ΑΦΗΓΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΚΑΛΥΠΤΟΥ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 9 Ο ΜΥΘΟΣ/Η ΠΛΟΚΗ 15 Ο ΗΡΩΑΣ 51 ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ 73 Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ή αντί επιλόγου
89
Σημείωση: Η μετάφραση στην ελληνική από την αγγλική των αποσπασμάτων των ξενόγλωσσων κειμένων της βιβλιογραφίας έγινε από τον γράφοντα σύμφωνα με τις εκδόσεις που αναφέρονται στις παραπομπές. Στις παραπομπές θα παρατίθεται και το προτότυπο ή το αγγλικό κείμενο από το οποίο έγινε η μετάφραση.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ένα γεγονός αποτελεί ένα συμβάν, μία πράξη, μία δραστηριότητα, μία δράση, μία στιγμιαία σχέση ανάμεσα σε αντικείμενα, ανάμεσα στο ή στα υποκείμενα που υποκίνησαν την πραγματοποίησή του και στο ή στα αντικείμενα αυτής της πραγματοποίησης· λέμε: «έγινε το τάδε», «πραγματοποιήθηκε το τάδε», «ο τάδε έκανε το δείνα», «ο τάδε υποκίνησε το δείνα», «πραγματοποιήθηκε το τάδε ανάμεσα στους δείνα», «έγινε το χ πράγμα όταν ο α έκανε το β» κ.ο.κ. Σχέσεις αιτίου – αιτιατού, αμφίρροπης αλληλεπίδρασης, αναγκαιότητας – τυχαίου και ελευθερίας, χρονικές σχέσεις, χωρικές σχέσεις, σχέσεις μεταξύ άλλων γεγονότων, σχέσεις μεταξύ προσώπων, σχέσεις μεταξύ αντικειμένων, σχέσεις μεταξύ γεγονότων και προσώπων, προσώπων και αντικειμένων, αντικειμένων και γεγονότων, αποτελούν τον τεράστιο πλούτο που περικλείει η αλήθεια ενός γεγονότος: η ουσία του. Αναλύοντας συντακτικά και γραμματικά (δηλαδή φιλολογικά) τις παραπάνω προτάσεις προκύπτουν έννοιες όπως «υποκείμενο», «αντικείμενο», «κατηγόρημα», «ουσιαστικό», «ρήμα» κλπ. Στα πλαίσια μίας τέτοιας προσέγγισης τα συστατικά τους μέρη δεν φεύγουν από μία αφαιρετική διάσταση, χρήσιμη μόνο για την κατανόηση της δομής της γλώσσας και του τρόπου
13
14
σκέψης μας. Αντίστοιχα, στα πλαίσια μίας προσέγγισης από θετικοεπιστημονική πλευρά (ή ακόμα και υπό το πρίσμα των ανθρωπιστικών σπουδών), αν και αποκαθίστανται (σε έναν βαθμό) οι σχέσεις μεταξύ τους και ο τρόπος με τον οποίο γίνεται πραγματικότητα το περιεχόμενό τους, εντούτοις, αποκτούν την ιδιότητα του «αντικειμένου». Για να ενταχθούν, όμως, τέτοιες έννοιες σε ένα καθεστώς πραγματικότητας, στη συγκεκριμένη πραγματική ζωή των ίδιων και του περιεχομένου τους, πρέπει να αποσπαστούν από το στυγνό πλαίσιο της αμιγούς γλωσσικής ανάλυσης, του θετικισμού και της «καθαρής» επιστημολογίας: τα σημαίνοντά τους πρέπει να αποκτήσουν πραγματικό ρόλο στη διαμόρφωση του περιεχομένου τους. Το μέσο για αυτή τη μεταφορά θα αποτελέσει η λογοτεχνία: το νέο αυτό περιεχόμενο που θέλω να προσδώσω στο προς εξέταση αντικείμενο αναδύεται μέσω μίας άλλης κατασκευής της μορφής παρουσίασής του. Πρόκειται για την αποκατάσταση της σχέσης ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο, όπου επιλέγεται η καταλληλότερη μορφή για να αποδώσει ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Μιλάω για τη συγκρότηση μίας εκδοχής της αλήθειας του θέματός μου, εκείνης όπου το θέμα προσεγγίζεται, αναλύεται και παρουσιάζεται ως μία λογοτεχνική κατασκευή. Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν αφήνω τελείως στην άκρη την «καθαρή» επιστήμη, παρά η χρησιμοποίησή της γίνεται με στόχο την ανακάλυψη της αντικειμενικότητας βάσει της οποίας θα μπορεί να στηθεί μία λογοτεχνική κατασκευή. Η παρούσα εργασία έχει τίτλο «Αφηγήσεις του Ακαλύπτου» και, όπως γίνεται κατανοητό, ασχολείται με τον ακάλυπτο χώρο των οικοδομικών τετραγώνων των πόλεων. Φυσικά, το αντικείμενο της δεν αποτελεί η πρακτική δημιουργία ενός ακαλύπτου, παρά η χρήση της επιστημονικής και καλλιτεχνικής κατακτηθείσας αλήθειας και η δημιουργία ενός θεωρητικού πλαισίου για μία ευρεία
και εποικοδομητική προσέγγιση του ακαλύπτου. Σε αυτά τα πλαίσια, ο ακάλυπτος χώρος των οικοδομικών τετραγώνων αντιμετωπίζεται ως ένα συμβάν, τα στοιχεία που τον απαρτίζουν ως δρώντα υποκείμενα, και το περιεχόμενο του ως αποτέλεσμα της συνειδητής και ασύνειδης δράσης αυτών. Στην προσπάθεια σύνθεσης του αντικειμενικού πλαισίου της λογοτεχνικής παρουσίασης αντλώ από την επιστήμη του αστικού χώρου του Rob Krier, την ανθρωπολογία του Marc Augé και τη σκέψη του Henri Lefebvre. Το υπόβαθρο της λογοτεχνικής παρουσίασης που διατρέχει και καθορίζει ολόκληρη την ανάλυση (και ταυτόχρονα το μέσο για την πραγματοποίησή της) αποτελεί η θεωρία της λογοτεχνίας του Mikhail Bakthin. Επιχειρείται μία ανάγνωση του ακάλυπτου χώρου των οικοδομικών τετραγώνων. Η ανάγνωση αυτή γίνεται μέσω της καταγραφής των ανθρωπολογικών του χαρακτηριστικών, όπως αυτά πραγματοποιούνται στις χρήσεις και στις λειτουργίες του, στη λογική μίας νέας τυπολογικής συγκρότησής του, μέσω μίας αντιστροφής, αυτή της κατανόησής του ως το κύριο συμβάν του αστικού ιστού. Επιχειρείται μία αφήγηση του ύφους και του χαρακτήρα του ακάλυπτου χώρου ως ένα λογοτεχνικό συμβάν. Από τη στιγμή που μιλάμε για την αποτύπωση, την ανάγνωση και την αφήγηση ενός γεγονότος/συμβάντος, ζητήματα είναι: από τη μία μεριά, το υποκείμενο/ τα υποκείμενα που δρουν στα πλαίσια αυτού του γεγονότος, και , από την άλλη, το υπόβαθρο μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση τους, δηλαδή, το ίδιο το γεγονός/συμβάν. Επειδή, ακριβώς, το θέμα τίθεται από λογοτεχνικής άποψης, το υποκείμενο λαμβάνει χαρακτηριστικά «ήρωα» και το γεγονός/συμβάν χαρακτηριστικά «μύθου» και «πλοκής».
15
Ο ΜΥΘΟΣ/Η ΠΛΟΚΗ
Ο «μύθος» και η «πλοκή» σε κάθε λογοτεχνικό έργο είναι πάντα χωρο-χρονικά προσδιορισμένος: διαδραματίζεται σε συγκεκριμένο χώρο και κατά τη διάρκεια κάποιου συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Ο ίδιος αυτός ο χώρος αφήνει το αποτύπωμά του στο «μύθο» και στην «πλοκή», μιας και ενέχει συγκεκριμένες οικονομικές, κοινωνικές, πολιτισμικές και άλλες συνδηλώσεις: το έργο λαμβάνει χώρα σε μία συγκεκριμένη χώρα ή σε μία συγκεκριμένη περιοχή ή σε διάφορες χώρες και περιοχές, που πάντα έχουν σημασία για τα χαρακτηριστικά που θα παρουσιαστούν και για τις ιδιαιτερότητες που θα ξεχωρίσουν το προκείμενο έργο από άλλα. Αντίστοιχα λειτουργεί και ο χρόνος, ο οποίος με τη σειρά του προσθέτει ακόμα περισσότερα χαρακτηριστικά στο «μύθο», κάνοντας πιο συγκεκριμένες τις συνδηλώσεις του χώρου: ο χώρος αποκτά κάθε φορά άλλη σημασία αναφορικά με την εποχή στην οποία κατοικεί. Ο χώρος και ο χρόνος είναι εγγενή χαρακτηριστικά του «μύθου»: ακόμα και αν το έργο πραγματεύεται θέματα που προσανατολίζονται προς κάποια α-χρονική αιωνιότητα, με την πλατωνική σημασία του όρου (κάτι που όντως συμβαίνει, καθώς τα θέματα των μεγάλων έργων της λογοτεχνίας δεν αφορούν απλά και μόνο τον εμπειρικό
19
20
χρόνο), εντούτοις ο ίδιος ο «μύθος» δεν μπορεί να είναι ά-τοπος και ά-χρονος και αντίστοιχα η «πλοκή» αφορά την εμπειρική πραγματικότητα. Στην περίπτωσή μας, ο χωρικός προσδιορισμός του «μύθου» είναι εκείνος του ακάλυπτου χώρου των οικοδομικών τετραγώνων, και ο χρονικός εκείνος της ιστορίας, δηλαδή, της αλληλουχίας Στιγμών που σαν αποτέλεσμα είχαν την εμφάνισή του. Για τη συνέχεια της ανάλυσης, λοιπόν, ο «μύθος» αυτός πρέπει να οριστεί. Το παρόν κεφάλαιο αναδεικνύει τα στοιχεία εκείνα του ακάλυπτου χώρου των οικοδομικών τετραγώνων που είναι συναφή με τα λογοτεχνικά ζητήματα του «μύθου» και της «πλοκής», όπου θα παρουσιαστούν στοιχεία που, αργότερα, θα χάσουν, σε ένα βαθμό, την αντικειμενική και «καθαρή» επιστημονική τους υπόσταση και θα αποκτήσουν πλήρη λογοτεχνική σημασία. Έχοντας αυτά υπόψη αντιλαμβανόμαστε ότι πρέπει να αποδοθούν τυπολογικά χαρακτηριστικά στο «μύθο» και στην «πλοκή», δηλαδή στον ακάλυπτο. Το παρόν κεφάλαιο ασχολείται με την τυπολογική συγκρότηση του ακαλύπτου χώρου. Τα τυπολογικά χαρακτηριστικά ενός χώρου απαρτίζονται από τα όριά του, δηλαδή τη μορφολογία του, και από τη λειτουργία του, τον τρόπο χρήσης του. Η απάντηση σε ερωτήματα όπως «πού αρχίζει και πού τελειώνει ο χώρος», «ποιο είναι το μέσα και ποιό το έξω» προσδιορίζει αυτά τα όρια. Από τη μία, αυτά έχουν αμιγώς γεωμετρικές συνδηλώσεις, είναι μορφικοί προσδιορισμοί, αλλά, από την άλλη, έχουν και αντίστοιχες ανθρωπολογικές, είναι, δηλαδή, και προσδιορισμοί περιεχομένου, καθώς, η υπόθεση που θέλω να προωθήσω με την παρούσα εργασία είναι ότι ο χώρος παράγεται μέσω της χρήσης του. Σε αυτό το ζήτημα θα επανέλθω παρακάτω. Ξεκινάω παρουσιάζοντας την εκδοχή που αναφέρεται στη τυπολογία ως αμιγώς γεωμετρικό προσδιορισμό και, στη συνέχεια, αναιρώ αυτή την εκδοχή προσδίνοντας ανθρωπολογικό περιεχόμενο
στη γεωμετρία. Στα πλαίσια αυτής της τυπολογικής συγκρότησης επιχειρώ να αναδείξω τα χαρακτηριστικά του ακάλυπτου που μπορούν να τροφοδοτήσουν τη σκέψη πάνω σε ζητήματα δεσμών ανάμεσα στα συστατικά του μέρη και γεγονότων που μπορούν να εμφανιστούν στους κόλπους του, δηλαδή, πάνω στο «μύθο» και στην «πλοκή». Ο Rob Krier στο βιβλίο του “Urban Space”, αναφορικά με την πόλη, ονομάζει όλα τα είδη χώρου που βρίσκονται ανάμεσα από κτίρια ως «αστικό χώρο»1. Ακολουθώντας αυτόν τον ορισμό, ο ακάλυπτος χώρος των οικοδομικών τετραγώνων ορίζεται ως «αστικός χώρος». Ουσιαστικά, όμως, ο Krier με αυτόν τον ορισμό κατονομάζει ως «αστικό χώρο» όλα τα είδη του ανοιχτού δημόσιου χώρου των πόλεων, δηλαδή, τους χώρους των οποίων το ιδιοκτησιακό καθεστώς δεν είναι ιδιωτικό, ή, τουλάχιστον, αμιγώς ιδιωτικό, με την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας. Ο ακάλυπτος χώρος, λοιπόν, όντας, κατά βάση, ιδιωτικός, είναι ένας ιδιότυπος αστικός χώρος. Είναι γεγονός ότι η ιδιοκτησία του ακάλυπτου χώρου δεν είναι μονομερής, δηλαδή, ανήκει σε όλους τους κατοίκους του κτιρίου το οποίο έχει ανεγερθεί στο οικόπεδο: μπορεί να χρησιμοποιηθεί από όλους και,
1) Rob Krier, “Urban Space”, Νέα Υόρκη, Rizzoli, 1993, σελ. 15
21
22
κατά συνέπεια, το ιδιοκτησιακό του καθεστώς, ενώ είναι ιδιωτικό, εντούτοις, η ιδιοκτησία του δεν είναι ατομική. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ιδιοκτησία του είναι περισσότερο συλλογική, παρά ατομική. Εν συνεχεία, και ίσως σαν απόρροια αυτού του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, ο ακάλυπτος χώρος παραλαμβάνει συμβολικά, σημασιολογικά, ανθρωπολογικά και άλλα χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν όντως σε ανοιχτό δημόσιο, συλλογικό χώρο. Τέτοια είναι τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την τυπολογική του οργάνωση, πέρα από τα αμιγώς γεωμετρικά. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς, λοιπόν, του ακάλυπτου, είναι «μεταιχμιακό», και αυτό καθιστά και τον ίδιο ένα «μεταίχμιο»: ποτέ δεν είναι ολοκληρωτικά ιδιωτικός (πάλι με την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας), ποτέ ολοκληρωτικά δημόσιος. Το ζήτημα της ιδιοκτησίας είναι ταυτόσημο με το ζήτημα των σχέσεων που αυτός ενσαρκώνει, ενσωματώνει και των οποίων αποτελεί φαινόμενο. Ακολουθώντας μία μαρξιστική λογική, η ουσία κάθε πράγματος, καλύτερα, κάθε κοινωνικού προϊόντος, είναι οι κάθε φορά κοινωνικές σχέσεις εξαιτίας των οποίων και στα πλαίσια των οποίων αυτό εμφανίστηκε. Αν, λοιπόν, οι σχέσεις ιδιοκτησίας, δηλαδή, οι σχέσεις παραγωγής είναι η βάση (χωρίς να αφήνουμε, βέβαια, στην άκρη τις παραγωγικές δυνάμεις) κάθε κοινωνίας, αν οι ίδιες αυτές αποτελούν το γενικό των οποιωνδήποτε άλλων ανθρώπινων σχέσεων, αν αποτελούν τη γενική τους έκφραση, τότε φαίνεται ότι όντως η «μεταιχμιακή» ιδιοκτησία που χαρακτηρίζει τον ακάλυπτο είναι η βάση που καθορίζει το όλον της ουσίας του. Φυσικά, η φράση «γενική έκφραση» το μόνο που κάνει είναι να αποδίδει προτεραιότητα στο ιδιοκτησιακό και το νομικό καθεστώς, χωρίς, ωστόσο με αυτόν τον τρόπο, να υποβαθμίζει τα πάντα σε αυτό. Μία τέτοια μονοσήμαντη και μηχανιστική αντίληψη έρχεται σε ευθεία αντίφαση προς την πραγματικότητα, πράγμα
που σημαίνει ότι αφήνεται ανοιχτό, ακόμα, το ζήτημα της αποκωδικοποίησης των Πραγμάτων διατηρώντας ταυτόχρονα την ιδιαιτερότητά τους απέναντι στο στυγνό λεξιλόγιο της πολιτικής οικονομίας (δυστυχώς με το ζήτημα αυτό δεν θα ασχοληθεί η παρούσα εργασία, απλά αναδεικνύω με αυτόν τον τρόπο το ατελεύτητο και το ανοικτό της κοινωνιολογικής έρευνας). Με τον όρο «μεταιχμιακή ιδιοκτησία» (αν και δεν είναι δόκιμος στην πολιτική οικονομία καθώς θα σήμαινε πως, για παράδειγμα, από την άποψη της ιδιοκτησίας, το μονοπώλιο είναι ένα μεταίχμιο σε σχέση με την απλή μετοχική εταιρία και την κοινωνικοποιημένη οικονομία) θέλω να δείξω ένα ενδιάμεσο της ατομικής ιδιοκτησίας και της κοινωνικής, κάτι που, ακριβώς όπως ανάφερα πιο πάνω χαρακτηρίζεται από συλλογική ιδιοκτησία. Είναι σημαντικό να δούμε τον ακάλυπτο σαν ένα τέτοιο «κατώφλι»: ποτέ δεν είναι ολοκληρωτικά κάτι, παρά είναι το «ενδιάμεσο» από δύο κάτι, που λειτουργεί και διαμορφώνεται σαν ένα τέτοιο «ενδιάμεσο». Είναι ο μεσαίος όρος ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό/ ατομικό. Στα πλαίσιά του συντελείται η μετάβαση από τον έναν στον άλλο όρο: αποτελεί ένα «πέρασμα». Η σημαντικότητα της παρατήρησης αυτής εμφανίζεται, εκτός, από την παρουσίαση του ακαλύπτου ως το υπόβαθρο της δράσης, και στην ίδια τη δράση των υποκειμένων που δρουν στα πλαίσιά του: η βάση της δράσης τους είναι η «μεταιχμιακή» του ιδιοκτησιακή υπόσταση. Στα πλαίσια ενός τέτοιου υποβάθρου, η ίδια η δράση των επιμέρους υποκειμένων αποκτά παρόμοια χαρακτηριστικά. Επίσης, αν και είναι πιθανόν να υπάρχουν συμπαγή όρια που να οριοθετούν τον ακάλυπτο χώρο κάθε οικοπέδου, στο σύνολο του, ο ακάλυπτος των οικοδομικών τετραγώνων είναι σαν να ενσωματώνει αυτά τα διαφορετικά όρια και τους επιμέρους ακάλυπτους, με τρόπο που να αποτελούν εγγενές του στοιχείο και ο
23
2) Ο.π. σελ. 17
24
ίδιος να είναι κάτι περισσότερο από το απλό άθροισμά τους. Συνεχίζοντας, ο Krier, ξεχωρίζει ως τα δύο κύρια στοιχεία του αστικού χώρου την πλατεία και το δρόμο2. Η πλατεία δημιουργείται με την ομαδοποίηση σπιτιών γύρω από έναν ανοιχτό χώρο. Με τον ίδιο τρόπο, στο πεδίο του αμιγώς ιδιωτικού/ατομικού, τα δωμάτια μίας κατοικίας τοποθετούνται επίσης γύρω από έναν ανοιχτό χώρο που, όπως και η πλατεία, έχει τα χαρακτηριστικά της αυλής. Στο ίδιο κείμενο αναδεικνύεται η σημασία που μπορεί να έχει μία τέτοια διάταξη οχυρωματικά. Παρ’ όλα αυτά, το κρίσιμο εδώ είναι ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται η ανθρώπινη δραστηριότητα στα πλαίσια μίας τέτοιας δομής. Η δομή αυτή δημιουργεί ένα «κέντρο» της δράσης, έναν τόπο στον οποίο οι σχέσεις των ανθρώπων αποκτούν το χαρακτήρα του δημόσιου και του εμφανούς. Τα κτίρια που τη διαμορφώνουν είναι και αυτά με τη σειρά τους, κατά έναν τρόπο, δημόσια. Η ατομική ιδιοκτησία που τα χαρακτηρίζει συνδιαλέγεται με τη δημόσιά τους περιωπή: το ιδιωτικό με το δημόσιο αλληλοδιεισδύουν το ένα στο άλλο. Αυτή είναι και η ουσία του «αστικού» χώρου, του ανοιχτού δημόσιου χώρου, και αυτό
είναι που τον ξεχωρίζει από τον «μη-αστικό» χώρο, από τον κλειστό ιδιωτικό/ατομικό χώρο. Το ίδιο συμβαίνει και με την εσωτερική αυλή, ή αίθριο, μίας κατοικίας. Η μεταφορική και συμβολική λειτουργία της πλατείας είναι ακριβώς ο τόπος της ομάδας, της κοινότητας, και της ίδιας της πορείας κοινωνικοποίησης: είναι ο τόπος της συγκέντρωσης. Ο δρόμος, από την άλλη, είναι η ίδια η διαδρομή: είναι ένα πέρασμα από και προς κάπου, που δεν λειτουργεί σαν απλό πέρασμα, αλλά έχει και τις δικιές του λειτουργίες, την ξεχωριστή του λειτουργία στα πλαίσια της πόλης. Η πλατεία είναι η τομή δύο ή περισσότερων δρόμων, που σημαίνει, ότι είναι το τέλος ή η αρχή μίας πλειάδας διαδρομών ή, αντίστοιχα, το διάλλειμά τους. Υπό αυτήν την έννοια, είναι δύσκολο να κάνουμε ακριβείς αναγωγές μεταξύ αυτής και του ακάλυπτου, καθώς η προσβασιμότητα σε αυτόν είναι, συνήθως περιορισμένη: το ιδιοκτησιακό του καθεστώς τον καθιστά μη προσπελάσιμο στο ευρύ κοινό. Ταυτόχρονα, είναι πιο οικείος στα ισόγεια των κτιρίων και, κατ’ επέκταση στους κατοίκους τους, παρά στους ορόφους, και, γενικά, είναι σχετικά δύσκολο να τον παρομοιάσει κανείς με το σημείο τομής διαφόρων περασμάτων. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι δεν είναι ένας χώρος που βρίσκεται στο τέλος κάποιας πορείας από το εσωτερικό του κτιρίου προς το εξωτερικό. Στην προκειμένη περίπτωση, αποτελεί το τέλος όχι μόνο με την χωροχρονική έννοια, αλλά και με αυτή του σκοπού: ο χρήστης του διαβαίνει τα οποιαδήποτε περάσματα που υφίστανται στο εσωτερικό των κτιρίων με στόχο να φτάσει στον ακάλυπτο, δεν βρίσκεται εκεί απλά ως τυχαίος περιπατητής που, περιδιαβαίνοντας τους δρόμους της πόλης, καταλήγει σε κάποια πλατεία. Παρ’ όλα αυτά, η νοηματοδότηση που δίνεται στην πλατεία είναι εκείνη του χώρου συγκέντρωσης και η σημασία που αποκτά ως χώρος στον οποίο κατά κύριο λόγο συμβαίνουν
25
3) Ο.π. σελ. 24
26
δραστηριότητες πολιτισμικής, πολιτιστικής φύσης μπορούν με σχετική ευκολία να αντιστοιχηθούν στον ακάλυπτο χώρο. Επίσης, όπως προανέφερα, και ο ίδιος έχει χαρακτηριστικά «περάσματος» που, αν και περισσότερο σημασιολογικά, του προσδίδει εντούτοις και χαρακτηριστικά δρόμου. Φαίνεται, με άλλα λόγια, ότι μπορούμε να δούμε στον ακάλυπτο χώρο των οικοδομικών τετραγώνων να ξεδιπλώνεται ολόκληρο το φάσμα του αστικού χώρου, είτε με αντικειμενικά κριτήρια απόδοσης συγκεκριμένων χαρακτηριστικών, είτε με αντίστοιχα σημασιολογικά, συμβολικά ή άλλα. Όπως και η ίδια η πλατεία, καθώς διαμορφώνεται ουσιαστικά από τα κτίρια που την περιβάλλουν, είναι και οι όροφοι των κτιρίων που περιβάλλουν τον ακάλυπτο στοιχεία που συμβάλλουν στη διαμόρφωσή του. Ο Krier κάνει εκτενή αναφορά, παρουσίαση και ανάλυση του τρόπου με τον οποίο οι όψεις και οι τομές των κτιρίων επηρεάζουν τον αστικό χώρο 3. Τα ανοίγματα και ο τρόπος διαμόρφωσης του κελύφους, προεξοχές και υποβαθμίσεις του κτιριακού όγκου σε διάφορα ύψη και με διάφορες διαστάσεις, pilotis, προσβάσιμοι εξώστες, είναι στοιχεία που οδηγούν
κάθε φορά σε διαφορετική συγκρότηση των συνθηκών διαμόρφωσης και χρήσης του αστικού χώρου. Το σημαντικό σε αυτήν την περίπτωση δεν είναι μόνο η γεωμετρική διάσταση του ζητήματος, αλλά η λειτουργική: οι όψεις και οι τομές των κτιρίων που περιβάλλουν τον ακάλυπτο τον διαμορφώνουν μέσω της λειτουργίας τους. Το αποτέλεσμα της ύπαρξής τους αγγίζει το ύφος, το χαρακτήρα του χώρου και τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο αυτός θα χρησιμοποιηθεί. Αυτά είναι και τα όρια ακάλυπτου χώρου, τα οποία, όμως, δεν είναι συμπαγή και σκληρά, παρά ανοιχτά: το όριο, το οποίο ταυτόχρονα οριοθετεί και διαμορφώνει, μετατοπίζεται χωρικά από το κέλυφος του κτιρίου στο εσωτερικό του και σημασιολογικά από την χειροπιαστή υλική του φύση στην ανθρώπινη φύση των λειτουργιών που πραγματοποιούνται μέσα στα διάφορα δωμάτια των κατοικιών των κτιρίων, τους διαδρόμους και του κοινόχρηστους χώρους τους γενικότερα. Αν και τα γεωμετρικά όρια του ακάλυπτου χώρου είναι προφανώς σαφή, τα πραγματικά του όρια αποτελούν ουσιαστικά έναν νοητό πύργο που τέμνει τα κτίρια που τον περιβάλλουν μέχρι ένα σημείο του εσωτερικού τους, μέχρι τα πρώτα δωμάτια, μέχρι τους διαδρόμους που καταλήγουν σε αυτόν, μέχρι τους κοινόχρηστους χώρους με τους οποίους γειτνιάζει. Ο ουρανός αποκτά και αυτός χαρακτηριστικό ορίου. Έτσι, τυπολογία δεν είναι μόνο «σχήμα» και «μορφή». Ή καλύτερα, μάλλον δεν είναι καθόλου αυτά. Είναι κάτι περισσότερο και, συγκεκριμένα, είναι μία σχέση που ενυπάρχει μέσα στο «σχήμα» και στην «μορφή» ή είναι η σχέση αυτών με κάτι άλλο. Και ακόμη, από τη στιγμή που με ενδιαφέρει μία λογοτεχνική συγκρότηση του συμβάντος του ακάλυπτου, είναι αδύνατον να κάνω μία απόλυτη αντιστοιχία ανάμεσα στο «μύθο» και στην «πλοκή» μίας λογοτεχνικής κατασκευής, από τη μία, και γεωμετρικά «σχήματα» και χωρικές «μορφές», από την άλλη, παρά
27
4) Marc Augé, "Introduction to an Anthropology of Supermodernity", μτφ. John Howe, London - New York, Verso, 1995, σελ. 79
28
να δω τι σημασία έχουν αυτά σχετικά με κάποιον ενδεχόμενο κύκλο δεσμών και γεγονότων. Τα στοιχεία αυτά, που συγκροτούν τα όρια του ακαλύπτου, τα οποία αναδύονται από το καθεστώς του ακαλύπτου ως στοιχεία της συγκρότησής του, ως στοιχεία, δηλαδή, που σχετίζονται με την τυπολογική του συγκρότηση και την υπόστασή του ως βάση της δράσης, διατηρούν, εντούτοις, και μία σχετική αυτονομία απέναντί του, «παίζουν» στο εσωτερικό του και αφήνουν το αποτύπωμά του στη χωροχρονική του συνέχεια: είναι τα υποκείμενα του έργου, οι «ήρωες», θέμα που θα πραγματευθεί το επόμενο κεφάλαιο. Με την παραδοχή αυτή, λοιπόν, δηλαδή το γεγονός ότι δεν μπορούμε να αναζητούμε τα τυπολογικά όρια ενός χώρου μόνο στη γεωμετρία του, περνάω στο δεύτερο μέρος της ανάλυσης που σχετίζεται με την ανθρωπολογική τους διάσταση. Στο βιβλίο του “Non-Places.Introduction to An Anthropology of Super modernity”, o Marc Augé παρουσιάζει την ανάλυση του Michel de Certeau σχετικά με τη διάκριση μεταξύ του χώρου (space) και του τόπου (place)4. Στα πλαίσια αυτής της διάκρισης, ένα από τα στοιχεία που επικαλείται ο Certeau είναι η διάκριση που o Merlau-Pon-
ty θέτει μεταξύ του «γεωμετρικού» χώρου και του «ανθρωπολογικού». Η διάκριση αυτή έγκειται στα πλαίσια της έννοιας του «υπαρξιακού» χώρου και ορίζεται ως «η σκηνή μίας εμπειρίας με τον κόσμο από τη μεριά ενός όντος τοποθετημένου σε σχέση με ένα περιβάλλον»5. Στην προκειμένη περίπτωση, ο όρος «σκηνή» δεν πρέπει να θεωρηθεί τυχαίος, καθώς αποτυπώνει ακριβώς το ζήτημα μίας θεατρικής ανάγνωσης, δηλαδή, αν ακολουθήσουμε την αριστοτελική ανάλυση, την ανάγνωση ενός γεγονότος/συμβάντος, τη δράση κάποιων υποκειμένων στα πλαίσια κάποιου μύθου. Πρώτο χαρακτηριστικό, λοιπόν, που πρέπει να πάρουμε υπόψη είναι αυτό το καθεστώς της εμπειρίας. Η βαθύτερη ουσία της εμπειρίας είναι εκείνη ενός γεγονότος/συμβάντος. Το θέμα είναι, όμως, ότι ο όρος δεν προσπαθεί απλά να αποτυπώσει μόνο αυτό, αλλά, κυρίως, τη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του δρώντος υποκειμένου και των στοιχείων που περιέχονται στα πλαίσια αυτής της εμπειρίας (νοούνται οι σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων αλλά και η σχέση μεταξύ αυτών και του περιβάλλοντος τους). Στην ανάλυση του Michel de Certeau συναντάμε, όπως προανέφερα,
5) Ο.π. σελ. 80, "(...) Merleau-Ponty (...) draws a distinction between 'geometric' space and 'anthropological' space in the sence of 'existential' space, the scene of an experience of relations with the world on the part of a being essentially situated 'in relation' to a milieu'"
29
6) Ο.π. σελ. 79-80, "Space, for him, is a 'frequented place', 'an intersection of moving bdies': it is the pedestrians who transform a street (geometrically defined as a place by town planners) into a space." 7) Ο.π. σελ. 7980, "This parallel between the place as an assembly of elements coexisting in a certain order and the space as animatioin of these places by the motion of a moving body(...)" (απέναντι σελίδα) 8) Ο.π. σελ. 75, "The presence of a past in a present that supersedes it but still lays claim to it."
30
τη διάκριση μεταξύ χώρου(space) και τόπου(place). Για τον ίδιο, χώρος είναι ένας τόπος όπου «συχνάζουν άνθρωποι, μία τομή από κινούμενα σώματα: είναι οι πεζοί που μεταμορφώνουν έναν δρόμο, (γεωμετρικά ορισμένο ως τόπο από τους αστικούς σχεδιαστές) σε χώρο»6. Σε αυτόν τον «παραλληλισμό ανάμεσα στον τόπο ως συγκέντρωση στοιχείων που συνυπάρχουν σε συγκεκριμένη τάξη και τον χώρο ως ζωντάνεμα αυτών των τόπων μέσω της κίνησης ενός σώματος» 7 αναφέρεται και η προαναφερθείσα παρατήρηση που δανείστηκε ο Certeau από το Merlau-Ponty. Αυτό που υποστηρίζεται εδώ, είναι ότι οι χωρικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των διαφόρων στοιχείων ενός χώρου είναι αυτές που τον μετατρέπουν σε χώρο. Μία εμπειρία, όμως, δεν τίθεται μόνο σε ένα καθαρό πλαίσιο κάποιας χωρικής σχέσης. Μία εμπειρία τίθεται και στα πλαίσια της αλληλεπίδρασης κάποιων πραγμάτων στο επίπεδο των ουσιών τους: αυτά που συσχετίζονται δεν είναι μόνο οι δοσμένες θέσεις του καθενός πράγματος σε ένα καρτεσιανό, ή άλλο, σύστημα συντεταγμένων, αλλά τα πράγματα καθαυτά. Ο χώρος, δηλαδή, δημιουργείται μέσω
ενός τέτοιου συσχετισμού. Προηγούμενα, παρατήρησα ότι η ουσία του ακάλυπτου χώρου βασίζεται στις σχέσεις ιδιοκτησίας που τον χαρακτηρίζουν. Με αυτόν τον τρόπο, προσδιόρισα, ουσιαστικά, και τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματωθούν οι σχέσεις των οποιωνδήποτε στοιχείων στο εσωτερικό του με τον ίδιο και μεταξύ τους. Ο Augé, βέβαια, δεν σταματά εκεί που σταματά ο Certeau, και πηγαίνει τη διάκριση ακόμα πιο πέρα, όπου καλείται να περιγράψει και χώρους που ενώ δεν είναι απλά τόποι, δηλαδή έχουν «ζωντανέψει» μέσω κάποιας κίνησης, εντούτοις δεν είναι και «καθαροί» χώροι, λόγω της απουσίας ανθρωπολογικών χαρακτηριστικών, που απορρέουν από εκείνο της έννοιας του «υπαρξιακού» χώρου, αλλά και που προχωρούν και πέρα από αυτό. Περιγράφει, δηλαδή, χώρους στους οποίους η εμπειρία δεν πραγματώνεται με τον τρόπο που παρουσιάστηκε παραπάνω. Αυτό δεν σημαίνει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις η εμπειρία υποβαθμίζεται σε αμιγώς γεωμετρική σχέση, αλλά ότι τα πράγματα σε τέτοιους χώρους, συσχετίζονται με διαφορετικό τρόπο μεταξύ τους, δηλαδή, στη βάση μίας νέας ουσίας. Οι κατηγορίες που χρησιμοποιεί δεν είναι εκείνες του χώρου και του τόπου, αλλά εκείνες του τόπου και του μη-τόπου. Στην προσπάθειά του να ορίσει τα χαρακτηριστικά αυτού του συσχετισμού, παίρνει σαν σημείο εκκίνησης την έννοια της νεωτερικότητας, όπως αυτή ορίζεται από τον Jean Starobinsky: «Η παρουσία του παρελθόντος σε ένα παρόν που το υπερβαίνει αλλά που ακόμα το διεκδικεί».8 Παίρνοντας παραδείγματα από λογοτεχνικά έργα, ο Starobinsky μιλάει για «την πιθανότητα μίας (χωρικής) πολυφωνίας στην οποία η φαινομενικά άπειρη διαπλοκή πεπρωμένων, πράξεων, σκέψεων και αναπολήσεων θα στεκόταν σε μία μπάσα νότα που θα σήμανε τις ώρες της γήινης ημέρας και θα σηματοδοτούσε τη θέση που καταλαμβανόταν
31
9) Ο.π., "(...)the possibilitty of a polyphony in which the virtually infinite interlacing of destinies, actions, thoughts and reminiscences would rest on a bass line that chimed the hours of the terrestrial day, and marked the position that used to (and could still be) occupied there by ancient ritual(...)"
32
(και θα μπορούσε ακόμα να καταλαμβάνεται) εκεί από κάποιο αρχαίο τελετουργικό».9 Το στοιχείο που με ενδιαφέρει πρωτίστως εδώ είναι εκείνο του καθεστώτος της πολυφωνίας, δηλαδή εκείνο της «άπειρης διαπλοκής», και θα επανέλθω παρακάτω. Προς στιγμή, κρατάμε το γεγονός ότι η «άπειρη διαπλοκή» στέκεται σε μία μπάσα νότα (δηλαδή σε μία κατάσταση που προσομοιάζει στο παρελθόν) που σημαίνει τις ώρες της γήινης ημέρας (δηλαδή του προγράμματος και, συγκεκριμένα, του προγράμματος που προσομοιάζει στην παράδοση, αν και το περιεχόμενο του όρου έρχεται και στο παρόν). Φαίνεται ξεκάθαρα ότι μιλάμε ουσιαστικά για το φόντο μέσα από το οποίο αναδύεται το παρόν, το υπόβαθρο στα πλαίσια του οποίου εκτυλίσσεται η δράση του παρόντος. Σε αυτήν την κατάσταση, «αρχαία σημεία και αρχαίοι ρυθμοί δεν εξαφανίζονται αλλά μετατίθενται στο φόντο». Μιλάμε, δηλαδή, για ένα καθεστώς «διαρκούς χρονικότητας», κάτι που υποδηλώνει την ενότητα του χρόνου. Η ενότητα του χρόνου ορίζεται σαν το αντίθετο ενός σημείου τομής. Ή μάλλον, η τομή που κάθε φορά υποδηλώνεται είναι τέτοιας φύσης που αναιρεί τον ίδιο της τον εαυτό: ταυτόχρονα τέμνει
τη χρονική στιγμή, αλλά τα χαρακτηριστικά του ενός τεμνόμενου κομματιού (του παρελθόντος) διατηρούνται (σε κάποια μορφή) στο άλλο κομμάτι (το παρόν). Το παρόν αναδύεται μέσα από το παρελθόν αρνούμενο το και ταυτόχρονα αρνούμενο την ίδια αυτή τη διαδικασία της άρνησης. Με άλλα λόγια το μετουσιώνει σε μία νέα ποιότητα: συνυπάρχουν. Σε αυτό το σημείο είναι που ο Augé υπερβαίνει, για δεύτερη φορά, τη διάκριση και του Merlau-Ponty και του Michel de Certau, καθώς προτείνει μία διεύρυνση των ανθρωπολογικών χαρακτηριστικών που αφορούν τον τόπο και φεύγουν από τον απλό «υπαρξιακό» χώρο: ο τόπος μπορεί να σχεσιακός, ιστορικός και σχετικός με την ταυτότητα. Στην πρότασή του αυτή, χρησιμοποιεί τον όρο «ύπερ-νεωτερικότητα», για να περιγράψει εκείνη την κοινωνική συνθήκη που δημιουργεί τόπους που δεν είναι ούτε σχεσιακοί, ούτε ιστορικοί, ούτε σχετικοί με τις ταυτότητες, αυτούς που ονομάζει «μη-τόπους». Οι χώροι για τους οποίους επιλέγει να μιλήσει ο Augé είναι χώροι στους οποίους οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων είναι ιδιότυπες, που δεν φαίνεται να ενσωματώνουν με κανέναν τρόπο την ιστορία, και που δεν είναι διαμορφωμένοι με τρόπο που να αναδεικνύουν και να δημιουργούν ταυτότητες. Σαν τέτοιους χώρους παραθέτει, ουσιαστικά, χώρους που σχετίζονται με τη μετακίνηση, όπως, σταθμούς μέσων μαζικής μεταφοράς, ή χώρους προσωρινής κατοίκησης, όπως κλινικές και ξενοδοχεία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο τρόπος με τον οποίο συσχετίζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους έχει χαρακτηριστικά «ρόλων»: κάθε άνθρωπος σε αυτούς τους χώρους έχει μία συγκεκριμένη ιδιότητα, η δράση του καθορίζεται από αυτήν την ιδιότητα, την οποία αναπτύσσει στα συγκεκριμένα πλαίσια της δραστηριότητας που λαμβάνει χώρα σε αυτόν τον χώρο, ο χώρος χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο
33
34
γεγονός/συμβάν. Ο ταξιδιώτης συσχετίζεται ως τέτοιος με τον υπάλληλο που εκδίδει εισιτήρια που παρουσιάζεται επίσης ως τέτοιος. Ο σύζυγος της εγκύου και ο γιατρός και οι νοσοκόμες σχετίζονται μεταξύ τους στο πλαίσιο της συγκεκριμένης τους αυτής ιδιότητας που απορρέει από την ύπαρξη τους στο χώρο και από τη δεδομένη χρήση που του κάνουν. Αντίθετα, στον αστικό χώρο, εμφανίζονται συσχετισμοί μεταξύ των ανθρώπων στο επίπεδο της αμιγούς ανθρώπινης τους υπόστασης. Ο καθένας έρχεται σε επαφή με τον άλλο ως τέτοιοι, δηλαδή, ως συγκεκριμένες προσωπικότητες και η επαφή αυτή μπορεί ακόμα και να μην παίρνει υπόψη της τη δεδομένη ιδιότητά τους στον γενικό ρου της ζωής, την κοινωνική ή ταξική τους θέση, διάφορα ατομικοχαρακτηρολογικά και βιογραφικά χαρακτηριστικά. Καλύτερα, στον αστικό χώρο δεν επιβάλλονται τέτοια χαρακτηριστικά στους χρήστες: ενυπάρχει στην κατάσταση αυτή ο παράγοντας του τυχαίου. Δεν θέλω, βέβαια, σε αυτό το σημείο, να υποστηρίξω πως δεν υπάρχουν και τέτοιοι συσχετισμοί, καθώς, ολόκληρος ο αστικός χώρος διαμορφώνεται στα πλαίσια της εμπορευματικής παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης προϊόντων και υπηρεσιών, πράγμα που καθιστά το μεγαλύτερο κομμάτι των ανθρώπινων σχέσεων που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του να καθορίζεται από αυτόν τον τρόπο συγκρότησης της οικονομίας. Και επειδή παραπάνω υποστήριξα πως είναι οι σχέσεις ιδιοκτησίας η ουσία ολόκληρου του φάσματος σχέσεων που δημιουργούν έναν χώρο και μπορούν να αναπτυχθούν σε αυτόν, καθίσταται σαφές πως η θέση του καθενός στη διαδικασία παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης διαπερνά και τις διαπροσωπικές του σχέσεις, ακόμα και τις τυχαίες. Παρ’ όλα αυτά, σε κάποιον «μη-τόπο», όλοι οι παρευρισκόμενοι και περαστικοί έχουν κάποιον ρόλο που τον αποκτούν από το γεγονός ότι βρίσκονται στον χώρο αυτόν: ο
παράγοντας του τυχαίου αποκλείεται. Είναι αδύνατον να εμφανιστούν σχέσεις μεταξύ ανθρώπων που δεν διατελούν κάποιο συγκεκριμένο «ρόλο» στα πλαίσια του γενικότερου χωρικού συμβάντος που πραγματοποιείται στον προκείμενο χώρο. Αντίστοιχα, αν και κάποιες φορές είναι απλά προϊόν πολιτικών στρατηγικών και τακτικών του αστικού σχεδιασμού, ο αστικός χώρος, ενσωματώνει την ιστορία, στο βαθμό που κάθε φορά δεν κατεδαφίζονται τα παλαιά κτίρια, στο βαθμό που παλαιά τοπόσημα διατηρούνται, και στο βαθμό που η ζωή της πόλης διαδραματίζεται μέσα σε ένα τέτοιο καθεστώς «διαρκούς χρονικότητας». Κάτι τέτοιο, προφανώς, δε συναντάμε στους «μη-τόπους» όπου το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτοί θα χρησιμοποιηθούν είναι σαφώς πεπερασμένο και περιορισμένο. Ακόμα, ο αστικός χώρος, αλλά και ο ιδιωτικός, ατομικός χώρος της οικίας, αντανακλά, δημιουργεί και διαμορφώνει τις ταυτότητες των χρηστών του. Αντίστοιχα, με τη σειρά τους, οι ταυτότητες αυτές τον δημιουργούν και τον διαμορφώνουν. Μπορούμε να δούμε τον αστικό χώρο σαν έναν καθρέπτη ενός λαού, καθώς πάντα (ή τουλάχιστον μέχρι το παγκοσμιοποιημένο καπιταλιστικό σύστημα, αν και κάτι τέτοιο δεν έπαψε να ισχύει ολοκληρωτικά) αυτός σχετίζεται με τον πολιτισμό του λαού αυτού. Το ίδιο, στο πεδίο του ατόμου, συμβαίνει με τον ιδιωτικό, ατομικό χώρο. Ο προσωπικός μας χώρος διαμορφώνεται βάσει της δικιάς μας προσωπικής, ατομικής ταυτότητας. Στους «μη-τόπους» όμως, η ταυτότητα που δίνεται στους χρήστες τους σχετίζεται με αυτούς μόνο με την έννοια του «ρόλου» τους στο συμβάν του «μη-τόπου» και όχι με τρόπο που να τους ακουμπά σαν συγκεκριμένους ανθρώπους, με τα δικά τους ατομικοχαρακτηρολογικά και βιογραφικά χαρακτηριστικά, την κοινωνική και ταξική τους θέση ή τη εκάστοτε ιδιότητά τους. Η αλήθεια είναι ότι, από τη μία, στον αστικό χώρο, ο τυχαίος συσχετισμός
35
36
των ανθρώπων μπορεί να αφήσει στο περιθώριο το ιδιαίτερο πορτραίτο τους (χωρίς όμως να μπορεί να παραμεριστεί εξολοκλήρου), ενώ, από την άλλη, στους «μη-τόπους» ο μη-τυχαίος συσχετισμός τους όχι απλά το αφήνει στο περιθώριο, αλλά δημιουργεί και ένα άλλο στη θέση του. Το ζήτημα είναι ότι η νέα ταυτότητα που αποκτούν οι χρήστες των χώρων αυτών λειτουργεί μόνο κατά τη διάρκεια της παραμονής τους εκεί. Και για αυτόν τον λόγο δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ταυτότητα με την πλήρη σημασία του όρου. Στην πραγματικότητα, οι χρήστες των «μη-τόπων» έρχονται αντιμέτωποι μόνο με τον εαυτό τους. Ο συσχετισμός που λειτουργεί μόνο στα πλαίσια κάποιας διανομής συγκεκριμένων «ρόλων» δεν μπορεί να αφορά, στην πραγματικότητα, την ουσία κάθε υποκειμένου. Και για αυτόν τον λόγο, καθώς ουσιαστικά η ουσία των ανθρώπων δεν αναιρείται, απλά παραμερίζεται και μετατίθεται στο περιθώριο, ο χρήστης μη συναντώντας άλλους ανθρώπους μένει να συσχετίζεται ουσιαστικά μόνο με τον εαυτό του. Στα πλαίσια αυτής της περίεργης σχέσης, όπου κυριαρχεί το φευγαλέο, το προσωρινό, το εφήμερο, ο καθένας εμφανίζεται μέσα στην δικιά του προσωπική «ατομική μοναχικότητα». Το ζήτημα είναι τι συμβαίνει στον ακάλυπτο χώρο. Προηγούμενα, υποστήριξα ότι αυτός είναι, κατά βάση, αστικός χώρος. Αλλά ένας ιδιότυπος αστικός χώρος, γεγονός που απορρέει από το ιδιοκτησιακό του καθεστώς. Το ιδιοκτησιακό καθεστώς αυτό του προσδίδει χαρακτηριστικά που, είτε πραγματικά, είτε συμβολικά, καθιστά σχετικά εύκολη την προσέγγιση του ως αστικό χώρο. Ο αστικός χώρος, όμως, προσδιορίζεται ως «τόπος» και όχι ως «μη-τόπος», αλλά τα χαρακτηριστικά που άπτονται στον «τόπο» φαίνεται κάπως δύσκολο να άπτονται στον ακάλυπτο. Στα πλαίσιά του δεν φαίνεται να λειτουργεί τίποτα σε ένα καθεστώς «διαρκούς
χρονικότητας», η ιστορία δεν είναι ενσωματωμένη εκεί: δεν υπάρχει κάτι που να λειτουργεί σαν τοπόσημο, δεν συνυπάρχουν διαφορετικές εποχές και τίποτα δεν σημαίνει κάποιου είδους πρόγραμμα, κάποιου είδους τελετουργία, εγγεγραμμένη στο χώρο. Επίσης, ο χρόνος χρήσης του δεν έχει καμία σχέση με τον αντίστοιχο του αστικού χώρου ή του ιδιωτικού, ατομικού χώρου: και εδώ κυριαρχεί το φευγαλέο, το προσωρινό, το εφήμερο. Ως επί το πλείστον, ο ακάλυπτος είναι ένας χώρος «υπόλειμμα», ένας τόπος που δέχεται βρώμικες/άσχημες, μη υπολογίσιμες, χαμηλά ιεραρχημένες, μη εκτιμημένες, άτακτες και αταξινόμητες λειτουργίες και χρήσεις: είναι, σε γενικές γραμμές, ένας τόπος που ενσαρκώνει την «αντιστροφή» (με την έννοια του «μεταιχμίου» και του «ενδιάμεσου»). Είναι ένας χώρος που λειτουργεί στα πλαίσια αντιθέσεων όπως εκείνες του «μπροστά» και του «πίσω», του «φανερού» και του «κρυφού», του «σημαντικού» και του «ασήμαντου». Και αν και κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει, ακόμα και αρκετά πειστικά, ότι λειτουργεί στα πλαίσια του δεύτερου όρου αυτών των αντιθετικών ζευγών, εντούτοις αυτό δεν θα ήταν απόλυτα ορθό, καθώς, όπως φάνηκε και πιο πάνω, η ουσία του είναι αυτή του «ενδιάμεσου», του «μεταιχμίου», του «περάσματος», του «κατωφλιού» από κάτι σε κάτι άλλο. Στη βάση αυτή, οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στους χρήστες του, δεν μπορούν να καθοριστούν άμεσα από το συγκεκριμένο «πορτραίτο» τους: ο χρόνος παραμονής και ο χαρακτήρας που αποκτά ο ακάλυπτος από τις χρήσεις του καθιστούν έναν τέτοιο καθορισμό αδύνατο, ή σχεδόν αδύνατο. Ταυτόχρονα, δεν φαίνεται και κάποια διανομή συγκεκριμένων «ρόλων» στους χρήστες. Δηλαδή, οι άνθρωποι όντως έρχονται σε επαφή μεταξύ τους στη βάση της δικιάς τους ατομικής προσωπικότητας. Καθίσταται σαφές, με άλλα λόγια, ότι ο παράγοντας του
37
38
τυχαίου αποκαθίσταται. Επειδή, όμως, ο χρόνος είναι περιορισμένος, η ουσία αυτής της προσωπικότητας δεν φτάνει να έρθει στο προσκήνιο, και, εξαιτίας αυτού, οι χρήστες του ακάλυπτου έρχονται σε επαφή μόνο με τον εαυτό τους: η «ατομική μοναχικότητα» υπάρχει και εδώ. Σε αυτό θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και το γεγονός ότι, συνήθως, ο χρήστης βρίσκεται μόνος του στον ακάλυπτο, διεκπεραιώνει το σκοπό για τον οποίο βρέθηκε εκεί και αποχωρεί. Βέβαια, όπως θα δείξω παρακάτω, και όπως έχω ήδη αναφέρει, είναι δυνατόν να συναντήσουμε δραστηριότητες κοινωνικής φύσης. Το θέμα είναι να δούμε την ιδιαίτερη φύση των κοινωνικών δραστηριοτήτων που, με μία ματιά, δεν είναι κοινωνικές. Εννοώ, ουσιαστικά, τον τρόπο με τον οποίο ο χώρος διαμορφώνεται ακόμα και όταν, φαινομενικά, δεν χρησιμοποιείται. Η χρήση του χώρου είναι περισσότερο εφικτή από αυτούς που κατοικούν στα ισόγεια των κτιρίων και, πράγματι, συντελείται σχεδόν εξολοκλήρου από αυτούς. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο ίδιος διαμορφώνεται καθ’ ολοκληρία από αυτό το γεγονός, εντούτοις, ο κάτοικος του ισογείου κατέχει τον χαρακτήρα ακριβώς αυτόν: λειτουργεί σαν «ο κάτοικος του ισογείου», έχει τον «ρόλο» του κατοίκου του ισογείου. Και με τέτοιον τρόπο φαίνεται στα μάτια των κατοίκων των διαμερισμάτων των υπολοίπων ορόφων, όπως αντίστοιχα εκείνοι φαίνονται στα μάτια του «κατοίκου του ισογείου» με ακριβώς αυτόν τον τρόπο. Και, ενώ κάτι τέτοιο λειτουργεί σαν ταυτότητα, δεν έχει συγκεκριμένα ατομικοχαρακτηρολογικά και βιογραφικά χαρακτηριστικά, πέραν από εκείνα της κοινωνικής ή ταξικής θέσης και της επαγγελματικής ιδιότητας (και αυτό όχι πάντα). Ενώ, λοιπόν, κανείς δεν μπορεί να συσχετιστεί με κανέναν εκτός του πλαισίου των «ρόλων» που έχουν αποκτήσει σαν απόρροια της συνέχειας του συμβάντος, εντούτοις, και σε αντίθεση με τους «μη-τόπους» του Auge,
ο συσχετισμός που πραγματοποιείται τίθεται στο πεδίο του αμιγώς ανθρώπινου. Μπορούμε να δούμε το πράγμα να εκτυλίσσεται περισσότερο σαν μία θεατρική σκηνή όπου η διανομή των «ρόλων» ανάμεσα στους ηθοποιούς καθορίζεται από τη σχετική τους θέση στη σκηνή, και, πέρα από αυτή τη σχετική θέση, να μην αφορά τίποτα άλλο σχετικό με τη λειτουργία του χώρου. Και, μήπως, από την άλλη, δεν αποκαθίσταται, με κάποιον τρόπο, και εκείνο το καθεστώς της «διαρκούς χρονικότητας»; Μπορούμε να μιλήσουμε για την ύπαρξη και λειτουργία ενός τόσο ισχυρού σημείου τομής στη χρονική και ιστορική συνέχεια, όπως αυτό στο οποίο αναφερόμαστε όταν μιλάμε για τους «μη-τόπους»; Κοιτώντας τους «μη-τόπους» του Auge, βλέπουμε ένα πρόγραμμα που δεν χωράει αποκλίσεις: ο χώρος πρέπει κάθε στιγμή να είναι έτοιμος να παραλάβει τη συγκεκριμένη χρήση για την οποία δημιουργήθηκε. Το σημείο τομής στο χρόνο συνίσταται ακριβώς σε τούτο: ο «μη-τόπος» δεν «παρακολουθεί» την ιστορική συνέχεια του περιβάλλοντα «τόπου». Είναι σαφές πως οι ιδιαιτερότητες του ακαλύπτου που παρουσιάστηκαν προηγούμενα δείχνουν ότι η ιστορία δεν είναι εγγεγραμμένη σε αυτόν. Παρ’ όλα αυτά, αυτή η άρνηση της συνέχειας του ιστορικού χρόνου, επειδή ακριβώς δεν είναι ένα σημείο τομής, αποτελεί στην πραγματικότητα επιβεβαίωσή της: ο χρόνος συνεχίζει και ταυτόχρονα σταματά. Ο ακάλυπτος έχει το δικό του πρόγραμμα και, ερχόμενος σε αντίθεση με την κατεξοχήν αστική ή ιδιωτική, ατομική πραγματικότητα, μετατρέπεται σε μία νησίδα που έχει τη δική της ιστορία και, άρα, την ιδιαίτερη δική του εγγραφή του παρελθόντος στα χωρικά του στοιχεία. Δεν ακολουθεί την ιστορική συνέχεια του αστικού και του ιδιωτικού χώρου και, παρ’ όλα αυτά, δεν βρίσκεται σε ένα καθεστώς «διαρκούς ετοιμότητας» για να παραλάβει δεδομένες και συγκεκριμένες χρήσεις. Υφίσταται η ιστορία στα πλαίσιά
39
40
του, αλλά είναι αποκλειστικά δική του. Με άλλα λόγια, ο ακάλυπτος χώρος των οικοδομικών τετραγώνων είναι ένας αστικός «μη-τόπος», διατηρώντας ταυτόχρονα όλα τα χαρακτηριστικά και του αστικού «τόπου» αλλά και του «μη-τόπου»: το «μεταίχμιο», το «ενδιάμεσο», το «πέρασμα», το «κατώφλι», από τον μεσαίο όρο, μετατρέπονται εδώ στον τρίτο όρο, τη σύνθεση. Σε αυτή τη βάση πρέπει και να προσεγγίσουμε τη λειτουργία του. Προηγούμενα, έδειξα τη συνάφεια που αναπτύσσεται ανάμεσα στη μεταφορική και συμβολική λειτουργία της πλατείας, από τη μία, και την αντίστοιχη του ακάλυπτου, από την άλλη. Βέβαια, το ίδιο ισχύει και για την πραγματική τους λειτουργία. Το θέμα, όμως, για να αναπτυχθεί πλήρως, πρέπει να εξεταστεί σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά του «αστικού μη-τόπου». Το «μεταίχμιο», καθορίζει συγκεκριμένα πλαίσια μέσα στα οποία θα μπορούσε να αναπτυχθεί η λειτουργία της πλατείας. Δεν μπορούμε να δούμε τον ακάλυπτο ως τον κατεξοχήν χώρο συγκέντρωσης και κοινωνικοποίησης, ως τον κατεξοχήν χώρο της ομάδας και της κοινότητας, καθώς ένας τέτοιος υπάρχει: η πραγματική πλατεία υπάρχει και βρίσκεται μόλις μερικά οικοδομικά τετράγωνα πιο πέρα. Από, την άλλη, δεν μπορούμε και να τον δούμε σαν μία απλή προέκταση του ιδιωτικού, ατομικού, χώρου, εξαιτίας ακριβώς του γεγονότος ότι είναι επιρρεπής στα περίεργα βλέμματα των υπολοίπων. Είναι ο τόπος της γειτονιάς, ο τόπος που μπορεί να παραλάβει μία πλειάδα χρήσεων, από το άπλωμα των ρούχων και την εσωτερική αυλή, μέχρι το χώρο που μπορούν να πραγματοποιηθούν πάρτυ και συγκεντρώσεις, αλλά είναι ένας τόπος που διαπραγματεύεται τη μικρή κλίμακα, που αναφέρεται στον «κάτω» και στον «πάνω», στον «κάτοικο του ισογείου» και σε εκείνον του «υπογείου» και του «ορόφου», με τρόπο που να είναι σαν να μιλά για μέλη της ίδιας ομάδας, με τρόπο που να αναδεικνύει
την ιδιαίτερη θέση που κατέχουν όλοι αυτοί στο ενιαίο αυτό συμβάν. Οι άνθρωποι και οι διαδικασίες στις οποίες λαμβάνουν μέρος και τις οποίες υποκινούν στα πλαίσια αυτού του καθεστώτος είναι γείτονες όχι γιατί είναι κάτοικοι του ίδιου κτιρίου ή γειτονικών κτιρίων, όχι δηλαδή μέσω του «κυρίως» συστήματος αρχιτεκτονικού, αστικού, πολεοδομικού και ρυμοτομικού σχεδιασμού, αλλά μέσω του ακάλυπτου. Αυτό δημιουργεί τις προϋποθέσεις (είναι αλήθεια ότι θα καταστεί περισσότερο σαφές στο επόμενο κεφάλαιο) για μία ανάλυση της γειτονιάς βασισμένης σε τέτοια κριτήρια: κριτήρια, δηλαδή, που να σχετίζονται με το πώς κάποιοι γίνονται γείτονες, κάτι που, όμως, δεν θα αποτελέσει ζήτημα της παρούσας εργασίας. Ενδεικτικά, πάντως, μπορούμε να αναφέρουμε το ζήτημα ότι όντως η γειτονιά και, πιο συγκεκριμένα, ο τρόπος συσχετισμού των ανθρώπων στα πλαίσια ενός τέτοιου χώρου, έχει αποτελέσει και αντικείμενο νομοθετικής επεξεργασίας, με την πρόταση για τα λεγόμενα «Ενεργά Οικοδομικά Τετράγωνα, όπου, βέβαια, εκεί μιλάμε για κάτι κάπως διαφορετικό: η συζήτηση στα πλαίσια αυτής της προσέγγισης διαπραγματεύεται τη μετατροπή των ακαλύπτων σε απόλυτα δημόσιους χώρους (φυσικά, πάλι λόγω της κλίμακας και της μορφής, το καθεστώς της γειτονιάς παραμένει). Μιλάμε, όπως προανέφερα, για το «πέρασμα» από το ιδιωτικό και το ατομικό στο δημόσιο, αλλά για ένα «πέρασμα» που δεν λειτουργεί απλά ως τέτοιο, αλλά σαν την τομή των δύο αυτών συνόλων: τα εγγενή του χαρακτηριστικά είναι τα χαρακτηριστικά και των δύο, χωρίς να είναι εκείνη η αναγκαία αντίθεση, αλλά, ουσιαστικά, η μετουσίωση τη ποιότητάς τους. Αν κανείς υποστήριζε ότι μιλάμε για έναν «αντιφατικό» και «αντιθετικό» χώρο στην πραγματικότητα δεν θα μπορούσε να τον περιγράψει ακριβώς: η διαλεκτική μας λέει ότι κάθε Πράγμα είναι εγγενώς «αντιφατικό» και «αντιθετικό». Με άλλα λόγια, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός
41
42
δεν θα μπορούσε να αναδείξει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ακάλυπτου σε σχέση με τον υπόλοιπο χώρο, καθώς είναι ο ίδιος η ενσάρκωση της αντίφασης και της αντίθεσης. Η ουσία του, όπως παρουσιάστηκε παραπάνω, καθιστά σαφές πως ο ίδιος αυτός ο χώρος δεν μπορεί ουσιαστικά να πραγματωθεί ως Κάτι: ο ίδιος είναι η ίδια η «αντίφαση» και η «αντίθεση» και μπορεί να πραγματωθεί μόνο ως τέτοιος. Η διττή του φύση σημαίνει ότι κάθε στιγμή, ανάλογα με τις συνθήκες, θα έρχεται στην επιφάνεια, θα εμφανίζεται, ένα από τα δύο πρόσωπα της φύσης του, χωρίς το άλλο να εξαφανίζεται. Μέσω αυτού του καθεστώτος μπορούμε να συμπεράνουμε και ότι οι «ήρωες», οι χωρικές λειτουργίες και τα δρώντα υποκείμενα που τον διαμορφώνουν, θα λειτουργούν αναγκαστικά με παρόμοιο τρόπο: η ενσάρκωσή τους δεν θα είναι ποτέ ολοκληρωμένη, παρά «μεταιχμιακή», κάθε στιγμή θα βρίσκονται στο «ενδιάμεσο» της πραγματικής τους ταυτότητας, συνεχώς θα βρίσκονται σε ένα «πέρασμα» που θα συνδέει τα διαφορετικά τους «πορτραίτα», θα είναι διαρκώς στο «κατώφλι» της ουσιαστικής και πραγματικής τους ενσάρκωσης. Για να βρίσκεται ο «ήρωας» σε μία τέτοια κατάσταση, πρέπει ο «μύθος» να είναι δομημένος με τέτοιον τρόπο έτσι ώστε ο κύκλος των δεσμών που μπορούν να δημιουργήσουν οι «ήρωες» μεταξύ τους, ο κύκλος των γεγονότων στα οποία μπορούν να συμμετάσχουν να μην προκαθορίζεται ή να περιορίζεται ούτε από το χαρακτήρα τους, ούτε από την κοινωνία στην οποία θα ενσαρκώνονταν ουσιαστικά. Υπάρχει, με άλλα λόγια, σαφής οργανική ενότητα ανάμεσα στον τρόπο διαμόρφωσης του «μύθου» και την ιδιαίτερη φύση και λειτουργία των «ηρώων». Και πράγματι έτσι πρέπει να συμβαίνει: μία αφήγηση λειτουργεί ως ένα όλον και, στην προκείμενη περίπτωση, το αφηγηματικό όλον μέσω του οποίου θα εμφανιστεί στα μάτια μας ο ακάλυπτος χώρος των οικοδομικών τετραγώνων αποτελεί ένα
ενιαίο συμβάν. Με αυτόν τον τρόπο περνάμε από το θετικιστικό πνεύμα της επιστήμης του αστικού χώρου και το ανθρωπιστικό πνεύμα της ανθρωπολογίας στη λογοτεχνία. Όλα τα ζητήματα που έχουν μέχρι τώρα θιχτεί αποκτούν από εδώ και πέρα λογοτεχνική σημασία και συμβάλλουν στη συγκρότηση ενός πλαισίου λογοτεχνικής προσέγγισης και παρουσίασης. Η παραπάνω παρατήρηση (σχετικά με τη σχέση ανάμεσα στην «πλοκή» και στον «ήρωα») ανήκει στον Mikhail Bakhtin και την προσέγγιση που κάνει στην πλοκή του ευρωπαϊκού περιπετειώδους μυθιστορήματος, και στις αντίστοιχες προεκτάσεις που αυτή έχει στο μυθιστόρημα του Dostoyevsky, στο βιβλίο του “Ζητήματα της ποιητικής του Dostoyevsky” 10. Στα πλαίσια της πλοκής του περιπετειώδους μυθιστορήματος οι «ήρωες» δεν συνδέονται μεταξύ τους βάσει ενός συγκεκριμένου και παγιωμένου από τη ζωή «πορτραίτου», αλλά βάσει της αμιγώς ανθρώπινης φύσης τους, όπου τα χαρακτηριστικά τα οποία σε άλλες περιπτώσεις θα συνέθεταν κάποιου είδους «πορτραίτο» δεν είναι παρά καταστάσεις στις οποίες έτυχε να βρεθεί ο «ήρωας». Κάτι παρόμοιο συναντάμε και στον ακάλυπτο χώρο, και γενικά στους «μη-τόπους»,
10) Mikhail Bakthin, "Ζητήματα της Ποιητικής του Dostoyevsky", μτφ. Αλεξ. Ιωαννίδου, Αθήνα, Πόλις, 2000
43
44
πράγμα που δείχνει τη μία πτυχή της φύσης του ακάλυπτου: οι «ήρωες» ναι μεν συνδέονται μεταξύ τους στη βάση δοσμένων «ρόλων», αλλά οι «ρόλοι» αυτοί δεν είναι οι ταυτότητές τους, παρά «καταστάσεις» στις οποίες βρέθηκαν τυχαία, ή, ακριβέστερα, σχεδόν τυχαία. Το ρόλο του «ήρωα», σε αυτό το σημείο, αποκτούν τόσο τα δρώντα υποκείμενα που δραστηριοποιούνται στα πλαίσιά του ακάλυπτου, όσο και οι χωρικές λειτουργίες που αυτός παραλαμβάνει και εκείνες των χώρων των κτιρίων γύρω του που έρχονται σε άμεση επαφή με αυτόν. Η διαφορά μεταξύ τους έγκειται στο ότι, από τη μία, η δράση των ανθρώπων έρχεται να εφαρμοστεί στα δικά του πλαίσια (το ίδιο ισχύει και για τις λειτουργίες που αναπτύσσονται στο εσωτερικό του), όσο ευρεία και να είναι αυτά, ενώ, από την άλλη, οι χωρικές λειτουργίες των χώρων των κτιρίων γύρω του που έχουν άμεση επαφή με αυτόν, εκτός από την ανάπτυξη τους στα πλαίσιά του, εντούτοις διατηρούν και κάποια σχετική αυτονομία απέναντί του και, ταυτόχρονα, τον διαμορφώνουν. Αυτός είναι και ο λόγος που στο τμήμα της ανάλυσης σχετικά με τα όριά του ακάλυπτου αυτές οι λειτουργίες έλαβαν το χαρακτηρισμό του «ήρωα». Μέχρι αυτή τη στιγμή, το δρών υποκείμενο και οι λειτουργίες που μπορεί, έστω και δυνητικά, να παραλάβει ο ακάλυπτος παρουσιάστηκαν ως «ήρωες» μόνο για να καταδειχθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που επιβάλλει ο ακάλυπτος στο εσωτερικό του, και ο πραγματικός «ήρωας» θα αναδειχθεί παρακάτω. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι δεν με ενδιαφέρει να περιγράψω ένα γεγονός όπου το υπόβαθρο της δράσης επιβάλλεται στα υποκείμενα, αλλά να αναδείξω μία κατάσταση αμφίρροπης αλληλεπίδρασης. Η θεατρική σκηνή στην οποία αναφέρθηκα πιο πάνω σχετικά με το ζήτημα της εμπειρίας του χώρου και του συσχετισμού των Πραγμάτων στο εσωτερικό του, του συσχετισμού εκείνου που γίνεται βάσει μίας άλλης ουσίας και που αποτελεί
το καθοριστικό στοιχείο δημιουργίας του χώρου, έχουν, εδώ, αποκτήσει σάρκα. Είναι ακριβώς αυτό το σημείο στο οποίο μπορεί να βοηθήσει ο Bakhtin. Ο Bakhtin συνδέει το έργο του Dostoyevsky με τη μακρά παράδοση των λογοτεχνικών ειδών του κωμικοτραγικού, παράδοση που έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Διακρίνει τρείς βασικές ιδιαιτερότητες των ειδών του κωμικοτραγικού: 1) τη νέα σχέση που αποκτούν τα είδη με την πραγματικότητα, όπου αντικείμενο αποτελεί η «ζωντανή, σύγχρονη πραγματικότητα, συχνά ακόμη και της ίδιας της καθημερινότητας»11, 2) «τα είδη του κωμικοτραγικού δεν επαφίενται στην παράδοση και δεν φωτίζονται από αυτήν, παρά συνειδητά χρησιμοποιούν την πείρα και την ελεύθερη ε π ι ν ό η σ η » 12, 3) στα είδη του κωμικοτραγικού παρατηρείται ένας «αυθαίρετος τρόπος χρήσης πολλών υφολογικών τάσεων και πολλών διαφορετικών φωνών, που απαρνιούνται την υφολογική ενότητα (…), την εμμονή σε ένα ύφος» 13. Προηγούμενα, υποστήριξα ότι το συμβάν του ακάλυπτου δεν εκτυλίσσεται στα πλαίσια της ευρύτερης ιστορικής χρονικής
11) Ο.π. σελ. 171 12) Ο.π. σελ. 172 13) Ο.π.
45
46
ακολουθίας γεγονότων που χαρακτηρίζουν τον υπόλοιπο αστικό ιστό, ακόμα και τους ατομικούς, ιδιωτικούς χώρους. Στην βάση αυτή, στη βάση, δηλαδή, μίας εσωστρεφούς και, σχετικά αυτόνομης, χρονικής εξέλιξης, το συμβάν εκτυλίσσεται με γνώμονα την καθημερινή ζωή: είτε μιλάμε για δραστηριότητες κοινωνικής φύσης, είτε για δραστηριότητες με σημείο εκκίνησης το εκάστοτε άτομο, αυτές πραγματοποιούνται στα πλαίσια της καθημερινότητας, ενός προγράμματος, που σαφώς είναι επιβεβλημένο από την πραγματική ζωή έξω από τον ακάλυπτο, αλλά που όταν εφαρμόζεται σε αυτόν δεν μπορεί, στην πραγματικότητα, να διατηρήσει κάποιου είδους «ιστορικότητα». Κάτι τέτοιο δεν έρχεται σε αντιπαράθεση με τα προαναφερθέντα στοιχεία περί της αποκατάστασης της ιστορικής συνέχεια στον ακάλυπτο, καθώς μιλάμε για την αποκλειστικά δική του ιστορία. Μία ιστορία, όμως, που αφορά τη καθημερινή ζωή, για παράδειγμα, της νοικοκυράς, των παιδιών, της γυναικοπαρέας ή της αντροπαρέας, και των διαφόρων, κάθε φορά, χρήσεων που του κάνουν. Κάτι τέτοιο, όμως, σημαίνει και ότι, ενώ ο εξωτερικός κόσμος διαδραματίζει κάποιον ρόλο στη διαμόρφωση και την ιδιαίτερη λειτουργία του ακάλυπτου χώρου ως τέτοιου, εντούτοις, ο ίδιος και η ιστορία του δεν περνούν μέσα στους κόλπους του: στους ακάλυπτους χώρους των οικοδομικών τετραγώνων θα μπορούσαμε να συναντήσουμε τόσο πολυποίκιλες χρήσεις και δραστηριότητες να λαμβάνουν χώρα, να τον οικειοποιούνται με τέτοιον τρόπο, που να φαίνεται ξεκάθαρα πια πόσο αυτός διαφέρει από τον κατεξοχήν αστικό δημόσιο χώρο. Και, τέλος, αν και το συμβάν είναι ενιαίο, εντούτοις αυτό δεν σημαίνει πως η «διανομή» των «ρόλων» που γίνεται ανάμεσα στους ανθρώπους και τις χωρικές λειτουργίες που γειτνιάζουν με τον ακάλυπτο, διακρίνεται μέσω κάποιας μονολογικής ενότητας ύφους. Τέτοια ενότητα θα μπορούσαμε να
συναντήσουμε στον υπόλοιπο αστικό ιστό και στον ιδιωτικό χώρο που σχεδιάζεται, δημιουργείται και διαμορφώνεται μέσω ενός ενιαίου σχεδίου, μέσω μίας ενιαίας πολιτικής, μέσω, εν τέλει, μίας ενιαίας συνείδησης, είτε αυτή είναι η συνείδηση ενός ανθρώπου, μίας τάξης, ενός λαού και των πολιτισμικών τους συνδηλώσεων. Αντίθετα, το ύφος που αναπτύσσεται στον ακάλυπτο δεν είναι καθόλου ενιαίο: ταυτόχρονα συνυπάρχουν χωρικές λειτουργίες τόσο άσχετες μεταξύ τους και ως προς τη λειτουργία αλλά και ως προς το ιδιαίτερο ύφος τους, που καθορίστηκε από τους χρήστες τους, ταυτόχρονα συνυπάρχουν τόσο διαφορετικοί άνθρωποι, οι οποίοι στα πλαίσια της «διανομής» των «ρόλων» που υπέστησαν και μη μπορώντας να αναπτύξουν απόλυτα τη δικιά τους ιδιαίτερη προσωπικότητα, επιδίδονται σε μία ξέφρενη οικειοποίηση του χώρου, με τρόπο που να αναδεικνύει τις άπειρες δυνατότητες που περικλείει μέσα του. Με άλλα λόγια, βλέπουμε να απλώνονται μπροστά στα μάτια μας όλες εκείνες οι ιδιαιτερότητες των ειδών του κωμικοτραγικού που επισημαίνει ο Bakhtin, με διαφορά ότι, αντί να αφορούν κάποιο λογοτεχνικό έργο, εδώ αφορούν την ίδια τη φύση, το χαρακτήρα και το ύφος ενός πολύ πραγματικού και χειροπιαστού χώρου. Δεν υποστηρίζω, βέβαια, ότι ο ακάλυπτος χώρος ταυτίζεται με τα λογοτεχνικά είδη του κωμικοτραγικού, παρά, επιχειρώ να δημιουργήσω μία εικόνα για τον ακάλυπτο, ένα πλαίσιο στο οποίο η ανάπτυξη της προσέγγισης του θα έδινε απαντήσεις στο ερώτημα για την ταυτότητά του. Μία καλλιτεχνική παρουσίαση του ακάλυπτου χώρου των οικοδομικών τετραγώνων που θα τον προσέγγιζε σαν συμβάν και θα ακολουθούσε μία πορεία που θα την συνέδεε με τα είδη του κωμικοτραγικού θα μπορούσε να αναδείξει ουσιαστικά την ουσία του. Είναι προφανές πως οι παραπάνω τυπολογικές παρατηρήσεις είναι ένα ευθύ αποτέλεσμα της ιδιαίτερης ουσίας του ακάλυπτου:
47
48
του «μεταιχμίου», του «ενδιάμεσου», του «περάσματος», του «κατωφλιού». Κατά τον Bakhtin δύο είναι τα είδη του κωμικοτραγικού της αρχαιότητας των οποίων την παρουσία συναντάμε στο έργο του Dostoyevsky: ο «σωκρατικός διάλογος» και η «μεννίπεια σάτιρα». Στο «σωκρατικό διάλογο», μεταξύ άλλων, συναντάμε πλοκή στα πλαίσια του διαλόγου. Και μάλιστα όχι γενικά πλοκή, αλλά μία πλοκή που θέτει το περιεχόμενο του μύθου σε ένα «κατώφλι»: παρουσιάζονται λόγια ανθρώπων λίγο πριν το θάνατο. Το ίδιο χαρακτηριστικό, με περισσότερο αυξημένη ένταση, συναντάμε και στη «μεννίπεια σάτιρα». Η πραγματικότητα παρουσιάζεται στο «πέρασμά» της από κάτι προς κάτι άλλο: βρισκόμαστε στο «ενδιάμεσο» δύο απόλυτα πραγματικών καταστάσεων που, ενώ καμία από αυτές δεν έχει πραγματωθεί ολοκληρωτικά, εντούτοις δεν έχει εξαφανιστεί κιόλας: μιλάμε, δηλαδή, για ένα «μεταίχμιο». Η πλοκή αυτή, ο «διάλογος στο κατώφλι» στη «μεννίπεια σάτιρα» συνοδεύεται από πλήθος χαρακτηριστικών που ενδυναμώνουν το ασυνήθιστο αυτό στοιχείο: 1) η παρατήρηση γίνεται από κάποια ασυνήθιστη οπτική γωνία, όπως, για παράδειγμα, από ψηλά, 2) παρουσιάζονται γεγονότα, δραστηριότητες, συμπεριφορές και χειρονομίες, προσωπικότητες και ψυχολογικές καταστάσεις που αποκλίνουν από το «κοινώς αποδεκτό, από του κοινωνικούς κανόνες συμπεριφοράς και ετικέτας». Η ουσία του ακάλυπτου, όπως αναπτύχθηκε παραπάνω, φαίνεται να εντάσσεται τέλεια σε ένα τέτοιο σχήμα, καθώς, μπορεί να πραγματωθεί μόνο ως ένα Πράγμα που στέκεται εκτός του κυρίου γεγονότος, δηλαδή του αστικού και του ιδιωτικού χώρου, ενώ, για να το προσεγγίσεις, πρέπει, ουσιαστικά, να «κοιτάξεις από την κλειδαρότρυπα». Η «μεννίπεια σάτιρα», κατά τον Bakhtin, «απελευθερώνεται πλήρως από τους περιορισμούς της ιστορίας και των απομνημονευμάτων» 14, με
άλλα λόγια, είτε δεν απουσιάζουν ιστορικά «ορόσημα» (στη δική μας περίπτωση, χωρικά τοπόσημα), είτε, ακόμα και να υπάρχουν, δεν λειτουργούν σαν τέτοια. Επίσης, παρατηρείται ευρεία χρήση άλλων λογοτεχνικών ειδών με αποτέλεσμα τον πολλαπλό χαρακτήρα του ύφους και του τόνου, και, τέλος, η «μεννίπεια σάτιρα» διακατέχεται από μία εμμονή στα γεγονότα της καθημερινότητας. Ο Bakhtin συνδέει τα δύο είδη αυτά, αλλά και γενικότερα τα είδη του κωμικοτραγικού, μαζί και τον Dostoyevsky, με την παράδοση της «καρναβαλοποίησης» της λογοτεχνίας και του καρναβαλιού γενικά. Για αυτόν, «Το καρναβάλι είναι ένα θέαμα χωρίς σκηνή, χωρίς διαχωρισμούς ανάμεσα σε ερμηνευτές και θεατές. Στο καρναβάλι συμμετέχουν όλοι ενεργά, μοιράζονται το δρώμενο. Το καρναβάλι δεν είναι κάτι που παρατηρείται, ούτε κάτι που το παίζουν, αλλά κάτι που το ζουν, που το βιώνουν βάσει των κανόνων που ορίζει το ίδιο, όσο βέβαια ισχύουν αυτοί οι κανόνες – με άλλα λόγια, όσοι το παρακολουθούν βιώνουν μία καρναβαλική ζωή. Η καρναβαλική ζωή είναι μία ζωή που έχει βγει από τη συνηθισμένη της
(απέναντι σελίδα) 14) Ο.π. σελ. 182
49
15) Ο.π. σελ. 196 16) Ο.π. σελ. 197
50
σειρά, μία ζωή «ανεστραμμένη», μία ζωή «αναποδογυρισμένη» (“monde à l’ envers”)» 15. Στο καρναβάλι « κ α τ α ρ γ ε ί τ α ι κάθε απόσταση ανάμεσα στους ανθρώπους και παίρνει τα ηνία μία ιδιαίτερη καρναβαλική κατηγορία – η ελεύθερη και απρόσκοπτη επαφή ανάμεσα στους ανθρώπους. (…) Η συμπεριφορά, η χειρονομία και ο λόγος του ανθρώπου απελευθερώνονται από τη δουλεία της ιεραρχικής τοποθέτησης (που προκύπτει από την κοινωνική θέση, το βαθμό, την ηλικία, την περιουσία) και τους καθ’ ολοκληρία εξωκαρναβαλικούς καθορισμούς και γίνονται εκκεντρικά – ανάρμοστα εάν εξεταστούν με τη λογική της καθημερινής, μη καρναβαλικής ζωής. Η εκκεντρικότητα είναι ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό καρναβαλικής κοσμοθεωρίας που συνδέεται οργανικά με την οικειότητα: επιτρέπει στον άνθρωπο να αποκαλύπτει και να αναπτύσσει – σε μία συγκεκριμένη αισθησιακή μορφή – τις κρυφές πλευρές της ανθρώπινης φύσης»16. Εδώ, λοιπόν, βρίσκουμε την ιδιαίτερη εκείνη μορφή παρουσίασης της εμπειρίας του ακάλυπτου, της θεατρικής σκηνής,
του συσχετισμού των ανθρώπων στα πλαίσιά του βάσει της νέας τους ουσίας. Η απόσταση που, αντικειμενικά, υπάρχει ανάμεσα στον άνθρωπο και τον κυρίως αστικό χώρο, αναιρείται στον ακάλυπτο, όπου η καθημερινή ζωή αφήνει το αποτύπωμά της τόσο ανεξίτηλα, αποκτά λογοτεχνική υπόσταση στα είδη που συνδέονται με την καρναβαλική παράδοση καθώς: «η οικειοποίηση αυτή συμβάλλει στην κατάλυση της επικής και της τραγικής αποστασιοποίησης και στη μεταφορά των απεικονίσεων σε μία ζώνη άμεσης συνάφειας, ενώ αντικατοπτρίζεται με καθοριστικό τρόπο στη διάρθρωση της πλοκής και των διαφόρων καταστάσεών της». Τέλος, το καρναβάλι πραγματοποιείται στην πλατεία, η οποία είναι «σύμβολο παλλαϊκό». Αν και εν τω προκειμένω μιλάμε περισσότερο για μια κοινοτική πλατεία, με αυτόν τον τρόπο ενισχύεται αυτή η μεταφορική, συμβολική και σημασιολογική της σημασία. Το σημαντικότερο, όμως, χαρακτηριστικό που αναδεικνύεται σε αυτήν την παράδοση, που περνάει στο πεδίο της λογοτεχνίας και βρίσκει την ολοκληρωμένη του έκφραση στον Dostoyevsky, είναι η «πολυφωνία». Και στο καρναβάλι, σαν κοινωνική δραστηριότητα, αλλά και στα λογοτεχνικά είδη που απορρέουν από αυτό και το δανείζονται, το ενιαίο του συμβάντος δεν έχει μονολογικό χαρακτήρα και ύφος: το ενιαίο του συμβάντος έγκειται εδώ σε ένα σύνολο «αυτόνομων φωνών και συνειδήσεων», σε μία «αληθινή πολυφωνία των πλήρως ισάξιων φωνών τους». Ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζονται και λειτουργούν οι «ήρωες» του ακαλύπτου πραγματοποιείται μέσω ενός συνδυασμού «ενός συνόλου ισοδύναμων συνειδήσεων, η καθεμιά με τον δικό της κόσμο, διατηρώντας τον ασυγχώνευτο χαρακτήρα της στην ενότητα του γεγονότος». Με αυτόν τον τρόπο έρχεται στο προσκήνιο ο «ήρωας».
51
Ο ΗΡΩΑΣ
Ο ακάλυπτος χώρος ενός οικοπέδου και, κατά προέκταση, και ενός ολόκληρου οικοδομικού τετραγώνου εμφανίζεται μέσω ενός αναγκαίου συμβιβασμού ανάμεσα στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία. Ως εκ τούτου, είναι, πράγματι, ένας χώρος «υπόλειμμα»: οφείλει την ύπαρξή του στο γεγονός ότι απαγορεύεται να καλυφθεί ολόκληρη η επιφάνεια του οικοπέδου. Συνήθως δεν υπόκειται σε κανέναν άλλο σχεδιαστικό χειρισμό, αν και μπορούμε να συναντήσουμε μία πλειάδα διαμορφώσεων να καταλαμβάνουν την έκτασή του. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, οι διαμορφώσεις αυτές παίρνουν το χαρακτήρα παρεμβάσεων που υλοποιούνται έπειτα του σχεδιασμού και της υλικής του πραγματοποίησης, και οφείλονται, σε μεγάλο βαθμό, στη χρήση που τους γίνεται από τους κατοίκους των κτιρίων που τον περιβάλλουν (ως επί το πλείστον εκείνων που κατοικούν στο ισόγειο). Πάντως, γεγονός παραμένει ότι υπολείπεται των υπολοίπων χώρων του οικοπέδου, και, αντίστοιχα, του οικοδομικού τετραγώνου: δεν αποτελεί επουδενί το κύριο και, ουσιαστικά, είναι ένα παραπροϊόν. Παρ’ όλα αυτά, εμφανίζεται στο φως της πραγματικότητας, δημιουργείται. Στο προηγούμενο κεφάλαιο έδειξα πώς
55
56
τα στοιχεία της συγκρότησής του είναι εκείνοι οι χώροι των κτιρίων που τον περιβάλλουν που έρχονται σε άμεση επαφή με αυτόν: τα τυπολογικά του όρια είναι ταυτόχρονα τα στοιχεία που τον δημιουργούν. Οι προκείμενοι, όμως, χώροι είναι τμήμα του κατεξοχήν αντικείμενου του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Είναι προφανές πως η «υπολειμματικότητα» που χαρακτηρίζει τον ακάλυπτο είναι τέτοια μόνο μέσω του σχεδιασμού κάποιου άλλου χώρου που χαρακτηρίζεται ως «κύριος». Και εκτός από τον αμιγή σχεδιασμό, είναι και ο τρόπος με τον οποίο οι κύριοι αυτοί χώροι υπάρχουν που σχετίζεται με τη συγκρότηση του ακαλύπτου. Ο ιδιαίτερος αυτός τρόπος ύπαρξης των χώρων που γειτνιάζουν με αυτόν είναι αυτός που συγκροτεί τα ανθρωπολογικά χαρακτηριστικά της τυπολογίας του. Τον τρόπο με τον οποίο υπάρχουν, όμως, αυτοί οι χώροι τον διαμορφώνει η ανθρώπινη παρουσία μέσα τους. Και, αντίστοιχα, η ανθρώπινη παρουσία αυτή, η λειτουργία που παραλαμβάνουν κάθε φορά αυτοί οι χώροι μαζί με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και το ύφος τους μεταφέρουν την ποιότητά τους στον ακάλυπτο και τον καθορίζουν. Φαίνεται, με άλλα λόγια, σαν ο ακάλυπτος να είναι ένας παθητικός δέκτης κάθε λογής εξωτερικής επιρροής που τις δέχεται όλες χωρίς δεύτερη σκέψη. Και, κατά συνέπεια, ενώ ο ίδιος θα μπορούσε, όπως ανέφερα στο προηγούμενο κεφάλαιο, να παραλάβει έναν εκτενέστατο αριθμό χρήσεων, οι ίδιες αυτές οι χρήσεις δεν μπορούν να χαρακτηρίζονται από απόλυτη ελευθερία στην ιδιαίτερη διαμόρφωσή τους. Και, άρα, οι άνθρωποι που τον χρησιμοποιούν, είναι, με κάποιον τρόπο και σε κάποιον βαθμό, δέσμιοι κάποιας «προειλημμένης απόφασης». Είναι, εντούτοις, αδύνατο Κάτι να υπάρχει μόνο εξαιτίας ενός Άλλου και μόνο μέσω ενός Άλλου χωρίς το ίδιο να υπάρχει και για το ίδιο: ένα εξωτερικά τεθειμένο Είναι είναι ένα Είναι που τίθεται σε κάποιο άλλο Είναι που, ενώ
είναι το ίδιο καθεαυτό και διεαυτό, εντούτοις, έχει ανάγκη από κάποιο Άλλο για να έρθει στο φως η ιδιαίτερή του ουσία. Αυτή η διαμεσολαβημένη ουσία του ακαλύπτου αναπτύχθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο. Σε αυτό το κεφάλαιο αναζητούμε τον «ήρωα» ή τους «ήρωες» που δραστηριοποιούνται στα πλαίσιά του. Αναζητούμε, με άλλα λόγια, το Άλλο που βοηθά στην εμφάνιση της ουσίας του. Αυτό το Άλλο δεν θα μπορούσε να είναι ούτε οι χωρικές χρήσεις και δραστηριότητες που παραλαμβάνει, ούτε οι άνθρωποι που παίρνουν μέρος σε αυτές, καθώς υπόκεινται, σχεδόν ολοκληρωτικά, στα δικά του εγγενή χαρακτηριστικά. Είναι γεγονός πως σε κάθε λογοτεχνικό έργο οι «ήρωες» εμφανίζονται, ενσαρκώνονται και πραγματώνονται ως τέτοιοι μέσα στα πλαίσια του περιεχομένου του «μύθου» το οποίο διαπραγματεύεται το έργο. Στις περιπτώσεις που τα δεσμά του «μύθου» και της «πλοκής» είναι απόλυτα, είναι αδύνατο να συνυπάρχουν διαφορετικές ποιότητες μέσα στο ίδιο έργο: σε όλη του την έκταση συναντά κανείς τη μία και απόλυτη συγγραφική συνείδηση που περνά σε κάθε πτυχή του. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υφίστανται διαφορετικοί χαρακτήρες με διαφορετικές προσωπικότητες και χαρακτηριστικά, αλλά σε καθέναν από αυτούς βρίσκει κανείς τα αντίστοιχα στοιχεία του συγγραφέα, είτε τα δικά του, είτε τα αποτελέσματα της δικής του σκέψης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο «ήρωας» ολοκληρώνεται μέσω του «μύθου» και της «πλοκής» αλλά εκείνοι είναι από την αρχή απόλυτα καθορισμένοι και, άρα, απόλυτα καθορισμένος είναι και ο «ήρωας» και αντίστροφα, ο «μύθος» και η «πλοκή» ολοκληρώνονται μέσω του «ήρωα» αλλά ο «ήρωας» είναι εξαρχής απόλυτα καθορισμένος και, άρα, απόλυτα καθορισμένοι είναι και εκείνοι. Η ουσία, όμως, του «μύθου» και της «πλοκής» του ακαλύπτου είναι να είναι πράγματα ανολοκλήρωτα. Και, κατά συνέπεια, το ίδιο θα πρέπει να συμβαίνει και με τους «ήρωές» του.
57
58
Ο χαρακτήρας και το ύφος, στην πρώτη περίπτωση, είναι πράγματα μονοσήμαντα και ενιαία: μιλάμε για μονολογισμό. Τι γίνεται, όμως, όταν η ιδιαίτερη ουσία ενός «μύθου» και του περιεχομένου του αρνείται πεισματικά έναν τέτοιο μονολογισμό; Από το προηγούμενο κεφάλαιο έχει καταστεί σαφές πως δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα ύφος και έναν αποκλειστικό χαρακτήρα όταν αναφερόμαστε στον ακάλυπτο. Ή μάλλον, αυτή η πολλαπλότητα του ύφους αποτελεί το ιδιαίτερο ύφος του. Στην περίπτωση αυτή, ο «μύθος», ενώ από τη μία έχει τη δική του αποκλειστική ταυτότητα, από την άλλη, αυτή η ταυτότητα επηρεάζεται από τα στοιχεία που δρουν στα πλαίσιά του: ενώ εμφανίζεται μέσω των «ηρώων» του, καθορίζεται και από αυτούς, καθώς είναι τόσο ελεύθερος στη διαμόρφωσή του και στους δεσμούς που εξαιτίας του θα δημιουργηθούν ανάμεσα στους «ήρωες» που κάθε στιγμή παραλαμβάνει και μία, ίσως και εντελώς, διαφορετική ταυτότητα. Η «μεταιχμιακή» του υπόσταση, η αδυναμία του να είναι ένα απόλυτα ορισμένο Κάτι, δίνει την ελευθερία και υποχρεώνει τους «ήρωές» του να είναι οι οποιοιδήποτε και αυτός, από τη μεριά του, να τους καλύπτει με ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο πέπλο: η πλοκή είναι τόσο ακαθόριστη όσο ακαθόριστος είναι και ο «ήρωας». Ένας τέτοιος «μύθος» είναι το αναγκαίο στοιχείο και, από την άλλη, το λογικό αποτέλεσμα, για να μπορέσουν οι «ήρωες» να αναπτύξουν την απόλυτη φύση τους: την πολυφωνία. Όπως, λοιπόν, το προηγούμενο κεφάλαιο ασχολήθηκε με τον ορισμό του «μύθου», το παρόν κεφάλαιο ασχολείται με τον ορισμό του «ήρωα». Από τη μία, οι χώροι που συγκροτούν τον ακάλυπτο είναι αυτόνομοι από αυτόν καθώς αποτελούν αντικείμενο του κυρίως σχεδιασμού: ο σχεδιασμός τους δεν λαμβάνει υπόψη του τόσο τον ακάλυπτο παρά, ουσιαστικά, το ίδιο το κυρίως κτίριο που ανεγείρεται στο οικόπεδο.
Κατά συνέπεια, η διαμόρφωσή τους, ο τρόπος χρήσης και λειτουργίας τους δεν είναι χαρακτηριστικά προσανατολισμένα προς τον ακάλυπτο παρά, κυρίως, προς τον ίδιο τους τον εαυτό και, σε δεύτερο επίπεδο, στο κτίριο του οποίου μέρος αποτελούν. Από την άλλη, πρέπει να κάνουμε και έναν διαχωρισμό μεταξύ των κυρίων μετώπων των κτιρίων, εκείνων που προσανατολίζονται προς το δημόσιο αστικό χώρο, και των μετώπων των κτιρίων που δεν προσανατολίζονται προς το συνολικό βλέμμα της κοινωνίας. Όσο και να μην αποτελεί αντικείμενο του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού από την πλευρά του σχεδιαστή, ο οποίος μπορεί να εμφορείται από τέτοια άκρατη αλαζονεία που να προσπαθεί να δημιουργήσει αυτοαναφορικά κτίρια, είναι, εντούτοις, αδύνατο το συνολικό συμβάν της πόλης να μην αφήνει το αποτύπωμά του στο σχεδιασμό των κυρίως μετώπων. Η ρίζα μίας τέτοιας παρατήρησης μπορεί να αναζητηθεί εκτός από τη εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία και σε λειτουργικές ανάγκες προσβάσεων, θεάσεων και άλλων στοιχείων που, μέσω μίας αναγκαιότητας, οδηγούν σε συγκεκριμένους, αν και ευρείς, σχεδιαστικούς χειρισμούς. Με άλλα λόγια, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, υπάρχει σαφής ενότητα του αντικειμένου του σχεδιασμού με το γενικό αστικό συμβάν: τα κύρια μέτωπα των κτιρίων και, κατ’ επέκταση των χώρων που κρύβονται αμέσως πίσω από το κέλυφός τους δεν είναι αυτόνομα από την πόλη, είτε σχεδιαστικά, είτε λειτουργικά, δηλαδή, είτε μορφολογικά, είτε αναφορικά με το ύφος και το χαρακτήρα τους. Και όσο οι προκείμενοι χώροι είναι προσανατολισμένοι προς το δημόσιο αστικό χώρο, τόσο οι χώροι των πίσω μετώπων είναι προσανατολισμένοι προς τον εαυτό τους και στο αποκλειστικά δικό τους συμβάν, εκείνο του κτιρίου στο οποίο ανήκουν. Και, κατά συνέπεια, ενώ μελετώντας τους πρώτους μπορούμε να αποφανθούμε για το σύνολο του αστικού χώρου, όντας
59
60
συγχωνευμένοι με αυτόν, μελετώντας του δεύτερους μπορούμε να αποφανθούμε για τους ίδιους και για τη σχέση που έχουν με τον αστικό χώρο (βεβαία, εδώ, νοείται και ο αστικός χώρος ως «τόπος» και ο αστικός χώρος ως «μη-τόπος», δηλαδή, ο ακάλυπτος): μπορούμε, με άλλα λόγια, να εκμαιεύσουμε κάποιου είδους «τοποθέτηση» για το ιδιαίτερο «ποιόν» τους και για το τί συμβαίνει εκτός τους και το πώς το «αντιλαμβάνονται», το «εκλαμβάνουν» και το «αξιολογούν», όντας ασυγχώνευτοι μαζί του. Αυτό το «εκτός» τους συνιστά τον κόσμο τους. Στην προκείμενη περίπτωση, βέβαια, με ενδιαφέρει πρώτα εκείνος ο κόσμος τους που είναι ο ακάλυπτος. Δεν μιλάμε, με άλλα λόγια, για κάποια επιμέρους στοιχεία ενός Όλου, που ενσωματώνονται σε αυτό, αλλά για απόλυτα διακριτά στοιχεία που αποκτούν τα ίδια τον χαρακτήρα ενός Όλου και, πιο συγκεκριμένα, για τον δικό τους «κόσμο». Όταν, δηλαδή, η λειτουργία ενός Πράγματος πραγματώνεται στο επίπεδο του «παραπροϊόντος», όπως είναι ο ακάλυπτος, και όχι του «κυρίου», αναπόφευκτα οδηγείται σε μία πορεία εξατομίκευσης: η πορεία αυτή το μετατρέπει σε διακριτό καθ’ ολοκληρία άτομο και καθιστά το αντικείμενο του οπτικού του πεδίου τον ιδιαίτερο του κόσμο. Βέβαια, ακόμα και υπό αυτό το καθεστώς του ασυγχώνευτου, οι χώροι αυτοί λειτουργούν στα πλαίσια ενός και ενιαίου συμβάντος, και στην ενότητα αυτού διατηρούνται. Το συμβάν αυτό είναι, από τη μία, το συμβάν του κτιρίου στο οποίο ανήκουν και οι ιδιαίτερη εσωτερική οργάνωσή του (κατοικίες, γραφεία, καταστήματα κλπ.), και, από την άλλη, το συμβάν του ακάλυπτου. Τα τυπολογικά όρια του ακάλυπτου, τα στοιχεία της συγκρότησης του, είναι ταυτόχρονα και αυτόνομα από αυτόν και οι «ήρωες» του δικού του αποκλειστικού συμβάντος, όπου, όντας τέτοιοι, είναι και ταυτόχρονα στοιχεία μίας ενότητας, ενότητας που απορρέει από την ενότητα του ίδιου του συμβάντος. Και επειδή λειτουργούν στα πλαίσια του ίδιου επιπέδου
της πραγματικότητας, εκείνο του «προϊόντος», και όχι σε δύο διαφορετικά επίπεδα, κανείς δεν μπορεί να αποφανθεί για κάποιου είδους «ιεραρχία» ως προς την επιρροή τους προς τον ακάλυπτο. Αν και, όπως ανέφερα στο προηγούμενο κεφάλαιο, είναι τα ισόγεια των κτιρίων που έχουν μεγαλύτερο λόγο στη διαμόρφωσή του, εντούτοις, όχι μόνο δεν λειτουργούν αυτόνομα από το υπόλοιπο κέλυφος, αλλά είναι τα πίσω μέτωπα σε όλη την έκτασή τους που διαμορφώνουν τον χαρακτήρα, το ύφος και τη λειτουργία του «ισογείου» του ακάλυπτου: έχουν έναν απόλυτα ισόνομο χαρακτήρα στην επιρροή που ασκούν καθώς το «ισόγειο» λαμβάνει αναγκαστικά υπόψη του τον «όροφο», μέσω αυτού μπορεί να αποφασίσει τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματωθεί. Και, τέλος, η αυτονομία τους από το συμβάν συνδυάζεται με το ότι, όντας τα συγκροτησιακά του στοιχεία, και η δική τους διαμόρφωση λαμβάνει υπόψη, σε κάποιον βαθμό, το ίδιο το συμβάν το οποίο διαμορφώνουν: είναι, δηλαδή, εν γένει, αυτοαναφορικοί. Οι παραπάνω παρατηρήσεις στέκονται σε ένα επίπεδο αντικειμενικότητας (όπου κάποιος θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι εμφορούνται από κάποια σχετική αυθαιρεσία στην ανάπτυξή τους) και ακόμα δεν μπορούν να διαμορφώσουν ένα πλαίσιο γόνιμης προσέγγισης του ακάλυπτού χώρου. Ωστόσο, όπως συνέβη και στο προηγούμενο κεφάλαιο, αποτελούν αναγκαιότητα ακριβώς για να αναδειχθεί η συνάφεια τους με το προτεινόμενο πλαίσιο προσέγγισης από τη μία, και, από την άλλη, για να αναδειχθεί το ότι καθιστούν δυνατή την ύπαρξη ενός τέτοιου πλαισίου. Το κύριο ζήτημα που αναδεικνύουν είναι ότι πράγματι οι χώροι που βρίσκονται στα κτίρια που περιβάλλουν τον ακάλυπτο και γειτνιάζουν με αυτόν στέκονται αυτόνομοι από τον ίδιο και δεν είναι συγχωνευμένοι απόλυτα στο συμβάν που τον χαρακτηρίζει: οι ίδιοι δεν είναι παράγωγα του
61
62
και δεν δημιουργούνται βάσει του, αλλά, αντίστροφα, το συμβάν δημιουργείται βάσει αυτών. Αυτό το στοιχείο είναι που καθορίζει ότι τον χαρακτήρα του «ήρωα» θα τον διαδραματίσουν οι εν λόγω χώροι και όχι άλλοι, καθώς μόνο μέσω εκείνων μπορεί ο «μύθος» να εμφανιστεί. Και εξαιτίας αυτού του καθεστώτος του «αυτόνομου» και του «ασυγχώνευτου» αντιλαμβανόμαστε ότι ο «ήρωας» είναι ένα πολλαπλό φαινόμενο: κάθε ένας από τους προκείμενους χώρους είναι ένα απόλυτα διακριτό άτομο, και, ταυτόχρονα, μπορούμε να αντιληφθούμε μία πληθώρα επιπέδων ανάπτυξης του συμβάντος: κάθε ξεχωριστό άτομο ανήκει και στο δικό του επίπεδο πραγματικότητας και, κατ’ επέκταση, από τα πλαίσια αυτού αναπτύσσεται και επηρεάζει το συμβάν. Έχουμε τη μίξη ασυμβίβαστων στοιχείων σε μία ενότητα. Σε αυτή τη βάση μπορούμε να μιλήσουμε για «πολλαπλότητα» και «πολυπεπιπεδικότητα» στην ανάπτυξη των «ηρώων», του «μύθου» και της «πλοκής», χαρακτηριστικά που αφορούν και την ιδιαίτερη συγκρότηση του «μύθου» και της «πλοκής», αλλά και την ευρύτατη ποιότητα των «ηρώων» του. Και αυτά τα χαρακτηριστικά στέκονται στο ίδιο επίπεδο αντικειμενικότητας, όπως και παραπάνω. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο Bakhtin όταν αναζητά τα χαρακτηριστικά της ιδιαιτερότητας του πολυφωνικού μυθιστορήματος του Dostoyevsky στον αντικειμενικό κόσμο και στην αντικειμενική πραγματικότητα, όπου υποστηρίζει, για παράδειγμα, ότι: «Η πολυεπιπεδικότητα και η αντιφατικότητα της κοινωνικής πραγματικότητας προϋπάρχουν ως αντικειμενικά δεδομένα της εποχής. Η ίδια η εποχή καθιστά δυνατή την ύπαρξη του πολυφωνικού μυθιστορήματος»17. Με άλλα λόγια, η πραγματικότητα του ακαλύπτου διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για και οδηγεί, σχεδόν νομοτελειακά, στην ανάπτυξη μίας «πολυφωνικής» προσέγγισής του.
Κατά τον Bakhtin « Η βασική ιδιαιτερότητα των μυθιστορημάτων του Dostoyevsky συνίσταται, πράγματι, στο πλήθος των αυτόνομων και ασυγχώνευτων φωνών και συνειδήσεων, στην αληθινή πολυφωνία των απολύτως ισάξιων φωνών τους»18. Και συνεχίζει: «Στα έργα του συνδυάζεται ένα σύνολο ισόνομων συνειδήσεων, η καθεμία με τον δικό της κόσμο, διατηρώντας τον ασυγχώνευτο χαρακτήρα της στη ενότητα του γεγονότος»19. Στην περίπτωση του Dostoyevsky, βέβαια, η αυτονομία και το ασυγχώνευτο των «ηρώων» σχετίζεται με τη συγγραφική συνείδηση του συγγραφέα, όπου, πάλι κατά τον Bakhtin: «Οι ήρωες του Dostoyevsky, ήδη κατά τον σχεδιασμό τους από τον καλλιτέχνη, δεν αποτελούν μόνον αντικείμενα του συγγραφικού λόγου, αλλά και υποκείμενα του δικού τους άμεσα σημαίνοντος λόγου. (…) Η συνείδηση του ήρωα αποδίδεται σαν μία άλλη, ξένη, συνείδηση» 20. Με άλλα λόγια, αλλάζει το αντικείμενο της συγγραφικής θεώρησης και απεικόνισης, μετατίθεται το επίπεδο της περιγραφής από το επίπεδο της ματιάς του συγγραφέα στο επίπεδο
(απέναντι σελίδα) 17) Ο.π. σελ. 46 (σελίδα 61) 18) Ο.π. σελ. 11 19) Ο.π. 20) Ο.π.
63
64
της ματιάς του «ήρωα», καθώς η συνείδηση του «ήρωα» αντιμετωπίζεται σαν μία άλλη συνείδηση. Και επειδή, όπως υποστήριξα στο προηγούμενο κεφάλαιο και σχετικά με τον ακάλυπτο, ούτε ο «μύθος», ούτε η «πλοκή», ούτε ο «ήρωας» είναι καθορισμένα, πραγματωμένα και ολοκληρωμένα αντικείμενα, αυτό που μένει για το μυθιστόρημα είναι η ίδια η πορεία καθορισμού, πραγμάτωσης και ολοκλήρωσης: απομένει η πορεία ενσάρκωσης του «ήρωα» που, επειδή ακριβώς το επίπεδο της περιγραφής είναι η δική του ματιά, είναι η πορεία της ιδιαίτερής του αυτογνωσίας: είναι η πορεία της ιδιαίτερης λέξης που θα αρθρώσει για τον εαυτό του και τον κόσμου του. Οι ιδιαιτερότητες του «μύθου» του ακάλυπτου, όπως παρουσιάστηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο, οδηγούν στην απουσία συγκεκριμένων χαρακτηρολογικών στοιχείων σχετικά με το «μύθο», την «πλοκή» και τον «ήρωα», αλλά η απουσία αυτή αφορά εξωτερικά τεθειμένα χαρακτηριστικά, ενώ, στην πραγματικότητα, ωθούν και το «μύθο», και την «πλοκή», και τον «ήρωα» να ακολουθήσουν μία κατ’ ιδίαν πραγμάτωση, ολοκλήρωση και ενσάρκωση: η απουσία εξωτερικά επιβεβλημένων χαρακτηριστικών έχει σαν αποτέλεσμα την ατομική, προσωπική και υποκειμενική, δηλαδή, εσωτερική, χαρακτηρολογική οριοθέτηση, άσχετα με το αν η ουσία του ακαλύπτου και των «ηρώων» είναι να μην είναι ποτέ Κάτι. Και, συνεχίζοντας να ακολουθούμε τον Bakhtin για το μυθιστόρημα του Dostoyevsky: «Ο ήρωας δεν ενδιαφέρει τον Dostoyevsky ως φαινόμενο της πραγματικότητας, που φέρει συγκεκριμένα και καθαρά τυπικά – κοινωνικά και ατομικά – χαρακτηριστικά γνωρίσματα, ούτε ως συγκεκριμένη μορφή, αποτελούμενη από αναμφισβήτητα και αντικειμενικά γνωρίσματα που στο σύνολό τους θα μπορούσαν να δώσουν απάντηση στο ερώτημα «ποιος είναι αυτός;». Όχι, ο ήρωας ενδιαφέρει τον Dostoyevsky ως
μία ιδιαίτερη άποψη για τον κόσμο και για τον ίδιο του τον εαυτό, ως νοηματική και αξιολογική θέση του ανθρώπου αναφορικά με τον εαυτό του και με την πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Για τον Dostoyevsky δεν βαραίνει τόσο το πώς εμφανίζεται στον κόσμο ο ήρωας του όσο, πάνω απ’ όλα, το πώς εμφανίζεται ο κόσμος στον ήρωα και το πώς φαντάζει ο ίδιος στον εαυτό του. (…) Ο εξωτερικός κόσμος δεν μπορεί να αποτελέσει αιτιατό και γενετικό παράγοντα ορισμού του ήρωα»21. Αυτό που περιγράφεται είναι το εσωτερικό του κάθε ήρωα. Η πολλαπλότητα και η πολυεπιπεδικότητα, λοιπόν, στις οποίες αναφέρθηκα προηγούμενα, αφορούν, εν τέλει, ουσιαστικά την πολλαπλότητα των κέντρων γύρω από τα οποία αναπτύσσεται το μυθιστόρημα και, στη δική μας περίπτωση, το συμβάν του ακαλύπτου: έχουμε μία πολλαπλότητα και μία πολυεπιπεδικότητα των κέντρων-συνειδήσεων, από τα οποία αντιλαμβανόμαστε το εκάστοτε κέντρο και τον κόσμο του, δηλαδή, τον κόσμο των υπολοίπων κέντρωνσυνειδήσεων. Για το γεγονός αυτό ο Bakhtin αναφέρει: «Τα ασυμβίβαστα στοιχεία του ντοστογιεφκικού
21) Ο.π. σελ. 74-75
65
22) Ο.π. σελ. 26-27
66
υλικού είναι μοιρασμένα σε διάφορους κόσμους και σε διάφορες συνειδήσεις· δεν βρίσκονται σε ένα μόνο οπτικό πεδίο, αλλά σε διάφορα, πλήρη και ισότιμα οπτικά πεδία· και δεν είναι το ίδιο το υλικό, αλλά οι κόσμοι αυτοί, οι συνειδήσεις αυτές μαζί με τα οπτικά τους πεδία που συνδέονται σε μία υψηλότερη ενότητα, σε δεύτερο, ας πούμε, επίπεδο, στην ενότητα του πολυφωνικού μυθιστορήματος»22. Η αντιστοιχία που αναγκαστικά γίνεται εδώ είναι ότι ο Dostoyevsky περιγράφει τους «ήρωές» του όπως θα «ζητούσαν» να περιγραφθούν οι ίδιοι οι χώροι που συγκροτούν τον ακάλυπτο: πρέπει να παρουσιαστούν βάσει της δικής τους ιδιαίτερης αυτοανάπτυξης ως ξεχωριστά καθ’ ολοκληρία άτομα, πρέπει, με άλλα λόγια να προσεγγιστούν «πολυφωνικά». Συνεχίζοντας, ο Bakhtin, αναφέρει: «(…) δεν είναι οι πλευρές της πραγματικότητας – του ίδιου του ήρωα και του περιβάλλοντός του – τα στοιχεία από τα οποία σχηματίζεται η εικόνα του ήρωα, αλλά η σημασία αυτών των πλευρών για τον ίδιο, για την αυτογνωσία του. Όλες οι σταθερές αντικειμενικές
ιδιότητες του ήρωα (…) μετατρέπονται σε αντικείμενο της ενδοσκόπησης του ίδιου του ήρωα, σε αντικείμενο της αυτογνωσίας του. (…) Δίπλα στη συνείδηση του ήρωα που έχει ενσωματώσει όλο τον κόσμο των αντικειμένων, δεν μπορεί παρά να υπάρξει μόνο μία άλλη συνείδηση, δίπλα στο οπτικό του πεδίο ένα άλλο οπτικό πεδίο, δίπλα στη δική του άποψη για τον κόσμο μία άλλη άποψη για τον κόσμο. Στην αδηφάγα συνείδηση του ήρωα μπορεί κανείς να αντιπαρατάξει έναν και μόνο αντικειμενικό κόσμο – τον κόσμο των άλλων ισότιμων με αυτή συνειδήσεων»23. Έπειτα από τα παραπάνω, καθώς και αυτά που αναφέρθηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο, πρέπει να αποσαφηνίσουμε, εν τέλει, το πώς δημιουργείται ο «μύθος» και η «πλοκή», μιας και «μύθος» και «πλοκή» υπάρχουν άσχετα με το ότι μέχρι τώρα παρουσιάζονται σαν να πράγματα απόλυτα ακαθόριστα και ρευστά. Συνδυάζοντας, λοιπόν, τις παρατηρήσεις του Bakhtin σχετικά με τον «ήρωα» με τις ιδιαιτερότητες του «μύθου» και της «πλοκής» στο μυθιστορηματικό κόσμο του Dostoyevsky, όπως παρουσιάστηκαν στο προηγούμενο
23) Ο.π. σελ. 75 & 78
67
68
κεφάλαιο, παρατηρούμε ότι αφού οι «ήρωες» δεν είναι αμιγή αντικείμενα της συγγραφικής συνείδησης, δεν συσχετίζονται μεταξύ τους βάσει δεσμών που επιβάλλει μία «πλοκή» έξω από τους ίδιους, παρά συσχετίζονται αποκλειστικά βάσει των ίδιων: η «πλοκή» πρέπει να επιτρέπει το τυχαίο. Η «πλοκή» είναι σε τέτοιο βαθμό ελεύθερη που δεν ωθεί σε δεσμούς και συσχετισμούς μεταξύ των «ηρώων» εξωτερικούς προς τα ιδιαίτερά τους «πορτραίτα» (μιας και δεν υπάρχει κάποιο καθορισμένο «πορτραίτο») είτε παγιώνοντας ένα, είτε δημιουργώντας έναν περιορισμένο κύκλο δεσμών και γεγονότων: η «πλοκή» θα πρέπει να μπορεί να πάρει οποιαδήποτε μορφή, μιας και οποιαδήποτε μορφή μπορούν να πάρουν οι «ήρωες» στην πορεία αυτογνωσίας τους. Και είναι αυτή η πορεία αυτογνωσίας, αυτή η πορεία ενσάρκωσης που καθορίζει τη σύναψη δεσμών, που δημιουργεί τα γεγονότα της ζωής τους και, ουσιαστικά, ορίζει την «πλοκή». Είναι, με άλλα λόγια, η αυτοανάπτυξη κάθε «ήρωα» είναι που δημιουργεί το «μύθο» και την «πλοκή». Με αυτόν τον τρόπο περνάμε από την αυτονομία και το ασυγχώνευτο των «ηρώων» σχετικά με τη συγγραφική συνείδηση στο μυθιστόρημα του Dostoyevsky, στην αυτονομία και στο ασυγχώνευτο τους σχετικά με το συμβάν, δηλαδή, με το «μύθο» και την «πλοκή», και, από εκεί, στην αυτονομία και το ασυγχώνευτο των χώρων που συγκροτούν τον ακάλυπτο από τον ίδιο: το συμβάν του ακαλύπτου, δημιουργείται μέσω της αυτοανάπτυξης των τυπολογικών του ορίων, των χώρων που τον συγκροτούν ως μία ιδιαίτερη ύπαρξη και μέσω του αναγκαίου αλληλοσυσχετισμού τους που απορρέει από αυτή την αυτοανάπτυξη. Είναι προφανές πως κάτι τέτοιο είναι ευθύ αποτέλεσμα της ουσίας του ακαλύπτου: του «μεταιχμίου», του «ενδιαμέσου», του «περάσματος», του «κατωφλιού». Και το στοιχείο εκείνο που καθόρισε ουσιαστικά αυτή την ουσία, τη φύση και την υπόσταση του ακαλύπτου,
δηλαδή η συλλογική ιδιοκτησία που τον χαρακτηρίζει, ορίζει αυτομάτως και την ιδιαίτερη ουσία και του «ήρωα»: μιλάμε για έναν συλλογικό «ήρωα». Μιλάμε για την ανάπτυξη και τη λειτουργία μίας κοινότητας, που χαρακτηρίζεται από συλλογικότητα, και, κατ’ επέκταση, όχι για έναν «ήρωα-άτομο», όχι για μία ατομική προσωπικότητα αλλά για ένα «πρόσωπο-κοινότητα». Δεν μιλάμε, δηλαδή, για αντικείμενα, αλλά για υποκείμενα, για ξεχωριστές συνειδήσεις. Όπως, ανέφερα στο προηγούμενο κεφάλαιο, ο ακάλυπτος είναι ο χώρος της κοινότητας, που εξαιτίας του γεγονότος ότι διαπραγματεύεται τη μικρή κλίμακα, μεταμορφώνεται στο χώρο της γειτονιάς. Στο εσωτερικό ενός συλλογικού «ήρωα», δηλαδή ενός πλήθους υποκειμένων και συνειδήσεων, υπάρχει ήδη πολυφωνία και η πολυφωνία αυτή πραγματώνεται βάσει των χαρακτηριστικών που περιγράφηκαν παραπάνω. Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητη μία σύνδεση με το προηγούμενο κεφάλαιο για να δοθεί απάντηση σε ένα ερώτημα που έμεινε μέχρι τώρα αναπάντητο. Το αντικείμενο του προηγούμενου κεφαλαίου ήταν ο προσδιορισμός του «μύθου». Ο προσδιορισμός αυτός, όμως, έμεινε μόνο στη χωρική του διάσταση και δεν πέρασε στη χρονική. Μόνο τώρα πια μπορούμε να δούμε και το χρόνο στο «μύθο». Ο χρονικός προσδιορισμός του «μύθου» είναι ιστορικός και αναφέρεται στις Στιγμές της δημιουργίας του. Έπειτα από την παραπάνω ανάλυση του «ήρωα» καθίσταται σαφές πως η αλληλουχία των Στιγμών που σαν αποτέλεσμα είχαν την εμφάνιση του ακαλύπτου είναι, στην πραγματικότητα, οι Στιγμές της αυτογνωσίας των «ηρώων» του, οι Στιγμές της αυτοανάπτυξής των χώρων που τον συγκροτούν. Το πέρασμα, λοιπόν, από τον «ήρωα» του πολυφωνικού μυθιστορήματος του Dostoyevsky στον «ήρωα» του συμβάντος του ακαλύπτου γίνεται μέσω του περάσματος από την αυτογνωσία στην αυτοανάπτυξη.
69
23) Ο.π., σελ. 71, "(...)seeking a rationality immanent to that concept and to its content(...)" 24) Ο.π., "(...) transcends the philosophical opposition between 'subject' and 'object'(...)"
70
Στο βιβλίο του “The Production of Space” ο Henri Lefebvre, μιλώντας για την παραγωγή του χώρου, χρησιμοποιεί τον όρο με τον τρόπο που τον χρησιμοποίησε ο Marx, ακολουθώντας την παράδοση του Hegel, σχετικά με τον καθορισμό του φιλοσοφικού του περιεχομένου. Κατά τον Lefebvre, ο Marx «αναζητούσε μία εγγενή ορθολογικότητα στον όρο και το περιεχόμενό του»23. Με αυτόν τον τρόπο, η παραγωγή, με την μαρξιστική της έννοια, «υπερβαίνει την φιλοσοφική αντίθεση μεταξύ 'υποκειμένου' και 'αντικειμένου'» 24 καθώς ταυτόχρονα αποφεύγει την υποταγή της σε κάποια a priori συνείδηση και την υποταγή της σε κάποιο σκοπό που «προηγείται και συνεχίζει να υφίσταται» και μετά από την παραγωγική δραστηριότητα. Μέσω αυτής της υπέρβασης της αντίθεσης μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, μέσω, δηλαδή, ενός εγγενούς Λόγου και όχι ενός εξωτερικά επιβεβλημένου Λόγου, μπορούμε να μιλήσουμε για αυτοανάπτυξη. Ο Λόγος αυτός προσδιορίζεται μέσω του γεγονότος ότι «οργανώνει μία σειρά από ενέργειες με ένα συγκεκριμένο 'αντικείμενο' (…). Επιβάλλει μία χωρική και χρονική τάξη στα σχετικά εγχειρήματα (…). Από την αρχή μίας δραστηριότητας
έτσι προσανατολισμένης προς ένα αντικείμενο, χωρικά στοιχεία – το σώμα, τα άκρα, τα μάτια – κινητοποιούνται συμπεριλαμβανομένου και των υλικών (πέτρα, ξύλο, κόκαλο, δέρμα, κτλ.) και των μέσων (εργαλεία, χέρια, γλώσσα, οδηγίες και σκοπούς). Σχέσεις βασισμένες σε μία σειρά προς ακολούθηση – δηλαδή, σε ταυτοχρονία και συγχρονικότητα – δημιουργούνται, μέσω μίας διανοητικής δραστηριότητας, μεταξύ των συστατικών στοιχείων της δράσης που πραγματοποιείται στο φυσικό πεδίο»25. Αν, λοιπόν, η παραγωγή ενός οποιουδήποτε προϊόντος γίνεται μέσω μίας τέτοιας λογικής χωροχρονικής αλληλουχίας δράσεων, τότε η παραγωγή του χώρου, του στοιχείου, δηλαδή, που απορροφά στους κόλπους του όλα τα υπόλοιπα αντικείμενα και σώματα, θα πραγματοποιείται μέσω της ίδιας της χρήσης του, καθώς δεν μπορούμε να αναζητήσουμε ένα σημείο «μηδέν» στη χρονική αλληλουχία που τον δημιουργεί, παρά μία πληθώρα δραστηριοτήτων που υλοποιούνται στο εσωτερικό του και διαμορφώνουν τα στοιχεία του και τον ίδιο. Ο Georges Perec στο βιβλίο του “Χορείες Χώρων”,
25) Ο.π., "(...)organizes a sequence of actions with a certain 'objective'(...). It imposes a temporal and spatial order upon related operations(...). From the start of an activity so oriented towards an objective, spatial elements - the body, limbs, eyes - are mobilized, including both materials (stone, wodd, bone, leather, etc.) and matériel (tools, arms, language, instructions, agendas). Relations based on an order to be followed - that is to say, on simultaneity and synchronicity are thus set up, by means of intellectual activity, between the component elements of the action undertaken on th physicl plane."
71
26) Georges Perec, "Χορείες Χόρων", μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 2000, σελ. 47
72
σε κάποιο σημείο διαπιστώνει πως όσο και να προσπαθούσε δεν μπορούσε να φανταστεί κάποιο δωμάτιο στον χώρο του σπιτιού που να μην έχει απολύτως καμία χρήση, όχι απλά άδειο, αλλά, ουσιαστικά, μη λειτουργικό26. Θα ήταν, βέβαια, υποκειμενικός ιδεαλισμός αν υποστήριζα ότι η ικανότητα ή η ανικανότητα να φανταστούμε κάτι σημαίνει την ύπαρξη ή την ανυπαρξία αυτού του κάτι, αλλά, επιστρέφοντας στο προηγούμενο κεφάλαιο και στην ανάλυση του Michel de Certau, βλέπουμε ότι δεν είναι απλά μία κίνηση που διαμορφώνει και δημιουργεί το χώρο, αλλά η ίδια η δραστηριότητα, χωρική και χρονική, η λειτουργία που αυτός παραλαμβάνει, που μετατρέπει ένα κενό, γεωμετρικά προσδιορισμένο ως τέτοιο, σε χώρο, που ενσωματώνει σχέσεις μεταξύ των μερών του και του περιεχομένου του. Σε αυτή τη βάση, ο «ήρωας» μετατρέπεται, στην πραγματικότητα, από το χώρο στη χωρική λειτουργία που γειτνιάζει με τον ακάλυπτο. Έτσι, αυτό που μας ενδιαφέρει, δεν είναι ότι οι χώροι που γειτνιάζουν με τον ακάλυπτο είναι υπνοδωμάτια, κουζίνες, τουαλέτες, διάδρομοι και σκάλες, ούτε αν ο ακάλυπτος χρησιμοποιείται σαν αποθηκευτικός
χώρος ή σαν προέκταση του κάδου απορριμμάτων των κατοικιών, παρά ότι ο ακάλυπτος γειτνιάζει με τη διαδικασία του ύπνου, τη διαδικασία του φαγητού, τη διαδικασία της καθαριότητας, τη διαδικασία της μετάβασης, και αφορά τη διαδικασία της αποθήκευσης και της απόρριψης ενός τρόπου ζωής όπως αυτή μεταβιβάζεται σε αυτόν από τις υπόλοιπες διαδικασίες με τις οποίες έρχεται σε επαφή. Και σε κάθε τέτοια δραστηριότητα κινητοποιούνται τα στοιχεία του χώρου και ο ίδιος στο σύνολό του με τρόπο απόλυτα εξατομικευμένο, με τρόπο που δείχνει το πώς ο χρήστης και, κατ’ επέκταση, ο χώρος αποκτούν ταυτότητα, αυτοσυνείδηση και στάση απέναντι στον κόσμο τους: κάθε Στιγμή αυτοανάπτυξης, κάθε τοποθέτηση απέναντι στον κόσμο που εκκινά από την αυτοανάπτυξη και την προσδιορίζει, μετατρέπεται σε μορφή, σε ζωντανό πλάσμα με το δικό του ιδιαίτερο χαρακτήρα και ύφος, μετατρέπεται σε χώρο και, συγκεκριμένα, στη δική μας περίπτωση, μετατρέπεται στα τυπολογικά και συγκροτησιακά όρια του ακαλύπτου.
73
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Ο Lefebvre στο βιβλίο του “The Procuction of Space” αναφέρει: «Όταν κώδικες παρμένοι από φιλολογικά κείμενα εφαρμόζονται σε χώρους – σε αστικούς χώρους, για παράδειγμα – μένουμε, όπως μπορεί εύκολα να αποδειχθεί, στο καθαρά περιγραφικό επίπεδο. Κάθε απόπειρα να χρησιμοποιήσουμε τέτοιους κώδικες ως μέσο αποκωδικοποίησης του κοινωνικού χώρου πρέπει σίγουρα να μειώσει τον χώρο καθεαυτό στο καθεστώς ενός μηνύματος, και την κατοίκησή του στο καθεστώς μίας ανάγνωσης» 27. Το ζήτημα που αναδεικνύει ο Lefebvre είναι η ευθεία μεταφορά και προσαρμογή γλωσσικών τύπων στο χώρο και η ερμηνεία του βάσει αφαιρετικών γλωσσικών συστημάτων. Στην ίδια
27) Ο.π. βλ. παραπομπή 23, σελ. 7, "When codes worked up from literary texts are applied to spaces - to urban spaces, say we remain, as may easily be shown, on the purely descriptive level. Any attempt to use such codes as a means of diciphering social space must surely reduce that space itself to the status of a message, and the inhabiting of it to the status of reading."
77
28) Ο.π. βλ. παραπομπή 26, σελ. 19
78
κατεύθυνση κινείται και ο Perec στο βιβλίο του “Χωρείες Χώρων” όπου αναφέρει: «Γράφω: ενοικώ το χαρτί μου, το επενδύω, το διατρέχω. Δημιουργώ κενά, διαστήματα (νοηματικά άλματα: ασυνέχειες, μεταβάσεις, μετατροπίες)» 28. Η κατοίκηση στο σχήμα του Perec παρουσιάζει έναν ενεργητικό χαρακτήρα και μία δυναμική. Η κίνηση, εδώ, σε απόλυτη συνάφεια με την ανάλυση του De Certeau, είναι ο καταλύτης της δημιουργίας. Η πραγματική ζωή του χώρου σχετίζεται άμεσα με την πραγματική ζωή της χρήσης του. Αν και είναι αλήθεια ότι το παραπάνω κείμενο ανήκει ακριβώς σε εκείνη την κατηγορία των κειμένων που προσφέρουν καταγραφές του χώρου και όχι αναλύσεις του, προσφέρει, εντούτοις, μία σημαντική παρατήρηση. Αντί, λοιπόν, για το σχήμα «κατοίκηση/ενοίκηση – ανάγνωση», έχουμε το σχήμα «κατοίκηση/ενοίκηση – γραφή». Το σημαντικό που αναδεικνύει αυτή η παρατήρηση είναι ότι δημιουργεί μία γέφυρα ανάμεσα στην προσέγγιση και μελέτη του χώρου από ένα καθαρά θεωρητικό πλαίσιο ,που χρησιμοποιούν διάφορες επιστήμες και επιστημονικές προσεγγίσεις (όπως και, αντίστοιχα, η γλωσσολογία και η σημειολογία
από την πλευρά της γλώσσας), και στην προσέγγιση και μελέτη του μέσω ενός πλαισίου πραγματικής ζωής του χώρου και του λόγου, της πραγματικής κατασκευής τους. Αυτό που λείπει από το παραπάνω νοητικό μοντέλο είναι το κοινωνικό πλαίσιο, δηλαδή, οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στα μέρη της ολότητάς του, που θα επιτρέψει να υπερβούμε ολοκληρωτικά τις καθαρές περιγραφές του χώρου. Παρ’ όλα τα παραπάνω, ο τίτλος της παρούσας εργασίας είναι “Αφηγήσεις του Ακαλύπτου” και θα πρέπει να έχει καταστεί απόλυτα σαφές μέχρι τώρα ότι η αφήγηση που προσπαθώ να συγκροτήσω (ή, καλύτερα, το πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να συγκροτηθεί μία τέτοια αφήγηση) είναι, πράγματι, η αφήγηση ενός χώρου. Ο Lefebvre προχωρεί στο ίδιο κείμενο, έπειτα από μερικές σελίδες, να υποστηρίξει ότι: «(…) γεγονός παραμένει, παρ’ όλα αυτά, ότι ένας ήδη παραγμένος χώρος μπορεί να αποκωδικοποιηθεί, μπορεί να διαβαστεί»29. Μιλάμε, όμως, εδώ για ανάγνωση, δηλαδή, ουσιαστικά για την αποκωδικοποίηση ενός συστήματος, μίας σειράς σημείων, σημαινόντων και σημαινομένων. Με άλλα λόγια μιλάμε για ένα κείμενο, όπως ακριβώς εκείνο το κείμενο που
29) Ο.π. βλ. παραπομπή 23, σελ. 17, "(...)the fact remains, however, that an already produced space can be decoded, can be read."
79
80
ο Lefebvre μας καλεί να αποφύγουμε όταν προσπαθούμε να μελετήσουμε ουσιαστικά έναν χώρο, δηλαδή, ένα κείμενο με καθαρά φιλολογικούς προσδιορισμούς. Για να αποφευχθεί ένας τέτοιος παραλληλισμός, το προκείμενο κείμενο για το οποίο γίνεται λόγος, δεν θα πρέπει να προσεγγιστεί με απόλυτα φιλολογικά, δηλαδή, γλωσσολογικά κριτήρια, κριτήρια που, εξαιτίας της επιβεβλημένης αφαιρετικότητάς τους, στερούν από την ανάλυση την διάσταση της πραγματικής ζωής. Για αυτόν τον λόγο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν επιχειρείται εδώ, ουσιαστικά, να αφηγηθούμε τον χώρο, παρά να «ακούσουμε», να «καταγράψουμε» και να «μελετήσουμε τί έχει να πει ο ίδιος ο χώρος για τον εαυτό του». Μία καθαρή αφήγηση σαν περιγραφή θα σήμαινε ότι ερχόμαστε από έξω να αποδώσουμε χαρακτηριστικά στο χώρο καθιστώντας τον μία έτοιμη εικόνα – αντικείμενο, ουσιαστικά σε αντίθεση με την ίδια τη φύση του ακαλύπτου, όπως παρουσιάστηκε στα προηγούμενα κεφάλαια. Αντίθετα, ερχόμενοι να δούμε τί μπορούμε να εκμαιεύσουμε από τον ίδιο αφήνουμε τις παγιωμένες εικόνες – αντικείμενα στην άκρη, και βρίσκουμε «το ενδεχόμενο, το περιθωριακό, το ανεπίσημο», αποκαθιστώντας την ιστορικότητα και την πρακτική φύση του προς ανάλυση αντικείμενου, και θέτοντας στην ανάλυση μας την μελέτη ενός συστήματος σχέσεων. Με άλλα λόγια, αντιμετωπίζω τον ίδιο τον χώρο και τα συστατικά του μέρη σαν υποκείμενα, ενεργητικά, και προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω τις σχέσεις που συνάπτουν μεταξύ τους όλα αυτά τα διαφορετικά στοιχεία. Εξού και ο τίτλος: η εργασία πραγματεύεται τις «αφηγήσεις του ίδιου του ακάλυπτου». Το κείμενο, λοιπόν, στο οποίο αναφέρομαι, είναι ένα κείμενο που πρωταρχικά αναδεικνύει τη δυναμική και την ενεργητική διαμόρφωση των στοιχείων του. Στο προηγούμενο κεφάλαιο υποστήριξα ότι
κοιτάζοντας τον ακάλυπτο συναντάμε τους χώρους που τον συγκροτούν να είναι αυτόνομοι από αυτόν και να τον συγκροτούν μέσω ακριβώς αυτής της αυτονομίας. Η ίδια η δική τους συγκρότηση, που σαν αποτέλεσμα έχει τη συγκρότηση του ακάλυπτου, αποτελεί το αντικείμενο της ιδιαίτερης αυτοανάπτυξής τους, η οποία δημιουργεί και προϋποθέτει τη σύναψη δεσμών και σχέσεων μεταξύ τους και, σαν αποτέλεσμα, την εμφάνιση του «μύθου» και της «πλοκής», δηλαδή, του συμβάντος του ακάλυπτου. Η αυτοανάπτυξη αυτή βασίζεται στην συγκρότηση μίας άποψης για τον κόσμο τους, δηλαδή, για τους υπόλοιπους χώρους, το κτίριο στο οποίο βρίσκονται, το συμβάν του οποίου μέρος αποτελούν και το σύνολο του υπόλοιπου αστικού ιστού και, πιο συγκεκριμένα, ο κόσμος αυτός αποτελείται, ουσιαστικά, από τους υπόλοιπους χώρους στην ίδια πορεία αυτοανάπτυξης. Στα προηγούμενα κεφάλαια ασχολήθηκα με τον προσδιορισμό των στοιχείων που συγκροτούν το συμβάν του ακάλυπτου. Αυτό το κεφάλαιο πραγματεύεται την ενότητα των στοιχείων αυτών, τη δομή που δημιουργούν και μέσα στα πλαίσια της οποίας λειτουργούν, τις σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους: το παρόν κεφάλαιο ασχολείται με το «κείμενο» που παράγεται από τον ακάλυπτο και τις «αφηγήσεις» του. Ακολουθώντας μία μαρξιστική λογική, ο Lefebvre, ουσιαστικά, βρίσκει στον χώρο κοινωνικές σχέσεις και μέσω του γεγονότος ότι έχει αποκτήσει την υπόσταση του εμπορεύματος (της γενικής μορφής, δηλαδή, των κοινωνικών σχέσεων, όντας το απόλυτο δημιούργημα των σχέσεων παραγωγής, όπως αναφέρθηκε και στο πρώτο κεφάλαιο), και μέσω του γεγονότος ότι περιλαμβάνει και αφομοιώνει το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων (καθώς αυτές αναπτύσσονται στα πλαίσιά του), και μέσω του γεγονότος ότι είναι ο ίδιος ένα σύνολο σχέσεων που, όπως υποστήριξα στα προηγούμενα
81
82
κεφάλαια, δεν τίθενται αμιγώς στο επίπεδο της χωρικής τους διάστασης. Δεν ψάχνω, βέβαια, εδώ σχέσεις ανάμεσα σε κεφαλαιοκράτες και προλετάριους, αν και το ουσιαστικό στοιχείο μίας τέτοιας σχέσης, η εκμετάλλευση, δεν μπορεί, σίγουρα, να μην αφορά και τον ακάλυπτο. Καλύτερα, αναζητώ σχέσεις που απορρέουν από το καθεστώς των «ρόλων» των «ηρώων» του, μιας και αυτές θα οργανώσουν τη δομή του «κειμένου». Το βασικό χαρακτηριστικό της πολυφωνίας, όπως αυτή αναπτύχθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, είναι ότι κάθε «φωνή» αντιμετωπίζεται σαν ξένο, αυτόνομο, ασυγχώνευτο, καθ’ ολοκληρία άτομο, που αρθρώνει τον δικό του ιδιαίτερο, προσωπικό λόγο για τον εαυτό του και τον κόσμο του, και βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο του κειμένου με όλες τις υπόλοιπες «φωνές». Η «φωνή» αυτή, ο λόγος αυτός θα διαδραματίσει εδώ το ρόλο της ενεργητικής διαμόρφωσης, της αυτοανάπτυξης. Με άλλα λόγια, η αυτοανάπτυξη αντιμετωπίζεται ως «τοποθέτηση». Για να αποφύγω εκείνους τους φιλολογικούς προσδιορισμούς που απαρνιέται ο Lefebvre στην ανάλυση του χώρου, καθώς και για να αντιμετωπίσω το ζήτημα στην πραγματική του ζωή, την πραγματική του πορεία κίνησης και αλλαγής, θα χρησιμοποιήσω τον «λόγο, με άλλα λόγια τη γλώσσα στη συγκεκριμένη, απόλυτη ολότητά της, και όχι τη γλώσσα ως ειδικό αντικείμενο της γλωσσολογίας – προίον μία νομότυπης και απαραίτητης αφαίρεσης των πλευρών της ζωής του λόγου»30. Σε αυτή τη σφαίρα, δηλαδή, στη σφαίρα της πραγματικής ζωής του λόγου, κάθε εκφώνημα, εκτός του ότι θεωρείται ότι εκφωνείται από διακριτά υποκείμενα, αποτελεί κάποιου είδους αξιολογική θέση ή σημασιολογική θέση, κάποιου είδους διανοητική τοποθέτηση ή κοσμοθεωρία. Έτσι, η διαμόρφωση κάθε χώρου των συγκροτησιακών στοιχείων του ακαλύπτου και των τυπολογικών του ορίων, η αυτοανάπτυξή του,
γίνεται μέσω της τοποθέτησης τους απέναντι στον εαυτό τους και τον κόσμο τους. Κάθε χώρος «εκφωνεί» το πώς αξιολογεί και σημασιολογεί τον εαυτό του, πώς τοποθετείται διανοητικά απέναντι στον εαυτό του, ποια είναι η κοσμοθεωρία του. Το «εκφώνημα» αυτό είναι ταυτόχρονα προσανατολισμένο προς το αντικείμενό του, δηλαδή, τον εαυτό του, αλλά και στον κόσμο του: ο κόσμος των χώρων αποτελούν επίσης το αντικείμενο του λόγου τους. Και επειδή, όπως ανέφερα πιο πάνω, ο κόσμος αυτός αποτελείται, ουσιαστικά, από τους υπόλοιπους χώρους ως καθ’ ολοκληρία υποκείμενα, κάθε τέτοιο εκφώνημα προσανατολίζεται και προς τα αντίστοιχα εκφωνήματα των υπόλοιπων χώρων: το αντικείμενο του λόγου τους είναι επίσης ο λόγος των υπολοίπων. Με άλλο λόγια, κάθε χώρος τοποθετείται σχετικά με τον εαυτό του και τον κόσμο του, όπου ο κόσμος του είναι οι ξένοι χώροι, για τους οποίους τοποθετείται σε σχέση και με τους ίδιους και με τον εαυτό του, ο οποίος αποτελεί αντικείμενο τοποθέτησης με σημείο αναφοράς τους άλλους. Ο λόγος έχει διπλή κατεύθυνση: και προς το αντικείμενό του, το οποίο ονομάζει και εκφράζει, και προς τον ξένο λόγο, τον οποίο απεικονίζει και ευθέως
(απέναντι σελίδα) 30) Ο.π., βλ. παραπομπή 10, σελ. 290
83
84
και αξιολογώντας τον και δίνοντάς του μία άλλη, ξένη, σημασιολογική κατεύθυνση, τη δική του. Υποστηρίζω, δηλαδή, ότι, για παράδειγμα, ο χώρος του υπνοδωματίου που γειτνιάζει με τον ακάλυπτο, διαμορφώνεται, βάσει της διαδικασίας του ύπνου, μέσω μίας εξατομικευμένης τοποθέτησης πάνω στη διαδικασία του ύπνου γενικά (πώς αντιλαμβάνεται τον ύπνο ως κοινωνικό προϊόν, δηλαδή, καθεαυτόν), μέσω μίας εξατομικευμένης τοποθέτησης πάνω στη διαδικασία του ύπνου ειδικά (πώς αντιλαμβάνεται τον ύπνο για τον εαυτό του, δηλαδή, διεαυτόν), μέσω μίας εξατομικευμένης τοποθέτησης πάνω στη διαδικασία του ύπνου όπως λαμβάνει χώρα στα υπόλοιπα υπνοδωμάτια που γειτνιάζουν με τον ακάλυπτο και, ακόμα, με όλες τις υπόλοιπες διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στα συγκροτησιακά και τυπολογικά όρια του ακαλύπτου, μέσω, τέλος, μίας εξατομικευμένης τοποθέτησης πάνω στις υπόλοιπες εξατομικευμένες τοποθετήσεις των υπολοίπων. Ο Bakhtin στο βιβλίο του “Ζητήματα της Ποιητικής του Dostoyevsky” διακρίνει τρείς τύπους λόγου σε σχέση με την κατεύθυνση και τον προσανατολισμό του. Ο πρώτος τύπος αποτελείται από τον «ευθύ και άμεσο λόγο που απευθύνεται στο αντικείμενο, ονομάζοντας, ανακοινώνοντας, εκφράζοντας και απεικονίζοντας, και ο οποίος προορίζεται για την άμεση αντίληψή του (…)»31. Στην προκειμένη περίπτωση αναφέρεται στον ευθύ συγγραφικό λόγο. Ο δεύτερος τύπος λόγου αποτελείται από έναν «απεικονιζόμενο λόγο, έναν λόγο που έχει μετατραπεί σε αντικείμενο»32. Στην προκειμένη περίπτωση αναφέρεται στον ευθύ λόγο του «ήρωα». Και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις, έχουμε, ουσιαστικά, τη μία και αυτή «φωνή»: τον «άμεσο, ευθύ, εννοιολογικά πλήρη λόγο (που) κατευθύνεται προς το αντικείμενό του, αποτελώντας την ύστατη σημασιολογική αρχή στο πλαίσιο μίας σειράς
συγκεκριμένων συμφραζομένων», και τον «λόγο – αντικείμενο (που) κατευθύνεται επίσης μόνον προς ένα αντικείμενο, ενώ συγχρόνως αποτελεί και ο ίδιος αντικείμενο της ξένης, συγγραφικής κατεύθυνσης. (…) Αυτή όμως η ξένη συγγραφική κατεύθυνση δεν διαπερνά το λόγο – αντικείμενο, παρά τον εκλαμβάνει ως ολότητα και τον υποτάσσει στους στόχους της, χωρίς να του επιβάλλει ένα άλλο νόημα – αντικείμενο»33. Οπότε, και οι δύο πρώτοι τύποι λόγου είναι μονοφωνικοί λόγοι. Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο δικός μου λόγος πάνω στο αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι λόγος πρώτου τύπου, όπου «ονομάζω, ανακοινώνω, εκφράζω και απεικονίζω το αντικείμενό μου, με προορισμό την άμεση αντίληψή του» και ο λόγος των «ηρώων» του ακάλυπτου είναι λόγος δεύτερού τύπου, είναι, δηλαδή, ένας «απεικονιζόμενος λόγος, ένας λόγος που έχει μετατραπεί σε αντικείμενο», αντικείμενο ταυτόχρονα της δικής μου συγγραφικής συνείδησης, αλλά και της συνείδησης των υπόλοιπων χώρων που τον απεικονίζουν. Επίσης, θα μπορούσαμε να πούμε, σε συμφωνία και με το υποκείμενο του τίτλου της παρούσας εργασίας,
(απέναντι σελίδα) 31) Ο.π. σελ. 299 32) Ο.π. (σελίδα 83) 33) Ο.π. σελ. 303
85
34) Ο.π. σελ. 303
86
ότι ευθύς συγγραφικός λόγος πρώτου τύπου απουσιάζει και ότι το κείμενο δομείται αποκλειστικά από απεικονιζόμενους λόγους – αντικείμενα δεύτερου τύπου ή από μία σειρά λόγους πρώτου τύπου, όπου ο εκάστοτε χώρος είναι και ο συγγραφέας του ιδιαίτερου κειμένου του. Το ζήτημα γίνεται πιο περίπλοκο όταν ο λόγος προσανατολίζεται στον ξένο λόγο όχι για να τον απεικονίσει αλλά για να τον αξιολογήσει, να τον σημασιοδοτήσει, να του προσδώσει ύφος, χαρακτήρα και τόνο. Ο τρίτος τύπος, λοιπόν, λόγου που διακρίνει ο Bakhtin είναι ο λόγος που χρησιμοποιεί τον ξένο λόγο «για τους δικούς του σκοπούς, με το να (του) δώσει νέα σημασιολογική κατεύθυνση». «Σε έναν (τέτοιο) λόγο έχουμε δύο σημασιολογικές κατευθύνσεις, δύο φωνές», 34. Έτσι, οι απεικονιζόμενοι λόγοι – αντικείμενα των συγκροτησιακών και τυπολογικών ορίων του ακάλυπτου μετατρέπονται σε λόγοι τρίτου όταν και αφού προσανατολίζονται στους λόγους των υπολοίπων με σκοπό να τοποθετηθούν πάνω τους. Αυτός ο τύπος λόγου είναι και εκείνο το μέσο που φέρνει σε πέρας την καλλιτεχνική αποστολή της αυτονομίας και του ασυγχώνευτου, και που διαρρηγνύει οποιαδήποτε πλαίσια μονολογικού ύφους, χαρακτήρα και τόνου, όπως
υποστήριξα στα προηγούμενα κεφάλαια για τον ακάλυπτο. Το ζήτημα, βέβαια, του παρόντος κεφαλαίου παραμένει στις σχέσεις ανάμεσα σε αυτούς τους λόγους, σε αυτές τις τοποθετήσεις, σε αυτά τα εκφωνήματα. Οι σχέσεις που μπορούν να αναπτυχθούν μεταξύ τέτοιου είδους εκφωνημάτων ονομάζονται από τον Bakhtin «διαλογικές σχέσεις». Ο Bakhtin υποστηρίζει ότι: «Οι διαλογικές σχέσεις είναι ουσιαστικά αδύνατες χωρίς λογικές και διανοητικές αντικειμενικές σχέσεις, αν και δεν ταυτίζονται μαζί τους παρά έχουν τη δική τους λογική» 35. Τέτοιου είδους λογικές και αντικειμενικές σχέσεις είναι οι κοινωνικές σχέσεις που αναφέρει ο Lefebvre και οι «θεατρικές» σχέσεις μεταξύ των χώρων στο συμβάν: η λογική αυτών των σχέσεων διαπερνά το εκφώνημα του εκάστοτε χώρου. Έτσι, βάσει των κοινωνικών σχέσεων που ενυπάρχουν στον χώρο, καθορίζουν τον χώρο, όπου αυτός αποτελεί την έκφρασή τους και αυτές τη δική του, βάσει του συσχετισμού των διακριτών υποκειμένων μέσω των «ρόλων» τους στη θεατρική κατασκευή του συμβάντος, ανακαλύπτουμε σχέσεις ανάμεσα σε εκφωνήματα
35) Ο.π. σελ. 294
87
που αξιολογούν και σημασιολογούν τον εαυτό τους και τον κόσμο τους, εκφωνήματα που προβάλλουν μία διανοητική θέση απέναντι στον εαυτό τους και τον κόσμο τους, εκφωνήματα που αναπτύσσουν μία κοσμοθεωρία, ανάμεσα στα οποία προκύπτουν σχέσεις συμφωνίας, ασυμφωνίας, διαφωνίας, επιβεβαίωσης, υφοποίησης, τονισμού, ερώτησης, απάντησης, υπολογισμού της ξένης τοποθέτησης, πρόληψης της (εκ του προλαμβάνω), παρωδίας, σημασιολογικής μετατροπής, πολεμικής, και πολλών άλλων. Μέσω των συγκροτησιακών και τυπολογικών ορίων του ακάλυπτου αναπτύσσονται διάλογοι. Μέσω αυτών των διαλογικών σχέσεων συντελείται η αυτοανάπτυξη ως «τοποθέτηση». Μέσω αυτών των διαλογικών σχέσεων έρχονται στο φως οι κοινωνικές σχέσεις. Μέσω αυτών των διαλογικών σχέσεων πραγματοποιείται η θεατρική και λογοτεχνική κατασκευή και, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, η ίδια η πραγματικότητα.
88
Η ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ή αντί επιλόγου
Στο πρώτο κεφάλαιο προσδιόρισα την ουσία του ακαλύπτου ως «μεταίχμιο», «ενδιάμεσο», «πέρασμα», «κατώφλι», κοιτάζοντας τα δικά του εγγενή χαρακτηριστικά και, συγκεκριμένα, υποστηρίζοντας ότι είναι οι σχέσεις ιδιοκτησίας, δηλαδή, οι κοινωνικές σχέσεις, στα πλαίσια των οποίων εμφανίζεται και τις οποίες ενσωματώνει, που ορίζουν την ουσία του. Στο δεύτερο κεφάλαιο, προσδιόρισα το γεγονός ότι η εμφάνιση του ακαλύπτου πραγματοποιείται μέσω κάποιου Άλλου, και όχι του ιδίου: η ουσία του έρχεται στην πραγματικότητα εξαιτίας της ουσίας κάποιου Άλλου, είναι δηλαδή διαμεσολαβημένη. Για την υποστήριξη της θέσης αυτής, προστέθηκε ακόμα ένα χαρακτηριστικό στην ουσία και τη φύση του ακαλύπτου, εκείνο της διάκρισης μεταξύ «πρωτεύοντος» και «δευτερεύοντος», μεταξύ «κυρίου» και «προϊόντος». Στην πρώτη περίπτωση το οπτικό πεδίο της ανάλυσης αφορά τον ακάλυπτο καθεαυτό και, στη δεύτερη, αφορά τα στοιχεία της συγκρότησής του που αντιμετωπίζονται ως «κύρια», σε σχέση πάντα με τον ίδιο, αλλά και εδώ γίνονται αντικείμενα θεώρησης καθεαυτά. Και στις δύο περιπτώσεις, είτε αφήνουμε στο περιθώριο όλο το υπόλοιπο φάσμα του αστικού ιστού, είτε το κοιτάμε μέσα από τα μάτια άλλων. Αυτό συμβαίνει ακόμα και
93
94
όταν είναι αυτοί οι «άλλοι» που ορίζουν το αντικείμενο της θεώρησης. Με άλλα λόγια, και στις δύο περιπτώσεις πραγματοποιώ μία «αντιστροφή»: αντιμετωπίζω το προς εξέταση αντικείμενο ως το «κύριο», ενώ η αντικειμενική πραγματικότητα μας διασαφηνίζει ότι μία τέτοια προσέγγιση έρχεται να της αντιτεθεί. Σε αυτή τη βάση, το πραγματικό «κύριο», δηλαδή, ο υπόλοιπος αστικός ιστός, ο υπόλοιπος αστικός χώρος, και οι κύριοι χώροι των κτιρίων της πόλης μετατρέπονται σε «προϊόν»: μετατίθενται στο οπτικό πεδίο του πραγματικού «προϊόντος», το οποίο επειδή κατανοείται ως το «κύριο», τους καθιστά «προϊόν». Τότε η πόλη παρουσιάζεται σαν ένα συνονθύλευμα ακαλύπτων, πίσω μετώπων των κτιρίων (που δεν είναι πια «πίσω» αλλά «μπροστά»), διόδων προς αυτούς. Είναι σαφές πως οι ακάλυπτοι χώροι των οικοδομικών τετραγώνων αποτελούν αστικά «κενά»: στα όριά τους σταματά η συνέχεια του αστικού ιστού και του αστικού συμβάντος. Με την αντιστροφή, όμως, που πραγματοποιήθηκε, ουσιαστικά «γέμισα» αυτά τα κενά και «άδειασα» την υπόλοιπη πόλη: ένα σημασιολογικό τοπογραφικό διάγραμμα της πόλης δεν θα αποτελείται πια από «κενά» που περιβάλλονται από κάποιο «γέμισμα», παρά από διάσπαρτα «πλήρη» που δεν έχουν επαφή το ένα με το άλλο. Η ανάλυση που προηγήθηκε αποτελούσε (τουλάχιστον αυτός ήταν ο σκοπός της) μία τυπολογική συγκρότηση του «κενού»: αναζητούσαμε τα στοιχεία που θα συγκροτούσαν μία τυπολογία του «κενού». Το «κενό», όμως, μετά από την τυπολογική του συγκρότηση, δεν αντιμετωπίζεται πια σαν «κενό»: η σχέση του «κενού» με τη «μάζα» άλλαξε. Οι παρατηρήσεις αυτές αφήνουν ανοιχτή τη συζήτηση για μία «αρχιτεκτονική του υπολείμματος» και μία «αισθητική του ακάλυπτου», καθώς μόνο τώρα αποκτούν τα πίσω μέτωπα των κτιρίων και οι δίοδοι προς του ακάλυπτους ουσιαστική σημασία. Το «πίσω» έγινε «μπροστά» και, με
άλλα λόγια, «άνοιξε» και «ξεδιπλώθηκε» στο «κενό». Οι ευρείς σχεδιαστικοί χειρισμοί που άπτονται των πίσω μετώπων των κτιρίων, όπου, ειδομένοι σε ένα σύνολο, είναι απόλυτα ακανόνιστοι, με απουσία χαράξεων μεταξύ τους, ακανόνιστοι στο σύνολό τους, με προεξοχές, υποχωρήσεις και επικαλύψεις όγκων και μετώπων από άλλους όγκους και άλλα μέτωπα, αποτελούν πια το κύριο αρχιτεκτονικό ύφος της πόλης. Ταυτόχρονα, το ύφος και ο χαρακτήρας τους αποκτούν την υπόσταση μίας μείζονος αισθητικής και το πρόγραμμα που απαντάται στον ακάλυπτο αποτελεί, πια, το πρόγραμμα που έρχεται επί το πλείστον να αντιμετωπίσει ο σχεδιασμός. Με αυτόν τον τρόπο, ουσιαστικά, η προσέγγιση που ακολούθησα στην ανάλυση του ακαλύπτου και στην παρουσίαση του υλικού είναι ταυτόσημη με το πλαίσιο το οποίο προτείνω για την προσέγγιση του. Όπως ο Dostoyevsky χρησιμοποίησε το πολυφωνικό μυθιστόρημα για να αναδείξει την πολυεπιπεδικότητα και την πολλαπλότητα της κοινωνικής πραγματικότητας στο «μεταίχμιο» από μία εποχή προς μία άλλη, ή για να αναδείξει το ατελεύτητο και το ανολοκλήρωτο της ανθρώπινης προσωπικότητας και συνείδησης, ή, εν τέλει, για να ανακαλύψει τον «άνθρωπο μέσα στον άνθρωπο», με άλλα λόγια να διεισδύσει στα εσώτερα της ανθρώπινης ουσίας (εδώ δεν κρίνεται το κατά πόσο το κατάφερε ή το αν το εγχείρημα είναι σαθρό εν τη γενέσει του, παρά το αποτέλεσμα ή η κληρονομιά της καλλιτεχνικής του προσέγγισης), έτσι και η παρούσα εργασία περιδιαβαίνει μέσα από την επιστήμη του αστικού χώρου και την ανθρωπολογία και καταλήγει στη λογοτεχνία για να προτείνει έναν άλλο τρόπο παρουσίασης των συμπερασμάτων τους και να δώσει έναν άλλο τρόπο προσέγγισης του προς μελέτη αντικειμένου. Θα πρέπει, επίσης, να σημειωθεί, ότι από την μέχρι τώρα ανάλυση απουσίαζε ο άνθρωπος, ενώ ανθρώπινα και ανθρωποκεντρικά
95
στοιχεία τοποθετήθηκαν σε άψυχα αντικείμενα. Μία τέτοια προσέγγιση δεν θα πρέπει να μας ξενίζει καθώς είναι προφανές πως πίσω από αυτά τα άψυχα αντικείμενα και την πορεία συγκρότησής τους κρύβεται η ανθρώπινη παρουσία και ενέργεια. Η απόσπαση αυτής έγινε για να αναδειχθεί η ιδιαιτερότητα αυτού του άψυχου αντικειμένου που ονομάζεται χώρος, αλλά θα πρέπει να έχουμε διαρκώς υπόψη ότι μπορεί η αυτοτελής ανάπτυξη ενός Πράγματος να αποτελεί, όντως, πραγματικότητα, εντούτοις, όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι η πραγματικότητα αυτή δεν είναι προϊόν ανθρώπινης δράσης. Αυτό, όμως που θα πρέπει να λεχθεί, ως επίλογος, είναι ο τελικός σκοπός της εργασίας. Ζήτημα, λοιπόν, δεν ήταν η φωτογραφική αναπαράσταση μίας πραγματικότητας, όσο αντεστραμμένη και αν παρουσιάστηκε για να μπορέσει να εξηγηθεί. Ζήτημα αποτελούσε η δημιουργία ενός πλαισίου μέσω του οποίου η καλύτερη κατανόηση θα μπορούσε να οδηγήσει σε δημιουργική εξειδίκευση των ακάλυπτων χώρων βάσει των συνεχώς διευρυνόμενων ανθρώπινων αναγκών. Εν τέλει, το εγχείρημα χαρακτηρίζεται από την ίδια υπέρβαση που απέδιδε ο Lefebvre στον Marx σχετικά με την έννοια του εμπορεύματος: η υπέρβαση που πραγματοποιείται εδώ είναι εκείνη της αντίθεσης ανάμεσα στο «πλήρες» και το «κενό», ανάμεσα στο «πρωτεύον» και το «δευτερεύον», ανάμεσα στο «κύριο» και το «παραπροιόν» και το όχημα που βοήθησε σε αυτήν την υπέρβαση ήταν το «μεταίχμιο». Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό είναι ότι όλος ο αστικός χώρος αντιμετωπίζεται ταυτόχρονα ως «γεμάτος» και ως «κενός» με μόνο σκοπό να διαμορφωθεί κατάλληλα και καθ’ ολοκληρία.
96
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Rob Krier, “Urban Space”, Νέα Υόρκη, Rizzoli, 1993 Marc Augé, "Introduction to an Anthropology of Supermodernity", μτφ. John Howe, London - New York, Verso, 1995 Mikhail Bakthin, "Ζητήματα της Ποιητικής του Dostoyevsky", μτφ. Αλεξ. Ιωαννίδου, Αθήνα, Πόλις, 2000 Henri Lefebvre, "The production of Space", μτφ. Donald Nicholson-Smith, MA, Blackwell Publishing Ltd., 1991 Georges Perec, "Χορείες Χόρων", μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, Αθήνα, Ύψιλον/Βιβλία, 2000