Σκισμένες Σελίδες
1
2
Σκισμένες Σελίδες
Σκισμένες Σελίδες
3
4
Σκισμένες Σελίδες
ΣΚΙΣΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ COPYRIGHT 2013 ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΦΙΝΑ ΙΟΥΛΙΟΣ 2013-07-06 ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ: ΜΑΥΡΑΚΗ ΕΡΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: RADICAL GRAFX-ΜΙΧΑΛΗΣ ΦΟΥΡΙΚΗΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΙΓΑΛΑΣ
ISBN 978-960-99556-4-5
Σκισμένες Σελίδες
ΣΚΙΣΜΕΝΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΟΦΙΝΑ
5
6
Σκισμένες Σελίδες
Η Κατερίνα Κοφινά γεν. το 1968 στην Αθήνα και μένει μόνιμα στη Σαλαμίνα. Ξεκίνησε να γράφει ποιήματα σε ηλικία 27 χρονών. Στα 31 της χρόνια έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα, το δεύτερο με τίτλο «η μεταμόρφωση της πεταλούδας» εκδόθηκε απ’τον εκδοτικό οίκο ‘’Μοντέρνοι καιροί’’ το 2007. Αρθρογραφεί στην τοπική εφημερίδα ‘’ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ’’ από το 1997 και στο μουσικό ιντερνετικό περιοδικό «ΟΡΦΕΑΣ» με τη στήλη του κινηματογράφου.
Σκισμένες Σελίδες
7
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στην φίλη μου Έρη Μαυράκη για την αγάπη και την συμπαράστασή της. Ο τίτλος του βιβλίου καθώς και η Λυδία είναι δημιούργημά της. Ευχαριστώ θερμά τις αρχαιολόγους Τριανταφυλιά Κάττουλα, Μάχη Καπετανοπούλου, Όλγα Παπαχρήστου και Εύη Μικρομάστορα απ΄τις οποίες εμπνεύστηκα τις ηρωίδες μου. Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη της φίλης μου Αγγελικής Σοφρά, ακόμα στον ξάδερφό μου Παναγιώτη Παπασωτηρίου, στον φίλο μου Αντρέα Αυγέρη και στην φίλη μου Ράνια για την συμπαράστασή τους. Στην μητέρα μου και στον αδερφό μου. Στους αγαπημένους μου συγγραφείς Χάουαρντ Φίλιπς Λαφγραφτ, Έντγκαρ Άλαν Πόε, Αγκάθα Κρίστι και Ιούλιο Βερν. Στο Θεό που είναι κοντά μου.
8
Σκισμένες Σελίδες
Σκισμένες Σελίδες
9
Ο Έκτορας Αντωνίου δάσκαλος από την Αθήνα έρχεται σε ένα ορεινό χωριό της Πελοποννήσου , το Ελαιοχώρι για να αναλάβει τα χτήματα του τσιφλικά παππού του Δανιήλ Αντωνίου. Ο παππούς του έχει πεθάνει από μια ξαφνική καρδιακή προσβολή , αλλά είχε προλάβει να ορίσει κληρονόμο της μεγάλης του περιουσίας τον μοναδικό εγγονό του τον οποίο όμως είχε δει μόνο μια φορά. Στην ηλικία των πέντε χρονών, ο Έκτορας μόλις έχει βγει από ένα επώδυνο διαζύγιο και θέλοντας να αφήσει την πολύβουη πρωτεύουσα ζητά απόσπαση για το χωριό. Φτάνοντας εκεί ανακαλύπτει σιγά σιγά πως ο Δανιήλ Αντωνίου ήταν ένας μοχθηρός άνθρωπος που οι χωρικοί τον φοβόντουσαν. Σύμφωνα με μαρτυρίες τους ο παππούς του εξάσκουσε την μαύρη μαγεία. Ο Έκτορας στην αρχή δεν πιστεύει τις προκαταλήψεις των κατοίκων, αλλά θα ανακαλύψει στην σοφίτα του παππού του διάφορα περίεργα βιβλία τελείως άγνωστα για εκείνον που περιέχουν βλάστημες ψαλμωδίες προς κάποιο άγνωστο όν. Στα χέρια του θα πέσουν επίσης κάποιες σκισμένες σελίδες από το ημερολόγιο της γιαγιάς του σχετικά με άνομες πράξεις και φόνους που κατά καιρούς είχαν γίνει στην περιοχή. Στη συνέχεια θα προσπαθήσει να ξεμπλέξει το κουβάρι μιας απίθανης ιστορίας και θα μπλεχτεί στα γρανάζια της αδελφότητας του Μαύρου Αέρα. ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ. Έκτορας Αντωνίου: Τριάντα πέντε χρονών δάσκαλος από την Αθήνα που κληρονομεί το πέτρινο σπίτι του παππού του μαζί με τα κτήματα και μια κρυφή σπηλιά. Λυδία Νικηφόρου: Κοκκινομάλλα με τέλειες αναλογίες και μοχθηρή ψυχή. Ερωμένη του Σεραφείμ και Ιέρεια της αδελφότητας του μαύρου αέρα. Σεραφείμ Χαραλάμπους: Συγγραφέας ιστοριών φρίκης, μυημένος στην φανταστική επιστήμη. Οι ασχολίες του είναι γύρω από τον αποκρυφισμό και την μαγεία. Είναι δεύτερος στην ιεραρχία από τον Δανιήλ και γίνεται ο μέγας αρχιερέας μετά τον ξαφνικό θάνατο του τσιφλικά. Δανιήλ Αντωνίου: Ο παππούς του Έκτορα. Μεγάλος τσιφλικάς της περιοχής. Ψιλός , γεροδεμένος άντρας , άγριος στην όψη. Ιδρυτής της αδελφότητας του μαύρου αέρα είναι ο μεγάλος ιερέας της. Στις σκισμένες σελίδες από το κρυμμένο ημερολόγιο της γυναίκας του κρύβονται τα ονόματα των υπόλοιπων μελών της αίρεσης και κάποιες από τις αποτρόπαιες πράξεις του Αδαμαντία Νικηφόρου. Η γιαγιά της Λυδίας. Μια αυστηρή αρχόντισσα με κοφτερό βλέμμα. Κοραλία Ανδριανού: Ανθρωπολόγος και ειδικευμένη σε αρχαίες θρησκείες. Μελαχρινή με αστραφτερό χαμόγελο, φίλη της Αντιγόνης τριάντα δύο χρονών. Αντιγόνη Νικολάου: Παλαιοντολόγος, Αρχαιομέτρης. Ξανθιά με κοντό μαλλί και αρχοντική κορμοστασιά. Φιλοθέη Αντύπα: Οικονόμος του Δανιήλ πενήντα χρονών. Άσχημη στην όψη με μαλλιά ίσια σαν άχυρο, άσπρα και με μικρή καμπούρα. -Ο ΚΑΤΑΧΘΟΝΙΟΣ ΤΡΟΜΟΣ ΚΑΡΑΔΟΚΟΥΣΕ ΣΤΟ ΕΡΗΜΟ ΑΡΧΟΝΤΙΚΟ ΤΩΝ ΜΑΡΤΕΝΣ , ΕΝΑ ΕΡΕΙΠΙΟ ΠΟΥ ΑΠΟΦΕΥΓΟΥΝ ΟΙ ΠΑΝΤΕΣ. ΓΙΑ ΠΑΝΩ ΑΠΟ ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΡΙΓΥΡΙΣΜΕΝΟ ΑΠΟ ΔΕΝΤΡΑ ΠΕΤΡΙΝΟ ΣΠΙΤΙ ΗΤΑΝ ΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΕΞΩΦΡΕΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΚΡΟΥΣΤΙΚΑ ΦΡΙΚΙΑΣΤΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΩΝ. ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΥΤΕΣ ΜΙΛΟΥΣΑΝ ΓΙΑ ΕΝΑ ΣΙΩΠΗΛΟ ΚΟΛΟΣΣΙΑΙΑΣ ΕΚΤΑΣΗΣ ΥΠΟΥΛΟ ΘΑΝΑΤΟ ΠΟΥ ΕΒΓΑΙΝΕ ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΚΟΡΠΙΣΕΙ ΤΟΝ ΟΛΕΘΡΟ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ (Από το διήγημα Ο καταχθόνιος τρόμος του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ)
10
Σκισμένες Σελίδες
Σκισμένες Σελίδες
11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Μέσα στα χωράφια ο αέρας λυσσομανούσε κάνοντας τα κλωνάρια από τις ελιές να λυγίζουν ως κάτω το έδαφος. Απρίλης μήνας και στον ουρανό δε φαινόταν τίποτα ούτε αστέρια , ούτε φεγγάρι , ούτε κανένα άλλο ουράνιο σώμα. Το χώμα ήταν υγρό από μια πρόσφατη μπόρα πριν δυο μέρες και λογικά θα πρέπει να είχε υγρασία στην ατμόσφαιρα. Ο αέρας όμως που φυσούσε ήταν απίστευτα παγωμένος. Η ανάσα του έμοιαζε με εκείνη του πάγου. Παντού βασίλευε το απόλυτο σκοτάδι και κάποια αλυχτίσματα σκυλιών ακουγόντουσαν μακριά. Μια ψιλή γεροδεμένη αντρική φιγούρα, φορώντας ένα μανδύα που έφτανε ως τους αστραγάλους, έτρεχε ανάμεσα στις ελιές. Ο μανδύας ήταν καμωμένος από φίνο μετάξι σε πορφυρό κόκκινο χρώμα και είχε κεντημένο στην πλάτη του μια εξώκοσμη μορφή. Αυτή έδειχνε την μορφή ενός πλάσματος που είχε τρία κεφάλια σαν του φιδιού. Δυο σειρές από κοφτερά δόντια κοσμούσαν τα στόματα του ενώ η γλώσσα του ήταν διχαλωτή. Τα μάτια του έδειχναν σαν δυο πύρινα κάρβουνα. Ακόμα και τα ρουθούνια του φαινόντουσαν διαφορετικά. Έμοιαζαν με δυο κρατήρες που έβγαζαν ζεστό χνώτο. Η αντρική μορφή έτρεχε σαν κάτι να την κυνηγούσε και κάθε λίγο γύριζε και κοιτούσε πίσω του. Ήταν ένας άντρας αρκετά μεγάλος στα χρόνια με μεγάλο κεφάλι και πλούσια άσπρα μαλλιά. Το πρόσωπο του ήταν γεμάτο από αυλακιές και ηλιοκαμένο. Τα χέρια και τα μπράτσα του στιβαρά, η πλάτη του μεγάλη και τα πόδια του, σαν δυο κορμοί δέντρων. Είχε ύψος ένα και ογδόντα πέντε, έξυπνα μάτια και λιονταρίσια δύναμη. Όμως αυτός ο άντρας φαινόταν καθαρά πως κάτι φοβόταν. Κάτι πιο μεγάλο από εκείνον. Συνέχισε να τρέχει σκοντάφτοντας πότε πότε, ενώ ο αέρας ούρλιαζε γύρω του παγώνοντας τα πάντα. Και τότε κάτι στον ουρανό φάνηκε να σχηματίζεται. Δεν ήταν ούτε αστέρι ούτε το φεγγάρι που φοβόταν να βγει στο στερέωμα. Στην αρχή έμοιαζε με την χοάνη που σχηματίζει ένας τυφώνας. Γυρνούσε γύρω γύρω από ένα κεντροφόρο άξονα αποκαλύπτοντας μια μαύρη τρύπα, που όλο και μεγάλωνε. Την ίδια ώρα ο άντρας είχε φτάσει στον κορμό μιας ελιάς. Σωριάστηκε κάτω από την κούραση. Η μαύρη τρύπα είχε γίνει όση και ο ουρανός ο οποίος έδειχνε πως είχε κατέβει τόσο χαμηλά όσο και το ύψος του άντρα. Εκείνος έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή. Το κορμί του τραντάχτηκε για λίγο,
12
Σκισμένες Σελίδες τα μάτια του παρέμειναν ανοιχτά και όλο του το σώμα πάγωσε. Μεμιάς ο αέρας κόπασε, τα φυλλώματα των δέντρων πήραν ανάσα από το αδιάκοπο κούνημα και στον ουρανό φάνηκαν τα αστέρια με το φεγγάρι. Η λάμψη του φώτισε τα χωράφια με τις ελιές και στον κορμό μιας αιωνόβιας το άψυχο σώμα ενός άντρα. Τρεις μέρες μετά το τηλέφωνο στο σπίτι του καθηγητή Έκτορα Αντωνίου στην Αθήνα χτύπησε δυο φορές. Εκείνος το σήκωσε και απάντησε. -Παρακαλώ;-Ο κύριος Αντωνίου;-Μάλιστα. Ο ίδιος. Ποιος είναι;-Είσαστε ο Έκτορας Αντωνίου , του Μιχαήλ και της Λουκίας; -Ναι εγώ είμαι. Τι συμβαίνει;-Κύριε Αντωνίου ονομάζομαι Βαγγέλης Σεβαστάκης και είμαι ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος στο χωριό του παππού σας. – -Του παππού μου;-Να υποθέσω ότι δεν είχατε σχέσεις μαζί του;-Να το υποθέσετε. Μόλις που τον θυμάμαι. Έχω να τον δω από την ηλικία των πέντε. Οι γονείς μου διέκοψαν κάθε σχέση μαζί του. Πιστεύω πως θα είναι μεγάλος στα χρόνια αν ζει τώρα.-Ήταν ογδόντα χρονών ακριβώς. Δυστυχώς ο παππούς σας πέθανε πριν τρεις μέρες από καρδιακό επεισόδιο. – -Τι κρίμα. Ο θεός ας αναπαύσει την ψυχή του.- Απάντησε λυπημένος ο Έκτορας, για να ακουστεί ένα ελαφρύ βήξιμο από την πλευρά του αστυνομικού διευθυντή. -Όπως λοιπόν σας έλεγα κύριε Αντωνίου , το καρδιακό επεισόδιο ήταν ξαφνικό αλλά ο παππούς σας είχε προλάβει να κάνει την διαθήκη του. Είναι κατατιθέμενη σε ένα συμβολαιογραφείο της πόλης μας. – -Και λοιπόν; Τι σχέση έχω εγώ με αυτή;-Την μεγαλύτερη πιστέψτε με. Ο παππούς σας τα αφήνει όλα σε εσάς. Η περιουσία του ήταν η πιο σεβαστή εδώ στα μέρη μας.-Δεν με αφορά η περιουσία του παππού μου κύριε ………….-Σεβαστάκης.-Ναι. Κύριε Σεβαστάκη. Τον πατέρα μου τον είχε ξεγράψει , όπως και αυτός εκείνον. Δεν αισθάνομαι κανένα οικογενειακό δεσμό. Και ήθελα επίσης να σας ρωτήσω πως και εσείς ένας αστυνόμος έχετε το δικαίωμα να με ενημερώσετε για την διαθήκη. Αυτά τα αναλαμβάνει ο συμβολαιογράφος.-Μάλλον θα πρέπει να γίνω πιο σαφής. Κύριε Αντωνίου υπάρχει μια υποσημείωση στο τέλος της διαθήκης του παππού σας. Αν δεν δεχτείτε την κληρονομιά του, θα σας αφαιρεθούν και αυτά που έχετε τώρα στην κατοχή σας και θα δοθούν σε διάφορα κοινωφελή έργα. Όσο για την ερώτηση σας μάλλον θα πρέπει να ρωτήσετε τον παππού σας. Στο χωριό μας ήταν ο
13
Σκισμένες Σελίδες απόλυτος άρχοντας και όταν εξέφραζε μια επιθυμία αυτή γινόταν σεβαστή. Αυτά φυσικά θα τα πούμε από κοντά.- Ας το αφήσουμε έτσι προς το παρόν. Για να συνεχίσω όμως , εννοείτε το σπίτι που ζω; Μα πως;-Στο οίκημα που κατοικείτε τώρα το είχε χτίσει ο παππούς σας όταν ο πατέρας σας ήταν μικρό παιδί. Όταν εκείνος ενηλικιώθηκε ο Δανιήλ Αντωνίου του το έγραψε με την δική του επικαρπία. Μετά όμως οι σχέσεις τους διαταράχθηκαν. Ο πατέρας σας έφυγε στο εξωτερικό γνώρισε την μητέρα σας και διέγραψε για πάντα τον παππού σας. Τότε ήταν που τον αποκλήρωσε και έγραψε ξανά όλη του την περιουσία σε εσάς. Υπό έναν όρο, να αναλάβετε τα κτήματα και να ζήσετε στο σπίτι του, εδώ στο χωριό μας, αλλιώς θα χάσετε τα πάντα ακόμα και το σπίτι στην Αθήνα που ζείτε τώρα. Θεωρώ προσωπικά πως μόνο κάποιος που δεν είναι λογικός θα αψηφήσει μια τέτοια περιουσία. Συνέχισε ο Σεβαστάκης. Για λίγο δεν ακούστηκε τίποτα από την μεριά του Έκτορα. Ο αστυνομικός διευθυντής με αχνό χαμόγελο στα χείλη άναψε ένα βαρύ τσιγάρο και άφησε τον καπνό να βγει από τα ρουθούνια του. -Ξέρετε;- Είπε ο Έκτορας. -Ναι;-Να. Πώς να σας το πω. Εγώ δεν έχω καμία σχέση με την αγροτική ζωή. Είμαι ένας απλός καθηγητής λυκείου. Με τι γνώσεις θα αναλάβω τα κτήματα;-Δεν χρειάζεται να κάνετε το παραμικρό. Ο παππούς σας είχε ειδικευμένους εργάτες και επιστάτη για όλες τις εργασίες. Τα πάντα περνάνε από τα χέρια του και των δικηγόρων που διεκπεραιώνουν τις εκκρεμότητες με την εφορία και τις τράπεζες. Εσείς θα αναλάβετε μόνο τον ρόλο του συντονιστή. Θα ζήσετε στο σπίτι του και δεν θα χρειαστεί να πονοκεφαλιάσετε ποτέ για λεφτά. Μπορείτε ακόμα και να παραιτηθείτε από την δουλειά σας. Έτσι και αλλιώς ο μισθός που παίρνεται είναι της πείνας.-Δεν θα το έκανα ποτέ αυτό. Την αγαπώ την δουλειά μου. Πόσο χρόνο έχω στη διάθεση μου; Για να σας απαντήσω εννοώ.-Ένα χρόνο λιγότερο κατά τρεις μέρες. Έτσι ακριβώς το διατύπωσε ο παππούς σας, αλλιώς τα χάνετε όλα.-Πολύ καλά λοιπόν. Θα το σκεφτώ και θα σας ενημερώσω σε μια εβδομάδα.-Κύριε Αντωνίου αυτή την στιγμή έχω μπροστά μου αντίγραφο της διαθήκης. Έχετε κάποιο φαξ για να σας την στείλω; Θα μπορέσετε έτσι να πάρετε μια ιδέα για το τι λέει.-Ναι έχω. Μπορείτε να σημειώσετε τον αριθμό;-Φυσικά.- Του απάντησε ο Σεβαστάκης και ο Έκτορας του τον έδωσε. -Σας προτείνω να μην πάρετε μια βιαστική απόφαση. Πρέπει να σκεφτείτε μακροπρόθεσμα. Καλή σας ημέρα κύριε Αντωνίου.- Του απάντησε ο αστυνομικός διευθυντής και έκλεισε το τηλέφωνο.
14
Σκισμένες Σελίδες Ο Έκτορας έμεινε με το ακουστικό στο χέρι. Το τηλεφώνημα αυτό τον έβγαλε εντελώς έξω από την πορεία της ζωής του. Κάθισε για δυο λεπτά στην καρέκλα του γραφείου του. Ώστε ο παππούς του Δανιήλ Αντωνίου είχε πεθάνει. Και με τον θάνατο του είχε φέρει τα πάνω κάτω στη ζωή του. Του είχε γράψει όλη του την περιουσία. Πολλά χτήματα με ελιές και ίσως πολλά μετρητά. Αλλά γιατί; Τον πατέρα του τον είχε αποκληρώσει. Μεγάλωσε χωρίς ποτέ να γίνεται κουβέντα για τον παππού του. Ο πατέρας του είχε διακόψει κάθε επικοινωνία. Η μητέρα του δεν έτυχε ποτέ να γνωρίσει τον πεθερό της. Και όμως, αυτός με τον θάνατο του είχε χαρίσει σε εκείνον όλη του την περιουσία. Κάπου υπήρχε κενό. Κάποιος δεν του είχε πει όλη την αλήθεια. Εκείνη τη στιγμή το φαξ στο γραφείο του άρχισε να εκτυπώνει τις σελίδες από το αντίγραφο της διαθήκης του παππού του. Ο Έκτορας σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήρε το πρώτο χαρτί, μετά το δεύτερο, το τρίτο ως και το δέκατο. Σύραψε τις σελίδες μεταξύ τους και αφοσιώθηκε στο διάβασμα. Πίσω στο χωριό ο αστυνομικός διευθυντής Σεβαστάκης μιλούσε στο τηλέφωνο με έναν άντρα. -Νομίζω πως το φεγγάρι είναι στην αρχή του.- Του είπε. -Αύριο δεν θα έχει λάμψη. Θα το κάνουμε αύριο που τα πάντα θα είναι σκοτεινά.-Πολύ νωρίς είναι. Πως θα αναλάβουμε την ευθύνη να το φέρουμε εδώ; Ο Δανιήλ ήξερε πώς να του φερθεί.-Αυτός έφυγε τώρα αστυνόμε. Να πάρουμε εμείς σειρά.-Με τους άλλους μίλησες; Συμφωνούνε;-Όλοι είναι έτοιμοι. Εσύ τι έκανες με τον εγγονό του;-Θα δεχτεί. Δε μπορεί να κάνει διαφορετικά. Είναι πολλά τα λεφτά. – -Αν δεν αναλάβει το σπίτι δε θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε. Το αίμα θέλει δικό του αίμα. Η σφραγίδα είναι η συμφωνία με το πλάσμα. -Θα τον κάνω εγώ να δεχτεί και με το ζόρι αν γίνεται. Αύριο λοιπόν.-Στις μια μετά τα μεσάνυχτα Σεβαστάκη και μη ξεχάσεις να αφήσεις φαγητό στο σταυροδρόμι .- Του απάντησε ο άλλος και έκλεισαν το τηλέφωνο. Μια μέρα μετά σε μια περιοχή κοντά, έξω από την αρχαία Ολυμπία, η Κοραλία Ανδριανού βρισκόταν στο γραφείο του σπιτιού της και διάβαζε κάποια άρθρα για παλιές θρησκείες. Αυτές που είχαν τις ρίζες τους στους παλιούς Δρυίδες. Μάλιστα είχε βρει κάποιες ομοιότητες στις τελετουργίες τους με εκείνες των ιθαγενών της Ποναπέ που, βρίσκονται στα νησιά Καρολίνες. Η Κοραλία είχε σπουδάσει ανθρωπολόγος και είχε ασχοληθεί πολύ με τις παλιές θρησκείες και θεότητες που λάτρευαν οι άνθρωποι την εποχή πριν της Ατλαντίδας. Η Κοραλία ήξερε πως στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των
15
Σκισμένες Σελίδες ιθαγενών αυτών ταίριαζαν με αυτές των Ατλάντων, των Μάγιας και των Δρυίδων, όπως και με την Ελληνική μυθολογία. Τα μυθικά τους πρότυπα ήταν πανομοιότυπα. Οι ομοιότητες αυτές συσχετίζουν τις θάλασσες με τους ουρανούς. Ένα από τα χαρακτηριστικά παραδείγματα ήταν ο θεός Κετσαλκοάτλ, που έχει αρκετούς παραλληλισμούς με τον Ελληνικό Άτλαντα. Ο Άτλαντας είχε έρθει από τον Ατλαντικό ωκεανό και κρατούσε τον κόσμο στην πλάτη του. Η Κοραλία είχε πάθος με την μυθολογία και τις παλιές τελετουργίες , η οποίες έδειχναν καθαρά πως τα ανθρώπινα όντα εκείνης της εποχής λάτρευαν διάφορα πλάσματα , πνεύματα και άλλες παράξενες και φρικτές στην όψη θεότητες. Οι μορφές αυτές λατρείας ήταν πιο αρχαίες από αυτά που ήξεραν οι άνθρωποι. Η Κοραλία διάβαζε για αυτές όχι μόνο από τις καταγραφές των επιστημόνων , αλλά και από τους μελετητές της φανταστικής επιστήμης. Η Κοραλία Ανδριανού κόρη ενός παπά και μιας δασκάλας είχε μεγαλώσει με πολύ αγάπη στο Ελαιοχώρι και είχε σπουδάσει ανθρωπολόγος στο εξωτερικό. Γυρνώντας από τις σπουδές της δούλεψε με σύμβαση έργου στο μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας όπου και γνωρίστηκε με την αρχαιολόγο Αντιγόνη Νικολάου και έγιναν φίλες. Τις ένωνε περισσότερο το κοινό τους πάθος για την αρχαιολογία παρά το ότι ταίριαζαν σαν άνθρωποι. Η Αντιγόνη ήταν μόνιμη στο μουσείο και η Κοραλία αφού δούλεψε κάποια χρόνια με διάφορες συμβάσεις τελικά κατόρθωσε να προσληφθεί και εκείνη στο μουσείο δίπλα στην φίλη της. Η Κοραλία όμως ήταν γνωστή και στους κύκλους της αστυνομίας, αφού με τις ειδικές τις γνώσεις είχε βοηθήσει και πολλές φορές σε δύσκολες υποθέσεις φόνων που είχαν να κάνουν με μαγικές τελετουργίες. Όταν οι γονείς της πέθαναν η Κοραλία περνούσε την μισή της μέρα στο μουσείο και την άλλη μισή διαβάζοντας με μανία για τις αρχαίες θρησκείες , τις δοξασίες , τις τελετουργίες , την μαγεία και τις ανθρωποθυσίες. Στην Αμερική είχε διαβάσει πολλά βιβλία που είχαν σαν θέμα τους αυτά. Μερικά από αυτά τα οποία είχαν εκδοθεί πολλά χρόνια πίσω ήταν και τα αγαπημένα της. Το <<THE GOLDEN BOUGH>> του Τζέιμς Φρέιζερ, το <<THE WITCH-CULT IN WESTERN EUROPE>> της Μάργκαρετ Μάρεϊ , το <<WITCHCRAFT AND DEMONOLOGY >> η το << THE SECRETS OF ANCIENT WITCHCRAFT>> . Αλλά αυτόν που πίστευε περισσότερο από όλους ήταν ένας άγνωστος συγγραφέας για το πλατύ κοινό. Τον ανακάλυψε όταν φοιτούσε και ξετρελάθηκε μαζί του και αυτό γιατί βρήκε πως οι γνώσεις του συγκεκριμένου συγγραφέα ξεπερνούσαν την απλή φαντασία. Και αυτή βασιζόταν στην ιδέα του πως ο κόσμος μας είχε κατοικηθεί κάποτε από μια άλλη φυλή πλασμάτων. Αυτή η φυλή επειδή ασχολήθηκε με την μαύρη μαγεία , διώχτηκε από την γη και εξορίστηκε στο αχανές διάστημα. Από εκεί όμως ζει και αναπνέει με απώτερο σκοπό να ξαναγίνει ο απόλυτος άρχοντας στην γη. Με λίγα λόγια έγραφε για την πάλη του καλού με το κακό. Έγινε λοιπόν μεταξύ τους μια
16
Σκισμένες Σελίδες πάλη και οι καλοί θεοί έδιωξαν σε μακρινούς γαλαξίες τους κακούς που ζουν κατά φυλές άλλοι σε υπόγεια σπήλαια , άλλοι φυλακισμένοι σε απύθμενα πηγάδια , και άλλοι κάπου στους πάγους της Ανταρκτικής. Αρκετοί από αυτούς ζουν στα μεγάλα βάθη των ωκεανών. Αυτό που θέλουν πάντα είναι να εισβάλουν στην γη και να κερδίσουν την κυριαρχία της. Η Κοραλία όταν άρχισε να μπαίνει όλο και πιο βαθιά στο σύμπαν του συγγραφέα κατάλαβε πως αυτά που έγραφε δεν ήταν φανταστικά. Μάλιστα όταν άρχισε να ψάχνει βρήκε βιβλία που εδραίωναν την ιστορία του για τους πανάρχαιους θεούς. Η Κοραλία είχε κρατήσει αρκετές σημειώσεις από αυτά και τις είχε φυλάξει στο προσωπικό της αρχείο. Γυρνώντας από την Αμερική ξεκίνησε να δουλεύει σε διάφορες ανασκαφές. Δεν είχε πια τον χρόνο να ασχοληθεί με το αγαπημένο της αντικείμενο και άφησε το προσωπικό της αρχείο ανεκμετάλλευτο. Η δουλειά της στην ύπαιθρο ήταν κουραστική και εξαντλητική πολλές φορές. Δούλευε εκεί έξω παρέα με όλα τα στοιχεία της φύσης και από την άλλη έπρεπε να επιβάλετε και στους τεχνίτες της αρχαιολογίας για να τους υποδεικνύει κάθε φορά πως ήθελε να γίνεται η δουλειά της. Αυτό την έφερνε πολλές φορές αντιμέτωπη απέναντι τους. Μάλλον ο τρόπος της δεν τους άρεσε, ήταν αρκετά αυταρχικός. Η Κοραλία Ανδριανού ήταν μια μελαχρινή, ψηλή γυναίκα, με ένα εβδομήντα ύψος, μπλε μάτια και νευρώδεις κινήσεις. Ήταν αδύνατη και συνήθιζε να τρώει υγιεινά φαγητά. Στον χώρο της εργασίας της η Κοραλία όταν δούλευε στις ανασκαφές ήταν αυστηρή με τους εργάτες και ήθελε πάντα να γίνεται το δικό της, όλοι όφειλαν να την ακούνε πιστά. Η φίλη της βέβαια η Αντιγόνη δεν είχε τέτοιες ακραίες απόψεις για την ζωή ή την δουλειά. Εκείνη στο γραφείο της στο μουσείο περνούσε μόνο λίγες ώρες καθημερινά. Τις περισσότερες φορές ήταν έξω και επέβλεπε κάποιες ανασκαφές ή δοκιμαστικές τομές που γινόντουσαν σε οικόπεδα, για να δει αν παρουσιάζουν αρχαιολογικά ευρήματα. Ο εκάστοτε ιδιοκτήτης που ήθελε να οικοδομήσει στο οικόπεδο του έπαιρνε πρώτα την άδεια της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Μετά έκλεινε ένα ραντεβού στο μουσείο για την ημέρα που θα πήγαινε εκεί το σκαφτικό μηχάνημα. Ο αρχαιολόγος έπρεπε να είναι παρών σε εκείνες τις δοκιμαστικές τομές. Αν δεν έβρισκε ευρήματα του έδιναν την άδεια. Αν υπήρχαν, τελείωνε πρώτα η αρχαιολογική υπηρεσία και μετά ο ιδιοκτήτης ήταν έτοιμος να συνεχίσει. Πολλές φορές λοιπόν η Αντιγόνη είχε πάρει μέρος σαν επιβλέπουσα αρχαιολόγος και δούλευε μαζί με τους τεχνίτες της αρχαιολογίας για την αποπεράτωση της ανασκαφής. Η συμπεριφορά της Αντιγόνης Νικολάου προς τους εργατοτεχνίτες και τους συναδέλφους της γενικά δεν είχε καμία ομοιότητα με την αντίστοιχη της Κοραλίας. Αυτή η γυναίκα ήταν από το πρωί ως το βράδυ με ένα πλατύ χαμόγελο, καλή διάθεση, ευγένεια, που πολλές φορές ξεπερνούσαν τον μέσο όρο.
17
Σκισμένες Σελίδες Η Αντιγόνη Νικολάου , ήταν μια ξανθιά μετρίου ύψους γυναίκα με λευκή επιδερμίδα και αραιές φακίδες στα μάγουλα και το μέτωπο της. Οι τρόποι της ήπιοι.Μιλά πολύ καλά τα ελληνικά προσέχοντας αρκετά τις λέξεις της. Η Αντιγόνη με το αρχοντικό της παρουσιαστικό το απλό της ντύσιμο και την ευγενική της συμπεριφορά κατάφερε να είναι αγαπητή από όλους. Αν και αρκετά πλούσια από την μεριά των γονιών της δεν παρουσίασε ποτέ εγωισμό. Στην παρέα της μπορούσες να βρεις άτομα από όλες τις βαθμίδες της κοινωνικής τάξης. Από αγράμματους ανθρώπους, σε καλλιτέχνες και από περιθωριακούς σε ακαδημαϊκούς. Της άρεσε να συλλέγει διάφορες εμπειρίες και να μαθαίνει από τα λάθη της. Σε σχέση με την Κοραλία έτρωγε τα πάντα, έπινε τα πάντα και κάπνιζε στριφτά τσιγάρα που είχαν βαρύ μυρωδάτο άρωμα. Οι κινήσεις της δεν πρόδιδαν νευρικότητα, δεν αγχωνόταν με το παραμικρό και πολλές φορές χανόταν σε σκέψεις, που δεν είχαν καμιά σχέση με την κατάσταση την οποία βρισκόταν την δεδομένη στιγμή. Μπορεί να ήταν το σώμα της εκεί , αλλά όχι και το μυαλό της. Στην προσωπική της ζωή είχε στο ενεργητικό της ένα νεανικό αποτυχημένο γάμο που την είχε ταλαιπωρήσει αρκετά. Τελικά είχε καταφέρει να πάρει το πολυπόθητο διαζύγιο και μπορούσε πια να υπερηφανεύεται πως ήταν μια ελεύθερη γυναίκα. Οι γονείς της προέρχονταν από αγροτική οικογένεια και είχαν πολλά κτήματα. Η περιουσία τους ήταν μεγάλη και για αυτό προόριζαν την κόρη τους να τα διαχειριστεί μαζί με τον μελλοντικό της σύζυγο. Η Αντιγόνη όμως από μικρή δεν σκεφτόταν ούτε τα χρήματα , ούτε τον γάμο και πολύ περισσότερο τα κτήματα. Αν και τελικά παντρεύτηκε τον μεγάλο της παιδικό έρωτα κατάφερε να τελειώσει τις σπουδές της στην αρχαιολογία που αγαπούσε από όσο θυμόταν τον εαυτό της. Μικρή όταν η γονείς της την πήγαιναν στη θάλασσα για μπάνιο εκείνη καθόταν στην άμμο και έσκαβε. Έσκαβε με τις ώρες χωρίς να τολμήσει να μπει στο νερό. Το υγρό στοιχείο μάλλον την φόβιζε παρά την γοήτευε. Οι γονείς της όταν τους ανακοίνωσε πως θα σπούδαζε αρχαιολογία απογοητεύτηκαν. Την ήθελαν κοντά τους μιας και δεν είχαν άλλο παιδί , αλλά η Αντιγόνη άνοιξε τα πανιά της και σπούδασε πρώτα στην Ελλάδα και μετά στο εξωτερικό όπου και πήρε την ειδικότητα της. Αρχαιολόγος αρχαιομέτρης. Αρχαιομετρία ήταν η επιστήμη της χημείας σε αυτό τον χώρο. Η Αντιγόνη δηλαδή έκανε διάφορες αναλύσεις μετάλλων, κυρίως του σιδήρου. Δούλεψε σε αυτό τον τομέα για πάνω από έξι χρόνια στο εξωτερικό και έκανε ανασκαφές στην Τουρμενία , στο Ουζπεκιστάν και την Τασκένδη. Εφοδιασμένη με την πολύτιμη πείρα της γύρισε στην Ελλάδα και προσγειώθηκε στο μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας. Εκεί γνωρίστηκε με την Κοραλία όταν και εκείνη είχε υπογράψει σύμβαση εργασίας για ένα έργο με την αρχαιολογική υπηρεσία και έγιναν φίλες. Αν και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους οι δυο γυναίκες συμφωνούσαν απόλυτα σε αυτό που αγαπούσαν περισσότερο, την αρχαιολογία. Το σπίτι της Αντιγόνης ήταν κοντά στο μουσείο. Το είχε
18
Σκισμένες Σελίδες αγοράσει από ένα μεσίτη και ήταν πνιγμένο μέσα στα δέντρα. Δεν ήταν πολύ μεγάλο, αλλά μέσα στο οικόπεδο υπήρχαν αρκετές ελιές. Στον κήπο της έκαναν την εμφάνιση τους τριανταφυλλιές, γαριφαλιές, κρίνα, αγιόκλημα και φρέζες. Η Αντιγόνη αγαπούσε τα λουλούδια, τα δέντρα, την φύση και τα ζώα. Ζούσε μαζί με δυο γάτες Ιμαλάϊων τον Πωλ και την Έμμα και ένα κατάμαυρο λαμπραντόρ τον Ετιέν, απόλυτα ευτυχισμένη και εναρμονισμένη με την φύση. Μετά από έναν γάμο κόλαση δίπλα στον Αργύρη , με σχεδόν καθημερινή ψυχολογική κακοποίηση , χρειαζόταν άμεσα έναν μικρό παράδεισο. Η Αντιγόνη και η Κοραλία αποτελούσαν την καλή πλευρά του ανθρώπινου είδους. Κάποια άλλη γυναίκα όμως, στην ίδια ηλικία με αυτές ήταν ακριβώς το αντίθετο. Η Λυδία Νικηφόρου κληρονόμος μιας σεβαστής περιουσίας, από την μεριά του πατέρα της, ήταν μια μοχθηρή ύπαρξη. Πανέμορφη με ψηλό λυγερό κορμί, ένα ογδόντα σε ύψος, υπερηφανευόταν για τις τέλειες αναλογίες της μέσης και του στήθους της. Κοκκινομάλλα με πανέμορφα μεγάλα καστανά μάτια και φλογερά κόκκινα σαρκώδη χείλη ήταν η φαντασίωση των περισσότερων αντρών στη γενέτειρα της την Θράκη. Η μητέρα της είχε πεθάνει όταν η Λυδία ήταν τριών ετών και την μεγάλωσε ο πατέρας της ένας από τους μεγαλύτερους γαιοκτήμονες σε όλη την Θράκη και την Θεσσαλία. Η Λυδία από μικρή ηλικία ενδιαφερόταν για τις μάγισσες, τα ξωτικά και μεγαλώνοντας τον αποκρυφισμό και οτιδήποτε ήταν σκοτεινό. Δεν είχε σπουδάσει, πέρα από δυο γλώσσες που είχε μάθει και ένα πτυχίο στην πληροφορική , αλλά οι γνώσεις της ήταν πολλές μιας και διάβαζε τα πάντα. Ήταν άθεη φυσικά. Δεν πίστευε στον Χριστό και τους αγίους. Μέσα της έβραζε από κακία για το ανθρώπινο είδος που το θεωρούσε κατώτερο. Εκείνη πίστευε στην Ελληνική μυθολογία και περισσότερο στις σκοτεινές δυνάμεις, την θεά Εκάτη και την ακολουθία της. Η Λυδία Νικηφόρου είχε μεγαλώσει σε πλούσιο περιβάλλον, αλλά κανείς ποτέ δεν της είχε δώσει σημασία. Ο πατέρας της έμεινε χήρος στα τριάντα του χρόνια και την Λυδία την μεγάλωσε ουσιαστικά η μητέρα του, Αδαμαντία Νικηφόρου. Η γιαγιά της Λυδίας ήταν σκληρή, αυταρχική αρχόντισσα της περιοχής, δεν την άφηνε σε ησυχία. Ήταν πάντα πίσω της σε ότι και αν έκανε και σχολίαζε αρνητικά τις κινήσεις και τις πράξεις της. Η Λυδία την σιχαινόταν. Περισσότερο την κριτική που της ασκούσε και το ότι καταδίκαζε αυτά που αγαπούσε. Η Αδαμαντία Νικηφόρου είχε καταλάβει από νωρίς τον κακό χαρακτήρα της εγγονής της. Διέβλεπε μέσα της ένα σκοτεινό σημείο που της ήταν πολύ δύσκολο να εξερευνήσει. Είχε πολλές φορές μιλήσει στον γιό της για αυτό, αλλά εκείνος απορροφημένος από τις δουλειές του και τον γυναικείο ποδόγυρο δεν είχε τον χρόνο και την διάθεση να την ακούσει. Από την στιγμή που είχε γεννηθεί η μοναχοκόρη του, όλα είχαν αλλάξει στο σπίτι τους. Η γυναίκα του έπαθε μελαγχολία και
19
Σκισμένες Σελίδες αυτοκτόνησε τρία χρόνια αργότερα. Ο αδερφός του είχε σκοτωθεί με το αμάξι του και ο πατέρας του είχε πεθάνει , από ανακοπή καρδιάς, εντελώς ξαφνικά. Η γέννηση της Λυδίας είχε σφραγίσει την ζωή του με την καταστροφή και τον θάνατο και ο Χαράλαμπος Νικηφόρου προσπάθησε να ξεχάσει την ύπαρξη της. Καθώς η κόρη του μεγάλωνε έβλεπε σε εκείνη κάτι διαβολικό. Τα μάτια της τον αναστάτωναν. Όταν τον κοιτούσε, ο Χαράλαμπος έτρεμε από τον φόβο του. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει τι ήταν αυτό, αλλά καταλάβαινε πως η κόρη του ήταν από μόνη της ένα μυστήριο. Δεν ήταν ανθρώπινη, ίσως ο σατανάς να την είχε δημιουργήσει και δεν ήταν λίγες οι φορές που σκεφτόταν πως είχε και αυτός το μερίδιο της ευθύνης για την προσωπικότητα της μοναχοκόρης του. Όταν ήταν νέος βλαστημούσε συνέχεια τα θεία και τους αγίους σε καθημερινή βάση. Ώσπου μια νύχτα λίγες μέρες πριν γεννηθεί η Λυδία ο Χαράλαμπος Νικηφόρου είχε μια τρομακτική εμπειρία. Γυρνούσε με τα πόδια χειμώνας καιρός από τα χτήματα. Είχε εκνευριστεί τρομερά με τον επιστάτη του για ένα λάθος που είχε κάνει και τον βλαστημούσε. Στο πρώτο σταυροδρόμι που πέρασε του φάνηκε πως τον ακολουθούσε κάποιος. Γύρισε πίσω του να κοιτάξει , αλλά δεν είδε κανένα. Προχωρούσε γρήγορα γιατί το κρύο ήταν τσουχτερό και ο αέρας παγωμένος. Στο δεύτερο σταυροδρόμι η σκιά έκανε ξανά την εμφάνιση της και αυτή την φορά τον ξεπέρασε στο ύψος. Όμως και πάλι όταν ο Χαράλαμπος γύρισε να κοιτάξει , δεν είδε παρά τα δέντρα που είχαν λυγίσει τα κλαριά τους από το βάρος του ανέμου. Κοντοστάθηκε για δευτερόλεπτα να ανάψει τσιγάρο με τα δάχτυλα του παγωμένα από το κρύο και στο τρίτο σταυροδρόμι, λίγα βήματα πριν την εξώπορτα του σπιτιού του, η σκιά εμφανίστηκε ξανά πιο μαύρη από ποτέ. Ο Χαράλαμπος γύρισε δειλά το κεφάλι του και αυτή τη φορά είδε ένα μικρό μαύρο πλάσμα , με πόδια κατσίκας δυο μικρά κέρατα στο κεφάλι του και μάτια σαν δυο αναμμένα κάρβουνα. Ο Χαράλαμπος Νικηφόρου κατάλαβε πως είχε μπροστά του τον ίδιο τον διάβολο και παρέμεινε στήλη άλατος στη θέση του. Το μαύρο πλάσμα του έδειξε όλο μοχθηρία τα κοφτερά του δόντια και εξαφανίστηκε από μπροστά του. Και από αυτή την στιγμή ο Χαράλαμπος έκανε το σημείο του σταυρού, που είχε χρόνια να κάνει. Έπεσε στα γόνατα και με κλάματα στα μάτια παρακάλεσε τον θεό να τον λυπηθεί. Λίγες μέρες μετά γεννήθηκε η Λυδία, αλλά εκείνος είχε αλλάξει ολοκληρωτικά. Είχε στρέψει το ενδιαφέρον του στην εκκλησία και μάλιστα επειδή είχε καλή φωνή, άρχισε να ψέλνει σε μια από τις εκκλησίες της πόλης βοηθώντας στην αρχή τους βασικούς ψάλτες. Δεν του ήταν εύκολο να μάθει τις ψαλμωδίες και τα εδάφια της εκκλησίας, αλλά δούλεψε πολύ πάνω σε αυτό με απίστευτη θέληση. Τόσο πολύ τον είχε απορροφήσει αυτό που δεν κατάλαβε πως η γυναίκα του είχε εμφανίσει σημάδια κατάθλιψης. Από την ημέρα που είχε γεννηθεί το παιδί , άφησε εκείνο και τη γυναίκα του στο σπίτι , και εκείνος μετά την δουλειά έτρεχε στην
20
Σκισμένες Σελίδες εκκλησία. Διάβαζε το ευαγγέλιο με τις ώρες χωρίς να καταλάβει πως είχε γίνει ξένος με τη γυναίκα και το παιδί του. Εκείνη η τρομακτική συνάντηση με το μαύρο πλάσμα της κόλασης είχε κάνει τον Χαράλαμπο Νικηφόρου να αλλάξει απόψεις για την ζωή. Η μητέρα του η αρχόντισσα Αδαμαντία δεν ήθελε που εκείνος είχε ξεγράψει τη γυναίκα και την κόρη του. Φυσικά το ότι είχε πάψει να βλαστημά και είχε κάνει στροφή προς την εκκλησία , την ευχαριστούσε ιδιαίτερα, αλλά δεν ήταν μόνος πια. Είχε γυναίκα και παιδί και χρειαζόντουσαν την αγάπη και την φροντίδα του. Η Αδαμαντία τον είχε παρακαλέσει πολλές φορές να αλλάξει την συμπεριφορά του. Εκείνος όμως προτίμησε την δουλειά του στα κτήματα και την εκκλησία. Έτσι όταν η γυναίκα του αυτοκτόνησε ένα μεσημέρι με το κυνηγητικό του όπλο, από βαριά κατάθλιψη, ο Χαράλαμπος έμεινε με την Λυδία να κοιτάζουν την νεκροφόρα, καθώς κουβαλούσε την σωρό της. Η Λυδία ήταν τότε τριών χρονών με καστανά μάτια, κόκκινα μαλλιά και αποφασιστικά χείλη τον είχε κοιτάξει με απορία όταν η νεκροφόρα απομακρυνόταν από την εκκλησία και εκείνος την είχε κρατήσει σφικτά από το χέρι του. Ίσως η Λυδία να περίμενε τότε λίγα λόγια συμπαράστασης από εκείνον, αλλά ο Χαράλαμπος δε το έκανε. Αμέσως μετά την κηδεία παρέδωσε την κόρη του στα χέρια της μητέρας του και εκείνος συνέχισε την ζωή που είχε χαράξει. Πούλησε το σπίτι που είχε αγοράσει με την γυναίκα του και έφτιαξε ένα άλλο, μέσα στην έκταση του πατρικού του. Η έκταση που στεγαζόταν το πατρικό του σπίτι ήταν σαράντα στρέμματα, μπορούσε να οικοδομήσει ότι ήθελε. Έτσι και έκανε. Έφτιαξε ένα μικρό πέτρινο σπιτάκι με μεγάλη βεράντα και άνετα μπαλκόνια. Οι γονείς του θα μεγάλωναν στον ίδιο χώρο την Λυδία και έτσι εκείνος μπορούσε να την βλέπει καθημερινά. Νόμιζε πως είχε κάνει την σωστή κίνηση για όλους. Η Αδαμαντία με τον σύζυγο της Χρήστο Νικηφόρου προσπάθησαν να δώσουν στην εγγονή τους τα εφόδια για να προχωρήσει στη ζωή. Της έμαθαν πώς να αγαπά τους ανθρώπους, να σέβεται την φύση και τα ζώα, να κατανοεί την πίστη στον Χριστό, να έχει ενάρετη ζωή και να γίνει ένα άξιο μέλος της κοινωνίας. Καθώς όμως μεγάλωνε η Λυδία δεν έδινε δεκάρα για όλα αυτά. Σιχαινόταν να πηγαίνει κάθε Κυριακή στην εκκλησία , δεν πίστευε στα θεία, αδιαφορούσε πλήρως για τις καλές πράξεις και το μόνο που ήθελε να κάνει, ήταν να κοιτάζει τα άστρα το βράδυ. Μπορούσε να καθίσει να παίξει τις βραδινές ώρες, αλλά το πρωί συνήθως ήθελε να κοιμάται. Τον ήλιο δεν τον άντεχε, αλλά αγαπούσε το φεγγάρι και πολλές φορές το ζωγράφιζε στα τετράδια του σχολείου και στα εξώφυλλα των βιβλίων της. Απέφευγε τον πατέρα της συνέχεια, δεν ήθελε να τον βλέπει γιατί τον μισούσε. Και πιο πολύ μισούσε εκείνα που αντιπροσώπευε αυτός. Τον Χριστό , τους ψαλμούς της εκκλησίας , την ίδια την εκκλησία και τους παπάδες. Στην ηλικία των δώδεκα χρόνων η Λυδία είχε γίνει ήδη το τέρας που φοβόταν ο Χαράλαμπος Νικηφόρου. Άσχετα αν στην εξωτερική της εμφάνιση η Λυδία
21
Σκισμένες Σελίδες ήταν το ομορφότερο ίσως πλάσμα της γης. Με μακριά κόκκινα φυσικά μαλλιά, υπέροχο πρόσωπο , σχεδόν αγγελικό, καστανά μεγάλα αμυγδαλωτά μάτια και σαρκώδη χείλη. Η Λυδία Νικηφόρου και μόνο που βάδιζε στο δρόμο δημιουργούσε θύελλα. Την θαύμαζαν οι πάντες. Ήταν απίστευτα χαριτωμένη, γελαστή και πρόσχαρη. Τρομερά έξυπνη και πανούργα. Μέσα της όμως υπήρχε η ίδια η κόλαση. Η μοχθηρία και η κακία ήταν στο αίμα της. Ο Χαράλαμπος δεν μπορούσε σίγουρα, και δεν ήθελε να δαμάσει αυτό το εξαίρετο άλογο κούρσας. Δεν είχε την δυνατότητα. Αυτό όμως που δεν μπορούσε ο ίδιος το είχε αναλάβει η Αδαμαντία Νικηφόρου. Παρακολουθούσε τον χαρακτήρα της εγγονής της από την ημέρα που είχε έρθει στη ζωή. Ήταν ένα όμορφο μωρό , αλλά πίσω από τα αθώα ματάκια της έκρυβε μια απέραντη σκοτεινιά. Η Αδαμαντία καθώς μεγάλωνε η κόρη του γιου της παρακολουθούσε τα στάδια της προσωπικότητας της. Μετά και την αυτοκτονία της νύφης της την ανέλαβε ολοκληρωτικά και δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα. Η Λυδία ήταν ανυπάκουη, ξεροκέφαλη , εγωίστρια, εκδικητική, είχε στο αίμα της την δολοπλοκία και ήταν γεμάτη κακία. Δεν έκανε φιλίες με τα παιδιά της ηλικίας της και προτιμούσε να διαβάζει παραμύθια με κακές μάγισσες, μάγους και τέρατα. Δεν ενδιαφερόταν για τους ανθρώπους , αλλά για τα άστρα και τις παλιές θρησκείες. Μετά το σχολείο δε συνέχισε στο πανεπιστήμιο. Τελείωσε όμως δυο γλώσσες όπου πήρε το πτυχίο της στην Αγγλική και την Γαλλική και ακόμα ένα στον τομέα της πληροφορικής. Αμέσως εξέφρασε στην οικογένεια της πως δεν επιθυμούσε να εργαστεί και πως θα περνούσε τον ελεύθερο χρόνο της διαβάζοντας για τον αποκρυφισμό και την μαγεία. Απαίτησε από την γιαγιά της ένα δικό της σπίτι μακριά από την Θράκη. Η Αδαμαντία φυσικά στην αρχή της το αρνήθηκε. Οι Νικηφόρου είχαν στην κατοχή τους αμέτρητες εκτάσεις σε όλο τον κάμπο. Θα μπορούσε η Λυδία να μείνει στο σπίτι της οικογένειας, άλλωστε υπήρχε χώρος για όλους, το σπίτι του πατέρα της στην ίδια έκταση βρισκόταν. Αν ήθελε εκείνη θα μπορούσε να βρει κατάλυμα στη γενέτειρα της. Υπήρχαν στην περιουσία τους αρκετά σπίτια, μαγαζιά και διαμερίσματα. Προφανώς όμως η Λυδία δεν ήθελε. Της ήταν αδιάφοροι όλοι όσοι αποτελούσαν την οικογένεια της. Ήθελε λοιπόν να ζήσει μόνη , παρέα με τις ασχολίες της. Η Αδαμαντία δε συμφωνούσε με αυτό. Ήθελε να ελέγχει με κάθε δυνατό τρόπο την παράξενη εγγονή της. Πίστευε πως αν την είχε από κοντά θα την προστάτευε, από το να κάνει κακό στον εαυτό της. Γιατί αυτό φοβόταν πως θα γινόταν τελικά. Όλες αυτές οι περίεργες ενασχολήσεις της Λυδίας με την μαγεία μόνο σε μπελάδες θα την έμπλεκαν. Όταν όμως πέθανε ξαφνικά ο άντρας της από καρδιακό επεισόδιο δεν είχε το κουράγιο να εναντιωθεί στη Λυδία που τότε ήταν είκοσι δύο ετών. Η Λυδία είχε βρει από τότε την τέλεια τοποθεσία για να ζήσει μόνη της. Μια μικρή έκταση γης σε ένα χωριό κοντά στην αρχαία Ολυμπία. Το χωριό
22
Σκισμένες Σελίδες ονομαζόταν Ελαιοχώρι. Η Αδαμαντία το είχε αναφέρει στον Χαράλαμπο και εκείνος έδωσε την έγκριση του. Οι εργασίες κράτησαν δυο χρόνια και η Λυδία έφτιαξε ένα πέτρινο σπίτι με κήπο και δέντρα, όχι πολύ μεγάλο, αλλά ευρύχωρο. Ο Χαράλαμπος είχε προβεί σε αυτή την απόφαση γιατί ήθελε να φύγει για πάντα η Λυδία από την καθημερινότητα του. Μέρα με την μέρα και καθώς μεγάλωνε η κόρη του ο Χαράλαμπος την φοβόταν και περισσότερο. Ανυπομονούσε να την διώξει και δεν τον ένοιαζε καθόλου που ξόδεψε ένα σωρό λεφτά για να της στήσει το καινούργιο της σπιτικό. Έτσι όταν η Λυδία στα είκοσι τέσσερα της χρόνια εγκατέλειπε για πάντα την γενέτειρα της, ο Χαράλαμπος ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του ελεύθερος. Είχε φύγει από πάνω του ένα βαρύ φορτίο και μπορούσε πια να δοθεί περισσότερο στην εκκλησία και τον ……..περιστασιακό ποδόγυρο.
Σκισμένες Σελίδες
23
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Στο Ελαιοχώρι, ο Σεραφείμ Χαραλάμπου δούλευε στο γραφείο του. Το λάπτοπ είχε γεμίσει με λέξεις και τα αποτσίγαρα στο τασάκι είχαν ξεχειλίσει. Η κούπα με τον καφέ κόντευε να τελειώσει και ο Σεραφείμ σταμάτησε για λίγο να γράφει. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και πήγε στην κουζίνα. Πέταξε στο δοχείο των απορριμμάτων την στάχτη και τα αποτσίγαρα και έφτιαξε ένα εσπρέσο. Καθώς κάπνιζε κοίταξε απέναντι από το παράθυρο της κουζίνας τον δρόμο. Από εκεί ερχόταν γρήγορα ο αστυνομικός διευθυντής Βαγγέλης Σεβαστάκης. Ο Σεραφείμ χαμογέλασε και πήγε στην κύρια πόρτα του σπιτιού. Την άνοιξε απότομα και ο Σεβαστάκης ξαφνιασμένος μπήκε μέσα. -Που το κατάλαβες ότι ερχόμουν;-Σε είδα από το παράθυρο της κουζίνας. Τι τρέχει; Όλα καλά;- Τον ρώτησε με νόημα ο Σεραφείμ. -Ναι. Ο δάσκαλος τελικά θα έρθει. Πήρε την μεγάλη απόφαση.- Του απάντησε χαρούμενος ο Σεβαστάκης. -Χμ! Φυσικά. Δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς. Τα λεφτά είναι πολλά. Τον έχουμε στο χέρι τώρα. Και δε μου λες πότε σκοπεύει να εγκατασταθεί εδώ;-Θα έρθει τον Ιούνιο για να μας γνωρίσει, να δει το σπίτι του παππού του, να βρεθεί με τους δικηγόρους του και γενικά να ενημερωθεί για την καινούργια του ζωή. Θα εγκατασταθεί τον Αύγουστο αφού θα έχει επισπεύσει την μετάθεση του για το σχολείο μας εδώ στο Ελαιοχώρι. – -Ο Αύγουστος δεν είναι τόσο καλός μήνας. Το φεγγάρι είναι μεγάλο και ρίχνει φως στην πλάση. Θα πρέπει να περιμένουμε τον Σεπτέμβριο για να το καλέσουμε.-Σεραφείμ παίζεις με τη φωτιά. Θέλουμε ακόμα δουλειά. Δεν έχουμε τη γνώση για να το καλέσουμε. Ο γέρο Δανιήλ ήξερε. Προχωρούσε με ασφάλεια και έκανε λίγα βήματα τη φορά.-Ναι; Και τότε πως πέθανε; Αυτό τον σκότωσε. Ο παππούς έκανε κάποιο λάθος και το πλήρωσε με τη ζωή του. Τώρα εγώ το εξουσιάζω. Είμαι πια ο μεγάλος αρχιερέας. Χρόνια περίμενα για αυτή τη στιγμή. Νομίζεις πως θα κάτσω με σταυρωμένα τα χέρια;-Μα είσαι τρελός; Πως θα τα καταφέρεις; Δεν είναι εύκολο πράγμα και αν δε μπορέσεις να το σταματήσεις; Τότε τι θα γίνει; Θυμάσαι τις κουβέντες
24
Σκισμένες Σελίδες του Δανιήλ; Εκείνος το φοβόταν και το σεβόταν. Ας μη κάνουμε βιαστικές κινήσεις. -Καλά. Ας έρθει πρώτα ο δάσκαλος και βλέπουμε. Και τώρα σου ζητώ συγγνώμη , αλλά έχω ένα βιβλίο να τελειώσω. Θα τα πούμε σε μια εβδομάδα στη συνάντηση. Εκεί θα αποφασίσουμε όλα τα μέλη μαζί για εκείνο.-Εντάξει Σεραφείμ.- Του απάντησε ο Σεβαστάκης και έκανε να φύγει όταν είδε μια γυναικεία παρουσία με ένα διάφανο νυχτικό να βγαίνει από μια πόρτα και να έρχεται προς το μέρος τους. -Πως είσαι Βαγγέλη; Συγνώμη αλλά άκουσα αυτά που λέγατε. Ώστε θα μας κουβαληθεί τελικά ο δάσκαλος;- Τον ρώτησε ειρωνικά εκείνη και γέλασε. Ο Σεβαστάκης την κοίταξε από πάνω ως κάτω και σταμάτησε το βλέμμα του στο πλούσιο στήθος της. Εκείνη γέλασε δυνατά. -Λοιπόν; Σου αρέσει αυτό που βλέπεις;- Του είπε. -Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς Λυδία. Φυσικά και ο δάσκαλος θα έρθει από τα μέρη μας και εσύ θα αναλάβεις να παίξεις τον ρόλο σου. Άλλον πρέπει να σαγηνεύσεις για να προχωρήσει το έργο μας. Λοιπόν χάρηκα που σας είδα. Θα βρεθούμε στη συνάντηση. – Απάντησε σοβαρά εκείνος και έφυγε από το σπίτι. Η Λυδία Νικηφόρου ξάπλωσε στον καναπέ νωχελικά. Ο Σεραφείμ την άρπαξε άγρια και την φίλησε αχόρταγα. Κατέληξαν να κάνουν άγριο σεξ σαν δυο ζώα χωρίς φραγμούς και ντροπή στο πάτωμα και μια ώρα μετά η Λυδία μπήκε στο μπάνιο ενώ εκείνος άναψε τσιγάρο και κάθισε γυμνός μπροστά από τον υπολογιστή του. Ο Σεραφείμ Χαραλάμπου ήταν ένας λεπτός άντρας με μαύρα μαλλιά και σκούρο δέρμα. Δεν ήταν όμορφος. Είχε ένα πολύ συνηθισμένο πρόσωπο, μια καμπουρωτή μύτη με οστέινα ζυγωματικά και πολύ λεπτά χείλη. Τα δόντια του ήταν λευκά και μάλλον ήταν το πιο ωραίο κομμάτι επάνω του. Τα μάτια του ήταν και αυτά πολύ μαύρα, μικρά και πολύ συχνά όταν το πρόσωπο του δε φωτιζόταν νόμιζες πως δεν διέθετε μάτια. Αλλά είχαν και κάτι άλλο, κάτι ιδιαίτερο. Δεν φανέρωναν τίποτα. Ήταν νεκρά. Σε κοιτούσαν και πίστευες πως απλά κάποιος τα είχε τοποθετήσει εκεί. Ακίνητα, ψυχρά, σκοτεινά, διαβολικά. Ο Σεραφείμ ήταν ντόπιος στο Ελαιοχώρι , από φτωχή οικογένεια. Είχε καταφέρει όμως να γίνει μεγάλος συγγραφέας ιστοριών τρόμου. Μάλιστα στην Ελλάδα τον θεωρούσαν κάτι αντίστοιχο με τον Στίβεν Κίνγκ. Κάποια μυθιστορήματα του έδειχναν πως δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας του ,αλλά αληθινά γεγονότα. Έμοιαζαν δηλαδή να μην έχουν καμιά σχέση με τον χώρο της φανταστικής λογοτεχνίας ή της λογοτεχνίας τρόμου. Οι ήρωες του φαινόντουσαν στα μάτια των αναγνωστών να ζουν την κάθε στιγμή, από τα γραφόμενα. Και αυτό γιατί ο Σεραφείμ είχε μια μοναδική ικανότητα με την πένα του. Έδινε τόσα πολλά στοιχεία στους
25
Σκισμένες Σελίδες αναγνώστες για τα παράξενα μέρη, τους ανθρώπους μέσα σε αυτά, ιστορικές λεπτομέρειες και διάφορα άλλα στοιχεία, που υποδήλωναν ότι ήταν όλα αλήθειες. Οι αναγνώστες βέβαια δε μπορούσαν να ξέρουν που τα μάθαινε. Αν το ήξεραν ίσως ποτέ να μην τον είχαν ανακηρύξει ως τον μεγαλύτερο συγγραφέα ιστοριών τρόμου και φαντασίας. Γιατί ο Σεραφείμ δεν ήταν αυτό που έδειχνε. Αντιθέτως μάλιστα. Ήταν ένας μοχθηρός και κακός άνθρωπος. Γνώστης της μαύρης μαγείας, μυημένος στη φανταστική επιστήμη και λάτρης του αποκρυφισμού. Στο Ελαιοχώρι ο Σεραφείμ Χαραλάμπου ήταν το δεξί χέρι του Δανιήλ Αντωνίου. Ήταν μάλιστα δεύτερος στην ιεραρχία μέσα στην αδελφότητα του Μαύρου Αέρα που είχε ιδρύσει μυστικά ο Δανιήλ. Αυτοί οι δυο άντρες ήταν η κορυφή της πυραμίδας στην αδελφότητα. Οι υπόλοιποι που τους ακολουθούσαν ήταν απλά οι πιστοί. Ο Δανιήλ Αντωνίου ήταν ο μέγας αρχιερέας και από την στιγμή που πέθανε ανέλαβε τον ρόλο του ο Σεραφείμ. Μόνο που ο Χαραλάμπου δεν είχε υπομονή. Ήθελε να εξουσιάζει τα πάντα με τον δικό του τρόπο. Του άρεσε η εξουσία και η δύναμη που του έδινε η καινούργια του θέση και ανυπομονούσε να πάρει τα ηνία στα χέρια του. Ο Σεραφείμ είχε ακολουθήσει την κλασική παιδία. Μετά το λύκειο έδωσε στο πανεπιστήμιο εξετάσεις και πέρασε στη Φιλοσοφική της Αθήνας. Μετά το πέρας των σπουδών του και ενώ είχε ήδη γράψει δυο βιβλία που είχαν πάει πολύ καλά σε πωλήσεις, αποφάσισε να γυρίσει πίσω στο χωριό του και να ασχοληθεί επαγγελματικά με το γράψιμο. Και μάλλον είχε αποφασίσει σωστά, αφού σε μικρό χρονικό διάστημα τα δυο του βιβλία έγιναν μπέστ σέλερ σε όλο τον κόσμο και εκείνος ο πιο ακριβοπληρωμένος νεότερος συγγραφέας ως εκείνη τη χρονική στιγμή. Στα είκοσι έξι του χρόνια το μέλλον του ήταν σπαρμένο με ροδοπέταλα. Μέχρι που έφτασε στα τριάντα δύο του την εποχή που στο Ελαιοχώρι ο διάβολος έκανε νυχτοπερπατήματα. Έλεγαν πως ο γέρο Δανιήλ ευθυνόταν για πράξεις μαγείας. Στο Ελαιοχώρι περισσότερο τον φοβόντουσαν παρά του είχαν σεβασμό όσο ζούσε. Πίστευαν πως καταπιανόταν με την μαύρη μαγεία και είχε δολοφονήσει τη γυναίκα του. Δεν υπήρξαν ποτέ όμως αποδείξεις για όλα αυτά. Η ζωή κυλούσε εκεί ήρεμα και οι ασχολίες των κατοίκων είχαν να κάνουν με την γεωργία. Έσπερναν τα χωράφια τους και μάζευαν τις ελιές. Το χωριό ήταν πανέμορφο, γεμάτο από μικρά πέτρινα σπίτια που είχαν ξύλινες σκεπές και πολύχρωμους ευωδιαστούς κήπους. Παντού κυριαρχούσε το πράσινο του χορταριού, των φυτών και των ελαιόδεντρων. Το δημοτικό σχολείο απαριθμούσε εκατό παιδιά και λίγα περισσότερα το λύκειο και το γυμνάσιο. Στην κεντρική πλατεία του Ελαιοχωρίου πέρα από τα πατροπαράδοτα καφενεία, υπήρχαν τρεις καφετερίες, ένα νυχτερινό μπαρ και ένα μαγαζί με ίντερνετ καφέ που λειτουργούσε από το πρωί στις εννιά ως και το βράδυ στις δώδεκα. Από εκείνη την ώρα και μετά η κίνηση σταματούσε αμέσως. Στο χωριό το μόνο που ακουγόταν ήταν το κελάρυσμα του νερού από τις δυο πηγές που ήταν στην πλατεία του. Το Ελαιοχώρι ήταν ένα σχετικά ένας
26
Σκισμένες Σελίδες μεγάλος οικισμός , ενώ δυο χιλιόμετρα πιο κάτω υπήρχε το Μεσοχώρι και ακόμα πιο κάτω το Κατωχώρι. Το καφενείο ήταν χτισμένο με σκούρα πέτρα. Διέθετε μια τεράστια αυλή με τρία γέρικα πλατάνια στο κέντρο της. Ήταν θεόρατα και έμοιαζαν με γυναικεία κορμιά που είχαν λυγίσει τα σώματα τους και είχαν πλέξει τα κλαριά τους καθώς ανέβαιναν ψηλά προς τον ουρανό. Μέσα στις δροσερές φυλλωσιές τους τα πουλιά είχαν φτιάξει φωλιές και τιτίβιζαν, όλες τις εποχές του χρόνου σκορπίζοντας το κελαΐδισμα τους ,στην επικράτεια του χωριού. Το Ελαιοχώρι είχε τη δική του αναπνοή. Τον δικό του ρυθμό. Δεν υπήρχαν πολλά αυτοκίνητα και καυσαέριο. Οι κάτοικοι γνωρίζονταν όλοι μεταξύ τους. Το άγχος ήταν λέξη άγνωστη. Αγαπούσαν τη φύση, το καλό φαγητό και το γλυκό κόκκινο κρασί. Τις Κυριακές που τα λιγοστά μαγαζιά ήταν κλειστά και τα παιδιά δε πήγαιναν στο σχολείο η πλατεία γέμιζε από κόσμο που ερχόταν που ερχόταν εκεί για να πιει τον καφέ του, να διαβάσει την εφημερίδα του η απλά να συζητήσει με το φίλο του. Όλοι ζούσαν αρμονικά και δεν είχαν δημιουργηθεί παραβατικές συμπεριφορές, φόνοι, αυτοκτονίες. Το αστυνομικό τμήμα του Ελαιοχωρίου είχε την ευθύνη και για τα τρία χωριά. Ο αστυνομικός διευθυντής Βαγγέλης Σεβαστάκης ήταν γέννημα θρέμμα του χωριού και πολύ καλός στη δουλειά του. Διοικούσε το τμήμα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έχοντας για προσωπικό εφτά άτομα. Ένα από αυτά ήταν γυναίκα που εκτελούσε και χρέη γραμματέας. Οι υπόλοιποι έξι ήταν άντρες. Δυο έκαναν πρωινή βάρδια, άλλα δυο την απογευματινή και βραδινή και υπήρχαν άλλοι δυο που συνήθως τους αντικαθιστούσαν στα ρεπό και στις άδειες τους. Το χωριό είχε δημαρχείο, γιατί μαζί με τα άλλα δυο μικρότερα δε μπορούσε να χαρακτηριστεί κοινότητα και έτσι υπάγονταν όλα σαν δήμος Ελαιοχωρίου. Το δημαρχείο λοιπόν ήταν και αυτό ένα κτήριο χτισμένο με πέτρα που είχε στην αυλή του μια μεγάλη Ελληνική σημαία και αρκετά λουλούδια σε γλάστρες και παρτέρια. Το καλαίσθητο αυτό οικοδόμημα βρισκόταν λίγο πιο πέρα από την κεντρική πλατεία ενώ στο επόμενο τετράγωνο δέσποζε μια μεγάλη εκκλησία και γύρω από αυτή έκαναν την εμφάνιση τους κυπαρίσσια που οι κορφές τους έφταναν στο ύψος τον τρούλο της. Η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στους αγίους Ραφαήλ, Νικόλαο και Ειρήνη. Στο Ελαιοχώρι όμως υπήρχαν άλλες δυο εκκλησίες και πέντε μικρά ξωκλήσια διάσπαρτα στην έκταση του. Και όμως σε αυτό το πανέμορφο ειδυλλιακό χωριό, με τους φιλήσυχους κατοίκους , την απλή ζωή και την καταπράσινη χλόη, κρυβόταν μέσα στα σπλάχνα του ο ίδιος ο διάβολος. Οι απλοί κάτοικοι φυσικά δεν είχαν ιδέα για αυτό. Ξυπνούσαν το πρωί , κοιτούσαν την παρθένα φύση, πήγαιναν στα χωράφια τους και γυρνούσαν κουρασμένοι το βράδυ για να φάνε και να κοιμηθούν. Κανείς μα κανείς δεν ήξερε τι γινόταν σε μια κρυφή σπηλιά , που βρισκόταν βαθιά στην καρδιά ενός λόφου και που ήταν στην ιδιοκτησία του τσιφλικά Δανιήλ Αντωνίου. Όταν όλοι οι κάτοικοι του
27
Σκισμένες Σελίδες Ελαιοχωρίου έπεφταν να κοιμηθούν στα κρεβάτια τους, μέσα σε εκείνη τη σπηλιά ακουγόντουσαν βλάσφημες ψαλμωδίες και γινόντουσαν αποτρόπαιες θυσίες σε κάποιο πανάρχαιο μυθολογικό τέρας. Μια πανάρχαια οντότητα του κακού. Και την ίδια ώρα που το χωριό ζούσε στον ρυθμό του μέσα στο σπίτι του τσιφλικά γέρο Δανιήλ η Φιλοθέη Αντύπα κρατούσε στα χέρια της ένα μικρό ημερολόγιο. Είχε καφέ σκούρα εξώφυλλα από δέρμα και στην πρώτη σελίδα έγραφε ένα όνομα. <<Τριανταφυλλιά Αντωνίου>>. Το όνομα της γιαγιάς του Έκτορα Αντωνίου. Ο Έκτορας δεν την είχε γνωρίσει ποτέ του και ο πατέρας του όμως λίγο την θυμόταν. Γιατί, η Τριανταφυλλιά Αντωνίου είχε πεθάνει ξαφνικά όταν ο πατέρας του Μιχαήλ ήταν μόλις δέκα χρονών. Η Φιλοθέη Αντύπα οικονόμος του πεθαμένου πια Δανιήλ, ήταν για αρκετά χρόνια στην δούλεψη του. Είχε πάει σε αυτό στην ηλικία των δεκατριών χρονών ως ψυχοκόρη του και βοηθούσε κυρίως την μαγείρισσα και την καθαρίστρια. Μετά όμως τον θάνατο της γυναίκας του Δανιήλ η Φιλοθέη στα είκοσι τρία της χρόνια ανέλαβε εξ ολοκλήρου το σπίτι και την φροντίδα του. Ήταν οικονόμος, μητέρα για τον πατέρα του Έκτορα μαγείρισσα, και γενικά το δεξί χέρι του τσιφλικά. Ο Δανιήλ δεν έκανε βήμα χωρίς την γνώμη της και στο χωριό υπό άλλες συνθήκες η σχέση τους θα ήταν σκάνδαλο. Γιατί ο Δανιήλ έμεινε νέος χήρος και η Φιλοθέη ήταν μικρό κορίτσι. Υπό άλλες συνθήκες όμως, γιατί όποιος την έβλεπε μόνο δρόμο που δεν άλλαζε. Η Φιλοθέη ήταν μια κοντή γυναίκα με καμπούρα λευκά μακριά σαν κλαδιά μαλλιά, έντονη τριχοφυΐα σε χέρια και πόδια, ψιλή τσιριχτή φωνή και μικρά μαύρα ανέκφραστα μάτια. Καθώς περπατούσε με τα άκομψα αντρικά της παπούτσια, κρατώντας πάντα ένα μπαστούνι στο χέρι έμοιαζε με κακιά μάγισσα από παιδικό παραμύθι. Στο Ελαιοχώρι οι περισσότεροι την απέφευγαν, όχι τόσο για την εξωτερική της εμφάνιση, αλλά πιο πολύ για αυτό που τους μετέδιδε. Φόβο…….. Την φοβόντουσαν όπως ακριβώς και τον Δανιήλ. Και σε αυτό δεν έπεφταν έξω. Η Φιλοθέη ήταν μοχθηρή γυναίκα από τότε που ήταν παιδί. Μισούσε τους ανθρώπους που την κοιτούσαν με απέχθεια. Εκείνη σε καμία περίπτωση δεν την ενοχλούσε η εικόνα της. Το διασκέδαζε που οι άνθρωποι την φοβόντουσαν και την κοιτούσαν όλο περιέργεια. Αυτό ήταν που της έδινε δύναμη. Και φυσικά είχε και τον Δανιήλ δίπλα της. Η Φιλοθέη ήταν περήφανη που ζούσε κοντά του, θα έκανε τα πάντα για τον τσιφλικά. Ακόμα και την ζωή της μπορούσε να του δώσει. Είχε μεγαλώσει σε μια ανάδοχη οικογένεια γιατί η δική της όποια και αν ήταν αυτή την είχε εγκαταλείψει μωρό έξω από την πιο μεγάλη εκκλησία του χωριού. Φαίνεται πως ακόμα και οι γονείς της δεν δέχτηκαν την αναπηρία της. Μεγάλωσε μέσα στον κατατρεγμό και την αδιαφορία και έτσι στην τρυφερή ηλικία των δεκατριών χτύπησε την πόρτα του Δανιήλ. Εκείνος την δέχτηκε, της πρόσφερε στέγη, καλό φαγητό, δικό της δωμάτιο και ουσιαστικά μετά το θάνατο της γυναίκας του την διαχείριση του σπιτιού. Πέρα όμως από αυτά ο Δανιήλ έκανε πολλά περισσότερα. Έβαλε την Φιλοθέη στην σκοτεινή του αίρεση και την ώθησε
28
Σκισμένες Σελίδες να κάνει φοβερές πράξεις. Για πολλά χρόνια χανόντουσαν άνθρωποι, μικρά παιδιά και ζώα , αλλά δεν είχε δοθεί ποτέ εξήγηση για αυτά. Για έναν απλό λόγο. Ο αστυνομικός διοικητής Βαγγέλης Σεβαστάκης μπλόκαρε με κάθε θεμιτό τρόπο τις έρευνες και θόλωνε τα νερά , έτσι ώστε αυτοί που έψαχναν τους εξαφανισμένους ανθρώπους να πάρουν άλλο δρόμο. Λανθασμένο. Ο Δανιήλ και η παρέα του για χρόνια δρούσαν ανενόχλητοι λατρεύοντας την μαύρη μαγεία και την θεά της την Εκάτη. Ο μόνος άνθρωπος που ήξερε για την αδελφότητα του μαύρου αέρα είχε πεθάνει. Και αυτή ήταν η Τριανταφυλλιά Αντωνίου,που είχε ανακαλύψει μόνη της τις ζοφερές πράξεις του συζύγου της και κρατούσε ημερολόγιο για ότι είχε βρει εναντίον του. Μετά τον θάνατο της που για το χωριό αποτελούσε μυστήριο μιας και ποτέ δεν δόθηκαν ικανοποιητικές εξηγήσεις για τα αίτια του, το ημερολόγιο είχε βρεθεί από την Φιλοθέη. Όμως έλειπαν αρκετές σελίδες από αυτό. Η Τριανταφυλλιά είχε σκίσει και κρύψει κάπου τις σελίδες αυτές που πρόσδιδαν στον άντρα της τις ευθύνες για τον βίαιο θάνατο κάποιων ανθρώπων. Ο Δανιήλ μετά από την ανακάλυψη του ημερολογίου έψαξε όλο το σπίτι για να βρει τις σκισμένες σελίδες. Οι προσπάθειες του ήταν άκαρπες. Η Τριανταφυλλιά είχε αποδειχτεί πιο έξυπνη από αυτόν. Έτσι αφού δεν είχε τα ενοχοποιητικά στοιχεία στα χέρια του παρέδωσε το ημερολόγιο στην Φιλοθέη και της είπε να το κάψει. Εκείνη όμως δε το έκανε και το φύλαξε στα προσωπικά της αντικείμενα. Κάθε φορά το έπαιρνε στα χέρια της και το ξεφύλλιζε. Της άρεσε μάλλον ο γραφικός χαρακτήρας της πρώην κυρίας της. Ήταν καλλιγραφικός γιατί η Τριανταφυλλιά μπορεί να μην είχε προχωρήσει στις σπουδές της, αλλά διάβαζε πολύ και έγραφε μόνη της γιατί δεν ήθελε να μείνει αγράμματη και στάσιμη. Μετά τον γάμο της με τον Δανιήλ και αφού πλέον είχε λεφτά κατέβαινε στον Πύργο και αγόραζε βιβλία. Λογοτεχνικά, ποίηση, εφημερίδες και ότι άλλο έπεφτε στην αντίληψη της. Μετά αντέγραφε ολόκληρα κομμάτια από αυτά σε τετράδια και με αυτό τον τρόπο κατάφερε να γράφει ευανάγνωστα , καθαρά και καλλιγραφικά. Η Τριανταφυλλιά Αντωνίου ήταν μια έξυπνη και δραστήρια γυναίκα. Είχε μεγαλώσει στο Ελαιοχώρι σε μια φτωχή οικογένεια ,που πίστευε στις ανθρώπινες αξίες , στην εκκλησία και τον θεό , στην οικογένεια. Οι γονείς της είχαν άλλες δυο κόρες πιο μικρές από εκείνη και δύσκολα τα έβγαζαν πέρα. Ο πατέρας της ήταν αγρότης που νοίκιαζε δυο κτήματα για να τα καλλιεργήσει και η μητέρα της ήταν μοδίστρα στο χωριό. Από το πρωί ως το βράδυ ήταν με μια βελόνα και κλωστή στο χέρι για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Η Τριανταφυλλιά ήταν μια επιμελής μαθήτρια στο σχολείο και πολύ καλή στα μαθήματα. Δυστυχώς όμως όταν τελείωσε το γυμνάσιο οι γονείς της αναγκάστηκαν να την σταματήσουν. Δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα για περαιτέρω σπουδές. Και εκείνη έπιασε δουλειά πρώτα στα δυο δανεικά κτήματα του πατέρα της και μετά από τρία χρόνια βρήκε δουλειά ως καθαρίστρια στο Δημαρχείο. Και εκεί ήταν που την πρόσεξε ο
29
Σκισμένες Σελίδες Δανιήλ. Εντυπωσιάστηκε από την καθάρια ομορφιά της, το δυνατό της κορμί και την φρεσκάδα που απέπνεε το πρόσωπο της. Εκείνη ήταν ένα παιδί δεκαοχτώ χρονών και ο Δανιήλ τριάντα. Ψιλός, γεροδεμένος, πολύ αρρενωπός με πλούσια μαύρα μαλλιά. Η Τριανταφυλλιά ήξερε πως οι Αντωνίου είχαν πολλά λεφτά και πως ο Δανιήλ είχε τεράστια περιουσία από κτήματα στο χωριό, αλλά ποτέ δεν είχε τολμήσει να τον κοιτάξει στα μάτια. Και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που γοητεύθηκε εκείνος. Πήγε κατευθείαν στους γονείς της και την ζήτησε σε γάμο. Ήθελε να την κάνει δική του το γρηγορότερο. Σίγουρα δεν ήταν έρωτας αυτό που ένιωθε , αλλά να επιβάλει την κυριαρχία του επάνω της. Από την μεριά της η Τριανταφυλλιά δεν είχε περιθώρια να αρνηθεί την συνένωση τους, αλλά της άρεσε ως άντρας ο Δανιήλ που είχε μια άγρια γοητεία. Ήταν ένας ισχυρός άντρας και εκείνη ήταν πρόθυμη να τον αγαπήσει και να του δοθεί. Όταν όμως βρέθηκε να κάνει πρώτη φορά έρωτα μαζί του, τον φοβήθηκε. Ο Δανιήλ ήταν άγριος μαζί της. Του άρεσε να κάνει σεξ δένοντας τα χέρια στις γυναίκες και κλείνοντας τους τα μάτια με ένα μαύρο πανί. Αυτό για ένα κορίτσι άβγαλτο σαν την Τριανταφυλλιά ήταν σοκαριστικό, από την στιγμή που δεν είχε ιδέα για τις ιδιαιτερότητες πάνω στην σεξουαλική συμπεριφορά. Πέρα όμως από αυτό ο Δανιήλ ήταν εξαίρετος ερωτικός σύντροφος. Την χαλάρωνε με τα γλυκά του ερωτόλογα, την χάιδευε απαλά στο σώμα, ήταν ακούραστος και απίστευτα ενεργητικός. Ένας γνήσιος επιβήτορας. Έκαναν έρωτα κάθε μέρα δυο και τρεις φορές και η Τριανταφυλλιά έμεινε έγκυος από την πρώτη νύχτα που κοιμήθηκαν μαζί. Προσπάθησε να καταλάβει τον άντρα της στον σεξουαλικό τομέα. Δεν της ήταν εύκολο , αλλά τελικά κατάφερε να απελευθερωθεί και εκείνη και να το απολαμβάνει μαζί του. Ο Δανιήλ ήταν πρόθυμος να της μάθει τα πάντα και έκανε μαζί της κάθε μέρα σεξ. Μετά όμως όταν η εγκυμοσύνη της είχε προχωρήσει πολύ εκείνος άρχισε τις νύχτες να εξαφανίζεται. Σηκωνόταν από το κρεβάτι στις δύο την νύχτα και γυρνούσε πίσω στις πέντε αθόρυβα και προσεχτικά για να μην καταλάβει τίποτα η Τριανταφυλλιά. Αλλά εκείνη έκανε πολύ ελαφρύ ύπνο και μετά από ένα μήνα που ανεχόταν την κατάσταση αποφάσισε να δράσει. Ένα βράδυ τον ακολούθησε κρυφά και αυτό που ανακάλυψε θα την στοίχειωνε για όλη της την ζωή. Θυμόταν καθαρά πως εκείνη την νύχτα δεν είχε φεγγάρι στον ουρανό και έκανε πολύ κρύο. Ο άντρας της σκεπασμένος με το χοντρό του πανωφόρι δρασκέλιζε τα χωράφια καπνίζοντας. Προχωρούσε σταθερά ώσπου έφτασε σε ένα από τα χωράφια του που βρισκόταν στην πλαγιά ενός λόφου. Εκεί υπήρχε μια συστάδα από πεύκα. Ο Δανιήλ μπήκε ανάμεσα τους και χάθηκε. Όταν έφτασε εκεί η γυναίκα του άναψε τον μικρό της φακό και κατάλαβε πως πίσω από αυτά υπήρχε το άνοιγμα μιας σπηλιάς. Δε φαινόταν από το χωριό. Και μάλιστα ίσως να μη γνώριζε κανείς την ύπαρξη της. Η Τριανταφυλλιά προχώρησε δειλά μέσα και κατάλαβε πως αν το στόμιο της ήταν σχετικά μικρό το
30
Σκισμένες Σελίδες εσωτερικό της ήταν μεγάλο και περιείχε τρεις διαδρόμους. Εκείνη απλά ακολούθησε εκείνον που πήγαινε ίσια προς το εσωτερικό της σπηλιάς. Εκεί είδε πως ήταν αναμμένη μια στρογγυλή φωτιά και γύρω της είχαν πάρει θέση τρεις γυναίκες και δυο άντρες. Ήταν όλοι τους γυμνοί φορούσαν στα πρόσωπα τους μάσκες με την μορφή του σάτυρου και συνουσιάζονταν. Ο Δανιήλ έβγαλε αμέσως και τα δικά του ρούχα και πλησίασε μια γυναίκα. Την σήκωσε στα δυο του χέρια την γύρισε ανάποδα και μπήκε μέσα της βίαια. Όταν εκείνος τελείωσε με αυτή ένας από τους άντρες άρχισε να χαϊδεύει τον Δανιήλ, ενώ η δεύτερη γυναίκα έκανε έρωτα με την τρίτη και ο τρίτος άντρας έκανε έρωτα με την πρώτη ερωτική σύντροφο του Δανιήλ που τώρα έκανε έρωτα σε έναν από τους δύο άντρες. Από ένα σημείο και μετά δε μπορούσες να διακρίνεις ποιος έκανε σεξ με ποιόν και η Τριανταφυλλιά κόντεψε να γεννήσει πριν την ώρα της. Το σοκ για εκείνη ήταν μεγάλο. Δεν είχε φανταστεί ανάλογο θέαμα στη ζωή της και ούτε περίμενε πως ο άντρας της είχε τέτοια σεξουαλική διαστροφή. Αφού γέννησε το παιδί και σαράντισε αποφάσισε να τον παρακολουθεί κρυφά. Με τα χρόνια ανακάλυψε πως ο άντρας της καταπιανόταν με πολύ χειρότερα πράγματα. Σκοτεινά και μυστήρια και αποφάσισε να καταγράψει σε ένα ημερολόγιο την δράση του. Και όχι μόνο την δική του. Όλης της διαβολικής αίρεσης που έδρευε στο χωριό. Όλοι τους ήταν ένοχοι για δολοφονίες ανθρώπων , ομαδικούς βιασμούς και ωμότητες. Ο άντρας της δεν ήταν ο πλούσιος καλός οικογενειάρχης που νόμιζε πως είχε παντρευτεί, αλλά μια διαβολική ύπαρξη. Μόνο που για τους άλλους η εικόνα του ήταν τέλεια. Μια εικόνα που για χρόνια ήταν ακλόνητη, ως τον ξαφνικό θάνατο της γυναίκας του. Από την επόμενη της κηδείας στο χωριό άρχισαν να κουτσομπολεύουν μεταξύ τους πως μια τόσο γερή γυναίκα πέθανε από πνευμονία στα είκοσι οχτώ της χρόνια. Γιατί αυτή την εξήγηση έδωσε ο Δανιήλ στους συγχωριανούς του και όλοι κατάλαβαν πως τα αίτια του αιφνίδιου αυτού θανάτου δεν είχαν ξεκαθαριστεί πλήρως. Και έτσι όλοι το συζητούσαν ξανά και ξανά. Τον Δανιήλ τον έβλεπαν με άλλο μάτι. Ίσως να έφταιγε η λιονταρίσια κορμοστασιά του, που τον έκανε να φαίνεται στα μάτια τους σαν το κακό τέρας του παραμυθιού με τα άγρια φρύδια και τα μαύρα πυκνά μαλλιά του. Με τα χρόνια δημιουργήθηκε μια φοβία γύρω από το όνομα του. Αν και ποτέ δε βρήκαν τα στοιχεία εκείνα που θα πρόδιδαν τις βρωμερές του πράξεις, αυτές υπήρχαν στις σκισμένες σελίδες από το ημερολόγιο της Τριανταφυλλιάς Αντωνίου που ήταν κρυμμένες καλά. Ότι είχε ανακαλύψει μόνη της και ότι είχε δει με τα μάτια της σε αυτά τα δέκα χρόνια του έγγαμου βίου τους. Εξαφανίσεις και φόνοι ανθρώπων και μικρών παιδιών. Μα το πιο ζοφερό από όλα ήταν η διαβολική και βρωμερή οντότητα που λάτρευε εκείνος και η ακολουθία του. Θεόρατη μορφή με τρία σώματα και τρία κεφάλια που είχαν κοφτερά μυτερά δόντια, γεμάτο φολίδες κορμί και έξι χέρια με γαμψά νύχια. Τα πόδια της έμοιαζαν
31
Σκισμένες Σελίδες με αυτά του γάιδαρου και η ουρά της με αυτή του σκορπιού μόνο που ήταν πολύ πιο μεγάλη και απίστευτα ευλύγιστη. Αυτό το τέρας που ο Δανιήλ το αποκαλούσε θεά Εκάτη ήταν ότι πιο διαβολικό, μοχθηρό, και βρωμερό είχε πλάσει ποτέ η κόλαση. Η Τριανταφυλλιά γνώριζε αρκετά για την Ελληνική μυθολογία και ήξερε πως υπήρχε αυτό το πλάσμα σύμφωνα με τα πιστεύω των αρχαίων Ελλήνων. Δεν περίμενε όμως πως η Μυθολογία μπορούσε να ήταν και αληθινή. Η Ελληνική μυθολογία όπως και κάθε άλλη μυθολογία ήταν παραμύθια για μικρά παιδιά. Τουλάχιστον μέχρι να αντικρύσει μπροστά στα μάτια της την θεά Εκάτη. Όταν αυτό έγινε η Τριανταφυλλιά έπαψε πια να είναι η ίδια απλή και αφελή γυναίκα που ήταν πριν τον γάμο της. Θωρακίστηκε με επιμονή , πείσμα και θέληση και κατέγραψε όλη την δράση του άντρα της και των συντρόφων του. Μετά όταν κατάλαβε πως εκείνος την είχε αντιληφθεί έκοψε τις πιο πολλές από τις σελίδες του ημερολογίου της και τις έκρυψε προσεχτικά , έτσι ώστε ο Δανιήλ να μη τις βρει ποτέ. Και φυσικά η Τριανταφυλλιά δεν περίμενε ποτέ της την εξέλιξη που θα έπαιρνε η ιστορία με τον ερχομό του εγγονού της στο Ελαιοχώρι και τις αποδείξεις για την δράση του παππού του από τις σκισμένες σελίδες.
32
Σκισμένες Σελίδες
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ
Δυο εβδομάδες πριν την πρώτη επίσκεψη του Έκτορα στο Ελαιοχώρι ένα αγόρι μαζί με την κοπέλα του είχαν βγει ραντεβού κρυφά, στο λόφο όπου υπήρχε η κρυφή σπηλιά της σκοτεινής αίρεσης του Μαύρου Αέρα. Τα παιδιά που το μόνο που ήθελαν ήταν να φιληθούν ελεύθερα, εντελώς τυχαία η από κάποια παρόρμηση της τύχης ανακάλυψαν την σπηλιά. Ο νεαρός ανάβοντας τον αναπτήρα του για να δουν μπήκαν μέσα. Το μέρος ήταν σκοτεινό και υγρό. Μύριζε μούχλα μαζί με μια αναγουλιαστική νότα από φρέσκο αίμα να αιωρείται πάνω στα πέτρινα τοιχώματα της σπηλιάς. Τα παιδιά ένιωσαν αδιόρατα κάτι να τους απειλεί, αλλά μάλλον επικράτησε το αίσθημα της περιέργειας. Προχώρησαν πιασμένοι χέρι χέρι προς το εσωτερικό της. Φαινόταν από το πλάτος και το μήκος της πως ήταν μεγάλη. Στο έδαφος το χώμα ήταν σκληρό και πετρώδες. Δεν διέφερε ιδιαίτερα από άλλες σπηλιές εκτός από μια διαπίστωση που έκανε το νεαρό ζευγάρι. Μετά από διακόσια μέτρα προς το εσωτερικό της βρέθηκαν σε ένα μεγάλο χώρο. Εκεί υπήρχε ένα απαίσιο στην όψη άγαλμα. Ήταν ένα πλάσμα με τρία γυναικεία σώματα και τρία κεφάλια φιδιού. Κάτω ακριβώς από την διαβολική αυτή μορφή υπήρχε ένα λίθινο μαχαίρι που στη λαβή του υπήρχαν κάποια γράμματα, αλλά δεν μπορούσαν να τα διαβάσουν. Το κορίτσι παρακάλεσε το αγόρι να φύγουν γρήγορα από εκεί μέσα. Σίγουρα είχαν ανακαλύψει κάτι το ζοφερό. Κάτι που δεν έπρεπε να το δουν μάτια ανθρώπινα. Το αγόρι όμως το πήρε στα χέρια του και το σήκωσε στο ύψος των ματιών του. Ήταν εκστασιασμένο από την ανακάλυψη. Και τότε έκανε το λάθος να το βάλει στην τσέπη του. Αυτό που άκουσαν τα δυο παιδιά ήταν ένα παρατεταμένο σφύριγμα και μια βοή σαν κάτι να έρπει στο αχανές σκοτάδι της σπηλιάς. Κατάλαβαν πως δυο κίτρινα μάτια τους παρακολουθούσαν και πως πλησίαζαν γρήγορα. Τα παιδιά έτρεξαν γρήγορα για να σωθούν. Έτρεξαν με όλη τους την δύναμη, αλλά δε πρόλαβαν. Λίγο πριν την έξοδο τους από την σπηλιά ο άγρυπνος φύλακας της τους πρόλαβε. Αυτό όμως που δεν κατάφερε ήταν να τους πάρει το λίθινο μαχαίρι. Ο νεαρός το είχε βγάλει από την τσέπη του και το κρατούσε στο δεξί του χέρι όταν έτρεχε. Νόμιζε πως θα του παρείχε προστασία εναντίον του διώχτη του. Έτσι το μαχαίρι πετάχτηκε έξω από την σπηλιά και κατρακύλησε στην πλαγιά. Ο φύλακας δεν μπορούσε να το πάρει, όλη του η δύναμη εξανεμιζόταν αν έβγαινε από εκεί. Από μια περίεργη κίνηση της τύχης το αντικείμενο αφέθηκε ελεύθερο στην φύση.
33
Σκισμένες Σελίδες Η εξαφάνιση αυτών των δυο παιδιών δε μπορούσε να κρατηθεί στα στενά όρια του χωριού και ο αστυνομικός διευθυντής Βαγγέλης Σεβαστάκης ήταν όλο νεύρα. Το νεαρό ζευγάρι είχε χαθεί χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος και ο Σεραφείμ Χαραλάμπου ήταν εξίσου δυσαρεστημένος με την κατάσταση.
Όταν ο Έκτορας Αντωνίου εμφανίστηκε μπροστά στον Σεβαστάκη εκείνος κατάλαβε πως τα προβλήματα θα γινόντουσαν περισσότερα. Και αυτό γιατί ο Έκτορας δε θύμιζε σε τίποτα τον τσιφλικά παππού του. Ήταν βέβαια ψιλός, μελαχρινός, με πολύ πυκνά μαλλιά,αλλά το πρόσωπο του ήταν καλοσυνάτο. Ήπιο και χαρούμενο. Είχε μια γλυκιά όψη στα χαρακτηριστικά του. Ο Σεβαστάκης τον καλοδέχτηκε και τον παρακάλεσε να καθίσει σε μια καρέκλα στο γραφείο του. -Λοιπόν κύριε Αντωνίου πως σας φάνηκε το χωριό του παππού σας; Δεν είμαστε βέβαια σαν την Αθήνα , αλλά δε μας λείπει τίποτα. Έχουμε ακόμα και ίντερνετ και Νόβα. – Του είπε γελώντας δυνατά. -Είμαι μόνο μισή ώρα εδώ. Δεν έχω προλάβει να δω αρκετά, αλλά σαν πρώτη εντύπωση μου αρέσει. Όπως καταλαβαίνεται ήρθα αμέσως στο γραφείο σας.-Πολύ ωραία λοιπόν. Αν δεν σας πειράζει θα πάμε μαζί ως το συμβολαιογραφείο. Εκεί μας περιμένουν δυο από τους δικηγόρους του παππού σας μαζί με τον συμβολαιογράφο. Θα ανοιχτεί η διαθήκη του και θα διαβαστεί ενώπιον σας. Όχι πως δεν την ξέρετε μιας και σας είχα στείλει με φαξ στο σπίτι σας , αλλά το τυπικό μέρος πρέπει να γίνει. Δεν πιστεύω να έχετε αντίρρηση;-Μα όχι. Φυσικά και δεν έχω, αλλά δεν καταλαβαίνω γιατί δε με πήρε τηλέφωνο ένας από τους δικηγόρους του, να με ενημερώσει για το θάνατο και την διαθήκη του. Γιατί το κάνατε εσείς;-Γιατί πολύ απλά κύριε Αντωνίου εκτελούσα τις διαταγές του παππού σας. Μέσα στην διαθήκη του γράφει καθαρά πως αν του τύχαινε κάτι θα ενεργούσα εκ μέρους του. Με εκτιμούσε απεριόριστα ο μακαρίτης. Πηγαίνουμε;- Του απάντησε ο Σεβαστάκης και ο Έκτορας τον ακολούθησε αμίλητος. Την ίδια στιγμή στο σπίτι του Σεραφείμ Χαραλάμπου…….. -Να μου το θυμηθείς. Θα έχουμε πολύ μεγάλο πρόβλημα. Αυτή τη φορά δε θα μπορέσει ο Σεβαστάκης να το κρύψει. Αργά η γρήγορα θα αποκαλυφθούμε. – -Έλα τώρα μωρό μου. Σε βρίσκω υπερβολικό. Ο Βαγγέλης θα το τακτοποιήσει μια χαρά. Ποιος άλλωστε μπορεί να τον υποψιαστεί;- Του είπε η Λυδία και άναψε το τσιγάρο της με χάρη. -Δεν είναι εύκολο Λυδία. Το ξέρεις πως μαζί με αυτά τα παιδιά χάθηκε το
34
Σκισμένες Σελίδες λίθινο μαχαίρι, που ήταν κάτω από το άγαλμα της θεάς;-Τα παιδιά εξολοθρεύτηκαν από τον φύλακα της σπηλιάς. Δε θα μπορούσαν να το είχαν αποσπάσει. Και τότε που είναι;-Δεν ξέρω Λυδία. Έχω σπάσει το κεφάλι μου. Ψάξαμε σπιθαμή προς σπιθαμή την σπηλιά και έξω από αυτή. Και όμως παραμένει άφαντο.-Αν υποθέσουμε πως τα παιδιά το είχαν βρει και το κρατούσε κάποιο στα χέρια του, ενώ προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τον φύλακα, ίσως τότε να έχει βγει από την σπηλιά και να κουτρουβάλησε στη πλαγιά.-Και εκεί είναι το δύσκολο. Έχει παντού πυκνή βλάστηση και δυο μέρες μετά την εξαφάνιση των παιδιών έριξε καταρρακτώδη βροχή. Ίσως να έχει παρασυρθεί από τα νερά. Καταλαβαίνεις πως αν πέσει στα λάθος χέρια είμαστε χαμένοι;-Μην είσαι παράλογος. Κάπου εκεί έξω θα είναι, θα το βρείτε. Μπορείς να ηρεμήσεις τώρα; Ο δάσκαλος αυτή την ώρα που μιλάμε θα πρέπει να γνωρίζει την διαθήκη του παππού του και τους όρους της.- Του απάντησε και τον κοίταξε με λαγνεία. -Φυσικά. Περιμένω τον Βαγγέλη να έρθει από εδώ. Για αυτό καλά θα κάνεις να πας και εσύ να ετοιμαστείς. Όταν θα έρθει θα μιλήσουμε και οι τρεις μας για το πώς θα κινηθούμε και ειδικά εσύ. Μη ξεχνάς πως πρέπει να τον γοητέψεις.-Μη γίνεσαι κουραστικός. Τον ξέρω πολύ καλά τον ρόλο μου Σεραφείμ. – Είπε εκείνη και έφυγε. Ο Σεραφείμ χάθηκε σε σκέψεις. Το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Έκτορας Αντωνίου επισκέφτηκε το σπίτι του παππού του Δανιήλ μαζί με τους δικηγόρους. Τους άνοιξε η Φιλοθέη Αντύπα. Για πρώτη φορά ο Έκτορας ένιωσε μια φυσική αποστροφή όταν την αντίκρισε. Και εκείνη βέβαια τον κοίταξε από την κορυφή ως τα νύχια με ένα μάλλον υποτιμητικό βλέμμα. Πέρασε τους τρεις άντρες στο σαλόνι του πέτρινου αρχοντικού και τους πρόσφερε από ένα σπιτικό λικέρ κεράσι, που το έφτιαχνε η ίδια. Οι δυο δικηγόροι της εξήγησαν πως από εκείνο το βράδυ και μετά ο καινούργιος αφέντης στο σπίτι, στα κτήματα και στην περιουσία του τσιφλικά Δανιήλ Αντωνίου θα ήταν ο εγγονός του ο Έκτορας. Θα δούλευε για εκείνον και τα συμφέροντα του, και θα τον βοηθούσε με την πείρα και τις γνώσεις της για το νοικοκυριό και την διαχείριση του σπιτιού. Η Φιλοθέη υποσχέθηκε στους δικηγόρους πως θα ήταν το δεξί χέρι για το νέο της αφεντικό και θα προσπαθούσε να του είναι χρήσιμη , όπως και στον προκάτοχο της. Μετά από μια ώρα οι δικηγόροι έφυγαν και ο Έκτορας έμεινε μόνος μαζί της. Αισθανόταν άβολα σε εκείνο το σπίτι. Αυτή ήταν η πρώτη του εντύπωση από αυτό. Όχι πως δεν του άρεσε. Η πέτρινη βίλα του παππού του ήταν ένα ευρύχωρο οίκημα χτισμένη, μέσα σε ελαιόδεντρα, στο πιο ψηλό σημείο του χωριού. Είχε εννιά δωμάτια και την σοφίτα. Το σπίτι χωριζόταν σε δυο επίπεδα. Στο κάτω μέρος υπήρχε η κουζίνα, το
35
Σκισμένες Σελίδες σαλόνι, ένα μπάνιο, η τραπεζαρία και το υπνοδωμάτιο της Φιλοθέης. Στο επάνω μέρος βρισκόντουσαν άλλα δυο υπνοδωμάτια, ένα γραφείο με μικρό καθιστικό και ένα μεγάλο μπάνιο. Μιας και η σοφίτα ήταν σαν ένα μεγάλο δωμάτιο, αλλά δεν την χρησιμοποιούσαν στο σπίτι, ουσιαστικά λειτουργούσαν εννιά δωμάτια. Το σπίτι συνδύαζε την πέτρα με το ξύλο στην εσωτερική και εξωτερική επένδυση του. Τα έπιπλα ήταν παλιά, αλλά σε καλή κατάσταση και καλογυαλισμένα. Οι κουρτίνες αραχνοΰφαντες, τα δάπεδα από χοντρό πλακάκι και τα ταβάνια ντυμένα με σουηδικό ξύλο. Και τα τρία μπάνια ήταν ντυμένα με πέτρα και τα είδη υγιεινής είχαν το χρώμα του μπρούτζου. Όλες οι ντουλάπες που βρισκόντουσαν στα υπνοδωμάτια ήταν καμωμένες από μαόνι ενώ στα φύλλα και στα συρτάρια τους υπήρχαν φινιρίσματα σκαλιστά. Η Φιλοθέη έδειξε όλο το σπίτι στον Έκτορα που εντυπωσιασμένος κοιτούσε δεξιά και αριστερά. Φαινόταν καθαρά πως το σπίτι ήταν εκεί για πολλά πολλά χρόνια, αλλά είχε ανακαινιστεί και συνδύαζε πια το παλιό με το μοντέρνο στυλ. Για παράδειγμα όταν ο Έκτορας μπήκε στην κουζίνα ήταν σαν να πατούσε το πόδι του στο μέλλον. Το δωμάτιο ήταν ένα τεράστιο παραλληλόγραμμο, με σειρές από ντουλάπια και συρτάρια πάνω και κάτω. Διέθετε ψυγειοκαταψύκτη, δυο πλυντήρια πιάτων και επαγγελματική ηλεκτρική κουζίνα με φούρνο. Όλος ο πάγκος της ήταν από γρανίτη όπως και ο διπλός νεροχύτης και το πάτωμα ήταν ντυμένο με λευκό μάρμαρο. Στο δωμάτιο έμπαινε άπλετο φως μέσα από τα δυο μεγάλα ξύλινα παράθυρα ντυμένα με σίτα για να μη μπορούν να εισχωρήσουν έντομα στο σπίτι. -Σε ποια κρεβατοκάμαρα θα κοιμάμαι;- Ρώτησε ο Έκτορας όταν κάθισαν σε ένα καναπέ στο καθιστικό. -Μπορείτε να επιλέξετε μια από τις δυο του επάνω ορόφου. Αν φυσικά θέλετε και σας βολεύει η δική μου, στο κάτω μέρος του σπιτιού με μεγάλη μου χαρά να σας την παραχωρήσω κύριε. – Του απάντησε και τον κοίταξε εξεταστικά για ακόμα μια φορά. Ο Έκτορας ένιωσε ένα κύμα παγωμένου αέρα να του διαπερνά το σώμα. Δε του άρεσε εκείνη η γυναίκα. Ίσως να έφταιγε η όψη της, αλλά δε του γέμιζε το μάτι. -Όχι. Νομίζω θα είμαι μια χαρά επάνω. Έχει καλύτερη θέα και πιστεύω πως η σοφίτα θα μου άρεσε να την χρησιμοποιήσω για γραφείο μου.-Η σοφίτα κύριε θα παραμείνει κλειστή. Συγγνώμη για αυτό, αλλά την χρησιμοποιούσε μόνο ο παππούς σας. Δεν άφηνε κανέναν να την πλησιάσει. Ίσως να μη θυμάστε καλά τους όρους της διαθήκης του. Άλλωστε μια φορά σας την διάβασαν, αλλά όταν την συνέταξε ήμουν μάρτυρας του μαζί με τον κύριο Σεβαστάκη. Γράφει λοιπόν κατηγορηματικά πως το μόνο δωμάτιο στο οποίο δεν θα έχετε πρόσβαση θα είναι η σοφίτα.-Μα γιατί; Δεν καταλαβαίνω όλη αυτή την μυστικότητα.-Τι να σας πω κύριε. Εγώ οφείλω να φυλάξω τις επιθυμίες του και τώρα που βρίσκεται στο χώμα. Και τις δικές σας φυσικά, αλλά εσείς είσαστε ο εγγονός. Θέλω να πω ότι ο παππούς σας είχε άλλη βαρύτητα για εμένα.
36
Σκισμένες Σελίδες Είμαι σε αυτό το σπίτι από τα δεκατρία μου χρόνια. Σχεδόν εκείνος με είχε μεγαλώσει και τον εκτιμούσα πολύ. Θα ήθελα να κάνετε και εσείς το ίδιο και να σεβαστείτε την επιθυμία του. Η σοφίτα θα παραμείνει κλειδωμένη.- Του απάντησε η Φιλοθέη. -Πολύ καλά λοιπόν. Αφού ήταν η επιθυμία του δεν θα επιμείνω άλλο. Για σήμερα το βράδυ θα κοιμηθώ εδώ. Ελπίζω να μη σου είναι κόπος να μου ετοιμάσεις ένα δωμάτιο;-Δεν θα υπάρξει πρόβλημα. Θα σας στρώσω την μεγάλη κρεβατοκάμαρα. Εκεί κοιμόταν ο παππούς σας . Είναι ένα φωτεινό και ωραίο δωμάτιο με θέα το βουνό. Και αν θέλετε την γνώμη μου καλύτερα να διαλέξετε αυτό όταν θα έρθετε να μείνετε μόνιμα στο Ελαιοχώρι.-Θα ακούσω την γνώμη σου Φιλοθέη. Φαντάζομαι πως όταν θα μετακομίσω εδώ θα πρέπει να βάλω τα πράγματα σε μια τάξη στο μυαλό μου. Δεν γνωρίζω κανένα στο χωριό και σίγουρα θα χρειαστώ την βοήθεια σου.-Μη σας πιάνει πανικός. Όλα θα μπουν σε μια σειρά. Θέλω όμως να ξέρω την ακριβή ημερομηνία που θα έρθετε. Πότε να σας περιμένω στο σπίτι; Όπως καταλαβαίνεται και εσείς θα κάνω γενική καθαριότητα, κάποιο φρεσκάρισμα στα έπιπλα και από ότι βλέπω θα βαφτούν τα εξωτερικά κουφώματα και τα παντζούρια. Θα είχαν γίνει, αλλά μας πρόλαβε ο θάνατος του παππού σας.-Κάντε ότι νομίζετε εσείς. Θα αφήσω όλη τη διαχείριση του σπιτιού σε εσάς. Δεν θα σας γίνω εμπόδιο. Εγώ απλά θέλω να μάθω τα κατατόπια. Όσο για την ημερομηνία της άφιξης μου πιστεύω πως θα την κανονίσω για μετά τον Δεκαπενταύγουστο. Θα το ξέρω σίγουρα στις επόμενες μέρες και θα σας ενημερώσω.-Πολύ καλά κύριε. Τώρα θα μου επιτρέψετε να σας ετοιμάσω το δωμάτιο. Το βράδυ δε κοιμάται εδώ ούτε η οικιακή βοηθός ούτε η μαγείρισσα. Φεύγουν και οι δυο το μεσημέρι στις τρεις.-Δεν θα είναι δύσκολο για σένα; Εννοώ ….- Κόμπιασε καθώς κοιτούσε την καμπούρα της Φιλοθέης. -Τα καταφέρνω περίφημα στη δουλειά μου. Η αναπηρία μου ποτέ δε μου δημιούργησε ενδοιασμούς στο χώρο της εργασίας μου.- Του απάντησε. -Συγγνώμη ….Ε! …φυσικά και τα καταφέρνεις, αλλά μπορώ και μόνος μου να στρώσω το κρεβάτι. Από μικρό παιδί έχω μάθει να αυτοεξυπηρετούμαι …και…-Σε αυτό το σπίτι έχουμε κάπως πιο συντηρητικές απόψεις κύριε Αντωνίου. Ο αφέντης του σπιτιού κάθετε στην κεφαλή του τραπεζιού. Όλοι οι άλλοι έρχονται μετά από εκείνον.- Είπε αυστηρά η Φιλοθέη και έφυγε από το δωμάτιο. Ο Έκτορας την κοίταξε εξεταστικά καθώς περπατούσε κουτσαίνοντας κρατώντας το μπαστούνι της. Μετά κοίταξε τριγύρω του. Δε μπορούσε να καταλάβει, αλλά ένιωθε πως η αύρα του σπιτιού τον έπνιγε. Δεν ήταν καλή. Ένιωθε πως αόρατες φιγούρες τον παρακολουθούσαν.
37
Σκισμένες Σελίδες Κάτι απειλητικό πλανιόταν στον αέρα. Να ήταν άραγε αυτό του το συναίσθημα παραίσθηση από την φαντασία του η αποκύημα του άγχους που τον είχε καταβάλει από την στιγμή που πήρε την απόφαση να ζήσει για πάντα στο χωριό του παππού του; Που τον ανάγκασαν οι περιστάσεις να πάει εκεί; Τώρα που το σκεφτόταν ξανά ήταν σίγουρος πως δεν έπρεπε να συμφωνήσει από την αρχή. Τι τον ένοιαζε η περιουσία του Δανιήλ Αντωνίου; Δεν τον γνώριζε έτσι και αλλιώς. Οι γονείς του δε του μιλούσαν ποτέ για αυτόν. Ας του γυρνούσε λοιπόν και ο ίδιος την πλάτη. Είχε μάθει να ζει με τα λίγα λεφτά του καθηγητή. Γιατί λοιπόν να ζήσει στο Ελαιοχώρι; Ανάμεσα σε ξένους και σε μια καθημερινότητα που του ήταν απόμακρη; Σηκώθηκε γρήγορα από εκεί που καθόταν και βημάτισε κάπως νευρικά στο δωμάτιο. Ένιωσε εγκλωβισμένος. Φυλακισμένος όπως το πουλί σε ένα μικρό στενάχωρο κλουβί. Εκείνη την ώρα η Φιλοθέη εμφανίστηκε μπροστά του. -Το δωμάτιο σας είναι έτοιμο. Εγώ θα αποσυρθώ τώρα για να ξαπλώσω. Τι ώρα θα φύγετε αύριο;- Τον ρώτησε. -Στις δέκα το πρωί θα ξεκινήσω για την Αθήνα. – -Το πρωινό σας μπορείτε να το πάρετε στην τραπεζαρία. Συνήθως το σερβίρουμε στις οχτώ. Θα περιλαμβάνει καφέ φίλτρου, φρυγανιές, μαρμελάδα και χυμό πορτοκάλι. Θέλετε μήπως κάτι άλλο εσείς;-Όχι. Και όλα αυτά είναι περιττά για την αφεντιά μου. Πίνω τον καφέ φίλτρου σκέτο με λίγο γάλα. Τίποτα άλλο. Στις οχτώ είναι καλά, σ΄ ευχαριστώ Φιλοθέη. Καλή σου νύχτα.- Της απάντησε λίγο χαμένος στις σκέψεις του. Την ίδια ώρα που ο Έκτορας προσπαθούσε να καταλάβει γιατί είχε μπλέξει έτσι με την κληρονομιά του παππού του ο Βαγγέλης Σεβαστάκης βρισκόταν στο σπίτι του Σεραφείμ Χαραλάμπου μαζί με την Λυδία. -Ώστε λοιπόν ο καθηγητής μας δεν άντεξε να αφήσει να πάνε χαμένα τόσα λεφτά. Το ανθρώπινο είδος είναι λαίμαργο. Έχει πάθη και αδυναμίες. Τα θέλει όλα δικά του και περισσότερο την άνετη ζωή. Τα λεφτά και την δύναμη που σου δίνουν για να κυριαρχήσεις τον κόσμο.- Είπε σαρκαστικά ο Σεραφείμ. Η Λυδία τον κοίταξε πίνοντας ένα μαρτίνι. Ο Σεβαστάκης όποτε μπορούσε έριχνε κλεφτές ματιές πόδια της. -Πότε θα έρθει μόνιμα στο χωριό;- Ρώτησε εκείνη. -Μετά τον Δεκαπενταύγουστο μου είπε.- Συνέχισε ο Βαγγέλης. -Αύριο το πρωί θα φύγει για την Αθήνα και μέχρι να έρθει πίσω πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε με το λίθινο μαχαίρι.- Τους είπε αυστηρά ο Σεραφείμ. -Φοβάμαι πολύ για την απώλεια του. Αν την καλέσουμε πως θα πραγματοποιήσουμε την τελετή χωρίς αυτό; Σεραφείμ είναι απαραίτητο να το βρούμε.- Απάντησε ο Βαγγέλης και ο Σεραφείμ απόφυγε να τον κοιτάξει. Καταλάβαινε πως εκείνος είχε πια την μεγάλη ευθύνη σαν μέγας αρχιερέας της αίρεσης. Τα μάτια του μικρά και μαύρα σκοτείνιασαν πολύ
38
Σκισμένες Σελίδες
περισσότερο. Μια εβδομάδα μετά στο μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας η Αντιγόνη Νικολάου ήταν στο γραφείο της όταν μπήκε μέσα μια από τους φύλακες του μουσείου. -Καλημέρα Αντιγόνη.-Καλημέρα Νικολέτα. Τι έχουμε σήμερα;-Δοκιμαστικές τομές στο οικόπεδο του ιδιοκτήτη Δανιήλ Αντωνίου. Στο Ελαιοχώρι. Στις εννιά θα είναι εκεί το μηχάνημα. Ο ιδιοκτήτης είχε κάνει την αίτηση εδώ και πολύ καιρό , αλλά μάλλον αργήσαμε πολύ.-Δε σε καταλαβαίνω.-Πέθανε ο άνθρωπος από ένα ξαφνικό καρδιακό επεισόδιο, αλλά θα παραβρίσκεται εκεί κάποια Φιλοθέη Αντύπα. Αν δεν κάνω λάθος. Όχι αυτό λένε τα χαρτιά μου και φυσικά ο μηχανικός. Άρα τα είπα σωστά. – -Οι εργάτες είναι κάτω;-Ναι στο υπόγειο με τον Μαρίνο. Έχουν ετοιμάσει τα εργαλεία και ο Μαρίνος τους δείχνει κάποια κομμάτια από τα όστρακα που είχατε βρει από εκείνο τον τάφο. Τα έχει πλύνει και καμαρώνει για αυτό. – -Ναι. Είναι καλός στη δουλειά του. Ήταν γεμάτος από σπασμένα αγγεία εκείνος ο Μυκηναϊκός τάφος. Θα τελειώσω τον καφέ μου Νικολέτα και θα φύγουμε. Θα είσαι εδώ το μεσημέρι η θα σε αλλάξει η άλλη η βάρδια;-Εδώ θα είμαι Αντιγόνη. Η Ελένη θα έρθει στις τρεις. – Της απάντησε η Νικολέτα και έφυγε από το γραφείο της. Αφού τελείωσε τον καφέ της και έσβησε στο τασάκι το στριφτό της τσιγάρο η Αντιγόνη κάλεσε με το εσωτερικό τηλέφωνο του μουσείου το πλυντήριο. Εκεί το σήκωσε ο Μαρίνος. -Ναι;-Έλα Μαρίνο καλημέρα.-Α! Γεια σου Αντιγόνη μου; Τι χαμπάρια.-Μια χαρά. Δε μου λες ο Βασίλης και ο Κώστας είναι έτοιμοι; Τα έχουν πάρει τα εργαλεία;-Ναι κορίτσι μου. Είναι πανέτοιμοι. – -Ωραία λοιπόν. Πες τους να έρθουν επάνω. Φεύγω και εγώ από το γραφείο τώρα.Η Αντιγόνη δευτερόλεπτα μετά βγήκε μαζί με τους τεχνίτες αρχαιολογίας από το μουσείο και τότε χτύπησε το κινητό της. Είδε πως την καλούσε η Κοραλία και γελώντας της απάντησε. -Πολύ νωρίς δεν είναι για σένα κοπελιά; Υποτίθεται πως στην άδεια σου θα κοιμόσουν περισσότερο.-Από το πρωί είμαι στο ίντερνετ. Εσύ στο γραφείο;-Όχι. Έχω δοκιμαστικές τομές σε ένα οικόπεδο στο χωριό σου το Ελαιοχώρι. -
39
Σκισμένες Σελίδες -Θέλεις κάτι περισσότερο από μισή ώρα έτσι;-Κάπου τόσο. Κάνει και ζέστη, ας ελπίσουμε μόνο να μη βρούμε κανένα τάφο. Μισώ τις ανασκαφές με τον ήλιο πάνω από το κεφάλι μου. Αν και έχουμε ομπρέλα αλλά……..Να σε πάρω το βράδυ να τα πούμε;-Δεν θα έλεγα όχι Αντιγόνη. Θα πιούμε και ένα κοκτέιλ. – -Εντάξει Κοραλία. Κατά τις οχτώ.-Φυσικά.-Τα λέμε λοιπόν.Όταν έφτασε στο Ελαιοχώρι η Αντιγόνη και πήγε στο χτήμα του τσιφλικά Δανιήλ Αντωνίου αντίκρισε την Φιλοθέη Αντύπα μαζί με τον μηχανικό και τον χειριστή του σκαφτικού μηχανήματος. -Καλημέρα σας.- Τους είπε ευγενικά. -Καλημέρα. Είσαστε η αρχαιολόγος; Η κυρία Αντιγόνη Νικολάου; - Την ρώτησε η Φιλοθέη. -Ναι. Εσείς αν δεν κάνω λάθος είσαστε η κυρία Φιλοθέη Αντύπα που εκπροσωπείτε τον ιδιοκτήτη αυτού του χτήματος. Τον εκλιπόντα κύριο Δανιήλ Αντωνίου. Τουλάχιστον αυτό λέει η αίτηση που είχε υποβάλει στην υπηρεσία μας με αριθμό πρωτοκόλλου 2835. – -Ναι. Έτσι είναι όπως τα λέτε. -Το συγκεκριμένο κτήμα ήθελε την σχετική άδεια από την αρχαιολογική μας υπηρεσία για να οικοδομήσει σε αυτό ένα υπερσύχρονο ελαιοτριβείο ο κύριος Αντωνίου.- Συνέχισε ευγενικά η Αντιγόνη και εκεί απάντησε ο μηχανικός που είχε και τα σχέδια μαζί του. -Κυρία Νικολάου ο μακαρίτης ήθελε να φτιάξει εδώ ένα καινούργιο ελαιοτριβείο που ήταν και πιο κοντά στην κύρια κατοικία του και τον βόλευε αυτόν και τους χωρικούς από το να πηγαίνουν στο πρώτο που είχε φτιάξει η οικογένεια του λίγο έξω από το χωριό. Όπως βλέπεται και εσείς το σπίτι του φαίνεται από εδώ. Είναι κάτω από αυτόν τον λόφο με τις ελιές. Έχω μαζί μου τα σχέδια και καλό είναι να τους ρίξετε μια ματιά. – -Εδώ από ότι καταλαβαίνω κύριε Βασιλείου θα γίνει το κυρίως κτήριο, από αυτή την πλευρά οι εγκαταστάσεις στις οποίες θα διοχετεύεται το λάδι και σε αυτή την πλευρά έχετε τον βόθρο ο οποίος και θα πάει σε μεγάλο βάθος.-Ναι. Στα τέσσερα μέτρα τον θέλω. Όπως καταλαβαίνεται πρέπει να έχει μεγάλη χωρητικότητα και δε μπορεί να τον αδειάζουμε συνέχεια. – -Μάλιστα. Όπως ήδη ξέρετε η περιοχή γύρω από την αρχαία Ολυμπία βρίθει από αρχαιολογικά ευρήματα κύριε Βασιλείου. Θα ξεκινήσω σήμερα με τις δοκιμαστικές τομές σε βάθος ένα και πενήντα και αν δε βρούμε τίποτα θα χορηγήσουμε την άδεια της γενικής εκσκαφής για να συνεχίσετε τις εργασίες. Αφού ολοκληρωθεί η εκσκαφή θεμελίων με την επίβλεψη μας, εν συνεχεία θα χτίσετε. Τώρα αν βρούμε αρχαιολογικά ευρήματα, γνωρίζεται
40
Σκισμένες Σελίδες πως θα σταματήσουμε τις εργασίες σας και θα αναλάβουμε να κάνουμε την ανασκαφή. Στο μουσείο έχουμε τέσσερις τεχνίτες ανασκαφής και πολλά οικόπεδα. Αν βιάζεστε θα υποχρεωθείτε να πληρώσετε με δικά σας χρήματα άλλους δυο τεχνίτες και έναν ακόμα αρχαιολόγο για να επιβλέπει τις εργασίες. Εγώ αυτή την στιγμή έχω ήδη ανασκαφή και οι άλλοι δυο τεχνίτες του μουσείου δουλεύουν εκεί. Με λίγα λόγια υπάρχουν μόνο δυο ακόμα τεχνίτες και μια αρχαιολόγος στο μουσείο. Αν βιάζεστε όμως θα πρέπει οι ίδιοι να μισθώσετε και άλλους εργάτες. Μόλις τελειώσουμε εμείς εσείς θα είσαστε ελεύθεροι να χτίσετε το ελαιοτριβείο.-Κυρία Νικολάου και εγώ και η κυρία Φιλοθέη γνωρίζουμε τις διαδικασίες. – Της απάντησε ο μηχανικός. -Και επειδή και εγώ μιλάω εκ μέρους του κυρίου Αντωνίου σας κάνω γνωστό πως αν βρεθούν ευρήματα αρχαιολογικά έχουμε την δυνατότητα να πληρώσουμε και αρχαιολόγο και τεχνίτες. Ότι χρειαστεί για να χτιστεί το ελαιοτριβείο. Ο κύριος ήταν απόλυτα σαφής με τις υποδείξεις που μου είχε κάνει. Πρέπει να τελειώσει γρήγορα το έργο.- Συνέχισε πολύ σοβαρή η Φιλοθέη. Εκείνη την ώρα ο επιστάτης στα κτήματα του Δανιήλ Αντωνίου, ο Ηλίας Μάρκου κουβαλούσε κάποιους εργάτες με το φορτηγό του ένα τζιπ τέσσερα επί τέσσερα. Τους πήγαινε στα αμπέλια για να δουλέψουν. Δίπλα του καθόταν ο Βάιος, ένας από τους πιο παλιούς εργάτες με αρκετή πείρα στη δουλειά και καλός φίλος του Ηλία. -Εσύ τον είδες; Πως μοιάζει; Σαν το αφεντικό είναι;- Ρώτησε ο Βάιος τον Ηλία. Ήθελε πολύ να μάθει για το καινούργιο αφεντικό. Πως ήταν, αν μπορούσαν να συνεννοηθούν μαζί του, η αν ήταν κάποιος τυχαίος πρωτευουσιάνος που δεν είχε δει χωράφια παρά μόνο μέσα από τα βιβλία του σχολείου. -Όχι. Δεν τον είδα. Δεν ήρθε καθόλου από τα κτήματα. Μπορεί να μην πρόλαβε ο άνθρωπος.-Πως λες να είναι ετούτος ρε Ηλία; Δάσκαλος έμαθα πως είναι η δουλειά του. Δεν την ξέρει αυτός την εργασία μας. Πως θα μας καταλάβει; Αφού δεν έχει ιδέα από του χωριού την καθημερινότητα.-Πάψε. Θα μάθει. Θα αναγκαστεί Βάιε. Τώρα πια που θα αναλάβει την περιουσία του παππού του δεν μπορεί να κάνει πίσω. Τι φοβάσαι; Όποιος και να είναι το αφεντικό εσύ και οι υπόλοιποι το μεροκάματο δε θα το χάσετε.-Φοβάμαι όμως. Με τον γέρο Δανιήλ τόσα χρόνια είχα την σιγουριά. Ήταν σκληρός εργοδότης και άνθρωπος δε το αρνούμαι , αλλά ήταν σταθερός και ήξερε την δουλειά. Σεβόταν τον μόχθο μας. Ο δασκαλάκος μωρέ δεν ξέρει που πάνε τα τέσσερα. Μυξιάρικο είναι να μου το θυμηθείς αυτό. Και πότε θα αναλάβει; Κανονικά εννοώ.-
41
Σκισμένες Σελίδες -Τι να σου πω και εγώ. Από ότι μου είπε η Φιλοθέη μετά τον Δεκαπενταύγουστο. Άσε να εγκατασταθεί μια και καλή στο Ελαιοχώρι. Να μας γνωρίσει όλους προσωπικά, να δει την δουλειά και μετά τον κρίνουμε. Θέλεις να σου πω μια σκέψη μου; Δεν είναι δυνατόν να μην έχει μοιάσει στον παππού του. Όλο και κάτι θα του έχει πάρει.-Αυτό θα το δούμε Ηλία. Και αρκετά σύντομα πιστεύω.- Του απάντησε ο Βάιος και άναψε τσιγάρο με τα μαυρισμένα από την δουλειά χέρια του. Στο κτήμα του Δανιήλ Αντωνίου οι δυο δοκιμαστικές τομές δεν είχαν δείξει τίποτα από αρχαιολογικά ευρήματα. Στην επόμενη όμως η οποία ήταν κοντά στο σημείο όπου ξεκινούσαν οι πρόποδες του λόφου η Αντιγόνη σχεδόν σκόνταψε με το δεξί της πόδι σε ένα μικρό θάμνο. Καθώς έσκυψε να στρώσει το παντελόνι της είδε κάτι που έμοιαζε με πέτρινο εργαλείο. Το πήρε στα χέρια της και με έκπληξη το κοίταξε σαν χαμένη. Ο χειριστής του σκαφτικού μηχανήματος την ρώτησε αν το ίδιο βάθος ισχύει όπως και στις προηγούμενες δυο δοκιμαστικές τομές, αλλά εκείνη δε του απάντησε. Την όλη εικόνα παρακολουθούσε και η Φιλοθέη. Πλησίασε γρήγορα την Αντιγόνη και κοίταξε το λίθινο μαχαίρι, γιατί τέτοιο ήταν. Τα μάτια της στένεψαν και τα χείλη της τραβήχτηκαν. Η Φιλοθέη κατάλαβε πως αυτό το λίθινο μαχαίρι ήταν της αίρεσης που είχε ιδρύσει ο Δανιήλ. Το θέμα ήταν πως δεν μπορούσε να καταλάβει πως στην ευχή είχε πέσει εκεί. Πως είχε βγει από την σπηλιά. -Τι είναι αυτό;- Ρώτησε δήθεν αδιάφορα την αρχαιολόγο. -Αυτό προσπαθώ να καταλάβω και εγώ. Δεν βγάζω νόημα. Είναι τελείως απίθανο να υπάρχει κάτι ανάλογο. Από μια πρώτη εκτίμηση πρέπει να πω ότι είναι τόσο παλιό όσο και η ιστορία της γης, αλλά δεν μπορεί… Και έτσι κάτω από ένα θάμνο;-Δεν ήταν δηλαδή μέσα στην δοκιμαστική τομή;-Όχι βέβαια. Δεν βλέπεται τον χειριστή; Δεν άρχισε ακόμα να την σκάβει. Όχι. Το λίθινο αυτό μαχαίρι ήταν έτσι γυμνό κάτω από τον μικρό αυτό θάμνο. Βασίλη;Είπε φωνάζοντας τον μικρότερο σε ηλικία εργατοτεχνίτη. -Ορίστε κυρία Αντιγόνη.-Σε παρακαλώ φέρε μου μια σακούλα περισυλλογής και ένα κίτρινο καρτελάκι. Όπως βλέπεις κρατώ ένα μικρό θησαυρό στα χέρια μου. Πρέπει να το παραδώσω στο μουσείο. – -Μα τι είναι; Πρώτη φορά βλέπω κάτι τόσο καλοδιατηρημένο. – Την ρώτησε εκείνος. -Είναι ένα λίθινο μαχαίρι. Και όπως παρατηρώ τώρα , έχει μια επιγραφή σκαλισμένη στη λαβή του.-Καλά. Εσείς ξέρετε. Πάω να σας φέρω την σακούλα και το καρτελάκι. Έχετε μαζί σας μαρκαδόρο για να γράψετε;-
42
Σκισμένες Σελίδες -Ναι. Στην τσάντα μου. Σε ευχαριστώ Βασίλη.-Συγγνώμη που σας διακόπτω , αλλά πρέπει να σκάψω ακριβώς εκεί που είσαστε. Πάω στο ίδιο βάθος έτσι;- Συνέχισε ο χειριστής. -Ναι φυσικά. Είμαι τελείως ασυγχώρητη που δεν σας απάντησα πριν. Με απορρόφησε τελείως αυτό που βρήκα. Στο ίδιο βάθος θα σκάψετε. –Του απάντησε η Αντιγόνη αδυνατώντας να πάρει τα μάτια της από το αναπάντεχο εύρημα. Ο Βασίλης της έφερε αυτά που του είχε ζητήσει και μετά μαζί με τον Κώστα πήραν τις θέσεις τους δίπλα από το σκαφτικό μηχάνημα. Η Φιλοθέη προσπαθούσε να βάλει σε μια σειρά τις σκέψεις της. Πως είχε βρεθεί εκεί το μαχαίρι; Τι δουλειά είχε σε αυτό το σημείο; Σίγουρα κάτι θα είχε συμβεί μέσα στην αίρεση του μαύρου αέρα και αγνοούσε τις λεπτομέρειες. Τώρα όμως ήταν αδύνατον να το πάρει από την αρχαιολόγο. Τι θα της έλεγε; Δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι ήταν δικό της , η ότι ήξερε για αυτό. Έπρεπε να μιλήσει στον Σεραφείμ. Δική του ευθύνη ήταν. Δικές του οι αποφάσεις για την πορεία της αίρεσης. Φερόταν όμως ανεύθυνα. Ο κύριος της είχε παραδώσει την αρχηγία σε έναν άσχετο. Ο Σεραφείμ ποτέ δεν της γέμιζε το μάτι και τώρα δυστυχώς επιβεβαιωνόταν η αντιπάθεια της στο πρόσωπο του. Δεν έπρεπε να είχε πεθάνει ο κύριος της, ήταν αναντικατάστατος. Και τώρα εκείνη η αρχαιολόγος κρατούσε στα χέρια της την καταστροφή τους. Η εύρεση του λίθινου μαχαιριού ήταν ότι χειρότερο μπορούσε να συμβεί. Μια λάθος κίνηση και θα αποκαλυπτόταν οι πράξεις όλης της ομάδας προς τον έξω κόσμο. Η Φιλοθέη δεν ήξερε πώς να χειριστεί την κατάσταση. Αποφάσισε να φύγει και ευγενικά ζήτησε από την αρχαιολόγο να αποχωρήσει. -Όπως θέλετε εσείς. Φυσικά αν βρω κάτι πέρα από αυτό που βρήκα πιο πριν θα σας ενημερώσω.-Το τηλέφωνο το έχετε. Συνήθως είμαι στο σπίτι όλη την ημέρα.-Εντάξει κυρία Αντύπα.Μισή ώρα μετά η Φιλοθέη χτυπούσε την πόρτα στο σπίτι του Σεραφείμ. Όταν της άνοιξε μπήκε μέσα φανερά εκνευρισμένη, κουτσαίνοντας και κρατώντας το μπαστούνι της. -Τι συμβαίνει; Πολύ λαχανιασμένη σε βρίσκω. – Της είπε εκείνος ειρωνικά. -Θέλω να μάθω γιατί δεν με ενημέρωσε κανένας για την απώλεια του μαχαιριού της θυσίας.- Τον ρώτησε αυστηρά σουφρώνοντας τα χείλη της. Ο Σεραφείμ την κοίταξε για λίγο και ξέσπασε σε γέλια. -Δεν νομίζω πως ο μέγας αρχιερέας δίνει λόγο για τις πράξεις του στους πιστούς.-Τότε να μου πεις πως βρέθηκε στα χέρια της αρχαιολόγου Αντιγόνης Νικολάου , σήμερα στις δοκιμαστικές τομές που έκανε στο χτήμα του Δανιήλ. Όπως θυμάσαι εκεί θα χτιστεί το καινούργιο ελαιοτριβείο. – -Τι είπες; Δεν είναι δυνατόν. Αποκλείετε.- Είπε εξοργισμένος εκείνος
43
Σκισμένες Σελίδες σχεδόν ουρλιάζοντας για να συνεχίσει. -Και εσύ που το ξέρεις βρωμερή γριά; Ποιος στο είπε;-Τα ίδια αισθήματα τρέφω και εγώ για σένα Σεραφείμ. Σε σιχαίνομαι. Αλλά το γεγονός παραμένει το ίδιο. Το είδα το μαχαίρι με τα ίδια μου τα μάτια. Γνωρίζεις την σημασία αυτού του αντικειμένου. Χωρίς αυτό δεν μπορούμε να κάνουμε θυσία στην θεά. Μπορούμε να την καλέσουμε με την επίκληση που υπάρχει στην αρχαία βίβλο, αλλά μόνο το μαχαίρι μας προστατεύει από αυτή και την μανία της για αίμα.-Με κάθε τρόπο πρέπει να το αποσπάσουμε από την αρχαιολόγο. Με τις γνώσεις της θα καταλάβει με τι έχει να κάνει. Ίσως αρχίσει να ψάχνει. Το μαχαίρι χάθηκε από την σπηλιά , γιατί δυο παιδιά εισέβαλαν σε αυτή. Μάλλον εντελώς τυχαία. Καταλάβαμε πως τα εξουδετέρωσε ο φύλακας, αλλά φαίνεται πως είχαν βρει το λίθινο μαχαίρι. Το κρατούσαν στα χέρια τους ενώ έτρεχαν για να ξεφύγουν. Θα τους έφυγε και θα βγήκε από την σπηλιά. Δεν μπορώ να το δικαιολογήσω αλλιώς. Το θέμα είναι πως τώρα θα κοιτάξουμε να το διορθώσουμε.- Της απάντησε ο Σεραφείμ. Την ίδια ώρα η Αντιγόνη κατάλαβε πως τα γράμματα που ήταν χαραγμένα στην λαβή του μαχαιριού ήταν αρχαία Ελληνικά. Προσπάθησε να τα διαβάσει και τότε είπε εκστασιασμένη. -Ω! Θεέ μου. Μα αυτό ανήκει στη σφαίρα της φαντασίας.-
44
Σκισμένες Σελίδες
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ
-Κοραλία καταλαβαίνεις τι έχουμε στα χέρια μας;-Αντιγόνη. Δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα. Ενημέρωσες την έφορο για το εύρημα σου;-Ναι. Αμέσως μόλις γύρισα στο μουσείο την πήρα στο τηλέφωνο. Αύριο το πρωί θα έχω μια συνάντηση μαζί της και μετά εκείνη θα έχει την ευθύνη για αυτό. Ήθελα όμως την γνώμη σου σήμερα και μιας και θα βρισκόμασταν για ποτό το βράδυ είπα να έρθω πιο νωρίς.-Καλά έκανες. Αν και δεν επιτρέπετε σύμφωνα με τον νόμο θα το σκανάρω και θα περάσω τις φωτογραφίες του στο κομπιούτερ μου. Έπρεπε να το αφήσεις στο μουσείο στα χέρια του αρχαιοφύλακα. Θα βρεις τον μπελά σου.-Ω! Καλά. Άσε τώρα τις ενοχές. Τι νομίζεις; Ξέρω τις γνώσεις σου με τις αρχαίες θρησκείες. Με τι έχουμε να κάνουμε εδώ;-Προφανώς με την μυθολογία μας Αντιγόνη. Με την μυθολογία των αρχαίων Ελλήνων. Η Εκάτη δεν ήταν μια οποιαδήποτε θεά.-Ναι, αλλά εδώ από ότι καταλαβαίνω το μαχαίρι είναι Νεότερης Νεολιθικής γύρω στα 4000 και τότε δεν υπήρχε μαχαίρι με λαβή. Και από την άλλη στο μαχαίρι έχουμε θρησκευτική επίκληση. Δεν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο. Αυτά παρουσιάστηκαν πολύ μεταγενέστερα, να ήταν ο πέμπτος αιώνας να πω εντάξει. Από την ώρα που το πήρα στα χέρια μου συνειδητοποίησα πως έχω να κάνω με ένα γρίφο.-Βλέπεις τι έχει χαραγμένο στην λαβή του; Είναι αρχαία Ελληνικά και λέει καθαρά. <<Μαύρη θεά του σκότους έλα απόψε να πιεις, από το ποτήρι της θυσίας, κόκκινο αίμα αχνιστό>> . –Είπε η Κοραλία και την κοίταξε. -Δεν είναι δυνατόν Κοραλία. Είναι ψεύτικο το μαχαίρι. Το καταλαβαίνεις ότι αν είναι αυθεντικό ανατρέπει τα πάντα στην αρχαιολογία; -Αντιγόνη έχω μάθει στην δουλειά μου να περιμένω τα πιο απίστευτα γεγονότα να μου συμβούν. Θα σου πω για μια παράξενη ιστορία που δημοσίευσε το 1856 το Illustrated του Λονδίνου. Στην Γαλλία κάποιοι εργάτες που έσκαβαν σε μια σήραγγα τρένου, ανάμεσα στο Σαίντ Ροτιξιέρ και στο Νανσύ, ανακάλυψαν κάτι που έμοιαζε με τεράστια νυχτερίδα. Ένας επιστήμονας το προσδιόρισε σαν πτεροδάκτυλο. Το ωραίο είναι πως τα πετρώματα μέσα στα οποία βρισκόταν χρονολογήθηκαν σε
45
Σκισμένες Σελίδες περισσότερο από ένα εκατομμύρια χρόνια. Οι δεινόσαυροι εξαφανίστηκαν στην Παλαιόκαινο εποχή πριν από 56 εκατομμύρια χρόνια. Ο κόσμος μας όπως τον ξέρουμε έχει γεννηθεί και καταστραφεί πολλές φορές. – -Αυτές είναι θεωρίες Κοραλία. Υπάρχουν διάφορες απόψεις για όλα. Ο καθένας στηρίζει την δική του και φυσικά έχει μαζέψει αρκετά αποδεικτικά στοιχεία για να την κάνει αληθοφανή. Υπάρχουν για παράδειγμα επιστήμονες που υποστηρίζουν ότι η γη έχει περάσει τουλάχιστον έξι παγετώδεις περιόδους και άλλοι που είναι αντίθετοι με αυτό. – -Και ο αγαπημένος μου συγγραφέας έγραψε κάποτε πως υπήρχαν νοήμονα όντα πολύ πριν τους δεινοσαύρους. Άλλοι λένε πως οι Ατλάντιοι ήταν τόσο εξελιγμένοι όσο δεν θα γίνουμε ποτέ εμείς. Και τι με αυτό; Το καλό είναι να έχεις τα μάτια σου ανοιχτά για κάθε ενδεχόμενο. – -Πιστεύω βασικά στην επιστήμη Κοραλία. Σε αυτά που έχουν τεκμηριωθεί από την επιστημονική κοινότητα και όχι στα μαγικά ξόρκια. Η επιστήμη έχει δώσει απαντήσεις.-Όχι σε όλα όμως. Υπάρχουν πάντα ανεξήγητα φαινόμενα τα οποία ποτέ και κανένας δεν έδωσε πειστικές απαντήσεις. Τώρα όμως μας απασχολεί το ζήτημα του μαχαιριού. – -Σωστά. Πάω να τρελαθώ Κοραλία. Δεν βγάζω κανένα νόημα.-Θα σταματήσεις τις οικοδομικές εργασίες στο κτήμα;-Ναι φυσικά. Αν και οι δοκιμαστικές τομές δεν έβγαλαν ευρήματα θα αναγκαστώ να τους σταματήσω από την στιγμή που αυτό το μαχαίρι εμφανίστηκε έτσι ξαφνικά. Μετά την άδεια σου θα σε χρειαστώ. Εγώ δεν προλαβαίνω με το μουσείο.-Εντάξει. Αν έτσι εξελιχτούν τα πράγματα θα έρθω να δουλέψω. Τώρα ας δούμε με ποιο τύπο μαχαιριού μοιάζει το εύρημα σου. – Της απάντησε η Κοραλία και άνοιξε τον υπολογιστή της. Είχε περάσει όλες τις πληροφορίες που είχε συλλέξει με την αρχαιολογία σε αυτό. Και όχι μόνο της συγκεκριμένης επιστήμης. Μπορούσες να βρεις τα πάντα εκεί μέσα. Πληκτρολογούσε ένα όνομα, μια τοποθεσία, ένα εύρημα και αμέσως εμφανιζόταν η πληροφορία. -Ωραία. Πάμε λοιπόν στα χρηστικά αντικείμενα της Νεότερης Νεολιθικής περιόδου. Λίθινα μαχαίρια ένα κλικ και ορίστε . – Συνέχισε η Κοραλία. Με το βελάκι πήγε προς τα κάτω ψάχνοντας διάφορους τύπους λίθινων μαχαιριών. -Δε του μοιάζει κανένα Κοραλία. Ήμουν σίγουρη για αυτό. Για τον απλό λόγο ότι δεν είχαν λαβή τότε. Ήταν απλά κομμάτια από βράχο η χαλκό λειασμένα στις άκρες τους για να κόβουν. Το δικό μας έχει λαβή και πάνω σε αυτή την επίκληση στη θεά που την λάτρευαν τους κλασικούς χρόνους. Δεν ταιριάζει. Το βλέπεις και εσύ έτσι;- Είπε η Αντιγόνη στρίβοντας νευρικά ένα τσιγάρο. -Όχι. Δεν ταιριάζει, ίσως γιατί ετούτο εδώ έχει την λαβή. Το περίγραμμα
46
Σκισμένες Σελίδες του είναι ίδιο με όλα τα μαχαίρια εκείνης της εποχής. Και αυτό με βάζει σε σκέψεις. Το γεγονός είναι πως την Νεότερη Νεολιθική εποχή τα μαχαίρια δεν είχαν την εμφάνιση που είχαν τους κλασικούς χρόνους και αυτό ίσως να μην είναι το μοναδικό, που σίγουρα είναι Νεολιθικό έχοντας φτιάξει την λαβή του τον πέμπτο ίσως αιώνα πριν Χριστό. Όπως και να έχει με αυτό ανατρέπονται πολλά. Το σύμπαν είναι γεμάτο μυστικά που ίσως δεν τα έχουμε ανακαλύψει όλα. Οι οπαδοί της Εκάτης έκαναν φρικτές θυσίες από ανθρώπους και ζώα. – -Δε μου λες έχεις τίποτα από μαγεία , μάγισσες, και ανθρωποθυσίες στον υπολογιστή σου; Κάτι συγκεκριμένο για την Εκάτη; Να θυμηθούμε για αυτή κάποια πράγματα.-Και βέβαια έχω. Το ξέρεις πως έχω πάθος με τις αρχαίες θρησκείες και την μαγεία. Η Εκάτη ήταν η κόρη του Πέρσυ γιου του Ήλιου , η του Περσέα και της Ανδρομέδας. Ήταν μια σεληνιακή θεότητα του βορρά η οποία ήρθε με την μετανάστευση των Θρακών στην Ελλάδα. Τρίμορφη θεά της γης , της θάλασσας και του ουρανού, προΐστατο κατά τους ορφικούς στις μαγικές τελετές. Ήταν φαρμακεύτρια και δηλητηρίασε τον πατέρα της για να του πάρει τον θρόνο. Παντρεύτηκε τον θείο της Αιήτη και γέννησε την Κίρκη, την Μήδεια και τον Αιγεαλέα. Χρησιμοποιούσε το ακόνιτο και τον ελέβορο.-Τι είναι αυτά;-Συνεχίζω λοιπόν και μη διακόπτεις τον υπολογιστή. Το μαγικό ποτό της Εκάτης ήταν ένας συνδυασμός δηλητηριωδών φαρμάκων με βάση το ακόνιτο. Ανάλογα με την ποσότητα το θύμα πέθαινε, τρελαινόταν, η φθειρόταν σωματικά ώσπου έσβηνε. Το ακόνιτο η κονιζόχορτο είναι ποώδες φυτό που καλλιεργείται για καλλωπιστικούς και φαρμακευτικούς σκοπούς. Ορισμένα είδη είναι δηλητηριώδη λόγω των τοξικών ουσιών που περιέχονται στα φύλλα και στους σπόρους η την ρίζα του. Δρα ευεργετικά κατά των νευρώσεων, των νευρόπονων και τα λοιπά. Όσο για το άλλο φυτό ελλέβορος ο μέλας είναι ένα πολυετές ποώδες αειθαλές φυτό που το συναντάμε στην Ευρώπη και την Ασία. Τα φύλλα του είναι σκληρά οδοντωτά και ωοειδή. Τα άνθη του λευκά η ροζ. Είναι ένα πολύ τοξικό φυτό και δεν πρέπει να χρησιμοποιείται. Είναι καρδιοτονωτικό και καθαρτικό μαζί. – -Μάλιστα. Τώρα με κάλυψες εντελώς. Ώστε είχε και μαγικό ποτό η θεά. Να κάτι που αγνοούσα. Που τα βρήκες όλα αυτά;- Απάντησε γελώντας η Αντιγόνη. -Αυτά δεν είναι τίποτα. Το ξέρεις πως μαζεύω όποια πληροφορία βρω. Από αρχαιολογία, βοτανολογία, παλαιοντολογία, γεωλογία και πολλές άλλες επιστήμες. Αλλά όχι μόνο αυτές. Έχω πληροφορίες για μαγείες, ξόρκια, μάγισσες, μυθολογίες, θυσίες, ανθρωποθυσίες, μυθολογικά τέρατα, ούφο, φαντάσματα και ότι θέλεις σχετικά με τον αγαπημένο μου ήρωα και μεγάλο αρχαιολόγο Ιντιάνα Τζόουνς.-
47
Σκισμένες Σελίδες -Μου φαίνεται πως τα έχεις χάσει εντελώς.-Καθόλου. Γιατί γίναμε αρχαιολόγοι; Για να μοιάσουμε σε εκείνον.-Εσύ μπορεί. Εγώ έγινα γιατί με ενδιέφερε η επιστήμη.-Ω! Μωρέ Αντιγόνη. Ορισμένες φορές μου την δίνεις άγρια. Ένα αστείο κάναμε και εσύ ακόμα να μπορέσεις να χαλαρώσεις και να γελάσεις. Για να συνεχίσω όμως σοβαρά τώρα, αν κοιτάξεις προσεχτικά σε όλες τις μυθολογίες του κόσμου υπάρχουν πλάσματα φρικτά στην όψη, που κάνουν κακό στο ανθρώπινο είδος, όπως και μάγισσες. Και εδώ ας μη ξεχνάμε πως οι σχέση των γυναικών με την μαγεία ξεκίνησε από την σχέση της με την σελήνη. Ο πρωτόγονος άνθρωπος λάτρευε τον ήλιο σαν θεό, αλλά το ίδιο και την σελήνη. Στο γέμισμα της σελήνης οι άνθρωποι ήξεραν ότι αυτή επιδρούσε ευεργετικά. Όταν όμως άρχιζε να χάνει πίστευαν πως ήταν μια άσχημη περίοδος. Όσο για το χάσιμο της σελήνης τότε ερχόταν η καταστροφή και ο θάνατος. Οι διάφοροι λαοί δημιούργησαν το δικό τους πάνθεον. Και παντού έκανε την εμφάνιση της μια θεά –μάγισσα της σελήνης. Στην πρώτη περίοδο η μαγεία είναι αποκλειστικό προνόμιο των μεγάλων Θεαινών, που έχουν σεληνιακό χαρακτήρα. Κάθε λαός έχει την δική του προσέγγιση στη θεά της σελήνης.-Αυτό το ξέρω και εγώ που δεν ασχολούμαι με την μαγεία Κοραλία. Οι Βαβυλώνιοι για παράδειγμα είχαν την Ιστάρ, και οι Φοίνικες την Αστάρτη.-Οι Αιγύπτιοι από την άλλη είχαν την Ίσιδα, στην Φρυγία λατρευόταν η Κυβέλη και εμείς εδώ είχαμε την Εκάτη. – -Και πάλι όμως Κοραλία δεν μου δίνεις απάντηση για το πώς αυτό το μαχαίρι έχει επάνω του σημάδια από διαφορετικές εποχές. Η μαγεία δεν είναι αυτό που μας απασχολεί εδώ.-Κάνεις λάθος αγαπητή μου. Το μαχαίρι είναι φτιαγμένο για τελετές ανθρωποθυσίας προς λογαριασμό της Εκάτης. Και η Εκάτη δεν λατρευόταν τον πέμπτο αιώνα προ Χριστού αλλά από τότε που γεννήθηκε η γη. Σκέψου λίγο. Η σελήνη υπήρχε ανέκαθεν στον ουρανό. Οι πρωτόγονοι άνθρωποι της έδωσαν ανθρώπινη υπόσταση και άρχισαν να την λατρεύουν αλλά και να την φοβούνται μαζί. Ποιος μας λέει πως η λατρεία στην θεά ξεκινά τότε;-Κοίτα Κοραλία. Ξέρουμε πως η μαγεία στην Ελλάδα δεν κυριαρχούσε στην κοινωνική ζωή. Και μάλιστα αγνοείται εντελώς σε έργα όπως για παράδειγμα η Ιλιάδα και η Οδύσσεια.-Ναι αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν υπήρχε κιόλας Αντιγόνη. Συμφωνώ μαζί σου πως στον αρχαίο Ελλαδικό χώρο η μαγεία δεν είχε ποτέ την έκταση που είχε στους ανατολικούς λαούς, αλλά υπήρχαν περιοχές όπου δρούσαν ομάδες μάγων οι μαγισσών. Και για παράδειγμα θα σου αναφέρω πως οι μάγισσες της Θεσσαλίας ήταν άμεσα συνδεδεμένες με την Εκάτη. Δεν ξέρω πως ένα λίθινο μαχαίρι που χρονολογείται στα 4000 περίπου έχει και λαβή και χαραγμένη επίκληση θρησκευτική, ενώ δεν έχουμε κάτι τέτοιο τεκμηριωμένο στην Ελλαδική επικράτεια. Αλλά πιστεύω πως το
48
Σκισμένες Σελίδες λίθινο μαχαίρι έχει φτιαχτεί πολύ πιο πίσω από εποχή του και πως η επίκληση στην Εκάτη είναι εκεί για χιλιάδες, εκατομμύρια χρόνια. Δεν θέλω να σε φοβίσω, αλλά έχουμε να κάνουμε με μαγεία και ανθρωποθυσίες εδώ. Κάποιοι η κάποιος καλούν την Εκάτη. Και μάλλον το κέντρο αυτής της ομάδας ή αίρεσης να είναι εδώ στο Ελαιοχώρι. Πολύ φοβάμαι πως θα γίνουμε μάρτυρες φρικτών γεγονότων και πράξεων.-Ε! Τότε να μη μιλάμε για αρχαιολογία αλλά για μαγγανεία. Δε μπορώ να δεχτώ την άποψη σου. Δεν γίνεται να τεκμηριωθεί επιστημονικά και αρχαιολογικά.-Αντιγόνη δεν συμφωνούμε σαν άνθρωποι εμείς οι δυο, αλλά ταιριάζουμε σε ότι έχει να κάνει με την επιστήμη που θελήσαμε να ακολουθήσουμε. Απλά κάποιες φορές είναι καλό να έχουμε πιο ανοιχτό μυαλό. Νομίζεις ότι εγώ πιστεύω πως υπάρχει η Εκάτη; Δεν πιστεύω ότι υπήρξαν οι θεοί του Ολύμπου ούτε και ο Ηρακλής και οι άθλοι του. Υπήρξε στα αλήθεια το χρυσόμαλλο δέρας; Και η Αργοναυτική εκστρατεία πήρε σάρκα και οστά ποτέ; Η μήπως εμφανίστηκε ποτέ κάποιος από τους μυθολογικούς μας ήρωες για να μας αποδείξει ότι όσα γράφτηκαν για αυτούς ήταν αλήθεια; Τώρα όμως έχουμε στα χέρια μας κάτι τόσο εξωπραγματικό που δεν μπορούμε να το ερμηνεύσουμε. Και θέλω να καταλήξω στο εξής. Ανάλογα με τα ευρήματα και γενικά την αρχαιολογία γνωρίζουμε το πώς υπήρξε πριν από εμάς ο κόσμος. Τι επιτεύξεις προηγήθηκαν και τι γνώσεις είχαν. Καθημερινά έρχονται στο φως καινούργιες ανακαλύψεις. Τα δεδομένα αλλάζουν από στιγμή σε στιγμή. Το ξέρεις πως σύμφωνα με τους ερευνητές η πρώτη εμφάνιση του Χόμο σάπιενς έχει καθοριστεί στα δυο με τρία εκατομμύρια χρόνια; -Ναι αν δεν κάνω λάθος αυτή είναι η σωστή χρονολογική σειρά.-Και όμως καλή μου, έχεις λάθος. Ο άνθρωπος συνυπήρχε με τους δεινόσαυρους που κυριαρχούσαν στην Μεσοζωική εποχή. Χοντρικά πριν από διακόσια εκατομμύρια χρόνια.-Και αυτό ποιος το λέει; Η φανταστική επιστήμη; -Συνεχίζω δίνοντας σου παραδείγματα Αντιγόνη. Και θα σε παρακαλέσω να μη με διακόψεις. Στις Άνδεις του Περού στην πόλη Ίκα βρίσκονται χιλιάδες λίθοι χαραγμένοι που απεικονίζουν ζώα, ανθρώπους και σκηνές καθημερινής ζωής. Το ξέρεις πως λέγεται ότι φτιάχτηκαν στον Μεσοζωικό αιώνα η στην Τριτογενή περίοδο; Και πάλι δηλαδή δεν θα μπορούσαν να είχαν γίνει από τον Χόμο σάπιενς που υποτίθεται ότι είναι ο πιο εξελιγμένος. Η Τριτογενής περίοδος κατατάσσεται στον Καινοζωικό αιώνα και μετρά από τα 1,8 εκατομμύρια χρόνια μέχρι τα πενήντα έξι εκατομμύρια χρόνια πίσω. Στις πέτρες της πόλης Ίκα απεικονίζονται είδη ζώων που έχουν εκλείψει πριν από εκατομμύρια χρόνια και που μελετούνται από τους παλαιοντολόγους σήμερα. Βραχιόσαυροι, Τυλόσαυροι, Τυραννόσαυροι, Βροντόσαυροι. Ακόμα απεικονίζονται άνθρωποι που κυνηγάνε δεινόσαυρους. Πως είναι δυνατόν να τις χάραξαν άνθρωποι τότε; Απλά μια ερώτηση σου κάνω.-
49
Σκισμένες Σελίδες Είπε η Κοραλία και την κοίταξε έντονα μέσα στα μάτια. -Δεν θα σου απαντήσω γιατί θεωρώ βλακείες όλες αυτές τις εικασίες. Δεν υπήρχαν ανθρώπινα όντα στον Μεσοζωικό αιώνα Κοραλία και εσύ με την ειδικότητα του ανθρωπολόγου –παλαιοντολόγου θα έπρεπε να το ξέρεις καλύτερα από εμένα αυτό. – Της απάντησε νευριασμένα εκείνη. -Εκτός και αν οι άνθρωποι που κατοίκησαν την αρχαία Ίκα να προέρχονται από τον πολιτισμό των πρώτων ανθρώπων του πλανήτη. Ήταν καλλιεργημένοι και θα μπορούσαμε να τους αποκαλέσουμε ως οι Ανώτεροι πρόγονοι. Ίσως ήταν Ατλάντιοι που μετά την καταστροφή της πόλης τους πήγαν στην Ίκα. Εικασίες κάνω έτσι; Αυτά όμως υποστηρίζουν οι γνώστες της φανταστικής επιστήμης.-Δεν υπάρχει γνώση αφιερωμένη στην φαντασία. Μόνο κάποιοι πολύ τρελοί θα τα πίστευαν αυτά. Είμαστε αρχαιολόγοι και όχι τσαρλατάνοι Κοραλία.-Κορίτσι μου προσπαθώ να σου εξηγήσω πως όλες οι απόψεις είναι δεκτές. Δε μου λέει τίποτα αν η επιστήμη δε συμφωνεί. – -Και τι προτείνεις δηλαδή; Να κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια;-Θα αφήσουμε να αποφασίσει πρώτα η έφορος αν θα σου δώσει την άδεια για ανασκαφή στο χτήμα. Αν το κάνει μπορεί να φανούμε τυχερές και να φέρουμε στο φως κάτι εντελώς ξένο με την συμβατική επιστήμη.- Της είπε η Κοραλία και οι δυο γυναίκες συνέχισαν να κοιτάνε στον υπολογιστή διάφορες πληροφορίες. Και οι μέρες άρχισαν να περνάνε. Η μία μετά την άλλη χωρίς η Αντιγόνη να πάρει την πολυπόθητη άδεια για την ανασκαφή. Η έφορος είχε καταλάβει πως το λίθινο μαχαίρι θα μπορούσε να φέρει τα πάνω κάτω στην αρχαιολογία. Για τον λόγο αυτό συγκάλεσε στην Αθήνα το αρχαιολογικό συμβούλιο για να αποφανθεί πως θα προχωρούσαν. Πέρασε ένας μήνας και μπήκε ο Ιούλιος, όπου η Αντιγόνη είχε κουραστεί να αντιμετωπίζει τα λόγια της Φιλοθέης Αντύπα που φώναζε ότι η υπηρεσία της, καθυστερούσε και κώφευε, την στιγμή που εκείνη προσπαθούσε να κτιστεί το ελαιοτριβείο. Η Αντιγόνη καταλάβαινε πως η Φιλοθέη είχε απόλυτο δίκιο. Το Ελληνικό κράτος και κυρίως ο τομέας του δημοσίου πήγαινε με τον ρυθμό μιας χελώνας. Το λίθινο μαχαίρι από την άλλη είχε απασχολήσει μια πλειάδα ερευνητών, και αρχαιολόγων, και η ύπαρξη του είχε κρατηθεί στα στενά όρια της Αθήνας. Κανείς δεν έπρεπε να μάθει για αυτό, μέχρι να αποδειχθεί η πραγματική του ηλικία. Ήταν βέβαια σίγουρο πως δεν κατέληξαν πουθενά. Το αντικείμενο είχε διχάσει τους πάντες. Για αυτό και δόθηκε η εντολή να γυρίσει στους κόλπους του μουσείου της Ολυμπίας και να κρατηθεί στα υπόγεια του. Το φύλαξαν μέσα σε ένα κιβώτιο περισυλλογής στην αποθήκη με το νούμερο τέσσερα. Δε μπορούσαν ούτε να το εκθέσουν σε κάποια προθήκη. Δεν υπήρχαν σαφή στοιχεία για την προέλευση του. Το αρχαιολογικό συμβούλιο όμως αποφάσισε να δώσει
50
Σκισμένες Σελίδες
την άδεια για να ξεκινήσει η ανασκαφή στο χτήμα του Δανιήλ Αντωνίου. Και αυτή ήρθε ένα ζεστό πρωινό στις αρχές του Αυγούστου με φαξ στο γραφείο της Αντιγόνης. Αμέσως εκείνη πήρε τηλέφωνο την Φιλοθέη και την ενημέρωσε σχετικά. Μίλησαν για λίγο και ύστερα κάλεσε την Κοραλία που εκείνη την ημέρα είχε το ρεπό της. -Έλα. Τι έγινε;-Ήρθε πριν από λίγο η άδεια για να ξεκινήσω ανασκαφή στο Ελαιοχώρι. Ενημέρωσα ήδη την κυρία Αντύπα. Θα παρακολουθήσουμε μαζί την ανασκαφή. Τι λες θα ανταποκριθείς; Δεν θα είμαι κάθε μέρα μαζί σου. Δεν προλαβαίνω με τις δουλειές του μουσείου. Θα είμαι κάτι σαν επιβλέπων. – -Την αναλαμβάνω. Και από τεχνίτες θέλω τον Αλέξη και τον Δημήτρη. Τους ξέρεις και εσύ καλά. Είχες δουλέψει παλιά μαζί τους. Τώρα είναι στο ταμείο ανεργίας. Κοντά έξι μήνες νομίζω.-Και ίσως να είναι οι μοναδικοί που σε ανέχονται. Κοίτα μην τους τρελάνεις πάλι. Μεγάλοι άνθρωποι είναι. – -Δεν έχουν ανάγκη. Θα τους πάρω αμέσως τηλέφωνο. Πότε ξεκινάμε;-Από Δευτέρα. Και όταν οι δικοί μου τεχνίτες δεν θα έχουν ανασκαφή θα έρχονται σε εσένα. Θα τα βγάλεις πέρα με τους τέσσερις;-Παιχνιδάκι είναι για μένα Αντιγόνη.-Ναι αλλά με τον Βασίλη είχατε έρθει σε ρήξη στο παρελθόν. Δεν αντέχει την καταπίεση ο συγκεκριμένος τεχνίτης. Θα σε παρακαλούσα να είσαι πιο ευγενική αυτή τη φορά. Αλλιώς δε θα μπορέσουμε να δουλέψουμε αρμονικά.-Σιχαίνομαι να μου υπαγορεύεις πώς να φερθώ Αντιγόνη. Δε μπορώ να καταλάβω τι θέλεις από εμένα. Έτσι είναι ο τρόπος που δουλεύω.-Στο λέω φιλικά και για το καλό σου, ο εργατοτεχνίτης δεν είναι δούλος σου και τον έχεις ανάγκη. Αυτός κάνει όλη την σκληρή δουλειά και ο ιδιοκτήτης που θα πληρώσει και άλλους δυο εργάτες για να τελειώσετε πιο γρήγορα, δε θα το κάνει για να διαφωνείς εσύ με αυτούς. Λοιπόν; Ποια είναι η απάντηση σου;- Συνέχισε λέγοντας η Αντιγόνη. -Αυτό που μας ενδιαφέρει όλους είναι να ξεκινήσει η ανασκαφή και τι θα αποκομίσουμε σαν όφελος από αυτή. Θέλω να δω το κτήμα. Θα πάμε μαζί αύριο;-Σάββατο είναι και μπορώ. Θα πιούμε καφέ στο Ελαιοχώρι. Να έρθω κατά τις εννιά από το σπίτι σου; - Της είπε η Αντιγόνη ενώ σκεφτόταν πως η φίλη της δεν της απάντησε στην ερώτηση της. Το έκανε συχνά αυτό όταν δεν την συνέφερε. -Θα σε περιμένω. – Είπε χαρούμενα η Κοραλία και έκλεισε το τηλέφωνο ενώ κοιτούσε στον υπολογιστή της το μαχαίρι. Η Αντιγόνη αν και είχε διαβάσει για παλιές θρησκείες και γνώριζε διάφορα για αυτές τις θεωρούσε στην ουσία παραμύθια. Δεν τις πίστευε. Η Ατλαντίδα, το Στόουνχεντζ, η κατάρα των Φαραώ, οι λίθοι της Ίκα, οι Δρυίδες, οι Τιτάνες, μήπως ενώνονταν
51
Σκισμένες Σελίδες μεταξύ τους; Σκεφτόταν η Κοραλία. Μήπως ποτέ κανείς μπόρεσε να δώσει πειστική εξήγηση για τα χρυσά πλακίδια της ερήμου Γκόμπι; Πίστευαν πως ήταν τα αρχεία του αρχαίου κόσμου. Ήταν γραμμένα σε μια άγνωστη γλώσσα και εξιστορούσαν την ιστορία της χώρας του Μου. Όλα αυτά πριν τον παγκόσμιο κατακλυσμό και την άφιξη των <<αρχόντων του κόσμου>> , που είχαν έρθει από τον ουρανό. Σε όλους τους αρχαίους πολιτισμούς υπήρχαν οι ανώτεροι πρόγονοι, οι μεγάλοι παλαιοί, οι Τιτάνες και τόσοι άλλοι και όλοι είχαν έρθει από τον ουρανό. Δε μπορούσε να είναι τυχαίο ένα τέτοιο γεγονός. Όχι σίγουρα υπήρχε συνδετικός κρίκος. Όπως και αυτά τα χρυσά πλακίδια. Η Κοραλία έκανε ένα κλικ στον υπολογιστή της. Πάτησε έρημος Γκόμπι. Δεν είχε πέσει έξω. Διάβασε πως τα πλακίδια ήταν πολύ λεπτά και δεμένα μεταξύ τους με δαχτυλίδια. Σχημάτιζαν με αυτό τον τρόπο ένα βιβλίο που ονομαζόταν Θωρ Χελιοχίμ η βιβλίο των <<παιδιών του ήλιου>>. Σύμφωνα με τον μύθο το βιβλίο αυτό το είχε κατασχέσει η Ιερά σύνοδος. Τέτοιες λοιπόν παρόμοιες ιστορίες μπορούσες να βρεις σε κάθε πολιτισμό και χώρα. Όπως και με την γέννηση του κόσμου η τον κατακλυσμό του. Η Κοραλία ήταν επιστήμονας και έτσι είχε μάθει να δουλεύει. Όμως πίστευε πως κάποιες φορές δεν μπορούσε να πάρει απαντήσεις από αυτή. Διάβασε πιο κάτω στον υπολογιστή της πως το 1973 μια Σοβιετική αρχαιολογική αποστολή είχε ανακαλύψει στην έρημο Γκόμπι , που κάποτε ήταν θάλασσα , απολιθωμένα μαργαριτάρια εκατό εκατομμυρίων ετών, πάντα σύμφωνα με την γεωχρονολογία. Και μάλιστα ήταν ζωντανά ενώ είναι γνωστό πως τα μαργαριτάρια πεθαίνουν μετά από τριακόσια με τετρακόσια χρόνια. Το λίθινο λοιπόν μαχαίρι του Ελαιοχωρίου μπορεί να ταίριαζε χρονολογικά στην Μυκηναϊκή εποχή, αλλά ήταν τεχνολογικά ανώτερο της. Και αυτό το γεγονός την είχε κάνει να στραφεί προς την φανταστική επιστήμη. Δηλαδή σε γνώσεις που είναι ξένες προς την συμβατική επιστήμη την οποία και εμπιστευόταν απόλυτα. Μέσα στο κομπιούτερ της είχε πολλά τέτοια παραδείγματα όπως με την έρημο Γκόμπι και διάβασε ξανά ότι είχε τότε που ζούσε στην Αμερική. Όλες τις πληροφορίες που είχαν αποθηκευτεί. Αν η γη είχε κατοικηθεί πολύ πριν το ανθρώπινο γένος την αποικήσει , τότε οι Ατλάντιοι υπήρξαν. Οι λίθοι της Ίκα είχαν χαραχτεί από τους <<ανώτερους πρόγονους>>, οι Έλληνες Τιτάνες σαφώς και υπήρχαν πριν τους Θεούς του Ολύμπου και μετά τον πόλεμο μεταξύ τους εκδιώχτηκαν , ενώ τα ιερά βιβλία της Ινδίας , των Σκανδιναβικών χωρών και της Κέλτικης δύσης πράγματι μιλούσαν , για τους καλλιεργημένους μας προγόνους. Άρα και το λίθινο μαχαίρι του Ελαιοχωρίου είχε φτιαχτεί πολύ – πολύ πιο πριν και η θεά Εκάτη λατρευόταν εκατομμύρια χρόνια πριν τον πέμπτο αιώνα προ Χριστού. Η Κοραλία μπορούσε να δώσει άπειρα παραδείγματα στην φίλη της για την εξέλιξη του ανθρώπου και πως από τους πιθήκους που περπατούσαν με τα τέσσερα να φτάσει να περπατά όρθιο το ανθρώπινο είδος. Η Αντιγόνη
52
Σκισμένες Σελίδες όμως πίστευε μόνο τις εγκεκριμένες μελέτες και ότι της είχε μάθει το πανεπιστήμιο. Η Κοραλία γύρισε ξανά στην φωτογραφία του μαχαιριού. Το κοίταξε και θυμήθηκε πάλι τον αγαπημένο της συγγραφέα. Πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού της θεωρούσε πως ο άνθρωπος αυτός δεν έγραφε φανταστική λογοτεχνία. Ότι είχε αποτυπώσει η πένα του τα είχε ζήσει. Γνώριζε πως το κακό κρυβόταν κάτω από τη γη. Πίσω από τα λαμπρά σύννεφα της βροχής. Μέσα στα απύθμενα βάθη της θάλασσας, δίπλα στα ψηλά χορτάρια της εξοχής, πάνω στα φτερά των εντόμων. Μεγάλωνε από τους πιστούς του και εξαπέλυε τον φθόνο του στους ανθρώπους. Ήξερε πως το κακό είχε για μορφή ένα απαίσιο στην όψη πρόσωπο , ένα μίασμα που ο ήλιος της ημέρας αδυνατούσε να φωτίσει και το φεγγάρι της νύχτας δεν ήθελε να το δει κατάματα γιατί του προκαλούσε φρίκη. Ήταν σαπισμένο και γεμάτο φλύκταινες, που όταν τις έσπαγες ανάβλυζε πηχτό κιτρινοπράσινο πύον. Ανέδυαν μια μπόχα που μόνο στον σκοτεινό Άδη μπορούσες να βρεις. Και το λίθινο μαχαίρι ήταν το μαχαίρι της θυσίας για το κάλεσμα της Εκάτης. Της βασίλισσας του κάτω κόσμου. Εκείνης που μπορούσε να σε καταδικάσει στην τρέλα η να σου δώσει την απόλυτη δύναμη στο να εκτελείς τα μάγια και στο χωριό φαίνεται πως υπήρχαν άτομα που την πίστευαν. Και σε αυτό το χωριό η Κοραλία ζούσε ευτυχισμένη χωρίς να καταλάβει το παραμικρό , χωρίς να αισθανθεί φόβο ή υποψίες ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Και τότε αναρωτήθηκε. Πριν λίγο καιρό είχε διαβάσει σε μια τοπική εφημερίδα της Ολυμπίας πως χάθηκαν δυο νέα παιδιά από το Ελαιοχώρι. Είχαν εξαφανιστεί χωρίς ένα ίχνος. Μπορούσε άραγε αυτό το τυχαίο γεγονός να συνδεθεί με την λατρεία της Εκάτης; Ένα κύμα παγωμένου αέρα πότισε το κορμί της Κοραλίας. Συνειδητοποίησε για πρώτη φορά ίσως πως βρισκόταν σε κίνδυνο. Το λίθινο μαχαίρι θα έπρεπε να φυλασσόταν για εκατομμύρια χρόνια. Να μεταπηδούσε από γενιά σε γενιά και τώρα κάποιοι το είχαν χάσει. Το είχαν στερηθεί και σίγουρα γνώριζαν πως αυτό βρισκόταν στις αποθήκες του μουσείου της αρχαίας Ολυμπίας. Η Κοραλία στριφογύρισε αρκετές φορές στην καρέκλα του γραφείου της. Ήξερε πως η θέση της όπως και αυτή της Αντιγόνης ήταν εξαιρετικά επικίνδυνη. Αυτή η αρχαιολογική ανασκαφή την οποία δέχτηκε να φέρει εις πέρας θα μπορούσε να της κοστίσει την ζωή της. Ένα ήταν ξεκάθαρο, πως γινόντουσαν μάγια στο όνομα της αρχαίας θεάς. Το έκαναν αυτό για να πιει εκείνη αίμα. Και φάνταζε τρομακτικά παράξενο το γεγονός πως το Ελαιοχώρι ήταν ένα ήσυχο και όμορφο χωριό, χτισμένο ανάμεσα σε μικρούς λόφους. Λόφους σπαρμένους από ελιές και αμπέλια. Με κατοίκους ευγενικούς , πιστούς στα ήθη και τα έθιμα , χριστιανούς που εκκλησιάζονταν κάθε Κυριακή. Με πρόσωπα καλοκάγαθα και αισθήματα αγνά. Και όμως μέσα σε εκείνο τον φαινομενικά ευχάριστο παράδεισο κάτι σερνόταν στα σπλάχνα του. Η Κοραλία ανατρίχιασε στην σκέψη αυτή. Το μυαλό της ήθελε να αποκλείσει την πιθανότητα κάποιων μοχθηρών
53
Σκισμένες Σελίδες ανθρώπων στο χωριό, αλλά η φωτογραφία του μαχαιριού με την επίκληση στην Εκάτη δεν της άφηνε άλλα περιθώρια. Ποιοι να ήταν άραγε αυτοί που την προσκυνούσαν; Θα μπορούσε να ήταν ο καθένας. Από τον δήμαρχο ως τον παπά και τον αστυνομικό διευθυντή. Από τον μπακάλη ως τον ταχυδρόμο και τον φούρναρη. Η Κοραλία ένιωσε έναν άγνωστο φόβο να την καταβάλει. Η ανησυχία λεπτό το λεπτό φούντωνε μέσα στο κορμί της και της σφυροκοπούσε το μυαλό.
Την ίδια ώρα η Αντιγόνη οδηγούσε προς το σπίτι της. Είχε ανάψει ένα από τα στριφτά της τσιγάρα είχε βάλει το αγαπημένο της σιντι με τραγούδια από την Σμύρνη και προσπαθούσε να μη σκέφτεται το λίθινο μαχαίρι, αλλά την φίλη της την Κοραλία που αν και συγκρατημένη στα συναισθήματα της, αυστηρή με την δουλειά και τους τεχνίτες αρχαιολογίας, είχε πολύ ανοιχτό μυαλό. Μα γινόταν να αφήσουν την φανταστική επιστήμη να τους λύσει το πρόβλημα με το μαχαίρι; Είχαν σπουδάσει και οι δυο τους, είχαν αναδειχτεί στους τομείς τους και ξαφνικά δεν είχαν ιδέα για το πότε δημιουργήθηκε, που και από ποιόν. Τουλάχιστον ήξεραν πως ερχόταν από την Νεότερη Νεολιθική εποχή. Αλλά η λαβή; Αυτή η λαβή ήταν λάθος. Απάντησε από μέσα της και αφού εισέπνευσε τον καπνό τον έβγαλε σιγά, δημιουργώντας δαχτυλίδια από το στόμα της. Και τότε εντελώς ξαφνικά το αμάξι ταρακουνήθηκε ολόκληρο. Η Αντιγόνη ενστικτωδώς φρενάρισε απότομα στη μέση του χωμάτινου δρόμου. Κοίταξε ανήσυχη έξω από τα τζάμια του τζιπ. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί. Ο επαρχιακός δρόμος ήταν σκοτεινός και δεν φαινόταν άνθρωπος πουθενά. Η Αντιγόνη αποφάσισε να βγει έξω από το αμάξι και όταν το έκανε ένα ξαφνικό φύσημα του αέρα σήκωσε χώμα που μπήκε στα μάτια της. Για λίγο η Αντιγόνη προσπάθησε να δει καθαρά. Κάποιες ελιές σε ένα χωράφι έδειχναν ήρεμες. Τα κλαδιά τους δεν κουνιόντουσαν. Ο αέρας φαινόταν πως χτυπούσε μόνο την Αντιγόνη που προσπαθούσε να κρατήσει κάτω τα μαλλιά της. Ο αέρας τα σήκωνε ψηλά και τα πήγαινε πέρα δώθε. Τρομοκρατημένη εκείνη μπήκε στο αμάξι, έβαλε μπροστά την μηχανή του και πάτησε το γκάζι στο τέρμα. Χώμα και πετραδάκια κάλυψαν την ατμόσφαιρα καθώς τα λάστιχα στρίγγλισαν στο τραχύ έδαφος. Το αμάξι με μεγάλη ταχύτητα εξαφανίστηκε μέσα στο σκοτάδι. Ο παράξενος άνεμος έπαψε ξαφνικά όπως είχε εμφανιστεί. Κάτω όμως από το σημείο που είχε σταματήσει η Αντιγόνη υπήρχε το άψυχο κουφάρι ενός σκύλου. Με το λαιμό του κομμένο και τα μάτια του ανοιχτά και σχεδόν γυάλινα το άμοιρο ζώο είχε στερέψει από αίμα. Το σώμα του βρισκόταν ακριβώς πάνω σε ένα σταυροδρόμι και φαινόταν καθαρά πως η φύση και τα ουράνια σώματα δεν ήταν όπως έπρεπε. Στον ουρανό όταν η Αντιγόνη σταμάτησε το αμάξι της δεν υπήρχαν αστέρια και το φεγγάρι ήταν στην αρχή του. Τα χωράφια κάτω από τον δρόμο έχασκαν βουβά. Το χώμα τους ήταν ξερό και στεγνό. Δεν φιλοξενούσε ούτε ένα μυρμήγκι,
54
Σκισμένες Σελίδες ούτε μια ακρίδα, που ίσως να ήθελε να κουρνιάσει κάτω από ένα σβώλο χώματος για να κοιμηθεί. Λες και όλη η πλάση είχε μεμιάς πεθάνει ή είχε φοβηθεί τόσο πολύ που δεν μπορούσε να φερθεί φυσιολογικά. Αλλά η αρχαιολόγος δεν είχε καταλάβει τίποτα. Ο ξαφνικός αέρας που της είχε επιτεθεί δεν την άφησε να δει καθαρά. Το πώς δηλαδή μέσα σε δευτερόλεπτα η φύση είχε μεταλλαχτεί σε εκείνο το γεωγραφικό σημείο. Είχε πάρει μιαν άλλη όψη, αυτήν της κόλασης. Κάποιοι εκείνη την χρονική στιγμή την είχαν καλέσει κοντά τους. Στην κρυφή σπηλιά οι πιστοί της αίρεσης του Μαύρου Αέρα προσευχόντουσαν στη θεά τους. Την ήθελαν να μεσολαβήσει ώστε να πάρουν το λίθινο μαχαίρι ξανά στην κατοχή τους. Η θανάτωση του σκύλου ήταν για να τραφεί προσωρινά η θεά στο σταυροδρόμι. Για να κάνουν όμως ανθρωποθυσία χρειαζόταν το μαχαίρι και μαζί με αυτό λίγο από το αίμα του Έκτορα που θα λειτουργούσε σαν σφραγίδα. Σαν υπόσχεση στην θεά πως θα συνεχίσουν άλλοι στο πόδι του Δανιήλ. Μόνο λοιπόν με τα μάγια θα κατάφερναν και τα δύο. Τον Έκτορα και την Αντιγόνη για να τους δώσει η ίδια το μαχαίρι. Ήταν αποφασισμένοι να δράσουν έτσι γιατί όσο το λίθινο μαχαίρι της ανθρωποθυσίας βρισκόταν στο μουσείο δεν ήταν ευχαριστημένη η Εκάτη. Και αυτή ήθελε αίμα, χωρίς αυτό θα στρεφόταν εναντίων τους. Μέσα στη σπηλιά ο Σεραφείμ κάτω από το άγαλμα της θεάς την παρακαλούσε να τους βοηθήσει στο δύσκολο έργο τους. Φορούσε ένα κόκκινο μανδύα που στο μέρος της πλάτης ήταν κεντημένη η τρίμορφη θεά μέσα στην χάση της σελήνης. Με τα μαύρα του μαλλιά χτενισμένα πίσω σχεδόν κολλημένα στο κρανίο άφηναν να φανούν τα μικροσκοπικά όλο μοχθηρία μάτια του , με τα λεπτά ζυγωματικά του προσώπου του. Κάτω στα πόδια του η Λυδία φορώντας ένα αραχνοΰφαντο μαύρο φόρεμα που έδειχνε καθαρά όλα τα σημεία του σώματος της και κυρίως το απόκρυφο τμήμα του, λικνιζόταν ρυθμικά. Κουνούσε το κορμί της λες και χόρευε. Μόνο που δεν υπήρχε μουσική εκεί μέσα, αλλά ένα συνεχές μουρμουρητό από τα μέλη , που έμοιαζε με αυτό το κελάρυσμα του νερού , όταν κατέβαινε από το βουνό διασχίζοντας μια χαράδρα. Η σπηλιά φωτιζόταν από κεριά και δίπλα στο άγαλμα υπήρχε ένα μαρμάρινο ογκώδες τραπέζι. Εκεί γινόντουσαν οι θυσίες και το αίμα που έτρεχε έπεφτε σε χάλκινο δοχείο. Μετά η Λυδία μιας και ήταν η ιέρεια της αίρεσης το πήγαινε και το τοποθετούσε σε ένα κοίλωμα της σπηλιάς αρκετά βαθύ και σκοτεινό. Εκεί ζούσε κουλουριασμένο το τεράστιο φίδι της Εκάτης που με την διχαλωτή του γλώσσα το έπινε και ναρκωνόταν. Η Λυδία μπορεί να είχε μείνει στην τρίτη θέση της ιεραρχίας, αλλά δεν ήταν δική της απόφαση αυτό, την είχε αναγκάσει ο ίδιος ο Δανιήλ. Αυτό περνούσε από το μυαλό της και εκείνη την ώρα που λικνιζόταν πεσμένη στα τέσσερα κάτω στα πόδια του Σεραφείμ. Κανονικά ο ρόλος της ήταν να πρωτοστατεί στην αδελφότητα του Μαύρου Αέρα. Γιατί στον παλιό κόσμο η γυναίκα ήταν η μητέρα. Εκείνη που έδινε ζωή. Στις θρησκευτικές τελετές λοιπόν
55
Σκισμένες Σελίδες όπως και στις μαγικές είχε τον πρώτο ρόλο. Μετά την έλευση του Χριστού αυτά άλλαξαν. Οι άντρες μπορούσαν να γίνονται ιερείς και ο Δανιήλ δεν έχασε την ευκαιρία. Στο Ελαιοχώρι ήταν παντοδύναμος και ντόπιος, ενώ η Λυδία είχε έρθει ξένη στα μέρη αυτά και έτσι υποβιβάστηκε από τον ίδιο και τον Σεραφείμ. Η Εκάτη όμως ήταν μια θεά πολύ επικίνδυνη με τους άντρες γιατί εκείνοι ερχόντουσαν σε αντίθεση με τον κυκλικό της κόσμο. Οι γυναίκες που ήταν ίδιες με αυτή σπάνια έβλεπαν το καταστροφικό της πρόσωπο. Η Λυδία ήξερε πως ήταν η ευνοούμενη της θεάς και αυτό γιατί είχε ένα μοναδικό χάρισμα. Μπορούσε να παίρνει τη μορφή διάφορων ζώων. Η Εκάτη τιμούσε ιδιαίτερα τις μάγισσες που την θεωρούσαν προστάτιδα τους και την καλούσαν με ύμνους , για να τις βοηθήσει να εκτελέσουν τα έργα τους. Πεσμένη στα τέσσερα η Λυδία άρχισε ξαφνικά να αλλάζει σταδιακά μορφή. Το σώμα της μίκρυνε, τα μακριά της μαλλιά έγιναν μαύρο πλούσιο τρίχωμα , τα πόδια της μεταμορφώθηκαν σε πέλματα ζώου τα μάτια της κιτρίνισαν. Μέσα σε λίγα λεπτά η όμορφη θελκτική Λυδία Νικηφόρου πήρε την μορφή ενός γεροδεμένου σκύλου. Το μουρμουρητό μέσα στη σπηλιά έφτασε σε ένα εκκωφαντικό ζουζούνισμα, λες και χιλιάδες μέλισσες πετούσαν ολόγυρα. Ο σκύλος, που είχε στο πρόσωπο του μιαν άσπρη τούφα που ξεκινούσε ανάμεσα στα μάτια και έφτανε ως την μουσούδα του, ανέβηκε με ένα σάλτο στο μαρμάρινο τραπέζι και έβγαλε μια κραυγή όπως αυτή του λύκου. Όλα τα κεριά μέσα στη σπηλιά έσβησαν από μια ριπή ανέμου. Στο απόλυτο σκοτάδι το άγαλμα της θεάς ζωντάνεψε και ο Σεραφείμ κρατώντας στην αγκαλιά του ένα μικρό σκυλί το απόθεσε στα πόδια της και έμπηξε ένα μαχαίρι στα πλευρά του. Το ζώο πέθανε βγάζοντας μια σπαρακτική κραυγή και το αίμα του χύθηκε στο έδαφος. Η τρίμορφη θεά μύρισε το αίμα και τα έξι χέρια της διαμέλισαν το κουφάρι του σκύλου και το κατασπάραξε γρήγορα. Αμέσως μετά αφού η Εκάτη ικανοποίησε την δίψα της για αίμα στράφηκε προς την Λυδία που είχε ακόμα την μορφή του μαύρου σκύλου και το ζώο έδειξε σημάδι υποταγής και έκρυψε το κεφάλι με τα δυο μπροστινά του πόδια. Αμέσως ο Σεραφείμ, που είχε και αυτός σκύψει, σηκώθηκε όρθιος και είπε. << Την Εκάτη εξυμνώ. Αυτήν που λατρεύουν οι στράτες και στα τρίστρατα. Την Απέραντη που σε ουρανό, γη και θάλασσα με το κροκί πέπλο της αρέσκεται να φροντίζει για τις ψυχές και τους τάφους των νεκρών. Τη φίλη του Περσέα, αυτή που αγαπά την ερημιά και ευφραίνεται με ελάφια. Την νυχτερινή σαν αγριόσκυλο, την ακαταμάχητη ταυροπόλο ανάσα εξυμνώ. Που κρατάει τα κλειδιά όλων των κόσμων. Την οδηγήτρα νύμφη που εμψυχώνει τους πιστούς της και της αρέσει να περιπλανιέται μόνη στα βουνά. Από αυτή την κόρη τώρα ζητούμε την εύνοια της και ας αποσυρθεί στα βάθη της κόλασης μετά την θυσία μας, χαρίζοντας την δύναμη της στον τελετάρχη.>> Μετά τον ύμνο που απάγγειλε ο Σεραφείμ μια γαλαζοπράσινη αστραπή που έσκασε με δύναμη έξω από την σπηλιά
56
Σκισμένες Σελίδες μεταμόρφωσε πάλι την θεά σε άγαλμα και όλα τα κεριά άναψαν πάλι. Ο μαύρος σκύλος ράτσας Γρένενταλ πήρε ξανά την ανθρώπινη μορφή του και η Λυδία σηκώθηκε στα δυο της πόδια. Οι πιστοί μετά από αυτό σιγά – σιγά αποχώρησαν από την σπηλιά και έφυγαν για τα σπίτια τους. Έμειναν εκεί ο Σεραφείμ , η Λυδία και ο Βαγγέλης. -Την Δευτέρα ξεκινάει η αρχαιολογική υπηρεσία ανασκαφή στο χτήμα του γέρο Δανιήλ.- Είπε σιγά ο Βαγγέλης. -Δεν θα ανακαλύψει τίποτα. Έτσι και αλλιώς δεν υπάρχει κάτι εκεί.- Του απάντησε ο Σεραφείμ. -Η αρχαιολόγος Αντιγόνη Νικολάου δεν θα μας σταθεί εμπόδιο. Ήδη σήμερα, κάνοντας αυτή τη θυσία και αφήνοντας το φαγητό στο σταυροδρόμι η θεά είναι με το μέρος μας. Εγώ θα της πάρω το λίθινο μαχαίρι μέσα από τα χέρια. Θα κάνω ξεχωριστή τελετή για να μπορέσω να μεταμορφωθώ ξανά.- Συνέχισε λέγοντας η Λυδία κοιτάζοντας έντονα τους δυο άντρες. -Δεν μπορείς να πάρεις άλλη ανθρώπινη μορφή αν αυτό εννοείς Λυδία. Μόνο μορφές άλλων ζώων.- Της απάντησε αυστηρά ο Σεραφείμ. - Αυτό το ξέρω Σεραφείμ. Απλά δε με βολεύει το σώμα ενός σκύλου. Θα προτιμούσα αυτό μιας γάτας γιατί μπορεί να εισχωρήσει πιο εύκολα στο μουσείο. Και το σώμα μιας γάτας είναι πιο ευέλικτο. – Του είπε και έφυγε από κοντά του.
Σκισμένες Σελίδες
57
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΈΜΠΤΟ
Όταν στις δέκα εφτά Αυγούστου ο Έκτορας Αντωνίου έφτασε στο Ελαιοχώρι με το αμάξι του, η ώρα ήταν δώδεκα το μεσημέρι. Τα τζιτζίκια τρέλαιναν την πλάση με το εκκωφαντικό τους τραγούδι και το πέτρινο σπίτι του παππού του καθόταν στητό, ρίχνοντας τη σκιά του στον εξωτερικό του περίβολο. Για μια ακόμα φορά ο Έκτορας αισθάνθηκε πως η σκιά του σπιτιού ήταν βαριά, ζοφερή, σα να παραμόνευε και την κατάλληλη στιγμή θα τον έπνιγε μέσα της. Ο Έκτορας έδιωξε αμέσως από το μυαλό του αυτές τις σκέψεις και χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού. Του άνοιξε η μαγείρισσα μια λεπτή ξερακιανή γυναίκα περίπου σαράντα ετών με τρομαγμένο ύφος. Ζήτησε την Φιλοθέη και εκείνη του απάντησε πως βρισκόταν στο κτήμα που θα φτιαχνόταν το ελαιοτριβείο. -Δεν είναι μακριά από εδώ κύριε.- Του είπε δειλά. -Μπορείς να με κατατοπίσεις πως θα το βρω; - Την ρώτησε εκείνος. -Αν πάρετε αυτό τον δρόμο σε λίγα λεπτά θα σας βγάλει σε μια στροφή και μετά από αυτή είναι ένας χωματόδρομος. Στο τέλος του θα βρείτε το κτήμα.Του απάντησε εκείνη. Ο Έκτορας την ευχαρίστησε και αποφάσισε να πάει ως εκεί. Ήταν λογικό να μην ήταν η Φιλοθέη στο σπίτι να τον περιμένει αφού εκείνος έφτασε δυο ώρες πιο νωρίς στο χωριό. Τελικά βρήκε εύκολα τον χώρο και όταν έφτασε είδε κάποιους εργάτες που έσκαβαν, δυο νέες γυναίκες να τους δίνουν οδηγίες και την Φιλοθέη που καθόταν όρθια κάτω από τα κλαριά μιας μεγάλης ελιάς. Κρατούσε το μπαστούνι της και είχε τα μάτια της καρφωμένα στις εργασίες. Την πλησίασε χωρίς εκείνη να τον αντιληφθεί. -Γεια σου Φιλοθέη. Τι κάνεις εδώ;.- Την ρώτησε. -Κύριε; Σας περίμενα πιο αργά. Ποιος σας έστειλε;- Του απάντησε τυπικά , χωρίς να δείξει πως ξαφνιάστηκε. -Η μαγείρισσα. Λοιπόν δε θα μου πεις;-Δεν πρόλαβα να σας ενημερώσω. Έπεσαν τόσα πολλά βάρη στους ώμους μου μετά τον ξαφνικό θάνατο του παππού σας………….Αυτό που βλέπετε εδώ είναι μια αρχαιολογική ανασκαφή. Οι δυο κυρίες είναι αρχαιολόγοι. Στο κτήμα αυτό ο παππούς σας σχεδίαζε να οικοδομήσει ένα καινούργιο ελαιοτριβείο. Είχε κάνει την σχετική αίτηση στην αρχαιολογική υπηρεσία για να πάρει την άδεια , αλλά πέθανε και καθυστέρησαν όλα. – -Βρήκαν αρχαιολογικά ευρήματα δηλαδή;-
58
Σκισμένες Σελίδες -Όχι ακριβώς. Στις δοκιμαστικές τομές που προηγήθηκαν ανέσυραν κάποια σπασμένα κομμάτια από κάποια αγγεία. Εντελώς απρόσμενα βρήκαν ένα λίθινο μαχαίρι κάτω από ένα θάμνο και έτσι αποφάσισαν πως ο χώρος θέλει μια πιο εκτεταμένη έρευνα. – -Ενδιαφέρον μου ακούγεται.-Κοιτάξτε να δείτε, εμένα με ενδιαφέρει να τελειώσουμε γρήγορα. Είμαστε κοντά με την αρχαία Ολυμπία και η αρχαιολογική υπηρεσία δυστυχώς δε μας αφήνει σε χλωρό κλαρί. Ο παππούς σας ήξερε τι θα συναντούσε και για αυτό το λόγο θα πλήρωνε έξτρα τεχνίτες ανασκαφών για να αποπεράτωνε τις εργασίες αν τυχόν γινόντουσαν. Ανέλαβα εγώ να προγραμματίσω τις δουλειές του. Ελπίζω να μη σας πειράζει. Μπορείτε τώρα που ήρθατε να αναλάβετε εσείς.- Του είπε ευγενικά αλλά παγερά. -Και αυτό θα κάνω αμέσως. Σε ευχαριστώ Φιλοθέη, αν θέλεις τώρα μπορείς να με περιμένεις μέσα στο αυτοκίνητο μου. Το κλιματιστικό είναι ανοιχτό. Δε θα αργήσω, θα πω μόνο δυο κουβέντες με τις αρχαιολόγους, να τις γνωρίσω, και θα έρθω να φύγουμε για το σπίτι.-Όπως θέλετε κύριε.- Του απάντησε κοφτά και έφυγε κουτσαίνοντας για το αμάξι. Ο Έκτορας προχώρησε και έκανε γνωστή την παρουσία του με πολύ ευγενικό τρόπο στις δυο αρχαιολόγους. Τους είπε ποιος ήταν και η Κοραλία με την Αντιγόνη ανταπόδωσαν ευγενικά με μια χειραψία. Μετά πήρε το λόγο η Αντιγόνη. -Κύριε Αντωνίου δεν ξέρω αν έχετε ενημερωθεί για το πανάρχαιο εύρημα που ανακαλύψαμε εδώ. Για αυτό άλλωστε και αποφασίστηκε να γίνουν πιο εκτεταμένες ανασκαφές. Αν δε βρούμε κάτι ενδιαφέρον θα πάρετε την άδεια να χτίσετε.-Η αλήθεια είναι πως ελάχιστα πρόλαβα να μάθω από την στιγμή που πάτησα το πόδι μου εδώ πριν από μια ώρα. Ζούσα και εργαζόμουν στην Αθήνα. Ο ξαφνικός θάνατος του παππού μου και ένας όρος στη διαθήκη του με ανάγκασαν να ζήσω στο Ελαιοχώρι. – -Τότε κύριε Αντωνίου θα σας καλωσορίσουμε στα μέρη μας.- Είπε η Κοραλία και του χάρισε το πιο φωτεινό της χαμόγελο. -Ώστε αυτό που βρήκατε είναι τόσο εξαιρετικής σημασίας που σας αναγκάζει να ψάξετε σε βάθος;- Ρώτησε εκείνος. -Δεν επιτρέπετε να πούμε πολλά για το εύρημα, γιατί ακόμα και εμάς μας έχει μπερδέψει. Απλά να ξέρετε πως μάλλον θα φέρει τα πάνω κάτω στην επιστήμη που εξασκούμε. – Συνέχισε λέγοντας η Κοραλία για να της κόψει την φόρα η Αντιγόνη. -Κύριε Αντωνίου δεν είναι της παρούσης να μιλήσουμε για αρχαιολογία αυτή την στιγμή. Αν και εφόσον έχουμε κάτι χειροπιαστό εκείνος που θα ενημερωθεί πρώτος θα είναι ο έφορος και το αρχαιολογικό συμβούλιο. Εσείς το μόνο που επιτρέπετε να ξέρετε είναι πως στο κτήμα σας γίνονται κάποιες αρχαιολογικές έρευνες. Το ξέρω πως ενδεχομένως θα θέλατε να
59
Σκισμένες Σελίδες γνωρίζατε λίγα πράγματα, αλλά δε μπορώ να σας αποκαλύψω θέματα της δουλειάς μας. Εγώ και η Κοραλία είμαστε υπεύθυνες αρχαιολόγοι σε αυτή την ανασκαφή. Σίγουρα θα μας βλέπετε συχνά από εδώ και πέρα. Σας ζητώ μόνο να κάνετε υπομονή, τίποτε άλλο.-Τότε κυρία Νικολάου θα ήθελα και εγώ να σας προσκαλέσω και τις δυο σας σε γεύμα που θα λάβει χώρα αύριο το βράδυ στις οχτώ στο σπίτι μου. Εκεί θέλω να πιστεύω πως θα έχω την ευκαιρία να γνωριστώ καλύτερα μαζί σας και να μιλήσουμε αόριστα και μη, για την αρχαιολογία. Θα με τιμήσετε ιδιαίτερα με την παρουσία σας αν δεχτείτε την πρόσκληση μου. – Απάντησε εκείνος και χαμογέλασε. Η Αντιγόνη δεν περίμενε μια τέτοια πρόσκληση από έναν άγνωστο για εκείνες άντρα, αλλά η Κοραλία απάντησε γρήγορα και διαβεβαίωσε τον Έκτορα πως θα ήταν χαρά τους να φάνε μαζί του. -Και κάτι άλλο. Το σπίτι του παππού μου είναι……..-Κύριε Αντωνίου γνωρίζω πολύ καλά το σπίτι του τσιφλικά Δανιήλ Αντωνίου. Από εδώ κατάγομαι. Θα είμαστε στην ώρα μας αύριο.- Του απάντησε η Κοραλία. Το επόμενο πρωινό η Αντιγόνη στις οχτώ ακριβώς πάρκαρε το αυτοκίνητο της στο πάρκινγκ του μουσείου, βγήκε από αυτό, έκλεισε την πόρτα και έθεσε σε εφαρμογή το κεντρικό κλείδωμα. Με το που γύρισε το κεφάλι της προς την είσοδο έμεινε ακίνητη στη θέση της. Την είχε ξαφνιάσει αυτό που είχε δει. Απέναντι της καθόταν όρθιος ένας πανέμορφος μαύρος σκύλος με μια λευκή γραμμή από λευκές τρίχες , που ξεκινούσαν από τα μάτια και έφταναν ως την μουσούδα του. Η Αντιγόνη για δευτερόλεπτα έμεινε ακούνητη. Και αυτό γιατί δεν ήξερε τις διαθέσεις του ζώου. Μπορεί να ήταν άγριο, να πεινούσε, να ήταν άρρωστο η επιθετικό. Το κοίταξε μέσα στα μάτια. Ήταν κίτρινα και ερευνητικά. Με τα κλειδιά του αυτοκινήτου στο ένα της χέρι το ξεκλείδωσε και μπήκε ήρεμα μέσα. Έκλεισε την πόρτα και κοίταξε ξανά τον σκύλο. Φαινόταν καθαρά πως απλά την περιεργαζόταν. Δεν ήθελε να της κάνει κακό. Έτσι η Αντιγόνη αποφάσισε να βγει ξανά από το αυτοκίνητο και έκανε λίγα βήματα προς την μεριά του. Του μίλησε γλυκά για να μπορέσει να έρθει σε επαφή μαζί του. Όμως εκείνο με ένα σάλτο έτρεξε γρήγορα και χάθηκε από το οπτικό της πεδίο. Της φάνηκε τόσο παράξενη η συμπεριφορά του ζώου που ενώ έδειχνε πως θα ήθελε να γνωριστεί μαζί της, εντελώς ξαφνικά την εγκατέλειψε. Η Αντιγόνη προχώρησε προς την είσοδο του μουσείου και πήγε προς το γραφείο της. Λίγο αργότερα έξω από την είσοδο της σπηλιάς όπου η αίρεση του Μαύρου Αέρα έκανε τις θυσίες της ένας μεγαλόσωμος μαύρος σκύλος έμπαινε γρήγορα μέσα με την γλώσσα να κρέμεται από το στόμα του, καθώς ήταν λαχανιασμένος. Πήγε και ξάπλωσε κάτω από το άγαλμα της θεάς Εκάτης
60
Σκισμένες Σελίδες δηλώνοντας υποταγή. Σιγά – σιγά το σώμα του ζώου αντικαταστάθηκε από αυτό το γυμνό της Λυδίας. Πεσμένη μπρούμυτα με το γεμάτο τέλειες καμπύλες κορμί της και τα καστανοκόκκινα μακριά μαλλιά της , έμοιαζε πιο πολύ με καλή νεράιδα του δάσους , παρά με σκοτεινή μάγισσα , βγαλμένη από τις σελίδες κάποιου παραμυθιού. Όποιος και αν την έβλεπε έτσι θα νόμιζε πως ήταν το πιο αγνό πλάσμα του κόσμου. Και φυσικά θα έπεφτε έξω. Η Λυδία ήταν μια κακόβουλη ύπαρξη, Ιέρεια της θεάς Εκάτης, τρομερή μάγισσα που διψούσε να ανέβει τα σκαλοπάτια της ιεραρχίας , στην αίρεση του Μαύρου Αέρα. Την πλήγωνε που ήταν κατώτερη του Σεραφείμ. Και αυτό ήθελε να το αλλάξει. Έπρεπε να βρει ένα τρόπο να το μεταβάλει αυτό το σκηνικό. Μέσα στη σκοτεινή σπηλιά η Λυδία άναψε ένα μικρό κερί για να βλέπει , ντύθηκε γρήγορα και με προσοχή βγήκε από την σπηλιά και πήγε στο σπίτι της. Είχε παρατηρήσει καλά την αρχαιολόγο. Έδειχνε δυναμισμό και δε φάνηκε να φοβόταν εύκολα. Δηλαδή μετά από την πρώτη τους επαφή ως σκύλος η Λυδία η Αντιγόνη προσπάθησε να τον πλησιάσει. Η Λυδία είχε μόνο ένα σκοπό. Να μπει στο μουσείο και να πάρει το λίθινο μαχαίρι ξανά πίσω. Ήταν η μόνη που μπορούσε να το βρει. Πρώτα όμως θα έβαζε σε εφαρμογή το σχέδιο της για την κορυφή της ιεραρχίας. Τον Δανιήλ τον είχε ξεφορτωθεί με την βοήθεια της Εκάτης. Τώρα σειρά είχε ο Σεραφείμ, θα έφτιαχνε ένα μαγικό φίλτρο. Στις είκοσι τέσσερις του Αυγούστου θα ήταν έτοιμο ένα γεμάτο φεγγάρι. Μια μέρα πριν στις είκοσι τρεις την παραμονή δηλαδή της γιορτής της θεάς η Λυδία θα καλούσε την προστάτιδα της για να της ζητήσει την αμέριστη βοήθεια της, έτσι ώστε να αναλάβει εκείνη τα ηνία της αίρεσης. Έτσι άρμοζε τους παλαιούς χρόνους. Βγήκε στο πίσω μέρος της αυλής και από μια όχι τόσο μεγάλη γλάστρα πλησίασε ένα φυτό με σκληρά οδοντωτά και στρογγυλά φύλλα. Έκοψε ένα από τα δυο άνθη του και μερικά φύλλα και πήγε στην κουζίνα. Άνοιξε ένα από τα ντουλάπια της και έβγαλε έξω ένα μικρό βάζο που επάνω του ήταν κολλημένη μια λευκή ετικέτα που έγραφε <<Ακόνιτο>>. Έριξε από αυτό ένα κουταλάκι του γλυκού σε ένα ξύλινο μπολ. Σε ένα άλλο πολτοποίησε τα φύλλα και το άνθος από το πρώτο φυτό τον <<Ελλέβορο>> . Ασχολήθηκε αρκετή ώρα βάζοντας φυσικά και άλλα συστατικά για την παρασκευή ενός από τα πιο δηλητηριώδη φίλτρα , το οποίο ήταν το μαγικό ποτό της θεάς Εκάτης. Η ποσότητα που έφτιαξε ήταν πολύ μικρή. Όταν το έβρασε μάζεψε ακριβώς όση μπορούσε να χωρέσει σε ένα μικρό πλαστικό μπουκαλάκι. Ο Σεραφείμ δεν έπρεπε να πεθάνει ακαριαία. Αυτό ίσως να δημιουργούσε υποψίες. Το σώμα του απλά θα φθειρόταν σιγά σιγά και τελικά θα ερχόταν ο θάνατος σαν μια φυσική κατάληξη. Καθώς κρατούσε το μπουκαλάκι στα χέρια της σκέφτηκε πως ο Σεραφείμ ήταν τόσο καλός εραστής για να πάει χαμένος, αλλά της ήταν τελείως εμπόδιο στο δρόμο της προς την κορυφή της ιεραρχίας και έτσι αναγκαζόταν να τον αποχωριστεί.
61
Σκισμένες Σελίδες Το απόγευμα εκείνης της μέρας η Λυδία και ο Σεραφείμ έκαναν έρωτα στο κρεβάτι του. Όταν τελείωσαν και οι δυο τους εκείνος μπήκε στο μπάνιο για να πλυθεί και εκείνη έβαλε μέσα στο ποτό που έπινε εκείνος δυο σταγόνες από το μαγικό της φίλτρο. Βγαίνοντας λίγο αργότερα εκείνος φρεσκαρισμένος και γελαστός η Λυδία του πρόσφερε το ποτό και πήγε εκείνη να πλυθεί. Συνήθως έκαναν αρκετές φορές έρωτα όταν ήταν μαζί. Ο Σεραφείμ ξάπλωσε στο κρεβάτι και ήπιε με μεγάλες γουλιές το ποτό του. Έκλεισε τα μάτια του και αναστέναξε. Τον ευχαριστούσε ιδιαίτερα να κάνει έρωτα με την Λυδία γιατί δεν υπήρχε κανένας φραγμός ανάμεσα τους. Έκαναν ότι ήθελαν όπως ακριβώς το ήθελαν την δεδομένη στιγμή, ενώ παράλληλα έκαναν έρωτα και με τα μέλη της αίρεσης. Σε αυτή είχαν εισχωρήσει τριάντα άτομα γυναίκες και άντρες που συνουσιάζονταν μεταξύ τους μέσα στη σπηλιά, κάθε που το φεγγάρι ήταν γεμάτο. Μαζεύονταν εκεί μετά τις δώδεκα το βράδυ άναβαν κεριά, έπιναν κόκκινο κρασί και έκαναν ασταμάτητα έρωτα. Άντρες με γυναίκες, γυναίκες με γυναίκες και άντρες με άντρες. Ο ιδρυτής της αίρεσης Δανιήλ Αντωνίου ήταν ξεκάθαρος στο θέμα του σεξ. Θα γινόταν χωρίς ηθική και σεμνοτυφίες. Στην γιορτή της θεάς όλα τα κορμιά γινόντουσαν ένα. Ο ένας δίπλα στον άλλο μέχρι που δεν ξεχώριζες ποιανού το κορμί ήταν αυτό που έκανες έρωτα. Οι σύντροφοι άλλαζαν παρτενέρ και το θέαμα που παρουσίαζε μια τέτοια ερωτική πολυπλοκότητα, ήταν για τα μάτια των απλών και ευσεβών ανθρώπων μια βλασφημία. Αν φυσικά είχαν την ευκαιρία να το δουν. Αλλά κανείς πέρα από τα μέλη της αίρεσης δεν είχε αυτή την ερωτική συνεύρεση. Κανείς ποτέ δε φανταζόταν το σκοτεινό μυστικό που έκρυβε το ειδυλλιακό χωριό. Κανείς, εκτός από μια γυναίκα που όμως είχε φύγει νωρίς από την ζωή, την Τριανταφυλλιά Αντωνίου. Την γιαγιά του Έκτορα που είχε ανακαλύψει μόνη της την ύπαρξη της αίρεσης, τον καταλυτικό ρόλο του άντρα της Δανιήλ σε αυτή, τις βδελυρές του πράξεις που αποτελούσαν μίασμα για το χωριό, και γενικά κάθε πολιτισμένη κοινωνία. Και η Τριανταφυλλιά τα είχε καταγράψει όλα σε άπειρες σελίδες από το ημερολόγιο της. Μόνο που αυτές είχαν γίνει άφαντες λίγο πριν το θάνατο της. Τον αιφνίδιο θάνατο της. Όσο και αν είχε ψάξει ο γέρο τσιφλικάς άντρας της δεν κατάφερε να τις βρει. Η Τριανταφυλλιά είχε αποδειχτεί πιο έξυπνη από εκείνον. Γιατί το μέρος που διάλεξε για να τις κρύψει ήταν τόσο κάτω από την μύτη του, που δεν υπήρχε περίπτωση να κοιτάξει. Και έτσι έμειναν εκεί κρυμμένα όλα τα αποδεικτικά στοιχεία της αίρεσης που είχε συλλέξει η Τριανταφυλλιά σε αυτά τα δέκα χρόνια του γάμου τους. Ήταν η μόνη που είχε ζήσει αυτή την εμπειρία. Του να γίνει μάρτυρας δηλαδή αυτής της βρωμερής ερωτικής και όχι μόνο συνεύρεσης, που λάμβανε χώρα πάντα μέσα στη σπηλιά της θεάς. Την πρώτη φορά που το είχε αντικρίσει ήταν λίγο πριν την γέννηση του παιδιού τους. Μετά όμως είχε βρεθεί και σε άλλες. Κρυφά βέβαια και με τον φόβο να την πιάσουν χωνόταν πάντα πίσω από την εξοχή ενός
62
Σκισμένες Σελίδες
βράχου και παρακολουθούσε τα πάντα. Όταν λοιπόν είχε γίνει μάρτυρας αυτής της απίστευτης ακολασίας έχασε τον ύπνο της για πάντα και μόνο με υπνωτικά χάπια μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς να της τριβελίζουν το μυαλό. Την στιγμή που η Λυδία έβγαινε γυμνή μέσα από το μπάνιο για να πάει στο κρεβάτι του Σεραφείμ το κουδούνι στο σπίτι του Έκτορα χτύπησε μια φορά, δεύτερη, και η Φιλοθέη Αντύπα άνοιξε την πόρτα. Στο κατώφλι υπήρχαν δυο νέες, όμορφες γυναίκες, η μια φορώντας ένα απλό σε ίσια γραμμή φόρεμα και η άλλη η ξανθιά ένα χακί παντελόνι, αθλητικά παπούτσια και ένα μαύρο μπλουζάκι. Η Φιλοθέη ευγενικά τις καλωσόρισε και τις πέρασε μέσα. Τις οδήγησε στην πίσω βεράντα του σπιτιού και εκείνες κάθισαν στις αναπαυτικές ξύλινες πολυθρόνες. Μετά ζήτησε συγγνώμη και πήγε να ενημερώσει τον κύριο της πως ήρθαν οι καλεσμένες του. Ο Έκτορας φανερά ευδιάθετος παρουσιάστηκε στις δυο νεαρές αρχαιολόγους φορώντας ένα μαύρο παντελόνι, άσπρο πουκάμισο με σηκωμένα τα μανίκια και μαύρα δερμάτινα παπούτσια. -Κυρίες μου σας ευχαριστώ που δεχτήκατε την πρόσκληση μου. Καλώς ορίσατε στο σπίτι μου.- Τους είπε. -Εμείς ευχαριστούμε κύριε Αντωνίου. Έτσι θα μας δοθεί η ευκαιρία να δούμε το εσωτερικό του σπιτιού και τους χώρους του. Ξέρετε σε εμένα προσωπικά δεν είχε τύχει να μπω ποτέ εδώ μέσα. Και όλοι οι κάτοικοι εκθείαζαν πάντα ετούτο το οίκημα. Ο παππούς σας όπως γνωρίζετε ήταν ο πλουσιότερος του χωριού. Μεγάλος τσιφλικάς. – Του απάντησε η Κοραλία. -Πριν κάτσω μαζί σας θα θέλατε πρώτα ένα ποτό; Θα περάσουμε στο τραπέζι κατά τις εννιά. Νωρίς είναι ακόμα.-Ναι συμφωνώ. Εγώ αν σας είναι εύκολο θα έπινα μια παγωμένη μπύρα.Του είπε η Αντιγόνη. -Για μένα θα ήταν προτιμότερο λίγο κόκκινο κρασί.- Είπε η Κοραλία και του χαμογέλασε. -Πολύ ωραία λοιπόν. Δεν θα αργήσω. – Τους απάντησε και σε λίγα λεπτά είχε φέρει ο ίδιος τα ποτά. Μετά έκατσε απέναντι τους. -Βλέπω κύριε Αντωνίου πως είναι αρκετά στρέμματα η έκταση στην οποία βρίσκεται το σπίτι του παππού σας.- Είπε η Αντιγόνη καθώς έπινε την μπύρα της. -Κυρία Νικολάου από ότι μου είπε και μένα η Φιλοθέη που ζει από μικρό κορίτσι εδώ είναι περίπου στα είκοσι στρέμματα. Εμείς τώρα καθόμαστε στην πίσω αυλή την οποία χρησιμοποιούσε και εκείνος τα καλοκαίρια για τους καλεσμένους του. Μιας και εγώ έρχομαι εδώ για πρώτη φορά στη ζωή μου δεν θα ήθελα να αλλάξω με τίποτα τις παλιές συνήθειες αυτών που ζούσαν πριν από εμένα σε αυτό το σπίτι. Έτσι ακούω τις συμβουλές της Φιλοθέης που είναι υπεύθυνη για την καλή λειτουργία του σπιτιού και
63
Σκισμένες Σελίδες προσπαθώ να προσαρμοστώ και να ταιριάξω στο χωριό.-Κύριε Αντωνίου τι ξέρετε για τον τόπο μας;- Τον ρώτησε σοβαρά η Κοραλία. -Όχι και πολλά πράγματα. Άλλωστε δεν έχω προλάβει να το δω ολόκληρο. Να το γυρίσω από άκρη σε άκρη και να ανακαλύψω τις ομορφιές του. Αυτό που ένιωσα εγώ προσωπικά είναι η αίσθηση πως παντού κυριαρχεί η ηρεμία και ο καθαρός αέρας. Φαινόμενο σπάνιο για την Αθήνα.-Ναι σε αυτό έχετε απόλυτο δίκιο. Στα μεγάλα αστικά κέντρα έχεις ανέσεις και ευκαιρίες για δουλειά και επαγγελματική καταξίωση, αλλά σου λείπει η γαλήνη και σε καταβάλει το άγχος.- Απάντησε η Κοραλία και άφησε το βλέμμα της να αγκαλιάσει το χώρο , πίνοντας λίγο από το κρασί της. Η Αντιγόνη έστριψε ένα τσιγάρο και ο Έκτορας άναψε ένα από τα δικά του . -Θα πιούμε μαζί μια μπύρα ακόμα πριν περάσουμε στο τραπέζι;- Ρώτησε την Αντιγόνη ο Έκτορας. -Ναι θα το ήθελα πολύ.- Ο Έκτορας μπήκε στο σπίτι και γύρισε με δυο μαύρες μπύρες Γκίνες στα χέρια του. Ήταν από τις αγαπημένες του για τους καλοκαιρινούς μήνες συνήθως και επειδή δεν τις έβρισκε στο χωριό είχε φέρει από την Αθήνα αρκετή ποσότητα από αυτές. Η Κοραλία είχε αρνηθεί ευγενικά για ακόμα ένα ποτήρι κρασί και παρακάλεσε τον Έκτορα να την αφήσει να κάνει μια βόλτα στους εξωτερικούς χώρους του κτήματος. Έτσι η Αντιγόνη και εκείνος έμειναν μόνοι να απολαμβάνουν τα παγωμένα τους ποτά. Το κτήμα ήταν τεράστιο και η Κοραλία αποφάσισε να βρει ως που έφταναν τα όρια του. Ησυχία επικρατούσε στην περιοχή και μόνο τα τζιτζίκια δεν έλεγαν να σταματήσουν το ξέφρενο τραγούδι τους. Η Κοραλία κοιτούσε αριστερά και δεξιά , όπου υπήρχε η μάντρα, χτισμένη από ακατέργαστη πέτρα σε καφέ ανοιχτό χρώμα. Και καθώς πλησίαζε μετά από αρκετά λεπτά προς το σημείο όπου τελείωναν τα όρια του χτήματος είδε ένα οικοδόμημα. Όχι πολύ μεγάλο και σε σχήμα παραλληλόγραμμου. Όταν έφτασε εκεί κατάλαβε πως ήταν ένας στάβλος με πέντε άλογα στο ένα τμήμα του και στο άλλο μια αποθήκη. Ίσως εκεί να βρισκόταν το σανό για τα ζώα. Η Κοραλία θέλησε να ανοίξει την πόρτα αλλά την τελευταία στιγμή άκουσε ομιλίες και έκανε ενστικτωδώς πίσω. Μετά αποφάσισε να ακούσει τι έλεγαν οι δυο φωνές που διέκρινε να μιλάνε. Κατάλαβε πως ήταν γυναικείες. Η μια μάλιστα έδειχνε αποφασισμένη. -Έτσι θα γίνουν όπως τα έχω σκεφτεί. Δε μπορούμε να κάνουμε πίσω τώρα. – -Εσύ έχεις μυαλό. Πάντα το έλεγα πως ο Σεραφείμ δεν ήταν άξιος για αυτή την θέση. Ο τσιφλικάς όμως δε με άκουγε. Αυτός θα με αντικαταστήσει έλεγε μια μέρα -. -Εγώ θα προχωρήσω σύμφωνα με το σχέδιο μου. Η μοίρα του είναι προκαθορισμένη. Για τον κύριο σου ακόμα δεν ξέρω.-Αυτός δε φαντάζεται τίποτα. Δεν έχει ιδέα.-Αν μας σταθεί εμπόδιο θα πρέπει να εφαρμόσω το ίδιο σχέδιο με αυτό
64
Σκισμένες Σελίδες
του Σεραφείμ.-Δε μας απασχολεί τώρα αυτό. Αργά η γρήγορα πρέπει να του πάρουμε λίγο από το αίμα του. Είναι η συμφωνία με την θεά. Και σε αυτό μόνο εσύ μπορείς να τα καταφέρεις. Μετά και αφού εξασφαλίσουμε την κυριαρχία μας στην αίρεση μπορείς να τον κάνεις υποχείριο σου. Έχεις τον τρόπο και τα ξόρκια με το μέρος σου. Δεν μπορούμε να τον σκοτώσουμε γιατί αυτομάτως θα χάσουμε την δύναμη. Κυλά στις φλέβες του το ίδιο αίμα με του τσιφλικά και η θεά μόνο εκείνον αναγνωρίζει. Μας είναι πολύτιμος για να έχουμε διάρκεια. Μη το ξεχάσεις ποτέ αυτό.-Καλά. Φύγε τώρα μη σε καταλάβουν. Είναι η ώρα που θα σερβίρεις το φαγητό στις καλεσμένες του.-Ναι είναι εδώ οι δυο αρχαιολόγοι που έχουν αναλάβει την ανασκαφή.-Αφού τελειώσω με τα άλλα θα ασχοληθώ και με αυτές. Πιο πολύ φοβάμαι την Κοραλία. Είναι από εδώ και σίγουρα θα έχει ακούσει τις φήμες γύρω από το όνομα του Δανιήλ. Δεν έχουμε πολύ χρόνο. Η θεά θα απαιτήσει το τελετουργικό της μαχαίρι. Αν δε το έχουμε το μένος της θα πέσει επάνω μας.-Καλό βράδυ.Η Κοραλία κρύφτηκε γρήγορα πίσω από δυο πήλινα μεγάλα πιθάρια καθώς η πόρτα της αποθήκης άνοιξε και από μέσα βγήκε μια γυναίκα. Διέκρινε καθαρά την φιγούρα της Φιλοθέης Αντύπα που υποβασταζόμενη επάνω στο μπαστούνι της προχώρησε αργά και πήγε προς το σπίτι. Η Κοραλία περίμενε να βγει και η άλλη γυναίκα, αλλά κανείς δε φάνηκε. Κάθισε για περίπου πέντε λεπτά εκεί , κρυμμένη πίσω από τα δυο πιθάρια και προσπάθησε να ερμηνεύσει τον διάλογο που μόλις είχε ακούσει. Σίγουρα μιλούσαν για τον Σεραφείμ Χαραλάμπου και φυσικά τον Έκτορα Αντωνίου. Τον πρώτο θα τον σκότωναν και τον δεύτερο θα τον χρησιμοποιούσαν στα σχέδια τους. Η Κοραλία είχε γίνει μάρτυρας ενός διαλόγου που μιλούσε ξεκάθαρα για μια αίρεση και τις θυσίες στο όνομα κάποιας θεάς. Όσο για το τελετουργικό μαχαίρι, αυτό σίγουρα ήταν ο εύρημα της Αντιγόνης από την ανασκαφή. Είχε δίκιο λοιπόν. Στο χωριό γινόντουσαν ανθρωποθυσίες στη θεά Εκάτη. Δεν υπήρχε καλύτερη εξήγηση, ήταν ολοφάνερο. Ο διάλογος δεν άφηνε κανένα περιθώριο για το αντίθετο. Και οι δυο αυτές γυναίκες είχαν αναφερθεί σε εκείνη και την Αντιγόνη. Η Κοραλία ένιωσε σταγόνες ιδρώτα να τρέχουν στο κορμί και το μέτωπο της. Στο Ελαιοχώρι δρούσαν σκοτεινές δυνάμεις και η Φιλοθέη Αντύπα ήταν μια πιστή της αίρεσης. Η άλλη όμως ποια ήταν; Και γιατί δεν έβγαινε επιτέλους από την αποθήκη; Η Κοραλία αποφάσισε να κοιτάξει μέσα στην αποθήκη, δεν πρόλαβε, η μισάνοιχτη πόρτα της αποθήκης έτριξε για λίγο και η Κοραλία είδε έναν μεγαλόσωμο μαύρο σκύλο να βγαίνει από αυτή. Έμεινε αποσβολωμένη να τον κοιτάζει καθώς το ζώο αφού έριξε μια ερευνητική ματιά τριγύρω έδωσε ένα σάλτο και βρέθηκε έξω από την ψηλή μάντρα του κτήματος.
65
Σκισμένες Σελίδες Τότε και μόνο τότε η Κοραλία σηκώθηκε όρθια και με γρήγορα βήματα έφτασε στην πίσω αυλή όπου το τραπέζι είχε στρωθεί και τα διάφορα κεριά φώτιζαν τα εδέσματα του. -Που χάθηκες εσύ; Λίγο ακόμα να αργούσες θα ερχόμουν να σε ψάξω.Της είπε μαλώνοντας την στα αστεία η Αντιγόνη. -Ε! Να. Πήγα μια βόλτα να δω μέχρι που φτάνουν τα όρια του κτήματος του κυρίου Αντωνίου. Μεγάλη η έκταση το ομολογώ.- Είπε κάπως δισταχτικά εκείνη. -Το Έκτορας θα ήταν πιο βολικό.- Πετάχτηκε λέγοντας εκείνος. -Πολύ καλά. Ίσως τελικά να είναι καλύτερα έτσι.- Του απάντησε εκείνη. -Λοιπόν τι λέτε; Μπορούμε να αρχίσουμε.- Πρότεινε ο Έκτορας και ξεκίνησαν να τρώνε. Η Κοραλία όμως ήταν σκεφτική. Γέμισε το ποτήρι της με κρασί και το ήπιε σχεδόν μονοκόμματο. Σχεδόν δεν άγγιξε το φαγητό της , αλλά έφαγε αρκετή πράσινη σαλάτα. Η Αντιγόνη κατάλαβε πως κάτι δυσάρεστο την απασχολούσε. Δεν της είπε όμως τίποτα. Θα το έκανε εκείνη όταν θα ήταν έτοιμη. Η Κοραλία δεν εξωτερίκευε εύκολα τις σκέψεις η τις κινήσεις της. -Λοιπόν πόσο πολύτιμο είναι το εύρημα σας;- Είπε στην Κοραλία ο Έκτορας διακόπτοντας τις σκέψεις τις σχετικά με την Φιλοθέη και το μαύρο σκυλί που είδε στην αποθήκη. -Έκτορα δεν είναι η ώρα ούτε και η κατάλληλη στιγμή για να πούμε οτιδήποτε αφορά εκείνο το μαχαίρι. Και εγώ ακόμα με την Αντιγόνη διαφωνώ για την ακριβή του χρονολογία και χρήση.- Απάντησε αυστηρά εκείνη. -Ναι. Φυσικά. Συγγνώμη δεν ήθελα να σε φέρω σε δύσκολη θέση, απλά από ενδιαφέρον και μόνο.-Η Κοραλία προσπαθεί να σου πει Έκτορα πως δεν συζητάμε τα θέματα της δουλειάς μας πιο έξω. Ο περισσότερος κόσμος δεν θα καταλάβει γιατί δεν ξέρει και πολλά για την αρχαιολογία και το τι κάνουν ακριβώς οι αρχαιολόγοι.- Συνέχισε η Αντιγόνη. -Ναι αλήθεια είναι. Το ξέρεις πως στην Ελλάδα το επάγγελμα μας δεν είναι καταχωρημένο; Όταν πριν από λίγα χρόνια άνοιξα ένα λογαριασμό στην Εθνική τράπεζα και τους είπα ότι είμαι αρχαιολόγος με καταχώρισαν ως αρχιτέκτονα. Δεν υπήρχε το επάγγελμα μου στα καταχωρημένα επαγγέλματα. Στη χώρα μας. Σε αυτή τη χώρα που γεννήθηκε η Δημοκρατία, η Φιλοσοφία, τα Μαθηματικά και τόσες άλλες επιστήμες ο αρχαιολόγος είναι λέξη άγνωστη. Όσο για το Υπουργείο Πολιτισμού; Αυτό και αν είναι ασήμαντο.- Είπε αγανακτισμένη η Κοραλία. -Βλέπω αρκετή πικρία από την μεριά σου.- Της αποκρίθηκε ο Έκτορας. -Μα είναι να μη ξεσπάσεις με όλα αυτά που γίνονται κατά καιρούς; Και αυτός ο άθλιος νόμος για τους είκοσι τέσσερις μήνες που το βάζεις; Ένας έκτακτος αρχαιολόγος , η συντηρητής , η τεχνίτης ανασκαφών μόλις κάνει είκοσι τέσσερις μήνες στο Υπουργείο Πολιτισμού με συμβάσεις μετά
66
Σκισμένες Σελίδες δεν έχει το δικαίωμα να πιάσει δουλειά σε αυτό. Καταλαβαίνεις λοιπόν τι γίνεται; Ένας αρχαιολόγος, ένας συντηρητής και ο τεχνίτης που αλλού μπορούν να δουλέψουν αν όχι στην αρχαιολογία; Είναι ειδικότητες που δεν μπορούν να πάνε σε άλλα υπουργεία η σε άλλες δουλειές. Είναι τέτοια η δουλειά τους. Και είναι και το άλλο. Ο απλός κόσμος, ο καθημερινός μας αντιμετωπίζει με χλευασμό εδώ στην Ελλάδα. Πάμε για παράδειγμα να επιβλέψουμε κάποιο οικόπεδο, μια εργολαβική δουλειά του δημοσίου και ακούμε από δίπλα. <<Βρήκατε κανένα κιούπι με λίρες; Να αυτή η πέτρα εκεί πόσο αρχαία είναι; Ελάτε μωρέ μη κάνετε έτσι για ένα τόσο δα κομμάτι από όστρακο που βρήκατε. Πετάξετε το. Ποιος θα το μάθει;>> και πολλά τέτοια- Απάντησε με απόγνωση η Αντιγόνη καλύπτοντας την φίλη της. -Τι να σας πω. Η αλήθεια είναι πως η χώρα μας αντί να αναδεικνύει τον πολιτισμό τον κουκουλώνει. Πάντα αυτό έκανε και δε νομίζω να αλλάξει ποτέ της. Και εγώ έτσι απογοητευμένος νιώθω με το εκπαιδευτικό μας σύστημα το οποίο είναι ανύπαρκτο.Τους είπε ο Έκτορας και γέλασε. -Το φαγητό όμως που μας προσέφερες σήμερα Έκτορα ήταν εξαιρετικό αν και δε το τίμησα όσο θα έπρεπε. Σκεφτόμουν διάφορα βλέπεις- . Συνέχισε η Κοραλία και κοίταξε την Αντιγόνη. Εκείνη απευθύνθηκε στον Έκτορα αλλάζοντας θέμα συζήτησης. -Το χωριό πάντως είναι ήρεμο και οι κάτοικοι φιλικοί και ευχάριστοι στους τρόπους τους. Νομίζω πως θα ταιριάξεις εδώ, έχει άλλο αέρα, καθαρό. Όχι όπως στην πρωτεύουσα.-Για αυτό να μην παίρνεις όρκο.- Πετάχτηκε η Κοραλία. -Μα γιατί; Εσύ που κατάγεσαι και από εδώ έχεις διαφορετική άποψη;- Την ρώτησε με απορία η Αντιγόνη. -Απλά τα πράγματα δεν είναι όπως δείχνουν. Καλύτερα να έχετε τα μάτια σας ανοιχτά.-Προσπαθείς να μας πεις κάτι που αγνοούμε Κοραλία;- Συνέχισε ο Έκτορας. -Έχετε δίκιο. Θα είμαι ξεκάθαρη. Έκτορα αργά η γρήγορα θα τα μάθεις. Ας είναι από εμένα στην παρούσα στιγμή.-Τι εννοείς; Τι να μάθει;- Είπε η Αντιγόνη. -Ο Έκτορας δε γνωρίζει τίποτα για τον παππού του έτσι δεν είναι;-Ναι έτσι. Οι γονείς μου είχαν διακόψει μαζί του κάθε σχέση. Δεν θα ερχόμουν ποτέ εδώ. Αναγκάστηκα. – -Από ποιόν;- Ρώτησε η Αντιγόνη. -Από έναν όρο στη διαθήκη του παππού μου. Αν δε ζούσα στο Ελαιοχώρι θα έχανα όλη την περιουσία μου, ένα σπίτι που είχα από τους γονείς μου δηλαδή και την υπόλοιπη του παππού μου.-Μάλιστα. Τώρα δένουν όλα. Λοιπόν θα σας πρότεινα να μιλήσουμε
67
Σκισμένες Σελίδες χαμηλόφωνα. Έκτορα η Φιλοθέη που βρίσκεται αυτή τη στιγμή;-Μα δεν…………..Φαντάζομαι θα έχει ξαπλώσει. Κοιμάται νωρίς.Απάντησε εκείνος. -Πήγαινε να δεις καλύτερα αν έχει πράγματι ξαπλώσει και τότε συνεχίζω με αυτά που έχω να σας πω και στους δυο σας.- Τον διέταξε λέγοντας εκείνη και ο Έκτορας την υπάκουσε τυφλά και μπήκε στο σπίτι. -Δε μου λες τι σε έπιασε τώρα; Έχεις τρελαθεί εντελώς; Τι ασυναρτησίες είναι αυτές που έλεγες πριν;- Την μάλωσε η Αντιγόνη. -Έπρεπε να τύχει σε σένα όλα αυτά που είδα και άκουσα εγώ σήμερα , στην άλλη άκρη του χτήματος-. -Τι είδες;-Θα στα πω μετά όταν θα φύγουμε από εδώ. Πρέπει να προσέχουμε πολύ με ποιους μιλάμε .- Της απάντησε η Κοραλία και εκείνη τη στιγμή ο Έκτορας ήρθε και κάθισε στο τραπέζι. -Κοιμάται στο δωμάτιο της. Μπορούμε τώρα να μιλήσουμε με την ησυχία μας.- Της είπε. -Έκτορα στο Ελαιοχώρι κυκλοφορούσαν πάντα φήμες για τον παππού σου. Άσχημες φήμες, σκοτεινές.-Δηλαδή;-Μεγάλωσα εδώ. Πήγα σχολείο περπατώντας στα ίδια σοκάκια και ξέρω όλους τους συγχωριανούς μου. Ο παππούς σου ήταν όταν ζούσε ο μεγαλύτερος τσιφλικάς της περιοχής. Διαφέντευε τα πάντα. Είχε δύναμη, εξουσία, πλούτη. Όμως οι χωρικοί τον φοβόντουσαν. Έλεγαν για αυτόν πως έκανε θελήματα στον διάβολο. Πως μπλεκόταν με την μαγεία και πως πολλοί άνθρωποι είχαν εξαφανιστεί από τις γύρω περιοχές. Ο παππούς σου ήταν ένας μοχθηρός άνθρωπος Έκτορα. Αυτό που θα σου ζητήσω στην συγκεκριμένη στιγμή είναι να μου δώσεις δυο μέρες διορία και θα σε ενημερώσω για όλα.- Του είπε η Κοραλία και εκείνος την κοίταξε χωρίς να πει κουβέντα.
68
Σκισμένες Σελίδες
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ
Όταν η Κοραλία και η Αντιγόνη έφυγαν από το σπίτι του Έκτορα σχεδόν δε μίλησαν σε όλη τη διαδρομή μέχρι να φτάσουν στο σπίτι της πρώτης. Όταν μπήκαν μέσα η ώρα ήταν λίγο μετά τις έντεκα και αποφάσισαν πως θα έπιναν ένα ποτό. Η Κοραλία ετοίμασε γρήγορα δυο Μοχίτο που το έπιναν αρκετά συχνά όταν ήταν μαζί και κάθισαν αναπαυτικά σε δυο κουνιστές πολυθρόνες η μια απέναντι στην άλλη. Η Αντιγόνη έστριψε ένα τσιγάρο. -Δεν ήξερα πως κυκλοφορούσε τέτοια φήμη για τον παππού του Έκτορα. Τον τρομοκράτησες σήμερα με αυτά που του αποκάλυψες. Πως το έκανες; Ο άνθρωπος είχε την ευγενική καλοσύνη να μας κάνει το τραπέζι και εσύ τον πήρες από τα μούτρα.-Αντιγόνη τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά. Ήρθαμε στο σπίτι μου για να σου πω τι είδα και τι άκουσα άθελα μου στο κτήμα του Έκτορα. Όταν τελειώσω με αυτά που θα σου πω θα δεις και εσύ πως η κατάσταση δεν είναι καθόλου καλή, αλλά αντιθέτως πολύ επικίνδυνη.-Πολύ θα ήθελα να μου δώσεις εξηγήσεις Κοραλία και σε παρακαλώ να το κάνεις αμέσως.-Έκανα μια βόλτα στο κτήμα και άθελα μου άκουσα μια συζήτηση ανάμεσα σε δυο γυναίκες. Η μια ήταν η Φιλοθέη. Την αναγνώρισα αμέσως…………….-Και λοιπόν; Η άλλη ποια ήταν;-Εδώ είναι το θέμα. Όταν τελείωσαν αυτά που έλεγαν η Φιλοθέη βγήκε από αυτή την αποθήκη στην οποία είχαν μπει. Περίμενα κρυμμένη λίγο ακόμα για να φύγει και η άλλη και ξέρεις τι βγήκε από εκεί μέσα;-Όχι που να ξέρω; Με έσκασες.-Ένα μαύρο σκυλί ράτσας Γκρένενταλ.-Είχε μήπως μια άσπρη τούφα ανάμεσα στα μάτια του που κάλυπτε όλη την μουσούδα ως την μύτη του;-Ναι. Πως το ξέρεις;-Αυτό το σκυλί είδα εχτές στο πάρκινγκ του μουσείου να με κοιτάζει εξεταστικά, αλλά δεν καταλαβαίνω που το πας.-Δυο γυναίκες μιλούσαν και στο τέλος βγαίνει ένα σκυλί από την αποθήκη. Το βρίσκεις λογικό;-Όχι, αλλά μπορεί να υπάρχει άλλη εξήγηση. Η δεύτερη να έφυγε από κάποιο μυστικό πέρασμα και το σκυλί να ήταν δικό της και να έμεινε πίσω. Δηλαδή εσύ πιστεύεις πως οι άνθρωποι μεταμορφώνονται σε ζώα και το αντίστροφο;-
69
Σκισμένες Σελίδες -Όχι σε καμία περίπτωση δεν υπήρχε μυστικό πέρασμα. Μπήκα η ίδια στην αποθήκη και την έψαξα.-Και τι πιστεύεις εσύ;-Πως η άλλη γυναίκα, αυτή που έχει την ιδιότητα να μεταμορφώνεται και που δεν ξέρουμε ποια είναι σίγουρα λατρεύει την Εκάτη και κάνει μάγια στο όνομα της.-Κοραλία σύνελθε, την βρίσκω παιδιάστικη μια τέτοια θεωρία…………..-Αντιγόνη έμαθα και πείστηκα από τον διάλογο των δυο γυναικών πως ξέρουν ότι εμείς έχουμε το μαχαίρι. Το χρειάζονται για τις θυσίες τους και το αίμα του Έκτορα είναι η σφραγίδα με την θεά.-Το αίμα του; Ποια σφραγίδα;-Η συμφωνία με την Εκάτη για να πραγματοποιούνται οι θυσίες προς τιμήν της.-Τα λες σοβαρά όλα αυτά;-Ποιο σοβαρά δεν γίνονται. Αντιγόνη προσπάθησε να μην αντιδράσει σε ότι έχω να πω και το κυριότερο μη με διακόψεις.- Η Αντιγόνη επικεντρώθηκε στο τι θα της έλεγε η Κοραλία και έστριψε ακόμα ένα τσιγάρο. -Το ξέρεις πως μεγάλωσα εδώ. Είναι ο τόπος μου και είναι λογικό να μαθαίνω ότι κυκλοφορεί. Ένα κουτσομπολιό, ένα αστείο, ένα γάμο ή ένα χωρισμό. Με λίγα λόγια ότι μπορεί να εμπεριέχει μια κλειστή κοινωνία όπως αυτή ενός χωριού. Ο πατέρας μου ήταν παπάς στην εκκλησία των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης και πολλές φορές μου είχε πει ιστορίες για τον Δανιήλ Αντωνίου. Δεν ήταν καλός άνθρωπος Αντιγόνη, αλλά είχε πολλά χρήματα, έδινε δουλειά στους χωρικούς και τον είχαν ανάγκη. Έτσι οι φήμες κυκλοφορούσαν μεν πολύ προσεχτικά από στόμα σε στόμα , αλλά και ποτέ δεν υπήρξαν αποδείξεις για όσα του καταλόγιζαν. – -Τι ακριβώς έλεγαν δηλαδή;-Πως προσκυνούσε τον διάβολο. Πως είχε απαγάγει παιδιά κατά καιρούς και του τα έδινε θυσία. Πως είχε βιάσει πολλές γυναίκες, είχε σκοτώσει ανθρώπους και άλλα τέτοια. Πέθανε ξαφνικά από καρδιακό επεισόδιο ένα βράδυ πριν λίγους μήνες. Τον βρήκαν παγωμένο κάτω από την ρίζα μιας αιωνόβιας ελιάς στο κτήμα που τώρα κάνουμε την ανασκαφή. Και όταν σου λέω παγωμένο δεν εννοώ την νεκρική ακαμψία στην οποία επέρχεται ένα νεκρό σώμα.-Αλλά τι;-Το σώμα του ήταν τόσο παγωμένο όσο ακριβώς μια κολόνα πάγου. Ήταν σκληρό σαν πέτρα. Ακόμα και οι τρίχες των μαλλιών του έμοιαζαν με σταλαχτίτες. – -Ίσως κάποιος αφού είχε πεθάνει τον είχε καταψύξει και τον έβαλε κάτω από την ελιά.-Και γιατί να το κάνει; Για ποιο σκοπό; Όχι ο θάνατος του Δανιήλ Αντωνίου προήλθε από το κρύο και ήταν τόσο ανεξήγητος όπως ακριβώς και της γυναίκας του της Τριανταφυλλιάς. Πέθανε από πνευμονία στα είκοσι οχτώ
70
Σκισμένες Σελίδες της χρόνια εντελώς ξαφνικά. Ούτε είχε δείξει σημάδια επάνω της αυτής της αρρώστιας και την προηγούμενη του θανάτου της είχε βγει να ψωνίσει φρούτα στο μπακάλη. Όλοι είχαν πει πως έχαιρε άκρας υγείας. Και να σου την επόμενη γίνεται η κηδεία της.-Ο Έκτορας ξέρει για αυτές τις φήμες;-Δε νομίζω Αντιγόνη. Είμαι μάλλον σίγουρη πως δεν έχει ιδέα. Και εγώ να σου πω δεν ήξερα πως είχε εγγονό ο Δανιήλ. Ένα γιο είχε αλλά δεν τα πήγαιναν καλά και στο χωριό μόνο οι πιο παλιοί και οι γέροι τον θυμόνται να παίζει μικρό παιδί στην πλατεία. Φαίνεται πως όταν μεγάλωσε έφυγε από εδώ και έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Αντιγόνη δε μου αρέσουν οι δεισιδαιμονίες και δεν είμαι προληπτική αλλά αν ενώσεις τις φήμες γύρω από τον τσιφλικά Αντωνίου και την συζήτηση μεταξύ των δυο γυναικών, τότε όλα αυτά συνδέονται. Η μια γυναικεία φωνή ήταν πιο νεανική και έλεγε στη Φιλοθέη πως ο Σεραφείμ ο διάσημος συγγραφέας ιστοριών τρόμου έπρεπε να φύγει από τον δρόμο τους.-Αν δεν κάνω λάθος Κοραλία αυτός είναι σταρ στο χώρο του. Τα βιβλία του κυκλοφορούν σε όλες τις χώρες του κόσμου. Έχει ξεπεράσει πλέον και τους κλασικούς στο είδος του.-Όχι τον ένα και αξεπέραστο Λάβκραφτ. Αυτόν δεν τον ξεπέρασε ποτέ κανείς, αλλά ναι, αυτός είναι ο Σεραφείμ που ζει εδώ στο Ελαιοχώρι, αλλά τι σχέση μπορεί να έχει με τις σκοτεινές δυνάμεις; Ο άνθρωπος αυτός ζει πολύ ήρεμα εδώ γράφοντας τα βιβλία του και δεν έχει ύποπτες παρέες. Τέλος πάντων θα ασχοληθώ με αυτό άλλη στιγμή. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι πως θα χρησιμοποιήσουν τον Έκτορα για να σφραγίσουν την συμφωνία με τη θεά. Στο αίμα του κυλά το αίμα του παππού του. Όταν εκείνος πέθανε η συμφωνία που είχε κάνει αυτός με την θεά χάλασε. Για να την επαναπροσδιορίσουν πρέπει να συμφωνήσει και ο Έκτορας ή να συμμετάσχει στην όλη διαδικασία. Αν όχι τότε………… -Δηλαδή θα τον σκοτώσουν;-Όχι. Σε καμία περίπτωση. Ο Έκτορας θα ζήσει γιατί βολεύει τα σχέδια τους. Με κάποιο τρόπο θα του κλέψουν λίγο αίμα και στην συνέχεια θα τον έχουν από κοντά κάνοντας του μάγια. Ο τσιφλικάς Αντωνίου είχε ιδρύσει εδώ κάποια αίρεση, η οποία έχει και μέλη. Δεν ξέρουμε όμως ποιοι είναι εκτός από την Φιλοθέη. Καταλαβαίνεις Αντιγόνη πως αυτή τη στιγμή δε μπορούμε να εμπιστευτούμε κανέναν στο χωριό και στα γύρω περίχωρα. Δεν έχουμε ιδέα πόσοι είναι, ποιοι είναι, τι δουλειά κάνουν και σε πιο πόστο εργάζονται. Θα μπορούσε να είναι ο μανάβης η ακόμα και ο δήμαρχος. Καλό θα είναι να έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά. Και τώρα έρχομαι σε εμάς τις δυο. Φαίνεται καθαρά από την συνομιλία τους πως θα προσπαθήσουν να μας πάρουν το αρχαίο μαχαίρι για τις θυσίες τους. Ξέρουν πως το έχουμε εμείς.-Ω! Θεέ μου. Από την Φιλοθέη. Ήταν παρών όταν το βρήκα εκείνη την
71
Σκισμένες Σελίδες πρώτη μέρα της ανασκαφής. Για αυτό και έδειξε τέτοιο ενδιαφέρων .- Είπε διακόπτοντας την Κοραλία η Αντιγόνη. -Θα κάνουν τα πάντα για να το αποκτήσουν. Κινδυνεύουμε Αντιγόνη.-Μα δε μπορούν να διαρρήξουν το μουσείο; Ούτε και φαντάζονται που το έχουμε κρύψει, αποκλείεται, είναι καλά φυλαγμένο. Για αυτό λοιπόν δεν βρίσκαμε άκρη με την χρονολόγηση του, γιατί πολύ απλά το μαχαίρι ίσως να προϋπάρχει της νεότερης Νεολιθικής. Περνούσε από χέρι σε χέρι και από αιώνα σε αιώνα. Και στους κλασικούς χρόνους ίσως του προσθέσανε την λαβή και την επίκληση. Μόνο αυτή η εξήγηση μπορεί να δοθεί , όσο και αν εγώ και η λογική μου αδυνατούμε να το πιστέψουμε.-Στην ίδια εξήγηση καταλήγω και εγώ, ωστόσο δε μπορώ πια να κοιμάμαι ήσυχη. Δε μου λες είσαι σίγουρη πως το σκυλί που είδες ήταν μαύρο τύπου Γκρένενταλ και είχε μια άσπρη τούφα ανάμεσα στα μάτια του;-Ναι απόλυτα. Το κοίταξα πολύ προσεχτικά και εκείνο έδειχνε να με παρακολουθεί. Για μια στιγμή φοβήθηκα, αλλά το σκυλί μετά από λίγο έφυγε. Δηλαδή εξαφανίστηκε. Το έχασα.-Τότε ο συνειρμός μου είναι σωστός. Οι μάγισσες που θεωρούσαν την Εκάτη προστάτιδα τους μπορούσαν να μεταμορφωθούν σε ζώα. Μια ιδιότητα που ήταν αποκλειστικό προνόμιο της θεάς.-Κοραλία πιστεύεις πραγματικά πως κινδυνεύουμε να μας σκοτώσουν; Γιατί, ξέρεις …νομίζω …Ναι τώρα μπορεί να δέσει……..- Είπε αλαφιασμένη η Αντιγόνη. -Τι συμβαίνει;-Κάτι θυμήθηκα που μου έτυχε εκείνη την ημέρα που είχα έρθει στο σπίτι σου. Τότε που μιλήσαμε πρώτη φορά για το μαχαίρι που είχα βρει.-Ναι θυμάμαι. Πες μου.-Δε μπορώ να στο εξηγήσω. Καθώς έπαιρνα τον χωματόδρομο που περνά μέσα από τα χωράφια, πίσω από το σπίτι σου, είχα βάλει και άκουγα μουσική και κάποια στιγμή το αυτοκίνητο τραντάχτηκε. Σα να είχα χτυπήσει κάτι. Βγήκα έξω τρομοκρατημένη γιατί μου φαινόταν τελείως απίθανο να έχω χτυπήσει σε κάτι. Οδηγώ πολύ προσεχτικά και δεν τρέχω. Και τότε ένας περίεργος αέρας σηκώθηκε και μπήκε στα μάτια μου χώμα. Παρά την δυσκολία να δω καθαρά μπόρεσα να διακρίνω πως τα κλαριά από κάποιες ελιές λίγο πιο πέρα δεν κουνιόντουσαν καθόλου. Εκείνη την ώρα δεν το ανέλυσα. Τώρα όμως συνδυάζω πολλά.-Που ακριβώς ήσουν; Θυμάσαι; Ήταν σταυροδρόμι;-Μου φαίνεται πως ναι. Ναι στο σταυροδρόμι που ενώνεται ο κεντρικός δρόμος, ο χωματόδρομος και ο δρόμος που σε πάει στο κάτω χωριό.-Ε τότε καλή μου δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Οι πιστοί της Εκάτης άφηναν σε σταυροδρόμια τροφή, στη μέση της νύχτας. Τι ώρα περίπου περνούσες από εκεί;-Ακριβώς δε θυμάμαι. Μπορεί λίγο μετά της δώδεκα το βράδυ.-
72
Σκισμένες Σελίδες -Αυτό που τράνταξε το αυτοκίνητο σου ήταν σίγουρα ένα σκυλί που το είχαν θυσιάσει στη θεά.-Μα εγώ δεν είδα τίποτα. Όχι δεν σκότωσα με το …………-Δεν είπα κάτι τέτοιο, απλά πέρασες από πάνω από ένα σκυλί ήδη νεκρό που ήταν εκεί ως προσφορά στη θεά. Θα μπορούσες να πάθεις χειρότερα αν διέκοπτες την θεά την ώρα που τρεφόταν. Κανείς δεν επιτρέπεται να την κοιτάξει κατάματα και δει την σκοτεινή της φύση.-Κοραλία πως μπορούμε αν όντως συμβαίνουν στα αλήθεια όλα αυτά να τους σταματήσουμε;-Αν υπάρχει η αίρεση θα πρέπει να ξέρουμε ποια μέλη την αποτελούν. Γνωρίζοντας αυτά ίσως τους στήναμε παγίδα και τους βάζαμε όλους μαζί να την δουν κατά πρόσωπο όταν το φεγγάρι θα είναι στη χάση του. Δεν μπορώ να σκεφτώ άλλο τρόπο.- Είπε η Κοραλία. -Το θεωρώ πολύ δύσκολο εγχείρημα αυτό. Κανείς δεν πρόκειται να σηκώσει το κεφάλι και να την δει, ξέρουν πως τους περιμένει ο θάνατος.-Κάτι θα σκεφτούμε Αντιγόνη, αλλά τώρα είναι η ιδανική στιγμή να το πούμε στον Έκτορα. Να τον ενημερώσουμε πώς να φυλάγεται από την Φιλοθέη. Όλοι στο χωριό γνωρίζουν πως ήταν πιστή στον γέρο τσιφλικά. Ο Δανιήλ άκουγε πάντα την γνώμη της. Ο Έκτορας είναι κυριολεκτικά μέσα στο στόμα του λύκου. Αυτή η κακομούτσουνη γυναίκα είναι αρκετά επικίνδυνη.Συνέχισε η Κοραλία λέγοντας και οι δυο γυναίκες αφού τελείωσαν τα ποτά τους χώρισαν. Ακριβώς δυο μέρες μετά η Κοραλία κάλεσε τον Έκτορα στο σπίτι της και του είπε τα πάντα. Για την λατρεία της θεάς , τον συνδετικό κρίκο με το μαχαίρι που βρήκε η Αντιγόνη στο κτήμα του παππού του. Το γεγονός πως η Φιλοθέη κρύβει πολλά μυστικά, και την συμφωνία που είχε κάνει ο παππούς του με την Εκάτη. Ο Έκτορας δε μπορούσε να πιστέψει τίποτα απ’ όλα αυτά, αλλά θυμήθηκε πως ο πατέρας του είχε αναφέρει πως ο Δανιήλ ήταν σκοτεινή προσωπικότητα , και πως είχε διακόψει κάθε δεσμό μαζί του, από την στιγμή που έφυγε στο εξωτερικό για σπουδές. -Δηλαδή Κοραλία εγώ αποτελούσα το δόλωμα; Μου έφτιαξαν το παραμύθι με την διαθήκη και την περιουσία, με σκοπό να έρθω εδώ, έτσι ώστε με το αίμα μου να συνεχίσουν τις θυσίες προς την θεά και να σφραγίσουν καινούργια συμφωνία μαζί της;-Όχι. Η διαθήκη είναι σίγουρα αυθεντική όπως και οι όροι της. Ο παππούς σου δε θα ζούσε για πάντα Έκτορα. Γνώριζε πως κάποια μέρα θα έφευγε από τη ζωή. Όμως αν δεν υπήρχε το δικό του αίμα η σφραγίδα θα έσπαγε. Και καταλαβαίνεις τι σημασία έχει αυτό; Δε μπορείς να καλείς από τον κάτω κόσμο τον διάβολο και να μην έχεις την πρέπουσα ασφάλεια για να τον φέρνεις στη ζωή και μετά να τον ξαναστέλνεις πίσω. Με το δικό σου αίμα η Εκάτη θα ανανέωνε τους δεσμούς της με αυτούς της αίρεσης. –
73
Σκισμένες Σελίδες -Πολύ φοβάμαι πως σε αυτή έχουν εισχωρήσει εκλεκτά μέλη του χωριού μας. Με πρώτο και καλύτερο τον αστυνομικό διευθυντή Βαγγέλη Σεβαστάκη. Αυτός επικοινώνησε μαζί μου στην Αθήνα λίγες μέρες μετά το θάνατο του παππού μου. Πως ένας αστυνόμος ήξερε για τον ειδικό όρο στη διαθήκη του; Αυτού που έλεγε πως αν δεν έρθω εδώ δεν θα έχω ούτε κεραμίδι πάνω από το κεφάλι μου.-Ναι τολμώ να πω ότι είναι ύποπτο αυτό το γεγονός. Δεν έχουμε αποδείξεις όμως, αλλά ας τον προσέχουμε και αυτόν. Όπως και τον Σεραφείμ Χαραλάμπου το διάσημο συγγραφέα που είναι τέκνο της μικρής μας κοινωνίας.-Δεν τον έχω ακουστά. Ποιος είναι;- Ρώτησε ο Έκτορας. -Πασίγνωστος συγγραφέας ιστοριών τρόμου. Είχε φύγει να σπουδάσει στην Αθήνα και μας γύρισε πίσω με στεφάνι δόξας. Μεγάλη μορφή στο είδος της λογοτεχνίας τρόμου. Είναι τεχνίτης στην ατμόσφαιρα αυτή και αυτά που περιγράφει είναι ολοζώντανα.-Και πιστεύεις πως έχει σχέση με την αίρεση;-Μάλλον από τον διάλογο των δυο γυναικών το συνδύασα. Προκύπτει θύμα τους, η μια έχει συμφωνήσει να τον σκοτώσει με κάποιο τρόπο. Ωστόσο δεν βλάπτει να τον προσέχουμε και αυτόν. Ποτέ δεν ξέρεις.-Δε μπορώ να καταλάβω γιατί δεν εμπιστεύτηκα τις αισθήσεις μου από την πρώτη στιγμή που μπήκα σε αυτό το σπίτι. Κάτι με απωθούσε, μου έκλεβε τον αέρα, έκανε το κορμί μου να ανατριχιάζει. Ζει το κακό στα θεμέλια αυτού του οικοδομήματος και η Φιλοθέη είναι η ακοίμητη φρουρός του. Το ξέρεις πως από όλα τα δωμάτια του σπιτιού μου απαγόρευσε να μπω στη σοφίτα; Μου είπε ενδεικτικά πως ο παππούς μου δεν άφηνε κανένα να μπαίνει εκεί.-Γιατί ίσως σε αυτό το δωμάτιο να υπάρχουν τα αποδεικτικά στοιχεία που μας λείπουν Έκτορα. Αυτά που τον συνδέουν με την μαγεία και τις επικλήσεις προς την Εκάτη. Αν δε φοβάσαι είναι απαραίτητο να μπεις σε αυτό το χώρο. – -Δε φοβάμαι τίποτα και κανένα, αλλά τώρα που μου είπες τα πάντα αισθάνομαι εγκλωβισμένος. Φυλακισμένος σε τούτο το χωριό γιατί δε μπορώ να εμπιστευτώ άνθρωπο η να πιστέψω τον οποιονδήποτε. Κανείς δε μπορεί να με πείσει πως όλοι οι κάτοικοι του Ελαιοχωρίου δεν είναι πιστοί της Εκάτης. Που το ξέρω εγώ; Μπορεί πραγματικά να είναι όλοι τους και τόσο καιρό να χασκογελάνε πίσω από τις πλάτες μας. Είμαστε τρεις εναντίων δεν ξέρω πόσων. – Της απάντησε φανερά απελπισμένος . -Συμμερίζομαι τις σκέψεις και την αγωνία σου. Όμως δεν υπάρχουν πολλοί δρόμοι για να ακολουθήσουμε. Θα τους αφήσουμε να συνεχίσουν τη δράση τους και θα τους χαρίσουμε το μαχαίρι ή θα τους ξεσκεπάσουμε όλους και θα σταματήσουμε τα έργα τους.-Το σωστό είναι να συμφωνήσω μαζί σου και αυτό θα κάνω. Σε ευχαριστώ
74
Σκισμένες Σελίδες που μου άνοιξες τα μάτια Κοραλία. Θα ξαναμιλήσουμε. – Είπε εκείνος και έφυγε από το σπίτι της. Η Κοραλία προσπάθησε να ξεχάσει για λίγο το λίθινο μαχαίρι, την Εκάτη και το τρομερό μυστικό που κρυβόταν για χρόνια στο χωριό τους, διαβάζοντας λίγα κεφάλαια από ένα αγαπημένο της βιβλίο. Συνήθως το διάβαζε κάθε φορά που ήθελε να ξεκουράσει το μυαλό της. Και παρόλο που ο απέθαντος βρικόλακας ήταν ένας από τους παιδικούς της φόβους, η Κοραλία δε μπορούσε να αντισταθεί στον τρόμο που της γεννούσε σε κάθε του σελίδα ο συγγραφέας Στίβεν Κίνγκ. Το Σάλεμς Λοτ ήταν ένα υποβλητικό βιβλίο, γεμάτο ανατριχιαστικές στιγμές. Η Κοραλία είχε αδυναμία στη φανταστική λογοτεχνία, στη λογοτεχνία τρόμου, και στην αστυνομική. Γενικά της άρεσε να διαβάζει για τέρατα, για φάντασμα, για μάγισσες και δολοφόνους. Δεν περίμενε όμως να έρθει η στιγμή που θα γινόταν αυτή ο ήρωας σε μια τέτοια ιστορία. Πως θα τα έβγαζαν πέρα; Δεν υπήρχε πουθενά και σε κανένα κείμενο πως θα πολεμούσαν τη θεά και τους πιστούς της. Αν ήταν βρικόλακας θα της έχωναν ένα παλούκι στην καρδιά. Αν ήταν λυκάνθρωπος θα την πυροβολούσαν με ασημένιες σφαίρες. Την Εκάτη όμως πως την αντιμετωπίζεις; <<ΚΑΤΑΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΥΜΦΩΝΙΑ>> <<ΣΠΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΦΡΑΓΙΔΑ>> Της είπε μια εσωτερική φωνή. Η Κοραλία για μια στιγμή έμεινε ακίνητη στην πολυθρόνα της. Ναι θα μπορούσε να λειτουργήσει έτσι. Άλλωστε γιατί είχαν μπει στον κόπο να φέρουν τον Έκτορα στο χωριό; Μέσα στο δικό του το αίμα κυκλοφορούσε αυτό του παππού του. Αν τελικά δε γινόταν μια καινούργια συμφωνία η θεά θα στρεφόταν εναντίων των πιστών της. Αναρωτήθηκε μέσα της αν αυτό ήταν αρχαιολογία τελικά. Γιατί το μόνο με το οποίο έμοιαζε ήταν αυτό μιας ιστορίας τρόμου. Όσο το σκεφτόταν και το επεξεργαζόταν μέσα στο μυαλό της η Κοραλία έβλεπε πως αυτή η παράμετρος ήταν εφικτή. Έμενε φυσικά το γεγονός πως ο Έκτορας αφού γνώριζε τα πάντα θα μπορούσε να προστατέψει τον εαυτό του έτσι ώστε να μην του πάρουν αίμα. Η Κοραλία προσευχήθηκε να πάνε όλα καλά. Αυτοί που εξασκούσανε την μαγεία είχαν πάντα πολύ δύναμη στα χέρια τους, οι πιθανότητες ήταν μηδαμινές να τα καταφέρουν, όταν μάλιστα βάδιζαν στα τυφλά αφού δεν ήξεραν τα πρόσωπα τους. Ήταν όμως αισιόδοξος άνθρωπος. Πίστευε πως με κάποιο τρόπο θα τα έβγαζαν πέρα. Έτσι ξαφνικά την πλημμύρισε μια πρωτόγνωρη αισιοδοξία και η Κοραλία ξεκίνησε να διαβάζει το Σάλεμς Λοτ για ακόμα μια φορά. Και καθώς το ήρεμο χωριό βαφόταν από το χρώμα του δειλινού και ο ήλιος έπαιρνε τον δρόμο πίσω για να κοιμηθεί, η πλάση έδειχνε να έχει την δική της κίνηση. Ενώ ο ήλιος έσβηνε σταδιακά και η σελήνη φαινόταν καθαρά επάνω στο ξάστερο στερέωμα, αρκετή σε όγκο αλλά όχι τελείως
75
Σκισμένες Σελίδες γεμάτη, κάποια σκυλιά άρχισαν να αλυχτάνε. Οι γρύλοι κάτω από τις πέτρες σε ξεκούφαιναν με τον μακρόσυρτο βουητό τους. Τα μυρμήγκια στο χώμα πηγαινοερχόντουσαν δουλεύοντας ασταμάτητα κουβαλώντας διάφορα μικροσκοπικά αγαθά, που θα τους βοηθούσαν να βγάλουν τον σκληρό χειμώνα. Οι μέλισσες πετούσαν κυρίως γύρω από εστίες δροσιάς, όπως κάποιο ρυάκι, μια βρύση ή λίγο βρεγμένο χώμα. Όσο για τις γάτες άλλες ξυπνούσαν με κέφι για να παίξουν και άλλες καθόντουσαν ακόμα νωχελικά κάτω από ένα δέντρο η μια καρέκλα στον κήπο ενός σπιτιού η έξω στο χωριό, όπου υπήρχαν πολλές κρυψώνες και σκοτεινές γωνιές για να τους προφυλάξουν από τον ήλιο. Φυσικά καμιά από τις γάτες δεν είχε ποτέ ανακαλύψει την σκοτεινή και δροσερή σπηλιά όπου τελούσαν τις θυσίες οι πιστοί της Εκάτης. Όλο το χωριό ζούσε ήρεμα και με καθαρό αέρα την κάθε μέρα που περνούσε. Οι γεωργικές και κτηνοτροφικές εργασίες τους απασχολούσαν από το πρωί ως το βράδυ και έτσι κατάκοποι όπως ήταν δεν μπορούσαν να παρατηρήσουν οτιδήποτε παράξενο έπεφτε στην αντίληψη τους. Ένα τρανταχτό παράδειγμα που θα μπορούσε να τους βάλει σε ύποπτες σκέψεις ήταν πως δεν υπήρχαν αδέσποτα σκυλιά στους δρόμους. Όχι μόνο στο Ελαιοχώρι αλλά και στα επόμενα χωριά. Οι γάτες πλήθαιναν, αλλά πολύ λίγα γαυγίσματα ακουγόντουσαν εκεί, σα να μη τα σήκωνε το κλίμα. Υπήρχαν φυσικά σε αυλές σπιτιών, σε στάνες και σε στάβλους, αλλά αυτά είχαν ιδιοκτήτη. Φυσικά σε καμία περίπτωση δεν ήταν ασφαλή. Πολλά είχαν χαθεί μέσα από τα σπίτια τους και πολλοί ιδιοκτήτες παραπονιόντουσαν πως έχαναν τα σκυλιά τους χωρίς ποτέ να τα βρουν. Και αυτό το γεγονός το παρατήρησε πρώτη η Αντιγόνη, αλλά δεν το συσχέτισε με τις θυσίες στην Εκάτη. Νόμιζε πως κάποιος τα δηλητηρίαζε. Φαινόμενο πολύ συχνό για την Ελλάδα η οποία δεν είχε παιδία σε αυτό και σε πολλά άλλα θέματα δυστυχώς. Πέρασαν λίγες μέρες ακόμα και στις είκοσι τέσσερις του Αυγούστου το φεγγάρι ήταν γεμάτο, δυνατό και πολύ φωτεινό. Μέσα στη σπηλιά η Λυδία φορώντας ένα αραχνοΰφαντο φόρεμα, ξυπόλητη και κρατώντας στα χέρια της το άψυχο σώμα , ενός σκύλου κάλεσε την θεά για να της δώσει τη δύναμη να σκοτώσει τον Σεραφείμ και για να πάρει στα χέρια της το λίθινο μαχαίρι, που της είχαν στερήσει οι δυο αρχαιολόγοι. Η Λυδία έπρεπε να μην αποτύχει στα σχέδια της. Το λατρευτικό μαχαίρι των θυσιών ήταν της Εκάτης και έπρεπε με κάθε κόστος να γυρίσει σε αυτή. Η Λυδία άφησε κάτω από το άγαλμα της θεάς το κουφάρι του σκύλου και την παρακάλεσε να δεχτεί την προσφορά της και να τη βοηθήσει. Η σπηλιά ήταν θεοσκότεινη και μόνο το σύριγμα από τα ρουθούνια του τεράστιου φιδιού που κοιμόταν λίγα μέτρα πιο κάτω ακουγόταν. Η θεά της σελήνης εμφανίστηκε κρατώντας δυο δαυλούς αναμμένους στα χέρια της. Πήρε την προσφορά της Λυδίας και χάθηκε από μπροστά της. Ταυτόχρονα το
76
Σκισμένες Σελίδες σώμα της ιέρειας άρχισε να μικραίνει, να μικραίνει και να αποκτά κοντές τρίχες, μικρά πόδια και αέρινη ουρά. Η Λυδία μεταμορφώθηκε σε μια πανέμορφη γάτα με γαλανά μάτια και σκουρόχρωμα χαρακτηριστικά. Για λίγο το ναζιάρικο νιαούρισμα της αντήχησε στα τοιχώματα της σπηλιάς. Με περήφανο στητό σώμα η γάτα βγήκε έξω και πήρε το δρόμο για το μουσείο της αρχαίας Ολυμπίας. Το ζώο δε σταμάτησε λεπτό όλη τη νύχτα για να φτάσει στον προορισμό του. Στις οχτώ το πρωί που η πρωινή φύλακας έπιανε βάρδια και έφευγε ο βραδινός φύλακας η γάτα χωρίς να την καταλάβουν μπήκε μέσα και βρήκε αμέσως που ήταν το υπόγειο του μουσείου. Η Αντιγόνη έφτασε στις οχτώ και μισή στο γραφείο της. Έφτιαξε τον καφέ της και κατέβηκε και εκείνη στο υπόγειο μαζί με τον τεχνίτη ανασκαφών για να βάλουν σε κιβώτιο κάποια όστρακα που είχαν βγει από την ανασκαφή στο χτήμα του Δανιήλ Αντωνίου. Η γάτα(Λυδία) βρισκόταν κρυμμένη κάτω από την σκάλα του υπογείου που άφηνε έναν χώρο άνετο για να αποθηκευτούν διάφορα πράγματα. Μόνο τα μπλε μάτια της φαινόντουσαν καθώς καλυμμένη πίσω από ένα κιβώτιο με ευρήματα παρακολουθούσε και με τα αυτιά της άκουγε τα πάντα. -Βασίλη, θέλω να μου βρεις από την ομάδα Α τα νούμερα από το ένα ως το δέκα. Μετά βρίσκουμε την Β ομάδα και θα πάμε έτσι ως την Γ. Δεν είναι πολλά τα ευρήματα. Λίγα και όχι ιδιαίτερης σημασίας έχει η ανασκαφή στο κτήμα του Αντωνίου. – Άκουσε την Αντιγόνη να λέει στον τεχνίτη. -Εντάξει Αντιγόνη μου. Θα τα ξεχωρίσω και θα τα βάλω στο κιβώτιο εδώ.-Ναι πολύ καλά. Σε ευχαριστώ.- Του απάντησε εκείνη πολύ ευγενικά. -Με το μαχαίρι Αντιγόνη τι έγινε; Μου είπε ο Παναγιώτης πως το φυλάμε σε μια από τις αποθήκες.-Ναι. Στην τέσσερα. Μεγάλο μπέρδεμα αυτό το λίθινο μαχαίρι Βασίλη. Είναι σα να μην ανήκει στην αρχαιολογία.-Και τότε που αν όχι σε αυτή;-Στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας.- Του απάντησε εκείνη και γέλασαν. Τα μάτια της γάτας κάτω από τη σκάλα στένεψαν και τα μουστάκια της ταλαντεύτηκαν. Είχε μάθει επιτέλους που φυλασσόταν το μαχαίρι. Έκλεισε τα μάτια της και πήρε έναν ύπνο. Το βράδυ θα αργούσε ακόμα να έρθει. Την ίδια μέρα το απόγευμα ο Έκτορας διάβαζε ένα βιβλίο στο καθιστικό, αλλά δε μπορούσε να συγκεντρωθεί. Δε μπορούσε να ηρεμίσει από την στιγμή που η Κοραλία του μίλησε για τον παππού του και τις άνομες πράξεις του. Για την αίρεση και την Φιλοθέη. Για την κακή ιστορία του σπιτιού που ζούσε και τον ξαφνικό θάνατο της γιαγιάς του που δεν είχε γνωρίσει ποτέ του. Σίγουρα η Φιλοθέη είχε ζήσει μαζί της ,αλλά δε μπορούσε να την ρωτήσει. Η γυναίκα αυτή ήταν εχθρός του και θα πρόσεχε πολύ τα λόγια
77
Σκισμένες Σελίδες του μπροστά της. Φαίνεται πως την είχαν βάλει να τον έχει από κοντά να τον ελέγχει. Πόσο χαζός ήταν; Άφησε τα πολλά λεφτά του παππού του να τον οδηγήσουν σε αυτή την παγίδα. Και τώρα πως θα έβγαινε από αυτή; Τι μπορούσε να κάνει; Όλοι οι κάτοικοι του χωριού ήταν ένοχοι στα μάτια του. Δεν μπορούσαν όμως να ανήκουν όλοι στην αίρεση. Ποιοι ήταν όμως αυτοί που πίστευαν στην Εκάτη; Ήταν επιτακτική ανάγκη να μάθει τα ονόματα τους και να βοηθήσει τις δυο αρχαιολόγους να ξεσκεπάσουν την αίρεση. Ήταν η στιγμή να μπει στη σοφίτα του σπιτιού. Ήταν λίγο μετά τα μεσάνυχτα όταν στο μουσείο της αρχαίας Ολυμπίας μια γατίσια φιγούρα βγήκε γρήγορα από την κρυψώνα της και αφού περπάτησε καμαρωτά ως την πόρτα της αποθήκης με το νούμερο τέσσερα, σταμάτησε και ξάπλωσε κάτω. Μέσα σε δευτερόλεπτα η γάτα πήρε την μορφή της Λυδίας και ανέβηκε γρήγορα τα σκαλοπάτια από το υπόγειο ως επάνω τις αίθουσες του μουσείου. Η Λυδία πολύ προσεχτικά κοίταξε να δει που είναι ο φύλακας. Δεν άργησε να εντοπίσει το φυλάκιο μαζί με τον νυχτοφύλακα που ετοίμαζε καφέ για να μπορέσει να αντέξει το ξενύχτι. Στο χώρο επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Το υπόγειο βρισκόταν μακριά από το χώρο του νυχτοφύλακα και δεν θα μπορούσε να ακούσει το παραμικρό θόρυβο. Άλλωστε δεν υπήρχαν κάμερες εκεί. Η Λυδία κατέβηκε ξανά στο υπόγειο και επικαλέστηκε την βοήθεια της Εκάτης. Ήταν δική της ευθύνη να βρει και να πάρει πίσω το λίθινο μαχαίρι. Η πόρτα της αποθήκης άνοιξε χωρίς θόρυβο μόνη της και εκείνη μπήκε μέσα και αντίκρισε μια αίθουσα γεμάτη από κιβώτια πλαστικά. Το κάθε ένα είχε δικό του αριθμό, ημερομηνία και την τοποθεσία στην οποία βρέθηκαν τα διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα. Τα κιβώτια ήταν πολλά, στη μέση της αίθουσας υπήρχε ένα μεγάλο τραπέζι και δυο καρέκλες ενώ στους τοίχους έκαναν την εμφάνιση τους διάφορα μεταλλικά ράφια που περιείχαν μικρότερα κουτιά. Για δευτερόλεπτα η Λυδία σάστισε. Πως θα έβρισκε το μαχαίρι εκεί μέσα; Σίγουρα στο κιβώτιο που θα το είχαν βάλει θα ήταν ανώνυμο και κρυμμένο καλά. Θα ήθελε ώρες για να το ανακαλύψει. Τα μάτια της λαμπύρισαν στο σκοτάδι του δωματίου. Τέντωσε το δεξί της χέρι και είπε αποφασιστικά. <<Ω! Μεγάλη θεά του σκότους φέρε το μαχαίρι της θυσίας εμπρός μου>>. Αμέσως το δωμάτιο πλημμύρισε από ένα μπλε σκούρο φως και κάτι αιωρήθηκε δίπλα της. Το λίθινο μαχαίρι της Εκάτης ήταν μπροστά από τα μάτια της. Η Λυδία το άρπαξε στο χέρι της και το κράτησε σφικτά. Βγήκε από το μουσείο χωρίς να την δει κανείς και αφού απομακρύνθηκε αρκετά σταμάτησε σε ένα σταυροδρόμι γονάτισε και έπεσε στα τέσσερα και είπε. <<Ω! Μεγάλη θεά του σκότους σε ευχαριστώ για την βοήθεια σου και την μεγάλη σου υπομονή. Τώρα πια κρατώ στα χέρια μου το μαχαίρι της θυσίας σου. Επιτέλους η σφραγίδα μαζί σου θα κλείσει και θα είμαστε έτοιμοι ξανά για την πρώτη θυσία. Δώσε μου την δύναμη να σταθώ αντάξια
78
Σκισμένες Σελίδες στο πλάι σου. Να γίνω η αρχιειέρεια σου και να σε υπηρετώ>>. Και η Εκάτη εισάκουσε τα παρακάλια της. Ήταν πια η στιγμή για να πάρει όλη την εξουσία μια γυναίκα στην αίρεση. Η Λυδία άρχισε να αλλάζει μορφή και έγινε ξανά ο μαύρος αρχοντικός σκύλος που κρατούσε το μαχαίρι ανάμεσα στα κοφτερά δόντια του. Τα μάτια του σε έντονο κίτρινο χρώμα έκοψαν την μαύρη νυχτιά σε κομμάτια και άρχισε να τρέχει γρήγορα προς το Ελαιοχώρι. Την ίδια στιγμή ο Έκτορας έσπαγε με ένα κατσαβίδι την κλειδαριά της πόρτας στην σοφίτα και έμπαινε μέσα στο απαγορευμένο δωμάτιο. Άναψε ένα μικρό πορτατίφ που βρήκε απάνω σε ένα σκονισμένο γραφείο. Ο χώρος ήταν μικρός, το γραφείο είχε επάνω του αρκετά βιβλία γεμάτα από σκόνη, μια καρέκλα, ένα πορτατίφ, ένα μεγάλο σταχτοδοχείο και δυο πίπες. Πίσω του έκανε την εμφάνιση της μια βιβλιοθήκη με πολλά και παλιά βιβλία. Ο Έκτορας τα κοίταξε αλλά δεν ήξερε κανέναν από τους τίτλους. Άνοιξε ένα από τα δυο συρτάρια του γραφείου και είδε ένα βιβλίο με χοντρό εξώφυλλο. Το πήρε στα χέρια του και έμεινε να το κοιτάζει σα χαζός. Το βιβλίο είχε τον τίτλο << ΟΙ ΨΑΛΜΩΔΙΕΣ ΤΗΣ ΕΚΑΤΗΣ>>.
Σκισμένες Σελίδες
79
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Ο Έκτορας ξεφύλλισε το βιβλίο. Δεν ήταν ακριβώς βιβλίο, απλά ένας τόμος με σκληρά μαύρα εξώφυλλα. Ο Έκτορας βρήκε μέσα διάφορες επικλήσεις προς την θεά Εκάτη γραμμένες από τον γραφικό χαρακτήρα του παππού του. Η τουλάχιστον υπέθεσε πως ήταν δικός του γιατί απλά δε μπορούσε να ήταν κάποιου άλλου. Αυτά που διάβασε ήταν τόσο φοβερά που του σηκώθηκαν οι τρίχες στο κεφάλι. Ήταν τόσο απίστευτα αυτά που την παρακαλούσαν που ο Έκτορας δεν πίστευε στα μάτια του. Έβαλε γρήγορα το βιβλίο στο συρτάρι και το έκλεισε απαλά. Του φάνηκε πως άκουσε ένα θόρυβο στη σκάλα και ενστικτωδώς έσβησε το πορτατίφ και κοντοστάθηκε πίσω από την πόρτα. Για δευτερόλεπτα δεν ακούστηκε τίποτα , αλλά μετά από λίγο άκουσε ένα τρίξιμο έξω από την σοφίτα. Έπρεπε να το περιμένει. Η Φιλοθέη τον είχε καταλάβει. Δεν ήξερε πως αλλά τώρα ήταν πολύ δύσκολο να κάνει πίσω. Να κρυφτεί, αποφάσισε λοιπόν, αφού δεν μπορούσε να κλειδώσει την πόρτα μιας και είχε σπάσει την κλειδαριά να ρίξει όλο το βάρος του κορμιού του σε αυτή έτσι ώστε να μην καταλάβει εκείνη πως την πόρτα την έχει παραβιάσει κάποιος. Και αυτό έκανε αλλά ευτυχώς για εκείνον η Φιλοθέη απλά με ένα φακό φώτισε την σφαλιστή πόρτα και τον γύρω χώρο και κατέβηκε την σκάλα με δυσκολία για να πάει στο δωμάτιο της. Αυτό το έκανε κάθε βράδυ από την ημέρα που είχε πεθάνει ο Δανιήλ και ο χώρος της σοφίτας είχε κλειδωθεί για πάντα. Μόλις ο Έκτορας ένιωσε πως η Φιλοθέη είχε φύγει άναψε ξανά το πορτατίφ και άρχισε να ψάχνει τη βιβλιοθήκη και στο χώρο να βρει ίσως κάποια αποδειχτικά στοιχεία για την εμπλοκή του σε κάποια αίρεση. Ο Έκτορας καθώς η νύχτα περνούσε κατέβαζε τα διάφορα άγνωστα για εκείνον βιβλία, τα ξεφύλλιζε , διάβαζε κάποια που ήταν στα λατινικά και γενικά ήταν σε μια υπερδιέγερση και σε μια ψυχική κατάσταση που τον είχε κάνει πολύ νευρικό. Δεν ήξερε τι έψαχνε. Τι έπρεπε να βρει για να μάθει το αληθινό πρόσωπο του παππού του, αλλά όταν από το τρίτο ράφι της βιβλιοθήκης έχοντας το χέρι του ανάμεσα σε βιβλία να ψαχουλεύει στα τυφλά βρήκε ένα μικρό βιβλίο χωμένο πίσω από κάποια άλλα, του κίνησε την περιέργεια να το πάρει στα χέρια του. Ήταν οι Μεγάλες Προσδοκίες του Κάρολου Ντίκενς. Του φάνηκε πολύ παράξενο να υπάρχει εκεί αυτό το παιδικό βιβλίο, μέσα σε εκείνα τα αντιχριστιανικά βιβλία που διάβαζε ο παππούς του. Πήγε να το ξεφυλλίσει και τότε από μέσα του έπεσαν στο
80
Σκισμένες Σελίδες πάτωμα κάποιες σελίδες. Ο Έκτορας νόμισε πως ήταν του βιβλίου γιατί δεν υπήρχε καλός φωτισμός στο δωμάτιο. Όταν όμως τις πήρε στα χέρια του κατάλαβε πως ήταν γραμμένες από χέρι. Τις μέτρησε. Ήταν πάνω από τριάντα. Κοίταξε το ρολόι στο χέρι του. Η ώρα ήταν τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Τακτοποίησε την βιβλιοθήκη και έβαλε στην ακριβή τους θέση τα βιβλία. Έκλεισε το πορτατίφ και αθόρυβα έφυγε από την σοφίτα, αφού τράβηξε απαλά την πόρτα. Το πρωί που η Φιλοθέη θα πήγαινε για ψώνια στο χωριό θα άλλαζε την κλειδωνιά με μια καινούργια για να μην καταλάβει εκείνη πως την είχε παραβιάσει κάποιος. Μπήκε γρήγορα στο δωμάτιο του και ξάπλωσε στο κρεβάτι του, άναψε το φως στο κομοδίνο και με τις σκισμένες σελίδες στα δυο του χέρια ξεκίνησε να τις διαβάζει. Μια ώρα σχεδόν μετά ο Έκτορας μπόρεσε επιτέλους να σηκώσει τα μάτια του από αυτά που διάβαζε και ψέλλισε. <<Ω! ΘΕΕ ΜΟΥ>> Στις οχτώ το πρωί που κατέβηκε για το πρωινό του ήταν τελείως βυθισμένος στις σκέψεις του. Όταν είδε την Φιλοθέη της είπε ένα ξερό καλημέρα και ήπιε με το κεφάλι κατεβασμένο τον καφέ του. Μισή ώρα μετά μπήκε στο αμάξι του και έφυγε για το μουσείο της αρχαίας Ολυμπίας. Φτάνοντας εκεί ζήτησε από τον φύλακα που έκανε την πρωινή του βάρδια την αρχαιολόγο Αντιγόνη Νικολάου και εκείνος τον πήγε στο γραφείο της. Μπαίνοντας μέσα αφού χτύπησε διακριτικά την πόρτα, την είδε να μιλά στο τηλέφωνο διαβάζοντας κάποια χαρτιά. Του έκανε χαμογελώντας νεύμα να καθίσει και εκείνος αναπαύθηκε βολικά σε μια καρέκλα ώσπου εκείνη να τελειώσει. -Καλημέρα. Πολύ χαίρομαι που σε βλέπω.- Την άκουσε να του λέει λίγα λεπτά αργότερα. -Καλημέρα Αντιγόνη. Σου ζητώ συγγνώμη που ήρθα έτσι ξαφνικά αλλά ήταν μεγάλη ανάγκη να σε δω.-Τι συμβαίνει;-Αναπάντεχα βρήκα αποδείξεις για την δράση του παππού μου και ποια είναι τα πρόσωπα που αποτελούν τον πυρήνα της αίρεσης του Μαύρου αέρα.-Του Μαύρου Αέρα; Δηλαδή;-Ο παππούς μου Αντιγόνη υπήρξε ένας πολύ κακός άνθρωπος. Όσο ζούσε είχε ιδρύσει μια σκοτεινή αίρεση που λάτρευε την θεά Εκάτη και έκανε θυσίες στο μιαρό όνομα της. Το Ελαιοχώρι δεν είναι το ήσυχο χωριό που δείχνει, με τους απλοϊκούς κατοίκους και τον καθαρό αέρα, είναι τόπος φονιάδων.-Είσαι σίγουρος για αυτά που λες;- Τον ρώτησε σοβαρά εκείνη. -Αντιγόνη έχω στα χέρια μου κάποιες σελίδες που από ότι κατάλαβα έχουν σκιστεί από ημερολόγιο. Ανήκουν στην γιαγιά μου, την Τριανταφυλλιά Αντωνίου. Εχτές το βράδυ μπήκα κρυφά στην σοφίτα του σπιτιού.
81
Σκισμένες Σελίδες Έσπασα την κλειδαριά και χωρίς να κάνω θόρυβο έψαξα όλο το δωμάτιο. Ο παππούς μου έχει εκεί μαζέψει πολλά βιβλία. Τα περισσότερα είναι γραμμένα στα Λατινικά. Άγνωστα για εμένα βιβλία. Φαίνεται πως έχουν να κάνουν με μαγεία. Στο συρτάρι του γραφείου του υπήρχε ένα χοντρό βιβλίο με δερμάτινα εξώφυλλα και μέσα έγραφε σαν επικεφαλίδα <<Οι ψαλμωδίες της Εκάτης>>. Εσύ σαν αρχαιολόγος ξέρεις κάτι για αυτό;-Έκτορα δεν αναφέρεται πουθενά σε κανένα από τα αρχαία κείμενα να υπάρχουν ψαλμωδίες για την αρχαία θεά. Η μαγεία στην αρχαία Ελλάδα δεν ήταν διαδεδομένη όσο στις ανατολικές χώρες. Για αυτό και το μαχαίρι που βρήκαμε στο κτήμα του παππού σου δε μπορούμε να το κατατάξουμε σε κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Νομίζω πως εδώ έχουμε να κάνουμε με μια σκοτεινή ομάδα ανθρώπων που δρα ανάμεσα στα χρόνια και στους αιώνες και παραδίδει τις γνώσεις της από γενιά σε γενιά με απόλυτη μυστικότητα. Έτσι πιστεύω, δεν είμαι όμως εγώ η αρμόδια για μια τέτοια περίπτωση. Κατάλληλη είναι η Κοραλία.-Αντιγόνη στις σκισμένες αυτές σελίδες κατονομάζει όλους τους εμπλεκόμενους στην αίρεση. Μέσα σε αυτούς είναι και ο αστυνομικός διευθυντής Βαγγέλης Σεβαστάκης, η Φιλοθέη Αντύπα και αρκετοί ακόμα. Περίπου τριάντα άτομα.-Τότε έχουμε σίγουρα μεγάλο πρόβλημα. Αν και η αστυνομία εμπλέκετε σε τέτοιες άνομες πράξεις τι μπορούμε να καταφέρουμε εμείς; Τα χέρια μας είναι δεμένα.- Του απάντησε σοβαρά προβληματισμένη η Αντιγόνη και έστριψε ένα τσιγάρο. -Η Κοραλία είναι στο χτήμα του παππού μου;- Την ρώτησε εκείνος. -Ναι. Και μάλλον θα τελειώσουν αυτή την εβδομάδα. Δε δείχνει να υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα στο οικόπεδο πέρα δηλαδή από το λίθινο μαχαίρι δε βγάζει τίποτα άλλο. Έτσι λοιπόν καταλήγω στο συμπέρασμα πως κάτι έγινε και κάποιος το έχασε. Σε κάποιον έπεσε.-Θα περάσω από την Κοραλία τώρα εγώ. Θα της πω όλα όσα βρήκα και καλό θα είναι να προσέχουμε. Αν το λίθινο μαχαίρι ανήκει στην αίρεση θα προσπαθήσουν να το πάρουν. Το έχετε φυλάξει καλά;-Στο μουσείο βρίσκεται Έκτορα, το μουσείο φυλάσσεται. Νομίζω πως δε μπορούν να μας το πάρουν. -Εντάξει Αντιγόνη. Θα μιλήσουμε ξανά. Να προσέχεις.-Σε ευχαριστώ Έκτορα, και εσύ.-Του απάντησε εκείνη και τράβηξε μια ρουφηξιά από το βαρύ της τσιγάρο. Πίσω στο Ελαιοχώρι η Λυδία ξυπνούσε δίπλα στον Σεραφείμ που κοιμόταν γυμνός, έχοντας το αριστερό του χέρι έξω από τα σκεπάσματα και το δεξί του επάνω στο εξίσου γυμνό κορμί της. Η Λυδία σηκώθηκε απαλά χωρίς να τον ξυπνήσει. Φόρεσε την μαύρη ολομέταξη ρόμπα της και πήγε στην κουζίνα. Έφτιαξε για τον Σεραφείμ ένα ζεστό καφέ νες και για εκείνη ένα εσπρέσο. Μόνο που στον δικό του πρόσθεσε και λίγο από το φίλτρο που
82
Σκισμένες Σελίδες του έριχνε καθημερινά σε οτιδήποτε έτρωγε η έπινε εκείνος. Το σχέδιο της Λυδίας για την εξόντωση του εραστή της προχωρούσε σιγά και σταθερά. Ο Σεραφείμ ένιωθε καθημερινά να χάνει την όρεξη του και να αδυνατίζει, χωρίς κανένα παθολογικό λόγο. Σα να μαράζωνε. Μέρα με τη μέρα, ώρα με την ώρα, λεπτό το λεπτό. Απόλυτα ικανοποιημένη η Λυδία σκεφτόταν πως αφού είχε ανακτήσει το λίθινο μαχαίρι και είχε τον Σεραφείμ κάτω από την κυριαρχία της ήταν η ώρα να πλανέψει τον Έκτορα Αντωνίου. Η σφραγίδα με την Εκάτη έπρεπε να ανανεωθεί από το αίμα του εγγονού, του ιδρυτή της αίρεσης. Και αυτό θα γινόταν το γρηγορότερο. Η θεά είχε αρκετό καιρό να πιει αίμα από τις θυσίες. Τώρα που το μαχαίρι ήταν στα χέρια της, στα δικά της χέρια, χωρίς να το γνωρίζει κανείς άλλος, αυτό της εξασφάλιζε και την κυριαρχία της στον πρώτο βαθμό της ιεραρχίας. Η Λυδία γινόταν η ιέρεια της Εκάτης έχοντας εκτοπίσει με δόλιο τρόπο τον Σεραφείμ από την θέση που του είχε παραχωρήσει ο Δανιήλ Αντωνίου. Με ένα χαιρέκακο χαμόγελο στα χείλη της πήγε τους καφέδες στην κρεβατοκάμαρα. Ο Σεραφείμ άνοιξε τα μάτια του. Σηκώθηκε με την πλάτη στο κρεβάτι, ήπιε μια γουλιά από τον καφέ του και της είπε. -Δεν αισθάνομαι πολύ καλά. Σαν να ζαλίζομαι.-Μήπως έχει κρυώσει το στομάχι σου; Ίσως κάποια ίωση.-Δεν ξέρω Λυδία. Μου φαίνεται πως θα μείνω στο κρεβάτι όλη την ημέρα. Εσύ τι έχεις να κάνεις; Με το λίθινο μαχαίρι τι γίνεται; Μη ξεχνάς πως στα μέσα του Οκτώβρη πρέπει να κάνουμε μια μεγάλη θυσία στη θεά, να έχουμε σφραγίσει την νέα συμφωνία μαζί της, με το αίμα του Έκτορα Αντωνίου, και να έχουμε στα χέρια μας το μαχαίρι. Αν τίποτα από αυτά δεν έχει γίνει η μανία της θα πέσει επάνω μας.-Τα έχω όλα υπό έλεγχο. Μη φοβάσαι τίποτα. Ξεκούραση χρειάζεσαι. Τον Έκτορα Αντωνίου τον έχω στο χέρι. Είναι εύκολος σαν θύμα. Δε με έχει δει ποτέ του. Είναι χωρισμένος από ότι γνωρίζω και είμαι πολύ καλή στο να κάνω τους άντρες να με ποθήσουν. Και εκείνος θα έχει καιρό να πάει με γυναίκα.-Εντάξει βασίζομαι επάνω σου. Νομίζω πως θα κοιμηθώ ξανά.-Ναι αυτό να κάνεις. Φεύγω και θα έρθω το απόγευμα.- Του απάντησε εκείνη και εκείνος σκεπάστηκε και πολύ γρήγορα τον πήρε ο ύπνος. Ένας ύπνος βαθύς γεμάτος τρομακτικά όνειρα. Χωρίς να το φαντάζεται ο Σεραφείμ το σώμα του φθειρόταν σιγά σιγά. Οι δυνάμεις του θα τον άφηναν στο τέλος και ο θάνατος θα ήταν η σωτηρία στο μαρτύριο του. Το φίλτρο της Λυδίας ήταν απόλυτα ισχυρό και αποτελεσματικό , όπως και η αποφασιστικότητα την για την αρχηγία της αίρεσης. Βγαίνοντας από το σπίτι του την επόμενη νύχτα ο Έκτορας είχε αποφασίσει να πάει να πιει ένα ποτό, σε ένα από τα δυο μπαρ του χωριού. Από τότε που είχε έρθει στο Ελαιοχώρι δεν είχε επιτρέψει στον εαυτό του να χαλαρώσει.
83
Σκισμένες Σελίδες Δεν είχε προλάβει άλλωστε. Μέχρι να διευθετήσει τα του κτήματος, να μάθει για την περιουσία του, και να γνωρίσει τους ανθρώπους που θα δούλευαν πλέον για εκείνον και όχι για τον παππού του, δεν είχε μείνει καθόλου χρόνος για ηρεμία και διασκέδαση. Και με τα τελευταία νέα για τις ανασκαφές στο καινούργιο ελαιοτριβείο, το λίθινο μαχαίρι της Εκάτης , τις κρυφές πράξεις του παππού του και τους ανθρώπους πίσω από την αίρεση , σίγουρα δε μπορούσε να χαλαρώσει. Όταν μπήκε στο μπαρ κάθισε χωρίς να κοιτάξει γύρω του σε ένα τραπέζι και πήρε ένα ουίσκι με πάγο. Άναψε τσιγάρο και σκεφτικός το κάπνισε καθώς ακουγόταν ένα τραγούδι των Simply Minds δυνατά από τα ηχεία. Περνούσαν οι σκέψεις από το μυαλό του με απίστευτη ταχύτητα. Ο ίδιος ο αστυνομικός διοικητής ήταν μέλος της οργάνωσης. Και μόνο αυτό το γεγονός ήταν αρκετό για να σηκωθεί και να φύγει από εκεί το συντομότερο. Ναι αυτό θα έκανε. Δεν τον ενδιέφερε ούτε η κληρονομιά και τα λεφτά του παππού του, ούτε που σε όλη του τη ζωή θα περνούσε με τον πενιχρό μισθό του καθηγητή. Όχι. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η ασφάλεια του και η ψυχική του γαλήνη. Αν έμενε εκεί σίγουρα κάποιοι θα τον έβγαζαν από την μέση. Και φυσικά δε μπορούσε να έχει σε κανέναν εμπιστοσύνη. Αυτά όμως που έγραφε η γιαγιά του σε αυτές τις σελίδες ήταν φρικτά. Πως μπορούσαν αυτοί οι άνθρωποι να είχαν διαπράξει τόσα εγκλήματα και όμως να έμεναν ατιμώρητοι; Η γιαγιά του είχε περιγράψει με κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια όλες τις πράξεις της μυστικής αίρεσης. Όπως και εκείνος έτσι και η Τριανταφυλλιά Αντωνίου ζούσαν σε μια κλειστή κοινωνία και τους περιτριγύριζαν μια κλίκα από διαβολικούς ανθρώπους. Γύρω στις τριάντα οικογένειες είχε κατονομάσει η Τριανταφυλλιά πως είχαν εισχωρήσει τότε , αλλά με τα χρόνια θα είχαν γίνει περισσότερες. Έτσι κανείς δεν γνώριζε στα αλήθεια ποιος ήταν ο διπλανός του. Δε μπορούσε να εμπιστευτεί τον γείτονα η το φίλο του. Ποιος να το φανταζόταν ποτέ πως αυτό το όμορφο , ηλιόλουστο , γεμάτο χαρωπούς ανθρώπους χωριό ήταν στην πραγματικότητα η ίδια η κόλαση; Ο Έκτορας ήπιε μονορούφι το υπόλοιπο ποτό του και άναψε ένα δεύτερο τσιγάρο την ώρα που στο μπαρ έμπαινε η Λυδία ντυμένη με αθλητική περιφορά και έχοντας ένα σακίδιο στην πλάτη της. Ο μπάρμαν την κοίταξε στα μάτια και της έκανε νόημα για το που καθόταν ο Έκτορας. Εκείνη προχώρησε και έκανε ψέματα πως σκόνταψε στην καρέκλα του. -Ω! Συγγνώμη κύριε. Τι αδέξια που είμαι. Σας χτύπησα;- Του απάντησε με τέτοια ευγένεια που ο Έκτορας τα έχασε για λίγο. -Όχι κυρία μου. Δε με χτυπήσατε. Μήπως εσείς; -Είμαι εντάξει. Ξέρετε μόλις ήρθα στο χωριό και θα ήθελα να πιω κάτι.-Μπορείτε να καθίσετε μαζί μου. Όπως βλέπετε είμαι μόνος μου. Με λένε Έκτορα Αντωνίου.-Χάρηκα κύριε Αντωνίου. Εγώ είμαι η Όλγα.- Του απάντησε, άφησε το σακίδιο της κάτω και κάθισε απέναντι του. Ο Έκτορας την ρώτησε τι θα πιει και όταν εκείνη του ζήτησε μια μπύρα εκείνος την παράγγειλε και της
84
Σκισμένες Σελίδες πρόσφερε ένα τσιγάρο. -Σας ευχαριστώ. Νομίζω πως το τσιγάρο το χρειαζόμουν μετά από μια τόσο κουραστική ημέρα.-Δεν είσαστε από τα μέρη μας να υποθέσω.- Την ρώτησε εκείνος. -Έχω ξαναέρθει πριν από χρόνια εδώ για να επισκεφτώ ένα φίλο μου. Ζω και εργάζομαι στη Θεσσαλονίκη.-Μάλιστα. Και ο φίλος σας είναι από το Ελαιοχώρι;-Όχι. Από το κατωχώρι , αλλά εκεί δεν έχει κάποιο ξενώνα για να κοιμηθώ. Και έτσι πριν από μισή ώρα που έφτασα πήγα στον ξενώνα , άφησα την μεγάλη την βαλίτσα και ήρθα εδώ να πιω κάτι. Πιο πολύ να χαλαρώσω ακούγοντας μουσική.-Και πολύ καλά κάνατε. Ο dj εδώ παίζει καλά κομμάτια.- Της είπε εκείνος ενώ η Λυδία σαν Όλγα έπαιζε με απίστευτη φυσικότητα τον ρόλο της για να μπορέσει να προσεγγίσει τον Έκτορα. Η αλήθεια φυσικά ήταν πως δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει και πολύ με κανένα αρσενικό. Όλοι έπεφταν κονταροχτυπημένοι από την γοητεία της. Ήταν τόσο απίστευτα όμορφη σέξι και λάγνα που οι άντρες την ποθούσαν αμέσως. Δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση λοιπόν ο Έκτορας. Τα μάτια της Λυδίας –Όλγας ήταν παιχνιδιάρικα, πολύ έξυπνα και διεισδυτικά. Όταν σε κοιτούσαν σε έγδυναν αμέσως. Δε μπορούσες να τους αντισταθείς γιατί ήξεραν κάθε κρυφή σκέψη, κάθε κίνηση, κάθε κουβέντα. Μετά από μια ώρα και ενώ ο Έκτορας έπινε το τρίτο του ποτό και η ΛυδίαΌλγα την δεύτερη μπύρα της τα γεγονότα εξελίχτηκαν πολύ γρήγορα. Ο Έκτορας προθυμοποιήθηκε να την συνοδεύσει ως τον ξενώνα. Εκείνη πήγε ένα βήμα πιο πέρα και τον κάλεσε στο δωμάτιο της για ένα τελευταίο ποτό, μιας και το κάθε δωμάτιο του ξενώνα διέθετε ποτά, και μετά κατέληξαν να κάνουν άγριο σεξ. Μόνο που μετά την πράξη ο Έκτορας αφού είχε πιει ακόμα δυο ποτά που στο τελευταίο υπήρχε μια δόση υπνωτικού κατέρρευσε επάνω στο γυμνό ιδρωμένο κορμί της Λυδίας. Δεν κατάλαβε για πότε κοιμήθηκε τόσο βαθιά, παρά την επόμενη ημέρα το πρωί που άνοιξε τα μάτια του. Το κεφάλι του το ένιωσε βαρύ σαν πέτρα και το στόμα του στεγνό από την νικοτίνη. Έκανε να σηκωθεί και από την ζαλάδα πάρα λίγο να πέσει στο πάτωμα. Με κινήσεις μηχανικές μπήκε στο ντους τρεκλίζοντας και άνοιξε το νερό να πέσει επάνω του. Μόνο όταν βγήκε από το μπάνιο με την πετσέτα τυλιγμένη γύρω από τη μέση του κατάλαβε πως έλειπε η Όλγα-Λυδία. Τα πράγματα της και η ίδια είχαν εξαφανιστεί τόσο γρήγορα όπως είχε εμφανιστεί στο μπαρ το προηγούμενο βράδυ. Δεν είχε αφήσει ούτε ένα ίχνος πίσω της. Τι και αν ρώτησε στη ρεσεψιόν του ξενώνα το πρωί για αυτή. Η απάντηση που του έδωσαν ήταν πως η κυρία είχε πληρώσει το δωμάτιο και τα ποτά και είχε φύγει στις έξι το πρωί για άγνωστη κατεύθυνση.
85
Σκισμένες Σελίδες Στις δέκα το πρωί της ίδιας μέρας η Κοραλία έμπαινε στο γραφείο της Αντιγόνης φορώντας ένα πράσινο χακί παντελόνι με τσέπες και ένα άσπρο πουκάμισο με σηκωμένα τα μανίκια. -Κάνει ζέστη σήμερα τελικά.- Είπε στη φίλη της και κάθισε σε μια καρέκλα. -Ακόμα στον Σεπτέμβρη είμαστε. Ο καιρός είναι καλός και θα παραμείνει πιστεύω. Από τον Οκτώβρη πιάνουν συνήθως τα κρύα. – -Ναι έχεις δίκιο. Τέλος πάντων, σήμερα τελειώσαμε και τυπικά με την ανασκαφή. Μαζέψαμε τα εργαλεία και κάποια όστρακα που βρήκαμε. Στα έχω τακτοποιημένα στις σακούλες ανά ομάδες. Τίποτα όμως το ενδιαφέρον. Ο Έκτορας Αντωνίου μπορεί να πάρει την άδεια οικοδομήσεως για το καινούργιο ελαιοτριβείο.-Ο Έκτορας ανακάλυψε μια μυστική οργάνωση που υπάρχει στο χωριό. Την είχε ιδρύσει ο παππούς του. Εμπλέκονται αρκετοί. Και το χειρότερο είναι πως το μαχαίρι που βρήκαμε στο οικόπεδο του είναι το μαχαίρι της θυσίας προς την θεά Εκάτη που λατρεύουν. Το ξέρουν ότι βρίσκεται στα χέρια μας. Θα κάνουν τα αδύνατα δυνατά για να μας το πάρουν. Είμαστε πολύ άσχημα μπλεγμένες.- Της είπε πολύ σοβαρά η Αντιγόνη και έλιωσε το τσιγάρο στο τασάκι, αφήνοντας μετέωρη την Κοραλία, να την κοιτάζει σα χαμένη. Όταν συνήλθε από την έκπληξη της απάντησε. -Ούτε σε ταινία να παίζαμε. Το όλο θέμα έχει αποκτήσει μεγάλο ενδιαφέρον. Καλούμαστε τώρα να τα βάλουμε με μια πανίσχυρη ομάδα ανθρώπων που για χρόνια έχουν συνεχή δράση και το κάνουν χωρίς να τους ενοχλήσει κανένας. Το ερώτημα μου είναι προς εσένα. Είσαι έτοιμη για δράση;Συνέχισε γελώντας η Κοραλία και σηκώθηκε όρθια. -Μα δε μου λες τρελάθηκες; Για παιχνίδι το πέρασες; Εδώ έχουμε να κάνουμε με αδίσταχτους ανθρώπους. Ο Έκτορας ήρθε και με βρήκε σχεδόν πανικόβλητος. Η γιαγιά του είχε κατονομάσει σε κάτι σελίδες που βρήκε στην βιβλιοθήκη του παππού του όλα τα άτομα που εμπλέκονταν σε αυτή την αίρεση πριν από πολλά χρόνια. Γιατί τώρα σίγουρα θα έχουν προστεθεί και άλλα. Σε αυτές τις σελίδες έχει περιγράψει όλες τις φρικτές πράξεις που είχαν πραγματοποιήσει. Και αυτό δεν το ονομάζω εγώ αρχαιολογία. – Της είπε εκνευρισμένη η Αντιγόνη προσπαθώντας να στρίψει ακόμα ένα τσιγάρο. -Που το έχεις το μαχαίρι;-Στην αίθουσα τέσσερα. Γιατί;-Πάμε στο υπόγειο αμέσως.-Τι σε τσίμπησε Κοραλία μέλισσα; Πως σου ήρθε τώρα αυτό;-Δεν ξέρω απλά έχω ένα προαίσθημα. Ποιος φύλακας έχει βάρδια τώρα;-Η Νικολέτα.-Φώναξε την να φέρει το κλειδί της αίθουσας. Τώρα Αντιγόνη. Τώρα αμέσως.- Φώναξε εκείνη με τα μάτια της να πετούνε φλόγες. Ο Σεραφείμ ανασηκώθηκε στο κρεβάτι του με κόπο. Πονούσε ολόκληρο το
86
Σκισμένες Σελίδες σώμα του. Φόρεσε τη ρόμπα του και προχώρησε με αργά και βήματα που τρέμανε προς το μπάνιο. Μπήκε κάτω από την ντουζιέρα, αφού πέταξε στο πάτωμα την ρόμπα. Όλα του ερχόντουσαν γύρω. Ζαλιζόταν σε μεγάλο βαθμό και τα μάτια του δεν έβλεπαν καλά. Μάλλον είχε παραισθήσεις γιατί το νερό που έπεφτε επάνω του δεν ήταν καθαρό. Ο Σεραφείμ ανακάλυψε ότι ήταν λασπόνερο. Κοίταξε κάτω στα πόδια του. Το νερό ήταν γεμάτο λάσπη και χώμα. Έκλεισε αηδιασμένος την παροχή του νερού. Του φάνηκε πως άκουσε έναν ήχο λίγο περίεργο. Όρθιος μέσα στο μπάνιο και γυμνός προσπάθησε να ακούσει όσο γινόταν καλύτερα. Ναι, κάτι εκεί έξω, έξω από την πόρτα του δωματίου σφύριζε. Η μάλλον ανέπνεε βαθιά. Σαν να ήταν ο ήχος ενός φιδιού; Κάτι σερνόταν εκεί έξω; Ήταν ο ήχος ενός φιδιού όταν σερνόταν στο πάτωμα. Μα δε μπορούσε να ήταν αληθινό αυτό. Φίδι μέσα στο σπίτι του; Στο χωριό βέβαια υπήρχαν, αλλά στο δάσος ή στα κτήματα. Ποτέ δεν είχε σημειωθεί κρούσμα μέσα στο Ελαιοχώρι μέσα στα σπίτια των κατοίκων. Ο Σεραφείμ άνοιξε ξανά την ντουζιέρα, αλλά το νερό που έπεσε επάνω του αυτή τη φορά ήταν γεμάτο από μικρούς γυρίνους. Με τα χέρια του προσπάθησε να τα βγάλει από το κορμί του και σαν τρελός φόρεσε το μπουρνούζι και έκανε να βγει από το μπάνιο. Ήξερε πως αυτά που του είχαν συμβεί δεν ήταν παραισθήσεις. Ήταν καθαρή μαγεία, γι αυτό και όλες οι εξετάσεις που έκανε δεν έδειξαν τίποτα οργανικό. Κάποιος έπαιζε παιχνίδι στην πλάτη του. Αλλά ποιος; Και γιατί; Ένιωθε τόσο αδύναμος. Και τα πόδια δεν τον βαστούσαν. Ήθελε απλά να πέσει στο κρεβάτι του, αλλά όταν άνοιξε την πόρτα του μπάνιου βρέθηκε να ατενίζει ένα απίστευτο θέαμα. Το σπίτι ήταν γεμάτο από φίδια. Στο πάτωμα , στους τοίχους , στα ταβάνια , στα έπιπλα. Όλος ο τόπος έβριθε από αυτά. Οι πόρτες, τα παράθυρα, η τηλεόραση, οι πολυθρόνες, ακόμα και αυτό του το κρεβάτι ήταν γεμάτο από φίδια. Ο Σεραφείμ δεν τα άντεχε τα φίδια. Ήταν ο παιδικός του φόβος. Βλέποντας τα να έχουν κατακλίσει το σπίτι του τον έπιασε πανικός. Προσπάθησε να περάσει ανάμεσα τους. Να φύγει από εκεί μέσα , αλλά του ήταν αδύνατον. Όλο το πάτωμα έμοιαζε να είχε καλυφθεί από αυτά, όπου και έβαζε τα πόδια του τα πατούσε. Ήξερε όμως πως έπρεπε να βάλει τα δυνατά του για να ξεφύγει. Οι δυνάμεις του όμως είχαν εξασθενίσει και έτσι έπεσε με γδούπο στο πάτωμα και τα φίδια κάλυψαν κάθε σπιθαμή του σώματος του. Η τελευταία τρομακτική κραυγή του Σεραφείμ Χαραλάμπου έγινε την ώρα που η Αντιγόνη έβγαλε την δική της κραυγή έκπληξης, βλέποντας πως το λίθινο μαχαίρι της θυσίας έλειπε από την αποθήκη τέσσερα. -Δεν είναι δυνατόν. Το μαχαίρι θα έπρεπε να βρίσκεται εδώ.-Ναι αλλά δεν είναι. Το ένστικτο μου βγήκε αληθινό Αντιγόνη. Το πήραν.-Μα πως; Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Το μουσείο φυλάσσεται. Παντού υπάρχουν κάμερες. Και οι φύλακες είναι στη θέση
87
Σκισμένες Σελίδες τους. Όχι, κάπου εδώ θα είναι. Θα έκανα λάθος στην θέση που το έβαλα. Θα είναι μάλλον στο τρίτο ράφι. Να σε αυτό το κιβώτιο θα είναι.- Της είπε και κατέβασε το άσπρο πλαστικό κιβώτιο και το έβαλε επάνω στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι της αίθουσας. -Αντιγόνη μη ψάχνεις άδικα. Το λίθινο μαχαίρι ήταν σε μια μικρή θήκη στο δεύτερο ράφι, πίσω από το κιβώτιο με τα μικροαντικείμενα από την ανασκαφή στο οικόπεδο του Παπαδημητρίου. Να καλέσουμε την αστυνομία να πάρει αποτυπώματα αφού πρώτα ειδοποιήσουμε το αρχαιολογικό συμβούλιο και…..- Συνέχισε να λέει η Κοραλία. -Αυτό ξέχασε το. Ο αστυνομικός διοικητής του Ελαιοχωρίου είναι παλιό επίλεκτο μέλος της αίρεσης του Μαύρου Αέρα. Θεέ μου δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα. έχουμε τα χέρια μας δεμένα.- Είπε απογοητευμένη η Αντιγόνη και έκρυψε το πρόσωπο με τα δυο της χέρια. -Δε θέλω να τα χάσουμε τώρα Αντιγόνη, ψυχραιμία. Για όλα τα προβλήματα υπάρχουν λύσεις. Πάμε επάνω στο γραφείο σου. Από εκεί θα σχεδιάσουμε τις δικές μας κινήσεις και αφού αποφασίσουμε τι θα κάνουμε θα καλέσουμε και τον Έκτορα για να προχωρήσουμε μαζί.- Συνέχισε λέγοντας η Κοραλία και οι δυο γυναίκες έφυγαν από το υπόγειο φανερά προβληματισμένες. Δυο μέρες μετά ο Έκτορας Αντωνίου καθώς απολαμβάνει τον καφέ του ακούει το κινητό του να χτυπά. Απαντά αμέσως και από την άλλη γραμμή είναι η Κοραλία που του λέει. -Καλημέρα Έκτορα. Ελπίζω να μη σε ενοχλώ τόσο πρωί που σε παίρνω , αλλά είναι μεγάλη ανάγκη να σε δω εγώ και η Αντιγόνη.-Φυσικά Κοραλία. Πότε θέλετε;-Κοίτα τώρα είμαστε στο μουσείο. Δε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε εκεί. Έλεγα για το βράδυ στις οχτώ στο σπίτι μου. Στο δικό σου αποκλείεται να μιλήσουμε άνετα.-Λογικό είναι, από την στιγμή που κυκλοφορεί εδώ μέσα η Φιλοθέη. Εντάξει το βράδυ στις οχτώ θα είμαι εκεί.- Της απάντησε και καθώς σήκωσε τα μανίκια από το πουκάμισο του είδε στο αριστερό χέρι του μια κοκκινίλα στην κλείδωση του βραχίονα. Ο Έκτορας κοίταξε καλύτερα. Δεν ήταν ακριβώς ένα ξύσιμο στην επιφάνεια του δέρματος. Πιο πολύ έμοιαζε με τσίμπημα και είχε απλά λίγο φουσκώσει. Τσίμπημα από κουνούπι ίσως; Τον πονούσε λιγάκι. Το ψηλάφησε και το έφερε ακριβώς μπροστά από τα μάτια του. όχι αυτό δεν ήταν τσίμπημα από έντομο. Ήταν από βελόνα. Ο Έκτορας ανακάλυψε με τρόμο πως κάποιος του είχε πάρει αίμα. Κάποιος είχε αποσπάσει από τον οργανισμό του ένα πολύτιμο στοιχείο χωρίς εκείνος να το ξέρει η να το έχει επιτρέψει. Ήπιε τον υπόλοιπο καφέ και άναψε ένα τσιγάρο. Βγήκε στη βεράντα και κοίταξε πέρα το χωριό να απλώνεται ήσυχο, καθάριο. Αποφάσισε να πάει με τα πόδια μια βόλτα ως την πλατεία. Θα έπινε ακόμα ένα καφέ εκεί στο κλασικό καφενέ κάτω
88
Σκισμένες Σελίδες από το αιωνόβιο πλάτανο. Στα μικρά στενά δρομάκια του χωριού καθώς περπατούσε καλημέριζε τους διάφορους αγρότες που με τα τρακτέρ τους η τα αγροτικά φορτηγάκια τους , πήγαιναν στα χτήματα και στις δουλειές τους. Είχε ήλιο εκείνη την ημέρα αλλά επικρατούσε πολύ υγρασία μιας και ο ήλιος δεν είχε ακόμη σηκωθεί αρκετά. Το Ελαιοχώρι διατηρούσε όλη την κλασική γοητεία των χωριών της επαρχίας. Με τους πέτρινους δρόμους, τα σπίτια με τα κόκκινα κεραμίδια, τους κήπους των σπιτιών πνιγμένους στα λουλούδια. Με το τρεχούμενο νερό της πηγής στην κεντρική πλατεία , τους ασβεστωμένους τοίχους , τα γελαστά πρόσωπα των ηλικιωμένων, τα χαρούμενα γέλια των παιδιών που έπαιζαν στις αλάνες και την αυλή του σχολείου. Τα κοίταξε όλα αυτά καθώς προχωρούσε ρεμβάζοντας , σε όλη την διαδρομή ως τον καφενέ , ενώ σκεφτόταν πως κοιτούσε μόνο την επιφάνεια όλων αυτών. Τα σκηνικά μιας ταινίας για όλη την οικογένεια. Αγνή, παιδική, χαρούμενη. Και ξαφνικά όλα αυτά εξαφανίστηκαν από τα μάτια του και την θέση του γαλήνιου χωριού πήρε ένα άγονο χωρίς δέντρα τοπίο. Ο γαλάζιος ουρανός σκοτείνιασε, μαύρισε, και το φεγγάρι που θα έπρεπε να υπήρχε στο στερέωμα δεν φαινόταν πουθενά. Ένας παγωμένος αέρας σήκωσε χώμα από το τραχύ έδαφος και πέρα στον μαύρο ορίζοντα φωτεινές αστραπές έσχιζαν τον ουρανό. Ο Έκτορας όρθιος στη μέση του πουθενά προσπαθούσε να ζεστάνει το σώμα του που πάλευε συνέχεια, καθώς ο αέρας συνέχιζε να φυσάει λυσσαλέα τώρα με απίστευτη παγωνιά. Ο Έκτορας δε μπορούσε να δει καθαρά, αλλά του φάνηκε πάνω στο άγονο και αφιλόξενο αυτό τοπίο διέκρινε μια κίνηση. Κάτι ερχόταν προς το μέρος του. Σαν ένα μαύρο πέπλο που ταλαντευόταν στον αέρα. Και καθώς τον πλησίαζε όλο και πιο πολύ, άρχισε να παίρνει μορφή. Ήταν ένα τεράστιο μαύρο σκυλί με κίτρινα λαμπερά μάτια. Ερχόταν καταπάνω του, με τα αυτιά του όρθια και τη γλώσσα του έξω από τα κοφτερά του δόντια. Και ο Έκτορας κοκαλωμένος από το τσουχτερό κρύο δεν μπορούσε να αντιδράσει παρά περίμενε εκεί και το έβλεπε να πλησιάζει όλο και πιο πολύ, όλο και πιο πολύ, και όταν πήδηξε επάνω του η μορφή του άλλαξε και είδε μπροστά του την όμορφη γυναίκα που είχε γνωρίσει εκείνο το βράδυ στο μπαρ. Την Όλγα. Την γυναίκα με την οποία κοιμήθηκε ένα βράδυ και την έχασε με το πρώτο φως της ημέρας. Την γυναίκα που…………..που………….Και τότε το άγονο τοπίο χάθηκε και ο Έκτορας στη μέση του δρόμου είδε πως ήταν πρωί και στο Ελαιοχώρι ο ήλιος είχε βγει για να ζεστάνει και να φωτίσει την πλάση. Κοίταξε γύρω του. Απέναντι του φαινόταν καθαρά η πλατεία και το καφενεδάκι με τον μεγάλο πλάτανο στη μέση της. Όλα βρισκόντουσαν στη σωστή τους θέση. Τα γεγονότα τώρα μπορούσαν να ταξινομηθούν. Δεν ήξερε αν ήταν η φαντασία του αυτό που είχε ζήσει πριν από λίγο η απλά είχε κάνει βήματα μέσα στον χρόνο. Ίσως το τοπίο που είχε δει να ήταν το Ελαιοχώρι από το παρελθόν ή από το μέλλον. Δεν είχε ιδέα πως είχε βρεθεί εκεί και γιατί, αλλά του έδειξε τι υπήρχε κρυμμένο σε αυτό το χωριό.
89
Σκισμένες Σελίδες Το κακό είχε μορφή αλλά δεν μπορούσες να την δεις γιατί ήταν καλυμμένη από την ομορφιά. Ο Έκτορας μπήκε στο καφενείο. Του έφεραν τον καφέ και πίνοντας τον σκεφτόταν πως πολλά επικίνδυνα πράγματα στην φύση ήταν όμορφα. Τον ενοχλούσε που δεν μπορούσε να συνδυάσει την ομορφιά με κάτι που ήξερε ότι ήταν κακό, αλλά είχε άλλη αμφίεση και κοίταξε τον πλάτανο. Ακούμπησε το βλέμμα του στον κορμό του. Ωραίος, στητός και δυνατός. Αναρωτήθηκε γιατί είχε εξαφανιστεί εκείνη η όμορφη γυναίκα που είχε κοιμηθεί μαζί της. Ποια ήταν; Σίγουρα δεν την είχε ξαναδεί. Ήταν απίστευτα όμορφη. Όμορφη και επικίνδυνη. Και αυτό ήταν που έπρεπε να ταιριάξει. Την άγνωστη γυναίκα με το κακό. Τον είχαν ξεγελάσει. Είχε πιαστεί σαν τον ποντικό στη φάκα. Εκείνη ήταν που του πήρε αίμα. Και με αυτό θα έφτιαχναν την καινούργια συμφωνία με την Εκάτη. Και όταν η καινούργια σφραγίδα θα ήταν έτοιμη θα τον έβγαζαν από την μέση. Αυτή η Όλγα ήταν σίγουρα της αίρεσης. Τον κορόιδεψαν με τον πιο κλασικό τρόπο. Το ξελόγιασμα. Έπιανε πάντα και είχε σίγουρα αποτελέσματα. Μια ωραία άγνωστη γυναίκα, που τυχαία έπεσε επάνω του και τον γοήτεψε με σκοπό να τον χρησιμοποιήσει. Τα πράγματα είχαν δυσκολέψει πολύ, δε μπορούσε να ξεφύγει από εκεί. Αν και ήξερε όλα τα ονόματα αυτών που εμπλέκονταν στην αίρεση πριν από χρόνια φυσικά, εκείνος δεν ήταν ντόπιος και δεν είχε μεγαλώσει ανάμεσα τους. Δε μπορούσε λοιπόν να ξέρει ποιος κρυβόταν πίσω από ένα όνομα και δεν ήταν συνετό να ρωτά δεξιά και αριστερά γιατί θα κινούσε υποψίες. Κάπνιζε αμίλητος και το βλέμμα χάθηκε στον χώρο. Υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι στο καφενείο εκείνη την ώρα και ο Έκτορας τους κοιτούσε έναν έναν. Και κατά ένα περίεργο τρόπο του φαινόντουσαν όλοι ψεύτικοι και μοχθηροί. Πως δεν το είχε προσέξει πιο πριν; Όλοι εκεί μέσα ανταπόδωσαν το κοίταγμα του. Τα μάτια τους ήταν σκοτεινά. Κενά. Σαν να μην ήταν ζωντανοί. Μαύρα ζευγάρια ματιών τον κοιτούσαν. Μαύρα σαν τον διάβολο και ο Έκτορας βρισκόταν ανάμεσα τους. Ήξερε πια πως ο κλοιός είχε κλείσει γύρω του.
90
Σκισμένες Σελίδες
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ
-Δε μπορώ να καταλάβω πως έγινε αυτό. Πότε τον βρήκατε;-Σήμερα το πρωί κύριε διοικητά. Όχι εμείς φυσικά, η κυρία Φιλοθέη Αντύπα μας κατάγγειλε το γεγονός. Είχε πάει από εκεί, χτύπησε την πόρτα και δεν πήρε απάντηση. Κοιτάζοντας από το παράθυρο της κουζίνας του σπιτιού του τον είδε πεσμένο στο πάτωμα. Την έχουμε εδώ τώρα για να δώσει κατάθεση. - Απάντησε ο νεαρός αστυνομικός. -Περάστε την τώρα στο γραφείο μου και να μην με ενοχλήσει κανείς. Όταν τελειώσω μαζί της να δώσει κατάθεση στον Αλέξανδρο και εγώ θα πάω στο σπίτι του Σεραφείμ.- Είπε ο Βαγγέλης Σεβαστάκης και άναψε τσιγάρο. Η Φιλοθέη μπήκε δευτερόλεπτα αργότερα κουτσαίνοντας στο γραφείο του και έκλεισε πίσω της την πόρτα. -Κάτσε. – Της είπε παγερά. -Σε ευχαριστώ.-Λοιπόν τι έγινε; Πως έγινε αυτό; Καταλαβαίνεις τι πρόβλημα μου δημιουργεί το γεγονός; Τώρα μάλιστα που περιμένω τον επιθεωρητή από τα κεντρικά;-Αν υπονοείς πως τον σκότωσα εγώ σε πληροφορώ πως μπορεί να μην τον χώνεψα ποτέ, αλλά δεν θα έφτανα ως εκεί.-Γιατί πήγες στο σπίτι του;-Ήθελα να μάθω γιατί καθυστερεί με το μαχαίρι της θυσίας. Η θεά δε μπορεί να περιμένει. Τον άλλο μήνα πρέπει να τελέσουμε θυσία και να φτιάξουμε την καινούργια συμφωνία με τον λεγάμενο. – -Νόμιζα πως η Λυδία είχε αναλάβει τα πάντα. Τουλάχιστον αυτό μου είχε πει.-Ναι, αλλά δεν με έχει ενημερώσει εδώ και καιρό. Προσπάθησα να την βρω, αλλά πάντα κάτι είχε να κάνει, στο σπίτι της δεν την έβρισκα και γενικά σαν να με απόφευγε. – Του απάντησε η Φιλοθέη. -Και το λοιπόν τι είδες το πρωί στο σπίτι του Σεραφείμ;-Χτύπησα την πόρτα και δεν πήρα απάντηση. Σκέφτηκα πως δεν ήταν σπίτι, αλλά ήταν σχετικά πρωί για να είχε βγει από αυτό, αφού δεν φημίζεται για πρωινός τύπος. Και μετά είπα να κοιτάξω από το παράθυρο της κουζίνας. Συνήθως φαίνεται από εκεί το γραφείο του στο οποίο γράφει. Και αντί να τον δω εκεί είδα ένα σώμα πεσμένο στο πάτωμα της κουζίνας που φορούσε το μπουρνούζι του μπάνιου. Χτύπησα το παράθυρο και
91
Σκισμένες Σελίδες τον φώναξα. Τίποτα. ο Σεραφείμ κειτόταν εκεί ασάλευτος και πήρα στο αστυνομικό τμήμα και ανέφερα το περιστατικό. Αυτό είναι όλο και όλο.-Μα πως; Ο Σεραφείμ ήταν υγιέστατος. Δεν μου είχε πει ποτέ αν έπασχε από κάτι. Κάτι μου βρωμάει εδώ. Θα μιλήσω φυσικά με τον ιατροδικαστή που έχω ενημερώσει να έρθει το γρηγορότερο μιας και είναι προσωπικός μου φίλος, αλλά ο θάνατος του είναι πολύ μυστηριώδης. Κοίτα στην κατάθεση σου να πεις ότι μου είπες εμένα. Πως πήγες να τον επισκεφτείς. Όλοι ξέρουν στο χωριό πως ο Δανιήλ τον είχε σα γιο του και εσύ τον φρόντιζες πάντα. Δε θα υποπτευθούν τίποτα. Και μετά την κατάθεση να πας στο σπίτι. Εγώ θα κοιτάξω να βρω την Λυδία. Kάτι έχει κάνει αυτή, δεν της έχω εμπιστοσύνη. – -Ούτε και εγώ. Πάντα ήθελε να ηγηθεί της οργάνωσης. Και τώρα είναι αυτή που θα πάρει τα ηνία. Ο Δανιήλ την είχε τρίτη στην κατάταξη. Ο θάνατος του Σεραφείμ της δίνει την αρχηγία. Όλη την δύναμη στα χέρια της.-Και εγώ αυτό σκέφτηκα. Τέλος πάντων θα μάθω τι έγινε με τον ένα η τον άλλο τρόπο. Πήγαινε τώρα εσύ και όπως σου είπα.- Της απάντησε εκείνος και η Φιλοθέη σηκώθηκε με δυσκολία από την καρέκλα πήρε το μπαστούνι της και βγήκε έξω. Ο Σεβαστάκης άναψε και άλλο τσιγάρο, τράβηξε μέσα τον καπνό και τον έβγαλε από το στόμα και τα ρουθούνια του. Έβαλε το καπέλο του και βγήκε γρήγορα από το γραφείο. Πήγε με τα πόδια στο σπίτι του Σεραφείμ Χαραλάμπου. Όταν έφτασε εκεί βρήκε την Λυδία να πηγαινοέρχεται νευρική και τον παθολόγο του χωριού να ετοιμάζεται να φύγει από τον χώρο. Πήγε κοντά του. -Τι έχουμε εδώ γιατρέ;-Βαγγέλη μου το παλικάρι μας έπαθε ανακοπή καρδιάς. Τουλάχιστον αυτή είναι η πρώτη μου εκτίμηση.-Μα πως είναι δυνατόν; Ήταν πολύ νέος ακόμα για κάτι τέτοιο. Είσαι σίγουρος;-Έτσι δείχνουν οι πρώτες ενδείξεις Βαγγέλη. Υπάρχουν βέβαια και δηλητήρια που έχουν τα ίδια ακριβώς συμπτώματα, αλλά σε αυτά ειδικός είναι ο ιατροδικαστής. Πρέπει να γίνει νεκροψία στο πτώμα αν έχεις αμφιβολίες η πιστεύεις πως δεν είναι φυσικά τα αίτια του θανάτου του και εδώ έχουμε με φόνο να κάνουμε. Εγώ όμως δεν είμαι ο αρμόδιος για αυτά.-Ναι Αποστόλη αυτό έχω στο μυαλό μου. Έχω καλέσει τον Δημήτρη και θα έρθει αύριο το πρωί.-Λες να τον έφαγε κάποιος δικός μας;- Τον ρώτησε με νόημα εκείνος. -Αυτό έχω κατά νου. Ας έρθει και ο Δημήτρης αύριο και βλέπουμε.-Με την θυσία τι θα γίνει; Έχουμε καθυστερήσει. Και ο Δημήτρης αυτό με ρώτησε την περασμένη εβδομάδα. Θα ξεσπάσει η οργή της επάνω μας.-Λες να μη το ξέρω; Μη με τρελαίνεις και εσύ. Θα τα καταφέρουμε. Ξέρω πως η Λυδία δουλεύει πάνω σε αυτό.-Ποτέ δεν την εμπιστεύτηκα. Την φοβάμαι αυτή την γυναίκα. Τώρα μάλιστα
92
Σκισμένες Σελίδες που έφυγε ο Σεραφείμ αναλαμβάνει πλήρως τα καθήκοντα της μεγάλης ιέρειας προς την θεά. Γυναίκα αρχηγός στην αίρεση έχει να γίνει από τα αρχαία χρόνια. Και η θεά είναι πιο ευνοϊκή με τις γυναίκες γιατί έρχονται σε πλήρη ταύτιση με την θηλυκή της φύση.-Το ξέρω Αποστόλη, το ξέρω. Απλά θα πάμε με τα νερά της. Φύγε τώρα και θα σε ειδοποιήσω αν έχω νεότερα.- Του είπε και κοίταξε την Λυδία που καθόταν απέναντι του και κάπνιζε ειρωνικά. Την πλησίασε. -Πολύ βολικός αυτός ο θάνατος δεν νομίζεις;-Δε σε καταλαβαίνω Σεβαστάκη. Για ποιόν είναι βολικός;-Για εσένα Λυδία. Πάντα ήθελες τον πρώτο ρόλο στην ιεραρχία της αίρεσης. Μετά και τον θάνατο του Σεραφείμ η θέση είναι δική σου.-Κοίτα. Πάντα πίστευα πως έπρεπε να είναι οι γυναίκες πρώτες σε αυτό το ρόλο. Τουλάχιστον έτσι γινόταν από παλιά. Ο χριστιανισμός άλλαξε τα δεδομένα και όλοι οι ηλίθιοι πήγαν με τα λεγόμενα του προφήτη. Και κατά τα λεγόμενα του μόνο οι άντρες είχαν την εξουσία στην εκκλησία του. Η Εκάτη όμως είναι γυναίκα και οι άντρες έρχονται σε αντίθεση με την φύση της και αυτό το ξέρεις πολύ καλά. Φυσικά δεν νομίζω να πιστεύεις πως είχα κάποια ανάμιξη στον θάνατο του.-Έχεις.- Της απάντησε κοφτά. -Πρόσεξε Βαγγέλη τα λόγια σου. Αν θυμάσαι με τον Σεραφείμ είμαστε ζευγάρι για αρκετά χρόνια. Ήμασταν ερωτευμένοι. – -Εσύ δεν αγαπάς τα άντερα σου. Είσαι ανίκανη για να νιώσεις η να δώσεις αγάπη. Άκουσε λοιπόν τι πιστεύω εγώ. Πάντα παραμόνευες υπομονετικά να πάρεις την θέση του. Ο γέρο Δανιήλ προτίμησε να δώσει την εξουσία σε εκείνον και σε άφησε απ’ έξω. Και τώρα πια σε υποπτεύομαι και για τον θάνατο του Δανιήλ. Ήμουν τελείως τυφλός. Έπρεπε να το είχα καταλάβει από την αρχή. Εσύ είσαι πίσω από όλα αυτά. Και τώρα που πέθανε ο Σεραφείμ είσαι δικαιωματικά η ιέρεια της Εκάτης. Και ξέρω πόσο καλή μάγισσα είσαι. Κυρίως στο να παρασκευάζεις φίλτρα και δηλητήρια. Αν βρω στις εξετάσεις του Σεραφείμ επικίνδυνες ουσίες να το ξέρεις θα σε χώσω μέσα.- Της είπε σιγά απειλώντας την. -Δε μπορείς να μου κάνεις τίποτα Βαγγέλη. Δεν έχεις την δύναμη να μου κάνεις κακό. Κάνε πίσω. Εσύ θα χάσεις. Είμαι πανίσχυρη τώρα. Έχω στην κατοχή μου το λίθινο μαχαίρι και λίγο από το αίμα του Έκτορα. Θα κάνω την νέα συμφωνία με την θεά. Θα μου επιτρέψει έτσι να πάρω την θέση δίπλα της. Δε μπορείς καν να με αγγίξεις Σεβαστάκη. Θα σε κάψω με την δύναμη της.- Είπε η Λυδία και τα μάτια της στένεψαν. -Δεν τελειώσαμε εδώ Λυδία, αλλά τώρα αυτό που προέχει είναι να ετοιμάσουμε την καινούργια σφραγίδα και αυτό πρέπει να γίνει μέσα στο πρώτο εικοσαήμερο του Οκτώβρη. Για αυτό και έχω τα χέρια μου δεμένα όπως είπες. Η οργή της θεάς αν δε τα καταφέρουμε θα είναι τελειωτική για όλους μας, ακόμα και για σένα. Ο χρόνος που μας απομένει είναι
Σκισμένες Σελίδες
93
ελάχιστος. – -Τα έχω κανονίσει όλα Βαγγέλη. Εσύ το μόνο που θέλω να κάνεις είναι να βγάλεις από τον δρόμο μου τις δυο αρχαιολόγους. Ξέρουν πολλά η μάλλον φαντάζονται πως ξέρουν, αλλά ως τώρα θα έχουν ανακαλύψει πως το μαχαίρι δεν είναι στο μουσείο. Μπορείς να τις εξαφανίσεις. Τον Έκτορα τον χρειαζόμαστε για λίγο ακόμα. Μπορεί να περιμένει αυτό.-Αυτό δε γίνεται.-Και γιατί; Πάντα εσύ κανόνιζες τις δουλειές αυτές.-Σου λέω δεν γίνεται αυτή τη φορά. Από την διοίκηση με έχουν πιέσει πολύ να βρω τους χαμένους μαθητές. Έχουν αρχίσει σοβαρά να υποψιάζονται πως κάτι κρύβω και δεν κάνω καλά τη δουλειά μου. Μάλιστα στις επόμενες μέρες περιμένω να στείλουν έναν επιθεωρητή από το ανθρωποκτονιών , γιατί θεωρούν πως τα παιδιά κάποιος τα εξαφάνισε. Και τώρα με το θάνατο του Σεραφείμ τα πράγματα θα σφίξουν πιο πολύ. Δε μπορούν να μας κάνουν τίποτα δυο γυναίκες. Δεν έχουν τα μέσα αν θέλεις. Καλύτερα να συγκεντρωθείς στη συμφωνία με την θεά. Αλίμονο μας αν δεν την ευχαριστήσουμε. Η οργή της θα μας καταστρέψει. Θα ενημερώσω τους υπόλοιπους πως από εδώ και στο εξής αναλαμβάνεις εσύ τις τελετές και την εξουσία , αν και όλοι γνωρίζουν ότι μετά τον Σεραφείμ ερχόσουν εσύ. Και τώρα σε παρακαλώ θέλω να φύγεις από το σπίτι. Ο χώρος θα σφραγιστεί από την αστυνομία και κανείς μέχρι να διαλευκανθεί ο θάνατος του δεν μπορεί να έρθει εδώ.- Της είπε. Η Λυδία την ώρα που έσβηνε το τσιγάρο της κοίταξε τον χώρο. Είδε τον υπολογιστή επάνω στο γραφείο του Σεραφείμ, το πακέτο με τα τσιγάρα του στο τραπέζι της κουζίνας, κάποια καδραρισμένα βραβεία του για την συγγραφή των βιβλίων του , μια κοινή τους φωτογραφία σε ένα ράφι στο σύνθετο. Εκείνος θα κοιμόταν εκείνο το βράδυ στο ψυγείο του νεκροτομείου και εκείνη είχε πια την θέση που δικαιωματικά ήταν δική της. Όταν ο Βαγγέλης της γύρισε την πλάτη και εκείνη τον ακολούθησε τον κοίταξε μνησίκακα. Ο Σεβαστάκης είχε καταλάβει τα πάντα. Και από την στιγμή που γνώριζε δε μπορούσε να τον εμπιστευτεί. Ήταν στο χέρι της να κινηθεί άμεσα, να τον προλάβει, πριν την φτάσει αυτός. Την ίδια μέρα το βράδυ στις οχτώ ο Έκτορας έμπαινε στο σπίτι της Κοραλίας αρκετά ανήσυχος. Τον πέρασε στο καθιστικό όπου ήταν εκεί και η Αντιγόνη και τον παρακάλεσε να καθίσει. -Έκτορα θα πιεις κάτι;-Ναι. Ότι σου βρίσκεται.-Βότκα, κρασί η μπύρα.-Βότκα σκέτη θα ήταν ότι έπρεπε με λίγο πάγο. Σε ευχαριστώ Κοραλία. – Της απάντησε και κοίταξε την Αντιγόνη που του χαμογέλασε. -Θα ήθελες ένα στριφτό; Νομίζω πως το χρειάζεσαι.- Του είπε εκείνη καθώς
94
Σκισμένες Σελίδες έστριβε ένα δικό της. -Αν δε σου είναι κόπος σήμερα θα μπορούσα να καπνίσω ολόκληρη βιομηχανία τσιγάρων.-Είσαι αρκετά νευρικός. Διακρίνω ένταση μέσα σου. Προσπάθησε να παραμείνεις ψύχραιμος. Έχουμε δουλειά μπροστά μας.- Του απάντησε εκείνη ήρεμα και του έδωσε το τσιγάρο. Όταν εκείνος το άναψε η Κοραλία έμπαινε στο δωμάτιο με το ποτήρι της βότκας στο ένα της χέρι. Του το έδωσε και όταν κάθισε ξεκίνησε να μιλά. -Έκτορα θέλω να σου πω κάτι σημαντικό. Το λίθινο μαχαίρι της θυσίας που το είχαμε φυλάξει στο μουσείο έχει εξαφανιστεί. Το πήραν από εκεί. και μάλιστα με τρόπο μαγικό.-Και πως έγινε αυτό Κοραλία; Τα μουσεία δεν είναι ξέφραγα αμπέλια.- Της είπε εκείνος με απορία. -Και έτσι είναι. Απλά εγώ και η Αντιγόνη ανακαλύψαμε τι ήταν αυτό που κατάφερε να μπει στο μουσείο και να το πάρει.-Και λοιπόν; Τι ήταν; Ποιος το έκανε;-Όλες οι κασέτες από το σύστημα παρακολούθησης του μουσείου δεν κατέγραψαν κανένα εισβολέα. Καμιά ύποπτη κίνηση στους χώρους του. Εκτός από μια ……..γάτα.-Γάτα; Μα τι λες τώρα Κοραλία; Έχει γούστο να μου ξεφουρνίσεις πως η γάτα ευθύνεται για την απώλεια του μαχαιριού. Αυτό θα ήταν εξωφρενικό.Εκείνη την στιγμή η Αντιγόνη του είπε πολύ σοβαρά. -Όχι όταν πρόκειται για μαγεία. Σε αυτή όλα επιτρέπονται.-Έχει δίκιο. Πιστεύουμε πως η γάτα εκείνη δεν ήταν πραγματική. Ήταν άνθρωπος που πήρε αυτή τη μορφή. Ήταν σίγουρα μια μάγισσα της Εκάτης, αλλά δεν ξέρουμε την ανθρώπινη μορφή της. Για μας παραμένει άγνωστη.- Είπε η Κοραλία. -Η Όλγα. Ίσως να είναι η Όλγα.- Ψέλλισε ο Έκτορας αποσβολωμένος. -Την ξέρεις; Ήξερες ποια ήταν Έκτορα;- Τον ρώτησε η Αντιγόνη. -Όχι σε καμία περίπτωση, απλά συνδύασα κάποια γεγονότα που μου έτυχαν. Δε πρόλαβα να σας τα πω. Κοιμήθηκα με μια άγνωστη γυναίκα ένα βράδυ και όταν ξύπνησα το πρωί είχε εξαφανιστεί. Και αυτό από μόνο του δεν είναι τόσο συνταρακτικό , όσο το γεγονός ότι ανακάλυψα στο ένα μου μπράτσο πως κάποιος μου είχε πάρει αίμα.-Αίμα;- Ρώτησε η Αντιγόνη. -Ναι αίμα. Και τώρα είμαι σίγουρος πως αυτή που το έκανε ήταν η ίδια που μπήκε στο μουσείο. Ήταν εκείνη η άγνωστη πανέμορφη γυναίκα που γνώρισα στο μπαρ του χωριού. Είχε το σκοπό της και εγώ ο ηλίθιος έπεσα στην παγίδα της. Έχουν το αίμα μου τώρα και θα ανανεώσουν την συμφωνία. Και από εκεί και πέρα θα είναι ανεξέλεγκτοι. Κανείς δε θα μπορεί να τους σταματήσει.-Και στο είχα πει να προσέχεις Έκτορα.- Του είπε κοφτά η Κοραλία. -Δεν περίμενα κάτι τέτοιο. Ίσως να………-
95
Σκισμένες Σελίδες -Μα είναι το πιο αρχαίο κόλπο για να ρίξεις έναν άντρα. Είναι αλάθητο. Πως περίμενες να σου πάρουν αίμα; Από το κέντρο αιμοδοσίας;- Συνέχισε εκείνη. -Σταματήστε και οι δυο σας. Δεν έχει σημασία. Τώρα πια το κακό έγινε.- Ας ηρεμίσουμε να δούμε τι θα κάνουμε. –Τους διέκοψε η Αντιγόνη. Η Κοραλία συνέχισε μετά την παρατήρηση της φίλης της σε πιο ήπιο ρυθμό. -Οι κάμερες ασφαλείας οι οποίες δείχνουν όλο τον χώρο και περιμετρικά έξω από αυτό, κατέγραψαν την έξοδο όχι μιας γάτας αλλά μιας γυναίκας να βγαίνει από αυτό. Είναι ακόμη απίστευτο το πώς οι βραδινοί φύλακες δεν την είδαν στην κάμερα. Έψαξα τις ταινίες εκείνης της ημέρας ξανά και ξανά. Η γυναίκα αυτή αν και δε φαίνεται πολύ καθαρά μου φαίνεται γνωστή. Κάτι το οικείο μου θυμίζει, αλλά δεν μπορώ να προσδιορίσω τι. Η εικόνα είναι κάπως μακρινή. Έχω μαζί μου την βιντεοκασέτα. Θέλεις να την δεις και εσύ; Μπορεί να αναγνωρίσεις σε αυτή την Όλγα όπως την είπες που σε ξεγέλασε.- Τον ρώτησε η Κοραλία. -Ναι φυσικά και θα το ήθελα. Απάντησε εκείνος και εκείνη άνοιξε το βίντεο, βρήκε την ακριβή χρονική στιγμή και πάγωσε την εικόνα ,που έδειχνε μια γυναίκα ψιλή με μακριά μαλλιά και στητή κορμοστασιά. Ο Έκτορας την κοίταξε για μερικά λεπτά και μετά είπε. -Αυτή είναι. Αυτή είναι η Όλγα. Το κορμί της είναι το μόνο που θυμάμαι καλά από εκείνη την κολασμένη νύχτα που κάναμε έρωτα. Είχε ένα τρόπο αυτή η γυναίκα που δεν μπορούσες να μη μαγευτείς. Δε θα ξεχάσω ποτέ το περίγραμμα του σώματος της. Ναι νομίζω πως αυτή είναι η γυναίκα που ψάχνουμε. – -Μπορείς να θυμηθείς τα χαρακτηριστικά του προσώπου της Έκτορα; Εννοώ πως ήταν τα μάτια της, το πιγούνι, η μύτη της ή το στόμα; Κάτι πολύ χαρακτηριστικό πέρα από το τέλειο σώμα της;- Συνέχισε η Κοραλία. -Πολύ καθαρά τα μαλλιά της. Ήταν ανοιχτό καστανό. Έπαιρναν μια παράξενη λάμψη κάτω από τα λιγοστά φώτα του μπαρ. Τα μάτια της ήταν μεγάλα αμυγδαλωτά και πολύ μα πολύ έξυπνα. Η μύτη της είχε μια ιδιαίτερη χάρη. Ήταν μακριά και λεπτή. Τα χείλη της ούτε πολύ λεπτά , ούτε πολύ σαρκώδη και όταν χαμογελούσε στις άκρες των χειλιών της σχηματίζονταν λακκάκια. Η επιδερμίδα της ήταν καθαρή. Άσπρη και απαλή και………..-Αυτή δεν είναι η Όλγα, η τουλάχιστον όπως σου είπε εκείνη ότι την λένε, αλλά η Λυδία Νικηφόρου. Ορισμένες φορές είμαι τελείως τυφλή. Έχω μπροστά στα μάτια μου όλη την εικόνα και εγώ κοιτάω αλλού. Για χρόνια αυτή η μυστηριώδη γυναίκα κυκλοφορεί στο Ελαιοχώρι και κανείς μας δεν ξέρει τι κάνει ,πως ζει , η τι θέλει εδώ, αφού ουσιαστικά είναι σα να μη παίρνει μέρος σε κανένα κοινό, σε καμιά εκδήλωση. Ούτε έχει αναπτύξει σχέσεις με τους κατοίκους. Και αναρωτιέται κανείς. Μα τι δουλειά έχει εδώ; Γιατί έχει κολλήσει σε αυτό τον τόπο; Δεν είναι ντόπια και όλοι την ξέρουν σαν την ερωτική σύντροφο του Σεραφείμ Χαραλάμπου. – Ώστε είναι της
96
Σκισμένες Σελίδες οργάνωσης. Με λίγα λόγια είναι η ιέρεια της. – -Από ότι θυμάμαι αυτό το όνομα δεν υπήρχε στη λίστα των ονομάτων που κατέγραψε η γιαγιά μου σε αυτές τις σελίδες που βρήκα. Ούτε και αυτού του πως τον είπες Σεραφείμ; - Συνέχισε λέγοντας ο Έκτορας. -Δεν μπορούσε να υπάρχει. Αυτοί οι δυο είναι πολύ νέοι. Ο Χαραλάμπου γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ και η Λυδία όπως σου είπα μας ήρθε από αλλού. Έτσι και αλλιώς η γιαγιά σου όταν μεγάλωναν αυτοί οι δυο δεν ζούσε πια. Όσους μας έδειξες που είχε κατονομάσει είναι τώρα στα διπλάσια χρόνια από αυτά του Σεραφείμ και της Λυδίας η περίπου πάνω κάτω σε αυτά. Τα ονόματα μαζί με τα επίθετα που είχε γράψει η Τριανταφυλλιά Αντωνίου είναι τα περισσότερα από το Ελαιοχώρι και άλλα που ρώτησα από τα γύρω χωριά. Δεν ξέρω όλες τις οικογένειες προσωπικά, αλλά κάποιους και κάποιες από αυτές τους γνωρίζω. Και τους γνωρίζω από μικρό παιδί και ειλικρινά σου το λέω έχω πέσει από τα σύννεφα. Είναι όλα τους άτομα πάσης υποψίας και ξέρουν να κρύβουν πολύ καλά την πραγματική τους ταυτότητα. Φυσικά με τα χρόνια η αίρεση θα έχει μεγαλώσει πιο πολύ, περισσότερα άτομα νεότερης ηλικίας θα έχουν προσχωρήσει σε αυτή και μετά το θάνατο του παππού σου, κάποιος άλλος ή άλλη θα έχει αναλάβει την αρχηγεία. Προσωπικά πιστεύω πως το άτομο αυτό είναι η Λυδία Νικηφόρου. Αν λάβουμε υπόψη μας τα αρχαία χρόνια η γυναίκα είχε την δύναμη να πετύχει την μεγαλύτερη μαγική πράξη. Και αυτό γιατί τόσο στις θρησκευτικές όσο και στις μαγικές τελετές κάποια ιέρεια θα είχε τον πρώτο ρόλο, τότε η Λυδία θα μπορεί να κατέχει την θέση αυτή. Και με τις τελευταίες τις πράξεις επιβεβαιώνει την θεωρία μου.- Συνέχισε η Κοραλία και κοίταξε την Αντιγόνη που αμίλητη την παρακολουθούσε όλη την συζήτηση χωρίς να έχει μιλήσει ιδιαίτερα. -Κοραλία και Αντιγόνη θέλω να σας πω κάτι και να συμφωνήσουμε και οι τρεις μας σε αυτό.- Είπε αποφασιστικά ο Έκτορας. Οι δυο γυναίκες έγνεψαν καταφατικά. -Λοιπόν είμαι αποφασισμένος να σταματήσω την δράση αυτής της αίρεσης και να επαναφέρω το Ελαιοχώρι στην αρχική του μορφή. Αυτή που είχε πριν ο παππούς μου την καταστρέψει. Σας θέλω δίπλα μου σε αυτό, να ξέρετε πως είναι επικίνδυνο και μπορεί να χάσουμε την ζωή μας. Και δεν έχω δικαίωμα να σας το ζητάω. Πιστεύω όμως πως αξίζει τον κόπο αν θέλουμε να καθαρίσουμε αυτή τη βρωμιά από εδώ. Θα ρωτήσω πρώτα την Αντιγόνη. Τι λες εσύ;-Επιμένω πως αυτό δεν είναι σίγουρα αρχαιολογία και δεν περίμενα αυτές τις εξελίξεις. Τώρα όμως που μπήκαμε στο χορό θα χορέψουμε. Έτσι και αλλιώς η οργάνωση ξέρει για εμάς και αργά η γρήγορα θα μας βγάλει από την μέση. Άρα αν το δούμε λογικά είναι θέμα επιβίωσης και μόνο αν η αίρεση καταστραφεί θα ζήσουμε εμείς.-Και εγώ αυτό πιστεύω Έκτορα. Ας ενωθούμε και οι τρεις μας σε αυτό για
97
Σκισμένες Σελίδες να καταφέρουμε κάτι.- Συμπλήρωσε την φίλη της η Κοραλία. -Τώρα θα σχεδιάσουμε το πλάνο δράσης πάνω στο οποίο θα προχωρήσουμε. Η νέα συμφωνία με την θεά μάλλον θα γίνει σε αυτό τον μήνα, τον Οκτώβριο που διανύουμε. Την Εκάτη την τιμούσαν κάθε παραμονή της πανσέληνου και εδώ έχω ένα ημερολόγιο που δείχνει όλες τις φάσεις της σελήνης. Η πρώτη πανσέληνος ήταν στις εφτά αυτού του μήνα. Η δεύτερη είναι το Σάββατο 23 Οκτωβρίου. Άρα η τελετή θα γίνει την Παρασκευή 22 Οκτωβρίου. Έχουμε δηλαδή μπροστά μας μια εβδομάδα.Τους είπε η Κοραλία. -Πως είσαι τόσο σίγουρη ότι εκείνη την ημέρα θα κάνουν την τελετή και θα επικυρώσουν την καινούργια σφραγίδα Κοραλία; Όλα είναι υποθετικά. Μπορεί να πέσουμε έξω.- Την ρώτησε η Αντιγόνη. -Σε καμία περίπτωση. Και αυτό γιατί έχουν καθυστερήσει πολύ με την θυσία που ήδη αν είχαν το μαχαίρι θα είχε πραγματοποιηθεί. Το ότι κατείχαμε το λίθινο μαχαίρι έφτανε και μόνο του να καταστραφεί η αίρεση από την ίδια την Εκάτη. Η θεά έχει ανάγκη να τραφεί με αίμα,, με αίμα ανθρώπινο. Την καθυστερούσαν σκοτώνοντας σκυλιά που έτσι και αλλιώς σύμφωνα με την μυθολογία ήταν το ιερό της ζώο, αλλά αυτό από μόνο του δε φτάνει. Ο θάνατος του Δανιήλ τους έφερε πίσω. Η παλιά σφραγίδα είχε σπάσει και χρειαζόντουσαν καινούργια. Ήθελαν το αίμα του Έκτορα για να συνεχίσουν τη δράση τους. Το πήραν όπως και το μαχαίρι. Τώρα είναι έτοιμοι να προχωρήσουν. Δεν θα καθυστερήσουν άλλο. Και η επόμενη πανσέληνος είναι στις εφτά Νοεμβρίου. Όχι είμαι απόλυτα πεπεισμένη πως θα γίνει την Παρασκευή 22 Οκτωβρίου. Το θέμα είναι όμως που. Σε πιο χώρο; Σε ποια σπηλιά; Γιατί μόνο σε τέτοια μέρη μπορούν να υλοποιηθούν όλα αυτά. – -Νομίζω πως……….Για μια στιγμή; - Είπε ο Έκτορας και τράβηξε από την μέσα τσέπη του μπουφάν του ένα μάτσο από σελίδες. -Θυμάμαι πολύ καλά πως είναι κάπου εδώ. Το ανέφερε η γιαγιά μου. Α! μάλιστα . Είχα δίκιο. Να το λέει ξεκάθαρα.- Συνέχισε και διάβασε ένα κομμάτι από αυτά που είχε γράψει η Τριανταφυλλιά Αντωνίου. <<Κανείς δε φαντάζεται ότι σε αυτό το σημείο υπάρχει μια σπηλιά. Δεν δείχνει τίποτα και είναι τόσο κοντά στο χωριό. Εκεί που φαίνονται ορισμένα βράχια από το λόφο πάνω από το χτήμα του Δανιήλ, πίσω από αυτά υπάρχει ένα μικρό άνοιγμα. Η βλάστηση καλύπτει εξαιρετικά το σημείο και δεν αφήνει καμία υποψία ότι μέσα υπάρχει μια σπηλιά που κρύβει την δράση μιας ομάδας σατανικών ανθρώπων. Πραγματοποιούν θυσίες κάθε παραμονή της πανσέληνου σε μια αρχαία θεά της κόλασης. Όταν μπαίνεις στη σπηλιά ο προθάλαμος είναι μικρός και λίγο στενός που αναγκάζεσαι να σκύψεις για να περάσεις μέσα. Μετά το τοπίο αλλάζει και βρίσκεσαι σε ένα άνετο χώρο που διαθέτει τρεις διαδρόμους. Αν πάρεις τον πρώτο ίσια μπροστά σου θα σε βγάλει σε μια μεγάλη τετράγωνη σάλα όπου είναι στη
98
Σκισμένες Σελίδες μέση το άγαλμα της Εκάτης. Και δίπλα ακριβώς ένας μεγάλος μαρμάρινος όγκος που έχει το σχήμα τραπεζιού. Από ότι έχω δει εκεί πάνω γίνονται οι θυσίες των ανθρώπων και των σκυλιών. Ο διάδρομος στα δεξιά σε πάει στην κρυψώνα όπου κοιμάται ένα τεράστιο φίδι , που είναι ουσιαστικά και ο φύλακας της σπηλιάς. Το φίδι έχει μεγάλη δύναμη και όγκο, αλλά όλη αυτή η δύναμη περιορίζεται στα όρια της σπηλιάς. Δε μπορεί να βγει έξω από αυτή γιατί αμέσως θα πεθάνει. Συνήθως είναι κουρνιασμένο στη φωλιά του και πίνει αίμα από τις θυσίες για να συντηρηθεί. Είναι πολύ ύπουλο και τα μάτια του παγερά. Ο διάδρομος στα αριστερά της σπηλιάς σε βγάζει σε μια μικρότερη αίθουσα όπου εκεί γίνονται πάντα τα ερωτικά όργια μεταξύ των πιστών. Ο Δανιήλ μπορεί και του επιτρέπεται να εκτελεί τις ερωτικές του ανωμαλίες στην κεντρική αίθουσα κάτω από το άγαλμα της Εκάτης. Ίσως γιατί είναι ο υπέρτατος ιερέας της; Ποτέ δε το κατάλαβα ούτε και προσπάθησα. Τον σιχαίνομαι. Κάθε μέρα και πιο πολύ. Κάθε λεπτό που περνά τον καταριέμαι. Είναι ένας σατανικός άνθρωπος και ποτέ δε μπορείς να καταλάβεις το μυαλό του και τι σκέφτεται. Πολύ φοβάμαι ότι κάτι έχει καταλάβει για μένα. Ότι κατά κάποιο τρόπο γνωρίζω τις μιαρές του πράξεις. Αν σιγουρευτεί θα με βγάλει από τον δρόμο του. Ο θάνατος μου μπορεί να έρθει πολύ γρήγορα και ξαφνικά. Για το μόνο που λυπάμαι είναι για το παιδί μου. Θα μείνει ορφανό και εκείνος μπορεί να τον μυήσει στην αίρεση. Ο θεός ας το βοηθήσει όπως και εμένα.>> Ο Έκτορας σταμάτησε να διαβάζει και είπε. -Ή Κοραλία είχε δίκιο. Οι θυσίες γίνονται τις παραμονές κάθε πανσέληνου. Τώρα ξέρουμε τα πάντα. Το σημείο που μαζεύονται και την διαμόρφωση των χώρων μέσα σε αυτό. Μένει να αποφασίσουμε πως θα κινηθούμε και να καταφέρουμε να έχουμε τον καλύτερο συντονισμό και συγχρονισμό για να πετύχουμε το στόχο μας.-Αυτό μου με απασχολεί είναι πια ώρα θα γίνει η τελετή και πως θα μπούμε μέσα χωρίς να μας καταλάβουν. Θα φοράνε κάποια ενδυμασία; Ίσως μια μάσκα η κουκούλα θα καλύπτει τα πρόσωπα τους; Τι από όλα αυτά; Η και τίποτα. Ποιος μπορεί να ξέρει;- Είπε η Αντιγόνη σκεφτική. -Αν για κάτι θα μακαρίζω όσο ζω την συχωρεμένη τη γιαγιά μου θα είναι πως σε αυτές τις σελίδες μου έχει γράψει όλες τις πληροφορίες για την αίρεση του Μαύρου Αέρα. Συγκεντρώνονται πάντα μια νύχτα πριν την πανσέληνο λίγο μετά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα φορώντας ένα κόκκινο μανδύα μακρύ ως τους αστραγάλους που στο πίσω μέρος έχει κεντημένο το πρόσωπο της θεάς και φοράνε μαύρες κουκούλες στο κεφάλι. – -Ναι αλλά για να τα βρούμε αυτά θα χρειαστούμε πάνω από μια εβδομάδα γιατί πολύ απλά είναι ανάγκη να μας τα φτιάξει κάποιος.- Του απάντησε αγχωμένη η Αντιγόνη. -Δεν θα χρειαστεί να κάνουμε τίποτα. Έχω φτιάξει τους μανδύες και τις κουκούλες Αντιγόνη από την ημέρα που ανακάλυψα τις σκισμένες σελίδες.
99
Σκισμένες Σελίδες Από την στιγμή που διάβασα όλα αυτά που έγραφε η γιαγιά μου και στο πίσω μέρος του μυαλού μου είχα αποφασίσει να αντιδράσω. Και φυσικά δεν θα μπορούσα χωρίς εσάς τις δυο. Ανάθεσα λοιπόν σε μια ράφτρα στην Σπάρτη γιατί δεν ήθελα να είναι από εδώ γύρω, να φτιάξει τρεις μανδύες και να κεντήσει όπως ακριβώς το είχε περιγράψει η γιαγιά μου το πρόσωπο της θεάς. Δεν χρειαζόμουν τα μέτρα σας. Είσαστε και οι δυο σε κανονικό ύψος όπως και εγώ και λεπτές. Μιας και εγώ είμαι γεροδεμένος ο δικός μου μανδύας είναι πιο φαρδύς. – -Έκτορα είσαι ένας αποφασιστικός άνθρωπος που ξέρει να παίρνει πρωτοβουλίες. Και τώρα που τα έχουμε όλα στα χέρια μας θα καταστρώσουμε το σχέδιο μας για το επόμενο Σάββατο.- Είπε χαρούμενη η Κοραλία και οι τρεις τους συνέχισαν την συζήτηση. Γυρνώντας αργά εκείνο το βράδυ ο Έκτορας στο σπίτι του παππού του τον περίμενε η Φιλοθέη στο καθιστικό. Ο Έκτορας όταν την είδε αισθάνθηκε πολύ άβολα. Εκείνη η γυναίκα απέπνεε ένα είδος αδιόρατου φόβου με την τρομακτική της όψη. -Είναι πολύ αργά για σένα Φιλοθέη. Πως και δεν κοιμάσαι;- Την ρώτησε και κάθισε στον καναπέ. -Δεν σας είδα σχεδόν καθόλου όλη την ημέρα και θα ήθελα να σας πω κάποια νέα.- Του απάντησε σοβαρά εκείνη. -Τι νέα; Έχει να κάνει με τα κτήματα; Το σπίτι;-Όχι. Δεν ξέρω αν το μάθατε αλλά σήμερα το πρωί βρέθηκε πεθαμένος στο σπίτι του ο διάσημος συγγραφέας Σεραφείμ Χαραλάμπου. Είναι από το χωριό μας και ζούσε εδώ.- Ο Έκτορας έκανε τον ανήξερο για να μη καταλάβει τίποτα η Φιλοθέη. Είχε μάθει από τις δυο αρχαιολόγους πως ο συγκεκριμένος άντρας ήταν εραστής της Λυδίας. -Όχι. Φυσικά και δε το έμαθα. Δεν τον γνώριζα προσωπικά. Και λοιπόν;-Ξέρετε ο συχωρεμένος ο παππούς σας τον αγαπούσε πολύ τον Σεραφείμ, τον είχε σχεδόν σα γιο του.-Που θέλεις να καταλήξεις;-Ο Σεραφείμ πρέπει να ταφεί στον οικογενειακό τάφο της οικογένειας Αντωνίου.- Του είπε γρήγορα και κοφτά. Ο Έκτορας την κοίταξε με ύφος στα μάτια. Άναψε ένα τσιγάρο και απάντησε ξερά. -Δεν ξέρω τι πρέπει και τι δεν πρέπει Φιλοθέη αλλά δεν θα ενταφιάσω ποτέ έναν άγνωστο στον οίκο των Αντωνίου.-Μα……. Ο παππούς σας…….-Δεν με αφορά τι θα έκανε ο παππούς μου. Τώρα εγώ κάνω κουμάντο. Για μένα αυτός ο Σεραφείμ είναι ένας άγνωστος, ένα τίποτα. Να τον θάψουν όπου αλλού θέλουν αλλά όχι στον δικό μας οικογενειακό τάφο. Άκουσες τι σου είπα έτσι; - Είπε αρκετά νευριασμένος εκείνος. Η Φιλοθέη έσφιξε με δύναμη τη λαβή από το μπαστούνι της και τον κοίταξε με θυμό. Έσφιξε
100
Σκισμένες Σελίδες τα χείλη της σα να ήθελε να ξεστομίσει άσχημα λόγια, αλλά κρατήθηκε. Επέβαλε στον εαυτό της να χαλαρώσει. Χαμήλωσε τα μάτια της και του είπε. -Όπως νομίζετε κύριε. – Και έφυγε από το δωμάτιο. Ο Έκτορας έβαλε ένα λικέρ να πιει, τον είχε εκνευρίσει πολύ η Φιλοθέη. Γνώριζε πως για εκείνη και όλους τους πιστούς της Εκάτης ήταν ένας παρείσακτος. Ένα όνομα γραμμένο στον πίνακα με κιμωλία που δεν έβλεπαν την ώρα να το σβήσουν. Και θα το είχαν κάνει, αν κάποιος δεν τους το είχε επιτρέψει. Και αυτό το κάτι βρισκόταν την επόμενη μέρα το πρωί , στο γραφείο του Βαγγέλη Σεβαστάκη. Από τα κεντρικά της Αθήνας είχε φτάσει στο χωριό ένας επιθεωρητής ο οποίος είχε στα χέρια του τους φακέλους από υποθέσεις ανθρώπων που είχαν εξαφανιστεί γύρω από την ευρύτερη περιοχή της Ολυμπίας. Ο Σεβαστάκης είχε μπροστά του έναν όγκο από χαρτιά που είχε φέρει μαζί του ο επιθεωρητής και τον ρωτούσε συνέχεια για την πορεία των ερευνών και την πρόοδο από την μεριά του. Ήξερε πως δεν μπορούσε να καλύψει άλλο πια την αίρεση και η εξαφάνιση των δυο παιδιών είχε προκαλέσει την οργή των κατοίκων του Ελαιοχωρίου που με επιστολές τους στα κεντρικά, είχαν ξεσηκώσει τον αρχηγό της ΕΛΑΣ για να τους δώσει μια απάντηση. -Δε βλέπω να έχετε καμία πρόοδο όσο αφορά την τελευταία πολύκροτη υπόθεση της εξαφάνισης των δυο παιδιών κύριε Σεβαστάκη.- Του είπε ο επιθεωρητής. -Όπως βλέπεται και εσείς δε βρήκαμε κανένα ίχνος τους. Τα παιδιά ήταν μαθητές Λυκείου. Είχαν σχέση μεταξύ τους και ήθελαν να παντρευτούν παρά τις αντιδράσεις των γονιών τους. Σκέφτηκα λοιπόν πως ίσως να σκηνοθέτησαν την φυγή τους μιας και ήταν σε διαμάχη με τους γονείς τους. Ήθελαν να παντρευτούν και όχι να σπουδάσουν. Τι πιο λογικό λοιπόν να έφυγαν με την θέληση τους. Ξέρετε τώρα πως είναι να είσαι έφηβος. – Του απάντησε εκείνος και έσπρωξε νευρικά την καρέκλα που καθόταν πίσω του. -Όπως γνωρίζεται κύριε Σεβαστάκη δεν είναι όλες οι εξαφανίσεις στημένες. Έχουν περάσει πέντε μήνες από τον Μάιο. Έχουμε ανακοινώσει την εξαφάνιση σε όλα τα αστυνομικά γραφεία της χώρας, οι φωτογραφίες τους έχουν αναρτηθεί σε κάθε είδους έντυπο. Το λέει το ραδιόφωνο, το λένε οι ειδήσεις στην τηλεόραση και όμως παρά όλα αυτά δε βρέθηκε κανείς να πει ότι τα είδε ζωντανά να κυκλοφορούν κάπου. Έτσι καταλήξαμε και εμείς στο συμπέρασμα ότι δε ζουν. Το θέμα είναι γιατί και ποιος, οι ποιοι συντέλεσαν στον χαμό τους. Αν πρόκειται για ατύχημα θα είχαμε βρει έστω ένα κομμάτι από τα ρούχα που φορούσαν. Ψάξαμε με σκυλιά και άντρες της ΕΜΑΚ και της αστυνομίας όλη την περιοχή. Τα χτήματα, τα πηγάδια, τις ρεματιές. Τίποτα. Ίχνος τους δε βρέθηκε πουθενά. Και δυο άνθρωποι δεν εξαφανίζονται έτσι. Πιστεύω ότι όποιος τους εξαφάνισε το έκανε
101
Σκισμένες Σελίδες μεθοδικά. Αλλά γιατί; Και κοιτώντας όλες τις εξαφανίσεις που έχουν λάβει χώρα στην ευρύτερη περιοχή του Ελαιοχωρίου τα τελευταία 30-40 χρόνια βρέθηκα μπροστά σε μια απίστευτη κατάσταση. Έχει χαθεί πολύς κόσμος κύριε Σεβαστάκη. Από την εποχή που υπήρχε άλλος διοικητής σε αυτό το χωριό. Πολλά, πολλά χρόνια πάει πίσω αυτή η κατάσταση. Και στα χρόνια που εσείς είστε σε αυτή την καρέκλα δεν έχετε λύσει ούτε μια εξαφάνιση. Και έτσι έρχομαι στην δεύτερη σκέψη μου. Μήπως κάτι συμβαίνει εδώ και εσείς το γνωρίζεται και το καλύπτεται;-Μα σας παρακαλώ. Πως υπονοείται κάτι τέτοιο; Για χρόνια προσπαθώ να κάνω την δουλειά μου όσο καλύτερα μπορώ και δεν έχω δώσει σε κανένα το δικαίωμα να με αμφισβητήσει. – Του απάντησε ανεβάζοντας λίγο τον τόνο της φωνής του ο Σεβαστάκης. -Έχω εντολή από τον αρχηγό να σας θέσω σε διαθεσιμότητα. Δεν θα σας κρύψω την αλήθεια. Υπάρχουν υποψίες στην διοίκηση για το άτομο σας. Από αύριο το πρωί αναλαμβάνω εγώ εδώ και θα έρθουν από την Αθήνα άλλοι δυο αξιωματικοί της ασφάλειας. Είναι στενοί μου συνεργάτες. Και οι υπόλοιποι αστυνομικοί του τμήματος σας θα τεθούν σε διαθεσιμότητα και θα εξεταστούν κατά αντιπαράθεση για να δούμε αν κάποιοι ξέρουν περισσότερα από όσα δείχνουν.-Οι αστυνομικοί του τμήματος είναι εξαιρετικοί και αδιάφθοροι. Κάνουν πολύ καλά την δουλειά τους. Θα είναι κρίμα να τεθούν σε διαθεσιμότητα.Του είπε ο Σεβαστάκης. -Λυπάμαι πολύ, αλλά αυτές τις εντολές έχω. Θα σας παρακαλέσω να μου παραδώσετε το σήμα και το πιστόλι σας.- Συνέχισε σε τόνο διαταγής ο επιθεωρητής της ασφάλειας και προσωρινός διοικητής του Ελαιοχωρίου Δημήτρης Γέρακας. Ο Βαγγέλης Σεβαστάκης κατάπιε το σάλιο του που είχε παγώσει στους αδένες του λαιμού του. με μια κίνηση έβγαλε το υπηρεσιακό του όπλο , παρέδωσε την ταυτότητα του και άνοιξε την πόρτα του πρώην γραφείου του έτοιμος να φύγει. -Και όπως ξέρετε δεν θέλω ν απομακρυνθείτε από το χωριό. Έχετε να δώσετε κατάθεση για πολλές υποθέσεις. Καλύτερα να μείνετε στο σπίτι σας. Όταν θα είμαι έτοιμος θα έρθω εγώ από εκεί. Δεν είναι ανάγκη να δώσουμε στόχο ότι κάτι συμβαίνει στους κόλπους της αστυνομίας. Ο κόσμος κουτσομπολεύει και ο αρχηγός δεν θέλει εσωτερικά θέματα της δουλειάς μας να γίνονται γνωστά.Ο Σεβαστάκης έγνεψε καταφατικά και βγήκε στητός από εκεί. Η Φιλοθέη την ώρα που γινόντουσαν όλα αυτά ήταν στο σπίτι της Λυδίας. Την είχε καλέσει η τελευταία για να μιλήσουν μιας και η τελετή προς την Εκάτη θα γινόταν σε πέντε μέρες. -Έπρεπε να φύγει από την μέση Φιλοθέη. Ο Δανιήλ έκανε ένα μεγάλο λάθος. Σε μένα ήταν συνετό να παραδώσει τα ηνία της αίρεσης.-
102
Σκισμένες Σελίδες -Τον είχε σα γιο του. Ο δικός του είχε φύγει χρόνια από το Ελαιοχώρι και από τότε δεν ξαναμίλησαν. Συμφωνώ ως γυναίκα βέβαια πως σε σένα ταίριαζε ο ρόλος της μεγάλης ιέρειας , αλλά διαφωνώ για τον θάνατο του Σεραφείμ. Γιατί ουσιαστικά για αυτό μιλάμε. – Της απάντησε συνοφρυωμένη Φιλοθέη. -Δεν έχω ώρα για κλάψες και ενοχές τώρα. Ότι έγινε έγινε. Έχω το μαχαίρι της θυσίας και λίγο από το αίμα του Έκτορα. Αυτό που μας μένει είναι ο άνθρωπος που θα θυσιάσουμε. Η συμφωνία με την θεά είναι ανάγκη να σφραγιστεί με την ανθρωποθυσία. Θέλω από εσένα να μου φέρεις αυτό το θύμα.-Και τι έχει σκεφτεί το διαβολικό σου μυαλό Λυδία; Τον Έκτορα;-Όχι. Αυτή τη φορά θέλω να είναι ένα πρόσωπο που κοινωνικά έχει περίοπτη θέση στο Ελαιοχώρι. – -Δε σε καταλαβαίνω; Το σχέδιο ήταν συνήθως να βρίσκουμε τα θύματα μας εκτός του χωριού και των κατοίκων του. Κυρίως τουρίστες και διάφορους περιηγητές που ερχόντουσαν για κάμπινγκ.-Ναι το γνωρίζω αυτό. Τώρα όμως αποφάσισα πως θέλω τον Βαγγέλη Σεβαστάκη για την προσφορά μου στη θεά.- Της είπε και γέλασε δυνατά η Λυδία. Η Φιλοθέη είχε γουρλώσει τα μάτια της. Δε μπορούσε να το πιστέψει πως εκείνη ήθελε κάτι τόσο έξω την γραμμή της αίρεσης. -Έχεις τρελαθεί; Τον Βαγγέλη; Και γιατί παρακαλώ;- Της απάντησε φωνακτά. -Γιατί έτσι θέλει η τρανή ιέρεια της Εκάτης Φιλοθέη. Η αποστολή σου είναι να ναρκώσεις με το φίλτρο που θα σου δώσω τον Βαγγέλη για να θυσιαστεί. Δεν σου χρωστώ εξηγήσεις. Κάνε αυτό που πρέπει γρήγορα.- Συνέχισε η Λυδία και τα μάτια της έμοιαζαν να πετάνε φλόγες. Στο πρόσωπο της είχε αποτυπωθεί ένα σατανικό χαμόγελο και το βλέμμα της είχε την έκφραση ενός τρελού. Ενός παράφρονα που ήταν ικανός να κάψει τα πάντα. Η Φιλοθέη την κοίταξε για λίγο τρομαγμένη και μετά απλά έφυγε από το σπίτι της χωρίς δεύτερη κουβέντα, αλλά με το μυαλό της να παίρνει χιλιάδες στροφές. Με την σκέψη της να παραμένει στο γεγονός ότι η Λυδία ήταν ασταθής και απρόβλεπτη. Και αυτό από μόνο του ήταν ένα πρόβλημα.
Σκισμένες Σελίδες
103
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
Γυρίζοντας κουτσαίνοντας, γυρτή από την καμπούρα της η Φιλοθέη στο σπίτι του τσιφλικά Δανιήλ Αντωνίου σκεφτόταν μόνο ένα πράγμα. Πως η Λυδία είχε γίνει πανίσχυρη, εγωίστρια και φερόταν αλόγιστα. Πρώτα κανόνισε τον Σεραφείμ και τώρα ήθελε τον Σεβαστάκη. Την επόμενη φορά θα ήταν η σειρά της. Ναι, ήταν σίγουρη για αυτό, αλλά δε θα καθόταν με σταυρωμένα τα χέρια. Ο άτυχος ο κύριος της ο Δανιήλ έφυγε από την οργή της Εκάτης. Το σώμα του είχε βρεθεί τόσο παγωμένο κάτω από εκείνο τον κορμό της αιωνόβιας ελιάς μέσα στο καλοκαίρι. Μόνο η θεά μπορούσε να σε παγώσει τόσο πολύ σε σημείο να πεθάνεις. Ο Δανιήλ προσπαθούσε να δει την θεά κατά πρόσωπο. Της το είχε πει αυτό. Είχε ανακαλύψει μια πανάρχαια ευχή σε ένα από τα καινούργια βιβλία που του είχαν στείλει με το ταχυδρομείο. Δεν ήξερε από πού, αλλά θυμόταν ότι του είχε πει να μην τραβήξει το χαλί ο ίδιος κάτω από τα πόδια του. Κανείς ποτέ δεν είχε αντικρίσει την Εκάτη πρόσωπο με πρόσωπο. Και μόνο όταν άνοιγε το βραδινό στερέωμα και χανόταν το φεγγάρι και τα αστέρια από αυτό ήταν ικανό να σε σκοτώσει επιτόπου. Η Φιλοθέη είχε μεγαλώσει στο πλάι του κυρίου της. Της μιλούσε πολύ συχνά για την θεά. Ήξερε πολλά για αυτή και γενικά για τις σκοτεινές δυνάμεις. Και σίγουρα ο Δανιήλ εκείνο το μοιραίο βράδυ είχε επιχειρήσει να δει την θεά και θα είχε επικαλεστεί εκείνη την ευχή που άνοιξε τον ουρανό στα δυο. Η παγωμένη όμως ανάσα της Εκάτης τον σκότωσε, αν δεν πρόλαβε να την στείλει ξανά πίσω στον Άδη την στιγμή που ο ουρανός θα ερχόταν τόσο κοντά του ώστε να μπορεί να τον αγγίξει. Αν απλά ήταν εκστασιασμένος με το φαινόμενο και τα μάτια της θεάς εμφανιζόντουσαν για λίγα λεπτά να τον κοιτούν και εκείνος χωρίς να πάρει το βλέμμα του από αυτά να μην πει αμέσως την επόμενη ευχή που θα την έστελνε ξανά πίσω τότε ναι είχε πεθάνει από την παγωμένη της ανάσα. Και αυτό θα μπορούσε να το πάθει όποιος σκεφτόταν εγωιστικά. Όποιος νόμιζε πως μπορούσε να καταφέρει τα πάντα. Η δύναμη πολλές φορές στα χέρια ενός ανθρώπου τον έκανε να φέρεται αλόγιστα. Και αυτό έκανε τώρα η Λυδία. Η Φιλοθέη μπήκε στο σπίτι και πήγε στο γραφείο του Έκτορα. Τον βρήκε εκεί να κοιτάζει κάποια χαρτιά με αποδείξεις. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και την κλείδωσε. Εκείνο το Σάββατο του Οκτώβρη στις δώδεκα τα μεσάνυχτα η σπηλιά
104
Σκισμένες Σελίδες πάνω από το κτήμα του Δανιήλ ήταν γεμάτη από κεριά που έκαιγαν χαρίζοντας ένα φως κίτρινο που τρεμόπαιζε στον χώρο. Οι πιστοί της αίρεσης του Μαύρου Αέρα ντυμένοι με τους μανδύες και τις κουκούλες τους έμπαιναν ένας ένας στη σπηλιά και πήγαιναν στην μεγάλη αίθουσα που βρισκόταν το άγαλμα της Εκάτης. Η Λυδία ήταν εκεί ντυμένη με ένα μαύρο αραχνοΰφαντο φόρεμα που από μέσα διαγραφόταν πολύ καθαρά το γυμνό της κορμί. Ο φύλακας της σπηλιάς το τεράστιο φίδι της Εκάτης κοιμόταν κουλουριασμένο στη φωλιά του έχοντας τα δυο του μάτια ανοιχτά. Το σώμα του Βαγγέλη Σεβαστάκη κειτόταν επάνω στο μαρμάρινο τραπέζι της θυσίας, ανάσκελα και δεμένο χειροπόδαρα. Ο Βαγγέλης κοιμόταν ήρεμα. Το φίλτρο της Λυδίας που του είχε ρίξει η Φιλοθέη ήταν εξαιρετικά ισχυρό. Η Λυδία όση ώρα μαζεύονταν οι πιστοί ήταν πεσμένη στα τέσσερα και έλεγε διάφορες ψαλμωδίες προς την θεά. Όταν μπήκε στην αίθουσα και ο τελευταίος πιστός ακούστηκε η δυνατή, βραχνή και μεστή φωνή της να λέει τον Ορφικό ύμνο προς την Εκάτη. Η φωνή της αντιλαλούσε στα πέτρινα τοιχώματα της σπηλιάς. <<Την Εκάτη εξυμνώ. Αυτήν που την λατρεύουν οι στράτες και στα τρίστρατα. Την απέραντη που σε ουρανό, γη και θάλασσα με το κροκί πέπλο της αρέσκεται να φροντίζει για τις ψυχές και τους τάφους των νεκρών. Τη φίλη του Περσέα. Αυτή που αγαπά την ερημιά και ευφραίνεται με ελάφια. Την νυχτερινή σαν αγριόσκυλο , την ακαταμάχητη ταυροπόλο ανάσα εξυμνώ, που κρατάει τα κλειδιά όλων των κόσμων. Την οδηγήτρα νύμφη που εμψυχώνει τους πιστούς της και της αρέσει να περιπλανιέται μόνη στα βουνά. Αυτή την κόρη επικαλούμαστε να παρευρεθεί στις ιερές τελετές μας με χαρούμενη καρδιά , χαρίζοντας την εύνοια της στην τελετάρχη>>. Αμέσως ακουστήκανε αστραπές και κεραυνοί να πέφτουν έξω από την σπηλιά και ένα μπλε εκτυφλωτικό φως γέμισε το χώρο και έκανε τις περισσότερες φλόγες των κεριών να σβήσουν. Το άγαλμα της Εκάτης άρχισε να παίρνει ζωή. Το άκαμπτο μαρμάρινο σώμα της έδωσε τη θέση του σε ζεστή σάρκα. Τα τρία της κεφάλια με τη μορφή του σκύλου άρχισαν να γρυλίζουν απειλητικά και ο φύλακας ήρθε και ξάπλωσε δίπλα της δηλώνοντας υποταγή. Η Λυδία κρατώντας στο ένα της χέρι το λίθινο μαχαίρι και στο άλλο την σύριγγα με το αίμα του Έκτορα έσκυψε και φίλησε μια άκρη από το πέπλο της Εκάτης και μετά έσταξε όλο το αίμα επάνω στη λαβή του μαχαιριού στο σημείο που υπήρχε η επιγραφή με την επίκληση στο όνομα της. Αυτή ήταν ουσιαστικά η σφραγίδα- συμφωνία που θα έκανε μαζί της για να συνεχίσει η αίρεση την δράση της και η Λυδία να γίνει η απόλυτη τελετάρχης και μεγάλη ιέρεια της θεάς. Η Λυδία άρχισε να λέει στην θεά με δυνατή φωνή τα εξής λόγια. -Ω! μεγάλη θεά. Εσύ που το σκοτάδι ορίζεις και τους νεκρούς διαφεντεύεις,
105
Σκισμένες Σελίδες δέξου την θυσία που σου κάνουν οι πιστοί σου δούλοι και κάνε μαζί μας μια καινούργια συμφωνία. Σφράγισε την με το αίμα που υπάρχει επάνω της και με το αίμα που θα χυθεί τώρα από τον νέο σου μάρτυρα.- Η Λυδία καθώς η Εκάτη άφριζε και έβγαζε κραυγές από τα τρία της κεφάλια γύρισε την πλάτη της προς αυτή και πλησίασε το ναρκωμένο σώμα του Βαγγέλη Σεβαστάκη. Ανέβηκε επάνω στο μαρμάρινο τραπέζι της θυσίας και με τα δυο της χέρια σήκωσε το λίθινο μαχαίρι και είπε στη θεά. -Δέξου ετούτη τη θυσία Ω! μεγάλη τρίμορφη θεά του σκότους και δώσε μου την χαρά να σε υπηρετώ για όλες τις νύχτες που θα έρθουν-. Και τότε καθώς η Λυδία εκστασιασμένη παρακαλούσε την εύνοια της θεάς δυο στιβαρά χέρια κράτησαν ψηλά τα δικά της. Ενοχλημένη εκείνη κοίταξε προς την μεριά του Σεβαστάκη και τον είδε να έχει ανοίξει τα μάτια του και να είναι ελεύθερος από τα δεσμά του. Μετά όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ο Σεβαστάκης της άρπαξε το μαχαίρι την στιγμή που πήδηξε από το μαρμάρινο τραπέζι το πέταξε στα χέρια ενός άλλου άντρα που τον είχε πλησιάσει στα αριστερά του. Η Λυδία είδε πως ήταν ο Έκτορας Αντωνίου που ήταν ντυμένος με το μανδύα της αίρεσης αλλά είχε βγάλει την κουκούλα του. Τα μάτια της τον κοίταξαν με μοχθηρία, ενώ η Εκάτη πίσω της περίμενε να τελέσει την θυσία προς τιμήν της και σάλια έτρεχαν από τα σαγόνια των κεφαλιών της , που γύριζαν δεξιά και αριστερά. Η Λυδία πρόσταξε τους πιστούς του Μαύρου Αέρα να πιάσουν τους δυο άντρες. Αν δε γινόταν μέσα σε λίγα λεπτά η τελετή η Εκάτη θα τους τιμωρούσε. Μια ορδή οργισμένων ανθρώπων έτρεξε προς την μεριά του Βαγγέλη και του Έκτορα. Δεν είχαν υπολογίσει όμως τις τρεις γυναίκες που πλαισίωναν τους άντρες στην προσπάθεια που έκαναν για να σταματήσουν την δράση της αίρεσης μια για πάντα. Πολύ πριν η Λυδία να ξεκινήσει να λέει τον Ορφικό ύμνο η Αντιγόνη και η Κοραλία ντυμένες τους μανδύες και τις κουκούλες στα κεφάλια τους, είχαν χωρίς να γίνουν αντιληπτές φύγει από το σημείο που ήταν στα τέσσερα πεσμένοι οι πιστοί της Εκάτης και είχαν κρυφτεί σε μια σκοτεινή γωνιά του διαδρόμου που σε έβγαζε από την σπηλιά. Όταν ο Έκτορας και ο Βαγγέλης απειλήθηκαν από τα μέλη του Μαύρου αέρα εκείνες βγήκαν από εκεί και ο Έκτορας πέταξε το μαχαίρι κάτω στα πόδια της Κοραλίας. Εκείνη το μάζεψε και το πέταξε με όλη της την δύναμη στην Αντιγόνη που βρισκόταν πιο μακριά της προς την έξοδο, η οποία τρέχοντας με όλη της την δύναμη βγήκε έξω από την σπηλιά και παρέδωσε το μαχαίρι στα χέρια της Φιλοθέης Αντύπα. Καθώς όμως η Αντιγόνη έτρεχε προς την έξοδο μέσα στην μεγάλη αίθουσα ο Βαγγέλης και ο Έκτορας είχαν πέσει στα χέρια μιας ομάδας αντρών. Την Κοραλία την κυνηγούσε ο φύλακας της σπηλιάς και η Λυδία καταριόταν την προδοσία της Φιλοθέης και του Σεβαστάκη. Όταν η Αντιγόνη όμως άφησε το λίθινο μαχαίρι στα χέρια της Φιλοθέης, ο Έκτορας μπόρεσε να
106
Σκισμένες Σελίδες ξεφύγει χτυπώντας με τις γροθιές του δυο άντρες που τον κρατούσαν να αρπάξει την Κοραλία από το χέρι και να τρέξουν προς την σωτηρία τους. Και τότε η Φιλοθέη με μάτια που πετούσαν φλόγες έσπασε με τα δυο τις χέρια την λαβή του μαχαιριού. Μέσα στη σπηλιά η Εκάτη γύρισε απότομα με τα τρία της κεφάλια προς την μεριά της Λυδίας και την άρπαξε με τα έξι της χέρια. Την σήκωσε ψηλά και την έριξε με δύναμη στο μαρμάρινο τραπέζι και την διαμέλισε πριν προλάβει εκείνη να πει το παραμικρό. Στους πιστούς δημιουργήθηκε πανικό. Άλλοι έτρεχαν αριστερά και δεξιά για να σωθούν από την μανία της θεάς του κάτω κόσμου. Μάταια όμως η Εκάτη είχε στραφεί εναντίων τους ρουθουνίζοντας και βγάζοντας τέτοιους φρικτούς λαρυγγισμούς από μέσα της που τρανταζόταν όλη η σπηλιά. Μέσα σε αυτό το μέρος που όλα τα κεριά είχαν σβήσει και το φως είχε χαθεί ακουγόντουσαν μόνο οι σπαρακτικές κραυγές των ανθρώπων που διαμελίζονταν και τρώγονταν ζωντανοί από την θεά και το πιστό της φίδι που κατάπινε στην κυριολεξία ότι απέμενε από τις σάρκες των οπαδών της αίρεσης. Αίμα, ανθρώπινα μέλη, φωνές, κραυγές και απίστευτη ωμή βία ήταν το σκηνικό της όλης εικόνας που επικρατούσε εκείνο το Σάββατο του Οκτώβρη. Ο Έκτορας, η Αντιγόνη, η Κοραλία και Φιλοθέη είχαν κατέβει από το βουνό και είχαν μείνει όρθιοι στους πρόποδες έχοντας όλες τις αισθήσεις τους σε ετοιμότητα. Δεν ήξεραν στα σίγουρα αν είχαν καταφέρει να εξοντώσουν την Εκάτη. Δεν είχαν ιδέα αν η Λυδία είχε γλυτώσει από την οργή της και απλά περίμεναν όλοι μαζί να δούνε το αποτέλεσμα μιας συλλογικής προσπάθειας, για να καθαρίσουν το χωριό από αυτή την μάστιγα. Αυτό όμως που άκουσαν καθαρά ήταν οι κραυγές των ανθρώπων που υπέφεραν, που σφάδαζαν από τον πόνο και τα παρακάλια τους , για να σωθούν από την δολοφονική μανία της Εκάτης. Η οργή της θεάς από το σπάσιμο και την μη επικύρωση της συμφωνίας ήταν ανελέητη προς τους πιστούς της. Και από αυτή δεν μπόρεσε να γλυτώσει ούτε ο Βαγγέλης Σεβαστάκης. Αν και στην προσπάθεια του να ξεφύγει πίσω από τον Έκτορα εν μέρει τα κατάφερε, λίγο πριν βγει από τον προθάλαμο της σπηλιάς τον πρόλαβε ο φύλακας που κουλουριάστηκε επάνω του και στην κυριολεξία τον σύνθλιψε. Τα κόκαλα του Βαγγέλη έσπασαν με μιας την ίδια στιγμή. Και όταν τον φίδι τον άφησε αυτό που κάποτε ήταν εκείνος δεν ήταν τώρα πια τίποτα παρά μια άμορφη μάζα από δέρμα, λιωμένα εντόσθια και αίμα. Όταν μετά τις τρεις τα χαράματα η Εκάτη δεν είχε πλέον άλλα ανθρώπινα κορμιά για να κατασπαράξει, άρχισε να καταστρέφει ότι υπήρχε μέσα στην αίθουσα. Τα τρία της κεφάλια γύριζαν δεξιά και αριστερά. Από τα σαγόνια της έτρεχαν σάλια και ήταν γεμάτα από αφρούς. Με τα έξι της χέρια έπιανε και διέλυε τα πάντα. Έφερνε γύρω, γύρω σαν σβούρα και έπεφτε επάνω στα τοιχώματα της σπηλιάς σαν λυσσασμένη. Ώσπου κάποια στιγμή μια δυνατή αστραπή και ένας δυνατός κρότος σαν κεραυνός που πέφτει στη γη κατάστρεψε ολοσχερώς την οροφή της σπηλιάς και διέσχισε το
107
Σκισμένες Σελίδες φρικτό σώμα της Εκάτης που μετά από αυτό διαλύθηκε και χάθηκε σαν αέρας. Ύστερα επικράτησε απόλυτη σιωπή και ηρεμία. Η Φιλοθέη που ακουμπούσε επάνω στο μπαστούνι της είπε σταθερά. -Αυτό ήταν. Όλα τελείωσαν πια. Η Εκάτη επέστρεψε στον κόσμο των νεκρών. Στον Άδη. Στον κάτω κόσμο. Εκεί από όπου δεν έπρεπε να φύγει ποτέ. Η Αντιγόνη, η Κοραλία και ο Έκτορας κοίταξαν ψηλά στον ουρανό. Τα αστέρια τρεμοέσβηναν και το φεγγάρι φώτιζε την πλάση. Σε λίγη ώρα την θέση της νύχτας θα έπαιρνε η φωτεινή μέρα και το Ελαιοχώρι θα ξυπνούσε όπως κάθε μέρα, αλλά αυτή τη φορά ελεύθερο από το βαρύ φορτίο που κουβαλούσε για πολλά χρόνια. Λίγες μέρες μετά στο γραφείο του προσωρινού διοικητή της αστυνομίας καθόντουσαν ο Έκτορας, οι δυο αρχαιολόγοι και η Φιλοθέη. -Ανακαλύψαμε τα πάντα με την βοήθεια σας κύριε Αντωνίου και φυσικά και με την δικιά σας αγαπητές μου κυρίες. Για χρόνια ολόκληρα ο Βαγγέλης Σεβαστάκης ήταν επίλεκτο μέλος της αίρεσης της οποίας ιδρυτής ήταν ο παππούς σας ο Δανιήλ Αντωνίου. Εκείνοι και τα υπόλοιπα μέλη είχαν πραγματοποιήσει τρομερά εγκλήματα. Και ακόμα αδυνατώ να πιστέψω πως ότι είχα μάθει ως μυθολογία στα μικρά μου χρόνια μπορούσε να υπάρξει στην πραγματικότητα.- Είπε μιλώντας πρώτα εκείνος. -Και εγώ την ίδια άποψη με εσάς έχω. Είμαι αρχαιολόγος και πιστεύω στην επιστήμη μου και όχι στα παραμύθια. Τελικά είμαι υποχρεωμένη εδώ να εμπιστευτώ την φίλη μου και συνάδελφο Κοραλία που από την αρχή είχε αντίθετη γνώμη από εμένα.- Είπε με μια δόση ειρωνείας η Αντιγόνη. Η Κοραλία την κοίταξε γλυκά και είπε. -Έχω μάθει στη ζωή μου να πιστεύω στα απίστευτα και να έχω ανοιχτό μυαλό. Αυτό που ανακαλύψαμε εδώ , σε αυτό το χωριό δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σαφώς αρχαιολογία. Για μυθολογία πρόκειται και για μαγεία. Η Εκάτη αναφέρεται στην μυθολογία μας, όπως και η Λερναία Ύδρα, οι Στιμφαλίδες όρνιθες και άλλα πολλά τέρατα. Και εδώ μας γεννιέται το ερώτημα. Είναι τελικά μυθολογία όσα είδαμε και ζήσαμε πριν δυο μέρες σε αυτό τον τόπο; Όχι, ήταν η πλήρης πραγματικότητα που πολλές φορές δεν θέλουμε να δούμε ή φοβόμαστε να αποκαλύψουμε στον εαυτό μας. Ένα όμως ήταν το άτομο που βοήθησε ουσιαστικά στο να μάθουμε για την αίρεση και τα μυστικά της. Και αυτό δεν ήταν άλλο από την γιαγιά του Έκτορα, την Τριανταφυλλιά. Είχε καταγράψει τα πάντα σε αυτές τις σκισμένες σελίδες προφανώς από κάποιο ημερολόγιο η σημειωματάριο που διατηρούσε και τις είχε κρύψει καλά για να μη τις βρει ο σύζυγος της. Το ότι η Αντιγόνη ανακάλυψε το λίθινο μαχαίρι εντελώς τυχαία όταν πήγε για τις δοκιμαστικές τομές, είναι άλλο ένα γεγονός που συντέλεσε στο να μπούμε και εμείς οι δυο στο παιχνίδι, του τι συμβαίνει τελικά εδώ. Ο Έκτορας ήταν πολύ δεκτικός σε ότι του αποκαλύψαμε και μας στήριξε από την αρχή. Στο τέλος φυσικά και με την βοήθεια της κυρίας Αντύπα
108
Σκισμένες Σελίδες που γνώριζε εδώ και χρόνια την αλήθεια καταφέραμε να καταστρέψουμε την αίρεση.-Στη σπηλιά κυρία Ανδριανού δε βρέθηκε το παραμικρό. Ούτε πτώματα, ούτε αίματα , ούτε φυσικά το άγαλμα της Εκάτης που μας περιγράψατε στην κατάθεση σας. Τίποτα. Σαν να εξαφανίστηκαν όλα δια μαγείας. – Της απάντησε ο προσωρινός διοικητής του τμήματος. -Μα για αυτό πρόκειται.- Συνέχισε εκείνη γελώντας. -Πιστεύετε κύριε Αντωνίου πως όλοι αυτοί οι άνθρωποι που αποτελούσαν την αίρεση πέθαναν από την μανία της θεάς; Γιατί αν κάποιοι επέζησαν πολύ φοβάμαι ότι θα οργανωθούν ξανά, κάπου αλλού. Πως μπορούμε να είμαστε σίγουροι; Ρώτησε εκείνος. -Θα σας απαντήσω εγώ αν μου επιτρέπετε.- Είπε ξαφνικά η Φιλοθέη και συνέχισε. -Δεν θα είμαστε ποτέ σίγουροι. Πάντα κάπου, κάποιοι, θα συνεχίσουν μια ανάλογη δράση. Αν νομίζεται πως το κακό μπορεί ποτέ να πάψει να υπάρχει είσαστε γελασμένος. Το κακό υπήρχε πριν το σκοτάδι δημιουργηθεί κύριε αστυνόμε. Πριν ο ήλιος γεννηθεί και θα συνεχίσει να ζει ανά τους αιώνες. Αν θέλετε όμως την γνώμη μου όλοι όσοι ήταν εκείνη τη φρικτή νύχτα μέσα στη σπηλιά, εκτός από εμάς τους τέσσερις δεν ζει πια. Μπορείτε να κλείσετε την υπόθεση και όλες τις άλλες που παρέμεναν ανοιχτές όλα τα προηγούμενα χρόνια. Όλες είχαν σχέση με την αίρεση. Και εδώ θα σας πω ότι η εξαφάνιση των δυο παιδιών δεν έγινε από τους ανθρώπους του Μαύρου Αέρα. Αλλά από το τεράστιο φίδι – φύλακα της σπηλιάς. Τα παιδιά είχαν ανακαλύψει φαίνεται τυχαία το άνοιγμα της σπηλιάς. Μπήκαν μέσα και βρήκαν το μαχαίρι. Το πήραν και τότε τους κυνήγησε το φίδι. Λίγο πριν τα σκοτώσει μάλλον το μαχαίρι θα ξέφυγε από τα χέρια τους και βγήκε έξω από την σπηλιά. Τις επόμενες ημέρες έριξε πολύ βροχή. Το μαχαίρι θα παρασύρθηκε από τα νερά της βροχής και έφτασε στο κτήμα του γέρο Δανιήλ. Έτσι το βρήκε η Αντιγόνη. – -Και πως το ξέρετε εσείς αυτό κυρία Αντύπα;-Όπως θα μάθετε όταν διαβάσετε την κατάθεση που έδωσα για τον θάνατο του Σεραφείμ Χαραλάμπου ο Δανιήλ τον είχε σαν γιο του και γενικά τον φρόντιζα. Του πήγαινα φαγητό, του καθάριζα το σπίτι και του ψώνιζα. Έτσι έτυχε να ακούσω μια συζήτηση που είχε με την Λυδία σχετικά με την εξαφάνιση των παιδιών. – -Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι ο δικός σας ο ρόλος κυρία Αντύπα. Πως μπορέσατε να κρύψετε τόσα χρόνια τα στυγερά εγκλήματα από την δικαιοσύνη; Τα ξέρατε. Ήσασταν από μικρό κορίτσι δίπλα στον τσιφλικά.Την ρώτησε με νόημα εκείνος , για να πάρει την απάντηση από τα χείλη του Έκτορα. -Είναι μια αδύναμη γυναίκα. Από φτωχή οικογένεια που οι γονείς της ουσιαστικά την πέταξαν στο δρόμο κυρίως για την αναπηρία της. Δεν είχε
109
Σκισμένες Σελίδες δύναμη, οικονομική άνεση, δεν μπορούσε να δουλέψει με ευκολία αφού το ίδιο της το σώμα δεν την βοηθούσε. Πως λοιπόν να ύψωνε το ανάστημα της εμπρός στον παππού μου; Αυτό δε ήταν εφικτό να γίνει. Όμως έστω και καθυστερημένα μας βοήθησε να ξεσκεπάσουμε και να τερματίσουμε την δράση του μαύρου αέρα. Με αυτή της την πράξη εξιλεώνεται η ίδια από ένα μυστικό που για χρόνια κρατούσε μέσα της.- Και της χαμογέλασε. -Μάλιστα. Δε νομίζω πως έχουμε κάτι άλλο να πούμε. Άλλωστε έχετε δώσει όλοι σας κατάθεση για τα γεγονότα εκείνης της νύχτας και για όλες τις πληροφορίες που είχατε συλλέξει για την αίρεση και τη δράση της. Εγώ θα παραμείνω για λίγο ακόμα εδώ και γρήγορα θα αναλάβει άλλος διοικητής το τμήμα. Σας εύχομαι μια καλή μέρα.Φεύγοντας από το γραφείο του ο Έκτορας, Η Αντιγόνη και η Κοραλία πήγαν για να πιούν ένα καφέ στην πλατεία του χωριού. Η Φιλοθέη κουτσαίνοντας ξεκίνησε να πάει στο σπίτι. Όταν ήρθαν οι καφέδες η Κοραλία του είπε. -Μια χαρά την κάλυψες την οικονόμο του παππού σου. Να μη ξεχνάς πως εκείνη νάρκωνε τα θύματα που τελικά σκότωνε η αίρεση. Στην ουσία έχεις και ζεσταίνεις ένα φίδι στον κόρφο σου. Αναγκάστηκε να έρθει με το μέρος μας. Είχε καταλάβει πως η Λυδία αργά η γρήγορα θα την έβγαζε από την μέση. Όπως είχε κάνει και με τον εραστή της τον Σεραφείμ.-Ναι το ξέρω αυτό, αλλά με τη βοήθεια της φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Αν εκείνο το βράδυ δεν είχε έρθει στο γραφείο μου να μου πει τα πάντα, αν δεν είχε ενημερώσει τον Σεβαστάκη να παίξει το ρόλο του και να κάνει ψέματα πως ήταν ναρκωμένος η Λυδία θα είχε επικρατήσει και το σκοτάδι θα είχε καταπιεί το χωριό. Δε της κρατώ κακία και ούτε στον Σεβαστάκη που τελικά έδωσε την ζωή του για εμάς. Τον είδα την τελευταία στιγμή που ήταν πίσω από εμάς Κοραλία όταν τον άρπαξε το φίδι. Θα μπορούσαμε να είμαστε εμείς στη θέση του. Όσο για την Φιλοθέη, θα την έχω από κοντά από εδώ και πέρα.-Συμφωνώ με τα λεγόμενα του.- Είπε η Αντιγόνη. -Το λίθινο μαχαίρι τώρα που βρίσκεται;- Την ρώτησε. -Αν και σπασμένο σε λίγες μέρες θα μεταφερθεί στο μουσείο της Ακρόπολης. Αυτές τις εντολές έχουμε από το αρχαιολογικό συμβούλιο. Η αξία του είναι μεγάλη, αλλά πια η δύναμη του χάθηκε. Μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι. – Εκείνη την ώρα η Φιλοθέη με βήμα αργό έφτασε ως την πόρτα του σπιτιού. Κοντοστάθηκε για λίγο και έκανε μεταβολή. Της πήρε αρκετή ώρα να ανέβει ως την σπηλιά. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που την έκανε να πάει ως εκεί. Δεν έπρεπε να βρισκόταν σε αυτό το σημείο. Δεν είχε νόημα πια, η αίρεση είχε εξαφανιστεί. Ήταν τελείως ηλίθια να πιστέψει πως μετά το θάνατο του Δανιήλ θα μπορούσαν οι διάδοχοι του να συνεχίσουν την καλή
110
Σκισμένες Σελίδες δουλειά. Ο Σεραφείμ αποδείχτηκε ανάξιος στο να συμμαζέψει την Λυδία. Την άφησε χωρίς επιτήρηση και της είχε τυφλή εμπιστοσύνη. Αποτέλεσμα αυτών να τον σκοτώσει έτσι ώστε να αναλάβει την αίρεση. Και όταν της είχε πει για τον Σεβαστάκη το ποτήρι της υπομονής της ξεχείλισε. Η Φιλοθέη πήρε την απόφαση να δράσει μόνη της, χωρίς να ακούσει εντολές άλλων, έδρασε. Και αν ήθελε να σώσει τον εαυτό της υπήρχε μια και μόνη λύση. Να ενημερώσει τον Έκτορα για τα πάντα. Και αυτό έκανε εκείνο το βράδυ που μπήκε στο γραφείο του. Φυσικά δεν περίμενε πως ο Έκτορας είχε μάθει τα περισσότερα από την δράση του παππού του από κάποιες σελίδες που είχε βρει κρυμμένες μέσα στο παιδικό βιβλίο του πατέρα του. Εκεί είχε βάλει η γιαγιά του όλα τα στοιχεία που ενοχοποιούσαν τον παππού του. Και μάλιστα τα είχε τοποθετήσει μπροστά στα μάτια του. Η Φιλοθέη συνειδητοποίησε καθυστερημένα πόσο μεθοδική και έξυπνη ήταν η Τριανταφυλλιά Αντωνίου. Είχε ανακαλύψει μόνη της όλη την σκοτεινή δράση του άντρα της. Ακόμα γνώριζε πως εκείνη ήταν η υπεύθυνη για όλες τις εξαφανίσεις τόσων ανθρώπων. Και όμως ποτέ όσο ζούσε δεν της είχε αναφέρει τίποτα. Πολύ έξυπνη γυναίκα η Τριανταφυλλιά. Και φάνηκε καθαρά πως ο εγγονός της, της είχε μοιάσει. Είχε έρθει πριν από λίγους μήνες στο Ελαιοχώρι και είχε καταφέρει να προσαρμοστεί με το περιβάλλον και τους κατοίκους και να αποκτήσει δυο πολύτιμες φίλες. Μαζί τους μπόρεσε να καταστρέψει την πανίσχυρη ως τότε αίρεση του Μαύρου έρα. Αν μη τι άλλο είχε κότσια και μυαλό. Για αυτό και εκείνη κατάλαβε πως είχε συμφέρων να πάει με τα νερά του. Είχε ανάγκη να προστατευθεί και αυτή ήταν η συμφωνία τους. Αν τον βοηθούσε στο έργο του εκείνος δε θα μιλούσε στην αστυνομία και πουθενά αλλού για το σκοτεινό παρελθόν της. Και θα συνέχιζε να την κρατά στο σπίτι εκτελώντας εκείνη τα χρέη της οικονόμου. Ναι δεν είχε άλλη λύση από το να προδώσει την αίρεση και την Εκάτη. Από αυτή την απόφαση εξαρτιόταν το μέλλον της. Δε μπορούσε να φύγει από αυτό το σπίτι, δεν είχε και που αλλού να πάει. Ουσιαστικά δεν είχε τίποτα δικό της. Κοιτούσε τόση ώρα που τα σκεφτόταν αυτά το εξωτερικό άνοιγμα της σπηλιάς. Κάτι βαθιά μέσα της την καλούσε να μπει στον χώρο. Δεν της ήταν εύκολο. Με την αναπηρία της πολλά καθημερινά πράγματα γινόντουσαν με δυσκολία. Ήθελε όμως να ρίξει μια τελευταία ματιά σε ένα χώρο που της ήταν γνώριμος. Έσκυψε λοιπόν και μπήκε μέσα. Σηκώθηκε βαστώντας το μπαστούνι της και κουτσαίνοντας έφτασε στην μεγάλη αίθουσα. Το φως του ήλιου έμπαινε από την κορυφή της σπηλιάς εκεί που είχε πέσει ο κεραυνός και είχε ανοίξει μια μεγάλη τρύπα στην οροφή. Ο διοικητής της αστυνομίας είχε δίκιο. Δεν υπήρχε τίποτα εκεί μέσα που να θύμιζε την δράση μιας αίρεσης, μόνο χώμα και πέτρες. Σαν κάτι να είχε κυριολεκτικά καταπιεί τα άψυχα κορμιά των πιστών. Η Φιλοθέη κοίταξε για λίγο το χώρο και μετά σιγά, σιγά γύρισε και περπάτησε προς την έξοδο. Και τότε της φάνηκε πως άκουσε ένα μικρό θόρυβο. Σαν
111
Σκισμένες Σελίδες κάποιος η κάτι να ήταν εκεί. -Ναι; Είναι κανείς εδώ;- Φώναξε. Δεν πήρε απάντηση και για λίγο αφουγκράστηκε. Τίποτα, κανένας ήχος δεν ερχόταν στα αυτιά της. Αποφάσισε να συνεχίσει κουτσαίνοντας να σέρνει τα βήματα της, αλλά αισθανόταν πως κάποιος κίνδυνος παραμόνευε στην κατά τα άλλα πια φωτεινή σπηλιά. Προσπάθησε χωρίς αποτέλεσμα να προχωρήσει πιο γρήγορα καθώς αυτή η σκέψη ότι κάτι παραμόνευε εκεί την φόβιζε ενώ τα δευτερόλεπτα περνούσαν. Έβλεπε τώρα το στόμιο της σπηλιάς. Απλά της έμενε μόνο να σκύψει….και…….. Ο ήχος που άκουσε ακριβώς πίσω της την έκανε να παγώσει. Ένα φύσημα, μια βρωμερή ανάσα. -Ω! Θεέ μου ο φύλακας. Δεν συμβαίνει στα αλήθεια.- Τραύλισε και γύρισε να κοιτάξει πίσω από τον ώμο της. Το τεράστιο σε όγκο φίδι της Εκάτης την κοιτούσε από ψηλά Το μπαστούνι ξέφυγε από το χέρι της Φιλοθέης και έπεσε στα τέσσερα. Το φίδι άνοιξε το θεόρατο στόμα του και έβγαλε έξω την διχαλωτή του γλώσσα. Τα μάτια του ήταν παγωμένα. Η Φιλοθέη έβγαλε μια σπαρακτική κραυγή, όταν εκείνο την έπιασε ανάμεσα στα δυνατά του σαγόνια και την έκοψε στα δύο. Το διαμελισμένο σώμα της Φιλοθέης έπεσε στο έδαφος. Μετά από αυτό το φίδι προχώρησε και βγήκε έξω από την τρύπα της σπηλιάς και εκεί άρχισε να μικραίνει σε όγκο και διαστάσεις. Μίκραινε, μίκραινε ώσπου να φτάσει στις διαστάσεις ενός κανονικού φιδιού και μετά χάθηκε σε κάτι θάμνους. Ένας μικρός αέρας τύλιξε το κορμί της Φιλοθέης που εξαφανίστηκε και στη θέση του έμεινε μόνο το χώμα. Ο ήλιος είχε ανέβει για τα καλά στον ουρανό εκείνο το μεσημέρι όταν ο Έκτορας και οι δυο αρχαιολόγοι καθόντουσαν ακόμα στο καφενείο συζητώντας. Το χωριό ανάπνεε ελεύθερο από κάθε τι κακόβουλο στοιχείο που το είχε τυλίξει όλα αυτά τα μαύρα χρόνια που η αίρεση το εξουσίαζε. Ο ήλιος από ψηλά το φώτιζε και το ζέσταινε. Στα χωράφια οι γεωργοί συνέχιζαν την σκληρή τους δουλειά. Το Ελαιοχώρι είχε αποτινάξει από επάνω του το βαρύ πέπλο της νύχτας και από εκεί και πέρα θα καλωσόριζε την κάθε μέρα σα να ήταν γιορτή. Την ίδια στιγμή μέσα στη σπηλιά το φως του ήλιου έσβηνε και μέσα στο σκοτάδι που απλώθηκε ακούστηκε ένα μικρό γρύλλισμα…………..
ΚΑΤΕΡΙΝΑ. Π. ΚΟΦΙΝΑ