Νίκος Δ. Πλατής το αποδέλοιπο
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ ΔΟΚΙΜΙΟ / ΙΣΤΟΡΙΑ
Βασισμένο κυρίως στις λέξεις, στις φράσεις και τις μνήμες
που ανασύρει ο γέρος του Μοριά στα Aπομνημονεύματά του και εμπλουτισμένο με τις ιστορικές εκείνες μαρτυρίες και πληροφορίες που έχουν ως κοινό τους γνώρισμα το διαχρονικά αξιόπιστο του λόγου τους
το
αποδέλοιπο
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ
Έλληνας τσαρουχοποιός: Ένας άνθρωπος του καθημερινού μόχθου τρία χρόνια πριν από τον θάνατο του Κολοκοτρώνη. Έργο του Δανού ζωγράφου Martin Christian Wedseltoft Rorbye (1840).
© 2020, Νίκος Δ. Πλατής nikolas_platis@yahoo.gr Οι ΕΚΔΟσΕισ ΤΩΝ συΝαΔΕΛφΩΝ
Καλλιδρομίου 30 – 114 73 αθήνα • Τηλ.: 2103818840 e-mail: syneditions@gmail.com Η αναπαραγωγή του παρόντος έργου είναι ελεύθερη για μη εμπορικούς σκοπούς, με παράκληση να αναφέρονται οι πηγές. ISBN 978-960-9797-96-2
Νίκος Δ. Πλατής
το αποδέλοιπο
ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ Βασισμένο κυρίως στις λέξεις, στις φράσεις και τις μνήμες που ανασύρει ο γέρος του Μοριά στα Aπομνημονεύματά του και εμπλουτισμένο με τις ιστορικές εκείνες μαρτυρίες και πληροφορίες που έχουν ως κοινό τους γνώρισμα το διαχρονικά αξιόπιστο του λόγου τους
Οι ΕΚΔΟσΕισ ΤΩΝ συΝαΔΕΛφΩΝ
αθήνα 2020
«Και τραβάν ίσα για Δημοκρατία… και σαμπάνια, για ισότητα και Ρολς Ρόις… ψωφάνε για “ζήτω το Έθνος” και αστακούς…» Τάδε έφη ο εικονιζόμενος Γιάννης σκαρίμπας, συγγραφέας του (κάποτε) φημισμένου βιβλίου Το ’21 και η αλήθεια.
Ομαδικό πορτρέτο με αγωνιστές από όλα τα μέρη του ελληνισμού.
Ένας ωραίος θάνατος μια ολόκληρη ζωή τιμά. φραντσέσκο Πετράρχης, ιταλός ποιητής Ιστορία δεν είναι η αναπαράσταση του παρελθόντος όπως αυτό συνέβη πραγματικά, αλλά η μορφή που της δίνουμε. Άκσελ Χέλαντ, παλαιοβιβλιοπώλης (φανταστικός ήρωας του Μπέρνχαρντ σλινκ από το μυθιστόρημά του Όλγα) Ήξερα την ιστορία. Αγνοούσα την αλήθεια. Κάρλος φουέντες Μασίας, Μεξικανός μυθιστοριογράφος και δοκιμιογράφος Οι λέξεις είναι γεμάτες διαφορετικές σημασίες, ανάλογα με το ποιος τις ακούει. σαντιάγο Ρονκαλιόλο, Περουβιανός συγγραφέας Και αφού ο καθένας πήρε το πόστο που του είχε ανατεθεί, ανησυχώντας για το τι θα γεννήσει ο ουρανός το πρωί και τι θα δείξει ο καθρέφτης του κόσμου, εκείνο το βράδυ ό,τι κι αν έγινε πέρασε. Μοραβής Μιρ Γιουσούφ Μπέης, ένας από τους πολιορκημένους Τούρκους στο Ναύπλιο το 1821 Μην τους πιστεύετε. Δεν υπάρχουν ήρωες στον πόλεμο. Άγνωστου ημεδαπού στρατιώτη. Κάθε φτωχός άνθρωπος ζει τη ζωή του σαν κυνηγημένο ζώο. παππούς Πλατής, μακαρίτης
Μια Επανάσταση κερδισμένη δι’ αντιπροσώπων:
Εδώ, στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, οι τρεις Δυνάμεις (Γαλλία, αγγλία, Ρωσία) νεκρανάστησαν την παντελώς χαμένη Επανάσταση του 1821. Ζωγραφικό αναδρομικό ρεπορτάζ του Γάλλου Auguste Étienne François Mayer (1805-1890).
Μια μέρα του ιουνίου στη Γαλλία του 1825: Μία μέρα πριν από την ήττα
των Ελλήνων επαναστατών (υπό την ηγεσία του γέρου του Μοριά) από τους αραπάδες του ιμπραήμ, εκεί στην Τριπολιτζά. Πίνακας-ρεπορτάζ του Γάλλου στρατηγού, ζωγράφου και λιθογράφου Louis-François Baron Lejeune (1775-1848).
Η μετα-αλήθεια του 1821 σύμφωνα με την ερμηνεία του όρου post-truth* και το λεξικό Cambridge (Cambridge English Dictionary), οι άνθρωποι είναι πιο πιθανόν να δεχτούν ένα επιχείρημα βασισμένο στα συναισθήματα και τα πιστεύω τους παρά ένα επιχείρημα βασισμένο σε αυτά καθαυτά τα γεγονότα. Η μετα-αλήθεια του 1821 δείχνει να είναι απόλυτα και αρμονικά συνεπής με την ερμηνεία του όρου post-truth· φτάσαμε να πιστεύουμε για την Επανάσταση του ’21 άλλα αντ’ άλλων, αγνοούμε παντελώς την ουσιαστική, την πραγματική ιστορία του. αυτό θα μου πείτε (τινές εξ υμών) δεν είναι κάποιου είδους καινοτομία, έτσι δουλεύει το σύστημα της ιστορίας και των ιστορικών από καταβολής κόσμου, και θα συμφωνήσω απολύτως μαζί σας. Όντως, η ιστορία (η κάθε ιστορία) που διαβάζουμε στις σελίδες των βιβλίων (και στις σχετικές ιστοσελίδες) ελάχιστη σχέση έχει με την ιστορική αλήθεια (την πραγματική ιστορία δηλαδή), δεν είναι παρά μια μετα-αλήθεια. Και τούτο γιατί (μεταξύ όλων των άλλων) ο τρόπος παρουσίασης των εθνικών συμβάντων διευκολύνει τη μετατροπή ενός γεγονότος ήσσονος αξίας σε σύμβολο και περνάει σε δεύτερη μοίρα το πραγματικά σημαντικότερο συμβάν: Έτσι οι περισσότεροι σημερινοί Έλληνες προτιμούν να συνδέουν τα Δερβενάκια και όχι τη ναυμαχία του Ναυαρίνου με την επιτυχία της Επανάστασης του ’21. Η αντίδραση στην ιστορική αλήθεια είναι ψυχολογικά κατανοητή, ποιος θέλει να θυμάται ότι μια επανάσταση, η Επανάσταση του ’21 επί του προκειμένου, πέτυχε μόνο και μόνο γιατί το θέλησαν οι ξένες Δυνάμεις, επειδή τα κανόνια τους βύθισαν τα πλοία του εχθρού μας;** Έτσι δεν υπάρχει στο εθνικό μας εορτολόγιο η 20ή Οκτωβρίου 1827, η χρονολογία που οι ξένες Δυνάμεις βούλιαξαν τα πλοία του ιμπραήμ κατανικώντας τον και σώζοντας τη μέχρι εκείνη τη στιγμή εντελώς χαμένη επανάσταση, ενώ * Post-truth (Μετα-αλήθεια): Η πολιτική ρητορική/πρακτική που αγνοεί την αλήθεια και βασίζεται σε μια προσωπική, ενίοτε εντελώς πλαστή, εκδοχή της πραγματικότητας. Ήταν η λέξη της χρονιάς για το 2016. Και απηχούσε, όπως διαβάζουμε, «την εξαιρετικά φορτισμένη πολιτική ατμόσφαιρα [...], χάρη κυρίως στη διχαστική προεκλογική εκστρατεία του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά και το δημοψήφισμα για το Brexit τον περασμένο ιούνιο». (εφημ. Καθημερινή, 17 Νοεμβρίου 2016) αξίζει να αναφερθεί ασφαλώς πως ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε στα 1992, αλλά η συχνότητα χρήσης του αυξήθηκε κατά 2.000% το έτος 2016. ** στην ουσία, η Ελλάδα κέρδισε την Επανάσταση, την Οθωμανική αυτοκρατορία, δι’ αντιπροσώπων. Όταν μπήκε στον Μοριά ο ιμπραήμ Πασάς, η επανάσταση τελείωσε, καταπνίγηκε στο αίμα και ήταν τελειωμένη υπόθεση, ολοκληρωτικά ηττημένη. Οι μεγάλες Δυνάμεις ήσαν αυτές που τον νίκησαν, όχι ο Κολοκοτρώνης. αυτές έφεραν τη «νίκη».
10
υπάρχει στο εθνικό μας εορτολόγιο η 25η Μαρτίου 1821, που τάχα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός σήκωσε το λάβαρο της Επανάστασης στην αγία Λάβρα. Η δρ. Κλερ Χαρντέικερ του Πανεπιστημίου του Λάνκαστερ εξηγεί πως όταν μελετά κανείς το λεξικό του Cambridge, διαπιστώνει ότι κάποιες από τις λέξεις που περιέχει αποτελούν «έναν σπασμό της ιστορίας», πριν αυτές περιπέσουν εκ νέου σε αχρηστία: «Άλλες πάλι επιβιώνουν και γίνονται κομμάτι της γλώσσας μας». Η λέξη Επανάσταση ήταν ένας σπασμός της ιστορίας μας, πριν καταλήξει στον σωρό μαζί με τις χιλιάδες άλλες λέξεις που βρίσκονται σε διαρκή λήθαργο στις σελίδες των λεξικών μας. Τώρα όμως, με την ευκαιρία της επετείου των 200 χρόνων από το 1821, άγεται και φέρεται ως… υποψήφια για πολλαπλά Όσκαρ, θα γίνει η λέξη της χρονιάς (2021). Όχι αυτή καθαυτή φυσικά, αλλά η μετα-αλήθειά της. Και όταν θα σβήσουν τα φώτα της δημοσιότητας και οι σερβιτόροι θα… μαζεύουν τα κολονάτα ποτήρια για τις πανάκριβες σαμπάνιες και τις πιατέλες με τα υπολείμματα των αστακών που υπαινίσσεται ο Γιάννης σκαρίμπας, τότε (η περί ης ο λόγος λέξη) θα περιπέσει και πάλι σε αχρηστία. αν είμαι απολύτως σίγουρος πως θα συμβούν έτσι ακριβώς τα πράγματα και όχι κάπως αλλιώς; Όχι, όχι! Δεν είμαι τόσο σίγουρος, απλώς πιθανολογώ βάσιμα. Η «εξέλιξη [των λέξεων]» είναι άλλωστε «εξαιρετικά απρόβλεπτη», όπως μας διαβεβαιώνει η δρ. Κλερ Χαρντέικερ, η πανεπιστημιακός του Λάνκαστερ. Που πάει να πει πως κανείς μας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τη συμπεριφορά των λέξεων και των εννοιών τους στο εγγύς και (πολύ περισσότερο) στο απώτερο μέλλον. Ο όρος post-truth μπορεί κάποτε να σημαίνει το ακριβώς αντίθετο από τη σημερινή του σημασία. Το ίδιο και η λέξη Επανάσταση. Ή η αριθμητική λέξη 1821. Ή ακόμα και η λέξη Κολοκοτρώνης. Ο καιρός θα δείξει!
Το εξώφυλλο του βιβλίου με τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Πάνω πάνω αναγράφεται ο τίτλος του: ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ ΑΠΟ ΤΑ 1770 ΕΩΣ ΤΑ 1836. Κάτω κάτω ο χρόνος έκδοσης του βιβλίου: 1846.
11
Τελικά ποιο το συμπέρασμα από την αποκωδικοποίηση της ΔΙΗΓΗΣΕΩΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ ΑΠΟ ΤΑ 1770 ΕΩΣ ΤΑ 1836;* Πως χωρίς αυτή (την αποκωδικοποίηση δηλαδή) μένεις με την εντύπωση διαβάζοντάς τη (τη ΔΙΗΓΗΣΙ) πως σε όλη του τη ζωή ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης άλλο δεν έκανε από το να πολεμάει και να σκοτώνει τους κακούς Τούρκους. Πράγμα παντελώς αναληθές. Ο Κολοκοτρώνης στο μεγαλύτερο μέρος του βίου του ήταν ληστοκλέφτης και κάπος, βιοπορούσε ληστεύοντας τους ατυχείς ομοθρήσκους του (συνήθως τους ανήμπορους φτωχούς χωριάτες**) ή πουλώντας τις υπηρεσίες του ως πιστολάς σε κονζαμπασήδες (κοτζαμπάσηδες) του Μορέως, επικεφαλής σεκιουριτάς των βαθύπλουτων. Οι Τούρκοι δεν ήσαν στις προτεραιότητές του μέχρι και τα πενήντα ένα του χρόνια, που (για τους δικούς του λόγους) πέρασε στην Επανάσταση.*** Το θέμα λοιπόν είναι πως δεν ξεχωρίζεις στα απομνημονεύματά του την επαναστατική του ζωή από την προηγούμενη. Ο Κολοκοτρώνης αναφέρεται (στα απομνημονεύματά του) σε περιστατικά, σε ονόματα, σε χρόνους και σε πράγματα που εάν δεν ξέρεις τι ακριβώς έγινε τότε και σε εκείνο το συγκεκριμένο γεωγραφικό σημείο και ποιοι είναι ποιοι και γιατί επακριβώς βρίσκονταν εκεί, δεν καταλαβαίνεις τίποτα απολύτως. Δεν υπάρχει ένας σαφής (ημιασαφής έστω) διαχωρισμός της ληστρικής από την επαναστατική ζωή του. Έχει, λόγου χάρη, μια σκηνή όπου τον καταδιώκουν οι Τούρκοι και με την ψυχή στο στόμα καταφέρνει κάποια στιγμή να γλιτώσει. Ο ανυποψίαστος αναγνώστης φαντάζεται έναν ατρόμητο πατριώτη, ο οποίος μάχεται τους Τούρκους σε όλη του τη ζωή. Όμως δεν είναι έτσι ακριβώς τα πράγματα. Το γεγονός στο οποίο αναφέρεται είναι ένα περιστατικό που συνέβη στα 1805, συμβάν το οποίο εξόργισε βαθύτατα και αμετάκλητα το Πατριαρχείο, τόσο που να προκαλέσει (μέσω της υψηλής Πύλης) τη συστηματική εξολόθρευση των ληστοκλεφτών του Μορέως. Για την επιτυχία δε του σχετικού πογκρόμ, ο Πατριάρχης Καλλίνικος από το φανάρι εξέδωσε φοβερό επιτίμιο (κατάρα δηλαδή) εναντίον τους, αλλά
* ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ ΑΠΟ ΤΑ 1770 ΕΩΣ ΤΑ 1836: Ήτοι τα απομνημονεύματα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, όπως τα «απομαγνητοφώνησε» ο Γεώργιος Τερτσέτης. Ο τίτλος του βιβλίου δεν είναι καθόλου ακριβής ως προς το περιεχόμενό του, είναι αυθαίρετος. ** Μεταξύ άλλων και ο «[…] προύχοντας της αρκαδίας Παπατσώνης στα απομνημονεύματά του εξηγεί πως προεπαναστατικά οι κλέφτες της Πελοποννήσου έκλεβαν κυρίως τους Έλληνες (τους απλούς χωριάτες, έμπαιναν σε ένα χωριό και λήστευαν τους πάντες)». (μικροΜέγα Κολοκοτρωνέικο, σ. 122) *** Πάντως, ο Κολοκοτρώνης ήταν ένας από αυτούς τους «χιλιάδες» μισθοφόρους «πολεμιστές», που, όπως γράφει ο Ντέικιν, «δεν είχαν, κυριολεκτικά, πού να πάνε», έμεναν εντελώς άνεργοι, «μετά τη διάλυση των ελληνικών συνταγμάτων στα ιόνια Νησιά και την εγκαθίδρυση της βρετανικής κυριαρχίας στο ιονικό Προτεκτοράτο».
12
και εναντίον όσων τους συνέδραμαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο, που διαβάστηκε σε όλες τις εκκλησίες της Πελοποννήσου (όποιος δεν βοηθούσε στην καταδίωξη και εξόντωση των κλεφτών θα καιγόταν στο πυρ το εξώτερον στους αιώνας των αιώνων, όσο θα υπήρχε Κόλαση). Τον λόγο που συναποφάσισαν Πατριαρχείο και οθωμανικές αρχές τον αφανισμό της κλεφτουριάς χρειάστηκαν κάποια χρόνια αναζητήσεων για να τον μάθω: γιατί, λέει, ο Κολοκοτρώνης με την παρέα του και ένας φίλος του, ο καπετάν Γιώργας (με τους φουστανελοφόρους συντρόφους του) απήγαγαν ένα πολύ σημαίνον πρόσωπο της εποχής, έναν μεγαλοπαπά, τον Πρωτοσύγκελο ανδριανόπουλο, τον οποίο καταεξευτέλισαν, κι αυτός* έκανε τα πάντα για να πάρει το αίμα του και την τιμή του πίσω. Ξαναγυρίζω σ’ αυτό που λέει ο Κολοκοτρώνης, ο οποίος χρησιμοποιεί μια λέξη η οποία προκαλεί τη συμπάθεια στον αναγνώστη που δεν ξέρει τι ακριβώς έχει κάνει: «Ὅλα τὰ στρατεύματα, τὰ Καπετανάτα, τὰ κλέφτικα τῆς Ρούμελης εἶχαν καταφύγει εἰς τὴν Ἑπτάνησον ἀπὸ τὸν ἴδιον κατατρεγμὸν τὸν ἐδικόν μου». Μιλάει ο Κολοκοτρώνης για κατατρεγμό,** δεν κάνει όμως καμία κουβέντα, καμία αναφορά για ποιο λόγο ήταν κατατρεγμένος. Έτσι όσοι τον διαβάζουν μένουν με την εντύπωση ότι ήταν κατατρεγμένος επειδή πολεμούσε τους Τούρκους. Δεν κάνει την παραμικρή νύξη για το πάπλωμα, την προσωπική του τεράστια ευθύνη για το ξεπάστρεμα της κλεφτουριάς, παρουσιάζει το θέμα λες και αυτός ήταν το θύμα της όλης υπόθεσης, ένας χωρίς λόγο κατατρεγμένος, ας πούμε. «Οπότε τι;» θα μου πείτε. «Δεν ήταν ένας ήρωας της Επανάστασης ο Κολοκοτρώνης;» φυσικά και ήταν. Και μάλιστα κάτι πολύ περισσότερο. Ένας θρύλος. Ένας ζωντανός θρύλος. Ο απόλυτος ήρωας της Επανάστασης των σχολικών βιβλίων. απλώς δεν ήταν, δεν είναι ο ήρωάς μου. Ποιος ήταν ο ήρωάς μου; αυτό θα σας το αποκαλύψω στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, στον επίλογο. Τώρα προέχουν άλλα.
* Ήταν μια σημαντική προσωπικότητα της εποχής. Ήταν αυτός που μάζευε από τις εκκλησίες το copyright που πλήρωναν στο Πατριαρχείο. Κάθε εκκλησία πλήρωνε πνευματικά δικαιώματα στο Πατριαρχείο (από το τέλος του 16ου αιώνα άπαντες οι πιστοί χριστιανορθόδοξοι υποχρεούνται από το Πατριαρχείο σε δόσιμο, υποχρεωτικό φόρο, όπως μας πληροφορεί η ιστορικός Μαρία Ευθυμίου). αυτόν λοιπόν τον είχαν έναν μήνα τσίτσιδο σε ένα πηγάδι και του έκαναν πολλά και διάφορα. Όταν δόθηκαν τα λύτρα και γύρισε στο Πατριαρχείο, κίνησε γη και ουρανό για να εκδικηθεί. Έτσι ξεπαστρεύτηκε η κλεφτουριά, από την μήνιν του Πρωτοσύγκελου ανδριανόπουλου και την αποκοτιά του Κολοκοτρώνη και των φίλων του. ** κατατρεγμός: η ενέργεια του κατατρέχω, συνεχής καταδίωξη ή αλλεπάλληλες ατυχίες και συμφορές.
13
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ γέρος του Μοριά: Ολόσωμο πορτρέτο του Κολοκοτρώνη με την τεχνική της αγιογραφίας. Είναι ντυμένος με τζοπάνικη καπότα, έχει μακριά μαλλιά και ξυρισμένο το εμπρός της κεφαλής του, ούτως ώστε να προφυλάσσεται από μάχες σώμα με σώμα, αντί για περικεφαλαία φορά το χαρακτηριστικό αρβανίτικο «φεσάκι». αγνώστου αγιογράφου, αρχείο του συγγραφέα.
Πώς ο γέρος του Μοριά έγινε ο απόλυτος ήρωας της Επανάστασης; Ο Κολοκοτρώνης ήταν ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές της Επανάστασης (και ο πλέον δημοφιλής κατά το μάλλον). Ήταν ένας σπουδαίος στρατηγός του κλεφτοπολέμου, κατάφερε να χρησιμοποιήσει όλη την τεράστια εμπειρία του ως ληστοκλέφτης προς όφελος της Επανάστασης, γιατί ήξερε όλα τα κατατόπια, γνώριζε το κάθε πέρασμα, κατείχε την κάθε κρυψώνα γης και, προφανώς, γιατί είχε το ταλέντο. σε αντίθεση με τον Καραϊσκάκη, ο οποίος ήταν πάντα επικεφαλής των παλικαριών του και κορδομουλαράτος, ο Κολοκοτρώνης ποτέ δεν ηγείτο έφιππος, όχι σπάνια περπατούσε μόνος και αφουγκραζόταν τους ήχους του δάσους και τα κρωξίματα των όρνεων, ανέβαινε στα πιο ψηλά σημεία και αγνάντευε τι θα γίνει, προ-
14
σπαθούσε να καταλάβει από πού θα περάσει ο εχθρός για να τον κλείσει, να κάνει την ανάλογη κίνηση. Έκανε ό,τι έκανε και όταν ζούσε στην παρανομία, όταν ήταν κλέφτης στα βουνά. αυτή η συσσωρευμένη τεράστια εμπειρία του από τον ληστροκλεφτικό βίο του και το στρατηγικό του ταλέντο ανέδειξαν το άστρο του στον γαλαξία της Επανάστασης. Μετά όμως την ντροπιαστική ήττα του από τον ιμπραήμ στην Τριπολιτζά, απώλεσε την πολεμική του υπόληψη, ο (τότε) λαός τον άκουγε βερεσέ, τον είχε για δειλό, γράφει ο αυτόπτης μάρτυς και αξιόπιστος ιστορικός Κασομούλης: «Ἔπεσεν ἀπὸ τὴν πρώτην ὑπόληψιν ὁ Κολοκοτρώνης […] Τὸν κατέκριναν μάλιστα τότες λέγοντες ὅτι, διὰ νὰ ἀποφύγη τὴν αἰσχύνην τῆς ἧττας του, ἔλεγεν ὅτι ὁ Ἰμπραήμης ἦτον ἀδελφός του, διότι ἦτον αἰτία τῆς ἐλευθερώσεώς του, καὶ ὅτι (αυτός) δὲν ἤθελεν τὴν καταστροφή του. […] ὅ,τι καὶ ἂν ἔλεγεν ὁ κόσμος, τὸ συμπέρα(ι)νεν ὅτι ἦτον ἀποτέλεσμα τῆς ἀποτυχίας ὡς ἐκ τῆς δειλίας αὐτοῦ μᾶλλον, παρὰ τοῦ στρατοῦ».* (Κασομ., τ. Β΄, σ. 72) Και τότε πώς έγινε ο απόλυτος ήρωας της επανάστασης; αυτό δεν είναι κάτι που το προκάλεσε ο ίδιος, είναι κάτι που επεδίωξε και εμπέδωσε η πολιτισμική** μας μνήμη. Θα μπορούσε να είναι αυτός ή κάποιος άλλος, και σε τελευταία ανάλυση είναι το σύμβολο μιας επανάστασης η οποία στην πραγματικότητα υπήρχε και χάθηκε με την επέλαση του ιμπραήμ. Δεν ήταν μια κερδισμένη επανάσταση. σωστά; ιδού, φιλίστορες αναγνώστες, όσα ενόμισα σκόπιμα να σας πω πριν ξεκινήσετε να διαβάζετε το αποδέλοιπο ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΕΪΚΟ. Και σας ζητώ συγγνώμη για το… ατελείωτον των εισαγωγικών σελίδων (ούτε το Πόλεμος και ειρήνη δεν έχει τόσο μεγάλη εισαγωγή), αλλά μάλλον δεν γινόταν διαφορετικά. αυτά (και όχι άλλα)! αυτά και εις άλλα με υγείαν! Νίκος Δ. Πλατής Καστέλλα (Πειραιάς), Τετάρτη 8 Απριλίου 2020 (24η μέρα καραντίνας λόγω πανδημίας κορονοϊού, γύρω στη 1 το μεσημέρι και ενώ ο άνεμος… τα αρνάκια παγώνει)
* Βλέπε και λήμμα Ἰμπραήμης. ** Πολιτισμική μνήμη: Cultural ή collective memory αγγλιστί. Όρος που εισήγαγε ο αιγυπτιολόγος Jan Assmann. Δεν αναφέρεται σε πρόσφατα γεγονότα, αλλά σε εκείνα τα συμβάντα για τα οποία δεν υπάρχουν επιζώντες μάρτυρες (τουλάχιστον τρεις γενιές πίσω δηλαδή). Η πολιτισμική μνήμη είναι κατ’ ουσίαν οι παραδόσεις (αλλά και οι εθνοπατριωτικές μυθοπλασίες), που μεταβιβάζονται προφορικά ή γραπτά στα μέλη μιας κοινότητας.
Αἴγινα
εἰς τὴν Συνέλευσιν ἐγώ, ποὺ ἤμουν ἕνα ἄτομο, δὲν ἔβλαβε· ὅμως εἶχα πολλοὺς ψήφους, καὶ ἀπὸ τὰ ἄρματα καὶ πολιτικούς, εἶχα καὶ ἄλλους ποὺ δὲν ἤθελαν νὰ πᾶνε”». (Διήγ.) Βλ. κ. λ. Πόρος.
Φιρμάνι (διαταγή, διάταγμα) του Αλήπασα εν έτει 1810, γραμμένο (από αγνώστου γραφέως χέρι) σε δημώδη (κοινή καθομιλουμένη) ελληνική γλώσσα, όπως άλλωστε και όλες οι άλλες διαταγές και συμφωνίες του.
Ἀλήπασας ή Ἀλῆ πασάς (Πινακ.): Ο πασὰς της… κυρα-Φροσύνης! Ο γνωστός στις σελίδες των εγκυκλοπαιδιών ως Αλή Πασάς Τεπελενλής (1744-1822): «Δεκατεσσάρων χρόνων, έγινε ληστής. Έκανε μεγάλη περιουσία, μάζεψε γύρω του ισχυρές ομάδες ληστών κι έγινε ο παντοδύναμος αρχηγός μιας περιοχής που ολοένα μεγάλωνε». (Ντέικιν, σ. 49) Κυβερνήτης ελέω Θεού και ανθρώπων (πασάς) του ελληνόφωνου σαντζακίου (πασαλικίου) των Ιωαννίνων,9 ο οποίος 9 Το οποίο (πασαλίκι) άρπαξε με το έτσι θέλω στα 1788 εκμεταλλευόμενος την απουσία του νόμιμου πασά των Ιωαννίνων Αλή Ζοτ (ο οποίος είχε εκστρατεύσει για κάτι δουλειές του στον Δούναβη) και στη συνέχεια το αγόρασε (νοί-
27
Ἀλήπασας
προσπάθησε και κατάφερε (για καιρό υπεραρκετό) να γίνει κράτος εν κράτει στην κυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, να αποσκιρτήσει από την εξουσία του σουλτάνου ΜαχμούτΒ΄ και να φτιάξει μια δική του μίνι κραταιά αυτοκρατορία (ολόκληρη η Ήπειρος, τμήματα της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας), την οποία θα κυβερνήσει με σιδηρά πυγμή ούτε πέντε ούτε δέκα, αλλά επί τριάντα τρία χρόνια. Θα γράψει γι’ αυτόν ο Βίκτωρ Ουγκό στα 1829 πως: «Ο μοναδικός κολοσσός που έχει ο 19ος αιώνας να αντιπαραθέσει στον Ναπολέοντα Βοναπάρτη είναι ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων». Ένας πρωτοκλασάτος εθνικός ήρωας της Αλβανίας ο Αλήπασας, διαδραμάτισε για περισσότερα από σαράντα χρόνια μείζονα ρόλο στην ιστορία της Ηπείρου· Ελληνοτουρκαλβανός στην καταγωγή: ο προπάππος του ήταν Τούρκος, που τον φώναζαν Μουσταφά (ή Μούτζο Χούσσο), και βρέθηκε αυτοπροσώπως επικεφαλής ληστρικών ομάδων που δρούσαν στην Ανατολία (Δυτική Μικρά Ασία), ενώ η μητέρα του Αλήπασα λεγόταν Χάμκω και ήταν Ελληνίδα στην καταγωγή και ελληνόγλωση (κόρη του Μπέη της Κόνιτσας) και ο πατέρας του βέρος Αλβανός, ληστοσυμμορίτης στο επάγγελμα και προστάτης διά της βίας.10 κιασε μάλλον) από την ὙψηλὴΠύλη με τη συνδρομή του Γιάννη Καραμεσίνη, μεγαλέμπορου της Κωνσταντινούπολης (ήταν ο πατέρας του Αλέξη Νούτσου, έμπιστου επιτελάρχη του Αλή). 10 Είχε υπό την «προστασία» του τα χωριά Λεκλί και Χόρμοβο της Βόρειας Ηπείρου. Όταν με δόλο σκότωσε τους αδελφούς του και τον εξάδελφό του Ισλάμπεη, αναγνωρίστηκε από τον σουλτάνο πασάς δύο μικρών περιοχών, λαμβάνοντας τη θέση του Μουτεσαρίφη του Δελβίνου
Ἀλήπασας
Πορτρέτο του Αλήπασα, που ο ίδιος παράγγειλε στον Κερκυραίο ζωγράφο Σπυρίδωνα Βελαντούρα στα 1818 (το οποίο όμως παρέλειψε να του πληρώσει, κι έτσι ο καλλιτέχνης έφτασε να ζητάει το δίκιο του στα δικαστήρια). Στο βλέμμα του ο Βελαντούρα έχει καταγράψει τον τρόπο που ο Αλής κοιτούσε τους άλλους όταν ευρίσκετο… εν ηρεμία.
Ένας χαρισματικός άνθρωπος, απολύτως ικανός για τα καλύτερα (αλλά) και τα απολύτως χειρότερα ο Αλήπασας. Μέγας δολοπλόκος. Διέθετε την ικανότητα να ελίσσεται πολιτικά, ακόμη και με τη Δύση αποδείχθηκε σπουδαίος διπλωμάτης. Δεν δίσταζε μπροστά σε τίποτα, έκανε τα πάντα για την εξουσία και το χρήμα: «Εντελώς αδίστακτος, και με μοναδικό σκοπό να αυξήσει τα πλούτη του και την εμβέλεια της εξουσίας του, δολοφονούσε, χωρίς καμιά διάκριση, συγγενείς, φίλους και εχθρούς». (Ντέικιν, σ. 49) Διέθετε επίσης αξιοσημείωτη ευ(όχι για πολύ χρόνο όμως, γιατί στο μεταξύ δολοφονήθηκε από ανταγωνιστή του).
28
Ἀλήπασας
στροφία, ήταν δε (σε σχέση με τα δεδομένα της εποχής του) κοινωνικά δίκαιος, και καινοτόμος εν γένει, απίστευτα κτηνώδης όμως και αιμοβόρος (για όσους θεωρούσε εμπόδιο στην εγκληματική καριέρα του) και (μολονότι άθρησκος και άθεος) καθ’ υπερβολήν δεισιδαίμονας. Εκ συστήματος επίορκος και ηθικός αυτουργός χιλιάδων εγκλημάτων (ανάμεσα στα θύματά του και προσφιλείς του άνθρωποι, όπως ήδη προείπαμε), ένας σίριαλ κίλερ μεγατόνων. Ένας δικός «μας», ο Ντιόγος, μπαταξής πελάτης του Κολοκοτρώνη (τότε που ο γέρος του Μοριά εμπορευόταν στη Ζάκυνθο σφακτά ερίφια) ήταν αυτός που του μαρτύρησε (του Αλήπασα) την ύπαρξη της Ἑταιρείας, όπως διαβάζουμε στα απομνημονεύματα του Κ: «Τέλος πάντων, τὸ μυστήριον τῆς Ἑταιρείας ἄρχισε νὰ διαδίδεται εἰς κάθε λογῆς ἀνθρώπους, καὶ καλοὺς καὶ κακούς, καὶ ἐβιασθήκαμε νὰ κινήσομε μίαν ὥραν ἀρχύτερα τὴν ἐπανάσταση. Ὁ Ντιόγος τὸ ἐμαρτύρησε εἰς τὸν Ἀλὴ πασά». (πρ.π.) Αν και παντελώς αγράμματος, ο Αλής ευνόησε την ανάπτυξη των γραμμάτων, επεδίωξε να οργανώσει το κράτος του στα πρότυπα των αντίστοιχων της Ευρώπης, τα Ιωάννινα έλαμψαν επί των ημερών του. Παρά την τεράστια φήμη του, που τον ήθελε ως Ασλάνι(λιοντάρι) τωνΙωαννίνων, η τύχη του τα ’φερε έτσι ώστε να πεθάνει σαν κότα για σφάξιμο και να καταλήξει με παλουκωμένο το κεφάλι σε δημόσια θέα. Την ίδια ακριβώς τύχη είχαν και οι τρεις γιοι του και ο τάλας ο εγγονός του (μόνο και μόνο επειδή είχαν την τύχη, αλλά και την ατυχία, να είναι αίμα του). Αναμφισβήτητα, ο πόλεμός του με την ὙψηλὴΠύλη βοήθησε τα μέγιστα την υπόθεση της
Ἀλήπασας
Αφισέτα του θεατρικού έργου (μελόδραμα, όπερα σε τρεις πράξεις) που ανέβηκε εννέα μήνες μετά τον θάνατο του Αλήπασα, σε θέατρο του Λονδίνου (1822).
Επανάστασης (μιας και ο πολύς σουλτανικός στρατός ήταν απασχολημένος με τον Αλήπασα), ο χαμός του την έβλαψε σημαντικά: «Εἰς τὴν Τριπολιτζά ὁποὺ ἔφθασα, ἐμάθαμε ὅτι ὁ Ἀλὴ πασὰς ἐχάθη, καὶ ἔλεγαν μερικοὶ Γερουσιασταί, ὅτι: “Τώρα ὁποὺ ἐχάθη ὁ Ἀλὴ πασάς, οἱ 80.000 ὁποὺ τὸν ἐπολιορκοῦσαν θὰ πέσουν εἰς ἡμᾶς”. Ἐγὼ εἶπα: “ Ἔχει ὁ Θεός”». (Διήγ.) Επειδή όμως ο Αλήπασας ήταν κάτι σαν ζωντανός θρύλος στην Ευρώπη (ιδίως στην Ἀγγλία), ένας πονηράκιας Άγγλος έμπορος της Κωνστα-
29
Ἀλμέιδα, Ἀντόνιο Φιγκέιρα Ντ’
ντινούπολης είχε τη φαεινή ιδέα να αγοράσει… σετάκι το κεφάλι του μαζί με τον δίσκο, προκειμένου να τα εκθέσει (με το σχετικό αντίτιμο φυσικά) στην περιέργεια του φιλοθεάμονος κοινού, στο (…τόσο αναβαθμισμένο πολιτιστικά) Λονδίνο: «Πρόλαβε, όμως, ο φίλος του Αλή, Σουλεϊμάν δερβίς και την αγόρασε πληρώνοντας μεγαλύτερο ποσό από τον έμπορο. Συγκέντρωσε επίσης τα κεφάλια των τριών γιων του και του εγγονού του, που εκτελέσθηκαν με διάφορες προφάσεις, και τα έθαψε μπροστά στην πόρτα της Σηλυβρίας. “Oι ταξιδιώτες που μπαίνουν στην Κωνσταντινούπολη βλέπουν τα μνήματα και μαθαίνουν την τύχη των νεκρών”. Ο Σουλεϊμάν δερβίς χάραξε στους επιτύμβιους λίθους τις παρακάτω επιγραφές: Στον πρώτο: “Ενθάδε κείται η κεφαλή του τρισένδοξου Τεπελενλή Αλή πασά κυβερνήτη του σαντζακίου των Ιωαννίνων. Που πάνω από πενήντα χρόνια αγωνίσθηκε για την ανεξαρτησία της Αλβανίας” […]». (Σιμόπ., τ. 1, σ. 143-144) ἀλικοτῶ (Ρήμ.): καθυστερώ, εμποδίζω «[…] ὁ Πετρόμπεης καὶ ὁ υἱός του Γεωργάκης, ποὺ εἶχαν συμφωνήσει εἰς τὸ Νιόκαστρον, ὅταν τὸν ἀλικότησαν ὅτι μὲ τρόπον κατὰ τὸν σκοπόν τους ἐστάλθη ἄνθρωπος […]». (Διήγ.) Ἀλμέιδα, Ἀντόνιο Φιγκέιρα Ντ’ (Πινακ.): Γεννήθηκε στην πόλη Έλβας και απεβίωσε στην Μπατάλια της Βενετίας εν έτει 1847, στα 63 του χρόνια (και πλήρης όμορφων και ηρωικών ημερών). Πορτογάλος φιλέλληνας, αξιωματικός εν γένει. Φρούραρχος στο Ἀνάπλι επί Ιωάννη Καποδίστρια. Είναι αυτός που (μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια και το μπάχαλο
Ἀράπηδες
Εκατόν τόσα χρόνια αργότερα (1944) θα εισβάλουν στην Αθήνα (μαζί με τα λοιπά «συμμαχικά» στρατεύματα του στρατηγού Σκόμπι) και οι Αραπάδες από την Ουγκάντα (αφίσα του ΚΚΕ, «Δεκεμβριανά», σε γελοιογραφική σύνθεση του Μποστ μάλλον).
Ἀράπηδες ή Ἀραπάδες, οι. (Εν Γέν.): Με κεφαλαίο το πρώτο Α(από τον Τερτσέτη προφανώς, αφού ο ίδιος ο Κ δεν γνώριζε γραφή και ορθογραφία, πόσο μάλλον λεκτικούς και τυπογραφικούς υπαινιγμούς και πρωτόκολλα). Συλλήβδην, οι απλοί13 στρατιώτες του Ἰμπραήμ, που πολέμησαν στον Μοριά ενάντια στην Επανάσταση. Δεν ήσαν Αιγύπτιοι Αιγύπτιοι, αλλά Άραβες μισθοφόροι, στα μάτια όμως των γηγενών έμοιαζαν για αραπάδες (αφρο… αφρικανοί), μολονότι και οι ίδιοι οι Πελοποννήσιοι δεν έδειχναν και πολύ… λευκοί στην όψη και ο Κολοκοτρώνης δεν ήταν παρά δισεγγονός του 13
Οι αξιωματικοί ήσαν Γάλλοι.
36
Ἀράπηδες
Μπότσικα («ὀνομάσθη τοιοῦτος, διότι ἦτο μικρὸς καὶ μαυρουδερός».): «Ὁ Ἰμπραΐμης ἐξαπλώθηκε εἰς τοὺς κάμπους καὶ ἐθέρισε τὰ γεννήματα, καὶ τὰ ἔμβασε εἰς τὴν Τριπολιτζά, καὶ ἐπῆγε καὶ αὐτὸς ἐκεῖ. Εἰς τὴν Ἁλωνίσταινα ἐβγῆκαν 100 Ἀράπηδες, τοὺς ἐπῆραν οἱ Ἕλληνες καὶ τοὺς ἐσκότωσαν ὅλους ἐκτὸς ἀπὸ τρεῖς τέσσερους, ὁποὺ ἔφυγαν καὶ ἔδωσαν τὴν εἴδησιν». (Διήγ.) Άραβες μετανάστες του πολέμου, χωρίς πολλές φροντίδες και αγωνίες: «Ο Άραβας πολεμούσε σε μια ξένη γη και δεν είχε άλλες φροντίδες από την τροφή και την αυτοσυντήρηση, αντίθετα ο ντόπιος πάνω απ’ όλα έθετε την ασφάλεια της οικογένειας και περιουσίας του». (Κανέλλ.) Αραπάδες του Ιμπραήμ κύκλωσαν στη Σφακτηρία τον Αναγνωσταρά, τον κατακρεούργησαν και
Ενώ στην ελληνική δεκαετία του ’50 οι αραπάδες γίνονται αράπηδες, οπότε και περιορίζονται στις σελίδες των παιδικών αφηγημάτων (εκδ. Αδελφότης Θεολόγων η «Ζωή», Αθήναι 1953).
Ἀράπηδες
εντέλει τον αποκεφάλισαν (όταν απ’ τα άρματά του και τα ρούχα που φορούσε κατάλαβαν πως είναι κάποιος σπουδαίος εχθρός). Αναλώσιμο είδος πολεμιστών και εύκολα αντικαταστήσιμο οι... παλιοαραπάδες, όπως υπερθεματίζει ογέρος τοῦΜοριᾶ: «Καὶ ἂν ἐκάμναμεν καὶ ἕνα γενικὸν πόλεμον καὶ ἐχάνοντο 4 ἢ 5 χιλιάδες, ἦτον ἀδύνατον νὰ ματαμαζεύσω στράτευμα, ἐνῶ, ἐὰν ἐχάνοντο καὶ δέκα δεκαπέντε χιλιάδες παλιαραπάδες, ἔφερνεν ἄλλους ὁ Ἰμπραΐμης». (Διήγ.) Οι Αράπηδες έδιναν μάλλον εύκολα τις πληροφορίες που τους ζητούσε ο εχθρός («εμείς» δηλαδή), στην πραγματικότητα δεν είχαν κανέναν σοβαρό λόγο (εδώ που τα λέμε) για να παραστήσουν τους ήρωες (το θέμα βεβαίως είναι σε ποια γλώσσα συνεννοούνταν): «Ἀφοῦ ἔμαθα ἀπὸ ζωντανοὺς Ἀράπηδες ποὺ ἔπιαναν οἱ Ἕλληνες, ὅτι ὁ Ἰμπραΐμης ἑτοιμάζεται διὰ νὰ περάσει ἀπὸ τὴν Γαστούνην καὶ νὰ ὑπάγει εἰς τὸ Μισολόγγι […]». (πρ.π.) Ήσαν βεβαίως θανάσιμα επικίνδυνοι αυτοί οι σκουροπρόσωποι πολεμιστές που πολεμούσαν για τον άρτον τον επιούσιον (και κανά καλό λάφυρο): «Ἦλθαν τὰ στρατεύματα εἰς συναπάντησίν μου. Οἱ Ἀργίτες εἰς τὸ
37
Ἀράπηδες
Ναύπλιον, οἱ Τριπολιτζῶται εἰς τὸ Ἄργος· τοὺς ἔλεγα: “Τρέξατε, ἀδέλφια μου, νὰ μὴ μᾶς πάρουν σκλάβους οἱ Ἀραπάδες, δὲν ἔχομεν βοήθειαν εἰμὴ ἀπὸ τὰ ἄρματά μας”». (Διήγ.) Ο Φωτάκος αναφέρεται σ’ έναν… ιπτάμενο Αράπη που τον είχε πάρει κάπως ζεστά τον ρόλο του, ήταν καλός στο σημάδι (αλλά και στο σκαρφάλωμα), είχε αδυναμία στους πυροβολητές, αλλά αποδείχθηκε (και συγγνώμη για την έκφραση) λίγο μαλάκας: «Ἐν μεταξύ τούτῳ βόλι τουφεκιοῦ ἐρχόμενον ἀπὸ ἄγνωστον μέρος ἐπλήγωσε δύο πυροβολητὰς Ἕλληνας καὶ ἄλλους ἐφόνευσε. Παρατηροῦντες δὲ τὴν θέσιν ἀπὸ τὴν ὁποίαν τὸ βόλι ἤρχετο, εἶδαν ὅτι ἐπ’ πάνω ἀπὸ ἕνα δένδρον ἐκεῖθεν ἔβγαινεν ὁ καπνός, καὶ ἐννόησαν, ὅτι ἐκεῖ ἐπάνω εἶναι ἄνθρωπος καὶ τουφεκίζει. Τότε ὁ καπετὰν Βαγγέλης Πανᾶς εἶδε καλά, ἐσημάδευσε καὶ ἔρριψε τὸ κανόνι, τοῦ ὁποίου ἡ σφαίρα εὐτυχῶς ηὖρε τὸν Ἀράπην, ὅστις ἦτο ἐπάνω εἰς τὸ δένδρον καὶ τὸν ἐκατέβασε κάτω κομμάτια. Τὸ θέαμα τοῦτο ἦτο πολὺ φοβερόν· καὶ οἱ μὲν Ἕλληνες ἔβαλαν τὴς φωναῖς καὶ ἐμψυχώθηκαν, οἱ δὲ Τοῦρκοι ἐδειλίασαν, καὶ ὁ φόνος τῶν πυροβολητῶν Ἑλλήνων ἔπαυ-
Οι καιροί όμως αλλάζουν. Και κάποιες λέξεις κληροδοτούν τις σημασίες τους σε αυτές που τις διαδέχονται: Οι αραπάδες γίνονται νέγροι και οι νέγροι μαύροι και οι μαύροι έγχρωμοι. Στιγμιότυπο από σχολική παρέλαση με δύο μαυράκια που πάνε σε ελληνικό σχολείο, ομιλούν την ελληνική και ανεμίζουν την ελληνική σημαία (24 Μαρτίου 2019, Αθήνα).
Ἀράπηδες
σε, διότι ἄλλοθεν δὲν ἐβλέποντο […]». Είχε κι έναν Αράπη ο Τζαβέλας (ο γνωστός Τζαβέλας), που τον αγαπούσε και τον είχε καλύτερα κι από φίλο, αλλά εκεί, στο Μεσολόγγι, απάνω στην έξαψη του… πατριωτικού ιδεώδους, τον έκανε αγνώριστο τον άνθρωπο, όπως μαρτυρεί ο συναγωνιστής του Νικόλαος Κασομούλης: «Ὁ Τζαβέλας ἐπρόσταξεν νὰ φονεύσουν ἀμέσως τὸν ἀγαπημένον του καὶ πιστὸν Ἀράπην Τοῦρκον, καὶ τὸ ἔβαλαν ὅλοι εἰς πράξιν. Ἀμέσως ἐφόνευσαν καὶ ἔκοψαν ὅλους τοὺς Κοζάκους, ἕως 30, ὅπου εἴχομεν μέσα αἰχμαλώτους καὶ μαζὶ καὶ χριστιανοὺς μαστόρους ποὺ ἐδούλευαν γιὰ τὸν ἐχθρόν. Ἡ καρδιά μας ἐσκληρύνθη τότες τόσον, ὥστε δὲν ἠξεύραμεν τί κάναμεν». (Κασομ., τ. Β΄, σ. 252) Βλ. κ. λ. Ἀνάπλι κ.ά. Ἀρκουδόρεμα, το (Ιστ. Γεωγρ.): Δασώδης περιοχή με ρέμα προς τα δυτικά του Μαινάλου και της Πιάνας, στην καρδιά πυκνού και άκρως δυσπρόσιτου ελατοδάσους. Ονομάστηκε έτσι γιατί προφανώς στην περιοχή (για κάποιο λόγο που μου διαφεύγει παντελώς) σύχναζαν κάμποσες από τις καφέ αρκούδες της ευρύτερης περιοχής, ήταν αρκουδοστέκι. // Αλλοτινό, ορεινό, ιστορικό της μοραΐτικης ληστοκλεφτουριάς, χωριό. Από δω ήταν ο θρυλικός πολέμαρχος Κορέλας. Ένα τέταρτο δρόμο η απόστασή του από το γειτονικό Λιμποβίσι: «Πέντε περίπου χιλιόμετρα Β. του Χρυσοβιτσιού, σε ρεματιά του Μαινάλου, ντυμένη από έλατα». (Στασιν., τ. 1, σ. 167) Νομάδες βοσκοί και ξακουστοί ληστοκλέφτες οι κάτοικοί του. // Η κοιτίδα των Κολοκοτρωναίων. Εδώ κατέφυγε ο Τριανταφυλλάκος Τζεργίνης, (ο προπροπροπάππος του Κ), όταν
38
Ἀρκουδόρεμα
ΤοεκκλησάκιτηςΚοίμησηςτηςΘεοτόκου:
Ό,τι απέμεινε από το θρυλικό Αρκουδόρεμα σε… μορφή χωριού. Σκίτσο του Στ. Καλυβιώτη.
πανικόβλητος έτρεχε να σωθεί από τους διώκτες του. Οι πρώτοι κάτοικοί του δεν έγιναν αντικείμενο της πλέον θερμής υποδοχής από τους γείτονές τους, όπως πληροφορούμεθα, οι κατοικούντες σε αυτά τα μέρη είχαν βαρύ τον ίσκιο και το χνότο τους, ήσαν μονόχνοτοι και απίστευτα επιφυλακτικοί, με δυο λόγια εχθρικοί και αντικοινωνικοί, πρωτόγονοι άνθρωποι: «Περὶ τῆς πνευματικῆς καὶ κοινωνικῆς καταστάσεως τῆς ἐποχῆς καθ’ ἣν ἔζησεν ὁ γενάρχης τῶν Κολοκοτρωναίων περιλαμβάνονται τὰ ἑξῆς ἐν τῷ διαλόγῳ: Κολίνος: Ὁ θεῖος μου ὁ Μάρκος μοῦ εἶπεν ἀκόμη, ὅτι ἡ πρώτη φαμίλια, ὅπου κατοικοῦσε εἰς τὸ Ἀρκουδόρεμα, ἔκαμε τρεῖς χρόνους νὰ γνωρισθῇ μὲ τὰς ὁλίγας οἰκογενείας ὁποὺ ὑπῆρχον εἰς τὸ Λιμποβίσι ἐνῶ εἶνε ἓν τέταρτον μακρὰν τὸ ἓν χωρίον ἀπὸ τὸ ἄλλο. Θεόδωρος: Τοῦτο εἶναι ἀληθινόν. Ἂς ἦταν κοντά· εἰς ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὁ κόσμος ἦτον ἀνεύγαλτος. Δὲν ἦτον συγκοινωνία. Καὶ ἐκτὸς τινῶν ὀρεινῶν μερῶν οἱ κάτοικοι, ὅπου ἦτον ὑποχρεωμένοι νὰ ξεχειμάζουν τὰ ποίμνιά των ἀλλοῦ ἢ νὰ παραδέρνουν
Η «Ἡ καποτίτζα μ’ ἐγλύτωσε…» (Φρ.): Οι πρώτες λέξεις μιας φράσης από την ΔιήγησησυμβάντωντηςΕλληνικήςΦυλήςαπότα1770έωςτα1836, όπου ο Κολοκοτρώνης, αφηγούμενος μια ιστορία ζωής και θανάτου που του συνέβη (τότε που ήταν ληστοκλέφτης), εκφράζει μια τρυφερότητα σε κάτι (σε ένα ρούχο συγκεκριμένα) και κάποιου είδους ευγνωμοσύνη· αναφέρεται στην καπότα71 που άρπαξε τελευταία στιγμή από την πλάτη ενός τσοπάνη, για να τη φορέσει όπως όπως ο ίδιος, κρύβοντας έτσι το κόκκινο μεϊτάνι72 που φορούσε από τα βλέμματα των διωκτικών αρχών. Η φράση πλήρης: «Ἡ καποτίτζα μ’ ἐγλύτωσε, γιατὶ ἐφοροῦσα κόκκινο μεϊτάνι καὶ ἡ καποτίτζα τὸ σκέπαζε». Βλ. κ. λ. κόκκινηφουστανέλλα. Καπότα: Εξωτερικό αντρικό ρούχο, κάτι σαν…. βιολογικό μοντγκόμερι. Ήταν φτιαγμένη από κοζιά μαύρη (κατσικίσιο μαλλί) υφαντή, με μανίκι και κατσιούλα (κουκούλα) και δύο ανοίγματα για να βγάζουν τα χέρια, ειδικό για τη βροχή: «Συνήθως τη φορούσαν οι τσοπάνηδες διότι η κοζιά ήταν αδιάβροχη. Ράδο υφαντό στον αργαλειό από μάλλινο στημόνι και υφάδι χτυπημένο στη νεροτριβή, ανοιχτό κατακόρυφα, κούμπωνε με τσαπράκια (μεγάλες κόπιτσες), χτυπημένο στη νεροτριβή με μανίκια και κατσιούλα». (conference.arcadians.gr) 72 Μεϊτάνι: Έμπαινε πάνω από το γελέκι. Αμάνικο ρούχο, μεσάτο και τελείως ανοιχτό μπροστά. Ήταν, διαβάζουμε, «φτιαγμένο από ύφασμα ίδια ποιότητας και χρώματος με το γελέκι». 71
Δύο αλανιάρες κότες κάπου πολύ μακριά από μας...
«Ἡ ὄρνιθα σκαλίζουσα ἔβγαλε τὸ μάτι της, καὶ ξανασκαλίζουσα ἔβγαλε καὶ τ’ ἄλλο της» (Παροιμ): Επί των μη σωφρονιζομένων από κάποιο δυστύχημα και περιπιπτόντων πάλι σε αυτό επί μείζονι βλάβη. Μια προσφιλής ρήση στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, όπως πληροφορούμεθα… από το κοντρόλ. « Ἦταν λαδιὰ» (Φρ.): Το προφανές. Ο Κολοκοτρώνης μας εξηγεί το γιατί και το πώς: «Τὰ 1822, εἰς τὸν Ἰανουάριον μήνα, ἐπῆγε ὁ Ἀναγνωσταρᾶς καὶ ἐπολιόρκησε τὴν Μεθώνη, τὴν Κορώνη μὲ Λεονταρίτες, μὲ Σπαρτιάτες, μὲ Ἀνδρουσάνους, μὲ Καρυτινούς. Οἱ Καρυτινοὶ πάντοτε ξεχείμαζαν ἐκεῖ καὶ ἦτον καμμιὰ διακοσαριά. Ἦταν λαδιά. Τὸν ἴδιο καιρὸ ἐπρόσταξε ἡ Κυβέρνησις τὸν Νικηταρᾶ
κανόνι
Ρεαλιστική απεικόνιση κανονίσματος. Αγνώστου καλλιτέχνη.
άλλη χρήση των κανονιών· αυτήν του αξιοθέατου: «Πηγαίναμε να δούμε επίσης τα κανόνια που προστάτευαν τον κόλπο της Νάπολης. Από περίεργη συγκυρία, ο θείος μου Γκουαλτιέρα Ντε Μάρσανιχ ήταν ο διοικητής της πυροβολαρχίας εκείνης. Επρόκειτο για τεράστια κανόνια. Μάλιστα μια μικρή λεπτομέρεια επιτρέπει να καταλάβει κανείς το πνεύμα των κατοίκων του Κάπρι σχετικά μ’ αυτά και τον πόλεμο, κατά την αστεία εμπόλεμη περίοδο που περνούσαμε!... Κάθε Κυριακή, όλος ο κόσμος, ντυμένος με τα γιορτινά του, πήγαινε να δει τα κανόνια. Οι πυροβολητές άνοιγαν το κινητό ουραίο του πυροβόλου και οι αυτόχθονες έχωναν το κεφάλι τους στο θάλαμο όπου έμπαινε το βλήμα και φώναζαν ενθουσιασμένοι: “Βλέπω τον ουρανό”». (Αλέν Ελκάν, Η ζωήτουΜοράβια, 1991) Καραϊσκάκης, Γεώργιος (Πινακ.): Ένας… καθαρόαιμος υψιπέτης μούλος, ο οποίος κύριος τα «κατάφερε» και απαθανατίστηκε με την αίγλη του εθνικού ήρωα (17801827). Περίφημος κλέφτης του Σαρακατσάνου Κατσαντώνη και αληπασαλής (εξ επαγγέλματος), αυτοδημιούργητος και αυτοχειροτόνητος καπιτάνος των Αγράφων, πλιατσικολόγος στον Μοριά και στρατάρχης της Ρούμελης, ένα θρυλικό πρότυπο αρχιστρατήγου στο φινάλε του:
108
Καραϊσκάκης, Γεώργιος
«Άνθρωπος με πανίσχυρα ορμέμφυτα και τόλμη που άγγιζε τα όρια της παραφροσύνης […]». (Παπαγ.) Ζοχαδιακός και απίστευτα βρισιάρης τύπος (στις πέντε λέξεις που έλεγε οι μισές ήσαν μπινελίκια), θα αποδειχθεί άξιος «νονός» του ομώνυμου γηπέδου (του Ολυμπιακού), όπου τις Κυριακές δίνουν και παίρνουν τα πλέον ακατονόμαστα οπαδικά συνθήματα. Στα 1823 λέει ο Καραϊσκάκης στον απεσταλμένο του αρχηγού του τουρκικού στρατεύματος των Τρικάλων Σιλιχτάρ Μπόδα τα ακόλουθα (δίνοντας ούτως ένα «ρεσιτάλ ύβρεων απίστευτης σύλληψης και γλαφυρότητας», αποκαλύπτοντάς μας συνάμα τις βρισιές που ήταν της μόδας στα χρόνια του): « Έλα,
Χριστιανός Αρβανιτόγυφτος (Σουλιώτης), ο οποίος λάτρευε την ελληνική γλώσσα (ειδικά τα… γαλλικά της): Έβριζε ασύστολα, χειρονομούσε χυδαιότατα, σε ένδειξη περιφρόνησης σήκωνε την «ποδιά» (φουστανέλα) του κι έδειχνε τον γυμνό κώλο του στους εχθρούς του [την τελευταία φορά μάλιστα δύο εχθρικά (;) βόλια τον τραυμάτισαν του θανατά, λέει η βιογραφία του].
Καραϊσκάκης, Γεώργιος
109
Καραϊσκάκης, Γεώργιος
Ο Καραϊσκάκης στις μέρες του κορονοϊού και του υποχρεωτικού εγκλεισμού στα σπίτια μας. Γελοιογραφική σύνθεση του Γιάννη Δερμεντζόγλου.
σκατότουρκε… έλα, Εβραίε, απεσταλμένε από τους γύφτους, έλα ν’ ακούσεις τα κέρατά σας, γαμώ την πίστιν σας και τον Μωχαμέτη σας. Τι θαρεύσατε κερατάδες… Δεν εντρέπεσθε να ζητείτε από ημάς συνθήκην με έναν κοντζιά σκατο-Σουλτάν Μαχμούτην – να χέσω και αυτόν και τον Βεζίρην σας και τον Εβραίον Σιλιχτάρ Μπόδα την πουτάνα!» (phorum.gr) Ήταν όμως ο Καραϊσκάκης ένας σπουδαίος πολεμιστής, ατρόμητος και γενναίος. Μια μεγάλη ψυχή, λένε. Ένας πραγματικός ήρωας! Ανάμεσα στα χαρακτηριστικά και φυσικά του προτερήματα και ελαττώματα τα εξής: «Ἀνάστημα μέτριον, σῶμα ἰσχνόν, ὑπομέλαν καὶ ἀσθενές, πρόσωπον μακρὺ καὶ λεπτόν· μέτωπον πλατύ, ὀφρὺς πλατεῖαι, δασεῖαι καὶ μελαναί· ὀφθαλμοὶ μικροὶ καὶ μελανοί· ὦτα μεγάλα καὶ λεῖα, ρὶς (μύτη) λεπτή, καὶ εὐθεία· στόμα μεγάλον· ὀδόντες μικροί· μύσταξ μέτριος καὶ μέλας· […] μεταδοτικός· κοινωνικὸς μὲ ὅλους· τὰς παρὰ τῶν συναγωνιστῶν του συμβουλάς, πολεμικὰ σχέδια καὶ ἤκουε μὲ προσοχή, καὶ ἐνήργει μὲ εὐχαρίστησιν. […] ὀξύθυμος· ὥστε ἐφαρπάζετο ἐνίοτε εἰς τὰ
πράγματα πρὶν ἐρευνήση τὴν ὑπόθεσιν· ἦν ἐκ τοῦ ἐναντίου ἱκανός νὰ διορθώνη τὰ ἐλαττώματά του ὅταν ἔβλεπεν ὅτι ἐπροξένουν σύγχυσιν καὶ βλάβην· διότι ἐμεταχειρίζετο τὴν πολυτροπίαν, καὶ ἀστειότητα· τελευταῖον δὲν ἐσυστέλλετο ἐσθότε νὰ ζητῆ καὶ συγχώρησιν» (αυτά γράφει ο Χριστόφορος Περραιβός στα ΑπομνημονεύματαΠολεμικά). Τον μισούσε (εχθρευόταν) μέχρι θανάτου ο Μαυροκορδάτος, αλλά κι αυτός (ο ίδιος ο Καραϊσκάκης αυτοπροσώπως) έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να εξευτελίσει τον ποστέλνικο και την εξουσία του: «Το περιστατικό περιγράφουν πιο ωμά οι Τσόγκας και Ράγκος –εχθροί του– σε κοινή αναφορά προς τη Διευθύνουσα Επιτροπή (18 Οκτωβρίου 1825): “[…] Δὲν εἶναι ὁ Καραϊσκάκης ὅστις ἐκήρυττεν ὅτι τὸ ἓν ἀρχίδι του εἶναι τὸ Βουλευτικὸν καὶ τὸ ἄλλο τὸ Ἐκτελεστικὸν καὶ ὁ ποῦτζος του ὁ Πρόεδρος;”» (Σιμόπ., τ. 4, σ. 130) Κατά τον Ελβετό εθελοντή Meyer (εκδότη των Ελληνικών Χρονικών του Μεσολογγίου), ο Καραϊσκάκης ήταν «βάρβαρος και αμαθής» και «ικανός να καταστρέψει την πατρίδα
Καραϊσκάκης, Γεώργιος
μόνο και μόνο για να εκδικηθεί κάποιον». (Αυτά γράφει μεταξύ άλλων σε επιστολή του στον Μαυροκορδάτο, ημερομηνία: 5 Αυγούστου 1821, πρ.π., τ. 4, σ. 115.) Βαρύνεται από νεοφανείς ωμότητες στην Κερπινή, ο Κωστής Παπαγιώργης στο εξαιρετικό βιβλίο του ΚανέλλοςΔεληγιάννης τον εμφανίζει (το ίδιο, όπως και τον «στρατηγό» Μακρυγιάννη) ως κοινό πλιατσικολόγο και δεν μοιάζει να τον αδικεί: «Οι ιστορικοί νιώθουν μεγάλο κόμπο και σχεδόν αρνούνται να μιλήσουν γι’ αυτή την περίοδο του Καραϊσκάκη. Πώς να δεχτούν ότι ο εθνικός ήρως στρατολογήθηκε σε σώματα που κατήλθαν στον Μοριά με μόνο σκοπό τη λεηλασία; Το ίδιο ισχύει για τον Μακρυγιάννη βέβαια, μόνο που για τον Καραϊσκάκη το ζήτημα είναι πιο ακανθώδες, διότι βαρύνεται από πρωτοφανείς βιαιότητες στην Κερπινή. Ο βιογράφος του Παπαρηγόπουλος το ομολογεί απροσχημάτιστα: “Δὲν θέλομεν παρακολουθήσει τὴν ἀνάβασιν αὐτῶν εἰς Καλάβρυτα καὶ τὴν μέχριν Μεσσηνίας κατάβασιν, οὔτε θέλομεν ἱστορήσει ὅσα τότε ἐγένοντο πολλαχοῦ τῆς Πελοποννήσου, μάλιστα δὲ εἰς τὴν Κερπινήν. Ἡ εποχή αὐτὴ εἶναι μία ἐξ ἐκείνων περὶ ὧν ὁ ἱστορικός τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος δυσκολώτατα δύναται νὰ ἐκφέρει τὴν πρέπουσαν κρίσιν”». (Κανέλλ., σ. 241) Ο Κολοκοτρώνης τα πήγαινε καλά με τον Καραϊσκάκη, συμπαθιόντουσαν, εκτιμούσε ο ένας τον άλλο· αυτό που δεν χωρούσε ο νους του Κ ήταν ο (διαμετρικά αντίθετος) τρόπος που πολεμούσε ο Καραϊσκάκης (στις μάχες, πρώτος και καλύτερος και μπροστά απ’ όλους, εκτεθειμένος ανά πάσα στιγμή στους εχθρούς του). Όταν ο Κ βρέθηκε (κατά τη διάλεκτο των φυλακισμένων)
110
Καρατζᾶς, Ἰωάννης
να βλέπει τον κόσμο ριγέ (ένεκα το κάγκελο), ο Καραϊσκάκης και ο Τζαβέλας αντέδρασαν σθεναρά, ζήτησαν τον λόγο από την Κυβέρνηση του Κουντουριώτη, προσπάθησαν να τον βγάλουν από τη φυλακή: «Ὁ λαὸς ἄρχισε νὰ λέγει, ὅτι δὲν πολεμοῦμεν, ἂν δὲν βγάλετε τοὺς ἀρχηγούς μας. Τὰ Ρουμελιώτικα καὶ Σουλιώτικα στρατεύματα, μάλιστα ὁ Καραϊσκάκης καὶ ὁ Τζαβέλας ἐπρόβαλαν διὰ νὰ μὲ βγάλουν. Ἐκεῖ ἔκαμαν ὅλα τὰ στρατεύματα μίαν ἀναφορὰν καὶ ἐζητοῦσαν τὴν ἐλευθερίαν μας. Ἐπαρουσίασαν τὴν ἀναφορὰν εἰς τὸν Ἀναγνωσταρᾶν, ὁποὺ ἦτον Μινίστρος τοῦ πολέμου, καὶ αὐτὸς τὴν ἔσκισε λέγοντας: “Μὴν ἀνακατώνεσθε σ’ αὐτὲς τὲς δουλειές, ἀφήσετε αὐτὴν τὴν ὑπόθεσιν εἰς τὴν Κυβέρνηση”». (Διήγ.) Ο Καραϊσκάκης παρέμεινε πιστός στις αρχές του μέχρι τέλους, πέθανε μπινελικώνοντας αυτόν (τον βαλτό) που τον έφαγε μπαμπέσικα· πίσω από τα βρομόλογά του μπορεί κανείς ωστόσο να διακρίνει μιαν ιδιότυπη τρυφερότητα και μια σοφία σοφότατη (όντας στο νεκροκρέβατο): «Ξέρω τον αίτιο κι αν ζήσω του παίρνω το χάκι (εκδίκηση), ειδέ και πεθάνω ας μου κλάσουνε τον πούτζο κι αυτός! Τι κέρδισε;» Βλ. οπωσδήποτε κ. λ. Κόχραν. Καρατζᾶς, Ἰωάννης (Πινακ. ): Ένας από τους πλέον επιφανείς Φαναριῶτες (17451844). Το σόι του (η οικογένεια των Καρατζάδων) φέρεται με ρίζες στην τελευταία περίοδο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζαντίου) και πρωτοεμφανίστηκε στην Κωνσταντινούπολη περί τα μέσα του 16ου αιώνα και τα μέλη του «ανήλθαν σε ανώτατα εκκλησιαστικά και διοικητικά αξιώματα».
Κυβερνήτης
ἐπεκύρωσε τῆς Τροιζῆνος τὰ πρακτικὰ καὶ τοῦ Κυβερνήτου τὰ ὅσα ἔκαμε. Ἡ βάσις ἦτον τῆς συνελεύσεως, ὅτι ἐκυρίευσεν ἡ γνώμη ὑπὲρ τοῦ Κυβερνήτου». (Διήγ.) Πώς ήταν εμφανισιακά ο Καποδίστριας όταν έγινε Κυβερνήτης; Μας τον περιγράφει ο τριανταοκτάχρονος Βαυαρός συνταγματάρχης Χάιντεκ (Heideck) (συναντήθηκε μαζί του στις 23 Ιανουαρίου 1828 στην Αίγινα, όταν ο Καποδίστριας ήταν 52 χρόνων): «Μέτριο ανάστημα, ευθυτενής, ντυμένος απλά αλλά με κομψότητα. Είχε πλατύ μέτωπο, κομμένα γκρίζα μαλλιά (νομίζω πως ήταν πουδραρισμένα), μάτια μεγάλα, ωραία και ζωηρά, μαύρα φρύδια, μύτη λεπτή και ίσια, στενά χείλη με χαριέστατη έκφραση, μυτερό πηγούνι». (Σιμόπ., τ. 5, σ. 310) Εν ολίγοις και σε ό,τι αφορά τον Καποδίστρια ως Κυβερνήτη θα μπορούσε κανείς να πει επιγραμματικά τα εξής: Ήρθε στην Ελλάδα το έτος 1828 και τερμάτισε τη ζωή του στο Ἀνάπλι το 1831, δολοφονημένος. Κυβέρνησε σχεδόν τρεισήμισι έτη, κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Αγαπήθηκε πολύ από τους λαϊκούς ανθρώπους, αλλά μισήθηκε εξόχως από τους προύχοντες του τόπου, κυρίως δε από τους Υδραίους, τους Σπετζιώτες και τους Μανιάτες (δεν τους έδινε αυτά που του απαιτούσαν, τα προνόμια που είχαν δηλαδή επί οθωμανικής κυριαρχίας): « Έπεσε θύμα εμφυλίου σπαραγμού, φανατισμού και σφοδρών πολιτικών παθών, τόσο σφοδρών, που έκαναν την εφημερίδα της Ύδρας “Απόλλων”, να γράψει το εξής καταπληκτικό, αμέσως μετά τη δολοφονία του: “Παύομεν τὴν ἔκδοσιν τῆς ἐφημερίδος μας, ἐπειδὴ ἀπολαύσαμεν τὸν σκοπόν μας. Ὁ τύραννος δὲν ὑπάρχει
149
κὺρ
πλέον”». Τέτοιος ήταν ο φανατισμός των αντιπάλων του (Πηγή Πληρ.: Μαρκεζίνης antichainletter.wordpress.com)
Άλλη μια προσωπογραφία του κυρ Ανδρέα (Ζαΐμη). Του Albert Robert (19ος αιώνας).
κύρ, ο (Γλώσ.): Από τις βυζαντινές λέξεις κύρης και κύρις(προερχόμενες αυτές από την αρχαιοελληνική λέξη κύριος, η οποία φαίνεται να προήλθε από του έννοια του κύρους,το κύροςδηλαδή). Προσφώνηση διά της οποίας απεδίδετο ιδιαίτερος σεβασμός σε εκείνον που απευθυνόταν. Ο κυρ επί Οθωμανικής κυριαρχίας (Τουρκοκρατίας) ανήκε στην ανώτερη κοινωνική και οικονομική τάξη, είχε κύρος· εξουσίαζε διαφέντευε σπίτια, ανθρώπους, περιοχές. Ο κυρ Ανδρέας (ο Ζαΐμης) ήταν ένας τέτοιος άνθρωπος. Ο Κολοκοτρώνης, (μολονότι αρχιστράτηγος και έξαλλος με τα καμώματά του) δεν ξεπέρασε ποτέ τα όρια ανάμεσά τους: κυρτον ανέβαζε κυρτον κατέβαζε: «Ἐμαλώσαμε μὲ τὸν κύρ Ἀνδρέα καὶ ἤλθαμεν εἰς λόγια: “Διατί, κὺρ Ἀνδρέα, δὲν ἔστειλες εἰς τὸν ἀνε-
Νέγρης, Θεόδωρος
πλευρά του Κολοκοτρώνη. Όταν ο Κ αποδέχτηκε την αντιπροεδρία του Ἐκτελεστικοῦ, ο Νέγρης παραμερίστηκε, προσκολλήθηκε στον Ὀδυσσέα και με την ελπίδα ότι θα κατάφερνε να υπερφαλαγγίσει τον Μαυροκορδάτο, συγκάλεσε συνέλευση των αρχηγών της Στερεάς στα Σάλωνα, όπου κλήθηκε και ο Μπάυρον: «H συνέλευση αυτή ξεκίνησε τις εργασίες της τον Απρίλιο του 1824, αλλά ο θάνατος του ποιητή ματαίωσε τα σχέδια των πρωτεργατών της και ο Νέγρης απογοητευμένος επέστρεψε στο Ναύπλιο όπου και πέθανε από τύφο απομονωμένος και πάμφτωχος». (αχαρ.απόκ.) Όπως και ο Μαυροκορδάτος, ήταν υπεράνω χρημάτων, πέθανε στην ψάθα, αν και είχε πολλές ευκαιρίες δεν καταχράστηκε ποτέ δημόσιο χρήμα, αποδείχθηκε πως ήταν ένας από τους ελάχιστους αδιάφθορους του Αγώνα. νερό, το (Εν Γέν.): Το ύδωρ. Υγρό άχρωμο, άοσμο, άγευστο, που σε καθαρή μορφή αποτελείται από δύο μέρη υδρογόνου και ένα μέρος οξυγόνου. Είναι το πιο διαδεδομένο στοιχείο στη φύση. Η διαρκής
Η αποβίβαση των γαλλικών στρατευμάτων στον Μοριά (έργο αγνώστου καλλιτέχνη, φτιαγμένο στα μισά του 19ου αιώνα). Συλλογή του συγγραφέα.
175
Νησὶ
έλλειψή του φέρνει σε απόγνωση τους πολιορκημένους των κάστρων, ο Κολοκοτρώνης είχε το νερό μέσα στα βασικά πολιορκητικά του μέσα: «Οἱ Τοῦρκοι ἐστενοχωρήθησαν πολὺ εἰς τὸ Κάστρο, καὶ ἀπὸ νερό, καὶ κατὰ τὸν τρόπο ὁποὺ τοὺς ἐστενοχώρησα, εἰς ἕνα μήνα ἤθελε παραδοθοῦν». Το θαλασσινό νερό είναι αλμυρό και το νερό των λιμνών γλυκό, ενώ το νερό του πολέμου εμπεριέχει ενίοτε πολλά και μακάβρια, ο αγωνιστής του ’21 Νικόλαος Κασομούλης μας δίνει μια γενική εικόνα του από το πολιορκημένο Μισολόγγι:«…τὸ νερὸ τῶν δεξαμενῶν εἶχεν γίνει ἕνα μίγμα ἀλλόκοτον· ὅ,τι ἤθελες μέσα εὕρισκες· μυαλά, εντόσθια, αἷμα, κεφάλια – καὶ οἱ Ἕλληνες ἔπιναν καὶ ὑπέμνεσκαν μὲ ὅλην τὴν ἀδιαφορίαν». (Κασομ.) Νησί, το (Ιστ. Γεωγρ.): Η Μεσσήνη. Το κατά τον Όμηρο «Μάκαρ πεδίον» ή «Μακαρία» (όπως λέγεται ακόμα και σήμερα). Μάλλον η τοποθεσία «Λίμναι» που αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας: «ἔστι δὲ ἐν τῇ μεσογαίῳ, κώμη Καλάμαι καὶ Λίμναι χωρίον». (Βιβλίο 4, 31, 3,
Π Πρωταγωνιστής και σε μια (αρκετά χαριτωμένη) γελοιογραφία, σε μια εποχή που τα πρωτεία τα έχει πλέον ένας άλλος Γερμανός (αυτός της κινητής τηλεφωνίας).
Δυόμισι σελίδες από το χειρόγραφο με τα απομνημονεύματα του πατριώτη σούπερ σταρ Γερμανού (Εθνική ΒιβλιοθήκητηςΕλλάδος). Τα έγραψε στα τελευταία χρόνια της ζωής του, δημοσιεύθηκαν εννέα έτη μετά τον θάνατό του (στα 1837).
Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, ο (Πινακ.): Ο κατά κόσμον Γεώργιος (Γ)κόζιας (1771-1826). Γερμανός157 ήταν το παπαδικόν του ψευδώνυμο. Δημητσανίτης στην καταγωγή (όπως και ο Κ): «Γορτύνιος 157 Σύμφωνα με το σχετικό βιογραφικό της βιβλιοnet, «Φοίτησε στην Σχολή της Δημητσάνας, έγινε γραμματέας του μητροπολίτη Αργολίδας Ιάκωβου Πετράκη, οπότε και χειροτονήθηκε ως διάκονος και έλαβε το όνομα Γερμανός».
κι αυτός σαν τον Κολοκοτρώνη, αλλά άνθρωπος της αντίπαλης παράταξης». (Κανέλλ., σ. 80) Ιεράρχης στο επάγγελμα, μητροπολίτης των Παλαιών Πατρών συγκεκριμένα. Εμβληματικό πρόσωπο της Επανάστασης, αυτός (υποτίθεται) που σήκωσε την 25η Μαρτίου του 1821 το λάβαρο της Αγίας Λαύρας:158 «Το μεΣτα Απομνημονεύματά του πάντως ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν αναφέρει που158
Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς
σημέρι της 23 Μαρτίου μπήκε στην Πάτρα ο Ιω. Παπαδιαμαντόπουλος με 2.000 Έλληνες και κατέλαβε τα επίκαιρα σημεία. Στις 24 έφθασε ο αρχιεπίσκοπος Γερμανός με 4.000. Ενεργούσε ως αρχιστράτηγος των Επαναστατών και κυβερνήτης της πόλης». (Σιμόπ., τ. 1, σ. 199) Ήταν (όπως προείπαμε) επικεφαλής της αποτυχημένης εκείνης εξέγερσης στην Πάτρα, οπότε και άρχισαν να στραβώνουν τα πράγματα, αποδείχθηκε απίστευτα κατώτερος των περιστάσεων: «Άναψε μια γελοία φιλονικία ανάμεσα στο Γερμανό και τον Παπαδιαμαντόπουλο για κάποιο λάφυρο. Ο διάκος του Γερμανού ήθελε να πάρει από άνθρωπο του Παπαδιαμαντόπουλου ένα πολύτιμο σπαθί. Μπήκαν στη φιλονεικία τα αφεντικά και το στράτευμα διαλύθηκε». (πηγήπληρ. Π. Π. Γερμανού, Απομνημονεύματα, σ. 206 και Σιμόπ., τ. 1, σ. 193-194) Ο Γκόρντον, ενώ εκτιμά τα προσόντα του, δεν τον σκιαγραφεί με τα φωτεινότερα χρώματα: «Δεν έλειπαν οι ικανότητες απ’ αυτόν τον ιεράρχη. Η δύναμη του λόγου, το υψηλό εκκλησιαστικό αξίωμα, η δραστηριότητά του στην αρχή του ξεσηκωμού τον είχαν περιβάλει μεγάλη δημοτικότητα. Ο λαός, ωστόσο, έπαψε να τον θαυμάζει όταν τον γνώρισε από κοντά. Αχαλίνωτη υπεροψία, φιλοδοξία και φιληδονία κρυβόταν κάτω από την προσωπίδα του θρησκευτικού ζήλου. Πολύ σύντομα ο Γερμανός πέταξε την υποκριτική αγιότητά του και άρχισε να εμφανίζεται στο στρατόπεδο και στα συμβούλια ντυμένος με μεγαλόπρεπη φορεσιά και θενά πως αυτός κήρυξε την Επανάσταση: «Η κοινή λογική λέει πως αν είχε κηρύξει μια Επανάσταση… θα το θυμόταν», όπως γράφει πολύ εύστοχα και ο Σπύρος Αλεξίου. (koutipandoras.gr)
196
Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς
με ύφος μονάρχη». (Σιμόπ., τ. 1, σ. 370) Με τον καλό κι αγαθό Δημήτριο Υψηλάντη δεν τα πήγαινε καθόλου καλά (πώς θα μπορούσε άλλωστε;): «Οι καθημερινές συζητήσεις του Υψηλάντη με τους προεστούς κατέληγαν πάντοτε σε φιλονεικίες και αμοιβαία απέχθεια. Μια φατρία προκρίτων με επικεφαλής τον Γερμανό αντιδρούσε με πείσμα σε όλα τα σχέδιά του» (Σιμόπ., τ. 1, σ. 377) Ορισμένοι ιστορικοί του ’21 δεν παρακάμπτουν αυτή τη μοιραία σύμπτωση που αφορά τη χρονολογία του ντεμπούτου του στα κοινά του Μορέως (όταν αυτός ερχόταν ο Κολοκοτρώνης και οι λιγοστοί εναπομείναντες του πογκρόμ σύντροφοί του δραπετεύουν προς τα νησιά του Ιονίου): «Καθώς αναχωρεί ο Κολοκοτρώνης με τους εναπομείναντες κλέφτες και στο Μοριά βασιλεύει “η σιωπή του τάφου”, εισέρχεται ο μητροπολίτης των Παλαιών Πατρών […]. Είχε προχειρισθεί στην
Ο εν λόγω σε ημιολόσωμο πορτέρτο του. Άγνωστο ποιoν ακριβώς λοξοκοιτάζει (τον Παπαδιαμαντόπουλο;).
Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς
ΚΠολη διάδοχος του Ιωακείμ και φτάνοντας στην πατρίδα του ανέλαβε έκτοτε τα ηνία του κοτζαμπασισμού. Οι αρετές του και η πανθομολογούμενη διπλωματικότητά του όχι μόνο τον έκαναν αρεστό στους Τούρκους, αλλά σε μικρό διάστημα έγινε η κεφαλή της Πελοποννήσου και αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας». (Κανέλλ., σ. 80) Ο Κολοκοτρώνης δεν… ψυχαναλύει τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, ούτε καταφεύγει σε αφορισμούς και ανάθεμα όταν αναφέρεται στο πρόσωπο του Παλαιών Πατρών Γερμανού, διατηρεί και σε αυτά τα «γραφτά του» μια αναδρομική ανωτερότητα: «Ἔκαμαν καὶ μίαν ἄλλην ἐπιτροπὴν τῆς συνελεύσεως διὰ νὰ ἀνταποκρίνεται μὲ τὰς ξένας δυνάμεις, Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανόν, Ἄρτας Πορφύριον, Π. Νοταρᾶν, Α. Κοπανίτζαν, Ἀναστ. Λόντον, Γ. Δαριώτην, Σ. Καλογερόπουλον, Γ. Αἰνιάν, Βασ. Μπουδούρην, Ἐμ. Ξένον, Ν. Ρενιέρην». (Διήγ.) Στην πραγματική ζωή όμως, ο Κ πολλές φορές αγανάκτησε και εξοργίστηκε με τις παπαδικές φιοριτούρες του Γερμανού, είχε πελαγώσει από τις μηχανορραφίες του, έξω από την Τριπολιτζά μάλιστα του βρόντηξε τη χατζάρα έξαλλος και τον κάθισε κάτω, λέγοντας του: «– Μου κάνεις τη χάρη να τηράς την εκκλησία σου, τις αγιαστούρες και τα ψαλτήρια σου!» (Σ. Μελά, ΟΓέροςτουΜωριά, σ. 313) Πέθανε από φυσικά αίτια το 1826, κατά τη διάρκεια της Τρίτης Εθνοσυνέλευσης, της οποίας είχε εκλεγεί μέλος. Βλ. κ. λ. Κανέλλος Ντεληγιάννης, Παναγιώτης Καρατζᾶς κ.ά. παλληκαρεύομαι (Ρήμ): Κάνω παλληκαριές, παλληκαρισμούς (ηρωισμούς), συμπεριφέρομαι όπως αρμόζει σε ένα
197
παλληκάρι
Παλληκάριαμπροστάαπ’τιςΚαρυάτιδες:
…φωτορεπορτάζ του ζωγράφου Carl Friedrich Werner (1877). Συλλογή Μουσείου Μπενάκη.
παλληκάρι (χωρίς αυτό να σημαίνει, κατ’ ανάγκην, πως δεν είμαι συνάμα και ένας τύπος ελεεινός, ανυπόληπτος και διακονιάρης περιωπής, έτερον εκάτερον δηλαδή):«[…] ὅταν ἡμεῖς μὲ τόσην ἐλεεινότητα ἐσωτερική, καὶ ἐξωτερικὴ ἀνυποληψίαν, παλληκαρευόμεθα νὰ πάρομε κάστρα, χῶρες καὶ βασίλεια, καὶ ἂν συνείδησις καὶ ἀλήθεια μᾶς ξετυφλώνει τὰ μάτια […]». (ΡητάτουγέρουΚολοκοτρώνηήέργακατάπαράδοσιν). παλληκάρι, το (Εν Γέν.): Από τη μεσαιωνική λέξη παλληκάρι(ον), υποκοριστικό της ελληνιστικής λέξης πάλλαξ/πάλληξ (που ανάγεται στο θηλυκό του αρχαιοελληνικού παλλακή (παλακίδα = ερωμένη), τουτέστιν… γιουσουφάκι: «Κατά τη μεσν. εποχή η λέξη απέκτησε τη σημ. “νεαρός σύντροφος πολεμιστή, ακόλουθός του” και κατ’ επέκταση, “γενναίος, ανδρείος μαχητής”, γενικότερα “νέος άνδρας”». (Ετυμ.Μπαμπ.) Κατά την οθωμανική κυριαρχία (Τουρκοκρατία), «[...] παλληκάρια ή παληκάρια, ονομάζονταν οι απλοί κλέφτες ή αρματολοί. Τον αρχηγό τους τον έλεγαν καπετάνιο. Υπαρχηγός, αντικαταστάτης του, ήταν το πρω-
Διαβάζοντας το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο, πέραν των αμιγώς επαναστατικών «ρεπορτάζ», ο αναγνώστης έχει πρόσβαση και σε πλήθος «λεπτομερειών» που η επίσημη ιστορία αποσιωπά εκ συστήματος, όπως λόγου χάρη: • Ότι στα Απομνημονεύματά του ο ίδιος ο Παλαιών Πατρών Γερμανός δεν αναφέρει πουθενά πως αυτός κήρυξε την Επανάσταση: «Η κοινή λογική λέει πως αν είχε κηρύξει μια Επανάσταση… θα το θυμόταν». Σωστά; • Ότι το μένος των επαναστατών δεν μετριαζόταν στα γυναικόπαιδα του εχθρού, δεν υπήρχε έλεος για κανέναν τους. Άκρως συγκλονιστική γι’ αυτές τις φρικτές μέρες της εκδίκησης η μαρτυρία του νεαρού αξιωματικού Brengeri, ο οποίος έζησε τις ωμότητες και τη σφαγή των αιχμαλώτων Κορινθίων Τούρκων και τις ιστορεί: «Μια μέρα, περνώντας από την αγορά, είδα πλήθος συγκεντρωμένο. Ζύγωσα και είδα μια νεαρή Τουρκάλα που οι Έλληνες στρατιώτες, ύστερα από κάθε λογής προσβολές και ταπεινώσεις, την είχαν μαχαιρώσει πολλές φορές στο πρόσωπο και στα χέρια. Το θύμα σύρθηκε όλη τη νύχτα με τα γόνατα και έφθασε στην πλατεία για να ζητήσει βοήθεια. Οι Έλληνες που την τριγύριζαν, την έφτυναν, ξέσχιζαν τα ρούχα της και την έβριζαν πουτάνα Τουρκάλα. Τα ανοιχτά τραύματά της που αιμορραγούσαν θα μπορούσαν να συγκινήσουν και πέτρινη καρδιά. Έτρεξα στο σπίτι του Κωλέττη, μινίστρου του πολέμου, και τον παρακάλεσα να στείλει δύο στρατιώτες για να απομακρύνουν αυτό το δύστυχο πλάσμα και να δώσουν ένα τέλος στο μαρτύριό του. Ο Κωλέττης έδωσε αμέσως εντολή. Σε λίγο ήρθαν στην Αγορά δύο άνδρες, άρπαξαν την Τουρκάλα με βάρβαρο τρόπο, την πήραν παράμερα, τη σκότωσαν με τρεις σπαθιές και την παράτησαν στα σκυλιά. Ήταν μια από τις φρικαλέες σκηνές που αντίκρυζα καθημερινά». (Σιμόπ., τ. 2, σ. 33) • Ότι ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, παρά τη φήμη του μέσα και έξω από τη Μάνη, στρατιωτικά ήταν μηδαμινός και ουδέποτε έπραξε κάτι αξιομνημόνευτο. Από τότε (1821) μέχρι και σήμερα πολλά άλλαξαν, ακόμη και η σημασία των παροιμιών… ISBN 978-960-9797-96-2