ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΟΥΛΟΥ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΟΥΛΟΥ
Τα μαγικά του παππού και της γιαγιάς!
Εικονογράφηση
Ίρις Σαμαρτζή
Ο παππούς και η γιαγιά μου είναι μάγοι. Αλήθεια λέω. Δεν με πιστεύετε;
Τότε διαβάστε παρακάτω να μου πείτε αυτά που θα σας διηγηθώ εσείς πώς τα εξηγείτε...
Για παράδειγμα, o παππούς μου...
Στο γ ρα
φείο ή στο δεν έ χει ού κομοδίνο του τε βιβ Άμα τ λ ίο! ου πω «Παπ ό μ πού μ ως ου, π τότε αραμ μεταμ ύθι» ο ρ φώνε σε βι ται... βλιο
πωλε ίο!
Και τι δεν έχει να μου αφηγηθεί...
ιστορίες παλιές και νέες, φανταστικές κι αληθινές. Απ’ τη ζωή του και απ’ τη δουλειά του. Απ’ το χωριό του, τη γειτονιά του. Παραμύθια από την ιστορία, τη μυθολογία, από τη φαντασία του και άλλα που, όταν εκείνος ήτανε παιδί, του έλεγε η γιαγιά του!
Και μιας και είπα «γιαγιά», να σας πω για τη γιαγιά μου...
Μπορεί να μην έχει μαγειρέψει τίποτα, να μην έχει προλάβει να ψωνίσει, τα μαγαζιά να έχουν κλείσει... Μα έτσι και της πεις «κέρνα» μεταμορφώνεται το σπίτι σε ταβέρνα!
Αρχίζει: «Φάε και τούτο φάε και τ’ άλλο, φίλεψε και τους φίλους σου! Να στύψω για όλους σας πορτοκαλάδα; Να σας φτιάξω αυγά, κοκκινιστό ή φασολάδα; Χορτάσατε; Θέλετε και γλυκό; Παγωτό σπιτικό; Θέλετε φρούτο; Τη λαχανοσαλάτα δεν τη φάγατε, άλλο και τούτο!»
Ο παππούς μου ούτε λεπτό ελεύθερο δεν έχει. Τις ώρες που γρήγορα περνούν δεν τις καταλαβαίνει. Ολημερίς απ’ το πρωί, πάνω και κάτω τρέχει. Όλο σε μια δουλειά πρέπει να πεταχτεί, όλο δεν προλαβαίνει.
...
οχ
σ Προ
ως μ ό ή
αν τολμήσω
και του πω
ετό;» α τ ρ α χ ατό! κ νουμε ε χ ά ς ι ε τ ώρ ύ, φ αππο μέρα
«Π κτά η ο π α κά ξαφνι
Οι δουλειές ξεχνιούνται, όσα είχε να κάνει πάνε! Κολλάμε, κόβουμε, καρφώνουμε και τα ρολόγια σταματάνε! Κι ώσπου να γίνει τέλειος ο χαρταετός μας, παγώνει ο χρόνος, σταματά κι είν’ όλος δικός μας!
Στο σπίτι της γιαγιάς μου πάλι, δεν υπάρχει ούτε ένα παιχνίδι στο σαλόνι. Αλλά αν της πεις «Γιαγιά, βαρέθηκα...» δίνει μια και σε πειρατικό νησί μου το μεταμορφώνει!
Βράχος γίνεται ο καναπές, πέλαγος η μοκέτα, και η πολυθρόνα γίνεται πειρατική κορβέτα!
Τη σκούπα έχει κατάρτι της και για πανιά ριχτάρια, και αντί για μπάλες κανονιού έχει τα μαξιλάρια.
«Γιαγιά! Παππού!» τους είπα ένα απόγευμα «Δεν αντέχω άλλο... Εσείς οι δυο σίγουρα μου κρύβετε ένα μυστικό μεγάλο! Δεν ξέρω πώς να το εξηγήσω...
Μήπως είστε της ταχυδακτυλουργικής σχολής παλιοί αριστούχοι; Ή μήπως μάγοι αληθινοί που αποσυρθήκατε, μάγοι συνταξιούχοι; Πώς δηλαδή απ’ το τίποτα τα πάντα δημιουργείτε; Πώς καταφέρνετε κι αυτά που δεν μπορείτε; Το μυστικό σας επιτέλους θα μου πείτε;»
«Αυτό είναι το μαγικό» συνέχισε ο παππούς «θα το ανακαλύψεις σίγουρα κι εσύ όταν παππούς θα γίνεις, το μυστικό για να τα έχεις όλα, είναι να τα δίνεις!»
«Πολλά μπορείς να φτιάξεις απ’ το τίποτα» είπε η γιαγιά «και μαγικά να τα μεταμορφώσεις, αρκεί να θες σε κάποιον που αγαπάς πολύ αμέσως να τα δώσεις!»