έρευνα π•αι•δίου: πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
ερευνητική διπλωματική εργασία φοιτήτρια: ρένια χατζηγεωργίου επιβλέπουσα: κυριακή τσουκαλά β’ τομέας τμήματος αρχιτεκτόνων πολυτεχνική σχολή α.π.θ. ιούνιος 2011
Περιεχόμενα 1.
αντίληψη και ποιότητες του δημόσιου χώρου ........... 1 1.1. 1.2. 1.2.1. 1.2.2. 1.2.3. 1.2.4. 1.2.5. 1.3. 1.3.1. 1.3.2. 1.3.3. 1.3.4. 1.4.
2.
εισαγωγή στην αντίληψη του δημόσιου χώρου από τους εφήβους ............................................................................. 1 βασικές θεωρητικές έννοιες............................................. 2 ο Jean Piaget και η θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης ... 2 ο Kevin Lynch και οι νοητικοί χάρτες ............................. 9 ο Gary Moore και η Περιβαλλοντική Ψυχολογία ..........14 ο Jacques Lacan και ο ‘κενός’ χώρος ..............................19 συσχετισμός και σύγκριση ............................................. 25 ο δημόσιος χώρος ........................................................... 28 ορισμός............................................................................ 28 η δημόσια ζωή και δραστηριότητα ................................ 29 ποιότητες του δημόσιου χώρου ..................................... 30 ιστορική αναδρομή στο δημόσιο χώρο .......................... 31 σύνοψη και σχολιασμός ................................................. 35
έρευνα ................................................................... 38 2.1. 2.1.1. 2.1.2. 2.2. 2.3. 2.4. 2.4.1.
τόπος της έρευνας .......................................................... 38 η νέα παραλία της Θεσσαλονίκης ................................. 39 η νέα πλατεία ‘Παραμάνα’ της Θέρμης .......................... 51 πληθυσμός της έρευνας ................................................. 54 μέθοδος της έρευνας ...................................................... 56 ανάλυση νοητικών χαρτών ............................................ 60 αντιληπτικές χωρικές ποιότητες της νέας παραλίας της Θεσσαλονίκης ................................................................. 60 2.4.2. αντιληπτικές χωρικές ποιότητες της πλατείας ‘Παραμάνα’ της Θέρμης ................................................. 72 3.
συμπεράσματα ....................................................... 81
4.
επίλογος ................................................................. 85
5.
βιβλιογραφία ......................................................... 87
6.
παράρτημα εικόνων δειγμάτων .............................. 90
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
1
1. αντίληψη και ποιότητες του δημόσιου χώρου 1.1. εισαγωγή
στην
αντίληψη
του
δημόσιου
χώρου από τους εφήβους Ο χώρος που, λόγω του σχεδιασμού του, ικανοποιεί τους χρήστες του είναι επιτυχής. Στην περίπτωση του δημόσιου υπαίθριου χώρου, όπου χρήστες του είμαστε όλοι, η επιτυχία έγκειται στην ισότητα κατά το σχεδιασμό. Δηλαδή, στην ίση κάλυψη των αναγκών και επιθυμιών οποιουδήποτε χρήστη ή ομάδας χρηστών, όπως, τυφλών, ηλικιωμένων, μικρών παιδιών, ποδηλατών κ.λπ. Πέρα από τις κατασκευαστικές απαιτήσεις για την ισότητα στην πρόσβαση και την ασφάλεια, που θεωρούνται κοινά αποδεκτές αρχές σχεδιασμού για τους δημόσιους χώρους, η μεγαλύτερη πρόκληση στο σχεδιασμό τέτοιων χώρων είναι η ταυτόχρονη ικανοποίηση του κάθε πιθανού χρήστη. Πώς μπορεί όμως να μετρηθεί αυτή η ικανοποίηση; Και ποιος ορίζει αυτές τις ανάγκες; Μία από τις ομάδες των χρηστών του δημόσιου υπαίθριου χώρου είναι και οι έφηβοι. Στη δύσκολη ηλικία, λίγο πριν την ενηλικίωση, η ομαλή ενσωμάτωσή τους στην κοινωνία εξαρτάται και από την ισότητά τους ως χρήστες του δημόσιου χώρου. Πώς, όμως, ως αρχιτέκτονες, θα μάθουμε ποιες είναι οι δικές τους ανάγκες και προτιμήσεις; Με εργαλείο το νοητικό χάρτη και με βάση τις θεωρίες της περιβαλλοντικής ψυχολογίας και συμπεριφοράς γίνεται, εδώ, μία προσπάθεια απάντησης στο πως αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο.
2
έρευνα π•αι•δίου
1.2. βασικές θεωρητικές έννοιες 1.2.1. ο Jean Piaget και η θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης Στη συγκεκριμένη έρευνα πεδίου, της οποίας κεντρικό θέμα είναι η αντίληψη του δημόσιου χώρου από τους εφήβους, οι θεωρίες του πολύ γνωστού ελβετού φιλόσοφου, φυσικού επιστήμονα, παιδαγωγού και ψυχολόγου Jean Piaget ήταν κάποιες από τις σημαντικότερες αναφορές. Ο Piaget (1896-1980) σπούδασε βιολογία και αργότερα δουλεύοντας στην εκπαίδευση ως μεταφραστής των αμερικανικών τεστ γνώσεων για τα γαλλικά σχολεία, εντυπωσιάστηκε από τις διαφορετικές απαντήσεις των παιδιών σε θέματα που απαιτούσαν συγκεκριμένη ή αφηρημένη σκέψη στις διάφορες ηλικίες. Η επιθυμία του να εξηγήσει το συγκεκριμένο φαινόμενο και να ανακαλύψει σε ποια ηλικία τα παιδιά είναι ικανά να αντιλαμβάνονται και να κατανοούν τί, τον οδήγησε στη συγγραφή των θεωριών του για τη γνωστική ανάπτυξη -Theory of cognitive development- και τη γενετική επιστημολογία -genetic epistemology-. Μέσω των θεωριών αυτών προσπάθησε να ανακαλύψει πώς εξελίσσεται η ανάπτυξη της γνώσης του ανθρώπου και ποια είναι τα εργαλεία που συνθέτουν τη νοητική δομή σε κάθε στάδιο της ανάπτυξης αυτής (Ανθούλιας, 1999). Την πιο κεντρική θέση στη θεωρία του κατείχε η έννοια ‘σχήμα’ –schema-, που αποτελεί και το κύριο συστατικό στοιχείο της νοητικής δομής. ‘Σχήμα’, κατά τον Piaget, είναι η αντίδραση ενός ανθρώπου στο ερέθισμα· η αντίδραση
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
3
αυτή είναι πρωταρχική και με το χρόνο εμπλουτίζεται ή αλλάζει εντελώς ανάλογα με τα επιπλέον στοιχεία και τις εμπειρίες που προκύπτουν. Τελικά, το ‘σχήμα’ ορίζεται ως η προσαρμογή που έχει επιτευχθεί σε ορισμένη κατάσταση ως αποτέλεσμα μιας ολόκληρης σειράς δραστηριοτήτων. Πέρα από το ‘σχήμα’, άλλες έννοιες που εισήγαγε ο Piaget για να εξηγήσει το φαινόμενο της γνωστικής ανάπτυξης του ανθρώπου είναι οι ‘πράξεις’ –actions- και οι ‘ενέργειες’ – operations-. Ο όρος ‘πράξεις’ αναφέρεται στις στοιχειώδεις διεργασίες που αντιστοιχούν στις απλές, μηχανιστικές λειτουργίες της νόησης. Αντίθετα, ο όρος ‘ενέργειες’ σχετίζεται με τις ανώτερες διεργασίες που αντιστοιχούν στις πιο σύνθετες λειτουργίες της νόησης, δηλαδή αυτές που χαρακτηρίζονται από την τυπική ή μαθηματική λογική. Οι ‘πράξεις’, οι ‘ενέργειες’ και τα ‘σχήματα’ είναι διαφορετικά σε κάθε ηλικία, επομένως, ο τρόπος σκέψης του παιδιού διαφέρει ριζικά από εκείνον του ενήλικα (Piaget, 1955). Η θεωρία του ψυχολόγου, που μελέτησε τη γνωστική ανάπτυξη του ανθρώπου, στηρίζεται στην ιδέα ότι το παιδί κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του χτίζει ‘γνωστικές δομές’ -cognitive structures- και ‘σχήματα’ για να κατανοήσει το γύρω κόσμο και να αντιδράσει σε φυσικές εμπειρίες μέσα στο περιβάλλον του. Ο Piaget υποστήριζε ότι η ‘γνωστική δομή’ ενός παιδιού αυξάνεται σε περιπλοκότητα κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του, κινούμενη κατά στάδια, από τα ελάχιστα εγγενή αντανακλαστικά, όπως το κλάμα και το θηλασμό, μέχρι και πολύπλοκες νοητικές διεργασίες. Κατά τη διάρκεια όλων των αναπτυξιακών σταδίων το παιδί βιώνει το περιβάλλον του χρησιμοποιώντας τις ήδη
4
έρευνα π•αι•δίου
υπάρχουσες ‘γνωστικές δομές’ του. Αν η εμπειρία επαναλαμβάνεται, ‘αφομοιώνεται’ –assimilation- στη ‘γνωστική δομή’ του παιδιού, ώστε να διατηρήσει τη νοητική ‘εξισορρόπηση’ -mental equilibrium-. Αν η εμπειρία είναι διαφορετική ή νέα, το παιδί χάνει τη νοητική ισορροπία και αλλάζει τις ‘γνωστικές δομές’ του για να τις ‘συμμορφώσει’ -accommodation- με τις νέες συνθήκες. Με αυτόν τον τρόπο το παιδί αποκτά ολοένα και περισσότερες ‘γνωστικές δομές’. Έτσι, η διανοητική ανάπτυξη συνεπάγεται την ‘αφομοίωση’ του κόσμου σε αυτές τις δομές σκέψης, και τη ‘συμμόρφωση’ με τον κόσμο (Piaget, 1928). Ο Piaget υποστήριξε ότι η γνωστική ανάπτυξη χωρίζεται σε τέσσερα στάδια. Κάθε στάδιο οικοδομείται πάνω στο προηγούμενο, του οποίου οι νοητικές δομές ενσωματώνονται σε αυτό που το διαδέχεται. Ο διαχωρισμός των σταδίων επιτυγχάνεται με την ολοκλήρωση ορισμένων νοητικών διεργασιών που σηματοδοτούν το πέρασμα στο επόμενο. Επιπλέον, κάποιες υποθετικές γνωστικές δομές έχουν ιδιαίτερη σημασία για την έρευνα, δεδομένου ότι θα μπορούσαν να προσδιορίζουν τα ποιοτικώς διαφορετικά στάδια προκειμένου να περιγραφεί η γνωστική ανάπτυξη του παιδιού· για τον Piaget, η δομή περιγράφει "τι είναι κοινό για την ανάπτυξη" σε κάθε στάδιο. Ορισμένες πλευρές των σταδίων είναι ιδιαίτερα κρίσιμες για την ανάπτυξη. Η τάξη, ή αλλιώς σειρά, με την οποία αναπτύσσεται η γνώση των παιδιών είναι αμετάβλητη. Με άλλα λόγια, ένα παιδί θα περάσει οπωσδήποτε μέσα από όλα τα στάδια της γνωσιακής ανάπτυξης με την ίδια σειρά με τα υπόλοιπα. Ωστόσο, η ηλικία στην οποία κάθε παιδί θα
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
5
φθάνει στο συγκεκριμένο στάδιο ποικίλλει από παιδί σε παιδί και εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων όπως η κοινωνία, το πολιτισμικό υπόβαθρο, το σχολείο κ.ά. Τα στάδια δεν είναι ηλικιακά με τη στενή έννοια, με άλλα λόγια, κατά τη γνωσιακή ανάπτυξη των παιδιών το πρότυπο είναι το ίδιο αλλά ο βηματισμός ποικίλλει (Kay C. Wood).1 Αισθησιοκινητικό στάδιο –Sensorimotor- από τη γέννηση έως και τα δύο έτη: Πριν από την εμφάνιση της γλώσσας και κατά συνέπεια πριν από κάθε εννοιολογική ή λογική σκέψη, αναπτύσσεται στο βρέφος μια νόηση αισθησιοκινητική ή πρακτική που προχωρεί στην κατάκτηση των πραγμάτων, συγκροτώντας στα πλαίσιά της τα βασικά στοιχεία του χώρου και του αντικειμένου, της αιτιότητας και του χρόνου· με λίγα λόγια, που οργανώνει ήδη στο πεδίο της πράξης ένα ολόκληρο σύμπαν στέρεο και συνεκτικό (Piaget, 1955). Το παιδί μέσω της φυσικής αλληλεπίδρασης με το περιβάλλον του οικοδομεί μια σειρά από έννοιες για την πραγματικότητα. Είναι το στάδιο που δε γνωρίζει ότι τα φυσικά αντικείμενα διατηρούν την παρουσία τους ακόμα και όταν δεν τα βλέπει -object permanence-. Η γνώση των παιδιών κατά το αισθησιοκινητικό στάδιο αποκτάται μέσω της δράσης και της κίνησης και μέσω των αισθήσεών τους: όραση, ακοή, αφή, οσμή, γεύση. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου αναπτύσσεται η δυνατότητα να αναπαρασταθούν «ανύπαρ-
1 Άρθρο ηλεκτρονικής μορφής από την ιστοσελίδα Children Youth Environment του Πανεπιστημίου του Κολοράντο.
6
έρευνα π•αι•δίου
κτα» αντικείμενα και συμβάντα που δεν έχουν συμβεί, έτσι, γύρω στους 18 μήνες, το παιδί είναι σε θέση να αναπαραστήσει «απούσες» πραγματικότητες με σύμβολα και σημεία. Η αρχή του προεννοιολογικού σταδίου χαρακτηρίζεται από την απόκτηση της αναπαραστατικής αυτής ικανότητας. Προεννοιολογικό-Preoperational-από δύο έως επτά ετών: Το μικρό παιδί, σε αυτό το στάδιο, είναι ικανό να εσωτερικεύει τα αισθησιοκινητικά σχέδια δράσης και να μαθαίνει τον κόσμο γύρω του. Πολύ σημαντική συμπεριφορά αυτού του σταδίου είναι εκείνη του εγωκεντρισμού -egocentrism-. Το παιδί, δηλαδή, αντιμετωπίζει δυσκολία στο να λαμβάνει υπόψη του τη γνώμη των άλλων. Σε αυτό το στάδιο μαθαίνει να χρησιμοποιεί τη γλώσσα και να αναπαριστά τα αντικείμενα με εικόνες και λέξεις. Κατηγοριοποιεί τα αντικείμενα με βάση μόνο ένα χαρακτηριστικό· για παράδειγμα, βάζει στην ίδια ομάδα όλα τα κόκκινα αντικείμενα ανεξάρτητα από το σχήμα ή όλα τα αντικείμενα ίδιου σχήματος ανεξάρτητα από το χρώμα τους. Επίσης, δεν είναι σε θέση να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τα επιφαινόμενα και εύκολα συγχέει τις αιτιακές σχέσεις. Το παιδί δεν μπορεί ακόμα να διαμορφώσει αφηρημένες έννοιες και χρειάζεται συγκεκριμένες φυσικές καταστάσεις για να τις επεξεργαστεί. Σύμφωνα με το μεταγωγικό συλλογισμό του παιδιού, κατά την περίοδο της προεννοιολογικής σκέψης, κάνει αυθαίρετες γενικεύσεις και έχει ατελή ή εσφαλμένη αντίληψη για το περιβάλλον του. Επιπλέον, είναι ικανό να προχωρά από το ειδικό προς το γενικό έχοντας σωστή αντίληψη για το περιβάλλον του, σε αντίθεση με το γενικό προς το ειδικό που οδηγείται σε εσφαλμένη αντίληψη.
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
7
Στάδιο συγκεκριμένων νοητικών ενεργειών -Concrete operations- από επτά έως έντεκα ετών: Το παιδί αρχίζει να διαμορφώνει έννοιες και να ολοκληρώνει συγκεκριμένες λογικές πράξεις, καθώς συσσωρεύεται φυσική εμπειρία. ‘Λογικές πράξεις’ κατά τον Piaget είναι: «οι αναστρέψιμες εσωτερικευμένες στη σκέψη ενέργειες» (Παρακευόπουλος, 1990). Οι ενέργειες αυτές έχουν οργανωθεί σε ολοκληρωμένα λογικά συστήματα που επιτρέπουν στο παιδί να επιλύει απλά και συγκεκριμένα λογικά προβλήματα. Η σκέψη του παιδιού κατά τη φάση αυτή είναι σε θέση να προβαίνει σε συνενώσεις επιμέρους συγκεκριμένων πραγμάτων ή ομάδων πραγμάτων Α+Β=Γ, π.χ. όλοι οι άνδρες + όλες οι γυναίκες = όλοι οι άνθρωποι, να ακολουθεί πορεία αντίστροφη από εκείνη που ακολούθησε για να καταλήξει σε κάποιο λογικό συμπέρασμα – αναστρεψιμότητα-, να κάνει συνδυασμούς και συσχετίσεις μεταξύ διαφόρων πραγμάτων κατά ποικίλους τρόπους χωρίς να μεταβάλλει το τελικό αποτέλεσμα που προκύπτει από αυτούς -συνδιαστικότητα ή προσεταιριστικότητα-, π.χ. αν Α+(Β+Γ)=Δ τότε και (Α+Β)+Γ=Δ. Η ολοκλήρωση των λειτουργιών αυτών επιτρέπει κατά την περίοδο αυτή να επιλύει προβλήματα που σχετίζονται με την ομαδοποίηση και κατηγοριοποίηση συγκεκριμένων αντικειμένων καθώς και με τη διατήρηση της ύλης. Πιο συγκεκριμένα, στα τελευταία έτη του σταδίου, το παιδί έχει σχεδόν βγει από την περίοδο του εγωκεντρισμού και βρίσκεται σε αυτή της οργάνωσης των λογικών δομών. Η χωρική του σκέψη αποκολλάται από τις εικόνες και σταδιακά γίνεται συγκεκριμένη. Είναι δηλαδή σε θέση να
8
έρευνα π•αι•δίου
αντιληφθεί το χώρο ως ένα σύνολο ερεθισμάτων. Δημιουργεί υποπεριοχές τις οποίες αναγνωρίζει ως σύνολα και τα σύνολα αυτά αθροισμένα αποτελούν την συνολική του αντίληψη για το χώρο. Αποκτά ένα ευρύτερο σύστημα αναφοράς το οποίο, όμως, συνεχίζει να εξαρτάται από την παρουσία των υλικών αντικειμένων. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί ακόμη να αντιληφθεί το υποθετικό, το πιθανό και το άπειρο και επιπλέον δεν κατέχει πλήρως την αίσθηση του μήκους, του όγκου, της επιφάνειας και της ταχύτητας. Λίγο αργότερα, προς το τέλος του προεννοιολογικού σταδίου, εμφανίζεται ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ανάπτυξης των παιδιών, η εσωτερίκευση των δράσεών τους η οποία δημιουργεί εσωτερικές γνωστικές δομές. Αυτό επιτρέπει στο παιδί να φαντάζεται τις δράσεις του και χαρακτηρίζει την αρχή των συγκεκριμένων λογικών διεργασιών. Στάδιο τυπικών, ή συγκεκριμένων, λογικών πράξεων ή αφαιρετικής σκέψης -Formal operations- από έντεκα έως δεκαπέντε ετών: Με την έναρξη της περιόδου των τυπικών ενεργειών υπάρχει η σταδιακή ικανότητα της ανάπτυξης της λεγόμενης υποθετικής παραγωγικής σκέψης. Ο έφηβος απόκτα την ικανότητα της αφηρημένης σκέψης, σχηματίζει υποθέσεις καθώς και εναλλακτικές προτάσεις κατά την αντιμετώπιση ορισμένου προβλήματος. Ελέγχει τα δεδομένα με βάση καθεμία από τις υποθέσεις για να πάρει την κατάλληλη απόφαση. Επιπλέον, αποκτά την ικανότητα να στοχάζεται και να συλλαμβάνει έννοιες των φυσικών επιστημών και των ανώτερων μαθηματικών. Κάνει αναφορές
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
9
στο μέλλον και είναι ικανός να σχεδιάζει ποικίλες μελλοντικές ανακατατάξεις και κοινωνικές αλλαγές και δημιουργεί θεωρίες. Ξεκινώντας από δεδομένα της καθημερινής του εμπειρίας προσπαθεί να εξηγήσει λογικά όσα συμβαίνουν γύρω του και τα οποία βλέπει συνήθως με κριτική διάθεση. Τα περιθώρια αλλαγής που υπάρχουν ακόμη μέχρι την τελική και ενήλικη ματιά της γνώσης είναι στενά, αλλά η ύπαρξη τους είναι προφανής στην καθημερινότητα των νέων, στις ιδέες και στις αντιλήψεις τους για τον κόσμο (Piaget, 1951). Τέλος, παρόλο που υπάρχει μόνο μία περιορισμένης έκτασης περιγραφή από τον ίδιο τον Piaget για το τέταρτο και τελευταίο στάδιο, της αφηρημένης σκέψης, νέες έρευνες στον κλάδο της ψυχολογίας υποστηρίζουν τη διαφορά στη γνωσιακή ανάπτυξη των εφήβων, των νέων και των ενηλίκων (Σάββα, 2010)2. Οι διαφορές αυτές δεν εντοπίζονται σε αυστηρά ηλικιακά πλαίσια καθώς επηρεάζονται πάρα πολύ, σε αυτές τις περιόδους, από τον ήδη διαμορφωμένο χαρακτήρα του ατόμου. 1.2.2. ο Kevin Lynch και οι νοητικοί χάρτες Ο Kevin Lynch (1918-1984) αμερικανός πολεοδόμος που σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ, ήταν καθηγητής του πανεπιστημίου του MIT με πλούσιο ερευνητικό και συγγραφικό έργο. Ασχολήθηκε κυρίως με την αντίληψη του χώΔιάλεξη στο 3ο Διεθνές Συμπόσιο Ψυχολογίας τίτλου “Children and Youth in Changing Societies”, Θεσσαλονίκη Δεκέμβριος 2010. 2
10
έρευνα π•αι•δίου
ρου της πόλης και πώς αυτή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο σχεδιασμού στην αρχιτεκτονική. Το εργαλείο της έρευνάς του ήταν η ίδια η εμπειρία την οποία αποτύπωναν οι συμμετέχοντες είτε λεκτικά είτε παραστατικά. Το πιο γνωστό από τα έργα του είναι «Η εικόνα της πόλης» (Lynch, 1960) στο οποίο οργάνωσε ένα πείραμα σε τρεις διαφορετικού πολεοδομικού σχεδιασμού πόλεις, τη Βοστόνη, το Τζέρσεϊ και το Λος Άντζελες. Το ερώτημα της έρευνας ήταν το πώς οι χρήστες αντιλαμβάνονται και οργανώνουν τις χωρικές πληροφορίες καθώς προσανατολίζονται μέσα στην πόλη τους. Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα πως για την αντίληψη του χώρου της πόλης χρησιμοποιούνται πέντε εργαλεία: διαδρομές -paths-: δρόμοι, πεζοδρόμια και οποιασδήποτε μορφής διαδρομή όρια -edges-: γραμμικά στοιχεία που δεν αντιλαμβάνονται ως διαδρομές, αντιληπτά όρια π.χ. τοίχοι, ακτές, αλλαγή δαπέδου κ.ά. περιοχές -districts- : μεσαία προς μεγάλα τμήματα της πόλης με κοινή ταυτότητα ή κοινά σημεία αναφοράς (π.χ. Πανεπιστημιούπολη) κόμβους -nods-: σημεία εστίασης, διατομές στα οποία ο παρατηρητής μπορεί να εισέλθει και σημεία από και προς τα οποία ταξιδεύει (π.χ. σταθμοί Μ.Μ.Μ.) και τέλος χωρόσημα -landmarks- : σημεία αναφοράς στα οποία ο παρατηρητής δεν μπορεί να εισέλθει, είναι εξωτερικά αλλά είναι φυσικά στοιχεία, εύκολα προσδιορίσιμα, που χρησιμοποιούνται για προσανατολισμό, π.χ. άγαλμα, σχολείο, δημαρχείο κ.λπ.
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
11
Η μέθοδος που χρησιμοποίησε ο Lynch για να καταλήξει στα συγκεκριμένα συμπεράσματα ήταν οι συνεντεύξεις. Το σύνολο των δειγμάτων του ήταν εξήντα περιγραφές της πόλης συνοδευόμενες από σκίτσο και περιγραφή ενός φανταστικού ταξιδιού σε αυτή. Η μέθοδος της αναπαράστασης ήταν λεκτική και ζωγραφική. Κατά τη διαδικασία των συνεντεύξεων, σύμφωνα με τον Lynch, είναι πολύ σημαντικό ο ερευνητής να αποτυπώνει τη σειρά εμφάνισης ή αναφοράς των στοιχείων καθώς και τη συναισθηματική ή άλλη έμφαση σε αυτά. Ο Lynch, απέδειξε ότι κάθε ένα από τα εργαλεία επηρεάζεται από την αλληλεπίδραση των εκάστοτε κοινωνικών, πολιτισμικών, συναισθηματικών και φυσικών παραγόντων. Δηλαδή, ότι στο χώρο παράγουν νόημα οι σχέσεις των στοιχείων και όχι τα στοιχεία από μόνα τους. Το σύνολο του δικτύου αυτών των σχέσεων αποτελεί το νοητικό χάρτη, δηλαδή τη συνολική εικόνα, του καθενός ξεχωριστά, για την πόλη. Συνοψίζοντας, ο νοητικός χάρτης αποτελεί την υποκειμενική, τμηματική και παραμορφωτική ερμηνεία της πόλης του εκάστοτε ατόμου. Ένας άλλος τομέας ενδιαφέροντος για τον Lynch ήταν τα παιδιά και κυρίως η σχέση τους με το χώρο της πόλης. Ένα πολύ σημαντικό έργο σε αυτήν την κατεύθυνση ήταν το πρόγραμμα «Η αντίληψη του χώρου από τα παιδιά» Children Perception of Space- που έλαβε χώρα στις αρχές της δεκαετίας του ’70 ως μέρος του προγράμματος της UNESCO «Ο Άνθρωπος και το Περιβάλλον του – Σχεδιασμός για το Κατοικείν» -The Man and his Environment – Design for living-. Το πρόγραμμα συντόνιζε ο ίδιος ο Lynch
12
έρευνα π•αι•δίου
και η έρευνα έλαβε χώρα στην Αργεντινή, την Αυστραλία, το Μεξικό και την Πολωνία. Τα αποτελέσματα εκδόθηκαν σε ένα βιβλίο με τίτλο «Μεγαλώνοντας στις πόλεις» (Lynch, 1977). Το συγκεκριμένο έργο ερευνούσε την αντίληψη του χώρου από τα παιδιά και το κατά πόσο η συμμετοχή τους στο σχεδιασμό θα βοηθούσε στη δημιουργία χώρων φιλικών προς αυτά σύμφωνα με τα δικά τους κριτήρια. Η πιο σημαντική αρχή του προγράμματος αυτού ήταν ότι τα παιδιά και οι νέοι είχαν την ευκαιρία να εκφράσουν τις ιδέες και τις απόψεις τους αλλά και να συμμετέχουν ενεργά με δράσεις και εργασίες οι οποίες συνέβαλαν σε πραγματικές αλλαγές στο καθημερινό τους περιβάλλον. Οι αλλαγές αυτές επηρέασαν την επικοινωνία, τη χρήση αλλά και την αντίληψη του χώρου στον οποίο δραστηριοποιούνται. Η συγκεκριμένη έρευνα απέδειξε ότι τα παιδιά έχουν τις χωρικές, γνωστικές και επικοινωνιακές δεξιότητες για να καταστεί η συμμετοχή τους όχι μόνο εφικτή αλλά και πολύτιμη. Παράλληλα, η ίδια η διαδικασία της συμμετοχής εισήγαγε τα παιδιά στις διαδικασίες της κοινότητας και τα κατέστησε ενεργά μέλη αυτής. Το παραπάνω πρόγραμμα επαναλήφθηκε είκοσι χρόνια αργότερα σε οκτώ χώρες. Η πρόθεση της επανάληψης της έρευνας ήταν η επιβεβαίωση ή μη της επιτυχίας του αρχικού προγράμματος. Δηλαδή, το κατά πόσο είχε αλλάξει στην πραγματικότητα η ποιότητα και το περιεχόμενο της καθημερινής ζωής των παιδιών μετά τη συμμετοχή τους στο σχεδιασμό αυτής. Το νέο αυτό πρόγραμμα πήρε το όνομά του από το βιβλίο που εκδόθηκε το 1977 με τα αποτελέσματα της αρχικής έρευνας, Growing Up in Cities, GUIC, και
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
13
όσον αφορά στη δομή και την οργάνωσή του, ακολούθησε τις γενικές αρχές του αρχικού με κάποιες αλλαγές εκσυγχρονισμού που απαιτούσε η νέα εποχή. Τα δύο αυτά μεγάλα προγράμματα έρευνας πεδίου έδειξαν ότι η αντίληψη του φιλικού προς τα παιδιά χώρου είναι σε γενικές γραμμές κοινή ανά τον κόσμο και ανά το χρόνο. Χώροι με χαρακτηριστικά όπως το πράσινο, η ελεύθερη κίνηση, η δυνατότητα πολλών επιλογών και δραστηριοτήτων, η ασφάλεια, η συνέχεια αλλά και η παροχή των βασικών υπηρεσιών αποτελούν τις επιθυμίες των περισσότερων παιδιών. Ένα άλλο συμπέρασμα των προγραμμάτων ήταν ότι η συμμετοχή των νέων στα θέματα της κοινότητας, παρόλο που έχει πολλά θετικά αποτελέσματα για τους ίδιους τους νέους και την κοινότητα, κρύβει προκλήσεις. Οι προκλήσεις αυτές έγκεινται στην εφαρμογή της συμμετοχής· δηλαδή, στη δημιουργία μεθοδολογιών και προγραμμάτων ικανών να κατανοούν την αντίληψη του νέου και να τον καθιστούν ενεργό και αξιόπιστο φορέα και μέλος της κοινότητας. Τα συγκεκριμένα εργαλεία πρέπει να καλύπτουν τα ενδιαφέροντα των παιδιών και να μιλούν τη γλώσσα τους με τέτοιο τρόπο ώστε να διαφέρει από τα παλιά παραδοσιακά εργαλεία της τιμωρίας και της απειλής. Πέρα από τον Lynch, πολλές έρευνες περιβαλλοντικής ψυχολογίας (Lewis, 1983) έδειξαν ότι η χρήση τεχνικών όπως οι χάρτες, οι ζωγραφιές, τα ημερολόγια, η αφήγηση ιστοριών και η φωτογράφηση είναι περισσότερο ικανές να εξάγουν πληροφορίες για τις βιωμένες εμπειρίες των παιδιών. Σύγχρονοι ερευνητές (King, 1995) προσπαθώντας να καταστήσουν τα παιδιά συνερευνητές τους, στρέφονται όλο και περισσότερο προς
14
έρευνα π•αι•δίου
τέτοιες εκφραστικές μεθόδους και εργαλεία τα οποία υποδεικνύουν περισσότερες εμπεδωμένες εμπειρίες και συναισθήματα από ότι οι παλαιότερες μεθοδολογίες και εξαρτώνται λιγότερο από τις λεκτικές και ομιλητικές δυνατότητες, επιτρέποντας στο παιδί να εκφράσει με μεγαλύτερη ευκολία τη δική του πραγματικότητα. Παρόλα αυτά, παρά τις εργασίες πάνω στις εμπειρίες και σχέσεις των παιδιών με διαφορετικά είδη χώρων, καμία γενικά αποδεκτή θεωρία για περιβαλλοντικά φιλικούς προς το παιδί χώρους δεν έχει συνταχθεί μέχρι στιγμής.
1.2.3. ο Gary Moore και η Περιβαλλοντική Ψυχολογία Ο Gary Moore γεννήθηκε στον Καναδά, σπούδασε στον Καναδά και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και εργάζεται από το 1977 ως επίτιμος καθηγητής του πανεπιστημίου του Σύδνεϋ (Sydney) στον Τομέα Σπουδών Περιβαλλοντικής Συμπεριφοράς. Παράλληλα, είναι φιλοξενούμενος καθηγητής του πανεπιστημίου του Τόνγκι (Tongji) στη Σαγκάη. Πρότερα, ήταν Καθηγητής Αρχιτεκτονικής με έδρα στο Διδακτορικό πρόγραμμα και Διευθυντής του Κέντρου της Αρχιτεκτονικής και της Έρευνας Αστικού Σχεδιασμού στο Πανεπιστήμιο του Γουισκόνσιν (WisconsinMilwaukee) και την ίδια χρονική περίοδο ήταν διευθυντής του διεθνούς συνεργατικού προγράμματος για το διάστημα (της ΝΑΣΑ) στο Γουισκόνσιν (Moore). Ο τομέας που ασχολήθηκε, και ασχολείται ακόμη, στο ερευνητικό και ακαδημαϊκό του έργο είναι αυτός της Περι-
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
15
βαλλοντικής Ψυχολογίας και Συμπεριφοράς με έμφαση στους νέους χρήστες και τα παιδιά. Οι επιστήμες περιβαλλοντικής ψυχολογίας και συμπεριφοράς στην αρχιτεκτονική συμπεριλαμβάνουν τη συστηματική εξέταση των σχέσεων μεταξύ του περιβάλλοντος, της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ψυχολογίας, και την εφαρμογή τους στη διαδικασία σχεδιασμού. Τα βασικά ερωτήματα που διερωτάται ο κάθε αρχιτέκτονας είναι το πώς αντιδρούν οι άνθρωποι με το δομημένο περιβάλλον, ποιες είναι οι ανάγκες τους και πως εφαρμόζονται αυτές οι ερμηνείες στη διαδικασία σχεδιασμού. Σε κάθε περίπτωση σχεδιασμού, ο αρχιτέκτονας κάνει υποθέσεις για τις ανθρώπινες ανάγκες και παίρνει μία απόφαση για το πώς το δομημένο περιβάλλον μπορεί να καλύψει πληρέστερα τις ανάγκες αυτές. Επιπλέον, μέρος του θεωρητικού και σχεδιαστικού έργου του αποτέλεσαν ειδικότερες περιπτώσεις απαιτήσεων όπως για παράδειγμα, σχεδιασμός για παιδιά με ειδικές ανάγκες, νοσοκομεία νέων, σχολεία και χώροι περίθαλψης και φιλοξενίας παιδιών με ψυχολογικούς και ψυχικούς τραυματισμούς. Επιπρόσθετα, ο Moore ασχολήθηκε με τη συμμετοχή των νέων στο σχεδιασμό, στην περιβαλλοντική δράση και στα θέματα της ανάπτυξης της κοινωνίας και έδωσε μεγάλη σημασία σε αυτήν τη συμμετοχή καθώς πιστεύει όπως και πολλοί άλλοι ερευνητές, ότι μέσω της συμμετοχής τους οι νέοι αποκτούν εμπειρίες, γνώσεις και ικανότητες σχετικά με τη δημοκρατία, την ευθύνη και τα πολιτικά δικαιώματα και γίνονται ενεργά μέλη της κοινωνίας στην οποία ανήκουν.
16
έρευνα π•αι•δίου
Στην ιδιαίτερή του ενασχόληση με τα παιδιά, εστίασε στην ανάλυση της ζωής των παιδιών και των νέων στην πόλη, τους χώρους που περνούν το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου τους, τις επιλογές και τις προτιμήσεις τους για παιχνίδι και γενικά το κατά πόσο επηρεάζεται η ανάπτυξή τους από την πόλη. Σύμφωνα με το σύγγραμμά του “Rethinking spaces for children’s play” (Moore, 1984) τα παιδιά είναι οι καλύτεροι χρήστες του δημόσιου υπαίθριου χώρου της πόλης και μάλιστα, συχνά, σε αναλογία δέκα προς έναν σε σχέση με τους ενήλικες. Περνούν πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του χρόνου τους έξω, σε σχέση με τους ενήλικες, τον περισσότερο από τον οποίο σε αυθόρμητο παιχνίδι γύρω από τα σπίτια και σε παιδότοπους. Το ογδόντα πέντε τις εκατό του παιχνιδιού τους δεν το κάνουν στους σχεδιασμένους παιδότοπους αλλά σε διάφορα άλλα μέρη τα οποία βρίσκονται συνήθως στη γειτονιά τους. Προτιμούν περιοχές που “ανακαλύπτουν” μόνα τους όπως πυλωτές, πεζοδρόμια και εισόδους κτιρίων και προτιμούν χώρους μικρότερης κλίμακας, όπως για παράδειγμα, κιόσκια, τηλεφωνικούς θαλάμους κ.ά. Άλλοι συχνοί χώροι παιχνιδιού είναι οι δρόμοι, οι υπαίθριοι δημόσιοι χώροι και οι πίσω αυλές. Παρά την επιμονή των σχεδιαστών για καθορισμένο, τυπικό και οργανωμένο σχεδιασμό ειδικά μελετημένων χώρων για παιχνίδι, οι νέοι χρήστες συνεχίζουν να προτιμούν τους ελεύθερους και περιπετειώδεις χώρους της πόλης. Βέβαια, στην καθημερινή τους ανακάλυψη και περιπέτεια έχει παρατηρηθεί, σύμφωνα με το Moore, ότι υπάρχει μία φυλετική ανισότητα στην εδαφική απόσταση που επιτρέπεται στα παιδιά να διανύουν, με τα αγόρια να
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
17
υπερτερούν των κοριτσιών σε ελευθερία. Η σημασία του παιχνιδιού στη ζωή του παιδιού αποτελεί πλέον δεδομένη πραγματικότητα για τον Moore όπως και η λήψη αποφάσεων για σχεδιασμό χώρων που ανταποκρίνονται στις αναπτυξιακές ανάγκες των παιδιών. Ιδιαίτερα στα θέματα αντίληψης και συμπεριφοράς των παιδιών και πώς αυτά επηρεάζουν και επηρεάζονται από το περιβάλλον τους, ο Moore, μεταξύ άλλων, χρησιμοποίησε ως κύριο θεωρητικό του υπόβαθρο τις θεωρίες του Kevin Lynch και του Jean Piaget. Σε ένα σύγγραμμά του για τη ζωή των εφήβων στην πόλη και τα προάστια αναφέρει κάποια από τα ευρήματα του Lynch τα οποία ασπάζεται και εξελίσσει. Ο ίδιος ο Moore γράφει: «Ο Lynch υπενθυμίζει σε αρχιτέκτονες και σχεδιαστές ότι οι απρογραμμάτιστοι χώροι των δρόμων, των αυλών δημόσιων κτιρίων, των αστικών κενών, των χωραφιών και του κέντρου της πόλης αποτελούν τους πρώτους σε προτίμηση χώρους των εφήβων. Απόδειξη αυτού αποτελεί το ότι συζητούν και αποτυπώνουν στους νοητικούς χάρτες μόνο αυτούς τους χώρους και όχι το σχολείο, τη σχεδιασμένη παιδική χαρά ή την αυλή του σπιτιού τους. Το συγκεκριμένο εύρημα επιβεβαιώνεται από πολλές ακόμη έρευνες για τις σχέσεις του παιδιού και του περιβάλλοντός του. Οι είσοδοι των κτιρίων, τα σκαλοπάτια, οι γωνίες, οι κρυψώνες, οι ακάλυπτοι, τα πίσω μέρη των αυλών και τα ανεπίσημα μέρη συνάντησης είναι χώροι μεγάλης σημασίας για τους εφήβους» (Moore, 1978). Οι γονείς και κάποιοι σχεδιαστές, συχνά πιστεύουν ότι όλα τα παιδιά θα προτιμούσαν να έχουν τα προνόμια της
18
έρευνα π•αι•δίου
ζωής των προαστίων με τους ανοικτούς πράσινους χώρους εφόσον τους δινόταν η ευκαιρία. Τα παιδιά του κέντρου της πόλης, παρόλο που γνωρίζουν τα πλεονεκτήματα της πρόσβασης στις διασκεδαστικές παροχές της πόλης, προτιμούν τους υπαίθριους, φυσικούς χώρους για παιχνίδι αλλά σε πιο άγριες μορφές από αυτές των προαστίων. Τα παιδιά που είναι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών απολαμβάνουν με τη σειρά τους τα δικά τους χωρικά προνόμια αλλά επιθυμούν τη διαφορετικότητα, τον ενθουσιασμό και την πιο εξελιγμένη τεχνολογικά μορφή του κέντρου της πόλης. Μόνο τα παιδιά που κατοικούν σε μεγάλης πυκνότητας περιφέρειες κατοικίας θα προτιμούσαν να έχουν οτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που ζουν στην καθημερινότητά τους. Το τελικό συμπέρασμα είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος του συνόλου των εφήβων θα ήθελε ιδανικά να ζει σε περιοχές που συνδυάζουν το φυσικό και άγριο στοιχείο των αγροτικών περιοχών και την ταυτόχρονη γρήγορη και ελεύθερη πρόσβαση στο κέντρο της πόλης. Με κύρια βάση τις θεωρίες της περιβαλλοντικής συμπεριφοράς, ο Moore, σε όλο το έργο του, στοχεύει στην ανακάλυψη και τη θέσπιση αρχών σχεδιασμού. Οι αρχές αυτές αποβλέπουν στην οικοδόμηση έργων που εκπαιδεύουν τους νέους και τα παιδιά και τους ενσωματώνουν στην κοινωνία με τέτοιο τρόπο ώστε να συμφωνούν με τις ανάγκες και τις επιθυμίες των ίδιων. Τέλος, στην έρευνά του για την περιβαλλοντική εκπαίδευση και την αναζήτηση τρόπων διδασκαλίας που ανταποκρίνονται στις ανάγκες του τομέα της περιβαλλοντικής ψυχολογίας και ανάπτυξης, προσπαθεί να κατανοήσει αλλά
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
19
και να κρίνει τις θεωρίες του μεγάλου ψυχολόγου Jean Piaget. Σε μια κριτική για το βιβλίο του Piaget “Science of Education and the Psychology of the Child”, ο Moore γράφει: «Το μικρό και απολαυστικό βιβλίο του Piaget είναι το μόνο που μεταχειρίζεται ειδικά τις εκπαιδευτικές επιπτώσεις της σημαντικότατης δουλειάς του για την αναπτυξιακή ψυχολογία. Είναι διακριτικό, άμεσο και αποδοτικό˙ είναι πραγματικό και πρακτικό αλλά και θεωρητικό˙ και σε αντίθεση με πολλά από τα γραπτά του είναι εύκολα κατανοητό. Όπως πολλά άλλα σημαντικά βιβλία του για την εκπαιδευτική διαδικασία, δεν γίνεται αναφορά στην περιβαλλοντική εκπαίδευση, αλλά τα συμπεράσματα βρίσκονται εκεί για το δημιουργικό αναγνώστη» (Moore, 1971). Πολλές αντιλήψεις των θεωρητικών της εκπαίδευσης ήταν κοινές και αποτελούν ένα κομμάτι και της θεωρίας του Piaget, όπως το ότι η γνώση είναι μία έμφυτη δυναμική διαδικασία, ότι ο αναπτυσσόμενος άνθρωπος περνά μέσα από μία σειρά σταδίων ανάπτυξης, το καθένα με τα δικά του χαρακτηριστικά, και ότι το παιχνίδι και η ελεύθερη εξερεύνηση είναι προκαταρκτικές δραστηριότητες της μάθησης, επομένως εξυπηρετούν μία λειτουργική σημασία σε όλα τα επίπεδα και όλους τους τύπους εκπαίδευσης.
1.2.4. ο Jacques Lacan και ο ‘κενός’ χώρος Ο Jacques Lacan (Jacques Marie Emile Lacan, 1901– 1981) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους ψυχολόγους και ψυχαναλυτές του 20ου αιώνα. Ήταν αυτός που επανέφερε το Freud -Freud- στο προσκήνιο, διαφοροποίησε τις θεωρί-
20
έρευνα π•αι•δίου
ες του για τη νεότερη επιστημονική προσέγγιση των ψυχικών φαινομένων και ήταν από τους κυριότερους εκπροσώπους της λεγόμενης «γλωσσικής» στροφής που κυριάρχησε τον 200 αιώνα στη μεθοδολογία όλων των Κοινωνικών Επιστημών, κατά τον ίδιο: «ο άνθρωπος είναι ένα ζώο έρμαιο της γλώσσας» (Dylan, 2005). Ο Lacan γεννήθηκε, έζησε και πέθανε στο Παρίσι. Ήταν γιος καθολικής οικογένειας, μεγάλωσε με τα ιδανικά της παραδοσιακής Γαλλίας και φοίτησε στο ιησουιτικό κολέγιο «Collège Stanislas». Τρία χρόνια αργότερα, έκανε στροφή στην ιδεολογία του φεύγοντας από την ακροδεξιά, το ρωμαιοκαθολικισμό και την οικογένειά του. Όντας ήδη φοιτητής Ιατρικής και Φαρμακευτικής άνοιξε ακόμη περισσότερο τους ορίζοντές του σε επιστήμες όπως η Φιλοσοφία. Αργότερα, το ενδιαφέρον του τράβηξε η Ψυχανάλυση την οποία σπούδασε μέχρι το 1938 δίπλα στον πολωνό Rudolph Maurice Loewenstein. Στην πρώτη ψυχαναλυτική του έρευνα, τη διδακτορική του διατριβή, «Περί της παρανοϊκής ψύχωσης στις σχέσεις της με την πραγματικότητα» (Lacan, 1980), διατυπώνει τη θέση ότι το ασυνείδητο είναι δομημένο ως μία ‘γλώσσα’ που διαθέτει νοήματα και μηχανισμό και είναι αυτό που εξουσιάζει όλα τα επίπεδα της ανθρώπινης ζωής. Μια από τις πιο σημαντικές θεωρίες του ήταν αυτή του «Καθρεπτισμού» -“le stade du miroir”- που έγινε γνωστή για πρώτη φορά στο συνέδριο της «Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης». Στο ίδιο αυτό συνέδριο μίλησε και για τη διάκριση ανάμεσα στο Πραγματικό, «συνεχές και αδιαφοροποίητο», το Συμβολικό, «το σύμπαν των λέξεων που δημιουργεί το
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
21
σύμπαν των πραγμάτων», και το Φανταστικό «το πεδίο των εικόνων και των συλλήψεων», τα οποία θεωρούσε δομικά στοιχεία της ψυχικής κατασκευής. Διατύπωσε ότι το κάθε φύλο έχει τη δική του θέση μέσα στο Συμβολικό, το οποίο διαμορφώνεται αποκλειστικά από τη θέαση του άλλου φύλου, με τον «Φαλλό» πάντοτε ως οντότητα ενδιάμεση αλλά και καθοριστική για την όποια θέση. Το μητρικό σώμα αποτελεί το φυσικό Πραγματικό από το οποίο όλοι είναι υποχρεωμένοι να αποκοπούν οριστικά προκειμένου να εκδηλώσουν το ατομικό «φαλλικό» Φαντασιακό τους. Το τελευταίο ισχύει και για τα δύο φύλα τα οποία διατηρούν μέσα τους πάντοτε το μητρικό σώμα ως μία ιδεατή «πατρίδα», στην οποία όμως δεν είναι δυνατόν ποτέ να επιστρέψουν. Μετά το θάνατο του Freud το 1939 και την πολυδιάσπαση του ψυχαναλυτικού χώρου, ο Lacan τόνισε την ανάγκη για επιστροφή στην παραδοσιακή Ψυχανάλυση με σύνθημά του το «επιστροφή στο Freud» και κατηγόρησε τους νεότερους ψυχαναλυτές για ρηχή κατανόηση του Φροϋδισμού. Δηλαδή επιχείρησε μία "εκ των έσω" διόρθωση και αναδιάταξη των θέσεων του Freud επάνω σε ‘γλωσσική’ βάση. Τα επόμενα χρόνια του, ο Lacan, τα αφιέρωσε στη μελέτη αυτής ακριβώς της σχέσης του ανθρώπου με τη γλώσσα, αποκαλύπτοντας τον αλλοτριωτικό χαρακτήρα των λέξεων που δε μας ανήκουν, αλλά προϋπάρχουν και έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί από άλλους. Ο ίδιος έλεγε «μπορείτε να είστε λακανικοί εάν το επιθυμείτε, εγώ πάντως είμαι φροϋδιστής».
22
έρευνα π•αι•δίου
Βέβαια, η σημαντικότερη παρέμβασή του στην ψυχανάλυση ξεκίνησε τη δεκαετία του ’50 με την απόφασή του για τη δημιουργία ενός εβδομαδιαίου σεμιναρίου. Το σεμινάριο μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα έγινε γνωστό σε όλο τον κόσμο της ψυχαναλυτικής κοινότητας και τράβηξε το μεγαλύτερο μέρος των νέων φοιτητών. Έγινε πόλος κατάρτισης και συσπείρωσης για πολλές γενιές ψυχαναλυτών. Το 1953 ο Lacan ίδρυσε τον «Ψυχαναλυτικό Σύνδεσμο Παρισίων» («Société Parisienne de Psychanalyse», SPP) και το 1964, απαντώντας στο διωγμό του από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία, ίδρυσε τη Φροϋδική Σχολή των Παρισίων («École Freudienne de Paris», EFP, 1964-1980), η οποία ξεπέρασε τα γαλλικά σύνορα. Τέλος, σημαντικότερες από τις εργασίες του θεωρούνται τα «Γραπτά» (Lacan, 1966), όπου συγκέντρωσε σε έναν ογκώδη τόμο τα γραπτά κείμενά του, και τα «Άλλα γραπτά» (Lacan, 2001) με μεταγενέστερα έργα του. Η σταδιακή έκδοση των σεμιναρίων του ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ’70, σε μεταγραφή του Jacques Alain Miller, και συνεχίζεται έως σήμερα. Ο ίδιος ο Miller αποκαλύπτει το μυστικό της απήχησης του Lacan, το πιο ειδικό, κατά τη γνώμη του, χάρισμα του Lacan: «θα το έλεγα ταλέντο αυτοσχεδιαστή-κωμικού με πνευματώδεις ατάκες και καυστική ειρωνεία που ξέρει να αιφνιδιάζει το ακροατήριό του με την παραγωγή ευφυών εκπλήξεων». Ο καθηγητής John Shannon Hendrix στο βιβλίο του Architecture and Psychoanalysis επιχειρεί μία εξήγηση και συσχέτιση της αρχιτεκτονικής του Peter Eisenman με τη ψυχανάλυση του Lacan και υποστηρίζει τα παρακάτω:
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
23
Οι βασικές κατηγορίες της λακανικής ψυχανάλυσης στη δομή της ψυχής είναι το Φαντασιακό, το Συμβολικό και το Πραγματικό. Το Φαντασιακό αναφέρεται στην αντίληψη ή τη φαντασία των εικόνων στη συνειδητή και ασυνείδητη σκέψη. Το Συμβολικό αναφέρεται στη συμβολική τάξη που καθορίζει το υποκείμενο. Η σχέση μεταξύ του Φαντασιακού και του Συμβολικού στη συνειδητή και στην ασυνείδητη σκέψη είναι ο πυρήνας της λακανικής ψυχανάλυσης. Το Πραγματικό είναι αυτό που δεν είναι ούτε Φαντασιακό ούτε Συμβολικό στη συνειδητή και ασυνείδητη σκέψη και το οποίο είναι απρόσιτο από την ψυχανάλυση. Υποδεικνύεται μόνο ως αλγεβρική αρχή, αφού δεν μπορεί ούτε καν να οριστεί, αλλά υπάρχει ως μία απουσία στη συμβολική τάξη (γλώσσα) με τον ίδιο τρόπο που το ασυνείδητο υπάρχει ως απουσία στη συνειδητή σκέψη. Η αρχιτεκτονική είναι πάντα η αντανάκλαση του ψυχολογικού διακανονισμού του ανθρώπινου υποκειμένου επειδή περικλείει και τη μορφή και την οργάνωση της μορφής που αντιστοιχεί στην λειτουργική ανάγκη, ή τη λογικού του συνειδητού. Η δομή της αντιλαμβανόμενης εικόνας, στη συνειδητή και ασυνείδητη σκέψη, και ο ρόλος που παίζει η εικόνα στη γλώσσα και στη λογική, είναι το θέμα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και της λακανικής ψυχανάλυσης. Όπως η γραπτή και η προφορική γλώσσα, η γλώσσα της αρχιτεκτονικής συνδυάζει την εικόνα ή τη μορφή με την οργάνωσή της και με την εισαγωγή της σε ένα συντακτικό. Τα σημαντικά ζητήματα στην αρχιτεκτονική σύνθεση είναι, τότε, ο τρόπος με τον οποίο η εικόνα ή η μορφή βιώνεται και ενσωματώνεται στη γλώσσα και ο
24
έρευνα π•αι•δίου
τρόπος με τον οποίο η γλώσσα ή το λειτουργικό συντακτικό επηρεάζει το βίωμα της εικόνας και της μορφής. Αυτά τα ζητήματα μπορούν να διευθετηθούν μέσω της λακανικής ψυχανάλυσης. Η γραφή της αρχιτεκτονικής μπορεί να αναπαρασταθεί στα ίχνη της, σε ένα νόημα το οποίο δεν είναι άμεσα παρών αλλά μπορεί να αποκαλύψει την εσωτερική δομή της γραφής, που είναι, σύμφωνα με το Lacan, η παρουσία του ασυνείδητου στη συνειδητή σκέψη. Η βάση αυτής της διαλεκτικής είναι η σχέση μεταξύ του Φαντασιακού και του Συμβολικού, μεταξύ αντίληψης και γλώσσας, δηλαδή η σχέση μεταξύ αυτού που είναι ορατό και αυτού που βρίσκεται στη σκέψη. Η τρίτη τάξη, αυτή του Πραγματικού, δεν είναι η πραγματικότητα ούτε φαινομενολογικά ούτε αντιληπτικά, όπως το Φαντασιακό και το Συμβολικό. Ο Peter Eisenman επιχειρεί να αναπαραστήσει την απουσία στη συμβολική τάξη στο αρχιτεκτονικό 'διάγραμμα'. “Η ανάγκη οποιασδήποτε παρουσίας στην αρχιτεκτονική έχει παραδοσιακά γίνει η παρουσία της ύπαρξης. Το διάγραμμα, σε αντίθεση με αυτό, επιχειρεί να δείξει την ύπαρξη της παρουσίας, η οποία κινείται από μία κατάσταση ύπαρξης σε μία κατάσταση μη-ύπαρξης, και κάνοντάς το, επιτρέπει την πιθανότητα μη-ύπαρξης μέσα στην ύπαρξη. Το Πραγματικό είναι, έτσι, προηγούμενο του Συμβολικού στους μηχανισμούς της σκέψης, είναι το προϊόν της σκέψης και παράλληλα και αυτό που είναι εξωτερικό της σκέψης (Hendrix, 2008).
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
25
1.2.5. συσχετισμός και σύγκριση Κρίνεται χρήσιμο να παρατεθεί εδώ, μία προσπάθεια κατανόησης και συσχετισμού των θεωριών του Lacan με την αρχιτεκτονική και το χώρο και μία παράλληλη σύγκριση και συνεργασία με τις θεωρίες της ψυχολογίας που προαναφέρθηκαν. Κατά τον Lacan, «το ασυνείδητο αποτελεί τόπο απώθησης μιας ‘τραυματικής αλήθειας’ και ενοχλεί μέσω των ονείρων ή άλλων συμπτωμάτων την κατά τα άλλα ‘τακτοποιημένη’ καθημερινότητά μας» (Τσουκαλά, 2010). Οι τρεις Τάξεις που συγκροτούν την ανθρώπινη συνθήκη είναι το Συμβολικό, το Πραγματικό και το Φαντασιακό. «Η φαντασία παίζει διπλό ρόλο: μας ανακουφίζει από το βάρος και τις δεσμεύσεις της συμβολικής τάξης και ταυτόχρονα μας βοηθάει να την αποδεχτούμε και να καταστήσουμε τη συνύπαρξή μας με τον άλλον ανεκτή. Η Συμβολική Τάξη μαζί με αυτή του Φαντασιακού συνιστούν αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως πραγματικότητα. Το Πραγματικό, αντίθετα, είναι το στοιχείο που υπερβαίνει την εξημερωμένη διάσταση του αντικειμενικού, είναι το υπόλειμμα της συμβολοποίησης και ως τέτοιο αποτελεί το κενό το οποίο ‘συρράπτει’ και γύρω από το οποίο δομείται η Συμβολική Τάξη» (Τσουκαλά, 2010). Κάνοντας, λοιπόν, μία πρώτη αντιστοιχία σε αρχιτεκτονικές έννοιες θα μπορούσαμε να πούμε ότι το συμβολικό αντιστοιχεί στην κοινωνική διάσταση της αρχιτεκτονικής, ενώ το φανταστικό στην υποκειμενική μορφή που δημιουργεί ο αρχιτέκτονας.
26
έρευνα π•αι•δίου
Η Κυριακή Τσουκαλά επισημαίνει για τον ‘κενό’ χώρο του Lacan στο πεδίο της αρχιτεκτονικής: « Αυτός, ο χώρος δεν επιθυμεί να εγκαταστήσει τη δική του συμβολική τάξη, τους δικούς του κανόνες, τις δικές του συμβολικές δεσμεύσεις. Καλεί το υποκείμενο να τον κατοικήσει υποδεχόμενο, με διαδραστικές αναγνωρίσεις, τις δικές του επιθυμίες και ανάγκες χωρίς να τις καθηλώνει σε μία ήδη υπάρχουσα νοηματική-σημειωτική λειτουργική τάξη, σε ένα θεωρητικό και απόλυτο επίπεδο. Καθότι το εγχείρημα αυτό κατάργησης των διαχωριστικών και αντιθετικών δίπολων, της ίδιας της καταστατικής διαιρετικής διαφοράς και του συμβολισμού που την υποστηρίζει, έχει ενδιαφέρον, στο βαθμό που η νέα αυτή χωρική συνθήκη δεν ακυρώνεται από την κοινωνική περιβάλλουσα διαπεραστική πραγματικότητα». Η ψυχανάλυση εισχώρησε στην αρχιτεκτονική θεωρία και πράξη. Οι δημιουργοί τραβούν γραμμές βασιζόμενοι στο υποσυνείδητό τους. Εκφράζουν την επιθυμία τους ή σχεδιάζουν χώρους που ο χρήστης θα εκφράζει τη δική του. Οι αρχιτέκτονες ακολούθησαν το Lacan μιλώντας για τον κενό χώρο, την έκφραση της επιθυμίας. Το ‘πραγματικό’ του Lacan είναι το ασυνείδητο, δηλαδή, για τους αρχιτέκτονες, η ελευθερία πράξης (στο δημόσιο χώρο). Η ψυχολογία3 δεν αναφέρεται καθόλου στο υποσυνείδητο. Δεν συμμετέχει στις διαδικασίες έρευνας. Οι θεωρητικοί μιλούν για τον προσωπικό χώρο, την κοινωνική ταυτό3 Ως ψυχολογία ορίζεται εδώ το σύνολο των θεωριών του Piaget, του Lynch και του Moore και δεν σχετίζεται με τη γενική έννοια του όρου και το σύνολο της επιστήμης αυτής.
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
27
τητα και τη συμμετοχή του ατόμου στο σύνολο. Οι χώροι εκτείνονται από το δημόσιο μέχρι το ιδιωτικό με όλες τις ενδιάμεσες διαβαθμίσεις.4 Η ταυτότητα του χώρου κατέχει το σημαντικότερο ρόλο και συντίθεται μέσω της βιωματικής εμπειρίας. Το σύνολο της διαφορετικής οπτικής του καθενός αποτελεί την ταυτότητα του χώρου και η συλλογική μνήμη τον καθιστά υπαρκτό. Κανένα από τα δύο αυτά γενικά ρεύματα, κατευθύνσεις ή και επιστήμες, ακόμη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ή να αποδειχθεί ότι είναι το σωστό. Δεν υπάρχει μόνο μία λύση, ή μία αλήθεια. Από το ένα άκρο της αποδόμησης ως το άλλο άκρο της ταυτότητας υπάρχουν πολλές ισορροπίες για πολλά και διαφορετικά παραδείγματα χώρων και σκέψεων. Ποια είναι η αλήθεια της ψυχανάλυσης; Είναι μια σύγκρουση του συνειδητού και του ασυνείδητου; Η πραγματικότητα είναι η εμπειρία, ή η όψη της εμπειρίας του ατόμου στα μάτια αυτού που τον κοιτούν; Είναι το υποσυνείδητο η έκφραση της επιθυμίας ή το άφιλτρο ασυνείδητο; Τελικά, τί ζητά ο καθένας από το χώρο που κινείται, αναπνέει, ζει;
4
Όπως εξηγείται, παρακάτω, στο κεφάλαιο 1.3
28
έρευνα π•αι•δίου
1.3. ο δημόσιος χώρος 1.3.1. ορισμός Από τη σκοπιά της αρχιτεκτονικής θεωρίας θα μπορούσε να οριστεί ότι ο δημόσιος χώρος είναι οποιοσδήποτε χώρος ή κομμάτι χώρου στο οποίο έχουν όλοι ελεύθερη πρόσβαση και η χρήση του είναι κοινή. Στον όρο ‘όλοι’ συμπεριλαμβάνεται οποιαδήποτε ομάδα ατόμων (ηλικιακή, κοινωνική, εθνική κ.λπ.) ενώ ως ‘χρήση’ δε νοείται καμία δραστηριότητα μόνιμης φύσεως (π.χ. κατοίκηση). Οι δημόσιοι χώροι, ανάλογα με τα στοιχεία που συνθέτουν την ταυτότητά τους, μπορούν να αναλυθούν σε κατηγορίες. Σε έναν πρωτοβάθμιο διαχωρισμό των ειδών του δημόσιου χώρου παρατηρούνται δύο γενικές κατηγορίες, οι κλειστοί (κτίρια) και οι ανοικτοί δημόσιοι χώροι, ή αλλιώς υπαίθριοι. Τα πιο συχνά, γνωστά και πιο παλιά στην ιστορία, παραδείγματα υπαίθριων δημόσιων χώρων είναι η πλατεία και ο δρόμος. Η πλατεία είναι ένας τόπος για στάση και δραστηριότητα, σε αντιδιαστολή με ένα δρόμο που αποτελεί πέρασμα. Πέρα από τα δύο αυτά βασικά στοιχεία, όμως, υπαίθριο δημόσιο χώρο αποτελούν και άλλες αστικές φόρμες, όπως τα πάρκα, οι πεζόδρομοι, οι αλάνες, οι ανοικτοί παιδότοποι, οι παραλίες κ.ά. (Πατέσκος, 1993). Για να καταστεί πλήρως κατανοητή η έννοια του δημόσιου έρχεται συνήθως σε αντιδιαστολή ή σύγκριση με αυτή του ιδιωτικού. Συγκεκριμένα, ο Krier παρομοιάζει το δρόμο και την πλατεία της πόλης με το διάδρομο και το κεντρικό δωμάτιο της κατοικίας, υποστηρίζοντας πως τα
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
29
γεωμετρικά χαρακτηριστικά αυτών των χώρων είναι τα ίδια, ενώ η διαφορά τους έγκειται στις διαστάσεις των ‘τοίχων’ που τα περιβάλλουν και τα οριοθετούν καθώς και στα διαφορετικά μοτίβα λειτουργίας και κυκλοφορίας, τα οποία τα χαρακτηρίζουν (Krier, 1991). Επιπρόσθετα, μιλώντας περί αστικού χώρου -urban space-, αναφέρει πως αυτός απαρτίζεται από όλους τους τύπους χώρων που βρίσκονται ανάμεσα στα κτίρια των πόλεων και των γύρω περιοχών τους, χώρους απολύτως οριοθετημένους από μια ποικιλία όψεων, χώρους με καθαρά και ευανάγνωστα γεωμετρικά χαρακτηριστικά. Ενώ, σύμφωνα με τους Lewis Mumford (Mumford, 1961) και Jane Jacobs (Jacobs, 1961) δημόσιος χώρος είναι ένας τόπος ‘αστικού δράματος’ και ‘χορού του δρόμου’, ένας κοινωνικός τόπος ο οποίος άτακτα και αυθόρμητα αποκτά τις κοινωνικές ποιότητές του. Ο υπαίθριος δημόσιος χώρος αποτελεί το ουσιαστικότερο κομμάτι του αστικού περιβάλλοντος και το ζωτικό χώρο για τη διεξαγωγή της δημόσιας ζωής. Για ορισμένους πρόκειται για το χώρο που δίνει μορφή στην πόλη, τον χώρο μέσω του οποίου «...η πόλη γίνεται ορατή και χρησιμοποιείται» (Σημαιοφορίδης, 2005). Ως φορέας συλλογικής δραστηριότητας, κοινωνικής αλληλεπίδρασης και αμοιβαίας ανταλλαγής πληροφορίας και ενέργειας θεμελιώνει την ουσία της δημόσιας δραστηριότητας. 1.3.2. η δημόσια ζωή και δραστηριότητα Κάθε φορά που τα άτομα συμμετέχουν ενεργά ή παθητικά, γνωρίζοντας ότι δημοσιοποιείται η παρουσία τους κι
30
έρευνα π•αι•δίου
ότι μεταδίδουν κάποιο μήνυμα, λεκτικό ή νοηματικό, με την συμπεριφορά τους ή απλά και μόνο με τη φυσική τους παρουσία, συμβάλλουν στη διεξαγωγή της δημόσιας ζωής. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των συμμετεχόντων, θεμελιώνουν την ουσία της δημόσιας δραστηριότητας, δηλαδή της δημόσιας ζωής. Μέσω των αλληλεπιδράσεων τα άτομα γίνονται συμμετέχοντες, ενεργητικά ή παθητικά, εκπέμποντας και δεχόμενα ερεθίσματα πάσης φύσεως. Βέβαια, οι αλληλεπιδράσεις δεν συμβαίνουν μόνο ως προς τα συναισθήματα και τις συγκινήσεις. Οι αλληλεπιδράσεις μπορεί να αφορούν μηνύματα, πληροφορίες, γνώσεις, συμπεριφορές κ.ά. (Δανιήλ, 2007).
1.3.3. ποιότητες του δημόσιου χώρου Οι αστικές κοινωνικές ποιότητες του δημόσιου υπαίθριου χώρου είναι η πυκνότητα και ποικιλία σε ανθρώπους και δραστηριότητες, η χωρική ποικιλομορφία και πυκνότητα, ο ‘δημόσιος χαρακτήρας’ του χώρου, η συναισθηματική εγγύτητα των ανθρώπων με το χώρο, η συλλογική μνήμη, ο σεβασμός και η υποστήριξη της διαφορετικότητας κ.ά. Μία από τις πιο σημαντικές, αυτή της συλλογικής μνήμης, συνθέτει το μεγαλύτερο κομμάτι της ταυτότητας του εκάστοτε χώρου. Συγκεκριμένα, για τη συλλογική μνήμη η Μαρία Δανιήλ γράφει: «Στο δημόσιο αστικό τοπίο ενυπάρχουν ορατά και αόρατα 'σημάδια', αποτυπώματα της παρουσίας των ατόμων, της ιστορίας του χώρου και του χρόνου που περνά. Οι κρυμμένες ιστορίες μαρτυρούν το παρελθόν και το παρόν
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
31
του τόπου, τα ‘πιστεύω’ και τις πράξεις των ανθρώπων που τον κατοικούν. Η συλλογική μνήμη, η μνήμη του κοινωνικού συνόλου που συντηρείται από αυτά τα 'σημάδια', είναι ένα από τα σημαντικότερα κοινωνικά χαρακτηριστικά του αστικού δημόσιου χώρου. Άλλωστε, τόσο η συλλογική όσο και η ατομική μνήμη, μας προσδιορίζουν ως μέρος του 'όλου', ως μέλη μιας ομάδας, ενός κοινωνικού συνόλου. Στο πέρασμα του χρόνου, η συλλογική μνήμη ως μία μορφή διάδρασης με το παρελθόν εμπλουτίζει την αστική εμπειρία» (Δανιήλ, 2007). Στην περίπτωση απώλειας της κοινωνικής μνήμης, ή οποιασδήποτε άλλης κοινωνικής ποιότητας του αστικού δημόσιου χώρου, ελαττώνονται οι πιθανότητες χρήσης του χώρου αυτού και τον καθιστούν σιγά-σιγά νεκρό. Τέτοιες ποιότητες είναι η συμμετοχή και το κοινό ενδιαφέρον, η οικειοποίηση και η κοινωνική αλληλεπίδραση. 1.3.4. ιστορική αναδρομή στο δημόσιο χώρο Για την κατανόηση της σημερινής μορφής του δημόσιου χώρου είναι απαραίτητη μία γρήγορη αναδρομή στην εξέλιξή του τους τελευταίους αιώνες. Σύμφωνα με τη διδακτορική διατριβή της Μαρίας Δανιήλ (Δανιήλ, 2007) ακολουθεί μία σύντομη ιστορική πορεία στους τελευταίους τέσσερις αιώνες. Ο 17ος αιώνας χαρακτηρίστηκε ως η εποχή της ‘δημόσιας ζωής του δρόμου και της πλατείας’, ενώ ο 18ος αιώνας ως η εναρκτήρια χρονική στιγμή της νεότερης δημόσιας ζωής. Οι νέες ‘πόλεις των ξένων’, οι δομικές αλλαγές των
32
έρευνα π•αι•δίου
πόλεων και, ειδικότερα, οι μετασχηματισμοί του δημόσιου χώρου ξεκινούν αυτήν την περίοδο και καταλήγουν στον ‘ανατρεπτικό’ 19ο αιώνα. Η βιομηχανική επανάσταση και οι επιπτώσεις της συνδέθηκαν με μια σειρά από δομικές αλλαγές, τόσο στις πόλεις όσο και στις συνθήκες ζωής των ανθρώπων. Τότε σημειώνεται και η πρώτη ‘μετατόπιση’ μέρους της δημόσιας δραστηριότητας σε νέους, εσωτερικούς και εξειδικευμένους τόπους με αφορμή τη δημιουργία καινοφανών εμπορικών χώρων, όπως το πολυκατάστημα. Στον συγκεκριμένο αιώνα, της βιομηχανικής επανάστασης, εμφανίζεται ένας νέος τύπος ανθρώπου, ο άνθρωπος θεατής, ένα δημόσιο κοινωνικό πρότυπο που αποτελεί τον κοντινότερο ‘πρόγονό’ μας. Καταλήγουμε, λοιπόν, στο γεγονός ότι ο σύγχρονος άνθρωπος, ως οντότητα της δημόσιας σφαίρας, ξεκινά να διαμορφώνεται την περίοδο του 19ου αιώνα. Με το τέλος και του 19ου αιώνα οι αλλαγές στη δημόσια ζωή γίνονται όλο και πιο αντιληπτές. Η δημόσια ζωή, που έως το 19ο αιώνα προσδιοριζόταν από την ενεργητική συμμετοχή, την εμπλοκή και την αντιπαράθεση, διαμορφώνεται ως μία περισσότερο παθητική αλλά και συναισθηματικά αποστασιοποιημένη στάση. Παρατηρείται μια απόσυρση των ατόμων από την ενεργητική συμμετοχική δραστηριότητα, μία αποφυγή της άμεσης και εκούσιας αλληλενέργειας στη δημόσια σφαίρα και μια διάθεση να βιώσουν τις εμπειρίες προσωπικά κι όχι συλλογικά. Η ιδιώτευση, η ατομικότητα, η ιδιωτικότητα είναι κυρίαρχα χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής των ανθρώπων του 20ου αιώνα ενώ, ταυτόχρονα, πρόκειται για μια περίοδο κατά την οποία θεμελιώ-
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
33
νεται η ανάμειξη της ιδιωτικής με τη δημόσια σφαίρα, γεγονός που προκαλεί ανακατατάξεις στην ευρύτερη αστική και κοινωνική σκηνή. Η ίδια η έννοια του ‘δημόσιου χώρου’ που ως όρος είναι προϊόν των αρχών του αιώνα- αποκτά, βαθμιαία, μεγάλη πολυπλοκότητα. Η αρχιτεκτονικά προσδιορισμένη -από μορφολογικής και λειτουργικής πλευράς- έννοια του δημόσιου χώρου, από την περίοδο του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, αποκτά ολοένα και περισσότερη πολυπλοκότητα. Αφενός, ο δρόμος και η πλατεία δεν αποτελούν τα μοναδικά στοιχεία που τον απαρτίζουν πλέον και, αφετέρου, τα δύο 'αρχέτυπα' χάνουν σταδιακά τον κυρίαρχο ρόλο τους ως επίκεντρα της δημόσιας κοινωνικής ζωής. Η πλατεία χάνει τον κυρίαρχο ρόλο της ως φορέας της δημόσιας ζωής και δε βρίσκεται, πλέον, στο επίκεντρο του αστικού και πολιτισμικού γίγνεσθαι. Το Μοντέρνο κίνημα, αρωγός του 20ου αιώνα, έδωσε μεγάλη προτεραιότητα στο ίδιο το κτίριο -την κατοικία, ειδικότερα-, με αποτέλεσμα ο περιβάλλων υπαίθριος δημόσιος χώρος να παραχθεί ως επί το πλείστον με έμμεσες διαδικασίες. Επίσης, οι βασικότερες αρχές του μοντέρνου κινήματος οδήγησαν, μεταξύ άλλων, στην επανάληψη και στην προτυποποίηση. Διάφοροι θεωρητικοί αναφέρονται σε 'πτώχευση του μοντέρνου αστικού χώρου', υπογραμμίζοντας την οπτική αθλιότητα και τη χαμηλή λειτουργική απόδοση του χώρου σε περιοχές και πόλεις που οικοδομήθηκαν εκείνη την περίοδο. Η αρχή της ζωνοποίησης των χρήσεων γης -zoning- οδήγησε σε έναν χωρικό διαχωρισμό των δραστηριοτήτων που απεδείχθη στείρος για το δημόσιο χώρο της πόλης ενώ, ορισμένες φορές, ο διαχωρισμός αυτός
34
έρευνα π•αι•δίου
έγινε και ταξικός. Ένας άλλος πολύ σημαντικός λόγος υποβάθμισης της ποιότητας του δημόσιου χώρου και της πόλης γενικότερα ήταν η οργάνωσή της με βάση τις προδιαγραφές του αυτοκινήτου και όχι του ανθρώπου. Το συγκεκριμένο γεγονός, ήταν από τις σημαντικότερες αιτίες υποβάθμισης της πλατείας σε κυκλοφοριακό κόμβο με αποτέλεσμα την αισθητή μείωση της λειτουργίας της ως τόπου συνάντησης, και παράλληλα, εξαιτίας της μεταφοράς ζωτικής σημασίας λειτουργιών -όπως το εμπόριο- έξω από την πλατεία. Η τελευταία, ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, είχε αρχίσει να 'απαξιώνεται' ως τόπος κοινωνικής συναναστροφής. Τα ρεύματα του Μεταμοντέρνου έρχονται ως ‘απάντηση’ στο μοντέρνο κίνημα και επιχειρούν πολλές φορές να διορθώσουν τα ‘σφάλματά του’. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 στοιχεία και έννοιες της ιστορικής πόλης όπως το μνημείο και το σύμβολο, ο δρόμος και η πλατεία, επανέρχονται στο προσκήνιο από μεταμοντέρνους μελετητές προς αυτήν την κατεύθυνση και παράλληλα, λαμβάνονται υπόψη παράμετροι όπως η έννοια του δημόσιου ως αντίθετη του ιδιωτικού, η έννοια της πολυπλοκότητας και των αντιθέσεων, ο πλουραλισμός, η ιδιαιτερότητα, ο τοπικισμός κ.ά. Στις αρχές του 210υ αιώνα υιοθετείται μία έννοια περιγραφής της πόλης αγγίζοντας σχεδόν κάθε επιμέρους διάστασή της, με αναφορές στα κυριότερα φαινόμενα που πλαισιώνουν και διαμορφώνουν το σύγχρονο αστικό γίγνεσθαι. Η έννοια αυτή είναι η ‘Μετάπολη’ και αφορά ένα νέο τύπο αστικής συσσώρευσης, ένα συνονθύλευμα χώρων και
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
35
σχέσεων το οποίο απαρτίζεται από πολλαπλά ετερογενή και ασυνεχή στοιχεία. Μέσα σε όλα αυτά τα στοιχεία συγκαταλέγεται και η εξάπλωση των ηλεκτρονικών μέσων, η οποία καταλήγει στην ανάδυση νέων ψηφιακών χώρων. Δημιουργούνται δηλαδή νέοι -δημόσιοι- χώροι χωρίς ‘πραγματική’ υπόσταση, οι οποίοι επιζητούν επαναπροσδιορισμό του τρόπου που αντιλαμβανόμαστε την πόλη και τη διαμόρφωση νέων χωρικών και χρονικών σταθερών.
1.4. σύνοψη και σχολιασμός Στη συγκεκριμένη έρευνα πεδίου, με το παραπάνω θεωρητικό υπόβαθρο, γίνεται μία προσπάθεια ανάλυσης του δημόσιου χώρου με τα μάτια των εφήβων. Οι ποιότητες που αναγνωρίζουν οι ενήλικοι ερευνητές, ψυχολόγοι αλλά και απλοί χρήστες είναι οι ίδιες με αυτές που εντοπίζουν οι έφηβοι; Όλες αυτές οι νέες μορφές δημόσιων χώρων, οι αλλαγές στην κοινωνία, η ραγδαία εξέλιξη στον τομέα της τεχνολογίας και ιδιαίτερα των επικοινωνιών, έχει επηρεάσει κατά πολύ τη δημόσια ζωή και δραστηριότητα όλων των χρηστών και ακόμη περισσότερο των εφήβων. Όσο σημαντική είναι η συμμετοχή τους στα ‘καθημερινά’ της κοινωνίας, επειδή τους καθιστά ενεργά μέλη αυτής, άλλο τόσο είναι και η αίσθησή τους για τους χώρους αυτούς ως οικείους. Το ρεύμα της ταυτότητας στην αρχιτεκτονική υποστηρίζει ότι στο χώρο σε έλκουν οι ποιότητές του, ο σχεδιασμός του, η συλλογική μνήμη, η γεωγραφία του, τα υλικά του, η τοπικότητα κ.ά. Από την άλλη πλευρά, το αμέσως
36
έρευνα π•αι•δίου
επόμενο ρεύμα της αποδόμησης και της ψυχανάλυσης του κενού χώρου, υποστηρίζει ότι ο χώρος σε ‘τραβάει’ όταν εκφράζει τις ενδότερες επιθυμίες σου ή όταν βρισκόμενος σε αυτόν σου επιτρέπει την ελεύθερη έκφραση του υποσυνείδητού σου. Τι ‘έλκει’, όμως, σήμερα τους εφήβους χρήστες; Η αντίληψη του δημόσιου χώρου από τους εφήβους έπεται από τους ίδιους νόμους και κανόνες όπως και των ενηλίκων; Σύμφωνα με τους προαναφερθέντες θεωρητικούς, όχι. Οι έρευνες που έγιναν 20 χρόνια πριν έχουν τα ίδια αποτελέσματα με σήμερα; Τι αλλαγές έχουν γίνει στα θέματα της αντίληψης και σε τι οφείλονται; Οι νέες μορφές δημόσιων χώρων πως γίνονται αντιληπτές από τους εφήβους; Στο τέταρτο και τελευταίο αναπτυξιακό στάδιο, αυτό των συγκεκριμένων λογικών διεργασιών, οι έφηβοι είναι σχεδόν έτοιμοι να ενηλικιωθούν. Ένα βήμα πριν την είσοδό τους ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας βρίσκονται σε σημείο καμπής. Παρόλο που είναι οι πιο συχνοί χρήστες του δημόσιου χώρου, δεν αντιμετωπίζονται ως τέτοιοι. Η καθημερινότητά τους στους υπαίθριους δημόσιους χώρους λιγοστεύει όσο αναπτύσσονται οι επιστήμες και οι νέοι δημόσιοι ‘κυβερνοχώροι’. Τα μέσα επικοινωνίας και διασκέδασης προσφέρουν, πλέον, στους εφήβους την καθημερινή τους ενασχόληση στον ελεύθερό τους χρόνο. Οπότε, ποια κριτήρια πρέπει να πληροί ένας υπαίθριος δημόσιος χώρος για να έλκει τους εφήβους χρήστες; Πώς αυτά τα κριτήρια μπορούν να έχουν το διπλό ρόλο της
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
37
ψυχαγωγίας και της εκπαίδευσης και να στοχεύουν στην ομαλή ένταξη τους στην κοινωνία; Και τέλος, πως οι γνώσεις που έχουμε για τις αντιληπτικές ικανότητες των εφήβων θα μας βοηθήσουν, ως αρχιτέκτονες, να σχεδιάσουμε χώρους που να ανταποκρίνονται σε αυτές τις προσδοκίες; Από τη μία έως την άλλη άκρη με πολλαπλά παραδείγματα σε όλο το φάσμα των απόψεων κρύβονται πολλές και διαφορετικές αλήθειες. Στη συγκεκριμένη έρευνα, ο δημόσιος χώρος λαμβάνεται υπόψη ως χώρος έκφρασης των επιθυμιών αλλά ταυτόχρονα και ως τόπος συλλογικότητας, κοινωνικοποίησης και εκπαίδευσης, ειδικότερα για τη δύσκολη ηλικία της εφηβείας. Διερευνάται, λοιπόν, το κατά πόσο τα δύο αναλυόμενα παραδείγματα δημόσιων χώρων, έχουν ‘επιτύχει’ ως τέτοιοι χώροι.
38
έρευνα π•αι•δίου
2. έρευνα 2.1. τόπος της έρευνας Στην παρούσα εργασία, διεξήχθη έρευνα πεδίου σε δύο διαφορετικούς τόπους, τη νέα παραλία της Θεσσαλονίκης και τη νέα πλατεία της Θέρμης ‘Παραμάνα’. Η επιλογή των δύο αυτών των τόπων οφείλεται σε παράγοντες ομοιότητας αλλά και διαφοράς. Πρώτον, και οι δύο αυτοί χώροι, αποτελούν τα πιο πρόσφατα παραδείγματα δημόσιου υπαίθριου χώρου στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης, καθώς λειτουργούν εδώ και τρία μόλις χρόνια. Δεύτερον, διαθέτουν χώρους ειδικά σχεδιασμένους για παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, όπως για παράδειγμα πίστα για σκέιτ. Τρίτον, και οι δύο έχουν σαν στόχο την περιπλάνηση. Από την άλλη πλευρά, οι αρχές και τα εργαλεία σχεδιασμού ήταν τελείως διαφορετικά. Η μορφολογία των στοιχείων διαφέρει, επίσης, ριζικά όπως και το μέγεθος του κάθε έργου. Κρίθηκε, λοιπόν, ενδιαφέρουσα η σύγκριση αυτών των δύο δημόσιων χώρων με τα όμοια και τα ανόμοια χαρακτηριστικά, σύμφωνα με τα στοιχεία που συλλέχθηκαν από τους εφήβους. Ποιος χώρος είναι πιο αγαπητός και γιατί; Ποια στοιχεία είναι κοινά και στα δύο έργα; Ποιοι χώροι εντυπώνονται περισσότερο στη μνήμη των εφήβων; Επηρεάζεται η άποψή τους από τις ποιότητες του δημόσιου χώρου;
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
39
2.1.1. η νέα παραλία της Θεσσαλονίκης Η παραλία της Θεσσαλονίκης είναι ένας από τους σημαντικότερους, από οικολογικής, κοινωνικής και πολιτιστικής άποψης, δημόσιους υπαίθριους χώρους της πόλης εδώ και πολλά χρόνια. Λειτουργεί ως σημείο συνάντησης, κοινωνικοποίησης, βόλτας, άθλησης, λιμανιού των μικρών πλοιαρίων και ως χώρος πολλαπλών περιοδικών εκδηλώσεων, όπως για παράδειγμα το Φεστιβάλ Βιβλίου που λειτουργεί φέτος για 30η χρονιά. Ως νέα παραλία, νοείται το κομμάτι της παράκτιας ζώνης της πόλης που κατά μήκος εκτείνεται από το Μέγαρο Μουσικής έως και το Λευκό Πύργο και κατά πλάτος από το όριο της θάλασσας (κρηπίδωμα) έως και το όριο της παραλιακής Λεωφόρου Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η ανάλυση αυτού του χώρου χωρίζεται σε τρία τμήματα που αναπλάστηκαν από διαφορετικούς αρχιτέκτονες σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Το πρώτο εκτείνεται από το Μέγαρο Μουσικής μέχρι και τον ιστιοπλοϊκό όμιλο Θεσσαλονίκης, το δεύτερο από τον όμιλο έως και το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και το τρίτο είναι η πλατεία του Λευκού Πύργου. η ανάπλαση του πρώτου τμήματος Το πρώτο τμήμα είναι ένα από τα πιο σύγχρονα έργα δημόσιου χαρακτήρα της πόλης. Οι αρχιτέκτονες Πρόδρομος Νικηφορίδης και Μπερνάρ Κουόμο βραβεύθηκαν από το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής στην κατηγορία των έργων δημοσίου το 2008, το ίδιο έτος που άνοιξε το τμήμα αυτό της νέας παραλίας για το κοινό. Το έργο το είχαν
40
έρευνα π•αι•δίου
αναλάβει μετά τη διάκρισή τους με το πρώτο βραβείο στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό το 2001. Το έργο χαρακτηρίζεται μορφολογικά κυρίως από τη γραμμικότητα, καθώς είναι μία λωρίδα με μεγάλο μήκος και περιορισμένο πλάτος, γεγονός που του προσδίδει ακριβώς τα χαρακτηριστικά του «μετώπου», του λεπτού φλοιού, που απλώνεται στο όριο μεταξύ στεριάς και θάλασσας. Στην περιγραφή των αρχιτεκτόνων για το έργο τους πριν υλοποιηθεί τονίζουν ότι: «Κεντρική ιδέα του έργου είναι η δημιουργία ενός συνεχόμενου γραμμικού χώρου με επιλογές ψυχαγωγίας, παιχνιδιού, χαλάρωσης, εκπαίδευσης και πολιτισμού, μια αλληλουχία διαφοροποιημένων χώρων, με ποικίλες ποιότητες, που θα καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα χρήσεων, αλλά θα διατηρούν ωστόσο τα χαρακτηριστικά της ενότητας και της συνέχειας, που ο ίδιος ο χαρακτήρας του μετώπου επιβάλλει». Στο συγκεκριμένο έργο διακρίνονται τρεις διαφορετικές επιμήκεις ζώνες. Η πρώτη είναι το πλακόστρωτο το οποίο αντιμετωπίστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να μη διαφοροποιείται από τη συνέχειά του, από τον ιστιοπλοϊκό όμιλο Θεσσαλονίκης έως και το Λευκό Πύργο. Η μόνη αισθητή διαφορά είναι η αλλαγή του υλικού της πλακόστρωτης στην απόληξη του κρηπιδώματος όπου τοποθετήθηκε ξύλινο κατάστρωμα πλάτους περίπου 1,5 μέτρου. Ο συγκεκριμένος χειρισμός λειτουργεί ως μεταβατικό στάδιο από την ξηρά στη θάλασσα και ως ειδοποιητής για τους τυφλούς και αμβλύωπες περιπατητές ότι πλησιάζουν στο τέλος του κρηπιδώματος.
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
41
Η δεύτερη ζώνη είναι μία αδιάκοπη διαδρομή ανάμεσα σε δύο δενδροστοιχίες. Η αλέα αυτή ενδείκνυται για τους καλοκαιρινούς μήνες, καθώς τα δέντρα σκιάζουν την ίδια και τα καθίσματα που βρίσκονται στην παρειά που τη διαχωρίζει από την τρίτη και τελευταία ζώνη. Μια διαφοροποιημένη σε ποιότητες διαδρομή διαμορφώνει μια ενιαία εικόνα στη θέα του μετώπου από τη θάλασσα. Επιπλέον, λειτουργεί ως ενδιάμεσο όριο, φίλτρο, μεταξύ των δύο διακριτών τμημάτων του παραλιακού μετώπου, δηλαδή του πλακόστρωτου και της πράσινης ζώνης. Η τρίτη και τελευταία μεγάλη ζώνη είναι αυτή των περισσότερων δραστηριοτήτων και λειτουργιών, ή αλλιώς, η πράσινη ζώνη. Μεγάλα και μικρότερα ‘πράσινα δωμάτια’, με διαφορετικό χαρακτήρα, οργανώνουν το δημόσιο χώρο. Ο αντιθετικός αυτός χειρισμός της οργάνωσης του δημόσιου χώρου με σχεδιαστικά μέσα του ιδιωτικού, δηλαδή μικρών εσώκλειστων χώρων, αποσκοπεί στη δημιουργία του αισθήματος της οικειότητας στους χρήστες. Η διαδρομή στην πράσινη ζώνη διαφέρει κατά πολύ από αυτήν στο αδιάκοπο πλακόστρωτο και τη σκιασμένη αλέα. Αποσκοπεί περισσότερο στη στάση, παρά στη διαπέραση, του χώρου, δημιουργώντας φαινόμενα και καταστάσεις που έλκουν τους χρήστες. Οι αρχιτέκτονες σε δήλωσή τους για την αρχική ιδέα της συγκεκριμένης περιοχής επισημαίνουν ότι: «Η εμπειρία αποτελείται από μεταβατικά στάδια αποσπώντας διαφορετικά συναισθήματα από τον επισκέπτηχρήστη. Ο μύθος αποκαλύπτεται κατά μήκος της διαδρομής, ανακαθορίζεται μέσω των φυσικών φαινομένων, δημιουργεί διαρκώς μεταβαλλόμενα οπτικά φαινόμενα. Αυτή η
42
έρευνα π•αι•δίου
λογική σύνθεσης στοχεύει στη δημιουργία ενός χώρου σε κίνηση, την απουσία ενός και μόνο προνομιακού σημείου και αποδίδει μια νέα διάσταση στο ‘γραφικό’, το εντάσσει στην οργάνωση του δημόσιου τοπίου της σύγχρονης πόλης». Τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν σε όλο το έργο είναι φυσικά (χυτά δάπεδα, κυβόλιθοι μαρμάρου, ξύλινα δάπεδα, δάπεδα σκυροδέματος, χλοοτάπητας, νερό κ.ά.) και η γεωμετρία χαρακτηρίζεται, από τους δημιουργούς, ως λιτή με καθαρά και αυστηρά σχήματα. Η συνολική επιφάνεια του τμήματος αυτού είναι 77.000μ2 και η πράσινή της ζώνη οργανώνεται με πέντε διαφορετικού κήπους. Ξεκινώντας από το Μέγαρο Μουσικής, ο πρώτος σε σειρά κήπος είναι αυτός της Μουσικής. Ένα τριγωνικό τμήμα χλοοτάπητα περιβάλλεται από ξύλινες βαθμίδες αμφιθεατρικά διατεταγμένες και προσφέρεται για μικρές υπαίθριες μουσικές εκδηλώσεις. Ο κήπος ολοκληρώνεται με ένα περιφραγμένο χώρο παιχνιδιού για μικρά παιδιά και τη φύτευση δέντρων στην περιμετρική ζώνη. Αμέσως μετά, βρίσκεται ο Κήπος του Νερού, όπου κυριαρχεί το νερό με τη μορφή μεγάλης επιμήκης υδάτινης επιφάνειας με υδρόβια και υδροχαρή φυτά όπως νούφαρα και καλαμιές. Η επιφάνεια αυτή περιβάλλεται στις δύο πλευρές της από ένα πλακόστρωτο με ξύλινη πέργκολα που προσφέρεται για υπαίθριες εκθέσεις και στην πλευρά του ορίου της με το δρόμο διαχωρίζεται με ένα τοίχο στον οποίο κυλάει νερό με ένταση και καταλήγει στην προαναφερθείσα υδάτινη επιφάνεια. Ο χειρισμός αυτός πετυχαίνει την ηχητική παρουσία του νερού στον κήπο, το δροσισμό τους
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
43
καλοκαιρινούς μήνες και την ηχητική απομόνωσή του από τη βουή της κυκλοφορίας του δρόμου. Πλάκες ξύλου τοποθετημένες με κενά ανάμεσά τους δημιουργούν γέφυρες πάνω στην υδάτινη επιφάνεια. Επιπλέον, στον κήπο αυτό, εντάσσεται και ο χώρος με τις κεκλιμένες επιφάνειες για skateboarding και πατίνια. Ο τρίτος κήπος είναι αυτός της Μνήμης που είναι και ο μόνος που επεκτείνεται και πέρα από τη λεωφόρο Μεγάλου Αλεξάνδρου μπροστά από τη Βίλα Καπαντζή, το Πολιτιστικό Κέντρο Θεσσαλονίκης του ΜΙΕΤ. Το όνομα του κήπου οφείλεται στην κεντρική περιοχή του η οποία περιλαμβάνει 24 μεγάλα παρτέρια με αρωματικά φυτά της Ανατολής. Η αίσθηση της όσφρησης λειτουργεί ως ανάμνηση της βίωσης των κατοίκων της Θεσσαλονίκης που υπήρξαν κάτοικοι της Ανατολής. Το τμήμα αυτό του κήπου πλαισιώνεται και οριοθετείται από δύο δενδροστοιχίες ενώ νότια αυτού βρίσκονται δύο γήπεδα τένις και χώροι πρασίνου. Στα βόρεια υπάρχει ένας περιφραγμένος χώρος για σκύλους, δύο γήπεδα καλαθοσφαίρισης και το κεντρικό αντλιοστάσιο της ΕΥΑΘ (Εταιρείας Ύδρευσης και Αποχέτευσης της Θεσσαλονίκης) στο οποίο προστέθηκε νέο κέλυφος και κατασκευάστηκε ένας εξώστης - παρατηρητήριο για τους περιπατητές. Επόμενος στη σειρά, έρχεται ο κήπος των Ρόδων του οποίου η ονομασία προέρχεται από τις κλειστές αυλές των παλιών αρχοντικών της Πόλης. Ο στόχος αυτός των αρχιτεκτόνων επιτυγχάνεται με το σχεδιασμό ενός περίκλειστου κήπου που οριοθετείται από όλες τις πλευρές από μία πέργκολα κλειστή στην εξωτερική πλευρά. Εσωτερικά, η πέργκολα δημιουργεί ένα συνεχόμενο χώρο καθιστικού που
44
έρευνα π•αι•δίου
αναπτύσσεται περιμετρικά του κεντρικού τμήματος του κήπου. Οι τρεις διαφορετικές είσοδοι καταλήγουν στις τρεις διαφορετικά σχεδιασμένες εσωτερικές περιοχές, τον παιδότοπο του κήπου των Ρόδων, το πλακόστρωτο τμήμα με το αναψυκτήριο και τα παρτέρια με τις πολύχρωμες τριανταφυλλιές που διαμορφώνουν διαδρομές και καθιστικά. Πέμπτος και τελευταίος, διασχίζοντας τη νέα παραλία από το νότο προς το βορρά, βρίσκεται ο κήπος του ήχου. Εσωτερικά του κήπου βρίσκονται δύο κύριες διαδρομές. Η μία καταλήγει στον κήπο των Ρόδων και η άλλη, εσωτερική του κήπου, διαμορφώνεται από τρεις υδάτινες επιφάνειες. Το Μνημείο των πεσόντων πολεμιστών της Κορέας εντάσσεται στον κήπο όπου και κατασκευάστηκαν δύο πέργκολες ως αναφορά στην κάτοψη του Μνημείου. Οι πέργκολες δημιουργούν εσωτερικούς χώρους γύρω από ένα κεντρικό αίθριο με διαφορετική διαμόρφωση και εξωτερικά οριοθετούνται από ένα μεταλλικό πλέγμα πάνω στο οποίο αναπτύσσονται αναρριχώμενα φυτά. Στο σύνολό του, ο κήπος οριοθετείται από ψηλά δένδρα, καλαμιές και χλοοτάπητα. Το έργο αυτό, το πρώτο δηλαδή τμήμα της ανάλυσης της νέας παραλίας, γίνεται αντιληπτό ως κάτι το ενιαίο κυρίως λόγω της καινούργιας όψης των υλικών. Βέβαια, σημαντικό είναι το γεγονός ότι παρόλο που οργανωτικά, υλικά και σχεδιαστικά υπάρχουν πολλοί διαφορετικοί χειρισμοί η αντιληπτική άποψη των χρηστών καταλήγει σε ένα ενιαίο, σχεδιαστικά, σύνολο δημόσιου υπαίθριου χώρου. Πρόσφατες έρευνες φοιτητών της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Α.Π.Θ. έδειξαν ότι οι χρήστες είναι ευχαριστημένοι με το σχεδιασμό και την αποτελεσματικότητα του χώρου και θα
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
45
επιθυμούσαν και την επέκταση του προς το Λευκό Πύργο, όπως προβλεπόταν, άλλωστε, στην έναρξη του διαγωνισμού πριν δέκα χρόνια. το ενδιάμεσο ‘παλιό’ τμήμα της νέας παραλίας Το δεύτερο τμήμα του μετώπου της νέας παραλίας, περιλαμβάνει πολλές χρήσεις. Πρώτη και κυριότερη ο ιστιοπλοϊκός όμιλος Θεσσαλονίκης με ενεργό δράση και σε άλλα αθλήματα, όπως κωπηλασία κ.ά., όπου απέναντί του βρίσκονται μικρά, παλιά κτίσματα (εστιατόριο και καφενείο). Έπεται το πάρκο του Φωκά, δηλαδή δύο γήπεδα καλαθοσφαίρισης, ένας παιδότοπος, ένας διαμορφωμένος χώρος για skateboarding και πατίνια, ένα δημοτικό αναψυκτήριο και χώροι χαλάρωσης με καθιστικά και δέντρα για σκίαση. Το συγκεκριμένο πάρκο λειτουργεί εδώ και πολλά χρόνια ως παιδότοπος. Ανάμεσα σε αυτό και στο πάρκο κυκλοφοριακής αγωγής, ο δημόσιος χαρακτήρας της παραλίας διακόπτεται από τη λειτουργία ενός εστιατορίου (γνωστού ως Ιντέρνι που πλέον ονομάζεται Μεζόν). Το πάρκο του Φωκά, το πάρκο κυκλοφοριακής αγωγής και το εστιατόριο παρόλο που προϋπήρχαν από πολλά χρόνια, αντιληπτικά, συνεχίζουν την εμπειρία των θεματικών πάρκων του πρώτου τμήματος καταλήγοντας στο ξενοδοχείο Μακεδονία Παλλάς. Βέβαια, οι χώροι του εστιατορίου και του ξενοδοχείου καθώς δεν είναι ‘καθαρά’ δημόσιοι, με τη νομική και χρηστική έννοια του όρου, διακόπτουν την ελευθερία της κίνησης που υπήρχε μέχρι εκεί. Οι μόνες κατασκευαστικές αλλαγές που έχουν λάβει χώρα στο κομμάτι αυτό της νέας παραλίας είτε ήταν τοπικής σημασί-
46
έρευνα π•αι•δίου
ας είτε είχαν εφήμερο χαρακτήρα. Για παράδειγμα, τοποθετήθηκαν φώτα και γλυπτά σε συγκεκριμένες περιόδους λόγω πολιτιστικών εκδηλώσεων της πόλης και έγινε επιδιόρθωση του δαπέδου χωρίς την κατασκευή νέου συνολικού σχεδιασμού. Η μόνη, σημαντικού περιεχομένου, πρόσφατη αλλαγή ήταν οι διορθώσεις που έγιναν στον ποδηλατοδρόμο με στόχο το σχεδιασμό, μιας ενιαίας διαδρομής που ξεκινά από το Μέγαρο Μουσικής και με διακλαδώσεις καταλήγει μέσω άλλων, στο Πανεπιστήμιο, την Έκθεση, την πλατεία Αριστοτέλους και το Σιδηροδρομικό Σταθμό. Παρόλο που η γραμμικότητα της νέας παραλίας σε αυτό το σημείο, του τέλους του ξενοδοχείου, κλονίζεται λόγω της μεγάλης στροφής της, αντιληπτικά, ενώνεται με το τμήμα που ακολουθεί έως και το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η οργάνωση του ενιαίου και αδιάκοπου πλακόστρωτου συνεχίζεται μέχρι και το άγαλμα, ενώ στη δεύτερη ζώνη οργανώνονται και πάλι κήποι με δέντρα, καθιστικά και χαμηλή βλάστηση. Στο τμήμα αυτό οι μόνες κατασκευαστικές αλλαγές ήταν, επίσης, η επιδιόρθωση του ποδηλατοδρόμου και επεμβάσεις σε βλάβες του δαπέδου. η νέα πλατεία του λευκού πύργου Το τρίτο και τελευταίο κομμάτι της νέας παραλίας είναι η νέα πλατεία του Λευκού Πύργου, δηλαδή το τμήμα του υπαίθριου δημόσιου χώρου που ξεκινά από το Βασιλικό Θέατρο και καταλήγει στο μνημείο του Ναυάρχου Βότση και εκτείνεται από το όριο της θάλασσας έως και το όριο της παραλιακής Λεωφόρου Νίκης. Το τμήμα αυτό αναπλάστηκε πρόσφατα μετά από αρχιτεκτονικό διαγωνισμό που
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
47
κέρδισε η αρχιτέκτων Κατερίνα Τσιγαρίδα. Η πλατεία άνοιξε για το κοινό το 2008 μετά από τρία χρόνια κατασκευής (Τσιγαρίδα, 2006). Το συνολικό εμβαδόν του έργου είναι 18.700μ² και βασική αρχή του σχεδιασμού του είναι η ανασύνταξη του δημόσιου χώρου γύρω από το Λευκό Πύργο και η σύνδεση του με τους υπόλοιπους δημόσιους χώρους του ιστορικού κέντρου της πόλης. Κεντρική ιδέα της πλατείας ήταν ο σχεδιασμός γεωμετρικών χαράξεων εξαρτημένων από τη γεωμετρία της ευρύτερης περιοχής, για παράδειγμα ως συνέχειες των οδικών αξόνων ή ως παράλληλες ακμές της θάλασσας. Το σχήμα της πλατείας είναι τραπεζοειδές με προοπτικό άνοιγμα προς τη θάλασσα με ένα παράλληλο σύστημα πολλαπλών γεωμετρικών χαράξεων με αφετηρίες άλλοτε το μνημείο, άλλοτε τον παραλιακό πεζόδρομο και άλλοτε τον εφαπτόμενο Ανατολικό Πολιτιστικό Άξονα (παραλία-έκθεση-πανεπιστήμιο). Οι χαράξεις πραγματοποιούνται με επιλεγμένα στοιχεία της επέμβασης, δηλαδή τις πλευρικές οριοθετήσεις, τα δάπεδα, το συνεχή τοίχοςόριο, τη διαδοχή τριγωνικών παρτεριών-πρασίνου, τα σημεία και τις πυκνώσεις στον άμεσο περίγυρο, το άνοιγμα προς τη θάλασσα και την οριοθέτηση προς τα δυτικά με συστοιχία πεσσών. Μια μαρμάρινη κλίμακα από την κατεύθυνση της Λεωφόρου Νίκης, οδηγεί σε ένα υποβιβασμένο επίπεδο έως την αρχική στάθμη του μνημείου. Μια δεύτερη σκάλα οδηγεί στην είσοδο του μνημείου. Είναι παράλληλη με την πρώτη κλίμακα και διαχωρίζεται με την κατασκευή χαμηλού τοίχου υποβιβάζοντας, κατά 50 περίπου εκατοστά,
48
έρευνα π•αι•δίου
την υφιστάμενη στάθμη του πεζοδρομίου της Λ. Νίκης στο επίπεδο της κυρίως πλατείας του Λ. Πύργου η οποία απλώνεται περιμετρικά του μνημείου δημιουργώντας έναν ανοιχτό χώρο που το περιβάλλει. Η διαφορά ύψους με τον υφιστάμενο περιβάλλοντα χώρο της πλατείας μειώνεται σταδιακά προς τη θάλασσα ενώ η πλευρική οριοθέτηση της πλατείας γίνεται με αναλημματικούς τοίχους και τριγωνικά βαθμιδωτά παρτέρια. Η επέμβαση προς την πλευρά του Βασιλικού Θεάτρου έχει ένα σαφές όριο που αποτελείται από μία συστοιχία από πεσσούς στη νοητή επέκταση της οδού Εθνικής Αμύνης. Το στοιχείο αυτό υποδηλώνει μία νοητή οριοθέτηση της κεντρικής ‘εντός των τειχών’ πόλης και την έναρξη του ‘ανατολικού ρήγματος’ που οργανώνεται κατά μήκος του μεγάλου άξονα παραλίας - έκθεσης - πανεπιστημίου. Επίσης, σημαντικός ήταν και ο σχεδιασμός μεγάλου αριθμού καθιστικών επιφανειών, τόσο με τη λειτουργία των απολήξεων των παρτεριών όσο και με την κατασκευή ικανού αριθμού καθιστικών από μάρμαρο μονού και διπλού πλάτους πάνω στον άξονα τοποθέτησης των φωτιστικών, τα οποία δημιουργούν μια ζώνη ανάλογου πλάτους με αυτό της παλιάς παραλίας προς τη θάλασσα και επιτρέπουν τον προσανατολισμό των χρηστών τόσο προς τον Θερμαϊκό κόλπο όσο και προς το μνημείο. Ο αστικός εξοπλισμός της περιοχής γίνεται με την κατασκευή, ένθετων στα μαρμάρινα παρτέρια, κάδων απορριμμάτων και τη δημιουργία τριών τοίχων επενδυμένων με πορόλιθο μπροστά από τους οποίους τοποθετούνται ζεύγη τηλεφώνων, περίοπτοι μαρμάρινοι κάδοι απορριμμάτων καθώς και
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
49
κρήνες ποσίμου νερού ειδικού σχεδιασμού από μάρμαρο. Το έργο αυτό επικρίθηκε από διάφορους φορείς, κυρίως στο διαδίκτυο από ομάδες ποδηλατιστών και ομάδες εθελοντών λόγω της ύπαρξης μικρής ποσότητας πρασίνου. Σχολιάζοντας το έργο της στη δήλωσή της για το διαγωνισμό του Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής η κ. Τσιγαρίδα τονίζει ότι: «Κάθε έργο πρέπει να ανήκει σε ένα γενικότερο προβληματισμό και σε ένα δίκτυο. Γιατί ένα καλό μεμονωμένο αρχιτεκτονικό έργο είναι πάντα ένα μικρό κόσμημα, αλλά σίγουρα τα προβλήματα των πόλεων δε λύνονται με μικρά κοσμήματα. Τα καλά έργα δεν πρέπει να είναι ακριβά ούτε πολυτελή. Τηρουμένων των αναλογιών, η χώρα μας, που δεν είναι πλούσια, θα μπορούσε να έχει δημόσια έργα όχι σπάταλα και ακριβά, απλώς καλοσχεδιασμένα και καλοοργανωμένα. Δεν θέλουν πολλά, χρειάζεται απλώς βούληση, γνώση, σοφία και τιμιότητα». Επιπλέον προσθέτει ότι κύρια μέριμνά της σχεδιάζοντας την πλατεία ήταν οι επισκέπτες να νιώθουν μία έκπληξη: «Η έκπληξη πάντα με ενδιαφέρει και είναι σημαντική στη δουλειά μου. Μπορεί να πρόκειται για ένα μέρος γνώριμο, οικείο όπου έχει ξαναπάει κάποιος πολλές φορές αλλά κάθε τόσο ανακαλύπτει μια νέα ανάγνωσή του. Η πλατεία του Λευκού Πύργου είναι ένας χώρος πολλαπλών αναγνώσεων και έχει πλέον περισσότερους μετανάστες, παιδιά με ποδήλατα, σκεϊτάδες, όλες τις μονάδες που βάζουν τη μικρή τους ταυτότητα στη Θεσσαλονίκη. Η πλατεία γίνεται καλύτερη, όσο περισσότερο τη χρησιμοποιούν διαφορετικές ομάδες ανθρώπων. Δεν θέλω να είναι ένα γκέτο των ηλικιωμένων και των παιδιών. Πρέπει να είναι
50
έρευνα π•αι•δίου
μια πλατεία αταξική και πέρα από ηλικίες και εθνότητες. Αυτό που δεν πέτυχε η Ομόνοια, το συναντάμε σίγουρα στο Λευκό Πύργο. Τη συνύπαρξη. Επίσης, ένας από τους στόχους ήταν να αναδειχθεί ο τρόπος που λειτουργεί ο Λευκός Πύργος σε σχέση με τη θάλασσα. Το θαλάσσιο μέτωπο. Ήταν σημαντικό να έχει κανείς την αίσθηση του δίπολου ‘πύργος- θάλασσα’ όταν βρίσκεται στο Λευκό Πύργο. Είναι ένα δίπολο με ιστορική και κοινωνική συνέχεια που πρέπει οπωσδήποτε να διατηρηθεί». Στο σύνολό της, η νέα παραλία, χαρακτηρίζεται από τη γραμμικότητα, τις ανοικτές και αδιάκοπες διαδρομές πεζών και ποδηλατών και τα μικρότερα πάρκα (πράσινα δωμάτια, κυκλοφοριακής αγωγής κ.λπ.). Παρόλο που η περιοχή απαρτίζεται από κομμάτια έργων διαφορετικών αρχιτεκτόνων και μερικές φορές με μεγάλη χρονική διαφορά, εντοπίζονται κοινά στοιχεία και ομοιότητες. Το πιο χαρακτηριστικό, είναι φυσικά το όριο της θάλασσας, η γραμμή του ορίζοντα και το πράσινο. Οι δραστηριότητες που αναπτύσσονται, η υλικότητα και ο σχεδιασμός περιοχών που αναφέρονται στην ιδιωτική εμπειρία του χώρου, παραπέμπουν σε ένα γενικό σχεδιασμό που στηρίζεται στις θεωρίες της ψυχολογίας, της φαινομενολογίας και του τοπικισμού.
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
51
2.1.2. η νέα πλατεία ‘Παραμάνα’ της Θέρμης Η νέα πλατεία της Θέρμης, ή αλλιώς πλατεία ‘Παραμάνα’, είναι ένα από τα πιο πρόσφατα έργα δημόσιου χαρακτήρα στην ευρύτερη περιοχή επιρροής της Θεσσαλονίκης. Οι αρχιτέκτονες Δημήτρης Κονταξάκης, Μαρία-Ελένη Κοσμίδου και Σπύρος Παπαδημητρίου κερδίζοντας το πρώτο βραβείο στον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό υλοποίησαν την πρότασή τους. Η πλατεία είναι ανοιχτή στο κοινό εδώ και τρία χρόνια (από το 2008) και μία από τις σημαντικότερες λειτουργίες της είναι το υπόγειο πάρκινγκ, απαραίτητο για το κεντρικό τμήμα του οικισμού. Το συνολικό εμβαδόν του έργου είναι 7.500μ2 και επιτρέπει χρήσεις όπως σκέιτ, υπαίθριες παραστάσεις, εκδηλώσεις κ.λπ. Η μορφολογία της πλατείας είναι μία νέα άποψη για τα ελληνικά δεδομένα καθώς δεν αποτελείται από τις γνωστές ορθογωνικές χαράξεις, τους καθαρούς γεωμετρικούς όγκους και τη λιτότητα στο σχεδιασμό. Η πλατεία αποτελείται από ένα υπόγειο σταθμό 80 οχημάτων, ένα υπαίθριο θέατρο για τις εκδηλώσεις του δήμου, κεκλιμένες ξύλινες επιφάνειες για άθληση και χαλάρωμα, κεκλιμένες επιφάνειες από ειδικό υλικό για skateboarding, λωρίδες πρασίνου, καθίσματα, δεσμίδες νερού για δροσισμό και για παιχνίδι, διαδρομές και το νέο μνημείο ηρώων που καδράρεται στην νέα πύλη της πλατείας. Η μορφή της πλατείας, παρόλο που μοιάζει τυχαία και αυθαίρετη στα μάτια του επισκέπτη, σύμφωνα με τους αρχιτέκτονες οφείλεται στο γύρω περιβάλλον της και στα στοιχεία που το διέπουν: «Η πρωτότυπη μορφή της πλατεί-
52
έρευνα π•αι•δίου
ας είναι αποτέλεσμα συγκεκριμένης διαδικασίας αρχιτεκτονικού σχεδιασμού μέσω ψηφιακών τεχνικών. Οι σχεδιαστικές αρχές βασίζονται στη συνδιαλλαγή δύο διαφορετικών δικτύων, του δικτύου κινήσεων στην πλατεία και του δικτύου δραστηριοτήτων σε αυτή. Ελεγχόμενα πεδία δυνάμεων μεταβάλλουν τα δίκτυα δυναμικά στο χρόνο μορφοποιώντας τη νέα αστική πρόταση. Η μη-συμβατή μορφή δεν εκφράζει μια ιδανική προσχηματισμένη εικόνα, αλλά αποτελεί ένα νέο είδος υλικού εξπρεσιονισμού, όπου η δυναμική μορφή είναι αποτέλεσμα των δυναμικών δράσεων και συμπεριφορών. Η πλατεία, από μία δισδιάστατη επιφάνεια, μετατρέπεται σε τρισδιάστατη αποτελούμενη από έξι ελεύθερες λωρίδες μεταβαλλόμενου μεγέθους και ύψους, αποκτώντας βάθος και χωρικές ποιότητες. Κύριο χαρακτηριστικό της πρότασης αποτελεί η κεντρική αναδιπλούμενη επιφάνεια, που βαθμιαία εξελίσσεται σε πύλη, σηματοδοτώντας το νέο μνημείο ηρώων, για να καταλήξει σε χώρο συγκέντρωσης-εκδηλώσεων. Οι έννοιες 'διεπιφάνεια' και 'διάδραση' γίνονται πλέον αναγνώσιμες σε ένα περιβάλλον που, πέρα από τις απαιτούμενες δραστηριότητες, αναμένεται να προκαλέσει άλλες, απρόβλεπτες, μέσα από τη χρήση και την εμπειρία του νέου αυτού χώρου. Αυτή η αρχιτεκτονική του κεκλιμένου και της ανισορροπίας -εκτός από την εικόνα και το νόημα που φέρει- είναι μια αρχιτεκτονική όπου η σωματική επαφή, με τις επιφάνειες που προτείνει, αποτελεί κυρίαρχο ζητούμενο». Συνολικά, ο χώρος της πλατείας χαρακτηρίζεται από ροή και συνέχεια. Οι αλλεπάλληλες λωρίδες ανεβοκατεβαίνουν διαρκώς δημιουργώντας μία άτακτη πλέξη από ξύλινα,
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
53
μεταλλικά και πράσινα υψώματα. Οι έννοιες και οι στόχοι των αρχιτεκτόνων όπως η εμπειρία, η δυναμική των υλικών, ο ψηφιακός σχεδιασμός, τα δίκτυα και η σωματική επαφή παραπέμπουν σε θεωρίες όπως η αποδόμηση και ο ‘κενός’ χώρος του Lacan. Η ενιαία και συνεχόμενη μορφή προκαλεί και επιζητά την έκφραση του υποσυνειδήτου του χρήστη αλλά και του δημιουργού. Δεν υπάρχουν αντιληπτά όρια και οι διαφοροποιήσεις και οι καμπύλες εντείνουν την έννοια του ενιαίου. Βέβαια, γεγονός αποτελεί, ότι ο συγκεκριμένος σχεδιασμός του δημόσιου χώρου αποκλείει στο μεγαλύτερο μέρος του κάποιες ηλικιακές ομάδες (όπως τα μικρά παιδιά και τους ηλικιωμένους). Το σύνολο της πλατείας μπορούν να βιώσουν τα μεγαλύτερα παιδιά και οι νέοι, οι οποίοι απολαμβάνουν την περιπέτεια, την ανακάλυψη και γενικότερα το παιχνίδι. Στο παράρτημα εικόνων βρίσκονται φωτογραφίες ως πρόσθετο υλικό στο παρόν κείμενο για τους δύο δημόσιους χώρους (βλ. Εικόνα 1 έως Εικόνα 14).
54
έρευνα π•αι•δίου
2.2. πληθυσμός της έρευνας Τα άτομα που συμμετείχαν στην έρευνα ήταν ένα τυχαίο δείγμα από εφήβους ηλικίας 13 έως 17 ετών. Με τον όρο τυχαίο, νοείται η όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτική εικόνα σε σχέση με την πραγματικότητα. Στην έρευνα για τη νέα παραλία συμμετείχαν σύνολο 73 έφηβοι και για τη πλατεία ‘Παραμάνα’ 30. Τα αγόρια και τα κορίτσια είναι περίπου ισόποσα κατανεμημένα και η περιοχή κατοικίας ποικίλλει από πολύ κοντινή, σε σχέση με το δημόσιο χώρο, έως και πολύ μακρινή (περιφερειακή κατοίκηση). Αναλυτικά, τα ποσά έχουν ως εξής. Για την έρευνα της νέας παραλίας επιλέχθηκαν δείγματα από 17 κορίτσια και 23 αγόρια γυμνασίου και 20 κορίτσια και 13 αγόρια λυκείου. Τα παιδιά του γυμνασίου ορίζονται ως α’ ηλικιακή ομάδα και του λυκείου ως β’ ηλικιακή ομάδα. Οπότε, για τη Θέρμη συμμετείχαν 11 κορίτσια και 9 αγόρια στην πρώτη ηλικιακή ομάδα και 5 και 5 αντίστοιχα στη δεύτερη ομάδα. Στο σημείο αυτό, κρίνεται αναγκαία μία σύντομη περιγραφή των δραστηριοτήτων των εφήβων για την καλύτερη ανάλυση των δειγμάτων της έρευνας. Η καθημερινότητα των εφήβων χαρακτηρίζεται κυρίως από τις απαραίτητες ώρες του σχολείου και οι πλέον θεωρούμενες ως αναγκαίες ώρες των εξωσχολικών εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων. Στη συγκεκριμένη ηλικία, οι νέοι έχουν μεγαλύτερη ελευθερία στις επιλογές τους για τον ελεύθερο τους χρόνο. Σύμφωνα με την Κυριακή Τσουκαλά στο έργο της «Παιδική αστική εντοπία» (Τσουκαλά, 2006) αναφέρεται ότι
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
55
οι δραστηριότητες των παιδιών στη Θεσσαλονίκη χωρίζονται σε 26% ελεύθερο παιχνίδι, 25% μόρφωση, 21% περίπατο και 12% αθλητισμό. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι πέρα από τη μόρφωση όλες οι άλλες δραστηριότητες θα μπορούσαν να διεξαχθούν στους υπαίθριους δημόσιους χώρους της πόλης. Στην πραγματικότητα, όμως, το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών λαμβάνει χώρα στις γειτονικές περιοχές, κοντά στις κατοικίες των παιδιών. Στο αντίστοιχο κεφάλαιο στο συγκεκριμένο έργο για τα παιδιά που κατοικούν στη Θέρμη, τα ποσοστά δεν αλλάζουν πολύ. Το άτυπο παιχνίδι είναι και πάλι πρώτο αλλά με πολύ μεγαλύτερη διαφορά σε σχέση με τις τρεις άλλες κατηγορίες. Στην περίπτωση των εφήβων, όμως, τα ποσοστά αλλάζουν ραγδαία. Ο περίπατος είναι η πρώτη με μεγάλη διαφορά δραστηριότητα και στην καθημερινότητα και στις αργίες των εφήβων. Λόγω της ανάπτυξής τους τα ενδιαφέροντά τους αλλάζουν και το ελεύθερο παιχνίδι δίνει τη θέση του στον περίπατο. Το γεγονός αυτό οφείλεται και στη σεξουαλική ανάπτυξη του νέου. Το ενδιαφέρον για το άλλο φύλλο είναι εμφανές και η επιθυμία για συζήτηση των νέων θεμάτων με τους φίλους είναι η νέα καθημερινότητα. Το παγκάκι, ως αστικός εξοπλισμός, αποκτά ξαφνικά μία νέα διάσταση στην αντίληψή τους. Η συζήτηση και το φλερτ παίζουν πλέον το μεγαλύτερο ρόλο και μετά έρχονται οι αθλητικές και οι εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Οι πρακτικές των εφήβων στο δημόσιο χώρο είναι διαφορετικές από αυτές των παιδιών και των ενηλίκων.
56
έρευνα π•αι•δίου
2.3. μέθοδος της έρευνας Κατά τη διάρκεια του ακαδημαϊκού έτους 2010-2011 διεξήχθη η παρούσα ερευνητική διαδικασία. Η μέθοδος της έρευνας στηρίχθηκε στη διεξαγωγή μίας έρευνας πεδίου. Το κύριο μεθοδολογικό εργαλείο ήταν οι νοητικοί χάρτες μέσω των οποίων αναλύθηκαν τα αναπαριστώμενα στοιχεία, η συχνότητα εμφάνισης τους αλλά και τα τοπολογικά λάθη των εφήβων. Η δημιουργία πινάκων κρίθηκε, επίσης, αναγκαία για την ευκολότερη κατανόηση των παρατηρήσεων και την εξαγωγή συνολικών συμπερασμάτων. Από τους εφήβους ζητήθηκε πρώτα να κλείσουν τα μάτια τους, ύστερα να σκεφτούν το δημόσιο χώρο (π.χ. τη νέα παραλία) και μετά να ζωγραφίσουν την πρώτη εικόνα που τους έρχεται στο μυαλό. Ο τρόπος αυτός της απεικόνισης της μνήμης βοηθά στην όσο το δυνατόν περισσότερο αυθόρμητη έκφραση των εφήβων. Τα μέσα που τους χορηγήθηκαν ήταν λευκά χαρτιά, μολύβια, γόμες και ξυλομπογιές και στη διάθεση τους είχαν περίπου 45 λεπτά (όσο μία διδακτική ώρα). Η διαδικασία αυτή πραγματοποιήθηκε στην τάξη των καλλιτεχνικών του σχολείου τους όπου παρών ήταν και ο καθηγητής τους. Τα σχολεία που συμμετείχαν στην έρευνα ήταν γυμνάσια και λύκεια που βρίσκονταν κοντά στην περιοχή του έργου (π.χ. δημόσιο σχολείο Θέρμης) αλλά και ιδιωτικά σχολεία όπου οι μαθητές κατοικούσαν σε διάφορες περιοχές της πόλης. Στη δημιουργία των πινάκων της έρευνας ως ανεξάρτητες μεταβλητές θεωρούνται η ηλικία και το φύλλο των νέων. Δηλαδή, οι στήλες των πινάκων χωρίζονται πρώτα σε δύο
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
57
ηλικιακές ομάδες α’ και β’5 οι οποίες στη συνέχεια χωρίζονται σε κορίτσια και αγόρια. Στη συνέχεια, τίθενται οι εξαρτημένες μεταβλητές, δηλαδή τα υπό μελέτη και έρευνα στοιχεία ή αλλιώς οι γραμμές των πινάκων. Οι τρεις γενικές κατηγορίες των μεταβλητών αυτών είναι το δομημένο, το φυσικό και το κοινωνικό περιβάλλον. Ως δομημένο περιβάλλον ορίζεται, εδώ, οποιοσδήποτε χώρος έχει υποστεί ανθρώπινη επεξεργασία και χρησιμοποιείται με οποιονδήποτε τρόπο (π.χ. αστικός εξοπλισμός, μνημεία, εγκαταστάσεις, οδοί κ.λπ.) ενώ ως φυσικό οποιαδήποτε μορφή φυσικού στοιχείου (π.χ. θάλασσα, δέντρο, ουρανός κλπ). Τέλος, ως κοινωνικό περιβάλλον θεωρείται η ύπαρξη ανθρώπων στους νοητικούς χάρτες, πεζοί, αθλητές, παιδιά που παίζουν κ.λπ. Στον πρώτο πίνακα και των δύο δημόσιων έργων εξετάζονται τα αναπαριστώμενα στοιχεία των δειγμάτων (για την παραλία ο Π1 και για τη Θέρμη ο Θ1). Από κάθε νοητικό χάρτη σημειώνονται τα πέντε σημαντικότερα στοιχεία και καταμετρώνται. Ως σημαντικότερα θεωρούνται τα στοιχεία που καταλαμβάνουν τη μεγαλύτερη επιφάνεια του νοητικού χάρτη, ή αυτά που έχουν αναπαρασταθεί πρώτα ή εκείνα με την περισσότερη λεπτομέρεια και προσοχή στην απόδοση. Τα περισσότερα από τα δείγματα δεν περιέχουν πάνω από πέντε αυτά βασικά στοιχεία. Στο δεύτερο πίνακα αποτυπώνονται τα δύο πρώτα Όπως εξηγείται στο προηγούμενο κεφάλαιο 2.2. πληθυσμός της έρευνας 5
58
έρευνα π•αι•δίου
στοιχεία του κάθε δείγματος (για την παραλία ο Π2 και για τη Θέρμη ο Θ2). Ο κάθε έφηβος, τη στιγμή εκείνη που ξεκινά να ζωγραφίζει, το πρώτο στοιχείο που αναπαριστά είναι και το πιο σημαντικό για τον ίδιο. Ίσως, δεν αποτελεί το πιο αγαπητό στοιχείο του δημόσιου έργου αλλά σίγουρα παίζει καθοριστικό ρόλο στη μνήμη του νέου ατόμου. Τα στοιχεία που υπάρχουν στον πρώτο πίνακα ενώ στο δεύτερο δεν εμφανίζονται καθόλου είναι μία από τις πρώτες παρατηρήσεις για στοιχεία που δεν παίζουν σημαντικό ρόλο στη μνήμη των εφήβων. Αμέσως μετά, ένας τρίτος διαφορετικός πίνακας κλείνει την επεξεργασία των δειγμάτων. Σε αυτόν τον πίνακα (για την παραλία ο Π3 και για τη Θέρμη ο Θ3) γίνεται μία καταγραφή της κατανόησης του περιβάλλοντος από τους νέους. Δηλαδή, ο κάθε νοητικός χάρτης ελέγχεται σε τρεις διαφορετικούς τομείς, στη σχετική θέση των στοιχείων, στη σχετική αναλογία των στοιχείων και στην ύπαρξη στοιχείων που δε συνάδουν με τον αναπαριστώμενο χώρο. Οι τρεις αυτές κατηγορίες αποτελούν τα τοπολογικά λάθη. Πιο συγκεκριμένα, κάθε νοητικός χάρτης κρίνεται σύμφωνα με τα στοιχεία που αναπαρίστανται σε αυτήν. Η σχετική θέση των στοιχείων θα μπορούσε να εννοηθεί και ως η απόσταση των στοιχείων που αναπαρίστανται ή η τοποθεσία. Εάν για παράδειγμα σε ένα δείγμα της νέας παραλίας αποτυπώνεται η θάλασσα, ένα παγκάκι και ο ποδηλατόδρομος και το παγκάκι βρίσκεται ανάμεσα στα άλλα δύο στοιχεία, τότε έχουμε ένα τοπολογικό λάθος θέσης.
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
59
Ως σχετική αναλογία, αντίστοιχα, θεωρούνται τα μεγέθη των στοιχείων που εμφανίζονται στο κάθε δείγμα ξεχωριστά. Εάν για παράδειγμα σε ένα δείγμα για τη νέα πλατεία της Θέρμης εμφανίζεται το αμφιθέατρο, το μνημείο στύλος και ένα δέντρο και το μεγαλύτερο από όλα αυτά είναι το δέντρο, τότε έχουμε τοπολογικό λάθος αναλογίας. Τέλος, ως ανύπαρκτα στοιχεία ορίζονται τα αναπαριστώμενα στοιχεία του κάθε νοητικού χάρτη τα οποία είτε είναι μη ρεαλιστικά (π.χ. ένα διαστημόπλοιο), είτε είναι ρεαλιστικά αλλά δεν υπάρχουν στο συγκεκριμένο χώρο (π.χ. ένα σιντριβάνι δίπλα στο Λευκό Πύργο). Σε αυτήν την περίπτωση έχουμε τοπολογικό λάθος ανύπαρκτου στοιχείου. Συνοψίζοντας, στον τελευταίο, αυτό, πίνακα τα δείγματα χωρίζονται σε κατηγορίες ανάλογα με το αν, πόσα και ποια τοπολογικά λάθη παρατηρούνται στο καθένα. Οι συνδυασμοί των τριών αυτών διαφορετικών κατηγοριών σχηματίζουν τις οκτώ διαφορετικές ομάδες, δηλαδή τις γραμμές του πίνακα. Οι 8 γραμμές του πίνακα είναι οι: 1.χωρίς λάθη, 2.θέση, 3.αναλογία, 4.ανύπαρκτα στοιχεία, 5.θέση και αναλογία, 6.θέση και ανύπαρκτα στοιχεία, 7.αναλογία και ανύπαρκτα στοιχεία και τελευταία ο συνδυασμός όλων, 8.θέση και αναλογία και ανύπαρκτα στοιχεία. Για κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες υπάρχει και ένα ενδεικτικό δείγμα στο παράρτημα (βλ. Δείγμα 1 ως Δείγμα 8).
60
έρευνα π•αι•δίου
2.4. ανάλυση νοητικών χαρτών 2.4.1. αντιληπτικές χωρικές ποιότητες της νέας παραλίας της Θεσσαλονίκης Το πρώτο βήμα στην ανάλυση του περιεχομένου των δειγμάτων για τη νέα παραλία ήταν η σύγκριση των τριών διαφορετικών περιβαλλόντων6. Οι έφηβοι είτε είναι κορίτσια ή αγόρια, γυμνασίου ή λυκείου αναπαριστούν στους νοητικούς τους χάρτες κατά 60% το δομημένο περιβάλλον, κατά 30% το φυσικό περιβάλλον και κατά 10% το κοινωνικό. Τα ποσοστά αυτά δεν αλλάζουν καθώς οι έφηβοι μεγαλώνουν, ούτε έχουν μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα σύνολα των δύο φύλων. Το μεγαλύτερο ποσοστό από το δομημένο περιβάλλον αναφέρεται στις λειτουργίες των χώρων κι όχι στον αστικό εξοπλισμό, τα χωρόσημα ή τα μέσα μεταφοράς (38%, 14%, 7% και 2% αντίστοιχα). Όσο οι έφηβοι αναπτύσσονται οι λειτουργίες των χώρων και ο αστικός εξοπλισμός αυξάνονται σε αντίθεση με τις άλλες δύο κατηγορίες οι οποίες φθίνουν. Από την άλλη πλευρά, οι διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα μαρτυρούν μία προτίμηση των κοριτσιών για τον αστικό εξοπλισμό και τα χωρόσημα σε αντίθεση με αυτή των αγοριών για τις λειτουργίες. Οι παρατηρήσεις που προκύπτουν αναλύοντας ακόμη πιο λεπτομερώς τον πίνακα Π1 (βλ. Πίνακας Π1:Στοιχεία που αναπαρίστανται), για το κάθε στοιχείο ξεχωριστά και όχι
6
Όπως αναλύθηκαν στο κεφάλαιο 2.3. μέθοδος της έρευνας
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
61
γενικά για τα περιβάλλοντα, επιβεβαιώνουν τις θεωρίες που υποστηρίζουν ότι τα παιδιά γοητεύονται από το φυσικό περιβάλλον. Στις πρώτες δύο θέσεις του συνόλου όλων των εφήβων βρίσκεται το δέντρο και η θάλασσα, δηλαδή οι δύο μορφές φυσικού περιβάλλοντος που επικρατούν στο συγκεκριμένο χώρο (βλ. Δείγμα 9). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι το δέντρο, έρχεται δεύτερο με μία πολύ μικρή διαφορά. Το συμπέρασμα από αυτό το γεγονός θα μπορούσε να είναι η επιθυμία των εφήβων για πράσινο στην πόλη τους και η σύνδεση του δέντρου με τις δικές τους δραστηριότητες. Για παράδειγμα, η σκιά του δέντρου χρησιμοποιείται από τους νέους για ξεκούραση και το ίδιο το δέντρο σαν στοιχείο παιχνιδιού, σε αντίθεση με τη θάλασσα που λειτουργεί μόνο ως θέα. Βέβαια, από την άλλη πλευρά, η δεύτερη θέση στην κατάταξη είναι πολύ σημαντική. Το υγρό στοιχείο συγκινεί τους εφήβους και καθιστά την παραλία συνέχεια του φυσικού περιβάλλοντος που σταδιακά χάνεται μέχρι να γίνει δομημένο. Η δύση εισέρχεται στην πόλη και καθιστά την παραλία συνέχειά της και όχι όριο με τη θάλασσα (βλ. Δείγμα 10). Τρίτος στη σειρά εμφάνισης στοιχείων στα δείγματα έρχεται ο ποδηλατόδρομος (βλ. Δείγμα 11). Τα 42 από τα 73 νέα άτομα αναπαριστούν τον ποδηλατόδρομο και μάλιστα καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας του νοητικού χάρτη. Το ποδήλατο ως μέσο μεταφοράς βρίσκεται όλο και περισσότερο τις συζητήσεις για τη Θεσσαλονίκη. Τα τελευταία δύο χρόνια έχουν κατασκευαστεί νέοι ποδηλατόδρομοι που μαζί με αυτούς που βρίσκονται υπό κατασκευή θα αποτελούν ένα δίκτυο που θα καλύπτει όλο το κέντρο της
62
έρευνα π•αι•δίου
πόλης. Οι έφηβοι δεν μένουν ανεπηρέαστοι από αυτές τις συζητήσεις και η επιθυμία τους για ασφαλή βόλτα με το ποδήλατο φαίνεται από τη λεπτομερή αναπαράστασή του αλλά και από τα σχόλια τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας για σεβασμό στον ποδηλάτη, επέκταση του δικτύου και δωρεάν ποδήλατα για εκείνους που δεν μπορούν να έχουν. Τέταρτο στη λίστα εμφανίζεται το παγκάκι, μια από τις συνηθέστερες μορφές αστικού εξοπλισμού. Οι έφηβοι δεν εντυπωσιάζονται από το σχεδιασμό του συγκεκριμένου εξοπλισμού. Η υψηλή θέση του οφείλεται στις δραστηριότητες και τις πρακτικές των νέων. Καθώς μπαίνουν στην εφηβεία, ξεκινά το φλερτ, το παιχνίδι με το άλλο φύλο και οι συζητήσεις και αναζητήσεις γενικότερα. Τα σημεία στάσης που ‘φιλοξενούν’ τις παραπάνω δραστηριότητες είναι τα παγκάκια (βλ. Δείγμα 12). Ο ποδηλατόδρομος, το παγκάκι και οι αθλητικές δραστηριότητες (6η θέση) αναπαριστώνται γιατί συνδέονται με τις πρακτικές των εφήβων (Τσουκαλά, 2006), δηλαδή αποτυπώνονται στη μνήμη τους περισσότερο οι χώροι τους οποίους χρησιμοποιούν και έρχονται σε επαφή. Στην 7η από τις 22 θέσεις βρίσκεται ο ξύλινος διάδρομος. Παρόλο που στη χρήση του δε διαφέρει από το πλακόστρωτο η διαφορά στο υλικό προκαλεί το ενδιαφέρον των νέων. Επιπλέον, σύμφωνα με τη θεωρία της φαινομενολογίας το κάθε υλικό προκαλεί διαφορετικά συναισθήματα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ξύλο, συγκινεί και δημιουργεί την αίσθηση ενός οικείου περιβάλλοντος. Οι έφηβοι το παρατηρούν, τυπώνεται στη μνήμη τους και το χαρακτη-
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
63
ρίζουν ως θετικό στοιχείο στη νέα παραλία. Επιπλέον, παρατηρούμε ότι πέρα από το Λευκό Πύργο, τα υπόλοιπα χωρόσημα7 βρίσκονται σε πολύ χαμηλές θέσεις. Παρόλο που για την πόλη τα στοιχεία αυτά παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο, για την κατασκευή της ταυτότητάς της και τη συλλογική μνήμη των κατοίκων, στους νέους δε συμβαίνει το ίδιο. Επίσης, στοιχεία όπως το ξενοδοχείο Μακεδονία Παλλάς, το εστιατόριο Μεζόν, το πάρκο κυκλοφοριακής αγωγής και το πάρκο του Φωκά δεν εμφανίζονται σχεδόν σε κανέναν από τους 73 νοητικούς χάρτες. Ο σχεδιασμός της πλατείας του Λευκού Πύργου και τα πράσινα ‘δωμάτια’ της νέας παραλίας δε συγκινούν τους εφήβους κι αυτό γιατί δεν αποτελούν χώρους στους οποίους δραστηριοποιούνται. Επιπρόσθετα, στοιχεία όπως ο ήλιος και ο ουρανός φαίνεται να γίνονται όλο και σπανιότερα όσο μεγαλώνουν οι έφηβοι, γεγονός που οφείλεται στη γνωστική τους ανάπτυξη και στην απομάκρυνση από το μοντέλοστερεότυπο της παιδικής ζωγραφιάς -ήλιος στην πάνω αριστερή γωνία και σύννεφα στη μέση-. Μία ακόμη διαφορά που παρατηρείται μεταξύ των δύο ηλικιακών ομάδων είναι η μείωση των αθλητικών δραστηριοτήτων και η αύξηση που παρουσιάζει το παγκάκι καθώς οι έφηβοι μεγαλώνουν. Αυτό εξηγείται με τις πρακτικές τους που έχουν να κάνουν όλο και περισσότερο με το άλλο φύλο. Ο όρος χωρόσημα δανείζεται από τη θεωρία του Lynch και αναφέρεται στο Λευκό Πύργο, το Μέγαρο Μουσικής, το έργο τέχνης «Ομπρέλες» και το άγαλμα του Μέγα Αλέξανδρου 7
64
έρευνα π•αι•δίου
Όσον αφορά στις διαφορές που παρατηρούνται ανάμεσα στα δύο φύλα, οι πέντε σημαντικότερες σε σειρά είναι το παγκάκι, το όριο-δάπεδο, ο ποδηλάτης, οι αθλητικές εγκαταστάσεις, ο ξύλινος διάδρομος και τέλος το δέντρο. Οι διαφορές αυτές θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν λόγω των διαφορετικών πρακτικών. Για παράδειγμα, στην εφηβική ηλικία η αθλητική δραστηριότητα είναι πολύ πιο συχνή στα αγόρια από ότι στα κορίτσια γι αυτό και ο αθλητισμός υπερτερεί στους νοητικούς τους χάρτες, ενώ στα κορίτσια το βασικό στοιχείο είναι το παγκάκι. Επιπλέον, το χαρακτηριστικό της ευαισθησίας είναι πιο συνηθισμένο στο γυναικείο φύλο ξεκινώντας από την εφηβεία, γεγονός που εξηγεί και το παγκάκι (Παρακευόπουλος, 1990). Από την άλλη πλευρά στοιχεία όπως η θάλασσα και ο ποδηλατόδρομος εμφανίζονται εξίσου και στα δύο φύλα επισημαίνοντας τη σημασία στην καθημερινότητα των εφήβων που παίζει το υγρό φυσικό στοιχείο και ο εναλλακτικός τρόπος μεταφοράς (βλ. Δείγμα 13). Στο δεύτερο πίνακα, ο οποίος επιβεβαιώνει τον πρώτο, (βλ. Πίνακας Π2: Σειρά εμφάνισης των στοιχείων) παρατηρούμε ότι το στοιχείο που εμφανίζεται πρώτο στα περισσότερο δείγματα είναι η θάλασσα και δεύτερο είναι το δέντρο. Όπως και προηγουμένως, τις πρώτες θέσεις κατέχει το φυσικό περιβάλλον. Αμέσως μετά, βρίσκονται ως πρώτα στοιχεία ο Λευκός Πύργος και οι αθλητικές εγκαταστάσεις και ως δεύτερα ο ποδηλατόδρομος και το παγκάκι. Σε αντίθεση με τον Π1, στον Π2 διακρίνουμε τη σημαντική θέση του Λευκού Πύργου. Το συγκεκριμένο στοιχείο
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
65
λειτουργεί ως σημείο προσανατολισμού8 για τους εφήβους και ως όριο, καθώς ως νέα παραλία νοείται το κομμάτι της παράκτιας ζώνης που εκτείνεται από το Μέγαρο Μουσικής μέχρι και το Λευκό Πύργο. Επιπλέον, ως μνημείο της πόλης παίζει σημαντικό ρόλο στη συλλογική μνήμη των εφήβων και λειτουργεί και ως σημείο αναφοράς για την πόλη τους. Βέβαια, ο Λευκός Πύργος ως πρώτο στοιχείο εμφάνισης παρόλο που για τους εφήβους της πρώτης ηλικιακής ομάδας βρίσκεται στην πρώτη θέση, στη β’ ηλικιακή ομάδα δεν εμφανίζεται καθόλου. Η μεγάλη αυτή διαφορά στα δύο ποσά θα μπορούσε να οφείλεται στην αλλαγή της μνήμης των εφήβων καθώς μεγαλώνουν. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία νέοι, πιθανώς, να χρειάζονται λιγότερο τα χωρόσημα για τον προσανατολισμό τους απ’ ότι οι μικρότεροι. Την υψηλότερη θέση εμφάνισης ως δεύτερο στοιχείο στους νοητικούς χάρτες των εφήβων κατέχει το δέντρο και στις δύο ηλικιακές ομάδες. Επιπλέον, η ελάχιστη εμφάνιση των ειδικά σχεδιασμένων πράσινων δωματίων στο συγκεκριμένο πίνακα αποδεικνύει εν μέρει τη θεωρία του Moore σύμφωνα με την οποία τα παιδιά και οι νέοι προτιμούν τους λιγότερο διαμορφωμένους χώρους για παιχνίδι και χαλάρωση. Γι αυτό και σε πολύ σημαντική θέση βρίσκεται το παγκάκι και ο ποδηλατόδρομος, χώροι δράσης και ελευθερίας του εφήβου. Ανάμεσα στα δύο φύλα, η μόνη αισθητή διαφορά που παρατηρείται είναι το ποσοστό εμφάνισης ως πρώτο στοι-
8
Από τη θεωρία του Lynch για τα χωρόσημα βλ. παρ. 1.2.2
66
έρευνα π•αι•δίου
χείο των αθλητικών εγκαταστάσεων. Τα αγόρια σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό αναπαριστούν πρώτα τον αθλητισμό σε αντίθεση με τα κορίτσια αλλά σε γενικές γραμμές υπάρχει συμφωνία για τη θάλασσα και το δέντρο. Στον πίνακα Π3 (βλ. Πίνακας Π3: Τοπολογικά λάθη) η πρώτη σημαντική παρατήρηση που γίνεται είναι ότι το ποσοστό των εφήβων που καταφέρνει να αναπαραστήσει το δημόσιο χώρο χωρίς ιδιαίτερα τοπολογικά λάθη είναι και το μεγαλύτερο σε σχέση με τα υπόλοιπα αλλά είναι μόλις το 22%. Δηλαδή, σχεδόν, ο ένας στους τέσσερις είναι ικανός για σωστή τοπολογικά αναπαράσταση. Από την άλλη πλευρά, το 15% των εφήβων παρουσιάζει και τα τρία τοπολογικά λάθη. Σε αυτήν την κατηγορία ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί ο νοητικός χάρτης ενός κοριτσιού 14 ετών που αναπαριστά διάφορα στοιχεία του χώρου που θυμάται χωρίς καμία συγκεκριμένη θέση και χωρίς αναλογικά μεγέθη και παράλληλα προσθέτει και δικά της στοιχεία. Αμέσως επόμενη κατηγορία είναι αυτή των ανύπαρκτων στοιχείων. Το 12% των εφήβων, παρόλο που αναπαριστά σωστά τις αναλογίες και τις θέσεις των στοιχείων, εμφανίζει μη υπαρκτά στοιχεία στο δείγμα. Το συγκεκριμένο ποσοστό αναφέρεται στους νέους που συγχέουν τα στοιχεία του χώρου και προσθέτουν άλλα είτε μη ρεαλιστικά είτε στοιχεία που υπάρχουν σε άλλα μέρη της πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το σιντριβάνι που έχει τοποθετήσει ένα κορίτσι 13 ετών ακριβώς μπροστά από το Λευκό Πύργο. «Μα εκεί δεν έχει ένα σιντριβάνι;» ρωτά τη διπλανή της και, παρόλο που η απάντηση ήταν αρνητική,
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
67
συνεχίζει να το ζωγραφίζει σίγουρη για τη δική της άποψη. Στην εφηβική ηλικία δεν έχει ολοκληρωθεί η γνωστική ανάπτυξη του ατόμου γι’ αυτό και οι νέοι μπερδεύουν διάφορα στοιχεία. Τα λάθη τους δεν οφείλονται στις αναπαραστατικές τους ικανότητες. Το γεγονός αυτό που μπορεί να γίνει ορατό και στον πίνακα όπου το ποσοστό των εφήβων της πρώτης ηλικιακής ομάδας που αναπαριστά το χώρο χωρίς λάθη είναι μικρότερος από τον αντίστοιχο της δεύτερης ομάδας. Σύμφωνα με τη θεωρία της εξελικτικής ψυχολογίας, τα παιδιά όσο μεγαλώνουν αποκτούν πιο ρεαλιστική άποψη για το χώρο. Μία άλλη διάκριση που μπορεί να γίνει από τον πίνακα είναι η αλλαγή στους τομείς που κάνουν λάθη καθώς μεγαλώνουν. Στη δεύτερη ηλικιακή ομάδα δεν υπάρχει ούτε ένα δείγμα που να παρουσιάζει μόνον το τοπολογικό λάθος της θέσης. Επίσης, στην πρώτη ομάδα, τα περισσότερα λάθη εμφανίζονται στην κατηγορία που συνδυάζει τη θέση και την αναλογία. Δηλαδή, οι έφηβοι έχουν αντιληφθεί και θυμούνται ποια στοιχεία υπάρχουν αλλά δεν είναι σε θέση να τα αναπαραστήσουν στη σωστή μεταξύ τους απόσταση και σε σωστές σχετικές αναλογίες. Οι συνολικές παρατηρήσεις που προκύπτουν και από τους τρεις πίνακες είναι η πολύ σημαντική θέση του φυσικού περιβάλλοντος στις προτιμήσεις των εφήβων και η επιθυμία τους για ασφαλείς ποδηλατοδρόμους. Επιπλέον, το παγκάκι είναι εξίσου σημαντικό και απαραίτητο και οι ειδικά σχεδιασμένοι χώροι παιχνιδιού δεν τους είναι καθόλου απαραίτητοι, με μία μικρή εξαίρεση τους χώρους
68
έρευνα π•αι•δίου
για σκέιτ. Τέλος, σημειώνεται ότι πέρα από τις πρακτικές τους, οι έφηβοι ενδιαφέρονται και για άλλα στοιχεία όπως για παράδειγμα το υγρό στοιχείο της θάλασσας.
Σημειώσεις για τον Π1 και Π2:
Ως δάπεδο, όριο θεωρείται η αλλαγή του υλικού ενός δαπέδου, η οριοθέτηση μιας περιοχής ή η λεπτομέρεια στην απόδοση της υφής ενός υλικού.
Οι πλάκες με νερό αναφέρονται στα πέτρινα στοιχεία που βρίσκονται κατά μήκος της ξύλινης διαδρομής του νέου κομματιού της παραλίας.
Οι «ομπρέλες» είναι έργο τέχνης του Γιώργου Ζογγολόπουλου που βρίσκεται στο ίδιο ύψος με το εστιατόριο Μεζόν και τοποθετήθηκε το 1997.
Ο Μ. Αλέξανδρος είναι μία σύντομη περιγραφή του αγάλματος του Μεγάλου Αλεξάνδρου που βρίσκεται κοντά στο Βασιλικό θέατρο και θεωρείται από τα πιο πολυσύχναστα μέρη των εφήβων στο κέντρο της Θεσσαλονίκης.
Το τρενάκι αναφέρεται σε ένα τρένο μικρής κλίμακας που, κατά καιρούς, διασχίζει όλη τη νέα παραλία με επιβάτες συνήθως μικρά παιδιά με την οικογένειά τους.
Ως αθλητής θεωρείται οποιαδήποτε ανθρώπινη φιγούρα εμφανίζεται στο νοητικό χάρτη να αθλείται.
Με πορτοκαλί σημειώνονται οι μεγαλύτερες τιμές κάθε συνόλου.
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
Πίνακας Π1:Στοιχεία που αναπαρίστανται
69
70
έρευνα π•αι•δίου
Πίνακας Π2: Σειρά εμφάνισης των στοιχείων
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
Πίνακας Π3: Τοπολογικά λάθη
71
72
έρευνα π•αι•δίου
2.4.2. αντιληπτικές χωρικές ποιότητες της πλατείας ‘Παραμάνα’ της Θέρμης Οι παρατηρήσεις που γίνονται από τα πρώτα και γενικά ποσοστά για τα περιβάλλοντα στην περίπτωση της πλατείας της Θέρμης συνάδουν με αυτές της νέας παραλίας. Το δομημένο περιβάλλον προηγείται με μεγάλη διαφορά, 70%, και ακολουθεί το φυσικό με 25% και το κοινωνικό με μόλις 5%. Στην πραγματικότητα, στη συγκεκριμένη πλατεία είναι γεγονός ότι υπερτερεί το δομημένο σε σχέση με το φυσικό, αλλά το μικρό ποσοστό του κοινωνικού περιβάλλοντος δεν εξηγείται με τον ίδιο τρόπο. Τα ποσοστά αυτά δεν μεταβάλλονται πολύ ούτε μεταξύ των δύο φύλων ούτε μεταξύ των δύο ηλικιακών ομάδων. Στο δομημένο περιβάλλον, από το συνολικό ποσοστό (70%) το 45% αναφέρεται στις λειτουργίες του χώρου, το 15% στον αστικό εξοπλισμό και το υπόλοιπο 10% στα χωρόσημα της πλατείας. Το γεγονός αυτό, θα μπορούσε να οφείλεται στις πρακτικές των εφήβων οι οποίες συνδέονται με τις λειτουργίες του χώρου. Σημαντικό, παρόλα αυτά, δεδομένο αποτελεί το σχετικά μεγάλο ποσοστό στα χωρόσημα το οποίο αναφέρεται κυρίως στο μνημείο με τη μορφή στύλου στην κύρια είσοδο της πλατείας. Στον πίνακα Θ1 (βλ. Πίνακας Θ1: Αναπαριστώμενα στοιχεία) οι παρατηρήσεις των στοιχείων έχουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με τις αντίστοιχες για τη νέα παραλία. Στη Θέρμη την πρώτη θέση στην κατάταξη των εμφανιζόμενων στοιχείων κατέχουν οι ξύλινες επιφάνειες, δηλαδή οι επιφάνειες που καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο ποσοστό της
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
73
επιφάνειας της πλατείας (βλ. Δείγμα 14). Στη δεύτερη θέση έρχονται οι ειδικά σχεδιασμένες επιφάνειες για σκέιτ μαζί με το δέντρο. Αμέσως μετά, βρίσκεται το υγρό στοιχείο με τη μορφή πιδάκων νερού (βλ. Δείγμα 16, Δείγμα 17) και οι πράσινες επιφάνειες, δηλαδή οι φυτεμένες με χλοοτάπητα καμπύλες επιφάνειες. Παρόλο, λοιπόν, που το φυσικό περιβάλλον σε μορφή δέντρου, χλοοτάπητα ή νερού συνεχίζει να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις, υστερεί σε σχέση με τις εντυπωσιακές καμπύλες επιφάνειες που ρέουν στο χώρο (βλ. Δείγμα 15). Οι πρακτικές των εφήβων θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την υψηλή θέση των επιφανειών για σκέιτ, όμως, η πρώτη θέση των ξύλινων επιφανειών είναι πολύ πιθανό ότι οφείλεται στη θεωρία του Lacan για τον ‘κενό’ χώρο. Δηλαδή, το χώρο στον οποίο ο χρήστης είναι ικανός να εκφράσει τις επιθυμίες και τα συναισθήματα του. Η συνέχεια και η ροή του χώρου δίνουν στους εφήβους το αίσθημα της ελευθερίας, γεγονός που γίνεται αντιληπτό και από δικά τους σχόλια όπως «Σας εύχομαι να φτιάξετε κι εσείς τέτοιες πλατείες!». Ο ενθουσιασμός για το συγκεκριμένο έργο είναι πολύ μεγαλύτερος σε σχέση με τη νέα παραλία. Επιπλέον, η εκκλησία που βρίσκεται δίπλα στην πλατεία, και καδράρεται από αυτήν, αλλά και τα γύρω κτίρια, φαίνεται να μην επηρεάζουν πολύ την άποψη των εφήβων για την πλατεία. Σε αντίθεση με το «Μνημείο Γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού» με τη μορφή στύλου που παίζει πολύ σημαντικό ρόλο και κυρίως στα αγόρια.
74
έρευνα π•αι•δίου
Το αμφιθέατρο, που βρίσκεται στην πλατεία και φιλοξενεί τις περισσότερες χρήσεις, βρίσκεται στην 6η από τις 22 θέσεις κατάταξης των εμφανιζόμενων στοιχείων. Με το ίδιο ακριβώς ποσοστό εμφανίζεται και το παγκάκι με ίσα ποσοστά στην πρώτη και δεύτερη ηλικιακή ομάδα. Αμέσως μετά, στον πίνακα Θ2 (βλ. Πίνακας Θ2: Σειρά εμφάνισης των στοιχείων) μία από τις σημαντικότερες παρατηρήσεις αποτελεί η μεγάλη διαφορά εμφάνισης του δομημένου περιβάλλοντος σε σχέση με το φυσικό και το σχεδόν ανύπαρκτο κοινωνικό. Τα κατασκευαστικά στοιχεία, ο σχεδιασμός και οι στόχοι της πλατείας φαίνεται να ευχαριστούν τους χρήστες αυτής της ηλικίας, σε αντίθεση με τους ηλικιωμένους και τα μικρά παιδιά που οι μεγάλες καμπυλότητες καθιστούν αδύνατη τη χρήση της μεγαλύτερης επιφάνειας της πλατείας. Όμως, για τους εφήβους, το στοιχείο αυτό αποτελεί πλεονέκτημα. Νιώθουν ότι ο χώρος προορίζεται για τους ίδιους κι ότι καταφέρνει να καλύψει, εν μέρει τουλάχιστον, τις επιθυμίες τους. Επιπλέον, παρόλο που η πλατεία χαρακτηρίζεται από έναν περίπλοκο σχεδιασμό, για τους εφήβους είναι αρκετά εμφανής η διαφοροποίηση των λωρίδων ξύλου, πρασίνου και αυτών που προορίζονται για σκέιτ. Επίσης, η είσοδος στην πλατεία, ή αλλιώς η πύλη, σε συνδυασμό με το μνημείο σχηματίζουν μία πολύ ισχυρή εικόνα στη μνήμη των εφήβων η οποία αποτυπώνεται σε πολλά δείγματα νέων, που δεν βρίσκονταν καν στην ίδια τάξη κατά τη διάρκεια της αναπαραστατικής διαδικασίας (βλ. Δείγμα 18, Δείγμα 19).
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
75
Οι ξύλινες επιφάνειες συνεχίζουν να υπερτερούν, όπως και στον πρώτο πίνακα της Θέρμης, καθώς και το αμφιθέατρο. Η διαφορά ανάμεσα στους δύο πίνακες γίνεται κυρίως αντιληπτή στους πίδακες νερού οι οποίοι στον Θ1 δεν εμφανίζονται σε συχνό βαθμό αλλά σύμφωνα με τον Θ2 είναι σε 5 από τους 30 νοητικούς χάρτες το πρώτο στοιχείο που εμφανίζεται και σε 4 το δεύτερο. Οι αναλογίες για το δομημένο, το φυσικό και το κοινωνικό ισχύουν και στις δύο ηλικιακές ομάδες, χωρίς αξιοσημείωτες μεταβολές. Σε περίπου ίδιες αντιστοιχίες βρίσκονται και οι τιμές για τα δύο διαφορετικά φύλα. Οι παραπάνω παρατηρήσεις της γενικής ομοιογένειας των απόψεων και στις δύο ηλικιακές ομάδες και ταυτόχρονα και στα δύο φύλα θα μπορούσε να μαρτυρά την επιτυχία της συγκεκριμένης πλατείας ως χώρου ένταξης των εφήβων στη δημόσια ζωή. Τέλος, ο πίνακας Θ3 (βλ. Πίνακας Θ3: Τοπολογικά λάθη) μαρτυρά τις ίδιες σχεδόν παρατηρήσεις με τον αντίστοιχο για τη νέα παραλία, Π3. Το μεγαλύτερο ποσοστό φαίνεται και πάλι αυτό των εφήβων που δεν παρουσιάζουν τοπολογικά λάθη παρόλο που και πάλι δεν ξεπερνά το 30%. Στη δεύτερη θέση βρίσκεται και πάλι η ομάδα με το συνδυασμό της θέσης και της αναλογίας. Οι διαφορές που παρατηρούνται σχετίζονται κυρίως με το μικρότερο ποσοστό δειγμάτων με ανύπαρκτα στοιχεία. Μία υπόθεση που θα μπορούσε να γίνει στο σημείο αυτό είναι ότι ο περίπλοκος σχεδιασμός της νέας πλατείας της Θέρμης δεν επιτρέπει την ‘είσοδο’ παράταιρων στοιχείων
76
έρευνα π•αι•δίου
στους νοητικούς χάρτες. Οι έφηβοι έχουν αντιληφθεί την κεντρική ιδέα και σύνθεση της πλατείας, και παρόλο που δυσκολεύονται στην αναπαράσταση των σωστών αναλογιών και των σχετικών θέσεων των στοιχείων, δεν προσθέτουν άλλα αντικείμενα που παραπέμπουν σε διαφορετικού είδους σχεδιασμό. Το ποσοστό των δειγμάτων χωρίς λάθη και πάλι αυξάνεται όσο οι έφηβοι μεγαλώνουν. Επιπλέον, στη δεύτερη ηλικιακή ομάδα δεν υπάρχουν δείγματα στις ομάδες των ανύπαρκτων στοιχείων και των αναλογιών. Ίσως, αυτό οφείλεται στο ότι οι έφηβοι που ανέπτυξαν την αίσθηση του χώρου δεν έκαναν κανένα λάθος σε αντίθεση με αυτούς που δεν έχουν φτάσει σε αυτό το στάδιο ακόμη. Φαίνεται, δηλαδή, σαν να πρόκειται για συνολικά ‘λανθασμένη’ ή συνολικά ‘σωστή’ εικόνα της πραγματικότητας. Γενικότερα, η πλατεία ‘Παραμάνα’ της Θέρμης, η μοναδική πλατεία του οικισμού, εντυπωσιάζει τους εφήβους και καταφέρνει να τους κάνει να οικειοποιηθούν το χώρο. Η χρήση του skateboarding σε συνδυασμό με το σκαρφάλωμα στις ‘επικίνδυνες’ καμπύλες και το παιχνίδι με τους πίδακες νερού είναι οι βασικότερες δραστηριότητές τους στην πλατεία. Από την άλλη πλευρά, ο αποκλεισμός άλλων ομάδων χρηστών είναι προφανής, όπως, των ηλικιωμένων οι οποίοι δεν έχουν πολλές επιλογές για δραστηριότητες πέρα από τη βόλτα. Το γεγονός αυτό οφείλεται στον απαγορευτικό για αυτούς σχεδιασμό της πλατείας και στην έλλειψη χώρων που παρέχουν, ηχητική τουλάχιστον, προστασία.
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
77
Το θαρραλέο κι εντυπωσιακό σχεδιαστικό εγχείρημα των λωρίδων που ρέουν στο χώρο, ικανοποιούν τους περισσότερους χρήστες οπτικά (αισθητικά) παρά πρακτικά. Οι κλήσεις των καμπύλων αυτών ενδείκνυνται μόνο για μεγάλα παιδιά ή νέους και για χρήσεις όπως το ποδήλατο και το skateboarding. Το αμφιθέατρο μαζί με τα τέσσερα παγκάκια στον κεντρικό άξονα αποτελούν τις μόνες εναλλακτικές επιλογές ξεκούρασης οι οποίες όμως είναι εκτεθειμένες στο ‘περιβάλλον θορύβου’ που προκαλούν οι δράσεις των εφήβων. Ο αποκλεισμός της τρίτης ηλικίας είναι εμφανής, παρόλο που αποτελούσαν την κύρια ομάδα χρηστών πριν γίνουν τα έργα στη νέα πλατεία. Οι έφηβοι είναι οι νέοι χρήστες της πλατείας οι οποίοι φαίνεται να την έχουν οικειοποιηθεί πλήρως. Τέλος, η πλατεία ‘Παραμάνα’ έχει σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να καλύπτει πλήρως τις λειτουργικές ανάγκες του skateboarding. Οι καμπύλες με τις διαφορετικές κλήσεις και τα διαφορετικά υψόμετρα βοηθούν στα κόλπα και στη γρήγορη κίνηση. Βέβαια, σύμφωνα με τον Iain Borden, το skate είναι μία δημόσια δράση που ασκείται ελεύθερα σε όλη την πόλη, πάνω στον αστικό εξοπλισμό, στα πεζοδρόμια, στις πλατείες, έξω από κτίρια και πάνω σε μνημεία (Borden, 1996). Η ουσία της ίδιας της δραστηριότητας βρίσκεται στην ανακάλυψη νέων περιοχών και στην οικειοποίηση χώρων οι οποίοι προβλέπονταν για άλλες χρήσεις (πχ παγκάκια). Η ελεύθερη κίνηση και η εφευρετικότητα των ‘σκεϊτάδων’ περιορίζεται στα όρια της πλατείας καθησυχάζοντας την ορμή των εφήβων και ταυτόχρονα αποκλείοντας τα μικρά παιδιά και τους ηλικιωμένους.
78
έρευνα π•αι•δίου
Πίνακας Θ1: Αναπαριστώμενα στοιχεία
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
Πίνακας Θ2: Σειρά εμφάνισης των στοιχείων
79
80
έρευνα π•αι•δίου
Πίνακας Θ3: Τοπολογικά λάθη
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
81
3. συμπεράσματα Μετά από όλη την πορεία της ανάλυσης των δεδομένων της έρευνας εξάγονται τα παρακάτω συμπεράσματα. Πρώτο και κυριότερο, οι ομοιότητες ανάμεσα στις αντιληπτικές χωρικές ποιότητες της νέας παραλίας της Θεσσαλονίκης και της πλατείας ‘Παραμάνα’ της Θέρμης. Στην αναπαράσταση των δύο αυτών έργων από τους εφήβους κυριαρχεί κατά πολύ το δομημένο περιβάλλον σε σχέση με το φυσικό και το κοινωνικό. Βέβαια, στην πιο λεπτομερή ανάλυση του κάθε στοιχείου ξεχωριστά είναι εμφανής ο σημαντικότατος ρόλος του φυσικού στοιχείου. Στο δημόσιο χώρο, το φυσικό στοιχείο είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις. Η σωστή του ένταξη στο σχεδιασμό και η επιβίωσή του στις δύσκολες συνθήκες της πόλης είναι κάποια από τα προβλήματα. Βλέποντας με τα μάτια των εφήβων, παρατηρούμε πόσο σημαντική θεωρούν την ύπαρξή του. Παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων χώρων της πόλης είναι δομημένο, ελπίζουν σε μία πιο πράσινη εκδοχή της. Η επιθυμία τους για περισσότερο φυσικό περιβάλλον στην πόλη γίνεται αντιληπτή και από τα σχόλια τους «Το γκρι δεν μου αρέσει, προτιμώ το πράσινο!» αλλά και από την υποσυνείδητη αναπαράστασή του σαν πρώτο στοιχείο είτε το έργο είναι η τεράστια νέα παραλία είτε η μικρή πλατεία της Θέρμης. Επιπλέον, συμπεραίνουμε ότι το υγρό στοιχείο εγγίζει, είτε πρόκειται για τη συνεχή και ζωντανή μορφή της θάλασσας είτε για την τεχνητή και μικρής έκτασης μορφή των πιδάκων νερού στη Θέρμη. Ο ήχος και η αίσθηση του
82
έρευνα π•αι•δίου
νερού επηρεάζουν την άποψη των εφήβων είτε είναι αγόρια είτε κορίτσια, είτε είναι μεγάλοι ή μικρότεροι σε ηλικία. Η ανάπτυξη της αντιληπτικής τους ικανότητας είναι, επίσης, έκδηλη και σε αυτό το μικρό διάστημα των δύο ή τριών ετών. Η απομάκρυνσή τους από το μοντέλο -ήλιος, σύννεφα, σπιτάκια, ανθρωπάκια- είναι εμφανής και η παράλληλη απόδειξη της όλο και πιο ‘ρεαλιστικής’ ματιάς της πραγματικότητας, επίσης. Η αίσθηση της προοπτικής, των αναλογιών και ο προσανατολισμός εξελίσσονται ακόμη και στην εφηβεία, κι αυτό φαίνεται. Ακόμη περισσότερο στην πλατεία της Θέρμης, κυρίως λόγω του μικρότερου μεγέθους της, όπου στην ηλικία των 15 ετών φαίνεται να την έχουν κατανοήσει πλήρως. Επίσης, μία άλλη ομοιότητα των δύο έργων αποτελούν οι αντιληπτικές και χωρικές ποιότητες που αποτυπώνουν τα δύο φύλα. Η ‘γυναικεία ευαισθησία’ σε σχέση με την ‘ανδρική δράση και ένταση’ φαίνεται και στις δύο περιπτώσεις και ακόμη περισσότερο στην πλατεία της Θέρμης όπου σχεδόν όλα τα αγόρια αποτυπώνουν το μνημείο-στύλο μεγάλο και στο κέντρο του νοητικού χάρτη (φαλλική μορφή) σε αντίθεση με τα περισσότερα κορίτσια που δίνουν μεγαλύτερη βαρύτητα στο καμπύλο αμφιθέατρο. Οι παρατηρήσεις αυτές γίνονται εντονότερες όσο οι έφηβοι μεγαλώνουν και πλησιάζουν στην ενηλικίωση (βλ. Δείγμα 21, Δείγμα 23 και Δείγμα 22). Το τελευταίο κοινό στοιχείο στους δύο αυτούς χώρους είναι η πολύ σημαντική θέση του ξύλου. Οι υφές του δημόσιου χώρου και τα υλικά δεν αφήνουν ανεπηρέαστους τους
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
83
εφήβους. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το ξύλο είτε σχηματίζει εντυπωσιακές και μεγάλες καμπύλες είτε πρόκειται για έναν απλό και συνεχή διάδρομο για βόλτα παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο στην αντίληψή τους. Η θετική τους εικόνα για τους χώρους που περιέχουν ξύλο φαίνεται και στους δύο τόσο διαφορετικούς σχεδιαστικά χώρους. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και πολύ αισθητές διαφορές ανάμεσα στους δύο δημόσιους υπαίθριους χώρους. Το δέντρο και η θάλασσα της νέας παραλίας δίνουν τη θέση τους στις ξύλινες επιφάνειες της Θέρμης και αντίστοιχα το παγκάκι στις επιφάνειες για σκέιτ. Οι πρακτικές των εφήβων εκφράζονται εξ’ ολοκλήρου στην πλατεία της Θέρμης. Δεν έχουν σχεδόν κανένα ‘παράπονο’. Οι περισσότεροι εμφανίζουν όλα τα στοιχεία της πλατείας και στη δυνατόν πιο ρεαλιστική, δική τους, άποψη. Το μικρό της μέγεθος σε συνδυασμό με το δυναμικό σχεδιασμό της ικανοποιεί τους νέους οι οποίοι το εκφράζουν και συνειδητά και υποσυνείδητα (μέσω του νοητικού χάρτη). Το νεότερο κομμάτι της νέας παραλίας (από το Μέγαρο Μουσικής μέχρι και τον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο), επίσης, καταφέρνει να συγκινήσει τους νέους λόγω των υλικών προτιμήσεων και κυρίως του φυσικού στοιχείου και του ποδηλατοδρόμου. Η εν μέρει ‘αποτυχία’ έγκειται στα πράσινα ‘δωμάτια’ τα οποίο αφήνουν τους εφήβους, μάλλον, αδιάφορους. Μεταξύ των δύο χώρων η πλατεία ‘Παραμάνα’ φαίνεται να υπερτερεί σε σχέση με τη νέα παραλία. Καταφέρνει να συγκινήσει τους εφήβους με όλα της τα στοιχεία και τους καθιστά καθημερινούς της χρήστες. Επιπλέον, τους βοηθά
84
έρευνα π•αι•δίου
στην ανάπτυξη της αντιληπτικής τους ικανότητας και τους εισάγει στην κοινωνία ως ισότιμα μέλη. Βέβαια, στο σημείο αυτό θα πρέπει να προστεθεί ότι δε συμβαίνει το ίδιο για τα μικρότερα παιδιά και τους ηλικιωμένους λόγω της δύσκολης πρόσβασης στο μεγαλύτερο μέρος της πλατείας, όπως προαναφέρθηκε και στην ανάλυση των νοητικών χαρτών. Ο δυναμικός σχεδιασμός της πλατείας παραπέμπει στον ‘κενό’ χώρο του Λακάν και προσφέρεται για ελεύθερη έκφραση της φαντασίας και δράση. Οι τρόποι οικειοποίησης του δημόσιου χώρου σχετίζονται με τις δράσεις των χρηστών, κι όσο αυτές μεταβάλλονται θα αλλάζουν κι οι μορφές του δημόσιου χώρου. Οι ‘σκεϊτάδες’ οικειοποιούνται την πόλη ανακαλύπτοντας κάθε γωνία και κάθε καμπύλη της. Όταν, στα μέσα της δεκαετίας του 1970 είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά το skateboarding ως δημόσια δράση κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει τη δημιουργία χώρων με καμπύλες μεγάλης κλίσης σε πλατείες και πάρκα. Ο προσχεδιασμένος, όμως, χώρος για σκέιτ, όπως η πλατεία της Θέρμης, δημιουργεί μία αντίφαση. Από τη μία πλευρά η ελεύθερη δράση φαίνεται να αποκτά όρια κι από την άλλη πλευρά το ελεύθερο της δραστηριότητας να αποκλείει, ουσιαστικά, τις άλλες χρήσεις. Η ίδια η δραστηριότητα επιβάλλεται στο χρήστη. Ποια είναι, τελικά, η ευελιξία του συγκεκριμένου χώρου; Πότε κρίνεται ως επιτυχής; Όταν εφαρμόζονται οι προβλεπόμενες χρήσεις ή όταν προτρέπει τη δημιουργία νέων δημόσιων δράσεων;
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
85
4. επίλογος Σύμφωνα με τις θεωρίες της ψυχολογίας, ως αντίληψη ορίζεται η σύνθετη ψυχολογική διαδικασία με την οποία το άτομο αναλύει τα χαρακτηριστικά ενός ερεθίσματος, τα συνθέτει και τα συσχετίζει με τις προηγούμενες εμπειρίες του, με σκοπό να ερμηνεύσει τα μηνύματα του εξωτερικού κόσμου. Η αντίληψη, ως κατεξοχήν γνωστική λειτουργία, επηρεάζεται τόσο από τους εσωτερικούς παράγοντες του ίδιου του ατόμου όσο και από τους εξωτερικούς περιβαλλοντικούς. Συνεπώς, το κάθε άτομο δέχεται ένα σύνολο ερεθισμάτων από τα οποία, όμως, αντιλαμβάνεται μόνο εκείνα που επιθυμεί (Καλούρη - Αντωνοπούλου, 2001). Από την πλευρά της φιλοσοφίας, ως πραγματικότητα ορίζεται η κατάσταση των πραγμάτων, όπως αυτά συμβαίνουν και όχι όπως θα μπορούσαν να συμβαίνουν (δυνατότητα). Στην πιο διευρυμένη του έννοια, ο όρος πραγματικότητα, περιλαμβάνει όλα όσα υπάρχουν, είτε αυτά είναι παρατηρήσιμα είτε όχι. Μέσα στο συγκεκριμένο όρο, ενυπάρχει και αυτός της φαινομενολογικής πραγματικότητας η οποία, με τη σειρά της, ορίζεται ως η αντίληψη του κόσμου από ένα και μόνο άτομο. Η φόρμα αυτή της πραγματικότητας βασίζεται καθαρά στο πως αντιλαμβάνεται κάθε άτομο το περιβάλλον του, από τα πολύ απλά πράγματα, όπως σχήματα και χρώματα, μέχρι και πολύ πιο σύνθετες έννοιες. Οι φαινομενολογικές πραγματικότητες πολλών ανθρώπων μπορούν να μοιάζουν, να συμπίπτουν ή να είναι εντελώς διαφορετικές.
86
έρευνα π•αι•δίου
Όταν δύο ή περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούν στην αντίληψη ενός φαινομένου, τότε συντίθεται μια κοινή σύμβαση για το φαινόμενο και την αίσθηση που δημιουργεί. Όταν αυτό συμβαίνει για ένα μεγάλο σύνολο ανθρώπων, τότε αναπτύσσεται η έννοια της αλήθειας, δηλαδή η κοινή σύμβαση ότι ένα φαινόμενο το αντιλαμβάνονται ‘όλοι’ όμοια. Από αυτή τη σκοπιά, καταλήγουμε στο ότι η αντίληψη της πραγματικότητας δεν υφίσταται. Η αντίληψη του καθενός της δικής του πραγματικότητας είναι αυτό που συμβαίνει και υπάρχει. Όλες οι πραγματικότητες μαζί συνθέτουν την αλήθεια η οποία, όμως, δεν είναι και ούτε μπορεί να γίνει γνωστή σε κανέναν αυτούσια. Οι νοητικοί χάρτες μπορούν να μας δώσουν μία ιδέα της αντίληψης του ατόμου για τη δική του πραγματικότητα. Κι αν προσπαθήσουμε να ‘δούμε’ με τα μάτια του, ίσως καταφέρουμε να γεφυρώσουμε το χάσμα ανάμεσα στις πραγματικότητες. Να επικοινωνήσουμε, να μοιραστούμε, να συν-κατοικήσουμε.
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
87
5. βιβλιογραφία
Borden, I. 1996. Beneath the pavement, the beach: skateboarding, architecture and the urban realm. [συγγρ. βιβλίου] Kerr Joe, Pivaro Alicia, Rendell Jane Borden Iain. Strangely Familiar. New York, London : Routledge, 1996.
Dylan, Ε. 2005. Εισαγωγικό Λεξικό της Λακανικής Ψυχανάλυσης. Αθήνα : Ελληνικά Γράμματα, 2005.
Hendrix, J. 2008. Architecture and Psychoanalysis, Peter Eisenman and Jacques Lacan. New York : Peter Lang Publishing, 2008. 75-105, 171-211.
Jacobs, J. 1961. The Death and life of Great American Cities. New York : Vintage, 1961.
Kay C. Wood, Harlan Smith, Daurice Grossniklaus. http://www.colorado.edu/journals/cye/index_issues.htm. From Emerging Perspectives on Learning, Teaching and Technology: Piaget's stages of cognitive development. [Ηλεκτρονικό]
King, D. 1995. Doing their Share to Save the Planet. Children and Environmental Crisis. New Jersey : Rutgers University Press, 1995.
Krier, R. 1991. Urban Space. London : Academy Editions, 1991.
Lacan, J. 2001. Autres écrits. Paris : Seuil, 2001.
Lacan, J. 1980. De la Psychose paranoiaque dans ses rapports avec la personnalité. Paris : Seuil, 1980.
Lacan, J. 1966. Écrits. Paris : Seuil; Champ Freudien edition, 1966.
Lewis, D. & Greene, J. 1983. Your Child's Drawings ... their hidden meaning. London : Hutchinson, 1983.
Lynch, K. 1977. Growing up in Cities. Massachussets : The M.I.T. Press, 1977.
88
έρευνα π•αι•δίου
Lynch, K. 1960. The image of the city. Massachussets : The M.I.T. Press, 1960.
Moore, G. 1978. Growing up in cities: Kevin Lynch's studies of the spatial environment of adolescents in Cracow, Melbourne, Mexico City, Salta, Toluca and Warszawa. American Institute of Architects Journal. 1978, Τόμ. 67, 12.
Moore, G. 1971. Jean Piaget: Science of education and the Psychology of the Child. Journal of Architectural Education. 1971, Τόμ. 25, 4.
Moore, G. 1984. Rethinking spaces for children's play. Sydney : Place, 1984.
Moore, G. The University of Sydney. [Ηλεκτρονικό] http://sydney.edu.au/architecture/staff/homepage/gtmoore .shtml.
Mumford, L. 1961. The City in History. London : Secker and Warburg, 1961.
Piaget. 1955. The Construction of Reality in the Child. London : Routledge and Kegan Paul LTD, 1955.
Piaget, J. 1928. Judgment and Reasoning in the Child. London : Kegan Paul, 1928.
Piaget, J. 1951. Play, dreams, and imagination in childhood. New York : Norton, 1951.
Symbols, Ideas and Living Values in Art of Young People: painting their free time. Χριστοδούλου. 2010. Θεσσαλονίκη : s.n., 2010.
Ανδρικοπούλου, Γιαννάκου, Καυκαλάς, Πιτσιάβα. 2007. Πόλη και πολεοδομικές πρακτικές. Αθήνα : Κριτική ΑΕ, 2007.
Ανθούλιας. 1999. Ζαν Πιαζέ: ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ. Αθήνα : Λιβάνη, 1999.
Δανιήλ, Μ. 2007. Δημόσιος χώρος και δημόσια ζωή στη σύγχρονη πόλη. Κοινωνικοψυχολογική προσέγγιση του
ΚΑΙ
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
89
εμπορικού πολυλειτουργικού κέντρου στην Ελλάδα. Θεσσαλονίκη : Διδακτορική Διατριβή Α.Π.Θ., 2007. 50-123.
Καλούρη - Αντωνοπούλου, Ρ. 2001. Γενική Ψυχολογία, Παιδαγωγική Ψυχολογία. Αθήνα : ΕΛΛΗΝ, 2001. 93.
Παρακευόπουλος, Ι. 1990. Εξελικτική ψυχολογία Τόμος 4. Εφηβική ηλικία. Αθήνα : ιδιωτική έκδοση, 1990.
Πατέσκος, Κ. 1993. Ο σχεδιασμός της πλατείας και η αρχιτεκτονική της πόλης. 1993.
Σάββα, Γ. 2010. Dimensions of Loneliness expressed in children's drawing: An exploratory study. Θεσσαλονίκη : Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 2010.
Σημαιοφορίδης, Γ. 2005. Διελεύσεις. Αθήνα : Metapolis Press, 2005.
Τσιγαρίδα, Κ. 2006. http://www.tsigarida.gr/. http://www.tsigarida.gr/greek/PROJECTS/21LEFKOSn.htm. [Ηλεκτρονικό] 2006.
Τσουκαλά. 2006. Παιδική αστική εντοπία. Αθήνα : τυπωθήτω, 2006.
Τσουκαλά, Κ. 2010. Lacan και Vygotsky. Ο 'κενός' και ο 'διαλογικός' χώρος. Μετανεωτερικέ επόψεις. Θεσσαλονίκη : Επίκεντρο, 2010.
90
έρευνα π•αι•δίου
6. παράρτημα εικόνων δειγμάτων Οι εικόνες που ακολουθούν είναι φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο και δίνουν μία γενική ιδέα για τους δύο δημόσιους υπαίθριους χώρους που εξετάζονται, τη νέα παραλία της Θεσσαλονίκης και τη πλατεία ‘Παραμάνα’ της Θέρμης. Τα δείγματα είναι οι νοητικοί χάρτες εφήβων ηλικίας 13 έως 17 ετών που έγιναν κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης έρευνας και είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα (όχι το σύνολο όλων των δειγμάτων). Ο κωδικός του κάθε δείγματος αναφέρεται πρώτα στο φύλο του εφήβου με Α για τα αγόρια και Κ για τα κορίτσια, έπειτα, στην ηλικιακή του ομάδα α’ ή β’, στον αναπαριστώμενο χώρο(Θ ή Π) και τέλος στον αριθμό του δείγματος. Για παράδειγμα ο τίτλος ΚαΠ12 πρόκειται για το νοητικό χάρτη ενός κοριτσιού ηλικίας 13-14 ετών που αναπαριστά τη νέα παραλία. Ο βοηθητικός τίτλος του κάθε δείγματος αναφέρεται στο χαρακτηρισμό που γίνεται για το συγκεκριμένο δείγμα στο κείμενο της έρευνας.
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
91
Εικόνα 1: οι τρεις βασικές ‘λωρίδες’ του πρώτου κομματιού της νέας παραλίας
Εικόνα 2: οπτική προς το Μέγαρο Μουσικής
92
έρευνα π•αι•δίου
Εικόνα 4: ο ιστιοπλοϊκός όμιλος και το όριο
Εικόνα 3: το δεύτερο κομμάτι της νέας παραλίας
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
Εικόνα 5: οι ‘Ομπρέλες’ στο δεύτερο κομμάτι
Εικόνα 6: Η στροφή- καμπύλη, το φεστιβάλ βιβλίου και το άγαλμα του Μέγα Αλέξανδρου
93
94
έρευνα π•αι•δίου
Εικόνα 7: το 3ο κομμάτι, η νέα πλατεία του Λευκού Πύργου
Εικόνα 8: η πλατεία από το www.bing.com/maps/
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
Εικόνα 10: η πλατεία ‘Παραμάνα’ της Θέρμης
Εικόνα 9: λωρίδες ξύλου και λωρίδες για σκέιτ
95
96
έρευνα π•αι•δίου
Εικόνα 11: το μνημείο - στύλος στην κεντρική είσοδο
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
Εικόνα 12: η πύλη στην κεντρική είσοδο της πλατείας
97
98
έρευνα π•αι•δίου
Εικόνα 13: γενική άποψη από τα αρχεία του διαγωνισμού
Εικόνα 14: λεπτομέρεια φωτισμού
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
Δείγμα 1: περίπτωση χωρίς λάθη (ΑαΠ4)
99
100
έρευνα π•αι•δίου
Δείγμα 2: περίπτωση θέσης (ΑβΘ7)
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
Δείγμα 3: περίπτωση αναλογίας (ΑαΠ3)
101
102
έρευνα π•αι•δίου
Δείγμα 4: περίπτωση ανύπαρκτων στοιχείων (ΚβΠ1)
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
Δείγμα 5: περίπτωση θέσης και αναλογίας (ΑαΠ11)
103
104
έρευνα π•αι•δίου
Δείγμα 6: περίπτωση θέσης και ανύπαρκτων στοιχείων (ΚβΠ3)
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
105
Δείγμα 7: περίπτωση αναλογία και ανύπαρκτων στοιχείων (ΚβΠ7)
106
έρευνα π•αι•δίου
Δείγμα 8: περίπτωση θέσης και αναλογίας και ανύπαρκτων στοιχείων (ΚαΠ2)
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
107
Δείγμα 9: αναπαράσταση δέντρων χωρίς θάλασσα (ΚαΠ8)
108
έρευνα π•αι•δίου
Δείγμα 10: η δύση εισέρχεται στο τοπίο της παραλίας (ΚαΠ18)
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
109
Δείγμα 11: ποδηλατόδρομος και πολλοί ποδηλάτες (ΑαΠ12)
110
έρευνα π•αι•δίου
Δείγμα 12: το παγκάκι και το φλερτ στην εφηβεία (ΚαΠ6)
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
Δείγμα 13: παγκάκι, ποδήλατο, δέντρο και φλερτ (ΚαΠ3)
111
112
έρευνα π•αι•δίου
Δείγμα 14: χρώματα και επιφάνειες στη Θέρμη (ΑαΘ2)
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
Δείγμα 15: η ξύλινη επιφάνεια (ΑαΘ7)
113
114
έρευνα π•αι•δίου
Δείγμα 16: το νερό στην πλατεία της Θέρμης (ΚαΘ12)
Δείγμα 17: οι πίδακες νερού στην πλατεία ‘Παραμάνα’ (ΚαΘ12)
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
Δείγμα 18: η πύλη και το μνημείο (ΚαΘ1)
Δείγμα 19: η πύλη και το μνημείο (ΑαΘ6)
115
116
έρευνα π•αι•δίου
Δείγμα 20: το αμφιθέατρο στη Θέρμη (ΚαΘ9)
πώς αντιλαμβάνονται οι έφηβοι το δημόσιο χώρο;
117
Δείγμα 21: το μνημείο-στύλος, ‘αρσενική’ οπτική (ΑαΘ9)
118
έρευνα π•αι•δίου
Δείγμα 23: το μνημείο-στύλος, ‘θηλυκή’ οπτική (ΚαΘ3)
Δείγμα 22: το μνημείο-στύλος, ‘αρσενική’ οπτική (ΑαΘ8)