I don't like mondays

Page 1

I don’t like mondays Ιστορίες μοναχικών δολοφόνων στις ΗΠΑ

Σωτήρης Κούκιος Αθήνα 2017©


Εισαγωγή Στις επόμενες σελίδες θα διαβάσετε έναν αναλυτικό κατάλογο μαζικών δολοφονιών που διαπράχθηκαν από “μοναχικούς λύκους”. Ο όρος “μοναχικός λύκος” για τον δράστη ενός εγκλήματος συνδέθηκε κυρίως με την τρομοκρατία και ειδικά τη δεκαετία του '90, όταν ο Αλεξ Κέρτις και ο Τομ Μέτζγκερ, 2 εκ των διάσημων του λευκού ρατσιστικού κινήματος, προώθησαν αυτό το μοντέλο ακτιβιστικής δράσης, όπου “μοναχικοί αγωνιστές δρουν μόνοι με καθημερινές ανώνυμες πράξεις αντίστασης”. Αλλά εδώ δεν θα σας παρουσιάσω τις πάνω από 100 επιθέσεις “μοναχικών λύκων” στις ΗΠΑ, που είχαν ως κίνητρο έναν ιδεολογικό, πολιτικό, θρησκευτικό ή φυλετικό λόγο. Τα κριτήρια μου ήταν διαφορετικά: Η μοναχικότητα του δολοφόνου, η μη προηγούμενη σύνδεσή του με τα θύματα του, η μαζικότητα των θυμάτων, η έλλειψη ενός αναγνωρισμένου κινήτρου από την εγκληματολογία, η δράση εντός ενός περιορισμένου χρονικού πλαισίου(από μερικά δευτερόλεπτα έως μερικές ώρες και όχι πάνω από 24ωρο). Δεν έχω συμπεριλάβει περιστατικά που τυπολογικά ήταν πιο σύνθετα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν λιγότερο σημαντικά στην εγκληματολογική ιστορία ή λιγότερο φρικαλέα. Απέκλεισα για παράδειγμα 2 περιστατικά πανομοιότυπα παρά τα 20 χρόνια διαφορά μεταξύ τους: 2 απεγνωσμένοι μπήκαν σε μια πτήση και αφού δολοφόνησαν κυβερνήτη και συγκυβερνήτη άφησαν να πέσουν τα 2 αεροπλάνα δολοφονώντας και τους επιβάτες. Και τα 2 όμως αυτά περιστατικά στην δική μου σκέψη είναι σύνθετα από ψυχιατρικής σκοπιάς και δεν τα θεώρησα ότι θα χωρούσαν σε αυτή την περιγραφή. Η παρουσίαση κάθε συμβάντος περιλαμβάνει μια σύντομη ή αναλυτική περιγραφή του τι έγινε, το χρόνο που έγινε, τον αριθμό των θυμάτων και την τελική κατάληξη του δράστη. Σε πολλές περιπτώσεις υπάρχει αναφορά στην δικαστική μεταχείριση των υποθέσεων μετά την σύλληψη του εγκληματία. Επίσης, αλλού οι περιγραφές των πράξεων είναι πιο αναλυτικές και αλλού πιο συνοπτικές. Αυτό σχετίζεται και με το


ενδιαφέρον που παρουσιάζουν κάποιες δολοφονίες σε σχέση με άλλες, αλλά και με τις διαθέσιμες περιγραφές στις οποίες μπορεί κάποιος να έχει πρόσβαση.

Το πρώτο περιστατικό μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο Η πρώτη μαζική δολοφονία που καταγράφεται στην ιστορία είναι στις 6 Σεπτεμβρίου του 1949 στο Κράμερ Χιλ του Κάμντεν του Νιου Τζερσευ. Ο Χάουαρντ Ανρου, 28 ετών, βετεράνος του 2ου παγκοσμίου πολέμου και άνεργος, ζούσε με την μητέρα του και ήταν συχνά αντικείμενο πειραγμάτων στη γειτονιά του στο Κάμντεν επειδή ήταν “γκει”. Ο γενναίος στρατιώτης τεθωρακισμένων που διακρίθηκε στην μάχη των Αρδεννών το 1944-1945, κρατούσε ένα αναλυτικότατο ημερολόγιο όλων των Γερμανών που είχε σκοτώσει με καταγεγραμμένες λεπτομέρειες των πτωμάτων τους. Μετά τον πόλεμο επέστρεψε φορτωμένος στρατιωτικά μετάλλια στο σπίτι του, ζούσε με την μητέρα του και 3 μήνες πριν την μαζική δολοφονία είχε μείνει άνεργος . Ο Χάουαρντ ήταν σε συνεχή σύγκρουση με τους γείτονες του για τα μικρά θέματα της καθημερινότητας που μπορούσαν να προκύψουν σε κάθε γειτονιά του πλανήτη το 1949. Στις 3 τα ξημερώματα της 6ης Σεπτεμβρίου του 1949 γύρισε σπίτι του αφού τον είχαν στήσει σε ραντεβού σε σινεμά- γνωστό στέκι ομοφυλόφιλων της περιοχής-. Όταν είδε ότι η αυλόπορτα, που μόλις είχε κατασκευάσει ο ίδιος, είχε κλαπεί, αποφάσισε - όπως ο ίδιος κατέθεσε μετά- να σκοτώσει όλους τους γείτονες που θεωρούσε υπεύθυνους για την προσωπική του δυστυχία. Πήγε για ύπνο μέχρι τις 8 το πρωί, ξύπνησε, γέμισε το γερμανικό Λούγκερ -που είχε αγοράσει για 37,5$ - και βγήκε στον δρόμο για τον “περίπατο του θανάτου” - όπως έμεινε στην ιστορία-. Δολοφόνησε 13 ανθρώπους μέσα σε 20 λεπτά, μεταξύ των οποίων και 3 παιδιά. Επέστρεψε σπίτι του και όταν άκουσε τις σειρήνες της αστυνομίας οχυρώθηκε για να τους αντιμετωπίσει. Μετά από ανταλλαγή πυροβολισμών συνελήφθη τελικά. Ο Άνρου έζησε 60 χρόνια έγκλειστος σε ψυχιατρικό κατάστημα και πέθανε το 2009 μετά από σοβαρή ασθένεια. Στην βιβλιογραφία ο Άνρου θεωρείται ο πρώτος “μοναχικός λύκος”- δολοφόνος. Μετά από αυτόν το FBI όρισε ως μαζική δολοφονία το συμβάν που έχει 4 ή περισσότερους νεκρούς μέσα σε 24 ώρες και αργότερα διεύρυνε τον ορισμό παίρνοντας υπ όψιν τον συνολικό αριθμό των θυμάτων


και όχι μόνο των νεκρών. Στον ορισμό θα μπορούσαν να συμπεριληφθούν και περιστατικά του 19ου αιώνα, αλλά ήταν τόσο σποραδικά (22 περιστατικά σε διάστημα περίπου 100 ετών) που ποτέ δεν απασχόλησαν τις αρχές ως μια ξεχωριστή κατηγορία. Όπως λέει ο Χάρολντ Σρέχτερ - αστυνομικός συγγραφέας με ειδικότητα στις μαζικές δολοφονίες στις ΗΠΑ- μέχρι τον Άνρου κανείς δεν θεωρούσε τόσο σημαντικά τέτοια

περιστατικά. Ο Άνρου ανακρίνεται στο νοσοκομείο από τον Εισαγγελέα Μιτσελλ Κοέν (https://www.smithsonianmag.com/history/story-first-mass-murder-us-history180956927/)


17 χρόνια μετά τον Άνρου Στις 1 Αυγούστου του 1966, ο Τσαρλς Γουίτμαν, πρώην σκοπευτής των πεζοναυτών, ανέβηκε στην οροφή του κεντρικού κτιρίου του Πανεπιστημίου του Τέξας στο Ώστιν. Άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως όποιον βρισκόταν στο οπτικό του πεδίο,, δολοφονώντας 15 και τραυματίζοντας 31 άτομα μέσα σε 96 λεπτά. Άλλο ένα θύμα του πέθανε αργότερα στο νοσοκομείο που μεταφέρθηκε. Το τελευταίο του θύμα πέθανε το 2001 αφού αναγνωρίστηκε δικαστικά ως αιτία θανάτου του το τραύμα εκείνης της μέρας του Αυγούστου του 1966 και συμπλήρωσε την λίστα θυμάτων Γουίτμαν. Στην λίστα των θυμάτων του πρέπει να προστεθούν η γυναίκα του και η μητέρα του. Πριν ξεκινήσει για το Πανεπιστήμιο εκείνη την ημέρα ο Γουίτμαν τις είχε ήδη δολοφονήσει. Ο Γουίτμαν ήταν ένα παιδί που είχε σημειώσει εξαιρετικά υψηλή επίδοση σε τεστ ευφυίας, είχε υπηρετήσει στους πεζοναύτες και διακρίθηκε για την δεινή σκοπευτική του ικανότητα. Είχε πάρει υποτροφία για την αρχιτεκτονική σχολή του Πανεπιστημίου του Τέξας το 1961, αλλά το 1963 την έχασε λόγω των προβλημάτων του με τον τζόγο και τους κακούς βαθμούς. Πριν προχωρήσει στις δολοφονίες είχε ζητήσει βοήθεια από ψυχίατρο γιατί αντιμετώπιζε βίαιες ορμές και είχε αποκαλύψει ότι ονειρευόταν να ανέβει στο συγκεκριμένο κτίριο και να πυροβολήσει ανθρώπους. Ο Γουίτμαν δολοφονήθηκε επί τόπου την ημέρα των τραγικών δολοφονιών. Υπάρχουν πάμπολλες αναφορές σε ταινίες, τηλεοπτικές σειρές και τραγούδια στο περιστατικό του 1966. Οι 2 άνθρωποι που κατάφεραν να σκοτώσουν τον Γουίτμαν έγιναν ήρωες και παρασημοφορήθηκαν. Η δεκαετία του 1970 Μερικά λεπτά μετά τις 12 το μεσημέρι στις 29 Μαϊου του 1972, ημέρα ανάμνησης των πεσόντων στις ΗΠΑ και μεγάλη γιορτή, ένας 22χρονος καλοντυμένος μαύρος νεαρός, ο Χάρβευ Γκλεν ΜακΛιοντ, βγήκε από το σταθμευμένο αυτοκινητό του έξω από ένα


πολυσύχναστο εμπορικό κέντρο στο Ράλει της Βορείου Καρολίνας. Ένας μάρτυρας τον άκουσε να μουρμουρίζει: “πολλοί άνθρωποι θα πεθάνουν εδώ σήμερα”. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και άρχισε να σημαδεύει τυχαίους περαστικούς από την είσοδο του εμπορικού κέντρου με το 22 χιλιοστών τουφέκι που μόλις είχε αγοράσει από ένα κατάστημα. Μόλις άκουσε την αστυνομία να πλησιάζει έστρεψε το ντουφέκι στο πρόσωπο του και αυτοπυροβολήθηκε πέφτοντας νεκρός. 12 θύματα εκ των οποίων 5 νεκροί μέσα σε λίγα λεπτά. Επειδή ο εκπρόσωπος τύπου ενός γερουσιαστή που διεξήγαγε εκείνη την περίοδο την προεκλογική του εκστρατεία - και που είχε μπει στο εμπορικό κέντρο λίγα λεπτά πριν την έναρξη των πυροβολισμών- ήταν ανάμεσα στα θύματα, η πρώτη εξήγηση για τα φονικά ήταν ίσως πολιτικά κίνητρα. Βοήθησε και ένα απειλητικό τηλεφώνημα από άγνωστο λίγο μετά στο αρχηγείο της προεκλογικής εκστρατείας του συγκεκριμένου γερουσιαστή με περιεχόμενο σύντομο αλλά σαφές: “μπορεί να είναι το επόμενο θύμα”. Σε λίγες ώρες έρευνας όμως η αστυνομία κατέληξε ότι το τραγικό συμβάν δεν είχε καμιά σχέση με την πολιτική. Ο δράστης όπως περιγράφεται αναλυτικά σε άρθρο του Johnnie Gallemore στην περιοδική έκδοση της Ακαδημίας των ΗΠΑ για την Ψυχιατρική και το Νόμο το 1976 με τίτλο “Δημόσιες Δολοφονίες “χωρίς κίνητρο””, είχε σχετικά ήσυχη παιδική ηλικία χωρίς περιστατικά βίας μέχρι την ενηλικίωσή του και τον τραυματισμό ενός λευκού σε γήπεδο μπάσκετ. Υπεραγαπούσε την γυναίκα του και την οικογένειά του, ήταν ένας ήσυχος εργαζόμενος (αν και δεν μπορούσε να στεριώσει για πολύ σε μια δουλειά) και 36 ώρες πριν το περιστατικό είχε κρατηθεί για λίγο από την αστυνομία γιατί είχε ψευδώς καταγγείλει την κλοπή του αυτοκινήτου του από τον θείο του. Αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση 200$ και γυρνώντας στο σπίτι του πέρασε μια πολύ ανήσυχη βραδιά λέγοντας συνέχεια ότι οι “άνθρωποι του ανακατεύουν την ζωή”, “τέλειωσα τη συζήτηση με τους ανθρώπους”. Την άλλη μέρα το πρωί βγήκε και αγόρασε το ντουφέκι, ξόδεψε πολύ χρόνο λέγοντας γλυκόλογα στην γυναίκα του - που βλέποντας το όπλο τον παρακάλεσε να το επιστρέψει- και κάποια στιγμή πήρε το αυτοκίνητό του και πήγε στο εμπορικό κέντρο όπου συνάντησε τα θύματα του.


Ο Γουίλιαμ Ρει Μπόννερ στις 22 Απριλίου του 1973, στο Νότιο Λος Αντζελες, ξεκίνησε να καβγαδίζει με την Ορθα Λίβιτ, φίλη της μητέρας του που είχε πάει στο σπίτι τους για να κάνει ένα τηλεφώνημα από την δική τους συσκευή. Εξοργισμένος βγήκε έξω με το περίστροφό του και πυροβόλησε 2 έφηβους που περίμεναν στο αμάξι της την κυρία Λίβιτ, μπήκε ξανά στο σπίτι δολοφόνησε την κυρία Λίβιτ με μια σφαίρα στο κεφάλι, βγήκε, πέταξε τους 2 έφηβους έξω από το αυτοκίνητο της (και οι 2 βαριά τραυματισμένοι αλλά ζωντανοί) και ξεκίνησε μια ημίωρη βόλτα δολοφονιών (όλοι σε πρώην εργασιακούς του χώρους) και κυνηγητό με την αστυνομία για να καταλήξει με χειροπέδες 1 ώρα μετά. Δολοφόνησε εκείνο το απόγευμα 7 ανθρώπους, τραυμάτισε θανάσιμα 8 καιμέχρι σήμερα είναι έγκλειστος στις πολιτειακές φυλακές της Καλιφόρνια. Ο Γουίλιαμ Ρέι ήταν την εποχή των δολοφονιών άνεργος, 25 χρονών και όλοι τον περιέγραφαν σαν έναν κλειστό χαρακτήρα, υποτακτικό και εξαιρετικό εργαζόμενο. Ο μετέπειτα δικηγόρος του (που τον γνώριζε από 10 χρονών) έλεγε ότι μετά τις δολοφονίες άλλαξε τελείως ψυχικά.


Στις 24 Μαϊου του 1975 ο Ρασελ Λη Σμιθ, 27 χρονών, από το Μπέσσεμερ της Αλαμπάμα, ξεκίνησε μαζί με την κοπέλα του, Τζοαν Γκέητγουντ, για το τοπικό κλαμπ μοτοσυκλετιστών με σκοπό να βρει και να ζητήσει τον λόγο από τον Τζόζεφ Πίκετ που θεωρούσε ότι είχε κρυφή ερωτική σχέση με την Τζόαν. Ο Σμιθ ορφανός από 4 ετών και έχοντας χάσει και την αδερφή του 19 χρονών από καρδιακή προσβολή, έμενε με μια θεία του στο Ντέιτον του Οχάιο. Είχε συλληφθεί κατ επανάληψη για μέθη, ληστεία, παράνομη είσοδο σε χώρο και τέλος για φόνο το 1970. Έμεινε στην φυλακή μόνο 10 μήνες παρά τις διαγνώσεις 2 ψυχιάτρων για σοβαρά προβλήματα. Κατά την διάρκεια της αναστολής του συνέχιζε να βρίσκεται υπό ψυχιατρική παρακολούθηση. Είχε παντρευτεί το 1968, αλλά η γυναίκα του τον είχε εγκαταλείψει κατηγορώντας τον για αδιαφορία απέναντι της. Όταν έφτασαν στο κλαμπ με τους μηχανόβιους, ο Σμιθ φώναξε έξω τον Πίκετ και μετά από έντονο καβγά τον πυροβόλησε με ένα 38αρι περίστροφο. Γύρισε στο αμάξι του όπου τον περίμενε η Τζόαν και προφανώς μετά από έντονο καβγά την εκτέλεσε εν ψυχρώ με μια σφαίρα στο κεφάλι. Οδήγησε μετά μέχρι το νοσοκομείο και πέταξε το πτώμα της έξω από την είσοδο των επειγόντων περιστατικών. Και μετά ξεκίνησε έναν γύρο θανάτου. Προσπερνώντας το αμάξι του Τζωρτζ Κριστόφερσον, τον πέταξε έξω από τον δρόμο και σταμάτησε για να πυροβολήσει το παρμπρίζ του 2 φορές τραυματίζοντάς τον. Στη συνέχεια πέτυχε την οικογένεια Μπαλτόζερ έξω από σινεμά την ωρα που μόλις είχε μπει στο αυτοκίνητο της για να επιστρέψει σπίτι. Πυροβόλησε τον πατέρα, τη μητέρα και το γιο πυροβολώντας τους 2 φορές, ενώ την 6χρονη κόρη τους την πυροβόλησε μια φορά στο στομάχι. Μετά σταμάτησε σε ένα διανυκτερεύον εστιατόριο και πήρε ως όμηρο την Πολέτ Καουτς. Με την Κάουτς στο αμάξι πέτυχε στο δρόμο το αμάξι του 22χρονου Τομ Εντουάρντς που άφηνε την κοπέλα του, Λίζα Χάρντιν, έξω από την


πόρτα της. Ο Ράσελ ακινητοποιώντας τον Εντουαρντς με την απειλή του όπλου, ανάγκασε την Χάρντιν να μπει και αυτή στο αμάξι του, μόνο που η Κάουτς προσπάθησε να ξεφύγει και τότε την εκτέλεσε με μια σφαίρα στο κεφάλι αφήνοντας το πτώμα στον δρόμο. Στην συνέχεια χτύπησε την πόρτα ενός τυχαίου σπιτιού και ρώτησε την νεαρή που άνοιξε την πόρτα αν μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα κρεβάτι. Αυτή απάντησε αρνητικά και τότε με την απειλή του όπλου πήρε και αυτή όμηρο στο αμάξι του. Με τις 2 κοπέλες οδήγησε σε ένα δασάκι και αν και χτύπησε το αμάξι λόγω συμπλοκής με τις 2 κοπέλες, κατάφερε να τις οδηγήσει σε μια σπηλιά και να βιάσει την μια μετά την άλλη. Με τις 2 ομήρους πήρε τον δρόμο πάλι χτυπώντας το κουδούνι της εξώπορτας ενός ακόμη τυχαίου σπιτιού και όταν η γυναίκα που πήγε να του ανοίξει είδε το όπλο και αρνήθηκε, την πυροβόλησε 2 φορές μέσα από το άνοιγμα της πόρτας.. Στο επόμενο σπίτι που σταμάτησε και άνοιξαν την πόρτα, πυροβόλησε την Ανν Βενκελβιτς γιατί του είπε ότι δεν έχει αμάξι να του δώσει. Τέλος στις 2:22 τα ξημερώματα συναντήθηκε με το αμάξι του Φρανκ Σμιθ με συνεπιβάτη τον Αντονυ Μπράουν. Την στιγμή που ετοιμαζόταν να πυροβολήσει τον Φρανκ, τον περικύκλωσε η αστυνομία και τότε ο Ράσελ αυτοκτόνησε με μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο απολόγισμος του ήταν 2 νεκροί και 8 τραυματίες και ο βιασμός των 2 νεαρών κοριτσιών. Ο Εντουάρντ Τσαρλς Αλλαγουέη, υπάλληλος καθαριότητας της βιβλιοθήκης του πολιτειακού πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Φούλερτον, στις 12 Ιουλίου του 1976, μπήκε οπλισμένος στον χώρο δουλειάς του και σκότωσε 7 ανθρώπους ενώ τραυμάτισε άλλους 2. Η ψύχωσή του, ήταν η ιδέα ότι η βιομηχανία πορνό πίεζε την γυναίκα του να παίξει σε ταινίες του είδους, που οι συνάδελφοί του έβλεπαν παράνομα στα διαλείμματά τους στην βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου. Λεπτομέρεια, η γυναίκα του τον είχε ήδη χωρίσει αφού την βίασε με την απειλή μαχαιριού 3 μήνες πριν το περιστατικό της μαζικής δολοφονίας. Ο Αλλαγουέη μετά τους φόνους που διέπραξε έφυγε από την βιβλιοθήκη,


οδήγησε μέχρι το γειτονικό Αναχάιμ σε ξενοδοχείο που δούλευε η σύζυγος του και τηλεφώνησε στην αστυνομία για να παραδοθεί. Ο Αλλαγουέη αναγνωρίστηκε δικαστικά ως μειωμένου καταλογισμού και μέχρι σήμερα κρατείται σε ψυχιατρικό κατάστημα στην Καλιφόρνια. Στις 30 Οκτωβρίου του 1976 ο Κένιον Γουίλιαμ Προυιν, οπλισμένος με 9 τουφέκια άνοιξε πυρ από το παράθυρο του διαμερίσματός του, στοχεύοντας τους πελάτες του απέναντι εστιατορίου. Ο Προύιν, πατέρας 2 παιδιών, γιος ενός από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες του Μικανικβίλ, της πολιτείας της Νέας Υόρκης, μεγάλωσε έχοντας πάντα έφεση στα όπλα και παίζοντας παιχνίδια πολέμου με αυτά στα γύρω δάση της μικρής του πόλης. Την προηγούμενη μέρα είχε στείλει τα παιδιά του στην πεθερά του -και οι 2 του γονείς είχαν πεθάνει-, καθώς η μητέρα τους θα πήγαινε σε ένα παιχνίδι μπινγκο. Ο Κένιον δολοφόνησε 2 ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους 10 και έχει ήδη εκτίσει ποινή 25 ετών. Στις 23 Ιουλίου του 1977 ο Τσαρλς Χενρυ ΝτεΒιτ, άνοιξε πυρ από το σταθμευμένο φορτηγάκι του έξω από το κλαμπ “Θείος Αλμπερτ” στο Κλάμαθ Φωλς του Όρεγκον. Πριν από μιάμιση ώρα είχε καυγαδίσει με τον πρώην ιδιοκτήτη και πρώην αφεντικό του για έναν απλήρωτο λογαριασμό 180$.


Μια φωτό του “Θείου Αλμπερτ” του 1977 στο Κλάμαθ Φωλς του Όρεγκον, τόπος των δολοφονιών

Ο Τσακ όπως τον αποκαλούσαν στην μικρή κωμόπολη, είχε γεννηθεί στο Γουάκο της Καλιφόρνια το 1951 και είχε υιοθετηθεί αμέσως μετά τη γέννησή του από έναν αγρότη. Όταν πέθανε ο θετός του πατέρας εγκατέλειψε την Καλιφόρνια και εγκαταστάθηκε στο Όρεγκον. ‘Ηταν άνεργος οδηγός φορτηγού και είχε καταδικαστεί και αποφυλακιστεί για βαριές σωματικές βλάβες εξ αμελείας σε τροχαίο που είχε προκαλέσει μεθυσμένος το 1971 προκαλώντας το θάνατο μιας 30χρονης μητέρας και τον τραυματισμό της οικογένειας της. Το Φεβρουάριο του 1977 είχε παντρευτεί την Βίκυ Πόουλες που είχε 2 παιδιά από τον προηγούμενο γάμο της. Αυτή όμως τον εγκατέλειψε λίγους μήνες μετά λόγω των προβλημάτων του με το αλκοόλ και τη χρήση ουσιών. Την προηγούμενη μέρα από τους φόνους έξω από το κλαμπ είχε υπάρξει έντονο επεισόδιο μεταξύ των 2 πρώην συζύγων και ο Τσακ είχε βάλει το πιστόλι στο κεφάλι της Βίκυ απειλώντας να την σκοτώσει και μετέπειτα στο δικό του κεφάλι απειλώντας να αυτοκτονήσει αν εκείνη δεν επέστρεφε κοντά του. Η Βίκυ επέστρεψε τελικά για εκείνη την νύχτα αλλά την άλλη μέρα το πρωϊ του ανακοίνωσε ότι θα τον εγκαταλείψει οριστικά. Εκείνη την ημέρα στις 23 Ιουλίου ο Τσακ έπινε συνέχεια και μετά τον καβγά με το πρώην αφεντικό του, στήθηκε με το ημι-φορτηγάκι του έξω από το κλαμπ και την ώρα του κλεισίματος άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως όσους έβγαιναν. Δολοφόνησε 6 ανθρώπους - ανάμεσα τους μια 23χρονη έγκυο και τον άντρα της- και τραυμάτισε


άλλους 7. Αστυνομικός τον κυνήγησε μέχρι να τον ακινητοποιήσει και με τη βοήθεια ενός ακόμη οδηγού που έριξε συνειδητά το αυτοκίνητό του επάνω σε αυτό του δράστη, κατάφερε να τον συλλάβει. Ο Τσακ καταδικάστηκε σε 6 συνεχόμενες ποινές ισόβιας φυλάκισης συν 40 χρόνια για 2 απόπειρες φόνου. Εκτίει την ποινή του ακόμη στις φυλακές του Σνεηκ Ρίβερ. Ένα μήνα μετά περίπου, στις 26 Αυγούστου του 1977 ο 20χρονος Εμιλ Πιερ Μπενουά, στο Χακεττστάουν του Νιου Τζέρσει, βγήκε βόλτα με το όπλο του και σκόρπισε το θάνατο. Βρήκε τα 6 θύματά του κατά το μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής που διέσχιζε την μικρή αυτή πόλη. Τα πρώτα του 3 θύματα ήταν ποδηλάτες έξω στα περίχωρα της πόλης και άλλοι 3 καθόντουσαν σε παρκαρισμένα αυτοκίνητα σε παρακείμενο σταθμό. Ο Εμίλ ήταν από μια καλή οικογένεια με 4 γιους, ο πατέρας του ήταν ξυλουργός και εκλεγμένος στο τοπικό συμβούλιο 4 χρόνια ήδη. Ο ίδιος ήταν ήσυχος γενικά και κλειστός χαρακτήρας. Σύμφωνα με μαρτυρίες είχε αλλάξει προσωπικότητα όταν υπηρέτησε για ένα τρίμηνο διάστημα στους πεζοναύτες πριν απορριφθεί για την οριστική ένταξη του στο σώμα. Μετά από ανθρωποκυνηγητό με συμμετοχή ειδικών σκύλων και ελικοπτέρου της αστυνομίας, ο δράστης εντοπίστηκε σε μια κοντινή φάρμα. Όταν το χωράφι με καλαμπόκια που κρυβόταν φωτίστηκε από τους προβολείς του ελικοπτέρου της αστυνομίας , σήκωσε το τουφέκι στο κεφάλι του και αυτοκτόνησε. Μετά το περιστατικό ο εισαγγελέας είχε ανακοινώσει ότι ο Εμίλ δεν μπορούσε να αγοράσει ο ίδιος όπλο και το τουφέκι που χρησιμοποίησε δεν ήταν κλεμμένο. Ήταν Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 1979, όταν η Μπρέντα Σπένσερ , ετών 16, έστησε στο παράθυρο του φτωχικού δωματίου της, το ημι-αυτόματο που της είχε αγοράσει δώρο ο πατέρας της τα προηγούμενα Χριστούγεννα και άρχισε να σημαδεύει τους μαθητές του απέναντι δημοτικού σχολείου Γκρόβερ Κλήβελαντ του Σαν Ντιέγκο. Τραυμάτισε 8 μαθητές και δολοφόνησε το Διευθυντή του σχολείου και έναν φύλακα.


Η Μπρέντα είχε προβληματική συμπεριφορά, ήταν “εκ γενετής γκέυ” όπως η ίδια κατέθεσε μετά και στο παρελθόν είχε ψυχιατρική διάγνωση που πρότεινε να εγκλειστεί για βαριά κατάθλιψη, αλλά ο πατέρας της (οι γονείς της ήταν χωρισμένοι), με τον οποίο ζούσε , δεν έδωσε την συγκατάθεσή του. Όταν μετά την σύλληψή της ρωτήθηκε γιατί ο πατέρας της της έκανε δώρο ένα όπλο, αυτή είχε απαντήσει: “νομίζω ήθελε να αυτοκτονήσω”. Κατά την διάρκεια του συμβάντος στις 29 Ιανουαρίου ένας δημοσιογράφος κατάφερε να πάρει τηλέφωνο στο σπίτι της και να μιλήσει μαζί της. Όταν την ρώτησε γιατί το έκανε η Μπρέντα έδωσε μια απάντηση που έμεινε στην ιστορία μέσω του τραγουδιού που έγραψε για αυτήν αργότερα ο Μπομπ Γκελντοφ των Μπουμτάουν Ρατς: “because I don’t like Mondays” (γιατί δεν μου αρέσουν οι Δευτέρες). Η Μπρέντα 55 ετών σήμερα είναι ακόμη στη φυλακή. Στις 27 Απριλίου του 1979 ο 65χρονος Ιρα Ατενμπερι βγήκε στην πόρτα του παρκαρισμένου τροχόσπιτου του και φωνάζοντας “Προδότες! Προδότες! Προδότες!” άρχισε να πυροβολεί μια ομάδα αστυνομικών που έλεγχε την πορεία της παρέλασης “η Μάχη των Λουλουδιών” στον Σαν Αντόνιο του Τέξας. Εκείνη την στιγμή περίπου 300.000 άνθρωποι παρακολουθούσαν ή συμμετείχαν στην πιο διάσημη παρέλαση- γιορτή του Σαν Αντόνιο αφιερωμένη στην μνήμη των πεσόντων της μάχης του Άλαμο που οδήγησε στην ανεξαρτησία του Τέξας. Ο 65χρονος ‘Ιρα ήταν ένα αγροτόπαιδο, γεννημένο το 1914 στο Αρκανσας, που δούλεψε σκληρά στην ζωή του σαν οδηγός φορτηγού, υπηρέτησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν πρωταγωνιστής ενός τροχαίου το 1961 που άφησε νεκρές 3 καλόγριες και τον ίδιο με μόνιμη αναπηρία, αλλά που αγαπούσε πολύ την οικογένειά του και ήταν ο σύνδεσμος τους πάντα (όπως ήταν απλωμένοι σε 3 πολιτείες). Πήγαινε για 3η χρονιά στην γιορτή του Σαν Αντόνιο αφού μετά την αναπηρία του - και αφού είχε παλέψει να γίνει ξανά αγρότης, χωρίς επιτυχία- είχε εξασφαλισμένο ένα καλό εισόδημα για να ζει στο τροχόσπιτό του ταξιδεύοντας σε όλη την Αμερική. Το


τροχόσπιτό του ήταν εκείνη την Παρασκευή του Απρίλη γεμάτο όπλα και πυρομαχικά, αφού είχε συμφωνήσει με τον νεότερο αδερφό του ότι μετά τον Σαν Αντόνιο θα συναντιόντουσαν και θα πήγαιναν ένα μακρύ ταξίδι για κυνήγι σε διάφορες πολιτείες. Τελικά όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν τελείως διαφορετικά. Ο Ίρα μετά τους πρώτους πυροβολισμούς προς την ομάδα των αστυνομικών που ήταν απέναντι από το τροχόσπιτο, άρχισε να πυροβολεί μανιωδώς με ένα αυτόματα 44 χιλιοστών, πριν αλλάξει όπλο και με ένα ΑR-15 συνεχίσει το φονικό του έργο. Αμέσως κινητοποιήθηκε η αστυνομία και επικράτησε ένα πανδαιμόνιο με σκηνές αλλοφροσύνης ανάμεσα στο πλήθος. Nεκρές από τις σφαίρες 2 γυναίκες μόνο, μια 26χρονη που δολοφονήθηκε μπροστά στα μάτια των 2 παιδιών της που τραυματίστηκαν κι αυτά και μιας 49χρονης μητέρας 13 παιδιών. Οι 2 γυναίκες έπεσαν τυχαία στην μέση της ανταλλαγής πυροβολισμών με τους αστυνομικούς. Άλλα 32 άτομα τραυματίστηκαν από τις σφαίρες του Ίρα ενώ ακόμη 20 άτομα τραυματίστηκαν επάνω στον πανικό του τεράστιου πλήθους (κάποιοι ποδοπατήθηκαν και τραυματίστηκαν σοβαρά). Μέσα σε 30 λεπτά η λαμπερή γιορτή του Τέξας είχε πλημμυρίσει με αίμα. Κάποια στιγμή που ο Ίρα πήγαινε να οπλίσει για έναν ακόμη γύρο πυροβολισμών, ένας αστυνομικός τον τραυμάτισε σοβαρά πίσω από το αυτί. Οι πυροβολισμοί σταμάτησαν αλλά η αστυνομία καθυστέρησε αρκετά να μπει στο τροχόσπιτο προσπαθώντας πρώτα να απομακρύνει το πανικόβλητο πλήθος και μη έχοντας κατανοήσει αν ο δράστης ήταν ένας ή δύο. Ο πρώτος αστυνομικός που μπήκε τελικά στο τροχόσπιτο άρχισε να πυροβολεί μανιωδώς τον πεσμένο στο πάτωμα Ίρα, που κατά πάσα πιθανότητα ήταν ήδη νεκρός.


Μετά την τραγική ημέρα, η νεκροψία έδειξε ότι ο Ίρα έπαιρνε ψυχοφάρμακα και εκείνη την ημέρα είχε πάρει δόση PCP - γνωστό ως “σκόνη των αγγέλων”, ηρεμιστικό που χρησιμοποιείται σε ζώα, ενώ έπαιρνε σε συνδυασμό και Θοραζίνη που ήταν άλλο ισχυρό ηρεμιστικό-. Ο ιατροδικαστής κατέληξε ότι η απρόβλεπτη δράση του PCP ήταν το πιο πιθανό αίτιο για τη δράση του Ίρα την ημέρα των φονικών. Η ειρωνεία είναι ότι είχε τηλεφωνήσει στην αστυνομία του Σαν Αντόνιο την προηγούμενη ημέρα με την έμμονη ιδέα ότι οι αστυνομικοί τον παρακολουθούν και ζήτησε και ψυχιατρική βοήθεια. Οι αστυνομικοί δεν πήραν στα σοβαρά το τηλεφώνημα(!). Μετά το θάνατό του όλη η περιουσία του εκπληστηριάστηκε ως αποζημίωση για τις οικογένειες των θυμάτων.

Η δεκαετία του 1980 Ο Άλβιν Λη Κινγκ ο 3ος, μπήκε με ένα ημι-αυτόματο στην εκκλησία Βαπτιστών στο Ντέγκερφιλντ του Τέξας στις 22 Ιουνίου του 1980 και δολοφόνησε 5 άτομα και τραυμάτισε άλλα 10. Η αιτία ήταν ότι το συμβούλιο της συγκεκριμένης εκκλησίας αρνήθηκε να παραστεί ως μάρτυρας υπεράσπισης στην δίκη που ο Κινγκ κατηγορούνταν ως βιαστής της ίδιας του της κόρης. Μετά τους φόνους αυτοπυροβολήθηκε χωρίς να σκοτωθεί και συνελήφθη. Του ασκήθηκε δίωξη για 5 φόνους και 10 απόπειρες φόνων αλλά δεν δικάστηκε ποτέ. Αυτοκτόνησε 18 μήνες μετά στο κελί του. Το βραδυ της 8ης Μαίου του 1981, ο 25χρονος Λορενς Μουρ μπήκε στο μπαρ με την ονομασία “Μουσείο Ορεγκον” στο Σάλεμ, της επαρχίας Μάριον του Όρεγκον και άρχισε να πυροβολεί τους θαμώνες αδιακρίτως. Πρόλαβε να δολοφονήσει 4 και να τραυματίσει 19 (πέθανε από τραύμα εκείνης της ημέρας και ένας 5ος πολλά χρόνια μετά- 2013- και υπήρξε συζήτηση αν έπρεπε να καταδικαστεί ο Μουρ και για 5ο φόνο) πριν προλάβει ένας από τους θαμώνες να του επιτεθεί και να τον ακινητοποιήσει με την βοήθεια και άλλων 3.


Λεπτομέρεια: ο Μουρ μπήκε πρώτη φορά στο μπαρ και πυροβόλησε κάποιους, βγήκε μετά έξω, όπλισε ξανά και μπήκε πάλι συνεχίζοντας το φονικό. Ο Μουρ συνελήφθη, καταδικάστηκε 4 φορές ισόβια και είναι ακόμη έγκλειστος στις φυλακές του Σάλεμ. ΠΟΤΕ δεν εξήγησε την πράξη του και αρνήθηκε να μιλήσει στον οποιοδήποτε για αυτήν. Το μόνο που γνωρίζουμε είναι ότι δεν υπήρχε καμιά σχέση του με τα θύματα ή ότι δεν σύχναζε ποτέ στο συγκεκριμένο μπαρ. Δούλευε σε ένα εργοστάσιο επεξεργασίας ξύλου και είχε μείνει άνεργος ένα τρίμηνο πριν τις δολοφονίες. Ο Τζων Φελτον Πάρις στις 8 το πρωι, της 9ης Αυγούστου του 1982, έφυγε οπλισμένος από το σπίτι του στο Γκραντ Πρέρι του Τέξας και κατευθύνθηκε προς την εταιρεία που δούλευε ως οδηγός φορτηγού και με την οποία διαφωνούσε ως προς το ποσό των δεδουλευμένων που του όφειλαν. Ο Τζων είχε περάσει μια δύσκολη χρονιά μετά τον θάνατο της αδερφής του από καρκίνο και την ανάγκη του αδερφού του για 2η μεταμόσχευση νεφρού. Αποκορύφωμα των δυσκολιών που αντιμετώπιζε ήταν ο χωρισμός με την γυναίκα του και η απώλεια της κηδεμονίας των 2 του παιδιών μερικές μέρες πριν το πρωινό της 9ης Αυγούστου. Μπήκε λοιπόν στην εταιρεία που δούλευε και αφού διαφώνησε και πάλι με τον επόπτη του, τον εκτέλεσε επί τόπου όπως και άλλους 2 υπαλλήλους. Στην συνέχεια έκλεψε ένα τριαξονικό φορτηγό και κατευθύνθηκε στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας στην περιοχή. Εκεί εκτέλεσε εν ψυχρώ μια γραμματέα και τραυμάτισε μια ρεσεψιονίστ και έναν διευθυντή. Μετά κατευθύνθηκε σε μια ακόμη αποθήκη που εργαζόταν με υπεργολαβική σχέση και εκεί εκτέλεσε εν ψυχρώ τον τοπικό διευθυντή πωλήσεων και


τον επόπτη της αποθήκης. Στην συνέχεια έκλεψε ένα ακόμη τριαξονικό φορτηγό που μετέφερε κουλουράκια και όταν άρχισε να τον κυνηγά η αστυνομία έπεσε με υπερβολική ταχύτητα σε μπάρα ενός αστυνομικού μπλόκου σκοτώνοντας έναν αστυνομικό. Στην ανταλλαγή των πυροβολισμών που ακολούθησε έπεσε νεκρός. Μερικές μέρες αργότερα, στις 20 Αυγούστου του 1982, ο Καρλ Ρόμπερτ Μπράουν, καβάλησε οπλισμένος το ποδήλατο του στο Χιεαλία του Μαϊάμι της Φλόριντα και κατευθύνθηκε προς το συνεργείο που την προηγουμένη είχε καβγαδίσει σε σχέση με το σέρβις που του είχαν προσφέρει για την μηχανή κουρέματος του γκαζόν του και ήταν ανεπαρκές κατά την κρίση του. Διαφωνώντας για την χρέωση των 20$ που έπρεπε να πληρώσει έφυγε στις 19 Αυγούστου απειλώντας ότι θα γυρίσει και θα τους σκοτώσει όλους. Πραγματικά την άλλη μέρα επέστρεψε με το ποδήλατο του και προχωρώντας μεθοδικά μέσα στον χώρο δολοφόνησε 6 από τους 11 εργαζόμενους και τραυμάτισε 2 θανάσιμα. Οι υπόλοιποι 3, τραυματισμένοι κι αυτοί, κατάφεραν να ξεφύγουν και να μπουν σε διερχόμενο όχημα καταφεύγοντας σε γειτονικό βενζινάδικο όπου τηλεφώνησαν ζητώντας βοήθεια. Τελικά 2 κάτοικοι της περιοχής -που ακούγοντας για το περιστατικό πήραν το περίστροφό τους και βγήκαν να βρουν τον δράστη-, τον πυροβόλησαν και τον πάτησαν με το αυτοκίνητό τους προκαλώντας τον θάνατό του την ίδια μέρα. Ο Μπράουν, πρώην πεζοναύτης με τιμητικές διακρίσεις, πτυχιούχος του πανεπιστημίου του Μαϊάμι και δάσκαλος σε γυμνάσιο, είχε προφανή ψυχολογικά προβλήματα που είχαν οδηγήσει σε προβλήματα στην δουλειά του και στο 2ο διαζύγιο του. Ο Ρίτσαρντ Γουέηντ Φάρλευ είχε ψύχωση με τη συνάδελφό του Λάουρα Μπλακ επί 4 χρόνια. Ισχυριζόταν ότι είχαν ερωτικές σχέσεις, πράγμα που η ίδια διέψευδε και την ανάγκασε να προσφύγει δικαστικά για να βγάλει μια προσωρινή απόφαση απαγόρευσης κάθε επαφής του μαζί της στις 2 Φεβρουαρίου του 1988. Η δικάσιμος για την έκδοση οριστικής απόφασης ήταν στις 17 Φεβρουαρίου του ίδιου χρόνου. Στις 16 Φεβρουαρίου ο Ρίτσαρντ παρκάρισε το αυτοκινούμενο τροχόσπιτο του έξω από το κτίριο της εταιρείας software (ESL) στο Σάνυ Βάλλευ της Καλιφόρνια, χώρο


εργασίας του ίδιου και της Λάουρα. Όπως κατέθεσε μετά, πρόθεσή του εκείνη την μέρα ήταν να μιλήσει μαζί της και να την παρακαλέσει να αποσύρει την αγωγή της. Αν του έδινε αρνητική απάντηση, αυτός θα αυτοκτονούσε. Ο 40χρονος Φάρλευ, γιος στρατιωτικού και ο ίδιος με 10ετή θητεία στο Πολεμικό Ναυτικό, στις 3μ.μ. όπλισε μια μεγάλη γκάμα όπλων που είχε μαζί του, φόρεσε ένα αλεξίσφαιρο γιλέκο και αφού έβαλε ωτασπίδες ξεκίνησε για το κτίριο της εταιρείας. Βαδίζοντας προς το κτίριο άρχισε να πυροβολεί τυχαίους περαστικούς, πυροβόλησε το τζάμι μιας δευτερεύουσας εισόδου για να μπει και μετά πυροβολούσε εργαζόμενους που έβρισκε στο διάβα του. Δολοφόνησε 7 μέχρι να φτάσει στο γραφείο της Μπλακ τραυματίζοντας και αυτήν καθώς και άλλους συναδέλφους της. Μια ειδική ομάδα της αστυνομίας τον εγκλώβισε στο κτίριο για ώρες καθώς αυτός άλλαζε συνέχεια θέση ώστε να μην τον πετύχουν οι ελεύθεροι σκοπευτές της αστυνομίας. Στο τέλος παραδόθηκε ζητώντας ένα αναψυκτικό και ένα σάντουιτς. Ο Φάρλευ καταδικάστηκε σε θάνατο 2 χρόνια αργότερα και μέχρι σήμερα είναι ακόμη έγκλειστος στην φυλακή Σαν Κουεντιν αναμένοντας την εκτέλεση της ποινής του. Είναι σήμερα 69 ετών. Η υπόθεσή του ήταν η αφορμή για την έκδοση της πρώτης νομοθεσίας για την παρενόχληση μέσω της παραφύλαξης (σημ: δική μου απόδοση του όρου stalking μιας και δεν έχουμε καταλήξει στην Ελλάδα σε κάτι πιο δόκιμο ως μετάφραση). Στις 17 Γενάρη του 1989, ο Πάτρικ Πάρντυ, στάθμευσε το αυτοκίνητό του στην πίσω πλευρά του δημοτικού σχολείου Κλήβελαντ στο Στόκτον της Καλιφόρνια. Βγαίνοντας οπλισμένος απ’ αυτό έριξε μια μολότοφ και του έβαλε φωτιά που κατέληξε στην ανατίναξή του. Ο Πάτρικ μπήκε στο προαύλιο του σχολείου και καλυμμένος πίσω από μια λυόμενη κατασκευή έριξε 100 σφαίρες σε 3 λεπτά αφήνοντας 5 παιδιά νεκρά και άλλα 30 τραυματίες μαζί με έναν δάσκαλό τους. Τα περισσότερα παιδιά ήταν από το Βιετνάμ και την Καμπότζη, παιδιά προσφύγων στις ΗΠΑ που σύμφωνα με την ψύχωση του Πάρντυ “έπαιρναν τις δουλειές των αμερικανών”. Ο δράστης μετά το συμβάν αυτοπυροβολήθηκε και ξεψύχησε επί τόπου. Ο Πάρντυ παρά το βεβαρυμένο ιστορικό του,-ένοπλη ληστεία, ψυχιατρικά προβλήματα (με 3 απόπειρες αυτοκτονίας) και ελαφριά νοητική υστέρηση- είχε καταφέρει να


αγοράσει νόμιμα ένα ΑΚ-47 από ένα μαγαζί πώλησης όπλων. Αυτό έδωσε και το έναυσμα για την αλλαγή της νομοθεσίας κατοχής όπλων πολεμικού τύπου στην Καλιφόρνια (χωρίς να απαγορευτούν τα όπλα αθλητικού χαρακτήρα) και οδήγησε μέχρι και τον Πρόεδρο Μπους τον πρεσβύτερο να εκδώσει νόμο απαγόρευσης εισαγωγής ημι- αυτόματων όπλων από την Κίνα (χώρα κατασκευής του ΑΚ-47 του Πάρντυ). Ο Μπιλ Κλίντον διατήρησε σε ισχύ το νόμο του Μπους πατέρα το 1994 αλλά δεν ανανεώθηκε η ισχύς του το 2004.


Η δεκαετία του 1990 Στις 25 Μαρτίου του 1990, ο άνεργος Κουβανός πρόσφυγας, Χούλιο Γκονζάλεζ, είχε έναν έντονο καυγά με την πρώην κοπέλα του, Λύντια Φελισιάνο, που δούλευε στην γκαρνταρόμπα του κλαμπ “Χάππυ Λαντ” (ευτυχισμένη γη), σημείο συνάντησης προσφύγων από την Ονδούρα. Ο Χούλιο την πίεζε να παραιτηθεί από την δουλειά της στο κλαμπ, αλλά η Λύντια ζήτησε και τον πέταξαν έξω από το μαγαζί στις 3 τα ξημερώματα. Αυτός μεθυσμένος και βρίζοντας έφυγε, πήγε σε γειτονικό βενζινάδικο, πήρε βενζίνη αξίας 1 δολαρίου (!!) και επιστρέφοντας πότισε με αυτήν τη σκάλα εισόδου του κλαμπ που ήταν και η μόνη πρόσβαση σε αυτό (σημ: το κλαμπ είχε διαταγή κλεισίματος από τις αρχές από το 1988 για λόγους έλλειψης ασφάλειας και ειδικότερα πυρασφάλειας). Το αποτέλεσμα ήταν τραγικό. 87 νεκροί , οι περισσότεροι από τις αναθυμιάσεις ή γιατί ποδοπατήθηκαν πάνω στον πανικό. 6 νεκροί βρέθηκαν μερικά μέτρα από την είσοδο, 19 στον κάτω όροφο και όλοι οι υπόλοιποι στον επάνω όροφο. Κάποιοι διέφυγαν γιατί είχαν καταφέρει να ανοίξουν μια τρύπα στον τοίχο διπλανής αίθουσας. Ο Χούλιο που μετά την φωτιά πήγε σπίτι του και έπεσε για ύπνο, συνελήφθη το επόμενο απόγευμα μετά την ανάκριση της κοπέλας του. Καταδικάστηκε για 87 φόνους από 25 χρόνια ως ισόβια για τον καθένα. Το 2015 ήταν επιλέξιμος για αναστολή της ποινής του, αλλά η αίτησή του απορρίφθηκε. Πέθανε από καρδιά τον Σεπτέμβριο του 2016 σε ηλικία 61 ετών πριν υποβάλλει 2η αίτηση αποφυλάκισης. Το περιστατικό οδήγησε και στην ποινική δίωξη του αρχικού ενοικιαστή του κλαμπ Τζεη Βαις, τότε συζύγου της ηθοποιού Καθλιν Τέρνερ. Καταδικάστηκε μαζί με τον συνεταίρο του σε κοινωνική εργασία και δωρεά 150.000$ σε ίδρυμα βοήθειας των προσφύγων από την Ονδούρα. Οι οικογένειες των θυμάτων κατέθεσαν αγωγή 5 δις $ εναντίον του ιδιοκτήτη, των ενοικιαστών, του Δήμου και κατασκευαστικών εταιρειών που τελικά κατέληξε σε εξωδικαστικό συμβιβασμό το 1995 αποζημίωσης 163.000$ ανά θύμα. Την εποχή του ατυχήματος ο υπεκμισθωτής του ακινήτου Ελίας Κολόν - που πέθανε στην πυρκαγιά της 25ης Μαρτίου- αντιμετώπιζε ήδη αγωγή έξωσης. Σήμερα ο δρόμος έξω από το Happy Land λέγεται The Plaza of 87 (η πλατεία των 87) και έχει ανεγερθεί και ένα μνημείο με τα ονόματα των θυμάτων.


Ο Τζεημς Εντουαρντ “Ποπ” Παφ, στις 18 Ιουνίου του 1990, ξεκίνησε να δολοφονεί στις 1 τα ξημερώματα και μέχρι το μεσημέρι της ίδιας μέρας είχε σκοτώσει 9 ανθρώπους και τραυματίσει 4. Η αιτία, θεωρητικά, ήταν η αδυναμία να πληρώσει τις δόσεις μια Πόντιακ που είχε αγοράσει από την εταιρεία GMAC τον Δεκέμβριο του 1988. Ο Τζέημς, που είχε δολοφονήσει τον καλύτερο του φίλο σε ένα καβγά το 1971 αλλά είχε τελικά γλιτώσει τη φυλακή μετά από 5 χρόνια αυστηρής επιτήρησης, είχε την δυνατότητα να αγοράσει όπλα και να ξεσπάσει επάνω σε αθώους που βρέθηκαν στον δρόμο του εκείνη την μέρα. Ξεκίνησε εκτελώντας έναν προαγωγό και μια πόρνη στον δρόμο, μετά 2 έφηβους που σταμάτησε να τους ρωτήσει για να του δώσουν οδηγίες και τέλος κατέληξε στα γραφεία της GMAC για να εκτελέσει άλλους 4 πελάτες και εργαζόμενους που βρήκε τυχαία μέσα. Τραυμάτισε άλλους 4 και μετά έβγαλε ένα μικρό περίστροφο και αυτοκτόνησε. Στις 16 Οκτωβρίου του 1991 ο Τζωρτζ Χένναρντ, ιδιοκτήτης εμπορικού πλοίου, έριξε το ημι-φορτηγό του στη τζαμαρία του εστιατορίου Λούμπυς στο Καϊλίν του Τέξας. Βγαίνοντας απ αυτό άρχισε να πυροβολεί όποιον πελάτη βρήκε μπροστά του ουρλιάζοντας : “όλες οι γυναίκες του Καϊλίν και του Μπέλτον είναι αρπακτικά. Δείτε τι κάνατε σε μένα και στην οικογένεια μου. Ήρθε η μέρα να πληρώσετε”. Στο εστιατόριο εκείνη την ώρα υπήρχαν 140 άτομα, εργαζόμενοι και πελάτες. Ο Τζωρτζ δολοφόνησε 23 άτομα και τραυμάτισε άλλα 27 πριν καταφύγει στις τουαλέτες του εστιατορίου και αυτοκτονήσει, αφού είχε αποκλειστεί από αστυνομικές δυνάμεις. Ο Χένναρντ ήταν γνωστός μισογύνης και σύμφωνα με επιζώντες μάρτυρες του τραγικού συμβάντος προσπαθούσε να διαλέξει τα θύματά του ώστε να είναι γυναίκες, οι 14 από τους 23 νεκρούς και η πλειοψηφία των τραυματιών, ουρλιάζοντας σε κάθε μια πριν την πυροβολήσει : “Σκύλα”! Δεκαπέντε μέρες μετά τον Χένναρντ, ένας διδάκτορας της φυσικής και της αστρονομίας του Πανεπιστημίου της Αϊόβα, ο Γκανγκ Λου, κινεζικής καταγωγής, δολοφόνησε 5 ανθρώπους κατά τη διάρκεια συνάντησης ερευνητικής ομάδας. Οι 3 συμμετείχαν στην συνάντηση (2 καθηγητές και ένας μετα- διδακτορικός ερευνητής) και ο 4ος ήταν ο Πρόεδρος του τμήματος που δολοφονήθηκε μερικά λεπτά μετά στο γραφείο του. Ο Λου βγήκε στη συνέχεια από το κτίριο και 3 τετράγωνα πιο κάτω βρήκε και τραυμάτισε θανάσιμα μέσα στο γραφείο της, την Αντιπρόεδρο Ακαδημαϊκών


υποθέσεων (υπέκυψε στα τραύματά της την άλλη μέρα στο νοσοκομείο της πόλης) και τραυμάτισε και μια 23χρονη φοιτήτρια που δούλευε προσωρινά στο γραφείο της Αντιπροέδρου, η οποία επιβίωσε μεν, αλλά έμεινε παράλυτη από τον αυχένα και κάτω, μέχρι το τέλος της ζωής της το 2008, από καρκίνο. Μετά πήγε στο δωμάτιό του και αυτοπυροβολήθηκε, ξεψυχώντας λίγα λεπτά αφότου έφτασε η αστυνομία. Κίνητρο των δολοφονιών του Λου ήταν η μη απονομή ενός χρηματικού βραβείου στην διδακτορική διατριβή του, που ο Λου πίστευε ότι θα του εξασφάλιζε την παραμονή του στις ΗΠΑ. Παρόλο που ήταν βέβαιο ότι θα του προσφέρονταν ερευνητική θέση, τα χρήματα δεν θα ήταν αρκετά για την επιβίωσή του και είχε απόλυτη ανάγκη το βραβείο που δεν του δόθηκε. Η αστυνομία βρήκε εκ των υστέρων ότι ο Λου, μήνες πριν, είχε συγγράψει 5 επιστολές που περιέγραφε τι ακριβώς θα έκανε. Οι επιστολές αυτές δεν δόθηκαν ποτέ στην δημοσιότητα. Την 1η Ιουλίου του 1993, στις 2:57 μμ, ο Τζιαν Λουίτζι Φέρρι, μπήκε στο κτίριο στον αριθμό 101 της οδού Καλιφόρνια του Σαν Φρανσίσκο. Κατευθυνόταν στον 35ο όροφο, στα γραφεία της δικηγορικής εταιρείας Πετίτ & Μάρτιν που πριν από 12 χρόνια, το 1981, τον είχε παραπέμψει σε άλλη εταιρεία για να αναλάβει κάποιες κτηματικές διαφορές από συμβόλαια του στις Μεσοδυτικές πολιτείες. Από τότε δεν υπήρξε καμιά επαφή μεταξύ τους. Ο Φέρρι τελικά βγήκε από το ασανσέρ στον 34ο όροφο αφού τυχαία μια γραμματέας το είχε σταματήσει εκεί και άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως όποιον έβρισκε μπροστά του. Στη συνέχεια από τις σκάλες κατέβηκε στον παρακάτω όροφο και συνέχισε να πυροβολεί πιθανά του θύματα. Συνέχισε και στους πιο κάτω ορόφους μέχρι την αυτοκτονία του όταν πλησίασε το κτίριο η αστυνομία. Σκότωσε 8 ανθρώπους και τραυμάτισε 6. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν ένας συνέταιρος στην δικηγορική εταιρεία, μια πελάτισσα που έδινε ένορκη κατάθεση, ένα στέλεχος μιας άλλης εταιρείας που παρευρισκόταν στην κατάθεση της πελάτισσας του. Άνθρωποι που δεν είχαν καμιά σχέση με το δολοφόνο. Οι λόγοι που τον οδήγησαν στο να αρπάξει το όπλο του και να βγει τη δική του βόλτα θανάτου παρέμειναν άγνωστοι. Ο Φέρρι είχε αφήσει κάποιες επιστολές, στις οποίες


ισχυριζόταν ότι είχε δηλητηριαστεί από όξινο γλουταμινικό νάτριο (MSG) συντηρητικό της βιομηχανίας τροφίμων- και ότι είχε “βιαστεί” από την εταιρεία Π&Μ καθώς και από άλλες εταιρείες. Η επιστολή του περιείχε και κατηγορίες εναντίον της Αρχής Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ (FDA), του νομικού επαγγέλματος (που είχε συμμαχήσει με την “μοναρχία” ) και μιας λίστας 30 “εγκληματιών, βιαστών και απατεώνων” που όμως δεν είχαν καμιά σχέση με τα θύματά του. Η αυθεντικότητα της επιστολής αμφισβητήθηκε από την αστυνομία. Στις 7 Δεκεμβρίου του 1993, όταν ένα τρένο της πιο πολυσύχναστης γραμμής της Νέας Υόρκης, αυτής του Λονγκ Άιλαντ, έφτασε στο σταθμό της Λεωφόρου Μεριον του Γκαρντεν Σιτυ, ένας επιβάτης του, ο Κόλιν Φέργκιουσον, έβγαλε ένα Ruger P89 των 9mm και άρχισε να πυροβολεί τους συνεπιβάτες του αδιακρίτως. Μέσα σε 3 λεπτά δολοφόνησε 6 και τραυμάτισε 19 από αυτούς, πριν αφοπλιστεί και καθηλωθεί από 3 άλλους επιβάτες. Ο Φεργκιουσον προχωρούσε και εκτελούσε κάθε επιβάτη που καθόταν στη θέση του δεξιά και αριστερά, τόσο μεθοδικά όσο ένας ελεγκτής εισιτηρίων (όπως έγραψαν οι ΝΥΤ την επόμενη ημέρα). Μουρμούριζε συνέχεια “θα σε πιάσω” όσο προχωρούσε στο διάδρομο του βαγονιού εκτελώντας κόσμο. Κατά τη διάρκεια των πυροβολισμών επικράτησε πανικός μεταξύ των άλλων επιβατών που έτρεχαν να σωθούν στα άλλα βαγόνια και εκτός της αμαξοστοιχίας. Όταν πληροφορήθηκε το λόγο της αναστάτωσης ο ελεγκτής του τρένου αποφάσισε να ΜΗΝ ανοίξει τις πόρτες αφού τα 2 βαγόνια δεν είχαν φτάσει στην πλατφόρμα αποβίβασης και υπήρχε κίνδυνος τραυματισμού των επιβατών. Παρ’ όλα αυτά ένας επιβάτης, ο μηχανικός Τόμας Σίλχαν, κατάφερε να σκαρφαλώσει σε ένα παράθυρο και να ανοίξει τις πόρτες απέξω ώστε να μπορέσουν οι επιβάτες να διαφύγουν. Ο Φέργκιουσον αφοπλίστηκε κατά τη στιγμή που πήγε να αλλάξει γεμιστήρα στο πιστόλι του. Όταν τον καθήλωσαν οι 3 ήρωες συνεπιβάτες του άρχισε να μονολογεί : “ Θεέ μου τι έκανα; τι έκανα; τώρα αξίζω ότι θα πάθω” και γυρνώντας στους συνεπιβάτες του που τον κρατούσαν καθηλωμένο πάνω σε μια θέση φώναξε: “σας παρακαλώ μην με πυροβολήσετε, συγγνώμη, συγγνώμη”. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν και επιβάτες που ήθελαν να του επιτεθούν με άγριες διαθέσεις, αλλά


επικράτησε καθησυχαστικό πνεύμα και προτιμήθηκε να κρατηθεί μέχρι να φτάσει η αστυνομία. Τελικά χειροπέδες του πέρασε ένας αστυνομικός εκτός υπηρεσίας που είχε πάει στον σταθμό να υποδεχθεί την γυναίκα του. Ο Φέργκιουσον ήταν 36 χρονών, Τζαμαϊκανός, γιος ενός από τους πιο σεβαστούς επιχειρηματίες της χώρας, είχε μεγαλώσει σε ένα πολυτελές περιβάλλον, είχε φοιτήσει και αριστεύσει σε ένα εξαιρετικό σχολείο και ο διευθυντής τον περιέγραφε σαν έναν μαθητή με εξαιρετική συμπεριφορά. Ο θάνατος των γονιών του - σε μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους- έφεραν οικονομικά προβλήματα και τη μετανάστευση στις ΗΠΑ το 1982. Παντρεύτηκε, χώρισε (λόγω των βίαιων καυγάδων με την σύζυγο του), κατάφερε να πάρει πτυχίο το 1990 στη διοίκηση επιχειρήσεων, είχε εκφράσει δημόσια τις απόψεις του εναντίον της συνύπαρξης λευκών και μαύρων και έλπιζε σε μια “μαύρη επανάσταση”. Ένα χρόνο πριν τις δολοφονίες είχε εισπράξει 26.250 $ σαν αποζημίωση για εργατικό ατύχημα που είχε κατά την απασχόλησή του στην εταιρεία Ademco Security Group, το 1989. Η ιστορία του Φέργκιουσον και οι μαζικές δολοφονίες των επιβατών του τρένου πήρε τεράστιες πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις. Ο τότε νεο-εκλεγμένος πρόεδρος Κλίντον ασχολήθηκε με το περιστατικό και συναντήθηκε μάλιστα με τους 3 επιβάτες που καθήλωσαν τον Φέργκιουσον. Ο Κλίντον πρότεινε μια νέα νομοθεσία για ενιαίο σύστημα καταγραφής των κατόχων αδειών οπλοφορίας. Ο Δήμαρχος της ΝΥ Τζιουλιάνι και ο κυβερνήτης Κόμο επίσης ασχολήθηκαν εκτεταμένα και πολιτικά με το ζήτημα. Η ίδια η δίκη του Φέργκιουσον ήταν ένα πολιτικό και νομικό show με δική του ευθύνη. Οι αρχικοί δικηγόροι υπερασπιστές του ανέπτυξαν μια πρωτότυπη θεωρία : “της μαύρης οργής” που οδήγησε τον Φέργκιουσον στην τρέλα. Η “μαύρη οργή” για αυτούς ήταν ένας νέος ψυχιατρικός όρος που οδηγούσε τον Φέργκιουσον στο ακαταλόγιστο. Οι ρατσιστικές διακρίσεις που είχε υποστεί, τον οδηγούσαν στην κατάσταση της “μαύρης οργής”, που στο τέλος τον οδήγησε στην τρέλα. Ένας άλλος παραψυχολόγος είχε δώσει συνέντευξη στα σκαλιά του δικαστηρίου αποκαλύπτοντας ότι είχε δει έναν “ανατολίτικης καταγωγής” να εμφυτεύει ένα τσιπ στο κρανίο του Φέργκιουσον! Σήμερα όλο αυτό θα το αποκαλούσαμε με την σύγχρονη ορολογία : “ψέκασμα”. Κι η αλήθεια είναι ότι η δίκη Φέργκιουσον και οι ισχυρισμοί του


αναμεμιγμένοι με το πολιτικό κλίμα της εποχής προσέφεραν μια σειρά θεωριών συνωμοσίας πάντα αγαπητών ως λαϊκά αναγνώσματα. Τελικά η ποινή του Φέργκιουσον ήταν 315 χρόνια και 8 μήνες φυλάκιση ( η πολιτεία της Νέας Υόρκης είχε καταργήσει την θανατική ποινή). Αυτό σήμαινε ότι ο συντομότερος χρόνος υποβολής αίτησης αποφυλάκισης θα ήταν η 6η Αυγούστου του 2309. Σήμερα είναι ακόμη στη φυλακή στην επαρχία Φράνκλιν της Νέας Υόρκης. Όπως είχε πει ο δικαστής κατά την ανάγνωση της ποινής του: “ Ο Φέργκιουσον δεν θα επιστρέψει ποτέ πια στην κοινωνία, θα ζήσει όλη τη φυσική του ζωή στη φυλακή”. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1999, ο Λάρρυ Τζην Ασμπρουκ, άρχισε να χτυπάει δυνατά το χέρι του στην πόρτα της εκκλησίας Βαπτιστών στο Γουτζγουντ του Φορτ Γουορθ στο Τέξας. Ήθελε να τον δουν όλοι να μπαίνει στο χώρο, οπλισμένος με ένα ημι-αυτόματο 9mm και ένα περίστροφο 38 χιλιοστών. Αδειάζοντας 3 γεμιστήρες εκτέλεσε εν ψυχρώ 7 άτομα (4 εξ αυτών ανήλικοι, τρεις 14 ετών και ένας 17 ετών) και τραυμάτισε άλλους 7 (3 εξ αυτών σοβαρά). Ο Ασμπρουκ είχε πυροδοτήσει και μια αυτοσχέδια βόμβα που όμως εξερράγη με τρόπο που δεν τραυμάτισε κανέναν. Κατά την μαρτυρία του 19χρονου Τζέρεμυ Νιτζ, ο δράστης ξεκίνησε μια συνομιλία μαζί του που κατέληξε στην αυτοκτονία του δράστη. Αυτός ο διάλογος, που αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από τον τύπο της εποχής, ίσως εκνεύρισε τον Άσμπρουκ και αποσπώντας την προσοχή του τον οδήγησε στον αυτο- πυροβολισμό του. Τα κίνητρα του έμειναν ανεξιχνίαστα, οι μαρτυρίες των γειτόνων του και συγγενών μετά το τραγικό συμβάν τον περιέγραφαν ως βίαιο και με προβλήματα μετά το θάνατο της μητέρας του το 1992. Υπήρξαν και πληροφορίες για σχέσεις του με εκκλησιαστικές ομάδες που θεωρούσαν την κυρίαρχη χριστιανική οργάνωση ως εχθρό.


Στον 21ο αιώνα Στις 13 Απριλίου του 2001 ο Λούθερ Καστήλ, διαζευγμένος οικοδόμος, παρενοχλούσε μια πελάτισα στο JB μπαρ του Ελγκιν στην περιοχή του Σικάγο. Ο μπάρμαν και ένας πελάτης τον πέταξαν έξω. Ο Λούθερ πήγε σπίτι του, ξύρισε το κεφάλι του μοϊκάνα, έβαλε στολή παραλλαγής, φόρτωσε 2 περίστροφα και 2 αυτόματα, πήρε 200 σφαίρες μαζί του και επιστρέφοντας στο μπαρ άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως. Σκότωσε τον μπάρμαν και έναν πελάτη, τραυμάτισε άλλους 16 και τελικά ακινητοποιήθηκε από πελάτες του μαγαζιού. Ο Καστήλ ήταν πρώην κατάδικος για ένοπλη ληστεία - είχε εκτίσει ποινή 13 ετών και αποφυλακίστηκε το 1991- και στην δίκη του είχε παρουσιαστεί αποδεχόμενος τα εγκλήματα και προκαλώντας τους ενόρκους να του επιβάλλουν τη θανατική ποινή. Πράγμα το οποίο συνέβη αν και μετά μετετράπη σε ισόβια κάθειρξη, χωρίς όμως δικαίωμα αναστολής. Μετά την καταδίκη του, δύο από τ’ αδέρφια του έκαναν πάνω από 20 απειλητικά τηλεφωνήματα στο μπαρ που έγινε η επίθεση με αποτέλεσμα να συλληφθούν και αυτά. Ο ένας εξ αυτών ο Φρανκ ήταν ο δίδυμος αδερφός του Λούθερ. Ο Λούθερ είναι ακόμη στην φυλακή.

Στις 3 Οκτωβρίου του 2001, λιγότερο από ένα μήνα μετά την επίθεση στους διδύμους πύργους στη Νέα Υόρκη, ο Ντάμιρ Ιγκριτς, Κροάτης μετανάστης στις ΗΠΑ, κατευθύνθηκε προς τον οδηγό του λεωφορείου της εταιρείας Γκρέιχουντ που εκτελούσε το δρομολόγιο Σικάγο-Ορλάντο και στο οποίο είχε επιβιβαστεί στην αφετηρία μερικές ώρες πριν. Χωρίς να πει λέξη έβγαλε ένα αιχμηρό αντικείμενο και έκοψε το λαιμό του οδηγού και προσπαθώντας να πάρει το τιμόνι στα χέρια του οδήγησε το λεωφορείο μέσα στην κίνηση προκαλώντας τροχαίο. Μέσα στο λεωφορείο που ντελαπάρισε υπήρχαν 39 επιβάτες. Ο Ιγκριτς σκοτώθηκε επί τόπου αφού εκσφενδονίστηκε από το παράθυρο. Άλλοι 6 άνθρωποι σκοτώθηκαν ενώ όλοι οι υπόλοιποι τραυματίστηκαν - οι 3 εξ αυτών διακομίστηκαν στο νοσοκομείο σε κρίσιμη κατάσταση-. Ο οδηγός του λεωφορείου κατάφερε να γλιτώσει βαριά τραυματισμένος.


Λόγω του πολιτικού και κοινωνικού κλίματος της εποχής εκείνης στις ΗΠΑ, οι πρώτες σκέψεις όλων ήταν προς την κατεύθυνση του τρομοκρατικού χτυπήματος, πράγμα που αποδείχθηκε αναληθές. Ο Ίγκριτς ήταν γεννημένος και μεγαλωμένος στην Κροατία, είχα καταταχθεί στον γιουγκοσλαβικό στρατό και είχε αποταχθεί λόγω βίαιης συμπεριφοράς και χρήσης ουσιών,ενώ είχε και σοβαρό ιστορικό ψυχικής νόσου. Είχε μπει στις ΗΠΑ με βίζα 30 ημερών, το 1999, αλλά είχε καταφέρει να την παρατείνει για 2 χρόνια, πείθοντας την υπηρεσία μετανάστευσης ότι είχε συγγενείς στην Φλόριντα. Το περιστατικό συνέβη στο Μάντσεστερ του Τενέσι λίγο πριν τη στάση του λεωφορείου. Οι περισσότεροι επιβάτες είχαν αποκοιμηθεί εκείνη την ώρα. Ο Ίγκριτς καθ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού από το Σικάγο είχε ενοχλήσει δύο ακόμη φορές τον οδηγό ζητώντας του λεπτομέρειες για το ταξίδι και είχε αντιπαρατεθεί με τον επιβάτη που ήταν καθισμένος πίσω από τον οδηγό γιατί ήθελε να του παραχωρήσει την θέση του.

Σχεδον 3 χρόνια μετά, την 1η Οκτωβρίου του 2004, ο 27χρονος Αρτούρο Τάπια Μαρτίνεζ, επιτέθηκε σε οδηγό της ίδιας εταιρείας λεωφορείων στο δρομόλογιο Λος Αντζελες-Σαν Φραντσίσκο, στην κομητεία του Φρέσνο. Το τραγικό συμβάν στις 9 το βράδυ είχε ως αποτέλεσμα 2 νεκρές γυναίκες και 27 τραυματίες – μόνο οι 3 από αυτούς σοβαρά-. O δράστης που κατάφερε να απομακρυνθεί από το αναποδογυρισμένο λεωφορείο στα χωράφια, συνελήφθη από την αστυνομία μέσα σε λίγη ώρα, μερικά χιλιόμετρα μακριά. ΄Εδωσε διάφορες εξηγήσεις για την πράξη του, αλλά η αστυνομία τις απέρριψε όλες γιατί “δεν έβγαζαν νόημα”. Ο Αρτούρο αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει μέσα στη φυλακή 2 μέρες μετά. Αθωώθηκε στην δίκη του λόγω ψυχικού νοσήματος. Μετά το περιστατικό η Εθνική Αρχή Μεταφορών των ΗΠΑ καθώς και οι εταιρείες αναγκάστηκαν να πάρουν πρόσθετα μέτρα προφύλαξης των οδηγών, τοποθετώντας προστατευτικό τζάμι ώστε σε περίπτωση ανάλογου περιστατικού να μην μπορεί κάποιος να έρθει σε άμεση επαφή μαζί τους.


Στις 12 Μαρτίου του 2005, ο Τέρι Μάικλ Ράτζμαν, έφυγε από το ξενοδοχείο Σέρατον στο Μπρούκφιλντ του Ουινσκόνσιν για να επιστρέψει 20 λεπτά μετά οπλισμένος με μια 9χιλ μπερέτα. Μπήκε στη λειτουργία της Ζώσας Εκκλησίας του Θεού (μια από τις πολλές φράξιες που είχαν προκύψει μετά τον θάνατο του Χενρυ Αρμστρονγκ το 1986, ιδρυτή της Παγκόσμιας Εκκλησίας του Θεού, που αποκαλούνται και Σαββατιανές γιατί θεωρούσαν το Σάββατο ως την σωστή θρησκευτικά ημέρα ανάπαυσης και προσευχής μαζί με άλλες δοξασίες/ερμηνείες της Βίβλου, θεωρώντας όλα τα υπόλοιπα χριστιανικά δόγματα παραχαράκτες της Βίβλου), και έριξε 22 σφαίρες εκτελώντας τον πάστορα και τον γιο του μαζί με άλλους 4 εκκλησιαζόμενους. Άφησε πίσω του και 4 τραυματίες πριν αυτοκτονήσει. Όλες οι θεωρίες που αναπτύχθηκαν μετά το αποτρόπαιο έγκλημα, προσπαθώντας να δείξουν ως κίνητρο τη θρησκευτική μισαλλοδοξία, χαρακτηρίστηκαν ως μη ολοκληρωμένες ερμηνείες του. Το έγκλημα παραμένει μέχρι σήμερα ανεξήγητο. Ο 45χρονος Ράτζμαν ήταν τεχνικός Η/Υ στα πρόθυρα της απόλυσης, που στο παρελθόν είχε αντιμετωπίσει περιόδους κατάθλιψης. Είχε χάσει και 3 δάκτυλα του αριστερού του χεριού από προηγούμενο ατύχημα και έπασχε από μια πολύ ελαφριά εκ γενετής καρδιακή αρρυθμία.

Στις 25 Μαρτίου του 2006, ο 28χρονος Κάιλ Άαρον Χαφ, κατέφθασε τις πρώτες πρωϊνές ώρες σε ένα ρεηβ πάρτυ, στο Κάπιτολ Χιλ του Σηάτλ, πυροβολώντας αδιακρίτως. Εκτέλεσε εν ψυχρώ 6 άτομα και τραυμάτισε άλλα 2. Αυτοκτόνησε όταν έφτασε η αστυνομία. Ο Χαφ είχε παρακολουθήσει πιο πριν μια άλλη μουσική εκδήλωση στην οποία κάποιος τον προσκάλεσε στο ρεηβ πάρτυ. Έμενε σε ένα τροχόσπιτο κοντά στο σπίτι που φιλοξενούσε το πάρτυ, στο οποίο και κατευθύνθηκε για να πάρει τα 2 όπλα που χρησιμοποίησε στις δολοφονίες (ένα 12ρι Γουίντσεστερ 1300 και ένα Ρούγκερ Ρ944) καθώς και 300 σφαίρες.


Μετά τις δολοφονίες εκείνης της βραδιάς αποκαλύφθηκε τυχαία μια απομίμηση βόμβας που κατά την αστυνομία είχε τοποθετήσει ο Χαφ σε σπίτι γείτονά του. Στο δέμα της βόμβας εκείνης βρέθηκε μια επιστολή που “κατά πάσα πιθανότητα” είχε ως συγγραφέα τον Χαφ και στην οποία ο δράστης κατηγορούσε τη σκηνή του ρεηβ για την προώθηση ενός τρόπου ζωής μη αποδεκτού από τον ίδιο (με ειδική αναφορά στην σεξουαλική ελευθεριότητα των ρέηβερς). Μετά τις δολοφονίες ξεκίνησε στο Σηάτλ μια έντονη δημόσια συζήτηση για την υποχρεωτική αδειοδότηση των πάρτυ στην πόλη (αν και μια μερίδα στήριξε την ολοκληρωτική απαγόρευσή τους). Ο Δήμαρχος του Σηάτλ αρνήθηκε αρχικά μια αυστηρότερη νομοθεσία ελέγχου τέτοιων εκδηλώσεων : “το θέμα δεν είναι η μουσική, δεν είναι τα πάρτυ. Το θέμα είναι ότι ένας τύπος αποφάσισε να βγει και να σκοτώσει και είχε την νόμιμη δυνατότητα να έχει τα όπλα για να το κάνει”. Ο Δήμαρχος υπονοούσε ότι ενώ ο Χαφ είχε προηγούμενη καταδίκη στην Μοντάνα για βανδαλισμό, καταδίκη που του στερούσε το δικαίωμα να κατέχει τέτοια όπλα, με την πληρωμή ενός προστίμου και μιας αποζημίωσης η ποινή του είχε αρθεί και τα όπλα που του είχαν αφαιρεθεί επεστράφησαν στην κατοχή του.

Στις 5 Δεκεμβρίου του 2007, στις 1:36μμ, ο 19χρονος Ρόμπερτ Χώκινς, μπήκε στο πολυκατάστημα Βον Μορ, στο Γουεστρόουντς Μωλ της Ομάχα. Αφού περιηγήθηκε και επόπτευσε το χώρο, βγήκε έξω και επέστρεψε σε 6 λεπτά όπως έδειξαν οι κάμερες παρακολούθησης. Αυτή τη φορά είχε μαζί του ένα Century WASR-10 (έναν εμπορικό τύπο του στρατιωτικού αυτόματου ΑΚΜ) μαζί με 30 σφαίρες, δεμένα μαζί με κολλητική ταινία, εξοπλισμό που είχε κλέψει από τον πατριό του. Πήγε στο πρώτο ασανσέρ κοντά στην είσοδο, ανέβηκε στον 3ο όροφο του πολυκαταστήματος κι όταν άνοιξε η πόρτα άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως. 6 νεκροί και 4 τραυματίες ο απολογισμός του, στην συντριπτική τους πλειοψηφία υπάλληλοι του καταστήματος. Στο τέλος αυτοκτόνησε κι ο δράστης. Το όλο περιστατικό διήρκεσε 70 δευτερόλεπτα.


Ο Ρόμπερτ είχε παρουσιάσει ψυχικά προβλήματα από την ηλικία των 4 ετών, είχε νοσηλευτεί κατά περιόδους σε ψυχιατρικά καταστήματα, είχε πολύχρονες προσπάθειες θεραπείας, αλλά και καταδίκες για πλημμελήματα που συνδέονταν με κατοχή και εμπορία ναρκωτικών ουσιών ή περιστασιακή βία. Είχε απολυθεί κι από τα McDonalds για κλοπή 17 δολαρίων. Δεν ζούσε με τους φυσικούς του γονείς αλλά με μια οικογένεια σε μια φάρμα λίγο έξω από την Ομάχα. Σχεδόν μια ώρα πριν η μητέρα του είχε παραδώσει στην αστυνομία ένα σημείωμα αυτοκτονίας που είχε αφήσει ο Ρόμπερτ στο σπίτι του. Εκεί έγραφε : “σκοπεύω να πάρω μαζί μου και μερικά σκατά...σκέψου όμως, θα γίνω διάσημος ο γαμημένος”.

Στις 2 Σεπτεμβρίου του 2008, ο 28χρονος Αιζακ Ζαμόρα άρχισε να μπαινοβγαίνει σε διάφορα σπίτια γειτόνων του στο χωριό Αλτζερ στην πολιτεία της Ουάσινγκτον. Η μητέρα του που ήξερε τα σοβαρά ψυχιατρικά του προβλήματα, φοβούμενη για τα χειρότερα, τηλεφώνησε αμέσως στην 40χρονη αστυνόμο Αν Τζάκσον του τοπικού αστυνομικού τμήματος που στο παρελθόν είχε προσφερθεί να βοηθήσει την οικογένεια Ζαμόρα, γνωρίζοντας τα προβλήματα του Αιζακ. Η Αν έφτασε στο σπίτι των Ζαμόρα σε λίγα λεπτά και άρχισε να ψάχνει τον Αιζακ στην γειτονιά. Βρέθηκε νεκρή σε ένα γειτονικό σπίτι. Ο Αιζακ σκότωσε εκείνο το απόγευμα 6 ανθρώπους και τραυμάτισε άλλους 2. Ο 1 νεκρός και οι 2 τραυματίες προέκυψαν κατά το κυνηγητό του από την αστυνομία πριν αποφασίσει να παραδοθεί ο ίδιος σε αστυνομικό τμήμα γειτονικής πόλης ώρες αργότερα. Ο Ζαμόρα καταδικάστηκε το 2009 σε 4 φορές ισόβια, ενώ βρέθηκε εκτός καταλογισμού λόγω ψυχιατρικών θεμάτων για 2 φόνους. Διατάχθηκε αρχικά η κράτησή του σε ψυχιατρείο, αλλά το 2012 μεταφέρθηκε σε φυλακή αφού θεωρήθηκε ως απειλή για το προσωπικό και τους ασθενείς του ψυχιατρείου. Ο Αιζακ είχε μακρύ ιστορικό με καταδίκες για χρήση ναρκωτικών ουσιών και είχε αποφυλακιστεί μόλις 1 μήνα πριν από τα φονικά. Είναι άγνωστο από που προμηθεύτηκε το όπλο που χρησιμοποίησε, ούτε υπήρξε κάποια λογική εξήγηση ως προς το τι πυροδότησε την δολοφονική του έκρηξη εκείνη την ημέρα.


Στις 10 Μαρτίου του 2009, ο 29χρονος Μαικλ ΜακΛηοντ, περίπου στις 3:30μ.μ. δολοφόνησε τη μητέρα του, τα 3 σκυλιά τους και έβαλε φωτιά στο σπίτι τους στο Κίνστον της Αλαμπάμα. Μπήκε οπλισμένος και με πολλά πυρομαχικά στο αμάξι του και οδήγησε μέχρι το γειτονικό Σάμσον. Εκεί βρήκε την οικογένεια των θείων του που ουσιαστικά τον είχε μεγαλώσει να κάθεται στην εξωτερική βεράντα. Πυροβόλησε και τα 6 άτομα που είδε μπροστά του (το θείο του, τα 2 ξαδέρφια του, μια γειτόνισσα με το 18μηνο παιδί της). Γλίτωσε η θεία του που ήταν μέσα στο σπίτι και το 4μηνο βρέφος της γειτόνισσας που ήταν κι αυτό στην βεράντα αφού επέζησε του τραυματισμού του. Μετά ο Μάικλ πήγε στο δίπλα σπίτι και δολοφόνησε την γιαγιά του (από την μεριά της μητέρας του). Μπήκε στο αμάξι του και άρχισε να οδηγεί και να πυροβολεί πλέον στον δρόμο τυχαίους περαστικούς μέσα από το αμάξι του. Δολοφόνησε άλλους 3. Στο τέλος κατέφυγε σε ένα κτίριο, στην γειτονική πόλη Τζενίβα, που ανήκε σε κατασκευαστική για την οποία είχε εργαστεί στο παρελθόν, και αυτοκτόνησε. Τελικός απολογισμός 10 νεκροί, 6 τραυματίες. Μετά το περιστατικό και μετά από σχετική έρευνα βρέθηκε στο σπίτι του ΜακΛηοντ ένα σημείωμα που εξέφραζε την πρόθεση να σκοτώσει και μετά να αυτοκτονήσει μαζί με μια λίστα ονομάτων από ανθρώπους που τον είχαν πειράξει στο παρελθόν ή τον είχαν κατηγορήσει στην δουλειά του. Φυσικά κανείς εξ αυτών δεν ήταν μέσα στα θύματά του. Η αστυνομία δήλωσε μετά τις δολοφονίες ότι βρήκε στο σπίτι του Μάικλ σημαντική ποσότητα πυρομαχικών που έδειχνε πρόθεση να δολοφονήσει ακόμη περισσότερους. Ο Μάικλ είχε ιστορικό με αρκετές αλλαγές στην εργασιακή του ζωή, αλλά η Νότια Αλαμπάμα ήταν σε μια συνεχή οικονομική κρίση την δεκαετία που πέρασε κι οι εργασιακές αλλαγές ήταν κάτι συνηθισμένο. Πριν τις δολοφονίες δούλευε σε εργοστάσιο αλλαντικών ως επόπτης ομάδας και οι εργοδότες του τον συμπαθούσαν ιδιαιτέρως. Παράτησε ξαφνικά την δουλειά του 2 μέρες πριν τα φονικά. Κατά την διάρκεια της 10ης Μαρτίου η τοπική αστυνομία για να αντιμετωπίσει τον δράστη κάλεσε σε βοήθεια τον στρατό και ο διοικητής της γειτονικής βάσης του Φορτ Ράκερ έδωσε τη σχετική διαταγή ώστε να διατεθεί μονάδα. Στην συνέχεια έρευνα από τον Αμερικανικό Στρατό έδειξε ότι αυτή η πράξη αποτελούσε παραβίαση της νομοθεσίας, αφού απαγορεύεται η χρήση στρατευμάτων για καθήκοντα πολιτικής αστυνομίας εντός των ΗΠΑ. Ο στρατός προχώρησε σε μήνυση εναντίον τουλάχιστον ενός αξιωματικού.


Στις 29 Μαρτίου του 2009, στο Κάρθετζ της Βόρειας Καρολίνας, και γύρω στις 10 το πρωϊ, ο 46χρονος Ρόμπερτ Στιούαρτ με μια ολόσωμη φόρμα οικοδόμου, πάρκαρε έξω από το γηροκομείο του Πάιν Λέηκ. Έβγαλε μια καραμπίνα και την άδειασε στο αμάξι της συζύγου του που τον είχε εγκαταλείψει πριν 15 ημέρες και ήταν εργαζόμενη στο γηροκομείο. Στην συνέχεια πυροβόλησε και τον επισκέπτη Μάικλ Κότεν που πάρκαρε κι εκείνος δίπλα. Κατά τύχη ο Κότεν την γλίτωσε και κατάφερε να τρέξει και να μπει στο γηροκομείο ειδοποιώντας για τον δολοφόνο που ερχόταν αλλά και την αστυνομία. Προς βοήθεια έτρεξε ο 25χρονος δεκανέας ασυνομικός Τζάστιν Γκάρνερ. Ο Στιούαρτ μπήκε στο γηροκομείο και ψάχνοντας τη γυναίκα του (που κρύφτηκε και την γλίτωσε) εκτέλεσε μια νοσοκόμα και άλλους 7 τρόφιμους, τους 2 στο αναπηρικό τους καροτσάκι. Ο Γκάρνερ που είχε φτάσει εν τω μεταξύ με το περιπολικό του κατάφερε -αν και αρχικά τραυματισμένος- να πυροβολήσει τον Στιούαρτ στο στήθος και να τον εξουδετερώσει. Τον συνέλαβε ενώ ο Στιούαρτ τον εκλιπαρούσε να τον σκοτώσει επί τόπου. Ο Στιούαρτ καταδικάστηκε το 2011 σε συνολικές ποινές 179 ετών, 4 μηνών και 20 ημερών που πρέπει να τις εκτίσει διαδοχικά. Ο Στιούαρτ είχε παντρευτεί 3 φορές. Μετά το 3ο του διαζύγιο επέστρεψε στην 2η γυναίκα του και αφού της υποσχέθηκε ότι θα αλλάξει σε σχέση με το υπερβολικό ποτό και την υπερβολική ζήλεια του, την έπεισε να παντρευτούν ξανά τον Ιούνιο του 2002. Ο Στιούαρτ άνεργος για ένα χρόνο πριν την ημέρα των δολοφονιών του, παρέμεινε αλκοολικός και με βίαια ξεσπάσματα -αν και σύμφωνα με τα παιδιά του με την 2η γυναίκα του ποτέ δεν βιαιοπράγησε εναντίον της- στο τέλος έφτασε να την απειλήσει με όπλο ώστε να μην κυκλοφορεί ποτέ μόνη της. Τότε η Γουάντα Νηλ εργαζόμενη στο μοιραίο γηροκομείο τον εγκατέλειψε.


Στις 3 Απριλίου του 2009, ο 41 ετών Τζίβερλυ Ανταρες Βονγκ, μετανάστης από το Βιετνάμ που είχε πάρει αμερικανική υπηκοότητα, μπήκε στο κέντρο μεταναστών της οργάνωσης Αμέρικαν Σίβικ Ασοσιέσιον, στο οποίο είχε παρακολουθήσει στο παρελθόν μαθήματα αγγλικών. Χωρίς να πει λέξη, άνοιξε πυρ δολοφονώντας τη μια από τις δυο υπαλλήλους υποδοχής και αφήνοντας την άλλη βαριά τραυματισμένη στο στομάχι. Μετά προχώρησε προς την αίθουσα που κάποτε παρακολουθούσε μαθήματα αγγλικών και εκτέλεσε εν ψυχρώ τον καθηγητή που βρισκόταν εκείνη την ώρα στην έδρα και άλλους 11 μαθητές. Πήρε τους υπόλοιπους ομήρους αλλά μόλις άκουσε το κουδούνι του συναγερμού του κτιρίου έστρεψε την μια από τις δυο Μπερέτα που κρατούσε στον εαυτό του και αυτοκτόνησε. Το όλο περιστατικό κράτησε μόλις 3 λεπτά (μπήκε στο κτίριο στις 10:30 πμ και αυτοκτόνησε στις 10:33πμ). Η ειδική ομάδα της αστυνομίας που ήδη είχε καταφθάσει έξω από το κτίριο και χωρίς να γνωρίζει αν ο δράστης ήταν νεκρός άρχισε την εκκένωση του κτιρίου 43 λεπτά μετά (!!). Η εκκένωση του κτιρίου ολοκληρώθηκε στις 2 το μεσημέρι σχεδόν 4 ώρες μετά τις δολοφονίες. Ο Βονγκ ήταν παιδί μεταναστών χωρίς σταθερή δουλειά και είχε ζήσει και στον Καναδά για κάποιο διάστημα. Είχε μετακομίσει στο Μπίνγκαμτον της πολιτείας της Νεας Υόρκης – τόπος των δολοφονιών- μερικά χρόνια πριν για να είναι κοντά στους γονείς του. Στην σύγχυση μετά το περιστατικό ο αρχηγός των Ταλιμπάν ισχυρίστηκε ότι ήταν άνθρωπος τους, αλλά το FBI απέρριψε το σενάριο της τρομοκρατικής επίθεσης ως μη λογικά συνεπές με τα στοιχεία που είχε συλλέξει για το δράστη. Ο τελικός απολογισμός ήταν 13 νεκροί και 4 τραυματίες, το φονικότερο συμβάν στην περιοχή της Νέας Υόρκης μετά τους δίδυμους πύργους.

Ήταν 4 Αυγούστου του 2009, 8 και τέταρτο το βράδυ. Μια ομάδα γυναικών συμμετείχε σε μια ώρα αεροβικής γυμναστικής στο γυμναστήριο Ελ Ει Φιτνες, στο Κόλιερ Ταουνσιπ, προάστιο του Πιτσμπούργκ. Ξαφνικά ένα άντρας μπήκε στην αίθουσα, απόθεσε μια τσάντα στο πάτωμα, έσβησε τα φώτα και βγάζοντας 2 πιστόλια άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως. Μετά έστρεψε το ένα όπλο στο κεφάλι του και αυτοκτόνησε. Στο πτώμα του βρέθηκε και ένα ακόμη 32αρι πιστόλι που δεν χρησιμοποίησε. Απολογισμός 3 νεκρές γυναίκες και άλλες 9 τραυματισμένες. Ο δράστης ήταν ο Τζωρτζ Σοντίνι, 48 ετών, αναλυτής συστημάτων σε μια δικηγορική εταιρεία.


Είχε αφήσει ένα κείμενο σπίτι του που αναφερόταν σε μια μαζική δολοφονία που αποκαλούσε “το σχέδιο εξόδου(exit plan)” . Είχε δικό του website στο οποίο είχε γράψει ότι το 99% των ανθρώπων που τον γνώριζε αποκλείεται να πίστευε ότι ήταν τόσο τρελός. Και έκλεινε με την φράση : “Ο Θάνατος Ζει!”. Μια βδομάδα πριν είχε βρεθεί να κουβαλάει μια χειροβομβίδα σε ένα λεωφορείο, συνεπιβάτης του τον κατήγγειλε, ανακρίθηκε για λίγο αλλά αφέθηκε ελεύθερος. Στο website του υπήρχε ένα χρονολόγιο από τη συνεχή του απόρριψη από τις γυναίκες. “Γιατί άραγε; Δεν είμαι ούτε τόσο άσχημος, ούτε τόσο περίεργος. Παρόλα αυτά δεν είχα καμιά σεξουαλική επαφή με γυναίκα από το 1990. Κοιμήθηκα τελευταία φορά με γυναίκα το 1982. Οι γυναίκες δεν μου ρίχνουν δεύτερη ματιά ΠΟΤΕ”. Παράξενη λεπτομέρεια : μερικές μέρες μετά αποκαλύφθηκε ότι ο δράστης είχε δωρίσει το σπίτι του στο Πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ. Ο Πρύτανης του Πανεπιστημίου απέρριψε την δωρεά και ζήτησε το σπίτι να δοθεί για την ικανοποίηση των αποζημιώσεων των θυμάτων.

Στις 6 Σεπτεμβρίου του 2011, στις 8:58 το πρωί, ο 32χρονος Εντουάρντο Σένσιον, Μεξικανός νόμιμος μετανάστης στις ΗΠΑ, πάρκαρε το βαν του έξω από ένα εμπορικό κέντρο στο Κάρσον Σίτυ της Νεβάδα. Αρχικά πυροβόλησε μια γυναίκα που επέβαινε σε μια μοτοσυκλέτα με ένα 90αρι ημι-αυτόματο Νορανκο Μακ, τραυματίζοντάς την. Στις 9 περίπου μπήκε στο εστιατόριο της αλυσίδας IHOP και προχώρησε προς το βάθος του εστιατορίου όπου μια ομάδα μελών της Εθνοφρουράς συνέτρωγε. Πυροβόλησε και τους 5, σκοτώνοντας τους 3. Μετά άρχισε να σημαδεύει άλλους πελάτες δολοφονώντας μιας 67χρονη γυναίκα. Βγήκε από το εστιατόριο και άρχισε να πυροβολεί προς τρία παράπλευρα καταστήματα χωρίς να τραυματίσει κανέναν. Ο ένας εκ των ιδιοκτητών πήρε το όπλο του με πρόθεση να βγει και να πυροβολήσει το δράστη, αλλά όπως είπε μετά, ήταν αδύνατο από την ταχύτητα των πυροβολισμών να το προσπαθήσει. Η αστυνομία κατέφθασε στις 9:06 π.μ. και τότε ο Σένσιον αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι και ξεψύχησε μερικές ώρες μετά στο νοσοκομείο. Ο Σένσιον εργαζόταν στο οικογενειακό εστιατόριο και από τα 18 του είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια. Από την αυτοψία βρέθηκε ότι εκείνη την ημέρα δεν είχε πάρει τα φάρμακα του. Δεν βρέθηκε καμιά σχέση του με την πολιτική, ούτε κανένα κίνητρο για την επιλογή των εθνοφρουρών ως θυμάτων. Το κίνητρο παραμένει άγνωστο.


Στις 12 Οκτωβρίου του 2011, ο 41 ετών, Σκοτ Εβανς Ντεκράι, μπήκε στο κομμωτήριο που εργαζόταν η γυναίκα του στο Σηλ Μπιτς της Καλιφόρνια. Πρώτα σκότωσε την Μισέλ Φουρνιέ με την οποία είχαν χωρίσει από το 2007 και βρισκόντουσαν σε δικαστική διαμάχη για την κηδεμονία των παιδιών τους. Το παράξενο είναι ότι την προηγούμενη ημέρα το δικαστήριο είχε ρυθμίσει μια σχεδόν ισότιμη κηδεμονία των παιδιών τους. Μετά όμως ο Σκοτ σε κατάσταση αμόκ έριξε αδιακρίτως στους 20 ανθρώπους που ήταν μέσα στο κομμωτήριο, εκτελώντας 5 επι τόπου, ενώ άλλοι 2 υπέκυψαν στα τραυματά τους αργότερα στο νοσοκομείο. Βγαίνοντας από το κομμωτήριο πυροβόλησε και σκότωσε το τελευταίο θύμα του, έναν 64χρονο που καθόταν μέσα στο Land Rover του. Όπως είπε ο δράστης μετά, τον πυροβόλησε γιατί είχε την εντύπωση ότι ήταν ή αστυνομικός εκτός υπηρεσίας ή μυστικός πράκτορας. Ο Έβανς συνελήφθη περίπου 800 μέτρα από το κομμωτήριο, οδηγώντας ένα λευκό ημι- φορτηγάκι. Φορούσε αλεξίσφαιρο γιλέκο. Ενδιαφέρον έχει η δικαστική περιπέτεια της καταδίκης του μετά την σύλληψή του. Με διάφορα λάθη της εισαγγελικής αρχής ο Ντεκράι δεν θεωρήθηκε ως επιλέξιμος να του επιβληθεί η θανατική ποινή. Καταδικάστηκε 6 χρόνια μετά, το Σεπτέμβριο του 2017, σε ισόβια χωρίς κανένα δικαίωμα αναστολής.

Στις 20 Ιουλίου του 2012, ο 25χρονος Τζέημς Ήγκαν Χολμς, μπήκε από μια έξοδο κινδύνου στον κινηματογράφο Σεντσιουρι 16, στην Αουρόρα του Κολοράντο. Μάγκωσε την πόρτα για να παραμείνει ανοικτή και πήγε μέχρι το αμάξι του για να επιστρέψει φορτωμένος δακρυγόνα ή καπνογόνα, όπλα και ντυμένος διαφορετικά. Έριξε τα δακρυγόνα/καπνογόνα και άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως τους θεατές. 12 νεκροί και 70 τραυματίες το αποτέλεσμα της πράξης του. Συνελήφθη όταν κατέφθασε η αστυνομία ενώ καθόταν ακουμπισμένος στο αυτοκίνητό του στην πίσω πλευρά του κινηματογράφου.


Ο Χολμς ήταν γιος ενός εξαίρετου επιστήμονα με πτυχία από το Στανφορντ, το Γιου Σι Ελ Ει και το Μπέρκλευ και μιας πτυχιούχου νοσοκόμας. Είχε εξαιρετικές επιδόσεις στο σχολείο του και είχε ξεκινήσει τις σπουδές του την εποχή της μαζικής δολοφονίας. Είχε γνωστά ψυχιατρικά θέματα από μικρή ηλικία και το παράξενο είναι ότι είχε ζητήσει τη βοήθεια ειδικού στο κολέγιο που σπούδαζε, αποκαλύπτοντάς του ότι είχε έμμονες δολοφονικές ιδέες. Τρεις ψυχίατροι τον εξέτασαν αλλά δεν βρήκαν σκόπιμο να ενημερώσουν κανένα εκτός του Κολεγίου. Ο Χολμς είχε αποκαλύψει και στην πρώην κοπέλα του ότι είχε τέτοια εμμονή με φόνους ανθρώπων και εκείνη τον συμβούλεψε επίσης να ζητήσει τη βοήθεια ειδικού. Ο Χολμς μετά τη σύλληψή του είχε ανακοινώσει στους αστυνομικούς ότι είχε παγιδεύσει και το διαμέρισμα του με εκρηκτικά, πράγμα που επιβεβαιώθηκε. Εξουδετερώθηκαν την άλλη μέρα από ομάδα πυροτεχνουργών. Ο Χολμς καταδικάστηκε το 2015 σε 12 ισόβιες ποινές χωρίς κανένα δικαίωμα αναστολής και σε άλλα 3.318 χρόνια φυλάκισης για απόπειρες φόνων και κατοχή εκρηκτικών. Επίσης, του επιβλήθηκε να πληρώσει αποζημιώσεις των θυμάτων του, ύψους 955.000 δολαρίων. Μετά τη σύλληψή του αποκαλύφθηκε ότι ο Χολμς δεν είχε επιλέξει τυχαία το συγκεκριμένο κινηματογράφο. Ήταν αρκετά μακριά ώστε να καθυστερήσει την αντίδραση της αστυνομίας και διέθετε πόρτες που μπορούσαν να κλειδωθούν απέξω ώστε να μεγιστοποιηθεί ο αριθμός των θυμάτων. Επίσης, επέλεξε να επιτεθεί στον κινηματογράφο μεσάνυχτα ώστε να ελαχιστοποιήσει την πιθανότητα να βρίσκονται παιδιά ανάμεσα στα θύματά του.


Στις 1:36μ.μ. της 26ης Ιουλίου του 2013, ο 43χρονος Πέδρο Αλμπέρτο Βάργκας στο Χιαλέα της Φλόριντα, πήρε τηλέφωνο το 911 (τηλέφωνο επειγόντων περιστατικών) και ζήτησε από τον τηλεφωνητή στην άλλη άκρη της γραμμής να ελέγξει έναν αριθμό πινακίδων αυτοκινήτου που ήταν παρκαρισμένο έξω από το κτίριο που έμενε γιατί πίστευε ότι τον παρακολουθούσαν. Επίσης, είπε στον τηλεφωνητή ότι τον καταδιώκουν άνθρωποι που του έχουν κάνει μάγια. Παρενέβη εκείνη την στιγμή η μητέρα του παίρνοντας το τηλέφωνο από τα χέρια του και εξήγησε στον υπάλληλο του 911 ότι ο γιος της συμπεριφερόταν περίεργα. Ο υπάλληλος της πρότεινε να στείλει ένα περιπολικό αλλά η 83χρονη μητέρα Εσπεράντζα Πάτερσον είπε ότι δεν ήταν καλή ιδέα και μετά από λίγο του είπε ότι ο γιος της έφυγε από το σπίτι για να πάει σε έναν δικηγόρο. Όντως ο Πέδρο πήγε στο γραφείο ενός δικηγόρου που θα αναλάμβανε να τον υπερασπιστεί σε υπόθεση απειλητικών μηνυμάτων που ο Πέδρο έστελνε σε πρώην εργοδότες του (κάτι που είχε κάνει κατ επανάληψη σε εργοδότες που τον είχαν απολύσει). Δεν βρήκε το δικηγόρο στο γραφείο του και επέστρεψε στο σπίτι του. Προφανώς σε κατάσταση αμόκ έβαλε φωτιά σε μια δεσμίδα 10.000 δολαρίων στη μέση του διαμερίσματός του περίπου στις 6:30 μ.μ.. Ο 79 ετών διαχειριστής του συγκροτήματος που έμενε μαζί με την 69 ετών σύζυγό του είδαν καπνό να βγαίνει και έτρεξαν να δουν τι συμβαίνει. Ο Πέδρο με το πιστόλι του πυροβόλησε και εκτέλεσε και τους 2. Μετά βγήκε στο μπαλκόνι του και από τον 4ο όροφο έριξε περίπου 10-20 σφαίρες στο δρόμο, τραυματίζοντας θανάσιμα έναν 33χρονο οδηγό που έβγαινε εκείνη την ώρα από το αμάξι του. Μετά άνοιξε την πόρτα ενός διαμερίσματος και σκότωσε ένα ζευγάρι (64 ετών ο σύζυγος, 51 ετών η συζύγος) καθώς και την 17χρονη κόρη τους που κρυβόταν στο μπάνιο. Τότε εμφανίστηκε κι η αστυνομία και ξεκίνησε ανταλλαγή πυροβολισμών μεταξύ του δράστη και των αστυνομικών. Ο Πέδρο μπήκε τότε σε άλλο διαμέρισμα και πήρε το ζευγάρι των ενοίκων ως ομήρους. Μετά από την αποτυχία των διαπραγματεύσεων για τους ομήρους, η αστυνομία έστειλε μια ειδική ομάδα (SWAT) 6 ατόμων που με την βοήθεια ενός αντιπερισπασμού μπήκε στο διαμέρισμα, έσωσε τους 2 ομήρους και εκτέλεσε τον Βάργκας.


Ο Πέδρο ήταν Κουβανός μετανάστης στις ΗΠΑ, γεννημένος το 1970 στην Αβάνα. Είχε σπουδάσει στην Κούβα αλλά σπούδασε και πάλι (γραφίστας) όταν είχε φτάσει στις ΗΠΑ και είχε δουλέψει για 4 χρόνια στο Κολέγιο Νταντί του Μαϊάμι. Άλλαξε αρκετές δουλειές από τις οποίες απολυόταν λόγω προβλημάτων συμπεριφοράς.

Ο 22χρονος Ελιοτ Ρότζερς, στην Ισλα Βίστα της Καλιφόρνια, είχε διαγνωστεί με ψυχιατρικά προβλήματα από την ηλικία των 8 ετών. Είχε περάσει αρκετά δύσκολα στο σχολείο του αφού αντιμετώπιζε διαταραχές στο φάσμα του αυτισμού. Πήγε να σπουδάσει αλλά τα παράτησε σχετικά γρήγορα. Οι γονείς του ανησυχώντας για την απομόνωσή του και την εγκατάλειψη της θεραπείας του, είχαν ζητήσει από την αστυνομία να τον επισκεφτούν και να τον εξετάσουν στο διαμέρισμά του. Η αστυνομία αξιολόγησε την κατάσταση ως μη σοβαρή και αποχώρησε. Τρεις εβδομάδες μετά ο Ελιοτ ανέβασε ένα βίντεο στο Youtube με τίτλο “Η Εκδίκηση του Έλιοτ Ρότζερς” και έστειλε μια μακροσκελή επιστολή με τίτλο “Ο διαταραγμένος μου κόσμος: Η ζωή του Ελιοτ Ρότζερς” σε φίλους, στο θεραπευτή του και στους γονείς του (η επιστολή όταν διέρρευσε δημόσια χαρακτηρίστηκε ως το “μανιφέστο” του). Και στο βίντεο και στην επιστολή περιέγραφε την απόρριψή του από τις γυναίκες και το μίσος του για αυτές, καθώς και μια αποστροφή για τα ζευγάρια διαφορετικής φυλής. Στις 23 Μαΐου του 2014 μαχαίρωσε θανάσιμα τους 2 συγκατοίκους του και έναν φίλο τους, φόρτωσε στο αμάξι του 3 πιστόλια που είχε αγοράσει με τα 5.000 δολάρια που είχε αποταμιεύσει από τα χρήματα που του έδιναν οι γονείς του και ξεκίνησε για το Πανεπιστήμιο της Σάντα Μπάρμπαρα. Οδήγησε προς το κτίριο μιας αδελφότητας φοιτητριών και πυροβόλησε 3 από αυτές εκ των οποίων τις 2 θανάσιμα, κατεύθυνθηκε προς ένα κοντινό εστιατόριο και εκτέλεσε εν ψυχρώ έναν φοιτητή που ήταν μέσα σε αυτό και μετά βγήκε στον δρόμο πυροβολώντας περαστικούς ή χτυπώντας τους με το αυτοκίνητό του. Συνεπλάκη σε ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία 2 φορές και ο κύκλος αίματος έληξε όταν συγκρούστηκε με σταθμευμένο αυτοκίνητο και ακινητοποιηθήκε. Όταν έφτασε στο αυτοκίνητο η αστυνομία τον βρήκε νεκρό από αυτοπυροβολισμό. Συνολικά ο Ρότζερς σκότωσε 6 άτομα και τραυμάτισε άλλα 14.


Το βράδυ της 20ης Φεβρουαρίου του 2016, ο 45χρονος οδηγός του Uber, Τζέησον Μπράιαν Ντάλτον, έφτασε έξω από ένα συγκρότημα διαμερισμάτων στο Ρίτσλαντ Τάουνσιπ στο Μίτσιγκαν. Ρώτησε μια γυναίκα που στεκόταν στο πεζοδρόμιο αν είναι μια πελάτισσα που έψαχνε και όταν αυτή του απάντησε αρνητικά έκανε μια στροφή με το αυτοκίνητό του και της έριξε 10 σφαίρες τραυματίζ οντάς την, αλλά όχι θανάσιμα, αφού είχε την ευφυΐα να προσποιηθεί τη νεκρή. Ευτυχώς η κόρη της και άλλα παιδάκια που ήταν παρόντα στο περιστατικό γλίτωσαν. Μετά από αυτό ο Τζέησον οδήγησε στο σπίτι του, άλλαξε αυτοκίνητο, έδωσε ένα όπλο στην γυναίκα του και της είπε να κάτσει σπίτι με τα παιδιά γιατί είναι επικίνδυνο να κυκλοφορήσει εκείνη την νύχτα. Τέσσερις ώρες μετά το πρώτο θύμα του, εμφανίστηκε σε μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων της Kia στο Καλαμαζού, όπου και εκτέλεσε 2 άτομα (τον ιδιοκτήτη και την κόρη του). Συνέχισε το φονικό του ταξίδι σε ένα εστιατόριο (Κράκελ Μπάρελ) στο Τέξας Τάουνσιπ, όπου αφού συνομίλησε με 4 ηλικιωμένες γυναικες και την εγγονή της μιας εξ αυτών, τις εκτέλεσε (γλίτωσε η 14χρονη εγγονή βαριά τραυματισμένη). Ο Τζέησον συνελήφθη την επόμενη μέρα όταν η αστυνομία του ζήτησε να σταματήσει με το αυτοκίνητό του και αναγνωρίζοντας την ομοιότητά του με τις μαρτυρίες τον οδήγησε στο τμήμα. Εκεί τελικά ομολόγησε τις δολοφονίες. Ο Τζέησον που δούλευε σαν μηχανικός στην BMW της περιοχής και ως εκτιμητής ζημιών, δεν είχε ποτέ δημιουργήσει προβλήματα που να έχουν ανησυχήσει την οικογένειά του ή τους φίλους του. Επειδή η δίκη του άρχισε πριν από ένα μήνα περίπου, Οκτώβριο του 2017 και ταυτόχρονα με την συγγραφή του παρόντος κειμένου, πολλές λεπτομέρειες παραμένουν ασαφείς ως προς τα κίνητρά του. Στην αρχή είχε πει στους αστυνομικούς ότι “μπήκε ο διάβολος μέσα του μέσω της ειδικής εφαρμογής του Uber που είχε κατεβάσει στο κινητό του”. (!!) Μετά το περιστατικό ξεκίνησε μια δημόσια συζήτηση ως προς το σύστημα ειδοποίησης των περιοίκων όταν τραυματίστηκε το πρώτο θύμα του Τζέησον, ώρες πριν τους επόμενους φόνους. Εισήχθη και ψηφίστηκε νομοθεσία στο Μίτσιγκαν όπου πλέον είναι υποχρεωτικό η κεντρική αστυνομική διεύθυνση του Μίτσιγκαν να ενημερώνει με μηνύματα (με εφαρμογή γεωχωρικού προσδιορισμού) τους κατοίκους μιας περιοχής όταν σημειώνεται ένα τέτοιο συμβάν.


Στις 6 Ιανουαρίου του 2017, ο Εστεμπάν Σαντιάγκο Ρουίζ, μπήκε στον χώρο παραλαβής αποσκευών του διεθνούς αεροδρομίου του Φορτ Λοντερντέηλ στη Φλόριντα και άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως. Δολοφόνησε 5 ανθρώπους, τραυμάτισε 6 και άλλα 70 άτομα τραυματίστηκαν μέσα στον πανικό που δημιουργήθηκε κατά την προσπάθειά τους να ξεφύγουν. Τον πανικό επέτειναν πληροφορίες που διαδόθηκαν στιγμιαία ότι υπάρχουν και άλλοι πυροβολισμοί σε άλλα κτίρια του αεροδρομίου με αποτέλεσμα να ξεγελαστεί και η αστυνομία. Η συνεπαγόμενη απόφαση της αρχής πολιτικής αεροπορίας να κλείσει το αεροδρόμιο παγίδευσε περίπου 10.000 επιβάτες στους χώρους του, με αποτέλεσμα να χρειαστεί παρέμβαση του Ερυθρού Σταυρού για να τραφούν και να φιλοξενηθούν. Ο δράστης παραδόθηκε από μόνος του στις αστυνομικές αρχές. Ο 27χρονος Εστεμπάν, κάτοικος Αλάσκα, μπήκε σε πτήση από το Άνκορατζ προς το Φορτ Λοντερντεηλ με ενδιάμεση στάση στη Μινεζότα. Είχε τσεκάρει με τις αποσκευές του νόμιμα το όπλο που μετέφερε και όταν έφτασε στο αεροδρόμιο της Φλόριντα πήγε στις τουαλέτες και το όπλισε. Ο Εστεμπάν γεννήθηκε στις ΗΠΑ αλλά 2 ετών μετακόμισε στο Πουέρτο Ρίκο όπου και μεγάλωσε. Είχε καταταγεί στην Εθνοφρουρά του Πουέρτο Ρίκο και υπηρέτησε 10 μήνες (2010-2011) στο Ιράκ ως μηχανικός μάχης. Στη συνέχεια κατατάχθηκε στην Εθνοφρουρά της Αλάσκα (2014) όπου απολύθηκε 2 χρόνια μετά λόγω “ανεπαρκούς απόδοσης”. Είχε βραβευτεί 10 φορές κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του και οι γονείς του ισχυρίστηκαν ότι είχε σοβαρά ψυχιατρικά προβλήματα μετά το Ιράκ, αφού έζησε την ανατίναξη βόμβας κοντά σε 2 φίλους του. Επίσης λίγο πριν το περιστατικό είχε ακολουθήσει ψυχιατρική θεραπεία.


Τον Νοεμβριο του 2016 είχε επισκεφτεί τα γραφεία του FBI στο Ανκορατζ, ισχυριζόμενος ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ ελέγχει την σκέψη του, ότι τον αναγκάζουν να παρακολουθεί βίντεο του Ισλαμικού Κράτους και ότι η CIA τον πιέζει να καταταγεί στους Ισλαμιστές. Το FBI τον συμβούλευσε να δει ψυχίατρο, ειδοποίησε την τοπική αστυνομία που τον οδήγησε σε ψυχιατρική κλινική και του αφαίρεσε το όπλο του. Του το επέστρεψαν όμως έναν μήνα μετά (Δεκέμβριος 2016) αφού δεν είχε διαπράξει κανένα σοβαρό αδίκημα,ώστε να του απαγορεύεται να φέρει όπλο. Το FBI δε, σε σχετική του έρευνα δε βρήκε καμιά σχέση του με τρομοκρατία ή άλλη σοβαρή υπόθεση. Μετά τις δολοφονίες ο Σαντιάγκο διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια και δεν τεκμηριώθηκε καμιά σχέση του με τρομοκρατία (μετά και την εξαντλητική έρευνα του FBI). Η δίκη του δεν έχει γίνει ακόμη. Ο Στήβεν Κρέιγκ Πάντικ, 64 ετών, στις 1 Οκτωβρίου του 2017, βγήκε στο παράθυρο του ξενοδοχείου που διέμενε στο Λας Βέγκας και άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως 22.000 ανθρώπους που παρακολουθούσαν μια συναυλία κάντρυ μουσικής. Ο τραγικός απολογισμός των 58 νεκρών και 549 τραυματιών σόκαρε την παγκόσμια κοινή γνώμη. Ο δράστης αυτοκτόνησε αμέσως μετά. Το κείμενο που γράφεται λίγες μέρες μετά δεν μπορεί να περιλάβει με βεβαιότητα λεπτομέρειες και συμπεράσματα αφού η διαδικασία εξιχνίασης κινήτρων και αιτίων είναι σε εξέλιξη. Μερικές μέρες πριν τελειώσει το κείμενο αυτό (5/11/2017), ο 26 ετών Ντέιβιντ Πάτρικ Κέλλυ, μπήκε σε μια εκκλησία Βαπτιστών στο Σάντερλαντ Σπρινγκς του Τέξας και άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως τους παριστάμενους στην Κυριακάτικη λειτουργία. 25 νεκροί και πάνω από 20 τραυματίες το αποτέλεσμα, ενώ ο δράστης αυτοκτόνησε κατά την διάρκεια της καταδίωξής του από έναν κάτοικο και έναν περαστικό, που είχε προσπαθήσει να τον σκοτώσει πιο πριν και πιθανώς να τον είχε τραυματίσει. Ακόμη όμως και αυτές οι λεπτομέρειες μένει να διερευνηθούν όταν ολοκληρωθεί η ανάκριση.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ Μπορεί να μας σώσει κανείς από την επικίνδυνη τρέλα του συνανθρώπου μας; Οι δολοφόνοι των προηγούμενων σελίδων είναι όλων των κατηγοριών και τάξεων και μορφωτικών επιπέδων και φυλής. Είναι και ψηλοί και κοντοί, και άνδρες και γυναίκες (αν και συντριπτικά πλειοψηφικά άνδρες), με σοβαρά ψυχιατρικά θέματα που η “θεσμική” τους αντιμετώπιση (γιατροί, σχολείο, αστυνομία, δικαιοσύνη) δεν στάθηκε αρκετή για να προλάβει το κακό. Υπάρχει πρόληψη για τέτοιου είδους εγκλήματα; Στις διαφορετικές σχολές σκέψεις ως προς την αντιμετώπιση του φαινόμενου μάλλον είμαι υπέρ της ήπιας αντιμετώπισης με επέκταση των προγράμματων ψυχιατρικής βοήθειας, με συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης των κατοίκων μιας περιοχής, με την δημιουργία περισσότερων μονάδων με ειδική εκπαίδευση για την καταστολή τέτοιων περιστατικών. Και σίγουρα στις ΗΠΑ η κυκλοφορία όπλων είναι ένα τεράστιο ζήτημα που τροφοδοτεί και τροφοδοτείται από τέτοια περιστατικά. Βλέπω ότι είναι δύσκολο για την κοινωνία να κατανοήσει ένα “αναίτιο” έγκλημα. Αυτό το “γιατί;” εγώ να είμαι το θύμα ή ο πατέρας μου, το παιδί μου, η γυναίκα μου, ο συγγενής μου, ο φίλος μου. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπάρχει απάντηση. Ειδικά στα περιστατικά που τις δολοφονίες διαδέχεται η αυτοκτονία του δράστη. Πιστεύω ότι είμαστε ακόμη μακριά από τις απαντήσεις, αν υποθέσουμε ότι θα υπάρξουν κάποτε συγκεκριμένες.



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.