!!!!!
!!!!
!!!!
!
Συνεργατική Οµάδα Διπλωµατικών Αρχιτεκτονικής
Κύκλος Οµιλιών & Συζητήσεων Αθήνα, από κακέκτυπο σε αντιπαράδειγµα
Η Συνεργατική Οµάδα Διπλωµατικών εργασιών αρχιτεκτονικής για την Αθήνα (ΣΟΔΑ) είναι µια πρωτοβουλία τελειόφοιτων της Σχολής Αρχιτεκτόνων ΕΜΠ οι οποίοι, δουλεύοντας συνεργατικά τις διπλωµατικές τους εργασίες, επιχειρούν να διατυπώσουν µια εναλλακτική προσέγγιση απέναντι στο κυρίαρχο παράδειγµα της δυτικής Μητρόπολης έχοντας ως τόπο αναφοράς την Αθήνα. Σχηµατίζοντας ένα κοινό πεδίο προβληµατισµών, οι διπλωµατικές εργασίες ως προθετικός και δυνάµει δηµόσιος λόγος αποκτούν µεγαλύτερη ισχύ. Η ίδια η διαδικασία του εγχειρήµατος αυτού αποτελεί και αυτοσκοπό, από τη συνδιαµόρφωση µιας πλατφόρµας µέσω διαλογικών διαδικασιών ως τις κοινές συζητήσεις για τα επιµέρους θέµατα της κάθε υπο-οµάδας.
— Η Αθήνα, «η πιο µοντέρνα πόλη», αν και προσπάθησε, απέτυχε να συµβαδίσει µε τους επιβαλλόµενους ρυθµούς του κυρίαρχου δυτικού παραδείγµατος, κατασκευάζοντας τελικά ένα είδος κακέκτυπου. Το βεβαρυµένο παρελθόν και η εξ’ ανατολής επηρεασµένη πολιτισµική µήτρα, αντιτίθενται στη δοκιµασµένη συνταγή, δηµιουργώντας την ψευδαίσθηση µιας πόλης χρεωµένης, µιας πόλης σε κρίση. Όµως, αυτή η αστοχία µπορεί να ιδωθεί ως προσπάθεια εκφοράς ενός αντιπαραδείγµατος: το απαξιωµένο κτιριακό απόθεµα, ο 'χαµένος χρόνος' και οι ανορθόδοξες συµβιώσεις αποτελούν δηµιουργικές ευκαιρίες για τη κατασκευή µίας συνεκτικής ταυτότητας της Αθήνας. Μέσα από µια διαδικασία συζητήσεων αναδείχθηκαν οι παρακάτω άξονες, µε βάση τους οποίους θέλουµε να προσεγγίσουµε την ιδέα του αντιπαραδείγµατος και κατ’ επέκταση τις διπλωµατικές µας εργασίες: α) Yπάρχον Kτιριακό Aπόθεµα: Σε µία πόλη µε κενά και αναξιοποίητα κελύφη, αλλά και µε τη συµβατική ζήτηση να µειώνεται λόγω της οικονοµικής ύφεσης, επιθυµούµε να συνδιαλλαγούµε πρακτικά και οργανικά µε το παρελθόν της πόλης µας και όχι απλά να το λάβουµε υπόψιν ως µια απαραίτητη σχεδιαστική συνισταµένη (παράδοση). Ο αρχιτέκτονας καλείται να επαναπροσδιορίσει τη θέση του απαντώντας όχι τόσο στην εκ νέου δηµιουργία, όσο στη διαχείριση του υπάρχοντος. β) Eπιταχυνόµενος Xρόνος: Αντιλαµβανόµαστε την επιτάχυνση του χρόνου ως σηµαντικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης ζωής τόσο των επιµέρους χρηστών της πόλης, αλλά και της ίδιας της πόλης ως οντότητας. Η συνθήκη αυτή επιδρά ιδιαίτερα στο δηµόσιο χώρο, δηµιουργώντας ζητήµατα αφενός προγραµµατικά, µε τις σύγχρονες αστικές λειτουργίες να απαντούν αποκλειστικά σε όρους αποδοτικότητας και αφετέρου δοµικά, µε την αδιάκοπη κινητικότητα να παράγει χώρους εκφυλισµένους. γ) Συµβιώσεις: Λειτουργικά κι αισθητικά η Αθήνα µε την πολυκατοικία, τις λαϊκές αγορές και τα καφεζυθεστιατόρια, αποτελεί ένα τόπο ανεξέλεγκτων συµβιώσεων, οργανικά δηµιουργηµένων και δεµένων µε τις αρχικές δοµές της πόλης. Αντίθετα στη λογική του µοντέρνου λειτουργικού διαχωρισµού, η ταυτότητα της Αθήνας διαµορφώνεται µέσω ουσιαστικών συµβιώσεων τόσο σε επίπεδο πρακτικό-προγραµµατικό άλλα και σε επίπεδο θεωρητικό-πολιτισµικό.
— Στα πλαίσια αυτής της θεµατικής και των συγκεκριµένων προβληµατισµών, διοργανώνεται κύκλος οµιλιών και συζητήσεων µε το επισυναπτόµενο πρόγραµµα.
Συνεργατική Οµάδα Διπλωµατικών Αρχιτεκτονικής
εβδοµάδα 9/2017
Συζήτηση ΣΟΔΑ #1
Αθήνα στο εδώλιο — «Η Αθήνα εµπεριέχει τους σπόρους της ιδανικής πόλης» P. V. Aureli, “Cities from Zero”
«Χειρότερη πρωτεύουσα της Δυτικής Ευρώπης, η Αθήνα» Lifo, έρευνα Mercer 2012
Σε κάθε προσπάθεια περιγραφής της πόλης της Αθήνας, κυριαρχεί ένα οξύµωρο σχήµα. Η Αθήνα είναι ταυτόχρονα όµορφη και άσχηµη, αποπνιχτική και απελευθερωτική, απόρθητη και ανοιχτή, η καρδιά της Ευρώπης και η πιο ανατολική των ευρωπαϊκών πόλεων. Η Αθήνα είναι όλα αυτά και ακόµη περισσότερα, όµως οι αντιφάσεις είναι τέτοιου µεγέθους που φαίνεται σαν η περιγραφή να αντιστοιχεί όχι σε µία αλλά σε δύο (τουλάχιστον) διακριτές πόλεις. Είναι δυνατόν µία πόλη να συγκεντρώνει ταυτόχρονα τα µύρια κακά αλλά να κυοφορεί στα σπλάχνα της τους σπόρους της ιδανικής πόλης; Οδηγούµαστε αναπόφευκτα στην διερώτηση: Τελικά ποιά είναι η Αθήνα ή ποιά θα έπρεπε να είναι; Στην µικρή νεότερη ιστορία της, η Αθήνα ήδη κουβαλά ένα φορτίο εξ ανατολάς το οποίο πασχίζει να απολέσει πίσω από το ξενόφερτο, δυτικό της προσωπείο. Η ίδρυση του νεοσύστατου κράτους επιφέρει τον πολεοδοµικό και κοινωνικό µετασχηµατισµό µίας κοινότητας σε κοινωνία σε ασφυκτικά συµπιεσµένο χρόνο. Η µοναδικότητα της Αθήνας έγκειται ίσως ακριβώς σε αυτή την ιστορικά και χρονικά πυκνή συγκυρία, όπου η πόλη προσπαθεί να αρθρώσει την ταυτότητά της, ενσωµατώνοντας νεοφερµένους πληθυσµούς, υλοποιώντας νεωτερικά έργα υποδοµής, δηµιουργώντας τον εθνικό µύθο και προσπαθώντας να εκπροσωπήσει επάξια τον τίτλο της πιο µοντέρνας, άλλα και της πιο αρχαίας πόλης. Η διαδικασία είναι διαρκής, επίπονη αλλά και εξαιρετικά σύντοµη, το δε πρότυπο ξεκάθαρο: η αίγλη της δυτικής µητρόπολης. Παρά τις προσπάθειές της όµως, η Αθήνα φαίνεται να αδυνατεί να συµβαδίσει µε το κυρίαρχο µοντέλο και αναδεικνύεται παγκόσµια πρώτη στην ασχήµια, την µιζέρια, την ανικανότητα, την κρίση. Ωστόσο, µέσα σε αυτό το αρνητικά προδιατεθειµένο κλίµα και από µία διαφορετική σκοπιά, η ίδια Αθήνα δηµιουργεί καταστάσεις που αν και πολλές φορές αντίκεινται ριζικά ως προς το κυρίαρχο παράδειγµα, καταφέρνουν να παράξουν αυταξία, ενδεχοµένως σε ένα λίγο διασκευασµένο πλαίσιο. Το οξύµωρο σχήµα αναδύεται και εδώ, σκιαγραφώντας το προφίλ της καλύτερης χειρότερης πόλης της Ευρώπης. Σε ένα χρονικό σηµείο καµπής, όπως η σηµερινή συγκυρία, όπου η ενδοσκόπηση και ο επαναπροσδιορισµός οφείλουν να κυριαρχήσουν προκειµένου να περάσουµε σε µία νέα τάξη πραγµάτων, η Αθήνα οφείλει να αναλογιστεί προς ποιά κατεύθυνση θέλει να χαράξει πορεία. Ένοχη ή αθώα της αποτυχίας της, η απάντηση έχει µικρή σηµασία. Μάλλον όµως αυτό που έχει σηµασία είναι να συνειδητοποιήσουµε, ότι ανάλογα µε το πλαίσιο µε το οποίο την αξιολογούµε, το αποτέλεσµα διαφέρει. Σε µία προσπάθεια να υπερβούµε λοιπόν το δίπολο περί ενοχής ή αθωότητας, µε την πεποίθηση ότι η συνηγορία υπέρ του ενός ή του άλλου δεν δίνει ουσιαστική διέξοδο στην αναζήτηση µίας πολυπόθητης νέας οπτικής, αναρωτιόµαστε:
— Ι. Η Αθήνα αφ’ ενός “αποτυγχάνει” µε τρόπο κραυγαλέο και αφ’ ετέρου θεωρείται ότι περιέχει τα χαρακτηριστικά της ιδανικής πόλης. Πώς γεφυρώνεται αυτό το φαινοµενικά αγεφύρωτο χάσµα; ΙΙ. Ποιά είναι η Αθήνα; Αναγνωρίζουµε ή όχι σε αυτήν µία ιδιάζουσα αστικότητα και ποιά θα ήταν τα χαρακτηριστικά της; ΙΙΙ. Ποιά θα έπρεπε να είναι η Αθήνα; Σε ποιό βαθµό η Αθήνα µπορεί (ή της επιτρέπεται) να παράξει ένα ολοκληρωµένο και ‘ρεαλιστικό’ αντιπαράδειγµα, σε σχέση µε το διαδεδοµένο δυτικό µοντέλο. Μέσω ποιών συγκεκριµένων τρόπων και παραδειγµάτων; Υπάρχει κάποια προοπτική αυτονόµησης;
Συνεργατική Οµάδα Διπλωµατικών Αρχιτεκτονικής
εβδοµάδα 13/2017
Συζήτηση ΣΟΔΑ #5
Αναζητώντας εκδοχές της Μεγαλούπολης — Η απόκλιση της Αθήνας από τα κυρίαρχα πρότυπα φαίνεται να εκφράζει -µέσω των πρακτικών των κατοίκων της- την εγγενή ροπή να διαφοροποιηθεί και να εδραιώσει τη δική της πραγµατικότητα. Στην αµφίβολη πορεία της διαµέσου των αντιφατικών καταστάσεων και των κενών του αφηγήµατος της Μεγαλούπολης, η Αθήνα µάλλον αναζητεί ένα νέο νόηµα. Αν και, κρατώντας απόσταση από τα κυρίαρχα αναπτυξιακά πρότυπα, εµφανίζει την εικόνα µιας πόλης που δε µαθαίνει από τα λάθη της και τελικά καταδικάζεται σε χρόνια ύφεση, παραδόξως παραµένει στο διεθνές σκηνικό των δυτικών µητροπόλεων, µε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της να φιγουράρουν σε ξενόγλωσσα δηµοσιεύµατα και αρχιτεκτονικές σχολές να την επισκέπτονται για να τη µελετήσουν. Τα πρότυπα της Αθήνας Το οργανωµένο άστυ, η Mεγαλούπολη του Georg Simmel, οφείλει να αποτελεί τη χωρική έκφραση µίας προόδου συγκεκριµένης και αυστηρώς ορισµένης. Πράγµατι, έχοντας στο µυαλό µας τη Νέα Υόρκη ή το Λονδίνο, οι κατ’ εξοχήν ‘επιτυχηµένες’ δυτικές πόλεις, εκείνες στις οποίες οι περισσότεροι θα ήθελαν να βρίσκονται, είναι εκείνες που συγκεντρώνουν τα υψηλότερα ποσοστά στους αντίστοιχους τεχνοκρατικούς δείκτες. Αν, λοιπόν, µε αυτούς τους κανόνες η Αθήνα δεν τα καταφέρνει καλά, αναρωτιόµαστε µήπως τελικά επιθυµεί να αποµακρυνθεί από τη θεώρηση της Μεγαλούπολης, νοσταλγώντας ή µαθαίνοντας από τις προ-νεωτερικές εκδοχές της πόλης και προσπαθώντας να κοιτάξει προς αυτές. Μήπως η σύντοµη ιστορία της σύγχρονης Αθήνας µε την απουσία ουσιαστικής εκβιοµηχάνισης αλλά και το ιστορικά βεβαρυµένο αρχαίο παρελθόν της δεν την άφησαν ποτέ να διαµορφώσει ταυτότητα Μεγαλούπολης; Οι δυνατότητες εναλλακτικών εκδοχών Συγκεντρώνοντας και αναδεικνύοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την Αθήνα, µπαίνουµε ουσιαστικά στη διαδικασία διαµόρφωσης µιας εναλλακτικής εκδοχής ύπαρξης και λειτουργίας της πόλης. Πριν όµως ξεκινήσουµε να κατασκευάζουµε τη συνθήκη ενός αντιπαραδείγµατος, αναρωτιόµαστε κατά πόσο αυτό είναι γενικά εφικτό. Αν η νεωτερική Μεγαλούπολη προκύπτει από τη διαδικασία εξορθολογισµού των ανθρώπινων σχέσεων στη βάση των σχέσεων παραγωγής, είναι δυνατό ένα οικιστικό σύνολο, µε τη µορφή που το αντιλαµβανόµαστε στον 21ο αιώνα, να θέσει διαφορετικά πλαίσια λειτουργίας ή κάθε τέτοια προσπάθεια θα παράγει ουσιαστικά κακοσχηµατισµένα είδωλα των κυρίαρχων µορφών; Διαφορετικά, µήπως µπορούµε να θεωρήσουµε τον αστικό χώρο ως µια ξεχωριστή δοµή µε τους δικούς του µετασχηµατιστικούς νόµους, οι οποίοι αν κατανοηθούν επαρκώς είναι δυνατόν να στραφούν προς τη δηµιουργία νέων εκδοχών πόλεων; Συµβιώσεις Στη σηµερινή Αθήνα, παρατηρούµε τη σύνδεση αντιθετικών δοµών, οι οποίες ούτε αλληλοαναιρούνται πλήρως, ούτε ενώνονται διαλεκτικά. Έχουµε στο µυαλό µας παραδείγµατα σαν την οδό Ευριπίδου, η οποία έχει φέρει κοντά φαινοµενικά ασύµβατα προγράµµατα, όπως το χρηµατιστήριο, την πιάτσα των µπαχαρικών και συσσίτια αστέγων. Ή τις λαϊκές αγορές που ισορροπούν ανάµεσα στις απαιτήσεις αφενός για µία ανοικτή και προσιτή αγορά και αφετέρου για ανεµπόδιστη κυκλοφορία και παρκάρισµα οχηµάτων. Μάλιστα, η ιδιότητά αυτών των δοµών να "συνυφαίνονται σε µία σχέση έντασης, αµοιβαίας ώσµωσης και γονιµοποίησης”, πιστεύουµε ότι αφήνει περιθώρια για την ανάπτυξη µικροσυµβάντων, συγκρούσεων και διεκδικήσεων µεταξύ των διαφορετικών χρηστών της πόλης. Με τη σκέψη ότι αυτές οι διαδικασίες αναπάντεχων συµβιώσεων δηµιουργούν κοινούς τόπους συνύπαρξης ή αντιπαράθεσης, ίσως µπορούν τελικά να αποκαταστήσουν τα χαµένα κοινά της πρώτης, πολιτικής οργάνωσης της πόλης. Αναρωτιόµαστε αν αυτή η µορφή δοµών/προγραµµάτων αποτελεί ικανή προϋπόθεση για την ανάδειξη ενός αντι-παραδείγµατος (αστικότητας) µακριά από τα κυρίαρχα πρότυπα των λειτουργικών διαχωρισµών προς χάριν της αποδοτικότητας. — Ι. Αναγνωρίζουµε αυτή τη ροπή της Αθήνας να αποµακρυνθεί από τη θεώρηση Μεγαλούπολης; Μήπως, µάλιστα, δεν έγινε ποτέ Μεγαλούπολη; ΙΙ. Είναι άραγε δυνατή η ύπαρξη εναλλακτικών εκδοχών της πόλης δεδοµένων των υπαρχουσών δοµών οργάνωσης; ΙΙΙ. Σε ποιό βαθµό η Αθήνα µπορεί (ή της επιτρέπεται) να παράξει ένα ολοκληρωµένο και ‘ρεαλιστικό’ αντιπαράδειγµα, σε σχέση µε το διαδεδοµένο δυτικό µοντέλο. Μέσω ποιών συγκεκριµένων τρόπων και παραδειγµάτων; Υπάρχει κάποια προοπτική αυτονόµησης;
Συνεργατική Οµάδα Διπλωµατικών Αρχιτεκτονικής
εβδοµάδα 11/2017
Συζήτηση ΣΟΔΑ #3
Absolute Realism Made in Athens — Οι δύο ελληνικές συµµετοχές στις Μπιενάλε Βενετίας, ‘Athens: Absolute Realism’ το 2002 και ‘Made in Athens’ το 2012, πέραν της προφανούς ενασχόλησης µε την πόλη της Αθήνας, σε µία πρώτη δική µας ανάγνωση αντιστοιχίζονται µε το διττό σχήµα που µας απασχολεί στο όλο εγχείρηµα, µεταξύ κακέκτυπου και αντιπαραδείγµατος. Θεωρούµε πως οι συγκεκριµένες δύο ελληνικές συµµετοχές, έχουν παραπλήσια αντιµετώπιση σε θέµατα που µας απασχολούν και θα θέλαµε να επικεντρωθούµε περισσότερο σε αυτά, παρά σε µία γενική περιγραφή/παρουσίαση της εµπειρίας από τη Βενετία. Πιο συγκεκριµένα: Ρεαλισµός ή Οραµατισµός; Και οι δύο Μπιενάλε φαίνεται να αναφέρονται, ρητά ή άρρητα, σε µία κατάσταση κρίσης. Το 2012 η γενικότερη ύφεση αποτελεί το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο, στο οποίο τοποθετείται η συµµετοχή Made in Athens, ενώ εκείνη του 2002, αν και πραγµατοποιείται στην προ-ολυµπιακή εποχή της γενικότερης «ευηµερίας», κατασκευάζει την αφήγηση µίας πόλης αποδοµηµένης και αποδιοργανωµένης. Ίσως η κρίση είχε ήδη ξεκινήσει από παλιότερα. Ωστόσο, τα δύο εγχειρήµατα διαφέρουν στις προθέσεις τους. Το ένα επιθυµεί να παρουσιάσει τον απόλυτο ρεαλισµό της πόλης, να την καταγράψει ως είναι, και να την κατανοήσει χωρίς άσκοπες µνηµονεύσεις επώνυµων εξαιρέσεων, ενώ το άλλο επιθυµεί να οραµατιστεί και να να προβάλλει στο µέλλον την αισιοδοξία φρέσκων ιδεών. Το 2017 µε τη σειρά µας, διερωτόµαστε για τη θέση του ρεαλισµού και του οραµατισµού σε συνθήκες κρίσης, όπως η ελληνική. Έχει νόηµα το να µιλάµε για ουτοπίες ή οι καιροί κρίσης δεν είναι κατάλληλοι για τέτοιου είδους σκέψεις; Ποια είναι η συνεισφορά του ρεαλισµού στην αναγκαία συνθήκη διαµόρφωσης οραµάτων και ουτοπιών; Αναδιαµόρφωση του ρόλου και των ευθυνών του αρχιτέκτονα Κατά µία έννοια, και οι δύο συµµετοχές καταπιάνονται µε το προϋπάρχον υλικό της πόλης. Το 2002 γίνεται µία αφαιρετική χαρτογράφηση, ένα ντοκουµεντάρισµα της επικρατούσας συνθήκης, υπονοώντας ίσως την ανάγκη αποδοχής και διαχείρισής της. Δέκα χρόνια µετά, δίνεται βήµα σε ιδέες που έρχονται να αντιµετωπίσουν την κατάσταση του αποδιοργανωµένου ιστού και του κατακερµατισµένου δηµόσιου χώρου µε καταλόγους δράσεων, πρωτόκολλα, τυπολογίες και αφηγηµατικούς µηχανισµούς. Η προβολή µίας νέας, ‘εκ του µηδενός’ αρχιτεκτονικής, ειδικά µε τον τρόπο που γινόταν παλιότερα στα εθνικά περίπτερα, φαίνεται να ενδιαφέρει λιγότερο, αν όχι καθόλου. Αντίθετα, η αντιµετώπιση της υπάρχουσας πραγµατικότητας, της ‘παράδοσης’ της πόλης, εγείρεται ως µείζον ζήτηµα. Στα πλαίσια αυτά, διερωτόµαστε το πώς η ανάγκη διαχείρισης της ‘παράδοσης’ αυτής, όπως την περιγράφουµε και στον πρώτο από τους άξονες που µας απασχολούν στις διπλωµατικές µας, επαναπροσδιορίζει τη θέση του αρχιτέκτονα και αναδιαµορφώνει τις πρακτικές επέµβασής του. Είναι ο σχεδιασµός δράσεων, πρωτοκόλλων και κτιριολογικών προγραµµάτων το νέο κύριο αντικείµενο της αρχιτεκτονικής, ενώ η ίδια µετατρέπεται σε επικοινωνιακό εργαλείο περισσότερο από ποτέ;
— Ι. Έχει νόηµα να µιλάµε για ουτοπίες σε καιρούς κρίσης; Και ποιά είναι η συνεισφορά του ρεαλισµού στη συνθήκη διαµόρφωσης οραµάτων για το µέλλον; ΙΙ. Πώς επαναπροσδιορίζεται η θέση του αρχιτέκτονα και οι πρακτικές επέµβασής του από την ανάγκη διαχείρισης του προϋπάρχοντος αποθέµατος της πόλης; ΙΙΙ. Σε ποιό βαθµό η Αθήνα µπορεί (ή της επιτρέπεται) να παράξει ένα ολοκληρωµένο και ‘ρεαλιστικό’ αντιπαράδειγµα, σε σχέση µε το διαδεδοµένο δυτικό µοντέλο. Μέσω ποιών συγκεκριµένων τρόπων και παραδειγµάτων; Υπάρχει κάποια προοπτική αυτονόµησης;
Συνεργατική Οµάδα Διπλωµατικών Αρχιτεκτονικής
εβδοµάδα 12/2017
Συζήτηση ΣΟΔΑ #4
Κάτοικος Αθηνών — Μέσα στην ευρύτερη αυτή συζήτηση για την Αθήνα, που δεν περιορίζεται στα αυστηρά αρχιτεκτονικά όρια µελέτης, καίρια θέση έχει ο κάτοικός της. Η λέξη ‘κάτοικος’, που συνειδητά διαχωρίζεται από τη λέξη ‘Αθηναίος’, θέλει εδώ να εισάγει τη διερευνητική διάθεση που έχουµε αλλά και να προ-υπονοήσει την πολυπλοκότητα των όρων. Η Αθήνα είναι συχνά στο κέντρο αντιθετικών και αντιµαχόµενων προσεγγίσεων. Γι’ αυτό και ο ορισµός του περιεχοµένου της φράσης «κάτοικος της Αθήνας» αποκτά σε αυτό το σηµείο κοµβική σηµασία. Εµείς µε τη σειρά µας και τη βοήθειά σας, θα θέλαµε να επιχειρήσουµε µια ακόµη διασάφηση, όχι µέσα από τις συνήθεις στατιστικο-τεχνοκρατικές µεθόδους, αλλά µέσα από τους πιο αναστοχαστικούς συνειρµούς που γεννούν το δικό σας έργο και αντίληψη. Η Αθήνα αποκτά τα βασικά σηµερινά της χαρακτηριστικά και µέγεθος βασιζόµενη στο µεγάλο µεταπολεµικό κύµα εσωτερικής µετανάστευσης από την επαρχία. Ωστόσο, ακόµη και µετά από δύο γενιές, παραµένει διάχυτη η αντίληψη ότι η Αθήνα δεν έχει Αθηναίους. Ένας πληθυσµός που αρνείται να ενσωµατωθεί πλήρως, τόσο στον αστικό τρόπο ζωής, όσο και στο δίπολο παρελθόν προέλευσης - µέλλον προορισµού, αφήνοντας µε τη πρώτη ευκαιρία αυτή τη πόλη για να διασκορπιστεί στη συναισθηµατικά αναντικατάστατη ιδιαίτερη πατρίδα του· να διεκδικήσει την ύπαιθρο που του ανήκει. Κοιτώντας πιο ανασκοπικά, µια χρονική γραµµή από τη δεκαετία του ’80 µέχρι τη κρίση των ηµερών µας, σκιαγραφεί µια γνωστή καµπύλη. Ένα ανοδικό τµήµα οικονοµικά και ψυχολογικά που κορυφώνεται την πρώτη δεκαετία του 2000 για να πέσει κατακόρυφα τα τελευταία χρόνια. Στα ανέµελα χρόνια µιας εποχής αδικαιολόγητα αστραφτερής και άκριτα καταναλωτικής, το ενδιαφέρον στρέφεται στο λαµπερό, το ανανεωτικό και τίποτα δε φαίνεται να σκιάζει το µέλλον. Αυτή η εποχή κορυφώνεται µε τις µεγάλες ‘εθνικές επιτυχίες’ του 2004, που προσπαθούν βιαστικά και άτσαλα να κρύψουν προκαταλήψεις και παντός τύπου αθηναϊκές ‘ενοχές’ (Σπιρτόκουτο, 2002). Τέλος, όλη αυτή φρενήρης πορεία κατακρηµνίζεται απότοµα το 2010, µε την εµφάνιση µιας αδιάλλακτης πραγµατικότητας που ήταν χρόνια κεκαλυµµένη (Shadows in Athens, 2013). Παράλληλα µε αυτή τη καµπύλη, όνειρα, προσδοκίες και αντιλήψεις ενός λαού που εξ’ ορισµού ακροβατεί ταυτολογικά ανάµεσα σε Δύση και Ανατολή αναπροσαρµόζονται, καταστρέφονται και µεταλλάσσονται. Οι νέες συνθήκες θα φέρουν το συλλογικό υποσυνείδητο αντιµέτωπο µε τον εαυτό του και µε όλες τις προκαταλήψεις που για χρόνια µπορούσαν να µένουν σε καταστολή.
— Ι. Η πόλη κάνει τους «κάτοικους» ή οι «κάτοικοι» την πόλη; Για ποιους τελικά σχεδιάστηκε και κατασκευάστηκε η Αθήνα; ΙΙ. Ποιοι είναι οι κάτοικοι της Αθήνας και ποιοί είναι οι Αθηναίοι; Ποια σχέση έχουν εκείνοι µε χαρακτήρες όπως ο Μαχαιροβγάλτης από τη Πτολεµαΐδα, ο Δηµήτρης και ο Γιώργος που ονειρεύονται ένα πιάνο µπαρ στον Κορυδαλλό, ο Μιχάλης, η Ελένη και ο Χασάν από τη σειρά φωτογραφιών Shadows in Athens; ΙΙΙ. Πώς διαχειρίζονται οι Αθηναίοι ψυχαναλυτικά το σαθρό ένδοξο παρελθόν τους και πώς αντιµετωπίζουν τον απόλυτο ρεαλισµό του παρόντος τους; Ποιά θα ήταν τα αποτελέσµατα µιας σφυγµοµέτρησης των Αθηναίων του 1980, του 2000 και του 2017;
Συνεργατική Οµάδα Διπλωµατικών Αρχιτεκτονικής
εβδοµάδα 10/2017
Συζήτηση ΣΟΔΑ #2
Είναι η Αθήνα το «new Berlin»; — Μεγάλο είναι το διεθνές ενδιαφέρον για την Αθήνα τα τελευταία χρόνια. Κατ’ επέκταση πολλές είναι και οι αναφορές στην Αθήνα· οι περισσότερες µε άξονα την πολιτική συγκυρία της κρίσης και την οικονοµική µιζέρια, κάποιες άλλες σχετικές µε το τουριστικό της προϊόν, συχνά εµπλουτισµένες µε εύπεπτα κλισέ συστατικά από την µεγάλη γκάµα της περασµένης ιστορικής αίγλης και των σύγχρονων προκαταλήψεων. Και υπάρχουν οι ‘εναλλακτικές’ αφηγήσεις, για την πόλη πέραν της κρίσης, την περιρρέουσα δηµιουργικότητα παρά την υποχρηµατοδότηση, την νεότητά της παρά τα γηρατειά και το brain drain, την ζωντάνια παρά την εγκατάλειψη, την οµορφιά παρά την ασχήµια. Και συχνά, αν όχι πάντα, σε αυτές της αφηγήσεις εµφανίζεται απρόσµενα το όνοµα µιας άλλης πόλης· Είναι η Αθήνα ενδεχοµένως το νέο Βερολίνο; Το Βερολίνο αναµφίβολα έχει καταφέρει να κατασκευάσει µια ταυτότητα ισχυρή, έναν µύθο ίσως, για την αντισυµβατικότητα του, ως µια πόλη ατίθαση παρά την θέση της στο κέντρο της ευρωπαϊκής εξουσίας. «Φτωχή αλλά σέξυ» πρωτεύουσα της Γερµανίας των υψηλών οικονοµικών δεικτών. Έχει γίνει πόλος έλξης αµέτρητων νέων από τον ευρωπαϊκό νότο και όχι µόνο, σε αναζήτηση ενός καλύτερου αύριο και µιας πολυπολιτισµικής και δηµιουργικής εµπειρίας. Είναι ίσως ένα εξαιρετικό παράδειγµα αυτοπροβολής και προώθησης πέραν του απλού τουριστικού marketing, πείθοντας παλιούς και επίδοξους κατοίκους πως είναι ένας τόπος άπειρων δυνατοτήτων και συνεχών αλλαγών. Το Βερολίνο του σήµερα προέκυψε από την υπέρβαση µιας διαχρονικής κατάστασης κρίσης, που το τοποθετούσε επί σχεδόν 30 χρόνια στο επίκεντρο της διαµάχης. Με την πτώση του Τείχους, την ακαριαία εξαΰλωση της κρίσης, απελευθερώνονται χώροι και δυνάµεις ικανές να τροφοδοτήσουν την ‘αναγέννηση’ της πόλης στα ερείπια της κρίσης της. Μάλλον σε αυτήν την αφήγηση βρίσκει έδαφος η ιδέα της ετεροχρονισµένης παραλληλίας Αθήνας - Βερολίνου· µε την πρώτη να βρίσκεται αυτή τη στιγµή στο επίκεντρο µιας άλλης διαµάχης και τα ερείπιά της να αναµένουν την εξαΰλωση της κρίσης που τα γέννησε. Ωστόσο σε µια δεύτερη ανάγνωση ίσως οι παράλληλες γραµµές να ατονούν, αφού καµία ακαριαία απελευθέρωση δεν περιµένει την Αθήνα, ούτε αυτή θα πάψει να βρίσκεται στην ευρωπαϊκή περιφέρεια. Και σίγουρα δεν θα χαίρει της γενναιόδωρης οικονοµικής υποστήριξης ενός εύρωστου κράτους, όπως συνέβη στην περίπτωση του Βερολίνου των 90’s και 00’s, πράγµα στο οποίο δεν δίνεται η σηµασία που του αρµόζει στην επιτυχία του αφηγήµατος του ‘Βερολίνουmelting pot’. Βέβαια, η µεγάλη αφήγηση για το Βερολίνο, είναι µια µόνο (κατασκευασµένη) εκδοχή της πραγµατικότητας, αλλά αυτό είναι µια άλλη κουβέντα. Τείνει λοιπόν η Αθήνα να γίνει το νέο Βερολίνο, και τι θα σήµαινε αυτό; Το Βερολίνο που προκύπτει από αυτήν την προβολή, ίσως όµως αρχίζει να µοιάζει όλο και λιγότερο στην αρχική αφήγηση, υποκύπτοντας στον εξευγενισµό, στο real estate και στους καλογυαλισµένους εµπορικούς δρόµους. Πίσω στην Αθήνα της κρίσης, τα πράγµατα φαίνεται να παίρνουν πράγµατι µια ανάλογη τροπή µε τις απαρχές του Βερολίνου µετά το Τείχος και ως εκ τούτου η Αθήνα θα πρέπει να αναλογιστεί τις προκλήσεις που θα χρειαστεί να αντιµετωπίσει αν όντως επιλέξει και µπορέσει να ακολουθήσει ένα αντίστοιχο µοντέλο. Εντούτοις µάλλον είναι σηµαντικότερο να αναλογιστεί, εάν είναι σώφρον να ακολουθήσει ένα ακόµη, έστω αντισυµβατικό, µοντέλο ετεροπροσδιορισµού ή αν είναι προτιµότερο να αναζητήσει εγγενή της χαρακτηριστικά ως θεµέλιο για την εκφορά ενός αντιπαραδείγµατος. Είναι ευχή ή απειλή για την Αθήνα να µοιάσει στο Βερολίνο; — Ι. Είναι η Αθήνα το νέο Βερολίνο, και τι θα σήµαινε αυτό; ΙΙ. Είναι ευχή ή απειλή για την Αθήνα να µοιάσει στο Βερολίνο; Είναι η αφήγηση της Αθήνας ως νέο Βερολίνο αλλά και ο διαρκής ετεροπροσδιορισµός της, ευκταίο ή αποφευκταίο σενάριο; ΙΙΙ. Σε ποιό βαθµό η Αθήνα µπορεί (ή της επιτρέπεται) να παράξει ένα ολοκληρωµένο και ‘ρεαλιστικό’ αντιπαράδειγµα, σε σχέση µε το διαδεδοµένο δυτικό µοντέλο. Μέσω ποιών συγκεκριµένων τρόπων και παραδειγµάτων; Υπάρχει κάποια προοπτική αυτονόµησης;
Συνεργατική Οµάδα Διπλωµατικών Αρχιτεκτονικής
εβδοµάδα 14/2017
Συζήτηση ΣΟΔΑ #6
Μια εξωτική τερατωδία, ή αλλιώς: σχεδιάζεται το άτυπο; — Ξεκινώντας από την κλισέ κοινωνικογεωγραφική θεώρηση της Αθήνας, αυτή που την τοποθετεί σε µια συνεχή αµφιταλάντευση µεταξύ Ανατολής και Δύσης, επιχειρούµε εδώ ένα άλµα που θα µας επιτρέψει έναν πρόχειρο ορισµό της. Αν το δίπολο µεταξύ Ανατολής και Δύσης θεωρηθεί ως µια αντίθεση που ενυπάρχει σε κάθε παγκόσµια θεώρηση, µια αντίθεση δεδοµένη, σχεδόν φυσική, που διατρέχει κάθε πτυχή της παγκόσµιας κοινότητας, τότε η Αθήνα αποτελεί έναν κόσµο φύσει διχασµένο, µια παραφύσιν ανάµειξη, µια έµπρακτη αµφισβήτηση του φυσικού νόµου. Η Αθήνα µπορεί να θεωρηθεί ως µια πόλη τέρας. Υπό αυτό το σκεπτικό, πλησιάζουµε έστω και συνειρµικά έναν άτυπο χαρακτήρα της. Η εξαίρεση στους φυσικούς νόµους που περιγράψαµε παραπάνω, συνεπάγεται τη διαφυγή από οποιαδήποτε διατύπωση. Γιατί αν ο τύπος είναι αυτό που προκύπτει από τη συστηµατική παρατήρηση του κόσµου, το τέρας είναι αυτό που εµφανίζεται ως κενό διατύπωσης. Η άρθρωση του σχεδιασµού µε γνώµονα το άτυπο, άλλα και η θεώρηση της Αθήνας ως πεδίο τερατογενέσεων είναι στην πραγµατικότητα το κεντρικό διακύβευµα της επικείµενης συζήτησης. Μιας συζήτησης που ξεκινά από την αµηχανία που προκαλούν το τέρας και η πόλη της Αθήνας, τόσο σε εµάς (που καλούµαστε να απαντήσουµε µέσω των διπλωµατικών µας στα ερωτήµατα του τέρατος που επιλέξαµε να ασχοληθούµε), όσο και σε εσάς που φαίνεται να αναζητείτε τη δοµή αυτής της άτυπης πόλης, καθώς καταπιάνεστε µε τις δοµές και µορφές που παράγει αυτή η τερατωδία. Ως µέλη µιας παγκόσµιας γενιάς, ερχόµαστε συχνά να δούµε την Αθήνα από έξω, να την περιγράψουµε σε ανθρώπους που µας ρωτούν γι’ αυτή. Πρόσφατα µάλιστα, ολοένα και περισσότεροι από αυτούς, εµφανίζονται να θέλουν «να µάθουν από την Αθήνα», συχνά υπό το πλαίσιο µιας ιδιότυπης ‘εξωτικοποίησης’. Έτσι λοιπόν και εµείς, αναγκαζόµαστε να σκεφτούµε και να µιλήσουµε για όλα αυτά που ξέρουµε τόσο καλά. Σήµερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, το ενδιαφέρον µας για την Αθήνα είναι δικαιολογηµένο, όχι µόνο από τη σκοπιά της επιστροφής στη γενέτειρα, αλλά περισσότερο ως µια τάση απόδρασης από έναν στενό κλοιό κυρίαρχων πρωτοκόλλων που διατρέχουν τον κόσµο. Σε µια γενιά που αναζήτα µια διαφυγή από ένα επιβεβληµένο παγκόσµιο κινητικότητας και δικτύωσης, στο οποίο την έχουν εξορίσει· η τερατωδία της Αθήνας είναι σίγουρα µια τοπική υπόθεση και αυτό είναι που την κάνει ελκυστική. Η συζήτηση αυτή λοιπόν, έχει ως στόχο να µας λυτρώσει από µια αµηχανία, όχι τόσο εφευρίσκοντας απαντήσεις, αλλά δίνοντας µας το άλλοθι να σχεδιάζουµε και να στοχαζόµαστε για µια πόλη που τολµάµε να κοιτάµε κατάµατα, ως αυτό που είναι και µόνο. Κάποιοι ενδεικτικοί κοινοί προβληµατισµοί που θα µπορούσαν να οργανώσουν περαιτέρω τη συζήτηση θα ήταν:
— Ι. Η θεσµοποίηση του άτυπου. Σε ποιό βαθµό το άτυπο χάνει την ιδιότητά του όταν αναγνωρίζεται και χρησιµοποιείται ως τέτοιο; Είναι απαραίτητη µια τέτοια διαδικασία «αλλαγής παραδείγµατος», από το άτυπο στο τυποποιηµένο και πάλι πίσω, για κάποιου είδους εξέλιξη; Σχεδιάζεται το άτυπο και µε ποιόν τρόπο; ΙΙ. Εάν η Αθήνα είναι η απόκλιση σε έναν δυτικότροπο κανόνα, προς ποιά εξέλιξη µπορεί να συνεισφέρει; ΙΙΙ. Σε ποιό βαθµό η Αθήνα µπορεί (ή της επιτρέπεται) να παράξει ένα ολοκληρωµένο και ‘ρεαλιστικό’ αντιπαράδειγµα, σε σχέση µε το διαδεδοµένο δυτικό µοντέλο. Μέσω ποιών συγκεκριµένων τρόπων και παραδειγµάτων; Υπάρχει κάποια προοπτική αυτονόµησης;