρευνας πραγματοποιήθηκε επίσης με την ευκαιρία των συχνών επισκέψεων των μελετητών στο Άγιον Όρος για άλλους λόγους. Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ο εντοπισμός εξήντα ακόμη εργαστηρίων, από τα οποία αποτυπώθηκαν και φωτογραφήθηκαν (1500 περίπου ασπρόμαυρες φωτογραφίες και 200 διαφάνειες) όσα διατηρούσαν το αρχιτεκτονικό τους κέλυφος. Η καταγραφή πληροφοριών για τη λειτουργία και την παραγωγή των εργαστηρίων καθώς και για τη ζωή και το έργο περισσότερων από 200 τεχνιτών έγιναν σε ημερολόγια συνολικής έκτασης εξήντα δακτυλογραφημένων σελίδων και σε πέντε μαγνητοταινίες. Για τη συγκέντρωση του υλικού ακολουθήθηκε η εθνογραφική μέθοδος, που περιελάμβανε αυτοψία, σχεδιαστική και φωτογραφική τεκμηρίωση, συνέντευξη και αρχειακή έρευνα. Στο υλικό που παρουσιά-

ζεται στο βιβλίο υπάρχουν ανισομέρειες, ελλείψεις και άλλα προβλήματα στην ποιότητα, την ποσότητα και το είδος των πληροφοριών που παρέχονται για τους κατά περίπτωση τομείς της έρευνας. Αυτά οφείλονται στις ειδικές συνθήκες εργασίας, τις δυσκολίες στις μετακινήσεις και την εξάρτηση από ποικίλους παράγοντες που είναι γνωστά σε όσους εργάζονται στο Άγιον Όρος. Η φωτογράφηση των εργαστηρίων, για παράδειγμα, παρά τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν, έγινε τις περισσότερες φορές υπό συνθήκες πίεσης χρόνου που δεν επέτρεπαν την απαραίτητη προετοιμασία, με αποτέλεσμα μικρότερης σημασίας εργαστήρια ή αντικείμενα να είναι καλύτερα τεκμηριωμένα από άλλα σπουδαιότερα. Η μακρά διάρκεια της έρευνας έδωσε την ευκαιρία να εκτιμηθεί η κατάσταση και το μέλλον ενός σημαντικού όσο και παραμελημένου τμήματος του παρελθόντος του Αγίου Όρους, αλλά και της πατρίδας μας γενικότερα, εκείνου που αφορά τα κατάλοιπα του καθημερινού υλικού βίου και ειδικά της προβιομηχανικής δραστηριότητας. Η πλήρης καταστροφή πολυάριθμων εργαστηρίων λόγω λειψανδρίας, φυσικής φθοράς αλλά και αδικαιολόγητων συχνά ανθρώπινων επεμβάσεων, η συνεχιζόμενη φθορά των κελυφών λόγω αχρησίας, καθώς και οι εκτεταμένες καταστροφές στοιχείων του εξοπλισμού των περισσότερων, δείχνουν ότι κατά τη δεκαετία που πέρασε από την εποχή της πρώτης επαφής μας με το αντικείμενο η έρευνα και η καταγραφή προχώρησαν παράλληλα με την απώλεια σημαντικού ποσοστού του αντικειμένου τους (περισσότερα από δέκα εργαστήρια). Είναι σαφής και προφανώς επιτακτική πλέον η ανάγκη συστηματικής καταγραφής του υλικού της προβιομηχανικής τεχνολογίας πριν από τον οριστικό αφανισμό του. Κατά ευτυχή συγκυρία, τον Ιούλιο του 1993, συνεχίστηκε η συστηματική καταγραφή των εξωμοναστηριακών βοηθητικών κτηρίων και εργαστηρίων που ανήκουν στις είκοσι μονές του Αγίου Όρους από τους τότε σπουδαστές της αρχιτεκτονικής Κοσμά Σκαρή και Χαράλαμπο Κατσιάνο. Αποτέλεσμα της εργασίας αυτής, που για την ώρα παραμένει αδημοσίευτη, αλλά έχει κατατεθεί στο Αρχείο του Σπουδαστηρίου Ιστορίας της Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ, είναι η σύνταξη δελτίου για κάθε κτήριο που περιλάμβανε συνοπτικά αποτυπωμένη κάτοψη, φωτογραφίες και αναγνώριση των χρήσεων του κάθε εξωμονα-στηριακού κτίσματος. Πιο πρόσφατα, στο πλαίσιο της υποστήριξης των υπευθύνων του τομέα της «αρχιτεκτονικής» Πλούταρχου ©εοχαρίδη και του «καθημερινού βίου» Ιωακείμ Παπάγγελου για την έκθεση του Αγίου Όρους στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, θεσσαλονίκη 1997, έγιναν νέες περιοδείες του γράφοντος με


ρίων των εργαστηρίων και του εξοπλισμού τους. Πιο συχνά όμως τα κτήρια των εργαστηρίων δεν αντιμετωπίζονται ως αξιόλογα και άξια διατήρησης. Σαν αποτέλεσμα αυτής της στάσης, ορισμένες πρόσφατες επεμβάσεις σε τέτοια κτήρια νομίζουμε ότι δεν υπήρξαν αρκετά διακριτικές, όπως λ.χ. οι εργασίες στον παλιό μύλο της Σιμωνόπετρας ή στο Βορδοναρείο της Μονής Μεγίστης Λαύρας. Οφείλουμε, βέβαια, να παραδεχθούμε ότι η προσπάθεια αυτή έχει να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα, όπως π.χ. το ποσοστό διατήρησης του αυθεντικού εξοπλισμού του εργαστηρίου σε σχέση με την εξ ανάγκης εντασσόμενη νέα χρήση ή τον νέο σύγχρονο εξοπλισμό ώστε να είναι δυνατόν να επαναλειτουργήσει κ.λπ. Παρ' όλα αυτά είναι δυνατή μια πιο συντηρητική προσέγγιση των κτηρίων των εργαστηρίων του Αγίου Όρους. ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΥΦΟΠΟΥΛΟΣ τον Σταύρο Μαμαλούκο. Δόθηκε η ευκαιρία να γίνει εκτενέστερη αποτύπωση των εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας που στεγάζονται στο αναμφίβολα μεγαλύτερο κτήριο εργαστηρίων του Αγίου Όρους, στην Ιερά Μονή Παντελεήμονος και έγινε παράλληλα συμπληρωματική μελέτη θεμάτων της αγιορείτικης ωρολογοποιίας. Τη μεγάλη ευκαιρία, όμως, για μια διεξοδική έρευνα στην οργάνωση των εξωμοναστηριακών κτηρίων και εργαστηρίων μιας μεγάλης αγιορείτικης μονής έδωσε η καταγραφή χρήσεων για τη σύνταξη προγραμματικής χωροτακτικής μελέτης, για το κτηριακό συγκρότημα της Ιεράς Μονής

Βατοπεδίου. Αυτή έγινε από ομάδα επιστημόνων μετά την είσοδο της νέας αδελφότητας και την επανακοινοβιοποίησή της. Συμπεράσματα της έρευνας αυτής παρουσιάστηκαν στα Τριήμερα Εργασίας του ΠΤΙ ΕΤΒΑ από τους Πλούταρχο Θεοχαρίδη, Σταύρο Μαμαλούκο, Πέτρο Κουφόπουλο και Διομήδη Μυριανθέα και δημοσιεύτηκαν αναλυτικά στα σχετικά Πρακτικά καθώς επίσης στο δίτομο έργο Ιερά Μονή Βατοπεδίου, Ιστορία και Τέχνη, 1996. Χάριν πληρότητας πρέπει να αναφερθεί ότι σε ορισμένα τρέχοντα αναστηλωτικά έργα στο Άγιον Όρος έχει καταβληθεί μεγάλη προσπάθεια διατήρησης των κτη-

* Η αφορμή για την εκδήλωση του ενεργού ενδιαφέροντος μου για την καταγραφή των αγιορείτικων εργαστηρίων και ειδικά των μεταλλοτεχνιών δόθηκε το καλοκαίρι του 1984 όταν, ως σπουδαστής τότε της αρχιτεκτονικής, επισκέφθηκα τη Μονή Σίμωνος Πέτρας. Οι πατέρες με όρισαν «υποτακτικό» του π. Πορφυρίου με διακόνημα την τακτοποίηση των διαφόρων «σιδερικών» της συλλογής της μονής καθώς και του παλιού «χαλκαδιού». Μέσα στο εργαστήριο υπήρχαν τότε ραντιστήρια, τσάπες και σκαλιστήρια, ανάκατα με τα εργαλεία του σιδηρουργείου: την εστία, τον λίθινο τροχό, το πεσμένο καταγής φυσερό και το χειροκίνητο δράπανο να αιωρείται πάνω από τον ξύλινο πάγκο.

ΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΒΥΡΣΟΔΕΨΕΙΩΝ ΣΤΟ ΚΑΡΛΟΒΑΣΙ ΤΗΣ ΣΑΜΟΥ Το Καρλόβασι είναι μια πόλη με βιομηχανικό παρελθόν και η βυρσοδεψία εντάσσεται στη γενικότερη ανάπτυξη της συγκεκριμένης δραστηριότητας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου στα τέλη του 19ου αιώνα, η οποία συμπίπτει χρονικά με την παρακμή της βυρσοδεψίας στη Σύρο. Αντίστοιχα, σε διεθνές επίπεδο υπήρχαν πλήρως εκμηχανισμενα βυρσοδεψεία στις περισσότερες εμπορικές πόλεις της

Ευρώπης αλλά και της Αμερικής ήδη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η παρακμή της καρλοβασίτικης βυρσοδεψίας μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο άφησε παροπλισμένα έναν μεγάλο αριθμό εργοστασίων με τον εξοπλισμό τους. Η γρήγορη καταστροφή, κυρίως από φυσικά αίτια αλλά και ανθρωπογενείς παράγοντες, μετά την εγκατάλειψη άλλαξαν σημαντικά την εικόνα της πόλης. Παρά ταύτα, τα τεκ-

μήρια του βιομηχανικού παρελθόντος είναι ακόμα ορατά στο Καρλόβασι. Παρ' όλη τη σημασία που είχε η βυρσοδεψία για την τοπική ιστορία της Σάμου, οι μέχρι σήμερα δημοσιευμένες εργασίες είναι περιορισμένες: Κώστας Καλατζής, Το Ταμπάκικο, Αθήνα 1992. Α. Κεντούρης, «Η βυρσοδεψία εν Σάμω», Σαμιακόν Ημερολόγιον 1939, Αδελφότης Σαμίων. Δημήτρης Κροκίδης, «Η παραδοσιακή βιομηχανία της

Νότια όψη του βυρσοδεψείου Νικολάου. Κτισμένο στα 1912-1914 υπήρξε το μεγαλύτερο και πιο σύγχρονο βυρσοδεψείο της εποχής του.


βυρσοδεψίας στα Καρλόβασια Σάμου», Πρακτικά συνεδρίου «Η Σάμος από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα», Ίδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου», 1995. Ανδρομάχη Οικονόμου, «Σημείωμα για τη βυρσοδεψία στη Σάμο», Σαμιακές Μελέτες, Ιδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου», 1993. Γιώτα Τσέλαλη, «Η σαμιακή βυρσοδεψία», εφημ. Καθημερινή, 9 Αυγούστου 1998. Η ενασχόληση με την καταγραφή των βυρσοδεψείων ξεκίνησε στο πλαίσιο της διπλωματικής εργασίας του υπογράφοντος (Πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις στα παλαιά βυρσοδεψεία στο Καρλόβασι Σάμου, Ε Μ Π, 1992), όπου έγιναν γενικές αποτυπώσεις των κτιρίων σε κλίμακα 1:200. Στη συνέχεια, η καταγραφή συνεχίστηκε με αφορμή τη συμμετοχή στο συνέδριο «Η Σάμος από τα βυζαντινά χρόνια μέχρι σήμερα», Ίδρυμα Σάμου «Νικόλαος Δημητρίου», 1995. Κατά τη διάρκεια της συλλογής του υλικού για το συνέδριο διαπιστώθηκε η μείωση των εν λειτουργία βυρσοδεψείων και η αλλοίωση αρκετών κτιρίων στα οποία είχαν γίνει ατυχείς εργασίες επισκευών και επεκτάσεων. Επιπλέον, σημαντική ήταν η απώλεια μέρους από τον ιστορικό εξοπλισμό των βυρσοδεψείων. Έτσι, έγινε αντιληπτή η ανάγκη μιας πιο συστηματικής καταγραφής των βυρσοδεψείων με αποτυπώσεις τόσο των κελυφών όσο και του εξοπλισμού. Η ευκαιρία για την πραγματοποίηση της καταγραφής παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος στον τομέα Συντήρησης-Αποκατάστασης Ιστορικών Κτιρίων του Πανεπιστημίου York Αγγλίας. Σε πρώτη φάση επισημάνθηκαν τα βυρσοδεψεία που εντοπίστηκαν σε γενικό τοπογραφικό, ανεξάρτητα από την κατάσταση που βρίσκονταν και τη χρήση που στέγαζαν. Κατά την καταγραφή σημειώθηκε η υφιστάμενη χρήση καθώς και στοιχεία για την κατάσταση διατήρησης του κτιρίου και του εξοπλισμού του. Συνολικά εντοπίστηκαν εξήντα ένα κτίρια, από τα οποία μόνο τα εννέα λειτουργούσαν ως βυρσοδεψεία, ενώ τριάντα επτά δεν στέγαζαν καμία χρήση. Ετσι έγινε δυνατόν να εκτιμηθεί κατ' αρχάς το μέγεθος και η φύση του υλικού. Σε αυτό το στάδιο ήταν ιδιαίτερα σημαντική η συλλογή πληροφοριών σχετικά με την κατεργασία των δερμάτων από παλαίμαχους βυρσοδέψες που κατέθεσαν τις προσωπικές τους μαρτυρίες. Στη συνέχεια τέθηκε το θέμα της αξιολόγησης του υλικού ώστε να επιλεγούν τα επί μέρους κτίρια για αναλυτικότερη τεκμηρίωση και καταγραφή. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι πολλές φορές, στο παρελθόν, κατά την αξιολόγηση βιομηχανικών κτιρίων έχει δοθεί έμφαση μόνο σε ορισμένες πλευρές της βιομηχανικής κληρονομιάς και συγκεκριμένα στην αισθητική εμφάνιση των κελυφών. Η προσέγγιση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την παρερμηνεία ενός τμήματος της βιομηχανικής κληρονομιάς, αυτού που σε μεγάλο βαθμό αποτελείται από κτίρια και κατασκευές που «μοιάζουν τυχαία και αποσπασματικά». Έτσι γίνεται αντιληπτό ότι τα κριτήρια

αξιολόγησης έπρεπε να λαμβάνουν υπόψη τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τη βιομηχανική κληρονομιά γενικότερα και να είναι όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά. Με βάση τα όσα αναφέρθηκαν στην αξιολόγηση των βυρσοδεψείων συνυπολογίστηκαν τα παρακάτω: α) Ο βαθμός διατήρησης τόσο των κτιρίων όσο και του ιστορικού εξοπλισμού. Η διατήρηση του ιστορικού εξοπλισμού θεωρείται το ίδιο σημαντική με αυτή των κτιρίων γιατί έτσι μόνο είναι δυνατή η κατανόηση και η ερμηνεία των ίδιων των κτιρίων και της ιστορίας τους. β) Ο βαθμός ολοκλήρωσης της παραγωγικής διαδικασίας και ανάπτυξης του βυρσοδεψείου. Η σημασία ενός βυρσοδεψείου που περιλαμβάνει εγκαταστάσεις για όλα τα στάδια κατεργασίας είναι αυξημένη, καθώς σε αυτό είναι δυνατόν να αντιληφθεί κανείς τη λειτουργία του βυρσοδεψείου στο σύνολό της. Αυτό το κριτήριο βέβαια έχει διαφορετικό νόημα σε διαφορετικές ιστορικές στιγμές. Για παράδειγμα, ένα πλήρως ανεπτυγμένο βυρσοδεψείο του 19ου αιώνα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη χειρωνακτική εργασία, ενώ στη δεκαετία του 1920 τα περισσότερα ήταν εκμηχανισμένα. γ) Η παρουσία τεκμηρίων εξέλιξης σε ένα βυρσοδεψείο. Είναι σύνηθες φαινόμενο οι βιομηχανικοί χώροι να έχουν τροποποιηθεί σημαντικά στη διάρκεια της ιστορίας τους, καθώς οι μέθοδοι κατεργασίας των δερμάτων εξελίσσονταν. Σε άλλες περιπτώσεις, η παραγωγική δραστηριότητα έχει στεγαστεί σε περισσότερες από μια θέσεις αφήνοντας ίχνη σε αυτές. Για την κατανόηση της ιστορίας της βυρσοδεψίας είναι σημαντικές οι εγκαταστάσεις που διασώζουν στοιχεία που αφορούν τη βελτίωση της κατεργασίας, τόσο κατά τη μετάβαση από τη χειρωνακτική κατεργασία στη χρήση της

μηχανής όσο και όταν γίνονταν επιμέρους βελτιώσεις με τη χρήση νεωτεριστικών τεχνικών στην κατεργασία των δερμάτων. Επιπλέον, σημαντικά θεωρούνται και τα κτίρια που περιλαμβάνουν αλλαγές όχι μόνο λόγω των εξελίξεων στην κατεργασία των δερμάτων αλλά και λόγω της χρήσης νέων τεχνικών και υλικών στην κατασκευή των κτιρίων. δ) Η ύπαρξη «βιομηχανικής» αισθητικής. Ένας μεγάλος αριθμός βυρσοδεψείων είναι εργαστήρια και όχι μικρές βιομηχανικές μονάδες. Συχνά, όμως, παρατηρούνται διακοσμητικές προθέσεις που εντοπίζονται κυρίως στα ανοίγματα και σε διάφορα επί μέρους στοιχεία. Η ύπαρξη αυτών των στοιχείων χαρακτηρίζουν τα βυρσοδεψεία και προσδίδουν έναν βιομηχανικό χαρακτήρα στην πόλη. ε) Η σημασία βυρσοδεψείων που έγιναν τοπόσημα εξαιτίας του μεγέθους ή της θέσης τους. Αυτά έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς προσδίδουν έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα στην πόλη. στ) Αν τα βυρσοδεψεία εντάσσονται σε σύνολα. Τα βυρσοδεψεία αυτά αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής, όχι μόνο επειδή είναι γενικά προτιμότερο να διασώζονται ενότητες ιστορικών κτιρίων από μεμονωμένα κτίσματα αλλά και για τη μελέτη και την κατανόηση του τρόπου που σχηματίστηκαν και συγκροτήθηκαν αυτές οι ενότητες. ζ) Η σπανιότητα είναι ένα κριτήριο που αφορά γενικότερα τα ιστορικά κτίρια. Στην περίπτωση των βυρσοδεψείων αφορά κυρίως κτίρια ή εξοπλισμό που κάποτε ήταν κοινά, άλλα τώρα λόγω εκτεταμένων καταστροφών τείνουν να εξαφανιστούν, και όχι κάποια ιδιόρρυθμα ή ασυνήθιστα κτίρια τα οποία αποτελούν την εξαίρεση. η) Η συσχέτιση συγκεκριμένων βυρσοδεψείων με γεγονότα της τοπικής ιστορίας ή της ιστορίας της βυρσοδεψίας θεω-


ρούνται ότι έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποτελούν τα ίδια τεκμήρια ιστορικών γεγονότων και συμβάλλουν στη διάσωση της συλλογικής μνήμης του τόπου. θ) Ο κίνδυνος που διέτρεχαν ορισμένα βυρσοδεψεία από μια πιθανόν άμεση εκμετάλλευσή και κατά συνέπεια απώλεια του εξοπλισμού και αλλοίωση της μορφής τους. Με βάση τα παραπάνω κριτήρια επιλέ-

χθηκαν δώδεκα κτίρια που καταγράφηκαν και αποτυπώθηκαν σε κλίμακα 1:100 μαζί με τον σωζόμενο εξοπλισμό. Η επιλογή αυτή περιορίστηκε και από τη δυνατότητα πρόσβασης σε αυτά. Έτσι, σε έναν αριθμό κτιρίων που άξιζαν ιδιαίτερης προσοχής δεν έγιναν αποτυπώσεις και η αναλυτική καταγραφή τους παραμένει σε εκκρεμότητα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τόσο για τη

σωστή αξιολόγηση όσο και για την κατανόηση της ιστορίας των ίδιων των κτιρίων ήταν απαραίτητη η γνώση της παραδοσιακής κατεργασίας των δερμάτων. Τελειώνοντας θα ήθελα να ευχαριστήσω και από αυτή τη θέση όλους όσοι βοήθησαν για τη συλλογή του υλικού. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΡΟΚΙΔΗΣ

ΤΟ ΠΛΙΝΘΟΚΕΡΑΜΟΠΟΙΕΙΟ ΤΣΑΛΑΠΑΤΑ Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΒΟΛΟΥ ΚΑΙ Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΤΥΧΗ ΤΗΣ Η πρόκληση που γεννά το ερώτημα της Τεχνολογίας, αν η καταγραφή είναι ένας τρόπος διάσωσης του παλαιού βιομηχανικού πλούτου στον τόπο μας φέρνει στο προσκήνιο την απίστευτη εξέλιξη των προσπαθειών επανάχρησης ενός μοναδικού μνημείου βιομηχανικής αρχαιολογίας και πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης του Βόλου. Πρόκειται για το πλινθοκεραμοποιείο Τσαλαπάτα, που είχε παρουσιαστεί στο παρελθόν από αυτό το περιοδικό, όταν τίποτε δεν προμήνυε τα όψιμα πάθη του, όταν έγκριτοι επιστήμονες οραματίζονταν την «πρόταση για τη δημιουργία μουσείου βιομηχανίας στο χώρο του πλινθοκεραμοποιείου Τσαλαπάτα» (τχ. 8/1998, σ. 40-41). Δεν θα επαναλάβω το ιστορικό για το μνημείο που δημοσιεύθηκε τότε από την Αίγλη Δημόγλου, αλλά θα συμπληρώσω την πληροφόρηση των αναγνωστών με την εξιστόρηση λεπτομερειών και γεγονότων που θα μας οδηγήσουν στη συναγωγή συμπερασμάτων ή απαντήσεως στο καίριο ερώτημα της «καταγραφής». Το πλινθοκεραμοττοιείο Τσαλαπάτα και η μοναδικότητά του Το πλινθοκεραμοποιείο Τσαλαπάτα στον Βόλο (ίδρυση 1925) κατέχει μεγάλη έκταση στην είσοδο της πόλης (28 στρ. περίπου), με τη μια πλευρά του στην όχθη του ποταμού Κραυσιδωνα και την άλλη στις υπώρειες του Κάστρου των «Παλιών», δηλαδή του αρχικού πυρήνα της πόλης. Ο Δήμος Βόλου αποφάσισε να αγοράσει το εργοστάσιο, προκειμένου να το αξιοποιήσει ως μουσείο βιομηχανικής αρχαιολογίας συνδυασμένο με τα μικροεπαγγέλματα τεχνουργών που επιβιώνουν στην πόλη. Το 1995 καταγράφηκαν από το Δημοτικό Κέντρο Ιστορίας οι πρώτες σκέψεις για τη σωτηρία του παλαιού πλινθοκεραμοποιείου. Τότε ήταν πολύ νωρίς για να διαμορφωθεί μια ολοκληρωμένη πρόταση για τις φάσεις οργάνωσης του μουσείου. Για το σκοπό αυτό, θεωρήθηκε απαραίτητη η συγκρότηση μιας διεπιστημονικής ομάδας ειδικών, η οποία, αξιοποιώντας τη διεθνή εμπειρία σε συνάρτηση με την τοπική πραγματικότητα, θα αναλάμβανε τον συνολικό σχεδιασμό. Έκτοτε ολοκληρώθηκαν οι διαδικασίες πρόσκτησης του χώρου,

έγινε η αποτύπωση του κτιριακού εξοπλισμού και, ως έναν σημαντικό βαθμό, η αποτύπωση του τεχνολογικού εξοπλισμού και η συγκέντρωση της απαραίτητης τεκμηρίωσης. Ήδη το 1994, ο Δήμος είχε προσκαλέσει στον Βόλο τον διεθνούς ακτινοβολίας εμπειρογνώμονα Dr. Michael Stratton, διευθυντή τότε του πασίγνωστου μουσείου βιομηχανικής αρχαιολογίας Ironbridge Gorge της Δυτικής Αγγλίας. Ο κ. Stratton συνέταξε εικοσασέλιδη έκθεση, από την οποία με μια ματιά κανείς διαβλέπει ένα γνώστη των ελληνικών πραγμάτων και των αμφιλεγόμενων προσπαθειών της χώρας μας για τη διάσωση της βιομηχανικής κληρονομιάς. Ο συντάκτης εστιάζοντας την προσοχή του στο κεραμοποιείο Τσαλαπάτα, ύστερα από περιγραφή των επιμέρους κτιρίων και εγκαταστάσεων -τη μόνη, άλλωστε, που έχει συνταχθεί μέχρι σήμερα με τέτοια λεπτομέρεια και συστηματικότητα, παρά τον συνοπτικό της χαρακτήρα-, καταλήγει: «η μοναδική σημασία του πλινθοκεραμοποιείου Τσαλαπάτα οφείλεται στο γεγονός ότι διατηρεί όλο τον εξοπλισμό του - από τους ατμολέβητες μέχρι τις ατμομηχανές και τους λοιπούς μηχανισμούς, μέχρι το σιδηροδρομικό τροχαίο υλικό, μέχρις όλες τις λεπτομέρειες της καμίνου Χόφμαν. Οι περισσότερες τέτοιες κάμινοι στην Ευρώπη τώρα χρησιμοποιούν πετρέλαιο ή φυσικό αέριο' έτσι η εγκατάσταση του Βόλου φαίνεται ότι είναι η μόνη που διατηρεί τα τεκμήρια της καύσεως με άνθρακα. Στη Μ. Βρετανία δεν υπάρχουν ιστορικές κάμινοι Χόφμαν διατηρημένες και επισκέψιμες από το κοινό. Πιθανότατα θα αποδειχθεί ότι το εργοστάσιο του Βόλου είναι το μοναδικό επιζών - όπως συνέβαινε με το εργοστάσιο Αεριόφωτος Αθηνών... ». Ο Stratton συνόδευε την έκθεση του με είκοσι χαρακτηριστικές φωτογραφίες. Διέκρινε οκτώ περιοχές εξειδικευμένων ενοτήτων στο εργοστάσιο: την αίθουσα των ατμολεβητών, της εγκαταστάσεως προετοιμασίας του πηλού, το κτίριο παραγωγής, τα ξηραντήρια, παλαιά και νέα, την κάμινο Χόφμαν, το μηχανουργείο και τα υπόστεγα αποθήκευσης του πηλού. Η έκθεση καταλήγει σε διατύπωση

αφετηριακών μουσειολογικών κατευθύνσεων, χωρίς να αισθάνεται την ανάγκη να αναφερθεί σε εκτεταμένες επισκευαστικές ή αναστηλωτικές εργασίες: Η εικόνα του μνημείου απείραχτου, με το χρόνο σταματημένο στη γραμμή παραγωγής, λες από ξαφνικό ατύχημα, του δίνει όλα τα στοιχεία για να το αντιμετωπίσει κανείς σαν ευαίσθητο αρχαιολογικό χώρο, όπου κάθε κίνηση, κάθε αλόγιστη ή βιαστική επέμβαση θα οδηγούσε σε καταστροφή τεκμηρίων και απώλεια της αυθεντικότητας. Έτσι, ο Stratton σκιαγραφεί τα πρώτα βήματα ενός οράματος μουσειακής χρήσης: «Περιορισμένη προσέλευση του κοινού στο πλινθοκεραμοποιείο θα έπρεπε να τεθεί σε εφαρμογή το συντομότερο, για να προξενήσει συνειδητοποίηση της κοινής γνώμης και πολιτική υποστήριξη των πρωτοβουλιών διατήρησης και αποκατάστασης. Συνοδευόμενες ξεναγήσεις μικρών ομάδων μέσω μιας ασφαλούς πορείας σε συγκεκριμένες ημέρες επισκέψεων θα μπορούσαν να ακολουθήσουν την εξής πορεία: Αφετηρία στην αυλή κοντά στην είσοδο με την ατμομηχανή του σιδηροδρόμου και παρουσίαση της περιοχής προετοιμασίας του πηλού. Κατόπιν η ομάδα προχωρεί με την εξής ακολουθία: Αίθουσα ατμολεβητών, κύρια αίθουσα εξολκεύσεως και πιεστηρίου, εξωτερική θέαση μιας εκ των ομάδων των ξηραντηριων, κάμινος Χόφμαν, δώμα της καμίνου Χόφμαν (με την προϋπόθεση στοιχειώδους φωτισμού). Θα βοηθούσε πολύ η παραγωγή ενός εικονογραφημένου τεύχους-οδηγού των επισκεπτών, που θα προβάλλει την περιοχή στην Αθήνα και την Ευρώπη, προκειμένου να εκδηλωθεί ευρύτερο ενδιαφέρον και συνειδητοποίηση της αξίας του μνημείου». Η αγορά από τον Δήμο Βόλου Τα πράγματα, λοιπόν, έδειχναν αρκετά σοβαρά, και βέβαια τι καλύτερη εγγύηση για τις προθέσεις του Δήμου θα περίμενε κανείς από την πρόσκληση του Stratton. Το ενδιαφέρον του Δήμου εκδηλώνεται και προς άλλες κατευθύνσεις. Έτσι, τον Ιούνιο του 1995 μια ομάδα αμερικανών φοιτητών του πανεπιστημίου Washington του St. Louis, ΗΠΑ, υπό την καθοδήγηση των καθηγητών τους J. Fram και J.D. Chen, επανα-


προσδιορίζουν «τον νέο ρόλο του εργοστασίου Τσαλαπάτα» ως χώρου «αναψυχής, δημιουργίας, αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου και αγοράς». Η πρόχειρη, βιαστική φοιτητική πρόταση, παρά την ελλιπέστατη κατανόηση του μνημείου, αντιλαμβάνεται την προσωπικότητα των αξιοπερίεργων κατασκευών και διαισθητικά τις σέβεται. Χαρακτηριστική του δέους με το οποίο αντιμετωπίζει το έργο είναι η χειρονομία ένταξης αιθουσών συγκεντρώσεως κοινού στη συστοιχία των παλαιών ξηρα-ντηρίων, με τρόπο ώστε να μη γίνονται αντιληπτές απ' έξω και να μη διαταράσσουν τον εντυπωσιακό ρυθμό και την πυκνή διαδοχή των τούβλινων χωρισμάτων της ξηραντικής εγκατάστασης. (Οι τελευταίοι «μελετητές», που οδήγησαν το μνημείο σε βιβλική καταστροφή, δεν διέθεταν ούτε καν τη διαισθητική ευαισθησία των τριτοετών φοιτητών της «άγριας δύσης».) Μετά το φλερτ με νεανικές ιδέες, ο Δήμος δείχνει να ξαναπαίρνει τα πράγματα στα σοβαρά. Στελεχώνει τη Δημοτική Επιχείρηση Μελετών (ΔΕΜΕΚΑΒ) με δεκαπέντε, περίπου, αρχιτέκτονες, σχεδιαστές και μηχανικούς άλλων ειδικοτήτων, προκειμένου να μελετήσουν προγραμματισμένα και συστηματικά τα βιομηχανικά κτίρια της πόλης που εν τω μεταξύ έχουν περιέλθει στην ιδιοκτησία του Δήμου. Στην ομάδα απασχολούνται, ως σύμβουλοι, περίπου τρεις φορές το μήνα, δύο πανεπιστημιακοί εξειδικευμένοι σε έργα αποκαταστάσεων, ο ένας από την Αθήνα κι ο άλλος από τη Θεσσαλονίκη. Η ομάδα δουλεύει με ενθουσιασμό. Οι αρχιτέκτονες του Βόλου βρίσκουν την ευκαιρία να μελετήσουν μεγάλα και ειδικά έργα, ξεφεύγουν από τη ρουτίνα του επαρχιακού επαγγέλματος, οργανώνουν μετεκ-παιδευτικές εκδρομές σε αναστηλωτικά έργα της Κεντρικής Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης, με τη βοήθεια και τη στήριξη των συμβούλων τους συντάσσουν μελέτες ενδιαφέρουσες. Η ομάδα ωριμάζει, αρχίζει να αποκτά γνώμη και προσωπικότητα - κάτι που ίσως ενοχλεί ορισμένους, αλλά προξενεί και την αντιζηλία των συναδέλφων της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου, που δεν ανέχονται να ασχολούνται μόνον με τα τρέχοντα διοικητικά καθήκοντά τους, αλλά θέλουν κι αυτοί να βάλουν χέρι στις μελέτες. Παρά τα κακά προανακρούσματα, κρίνεται ότι η ομάδα έχει έλθει σε ηλικία για να ασχοληθεί με το δυσκολότερο από τα βολιώτικα εργοστάσια, αυτό του Τσαλαπάτα. Η εργασία αρχίζει συστηματικά και με προσεκτικά βήματα. Μετακαλείται στον Βόλο ο εξειδικευμένος σε βιομηχανικά μουσεία μουσειολόγος και αρχιτέκτων-σκηνογράφος κ. Patrick Gros, που δουλεύει εντατικά μαζί με την ομάδα. Καρπός της συνεργασίας και της πλούσιας ανταλλαγής ιδεών είναι η σύνταξη ενός πλήρους προγράμματος και η διατύπωση των βασικών αρχών για την προμελέτη. Στο πρόγραμμα εντάσσονται γύρω από τον καθαρά μουσειακό πυρήνα οι παραγωγικές

μονάδες, τα επαγγελματικά εργαστήρια, οι καλλιτεχνικές κοινότητες και ο τομέας ψυχαγωγίας σε μια ισόρροπη σχέση με τον μνημειακό χαρακτήρα του συνόλου. Χαράσσονται υποχρεωτικοί και εναλλακτικοί κύκλοι επισκέψεων και αρθρώνεται ένα σενάριο που συνάδει με το χαρακτηρισμό του συνόλου ως διατηρητέου, που εν τω μεταξύ έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως από το ΥΠΠΟ και εξυπηρετεί τους αναπτυξιακούς και χρηματοληπτι-κούς στόχους του προγράμματος URBAN. Όλα δείχνουν ότι τα πράγματα έχουν μπει στον σωστό δρόμο. Μέλη της ομάδας ταξιδεύουν στην Αγγλία, στο Ironbridge, για να γνωρίσουν από κοντά τα τελευταία

επιτεύγματα της μουσειακής διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς. Η παρέκκλιση από τους στόχους Σε αυτό τον αίθριο και πολλά υποσχόμενο βολιώτικο ουρανό ενσκήπτει ξαφνικά η επιδημία της ενεργειακής εκμετάλλευσης. «Ειδικοί» που έχουν θυσιάσει κάθε αρχιτεκτονική ευαισθησία στο βωμό των ήπιων μορφών ενέργειας βάζουν χέρι στις χαρακτηριστικές καμινάδες του εργοστασίου, αυτές που του έδιναν τη μοναδική οριογραμμή (skyline) και το καθιστούσαν χαρακτηριστικό τοπόσημο (landmark), προκειμένου να εγκατασταθούν σε αυτές ...κάτοπτρα! Αλλά ορέγονται και τη μεγάλη έκτα-


1995: Το υπόστεγο με ξύλινους και τούβλινους στύλους (πάνω). 1998: Τα υπόστεγα (;) αποκτούν βαρείς μπετονέ-νιους στύλους που... ενσωματώνουν ξύλινα παλιά μέλη! (αριστερά).

ση των «τηγανιών», δηλαδή του υπαίθριου χώρου, όπου μέσα σε ιπποδάμειο κυκλοφοριακό πλέγμα σιδηροτροχιών, σε ορθογώνια πλαίσια («τηγάνια»), μούλιαζαν οι ποσότητες του πηλού πριν από την τελική κατεργασία. Χαρακτηριστικό και σπάνιο τοπίο, ιδίως όταν κανείς το αντίκριζε από ψηλά, από το Κάστρο, γεννούσε σε κάθε προχειρολόγο και ευφάνταστο διάφορες ιδέες: άλλοι είδαν εκεί γήπεδα τένις, άλλοι παιδικές χαρές, άλλοι πάλι, ίσως βλέποντας τον ήλιο να κάνει την ιλύ των τηγανιών να αστράφτει, φαντάστηκαν εκεί την εγκατάσταση ηλιακών συλλεκτών παραγωγής ενέργειας ...πειραματικού χαρακτήρα που, όμως, θα εξασφάλιζαν χρηματοδότηση από το κοινοτικό πρόγραμμα «Thermie», αν πείθονταν οι κουτόφραγκοι στις Βρυξέλλες για τις ενεργειακές δυνατότητες του δυστυχισμένου εργοστασίου.

Έτσι, στα καλά καθούμενα (;), η νεοτεχνοκρατική υπερεκμετάλλευση του πεθαμένου εργοστασίου κερδίζει έδαφος. Η ομάδα της ΔΕΜΕΚΑΒ με τη δύναμη γνώμης που έχει αναπτύξει δεν εξυπηρετεί, όμως, αυτό τον προσανατολισμό του έργου. Σιγά σιγά και συστηματικά ξηλώνεται, διαλύεται, απομένουν δυο τρεις yesmen, μέσα στους τεράστιους κι ωραίους χώρους της «αποθήκης Σπήρερ», που τους είχαν μετατρέψει σε μοναδική δημιουργική κυψέλη οι προηγούμενοι αρχιτέκτονες της ΔΕΜΕΚΑΒ. Οι επίγονοι αυτοί, διεκπεραιωτές ημιτελών προμελετών, προσπαθούν να αποσπάσουν αίσιο τυπικό επιστέγασμα στις αλλοπρόσαλλες κι ασύνδετες ιδέες των αφεντικών τους. Ο παλιός αντιδήμαρχος έχει προ πολλού παραιτηθεί -τότε φάνηκε ποια ήταν η ψυχή και η κινητήρια δύναμη εκείνης της ομάδας-, οι σύμβουλοι έχουν πάει στα σπίτια τους, μένουν μόνον εκτεθειμένα τα ονόματα τους σε πρακτικά συνεδρίων, στα οποία είχαν μιλήσει για τα οράματα του Δήμου Βόλου και τις (τότε αναμενόμενες) επιτυχίες του στη διάσωση της βιομηχανικής κληρονομιάς. Ο εκβιασμός της 12ης ώρας (και ο βιασμός μιας πόλεως...) Κάποια στιγμή το πλινθοκεραμοποιείο Τσαλαπάτα δημοπρατείται. Με ποια μελέτη; Με ποιους συντάκτες; Με τίνος ευθύνη; Με τίνος, επιτέλους, έγκριση; ΚΑΝΕΝΟΣ. Το ΥΠΠΟ δεν εγκρίνει τα απαράδεκτα σχέδια που στηρίχθηκαν, με κοπτορραπτική μέθοδο, στις προμελέτες αφ' ενός και τις κατά καιρούς ετερόκλητες «ιδέες» αφ' ετέρου. Οι εργολάβοι εγκαθίστανται και επιδίδονται με σαρωτική μανία

στο έργο της ...κατεδάφισης. Οι δημοτικές εκλογές του Οκτωβρίου 1998 είναι επί θύραις και ο εκβιασμός της 12ης ώρας, όπως υλοποιείται από τα συνεργεία των εργολάβων κάτω από τις συνεχείς, πιεστικές όσο και πρόχειρες εντολές της δημοτικής αρχής, παίρνει τη μορφή πολέμου με όλα τα μέτωπα ανοιχτά. Ενώ κανείς εχέφρων κατασκευαστής δεν θα είχε ούτε ένα λόγο να καταστρέψει το σύνολο των υφιστάμενων εγκαταστάσεων σε τόσα στρέμματα, θα άρχιζε, με άλλα λόγια, το έργο του από μία, το πολύ δύο περιοχές, εδώ σημειώθηκε το παράλογο εργοταξια-κό γεγονός της ταυτόχρονης, αλόγιστης, απρογραμμάτιστης, χωρίς επιμέρους μελέτες επέκτασης της καταστροφής στο σύνολο, έτσι, με πείσμα, χωρίς λόγο. Χωρίς λόγο; Ή μήπως ο λόγος ήταν η μη αναστρέψιμη καταστροφή; Απίστευτο, αλλά μοιάζει αληθινό, παρόλο που κάποιοι υποκρίνονται τους... άσχετους: π.χ. σε δημοσίευμα της Θεσσαλίας (16.11.98) με θράσος περισσό ο τότε αντιδήμαρχος δηλώνει ότι «οι παρεμβάσεις στο ακίνητο Τσαλαπάτα αποτελούν ένα πρωτόγνωρο εγχείρημα στην πόλη του Βόλου, αφού αφορά την μετασκευή-επισκευή ενός διατηρητέου συγκροτήματος». Επιπλέον αποδίδει στη «συγκεντρωτική γραφειοκρατία» τη διακοπή των εργασιών για δυο τρεις εβδομάδες και όχι στην κάθετη αντίρρηση των αρμόδιων οργάνων, στην αρνητική εισήγηση της 5ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων, στην αντίδραση των ειδικών αρχιτεκτόνων και ιστορικών των κεντρικών υπηρεσιών του ΥΠΠΟ. Μάλιστα επισημαίνει ότι «αν δεν είχε αγορασθεί από το Δήμο το συγκεκριμένο ακίνητο και αν δεν είχε ενταχθεί στο URBAN, θα συνέχιζε να καταστρέφεται με την πάροδο του χρόνου, όπως όλα όσα έχουν κριθεί ή προτάθηκαν ως διατηρητέα, ενώ τώρα το έργο θα ολοκληρωθεί στα μέσα του 1999 και θα αποτελέσει ένα στολίδι, δίπλα από το αθλητικό κέντρο στο γήπεδο του Μαγνησιακού, με ποικίλες δραστηριότητες, όπως βιομηχανικό μουσείο, παραγωγικά εργαστήρια, χώρους διασκέδασης και αναψυχής». Γι' αυτούς που ξέρουν και παρακολουθούν τα πράγματα, οι ανακοινώσεις αυτές δεν είναι τίποτε άλλο από σπασμωδικές προσπάθειες κάλυψης άνομων και παράτυπων διαδικασιών και ωραιοποίησης της καταστροφής που συνεχίζεται. Αυτή η καταστροφή μπορεί να συνοψιστεί στα εξής: • Κατεδάφιση και καταστροφή των ξύλινων υποστέγων και αφαίρεση όλων των επιστεγάσεων και καλύψεων και άφεση στο έλεος του καιρού ευαίσθητων εγκαταστάσεων, όπως του δώματος της καμίνου Χόφμαν, των λεβήτων και των λοιπών μηχανών του μηχανοστασίου, των καλουπιών, των δοχείων και όλων των ημικατεργασμένων, άψητων, εκτεθειμένων στη διακοπείσα γραμμή παραγωγής κεραμιδιών και τούβλων παλιάς μορφής, τεκμηρίων του τρόπου παραγωγής. Αλλά, ανάμεσα σε αυτά, πεταμένα επίσης στο έλεος της βροχής και του χιονιού, και άλλα κει-


μήλια του προπολεμικού Βόλου πιστοποιούν την απονιά και την ασχετοσύνη των εντεταλμένων για τη φύλαξη και την προστασία τους: η ιππήλατη μοναδική στην Ελλάδα νεκροφόρος, δίπλα στις συσκευές ενός άλλου, δήθεν «αναστηλωμένου» παλιού εργοστασίου, που παρήγε στρυχνόκαρπο -το μόνο στη χώρα μας- σαπίζει μαζί με τα μηχανήματα, τις παλιές παλέτες, τα βαγονέτα και τις συσκευές του Τσαλαπάτα. • Κατεδάφιση του 95% των συστοιχιών των παλαιών ξηραντηρίων, αυτών που έδιναν το μέτρο του μεγέθους της παραγωγής, την αίσθηση του ιδιότυπου χώρου, τη συνειδητοποίηση του είδους και του τρόπου κατασκευής των προϊόντων του εργοστασίου. Κατεδάφιση μεγάλου μέρους των πέτρινων και τούβλινων τοίχων, προκειμένου να αντικατασταθούν από ...τοιχία μπετόν αρμέ. Εμφύτευση μπετονένιων στύλων δίπλα, ανάμεσα ή στη θέση των παλαιών ξύλινων ή τούβλινων. Παρεμβολή ογκωδών σκελετών μπετόν αρμέ ανάμεσα στις ξύλινες συστοιχίες των απέραντων υποστέγων, όπου συσσωρευόταν το άψητο υλικό για να προωθηθεί στα διαδοχικά στάδια κατεργασίας. Έτσι καταστράφηκε διά παντός ο μοναδικός ημιυπαίθριος χώρος με το δάσος των στύλων, των αντηρίδων και των δοκίδων που σκέπαζαν ένα μοναδικής οργάνωσης δίκτυο σιδηροτροχιών. • Εξαφάνιση εργαλείων, συσκευών, οικοδομικού υλικού, τροχαίου υλικού, ακόμη και της μικρής ατμομηχανής που κινούσε τα βαγονέτα στην εργοστασιακή έκταση. • Κατεδάφιση και απώλεια μεγάλων τμημάτων των επιμέρους βιομηχανικών κτισμάτων. Ανάμεσά τους, πλήρης εξαφάνιση των ιχνών των τεράστιων καπνοδόχων, που, μόνον αυτές, χαρακτήριζαν το ιδιότυπο βιομηχανικό τοπίο. Το χειρότερο είναι ότι εκφράζονται, από πολλές πλευρές, έντονοι φόβοι για την πληρότητα των σχεδίων αποτύπωσης των στοιχείων που κατεδαφίστηκαν, ώστε να μην είναι διασφαλισμένη η δυνατότητα αναστήλωσής τους. Η έκταση, τα μεγέθη, τα πολλαπλά επίπεδα, η πολυπλοκότητα και η ιδιορρυθμία των κατασκευών ήταν τέτοια που η σχεδιαστική-αποτυπωτική τους τεκμηρίωση θα απαιτούσε τεράστιο όγκο εργασίας και σχεδίων. Η καταστροφή του πλινθοκεραμοποιείου Τσαλαπάτα είναι, δυστυχώς, η αιχμή μιας ταυτόχρονης και σαρωτικής, άτεχνης και καταστρεπτικής επέμβασης σε πολλά σημεία της πόλης. Ανοίχθηκαν ταυτόχρονα ένα σωρό γιαπιά σε ιδιοκτησίες του Δήμου πρώην βιομηχανικά κτίρια- μετατρέποντας την πόλη σε συνεχές εργοτάξιο. Ακούγεται καλό, θυμίζει «grands projets», αλλά η πραγματικότητα είναι άθλια. Με βιασύνη, με μελέτες που καμιά ευαισθησία δεν επέδειξαν για την ιστορική πλευρά των βιομηχανικών κελυφών, με εργολάβους ανυποψίαστους για το τι καταστρέφουν και τι κατασκευάζουν, η πόλη γέμισε πληγές, πληγές ανοιχτές σε μια σειρά από

μέτωπα διαφορετικής σημασίας και ιστορικότητας, που όλα μαζί, όμως, δίνουν τη συνισταμένη ενός αποτελεσματικού χτυπήματος κατά της τοπικής ιστορίας και των τεκμηρίων της. Έτσι, η αποστέρηση του εργοστασίου στρυχνοκάρπου από τον εργαλειακό του εξοπλισμό, η κατεδάφιση του εργοστασίου Αδαμόπουλου, προκειμένου να οικοδομηθεί εκεί κάτι εντελώς άσχετο από αυτό που προϋπήρχε, η πλήρης αλλοίωση των χώρων του εργοστασίου Μουρτζούκου, η κατά τη διάρκεια έργων παραμορφωτικής αναστήλωσης ...κατάρρευση της στέγης της Παλιάς Ηλεκτρικής δείχνουν τα ευαίσθητα όρια μεταξύ καλών προθέσεων και παρανοήσεων, μεταξύ εξειδικευμένης μελέτης και «μελέτης» για δημοπράτηση και ...«απορρόφηση» κονδυλίων, μεταξύ δημιουργίας και καταστροφής. Αυτά τα όρια, δυστυχώς, δεν τα έχει συνειδητοποιήσει η ελληνική κοινωνία. Η έλλειψη ιστορικού βάθους στην αστική ζωή της χώρας ξαναβγάζει στην επιφάνεια τα καταστρεπτικά επιφαινόμενα της επιδερμικής αφομοίωσης του όποιου πολιτισμού αποπειράθηκε να εμφυτευθεί σε αυτό τον τόπο και που δεν μπόρεσε, μέσα στη διαφορά φάσεως οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ωρίμανσης, να κερδίσει το μόνο που θα του διασφάλιζε τη συνέχεια: την αγάπη του λαού. Σε ποιον ανήκει ο Τσαλαπάτας; Σκέφτεται κανείς, καμιά φορά, την αυταρχική διαχείριση των μνημείων μας από κάποιους που συγκυριακά αποκτούν εξουσία, χωρίς να παρέχουν εχέγγυα ειδικών γνώσεων. Συμπεριφέρονται ως χωροδεσπότες και στο διάβα τους θυσιάζονται ένα ένα τα ελάχιστα ψήγματα αστικού πολιτισμού που απέκτησε αυτός ο τόπος υπό μορφή κτισμάτων και τεχνικών έργων. Αναρωτιέται κανείς, για ακόμη μια φορά, με την αφορμή του Βόλου: σε ποιον ανήκει ο μνημειακός μας πλούτος; Σε ποιον ανήκει το ιστορικό πλινθοκεραμοποιείο; Στην όποια δημοτική αρχή; Στην τοπική κοινωνία; Στο ΥΠΠΟ; Ή σε όλους μας, που γινόμαστε πάλι ρεζίλι διεθνώς με την κατάφωρη περιφρόνηση της γνώμης των λίγων ειδικών και επαϊόντων που διαθέτει η χώρα; Ως πότε θα παίζουμε με τα μνημεία της βιομηχανικής αρχαιολογίας; Θυμόμαστε το Γκάζι; Τις κατά συρροή ασέλγειες του Δήμου Αθηναίων; Τη μετατροπή του τελευταίου και μοναδικού σωζόμενου από τα μέσα του 19ου αιώνα γκαζόμετρου στην Ευρώπη σε ...τσιμεντένιο κυκλικό θέατρο; Θυμόμαστε τα ελαιοτριβεία του Πλωμαρίου; Τη γελοιοποίηση της χοάνης με τη μετατροπή της σε ...WC; Συνειδητοποιούμε την καταλήστευση σχεδόν όλων των βιομηχανικών μνημείων μας και την αποστέρηση τους από τον μηχανικό τους εξοπλισμό; Αισθανόμαστε, άραγε, έστω και λίγο, πόσο υποκριτική είναι η επανάχρηση των βιομηχανικών κτιρίων ως ...κελυφών, λες κι αυτά ήταν τα ενδιαφέροντα μνημεία και όχι το περιεχόμενό τους;

Τι θα κάνει ο Δήμος Βόλου; Είναι άραγε τόσο δύσκολο, τόσο ρηξικέλευθο, τόσο τολμηρό, να αφυπνιστεί η πόλη του Βόλου, να συνειδητοποιήσει τι χάνει, πού οδηγείται; Δεν έφτασαν οι σεισμοί του '55, δεν ήρκεσε η πολυκατοικιοποίηση του 70, δεν αρκεί η γελοιοποίηση με την κατάρρευση της στέγης της Παλιάς Ηλεκτρικής διατηρητέου υπό αναστήλωση (;) ιστορικού κτιρίου; Αποτελεί πρόκληση και καθήκον η άρση της κακοδαιμονίας που πλήττει την πόλη, αλλά και όλη τη χώρα, τα τελευταία χρόνια, στο όνομα των χρηματοδοτήσεων από Κοινοτικά Προγράμματα. Δεν είναι απαλλοτριώσιμη η πολιτισμική μας κληρονομιά έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Ούτε ο Βόλος έχει ανάγκη από άλλα τσιπουράδικα, εγκατεστημένα, δίκην γραφικότητας και οικονομικού προσπορισμού, στα σπανιότερα και πιο ευαίσθητα μνημεία του.

Συμπεράσματα

Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί, ύστερα απ' όσα προηγήθηκαν, ότι φτάσαμε εξ ανάγκης να θεωρούμε ως τον πιο σίγουρο τρόπο διατήρησης της μνήμης της βιομηχανικής μας κληρονομιάς την καταγραφή και την αποτύπωση των κτισμάτων και των εξοπλισμών της; Γιατί, βέβαια, στην περίπτωση Τσαλαπάτα, οι συνθήκες και οι προϋποθέσεις ήταν ιδανικές: • υπήρχε εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, • εργάστηκαν οι πιο ειδικοί που θα μπορούσαν να βρεθούν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο: μουσειολόγοι, αναστηλωτές, μηχανικοί, οικονομολόγοι κ.λπ., • εξασφαλίστηκε η μέγιστη δυνατή συλλογικότητα και συμμετοχή στην εκπόνηση της μελέτης: περίπου το 15% του μελετητικού δυναμικού μιας πόλεως εκπροσωπήθηκε στην ομάδα μελέτης του Δήμου. Παρ' όλα αυτά, είδαμε τελικά να φεύγει μέσα από τα χέρια μας και να καταστρέφεται το τελευταίο, στην Ευρώπη ολόκληρη, μνημείο προπολεμικής τεχνολογίας πλινθοκεραμοποιίας! Αν, λοιπόν, η καταγραφή και η αποτύπωση είναι μια λύση, αντιλαμβάνεται κανείς με πόση λεπτομέρεια, εξειδίκευση και πολλαπλή τεκμηρίωση θα έπρεπε να γίνεται αυτή η δουλειά, ώστε να μπορεί να περισωθεί, τουλάχιστον, μια πειστική εικονογραφία. Φοβούμαι ότι μια τέτοια δουλειά γίνεται μόνον όταν ξέρει κανείς εκ των προτέρων ότι θα χαθεί ο πραγματικός εργαλειακός εξοπλισμός και τα πάσης φύσεως αντικείμενα ή προϊόντα που τον συνοδεύουν και προσδίδουν την ατμόσφαιρα της εποχής και τη σφραγίδα γνησιότητας. Σε πόσες ανάλογες περιπτώσεις, όμως, ήταν έτσι ξεκάθαρο το σκηνικό; Και σε πόσες οι μελετητές παγιδεύθηκαν σε προγραμματισμούς και εξαγγελίες της πολιτείας που δεν τηρήθηκαν; Φοβάμαι ότι οι πρώτες ήταν ελάχιστες και οι δεύτερες διαμορφώνουν, στον τόπο μας, τον κανόνα. ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΙΖΗΣ


ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΤΕΧΝΙΚΩΝ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ ΜΑΚΡΙΝΙΤΣΑΣ ΠΗΛΙΟΥ1 Η κοινότητα της Μακρινίτσας βρίσκεται στο κεντρικό Πήλιο, δεξιά της μεγάλης χαράδρας που ονομάζεται Μεγάλο Ρέμα και δυτικά του ορεινού όγκου του Σαρακηνού. Ο αρχικός πυρήνας του οικισμού σχηματίστηκε γύρω από το μοναστήρι της Θεοτόκου Οξείας Επισκέψεως, το οποίο κτίστηκε από το 1204 έως το 1215 από τον τότε τοπάρχη της ευρύτερης περιοχής Κωνσταντίνο Μαλιασηνό. Έως και τον 17ο αιώνα, οι εκατό περίπου οικογένειες που κατοικούσαν στον οικισμό απασχολούνταν σε αγροτικές δραστηριότητες. Οι ευνοϊκές συγκυρίες που οδήγησαν στην ανάπτυξη του εμπορίου και της 2 βιοτεχνίας στο Πήλιο , ιδιαίτερα από τα τέλη του 18ου αιώνα και μετά, συνέβαλαν στην αλλαγή των οικονομικών δραστηριοτήτων των κατοίκων του οικισμού και στην παράλληλη δημογραφική του ανάκαμψη. Εκμεταλλευόμενοι το προνόμιο της υδροκίνησης, που εξασφαλιζόταν από τη συνεχή ροή του ρεύματος, οι κάτοικοι της Μακρινίτσας ανέπτυξαν με ιδιαίτερη επιτυχία 3 τον κλάδο της βυρσοδεψίας ιδρύοντας τις επιχειρήσεις τους κατά μήκος του Μεγάλου Ρέματος. 4 Για περισσότερο από έναν αιώνα , η κατεργασία και το εμπόριο δερμάτων ήταν ο βασικότερος οικονομικός πόρος για την περιοχή και στον τομέα αυτό απασχολούνταν περίπου 1000 εργαζόμενοι. Τα δέρματα διοχετεύονταν κυρίως στον ελλαδικό χώρο, τη Μακεδονία και την Ήπειρο, και στη Σερβία (Βιτώλια Σκοπίων). Εκτός από τα βυρσοδεψεία, στην περιοχή λειτουργούσαν μύλοι για την επεξεργασία των πρώτων υλών της δέψης και νεροτριβές. Η σημερινή κατάσταση των παραπάνω

εγκαταστάσεων σε τίποτα δεν θυμίζει το ακμαίο παρελθόν τους, ο δε εντοπισμός τους και η πρόσβαση σε αυτές δυσκολεύουν όσο περνάει ο καιρός, καθώς οι περισσότερες είναι μισογκρεμισμένες και έχουν καλυφθεί από την πυκνή βλάστηση της περιοχής. Ετσι, η έρευνα βασίστηκε στην αυτοψία όσων απέμειναν και σε βιβλιογρα5 φικές και προφορικές μαρτυρίες . Μια πρώτη διαπίστωση είναι ότι υπάρχει μεγάλη διάσταση μεταξύ του αριθμού των εγκαταστάσεων που συγκεντρώθηκαν από τις πηγές και εκείνων που έχουν απομείνει. 6 Από τα εξήντα περίπου βυρσοδεψεία που μαρτυρούνται στις συνοικίες του ΑίΓιάννη, της Αγίας Τριάδας, της Μεταμόρφωσης, του Αγίου Αθανασίου, του Αγίου Γεωργίου και της Κουκουράβας εντοπίστηκε ένας πολύ μικρός αριθμός. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες εγκαταστάσεις σημαίνονται μόνο από την ύπαρξη κάποιων τοίχων, ο κινητός τους εξοπλισμός έχει χαθεί, ενώ μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις έγινε δυνατό να εντοπιστούν οι κτιστές στέρνες στον αύλειο χώρο. Ενα άλλο πρόβλημα είναι η ταύτιση των εγκαταστάσεων με τους ιδιοκτήτες, αφού αυτές λειτούργησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι επόμενο να έχουν αλλάξει αρκετές φορές ιδιοκτήτη ή ενοικιαστή. Το ίδιο συμβαίνει με τους μύλους και τις νεροτριβές. Οι περισσότεροι μύλοι πρέπει να λειτούργησαν ως τις αρχές του αιώνα, όταν, σύμφωνα με μια προφορική μαρτυρία, η πρώτη ύλη άρχισε να έρχεται επεξεργασμένη από μύλο του Βόλου. Εκείνη την περίοδο, σύμφωνα με την ίδια πηγή, αρκετοί μύλοι μετατράπηκαν από τους ιδιοκτήτες τους σε νεροτριβές.

Από την επιτόπια έρευνα έχουν εντοπιστεί και αποτυπωθεί σε χάρτη της περιοχής (βλ. πίνακα) δεκαεπτά βυρσοδεψεία και τρεις νεροτριβές -μαρτυρείται ότι λειτουργούσαν δέκα νεροτριβές στην περιοχή-, οι οποίες λειτουργούν ως σήμερα. Τα κτίρια των βυρσοδεψείων είναι λιθόκτιστα, άλλα ισόγεια και άλλα διώροφα, και στεγάζονταν με ξύλινες στέγες καλυμμένες από σχιστολιθικές σκεπόπλακες που υπάρχουν στην περιοχή. Οι κατόψεις τους, που είναι συνήθως ορθογωνικές, κυμαίνονται από τα 25 έως και τα 120 τ.μ., ενώ στα διώροφα η πρόσοψη του ορόφου ήταν συνήθως ανοιχτή για το στέγνωμα των δερμάτων. Στον αύλειο χώρο τους υπήρχαν λιθόκτιστες στέρνες, οι οποίες σώζονται σε πέντε από αυτά, στα βυρσοδεψεία Ζαρακινού, Γκαντίνα, Μαντάνη, Πολύμερου και Παπαδήμου. Αν και δεν έχουν βρεθεί ως τώρα πηγές που να βοηθούν στη χρονολόγηση τους, από τη μορφολογία προκύπτει ότι τα περισσότερα μπορούν να ενταχθούν χρονικά μεταξύ του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 ιδρύθηκε στη συνοικία της Κουκουράβας από την Ενωση Βυρσοδεψών το τελευταίο βυρσοδεψείο ως μια ατελέσφορη, τελικά, προσπάθεια των ντόπιων βιοτεχνών να εκσυγχρονίσουν την παραγωγή και τη διακίνηση του προϊόντος. Σε δύο από τις εγκαταστάσεις, στο εργοστάσιο της Ενωσης Βυρσοδεψών και στη νεροτριβή των Αδελφών Λάκκα, διασώζονται υπολείμματα του μηχανισμού των νερόμυλων, ενώ στη δεύτερη περίπτωση και μαντάνι. Σε ό,τι αφορά τον κινητό εξοπλισμό των βυρσοδεψείων, στο χώρο του εργοστασίου


της Ενωσης Βυρσοδεψών εντοπίστηκε η βάση του κυλίνδρου, καθώς και ο εξοπλισμός των βυρσοδεψείων ιδιοκτησίας Μαύρου και Γκαντίνα. Επίσης, στο Μουσείο της Μακρινίτσας φυλάσσεται αρχειακό υλικό από το βυρσοδεψείο των αδελφών Κάππα, το οποίο 7 ακόμα δεν έχει ερευνηθεί . Η διασπορά, η κακή κατάσταση των εγκαταστάσεων, καθώς και το σημερινό ιδιοκτησιακό τους καθεστώς -συνήθως ανήκουν σε πολλούς ιδιώτες κληρονόμουςδυσκολεύουν το έργο της διατήρησης. Πρόταση μας είναι όλες οι υδροκίνητες εγκαταστάσεις της συνοικίας της Κουκουράβας, οι οποίες αποτελούν μια ενότητα και συνδέονται μεταξύ τους με μονοπάτι σε κυκλική διαδρομή, να αποτελέσουν θέμα μιας ευρύτερης μελέτης ανάδειξής τους με την ενδεχόμενη ίδρυση και λειτουργία στην περιοχή ενός μουσείου υδροκίνησης, το οποίο θα περιλάβει την προβιομηχανική και πρωτοβιομηχανική κληρονομιά του Πηλίου. ΑΙΓΛΗ ΔΗΜΟΓΛΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ

1. Η έρευνα πραγματοποιείται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης πρωτοβουλίας του Πολιτιστικού και Τεχνολογικού Ιδρύματος της ΕΤΒΑ για την καταγραφή των προβιομηχανικών και πρωτοβιομηχανικών τεχνικών στο Πήλιο. 2. Σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη του εμπορίου στο Πήλιο, αλλά και σε άλλες ελληνικές κοινότητες αυτής της περιόδου ήταν ο περιορισμός του ευρωπαϊκού εμπορίου εξαιτίας των πολέμων. 3. Δεν είναι γνωστός ο τρόπος εισαγωγής

της τεχνικής και της τεχνογνωσίας της βυρσοδεψίας στη Μακρινίτσα. Οι ομοιότητες στις τεχνικές της επεξεργασίας του δέρματος με εκείνες που περιγράφονται από τον Μπωζούρ (Φελίξ Μπω-ζούρ, Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία 1787-1797, Αθήνα 1974, σ. 152160) μας οδηγούν στην υπόθεση ότι η τεχνογνωσία προήλθε από τους Τούρκους. 4. Τα βυρσοδεψεία της Μακρινίτσας βρίσκονταν σε ακμή έως και την περίοδο του Μεσοπολέμου. Στη συνέχεια τα περισσότερα έκλεισαν και μερικά μεταφέρθηκαν στον Βόλο. Το τελευταίο βυρσοδεψείο της Μακρινίτσας, ιδιοκτησίας

Θρασύβουλου Μαύρου, έκλεισε το 1957. 5. Σημαντική συμβολή στην έρευνα είχαν οι μαρτυρίες των Αποστολίας Νάνου-Σκοτινιώτη, Δημήτρη Κοντοζήση και Θρασύβουλου Μαύρου, τους οποίους και ευχαριστούμε. 6. Ο κατάλογος, ο οποίος βασίστηκε σε προφορικές μαρτυρίες, μας παραχωρήθηκε από την κοινότητα Μακρινίτσας, την οποία και ευχαριστούμε. 7. Το επόμενο στάδιο της έρευνας θα περιλάβει την αποτύπωση των εγκαταστάσεων και του κινητού εξοπλισμού που διασώζεται, καθώς και την ιστορική τεκμηρίωση και την αποτίμησή τους.

ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΣ ΠΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟ Ι.τ.Ε.Μ. ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ «ΘΡΑΚΗ - ΑΙΓΑΙΟ - ΚΥΠΡΟΣ» Το πρόγραμμα «Θράκη-Αιγαίο-Κύπρος: Ενιαίος εθνικός χώρος» των Υπουργείων Αιγαίου και Μακεδονίας-Θράκης προκηρύχθηκε για πρώτη φορά το 1998. Στόχος του είναι η πολιτιστική θωράκιση και η ανάδειξη του ενιαίου παραμεθόριου χώρου από τη Θράκη ως την Κύπρο, μέσω του Αιγαίου Πελάγους. Επιθυμία των δύο υπουργείων, όπως δηλώθηκε στην κοινή συνέντευξη Τύπου των δύο υπουργών, είναι η δημιουργία ενός μόνιμου θεσμού που θα αξιοποιεί τον ανθρώπινο πλούτο των τριών ακριτικών περιοχών του ελληνισμού, με παράλληλη προώθηση σύγχρονων αναπτυξιακών πρωτοβουλιών. Η συμμετοχή ξεπέρασε κάθε πρόβλεψη, αφού υποβλήθηκαν 96 προτάσεις από 270 συνεργαζόμενους φορείς των τριών περιοχών. Από αυτές επελέγησαν από τη Μικτή Επιτροπή Αξιολόγησης δέκα, για τον πολιτισμό και το περιβάλλον, με συνολική χρηματοδότηση 100.000.000 δρχ. Το μεγάλο πλεονέκτημα του προγράμ-

ματος αυτού σε σχέση με τα αντίστοιχα προγράμματα τα χρηματοδοτούμενα από την Ευρωπαϊκή Ενωση είναι η ελευθερία που αφήνει σε όσους συμμετέχουν για την επιλογή του θέματος των προτάσεων τους, προσδιορίζοντας μόνο τον γεωγραφικό χώρο. Έτσι παρέχεται η δυνατότητα καλύτερης οργάνωσης του τρίπτυχου «έρευνα-αξιολόγηση-παρουσίαση», όπου καθένας που συμμετέχει μπορεί αφ' ενός μεν να κρίνει πού θα ρίξει το βάρος της εργασίας, αφ' ετέρου δε να επιμερίσει το ποσό της χρηματοδότησης σύμφωνα με τις πραγματικές ανάγκες της υλοποίησης της ιδέας του. Μια από τις προτάσεις που επελέγησαν έχει θέμα: «Το νερό, κινητήρια δύναμη στα παραδοσιακά ενεργειακά συστήματα του Αιγαίου, από τη Θράκη ως την Κύπρο». Η σύνταξη και η οργάνωση της πρότασης αυτής έγινε από το Ινστιτούτο των Ελληνικών Μύλων (Ι.τ.Ε.Μ.) και την επεξεργάστηκαν τα μέλη του Μαρία

Γρυπάρη και Αννα Κωτσοβίλη (αρχιτέκτονες στην 1η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού), και Δημήτρης Μάτσας (αρχαιολόγος στην ΙΕ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού). Συνεργαζόμενοι φορείς είναι: η 1η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού (από την Αθήνα), η Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση Ροδόπης-'Εβρου (από τη Θράκη), η Καίρειος Βιβλιοθήκη Άνδρου, η Κοινότητα Πύργου Σάμου και το Γυμνάσιο της ίδιας περιοχής (από το Αιγαίο) και το Πανεπιστήμιο Κύπρου (από την Κύπρο). Η πρόταση αφορά: • Τη συγκέντρωση αντιπροσωπευτικού υλικού από υδροκίνητες εγκαταστάσεις των τριών περιοχών. • Την έρευνα και την καταγραφή στους νομούς Ροδόπης-Έβρου, στη Σάμο και σε τμήμα της Κύπρου, οι οποίες θα περιλαμβάνουν συμπλήρωση δελτίου για όλες τις υφιστάμενες εγκαταστάσεις και


λεπτομερέστερη καταγραφή για τα σημαντικότερα παραδείγματα (τοπογραφική, αρχιτεκτονική, φωτογραφική αποτύπωση και τεκμηρίωση, εικονοσκόπηση, ηχογράφηση προφορικών μαρτυριών). Η εργασία αυτή θα γίνει από ομάδες με επικεφαλής μέλη του Ι.τ.Ε.Μ. τα οποία έχουν μεγάλη σχετική εμπειρία. • Τη διοργάνωση περιοδεύουσας έκθεσης με υλικό τεκμηρίωσης (φωτογραφίες, διαφάνειες, βιντεοταινίες, σχέδια, μακέτες, ακουστικό υλικό, κ.λπ.) στην Κομοτηνή, τη Σάμο, την Άνδρο, τη Λευκωσία και την Αθήνα (Μάρτιος-Σεπτέμβριος 2000). Προορισμός της έκθεσης αυτής είναι να αποτελέσει αφετηρία γνωριμίας

του ευρύτερου κοινού με τα υδροκίνητα παραδοσιακά συστήματα, τα οποία για αιώνες συνδέθηκαν με την καθημερινή ζωή των κατοίκων της Θράκης, των νησιών του Αιγαίου και της Κύπρου. Παράλληλα θα παράσχει πρότυπο υλικό για το σχεδιασμό εκπαιδευτικών προγραμμάτων στους χώρους αυτούς με αντίστοιχα θέματα. Οι παραπάνω δραστηριότητες της πρότασης αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου προγράμματος του Ι.τ.Ε.Μ. το οποίο περιλαμβάνει: • Διοργάνωση τον Ιούνιο του 2000 Επιστημονικής Συνάντησης με το ίδιο θέμα με την πρόταση.

• Έκδοση σχετικού τόμου που θα περιλαμβάνει, εκτός από το σχολιασμό του υλικού της έκθεσης, τα αποτελέσματα της έρευνας-καταγραφής και μια επισκόπηση των κοινών στοιχείων των υδροκίνη-των συστημάτων στη Θράκη, το Αιγαίο και την Κύπρο. • Σύνταξη προτάσεων-μελετών για την επισκευή-αποκατάσταση τριών συγκεκριμένων παραδειγμάτων στη Θράκη, το Αιγαίο και την Κύπρο. • Επίσκεψη με ξενάγηση σε υδροκίνητες εγκαταστάσεις στη Θράκη, το Αιγαίο και την Κύπρο. ΜΑΡΙΑ ΓΡΥΠΑΡΗ

Η ΕΡΕΥΝΑ ΤΗΣ ΠΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΠΡΕΒΕΖΑΣ - ΑΡΤΑΣ Η συνεχιζόμενη καταστροφή των μνημείων της προβιομηχανικής και πρωτοβιομηχανικής τεχνολογίας, που με ραγδαίους ρυθμούς και με διάφορους τρόπους συντελείται τα τελευταία χρόνια στον τόπο μας, επιβάλλει την εκμετάλλευση από τους φορείς και ερευνητές, που ασχολούνται με το αντικείμενο, κάθε συγκυριακά παρεχόμενης δυνατότητας καταγραφής και μελέτης του πολύπαθου αυτού τμήματος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Η κινητοποίηση προς το σκοπό αυτό φορέων της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, οργανισμών που λειτουργούν στο πλαίσιο του ευρύτερου δημόσιου τομέα, της Εκκλησίας, ιδρυμάτων, συλλόγων και ευαισθητοποιημένων στο αντικείμενο ομάδων καθώς και η επαγγελματική δραστηριότητα ερευνητών παρέχουν τέτοιες δυνατότητες, οι οποίες, αν αξιοποιηθούν κατάλληλα με δημοσιεύσεις, με τη δημιουργία νέων αρχείων ή τον εμπλουτισμό υπαρχόντων αρχείων, μπορούν να συνεισφέρουν σημαντικά στην προσπάθεια αυτή. Ας σημειωθεί ότι στο πλαίσιο τέτοιων κινητοποιήσεων και δραστηριοτήτων είναι δυνατόν να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις ακόμη και για τη διάσωση ορισμένων μνημείων. Ο γεωγραφικός χώρος εντός των ορίων του οποίου πραγματοποιείται η έρευνα περιλαμβάνει το νόμο Πρεβέζης, εκτός από το βορειοδυτικό τμήμα του (εκτός δηλαδή από τις περιοχές Φαναριού και Πάργας) και το τμήμα του νομού Άρτης δυτικά του Αράχθου. Πρόκειταιι για την περιοχή της Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης, περιοχή για την οποία υπάρχει η σχετική εποπτεία από τους γράφοντες, λόγω της εκεί, επί μακρόν, επαγγελματικής τους ενασχολήσεως. Φορείς που έχουν ως τώρα αναπτύξει με διάφορους τρόπους δραστηριότητα στην κατεύθυνση της καταγραφής, της μελέτης και της διασώσεως των τεκμηρίων της προβιομηχανικής και πρωτοβιομηχανι-

κής τεχνολογίας στην περιοχή είναι η Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης αφ' ενός με την καταγραφή και αφ' ετέρου με αναθέσεις μελετών και εκτελέσεις έργων συντηρήσεως μνημείων τεχνολογίας, η Εταιρεία Ανάπτυξης Αμβρακικού (ΕΤΑΝ AM) με την καταγραφή και τη χρηματοδότηση έργων διασώσεως και αναδείξεως μνημείων, δήμοι -όπως είναι ο Δήμος Πρεβέζης- και κοινότητες της περιοχής με την ανάθεση μελετών καταγραφής και αξιοποιήσεως σχετικού με την τεχνολογία υλικού, το Ιδρυμα Ακτία Νικόπολις, το περιοδικό Πρόταση της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Άρτας με την εκδοτική τους δραστηριότητα κ.ά. Οι τοπικοί αυτοί φορείς έδωσαν με διάφορους τρόπους τη δυνατότητα σε ερευνητές να αξιοποιήσουν ευκαιρίες για έρευνα του πρωτογενούς υλικού και δέχθηκαν τη συνδρομή των ερευνητών στη συστηματοποίηση και στην επιστημονικά αρτιότερη οργάνωση των προσπαθειών τους. Όσον αφορά στην καταγραφή μνημείων της προβιομηχανικής και πρωτοβιομηχανικής τεχνολογίας, ας σημειωθεί ότι στην περιοχή δεν έχουν γίνει ως τώρα από τοπικούς φορείς συστηματικές προσπάθειες με αυτόν αποκλειστικά το σκοπό. Παρά ταύτα, δύο καταγραφές που έγιναν με άλλους στόχους κάλυψαν σε σημαντικό ποσοστό την καταγραφή κυρίως υδροκίνητων εργαστηρίων. Η πρώτη είναι η «Καταγραφή Κτιρίων της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης», που έγινε με απόφαση του Μητροπολίτου Νικοπόλεως κ. Μελετίου στην περίοδο 1993-1995. Το έργο της καταγραφής συντόνισε, με τη βοήθεια των γραφόντων, ο Πρωτοσύγκελος της Μητροπόλεως Αρχιμανδρίτης π. Θεοδόσιος Μαρ-τζούχος. Η καταγραφή αφορούσε όλα τα κτίρια εκκλησιαστικής ιδιοκτησίας εντός των ορίων της μητροπολιτικής περιφέρειας. Τα στοιχεία των κτιρίων καταγράφηκαν

σε ειδικά δελτία που συνοδεύονταν από στοιχειώδη φωτογραφική τεκμηρίωση κυρίως από τους εφημερίους των ενοριών και τους ηγουμένους των εν λειτουργία μοναστηριών. Στα κτίρια που καταγράφηκαν περιλαμβάνονται και πολυάριθμοι νερόμυλοι και νεροτριβές, καθώς, όπως φαίνεται, στην περιοχή τα περισσότερα από τα εργαστήρια αυτά ήταν «βακούφικα», ιδιοκτησίας δηλαδή των ενοριακών ναών ή των μοναστηριών. Το πρωτότυπο υλικό της «Καταγραφής» βρίσκεται στο Αρχείο της Μητροπόλεως, ενώ αντίγραφο του βρίσκεται στο αρχείο των γραφόντων. Η δεύτερη καταγραφή εκπονήθηκε από τους γράφοντες με ανάθεση της ΕΤΑΝ AM. Πρόκειται για καταγραφή και μια πρώτη αξιολόγηση των στοιχείων του φυσικού και του ανθρωπογενούς-δομημέ-νου περιβάλλοντος, τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο της αγροτοτουριστικής αναπτύξεως στην περιοχή Λάκκα Σούλι του νομού Πρεβέζης. Η καταγραφή βασίστηκε στις απαντήσεις των υπευθύνων της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως σε ερωτηματολόγιο της ΕΤΑΝΑΜ, σε επισκέψειςαυτοψίες στην περιοχή, σε σύντομη βιβλιογραφική έρευνα, σε παλαιότερη προσωπική έρευνα του Σταύρου Μαμαλούκου, στην «Καταγραφή Κτιρίων της Ιεράς Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης», στο φωτογραφικό αρχείο της 8ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων και σε μελέτες συντηρήσεως και αποκαταστάσεως μνημείων που έχουν εκπονηθεί για λογαριασμό διαφόρων εκκλησιαστικών φορέων από τους γράφοντες. Και στην περίπτωση αυτή καταγράφηκαν αρκετοί νερόμυλοι και νεροτριβές. Με βάση την καταγραφή αυτή έγινε η ανακοίνωση του Σταύρου Μαμαλούκου στην Ημερίδα «Ιστορικά Μνημεία της Λάκκας Σούλι», που πραγματοποιήθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1996 και η σχετική δημοσίευση (Σύλλογος Αποδήμων Θεσπρωτικού Πρεβέζης


«Τα Λέλοβα», Ημερίδα για τα Ιστορικά Μνημεία της Λάκκας Σούλι Νομού Πρεβέζης και τη διάσωσή τους, Ίδρυμα Ακτία Νικόπολις, Πρέβεζα 1997, σ. 175-205). Μια αντίστοιχη με την προηγούμενη καταγραφή για την περιοχή Φαναριού του νομού Πρεβέζης ανατέθηκε την ίδια εποχή στους γράφοντες από την ΕΤΑΝΑΜ, αλλά δεν ολοκληρώθηκε. Σημαντικές ευκαιρίες όχι απλώς για την καταγραφή αλλά και για την τεκμηρίωση και τη μελέτη της προβιομηχανικής και πρωτοβιομηχανικής τεχνολογίας στην περιοχή έχει ως τώρα δώσει σε ερευνητές η εκπόνηση αφ' ενός αρχιτεκτονικών μελετών συντηρήσεως, αποκαταστάσεως και αναδείξεως μνημείων τεχνολογίας και αφ' ετέρου μελετών αξιοποιήσεως υλικού τέτοιου είδους σε πολιτιστικές δραστηριότητες. Η πρώτη από τις μελέτες της πρώτης κατηγορίας εκπονήθηκε από τους γράφοντες το 1994-1995 με ανάθεση από τη Μητρόπολη Νικοπόλεως και Πρεβέζης και αφορούσε στη συντήρηση και την αποκατάσταση του οικοδομικού συγκροτήματος της Μονής Κοιμήσεως της Θεοτόκου Αβάσσου στην περιοχή της Λακκοπούλας, στο οποίο περιλαμβανόταν και ο παρακείμενος ερειπωμένος νερόμυλος. Με βάση τη μελέτη αυτή ο νερόμυλος αποκαταστάθηκε μεταξύ των ετών 1994-1996 με χρηματοδότηση από το Πρόγραμμα Αγροτοτουρισμού Leader Ι. Οι τρεις άλλες μελέτες της πρώτης κατηγορίας εκπονήθηκαν επίσης από τους γράφοντες το φθινόπωρο του 1996 για να υποβληθούν στο Πρόγραμμα Leader II. Με ανάθεση και πάλι της Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης εκπονήθηκαν η μελέτη αποκαταστάσεως του περιβάλλοντος χώρου της μονής Αβάσσου, στον οποίο υπάρχουν τα ερείπια από ένα χάνι, το αλώνι και το μαντάνι του μοναστηριού, και η αποκατάσταση του οικοδομικού συγκροτήματος, στο οποίο είναι ενσωματωμένο και ερειπωμένο ελαιοτριβείο, του ενοριακού ναού του Γενεσίου της Θεοτόκου, καθολικού της παλαιάς Μονής Κορωνησίας, στην ομώνυμη νησίδα του Αμβρακικού. Τέλος, με ανάθεση από την κοινότητα Ρεμματιάς εκπονήθηκε η μελέτη αναδείξεως και αξιοποιήσεως των πηγών Γκούρας, όπου σώζεται ένας από τους ελάχιστους -αν όχι ο μοναδικός- νερόμυλους της περιοχής της Πρέβεζας, ο οποίος διατηρεί όχι μόνο το κέλυφος αλλά και το μηχανισμό του σε αρκετά καλή κατάσταση, τα ερείπια ενός ακόμη νερόμυλου και ενός μαντανιού και μια «νεροτρουβιά» εν χρήσει ακόμη. Στη δεύτερη κατηγορία σχετικών μελετών ανήκει η σύνταξη προτάσεως για τη δημιουργία Ναυτικού Οικομουσείου του Αμβρακικού, η οποία ζητήθηκε τον Ιούνιο

Νερόμυλος Μονής Αβάσσου. Κάτοψη και τομή κατά πλάτος πριν από τις επεμβάσεις αποκαταστάσεως και άποψη μετά την αποκατάσταση.

του 1994, από τον Δήμο Πρέβεζας, από τον αρχιτέκτονα Κώστα Δαμιανίδη και υποβλήθηκε επίσης στο Πρόγραμμα Leader II. Η προετοιμασία για την πρόταση έδωσε στον ερευνητή την ευκαιρία για μια πρώτη καταγραφή και μελέτη δύο τομέων της τεχνολογίας με την ευρύτερη έννοια, της παραδοσιακής ναυπηγικής και της αλιείας στην περιοχή. Ένα μέρος του υλικού που προέκυψε από την έρευνα συμπεριελήφθη σε έκθεση με θέμα «Μικρό αφιέρωμα στην ελληνική παραδοσιακή ξυλοναυπηγική», που πραγματοποιήθηκε στη Δημοτική Αγορά της Πρέβεζας τον Αύγουστο του 1994. Όσον αφορά στην έρευνα στον τομέα της μελέτης της προβιομηχανικής και πρωτοβιομηχανικής τεχνολογίας της περιοχής, έχουν στο διάστημα των τελευταίων ετών γίνει ορισμένες μελέτες που έχουν δημοσιευθεί ή έχουν παρουσιαστεί σε επιστημονικές συναντήσεις. Τρεις από αυτές αναφέρονται σε προβιομηχανικές ή πρωτοβιομηχανικές μονάδες παραγωγής και η τέταρτη στη ναυπηγική. Η μελέτη της ναυπηγικής στον Αμβρακικό έγινε από τον Κώστα Δαμιανίδη με την ευκαιρία της συντάξεως της προτάσεως δημιουργίας Ναυτικού Οικομουσείου και αναφέρθηκε ήδη. Συνοπτική δημοσίευση μέρους του υλικού που συγκεντρώθηκε και μελετήθηκε έγινε στο περιοδικό της Νομαρχιακής Αυτοδιοικήσεως Άρτας Πρόταση («Μια τοπική ναυτική παράδοση που χάνεται. Πρόταση για ένα Ναυτικό Οικομουσείο του Αμβρακικού», Πρόταση 2, Άρτα 1996, σ. 44-48). Η πιο πρόσφατη από τις σχετικές με τις προβιομηχανικές ή πρωτοβιομηχανικές μονάδες παραγωγής μελέτες αφορά στα υδροκίνητα εργαστήρια (νερόμυλους, νεροτρουβιές και μαντάνια) στην περιοχή της Πρέβεζας. Παρουσιάστηκε από τον Σταύρο Μαμαλούκο σε διάλεξη στο Ινστιτούτο των Ελληνικών Μύλων (Ι.τ.Ε.Μ.)


<α στις 6 Μαίου 1998. Πρόκειται για μια πρώτη προσπάθεια αρχειοθετήσεως όσων από τις εγκαταστάσεις αυτές έχουν ως τώρα εντοπιστεί από τους γράφοντες και όχι για μια πλήρη και συστηματική καταγραφή τους. Παρουσιάστηκαν τριάντα εννέα εργαστήρια (είκοσι επτά νερόμυλοι, πέντε νεροτρουβιές και επτά μαντάνια), σωζόμενα πλήρως ή εν μέρει είτε γνωστά από πηγές. Με την ευκαιρία της παρουσιάσεως συντάχθηκε ένας χάρτης με τη θέση όλων αυτών των εγκαταστάσεων σε υποδομή που σχεδιάστηκε στον Η/Υ από το χωροτάκτη Γιώργο Σιδηρόπουλο για τις ανάγκες της Καταγραφής των Κτιρίων της Ι. Μητροπόλεως Νικοπόλεως και Πρεβέζης που αναφέρθηκε ήδη. Αντίγραφο του κειμένου της παρουσιάσεως και του χάρτη κατατέθηκε στο αρχείο του Ι.τ.Ε.Μ. Η πρώτη από τις δύο παλαιότερες μελέτες αφορά στους παλαιούς, παραδοσιακούς φούρνους της πόλης της Πρέβεζας. Παρουσιάστηκε από την Αναστασία Καμπόλη-Μαμαλούκου στο Γ' Τριήμερο Εργασίας του ΠΤΙ ΕΤΒΑ «Ό άρτος ημών". Από το σιτάρι στο ψωμί», στο Πήλιο στις 12 Απριλίου 1992 και δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά του Τριημέρου («Οι παραδοσιακοί φούρνοι της Πρέβεζας», «Ο άρτος η-

μών». Από το σιτάρι στο ψωμί, Γ' Τριήμερο Εργασίας, Πήλιο 10-12 Απριλίου 1992, Αθήνα 1994, σ. 367-388) και αναδημοσιεύθηκε στα Πρεβεζάνικα Χρονικά 31 -32 (Ιαν.Δεκ. 1995), σ. 53-71. Η δεύτερη μελέτη, επίσης της Αναστασίας Καμπόλη-Μαμαλούκου, αφορά στα ελαιοτριβεία, τα «λιτρουβιά», της Πρέβεζας, τους χώρους παραγωγής του ελαιολάδου, κύριου προϊόντος της πόλης από τις αρχές του 18ου έως τα μέσα του 20ού αιώνα. Και η μελέτη αυτή παρουσιάστηκε στο Δ' Τριήμερο Εργασίας του ΠΤΙ ΕΤΒΑ «Ελιά και Λάδι», στην Καλαμάτα στις 8 Μαίου 1993 και δημοσιεύτηκε στα Πρακτικά του Τριημέρου («Τα λιτρουβιά της Πρέβεζας», Ελιά και Λάδι, Δ ' Τριήμερο εργασίας, Καλαμάτα 7-9 Μαΐου 1993, Αθήνα 1996, σ. 396-422). Η μεγάλη -από την άποψη της καταγραφής και της μελέτης του πρωτογενούς υλικού- σημασία των δύο παραπάνω μελετών, τόσο για την έρευνα της ιστορίας της πόλης της Πρέβεζας όσο και για την έρευνα της προβιομηχανικής και πρωτοβιομηχανικής τεχνολογίας στους δύο αυτούς τομείς στην Ελλάδα, γίνεται σαφής αν αναλογιστεί κανείς ότι στο διάστημα που μεσολάβησε από την ολοκλήρωση τους

έως σήμερα δύο από τους επτά σωζόμενους το 1992 φούρνους και τέσσερα (και μάλιστα τα αξιολογότερα) από τα έξι σωζόμενα εντός των ορίων της πόλεως το 1993 ελαιοτριβεία κατεδαφίστηκαν! Παρά την κάποια δραστηριότητα που υπάρχει τα τελευταία χρόνια προς την κατεύθυνση της καταγραφής και της μελέτης της προβιομηχανικής και πρωτοβιομηχανικής τεχνολογίας καθώς και άλλων τομέων της παραγωγής αλλά και της καθημερινής ζωής εν γένει, στην περιοχή Πρέβεζας-Άρτας, πολλά υπολείπονται ακόμη να γίνουν. Δυστυχώς, όμως, και στον συγκεκριμένο γεωγραφικό χώρο, όπως άλλωστε και σε ολόκληρη τη χώρα, η διάθεση των ενασχολούμενων και τα παρεχόμενα από διάφορους φορείς μέσα δεν επαρκούν για την πρόληψη όχι μόνο της καταστροφής των πολύτιμων τεκμηρίων του καθημερινού βίου του παρελθόντος, εν ονόματι μιας αλόγιστης και απρογραμμάτιστης «αναπτύξεως», αλλά ούτε καν για τη συστηματική καταγραφή, μελέτη και επιστημονική αξιοποίηση τους. ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΑΜΑΛΟΥΚΟΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΑΜΠΟΛΗ-ΜΑΜΑΛΟΥΚΟΥ

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΩΝ ΠΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗ ΜΟΝΗ ΑΓΙΑΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΚΑΙ ΣΕ ΜΟΝΑΣΤΙΚΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΥ ΤΟΥ ΝΟΤΙΟΥ ΣΙΝΑ Τον Νοέμβριο του 1985 και τον Ιούλιο του 1986, ως τελειόφοιτοι σπουδαστές της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, με την παρότρυνση του τότε βιβλιοθηκάριου της Μονής Σινά ιερομόναχου Δημητρίου Ντιχπασάνη και την επιστημονική υποστήριξη των καθηγητών μας κ. Χαράλαμπου Μπούρα και της αείμνηστης Ντούλας Μουρίκη, τεκμηριώσαμε σχεδιαστικά το ανατολικό ιουστινιάνειο τείχος, τον Πύργο των Πατριαρχικών και την παρακείμενη πτέρυγα πατερικών κελιών της ιστορικής Μονής του Σινά. Σύντομα, στο πλαίσιο των ερευνών μας για την αρχιτεκτονική ιστορία του κτηριακού συγκροτήματος της Μονής Σινά, στην οποία είχαμε την αμέριστη συμπαράσταση του Σεβασμιοτάτου Αρχιεπισκόπου Σινά, Φαράν και Ραιθούς κ. Δαμιανού και των πατέρων της Ιεράς Μονής, εντοπίσαμε ικανό αριθμό εργαστηρίων προβιομηχανικής τεχνολογίας. Οφείλουμε να αναφέρουμε ότι η αφύπνιση του ενδιαφέροντός μας για τα εργαστήρια και τις τεχνικές που εφαρμόστηκαν στο Σινά και η αναγνώρισή τους στη συνέχεια ήταν αποτέλεσμα της εμπειρίας από την παράλληλη καταγραφή των εργαστηρίων του Αγίου Όρους αλλά και των συσσωρευμένων γνώσεων που παρουσιάστηκαν από ειδικούς στα επιστημονικά Τριήμερα Εργασίας του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος της ΕΤΒΑ.

Α. Τα σωζόμενα εργαστήρια μέσα στη Μονή Σινά ήταν ως τότε ελάχιστα γνωστά από λίγες φωτογραφίες του George Forsyth (1968). Η πρόοδος της έρευνας που έχει συντελεστεί από τότε και ο συνεχής εντοπισμός όλο και περισσότερων

στοιχείων σχετικών με τα εργαστήρια, μέσα στη Μονή αλλά και πρόσφατα στην ευρύτερη περιοχή του νότιου Σινά, διαφωτίζει σταδιακά τον άγνωστο καθημερινό μοναστικό βίο της ερήμου. Τα εργαστήρια του Σινά παρουσιάζουν


μια ασυνήθιστη πυκνότητα διατήρησης, αποτέλεσμα των ιδιόμορφων συνθηκών και της απομόνωσης της Μονής στη μακρινή έρημο. Η συστηματική καταγραφή τους, η σύνταξη καταλόγων των επώνυμων τεχνιτών, των επιγραφών και των προϊόντων των εργαστηρίων, οι οποίοι συνεχώς εμπλουτίζονται, αποκαλύπτουν ευρύ φάσμα προβιομηχανικών μεταποιητικών δραστηριοτήτων που λάμβαναν χώρα μέσα στο μεγάλο «κάστρο» του Ιουστινιανού. Τα εργαστήρια ομαδοποιούνται σε αυτά της παραγωγής ειδών του καθημερινού βίου, όπως αλευριού, λαδιού, κρασιού, ρακής, κεριού κ.λπ., στα οικοδομικά, για την παραγωγή μεταλλικών (χάλκινων, σιδερένιων, μολύβδινων κ.λπ.) εξαρτημάτων ή ακόμη ξύλινου και μαρμάρινου εξοπλισμού του καθολικού, των παρεκκλησίων και των άλλων κτηρίων. Επίσης, στα εργαστήρια αγιογραφίας, για την παραγωγή εικόνων ή τη διακόσμηση κτηρίων ή αντικειμένων. Για την ώρα, δεν έχει εντοπιστεί με βεβαιότητα η θέση του εργαστηρίου βιβλιοδεσίας της περίφημης σιναϊτικής βιβλιοθήκης. Από την αξιόλογη όμως συλλογή εργαλείων του και από το έργο του εργαστηρίου αυτού που σταδιακά έρχεται στο φως, μέσω της μελέτης των χειρογράφων και των έντυπων βιβλίων, βεβαιώνεται ότι πρόκειται για σημαντικό εργαστήριο. Ορισμένα εργαστήρια, όπως το παλιό κηροπλαστείο και το ξυλουργείο, έχουν κατεδαφιστεί ήδη από τις αρχές του αιώνα αλλά μπορούν να αναπαρασταθούν τουλάχιστον σε κάτοψη. Ορισμένες ομάδες εργαστηρίων που βρίσκονται στην κατώτερη στάθμη της μονής, όπως αυτά που σχετίζονται με την παραγωγή του άρτου (λ.χ. οι μύλοι, το παλιό αρτοποιείο, οι φούρνοι κ.λπ.), την παραγωγή του ελαιολάδου και του κεριού, έχουν ήδη δημοσιευτεί αναλυτικά. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στοιχεία προέκυψαν όταν κατά τη μελέτη του νεότερου ελαιοτριβείου, που βρίσκεται βορειοδυτικά του καθολικού, ταυτίστηκαν λείψανα εξοπλισμού πρέσας με αντίβαρο και βάσης ελαιοτριβείου που ανήκει αναμφίβολα σε πρώιμο τύπο. Αυτά, σε συνδυασμό με ανασκαφική τομή που διενεργήθηκε κατά τη διάρκεια σωστικής δομικής επέμβασης στα θεμέλια, αποκάλυψαν και τη

Η μεγάλη ζωοκίνητη μηχανή αλέσεως σιτηρών στην ανατολική πτέρυγα της Μονής Σινά.

θέση άγνωστου βυζαντινού ελαιοτριβείου της Μονής. Όλα τα εργαστήρια έχουν σήμερα εγκαταλειφθεί, εκτός του νεότερου αρτοποιείου το οποίο βρίσκεται σε γειτονική περιοχή νότια του καθολικού και χρησιμοποιείται μια φορά την εβδομάδα για την παραγωγή του καθημερινού άρτου και των πρόσφορων. Στους βοηθητικούς χώρους των εργαστηρίων και της τράπεζας έχουν καταγραφεί πολλές αποθήκες, ορισμένες από αυτές με χαρακτηριστικά ιστορικά ονόματα όπως λ.χ. μέση, μαγαζίον κ.λπ. Ειδικά για τη φύλαξη των τροφίμων, πριν από την εισαγωγή ηλεκτρικού ρεύματος στη μονή το 1960 και τη χρήση του νεότερου ελαιοτριβείου ως τη δεκαετία του 1970, πολύτιμες πληροφορίες έδωσαν ο Σεβασμιότατος Αρχιεπίσκοπος Σινά κ. Δαμιανός ο οποίος βρίσκεται στο Σινά από το 1961, ο υπέργηρος ιερομόναχος Αγαθάγγελος που πήγε στο Σινά στη δεκαετία του 1920

και ο ιερομόναχος Παύλος που πήγε στο Σινά στη δεκαετία του 1970. Β. Ως σπουδαιότερα λείψανα προβιομηχανικής τεχνολογίας θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα λατομεία γρανίτη που βρίσκονται στην κοιλάδα του μοναστηριού, κοντά στο βόρειο τείχος της Μονής Σινά και πάνω στο βουνό του Μωυσή, κοντά στον Προφήτη Ηλία. Τα λατομεία όπως και σωζόμενα ημίεργα αρχιτεκτονικών μελών εντοπίστηκαν και μελετήθηκαν για πρώτη φορά από τους υπογράφοντες. Ανοίχθηκαν τον 6ο αιώνα για τη λατόμευση ερυθρού γρανίτη για την κατασκευή των τειχών, του καθολικού και άλλων κτηρίων της μονής όπως επίσης και της βασιλικής της Αγίας Κορυφής. Αργότερα τα λατομεία χρησιμοποιήθηκαν κατά τη μεγάλη επισκευή του βόρειου τείχους, το 1840. Άγνωστη, ενδεχομένως βυζαντινή, δεξαμενή νερού εντοπίστηκε πρόσφατα νοτιοδυτικά της μονής από το σκευοφύλακα της Μονής μοναχό Δανιήλ Σιναίτη. Το 1996 ξεκίνησε συστηματική καταγραφή των σε χρήση μοναστηριακών εξαρτημάτων και των ερειπωμένων βυζαντινών μοναστηριακών εγκαταστάσεων της ευρύτερης περιοχής του νότιου Σινά. Η καταγραφή έγινε στο πλαίσιο του πενταετούς προγράμματος προστασίας της ευρύτερης περιοχής της μονής, που κηρύχθηκε εθνικό πάρκο με το όνομα St. Catherine's Protectorate, με τη συνεργασία της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της αιγυπτιακής κυβέρνησης. Η συμβολή του έμπειρου βεδουίνου οδηγού μας Μαχμούτ Μανσούρ στην καταγραφή, όπως επίσης και των συνοδοιπόρων μοναχών Δανιήλ και Νείλου, ήταν καθοριστική. Κατά την καταγραφή εντοπίστηκαν πολλά άγνωστα στοιχεία με ειδικό τεχνολογικό ενδιαφέρον, όπως αξιόλογες υδρολογικές εγκαταστάσεις για τη συλλογή και τη διαχείριση του λιγοστού νερού, εξοπλισμένες με δεξαμενές, φράγματα, κανάλια και αμμοκράτες. Σε ορισμένες εξαιρετικά δυσπρόσιτες θέσεις, που απαιτούν ακόμη και σήμερα οδοιπορία μίας και δύο ημερών, εντοπίστηκαν ληνοί και αποθήκες τροφίμων με πιθάρια. ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΙ ΜΑΡΙΝΑ ΚΟΥΦΟΠΟΥΑΟΥ

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΣΤΑ ΒΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ Η μελέτη μου πάνω στη βιομηχανική κληρονομιά της Νέας Ιωνίας έγινε η αφορμή για το άνοιγμα της έρευνας προς την ευρύτερη περιοχή γύρω απ' αυτήν, δηλαδή τα Πατήσια, τη Νέα Χαλκηδόνα, τη Νέα Φιλαδέλφεια και το Νέο Ηράκλειο, ονομάζοντάς τη συνεκδοχικά βόρεια περιαστική ζώνη της Αθήνας. Η έρευνα αυτή παρουσιάστηκε στο 2ο Πανελλήνιο Συνέδριο του TICCIH στο Πλωμάρι της Λέσβου το 1995 και αποτελεί καρπό προσωπικής εργασίας

στην περιοχή, χωρίς την υποστήριξη κάποιου φορέα όπως έγινε στην περιοχή της Νέας Ιωνίας (Πρόγραμμα συγχρηματοδότησης της Γενικής Γραμματείας Ερευνας και Τεχνολογίας). Η αποκάλυψη της βιομηχανικής πόλης του Κυρκίνη στη Νέα Ιωνία και ο εντοπισμός της βάσης της, που ήταν το τέρμα της οδού Πατησίων, η Αλυσίδα, στάθηκε ένας καλός οδηγός για το ξεκίνημα της αναγνώρισης. Η επιτόπια έρευνα έδωσε τη δυνατότητα να εντοπιστούν τα

σωζόμενα βιομηχανικά συγκροτήματα. Η συγκέντρωση βιομηχανικών δραστηριοτήτων στην περιοχή που αφορούσαν κατά κύριο λόγο την κλωστοϋφαντουργία έχουν αποτελέσει τα τελευταία χρόνια αντικείμενο διαφόρων οικονομικών και κοινωνικών μελετών, η παρούσα όμως έρευνα επιχειρεί μια πρώτη καταγραφή και ιστορική προσέγγιση των συγκροτημάτων που τα τεκμηριώνουν ως μνημεία της βιομηχανικής κληρονομιάς της χώρας.


Είναι γνωστό ότι η κλωστοϋφαντουργία και ιδιαίτερα ο κλάδος της βαμβακουρ-γίας υπήρξε η πρώτη έκφραση της βιομηχανικής πορείας του έθνους. Είναι επίσης γνωστή η πρωτοκαθεδρία του πρώτου λιμανιού της χώρας, του Πειραιά, σε όλους τους τομείς της βιομηχανίας και κατά κύριο λόγο της κλωστοϋφαντουργίας. Οι λόγοι της ανάπτυξης είναι εμφανείς. Δυνατότητες επικοινωνίας, εισαγωγικόεξαγωγικό εμπόριο, μεταφορά πρώτων υλών, εργατικό δυναμικό, ελεύθεροι χώροι και άλλα βοήθησαν στην ανάπτυξη της βιομηχανίας και την ίδρυση εργοστασίων στην πόλη του Πειραιά και κατά μήκος του άξονα της οδού Πειραιώς ως την Αθήνα. Η έρευνά μας αποκαλύπτει ότι μια παράλληλη, μικρής βέβαια κλίμακας, βιομηχανική ανάπτυξη παρατηρείται στα βόρεια της Αθήνας και συγκεκριμένα στην περιοχή της λεγόμενης Αλυσίδας, στο τέρμα της οδού Πατησίων, ήδη από τα τέλη του περασμένου αιώνα. Η περιοχή της Αλυσίδας με το γνωστό παραδεισένιο τοπίο της υπήρξε ο αγαπημένος χώρος όχι μόνο του Πατισάχ αλλά και των Αθηναίων εκδρομέων. Τοπίο ομαλό, κατάφυτο από αμπέλια και κήπους που ποτίζονταν από το ρέμα του Ποδονίφτη και άλλα μικρότερα, ήταν πρόσφορο για κάθε είδους εγκατάσταση. Η αμαξιτή οδός Πατησίων, που στα 1850 αναφέρεται ως έρημη γεμάτη σκόνη με χωράφια δεξιά και αριστερά της ακαλλιέργητα ή σπαρμένα από κριθάρι, αποτελούσε τον συνδετικό κρίκο με το κέντρο, ενώ το περίφημο θηρίο, το τρένο της εποχής, έφθασε μέχρι εδώ το 1885. Οι αναπεπταμένοι χώροι, το νερό και η συγκοινωνία πιστεύω ότι υπήρξαν οι βασικοί παράγοντες για την εδραίωση και την ανάπτυξη της βιομηχανίας στην περιοχή και ιδιαίτερα της κλωστοϋφαντουργίας, της οποίας απαραίτητο στοιχείο ύπαρξης θεωρείται το νερό. Σύμφωνα με τον βιομηχανικό οδηγό του φιλάρετου, ήδη το 1920 στην περιοχή της Αλυσίδας και σε ακτίνα 500 μ. το ένα από το άλλο βρίσκονταν τρία εργοστάσια εριουργίας. Η «Ανώνυμη Εταιρεία Ελληνική Εριουργία», το εργοστάσιο υφαντουργίας μάλλινων «Υιοί Γ. Ακριβού» και η εριουργική επιχείρηση Σ. Βεζανής και Ν. Σελάς. Χρονολογικά το παλιότερο εργοστάσιο ανήκει στην επιχείρηση Σ. Βεζανής και Σελάς. Τούτο ιδρύθηκε το 1882 από τον Δημήτρη Βεζανή που τον διαδέχθηκε ο γιος του Σωτήρης. Ο Σωτήρης Βεζανής υπήρξε χαρισματική προσωπικότητα. Σπούδασε Κλωστοϋφαντουργία και Πολιτικές Επιστήμες στην Ευρώπη και υπήρξε μαθητής του Adolf Wagner, του ηγέτη της πολιτικής του κρατικού σοσιαλισμού. Στα είκοσι δύο του χρόνια έγινε επίκουρος καθηγητής στην έδρα της Πολιτικής Οικονομίας, την οποία αργότερα κατέλαβε ο Ανδρεάδης. Ο Βεζανής είναι ο πρώτος που έθεσε τα θέματα της οκτάωρης εργασίας, της

αργίας την Κυριακή, της απαγόρευσης της βαριάς εργασίας στις γυναίκες και στους ανηλίκους, της επιβολής στοιχειωδών μέτρων υγιεινής στους χώρους εργασίας και της εισαγωγής του θεσμού των κοινωνικών ασφαλίσεων. Κατηγορήθηκε ότι έφερε το δαιμόνιο του σοσιαλισμού στην Ελλάδα. Η επιχείρηση «Δ. Βεζανής και Ν. Σελάς» πουλήθηκε το 1922 στην «Ομόρρυθμη Εταιρεία Κ. & Α. Δρακόπουλου», η οποία συνέχισε τη λειτουργία του εργοστασίου με στροφή στη βαμβακουργία. Το 1934 η ομόρρυθμη εταιρεία μετατράπηκε σε ανώνυμη με την επωνυμία «Υφαντουργείον Κ. & Α. Δρακόπουλου ΑΕ», με μετοχικό κεφάλαιο 10.000.000 δρχ. Το εργοστάσιο του Δρακόπουλου επί της οδού Πατησίων 354 έχει κηρυχθεί διατηρητέο από το 1983 από το Υπουργείο Πολιτισμού και είναι ιδιοκτησία του Ερυθρού Σταυρού μαζί με τις παρακείμενες βίλες και τον κήπο, σύμφωνα με το κληροδότημα του Δρακόπουλου. Η επιχείρηση των Υιών Ακριβού ιδρύθηκε πριν από το 1903 από τον Δεσπόζιτο. Το 1903 αγοράστηκε από τον Ακριβό και τον Μαθιόπουλο. Από το 1908 ανήκε αποκλειστικά στην οικογένεια Γ. Ακριβού. Η παραγωγή του αφορούσε ειδικά μάλλινα υφάσματα ανδρικά, γυναικεία και παιδικά. Το 1926 η εταιρεία απορροφήθηκε από την Ελληνική Εριουργία, στην οποία ο Ακριβός ανέλαβε διευθυντική θέση. Η Ελληνική Εριουργία, το «Εριουργείον των Πατησίων» όπως το αναφέρει ο Γαβριηλίδης, ιδρύθηκε το 1908 από τους αδελφούς Κυρκίνη. Η εξέλιξή του ήταν αλματώδης και το 1919 μετατράπηκε σε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ανώνυμη Εταιρεία Ελληνική Εριουργία». Ιδιαίτερα ικανή προσωπικότητα ο Νικόλαος Κυρκίνης κατάφερε να δημιουργήσει το μεγαλύτερο εριουργικό εργοστάσιο στην Ελλάδα. Τα είδη που παρήγε ήταν είδη για το στρατό, κλινοσκεπάσματα και υφάσματα μάλλινα, ανδρικά και γυναικεία. Η ιστορία της Ελληνικής Εριουργίας είναι πολυκύμαντη, θεωρήθηκε εθνική βιομηχανία για τη σχέση της με τις προμήθειες του στρατού και για τον μεγάλο όγκο της. Ο Κυρκίνης, άνθρωπος δραστήριος και διορατικός, πρωτοπόρος και ριψοκίνδυνος, είναι από τους πρώτους που εφήρμοσαν κοινωνική πολιτική στο εργοστάσιο, ιδρύοντας εργατικές κατοικίες, αγορά για αποκλειστική χρήση των εργατών και πρόσφερε μέρος του κτήματος για καλλιέργεια κηπευτική προς όφελος των εργατών. Μετά το 1935 η εταιρεία περιέρχεται στον όμιλο επιχειρήσεων του Μποδοσάκη-Αθανασιάδη και επιβιώνει έως το 1983. Εκτοτε το εργοστάσιο, χωρίς τον μηχανολογικό του εξοπλισμό, χρησιμοποιείται ως βιομηχανικός χώρος για διάφορες εταιρείες. Ιδιοκτησιακά είναι το μόνο εναπομείναν περιουσιακό στοιχείο από τη μεγάλη περιουσία της Ελληνικής Εριουργίας που ανήκει στην Πυρκάλ. Το συγκρότημα παρουσιάζει ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον,


αφού διασώζει τον πρώτο πυρήνα του 1908 με κλιμακωτή πρόσοψη και την προσθήκη του 1924 με στοιχεία μνημειακής αρχιτεκτονικής βάσει ευρωπαϊκών προτύπων. Ο Δήμος Αθηναίων συνεχίζει να δέχεται προτάσεις για κατεδάφιση του και χρησιμοποίηση της έκτασης για πράσινο και σχολικές εγκαταστάσεις. Από το 1922 και μετά η περιοχή παρουσιάζει μεγάλη βιομηχανική ανάπτυξη. Η πλημμυρίδα των προσφύγων που εξασφάλισε φθηνά και ειδικευμένα εργατικά χέρια έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Στα σύνορα της περιοχής ιδρύονται οι προσφυγικοί συνοικισμοί της Νέας Ιωνίας, του Περισσού, της Νέας Φιλαδέλφειας και της Νέας Χαλκηδόνας. Ο πρωτοπόρος Νικόλαος Κυρκίνης θέτει τις βάσεις για τη βιομηχανική εξέλιξη της Νέας Ιωνίας. Ο γνωστός βιομήχανος μετάξης Στυλιανός Παπαδόπουλος, που είχε ιδρύσει το πρώτο μεταξουργείο στον Πειραιά το 1898 και το δεύτερο στο Φάληρο το 1906 με την επωνυμία «'Χρυσαλλίς' Σ.Η. Παπαδόπουλου» με τριάντα πέντε υφαντικούς ιστούς και αναπηνιστήριο, μεταφέρει τις δραστηριότητές του στη Νέα Χαλκηδόνα (Ποδονίφτη) το 1925. Οι λόγοι της μεταφοράς ήταν η γειτνίαση του χώρου με τις σηροτροφικές περιφέρειες, που μείωνε τα έξοδα της μεταφοράς, και τα φθηνότερα εργατικά ημερομίσθια. Το εργοστάσιο ιδρύθηκε το 1925 ως ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Ανώνυμη Εταιρεία η 'Χρυσαλλίς' Στυλ. Παπαδόπουλου» και κεφάλαιο 40.000.000 δρχ., με σκοπό την κατεργασία και την εμπορία κουκουλιών προς παραγωγή μετάξης, μεταξωτών υφασμάτων και κλωστών. Το εργοστάσιο διέθετε αρχικά 120 ιστούς, αναπηνιστήριο, στριπτήριο, βαφείο, φινιριστήριο και λοιπούς βοηθητικούς χώρους καθώς και εργατικές κατοικίες. Το εργατικό δυναμικό ήταν 700 άτομα. Συγχρόνως ιδρύθηκε και αναπηνιστήριο στη Γουμένισσα της Μακεδονίας με 174 αναπηνιστικές λεκάνες, τρεις ηλεκτρικούς κινητήρες ντήλερ και μια ατμομηχανή και εργατικό δυναμικό 350 εργατριών. Επίσης διέθετε και κουκούλωνα στην Αγιά στη Θεσσαλία. Η εντυπωσιακή σε όγκο «Χρυσαλλίς» δεν ανταποκρίθηκε ποτέ στις δυνατότητές της. Θέλεις ο πρόωρος θάνατος του άξιου ιδρυτή της (1926), θέλεις η κακή διοίκηση σε συνδυασμό με τη γενικότερη κρίση που έπληξε τη μεταξουργία το 1954 την οδήγησαν σε πτώχευση. Το εργοστάσιο χρησιμοποιήθηκε από άλλες εταιρείες στη συνέχεια. Τελευταία ως περιουσιακό στοιχείο της Εμπορικής Τράπεζας πουλήθηκε σε ιδιώτη και σήμερα στη θέση του βρίσκεται ένα σύγχρονο σουπερμάρκετ. Όταν ξεκίνησε η έρευνα, το εργοστάσιο σωζόταν σε πολύ καλή κατάσταση με τους απέραντους χώρους του άδειους και αχρησιμοποίητους. Η αρχιτεκτονική τους, κλασική των βιομηχανικών χώρων με την πριονωτή συστοιχία, ξεχώριζε από αυτήν των γραφείων που παρακολουθούσαν την αρχιτε-

κτονική των προσφυγικών του συνοικισμού της Νέας Φιλαδέλφειας. Την ίδια εποχή, το 1925, στην περιοχή των Κάτω Πατησίων (Ιακωβάτων και Ιωνίας) ιδρύεται η «Ανώνυμη Υφαντουργική Εταιρεία» με κεφάλαιο 5.100.000 δρχ. και σκοπό την κατασκευή παντός είδους υφασμάτων και πλεκτών, κλωστών και νημάτων. Η εταιρεία μετά την κρίση της Κατοχής περιέρχεται (1949) στους Μηνάίδη-Φωτιάδη ως «Εριοβιομηχανία ΜηναίδηΦωτιάδη ΑΕ». Το εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο που αποτέλεσε για καιρό το μήλον της έριδος για τις διαφορετικές ομάδες που διεκδικούσαν τη χρήση του χώρου του, αφού βέβαια προηγουμένως κατεδαφιζόταν το βιομηχανικό κέλυφος, παραχωρήθηκε στο σύλλογο «Το σπίτι του ηθοποιού». Πολύ κοντά σε αυτό το εργοστάσιο και την ίδια εποχή, οι μεταξουργοί Δημήτριος Ναθαναήλ και Γεώργιος Αποστόλου χτίζουν εργοστάσιο μεταξουργίας με είκοσι δύο ιστούς. Το 1926 και με τη συμμετοχή και άλλων επιχειρηματιών, ο συνεταιρισμός των δύο παίρνει τη μορφή ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «Ανώνυμος Μεταξοβιομηχανική Εταιρεία Δ. Ναθαναήλ και Σία» με κεφάλαιο 6.000.000 δρχ. και σκοπό «...την βιομηχανία και την κατεργασία εν γένει της μετάξης και της εμπορίας των εκ ταύτης προϊόντων παντός είδους». Η εταιρεία το 1927 διέθετε πενήντα υφαντικούς ιστούς. Η εταιρεία του Ναθαναήλ για χρόνια συναγωνιζόταν τη Χρυσαλλίδα παρά τη δυναμική τους διαφορά. Η κρίση της μεταξουργίας παρέσυρε και αυτή την επιχείρηση. Σήμερα, το μεγαλύτερο τμήμα του εργοστασίου (απέναντι από τον Άγιο Ελευθέριο) είναι κατεδαφισμένο- παραμένει μόνο ένα μικρό τμήμα που μαζί με την υπέροχη καμινάδα του αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα της ιστορίας του. Βορειότερα, προς τη Νέα Φιλαδέλφεια, ιδρύεται το 1929 η «Ανώνυμη Υφαντουργική Εταιρεία Εσπερος» εφοδιασμένη με τα καλύτερα εγγλέζικα μηχανήματα για την παραγωγή κασμηριών εφάμιλλων των αγγλικών. Την τεχνική διεύθυνση του εργοστασίου αρχικά ανέλαβε άγγλος τεχνικός και αργότερα οι Ε. Ιωαννίδης και Κ. Δημητριάδης με ειδικές σπουδές στην Αγγλία. Ο «Εσπερος» μένει ανενεργός για πολλά χρόνια και ο χώρος που κατέχει διεκδικείται από τον Δήμο για την εγκατάσταση άλλοτε αθλητικών εγκαταστάσεων, άλλοτε σχολείων κ.λπ., πάντα με προϋπόθεση την κατεδάφιση των υπαρχουσών εγκαταστάσεων. Το εργοστάσιο όμως, πέτρινο στο μεγαλύτερο μέρος του, με τα κάθετα και οριζόντια στοιχεία του από μπετόν αρμέ, με την καμινάδα του ακέραιη να δεσπόζει στη γύρω περιοχή, θα μπορούσε κάλλιστα να επαναχρησιμοποιηθεί. Ακόμη, στο χώρο του «Εσπερος» σώζεται ο ατμολέβητας του Κούπα αλλά και ένα εγκαταλελειμμένο ολόκληρο εργαστήριο ελαστικών παπουτσιών, που χρησιμοποίησε μέρος των μηχανημάτων της πρώτης εταιρείας στο είδος, της «Εθύλ», μέλους του ομί-


λου Μποδοσάκη-Αθανασιάδη του 1936-7. Σίγουρα κάποιος πρέπει να αναλάβει τη φροντίδα για τη διάσωσή του. Στον ίδιο χώρο των κασμηριών δραστηριοποιείται και η Ανώνυμη Εταιρεία Αγγλική Εριουργία εν Ελλάδι «Μπριτάννια» (British Worsted Co of Greece Ltd Britannia), που ιδρύθηκε το 1931 με κεφάλαια αγγλικά της εταιρείας «Crosland Moor & Co Ltd» κυρίως, του Κων. Δ. Ναθαναήλ, της εταιρείας «Υιοί Σολομών Αλχαδέφ» και της εταιρείας «Γιαννούτσικος και Πετσιάβας ΑΕ». Το κεφάλαιο ανερχόταν σε 16.000 λίρες Αγγλίας και σκοπός της εταιρείας ήταν «...η ίδρυσις και η εκμετάλ-λευσις εργοστασίου ή εργοστασίων υφαντουργικής μάλλινων υφασμάτων και η εμπορία των προϊόντων της βιομηχανίας ταύτης». Το εργοστάσιο χτίστηκε με εργολήπτη τον μηχανικό Ν.Γ. Γαβαλά με την εποπτεία του καθηγητή του ΕΜΠ Αχ. Καρρά και ξεκίνησε τη λειτουργία του με πενήντα έξι αγγλικούς υφαντικούς ιστούς. Η «Μπριτάννια» σήμερα, σε συνεργασία με τον γερμανικό οίκο παραγωγής υφασμάτων «Otten», συνιστά μια υγιή βιομηχανία του είδους της. Οι εγκαταστάσεις του εργοστασίου με ελάχιστες προσθήκες σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση καθώς και η κομψή του καμινάδα. Την εριουργία επίσης επέλεξαν για να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους οι έμποροι αδελφοί Δημητριάδη ιδρύοντας το 1933 την «Εριοϋφαντουργία Δημητριάδη», που σήμερα εξακολουθεί να λειτουργεί και ανήκει στον όμιλο Θεοχαράκη. Σε αυτοψία στο εργοστάσιο εντόπισα ενδιαφέροντα αμερικάνικα κλωστοϋφαντουργικά μηχανήματα του 1930 που χρησιμοποιούνταν ως το 1998 για τα δείγματα. Τον Φεβρουάριο του 1999 το βιομηχανικό συγκρότημα κατεδαφίστηκε και άρχισε η ανέγερση πολυώροφων κτιρίων της εκδοτικής επιχείρησης «Εξουσία». Το 1935 οι γνωστοί βιομήχανοι των Τρικάλων Τεγόπουλοι -με δικό τους το αρχαιότερο υφαντήριο της Ελλάδας το 1883ιδρύουν απέναντι από την «Μπριτάννια» τα «Ελληνικά Κλωστήρια Υιοί Ιωάννου Τεγόπουλου» με κεφάλαιο 17.000.000 δρχ. Ο τύπος της εποχής εκθειάζει ως λαμπρό οικοδόμημα το εργοστάσιο, ανώτερο από όλα στην Ελλάδα για τη διαρρύθμισή του και ίσως το τελειότερο του κόσμου για την άνετη και υπερπολυτελή διαβίωση των εργατών εστιατόρια, ντους και αποδυτήρια πρώτη φορά απαντώνται σε ελληνικό εργοστάσιο. Οι εγκαταστάσεις της εταιρείας, αργότερα «Βαμβακουργία Νέας Φιλαδέλφειας», σήμερα ανήκουν στην «Μπριτάννια» και χρησιμοποιούνται από μικροβιοτέχνες, ενώ το ελεύθερο τμήμα με την πανύψηλη καμινάδα περιήλθε στην κατοχή του Δήμου Νέας Φιλαδέλφειας και προορίζεται για να γίνει πάρκο. Ακόμη βορειότερα, στο Νέο Ηράκλειο, ιδρύεται το 1935 από τους αδελφούς Απάζογλου το «Εριουργείον Ηρακλείου

ΑΕ» με κεφάλαιο 4.000.000 δρχ. και σκοπό την κατεργασία όλων των ειδών κλωστοϋφαντουργίας. Το εργοστάσιο προϋπήρχε και ανήκε στην επιχείρηση των αδελφών του Νικ. Κυρκίνη, χρονολογούνταν δηλαδή στα 1924. Η διαφορετική αρχιτεκτονική αντίληψη στις δύο φάσεις του εργοστασίου ήταν ολοφάνερη. Δυστυχώς, το καλοκαίρι του 1997 το εργοστάσιο ισοπεδώθηκε, άγνωστο για ποιους σκοπούς, παρά την ενημέρωση και παράλληλα την πρόταση που είχε γίνει στον Δήμο Νέου Ηρακλείου για διατήρηση και επανάχρηση του κτιρίου. Δεν θα έπρεπε να παραλείψω στην καταγραφή αυτή το εργοστάσιο της ανώνυμης μεταξουφαντουργικής εταιρείας «Νίκη», στα σύνορα της Νέας Ιωνίας με το Νέο Ηράκλειο, που ιδρύθηκε το 1929 με κεφάλαιο 3.300.000 δρχ. από τους αδελφούς Σαραντόπουλους. Τη θέση του εργοστασίου, που κατεδαφίστηκε το 1995, κατέχει σήμερα το Υπέρ Μάρκετ Continent το οποίο διατήρησε την αριστουργηματική καμινάδα του. Παράλληλα με τις μεγάλες βιομηχανίες, η περιοχή στην κυριολεξία κατακλύστηκε από μικρότερες βιοτεχνίες και έγινε η καρδιά της κλωστοϋφαντουργίας στην Ελλάδα. Η συγκέντρωση των βιομηχανικών επιχειρήσεων στην περιοχή μετά το 1922 είναι βέβαια αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τη δημιουργία των προσφυγικών συνοικισμών. Οι πρόσφυγες, κυρίως οι γυναίκες, αποτέλεσαν το εργατικό δυναμικό που οι γηγενείς επιχειρηματίες έσπευσαν να εκμεταλλευτούν, αφ' ενός για τα φθηνότερα ημερομίσθια, αφ' ετέρου για τις εξειδικευμένες γνώσεις τους στη βαμβακουργία, τη μεταξουργία και την ταπητουργία. Σύντομα, βέβαια, οι πρόσφυγες ανέλαβαν οι ίδιοι επιχειρηματική δράση στο χώρο της βιομηχανίας με θαυμαστά αποτελέσματα. Το 1933 στην περιοχή λειτουργούσαν τέσσερις βαμβακουργίες, έξι εριουργίες και έξι μεταξουργίες. Το 1956 η κρίση στη μεταξουργία παρέσυρε όλες τις μεταξουργικές βιομηχανίες, ενώ οι κατά καιρούς κρίσεις στην κλωστοϋφαντουργία μείωσαν τον αριθμό των ενεργών μονάδων. Σήμερα στην ευρύτερη περιοχή λειτουργούν ο Δημητριάδης, η «Μπριτάννια» και τρία εργοστάσια στη Νέα Ιωνία: «Τρία Άλφα», «Μουταλάσκη» και «Αθηνά». Ευτυχώς οι διάσπαρτες μεγαλειώδεις καμινάδες πετάγονται περήφανα μέσα από την πυκνή δόμηση, αδιάψευστοι μάρτυρες του βιομηχανικού παρελθόντος της περιοχής. Η τύχη αυτών των βιομηχανικών συγκροτημάτων, που με τον όγκο τους επιβάλλονται στο δομημένο περιβάλλον, θα πρέπει να προβληματίσει τους αρμόδιους για το πόσο θα γίνουν βορά στη μανία της «αξιοποιητικής» ανοικοδόμησης ή θα αξιοποιηθούν ουσιαστικά για τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας. Λύση που διασώζει τη βιομηχανική παράδοση και διατηρεί την ιστορική μνήμη. ΟΛΓΑ ΔΑΚΟΥΡΑ-ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ


ΕΙΚΟΣΙ ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ Τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και οι αρχές της δεκαετίας του 1980 υπήρξαν αποφασιστικά για τη γέννηση στη Γαλλία ενός κινήματος υπέρ της προστασίας των βιομηχανικών χώρων. Η περίοδος αυτή συμπίπτει με την ανάπτυξη του διεθνούς κινήματος για τη διατήρηση των βιομηχανικών μνημείων, τη δημιουργία των πρώτων οικομουσείων, ιδιαίτερα εκείνου της Κοινότητας του Κρεζό-Μοντσό-λε-Μιν (1973), και τη δημιουργία των πρώτων τοπικών φορέων για την προστασία τέτοιων χώρων. Το 1980 η κυκλοφορία του βιβλίου του Μορίς Ντομά Η βιομηχανική αρχαιολογία στη Γαλλία επρόκειτο να αποτελέσει σημαντικό σταθμό στην πορεία της συνειδητοποίησης της άμεσης δράσης που απαιτούνταν στον τομέα αυτό. Η πρώτη επίσημη αναγνώριση Η δημιουργία της CILAC (Comité d'information et de liaison pour l'archéologie, l'étude et la mise en valeur du patrimoine industriel, Επιτροπή πληροφόρησης και συνεργασίας για την αρχαιολογία, τη μελέτη και την αξιοποίηση της βιομηχανικής κληρονομιάς) το 1979, ενός μη κερδοσκοπικού συνδέσμου που διέπεται από το νόμο του 1901, ήταν στην πραγματικότητα το αποτέλεσμα διαβημάτων και ερωτημάτων κοινών σε διάφορους τομείς, όπως της πανεπιστημιακής έρευνας για την οικονομική και κοινωνική ιστορία και την ιστορία της τεχνολογίας, της νέας μουσειολογίας, των επαγγελμάτων που σχετίζονται με την κληρονομιά (αρχιτεκτόνων, ιστορικών τέχνης) καθώς και, κατά δεύτερο λόγο, των επιχειρήσεων. Πριν από την επίσημη ίδρυση της CILAC είχε αποφασιστεί να διοργανωθεί στη Γαλλία το 1981 η 4η Διεθνής Συνδιάσκεψη για τη Βιομηχανική Κληρονομιά, υπό την

Τα σιδηρουργεία Μπιφόν στο Μονμπάρ (Κοτ-ντ-Ορ). Τα σιδηρουργεία αυτά, πολύτιμη μαρτυρία για τη σιδηρουργία της βόρειας Βουργουνδίας και κόσμημα της γαλλικής βιομηχανικής κληρονομιάς, άρχιζαν να χτίζονται το 1768 από τον διάσημο συγγραφέα της φυσικής ιστορίας Ζορζ-Λουί Λεκλέρκ ντε Μπιφόν. Ο χώρος, που το 1943 και το 1985 καταχωρίστηκε ως ιστορικό μνημείο, έχει αξιοποιηθεί λαμπρά μετά το 1978 από το Σύλλογο για την Προστασία των Σιδηρουργείων Μπιφόν (φωτογραφία: Σύλλογος για την Προστασία των Σιδηρουργείων Μπιφόν).

αιγίδα του TICCIH (Διεθνής Επιτροπή για τη Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς). Στην αρχή, λοιπόν, η δημιουργία της CILAC εξυπηρετούσε διττό σκοπό: βραχυπρόθεσμα να αναλάβει τη διοργάνωση αυτής της σημαντικής εκδήλωσης και, μακροπρόθεσμα, να αποτελέσει έναν μόνιμο εθνικό φορέα πληροφόρησης και συνεργασίας με στόχο την ενθάρρυνση της ανταλλαγής απόψεων και της συλλογικής σκέψης πάνω στη βιομηχανική κληρονομιά. Σε αυτό το πλαίσιο αποφασίστηκε να ξεκινήσει το 1984 η έκδοση του εξαμηνιαίου επιστημονικού περιοδικού Η βιομηχανική αρχαιολογία στη Γαλλία, ως συνέχεια του μικρού δελτίου που είχε εκδώσει ο Μορίς Ντομά το 1976, και στο οποίο είχαν τεθεί οι πρώτες θεωρητικές βάσεις αυτού του νέου επιστημονικού κλάδου. Σήμερα είμαστε σε θέση να πιστοποιήσουμε ότι η επιτυχία της 4ης Διεθνούς Συνδιάσκεψης στη Λυών και στην Γκρενόμπλ το 1981 και η απήχηση της σε ολόκληρη τη χώρα υπήρξαν καθοριστικές για την προώθηση της βιομηχανικής αρχαιολογίας στη Γαλλία και συνέβαλαν ιδιαίτερα στην επίσημη αναγνώριση, από τις δημόσιες αρχές, του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει αυτός ο νέος τομέας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Μια από τις πρώτες συνέπειες ήταν η δημιουργία το 1983, στους κόλπους του Υπουργείου Πολιτισμού, ενός πυρήνα βιομηχανικής κληρονομιάς εξαρτώμενου από την υποδιεύθυνση του Γενικού Αρχείου Μνημείων και Καλλιτεχνικού Πλούτου της Γαλλίας. Η αποστολή με την οποία επιφορτίστηκε αυτός ο πυρήνας, που απαρτιζόταν από ένα περιορισμένο επιτελείο, ήταν αρχικά ο συντονισμός και η επιχορήγηση κατά τρόπο επιλεκτικό προγραμμάτων καταγρα-

φής, απαραίτητων για τη δημιουργία των μελλοντικών φακέλων υποθέσεων προστασίας. Με το έναυσμα αυτής της επίσημης αναγνώρισης αναπτύχθηκαν νέοι σύλλογοι, που γεννήθηκαν από τοπικές πρωτοβουλίες, με κίνητρο την προστασία και την αποκατάσταση τέτοιων χώρων (οικομουσεία του Μποβεζί, του Ροανέ και του ΦουρμίΤρελόν, κέντρα επιστημονικού, τεχνολογικού και βιομηχανικού πολιτισμού, Σύλλογος για την Προστασία και την Επαναλειτουργία των Σιδηρουργείων Μπκρόν στο Μονμπάρ της Κοτ-ντ-Ορ, Σύλλογος για το Μουσείο του Ανθρώπου και της Βιομηχανίας που δημιουργήθηκε με αφορμή τα σχέδια αποκατάστασης του πλεκτήριου Βαλουά στη Νοτρ-Νταμ-ντε-Μποντβίλ στο νομό Σεν-Μαριτίμ, τροποποίηση του χώρου του Λεβάρντ που ανήκει στα ανθρακωρυχεία της Λεκάνης του Νορ-Πα-ντε-Καλέ κοντά στο Ντουέ, προάγγελος του Ορυκτολογικού Ιστορικού Κέντρου που σήμερα έχει εξελιχθεί στο σημαντικότερο ορυκτολογικό μουσείο της Γαλλίας). Η ανάπτυξη της έρευνας Στο ξεκίνημά της η βιομηχανική αρχαιολογία γνώρισε στη Γαλλία έναν πρωτοπόρο στο πρόσωπο του Μορίς Ντομά. Την περίοδο που ακολούθησε σημειώθηκε αποφασιστική πρόοδος, χάρη στη συλλογιστική και τον καθορισμό των μεθοδολογικών προσεγγίσεων του Λουί Μπερζερόν. Η δουλειά αυτή έγινε στο πλαίσιο των ερευνών που διεξήγαγε με δική του πρωτοβουλία πάνω στο θέμα των υδραυλικών κινητήρων και των βιομηχανικών εφαρμογών τους, καθώς και κατά τα σεμινάρια που έκανε στην Ανωτάτη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών (EHESS). Από το 1983 η δημιουργία του πυρήνα βιομηχανικής κληρονομιάς συντέλεσε στην ανάπτυξη ενός νέου πόλου έρευνας,


Αεροφωτογραφία της παλιάς σοκολατοποιίας Μενιέ του Νουαζιέλ (Σεν-ε-Μαρν). Η σοκολατο-πούα Μενιέ, που θεωρούνταν η μεγαλύτερη του κόσμου γύρω στο 1900, ξεχωρίζει για το μέγεθος της, την ποιότητα και την ποικιλία των κτηρίων της. Ο χώρος έπαψε να λειτουργεί ως εργοστάσιο παραγωγής σοκολάτας το 1993 και αποτέλεσε αντικείμενο μιας μεγαλόπνοης ανακαίνισης που ανέδειξε τα κυριότερα παλιά κτήρια που χρησιμοποιεί ο σημερινός ιδιοκτήτης, η Νεστλέ Γαλλίας, σε πολύτιμο κέντρο κοινωνικής δραστηριότητας (αρχιτέκτονες Μπ. Ρεσέν και Φ. Ρομπέρ, φωτογραφία: Ζεράρ Αλαρί, Νεστλέ Γαλλίας).

η οποία αρχικά προσανατολίστηκε στα έργα που γίνονταν στις εγκαταστάσεις που είχαν χρησιμοποιήσει υδραυλική ενέργεια και στις μεταλλουργικές εγκαταστάσεις. Ο στόχος ήταν να καταλήξουμε γρήγορα σε λογικές μεθοδολογικές αρχές και να επεξεργαστούμε τις πρώτες συνθέσεις. Σε μια δεύτερη φάση, από το 1986 και μετά, ο πυρήνας, εμπλουτισμένος από τα μεθοδολογικά του κεκτημένα, κατόρθωσε να ξεκινήσει τη συστηματική επί τόπου καταγραφή και τη μελέτη των βιομηχανικών χώρων κατά περιοχή. Παράλληλα, στη διάρκεια όλων αυτών των ετών, η CILAC προσπαθούσε να διοργανώνει σε τακτά χρονικά διαστήματα συνέδρια εθνικής εμβέλειας που επέτρεψαν τις ανταλλαγές πρακτικής πείρας, την αποσαφήνιση των προβληματισμών και τη σύσφιγξη των δεσμών μεταξύ των μελών του συνδέσμου. Οι συναντήσεις αυτές συνέβαλαν στην αύξηση της ευαισθητοποίησης των τοπικών κοινοτήτων που εμπλέ-

κονταν οικονομικά στην προετοιμασία τους. Τα πρακτικά αυτών των συνεδρίων, που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Η βιομηχανική αρχαιολογία στη Γαλλία, αποτέλεσαν από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 και μετά τις πρώτες επιστημονικές δημοσιεύσεις για το θέμα της βιομηχανικής κληρονομιάς. Βιομηχανικοί χώροι που προστατεύονται ως ιστορικά μνημεία Παρά την ελάχιστη προβολή του από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, ο βιομηχανικός τουρισμός τείνει να αναπτύσσεται όλο και περισσότερο. Οι πολυάριθμοι σύλλογοι που δημιουργήθηκαν στη Γαλλία τα χρόνια 1980-1985 παίζουν σήμερα μεγαλύτερο ρόλο στην ευαισθητοποίηση του κοινού και των τοπικών κοινοτήτων. Συγκεντρώνοντας μεγάλο αριθμό μελών πέτυχαν, παρά την εύθραυστη δομή τους και σε πείσμα των πολλών θεσμικών εμποδίων, να διαφυλάξουν χώρους, το ενδιαφέρον των οποί-

Το οικομουσείο της κοινότητας ΚρεζόΜοντσό Έχοντας διαδραματίσει πρωτοποριακό ρόλο στον τομέα της βιομηχανικής κληρονομιάς στα τέλη της δεκαετίας του 1970, το οικομουσείο αντιμετώπισε μετά το 1982 σοβαρότατες δυσκολίες που αργότερα ξεπεράστηκαν. Το αναπτυξιακό πρόγραμμα που ακολουθείται περιλαμβάνει αφ' ενός μια μελλοντική επέκταση του Μουσείου του Ανθρώπου και της Βιομηχανίας, που προς το παρόν περιορίζεται στα όρια του πύργου του Υαλουργείου. Αφ' ετέρου, από τα τέλη του 1995, το οικομουσείο ανέλαβε μια υποδειγματική δραστηριότητα στην άλλη άκρη της περιοχής της τοπικής κοινότητας: το ξεκίνημα του εργοταξίου για την ανακαίνιση του κεραμοποιείου του Σιρίλε-Νομπλ (επιχείρηση Βερέ-Μποντό, που έκλεισε το 1967), ενός ευρύχωρου κτηρίου που χτίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα. Η κεραμοποιία, τρίτος ιστορικός άξονας της εκβιομηχάνισης της περιοχής του Κρεζό-Μοντσό, μαζί με τα ορυχεία και τη σιδηρουργία, αποτελεί σήμερα ακόμα πιο έντονα μέρος της τοπικής ταυτότητας. Μετά την ανακαίνιση του, αυτός ο χώρος θα γίνει χώρος τουριστικής αξιοποίησης και πολιτισμού, στον οποίο θα είναι δυνατόν να παρουσιαστεί ολοκληρωμένη η διαδικασία παραγωγής του βιομηχανικού ψαμμίτη. Τέλος, το οικομουσείο προσπαθεί να επεκτείνει την εθνική και διεθνή ακτινοβολία του με το να γίνει η έδρα ενός «ευρωπαϊκού πόλου της βιομηχανικής κληρονομιάς»: κατάρτιση διεθνούς βιβλιογραφίας σχετικά με τη βιομηχανική κληρονομιά, δίκτυο ανταλλαγών με πρόσβαση από το Ιντερνετ, πραγματοποίηση ενός παγκόσμιου άτλαντα βιομηχανικής κληρονομιάς, ανάπτυξη ενός κέντρου συγκέντρωσης στοιχείων για τη βιομηχανική κληρονομιά, δημιουργία ανοιχτού κέντρου διεθνών συναντήσεων, έκδοση διεθνούς περιοδικού επιστημονικού επιπέδου για τη βιομηχανική κληρονομιά. Από το 1996 το οικομουσείο έχει συνάψει μια συμφωνία ανταλλαγών μεταξύ αυτού του ευρωπαϊκού πόλου και του TICCIH.


ων φαίνεται σήμερα ουσιαστικό. Από τότε που αναγνωρίστηκε από τις δημόσιες αρχές η σημασία της βιομηχανικής κληρονομιάς, περίπου επτακόσια τεχνολογικά ή βιομηχανικά κτήρια τέθηκαν υπό την προστασία της Ανωτάτης Επιτροπής Ιστορικών Μνημείων. Κάθε χρόνο περίπου είκοσι με τριάντα βιομηχανικοί χώροι τίθενται υπό προστασία, αλλά μόνο τρεις ή τέσσερις καταχωρίζονται, το μόνο μέτρο που αποτελεί πραγματική εγγύηση ότι το κτήριο δεν θα καταστραφεί ούτε θα υποστεί τροποποιήσεις. Μερικές φορές απαιτείται εκστρατεία από τον Τύπο για να σωθεί ένας χώρος που απειλείται. Έτσι, το 1995, ύστερα από μήνες κινητοποιήσεων, η διάσωση του Ικάνζ (Λορένη), αναμφίβολα της μόνης υψικαμίνου του 20ού αιώνα που μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα περισώσουμε στη Γαλλία, έγινε αισθητή ως νίκη, μολονότι η αξιοποίηση του χώρου παραμένει αβέβαιη. Η εγγραφή της διώρυγας του Μιντί -μεγαλόπνοου σχεδίου αστικής αναβάθμισης της περιοχής του Λανγκεντόκ που εκπονήθηκε το τελευταίο τέταρτο του 17ου αιώνα- στον κατάλογο της παγκόσμιας κληρονομιάς (UNESCO) επιβεβαιώνει τη διεθνή αναγνώριση μιας τεχνολογικής και βιομηχανικής κληρονομιάς που αποδεικνύει την αξιοποίηση της υδραυλικής στην κλίμακα μιας τόσο μεγάλης περιοχής. Κάποια παραδείγματα επιτυχούς αποκατάστασης Στη Γαλλία συνυπάρχουν πολλά είδη αποκατάστασης ενός χώρου: • Χώροι παλαιοί που προστατεύονται εδώ και πολύ καιρό ή πιο πρόσφατα, οι οποίοι λόγω της αρχιτεκτονικής τους αξίας και της διατήρησης μέρους ή και του συνόλου της βιομηχανικής μονάδας τους μετατράπηκαν σε τόπους επίσκεψης ή μουσεία. Τελούν υπό τη διαχείριση τοπικών κοινοτήτων ή συλλόγων και αποτελούν πόλους έλξης του βιομηχανικού τουρισμού, που προς το παρόν εξαπλώνεται. Ως παράδειγμα αναφέρουμε: τις αλυκές του Σαλέν-λεΜπεν (Ιούρας), τα σιδηρουργεία Μπιφόν στο Μονμπάρ (Κοτ-ντ-Ορ), το ναύσταθμο του Ροσφόρ (Σαράντ-Μαριτίμ), το πλεκτή-ριο Βαλουά στη Νοτρ-Νταμ-ντε-Μποντβίλ (ΣενΜαριτίμ) κ.ά. • Χώροι πολύ παλιοί που βρίσκονται ακόμη σε λειτουργία, οι οποίοι έχουν αποκατασταθεί και συντηρούνται από τους ιδιοκτήτες τους. Ως παράδειγμα αναφέρουμε τα σιδηρουργεία του Σιάμ (Ιούρας), που χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα και παράγουν σε μικρές ποσότητες ειδικά οικοδομικά υλικά από ατσάλι, και το μεταξουργείο του Μαζέλ στη ΝοτρΝταμ-ντε-λα-Ρουβιέρ (Γκαρ), που κατασκευάστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, εγκαταλείφθηκε το 1958 και αποκαταστάθηκε πρόσφατα, και το οποίο, χάρη στον εξοπλισμό του με σύγχρονα μηχανήματα, είναι πλέον το μοναδικό μεταξουργείο της Δυτικής Ευρώπης που λειτουργεί ακόμα. • Μνημειώδεις χώροι του 19ου αιώνα,

μαρτυρίες μιας πολύ ανεπτυγμένης βιομηχανίας, αξιοσημείωτοι για την ποιότητα της αρχιτεκτονικής τους, που έχουν αγοραστεί από δήμους, ιδιώτες ή επιχειρηματίες. Εδώ πρόκειται για ανακατασκευές, στις οποίες δυστυχώς δεν έχει διασωθεί ή διατηρηθεί καμιά μαρτυρία της προηγούμενης βιομηχανικής δραστηριότητας. Ας αναφέρουμε κάποια παραδείγματα τέτοιων διάσημων χώρων: - το εργοστάσιο Λε Μπλαν στη Λιλ (Nop), υφαντουργείο που χτίστηκε μεταξύ 1900 και 1930, αγοράστηκε από το δήμο της Λιλ και μετατράπηκε σε συγκρότημα με κατοικίες διάφορων ειδών, κοινόχρηστους χώρους, μικρά καταστήματα, βιοτεχνίες, καφεστιατόριο, γραφεία κ.λπ. από δύο γνωστούς αρχιτέκτονες, τους Μπ. Ρεσέν και φ. Ρομπέρ' - το παλιό βαμβακουργείο Μοτ-Μποσί στο Ρουμπέ (Nop)' - το εργοστάσιο Μπλεν & Μπλεν στο Ελμπέφ (Σεν-Μαριτίμ), κλωστήριο και υφαντήριο μαλλιού. Αποτελούμενο από εννέα βασικά κτήρια εξαιρετικής ποιότητας, το εργοστάσιο, κατασκευής 1872, αγοράστηκε μετά το κλείσιμό του το 1972 από το δήμο, που εμπιστεύτηκε την αποκατάσταση του στους αρχιτέκτονες Μπ. Ρεσέν και φ. Ρομπέρ, οι οποίοι πρότειναν την πραγματοποίηση μιας ανακατασκευής μεγάλης κλίμακας που θεωρήθηκε επιτυχημένη- η σοκολατοποιία Μενιέ του Νουα-ζιέλ (Σεν-ε-Μαρν). Οι δυσκολίες της προστασίας Η βραδύτητα της καταγραφής. Οι εργασίες καταγραφής, που ξεκίνησαν το 1986 στο πλαίσιο της αποστολής του πυρήνα βιομηχανικής κληρονομιάς του Υπουργείου Πολιτισμού, γίνονται σε δεκατέσσερις από τις είκοσι δύο περιφέρειες της Γαλλίας. Σε καθεμιά από αυτές τις περιφέρειες ένας μόνο ερευνητής από την περιφερειακή υπηρεσία του Γενικού Αρχείου είναι επιφορτισμένος με την επί τόπου καταγραφή και τη μελέτη των βιομηχανικών χώρων. Με αυτό το ρυθμό είναι πολύ

Το παλιό βαμβακουργείο Μοτ-Μποσί του Ρουμπέ. Αυτό το εξαιρετικό κτήριο στο κέντρο της πόλης, πραγματικό κάστρο της βιομηχανίας, αποτελεί ένα στολίδι της βιομηχανικής αρχιτεκτονικής της βόρειας Γαλλίας. Η επιχείρηση ιδρύθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και έκλεισε το 1981. Αγοράστηκε από το δήμο του Ρουμπέ και εντάχθηκε στο πρόγραμμα αναμόρφωσης του κέντρου της πόλης. Η αποκατάσταση αυτού του ωραίου οικοδομήματος, που αμφισβητήθηκε εξαιτίας ορισμένων περιττών προσθηκών, ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Αλέν Σαρφατί, και το κτήριο στεγάζει σήμερα το κέντρο των Αρχείων του Κόσμου της Εργασίας (φωτογραφία: Σαμ Μπέλετ).

πιθανόν κάποιοι σημαντικοί χώροι να εξαφανιστούν πριν προλάβει το Γενικό Αρχείο να τους μελετήσει και να δημιουργήσει τους φακέλους τους. Στο περιθώριο αυτής της απαραίτητης εργασίας, αρχίζουμε να ονειρευόμαστε μια καταγραφή περισσότερο εμπειρική, που θα την αναλάμβαναν τοπικοί φορείς. Αν πραγματοποιούνταν υπό το κύρος των ειδικών του Γενικού Αρχείου, η καταγραφή αυτή ξεκινώντας από τυποποιημένα μεθοδολογικά δελτία, θα μπορούσε να αποδώσει, μέσα σε λίγες μέρες ή λίγες εβδομάδες το πολύ, μια συστηματική αποδελτίωση των χώρων που πρέπει να μελετηθούν άμεσα και να τεθούν υπό προστασία γρήγορα αν παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Το μειωμένο ενδιαφέρον των οικονομικών παραγόντων. Παρά την αυξανόμενη ευαισθητοποίηση του κοινού και την έντονη δραστηριότητα πολλών ιδρυμάτων, η διαφύλαξη της βιομηχανικής κληρονομιάς υποφέρει από την έλλειψη ενδιαφέροντος που δείχνουν οι οικονομικοί παράγοντες, κυρίως η βιομηχανία. Κατά κανόνα εμφανίζονται ελάχιστα πρόθυμοι να αξιοποιήσουν την ίδια τους την κληρονομιά. Πολύ συχνά, υπέρμαχοι της πολιτικής της tabula rasa, επιδεικνύουν περιορισμένη ευαισθησία στην προστασία των παλαιότερων στοιχείων του εργοστασίου τους. Από την άλλη, στις περιφέρειες που δοκιμάζονται σκληρότερα από την οικονομική και κοινωνική κρίση το να θίγεις το θέμα της βιομηχανικής κληρονομιάς σημαίνει να ανακινείς ένα οδυνηρό παρελθόν φορτισμένο ακόμη από το βάρος των χαμένων κοινωνικών αγώνων, των εγκαταλελειμμένων χώρων, των διαλυμένων εργοστασίων που άφησαν στους πέντε δρόμους πλήθη εξαπατημένων εργατών χωρίς κανένα μέλλον. Σε αυτή την περίπτωση δεν πρέπει να μας εκπλήσσει η διαπίστωση ότι πολλές κοινότητες επιθυμούν να διαγράψουν οριστικά ένα παρελθόν συνώνυμο με τη δυστυχία και την κρίση. Πώς λοιπόν να αντιπαρέλθουμε αυτά τα αισθήματα απόρριψης ή ανικανότητας και να ξαναδώσουμε σε αυτή την κληρο-


νομιά τη σημασία που θα έπρεπε να έχει; Αυτό είναι το έργο που προσπαθούν να φέρουν εις πέρας οι πολυάριθμοι σύλλογοι, έχοντας συναίσθηση ότι ο χρόνος πιέζει και ότι μόνο μια πραγματική κινητοποίηση όλων θα επιτρέψει τη διάσωση, με κριτήρια λογικά και ρεαλιστικά, όσων μπορούν ακόμη να σωθούν. Καταστροφές, αποτυχίες και απογοητεύσεις. Από το 1995 τυχαίες πυρκαγιές έχουν ερημώσει μεγάλο μέρος δύο σημαντικών χώρων της γαλλικής βιομηχανικής κληρονομιάς (του καπνεργοστασίου του Μορλέ στο νομό Φινιστέρ και της βιβλιοθήκης Φαμιλιστέρ του Γκιζ στο νομό Εν). Δυστυχώς έχουν σημειωθεί και άλλες, αυτή τη φορά ηθελημένες, καταστροφές, κάποιες φορές μάλιστα με τρόπο παράνομο. Έτσι, μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα εξαφανίστηκαν: η μεγάλη αποθήκη δημητριακών του λιμανιού του Στρασβούργου που χτίστηκε στις αρχές του αιώνα, ένας γκαζομετρητής του 1915 στην Τουλούζ (μια από τις τελευταίες μαρτυρίες για την παραγωγή αερίου από κοκ) και ο γερανός Γκιστό των Εργοταξίων του Ατλαντικού. Αυτός ο τελευταίος, μοναδικό ανυψωτικό μηχάνημα που χρονολογούνταν από το 1936, ικανό να σηκώσει πάνω από 200 τόνους, ήταν δείγμα βιομηχανικής κληρονομιάς εθνικής εμβέλειας. Στη Μασσαλία, μόνο δύο βήματα από τις λαμπρά ανακαινισμένες αποβάθρες, οι αποθήκες της δεκαετίας του 1920 βρίσκονται υπό την απειλή μιας σιωπηρής εξουσιοδότησης για κατεδάφιση. Και όμως, έχουν σπουδαιότατο τεχνολογικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Οι αυριανές προοπτικές Πολλοί ειδικοί έχουν κάνει τη διαπίστωση ότι σήμερα ο νόμος του 1913 περί ιστορικών μνημείων δεν ακολουθείται απόλυτα στην περίπτωση της βιομηχανικής κληρονομιάς. Ας δούμε μερικά σημεία: • Η πολιτική της προστασίας φαίνεται σε πολλούς απογοητευτική: ελάχιστοι φάκελοι παρουσιάζονται στις COREPHAE (Περιφερειακές Επιτροπές Ιστορικής, Αρχαιολογικής και Εθνολογικής Κληρονομιάς). Οι εξαιρετικά ολιγάριθμοι ερευνητές του Γενικού Αρχείου δεν είναι σε θέση να δημιουργήσουν ικανό αριθμό φακέλων. Επιπλέον, μολονότι κάποιοι φάκελοι έγιναν δεκτοί και αποφασίστηκε η προστασία των χώρων, αυτή παρέχεται συχνά σε ένα μεμονωμένο στοιχείο του χώρου, ενώ και άλλα στοιχεία θα μπορούσαν να επωφεληθούν από τη σχέση τους με αυτό, ενισχύοντας έτσι τη συνοχή και την κατανόηση του συνόλου. • Ορισμένοι χώροι απειλούνται από κατεδάφιση: στην πραγματικότητα, όταν ένας χώρος απειλείται ύστερα από τη διακοπή της δραστηριότητας ή ύστερα από μια εσωτερική αναδιάρθρωση, είναι συχνά δύσκολο να βρεθούν επειγόντως τα επιστημονικά και τεχνολογικά στοιχεία που θα μας δώσουν τη δυνατότητα να επιχειρηματολογήσουμε υπέρ της διαφύλαξης του. Με δεδομένη τη σημερινή βραδύτητα

συστηματικής καταγραφής, θα πρέπει πολύ σύντομα να αποκτήσουμε ένα νόμο που να επιτρέπει την αναβολή της κατεδάφισης τουλάχιστον για αρκετούς μήνες, ώστε να μπορέσει να γίνει εκτίμηση του χώρου και να αποφασιστεί αν θα παρουσίαζε ενδιαφέρον η ενδεχόμενη προστασία του. • Η συντήρηση των παλαιών κτηρίων ή των απαρχαιωμένων μηχανημάτων δημιουργεί συχνά πολύπλοκα προβλήματα σε πολλούς διευθυντές επιχειρήσεων. Για παράδειγμα, θα έπρεπε να εξαιρείται από τη φορολογία η βιομηχανική κληρονομιά που βρίσκεται εκτός χρήσης και υπόκειται σε προστασία, πράγμα που σήμερα δεν συμβαίνει. Οι υπεύθυνοι του Υπουργείου Πολιτισμού δείχνουν σήμερα να έχουν συναίσθηση αυτών των προβλημάτων. Απεναντίας, αν και αρκετοί γάλλοι εργοδότες επιβεβαιώνουν τη σημασία που έχει για την εικόνα της επιχείρησης η έμφαση στην πολύχρονη λειτουργία της ή αναφέρονται στην πιο πρόσφατη έννοια του επιχειρησιακού πολιτισμού, άλλοι εργοδοτικοί κύκλοι παραμένουν ανοιχτά εχθρικοί προς τη βιομηχανική κληρονομιά, εν μέρει και για τους λόγους που ήδη εξετάσαμε. Η άποψη ότι ο βιομηχανικός κόσμος πρέπει να είναι αποκλειστικά στραμμένος προς το μέλλον, στο όνομα των επιταγών της παγκοσμιοποίησης, εκφράζει μεγάλο ποσοστό των γάλλων διευθυντών επιχειρήσεων, καθώς και των μηχανικών που αποφοιτούν από τις μεγάλες επιστημονικές σχολές. Όσον αφορά δε αυτούς τους τελευταίους, είναι λυπηρό πόσο μικρό μέρος της εκπαίδευσης τους αφιερώνεται στην ιστορία των επιστημών και της τεχνολογίας. Τι μπορεί να γίνει για να αλλάξει αυτή η κατάσταση πραγμάτων; Θα έπρεπε να γίνουν ενέργειες από το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, τις συγκλήτους των πολυτεχνικών σχολών και τους συνδέσμους παλαιών φοιτητών, για παράδειγμα, μέσω των περιοδικών τους που διαβάζονται από πολύ κόσμο. Είναι αλήθεια ότι η προβολή της βιομηχανικής κλη-

ρονομιάς από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας στη Γαλλία είναι ανεπαρκής. Αυτό είναι ένα από τα καθήκοντα που προσπαθεί να φέρει εις πέρας η CILAC, με μέσα ακόμη πιο περιορισμένα, πολλαπλασιάζοντας τις δραστηριότητες ευαισθητοποίησης προς διάφορες κατευθύνσεις. GENEVIÈVE DUFRESNE Μετάφραση: Αλέξανδρος Πανούσης

'Εισήγηση στην επιστημονική συνάντηση «Βιομηχανική αρχαιολογία: ένας απολογισμός», Γενεύη 8.5.1998. Η καταγραφή των βιομηχανικών χώρων πραγματοποιείται στη Γαλλία από τις περιφερειακές υπηρεσίες των Γενικών Αρχείων του Κράτους, που υπάγονται στο Υπουργείο Πολιτισμού. Τα πληροφοριακά κείμενα και οι φάκελοι με τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτή την εργασία εισάγονται στην εθνική βάση δεδομένων «Merimée» για τα κτήρια και στην εθνική βάση δεδομένων «Palissy» για τα μηχανήματα. Στο εξής μπορείτε να συμβουλευθείτε αυτές τις βάσεις δεδομένων από το Minitel (3164, κωδικός Joconde, επιλογή Merimée). Οι εκδόσεις της Διεύθυνσης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και του Εθνικού Ταμείου Ιστορικών Μνημείων και Χώρων εντάσσονται τα τελευταία χρόνια σε μια ευρύτερη ενότητα με τίτλο «Εκδόσεις Πολιτιστικής Κληρονομιάς», στο πλαίσιο της οποίας εκδίδονται έργα υψηλής ποιότητας, με εξαιρετικά φροντισμένη εκτύπωση. Πολλά συλλογικά έργα αφιερώνουν πλέον σημαντικό χώρο στη βιομηχανική κληρονομιά. Επιλεκτική βιβλιογραφία για τη βιομηχανική ιστορία και κληρονομιά της Γαλλίας: Woronoff Denis, Histoire de l'industrie en France du XVIe siècle à nos jours, Παρίσι 1994. Lévy-Leboyer Maurice (επιμ.), Histoire de la France industrielle, Larousse, Παρίσι 1996. Andrieux Jean-Yves, Le patrimoine industriel, συλλογή Que sais-je?, PUF, Παρίσι 1991. Bergeron Louis, «L'âge industriel», στο Pierre Nora (επιμ.), Les Lieux de Mémoires, τόμ. Ill, Les France, 3, De l'archive à l'emblème, Παρίσι 1992. Bergeron Louis, Dorel-Ferre Gracia, Le patrimoine industriel, un nouveau territoire, Éditions Liris, Παρίσι 1996.

ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΣΤΟ ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΤΟΥ ΕΜΠ Το φαινόμενο της επαναχρησιμοποίησης, δηλαδή της λειτουργικής αποκατάστασης και ταυτόχρονης ανάδειξης κενών κτισμάτων του αστικού χώρου τα οποία έχασαν την αρχική τους χρήση, παρουσιάζει μια θεαματική αύξηση μετά τον Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η έκπτωση της λειτουργίας ενός μεγάλου αριθμού κτιρίων, τόσο κατοικίας όσο και παραγωγής, υπήρξε φυσικό επακόλουθο των κάθε είδους κοινωνικών, οικονομικών και πολεοδομικών ανακατατάξεων που εμφανίζονται με μεγάλη ένταση στις μεταπολεμικές κοινωνίες. Ετσι, θα μπο-

ρούσαν να αναφερθούν συνοπτικά οι πιο καθοριστικές αιτίες που οδήγησαν στην έξαρση του φαινομένου της συνεχώς αυξανόμενης παρουσίας κτιρίων που μένουν κενά: • Η δυναμική εξέλιξη και η διόγκωση των πόλεων, ιδιαίτερα ως αποτέλεσμα της αστυφιλίας, που αλλάζει πολλές φορές ριζικά τις αναγκαίες προϋποθέσεις λειτουργίας της συγκεκριμένης μονάδας/κτιρίου. Οι απρόβλεπτες μεταβολές χρήσεων στο άμεσο περιβάλλον οδηγούν αναπόφευκτα στην απομάκρυνση της λειτουργίας από το κτίριο και έτσι αυτό παραμένει


κενό. Χαρακτηριστικό προϊόν αυτής της διαδικασίας είναι κενά βιομηχανικά κτίρια και εγκαταστάσεις που περιβάλλονται από περιοχές κατοικίας, οι οποίες αναπτύχθηκαν εκ των υστέρων. • Μεταβολές και πλήρεις ανατροπές δεδομένων που φτάνουν μέχρι του σημείου να καθιστούν τη λειτουργία, την παραγωγική διαδικασία, τα παραγόμενα προϊόντα μιας μονάδας χωρίς ζήτηση, στη σημερινή οικονομική και κοινωνική πραγματικότητα. Γνωστό παράδειγμα ενός τέτοιου κτιρίου είναι ο Σταθμός Επιβίβασης του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς, του οποίου η χρησιμότητα εξέλιπε με την κατάργηση των υπερπόντιων θαλάσσιων συγκοινωνιών και την υποκατάστασή τους από τα αεροπορικά μέσα. Ανάλογη τύχη είχε κάθε εγκατάσταση που το προϊόν της έπαψε να είναι αναγκαίο και η οποία δεν αναπροσάρμοσε την παραγωγή της, όπως το γνωστό εργοστάσιο πιλοποιίας του Πουλόπουλου, καθώς και τα πολυάριθμα εργοστάσια σαπωνοποιίας της Μυτιλήνης. • Οικονομικοί παράγοντες που οδήγησαν στο μαρασμό και στο κλείσιμο επιχειρήσεων, είτε λόγω κακοδιαχείρισης είτε επειδή δεν εκσυγχρονίστηκαν και δεν προσαρμόστηκαν σε νέους τρόπους παραγωγής και καινούρια είδη προϊόντων. • Αναπλάσεις υποβαθμισμένων περιοχών με αλλαγή χρήσεων σε ευρεία κλίμακα. Με τον τρόπο αυτό η λειτουργία της βιομηχανικής μονάδας δεν είναι δυνατόν να συνεχιστεί μέσα στην περιοχή αυτή, χωρίς να αποτελεί εμπόδιο για τον νέο σχεδιασμό, και έτσι μεταφέρεται αλλού, αφήνοντας τα κτίρια που τη στέγαζαν κενά. Στην Ελλάδα ειδικότερα, το φαινόμενο ύπαρξης κενών βιομηχανικών κτιρίων μπορεί επιπλέον να ερμηνευτεί είτε ως αποτέλεσμα οικονομικών παραγόντων (αποβιομηχάνιση, ασύμφορη και αντιπαραγωγική επένδυση του οικοδομικού τομέα, που σε συνδυασμό με τη μείωση της εκμετάλλευσης της γης αποτρέπει από την κατεδάφιση κενών κτιρίων και ανέγερση άλλων στη θέση τους) είτε της συνειδητοποίησης της αξίας και της ανάγκης για τη διατήρηση περισσότερο ή λιγότερο σημαντικών κτισμάτων, που αποτελούν μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς και αναφορά σε μνήμες της πόλης. Μέσα στο πλαίσιο αυτό αναπτύσσεται στη χώρα μας, όπως και νωρίτερα στο εξωτερικό, ένα νέο πεδίο αρχιτεκτονικής έρευνας με αντικείμενο τη διατήρηση και τον επανασχεδιασμό σε υπάρχοντα κελύφη. Τη δεκαετία του '80 ήταν κάτω από αυτές τις συνθήκες η κατάλληλη χρονική στιγμή, ώστε και στην Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ να ανθήσει ο διάλογος με τους φοιτητές στο επίκαιρο αυτό ζήτημα, στο πλαίσιο μιας σειράς ειδικών μαθημάτων. Ειδικά μαθήματα στο ΕΜΠ Από τα μέσα της δεκαετίας του '80 ξεκινάει στο ΕΜΠ μια σειρά ειδικών μαθημάτων ερευνητικού χαρακτήρα, με αντικείμενο τις

διάφορες πτυχές του προβλήματος, την αξιοποίηση κενών βιομηχανικών κτιρίων με την ένταξη νέων λειτουργιών σε αυτά για την εξυπηρέτηση σύγχρονων αναγκών. Χαρακτηριστικοί κύκλοι μαθημάτων που αφορούσαν το νέο αυτό αντικείμενο οργανώθηκαν έτσι ώστε να οδηγούν σε μια σταδιακή και ολοκληρωμένη εξοικείωση των σπουδαστών με το θέμα της επαναχρησιμοποίησης. Συγκεκριμένα, η αλληλουχία των ενοτήτων αφορούσε αρχικά τη γνωριμία και τη συνειδητοποίηση του προβλήματος που προκαλεί στο αστικό τοπίο η ύπαρξη κτιρίων χωρίς λειτουργία, καθώς επίσης και τη συστηματική αναγνώριση επεμβάσεων που υλοποιήθηκαν σε κενά κτίρια με ένταξη νέας χρήσης σε αυτά. Στη συνέχεια η διερεύνηση επεκτάθηκε στην κριτική ανάλυση εφαρμογών που έχουν υλοποιηθεί και στην αξιολόγηση τόσο ως προς την ορθότητα της επιλογής της νέας χρήσης όσο και ως προς το βαθμό αξιοποίησης των κάθε είδους δυνατοτήτων του κτιρίου και την ενσωμάτωση σε αυτό της νέας λειτουργίας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Η εμπειρία που αποκτήθηκε από την αρχική αυτή προσέγγιση έδωσε τη δυνατότητα να προχωρήσουν τα μαθήματα σε ένα νέο πεδίο έρευνας με αντικείμενο: α. τη μεθόδευση μιας αιτιολογημένης επιλογής νέας χρήσης σε κενό κτίριο και τις πιθανές εναλλακτικές δυνατότητες, σε συσχετισμό με μια ανάλυση των δεδομένων του κτιρίου και της ευρύτερης περιοχής του, β. την επισήμανση και την αξιολόγηση των κάθε είδους χαρακτηριστικών του κτιρίου (και του άμεσου περιβάλλοντος του) και τον καθορισμό των δυνατοτήτων και των ορίων της επέμβασης σε αυτό. Η σειρά των ερευνητικών αυτών μαθημάτων ολοκληρώνεται τελικά σε επίπεδο εφαρμογής με τη διατύπωση πρότασης και την επεξεργασία σε βαθμό προκαταρκτικής μελέτης για επαναχρηση και

ένταξη νέας λειτουργίας σε συγκεκριμένο κενό βιομηχανικό κτίριο. (Σύνταξη κτιριολογικού προγράμματος - οριοθέτηση λειτουργιών - βασικές κτιριολογικές επιλογές.) Αποτέλεσμα της δουλειάς που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των ερευνητικών αυτών μαθημάτων παρουσιάστηκε τόσο σε δημοσιεύσεις όσο και σε ανακοι1 νώσεις και εκθέσεις . Η επανάχρηση κενών βιομηχανικών κτιρίων αποτέλεσε επίσης το κεντρικό θέμα το οποίο απασχόλησε για τρία συνεχόμενα χρόνια μεταπτυχιακά σεμινάρια στη σειρά της προσφερόμενης από το TEE μετεκπαίδευσης για νέους αρχιτέκτονες, τα οποία οργανώθηκαν στη βάση της ολοκληρωμένης εμπειρίας που αποκτήθηκε από τα ερευνητικά προπτυχιακά μαθήματα στο Τμήμα 2 Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ . Στα σεμινάρια αυτά δόθηκε η ευκαιρία συνεργασίας με ειδικούς επιστήμονες (νομικούς, οικονομολόγους, ιστορικούς κ.λπ.) για να αναδειχθεί κατά τον τρόπο αυτό η συνθετότητα του προβλήματος της επανάχρησης. Μεθοδολογία των μαθημάτων Για τη συνειδητοποίηση από τους σπουδαστές του φαινομένου της εγκατάλειψης βιομηχανικών κτιρίων, του προβλήματος που δημιουργούν και των δυνατοτήτων που προσφέρουν για επανάχρηση και αναβάθμιση της ευρύτερης περιοχής τους, η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε ήταν η άμεση γνωριμία μέσα από παραδείγματα του ελλαδικού χώρου. Ετσι, αντικείμενο ανάλυσης αποτέλεσαν τόσο ευρύτερες περιοχές ύπαρξης κενών βιομηχανικών κελυφών (άξονας Πειραιώς, Μεταξουργείο) όσο και διακεκριμένες περιπτώσεις κτιρίων (εργοστάσιο ΦΙΞ, ΔΕΗ Μοσχάτου, Γκάζι κ.λπ.). Αξίζει να σημειωθεί ιδιαίτερα η διαδικασία που ακολουθήθηκε προκειμένου να καθοριστεί και να αιτιολογηθεί η επιλογή της νέας χρήσης καθώς και οι αποφάσεις


για το είδος των απαιτούμενων επεμβάσεων στο κτίριο και των βασικών χαρακτηριστικών τους και να εξασφαλιστεί η ένταξη της νέας λειτουργίας. Το εξεταζόμενο κενό κτίριο αναλύθηκε ειδικότερα ως προς τα παρακάτω χαρακτηριστικά: 1. Κριτήρια για την επιλογή της νέας ή των νέων χρήσεων: - Λειτουργικό παρελθόν του κτιρίου ή του συνόλου, - ανταπόκριση της νέας χρήσης σε υπάρχουσες ανάγκες, - έλεγχος του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου, περιορισμοί, δυνατότητες εφαρμογής και προοπτικές για την εξέλιξη του πολεοδομικού περιβάλλοντος, - συμβατότητα της νέας χρήσης με το ευρύτερο περιβάλλον, - συμβατότητα με το κέλυφος. 2. Κριτήρια για την επιλογή του είδους επέμβασης: - Ιστορική τεκμηρίωση-ένταξη του κτι ρίου. Ανάλογα με τη σημασία του, βιβλιο γραφική, αρχειακή κ.λπ. διερεύνηση, -αρχιτεκτονική, κατασκευαστική αποτύπωση, - κατασκευαστική ανάλυση, αναγνώριση ειδικών προβλημάτων, - οικονομικές παράμετροι, οικονομικά στοιχεία από την εφαρμογή. 3. Διατύπωση βασικών χαρακτηριστι κών επέμβασης: - Κτιριολογικό πρόγραμμα νέας χρήσης, - αποφάσεις για το είδος των απαιτούμενων επεμβάσεων, - προσθήκες, - κατεδαφίσεις, - κατασκευές, αναδιαρρυθμίσεις, - λειτουργικά διαγράμματα, πρώτες σχεδιαστικές προσεγγίσεις. Έλεγχος επάρ κειας μεγέθους. Βασικές κατασκευαστι κές αποφάσεις. Επισήμανση ορίων/δυ νατοτήτων και προϋποθέσεων για την ικα νοποίηση των απαιτήσεων της νέας χρή σης, δηλαδή, διατύπωση προδιαγραφών «αρχιτεκτονικής μελέτης». Σε πολλά από τα παραπάνω ζητήματα ζητήθηκε η συνδρομή των επιστημονικών χώρων (οικοδομικής και άλλων) που έχουν σχέση με το θέμα. Όσον αφορά τις δυνατότητες επεμβάσεων στο κτίριο, η ανάλυση στόχευε στον καθορισμό των περιθωρίων και των περιορισμών επέμβασης σε αυτό, με τελικό στόχο το μετασχηματισμό του. Έτσι εξετάστηκαν: "Ι.Το περίβλημα του κτιρίου, σε συνάρτηση με τον φέροντα οργανισμό, τα αρχικά υλικά κατασκευής και το είδος της επέμβασης που επιδέχεται (αποκατάσταση ή ενδεχόμενη προσθήκη με πιθανή ενίσχυση του αρχικού κτίσματος). 2. Η όψη και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά του κτιρίου. 3. Η δυνατότητα για παρεμβολή στο εσωτερικό του κτιρίου ένθετων ελαφρών ή μόνιμων κατασκευών (πατάρια κ.λπ.). 4. Η πιθανή διατήρηση/ανάδειξη του υπάρχοντος μηχανολογικού εξοπλισμού. 5. Οι προσφερόμενοι τρόποι για ενσω-

μάτωση νέων δικτύων και εξοπλισμού (φωτισμού, ήχου, ακουστικής κ.λπ.). 6. Οι δυνατότητες λειτουργικής ενσωμάτωσης του εξωτερικού περιβάλλοντος χώρου. 7. Οι τρόποι για ανάδειξη του χαρακτήρα του κτιρίου. Η διερεύνηση αυτή αποτελούσε ταυτόχρονα έλεγχο και απόδειξη της συμβατότητας του συγκεκριμένου κτιρίου με τη νέα προτεινόμενη χρήση. Κενά βιομηχανικά κτίρια που αποτέλεσαν βάση για την επεξεργασία ολοκληρωμένων προτάσεων εφαρμογής για εισαγωγή νέων χρήσεων αναζητήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας ήταν: Η κλωστοϋφαντουργική μονάδα Ν. Ιωνίας, η Σικιαρίδειος Αγγλοελληνική Εριουργία στον Ταύρο, το Δημόσιο Καπνοκοπτήριο της οδού Λένορμαν, το εργοστάσιο Berkshire της Λεωφ. Κηφισίας, η ΔΕΗ του Ν. φαλήρου, κ.ά. Αξιολόγηση αποτελεσμάτων Τα μαθήματα του κύκλου του επανασχεδιασμού μέσα σε κενά βιομηχανικά και άλλα κτίρια με στόχο την ένταξη νέας χρήσης υπήρξαν ιδιαίτερα δημοφιλή στο χώρο των φοιτητών. Σήμερα αποτελεί πια μια αρκετά συχνή επιλογή θέματος διπλωματικής εργασίας η επανάχρηση βιομηχανικού κτιρίου ή συγκροτήματος. Άλλωστε, αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη η μεταφορά της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών στο Σικιαρίδειο Συγκρότημα της οδού Πειραιώς, το οποίο ήταν ένα από τα πρώτα που χρησίμευσαν ως αντικείμενο διερεύνησης των σπουδαστών. Χαρακτηριστική ήταν επίσης η ευαισθητοποίηση και η αντίδραση της Σχολής και των σπουδαστών ειδικότερα εν όψει του κινδύνου κατεδάφισης του εργοστασίου ΦΙΞ στη Λεωφ. Συγγρού. Μέσα από τα αποτελέσματα των σπουδαστικών εργασιών αναδείχθηκε η μεγάλη αρχιτεκτονική πρόκληση που αποτελεί ο σχεδιασμός σε υπάρχον κέλυφος

σε συνδυασμό με την αναγνώριση και την αξιοποίηση των σημαντικών χαρακτηριστικών του κτιρίου. Έγινε σαφές ότι δεν πρόκειται απλά για μια διαδικασία ανακαίνισης, συντήρησης ή αποκατάστασης ενός κτιρίου, δεδομένου ότι δεν αφορά συνηθέστατα αρχιτεκτονικά «μνημεία». Αντίθετα, αναζητήθηκαν τα όρια κάθε δυνατού μετασχηματισμού, χωρίς βεβαίως να χαθεί ο χαρακτήρας και η ταυτότητα του κτιρίου. Έτσι, δόθηκε η δυνατότητα για τη διατύπωση προτάσεων που χαρακτηρίζονται από πρωτοτυπία και αξιοποιούν στον μέγιστο δυνατό βαθμό το κτίριο, αναβαθμίζοντας ταυτόχρονα το ίδιο και το περιβάλλον του. Όλα αυτά με αφορμή υπαρκτά παραδείγματα που αποτελούν χαρακτηριστικές και γνώριμες εικόνες της πόλης, αλλά και προβληματικές εστίες, και χώρους ασυνέχειας του αστικού τοπίου. Η διερεύνηση σχετικά με τον καθορισμό της νέας λειτουργίας, αλλά και με τις δυνατότητες επεμβάσεων στο βιομηχανικό κτίριο, ανέδειξε το τεράστιο εύρος δυνατοτήτων που παρουσιάζουν τα κτίρια αυτά για ποικίλες νέες και αιτιολογημένες χρήσεις, έτσι ώστε να μετατρέπονται από προβλήματα σε αναβαθμισμένα τοπόσημα. Αποδεικνύεται δηλαδή ότι όλη αυτή η διαδικασία δεν αποτελεί ρομαντισμό αλλά ένα νέο πεδίο αρχιτεκτονικού προβληματισμού που καλύπτει ανάγκες, διασφαλίζει τη συνέχεια της οπτικής και ιστορικής μνήμης της πόλης και την αναβαθμίζει. Φ. ΒΕΡΔΕΛΗΣ - Γ. ΚΑΒΑΛΙΕΡΑΤΟΣ

1. Αρχαιολογία 28 (Σεπτ. 1968). Αρχιτεκτονικά Θέματα 22 (1988). Έκθεση «Σύγχρονη αρχιτεκτονική δημιουργία σε παλιά κτίρια», Πνευματικό Κέντρο Δήμου Αθηναίων, Μάρτιος 1987 (Οργάνωση TEE, ICOMOS, Γαλλικό Ινστιτούτο, Κοινωφελές Ίδρυμα ΕΤΒΑ). 2. Βλ. δημοσίευση στο Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων 8 (Ιούλ.-Σεπτ. 1993).

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΕΚΜΗΡΙΩΝ ΚΑΙ ΥΛΙΚΩΝ ΤΩΝ ΜΝΗΜΕΙΩΝ (ΚΥΤΥΜ) Πρόταση για την ίδρυση και την προσέγγιση της εκτάσεως του αντικειμένου και των σκοπών καθώς και σκέψεις για τον τρόπο οργανώσεως και λειτουργίας μιας υπηρεσίας με γενικό αντικείμενο όπως αναφέρεται στον τίτλο. Προσημειώσεις 1. Ο χαρακτηρισμός Κεντρική δύναται και να παραλειφθεί χάριν συντομίας, όμως η Υπηρεσία θα πρέπει να νοείται και να λειτουργεί ως κεντρική και όχι ως μόνη και αποκλειστική. Για πολλούς πρακτικούς υπηρεσιακούς αλλά και κοινωνικούς και πολιτιστικούς λόγους θα πρέπει να υπάρχουν και στις περιφερειακές μονάδες του Υπουργείου Πολιτισμού τμήματα αντίστοιχα, φυσικά με τοπική έκταση αντικειμένου.

Βεβαίως η ύπαρξη του υλικού εις διπλούν (στην περιφέρεια και το κέντρο) συνεπάγεται πρόσθετη δαπάνη, όχι όμως τόσο υπολογίσιμη. Το κόστος αναπαραγωγής των τεκμηρίων είναι ασυγκρίτως μικρότερο από το κόστος της αρχικής παραγωγής τους, ενώ η ύπαρξη τους εις διπλούν σε διαφορετικούς μάλιστα τόπους εξασφαλίζει την πληροφορία κατά την περίπτωση πυρκάίάς ή άλλης καταστροφής. 2. Η ονομασία Υπηρεσία είναι σχετική. Άλλες ονομασίες, όπως Οργανισμός, Ινστιτούτο, Κέντρο κτλ., μπορούν να συζητηθούν. Πάντως ο γράφων θεωρεί τη λέξη Υπηρεσία προτιμότερη. 3. Η αναφορά του πρώτου αντικειμένου ως Τεκμηρίων και όχι ως τεκμηριώσεως (όπως π.χ. Κέντρον Τεκμηριώσεως)


είναι προτιμότερη, εφόσον για λειτουργικούς λόγους είναι καλύτερο η ίδια η τεκμηρίωση να γίνεται από τις διάφορες περιφερειακές μονάδες (βλ. παρακάτω), η δε Υπηρεσία να αποτελεί κεντρικό αρχείο μόνο των τεκμηρίων σε πρωτότυπο ή αναπαραγωγή, φυσικά χάριν ομοιομορφίας είναι δυνατή η προδιαγραφή τύπων, κανόνων παραγωγής και μορφής των τεκμηρίων εκ μέρους της Υπηρεσίας, η οποία θα τελεί εν γνώσει των περιφερειακών Υπηρεσιών (εγκύκλιοι και σεμινάρια). 4. Η ονομασία Υλικών είναι χάριν συντομίας περιληπτική. Περιλαμβάνει όχι μόνο δομικά υλικά διαφόρων ιστορικών περιόδων, αλλά γενικότερα υλικά της παραδοσιακής τεχνολογίας. Αναφέρεται στα υλικά ως μεμονωμένα συστατικά αλλά και σε παραδοσιακούς συνδυασμούς τους (π.χ. πλίνθοι με το κονίαμα μεταξύ τους) και χαρακτηριστικές κατασκευαστικές λεπτομέρειες (π.χ. ξυλοσυνδέσεις). Τέλος, συμπεριλαμβάνει και τη μεγάλη ποικιλία παραδοσιακών εργαλείων που σχετίζονται με τα διάφορα υλικά και τις παραγόμενες εξ αυτών κατασκευαστικές μορφές. 5. Η λέξη Μνημείων χρησιμοποιείται εδώ χωρίς τη νεότερη σύμβαση κατά την οποία σημαίνει κτίσματα. Το εννοούμενο αντικείμενο είναι πολύ ευρύτερο και περιλαμβάνει διάφορες κατηγορίες άλλων ακίνητων αλλά και κινητών αντικειμένων της τέχνης ή της τεχνικής, τα οποία γενικώς είναι μνημεία του υλικού πολιτισμού και μάλιστα όλων των ιστορικών περιόδων.

Η σκοπιμότητα συνθέσεως του αντικειμένου και οι πολλαπλές χρήσεις του Ενώ κανένα από τα συστατικά στοιχεία της Υπηρεσίας δεν αποτελεί κάτι το νέο, η σύνθεση όλων σε ένα σύνολο δύναται να θεωρηθεί ως μια καινοτομία. Η σύνθεση αυτή αποσκοπεί στην παραγωγή περισσότερης και πληρέστερης πληροφορίας και εποπτείας, πέραν εκείνης που παρέχεται από τον κάθε τομέα χρησιμοποιούμενο χωριστά. Ενώ, δηλαδή τα αρχεία φωτογραφιών, σχεδίων, χαρτών, υλικών, δομικών λεπτομερειών και εργαλείων και τα σπουδαστήρια και δοκιμαστήρια υλικών και δομικών λεπτομερειών είναι τομείς που ήδη υπάρχουν, αν και όχι όλοι στην Ελλάδα, και πάντως χρησιμοποιούνται με τους γνωστούς ποικίλους τρόπους, η δομική σύνδεση τους οδηγεί αυτομάτως στη δυνατότητα πρόσθετων χρήσεων που δεν προσφέρονται από κανέναν τομέα χωριστά αλλά και ούτε από την απλή παράθεση τους. Οι χρήσεις του αντικειμένου θα πρέπει να είναι όχι μόνον εσωτερικές εκ μέρους των δημοσίων υπηρεσιών, αλλά ελεύθερες για κάθε ενδιαφερόμενο. Ανεξαρτήτως πάντως της ιδιότητας του χρηστού, το αρχειακό υλικό δεν θα δανείζεται και κατά κανόνα δεν θα μετακινείται από τη θέση φυλάξεως του, εφόσον μεταξύ υλικού και χρηστού θα παρεμβάλλονται ηλεκτρονικοί υπολογιστές συνδεδεμένοι με αρχεία μαγνητικών δίσκων και με εκτυπωτές για την εξυπηρέτηση κάθε χρηστού. Κατά τα άλλα, τα αντικείμενα δεν θα

αποτελούν μόνον αρχείο, αλλά ένα μέρος τους, προκειμένου για τα σχέδια, τις φωτογραφίες, τα τεχνικά υλικά και τις παραδοσιακές κατασκευαστικές λεπτομέρειες, θα είναι συγχρόνως μουσειακά εκθέματα τοποθετημένα σε κατάλληλες προθήκες, βιτρίνες κτλ. μέσα σε χώρους επισκέψιμους. Με τον τρόπο αυτό θα καλύπτεται το κενό που υπάρχει ακόμη στην Ελλάδα όσον αφορά στη διάσωση και την αρχειοθέτηση υλικών της παραδοσιακής τέχνης και τεχνολογίας, αλλά και στην κατάρτιση μουσειακών συλλογών αυτού του είδους. Τέλος, η συστέγαση του αρχείου των υλικών με επιστημονικά ινστιτούτα μελέτης και δοκιμασίας αυτών ακριβώς των υλικών έχει μια αυτονόητη σκοπιμότητα. Η συγκέντρωση των υλικών αυτών, έργο κύριο το οποίο θα απαιτήσει και θα απαιτεί χρόνο και υπηρεσιακή ευσυνειδησία, θα γίνεται με ευθύνη των περιφερειακών υπηρεσιών. Εννοείται ότι από κάθε διακεκριμένη περίπτωση υλικού θα απαιτούνται τρία χωριστά δείγματα. Ενα για την τοπική Υπηρεσία και δύο για την κεντρική, αντιστοίχως για το Αρχείο-Εκθετήριο και για το Σπουδαστήριο-Δοκιμαστήριο. Εννοείται επίσης ότι η ποσότητα των δειγμάτων θα εξαρτάται από την αφθονία και την περίσσεια του επί τόπου υλικού και από το αρμοστόν της αφαιρέσεως του από τα ιστάμενα ή τα πεσμένα μέρη κάθε μνημείου. Οι δοκιμασίες και μάλιστα οι καταστροφικές για το υλικό θα εξαρτώνται επίσης από τους ίδιους παράγοντες.



Η σύνδεση Αρχείου υλικών και Σπουδαστηρίου-Δοκιμαστηρίου συνιστά όχι μόνο διάσωση και θησαυρισμό αλλά και παραγωγή πληροφορίας και γνώσεως. Το σχήμα αυτό είναι φανερό ότι θα έβρισκε την καλύτερη ολοκλήρωσή του, αν αποκτούσε και μια τρίτη πλευρά, αυτή της μετάδοσης των γνώσεων ή της άμεσης κοινοποίησης υπό μορφή όχι μόνο διαλέξεων, αλλά μάλλον παραστατικής και θεαματικής εκτελέσεως ορισμένων χαρακτηριστικών παρατηρήσεων, μετρήσεων και δοκιμών, παρουσία μεικτού κοινού. Τέτοιου είδους παρουσιάσεις σε συνδυασμό με τη σταθερή μουσειακή έκθεση των υλικών θα παρέχουν την άλλη εκείνη πλευρά που ως τώρα λείπει σταθερά από τις ευκαιρίες και συνεπώς από τα ενδιαφέροντα του καλλιεργημένου ελληνικού κοινού, το οποίο δυστυχώς στο μεγαλύτερο μέρος του αγνοεί ότι πολιτισμός δεν είναι μόνον οι εικαστικές τέχνες και εκείνες του λόγου αλλά ακόμη και οι άλλες, οι θεωρούμενες βάναυσες, των κατασκευαστικών υλικών και εργαλείων και των χειροτεχνημάτων που έχουν μόνον πρακτική χρήση. Η αξία του Εκθετηρίου των εργαστηρίων και των επιδεικτικών προγραμμάτων τους για τους ασχολούμενους με τη μελέτη και περισσότερο με τη συντήρηση των διαφόρων μνημείων είναι αυτονόητη. Η αρμοδιότητα ως προς τις δοκιμές θα ήταν δυνατόν να εκτείνεται και έξω από τα εργαστήρια και να φθάνει σε ολόκληρα κτήρια, εφόσον αυτά προσφέρονται για καταστροφικές δοκιμασίες (έχει εκδοθεί σχετική άδεια κατεδαφίσεως και συγχρόνως ο περιβάλλων χώρος το επιτρέπει) και εφόσον περιέχουν δομικά μέρη παραδοσιακής τεχνολογίας (διάφορες αργολιθοδομές κτλ.). Είναι πράγματι παράλειψη σοβαρή να έχουν κατεδαφιστεί ως σήμερα τόσα κτήρια χωρίς να έχει αξιοποιηθεί η ευκαιρία για μια πραγματιστική έρευνα των αντοχών τους σε στατικά φορτία (υπάρχει μία μόνον εξαίρεση), αλλά και σε δυναμικά (με τεχνητές δονήσεις), μάλιστα σε μια χώρα όπου όχι μόνο νέα κτίσματα αλλά και παλαιά, μνημεία και διατηρητέα, συνεχώς πλήττονται από τους σεισμούς. Σήμερα είναι δεκτό ότι τις πλέον αξιόπιστες γνώσεις για τη μελέτη και την αντιμετώπιση του σεισμικού φαινομένου σε κτήρια τις παρέχουν πειράματα και δοκιμασίες σε πραγματικά αντικείμενα και κατά το δυνατόν σε κλίμακα πλησιέστερη προς το φυσικό μέγεθος. Εννοείται ότι για τη διεξαγωγή τέτοιων δοκιμών απαιτούνται, εκτός από επιστημονικό, θεωρητικό και τεχνικό εξοπλισμό, υπηρεσιακές ρυθμίσεις σε συνδυασμό προς τις εκδόσεις των αδειών κατεδαφίσεως. Εννοείται, επίσης, ότι τέτοια προγράμματα θα πρέπει να αναπτυχθούν κυρίως από το ΥΠΕΧΩΔΕ και τα Πολυτεχνεία και ότι το ΥΠΠΟ με την ΚΥΤΥΜ θα συμμετέχουν στις ειδικές περιπτώσεις κτηρίων με παραδοσιακή οικοδομική τεχνολογία.

Η σκοπιμότητα συγκεντρώσεως του αντικειμένου Συνέπεια της ως τώρα απουσίας μιας κεντρικής υπηρεσίας για τη μελέτη και τη δοκιμή των διαφόρων παραδοσιακών υλικών είναι να μην αρκούν οι προσπάθειες μεμονωμένων ατόμων στην περιφέρεια για την αντιμετώπιση προβλημάτων που κάθε άλλο παρά τοπικά είναι. Τι είναι προτιμότερο; Να μελετώνται π.χ. οι οπτόπλινθοι των ρωμαϊκών ή βυζαντινών μνημείων καθενός νομού, χάριν των εργασιών συντηρήσεως από τις περιορισμένες τοπικές δυνάμεις, μάλιστα χωρίς εποπτεία της μεγάλης ποικιλίας του υλικού αυτού στους εκάστοτε υπόλοιπους νομούς και χωρίς τα καλύτερα τεχνικά μέσα, ή να μελετώνται σε κοινή βάση με δυνατότητες συγκρίσεων, γενικεύσεων, ειδικεύσεων κτλ. όλες οι ποικιλίες οπτοπλίνθων που θα συγκεντρωθούν από κάθε τόπο σε ένα κεντρικό εργαστήριο εξοπλισμένο με τα καλύτερα τεχνικά μέσα από μελετητές με ειδίκευση στις οπτοπλίνθους και την κεραμουργία γενικότερα; Το αυτό ισχύει για κάθε άλλο είδος υλικών, όπως π.χ. για τους πολυποίκιλους λίθους και τα μάρμαρα της χώρας, για τα διάφορα ξύλα, για τα μέταλλα, τα ποικίλα κονιάματα και χρώματα, για τα δέρματα, τα υφάσματα, τα χαρτιά κτλ. Οργάνωση της ΚΥΤΥΜ Μετά τις γενικότητες που προτάχθηκαν για τη σύσταση της ΚΥΤΥΜ, το αντικείμενο της και τη σκοπιμότητα συγκεντρώσεως και συνθέσεως αυτού, επιχειρείται το ακόλουθο διάγραμμα της οργανωτικής δομής της (βλ. πίν.). Σχετικά με το πραγματικό αντίκρισμα του οργανωτικού διαγράμματος ας σημειωθούν τα εξής: 1. Η οργάνωση της ΚΥΤΥΜ δεν είναι δυνατόν εξαρχής να είναι πλήρης για πρακτικούς λόγους που περιττεύει να αναφερθούν. Θα πρέπει, ωστόσο, να προχωρήσει η οργάνωση των επί μέρους τομέων της ΚΥΤΥΜ κατά τρόπον ώστε να είναι δυνατή η εξαρχής λειτουργία και απόδοση τους. 2. Η στέγαση της ΚΥΤΥΜ ως υπηρεσίας και μαζί εκθετηρίου με ικανή χωρητικότητα σε επισκέπτες απαιτεί μόνιμο κτήριο (όχι ενοικιασμένο όπως είναι τα άλλα του ΥΠΠΟ), μάλιστα με τη δέουσα αρχιτεκτονική ποιότητα και κτηριακή ασφάλεια. Εν όψει των στεγαστικών δυσχερειών επιβάλλεται η μεταβατική λειτουργία των πρώτων τμημάτων που θα υπαχθούν (Κέντρο Λίθου για παράδειγμα) ή θα ιδρυθούν σε όποια κτήρια του ΥΠΠΟ τυχαίνει να υπάρχει ο απαραίτητος χώρος. Πάντως, αυτές οι πρόχειρες λύσεις δεν δικαιολογούν επανάπαυση, αλλά επιβάλλουν την τακτοποίηση του στεγαστικού το συντομότερο δυνατόν. Σχετικά με τη λειτουργία της ΚΥΤΥΜ ας σημειωθούν τα εξής: 1. Ως προς το υλικό τεκμηριώσεως των μνημείων η Υπηρεσία είναι αρμόδια μόνο για την τήρηση του αρχείου και όχι για την εκτέλεση αποτυπώσεων, φωτογραφήσεων κτλ. Τούτο είναι αρμοδιότητα κάθε περιφε-

ρειακής Υπηρεσίας ιδιαιτέρως, όχι μόνο για τους προφανείς λόγους οικονομίας των δαπανών και των μετακινήσεων αλλά και για τον σοβαρό λόγο ότι οι σχεδιάσεις είναι πολύ προτιμότερο να γίνονται από τους ίδιους τους μηχανικούς που εκτελούν τα έργα στα μνημεία, επειδή κατ' αυτό τον τρόπο αυτοί αποκτούν την αναγκαία στενή ...επαφή με το εκάστοτε θέμα. Γενικώς οι περιφερειακές Υπηρεσίες είναι σε θέση να παράγουν σχέδια μνημείων με τις δικές τους δυνάμεις. Σε ειδικές μόνον περιπτώσεις θα ήταν ίσως δεκτή η εκτέλεση αυτών των εργασιών ή απλώς η υποβοήθησή τους από υπαλλήλους πιο ειδικευμένους, προερχόμενους από τη Διεύθυνση Τοπογραφήσεων. Γενικώς όμως οι προδιαγραφές για την εφαρμογή ορισμένων σχημάτων φύλλων και τους γραφικούς συμβολισμούς θα είναι δυνατόν να συντάσσονται με ευθύνη της Κεντρικής Υπηρεσίας. Μια κεντρικής σημασίας προδιαγραφή πρέπει να υπάρξει για τη μετρική ακρίβεια των αρχιτεκτονικών κυρίως αποτυπώσεων, η οποία για να επιτευχθεί απαιτεί ορισμένη κατάρτιση εκ μέρους των αρχιτεκτόνων και των άλλων μηχανικών που θα την ασκούν, για τη διαπίστωση της οποίας ή την απόκτησή της θα πρέπει οι ενδιαφερόμενοι να εξετάζονται ή να συμμετέχουν σε σεμινάρια με καταληκτήριες εξετάσεις. Προκειμένου για κτήρια στα οποία η έκταση ή η μετρική δυσκολία υπερβαίνει τα όρια που θα καθορίσει η Κεντρική Υπηρεσία, θα είναι απαραίτητη η συμμετοχή και τοπογράφων μηχανικών τουλάχιστον στο πρώτο στάδιο της αποτυπώσεως. Η τυποποίηση των φύλλων και των κλιμάκων σχεδιάσεως είναι απαραίτητη τόσο για τον εναρμονισμό του αποθηκευτικού εξοπλισμού του αρχείου προς το αντικείμενο όσο και για την απλούστευση της εργασίας αναπαραγωγής ή μηχανογραφήσεως στα ειδικά τραπέζια του εργαστηρίου του αρχείου. 2. Η συγκέντρωση του γραφικού και φωτογραφικού υλικού όχι μόνο από άλλους φορείς (π.χ. Πολυτεχνεία) αλλά ακόμη και από τις ίδιες τις υπηρεσίες του ΥΠΠΟ δεν είναι δυνατόν να επιτύχει, αν δεν υπάρξουν προηγουμένως προσεκτικές και δίκαιες ρυθμίσεις για τα θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας που θα ανακύψουν αυτομάτως από τις δυνατότητες τις οποίες θα παρέχει το αρχείο αυτό στους χρήστες του, ιδίως με τις προσβάσεις που επιτρέπουν τα συστήματα μηχανογραφήσεως. Το θέμα αυτό από μόνο του είναι τόσο μεγάλο ώστε θα πρέπει να αρχίσει να μελετάται εγκαίρως από αρμόδια πρόσωπα. Φυσικά το θέμα περιλαμβάνει όχι μόνον τα χειρόγραφα κείμενα, αλλά ακόμη και τα υπηρεσιακά έγγραφα. 3. Το αρχείο των υλικών θα καταρτισθεί με τον αυτό τρόπο όπως και το αρχείο τεκμηρίων, θα πρέπει μάλιστα να εφαρμοσθούν εξαρχής ειδικές προδιαγραφές όσον αφορά στις διαστάσεις, την κατάσταση και την υλική αξία των δειγμάτων.


Αυτούσια τεμάχια με τα φυσικά πέρατα, με τεχνητές επίπεδες τομές, με φυσικές θραύσεις, κυλινδρικοί πυρήνες (όχι μόνον από λίθους αλλά από ξύλα και άλλα υλικά) είναι οι διάφορες μορφές για κάθε δείγμα. Προκειμένου για σύνθετα δείγματα ή κατασκευαστικές λεπτομέρειες, η απόκτηση επί τόπου και η μεταφορά θα γίνεται βάσει ειδικών τεχνικών προδιαγραφών που θα επεξεργασθεί η Υπηρεσία. Κατά τον τρόπο αυτό θα μεταφερθούν στο Εκθετήριο ολόκληροι κόμβοι ξύλινων κατασκευών ή σιδηρών δομικών στοιχείων λίθινων ή ξύλινων κατασκευών, τμήματα λίθινων και πλίνθινων τοίχων, τόξων, σφαιρικών επιφανειών κτλ., μάζες νωπών πλίνθων, διάφοροι πηλοί, ολόκληροι κόμβοι πήλινων υδραυλικών δικτύων της αρχαίας εποχής, ξύλινοι και μεταλλικοί μηχανισμοί θυρών, αλλά και παραδοσιακά εργαλεία κτλ. Αναλόγως θα συγκεντρωθούν δείγματα των άλλων κατασκευαστικών τεχνών, όπως της ναυπηγικής, της βαρελοποιίας, της κεραμουργίας, της μεταλλουργίας, της καροποιίας κτλ. Στην κατάρτιση του αρχείου των υλικών θα πρέπει να συμβάλουν και άλλες δυνάμεις εκτός από εκείνες της Υπηρεσίας. Το συνολικό έργο είναι τόσο μεγάλο και δυσχερές, ώστε για την επιτυχία του να απαιτούνται ειδικές αμοιβές και ειδικά πνευματικά δικαιώματα σε όσους θα συμμετάσχουν στην έρευνα και τη συγκρότηση των δειγμάτων. Πρέπει να γίνει συνείδηση όλων και πρώτα των αρμόδιων υπηρεσιών ότι η διάσωση του τεχνικού πολιτισμού είναι εθνικό και κοινωνικό καθήκον υψίστης σημασίας και ότι σε πολλούς τομείς αυτού του είδους η υστέρηση της χώρας είναι αδικαιολόγητη. 4. Η εφηρμοσμένη έρευνα στα υλικά των μνημείων θα καταμερισθεί σε ιδιαίτερα εργαστήρια για τα οποία ένα μέρος του τεχνικού εξοπλισμού θα είναι κοινό, ενώ το καθένα θα διαθέτει και τα δικά του ιδιαίτερα μηχανήματα και εργαλεία. Εκτός από την έρευνα για τις ιδιότητες, την παθολογία και τη συντήρηση των διαφόρων υλικών, τα εργαστήρια θα υποβάλλουν τα υλικά σε διάφορες δοκιμασίες φυσικής ή χημικής προσβολής από τους ποικιλόμορφους παράγοντες που δρουν στο περιβάλλον. Οι μηχανικές δοκιμασίες δεν θα γίνονται μόνο στα επί μέρους υλικά (θραύση, τριβή κτλ.), αλλά και σε σύνθετα στοιχεία, όπως τμήματα τοιχοποιίας, θόλου, θεμελίου, στέγης κτλ., και θα είναι ποικίλων ειδών ως προς τη θέση, το μέγεθος, τη χρονική σειρά καθώς και τη διάρκεια των δυνάμεων. Την οργάνωση αυτών των εργαστηρίων και την εν συνεχεία λειτουργία τους θα πρέπει να αναλάβουν επιστήμονες με αποδεδειγμένη αξία, ώστε να αποφευχθούν αστοχίες κρίσιμες για τις εφαρμογές της έρευνας ως και τα γνωστά φαινόμενα της μειωμένης αποτελεσματικότητας. Ορισμένα εργαστήρια ή προγράμματα, όπως π.χ. αυτό της δενδροχρονολογή-

σεως θα πρέπει να τελούν σε συνεργασία με αντίστοιχα της αλλοδαπής χάριν των αναγκαίων ανταλλαγών πληροφοριών. 5. Η μορφωτική λειτουργία της ΚΥΤΥΜ θα σχεδιάζεται από ειδικό μικρό τμήμα μορφωτικών προγραμμάτων της ίδιας της ΚΥΤΥΜ ή από την ειδική υπηρεσία του ΥΠΠΟ σε συνεργασία με στελέχη της ΚΥΤΥΜ. Τα διάφορα μορφωτικά προγράμματα, εκθέσεις-επιδείξεις θα είναι πάντα διαθέσιμα, εφόσον θα φυλάσσονται κινηματογραφημένα με ειδική καταχώριση στο αρχείο των κινηματογραφικών τεκμηρίων των μνημείων. Στο ίδιο αρχείο θα πρέπει να συγκεντρώνονται υπό οιαδήποτε κινηματογραφική μορφή και προγράμματα

σχετικά με το θέμα, προερχόμενα από την ευρύτερη εγχώρια παραγωγή (π.χ. από την ΕΡΤ ή την ξένη παραγωγή κτλ.). Εννοείται ότι θα ρυθμισθούν θέματα Copyrights και ότι εν γένει θα πρόκειται για χρήση περιορισμένη στο εσωτερικό της Υπηρεσίας και για μη κερδοσκοπικούς σκοπούς. Πάντως, προγράμματα παραγόμενα από την ίδια την ΚΥΤΥΜ δυνατόν να είναι αντικείμενα οικονομικής εκμεταλλεύσεως εκ μέρους της ή εκ μέρους της αρμόδιας υπηρεσίας του ΥΠΠΟ. Μ. ΚΟΡΡΕΣ * Η εισήγηση αυτή κατατέθηκε από τον αρχιτέκτονα κύριο Μανόλη Κορρέ στις 11.9.1987 στο Υπουργείο Πολιτισμού.

ΕΝΑ ΜΠΡΙΚΙ ΣΤΑ «ΣΚΕΡΑ» ΤΟΥ ΓΑΛΑΞΙΔΙΟΥ Το μπρίκι (βρίκιον, βρίκι, ιμπρίκι, εμβρίκιον, πάρων, brig, brick) εμφανίζεται στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα ως παραλλαγή ή εξέλιξη του μπριγιαντίνου. Ο τελευταίος αυτός τύπος ήταν αρχικά κωπήλατο σκάφος με βοηθητικά πανιά λατίνια και στα τέλη του 17ου και κατά τον 18ο αιώνα αναφέρεται περισσότερο ως ιστιοφόρο και λιγότερο ως κωπήλατο σκάφος. Αντίθετα, το μπρίκι σε όλες τις πηγές αναφέρεται αποκλειστικά ως τύπος ιστιοφορίας του 18ου και 19ου αιώνα και χρησιμοποιόταν ευρύτατα στη Μεσόγειο αλλά και στη Βόρεια Ευρώπη. Η πρώτη αναφορά για ναυπήγηση ελληνικού μπρικιού προέρχεται από την Ύδρα, στα μέσα του 18ου αιώνα, όταν ο Λάζαρος Κόκκινης αποφάσισε να κατασκευάσει ένα εμπορικό σκάφος, γύρω στους 250 τόνους. Το σκάφος που τελικά ναυπηγήθηκε στο Σοφικό το 1757 -ίσως γιατί εκεί υπήρχε η διαθέσιμη ξυλεία- ήταν ένα μπρίκι «δύσμορ-

φο», «λίαν οκνόν εις τον χειρισμόν» και θεωρήθηκε παρακινδυνευμένο να το ταξιδέψει κανείς. Παρ' όλα αυτά ο Κόκκινης έκανε ταξίδια με το μπρίκι του στην Αλεξάνδρεια, την Κεφαλλονιά και στην Τεργέστη. Μισό αιώνα αργότερα, κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, το μπρίκι ήταν πλέον ο πιο διαδεδομένος τύπος ιστιοφορίας για τα ελληνικά πλοία, και το 1821 το στόλο των επαναστατημένων Ελλήνων αποτελούσαν πλέον στην πλειονότητα του μπρίκια. Τα πιο γνωστά ίσως ήταν το φημισμένο «Άρης» του Μ.Α. Τσαμαδού, ναυπηγημένο το 1818 στη Βενετία από ξύλο δρυός, με μήκος καρίνας 31,50 μ., πλάτος 8,85 μ., βύθισμα 4,90 μ. και εκτόπισμα 350 τόνων, και το «Λεωνίδας» του Μ. Τομπάζη, ναυπηγημένο το 1811 στην Ύδρα, από ξύλο πεύκου και με μήκος καρίνας 35,50 ναυπηγικούς πήχεις. Το μπρίκι θα συνεχίσει έως την παρακμή των ιστιοφόρων στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα να αποτελεί τον βασικό τύπο εμπορικού πλοίου για τους έλληνες καραβοκύρηδες. Την περίοδο 1843-1858, σύμφωνα με δημοσιευμένα στατιστικά στοιχεία, μόνο στα ναυπηγεία της ελεύθερης Ελλάδας κατασκευάστηκαν 1030 μπρίκια. Την ίδια περίοδο είχαν κατασκευαστεί 278 γολέτες, 288 μπρατσέρες και το σύνολο των ναυπηγήσεων από τα μεγάλα πλοία μέχρι τις βάρκες ήταν 3586. Τα περισσότερα από τα μπρίκια αυτά είχαν ναυπηγηθεί στη Σύρο (524 σκάφη), στις Σπέτσες (225), στο Γαλαξίδι (62), στη Σκόπελο (52), στην Ύδρα (48) και στη Σκιάθο (44). Το μέγεθος τους ήταν συνήθως μεταξύ 200 και 350 τόνων και η γάστρα τους ήταν σχεδόν πάντα τύπου «καραβόσκαρο». Το μπρίκι ήταν επίσης είδος ιστιοφορίας για σκάφη με δύο κατάρτια, συνήθως «μπίμπικα» ή «μπίμπιλα» (μονοκόμματα) και περιλάμβανε «πινά» (τετράγωνα πανιά) και στα δύο και «ράντα» (τετράπλευρο πανί) μόνο στο πρυμνιό κατάρτι. Τα τετράγωνα


* Σύμφωνα με τον πίνακα καραβιών που περιλαμβάνεται στον Γ' τόμο του Ε.Ν. Γουργουρή, Το Γαλαξείδι στον καιρό των καραβιών, Αθήνα 1983.

πανιά μπορούσαν να είναι τρία, τέσσερα ή και πέντε καθ' ύψος σε κάθε κατάρτι, ανάλογα με το μέγεθος του σκάφους αλλά και την επιθυμία του καπετάνιου. Μεταξύ των καταρτιών στα μπρίκια ήταν αναρτημένες «στραλιέρες» (τριγωνικά πανιά στη μέση του σκάφους) και τρεις ή τέσσερις «φλόκοι» (τριγωνικά πανιά στην πλώρη) πάνω από το μπαστούνι του. Ήταν μικρά και γρήγορα ιστιοφόρα και αποτελούσαν τον βασικό κορμό του ελληνικού εμπορικού στόλου την εποχή των ιστιοφόρων. Έως το τέλος της Ελληνικής Επανάστασης το μήκος των μπρικιών καθόριζε και τον αριθμό των κανονιών που έφεραν στο κατάστρωμα, στην αρχή για να αντιμετωπίζουν πειρατικές επιδρομές και αργότερα για τις ανάγκες της Επανάστασης. Ετσι, ο διαχωρισμός ως προς το μέγεθος του σκάφους γινόταν συχνά με τον αριθμό των κανονιών. Ο Τ.Π. Κωνσταντινίδης (1954) αναφέρει ότι τα ελληνικά μπρίκια ήταν με 12-18 κανόνια και πλήρωμα 50-60 ανδρών, ενώ τα τουρκικά με 20-24 κανόνια και πλήρωμα 70-80 ανδρών. Δεν ξέρουμε πότε ακριβώς διαλύθηκε το τελευταίο από τα ελληνικά μπρίκια, γνωρίζουμε όμως ότι το πολεμικό ναυτικό πυρπόλησε το τελευταίο του μπρίκι, τον ένδοξο «Άρη», το 1921 στις εκδηλώσεις για την επέτειο των εκατό χρόνων από την έναρξη της Επανάστασης. Η απόφαση αυτή λήφθηκε γιατί το κόστος συνήρησης του «Άρη» θεωρήθηκε μεγάλο και δεν εκτιμήθηκε

σωστά η πολιτιστική και ιστορική αξία διάσωσης ενός μπρικιού από την εποχή της Επανάστασης. Ετσι, μια από τις μεγαλύτερες δυνάμεις της παγκόσμιας ναυτιλίας, η Ελλάδα, δεν προνόησε για τη διάσωση ούτε ενός από τα ιστιοφόρα της που χρησιμοποιήθηκαν κατά την απελευθέρωσή της αλλά και αυτών που την ανέδειξαν αργότερα σε ισχυρή ναυτική δύναμη. Σήμερα, στο κατώφλι του 21ου αιώνα, βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας ακόμη σημαντικής απώλειας για τη ναυτική μας παράδοση. Τα ξυλοναυπηγεία το ένα μετά το άλλο κλείνουν ή ασχολούνται μόνο με συντηρήσεις' οι ναυπηγήσεις νέων σκαφών έχουν περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό. Τα ελληνικά παραδοσιακά ιστιοφόρα έχουν χαθεί από τις θάλασσές μας και τα ξύλινα σκάφη μειώνονται σταδιακά για να εκλείψουν και αυτά ύστερα από μερικά χρόνια. Στον αντίποδα αυτής της εξέλιξης, κυρίως λόγω της αναγνώρισης πλέον της αξίας που έχουν η προστασία, η διάσωση και η προβολή της νεότερης πολιτιστικής κληρονομιάς μας, βρίσκονται οι προσπάθειες για τη διάσωση παλαιών ελληνικών σκαφών ή για την κατασκευή πιστών αντιγράφων σε φυσικό μέγεθος, τα οποία θα μπορούν να λειτουργούν. Μια από τις τελευταίες αυτές προσπάθειες είναι η κατασκευή ενός «γαλαξιδιώτικου σκάφους» τύπου «μπρίκι», όπως αυτά που χτίζονταν τον 19ο αιώνα, στα «σκέρα» (ταρσανάδες) της μικρής ναυτικής πολιτείας. Η προσπάθεια ξεκίνησε από μια ομάδα Γαλαξιδιωτών και άλλων ανθρώπων της θάλασσας που θέλουν να δώσουν σάρκα και οστά σε ένα θρύλο της νεότερης ελληνικής ναυτιλίας. Η κατασκευή ενός ελληνικού μπρικιού θα ξαναζωντανέψει αναμφίβολα μοναδικές εικόνες μιας άλλης εποχής

για όλους σχεδόν τους ναυτικούς τόπους της Ελλάδας. Ειδικότερα για το Γαλαξίδι, τα μπρίκια αποτελούσαν τον σημαντικότερο τύπο σκάφους όχι μόνο για τη ναυτιλία αλλά και τη ναυπηγική της πόλης. Στο μνημειώδες έργο του Ε.Ν. Γουργουρή Το Γαλαξείδι στον καιρό των καραβιών περιλαμβάνεται ένας αναλυτικός κατάλογος των πλοίων που ανήκαν σε Γαλαξιδιώτες την περίοδο 1829-1910. Στον κατάλογο αυτό ο αριθμός των μπρικιών (613) είναι πολύ μεγαλύτερος έναντι των άλλων τύπων πλοίων. Η μπρατσέρα, που έρχεται δεύτερη (505), είναι συνήθως σκάφος μικρότερου μεγέθους και δεν μπορεί να συγκριθεί με το μπρίκι. Η δημιουργία, λοιπόν, ενός σκάφους που θα συμβολίζει την ακμή της ναυτιλίας του Γαλαξιδίου αλλά και όλης της νεότερης Ελλάδας δεν μπορεί παρά να είναι η ναυπήγηση ενός σκάφους τύπου «μπρίκι» του 19ου αιώνα. Για το σκοπό αυτό έχει ξεκινήσει η έρευνα και η συλλογή στοιχείων για τα μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά των μπρικιών και κυρίως αυτών που είχαν ναυπηγηθεί στα «σκέρα» του Γαλαξιδίου. Στη δεύτερη φάση θα ακολουθήσει ο σχεδιασμός του σκάφους και η μελέτη του συνολικού έργου, όχι μόνο της κατασκευής αλλά και της αξιοποίησης και φυσικά της συνεχούς συντήρησής του. Πρόθεση των εμπνευστών της ναυπήγησης του γαλαξιδιώτικου μπρικιού είναι να αποτελέσει το σκάφος έναν πυρήνα πολιτιστικών και εκπαιδευτικών εκδηλώσεων ήδη από το στάδιο της κατασκευής του. Ετσι, διερευνάται η δημιουργία ιδιαίτερου χώρου για τη ναυπήγησή του στο Γαλαξίδι, όπου θα μπορούν να φιλοξενηθούν συναφείς πολιτιστικές εκδηλώσεις, καθώς και η χρησιμοποίησή του, όταν κατασκευαστεί, ως


εκπαιδευτικού σκάφους για μικρούς και μεγάλους και ως χώρου πολιτιστικών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Στόχος του εγχειρήματος είναι το σκάφος να αποτελέσει όχι μόνο μια ζωντανή αναπαράσταση ενός τυπικού ελληνικού ιστιοφόρου αλλά και έναν πλωτό χώρο κατάλληλο για κάθε συμβατή δραστηριότητα. Έχει αποδειχθεί ότι οι μεγάλες στατικές δημιουργίες με μόνη χρήση τη μουσειακή επίσκεψη, εκτός του ότι δεν είναι εύκολο να συντηρηθούν, αποτελούν και λανθα-

σμένες επιλογές για την κατανόηση των λειτουργιών που αναπαριστούν και τις οποίες παλαιότερα εξυπηρετούσαν. Το γαλαξιδιώτικο μπρίκι θα πρέπει να είναι, αφ' ενός ένα σκάφος σύμβολο για την ιστορία της νεότερης ελληνικής ναυτιλίας και αφ' ετέρου μια υποδειγματική προσπάθεια βιωματικού πολιτιστικού και εκπαιδευτικού χώρου που θα διαπλέει στις ελληνικές θάλασσες και θα φιλοξενεί έλληνες και ξένους φίλους του ναυτικού πολιτισμού. Κ.Α. ΔΑΜΙΑΝΙΔΗΣ

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ: Ανάδειξη της βιομηχανικής κληρονομιάς της Στερεάς Ελλάδας μέσα από ένα πλέγμα πολιτιστικών διαδρομών ειδικού ενδιαφέροντος

Η έννοια του πολιτιστικού τουρισμού Ο πολιτιστικός τουρισμός είναι μια ειδική μορφή τουρισμού που κατατάσσεται τυπολογικά στις λεγόμενες ήπιες ή εναλλακτικές μορφές τουρισμού. Βασική επιδίωξή του είναι η προβολή χαρακτηριστικών του πολιτισμού μιας περιοχής, χωρίς τα στερεότυπα που δημιουργούνται από τον μαζικό οργα1 νωμένο τουρισμό . Η πολιτιστική διαδρομή αποτελεί ένα από τα πιο διαδεδομένα διαχειριστικά εργαλεία ανάπτυξης του πολιτιστικού τουρισμού (εξίσου σημαντικά είναι τα πολιτιστικά κέντρα, τα θεματικά πάρκα, τα κέντρα υποδοχής επισκεπτών κ.ά.) και προτείνει μια προκαθορισμένη πορεία (επίσκεψη) σε μνημεία της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς, τα οποία εντάσσονται σε ένα κοινό θεματικό, ιστορικό ή εννοιολογικό πλαίσιο. Οι πολιτιστικές διαδρομές αποτελούν συνακόλουθα μια εφαρμοσμένη πρακτική ερμηνείας της πολιτιστικής κληρονομιάς. Η ερμηνεία της πολιτιστικής κληρονομιάς μέσα από μια οργανωμένη πολιτιστική διαδρομή προσδιορίζεται από τρεις παράγοντες: α) από τον τύπο του επισκέπτη (target group), β) το μοντέλο τουριστικού σχεδιασμού, γ) το προσδοκώμενο περιεχόμενό της. Στο πλαίσιο της οργάνωσης του τουρισμού έχουν προσδιοριστεί ποικίλες τυπολο2 γίες τουριστών . Κάθε τυπολογία περιγράφει τα ειδικά χαρακτηριστικά του τουρίστα, τα κίνητρα, τις συμπεριφορές, τις απαιτήσεις από την τουριστική δραστηριότητα, διακρίνοντας έτσι κατηγορίες του αγοραστικού κοινού-στόχου στο οποίο απευθύνεται το τουριστικό προϊόν. Η βασική τυπολογία του πολιτιστικού τουρίστα, με βάση το κίνητρο της μόρφωσης, διακρίνει δύο τύπους, τους συνηθισμένους επισκέπτες πολιτιστικών πόρων και τους ειδικούς πολιτιστικούς τουρίστες ή 3 πολιτιστικά παρακινημένους τουρίστες . Η γενική αυτή διάκριση μπορεί να εμπλουτιστεί με άλλα ειδικά κριτήρια, όπως ο τόπος προέλευσης (εσωτερικός ή εξωτερικός τουρίστας), ο τύπος του ταξιδιού (ατομικό ή οργανωμένο ταξίδι), ο τύπος οργάνωσής

του (μαζικός, charter κ.ά.), το κίνητρο της δραστηριότητας κ.ά. Το ειδικό ενδιαφέρον που τα τελευταία χρόνια εκδηλώνεται σε ό,τι αφορά τη βιομηχανική κληρονομιά έχει αναδείξει μια ακόμη κατηγορία ειδικού τουρισμού, τον βιομηχα4 νικό τουρισμό . Η συγκρότηση μάλιστα των πρώτων μουσείων που αφορούν στη βιομηχανική κληρονομιά της Ελλάδας (Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Μουσείο Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης στη Δημητσάνα, Σιδηροδρομικό Μουσείο ΟΣΕ, Σιδηροδρομικό Πάρκο στην Καλαμάτα, Μουσείο Μεταξιού στο Σουφλί, Τεχνολογικό Πάρκο Λαυρίου κ.ά.), αλλά και οι μεμονωμένες προσπάθειες των επιχειρήσεων να προβάλλουν τη συμβολή τους στην ιστορία της εκβιομηχάνισης (ΕΛΑΪΣ, Παπαστράτος, ΒΙΣ κ.ά.) έχουν βοηθήσει ώστε να αναγνωριστεί η βιομηχανική κληρονομιά από ένα ευρύ κοινό. Η ομάδα ενδιαφέροντος (αγορά-στόχος) ενός προγράμματος βιομηχανικού τουρισμού θα μπορούσε να αφορά στους πολιτιστικούς τουρίστες ειδικού ενδιαφέροντος (εργαζόμενοι σε αντίστοιχους πολιτιστικούς φορείς, βιομηχανίες ή φοιτητές), στον τοπικό πληθυσμό (εκπαιδευτικά προγράμματα σε σχολεία), στον εσωτερικό τουρισμό της περιφέρειας αλλά και στους ξένους επισκέπτες με ευρύτερο ενδιαφέρον για την πολιτιστική κληρονομιά. Εκτός από τους Δελφούς, την Αράχωβα και το Γαλαξίδι, τεχνικά μνημεία με διεθνή εμβέλεια (αποξηραντικά έργα στην Κωπαίδα, Γέφυρα της Τατάρνας) θα μπορούσαν να αποτελέσουν εναλλακτικούς πόλους έλξης για τους ξένους επισκέπτες της χώρας. Περιπτωσιολογική μελέτη Στερεάς Ελλάδας Η Στερεά Ελλάδα με σημαντικούς φυσικούς και πολιτιστικούς πόρους (Δελφοί, Αράχωβα, Γαλαξίδι, Χαλκίδα), με ανεπτυγμένο οδικό δίκτυο αλλά και ικανοποιητική τουριστική υποδομή έχει τις δυνατότητες (υποδομή, αγορά-στόχο) για τη διαμόρφωση ενός πλέγματος πολιτιστικών διαδρομών ειδικού

ενδιαφέροντος με θεματικό πυρήνα τη βιομηχανική κληρονομιά. Στόχος των προτάσεων είναι η κατανόηση της σημασίας αλλά και των δυνατοτήτων τουριστικής αξιοποίησης των υλικών καταλοίπων της βιομηχανικής κληρονομιάς της περιφέρειας και η διαμόρφωση νέων πολιτιστικών πόρων, οι οποίοι θα συμβάλουν στην ανάπτυξή της. Το πρόγραμμα αυτό θα μπορούσε να βασίζεται στην «εναλλακτική πολιτική διασποράς» της τουριστικής ζήτησης, μέσα από το υπάρχον συγκοινωνιακό δίκτυο και σε άλλα σημεία (τουριστικούς προορισμούς), πέρα από τα ήδη υπάρχοντα. Η διαμόρφωση ενός πλέγματος διαδρομών εναλλακτικών ή ειδικών δραστηριοτήτων εξασφαλίζει την εποχικότητα της τουριστικής κίνησης, τον έλεγχο εισροής των επισκεπτών και κατ' επέκταση της φέρουσας ικανότητας της περιοχής. Το πλέγμα των διαδρομών που θα παρουσιαστεί αποτελεί «δομική κατασκευή», με στόχο να δημιουργήσει εναλλακτικούς, μικρότερης κλίμακας, πόλους τουριστικής έλξης, οι οποίοι θα προβάλουν την τοπική παράδοση και τον τεχνικό πολιτισμό της Στερεάς Ελλάδας. Ετσι θα μπορούσε να επιτευχθεί η άμβλυνση των περιφερειακών οικονομικών ανισοτήτων από τη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού σε μια μόνο περιοχή και να δημιουργηθεί τουριστική υποδομή διεσπαρμένης υποδοχής, με απώτερο στόχο την ανάδειξη της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας κάθε νομού και την προστασία της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς του. Το πρόγραμμα των διαδρομών διαμορφώθηκε έπειτα από αναλυτική επεξεργασία των στοιχείων που τις απαρτίζουν (οδικό δίκτυο, υποδομή, πολιτιστικοί και φυσικοί πόροι) και με βασικούς άξονες την «εναλλακτική πολιτική διασποράς» της τουριστικής ζήτησης, τον επιμερισμό του τουριστικού προϊόντος και τον προσδιορισμό του ως προς την αγορά (market led). Αποτελεί μια σύνθετη διαχειριστική και πολιτισμική κατασκευή, η οποία προγραμματίζει την τουριστική ανάπτυξη, αλλά παράλληλα ερμηνεύει το πολιτισμικό τοπίο της Στερεάς Ελλάδας. Το πλέγμα των διαδρομών ως διαχειριστικό εργαλείο τουριστικού προγραμματισμού Θα μπορούσαμε να διακρίνουμε ένα πρώτο πλέγμα διαδρομών, με στόχο τον καταμερισμό των τουριστικών υπηρεσιών και θεματικό πυρήνα τη βιομηχανική κληρονομιά, οι οποίες ακολουθούν τους βασικούς οδικούς άξονες και καταλήγουν στα διάσπαρτα κέντρα της περιφέρειας (Λιβαδειά, Χαλκίδα, Γαλαξίδι), αλλά και σε νέους πόρους τουριστικής ανάπτυξης (Άμφισσα, Αλίαρτος, Αλιβέρι κ.ά.). Ενα δεύτερο πλέγμα διαδρομών, με στόχο τον εμπλουτισμό της τουριστικής ζήτησης, προωθεί σε συνδυασμό με τον βιομηχανικό τουρισμό και άλλες ήπιες μορφές του, ώστε να προβάλλεται η ιδιαίτερη φυσιογνωμία κάθε νομού και να δίνεται η


δυνατότητα ανάπτυξης τοπικών πρωτοβουλιών. Οι διαδρομές αυτές αναδεικνύουν νέους πόρους ήπιων τουριστικών δραστηριοτήτων στην περιφέρεια (πολιτιστικών, θρησκευτικών, συνεδριακών, ιαματικών, ορειβατικών κ.ά.), όπως η Υπάτη, τα Λουτρά Θερμοπυλών, η Αλίαρτος, το Λιδορίκι, ο Ελαιώνας Άμφισσας, η Λίμνη Ευβοίας, το Αλιβέρι κ.ά. Συνοπτική παρουσίαση της βιομηχανικής κληρονομιάς της Στερεάς Ελλάδας «Τα μνημεία που βρίσκονται σ' ολόκληρο τον σημερινό ελληνικό χώρο δεν αποτελούν ένα τυχαίο άθροισμα, αλλά ένα ενιαίο σύνολο, ιστορικά, επιστημονικά και καλλιτεχνικά, που κλιμακώνεται από την προϊστορία ως σήμερα... Γιατί τα κοινά χαρακτηριστικά όλων αυτών των επιμέρους ενοτήτων είναι η ιστορία που τις συνδέει διαδοχικά, η μια φυλή, ο ένας και ο αυτός πάντοτε φυσικός χώρος» (Δ. Ζήβας, Τα Μνημεία και η Πόλη). Ολόκληρη η ιστορία του πολιτισμού είναι η ιστορία της προοδευτικής χρήσης του περιβάλλοντος από τον άνθρωπο και της συνεχούς εκμετάλλευσης της πρώτης ύλης που του προσφέρει η γη. Τα τεχνολογικά και βιομηχανικά επιτεύγματα στην περιοχή της Βοιωτίας αποτελούν τεκμήριο της αέναης προσπάθειας του ανθρώπου για την επινόηση μέσων και μεθόδων για την τιθάσευση, τη διαχείριση και την εκμετάλλευση των υδάτων, την καλλιέργεια της γης και τη βελτίωση του βιοτικού του επιπέδου. Η πόλη της Λιβαδειάς κατατάσσεται στις πρώτες πόλεις που ανέπτυξαν βιομηχανική δραστηριότητα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Σε αυτό συνέβαλαν αφ' ενός μεν η αγροτική παραγωγή βαμβακιού από τα εύφορα εδάφη της Κωπαίδας, αφ' ετέρου δε η χρήση της υδάτινης ενέργειας (Έρκυνα και άλλοι χείμαρροι) ως κινητήριας δύναμης για την επιτόπια επεξεργασία της πρώτης ύλης. Ήδη το 1862 δημιουργείται το πρώτο υδραυλικό εκκοκκιστήριο. Η δυνατότητα της επιτόπιας κατεργασίας της παραγωγής θα ωθήσει στην ανάπτυξη του τομέα της νηματουργίας. Το πρώτο υδροκίνητο κλωστήριο δημιουργείται το 1865 από τον Χ. Δημόπουλο και ακολουθούν των Δ. Μαγιά. Γ. Λάππα, Ν. Ευριπαίου. Στη θέση Κρύα Λιβαδειάς οι υδροκίνητες εγκαταστάσεις (μαντάνια, νεροτριβές, υδρόμυλοι), το κλωστοϋφαντουργείο Ακριδόπουλου, με σημαντική παραγωγή στα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά και άλλες υδροκίνητες εγκαταστάσεις στον ποταμό Έρκυνα (κλωστοϋφαντουργεία, αλευρόμυλοι) κατά μήκος της κοίτης του έχουν αξιοποιηθεί από τον Δήμο Λεβαδέων (συνεδριακό κέντρο, χώροι αναψυχής). Η επίσκεψη στην Κρύα Λιβαδειάς και κατά μήκος του ποταμού, στο κέντρο της πόλης, αποκαλύπτει όψεις των «απαρχών της εκβιομηχάνισης» αλλά και της τοπικής ιστορίας της Λιβαδειάς. Η περιοχή της Κωπάίδας είναι ένα σύνθετο φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον που συντίθεται από τη διπλή περιβαλλοντική διάσταση του χώρου -αρχικά ως λίμνης και μετά την αποξήρανση ως καλλιεργούμενης

πεδιάδας- και από τις διαφορετικές παραγωγικές δραστηριότητες και κοινωνικοοικονομικές σχέσεις που αναπτύχθηκαν στο περιβάλλον αυτό κάθε εποχή. Η Κωπαίδα είναι ένα τεκτονικό βύθισμα που περιβάλλεται από βουνά και δέχεται τα ύδατα των γύρω ποταμών. Η αποξήρανση της λίμνης απασχόλησε τους περίοικους πληθυσμούς από την αρχαιότητα. Πρώτα οι αρχαίοι Μινύες τον 14ο αιώνα π.Χ. κατάφεραν να τιθασεύσουν τα ύδατα της λίμνης και δημιούργησαν το πρώτο τεχνικό-υδραυλικό έργο στην Ευρώπη. Τα αποξηραντικά έργα (φρεάτια, αναχώματα) και οι αρχαιολογικοί χώροι του Γλα και του Ορχομενού προβάλλουν τον αξιόλογο τεχνικό πολιτισμό των Μινύων κατά την προϊστορική εποχή. Στη νεότερη Ελλάδα το έργο της αποξήρανσης και της εκμετάλλευσης της Κωπαίδας επιτεύχθηκε οριστικά από την Αγγλική Εταιρεία Lake Copais Co. Ltd (18861952). To τεχνικό επίτευγμα αποξήρανσης της Κωπάίδας από την Αγγλική Εταιρεία Lake Copais Co. στην Αλίαρτο, οι εγκαταστάσεις διοίκησης, μεταποίησης και αποθήκευσης του αγροτοβιομηχανικού συγκροτήματος, ο οικισμός των Άγγλων, με εξαίρετα δείγματα αρχιτεκτονικής τοπίου και αγροτικής κατοικίας, οι καταβόθρες, ο παλαιός και ο νεότερος υδροηλεκτρικός σταθμός και το φράγμα στην Υλίκη, όπου διοχετεύονται τα νερά της Κωπάίδας, οι εγκαταστάσεις της Εταιρείας στο Κόκκινο και στο Στροβίκι συναρθρώνουν τα διαφορετικά πολιτισμικά αναπτύγματα (τεχνικά έργα αποξήρανσης και άρδευσης, παραγωγική και μεταποιητική διαδικασία, οικιστική εγκατάσταση) της Εταιρείας Lake Copais Co. Ο νεότερος διαχειριστής των αποξηραντικών και αρδευτικών έργων της Κωπάίδας, ο «Οργανισμός Κωπαίδας» μαζί με τον Δήμο Αλιάρτου, σε συνεργασία με ερευνητές της τοπικής ιστορίας της περιοχής, το ΥΠΠΟ και το ΕΜΠ έχουν αναλάβει δράσεις (αποκατάσταση

αποθηκών και ρυζόμυλου, ίδρυση Ιστορικού Αρχείου της Lake Copais Co., ανάπλαση και αποκατάσταση των κήπων της Αλιάρτου κ.ά.) για την ανάδειξη των κηρυγμένων ιστορικών διατηρητέων μνημείων της. Τα λιμενικά έργα (λείψανα από κυματοθραύστες, προκυμαία, τείχη) στη Λάρυμνα και στην Ανθηδόνα από την κλασική εποχή αποτελούν υλικές μαρτυρίες ενός υψηλού τεχνικού πολιτισμού στα παράλια του νομού. Στο νομό Φωκίδας, η συνοικία της Χάρμαινας στην Αμφισσα αποτελεί ένα ενιαίο τεχνικό σύνολο μιας άλλης σημαντικής προβιομηχανικής δραστηριότητας, της επεξεργασίας του δέρματος. Η Χάρμαινα περιλαμβάνει βιοτεχνικά εργαστήρια επεξεργασίας δέρματος (ταμπάκικα), ελάχιστα εν ενεργεία, και τον οικισμό των ταμπάκηδων, ο οποίος αναπτύχθηκε γύρω από αυτά. Η ιστορία της Χάρμαινας ανάγεται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας με σημαντική ανάπτυξη έως και τον Β ' Παγκόσμιο Πόλεμο. Στο πλαίσιο της αποβιομηχάνισης της περιοχής, το ΥΠΠΟ έχει κηρύξει τα ταμπάκικα ιστορικά διατηρητέα μνημεία, ενώ από τον Δήμο και άλλους φορείς γίνονται προσπάθειες για την προστασία και την ανάδειξη τους μέσα από νέες χρήσεις. Ο οικισμός Άσπρα Σπίτια στο Δίστομο σχεδιάστηκε από το Γραφείο Δοξιάδη για να στεγάσει το προσωπικό της βιομηχανίας Αλουμινίου Ελλάδος και συγκροτήθηκε όχι ως άλλη μία βιομηχανική πόλη αλλά με το σκεπτικό «ότι οι πολίτες της θα μπορούσαν εύκολα να αναγνωρίσουν τις πολιτιστικές αξίες με τις οποίες ανατράφηκαν». Αναπτύχθηκαν τέσσερις γειτονιές, που την καθεμιά περιβάλλουν περιφερειακοί αυτοκινητόδρομοι. Στη συμβολή των νοητών αξόνων που συγκροτούν το πολεοδομικό σχέδιο της πόλης σε σχήμα Γ, δημιουργήθηκε το εμπορικό, διοικητικό και κοινωνικό κέντρο. Η επίσκεψη στον οικισμό αυτό αναδεικνύει τη σημαντική ιστορική (Δίστομο), αρχιτεκτονική


(σχέδιο Δοξιάδη) αλλά και βιομηχανική κληρονομιά της περιοχής. Το Γαλαξίδι, με σημαντική ναυτική παράδοση, αποτέλεσε κέντρο ναυπήγησης του ελληνικού στόλου την περίοδο της Επανάστασης. Η ιστορία της πόλης έχει συναρτηθεί με τη ναυπηγική τέχνη, όπως παρουσιάζεται και στο Ναυτικό Μουσείο της. Τέλος, το φράγμα του Μόρνου, το οποίο κατασκευάστηκε για τις ανάγκες ύδρευσης της Αθήνας, και η ομώνυμη τεχνητή λίμνη αποτελούν, εκτός από ένα γοητευτικό τοπίο, μνημείο της σύγχρονης τεχνικής κληρονομιάς. Άλλα σύγχρονα επιτεύγματα μπορούν να αναφερθούν στο νομό Ευρυτανίας, με σπουδαιότερα το φράγμα του Ταυρωπού στον οικισμό του νέου Καροπλεσιού, το οποίο σχηματίζει τη λίμνη Πλαστήρα, το φράγμα των Κρεμαστών του Αχελώου, από τα καλύτερα και ισχυρότερα στην Ελλάδα, στο οποίο η ετήσια παραγωγή του υδροηλεκτρικού εργοστασίου της ΔΕΗ φτάνει 1.500.000.000 KW και, τέλος, τη γέφυρα της Τατάρνας. Η τελευταία σχεδιάστηκε από τον Αρίσταρχο Οικονόμου και κατασκευάστηκε από οπλισμένο σκυρόδεμα το 1966. Αποτελεί παγκόσμιο επίτευγμα καταλαμβάνοντας την πρώτη θέση για την καμπυλότητα εν κατόψει του ανοίγματος της και για το μονόπλευρο πρόβολό της, μήκους 52,5 μ., επίσης τη δεύτερη θέση για το κεντρικό άνοιγμα της, μήκους 196 μ., και την τέταρτη θέση για το ακραίο άνοιγμα της, μήκους 150,5 μ. Διάσπαρτα σε όλο το νομό μπορεί επίσης κανείς να εντοπίσει σημαντικά δείγματα παραδοσιακής γεφυροποιίας, όπως τη Γέφυρα των Διποτάμων, τη Γέφυρα της Επισκοπής στον οικισμό Παλαιοχώρι, το γεφύρι της Βίνιανης, τη μισοβυθισμένη γέφυρα του Μανώλη και το γεφύρι της Τέμπλας στον οικισμό Τοπόλιανα. Στην κοιλάδα του Κρικελλοπόταμου και του Ασπρορρέματος στα Άγραφα, περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλλους, οι υδροκίνητες εγκαταστάσεις (μαντάνια, νεροτριβές, μπαρουτόμυλοι) αποτελούν δείγματα μιας σημαντικής για την περιοχή προβιομηχανικής κληρονομιάς, η οποία στηρίχθηκε στην εκμετάλλευση της υδάτινης ενέργειας. Η Εύβοια παρουσιάζει από την αρχαιότητα ως σήμερα μια αδιάλειπτη συνέχεια στις παραγωγικές δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα σε αυτή, με έμφαση στην εξόρυξη και την εκμετάλλευση του πλούσιου υπεδάφους της. Τα αρχαία λατομεία στο Μαρμάρι, απ' όπου προέρχονταν οι ονομαστοί στην αρχαιότητα «καρύστιοι κίονες», και στη θέση Κύλινδροι, αλλά και τα αρχαία λιμενικά έργα στην Ερέτρια δείχνουν έναν ανεπτυγμένο τεχνικό πολιτισμό ήδη από την αρχαιότητα. Η κινητή γέφυρα του Ευρίπου, το ρωμαϊκό υδραγωγείο, η μακαρονοποιία «Σιτώ», το εργοστάσιο «Αρέθουσα» και η οινοποιία «Μέλισσα» στη Χαλκίδα, το εργοστάσιο αλιπάστων στους Ωρεούς Ευβοίας αποτελούν διατηρητέα μνημεία της βιομηχανικής κληρονομιάς. Οι ταρσανάδες της Χιλής, οι τεχνητές λίμνες της Καρύστου και του Γεροποτάμου, τα βιομηχανικά τοπία εξό-

ρυξης λιγνίτη στο Αλιβέρι -με το ομώνυμο θερμοηλεκτρικό εργοστάσιο- και λευκολίθου στο Μαντούδι, συνιστούν τις σύγχρονες εκφάνσεις της. Τέλος, οι νερόμυλοι στις κοινότητες Αχλάδι, Περιβόλι και Φτέρη Φθιώτιδας, τα μαντάνια και οι νεροτριβές αποτελούν μεμονωμένα κηρυγμένα μνημεία του τοπικού προβιομηχανικού πολιτισμού. Οι πολιτιστικές διαδρομές με ειδικό ενδιαφέρον για τη βιομηχανική κληρονομιά θα μπορούσαν να συνδυαστούν σε ένα πιο σύνθετο πλέγμα διαδρομών, με στόχο τη διάχυση της τουριστικής ζήτησης από τους βασικούς τουριστικούς προορισμούς (Αθήνα, Δελφοί, Λαμία, Χαλκίδα) στην περιφέρεια, ώστε να διαμορφωθούν τοπικοί τουριστικοί πόλοι έλξης νέων τύπων τουρισμού (εκκλησιαστικός, ιαματικός, συνεδριακός, οικοτουρισμός κ.ά.) σε περιφερειακά κέντρα, όπως η Αλίαρτος, το Λιδορίκι, η 5 Αιδηψός, το Αλιβέρι , αναδεικνύοντας συγχρόνως τα φυσικά και πολιτισμικά διαθέσιμα κάθε περιοχής (φυσικά τοπία, ιαματικές πηγές, ακρογιαλιές, ιστορικά μνημεία και σύγχρονη πολιτιστική υποδομή). Ανακεφαλαιώνοντας, στόχος του άρθρου ήταν να αναδείξει τις δυνατότητες της Στερεάς Ελλάδας να αξιοποιήσει τα φυσικά και πολιτισμικά της διαθέσιμα, μέσα από νέες μορφές τουρισμού. Εμφαση δόθηκε στον βιομηχανικό τουρισμό με απώτερο σκοπό να αναδειχθούν σημαντικά μνημεία της βιομηχανικής κληρονομιάς της, με διεθνή εμβέλεια, όπως τα προϊστορικά υδραυλικά έργα της Κωπαίδας, η γέφυρα της Τατάρνας, σπουδαίο επίτευγμα της σύγχρονης μηχανικής, ή σπάνια φυσικά φαινόμενα, όπως το παλιρροϊκό φαινόμενο στον πορθμό του Ευρίπου. Η ανάδειξη και η ενεργός προστασία των μνημείων της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για την καλλιέργεια του υπεύθυνου του6 ρισμού . Κεντρική ιδέα του υπεύθυνου τουρισμού είναι ότι αποτελεί μια μορφή υπεύθυνης κοινωνικής δράσης, κατά την οποία τόσο το κράτος και οι τοπικές κοινωνίες όσο και ο ίδιος ο τουρίστας θεωρούν υποχρέωσή τους να προστατεύουν το περιβάλλον και τα τοπικά πολιτιστικά ιδιώματα (κοινωνικές νόρμες, γλώσσα, έθιμα κ.ά.). Από την άλλη,

Οικισμός Χάρμαινα, Άμφισσα.

οι πολιτιστικές διαδρομές αποτελούν ένα εργαλείο ήπιας και σκληρής διαχείρισης, προβολής και προώθησης της τουριστικής βιομηχανίας. Η έννοια της «ήπιας διαχείρισης» αναφέρεται στην ερμηνευτική λειτουργία τους για την ψυχαγωγία ή την εκπαίδευση του επισκέπτη και την επιλεκτική καθοδήγηση των ιδεών και των συμπεριφορών του σε θέματα πολιτισμού και προστασίας. Η έννοια της «σκληρής διαχείρισης» καταδεικνύει τη χρήση τους ως διαχειριστικού εργαλείου στον τουριστικό σχεδιασμό και τον έλεγχο της κίνησης των επισκεπτών σε περιοχές υψηλού κινδύνου (φέρουσα ικανότητα, τουριστική χωρητικότητα), όπως περιβαλλοντικά πάρκα, μνημεία κ.ά. ΜΑΡΙΝΑ ΚΑΡΑΒΑΣΙΛΗ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΜΙΚΕΛΑΚΗΣ 1. Π. Τσάρτας, «Πρόγραμμα ανάπτυξης πολιτιστικού τουρισμού στη Χίο», ανακοίνωση στην Ημερίδα «Τουρισμός και περιβάλλον. Επιλογές για μια βιώσιμη ανάπτυξη», Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος Αθήνα 11 /5/94. Αναλυτικά για το θέμα της διαχείρισης του πολιτιστικού τουρισμού, βλ. Pr. Boniface, Managing Quality Cultural Tourism, London 1995. 2. Για την τυπολογία του τουρίστα, βλ. Ρ.Ε. Murphy, Tourism as a community approach, London, σ. 3-5 και Π. Τσάρτας, Τουρίστες, Ταξίδια, Τόποι: κοινωνιολογικές προσεγγίσεις στον τουρισμό, Εξάντας, Αθήνα 1996, σ. 186-208. 3. Μ. Bywater, «The market of cultural tourism in Europe», Travel and Tourism Analyst 6, σ. 30-36. 4. M. Jansen-Varbeke, «A Regional Development Model for Industrial Heritage Tourism», Tourism and Culture: Managing Cultural Resourses for the Tourist, Conference Proceedings, University of Northumbria, Newcastle, 1996 και CI. Gunn, Tourism Planning: Basics, Concepts, Cases, ed. Taylor and Francis, London 1993, σ. 412-416. 5. Βλ. πιο αναλυτικά Μ. Μικελάκης, Διαχείριση της κληρονομιάς και τουριστικός σχεδιασμός. Η περιπτωσιολογική μελέτη της Στερεάς Ελλάδος, Αθήνα 1996. 6. Π. Τσάρτας, «Πρόγραμμα...», σ. 359-361, 367 και WTO, Seminar on Alternative Tourism (Introductory & Final Report), Μαδρίτη 1980. Ενδεικτική βιβλιογραφία Λιβαδειά: Αγριαντώνη Χριστίνα, Οι απαρχές της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα τον 19ο αιώνα, Ιστορικό Αρχείο, Εμπορική Τράπεζα της Ελλάδος, Αθήνα 1986, σ. 120-124. Κωπαίδα: Μέλιος Ν. - Παπαδόπουλος Απ.Κ., Αγροτοβιομηχανικό συγκρότημα Αλιάρτου: Αναγνώριση βιομηχανικής κληρονομιάς στον Αλίαρτο Βοιωτίας. Ιστορικό χρονικό και προτάσεις αξιοποίησης του ΕΜΠ/Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Χρηματοδότηση Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας, ΕΜΠ, Αθήνα 1996. Μέρος Α: «Αντιμετώπιση χωροθετικών προβλημάτων από τη μεταβολή των παραγωγικών δραστηριοτήτων και σχέσεων στην περιοχή της Κωπαίδος και ιδιαίτερα στον Αλίαρτο. Αμφισσα: Ζαρκιά Κορνηλία, Η προβιομηχανική βυρσοδεψία στην Ελλάδα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυμα ΕΤΒΑ, Γενική Γραμματεία Περιφέρειας Πελοποννήσου, Αθήνα 1997. Βυρσοδεψεία: Το μέλλον στον εκσυγχρονισμό, Διήμερο, 11-12 Δεκεμβρίου 1989, Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, Πανελλήνιος Σύλλογος Χημικών Μηχανικών και Σύλλογος Βυρσοδεψών Χανίων. Ασπρα Σπίτια: Γραφείο Δοξιάδη, Ασπρα Σπίτια, Αρχιτεκτονική 53 (Σεπτ.- Οκτ. 1965), σ. 54-57.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Στο άρθρο αυτό θα θεωρήσουμε ότι έχει γίνει πια κοινή συνείδηση η έκταση και η σημασία της αρχαιοελληνικής τεχνολογίας ενός ιστορικού φαινομένου πλήρως συγκρίσιμου με τα αντίστοιχα επιτεύγματα των Ελλήνων στις τέχνες, τη φιλοσοφία και την επιστήμη. Μια παλαιότερη υποτίμηση της σημασίας του αρχαιοελληνικού τεχνολογικού φαινομένου έχει νομίζω επαρκώς αναλυθεί και ξεπερασθεί. Αρκεί ίσως να υπενθυμίσομε εδώ ότι την εγγενή και ριζωμένη «τεχνολογικότητά» τους οι Ελληνες την είχαν απαρχής προβάλει στο θρησκευτικό επίπεδο και μάλιστα στην ίδια τη φάση της δημιουργίας του κόσμου: Οι ελληνικοί θεοί, έχοντας προσκαλέσει τους Τιτάνες να συνεργασθούν στη δημιουργία, ήσαν οιονεί συνυπεύθυνοι για το γεγονός ότι, σε μιαν ενδιάμεση φάση, ο άνθρωπος ήταν «γυμνός και ανυπόδητος και άστρωτος και άοπλος» (Πλάτωνος, Πρωταγόρας 321c). Ετούτην δε ακριβώς την επικίνδυνη ανθρώπινη κατάσταση έρχεται να θεραπεύσει ο Προμηθέας ολοκληρώνοντας τη δημιουργία και παρέχοντας στους ανθρώπους «έντεχνον σοφίαν» (τεχνογνωσία δηλαδή) και «πυρ» (ενέργεια δηλαδή). Ιδού, λοιπόν, ότι ήδη από την πρώτη στιγμή στην ελληνική «παλαιά διαθήκη» ο άνθρωπος είναι προικοδοτημένος με την τεχνολογία! «Και εκ τούτου, ευπορία ανθρώπω του βίου γίγνεται» (ό.π. 321a). Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, ύστερα από αυτή τη λόγω τεχνολογίας ευπορία, οι άνθρωποι «κτίζοντες πόλεις [...] ηδίκουν αλλήλους» (ό.π. 322b) - κάτι σαν πρόβλεψη των παρενεργειών της τεχνολογίας, να πούμε, έναντι των οποίων ο Ζευς ο ίδιος αποφασίζει να ενισχύσει περαιτέρω τα προς ανθρώπους δωρήματα στέλνοντας 1 τους «αιδώ τε και δίκην» (ό.π 322c) . Με τέτοια θεμελιακά δεδομένα εκκινή2 σεως, με έναν θεό-τεχνολόγο και με μια μυθολογία πλούσια σε τεχνολογικά επι3 τεύγματα , οι αρχαίοι Έλληνες ήσαν εμμόνως προσανατολισμένοι προς την τεχνολογία. Έτσι, δεν εκπλήσσει η έκταση των τεχνολογικών επιτευγμάτων τους, ήδη από τη μυκηναϊκή εποχή. Είναι φυσικό να επισημάνομε πρώτα τη μυκηναϊκή συμβολή στη μεταλλουργία. Το κυριότερο εύρημα είναι εν προκειμένω ότι η χρήση του σιδήρου ήταν γνωστή στους Μυκηναίους ήδη από τον 12ο αιώνα π.Χ. Έτσι, αμφισβητείται η άποψη ότι ο σίδηρος εισήχθη στις ελληνίδες χώρες πολύ αργότερα, από τους Δωριείς. Πράγματι (βλ. σχετικά G. Varoufakis: «Investigation of some Minoan and Mycenean objects», Proceedings «Fruehes Eisen in Europa», Schaffhaousen 1981), μυκηναϊκοί σφραγιδοδακτύλιοι και μαχαιρίδια από τα Δενδρά Ναυπλίου και την Περατή Αττικής αποδείχθηκε ότι ήσαν κατασκευασμένα από σίδηρο. Ένα δεύτερο σπουδαίο μυκηναϊκό τεχνολογικό επίτευγμα ήσαν οι 150 θολω-

τοί τάφοι (ανοίγματος και ύψους έως 15 μ.), με τη χαρακτηριστική δακτυλιοειδή δόμηση, κατεσπαρμένοι σε ευρύτατη περιοχή του ελλαδικού χώρου (Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησος, Κρήτη). Τέλος, λίγοι γνωρίζουν ότι η πρώτη αποξήρανση της λίμνης Κωπαίδας έγινε κατά τα τελευταία 4 μυκηναϊκά χρόνια : α) Οι ποταμοί που έφθαναν στο εσωτερικό της λίμνης εξετράπησαν προς τις καταβόθρες των οχθών. β) Αναχώματα ύψους 2 μ. προστάτευαν τα αποξηραμένα βαθύπεδα, ενώ τα πρανή τάφρων και διωρύγων ήσαν επενδεδυμένα με ισχυρή λιθοδομή. Παρ' όλα τούτα τα τεχνολογικά επιτεύγματα των Ελλήνων κατά τη διάρκεια των μυκηναϊκών χρόνων, δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ελληνική τεχνολογία εκείνης της εποχής διέφερε ουσιωδώς από την τεχνολογία άλλων γνωστών κέντρων πολιτισμού των χρόνων εκείνων. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών των τεχνολογιών ήταν η εμπειρικότητά τους: Ένα χρήσιμο αγαθό (υλικό ή μεθοδολογικό) μπορεί να παραχθεί με βάση την εμπειρία ή ακόμη και χάρη σε σκόπιμους πειραματισμούς. Με αυτούς τους τρόπους μπορεί πράγματι να παραχθεί τεχνολογία, η πρόοδος όμως είναι βραδύτατη και η παραγωγικότητα μικρή. Φαίνεται, λοιπόν, ότι (εκεί γύρω στα 600 π.Χ.) κάτι διαφορετικό αρχίζει να γίνεται στην τεχνολογία των Ελλήνων: Σταδιακά αλλά σίγουρα, μια καινούρια (κατ' ξοχήν ελληνική) δραστηριότητα, η επιστήμη, αρχίζει να διαποτίζει την κληρονομημένη τεχνολογία. Τώρα αναζητείται μια ορθολογική συσχέτιση αιτίου/αποτελέσματος, έτσι ώστε, από το είδος των επιμέρους περιστατικών, να μπορεί κανείς να αναχθεί στο γένος τους. Με άλλα λόγια, αρχίζει να εφαρμόζεται η επιστημονική μέθοδος στο χώρο των φαινομένων όπου κείται το προς επίλυση τεχνικό πρόβλημα. Από αυτό τον υμέναιο επιστήμης/τεχνολογίας θα προκύψουν καρποί πλούσιοι, τους οποίους θα παρακολουθήσομε (συνοπτικά, έστω) στα επόμενα. Ας δώσομε, όμως, πρώτα μερικά παραδείγματα από αυτό το μπόλιασμα της τεχνολογίας με την επιστήμη. Δεν είναι «σύμπτωση» το γεγονός ότι ο μέγας μαθηματικός Θαλής ο Μιλήσιος ήταν και μηχανικός σπουδαίος: «Τον Άλυν ποταμόν κατά την διώρυχα εκτρεπόμενος εκ των αρχαίων ρεέθρων, Κροίσου στρατόν διεβίβασεν» (Ηρόδοτος 1.70). Ένα τέτοιο ευφυές τεχνικό έργο προϋποθέτει τη γνώση της «θεωρητικής» Γεωμετρίας για να μπορείς να χαράσσεις νοητές παραλλήλους μεγάλου μήκους και να μετράς αποστάσεις ανάμεσα σε απροσπέλαστα σημεία. Τέτοια ήταν και η περίπτωση της χαράξεως της σήραγγας της Σάμου (Ευπαλίνος, 500 π.Χ.): ένα χιλιόμετρο σχεδόν χάραξη και εξόρυξη, που ξεκίνησε από δύο απροσπέλαστα σημεία εκατέρωθεν του βουνού, δεν ευοδώνεται χωρίς βαθιά

γνώση της επιστήμης της Γεωμετρίας και, το κυριότερο, χωρίς μετρητικά εργαλεία απόδειξη της επιστημονικότητας των νέων μεθόδων. Άλλο ένα παράδειγμα θα φέρω από την τεχνική της κατασκευής μουσικών οργάνων: Η εμπειρική κατασκευή τους («με τ' αυτί») θα αντικατασταθεί από τη μαθηματική επιλογή χορδών (ή αυλών) και διαστημάτων, χάρη στην πυθαγόρεια μετατροπή των εμπειρικών κλιμάκων ήχου σε κλίμακα αριθμών. Αργότερα, λόγω της λειψυδρίας στο Λαύριο, αλλά και της ανάγκης για αξιοποίηση λεπτόκοκκων απορριμμάτων (πλυνιτών) του παρελθόντος, οι Αθηναίοι μεταλ5 λουργοί θα εφεύρουν το ελικοειδές πλυντήριο - ένα λεπτούργημα τρισδιάστατης υδραυλικής. Όταν ο Φίλων ο Βυζάντιος (3ος αι. π.Χ.) θα δώσει τη μαθηματική φόρμουλα για την επιλογή της διαμέτρου της χορδής του καταπέλτη, «συναρτήσει της κυβικής ρίζας του προς εκτόξευσιν βάρους», την ίδια παράδοση της επιστημονικοποιήσεως της τεχνολογίας ακολουθεί. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που και ο 6 Βιτρούβιος (1ος αι. π.Χ.) καίρια επισημαίνει πως ό,τι κάμανε οι έλληνες μηχανικοί το πέτυχαν «διά του υπολογισμού», διά της επιστήμης δηλαδή: ο Αρίσταρχος, ο Φιλόλαος, ο Απολλώνιος, ο Ερατοσθένης, ο Αρχιμήδης και ο Σκοπίνας κληροδότησαν στις επόμενες γενεές πολλές μηχανές [...] που επινοήθηκαν και κατασκευάσθηκαν με βάση τους αριθμούς και τους φυσικούς νόμους (βλ. Ι, κεφ. 1.17). Υποστηρίζουμε ότι αυτή ακριβώς η ελληνογενής «προστιθέμενη αξία» της επιστήμης πάνω στην τεχνολογία ερμηνεύει τη γρήγορη και καινοτομική άνθηση της τεχνολογίας στην αρχαία Ελλάδα, από τον 6ο αιώνα π.Χ. έως τον 1ο αιώνα μ.Χ. Ύστερα από αυτόν τον υμέναιο, ένα νέο είδος αναγκών πρέπει να υπηρετηθεί από την τεχνολογία: Η ίδια η επιστήμη έχει ανάγκη από ποικίλα όργανα παρατήρησης και μέτρησης. Τα «τεχνολογικά» αυτά προϊόντα θα είναι το αντίδωρο της τεχνολογίας για όσα δωρήματα έλαβε από 7 την επιστήμη ! Εδώ έχομε σύμμαχον και τον Πλάτωνα {Φίληβος 55Ε): «Οίαν πασών τεχνών αν τις αριθμητικήν χωρίζη και μετρητικήν και στατικήν, φαύλον το καταλειπόμενον εκάστης αν γίγνοιτο». Η σωζόμενη αραβική επιγραφή (9ου αι. μ.Χ.) ωρολογίου του Αρχιμήδους αρχίζει με τη φράση «Εν ονόματι του θεού του πανοικτίρμονος. Ο Αρχιμήδης λέγει: Όταν είδα ότι αι επινοήσεις των ανθρώπων διά την κατασκευήν των ωρολογίων ήσαν ατελείς και δεν είχον καλήν θεμε-λίωσιν, έγραψα την παρούσαν πραγματεί-αν». Πρόκειται, λοιπόν, και πάλι για μια παλαιότερη τεχνική, στην οποία γίνονται τελειοποιήσεις, στηριζόμενες όμως σε μια επιστημονική θεμελίωση.


Άλλωστε, καμιά τεχνολογία δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς μια εδραιωμένη μετρητική: Οι αποστάσεις, οι δυνάμεις και ο χρόνος πρέπει να μπορούν να μετρηθούν με ακρίβεια και με ευκολία. Αλλιώτικα, η τεχνική κινδυνεύει να μείνει στη βρεφική ηλικία των εμπειρικών δοκιμών. Η σωτήρια εισβολή της επιστήμης μέσα στην τεχνική περνάει από την πύλη της ποσοτικοποιήσεως. Γι' αυτό επισημαίνομε τη σημασία των μετρητικών μεθόδων όπως αναπτύχθηκαν και στον ελληνικό χώρο. Αναπτύχθηκαν και, το σπουδαιότερο, χρησιμοποιήθηκαν για τεχνικούς σκοπούς. Θα δώσουμε μόνο λίγα παραδείγματα • Η μέτρηση των μεγάλων αποστάσεων μέσω εξελιγμένων θεωρητικών γεωμετρικών μεθόδων είχε ήδη φθάσει σε μεγάλη ανάπτυξη από την εποχή του Αναξιμένους, ο οποίος κατά τον Πλίνιο (Hist, nat. Il 78) είχε ήδη μετρήσει την απόσταση Γης/Ηλίου. • Η διόπτρα και το οδόμετρον ήσαν τρέχοντα εργαλεία. Όταν ο Ήρων ο Αλεξανδρεύς θα τα περιγράψει πολύ αργό-

τερα λεπτομερώς (βιβλίον «διόπτρα»), δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να συστηματοποιεί μια χρήση αιώνων. • Ο αστρολάβος του Απολλώνιου (3ος αι.) και ο σφαιρικός αστρολάβος του Ευδόξου (4ος αι.) είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη της αστρονομίας. • Ανάλογα μπορεί να πει κανείς για τον απλό γνώμονα ως ακριβές μετρητικό μέσο γωνιών: Όταν ο Ερατοσθένης μετράει την περιφέρεια της Γης (με εκπλήσσου-σα σήμερα ακρίβεια), στην ακρίβεια της γωνίας προσπτώσεως των ακτινών του Ηλίου στηρίζεται (οι περίφημες μετρήσεις της Συήνης). • Η μέτρηση του χρόνου είχε επιτευχθεί πολύ νωρίς. Η μεγάλη όμως ακρίβεια των λεγόμενων «υδρίων ωροσκοπίων» των τελευταίων αιώνων της αρχαιότητας ήταν απαραίτητη για κάθε επιστημονική παρατήρηση. • Επειδή δε η αξιωματική στήριξη της έννοιας της «δυνάμεως» έγινε χάρη στην εξομοίωσή της προς την ειδική κατηγορία δυνάμεως που είναι το «βάρος», πρέπει να θυμήσομε ότι οι αρχαίοι Έλληνες ασχολούνταν ειδικώς με το πρόβλημα της ακριβείας των ζυγών: Έτσι, ο Αριστοτέλης ο ίδιος αποδεικνύει γιατί ένας μακρύς μο-

54

χλός ζυγίζει ακριβέστερα από έναν βραχύ μοχλό. Αντίθετα, ο Βιτρούβιος (πολύ αργότερα) θα υπογραμμίσει μόνον το γεγονός ότι η ανακάλυψη του ζυγού «μας έσωσε από την απάτη»! Ογδόντα σελίδες αφιερώνει ο Ε. Σταμάτης για το ωρολόγιον του Αρχιμήδους στο βιβλίο του Αρχιμήδους Άπαντα (Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, 1974). Η Ιστορία με τη Μηχανική διαπλέκονται αρμονικά στην πρώτη αυτή επαναφορά της πραγματείας του Αρχιμήδους στα νέα ελληνικά (από τη μόνη διασωθεί-σα αραβική απόδοση του πρωτοτύπου). Η πολυπλοκότητα των μηχανισμών και η απαιτούμενη ακρίβεια της επεξεργασίας των λεπτών μεταλλικών στοιχείων του ωρολογίου αποδεικνύουν την πολύ προχωρημένη τεχνολογική εξέλιξη κατά την ελληνιστική εποχή. Η παράδοση των αυτοματισμών είχε αρχίσει τρεις αιώνες πριν από τον Ήρωνα (Roun, κατά τους Άραβες) για να καταλήξει στο τεχνούργημα του «προσομοιωτήρα της ουράνιας σφαίρας» (του μηχανισμού των Αντικυθήρων, όπως συνήθως ονομάζεται). Η αρμονική σύζευξη λειτουργίας μεγάλου πλήθους οδοντωτών τροχών προκειμένου να αναπαραχθεί η κίνηση ουράνιων σωμάτων, περιγράφεται στο βιβλίο του Ν. Οικονόμου, Γρανάζια από τους Έλληνες, Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, θεσσαλονίκη 1985. Η συνέχεια της ελληνικής παραδόσεως σε αυτή την επιστημονική χρήση της τεχνολογίας μαρτυρείται και από τον Κικέρωνα (στις Tysculananum Disputationes, Loeb, 1960), όταν εξηγεί πώς ο Αρχιμήδης είχε συνδυάσει πάνω σε μια σφαίρα τις κινήσεις πέντε ουράνιων σωμάτων, θεία εμπνεύσει! (Τα βυζαντινά ωρολόγια/ημερολόγια θα ακολουθήσουν αυτή την παράδοση, για να την παραλάβουν οι Άραβες και να την φέρουν στην Ευρώπη.) Ιδού γιατί ο μηχανισμός των Αντικυθήρων δεν έπρεπε να θεωρηθεί ως «έκπληξη». Έτσι, η αρχαία ελληνική τεχνολογία, δυναμωμένη από την ελληνική επιστήμη, επιστρέφει στην επιστήμη το χρέος της μέσω των μετρητικών οργάνων τα οποία προσφέρει. Τέλος, δεν πρέπει να παραλείψομε εδώ και μιαν άλλη σπουδαία πλευρά της αρχαίας μετρητικής, δηλαδή τον έλεγχο της ποιότητας: Μαρμάρινη στήλη των αρχών του 4ου π.Χ. αιώνα (Αρχαία Αγορά Αθηνών) περιγράφει λεπτομερώς τις διαδικασίες με τις οποίες γινόταν ο έλεγχος της γνησιότητας των αργυρών νομισμάτων (βλ. Γ. Βαρουφάκης, Αρχαία Ελλάδα και ποιότητα, Αίολος, 1996). Η τεχνογνωσία όμως των αρχαίων Ελλήνων θα μπορούσε, φευ, να υπηρετήσει και τους κιβδηλοποιούς. Ήταν γνωστή η συνταγή (R. Helleux, Les Alchimistes Grecs, τ. I, Belles Lettres, Paris 1981): «για να φαίνονται χρυσά τα χάλκινα αντικείμενα και για να μην ανακαλύπτονται ούτε με τη φωτιά ούτε όταν τρίβονται με τη (λυδία) λίθο (και για να πετύχετε τούτο το φανταστικό αποτέλεσμα σε ένα δαχτυλίδι!)».

Δεν είναι βέβαια δυνατόν σε αυτό το άρθρο να περιγράψομε με λεπτομέρεια τα σπουδαία τεχνικά επιτεύγματα των αρχαίων Ελλήνων. Θα αρκεσθώ να παραπέμψω στην πλούσια διεθνή βιβλιογραφία και στην «αναδυόμενη» ελληνική βιβλιογραφία επί του θέματος. Στην τελευταία, μάλιστα, θα αναφέρω και τον τόμο των Πρακτικών του Ιου Διεθνούς Συνεδρίου για την Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία, που οργανώθηκε από την Εταιρεία Μελέτης Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας και το Τεχνολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στη Θεσσαλονίκη «Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης», το 1997. (Ο τόμος, 700 σελ., εκδόθηκε με την ευγενική οικονομική υποστήριξη του ΠΤΙ ΕΤΒΑ, διατίθεται δε στα βιβλιοπωλεία.) Πάντως, μπορούμε δειγματοληπτικά να μνημονεύσομε μερικά τέτοια επιτεύγματα σε κλάδους που δεν αναφέρθηκαν μέχρι τώρα. Κι ας αρχίσομε με τη στρατιωτική τεχνολογία. Ακούστε πρώτα πώς ο Θουκυδίδης (4. 100) περιγράφει την κατά του Δηλίου επίθεση των Βοιωτών: «κεραίαν μεγάλην δίχα πρίσαντες, εκοίλαναν άπασαν και ξυνήρμοσαν πάλιν ακριβώς ώσπερ αυλόν, και επ' άκραν λέβητά τε ήρτησαν αλύσεσι και ακροφύσιον από της κεραίας σιδηρούν ες αυτόν νεύον καθείτο, και εσεδιδήρωτο επί μέγα και του άλλου ξύλου, προσήγον δε εκ πολλού αμάξαις τω τείχει [...] και όποτε είη εγγύς, φύσας μεγάλας εσθέντες ες το προς εαυτών άκρον της κεραίας εφύσων. η δε πνοή ιούσα στεγανώς ες τον λέβητα, έχοντα άνθρακας τε ημμένους και θείον και πίσσαν, φλόγα εποίει μεγάλην και ήψε του τείχους». Το πρώτο φλογοβόλο της ιστορίας είχε νικήσει την αθηναϊκή φρουρά του Δηλίου. Όμως, οι καιροί άλλαζαν, οι καταπέλτες που εφευρέθηκαν από τους μηχανικούς του Διονυσίου του Πρεσβυτέρου (399 π.Χ.), το ευθύτονον και το παλίντονον (τριπλάσιας αρχικής δυνάμεως από το ευθύτονον), περιείχαν γεωμετρικές και μηχανικές συλλήψεις που δίκαια επαληθεύουν και εδώ την πλησίστια εισαγωγή του επιστημονικού πνεύματος στην τεχνολογία. Όταν δε ο μηχανικός του, ο Πολύειδος, κατασκευάσει την ελέπολιν, θα έχει εφεύρει το πρώτο θωρηκτό άρμα. Το ίδιο και ο Επίμαχος ο Αθηναίος (μηχανικός του Δημητρίου του Πολιορκητή). Η ελέπολις του Επιμάχου είχε 40 μ. ύψος, ήταν επενδεδυμένη εξωτερικά, τα δε παράθυρα άνοιγαν με μηχανικά μέσα για να επιτρέπουν στα παντοειδή βλητικά μηχανήματα όλων των ορόφων να βάλλουν κατά του εχθρού. Το όλον εκινείτο πάνω σε οκτώ γιγαντιαίους τροχούς πάχους 1 μ. (η περιγραφή του Διόδωρου 20.91). Ένας μάλιστα από τους καταπέλτες (του Διονυσίου εκ Μαγνησίας) είχε το όνομα πολυβόλον, όπως μαρτυρεί ο Φίλων ο Βυζάντιος. Τέτοιες επιθετικές μηχανές ήταν φυσικό να προκαλέσουν και την ανάπτυξη αντίστοιχης αμυντικής τεχνολογίας. Ας αναφερθεί εδώ ένα από τα πιο ξακουστά


παραδείγματα, η κατά των Ρωμαίων άμυνα των Συρακουσών, με τη βοήθεια του αρχιμηχανικού Αρχιμήδους: Επιβλητικοί γερανοί που ξαφνικά έβγαζαν τις μπούμες τους έξω από τα τείχη, για να αρπάξουν τους πλωτούς πύργους των Ρωμαίων, να τους σείσουν στον αέρα και να τους βροντήξουν στη θάλασσα! Σημειώνει και ο (κατά τα άλλα μάλλον αντιτεχνικός) Πλούταρχος {Μάρκελλος 15): «Ταις δε ναυσίν, από των τειχών, άφνω υπεραιωρούμεναι κεραίαι, τας μεν υπό βρίθους στηρίζοντος άνωθεν ωθούσας κατέδυον εις βυθόν, τας δε χερσίν σιδηραίς ή στόμασιν εικασμέ-νοις γερανών ανασπώσαι πρώραθεν, ορθάς επί πρύμναν εβάπτιζον, ή δι' αντιτό-νων ένδον επιστρεφόμενοι και περιαγόμε-ναι, τοις υπό το τείχος πεφυκόσι κρημνοίς και σκοπέλοις προσήρασσον, άμα φθόρω πολλώ των επιβατών συντριβομένων». Η τεχνολογία αναγνωρίζεται ως κύρια δύναμη, όταν ο ίδιος ο Μάρκελλος λέει (17) για τον Αρχιμήδη: «...προς τον γεωμετρικόν τούτον Βριάρεων πολεμούντες, ος τας μεν ναυς ημών καθίζων προς την θάλασσαν, παίζων, μετ' αισχύνης εκβέβληκε, τους δε μυθικούς εκατόγχειρας υπεραίρει, τοσαύτα βάλλων άμα βέλη καθ' ημών». Προσέξτε αυτό το «μετ' αισχύνης». Ακόμη δεν μπορούσε να συλλάβει ο νους του πως κάτι άψυχες μηχανές τον έκαναν καλά κι όχι ένας γενναίος αντίπαλος. Λάθος μέγα, βέβαια. Η μηχανή είχε πίσω της τα πιο ανθρώπινα χαρακτηριστικά: όχι τα ζωώδη μπράτσα του μπεχλιβάνη, αλλά τον ανθρώπινο νου του επιστήμονα. Στα τεχνικά έργα, τώρα, θα ήθελα να μνημονεύσω ένα ευρύτερο υδραυλικό έργο, την αποξήρανση της λίμνης των Πτεχών (της λίμνης Δύστου δηλαδή, στη νότια Εύβοια). Σώζεται η σύμβαση του δήμου Ερετριέων με το μηχανικό Χαιρεφάνη (330 π.Χ.). Περιγράφεται το έργο (κατασκευή αποχετευτικών αγωγών και δρυφράκτων, κατασκευή υδροδεξαμενής κ.ά.), δίνεται τετραετής προθεσμία, παρέχεται ατέλεια στα εισαγόμενα υλικά και ασυλία στον εργολάβο και στους εργαζομένους κατά τη διάρκεια αυτής της τετραετίας. Προβλέπονται όμως και σαφείς ποινικές ρήτρες, υλικής και ηθικής φύσεως. Είναι το πρώτο έργο «Build, Operate and Transfer» που γνωρίζομε στην ιστορία. Στη μηχανολογία ας μνημονεύσουμε πρώτα συνοπτικώς τα εργαλεία. Πολύσπαστα (5ος αι. π.Χ.), συγκόλληση σιδήρου (6ος αι. π.Χ.), ατέρμων κοχλίας (3ος αι. π.Χ.) και, πιθανότατα, τόρνος μεταλλικών αντικειμένων. Χάρη σε αυτά καθώς και στις προόδους της μεταλλουργίας, έγινε δυνατή η εντατική χρήση των ακόλουθων μηχανημάτων: Μεταλλικά ελατήρια για ισχυρούς καταπέλτες, ισχυροί οδοντωτοί τροχοί για γερανούς, καλώς συναρμοσμένα έμβολα και χιτώνια για εμβολοφόρες αντλίες (3ος αι. π.Χ.) καθώς και αυτοματισμοί ποικίλοι πριν και από τον Ήρωνα της Αλεξάνδρειας (1ος αι. π.Χ.). Στη ναυπηγική, τώρα, δίκαια έχει λεχθεί ότι ένα μεγάλο πλοίο είναι η συνά-

ντηση πολλών τεχνολογιών. Δεν είναι τυχαίο ότι η αθηναϊκή τριήρης, αυτό το σαραντάμετρο πλοίο με διακόσιους άνδρες πλήρωμα, ήταν ικανό να αναπτύσσει τη (ζηλευτή και σήμερα) ταχύτητα των 20 χιλιομέτρων την ώρα. Στην Αλεξάνδρεια θα φθάσουν σε «υπερωκεάνια» των 1000 τόνων, μήκους 130 μ. και με μερικές χιλιάδες επιβάτες (Καλλίξενος ο Ρόδιος, 2ος αι. π.Χ.). Η συστηματική συλλογή των χημικών «συνταγών» των Ελλήνων έγινε τον 1ο αιώνα μ.Χ., η χρονολόγησή τους όμως είναι πολύ παλαιότερη. Άλλωστε, τα σχετικά αποσπάσματα του Βώλου Δημοκρίτειου ανάγονται στον 2ο π.Χ. αιώνα. Εντυπωσιάζει ο πλούτος των χημικών γνώσεων, αλλά και η ακρίβεια της ορολογίας που χρησιμοποιείται. Ο Διοκλητιανός κατέστρεψε όσα συγγράμματα μπόρεσε «περί χημείας χρυσού και αργύρου», για να εμποδίσει την Αίγυπτο να αποκτήσει πλούτη! Σημαντική βέβαια ώθηση στην αρχαιοελληνική τεχνολογία θα δινόταν εάν είχε προλάβει να επεκταθεί η εφαρμογή άλλων μορφών ενέργειας, εκτός από τη μυϊκή δύναμη (ανθρώπων και ζώων): • Η δύναμη του ανέμου: Ο Ήρων (1ος αι. π.Χ.) είχε περιγράψει μια «ανεμογεννήτρια» που κινούσε μια εμβολοφόρο αντλία, η οποία λειτουργούσε μια ύδραυλιν. Η σημαντικότερη λεπτομέρεια αυτής της εφευρέσεως ήταν ο μηχανισμός μετατροπής της κυκλικής κινήσεως της φτερωτής σε παλινδρομική ευθύγραμμη κίνηση του εμβόλου της αντλίας. • Η δύναμη του νερού: Αν εξαιρέσουμε τον υδροτροχό της αθηναϊκής αγοράς, ο «ελληνικός νερόμυλος» θα περιγραφεί μεν από τον Φίλωνα τον Βυζάντιο (3ος αι. π.Χ.), κατασκευές όμως αναφέρονται από τον Στράβωνα [Γεωγραφικά 12.3.30, Κάβειρα, εποχή Μιθριδάτη - 100 π.Χ.) και από τον Αντίπατρο τον Θεσσαλονικέα (ΕΛΛ. Ανθολογία 9.418). • Η δύναμη της φωτιάς: Το πρώτο και σημαντικότερο βήμα είχε γίνει όταν ο Ήρων περιέγραψε την αιολόσφαιρά του, η οποία περιστρεφόταν με ατμό... • Το ξυλοκάρβουνο (Θεόφραστος, 300 π.Χ., Περί φυτών ιστορίας 5.9.1) χρησιμοποιούνταν για εξειδικευμένες μεταλλουργικές εργασίες, η δε χρήση του λιγνίτη (Θεόφραστος, Περί λίθων 16) ήταν γνωστή στα βουνά της Ολυμπίας. Η εικόνα, λοιπόν, που είχαμε από τις γνωστές πηγές ενέργειας στην αρχαία Ελλάδα δεν διαφέρει (ποιοτικώς, τουλάχιστον) από την κατάσταση στη Δυτική Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα. Γι' αυτό και το ερώτημα «γιατί δεν πρόλαβε να γίνει η πρώτη βιομηχανική επανάσταση στην Αλεξάνδρεια, κάπου γύρω στον 1ο π.Χ. αιώνα;» δεν είναι τόσο ρητορικό όσο φαίνεται... Πράγματι, οι έλληνες τεχνικοί συγγραφείς πλήθαιναν ταχύτατα από τον 5ο προς τον 2ο π.Χ. αιώνα και έφθασαν σε πολύ μεγάλο αριθμό στην Αλεξάνδρεια, το τεχνολογικό κέντρο του αρχαίου κόσμου,

εκεί όπου θα ολοκληρωθεί η στροφή της ελληνικής σκέψεως. Αντί για την ερμηνεία του κόσμου από τα «έξω προς τα μέσα» (π.χ. αντί να ξεκινούν από τα τέσσερα στοιχεία της φύσεως ή τις γενικές αρχές), αναζητούν τώρα να συνδέσουν τα μικρογεγονότα της πραγματικότητας, για να τα κάνουν ενδεχομένως να αποκτήσουν νόημα. Ετσι, ψάχνουν τον κόσμο από «μέσα προς τα έξω», με έναν τρόπο που προαναγγέλλει τον Γαλιλαίο. Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι τώρα πια απορρίπτεται και η μυθολογική (προμηθεϊκή) προέλευση της τεχνολογίας και προβάλλεται η ανθρώπινη ιστορική σημασία της εμπειρίας (Μοσχίων, 3ος αι. π.Χ.). Τώρα, πολύ περισσότεροι αρέσκονται στην παρατήρηση, στη μέτρηση, στην κατασκευή. Και κάτι ακόμη: Οι μεγάλοι συγγραφείς μηχανικοί δεν είναι πλέον κτηματίες ή στρατηγοί. Ο Κτησίβιος (ο ιδρυτής της αλεξανδρινής τεχνολογικής παράδοσης) ήταν γιος κουρέα, ενώ ο Ήρων (του οποίου το έργο θα επανεκδίδεται συνεχώς έως τον 16ο αι. μ.Χ. στην Ευρώπη) εργαζόταν στην αρχή ως υποδηματοποιός. Αν δεν είχε ανακοπεί η λαμπρή εκείνη τεχνολογική παράδοση, το κέντρο της οικονομίας σήμερα θα βρισκόταν ίσως στην Ανατολική Μεσόγειο... Θ. Π. ΤΑΣ ΙΟΣ

1. Και, μάλιστα, «επί πάντας, ου γαρ αν γένοιτο πόλεις ει ολίγοι αυτών μετέχοιεν» (ό.π., 322d) - προαγγελία της σημασίας της δημοκρα τίας, ίσως. 2. Θυμηθείτε τα αυτόματα που κατασκεύαζε ο Ήφαιστος. 3. Ο μηχανικός Δαίδαλος (με τα κινούμενα γλυπτά, κατά Αριστοτέλη, Πολιτικά Α.2.4) και το υπερ-ρομπότ ο Τάλως... 4. J. Knauss κ.ά., «Die Wasserbauten der Minyer in der Kopais», Inst. f. Wasserbauten, Tech. Univ. Munchen, Bericht 50, 1984. Ιακωβίδης Σπ.: «Ο Γλας και η μυκηναϊκή αποστράγγιση της Κωπαίδας», 1ο Διεθνές Συνέδριο Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας, 1997. 5. Βλ. Κ. Κονοφάγος, Το αρχαίο Λαύριο, Εκδοτική Ελλάδος, Αθήνα 1980. 6. Βλ. ελληνική έκδοση: Π. Λέφας, Βιβλία I-V, Πλέθρον, Αθήνα 1997. 7. Στην αρχαία Ελλάδα η πολλαπλή σχέση Τεχνολογία ->■ Επιστήμη -> Τεχνολογία -> Επιστήμη θα παρατηρηθεί πολλές φορές. Στη βιβλιογραφία βεβαίως μπορεί κανείς να βρει περισσότερες εφαρμογές: Στις ανυψωτικές μηχανές (βλ. λ.χ. Μ. Κορρές, Από την Πεντέλη στον Παρθενώνα, Μέλισσα, Αθήνα 1992). Στις ποικίλες αντλίες (βλ. λ.χ. Landels, Engineering in the ancient World, University of California Press, 1981). Στις στρατιωτικές μηχανές τα χαλκότονα, τα αερότονα και τα τεράστια άρματα μάχης (40 έως 60 μ. ύψος), τις ελεπόλεις (βλ. λ.χ. Les mécaniciens grecs, Seuil, Paris 1980, καθώς και Θ. Κορρέ, Το υγρόν πυρ, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1995). Στη ναυπηγική (βλ. λ.χ. Χ. Λάζος, Ναυτική τεχνολογία στην αρχαία Ελλάδα, Αίολος, Αθήνα 1996). Στην αυτοματοποιητική (βλ. λ.χ. Δ. Καλλιγερόπουλος, Αυτοματοποιητική του Ήρωνος, Αθήνα 1996).


ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΝΑΥΠΗΓΙΚΗ Η εντύπωση του εσωστρεφούς πολιτισμού που έχει δημιουργηθεί για το Βυζάντιο δεν σου αφήνει περιθώριο να φανταστείς τη σχέση του με τη θάλασσα. Η θάλασσα υπήρξε πάντα μια δίοδος επικοινωνίας, εξωστρέφειας και γήινης αναζήτησης, έννοιες που αρχικά φαίνονται ασύνδετες με τον βυζαντινό πολιτισμό. Ωστόσο, οι δομές και η παράδοση αυτού του πολιτισμού καθώς και η γεωγραφική θέση στην οποία αναπτύχθηκε επέβαλαν τη δραστηριότητά του και στη θάλασσα. Κι αυτή η δραστηριότητα υπήρξε από τις ζωτικότερες της «οικουμενικής» αυτοκρατορίας. Η βυζαντινή αυτοκρατορία, που απλωνόταν αρχικά από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι της Ηράκλειες Στήλες, όσο κι αν μειωνόταν στη διάρκεια της χιλιετίας, δεν έχασε ποτέ εδάφη που περιλάμβαναν πολλά χιλιόμετρα ακτών και νησιών στα οποία η ζωή ήταν αδύνατη χωρίς την εξασφάλιση της ναυσιπλοίας. Το αρχαιοελληνικό, το ελληνιστικό, το ρωμαϊκό υπόβαθρο στο οποίο αναπτύχθηκε ο βυζαντινός πολιτισμός είχε μακρά ναυτική παράδοση. Ανάλογη παράδοση είχαν κι άλλοι λαοί της Μεσογείου, όπως οι Αιγύπτιοι, οι Σύριοι κ.ά., οι οποίοι αποτελούσαν αρχικά μέρος της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Αυτή η παράδοση παρείχε τις γνώσεις, τις τεχνικές, την εμπειρία, το ειδικευμένο προσωπικό που ήταν απαραίτητο για τη ναυπηγική και τη ναυσιπλοία στη βυζαντινή Μεσόγειο. Οι Άραβες πρώτα, οι Βενετοί αργότερα και οι Οθωμανοί τελευταίοι, που διεκδίκησαν τη Μεσόγειο, στηρίχθηκαν σε αυτή τη βυζαντινή ναυτική παράδοση και γνώση προτού αναπτύξουν τις δικές τους τεχνικές. Βυζαντινή ναυπηγική Η σύγχρονη τεχνολογία εξελίσσεται και μεταβάλλεται πολύ γρήγορα. Στις μέρες μας, σχεδόν ανά πενταετία πραγματοποιούνται πολύ σημαντικές τεχνικές αλλαγές. Τα πράγματα δεν ήταν όμως πάντα έτσι. Οι τεχνικές της ελληνορωμαϊκής ναυπηγικής εφαρμόστηκαν για πολλούς αιώνες στη Μεσόγειο. Στη διάρκεια όλων αυτών των αιώνων κατασκεύαζαν πρώτα το κέλυφος του σκάφους και μετά το σκελετό, δηλαδή τοποθετούσαν πρώτα τα ξύλα του πετσώματος, τα συνέδεαν μεταξύ τους με τα ξύλινα καρφιά (μόρσα) και μετά τοποθετούσαν τις εσωτερικές ενισχύσεις (στραβά), την καρίνα και πρόσθεταν την πρώρα και την πρύμνη. Τα ναυάγια Ένα ναυάγιο στην Ανατολική Μεσόγειο (Yassi Ada), από τον 4ο αιώνα μ.Χ., μας δίνει κάποιες ενδείξεις για τη διαφοροποίηση αυτής της τεχνικής. Ένα ακόμη ναυάγιο του 7ου αιώνα, στην ίδια περιοχή, μας δίνει μια ολοκληρωμένη εικόνα αυτών των αλλαγών. Για την κατασκευή αυτού του πλοίου τοποθέτησαν πρώτα την καρίνα, κατασκεύασαν ένα μικρό μέρος του πετσώμα-

τος (εξωτερική επένδυση του πλοίου) και τοποθέτησαν τις εσωτερικές κάθετες ενισχύσεις (τα στραβά, τον κάθετο σκελετό του πλοίου), τις οποίες κάρφωσαν με σιδερένια καρφιά. Μετά συνέχισαν με το πέτσωμα και τα οριζόντια εσωτερικά ξύλα (στραγαλιές). Το πλοίο ήταν καλαφατισμέ-νο εσωτερικά κι εξωτερικά μέχρι την ίσαλο (τη γραμμή που έφθανε η θάλασσα στην εξωτερική επιφάνεια του πλοίου). Η τεχνική αυτή αποτελεί το πρώτο μεταβατικό στάδιο από την ελληνορωμαϊκή στη βυζαντινή ναυπηγική. Τα πλοία κατευθύνονταν με δύο κουπιά, τα οποία χρησιμοποιούσαν ως πηδάλια, και βρίσκονταν στην πλευρά της πρύμνης. Η πρώρα και η πρύμνη σχημάτιζαν μια καμπύλη κι έδιναν ένα στρογγυλό σχήμα στο πλοίο. Η καρίνα δεν βυθιζόταν πολύ στο νερό. Τα εμπορικά πλοία ταξίδευαν κυρίως με πανιά' μερικά μάλιστα ήταν εφοδιασμένα και με κουπιά για τις απαραίτητες μανούβρες ή για τις δύσκολες ώρες. Οι Άραβες αρχικά μιμήθηκαν τη βυζαντινή ναυπηγική, αλλά γρήγορα έκαναν τις δικές τους τελειοποιήσεις και ανακαλύψεις. Ένα άλλο ναυάγιο του 11ου αιώνα στην ίδια περιοχή (Serçe Liman) μαρτυρεί για την τελειοποίηση αυτής της τεχνικής.

Τα μόρσα έχουν τελείως καταργηθεί κι έτσι γίνεται απαραίτητο το καλαφάτισμα. Ο ιστορικός του 11ου αιώνα Μιχαήλ Ψελλός, όταν αναφέρεται στον πατέρα του αυτοκράτορα Μιχαήλ Ε' του Καλαφάτη, λέει ότι ασκούσε ένα πολύ ταπεινό επάγγελμα. Κανένα πλοίο όμως δεν ταξίδευε αν δεν του έβαζε αυτός την τελευταία πινελιά. Η ολοκλήρωση της τεχνικής κατά την οποία πρώτα κατασκευάζεται ο σκελετός και μετά τοποθετείται το πέτσωμα απαιτούσε λιγότερες ξυλουργικές εργασίες, επομένως λιγότερη δουλειά και λιγότερα ξύλα. Τα πλοία γίνονταν έτσι φθηνότερα και μεγαλύτερης χωρητικότητας. Η αλλαγή αυτή στη ναυπηγική απαιτούσε άλλου είδους επιδεξιότητες, μια άλλη αντίληψη, έναν άλλο τρόπο σκέψης. Γι' αυτή την αλλαγή χρειάστηκαν, από όσο ξέρουμε, επτά αιώνες. Πανιά Στον ελληνορωμαϊκό κόσμο τα πανιά των περισσότερων πλοίων ήταν τετράγωνα. Από τον 6ο αιώνα μ.Χ. υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη τριγωνικού πανιού, το οποίο θα χρησιμοποιηθεί έως τον 13ο αιώνα. Τα πανιά ήταν φτιαγμένα από λινάρι και είχαν διάφορα χρώματα, κυρίως κοκκινοπράσινο και κοκκινοκίτρινο. Όσο μεγάλωναν τα πλοία και αυξανόταν η χωρητικότητά τους ξαναχρησιμοποιούσαν το τετρά-


γωνο πανί. Τον 14ο αιώνα, τα πλοία των μεγάλων ανακαλύψεων είχαν μεγάλο τετράγωνο πανί και μικρότερο τριγωνικό. Στη Μεσόγειο, πάντως, το τριγωνικό πανί παρέμεινε σε χρήση για μικρά σκάφη έως τον 20ό αιώνα. Ξυλεία Τα ξύλα που χρησιμοποιούσαν οι Βυζαντινοί στην κατασκευή των πλοίων τους ήταν πεύκο, έλατο, κέδρος και κυρίως κυπαρίσσι, για μικρότερα όμως εξαρτήματα χρησιμοποιούσαν φτελιά, άσπρη βαλανιδιά κ.ά. Τα δάση της νότιας Μικράς Ασίας, της Κρήτης, των ακτών της Μαύρης Θάλασσας, της Βόρειας Ηπείρου, της Δαλματίας παρείχαν την πρώτη ύλη για τη ναυπηγική. Ακόμη κι όταν πολλές από αυτές τις πλούσιες σε πρώτη ύλη περιοχές χάθηκαν για το Βυζάντιο, οι Βυζαντινοί εξακολουθούσαν να προμηθεύουν στους Βενετούς ξυλεία για το σκελετό των πλοίων αλλά και για τα τιμόνια και τα κατάρτια. Χωρητικότητα - Τιμή Για να βρεθεί η χωρητικότητα ενός πλοίου, πολλαπλασίαζαν τις διαστάσεις του με το 6 που έδινε τον αριθμό των μοδίων, της μονάδας μέτρησης της εποχής. Για παράδειγμα, ένα πλοίο που ανήκε στο μοναστήρι του Ιωάννη Θεολόγου της Πάτμου είχε 18 πήχεις (8,42μ.) μήκος χ 8 πήχεις (3,74μ.) πλάτος χ 2,5 πήχεις (1,17μ.) βάθος χ 6 =2160 μοδίους (36,72κ.μ.) χωρητικότητα. Με βάση αυτή τη μέτρηση γινόταν η φορολόγηση του.

Λίγες πληροφορίες έχουμε για τις τιμές των πλοίων. Τον 7ο και 8ο αιώνα ένα πλοίο χωρητικότητας 1000 μοδίων (17κ.μ.) κόστιζε 50 νομίσματα, ενώ ένα μεταχειρισμένο ίδιων διαστάσεων 30 νομίσματα. Τον 11ο αιώνα ένα δικάταρτο πλοίο 500 μοδίων (8,50κ.μ.) κόστιζε 42 νομίσματα. Εδώ θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας και τη σοβαρή υποτίμηση του χρυσού βυζαντινού νομίσματος τον ίδιο αιώνα. Η τεχνογνωσία δεν ήταν από τις προτεραιότητες του Βυζαντίου. Με την πρόοδο όμως της έρευνας και τη διαφορετική επιστημονική προσέγγιση αυτού του πολιτισμού, άρχισαν να εντοπίζονται σημαντικές εξελίξεις σε αυτό τον τομέα τουλάχιστον έως και τον 11ο αιώνα. Αυτή η τεχνογνωσία πέρασε και στη Δύση. Μετά τον 12ο αιώνα, η Δύση θα προχωρήσει σε μια νέα κατεύθυνση και θα έρθει η σειρά του Βυζαντίου να παρακολουθήσει την τεχνολογική εξέλιξη μέσω της Δύσης. ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΕΥΓΕΝΙΔΟΥ * Το κείμενο περιέχει αποσπάσματα από την έκδοση της Διεύθυνσης Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού: «Ταξίδια στις Βυζαντινές Θάλασσες», που πραγματοποιήθηκε με την ευκαιρία του εορτασμού των Ευρωπαϊκών Ημερών Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Η έκδοση αποτελεί και τη βάση εκπαιδευτικού προγράμματος το οποίο πραγματοποιείται σε συνεργασία με τις Εφορείες Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, στις Κυκλάδες, τη Χίο και την Κρήτη.

ΕΝΑΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΥΔΡΟΜΥΛΟΣ ΣΤΗ ΘΗΒΑ Αναζητώντας στον γοητευτικό μύθο της ίδρυσης της Θήβας το λόγο που έκανε τον Κάδμο να επιλέξει για κατοίκηση αυτό τον 1 μακρόστενο λόφο, την Καδμεία , ο οποίος κατοικείται μέχρι σήμερα, βρίσκουμε πως δεν ήταν άλλος από τα άφθονα νερά της περιοχής. Έτσι ερμηνεύεται το γεγονός ότι, πριν κτίσει την πόλη, σκότωσε το δράκοντα που ο θεός Άρης είχε βάλει φρουρό της 2 πηγής η οποία ανάβρυζε εκεί κοντά . Επειδή, όμως, συνεχίζει ο μύθος, το νερό αυτό μολύνθηκε από το φονικό, ο Κάδμος άνοιξε σε άλλο μέρος καθαρή πηγή χτυπώντας δυνατά το έδαφος με το πόδι του. Το ποτάμι που πήγασε εκεί ονομάστηκε αρχικά «Κάδμου πους», ενώ αργότερα Ισμηνός. Ο Ισμηνός είναι το ένα από τα δύο μεγάλα ποτάμια που περιέβαλλαν την Καδμεία κατά μήκος των δύο μακρών πλευρών της. Στη δυτική πλευρά ήταν το ρέμα της Δίρκης, μικρό ποτάμι που πήγαζε κοντά στις Ποτνιές (σημερινό Τάχι) και ενισχυόταν στα ριζά της Καδμείας με τα νερά 3 της πηγής Δίρκη ή Παραπόρτι . Κατά μήκος του ποταμού αυτού εγκαταστάθηκαν στα βυζαντινά χρόνια τα περίφημα

4

εργαστήρια μεταξωτών , με την εξαιρετική ποιότητά τους, χάρη στη φύση του νερού, που αποτέλεσαν την κύρια πλουτοπαρα5 γωγική πηγή της Θήβας . Την ίδια περίοδο τα πλούσια νερά του Ισμηνού, που κυλούσε σε μια βαθιά ρεματιά στην άλλη μεριά της Καδμείας, ανατολικά, χρησιμοποιήθηκαν για την κίνηση υδρόμυλων. Την πρώτη μνεία υδρόμυλων στις ιστορικές πηγές βρίσκουμε στο Κτηματολόγιο των Θηβών, ένα φορολογικό κατάστιχο που διασώθηκε αποσπασματικά και χρονολογήθηκε από τον εκδότη του στο δεύτερο 6 μισό του 11ου αιώνα . Ανάμεσα στους 7 μύλους που αναφέρονται εκεί , χωρίς να μπορούμε δυστυχώς να προσδιορίσουμε τη θέση τους, περιλαμβάνεται και ο «Υδρόμυλος Κορυφάλτη κείμενος πλησίον 8 εις τον Άγιον Λουκάν» , εκεί δηλαδή όπου μέχρι σήμερα υπάρχουν τα κτίσματα μεταγενέστερων μύλων. Τόσο οι μύλοι αυτοί όσο και οι άλλοι που σημειώνονται στον 9 συνημμένο χάρτη του περασμένου αιώνα , με μεγαλύτερη πυκνότητα νοτιότερα, τροφοδοτούνταν με το απαραίτητο νερό από μια μυλαύλακα που ξεκινούσε από τις πηγές του Ισμηνού και πότε λαξευτής,

11

πότε κτιστή έφθανε ως την περιοχή του σημερινού σιδηροδρομικού σταθμού, όπου βρίσκεται και ο τελευταίος μύλος που λει12 τουργεί ακόμη, ηλεκτροκίνητος πλέον . Η κατασκευή της μυλαύλακας απαίτησε την εκτροπή των νερών του Ισμηνού από τη φυσική κοίτη τους, αμέσως μετά τις πηγές του. Το έργο αυτό αποδίδεται στον δραστήριο μητροπολίτη Θηβών, του τέλους 13 του 12ου αιώνα, Ιωάννη Καλοκτένη . Γι' αυτό και ο ποταμός ονομάστηκε έκτοτε ρέμα του Αι-Γιάννη. Στη θέση της πηγής οι Θηβαίοι, από ευγνωμοσύνη προς το μητροπολίτη για το σημαντικό αυτό έργο, που είχε ως συνέπεια την οικονομική ανά14 πτυξη της πόλης, έκτισαν ομώνυμο ναό , τη θέση του οποίου σηματοδοτεί σήμερα 15 ένα ταπεινό εικονοστάσι . Σύμφωνα, όμως, με παρατήρηση του Ν. Παπαχατζή ένα μέρος από τα νερά του Ισμηνού φαίνεται πως ανέκαθεν εκτρέπονταν από την κοίτη τους και διοχετεύονταν σε κρηνικές κατασκευές ή σε υδρό16 μυλους . Την άποψη αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει η πρόσφατη αποκάλυψη ενός βυζαντινού μύλου που ανασκάφηκε από την 1η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων σε οικόπεδο ιδιώτη, στη σημερινή θέση 17 Ταμπούρι Ρούκη (βλ. χάρτη) και, όπως θα δούμε στη συνέχεια, ανήκει σε προγενέστερη του Καλοκτένη περίοδο. Ίσως το έργο του μητροπολίτη να αφορά σε επισκευή του δικτύου, που πρέπει να γινόταν συνεχώς, αφού νεότεροι μύλοι διαδέχονταν πάντα στις ίδιες περίπου θέσεις τους προγενέστερους, όταν καταστρέφονταν. Πρόκειται για έναν ορθογώνιο χώρο, διαστάσεων 7,20x3,80 μ. περίπου, το νοτιοανατολικό τμήμα του οποίου εδράζεται στον φυσικό βράχο. Ενας μικρού μήκους τοίχος, που βαίνει παράλληλα και σε απόσταση 70 εκ. από τη βόρεια πλευρά του ορθογώνιου κτιρίου, προοριζόταν για τη στερέωση της όρθιας φτερωτής. Το νερό που την κινούσε έπεφτε από ψηλότερη στάθμη, όπου το έφερνε η σωζόμενη μέχρι σήμερα, αλλά καταχωμένη, μυλαύλακα, 13 ανατολικά των δύο ερειπωμένων μύλων που φαίνονται στο χάρτη. Στη συνέχεια διοχετευόταν προς το ποτάμι από ένα ορθογώνιο άνοιγμα στον δυτικό τοίχο. Τη ροή του προς αυτή την κατεύθυνση όριζε και ο αμελέστερα κτισμένος καμπύλος τοίχος στο βορειότερο άκρο του οικοπέδου. Στον μικρό, σχεδόν τετράγωνο, κτιστό χώρο στο εσωτερικό του κτιρίου και απέναντι από τη φτερωτή πρέπει να υπήρχε ο αλεστικός μηχανισμός με τις μυλόπετρες, από τις οποίες διασώθηκε ένα μικρό τμήμα από ηφαιστειογενές πέτρωμα. Η αρχιτεκτονική του μύλου αυτού με την όρθια φτερωτή, που έχει χαρακτηριστεί 19 ως «ρωμαϊκού» τύπου , εμφανίζει μεγάλη ομοιότητα με τον υδρόμυλο που διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση στο χώρο της Αρχαίας Αγοράς Αθηνών. Ο μύλος αυτός, ο παλαιότερος στην Ευρώπη, που αποτελεί θαυμάσιο παράδειγμα


δες ετησίως, για δε τους μύλους ογδόντα ακσέδες. Μεταγενέστερες πληροφορίες αντλούμε, τέλος, από τους περιηγητές που επισκέφθηκαν τη Θήβα από τα μέσα του 18ου αιώνα κι έπειτα, όπως ο J. Charlemont (1749)26 ο W.M. Leake (1804-5)27, ο W. Gell (1804-6)28, ο J. Hobhouse (1809-10)29, 0 Th. 30 Hughes (1813) , ενώ δεν λείπουν και οι απεικονίσεις μύλων από τον Η. Williams (1816-17)31 και τον Η. Belles32. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι περιγραφές ή η απεικόνιση «φωτογραφίζουν» μύλους που διασώθηκαν ως τις μέρες μας. Αχρηστευμένοι πλέον καταρρέουν, χωρίς

της από τον Βιτρούβιο περιγραφής των κατασκευών αυτών, χρονολογείται με βάση τα νομισματικά δεδομένα στον 5ο-6ο μ.Χ. 2 αιώνα °. Ο θηβαϊκός μύλος με το είδος της τοιχοποιίας του και τα παλαιότερα νομίσματα που βρέθηκαν μας οδηγεί στο τέλος του 9ου-αρχές του 10ου αιώνα. Την εποχή αυτή η Θήβα, που έχει οριστεί έδρα του Θέματος Ελλάδος, βρίσκεται σε μεγάλη ανάκαμψη μετά την περίοδο των 2 λεγόμενων σκοτεινών χρόνων ΐ. Η μέριμνα των αξιωματούχων φαίνεται πως δεν περιορίστηκε μόνο στην ίδρυση σημαντικών θρησκευτικών μνημείων με σπουδαιότερο τον γνωστό ναό του Αγίου Γρηγορίου Θεολόγου (872 μ.Χ.)22. Ο μύλος εγκαταλείφθηκε σχετικά νωρίς για άγνωστους λόγους. Στο χώρο του αλεστικού μηχανισμού και τη γύρω περιοχή του βρέθηκαν έντονα ίχνη καύσης, πιθανόν από τα ξύλινα στοιχεία του ή από κάποιο πατάρι που θα υπήρχε για τη διανυκτέρευση του μυλωνά. Για τη στήριξη του παταριού ίσως χρησίμευε μια πασσαλότρυπα που βρέθηκε πάνω στο βράχο (βλ. σχέδιο). Η απόκρυψη τριών νομισματικών θησαυρών, οι οποίοι βρέθηκαν σε διαφορετικές θέσεις στο χώρο, οριοθετούν την παύση της λειτουργίας του στο τέλος του 23 11ου αιώνα . Η ανεύρεση του βυζαντινού αυτού υδρόμυλου, μοναδικού ως σήμερα στη Θήβα, πιστεύουμε πως αποτελεί συμβολή όχι μόνο στην τοπική ιστορία, αλλά και στην εξέλιξη των υδροκίνητων μύλων γενικότερα. Το κενό των ιστορικών πηγών αυτής 24 της περιόδου ως προς το είδος και τον

αριθμό των μύλων, την παραγωγή τους σε είδος, ποσότητα κ.λπ. έρχονται να συμπληρώσουν αργότερα, τον 16ο αιώνα, οθωμανικά κατάστιχα που μελετήθηκαν πρόσφα25 τα . Έτσι, το έτος 1505 γνωρίζουμε ότι λειτουργούν στη Θήβα δεκαεπτά υδρόμυλοι, το 1540 είκοσι δύο και το 1570 τριάντα ένας, από τους οποίους οι είκοσι είχαν νεροτριβές για την επεξεργασία των μάλλινων υφασμάτων, των οποίων τότε υπήρχε μεγάλη παραγωγή. Η φορολογία για μεν τις νεροτριβές ήταν δεκαπέντε ακσέ-

Αξονομετρικό σχέδιο του βυζαντινού μύλου (σχεδίαση: Βιβή Μέλισσού) και άποψη του μύλου από νοτιοδυτικά.


ελπίδα επαναλειτουργίας έστω και ενός απ' αυτούς ως τουριστικού αξιοθέατου, όπως έγινε πρόσφατα στην κοντινή Λιβαδειά, αφού ούτε σταγόνα νερού δεν κυλάει πια στον θρυλικό Ισμηνό33. Το μόνο που απομένει είναι τουλάχιστον η καταγραφή τους και είμαστε πρόθυμοι να συμβάλουμε στην προσπάθεια που καταβάλλει στον τομέα αυτό το νεοσυσταθέν Ινστιτούτο των Ελληνικών Μύλων. ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ ΚΟΙΛΑΚΟΥ

1. Για τους μύθους τους σχετικούς με τη Βοιωτία, βλ. Ελληνική Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών, 1986, τ. 3, σ. 68-105. 2. Η σκηνή εικονίζεται θαυμάσια σ' έναν ερυθρόμορφο κρατήρα του 450 π.Χ. στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Ν. Υόρκης, στο ίδιο, εικ. 38. 3. Ο Παπαχατζής πιστεύει πως αυτή ήταν η πηγή του Αρη, γιατί εδώ υπάρχει έως σήμερα και η σπηλιά, βλ. Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Βοιωτικά-Φωκικά, Αθήνα 1992, χάρτης εικ. 62 και υπόμνημα ο. 65, υπόμν. εικ. 93. 4. Χ. Κοιλάκου, «Βυζαντινά εργαστήρια (βαφής;) στη Θήβα», Τεχνολογία 4 (1991), σ. 23-24. 5. D. Jacoby, «Silk in Western Byzantium before the fourth Crusade», ΒZ(1991/92), σ. 466. 6. Ν. Svoronos, «Recherches sur le cadastre byzantin et la fiscalité aux Xle et XII siècles: Le cadastre de Thèbes», BCH83 (1959), σ. 1-145. 7. Ο μύλος αποτελούσε ανέκαθεν σημαντικό περιουσιακό στοιχείο, γι' αυτό και φορολογούνταν. 8. Svoronos, ό.π., σ. 15, στίχ. 10. 9. Ο χάρτης περιέχεται στο βιβλίο του Γεωργίου Σωτηριάδου, Περί της Τοπογραφίας των Αρχαίων Θηβών, εν Αθήναις 1914. 10. Για λάξευμα στην αριστερή όχθη του Ισμηνού για την κατασκευή του αυλακιού, βλ. στον Παπαχατζή, ό.π., εικ. 90 και S. Symeonoglou, The Topography of Thebes from the Bronze Age to Modern Times, Princeton 1985, πίν. 22. 11. Στις περιπτώσεις που το αυλάκι έπρεπε να γεφυρώσει δύο υψώματα κτιζόταν γέφυρα και το νερό κυλούσε στο πάνω μέρος που ήταν στρωμένο με φαρδιά κοίλα κεραμίδια, στεγανοποιημένα με ισχυρό κονίαμα. Μια τέτοια γέφυρα υπάρχει πολύ κοντά στις πηγές, βλ. Symeonoglou, ό.π., πίν. 28. 12. Είναι ο μύλος του Δελβενακιώτη. 13. Βασ. Δελβενακιώτου, Ο Μητροπολίτης Ιωάννης ο Καλοκτένης και αι Θήβαι, Αθήναι 1970. 14. Δελβενακιώτου, ό.π., σ. 73. Το ναό τον πρόλαβε ο περιηγητής W.M. Leake, που επισκέφθηκε την περιοχή στα 1804-5, βλ. Travels in Northern Greece, London 1835, II, σ. 227. 15. Φωτογραφία του βλ. στον Παπαχατζή, ό.π., εικ. 63. 16. Στο ίδιο, υπόμν. εικ. 90, όπου αναφέρεται και σε κρήνη παρά το Ισμήνιο, που τον καιρό του Παυσανία την ταύτιζαν με την κρήνη του Άρη. 17. Ο Γιάννης Ρούκης ήταν οπλαρχηγός από τη Δωρίδα που πολέμησε εδώ το 1829. Την πληροφορία οφείλω στον Θηβαίο ιστοριοδίφη κ. Βασ. Βασιλείου που τον ευχαριστώ θερμά. 18. Την πληροφορία μου έδωσε ο αρχιτεχνίτης της 1ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων κ. Γ. Καραμπιτσάκος, στην οικογένεια του οποίου ανήκε ο ένας από τους δύο μύλους.

19. Για τους μύλους γενικά, βλ. το πολύτιμο εγχειρίδιο του Στέφανου Νομικού, Η υδροκίνη-ση στην προβιομηχανική Ελλάδα, εκδ. Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ, Αθήνα 1997. 20. Ι. Τραυλού, Πολεοδομική εξέλιξις των Αθηνών, Αθήνα 1993, σ. 148 και The Athenian Agora. A Guide to the excavation and Museum, 1990, σ. 144-146, πίν. 93 (σχέδιο αναπαράστασης). 21. Για την περίοδο αυτή χρήσιμο και με πλούσια βιβλιογραφία είναι το άρθρο του Α. Σαββίδη, «Η Βυζαντινή Θήβα 996/1204 μ.Χ.», Ιστορικογεωγραφικά, Β ', Γιάννενα-Θεσσαλονί-κη 1988, σ. 33-52. 22. Γ. Σωτηρίου, «Ο εν Θήβαις βυζαντινός ναός του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου», ΑΕ 1924, σ. 1-26. 23. Για τους θησαυρούς αυτούς, βλ. Μίνα Γαλάνη-Κρίκου, «Νομισματικοί Θησαυροί από τη Θήβα των Μέσων Χρόνων», ΔΧΑΕ (υπό εκτύπωση). 24. Για τον 13ο αιώνα έχουμε την πληροφορία ότι ο λατίνος αρχιεπίσκοπος Αθηνών είχε κτήσεις και στη Θήβα, στις οποίες περιλαμβάνονταν και υδρόμυλοι, βλ. Α. Dunn, «Historical Indicators of Economic Change in Middle Byzantine Boeotia and their problem», Επετηρίς Εταιρείας Βοιωτικών Μελετών, Β ', τχ. 6, Αθήνα 1995, σ. 761, υποσ.37. 25. Μ. Kiel, «Byzantine Architecture and Painting in Central Greece, 1460-1570», BF 16

(1991), σ. 446, Φ. Καλαιντζάκη, «Ο οθωμανικός καζάς των Θηβών στο α' τέταρτο του 16ου αι.» (αδημοσίευτη διπλωματική εργασία), Αθήνα 1997, σ. 143. Τις πληροφορίες αυτές οφείλω στον κ. Φ. Καλαιντζάκη προς τον οποίο εκφράζω τις θερμές ευχαριστίες μου. 26. The Travels of Lord Charlemont in Greece and Turkey 1749 from his own unpublished journals, Stanford - Finopoulos 1984, σ. 148. 27. Στο ίδιο, υποσ. 14, σ. 218-219, όπου δίνει και την πληροφορία ότι στην Εύβοια στέλνονταν εβδομαδιαία 50 κουβέλια αλεύρι, γιατί εκεί δεν υπήρχαν μύλοι. 28. The Itinerary of Greece containting one hundred routes in Attica, Boeotia, Phokis, Lochs, and Thessaly, London 1827, σ. 128. Αναφέρει τον σημερινό μύλο Βιλλιώτη στους Αγίους Θεοδώρους. 29. A Journey through Albania and other Provinces of Turkey in Europe and Asia, to Constantinople, during the years 1809 and 1810, London 1813, σ. 280. Αναφέρεται χωρίς αμφιβολία στο μύλο Κολλιγιάννη, τον κοντινότερο στις πηγές. 30. Travels in Greece and Albania, London 1830, τόμ. Ι, σ. 328. 31. Τόπος και Εικόνα, τόμ. ΣΤ', Αθήνα 1983, σ. 201, εικ. 21. Είναι ο μύλος του Κανάρια στην περιοχή των Παλαιών Σφαγείων. 32. Le tour du monde, Paris 1876, σ. 51. 33. Διοχετεύεται απευθείας από τις πηγές σε δεξαμενή για την ύδρευση της πόλης.

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΡΗΤΙΚΗΣ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑΣ ΚΕΝΤΡΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΟΙΚΟΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ To Ίδρυμα Μουσείο Κρητικής Εθνολογίας, στο πλαίσιο των προγραμμάτων του ερευνητικού του κέντρου, μεθοδεύει τη σύνταξη εγκυκλοπαίδειας των προβιομηχανικών εργαλείων και μηχανισμών της Κρήτης. Η έκδοση, θα, περιλαμβάνει: • Περίπου 700 φωτογραφίες εργαλείων που χρησιμοποιούνται στην κρητική ύπαιθρο για τις ανάγκες μιας παραδοσιακής κοινωνίας (διατροφή, αρχιτεκτονική, ένδυση, τέχνες, εμπόριο, μεταφορές, κοινωνικές συλλογικές διεργασίες). Η κάθε φωτογραφία εργαλείου συνοδεύεται από την ονομασία του σε τέσσερις γλώσσες: ελληνικά (κρητική ορολογία), αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά. Στην περίπτωση που δεν υπάρχει αντιστοιχία του εργαλείου στην ξένη χώρα, δημιουργείται μια σύνθετη λέξη που αναφέρεται στην εργασία για την οποία αυτό χρησιμοποιείται. Η ονομασία του εργαλείου συνοδεύεται από σύντομες πληροφορίες για τη χρήση του και τους τεχνίτες που το χρησιμοποιούν (π.χ. σκεπάρνι: μαραγκός, επιπλοποιός, οικοδόμος, σαγματοποιός, ναυπηγός κ.λπ.). • Φωτογραφίες και κυρίως σχέδια χειροκίνητων (αργαλειός), κινούμενων με υποζύγια (λιοτρίβι), αυτοκινούμενων (νερόμυλος) μηχανισμών. Επιλέξαμε ως σχεδιαστική έκφραση το βιομηχανικό σχέδιο με πλήρη ανάλυση όλων των επιμέρους στοιχείων

που αποτελούν το μηχανισμό και την αξονομετρική ανάπτυξή τους. Παρουσιάζονται επίσης σε πίνακα οι ονομασίες των στοιχείων αυτών στην κρητική ορολογία. Οι μηχανισμοί συνοδεύονται από αναλυτικό κείμενο που αναφέρεται στις μεθόδους κατασκευής, τα υλικά που συνθέτουν το μηχανισμό, τον τρόπο και το ρυθμό λειτουργίας, τη μηχανολογική ανάλυση της αποδοτικότητας σε ενέργεια υπό διάφορες συνθήκες καθώς και σε μηχανολογικές προβιομηχανικές λύσεις σε διάφορα σημεία του μηχανισμού οι οποίες διατηρούνται έως σήμερα στις πιο σύγχρονες κατασκευές. Το Επιστημονικό Συμβούλιο του Ιδρύματος θεώρησε σκόπιμο να ενημερώσει για την προσπάθεια αυτή, μέσω του περιοδικού Τεχνολογία, τους ειδικούς επί των θεμάτων τεχνολογίας. Ευχαριστούμε θερμά τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού που δέχθηκε να παρουσιάσει ένα δείγμα του έργου: το μηχανισμό της ρασοτριβής γιατί είναι σχετικά σπάνιος στην Ελλάδα και κυρίως γιατί είναι ο μόνος που σώζεται στην Κρήτη και μάλιστα ανέπαφος... αλλά δυστυχώς, χωρίς καμιά προστασία. Υπεύθυνος της μελέτης και της παρουσίασης των μηχανισμών είναι ο συνεργάτης του Ιδρύματος, κύριος Συμεών Παρχαρίδης, αρχιτέκτων, μηχανολόγος. ΧΡ. ΒΑΛΛΙΑΝΟΣ


Η ρασοτριβή (ρασοφάμπρικα) Η ρασοτριβή ή ρασοφάμπρικα είναι, όπως υποδηλώνει ο όρος, μια προβιομηχανική υδροκίνητη μηχανή, ξύλινη εξ ολοκλήρου, με οριζόντιο κινητήριο άξονα. Η μηχανή εκμεταλλεύεται για τη λειτουργία της την ταχύτητα του νερού που οδηγείται στο ειδικά γι' αυτήν κατασκευασμένο κτίριο, μέσω μιας αύλακας προσαγωγής, μικρής δεξαμενής αποθήκευσης και ενός κάθετου λιθόκτιστου αγωγού πτώσης (πηγάδι). Σκοπός της όλης εγκατάστασης είναι η πίληση (κοπάνισμα) μάλλινων υφασμάτων με στόχο τη βελτίωση της αντοχής τους και την αδιαβροχοποίησή τους. Τη μηχανή αποτελούν ένας κινητήριος άξονας με σειρά πτερυγίων στο ένα άκρο του και τέσσερα έκκεντρα στερεωμένα στο υπόλοιπο μήκος του. Πάνω από τον άξονα κρέμονται σχεδόν κατακόρυφα τέσσερα στελέχη με μορφή σφυριού, αρθρωμένα σε ισχυρό πλαίσιο που εδράζεται στο έδαφος. Με την περιστροφή του άξονα μέσω των έκκεντρων, τα σφυριά εκτελούν ταλάντωση. Επιστρέφοντας στη θέση ηρεμίας τους χτυπούν με δύναμη στο ύφασμα που είναι τοποθετημένο σε τμήμα του πλαισίου που μοιάζει με σκάφη. Η κατασκευή στο σύνολο της συναρμολογείται από 170 εξαρτήματα που ζυγίζουν 3000 κιλά. Η κατανάλωση σε νερό είναι 33-74* λίτρα ανά δευτερόλεπτο και η ταχύτητα του καθώς αυτό εκτοξεύεται από το ακροφύσιο (σιφούνι), διαμέτρου 5-8 εκ., είναι 12-15*μ. ανά δευτερόλεπτο. Η πρόσκρουση του νερού στα πτερύγια του τροχού, ανάλογα με το ύψος πτώσης (6-11 μ.),

ασκεί σε αυτά δύναμη 30-80* κιλών. Η δράση της δύναμης αυτής αποδίδει τελικά στον άξονα 2,2-8* kw περίπου και αριθμό στροφών 40-50 σε κάθε λεπτό με ανώτερο όριο τις 55 στροφές. Η περίοδος της εξαναγκασμένης ταλάντωσης που εκτελούν τα σφυριά της μηχανής είναι 2,6 δευτερόλεπτα, το μέγιστο πλάτος περίπου 30° και η συχνότητα των χτυπημάτων 180 το λεπτό. Η μέγιστη ταχύτητα απομάκρυνσης του σφυριού από τη σκάφη είναι 1,7 μ. ανά δευτερόλεπτο και η ταχύτητα πρόσκρουσης πάνω στο ύφασμα 2 μ. το δευτερόλεπτο. Η μηχανή είχε τη δυνατότητα να λειτουργεί συνεχώς επί μήνες σε 24ωρη βάση με ελάχιστα διαστήματα παύσης για συντήρηση και αντικατάσταση φθαρμένων εξαρτημάτων. Το σύνολο είναι σήμερα μια παραδοσιακή κατασκευή, τεχνικά άρτια και συνάμα οικονομικά αποδοτική για την εποχή της. Σ. ΠΑΡΧΑΡΙΔΗΣ


ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΧΥΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΟΓΝΩΣΙΑΣ ΠΑ ΤΗΝ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΤΩΝ ΕΘΝΟΓΡΑΦΙΚΩΝ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Έρευνας και Τεχνολογίας ΕΠΕΤΤ II Ανθρώπινα Δίκτυα Διάδοσης της Ε & Τ Γνώσης Το πρόγραμμα για τη Διάχυση της Τεχνογνωσίας για την Τεκμηρίωση των Εθνογραφικών Αντικειμένων (Ethnomuseum-net) υλοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο Πατρών, το Πανεπιστήμιο Θράκης, το Ελληνικό Τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM), το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ιδρυμα, το Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων, με την υποστήριξη της Διεύθυνσης Λαϊκού Πολιτισμού (ΔΙΛΑΠ) του Υπουργείου Πολιτισμού (ΥΠΠΟ). Χρηματοδοτήθηκε από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας, στο πλαίσιο του προγράμματος «Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Έρευνας και Τεχνολογίας-Ε Π ET ΙΙ-Ανθρώπινα Δίκτυα Διάδοσης της Ε & Τ Γνώσης». Οι εργασίες του δικτύου άρχισαν τον Ιανουάριο του 1996 και έληξαν στις 30 Απριλίου 1998. Οι στόχοι του προγράμματος ήταν: α) να δώσει συνολικές λύσεις στα προβλήματα τεκμηρίωσης των εθνογραφικών μουσείων, β) να εντοπίσει νέες τεχνικές για την ψηφιακή καταγραφή της εμπλεκόμενης πληροφορίας, γ) να φέρει κοντά το σύνολο σχεδόν των ερευνητών και των στελεχών που βρίσκονται σε όλη την επικράτεια και δραστηριοποιούνται στον τομέα της τεκμηρίωσης των εθνογραφικών αντικειμένων και του σχεδιασμού πληροφοριακών συστημάτων για εθνογραφικά μουσεία, και δ) να διαδώσει την υπάρχουσα τεχνογνωσία για την τεκμηρίωση των εθνογραφικών αντικειμένων στα αντίστοιχα μουσεία σε όλη την επικράτεια. Στο πλαίσιο του προγράμματος λειτούργησαν οι εξής ομάδες εργασίας: 1. Ομάδα για την αξιολόγηση της κατάστασης στον τομέα της τεκμηρίωσης των εθνογραφικών αντικειμένων στην Ελλάδα. Η ομάδα συνέταξε ειδικά ερωτηματολόγια, τα οποία εστάλησαν σε όλα τα Λαογραφικά Μουσεία και Συλλογές της Ελλάδας με τη βοήθεια της ΔΙΛΑΠ/ΥΠΠΟ. Με βάση τις απαντήσεις, αξιολόγησε την κατάσταση στον τομέα της τεκμηρίωσης των εθνογραφικών αντικειμένων στην Ελλάδα. Στη συνέχεια πραγματοποίησε δύο σεμινάρια για τους επιλεγμένους φορείς: • Σεμινάριο Χειρόγραφης Τεκμηρίωσης, που απευθυνόταν σε εκπροσώπους Εθνογραφικών/Λαογραφικών Συλλογών και Μουσείων, που έχουν στην κατοχή τους περισσότερα από 500 αντικείμενα και δεν τα τεκμηριώνουν ή τα τεκμηριώνουν ανεπαρκώς. • Σεμινάριο Ηλεκτρονικής Τεκμηρίωσης, που απευθυνόταν σε φορείς που έχουν στην κατοχή τους περισσότερα από 500 αντικείμενα και τεκμηριώνουν ήδη τις συλλογές τους χειρόγραφα. Το κάθε σεμινάριο παρακολούθησαν

περίπου 20 άτομα. Τα σεμινάρια σημείωσαν μεγάλη επιτυχία. 2. Ομάδα εργασίας για την αντιμετώπιση των προβλημάτων τεκμηρίωσης ιδιαίτερων ομάδων εθνογραφικών αντικειμένων. Στόχος της ομάδας ήταν να αντιμετωπίσει σφαιρικά τα ιδιαίτερα προβλήματα που παρουσιάζονται κατά την τεκμηρίωση διαφορετικών κατηγοριών/ομάδων εθνογραφικών αντικειμένων. Για το λόγο αυτό, η ομάδα ασχολήθηκε πιλοτικά με τα ιδιαίτερα προβλήματα τεκμηρίωσης μιας ευρύτερης ομάδας αντικειμένων που είναι τα πήλινα οικιακά αγγεία ή δοχεία για τη διατήρηση, την αποθήκευση, τη μεταφορά, τη μέτρηση, την παρασκευή και την παράθεση της τροφής. Ήταν η πρώτη φορά που έλληνες συνάδελφοι κάθησαν γύρω από ένα τραπέζι, διαπίστωσαν ότι υπάρχει μεγάλη σύγχυση στην ορολογία και την τυπολογία των παραπάνω αντικειμένων και συζήτησαν και αντιμετώπισαν τα προβλήματα τεκμηρίωσης της κατηγορίας αυτής. Τέλος, κατέληξαν στην ανάπτυξη καταλόγων κοινά αποδεκτών όρων για την τεκμηρίωση των αντικειμένων που αφορούν την παραπάνω κατηγορία. Η ομάδα ετοιμάζει επίσης ηλεκτρονικό κατάλογο της βιβλιογραφίας που χρησιμοποιούν τα μουσεία για τα παραπάνω αντικείμενα καθώς και για τα οικιακά δοχεία ή αγγεία από άλλα υλικά. Με τη λήξη της λειτουργίας του προγράμματος, η ομάδα αποφάσισε να συνεχίσει τη λειτουργία της στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων των θεματικών ομάδων του Ελληνικού Τμήματος του ICOM, με σκοπό να αντιμετωπίσει τα προβλήματα τεκμηρίωσης και άλλων ομάδων εθνογραφικών αντικειμένων. Η εργασία αυτή θα αφορά κατ' αρχήν τα οικιακά σκεύη για τη διατήρηση, αποθήκευση, μεταφορά, μέτρηση, παρασκευή και παράθεση της τροφής από διαφορετικά υλικά όπως μέταλλα, ξύλο, γυαλί, πέτρα κ.λπ. Όταν ολοκληρωθεί η αντιμετώπιση των

προβλημάτων τεκμηρίωσης αυτών των ομάδων αντικειμένων και αναπτυχθούν κατάλογοι κοινά αποδεκτών όρων, η ομάδα ελπίζει να προχωρήσει στην έκδοση εγχειριδίου με τους καταλόγους των κοινά αποδεκτών όρων για την τεκμηρίωση των οικιακών σκευών κάθε τύπου. 3. Ομάδα εργασίας για τη συνεργασία με διεθνείς επιτροπές και ομάδες που αφορούν την τεκμηρίωση και με άλλα μέλη του Ελληνικού Τμήματος του ICOM που ασχο λούνται με την τεκμηρίωση των εθνογραφι κών αντικειμένων. Η ομάδα συνεργάστηκε με τη διεθνή ομάδα Ethno Group της Επιτροπής Τεκμηρίωσης CIDOC του ICOM στην έκδοση των διεθνών προδιαγραφών για την τεκμηρίωση των εθνογραφικών/εθνολο γικών αντικειμένων, στα γαλλικά και τα αγγλικά. Η έκδοση χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Τμήμα του ICOM και το Πανε πιστήμιο Πατρών, στο πλαίσιο του παραπάνω προγράμματος. Στη συνέχεια εστάλη σε όλα τα άτομα και τα μουσεία, μέλη του Ελληνικού Τμήματος του ICOM, που δραστηριοποιού νται στο χώρο της τεκμηρίωσης της εθνο γραφικής κληρονομιάς στην Ελλάδα καθώς και στα μέλη της διεθνούς ομάδας Ethno Group του CIDOC και σε όλες τις εθνικές επι τροπές του ICOM. Η ομάδα οργάνωσε επίσης σειρά συζητήσεων των ελλήνων ειδικών πάνω στην ελληνική ορολογία που πρέπει να χρησιμοποιείται για τη μετάφραση των προδιαγραφών και κατέληξε σε μια κοινά αποδεκτή ορολογία των πεδίων που πρέπει να χρησιμοποιούνται για την τεκμηρίωση των εθνογραφικών αντικειμένων. Τέλος, εξέδωσε το Εγχειρίδιο για την τεκμηρίωση των εθνογραφικών/λαογραφικών αντικειμένων, που θα αποτελέσει βασικό βοήθημα για τα εθνογραφικά/λαογραφικά μουσεία και συλλογές, που επιθυμούν να τεκμηριώσουν το υλικό τους. Το εγχειρίδιο αυτό περιλαμβάνει άρθρα ελλήνων συναδέλφων σχετικά με την τεκμηρίωση των εθνογραφικών αντικειμένων καθώς και την ελληνική μετάφραση των διεθνών προδιαγραφών για την τεκμηρίωση των εθνογραφικών αντικειμένων. Η έκδοση αυτή θα είναι διαθέσιμη από το Ελληνικό Τμήμα του ICOM και ελπίζουμε ότι θα αποσταλεί σε όλους τους φορείς που έχουν στην κατοχή τους εθνογραφικό/λαογραφικό υλικό με τη βοήθεια της Διεύθυνσης Λαϊκού Πολιτισμού του ΥΠΠΟ. 4. Ομάδα εργασίας για την εφαρμογή των νέων τεχνολογιών στην τεκμηρίωση εθνογραφικών αντικειμένων. Η ομάδα αυτή ασχολήθηκε με την αξιολόγηση των μεθό δων ηλεκτρονικής τεκμηρίωσης των εθνο γραφικών αντικειμένων, την καταγραφή των νέων δυνατοτήτων που παρουσιάζονται και την επεξεργασία προτάσεων για την ανά πτυξη νέων συνεργασιών. Επίσης συνεργά στηκε με την Ομάδα για την αξιολόγηση της κατάστασης στον τομέα της τεκμηρίωσης των εθνογραφικών αντικειμένων στην Ελλάδα (ομάδα 1), στην οργάνωση του Σεμιναρίου Ηλεκτρονικής Τεκμηρίωσης. ΠΕΝΥ ΘΕΟΛΟΓΗ-ΓΚΟΥΤΗ


ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΥ ΣΤΟΥΣ ΜΥΛΟΥΣ ΤΗΣ ΕΔΕΣΣΑΣ Οι καταρράκτες της Έδεσσας είναι σήμερα γνωστοί σχεδόν αποκλειστικά ως αξιοθέατο μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον με ιδιαίτερη ομορφιά. Για μεγάλη χρονική περίοδο, τα νερά που διασχίζουν την πόλη της Έδεσσας και καταλήγουν στους καταρράκτες αποτελούσαν πηγή ενέργειας και κίνησης για αλευρόμυλους, βυρσοδεψεία, νεροτριβές, σησαμοτριβεία και εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας και σχοινοποιίας. 1 Με βάση το ερευνητικό πρόγραμμα που ανέθεσε ο Δήμος Έδεσσας, το 1991, στον καθηγητή του ΑΠΘ Γ. Βελένη με θέμα «Μελέτη επανάχρησης ιστορικών κτιρίων στη ζώνη καταρρακτών της Έδεσσας», σήμερα υλοποιείται η φάση ανάπλασης 2 ολόκληρης της περιοχής των Μύλων . Η ανάπλαση της περιοχής των Μύλων εκτός από την αποκατάσταση των κτιρίων περιλαμβάνει και τη διάσωση, τη συντήρηση και την ανακατασκευή των μηχανημάτων 3 που υπάρχουν μέσα σε αυτά . Οι εργασίες αποκατάστασης του ιστορικού μηχανολογικού εξοπλισμού της περιοχής των Μύλων παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποτελούν έναν ξεχωριστό τομέα που απαιτεί ειδικές γνώσεις γύρω από μια τεχνολογία που έχει ξεπεραστεί πριν από αρκετές δεκαετίες. Οι δυσκολίες που πηγάζουν από αυτή την κατάσταση είναι πολλές, γιατί τα μηχανήματα είναι συνήθως μισοκατεστραμμένα, με δυσδιάκριτη την ακριβή λειτουργία τους αλλά και τη θέση τους στην παραγωγική διαδικασία. Στην περιοχή των Μύλων υπήρχαν τρία σησαμοτριβεία, δύο αλευρόμυλοι, μια νεροτριβή, βυρσοδεψείο κ.ά. Σε πολλά από αυτά τα κτίρια η χρήση άλλαξε με το πέρασμα του χρόνου ή υπήρχε μικτή λειτουργία μέσα στο ίδιο κτίριο (αλευρόμυλος-σησαμοτριβείο). Οι εργασίες αποκατάστασης των μηχανημάτων γίνονται μετά την ολοκλήρωση τουλάχιστον των βασικών οικοδομικών εργασιών του κάθε κτιρίου. Στη φάση των οικοδομικών εργασιών χρειάστηκε να

ληφθούν ιδιαίτερα μέτρα για την προστασία των μηχανημάτων, μέτρα που αρχίζουν από την απλή κάλυψή τους με χονδρό πλαστικό και φθάνουν μέχρι την απομάκρυνση τμημάτων ή ολόκληρων μηχανισμών από το εσωτερικό του κτιρίου. Η μέριμνα αυτή αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματική όπου εφαρμόστηκε με σχολαστικότητα. Πρέπει να αναφερθεί ότι στη φάση των οικοδομικών εργασιών υπήρχε ιδιαίτερη δυσκολία στην κατανόηση της σημασίας των «παλιοσίδερων» και των «παλιόξυλων»! Αυτή η έλλειψη κατανόησης οδήγησε αρκετές φορές σε καταστροφή και αυθαίρετη απομάκρυνση «άχρηστων» τμημάτων μηχανισμών, που με πολύ κόπο πάλι έπρεπε να ανασυρθούν από τα μπάζα και να διαφυλαχθούν για τη φάση της αποκατάστασης. Για τις εργασίες αποκατάστασης των μηχανημάτων αποδείχθηκε τελείως απαραίτητη η λεπτομερής καταγραφή και αποτύπωση (φωτογραφική και σχεδιαστική) και ιδιαίτερα η αναφορά σε παλαιότερη χρονική περίοδο, απ' όπου μπόρεσαν να αντληθούν πληροφορίες για τη διάταξη των μηχανημάτων στο χώρο, καθώς επίσης και κατασκευαστικές λεπτομέρειες των επί μέρους τμημάτων τους. Σε όσα κτίρια είχε προηγηθεί παρόμοια καταγραφή με το αντίστοιχο ερευνητικό πρόγραμμα, έγινε ευρεία χρήση του φωτογραφικού υλικού, ενώ προκαλεί εντύπωση η ταχύτητα ερείπωσης και καταστροφής των

μηχανημάτων που παρατηρήθηκε μετά την πρόσφατη καταγραφή. Μέχρι στιγμής έχει ολοκληρωθεί η αποκατάσταση των μηχανημάτων του πρώτου ορόφου στον αλευρόμυλο Σαλαμπάση, που περιλαμβάνει αμπάρια σίτου, περιστρεφόμενα κόσκινα (μπουράτα), αναβατόρια σίτου και αλεύρων, βούρτσα σίτου και τους μηχανισμούς περιστροφής, δηλαδή τροχαλίες και ιμάντες, που μεταδίδουν την κίνηση από τον κεντρικό άξονα σε κάθε μηχάνημα. Κατά την αποκατάσταση δόθηκε ιδιαίτερη βαρύτητα στον καλό καθαρισμό των μηχανημάτων, στις διάφορες κατασκευαστικές λεπτομέρειες (ξυλοδεσιές, τρόποι στήριξης αξόνων κ.λπ.), στην επιλογή και στην προμήθεια των κατάλληλων υλικών (ξυλεία, βίδες, μεντεσέδες, φυσικό μετάξι για το «ντύσιμο» των κόσκινων, καροβίδες, ιμάντες κ.λπ.), έτσι ώστε από τη μέθοδο επισκευής και τα χρησιμοποιούμενα υλικά να προκύπτει η πιστότητα στην αποκατάσταση των μηχανημάτων. Χρειάστηκε προσπάθεια για να βρεθούν μάστορες, με γνώσεις στις παλαιές τεχνικές και να κατανοήσουν την ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης εργασίας. Συνήθως συγχέεται η έννοια της αποκατάστασης ιστορικού εξοπλισμού με την έννοια της επισκευής, που αποσκοπεί στο να γίνει το μηχάνημα «καλύτερο» και «πιο γερό»! Τελικά, μέσα από τη συνεργασία αποκτήθηκε η απαιτούμενη αντίληψη της επι-

Εργασίες αποκατάστασης περιστροφικού κόσκινου (μπουράτο) στον αλευρόμυλο Σαλαμπάση. Έχει γίνει καθαρισμός των ξύλινων τμημάτων και εδώ γίνεται συντήρηση του μεταλλικού ατέρμονα κοχλία (βίδα) που προωθεί το κοσκινισμένο αλεύρι. Στο πάνω τμήμα διακρίνεται μέσα από τα ανοίγματα ο περιστρεφόμενος οκταγωνικός μη-χανισμός-κόσκινο. Σε πρώτο πλάνο, η μεγάλη ξύλινη τροχαλία περιστροφής που παίρνει κίνηση από ιμάντα και με τη μικρότερη τροχαλία δίνει κίνηση κάτω στους άξονες των κοχλιών.

- Αριστερά: Τομή ορόφων με τα μηχανήματα.


σκευής και συντήρησης, ώστε με τη χρησιμοποίηση παλαιών υλικών και τεχνικών να αποδοθεί η αρχική μορφή του εξοπλισμού. Στον ίδιο αλευρόμυλο συνεχίζονται οι εργασίες στο ισόγειο όπου υπάρχουν οι τρεις μυλόπετρες, το πλυντήριο σίτου, το τριέρι και η καθαριστική μηχανή με τον κινητήριο μηχανισμό τους, ο οποίος περιλαμβάνει τον μεγάλο σιδερένιο κάθετο υδροτροχό, ύψους 5 μ. Παράλληλα, ολοκληρώνονται οι εργασίες στο σησαμοτριβειο Αρδιτσογλου, όπου αποκαταστάθηκε η οριζόντια μεταλλική φτερωτή, που δίνει κίνηση στις μυλόπετρες και στα υπόλοιπα μηχανήματα: αναδευτήρες, καζάνια ψησίματος σουσαμιού, πρέσες για το λάδι. Εδώ τα μηχανήματα βρίσκονταν σε κακή κατάσταση και έγινε εκτεταμένη ανακατασκευή με καινούρια ξυλεία και μεταλλικά στοιχεία (λάμες, καραβίδες), πάντα με στόχο την πιστή απόδοση του αρχικού εξοπλισμού. Τα παλαιά (ξύλινα) τμήματα των μηχανημάτων που διασώθηκαν ενσωματώθηκαν στην ανακατασκευή, για να αποδοθεί, έστω με αυτή τη μικρή συμμετοχή «παλιού ξύλου», ο ιστορικός χαρακτήρας τους. Αντίθετα, οι μεταλλικές κατασκευές (καζάνια, άξονες, τροχαλίες κ.λπ.) καθαρίστηκαν από τη σκουριά, δέχθηκαν αντιδιαβρωτική προστασία και δεν συμπληρώθηκαν τα τμήματα που λείπουν.

Με αφορμή τη διαφορετική αντιμετώπιση μεταξύ των ξύλινων και των μεταλλικών κατασκευών στην περίπτωση του σησαμοτριβείου, τίθεται ένα μείζον πρόβλημα των εργασιών αποκατάστασης ιστορικού εξοπλισμού, που είναι η ανάδειξη συγκεκριμένων κριτηρίων ανάλογα με το στόχο και τη χρήση (μουσειακή, εκπαιδευτική, αξιοθέατο). Απαιτούνται κριτήρια για το βαθμό ανακατασκευής, το βαθμό της διατήρησης του ιστορικού χαρακτήρα, το βαθμό απόδοσης της λειτουργικότητας των μηχανημάτων, της χρήσης νέων τεχνολογιών. Ισως μια επίσκεψη στους Μύλους της Έδεσσας δώσει την ευκαιρία για αντίστοιχους προβληματισμούς. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΧΑΤΖΗΓΩΓΑΣ

1. Βλ. σχετικό άρθρο Τεχνολογία 5/6 (1992), σ. 38. 2. Τη μελέτη εφαρμογής για το έργο «Ανάπλαση και αποκατάσταση της περιοχής των Μύλων» έχει εκπονήσει ο αρχιτέκτονας Αθανάσιος Πιστιόλης. Η επίβλεψη των εργασιών γίνεται από την τεχνική Υπηρεσία του Δήμου Έδεσσας με την αρχιτέκτονα Εύη Ουρούμη και την εποπτεία έχει η 4η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων, με υπεύθυνη την αρχιτέκτονα Χριστίνα Ζαρκάδα. 3. Τη μελέτη και την επίβλεψη των εργασιών αποκατάστασης του ιστορικού μηχανολογικού εξοπλισμού έχει αναλάβει ο μηχανολόγος Αθανάσιος Χατζηγώγας.

Η ΜΗΧΑΝΟΤΡΑΤΑ «ΑΓΙΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ» Οι αποσύρσεις είναι ένα μέτρο κοινοτικής πολιτικής που είναι γνωστό ότι έχει εφαρμοστεί στα αυτοκίνητα αλλά ίσως δεν είναι τόσο γνωστό ότι επίσης έχει εφαρμοστεί και στα αλιευτικά σκάφη και μάλιστα από αρκετά χρόνια. Ξεκίνησε πειραματικά το 1991 και καθιερώθηκε από το επιχειρησιακό πρόγραμμα αλιείας το 1994, το οποίο θα ισχύσει έως το 1999. Σύμφωνα, λοιπόν, με το πρόγραμμα αυτό, οι ψαράδες που θέλουν να εξέλθουν από το επάγγελμα παίρνοντας μια καλή επιδότηση και αχρηστεύοντας το βασικό τους εργαλείο, το σκάφος τους, έχουν τρεις εναλλακτικές λύσεις: 1. Να διαλυθεί το σκάφος τους με τρόπο που να μην μπορεί να ξανασυναρμολογηθεί ή να επισκευαστεί και οι «δικαιούχοι» να πάρουν το 100% της επιδότησης, ποσό που εξαρτάται από παράγοντες όπως το μέγεθος του σκάφους, η ηλικία του κ.λπ. 2. Να πουλήσει ο «δικαιούχος» το σκάφος του για άλλη χρήση πλην της αλιείας, οπότε εισπράττει το 50% της επιδότησης που δικαιούται. 3. Να πουλήσει το σκάφος του σε χώρα εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης, άσχετα με τη χρήση που θα έχει αυτό στη συνέχεια, και να εισπράξει επίσης το 50% της επιδότησης. Στην πράξη, ωστόσο, προτιμάται σχε-

δόν αποκλειστικά η πρώτη λύση για έναν και μοναδικό λόγο: Το υπόλοιπο 50% της επιδότησης που δικαιούται ο ψαράς αν καταστρέψει το σκάφος του, είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το ποσόν που θα εισπράξει αν πουλήσει το σκάφος. Έτσι, κανείς δεν μπαίνει στη διαδικασία να πουλήσει το σκάφος του, αφού καταστρέφοντας το «κερδίζει» περισσότερα χρήματα. Η κατάσταση αυτή είχε οδηγήσει έως το 1997 σε ανεξέλεγκτη καταστροφή πολλών

ψαράδικων καϊκιών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη αν κάποιο από αυτά θα έπρεπε να διασωθεί για πολιτιστικούς ή ιστορικούς λόγους. Την περίοδο 1996-1997, όταν το φαινόμενο καταστροφής έγινε πλέον μαζικό, άρχισαν να εκδηλώνονται αντιδράσεις με δημοσιεύματα στον Τύπο, με ημερίδες διαμαρτυρίας, υπομνήματα στο Υπουργείο Γεωργίας, ακόμη και με επερωτήσεις στο Ευρωκοινοβούλιο. Αποτέλεσμα όλων αυτών των ενεργειών ήταν να αναγκαστεί η Διεύθυνση Αλιείας του Υπουργείου Γεωργίας να υποβάλει ένα πρόγραμμα «ιδιαίτερης μεταχείρισης» κάποιων σκαφών που κρίθηκαν ότι έχουν μουσειακή αξία, και για τα οποία είχε εγκριθεί η απόσυρσή τους. Επίσης, η αντίστοιχη διεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης ενέκρινε μια διαδικασία εξαίρεσης και η τελική απόφαση προέβλεπε ότι η Ελλάδα μπορούσε να εξαιρέσει από την καταστροφή και να διατηρήσει έως το 1999 το πολύ δεκαπέντε σκάφη ως μουσειακά, τα οποία θα αναλάμβαναν δημόσιοι φορείς και δεν θα είχαν καμία επαγγελματική χρήση. Όπως είναι φανερό, ο αριθμός 15 προέκυψε από ένα σκληρό παζάρι και δεν είχε καμιά σχέση με το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, μια επιτροπή αξιολόγησης της μουσειακής αξίας των σκαφών και αποφασίστηκε η διερεύνηση κάθε αποσυρόμενου σκάφους που είναι κατασκευασμένο πριν από το 1960. Με τη διαδικασία αυτή εξαιρέθηκαν από την καταστροφή, από το 1997 μέχρι σήμερα, έξι αλιευτικά σκάφη και πέρασαν στην ιδιοκτησία δημόσιων φορέων, οι οποίοι θα φρόντιζαν για τη διατήρηση και πιθανώς την αποκατάσταση τους. Το μεγαλύτερο από αυτά τα σκάφη είναι το «Άγιος Ιωάννης», το οποίο έχει κατασκευαστεί στον Μαραθόκαμπο Σάμου, στο ναυπηγείο των Ωρολογάδων το 1950, και χρησιμοποιόταν έως την απόσυρσή


του ως μηχανότρατα από τους Μικρασιάτες αδελφούς Χούλη στη Χίο. Το σκάφος έχει γάστρα τύπου «καραβόσκαρο», ολικό μήκος 20,98 μ. και μέγιστο πλάτος 5,60 μ. Αμέσως μετά την εξαίρεση του, το σκάφος υιοθετήθηκε από τον Δήμο Ομηρούπολης, ο οποίος όμως ύστερα από μερικούς μήνες διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει στις οικονομικές απαιτήσεις της διάσωσης, ιδιαίτερα μάλιστα όταν αποφασίστηκε η αγορά της μηχανής του, μιας βαρέος τύπου ντιζελομηχανής της εταιρίας Β & W Alpha (Burmeister) 280-310 ΒΗΡ, βάρους 14,3 τόνων και όγκου 18,7 κ.μ. Τελικώς το σκάφος πέρασε στην ιδιοκτησία της Νομαρχίας Χίου, η οποία αγόρασε τη μηχανή και προχώρησε στις πρώτες εργασίες συντήρησης και στην εκπόνηση της μελέτης για τις εργασίες επισκευής και αποκατάστασης του σκάφους. Η μελέτη ολοκληρώθηκε τον Μάρτιο

του 1998 και προέβλεπε ουσιαστικά τρεις ενότητες εργασιών. Στην πρώτη ενότητα περιλαμβάνονται οι εργασίες συντήρησης του σκάφους και αποκατάστασης χαρακτηριστικών στοιχείων της αρχικής του κατασκευής, όπως είναι οι υπερκατασκευές στο κατάστρωμα, τα φινιστρίνια και τα κάγκελα στην πλώρη, οι διακοσμήσεις και η αφαίρεση πρόσθετων στοιχείων στην πρύμνη κ.λπ. Στη δεύτερη ενότητα περιλαμβάνεται η αποκατάσταση της ιστιοφορίας του σκάφους με ξύλινο άλμπουρο και όλο τον σχετικό εξαρτισμό. Επίσης, στην ίδια ενότητα, περιλαμβάνεται η ολοκλήρωση της ιστιοφορίας με ένα πανί «μπούμα» χωρίς «μάτσα» στο άλμπουρο και ένα πανί «στάντζο» στην πλώρη. Η τρίτη ενότητα, τέλος, περιλαμβάνει την ανάπλαση του εσωτερικού χώρου του σκάφους, έτσι ώστε να διαμορφωθεί ένας

μικρός εκθεσιακός χώρος για παρουσιάσεις σχετικές με τη ναυτική παράδοση και το νησί της Χίου. Το έργο της διάσωσης και της αποκατάστασης του σκάφους «Άγιος Ιωάννης» έχουν χρηματοδοτήσει έως σήμερα, εκτός από τη Νομαρχία Χίου, το Υπουργείο Αιγαίου, για δύο συνεχείς χρονιές, και ο EOT κατά τον πρώτο χρόνο των εργασιών. Δεν έχει ακόμη καθοριστεί η τελική θέση που θα βρίσκεται το σκάφος μετά τις εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης του, που υπολογίζεται ότι θα διαρκέσουν δύο χρόνια. Προτείνεται, ωστόσο, σύμφωνα με τη μελέτη, να δέσει το σκάφος μέσα στο λιμάνι της Χίου και να μπορεί να κάνει περιορισμένες διαδρομές στο πλαίσιο πολιτιστικών ή εκπαιδευτικών εκδηλώσεων στο νησί. Κ.Α. ΔΑΜΙΑΝΙΔΗΣ

ΝΕΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΚΑΙ ΝΕΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΩΝ ΚΤΙΡΙΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ '97» Η πόλη της Θεσσαλονίκης ανέλαβε την ευθύνη να ανοίξει το 1997 τον δεύτερο κύκλο της διοργάνωσης του θεσμού της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης» ύστερα από τις δώδεκα πόλεις που συμμετείχαν στον πρώτο κύκλο (Αθήνα, Φλωρεντία, Άμστερνταμ, Βερολίνο, Παρίσι, Γλασκόβη, Δουβλίνο, Μαδρίτη, Αμβέρσα, Λισαβόνα, Λουξεμβούργο, Κοπεγχάγη). Ο δεύτερος αυτός κύκλος συνέπεσε με μια περίοδο σημαντικών αλλαγών για τα ευρωπαϊκά πράγματα: διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, προετοιμασία για την υποδοχή νέων μελών από την Ανατολική Ευρώπη, προσπάθεια καθορισμού της ευρωπαϊκής πολιτιστικής ταυτότητας και προστασίας της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς στο σύνολό της και κάθε μέλους της χωριστά. Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο ότι η νέα αυτή φάση για το θεσμό των ευρωπαϊκών πρωτευουσών ξεκίνησε από μια πόλη με στοιχεία κοσμοπολιτισμού όπως η Θεσσαλονίκη, με παραδοσιακή δυναμική ειρηνικής ενσωμάτωσης κατοίκων από διαφορετικές εθνότητες, με φυσιογνωμία πολυδιάστατη μεταξύ Ανατολής και Δύσης, ως ένα γόνιμο σταυροδρόμι πολιτισμών επί 2312 χρόνια. Ο «Οργανισμός Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης Θεσσαλονίκη 1997» (ΟΠΠΕΘ '97) ιδρύθηκε για να υπηρετήσει την οργάνωση και την υλοποίηση καλλιτεχνικώνπολιτιστικών εκδηλώσεων μέσα από ένα πλαίσιο θέσεων που στόχευαν στην υπεράσπιση της ιδιαίτερης ταυτότητας του χώρου και των κατοίκων της πόλης, παράλληλα με την ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Κύρια πρόθεση του Οργανισμού ήταν «να βοηθηθούν οι πολίτες αλλά και οι επισκέπτες της Θεσσαλονίκης να ανακαλύψουν την υπαρκτή πόλη, την ιδιαίτερη της ατμόσφαιρα, τη διακριτική της γοητεία, το παρόν της και την

προοπτική της ως ισότιμων συντελεστών μιας ιστορίας μεγαλύτερης 23 αιώνων»*. Το Πρόγραμμα Εργων στηρίχθηκε κατ' εξοχήν στη χρηματοδότηση του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Εργων, ενώ το Καλλιτεχνικό Πρόγραμμα σε χρηματοδότηση του Υπουργείου Πολιτισμού. Τα έργα που εκτελέστηκαν (ή εκτελούνται) και οι μελέτες που εκπονήθηκαν μπορούν να ομαδοποιηθούν, ανάλογα με τους στόχους τους, στις εξής κατηγορίες: α. επεμβάσεις για την επέκταση του μητροπολιτικού χώρου, β. εκσυγχρονισμός και λειτουργική υποστήριξη των πυλών της πόλης (αεροδρόμιο, επιβατικός σιδηροδρομικός σταθμός), γ. μείζονες αστικές αναπλάσεις, δ. έργα προστασίας και ανάδειξης της ιστορικής φυσιογνωμίας της πόλης, ε. εκσυγχρονισμός κτιρίων πολιτιστικής υποδομής και δημιουργία νέων, στ. προώθηση πανελλήνιων και διεθνών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, ζ. προώθηση μελετών που εντάσσουν τη Θεσσαλονίκη στον σύγχρονο ευρωπαϊκό αρχιτεκτονικό προβληματισμό. Οι στόχοι και οι κατηγορίες έργων που αναφέρθηκαν συμπεριέλαβαν δράσεις και επεμβάσεις σε μνημεία της βιομηχανικής και τεχνολογικής κληρονομιάς της πόλης. Στο σύνολό τους αυτά αφορούσαν αλλαγές χρήσεων ιστορικών βιομηχανικών κτιρίων, όπου εντάχθηκε μια νέα χρήση πολιτισμού, ώστε να στεγάσουν στο μέλλον εκθέσεις, μουσεία, χώρους μουσικών εκδηλώσεων και συνεδρίων. Τις περισσότερες φορές οι επεμβάσεις αυτές έγιναν σε χώρους, που, αφού ολοκλήρωσαν την αρχική χρήση τους ως συγκροτήματα βιομηχανικής παραγωγής ή αποθήκευσης εμπορευμάτων σε μεγάλα ιστορικά σύνολα διαμετακόμισης και μετα-

φορών, είχαν από χρόνια πάψει να εξυπηρετούν αυτές τις λειτουργίες και είχαν στερηθεί επίσης τον μηχανολογικό τους εξοπλισμό. Ενα άλλο κοινό χαρακτηριστικό των επεμβάσεων αυτών είναι ότι αφορούσαν εγκαταστάσεις που ανήκουν στο κράτος, στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ή σε οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης. Το μεγαλύτερο έργο αυτής της κατηγορίας αφορούσε στην ανάπλαση του Α' Προβλήτα του ιστορικού χώρου του παλιού λιμανιού της πόλης. Το έργο αυτό συμπεριέλαβε την αλλαγή χρήσης πέντε μεγάλων αποθηκών του Οργανισμού Λιμένα θεσσαλονίκης (ΟΛΘ). Οι εγκαταστάσεις του παλιού λιμανιού της πόλης ανήκουν, ως γνωστόν, στα ιστορικά «μεγάλα έργα», που κατασκευάστηκαν στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα και επέτρεψαν στην πόλη να αποκτήσει την εικόνα μιας σύγχρονης μεγαλούπολης (1896-1910). Οι επεμβάσεις είχαν ως κύριο στόχο την επέκταση του ζωτικού χώρου του ιστορικού κέντρου της πόλης κατά 5% με την αλλαγή χρήσης σε έκταση 55 στρεμμάτων του Α' Προβλήτα (από τα συνολικά 290 στρέμματα των Α' και Β' Προβλήτα του ιστορικού παλαιότερου τμήματος του λιμανιού). Στο πρόγραμμα των έργων διατύπωναν οι εμπνευστές του σχεδίου τη φιλοδοξία «η ολοκλήρωση αυτού του μεγάλου σχεδίου να ανανεώσει δυναμικά τη σχέση της πόλης με τη θάλασσα της και να δημιουργήσει μια νέα πολεοδομική τάξη με συνολικό για την πόλη αναπτυξιακό αποτέλεσμα». Από το σύνολο του έργου έχει ολοκληρωθεί έως τα τέλη του 1998 η ανάπλαση των τριών από τις πέντε αποθήκες (με χρήση δυστυχώς κατά μεγάλο ποσοστό νέων υλικών, έτσι ώστε το εσωτερικό των κτιρίων να δίνει την αίσθηση ανακατασκευής μάλλον παρά αποκατάστα-


σης) και βρίσκονται σε εξέλιξη οι εργασίες στις λοιπές δύο (κατά το μεγαλύτερο μέρος εργασίες ανακατασκευής). Οι νέες χρήσεις, που προβλέπεται να εγκατασταθούν στα -στην πλειονότητα τους- χαρακτηριστικά ομοιόμορφα κτίρια των παλαιών αποθηκών με τις μεγάλες δίρριχτες κεραμοσκεπείς στέγες, τον μεταλλικό φέροντα σκελετό και τις τοιχοποιίες από εμφανή πλινθοδομή, είναι οι εξής: α. ολοκληρωμένα έργα • στην Αποθήκη Α (συνολικό εμβαδόν σε δύο ορόφους 2300 τ.μ.): Στέγη του Μουσείου Κινηματογράφου με εκθεσιακό χώρο 700 τ.μ. • στην Αποθήκη Β (συνολικό εμβαδόν 1050 τ.μ.): Μελετήθηκε ως κτίριο με δύο διώροφους πολυδύναμους χώρους στέγασης μόνιμων και περιοδικών εκθέσεων, παραστάσεων και επίσημων εκδηλώσεων και στη συνέχεια αποφασίστηκε η εγκατάσταση σε αυτή τη διπλή αποθήκη του Μουσείου Design. • στην Αποθήκη Γ (συνολικό εμβαδόν 1000 τ.μ.): Μελετήθηκε ως πολυδύναμη αίθουσα παραστάσεων, εκθέσεων και επίσημων εκδηλώσεων και έχει λειτουργήσει μέχρι τώρα ως χώρος διοργάνωσης συνεδρίων και εκθεσιακός χώρος. Αρχικά είχε προβλεφθεί εδώ η εγκατάσταση του Μουσείου της πόλης της Θεσσαλονίκης. β. μη ολοκληρωμένα έργα • στην Αποθήκη 1 (συνολικό εμβαδόν 1850 τ.μ. και χωρητικότητα 500 θέσεων): Μελετήθηκε ως πολυδύναμη αίθουσα παραστάσεων και συνεδρίων - πρόσφατα αποφασίστηκε η χρήση της ως αίθουσας μουσικής και κινηματογράφου. • στην Αποθήκη Δ (συνολικό εμβαδόν 900 τ.μ. και χωρητικότητα 350 θέσεων): Μελετήθηκε ως πολυδύναμη αίθουσα θεάτρου, χωροθεάτρου, μουσικής, κινηματογράφου και συνεδρίων και πρόσφατα προγραμματίζεται η νέα χρήση της ως αίθουσας κινηματογράφου. Ο Οργανισμός Λιμένα Θεσσαλονίκης, ο οποίος έχει επίσημα εκφράσει τις επιφυλάξεις του για τη μονιμότητα των νέων πολιτιστικών χρήσεων σε κτίρια που είναι ενταγμένα στον αναπτυξιακό του σχεδιασμό ως επιχειρηματικού φορέα (υπό ιδιωτικοποίηση) στρατηγικής σημασίας για την ανάπτυξη της Βόρειας Ελλάδας, ευελπιστεί να μπορέσει μελλοντικά να εντάξει στο χώρο της Αποθήκης Γ μια μόνιμη έκθεση (ίσως και ένα Μουσείο) για την ιστορία του λιμανιού της πόλης. Για το σκοπό αυτό ιδρύθηκε Σύλλογος των Φίλων του Λιμανιού και άρχισε να συγκεντρώνει υλικό και στοιχεία με τη βοήθεια του ΟΛΘ. Τον γενικό αυτό στόχο εξυπηρέτησε και η διοργάνωση της έκθεσης «Οι κίνδυνοι της θάλασσας» στην Αποθήκη 15 του ΟΛΘ από το Ελληνικό Τμήμα του TICCIH (Ιούνιος-Ιούλιος 1997), στο πλαίσιο της οργάνωσης του 10ου Διεθνούς Συνεδρίου του TICCIH στη Θεσσαλονίκη. Η χρήση μιας Αποθήκης του ΟΛΘ -και μάλιστα με στόχο την ανάδειξη της ίδιας της ιστορίας της ναυτιλίας-, στην οποία δεν είχαν γίνει εργασίες από τον ΟΠΠΕΟ '97, ανέδειξε με ιδανικό

τρόπο τις αξίες των βιομηχανικών κτιρίων τις οποίες μπορεί να προβάλει η διατήρηση του αυθεντικού τους χαρακτήρα. Στην κατηγορία «Μείζονες αστικές αναπλάσεις» μελετήθηκε η αποκατάσταση και ο ανασχεδιασμός των ιστορικών συνόλων και κτιρίων των μεσοπολεμικών αγορών της Θεσσαλονίκης. Οσον αφορά το κτίριο της αγοράς Μοδιάνο, που διακρίνεται για την κατασκευαστική του συγγένεια με τα πρώτα βιομηχανικά κτίρια της πόλης του τέλους του 19ου αιώνα (μεγάλη δίρριχτη μεταλλική στέγη με υπερύψωση) και τα συναφή κτίρια κεντρικών αγορών στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης (Παρίσι, Βαρκελώνη, Βουδαπέστη), αν και μελετήθηκε, δεν έγινε δυνατή ως τώρα η έναρξη των εργασιών αποκατάστασης. Στην κατηγορία «Κτίρια πολιτιστικής υποδομής» τη μερίδα του λέοντος απορρόφησαν (και απορροφούν) τα κτίρια θεάτρωνκινηματογράφων (εξαγορές κτιρίων, αποκαταστάσεις, μετατροπές και συμπληρώσεις ήδη υπαρχόντων κτιρίων) και πολύ μικρότερο ήταν το ποσοστό των κονδυλίων που δόθηκαν για μελέτες και έργα κατασκευής μουσείων, τα οποία στη συντριπτική τους πλειονότητα αποτελούσαν συγχρηματοδοτήσεις ή συμπληρώσεις έργων και όχι μελέτη ή κατασκευή εξ ολοκλήρου νέων μουσειακών χώρων. Το μεγαλύτερο έργο της κατηγορίας αυτής, η ένταξη του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στο διατηρητέο βιομηχανικό συγκρότημα της ΥΦΑΝ ET, έμεινε μόνο στο στάδιο της μελέτης, ενώ δεν έχουν εξασφαλιστεί μέχρις στιγμής τα κονδύλια για το κυρίως έργο της αποκατάστασης και της αλλαγής χρήσης του.

Η ιδιοκτήτρια Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, μετά την εγκατάλειψη του εργοστασίου επί τριάντα χρόνια, κατά τα οποία πουλήθηκε όλος ο μηχανολογικός εξοπλισμός του συγκροτήματος, σχεδιάζει τώρα την εγκατάσταση σε αυτό ενός πολυκέντρου που θα περιλαμβάνει τραπεζικές εξυπηρετήσεις, εγκαταστάσεις εκπαίδευσης των τραπεζικών υπαλλήλων αλλά και εγκαταστάσεις που ξεπερνούν τα τοπικά όρια, με την ένταξη, σε συνεργασία με το Υπουργείο Εξωτερικών, ενός κέντρου για τους απόδημους Έλληνες. Σε συνεργασία με τον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης Θεσσαλονίκη '97 σχεδιάστηκε η εγκατάσταση του ήδη θεσμοθετημένου Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης σε μεγάλο τμήμα του συγκροτήματος. Είναι ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο που στοχεύει στην επανένταξη του ιστορικού συγκροτήματος στη ζωή της πόλης με άλλο ρόλο, ως ενός «εργοστασίου» πολιτισμού. Με παρέμβαση της 4ης Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων του Υπουργείου Πολιτισμού προβλέπεται να ενταχθεί στην είσοδο του διατηρητέου βιομηχανικού συγκροτήματος χώρος, όπου θα προβάλλεται η ιστορία του. Διαφορετική από τα έργα που αναφέρθηκαν είναι η περίπτωση του έργου της Αποκατάστασης και Μετατροπής σε Μουσείο Ύδρευσης του Κεντρικού Αντλιοστασίου του Οργανισμού Ύδρευσης Θεσσαλονίκης (βλ. Τεχνολογία 8 [1998]), την υλοποίηση του οποίου έχει αναλάβει η 4η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων του ΥΠΠΟ. Στο έργο αυτό, παράλληλα με την αλλαγή χρήσης, γίνεται προσπάθεια διατήρησης, για ιστορικούς, εκπαιδευτικούς και λειτουρ-


γικούς λόγους, του ιστορικού μηχανολογικού εξοπλισμού του αντλιοστασίου. Η χρηματοδότηση του εξασφαλίζεται από κονδύλια του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος για την Κεντρική Μακεδονία (1995-99) και υποστηρίχθηκε και από τον ΟΠΠΕΘ '97. Την ευθύνη της μουσειολογικής οργάνωσης έχει η 4η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων και της λειτουργίας του Μουσείου ο Οργανισμός Ύδρευσης Θεσσαλονίκης ΑΕ (τώρα ΕΥΑΘ ΑΕ), στην επιτυχία της οποίας η συμβολή του φορέα υλοποίησης του έργου θα είναι καθοριστική. Ο ΟΠΠΕΘ '97 συνέβαλε επίσης και στην αποπεράτωση του κτιρίου του Τελλόγλειου Ιδρύματος με συνολικό εμβαδόν εκθεσιακών χώρων 3250 τ.μ., όπου πρόκειται να στεγαστούν και να προβληθούν οι συλλογές τις οποίες το ζεύγος Τέλλογλου κληροδότησε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1972). Το νέο κτίριο, που ολοκληρώθηκε το 1997 με την υποστήριξη του ΟΠΠΕΘ '97, μελετήθηκε ως Πινακοθήκη και Μουσείο Τέχνης. Το Μακεδόνικο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΜΜΣΤ) είναι από τους πλέον σημαντικούς πολιτιστικούς φορείς της πόλης. Ξεκίνησε με ιδιωτική πρωτοβουλία και έχει να επιδείξει ήδη ενεργή δράση δεκαεννιά ετών στον τομέα των εκθέσεων και των εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Από το 1991 εγκαταστάθηκε στο πρώην περίπτερο της ΔΕΗ μέσα στο χώρο της Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης. Το 1997 ολοκληρώθηκε με την υποστήριξη του ΟΠΠΕΘ '97 η νέα πτέρυγα του Μουσείου σε όμορο με τον αρχικό χώρο. Είναι διώροφη με συνολικό εμβαδόν 940 τ.μ. Στον υπόγειο εκθεσιακό χώρο ενσωματώθηκαν τα αρχαιολογικά ευρήματα που εντοπίστηκαν in situ. Η λειτουργία του ΜΜΣΤ συμπληρώνει ιδανικά τον κεντρικό μουσειακό-πολιτιστικό άξονα της πόλης, που έχει δημιουργηθεί σταδιακά τα τελευταία σαράντα χρόνια στη Θεσσαλονίκη (Αρχαιολογικό Μουσείο 1962, επέκταση 1980, Πινακοθήκη Εταιρείας Μακεδόνικών Σπουδών - 1975, Λευκός Πύργος αποκατάσταση και χρήση ως Μουσείο 1985, Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού 1994, Πινακοθήκη και Μουσείο Τέχνης Τελλόγλειου Ιδρύματος ΑΠΘ - ίδρυση 1972, νέο κτίριο 1997). Σημαντικός υπήρξε ο ρόλος του Υπουργείου Πολιτισμού στη θεσμοθέτηση της λειτουργίας των μουσείων που δημιουργήθηκαν με τη στήριξη του ΟΠΠΕΘ '97. Ο Νόμος του ΥΠΠΟ 2557/97/ΦΕΚ 271/24.12.97 «θεσμοί και μέτρα δράσης πολιτιστικής ανάπτυξης» καθόρισε την οργανωτική διάρθρωση, το περιεχόμενο, τους στόχους και τις αρμοδιότητες των νέων μουσείων (Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Μουσείο Κινηματογράφου, Μουσείο Φωτογραφίας). Το Μουσείο Φωτογραφίας και Αφίσας είναι φορέας που ιδρύθηκε από τον ΟΠΠΕΘ '97. Για την εγκατάστασή του μελετήθηκε η αποκατάσταση και η αλλαγή χρήσης του διατηρητέου κτιρίου της οδού Αναγεννήσεως στην περιοχή του παλιού Σιδη-

Μουσείο Βιομηχανικού Σχεδιασμού.

ροδρομικού Σταθμού, συνολικού εμβαδού 450 τ.μ. Το έργο, με φορέα υλοποίησης τον Δήμο Θεσσαλονίκης, έμεινε μόνο στο στάδιο της μελέτης. Εν τω μεταξύ, κατά τη διάρκεια της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, οι λειτουργίες του Μουσείου στεγάστηκαν στο αποκατεστημένο κτίριο του ΟΣΕ στη συμβολή των οδών Ερμού και Αριστοτέλους, όπου λειτουργεί προσωρινά και το Μουσείο Κινηματογράφου. Πρόσφατα ανακοινώθηκε η επικείμενη στέγαση του στους νέους χώρους πολιτισμού, που δημιουργούνται στον χώρο του ΟΛΘ (Α' Προβλήτας). Το Μουσείο Βιομηχανικού Σχεδιασμού (Μουσείο Design) αποτελεί ακόμη μια επιτυχημένη ιδιωτική πρωτοβουλία στο χώρο των μουσείων της Θεσσαλονίκης. Ιδρύθηκε το 1993 και από το 1995 λειτούργησε σε ισόγειο χώρο της οδού Μητροπόλεως με την υποστήριξη του ΟΠΠΕΘ '97. Αναμένεται να υλοποιηθεί η απόφαση του Οργανισμού, με τη στήριξη και του Υπουργείου Πολιτισμού, για την εγκατάσταση του μουσείου στην Αποθήκη Β' του ΟΛΘ. Ο ΟΠΠΕΘ '97 ενίσχυσε και την πρωτοβουλία της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης για τη δημιουργία του Μουσείου Εβραϊκής Παρουσίας Θεσσαλονίκης με τη χρηματοδότηση της μελέτης και του έργου της αποκατάστασης τμήματος του διατηρητέου κτιρίου της οδού Αγ. Μηνά 13 (450 τ.μ. από τα οποία τα 320 τ.μ. στον όροφο). Το έργο ολοκληρώνεται εντός του 1998' το μουσείο προγραμματίζεται να στεγάσει ιστορικά αντικείμενα και λαογραφικό υλικό, όπως επίσης εξειδικευμένη βιβλιοθήκη, ραδιοφωνικό, κινηματογραφικό και τηλεοπτικό αρχείο. Στο διατηρητέο βιομηχανικό συγκρότημα της μεταξουφαντουργίας «Ήλιος» στον Δήμο Νεάπολης ολοκληρώθηκαν με χρηματοδότηση του ΟΠΠΕΘ '97 αίθουσες πολιτιστικών εκδηλώσεων του Δήμου, καλλιτεχνικών εργαστηρίων και εκθέσεων σε χώρους που δεν χρησιμοποιούνται από το δημοτικό σχολείο, το οποίο λειτουργεί στο αποκατεστημένο συγκρότημα από το 1994. Δυστυχώς δεν έγινε δυνατή η δημιουργία του μόνιμου εκθετηρίου ιστορικών τεκμηρίων για τη βιομηχανική ανάπτυξη της περιοχής, το οποίο προέβλεπε τόσο η αρχι-

κή μελέτη όσο και οι προδιαγραφές του έργου που ανέλαβε ο ΟΠΠΕΘ '97. Ενώ δημιουργήθηκαν ή δρομολογούνται οι υποδομές για τη λειτουργία νέων μουσείων, τα οποία ακόμη δεν έχουν ουσιαστικά αρχίσει να λειτουργούν, υπήρξαν περιπτώσεις μουσείων με επιτυχή λειτουργία δεκαετιών τα οποία δεν ευτύχησαν να προικιστούν με τις υποδομές που τους άξιζαν. Ηχηρά παραδείγματα της περίπτωσης αυτής είναι το Λαογραφικό και Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας-Θράκης και το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, για τα οποία ο σχεδιασμός του ΟΠΠΕΘ '97 δεν περιέλαβε καμία ή μια πενιχρή ενίσχυση και υποστήριξη των απαιτούμενων υποδομών, είτε ως μελέτη είτε ως έργο. Η ανισοβαρής έκφραση ενδιαφέροντος στον τομέα αυτό απέδειξε ακόμη μια φορά τις ελλείψεις που υπάρχουν στους τομείς συγκρότησης της εθνικής μουσειακής πολιτικής και συντονισμού και διαχειριστικής στήριξης της δραστηριότητας των μουσείων σε περιφερειακό επίπεδο. Υπήρξαν παρ' όλα αυτά τομείς όπου ο ΟΠΠΕΘ '97 επέδειξε ενδιαφέρον που ξεπερνούσε τα στενά όρια των αρμοδιοτήτων του και συνέβαλε καταλυτικά για την εξεύρεση λύσεων σε ζωτικά θέματα της πόλης. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί η συγκρότηση και η υποστήριξη επιτροπής ειδικών για την ανάλυση των προβλημάτων και τη σύνταξη εναλλακτικών προτάσεων ένταξης στη λειτουργία της πόλης μεγάλων ιστορικών βιομηχανικών συγκροτημάτων (Μύλοι και Κεραμεία «Αλλατίνι», Ζυθοποιείο «Φίξ»). Οι συγκροτημένες προτάσεις απεστάλησαν στους αρμόδιους φορείς της πολιτείας και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και αποτελούν σημαντικό υπόβαθρο για την προώθηση προτάσεων επίλυσης των αντίστοιχων προβλημάτων. Τέλος, ως γενική εκτίμηση, θα προσθέταμε ότι ο εμπλουτισμός της μουσειακής υποδομής της πόλης, αν και σημαντικός, ήταν υποδεέστερος σε σχέση με άλλες κατηγορίες έργων, όπως για παράδειγμα η δημιουργία θεατρικών αιθουσών ή η ολοκλήρωση πολιτιστικών κέντρων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Ίσως γιατί η δημιουργία ενός νέου μουσείου απαιτεί πολύ πιο σύνθετο σχεδιασμό από αυτόν ενός απλού χώρου φιλοξενίας πολιτιστικών εκδηλώσεων. ΟΛΓΑ ΤΡΑΓΑΝΟΥ-ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ * Σημαντικές πληροφορίες για τις μελέτες που εκπονήθηκαν και τα έργα που υλοποιήθηκαν από τον ΟΠΠΕΘ '97 παρέχονται από τις εκδόσεις του Οργανισμού και ειδικά από τις εξής συνοπτικές εκδόσεις: α. Λόης Παπαδόπουλος (επιμ.), 200 Έργα Πολιτισμού για τη Θεσσαλονίκη του 21ου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1996, β. Ελένη-Μαρία Τσούκα, Λόης Παπαδόπουλος (επιμ.), Μουσεία της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1997, γ. Λόης Παπαδόπουλος, Θέμος Βαφιάς (επιμ.), Θεσσαλονίκη 2000. Στο χάρτη των Ευρωπαϊκών Μητροπόλεων. Συνοπτικός κατάλογος έκθεσης έργων, μελετών και αρχιτεκτονικών διαγωνισμών ΟΠΠΕΘ '97, Θεσσαλονίκη 1998.


ΚΕΝΤΡΟ ΤΕΧΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΡΜΟΥΠΟΛΗΣ Στην καρδιά των Κυκλάδων, η Ερμούπολη, δημιουργημένη από πρόσφυγες στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, υπήρξε για πολλές δεκαετίες το σημαντικότερο εμπορικό και ναυτιλιακό κέντρο του ελληνικού κράτους, με πολύ πλούσια, εξαρχής, παραγωγή σε βιοτεχνικό επίπεδο. Προς το τέλος του 19ου αιώνα είχε γίνει μια βιομηχανική πόλη. Από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά οι περισσότερες βιομηχανίες άρχισαν να κλείνουν, ακολουθώντας την αναδιάταξη της ελληνικής βιομηχανίας. Όμως, η ύπαρξη και η ανάπτυξη του Νεωρίου, όπως και η συνέχιση της λειτουργίας λίγων βιομηχανικών μονάδων, διατήρησαν αυτό τον βιομηχανικό χαρακτήρα της πόλης μέχρι σήμερα. Η πρωτεύουσα της Σύρου είναι μια πόλη -από τις ελάχιστες, αν όχι η μοναδική στον ελλαδικό χώρο- που έχει διασώσει σε μεγάλο βαθμό ανέπαφο τον νεοκλασικό οικιστικό της πλούτο, εμφανή τα ίχνη της βιομηχανικής ιστορίας της και έναν ολόκληρο κόσμο τεχνίτες, εργάτες, στελέχη-, φορέα ενός πλούσιου τεχνικού πολιτισμού. Έχει επίσης το προνόμιο να διαθέτει ένα μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα τεκμηριωτικο υλικό, το πλούσιο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου της πόλης. Σε αυτή την ιστορική βιομηχανική πόλη γεννήθηκε η ιδέα της δημιουργίας του Κέντρου Τεχνικού Πολιτισμού και του Βιομηχανικού Μουσείου Ερμούπολης, στο πλαίσιο ενός στόχου παρεμβάσεων για την αναβάθμιση και την ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της πόλης. Το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών σε συνεργασία με τον Δήμο της Ερμούπολης δημιούργησε το Επιστημονικό και Μορφωτικό Ίδρυμα Κυκλάδων (ΕΜΙΚ), με στόχο να τονώσει την τοπική πνευματική ζωή και να συμβάλει με κάθε τρόπο στη διάσωση της φυσιογνωμίας της και την ανάδειξη της κληρονομιάς της. Από το 1985, το ΕΜΙΚ, σε συνεργασία με το ΚΝΕ/ΕΙΕ, καθιέρωσε ετήσιες, δεκαπενθήμερες, διεπιστημονικές συναντήσεις, που έχουν γίνει πια θεσμός τόσο στο επίπεδο της Ερμούπολης όσο και σε εθνικό επίπεδο. Αυτές οι συναντήσεις, τα «Σεμινάρια της Ερμούπολης», φέρνουν κάθε καλοκαίρι στη Σύρο ανθρώπους από ποικίλους επιστημονικούς ορίζοντες, από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Η ιδέα της αξιοποίησης της βιομηχανικής κληρονομιάς της Ερμούπολης πήρε αρχικά τη μορφή της δημιουργίας ενός βιομηχανικού μουσείου σε κάποιο από τα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια. Για το σκοπό αυτό, το ΚΝΕ/ΕΙΕ εκπόνησε με δική του πρωτοβουλία και σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Αιγαίου το επιχειρησιακό σχέδιο δράσης με τις αντίστοιχες προμελέτες. Παράλληλα προχώρησε στη συγκρότηση της συλλογής παλαιών μηχανημάτων και εργαλείων. Η συλλογή αυτή σήμερα, ύστερα από μια δεκαετία, έχει ξεπεράσει κατά πολύ το μέγεθος ενός

μικρού πυρήνα και αποτελεί πλέον μια από τις πολύ αξιόλογες συλλογές ιστορικού βιομηχανικού εξοπλισμού στην Ελλάδα. Η συλλογή περιλαμβάνει κυρίως μηχανές και εργαλεία κλωστοϋφαντουργίας, βυρσοδεψίας, μηχανουργίας, ναυπηγικής, επεξεργασίας ξύλου και τυπογραφίας. Παράλληλα, με την ιστορική και τεχνική έρευνα που πραγματοποιήθηκε αυτή την περίοδο στην Ερμούπολη καταγράφηκε μεγάλο τμήμα του σημαντικού πλούτου που κρύβεται τόσο στις ανενεργές βιομηχανικές μονάδες και στις αστικές περιοχές της πόλης όσο και στις ενεργές βιομηχανίες, με κορυφαία περίπτωση το Νεώριο. Η σύλληψη αφορούσε σε έναν πολυδιάστατο φορέα, το Κέντρο Τεχνικού Πολιτισμού, που περιλαμβάνει: βιομηχανικό μουσείο με έμφαση στην ιστορία της βιομηχανίας, της ναυτιλίας και της πόλης, μονάδα τεκμηρίωσης, μονάδα εργαστηρίων, δίκτυο των επισκέψιμων χώρων παραγωγής-εργασίας, και μονάδα υποδοχής ερευνητικών και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Μέσα σε αυτό το σκηνικό της βιομηχανικής ιστορίας εντοπίστηκαν οι χώροι οι οποίοι προορίζονται να στεγάσουν τους πρώτους πυρήνες του πολυδιάστατου Κέντρου Τεχνικού Πολιτισμού. Πρόκειται για τρεις βιομηχανικές μονάδες: το εργοστάσιο Κατσιμαντή, που κτίστηκε περί το 1888, το εργοστάσιο Αναιρούση, κατασκευής επίσης του τέλους του 19ου αιώνα, και το εργοστάσιο Κορνηλάκη, του 1881. Τα δύο πρώτα ήταν σκαγάδικα, δηλαδή εργοστάσια παραγωγής κυνηγετικών σφαιριδίων, και το τρίτο ένα από τα μεγαλύτερα βυρσοδεψεία της Ερμούπολης. Το πρώτο κτίριο που σήμερα αποκαθίσταται λειτουργούσε από το 1888 ως «ατμοκίνητον εργοστάσιον καρφοβελονών, κυνηγετικών σφαιριδίων και ψαρόκολλας» από τους Αδελφούς Γ. Βρατσάνου και τον Λ. Γιαμαλάκη. Περί το 1905 πέρασε στον Α. Κατσιμαντή και συνέχισε τη λειτουργία του ως «ατμοκίνητον εργοστάσιον χρωματοποιίας, ελαιουργίας και υφαλομιλτίνης». Συνέχισε να λειτουργεί έως το 1920. Τη δεκαετία του 1930 βρισκόταν εκτός λειτουργίας. Μετά το 1970

πέρασε στην ιδιοκτησία των Ναυπηγείων Νεωρίου. Η επιχείρηση Κατσιμαντή είχε ιδρυθεί το 1847 από τον Δ. Κατσιμαντή και παρήγε προϊόντα για τη ναυπηγική βιομηχανία της Σύρου. Είναι γνωστό ότι πραγματοποιούσε εξαγωγές τουλάχιστον προς τις χώρες της Βαλκανικής. Το δεύτερο κτίριο αυτής της ενότητας είναι το σκαγάδικο Αναιρούση. Βρίσκεται σε μικρή απόσταση προς τα ανατολικά του συγκροτήματος Κατσιμαντή. Το μικρό αυτό σκαγάδικο κτίστηκε τον 19ο αιώνα. Είναι λιγότερο επιμελημένο ως προς την αρχιτεκτονική του αλλά εξίσου σημαντικό ως προς την παραγωγική του δομή. Το κτίριο αποτελείται από τον πύργο ψύξεως και τα περί αυτόν ισόγεια τμήματα, ενώ σώζεται και το τσιμεντόστρωτο αλώνι όπου ψύχονταν τελικά τα σκάγια. Σύμφωνα με έκθεση των Michael Stratton και Barrie Trinder του βρετανικού Ironbridge Institute, η μικρή αυτή μονάδα είναι πιθανώς η πληρέστερη στο είδος της που διασώζεται σε ολόκληρη την Ευρώπη. Το τρίτο συγκρότημα της ενότητας, το βυρσοδεψείο Κορνηλάκη, ιδρύθηκε στα 1853-1854. Από το 1870 η επωνυμία της επιχείρησης φέρει το όνομα του Μενέλαου Κορνηλάκη. Εκείνη την εποχή, παρ' ότι ήταν ένα από τα δευτερεύοντα βυρσοδεψεία της πόλης, απασχολούσε 55 εργάτες και διέθετε δικό του ανεμόμυλο. Τη δεκαετία του 1880 το εργοστάσιο μετακινήθηκε από την παλιά περιοχή των βυρσοδεψείων, που βρισκόταν στην ακτή του σημερινού καρνάγιου. Το κτίριο, που στη συνέχεια στέγασε το βυρσοδεψείο και σώζεται μέχρι σήμερα, δημιουργήθηκε στα νότια, επί του δρόμου προς τα Λαζαρέτα, σχετικά μακριά από την πόλη που προφανώς ρύπαινε, περί το 1881. Η επιχείρηση στο τέλος του αιώνα εισήγαγε την ατμοκίνηση και τα πρώτα μηχανήματα για την επεξεργασία των δερμάτων. Τότε απασχολούσε πλέον 100 άτομα και είχε περάσει στις κορυφαίες θέσεις της βιομηχανίας της πόλης. Από το 1920, ύστερα από 70 χρόνια λειτουργίας, το βυρσοδεψείο πέρασε σε ετερόρρυθμη εταιρεία. Το 1925 το συγκρότημα έχει αποκτήσει πλέον τη μορφή που διατηρεί μέχρι σήμερα. Διαδοχικές αλλαγές στο ιδιοκτησιακό καθεστώς ακολούθησαν το 1925, το 19301932, το 1970, οπότε το εργοστάσιο έπαψε να λειτουργεί. Από τότε πέρασε στην ιδιοκτησία της Κτηματικής Τράπεζας. Το 1998 ο Δήμος Ερμούπολης προχώρησε στην αγορά του χώρου. Οι πρώτοι πυρήνες του Κέντρου Τεχνικού Πολιτισμού προβλέπεται να στεγαστούν στα τρία εργοστάσια που αναφέρθηκαν. Οι τρεις αυτοί χώροι, σύμφωνα με το επιχειρησιακό σχέδιο, έχουν τη δυνατότητα να λειτουργήσουν ως αυτόνομες ενότητες, αλλά και ως δίκτυο συναφών χρήσεων πολιτισμού και εκπαίδευσης, που απλώνεται μέσα στην ιστορική βιομηχανική ζώνη της Ερμούπολης. Ακολουθώντας τον βασικό σχεδιασμό του Κέντρου, το εργοστάσιο Κατσιμαντή θα


δεχθεί τον βασικό διοικητικό πυρήνα του Κέντρου, τον κεντρικό εκθεσιακό χώρο του μουσείου και τις μονάδες τεκμηρίωσης και εργαστηρίων. Το εργοστάσιο Αναιρούση συμπληρώνει την ενότητα του μουσείου. Στο βυρσοδεψείο Κορνηλάκη θα λειτουργήσουν χώροι μουσειακοί, έρευνας και πολιτισμού. Παράλληλα επιδιώκεται η αγορά μεγάλου ενιαίου εργοστασιακού χώρου, που θα είναι ενταγμένος χωροταξικά στο δίκτυο και θα στεγάσει τις εκπαιδευτικές λειτουργίες του Κέντρου. Οι λειτουργίες αυτές περιλαμβάνουν πρότυπες μονάδες εργαστηρίων ειδίκευσης σε παραδοσιακές τεχνικές, ερευνητικές μονάδες τεκμηρίωσης και προγράμματα κατάρτισης σε επίπεδο ανώτερης-ανώτατης εκπαίδευσης. Με τις αναστηλώσεις και την επανάχρηση των τριών συγκροτημάτων εξασφαλίζονται για το Κέντρο Τεχνικού Πολιτισμού κτιστοί χώροι έκτασης περίπου 3550 τ.μ. σε οικόπεδα επιφάνειας 6740 τ.μ. Οι εργασίες αποκατάστασης στα δύο από τα τρία εργοστάσια έχουν αρχίσει από την άνοιξη του 1998. Για τα δύο σκαγάδι-κα έχουν ολοκληρωθεί οι μελέτες και βρί-

σκεται σε εξέλιξη η κατασκευή τους. Οι μελέτες βασίστηκαν σε σχετικές προμελέτες της Δημοτικής Επιχείρησης Ανάπτυξης Ερμούπολης. Η φάση αυτή των κατασκευών προβλέπεται να ολοκληρωθεί τον Νοέμβριο 1999. Στο βυρσοδεψείο Κορνηλάκη έχει ολοκληρωθεί η αποτύπωση των κτιρίων και η αποτίμηση του εξοπλισμού από επιστημονική ομάδα του ΕΙ Ε και του ΕΜΠ. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας της αγοράς από τον Δήμο θα προχωρήσει η μελέτη και η δημοπράτηση του έργου. Οι χρηματοδοτήσεις καλύπτονται από το ΠΕΠ Νοτίου Αιγαίου του Β' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και την Κοινοτική Πρωτοβουλία Urban. Την ευθύνη για την επιχειρησιακή διαχείριση και την τεχνική εποπτεία των έργων έχει η Δημοτική Επιχείρηση Ανάπτυξης Ερμούπολης. Η επιστημονική εποπτεία ασκείται από το Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών μέσω του επιστημονικού συμβουλίου για το Κέντρο Τεχνικού Πολιτισμού Ερμούπολης. ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΑΓΡΙΑΝΤΩΝΗ ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΑΒΙΛΑΣ

ΜΟΥΣΕΙΟ ΚΕΝΤΡΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ Το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού επέλεξε να στεγάσει το μουσείο του σε ένα άριστα αποκατεστημένο εργοστασιακό κέλυφος της οδού Πειραιώς. Το 1998 εγκαινιάστηκε ένα τμήμα του μεγάλου αυτού κτιρίου. Πρόκειται για έναν ιδιότυπο μουσειακό χώρο, στον οποίο ο βασικός πόλος έλξης των επισκεπτών είναι οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές που παρέχουν στον επισκέπτη πλήθος πληροφοριών για τη μακραίωνη ιστορία του Μείζονος Ελληνισμού. Οι χώροι του μουσείου προσφέρονται επίσης για περιοδικές εκθέσεις, όπως αυτές που είχαν στηθεί με την ευκαιρία των εγκαινίων. Η προσέλευση των καλεσμένων την ημέρα αυτή ήταν μεγάλη και το ενδιαφέρον ποικίλο. Κοινή ήταν η διαπίστωση ότι η οικογένεια Εφραίμογλου έχει δημιουργήσει ιδανικές προϋποθέσεις για να στεγαστεί το προϊόν συστηματικής δουλειάς, το οποίο αναμένουμε από το φυτώριο των νέων επιστημόνων που στελεχώνουν το Ιδρυμα. Α.Λ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΑΠΟΝ ΟΡΟΣ Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων που πραγματοποιήθηκαν στη Θεσσαλονίκη το 1997, όταν η πόλη ήταν πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης, παρουσιάσθηκε ως βασική εκθεσιακή εκδήλωση η έκθεση «Θησαυροί του Αγίου Όρους». Με την έκθεση αυτή, μπορούμε να πούμε ότι έγινε και η ουσιαστική έναρξη λειτουργίας του νεοσύστατου Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης, διότι με την προσέλευση 750.000 επισκεπτών κατά τους δέκα μήνες λειτουργίας της (Ιούνιος 1997-Απρίλιος 1998) έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό η ύπαρξη του ωραίου και πολύτιμου για την πόλη και την επιστήμη νέου μουσείου. Η έκθεση συγκροτούνταν από τέσσερις θεματικές ενότητες, των οποίων την οργανωτική ευθύνη είχαν ανά ένας «έφορος», ειδικός επιστήμονας με πολύχρονη εντρύφηση στα αγιορείτικα πράγματα: «Φυσικό περιβάλλον» (καθηγητής Σπ. Ντάφης), «Αρχιτεκτονική» (αρχιτέκτων Πλούτ. Θεοχαρίδης), «Κειμήλια» (καθηγητής Ν. Νικονάνος), «Καθημερινός βίος και λατρεία» (αρχαιολόγος Ιωακ. Παπάγγελος). Ο κάθε έφορος πλαισιώθηκε από ομάδα ειδικών επιστημόνων-συμβούλων σε επί μέρους θέματα, ενώ τη βασική μουσειολογική μέριμνα είχε το τεχνικό γραφείο του Γεωργ. Τριανταφυλλίδη. Στην έκθεση παρουσιάσθηκαν κειμήλια από το Πρωτάτο, τις Μονές Βατοπεδίου, Ιβήρων, Χελανδαρίου, Διονυσίου, Κουτλουμουσί-ου, Παντοκράτορος, Ξηροποτάμου, Ζωγράφου, Δοχειαρίου, Καρακάλλου, Σίμω-νος Πέτρας, Αγίου Παύλου, Σταυρονικήτα,

Ξενοφώντος, Γρηγορίου και Αγίου Παντελεήμονος, τις Σκήτες Αγίας Άννης, Προδρόμου (της Λαύρας), Αγίου Ανδρέου, Προδρόμου (της Ιβήρων), Προφήτου Ηλιου και Νέα Σκήτη και από πολλά κελλιά, ενώ από πολλούς γνώστες των αγιορείτικων

πραγμάτων χαρακτηρίσθηκε ως ατυχία η μη συμμετοχή της Μονής της Μεγίστης Λαύρας. Στον τομέα «Καθημερινός βίος και λατρεία» δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση, αν και προϋπήρξε περίοδος έντονου προβληματισμού εκ μέρους της Συντονιστικής Επιτροπής της έκθεσης, διότι μέχρι τότε δεν είχαν γίνει ειδικές μελέτες για τα συγκεκριμένα επιστημονικά θέματα. Σκοπός του εκθεσιακού τομέως ήταν να παρουσιασθεί η οργάνωση χαρακτηριστικών εκφάνσεων του καθημερινού αγιορείτικου βίου στις διάφορες φάσεις της υπερχιλιετούς διαδρομής του και επιπλέον οι λατρευτικές δραστηριότητες των Αγιορειτών, με έμφαση τόσο στο τυπικό μέρος της λατρείας όσο και στην αγιορείτικη λατρευτική φιλοσοφία. Ο καθημερινός βίος στο Άγιον Όρος είναι οργανωμένος με βάση τη γεροντική εντολή «αδιαλείπτως προσεύχεσθε». Η μέριμνα για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών είναι συνυφασμένη με την προσευχή και είναι προσαρμοσμένη στο ωράριο των καθαρά λατρευτικών ενασχολήσεων. Η μορφολογία του εδάφους και οι κλιματολογικές συνθήκες του Αγίου Όρους, όπου ο μοναχισμός ανθεί για περισσότερο από 1200 χρόνια, σε συνδυασμό με τις συγκοινωνιακές ιδιαιτερότητες, συντέλεσαν να διατηρηθούν, μέχρι πρόσφατα, «αρχαϊκά» στοιχεία στον αγιορείτικο καθημερινό βίο. Ως προς τη διαχρονική παρουσίαση του τομέα του καθημερινού βίου, θα πρέπει να επισημανθεί ότι δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από το πλούσιο υλικό που διατηρείται στα


αγιορείτικα ιδρύματα, να προσεγγισθούν και να γνωστοποιηθούν πρακτικές, μέθοδοι, τρόποι ζωής, τεχνολογία και τεχνογνωσία του παρελθόντος (πρόσφατου ή παρωχημένου), τα οποία ήταν κοινά στους ελληνικούς πληθυσμούς και, εν πολλοίς, στους άλλους βαλκανικούς και μικρασιατικούς λαούς. Επιπλέον, με την έκθεση έγινε κατανοητό ότι στο Όρος εφαρμοζόταν, συνήθως πολύ ενωρίς, η τελευταία λέξη της τεχνολογίας και έτσι ο Άθως λειτουργούσε στη συνέχεια, διά των προσκυνητών και των μετοχιών, ως κέντρο διασποράς τεχνογνωσίας. Ειδικότερα δείχθηκε ότι στον τομέα της τέχνης (της αρχιτεκτονικής και, κυρίως, της ζωγραφικής) το Όρος, αφού για αιώνες συγκέντρωσε το έργο και την εμπειρία μεγάλων μαιστόρων, δημιούργησε το δικό του καλλιτεχνικό πρόσωπο και, από τα μέσα του 18ου αιώνα, έγινε βασικό κέντρο διασποράς καλλιτεχνικής παραγωγής και γνώσεως. Ας μη λησμονούμε ότι στην ιστορία της χριστιανικής αρχιτεκτονικής υπάρχει ένας βασικός τύπος ναού που ονομάζεται «αθωνικός» και ότι μέχρι και σήμερα το βασικό εγχειρίδιο του κάθε ορθόδοξου αγιογράφου είναι η Ερμηνεία της ζωγραφικής Τέχνης στη μορφή που της έδωσε, κατά τις αρχές του 18ου αιώνα, ο αγιορείτης ιερομόναχος Διονύσιος, ο καταγόμενος από τον Φουρνά των Αγράφων. Ο εκθεσιακός τομέας χωριζόταν σε δύο βασικούς υποτομείς εν πολλοίς διαπλεκόμενους, τόσο μεταξύ τους όσο και με τους άλλους τομείς της συνολικής εκθέσεως: στον υποτομέα του καθημερινού βίου και στον της λατρείας. Από τον πρώτο υποτομέα ο επισκέπτης απεκόμισε την κατά το δυνατόν πληρέστερη εικόνα της οργανώσεως των επιλεγμένων εκφάνσεων του αγιορειτικού καθημερινού βίου διαχρονικούς. Εχοντας υπόψη ότι μεγάλο μέρος από τα αφορώντα τον καθημερινό βίο ήταν παρόμοια με τα αντίστοιχα «κοσμικά», δόθηκε η ευκαιρία για μια γενικότερη προσέγγιση στον καθημερινό βίο των λαών της Βαλκανικής και της Μικρασίας κατά τους τελευταίους δέκα αιώνες. Ας μη λησμονούμε ότι στα όρια της ανατολικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, από τον 10ο έως και τον 12ο αιώνα, οι αναφερόμενες περιοχές, στο μεγαλύτερο μέρος τους, αποτελούσαν ενιαίο και ομόδοξο πολιτικό χώρο, παρά τις περιπέτειες που παρεμβλήθηκαν. Κατά τον 13ο και 14ο αιώνα επήλθε μεν η πολιτική διάσταση, αλλά οι πολιτιστικές, οικονομικές και άλλες επικοινωνίες των λαών τους δεν διακόπηκαν. Με την ολοκλήρωση της επικρατήσεως των Οθωμανών, η Βαλκανική μετατράπηκε και πάλι σε ενιαίο πολιτικό χώρο με δύο βασικές κατηγορίες κατοίκων: τη μουσουλμανική κυρίαρχη τάξη και τους υποτελείς ορθοδόξους' οι εθνικές διαφορές μειώνονταν ή και εξαφανίζονταν υπό το βάρος των δύο προαναφερθέντων δεδομένων αλλά και με τη βοήθεια της (σχετικής) ελευθερίας διακινήσεως. Η παρουσίαση του καθημερινού βίου έγινε μέσα από δέκα ενότητες, οι οποίες

κάλυψαν διαχρονικά και σε ικανοποιητικό βαθμό την αγιορειτική «καθημερινότητα». Πρόκειται για τις ενότητες «Μουσική», «Υγεία», «Ενοπλα σώματα», «Εργαστήρια», «Ωρολογοποιείο», «Μετόχια», «Άμπελος και οίνος», «Ζωγραφικά εργαστήρια», «Τυπογραφείο, Φωτογραφείο, Σταμπαδούρικο» και «Μύλοι». Η αγιορειτική μουσική παράδοση έχει να παρουσιάσει πλήθος εμπνευσμένων συνθετών των οποίων τα έργα διασώθηκαν στα χειρόγραφα και στην προφορική παράδοση. Εξίσου σημαντικό είναι όμως και το «ύφος του Αγίου Όρους» που δημιουργήθηκε από τη μακραίωνη ψαλτική πρακτική στην αγιορειτική χερσόνησο, από το μεγάλο πλήθος των καλλικέλαδων ψαλτών που ελάφρωσαν τις ατέλειωτες ώρες των ολονυκτιών με τη γλυκύτητα της φωνή τους και τη βαθιά γνώση της μουσικής. Στις αγιορειτικές βιβλιοθήκες έχει αποθησαυρισθεί η μεγαλύτερη συλλογή χειρογράφων ελληνικής μουσικής (περίπου 3000), μεταξύ των οποίων υπάρχουν και τα παλαιότερα γνωστά παραδείγματα παρασημαντικής καταγραφής δημοτικής μουσικής, σε χειρόγραφα των Μονών Ιβήρων (του 1562 και περί το 1700), Ξηροποτάμου (αρχές 17ου αι.) και Βατοπεδίου (του 1818). Στον τομέα της υγείας, το Άγιον Όρος έχει να επιδείξει πρωτοποριακές πρακτικές. Βασική μέριμνα των ιδρυτών των μονών ήταν η οργάνωση της «υγειονομικής υπηρεσίας» σε κάθε μονή, με τη λειτουργία νοσοκομείων και γηροκομείων σε ειδικές πτέρυγες των μοναστηριακών συγκροτημάτων. Στις αγιορείτικες βιβλιοθήκες υπάρχουν πολλά χειρόγραφα με ιατρικό περιεχόμενο και διασώζονται ιατρικά εργαλεία και σκεύη σπάνια και δυσεύρετα. Πολλοί μοναχοί ιατροί προσέφεραν τις πολύτιμες υπηρεσίες τους στο Όρος και στις περιοχές των μετοχιών. Χαρακτηριστική είναι, για παράδειγμα, η περίπτωση του μοναχού της Μεγίστης Λαύρας Νικοδήμου, ο οποίος έδρασε ως πρακτικός ιατρός κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στην Κασσάνδρα, με βάση το μετόχι της Αθύτου. Προσέφερε αφιλοκερδώς τις υπηρεσίες του στα χωριά της χερσονήσου, δίδαξε πρακτικές μεθόδους αντιμετωπίσεως απλών περιστατικών και τιμήθηκε με ευχαριστήρια επιστολή σφραγισμένη με τις σφραγίδες των μουχτάρηδων όλων των χωριών της Κασσάνδρας. Σήμερα, εκατό χρόνια μετά το θάνατό του, διατηρείται ακόμη η ανάμνηση της δράσης του και της ταφής του στο μετόχι και οι γεροντότεροι μνημονεύουν με σεβασμό την προσφορά του. Το Άγιον Όρος είναι αντικείμενο ληστρικών επιδρομών ήδη από τον 9ο αιώνα. Για την ασφάλεια των ιδρυμάτων καθιερώθηκε η πρακτική να έχουν οι μονές φρουριακό χαρακτήρα και πολεμικό εξοπλισμό. Επιπλέον, ιδρύθηκαν σε επιλεγμένα μέρη της χερσονήσου μικρά φρούρια ή μεμονωμένοι πύργοι, που αποσκοπούσαν στην αμυντική θωράκιση της χερσονήσου. Γνωρίζουμε το «κοινόν φρούριον των αθω-


νιτών», το οποίο ιδρύθηκε από τον Πρώτο στα όρια του Αγίου Όρους το 1326, για να ελέγχει την είσοδο και την έξοδο διά της «βασιλικής οδού». Από το φρούριο αυτό πήρε το σημερινό όνομά της η «Μεγάλη Βίγλα», δηλαδή το βουνό που δεσπόζει στα σημερινά όρια της Διοικήσεως του Αγίου Όρους. Κατά τον 18ο αιώνα υπήρχε επίσημο ένοπλο σώμα για την ασφάλεια του τόπου, η «πότουρα», διοικούμενο κυρίως από την Ιερά Κοινότητα, το οποίο υπήρξε ο βασικός πολεμικός πυρήνας του επαναστατικού στρατεύματος του 1821. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η συμμετοχή του Αγίου Όρους στη μεγάλη επανάσταση ήταν ουσιαστική και οι Αγιορείτες την πλήρωσαν πολύ ακριβά. Από τον προεπαναστατικό κινητό εξοπλισμό έχουν διασωθεί ελάχιστα δείγματα, με χαρακτηριστικότερα τον αλυσιδωτό θώρακα της Διονυσίου (14ος αι.), την αλυσιδωτή περικεφαλαία-σκούφο της Καρακάλλου, λίγα κανόνια οπισθογεμή ή εξαρτήματα τους (16ος αι.), κάποια εμπροσθογεμή κανονάκια, κάποιες λόγχες και άλλα λιγότερο σημαντικά αντικείμενα. Για την κάλυψη των τρεχουσών αναγκών των μονών και των μοναχών οργανώθηκε πλήθος εργαστηρίων, τόσο στις Καρυές όσο και στα επί μέρους αγιορείτικα ιδρύματα. Τα ονόματα παλαιών μονών και κελλιών (του Ζωγράφου, του Καλλιγράφου, του Χαλκέως, του Καλαθά, του Καλαφάτου, του Ξυλουργού, του Μυλωνά, της Γαλεάγρας, του Μυλοποτάμου κ.λπ.) υποδηλώνουν τη λειτουργία εργαστηρίων από πολύ παλιά. Γνωρίζουμε τη λειτουργία εργαστηρίων χαλκουργών, σιδηρουργών, χρυσοχόων, ξυλογλύπτων, βιβλιοδετών και πολλών άλλων, των οποίων τα προϊόντα εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα ή να φυλάσσονται στις αγιορείτικες συλλογές. Ειδικότερα η αγιορείτικη μεταλλοτεχνία παρουσιάσθηκε αναλυτικώς με την πρόσφατη (1997) δημοσίευση, από το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα της ΕΤΒΑ, της εκτενούς, εμπεριστατωμένης, αναλυτικής και καλαίσθητης μελέτης των φιλαθωνιτών αρχιτεκτόνων Πέτρου Κουφοπούλου και Σταύρου Μαμαλούκου, η οποία αποτελεί σταθμό αλλά και υπόδειγμα για τις εργασίες του είδους που θα ακολουθήσουν. Η ωρολογοποιία στο Άγιον Όρος μνημονεύεται ήδη από τον 10ο αιώνα. Η δράση όμως συγκεκριμένου ωρολογοποιεί-ου είναι γνωστή μόλις από τον 18ο αιώνα. Ήταν εγκατεστημένο στις Καρυές και αντικείμενο του ήταν τόσο η εξ ολοκλήρου κατασκευή επιτραπέζιων ωρολογίων όσο και η επισκευή και η συντήρηση των πάσης προελεύσεως ωρολογίων του Αγίου Όρους. Πολλά από τα ωρολόγια του εργαστηρίου των Καρυών φυλάσσονται στις αγιορείτικες συλλογές (το παλαιότερο που συνάντησα είναι του 1790, στη Μονή Ιβήρων) και κάποια από αυτά είναι ακόμη σε κατάσταση λειτουργίας. Χωρίς την ύπαρξη των μετοχιών θα ήταν αδύνατη η επιβίωση των μονών.

Κρίθηκε λοιπόν σκόπιμο να παρουσιασθούν βασικά πληροφοριακά στοιχεία για τα αγιορείτικα μετόχια, πολλά από τα οποία ανήκουν στις μονές ήδη από τον 10ο αιώνα. Ενδιαφέροντες από πολλές απόψεις είναι οι χειρόγραφοι χάρτες των μετοχιών που φυλάσσονται στα μοναστηριακά αρχεία. Το παραδοσιακό μοναχικό διαιτολόγιο βασίζεται στο τρίπτυχο «σίτος, οίνος, έλαιον», με τη σειρά που το παραθέτουμε. Ιδιαίτερα για τον οίνο, τα κτητορικά Τυπικά δίνουν συγκεκριμένες οδηγίες καταναλώσεως και οι ιδρυτές των μονών φρόντιζαν να προικοδοτούν τα ιδρύματα τους με μεγάλους αμπελώνες μέσα και έξω από την αθωνική χερσόνησο. Οι εγκαταστάσεις που αφορούν το κρασί συνήθως είναι μεγαλειώδεις και χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο μεγάλος «ποδαράς» της Μονής Ιβήρων που παρουσιάσθηκε στην έκθεση: πρόκειται για ένα βαρέλι του 1878, περιεκτικότητας 18 τόνων, δεμένο με ευρωπαϊκά σιδερένια στεφάνια (σφραγισμένα με τα σύμβολα WC) αλλά και ξύλινα «στραβόξυλα», τα οποία απολήγουν κάτω σε ποδαρικά που το κρατούν υπερυψωμένο από το δάπεδο. Το Άγιον Όρος προσείλκυσε μεγάλους ζωγράφους των οποίων έργα κοσμούν ακόμη ναούς και τράπεζες μονών. Η μακραίωνη συσσώρευση ζωγραφικής εμπειρίας στον Άθω, συντέλεσε ώστε από τα μέσα του 18ου αιώνα να οργανωθούν στο Όρος «εντόπια» εργαστήρια με προσωπικό πλέον ζωγραφικό ύφος και διάρκεια ζωής μέχρι και σήμερα. Ιδρυτές των δύο βασικών εργαστηρίων υπήρξαν οι

Η γωνιά των αγιορειτικών ωρολογίων στην έκθεση «Θησαυροί του Αγίου Όρους».

φημισμένοι στην εποχή τους μοναχοί ζωγράφοι Μακάριος από τη Γαλατιστα της Χαλκιδικής και Νικηφόρος από τα Άγραφα. Δέκα χρόνια μετά την ίδρυση της Αθωνιάδος στο Βατοπέδι, εμφανίζεται και η τυπογραφία στο Όρος, το 1759, με την ίδρυση του βραχύβιου τυπογραφείου της Μεγίστης Λαύρας. Εκεί τυπώθηκε και η παλαιότερη έκδοση που πραγματοποιήθηκε στον ελλαδικό χώρο, η «Εκλογή του Ψαλτηρίου παντός», με τυπογραφικά στοιχεία που χυτεύθηκαν επί τόπου. Το δεύτερο ελληνικό τυπογραφείο εγκαταστάθηκε στις Καρυές το 1930 και λειτούργησε για είκοσι χρόνια τυπώνοντας πλήθος εκδόσεων θρησκευτικού, μουσικού, νομικού και ποικίλου περιεχομένου. Η φωτογραφική τέχνη είδε μεγάλη άνθηση στο Άγιον Όρος ήδη από τη δεκαετία του 1850, ενώ από την επόμενη δεκαετία άρχισαν να λειτουργούν αγιορείτικα φωτογραφικά εργαστήρια, με χαρακτηριστικότερο το εργαστήριο του καρεώτη ιερομόναχου Βενιαμίν Γαλατσιάνου (κατά κόσμον Κοντράκη, από το Πήλιο), ο οποίος ασκούσε παραλλήλως και επιτυχώς την τέχνη του ζωγράφου. Με τις φροντισμένες εκδόσεις των τελευταίων ετών, από τη λεγόμενη «Αγιορείτικη Φωτοθήκη» (μέριμνα ιερομ. Ιουστίνου Σιμωνοπετρίτου), άρχισε να γίνεται ευρέως γνωστό το απροσδόκητα πλούσιο φωτογραφικό παρελθόν του Αγίου Όρους. Στο Άγιον Όρος διαφυλάσσονται τα παλαιότερα ορθόδοξα θρησκευτικά χαρακτικά. Πρόκειται για ξυλογραφίες του τέλους του 15ου αιώνα. Τα «σταμπαδούρι-κα» λειτούργησαν δυναμικά στον Άθω καθ' όλη τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα παράγοντας πλήθος «στάμπες» από μήτρες ξύλινες, χάλκινες και λιθογραφικά αντίτυπα φωτογραφιών ή σχεδίων. Η ύπαρξη πολλών υδάτων στο Άγιον Όρος καθ' όλη τη διάρκεια του έτους συντέλεσε στην κατασκευή πολλών υδρόμυλων για την άλεση δημητριακών, ήδη από τον 10ο αιώνα. Εκτοτε και μέχρι πρόσφατα, λειτουργούσαν στο Όρος πάμπολλοι υδρόμυλοι, και παράλληλα η υδραυλική δύναμη κινούσε και μαντάνια, πριόνια και τόρνους. Σήμερα κάποιοι υδρόμυλοι χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Οι ανεμόμυλοι φαίνεται ότι εμφανίσθηκαν κατά τον 16ο αιώνα, ήταν ελάχιστοι και οι δύο τελευταίοι (στον αρσανά της Ζωγράφου και στη Χρωμίτσα) λειτουργούσαν μέχρι τον Μεσοπόλεμο. Στην ενότητα της λατρείας παρουσιάσθηκαν έπιπλα και σκεύη λατρευτικής χρήσης τα οποία διατηρούν τα στοιχεία της ανατολικής ορθοδόξου παραδόσεως. Ο τομέας αυτός συνέπλευσε και συνεργάσθηκε με τους τομείς των κειμηλίων και της αρχιτεκτονικής. Σε κάθε ενότητα παρουσιάσθηκαν σχετικά πρωτότυπα αντικείμενα (700 - πέντε συλλογές), σχέδια, φωτογραφίες και ενημερωτικά κείμενα. ΙΩΑΚΕΙΜ ΑΘ. ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΣ


«ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ» Μια σημαντική πλευρά του αρχαίου ελληνικού κόσμου παρουσιάστηκε στην έκθεση «Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία», που οργανώθηκε από το Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και την Εταιρεία Μελέτης Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας, σε συνεργασία με το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Η έκθεση πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης «Θεσσαλονίκη '97» και φιλοξενήθηκε στην Κρυπτοστοά της Ρωμαϊκής Αγοράς της Θεσσαλονίκης (21 Αυγούστου 5 Οκτωβρίου 1997). Ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός έχει γίνει αντικείμενο μελέτης και θαυμασμού διεθνώς. Παρατηρείται, όμως, ότι οι μελετώμενες πλευρές του είναι κυρίως η πολιτική, η θρησκευτική, η καλλιτεχνική, η φιλοσοφική και πολύ λιγότερο η τεχνολογική. Αυτή η πλευρά του αρχαιοελληνικού πολιτισμού φαίνεται μάλλον να υποτιμάται κατά την παρουσίαση της ελληνικής και ευρωπαϊκής ιστορίας. Είναι, ωστόσο, γεγονός ότι η τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων άνθησε για πολλούς αιώνες και δημιούργησε σημαντικά έργα που επηρέασαν καθοριστικά τη μετέπειτα πρόοδο των λαών και την εξέλιξη του τεχνικού πολιτισμού. Οι αρχαίοι Ελληνες ανέπτυξαν τη δική τους τεχνολογία και η τεχνολογική τους πρόοδος παρουσιάζει συνέπεια και συστηματικότητα από τον 8ο αιώνα π.Χ. έως τους αλεξανδρινούς χρόνους. Το στοιχείο που χαρακτηρίζει την τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων, σε σχέση με την τεχνολογία των άλλων λαών, είναι το «διανοητικό άλμα» που συνέδεσε την

τεχνική με την επιστήμη και έδωσε μια εντυπωσιακή ώθηση στην τεχνολογία. Η τεχνολογία αυτή πέρασε στους Ρωμαίους και στη συνέχεια κληροδοτήθηκε στους Βυζαντινούς και στους Άραβες, για να φθάσει να επηρεάσει ακόμη και τους τεχνολόγους του Μεσαίωνα. Στόχος της έκθεσης ήταν η προβολή στο ευρύτερο κοινό του ιδιαίτερα σημαντικού αυτού τομέα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και η ανάδειξη της ισότιμης παρουσίας της τεχνολογίας με τις επιστήμες και τις τέχνες στην κληρονομιά του αρχαίου ελληνικού πνεύματος. Στην έκθεση παρουσιάστηκαν εβδομήντα ομοιώματα μηχανών, όπλων, πλοίων, υπολογιστικών μηχανισμών και μηχανισμών επικοινωνίας καθώς και αυτομάτων που χρονολογούνται από τον 6ο π.Χ. αιώνα έως τα βυζαντινά χρόνια. Τα εκθέματα, που κατασκευάστηκαν ειδικά για την έκθεση και συμπληρώθηκαν με την ευγενική προσφορά διαφόρων φορέων, παρουσιάστηκαν κατά ενότητες και πλαισιώθηκαν από πίνακες με πλούσιο εποπτικό υλικό και πληροφορίες. Επιπλέον, παρουσιάστηκε ένα εισαγωγικό πολυθέαμα και δύο ηλεκτρονικές οθόνες αφής. Ενας μεγάλος αριθμός εκθεμάτων λειτουργούσαν, γεγονός που προσήλκυσε ιδιαίτερα το ενδιαφέρον των επισκεπτών.

Για την υποστήριξη και την προβολή της έκθεσης πραγματοποιήθηκε η παραγωγή φυλλαδίου (στα ελληνικά και τα αγγλικά), αφίσας και καταλόγου. Την έκθεση επισκέφθηκαν πάνω από 40.000 άτομα. Η οργάνωση της έκθεσης πραγματοποιήθηκε με την καθοδήγηση των καθηγητών Νικολάου Οικονόμου και Οεοδοσίου Τάσιου, προέδρων του Τεχνικού Μουσείου Θεσσαλονίκης και της Εταιρείας Μελέτης Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας. Στην οργανωτική επιτροπή συμμετείχαν οι Ε. Βαρέλλα, Σ. Κοκκίνη, Χ. Λάζος, Α. Μάζης, Β. Μισαηλίδου, Κ. Παλυβού, Ι. Παπαευ-σταθίου και Γ. Χατζηαργυρός. Η σκηνογραφική παρουσίαση της έκθεσης πραγματοποιήθηκε από τον αρχιτέκτονα Α. Βέττα και τους συνεργάτες του. Στην έκθεση προσέφεραν εκθέματα οι ακόλουθοι φορείς: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, Α' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Αρχαιολογικό Μουσείο Δίου, Ναυτικό Μουσείο Ελλάδος, Μουσείο Αρχαίων και Βυζαντινών Οργάνων, Μουσείο Τηλεπικοινωνιακών Συστημάτων ΟΤΕ, Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών, Ελληνικό Ινστιτούτο Προστασίας Ναυτικής Παράδοσης, Σύλλογος Εργαζομένων Τράπεζας Μακεδονίας-Θράκης, Ασπροφός ΑΕ. /. ΠΑΠΑΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

«Ο ΚΑΦΕΣ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ» Γιατί ο καφές; Προϊόν που από την Ανατολή πέρασε στον ελλαδικό χώρο ο καφές έγινε, γρήγορα, το αγαπημένο και απαραίτητο ρόφημα τόσο των λαϊκών όσο και των ανώτερων κοινωνικών τάξεων. Ο καφές άπτεται των ηθών, των εθίμων, του καθημερινού και εορταστικού βίου των παραδοσιακών και αστικών κοινωνιών. Το Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας με την έκθεση «Ο καφές στη ζωή των Ελλήνων» (Λάρισα, 16 Μαρτίου-31 Δεκεμβρίου 1997) έρχεται να υπομνηματί-σει την ιστορικότητα του καφέ στον ελληνικό χώρο καθώς και τη σύγχρονη διάστασή του, με τις επιδράσεις που δέχτηκε και αφομοίωσε η παράδοση κατά τη μακρά διαδρομή της. Η έκθεση παρουσιάζει τον καφέ μέσα στο παραδοσιακό πλαίσιο του ιδιωτικού και κοινωνικού βίου του Ελληνα εστιάζοντας στην οικιακή καθημερινή πρακτική και τον κοινωνικό χώρο του καφενείου. Η επεξεργασία του καφέ, το ψήσιμο, το σερβίρισμα παρουσιάστηκαν τόσο στο επίπεδο της οικιακής κατανάλωσης όσο και της επαγγελματικής δραστηριότητας. Κύριους θεματικούς άξονες της έκθεσης αποτέλεσαν το εσωτερικό ενός ελληνικού παραδοσιακού καφενείου και η χρήση του καφέ στο ελληνικό, λαϊκό και αστικό, σπίτι.

Σημείο αφετηρίας της διαδρομής του επισκέπτη αποτέλεσε η ιστορική πορεία του καφέ και των καφενείων από τη Αραβία στην Ευρώπη και την Αμερική. Ενας χρονολογικός πίνακας σημειώνει τους κυριότερους σταθμούς της ιστορίας του καφέ από το 600 μ.Χ. -συμβατική χρονολογία της ανακάλυψης του φυτού, με μυθική επένδυση- στο αραβικό μονοπώλιο του 15ου αιώνα, την εισαγωγή του, το 1554, στην Κωνσταντινούπολη, όπου το νέο αφέψημα γίνεται δεκτό με μεγάλο ενθουσιασμό και τα καφενεία πολύ δημοφιλείς χώροι διασκέδασης. Το 1600 περίπου, ο καφές φτάνει στη Ρώμη και ο πάπας Κλήμης Η' τον βαπτίζει «χριστιανικό» ποτό. Κατά τη διάρκεια του 17ου αιώνα, αρχίζει να εισάγεται και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ενώ το 1727 οι βλαστοί της καφέας μεταφυτεύονται στη Βραζιλία, γεγονός που αποτελεί την αρχή για την πιο μεγάλη φυτεία καφέ στον κόσμο. Παράλληλα, παρουσιάζονται στοιχεία από τα πρώτα διάσημα καφενεία της Κωνσταντινούπολης, της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης. Επόμενο σημείο αναφοράς αποτελεί το ίδιο το φυτό και η ιδιοσυγκρασία του. Ο καφές είναι καρπός του τροπικού δεν-


δρυλλίου της καφέας με πολλές ποικιλίες από τις οποίες σπουδαιότερες είναι η καφέα η αραβική και η καφέα robusta. Τα φύλλα της μοιάζουν με τα φύλλα της λεμονιάς ή της δάφνης. Τα άνθη της είναι λευκά και οι καρποί της ωοειδείς, μαλακοί, χωρίς πυρήνα. Ο καρπός της καφέας συλλέγεται, αποφλοιώνεται και στη συνέχεια καβουρδίζεται. Οι οργανικές ύλες του καρπού μεταβάλλονται, οι κόκκοι γίνονται εύθρυπτοι, αποκτούν χρώμα και γεύση. Από τη θερμοκρασία και το χρόνο του καβουρδίσματος καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό το είδος και το άρωμα του καφέ. Το άλεσμα αποτελεί την τελευταία φάση της επεξεργασίας του. Τα στάδια επεξεργασίας των κόκκων του καφέ (καβούρδισμα, άλεσμα) επεξηγούνται με σύντομο υπομνηματισμό, ενώ παρουσιάζονται τα μέσα επεξεργασία του, κυρίως, για οικιακή χρήση: καβουρδιστήρια για το τζάκι, τα «ντουλάπια», μύλοι με βάση σε διάφορους τύπους, χερόμυλα και ντουμπέκια, μεγάλα πέτρινα γουδιά για τη σύνθλιψη των κόκκων του καφέ. Τα νεοελληνικά καφενεία, που διαμορφώνονται με επιδράσεις από τα μεγάλα ελληνικά καφενεία της Κωνσταντινούπολης και τα ευρωπαϊκά καφενεία, είναι χώροι συνεύρεσης και διαλόγου, ανταλλαγής απόψεων, ενημέρωσης και αέναων πολιτικών αναλύσεων. Η έκθεση εστιάζει στον τρόπο παρασκευής του καφέ {ψήσιμο), στο καφενείο με επίκεντρο τον πάγκο του ταμπή (καφετζή ή μπουφετζή) με το ιδιαίτερο σύστημα θέρμανσης, το ειδικό δοχείο νερού (γεντέκι) και την εστία με τη χόβολη. Έγινε προσπάθεια να σκηνογραφηθεί αυτός ο ιδιαίτερος χώρος εργασίας με το καφεκούτι για τον καφέ και τη ζάχαρη, τα φλιτζανάκια του καφέ,

τα μπρίκια με το μακρύ χερούλι σε διάφορα μεγέθη, ανάλογα με την ποσότητα της παραγγελίας (υλικό προερχόμενο από παλιά λαρισάίκά καφενεία). Για την ατμόσφαιρα του καφενείου χρησιμοποιήθηκε εικονογραφικό υλικό, παλαιές λαϊκές λιθογραφίες ή διαφημιστικές αφίσες, τιμοκατάλογος από μαυροπίνακα, και για την επίπλωση χρησιμοποιήθηκαν παλιές ψάθινες καρέκλες και τραπεζάκια καφενείου. Μουσική από γραμμόφωνο επένδυε ηχητικά την παρουσίαση. Το σερβίρισμα του καφέ παρουσιάστηκε στην επαγγελματική του διάσταση, μαζί με το μπρίκι, το φλιτζάνι και το απαραίτητο ποτήρι με το νερό. Ο καφές στο ελληνικό σπίτι συνοδεύει πάντοτε το παραδοσιακό κέρασμα ως εκδήλωση της φιλόξενης διάθεσης. Αποτελεί καθημερινή συνήθεια που δίνει την ευκαιρία για κοινωνική συναναστροφή και συζήτηση, αφορμή για επαφή και επικοινωνία. Άλλωστε, η πρόσκληση «έλα να πιούμε έναν καφέ» εκφράζει τη βαθιά επιθυμία για κοινωνική συνεύρεση, για «κουβέντα» και παρέα. Μια ιδιαίτερη γωνιά δημιουργήθηκε με στόχο να παρουσιάσει το ελληνικό κέρασμα με το γλυκό στο γλυκοδοχείο και τον καφέ. Ο καφές και ο καπνός παρουσιάζονται σε παράλληλη σχεδόν πορεία, σε μια στενή σχέση εξάρτησης. Καφές και ναργι-λές, πίπα ή, αργότερα, τσιγάρο εμφανίζονται σε μια αδιάρρηκτη ενότητα. Εξάλλου, το κάπνισμα του ναργιλέ ήταν ένα μέρος της παραμονής στο χώρο του καφενείου. Η έκθεση παρουσιάζει ενδεικτικά τη σχέση αυτή με πήλινους λουλάδες πίπας, ασημένια επιστόμια, κρυστάλλινο ναργιλέ και ταμπακέρες ασημένιες ή ξύλινες διακοσμημένες με διάφορες τεχνικές. Παράλληλα έγινε προσπάθεια να θιγεί η σχέση των θαμώνων με το «χρόνο» όπως αργο-

κυλούσε με τα διάφορα παιχνίδια (τράπουλα, τάβλι, μπιλιάρδο, κομπολόι κ.ά.) ή την ανάγνωση των εφημερίδων. Η ιεροτελεστία του σερβιρίσματος τονίστηκε, εξάλλου, και με την ποικιλία των σκευών. Τα ζάρφια, ημικυκλικά μικρά κύπελλα τοποθετημένα σε μεταλλικές θήκες, αντικαταστάθηκαν αργότερα από τα πορσελάνινα φλιτζάνια, με ή χωρίς χερούλι. Σε ειδική προθήκη παρουσιάστηκαν εξαιρετικά δείγματα της ελληνικής αργυροχοίας, ζάρφια ασημένια από φιλιγκράν ή απλούστερα χυτά. Το χαρακτηριστικά μικρό μέγεθος τους υποδηλώνει την κατανάλωση μικρής ποσότητας καφέ. Την εξέλιξη παρουσιάζουν τα λεπτόφλοια φλιτζάνια τεχνικής Ισνίκ (16ος-17ος αι.) και Κιουτάχειας (18ος-19ος αι.) και νεότερα πορσελάνινα φλιτζάνια με χερούλι αστικών νοικοκυριών (αρχές του 20ού αι.). Ιδιαίτερη ενότητα συγκρότησε το εικαστικό υλικό της έκθεσης προσφέροντας τη δυνατότητα στον επισκέπτη να περιηγηθεί με άνεση στο χρόνο και το χώρο. Εγινε μια επιλογή από χαρακτικά με θέμα τον καφέ και τα καφενεία στην Ελλάδα και την Κωνσταντινούπολη. Παράλληλα παρουσιάστηκαν έργα (αυθεντικά και φωτογραφικές αναπαραγωγές) ελλήνων ζωγράφων εμπνευσμένα από το χώρο του καφενείου (Κόντογλου, Ράλλης, Μαλάμος, Τσαρούχης, Βασιλείου, Παπαλουκάς, Γουναρόπουλος, Τάσσος, Αντωνακάτου) καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό από το αρχείο του Μουσείου. Για την έκθεση σχεδιάστηκε ειδικό ενημερωτικό πολύπτυχο έντυπο και κυκλοφόρησε ειδική αναμνηστική κάρτα για τον εορτασμό της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων (18 Μαΐου 1998). ΛΙΝΑ ΜΟΥΣΙ ΩΝ Η

«ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΛΑΪΚΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΟΡΓΑΝΑ» Η έκθεση οργανώθηκε από το Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας σε συνεργασία με το Δήμο Λάρισας και το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων - Κέντρο Εθνομουσικολογίας, ως επιστέγασμα της Τριήμερης Συνάντησης «Ελληνική Μουσική. Αρχαιότητα-Βυζάντιο-Νεότεροι Χρόνοι» που διοργανώθηκε από τους ίδιους φορείς (6-8 Μαρτίου 1998) στη Λάρισα. Το θέμα της έκθεσης επιλέχθηκε για να υπογραμμίσει μια διαχρονική αλήθεια: Η μουσική αποτελεί σημαντικότατη έκφραση πολιτισμού στην ιστορία του ελληνισμού από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα και ο ελληνισμός, όπου η ιστορική μοίρα τον όρισε να ζει, δένεται σε μια αδιάρρηκτη ενότητα μέσω της μουσικής. Στην έκθεση παρουσιάζονται ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα από τη συλλογή του Μουσείου Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων Κέντρο Εθνομουσικολογίας και

του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας. Τα μουσικά όργανα που επιλέχθηκαν είναι αντιπροσωπευτικοί τύποι οργάνων της ηπειρωτικής και νησιωτικής ελληνικής μουσικής παράδοσης. Για την παρουσίασή τους ακολουθήθηκε το σύστημα Ε.M. von Hornbostel - Ο Sachs που κατατάσσει τα όργανα σε τέσσερις κατηγορίες ανάλογα με την πηγή του ήχου: μεμβρανόφωνα, αερόφωνα, χορδόφωνα, ιδιόφωνα. Τα μουσικά όργανα παρουσιάζονται σε προθήκες ανάλογα με τις τέσσερις αυτές κατηγορίες και υπομνηματίζονται με τις πιο γνωστές και επικρατέστερες ονομασίες τους. Επιλέχθηκαν οι αντιπροσωπευτικότεροι τύποι οργάνων απ' όλη την Ελλάδα, ώστε να γίνονται σαφείς οι διαφοροποιήσεις ως προς την τεχνολογία, το μέγεθος, το σχήμα, το υλικό κατασκευής τους, ακόμη και το διάκοσμο.


Ετσι στην προθήκη με τα αερόφωνα όργανα παρουσιάζονται τα κατ' εξοχήν ποιμενικά μουσικά όργανα: φλογέρες από ξύλο, καλάμι, μέταλλο με διάφορες ονομασίες, όπως βαρβάγκα, τζαμάρα, καβάλι, ανάλογα με τον τόπο προέλευσης τους. Ανάμεσα στα ξύλινα σουραύλια ξεχωρίζουν τα σκαλιστά ανθρωπόμορφα σουραύλια της Φλώρινας, οι καλαμένιες λεπτοκα-μωμένες μαντούρες της Κρήτης, αλλά και οι αυτοσχέδιες φλογέρες από κόκαλα αρπακτικών πτηνών. Στην προθήκη παρουσιάζονται και οι δυο χαρακτηριστικοί τύποι του άσκαυλου: η γκάιντα (για τη Μακεδονία και τη Θράκη) και η τσαμπούνα (για τη νησιωτική Ελλάδα). Τα γνωστότερα και αντιπροσωπευτικότερα αερόφωνα, ο ζουρνάς και το κλαρίνο, τοποθετήθηκαν κατά παρέκκλιση για τις ανάγκες της παρουσίασης στην προθήκη που περιλαμβάνει τα χορδόφωνα και μεμβρανόφωνα μουσικά όργανα, προκειμένου να εμψυχώσουν την παραδοσιακή ζυγιά, (ζουρνάς-νταούλι και γκάιντα-νταχαρές) αλλά και την κομπανία (κλαρίνο, λαγούτο, σαντούρι και ντέφι ή τουμπελέκι). Σε ιδιαίτερη προθήκη παρουσιάζονται τα χορδόφωνα λαϊκά μουσικά όργανα, μια σειρά από νυκτά όργανα της οικογένειας του λαγούτου, κατά τρόπο ώστε να αναδεικνύεται η εξελικτική τους πορεία. Ετσι, την πανδούρα ή τρίχορδο της Αρχαίας Ελλάδας (η οποία βέβαια παρουσιάζεται σε αντίγραφο) διαδέχονται ο ταμπουράς, το μπουζούκι, το λαγούτο. Στην προθήκη ο επισκέπτης θαυμάζει και το διάκοσμο των οργάνων, όπως αποτυπώθηκε από το χέρι του κατασκευαστή που συνήθως ήταν και ο οργανοπαίκτης. Το μπουζούκι από την Κύπρο, καμωμένο από νεροκολοκύθα και διακοσμημένο με ολόσωμη τη μορφή της θεάς Αθηνάς, αλλά και ο λεπτογραμμένος διάκοσμος που φέρει το ούτι από τη Μικρά Ασία εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη αποκαλύπτοντας μια άλλη διάσταση: κάθε όργανο, ενώ ακολουθεί στην κατασκευή του ό,τι ορίζει η παράδοση, φέρει και την προσωπική σφραγίδα του παιχνιδιάτορα-κατασκευαστή. Ακολουθούν οι πιο χαρακτηριστικές λύρες της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής: η αχλαδόσχημη λύρα της Κρήτης και οι φιαλόσχημες λύρες του Πόντου (κεμεντζέδες), και το κανονάκι και το σαντούρι. Στις προθήκες της έκθεσης συμπεριλαμβάνονται ευρωπαϊκά μουσικά όργανα, όπως το βιολί, η κιθάρα, το μαντολίνο, καθώς η ενσωμάτωση τους στην ελληνική μουσική θεωρήθηκε απαραίτητη για το σχηματισμό της νεότερης από την πατροπαράδοτη ζυγιά, της κομπανίας, αναδεικνύοντας έτσι την αφομοιωτική δύναμη της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, δύναμη που συντηρεί τον εκπληκτικό δυναμισμό και την πολυμορφία της. Ιδιαίτερη ενότητα αποτελούν και τα μεμβρανόφωνα μουσικά όργανα, γνωστά από τους αρχαίους και βυζαντινούς χρόνους. Το νταούλι, κατ' εξοχήν ρυθμικό όργανο της στεριανής Ελλάδας, το του-

Άποψη από την έκθεση «Ελληνικά λαϊκά μουσικά όργανα».

μπελέκι, ιδιαίτερα γνωστό στη Βόρεια Ελλάδα, τα νησιά του Αιγαίου, τη Μικρά Ασία, αλλά και το ντέφι, το οποίο με ή χωρίς κύμβαλα στον ξύλινο σκελετό του συνοδεύει ρυθμικά τα περισσότερα μελωδικά όργανα. Σε ειδική προθήκη παρουσιάζονται τα ιδιόφωνα μουσικά όργανα. Σφυρήλατα και χυτά ελληνικά κουδούνια εκτίθενται στην προθήκη με ιδιαίτερη έμφαση, καθώς τα κουδούνια, γνωστά στους αρχαίους πολιτισμούς, με φυλακτικές-αποτροπάίκές ιδιότητες αλλά και ως βασικό ποιμενικό εργαλείο, αποτελούν τα γνωστότερα ιδιόφωνα. Την προθήκη εμπλουτίζουν οι παιδικές λαλίτσες, η μπουρού -το θαλάσσιο κοχύλι με τον χαρακτηριστικό ήχο- τα ξύλινα κουτάλια, το κομπολόι, τα μεταλλικά κύμβαλα (ζίλια), η μασιά, που αποτελούν όργανα ρυθμικής συνοδείας. Αξιόλογη θέση κατέχει η ξύλινη χελιδόνα, που εμψυχώνει συμβολικά το παραδοσιακό «χελιδόνισμα», ενώ το ενδιαφέρον του επισκέπτη κατευθύνεται και στα κοσμήματα της γυναικείας παραδοσιακής ενδυμασίας που με την κίνηση του χορού μεταμορφώνονται σε ένα ευαίσθητο «μουσικό όργανο». Πίνακες με σχεδιαστικές αναπαραστάσεις και την ονοματολογία των αρχαίων ελληνικών μουσικών οργάνων διασαφηνί-

ζουν εξαρχής τη σύνδεση και τη συνέχεια των λαϊκών μουσικών οργάνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, δίνοντας στον επισκέπτη τη δυνατότητα να κάνει τις απαραίτητες διαπιστώσεις και συγκρίσεις. Μεταβυζαντινές τοιχογραφίες (σε αντίγραφα) του 15ου και 16ου αιώνα, χαρακτικά έργα ευρωπαίων περιηγητών του 16ου και 18ου αιώνα καθώς και αυθεντικό φωτογραφικό υλικό των αρχών του 20ού αιώνα από το αρχείο του Λαογραφικού Ιστορικού Μουσείου Λάρισας ολοκληρώνουν την περιήγηση του επισκέπτη στον κόσμο του δημοτικού τραγουδιού και του ελληνικού χορού. Την έκθεση συμπληρώνουν ένας επιμελημένος κατάλογος και επιστημονικά τεκμηριωμένο οπτικοακουστικό υλικό από το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων - Κέντρο Εθνομουσικολογίας. Για τις σχολικές ομάδες που επισκέπτονται την έκθεση οργανώθηκαν ειδικές εκπαιδευτικές ξεναγήσεις και εκπαιδευτικό πρόγραμμα με τίτλο «...και έπαιξεν ο ταμπουράς του κόσμου τες γλυκάδες». Το πρόγραμμα εφαρμόστηκε και για τα Εκπαιδευτικά Πολιτιστικά Δίκτυα. Επίσης σχεδιάστηκε ειδική κάρτα για τη Διεθνή Ημέρα Μουσείων (18.5.1998). ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΒΑΦΕΙΑΔΑΚΗ

«ΝΑΥΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΣΤΟ ΑΙΓΑΙΟ: ΤΑΡΣΑΝΑΔΕΣ ΚΑΙ ΣΚΑΡΙΑ» Το Αιγαίο είναι η θάλασσα όπου γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ο ναυτικός πολιτισμός των Ελλήνων. Για τους κατοίκους των πολυάριθμων μικρών αλλά και μεγάλων νησιών αυτής της κλειστής θάλασσας, το θαλασσινό ταξίδι και η ναυπήγηση κάθε μορφής πλεούμενων αποτελούσαν πάντα μια πρωταρχική ανάγκη για κάθε επικοινωνία, ανταλλαγή αγαθών και αργότερα για εμπορική δραστηριότητα. Με θέμα, λοιπόν, τη ναυτική και ναυπηγική παράδοση του Αιγαίου και με διαχρονική παρουσίαση, δημιουργήθηκε μια πρωτότυπη έκθεση

από το Υπουργείο Αιγαίου. Η τεχνική πρωτοτυπία της έκθεσης έγκειται στο ότι μπορεί να στήνεται αλλά και να μαζεύεται εύκολα, γεγονός που παρέχει τη δυνατότητα παρουσίασης της σε διάφορα μέρη με μόνο βασικό κόστος τη μεταφορά της. Η έκθεση με τίτλο «Ναυτική παράδοση στο Αιγαίο: Ταρσανάδες και σκαριά» αποτελείται από τις ακόλουθες πέντε θεματικές ενότητες: 1. Εισαγωγή στη ναυτική παράδοση του Αιγαίου. 2. Η ναυτική παράδοση στο Αιγαίο τον 18ο και τον 19ο αιώνα. 3. Η ελληνική ναυτιλία και οι εφοπλιστές τον


20ό αιώνα. 4. Ταρσανάδες και σκαριά στο Αιγαίο τον 20ό αιώνα. 5. Η ναυτική πολιτιστική κληρονομιά στο κατώφλι του 2000. Η έκθεση περιλαμβάνει φωτογραφίες χαρακτικών, έργων λάίκής τέχνης με απεικονίσεις καραβιών, πρωτότυπους επεξηγηματικούς χάρτες και φωτογραφίες αρχείου. Όλο το υλικό αυτό ύστερα από ηλεκτρονική επεξεργασία παρουσιάστηκε σε άρτιες αφηγηματικές συνθέσεις. Εδώ υπάρχει και δεύτερη πρωτοτυπία: όλο το υλικό αναπαράγεται εύκολα, οπότε σε περίπτωση φθοράς μπορεί να αντικατασταθεί. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι το εικαστικό αποτέλεσμα είναι σαφώς ανώτερο από μια παρουσίαση μεμονωμένων αντιγράφων ή ακόμη και κάποιων πρωτότυπων έργων. Με άλλα λόγια, οι μεγάλες εκτυπώσεις του εικονογραφικού υλικού της έκθεσης αποτελούν πλέον από μόνες τους εικαστικά μελετημένες δημιουργίες. Τις απεικονίσεις συμπληρώνουν μια πλήρης συλλογή χειροκίνητων εργαλείων ναυπηγικής, αρκετά ομοιώματα πλοίων που αντιπροσωπεύουν όλες τις ιστορικές περιόδους στις οποίες αναφέρεται η έκθεση και μια μακέτα παραδοσιακού ταρσανά. Το συντονισμό και την οργάνωση της έκθεσης έχει ο Κ.Α. Δαμιανίδης, ο οποίος έγραψε και τα περισσότερα κείμενα. Συντελεστές εκ μέρους του Υπουργείου Αιγαίου είναι οι Λίνα Μενδώνη, Αργυρένια Χαρώνη και Βάσω Πολύχρονη. Κείμενα επίσης έγραψε και ο Α.Ι. Τζαμτζής, ενώ τη φιλολογική επιμέλεια είχαν οι αρχαιολόγοι Ελένη Μπεχράκη και Ράνια Οικονόμου. Την καλλιτεχνική επιμέλεια της έκθεσης και του καταλόγου είχε ο ζωγράφος Γιάννης Παρασκευάδης. Η έκθεση παρουσιάστηκε αρχικά στο

Ζάππειο Μέγαρο (16-31 Οκτωβρίου 1997) και στη συνέχεια στη Θεσσαλονίκη, τον Πειραιά, τη Σύρο, τη Σάμο, τον Βόλο, την Ίο, την Άνδρο, την Κάλυμνο, την Πάρο, τις Οινούσσες και στη Χίο, υλοποιώντας έτσι την αρχική ιδέα της κινητής έκθεσης.

Προγραμματίζεται η παρουσίαση της στη Βοστόνη στο πλαίσιο εκδηλώσεων της ομογένειας, καθώς και σε άλλα νησιά του Αιγαίου. Αξίζει να επισημανθούν δύο ακόμη πτυχές της έκθεσης. Πρώτον, η εκπόνηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων που διοργανώνονται κατά τη διάρκεια της έκθεσης και ο παιδικός κατάλογος ο οποίος διανέμεται στους μικρούς επισκέπτες -και τα δύο είναι ιδιαίτερα επιτυχημένες δημιουργίες των κινητών μονάδων παιδαγωγικής και πολιτιστικής παρέμβασης «Το καραβάνι»- και δεύτερον, ο εμπλουτισμός της έκθεσης σε κάθε νέο σταθμό της στο Αιγαίο με εκθεσιακό υλικό για τη ναυτική παράδοση του νησιού που τη φιλοξενεί. Ο γενικός κατάλογος της έκθεσης είναι ένα καλαίσθητο βιβλίο 78 σελίδων με περισσότερες από 80 έγχρωμες εικόνες και εκτενή κείμενα για καθεμιά ενότητα της έκθεσης. Επιπλέον, για τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου στα οποία παρουσιάζεται η έκθεση εκδίδεται ένα ξεχωριστό ειδικό τεύχος 16 σελίδων με εικόνες και κείμενο, αφιέρωμα στη ναυτική παράδοση του νησιού, το οποίο διανέμεται δωρεάν. Ως τώρα έχουν εκδοθεί τα αφιερώματα για τη ναυτική και ναυπηγική παράδοση της Σύρου, της Σάμου, της Άνδρου, της Καλύμνου, της Πάρου, των Οινουσσών και της Χίου. Το Υπουργείο Αιγαίου προτίθεται να παρουσιάσει την έκθεση σε όσο το δυνατόν περισσότερα νησιά του Αιγαίου και να ολοκληρώσει τη σειρά των φυλλα-δίωναφιερωμάτων για τη ναυτική παράδοση του κάθε νησιού, τα οποία θα αποτελέσουν έναν πολύ χρήσιμο τόμο για τα νησιά του Αρχιπελάγους. Κ.Α. ΔΑΜΙΑΝΙΔΗΣ

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ «ΤΟ ΝΕΡΟ ΠΗΓΗ ΖΩΗΣ, ΚΙΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΟΑΡΜΟΥ> Αθήνα, 12-14 Δεκεμβρίου 1997 Με πρωτοβουλία του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και των Φίλων του Μουσείου Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης αλλά και με την ουσιαστική συνεργασία του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ και του Ινστιτούτου των Ελληνικών Μύλων πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα της Παλαιάς Βουλής, στις 12-14 Δεκεμβρίου 1997, επιστημονική συνάντηση με θέμα «Το νερό πηγή ζωής, κίνησης και καθαρμού». Στην τριήμερη αυτή επιστημονική συνάντηση αναπτύχθηκαν τέσσερις θεματικές ενότητες με κεντρικό άξονα το νερό και με στόχο μια ολιστική προσέγγιση του τόσο σημαντικού και πάντα επίκαιρου αυτού θέματος. Η πρώτη θεματική ενότητα, με τίτλο «Λατρεία και καθαρμός», είχε θέμα τη λατρεία του νερού και την παρουσία του τόσο στην επίσημη θρησκεία (Ορθοδοξία) όσο και στις παγανιστικές δοξασίες που

διασώθηκαν στην παραδοσιακή κοινωνία. Στο πρώτο μέρος αυτής της ενότητας παρουσιάστηκαν οι εξής ανακοινώσεις: Π. Ζώρα, «Η αρχέγονη λατρεία του νερού και ο διάκοσμος της νεοελληνικής βρύσης»' Μ. Μερακλής, «Νερό φρέσκο καθώς ξεπήδαγε από τους αιώνες: η χθόνια δύναμη του νερού»· Δ. Γόνης, «Το νερό στα μυστήρια και τις ακολουθίες της Ορθόδοξης 1 Εκκλησίας» Ν. Βαρδιάμπασης, «Νάματα λόγου. Ετυμολογικές προσεγγίσεις». Το δεύτερο μέρος περιλάμβανε ανακοινώσεις με θέματα σχετικά με την παρουσία, τη χρήση του νερού στις τελετουργίες του κύκλου της ζωής (γέννηση, γάμος, θάνατος), στη μαγεία, στις μαντείες και στα έθιμα της ελληνικής παραδοσιακής κοινωνίας: Γ. Αικατερινίδης «Το νερό σε έθιμα μαντικού, μαγικού και λατρευτικού περιεχομένου» Ε. Ψυχογιού, «Το νερό ως καθαρτήριο, μαγικό και συμβολικό στοιχείο 1 στις τελετουργίες του κύκλου της ζωής»


Ειρ. Γρατσία και Ε. Παπαθωμά, «Τα αγγεία του νερού και η τέλεση των εθίμων στη νεότερη ελληνική κοινωνία» και Γ. Δημητροκάλλης, «Η μεταφυσική μαγγανεία των υδάτων». Η δεύτερη θεματική ενότητα με τίτλο «Τεχνολογία και νερό» ήταν η πιο πλούσια σε ανακοινώσεις, έδειξε πόσο σημαντική και ευρύτατα διαδεδομένη υπήρξε η χρήση του νερού ως κινητήριας δύναμης στην ελληνική παραδοσιακή κοινωνία σε βασικούς τομείς της: επικοινωνία, καθημερινές ανάγκες, διατροφή, υφαντική, παραγωγή ξυλείας. Η τεχνολογία, όπως καταδείχθηκε, είναι ένας τομέας ο οποίος ερευνάται είτε σε επίπεδο θεσμικών φορέων (Ι.τ.Ε.Μ. ΠΤΙ ΕΤΒΑ, Εφορείες Νεωτέρων Μνημείων) είτε ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Στο πρώτο μέρος της ενότητας αυτής παρουσιάστηκαν οι παρακάτω ανακοινώσεις: Στ. Νομικός, «Ο ρόλος της υδρενέρ-γειας στην προβιομηχανική τεχνολογία και τα έργα υποδομής για τη λειτουργία των υδροκίνητων εγκαταστάσεων»" Π. Γκαγκούλια, «Πομάκικα μαντάνια στη Θράκη»Μ. Μαραγκάκης, «Οι ρασοφάμπρικες του Ρεθύμνου»- Α. Οικονόμου, «Οι νεροτριβές: η λειτουργία και η χρήση τους στον ελλαδικό χώρο»' Στ. Μαμαλούκος, «Το νεροπρίονο της Σιμωνόπετρας»- Στ. Μουζάκης, «Τα νεροπρίονα στην Πίνδο. Μια ελάχιστα γνωστή εφαρμογή υδροκίνησης». Στο δεύτερο μέρος παρουσιάστηκαν οι εξής ανακοινώσεις: Δ. Μάτσας, «Λιοτρίβια Σαμοθράκης»- Β. Οικονόμου και Β. Ρούση, «Ζωοκίνητα μάγγανα Χίου. Συ1 στήματα άρδευσης» Ο. Λεκού και Ι. Παπαμαντέλλου, «Ο παραδοσιακός μηχανισμός άντλησης νερού, η ανεμαντλία»· Μ. Παγούνης, «Υδροληπτικά έργα στην ελληνική παραδοσιακή ζωή»- Γ. Ρούσκας, «Πλεούμενα λιμνών και ποταμών» και Ευαγ. Καμπούρη, «Υδροκίνητες εγκαταστάσεις στη Χαλκιδική». Στην τρίτη ενότητα και κάτω από τον ευρύ τίτλο «Το νερό πηγή ζωής» παρουσιάστηκαν ανακοινώσεις ποικίλου περιεχομένου: τεχνικά έργα για την αξιοποίηση του νερού, το δίκαιο του νερού, τα αγγεία για τη μεταφορά του νερού κ.ά.: Πρώτο μέρος: Θ. Παπαθανασόπουλος, «Το δίκαιο των υδάτων»- Δ. Πολέμης, «Ποτιστικά νερά στην Άνδρο: Ιστορικές μαρτυρίες και παράδοση»' Αικ. Πολυμέρου-Καμηλάκη, «Πηγές, υδραγωγεία, οικισμοί. Βίοι παράλληλοι στην ιστορία και στις παραδόσεις»' Μ. Γιαννόπουλου και Ε. Πέτρακα, «Τα αγγεία του νερού και η χρήση τους κατά τους τελευταίους αιώνες». Στο δεύτερο μέρος παρουσιάστηκαν οι ανακοινώσεις: Π. Καμηλάκης, «Η χρησιμοποίηση του νερού των ποταμών από τους υλοτόμους στη μεταφορά οικοδομικής ξυλείας από την 1 Πίνδο (19ος-20ός αι.)» Σπ. Μαντάς, «Ανθρωπος και νερό. Γεφύρια και απόηχοι μιας μακρόχρονης πάλης...»- Αικ. Ρεβιθιάδου-Τσότσου, «Υδρούσα Άνδρος. Τα γεφύρια της» και Γ. Ρούσκας, «Ο μυλωνάς και η δράση του».

Η τέταρτη και τελευταία θεματική ενότητα με τίτλο «Προστασία και ανάδειξη μνημείων» παρουσίασε έργα τα οποία έχουν σχεδιαστεί ή έχουν ήδη υλοποιηθεί στον ελλαδικό χώρο και αφορούν την αποκατάσταση και την ανάδειξη υδροκίνητων εγκαταστάσεων της προβιομηχανικής και βιομηχανικής περιόδου αλλά και τον έντονο προβληματισμό για τη χρήση και τη διαχείριση τέτοιων έργων. Στο πρώτο μέρος της ενότητας αυτής παρουσιάστηκαν οι εξής ανακοινώσεις: Μ. Γρυπάρη, «Η προστασία των παραδοσιακών ενεργειακών συστημάτων»' Α. Οικονόμου, «Ενα μουσείο για το νερό: Το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης στη Δημητσάνα»- Ασπ. Λούβη, «Ανάδειξη των υδροκίνητων προβιομηχανικών εργαστηρίων στον Λούσιο ποταμό»- Μ. Αυγούλη, «Ενα μουσείο για την καθαριότητα του σώματος: Το λουτρό των Αέρηδων». Οι ανακοινώσεις του δεύτερου μέρους της ενότητας αυτής κινήθηκαν στον ίδιο προβληματισμό με τις προηγούμενες: Ε. Κοβάνη, «Βοιβηίδος μεταμορφώ-

σεις»' Κ. Τρακοσοπούλου, «Υδρόμυλοι στην περιοχή των πηγών Δράμας»' Χρ. Ζαρκάδα-Πιστιόλη, «Υδροκίνητα εργαστήρια και εργοστάσια στη ζώνη των καταρρακτών της Εδεσσας. Πρόγραμμα ανάδειξης και αξιοποίησης. Οι πρώτες εφαρμογές»- Ευδ. Μαυρουδή-Χαριτίδου, «Σύντομη αναφορά στους υδρόμυλους της Νάουσας. Προοπτική αξιοποίησής τους» και Τζ. Οεοδωράκη-Πάτση, «Προτάσεις για κατασκευές που συγκρατούν νερό (βασισμένες στις ιδέες του αρχιτέκτονα Frei Otto)». Η διεπιστημονική αυτή συνάντηση έδειξε το ενδιαφέρον και τον προβληματισμό που υπάρχει για το βασικό αυτό συστατικό στοιχείο της ζωής, για τη χρήση του τόσο σε καθημερινές πρακτικές και τελετουργίες όσο και ως βασική πηγή ενέργειας ήπιας μορφής στην προβιομηχανική ελληνική κοινωνία σήμερα που επισημαίνεται όσο ποτέ άλλοτε ο σοβαρός κίνδυνος από την έλλειψή του. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

Η μελέτη των βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων έχει τα τελευταία χρόνια εμπλουτιστεί με τα δεδομένα της τεχνικής ανάλυσης τους. Συντηρητές, χημικοί, φυσικοί, μεταλλειολόγοι, δασολόγοι, γεωπόνοι, πυρηνικοί φυσικοί, τεκμηριωτές, προγραμματιστές κ.λπ. σε συνεργασία με τους ιστορικούς της βυζαντινής τέχνης εισχωρούν μέσα και κάτω από τη ζωγραφική επιφάνεια της εικόνας για να αναλύσουν και να κατανοήσουν τον τρόπο και τα στάδια κατασκευής της. Η εξέταση του ξύλου, πάνω στο οποίο ζωγραφήθηκε η εικόνα, της προετοιμασίας του καθώς και των χρωστικών που χρησιμοποιήθηκαν προσφέρουν αδιάσειστα, πολλές φορές, στοιχεία για τη χρονολόγηση και την προέλευση του. Παράλληλα δίνουν τη δυνατότητα να ανασυνθέσουμε τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε ένα έργο, το κοινό προς το οποίο απευθυνόταν και να υποθέσουμε ενδεχομένως τον πιθανό παραγγελιοδότη, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση του. Οι τεχνικές αναλύσεις των εικόνων μπορούν, επομένως, από τη μια να συνηγορήσουν αποφασιστικά για την πλαστότητα ή μη ενός έργου και από την άλλη να το φωτίσουν σε σημεία που η τεχνοτρο-

πική και εικονογραφική ανάλυση δεν αρκούν από μόνες τους. Το ενδιαφέρον γύρω από την τεχνική των έργων τέχνης απλώνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια και βρίσκει πρόσφορο έδαφος όχι μόνο ανάμεσα στους ειδικούς, αλλά και σε ένα πλατύτερο κοινό που ενδιαφέρεται για την τέχνη όχι αναγκαστικά από τη σκοπιά του ειδικού. Αυτό ακριβώς έδειξε μια σειρά εκθέσεων κάτω από τον γενικό τίτλο Art in the Making (Η Τέχνη εν τω Γίγνεσθαι), που οργάνωσε η National Gallery του Λονδίνου ανάμεσα στα έτη 1988-1990. Οι θεματικές ενότητες των εκθέσεων αυτών ήταν: η ιταλική τέχνη πριν από το 1400, Ρέμπραντ και ιμπρεσσιονισμός. Από τους επιμελητές των παραπάνω εκθέσεων οργανώθηκαν παράλληλα, στον ίδιο χώρο, και διεθνή συμπόσια που προσπάθησαν να φωτίσουν ακόμη περισσότερο τη συμβολή της τεχνικής στην παραπέρα κατανόηση του έργου τέχνης. Τον Σεπτέμβριο του 1979 έγινε στην Μπολόνια ένα διεθνές συνέδριο με τίτλο «Η ζωγραφική κατά τον 14ο και 15ο αι. Η συμβολή της τεχνικής ανάλυσης στην Ιστορία της Τέχνης». Παρ' ότι το συνέδριο αυτό εστιάστηκε περισσότερο στην ευρω-


παϊκή ζωγραφική του 14ου και 15ου αιώνα (ιταλική, φλαμανδική κ.λπ.), έδωσε την ευκαιρία και σε μελετητές της βυζαντινής τέχνης καθώς και σε μελετητές των κοινωνικών και ιστορικών δεδομένων της (Κ. Weitzmann, Η. Belting, Α. Λαίου) να εντάξουν στη γενική προβληματική του συνεδρίου και προβλήματα σχετικά με την τέχνη του Βυζαντίου. Με την τέχνη, την τεχνική και την τεχνολογία των βυζαντινών εικόνων ασχολήθηκε το Διεθνές Συμπόσιο που οργανώθηκε στις 20 και 21 Φεβρουαρίου 1998 στην Αθήνα. Την επιστημονική ευθύνη του συμποσίου είχε η δρ Μ. Βασιλάκη, επιστημονική συνεργάτις του Μουσείου Μπενάκη. Την οργάνωση ανέλαβε η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών, που στέγασε και τις εργασίες του. Το συμπόσιο πραγματοποιήθηκε με την ευγενική χορηγία του Ιδρύματος Λεβέντη και των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων St George Lycabettus. Εντάχθηκε στη σειρά των ετήσιων επιστημονικών συναντήσεων που η διευθύντρια της Γενναδείου Βιβλιοθήκης δρ Χ. Καλλιγά καθιέρωσε να γίνονται κατά το μήνα Φεβρουάριο και να εστιάζονται γύρω από θέματα τεχνογνωσίας. Η σειρά αυτή των συμποσίων εγκαινιάστηκε το 1997 και θέμα της πρώτης συνάντησης αποτέλεσε «Η τεχνογνωσία στη λατινοκρατούμενη Ελλάδα» με την επιστημονική ευθύνη της καθηγήτριας κ. Χρ. Μαλτέζου, διευθύντριας σήμερα του Ελληνικού Ινστιτούτου Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας. Οι θεματικές ενότητες του συμποσίου «Βυζαντινές εικόνες: Τέχνη, Τεχνική και Τεχνολογία» ήταν τρεις, αυτές ακριβώς που δηλώνονται και στον τίτλο του και αναπτύχθηκαν σε τέσσερις συνεδρίες. Στην πρώτη συνεδρία εξετάστηκαν αποκλειστικά θέματα τέχνης και εικονογραφίας των εικόνων με εισηγήσεις από τους: Αλ. Λεβίδη (ζωγράφο) για τη σχέση της αρχαίας ζωγραφικής με τη βυζαντινή, Ευφρ. Δοξιάδη (ζωγράφο-συγγραφέα) για τις εγκαυστικές εικόνες ως συνέχεια των πορτρέτων του Φαγιούμ, Ε. Smirnova (καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο της Μόσχας) για τις εικόνες του 11 ου αιώνα από τον καθεδρικό ναό της Αγίας Σοφίας στο Νόβγκοροντ και το πρόβλημα του τέμπλου και Ν. Sevcenko (επισκέπτρια καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Rutgers του New Jersey) για την έννοια του χρόνου στις εικόνες Μηνολογίων. Στην ίδια συνεδρία ακούστηκαν οι ανακοινώσεις του Τ. Παπαμαστοράκη (ειδικού επιστήμονα στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου) για τη δημόσια εικόνα της βυζαντινής αριστοκρατίας του 12ου αιώνα μέσα από επιγράμματα σε εικόνες, της Χρ. Μπαλτογιάννη (διευθύντριας του Βυζαντινού Μουσείου) για μια εικόνα Παναγίας Γλυκοφιλούσας και τη χρονολογική και λειτουργική σχέση της με το ναό της Επισκοπής στη Σαντορίνη, της Ο. Etinhof (του Ινστιτούτου Καλών Τεχνών της

Μόσχας) για την εικόνα της Παναγίας του Βλαντιμήρ και τη σχέση της με τη λατρεία της Παναγίας στην Κωνσταντινούπολη και του J. Stuart (υπεύθυνου επί σειρά ετών του τμήματος εικόνων του οίκου Sotheby's) για την εικόνα του Pokrov και την κωνσταντινουπολίτικη καταγωγή της. Η δεύτερη συνεδρία αφιερώθηκε στην τέχνη και στην τεχνική των εικόνων. Η Η. Evans (επιμελήτρια στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης και μία των υπευθύνων της έκθεσης «The Glory of Byzantium») μίλησε για τις πληροφορίες που μπορούν να μας δώσουν οι πίσω όψεις των εικόνων με κύρια αναφορά στις εικόνες του Σινά που εξετάστηκαν από τεχνικής απόψεως με την ευκαιρία της αποστολής τους στην έκθεση του Μητροπολιτικού Μουσείου, η Μ. Ασπρά-Βαρδαβάκη (επίκουρη καθηγήτρια της Ιστορίας της Τέχνης στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ) για δίπτυχο του 13ου αιώνα από τη Μονή Σινά, η Α. Στρατή (αρχαιολόγος του ΥΠΠΟ) για εικόνες του 14ου αιώνα από την περιοχή των Σερρών, η Ο. Popova (καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο της Μόσχας) για εικόνες του Χριστού που χρονολογούνται στο πρώτο μισό του 14ου αιώνα και η Κ. Paskaleva (αρχαιολόγος-συντηρήτρια του Μουσείου Εικόνων της Σόφιας) για την αμφιπρόσωπη εικόνα του Melnik. Δύο ανακοινώσεις από τους Ι. Ταβλάκη (αρχαιολόγο, προϊστάμενο της 10ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων) και Ι. Μανιάτη (προϊστάμενο του Εργαστηρίου Αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος) αναφέρθηκαν στις ψηφιδωτές εικόνες του αγίου Γεωργίου και του αγίου Δημητρίου από την Ιερά Μονή Ξενοφώντος του Αγίου Όρους, που είχαν παρουσιαστεί στην έκθεση «Θησαυροί του Αγίου Όρους». Ο Ι. Ταβλάκης προσκόμισε νέα αρχειακά δεδομένα για τη χρονολόγηση των δύο εικόνων, που χρονολογούνται στον 12ο αιώνα και οι Ι. Μανιάτης και Αικ. Μαλέα παρουσίασαν ενδιαφέροντα στοιχεία από την τεχνολογική εξέταση των ψηφίδων που διενήργησαν στις εγκαταστάσεις του εργαστηρίου Αρχαιομετρίας του ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος. Στην ίδια συνεδρία η Μ. Αχειμάστου (επίτιμη διευθύντρια του Βυζαντινού Μουσείου) μίλησε για τρόπους συντήρησης των εικόνων στο Βυζάντιο και ο R. Cormack (καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου) αναφέρθηκε στη συμβολή της τεχνικής ανάλυσης στη μελέτη εικόνας του αγίου Γεωργίου από το Βρετανικό Μουσείο, που χρονολογείται στον 13ο αιώνα και θεωρείται ότι ζωγραφήθηκε κατά την περίοδο των Σταυροφοριών. Η τρίτη συνεδρία έθιξε θέματα τεχνολογίας μέσα από τις ανακοινώσεις της Ερευνητικής Ομάδας του Ιδρύματος Ερευνας και Τεχνολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης (Ινστιτούτο Ηλεκτρονικής Δομής και Laser). Οι Β. Ζαφειρόπουλος (φυσικοχημικός-ερευνητής), Κ. Μπάλας (φυσικόςερευνητής) και Β. Τορνάρη (ερευνήτρια) παρουσίασαν συγκεκριμένα παραδείγματα

από τις εφαρμογές Laser και Οπτοηλεκτρικών Συστημάτων στη συντήρηση των εικόνων. Ο Στ. Στασινόπουλος (συντηρητής του Μουσείου Μπενάκη και συνεργάτης της παραπάνω ομάδας) έκανε με τη βοήθεια Η/Υ επίδειξη για τη χρήση των πολυμέσων στην τεκμηρίωση της συντήρησης των εικόνων της Συλλογής Βελιμέζη. Το δεύτερο μέρος της ίδιας συνεδρίας αφιερώθηκε στην παρουσίαση δύο εικόνων της Παναγίας, που χρονολογούνται στον 14ο αιώνα. Η πρώτη εικόνα, που βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη, παρουσιάστηκε από τις Α. Τούρτα (αρχαιολόγο, αναπληρώτρια διευθύντρια του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού) και Α. Παπαδοπούλου (συντηρήτρια στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού). Η δεύτερη εικόνα, που βρίσκεται στο Μουσείο Μπενάκη, παρουσιάστηκε από τις Μ. Βασιλάκη (βυζαντινολόγο, επιστ. συνεργάτιδα του Μουσείου Μπενάκη), D. Gordon (επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου), Κ. Μιλάνου (συντηρήτρια του Μουσείου Μπενάκη) και Κ. Κουζέλη (χημικό στο Ινστιτούτο Λίθου του Υπουργείου Πολιτισμού). Η τέταρτη συνεδρία περιλάμβανε παρουσιάσεις τεχνικών αναλύσεων εικόνων του 15ου αιώνα από τους Ε. Ροκοφύλλου (υπεύθυνη του εργαστηρίου Ραδιογραφίας του Δημόκριτου), Ι. Χρυσουλάκη (χημικό μηχανικό, αναπληρωτή καθηγητή στο Τμήμα Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ), Α. Αλεξοπούλου και Ε. Ιωακείμογλου (καθηγήτριες στα ΤΕΙ) καθώς και από τις Χρ. Βουρβοπούλου και Ε. Περδικάρη (συντηρήτριες). Στην ίδια ενότητα εντάχθηκε και η ανακοίνωση του Y. Piatnitsky (επιμελητή των βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων του Μουσείου Ερμιτάζ της Πετρουπόλεως), που αναφέρθηκε στις εικόνες ενός ζωγράφου του 15ου αιώνα, του Νικόλαου Λαμπούδη. Το δεύτερο μέρος της τέταρτης και τελευταίας συνεδρίας επικεντρώθηκε σε θέματα τεχνικής που αναφέρονται σε άλλες μορφές και είδη της βυζαντινής τέχνης. Ο Η. Maguire (καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Illinois) παρουσίασε τις μαρμάρινες εικόνες που κοσμούν τις όψεις του Αγίου Μάρκου στη Βενετία, ο D. Buckton (επιμελητής της Βυζαντινής Συλλογής του Βρετανικού Μουσείου) μίλησε για την τεχνική των εικόνων σε σμάλτο κατά τον 12ο και 13ο αιώνα. Ο Τ. Cutler (καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Pen-sylvania) αναφέρθηκε σε θέματα τεχνικής των εικόνων από ελεφαντοστό και η Ι. Καλαβρέζου (καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Harvard) σε θέματα τεχνικής των εικόνων από στεατίτη. Το συμπόσιο έκλεισε με την ανακοίνωση του R. Nelson (καθηγητή στο πανεπιστήμιο του Σικάγου), που ασχολήθηκε με θεωρητικές και σημειολογικές προσεγγίσεις της λατρείας των εικόνων. Οι Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης ανέλαβαν να εκδώσουν τα Πρακτικά του συμποσίου. ΜΑΡΙΑ ΒΑΣΙΛΑΚΗ - ΧΑΡΙΣ ΚΑΛΛΙΓΑ


Ο ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ: ΜΙΑ ΜΕΛΛΟΝΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ Διεθνές Σαλόνι Τουρισμού, Βαρκελώνη, 24 Απριλίου 1998 Το Διεθνές Σαλόνι Τουρισμού της Καταλονίας (SITC), που διοργανώνεται κάθε χρόνο στη Βαρκελώνη, είναι ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα στον ευρωπαϊκό χώρο με θέμα τον τουρισμό. Για πρώτη φορά οι διοργανωτές είχαν την ιδέα να προβλέψουν στο πλαίσιο του Σαλονιού μια ημερίδα αφιερωμένη στον πολιτιστικό τουρισμό, με στόχο να διευκολύνουν, να ενθαρρύνουν και να ενισχύσουν τη συνεργασία μεταξύ των πολιτιστικών φορέων και των επαγγελματιών του τουρισμού. Οι παράγοντες που λήφθηκαν υπόψη για τη διοργάνωση της ημερίδας ήταν οι ακόλουθοι: 1. Η τουριστική ζήτηση που συνδέεται με την πολιτιστική και φυσική κληρονομιά γίνεται όλο και σημαντικότερη, αφού ο πολιτιστικός τουρισμός αποτελεί πλέον ένα από τα κύρια κίνητρα ταξιδιού. 2. Ο αυξημένος αριθμός παραμονών μικρής διάρκειας, το υψηλότερο επίπεδο απαιτήσεων των επισκεπτών, η αύξηση του χρόνου αναψυχής καθώς και η αύξηση της ζήτησης και της κατανάλωσης των νέων πολιτιστικών υπηρεσιών, μεταξύ άλλων, απαιτούν μεγαλύτερη ποικιλομορφία και εμπλουτισμό της τουριστικής προσφοράς, που με τη σειρά τους μπορούν να ευνοήσουν νέες προοπτικές για τη διαρκέστερη ανάπτυξη του πολιτιστικού τουρισμού. Κατά τη διάρκεια του στρογγυλού τραπεζιού, που είχε τίτλο «Η πολιτιστική κληρονομιά, στοιχείο της δυναμικής του τουρισμού», παρουσιάστηκαν πολλές ενδιαφέρουσες απόψεις. Το πανόραμα πολιτι-

στικού τουρισμού, που παρουσίασε η κ. Deborah Luhman (Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού), κατέδειξε σαφώς την ανάγκη ευρύτερης συνεργασίας ανάμεσα στους τομείς της πολιτιστικής κληρονομιάς και των τουριστικών υπηρεσιών. Οι αριθμοί δεν λένε ψέματα: ο τομέας του πολιτιστικού τουρισμού σημειώνει τη μεγαλύτερη αύξηση, σε σχέση τόσο με τον αριθμό των επισκεπτών όσο και με την ποικιλία των προορισμών. Ο κ. M. Thomas-Pennet, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Πολιτιστικών Διαδρομών, παρουσίασε τις θεματικές διαδρομές και τις διαδρομές πολιτιστικής κληρονομιάς που έχουν καταρτιστεί (ή καταρτίζονται αυτή τη στιγμή) με την υποστήριξη του Συμβουλίου της Ευρώπης. Εννοείται ότι μεγάλος αριθμός εκπροσώπων του πολιτιστικού τουρισμού της Καταλονίας ήταν παρόντες στη διοργάνωση. Η Καταλονία είναι μια περιοχή-πρότυπο που προωθεί τόσο την κλασική πολιτιστική κληρονομιά (από τον Μεσαίωνα έως τη σύγχρονη εποχή) όσο και την αρ νουβό, τη βιομηχανική κληρονομιά και τη σύγχρονη τέχνη (τομείς ιδιαίτερα πλούσιους και παραγωγικούς). Το απόγευμα οργανώθηκαν τέσσερις ομάδες εργασίας: «Βιομηχανικός τουρισμός», «Μουσεία και πολιτιστική κληρονομιά», «Φεστιβάλ» και «Διαδρομές και οδοιπορίες». Εδώ θα περιοριστούμε στην αναφορά των εργασιών της πρώτης ομάδας, που είχε πρόεδρο τον κ. Eusebi Casanelles, διευθυντή του Μουσείου Επιστήμης και Τεχνικής της Τεράσα.

Εγκαταλελειμμένοι φούρνοι από τούβλα στον ποταμό Ρυπέλ (φωτ. Architectures Industrielles, Luc Van Malderen).

Στην πρώτη παρέμβαση, ο κ. Père Costa, διευθυντής του «Eix de Serveis», παρουσίασε διάφορες διαδρομές αφιερωμένες στην ανακάλυψη της βιομηχανικής κληρονομιάς. Σε καθεμία, η βιομηχανική κληρονομιά εμφανιζόταν σε ένα φόντο που σχηματιζόταν από την πιο παραδοσιακή καλλιτεχνική κληρονομιά. Αυτός ο συνδυασμός διευκολύνει την κατανόηση της βιομηχανικής και τεχνικής κληρονομιάς και οριοθετεί μια σχεδόν άγνωστη πολιτιστική προσέγγιση με σημεία αναφοράς προσιτά και περισσότερο γνωστά. Ο κ. Josep Ejarque, διευθυντής της Τουριστικής Υπηρεσίας τη Λα Κορούνια, που βρίσκεται στη βορειοδυτική Ισπανία, παρουσίασε ένα νέο πρόγραμμα εξερεύνησης των θαλάσσιων φάρων, που σε αυτή την παραλιακή περιοχή έχουν μεγάλη ιστορική, τεχνική, αλλά επίσης αισθητική και συμβολική αξία. Ο κ. Philippe Bourbon, υπεύθυνος της Taxiway - Aerospatiale de Toulouse, παρουσίασε στη συνέχεια ένα πολύ επιτυχημένο παράδειγμα επισκέψεων στην εταιρεία Aerospatiale, που πρώτη κατασκεύασε αεροσκάφη στη Γαλλία και είναι παγκοσμίως γνωστή, μεταξύ άλλων, για τη δημιουργία μοντέλων όπως το Κονκόρντ (1969) και το Αιρμπάς (από το 1972). Οι σπουδαστές που επισκέπτονται την εταιρεία προετοιμάζονται στην τάξη με τη βοήθεια παιδαγωγικών βοηθημάτων και ενός «οδηγού του διδασκάλου», που τους δίνουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν κάποια θέματα πριν από την καθαυτό επίσκεψη. Η ομάδα εργασίας «Βιομηχανικός τουρισμός» έκλεισε με την παρέμβασή μου με τίτλο «Αξιοποίηση της βιομηχανικής κληρονομιάς από τον τουρισμό στο Βέλγιο». Λόγω του ομοσπονδιακού χαρακτήρα της χώρας, ο βιομηχανικός τουρισμός αναπτύχθηκε με διαφορετικό ρυθμό σε καθεμία από τις τρεις περιοχές: τη Βαλονία, τη Φλάνδρα και την πρωτεύουσα Βρυξέλλες. Στη Βαλονία, ο δημόσιος τομέας έχει αντιληφθεί εδώ και μία δεκαετία ότι η προστασία, ο επαναπροσδιορισμός και η τουριστική αξιοποίηση της βιομηχανικής κληρονομιάς συμβάλλουν στη διαμόρφωση της ταυτότητας της περιοχής. Η επιτυχία και η ελκυστικότητα πολλών παλαιών βιομηχανικών χώρων είναι αδιαμφισβήτητη: το Γκραν-Ορνί, το ορυχείο του ΜπλενίΤρεμπλέρ, το ανθρακωρυχείο του Μπουά-ντιΛικ (τοπικό οικομουσείο του Σεντρ) ή ακόμη οι υδραυλικοί ανελκυστήρες στο Κανάλι του Σεντρ, που περιέχονται και στον κατάλογο ICOMOS της Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Στη Φλάνδρα, τα αποτελέσματα είναι λιγότερο εντυπωσιακά, πράγμα που ίσως οφείλεται στην ίδια τη φύση των χώρων (λιγότερο θεαματικοί) και την απομόνωση τους. Αντίθετα, θα. πρέπει να υπογραμμίσουμε τη σημασία της δουλειάς που γίνεται στις μεγάλες πόλεις (Γάνδη: μουσείο υφαντουργίας, Αμβέρσα: παλαιές λιμενικές εγκαταστάσεις) καθώς και στις περιοχές που χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη ενός μόνο βιομηχανικού κλάδου: την κοιλάδα του Ρυπέλ και το Μπόομ (πλινθουργείο-οικομουσείο), την


ανθρακοφόρο λεκάνη του Κέμπεν και το Μπέρινγκεν (σχέδια για τοπικό μεταλλευτικό μουσείο). Στις Βρυξέλλες, ο σύλλογος «Το Χυτήριο» μελετά την ίδρυση ενός νέου μουσείου βιομηχανικής και κοινωνικής ιστορίας και πραγματοποιεί επισκέψεις σε εταιρείες καθώς και εξερευνητικές διαδρομές με άξονα τη βιομηχανική και εργατική κληρονομιά. Χαρακτηριστικά «βελγική» είναι η σημαντική συμβολή των εθελοντών και του επιχειρηματικού κόσμου σε κάθε ανάληψη πρω-

τοβουλίας υπέρ του πολιτιστικού τουρισμού. Γενικό συμπέρασμα: η διαφύλαξη της βιομηχανικής κληρονομιάς δεν έχει νόημα αν δεν είναι προσανατολισμένη προς το ευρύ κοινό. Ο βιομηχανικός τουρισμός που στοχεύει σε αυτό το ευρύ κοινό μπορεί να αποτελέσει ένα μοχλό, ένα μέσο διαφύλαξης της βιομηχανικής και της πολιτιστικής εν γένει κληρονομιάς. PATRICK VIAENE Μετάφραση: Αλέξανδρος Πανούσης

ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΑ ΝΗΣΙΑ: Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ» Ρόδος, 30 Απριλίου - 4 Μαΐου 1998 Στο πλαίσιο του προγράμματος PRELUDE (Programme of Research and Liaison between Universities for Development = Πρόγραμμα για την έρευνα και τη σύνδεση μεταξύ των πανεπιστημίων για την ανάπτυξη) και με τη συμμετοχή ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων (Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Πανεπιστήμιο Κύπρου και Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο) πραγματοποιήθηκε από τις 30 Απριλίου έως τις 4 Μαίου 1998 στην πόλη της Ρόδου, στο κτίριο της Παιδαγωγικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αιγαίου, διεθνές συνέδριο με τον πολύ ενδιαφέροντα τίτλο «Αειφόρος ανάπτυξη στα νησιά: Ο ρόλος της έρευνας και της εκπαίδευσης». Η πολυσχιδής και τεράστια θεματολογία σε ένα τόσο ευρύ συνέδριο «δαμάστηκε» με την πραγματοποίηση στρογγυλών τραπεζιών με θέματα «Φυσικές και πολιτισμικές πηγές και συστήματα επικοινωνίας στο νησιωτικό περιβάλλον» και «Οι ρόλοι των σχέσεων της έρευνας και της εκπαίδευσης στην αειφόρο ανάπτυξη». Στα παράλληλα εργαστήρια αναπτύχθηκαν και αναζητήθηκαν οκτώ διαφορετικές θεματικές ενότητες σε μια διεπιστημονική προσέγγιση του ρόλου της έρευνας και της εκπαίδευσης για την αειφόρο ανάπτυξη στα νησιά. Οι θεματικές αυτές ενότητες ήταν οι εξής: 1. Προγραμματισμός της αειφόρου ανάπτυξης. 2. Οικονομικές δραστηριότητες και απασχόληση.

3. Υγεία στα νησιά.

4. Αειφόρος τουρισμός. 5. Διαχείριση του περιβάλλοντος: φυσική, πολιτισμική και βιομηχανική κληρονομιά. 6. Εκπαίδευση και αειφόρος ανάπτυξη. 7. Κοινωνία και οικογένεια στο νησιωτικό περιβάλλον. 8. Ο ρόλος της πληροφορικής και της τηλεπικοινωνίας στην ανάπτυξη των νησιών. Η αειφόρος ανάπτυξη και ο πολιτιστι-

κός τουρισμός αναπτύχθηκαν στην έκτη θεματική ενότητα και στην υποενότητα με τον τίτλο «Βιομηχανική κληρονομιά και αειφόρος ανάπτυξη στα νησιά του Αιγαίου». Στην ενότητα αυτή παρουσιάστηκαν

οι εξής εισηγήσεις: Ν. Μπελαβίλας - Αντ. Φραγκίσκος, «Επανάχρηση των ιστορικών βιομηχανικών και προβιομηχανικών εγκαταστάσεων των σμυριδωρυχείων της Νάξου» Ευρ. Σιφναίου, «Η βιομηχανική κληρονομιά της Λέσβου: μια κριτική θεώρηση» Ανδρ. Οικονόμου - Βασ. Τροβά, «Μεταλλεία αντιμονίου στη βορειοδυτική Χίο: ανάδειξη και ανάπτυξη για πολιτιστικό τουρισμό». Επίσης, πραγματοποιήθηκε στρογγυλό τραπέζι με θέμα «Διαχείριση της βιομηχανικής κληρονομιάς» με τη συμμετοχή των Γιάννη Πολύζου, Ασπασίας Λούβη, Χριστίνας Αγριαντώνη, Τώνιας Μοροπούλου, Patrice Nottegheim. Στο πλαίσιο της θεματικής αυτής ενότητας προβλήθηκε η βιντεοταινία «Σιωπηλές μηχανές», η οποία βασίστηκε σε κοινό ερευνητικό πρόγραμμα του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου και του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών -Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών για την καταγραφή και την αποτίμηση του ιστορικού και βιομηχανικού εξοπλισμού σε επτά ελληνικές πόλεις. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ: ΕΝΑΣ ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ Μια ενδιαφέρουσα επιστημονική συνάντηση στη Γενεύη, 8 Μαΐου 1998

Το 1998 ήταν επετειακό έτος για το ομόσπονδο ελβετικό κράτος: εορτάστηκαν σε όλα τα καντόνια τα 150 χρόνια από την ίδρυση του. Το ιωβηλαίο αυτό συνδύασαν οι ελβετοί μελετητές της ιστορίας της βιομηχανίας με μια σειρά εκδηλώσεων για τα 150 χρόνια βιομηχανικού πολιτισμού στην Ελβετία. Το ευρύ φάσμα της διοργάνωσης αυτής είναι εξαρχής εντυπωσιακό: 150 εκδηλώσεις, δεκαέξι τόποι εκθέσεων, δώδεκα νέα προγράμματα έρευνας και επεμβάσεων σε ιστορικούς βιομηχανικούς χώρους. Κύριος φορέας του όλου εγχειρήματος ήταν η Ελβετική Εταιρία για την Ιστορία των Τεχνι1 κών και του Βιομηχανικού Πολιτισμού με έδρα την κατ' εξοχήν βιομηχανική πόλη της βορειοανατολικής Ελβετίας, το Βίντερτουρ. Εμπνευστής και εμψυχωτής της όλης ιδέας το δραστήριο μέλος του TICCIH δρ Η.Ρ. Bartschi, επικεφαλής του ιδιωτικού γραφείου 2 ειδικών μελετών Arias Industriekultur . Με τη συνείδηση και την υπερηφάνεια των πολιτών ενός ομόσπονδου κράτους, στη δημιουργία του οποίου συνέβαλε καθοριστικά η βιομηχανία, οι οργανωτές ανέδειξαν σε περιοδεύουσες εκθέσεις τη βιομηχανία ως συνιστώσα δύναμη της Ελβετίας, αλλά και ως τομέα της οικονομίας, που επηρεάζεται από κρίσεις. Η παρουσίαση των ιστορικών βιομηχανικών εγκαταστάσεων διαφωτίζει την εξέλιξη του ελβετικού πολιτισμού έως τις ημέρες μας και προκαλεί σε νέες δραστηριότητες. Στο πλαίσιο αυτό, ιδιαίτερη είναι η αξία προγραμμάτων δράσεων που έχουν αφετηρία το 1998

και στοχεύουν στη στήριξη της βιομηχανικής παραγωγής σε μια εποχή ραγδαίας αποβιομηχάνισης. Συμμετέχοντας στον εορτασμό, το καντόνι της Γενεύης διοργάνωσε τον Απρίλιο και τον Μάιο σειρά εκδηλώσεων, που περιέλαβαν και μια διεθνή επιστημονική συνάντηση με τίτλο: «Βιομηχανική Κληρονομιά: ένας απολογισμός». Διοργανώτρια της συνάντησης ήταν η διεύθυνση αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και ιστορικών τόπων του τοπικού Υπουργείου Χωροταξίας, Υποδομών και Οικισμού. Ο διευθυντής Pierre Baertschi, σκιαγραφώντας τους στόχους της συνάντησης, σημείωσε την ανάγκη καθορισμού σε πανευρωπαϊκό επίπεδο των κριτηρίων μιας πολιτικής προστασίας των βιομηχανικών μνημείων: επισήμανε την προτεραιότητα της αναζήτησης, σε κάθε πρόγραμμα αποκατάστασης και επανάχρησης, ενός συμβατού κτιριολογικού προγράμματος αφ' ενός και ποιότητας στην αρχιτεκτονική επέμβαση αφ' ετέρου. Από τους κύριους εισηγητές αναπτύχθηκαν τα εξής θέματα ύστερα από συγκεκριμένη πρόσκληση των οργανωτών: Ο Neil Cossons (Βρετανία), διευθυντής του Μουσείου των Επιστημών του Λονδίνου (Science Museum), αναφέρθηκε στην Ιστορία της βιομηχανικής αρχαιολογίας στη Μεγάλη Βρετανία. Αιτιολόγησε την ιστορική και κοινωνική εξέλιξη της μέριμνας για τη διάσωση της τεχνολογικής κληρονομιάς στην πατρίδα της βιομηχανικής επανάστασης, αναφέρθηκε ιδιαίτερα στη δημιουργία και στη λειτουρ-


γία του Μουσείου των Επιστημών του Λονδίνου και έδωσε έμφαση στο παράδειγμα του Ironbridge, ως μοναδικού ιστορικού τόπου της βιομηχανίας, που έχει αποδοθεί ως «οικομουσείο» πλέον στο θαυμασμό του κοινού. Ο Patrick Viaene (Βέλγιο), διδάσκων στην Ανώτερη Σχολή της Γάνδης, αναφέρθηκε στον βιομηχανικό πολιτισμό και την αποβιομηχάνιση στο Βέλγιο. Αφού περιέγραψε την άνοδο και την πτώση της βιομηχανίας σε μια από τις κατ' εξοχήν βιομηχανικές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, ο ομιλητής περιέγραψε την κατάσταση διατήρησης της βιομηχανικής κληρονομιάς στη χώρα του και τους κινδύνους που αυτή διατρέχει λόγω της σύγχρονης αστικής ανάπτυξης. Με απαισιόδοξους τόνους αλλά και συγκεκριμένα επιτυχημένα παραδείγματα κατέληξε να προσδιορίσει σαφώς το ζητούμενο: «προγράμματα συγκεκριμένα και στρατηγικές μακρόπνοες». Η Genevieve Dufresne (Γαλλία), μέλος του Δ.Σ. της CILAC (Επιτροπή πληροφόρησης και διασύνδεσης για την έρευνα, τη μελέτη και την ανάδειξη της βιομηχανικής κληρονομιάς) και αντιπρόσωπος της Γαλλίας στο TICCIH κλήθηκε να παρουσιάσει τα είκοσι χρόνια διάσωσης της βιομηχανικής κληρονομιάς στη Γαλλία. Ξεκινώντας από την πρωτοπόρο δημιουργία του «οικομουσείου» στην περιοχή των ορυχείων Le Creusot-Montceau-les-Mines (1973) και τη δημιουργία της CI LAC το 1979 έως τη σημερινή ανάπτυξη του «βιομηχανικού τουρισμού», η εισηγήτρια ανέπτυξε συγκροτημένα την πορεία της διάσωσης των βιομηχανικών μνημείων στη Γαλλία παρουσιάζοντας τα σημαντικά επιτεύγματα αλλά και τις εμφανείς δυσκολίες των εγχειρημάτων, αναφερόμενη διαδοχικά τόσο στις απώλειες όσο και στις προοπτικές που δημιουργεί η δραστηριοποίηση των ευαισθητοποιημένων στο αντικείμενο φορέων. Από την Όλγα Τραγανού-Δεληγιάννη (Ελλάδα), αρχιτέκτονα του Υπουργείου Πολιτισμού, ζητήθηκε η παρουσίαση του θέματος: «Ελληνικός πολιτισμός: Μεταξύ κλασικής αρχαιολογίας και βιομηχανικής αρχαιολογίας». Παρουσιάστηκε η νεότερη παράδοση της μελέτης της ιστορίας της τεχνολογίας με βάση το παράδειγμα των ερευνών στο Λαύριο από την εποχή του Κορδέλλα ως τις μέρες μας, αλλά και τα σημαντικά νεότερα παραδείγματα των καρπών της συνεργασίας αρχαιολόγων, ιστορικών, αρχιτεκτόνων και μηχανικών στους τομείς της έρευνας, των μελετών και των έργων ανάδειξης της βιομηχανικής κληρονομιάς στην Ελλάδα. Ο Michael Mende (Γερμανία), καθηγητής στην Ανώτερη Σχολή Εικαστικών Τεχνών του Braunschweig, περιέγραψε στην εισήγηση του τα μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα της Γερμανίας. Παρουσιάστηκαν τα πιο εντυπωσιακά παραδείγματα γιγαντιαίων ιστορικών βιομηχανικών συγκροτημάτων της Γερμανίας (κυρίως σε περιοχές παλαιών ορυχείων), τα οποία έχουν

περιληφθεί στον κατάλογο των μνημείων της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και τα προγράμματα ανάδειξης τους. Ο Jacek Jaskiewicz (Πολωνία), σύμβουλος του Υπουργείου Προστασίας Περιβάλλοντος, μίλησε για την προστασία της βιομηχανικής κληρονομιάς στην Πολωνία. Αφού περιέγραψε τις αλλαγές του νομικού και οικονομικού πλαισίου στον τομέα της διάσωσης των μνημείων της βιομηχανίας στη χώρα του, ο ομιλητής αναφέρθηκε στο πρόγραμμα του πολωνικού Υπουργείου Τεχνών και Πολιτισμού αλλά και στις προσπάθειες του τοπικού τμήματος του TICCIH με στόχο την ευαισθητοποίηση του κοινού και την ανάδειξη της σημασίας διάσωσης της βιομηχανικής κληρονομιάς. Ο Eugene Logunov (Ρωσία), διοικητικός διευθυντής του Ινστιτούτου για την Ιστορία του Υλικού Πολιτισμού, ανέπτυξε το θέμα: «Η βιομηχανική κληρονομιά των Ουραλίων». Μετά την αναλυτική περιγραφή της ιστορίας των ορυχείων των Ουραλίων ο εισηγητής παρουσίασε τις προσπάθειες ίδρυσης και λειτουργίας του Μουσείου του Nizhny-Tagil σε ένα γιγάντιο συγκρότημα επεξεργασίας σιδήρου που περιλαμβάνει εγκαταστάσεις τριών αιώνων βιομηχανικής δραστηριότητας. Ο Hans Peter Bartschi (Ελβετία), εκπρόσωπος του γραφείου ειδικών μελετών Arias Industriearchàologie και της ελβετικής εταιρίας για την ιστορία των τεχνικών και της βιομηχανικής κληρονομιάς (ASHT/SGTI) αναφέρθηκε στα 150 χρόνια Ομοσπονδιακού Κράτους-150 χρόνια βιομηχανικής κληρονομιάς. Ο ομιλητής, κύριος εμπνευστής των εκδηλώσεων, περιγράφοντας τη σημερινή κατάσταση για τη βιομηχανική κληρονομιά, τη χαρακτήρισε σταθμό στην ιστορία του ελβετικού κράτους και τόνισε ότι σε αντίθεση με την αποβιομηχάνιση απαιτείται συντονισμένη προσπάθεια για την ανάδειξη των τόπων που είναι σημαντικοί για την ιστορία των τεχνικών, για την ολοκλήρωση της καταγραφής των αντιπροσωπευτικών μνημείων της βιομηχανικής κληρονομιάς και για τη δημιουργία νέων ευκαιριών για τη συντήρηση συλλογών και αντικειμένων-τεκμηρίων αυτής της κληρονομιάς. Στην προσπάθεια αυτή συνέτειναν όλες οι ειδικές εκδηλώσεις που οργανώθηκαν στο πλαίσιο του εθνικού εορτασμού για το ομοσπονδιακό κράτος. Η παρουσίαση των εισηγήσεων έκλεισε με μια γενική συζήτηση, που επικεντρώθηκε στο θέμα της επάρκειας ή μη της μέχρι τώρα πορείας των πραγμάτων στον τομέα της προστασίας και την ανάδειξη των βιομηχανικών μνημείων και συνόλων. Επισημάνθηκε η ανάγκη της ολοκλήρωσης των καταγραφών των αντίστοιχων κτισμάτων, περιοχών και εξοπλισμού και η ανάγκη της συνεργασίας μεταξύ φορέων που δραστηριοποιούνται στον τομέα αυτό σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Τα πρακτικά της επιστημονικής αυτής

συνάντησης έχουν ήδη εκδοθεί σε ένα τεύ3 χος-αφιέρωμα της περιοδικής έκδοσης Patrimoine et architecture.

Οι περιηγήσεις Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων οι σύνεδροι είχαν την ευκαιρία να επισκεφθούν σημαντικά βιομηχανικά μνημεία της Γενεύης και της περιφέρειας της, με οδηγούς καθηγητές της Σχολής Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου της Γενεύης και αρχιτέκτονες της Διεύθυνσης Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς και Ιστορικών Τόπων του τοπικού Υπουργείου Χωροταξίας, Υποδομών και Οικισμού. Ανακαλύψαμε την κρυφή γοητεία των αποκατεστημένων ιστορικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος και αντλιοστασίων ύδατος στο κέντρο της πόλης (Machine Hydraulique και Usine des Forces Motrices), που έχουν μετατραπεί αντίστοιχα σε Κέντρο Δημοσίων Σχέσεων της Εταιρίας Ηλεκτρισμού με αίθουσα εκθέσεων και σε Όπερα, όπου μόνο στη δεύτερη περίπτωση έχει διατηρηθεί μικρό τμήμα του μηχανολογικού εξοπλισμού. Στα γαλλοελβετικά σύνορα, το εν λειτουργία υδροηλεκτρικό εργοστάσιο του Chancy-Pougny (19201925) αναδεικνύει την ακτινοβολία της τεχνολογίας όταν τα μνημεία της διατηρούνται και συντηρούνται επί τόπου. Στις περιηγήσεις εντάχθηκε δικαίως και το περίφημο Ευρωπαϊκό Κέντρο Πυρηνικής Έρευνας (CERN), με τα εντυπωσιακά νεότερα επιτεύγματα της σύγχρονης ερευνητικής τεχνολογίας για τη μελέτη των μικροσωματιδίων της ύλης (πρωτόνια, ηλεκτρόνια κ.λπ.). Εδώ ο ιστορικός χρόνος παίρνει άλλες διαστάσεις, καθώς προβάλλονται ως «μουσειακά» αντικείμενα που μόλις πρόσφατα εξελίχθηκαν, αλλά επηρέασαν καθοριστικά τον τρόπο ζωής μας τα τελευταία λίγα χρόνια: Θαυμάζει ο επισκέπτης του CERN μεταξύ άλλων και τον ηλεκτρονικό υπολογιστή με τον οποίο επιτεύχθηκε η δημιουργία του Ιντερνέτ, μια τεχνολογική τομή στις επικοινωνίες, δημιουργία του Κέντρου, για την οποία οι επιστήμονές του είναι ιδιαίτερα περήφανοι.


Οι εκθέσεις Στη Γενεύη οργανώθηκε η έκθεση: «Η βιομηχανία στη Γενεύη: μια ιστορία ηλεκτρισμού». Παρουσιάστηκε σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο του Αντλιοστασίου της περιοχής Coulouvreniere (Usine des Forces Motrices, σήμερα Όπερα) παράλληλα με την περιοδεύουσα έκθεση «150 χρόνια βιομηχανικής κληρονομιάς». Στην πρώτη έκθεση παρουσιάστηκε με ιστορικά ντοκουμέντα, φωτογραφίες και μοντέλα μηχανών η εξειδίκευση των βιομηχανικών μονάδων της πόλης στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και η συμβολή του ηλεκτρισμού στην ανάπτυξη και άλλων κλάδων της βιομηχανίας στην πόλη και στην περιφέρειά της. Ο επισκέπτης είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει όλη αυτή την περιπέτεια της παραγωγής της ηλεκτρικής ενέργειας και μέσω αυτής

την ιστορία της πόλης της Γενεύης τα τελευταία 120 χρόνια. Είχε επίσης τη δυνατότητα να αντιληφθεί το δυναμικό που υπάρχει και σήμερα στον τομέα αυτό σε όλο το καντόνι. Η δεύτερη έκθεση, την οποία συνόδευε δίγλωσσος κατάλογος 156 σελίδων, αποτελούσε μια κριτική θεώρηση των 150 χρόνων βιομηχανικής πορείας της Ελβετίας, της κατάστασης διατήρησης των ιστορικών βιομηχανικών της μνημείων και των σημερινών προβλημάτων αποβιομηχάνισης ορισμένων περιοχών της. Ήταν μια έκθεση με σαφείς απόψεις για το ένδοξο παρελθόν αλλά και τα σύγχρονα προβλήματα της ελβετικής βιομηχανίας. Χρησιμοποιώντας στην παρουσίαση των διαφόρων επί μέρους θεμάτων το ελβετικό εθνικό σύμβολο του σταυρού σε κόκκινο φόντο ως έμβλημα και σήμα θετικής αξιολόγησης των επιτευγμάτων της

ΙΑ' ΣΥΜΠΟΣΙΟ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΗΣ «ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΕΣ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ» Μονεμβασία, 23-26 Ιουλίου 1998 Με τη συνεργασία του Πολιτιστικού ΤεΗ συγκέντρωση όλων των γνωστών χνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ ο Μονεμ- στοιχείων για τους φάρους της αρχαιότητας βασιώτικος Όμιλος πραγματοποίησε το ΙΑ' και του Μεσαίωνα, που χαρακτηρίζεται κυρίως Συμπόσιο Ιστορίας και Τέχνης στο Κάστρο από την κατάργηση τους, αποτέλεσε μια της Μονεμβασιάς, στις 23-26 Ιουλίου 1998, χρήσιμη εισαγωγή στο θέμα της με θέμα «Επικοινωνίες και μεταφορές στην συγκέντρωσης και της αξιολόγησης των προβιομηχανική περίοδο». καταγεγραμμένων φάρων του Αιγαίου από Είκοσι πέντε πρωτότυπες ανακοινώσεις τον 15ο έως τον 19ο αιώνα (Ν. Μπελα-βίλας). συνέβαλαν να προσεγγιστεί διεπιστημονικά Η αξιοποίηση ενός χειρογράφου από τη το εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό θέμα. Μονεμβασία του 1487 οδήγησε στην Ιστορικοί, αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, καταγραφή των χερσαίων και θαλάσσιων φιλόλογοι και εθνολόγοι κατέθεσαν τα επικοινωνιών της Μονεμβασίας και αυτή την επιστημονικά τους πορίσματα και αντάλλαξαν περίοδο (Χ. Καλλιγά). απόψεις για τη σημασία και το ρόλο των Η αξιολόγηση των ταξιδιωτικών μικρών επικοινωνιών στην οικονομία και την εξέλιξη λεξικών του 15ου και 16ου αιώνα κατων ελληνικών κοινωνιών από την αρχαιότητα ως το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, όπου επιβιώνουν οι προβιομηχανικές κοινωνίες. Παρουσιάστηκε η εντυπωσιακή εικόνα των θαλάσσιων επικοινωνιών στο Αιγαίο κατά την 3η και τη 2η χιλιετία (Χρ. Μπου-λώτης, Ν. Μερούσης). Η παρουσίαση του οδικού συστήματος της ρωμαϊκής Βέροιας (Λ. Στεφανή) συμπλήρωσε τις γνώσεις μας για το ρωμαϊκό οδικό σύστημα. Η ανακοίνωση του Γ. Πίκουλα, στηριγμένη σε αρχαιολογικά ευρήματα και πολύχρονη έρευνα, ξεκαθάρισε την τυπολογία του αρχαίου και του ρωμαϊκού δρόμου καθώς και του βυζαντινού λιθόστρωτου και του καλντεριμιού της Τουρκοκρατίας. Παρουσιάστηκαν οι γνωστοί δρόμοι όλων των εποχών στην Αρκαδία (Α. Πετρονώτης). Εγινε προσπάθεια ερμηνείας του ρόλου των πυκνών βιγλών, που καταγράφηκαν στη Χίο (Γ. Κίζης, Μ. Βουρνούς), για την επικοινωνία με την ενδοχώρα, αλλά και για την εποπτεία των χώρων ελλιμενισμού.

βιομηχανίας και των θετικών παραδειγμάτων αποκατάστασης, χαρακτήριζε στους αντίποδες τα αρνητικά παραδείγματα και τις αρνητικές επιπτώσεις και κρίσεις της βιομηχανίας με ένα - (πλην) σε μαύρο φόντο. Εξαιρετικά χρήσιμη ήταν η πολλαπλή ανάγνωση της έκθεσης μέσω στοιχείων για τη σύγχρονη ιστορική, βιομηχανική και τεχνολογική εξέλιξη στην Ελβετία και στον υπόλοιπο κόσμο. ΟΛΓΑ ΤΡΑΓΑΝΟΥ-ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ 1. ASHT/SGTI, Institut fur Geschichte ΕΤΗZurich, Postfach 952, 8401 Winterthur-CH. 2. ARIAS Industriekultur, Lokidepot, Lindstrasse 35, 8400 Winterhur-CH. 3. Patrimoine et architecture 5 (Juillet 1998), Editions Médecine et Hygiène C.P. 456, CH-1211 Genève 4.

τέδειξε όχι μόνον τους τρόπους επικοινωνίας αλλά και τις στοιχειώδεις ανάγκες και τα στοιχεία της ταυτότητας του περιηγητή (Ι. Βιγγοπούλου). Από τον I. Irmscher παρουσιάστηκε ο περιηγητής του 16ου αιώνα Νίκανδρος Νούκιος, ενώ με αφορμή την αξιοποίηση των πηγών για τη μεταφορά του κρητικού κρασιού από το Γιβραλτάρ καταγράφηκαν οι εμπορικοί δρόμοι κυρίως προς την Αγγλία τον 16ο αιώνα (Φ. Μπαρούτσος). Η συγκέντρωση και η αξιοποίηση πληροφοριών από τις πηγές για την ανάπτυξη των πόλεων σε συνδυασμό με την κοινωνική διαστρωμάτωση και τα οδικά δίκτυα προσκόμισαν πολύτιμα στοιχεία για τους αρχαιολόγους και πολεοδόμους που ασχολούνται με το θέμα (Ν. Καραπιδάκης). Ο Π. Θώμος, στηριζόμενος σε αρχαιολογικές και ιστορικές πηγές, εξέτασε τις εμπορικές


και πολιτιστικές σχέσεις της Μοσχόπολης. Η μελέτη ενός οικογενειακού αρχείου (της οικογένειας Πόνδικα) οδήγησε την Κ. Παπακωνσταντίνου στην εξαγωγή συμπερασμάτων για το δίκτυο διακίνησης των εμπορευμάτων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και στην Αυστριακή Αυτοκρατορία της Αψβουργικής Μοναρχίας, καθώς και για τις συνθήκες διεξαγωγής του εμπορίου σε αυτές τις περιοχές, κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Από τον Α. Heimedach παρουσιάστηκαν οι συνθήκες των εμπορικών συναλλαγών και του οδικού δικτύου από την Τριέστη στη μακρινή Ριγιέκα κατά τον 18ο και το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Η ανάλυση επιστολών δι' αντιπροσώπου, όπου ο επιστολογράφος εκπροσωπείται από τον κομίζοντα, «ωσεί παρών», έδωσε τη δυνατότητα στην Ε. Σκουτέρη να ερευνήσει τους τρόπους επικοινωνίας ανάμεσα στους ξενιτεμένους και τον τόπο τους, την αντίληψη τους για τη μετακίνηση και τη γεωγραφία και να πραγματοποιήσει μια εθνολογική προσέγγιση. Η μελέτη των κατάστιχων, εγγράφων κ.λπ. οδήγησε τον Κ. φαρμακίδη στην εξαγωγή συμπερασμάτων για την οργάνωση του εμπορίου στη Σύμη, μετά την καταπολέμηση της πειρατείας κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα. Η μελέτη των καταγεγραμμένων σε χάρτες των ξένων δυνάμεων στοιχείων (Dépôt de la Guerre, Expédition Scientifique) οδήγησε στην αξιολόγηση του στοιχειώδους οδικού δικτύου στην Πελοπόννησο κατά τον 19ο αιώνα (Η. Παναγούλης). Αντίστοιχη προσπάθεια προσέγγισης του θέματος, από τον Κ. Καρανάτση, επεξέτεινε τον προβληματι-

σμό και πέραν της Πελοποννήσου και οδήγησε τους ερευνητές σε έναν καρποφόρο διάλογο. Η μελέτη του Ημερολογίου του ταγματάρχη του Μηχανικού Σχινά επέτρεψε στην Ζ. Παπαγεωργοπούλου να αξιολογήσει την ακρίβεια των περιγραφών του για το οδικό δίκτυο της περιοχής του σημερινού νομού Κιλκίς κατά την περίοδο 1880-1885. Η συμβολή της λαογραφικής έρευνας των Λ. Γουργιώτη και Στ. Κυρίτση στο τεράστιο θέμα των επικοινωνιών και της διακίνησης εμπορευμάτων στη Θεσσαλία, κατά τον 19ο και το πρώτο μισό του 20ού αιώνα υπήρξε σημαντική. Η Φρ. Ηγουμενίδου με συστηματικό τρόπο κατέγραψε και παρουσίασε τους τρόπους επικοινωνίας της ενδοχώρας της Κύπρου καθώς και αυτούς που εξασφάλιζαν την επικοινωνία της με τον έξω κόσμο από τον 18ο έως τον 20ό αιώνα. Το Συμπόσιο έκλεισε με την παρουσίαση της καταγραφής σε μαγνητόφωνο ενός πρωτότυπου τρόπου επικοινωνίας των αγροτικών κοινωνιών με σφυρίγματα, την οποία πραγματοποίησε η A.M. StahlSchoorel. Ο τόμος με τα Πρακτικά του Συμποσίου, που θα εκδοθεί από το ΠΤΙ ΕΤΒΑ, θα συμβάλει στην προσέγγιση του τεράστιου και πολύπλοκου θέματος των μεταφορών και επικοινωνιών στις προβιομηχανικές κοινωνίες του τόπου μας. Ενός θέματος που χρειάζεται πολύπλευρη και διεπιστημονική προσέγγιση από την επιστημονική κοινότητα, για να διαφανεί η σημασία του στην οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της χώρας μας. ΑΣΠΑΣΙΑ ΑΟΥΒΗ

2ο ΛΑΤΙΝΟΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ TICCIH «ΔΙΑΣΩΣΗ, ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΧΡΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ» Α6άνα, 8-10 Σεπτεμβρίου 1998 Τον Σεπτέμβριο του 1998 πραγματοποιήθηκε στην πρωτεύουσα της Κούβας το 2ο Λατινοαμερικανικό Συνέδριο υπό την αιγίδα του TICCIH (Διεθνής Οργάνωση για τη Διάσωση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς) με θέμα «Διάσωση, συντήρηση και επανάχρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς». Τρία χρόνια μετά το 1 ο Λατινοαμερικανικό Συνέδριο στο Μεξικό, η επιλογή του τόπου διεξαγωγής του 2ου Συνεδρίου ήταν συνάρτηση του ιδιαίτερου ρόλου που διαδραμάτισε η Κούβα στη βιομηχανοποίηση της Λατινικής Αμερικής με άξονα την επεξεργασία φυτικών πρώτων υλών, όπως του ζαχαροκάλαμου και του καπνού, και του γεγονότος ότι μέσα από ιδιάζουσες ιστορικές συγκυρίες πολλές από τις βιοτεχνικές και βιομηχανικές εγκαταστάσεις στο νησί αυτό της

Καραϊβικής έχουν διασωθεί - και μερικές μάλιστα λειτουργούν έως τις ημέρες μας. Στη διοργάνωση του Συνεδρίου συνέβαλαν η Εθνική Επιτροπή Πολιτιστικής Κληρονομιάς και το Εθνικό Κέντρο Αποκατάστασης, Συντήρησης και Μουσειολογίας της Κούβας σε συνεργασία με το Διεθνές Τμήμα του TICCIH, το Κέντρο για τη Συντήρηση της Λατινοαμερικανικής Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της Χιλής, την Υπηρεσία Ανάπλασης και Περιβάλλοντος του Τεχνικού και Αρχιτεκτονικού Επιμελητηρίου της Βαρκελώνης και το Μουσείο Επιστήμης, Τεχνικής και Βιομηχανικής Αρχιτεκτονικής της Καταλονίας. Στην οικονομική υποστήριξη συνέβαλαν επίσης το Πρόγραμμα Συντήρησης και Επαναξιοποίησης της Κουβανικής Αρχιτε-

κτονικής Κληρονομιάς της UNESCO καθώς και η Κυβέρνηση της Καταλονίας. Η αποφασιστική συμβολή των καταλονικών ιδρυμάτων ήταν εμφανέστατη τόσο σε θέματα διοργάνωσης όσο και από την άποψη συμμετοχής και παρουσιάσεων. Το γεγονός αυτό ήταν καθοριστικό για την επιτυχία ενός Συνεδρίου με διεθνή απήχηση και συμμετοχή, εναρμονίζεται δε ιστορικά με τη μεγάλη σπουδαιότητα της Κούβας για το εμπόριο ανάμεσα στα λιμάνια της Καταλονίας και της Λατινικής Αμερικής, ιδιαίτερα τον 19ο αιώνα, σχέση που αναδείχτηκε αποφασιστική για τη βιομηχανοποίηση τόσο της Καταλονίας όσο και της Κούβας. Το διήμερο πρόγραμμα περιλάμβανε 129 ανακοινώσεις σε τέσσερις παράλληλες συνεδρίες. Η τρίτη ημέρα ήταν αφιερωμένη στην κουβανική βιομηχανική κληρονομιά με εκδρομές στην περιοχή της Αβάνας. Το απόγευμα της τρίτης ημέρας ανήκε στην καταληκτήρια συνεδρία με συνόψιση των εμπειριών των τριών ημερών. Στη συνέχεια, οι σύνεδροι είχαν την ευκαιρία να συμμετάσχουν σε μια διήμερη εκδρομή στα ενδότερα του νησιού, στη φημισμένη κοιλάδα του Αγίου Λουδοβίκου, όπου και οι παραδοσιακές εγκαταστάσεις επεξεργασίας ζαχαροκάλαμου (Valle de los Ingenios), που μαζί με την πόλη Trinidad (όπως άλλωστε και την Παλιά Αβάνα) έχουν συμπεριληφθεί στον κατάλογο της UNESCO για τα διατηρητέα μνημεία παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι ανακοινώσεις ήσαν ταξινομημένες σε επτά θεματικές ενότητες: α) τοπίο και βιομηχανική αρχιτεκτονική, β) συντήρηση και επανάχρηση, γ) διάσωση υλικού πολιτισμού (περιβάλλον, αντικείμενα, μηχανές, εγκαταστάσεις, αρχεία), δ) συντήρηση και επανάχρηση βιομηχανικής κληρονομιάς: έρευνα και εκπαίδευση, ε) βιομηχανική αρχαιολογία, στ) μεταλλεία, ζ) ζάχαρη και συναφείς εγκαταστάσεις. Αν και το επίκεντρο του Συνεδρίου ήταν η Λατινική Αμερική, πολλά θέματα αναφέρονταν σε αντίστοιχες εμπειρίες από άλλους γεωγραφικούς χώρους επιτρέποντας έτσι (ή επιβάλλοντας πολλές φορές) τη σύγκριση, την αντιδιαστολή και προ πάντων τον γόνιμο διάλογο. Έντονη ήταν η παρουσία ισπανών (και ιδιαίτερα καταλανών) συνέδρων με εισηγήσεις που αφ' ενός διερευνούσαν τις αμοιβαίες σχέσεις στην πορεία βιομηχανοποίησης στην Ισπανία και την Κούβα, αφ' ετέρου (με τη συνδρομή και των πορτογάλων συνέδρων) μετέφεραν εμπειρίες από τη βιομηχανική αρχαιολογία και τον βιομηχανικό τουρισμό στην Ιβηρική Χερσόνησο. Ιδιαίτερο βάρος ως θέμα είχε (φυσικά)' η ιστορία της επεξεργασίας του ζαχαροκάλαμου. Παράλληλα με τις εισηγήσεις που αναφέρθηκαν στις διάφορες πτυχές της κουβανικής εμπειρίας (π.χ. στα παραδοσιακά χειροκίνητα πιεστήρια ή τις σιδηροδρομικές εγκαταστάσεις, οι οποίες, αλληλένδετα συνδεδεμένες με τη ζαχαροπαραγωγή, είναι και οι παλαιότερες στη Λατινική Αμερική) παρουσιάστηκαν και θέματα που


Στιγμιότυπα από την επίσκεψη σ' ένα από τα παλιότερα εργοστάσια ζαχαροκάλαμου κοντά στην Αβάνα και στην παλιά ατμομηχανή που λειτουργεί ανελλιπώς μέχρι σήμερα.

έθιγαν αντίστοιχες ή συναφείς διεργασίες σε στην Καταλονία και την ιστορία του σιδηάλλους τόπους, π.χ. εγκαταστάσεις για το ροδρόμου στην Κούβα. Έξω από τον περίραφινάρισμα ζάχαρης από κουβανικό βολο του μοναστηριού υποδεχόταν τους ζαχαροκάλαμο στη Σκοτία. συνέδρους ο κόσμος του σήμερα, με το Το περιβάλλον ήταν εντυπωσιακό και πολύσημο κουβανικό χαμόγελο και τα προχαρακτηριστικό για την επικαιρότητα του βλήματα που η συγκυρία έχει φορτώσει στην κεντρικού θέματος του Συνεδρίου και των επί καθημερινή ζωή της πρωτεύουσας. Τα μέρους εισηγήσεων. Οι αίθουσες στις οποίες αποικιακά κτίρια της Παλιάς Αβάνας έλαβε χώρα το συνέδριο ανήκαν στο αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα μοναστήρι της Αγίας Κλάρας, ένα μνημείο προβληματικής επανάχρησης: δίπλα στη του 17ου αιώνα στο κέντρο της Παλιάς μελαγχολική εικόνα της αβέβαιης υπόστασης Αβάνας, που ύστερα από μακροχρόνιες μετέωρης ανάμεσα σε αναστήλωση και εργασίες συντήρησης στεγάζει σήμερα το κατάρρευση- η συνύπαρξη της (εξωτερικά πια Εθνικό Κέντρο Αποκατάστασης, Συντήρησης μόνο) μεγαλόστομης αποικιακής και Μουσειολογίας της Κούβας, ενώ μια αρχιτεκτονικής χειρονομίας με τον ασφυκτικά πτέρυγά του λειτουργεί ως ακαδημαϊκός περιορισμένο χώρο κατοικίας ανά οικογένεια ξενώνας. Εδώ έγιναν στο τέλος του σε μια υπερπληθυσμιακή μεγαλούπολη. συνεδρίου και τα εγκαίνια δύο εκθέσεων Αντίστοιχες ήταν και οι εντυπώσεις από τις φωτογραφίας με θέματα τη βιομηχανική εκδρομές στην περιοχή της Αβάαρχαιολογία και μουσειολογία

νας. Το πρόγραμμα περιλάμβανε υδραγωγεία, εγκαταστάσεις παραγωγής χάρτου και μπύρας, την πιο παλιά εγκατάσταση επεξεργασίας ζαχαροκάλαμου και μια παραδοσιακή εγκατάσταση που παράγει και εμφιαλώνει το πιο γνωστό προϊόν της μελάσας από ζαχαροκάλαμο, το ρούμι. Σίγουρα η επιλογή έγινε με κριτήριο όχι το βαθμό εκμοντερνισμού αλλά την ιστορική σημασία, τα προβλήματα διάσωσης, τεκμηρίωσης, συντήρησης κ.λπ. Η παλαιότητα, ωστόσο, των εγκαταστάσεων σε λειτουργία ενίσχυε την υποψία ότι η στενότητα οικονομικών πόρων του σήμερα μπορεί να αποτελέσει αποφασιστικό παράγοντα για τη διάσωση ενός τουλάχιστον τμήματος της βιομηχανικής κληρονομιάς, η οποία σε άλλα γεωγραφικά πλάτη και κάτω από διαφορετικές («ευνοϊκότερες») οικονομικές συνθήκες θα είχε θυσιαστεί (όπως και έχει συμβεί επανειλημμένα) στον ευγενή βωμό του εκσυγχρονισμού. Ίσως πάλι αυτή η υπόθεση να αποτελεί ευρωκεντρική προκατάληψη για το τι σημαίνει οικονομική αξιοποίηση και τι επανάχρηση βιομηχανικής κληρονομιάς: η κυνική παρατήρηση ότι τα περισσότερα από τα έτσι κι αλλιώς ολιγάριθμα αυτοκίνητα που κυκλοφορούν θυμίζουν λιμουζίνες της προπολεμικής περιόδου, που το πέρασμα τους γίνεται αντιληπτό από όλες τις αισθήσεις, κινδυνεύει να παραγνωρίσει το γεγονός ότι μια διαδρομή με ταξί τέτοιας κατασκευής χρεώνεται πολλαπλάσια από ό,τι η αντίστοιχη διαδρομή με ένα πιο σύγχρονο μέσο, ανεξάρτητα από το αν ο επιβάτης προτιμά συνειδητά ή όχι το κειμήλιο της βιομηχανικής αρχαιολογίας από τον σύγχρονο λειτουργικό ανταγωνιστή του. Εκτός προγράμματος παρέμεινε τελικά η αρχικά προγραμματισμένη εκδρομή σε παραδοσιακή βιοτεχνία παραγωγής πούρων. Παρηγοριά ίσως το γεγονός ότι τέτοιες εγκαταστάσεις μπορούσε κανείς να βρει και να επισκεφθεί και μόνος του σε διάφορα σημεία της Παλιάς Πόλης - με λίγη τύχη μπορούσε να μυηθεί στην τέχνη και στο χωλ του ξενοδοχείου, χωρίς βέβαια αυτό και μόνο το γεγονός να καθιστά το χώρο διατηρητέο. Οι τελικές εντυπώσεις διαφοροποιούνται ανάλογα με την προέλευση των συνέδρων. Από ευρωπαϊκή σκοπιά ιδιαίτερη εντύπωση έκανε η σημασία που προσέδωσαν οι λατινοαμερικάνοι εισηγητές στη διαπλοκή της βιομηχανικής κληρονομιάς με τον κοινωνικό περίγυρο τόσο του χθες όσο και του σήμερα: κοινωνική ιστορία και επανάχρηση με γνώμονα την ένταξη στη νέα κοινωνική πραγματικότητα, πειστήριο ότι η βιομηχανική κληρονομιά δεν είναι ούτε ξένο ούτε άψυχο σώμα. Από την πλευρά τους οι λατινοαμερικάνοι σύνεδροι σημείωσαν στα θετικά του συνεδρίου τις παρουσιάσεις ευρωπαϊκών εμπειριών από την υλοποίηση σχεδίων συντήρησης και επανάχρησης. Στην καταληκτήρια συνεδρία έγινε μια τελευταία προσπάθεια να συνοψιστεί και να αποτιμηθεί η συνεισφορά των εισηγήσεων με σημείο αναφοράς τη χρησιμότητα τους


στη διαμόρφωση ή την αναμόρφωση της πρακτικής διάσωσης, συντήρησης και επανάχρησης ιδιαίτερα στο χώρο της Λατινικής Αμερικής. Η παρουσία πολιτικών αρχών και οι σύντομες τοποθετήσεις τους έδωσαν τουλάχιστον την εντύπωση πως οι ελπίδες και οι επιδιώξεις οι οποίες εκφράστηκαν στο τριήμερο του συνεδρίου αποτελούν ευπρόσδεκτους στόχους πολιτικού προσανατολισμού. Οι εντυπώσεις από το συνέδριο θα ήταν ίσως παραπλανητικές αν κατά τη λήξη του επισφραγιζόταν μόνο με πολιτικές δηλώσεις. Το τελευταίο βράδυ είχε τη σφραγίδα της πολιτιστικής κληρονομιάς στην πιο λαϊκή της έκφραση: μουσική και

χορός στον περίβολο του μοναστηριού. Καθώς για το μέρος αυτό του συνεδριακού προγράμματος δεν υπήρχαν σαφείς χρονικοί περιορισμοί και οι συμμετέχοντες εμφανίζονταν διαρκώς πολυπληθέστεροι από τα εργαστήρια του Κέντρου Αποκατάστασης, Συντήρησης και Μουσειολογίας με τις πιο απρόβλεπτες εκφραστικές τεχνικές, οι παρευρισκόμενοι (ιδιαίτερα οι εκπρόσωποι του Παλαιού Κόσμου) είχαν την ευκαιρία να αναρωτηθούν αν είχαν καταλάβει σωστά και σε όλη του τη διάσταση το θέμα του συνεδρίου και αν θα έκαναν τις ίδιες προτάσεις σε ένα συνέδριο που θα ακολουθούσε την εμπειρία της βραδιάς. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΝΝΑΒΑΣ

19η ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΕΛΕΥΣΗ TOY ICOM Μελβούρνη, 11-16 Οκτωβρίου 1998 Από τις 11 έως τις 16 Οκτωβρίου 1998 πραγματοποιήθηκε στη Μελβούρνη της Αυστραλίας η 19η Γενική Συνέλευση του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM) παράλληλα με το 18ο Παγκόσμιο Συνέδριο που είχε ως θέμα «Μουσεία και πολιτισμικές διαφορές». Η διάρθρωση του Συνεδρίου, που προκαλεί πάντοτε παγκόσμιο ενδιαφέρον, ακολούθησε το καθιερωμένο γενικό διάγραμμα: βασικές εισηγήσεις σε ολομέλεια, στη συνέχεια παράλληλες συναντήσεις των διεθνών επιτροπών και, τέλος, επισκέψεις σε μουσεία. Αξιοσημείωτη καινοτομία του συνεδρίου της Μελβούρνης αποτέλεσε η οργάνωση ανοικτών συνεδριάσεων με επίκαιρα θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος, όπως: «Τουρισμός και προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς», «Τα μουσεία και οι γυναίκες», «Η ανάπτυξη των μουσείων σε παγκόσμιο επίπεδο». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα μέλη του ICOM παρουσιάζει πάντοτε η καθιερωμένη ημερίδα με τίτλο «Αγορά ιδεών», κατά την οποία οι σύνεδροι έχουν την ευκαιρία σε περιορισμένο χρόνο να παρουσιάσουν εργασίες που εντάσσονται στη γενική θεματική και προβληματική του Συνεδρίου. Το 18ο Παγκόσμιο Συνέδριο του ICOM είχε, κατά γενική ομολογία, ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον. Στις βασικές εισηγήσεις της πρώτης συνεδρίας οι ομιλητές προσέγγισαν θεωρητικά το θέμα της πολυπολιτισμικότητας και της έννοιας της πολιτισμικής ταυτότητας σε συνάρτηση πάντοτε με την απεικόνιση των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων στα μουσεία. Παρουσιάστηκαν συγκεκριμένα παραδείγματα από μουσεία της Αφρικής, των νησιών του Ειρηνικού κ.ά., ενώ αναλύθηκε η διαδικασία σχεδιασμού του μουσειολογικού προγράμματος του National Museum of the American Indian (Ουάσιγκτον) το οποίο ανήκει στο Ινστιτούτο Smithsonian των ΗΠΑ. Ειδικές αναφορές

έγιναν φυσικά στην Αυστραλία, ενώ δύο εισηγήσεις διεθυντών μουσείων της Ν. Ζηλανδίας προσδιόρισαν τα μουσεία ως «τόπους συνάντησης». Οι συναντήσεις των διεθνών επιτροπών προσέγγισαν το θέμα του συνεδρίου από ειδική σκοπιά, ανάλογα με το αντικείμενο της κάθε επιτροπής (τεκμηρίωση, εκπαιδευτικά προγράμματα, εκπαίδευση του προσωπικού, συντήρηση κ.λπ.). Από διαφορετική οπτική γωνία οργανώθηκαν και οι ξεναγήσεις τους στα μουσεία. Στο χώρο του συνεδρίου λειτούργησε για ένα τριήμερο εμπορική έκθεση (Trade Fair), στην οποία παρουσιάστηκαν μουσειολογικός εξοπλισμός (προθήκες, συστήματα ασφαλείας και αποθήκευσης κ.λπ.), είδη πωλητηρίων μουσείων, εκδόσεις, συστήματα τεκμηρίωσης κ.ά. Η έκθεση αυτή έδωσε την ευκαιρία στους συνέδρους να ενημερωθούν για την αντιμετώπιση πρακτικών προβλημάτων. Κατά την τελευταία ημέρα του συνεδρίου (16-10-1998) η Γενική Συνέλευση των μελών του ICOM ενέκρινε ομόφωνα έξι συστάσεις-αποφάσεις (resolutions), που αναφέρονται στα παρακάτω θέματα: 1. Μουσεία και πολυπολιτισμικότητα.

2. Μουσεία και πολιτιστικός τουρισμός. 3. Περιφερειακή ανάπτυξη μουσείων. 4. Ενδυνάμωση του κινήματος κατά της παράνομης διακίνησης των πολιτισμικών αγαθών. 5. Προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς κατά τη διάρκεια και μετά το πέρας ένοπλων συρράξεων. 6. Προετοιμασία μιας σύμβασης για την προστασία της κινητής πολιτισμικής κληρονομιάς. Οι Γενικές Συνελεύσεις του ICOM συγκαλούνται κάθε τρία χρόνια και καταλήγουν στην εκλογή Προέδρου, δύο Αντιπροέδρων, Ταμία και πενταμελούς Εκτελεστικού Συμβουλίου. Πρόεδρος του ICOM για την επόμενη τριετία εξελέγη ο κ. Jacques Perrot, διευθυντής των Εθνικών Μουσείων Clemenceau-Lattre και Invalides της Γαλλίας. Η επόμενη Γενική Συνέλευση και το Παγκόσμιο Συνέδριο θα πραγματοποιηθούν τον Ιούλιο του 2001 στη Βαρκελώνη. Η χώρα μας εκπροσωπήθηκε στο Συνέδριο της Αυστραλίας από δέκα μέλη του ICOM που συμμετείχαν ενεργά στις διεθνείς επιτροπές. Στη Μελβούρνη παρουσιάστηκε επίσης ο απολογισμός δραστηριοτήτων του Ελληνικού Τμήματος για την τριετία 1995-1998. Το Ελληνικό Τμήμα του ICOM ανέλαβε τη δέσμευση να οργανώσει το προσεχές φθινόπωρο στην Ελλάδα την ετήσια Συνάντηση της Διεθνούς Επιτροπής Περιφερειακών Μουσείων (International Committee of Regional Museums - ICR). Στη χώρα μας πρόκειται επίσης να οργανωθεί εντός του 2000 η ετήσια Συνάντηση της Διεθνούς Επιτροπής Ασφάλειας των Μουσείων (International Committee for Museum Security - ICMS). Εχοντας την πεποίθηση ότι οι διεθνείς αυτές συναντήσεις συμβάλλουν στην ανταλλαγή εμπειρίας και, κυρίως, στην προώθηση του διαλόγου για πολλούς επί μέρους τομείς της σύγχρονης μουσειολογίας, το Ελληνικό Τμήμα του ICOM αποφάσισε επίσης να διεκδικήσει τη διοργάνωση στην Ελλάδα του Παγκόσμιου Συνεδρίου Συντηρητών Αρχαιοτήτων και Εργων Τέχνης το έτος 2002. ΤΕΤΗ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ

Β΄ ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «Η ΠΟΛΗ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΤΕΡΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ» Αθήνα, 27-30 Νοεμβρίου 1997

Το συνέδριο «Μεσογειακές και Βαλκανικές όψεις (19ος-20ός αιώνας)», που οργάνωσαν η Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού και το Ινστιτούτο Μεσογειακών Σπουδών, διεξήχθη στις 27-30 Νοεμβρίου 1997 στο αμφιθέατρο του Ελληνικού Ινστιτούτου Pasteur (Βασ. Σοφίας 127). Συμμετείχαν πέντε ξένοι και σαράντα έξι έλληνες ερευ-

νητές. Οι ανακοινώσεις των συνεδρίων αφορούσαν κυρίως στις ακόλουθες θεματικές ενότητες: - Κατασκευή του αστικού χώρου. - Κοινωνικές σχέσεις. - Δημογραφικές συνιστώσες. - Νέες ανάγκες, νέα φαινόμενα. - Η μνήμη της πόλης.


-Αφήγηση του αστικού φαινομένου. - Αναπαραστάσεις της πόλης. - Η πόλη στη λογοτεχνία. Τις συνεδριάσεις παρακολούθησαν 150-200 σύνεδροι: αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι, ιστορικοί, κοινωνιολόγοι, ερευνητές, μεταπτυχιακοί φοιτητές κ.ά. Πολλοί από αυτούς, όπως και πολλοί από τους ομιλητές, εργάζονται σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Όσα ειπώθηκαν στις ανακοινώσεις και στις συζητήσεις που ακολούθησαν επιτρέπουν κάποιες πρώτες εκτιμήσεις για το τι προέκυψε από το συνέδριο, κατά πόσο δηλαδή συνέβαλε, μέσα από ένα διεπιστημονικό πρίσμα, στη σύγχρονη συζήτηση για την πολυπλοκότητα του αστικού φαινομένου. Κατ' αρχάς, σε σύγκριση με το ανάλογο συνέδριο που οργάνωσε η Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού το 1984 («Η νεοελληνική πόλη: οθωμανικές κληρονομιές και ελληνικό κράτος», βλ. δημοσιευμένα πρακτικά του συνεδρίου με τον ίδιο τίτλο, τ. Α'-Β', ΕΜΝΕ, Αθήνα 1985) παρατηρήθηκε μια υποχώρηση στη διερεύνηση θεμάτων σχετικών με τις κοινωνικές εντάσεις, τις οικονομικές λειτουργίες, τη διαφορά πόληςυπαίθρου. Υπήρξε, όμως, ένα μεγαλύτερο άνοιγμα στις αναπαραστάσεις και στην ανάδειξη νέων οπτικών για την πόλη. Σύγχρονα προβλήματα της πόλης, όπως είναι η αποβιομηχάνιση, η περιθωριοποίηση, οι σύγχρονες επιδημίες, η παρακμή των ιδεολογιών κ.ά., ως ένα βαθμό μόνο φαίνεται να υπήρξαν αφετηρία για αναζήτηση ανάλογων φαινομένων στις παλαιότερες εποχές. Η πόλη-βιογραφία εκπροσωπήθηκε ισχυρά και στο συνέδριο αυτό. Έγινε λόγος τουλάχιστον για είκοσι διαφορετικές πόλεις. Ωστόσο, φαίνεται, ακόμη και σε αυτές τις προσεγγίσεις, μια προσπάθεια υπέρβασης του στενού πλαισίου της συγκεκριμένης πόλης. Έγιναν απόπειρες κάποιων συγκρίσεων. Οι συγκρίσεις αυτές ήταν περισσότερες σε μια άλλη κατηγορία ανακοινώσεων, όπου η συμμετοχή των ξένων

και των αρχιτεκτόνων υπήρξε μεγαλύτερη. Ισως να μην είναι τυχαίο ότι, όσον αφορά στην Ελλάδα, οι αρχιτέκτονες-πολε-οδόμοι είναι οι μόνοι που υπηρετούν το φαινόμενο πόλη σε ένα συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο, ερευνητικό ή διδακτικό, το οποίο επιτρέπει συνέχεια και προγραμματισμό. Οι διαδοχικές μελέτες που προκύπτουν από την οργανωμένη αυτή προσπάθεια καθιστούν ευχερέστερη τη σύγκριση και τον εντοπισμό ιεραρχιών μεταξύ των αστικών κέντρων και τη διαμόρφωση δικτύων. Οι υπόλοιποι ερευνητές, και κυρίως οι ιστορικοί, δεν έχουν, όσον αφορά στο ερευνητικό αντικείμενο «πόλη», δημιουργήσει το αντίστοιχο θεσμικό πλαίσιο. Οι προσπάθειες τους είναι μεμονωμένες και αποσπασματικές. Και αν εξαιρέσουμε λίγα ερευνητικά προγράμματα, στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών του ΕΙΕ και αλλού,

δύσκολα μπορούμε να ισχυριστούμε ότι είναι δυνατές ανάλογες συγκρίσεις μεταξύ πόλεων σε επίπεδο δημογραφικό, κοινωνικής διαστρωμάτωσης και πολιτισμικό. Πόλεις που τα αρχεία τους είναι διαθέσιμα στην έρευνα εμφανίστηκαν συχνότερα στο συνέδριο. Το άνοιγμα, ιδιαίτερα των δημοτικών αρχείων, φαίνεται να διεύρυνε το σχετικό ερωτηματολόγιο των ελλήνων ιστορικών. Εδώ, διαπιστώθηκε, για άλλη μια φορά, η απουσία της Αθήνας, το δημοτικό αρχείο της οποίας παραμένει ακόμη αταξινόμητο. Στο μείζον θέμα του τι είναι ακριβώς η ιστορία της πόλης, ακούστηκαν ενδιαφέρουσες απόψεις, όπως ότι συνιστά τη σχέση του υλικού στοιχείου της με αυτό της κοινωνίας, των ανθρώπων που τη συγκροτούν. Έγινε, επομένως, εμφανές ότι η απλή εγγραφή ενός θέματος στο πλαίσιο της πόλης δεν φθάνει για να θεωρηθεί ότι εντάσσεται στην κατηγορία μελετών για το αστικό φαινόμενο. Το πάντρεμα διαφορετικών λογικών που πρόσφερε το συνέδριο, καθώς ακούστηκαν προσεγγίσεις αρχιτεκτόνων, ιστορικών, κοινωνιολόγων και άλλων κοινωνικών επιστημόνων, φαίνεται ότι αποτέλεσε τη μεγαλύτερη συμβολή της συνάντησης αυτής. Οι ομιλητές, αλλά και οι ακροατές, ασφαλώς έφυγαν τουλάχιστον με την υποψία ότι δεν μπορούν να περιχαρακώνονται στη δική τους μόνο οπτική, αλλά ότι είναι απαραίτητο το άνοιγμα σε άλλες ερμηνευτικές προσεγγίσεις. Τα πρακτικά του συνεδρίου θα εκδοθούν από την Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού μέσα στο 1999. Για τη διεξαγωγή του συνεδρίου και την έκδοση των πρακτικών του πολύτιμη ήταν η οικονομική ενίσχυση που ευγενικά πρόσφεραν: το Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, το Υπουργείο Εξωτερικών, το Υπουργείο Πολιτισμού και η Γενική Γραμματεία Έρευνας και Τεχνολογίας. ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΟΥΚΟΣ

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΣΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ Αφορμή για τη συγγραφή του άρθρου αυτού 1 έδωσε η πρώτη ενημερωτική συνάντηση με θέμα: «Πολιτιστική κληρονομιά και εκπαίδευση: εκπαιδευτικά πολιτιστικά δίκτυα», που οργανώθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 1997 από τη Διεύθυνση Λαϊκού Πολιτισμού του Υπουργείου Πολιτισμού και το Ελληνικό Τμήμα του ICOM. Όπως αναφέρεται στην εγκύκλιο του Υπουργού Πολιτισμού κ. Ε. Βενιζέλου, η οποία κοινοποιήθηκε στους εποπτευόμενους και συνεργαζόμενους φορείς «στόχος είναι η δημιουργία Εκπαιδευτικών Πολιτιστικών Δικτύων (ΕΠΔ) με σκοπό την ουσιαστική διασύνδεση των σχολείων κάθε βαθμίδας (Δημοτικό, Γυμνάσιο, Λύκειο) με κάθε είδους πολιτιστικό οργανισμό (Εφορείες του ΥΠΠΟ, —

84

Μουσεία, Θέατρα). Βασικός στόχος των ΕΠΔ παραμένει στον επίσημο προγραμματισμό του Υπουργείου Πολιτισμού η ζωντανή διασύνδεση των κατά τόπους Εφορειών (Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, και Νεωτέρων Μνημείων) με τα σχολεία έτσι ώστε να δημιουργηθεί μια βιωματική προσέγγιση της πολιτιστικής κληρονομιάς». Στην ημερίδα της 5ης Δεκεμβρίου 1997 παρουσιάστηκαν οι μέχρι σήμερα δραστηριότητες και ο τρόπος υλοποίησης εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε μουσεία και χώρους πολιτιστικής δράσης. Τη σύνδεση της πολιτιστικής κληρονομιάς με την εκπαίδευση και τους στόχους της συνάντησης έθεσε στην

εισαγωγική της ομιλία η Διευθύντρια της Διεύθυνσης Λαϊκού Πολιτισμού και Πρόεδρος του Ελληνικού Τμήματος του ICOM Τέτη Χατζηνικολάου. Στη διαδικασία υλοποίησης των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και την παραγωγή του έντυπου εκπαιδευτικού υλικού αναφέρθηκε αναλυτικά η υπεύθυνη του Τμήματος Εκπαιδευτικών Προγραμμάτων του Μουσείου Μπενάκη Νίκη ΨαρράκηΜπελεσιώτη. Στη συνέχεια, εκπρόσωποιυπεύθυνοι της υλοποίησης εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε μουσεία και μνημεία της πόλης αναφέρθηκαν αναλυτικά στην εμπειρία και τα προβλήματα από την πραγματοποίηση τέτοιων προγραμμάτων. Η Νίκη Δάφνη αναφέρθηκε στα εκπαιδευτικά προ-


γράμματα στο Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων που οργανώνονται εδώ και αρκετά χρόνια στο χώρο του μουσείου. Η Ειρήνη Γρατσία παρουσίασε τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Κέντρου Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής, τα οποία γίνονται αποκλειστικά σε σχολικές ομάδες. Στο πλαίσιο του προγράμματος «Το σχολείο υιοθετεί ένα μνημείο» παρουσιάστηκε το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο Γκάζι της Αθήνας, που εκπονήθηκε από τους Στάθη Γκότση και Αμαλία Τσιτούρη. Από το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα, που έχει αναπτύξει μεγάλη δραστηριότητα στο χώρο της εκπαίδευσης μέσω του μουσείου στο Ναύπλιο, η υπεύθυνη των εκπαιδευτικών προγραμμάτων Πόπη Καλκούνου αναφέρθηκε στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα «Το Ναύπλιο το 19ο αιώνα», το οποίο έγινε σε συνεργασία με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και απευθυνόταν σε παιδιά από το Ναύπλιο. Στην απογευματινή συνεδρία της συνάντησης αυτής παρουσιάστηκαν: εκπαιδευτικά προγράμματα που υλοποιούνται έξω από την Αθήνα και έχουν πανελλαδική εμβέλεια, όπως τα προγράμματα του Κέντρου Παιδικού και Εφηβικού Βιβλίου (Έλγκα ΧατζοπούλουΚαββαδία), του οποίου ο Μπλε Σάκος ταξιδεύει γεμάτος βιβλία σε απομακρυσμένες περιοχές της Ελλάδας, το πρόγραμμα «Μελίνα» (Νίκος Πάίζης από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας), του οποίου το έντυπο υλικό μοιράστηκε σε 146 δημοτικά σχολεία με φυλλάδια ενημέρωσης των εκπαιδευτικών και φυλλάδιο δραστηριοτήτων των μαθητών των πρώτων τάξεων του Δημοτικού, και «οι Ευρωπαϊκές Ημέρες Πολιτιστικής Κληρονομιάς» (Μάνος Σελέντης), όπου με ένα κεντρικό θέμα επιλέγονται πόλεις και γίνεται ένα πολιτιστικό πρόγραμμα. Ιδιαίτερη αναφορά έγινε στα προγράμματα που υλοποιούνται έξω από το χώρο του μουσείου, σε σχολεία, πολιτιστικούς οργανισμούς κ.ά., αλλά και με τη μορφή των μουσειοσκευών. Από την προσέλευση των ακροατών και τις εισηγήσεις, φάνηκε ότι υπάρχει έντονο ενδιαφέρον και επιτακτική ανάγκη αφ' ενός να ενισχυθούν οι προσπάθειες για την παραγωγή και την πραγματοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων και αφ' ετέρου να συγκληθεί σε ευθετότερο χρόνο μια δεύτερη ενημερωτική συνάντηση για τα Εκπαιδευτικά 2 Πολιτιστικά Δίκτυα . Εκπαιδευτικά προγράμματα σε τεχνικά μουσεία Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται το 1999 από την πρώτη απόπειρα υλοποίησης προγραμμάτων με εκπαιδευτικό χαρακτήρα, που ξεκίνησε το 1979 το Μουσείο Μπενάκη με αφορμή την ανακήρυξη του 1979 ως Έτους Παιδιού. Το ενδιαφέρον που εκδηλώθηκε στην εικοσαετή αυτή περίοδο, κυρίως από την πλευρά των πολιτιστικών φορέων, ήταν μεγάλο και επιβεβαιώνεται με την ποσοτική και ποιοτική αύξηση καθώς και με τη θεματική ποικιλία των εκπαιδευτικών προγραμμάτων στα μουσεία. Το ενδιαφέρον αυτό άνοιξε το δρόμο στην ίδρυση παιδικών μουσείων, πρακτική η οποία είναι γνωστή στην Αμερική

από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού (Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη, Ινδιανάπολη). Τα αμερικανικά παιδικά μουσεία αποτέλεσαν πρότυπα για την ίδρυση αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Στην Ελλάδα, στο τέλος της δεκαετίας του '80, ιδρύθηκαν παιδικά μουσεία τα οποία δραστηριοποιούνται κυρίως (αν όχι αποκλειστικά) με την πραγματοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων είτε μέσα στον κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο του μουσείου είτε σε χώρους έξω από αυτόν (π.χ. εργοστάσια, άλλα μουσεία, αρχαιολογικοί χώροι). Την επιτυχή έκβαση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων προϋποθέτει η εκπαίδευση ειδικών, μουσειοπαιδαγωγών ή ερμηνευτών (εμψυχωτών), οι οποίοι συνδυάζουν παιδαγωγικές γνώσεις και ειδικές γνώσεις για τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους και μπορούν να φέρουν σε πέρας με επιτυχία τα εκπαιδευτικά αυτά προγράμματα. Υπάρχει ένα διαπιστωμένο εκπαιδευτικό κενό στον τομέα αυτό στα ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, με αποτέλεσμα οι μουσειοπαιδαγωγοί είτε να εκπαιδεύονται στην Εσπερία είτε, τα τελευταία χρόνια, στο Ελληνικό Παιδικό Μουσείο. Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι νέοι μουσειοπαιδαγωγοί δραστηριοποιούνται στην ελεύθερη αγορά, πραγματοποιώντας εκπαιδευτικά προγράμματα από την προσχολική ηλικία μέχρι τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Με τα εκπαιδευτικά προγράμματα έχουν αρχίσει να ασχολούνται και άλλοι φορείς, όπως αρμόδιες υπηρεσίες Υπουργείων (Πολιτισμού, Αιγαίου) και Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα μέχρι σήμερα έριχναν το βάρος τους σχεδόν αποκλειστικά στους γνωστούς σημαντικούς τομείς της αρχαιολογίας και της λαϊκής τέχνης. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονο ενδιαφέρον για θέματα που άπτονται του τομέα της προβιομηχανικής και της βιομηχανικής τεχνολογίας. Τέτοια εκπαιδευτικά προγράμματα υλοποιούνται εδώ και αρκετά χρόνια από φορείς, όπως είναι το Τεχνικό Μουσείο θεσσαλονίκης, το οποίο πρόσφατα (1997) δημιούργησε το Παιδικό Μουσείο Θεσσαλονίκης με στόχο να προσφέρει μια δημιουργική στέγη για παιδιά ηλικίας 4 έως 12 ετών για την πραγματοποίηση ψυχαγωγικών, αλλά κυρίως εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Μια αξιόλογη προσπάθεια για την πραγματοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων γίνεται στο Μουσείο Ύδρευσης Θεσσαλονίκης, που δημιουργήθηκε πρόσφατα από το Υπουργείο Πολιτισμού (4η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων). Τα προγράμματα αναφέρονται στο νερό, την ιστορία του, τη σημασία του ως φυσικού αγαθού και τη χρήση του στον αστικό χώρο της Θεσσαλονίκης στη βιομηχανική περίοδο. Εκπαιδευτικά προγράμματα τα οποία έχουν ως αντικείμενο ή/και υλοποιούνται σε βιομηχανικούς χώρους πραγματοποιεί το Ελληνικό Παιδικό Μουσείο στα δέκα χρόνια λειτουργίας του (1987-1997), όπως «Η ελιά, η ΕΛΑΪΣ, το ελαιόλαδο», «Η σοκολάτα και ο Παυλίδης», «Εργο Μετρό» κ.ά. Στο χώρο της προβιομη-

χανικής τεχνολογίας προσφιλή θέματα, όπως το ψωμί, το λάδι, το ύφασμα, το μετάξι, το καράβι, ο πηλός κ.ά. έχουν αποτελέσει αντικείμενο ειδικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, ξεκινώντας είτε από θεσμοθετημένους φορείς (για παράδειγμα μουσεία) είτε από ιδιωτικές πρωτοβουλίες (ομάδες: Ανακαλύψεις, Καραβάνι, Καλειδοσκόπιο κ.ά.). Στα εκπαιδευτικά αυτά προγράμματα δίνεται έμφαση στην ιστορία του προϊόντος, στις χρήσεις του στην παραδοσιακή και βιομηχανική κοινωνία και στα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας. Ενα τμήμα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων με θέμα από τον υλικό παραδοσιακό πολιτισμό γίνεται με τις μουσειοσκευές (ή μουσειοβαλίτσες), όπως π.χ. το ελληνικό σαμάρι του Μουσείου των Μηλεών. Νομίζουμε ότι τα εκπαιδευτικά προγράμματα με θέματα από τον υλικό προβιομηχανικό ή βιομηχανικό πολιτισμό θα πρέπει να πραγματοποιούνται είτε στο χώρο του μουσείου όπου υπάρχει πιστή αναπαράσταση του θέματος είτε στους ίδιους τους χώρους παραγωγής, έτσι ώστε να υπάρχει βιωματική, στο μέτρο του δυνατού, σχέση των παιδιών 3 με το εκπαιδευτικό αντικείμενο . Το πρόβλημα που παραμένει μέχρι σήμερα δισεπίλυτο είναι αυτό των εκπαιδευτών οι οποίοι καλούνται να πραγματοποιήσουν τα εκπαιδευτικά προγράμματα. Και ναι μεν στα μεγάλα αστικά κέντρα (κυρίως Αθήνα, Θεσσαλονίκη) αυτό αντιμετωπίζεται με επιτυχία από ειδικούς μουσειοπαιδαγωγούς ή εκπαιδευτικούς οι οποίοι έχουν αποκτήσει γνώσεις ειδικής ερμηνευτικής για τα μουσεία. Στα επαρχιακά, όμως, μουσεία τι γίνεται, τα οποία, με εξαίρεση ελάχιστα (και μνημονεύω εδώ το παιδικό μουσείο του Πελοποννησιακού Λαογραφικού Ιδρύματος στο Ναύπλιο) στερούνται αυτής της δυνατότητας; Ισως η δραστηριοποίηση από κοινού των αρμόδιων Υπουργείων Παιδείας και Πολιτισμού, σε συνεργασία με τις κατά τόπους Εφορείες Αρχαιοτήτων και Νεωτέρων Μνημείων καθώς και με τα τοπικά μουσεία και τα σχολεία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να αξιοποιήσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον τεχνικό πολιτισμό μας. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

1. Η Τεχνολογία βρισκόταν στο τυπογραφείο όταν πραγματοποιήθηκε η δεύτερη συνάντηση για τα ΕΠΔ την οποία θα παρουσιάσουμε στο επόμενο τεύχος. 2. Θα ήταν ευκταίο, αν όχι αναγκαίο, στη δεύτερη ενημερωτική συνάντηση να συμμετέχουν εκπαιδευτικοί από την πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση οι οποίοι υλοποιούν εκπαιδευτικά προγράμματα καθώς και εκπρόσωποι από παιδικά μουσεία, όπως το Ελληνικό Παιδικό Μουσείο, το Μουσείο Παιδικής Ζωγραφικής, το νεοσύστατο Παιδικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, τα οποία έχουν να παρουσιάσουν σημαντικό έργο και ενδιαφέροντα προβληματισμό. 3. Στο πλαίσιο αυτού του προβληματισμού, προγραμματίζεται η δημιουργία εκπαιδευτικού προγράμματος με θέμα: «Το μπαρούτι. Πόλεμος και


ειρήνη», στο Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης στη Δημητσάνα για παιδιά ηλικίας 10-15 ετών. Ενδεικτική βιβλιογραφία Εκπαιδευτικές μουσειοσκευές, Αρχαιολογία 38 (Μάρτιος 1991). Λαογραφικό Εθνολογικό Μουσείο Μακεδονίας, Ένας οδηγός για τη γνωριμία του σχολείου με το Λ.Ε.Μ.Μ., Θεσσαλονίκη 1987. Μουσείο - Σχολείο, 4ο περιφερειακό σεμινάριο για εκπαιδευτικούς πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης νομού Ιωαννίνων, Περιλήψεις ανακοινώσεων, Υπουργείο Εθνικής Παιδείας & Θρησκευμάτων, Υπουργείο Πολιτισμού, Διεθνές Συμβούλιο ΜουσείωνΕλληνικό Τμήμα, Ιωάννινα, 2-3 Δεκεμβρίου 1994. Παιδί και μουσείο, Αρχαιολογία 16 (Αύγουστος 1985). Πρακτικά «Ετήσια Διεθνής Συνάντηση CECA 1988, Ιδρυση, Οργάνωση και Λειτουργία Εκπαιδευτικών Τμημάτων σε Μουσεία», Ναύπλιο -

Αθήνα 9-16 Οκτωβρίου 1988, Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων-Ελληνικό Τμήμα, Αθήνα 1991. Πρακτικά, Ημερίδα με θέμα «Σχεδιασμός και αξιολόγηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά 10 έως 15 ετών», Θεσσαλονίκη 18 Μαίου 1995, επιμ. Σ. Ξενιτίδου, Θεσσαλονίκη, Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Davilov V.J., Science Center Planning Guide, A Handbook for Starting and Operating Science and Technology Museums, Association of Science-Technology Centers, Washington 1985. Durant J., Museums and the Public Understanding of Science, Science Museum in association with the Committee on the Public Understanding of Science, London 1992. International Workshop on «Science Museums without Walls. Exhibits to go», organised by NCSM in collaboration with Unesco, ICOM and INDO US sub Commission on Education & Culture, December 5-13, 1988, Delhi, Bombay, Bangalore, Calcutta.

Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ ΚΑΙ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ Δύο παραδείγματα από το Ρέθυμνο και την Ξάνθη Τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια έχει πραγματοποιηθεί σημαντικός αριθμός ερευνών σε θέματα που αναφέρονται στην προβιομηχανική ή βιομηχανική κληρονομιά και τεχνολογία και τα αποτελέσματα τους έχουν δημοσιευτεί ή ανακοινωθεί σε επιστημονικές συναντήσεις. Όλες όμως -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- αφορούν σε πολύ περιορισμένες (γεωγραφικά) περιοχές, συνήθως μεμονωμένα χωριά, και έτσι το τεράστιο κενό της απουσίας συγκριτικών μελετών για ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο ή έστω μεγάλων περιοχών του παραμένει, με αποτέλεσμα να μην είναι προς το παρόν δυνατή η εξαγωγή συμπερασμάτων για τους διάφορους τομείς της έρευνας (ιστορία, λαογραφία, αρχιτεκτονική, τεχνολογία, ορολογία κ.ά.) τόσο για τις ελληνικές περιοχές όσο και για τον βαλκανικό, τον μικρασιατικό και τον μεσογειακό χώρο. Εξαιρετικά σημαντικό γεγονός για την ελληνική πραγματικότητα θα πρέπει να θεωρηθεί ότι την τελευταία πενταετία, δειλά δειλά, η έρευνα με τέτοιου είδους περιεχόμενο άρχισε να εντάσσεται στην ύλη της σχολικής εκπαίδευσης με διάφορα προγράμματα (περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, κινητικότητας, τεχνομάθειας κ.ά.) επιχορηγούμενα ή όχι από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Βασίστηκε ουσιαστικά στην πρωτοβουλία και στην εθελοντική προσφορά ορισμένων καθηγητών και έγιναν αξιόλογες προσπάθειες σε πολλά σχολεία (όλων των βαθμίδων), κυρίως της επαρχίας. Παράλληλα, στην Ανώτατη Εκπαίδευση, κυρίως στα Τμήματα Αρχιτεκτόνων, μικρός αριθμός σπουδαστών επιλέγουν σχετικά θέματα για τη διάλεξη ή τη διπλωματική τους εργασία. Δύο από αυτά τα σχολεία κατάφεραν να εξασφαλίσουν τα απαραίτη-

τα χρήματα και κυκλοφόρησαν δύο πολύ αξιόλογα βιβλία με τα αποτελέσματα της δουλειάς τους. Το πρώτο, με τίτλο Οι νερόμυλοι του Ρεθύμνου - Μια ιστορική προσέγγιση της ακμής και παρακμής του προβιομηχανικού οικισμού, παρουσιάζει μέρος του έργου «Τομές και συνέχεια στις οικονομικοκοινωνικές διαδικασίες της περιοχής του φαραγγιού των Μύλων» που έγινε στο πλαίσιο του Προγράμματος «Τεχνομάθεια 1995-96» από επτά μαθητές και μαθήτριες, μέλη της Ομάδας «Τεχνομάθεια-Μυλομάθεια» του Ενιαίου Πολυκλαδικού Λυκείου Ρεθύμνου με την καθοδήγηση του καθηγητή τους Μανούσου Μαραγκάκη (διδάσκει Διοίκηση Επιχειρήσεων) ο οποίος και υπογράφει την έκδοση (Ρέθυμνο 1996, σελ. 108, διαστ. 23x24,5 εκ., 7 χάρτες, 22 σχέδια, 54 μαυρόασπρες φωτογραφίες). Εντύπωση προκαλεί η πληρότητα της έρευνας η οποία επεκτάθηκε με μεγάλη σοβαρότητα και υπευθυνότητα (αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας την ηλικία και την απειρία, αλλά και την έλλειψη γνώσεων των ερευνητών-μαθητών) σε όλους τους τομείς που έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με τη λειτουργία των νερόμυλων. Εξετάζεται και αναλύεται αρχικά το περιβάλλον τους (φυσικό, ανθρωπογενές και δομημένο), παρατίθενται τα ιστορικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν από την εποχή της Ενετοκρατίας ως το τέλος της λειτουργίας των μύλων και παρέχονται πληροφορίες για τη γεωργική παραγωγή και την αλευροποίηση των σιτηρών. Η παρουσίαση του συγκροτήματος των μύλων περιλαμβάνει τον τρόπο κατασκευής τους (γενικά στην Κρήτη και ειδικά στο Μυλωλιανό Φαράγγι), την αρχιτεκτονική

Ερείπια νερόμυλου με κτιστό υδατόπυργο από το Μυλωλιανό Φαράγγι του Ρεθύμνου.

Βουτηχτή νεροτριβή με όρθιο βαγένι από σκαλισμένο κορμό στο χωριό Ωραίο της ορεινής περιοχής της Ξάνθης.

όπως και τα τεχνικά και οικονομικά στοιχεία της λειτουργίας τους. Η έκδοση κλείνει με πληροφορίες για άλλες χρήσεις του νερού κυρίως στις ρασοφάμπρικες (τα μαντάνια), τις εντυπώσεις των μαθητών, προτάσεις για την αντιμετώπιση των κτισμάτων αυτών ως μνημείων και τις δυνατότητες «αναβίωσης» τους, ενώ παρατίθεται επίσης και ο σχεδιασμός του προγράμματος της έρευνας. Το δεύτερο (εκτός εμπορίου προς το παρόν, αλλά με υπόσχεση της Κεντρικής Ενωσης Δήμων και Κοινοτήτων Ελλάδας [ΚΕΔΚΕ] ότι σύντομα θα κυκλοφορήσει), με τίτλο «Οι νερόμυλοι της ορεινής περιοχής (του νομού Ξάνθης) και ειδικά η λειτουργία του μύλου στο Ωραίο», παρουσιάζει την έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του Προγράμματος Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης από δεκαεννέα


μαθητές, μέλη της Περιβαλλοντικής Ομάδας και των τριών τάξεων του Γυμνασίου Σμίνθης, με πρωτοβουλία των καθηγητριών τους Βασιλείας Ζωγραφάκη, φιλόλογου, και Αναστασίας Τσιρπινάκη, μαθηματικού (Ξάνθη 1996-97, φωτοτυπημένη έκδοση, σελ. 169, διαστ. 29X21 εκ., 1 χάρτης, 9 σχέδια, 181 έγχρωμες και 2 μαυρόασπρες φωτογραφίες). Η έρευνα πραγματοποιήθηκε κάτω από δύσκολες συνθήκες σε τμήμα της οροσειράς της Ροδόπης, στη βόρεια περιοχή του νομού, με κακό οδικό δίκτυο, σε χωριά που σχεδόν όλα κατοικούνται από μειονότητες μη ελληνόφωνες. Εντοπίστηκαν και καταγράφτηκαν εξήντα δύο νερόμυλοι, από τους οποίους επτά σε λειτουργία, μεγάλος αριθμός νεροτριβών όπως και δύο «ντουλάπ» (μαντάνι στην τοπική πομάκικη διάλεκτο), από τα οποία το ένα με τέσσερα κοπάνια σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση. Και εδώ εντυπωσιάζει η πληρότητα της εργασίας η οποία έγινε σε περιοχή που δεν είχε ποτέ ερευνηθεί, και μάλιστα από μικρούς σε ηλικία μαθητές. Αρχικά αναλύονται η υδροδυναμική ενέργεια και η λειτουργία των νερόμυλων, ακολουθούν ιστορικά στοιχεία και πληροφορίες για το

δίκαιο, το καθεστώς ιδιοκτησίας, τους μυλωνάδες και τους πελάτες. Ακολουθεί λεπτομερής περιγραφή των υδροκίνητων εγκαταστάσεων κατά χωριό, με πληροφορίες για την ιστορία τους, τα κτίσματα τους, τα υδραυλικά έργα μεταφοράς του νερού από το ποτάμι, τους μηχανισμούς, τη σημερινή τους κατάσταση και τους ιδιοκτήτες τους. Η έκδοση κλείνει με πίνακα μύλων στην περιοχή, των οποίων δεν σώζεται κανένα ίχνος αλλά υπάρχουν προφορικές μαρτυρίες για την ύπαρξη τους, και με λαογραφικά στοιχεία. Και ένα απλό ξεφύλλισμα των δύο αυτών εκδόσεων μας πείθει για τις δυνατότητες εκμετάλλευσης του μαθητικού δυναμικού που με τον ενθουσιασμό της ηλικίας και με την προϋπόθεση ότι θα βρεθούν εθελοντές εκπαιδευτικοί οι οποίοι θα κατευθύνουν δημιουργικά τους μαθητές (κανείς από τους τρεις προαναφερθέντες υπεύθυνους καθηγητές δεν είναι ειδικός) είναι δυνατόν να αποδώσει σημαντικά αποτελέσματα. Πράγματι αποδείχθηκε ότι μπορεί να υπάρξει λύση στο πρόβλημα εντοπισμού και πρώτης απογραφής κατά περιοχή των «άγνωστων» ταπεινών, αλλά σημαντικών μνημείων της προβιομηχανι-

κής τεχνολογίας με πολύ χαμηλό κόστος (μια και σπάνια δίνονται χρήματα για τέτοιου είδους έρευνες) με παράλληλο και πιο σημαντικό επίτευγμα την ευαισθητοποίηση των παιδιών σε θέματα πολιτιστικής κληρονομιάς, τώρα πια μάλιστα που το μάθημα «Τεχνολογία» που περιλαμβάνει και απλές ερευνητικές διαδικασίες έχει συμπεριληφθεί και επίσημα στο σχολικό πρόγραμμα. ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΝΟΜΙΚΟΣ Υ.Γ.: Το άρθρο αυτό ήταν έτοιμο, όταν έγινε γνωστό ότι, με εισήγηση της Διεύθυνσης Λαϊκού Πολιτισμού, το Υπουργείο Πολιτισμού ανέθεσε στο Ινστιτούτο των Ελληνικών Μύλων την ετοιμασία εγχειριδίου για καθηγητές και μικρής έκδοσης για μαθητές με πληροφοριακό υλικό για τους ανεμόμυλους του ελληνικού χώρου στο πλαίσιο εκπαιδευτικών προγραμμάτων με χρήματα από το ΛΟΤΤΟ. Ας ελπίσουμε ότι η πρωτοβουλία αυτή της Διεύθυνσης Λαϊκού Πολιτισμού θα αποτελέσει αρχή για μια πιο οργανωμένη και υπεύθυνη εισαγωγή της έρευνας στην εκπαίδευση.

ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΛΛΟΤΕΧΝΙΑ Κουφόπουλος Μ.Π. - Μαμαλούκος Β.Στ., Αγιορείτικη μεταλλοτεχνία από τον 18ο στον 20ό αιώνα, Αθήνα 1997, 336 σελ. Η Αγιορείτικη μεταλλοτεχνία των Πέτρου Κουφόπουλου και Σταύρου Μαμαλούκου, που εκδόθηκε το 1997 από το ΠΤΙ ΕΤΒΑ, είναι το αποτέλεσμα μιας πολύχρονης έρευνας των συγγραφέων στον τομέα αυτό της προβιομηχανικής τεχνολογίας. Η έρευνα και η μελέτη για τη μεταλλοτεχνία στην αθωνική χερσόνησο επικεντρώθηκαν στην περίοδο από τον 18ο αιώνα ως τις πρώτες μετά τα μέσα του 20ού αιώνα δεκαετίες και δεν επεκτάθηκαν, όπως αναφέρουν οι συγγραφείς στον πρόλογό τους, σε παλαιότερες εποχές λόγω έλλειψης στοιχείων. Το βιβλίο διαιρείται σε τρία μέρη. Το πρώτο αναφέρεται στο ιστορικό, κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο του Αγίου Όρους της περιόδου που εξετάζεται σε σχέση πάντα με τη μεταλλοτεχνική παραγωγή και τις ανάγκες σε έργα μεταλλοτεχνίας. Παρουσιάζονται η οικονομοτεχνική οργάνωση των εργαστηρίων, οι τεχνίτες, η αρχιτεκτονική των κελυφών και ο εξοπλισμός των εργαστηρίων. Το δεύτερο μέρος περιλαμβάνει κατάλογο όσων τεχνιτών εντοπίστηκαν ανά ειδικότητες με στοιχεία από τη ζωή και το έργο τους. Το τρίτο μέρος αποτελεί το αρχείο των εργαστηρίων κατά μονές και κατηγορίες. Στα δύο παραρτήματα που ακολουθούν

δημοσιεύονται γραπτές μαρτυρίες για την αγιορείτικη μεταλλοτεχνία (συμφωνητικά, αποδείξεις, τιμολόγια, επιστολές, σημειώματα κ.ά.) και η καταγραφή καταστημάτων και εργαστηρίων στις Καρυές, το σημαντικότερο εμπορικό και μεταποιητικό κέντρο του Αγίου Όρους. Τα μεταλλοτεχνικά εργαστήρια λειτουργούσαν ως ανεξάρτητες μονάδες και

κατείχαν σημαντικό ρόλο στην οικονομία των μονών και της ευρύτερης περιοχής με τις οποίες αυτές συναλλάσσονταν. Η παραγωγή των εργαστηρίων αυτών δεν περιοριζόταν σε είδη που κάλυπταν τις ανάγκες μιας προβιομηχανικής αγροτικής κοινωνίας αλλά επεκτεινόταν και σε αντικείμενα αξιόλογης τέχνης. Κάθε μονή και σκήτη είχε τα δικά της εργαστήρια, ορισμένα από τα οποία έκαναν και εξαγωγές. Οι τομείς της μεταλλοτεχνίας που αναπτύχθηκαν στην Αθωνική Πολιτεία από τον 18ο αιώνα ως τα μέσα του 20ού είναι οι εξής: σιδηρουργία, οπλουργία, κλειθροποιία, μαχαιροποιία, χυτοσιδηρουργία, λευκοσιδηρουργία, μηχανουργική, χαλκοτεχνία, επικασσιτέρωση, ορειχαλκουργία, κωδωνοποιία, ωρολογοποιία, κατασκευή πρεσαριστών μικροαντικειμένων, μολυβδοκαλύψεις και αργυροχοΐα. Η προμήθεια πρώτων υλών, ανάλογα με τη χρονική περίοδο, γινόταν από διάφορες περιοχές του ελλαδικού χώρου, των Βαλκανίων, τη Ρωσία, την Κωνσταντινούπολη, τη Μικρά Ασία αλλά και τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Η μεταφορά των πρώτων υλών καθώς και του εξοπλισμού των εργαστηρίων γινόταν κατ' εξοχήν διά θαλάσσης, δεδομένου ότι το οδικό δίκτυο του Άθω κατασκευάστηκε στη δεκαετία του 1960. Οι μεταλλοτεχνί-τες που εργάστηκαν στο Άγιον Όρος από τα μέσα του 18ου αιώνα ως τα μέσα του 20ού ήταν είτε μοναχοί είτε κοσμικοί από πολλές περιοχές του ελλαδικού και του

-------------------------------------------

87


ευρύτερου βαλκανικού και μικρασιατικού χώρου. Πολλοί προέρχονταν από οικογένειες με παράδοση στη μεταλλοτεχνία. Αξιοσημείωτη ιδιομορφία είναι η ύπαρξη «οικογενειακής παράδοσης» στο πλαίσιο των μοναστικών αδελφοτήτων. Η τέχνη μεταβιβαζόταν από το γέροντα στον υποτακτικό, όπως από τον πατέρα στο γιο στους κοσμικούς, ιδίως στην περίπτωση που ένας μεταλλοτεχνικός κλάδος αποτελούσε το βασικό διακόνημα μιας αδελφότητας. Τα κτίσματα των εργαστηρίων, τα περισσότερα συγκεντρωμένα στις Καρυές, βρίσκονταν ως επί το πλείστον έξω από τον περίβολο των μονών και ήταν ισόγεια, διώροφα ή και πολυώροφα αλλά και υπαίθρια και ημιυπαίθρια, ανάλογα με τη μεταλλοτεχνική δραστηριότητα η οποία ασκούνταν σε αυτά. Τα κείμενα συνοδεύονται από πολλά σχέδια των κελυφών των εργαστηρίων και από φωτογραφίες σύγχρονες και αρ-

χειακές που συντελούν στην πληρέστερη παρουσίαση του θέματος. «Σκοπός της έρευνας και της παρουσίασής της - και μέσω αυτής η διάσωση», όπως σημειώνουν οι συγγραφείς στον πρόλογό τους, «ήταν μία πρώτη καταγραφή του πλουσιότατου εθνογραφικού υλικού που εντοπίστηκε στο Άγιον Όρος για να κινηθεί το ενδιαφέρον των ερευνητών και να μελετηθεί διεξοδικότερα στο μέλλον. [...] Επιτακτική είναι ακόμη η ανάγκη ευαισθητοποίησης των χρηστών απέναντι στον παραγκωνισμένο αυτό κειμηλιακό πλούτο που κατέχουν, που δεν περιορίζεται μόνο στη μεταλλοτεχνία, αλλά εκτείνεται σε όλες τις παραδοσιακές μεταποιητικές δραστηριότητες. Ελπίζουμε το βιβλίο αυτό να συμβάλει στην αναγνώριση και προστασία του τεράστιου εθνογραφικού πλούτου που συγκεντρώνει το Αγιον Όρος». ΕΛΕΝΗ ΜΠΕΧΡΑΚΗ

πτυξη του εμπορικού κεφαλαίου και τη βαθμιαία ανάκτηση της ιδιοκτησίας από τους χριστιανούς, Οθωμανούς υπηκόους. Ο τύπος του βιομηχάνου της εποχής είχε το προφίλ του πολυπράγμονα επιχειρηματία που ξεκινούσε από την ελαιοκαλλιέργεια, προχωρούσε στη μεταποίηση, επεκτεινόταν στην εμπορία ελαιοσάπωνα, δίνοντας παράλληλα ιδιαίτερη έμφαση στα κέρδη που αποκόμιζε από τα έντοκα δάνεια σε ντόπιους αλλά και σε συμπατριώτες του, επιχειρηματίες της διασποράς. Όπως γλαφυρά παραθέτει η συγγραφέας: «Ο εκπληκτικά λεπτομερής τρόπος με τον οποίο σχεδιάζεται η εγκατάσταση και η λειτουργία της νέας τεχνολογίας, η επιμέλεια με την οποία καταγράφουν τις ανάγκες τους σε πρώτες ύλες, νερό και χημικούς καταλύτες καθώς και ο υπολογισμός των κερδών, έτσι όπως εμφανίζεται στα χειρόγραφα δετά βιβλία και στα καλλιγραφημένα τετράδια των ιδιοκτητών των ελαι-

ΛΕΣΒΟΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ (1840-1912) Ευρυδίκη Σιφναίου, Λέσβος, οικονομική και κοινωνική ιστορία (1840-1912), εκδ. Δήμου Μυτιλήνης, Αθήνα 1996, 395 σελ. Η Ευρυδίκη Σιφναίου με αυτό το βιβλίο καταγράφει μια νησιωτική οικονομία και κοινωνία στο μέγιστο σημείο ακμής της, που συνδέεται χρονικά με την καταρρέουσα οθωμανική αυτοκρατορία, έναν αιώνα πριν από την οριστική επανασύνδεση της με την Ελλάδα. Αναλύει το πώς αυτός ο ακριτικός νησιωτικός χώρος, που πάσχει σήμερα λόγω της γεωγραφικής του απόστασης από την πρωτεύουσα και ακόμη περισσότερο λόγω της γειτνίασής του με ένα ευαίσθητο γεωπολιτικό σύνορο, γνώρισε, μέσα σε άλλα ιστορικογεωγραφικά συμφραζόμενα, μια πρωτοφανή ακμή, ίχνη της οποίας παρέμειναν στον δομημένο χώρο αλλά και στο φυσικό περιβάλλον.

Δεν είναι υπερβολή αν πούμε ότι η Λέσβος, με την πόλη, το λιμάνι και τα εξήντα τρία χωριά της, αποτελούσε το πλέον προηγμένο νησί της οθωμανικής Νομαρχίας Αρχιπελάγους και ερχόταν σε δεύτερη σειρά μόνο σε σχέση με τα μεγάλα λιμάνια της αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τη Σμύρνη και την Τραπεζούντα, φέροντας έντονα τα χαρακτηριστικά του αστικού μετασχηματισμού. Και δεν είναι τυχαίο πως το μεσουράνημα αυτής της ευμάρειας σφραγίζεται από τη βιομηχανική τεχνολογία που έχει εξοπλίσει 113 ατμοκίνητα εργοστάσια. Η αγροτική βιομηχανία της Λέσβου, ευνοημένη από τη μονοκαλλιέργεια της ελιάς, την ύπαρξη ντόπιας καύσιμης ύλης, τη διαθεσιμότητα των αγορών της Ανατολικής Μεσογείου και τις φοροαπαλλαγές των ξένων υπηκόων, στηρίχθηκε στην ανά-

οτριβείων, φανερώνουν πως αυτοί οι πρωτοπόροι ανακαινιστές της οικονομίας εκτός από κεφάλαια μερίμνησαν να συγκεντρώσουν και γνώσεις οικοδομικής, αρχιτεκτο-


νικής, μηχανικής, χημείας, λογιστικής και οικονομίας, ό,τι καλύτερο δηλαδή μπορούσε να τους προσφέρει το αστικό «status». Από το προβιομηχανικό ξύλινο λιοτρίβι έως το ατμοκίνητο εργοστάσιο η ιστορία, όπως θα έλεγε ο Fernand Braudel -και η καθημερινή ζωή των ανθρώπων-, «είχε κοπεί στα δυο». Ο υλικός βίος μεταβλήθηκε άρδην και μαζί με αυτόν και ο αγροτικός, στον οποίο ακόμη ανήκε η μεγάλη πλειοψηφία. Ο όγκος που καταλάμβανε το εργοστάσιο αλλά και η θέση του δίπλα στο σχολείο μαρτυρούσαν τη σημασία και τη σύνδεση των κτισμάτων αυτών μεταξύ τους που διαπλέκονταν σε τοπικά σχέδια κοινωνικής προόδου και ανάπτυξης. Το εργοστάσιο είναι συνήθως το στερεότερο και πολλές φορές το μεγαλοπρεπέστερο οικοδόμημα του χωριού. Αξίζει να σημειωθεί ότι η δημιουργία κοινοτικών εργοστασίων στα κεφαλοχώρια για την υποστήριξη του κοινοτικού εκπαιδευτικού και κοινωνικού έργου αποτέλεσε το πιο προοδευτικό σχέδιο ανάπλασης των αγροτικών κοινωνιών. Αλλά και στην πόλη, στα 1910, συζητείται έντονα διά του Τύπου η ανάγκη φορολόγησης των εργοστασιαρχών από την Εφορεία του Νοσοκομείου που περιέθαλπε δωρεάν τους άρρωστους εργάτες και τα θύματα των εργατικών ατυχημάτων. Το βιβλίο της Ε. Σιφναίου, διδακτορική διατριβή στην École des Hautes Études en Sciences Sociales στο Παρίσι, είναι εξαιρετικά πλούσιο σε ανέκδοτες πηγές και μαρτυρίες τόσο για την ιστορία του υλικού βίου όσο και για τις καθημερινές σχέσεις των ανθρώπων. Η ανάγνωση του είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για τον σημερινό μελετητή της ανάπτυξης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου που διαπιστώνει ότι πολλά από τα σημερινά προβλήματα έχουν τις ρίζες τους ή λύνονταν επαρκέστερα στο παρελθόν. Το στοίχημα της βελτίωσης της ποιότητας του λαδιού, της αποφυγής των κινδύνων της μονοκαλλιέργειας και της υπέρβασης του προβλήματος των χαμηλών τιμών παραμένει και σήμερα στην επικαιρότητα. Άλλο θέμα είναι το ζητούμενο της διεύρυνσης των διεθνών ανταλλαγών και της

αποκατάστασης των οικονομικών σχέσεων με τον «Μικρασιατικό Αιγιαλό» που αποτελούσε από την αρχαιότητα την ενδοχώρα του νησιού. Τέλος, το παράδειγμα της ανθρώπινης παρέμβασης που πραγματοποίησαν ως μεμονωμένα άτομα, αλλά κυρίως ως συγκροτημένο κοινοτικό και εθνικό σύνολο, κατορθώνοντας να ξεπεράσουν το

περιοριστικό πλαίσιο δράσης το οποίο επέβαλαν οι διοικητικοί μηχανισμοί και να κερδίσουν το παιχνίδι με την Εξουσία, μετατρέποντας προς όφελός τους την οικονομική άνθηση και ευεργετώντας τον τόπο, αποτελεί επιταγή αλλά και πρόκληση προς το σημερινό ανθρώπινο δυναμικό. ΝΙΚΟΣ ΣΗΦΟΥΝΑΚΗΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΠΤΙ ΕΤΒΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ • Ζαρκιά Κορνηλία - Λούβη Ασπασία - Νομικός Στέφανος - Παπαδόπουλος Στέλιος, Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης. Συνοπτικός Οδηγός, Αθήνα 1997 (ελληνικά και αγγλικά), σελ. 36, εικ. 44. • Ζαρκιά Κορνηλία, Η προβιομηχανική βυρσοδεψία στην Ελλάδα, Αθήνα 1997 (ελληνικά και αγγλικά), σελ. 48, εικ. 40. • Νομικός Στέφανος, Η υδροκίνηση στην προβιομηχανική Ελλάδα, Αθήνα 1997 (ελληνικά και αγγλικά), σελ. 36, εικ. 51. • Παπαδόπουλος Στέλιος, Μπαρούτη, μπαρουτόμυλοι και ο αγώνας του '21, Αθήνα 1997 (ελληνικά και αγγλικά), σελ. 36, εικ. 26. • Πολιτιστικός χάρτης Αρκαδίας, Αθήνα 1997 (ελληνικά και αγγλικά), σελ. 32, εικ. 52. Στο τρίτο σκέλος της υλοποίησης του θεωρητικού τρίπτυχου «έρευνα-έκθεση-έκδοση», το οποίο εφαρμόζει το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ στην οργάνωση των μουσείων προβιομηχανικής και βιομηχανικής τεχνολογίας, εντάσσονται και οι εκδόσεις για το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης στο Κεφαλάρι του Αϊ-Γιάννη στη Δημητσάνα. Οι εκδόσεις αυτές περιλαμβάνουν τον οδηγό του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης, τον πολιτιστικό χάρτη της Αρκαδίας και τρεις μονογραφίες οι οποίες έχουν ως αντικείμενο τις θεματικές-εκθεσιακές ενότητες του μουσείου (τις χρήσεις της υδροκίνησης, την προβιομηχανική βυρσοδεψία και την παραγωγή μπα-

ρούτης). Οι εκδόσεις του ΥΜΥ, έργο επιτελείου ειδικών επιστημόνων, δίνουν με ακρίβεια, σαφήνεια και μέσα από έναν εκλαϊκευμένο, αλλά όχι απλοϊκό λόγο το σύνολο του πληροφοριακού υλικού. Οι εκδόσεις αυτές απευθύνονται τόσο σε ένα ευρύ και ηλικιακά διαφορετικό κοινό όσο και σε ένα εξειδικευμένο κοινό με μεγαλύτερες απαιτήσεις. Η πολύ προσιτή τιμή τους συμβάλλει στην ευρύτερη διάδοση τους. Ο οδηγός του μουσείου, με τίτλο Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης. Συνοπτικός οδηγός, που έχει ένα πρακτικό επίμηκες σχήμα, περιλαμβάνει μια εισαγωγή στην οποία εκφράζεται η προβληματική και η απόφαση επέμβασης στην περιοχή για τη δημιουργία ενός μουσειακού πυρήνα προβιομηχανικών εργαστηρίων. Με το εισαγωγικό κείμενο ο επισκέπτης οδηγείται σε μια ξενάγηση στους εκθεσιακούς χώρους του μουσείου, υπαίθριους και στεγασμένους, και στις θεματικές ενότητες των χώρων αυτών. Στο πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο «Ο νερόμυλος και η νεροτριβή», παρουσιάζονται συνοπτικά οι εκθεσιακές ενότητες που περιλαμβάνονται στο κτίριο του νερόμυλου: η ενέργεια, η υδραυλική ενέργεια και οι διάφορες μορφές χρήσεις της στον ελλαδικό χώρο. Το μαντάνι, το νεροπρίονο και το υδροκίνητο λιοτρίβι αποτελούν σημαντικούς υδροκίνητους μηχανισμούς οι οποίοι απαντώνται στην Ελλάδα την προ-


βιομηχανική περίοδο. Ο μηχανισμός και η

αρχαιότητα, το Βυζάντιο, την Τουρκοκρατία μέχρι την αναφορά στις χρήσεις του δέρματος στην παραδοσιακή ελληνική κοινωνία, η οποία αποτελεί το επίμετρο του βιβλίου αυτού, τεκμηριώνει τη σημαντική θέση που κατείχε η βυρσοδεψία και τα προϊόντα της. Το βιβλίο Μπαρούτη, μπαρουτόμυλοι και ο αγώνας του '21 του Στέλιου Παπαδόπουλου παρουσιάζει συνοπτικά την ιστορία της παραγωγής και της χρήσης της μαύρης πυρίτιδας στους ευρωπαϊκούς πολέμους και εστιάζεται στην παραγωγή, την εμπορία και τη χρήση της μπαρούτης στον ελλαδικό χώρο και ιδιαίτερα στην Πελοπόννησο - στη Δημητσάνα που αποτέλεσε μέχρι πρόσφατα το μοναδικό κέντρο παραγωγής μπαρούτης στην Ελλάδα. Ο Πολιτιστικός Χάρτης της Αρκαδίας αποτελεί μια εκδοτική καινοτομία. Περιλαμβάνει πολιτισμικά στοιχεία του νομού Αρκαδίας και της Γορτυνίας ειδικότερα -η οποία μολονότι βρίσκεται στην καρδιά της Πελοποννήσου, είναι μια δημογραφικά ερημωμένη και πολιτισμικά απομονωμένη περιοχή- και προτείνει διαδρομές για την επίσκεψη στα πολιτισμικά μνημεία (αρχαία,

λειτουργία του νερόμυλου, η συμβολή του στη διατροφή, η νεροτριβή και η επεξεργασία των υφαντών αποτελούν το ουσιαστικό τμήμα του κεφαλαίου αυτού. Στο δεύτερο κεφάλαιο, με τίτλο «Το δέρμα και η βυρσοδεψία», παρουσιάζονται οι τρεις φάσεις και τα στάδια από την προβιομηχανική επεξεργασία του δέρματος, η προπαρασκευή της βύρσας, η δέψη και η μετάδεψη, μέσα στους ειδικούς εργαστηριακούς χώρους, τα ταμπάκικα. Η ιστορική ανασκόπηση στη νεότερη περίοδο αποκαλύπτει την έκταση και τη σημασία της βυρσοδεψίας στην Ελλάδα. Στο τρίτο κεφάλαιο, με τίτλο «Ο μπαρουτόμυλος», μέσα από μια τεκμηριωμένη

ιστορική αναδρομή παρουσιάζεται η τεχνολογική εξέλιξη και η συμβολή της Δημητσάνας στον Αγώνα του '21. Το υψηλό επίπεδο τεχνογνωσίας της παραγωγής μπαρούτης οι Δημητσανίτες διατήρησαν μέχρι πρόσφατα. Από τη σειρά των μονογραφιών, Η υδροκίνηση στην προβιομηχανική Ελλάδα του Στέφανου Νομικού, ύστερα από μια σύντομη εισαγωγή στις ήπιες μορφές ενέργειας, παρουσιάζει την πιο διαδεδομένη μορφή ενέργειας στον ελλαδικό χώρο, την υδραυλική ενέργεια και τις περισσότερο γνωστές μορφές χρήσεις της. Το μαντά-νι, το νεροπρίονο, το υδροκίνητο λιοτρίβι, η νεροτριβή και ο νερόμυλος αποτελούν τις σημαντικότερες υδροκίνητες προβιομηχανικές κατασκευές που απαντώνται σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Το τεκμηριωμένο πληροφοριακό υλικό, που στηρίζεται είτε στην ελληνική και ξένη βιβλιογραφία είτε σε πρωτογενές ερευνητικό υλικό, εμπλουτίζεται από φωτογραφίες (αρχειακές και σύγχρονες) και από σχέδια τα οποία δημοσιεύονται για πρώτη φορά σε ελληνικά έντυπα.

Η προβιομηχανική βυρσοδεψία στην Ελλάδα της Κορνηλίας Ζαρκιά παρουσιάζει γενικά τη βυρσοδεψία στη νεότερη περίοδο και εστιάζεται στα προβιομηχανικά εργαστήρια επεξεργασίας του δέρματος, τα ταμπάκικα, και στις φάσεις και τα στάδια από την προβιομηχανική κατεργασία του. Η παρουσίαση των προβιομηχανικών τεχνικών στηρίζεται στην επιτόπια έρευνα και καταγραφή που έγινε στην Άμφισσα, στην περιοχή Χάρμαινα όπου λειτουργούν τα τελευταία βυρσοδεψεία ενός άλλοτε σημαντικού προβιομηχανικού βυρσοδεψικού κέντρου. Η ιστορική αναδρομή από την

βυζαντινά και νεότερα) και στις εξαιρετικού φυσικού κάλλους περιοχές. Ο χάρτης, διπλής όψεως, συνοδεύεται από ένα πυκνογραμμένο και εικονογραφημένο έντυπο τριάντα δύο σελίδων στο οποίο περιέχονται σημαντικές πληροφορίες (ιστορικές, αρχαιολογικές, εθνολογικές, περιβαλλοντικές κ.ά.) για το ανθρωπογενές και φυσικό περιβάλλον. Όλα αυτά τα έντυπα έχουν εκδοθεί με την επιστημονική εποπτεία του ΠΤΙ ΕΤΒΑ και την οικονομική αρωγή της Γενικής Γραμματείας Περιφέρειας Πελοποννήσου και διατίθενται στα βιβλιοπωλεία καθώς και στο πωλητήριο του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης (Κεφαλάρι Αϊ-Γιάννη, Δημητσάνα, τηλ.: 0795 31 630). ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ


ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ συνεδρίες του συνεδρίου: Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία, Πρακτικά 1ου αντίστοιχες Διεθνούς Συνεδρίου, Θεσσαλονίκη 1997, Μεταλλευτική και μεταλλουργία, Μετρητικές συνέκδοση Εταιρείας Μελέτης Αρχαίας μέθοδοι και όργανα, Εργαλεία/εργαστήρια, Ελληνικής Τεχνολογίας - ΠΤΙ ΕΤΒΑ - Αγροτική τεχνολογία και οικοτεχνία, Χημική Οικοδομική, Μηχανολογία, Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Θεσ- τεχνολογία, Ναυπηγική, Μουσικά όργανα, Οπλικά σαλονίκη 1998, 708 σελ. συστήματα, Τεχνικά έργα. Ήδη από τη μεγάλη ποικιλία των τεχνολογιών στις οποίες αναφέρονται οι επιστημονικές ανακοινώσεις αυτού του συνεδρίου γίνεται φανερό το εύρος των τεχνικών επιτευγμάτων των αρχαίων Ελλήνων. Δεν επιτρέπει δε ο χώρος εδώ να σταχυολογήσουμε έστω και ένα μέρος από τα περιεχόμενα. Είναι, όμως, χαρακτηριστικό αυτού του τόμου το γεγονός ότι ο επιστημονικός χαρακτήρας των ανακοινώσεων δεν εμποδίζει τον μη ειδικό αναγνώστη να τις διαβάσει με ευχαρίστηση, σαν μια ξενάγηση στους πρωτόφαντους αυτούς χώρους μιας τεχνολογίας απρόσμενα προχωρημένης και, ωστόσο, παλαιότατης. Στην αρχή του τόμου παρουσιάζονται

και οι εργασίες των προσκεκλημένων ομιλητών, του ακαδημαϊκού Σ. Ιακωβίδη (για τη μυκηναϊκή αποστράγγιση της Κωπαΐδας), του διευθυντή της Αμερικανικής Αρχαιολογικής Σχολής J. Muhly (για τη σπουδή της αρχαίας μεταλλουργίας), του εφόρου του Βρετανικού Μουσείου Επιστημών Μ. Wright (για το μηχανισμό των Αντικυθήρων) και του καθηγητή Γ. Τσουμή (για τον Θεόφραστο ως τεχνολόγο). Λαμπρές εργασίες, οι οποίες εύστοχα «ανοίγουν» τον τόμο των Πρακτικών. Τέλος, μια ειδική συνεδρία ήταν αφιερωμένη στο ευρύτερο θέμα «Ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο» της αρχαίας ελληνικής τεχνολογίας, το οποίο αναλύεται με οκτώ εργασίες που κλείνουν τον τόμο. Έχω τη γνώμη ότι η έκδοση αυτή πλουτίζει την ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία, ενώ προσφέρει δυνατότητα μύησης στον μη ειδικό αναγνώστη σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα (και μάλλον παραμελημένη) πτυχή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Θ. Π. ΤΑΣΙΟΣ

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ

Πιστεύω ότι σήμερα πια έχει γίνει παραδεκτό ότι η συνήθως διδασκόμενη ιστορία της αρχαίας Ελλάδας είναι, σε σημαντικό βαθμό, μονομερής: Σπουδαίες πλευρές της ζωής και του πολιτισμού των αρχαίων Ελλήνων δεν μελετώνται και δεν παρουσιάζονται. Ετσι, η ιστορία γίνεται μια διήγηση πολέμων, διανθισμένη με (μάλλον υποτιμητικές) αναφορές στην αρχαία θρησκεία και με θαυμαστές παρουσιάσεις των αρχαίων καλλιτεχνικών επιτευγμάτων. Ασήμαντες αναφορές γίνονται στην οικονομία, καμιά δε απολύτως μνεία δεν γίνεται της τεχνολογίας των αρχαίων Ελλήνων μιας τεχνολογίας εξαιρετικά προηγμένης. Κανένας όμως πολιτισμός δεν μπορεί να γίνει γνωστός χωρίς τη βαθιά γνώση των οικονομικών και των τεχνολογικών του συνιστωσών. Και δεν ξέρομε σε ποιο βαθμό η ουσιώδης αυτή παράλειψη οφείλεται στον εισέτι υφέρποντα λογιοτατισμό μας... Στην άρση αυτής της μονομέρειας συμβάλλει και η δημοσίευση των Πρακτικών του 1ου Διεθνούς Συνεδρίου για την Αρχαία Ελληνική Τεχνολογία, το οποίο συγκλήθηκε το 1997 στη Θεσσαλονίκη, με πρωτοβουλία της Εταιρείας Μελέτης της Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας (ΕΜΑΕΤ, Αθήνα) και του Τεχνικού Μουσείου Θεσσαλονίκης. Η έκδοση του τόμου αυτού (700 σελίδες, και έγχρωμες εικόνες) χρηματοδοτήθηκε από το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ. Η διάρθρωση της ύλης ακολουθεί τις

Μακεδονία, έκδ. Ελληνικός Οργανισμός Τουρισμού - Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυμα ΕΤΒΑ, Αθήνα 1997, 264 σελ. Σε μια εποχή γενικότερων αναταραχών και αμφισβητήσεων η έκδοση αυτή καθίσταται πολύτιμος οδηγός της Μακεδονίας. Δεν περιορίζεται στην απλή περιήγηση και την παράθεση των ιστορικών τόπων, αλλά δίνει στον αναγνώστη το υπόβαθρο και τις προϋποθέσεις -φυσικές, ιστορικές, κοινωνικέςπου συνέβαλαν στη δημιουργία των πολιτιστικών στοιχείων, που χαρακτηρίζουν το χώρο. Αρχικά παρουσιάζεται το φυσικό περιβάλλον και οι οικολογικά ενδιαφέρουσες περιοχές. Εθνικοί δρυμοί, δάση, υγροβιότοποι διεθνούς σημασίας, λίμνες και το Δέλτα ποταμών προσδίδουν στη Μακεδονία χαρακτήρα μοναδικότητας και ιδανικότητας για την παρουσία οικοσυστημάτων. Η ιστορία του τόπου από την Προϊστορική εποχή μέχρι τους νεότερους χρόνους αποτελεί βασικό στοιχείο γνωριμίας της περιοχής. Μέσα σε είκοσι περίπου σελίδες οι έμπειροι συγγραφείς δίνουν μια πλήρη και ολοκληρωμένη εικόνα της κοινωνικής, οικονομικής και πνευματικής ζωής των κατοίκων του μακεδόνικου χώρου σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Η οργάνωση των κοινωνιών, των πόλεων και των οικισμών, η εξέλιξη της κατοικίας και της αρχιτεκτονικής γενικότερα, η τέχνη σε όλες της τις εκφάνσεις (κεραμική, μεταλλοτεχνία, ζωγραφική, γλυπτική) παρουσιάζονται διαχρονικά με τρόπο κατανοητό όχι μόνον από τους ειδικούς επιστήμονες αλλά

και από τους απλούς αναγνώστες του οδηγού. Επιπλέον τα στοιχεία του νεοελληνικού πολιτισμού της Μακεδονίας που παρουσιάζονται, προσφέρουν στον επισκέπτη τη δυνατότητα να γνωρίσει και να συμμετέχει, εάν το επιθυμεί, σε ψυχαγωγικές εκδηλώσεις του παραδοσιακού πολιτισμού όπως είναι ο χορός, η μουσική, τα ήθη και τα έθιμα κάθε τόπου.

Το κεφάλαιο της εισαγωγής κλείνει με τη σύγχρονη εποχή που σκιαγραφείται μέσα από την τέχνη και την οικονομία. Χρήσιμες είναι οι πληροφορίες που δίνονται για τη λειτουργία πολιτιστικών ιδρυμάτων, χιονοδρομικών κέντρων, ορειβατικών


καταφυγίων, σπηλαίων, ιαματικών κέντρων και ναυτικών ομίλων. Στο επόμενο κεφάλαιο με τίτλο «Περιηγήσεις» δόθηκε, όπως ήταν φυσικό, έμφαση στα δύο μεγάλα πνευματικά και καλλιτεχνικά κέντρα, τη Θεσσαλονίκη και το Άγιον Όρος. Η παρουσίαση των υπόλοιπων χώρων οργανώθηκε σύμφωνα με τη σημερινή διαίρεση της Μακεδονίας σε Ανατολική, Κεντρική και Δυτική. Για τη διευκόλυνση των αναγνωστών τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι τοποθετήθηκαν σε βασικές διαδρομές. Οι πληροφορίες που δίνονται από τα κείμενα γίνονται σαφέστερες και περισσότερο κατανοητές με το πλούσιο φωτογραφικό υλικό, τους χάρτες, τα τοπογραφικά σχέδια αρχαιολογικών χώρων και

τις κατόψεις μνημείων. Βέβαια, από έλλειψη χώρου πιθανότατα, κάποια έργα αδικήθηκαν στις μικρές φωτογραφίες που τοποθετήθηκαν στα περιθώρια των σελίδων. Η έκταση και ο πλούτος της επιλεγμένης γενικής βιβλιογραφίας στο τέλος του οδηγού υποδηλώνει τη σοβαρότητα του έργου και προσδίδει σ' αυτόν επιστημονικό χαρακτήρα. Ο οδηγός της Μακεδονίας έχει, επίσης, πρακτικό σχήμα και μέγεθος και είναι άψογος από αισθητική άποψη. Το αποτέλεσμα ήταν, βέβαια, αναμενόμενο, αν κρίνουμε από τους ειδικούς επιστήμονες συγγραφείς των κειμένων αλλά και από τους διευθυντές της έκδοσης. Όλοι τους έχουν πλούσιο και ποιοτικό έργο. Οι συνεργάτες του οδηγού

αφιέρωσαν τιμητικά τη συμβολή τους στο βυζαντινολόγο Σωτήρη Κίσσα, που ως συγγραφέας και διευθυντής της έκδοσης συνέβαλε καθοριστικά στο τελικό αποτέλεσμα με τη βαθιά αγάπη του και τη γνώση του για τη Μακεδονία. Δεν πρόλαβε, όμως, να χαρεί τους καρπούς των κόπων του. Εφυγε από κοντά μας, όταν το υλικό βρισκόταν στο τυπογραφείο. Η πρωτοβουλία του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού και του Πολιτιστικού Ιδρύματος της ΕΤΒΑ για την έκδοση του οδηγού αποτελεί σημαντική προσφορά στον πολιτισμό της Μακεδονίας και προσθέτει στο ενεργητικό του Ιδρύματος ένα ακόμη πολύτιμο έργο. ΞΑΝΘΗ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΥ-ΚΑ ΤΣΙΚΗ

ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑ ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΟΥ ΥΠΑΙΘΡΙΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΥΔΡΟΚΙΝΗΣΗΣ Αφού είχε κλείσει η ύλη του περασμένου τεύχους της Τεχνολογίας έγιναν τα εγκαίνια του Υπαίθριου Μουσείου Υδροκίνησης στη Δημητσάνα (ΥΜΥ). Πραγματοποιήθηκαν στις 20.9.97 από το Διοικητή της ΕΤΒΑ κύριο Γ. Κασμά και τον Γενικό Γραμματέα της Περιφέρειας Πελοποννήσου κύριο Αντ. Ματσίγκο. Στα εγκαίνια, εκτός από τις αρχές, παραβρέθηκαν δύο χιλιάδες άτομα. Όλοι οι ομιλητές αναφέρθηκαν με θερμά λόγια στην προσπάθεια αυτή, που διήρκεσε έντεκα χρόνια και υλοποιήθηκε χάρη στη χρηματοδότηση της ΕΤΒΑ (1986-1998) και της Περιφέρειας Πελοποννήσου (19941999). Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Θεόφιλος με ενθουσιασμό περιέγραψε το ξαναζωντάνεμα του ερειπιώνα. Ο Γενικός Γραμματέας της Περιφέρειας με τεχνοκρατική λογική εξήρε την •υψηλή ποιότητα του αποτελέσματος μέσα στο πλαίσιο των Προγραμμάτων του Β' Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και ο Διοικητής της ΕΤΒΑ, συνδυάζοντας το συναίσθημα με την τεχνοκρατική γνώση, περιέγραψε τους στόχους του εγχειρήματος της ΕΤΒΑ στην ξεχασμένη αυτή περιοχή του τόπου μας. Το μουσείο απαρτίζεται από σειρά παλαιών βιοτεχνικών κτισμάτων μέσα σε μια έκταση περίπου ενός στρέμματος. Μέσα από αυτή περνούν, σε διαδοχικές υδατοπτώσεις, τα νερά της πηγής του ΑϊΠάννη, πλαισιωμένα από το μοναδικό φυσικό περιβάλλον της ορεινής Γορτυνίας. Για τη δημιουργία του μουσείου αποκαταστάθηκαν τα ερειπωμένα κτίσματα και οι κατεστραμμένοι μηχανισμοί ενός αλευρόμυλου, μιας νεροτριβής, ενός μπαρουτόμυλου και ενός βυρσοδεψείου. Τα παλιά καλντερίμια, που ξαναφτιάχτηκαν ακολουθώντας τη ροή του νερού, επιτρέπουν τις στάσεις στις υπαίθριες δραστηριότητες του άλλοτε ζωντανού συγκροτήματος: το ρακοκάζανο, τις ασβεσταριές, τους ποτιστικούς λαχανόκηπους.

Σύγχρονα μουσειοδιδακτικά μέσα και ξαναφτιαγμένες μηχανές μύλων, που τίθενται σε λειτουργία μπροστά στον επισκέπτη, αναδεικνύουν την παραδοσιακή τεχνολογία της κατασκευής των μηχανισμών, της υδροκίνησης, της άλεσης των δημητριακών, της κατεργασίας του δέρματος και της παρασκευής της μπαρούτης. Τονίζεται, επίσης, η σημασία της υδροκίνησης, ως πηγής ενέργειας, κατά την προβιομηχανική περίοδο καθώς και ο ρόλος της στην οικονομία, στην παραγωγή και στη διατροφή της παραδοσιακής κοινωνίας. Μέσα στον μπαρουτόμυλο ανακατασκευάστηκε ο μηχανισμός της μπαρουτομηχανής του 1821 με κοπάνια. Μορφή ξεχασμένη, αφού στις αρχές του αιώνα εγκαταλείφθηκε, για να αντικατασταθεί από άλλου τύπου μηχανισμό.

Το έργο πραγματοποιήθηκε από το Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ιδρυμα της ΕΤΒΑ, με την οικονομική στήριξη της Τράπεζας και ολοκληρώθηκε με τη χρηματοδότηση της Περιφέρειας Πελοποννήσου (από το Β ' Πακέτο Στήριξης). Έχει ήδη συμπληρωθεί ένας χρόνος από την έναρξη λειτουργίας του μουσείου και οι στόχοι στους οποίους αναφέρθηκε στα εγκαίνια ο Διοικητής της ΕΤΒΑ κύριος Γ. Κασμάς μοιάζει να έχουν επιτευχθεί. Η λειτουργία του μουσείου έχει συμβάλει στη διάσωση της παραδοσιακής τεχνολογίας, στην παιδεία της νεότερης γενιάς, στην αναψυχή και στην παιδεία της νεοελληνικής κοινωνίας αλλά και στην αλλαγή της μοίρας της τοπικής κοινωνίας: μέσα σε ένα χρόνο έχουν επισκεφθεί το μουσείο 37.400 άτομα από τα οποία τα 11.200 είναι μαθητές και στρατιώτες. Στη Δημητσάνα αλλά και στην ευρύτερη περιοχή δημιουργούνται νέες επιχειρήσεις για την εστίαση και τη φιλοξενία των επισκεπτών, ενώ βελτιώνονται οι υπηρεσίες όσων ήδη υπήρχαν. Το μουσείο έχει γίνει ένας σοβαρός πόλος έλξης για τη Δημητσάνα, τον Λούσιο και ολόκληρη τη Γορτυνία. Με κέντρο το ΥΜΥ ο επισκέπτης καλείται να μείνει στην περιοχή για να ανακαλύψει μέσα από το δίκτυο των παλιών μονοπατιών που αποκαθίστανται τα 120 ερειπωμένα εργαστήρια του Λούσιου αλλά και τα προσκυνήματα και τις αρχαιότητες και τα γεφύρια και τα ασκηταριά και τα μοναστήρια που βρίσκονται μέσα στο φαράγγι. Πρόκειται για ένα πιλοτικό πρόγραμμα. Για να πραγματοποιηθούν οι έρευνες που θα οδηγούσαν στη δημιουργία του, να εκπονηθούν οι ειδικές μελέτες και να υλοποιηθεί η κατασκευή της αποκατάστασης των κτισμάτων και της εγκατάστασης του μουσείου, απαιτήθηκαν έντεκα χρόνια δουλειάς από το Ιδρυμα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα


πάντα κατευθύνθηκαν από το Διευθυντή του ΠΤΙ ΕΤΒΑ κύριο Στ. Παπαδόπουλο. Ως πεπειραμένος επιστήμων, κατηύθυνε την έρευνα, ως μουσειολόγος δημιούργησε και οργάνωσε το μουσείο. Ήταν η πρώτη μουσειολογική δουλειά που πραγματοποιήθηκε στον τόπο μας βασισμένη σε συλλογική εργασία και συντονίστηκε από ειδικό με εμπειρία στη μουσειολογία και την έρευνα. Η προσφορά του Στ. Παπαδόπουλου δεν περιορίστηκε στο να δημιουργήσει ένα πρότυπο μουσείο τεχνολογίας στην Ελλάδα, αλλά και να αφήσει συνεχιστές του έργου του, αφού απλόχερα κατέθεσε τη γνώση του σε αυτούς που είχαν την ευφυΐα να την αξιοποιήσουν. Στον εαυτό του επέλεξε να χαρίσει την ευτυχία που νιώθουν οι πραγματικά επιτυχημένοι άνθρωποι που έχουν καταφέρει/ξεπερνώντας τα μικρά και ανθρώπινα, να δώσουν την πνοή για τη συνέχεια στο έργο τους. ΑΣΠΑΣΙΑ ΛΟΥΒΗ

που φώτιζε το δωμάτιο και τις ψυχές μας... Το ήθος και η καλοσύνη σου έχουν μείνει για πάντα στην ψυχή μας και καθοδηγούν τη ζωή και την προσπάθεια μας. Α.Λ.

ΑΓΩΝ: 2η ΔΙΕΘΝΗΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ Ρέθυμνο, 16-21 Ιουνίου 1998 Με την πραγματοποίηση της 2ης Διεθνούς Συνάντησης Αρχαιολογικής Ταινίας Μικρού Μήκους, με θέμα την αρχαιολογία του μεσογειακού χώρου, στο Ρέθυμνο, 16-21 Ιουνίου, θεσμοθετείται η συνάντηση «Αγων» που διοργανώνεται κάθε δύο χρόνια από το περιοδικό Αρχαιολογία και τέχνες. Στη φετινή διοργάνωση διευρύνθηκε το περιεχόμενο των υποψήφιων ταινιών και διαγωνίστηκαν ταινίες που πραγματεύονταν θέματα από την Αρχαιότητα, τον Μεσαίωνα, τη βιομηχανική αρχαιολογία και τις

ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΣ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ Έχει συμπληρωθεί ένας χρόνος από τότε που ο αναγνώστης της «Καθημερινής» έχασε για πάντα τον «Παρατηρητή» του. Τον Κώστα Βούλγαρη της δικής μας καθημερινότητας, στο Πολιτιστικό Ίδρυμα της ΕΤΒΑ, τον Μέντορα της δικής μας ζωής που δεν αναπληρώθηκε από κανέναν και από τίποτα. Μας λείπει η καθημερινή γελαστή παρουσία του (Μαρία, καυτό καφέ!) και μας βασανίζουν ακόμα οι τύψεις γιατί τις τελευταίες μέρες, πριν από το πρώτο έμφραγμα, στάθηκε αδύνατον να τρυγήσουμε από τις πρωινές του επισκέψεις. Εκείνες τις επισκέψεις όπου κατέθετε τους προβληματισμούς του και αντλούσε από τα προβλήματα μας.

Αγαπημένε φίλε, ένα χρόνο μετά είμαστε το ίδιο «πνιγμένοι». Δεν προλαβαίνουμε να δούμε τους φίλους, δεν προλαβαίνουμε να σκεφθούμε ούτε την απουσία σου, τη νιώθουμε όμως καθημερινά: τις ώρες της υπερέντασης, των προβληματισμών, των δυσκολιών, των αποφάσεων μπροστά στα δίστρατα. Τη νιώθουμε ακόμα πιο πολύ όταν κερδίζονται οι μικρές μας μάχες, τότε που ψάχνουμε με δυσκολία τους πραγματικούς φίλους για να τις μοιραστούμε και αναπολούμε κείνο το χαμόγελο της ικανοποίησης,

Οι βραβευμένες ταινίες της συνάντησης παρουσιάστηκαν σε ειδική προβολή στο Μέγαρο Μουσικής στην Αθήνα, στις 7 Φεβρουαρίου 1999. ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ

λαϊκές τέχνες. Ήταν η πρώτη φορά, στη σύντομη ιστορία του θεσμού, κατά την οποία διαγωνίστηκαν ταινίες με θέματα από τον προβιομηχανικό, παραδοσιακό υλικό πολιτισμό και άφησαν πολύ καλές εντυπώσεις. Συνολικά βραβεύτηκαν εννέα ταινίες (από τις είκοσι πέντε που διαγωνίστηκαν), ανάμεσα στις οποίες τις μεγαλύτερες διακρίσεις απέσπασαν «Οι τζάρες» (σκηνοθέτης Τ. Μπέλλας), παραγωγής του Κέντρου Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής, που πήρε το πρώτο βραβείο, και «Οι μπαρουτόμυλοι της Δημητσάνας» (σκηνοθέτης Λ. Παπαστάθης), παραγωγής του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος ΕΤΒΑ, που πήρε το βραβείο του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου.

ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ «ΠΑΡΝΩΝ» Η Αναπτυξιακή Εταιρεία «Πάρνων» διοργάνωσε στις 24.1.98 στο Λεωνίδιο ημερίδα με θέμα τον αρχιτεκτονικό χαρακτήρα του Πάρνωνα. Η Εταιρεία, μετά την εκπόνηση της αναπτυξιακής μελέτης για το βόρειο τμήμα του Πάρνωνα, θέλησε με την ημερίδα αυτή να συμβάλει στην καταγραφή ενός τμήματος του πολύπλευρου πολιτισμικού χαρακτήρα του Πάρνωνα. Το θεματολόγιο της ημερίδας υποσχόταν πολλά. Ομως οι ποιοτικά άνισες μεταξύ τους ανακοινώσεις κατέδειξαν ότι οι επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί συστηματικά και αποτελεσματικά με την καταγραφή και την αποτίμηση του αρχιτεκτονικού χαρακτήρα του Πάρνωνα, ώστε τα πορίσματα της δουλειάς τους να συμβάλουν στην επίτευξη του στόχου της επιστημονικής αυτής συνάντησης, είναι ελάχιστοι. Αναμφισβήτητα, θετική υπήρξε η συμβολή της Ημερίδας στη συνειδητοποίηση της ανάγκης για διεπιστημονική συστηματική προσέγγιση του πολιτισμικού χαρακτήρα του Πάρνωνα από αρχιτέκτονες, ιστορικούς, αρχαιολόγους, εθνολόγους, περιβαλλοντολόγους και οικονομολόγους. Η συνάντηση αποτέλεσε θετικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση που θα πρέπει να συνεχιστεί και από την Αναπτυξιακή Εταιρεία του Πάρνωνα και από τα πνευματικά ιδρύματα της χώρας μας. Α.Λ

ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΜΥΛΩΝ Το Ινστιτούτο των Ελληνικών Μύλων (Ι.τ.Ε.Μ.) συμπλήρωσε τον Δεκέμβριο του 1998 δύο χρόνια λειτουργίας και τα μέλη του ήδη έχουν ξεπεράσει τα 150. Τα γραφεία του Ι.τ.Ε.Μ. στεγάζονται στη Λεωφ. Βασ. Κωνσταντίνου, 28, 116 35 Αθήνα και είναι ανοικτά κάθε Τετάρτη, 19.3021.30. Πληροφορίες στα τηλ. 7218866 (19.30-21.30) και 7252535, 6434580. ΜΑΡΙΑ ΓΡΥΠΑΡΗ


Ρ her Editorial, the Director of the ETBA Cultural Foundation refers to the historical background of the project to produce a record of industrial and pre-industrial buildings in Greece - a project which, as the title indicates, is a way of preserving industrial and early industrial buildings. She notes that the restoration of craft and industrial shells so that the buildings can be put to new uses (as in the example of Lesvos) has demonstrated that, while the shells survive, the technological history which is half the purpose of restoring the building is completely lost. Ways have to be found of preserving some groups of buildings as museums so as to conserve both aspects of these industrial structures: e.g., the shell and the mechanical equipment. In such modern museum areas, it should be possible to set the production mechanisms in operation for educational purposes or to document the history of a modernised production unit operating next to the museum. The rate at which these industrial buildings are being demolished or spoiled (by neglect, 'embellishment' or conversion for new uses) makes it essential that all the agencies concerned should be engaged in organised efforts to record and subsequently survey the groups of buildings. Some of the Ephorates of Modern Monuments, the National Technical University, the Centre for Neohellenic Research of the National Hellenic Research Foundation, the Volos Municipal History Centre, the Hellenic Mill Institute and the ETBA Cultural Foundation are already engaged in this task. This issue of Technologia presents the work already done by the agencies or planned for the immediate future with the following objectives: a) To produce a systematic record of all the industrial buildings in Greece, b) To produce systematic surveys of selected industrial buildings and their equipment, c) To select the groups of buildings which should be developed and promoted as museums. In an article entitled Records, or, the Essence of the Undertaking, Olga TraganouDeliyanni notes that the recording of historic industrial buildings, groups of buildings or locations, with their mechanical equipment and other functional fittings, is seen by researchers into the history of technology and industry as a sine qua non for study, research and protection in connection with this special category of the cultural heritage. This approach could be summed up as 'better only a record than nothing at all'. There are four basic types of record: a) written descriptions, b) oral documentation, c) photography (and possibly cinema or video films), and d) the production of survey drawings. The role of the funding of the undertaking plays an important part in its success, and the organisation of the recording team will depend largely on the level of funding. A general record requires general knowledge of the historical and economic development of the area concerned. In this case, the most important element is the identification of the type of enterprises and of the various phases through which they evolved in space and time. Specialised records require more specialised knowledge and an interdisciplinary re-

search team, even the simplest form of which should include an engineer or historian of technology. Ourania Mari informs readers about the protection of the industrial heritage by the Ministry of Culture in accordance with Law 1462/50. In 1977, a Department of Modern Monuments was set up 77 within the Directorate of Folk Culture, along with Ephorates of Modern Monuments, and the task of protecting the industrial heritage was put on a systematic footing. Since the late Eighties, the Ministry has been treating pre-industrial and industrial monuments as important monuments to economic and social, as well as architectural, history. In 1989, the Ministry printed a leaflet entitled Industrial Archaeology: On the Study and Accentuation of the Industrial Heritage, to inform private and public agencies and sensitise them towards the protection of the monuments of the industrial culture. The central and regional services of the Ministry have been proceeding with the task of recording and scheduling industrial buildings. The Department of Modern Monuments has set up a specialised Archive recording the Greek industrial monuments. The Ministry deals on a case-by-case basis with the major question of the reuse of pre-industrial and industrial buildings. The Centre for Neohellenic Studies of the National Hellenic Research Foundation, we learn from an article by Evridiki Sifnaiou entitled The Centre for Neohellenic Studies: from the Industrial Shell to Industrial Equipment and Archives, approaches the preservation of the industrial heritage from its own particular viewpoint as a research agency. In taking the option of an action plan to record industrial and pre-industrial buildings, its associates focused on research topics which break away from the rationale of the building and its physical aspects and make it possible to penetrate the less easily visible functions of the industrial enterprise. These considerations led to the setting up of a project entitled 'Business History and Industrial Archaeology', which has been operating for some years now in the Centre and co-ordinates action to record the history of enterprises and to study and protect the industrial heritage. A second level of action to support research is that concerning the conservation of important industrial archives. During 1997, the Centre set up a programme with expert instructors from Greece and other countries to train researchers in handling the widely-varying material to be found in industrial archives. In the publishing field, much has been done in the Centre's sphere of activities. Each year, the Centre holds a seminar in Ermoupoli, Syros. Records of Industrial Buildings in the National Technical University is the title of an article by Dionysis Zivas. In the Eighties, realisation of the significance of the old industrial and pre-industrial buildings led the staff and students of the Department of Architecture at the NTU to study and survey the structures concerned, assembling architectural and structural data and publishing a number of monographs. Special classes were held to acquaint

tomorrow's architects with this particular subject. The ETBA Cultural Foundation plans to publish a series of monographs to facilitate the academic community in gaining access to the valuable material assembled. A research project entitled Recording and Evaluating Historic Industrial Equipment in Seven Greek Cities - Piraeus, Patra, Lavrio, Ermoupoli, Volos, Naousa and Goumenissa was carried out in 1995-1997 by an interdisciplinary team from the Departments of Architecture and Engineering of the National Technical University and the Centre for Neohellenic Research of the National Hellenic Research Foundation in association with local agencies. The programme was funded by the Industry Operational Plan of the Ministry of Development and the EU, and it led to the publication of an album and the filming of a one-hour documentary. The project explored the history of various industrial branches by recording and evaluating their disused machinery and also investigated the history of each place and its population from the mid-nineteenth century to the immediate post-War period. An overview of how historic industrial facilities are being treated today will lead to scenarios and proposals ranging all the way from complete demolition to complete conversion into museums. The first scenario is that of demolition - the total destruction of the disused industrial structure. The second is that of partial demolition caused by modernisation of the unit's equipment. The third scenario is that of preservation of the building and its radical conversion for reuse. The fourth scenario is that of the purely ornamental rationale, in which sections of the building and fragments of its equipment are used as decorative elements in 'showcase architecture'. The fifth scenario revolves around the axis of preservation of the equipment, which is moved to a large industrial history museum. The sixth scenario - the most desirable but also the most difficult - treats historical industrial complexes as single entities of buildings and machinery and proposes that the equipment be left in situ, integrated into modern uses as a reminder of history and utilised for educational and museum purposes. There is a need for a statutory framework establishing the mechanisms for recording, classifying and preserving historic industrial facilities and for an educational policy designed to help a wider public comprehend the value of the industrial heritage and its significance in formulating the collective identity. In an article entitled The Industrial Buildings of Ermoupoli, Margarita Grafakou describes the recording of the buildings which testify to the role of the town in Greek industrial history. In the spring of 1983, the research activities of the Architectural Composition Workshop of the NTU Department of Architecture included an inventory of the neglected industrial buildings of Ermoupoli. This first record was updated by the same research team in 1998. In most cases, the update merely revealed the damage which the intervening fifteen years had caused: only one in


three of the buildings is today in the same state as it was in 1983. Five buildings are being restored, and some others have been badly spoiled by intervention. Four buildings have been demolished altogether. All the others are in poor repair, and it is no secret that ruinous structures are vulnerable to 'development'. Nikos Belavilas deals with the important data produced by the restoration work done on the buildings of the French Mining Company at Lavrio when it was decided to set up a Technology Park there. Among the elements which contributed to the validity of the project was the complete involvement of the entire pyramid of the NTU, from the Deputy Rector with responsibility for it and the Senate Lavrio Committee down to the undergraduates. Between 1995 and late 1997, scores of riddles hidden in industrial structures unprecedented by Greek standards, in lost steam engines and chimneys, in substations and underground channels, in kilns, and in archives of documents and drawings were examined from a new viewpoint and resolved. For the first time, perhaps, in a project of this scale it proved possible to blend the toughmindedness and rapid site work, of which engineers are so fond, with sensitivity towards historical memory and the continuous, slow and painstaking archaeological surveying and documenting of space. The co-existence produced results: the recording and documenting of Lavrio was not an emergency operation, dealing with material on the point of disappearance, but information channelled in a continuous flow to the teams collating the data. After integration into the planning of the Park and the Museum, a process that took some months, the information returned to the site and took its place in the architectural design for the remodelling project. In 1983, Nikos Sifounakis - author of an article on Recording: a Specimen Project of Conserving Pre-lndustrial and Industrial Buildings in Greece - and his associates embarked on a pioneering undertaking: that of recording the industrial buildings of the island of Lesvos, mostly olive presses and soap factories. These buildings are self-contained, large-scale complexes: each town, and indeed each village, had its own communally-owned olive press, together with one or more private units, depending on the size of the settlement. After a record had been made of all the olive presses and soap factories, thus allowing the researchers to form a picture of the condition of the buildings, it was decided to convert four of them into multi-purpose venues for new uses (chiefly cultural) in the communities of Mantamados, Ayia Paraskevi, Polychnitos and Plomari. Today, each of these structures has: A large hall for theatrical performances, film shows, seminars, talks, etc., a library and reading-room, an audio-visual facilities room, an exhibition gallery, and a small museum devoted to the olive press or soap factory, containing all the historic items found there. It is generally accepted that when the history of the technology employed is erased from the shells of these buildings, the objective of scientific documentation is lost. For that

reason, it was decided that the restored olive press at Neochori should be of a purely museological nature, with the following purposes: meeting educational needs; fulfilling historical and museological objectives; providing capacity for the mechanical equipment to operate for historical purposes. The article by Dimitris Krokidis describes the process of Recording the Tanneries of Karlovasi, Samos. The first step in the project involved the identification of all the tanneries - regardless of their condition or current use - on a topographical map. This survey recorded the current use and the state of preservation of the building and its equipment. The criteria for evaluation had to take into account the degree of preservation of the buildings and their equipment, the development of the tannery and the proportion of the process of production which it carried out, the presence of evidence of evolution within the tannery itself, the presence or otherwise of 'industrial aesthetics', whether the tanneries had been landmarks because of their size or position, whether they were part of groups of factories, their rarity, the connections between specific tanneries and events in local history, and the risk posed by the prospect of 'development' with loss of their equipment and degradation of their form. M.G. deals with The records of pre-industrial installations of the Hellenic Mill Institute as part of the Thrace - Aegean Cyprus project. The Ministries of the Aegean and of Macedonia and Thrace first invited submissions to their 'Thrace - Aegean - Cyprus' programme in 1998. The aim of the programme is the cultural defence and accentuation of the single border area stretching from Thrace to Cyprus through the Aegean Sea. The greatest advantage of the programme is the freedom enjoyed by applicants, who have the sole restriction of the given geographical space. One of the proposals selected was on the theme of 'Water as a means of propulsion in the traditional energy systems of the Aegean from Thrace to Cyprus', prepared and organised by the Hellenic Mill Institute. The subject of the article by Stefanos Nomikos is Identifying, recording and evaluating water-powered installations in the Prefecture of Arkadia. When the ETBA Cultural Foundation began preliminary work on the founding of the Open-Air Water Power Museum at Dimitsana, and in order to prepare the museology/museography study, it was decided to identify and record all the water-powered installations in the general area of the river Lousios. These are now displayed on a map in the museum. The main conclusions of the research project are as follows: • Arkadia could be described as an openair museum of the ways in which water was led to the mill-wheels, since all the types of channels and races used in Greece have survived in good condition there. • Some of the structures through which water was led to the mills or for use at lower al-

titudes are very interesting, and include channels skilfully built in stone. • All the water-mills of the area are of the 'Oriental' type, with small horizontal wheels. • None of the mills located in or very close to villages contains the house of the miller's family, and for that reason they are very small in size. Those standing by rivers far from the villages were larger and elongated in shape, with dwelling-space on the upper floor or at one end. It is a feature of great importance that approximately twenty of the water-mills and a few of the fulling-mills are still in operation or still have their equipment. These mills still grind, or could do so. • In many villages, the mills are arranged together so as to form larger or smaller groups, each using the water which has already powered a previous mill. • Apart from flour-mills, fulling-mills and powder-mills, water-powered sawmills, olive presses and other facilities also operated in Arkadia. Quite apart from the value of the installations or groups of installations themselves, the natural environment in some locations is suitable for the laying out of eco-tourism itineraries visiting both the rivers and the mills. In an article on Recording Metalworking and other Workshops on Mount Athos, the architect Petros Koufopoulos describes a research project which got under way in 1984 when the author and Stavros Mamaloukos toured Mount Athos recording data connected with metal-working, marble sculpture and boatbuilding. During the first phase of the project, thirty five workshops were identified on the Athos peninsula. Of them, twenty eight were surveyed and their work areas, tools and products were photographed. Further visits to Athos revealed sixty more workshops, of which those which had retained their architectural shell were surveyed and photographed. In 1997, a more extensive survey was prepared of the metal-working workshops of the Pantaleimonos Monastery, undoubtedly the largest workshop building on Athos, and a supplementary study was produced of Athonite clock-making. In an article on The unique Tsalapatas brickworks, Yannis Kizis describes the significance of a rare industrial monument in the city of Volos. The vicissitudes of the monument are the starting-point for a more general critique of the autocratic manner in which such monuments are managed by persons who circumstantially acquire power without any guarantee of expert knowledge. In the case of the Tsalapatas brickworks, despite the ideal conditions (funding had been obtained, the best experts in Europe worked on the project - including museologists, restorers, engineers and economists and the maximum degree of collective involvement on the project was assured), the researchers saw the last complete pre-War brickworks anywhere in Europe slip through their hands. If recording and surveying is the solution, it will be clear that the work must be done in great detail with expert knowledge and with


wide-ranging documentation if at least a convincing picture is to be preserved. Ί am afraid', concludes the author, 'that such work can be done only when one knows in advance that the real equipment and all the items or products which accompany it or convey the atmosphere of the period and the stamp of authenticity are about to disappear'. An article by S. Mamaloukos and Anastasia Kamboli-Mamaloukou deals with research into the pre-industrial and early industrial technology of the Arta-Preveza area. The authors have been preparing records for the Preveza area since 1993, when the local Bishopric commissioned them to make an inventory of all the buildings owned by the Church 77 within the see. The buildings recorded included a large number of watermills and fulling-mills. The authors then received a commission from the Amvrakikos Development Enterprise to prepare a record and initial assessment of the elements of the natural and anthropogenic environment which could be used for agrotourism development in the Lakka Souli area of the Prefecture of Preveza. In November 1985 and July 1986, Petros and Marina Koufopoulos, authors of the next article, made drawings to document the east Justinian wall, the Patriarchal Tower and the adjacent cell wing of the Monastery of St Catherine on Mt Sinai. Their investigation of the architectural history of the monastery buildings revealed the present of quite a number of pre-industrial workshops. The Mt Sinai workshops are unusually well-preserved, as a result of the unique conditions in the Monastery and its isolation in the distant desert. Systematic recording of the workshops and listing of the names of the artisans known to have worked there, the inscriptions and the products (an on-going process) has revealed a wide range of pre-industrial ac-

77 tivities conducted within Justinian's great 'fortress'. The workshops have been grouped into those which produced items for everyday use, construction workshops and icon-painting studios. The workshop where books were bound for the famous monastery library has not been located with certainty. Some workshops, such as the candle-making workshop and the carpentry shop, have been demolished. The most important relics of pre-industrial technology are the granite quarries in the monastery valley, close to the north wall of the Mt Sinai Monastery on the 'mountain of Moses'. The research in which Olga Dakoura-Voyiatzoglou, author of an article on The industrial heritage in northern Athens, has been engaged is a first record of, and historical approach to, the nineteenth-century industrial complexes in north Athens. The author has focused on the district known as Alysida, beyond the end of Patision St, where there are monuments of the Greek industrial heritage. After 1922, considerable industrial development took place in this area. The influx of refugees, providing cheap labour, was of decisive importance in this. Today, the Dimitriadis and Britannia factories still operate in the area, 96

with three more factories (AAA, Moutalaskis and Athena) in the Nea Ionia district. Egli Dimoglou and Dimitris Paliouras, authors of an article entitled Recording industrial and pre-industrial techniques in Makrinitsa, Mt Pelion, refer to the tanneries of the area, the mills which prepared the raw materials for tanning, and the fulling-mills. Today, the state of these buildings is far from the glories of the past: as time passes, they are becoming more difficult to locate and reach, since most are ruinous and have been overgrown by the verdant vegetation. Field research led to the identification and plotting on a map of seventeen tanneries, together with three fulling-mills - still in operation - of the ten for which there is evidence. The authors propose that all the waterpowered facilities in the Koukourava area, which form a unit and can be visited along a circular path, should be studied in greater depth, with the possible aim of founding a water power museum exhibiting the pre-industrial and early industrial heritage of Mt Pelion. TECHNOLOGY AND CULTURAL MANAGEMENT The late Seventies and early Eighties were of decisive importance for the generation in France of a movement to conserve industrial locations. In 1979 CILAC (Comité d'information et de liaison pour l'archéologie, l'étude et la mise en valeur du patrimoine industriel) was founded and in 1983, an industrial heritage unit dependent on the French General Archive of Monuments and Artistic Resources was set up 77 within the Ministry of Culture. Its purpose was to coordinate and fund, on a selective basis, the recording projects which are essential for the formation of files on monuments to be scheduled for preservation. The formation of the industrial heritage unit encouraged the development of a new pole of research, focusing initially on work being done on water-powered and mining installations. Since recognition by the state authorities of the importance of the industrial heritage, some 700 technological or industrial buildings have been placed under the protection of the National Monuments Commission. In France, there are a number of ways in which a site can be rehabilitated: • Old sites which are protected and converted so that they can be visited or can serve as museums • Sites which are still in operation and which have been restored and maintained by their owners • Monumental nineteenth-century sites which are evidence of advanced industrial de velopment, which are notable for the quality of their architecture, and have been purchased by local government, private citizens or business men. Such reconstruction projects fail, unfortu nately, to preserve any evidence of earlier in dustrial activity. Since the late Seventies, the eco-museum of Creusot-Montceau has been playing a pioneering role in the industrial heritage sector. The reuse of industrial buildings and the

experience gained by classes in the Department of Architecture of the National Technical University - that is, the phenomenon (rapidly spreading since the Second World War) of the functional restoration and accentuation of vacant buildings in urban space which have lost their original use - is the subject of an article by F Verdelis and G. Kavalieratos. Since the mid-Eighties, the NTU has been offering a variety of research courses which examine aspects of the problem, focusing on the utilisation of vacant industrial buildings with the integration into them of new functions to meet today's needs. The courses on this new subject were organised to as to foster the gradual and integrated familiarisation of the students with the subject of reuse. The results of the work done in these research courses have been published and exhibited. The method used to make students aware of the phenomenon of disused industrial buildings - of the problems they cause and of their potential for reuse and improvement of their surroundings - is that of direct acquaintance through examples taken from Greece. These courses on the redesigning of industrial and other buildings for reuse have proved very popular among students. On 11 September 1987, Manolis Korres submitted a proposal for a Central Service for the Documentation and Materials of Monuments to the Ministry of Culture. The purpose of the proposed agency was to assemble archive material, documentation and information about monuments in connection with the materials with which they were constructed and required for their restoration. The author accompanied his proposal with a complete organisation chart and dealt with the details of the operation of the Central Service and its branches. The brig made its appearance in the first half of the eighteenth century and was widely used in the Mediterranean and northern Europe. As K.A. Damianidis relates in an article on the subject, the first reference to the building of a Greek brig comes from Hydra and dates from the mid-eighteenth century. Today, when the yards building wooden boats are closing or confine themselves to repair work, the traditional Greek sailing craft have vanished and wooden boats can be expected to have been superseded altogether in a few years' time. Efforts are being made, for that reason, to preserve old Greek vessels or construct exact working replicas. One of the most recent projects in this field was the construction of a brigtype vessel similar to those built in the nineteenth century in the little sea-faring community of Galaxidi. The process of research and the assembly of material on the morphology and construction of the brigs has begun, and design of the vessel will follow. Marina Karavasili and Emmanouil Mikelakis have contributed an article on Accentuating the industrial heritage of Central Greece through a network of special interest itineraries. Cultural tourism is one of the 'soft' or alternative forms of tourism. Its basic aim is


to promote characteristics of a local culture free of the stereotypes created by mass organised tourism. The cultural itinerary involves visits to monuments of the natural and cultural heritage within a single thematic, historical or conceptual framework. The article examines a study to treat Central Greece and the network of itineraries as a tourist planning management tool. It also gives a brief presentation of the industrial heritage of Central Greece: the town of Leivadia, the Lake Copais area, the Harmaina district of Amfissa, the village of Aspra Spitia near Distomo, Galaxidi, the Mornos Dam, Evvia, etc. TECHNOLOGY AND RESEARCH In an article entitled Introduction to ancient Greek technology, T.P. Tasios takes the view that the extent and significance of ancient Greek technology, a historical phenomenon wholly comparable to the achievements of the Greeks in the arts, philosophy and science, are now widely recognised. The underestimation, in earlier times, of the significance of ancient Greek technology now seems to have been sufficiently analysed and overcome. The ancient Greeks were so firmly orientated towards technology that it comes as no surprise to find that they had made achievements in that sphere as early as the Mycenean period (e.g. mining, tholos tombs). Around 600 BC, a search began for a rational connection between cause and effect which would allow phenomena to be reduced to their generative factors. In other words, application of the scientific method had got under way. Among the examples of the grafting of technology on to science are the tunnel bored by Eupalinus on Samos around 500 BC, the making of musical instruments, and the invention (by the Athenians at Lavrio) of the spiral metal ore washery, which required a three-dimensional understanding of hydraulics. Great advances were made in ship-building, too. The Athenian trireme, forty metres in length with a crew of two hundred, could develop a speed of 20 kph, enviable even today. In chemistry, the modern scholar is impressed by the wealth of ancient knowledge and by the precision of the ancient terminology. T.P. Tasios argues that if Greek thought had not turned to exploring the cosmos 'from the inside out', which brought technological evolution to an end, the centre of the world economy today might be in the Eastern Mediterranean. In her article on Byzantine ship-building, Despina Evyenidou concludes that the techniques of Graeco-Roman ship-building were applied in the Mediterranean for many centuries. Over all that period, the shell of the boat was built first, followed by the frame. Two shipwrecks in the eastern Mediterranean, one dating from the fourth century AD and one from the seventh, give us a complete picture of the changes which came about in ship-building during the Byzantine period, when the practice of building the frame first began to prevail. As can be seen in an eleventhcentury shipwreck from the same area, by that time this technique had been perfected.

Know-how was not a high priority for Byzantium. Even so, the progress of research and the adoption of a different scientific approach to the Byzantine civilisation are revealing important technological developments, at least down to the eleventh century. This knowhow passed to the West, which after the twelfth century began to move in new directions and to reverse the flow of technological knowledge. In an article on A Byzantine watermill in Thiva, Harikleia Koilakou explains that human habitation in Thiva (Thebes) as far back as prehistoric times was the result of the area's abundant supply of water. The first mention of watermills in the sources comes from the Cadaster of Thebes, a tax register of which fragments have survived, dated by its editor to the second half of the eleventh century. N. Papahatzis, a scholar of Pausanias, believes that part of the water of the river Ismenos was always diverted from its course to operate fountains and watermills. This view is confirmed by the recent discovery of a Byzantine watermill, excavated by the First Ephorate of Byzantine Antiquities at Tambouri Rouki. The architecture of this mill, with its upright wheel (of the 'Roman' type), is very similar to that of the watermill which has survived in excellent condition in the ancient Agora of Athens. The masonry of the mill - the only one found in Thiva to date - and the coins discovered there give a date of construction in the late ninth or early tenth century. C. Vallianos has contributed an article on the Museum of the Cretan Ethnology Foundation, which is planning to compile an encyclopaedia of pre-industrial Cretan tools and machinery as part of the work done by its Research Centre. The book, to be published in mid-1999, will contain some 700 photographs of tools used in the Cretan countryside (production of foodstuffs, architecture, clothing, the arts, trade, transport and collective social activities) together with information about their use. There will also be drawings of manually- and animal-powered devices and self-powered machinery. S. Parharidis, who is in charge of the study and presentation of this machinery, describes the rasotrivi or rasofabrika as an example of the work in progress. The rasotrivi is a pre-industrial water-powered device made completely of wood, with a central power shaft. It is operated by water power, and was used to beat woollen cloth so as to make it stronger and more waterproof. Peny Theologou-Gouti's article on a Network for the diffusion of know-how about documenting ethnographic items provides useful information about the 'Ethnomuseumnet' project being conducted by the Universities of Patra and Thrace, the Hellenic Section of ICOM, the PÊloponnèse Folklore Foundation, the Museum of Greek Folk Art and the Museum of Greek Folk Musical Instruments with the support of the Ministry of Culture and funding from the General Secretariat of Research and Technology. The project is designed to solve the documentation problems facing ethnographic museums, to identify new digital record-

ing techniques, to foster communication among researchers working in the field of ethnographic documentation, and to spread the know-how involved. TECHNOLOGY AND RESTORATION For many centuries, the waterfall of Edessa was a source of water power for flour mills, tanneries, fulling-mills, sesame-seed grinding mills, textile mills and rope factories. A study entitled 'Reuse of historic buildings in the vicinity of Edessa waterfall' is today serving as the basis for the implementation of a remodelling project in the entire mill area. The restoration work on the historic mechanical equipment of the mill area, described in an article by Athanasios Hatzigogas, is of particular interest , because it calls for specialised knowledge about a technology which was superseded decades ago. In the mill area, there were three sesame-seed grinding mills, two flour mills, one fulling-mill, a tannery and other facilities. The difference in the approaches to the wooden and metal components of the sesameseed grinding mill brought to the surface a major problem in the restoration of historic equipment, which is that of selecting specific criteria in accordance with the purpose of restoration (for use as museum exhibits, for educational purposes, or as mere curiosities). Withdrawal from use is a Community policy measure first applied to fishing vessels in 1991 and established in the operational policy for fishing in 1994 (with application until 1999). Fishermen who wish to leave the occupation with a sizeable grant may withdraw their boats from use in one of three ways: 1. by breaking up the vessel; 2. by selling it for a purpose other than fishing, and 3. by selling it to a non-EU country. In practice, the first solution is almost always chosen because breaking up the vessel entitles the beneficiary to a larger grant. In his contribution, K.A. Damianidis points out that by 1997 the situation was out of control and many fishing caiques were being broken up without regard to whether they ought to be conserved for cultural or historical reasons. The opposition to this phenomenon compelled the Fishing Directorate of the Ministry of Agriculture to prepare a programme of 'special treatment' for vessels which were judged to be of museological value. In 1997, six fishing vessels were exempted from breaking. The largest is the diesel trawler Aghios loannis, built at Marathokambos on Samos, now owned by the Prefecture of Chios. The trawler will be re-converted to sail and its interior will be remodelled so as to serve as a small-scale gallery for exhibitions related to the seafaring traditions of the island of Chios. TECHNOLOGY AND MUSEUMS The Organisation for the Cultural Capital of Europe, Thessaloniki '97', was set up to organise and carry out artistic and cultural events within a framework of protection for the individuality of the city and its people in parallel with the idea of European unification. The central objective of the Organisation was 'to help the people of Thessaloniki and visitors to discover the city, its distinctive atmosphere, its discreet fascination,


its present and its future as equal components in more than twenty three centuries of history'. As Olga Traganou-Deliyanni tells us in an article on New museums and new uses for historic industrial buildings during Thessaloniki's year as Cultural Capital of Europe, the programme of construction projects was funded principally by the Ministry of the Environment, Spatial Planning and Public Works while the artistic programme was financed by the Ministry of Culture. The projects completed or still being executed and the designs prepared can be grouped into the following categories: a. intervention to extend the metropolitan space; b. modernisation and functional support for the gateways to the city (airport, railway station); c. large-scale urban remodelling; d. protection and accentuation of the historical physiognomy of the city; e. modernisation of cultural infrastructure buildings, construction of new buildings; f. national and international architectural competitions; g. projects to integrate Thessaloniki into contemporary European thinking about architecture. The categories of projects included action plans and interventions in monuments belonging to the city's industrial and technological heritage. The largest project of this kind was the remodelling of Quay A in the historic Old Harbour of Thessaloniki, involving changes of use for five large warehouses belonging to the Thessaloniki Port Authority. Ermoupoli, for many decades the more important shipping and commercial centre of the fledgling Greek state, with extensive industrial production, also gave birth to the idea of setting up a Centre for the Technical Culture and the Ermoupoli Museum of Industry. Christina Agriantoni and Nikos Belavilas contribute an article on the subject. The Centre for Neohellenic Research and the Municipality of Ermoupoli have set up the Cyclades Scientific and Educational Foundation (EMIK) in order to boost the intellectual life of the island and contribute to preserving its physiognomy and accentuating its heritage. In 1985, EMIK and the Centre for Neohellenic Research established the annual interdisciplinary meetings called 'the Ermoupoli seminars', each lasting two weeks, which have become an institution since that time. The idea of developing the industrial heritage of Ermoupoli first took the form of the establishment of a Museum of Industry in one of the disused factories. The concept would involve a multidimensional Centre for the Technical Culture, which would include: a Museum of Industry focusing on the history of industry, shipping and the town, a documentation unit, a workshop unit, a network of production and work areas open to visitors, a research and education reception unit. A.L. reports on the inauguration in 1998 of the Museum of the Foundation of the Hellenic World. A factory shell, restored in an exemplary manner,.serves as the nucleus of a museum in which information about the long history of the greater Greek world is supplied by computer.

TECHNOLOGY AND EXHIBITIONS An exhibition on 'Treasures of Mount Athos' formed part of the events to mark Thessaloniki's year as Cultural Capital of Europe. As loakeim Papaggelos tells readers, particular emphasis was placed in the exhibition on Everyday life and worship, with a presentation of the way in which characteristic aspects of everyday Athonite life have been organised during the more than one thousand years of the history of the monastic community. The exhibition also presented the Athonite manner of worship. It was clear from the exhibition that the 'last word' in the technology of the day was applied on Athos at an early date, thus enabling the community to function - thanks to pilgrims and its dependencies - as a centre for the dissemination of know-how. I. Papaefstathiou contributes an article on an exhibition of ancient Greek technology (21 August - 5 October 1997) organised by the Technical Museum of Thessaloniki and the Association for the Study of Ancient Greek Technology in association with the Thessaloniki Archaeological Museum. The exhibition was held as part of the Cultural Capital events and took place in the Cryptoporticus of the Roman Forum of Thessaloniki. The purpose of the exhibition was to accentuate the importance of technology as an equal partner with the sciences and arts in the ancient Greek intellectual heritage. It consisted of seventy replicas of pieces of machinery, weapons, ships, calculating devices, communications devices and automata covering the period from the sixth century BC to the Byzantine era. Information boards provided a wealth of visual material and information. Visitors could watch an introductory multi-media programme, and there were two electronic touch screens. Lina Mousioni gives an account of an exhibition on 'Coffee in the lives of the Greeks' held by the Larisa Folklore and Historical Museum. The exhibition provided a reminder of the historical dimension of coffee in the Greek world and of its contemporary position, with all the influences it has assimilated during its long history. As we are told by Angeliki Vafeiadaki, an exhibition of 'Greek folk music instruments' organised by the Larisa Folklore and Historical Museum in collaboration with the Museum of Greek Folk Musical Instruments - Ethnomusicology Centre was the climax to a three-day meeting on 'Greek Music: Antiquity, Byzantium, Modern Times', held in Larisa on 6-8 March 1998. The exhibition confirmed a timeless truth: that music has been a highly significant aspect of Greek culture since antiquity, and that wherever the vagaries of history have caused them to live, the Greeks are bound by unshakeable bonds through music. An article by K.A. Damianidis deals with an exhibition, organised by the Ministry of the Aegean, entitled 'Maritime Tradition in the Aegean. Boat-yards and Wooden Vessels'. The exhibition contained photographs of engravings and folk art works showing ships, and explanatory maps and archive photo-

graphs. The visual material was supplemented by a complete set of hand tools for boat-building, models of ships from all the periods covered by the exhibition, and a model of a traditional boat-yard. After opening at the Zappeio Conference Centre in Athens (16-31 October 1997), the exhibition later moved to Thessaloniki, Piraeus, Syros, Samos, Volos, los, Andros, Kalymnos, Paros, Oinousses and Chios, gathering fresh material about local seafaring traditions at each stop. The exhibition was accompanied by an educational programme.

TECHNOLOGY AND CONFERENCES A meeting on the subject of Water as a source of life, energy and purification was held on 1214 December 1997, on the initiative of the Museum of Greek Folk Art and the Friends of the Museum, with the support of the ETBA Cultural Foundation and the Hellenic Mill Institute. A. Economou describes the four thematic units covered by the meeting: a) 'Worship and purification', b) 'Technology and water', c) 'Water as a source of life', d) 'The protection and accentuation of monuments'. The international symposium held on 2021 February 1998 in Athens (Gennadeios Library) and described by Maria Vasilaki and Haris Kaluga dealt with the art, techniques and technology of Byzantine icons. The thematic units of the symposium on Byzantine icons: art, technique and technology were three in number, as the title suggests. The first session of the symposium dealt exclusively with the art and iconography of the icons, the second with the art and technique of icons, and the third with technology, in the form of papers presented by the research team of the University of Crete Foundation for Research and Technology. The second part of the third session was devoted to a presentation of two fourteenthcentury icons of Our Lady. The fourth and last session began with presentations of the technical analysis of fifteenth-century icons, its second part being given over to technical questions extending to other forms of Byzantine art. The Proceedings of the symposium are to be published by Crete University Press. In an article on Cultural tourism: a prospect for the future, Patrick Viaene gives an account of the International Tourist Salon of Catalonia (SITC), held in Barcelona each year and one of the most important European tourist events. In 1998, for the first time, the hosts included in the Salon a one-day meeting devoted to cultural tourism, whose purpose was to facilitate, encourage and support collaboration among cultural agencies and tourism professionals. The general conclusion of the meeting is that the conservation of the industrial heritage is meaningless unless it is orientated towards the general public. Industrial tourism addressed to that public could be a way of protecting the industrial heritage and the cultural heritage more generally. An international conference on the fascinating subject of Sustainable development in the islands: the role of research and ed-


ucation was held in Rhodes town from 30 April to 4 May 1998, as part of PRELUDE (the Programme of Research and Liaison between Universities for Development). Andromachi Economou's report describes the thematic units of the conference: 1. Planning sustainable development; 2. Economic activities and employment; 3. Health services in the islands; 4. Sustainable tourism; 5. Managing the environment: the natural, cultural and industrial heritage; 6. Education and sustainable development; 7. Society and family in the island environment; 8. The role of information technology and telecommunications in the development of the islands. 1998 was an anniversary year for the federal republic of Switzerland, with all the cantons celebrating the 150th anniversary of their foundation and also 150 years of industrial culture in the country. In April and May, writes Olga Traganou-Deliyanni, the canton of Geneva held a series of events including an international scientific meeting on The industrial heritage: a review, which covered the following topics: the history of industrial archaeology in Great Britain, deindustrialisation in Belgium, twenty years of conserving the industrial heritage in France, Greek culture between Classical and industrial archaeology, major industrial complexes in Germany, protecting the industrial heritage in Poland, and the industrial heritage of the Urals. Aspasia Louvi reports on the proceedings of the XI Symposium on History and Art, held in Monemvasia on 23-26 July 1998 on the topic of Communication and transport in the preindustrial period and organised by the Monemvasia Club in collaboration with the ETBA Cultural Foundation. Twenty five original papers contributed to putting together an interdisciplinary approach to the extremely interesting theme of the Symposium. Historians, archaeologists, literary scholars and ethnologists reported on their expert findings and exchanged views on the significance and role of communications in the economy and in the evolution of the Greek societies between antiquity and the first half of the twentieth century, over which pre-industrial societies survived. The Proceedings of the Symposium, to be published by the ETBA Cultural Foundation, will record the approach made to the vast and complex subject of transport and communications in pre-industrial Greece. Constantinos Kannavas contributes a report on the II Latin-American Conference, held in Havana in September 1998, under the auspices of TICCIH, on the subject of Preserving, maintaining and re-using the industrial heritage. The two-day programme consisted of 129 papers in seven thematic units: a) landscape and industrial architecture, b) maintenance and reuse, c) conservation of the material culture (environment, objects, machinery, installations, archives), d) maintaining and reusing the industrial heritage: research and training, e) industrial archaeology, f) mines, g) sugar and processing installations. Naturally enough, much of the work of the conference

revolved around sugar-cane and its processing. Teti Hadzinikolaou informs readers about the XIX General Assembly of the International Council of Museums (ICOM), held in Melbourne, Australia, on 11-16 October 1998 in parallel with the XVIII World Conference on 'Museums and Cultural Differences'. Among the innovations of the Melbourne Conference was its inclusion of open sessions on topical issues of general interest, including 'Tourism and the protection of the cultural heritage', 'Museums and women', and 'Developing museums on the global level'. Of particular interest to the members of ICOM was - as usual - the established one-day meeting entitled 'The Ideas Market'. A three-day Trade Fair of museum equipment was held in the conference venue. On the last day of the conference, the General Assembly of ICOM members unanimously approved six resolutions on museological questions. The Hellenic Section of ICOM will be hosting the annual meeting of the International Committee of Regional Museums in autumn 2000, and next year will also see the annual meeting of the International Committee for Museum Security taking place in Greece. An article by Christos Loukos reviews the conference on The city in modern times organised by the Association for the Study of Modern Hellenism and the Institute of Mediterranean Studies on 27-30 November 1997. The papers presented dealt primarily with the construction of urban space, social relations, demographic factors, new needs and new phenomena, the memory of the city, narrating the urban phenomenon, reproducing the city, and the city in literature. TECHNOLOGY AND EDUCATION The cue for an article by Andromachi Economou was the first meeting, organised on 5 December 1997 by the Directorate of Folk Culture of the Ministry of Culture and the Hellenic Section of ICOM, on the subject of The cultural heritage and education: educational and cultural networks. The meeting presented the action taken to date in connection with educational programmes in museums and other cultural venues. The period since the late Eighties has seen the establishment in Greece of museums for children working chiefly, if not exclusively, on educational programmes held in suitably arranged parts of the museum or outside it (in factories, other museums or archaeological sites). Stefanos Nomikos writes on two examples of the potential for introducing research into education. The examples involve schools which managed to obtain the funding to publish two outstanding books containing the results of research work done by pupils. The first, entitled The Watermills of Rethymno - A Historical Approach to the Rise and Fall of a Pre-industrial Settlement, is part of a project under the general title of 'New Departures and Continuity in the Socio-Economic Process of Mill Valley' carried out by seven pupils from the Rethymno Comprehensive Senior Secondary School 77 within the framework of the 'Technomathy 1995-1996' programme.

The second book, The Watermills of Upland Xanthi, looks in particular at the watermill of Oraio and stems from research carried out by a team of nineteen school students from all three years of Sminthi Junior Secondary School as part of an environmental education programme. TECHNOLOGY AND BOOKS Eleni Bechraki reviews Metal-Working on Mt Athos by Petros Koufopoulos and Stavros Mamaloukos, published by the ETBA Cultural Foundation in 1997. The book is the result of many years of research by the authors into this sector of pre-industrial technology. In his review of Lesvos, Economic and Social History (1840-1912), by Evridiki Sifnaiou (published by the Municipality of Mytilene, Athens 1996), Nikos Sifounakis sums the book up as a presentation of an island economy and society at the peak of its prosperity under the declining Ottoman Empire over the century before final union with Greece. Andromachi Economou informs readers about the publications of the ETBA Foundation for the Open-Air Water Power Museum: the Guide to the Open-Air Water Power Museum, and three monographs: Water Power in Pre-industrial Greece (by Stefanos Nomikos), Pre-industrial Tanning in Greece (by Kornilia Zarkia) and Blackpowder, Powder Mills and the Greek War of Independence (by Stelios Papadopoulos). These concise and useful publications help the visitor to understand the museum and the way it functions, while suggesting an approach to some of the most important sectors of pre-industrial technology. The ETBA Cultural Foundation also publishes a Cultural Map of Arkadia, a publishing innovation which provides cultural information about Arkadia in general and Gortynia in particular and proposes itineraries for visits to cultural monuments (ancient, Byzantine or modern) and areas of special natural beauty. According to T.P. Tasios, publication of the Proceedings of the I International Congress on Ancient Greek Technology is a welcome addition to the Greek and foreign-language literature on the topic while allowing the nonexpert a fascinating glimpse of a neglected aspect of the ancient Greek civilisation. TECHNOLOGY AND FOUNDATIONS The Hellenic Mill Institute (HMI), reports G.M. in an article describing its scholarly activities, celebrated its second anniversary in December 1998. The offices of the HMI are located at 28 Vasileos Konstantinou Ave., 116 35 Athens (tel. no. and fax 7252 535, 6434 580) and are open each Wednesday from 19.30 to 21.30. OUR OWN NEWS The official opening of the Open-Air Water Power Museum at Dimitsana took place on 20 September 1997 and is the subject of an article by Aspasia Louvi. The museum is housed in a number of old manufacturing buildings on a site of some 1,000 square metres. Through it, along successive channels, runs the water from the Ai-Yannis spring, part of the unique natural environment of upland Gortynia.


In order to form the museum, restoration work was done on the ruinous buildings and on the machinery of a flour mill, a fulling-mill, a powder-mill and a tannery. The old cobble paths were relaid and follow the course taken by the water, allowing the visitor to pause at other open-air activities in what was once a thriving complex of buildings: a raki still, limepits and an irrigated vegetable garden. Modern museological and educational media and the reconstructed mill machinery which can be set in motion for visitors to see accentuate the traditional technology of the equipment, of water power, and of the grinding of grain, the making of leather and the manufacturing of black powder. Visitors gain a clear idea of the importance of water as a source of energy in the pre-industrial period and perceive its role in the economy, production and nutrition in the traditional society. The project, which got under way eleven years ago (1986), was implemented by the ETBA Cultural Foundation with the financial support of the parent Bank and was completed

with funding from the Péloponnèse Region. The Museum has helped to preserve traditional technology, to educate the younger generation, to provide recreation and to revitalise the local society as it has become an attraction to Dimitsana, the Lousios valley and Gortynia as a whole. Visitors who stay in the area can explore the network of footpaths linking the 120 ruined workshops in the Lousios valley, the antiquities, the bridges, and the monasteries and hermitages to be found in the gorge. Andromachi Economou describes the work of 'Agon', the II Meeting on short archaeological films, held at Rethymno, Crete, on 16-21 June with archaeology in the Mediterranean as its theme. The 'Agon' meetings are organised every two years by the periodical Archaiologia kai Technes. Awards last year went to nine of the twenty-five films entered for the competition; first prize went to the film Storage Jars (directed by T. Bellas), produced by the Centre for the Study of Modern Greek Pottery, while

the Greek Cinema Centre prize was awarded to the film The Powder-Mills of Dimitsana (directed by L. Papastathis), a production of the ETBA Cultural Foundation. On 24 January 1998, the Mt Parnon Development Association held a one-day meeting at Leonidio on the subject of the architectural character of the Mt Parnon area. After preparing a development study for the north section of Mt Parnon, the Development Association's ambition was that the meeting should contribute to recording at least one aspect of the multi-faceted culture of the area. Obituary: A year has passed since the readers of the newspaper Kathimerini were deprived of the author of the 'Observer' column: Kostas Voulgaris, whom we at the ETBA Foundation also experienced each day as the Mentor of our own lives and whose death has left a gap that cannot be filled. His ethos and his benevolence will always be with us as guides for our lives and efforts. C & S Translations

Η περιοδική έκδοση του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος της Ελληνικής Τράπεζας Βιομηχανικής Αναπτύξεως ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ παρουσιάζει τη δραστηριότητα του Πολιτιστικού Τεχνολογικού Ιδρύματος της ΕΤΒΑ και τη σχετική με την ιστορία των τεχνικών επιστημονική δραστηριότητα στην Ελλάδα και το εξωτερικό. • Για λόγους γλωσσικής ομοιογένειας και ενότητας παρουσίασης της ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑΣ, η σύνταξη διατηρεί το δικαίωμα και φέρει την ευθύνη συντομεύσεων και των, κατά την κρίση της, βελτιωτικών παρεμβάσεων στα κείμενα που αποστέλλονται προς δημοσίευση. Τα χειρόγραφα δεν επιστρέφονται. · Η αναδημοσίευση επιτρέπεται με την υποχρέωση μνείας της προέλευσης του αναδημοσιευόμενου κειμένου και αποστολής ενός αντιτύπου στην ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ. • Η ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ στέλνεται δωρεάν στα ενδιαφερόμενα νομικά και φυσικά πρόσωπα.

ISSN 1105 - 2287


© Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς Υπηρεσία Έρευνας και Προβολής To περιοδικό Τεχνολογία ψηφιοποιήθηκε τον Απρίλιο του 2008. Πραγματοποιήθηκε επίσης Οπτική Αναγνώριση Χαρακτήρων για την ανακατασκευή των κειμένων. Ομάδα Εργασίας: Κωνσταντίνος Φιολάκης - Βαγγέλης Στουρνάρας - Χρύσα Νικολάου


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.