Δύο αφηγήματα για παιδιά

Page 1



Δύο αφηγήματα για παιδιά


Λέων Τολστόι Δύο αφηγήματα για παιδιά ● Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου ● Ο Θεός βλέπει την αλήθεια, αλλά περιμένει Μετάφραση: Τέτη Σώλου, Αύγουστος 2009 tetysolou@gmail.com


Λέων Τολστόι

Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου Ο Θεός βλέπει την αλήθεια, αλλά περιμένει

Μετάφραση:

Τέτη Σώλου



Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου



ΚΕΦΑΛΑΙΟ

1

Ο Ζιλίν ήταν αξιωματικός του στρατού και υπηρετούσε στον Καύκασο. Κάποια μέρα πήρε γράμμα από το σπίτι του. Ήταν από την ηλικωμένη μητέρα του που έγραφε: «Γερνάω και θέλω να ξαναδώ τον αγαπημένο μου γυιό, προτού κλείσω τα μάτια μου. Έλα να σε δω για τελευταία φορά, κι έπειτα με τη βοήθεια του Θεού και την ευχή μου ξαναγυρίζεις στα καθήκοντά σου. Όμως, σου βρήκα μια όμορφη κοπέλα, μυαλωμένη και πλούσια. Αν σου αρέσει, μπορεί να την παντρευτείς και να μείνεις για πάντα στον τόπο μας».


Ο Ζιλίν το σκέφτηκε σοβαρά. «Είναι αλήθεια πως η μητέρα μου γερνάει και ίσως να μην την ξαναδώ ποτέ πια. Δε γίνεται να μην πάω. Κι ύστερα, αν η κοπέλα είναι καλή, γιατί να μην την παντρευτώ;» Έτσι, παρουσιάστηκε στο συνταγματάρχη, πήρε άδεια, αποχαιρέτησε τους συναδέλφους του, πρόσφερε στους στρατιώτες τέσσερα μαστέλα βότκα για αποχαιρετιστήριο κέρασμα κι ετοιμάστηκε για την αναχώρηση. Εκείνο τον καιρό γινόταν πόλεμος στον Καύκασο. Οι δρόμοι ήταν επικίνδυνοι για τους ταξιδιώτες και τη νύχτα και τη μέρα. Αν κανένας Ρώσος, πεζός ή καβαλάρης, τολμούσε Τάταροι: φυλή τουρκομογγολικής προέλευσης.

να απομακρυνθεί από το οχυρό του, οι Τάταροι* τον σκότωναν ή τον έπαιρναν αιχμάλωτο στα βουνά. Γι’ αυτό ορίστηκε ένα στρατιωτικό άγημα να συνοδεύει δύο φορές την εβδομάδα τους ταξιδιώτες από το ένα οχυρό στο άλλο. Μπροστά και πίσω βάδιζαν οι στρατιώτες και στο μέσον οι ταξιδιώτες.

10


Ήταν κατακαλόκαιρο. Το χάραμα άμαξες και ταξιδιώτες συγκεντρώθηκαν έξω από το οχυρό. Το άγημα πλησίασε με στρατιωτικό βηματισμό και ξεκίνησαν όλοι μαζί. Ο Ζιλίν πήγαινε καβάλα στο άλογό του, ενώ η άμαξα με τα πράγματά του πήγαινε με το καραβάνι. Έπρεπε να διανύσουν είκοσι πέντε βέρστια*. Το καραβάνι προχωρούσε αργά· πότε σταματούσαν οι στρατιώτες, πότε έβγαινε ο τροχός από κάποια άμαξα, πότε κάποιο άλογο αρνιόταν να

βέρστι: ρωσική μονάδα μέτρησης αποστάσεων ίση με 1.067 μ.

προχωρήσει· και τότε όλοι έπρεπε να σταθούν και να περιμένουν. Είχε φτάσει μεσημέρι, ο ήλιος μεσουρανούσε και δεν είχαν φτάσει ακόμα ούτε στα μισά του δρόμου. Τους έπνιγε η σκόνη και η ζέστη, τους τσουρούφλιζε ο ήλιος και δεν υπήρχε πουθενά σκια. Τριγύρω απλωνόταν ολόγυμνη η στέπα* χωρίς ούτε ένα δέντρο ούτε ένα θάμνο. Ο Ζιλίν πήγαινε μπροστά καβάλα στο άλογό του. Σταμάτησε και περίμενε το καραβάνι.

11

στέπα: μεγάλη πεδινή και ξηρή έκταση με θαμνώδη και αραιή βλάστηση.


Άκουσε πίσω του το βούκινο να κάνει σινιάλο. Το καραβάνι έπρεπε και πάλι να κάνει στάση. Συλλογίστηκε: «Μήπως είναι καλύτερα να προχωρήσω μόνος μου; Έχω καλό άλογο και αν πέσω πάνω σε Τάταρους, μπορώ να ξεφύγω καλπάζοντας. Ή μήπως είναι φρονιμότερο να περιμένω;» Εκεί που καθόταν σκεπτικός, ο Κοστυλίν, ένας τυφεκιοφόρος αξιωματικός, τον πλησίασε καβάλα στο άλογό του και του είπε: «Έλα, Ζιλίν, ας συνεχίσουμε μόνοι μας. Δεν αντέχω άλλο. Είμαι ξελιγωμένος της πείνας και η ζέστη είναι αφόρητη. Το πουκάμισό μου στάζει». Ο Κοστυλίν ήταν εύσωμος και βαρύς και ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι από το κόκκινο πρόσωπό του. Ο Ζιλίν σκέφτηκε λιγάκι και μετά ρώτησε: «Το όπλο σου είναι γεμάτο;» «Είναι».

12


«Καλά, τότε πάμε, αλλά με τον όρο ότι θα είμαστε συνεχώς μαζί». Έτσι, καβάλα στ’ άλογά τους πήραν τη δημοσιά που διέσχιζε τη στέπα. Συζητούσαν και είχαν τα μάτια τους δεκατέσσερα. Μπορούσαν να βλέπουν τριγύρω τους σε μεγάλη ακτίνα. Μετά τη στέπα, όμως, ο δρόμος περνούσε μέσα από ένα φαράγγι ανάμεσα σε δύο βουνά. Ο Ζιλίν είπε: «Καλύτερα ν’ ανέβουμε σ’ εκείνο το ψήλωμα και να κοιτάξουμε γύρω, γιατί οι Τάταροι μπορεί να μας επιτεθούν από τα βουνά, χωρίς να τους πάρουμε είδηση». Αλλά ο Κοστυλίν απάντησε: «Τι χρειάζεται; Ας συνεχίσουμε». Ο Ζιλίν, όμως, δεν έδωσε σημασία στα λόγια του. «Όχι», είπε. «Εσύ μείνε εδώ κάτω, άμα θέλεις, αλλά εγώ θα πάω να κοιτάξω». Και έστριψε το άλογό του αριστερά προς το ύψωμα. Το άλογο του Ζιλίν ήταν καθαρόαιμο και τον ανέβασε στο λόφο λες κι είχε φτερά.

13


(Είχε δώσει εκατό ρούβλια και το είχε πάρει από το κοπάδι του, άγριο πουλάρι ακόμα, και το είχε εκπαιδεύσει o ίδιος.) Φτάνοντας στην κορφή του λόφου είδε καμιά τριανταριά έφιππους Τάταρους σε απόσταση μικρότερη από εκατό μέτρα. Αμέσως έκανε μεταβολή, αλλά και οι Τάταροι πρόλαβαν και τον είδαν και όρμησαν ξοπίσω του καλπάζοντας ξέφρενα, τραβώντας συγχρόνως τα όπλα τους. Ο Ζιλίν κατέβαινε το λόφο τρέχοντας με όση γρηγοράδα μπορούσε να τρέξει το άλογό του και φώναζε στον Κοστυλίν: «Ετοίμασε το τουφέκι σου!». Από μέσα του παρακαλούσε το άλογό του: «Γλίτωσέ με, αλογάκι μου! Μη σκοντάψεις πουθενά, γιατί χάθηκα. Μόλις φτάσω στο όπλο, δε θα μπορούν να με πιάσουν». Αλλά ο Κοστυλίν μόλις αντίκρυσε τους Τάταρους, αντί να περιμένει, έκανε μεταβολή κι έφυγε ολοταχώς προς το οχυρό χτυπώντας το άλογο με το καμουτσίκι πότε στο ένα πλευρό

14


και πότε στο άλλο. Το μόνο που μπορούσε να δει κανείς ήταν η ουρά του αλόγου του που ανέμιζε μέσα στον κουρνιαχτό. Ο Ζιλίν βρισκόταν σε απελπιστική θέση. Το τουφέκι είχε φύγει· και μόνο με το σπαθί του τι μπορούσε να κάνει; Έστρεψε το άλογό του προς το καραβάνι προσπαθώντας να ξεφύγει. Είδε έξι Τάταρους να ορμούν προς το μέρος του για να τον αποκόψουν. Το άλογό του ήταν καλό, αλλά τα δικά τους ήταν ακόμα καλύτερα και του έφραξαν το δρόμο. Προσπάθησε να το αναχαιτίσει και να το στρίψει προς άλλη κατεύθυνση, αλλά το άλογο είχε πάρει τόση φόρα, που δεν μπορούσε να σταματήσει και πήγε κατ’ ευθείαν πάνω στους Τάταρους. Είδε έναν κοκκινογένη Τάταρο πάνω σ’ ένα γκρίζο φαρί* να έρχεται προς το μέρος του. Είχε στηρίξει το τουφέκι του στον ώμο, έτοιμος να πυροβολήσει και ξεφώνιζε δείχνοντας τα δόντια του.

15

φαρί: πολεμικό άλογο.


«Σας ξέρω τι δαίμονες είσαστε», συλλογίστηκε ο Ζιλίν. «Όποιον πέσει στα χέρια σας, τον πετάτε σ’ ένα λάκκο και τον μαστιγώνετε. Εμένα δε θα με πιάσετε ζωντανό!» Ο Ζιλίν, παρ’ όλο που δεν ήταν μεγαλόσωμος, ήταν γενναίος. Τράβηξε το σπαθί του και όρμησε στον κοκκινογένη Τάταρο λογαριάζοντας: «Ή θα τον πετάξω από το άλογο ή θα τον πετσοκόψω με το σπαθί μου». Προτού προλάβει, όμως, να τον πλησιάσει, ένας πυροβολισμός από πίσω χτύπησε το άλογό του. Σωριάστηκε με όλο του το βάρος στη γη πλακώνοντας το πόδι Ζιλίν. Ο Ζιλίν προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά δύο βρομεροί Τάταροι τον είχαν ήδη καβαλικέψει. Τινάχτηκε απότομα και τους πέταξε από πάνω του, όμως άλλοι τρεις πήδησαν από τα άλογά τους και άρχισαν να τον χτυπούν στο κεφάλι με τους υποκόπανους των τουφεκιών τους. Τα μάτια του σκοτείνιασαν και ξανάπεσε στο χώμα. Οι Τάταροι τον άρπαξαν, γύρισαν τα χέρια του

16


στην πλάτη και με τα εφεδρικά λουριά από τις σέλες τους τα έδεσαν σφιχτά με ταταρικό κόμπο. Τον έστησαν όρθιο. Μ’ ένα χτύπημα πέταξαν το πηλίκιό του, έβγαλαν τις μπότες του, τον έψαξαν από την κορφή μέχρι τα νύχια, πήραν τα χρήματα και το ρολόι του και του ξέσκισαν τα ρούχα. Ο Ζιλίν έστρεψε το βλέμμα πίσω αναζητώντας το άλογό του. Το καημένο το ζώο κειτόταν εκεί ακριβώς που είχε πέσει και χτυπούσε με τα πόδια τον αέρα, ανήμπορο να σηκωθεί. Από μια τρύπα στο κεφάλι του έτρεχε μαύρο αίμα, που έκανε λάσπη το χώμα σε ακτίνα ενός μέτρου. Ένας από τους Τάταρους ανέβηκε στο άλογο για να του βγάλει τη σέλα. Εκείνο ακόμα κλοτσούσε, μέχρι που ο Τάταρος τράβηξε ένα μαχαίρι και του έκοψε την τραχεία. Ένας ήχος σαν σφύριγμα βγήκε από το λαιμό του, το άλογο τινάχτηκε και πέθανε. Οι Τάταροι πήραν τη σέλα και τα χάμουρα.

17


Ο κοκκινογένης Τάταρος καβαλίκεψε το φαρί του, οι άλλοι σήκωσαν το Ζιλίν και τον κάθισαν πισωκάπουλα. Για να μην πέσει, τον έδεσαν με γκέμια στο ζωνάρι του Τάταρου κι έφυγαν καλπάζοντας προς τα βουνά. Καθισμένος σε αυτή τη θέση ο Ζιλίν έγερνε πότε από τη μία και πότε από την άλλη, ενώ το κεφάλι του χτυπούσε πάνω στην ιδρωμένη ράχη του Τάταρου. Δεν έβλεπε τίποτε άλλο από εκείνη τη μυώδη πλάτη, το χοντρό σβέρκο και το ξυρισμένο κεφάλι που φαινόταν γαλαζωπό κάτω από το καπέλο. Το κεφάλι του Ζιλίν ήταν χτυπημένο και το αίμα είχε πήξει πάνω στα μάτια του. Δεν μπορούσε ούτε να ισιώσει το σώμα του πάνω στη σέλα ούτε να σκουπίσει τα αίματα. Τα χέρια του ήταν δεμένα τόσο σφιχτά, που πονούσαν τα κλειδοκόκαλά του. Έκαναν πολύ δρόμο ανεβοκατεβαίνοντας βουνά. Ύστερα διάβηκαν ένα ποτάμι κι έφτασαν σ’ ένα μονοπάτι, που περνούσε μέσα από μια ρεματιά.

18


Ο Ζιλίν προσπάθησε να δει πού πήγαιναν, αλλά τα βλέφαρά του ήταν κολλημένα από το αίμα, δεν μπορούσε ούτε να γυρίσει. Άρχισε να σουρουπώνει. Διάβηκαν άλλο ένα ποτάμι και ανηφόρισαν μια πλαγιά όλο πέτρες. Εκεί ένιωσε μυρωδιά καπνού και άκουσε σκυλιά να γαβγίζουν. Είχαν φτάσει στο αούλ, στο ταταρικό χωριό. Οι Τάταροι ξεπέζεψαν. Γύρω από το Ζιλίν μαζεύτηκαν παιδιά που ξεφώνιζαν ενθουσιασμένα και του πετούσαν πέτρες. Ο κοκκινογένης έδιωξε τα παιδιά, κατέβασε το Ζιλίν από το άλογο και φώναξε έναν υπηρέτη. Εμφανίστηκε ένας Νογκάυ* με έντονα ζυγωματικά, που δε φορούσε τίποτε άλλο από μια πουκαμίσα –και αυτή τόσο ξεσκισμένη, που φαινόταν ολόκληρο το στήθος του. Ο Τάταρος κάτι τον πρόσταξε. Εκείνος έφυγε και γύρισε φέρνοντας μια πεδούκλα: δύο κομμάτια από ξύλο βελανιδιάς με σιδερένιους χαλκάδες και μια κλειδωνιά στερεωμένη στον έναν.

19

Νογκάυ: φυλή τουρκομογγολικής προέλευσης.


Έλυσαν τα χέρια του Ζιλίν κι έδεσαν την πεδούκλα στα πόδια του. Κατόπιν τον πήγαν σ’ ένα στάβλο, τον έσπρωξαν μέσα και κλείδωσαν την πόρτα. Ο Ζιλίν έπεσε πάνω σ’ ένα σωρό από κοπριά. Έμεινε ακίνητος για λίγες στιγμές, έπειτα ψηλάφισε στα σκοτεινά για να βρει κάποιο μαλακό μέρος και ξάπλωσε.

20


ΚΕΦΑΛΑΙΟ

2

Εκείνη τη νύχτα ο Ζιλίν δεν κοιμήθηκε σχεδόν καθόλου. Οι νύχτες ήταν μικρές. Από μια χαραμάδα είδε ότι είχε ξημερώσει. Σηκώθηκε, έξυσε τη χαραμάδα για να την μεγαλώσει και κοίταξε έξω. Από το άνοιγμα είδε έναν δρόμο που κατέβαινε από το βουνό· δεξιά ήταν μία σάκλυα* και δίπλα της δύο δέντρα. Ένα μαύρο σκυλί ήταν ξαπλωμένο στο κατώφλι και μία κατσίκα πηγαινοερχόταν με τα κατσικάκια της που κουνούσαν τις ουρίτσες τους. Έπειτα είδε μια νεαρή Τάταρη που φορούσε ένα μακρύ, πολύχρωμο φουστάνι χωρίς ζωνάρι,

21

σάκλυα: ταταρική καλύβα.


σαλβάρι και μπότες. Το κεφάλι της ήταν σκεπασμένο με μια μαντίλα και πάνω του κουβαλούσε μία βαριά μεταλλική κανάτα. Κρατούσε από το χέρι ένα μικρό αγόρι με ξυρισμένο κεφάλι, που δε φορούσε τίποτα άλλο από μία πουκαμίσα. Καθώς περπατούσε κρατώντας ισορροπία η πλάτη της ριγούσε και λύγιζε. Η γυναίκα πήγε το νερό στην καλύβα και λίγο αργότερα πρόβαλε ο χτεσινός κοκκινογένης μπεσμέτ: πουκαμίσα που φοριέται κάτω από το καφτάνι.

Τάταρος φορώντας ένα μεταξωτό μπεσμέτ*. Στο ζωνάρι του είχε περασμένο ένα μαχαίρι με ασημένια λαβή. Φορούσε παπούτσια στα γυμνά του πόδια και στο κεφάλι ένα ψηλό,

αστρακάν: είδος γούνας από πρόβατο.

μαύρο καπέλο από αστρακάν* ριγμένο προς τα πίσω. Βγήκε έξω, τεντώθηκε και χάηδεψε την κόκκινη γενιάδα του. Στάθηκε για λίγο, μετά πρόσταξε κάτι την υπηρέτρια κι έφυγε. Ύστερα πέρασαν δύο νεαροί καβαλάρηδες, που μόλις είχαν ποτίσει τα άλογά τους –οι μουσούδες των αλόγων ήταν βρεγμένες. Μερικά άλλα αγόρια με ξυρισμένα κεφάλια,

22


χωρίς παντελόνια και φορώντας μόνο πουκαμίσες, έφτασαν τρέχοντας. Στριμώχτηκαν έξω από το στάβλο, πήραν μια βέργα και άρχισαν να την σπρώχνουν στη χαραμάδα. Ο Ζιλίν έμπηξε μια φωνή, τ’ αγόρια τσίριξαν και σκορπίστηκαν δεξιά κι αριστερά με τα μικρά, γυμνά γόνατά τους να γυαλίζουν, καθώς έτρεχαν. «Άραγε θα ’ρθουν να με φροντίσουν;», αναρωτήθηκε. Ο Ζιλίν διψούσε πολύ. Ο λαιμός του ήταν κατάξερος. Άκουσε κάποιον να ξεκλειδώνει. Η πόρτα του στάβλου άνοιξε και μπήκε ο κοκκινογένης Τάταρος. Μαζί του ήταν ένας άντρας, μικρόσωμος, μελαμψός, με μαύρα, λαμπερά μάτια, κόκκινα μάγουλα και ψαλιδισμένη γενιάδα. Είχε πρόσχαρο πρόσωπο και όλο γελούσε. Αυτός ο άντρας ήταν πολύ πιο πλούσια ντυμένος από τον άλλον. Φορούσε μπλε μεταξωτό μπεσμέτ με χρυσά πλουμίδια και στη ζώνη του είχε περασμένο ένα μεγάλο ασημένιο μαχαίρι. Στα πόδια φορούσε κόκκινα πασούμια από κατσι-

23


κίσιο δέρμα δουλεμένο με ασήμι και από πάνω ένα ζευγάρι χοντροπάπουτσα. Το καπέλο του ήταν καμωμένο από άσπρη προβιά. Ο κοκκινογένης Τάταρος μπήκε, πέταξε μια βρισιά και στάθηκε ακουμπισμένος στον ορθό της πόρτας. Έπαιζε με το μαχαίρι του και λοξοκοίταζε άγρια το Ζιλίν σαν λύκος. Ο μελαμψός, ζωηρός και ευκίνητος λες και περπατούσε πάνω σε ελατήρια, πήγε κατευθείαν στο Ζιλίν, κάθισε οκλαδόν μπροστά του, τον χτύπησε στον ώμο και άρχισε να μιλάει πολύ γρήγορα στη δική του γλώσσα. Έδειχνε τα δόντια του, ανοιγόκλεινε τα μάτια, πλατάγιζε Ουρούς: Ρώσος στα ταταρικά.

τη γλώσσα του και όλο έλεγε: «Καλό Ουρούς*, καλό Ουρούς!». Ο Ζιλίν, που δεν καταλάβαινε ούτε λέξη, είπε: «Νερό! Δώστε μου να πιω νερό!» Ο μελαμψός άντρας γέλασε και συνέχισε να λέει: «Καλό Ουρούς». Ο Ζιλίν έκανε νοήματα με τα χείλη και τα χέρια του ότι ήθελε να πιει.

24


Ο μελαμψός κατάλαβε και γέλασε. Έπειτα στράφηκε προς την πόρτα και φώναξε: «Ντίνα!» Μια κοπελίτσα μπήκε τρέχοντας. Ήταν γύρω στα δεκατρία, λεπτή, μικροκαμωμένη και στο πρόσωπο έμοιαζε με το μελαμψό Τάταρο. Χωρίς αμφιβολία ήταν κόρη του. Είχε κι εκείνη καθαρά, μαύρα μάτια και όμορφο πρόσωπο. Φορούσε ένα μακρύ, μπλε φόρεμα με φαρδιά μανίκια, χωρίς ζωνάρι. Στο στρίφωμα, στο στήθος και στα μανίκια ήταν στολισμένο με κόκκινα πλουμίδια. Φορούσε σαλβάρι και πασούμια και πάνω από τα πασούμια φορούσε γερά, ψηλοτάκουνα παπούτσια. Στο λαιμό της φορούσε ένα γιορντάνι με ασημένια καπίκια. Στο κεφάλι δε φορούσε τίποτα· τα μαύρα μαλλιά της ήταν πλεγμένα κοτσίδα και δεμένα με κορδέλα στολισμένη με χρυσά κοσμήματα κι ένα ασημένιο ρούβλι*. Ο πατέρας της την πρόσταξε κάτι. Έφυγε τρέχοντας και ξαναγύρισε με μία μικρή μεταλ-

25

ρούβλι: ρωσικό νόμισμα με υποδιαίρεση το καπίκι.


λική κανάτα. Έδωσε το νερό στο Ζιλίν και κάθισε κάτω ανακουρκουδιστά, έτσι που τα γόνατά της έφταναν στο ύψος του κεφαλιού της κι έμεινε καθισμένη με τα μάτια ορθάνοιχτα να παρακολουθεί το Ζιλίν που έπινε, σαν να ήταν κανένα άγριο ζώο. Ο Ζιλίν της έδωσε την άδεια κανάτα. Εκείνη αναπήδησε απότομα προς τα πίσω σαν αγριοκάτσικο, πράγμα που έκανε τον πατέρα της να γελάσει. Ύστερα την έστειλε έξω για κάτι άλλο. Πήρε την κανάτα κι έφυγε τρέχοντας. Ξαναγύρισε φέρνοντας λίγο άζυμο ψωμί σ’ ένα ξύλινο πιάτο· ξανακάθισε ανακουρκουδιστά και στήλωσε τα μάτια της στο Ζιλίν. Κατόπιν οι Τάταροι έφυγαν και ξανακλείδωσαν την πόρτα. Μετά από λίγο ήρθε ο Νογκάυ και είπε: κοζυάιν: αφέντης.

«Άιντα, κοζυάιν*, άιντα!» Ούτε αυτός ήξερε ρωσικά. Το μόνο που μπορούσε να καταλάβει ο Ζιλίν ήταν ότι κάπου έπρεπε να πάνε.

26


Ο Ζιλίν ακολούθησε το Νογκάυ σέρνοντας το πόδι του, γιατί με την πεδούκλα ήταν αδύνατο να βαδίσει κανονικά. Βγαίνοντας από το στάβλο είδε το ταταρικό χωριό, που το αποτελούσαν δέκα σπίτια και ένα τζαμί με χαμηλό μιναρέ. Μπροστά σ’ ένα σπίτι στέκονταν σελωμένα τρία άλογα. Μικρά αγόρια τα κρατούσαν από τα χαλινάρια. Από αυτό το σπίτι βγήκε ο μελαμψός Τάταρος κι έγνεψε στο Ζιλίν να τον ακολουθήσει. Ύστερα γέλασε, είπε κάτι στη γλώσσα του και ξαναμπήκε στο σπίτι. Ο Ζιλίν τον ακολούθησε. Το δωμάτιο ήταν περιποιημένο και οι τοίχοι ήταν σοβατισμένοι με λάσπη. Κοντά στο μπροστινό τοίχο ήταν μια στοίβα από φανταχτερά, πουπουλένια στρώματα. Οι πλαϊνοί τοίχοι ήταν σκεπασμένοι με πλούσια χαλιά και πάνω τους ήταν κρεμασμένα τουφέκια, πιστόλια και σπαθιά, όλα ασημοκαπνισμένα. Κοντά στον ένα τοίχο ήταν μία μικρή θερμάστρα στο ίδιο επίπεδο με το χωμάτινο δάπεδο. Το δάπεδο

27


μπούζα: αλκοολούχο ποτό, είδος ταταρικής μπίρας, από κεχρί, σιτάρι ή καλαμπόκι.

ήταν καθαρό, όπως του αλωνιού, και όλο το μπροστινό μέρος του ήταν σκεπασμένο με τσόχα· πάνω της ήταν απλωμένα μικρά χαλιά και μαξιλάρια γεμισμένα με πούπουλα. Εκεί κάθονταν πέντε Τάταροι, ο μελαμψός, ο κοκκινογένης και τρεις καλεσμένοι. Φορούσαν μόνο πασούμια και στήριζαν τις πλάτες τους στα μαξιλάρια. Μπροστά τους βρίσκονταν ένας στρογγυλός δίσκος με ψωμάκια από κεχρί, μια γαβάθα με λυωμένο βούτυρο και μία κανάτα με μπούζα*. Έτρωγαν τα ψωμάκια και βουτούσαν στο βούτυρο με τα χέρια. Ο μελαμψός άντρας σηκώθηκε μ’ ένα πήδημα και πρόσταξε το Ζιλίν να καθίσει σε μια μεριά, όχι πάνω στο χαλί, αλλά στο γυμνό δάπεδο. Ύστερα ξανακάθισε στο χαλί και πρόσφερε στους καλεσμένους του ψωμί και μπούζα. Ο υπηρέτης έβαλε το Ζιλίν να καθίσει. Ύστερα έβγαλε τα παπούτσια του και τα τοποθέτησε δίπλα στην πόρτα, όπου βρίσκονταν και τα

28


παπούτσια των άλλων. Κάθισε κοντά στους αφέντες του πάνω στην τσόχα, τους κοίταζε να τρώνε και ξερογλειφόταν. Όταν οι Τάταροι τελείωσαν το φαγητό, ήρθε μία γυναίκα ντυμένη όπως και το κορίτσι –με μακρύ φόρεμα, σαλβάρι και μαντίλα–, πήρε ό,τι απέμεινε και γύρισε φέρνοντας μια όμορφη λεκάνη κι ένα λαγίνι με στενό λαιμό. Οι Τάταροι έπλυναν τα χέρια τους, τα σταύρωσαν, έπεσαν στα γόνατα, φύσηξαν στα τέσσερα σημεία και προσευχήθηκαν. Έπειτα συζήτησαν για λίγο στη γλώσσα τους κι ένας από τους καλεσμένους στράφηκε στο Ζιλίν και του μίλησε ρωσικά. «Είσαι αιχμάλωτος του Καζί Μαχμούτ», είπε κι έδειξε τον κοκκινογένη Τάταρο. «Και ο Καζί Μαχμούτ σε πρόσφερε στον Αμπντούλ Μουράτ», έδειξε το μελαμψό. «Αφέντης σου τώρα είναι ο Αμπντούλ Μουράτ». Ο Ζιλίν έμεινε σιωπηλός. Τότε ο Αμπντούλ Μουράτ άρχισε να μιλάει, να γελάει και να

29


Στρατιώτης Ρώσος, καλός Ρώσος.

δείχνει το Ζιλίν επαναλαμβάνοντας: «Σολντάτ Ουρούς, χοροσό Ουρούς*». Ο διερμηνέας είπε: «Σε προστάζει να γράψεις στους δικούς σου και να τους ζητήσεις να στείλουν λύτρα. Μόλις φτάσουν τα χρήματα, θα σ’ ελευθερώσει». Ο Ζιλίν σκέφτηκε για μια στιγμή και μετά ρώτησε: «Πόσα ζητάει;» Οι Τάταροι συζήτησαν για λίγο και κατόπιν ο διερμηνέας μετέφρασε: «Τρεις χιλιάδες ασημένια ρούβλια». «Όχι», είπε ο Ζιλίν, «δεν μπορώ να δώσω τόσα». Ο Αμπντούλ αναπήδησε και κουνώντας τα χέρια του μίλησε στο Ζιλίν νομίζοντας, όπως και προηγουμένως, ότι μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε. Ο διερμηνέας μετέφρασε: «Πόσα μπορείς να δώσεις;» Ο Ζιλίν υπολόγισε και είπε: «Πεντακόσια ρούβλια». Τότε οι Τάταροι άρχισαν να μιλούν γρήγορα

30


όλοι μαζί. Ο Αμπντούλ άρχισε να φωνάζει στον κοκκινογένη και μιλούσε τόσο γρήγορα που από το στόμα του πετάγονταν σάλια. Ο κοκκινογένης μισόκλεισε τα μάτια και πλατάγισε τη γλώσσα του. Ύστερα από λίγο ησύχασαν και ο μεταφραστής είπε: «Πεντακόσια ρούβλια δε φτάνουν. Ο αφέντης έδωσε διακόσια για να σε πάρει. Ο Καζί Μαχμούντ τού χρωστούσε και σε έδωσε για να σβήσει το χρέος του. Τρεις χιλιάδες ρούβλια! Λιγότερα δε γίνεται. Αν αρνηθείς να γράψεις, θα σε ρίξει στο λάκκο και θα σε μαστιγώσει!» «Χμ», σκέφτηκε ο Ζιλίν, «τέτοιοι άνθρωποι όσο πιο πολύ δείχνεις ότι τους φοβάσαι τόσο παίρνουν αέρα». Τινάχτηκε όρθιος και είπε: «Πες σ’ αυτό το σκύλο ότι αν προσπαθεί να με τρομάξει, δε θα γράψω καθόλου και δε θα πάρει ούτε ένα καπίκι. Ποτέ δε σας φοβήθηκα, σκυλιά, και ούτε πρόκειται!»

31


Ο διερμηνέας μετέφρασε και αμέσως ξανάρχισαν να συζητούν μιλώντας όλοι μαζί. Μίλησαν ακατάληπτα για πολλή ώρα και μετά ο μελαμψός σηκώθηκε, πλησίασε το Ζιλίν και είπε: «Τζίγκιτ Ουρούς, τζίγκιτ Ουρούς». Τζίγκιτ στα ταταρικά σημαίνει «γενναίος». Είπε γελώντας κάτι στο διερμηνέα, ο οποίος μετέφρασε: «Δώσε χίλια ρούβλια». Ο Ζιλίν επέμεινε: «Δε δίνω πάνω από πεντακόσια. Και αν με σκοτώσεις, δε θα πάρεις τίποτα απολύτως». Οι Τάταροι κουβέντιασαν για λίγο και μετά έστειλαν τον υπηρέτη έξω για να φέρει κάτι και κοίταζαν πότε το Ζιλίν και πότε την πόρτα. Ο υπηρέτης επέστρεψε, ακολουθούμενος από ένα γεροδεμένο, ξιπόλυτο και κουρελή άντρα, που είχε κι αυτός στο πόδι του πεδούκλα. Ο Ζιλίν ξαφνιάστηκε, γιατί αναγνώρισε τον Κοστυλίν. Τον είχαν πιάσει και αυτόν, λοιπόν! Τους έβαλαν δίπλα δίπλα και άρχισε να διηγείται ο ένας στον άλλον τα διατρέξαντα.

32


Οι Τάταροι τους κοίταζαν σιωπηλοί. Ο Ζιλίν εξιστόρησε τι του είχε συμβεί και ο Κοστυλίν του διηγήθηκε πώς σταμάτησε το άλογό του, πώς έπαθε αφλογιστία το όπλο του και πώς αυτός εδώ, ο Αμπντούλ, τον πρόφτασε και τον αιχμαλώτισε. Ο Αμπντούλ σηκώθηκε, έδειξε τον Κοστυλίν και είπε κάτι. Ο διερμηνέας μετέφρασε ότι τώρα και οι δύο ανήκουν στον ίδιο αφέντη και ότι εκείνος που θα πληρώσει πρώτος τα λύτρα, θα ελευθερωθεί πρώτος. «Εσύ θυμώνεις», είπε στο Ζιλίν, «αλλά ο σύντροφός σου από δω είναι υπάκουος· έγραψε στους δικούς του και θα του στείλουν πέντε χιλιάδες ασημένια ρούβλια. Έτσι κι εμείς θα τον ταΐζουμε και θα του φερόμαστε καλά». Ο Ζιλίν απάντησε: «Ο σύντροφός μου ας κάνει όπως του αρέσει. Μπορεί να είναι πλούσιος. Εγώ δεν είμαι. Θα γίνει όπως είπα. Σκότωσέ με, άμα θες, δεν πρόκειται να κερδίσεις τίποτα. Δεν

33


μπορώ να δώσω παραπάνω από πεντακόσια ρούβλια». Ακολούθησε σιωπή. Ξαφνικά ο Αμπντούλ πετάχτηκε, έφερε ένα μικρό κουτί, έβγαλε από μέσα πένα, μελάνι και χαρτί, τα έδωσε στο Ζιλίν, τον χτύπησε στον ώμο και του έκανε νόημα να γράψει. Συμφώνησε να δεχτεί τα πεντακόσια ρούβλια. «Περίμενε λίγο», είπε ο Ζιλίν στο διερμηνέα. «Πες του ότι πρέπει να μας ταΐζει κανονικά, να μας δώσει κατάλληλα ρούχα και μπότες και να μας αφήσει μαζί. Θα είναι καλύτερο για την ψυχική μας διάθεση. Και τέλος, να μας βγάλει αυτές τις πεδούκλες από τα πόδια». Ο Ζιλίν κοίταξε τον αφέντη του και χαμογέλασε. Γέλασε και ο αφέντης, άκουσε το διερμηνέα και είπε: «Θα σας δώσω τα καλύτερα ρούχα: τσερτσερκέζα: καφτάνι, είδος πανωφοριού.

κέζες* και μπότες γαμπριάτικες. Θα σας τρέφω σαν πρίγκιπες και, αφού θέλετε να είστε μαζί, μπορείτε να μείνετε στο στάβλο. Αλλά δε γίνεται να σας βγάλω τις πεδούκλες, γιατί θα το σκάσετε.

34


Το βράδυ όμως, θα τις βγάζω». Σηκώθηκε και χτύπησε το Ζιλίν στον ώμο: «Εσύ καλός, εγώ καλός!» Ο Ζιλίν έγραψε το γράμμα, αλλά έβαλε λάθος διεύθυνση, για να μη φτάσει στον προορισμό του. Αναλογίστηκε: «Θα δραπετεύσω!» Οδήγησαν το Ζιλίν και τον Κοστυλίν πίσω στο στάβλο και τους έδωσαν ψάθες από καλαμπόκι, μια κανάτα νερό, ψωμί, δύο παλιά καφτάνια και κάτι φθαρμένες στρατιωτικές μπότες, που χωρίς αμφιβολία είχαν πάρει από σκοτωμένους ρώσους στρατιώτες. Τα βράδια τους έβγαζαν τις πεδούκλες και τους κλείδωναν στο στάβλο.

35



ΚΕΦΑΛΑΙΟ

3

Έτσι έζησαν ο Ζιλίν και ο φίλος του για έναν ολόκληρο μήνα. Ο αφέντης όλο γελούσε κι έλεγε: «Εσύ, Ιβάν, καλός! Εγώ, Αμπντούλ, καλός!» Αλλά το φαγητό που τους έδινε ήταν άθλιο –πίτες από άζυμο κεχρόψωμο και μερικές φορές μόνον άψητο ζυμάρι. Ο Κοστυλίν έγραψε στους δικούς του για δεύτερη φορά και δεν έκανε τίποτε άλλο από το να περιμένει εναγώνια πότε θα φτάσουν τα χρήματα. Το ηθικό του ήταν πεσμένο. Καθόταν στο στάβλο και μετρούσε τις μέρες μέχρι να φτάσει το γράμμα με τα λεφτά ή κοιμόταν. Αλλά ο Ζιλίν, που ήξερε ότι κανείς δε θα λάβαινε το

37


δικό του γράμμα, δεν έγραψε άλλο. Σκέφτηκε: «Πού να βρει η μητέρα μου τα χρήματα για να μ’ ελευθερώσει; Ζει από αυτά που της στέλνω. Αν έπρεπε να μαζέψει πεντακόσια ρούβλια, θα έμενε στο δρόμο. Αν είναι θέλημα Θεού, θα καταφέρω να δραπετεύσω!» Έτσι, είχε τα μάτια του ανοιχτά και σχεδίαζε πώς να το σκάσει. Περιφερόταν στο αούλ σφυρίζοντας ή έφτιαχνε κούκλες από πηλό και καλάθια από λυγαριά, γιατί έπιαναν τα χέρια του. Μια φορά έφτιαξε μια κούκλα με μύτη, χέρια και πόδια, την έντυσε με ταταρική φορεσιά και την έβαλε πάνω στη στέγη. Όταν οι γυναίκες βγήκαν να πάνε για νερό, η κόρη του αφέντη, η Ντίνα, είδε την κούκλα και τις φώναξε. Εκείνες ακούμπησαν κάτω τις κανάτες, στάθηκαν και κοίταζαν γελώντας. Ο Ζιλίν κατέβασε την κούκλα και τους την πρόσφερε. Εκείνες γέλασαν, αλλά δεν άπλωσαν να την πάρουν. Ακούμπησε κάτω την κούκλα, πήγε στο στάβλο και περί-

38


μενε να δει τι θα γίνει. Η Ντίνα έτρεξε προς την κούκλα, κοίταξε γύρω της, την άρπαξε κι έφυγε τρέχοντας. Την άλλη μέρα πρωί πρωί είδε την Ντίνα να βγαίνει στο κατώφλι του σπιτιού με την κούκλα. Την είχε ντύσει στα κόκκινα, την κουνούσε σαν μωρό και της τραγουδούσε ένα ταταρικό νανούρισμα. Μια γριά πρόβαλε και την κατσάδιασε, άρπαξε την κούκλα, την έκανε κομμάτια κι έστειλε τη Ντίνα να κάνει δουλειές. Ο Ζιλίν έφτιαξε μια άλλη κούκλα, καλύτερη από την πρώτη και την έδωσε στην Ντίνα. Μια φορά η Ντίνα έφερε μια μικρή κανάτα, την ακούμπησε στο πάτωμα, κάθισε κάτω κοιτάζοντάς τον επίμονα και γέλασε δείχνοντας την κανάτα. «Γιατί είναι τόσο γελαστή;» αναρωτήθηκε ο Ζιλίν. Πήρε την κανάτα και άρχισε να πίνει νομίζοντας ότι είχε νερό, αλλά ήταν γάλα. Ήπιε όλο το γάλα και είπε: «Τι καλό!»

39


Πόσο ευχαριστήθηκε η Ντίνα! «Καλός, Ιβάν, καλός!». Σηκώθηκε μ’ ένα πήδημα και χτύπησε τα χέρια της. Ύστερα άρπαξε την κανάτα κι έφυγε τρέχοντας. Από τότε του έφερνε στα κλεφτά κάθε μέρα γάλα. Οι Τάταροι έφτιαχναν τυρί από κατσικίσιο γάλα, που το στέγνωναν σε μικρές μπάλες πάνω στις στέγες των σπιτιών τους. Μερικές φορές του έφερνε κρυφά μερικές μπαλίτσες τυρί. Μια άλλη φορά που ο Αμπντούλ είχε σφάξει ένα πρόβατο, πήγε στο Ζιλίν ένα κομμάτι κρέας κρυμμένο στο μανίκι της. Του το πέταξε κι έφυγε τρέχοντας. Μια μέρα έπιασε δυνατή καταιγίδα και η βροχή έπεφτε με το τουλούμι για μία ολόκληρη ώρα. Όλοι οι χείμαρροι είχαν φουσκώσει. Στην περαταριά του ποταμού το νερό είχε ανέβει δύο μέτρα και το ρεύμα ήταν τόσο δυνατό, που παράσερνε τις πέτρες της όχθης. Παντού είχαν σχηματιστεί ρυάκια και τα μπουμπουνητά στα βουνά δε στα-

40


ματούσαν. Όταν πέρασε η θύελλα, το νερό έτρεχε ποτάμι στο δρόμο του χωριού. Ο Ζιλίν κατάφερε τον αφέντη του να του δώσει ένα σουγιαδάκι και με αυτό έφτιαξε μια ρόδα με ακτίνες και πάνω της έβαλε δύο κούκλες, τη μία απέναντι στην άλλη. Τα κορίτσια τού έφεραν μερικά κομμάτια ύφασμα και τις έντυσε, τη μία σαν άντρα και την άλλη σαν γυναίκα. Τις στερέωσε πάνω στη ρόδα και την έσπρωξε στο ρυάκι. Η ρόδα άρχισε να στριφογυρίζει και οι κούκλες χόρευαν. Όλο το χωριό μαζεύτηκε γύρω. Αγόρια και κορίτσια, γυναίκες ακόμα και άντρες, όλοι ήρθαν και πλατάγιζαν τις γλώσσες τους. «Α, ο Ουρούς! Α, ο Ιβάν!» Ο Αμπντούλ είχε ένα ρώσικο ρολόι, που είχε χαλάσει. Πήγε στο Ζιλίν και του το έδειξε, πλαταγίζοντας τη γλώσσα του. «Δώσ’ το μου. Θα σ’ το διορθώσω», είπε ο Ζιλίν.

41


Το άνοιξε με το σουγιαδάκι και το αποσυναρμολόγησε. Ύστερα ξανάβαλε τα κομμάτια στη θέση τους και του το έδωσε. Το ρολόι δούλεψε. Ο αφέντης ήταν ευχαριστημένος μαζί του και του χάρισε ένα παλιό του πανωφόρι, –ένα που ήταν όλο τρύπες. Ο Ζιλίν ήταν υποχρεωμένος να δεχτεί το δώρο. Το πήρε και το χρησιμοποιούσε για να σκεπάζεται τη νύχτα. Από τότε ο Ζιλίν απέκτησε τη φήμη του μάστορα. Άρχισαν να καταφθάνουν άνθρωποι ακόμα και από μακρινά χωριά. Ο ένας του έφερνε το όπλο του για να επιδιορθώσει τον κόκορα, άλλος το ρολόι του. Ο αφέντης τού έδωσε μερικά εργαλεία –πένσες, τρυπάνια και μία λίμα. Κάποια μέρα ένας Τάταρος αρρώστησε και πήγαν στο Ζιλίν να του πουν: «Έλα να τον κάνεις καλά!». Ο Ζιλίν δεν είχε ιδέα από ιατρική, αλλά πήγε να δει τον άρρωστο με τη σκέψη: «Ίσως να γίνει καλά από μόνος του».

42


Γύρισε στο στάβλο, πήρε νερό και άμμο και τα ανακάτεψε. Ύστερα μπροστά στους Τάταρους ψιθύρισε μερικές λέξεις πάνω από το νερό και το έδωσε στον άρρωστο να το πιει. Ευτυχώς για κείνον, ο Τάταρος συνήλθε. Ο Ζιλίν είχε αρχίσει να μαθαίνει λιγάκι τη γλώσσα τους. Μερικοί Τάταροι είχαν εξοικειωθεί μαζί του. Όταν τον ήθελαν, φώναζαν: «Ιβάν! Ιβάν!». Κάποιοι, όμως, εξακολουθούσαν να τον στραβοκοιτάζουν σαν άγριο θηρίο. Ο κοκκινογένης Τάταρος δε συμπαθούσε το Ζιλίν. Όποτε τον έβλεπε, κατσούφιαζε και γυρνούσε από την άλλη ή του πέταγε βρισιές. Ήταν επίσης και ένας γέρος που δε ζούσε στο αούλ, αλλά ανέβαινε από τα ριζά του λόφου. Ο Ζιλίν τον έβλεπε όταν ερχόταν για να πάει στο τζαμί. Ήταν κοντός και είχε ένα άσπρο πανί τυλιγμένο γύρω από το καπέλο του. Τα γένια και τα μουστάκια του ήταν ψαλιδισμένα και άσπρα σαν το χιόνι· το πρόσωπό του ήταν ρυτιδωμένο και κόκκινο

43


σαν πατζάρι. Η μύτη του ήταν γαμψή σαν γερακίσια, τα γκρίζα μάτια του ήταν σκληρά και δεν είχε άλλα δόντια εκτός από δύο κυνόδοντες. Περνούσε με το τουρμπάνι στο κεφάλι, ακουμπώντας στο μπαστούνι του και λοξοκοιτάζοντας γύρω του σαν λύκος. ‘Όποτε έβλεπε το Ζιλίν, ρουθούνιζε θυμωμένος και γύρναγε τις πλάτες. Μια φορά ο Ζιλίν κατέβηκε το λόφο για να δει πού ζούσε ο γέρος. Πήρε το μονοπάτι κι έφτασε σ’ ένα περιβόλι περιφραγμένο με πέτρινο τοίχο. Πίσω από τον τοίχο είδε κερασιές και βερυκοκιές και μία καλύβα με επίπεδη στέγη. Ζύγωσε και είδε μελίσσια φτιαγμένα από πλεγμένο άχυρο και μέλισσες να πετούν τριγύρω βουίζοντας. Ο γέρος ήταν γονατισμένος και κάτι έκανε σε μία κυψέλη. Ο Ζιλίν τεντώθηκε για να κοιτάξει καλύτερα και η πεδούκλα κροτάλισε. Ο γέρος στράφηκε κι έβγαλε μια κραυγή. Τράβηξε το πιστόλι από τη ζώνη του και πυροβόλησε το

44


Ζιλίν, που πρόφτασε να καλυφθεί πίσω από το φράχτη. Ο γέρος πήγε στον αφέντη του Ζιλίν για να παραπονεθεί. Ο αφέντης κάλεσε το Ζιλίν και ρώτησε γελώντας: «Γιατί πήγες στο σπίτι του γέρου;» «Δεν του έκανα κανένα κακό», απάντησε ο Ζιλίν. «Ήθελα μόνο να δω πώς ζει». Ο αφέντης επανέλαβε αυτό που είπε ο Ζιλίν. Αλλά ο γέρος ήταν οργισμένος· ξεφυσούσε και μουρμούριζε, έδειχνε τα δυο δόντια του και κουνούσε τις γροθιές του προς το Ζιλίν. Ο Ζιλίν δεν καταλάβαινε όλα όσα έλεγε ο γέρος, αλλά κατάλαβε πως ζητούσε από τον Αμπντούλ να σκοτώσει τους δύο Ρώσους και όχι να τους κρατάει στο αούλ. Στο τέλος ο γέρος έφυγε. Ο Ζιλίν ρώτησε τον αφέντη ποιος ήταν αυτός ο γέρος. «Είναι σπουδαίος άνθρωπος!» είπε ο αφέντης. «Ήταν ο πιο τζίγκιτ από όλους μας· έχει

45


σκοτώσει πολλούς Ρώσους. Κάποτε ήταν πολύ πλούσιος. Είχε τρεις γυναίκες και οχτώ γυιούς, και ζούσαν όλοι μαζί σ’ ένα χωριό. Ήρθαν, όμως, οι Ρώσοι, κατέστρεψαν το χωριό και του σκότωσαν εφτά γυιούς. Μόνο ένας γυιός απόμεινε ζωντανός και παραδόθηκε στους Ρώσους. Ο γέρος πήγε κι αυτός και παραδόθηκε στους Ρώσους. Έζησε ανάμεσά τους τρεις μήνες, μέχρι που βρήκε το γυιό του. τον σκότωσε με τα ίδια του τα χέρια και δραπέτευσε. Από τότε δεν ξαναπολέμησε πια. Πήγε στη Μέκκα και προσευχήθηκε στο Θεό· γι’ αυτό φοράει τουρμπάνι. Όποιος έχει πάει τσάλμα: τουρμπάνι, άσπρο ύφασμα τυλιγμένο γύρω από το κάλυμμα της κεφαλής

στη Μέκκα λέγεται χατζί και φοράει τσάλμα*. Εσάς τους Ρώσους δεν σας συμπαθεί. Μου λέει να σε σκοτώσω. Αλλά εγώ δεν θέλω να σε σκοτώσω. Έχω δώσει λεφτά για σένα κι εκτός αυτού, Ιβάν, έχω αρχίσει να σε συμπαθώ. Κι όχι μόνο δεν θέλω να σε σκοτώσω, αλλά ούτε να φύγεις θα σε άφηνα, αν δεν σου είχα δώσει το λόγο μου».

46


Γέλασε και είπε στα ρωσικά: «Τβογιά, Ιβάν, χοροσό! Μογιά, Αμπντούλ, χοροσό!*»

47

Εσύ, Ιβάν, καλός! Εγώ, Αμπντούλ, καλός!



ΚΕΦΑΛΑΙΟ

4

Ο Ζιλίν έζησε έτσι για ένα μήνα. Την ημέρα περιφερόταν στο αούλ ή απασχολούνταν με κάποια χειροτεχνία, αλλά τη νύχτα, όταν όλο το αούλ ησύχαζε, έσκαβε κάτω από το στάβλο. Δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά, γιατί υπήρχαν πολλές πέτρες, αλλά δούλευε ασταμάτητα με τη λίμα του και επιτέλους κατόρθωσε ν’ ανοίξει κάτω από τον τοίχο μια τρύπα αρκετά μεγάλη, ώστε να χωράει να περάσει από μέσα. «Πρέπει να μάθω τα κατατόπια», σκέφτηκε, «για να το σκάσω προς τη σωστή κατεύθυνση! Αλλά κανένας από τους Τάταρους δε πρόκειται μου πει τίποτα».

49


Έτσι περίμενε και μια μέρα που ο αφέντης έλειπε από το σπίτι, μετά το βραδινό φαγητό άρχισε ν’ ανεβαίνει το βουνό πίσω από το χωριό, απ’ όπου μπορούσε να δει ολόκληρο το μέρος. Όμως ο αφέντης, προτού φύγει από το σπίτι, είχε προστάξει το γυιό του να προσέχει το Ζιλίν και να μην τον χάσει από τα μάτια του. Έτσι το αγόρι έτρεξε πίσω από το Ζιλίν φωνάζοντας: «Μη φεύγεις! Ο πατέρας δεν αφήνει. Γύρνα πίσω, αλλιώς θα φωνάξω τους γείτονες». Ο Ζιλίν προσπάθησε να τον πείσει και είπε: «Δεν πάω μακριά. Θέλω μόνο ν’ ανέβω στο βουνό. Ψάχνω να βρω βοτάνια, για να γιατρεύω τους ανθρώπους. Έλα μαζί μου, άμα θέλεις. Πώς μπορώ να το σκάσω με αυτή την πεδούκλα στο πόδι; Αύριο θα σου φτιάξω ένα τόξο και σαΐτες». Έτσι έπεισε το αγόρι και προχώρησαν μαζί. Η απόσταση ως την κορυφή δε ήταν μεγάλη, αλλά με την πεδούκλα στο πόδι το περπά-

50


τημα ήταν πολύ δύσκολο. Περπάτησε πολλή ώρα, μέχρι που έφτασε στη βουνοκορφή. Εκεί κάθισε και παρατήρησε τη διαμόρφωση του τόπου. Στο νότο, πέρα από το στάβλο, ήταν μία ρεματιά όπου βοσκούσε ένα κοπάδι άλογα και σ’ ένα άνοιγμα φαινόταν ένα άλλο αούλ. Από κει άρχιζε ένα βουνό ακόμη πιο απόκρημνο και πέρα απ’ αυτό ήταν άλλο ένα βουνό. Ανάμεσα στα δυο βουνά ήταν ένα δάσος και πέρα απ’ αυτό πάλι βουνά –πανύψηλα βουνά. Τα πιο ψηλά ήταν σκεπασμένα με χιόνι, άσπρο σαν τη ζάχαρη, και μία χιονοσκέπαστη κορφή δέσποζε σαν θόλος πάνω από τις υπόλοιπες. Στην ανατολή και στη δύση έβλεπε μόνο βουνά. Εδώ κι εκεί μέσα στις ρεματιές φαινόταν καπνός που ανέβαινε από τα αούλ. «Χμ», σκέφτηκε, «όλη αυτή η περιοχή είναι ταταρική». Στράφηκε προς τη ρώσικη πλευρά. Στα πόδια του είδε ένα ποτάμι και το αούλ όπου

51


ζούσε, τριγυρισμένο από μικρά περιβόλια. Έβλεπε τις γυναίκες, μικρές σαν κούκλες, να πλένουν ρούχα στο ποτάμι. Πέρα από το αούλ ήταν ένα βουνό, πιο χαμηλό από αυτό που ήταν στο νότο, και ακόμα πιο πέρα ήταν άλλα δύο δασωμένα βουνά και ανάμεσά τους η επίπεδη γαλαζωπή στέπα. Μακριά στη στέπα φαινόταν κάτι που έμοιαζε με σύννεφο καπνού. Ο Ζιλίν προσπάθησε να θυμηθεί πού έβλεπε τον ήλιο ν’ ανατέλει και να δύει, όταν ζούσε στο οχυρό. «Σ’ αυτή τη στέπα πρέπει να βρίσκεται το οχυρό μας. Από κεί, ανάμεσα από κείνα τα δύο βουνά θα περάσω για να δραπετεύσω». Ο ήλιος άρχισε να βασιλεύει. Τα κάτασπρα, χιονισμένα βουνά έγιναν βιολετιά και τα σκοτεινά βουνά σκοτείνιασαν περισσότερο. Ομίχλη ανέβηκε από τη ρεματιά και η στέπα, όπου χωρίς αμφιβολία βρισκόταν το ρώσικο οχυρό, με το αντιφέγγισμα του ηλιοβασιλέματος έμοιαζε σαν να είχε πάρει φωτιά. Ο Ζιλίν

52


κοίταξε προσεκτικά. Κάτι φάνηκε να σαλεύει στη στέπα, κάτι σαν καπνός από καπνοδόχους, και σιγουρεύτηκε ότι εκεί ήταν το ρώσικο οχυρό. Η ώρα είχε περάσει. Ακούστηκε η φωνή του μολά*. Τα κοπάδια γύριζαν στο χωριό, οι αγελάδες μούγκριζαν και το αγόρι δε σταματούσε να λέει: «Πάμε πίσω», αλλά ο Ζιλίν δεν αποφάσιζε να φύγει. Στο τέλος, όμως, γύρισαν στο χωριό. «Λοιπόν», σκέφτηκε ο Ζιλίν, «τώρα που έμαθα το δρόμο, ήρθε η ώρα να το σκάσω». Αποφάσισε να δραπετεύσει την ίδια νύχτα. Οι νύχτες ήταν σκοτεινές, γιατί το φεγγάρι πήγαινε στη χάση του. Αλλά για κακή του τύχη, οι Τάταροι επέστρεψαν εκείνο το βράδυ. Συνήθως όταν γύριζαν, έφερναν γελάδια και είχαν εύθυμη διάθεση. Αλλά αυτή τη φορά δεν έφεραν γελάδια. Εκείνο που έφεραν μαζί τους ήταν το σώμα ενός σκοτωμένου Τάταρου, του αδερφού του κοκκινογένη. Γύρισαν βαρύθυμοι και συγκε-

53

μολάς ή μουλάς: μουσουλμάνος κληρικός.


ντρώθηκαν όλοι για την ταφή. Ο Ζιλίν βγήκε και αυτός έξω για να δει. Δεν έβαλαν το νεκρό σε φέρετρο, αλλά τύλιξαν το σώμα σ’ ένα λινό ύφασμα, το μετέφεραν έξω από το χωριό και το ακούμπησαν στο χορτάρι κάτω από τα πλατάνια. Ήρθαν ο μολάς και ο γέρος. Τύλιξαν υφάσματα γύρω από τα καπέλα τους, έβγαλαν τα παπούτσια τους, κάθισαν στις φτέρνες τους ο ένας πίσω από τον άλλον, μπροστά στο νεκρό. Πρώτος ήταν ο μολάς, πίσω του σε ευθεία τρεις γέροι με τουρμπανια και πίσω τους οι υπόλοιποι Τάταροι. Όλοι κοίταζαν στη γη και κάθονταν βουβοί. Αυτό συνεχίστηκε για πολλή ώρα, μέχρι που ο μολάς σήκωσε το Αλάχ: θεός

κεφάλι του και είπε: «Αλάχ*!» Έπειτα, όλοι ξανάριξαν τα βλέμματα στη γη κι έμειναν εντελώς ακίνητοι και σιωπηλοί για αρκετή ώρα. Ξανά ο μολάς σήκωσε το κεφάλι του και είπε: «Αλάχ!» Όλοι επανέλαβαν: «Αλάχ!» και ξανασώπασαν.

54


Το σώμα του νεκρού κειτόταν πάνω στο χορτάρι ακίνητο και οι Τάταροι κάθονταν το ίδιο ακίνητοι σαν να ήταν κι εκείνοι πεθαμένοι. Κανένας ήχος δεν ακουγόταν εκτός από τα φύλλα των πλατάνων που θρόιζαν από το αεράκι. Ύστερα ο μολάς είπε μια προσευχή και όλοι σηκώθηκαν. Σήκωσαν το νεκρό στους ώμους τους και τον μετέφεραν στον τάφο. Δεν ήταν ένας συνηθισμένος τάφος, αλλά μια κοιλότητα στη γη σαν κελάρι. Έπιασαν το νεκρό από τις μασχάλες και τα πόδια, λύγισαν το σώμα του, τον ακούμπησαν μαλακά στο έδαφος, και τον έσπρωξαν κάτω από τη γη σε καθιστή στάση με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά. Ο Νογκάυ έφερε πράσινα βούρλα, γέμισαν την τρύπα και την σκέπασαν γρήγορα με χώμα, το έστρωσαν και τοποθέτησαν μία πέτρα πάνω από το κεφάλι του νεκρού. Μετά πατίκωσαν το χώμα και ξανακάθισαν σε σειρά, μπροστά από τον τάφο, μένοντας για πολλή ώρα βουβοί.

55


Τέλος λέγοντας «Αλάχ, Αλάχ, Αλάχ!» αναστέναξαν και σηκώθηκαν. Ο κοκκινογένης Τάταρος έδωσε λεφτά στους γέρους. Ύστερα σηκώθηκε, πήρε ένα καμουτσίκι, χτύπησε με αυτό τρεις φορές το μέτωπό του και πήγε σπίτι του. Το άλλο πρωί ο Ζιλίν είδε τον κόκκινο Τάταρο, ακολουθούμενο από τρεις άλλους, να οδηγεί μια φοράδα έξω από το χωριό. Όταν βγήκαν από το χωριό, ο κοκκινογένης Τάταρος, έβγαλε το καφτάνι του και σήκωσε τα μανίκια του μπεσμέτ αποκαλύπτονας τα γεροδεμένα μπράτσα του. Ύστερα τράβηξε ένα μαχαίρι και το ακόνισε σε μια ακονόπετρα. Οι άλλοι Τάταροι ανασήκωσαν το κεφάλι της φοράδας κι εκείνος της έκοψε το λαιμό. Την πέταξε κάτω και άρχισε να την γδέρνει με τις χερούκλες του. Ήρθαν οι γυναίκες και τα κορίτσια και πήραν τα σπλάχνα για να τα πλύνουν. Ύστερα τεμάχισαν τη φοράδα και πήραν τα κομμάτια στην καλύβα. Όλο το χωριό μαζεύτηκε στο

56


σπίτι του κόκκινου Τάταρου για το νεκρώσιμο φαγοπότι. Επί τρεις μέρες έτρωγαν αλογίσιο κρέας, έπιναν μπόζα και προσεύχονταν για το νεκρό. Όλοι οι Τάταροι βρίσκονταν στο χωριό. Την τέταρτη μέρα, την ώρα του δείπνου, ο Ζιλίν παρατήρησε ότι γίνονταν ετοιμασίες για αναχώρηση. Έβγαλαν έξω τα άλογα, φόρεσαν τα ρούχα και τα όπλα τους, και καμιά δεκαριά από αυτούς (ο κοκκινογένης ανάμεσά τους) καβαλίκεψαν κι έφυγαν. Όμως ο Αμπντούλ έμεινε στο σπίτι. Ήταν καινούργιο φεγγάρι και οι νύχτες ήταν ακόμα σκοτεινές. «Απόψε είναι η κατάλληλη ευκαιρία για να το σκάσω», σκέφτηκε ο Ζιλίν. Μίλησε στον Κοστυλίν, αλλά ο Κοστυλίν δεν είχε το θάρρος. «Πώς μπορούμε να το σκάσουμε;» ρώτησε. «Ούτε το δρόμο δεν ξέρουμε». «Τον ξέρω εγώ», είπε ο Ζιλίν. «Ακόμα και αν τον ξέρεις», είπε ο Κοστυλίν,

57


«δεν μπορούμε να φτάσουμε στο οχυρό μέσα σε μία νύχτα». «Αν δεν μπορέσουμε», είπε ο Ζιλίν, «θα κρυφτούμε στο δάσος. Δες εδώ, φύλαξα μερικά τυριά. Τι θα κάνεις; Αν σου στείλουν τα λύτρα, όλα ωραία και καλά. Σκέψου όμως, τι θα γίνει αν δεν καταφέρουν οι δικοί σου να μαζέψουν τα λεφτά; Οι Τάταροι τώρα είναι εξαγριωμένοι, γιατί οι Ρώσοι σκότωσαν ένα δικό τους. Συζητάνε να μας σκοτώσουν». Ο Κοστυλίν το ξανασκέφτηκε. «Καλά, πάμε», είπε.

58


ΚΕΦΑΛΑΙΟ

5

Ο Ζιλίν σύρθηκε στην τρύπα, τη φάρδυνε για να χωρέσει να περάσει ο Κοστυλίν και μετά κάθισαν οι δύο τους περιμένοντας να ησυχάσει το αούλ. Μόλις ησύχασε το χωριό, ο Ζιλίν σύρθηκε κάτω από τον τοίχο, βγήκε και ψιθύρισε στον Κοστυλίν: «Έλα!». Ο Κοστυλίν σύρθηκε προς τα έξω, αλλά το πόδι του πιάστηκε σε μια πέτρα κι έκανε θόρυβο. Ο αφέντης είχε για φύλακα ένα πολύ άγριο, πιτσιλωτό σκυλί, που το φώναζε Ουλγιασίν. Ο Ζιλίν το τάιζε εδώ και αρκετό καιρό. Ο Ουλγιασίν ακούγοντας το θόρυβο άρχισε να γαβγίζει και να πηδάει· και τα άλλα

59


σκυλιά έκαναν το ίδιο. Ο Ζιλίν του σφύριξε σιγανά και του πέταξε ένα κομμάτι τυρί. Ο Ουλγιασίν αναγνώρισε το Ζιλίν, κούνησε την ουρά του και σταμάτησε να γαβγίζει. Αλλά ο αφέντης είχε ακούσει το σκυλί και του φώναξε από την καλύβα: «Χάιτ, χάιτ, Ουλγιασίν!» Ο Ζιλίν έξυσε το σκυλί πίσω από τα αυτιά, εκείνο ησύχασε και ξάπλωσε κουνόντας την ουρά του. Κρύφτηκαν για λίγο πίσω από μια γωνία. Όλα ησύχασαν ξανά, μόνο ένα πρόβατο ακουγόταν μέσα από κάποιο μαντρί και το νερό που αναδευόταν πάνω από τις πέτρες του ρυακιού. Ήταν σκοτεινά, τ’ αστέρια ήταν πολύ ψηλά και το καινούργιο φεγγάρι πρόβαλλε κόκκινο πίσω από το βουνό, με τις άκρες γυρισμένες προς τα πάνω. Στις ρεματιές η ομίχλη ήταν άσπρη σαν το γάλα. Ο Ζιλίν σηκώθηκε και είπε στο σύντροφό του: «Λοιπόν, φίλε, ας ξεκινήσουμε!» Ξεκίνησαν, αλλά δεν είχαν προχωρήσει λίγα

60


βήματα, όταν άκουσαν το μολά να φωνάζει από τη στέγη: «Αλάχ, μπισμ Αλάχ! Ελραχμάν!». Αυτό σήμαινε ότι οι άνθρωποι θα πήγαιναν στο τζαμί. Έτσι ξανακάθισαν κρυμμένοι πίσω από έναν τοίχο. Περίμεναν πολλή ώρα ώσπου να περάσει ο κόσμος. Επιτέλους ξανάγινε ησυχία. «Τώρα! Ο Θεός μαζί μας!». Έκαναν το σταυρό τους και ξεκίνησαν. Πέρασαν από μια αυλή και κατέβηκαν από τη βουνοπλαγιά στο ποτάμι, το διέσχισαν και προχώρησαν στη ρεματιά. Η ομίχλη ήταν πυκνή, αλλά μόνο κοντά στο έδαφος. Πάνω από τα κεφάλια τους τ’ αστέρια έλαμπαν. Ο Ζιλίν προσανατολιζόταν κοιτάζοντας τ’ αστέρια. Ήταν δροσερά μέσα στην ομίχλη και το περπάτημα ήταν εύκολο, μόνο που οι μπότες τους ήταν άβολες, γιατί ήταν φθαρμένες και τσαλαπατημένες. Ο Ζιλίν τις έβγαλε, τις πέταξε και συνέχισε ξιπόλυτος. Πηδούσε από πέτρα σε πέτρα και εύρισκε το δρόμο του με τ’ αστέρια. Ο Κοστυλίν άρχισε ξεμένει πίσω.

61


«Περπάτα πιο αργά», είπε. «Αυτές οι αναθεματισμένες οι μπότες μού έχουν πληγιάσει τα πόδια». «Βγάλ’ τες», είπε ο Ζιλίν. «Θα περπατάς πιο εύκολα χωρίς αυτές». Ο Κοστυλίν συνέχισε ξιπόλητος, αλλά έτσι ήταν χειρότερα. Οι πέτρες πλήγωναν τα πόδια του και συνεχώς ξέμενε πίσω. Ο Ζιλίν τού είπε: «Τα πληγωμένα πόδια γιατρεύονται. Αλλά αν σε πιάσουν οι Τάταροι, θα σε σκοτώσουν κι αυτό δεν έχει γιατρειά!» Ο Κοστυλίν δεν απάντησε, αλλά συνέχισε να προχωράει βογγώντας όλη την ώρα. Βάδισα για πολλή ώρα μέσα από ένα φαράγγι. Ξαφνικά από τα δεξιά άκουσαν σκυλιά να γαβγίζουν. Ο Ζιλίν σταμάτησε, κοίταξε γύρω του και άρχισε ν’ ανεβαίνει τον λόφο ψηλαφώντας με τα χέρια. «Αχ», είπε, «πήραμε λάθος δρόμο και προχωρήσαμε πολύ προς τα δεξιά. Εδώ είναι ένα άλλο αούλ, που το είχα δει από το βουνό. Πρέπει να

62


γυρίσουμε πίσω και ν’ ανέβουμε το βουνό στ’ αριστερά. Υπάρχει ένα δάσος εκεί. Αλλά ο Κοστυλίν είπε: «Στάσου μια στιγμή. Άσε με να πάρω μια ανάσα. Τα πόδια μου έχουν ξεσκιστεί και αιμορραγούν». «Μη σε νοιάζει, φίλε! Θα ξαναγίνουν καλά. Πρέπει να πηδάς πιο ελαφρά. Να, έτσι!» Και ο Ζιλίν έτρεξε πίσω κι έστριψε αριστερά στο βουνό προς το δάσος. Ο Κοστυλίν συνέχισε να μένει πίσω και να βογγάει. Ο Ζιλίν είπε μονάχα: «Σώπα!» και συνέχισε το δρόμο του. Ανέβηκαν το βουνό και βρήκαν το δάσος, όπως είχε πει ο Ζιλίν. Μπήκαν στο δάσος και προχώρησαν με κόπο ανάμεσα στα βάτα που ξέσκιζαν τα ρούχα τους. Επιτέλους έφτασαν σ’ ένα μονοπάτι και το ακολούθησαν. «Σταμάτα!» Άκουσαν βήματα από οπλές στο μονοπάτι. Σταμάτησαν και περίμεναν. Ακουγόταν σαν βηματισμός αλόγου. Προχώρησαν και ξανάκουσαν τον ήχο από τα βήματα. Όταν σταμάτη-

63


σαν, σταμάτησε κι εκείνος. Ο Ζιλίν σύρθηκε πιο κοντά και είδε κάτι να στέκεται στο μονοπάτι, σ’ ένα σημείο που δεν ήταν εντελώς σκοτεινά. Έμοιαζε με άλογο, αλλά όχι ακριβώς και πάνω του ήταν κάτι παράξενο, σίγουρα όχι άνθρωπος. Το άκουσε να φρουμάζει. «Τι να ’ναι αυτό;» Ο Ζιλίν σφύριξε σιγανά κι εκείνο όρμησε από το μονοπάτι στο σύδεντρο. Το δάσος γέμισε με ήχους από τριξίματα, λες και το σάρωνε θύελλα που έσπαζε τα κλαδιά. Ο Κοστυλίν σωριάστηκε στο χώμα από το φόβο του. Αλλά ο Ζιλίν γέλασε και είπε: «Αρσενικό ελάφι είναι! Δεν το ακούς που σπάει τα κλαδιά με τα κέρατά του; Εμείς φοβόμαστε αυτό και αυτό φοβάται εμάς». Προχώρησαν. Η Μεγάλη Άρκτος είχε αρχίσει να βασιλεύει. Δε θ’ αργούσε να χαράξει και δεν ήξεραν αν είχαν πάρει το σωστό δρόμο ή όχι. Ο Ζιλίν σκέφτηκε ότι αυτός ήταν ο δρόμος που τους είχαν φέρει οι Τάταροι και ότι ήθελαν

64


ακόμα δέκα βέρστια μέχρι το ρώσικο οχυρό. Αλλά δεν ήταν σίγουρος για τίποτα και τη νύχτα εύκολα μπορεί κανείς να γελαστεί. Μετά από κάμποση ώρα έφτασαν σ’ ένα ξέφωτο. Ο Κοστυλίν κάθισε και είπε: «Κάνε ό,τι θέλεις, εγώ δεν μπορώ να πάω πιο πέρα! Τα πόδια μου δε με βαστάνε». Ο Ζιλίν προσπάθησε να τον μεταπείσει. «Όχι, δεν έρχομαι. Δεν μπορώ να περπατήσω!» Ο Ζιλίν θύμωσε και του μίλησε άγρια. «Τότε θα συνεχίσω μόνος μου. Αντίο!» Ο Κοστυλίν αναπήδησε και ακολούθησε. Περπάτησαν άλλα τέσσερα βέρστια. Η ομίχλη στο δάσος είχε πυκνώσει, δεν έβλεπαν μπροστά τους ούτε στο ένα μέτρο, και τ’ αστέρια μόλις που φαίνονταν. Ξαφνικά άκουσαν βήματα αλόγου να έρχονται προς το μέρος τους. Άκουσαν τα πέταλά του να χτυπούν στις πέτρες. Ο Ζιλίν ξάπλωσε και κόλλησε το αυτί του στο έδαφος.

65


«Ναι, αυτό είναι! Ένας καβαλάρης έρχεται προς τα δω». Έφυγαν τρέχοντας από το μονοπάτι, λούφαξαν ανάμεσα στους θάμνους και περίμεναν. Ο Ζιλίν σύρθηκε ως το δρόμο και είδε έναν Τάταρο καβάλα στο άλογο να οδηγεί μία αγελάδα και να σιγοτραγουδάει. Ο Τάταρος τους προσπέρασε. Ο Ζιλίν γύρισε στον Κοστυλίν. «Ο Θεός τον οδήγησε να μας προσπεράσει. Σήκω και πάμε!» Ο Κοστυλίν προσπάθησε να σηκωθεί, αλλά έπεσε πάλι πίσω. «Δεν μπορώ. Στο λόγο μου δεν μπορώ. Δεν έχω άλλη δύναμη!». Ήταν σωματώδης και βαρύς και είχε γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα. Όπως ήταν παγωμένος από την καταχνιά και με τα πόδια καταματωμένα, δεν μπορούσε να κάνει ούτε βήμα. Ο Ζιλίν προσπάθησε να τον σηκώσει, αλλά ο Κοστυλίν έσκουξε: «Ωχ, πόσο πονάω!»

66


Η καρδιά του Ζιλίν χτύπησε δυνατά. «Γιατί ξεφωνίζεις; Ο Τάταρος είναι ακόμα κοντά. Θα σε ακούσει!» Και σκέφτηκε: «Είναι αποκαμωμένος. Τι να τον κάνω; Δεν μπορώ να εγκαταλείψω το σύντροφό μου». «Λοιπόν, τότε σήκω και ανέβα στην πλάτη μου. Θα σε κουβαλήσω εγώ, αφού, όπως λες, δεν μπορείς να περπατήσεις». Βοήθησε τον Κοστυλίν ν’ ανέβει στην πλάτη του και πέρασε τα χέρια του κάτω από τους μηρούς του. Ύστερα βγήκε από το σύδεντρο στο μονοπάτι. «Μόνο, για τ’ όνομα του Θεού», είπε ο Ζιλίν, «μη σφίγγεις τα χέρια σου στο λαιμό μου! Με πνίγεις! Κρατήσου από τους ώμους μου». Το φορτίο ήταν πολύ βαρύ για το Ζιλίν. Τα πόδια του ήταν ματωμένα και ήταν εξαντλημένος. Κάθε λίγο έσκυβε για να ισορροπήσει τον Κοστυλίν καλύτερα, τινάζοντάς τον προς τα πάνω, ώστε να κάθεται ψηλότερα και μετά συνέχιζε το δρόμο του.

67


Ο Τάταρος πράγματι είχε ακούσει την κραυγή του Κοστυλίν, γιατί ξαφνικά ο Ζιλίν άκουσε καλπασμό πίσω και ξεφωνητά στην ταταρική γλώσσα. Ρίχτηκε μέσα στους θάμνους. Ο Τάταρος σήκωσε το όπλο του και πυροβόλησε, αλλά δεν τους πέτυχε. Φώναξε στη γλώσσα του κι έφυγε καλπάζοντας στο μονοπάτι. «Τώρα είμαστε χαμένοι, φίλε!» είπε ο Ζιλίν. Αυτός ο σκύλος τρέχει να συνάξει τους Τάταρους για να μας κυνηγήσουν. Αν δεν καταφέρουμε να απομακρυνθούμε τρία βέρστια, είμαστε χαμένοι!» Και είπε μέσα του: «Τι στα κομμάτια μου ’ρθε και φορτώθηκα τούτο το κούτσουρο; Άν ήμουνα μόνος μου, τώρα θα είχα φτάσει». «Συνέχισε μόνος», είπε ο Κοστυλίν. «Κρίμα να πας χαμένος εξ αιτίας μου». «Όχι, δεν φεύγω. Δεν γίνεται να εγκαταλείψω σύντροφο». Ξαναπήρε τον Κοστυλίν στην πλάτη και συνέχισε να περπατάει τρεκλίζοντας. Προ-

68


χώρησαν άλλο ένα βέρστι ή και περισσότερο. Βρίσκονταν ακόμα μέσα στο δάσος και δεν μπορούσαν να δουν την άκρη του. Η ομίχλη είχε αρχίσει να σηκώνεται και ν’ ανεβαίνει σε μικρά σύννεφα και τα αστέρια δεν φαίνονταν πια. Ο Ζιλίν ήταν εξαντλημένος. Έφτασαν σε μια πηγή περιτειχισμένη με πέτρες δίπλα στο μονοπάτι. Ο Ζιλίν σταμάτησε και ακούμπησε κάτω τον Κοστυλίν. «Στάσου να ξαποστάσω και να δροσιστώ», είπε, «και να φάμε λίγο τυρί. Τώρα δεν μπορεί να είμαστε πολύ μακριά». Πριν προλάβει καλά καλά να σκύψει και να πιει, άκουσε πίσω του ποδοβολητά αλόγων. Ρίχτηκαν ξανά στους θάμνους δεξιά τους και ξάπλωσαν κάτω από μια απότομη πλαγιά. Άκουσαν φωνές. Οι Τάταροι σταμάτησαν ακριβώς στο σημείο όπου είχαν αλλάξει πορεία και είχαν ριχτεί στους θάμνους. Κουβέντιασαν λιγάκι και μετά φαίνεται πως έβαλαν ένα σκυλί να τους ακολουθήσει με τη μυρωδιά. Ακού-

69


στηκε ήχος από κλαδιά που έτριζαν κι ένα άγνωστο σκυλί ξεπρόβαλε από τους θάμνους. Σταμάτησε και άρχισε να γαβγίζει. Τότε οι Τάταροι, επίσης άγνωστοι, κατέβηκαν την απότομη πλαγιά, έπιασαν το Ζιλίν και τον Κοστυλίν, τους έδεσαν, τους φόρτωσαν στα άλογα και τους πήραν μαζί τους. Μετά από τρία βέρστια, συνάντησαν τον Αμπντούλ, τον ιδιοκτήτη τους, που τον ακολουθούσαν δύο άλλοι Τάταροι. Αφού συνομίλησε με τους ξένους, έβαλε το Ζιλίν και τον Κοστυλίν σε δύο δικά του άλογα και τους πήρε πίσω στο αούλ. Ο Αμπντούλ δε γελούσε τώρα πια και δεν τους απηύθυνε ούτε λέξη. Έφτασαν στο αούλ την ώρα που χάραζε και τους απίθωσε στο δρόμο. Τα παιδιά στριμώχτηκαν γύρω τους ξεφωνίζοντας, τους πετούσαν πέτρες και τους χτυπούσαν με τα καμουτσίκια. Οι Τάταροι σχημάτισαν έναν κύκλο. Ο γέρος

70


από τα ριζά του βουνού ήταν κι αυτός εκεί. Άρχισαν να συζητούν. Ο Ζιλίν κατάλαβε ότι συζητούσαν για ν’ αποφασίσουν τι θα τους κάνουν. Κάποιος είπε ότι θα έπρεπε να τους στείλουν πέρα στα βουνά, αλλά ο γέρος είπε: «Πρέπει να πεθάνουν!» Ο Αμπντούλ λογόφερε μαζί του λέγοντας: «Έχω δώσει λεφτά γι’ αυτούς και πρέπει να πάρω λύτρα». Αλλά ο γέρος είπε: «Τίποτα δε θα σου δώσουν, μόνο δυστυχία θα φέρουν. Είναι αμαρτία να ταῒζεις Ρώσους. Σκότωσέ τους, να τελειώνουμε πια!» Σκορπίστηκαν. Όταν έφυγαν, ο αφέντης πήγε στο Ζιλίν και είπε: «Αν τα λύτρα δεν έρθουν μέσα σε δεκαπέντε μέρες, θα σε μαστιγώσω μέχρι να πεθάνεις. Αν προσπαθήσεις ξανά να το σκάσεις, θα σε σκοτώσω σαν το σκυλί! Γράψε το γράμμα και γράψ’ το σωστά!» Τους έφερε χαρτί κι εκείνοι έγραψαν γράμματα. Τους έβαλε πεδούκλες στα πόδια και τους πήγε πίσω από το τζαμί, σ’ ένα βαθύ

71


λάκκο, γύρω στα τέσσερα μέτρα πλατύ, και τους πέταξε μέσα.

72


ΚΕΦΑΛΑΙΟ

6

Η ζωή τους τώρα ήταν πολύ σκληρή. Φορούσαν αδιάκοπα τις πεδούκλες και ποτέ δεν τους έβγαζαν στον καθαρό αέρα. Τους πέταγαν άψητο ζυμάρι σαν να ήταν σκυλιά και τους κατέβαζαν νερό μέσα σ’ ένα ντενεκέ. Μέσα στο λάκκο ήταν υγρά και στενόχωρα και η δυσοσμία ήταν ανυπόφορη. Ο Κοστυλίν αρρώστησε, το κορμί του πρήστηκε και πονούσε παντού. Όλη την ώρα βογγούσε ή κοιμόταν. Ο Ζιλίν ήταν αποκαρδιωμένος. Έβλεπε ότι βρίσκονταν σε απελπιστική κατάσταση και δεν μπορούσε να σκεφτεί κανένα τρόπο για να γλιτώσουν.

73


Προσπάθησε να σκάψει μια σήραγγα, αλλά δεν υπήρχε μέρος να βάλει το χώμα. Ο αφέντης το πρόσεξε και τον φοβέρισε ότι θα τον σκοτώσει. Μια μέρα που καθόταν στο λάκκο και συλλογιζόταν την ελεύθερη ζωή νιώθοντας πολύ απογοητευμένος, έπεσε ξαφνικά στα πόδια του ένα ψωμί και μετά άλλο ένα και μετά μία βροχή από κεράσια. Σήκωσε τα μάτια και είδε την Ντίνα. Τον κοίταξε, γέλασε κι έφυγε τρέχοντας. Και ο Ζιλίν αναρωτήθηκε: «Μπορεί, άραγε, η Ντίνα να με βοηθήσει;» Καθάρισε ένα μικρό μέρος στο λάκκο, έβγαλε λίγη λάσπη και άρχισε να φτιάχνει παιχνίδια. Έφτιαξε άντρες, άλογα και σκυλιά με τη σκέψη: «Όταν έρθει η Ντίνα, θα της τα πετάξω επάνω». Αλλά η Ντίνα δεν ήρθε την επόμενη μέρα. Ο Ζιλίν άκουσε βήματα αλόγων· πέρασαν μερικοί καβαλάρηδες και όλοι οι Τάταροι μαζεύτηκαν κοντά στο τζαμί για να κάνουν

74


συμβούλιο. Φώναζαν και λογομαχούσαν. Η λέξη «Ρώσοι» επαναλήφθηκε αρκετές φορές. Άκουγε τη φωνή του γέρου. Παρ’ όλο που δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τι έλεγε, μάντεψε ότι τα ρώσικα στρατεύματα βρίσκονταν κάπου κοντά και ότι οι Τάταροι φοβούμενοι ότι θα έμπαιναν στο αούλ, δεν ήξεραν τι να κάνουν τους αιχμαλώτους τους. Αφού κουβέντιασαν για λίγο, έφυγαν. Ξαφνικά άκουσε ένα θρόισμα πάνω από το κεφάλι του και είδε την Ντίνα να κάθεται στο άνοιγμα του λάκκου, με τα γόνατα ψηλότερα από το κεφάλι της και να σκύβει τόσο που τα φλουριά από το γιορντάνι της κρέμονταν πάνω από το λάκκο. Τα ματάκια της έλαμπαν σαν αστέρια. Έβγαλε δύο κομμάτια τυρί από το μανίκι της και του τα πέταξε. Ο Ζιλίν τα πήρε και είπε: «Γιατί δεν ήρθες νωρίτερα; Σου έχω φτιάξει μερικά παιχνίδια. Να, πιάσε!» Άρχισε να πετάει ένα ένα τα παιχνίδια προς

75


τα πάνω. Αλλά εκείνη κούνησε το κεφάλι της και ούτε που γύρισε να τα κοιτάξει. «Δεν μπορώ να τα πάρω». Κάθισε για λίγο σιωπηλή και μετά είπε: «Ιβάν, θέλουν να σε σκοτώσουν!». Έδειξε το λαιμό της. «Ποιος θέλει να με σκοτώσει;» «Ο πατέρας. Ο γέρος λέει ότι πρέπει. Αλλά εγώ σε λυπάμαι!» Ο Ζιλίν απάντησε: «Λοιπόν, αν με λυπάσαι, φέρε ένα μακρύ κοντάρι». Κούνησε αρνητικά το κεφάλι της για να του πει: «Δεν μπορώ!» Εκείνος ένωσε τα χέρια του και την παρακάλεσε: «Ντίνα, σε παρακαλώ, φέρ’ το! Ντίνουσκα, σε ικετεύω!» «Δεν μπορώ», είπε, «θα με δουν που θα το φέρνω. Βρίσκονται όλοι στο χωριό». Κι έφυγε. Έτσι, όταν ήρθε το βράδυ, ο Ζιλίν ακόμα καθόταν κοιτάζοντας κάπου κάπου προς τα πάνω και αναρωτιόταν τι θα γίνει. Τ’ αστέρια είχαν βγει, αλλά το φεγγάρι δεν είχε σηκωθεί

76


ακόμα. Ακούστηκε η φωνή του μολά και μετά όλα ησύχασαν. Το Ζιλίν άρχισε να τον παίρνει ο ύπνος με τη σκέψη: «Το κορίτσι φοβάται!» Ξαφνικά ένιωσε λάσπη να πέφτει στο κεφάλι του. Κοίταξε ψηλά και είδε ένα μαδέρι να γλιστράει αθόρυβα στο λάκκο και να κατεβαίνει μέχρι που έφτασε κάτω. Ο Ζιλίν ήταν στ’ αλήθεια ευτυχής. Το έπιασε και το τράβηξε. Ήταν ένα γερό μαδέρι –το είχε ξαναδεί στη σκεπή της καλύβας του αφέντη του. Κοίταξε ψηλά. Τ’ αστέρια έλαμπαν στον ουρανό και πάνω από το λάκκο τα μάτια της Ντίνας έλαμπαν μέσα στο σκοτάδι. Έσκυψε στο άνοιγμα του λάκκου και ψιθύρισε: «Ιβάν! Ιβάν!» κουνώντας το χέρι της μπροστά στο πρόσωπό της για να του δείξει ότι έπρεπε να μιλάει χαμηλόφωνα. «Τι;» ρώτησε ο Ζιλίν. «Έφυγαν όλοι. Μόνο δύο έχουν μείνει πίσω». Τότε ο Ζιλίν είπε: «Λοιπόν, Κοστυλίν, έλα!.

77


Ας κάνουμε μια τελευταία προσπάθεια. Θα σε βοηθήσω ν’ ανέβεις». Αλλά ο Κοστυλίν δεν ήθελε ούτε να τ’ ακούσει. «Όχι», είπε. «Δεν μπορώ να φύγω από δω. Πώς μπορώ να φύγω, όταν δεν έχω δύναμη ούτε να γυρίσω πλευρό;» «Αφού είναι έτσι, αντίο, λοιπόν! Μη σκεφτείς άσχημα για μένα!» είπε και φίλησε τον Κοστυλίν. Άρπαξε το μαδέρι, είπε στη Ντίνα να το κρατάει και άρχισε να σκαρφαλώνει. Γλίστρησε μια δυο φορές· η πεδούκλα τον δυσκόλευε. Ο Κοστυλίν τον στήριξε και κατάφερε ν’ ανέβει στην κορυφή. Η Ντίνα βάζοντας όλη της τη δύναμη στα μικρά της χέρια τον τράβηξε από την πουκαμίσα γελώντας. Ο Ζιλίν τράβηξε έξω το μαδέρι και είπε: «Βάλ’ το στη θέση του, Ντίνα, γιατί αν το δουν, θα σε δείρουν». Εκείνη έσυρε το μαδέρι και ο Ζιλίν κατέβηκε

78


την απότομη πλαγιά. Πήρε μια κοφτερή πέτρα και προσπάθησε να σπάσει την κλειδωνιά της πεδούκλας. Αλλά η κλειδωνιά ήταν γερή και δεν μπορούσε να την σπάσει. Άκουσε κάποιον να κατεβαίνει τρέχοντας την πλαγιά με ανάλαφρα πηδήματα. Σκέφτηκε: «Σίγουρα είναι η Ντίνα». Η Ντίνα ήρθε, πήρε την πέτρα και είπε: «Άσε με να δοκιμάσω». Γονάτισε και προσπάθησε να την σπάσει, αλλά τα χεράκια της ήταν λεπτά σαν κλαδάκια και δεν είχαν δύναμη. Πέταξε την πέτρα μακριά και άρχισε να κλαίει. Τότε ο Ζιλίν ξαναστρώθηκε στη δουλειά και η Ντίνα κάθισε οκλαδόν κοντά του ακουμπώντας το χέρι της στον ώμο του. Ο Ζιλίν κοίταξε γύρω και είδε ένα κόκκινο φως στ’ αριστερά, πίσω από το βουνό. Ήταν το φεγγάρι που ανέτελλε. «Προτού ψηλώσει το φεγγάρι», συλλογίστηκε, «πρέπει να έχω περάσει το φαράγγι και να βρίσκομαι στο

79


δάσος». Σηκώθηκε και πέταξε την πέτρα. Με πεδούκλα ή χωρίς, έπρεπε να προχωρήσει. «Αντίο, Ντίνουσκα», είπε. «Ποτέ δε θα σε ξεχάσω!» Η Ντίνα τον αγκάλιασε, ενώ με τα χέρια της ψαχούλευε να βρει μέρος για να βάλει τα τυριά που του είχε φέρει. Εκείνος τα πήρε. «Σ’ ευχαριστώ. Για όλα φροντίζεις. Ποιος θα σου φτιάχνει κούκλες τώρα που θα φύγω;» Και της χάηδεψε το κεφάλι. Η Ντίνα ξέσπασε σε κλάματα. Έκρυψε το πρόσωπό της με τα χέρια της. Ύστερα ανέβηκε τη βουνοπλαγιά τρέχοντας σαν κατσικάκι, ενώ τα φλουριά της πλεξούδας της κουδούνιζαν, καθώς χτυπούσαν πάνω στην πλάτη της. Ο Ζιλίν έκανε το σταυρό του, πήρε την κλειδωνιά στα χέρια του για να μην κροταλίζει και προχώρησε στο δρόμο, σέρνοντας το δεμένο πόδι του και κοιτάζοντας προς τα κει που έβγαινε το φεγγάρι. Τώρα ήξερε το δρόμο. Αν πήγαινε ευθεία, είχε να περπατήσει περίπου

80


οχτώ βέρστια. Να μπορούσε να φτάσει στο δάσος, προτού σηκωθεί εντελώς το φεγγάρι! Διέσχισε το ποτάμι. Το φως πίσω από το λόφο είχε αρχίσει ν’ ασπρίζει. Συνέχισε να το κοιτάζει, καθώς περνούσε το φαράγγι. Το φεγγάρι δεν είχε φανεί ακόμη. Το φως δυνάμωσε και στη μία πλευρά του φαραγγιού όλα φαίνονταν ολοκάθαρα, ενώ στα ριζά του βουνού σχηματίζονταν σκιές, που σέρνονταν όλο και πιο κοντά του. Ο Ζιλίν συνέχισε το δρόμο του περπατώντας στο σύσκιο. Προχωρούσε γρήγορα, αλλά το φεγγάρι πήγαινε γρηγορότερα· οι βουνοκορφές δεξιά του ήταν ήδη φωτισμένες. Καθώς πλησίαζε στο δάσος, το φεγγάρι φάνηκε ολόλευκο πίσω από τα βουνά και φώτισε σαν μέρα. Έβλεπε ακόμα και τα φύλλα πάνω στα δέντρα. Τα βουνά ήταν λουσμένα στο φως, αλλά ήταν σιωπηλά, λες και δεν υπήρχε τίποτα ζωντανό. Δεν ακουγόταν άλλο τίποτα εκτός από το κελάρυσμα του ποταμού κάτω.

81


Ο Ζιλίν έφτασε στο δάσος χωρίς να συναντήσει κανέναν. Διάλεξε ένα σκοτεινό σημείο μέσα στο δάσος και κάθισε να ξαποστάσει. Ξεκουράστηκε κι έφαγε ένα τυρί. Ύστερα βρήκε μια πέτρα και άρχισε πάλι να κοπανάει την πεδούκλα. Τα χέρια του γέμισαν πληγές, αλλά δεν κατάφερε να σπάσει την κλειδωνιά. Σηκώθηκε και πήρε το δρόμο. Περπάτησε σχεδόν ένα βέρστι, αλλά η δύναμή του τον εγκατέλειπε και τα πόδια του πονούσαν. Κάθε δέκα βήματα έπρεπε να σταματάει. «Δεν υπάρχει άλλη λύση», σκέφτηκε. «Πρέπει να προχωρήσω με όση δύναμη μού έχει απομείνει. Αν καθίσω, δε θα μπορέσω να ξανασηκωθώ. Δε θα τα καταφέρω να φτάσω στο οχυρό, αλλά όταν ξημερώσει, θα χωθώ στο δάσος, θα μείνω εκεί όλη την ημέρα και όταν νυχτώσει, θα συνεχίσω». Περπάτησε όλη τη νύχτα. Δύο Τάταροι καβαλάρηδες πέρασαν από κοντά του, αλλά τους άκουσε από μακριά και πρόφτασε να κρυφτεί πίσω από ένα δέντρο.

82


Το φεγγάρι άρχισε να χλομιάζει και να πέφτει πάχνη. Κόντευε να χαράξει και ο Ζιλίν δεν είχε φτάσει στο τέλος του δάσους «Καλά», σκέφτηκε, «θα κάνω άλλα τριάντα βήματα και μετά θα χωθώ ανάμεσα στα δέντρα και θα ξεκουραστώ». Προχώρησε άλλα τριάντα βήματα και είδε πως είχε φτάσει στο τέλος του δάσους. Πήγε στην άκρη, όπου αρκετό φως. Είδε μπροστά του τη στέπα και το οχυρό. Αριστερά του, κοντά στα ριζά του βουνού, έκαιγαν φωτιές και ο καπνός σκορπιζόταν τριγύρω. Κοντά στις φωτιές ήταν μαζεμένοι άντρες. Κοίταξε καλά και είδε όπλα να γυαλίζουν. Ήταν στρατιώτες Κοζάκοι*! Ο Ζιλίν πλημμύρισε από χαρά. Μάζεψε όση δύναμη τού είχε απομείνει και άρχισε να κατεβαίνει την πλαγιά μονολογώντας: «Θεέ μου, μην αφήσεις κανένα Τάταρο απ’ το βουνό να με δει τώρα στην ανοιχτή στέπα! Δε θα μπορέσω να του ξεφύγω, παρ’ όλο που είμαι τόσο κοντά!».

83

Κοζάκοι: λαός με φιλοπόλεμο και ατίθασο πνεύμα, που ζει στην Ουκρανία και στη Ν. Ρωσία.


Δεν πρόφτασε καλά καλά να το πει και καμιά διακοσαριά μέτρα πιο πέρα, στο ύψωμα αριστερά, είδε τρεις Τάταρους. Τον είδαν κι εκείνοι και όρμησαν. Η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Κούνησε τα χέρια του και φώναξε με όλη του τη δύναμη: «Αδέρφια, αδέρφια, βοήθεια!» Οι Κοζάκοι τον άκουσαν και μια ομάδα καβαλάρηδων όρμησε να κόψει το δρόμο των Τάταρων. Οι Κοζάκοι ήταν μακριά και οι Τάταροι κοντά, αλλά ο Ζιλίν έκανε μια ύστατη προσπάθεια. Σηκώνοντας την πεδούκλα με ένα χέρι, άρχισε να τρέχει προς τους Κοζάκους, μην ξέροντας καλά καλά τι έκανε, κάνοντας το σταυρό του και φωνάζοντας: «Αδέρφια, αδέρφια, αδέρφια!» Εμφανίστηκαν δεκαπέντε Κοζάκοι. Οι Τάταροι φοβήθηκαν και σταμάτησαν προτού τον πλησιάσουν. Ο Ζιλίν έφτασε παραπατώντας στους Κοζάκους. Μαζεύτηκαν γύρω του και άρχισαν να τον ρωτάνε: «Ποιος είσαι; Πώς σε λένε; Από πού

84


έρχεσαι;». Αλλά ο Ζιλίν ήταν σε κατάσταση αλλοφροσύνης· έκλαιγε και όλο έλεγε: «Αδέρφια, αδέρφια!» Τότε οι στρατιώτες ήρθαν τρέχοντας και τον περικυκλωσαν, ο ένας του έδινε ψωμί, ο άλλος σπόρους σίκαλης*, ένας τρίτος βότκα. Κάποιος τον τύλιξε μ’ ένα χιτώνιο και κάποιος άλλος έσπασε την πεδούκλα. Οι αξιωματικοί τον αναγνώρισαν και τον πήγαν καβάλα ως το οχυρό. Οι στρατιώτες ευχαριστήθηκαν που τον έβλεπαν ξανά και όλοι οι συνάδελφοί του μαζεύτηκαν γύρω του. Ο Ζιλίν τους διηγήθηκε όλα όσα είχαν συμβεί. «Έτσι που λέτε. Να, λοιπόν, πώς γύρισα στον τόπο μου και πώς παντρεύτηκα!» είπε. «Όχι! Φαίνεται πως δεν το ’χει η μοίρα μου». Έτσι, συνέχισε να υπηρετεί στον Καύκασο. Ένα μήνα αργότερα απελευθερώθηκε και ο Κοστυλίν, αφού πλήρωσε λύτρα πέντε χιλιάδες ρούβλια. Ήταν μισοπεθαμένος, όταν τον έφεραν πίσω.

85

Οι σπόροι σίκαλης τρώγονταν σαν δημητριακά.



Η ιστορία «Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου» γράφτηκε το 1870 και εκδόθηκε το 1872, ως αφήγημα για παιδιά. Ήταν η εποχή που ο Τολστόι είχε προσηλωθεί στην προσπάθεια να μορφώσει τα παιδιά των χωρικών της Γιασνάγια Πόλιανα. Απ’ όλες τις ιστορίες του ο Τολστόι δύο αγαπούσε πιο πολύ. Στο έργο του

Τι είναι τέχνη; δεν αξιώνει θέση στο χώρο της λογοτεχνίας για κανένα από τα δημιουργήματά του εκτός από την ιστορία «Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου» και την πιο μικρή «Ο Θεός βλέπει την αλήθεια, αλλά περιμένει».

87



Ο Θεός βλέπει την αλήθεια, αλλά περιμένει



Στην πόλη Βλαντίμιρ ζούσε ένας νεαρός έμπορος που λεγόταν Ιβάν Ντμίτριτς Ακσιόνοβ. Είχε δικά του δύο μαγαζιά κι ένα σπίτι. Ο Ακσιόνοβ ήταν όμορφος με ξανθά, σγουρά μαλλιά, ήταν εύθυμος και του άρεσαν τα γλέντια. Στα νιάτα του έπινε πολύ και, μερικές φορές το παράκανε και δημιουργούσε φασαρίες, αλλά από τότε που παντρεύτηκε, έπινε αραιά και πού. Ένα καλοκαιριάτικο πρωινό ο Ακσιόνοβ ξεκίνησε να πάει στο παζάρι του Νίζνι Νόβγκοροντ. Την ώρα που αποχαιρετούσε την οικογένειά του, η γυναίκα του του είπε:

91


«Ιβάν Ντμίτριτς, μην φύγεις σήμερα. Είδα κακό όνειρο». Ο Ακσιόνοβ γέλασε και της είπε: «Φοβάσαι πως όταν φτάσω στο παζάρι, θα μπλεχτώ σε κανένα γλέντι». Η γυναίκα του απάντησε: «Δεν ξέρω τι φοβάμαι. Το μόνο που ξέρω είναι ότι είδα κακό όνειρο. Είδα πως γύρισες από την πόλη και όταν έβγαλες το καπέλο σου, τα μαλλιά σου ήταν γκρίζα». Ο Ακσιόνοβ γέλασε. «Αυτό είναι καλό σημάδι. Να δεις που θα πουλήσω όλα τα πράγματα και θα σου φέρω δώρα από το παζάρι». Έτσι, αποχαιρέτησε την οικογένειά του, ανέβηκε στην άμαξα κι έφυγε. Στα μισά της διαδρομής, συνάντησε ένα γνωστό του έμπορο και πήγαν στο ίδιο πανδοχείο για να περάσουν τη νύχτα. Ήπιαν μαζί το τσάι τους και πήγαν να πλαγιάσουν σε διπλανά δωμάτια.

92


Ο Ακσιόνοβ συνήθιζε να σηκώνεται νωρίς. Επειδή ήθελε να ταξιδέψει όσο ήταν ακόμα δροσιά, ξύπνησε τον αμαξά του πριν ξημερώσει και του είπε να ζέψει τα αλογα. Έπειτα πήγε στον ιδιοκτήτη του πανδοχείου, που έμενε σ’ ένα σπιτάκι στο πίσω μέρος, πλήρωσε το λογαριασμό του και συνέχισε το ταξίδι του. Αφού ταξίδεψε σαράντα βέρστια, έκανε στάση για να ταΐσει τα άλογα. Ο Ακσιόνοβ κάθισε να ξαποστάσει στην αίθουσα του πανδοχείου. Όταν ήρθε η ώρα του δείπνου, έδωσε εντολή να ζεστάνουν το σαμοβάρι*. Ύστερα έβγαλε την κιθάρα του και άρχισε να παίζει. Αναπάντεχα σταμάτησε μια τρόικα* με κουδουνάκια. Ξεπέζεψε ένας αξιωματικός και τον ακολούθησαν δύο στρατιώτες. Κατευθύνθηκε στον Ακσιόνοβ και άρχισε να τον ρωτάει ποιος ήταν και από πού ερχόταν. Ο Ακσιόνοβ απάντησε στις ερωτήσεις του και του πρότεινε: «Θέλεις να πιείς ένα τσάι μαζί μου;»

93

σαμοβάρι: βραστήρας

τρόικα: άμαξα που την σέρνουν τρία άλογα.


Ο αξιωματικός, όμως, συνέχισε τις ερωτήσεις: «Πού πέρασες τη χτεσινή νύχτα; Ήσουν μόνος ή μαζί με άλλον έμπορο; Είδες τον άλλον έμπορο σήμερα το πρωί; Γιατί έφυγες, προτού χαράξει;» Ο Ακσιόνοβ απόρησε με τις ερωτήσεις του, αλλά περιέγραψε όλα όσα έγιναν και μετά πρόσθεσε: «Γιατί μου κάνεις ανάκριση; Ούτε κλέφτης είμαι ούτε ληστής. Έμπορος είμαι και ταξιδεύω για τις δουλειές μου. Τι είναι αυτά που με ρωτάς;». Τότε ο αξιωματικός κάλεσε τους στρατιώτες και είπε: «Είμαι ο αστυνόμος αυτής της περιοχής και σε ρωτάω γιατί ο έμπορος, με τον οποίο πέρασες τη χτεσινή νύχτα, βρέθηκε σφαγμένος. Πρέπει να ερευνήσω τα πράγματά σου». Μπήκαν στο πανδοχείο. Οι στρατιώτες και ο αστυνόμος έλυσαν τις αποσκευές του Ακσιόνοβ και τις έψαξαν. Ξαφνικά ο αξιωματικός

94


έβγαλε ένα μαχαίρι μέσα από το σάκκο και φώναξε: «Τίνος είναι αυτό το μαχαίρι;». Ο Ακσιόνοβ αντίκρυσε ένα μαχαίρι λεκιασμένο από αίμα και τρόμαξε. «Πώς βρέθηκε αίμα πάνω στο μαχαίρι;» Ο Ακσιόνοβ προσπάθησε να απαντήσει, αλλά δεν μπορούσε να βγάλει λέξη, μόνο τραύλισε: «Εγώ... εγώ δεν ξέρω... το μαχαίρι... δεν είναι δικό μου». Τότε ο αστυνόμος είπε: «Σήμερα το πρωί ο έμπορος βρέθηκε στο κρεβάτι με το λαιμό κομμένο. Ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να το έχει κάνει είσαι εσύ και κανένας άλλος. Το πανδοχείο ήταν κλειδωμένο από μέσα και μόνον εσύ βρισκόσουν εκεί. Τούτο δω το ματωμένο μαχαίρι στο σάκκο σου και η έκφραση του προσώπου σου προδίνουν την ενοχή σου. Πες μου πώς τον σκότωσες και πόσα λεφτά του έκλεψες;»

95


Ο Ακσιόνοβ ορκίστηκε ότι δεν το είχε κάνει αυτός, ότι αφού ήπιε τσάι μαζί με τον έμπορο δεν τον είχε ξαναδεί, ότι δεν είχε άλλα χρήματα εκτός από οχτώ χιλιάδες ρούβλια δικά του και ότι το μαχαίρι δεν ήταν δικό του. Αλλά η φωνή του ήταν σπασμένη, το πρόσωπό του ωχρό και έτρεμε από φόβο σαν να ήταν ένοχος. Ο αστυνόμος διέταξε τους στρατιώτες να συλλάβουν τον Ακσιόνοβ και να τον βάλουν στην άμαξα. Έδεσαν τα πόδια του και τον πέταξαν στην καρότσα, ενώ ο Ακσιόνοβ σταυροκοπιόταν κι έκλαιγε. Του πήραν τα λεφτά και τα πράγματά του, τον μετέφεραν στην πιο κοντινή πόλη και τον έκλεισαν στη φυλακή. Έστειλαν και ρώτησαν στο Βλαντίμιρ, για να πληροφορηθούν τι είδους άνθρωπος είναι. Οι έμποροι και οι άλλοι κάτοικοι της πόλης είπαν ότι παλιότερα του άρεσαν το ποτό και οι διασκεδάσεις, αλλά ότι ήταν καλός άνθρωπος. Έπειτα έγινε δίκη. Τον κατηγόρησαν ότι σκότωσε έναν έμπορο από

96


το Ρυαζάν και ότι του έκλεψε είκοσι πέντε χιλιάδες ρούβλια. Η γυναίκα του ήταν απελπισμένη και δεν ήξερε τι να πιστέψει. Τα παδιά ήταν πολύ μικρά –το ένα ήταν μωρό της αγκαλιάς. Τα πήρε μαζί της και πήγε στην πόλη όπου είχαν φυλακίσει τον άντρα της. Στην αρχή δεν την άφηναν να τον δει, αλλά μετά από πολλά παρακάλια, οι αξιωματικοί της έδωσαν άδεια και την οδήγησαν σ’ αυτόν. Όταν είδε τον άντρα της με τα ρούχα της φυλακής και τις αλυσίδες, κλεισμένο με κλέφτες και φονιάδες, κατέρρευσε και πέρασε πολλή ώρα μέχρι να ξαναβρεί τις αισθήσεις της. Όταν συνήλθε, μάζεψε τα παιδιά γύρω της και κάθισε δίπλα του. Του είπε νέα από την πόλη τους και τον ρώτησε τι του είχε συμβεί. Όταν της τα είπε όλα, εκείνη τον ρώτησε: «Τι θα κάνουμε τώρα;» «Πρέπει να παρακαλέσουμε τον τσάρο να μην αφήσει έναν αθώο να χαθεί».

97


Η γυναίκα του είπε ότι είχε ήδη κάνει αίτηση στον τσάρο, αλλά ότι δεν είχε γίνει δεκτή. Ο Ακσιόνοβ δε μίλησε, μόνο χαμήλωσε το κεφάλι. Τότε η γυναίκα του είπε: «Θυμάσαι το όνειρο που είχα δει; Αλήθεψε! Τα μαλλιά σου έχουν γίνει γκρίζα από τη στενοχώρια. Μακάρι να μην είχες φύγει εκείνη τη μέρα!». Και περνώντας τα δάχτυλά της στα μαλλιά του είπε: «Βάνυα, αγαπημένε μου, πες στη γυναίκα σου την αλήθεια. Δεν το έκανες εσύ, έτσι;» «Ώστε ακόμα κι εσύ με υποπτεύεσαι!» είπε ο Ακσιόνοβ. Έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του και άρχισε να κλαίει. Τότε ήρθε ένας στρατιώτης για να πει ότι η γυναίκα και τα παιδιά έπρεπε να φύγουν. Ο Ακσιόνοβ αποχαιρέτησε την οικογένειά του για τελευταία φορά. Όταν έφυγαν, ο Ακσιόνοβ έφερε στο νου του

98


όσα είχαν συζητήσει και όταν αναλογίστηκε ότι ακόμα και η γυναίκα του τον είχε υποψιαστεί, μονολόγησε: «Απ’ ότι φαίνεται μονάχα ο Θεός ξέρει την αλήθεια. Σ’ Εκείνον μόνον πρέπει απευθυνθώ και μόνον από Εκείνον να περιμένω έλεος». Από τότε ο Ακσιόνοβ δεν ξανάστειλε αιτήσεις, εγκατέλειψε κάθε ελπίδα και προσευχόταν στο Θεό. Ο Ακσιόνοβ καταδικάστηκε να μαστιγωθεί και να σταλεί για καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία. Έτσι, τον μαστίγωσαν με κνούτο* και όταν γιατρεύτηκαν οι πληγές που του άνοιξε το μαστίγιο, οδηγήθηκε στη Σιβηρία μαζί με άλλους καταδίκους. Είκοσι έξι χρόνια έζησε ο Ακσιόνοβ στη Σιβηρία. Τα μαλλιά του έγιναν άσπρα σαν το χιόνι και τα γένια του μάκρυναν, αραίωσαν και γκρίζαραν. Όλη η ευθυμία του χάθηκε. Καμπούριασε, περπατούσε αργά, μιλούσε λίγο, δε γελούσε ποτέ και προσευχόταν τακτικά. Στη φυλακή ο Ακσιόνοβ έμαθε να φτιάχνει

99

κνούτο: είδος μαστιγίου που χρησιμοποιούταν στην τσαρική Ρωσία για την ποινή της μαστίγωσης.


μπότες. Με τα χρήματα που κέρδισε αγόρασε το βιβλίο «Βίοι Αγίων» που το διάβαζε στο λιγοστό φως της φυλακής. Τις Κυριακές στην εκκλησία της φυλακής διάβαζε τα αναγνώσματα και έψελνε στο ψαλτήρι –η φωνή του εξακολουθούσε να είναι ωραία. Οι υπεύθυνοι της φυλακής τον συμπαθούσαν για την πραότητά του και οι συγκρατούμενοί του τον σέβονταν· τον έλεγαν «παππού» και «άγιο». Όταν ήθελαν να ζητήσουν κάτι από τους υπεύθυνους της φυλακής, πάντα τον Ακσιόνοβ έστελναν για να τους εκπροσωπήσει και όταν γινόταν καυγάδες μεταξύ τους, στον Ακσιόνοβ πήγαιναν για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Ο Ακσιόνοβ δεν έπαιρνε γράμματα από τους δικούς του και δεν ήξερε αν η γυναίκα του και τα παιδιά του ζούσαν ακόμα. Μια μέρα έφτασε στη φυλακή μια καινούργια ομάδα καταδίκων. Το βράδυ οι παλιοί κρατούμενοι μαζεύτηκαν γύρω από τους νεοφερ-

100


μένους και τους ρωτούσαν από ποιες πόλεις και χωριά έρχονταν και για ποια αιτία είχαν καταδικαστεί. Ο Ακσιόνοβ κάθισε κι αυτός στον κοιτώνα κοντά στους νεοφερμένους και άκουγε σκυφτός αυτά που έλεγαν. Κάποιος από τους νεοφερμένους, ένας ψηλός, δυνατός άντρας γύρω στα εξήντα, με κοντοκομμένη γκρίζα γενιάδα, έλεγε στους άλλους για ποιο λόγο τον είχαν καταδικάσει. «Λοιπόν, αδέρφια, μ’ έφεραν εδώ χωρίς λόγο. Ξέζεψα ένα άλογο από το έλκηθρο που ήταν ζεμένο. Μ’ έπιασαν. Είπαν: “Το έκλεψες”. Εγώ τους είπα: “Το πήρα μόνο και μόνο για να φτάσω γρήγορα στο σπίτι μου. Μετά το άφησα να φύγει. Εξάλλου ο οδηγός είναι φίλος μου. Σας λέω αλήθεια”. “Όχι”, είπαν εκείνοι, “το έκλεψες”. Αλλά πώς ή από πού το έκλεψα δεν ήξεραν να πουν. Έχω κάνει πράγματα που θα ’πρεπε να μ’ έχουν στείλει στη φυλακή εδώ και πολύ καιρό, αλλά δε μ’ έπιασαν, και τώρα τραβολογιέμαι για το τίποτα. “Ψέματα λες”,

101


είπαν. “ Ήσουν στη Σιβηρία, αλλά δεν έμεινες για πολύ”. «Από πού είσαι;», ρώτησε κάποιος κατάδικος. «Από το Βλαντίμιρ. Το όνομά μου είναι Μακάρ και το πατρικό μου Σεμυόνιτς». Ο Ακσιόνοβ σήκωσε το κεφάλι του και είπε: «Πες μου, Σεμυόνιτς, ξέρεις την οικογένεια του εμπόρου Ακσιόνοβ από το Βλαντίμιρ; Ζουν ακόμα;» «Αν τους ξέρω, λέει; Και βέβαια τους ξέρω! Οι Ακσιόνοβ είναι πλούσιοι, παρ’ όλο που ο πατέρας τους είναι στη Σιβηρία –ένας αμαρτωλός σαν εμάς! Κι εσύ, παππού, γιατί βρίσκεσαι εδώ;» Του Ακσιόνοβ δεν του άρεσε να μιλάει για την κακοτυχία του. Αναστέναξε μόνο και είπε: «Από τις αμαρτίες μου έχω περάσει είκοσι έξι χρόνια στη φυλακή». «Ποιες αμαρτίες;», ρώτησε ο Μακάρ Σεμυόνιτς.

102


Αλλά ο Ακσιόνοβ είπε μονάχα: «Άσ’ το! Έτσι μου άξιζε!». Δεν είπε τίποτε άλλο, αλλά οι σύντροφοί του είπαν στους νεοφερμένους πώς έγινε και βρέθηκε στη Σιβηρία· κάποιος είχε σκοτώσει έναν έμπορο και είχε βάλει το μαχαίρι στο σάκκο του Ακσιόνοβ και ο Ακσιόνοβ καταδικάστηκε άδικα. Όταν άκουσε αυτό ο Μακάρ Σεμυόνιτς, κοίταξε τον Ακσιόνοβ, χτύπησε τα γόνατά του με τις παλάμες του και φώναξε: «Λοιπόν, αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα! Πραγματικά απ’ τ’ άγραφα! Αλλά, πόσο γέρασες, παππού!» Οι άλλοι τον ρώτησαν γιατί του φάνηκε τόσο παράξενο και πού είχε ξαναδεί τον Ακσιόνοβ, αλλά ο Μακάρ Σεμυόνιτς δεν απάντησε. Είπε μόνο: «Είναι εκπληκτικό πού μας έγραψε η μοίρα να βρεθούμε, παλικάρια μου!» Αυτά τα λόγια έκαναν τον Ακσιόνοβ να σκεφτεί ότι αυτός ο άνθρωπος ίσως ήξερε κάτι για το φόνο του εμπόρου. Και τον ρώτησε:

103


«Μήπως, Σεμυόνιτς, έχεις ακούσει κάτι γι’ αυτή την υπόθεση ή μήπως έχουμε συναντηθεί στο παρελθόν;» «Πώς μπορούσα να μην ακούσω; Είχε βουίξει ο κόσμος. Αλλά πάει τόσος καιρός κι έχω ξεχάσει τι άκουσα». «Μήπως άκουσες ποιος σκότωσε τον έμπορο;» ρώτησε ο Ακσιόνοβ. Ο Μακάρ Σεμυόνιτς γέλασε και απάντησε: «Εκείνος που στο σάκκο του βρέθηκε το μαχαίρι! Ακόμα κι αν κάποιος άλλος το έβαλε εκεί, «δεν υπάρχει κλέφτης, μέχρι να πιαστεί», όπως λέει η παροιμία. Πώς θα μπορούσε κάποιος να βάλει το μαχαίρι στο σάκκο σου, αφού τον είχες κάτω από το κεφάλι σου; Σίγουρα θα σε ξύπναγε». Μόλις ο Ακσιόνοβ άκουσε αυτά τα λόγια, σιγουρεύτηκε ότι είχε μπροστά του τον άνθρωπο που σκότωσε τον έμπορο. Σηκώθηκε και απομακρύνθηκε. Όλη τη νύχτα ο Ακσιόνοβ έμεινε ξάγρυπνος. Αισθανόταν τρομερά δυστυ-

104


χισμένος και λογιών λογιών εικόνες έρχονταν στο μυαλό του. Είδε τη γυναίκα του, όπως ήταν όταν την αποχαιρέτησε για να πάει στο παζάρι. Την είδε ολοζώντανη. Είδε το πρόσωπο και τα μάτια της. Την άκουσε να του μιλάει και να γελάει. Ύστερα είδε τα παιδιά του, μικρούτσικα, όπως ήταν τότε, το ένα φορώντας ένα γούνινο πανωφοράκι και το άλλο στην αγκαλιά της μάνας του. Και μετά είδε τον εαυτό του όπως ήταν κάποτε, νέος και εύθυμος. Θυμήθηκε πώς καθόταν στο κατώφλι του πανδοχείου, που τον συνέλαβαν, κι έπαιζε κιθάρα και πόσο ανέμελος ήταν τότε. Θυμήθηκε το πεντζίκι που τον είχαν δέσει για να τον μαστιγώσουν, το δήμιο, το πλήθος γύρω του, τις αλυσίδες, τους κατάδικους, τα είκοσι έξι χρόνια της έγκλειστης ζωής του και τα πρόωρα γεράματά του. Όλες αυτές οι σκέψεις τον έκαναν τόσο δυστυχισμένο που του ερχόταν να σκοτωθεί. «Και όλα αυτά εξαιτίας αυτού του κακούργου!» σκέφτηκε ο Ακσιόνοβ.

105


Και τόσο μεγάλη ήταν η οργή του για το Μακάρ Σεμυόνιτς που γύρευε εκδίκηση, ακόμα και αν θα του κόστιζε την ίδια του τη ζωή. Όλη τη νύχτα προσευχόταν, αλλά δεν μπορούσε να βρει γαλήνη. Την άλλη μέρα δεν πλησίασε το Μακάρ Σεμυόνιτς ούτε καν τον κοίταξε. Έτσι πέρασε μισός μήνας. Ο Ακσιόνοβ δεν μπορούσε να κοιμηθεί τις νύχτες και ήταν τόσο δυστυχισμένος που δεν ήξερε τι να κάνει. Μια νύχτα, καθώς βημάτιζε πάνω κάτω στη φυλακή, πρόσεξε ότι πετάχτηκε λίγο χώμα κάτω από έναν από τους πάγκους, όπου κοιμόνταν οι κατάδικοι. Σταμάτησε για να δει τι συνέβαινε. Ξαφνικά ο Μακάρ Σεμυόνιτς βγήκε σέρνοντας κάτω από τον πάγκο και κοίταξε τον Ακσιόνοβ τρομοκρατημένος. Ο Ακσιόνοβ προσπάθησε να προσπεράσει χωρίς να τον κοιτάξει, αλλά ο Μακάρ τού έπιασε το χέρι και του είπε ότι είχε σκάψει μια τρύπα κάτω από τον τοίχο και ότι ξεφορτωνόταν κάθε μέρα το χώμα βάζοντάς το στις ψηλές μπότες του,

106


που τις άδειαζε στο δρόμο, όταν έβγαζαν τους καταδίκους να πάνε για δουλειά. «Μη βγάλεις λέξη, γέρο, και θα σε πάρω κι εσένα μαζί μου. Αν μιλήσεις, θα με μαστιγώσουν και αυτό δε θα σ’ το συγχωρήσω. Θα σε σκοτώσω». Ο Ακσιόνοβ έτρεμε από οργή καθώς κοίταζε τον άνθρωπο που του είχε κάνει τόσο κακό. Τράβηξε το χέρι του λέγοντας: «Δεν έχω λόγο να το σκάσω κι εσύ δεν έχει νόημα να με σκοτώσεις. Με σκότωσες εδώ και πολύ καιρό! Όσο για το αν θα μιλήσω για σένα ή όχι, θα κάνω αυτό που θα με προστάξει ο Θεός». Την άλλη μέρα, όταν έβγαλαν τους καταδίκους για δουλειά, οι στρατιώτες είδαν το Μακάρ Σεμυόνιτς που άδειαζε χώμα από τις μπότες του. Έκαναν έρευνα στη φυλακή και ανακάλυψαν τη σήραγγα. Ήρθε ο διοικητής και ανέκρινε όλους τους κρατούμενους για να βρει ποιος είχε σκάψει το λαγούμι. Κανείς δεν είπε τίποτα. Εκείνοι που γνώριζαν, δε θα πρόδιναν

107


το Μακάρ Σεμυόνιτς, γιατί ήξεραν ότι θα τον μαστιγωνόταν μέχρι αναισθησίας. Τέλος ο διοικητής στράφηκε στον Ακσιόνοβ, που τον ήξερε για δίκαιο άνθρωπο, και είπε: «Είσαι ειλικρινής άνθρωπος, παππού. Πες μου, ενώπιον του Θεού, ποιος έσκαψε το λαγούμι;» Ο Μακάρ Σεμυόνιτς παρίστανε τον αδιάφορο και κοίταζε το διοικητή, χωρίς να ρίξει ούτε μια ματιά στον Ακσιόνοβ. Τα χείλη και τα χέρια του Ακσιόνοβ έτρεμαν και για πολλή ώρα δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Συλλογίστηκε: «Γιατί να καλύψω αυτόν που μου κατέστρεψε τη ζωή; Άσ’ τον να πληρώσει για όσα υπέφερα. Αλλά αν μιλήσω, θα τον μαστιγώσουν μέχρι να πεθάνει. Κι αν έχω κάνει λάθος και τον υποπτεύομαι άδικα; Και στο κάτω κάτω τι έχω να κερδίσω;» «Λοιπόν, γέρο, μίλα», επανέλαβε ο διοικητής. «Πες μου την αλήθεια. Ποιος το ’σκαψε;» Ο Ακσιόνοβ έριξε μια γρήγορη ματιά στο

108


Μακάρ Σεμυόνιτς και είπε: «Δεν μπορώ να πω, εξοχώτατε. Δεν είναι θέλημα Θεού να μιλήσω! Κάνετέ με ό,τι θέλετε· είμαι στα χέρια σας». Όσο και αν προσπάθησε ο διοικητής, ο Ακσιόνοβ δεν ξανάνοιξε το στόμα του κι έτσι δε μαθεύτηκε ποιος έσκαψε το λαγούμι. Εκείνη τη νύχτα, την ώρα που ο Ακσιόνοβ είχε πλαγιάσει και πάνω που είχε αρχίσει να τον παίρνει ο ύπνος, κάποιος ήρθε αθόρυβα και κάθισε στο κρεβάτι του. Προσπάθησε να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι και αναγνώρισε το Μακάρ. «Τι παραπάνω θέλεις από μένα;» ρώτησε ο Ακσιόνοβ. «Γιατί ήρθες εδώ;» Ο Μακάρ Σεμυόνιτς ήταν σιωπηλός. Ο Ακσιόνοβ ανακάθισε και είπε: «Τι θέλεις; Φύγε, ειδεμή θα φωνάξω το φρουρό!» Ο Μακάρ Σεμυόνιτς έσκυψε κοντά στον Ακσιόνοβ και ψιθύρισε: «Ιβάν Ντμίτριτς, συγχώρεσέ με!» «Για ποιο πράγμα;» ρώτησε ο Ακσιόνοβ.

109


«Εγώ ήμουν αυτός που σκότωσε τον έμπορο κι έκρυψε το μαχαίρι μέσα στο σάκκο σου. Ήθελα να σκοτώσω κι εσένα, αλλά άκουσα θόρυβο στην αυλή κι έτσι έβαλα το μαχαίρι στο σάκκο σου και το ’σκασα από το παράθυρο». Ο Ακσιόνοβ απόμεινε βουβός, μην ξέροντας τι να πει. Ο Μακάρ Σεμυόνιτς γλίστρησε από τον πάγκο κι έπεσε στα γόνατα. «Ιβάν Ντμίτριτς», είπε, «συγχώρεσέ με! Για τ’ όνομα του Θεού, συγχώρεσέ με! Θα ομολογήσω ότι εγώ σκότωσα τον έμπορο και θα σε απελευθερώσουν. Θα γυρίσεις στο σπίτι σου». «Στα λόγια όλα εύκολα είναι», είπε ο Ακσιόνοβ, «αλλά εγώ υπέφερα εξ αιτίας σου είκοσι έξι χρόνια. Πού μπορώ να πάω τώρα; Η γυναίκα μου έχει πεθάνει και τα παιδιά μου μ’ έχουν ξεχάσει. Δεν έχω πουθενά να πάω». Ο Μακάρ Σεμυόνιτς δε σηκώθηκε. Χτύπησε το κεφάλι του στο πάτωμα και είπε: «Ιβάν Ντμίτριτς, συγχώρεσέ με! Το μαστίγωμα με το κνούτο δεν είναι τόσο αβάστα-

110


χτο, όσο είναι το να σε αντικρίζω τούτη τη στιγμή... Με σπλαχνίστηκες και δε μίλησες. Για τ’ όνομα του Θεού, συγχώρεσε με. Συγχώρεσέ με τον ελεεινό!» Και άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Όταν ο Ακσιόνοβ άκουσε τους λυγμούς του, άρχισε κι εκείνος να κλαίει. «Ο Θεός να σε συγχωρέσει!», είπε. «Μπορεί να είμαι εκατό φορές χειρότερος από σένα». Και τότε η καρδιά του αλάφρωσε. Η νοσταλγία για το σπίτι του χάθηκε. Δεν είχε καμία επιθυμία να φύγει από τη φυλακή και το μόνο που προσδοκούσε πια ήταν να έρθει η στερνή του ώρα. Ο Μακάρ Σεμυόνιτς δεν άκουσε τον Ακσιόνοβ και ομολόγησε την ενοχή του. Αλλά όταν έφτασε η διαταγή αποφυλάκισης, ο Ακσιόνοβ είχε πεθάνει.

111



Λέων Τολστόι



ΛΟΓΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΞΕΧΑΣΤΟΥΝ Ο δημιουργός του μέλλοντος θα κατανοήσει ότι το να γράψει ένα παραμύθι, ένα τραγουδάκι, ένα νανούρισμα ή ένα αίνιγμα που θα ψυχαγωγήσει, ένα χωρατό που θα διασκεδάσει ή το να φτιάξει ένα σκίτσο που θα τέρψει δεκάδες γενιές ή εκατομμύρια παιδιά και ενήλικες, είναι ασυγκρίτως πιο σημαντικό και πιο καρποφόρο από το να γράψει ένα μυθιστόρημα ή μια συμφωνία ή να ζωγραφίσει έναν πίνακα από κείνους που ευχαριστούν μερικά μέλη των πλούσιων τάξεων για ένα σύντομο διάστημα και μετά ξεχνιούνται για πάντα. Ο χώρος αυτής της τέχνης, της τέχνης των απλούστατων αισθημάτων, των προσιτών σε όλους και κατανοητών απ’ όλους είναι τεράστιος και ακόμα δεν τον έχει αγγίξει κανείς. Λέων Τολστόι


ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΛΣΤΟΪ «ΔΥΟ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ * Ο ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΥΚΑΣΟΥ * Ο ΘΕΟΣ ΒΛΕΠΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ, ΑΛΛΑ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ» ΜΕΤΕΦΡΑΣΕ ΚΑΙ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ Η ΤΕΤΗ ΣΩΛΟΥ.



118


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.