τρόλ,η μεταγραφή από το διαδίκτυο στη σύγχρονη αρχιτεκτονική πρακτική

Page 1





Περιεχόμενα Πρόλογος Εισαγωγή

5

Ιστορικά

13

Παρουσίαση

25

Ανάλυση

Βία ή Χιούμορ-Το Άγχος της Κυριολεξίας Η Δημιουργία του Συμβάντος και η Εμμονή στους Κανόνες

Η Τακτική του Διαφορικού

Η Διαφορική Κατάφαση Ορισμός

Αρχιτεκτονική

37 55 71 85

Η Μεθοδολογία της Μεταγραφής

101

Η Δημοσίευση

129

Η Αναπαράσταση

Ο Διαγωνισμός

Επιλεγμένα Έργα

Επίλογος Βιβλιογραφία

111

143 157 181 191



ΠΡΟΛΟΓΟΣ

7

Πρόλογος Η διάλεξη που πρόκειται να παρουσιαστεί εδώ, ενέχει μία σημαντική ιδιαιτερότητα. Η βασική πρόθεση είναι να πραγματοποιηθεί στο επίπεδο μιας μικρής έρευνας, μια σύνδεση μεταξύ ενός διαδικτυακού φαινομένου και μιας σύγχρονης και αθηναϊκής, κατά βάσει, αρχιτεκτονικής πρακτικής. Η σημαντική αυτή ιδιαιτερότητα που τη χαρακτηρίζει, ενέχεται ακριβώς στη βασική της πρόθεση. Βέβαια, δεν είναι καθόλου πρωτοφανές να πραγματοποιείται μια σύνδεση διαφορετικών πραγμάτων στο επίπεδο της θεωρίας, πόσο μάλλον μια σύνδεση μιας -περίπου- γλωσσικής και διαδικτυακής με μια αρχιτεκτονική πρακτική. Αυτό λοιπόν που επιχειρείται εδώ, είναι, όπως περιγράφεται και στον τίτλο, η μεταγραφή του διαδικτυακού φαινομένου του τρόλ στη σύγχρονη αρχιτεκτονική πρακτική. Η βασική ιδιαιτερότητα που μετατόπισε συχνά τη μορφή, το σκελετό, αλλά και τη δομή αυτής της σύνδεσης, είναι η ίδια η κατάσταση του διαδικτυακού φαινομένου που εξετάζεται. Μια κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από ένα απόλυτο παρόν και μια απόλυτη καθημερινότητα, μακριά από ακαδημαϊκές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις. Η μικρή του ζωή, αλλά και η τωρινή -στιγμιαία σχεδόνμεγέθυνσή του, το καθιστούν ένα φαινόμενο, το οποίο βρίσκει τους περισσότερους διαδικτυακούς χρήστες στο εσωτερικό του. Η φράση “βρίσκει στο εσωτερικό του” υποδηλώνει εδώ, τη ζωντανή διαδικασία μίμησης και αναπαραγωγής, από την οποία κανείς εισέρχεται σε αυτό το φαινόμενο. Η διαδικασία αυτή, περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο, την καταστατική του θέση στο ευρύτερο πεδίο του κυβερνοχώρου. Πέρα από την όποια στάση μπορεί να έχει κανείς απέναντι σε αυτό, ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με ένα ζωντανό -εν κινήσειφαινόμενο, που εντοπίζεται σαν σύγχρονη τάση στους διαδικτυακούς τόπους έκφρασης και ανήκει, συνεπώς, σε μια κατηγορία ακούσιων/ασυνείδητων πρακτικών, όπως και πολλές άλλες έννοιες που περιστοιχίζουν την καθημερινότητα μας.


8

ΤΟ ΤΡΟΛ

Έτσι, σε κάθε προσπάθεια ανάλυσης, εμφανίζεται μια κατάσταση εκφραστικής αγκύλωσης, όμοια με αυτήν την αγκύλωση που νιώθουμε κάθε φορά που δεν μπορούμε να περιγράψουμε κάτι το αυτονόητο. Πρόκειται, για κάτι με το οποίο οι περισσότεροι είναι εξοικειωμένοι, αλλά πολύ δύσκολα μπορούν να περιγράψουν. Μια κατάσταση αδυναμίας να βρεθεί κανείς στο εξωτερικό μιας έννοιας, όπως όταν ερωτόμαστε τι είναι μουσική, τι σημαίνει ιδέα ή όπως όταν κάποιος θα ρωτούσε έναν παλιό τεχνίτη γιατί δίνει αυτό το σχήμα στα γεφύρια που κατασκευάζει. Αυτή, η πρώτη συνθήκη, χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που επιχειρούμε να στήσουμε το βασικό μας επιχείρημα και τη μεθοδολογία μιας ανάλυσης. Αυτή ήταν και η βασική μας δυσκολία• η προσπάθεια να μεταβούμε από αυτό που μπορεί να γνωρίζουμε πολύ καλά σε ένα εμπειρικό -εκ των έσω- επίπεδο, σε μια εκ των έξω προσέγγιση. Από την άλλη, η απόσταση που προαναφέρθηκε από τις ακαδημαϊκές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις δεν είναι απολύτως αληθής. Στη πραγματικότητα, υπάρχουν εργασίες σε επίπεδο διπλωματικής ή και διδακτορικού, ή ακόμα και επιστημονικά άρθρα στον τύπο για το φαινόμενο αυτό. Η απόστασή μας από αυτά δεν έγκειται στην απόλυτη εμπιστοσύνη στις αναλυτικές και θεωρητικές μας δυνάμεις αλλά περισσότερο σε αυτό που προ ειπώθηκε για την ζωντάνια και την ευρεία χρήση του φαινομένου. Πρακτικά, οι μελέτες αυτές είναι σημαντικά μικρές σε αριθμό, ενώ η στόχευσή τους αφορά κυρίως την ψυχολογία του διαδικτυακού χρήστη και τη συμπεριφορά του σε ένα επίπεδο δεδομένης ύπαρξης του φαινομένου και αποστασιοποίησης από την άσκηση αυτού. Βασικό χαρακτηριστικό των μελετών αυτών -ως προς το οποίο διαφοροποιείται η δική μας ανάλυση- είναι η αντιμετώπιση του φαινομένου αυτού ως μια συμπεριφοριστική παθογένεια στο χώρο του διαδικτύου, ως ένα κακόβουλο φαινόμενο το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Η βασική μας διαφωνία, εδώ, δεν είναι η πλήρης αντίθεση στον όρο παθογένεια. Η καχυποψία μας, έγκειται στη βάση μιας οριζόντιας μεθοδολογίας, που θέτει ένα ανώνυμο και μαζικό φαινόμενο σε μια ολοκληρωτική προσέγγιση, διαγράφοντας κάθε υπόνοια διαφορετικών προθέσεων, αλλά και κάθε εύρος μορφών ή τάσεων.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

9

Η δικιά μας θέση εδώ, είναι αυτή που κατά κύριο λόγο βρίσκεται, όπως αναφέρθηκε, στο εσωτερικό. Έτσι, η πίστη στις διαφωνίες μας με τους υπάρχοντες ορισμούς και αναλύσεις πηγάζουν απ’ αυτήν ακριβώς τη θέση και σκιαγραφούν περισσότερο μια ενέργεια αποίκησης. Μια απόπειρα κατάληψης ενός γενικά ακατοίκητου, αχαρτογράφητου, εν πολλοίς, αλλά και αναμφίβολα υπαρκτού κομματιού “νέας γης” στο θεωρητικό πεδίο κι όχι στην εφεύρεση μιας νέας έννοιας ή ενός νέου θεωρητικού σχήματος. Η ιδιοποίηση αυτού του κομματιού “γης”, μέσα από μια δική μας ανάλυση διαφορετικής βιβλιογραφικής και μεθοδολογικής προσέγγισης από τις περισσότερες διαδικτυακές -κυρίως- αναλύσεις, είναι κάτι που πρωτίστως γίνεται για την ολοκλήρωση αυτής της σύνδεσης που προτείνεται εδώ. Το πέρασμα δηλαδή, από αυτό που η γενιά μας ή απλώς το περιβάλλον μας θεωρεί κάπως αυτονόητο σε μια θεωρητική σχηματοποίηση και μια μεταγραφή στην αρχιτεκτονική σκέψη. Η προσωπική οπτική και γνώση του φαινομένου, ως βάση ανάλυσης, είναι σίγουρα ένα μεγάλο ρίσκο στη προσπάθεια αυτής τη σχηματοποίησης. Αυτή η απόφαση σκιαγραφεί και την τελική μορφή της εργασίας. Το πέρασμα από μια πρώτη απαραίτητη παρουσίαση σε μια αναλυτική σχηματοποίηση και τη δημιουργία ανάλογων θεματικών για την μετάβαση στην αρχιτεκτονική πρακτική, χωρίζει αλλά και κατευθύνει το περιεχόμενο που ξεδιπλώνεται σε αυτό το κείμενο με τη λογική μιας σκηνοθετικής προσέγγισης• καθώς επιχειρείται ταυτόχρονα η εισαγωγή του αναγνώστη στο φαινόμενο -που για κάποιους κυρίως μεγαλύτερους είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστο- και πολύ γρήγορα σε σχέση με αυτήν την εισαγωγή, η κατεύθυνσή του σε μια νέα -κατά κύριο λόγοέποψη μιας αρχιτεκτονικής ανάλυσης και προσέγγισης της σύγχρονης εποχής. Αυτό δηλαδή, με βάση το οποίο αρθρώνεται αυτή τη εργασία, είναι οι ενδιάμεσοι σταθμοί που αναγκαστικά προσεγγίζονται, μέχρι την τελική σύνδεση. Θεωρούμε το διαδίκτυο και τη σύγχρονη καταστατική του θέση, ως μέσω κοινωνικοποίησης και κοινοποίησης αλλά και


10

ως το μέγα-αρχειακό μέσο της εποχής μας, ένα από τα σημαντικότερα πρίσματα μέσα από το οποίο θα έπρεπε σήμερα να εξετάζουμε, όχι μόνο την αρχιτεκτονική, αλλά και πολλά ακόμα φαινόμενα και έννοιες που αυτό παραμορφώνει, μεγεθύνει ή και νέα ακόμα που αυτό εμφανίζει, κάθε τόσο. Πρώτα από απ’ όλα, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τη σχέση μας με αυτό το πρίσμα και περισσότερο ακόμα, να σταθούμε ψύχραιμοι ανάμεσα σε μια ολική καταδίκη ή μια ολοκληρωτική αποδοχή. Επιχειρείται λοιπόν, σε αυτή τη διάλεξη, αρχικά η προσέγγιση, μέσω μιας σύντομης ιστορικής αναδρομής του διαδικτυακού αυτού φαινομένου και στη συνέχεια ,μια περαιτέρω ανάγνωση και ανάλυση του, η οποία καταλήγοντας σε μια συμπύκνωσή του στον όρο διαφορική κατάφαση, μας δίνει και τη βάση της μεταγραφής του στη σύγχρονη αρχιτεκτονική πρακτική, εκπληρώνοντας έτσι, το βασικό στόχο της διάλεξης. Η αρχιτεκτονική, εξ’ άλλου, συνήθιζε ανέκαθεν να ακολουθεί τις τομές τις ανθρώπινης ιστορίας, είτε αυτές ήταν τεχνικές και τεχνολογικές είτε ιδεολογικές και εννοιολογικές. Η αναγνώριση όλων αυτών των συνδέσεων, που έλαβαν χώρα στο παρελθόν, αποτελεί αδιάσειστη απόδειξη, όχι μόνο του πόσο γόνιμη είναι η σχέση της αρχιτεκτονικής με την κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά πολύ περισσότερο πως ένας αρχιτέκτονας πρέπει να κάνει πολλά περισσότερα πράγματα, από το να κατευθύνει το μολύβι στο χαρτί του. Πόσο πρέπει να έχει τα μάτια και αυτιά του ανοιχτά σε κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα διευρύνοντας το χρόνο και τον χώρο της δουλειάς του σε ένα παντού και πάντα.

Peter Zumthor: “There’s Nothing I’m Not Interested In”* * “Peter Zumthor: Different Kinds of Silence” Συνέντευξη στον Marc-Christoph Wagner Louisiana Chanel, 2015




Εισαγωγή



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

15

Ιστορικά Μια πρώτη παρουσίαση του τρόλ, προσπαθεί εδώ, να πραγματοποιήσει μια μικρή ιστορική αναδρομή -στη μικρή διαδικτυακή του ζωή-καθώς και να το κάνει, όσο γίνεται πιο κατανοητό σε ανθρώπους που δεν έχουν μεγάλη επαφή μαζί του. Το κείμενο αυτό, δεν επιτελεί βέβαια πλήρως το σκοπό αυτό, της κατανόησης. Υπάρχουν καταλληλότερα κείμενα1 σε αυτή την κατεύθυνση και καθώς δεν θα μπορούσε να χωρέσει η κατανόηση του τρόλ, στα πλαίσια της διάλεξης, μαζί με μια προσπάθεια ανάλυσης και μεταγραφής του στην αρχιτεκτονική, η αναδρομή αυτή ίσως δε δίνει την πιο πλήρη του εικόνα. Η καλύτερη παραπομπή -κατά τη γνώμη μας- για την κατανόησή του, θα ήταν το ίδιο το διαδίκτυο. Η ανωνυμία και η σύγχρονη/παροντική του μετάλλαξη και ανάπτυξη, δύσκολα μπορούν να παγιωθούν, ακόμα, σε κείμενα. Το νόημα της ίδιας της λέξης έχει αλλάξει αρκετά από την πραγματική στη διαδικτυακή ζωή -καθώς προϋπήρχε- και ακόμα συνεχίζει να μεταβάλλεται. Έτσι, πριν ακόμα μπούμε σε αυτήν την παρουσίαση, διαφαίνεται ένα πρόβλημα ορισμού. Στην πραγματική του “ζωή”, πριν την επανανοηματοδότησή του στις σύγχρονες διαδικτυακές πρακτικές, έχει δύο βασικές ερμηνείες: troll (σκανδιναβική μυθολογία): Σύμφωνα με τη σκανδιναβική παράδοση, τα τρόλ είναι υπερφυσικά πλάσματα που κατοικούν σε σπηλιές και βουνά και εμφανίζονται επιθετικά προς τους ανθρώπους ή και ανθρωποφάγα. Κάποιες φορές εμφανίζονται ως τέρατα ενω άλλες ως 1. Προτεινόμενα βιβλία αφιερωμένα στο φαινόμενο και την περιγραφή του: “Η επέλαση των τρόλ” (η διάσημη διπλωματική του Stefan Krappitz, από το Merz Akademie της Στουττγάρδης, μεταφρασμένο στα ελληνικά, αποτελεί το πιο εύκολα προσβάσιμο εγχειρίδιο εισαγωγής στο τρόλ και ίσως το πιο κατανοητό), το “identity and deception in the virtual community” της Judith Donath και το “This is why we can’t have nice things”, του Whitney Phillips (το οποίο αποτελεί πολύ πρόσφατη έκδοση του 01/2015 από το MIT Press και αν και έχουμε δει μόνο κριτικές και αποσπάσματα, μάλλον αποτελεί τη πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση)


16

ΤΟ ΤΡΟΛ

ίδια σε εμφάνιση με τους ανθρώπους. Ζούν τη νύχτα, καθώς σύμφωνα με τη παράδοση, το φως του ήλιου τα μεταμορφώνει σε πέτρες. troll (ψάρεμα): Το ρήμα troll -στα αγγλικά- σημαίνει να σέρνει κανείς κάτι στο νερό και αναφέρεται -βασικάστη συγκεκριμένη πράξη, κατά την τεχνική ψαρέματος angling, αντίστοιχη με αυτήν που αναφέρεται στα ελληνικά ως “συρτή”. Οι παραπάνω ορισμοί, αποδίδουν τη σημασία του όρου τρόλ, πριν από την εμφάνιση και την εγκόλπωσή του στο διαδίκτυο,ενώ η σύγχρονη σημασία του όρου -η οποία απέχει κατά πολύ από τις παραπάνω- διαμορφώθηκε και συνεχίζει ακόμα να διαμορφώνεται, στο χώρο του διαδικτύου. Προσπαθούμε λοιπόν, να εντοπίσουμε, αρχικά, την εμφάνιση του όρου, στον κυβερνοχώρο και να εξιστορήσουμε, στη συνέχεια, -όσο μπορούμε- τη διαδοχική σημασιοδότησή του στα επικοινωνιακά δίκτυα, μέχρι τη σημερινή -μη τελική- μορφή του. Η πρώτη εμφάνιση του όρου, αποτελεί συχνά αντικείμενο διαφωνίας στις διαδικτυακές συζητήσεις, με πολλούς να τη χρονολογούν στα τέλη της δεκαετίας του ’80, χωρίς ωστόσο, να επικαλούνται καταγεγραμμένα περιστατικά2 και με το Οxford Dictionary να την τοποθετεί καταγεγραμμένη, πλέον, στο 19923. Τελικά, η πρώτη, σχετικά ευρέως, γνωστή εμφάνιση του όρου τρόλ στο διαδίκτυο χρονολογείται από τον Richard Joltes, επίσης το 1992, στον ιστότοπο art.folclore.urban (AFU), με τη φράση “trolling for newbies” η οποία, αποτελούσε ένα εσωτερικό αστείο μεταξύ έμπειρων χρηστών της ιστοσελίδας, που έθεταν προς συζήτηση θέματα τα οποία είχαν πολυσυζητηθεί και θεωρούνταν αυτονόητα, σε τέτοιο βαθμό, που θα έβρισκαν ανταπόκριση μόνο σε νέους άπειρους χρήστες (τους αναφερόμενους ως “newbies” στην διαδικτυακή αργκό). Αναφερόμενος στο παραπάνω περιστατικό, ο Richard Joltes εξηγεί4 ότι αποτελούσε κυρίως μια απάντηση σε έναν αριθμό χρηστών, οι οποίοι μην έχοντας 2. Stevan Harnad (2011), Sky-Writing, Or, When Man First Met Troll, The Atlantic, www.theatlantic.com, ημερομηνία ανάκτησης: 01/02/2016 3. troll(internet), Οxford Dictionary (2006), Oxford: Oxford University Press. 4. Stefan Krappitz, Η Επέλαση Των Τρολ (2012), μτφρ. Μαρία Παππά, Αθήνα: Τοποβόρος (2013), σ. 23


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

17

διαβάσει τις συχνές ερωτήσεις (FAQs), φλυαρούσαν δημιουργώντας πρόβλημα στη λειτουργία του ιστοτόπου. Η πρακτική αυτή, το “trolling for newbies”- “ψαρεύοντας για αρχάριους” αποτελoύσε μηχανισμό ταυτοποίησης για τους έμπειρους χρήστες αλλά και διαφύλαξης της ευμενούς λειτουργίας του ιστοτόπου, από τη φλυαρία των νέων. Παρατηρούμε λοιπόν, την πρώτη εμφάνισή του ως κομμάτι μιας φράσης που μας επιτρέπει τη σύνδεσή του με την προ-διαδικτυακή του σημασία, αυτή που αφορά το ψάρεμα . Κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’90, η αυξανόμενη δημοτικότητα του παραπάνω ιστοτόπου, με τη συνεχή παρουσία νέων μελών, καθιστά αυτό το πρώιμο τρόλάρισμα μια παρακινδυνευμένη τακτική5. Ο όρος, αρχίζει έκτοτε, μέσα από τη συχνή χρήση του, να εμφανίζει την πρώτη επικοινωνιακή αλλοίωση της σημασίας του, αφού ευρύνεται για να συμπεριλάβει, πλέον, το χαρακτηρισμό χρηστών, οι οποίοι προσποιούνταν τα θύματα παραπληροφόρησης ή παραπλάνησης και υπερβαίνει τα στενά όρια του art.folklore.urban, για να ξεκινήσει τη μακρά του πορεία συνεχούς σημασιοδότησης, στο διαδίκτυο. Σε αυτήν ακριβώς τη μεταβατική περίοδο κοινωνικοποίησης του φαινομένου του τρόλ πρέπει να αναφέρεται και ο Richard Joltes όταν εξηγεί πως νιώθει “το ίδιο ένοχος όπως όλοι” που ενέδωσε σε κάποιες περιπτώσεις δηλώνοντας την αποστροφή του για τη μετέπειτα έκβαση του φαινομένου την οποία θεωρεί ανεξέλεγκτη. Κάπου εδώ, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε μια αντιστοιχία με αυτό που ο Jean Baudrillard ορίζει κατά την ανάλυση των μέσων επικοινωνίας, ως σημασιοδότηση. Θα συμπυκνώναμε -στην προσπάθεια να ερμηνεύσουμετο Ρέκβιεμ του Baudrillard6 για τα μέσα επικοινωνίας σε 5. Internet Troll, Wikipedia, σης:01/02/2016

www.wikipedia.org

ημερομηνία ανάκτη-

6 Ο Baudrillard επισημαίνει ήδη από την πρώτη εμφάνιση της κυβερνητικής -ως τεχνικής ακόμα το λειτουργεία των μέσω επικοινωνίας στην απονοηματοδότηση των λέξεων και στην αποκοπή τους απο το αναφερόμενο. Jean Baudrillard, Ρέκβιεμ Για Τα Μέσα Επικοινωνίας (1980), μτφρ. Άρης Μαραγκόπουλος, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος (1993)


*Ξέρετε από ψάρεμα; Το τρολάρισμα είναι όταν ρίχνεις την πετονιά στο νερό και τότε αργά αργά την κουνάς πάνω κάτω, τραβώντας το δόλωμα και ελπίζοντας ότι το ψάρι θα τσιμπήσει. Ακριβώς η ίδια ιδέα βρίσκεται πίσω από το τρολάρισμα στο διαδίκτυο. Κάποιος ρίχνει δόλωμα με μια ανάρτηση, ύστερα περιμένει κάποιον να τσιμπήσει και στη συνεχεία διασκεδάζει με τον καβγά που ακολουθεί. **Το τρολάρισμα είναι ένα παιχνίδι που έχει να κάνει με την παραποίηση ταυτοτήτων, αν και παίζεται χωρίς την συγκατάθεση των πε-ρισσότερων παικτών. Το τρολ προσπαθεί να δώσει την εντύπωση ότι είναι ένας κανονικός χρήστης, ο οποίος μοιράζεται τα ίδια εν-διαφέροντα με την κοινότητα. Τα μελή της, αν είναι ενήμερα για τα τρολ και τις παραποιήσεις ταυτοτήτων, από τη μια, επιχειρούν να διαχωρίσουν τις αληθινές αναρτήσεις από αυτές των τρολ και, από την άλλη, αν κρίνουν ότι ένας χρήστης είναι τρολ, τον υποχρεώ-νουν να φύγει από την ομάδα. Η επιτυχία τους στο πρώτο σκέλος εξαρτάται από το ποσό κάλα γνωρίζουν οι ίδιοι - όπως και τα τρολ - Τα στοιχειά που καθιστούν μια ταυτότητα αξιόπιστη. Η επιτυχία είναι στο δεύτερο σκέλος εξαρτάται από το αν η ευχαρίστηση που αντλεί το τρολ μειώνεται αρκετά ή ακυρώνεται από την τιμωρία που του επιβάλει η ομάδα. Τα τρολ μπορεί να αποβούν ζημιογόνα με διαφόρους τρόπους. Ένα τρολ μπορεί να διακόψει τη συζήτηση σε ένα φόρουμ, να δώσει κακές συμβουλές και να υπονομεύσει το αίσθημα εμπιστοσύνης που χαρακτηρίζει μια διαδικτυακή κοινότητα. Επιπλέον, σε μια ομάδα που είναι εξοικειωμένη με το τρολάρι-σμα - οπού το ποσοστό της παραπλάνησης είναι υψηλό - πολλές αληθινά αφελείς ερωτήσεις γρήγορα μπορεί να απορριφθούν. Αυτό μπορεί να αποθαρρύνει έναν νέο χρήστη, ο οποίος, επιχειρώντας να κάνει την πρώτη του ανάρτηση, βομβαρδίζεται από οργισμένες κατηγορίες. Ακόμα κι αν η κατηγορία είναι αβάσιμη, το να στιγματιστεί κάποιος ως τρολ είναι αρκετά ζημιογόνο για την διαδικτυακή του φήμη. ***Το τρολλάρισμα είναι η πράξη του να αναστώνεις τους ανθρώπους για την προσωπική σου διασκέδαση ή για την ψυχαγωγία των πολλών.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

19

μια σχηματοποίηση σύμφωνα με την οποία: η λέξη ως σημαίνων διαχωρίζεται από το σημαινόμενο για να ξεκινήσει την περιπλάνησή της στα δίκτυα της πληροφορίας ως σημείο, εκτεθειμένη, πλέον στη σημασιοδότηση μέσω του ίδιου του μέσου χωρίς εξωτερική αναφορά. Σε αυτό το σημείο, μπορούμε να παραθέσουμε τον πρώτο ορισμό, που μπορεί να συναντήσει κανείς για το φαινόμενο, αυτόν της wikipedia στο σχετικό λήμμα7: «Διαδικτυακή αργκο, ενα τρόλ είναι ένα άτομο που προκαλεί διαφωνίες/διαμάχες στο διαδίκτυο ξεκινώντας διαπληκτισμούς ή εκνευρίζοντας άλλους χρήστες, μέσα από προκλητικές δημοσιεύσεις, άσχετα ή εκτός θέματος μηνύματα σε μια δικτυακή κοινότητα (όπως ένα δημοσιογραφικό site, ένα φόρουμ, ένα chat room ή ένα blog) με σκόπιμη πρόθεση να προκαλέσει και να ερεθίσει τους αναγνώστες ή σε άλλη περίπτωση να διακόψει την κανονική- εντός θέματος συζήτηση, συχνά για προσωπική του ευχαρίστηση/διασκέδαση» Η Judith Donath στo “Identity and Deception” («Ταυτότητα και Παραπλάνηση») παραθέτει ένα ορισμό από κάποιον χρήστη του usenet το 1994* και ακόμη έναν δικό της**. Ο Stefan Krappitz από τη δική του πλευρά φτιάχνει έναν άλλο ορισμό***. Γενικά, μπορεί κανείς να συναντήσει πάρα πολλές προσπάθειες ορισμών. Αυτοί, κατά τη γνώμη μας, είναι οι πιο αντιπροσωπευτικοί από τις διάφορες πλευρές που το τρόλ προσεγγίζεται. Σύμφωνα με τον Stefan Krappitz8, καταλυτικό παράγοντα στην διαμόρφωση αυτή της κουλτούρας, έπαιξε ο ιστότοπος 4chan, ο οποίος θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε διάσημα περιστατικά τρόλ, ενώ ο τρόπος λειτουργίας 7.Τρολ(Διαδίτκυο), Wikipedia, www.wikipedia.org ημερομηνία ανάκτησης: 01/02/2016 8.Stefan Krappitz, Η Επέλαση Των Τρολ (2012), μτφρ. Μαρία Παππά, Αθήνα: Τοποβόρος (2013), σ. 8


τυπική εικόνα από το 4chan


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

21

του, μπορεί να φανεί ιδιαίτερα αποκαλυπτικός, σε μια δεύτερη ανάλυση του φαινομένου. Ο συγκεκριμένος ιστότοπος, ιδρύεται την 1 Οκτωβρίου 2003, από τον δεκαπεντάχρονο Christofer Poole. Η ιστοσελίδα 4chan -ως ανεπίσημη αγγλόφωνη εκδοχή του ιαπωνικού ιστοτόπου 2chan- θεωρείται από πολλούς, σήμερα, τόσο παράδεισος όσο και πηγή του φαινομένου του τρόλ. Παραθέτουμε μια απόπειρα σύντομου αυτο-ορισμού του ιστοτόπου9: «Το 4chan, είναι ένας απλός πίνακας ανακοινώσεων, όπου ο καθένας μπορεί να αναρτήσει σχόλια και να μοιραστεί εικόνες. Η λειτουργία της συνεργατικής κοινότητας του 4chan, είναι το αντίγραφο ενός από τα πιο δημοφιλή φόρουμ της Ιαπωνίας, το Futaba Channel-πρόδρομος του 2chan. Διαφορετικά φόρουμ (μέσα στο 4chan) είναι αφιερωμένα σε διαφορετικές θεματικές, από τα ιαπωνικά άνιμε, τα μάνγκα και τις τέχνες, μέχρι τα βιντεοπαιχνίδια, τη μουσική και τη φωτογραφία. Οι χρήστες δεν χρειάζεται να εγγραφούν για να συμμετάσχουν στη κοινότητα.» Η ιστοσελίδα, η οποία δεν έχει αλλάξει τη μορφή της από την ίδρυσή της, απαρτίζεται από μια αρχική σελίδα, η οποία αποτελεί και το κύριο περιεχόμενό της. Σε αυτήν, ο χρήστης περιηγείται σε διάφορες αναρτήσεις, έχοντας τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει κι ο ίδιος μια ανάρτηση ή να σχολιάσει μια ήδη υπάρχουσα. Στεκόμαστε σε δύο χαρακτηριστικά αυτού του ιστότοπου. Όπως φαίνεται και στον παραπάνω ορισμό του, βασικό στοιχείο αποτελεί η ανωνυμία η οποία κατά πολλούς αναφέρεται και ως βασικός παρακινητικός παράγοντας του τρόλ. Άλλο ένα στοιχείο του 4chan, στο οποίο αξίζει να σταθούμε, είναι εφήμερη ζωή των αναρτήσεων που δια9.What is 4chan, www.4chan.org ημερομηνία ανάκτησης: 01/02/2016



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

23

σφαλίζεται από τον τρόπο λειτουργίας του. Σύμφωνα με τους κανόνες του10: «Οι νέες αναρτήσεις εμφανίζονται στην κορυφή της πρώτης σελίδας. Καθεμία από τις δεκαπέντε σελίδες περιλαμβάνει δεκαπέντε αναρτήσεις, οι οποίες εμφανίζονται με τις τρεις τελευταίες απαντήσεις τους. Πρέπει να πατήσεις εκεί που λέει “απάντηση” για να δεις όλη την ανάρτηση. Κάθε φορά που δημιουργείται μια νέα ανάρτηση ή μια απάντηση προστίθεται σε μία υπάρχουσα, αυτή ανεβαίνει στην κορυφή της πρώτης σελίδας, μετακινώντας όλες τις υπόλοιπες μια θέση κάτω. Αν μία ανάρτηση φτάσει στον πάτο της τελευταίας σελίδας, διαγράφεται αυτόματα χωρίς να κρατηθεί αντίγραφο.» Η συνεισφορά του 4chan στην ανάδυση και διαμόρφωση του τρόλ, εγγράφεται και μέσα από τον βασικό ρόλο που έπαιξε σαν τόπος δημιουργίας του διαδικτυακού μιμιδίου (meme), το οποίο αποτελεί σημαντικό κομμάτι της σύγχρονης διαδικτυακής κουλτούρας. Το μιμίδιο, είναι συνήθως μια εικόνα συνοδευόμενη από ένα μικρό κείμενο, μια λέξη ή μια φράση και συγκαταλέγεται, σήμερα, σε έναν από τους πιο δημοφιλείς τρόπους επικοινωνίας στους ιστοχώρους. Όπως εξηγεί ο Cole Styker, στο βιβλίο του “Epic Win for Anonymous” 11, το μιμίδιο δεν περιορίζεται στη μορφή του καθ΄ αυτή, αλλά επεκτείνεται σε μια “ιδέα” που νομιμοποιεί τη μορφή αυτή. Τα διαδικτυακά memes, αποτελούνται από εικόνες και κείμενο, στη μορφή τίτλου ή κειμένου. Οι εικόνες που χρησιμοποιούνται, είναι συχνά διάσημες, ιστορικές φωτογραφίες ή καρέ από σκηνές γνωστών ταινιών. Συνήθως, εμπεριέχουν χαρακτηριστικές σωματικές εκφράσεις ή διάσημες προσωπικότητες το κείμενο που τις συνοδεύει, με τη λογική του κόμιξ είναι συνήθως η 10.Rules, www.4chan.org ημερομηνία ανάκτησης: 01/02/2016 11. Οπώς παρατίθεται από τον Stefan Krappitz. Stefan Krappitz, Η Επέλαση Των Τρολ (2012), μτφρ. Μαρία Παππά, Αθήνα: Τοποβόρος (2013), σ. 8


24

ΤΟ ΤΡΟΛ

αρχή τη ζωή ενός meme. Ανάλογα την δημοσιότητα και την αναμετάδοσή του, η σχέση αυτή μπορεί να χαλαρώσει υπερβολικά και τότε το meme “λειτουργεί” μόνο σε αυτούς που γνωρίζουν και τις προγενέστερες φάσεις του12. Παρόλο που όρος meme έγινε ευρέως γνωστός από το διαδίκτυο, αποτελεί επινόηση του εξελικτικού βιολόγου Richard Dawkins. Ο ορισμός που δίνει ο Dawkins13, γεννά αρκετούς συνειρμούς σχετικά με τη λειτουργία του meme μέσα στο διαδίκτυο τόσο ως χώρος αναμετάδοσης όσο και ως “άπειρο” αρχείο. ωω «Παραδείγματα μιμιδίων είναι οι μελωδίες, οι ιδέες, τα συνθήματα, τα ρούχα, οι μόδες, οι τρόποι να κατασκευάζεις γλάστρες ή να χτίζεις αψίδες. Όπως τα γονίδια πολλαπλασιάζονται στη γενετική δεξαμενή, μεταδιδόμενα από σώμα σε σώμα, μέσω του σπέρματος και των ωαρίων, έτσι και τα μιμίδια πολλαπλασιάζονται σε μια δεξαμενή μιμιδίων μεταπηδώντας από μυαλό σε μυαλό μέσω μιας διαδικασίας η οποία ονομάζεται μίμηση, με την ευρεία έννοια. Αν ένας επιστήμονας ακούσει ή διαβάσει μια καλή ιδέα, τη μεταδίδει στους μαθητές και τους συναδέλφους του. Την αναφέρει στα άρθρα και τις διαλέξεις του. Αν η ιδέα πιάσει, μπορούμε να πούμε ότι εξαπλώνεται από μόνη της, μεταδιδόμενη από μυαλό σε μυαλό. Ο συνάδελφός μου N.K. Humphrey το συνόψισε με κομψό τρόπο λέγοντας ότι τα μιμίδια πρέπει να θεωρηθούν ζωντανές δομές, όχι μόνο μεταφορικά αλλά και τεχνικά. Όταν φυτεύεις ένα γόνιμο μιμίδιο 12. Πολλά memes περνούν από μια επιτυχημένη εφαρμογή σε μια γενικότερη, κατά την οποία μπορεί να επιβιώνει και να καθιερώνεται η εικόνα ή η φράση. Έτσι μπορεί μετά από καιρό, σε ένα μελλοντικό meme να φαίνεται άσχετη η σχέση κειμένου και εικόνας. Πολλές φορές χρειάζεται κανείς να ακολουθήσει διαδικτυακούς μύθους ή ιστορικά ιστοσελίδων για να βρει από που προκείπτει η χρήση π.χ. μια γάτας ή του λεγόμενου troll face που πολλοί μπορεί να χρησιμοποιούν αλλά μην ξέρουν πως προέκειψαν. 13. Stefan Krappitz, Η Επέλαση Των Τρολ (2012), μτφρ. Μαρία Παππά, Αθήνα: Τοποβόρος (2013), σ. 11


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

25

στον εγκέφαλό μου, τον γεμίζεις με παράσιτα, μετατρέποντάς τον σε όχημα πολλαπλασιασμού του μιμιδίου με τον ίδιο τρόπο που ένας ιός προσβάλλει τον γενετικό μηχανισμό ενός κυττάρου ξενιστή.» Σε αυτό το σημείο επισημαίνουμε ότι η αναφορά στο 4chan και το meme είναι αρκετά σημαντική όχι για την άμεση κατανόηση αλλά περισσότερο για μια πιο αναλυτική προσέγγιση. Παρατηρώντας, κανείς, τον τρόπο που λειτουργούν τα memes στο χρόνο και τις αναμεταδώσεις τους, καθώς και τη λειτουργία του 4chan θα αρχίσει γρήγορα να καταλαβαίνει έννοιες που έχουν ιδιαίτερη αξία όπως: η ανωνυμία ως ελεύθερη ή όχι πρόσβαση, η αρχειοθετική διάσταση του διαδικτύου και ο τρόπος που δημιουργούνται συνειρμοί βασιζόμενοι στη γνώση και τη πορεία πραγμάτων, αντίθετα από τη δημιουργία γενικών-αντικειμενικών κανόνων μετάδοσης του νοήματος.



ΕΙΣΑΓΩΓΗ

27

Παρουσίαση Αρχικά, διαπιστώνουμε ότι η πληθώρα των διαδικτυακών συζητήσεων περί του θέματος αντιμετωπίζει το φαινόμενο αρνητικά, σαν παράσιτο της διαδικτυακής ζωής1. Η εμφάνιση των τρόλ καταλήγει συχνά να διαλύει τη συνοχή μιας διαδικτυακής διαδικασίας,με την επίθεση προς μέρους του ή την απορία και την παρεκτροπή από το θέμα είναι οι συχνότεροι τρόποι. Οι κυριότερες κατηγορίες που του αποδίδουν, αφορούν κυρίως τη διακοπή μιας συζήτησης ή τον αποπροσανατολισμό της. Η συνεχής παρουσία του δε, πλήττει, συχνά, την εγκυρότητα ολόκληρου του ιστοτόπου, στο σύνολό του, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις σπέρνει την καχυποψία σε τέτοιο βαθμό που πραγματικά κυριολεκτικές προτάσεις αναγνωρίζονται ως τρόλ και αποκλείονται ή αγνοούνται, προκαλώντας την διάλυση της ομαλής λειτουργίας μιας κοινότητας εκ των έσω. Σε αυτά, συχνά προστίθενται περιστατικά παρενοχλήσεων ή και απειλών και κάπου εκεί γίνεται πιο δύσκολο να διακρίνει κανείς τα χαρακτηριστικά που διαχωρίζουν το τρόλ από τα φαινόμενα διαδικτυακής βίας. Η πλευρά αυτή, που θεωρεί το τρόλ μια κακοήθεια του διαδικτύου, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο όγκο άρθρων και αναλύσεων στο διαδίκτυο. Η ανάλυσή τους πέρα από την απαρίθμηση των μορφών και των καταστροφικών του συνεπειών, παρουσιάζει κοινές θεματικές ενότητες, κι αυτές ακολουθούνται εδώ στη παρουσίαση των χαρακτηριστικών του φαινομένου. 1. Χαρακτηριστικό αυτού, είναι η μεγάλη πληθώρα άρθρων με συμβουλές και λίστες τακτικών που πρέπει κανείς να ακολουθεί για την αποφυγή και τον περιορισμό τους. Η σημασία αυτών των πρακτικών, φαίνεται από τους ιστοχώρους που τις παρουσιάζουν. Εφημερίδες και περιοδικά όπως η Guardian, η Huffington Post, το Forbes αλλά και στην Ελλάδα αντίστοιχα ηλεκτρονικά έντυπα όπως η Gazzeta, το Newsbeast, η Lifo έχουν αφιερώσει κατά καιρούς σχετικά άρθρα, ενώ αρκετές είναι και οι αντίστοιχες συζητήσεις σε forum και group.


28

ΤΟ ΤΡΟΛ

Παρ’ όλο που δεν είναι αυτή η μόνη πλευρά απέναντι στο τρόλ, εντούτοις είναι η πιο εύκολη να συναντήσει κανείς αναζητώντας πληροφορίες για το φαινόμενο. Αντίθετα, παρόλο που δεν αναλύεται συχνά από τη θετική του πλευρά, ιστότοποι αφιερωμένοι σε αυτό και τα όλο και συχνότερα “κρούσματα” που συναντάει κανείς, μαζί με πιο διαδεδομένα περιστατικά, αποδεικνύουν μια εξίσου συχνή υιοθέτηση του φαινομένου. Οι τρόποι αναγνώρισης των τρόλ χρηστών, οι έρευνες για την ψυχολογία των τρόλ και οι τρόποι αντιμετώπισης του φαινομένου είναι τα συχνότερα ζητήματα γύρω από την περιγραφή του τρόλ. Ένα πρώτο χαρακτηριστικό του τρόλ αποτελεί ο εντοπισμός του στο περιβάλλον ενός ιστοτόπου υπό τη σκοπιά της ανωνυμίας που το διαδίκτυο προσφέρει. Κοινό θέμα στη διαδικασία παρουσίασης των περισσότερων άρθρων αποτελεί η “αναγνώριση του τρόλ”2. Το τρόλ, εμφανίζεται συχνά, σαν δύσκολα αναγνωρίσιμο σε πληθώρα χρηστών, ειδικότερα αν αυτοί δεν είναι εξοικειωμένοι . Άλλωστε για να πετύχει το σκοπό του ο τρόλερ παρουσιάζεται συχνά να “καμουφλάρεται” στο εσωτερικό του ιστότοπου, ξεκινώντας μια συζήτηση προκειμένου να παραπλανήσει τους χρήστες και να τους φέρει σε εκνευρισμό ή αποπροσανατολισμό. Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό, ότι αυτό που χαρακτηρίζεται ως καμουφλάζ, δεν εννοεί τη μίμηση κάποιου χρήστη αλλά περισσότερο την υπακοή του τρόλερ στους εκάστοτε κανόνες, μια προσχηματική, δηλαδή, νομιμότητα, που θα τον προστατέψει από τον πρόσκαιρο αποκλεισμό του μέχρι τελικά να βλάψει ή να εκνευρίσει μια διαδικτυακή κοινότητα. Ακόμη, δεδομένης της ανοιχτής/ ελεύθερης εισόδου σε μία διαδικασία, το καμουφλάρισμα δεν καθίσταται πάντα απαραίτητο αφού κάποιος μπορεί να τρόλάρει με προφάνεια χωρίς να κινδυνεύει να αποκλειστεί, παίζοντας με τα νεύρα των υπολοίπων 2. Αντίστοιχα με τα άρθρα αντιμετώπισης, εμφανίζονται εξίσου πολλά άρθρα με συμβουλές για το πως αναγνωρίζει κανείς τα τρόλ. Η ικανότητα αναγνώρισης σύμφωνα με αυτά τα άρθρα αποτελεί και το μισό της αντιμετώπισης. Ενδεικτικά αναφέρουμε: “Recognizing and Dealing with Trolls”, www. teamtechnology.co.uk,”Top


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

29

χρηστών και τη συνοχή της διαδικασίας. Σε ένα δεύτερο επίπεδο η αναγνωρισιμότητα του τρόλερ δεν είναι μόνο δύσκολή αλλά -και σε πολλές περιπτώσεις- υποκειμενική3. Αυτό κάνει ακόμα πιο δύσκολο το χαρακτηρισμό μιας ανάρτησης ως τρόλ. Συχνά οι χρήστες διαφωνούν για το αν μια ανάρτηση τρολάρει ή σοβαρολογεί, πράγμα που αναστατώνει περισσότερο την κοινότητα ανοίγοντας ακόμη ένα θέμα. Εδώ ερχόμαστε σε ένα δεύτερο χαρακτηριστικό που επισημαίνεται συχνά σε σχετικά άρθρα, αυτό της σχέσης του χρήστη του τρόλ με τις αναρτήσεις του. Συχνά, ο τρόλερ πραγματοποιεί μια ανάρτηση με την οποία μπορεί να διαφωνεί ή να είναι εξαιρετικά αφελής, στη προσπάθειά του να διχάσει ή να αναστατώσει. Η πραγματοποίηση μιας τέτοιας καταφανώς προκλητικής ή χαζής ανάρτησης συχνά εξοργίζει ή αποπροσανατολίζει τα μέλη της κοινότητας τα οποία θεωρούν ότι κυριολεκτεί. Στην πραγματικότητα αυτός ακριβώς είναι και ο στόχος του τρόλερ στην προκειμένη περίπτωση. Στο άρθρο “stop calling me a troll” ο Farhad Manjoo4 αναφέρεται σε αυτή την τάση του χρήστη να παραγνωρίζει την κυριολεξία μιας τρόλ ανάρτησης, υποστηρίζοντας ότι πολύ συχνά ο τρόλερ είναι πολύ πιο έξυπνος απ’ ότι οι επικριτές του πιστεύουν. Σε ένα περιβάλλον αυτόματης και συνεχούς προσπέλασης κειμένων, η απουσία της κυριολεξίας προκαλεί το λιγότερο παγωμάρα, αν όχι μια βίαιη διακοπή του νοήματος που αποσταθεροποιεί και διακόπτει τη συγκέντρωση και την αίσθηση ομαλότητας. Μια ακόμα πτυχή του ζητήματος στην οποία φαίνεται να δίνουν κάποιο βάρος οι διαδικτυακές κυρίως αναλύσεις του φαινομένου, είναι ο ψυχισμός και κατ’ αντιστοιχία οι προθέσεις του χρήστη πίσω από τις ενέργειες του τρόλ.

3. Internet Troll, Wikipedia, www.wikipedia.org ημερομηνία ανάκτησης: 01/02/2016 4. Farhad Manjoo (2012), Stop Calling Me a Troll, Slate, www.slate.com, ημερομηνία ανάκτησης: 01/02/2016


30

ΤΟ ΤΡΟΛ

Από δύο σχετικές επιστημονικές έρευνες που φαίνεται να έχουν πραγματοποιηθεί το 2013 και το 20145 αποδίδουν στους συγκεκριμένους χρήστες χαρακτηριστικά αυτού που ονομάζεται “σκοτεινή τριάδα” και υποστηρίζουν ότι συχνά εμφανίζουν σημάδια σαδισμού, αντικοινωνικής συμπεριφοράς, ψυχοπάθειας και μακιαβελισμού. Στον αντίποδα αυτής της πρώτης όχι και τόσο ψύχραιμης ανάγνωσης στέκεται αυτή που αναγνωρίζει το τρόλ ως μια φυσιολογική/κανονιστική συμπεριφορά στην έκφραση διαδικτυακής ταυτότητας καθώς αποπειράται να υπερβεί την κυβερνητική από-ατομικοποίηση. Εξετάζοντας τις επιπτώσεις του διαδικτύου στον ψυχισμό των χρηστών πολλοί τονίζουν την ανωνυμία η οποία παρέχεται στο διαδίκτυο ως βασικό παρακινητικό παράγοντα του τρόλ. Οι διαδικτυακές αναλύσεις φαίνεται να διχάζονται γύρω από αυτόν τον ψυχισμό, ανάμεσα σε δύο αντίρροπα συμπεράσματα. Από τη μία, μεγάλη μερίδα ψυχολόγων αποδίδουν τη συμπεριφορά αυτή στην απο-ατομικοποίηση που επιφέρει η ανώνυμη πρόσβαση σε μεγάλες κοινότητες οριοθετώντας το τρόλ στο περιθώριο της διαδικτυακής συμπεριφοράς, εξομοιώνοντάς το με αντίστοιχες ανώνυμες μάζες όπως αυτές των γηπέδων ή των εξαγριωμένων όχλων. Μια ενδιαφέρουσα οπτική, ωστόσο, σε σχέση με τη φύση του φαινομένου, προσφέρεται από τη Judith Donath η οποία θεωρεί το τρόλ ως ένα παιχνίδι εξαπάτησης της ταυτότητας μέσα στον από-σωματικοποιημένο και άυλο χώρο των δικτύων. Σε κάθε περίπτωση, οι αναλύσεις ως προς τα κίνητρα του τρόλ περιορίζονται κυρίως στον ψυχισμό του χρήστη, ενώ όταν επιχειρούν να προσεγγί5. Τις έρευνες αυτές παρεθέτει το σχετικό άρθρο “internet troll” τις wikipedia, το οποίο είναι και το μόνο που κάνει αναφορά σε μελέτες κι όχι κατευθείαν αναφορά συμπερασμάτων. Σύμφωνα με τις παραπομπές του άρθρου: η έρευνα του 2014, είναι αναρτημένη προς πώληση στο site sciencedirect. com και αναγράφεται με τρεις συγγραφείς από το τμήμα ψυχολο-γίας του παναπιστημίου του Manitoba (http://www.sciencedirect.com/science/article/pii/ S01a91886914000324), η έρευνα του 2013 είναι ανοιχτή στο διαδίκτυο και τιτλοφορείται “The effect of de-individuation of the Internet Troller on Crim-inal Procedure implementation: An interview with a Hater”, από τον Jonathan Bishop, μέλος του κέντρου ερευνών διαδικτυακών κοινωνιών και ηλεκτρονικής εκπαίδευσης, του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου (http://www.cybercrimejournal.com/Bishop2013janijcc. pdf).


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

31

σουν την στρατηγική και δυναμική του πλευρά, περιορίζονται στην αναφορά άμεσης πολιτικής στράτευσης, σε ένα τρόλ δηλαδή κατά παραγγελία6. Η τελική εικόνα που αφήνει αυτή η πρώτη έρευνα του φαινομένου -όπως αυτό προβάλλεται στα μέσα δικτύωσης και ενημέρωσης- μπορεί να περιγραφεί από την μετέωρη ταλάντευση του φαινομένου ανάμεσα στην ακραία/ ωμή φάρσα και την διαδικτυακή βία/παρενόχληση. Από τη μία, λοιπόν, το φαινόμενο παρουσιάζεται σαν ένα ακόμα είδος διαδικτυακής φάρσας, συχνά ευτελούς αξίας, που μόνο σκοπό έχει να ευχαριστήσει το χρήστη ή μια ομάδα στην οποία ανήκει. Ενώ από την άλλη, ως μια καθαρή πράξη βίας που σκοπό έχει πάλι την ευχαρίστηση του χρήστη εξισώνοντάς το με το cyber bullying και το flaming. Τελικά, παρά τις αντιφωνίες το σύνολο των αναλύσεων φαίνεται να λαβαίνει σοβαρά υπόψιν του τον ιδιαίτερα ζημιογόνο -ως προς την “νόμιμη” λειτουργία των ιστοτόπων- χαρακτήρα του ως βασικό στοιχείο του φαινομένου. Η αντιμετώπιση του φαινομένου έχει εμφανιστεί με πολλά πρόσωπα, που εκτείνονται από την απλή αναφορά του χρήστη, έως και τον αποκλεισμό του από κάποιον ιστότοπο ή ακόμα σε κάποιες περιπτώσεις και ολιγόμηνη φυλάκιση7. Το πόσο σοβαρή απειλή το θεωρούν κάποιες πλευρές, μπορούμε να το καταλάβουμε από μια άκρως αποκαλυπτική δήλωση δύο πολύ βασικών προσωπικοτήτων του διαδικτυακού κόσμου. Στο άρθρο του BBC “Trolling: Who does it and why?”8, τόσο η εκπρόσωπος τύπου του Facebook Randi Zuckerberg όσο και το πρώην διευθύνον στέλεχος της Google Eric Schmidt προτείνουν τη σταδιακή άρση της διαδικτυακής ανωνυμίας, με σκοπό των περιορισμό του τρόλ και άλλων αντίστοιχων φαινομένων. 6. Εδώ εστιάζουμε στο γεγονός ότι η wikipedia παρόλο τον απολίτικο -προσίδιο του βανδαλισμού- χαρακτήρα που αποδίδει στο φαινό-μενο δε διστάζει να αναφέρει παραδείγματα της “πολιτικής” χρήσης του, παραδείγματα στα οποία ο τρόλερ εμφανίζεται ως εντολοδό-χος διαφόρων μορφωμάτων. 7.Ενδεικτικά αναφέρουμε την υπόθεση του Sean Duffy ο οποίο τιμωρήθηκε με πεντάμηνη φυλάκιση για πληθώρα πράξεων οι οποίες χαρακτηρίστικαν ως τρολ. Μια από αυτές ήταν η ανάρτηση: “κοιμόμουνα στις γραμμές του τρένου.lol”σε μια σελίδα για μια νεκρή από τρένο κοπέλα. 8.Tom de Castella & Virginia Brown (2011),Trolling: Who does it and why?,BBC, www.bbc.com, ημερομηνία ανάκτησης: 01/02/2016


η πορεία της είδησης στα μέσα επικοινωνίας


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

33

Για την καλύτερη κατανόηση του φαινομένου θα μπορούσαμε να παρουσιάσουμε εδώ κάποια ιδιαίτερης σημασίας περιστατικά που αποκαλύπτουν πολλά για την ισχύ του αλλά ίσως να δικαιολογούν και τις κατηγορίες που του αποδίδονται. Ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά -κατά τη γνώμη μαςπεριστατικά, που αποδεικνύει όχι μόνο την ισχύ του φαινομένου, αλλά και που του αποδίδει τη σημασία της στρατηγικής δυναμικής που έχει, είναι η περίπτωση Rick Astley. Σύμφωνα με την εξιστόρηση του Stefan Krappitz9 το 2007 εμφανίζεται στο 4chan ένα νέο έιδος διαδικτυακή φάρσας που ονομάζεται duckrolling και σύμφωνα με το οποίο: «κάποιος πόσταρε έναν φαινομενικά ενδιαφέροντα σύνδεσμο για μια εξωτερική ιστοσελίδα, ο οποίος όμως δεν οδηγούσε στο συγκεκριμένο περιεχόμενο αλλά σε μια εικόνα μιας πάπιας με ρόδες». Με δεδομένη τη μεγάλη διάδοση αυτής της διαδικτυακής φάρσας, το 2008 οι Anonymous τη χρησιμοποιούν για την χειραγώγηση των βραβείων MTV. Έτσι, στο διαδίκτυο αρχίζουν να εμφανίζονται χιλιάδες σύνδεσμοι σε διάφορες ενδιαφέρουσες παραπομπές που όμως όλες οδηγούν στο τραγούδι του Rick Astley “Never gonna give you up”, μια παλιά επιτυχία του 1987. Η δημοσιότητα του συγκεκριμένου τραγουδιού αρχίζει να ανεβαίνει κατακόρυφα με εκατομμύρια προβολές αναγκάζοντας το MTV να απονείμει το βραβείο του καλύτερου καλλιτέχνη όλων των εποχών στον Rick Astley, έναν ξεχασμένο και άσημο τραγουδιστή της δεκαετίας του ’80. Στη δικιά μας χώρα τώρα έχουν εμφανιστεί αρκετά ενδιαφέροντα και χαρακτηριστικά περιστατικά τα τελευταία χρόνια, κυρίως στον τομέα της δημοσιογραφίας και της πολιτικής, έχοντας κατά τη γνώμη μας πολλά να πουν για τον τρόπο που λειτουργούν αυτοί οι θεσμοί στη χώρα μας. Ένα από τα χαρακτηριστικότερα είναι η αναμετάδοση, από την δημόσια τηλεόραση, μιας είδησης από τον ιστότοπο “Το Κουλούρι”. Ο συγκεκριμένος ιστότοπος αποτελεί ένα υποτιθέμενα δημοσιογραφικό site που αναρτά -με ξεκάθαρα χιουμοριστική διάθεσηψευδείς ειδήσεις με σοβαροφανή τρόπο. Σύμφωνα με τη 9.Stefan Krappitz, Η Επέλαση Των Τρολ (2012), μτφρ. Μαρία Παππά, Αθήνα: Τοποβόρος (2013), σ. 14


34

ΤΟ ΤΡΟΛ

συγκεκριμένη είδηση η αστυνομία είχε συλλάβει σπείρα που έκοβε το χαρτί κουζίνας και το πουλούσε ως χαρτί υγείας10 . Η είδηση αυτή προφανώς δημιουργούσε συνειρμούς με κάποιες παλιότερες πολιτικές δηλώσεις και αυτός ήταν ο σκοπός της. Σε πρωινή ενημερωτική εκπομπή όμως της δημόσιας τηλεόρασης, η είδηση όχι μόνο παρουσιάστηκε ως αληθινή11 αλλά συνοδεύθηκε και από πλάνα αρχείου με αστυνομικές επιχειρήσεις και τεκμηριώθηκε ως εκμετάλλευση του κοινού παράλληλα με αντίστοιχη έλλειψη του προϊόντος στην αγορά. Αστείο ή βίαιο το τρόλ φαίνεται πως αποτελεί αρκετά ισχυρό εργαλείο στη σύγχρονη επικοινωνία και ενημέρωση σύμφωνα και με τα παραπάνω. Από απλή τροχοπέδη στην ομαλή λειτουργία των μέσων ή τρομοκρατική ενέργεια στο εσωτερικό μιας συζήτησης μπορεί ακόμα και να φλερτάρει με ένα σύγχρονο ακτιβισμό-αν όχι πολιτική πράξη- που υποσκάπτει βασικές αρχές και διαδικασίες της σύγχρονης εποχής. Η παρουσία του στα σύγχρονα μέσα μπορεί για κάποιους να αποτελεί έναν εφιάλτη που χρήζει άμεσης αντιμετώπισης και καταπολέμησης, ενώ για κάποιους άλλους ένα ισχυρό μέσο εκφοράς των διαφωνιών τους ή επίκρισης των αντιπάλων τους. Αυτό που τελικά φαίνεται να λείπει περισσότερο είναι μια νηφάλια ανάλυσή του που θα οδηγήσει σε πιο χρήσιμα συμπεράσματα από τους αφορισμούς ή τη φανατική του υποστήριξη.

10. Συνελήφθη σπείρα που έκοβε στη μέση χαρτί κουζίνας και το πωλούσε ως χαρτί υγείας (2015), Το Κουλούρι, www.tokoulouri.com, ημερομηνία ανάκτησης: 01/02/2016 11. η είδηση αναδημοσιεύτηκε στην πρωινή εκπομπή ΕΡΤ Ενημέρωση το πρωί της Πέμπτης 09/07/2015


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

35

Όπως σημειώνει κι ο Stefan Krappitz στον επίλογό του12. «Κατανοώντας το φαινόμενο και τη λειτουργία του, μπορούμε να εκτιμήσουμε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα κάθε τέτοιας πράξης. Το δημιουργικό, φινετσάτο τρολάρισμα είναι κάτι όμορφο όταν επιτελείται καλά και το βρίσκω λυπηρό ότι η κοινή γνώμη είναι τόσο αρνητική. Αρνούνται να δουν τη δυναμική του.

12. Stefan Krappitz, Η Επέλαση Των Τρολ (2012), μτφρ. Μαρία Παππά, Αθήνα: Τοποβόρος (2013), σ. 61



Ανάλυση



ΑΝΑΛΥΣΗ

39

Βία ή Χιούμορ - Το Άγχος της Κυριολεξίας Η πρώτη αντίθεση, που διαπιστώνουμε από τις προηγούμενες αναλύσεις και θα λέγαμε ότι πλανάται στις περισσότερες από τις αντίστοιχες συζητήσεις, είναι αυτή που αφορά την φύση των προθέσεων του τρόλ. Από τη μία πλευρά, αναφέρεται -όπως είδαμε- ως φαινόμενο διαδικτυακής παρενόχλησης, ως παράγοντας χάους στην ομαλή διεξαγωγή μιας κουβέντας ή ακόμη ως αίτιο καταστροφής μιας διαδικασίας κοινοποιήσεων ή δημοσιεύσεων. Από την άλλη, κάποιες αναλύσεις το κατατάσσουν στο επίπεδο μιας κακόγουστης και συχνά ακραίας φάρσας που μόνο σκοπό έχει να προκαλέσει και να επιφέρει ευχαρίστηση στον εκάστοτε χρήστη. Προφανώς, τα όρια δεν μπορεί να είναι αυστηρά, αλλά αυτό που νομίζουμε πως κρύβεται πίσω από αυτές τις αφοριστικές κατατάξεις, είναι κάτι πιο σύνθετο που λέει, εν τέλει, πολλά για τη φύση του φαινομένου και αποτελεί αφετηρία της επιχειρηματολογίας μας. Επιχειρούμε, λοιπόν, εδώ μια ανάλυση των προθέσεων του τρόλ, που προσπαθεί να δώσει ένα τέλος στη συνεχή, αμφιταλάντευσή του μεταξύ ενός κακεντρεχούς βάνδαλου και ενός φτηνού φαρσέρ. Μια αμφιταλάντευση, στην οποία τον αναγκάζουν οι δεσπόζουσες αναλύσεις και από την οποία επιθυμούμε να τον ελευθερώσουμε, εισάγοντάς τον, σε ένα πιο νηφάλιο πεδίο θεωρητικής έρευνας. Το δίπολο αυτό, μεταξύ βίας και φάρσας, ακόμη κι αν, αυτές μπορεί να αποτελούν υποθετικές μορφές του τρόλ, σίγουρα εμφανίζει ένα ανησυχητικό παράδοξο. Όσοι υποστηρίζουν τη βίαιη πλευρά του φαινομένου, το οποίο συχνά αναφέρουν και ως προς καταπολέμηση φαινόμενο, συνοδεύοντας τα κείμενά τους με πληθώρα συμβουλών αποφυγής και αποτροπής, καταθέτουν ως βασικό επιχείρημα την ανωνυμία που προσφέρει το διαδίκτυο, ως βασικό ορμητήριο των εκάστοτε θυτών. Η φύση δε, που αποδίδουν στο άτομο αυτό, μέσα από κάποιες ψυχολογικές έρευνες είναι αυτή ενός ψυχικά άρρωστου, κακόβουλου και αντικοινωνικού ανθρώπου, στον οποίο η ανωνυμία παρουσιάζεται ως δώρο για τις


*...Όποιος δεν μπορεί πα να αγκαλιάσει, σφιχταγκαλιάζει αδιάκοπα, όποιος δε βλέπει πια το φως, το καταβροχθίζει με τα έκθαμβα μάτια του... Ας μην αμφιβάλλουμε, το ίδιο ισχύει και για την τεχνολογική μας αυτονομία, γι’ αυτούς τους αντανακλαστικούς αυτοακρωτηριασμούς των οποίων από καιρό έχουμε θελήσει να λησμονήσουμε τις αληθινές περιστάσεις και αιτίες. Καθώς έχουμε σταδιακά στερηθεί την χρήση των φυσικών δεκτικών μας οργάνων, την αισθαντικότητά μας, είμαστε στοιχειωμένοι όπως ο μειονεκτικός από κάτι σαν συμπαντικό άμετρο, την φαντασματική έρευνα διαφορετικών κόσμων και τρόπων, στους οποίους το παλιό «ζωικό σώμα» δεν έχει πια θέση, στους οποίους θα είχε πραγματωθεί η πλήρης ένωση ανθρώπου και τεχνολογίας. Paul Virilio, H Πληροφορική Βόμβα (1998), μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Αθήνα: Νησίδες (2000), σελ. 44

**Η ανωνυμία είναι το μαύρο πρόβατο του κόσμου της σύνδεσης. Από τη μία πλευρά η ανωνυμία φαίνεται ότι είναι ο σωτήρας της προσωπικής ελευθερίας: επιτρέπει στα άτομα να χτίσουν την εικόνα τους με βάση τις ιδέες τους κι όχι τη δουλειά, την οικονομική ευχέρεια, την ηλικία ή το κύρος. Από την άλλη πλευρά, η ανωνυμία λειτουργεί ως μια πρόκληση στην αναρχία προσφέροντας κάλυψη στους παράνομους είτε αυτοί αποφεύγουν τους φόρους τους, είτε είναι τρομοκράτες. Judith S. Donath, Ιdentity and Deception in the Virtual Community (1999), London & New York: Routledge.


ΑΝΑΛΥΣΗ

41

επιθετικές του προθέσεις. Το καθεστώς της ανωνυμίας, αποτελεί σίγουρα καταλυτικό παράγοντα για την δημιουργία και την εξάπλωση του φαινομένου, κι έτσι κάπως, δικαιολογείται και η άρρηκτη σχέση του με το διαδίκτυο. Η κατηγορηματική του απόδοση, όμως, αποκλειστικά σε χρήστες με κακόβουλες προθέσεις, αποκαλύπτει μόνο τη μισή αλήθεια της δικτυακής πραγματικότητας. Η διαδικασία επικοινωνίας στα διαδικτυακά μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ενέχει στον πυρήνα της την απόκρυψη της σωματικότητας*˙της σωματικότητας με την έννοια όλων των εκφραστικών μηνυμάτων, που απορρέουν από το σώμα, ως βασικό στοιχείο της ζωντανής επικοινωνίας. Όμοια με το τηλέφωνο ή την αλληλογραφία, έτσι και το διαδίκτυο προϋποθέτει την αντικατάσταση των σωματικών κινήσεων, του παλμού τη φωνής και του βλέμματος, με άλλα εκφραστικά μέσα διοχετεύοντας αυτές τις απώλειες: στο ύφος του κειμένου, τη φωνή και στην περίπτωση του διαδικτύου και επιπροσθέτως: σε εικόνες, βίντεο και προ-ηχογραφημένους ήχους. Έτσι, παρά την επευφημημένη αμεσότητά του, το διαδίκτυο αποτελεί έναν, κατά βάσει, χώρο απόκρυψης της πραγματικότητας του ατόμου και της σωματικότητας. Η δημιουργία χαρακτήρων στα μέσα κοινωνικοποίησης, είτε αυτός αντιπροσωπεύει το ιδανικό ενός δικού μας φαντασιακού, είτε μια λίγο καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας -σύμφωνα με τις κοινωνικές επιταγές, είναι ίσως ο πιο διαδεδομένος τρόπος χρήσης του μέσου. Το διαδικτυακό εγώ μας, είναι πάντα λίγο πιο σέξυ, πιο βαθυστόχαστο, πιο ώριμο, από αυτό που θεωρεί η αυτογνωσία μας και τίποτα δεν διασφαλίζει τον δυϊσμό αυτόν περισσότερο από την ανωνυμία που παρέχει το διαδίκτυο **. Η σύγχρονη,-εν μέρει- διαδικτυακή προσωπικότητα, προβάλλει επιλεκτικά στο διαδίκτυο, το “φωτεινό” κομμάτι του εαυτού της. Αυτό το κομμάτι, για το οποίο είναι περήφανη και το οποίο καμώνεται πως συμπυκνώνει το σύνολο της ύπαρξής της, κατασκευάζοντας το ανάλογό της στον κυβερνοχώρο, τη διαδικτυακή περσόνα. Σε αυτόν ακριβώς το δυϊσμό πρέπει να αναφέρεται και ο Carl Jung, όταν περιγράφει τον άνθρωπο να αποτελείται από μια περσόνα, ως το παρουσιάσιμο μέρος του εαυτού, και



ΑΝΑΛΥΣΗ

43

μια σκιά, ως ένα αρχέτυπο που συμπυκνώνει το σύνολο των σκοτεινών του παρορμήσεων, τις οποίες δεν επιθυμεί να εκθέσει στον εξωτερικό κόσμο1. Σε αυτό το σημείο, η εξάλειψη της σωματικότητας στο χώρο του διαδίκτυου, φαίνεται να αποκτά δραστική σημασία. Τα συμπληρωματικά χαρακτηριστικά που ενέχει η παρουσία του σώματος, επιτρέπουν μια πιο βαθιά ανάγνωση ενός οποιουδήποτε ισχυρισμού. Έτσι, για παράδειγμα κάποιος που λέει ψέματα καλείται, στη ζωντανή συνομιλία, να στηλιτεύσει ένα σύνολο χαρακτηριστικών, που θα μπορούσαν να τον προδώσουν. Ο τόνος της φωνής, το βλέμμα, η ακόμα και η στάση του σώματος καλούνται να συστρατευθούν στην επιταγή της αληθοφάνειας, ξεγελώντας αυτή τη δεύτερη βαθιά ανάγνωση, που θα αποκάλυπτε την απάτη. Η δουλειά του απατεώνα είναι δύσκολη στην πραγματική ζωή, όντας εκτεθειμένη στη σωματικοποιημένη επαφή. Υπό αυτή την έννοια, η απο-σωματικοποιημένη διαδικτυακή επαφή, αποτελεί πρόσφορο έδαφος για οποιαδήποτε εξαπάτηση. Τελικά, ο τρόλερ φαίνεται να προσιδιάζει τον απατεώνα, αλλά σίγουρα δεν είναι ο μόνος που το κάνει. Το προνόμιο της ανωνυμίας, που φαίνεται να εκμεταλλεύεται καταστροφικά και τρομοκρατικά, έχει προ πολλού εκφυλιστεί, από το “νόμιμο” χρήστη. Η ευκολία να αναπαράγει κανείς μια υποθετική προσωπικότητα στο χώρο των δικτύων, είναι εξίσου υπονομευτική, είτε αποσκοπεί στην κυριολεκτική, είτε στην “παράνομη” χρήση του μέσου. Θεωρώντας τον κυβερνοχώρο ως ένα περιβάλλον γενικευμένου ψεύδους, ερχόμαστε αντιμέτωποι με την ανάγκη να αναζητήσουμε ποιό είναι -αν δεν είναι το ότι ψεύδεται- αυτό το διακριτικό χαρακτηριστικό του τρόλ που το διαχωρίζει από την καθεστηκυία διαδικτυακή συμπεριφορά. Η αίσθηση ελευθερίας που περιβάλλει το διαδίκτυο ενέχει για μας ένα σημαντικό κίνδυνο. Είναι αλήθεια, πως για πρώτη φορά στην ιστορία των μέσων, μπορούν να παρουσιάζονται τόσο ισοδύναμα και ισόμορφα ένα τόσο 1. Shadow (Psychology), Wikipedia, www.wikipedia.org ημερομηνία ανάκτησης: 01/02/2016


*... υποθέτω ότι σε κάθε κοινωνία η παράγωγη του λόγου ελέγχεται, επιλέγεται, οργανώνεται, και αναδιανέμεται ταυτόχρονα, από ένα ορισμένο αριθμό διαδικασιών που έχουν σα ρόλο να αποτρέψουν τις εξουσίες και τους κίνδυνους, να κυριαρχήσουν πάνω στο τυχαίο, να αποφύγουν τη βαριά, την τρομερή υλικότητα. Μέσα σε μια κοινωνία σαν τη δική μας, γνωρίζουμε αναμφίβολα τις διαδικασίες αποκλεισμού. Η εμφανέστερη, η πιο κοινή, είναι το απαγορευμένο. Είναι γνωστό ότι δεν έχουμε το δικαίωμα να πούμε τα πάντα, ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τα πάντα σ΄οποιαδηποτε περίσταση, ότι οποιοσδήποτε τελικά μπορεί να μιλήσει για οτιδήποτε. Ταμπού του αντικειμένου, τελετουργικό της περίστασης, προνομιακό ή αποκλειστικό δικαίωμα του υποκειμένου της ομιλίας: βλέπουμε εδώ το σύνολο τριών τύπων απαγορεύσεων που διασταυρώνεται, αλληλοδυναμώνονται ή αντισταθμίζονται, φτιάχνοντας ένα σύγχρονο πλέγμα που διαρκώς μεταβάλλεται. Michel Foucault, H Τάξη Του Λόγου (1971), μτφρ. Μηνάς Χριστίδης, Αθήνα:Ηριδανός (1990),σελ.7

**Οι απαγορεύσεις που επιβάλλονται στην αγόρευση, που φαινομενικά δεν είναι παρά ασήμαντη, αποκαλύπτουν πολύ γρήγορα, σχεδόν αμέσως, τη σχέση της με την επιθυμία και την εξουσία. Κι εδώ, τι το παράξενο, εφόσον η αγόρευση δεν είναι απλά αυτό εκδηλώνει (ή καλύπτει) την επιθυμία, αλλ’ είναι αυτό το ίδιο το αντικείμενο της επιθυμίας˙ και εφόσον -αυτό η ιστορία μας το διδάσκει διαρκώς- η αγόρευση δεν είναι απλά αυτό που μεταφράζει τους αγώνες ή τα συστήματα κυριαρχίας, αλλά αυτό για το οποίο και μέσω του οποίου αγωνίζεται κανείς, η εξουσία που ζητά να ιδιοποιηθεί. Michel Foucault, H Τάξη Του Λόγου (1971), μτφρ. Μηνάς Χριστίδης, Αθήνα:Ηριδανός (1990),σελ.7


ΑΝΑΛΥΣΗ

45

μεγάλο εύρος απόψεων. Στο διαδίκτυο η πολυφωνία και η ελευθερία του λόγου παρουσιάζονται-τουλάχιστον όπως αυτό προβάλλεται- ως κεντρικά διακυβεύματα. Ο χώρος του αποτελεί υπό αυτήν την έννοια ένας παράδεισος της -εκφραστικής τουλάχιστον- αμεσοδημοκρατίας. Οι αναφορές περί καταστροφής μιας συζήτησης ή μιας ομαλότητας στην ανταλλαγή σχολίων και κειμένων, η διάλυση μιας διαδικασίας από μια άσχετη, προκλητική διασπορά ενός μηνύματος υποκρύπτει, για μας, το άλλο μισό ενός αντίστοιχα εκτεταμένου φαινομένου, του οποίου το τρόλ αποτελεί στην απλούστερη εκδοχή ένα φυσικό επόμενο, αν όχι -σε μία μεταγενέστερη περίπτωση- μια στρατηγική και προθετική κίνηση. Η πλήρως ελεύθερη τοποθέτηση για οποιοδήποτε θέμα, η τοποθέτηση σε οποιαδήποτε στιγμή και περιβάλλον και η τοποθέτηση επί παντός άνευ νομιμοποιητικής ιδιότητας, φαίνεται να καταργούν: το ταμπού του αντικειμένου, το τελετουργικό της περίστασης και το προνόμιο του υποκειμένου˙ τις βασικές δηλαδή διαδικασίες αποκλεισμού και περιορισμού του λόγου κατά τον Foucault*. Η απόκρυψη δε της σωματικότητας όπως αναφέρθηκε, καταργεί, πλήρως σχεδόν, αυτό το σύστημα απαγορεύσεων, που οι θεματικές και οι προσωπικοί λογαριασμοί θα υποστήριζε κανείς ότι ως ένα βαθμό συντηρούν. Αν σε αυτά προσθέσουμε τη βασική θέση του Foucault**, ότι όλες αυτές οι απαγορεύσεις σκοπό έχουν την ουσιαστική πολιτική επιβολή και έλεγχο του λόγου και μέσω αυτού της σκέψης, τότε τι πιο ελεύθερο από το σύμπαν του κυβερνοχώρου; που ασκείται ο έλεγχος εδώ; Η εξασφάλιση του κλασικού αυτού ελέγχου, έχει σήμερα μια μάλλον νέα, ιδιαίτερα ριζοσπαστική τακτική. Αυτό που αναφέρουμε ως αγωνία της κυριολεξίας, εκφράζει ακριβώς αυτό τον έλεγχο αντιθετικά, δηλαδή, με την εξασφάλιση της κυριολεξίας αποτελεί το κρίσιμο σημείο του. Έτσι, σε αυτή ακριβώς την αγωνία της κυριολεξίας και μάλιστα όχι της κυριολεξίας του περιεχομένου, -καθώς το ψέμα αποτελεί συστατικό στοιχείο του διαδικτύου- αλλά της κυριολεξίας απέναντι στο μέσο, κρύβεται η μεγάλη επικινδυνότητα του τρόλ. Αντίθετα, αυτό που ζητείται



ΑΝΑΛΥΣΗ

47

είναι -όπως πάντα- μια αποδοχή, που περιγράφεται από την αποδοχή των τρόπων, των νέων παρακινήσεων και κυρίως από την αποδοχή του κώδικα, της σοβαρής στάσης απέναντι στη διαδικασία αυτού που λέγεται. Ένας νέος, επιβαλλόμενος, δημοκρατικός σεβασμός, αυτή τη φορά όχι απέναντι σε αυτό που λέγεται αλλά απέναντι στον τρόπο και που λέγεται. Έτσι, η βία, η τρομοκρατία που ασκεί το τρόλ δεν έγκειται σε αυτό που λέει, δεν είναι το ψέμα του περιεχομένου του -προφανώς, αλλά η άρνησή του να πει ένα ψέμα αποδεχόμενο τους κανόνες του μέσου. Το τρόλ χρήζει αντιμετώπισης, όχι γιατί διασπείρει ψεύτικες δηλώσεις, αλλά γιατί συνειδητοποιεί ακριβώς την κατάργηση αυτών των απαγορεύσεων, που προ-αναφέρθηκαν και αρνείται να τις χρησιμοποιήσει προς κάλυψη των εσωτερικών του κενών2. Τα κενά είναι αυτά, από τα οποία μας λυτρώνει η δυνατότητα να εκφραστούμε γρήγορα, ελεύθερα κι ανεύθυνα, αλλά και παγκόσμια, με μια σοβαρότητα άνευ προηγουμένου. Είναι το κίνητρο κάθε χρήστη να κυριολεκτεί. Η αίσθηση αυτή της νέας ελευθερίας φαντάζει τόσο ελκυστική, στην ατομική ανάγκη του καθενός για έκφραση, που οι περισσότεροι θα συναινούσαν στη νέα αυτή κυριολεξία, προκειμένου να απολαύσουν αυτή τη νέα, τόσο πρακτική και οικονομική διαδικασία κοινωνικοποίησης... που θα ξετρελάνει τους πάντες. Διαβάζοντας την πληθώρα αναλύσεων περί του φαινομένου, διακρίνουμε λοιπόν, στον πυρήνα τους, μια βαθιά, ανείπωτη εν πολλοίς, συντηρητική τάση που διατρέχει το 2. Αν είμαστε λίγο πιο δίκαιοι, θα παρατηρήσουμε μια μεγάλη χαρά που δίνει η κατάργηση αυτών των περιορισμών. Άνθρωποι που θέλουν να μιλήσουν για πράγματα που νομίζουν ή που αγαπούν, όντας εκτός των συστημικών τους ροών (π.χ. το ακαδημαϊκό περιβάλλον), φτιάχνουν με μεγάλη όρεξη και αφιερώνοντας πολύ χρόνο ποιητικά, φιλολογικά, αστρονομικά ή αρχιτεκτονικά blog και ειδικά στις μεγαλύτερες ηλικίες, παραμένουν τρομακτικά συνεπείς απέναντι στις κατα τ αλλά άσημες δημοσιεύσεις τους. Ένα βασικό στοιχείο που αποκαλύπτεται εδώ, είναι η δυνατότητα του διαδικτύου να “κάνει ο καθένας κάτι ΔΙΚΟ ΤΟΥ”. Ραδιοφωνικοί σταθμοί, blog στη λογική εφημερίδας, φωτογραφικές online συλλογές στη λογική καλλιτεχνικής έκθεσης, προσφέρουν μεγάλη χαρά κι μεγάλη ευκολία σε σχέση με τα πολύπλοκα και χρονοβόρα δίκτυα της γραφειοκρατίας. Αν κάτι λοιπόν ευνοεί σε πρώτο στάδιο, την επιβίωση του διαδικτυακού ψέματος, είναι η βιασύνη μας και ο ενθουσιασμός μας να πούμε ή να δείξουμε το δικό μας.


*Η σκωπτική καταγγελία που σχετίζεται με μια κοινωνία η οποία εδράζεται σε αναγνωρισμένες αξίες αντικαθίσταται από ένα θετικό και ανέμελο χιούμορ, ένα κωμικό teen-ager με βάση τη δωρεάν και μη φιλόδοξη ανοησία. Το χιούμορ στη διαφήμιση ή στη μόδα δεν έχει θύμα, δεν χλευάζει, δεν κριτικάρει καθώς πασχίζει μόνο να σκορπίσει μια ευφορική ατμόσφαιρα καλής διάθεσης και ευτυχίας χωρίς αντίθετο. Gilles Lipovetsky, Η Εποχή Του Κενού (1983), μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Νησίδες (2003), σελ. 120

**Ενώ το κωμικό εκπνευματίζεται, αποφεύγει συνετά τον άλλο: πρέπει να υπογραμμίσουμε αυτή την κοινωνικά νέα στάση, που είναι να αποδοκιμάζουμε το γέλιο σε βάρος άλλων. […] Στη ναρκισσιστική κοινωνία, η ανταλλαγή ανάμεσα στα όντα απαρνείται τα επιδεικτικά σημεία, εσωτερικεύεται ή ψυχολογικοποιείται˙ η υποχώρηση του γέλιου είναι μόνο μία από τις εκδηλώσεις του από-κοινωνισμού των μορφών της επικοινωνίας, της ήπιας μετά-μοντέρνας απομόνωσης. Gilles Lipovetsky, Η Εποχή Του Κενού (1983), μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Νησίδες (2003), σελ. 123-125

***“Ο άλλος παύει να είναι ο προνομιούχος στόχος των σαρκασμών, ο άνθρωπος γελά πολύ λιγότερο με τα ελαττώματα και τα κουσούρια των άλλων.[…] Παράλληλα, ακριβώς το Εγώ γίνεται προνομιούχος στόχος του χιούμορ, αντικείμενο γελοιοποίησης και αυτοεξευτελισμού, όπως μαρτυρούν οι ταινίες του Γούντυ Άλεν. Gilles Lipovetsky, Η Εποχή Του Κενού (1983), μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Νησίδες (2003), σελ. 123-124


ΑΝΑΛΥΣΗ

49

σύνολο του διαδικτυακού λόγου, ένα γενικό διακύβευμα οποιασδήποτε διαδικτυακής συζήτησης . Αυτό που διακυβεύεται εδώ, είναι η διασφάλιση της κυριολεξίας. Η αγωνία αυτών που βλέπουν την καταστροφή, είναι η αγωνία της διαφύλαξης μιας συμπαγούς πειθαρχίας απέναντι στο μέσο. Ας επιστρέψουμε όμως, πάλι στην αμφιταλάντευση του φαινομένου επιχειρώντας τώρα μια προσέγγιση από την αντίθετη φορά, από την πλευρά, δηλαδή, του χιούμορ. Σε αυτό το κλίμα της ελεύθερης διακίνησης του λόγου, το χιούμορ κάνει συχνά την εμφάνιση του, εμπλουτίζοντας την παλέτα των αποφάνσεων ως ένα νέο είδος. Η σύνδεση του τρόλ με το χιούμορ διατρέχει το σύνολο των αναλύσεων του φαινομένου αφορώντας όμως, συνήθως, μια επιθετική ή συχνά σκατολογική εκδοχή του και συχνά απαξιώνεται ως τέτοιο και μόνο. Πράγματι το τρόλ όταν γίνεται με χιουμοριστική διάθεση είναι συνήθως επιθετικό και ίσως υπερβολικά ρηχό, στα όρια της παρωδίας. Η αποστροφή για αυτήν τη διάσταση του χιούμορ, την άλλοτε αποδεκτή, αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό των μεταμοντέρνων κοινωνιών, όπως αναλύεται και από τον Gilles Lipovetsky*. Σύμφωνα με τον παραπάνω το χιούμορ, που μπορούσε να πραγματώνεται ως μια προθετική σκωπτική καταγγελία, υποβιβάζεται στις σύγχρονες κοινωνίες, σε ένα “γκάτζετ” ευφορίας που μόνο στόχο έχει την δημιουργία ενός χαρούμενου κλίματος. Επιπλέον, σε μια περαιτέρω ανάλυση του φαινομένου αυτού ο Lipovetsky επισημαίνει τη ρητή σύνδεση αυτού του νέου χιούμορ με την άνοδο του ατομισμού η οποία αποκλείει κάθε μορφή διανθρώπινης επαφής χωρίς να εξαιρεί τη χιουμοριστική επίθεση ενδυναμώνοντας το γενικότερο κλίμα αδιαφορίας** . Στο διαδίκτυο, υπάρχει διάχυτη ατμόσφαιρα ενός σόφτ γέλιου. Αστεία και αυτοσαρκασμοί -οποίοι και έχουν ιδιαίτερη “άνθηση” τα τελευταία χρόνια-*** βρίθουν στις προσωπικές αναρτήσεις και κάτι τέτοιο, το βλέπει κανείς εύκολα από τις τόσες εναλλακτικές γραφικές αποτυπώσεις του γέλιου και ακόμα από περισσότερο από την πραγματική έκρηξη ομάδων και ιστοτόπων με χιου-


*...κατά την διάρκεια της “γιορτής των τρελών ” εκλέγουν έναν αβά, έναν αρχιεπίσκοπο κι έναν Πάπα της μασκαράτας που ψάλλουν πρόστυχα και γκροτέσκα στιχάκια στον σκοπό των εκκλησιαστικών ψαλμών, μετατρέπουν της αγία τράπεζα σε τραπέζι για φαγοπότι και χρησιμοποιούν περιττώματα αντί για λιβάνι. Μετά τη θεια λειτουργία, η σκατολογική παρωδία συνεχιζόταν, ο “ κλήρος” περιέτρεχε στους δρόμους ρίχνοντας περιττώματα στο λαό που τον ακολούθησε. Έβραζαν μέσα στην εκκλησιά έναν γάιδαρο, κραύγαζε, μαζί του και οι πιστοί. Αυτό το ίδιο καρναβαλίστικο σχήμα θα διαποτίζει, μέχρι την Αναγέννηση, τα κωμικά λογοτεχνικά έργα όπως και τα αστεία, τις φάρσες, τις βλασφημίες και τις προσβολές: το γέλιο συνδέεται πάντα με τη βεβήλωση των ιερών στοιχείων, με την παραβίαση των επισήμων κανόνων. Gilles Lipovetsky, Η Εποχή Του Κενού (1983), μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Νησίδες (2003), σελ. 119

**Έτσι, όλο το μεσαιωνικό κωμικό κινείται μέσα στην γκροτέσκα εικονοποιία που κυρίως δεν πρέπει να τη συγχέουμε με τη μοντέρνα παρωδία, κατά κάποιο τρόπο αποκομμένη από την κοινωνία, τυπική ή «αισθητικοποιημένη». Η κωμική μεταμφίεση με τον εξευτελισμό είναι ένα συμβολικό με το οποίο ο θάνατος είναι προϋπόθεση μιας νέας γέννησης. Αντιστρέφοντας το πάνω και το κάτω, ρίχνοντας ό,τι έξοχο και αξιοπρεπές στους γκρεμούς της υλικότητας, οι άνθρωποι προετοιμάζουν την ανάσταση, μια καινούρια αρχή μετά το θάνατο. Gilles Lipovetsky, Η Εποχή Του Κενού (1983), μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Νησίδες (2003), σελ. 119


ΑΝΑΛΥΣΗ

51

μοριστικό περιεχόμενο και με εξέχουσα τη περίπτωση αστείων φράσεων που κοινοποιούνται μέσα από εικόνες και χαρακτηρίζονται από την αυτοσαρκαστική διάθεση κοινωνικών ομάδων/ομαδοποιήσεων και έλλειψη αφήγησης. Τα “αστεία” αυτά, αναμεταδίδονται αστραπιαία, σαν μια πράξη αυτο-διαφήμισης μέσω της συνενοχής σε αυτή τη γενικευμένη ευχάριστη κατάσταση. Η ταύτιση του διαδικτύου με την παράθεση του Lipovetsky, αλλά και η αποδοκιμασία της σκωπτικής καταγγελίας και συχνά η σύνδεσή της με τη βία, θα μας βοηθήσει να καταδείξουμε άλλη μια φορά την αγωνία αυτής της κυριολεξίας, μέσω του χιούμορ τώρα. Η μεγάλη αυτή μετατόπιση, στην ευγενική πλέον -και μόνο - διάσταση του χιούμορ, συνδέεται άμεσα με την ισχύ και την αλήθεια των πεποιθήσεών μας. Ας πάμε τώρα, πίσω στην εποχή του μεσαίωνα, να εξετάσουμε τη μοίρα του χιούμορ σε μια κοινωνία με σταθερές άξιες η οποία χαρακτηρίζεται από τυφλή-καταδικαστέα σήμερα- πίστη στη θρησκεία. Ο ακραίος -βέβηλος και προσβλητικός- χαρακτήρας του κωμικού σε εκείνες τις εποχές* είναι, σύμφωνα με τον Lipovetsky , αδιαχώριστο στοιχείο της θρησκευτικής αντίληψης**. Ο παρωδιακός τρόπος παρουσίασης του ιερού φαίνεται ανήμπορος να προσβάλλει και να υπονομεύσει το τόσο βαθιά εγκατεστημένο σύστημα της θρησκείας. Σε αντιστοιχία με αυτή τη σκέψη θα μπορούσαμε να δούμε την ελευθερία του λόγου να παρουσιάζεται, πράγματι, στην κοινωνία του κυβερνοχώρου, σαν ένα νέο “κυβερνητικό δόγμα” χρήζοντας σεβασμού σε τέτοιο βαθμό που θα μας επέτρεπε να την δούμε -πιο ελεύθερα- ως μια σύγχρονη “κυβερνητική” εκδοχή της θρησκείας3. 3.Alex Hern (2015), Mark Zuckerberg says he believes in freedom of speech. Does Facebook?, The Guardian, www.theguardian.com, ημερομηνία ανάκτησης 01/02/2016 Στο συγκεκριμένο άρθρο o ιδρυτής του Facebook φαίνεται ενθουσιώδης υπέρμαχος της ελευθερίας του λόγου αφού σε μια του ανάρτηση, αναφερόμενος στην τρομοκρατική επίθεση στο Charlie Hebdo δηλώνει: “Όσο παραμένουμε συνδεδεμένοι/ενωμένοι (connected), καμία επίθεση εξτρεμιστών [...] δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στην ιστορική τάση για ελευθερία και αποδοχή όλων των ανθρώπων”. Εδώ o Zuckerberg, φαίνεται να βρίσκει στην ελευθερία του λόγου μια ενοποιητική-καθολική ιδέα. Η θρησκευτική διάσταση αυτής της έποψης της ελευθερίας, διαφαίνεται πλήρως από την ολική εξασφάλιση του πλήθους, απέναντι σε οποιοδήποτε κίνδυνο με αντάλλαγμα ένα αν και μόνο αν, αυτό της σύνδεσης.


52

ΤΟ ΤΡΟΛ

Η βαθιά εφαρμογή και η πίστη σε αυτή την ελευθερία λοιπόν, θα ήταν ακλόνητη από την οποιαδήποτε σκωπτική ή παρωδιακή υπονόμευσή της, όσο ακραία κι αν ήταν αυτή. Λαμβάνοντας, τώρα, υπόψιν την παραπάνω θρησκευτική διάσταση της ελευθερίας του λόγου θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η μη κυριολεξία του τρόλερ αποτελεί μια παρωδιακή χρήση της. Μια υπόθεση που έρχεται σε πλήρη συμφωνία με τον βέβηλο και προσβλητικό χαρακτήρα που συχνά του αποδίδεται. Σε ένα περιβάλλον στο οποίο κυριαρχεί η παραίνεση να μιλήσουμε, το να μιλάμε μη κυριολεκτικά υποτιμά εκ βάσης και παρωδεί τη βασική αρχή της ελευθερίας της συγκεκριμένης προτροπής. Φαίνεται σαν η μη κυριολεξία να γελοιοποιεί αυτό το τόσο πολύτιμο δώρο της απρόσκοπτης και άμεσης έκφρασης. Υπό αυτήν τη σκοπιά το τρόλ θα μπορούσε να αντιστοιχιστεί με το μεσαιωνικό κωμικό προσφέροντας ένα θάνατο μέσα από τη υποτίμηση, την προσβολή ή τη γελοιοποίηση για να εμφυσήσει μια καινούργια νιότη, για να εξαπολύσει την ανανέωση και τη διαιώνιση των κυρίαρχων αξιών4. Έτσι, μακριά από κάθε αφοριστική κριτική η μη κυριολεξία προβάλει εδώ σαν συντηρητικό της γλωσσικής ελευθερίας εμφανίζοντας τη σοβαροφάνεια αλλά και την επιπολαιότητα των επικριτών του. Στο βαθμό τουλάχιστον που αυτοί εμφανίζονται ως υποστηρικτές της ελευθερίας αυτής. Κάτι τέτοιο βέβαια δεν συμβαίνει. Αφού, ξεκινώντας από την παραδοχή ότι σήμερα η ελευθερία του λόγου προβάλλει σαν τη μεσαιωνική θρησκευτικότητα, κάναμε μια αναλογία με τον μεσαίωνα -με τη βοήθεια του Lipovetsky- για να καταλήξουμε σε ένα παράδοξο. Από τη μία, τη συγκεκριμένη γλωσσική ελευθερία δεν φαίνεται να την αποδέχονται τα τρόλ, που έχουν για ψηφιακό οικοσύστημα το αν-αρχειακό, κάθετα ισότιμο και πραγματικά ανώνυμο περιβάλλον του 4chan. Από την άλλη, η τόσο σοκαριστική και επικίνδυνη πλευρά του που τόσο 4. Σε αυτήν ακριβώς τη λειτουργίας του κωμικού είναι που εντοπίζει ο Lipovetsky τη σημασία του μεσαιωνικού κωμικού στη θρησκευτική πίστη.


ΑΝΑΛΥΣΗ

53

εξορκίζουν κάποιοι μάλλον προσβάλλει κάποιες ασταθείς αν όχι κεκαλυμμένες διατυπώσεις περί ελευθερίας του λόγου5. Πράγματι κρίνοντας με μια σχετική καχυποψία η παραίνεση να εκφραστούμε, να διαμαρτυρηθούμε και να επικοινωνήσουμε δε θα μπορούσε να ήταν μια αγνή πρόσκληση στο εσωτερικό του νέου μέσου. Σε αυτό το σημείο όμως αυτό που μπορούμε εύκολα να πούμε είναι πως μια γρήγορη βόλτα στους ιστοχώρους μπορεί να δείξει πολλά για τη σημασία διαφύλαξης αυτής της κυριολεξίας, στα πλαίσια μάλιστα του σοβαρού και μόνο. Οι σχολιασμοί των τραγουδιών στο youtube, των πολιτικών άρθρων, των εικόνων και των πάσης φύσεως αναρτήσεων φαντάζει ένα απεριόριστο πεδίο συζητήσεων, μια απέραντη σε έκταση αγορά ανοιχτού δημόσιου διαλόγου. Οι μικρές εικόνες που αντιπροσωπεύουν τον άνθρωπο πίσω από το σχόλιο συνοδεύουν μικρότερα κι εκτενέστερα σχόλια που κάνουν μάθημα ιστορίας, ηθικής, προβλέψεις και κριτικές στο πόδι με κάθε αφορμή και σε κάθε θεματική που δεν αργεί να πολιτικοποιηθεί ή να εγκολπωθεί σε ένα φλέγον ζήτημα πολύ πριν κάνουν την εμφάνισή τους τα τέρατα των τρόλ και ανακατέψουν μια συζήτηση. Από την προσωπική εμπειρία αλλά και από την κοινή λογική αν κάποιος προσπαθήσει να εμπλακεί σε μια τέτοια κουβέντα γρήγορα συνειδητοποιεί πως συμμετέχει σε μια φρενήρη διαδικασία. Συζητώντας σε τέτοιες περιπτώσεις κανείς εισέρχεται σε μια συνεχή αποκωδικοποίηση των όσων διαβάζει και κωδικοποίηση 5.Alex Hern (2015), Mark Zuckerberg says he believes in freedom of speech. Does Facebook?, The Guardian, www.theguardian.com, ημερομηνία ανάκτησης 01/02/2016, συνέχεια... Έτσι δεν αντικρίζουμε με ιδιαίτερη έκπληξη τη συνέχεια του παραπάνω άρθρου. Ο Marc Zuckerberg φαίνεται τελικά να κατηγορείται -με αφορμή της παραπάνω δηλώσεις του- από το διαδικτυακό του κοινό για την κατλαργηση μιας ανάρτησης, της Πακιστανής ηθοποιού, της Hamza Ali Abbasi η οποία ρωτούσε: “Η ελευθερία του λόγου περιλαμβάνει κριτική, διαφωνία, ή ακόμα και απόρριψη συστημάτων πίστης ή ιδεολογίας… αλλά δε μπορεί να περιλαμβάνει την προσβολή. Θα ήταν ελευθερία του λόγου αν ονομάτιζα τους έγχρωμους ως νέγρους ή τον Χιτλερ ως μεσσία; Δεν θα χαρακτηριζόμουν ρατσίστρια ή αντί- σιμίτρια;” Σε αυτό το περιστατικό, o Zuckerberg και οι υπεύθυνοι του Facebook απολογούνται για την “κατα λάθως κατάργηση”, όπως λένε. Εμείς, αντίθετα, εντοπίζουμε μια κεκαλλυμένη διατύπωση της ελευθερίας. Μια παραίνεση για ελευθερία, για ενότητα που μάλλον αποτελεί το σλόγκαν της διαφήμισης: “as long as we are connected...”


54

ΤΟ ΤΡΟΛ

των όσων θέλει πει ώστε να ολοκληρώσει αγωνιωδώς το νόημα αυτού που θέλει να φανεί πολύ πριν μπορέσει να το σκεφτεί. Αν ταυτόχρονα ο ίδιος άνθρωπος μεταβεί στιγμιαία σε άλλη σελίδα θα κληθεί να απαντήσει κάπου αλλού σε αντίστοιχη περίπτωση, πολύ γρήγορα θα πρέπει να ρητορεύει και να κριτικάρει ανά δύο λεπτά εκπληρώνοντας ένα χρέος απέναντι στο δημόσιο διάλογο, που αν και πολύ δημόσιος δεν είναι και πολύ διάλογος καθώς τελικά συνειδητοποιεί πως ούτε ο ίδιος ούτε κι άλλοι έχουν δώσει σημασία στη κουβέντα τους, ο καθένας αφήνει τα σχόλια και τα τσιτάτα του κι ΄χει μεταβεί αλλού πολύ πριν λάβει απόκριση, κάτι σαν τις χαμηλές πτήσεις των αστικών πτηνών. Αυτό που κάνει το διαδίκτυο χώρο απόλυτης ελευθερίας είναι αυτό που τον βυθίζει και σε μια απόλυτη υποκρισία είτε αυτή κυριολεκτεί ως προς το είδωλό της είτε όχι. Το επιχείρημα είναι απλό αν όλοι μπορούν να εκφράζονται και να πληροφορούνται ελεύθερα τότε γιατί τόση αναστάτωση για ένα αφανές στοιχείο που μάλιστα το πολύ να καταστρέφει μια συνομιλία ή κάτι παρόμοιο; Γιατί εμφανίζεται σαν πράκτορας του χάους κι όχι σαν κακό αστείο και μόνο; Κάτω από αυτές τις υπερβολικές αφορίσεις, κρύβεται κατά τη γνώμη μας μια αγωνία για τη διασφάλιση μίας περίεργης κυριολεξίας. Μια λογοφοβία σαν κι αυτή που περιγράφει ο Foucault αλλά λίγο μετατοπισμένη. Μια λογοφοβία απέναντι στη χρήση πλεον του λόγου κι όχι στον έλεγχό του. Μια προσπάθεια ελέγχου της πράξης και όχι του κειμένου. Με άλλα λόγια μια επιβολή του μέσου χωρίς καμία δέσμευση περιεχομένου, η ταυτόχρονη παρουσία απόλυτης ελευθερίας και επιβολής και κόντρα σε αυτή το τρόλ ως μια ερμαφρόδιτη «ευχάριστη τρομοκρατία».




ΑΝΑΛΥΣΗ

57

Η Δημιουργία του Συμβάντος και η Εμμονή στους Κανόνες

Παρά το διχασμό που προκαλεί η εμφάνιση του τρόλ σε μια αμφιταλαντευόμενη θέση μεταξύ βίας και χιούμορ, το πεδίο φαίνεται να είναι πολύ πιο ξεκάθαρο όσον αφορά την αντιμετώπισή του. Με ένα γρήγορο πέρασμα από σχετικές συζητήσεις, δεν αργεί να διακρίνει κανείς, μια ηχηρή ομοφωνία από το σύνολο των αναλύσεων, η οποία αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης του φαινομένου και συνοψίζεται στη συμβουλευτική προτροπή: «μην ταίζετε το τρόλ!»1. Μια προτροπή που δεν αρκείται στο συμβουλευτικό της χαρακτήρα αλλά συμπληρώνεται συνήθως από μια προειδοποίηση: Αν κάποιος ασχοληθεί με το τρόλ τότε ο τρόλερ έχει κερδίσει. Η απαξίωση του τρόλ η οποία προβάλλει, αρχικά τουλάχιστον, ως συμβουλή ενδυναμώνεται τελικά, ως αναγκαία ενέργεια αποκτώντας το χαρακτήρα μιας ολικής αποτροπής. Πράγματι, αυτό που συμβαδίζει με τις προθέσεις του τρόλ και αποτελεί το σφάλμα του θύματος είναι η παρεκτροπή από την κανονικότητα. Αυτή ακριβώς παρεκτροπή είναι που επιχειρείται να αποτραπεί. Εναλλακτικά, κάθε συζήτηση ή διαπληκτισμός καταγράφεται ως νίκη υπέρ του τρόλ. Μια νίκη η οποία εμφανίζεται με μιας, σχεδόν αντανακλαστικά. Τι είναι όμως αυτό που υπονοεί παραπέρα αυτή η αυτόματη νίκη; Κατ’ αρχάς η λέξη αυτόματη εδώ είναι ιδιαιτέρως σκόπιμη. Ο αυτοματισμός σύμφωνα με τον Lev Manovich αποτελεί μία από τις πέντε αρχές των νέων μέσων2: «Η αριθμητική κωδικοποίηση (πρώτη αρχή) και η μερολογική δομή (δεύτερη αρχή) ενός αντικειμένου πολυμέσων, επι1. Η φράση “ Don’t feed the troll!” έχει αποκτήσει στο διαδίκτυο χαρακτηριστικά μιμιδίου 2. Lev Manovich, The Language Of New Media (2001), Μασαχουσέτη: The MIT Press σ.32



ΑΝΑΛΥΣΗ

59

τρέπουν τον αυτοματισμό σε πολλές λειτουργίες που έχουν να κάνουν με τη δημιουργία πολυμέσων, την επεξεργασία/ διαχείριση και την πρόσβαση σε αυτά. Έτσι, η ανθρώπινη παρέμβαση μπορεί να αφαιρεθεί από τη δημιουργική διαδικασία, ως ένα βαθμό τουλάχιστον.» Το υψηλό επίπεδο αυτοματισμού στα μέσα αποτελεί και μέρος αυτού που ονομάζεται τεχνητή νοημοσύνη. Αυτό που όμως διευκρινίζει ο Manovich κι έχει μεγαλύτερη σημασία πιο κάτω3, είναι πως: «Οι χαρακτήρες των υπολογιστών μπορούν να εμφανίσουν ευφυΐα και δεξιότητες μόνο επειδή τα προγράμματα οριοθετούν αυστηρά όρια στις πιθανές αντιδράσεις μας μαζί τους. Με άλλα λόγια, οι υπολογιστές φαίνονται ευφυείς μόνο αφού μας έχουν παγιδεύσει στο να χρησιμοποιούμε ένα πολύ μικρό μέρος του ποιοι είμαστε όταν επικοινωνούμε μαζί τους.» Οι προτεινόμενες σελίδες, τραγούδια και διαφημίσεις σύμφωνα με τις προτιμήσεις μας, η παραπομπή σε σχετικές συζητήσεις για μία απορία μας, η απόρριψη συγκεκριμένων λέξεων από μια δημοσίευση, η ερώτηση αν εγκρίνουμε ή επικυρώνουμε μια δημοσίευση από άλλον χρήστη... όλες αυτές οι αυτοματοποιημένες διαδικασίες που συναντάμε στις διαδικτυακές μας περιηγήσεις, συμβάλλουν καθοριστικά στην εναρμόνισή μας με το περιβάλλον αυτό και αποδεικνύουν άλλη μια φορά τη σημασία που έχει η κυριολεξία γι’ αυτές από μέρους μας. Κυρίως όμως σκιαγραφούν μια μεγάλη αντίθεση. Αυτό το τόσο ελεύθερο διαδικτυακό μέσο είναι αυστηρά περιχαρακωμένο και καθορισμένο από αναρίθμητους προγραμματιστικούς κώδικες, αυστηρά σχεδιασμένους για να μας δώσουν ακριβώς αυτή τη διπλή ψευδαίσθηση της πλήρους ελευθερίας και ταυτόχρονα της απόλυτα εξατομικευμένης χρήσης τους. 3. Lev Manovich, The Language Of New Media (2001), Μασαχουσέτη: The MIT Press σ.34


*Η μονη δυνατή απόφαση είναι η αδύνατη απόφαση. Όταν δεν είναι δυνατό να ξέρεις τι πρέπει να πράξεις, όταν η γνώση δεν είναι καθοριστική και δεν μπορεί να γίνει καθοριστική, τότε μια απόφαση είναι δυνατή ως τέτοια. Διαφορετικά η απόφαση είναι μια εφαρμογή˙ ξέρεις τι πρέπει να πράξεις, είναι ξεκάθαρο, δεν υπάρχει πλέον δυνατή απόφαση˙ εδώ υπάρχει μια ένα αποτέλεσμα , εφαρμογή, ένας προγραμματισμός.[...] Η αναποφασιστικότητα, από αυτήν την άποψη, είναι στην πραγματικότητα η ανικανότητα να αποφασίσουμε ως ελεύθερα υποκείμενα, ως «εγώ», ως ελεύθερες συνειδήσεις και να έχουμε παραλύσει. Αλλά πρώτ’ απ’ όλα αυτό συμβαίνει γιατί παραχωρούμε την απόφαση στον άλλο˙ αυτό που πρέπει να αποφασιστεί περνά στη δικαιοδοσία του άλλου” Jacques Derrida, Συνομιλίες (1992), επιμ. Μιχάλης Καραχάλιος, Αθήνα: Εκδόσεις Πλέθρον (1995) σ. 35,37

**Η βασική αυτή αρχή των υπερσυνδέσμων, που διαμορφώνει τη βάση των διαδραστικών μέσων, αντικειμενοποιεί τη διαδικασία του συνειρμού, που συχνά αναγνωρίζεται ως κεντρική στην ανθρώπινη σκέψη. Οι πνευματικές διαδικασίες του στοχασμού, της επίλυσης προβλημάτων, της ανάκλησης στη μνήμη και του συνειρμού, εξωτερικεύονται, εξισώνονται με την ακολουθία ενός link, τη μετακίνηση σε μια νέα ιστοσελίδα, την επιλογή μιας καινούργιας εικόνας ή μιας καινούργιας σκηνής. Παλιότερα, θα διαβάζαμε μια πρόταση μιας ιστορίας ή ένα στίχο ενός ποιήματος και θα σκεφτόμασταν άλλους στίχους, εικόνες, αναμνήσεις. Τώρα, τα διαδραστικά μέσα, μας ζητάνε να “κλικάρουμε” σε μία επισημασμένη πρόταση για να μεταβούμε σε μία άλλη. Εν συντομία, μας ζητείται να ακολουθήσουμε προ-προγραμματισμένες, αντικειμενικά υπαρκτούς συνειρμούς. Διαφορετικά ειπωμένο, μας ζητείται να μπερδέψουμε την νοητική δομή κάποιου άλλου, για δικιά μας. Lev Manovich, The Language Of New Media (2001), Μασαχουσέτη: The MIT Press σ.61


ΑΝΑΛΥΣΗ

61

Οι διαχειριστές μιας πλατφόρμας ή ενός περιβάλλοντος συζητήσεων, μας καλούνε πρόθυμα να γεμίσουμε ένα νέο κενό που δημιούργησαν. Ένα οργανωμένο/προγραμματισμένο κενό, πρόθυμο να πληρωθεί με οποιοδήποτε περιεχόμενο, σε πλήρη αντίθεση με ένα άλλο κενό, αυτό του λευκού χαρτιού. Ενός άλλου είδους κενού, που ζητά να πληρωθεί όχι με την αυτόματη πράξη της γραφής, αλλά με τις σκέψεις που την προϋποθέτουν. Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά, αυτή που μας ζητά να αποφασίσουμε χωρίς προδιαγραφή αναλαμβάνοντας την ευθύνη και της απόφασης και της σκέψης. Αυτή η ευθύνη, στον κυβερνοχώρο, έχει μετατεθεί εξαρχής στον κώδικα και είναι αυτό που κάνει τις διαδικτυακές μας κινήσεις να μοιάζουν -υπό μια Ντεριντιανή ανάλυσηαναποφάσιστες*. Το κενό στο διαδίκτυο δεν είναι ποτέ τόσο κενό, τουλάχιστον στο σημείο που να εγείρει την αναζήτηση της πρόθεσης και από αυτό ακριβώς μας προστατεύει: από το κενό του λευκού χαρτιού που οδηγεί στη διαδικασία της σκέψης πριν τη γραφή. Στο διαδίκτυο λοιπόν, καλλιεργείται ένα άλλο άγχος, το άγχος ενός άλλου κενού, το οποίο μας καλεί να το καλύψουμε, ακολουθώντας προκαθορισμένες διαδρομές, δίνοντας απαντήσεις σε ερωτήματα που έχουν ήδη τεθεί. Το διαδικτυακό κενό ορίζεται πάντα εκ του αρνητικού, οργανωμένο για να γεμίσει εύκολα και γρήγορα, σχεδόν αντανακλαστικά. Σαν ένα μόνιμα προσεχώς πλήρες, το διαδίκτυο, μας ενθαρρύνει να το γεμίσουμε. Η αγωνία της κυριολεξίας που περιγράψαμε παραπάνω δεν είναι τίποτε άλλο από το φόβο για ένα νέο κενό που θα δημιουργήσει η απουσία της. Η συμπληρωματική έννοια του αυτοματισμού και πιο διαδεδομένη, είναι αυτή της διαδραστικότητας. Η μετάβαση από τον έναν στον άλλο σύνδεσμο μέσω εικόνων και φράσεων που έχουν επισημανθεί, η φανταστική ευκαιρία που μας δίνεται να αποφασίσουμε εμείς για την πορεία της περιήγησής μας, προβάλλει ακόμα μία φορά το ελευθεριακό πρόσωπο του νέου μέσου. Και πάλι σύμφωνα με τον Manovich,** μιλάμε για άλλη μια ψευδαίσθηση, πρόκειται για αυστηρά σχεδιασμένες δομές που άλλοι έχουν ήδη διαμορφώσει για εμάς, και που ουσιαστικά μας καλούν να νομίσουμε για δικές μας.


*Αν οι παλιές γενεές συνέχεαν, την τεχνο-επιστημονική πρόοδο με την ηθική πρόοδο, για τις καινούργιες γενεές, άπληστες να καταργήσουν κάθε κουλτούρα και κάθε ηθική οι τεχνολογίες προωθούνταν υποχρεωτικά μόνες, αφήνοντας πίσω μιαν ανθρωπότητα χωρίς μέλλον, που δινόταν διαρκώς σε προεφηβικές συμπεριφορές […] Αυτό εξηγεί και την ανάπτυξη αυτοματισμού ως ύστατου υποκατάστατου που προσέφερε η πρόοδος στις “ παραξενιές” ενός σαφώς ανώριμου κοινωνικού συνόλου.[...]αξίζει να διαπιστώσουμε ότι σήμερα, στην κορυφή του κράτους, η ανευθυνότητα έχει γίνει δικαίωμα, προνόμιο που προφυλάσσει τους κυβερνώντες από τον κοινοβουλευτικό ή δικαστικό έλεγχο, για τις πράξεις που διέπραξαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Είναι γνωστό ότι στη η εκπληκτική κατάσταση ενός αρχηγού κράτους ανεύθυνου ενισχύθηκε από τον ψυχρό πόλεμο στον οποίο, ακριβώς , ο αυτοματισμός των πλησιαζόντων πυρηνικών πληγμάτων είχε περιορίσει πάρα πολύ τις παρεμβάσεις του ανθρώπου που αποφάσιζε. Paul Virilio, Η Πληροφορική Βόμβα (1998), μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Θεσσαλονίκη: Νησίδες (2000), σ. 96-97

**Έτσι, πίσω από την ελευθεριακή προπαγάνδα υπέρ μιας άμεσης (live) δημοκρατίας, που μπορεί να ανανεώσει την αντιπροσωπευτική δημοκρατία των πολίτικων κομμάτων, εγκαθίσταται η ιδεολογία μιας αυτόματης δημοκρατίας στην οποία την απουσία συζήτησης θα αντιστάθμιζε ένας “ κοινωνικός αυτοματισμός” παρόμοιος με τις σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης ή την μέτρηση της ακροαματικότητας στην τηλεόραση. Δημοκρατία - αντανακλαστική και δίχως συλλογικό αναστοχασμό, στην οποία η διαμόρφωση της γνώμης θα επικρατούσε επί της “ προεκλογικής εκστρατείας” και στην οποία ο “ αποδεικτικός” χαρακτήρας του προγράμματος των κομμάτων θα παραχωρούσε τη θέση του στον αυστηρά “ επιδεικτικό” και θεαματικό χαρακτήρα μιας εκγύμνασης των ατομικών συμπεριφορών των οποίων η διαφήμιση έχει από πολύ καιρό ελέγξει τις παραμέτρους. Paul Virilio, Η Πληροφορική Βόμβα (1998), μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Θεσσαλονίκη: Νησίδες (2000)


ΑΝΑΛΥΣΗ

63

Η έννοια αυτή του αυτοματισμού δεν είναι απλώς μια εγγενής συνθήκη στο διαδικτυακό περιβάλλον. Ο Virilio την επισημαίνει πολύ πιο πριν σαν κρίσιμο χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής πολιτικής και συγκρότησής της, κυρίως μέσα από το ψυχροπολεμικό κλίμα των δεκαετιών του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα.* Η δημιουργία και η εξασφάλιση του αυτοματισμού αποτελεί κυρίως εξασφάλιση της ανευθυνοποίησης. Η πολιτική απόφαση με την ανθρώπινη υπόστασή της, υποχωρεί σε έναν εκ των προτέρων σχεδιασμό δράσης-αντίδρασης αποκόπτοντας από την διαδικασία απόφανσης τη σημασία της διαλεκτικής.** Αυτό που θέλουμε να υποστηρίξουμε σε αυτό το σημείο, είναι η βασική τάση του τρόλ απέναντι σε αυτούς τους κώδικες και την λογική της αυτοματοποίησης. Το τρόλ λοιπόν, παράγει συμβάντα έναντι σε σταθερές τακτικές και η θέση του βρίσκεται αν και αντιθετικά, στο εσωτερικό αυτού του κώδικα. Αποδεικνύοντας -παράλληλα σύμφωνα με τα παραπάνω- την άμεση σχέση του με τη σύγχρονη πραγματικότητα, αυτό που τίθεται εδώ είναι η σχέση του φαινομένου με το συμβάν και τους κανόνες. Ο χρήστης του αυτοματοποιημένου περιβάλλοντος του διαδικτύου καλείται, λοιπόν να τοποθετήσει ελεύθερα περιεχόμενο μέσα σε προκατασκευασμένες προθήκες.Ο Baudrillard έρχεται να αμφισβητήσει γρήγορα τις δυναμικές της ελευθερίας του περιεχομένου. Αναλύοντας τη λειτουργία των επικοινωνιακών μέσων καταλήγει: «Συνοπτικά είναι άχρηστο να αλλάξουμε τα περιεχόμενα του μηνύματος, πρέπει να τροποποιήσουμε τους κώδικες ανάγνωσης, να επιβάλλουμε άλλους κώδικες ανάγνωσης. Ο δέκτης (που στην πραγματικότητα δεν είναι πια ένας) παρεμβαίνει εδώ ουσιαστικά, αντιπαραθέτει το δικό του κώδικα σε εκείνον του πομπού˙ επινοεί μια πραγματική απόκριση, ξεφεύγοντας από την παγίδα της κατευθυνόμενης επικοινωνίας.»4 4. Jean Baudrillard, Ρέκβιεμ Για Τα Μέσα Επικοινωνίας (1980), μτφρ. Άρης Μαραγκόπουλος, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος (1993), σ. 40



ΑΝΑΛΥΣΗ

65

Ο λόγος του διαδίκτυου είναι ένας λόγος ενσωματωμένος «στον οποίο κιόλας έχει δοθεί απόκριση κι ο οποίος δεν αφήνει κανένα περιθώριο για ένα παιχνίδι, για μια αμοιβαία οριοθέτηση του παιχνιδιού. Το λειτουργικό αντικείμενο όπως κάθε μήνυμα που έχει λειτουργικοποιηθεί από τα μέσα επικοινωνίας […] ελέγχει συνακόλουθα τη ρήξη, την ανάδυση του νοήματος και τη λογοκρισία.»5 Αυτή η υπερίσχυση της μορφής, έναντι του περιεχομένου, για την οποία μιλάει ουσιαστικά ο Baudrillard, μας πάει πολύ κοντά σε αυτό που θέλουμε να υποστηρίξουμε, γιατί αν δεν είναι μέσω του περιεχομένου τότε τι είναι αυτό που μπορεί να ξεχωρίσει, να συγκρουστεί, να φωνάξει στον κυβερνοχώρο; Το να πράξει κανείς αντίθετα και ηχηρά σε μια λογική διαμαρτυρίας δεν γίνεται τόσο εύκολα σε ένα ήδη προγραμματισμένο περιβάλλον. Για παράδειγμα, η καταγγελία ενός θέματος ή συνολικά μιας θεματικής ενός ιστότοπου ή ενός φόρουμ δεν μπορεί να γίνει με μια κραυγαλέα κίνηση όπως στο δημόσιο χώρο6. Ο λόγος είναι απλός: σε κάθε χρήστη αντιστοιχούν πάντα συγκεκριμένος χώρος δημοσίευσης, ακόμη περισσότερο συγκεκριμένο μέγεθος γραμματοσειράς, χρώματος και συγκεκριμένη διαδικασία, με την οποία μια ανάρτηση, ανάλογα με το πόσο δημοφιλής είναι, μπορεί να αναδυθεί ή να βυθιστεί κτλ. κι όλα αυτά περιέχονται στον αρχικό κώδικά δημιουργίας του συγκεκριμένου περιβάλλοντος. Για να ακουστείς λοιπόν, για να φωνάξεις ή να πλήξεις έχεις δύο επιλογές: είτε να παρέμβεις στον κώδικα καθ’ αυτόν αλλάζοντας τη βασική λειτουργία του χώρου είτε με τη γνώση επακριβώς του κώδικα και με τη συνδρομή της φαντασίας να εκμεταλλευτείς το κώδικα αυτόν, ουσιαστικά εκ των έσω. Αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά του χάκερ από τον τρόλερ. Ο χάκερ είναι γνώστης στο δομικό επίπεδο, η 5. Jean Baudrillard, Ρέκβιεμ Για Τα Μέσα Επικοινωνίας (1980), μτφρ. Άρης Μαραγκόπουλος, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος (1993), σ. 25 6. Ο δημόσιος χώρος είναι ένα πεδίο στο οποίο οι εντάσεις και οι κινήσεις μπορούν να ρυθμιστούν δυναμικά και η εκμετάλλευση αυτής της δυναμικής αποτελεί ένα μέσο έκφρασης από μόνη της.


*Αν έτσι έχουν τα πράγματα το συμβάν καθ’ αυτό είναι αποσβολωτικό, πέρα από κάθε σχόλιο. Είναι μη παραστατικό, διότι απορροφά μέσα του όλη τη φαντασία και δεν έχει νόημα. Κλείνεται στον εαυτό του, όπως θα έλεγε και ο Rothko, από παντού. Τίποτα δεν είναι ισοδύναμό του. Jean Baudrillard, Power Inferno (2002), μτφρ. Φώτης Σιάτιτσας, Αθήνα: Κριτική (2005), σ.17

**“Σε ένα μοναδικό συμβάν, αντιστοιχεί λοιπόν και μια μοναδική αντίδραση, άμεση και αμετάκλητη, που χρησιμοποιεί τη δυνητική του ενέργεια, αφού ό,τι ακολουθεί συμπεριλαμβανομένου και του πολέμου, δεν είναι παρά ένα είδος αραίωσης και υποκατάστασης. Εξ’ ου και η δυσκολία να το αντιμετωπίσει κανείς χωρίς να αποπειραθεί να το εξηγήσει: ό,τι επιχειρεί να του προσδώσει ένα νόημα, έστω και το πιο λεπτό, και το πιο ευνοϊκό, το αρνείται ανομολόγητα. Γιατί ό,τι συνιστά συμβάν πηγάζει από το διαχωρισμό αιτιατών και αιτίων, από την πρωτοκαθεδρία των αιτιατών και από μια τέτοια υπέρβαση της αιτιότητας που φαίνεται να καταργεί την αρχή[principe] της (αναμφίβολα τίποτα δεν συμβαίνει στ’ αλήθεια παρά μόνο αυτό που δεν έχει επαρκή λόγο να συμβαίνει).” Jean Baudrillard, Power Inferno (2002), μτφρ. Φώτης Σιάτιτσας, Αθήνα: Κριτική (2005), σ.20


ΑΝΑΛΥΣΗ

67

φαντασία του ενέχει πρωταρχικά εργαλεία πάνω στην δομή των διαδικτυακών χώρων. Από την άλλη ο τρόλερ είναι κατ΄ ουσία χρήστης, είναι γνώστης στο εμπειρικό επίπεδο, η φαντασία του είναι δημιουργική στο υπαρκτό επίπεδο των δομών. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι ο χάκερ αντιπροσωπεύει το κομμάτι της τεχνικής δημιουργικότητας ενώ ο τρόλερ αυτό της ευρηματικής δημιουργικότητας και ήδη απ’ αυτό το σημείο δημιουργούνται αρκετοί συνειρμοί που θα μας οδηγήσουν στο αντίστοιχο αρχιτεκτονικό σκέλος. Αλλά ας επιστρέψουμε στα δύο βασικά χαρακτηριστικά της τακτικής του τρόλ που εξετάζει αυτό το μέρος: το συμβάν και την εμμονή στον κώδικα. Το συμβάν εδώ εκπροσωπεί την πιο καθαρή αντίθεση, στη λογική του κώδικα-τελική κατάσταση. Το συμβάν είναι ότι δεν μπορεί να ανήκει σε μια λογική αλγοριθμικού αποτελέσματος*. Ο Baudrillard του δίνει ιδιαίτερη αξία στο βιβλίο του Power Inferno που ουσιαστικά αποδίδει το συμβάν ως φύση του τρομοκρατικού χτυπήματος και μας κάνει παράλληλα να αναρωτιόμαστε αν η δική μας απόδοση του συμβάντος σαν κομμάτι της τακτικής σε ένα φαινόμενο που συχνά εμφανίζεται σαν τρομοκρατικό είναι τυχαία. Η παραγωγή κάθε φορά ενός συμβάντος απέναντι σε μια πρόκληση εν’ αναμονή λειτουργεί με τον πιο αποδοτικό τρόπο στους κόλπους ενός προδιαγραμμένου εν πολλοίς περιεχομένου**. H συνεχής μετάλλαξη του χρήστη, η συνεχής του μεταμόρφωση σε κάθε εσωτερικό μιας διαδικασίας είτε πρόκειται να εμφανιστεί κραυγαλέα αντίθετος είτε πιο συγκαταβατικά αφελής, φανερώνει κι αυτή τη φορά τη βαθιά γνώση του διαδικτύου. Το συμβάν ανήκει σε αυτά τα πράγματα που συντίθενται και δεν προγραμματίζονται. Αυτό το οποίο εν αγωνία φωνάζει: “Don’t feed!” είναι αυτό που γνωρίζει πόσο εύκολο είναι να ενδώσεις σε αυτό που τόσο κραυγαλέα ή πονηρά σου έχουν στήσει. Ο πειρασμός αυτός αποκαλύπτεί με τη σειρά του τη σύνθεση πίσω από το συμβάν. Ο τρόλερ πρέπει να σκεφτεί από πριν: που βρίσκεται, πώς θα αντιδρούσαν οι χρή-



ΑΝΑΛΥΣΗ

69

στες, πως θα απορούσαν σε αυτόν τον ιστότοπο; Ένα συμβάν στήνεται από πριν, προγραμματίζεται έτσι ώστε να είναι ξένο σε έναν άλλο προγραμματισμό και μάλιστα ανακαλεί κάτι που για πολύ ώρα έχουμε ξεχάσει. Ανακαλεί τις αντιδράσεις των υπολοίπων πηγαίνοντάς μας στο επίπεδο της πραγματικής ζωής. Για όσους υποστηρίζουν μια άρρωστη και σκοτεινή φύση αυτού που κατά κύριο λόγο τον έχει κουράσει η ατελείωτη φλυαρία του διαδικτύου και η απώλεια του νοήματος, τουλάχιστον πρέπει να του αποδώσουν τη συναισθηματική ευφυΐα που του αναλογεί, όταν βρίσκει κάθε φορά τα πιο καυτά κουμπιά των ανέμελων χρηστών, τα οποία έχουν από καιρό ξεχάσει καθώς περιδιαβαίνουν με τόση χαρά αυτή την παν-δημοκρατική νέα χώρα. Η σχέση αλλά και η συμπληρωματική τακτική που χαρακτηρίζεται εδώ ως εμμονή στους κανόνες είναι η τάση του τρόλ να χρησιμοποιεί αλλά και να ξέρει σε βάθος τον τρόπο λειτουργίας και τους κώδικες της διαδικτυακής περιήγησης. Οι κανόνες που ισχύουν σε ένα φόρουμ ή σε έναν ιστότοπο κοινωνικοποίησης έχουν ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό. Μπορούν να κατευθύνουν να αποδέχονται ή να απορρίπτουν τους χρήστες για να εξασφαλίσουν την ομαλή λειτουργία η την επίτευξη μιας λειτουργίας, συνήθως σφυγμομετρικής φύσης, αλλά δεν μπορούν ποτέ να εφαρμοστούν παράλληλα με την ανθρώπινη κρίση όπως συμβαίνει στην πραγματικότητα με τους νομικούς κώδικες οι οποίοι ασκούνται από έλλογα όντα και κατευθύνονται σε διαδοχικές διαδιακασίες κρίσεων (όπως σε ένα δικαστήριο για παράδειγμα). Στο διαδίκτυο η παραγνώριση της ισχύς του κώδικα έναντι της ανθρώπινης φαντασίας είναι αυτό που εκμεταλλεύεται το τρόλ. Τι γίνεται άραγε σε ένα φόρουμ που αφορά την αρχιτεκτονική όταν κάποιος θέτει συνεχώς ερωτήματα για την κατασκευή υπολογιστών σε ένα thread «αρχιτεκτονική μέσω υπολογιστή»; Τι γίνεται όταν σε ένα σάιτ αφιερωμένο στη μόδα και το ρούχο κάποιος ανεβάζει θρησκευτικά άμφια ή στρατιωτικές στολές; Ενώ σε μας τα όρια είναι πλήρως διακριτά, ο κώδικας και μαζί του ο αφομοιωμένος στη κυριολεξία του χρήστης γίνεται αδύναμος κι ανήμπορος να ευθυγραμμιστεί με αυτό που τί-


*Η δεσπόζουσα υπόθεση είναι η εξής: κατά βάθος η τρομοκρατία δεν έχει νόημα ούτε στόχο, και δεν μετριέται με τις «πραγματικές», πολιτικές και ιστορικές, συνέπειές της. Και, παραδόξως, συνιστά συμβάν ακριβώς επειδή δεν έχει νόημα, σε έναν κόσμο όλο και περισσότερο κορεσμένο από νόημα και αποτελεσματικότητα. Jean Baudrillard, Power Inferno (2002), μτφρ. Φώτης Σιάτιτσας, Αθήνα: Κριτική (2005), σ.32-33


ΑΝΑΛΥΣΗ

71

θεται τόσο τρομοκρατικά κι εντέλει προκαλεί τα όρια, αυτού ακριβώς του σεβασμού στους κανόνες. Οι κανόνες και οι κώδικες του διαδικτύου αποτελούν αναμφίβολα όλο το αόρατο δίχτυ πίσω από την άνετη κι ελεύθερη προσπέλαση του διαδικτύου. Εκείνο όμως που τους εξασφαλίζει την αίσθηση ευφυΐας απέναντί μας, είναι αυτό που προ-ειπώθηκε από τον Manovich7: «οι υπολογιστές φαίνονται ευφυείς μόνο αφού μας έχουν παγιδεύσει στο να χρησιμοποιούμε ένα πολύ μικρό μέρος του ποιοι είμαστε όταν επικοινωνούμε μαζί τους» Με άλλα λόγια οι κώδικες για να μπορούν να μένουν σε ισχύ πρέπει να εξασφαλίζουν παράλληλα τη δικιά μας κυριολεξία κι όχι μόνο το καταφατικό γνέμα μας στην αποδοχή τους, κι αυτό είναι κάτι που το τρόλ γνωρίζει πολύ κάλα. Στην πραγματικότητα αυτό που προσπαθεί το τρόλ να πετύχει κινούμενο εντός των κανόνων είναι η εκμετάλλευση του αυτόματου χαρακτήρα τους. Έτσι, σε ένα αυτοματοποιημένο σύστημα η δημιουργία συμβάντων εντός των κανόνων ενεργοποιεί μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις. Με την οργάνωση του συμβάντος αυτό που επιχειρεί το τρόλ είναι η οργάνωση και των αυτόματων αντιδράσεων, σαν γνήσιο παιδί του ίδιου του διαδικτυακού περιβάλλοντος.* Η αποδοτικότητα του αυτοματισμού χρησιμοποιείται εδώ προς την αντίθετη κατεύθυνση οδηγώντας τελικά στην αυτόματη νίκη. Αυτός ο φόβος είναι που προκαλεί και την παραπάνω αποτροπή: “Don’t feed the trolls”. Μια αποτροπή του χρήστη να ενδώσει στο συμβάν, σε αυτό το ακαριαίο κενό της ανταλλαγής. Τελικά, αν το διαδίκτυο μας προσφέρει το δικαίωμα στο περιεχόμενο αυτό που μας στερεί είναι το δικαίωμα στο κενό.

7. Lev Manovich, The Language Of New Media (2001), Μασαχουσέτη: The MIT Press σ.34



ΑΝΑΛΥΣΗ

73

Η Τακτική του Διαφορικού Με αφορμή την καθεστώσα -περί του φαινομένου- θέση, εστιάζουμε σε ένα διπλό χαρακτηριστικό που αποδίδεται στο τρόλ, μέσα από ένα ζεύγος εμπειρικών διαπιστώσεων. Στα κείμενα και τις αναλύσεις που αναφέρονται στο φαινόμενο του-κάποια από τα οποία έχουμε παρουσιάσει στην εισαγωγή- ιδίως σε αυτά που αντιμετωπίζουν το φαινόμενο εξ’ αρχής αρνητικά, παρουσιάζεται μια πολύ ενδιαφέρουσα συμβουλευτική απόφανση. Οι πιο παλιοί χρήστες σπεύδουν να προστατέψουν και μάλλον να καθησυχάσουν τα υποψήφια και ανυποψίαστα θύματα του τρόλ με την βαθιά εμπειρική διαπίστωση, ότι ο τρόλερ δεν πιστεύει πραγματικά τις διχαστικές ιδέες που προβάλλει. Τη συμβουλή αυτή συνοδεύει μια ακόμη διαπίστωση: τελικά σε πολλές περιπτώσεις η απόδοση του τρόλ σε έναν χρήστη είναι ένα υποκειμενικό ζήτημα. Πολύ συχνά δηλαδή δεν γίνεται αντιληπτό αν κάποιος εννοεί ή όχι αυτό που λέει, αν το πιστεύει ή αν αυτή του η θέση είναι αφορμή για κάποιο «ανακάτεμα» μιας κουβέντας, ως βασικό στόχο των τρόλ. Ο τρόλερ, σε αυτή τη περίπτωση, προβάλλει μια -συχνά ακραία- θέση με την οποία δε συμφωνεί. Ο διαχωρισμός του όμως από αυτήν, δεν καθίσταται αναγνωρίσιμος άμεσα. Αυτό του ακριβώς το χαρακτηριστικό είναι που διακρίνει -με μια πρώτη ματιά- την πρακτική του τρόλ από την ειρωνεία. Ο χρήστης εδώ, μπαίνει στο εσωτερικό της κουβέντας, αναζητώντας τη θέση που θα πάρει για να προκαλέσει, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος δεν μπορεί -ούτε και θέλει- ούτε να ταυτιστεί, ούτε και να τοποθετηθεί στο πιθανό εύρος κάποιων θέσεων. Αυτό που βασικά συμβαίνει, είναι η επιλογή μιας διαφορικής στάσης απέναντι σε αυτό που συζητιέται, η μεταφορά του θέματος σε ένα προ-ερώτημα που αφορά την γένεση -κατά βάσει- της συζήτησης. Η στάση αυτή, είναι και ο καταλυτικός παράγοντας που φέρνει αντιμέτωπο το θύμα με τον εαυτό του, είναι η πραγματική αξία των αμφισημιών που παράγει κάθε τέτοια ενέργεια, ακόμα κι όταν γίνεται χάριν διασκέδασης.


74

ΤΟ ΤΡΟΛ

Το στοιχείο αυτό της διαφορικότητας, διαπερνά όλο το φαινόμενο και κατά τη γνώμη μας αποτελεί το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό του και το πιο ισχυρό σημείο του σε μια προθετική και στρατηγική του προσέγγιση. Με τον όρο διαφορικός εννοείται εδώ αυτός που εξετάζει/ αναφέρεται στις διαφορές1. Ο διαφορικός λοιπόν, στον αντίποδα της παραγωγής διαφορών επιλέγει μια αναστοχαστική στάση η οποία εξετάζει το περιεχόμενο και τη φύση τους σε μια προσπάθεια ανάδυσης του νοήματος της ερώτησης που τις γεννά. Η θέση της διαφορικότητας, αφορά μια αρκετά συνήθη και παλιά λογική και δεν υποστηρίζουμε ότι την γεννά ή την ανακαλύπτει με κάποιο τρόπο το τρόλ. Παρόλα αυτά, το γεγονός ότι διατρέχει το φαινόμενο στο σύνολό του αλλά και η δυναμική την οποία της αποδίδουμε, την ανάγει σε βασικό άξονα της θεωρητικής μας ανάλυσης. Αυτό που υποστηρίζεται εδώ, και με αφορμή αυτήν την τακτική, είναι η διαφορική στάση του τρόλ. Η διαφορικότητα σαν απάντηση σε μια γενική έλλειψη νοήματος, τόσο ως φυσική αντίδραση, από έναν χρήστη με αίσθημα κορεσμού απέναντι στις περισσότερες διαδικτυακές συζητήσεις, αλλά και ως καίριο στρατηγικό μέσο εναντίωσης σε ένα πολύ διαδομένο είδος επιχειρηματολόγησης και προβληματοθεσίας. Στην περίπτωση του τρόλ η στάση αυτή μετατοπίζει, μέσω της πρόκλησης ή της α-συνάφειας, το θέμα, από την απάντηση, στη φύση της ερώτησης μιας συζήτησης, στα βασικά δομικά χαρακτηριστικά του ίδιου του ερωτήματος. Αποτελεί λοιπόν η στάση αυτή του τρόλερ, η διαφορική, μια νύξη στην προβληματοθεσία, μια μετατόπιση από την πράξη της διαφοροποίησης στη θεμελίωση της ερώτησης που τη γεννά, μια απελευθερωμένη από το φόρτο της απάντησης, επιστροφή της ερώτησης. 1. διαφορικός -ή -ό: (επιστ.) που αναφέρεται σε διαφορές: (μαθημ.) ~ λογισμός,κλάδος των ανώτερων μαθηματικών που ασχολείται με τον υπολογισμό του διαφορικού μιας συνάρτησης. Διαφορικές εξισώσεις, που συνδέουν μια συνάρτηση. || (ιατρ.) Διαφορική διάγνωση, που γίνεται με τον αποκλεισμό άλλων νόσων που έχουν τα ίδια συμπτώματα. || (ως ουσ.) το διαφορικό*. [λόγ. διαφορ(ά) -ικός μτφρδ. γαλλ. différentiel] Λεξικό της Κοινής Ελληνικης (2013), Συλλογικό, Θεσσαλονίκη: Ιδρυμα Τριανταφυλίδη


ΑΝΑΛΥΣΗ

75

Η απόδειξη και η παρουσίαση αυτού του χαρακτηριστικού είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο στο επίπεδο μιας λογικής τεκμηρίωσης και περισσότερο επαφίεται στην εμπειρική γνώση. Ας προσπαθήσουμε όμως, δεχόμενοι αρχικά την αλήθεια αυτού του επιχειρήματος, να δούμε την καίρια σημασία που έχει στη σύγχρονη πραγματικότητα η επιλογή και η δημιουργία αυτής της τακτικής. Η παράθεση στο σημείο αυτό ενός παραδείγματος θα βοηθούσε στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο αυτή η διαφορική τακτική λειτουργεί και θα καταδείκνυε τις επεκτάσεις του φαινομένου του τρόλ στην εξω-διαδικτυακή πραγματικότητα. Ας υποθέσουμε λοιπόν ένα γκάλοπ με την ερώτηση «πόσο άσχημη θεωρείτε την Αθήνα;» Στην περίπτωση αυτή η ερώτηση θεωρεί εξ’ αρχής την Αθήνα ως άσχημη και ρωτώντας το «πόσο;» δε φαίνεται να αφήνει περιθώρια απάντησης του αντιθέτου. Μια διαφορική απάντηση θα ήταν το «δώδεκα» το οποίο κινείται εντός των πλαισίων της ερώτησης απαντώντας καταφατικά στο «πόσο» με «τόσο» αλλά χωρίς να τοποθετείται σε κάποια κλίμακα (δώδεκα στα πόσα;) αποφεύγει την ουσιαστική ενέδωση στην ερώτηση, την επικύρωση δηλαδή του δεδομένου που αυτή επιζητά. Η απάντηση «δώδεκα» διακόπτει βίαια την ομαλότητα μιας διαδικασίας ερωταποκρίσεων αρνούμενη οποιοδήποτε νόημα που θα επιβεβαίωνε την αρχική παραδοχή. Το μη νόημα της απάντησης μπορεί να γίνει νόημα πολλών μεταγενέστερων συζητήσεων αλλά σίγουρα δεν αποκαλύπτει την θέση του ερωτώμενου σε πρώτο στάδιο ενώ του δίνει και την ευκαιρία να ανακτήσει μια θέση μέσα σε αυτό το γλωσσικό παιχνίδι. Λαμβάνοντας τώρα υπόψη, το διαδίκτυο ως πεδίο γένεσης του φαινομένου του τρόλ, επιλέγουμε για αφετηρία της ανάλυσής μας την ανάδειξη της αρχειακής του υπόστασης και την άρρηκτη σχέση της με τη σύγχρονη πραγματικότητα. Πράγματι, το διαδίκτυο δεν αποτελεί μόνο ένα χώρο επικοινωνίας και κοινοποίησης αλλά -σε μία ακόμη διάστασή του- ένα αχανές αρχείο στο οποίο όλα μένουν αποθηκευμένα και ταυτόχρονα κάθε τι καταγεγραμμένο δείχνει να μη μπορεί να αντισταθεί στην αποδιαδι-


ΤΟ ΤΡΟΛ

76

κτύωσή του2, στην καταχώρισή του, δηλαδή, στο διαδίκτυο. Έχουμε να κάνουμε με μια τεράστια βιβλιοθήκη η οποία, συνεχώς εμπλουτίζεται έχοντας όμως κάποιες δομικές διαφορές από την βασική έννοια του αρχείου. Σύμφωνα με τον Derrida3: «Οι άρχοντες ήταν αρχικά οι φύλακες (των αρχείων). Δεν διασφαλίζουν μόνο τη φυσική ασφάλεια της παρακαταθήκης και του ερείσματος. Τους αναγνωρίζουν επίσης το δικαίωμα της ερμηνευτικής αρμοδιότητας.[...] Η αρχοντική εξουσία συνενώνει επίσης τις λειτουργίες της ενοποίησης της ταύτισης, της ταξινόμησης, συμβαδίζει με εκείνο που θα αποκαλέσουμε εξουσία παρακαταθέσεως.» Και πιο κάτω: «Γιατί το αρχείο, αν αυτή η λέξη ή αυτό το σχήμα σταθεροποιούνται σε κάποια σημασία, δεν θα είναι ποτέ η μνήμη ούτε η ανάμνηση στην αυθόρμητη εμπειρία τους, τη ζωντανή και εσωτερική εμπειρία. Απεναντίας μάλιστα: το αρχείο λαμβάνει χώρα στο τόπο της πρωταρχικής και δομικής διάλειψης της επονομαζόμενης μνήμης. [...] Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε την ελληνική διάκριση ανάμεσα στη μνήμη ή την ανάμνηση αφ’ ενός και το υπόμνημα αφετέρου. Το αρχείο είναι υπομνηματικό.» Έτσι, μακριά από την παραδοσιακή -ντεριντιανή- έννοιά του, αυτό το αρχείο δείχνει να μην έχει καμία ιεραρχική δομή και καμία βασική αρχή που να καθορίζει το περιεχόμενο και τη δομή του. Πράγματι, αυτό φανερώνεται κι από μια σύγχρονη στροφή από τη δημιουργία 2. Η λέξη αποδιαδικτύωση αναφέρεται εδώ στην καταχώρηση και ταξινόμηση στο διαδίκυο, φτιαγμένη από την αναλογία με τη λέξη αποδελτιώνω (αντλώ στοιχεία που με ενδιαφέρουν κυρίως από γραπτά κείμενα, τα καταγράφω σε δελτία και τα ταξινομώ σύμφωνα με ένα ορισμένο σύστημα). 3.Jacques Derrida, Η Έννοια Του Αρχείου (1995), μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Αθήνα: Εκδόσεις Εκρρεμές (1996), σ. 15 & 29


ΑΝΑΛΥΣΗ

77

του περιεχομένου γενικότερα, στη δημιουργία εργαλείων διαχείρισης των ήδη υπαρκτών αρχείων, εύρεσης και πρόσβασης σε αυτά. Μέσα από την ανοιχτή διαχείριση αυτού του άπειρου υλικού, εκδηλώνεται και μια από τις βασικές μεταβάσεις στη σύγχρονη μεταβιομηχανική εποχή, η μετάβαση δηλαδή, από την τυποποίηση στην εξατομίκευση. Σύμφωνα με το Manovich: «...αυτά τα μοντέρνα συστήματα επικοινωνίας ακολούθησαν επίσης την βιομηχανική λογική, όταν παρουσιαζόταν ένα νέο “μοντέλο” (ένα φίλμ, μια φωτογραφία ή μια ηχογράφηση), πλήθος πανομοιότυπων αντιγράφων θα παραγόταν από το αυθεντικό. Τα νέα μέσα ακολουθούν, ή καλύτερα προπορεύονται σε μια αρκετά διαφορετική λογική της μεταβιομηχανικής κοινωνίας- αυτή της προσωπικής εξατομίκευσης, αντί της μαζικής τυποποίησης.»4 Με δεδομένη την ατομική ελευθερία μίξης, αναπαραγωγής και παρουσίασης αυτού του αρχείου, με την αποκοπή δηλαδή του αρχειακού περιεχομένου από την αρχειοθετική του αρχή5, αυτό που προσφέρει, πάνω απ’ όλα, αυτό το αρχείο, είναι μια απέραντη υποστηρικτική μηχανή για κάθε λογής θέση, που μπορεί τώρα να επικυρωθεί με μια άμεση εμφάνιση ενός ντοκουμέντου, μιας ιστορικής φράσης ή οτιδήποτε άλλο βρίσκεται στο διαδίκτυο.

4. Lev Manovich, The Language Of New Media (2001), Μασαχουσέτη: The MIT Press,σ. 30 5. Η αποκοπή αυτή δεν είναι τόσο δεδομένη στην εξω-διαδικτυακή πραγματικότητα. Αρκεί κανείς να αναλογιστεί το βάρος που έχει το όνομα του συγγραφέα όταν κανείς παρουσιάζει μια άποψη από ένα βιβλίο, πολύ πριν την αποδοχή ή την απόρριψη της άποψης αυτής. Αντίστοιχα, η αναφορά σε ένα γεγονός, χωρίς το σχολιασμό του, βαραίνει αντίστοιχα από το όνομα του μέσου, τον συντάκτη του άρθρου ή ακόμα και το είδος του εντύπου. Αυτές είναι ουσιαστικά οι αρχειοθετικές αρχές στις περισσότερες καθημερινές αναφορές, στο διαδίκτυο όμως, μια αναζήτηση για μια είδηση ή μια εικόνα, δεν φέρει καμία υποχρέωση απέναντι σε αντίστοιχες αρχές.


*Η διαχείριση της απόδειξης, που κατ’ αρχήν δεν είναι παρά ένα μέρος μιας επιχειρηματολογίας προοριζόμενης να αποσπάσει την συναίνεση των δεκτών του επιστημονικού μηνύματος, περνά από τον έλεγχο ενός άλλου γλωσσικού παιχνιδιού, όπου το ζήτημα δεν είναι η αλήθεια, αλλά η αποδοτικότητα, δηλαδή η καλύτερη σχέση input/output. Το κράτος και/ή η επιχείρηση εγκαταλείπει την αφήγηση της ιδεαλιστικής ή ανθρωπιστικής νομιμοποίησης για να δικαιώσει τη νέα υπόθεση: στον λόγο των σημερινών χορηγών κεφαλαίων η μόνη αξιόπιστη υπόθεση είναι η ισχύς. Δεν αγοράζει κανείς ειδήμονες, τεχνικούς και συσκευές για να γνωρίσει την αλήθεια, αλλά για να αυξήσει την ισχύ. Jean-Francois Lyotard, H Μεταμοντέρνα Κατάσταση (1979), μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Αθήνα: (2008), σ.115


ΑΝΑΛΥΣΗ

79

Αυτό το νέο και ιδιότυπο φαινόμενο έχει δημιουργήσει αυτό που ονομάζουμε εδώ «παροξυσμό της αναφοράς». Τη φρενήρη, δηλαδή, αναφορά σε φράσεις, τσιτάτα και αποσπάσματα, αποκομμένα από κάθε λογική βιβλιογραφίας που εξυπηρετούν, κάθε φορά, μια τοπική άποψη αυτού που τα επικαλείται. Αυτό που διακυβεύεται εδώ, από αυτόν τον παροξυσμό, είναι αποδέσμευση του υποκειμένου από την βαθύτερη γνώση αυτού που επικαλείται, αλλά πολύ περισσότερο η ανεύθυνη επίκληση που πραγματοποιεί απέναντι στο γενικό περιεχόμενο αυτού που αποκόπτει. Η τόσο μεγάλη διάδοση αυτών των αποσπασμάτων που κατακλύζουν τον κυβερνοχώρο, τα γνωστά quotes, έχουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Πέρα από την εξασφάλιση χρόνου, απέναντι σε αυτό που λέμε βαθύτερη γνώση, αυτό που κατά κύριο λόγο προσφέρουν, είναι η μεγάλη συμβατότητα με αυτό που ονομάζουμε αποδοτικότητα. Σύμφωνα με τον Lyotard αυτό που διέπει το σύγχρονο λόγο είναι η εμμονή στην αποδοτικότητα όσων προσπαθούν να τεκμηριωθούν*. Η αποδοτικότητα είναι η βασικότερη αρχή διαχείρισης των αποδείξεων στο επίπεδο της διαλεκτικής και η πιο διαδεδομένη μέθοδος στο περιβάλλον της μεταμοντέρνας κατάστασης, που διαχωρίζει αυστηρά τη θέση της από την αξιακή και την ηθική διάσταση που προέβαλλε κατά βάσει η νεωτερικότητα. Η μετατόπιση διερευνάται διεξοδικά στη «μεταμοντέρνα κατάσταση». Ο νομιμοποιητικός λόγος που συγκροτεί και τον λόγο της ισχύος, ξεπέρασε, σύμφωνα με τον Lyotard, την παραδοσιακή διάκριση μεταξύ δύναμης και δίκαιου και μετατράπηκε σε αυτόν της αποτελεσματικότητας. Έτσι, η δύναμη εκφράζεται μέσα από την νομιμοποίηση της λειτουργίας, την υπερίσχυση, δηλαδή, της τεχνικής έναντι της κρίσης και του μεταφυσικού. «Εκείνο που αρχικά φαίνεται να στέκει εμπόδιο, είναι η διάκριση που έγινε από την παράδοση ανάμεσα στη δύναμη και το δίκαιο, ανάμεσα στη δύναμη και τη σοφία, δηλαδή ανάμεσα σε εκείνο που είναι


*Σίγουρο είναι ότι η διαχείριση μιας απόδειξης ισοδυναμεί με τη διαπίστωση ενός γεγονότος.[...]Οι αισθήσεις απατούν, και είναι περιορισμένες σε έκταση, σε διακριτική δύναμη. Εδώ παρεμβαίνουν οι τεχνικές. Αρχικά, είναι προεκτάσεις των ανθρώπινων οργάνων ή φυσιολογικών συστημάτων, τα οποία έχουν ως λειτουργία να δεχτούν τα δεδομένα ή να επιδράσουν πάνω στο πλαίσιο αναφοράς. Υπακούουν σε μιαν αρχή, στην αρχή της μεγιστοποίησης των αποδόσεων: αύξηση του output (πληροφορίες ή τροποποιήσεις που έχουν ληφθεί), μείωση του input (καταναλωθείσα ενέργεια) για να τις επιταχύνουμε. Είναι λοιπόν παιχνίδια, που ο στόχος τους δεν είναι το αληθές, ούτε το δίκαιο, ούτε το καλόν κτλ., αλλά το αποτελεσματικό: μια τεχνική «κίνηση» είναι «καλή» όταν κάνει κάτι καλύτερο και/ή όταν καταναλώνει λιγότερο από μια άλλη Jean-Francois Lyotard, H Μεταμοντέρνα Κατάσταση (1979), μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Αθήνα: (2008), σ.111-112

**Η κοινωνική λιποταξία όχι μόνο δεν αντιπροσωπεύει μια μείζονα κρίση του συστήματος που αναγγέλλει λίγο πολύ μακροπρόθεσμα την πτώση του, αλλά είναι η ακραία του ολοκλήρωση, η θεμελιώδης λογική του σάμπως, μετά τα πράγματα, ο καπιταλισμός να έπρεπε να καταστήσει εξίσου αδιάφορους τους ανθρώπους. Δεν υπάρχει εδώ αποτυχία ή αντίσταση στο σύστημα, η απάθεια δεν είναι έλλειμμα εκκοινωνισμού αλλά ένας νέος ευέλικτος και οικονομικός εκκοινωνισμός, μια εκτόνωση αναγκαία για τη λειτουργία του σύγχρονου καπιταλισμού ως επιταχυνόμενου και συστηματικού πειραματικού συστήματος. Gilles Lipovetsky, Η Εποχή Του Κενού (1983), μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Νησίδες (2003), σ.40


ΑΝΑΛΥΣΗ

81

ισχυρό, εκείνο που είναι δίκαιο και εκείνο που είναι αληθές. Σε αυτήν ακριβώς την ασυμμετρία αναφερθήκαμε παραπάνω, με τους όρους της θεωρίας του γλωσσικού παιχνιδιού, όταν διακρίναμε το δηλωτικό παιχνίδι, όπου το καίριο σημείο είναι το αληθές/ψευδές, το επιτακτικό παιχνίδι, που ανήκει στο επίπεδο του δικαίου/αδίκου, το τεχνικό παιχνίδι, όπου το κριτήριο είναι: αποτελεσματικό/αναποτελεσματικό. Η «δύναμη» φαίνεται να σχετίζεται μόνο με αυτό το τελευταίο παιχνίδι, δηλαδή της τεχνικής.»6 Το βασικό της προσόν -όπως την αναλύει ο παραπάνωείναι ότι κατά την ανάπτυξη ενός συλλογισμού, μετατοπίζει το νόημα από το αληθές, το δίκαιο και το καλόν στο αποτελεσματικό, σε αυτό δηλαδή που δουλεύει*. Η μετατόπιση αυτή δεν είναι τυχαία. Το αληθές, το δίκαιο και το ηθικό ήδη περνάνε μια μεγάλη κρίση από το τέλος του πολέμου. Η επικράτηση της αποδοτικότητας ακόμη και στον καθημερινό λόγο, η αποδέσμευση από την πειθαρχία στις ιδέες είναι αν όχι ταυτόσημη, τουλάχιστον συγγενής με την εκτεταμένη ατομικότητα των ημερών μας. Σε αυτό το σημείο ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια ακόμη δομική αρχή των σύγχρονων κοινωνιών όπως αυτή αναλύεται από τον Lipovetsky**. Εξετάζοντας τη διαδικασία κοινωνικοποίησης στη σύγχρονη πραγματικότητα ο παραπάνω επισημαίνει το παράδοξο της εμφάνισης μιας νέας “μαλακής” -όπως την ονομάζει- διαδικασίας ατομικοποιημένου εκκοινωνισμού. Ενταγμένη στο κλίμα απάθειας του σύγχρονου ατομισμού η διαδικασία εκκοινωνισμού αποσυνδέεται τώρα από την ιδέα του όλου ή της συλλογικής πειθαρχίας. Αυτή η νέα ευέλικτη διαδικασία εκκοινωνίζει μέσω του διαχωρισμού και της προσωποποίησης. Από αυτήν ακριβώς την αίσθηση του «ανήκειν» σε κάτι συνολικό, μέσω του «ξεχωρίζειν» από αυτό, ο σύγχρο6. Jean-Francois Lyotard, H Μεταμοντέρνα Κατάσταση (1979), μτφρ. Κω-

στής Παπαγιώργης, Αθήνα: (2008),σ.116


*Αν η λογική των παλιών μέσων ανταποκρινόταν στην λογική της βιομηχανικής μαζικής κοινωνίας, η λογική των νέων μέσων ταιριάζει στη λογική της μεταβιομηχανικής κοινωνίας, η οποία λογαριάζει περισσότερο την ατομικότητα από την συμμόρφωση. Στην βιομηχανική μαζική κοινωνία o καθένας μπορούσε να απολαμβάνει τα ίδια αγαθά- και να μοιράζεται τις ίδιες πεποιθήσεις. [...]Στην μεταβιομηχανική κοινωνία, κάθε πολίτης μπορεί να κατασκευάσει το δικό του κατά παραγγελία τρόπο ζωής και να “επιλέξει” την ιδεολογία του από ένα μεγάλο (αλλά όχι άπειρο) αριθμό επιλογών. Αντί να προωθεί τα ίδια αντικείμενα/πληροφορίες σε ένα μαζικό κοινό, το σημερινό μάρκετινγκ προσπαθεί να στοχεύσει σε κάθε άτομο ξεχωριστά. Η λογική των νέων μέσων, αντανακλά αυτή τη κοινωνική λογική. [...] Με αυτό το τρόπο τα νέα μέσα φαίνονται σαν την πιο τέλεια πραγματοποίηση της ουτοπίας μιας ιδανικής κοινωνίας διαμορφωμένης από μοναδικές ατομικότητες. Lev Manovich, The Language Of New Media (2001), Μασαχουσέτη: The MIT Press,σ.41-42

**Η αφηγηματική λειτουργία χάνει τους λειτουργούς της, τον μεγάλο ήρωα, τους μεγαλους κινδύνους, τους μεγάλους περίπλους και τον μέγα σκοπό. Διασπείρεται σε νέφη αφηγηματικών γλωσσικών στοιχείων, καθώς επίσης και στοιχείων δηλωτικών, επιτακτικών, περιγραφικών κτλ., το καθένα από τα οποία φέρει μαζί του sui generis πραγματολογικά σθένη. Ο καθένας ζει στα σταυροδρόμια πολλών από αυτά. Δε σχηματίζουμε γλωσσικούς συνδυασμούς κατ’ ανάγκη σταθερούς, και οι ιδιότητες όσων σχηματίζουμε δεν είναι κατ’ ανάγκη μεταδόσιμες. Jean-Francois Lyotard, H Μεταμοντέρνα Κατάσταση (1979), μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Αθήνα: (2008),σ.26


ΑΝΑΛΥΣΗ

83

νος άνθρωπος έχει κάθε δικαίωμα να ανακατέψει το ιστορικό παρελθόν και να φτιάξει ένα νέο μείγμα από ό,τι του αρέσει και μάλιστα με το «copypaste» -ίσως την πιο χαρακτηριστική εντολή του σύγχρονου μέσου- να το στηρίξει όπως επιθυμεί. Αυτή τη μίξη αλλά και την διαμόρφωση των ιδεών προς προσωπική ευχαρίστηση και «καθησύχαση», ο Manovich την θεωρεί εγγενές χαρακτηριστικό των νέων μέσων, κι όχι μόνο σημάδι ευρύτερα του παρόντος*. Η κινηματική στασιμότητα, που όλοι περιγράφουν στο διαδίκτυο, διαφαίνεται πάρα πολύ καλά αν κανείς περιδιαβεί στους «τοίχους» των προσωπικών προφίλ, για να αντικρίσει μια άτακτη ατομική ύπερ-κινητικότητα και μάλιστα προς όλες τις κατευθύνσεις. Εδώ, μπορούμε να ανακαλέσουμε πολύ απλά και το αρχιτεκτονικό αντίστοιχο πρόβλημα του ανήκειν και του ξεχωρίζειν, που δείχνει πολύ ξεκάθαρα την εναλλαγή των εποχών στο θεωρητικό, αντίστοιχο, πεδίο. Ο κυβερνοχώρος μάλιστα, προσφέρει και τη συμμετοχή σε παράλληλες διαφοροποιήσεις ακόμα και αντικρουόμενες μεταξύ τους, ανοίγοντας το πεδίο της πιο ελεύθερης ατομικής έκφρασης και τις αδέσμευτης προσχώρησης. Αυτό δημιουργεί και τα τόσο διασκεδαστικά φαινόμενα συγκατοίκησης σε ένα προσωπικό λογαριασμό του Ford με το Mao, του Paulo Coelho με τον Rimbaud ή του Κωνσταντινίδη με τους ISV. Έτσι, ο κυβερνοχώρος είναι κατά βάσει ο χώρος των διαφορών. Κάθε μία απειροελάχιστη διαφορά ζει στον παράδεισό της εκεί, μπορώντας να δημοσιευτεί πλανητικά, να απολαύσει ποσοτικοποιημένα -μέσω του αριθμού των «likes»- την αποδοχή από τις άλλες γειτονικές διαφορές και να μη χρειαστεί να κάνει καμία υποχώρηση για να ενταχθεί σε κάποια από τις τόσο ασφυκτικές παλαιότερες ομαδοποιήσεις**. Σε αυτό το πεδίο λοιπόν, που κάθε τι νομίζει πως διαφωνεί και κάθε θέση μεταπηδά στιγμιαία από ιδέα σε ιδέα και από εποχή σε εποχή, η επαναφορά σε αυτά που θεωρούμε αυτονόητα ή αυτονόητο να υπάρχουν, η μετάβαση στο αρχικό νόημα των πραγμάτων έστω και με τη πιο παλιομοδίτικη τακτική της ανάγνωσης βιβλίων, αποβαίνει μια στάση πολύ πιο δικαιολογημένη και μάλλον πιο


84

ΤΟ ΤΡΟΛ

ψύχραιμη σε αυτό το ιλιγγιώδες πεδίο συζητήσεων. Η διαφορική στάση, ακόμα κι αν δεν νοείται ως μια στρατηγική αποφυγής του μη νοήματος, είναι τουλάχιστον μια φυσιολογική αντίδραση όταν κάποια στιγμή η συζήτηση αποδεικνύεται ατελέσφορη. Αυτή η διαφορική στάση που συχνά υιοθετεί το υποκείμενο του τρόλ, είναι αυτό που εμφανίζεται τόσο τρομοκρατικά ως κενό νοήματος στη λογική ακολουθία μιας συζήτησης. Αν η διαφορά σύμφωνα με τον Baudrillard είναι αυτό που παράγει το νόημα7, τότε η διαφορική στάση είναι μια α-νόητη στάση. Α-νόητη με την έννοια ότι αποφεύγει κάθε νοηματοδότηση μέσω του διαχωρισμού κάθε υιοθέτηση νοήματος που παρέχεται από τη διαφοροποίηση. Μια α-διάφορη λοιπόν όσο και α-νόητη στάση που χρησιμοποιεί προς όφελός της το ίδιο το κενό που τη γεννά το κενό του νοήματος της σύγχρονης αδιάφορης τελικά πραγματικότητας. Η τακτική της διαφορικότητας και ο τρόπος που αυτή εισβάλλει στο εσωτερικό της διαδικτυακής κανονικότητας μας φέρνει πολύ κοντά σε ένα ακόμα σημαντικό χαρακτηριστικό του τρόλ. Η αντίθεση, η εναντίωση ή η απλή διασκέδαση που γυρεύει το υποκείμενο του τρόλ από πλήθος συζητήσεων δεν εξασκείται σε μια έκδηλη ενέργεια, και αυτό μας φέρνει ξανά στην αρχική διαπίστωση για την συχνά υποκειμενική διάσταση που έχει η απόδοση της κατηγορίας του τρόλ ή αλλιώτικα ότι η απόδοση αυτή παραμένει συχνά στο επίπεδο της υποψίας. Η, ως ένα βαθμό, αφομοίωση του υποκειμένου από το περιβάλλον στο οποίο εισβάλει, η αποδοχή του με άλλα λόγια των κανόνων ενός περιβάλλοντος είναι το τελευταίο σημαντικό του χαρακτηριστικό.

7. Jean Baudrillard, The System Of Objects, από Jean Baudrillard-Selected Writings, επιλογή Mark Poster μτφρ. συλλογική, Καλιφόρνια : Stanford University Press (2001)




ΑΝΑΛΥΣΗ

87

Η Διαφορική Κατάφαση - Ορισμός Κλείνοντας αυτήν την ανάλυση, θα θέλαμε να ενδώσουμε σε μία ακόμα ιδιοποίηση του φαινομένου, πιο εγωιστική αυτή τη φορά. Θεωρώντας ότι είμαστε γνώστες του μόνο επειδή ανήκουμε στο εσωτερικό της παρατήρησης και της άσκησής του, θα θέλαμε να δοκιμάσουμε εδώ, έναν επανορισμό του. Για τις μορφές του βέβαια που θεωρούμε πιο ενδιαφέρουσες κι όχι σαν πλήρη αποτύπωση αυτού του όρου, -μιας και κάτι τέτοιο δεν θα μπορεί ποτέ να συμβεί, καθώς το φαινόμενο αναπτύσσεται μεταλλάσσεται και δημιουργεί στον παρόντα χρόνο την ταυτότητα και την ύπαρξή του- θα δίναμε εδώ τον ορισμό της διαφορικής κατάφασης. Από την χρήση και μόνο των λέξεων, η περιγραφή αυτή μοιάζει να αφορά ένα λεκτικό σχήμα κι όχι τόσο μια τακτική, ένα φαινόμενο επικοινωνίας ή ό,τι άλλο. Πρώτα πρώτα, η κατάφαση, που μας πηγαίνει πιο πολύ σε αυτήν την κατεύθυνση, υπονοεί άμεσα μια ερώτηση. Έτσι, το τρόλ δεν τίθεται από μόνο του, αποτελεί ένα από τα πιο κοινωνικά φαινόμενα, κατά το οποίο όπως και στην ενέδρα περίπου, προϋποθέτει πάντα ένα θύτη και ένα θύμα -αν όχι περισσότερους/-α. Η κατάφαση, εδώ, διαχωρίζεται αυστηρά από την κυριολεξία και υποδηλώνει κατ’ αρχήν, την αποδοχή του παιχνιδιού, την αποδοχή της ερώτησης. Αυτό που ονομάστηκε πιο πριν εμμονή στους κανόνες, είναι ακριβώς η είσοδος στο παιχνίδι. Το υποκείμενο ακολουθεί βαθιά και μέσα σε όλους τους κανονισμούς της την διαδικασία στην οποία συμμετέχει. Η διαφωνία που μπορεί να στοχεύει κυρίως τη διαδικασία, δεν εκτονώνεται στην άρνηση αυτής, αντίθετα η πιο εσωτερική και πειθαρχημένη χρήση της, δημιουργεί όλα εκείνα τα σημεία αμφιβολίας και διαφωνίας σε ένα δεύτερο χρόνο. Η στρατηγική χρήση του μέσου υπονοεί άμεσα μια διαφωνία -μια διαφωνία που ενδεχομένως να προσδιορίζεται θετικά σε ένα πιθανό εύρος θέσεων- η οποία όμως ξεδιπλώνεται σταδιακά στη νοητική διαδικασία της συνομιλίας/ανάλυσης αποκαθιστώντας εν τέλει τον ίδιο το λόγο στη δομική του καθαρότητα.


88

ΤΟ ΤΡΟΛ

Η λέξη διαφορικός, εστιάζει σε αυτόν -το υποκείμενο στη στάση του εκούσιου- που εξετάζει τις διαφορές. Ο διαφορικός υπονοεί πάντα μια επιστροφή ή μια μετατόπιση. Μια μετατόπιση από την απάντηση/δήλωση σε μια ερώτηση/θέμα, στηνουσία και τη δομή του. Μια επιστροφή σε ό,τι συγκροτεί τη βεβαιότητα αυτών των δομών. Η διαφορική τοποθέτηση είναι αυτή που βγάζει το υποκείμενο από το πιθανό εύρος θέσεων και το τοποθετεί σε μια νέα ερώτηση/θέση του ποιος τελικά είναι ο πυρήνας της ερώτησης/θέματος. Ουσιαστικά μετατοπίζει το ενδιαφέρον σε μια προ-επιχειρηματολογία περί του αρχικού πλάνου πάνω στο οποίο στήθηκε το ερώτημα. Ουσιαστικά έχουμε την εκούσια δημιουργία ενός νέου ερωτήματος. Ενός ερωτήματος που σκιαγραφεί -σχεδόν πάντα- την αστάθεια και τη διαφωνία με μια βεβαιότητα, η οποία τοποθετείται σε ένα επίπεδο πιο πριν από την θέση ή την ερώτηση. Οι βεβαιότητες αυτές αποτελούν τα πιο καίρια ίσως σημεία στα οποία τίθεται το φαινόμενο αυτό, τα σημεία τα οποία συχνά θέλουμε ή συνηθίσαμε να ανήκουν στη σφαίρα του αυτονόητου. Η επιστροφή στα σημεία αυτά δεν αποτελεί -κατ’ αναγκασμό- ούτε την αλλαγή κατεύθυνσης σε ένα συνειρμό αλλά ούτε και την αποκάλυψη μιας διαφορετικής θέσης σε μια αντίθετη πλευρά. Το καθοριστικό αποτέλεσμα είναι στιγμιαία η μετατόπιση του λόγου στο επίπεδο όλων εκείνων των διαδικασιών που αποτελούν τη βάση κάθε αυθόρμητης ή σχεδιασμένης εκφοράς του. Διαδικασίες που συχνά αποκρύπτονται ή χάνονται στη βιασύνη και το υπέρογκο του αυτονόητου και δημιουργούν μεγάλα κενά τόσο στο ροϊκό λόγο όσο και στην εν-τύπωσή του μέσα μας. Η διαφορική κατάφαση ως στιγμή -εκούσιας ή ακούσιας-αυτοσυνείδησης του κενού απαντά, λοιπόν, στο πως υπονοώντας το γιατί. Αν δεχτούμε λοιπόν, την ισχύ αυτού του ορισμού, το πρώτο που παρατηρούμε είναι πως δεν έχει καμία σχέση με το διαδίκτυο. Αυτό είναι αλήθεια, ο ορισμός αυτός περιγράφει ένα φαινόμενο πολύ πιο αφηρημένο από που κανείς θα περίμενε. Αν μπούμε στο πειρασμό να το χρησιμοποιήσουμε ερμηνευτικά, είναι αλήθεια πως μπορούμε να βρούμε κάποια περιστατικά κι αυτό μας χαροποιεί ιδιαιτέρως.


ΑΝΑΛΥΣΗ

89

Διογένης Ο Κυνικός, Το Άπτερο Δίποδο, (5ος αι. π.Χ.) Το συγκεκριμένο παράδειγμα αφορά τον Διογένη, το γνωστό κυνικό φιλόσοφο της αρχαιότητας και παρατίθεται ως ένα από τα παλαιότερα τρόλ φαινόμενα στο βιβλίο του Krappitz. Σύμφωνα με το ανέκδοτο: «όταν Ο Πλάτωνας όρισε ότι ο άνθρωπος είναι ζώον δίποδο, άπτερο, χαρούμενος [ο Διογένης] έφερε έναν ξεπουπουλιασμένο πετεινό στη σχολή και είπε: “αυτός είναι ο άνθρωπος του Πλάτωνα”» Σε αυτήν την περίπτωση, ο Διογένης δεν ασκεί ευθεία κριτική στην απόφανση του Πλάτωνα. Επαναλαμβάνει καταφατικά το συλλογισμό και αποδεικνύει με το πιο “νόμιμο” τρόπο την αντιστοίχιση αυτού που ορίστηκε, με μια κότα. Η διαφωνία με τον ισχυρισμό ή η συμφωνία, δεν διαγράφονται με σαφήνεια, ο ορισμός του ανθρώπου δεν απαντάται διαφορετικά από τον Διογένη. Αυτό που γίνεται, είναι επιστροφή τόσο στη μεθοδολογία που χρησιμοποίησε ο Πλάτωνας κάνοντας αυτή τη γενίκευση, όσο και στο περιεχόμενο αυτού που είπε. Η διαφορικότητα έγκειται ακριβώς στο ότι εγείρονται αυτά τα προ-ερωτήματα. Το αν ο Διογένης συμφωνεί περισσότερο ή λιγότερο με αυτή τη προσέγγιση δε φαίνεται, αλλά ότι μάλλον διαφωνεί με τη βαρυσήμαντη/ποιητική μεθοδολογία της είναι πιο εμφανές.



ΑΝΑΛΥΣΗ

91

Diego Velazquez, Πορτρέτο Πάπα Ιννοκέντιου Ι’, (1650) Το διάσημο αυτό πορτρέτο στην ιστορία της τέχνης αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση. Η απόδοση σε αυτό μιας διαφορικής κατάφασης φαίνεται να σχετίζεται με την ιδιοφυΐα του καλλιτέχνη αλλά και με τις προθέσεις του. Το πορτρέτο ανήκει σύμφωνα με την επιθυμία του καλλιτέχνη στη σειρά των μεγάλων προκατόχων του όπως ο Τιτσιάνο και ο Ραφαήλ. Πέρα από την εξαιρετική απόδοση των χαρακτηριστικών, αυτό που οι μελετητές περιγράφουν ως ακαταμάχητο σημείο του έργου, είναι η εμμονή του στη πραγματικότητα, η άρνηση για ωραιοποίηση, κυρίως μέσα από τη ματιά του πάπα που φαίνεται να αποδίδει σε βάθος όχι μόνο τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά του εικονιζόμενου αλλά και την όλη του ιδιότητα ως ο ανώτερος κληρικός αξιωματούχος. Πρώτα απ’ όλα ο Velasquez: «ζωγράφισε τη προσωπογραφία του Πάπα όχι τόσο με την ελπίδα μιας οποιαδήποτε αμοιβής, αλλά για να κερδίσει την αναγνώριση που δεν άργησε να έρθει”» Ακόμη «αναφέρεται ότι ο ίδιος ο εικονιζόμενος αντέδρασε με αυτοσαρκασμό χαρακτηρίζοντάς την «υπερβολικά αληθινή» («troppo vero»)1», ενώ «υπάρχουν μελετητές που κάνουν λόγο για δαιμονική έκφραση του προσώπου».2 Ο Velasquez πάει στη Ρώμη, ζητά να φτιάξει το πορτρέτο του πάπα, το φτιάχνει αλλά δεν ικανοποιεί την συνήθη κολακεία και εξύψωση του προσώπου. Καταφάσκοντας απόλυτα στη λέξη πορτρέτο κερδίζει την επιβράβευση (γίνεται μέλος της ακαδημίας του Αγίου Λουκά) αλλά δεν φαίνεται να εκτιμά ιδιαίτερα το πρόσωπο που του αποδίδει την τιμή. Το παιχνίδι με τα όρια του κώδικα είναι προφανές. Ο Velasquez φαίνεται να τρολάρει εδώ τον πάπα, προκαλώντας την βράβευσή του μέσα από το παιχνίδι «της παπικής προσωπογραφίας», όχι όμως ικανοποιώντας τον, αλλά μάλλον εκνευρίζοντάς τον. 1. Ας τονίσουμε εδώ τη φράση «υπερβολικά αληθινή» καθώς στο δημιουργικό κομμάτι της αρχιτεκτονικής αποτελεί σημαντικό μέσο κατάφασης αλλά όχι κυριολεξίας, με το πραγματικό να επωμίζεται ένα ιδιαίτερο βάρος από το αρχιτεκτονικό υποσυνείδητο. 2. Χρήστου Χρύσανθος, Ντιέγκο Ροντρίγκεθ Ντε Σίλβα Ι Βελάσκεθ (1599-1660) (2012), Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.


ΒΑΟ, ΓΑΟ , ΔΑΟ Ζινώντας αποβίδονο σαβίνι κι απονιβώντας ερομιδαλιό, κουμάνισα το βίρο τού λαβίνι με σάβαλο γιδένι τού θαλιό. Κι ανέδοντας έν’ άκονο λαβίνι που ραδαγοπαλούσε τον αλιό σινέρωσα τον άβο τού ραβίνι, σ’ έν’ άφαρο δαμένικο ραλιό. Σούβεροδα στ’ αλίκοπα σουνέκια· μεσ’ στ’ άλινα που δεν εσιβονεί βαρίλωσα σ’ ακίμορα κουνέκια. Και λαδαμποσαλώντας την ονή, καράμπωσα το βούλινο διράνι, σαν άλιφο τουνέσι που κιράνει... Ναπολέοντας Λαπαθιώτης


ΑΝΑΛΥΣΗ

93

Λεωνίδας Λαπαθιώτης, ΒΑΟ, ΓΑΟ, ΔΑΟ, (1938) Το ποίημα αυτό, δημοσιεύτηκε το 1938 (Θεσσαλικά Γράμματα και Νέα Εστία) και αναδημοσιεύτηκε το 1951 (περιοδικό Εκλογή). Αποτελεί ένα ισχυρότατο σχόλιο του Λαπαθιώτη πάνω στο σουρεαλισμό και μάλιστα όπως ο ίδιος αποκαλύπτει, μέσα από μελέτη της φιλοσοφίας του κινήματος. Οι αποκαλυπτικές του δηλώσεις για το ποίημά του, περιέχονται στην επιστολή του στον Πέτρο Χάρη. Αναφέρει εκεί, πως θέλησε, σύμφωνα με τις αρχές του σουρεαλισμού, να πάει ένα βήμα παραπέρα: « Αφού, καλά ή κακά, φτάσαμε στο σημείο, λυτρωμένοι από το ζυγό του ειρμού, στις σημερινές ποιητικές συνθέσεις μας, να ζητήσουμε την έμπνευση στην ίδια της πηγή, που ήταν πάντα, έμμεσα, το υποσυνείδητο, γιατί τάχα να μην κάνουμε ακόμα ένα βήμα, – το τελευταίο ίσως δυνατό προς την κατεύθυνση αυτή, και να λυτρωθούμε κι’ από τη συμβατικότητα της γλώσσας, κάθε γλώσσας;».3 Η διάθεσή του φαίνεται ειρωνική απέναντι στο σουρεαλισμό, όμως συμβαίνει και κάτι άλλο. Πρώτα πρώτα το ποίημα δομείται αυστηρή σύνθεση (σονέτο, ιταλικού τύπου, αποτελείται από δύο τετράστιχες και δύο τρίστιχες στροφές, ενώ το μέτρο είναι ιαμβικό και οι στίχοι εναλλαγή παροξύτονων εντεκασύλλαβων και οξύτονων δεκασύλλαβων.Η ομοιοκαταληξία, πλεχτή στα τετράστιχα, είναι της μορφής ΑΒΑΒ ΑΒΑΒ ΓΔΓ ΔΕΕ.4) και οι α-νόητες λέξεις του είναι τελικά συγχρόνως άσημες, δηλαδή δεν σημαίνουν τίποτα, και πολύσημες, δηλαδή ο καθένας μπορεί να τις ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο και να δώσει το δικό του περιεχόμενο και νόημα σε αυτές. 3. Ναπολέων Λαπαθιώτης, Πέραν του Σoυρρεαλισμού: επιστολή προς τον Πέτρο Χάρη, Νέα Εστία, τ. 271, 1938,α σ. 485-486, από το www.convolutes. wordpress.com, ημερομηνία ανάκτησης 01/02/2016 4. Ναπολέων Λαπαθιώτης, Πέραν του Σoυρρεαλισμού: επιστολή προς τον Πέτρο Χάρη, Νέα Εστία, τ. 271, 1938, σ. 485-486, από το www.convolutes. wordpress.com, ημερομηνία ανάκτησης 01/02/2016


94

ΤΟ ΤΡΟΛ

Ο Λαπαθιώτης στη προσπάθειά του να σχολιάσει αντιθετικά, επεμβαίνει σε μια εσωτερική κατάσταση και μάλιστα με τη διάθεση να τεστάρει τα όριά της παράγοντας ένα πρώιμο λετρισμό. Ο ίδιος τονίζει στο υστερόγραφό του ότι δεν ειρωνεύεται αλλά ακόμα κι αν το κάνει «το σύνθημα έχει δοθεί» όπως λέει. Ο Λαπαθιώτης δεν αφήνει να εμφανιστεί, άμεσα, η θέση του περισσότερο ή λιγότερο ενάντια στη λογική του σουρεαλισμού, το ποίημά του δεν καταγγέλλει άμεσα το κίνημα, αλλά όπως φαίνεται από τα όσα λέει, αυτό που τον προβληματίζει περισσότερο είναι το ζήτημα της αποκοπής από τον ειρμό, όλη του η ανάλυση και το ποίημα στοχεύουν ακριβώς εκεί. Πριν μας πει για το σουρεαλισμό, μας καλεί πίσω στο ζήτημα του ειρμού. Απέναντι σε ένα ερώτημα για το σουρεαλισμό ο Λαπαθιώτης τοποθετείται διαφορικά, αλλά επιχειρώντας να κατασκευάσει ένα «υπέρ-σουρεαλιστικό σονέτο» επαναφέρει μέσα από αυτή τη πρακτική το ζήτημα του ειρμού που αποτελεί και τη βάση του κινήματος.


ΑΝΑΛΥΣΗ

95

Σε αυτό το σημείο ας παραθέσουμε κάποια αποσπάσματα, μάλλον πανηγυρικά, υπέρ της σημασίας αυτού του ορισμού αλλά και του φαινομένου, από τα οποία δεν μπορούμε να εγγυηθούμε αλλά μόνο να παίξουμε με τα όρια της διάλεξης εξάγοντας από αυτά τη σκιαγράφηση μιας ιδιαίτερης μεταβατικής εποχής της οποίας ένα τέτοιο φαινόμενο, μπορεί να σημάνει, κατ΄ εμάς, αυτού που συνέχεια υπαινίσσεται πιο πάνω, το τέλος της αναμονής του νοήματος. Προφανώς, οι παρακάτω προτροπές δεν μιλάνε για το τρόλ, ούτε το προφητεύουν με ένα τρόπο. Οι προτάσεις που κάνουν οι παρακάτω συγγραφείς δεν προτρέπουν στο τρόλ, το κοινό σημείο όμως είναι η στροφή της μεθοδολογίας τους από την κυριολεκτική χρήση αλλαγής του περιεχομένου στην επίθεση ακριβώς και στην αλλαγή στον τρόπο που παράγεται. Αυτό μας δημιουργεί και τις νοητικές συνδέσεις με το φαινόμενο του τρόλ. Σύμφωνα με τις προτροπές των: Lyotard και τη νομιμοποίηση μέσω της παραλογίας, Foucault και την αποκατάσταση του λόγου στη τάξη του σημαίνοντος, Baudrillard και τη ριζοσπαστική θέση που τείνει να αποσπάσει το αντικείμενο από το πλαίσιο της ανταλλαγής . Derrida και την κάθε φορά ανάγκη επινόησης χωρίς τη βεβαιότητα και την ασφάλεια της έννοιας


ΤΟ ΤΡΟΛ

96

«Πρέπει να υποθέσουμε μια δύναμη που αποσταθεροποιεί τις ικανότητες εξήγησης και εκδηλώνεται με την εκφορά νέων διανοητικών κανονιστικών αρχών ή, αν προτιμάτε, με την πρόταση νέων κανόνων του γλωσσικού επιστημονικού παιχνιδιού, που οριοθετούν ένα νέο πεδίο έρευνας. Πρόκειται, μέσα στην επιστημονική συμπεριφορά, για την διαδικασία αυτού που ο Thom αποκαλεί μορφογένεση. Κι η ίδια δεν είναι χωρίς κανόνες (υπάρχουν κατηγορίες ριζικών μεταπτώσεων), αλλά ο καθορισμός τους είναι πάντα τοπικός.[...] Σε σχέση με ένα ιδεώδες διαφάνειας, είναι παράγοντας σχηματισμού αδιαφανειών, που αναβάλλει για αργότερα την στιγμή της συναίνεσης.» Jean-Francois Lyotard, H Μεταμοντέρνα Κατάσταση (1979), μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Αθήνα: (2008),σ.144-145


ΑΝΑΛΥΣΗ

«Ποιος άλλος πολιτισμός σεβάστηκε το λόγο, φαινομενικά τουλάχιστον, περισσότερο απ΄ το δικό μας; Που δοξάστηκε καλύτερα; Που καθολικοποιήθηκε περισσότερο απ΄ το δικό μας; Που απελευθερώθηκε ριζικότερα; Μου φαίνεται λοιπόν πως πίσω απ΄ αυτή τη φανερή ευλάβεια προς το λόγο, πίσω απ΄ αυτή την εμφανέστατη λογοφιλία κρύβεται κάποιος φόβος. Όλα συμβαίνουν, λες κι απαγορεύσεις, φράγματα, πρόθυρα κι όρια είχαν διαταχτεί με τέτοιο τρόπο ώστε να κυριαρχείται - τουλάχιστον σ΄ ένα μέρος - η μεγάλη γονιμότητα του λόγου, με τρόπο ώστε να ελαττωθεί ο πλούτος του κατά το πιο επικίνδυνο μέρος κι η αταξία του να οργανωθεί σύμφωνα με σχήματα που αποφεύγουν το ανεξέλεγκτο• όλα συμβαίνουν σα να γινόταν προσπάθεια να εξαλειφθεί μέχρι τα σημάδια της εισβολής του στα παιχνίδια της σκέψης και της γλώσσας. Κι αν θέλουμε -δε λέω να εξαλείψουμε αυτό το φόβο- αλλά να τον αναλύσουμε μες τους όρους του, τους κανόνες και τ’ αποτελέσματά του, πρέπει νομίζω να προσανατολιστούμε σε τρεις κατευθύνσεις στις οποίες, σήμερα, η σκέψη μας αντιστέκεται λιγάκι και που αντιστοιχούν στις τρεις ομάδες λειτουργιών: να επανεξετάσουμε τη βούληση της αλήθειας, να αποκαταστήσουμε στο λόγο τον επεισοδιακό του χαρακτήρα, να κάνουμε επιτέλους φανερή την κυριαρχία του σημαίνοντος.» `Michel Foucault, H Τάξη Του Λόγου (1971), μτφρ. Μηνάς Χριστίδης, Αθήνα:Ηριδανός (1990), σ.36-37

97


ΤΟ ΤΡΟΛ

98

«Και όμως, κατά κάποιον τρόπο, η σκέψη προηγείται του συμβάντος, διότι και η σκέψει επιδιώκει να δημιουργήσει κενό, ούτως ώστε να αναδυθεί εντός του αυτό που δεν επισημάνθηκε, και αναμφίβολα δεν θα επισημανθεί ποτέ. Αυτό ακριβώς είναι που διακρίνει τη ριζοσπαστική σκέψη από την κριτική ανάλυση: το έργο της κριτικής ανάλυσης είναι να διαπραγματευθεί το αντικείμενο της στο πλαίσιο της ανταλλαγής μεταξύ νοήματος και ερμηνείας, ενώ η ριζοσπαστική σκέψη επιχειρεί να το αποσπάσει από αυτή τη διαπραγμάτευση και να το τοποθετήσει στο πλαίσιο της ανέφικτης ανταλλαγής. Το διακύβευμα δεν έγκειται πλέον στην εξήγηση, αλλά σε μια μονομαχία, σε μιαν αμοιβαία πρόκληση της σκέψης και του συμβάντος. Αυτό είναι το τίμημα για διασωθεί η κυριολεκτικότητα του συμβάντος.» Jean Baudrillard, Power Inferno (2002), μτφρ. Φώτης Σιάτιτσας, Αθήνα: Κριτική (2005),


ΑΝΑΛΥΣΗ

«Υπάρχουν ευθύνες που, για να επιτρέψουν αποφάσεις και συμβάντα, δεν οφείλουν να ακολουθούν τη γνώση, απορρέουν από αυτήν ως συνέπειες και ως αποτελέσματα. Διαφορετικά θα ξετυλίγαμε ένα πρόγραμμα και θα συμπεριφερόμασταν, στη καλύτερη περίπτωση ως «ευφυείς» τηλεκατευθυνόμενοι πύραυλοι. Αυτές οι ευθύνες που θα προσδιορίσουν «που πάει το πράγμα;», όπως λέτε, είναι ετερογενείς προς την τάξη της τυποποιήσιμης και σίγουρα προς όλες τις έννοιες πάνω στις οποίες οικοδομήσαμε, και μάλιστα θα έλεγα ότι σταματήσαμε, καθορίσαμε την ιδέα της υπευθυνότητας ή της απόφασης. Κάθε φορά που είναι να αναλάβουμε μια ευθύνη, πρέπει να περάσουμε από αντινομικές προσταγές, απορητικής μορφής, από ένα είδος εμπειρίας του αδύνατου, ειδεμή η εφαρμογή ενός κανόνα από ένα συνειδητό υποκείμενο και ταυτόσημο προς τον ΕΑΥΤΟ του, υπάγοντας αντικειμενικά μια περίπτωση στη γενικότητα ενός δεδομένου νόμου, έρχεται αντίθετα ανευθυνοποιήσει, τουλάχιστον να χάσει την πάντα ανεπανάληπτη μοναδικότητα της απόφασης, που πρόκειται να πάρει καθώς το συμβάν είναι κάθε φορά ιδιότυπο, στο μέτρο της ετερότητας του άλλου, πρέπει συνεχώς να επινοούμε όχι χωρίς της έννοια αλλά υπερβαίνοντάς την κάθε φορά, χωρίς ασφάλεια ούτε βεβαιότητα. Πώς να αντισταθούμε στην ομοιογενοποίηση, στην πολιτισμική ή γλωσσική ισοπέδωση των ΜΜΕ, στο καθεστώς τους της θεματικής αναπαράστασης και αποδοτικότητας;Πρέπει κάθε φορά να επινοούμε για να προδίδουμε το λιγότερο δυνατό και τη μεν και τον δε -χωρίς καμία εκ των προτέρων βεβαιότητα επιτυχίας.» Jacques Derrida, Συνομιλίες (1992), επιμ. Μιχάλης Καραχάλιος, Αθήνα: Εκδόσεις Πλέθρον (1995), σ.135-136

99



Αρχιτεκτονική



ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

103

Η Μεθοδολογία της Μεταγραφής Η σύνδεση του τρόλ με μια κάποια αρχιτεκτονική πρακτική, που επιχειρείται εδώ, και φαίνεται να αποτελεί και τον καταληκτικό στόχο αυτής της διάλεξης, είναι στην ουσία η προσπάθεια να διαβάσουμε πίσω από την δημιουργία κάποιων έργων, μια συγκροτημένη γλώσσα σε σχέση με το εν λόγω φαινόμενο. Η προσπάθεια να αναγνωρίσουμε μια αρχιτεκτονική που κινείται παράλληλα και μέσα στο φαινόμενο του τρόλ, είναι κάτι που επιχειρείται ξανά όπως και στο επίπεδο της ανάλυσης, μέσα από μια διαδικασία μετάβασης από το εσωτερικό του φαινομένου στο εξωτερικό, προσπαθώντας να συγκροτήσουμε μια αναλυτική και ξεκάθαρη παρουσίαση της σύνδεσης του φαινομένου με την αρχιτεκτονική. Η μεταγραφή του φαινομένου στην αρχιτεκτονική, δεν αποτελεί τόσο μια παραίνεση για μια αντίστοιχη αρχιτεκτονική, παρά ένας εντοπισμός της, ως ήδη υπάρχουσα. Έτσι, μιλάμε εδώ για μια διαδικασία απο-γραφής μιας ζώσας αρχιτεκτονικής πρακτικής στο πεδίο της θεωρίας, μια προσπάθεια δηλαδή, θεωρητικοποίησης κι όχι εκ του μηδενός θεώρησής της. Τα κείμενα, τα κτίρια και οι δημοσιεύσεις της αρχιτεκτονικής που εμείς γρήγορα αποδίδαμε ως τρόλ, σε ένα χρόνο δεύτερο, μετά -πολύ μετά- της εισαγωγής μας στο φαινόμενο, έπρεπε εδώ να τεκμηριώσουν την πηγαία σχεδόν αυθόρμητη κατάταξή τους και να περάσουν από την αυθόρμητη εκφορά της ομιλίας, στην άκαμπτη τεκμηρίωση του γραπτού λόγου. Επαναλαμβάνουμε εδώ, το αντίστοιχο μούδιασμα που καταλαμβάνει τον καθένα όταν καλείται να εξηγήσει κάτι το αυτονόητο γι’ αυτόν και επισημαίνουμε τη δυσκολία αυτή. Στη περίπτωση των συγκεκριμένων έργων μια κοινή αποδοχή της απόδοσης του τρόλ, έκανε ακόμα πιο έκδηλο αυτό το μούδιασμα στην αμέσως επερχόμενη ερώτηση: γιατί όμως είναι τρόλ;


104

ΤΟ ΤΡΟΛ

Πριν από την απάντηση αυτού του ερωτήματος, η οποία αποτελεί και αντικείμενο της ανάλυσης που ακολουθεί, διακυβεύεται στο σημείο αυτό η αξία της σύνδεσης. Ο λόγος, δηλαδή για τον οποίο θα επιχειρούσε κανείς αυτή τη μεταγραφή ενός διαδικτυακού φαινομένου στη σύγχρονη αρχιτεκτονική πρακτική. Η αξία λοιπόν, αυτής της σύνδεσης, έγκειται για μας στην προσπάθεια να γίνει ένα ακόμα βήμα αναδεικνύοντας όχι μόνο τη σημασία του εν λόγω φαινομένου, αλλά και πώς τελικά όλο το διαδικτυακό δημιούργημα έχει αρχίσει να επηρεάζει, πιο βαθιά, το τρόπο που σκεφτόμαστε αλλά και που κατανοούμε τα πράγματα γύρω μας. Αν γίνεται, λοιπόν, μια προσπάθεια μεταγραφής του τρόλ στην αρχιτεκτονική, αυτό γίνεται γιατί πιστεύουμε περισσότερο από την ισχύ αυτής της μεταγραφής, στην άρρηκτη σχέση του φαινομένου με το παρόν. Έτσι, ανοίγεται μια νέα πτυχή της εργασίας κατά την οποία η συγκρότηση αυτής της αρχιτεκτονικής, θα μπορούσε να αποτελεί μια φυσική κίνηση, μια πηγαία φυσιολογική αντίδραση σε συνθήκες του σύγχρονου περιβάλλοντος -όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε και με το τρόλ-, ιδίως σε αντίθεση με όσους το αντιμετωπίζουν ως παθογενή συμπεριφορά και ως προς καταπολέμηση φαινόμενο. Προς αυτή την κατεύθυνση λοιπόν, ακολουθήσαμε και στο κομμάτι της αρχιτεκτονικής, μια αντίστοιχη ανάλυση με την προηγούμενη, μια αντιδιαστολή δηλαδή, του παρόντος -της αρχιτεκτονικής αυτή τη φορά-, με τη συγκεκριμένη πρακτική, που μας ενδιαφέρει κι εμφανίζεται απέναντί του. Οι αρχιτέκτονες, που επιχειρείται εδώ, να πλησιάσουν μεταξύ τους -χωρίς βέβαια τη συγκατάθεση ή τη πληροφόρησή τους- είναι οι: Αριστείδης Αντωνάς, Point Supreme, Ανδρέας Αγγελιδάκης και μία πρόταση του Ευάγγελου Κοτσιώρη. Το πρώτο χαρακτηριστικό που φαίνεται να έχουν αυτοί οι αρχιτέκτονες σε όσους τους γνωρίζουν είναι ο εννοιολογικός χαρακτήρας των πιο γνωστών έργων τους και η μικρή, σε ποσότητα, κτισμένη αρχιτεκτονική τους -στη


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

105

περίπτωση του Αγγελιδάκη μάλιστα αναφέρεται και ως εικαστικός παρά αρχιτέκτονας. Αυτό όμως που επίσης εγείρει ένα κάποιο ερώτημα γύρω από την επιλογή τους, είναι και το ότι είναι εγκατεστημένοι στην Αθήνα και σχεδιάζουν πολύ συχνά γι’ αυτήν. Έτσι, πρέπει να εξηγήσουμε γιατί παραμείναμε σε τόσο στενά πλαίσια. Ο λόγος ενέχεται μάλλον στη φύση του τρόλ. Όπως εξηγήθηκε και πριν, το τρόλ, εγείρει και συχνά αναζητά ερμηνείες, ενώ η κατανόησή του σαν συμβάν χρειάζεται ένα δεύτερο χρόνο. Αυτός ο δεύτερος χρόνος είναι η μεταφορά από την έκπληξη, την περιέργεια, στο τι τελικά υπονοείται ή σε τι τελικά στοχεύει. Το τρόλ, έτσι, χρησιμοποιεί συχνά στοιχεία από το συλλογικό υποσυνείδητο και φτιάχνει καταστάσεις από παλιά και νέα γεγονότα, περιπλέκοντας την ερμηνεία του, όπως συμβαίνει με αυτά που αποκαλούμε εσωτερικά αστεία σε μια παρέα1. Αν λοιπόν εντοπίζονται μορφές του στην Ελλάδα ή στην Αθήνα αυτό είναι γιατί συχνά αναφέρεται στην κουλτούρα μας, σε κοινές μας συμπεριφορές ή ανακαλεί γεγονότα γνωστά από το κοινό μας παρελθόν. Αντίστοιχα λοιπόν, όντας πιο εξοικειωμένοι με την αθηναϊκή αρχιτεκτονική αλλά και με την αθηναϊκή πραγματικότητα το αρχιτεκτονικό τρόλ -ή πιο συγκεκριμένα το φαινόμενο διαφορικής κατάφασης εντός της αρχιτεκτονικής- θα ήταν πιο εύκολο να αποκρυσταλλωθεί σε αυτή τη πρώτη δοκιμή μεταγραφής. Άλλωστε, όπως φαίνεται και πιο κάτω, οι αρχιτέκτονες που αναλύουμε, εμφανίζουν συχνότατα τέτοιες αναφορές γύρω από το συλλογικό υποσυνείδητο των Αθηναίων. Η «τοπικότητα» αυτή του τρόλ, είναι άλλωστε ο συμβαντικός χαρακτήρας του, όπως παρουσιάστηκε, στην τοπική δηλαδή σύνθεση ενός γεγονότος, όχι από το καθολικά λογικό, αλλά ακριβώς από αυτό που προκύπτει ή 1. Οι ιστορίες κάποιων meme ή κάποιων τυπικών φράσεων αποκαλύοτουν την ύπαρξη μιας ιστορίας, μιας κοινής εμπειρίας γύρω από τους χρήστες. Αυτό είναι που περιγράφεται κι εδώ. Η άσκηση του τρόλ αλλά και η κατανόησή του, πολύ συχνά αφορούν τον γνώστη, αλλά όχι ως ειδήμονα αλλά ως μετέχων στη κουλτούρα.


*Το ζήτημα είναι πράγματι το ακόλουθο: αν δεχτούμε ότι το συμβάν είναι αυτό ακριβώς μέσω του οποίου διασφαλίζουμε ότι δεν είναι τα πάντα μαθηματικοποιήσιμα, πρέπει λοιπόν, ή δεν πρέπει, να συναγάγουμε το συμπέρασμα ότι το πολλαπλό είναι ετερογενές; Διότι η σκέψη ότι το συμβάν συνιστά σημείο ρήξης σε σχέση με το είναι δεν μας απαλλάσσει από την υποχρέωση να σκεφτούμε το είναι του ίδιου του συμβάντος. Το είναι του επέκεινα-του-είναι. Αυτό το είναι του συμβάντος απαιτεί μια θεωρία του πολλαπλού ετερογενή ως προς εκείνη που δικαιολογεί το είναι ως είναι;[...] Οι καταστατικές και αριθμητικές πολλαπλότητες οφείλουν να διακρίνονται από τις εντατικές ή ποιοτικές πολλαπλότητες. Alain Badiou, Από Το Είναι Στο Συμβάν , επιμ. Δημήτρις Βεργέτης, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη (2009) σ. 27-34


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

107

που όλοι μπορεί λίγο πολύ να γνωρίζουμε, σε αυτή την κίνηση αντιπαραβολής σε έναν κώδικα, ενός νέου, τοπικού νοήματος. Ο τοπικός χαρακτήρας αυτής της σύνθεσης του τρόλ είναι αυτός που επιζητά και μια τοπική ανάγνωση, διαμορφωμένη από την ίδια πραγματικότητα, η οποία δε θα το αντιμετωπίζει σαν τελικό αποτέλεσμα αλλά σαν συμβάν μέσα σε ένα δεδομένο περιβάλλον. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί η λειτουργία του συμβάντος ως μια υπέρβαση της τελικότητας ως αυτό το επέκεινα του είναι που περιγράφει ο Badiou*. Ας προϋποθέσουμε, εδώ, την επιτυχία της μεταγραφής που αυτή η διάλεξη διατείνεται ότι θα πραγματώσει. Μια αρχιτεκτονική, λοιπόν, του τρόλ όντας εξίσου συμβαντική, -στο βαθμό που αυτό νομιμοποιείται από τον όρο μεταγραφή- θα αντιπαρέβαλε την ύπαρξή της σα μια τοποθέτηση σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον -εννοιολογικό η χωρικό- προκαλώντας και τις αντίστοιχους συνειρμούς και υπερβαίνοντας τη λειτουργία της ως κτίριο, ως τελικότητα δηλαδή, της αρχιτεκτονικής παραγωγής. Έτσι, τα έργα που παρουσιάζονται επιζητούν μια ανάλυση πέρα από τη συνθετική ή νοηματική δομή. Επιζητούν μια ματιά που έχει εν γνώση της το πλαίσιο στο οποίο τίθενται τα έργα αυτά, εν γνώση της, με λίγα λόγια, του κώδικα στον οποίο ως συμβάντα αντιπαραβάλλονται, όπως ακριβώς και στην περίπτωση του τρόλ. Η υποθετική, αντίστοιχα, συγκρότηση μιας πιο διεθνούς αντίστοιχης αρχιτεκτονικής θα μπορούσε -όπως προκύπτει από τα παραπάνω- να υπάρχει αν μπορούσε να συγκροτήσει αυτά τα συμβάντα μέσα από ένα παγκόσμιο συλλογικό υποσυνείδητο2. Μπαίνουμε στο πειρασμό εδώ, να αναφέρουμε την πρόταση των MVRDV για το μνημείο των δίδυμων πύργων, ως μια πολύ συμπαθητι2. Η υποθετική χροιά αυτού του “θα μπορούσε” δεν δηλώνει σε καμία περίπτωση δυσκολία. Το διαδίκτυο και πριν από αυτό τα υπόλοιπα πλανητικά MME είναι σχεδόν συνυφασμένα με τη συγκρότηση ενός συλλογικού υποσυνείδητου. Μια διεθνής τρόλ αρχιτεκτονική δε θα δυσκολευόταν να ανακαλέσει το συλλογικό υποσυνείδητο, απλά είναι θέμα χρόνου να περάσει αυτή η κρίση κυριολεξίας από το διαδίκτυο στην πραγματική αρχιτεκτονική από κουλτούρες πιο “αυστηρές” σε σχέση με τη βαλκανική αύρα της Αθήνας (κι αυτή η βιαστική ερμηνεία ενδεχομένως να δημιουργεί μια μελλοντολογική εξήγηση για τη σημασία του τρόλ στην αρχιτεκτονική αλλά και της Αθήνας, ως αστικής κουλτούρας).


Μια χιουμοριστικά «προφητική» αναπαράσταση από τους Point Supreme ως μια πραξη αυτογνωσίας της βουλιμικής αστικότητας της Αθήνας άμεσα αναφερόμενη στο συλλογικό υποσυνείδητο των Αθηναίων. Η πρόταση των MVRDV στο σημείο της τρομοκρατικής επίθεσης της ενάτης εντεκάτου. Μια πρόταση η οποία αναπαράγει τη στιγμή της επίθεσης ως απόλυτη κατάφαση στο θέμα μνημείο εγείροντας όμως πολλά ερωτήματα για το αν και πως θα μνημονευόταν αυτή η πράξη. Τελικά, οι αρχιτέκτονες αναγκάστηκαν σε δημόσια συγνώμη μετά από την αποδοκιμασία της πρότασης ως «φιλοτρομοκρατική».


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

109

κή, από την μεριά του τρόλ πρόταση, όχι όμως και απόλυτα συνειδητή κρίνοντας από τη μετέπειτα δημόσια συγγνώμη τους. Η τοπική λοιπόν κλίμακα που έχει αυτή η μικρή έρευνα, συμπυκνώνεται στη φράση «αυτό ξέρουμε καλύτερα», επικαλούμενη όχι μόνο τους αρχιτέκτονες αλλά και την πραγματικότητα στην όποια αμφότεροι σχεδιάζουμε και ζούμε. Ας παραμείνουμε λοιπόν, από εδώ και πέρα, στον όρο της διαφορικής κατάφασης -θεωρώντας αναγκαστικά ότι έχει εξηγηθεί και κατανοηθεί και ακόμα ότι αντιστοιχεί σε μια σχηματοποίηση του φαινομένου και κυρίως των πιο ενδιαφερόντων μορφών που μπορεί να πάρει. Ας αντιστοιχίσουμε, συνοψίζοντας τον ορισμό, το διαφορικό σε μια ανα-στοχαστική τάση έναντι μιας γενικευμένης αποδοτικότητας κεκαλυμμένων βεβαιοτήτων, την κατάφαση ως ταυτόχρονα την αποδοχή του παιχνιδιού αλλά όχι με την απόλυτα κυριολεκτική του διάσταση και τη σύζευξη αυτών των δύο λέξεων σε έναν άφυλο/ουδέτερο ορισμό, ως μια προσπάθεια εκφοράς, ενός συναισθηματικού κενού, αυτής της ατμόσφαιρας ευχάριστης τρομοκρατίας, που η συμβαντική εμφάνιση του φαινομένου δημιουργεί. Η αποφυγή της φράσης «τρόλ αρχιτεκτονική», δεν αποτελεί ταμπού για τη συγκεκριμένη λέξη, υποδηλώνει αντίθετα, την πίστη στη λέξη μεταγραφή έναντι μιας ευθείας αντιστοίχησης που -έτσι κι αλλιώς- δεν μπορούμε να κάνουμε με σιγουριά προς το παρόν. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε λοιπόν εδώ, είναι όπως είπαμε, αυτή μιας αντιστικτικής παρουσίασης μεταξύ της αρχιτεκτονικής πρακτικής -που μας ενδιαφέρει, σημείων του παρόντος και του τρόπο που απαντάει σε αυτά η συγκεκριμένη πρακτική. Τα σημεία αυτά διαφεύγουν κάπως από αυτά που θα περίμενε κανείς να συγκροτούν μια αρχιτεκτονική πρακτική. Παρουσιάζονται περισσότερο μέσα από τη διαδικτυακή τους εκδοχή αλλά μεταγράφονται γρήγορα σε βασικές αρχές περιγραφής μιας αρχιτεκτονικής τάσης


110

ΤΟ ΤΡΟΛ

όπως είναι οι συνθετικές λογικές, ο λόγος που παράγει, οι αξίες που θέτει στα έργα της και η στρατηγική που ακολουθεί στον αρχιτεκτονικό δημόσιο διάλογο. Τα σημεία αυτά, εμφανίζονται ως φαινόμενα υπό έκρηξη ή με μια νέα μορφή, οι αλλαγές που δημιουργούν γύρω τους, εγείρουν στην ανάλυση την αντίστροφή πορεία, από το σύμπτωμα στην αιτία του και εκ νέου, στην απάντηση που προτείνει το νέο πρίσμα, αυτό που τίθεται ως συνδετικό, δηλαδή, των αρχιτεκτονικών ομάδων. Η αναπαράσταση, η δημοσίευση και ο διαγωνισμός είναι οι τίτλοι που ακολουθούν. Η νέα καταστατική τους θέση στο διαδικτυακό και πραγματικό παρόν, θα προσπαθήσουμε να αναλυθεί σε μια κατεύθυνση που να φωτίζει πτυχές της σύνθεσης, της πρόθεσης και της στρατηγικής θεωρώντας πως αυτές οι λέξεις αποτελούν η κάθε μία μια καλή αφορμή για να αναζητήσει κανείς το παρόν της αρχιτεκτονικής πρακτικής γενικότερα. Η επιλογή τους μέσα από ένα αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο δεν είναι τυχαία, ουσιαστικά η κάθε μία ανακαλεί μια αντίστοιχή της στο διαδικτυακό/ψηφιακό γίγνεσθαι, αντιστοιχίζοντας έτσι σε ένα υποσυνείδητο επίπεδο την αρχιτεκτονική με το παρόν. Η αναπαράσταση θα μπορούσε να τιθόταν σε ένα άλλο κείμενο ως η καταγραφή (η φωτογραφία ή το βίντεο για παράδειγμα) , η δημοσίευση ως κοινοποίηση ή upload στην πιο διαδομένη της χρήση, και ο διαγωνισμός στο διάλογο, τα σχόλια ή τη συζήτηση κάτω από μια κοινοποίηση. Όπως ένας χρήστης του διαδικτύου καταγράφει μια κατάσταση και την κοινοποιεί τιτλοφορημένη στον κυβερνοχώρο, εκθέτοντάς την τελικά, σε μια δημόσια συζήτηση μέσω του σχολιασμού, έτσι κι ο αρχιτέκτονας αναπαριστά σήμερα το προϊόν της σύνθεσης και το δημοσιεύει μέσα από μια οργανωμένη παρουσίαση στο διαδίκτυο επιχειρώντας στην ουσία μια τοποθέτηση σε ένα δημόσιο διάλογο.


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

111

Ταυτόχρονα η κάθε λέξη συμπληρώνεται από τη συμπληρωματική της έννοια. Η αναπαράσταση θα μπορούσε να αντανακλά τις συνθετικές προθέσεις ενός έργου ως πεδίο στο οποίο αυτές τείνουν να εμφανιστούν, η δημοσίευση το αξιακό πλαίσιο ή τη λογική πάνω στην οποία κανείς δημιουργεί, οι αξίες και οι στόχοι πάνω στους οποίους επιλέγει το τρόπο σχεδιασμού, ενώ ο διαγωνισμός, θεωρημένος από τη διαλεκτική πτυχή της συμμετοχής, ανακαλεί μια εκφορά γνώμης, μια εισήγηση σε μια αρχιτεκτονική και δημόσια θέση γύρω από γενικότερα θέματα που αφορούν το ρόλο της αρχιτεκτονικής στην κοινωνία της. Το παιχνίδι λοιπόν με τις λέξεις που περιγράφεται εδώ, δεν έχει σκοπό να κάνει πιο ενδιαφέρον το κείμενο, σε σχέση με μια εναλλακτική απαρίθμηση χαρακτηριστικών, αλλά πέρα από το θέμα αυστηρά της ανάλυσης, να υπονοήσει λίγο, μέσα από αυτή τη μεθοδολογία την αξία των λέξεων και του νοήματός τους καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αυτές παγιώνουν βεβαιότητες που με το καιρό τις ξεχνάμε. Μια μεθοδολογία που θέλει λίγο να μιμηθεί τη διαφορικότητα που προτείνεται απαντώντας στο «πια χαρακτηριστικά;» με το «ας δούμε τι συμβαίνει».



ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

113

Η Αναπαράσταση Ο όρος της αναπαράστασης για μια αρχιτεκτονική πρακτική δεν θα μπορούσε να αποκτά με προφάνεια μια τόσο σημαντική θέση ως ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της. Η αναγωγή του, εδώ, σε κεντρικό σημείο της παρουσίασης αυτής της αρχιτεκτονικής πρακτικής αφορά περισσότερο τη σύγχρονη πραγματικότητα και τον τρόπο με τον οποίο αυτή μεταβάλλει σήμερα, το ρόλο του αρχιτέκτονα. Ας διευκρινίσουμε ως αναπαράσταση της αρχιτεκτονικής τα σχέδια και τις εικόνες που απεικονίζουν ένα έργο προς υλοποίηση. Με αφορμή την αναπαράσταση, λοιπόν, θέλουμε εδώ να αναλύσουμε δύο ζητήματα που μας φέρνουν πολύ κοντά στις πρώτες βασικές αρχές και χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής που παρουσιάζουμε. Το πρώτο θέμα αφορά την αρχιτεκτονική εικόνα ή αυτό που λέμε στο κείμενο εικονική αρχιτεκτονική, δηλαδή τις αρχιτεκτονικές αναπαραστάσεις που στο διαδικτυακό χώρο τείνουν να εξαπλωθούν πολύ περισσότερο από τις αρχιτεκτονικές αποτυπώσεις, τις φωτογραφίες δηλαδή κτισμένων έργων. Το δεύτερο ζήτημα αφορά την εξάπλωση και τη δημοτικότητα του φωτορεαλισμού ως αναπαραστικό μέσο, που μάλλον αποκαλύπτει κάποια στοιχεία των σύγχρονων συνθετικών κατευθύνσεων. Η εξάπλωση της αρχιτεκτονικής εικόνας, της εικονικής, δηλαδή, αρχιτεκτονικής, συνάδει, από τη μία, απόλυτα με την βουλιμική αρχειοθετική πλευρά του διαδικτύου και ταυτόχρονα, πολλές από τις εικόνες αυτές προορίζονται, εξ’ αρχής, για τον ψηφιακό χώρο. Η αύξηση των διαγωνισμών, που τόσο εύκολα και τόσο συχνά οργανώνονται πλέον μέσω του διαδικτύου, αλλά και ακόμα, καθώς πολλοί αναφέρονται αποκλειστικά σε διαδικτυακές δημοσιεύσεις, διογκώνουν σημαντικά τη ποσότητα αυτών των εικόνων.


Ο φωτορεαλισμός δεν αναπαριστά το κτίριο σαν αυτό που είναι, αλλά όπως θα το βλέπουμε αν χτιστεί και μάλιστα από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μια αναπαράσταση για το πως θα φαίνεται το χτισμένο κι όχι για το τι είναι.


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

115

Σε αυτά έρχεται να προστεθεί η φθίνουσα πορεία της εγχώριας οικοδομικής δραστηριότητας, τα τελευταία χρόνια, ως φυσικό επακόλουθο της οικονομικής κρίσης, περιορίζοντας σημαντικά τις ευκαιρίες της σύγχρονης αρχιτεκτονικής να χτιστεί, να υπερβεί δηλαδή, τα όρια της ψηφιακής της αναπαράστασης για να εισέλθει στη σφαίρα του πραγματικού. Οι εικόνες αυτές όμως -όπως και οι υπόλοιπες δημοσιεύσεις του διαδικτύου-, με την αυξανόμενη συσσώρευση και την ψηφιακή τελειοποίησή τους, εμφανίζουν ένα νέο φαινόμενο που επηρεάζει, τελικά, κατά πολύ την ποιότητα και τη μορφή τους. Το άπειρο αυτό αρχειακό εύρος του διαδικτύου, έχει δημιουργήσει σε περιηγητές και αναρτώντες ένα νέο αγχωτικό φαινόμενο που φαίνεται να διαπερνά και την αρχιτεκτονική αναπαράσταση. Η αστραπιαία προσπέλαση των χιλιάδων διαθέσιμων εικόνων έχει δημιουργήσει ένα νέο κυνήγι του βλέμματος και συνεχόμενα εναλλασσόμενους θύτες και θύματα, που προσπαθούν να αποσπάσουν λίγο από το χρόνο μας στο δημοσιευμένο έργο τους. Η αρχιτεκτονική αναπαράσταση έτσι, πλησιάζει αρκετά την καταστατική θέση της διαφημιστικής εικόνας προσπαθώντας να βρει τρόπους να μαγνητίσει το βλέμμα μέσα από φαντασμαγορικά φωτορεαλιστικά και λιγότερα σχέδια που απαιτούν εξάλλου περισσότερο χρόνο και συγκέντρωση. Έτσι, τα έργα πλέον πρέπει να διεκδικήσουν την πρώτη στροφή του βλέμματός μας και να το κρατήσουν σε αυτά με την αγωνία, μιας εκ νέου στροφής στα «σχετικά» ή «προτεινόμενα» που περιμένουν στο πλάι της σελίδας. Η φρενίτιδα αυτή έχει άμεση σχέση με τη τεχνική του φωτορεαλισμού και μας πηγαίνει στη δεύτερη πτυχή της αναπαράστασης. Αν υπάρχει μια χρονική και στοχαστική απόσταση από τη σύνθεση και την ολοκλήρωση του έργου, μέχρι τη κατάστρωση ενός πλάνου αναπαράστασής του, που θα δουλεύει προς όφελος αυτών των σχεδιαστικών στοχασμών, μάλλον αυτή η απόσταση τείνει να μικρύνει αρκετά.


*J.B. Εκεί που έβλεπα το τέλος της αρχιτεκτονικής , εξωθώντας την έννοια στο όριο και μάλλον με βάση τη φωτογραφία, είναι στην ιδέα ότι η τεράστια πλειοψηφία των εικόνων δεν είναι πια έκφραση ενός υποκειμένου ούτε η πραγματικότητα ενός αντικειμένου, αλλά σχεδόν αποκλειστικά η τεχνική πραγμάτωση όλων των ενδιάθετων δυνατοτήτων. Το φωτογραφικό μέσο είναι αυτό που παίζει το παιχνίδι. Οι άνθρωποι πιστεύουν από τη μεριά τους ότι φωτογραφίζουν μια σκηνή. Το δυνητικό είναι η συσκευή που δε ζητά τίποτε άλλο από το να λειτουργεί, απαιτεί να λειτουργεί. Jean Baudrillard/Jean Nouvel , Τα Μοναδικά Αντικείμενα. Αρχιτεκτονική Και Φιλοσοφία (2000), μτφρ. Νίκος Ηλιάδης, Αθήνα: Futura (2005), σ.101


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

117

Η δημιουργία μιας αναπαράστασης βρίσκεται πλέον στο τέλος της σχεδιαστικής διαδικασίας -στο περιβάλλον των ψηφιακών προγραμμάτων- και αποτυπώνεται σε μια στιγμιαία επιλογή κάποιας άποψης του κτιρίου και με ένα κλικ την έναρξη της φωτογράφισής του, τη διαδικασία δηλαδή, του rendering. Η θέση της συνθετικής διαδικασίας της αναπαράστασης, έχει σχεδόν χαθεί μεταξύ της τελευταίας σχεδιαστικής εντολής και της έναρξης του render. Η απόσταση λοιπόν αναπαράστασης και σύνθεσης εκμηδενίζεται στην ακαριαία στιγμή αυτής της φωτογράφισης*. Ο φωτορεαλισμός βέβαια, δεν είναι η μόνη αναπαραστατική μέθοδος ενός έργου αλλά ούτε και το μόνο εντυπωσιακό αποτέλεσμα που μπορούν να δημιουργήσουν τα ψηφιακά μέσα. Η παντοδυναμία του όμως στο εύρος των αναπαραστατικών μεθόδων αποκαλύπτει -εν πολλοίς- κάποιες τάσεις στη σύγχρονη συνθετική σκέψη. Η γοητεία που ασκεί η καθαρότητα και ευκρίνειά του, ο τρόπος του να προαναγγέλλει τόσο ξεκάθαρα ένα μέλλον πραγματοποιημένης κατάστασης, έχουν μάλλον αρχίσει να επηρεάζουν περισσότερο τη συνθετική διαδικασία παρά την αναπαραστατική ισχύ του έργου. Τα ανοίκεια, λευκά κτίρια άγνωστης υλικότητας φανερώνουν σε μεγάλο βαθμό αυτή τη γοητεία του ψηφιακού περιβάλλοντος. Το λευκό πλάστιμο υλικό των σχεδιαστικών προγραμμάτων τείνει να ασκεί μεγαλύτερη έλξη στα κτίρια προς τη ψηφιακή τους κατάσταση παρά προς την τελειοποιημένη τους μορφή στο πραγματικό χώρο. Η ατυχής συχνά εφαρμογή αυτού του λευκού και η πιο ατυχής γήρανσή του φανερώνουν την μετατόπιση από την επιλογή αυτού του υλικού, σε μια ακούσια επιβολή του μέσω της γοητείας της οθόνης. Τα κτίρια φαίνεται όλο και πιο συχνά να σχεδιάζονται για να εντυπωσιάζουν, όπως συμβαίνει, στην οθόνη παρά για να λειτουργούν εντυπωσιακά ή να στέκονται εντυπωσιακά στο παρόν της πόλης. Το όλο και αυξανόμενο ενδιαφέρον για το extreme, στις κατασκευαστικές λύσεις, έναντι των αναλογιών για παράδειγμα, ή των οργανωμένων κατόψεων φανερώνουν


*Εντωμεταξύ, τα αρχιτεκτονικά σχέδια και οι μακέτες, μπορούν να ιδωθούν σαν μιμητικές αναπαραστάσεις πραγματικών κτιρίων, τα οποία θα μπορούσαν, να εμφανίσουν μαγικά αυτά τα κτίρια μπροστά στο παρατηρητή. Τα σχέδια και οι μακέτες μπορούν, λοιπόν, να θεωρηθούν επιφορτισμένα με τη δυνατότητα να φανερώνουν έναν νέο «κόσμο». Έτσι, παρόλο που ο μιμητικός παλμός δεν θα ήταν καλό να εξισωθεί με τη μιμητική μαγεία (σημ. κάτι σαν βουντού), στο πλαίσιο της αρχιτεκτονικής αναπαράστασης, τα σχέδια και οι μακέτες μοιάζει να αντικαθιστούν μια όχι ανόμοια σχέση με την αρχιτεκτονική που περιγράφουν όπως κάνουν τα μοντέλα/μανεκέν με το πραγματικό αντικείμενο, στη μιμητική μαγεία. Μέσα από τη διαδικασία της μίμησης -μιας φανταστικής ταυτοποίησης με την αναπαράσταση ενός αντικείμενου- το αρχικό αντικείμενο μπορεί να επικαλείται. Το σχέδιο ή η μακέτα θα παίζανε έτσι το ρόλο ενός αντικειμένου που ολοκληρώνει την επιθυμία. Είναι σαν να ενδίδουμε στην επιθυμία να εισέλθουμε σε έναν άλλο κόσμο μέσα από το μέσο του αρχιτεκτονικού σχεδίου ή της μακέτας. Τέτοιες διαδικασίες υπερβαίνουν την απλή αρχή αναπαραγωγής ή αντιγραφής. Η ουσιαστική αρχή της μορφοποίησης πρέπει να θεωρείται σαν «επικλητική». Neil Leach, Camouflage (2006), Μασαχουσέτη: The MIT Press, σ.61-62


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

119

αυτή τη στροφή από την ταυτότητα, στην εικόνα του κτιρίου. Οι προοπτικές αναπαραστάσεις έναντι των δισδιάστατων σχεδίων ή των αξονομετρικών, των υπερθέσεων ή της σύνθεσης μια εικόνας από πολλά σχέδια φανερώνει και τα βασικά ζητούμενα του κτιρίου, δηλαδή την εικόνα του. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν διαγράφει εξολοκλήρου όλες τις αντίστοιχες προοπτικές αναπαραστάσεις καθώς ο κομφορμισμός που επιβάλλεται προς αυτή την επιλογή είναι απόλυτα φυσιολογικός, για παράδειγμα, στο ανταγωνιστικό περιβάλλον ενός διαγωνισμού -για να μην αναφέρουμε τη ρητή ζήτηση για τέτοιες αναπαραστάσεις από τις εκφωνήσεις πολλών διαγωνισμών. Αυτή η θέση προφανώς μπορεί να φαίνεται ολοκληρωτικά αφοριστική, αλλά μπορεί να αντλεί τη μικρή της αλήθεια από κάτι που ξέρουμε πολύ καλά από τη σύνθεση. Η τελική αναπαράσταση του κτιρίου, δεν είναι καθόλου μια αφελής εικόνα του σχεδιασμένου, αλλά μάλλον μια νέα ισχυρά εμπρόθετη σύνθεση μιας εικόνας, που θα αναδεικνύει αυτό που νομίζουμε ότι κάνει καλύτερα το κτίριό μας. Η πληθώρα, λοιπόν, των φωτογραφικών αναπαραστάσεων, αν κάνουμε μια ευθεία αντιστοίχιση με το παραπάνω, θα έδειχναν μόνο πως φαίνεται το κτίριο, πόσο όμορφό ή ξεχωριστό είναι, όπως μια τομή θα φανέρωνε την εσωτερική διάταξη των χώρων και της επικοινωνίας τους. Αν μάλιστα η τομή ήταν το κύριο σχέδιο μιας παρουσίασης, θα καταλαβαίναμε αμέσως πόσο σημαντική είναι αυτή η διάταξη για τη σύνθεση του κτιρίου*. Στο κυνήγι λοιπόν, του ελάχιστου χρόνου που αναλογεί από την προσοχή μας σε κάθε έργο, άρχισε σιγά σιγά να διεισδύει η αμεσότητα μιας εντυπωσιακής αναπαράστασης του πραγματικού, ενώ η όλο και αυξανόμενη σημασία που αποκτά αυτό το βλέμμα επιτρέπει τη διείσδυση της αναπαράστασης στη συνθετική διαδικασία. Όμοια με το διαδίκτυο, έχει εφαρμοστεί ένας αόρατος αυτοματισμός που επιβάλλει την φωτορεαλιστική αναπαράσταση ως μοναδική, ενώ αντίστοιχα με την διαδι-


Six Dogs - Point Supreme White Ruin - Ανδρέας Αγγελιδάκης


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

121

κτυακή ποιότητα και σημασία της κυριολεξίας, οι τελειοποιημένες αυτές αναπαραστάσεις θεωρούνται και η πραγματική εικόνα του κτιρίου, και αποτελούν τη βάση πάνω στην οποία διεξάγεται η συζήτηση για την ποιότητα ή όχι του έργου, σαν να μην ενέχουν καμία τάση απόκρυψης ή υπερβολής. Η ίδια τυφλή εμπιστοσύνη που εμφανίζεται στο διαδίκτυο απέναντι σε ό,τι λέγεται, σαν να μην γίνεται να αποκρύψει, να υπερβάλει ή να κρυφτεί κανείς μιλώντας “σοβαρά”, είναι η ίδια ευκολία με την οποία κοιτάμε γρήγορα αυτές τις αναπαραστάσεις νομίζοντας πως το κτίριο που θα κτιστεί θα είναι «αυτό» που απεικονίζουν. Αντίστοιχα πάλι στο διαδίκτυο, όταν κάτι πεταχτεί και μας τρομοκρατήσει με την ακραία αφέλεια ή υπερβολή του, πεταγόμαστε έντρομοι από το θράσος ή τη βλακεία κάποιου ξεχνώντας ν’ αναλογιστούμε τον τρομακτικό τρόπο με τον οποίο εμφανίζουμε αυτές τις τόσο αυτόματες άμυνες. Έτσι, από τη μεριά τώρα της αρχιτεκτονικής που παρουσιάζουμε, κρατώντας τις αντιστοιχίες με το διαδίκτυο, βλέπουμε να ξεπετάγονται προκλητικά ένα νέο είδος αναπαραστάσεων που τραβούν τώρα το βλέμμα με έναν άλλο τρόπο. Παραμένοντας μέσα στο παιχνίδι της ρεαλιστικής -κατά κάποιο τρόπο- απεικόνισης και με έντονη αναστοχαστική διάθεση βλέπουμε κάποια «τέρατα» να κάνουν την εμφάνισή τους. Εικόνες που μοιάζουν έντονα kitsch, τρισδιάστατες απεικονίσεις που μοιάζουν κάπως χοντροκομμένες αντίθετα σε μια λογική τελειοποίησης, άτσαλα ψηφιακά τροποποιημένες εικόνες και νατουραλιστικές απεικονίσεις που όμως δεν φαίνονται τόσο χαρούμενες και θελκτικές έρχονται να θέσουν διαφορικά το ζήτημα αυτής της ομορφοποιημένης πραγματικότητας και όπως μπορούμε να φανταστούμε να προκαλέσουν και τους αντίστοιχους συνθετικούς όρους. Η παραμονή στο πλαίσιο του τρισδιάστατα ρεαλιστικού με μια προκλητική, όμως, θέση απέναντι σε αυτό και η πρόκληση μιας αμηχανίας στην αυτόματη απόκριση ωραίο ή όχι, μας φέρνουν ήδη από το πλαίσιο της παρουσίασης πολύ κοντά στο φαινόμενο του τρόλ με την αναλυμένη του μορφή.


*Ο Π. Τουρνικιώτης απαντάει σε όλες αυτές τις φαντασιώσεις με έναν εξίσου ψύχραιμο τρόπο, στεκόμενος πιο επιφυλακτικός απέναντι στο ωραίο ή άσχημο και πιο κοντά στο ζωντανό/πραγματικό: Ας λυτρωθούμε λοιπόν από τη φαντασιακή πραγματικότητα, από τις εξιδανικευμένες πόλεις που υπάρχουν στα όνειρά μα, στα θαυμάσια εικονογραφημένα βιβλία μας και στις πόλεις των όλο και πιο συχνών μας ταξιδιωτικών περιηγήσεων. Ας λυτρωθούμε από την άκριτη αναπαλαίωση του κάθε παλιομένου κτιρίου με μια εξίσου φαντασιακή ανακατασκευή, που συνήθως μοιάζει με χρωματιστή πλαστικοποίηση, με χτισμένη διαφήμιση, και ας κατανοήσουμε πως κάθε παρελθόν υπάρχει μονάχα όταν συνεχίζει να ζει. Ας δούμε τη πραγματικότητά μας όπως είναι, κι ας κοιταχτούμε στον καθρέφτη, και τότε θα βρούμε, και εμείς οι αρχιτέκτονες, και εμείς οι πολίτες, την κοινή μας ταυτότητα και τους δικούς μας όρους για να την αλλάξουμε. Παναγιώτης Τουρνικιώτης, Η Αρχιτεκτονική Στη Σύγχρονη Εποχή (2006), Αθήνα: Futura, σ.22

Transformable Vertical Villge-Αριστείδης Αντωνάς Ένα χωριό κατασκευασμένο από conteiners και διαφόρων ειδών αστικά σκουπίδια


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

123

Το περιεχόμενο αυτών των εικόνων είναι το πρώτο σημείο που μας φέρνει πιο κοντά στα στοιχεία που συγκροτούν τη συνθετική λογική αυτή της αρχιτεκτονικής. Με την πρώτη ματιά ανακαλύπτουμε μια πληθώρα γνωστών μoρφών που ανήκουν σε αυτό που θα ονομάζαμε «προκλητικά πραγματικό». Οι μορφές αυτές συντίθενται ξανά ή αποκόπτονται ολοκληρωτικά, συχνά, στη λογική ενός κολάζ. Το κολάζ βέβαια αποτελεί κι αυτό τεχνική εντός αυτής της πρακτικής αλλά μπορούμε εδώ να διευρύνουμε λίγο τον όρο στην κατεύθυνση μιας σύνθεσης που αποτελείται από γνωστά, αυτοτελή ίσως ή και υπαρκτά κομμάτια γνωστών ή και όχι κτιρίων. Το κολάζ ως συλλογή και συρραφή στοιχείων θα μπορούσε να σχετικοποιηθεί αρκετά εδώ. Το ξεπατίκωμα των διεθνών στυλ και των διάσημων κτιρίων ή η υιοθέτηση στοιχειών όπως τα πλέγματα με μοτίβα που καλύπτουν τα κτίρια, θα μπορούσε να θεωρηθεί επίσης κολάζ, ιδιαίτερα με τον άτσαλο τρόπο που καμιά φορά εμφανίζεται στην ελληνική αρχιτεκτονική. Μη ξεχνάμε άλλωστε τη μεγάλη παράδοση που έχουμε να υιοθετούμε ξένα στυλ και να αναπαράγουμε συχνά άσχετες αρχιτεκτονικές κυρίως από την πλευρά όσων πιστεύουν πως είμαστε -ή οφείλουμε να είμαστε- κομμάτι ενός σύγχρονου/δυτικού κόσμου. Το κολάζ όμως που αναφέρουμε εδώ είναι ένα κολάζ του πραγματικού, των όσων κανείς βλέπει γύρω του στην πόλη σε παλιές πολυκατοικίες, σε πιο μοντέρνα ή πιο συντηρητικά κτίρια ή ακόμα σε ένα λιμάνι ή σε ένα εργοτάξιο. Ανοίγοντας εδώ μια παρένθεση θα λέγαμε πως το ζήτημα της πολυκατοικίας και ο τρόπος που αυτή η αρχιτεκτονική το έχει προσεγγίσει τα τελευταία χρόνια συμπυκνώνει ακόμα και με χιούμορ ένα διαχρονικό φαινόμενο της αθηναϊκής πραγματικότητας. Με τη λέξη πολυκατοικία να περιγράφει τη συντριπτικά μεγάλη πλειοψηφία του χτισμένου χώρου στην Αθήνα και τη λέξη να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για την περίπτωση της εργολαβικής μεταπολεμικής πολυκατοικίας που ουσιαστικά και διαμόρφωσε το αθηναϊκό τοπίο, είχε δημιουργηθεί ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ των αναφορών στην Αθήνα και της πραγματικότητας.


*Από την προηγούμενη γνώση μένει η μνήμη, η οποία επιδρά με δύναμη στους καλλιτέχνες που ψάχνουν την αλήθεια. Όταν οι μέθοδοι και οι μορφές διψούν για την αλήθεια, εκφράζουν την αγωνιά και την αμφιβολία, τότε η παλιά μνήμη δεν χάνεται. Συχνά ο καλλιτέχνης επιχειρεί να ανακαλύψει όχι τόσο το άγνωστο, άλλα να αφυπνίσει το απενεργοποιημένο που εμπεριέχεται στο γνωστό. Είναι η ανάπτυξη του θέματος που θα διαβαθμίσει την πράξη του. Όσοι θέλουν να εξαλείψουν τις διάφορες, να μετατρέψουν την ταυτότητα σε στερεότυπα, θεωρούν ότι νέο είναι συνώνυμο της ομοιογένειας και της λήθης. Το νέο έχει άξια και θέση όταν συνεχίζει την ιστορία, όταν όπως έλεγε ο Γιάννης Κουνέλης, τα όνειρα διατηρούν την ίδια ποιότητα. Για να δει κάνεις χρειάζονται όλες οι αισθήσεις, οι προηγούμενες εμπειρίες. Η ποιότητα προϋποθέτει μια κρίση και μια ηθική. Αν για να διακρίνουμε κάτι πρέπει να το απομονώσουμε από τα άλλα, για να το απομονώσουμε χρειάζεται να το δούμε ανάμεσα σε άλλα πολλά, να έχουμε μια ευρεία οπτική, να δώσουμε ταυτότητα σε ένα πανόραμα πραγμάτων. [Ο Μ. Μπαμπούσης (καλλιτέχνης της ίδιας γενιάς) κάνει μια αντίστοιχη παρατήρηση για τη σημασία του ενός ξεχασμένου “τώρα”.] Χριστίνα Κάλμπαρη-Κώστας Ντάφλος(επιμ.), Η Μετάβαση Της Αθήνας (2005), Αθήνας: Futura, σ.117

**Αυτά τα χαρακτηριστικά, που περιγράφονται, προκύπτουν από αυτό το οποίο δεν μπορεί να υπάρχει˙ σχηματίζουν μια δομή απουσιών. Ο σκοπός της πρότασης αυτών είναι να ανασυστήσουν ό,τι έχει μόλις απορριφθεί, ένα μοντέλο για μια θεωρία της αρχιτεκτονικής-αφού όλα τα αντίστοιχα μοντέλα είναι ουσιαστικά ανώφελα. Περισσότερο, αυτό που προτείνεται είναι μια προέκταση πέρα από τα όρια που παρουσιάζονται από το κλασικό μοντέλο προς μιας πραγματοποίηση της αρχιτεκτονικής σαν ένας ανεξάρτητος λόγος, απελευθερωμένη από εξωτερικές αξίες-κλασική ή οποιαδήποτε άλλη˙ που σημαίνει, την διασταύρωση του α-νόητου (/χωρίς νόημα), του αυθαίρετου και του άχρονου στο κατασκευασμένο. Peter Eisenman, The End of the Classical: The End of the Beginning, the End of the End (1984), Perspecta, Vol.21, σ.166


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

125

Η πόλη αυτή ακροβατούσε από χώρος των μεγάλων αριστουργημάτων της αρχαιότητας σε χώρο απόλυτης ασχήμιας, ονειροπολώντας συχνά διατηρητέα κέντρα πόλεων, παλιά μεγαλεία και τεράστια πάρκα που εκλείπουν*. Παρά το γεγονός ότι οι σύγχρονοι Αθηναίοι μεγάλωσαν και έζησαν στις πολυκατοικίες η αρχιτεκτονική κουβέντα συχνά εθελοτυφλούσε αποδίδοντας σε αυτές τα πιο απαξιωτικά των σχολίων της. Πολύ αργότερα και μάλλον όχι ακόμα κατανοήθηκε πως οι πολυκατοικίες μαζί με όλα τα κακά που της συνοδεύουν έχουν προσφέρει πολλά στην πόλη αυτή και κυρίως τη μίξη των λειτουργιών και την κατακόρυφη κοινωνική διάρθρωση που εξασφάλισε σε μεγάλο βαθμό την ειρήνη της πόλης... Η επαναφορά στην πολυκατοικία ως σήμα ταυτότητας της πόλης που αποτελεί αγαπημένο θέμα αυτής της γενιάς των αρχιτεκτόνων παίζει επίσης πολύ στο όριο μιας ειρωνείας και μιας κυριολεξίας. Χωρίς εξιδανικεύσεις αλλά πολύ προκλητικά τοποθετημένη απέναντι στα μεγάλα τουριστικά προγράμματα μιας πόλης του πνεύματος, η πολυκατοικία έρχεται να υπενθυμίσει και να κριτικάρει ταυτόχρονα το τι είναι καλό και τι όχι στην Αθήνα. Η πολυκατοικία αντιπροσωπεύει έτσι για την Αθήνα το πιο καθαρό παράδειγμα αυτού που λέμε εδώ πραγματικό, αυτό το τόσο πραγματικό και ταυτόχρονα τόσο αόρατο*. Αν αυτή η χρήση του πραγματικού αντέρχεται σε μια τάση για καθαρότητα, απλότητα ή πουρισμό και αυτοαναφορικότητα στην αρχιτεκτονική όπως την διατυπώνει πρώτα ο Εisenmann** έρχεται άλλη μια φορά αντίθετα στη μεταμοντέρνα λογική των ιδανικών παλιών μορφών από την πλευρά του Venturi1 καθώς τώρα δεν υπάρχουν ιδανικές μορφές αλλά μόνο πραγματικές, αυτές που στις πόλεις μας φιλοξενούν τη ζωή στο μεγαλύτερο ποσοστό όντας ανώνυμες και παραμελημένες.

1. Σύμφωνα με τον Jencks, o Venturi πραγματοποιεί αρκετές μελέτες γύρω από παρόμοιες ομάδες κτιρίων και πιο συγκεκριμένα δηλώνει ότι αποτελούν καθαρά «μαθήματα συμβολισμού» Charles Jencks, The Language of Post Modern Architecture (1981), Great Britain: Academy Editions, σ.87-88


*Μόνον οποίος κατορθώσει να δει μια αρχιτεκτονική κατασκευασμένη, άλλα και, ταυτόχρονα, ικανή ν’ αρνηθεί τον εαυτό της, μπορεί να υποθέσει μιαν αρχιτεκτονική λ.χ. καταγγελίας ή διαμαρτυρίας• μιαν αρχιτεκτονική εξπρεσιονιστική, σύμφωνα με την τρέχουσα σημασία της λέξης. Άλλωστε, η αρχιτεκτονική του εξπρεσιονισμού είναι μια περιθωριακή εμπειρία, κι οπότε πέρασε στην ιστορία της αρχιτεκτονικής, ο χαρακτήρας της διαμορφωνόταν, στις περισσότερες περιπτώσεις, από στοιχεία του εποικοδομήματος, συχνά σκηνογραφικά ή διακοσμητικά. Ο χαρακτηριστικός αυτός τρόπος φόρτισης της αρχιτεκτονικής απεικόνισης, μέσα από την παραποίηση και τον κατακερματισμό της στο επίπεδο της εικόνας, ανήκει και στην αρχιτεκτονική του παρελθόντος. Και εδώ, απ΄ την στιγμή που αυτά τα έργα δεν εκδηλώνουν ποτέ στοιχειά αντίφασης στο πλαίσιο της συντακτικής διαδικασίας, αυτά που αναδεικνύονται, είναι τα - ουσιαστικά, ζωγραφικού χαρακτήρα- τέχνασμα. Αυτό σημαίνει, π.χ. πως η αρχιτεκτονική μπορεί να καταλήξει να είναι αμφίσημη, αλλά δεν μπορεί να εκφράσει (δηλαδή να ανακαλέσει στη μνήμη) αμφισημία, κι αυτό είναι η μοίρα της. Η αρχιτεκτονική, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να είναι μυθοπλασία, παρά μόνο αν το πληρώσει ακριβά. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η αρχιτεκτονική εμφανίζεται όχι μόνον προσδιορισμένη, απαραίτητη (δηλαδή καθ’ αυτό καταφατική), αλλά και ουσιαστικά επικυρωτική -πάντοτε. Και όπως, για την αρχιτεκτονική, η εκφραστική γκάμα περιορίζεται από αυτήν τη θεματολογική άρνηση, έτσι και, για την αισθητική έρευνα, το πεδίο των κριτικών ερμηνειών αποσθενώνεται (βλ., π.χ., το ανεφάρμοστο της κανονιστικής διάκρισης κριτικός ρεαλισμός-σοσιαλιστικός ρεαλισμός κλπ). Giorgio Grassi, Κείμενα Για Την Αρχιτεκτονική (1998), επιλογή-μτφρ. Κωνσταντίνος Πάτεστος, Αθήνα: Καστανιώτη, σ.90


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

127

Η στροφή στο παραμελημένο εδώ δεν είναι μια επιστροφή στα παραμελημένα όπως συνέβη μετά τον πόλεμο κυρίως με τους παραδοσιακούς και ανώνυμους οικισμούς˙ είναι μια στροφή σε ότι απαξιώνεται από την αρχιτεκτονική πρακτική ως φτηνό και άνευ αξίας. Η διαφορά με τη μεταμοντέρνα τάση δεν είναι αυτή που αναζητά αξίες σε αυτά τα μέχρι πρότινος απαξιωμένα αλλά μια στάση που λέει ότι αφού χρησιμοποιούμε τελικά όλες τις παλιές ιδέες άνευ ουσιαστικής νομιμοποίησης είτε αυτές είναι μοντέρνες είτε κλασικές, είτε ρευστές (που οι συγκεκριμένες εξ’ αρχής δεν αποζητούν νομιμοποίησης βέβαια) τότε γιατί όχι να μην χρησιμοποιήσουμε κι αυτές. Η πρόκληση εδώ έρχεται μέσα από την αρχιτεκτονική συζήτηση και θεωρία υποδηλώνοντας όπως και στο τρολ τη βαθιά γνώση του αντικειμένου. Η κριτική ασκείται μέσα από ένα πρίσμα κατανόησης της στασιμότητας. Σε καιρούς των πολλών κι ελάχιστων διαφορών όπως προειπώθηκε διατυπώνεται εδώ με ένα ψύχραιμο τρόπο μια κριτική εναλλακτική προσέγγιση χωρίς τη ψευδαίσθηση της απόλυτης αλήθειας αλλά και χωρίς μια εκ των έξω καταγγελία και απόρριψη. Αυτό το «γιατί όχι;» είναι ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία αυτής της αρχιτεκτονικής, ένα από τα πιο σημαντικά στοιχεία διαφορικότητας που επιστρέφει πίσω σε δύο πολύ βασικά ερωτήματα της αρχιτεκτονικής θεωρίας που έχουν περάσει στη σφαίρα του αυτονόητου ως νεκροί αυτοματισμοί: το ζήτημα του απόλυτου ελέγχου της παραγωγής της μορφής και το ζήτημα της τελικότητας του παραγόμενου έργου -ήδη διατυπωμένο από την εποχή του Alberti. Απέναντι σε αυτά τα δύο δεν προτείνεται ούτε μια διαδικασία όπως πάλι υπέδειξε ο Eisenmann αλλά ούτε και μια βαθιά πίστη ότι το παραγόμενο είναι αυτό και μόνο αυτό. Αυτό το «γιατί όχι;» παίζει με τα όρια της κυριολεξίας στην αρχιτεκτονική* αφήνοντας χώρο να χαλαρώσουμε τις βεβαιότητες μας και χωρίς να χαλαρώνει σε πραγματικότητα το παραγόμενο. Τα έργα που προτείνονται και παρατίθενται πιο κάτω λειτουργούν άρ-


128

ΤΟ ΤΡΟΛ

τια και είναι αποτέλεσμα συνειδητών διαδικασιών κι όχι τυχαίων. Αυτό από το οποίο λυτρώνονται και στο οποίο επιτίθενται έμμεσα είναι στις βαρύγδουπες δηλώσεις που συνοδεύουν τα περισσότερα από τα άλλα, και οι οποίες θα μας οδηγήσουν στο επόμενο κεφάλαιο.




ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

131

Η Δημοσίευση Ενταγμένη, ολοκληρωτικά πλέον, στο διαδικτυακό περιβάλλον η σύγχρονη αρχιτεκτονική παραγωγή δε θα μπορούσε να διαφύγει της μεταβολής που προκαλείται στη διαδικασία παρουσίασής της. Ο όρος παρουσίαση περιγράφει, στη μέχρι τώρα τουλάχιστον θεώρηση της αρχιτεκτονικής, τον επικοινωνιακό της χαρακτήρα˙ την αποκάλυψη κατά κάποιο τρόπο των στοιχείων που συγκροτούν όχι ένα έργο αλλά περισσότερα, την παρουσίαση αυτού που διέπει ένα σχεδιασμό από την επιλογή της μεθοδολογίας του μέχρι την επίτευξη των γενικότερων στόχων του. Γι’ αυτό το λόγο, η δημοσίευση της αρχιτεκτονικής αποτελούσε πάντα ένα κομβικό σημείο από το οποίο ο θεατής γινόταν αναγνώστης˙ μετά από μια εικόνα ή ένα κτίριο που του άρεσε ή όχι, μπορούσε μέσα από μια παρουσίαση να εισέλθει σε αυτό που το κτίριο αντιπροσωπεύει, αυτό το οποίο υπηρετεί ή για το οποίο δημιουργήθηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο. Συχνά κάποιος απογοητεύεται μετά από μια συναρπαστική εικόνα ανακαλύπτοντας τις προθέσεις ή τις μη προθέσεις του δημιουργού. Άλλες πάλι φορές ένα διακριτικό ή άσημο κτίριο μέσα από τη παρουσίασή του αποκαλύπτει πολύ ενδιαφέρουσες ιδέες που συγκροτούν τη λειτουργία ή τη δομή του. Μέσα από τη διαδικασία της δημοσίευσης ο αρχιτέκτονας καλείται να επικοινωνήσει το σύνολο του έργου χρησιμοποιώντας πληθώρα τεχνικών και επιχειρώντας μια ολοκληρωμένη «μετάδοσή» του. Έτσι, στη διαδικασία της παρουσίασης συχνά εντάσσονται πιθανές αναφορές, αναλύσεις της συνθετικής διαδικασίας ή ακόμα και ενδεχόμενες στοχεύσεις σε μια προσπάθεια ερμηνείας του έργου στο σύνολό του. Αυτή η διαδικασία ως ανέκαθεν επικοινωνιακή πτυχή της αρχιτεκτονικής πρακτικής έρχεται σήμερα να εγκολπωθεί στα δίκτυα της πληροφορίας περνώντας σε μια φάση καθοριστικών μεταβολών.


Print Screen από τα αποτελέσματα του Google σε αναζήτηση σχετικά με την αρχιτεκτονική. Ο ανταγωνισμός των εικόνων είναι μεγάλος.


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

133

Στις περισσότερες περιπτώσεις η αρχιτεκτονική παρουσιάζεται σήμερα στο περιβάλλον του διαδικτύου, αναγκασμένη, έτσι, να ακολουθήσει της επικοινωνιακές προσταγές του. Τα έργα συχνά «αναρτώνται» πλέον σε ιστοσελίδες, αναφερόμενα σε ένα κοινό εκτεταμένο και ανομοιογενές. Η ανάρτηση αυτή θα κάνει τη δημοσίευση, κοινοποίηση, υπονοώντας εδώ την δημοσιοποίηση της αρχιτεκτονικής με τον ίδιο καθολικό τρόπο που δημοσιοποιείται και οτιδήποτε άλλο. Η παρουσίαση λοιπόν, η συμπληρωματική δηλαδή διαδικασία της δημοσίευσης, θα περάσει κι αυτή από το φίλτρο του διαδικτυακού μέσου. Κι αν η παρουσίαση ακολουθεί νέες επιταγές, αυτό δεν είναι μόνο κομφορμισμός απέναντι στο μέσο, αλλά και αλλαγή των συνθετικών στοχεύσεων. Στο σημείο αυτό ερχόμαστε να επισημάνουμε τόσο την αρχειακή λειτουργία του διαδίκτυου όσο και τη σύγχρονη -απόλυτη σχεδόν- πρωτοκαθεδρία της αποδοτικότητας. Κατ’ αρχάς, η πρωτοκαθεδρία της αποδοτικότητας, όπως έχει αναλυθεί, ως νομιμοποιητική, δηλαδή, αρχή οποιασδήποτε νοητικής παραγωγής, δεν αφήνει σε καμία περίπτωση ανεπηρέαστη την αρχιτεκτονική -τουλάχιστον στο βαθμό που αυτή θεωρείται ακόμα μια νοητική διαδικασία. Βέβαια, η παραπάνω επιρροή θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι δεν τελείται αυστηρά υπό το φως του διαδίκτυου, ωστόσο η λειτουργία του φαίνεται όπως αναλύθηκε και παραπάνω να συμβαδίζει απόλυτα με αυτήν την πρωτοκαθεδρία της αποδοτικότητας. Η αρχιτεκτονική παραγωγή αποκόπτεται, υπό αυτό το πρίσμα, από τη στοχαστική ή την προθετική της βαρύτητα προσανατολισμένη, πλέον σχεδόν αποκλειστικά, στην αποδοτική της ικανότητα. Μια αρχιτεκτονική ανεύθυνη φτιαγμένη μόνο για να λειτουργεί. Από την άλλη, η ιδιότυπη αρχειακή λειτουργία του διαδίκτυου, όπως ήδη έχει αναλυθεί, προσφέρει στην αρχιτεκτονική μια άπειρη παλέτα, ικανή να στηρίξει οποιαδήποτε πρόταση. Η αρχιτεκτονική παρουσίαση, τελείται λοιπόν σήμερα, υπό το βάρος των quotes, αυτών των θραυσμάτων γνώσης, τα οποία δύνανται σήμερα στον κυβερνοχώρο, να υποστηρίξουν οποιοδήποτε


*Δεν υπάρχει τίποτε πιο ανυπόφορο από ένα κτίριο που γνωρίζουμε τις συνταγές του απ’ έξω κι ανακατωτά. Ακούμε συχνά σε συνέδρια αρχιτεκτονικής αυτές τις συνταγές κουζινικής που οδηγούν στην κατασκευή ενός κτιρίου. Δεν υπάρχει η προθυμία πάντοτε να δηλωθεί το «πώς», να αποκαλυφθεί η στρατηγική της αρχιτεκτονικής, αλλά μάλλον να δημιουργηθεί το μυστήριο που είναι απαραίτητο για μια ορισμένη γοητεία. Jean Baudrillard/Jean Nouvel , Τα Μοναδικά Αντικείμενα. Αρχιτεκτονική Και Φιλοσοφία (2000), μτφρ. Νίκος Ηλιάδης, Αθήνα: Futura (2005),σ.143


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

135

είδος κοινοποίησης. Ο αρχιτέκτονας, λοιπόν, είναι σε θέση να επιστρατεύσει οποιαδήποτε αναφορά προκειμένου να στηρίξει την πρότασή του χωρίς να περιορίζεται από καμία ευθύνη απέναντι στο σύνολο αυτού που αποκόπτει. Ένας αρχιτέκτονας ταχυδακτυλουργός που θα σκαρφιστεί οποιαδήποτε αναφορά η οποία -έστω και εκ των υστέρων- θα μπορούσε να επενδύσει το αρχιτεκτονικό παραγόμενο χαρίζοντας στην κοινοποίησή του μια γρήγορη και εύκολη -αποδοτική δηλαδή- νοηματική βαρύτητα. Όμοια, λοιπόν, με την αναπαράσταση, εμφανίζεται και στη διαδικασία της κοινοποίησης μια διαδεδομένη πρακτική, μια εξίσου, δηλαδή, αυτόματη ανταπόκριση στη μεταβολή της αρχιτεκτονικής παρουσίασης από τη σύγχρονη διαδικτυακή επιρροή. Έτσι, η δημοσίευση των αρχιτεκτονικών έργων στο περιβάλλον του διαδίκτυου φαίνεται να έχει ήδη αποκτήσει ένα χαρακτηριστικό σύγχρονο στιλ, ώστε να λειτουργεί σε πλήρη συμφωνία με την ρεαλιστική αναπαραστατική τάση που ήδη περιγράψαμε. Η συνεχής επιταγή για αποδοτικότητα, οδηγεί την κοινοποίηση σε μια συνεχή επίκληση στη λειτουργικότητα του αρχιτεκτονικού προϊόντος. Έτσι, οι ρεαλιστικοί φωτορεαλισμοί συχνά συνοδεύονται με γραφιστικά διαγράμματα απλοϊκών επεξηγήσεων τόσο της συνθετικής διαδικασίας όσο και της λειτουργίας του αρχιτεκτονικού έργου. Εκτός από το κτίριο, τώρα και η κοινοποίηση πρέπει να ακολουθεί τις επιταγές της αποδοτικότητας προσπαθώντας να παρουσιάσει όσο το δυνατόν πιο πειστικά το αρχιτεκτονικό προϊόν. Η παρουσίαση της συνθετικής διαδικασίας, εμφανίζεται σήμερα με έκδηλη προφάνεια, σα μια γρήγορη απάντηση σε σειρά απλοϊκών, πολλές φορές, προβλημάτων, σα μια διαδικασία αλυσιδωτών τοπικών απαντήσεων, η οποία δε φαίνεται να ακολουθεί κάποια ενιαία πορεία ή να στοχεύει σε κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Αυτού του είδους η λογική επεκτείνεται και στην επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί το κτίριο, σα να πρόκειται για ένα προϊόν προς πώληση, το οποίο παραδοσιακά συνοδεύεται κι από ένα σχετικό εγχειρίδιο χρήσης*.


διάγραμμα σύνθεσης West 57th Street project - BIG architects Η συνθετική διαδικασία φαίνεται -τουλάχιστον όπως εμφανίζεται στο διάγραμμα- να παράγει μέσω απλών κινήσεων την τελική μορφή του κτιρίου. Το οξύ τριγωνικό σχήμα του κτιρίου φαίνεται να παράγεται σχεδόν με φυσικότητα. Συνθετικές κινήσεις που ανήκουν αποκλειστικά στο ψηφιακό περιβάλλον παράγουν ολοκληρωτικά τον κτισμένο χώρο.


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

137

Το κείμενο φαίνεται να είναι αυτό που κατά κόρων πλήττεται από τη σύγχρονη διαφημιστική τροπή της διαδικτυακής δημοσίευσης της αρχιτεκτονικής. Ο συμπυκνωμένος χρόνος του διαδικτύου επιφορτίζει την αρχιτεκτονική παρουσίαση με ένα άγχος απόδοσης, και μάλιστα σε ελάχιστο χρόνο. Αν μια παρουσίαση στον ήρεμο χώρο ενός μουσείου ή ενός αμφιθεάτρου απαιτούσε από το κοινό τη συγκέντρωση τώρα οι όροι αντιστρέφονται στο βοερό διαδικτυακό δωμάτιο με ένα κοινό -σε ρόλο παθητικού θεατή πλέον- απαιτητικό, βιαστικό και απρόθυμο σαν πελάτη ταχυφαγείου που αντί να διαβάσει τον κατάλογο κοιτάει τις ταμπέλες με τις προσφορές. Το κείμενο περιορίζεται έτσι σε λεζάντες οι οποίες συχνά περιγράφουν τα σχέδια σαν να προσπαθούν να ελαφρύνουν το χρήστη από τη διαδικασία της ανάγνωσης, σε πλήρη αρμονία με το γενικότερο κλίμα επιτάχυνσης. Η αποδοτικότητα βέβαια, δεν είναι η μόνη που φαίνεται να επηρεάζει την αρχιτεκτονική κοινοποίηση. Αυτά τα εγχειρίδια, που συνοδεύουν τις φωτορεαλιστικές απεικονίσεις, συχνά εμπλουτίζονται από πληθώρα αναφορών οι οποίες συνήθως σε ρόλο διακοσμητή, επενδύουν την πρόταση με νοήματα σε μια τμηματική a la carte επίκληση σε ιδέες και αρχές, ένα νοηματικό συνονθύλευμα στο πλευρό της αποδοτικότητας. Κάπως έτσι, διαμορφώνεται τελικά μια τάση, όσον αφορά την αρχιτεκτονική κοινοποίηση, η οποία φέρνει τον αρχιτέκτονα σε ρόλο διαφημιστή, ικανού να ανταγωνιστεί οποιοδήποτε προϊόν τυχαίνει να συνυπάρχει με το έργο στο χώρο του διαδικτύου, και τον αναγνώστη σε ρόλο παθητικού θεατή σε αυτό το πεδίο της γενικευμένης εθελοντικής διαφήμισης. Τα αρχιτεκτονικά παραγόμενα εμφανίζονται λοιπόν, εξίσου αποδοτικά και γεμάτα νόημα. Ένα νόημα ευανάγνωστο, που συχνά επενδύει άτσαλα την πρόταση, κάνοντας το κτίριο να μοιάζει με πολυμηχάνημα που τα κάνει όλα. Έτσι, εκφράσεις όπως “πράσινη αρχιτεκτονική” ή “μυσταγωγία” συνηθίζουν να εμφανίζονται μαζί σε προτάσεις, που δεν τοποθετούνται ούτε ως προς την οικολογία, ούτε ως προς την πνευματικότητα, σα μια γρήγορη νομιμοποίηση.


*J.N. Η αρχιτεκτονική είναι πάντοτε μια δεδομένη απάντηση σε μια ερώτηση που δεν έχει τεθεί. Τις περισσότερες φορές αναρωτιόμαστε πώς να αντιμετωπίσουμε κάποιες έκτακτες καταστάσεις, και αν, στο έλεος αυτών των αναγκών, μπορούμε να κάνουμε και λίγη αρχιτεκτονική, θα είχε καλώς… Jean Baudrillard/Jean Nouvel , Τα Μοναδικά Αντικείμενα. Αρχιτεκτονική Και Φιλοσοφία (2000), μτφρ. Νίκος Ηλιάδης, Αθήνα: Futura (2005), σ. 155

Golden Cube-Point Supreme

Η πρόταση σε κλειστο διαγωνισμό αφορά ένα τοπόσημο στο Dubai και αποτελεί μετασχηματισμό του πύργου του Eiffel. Σε πλήρη αρμονία με την τουριστική λειτουργία της πρότασης η παρουσιαση είναι ένα card postal με την επιγραφή “nowhere like Dubai” αγγίζοντας τα όρια του αυτοσαρκασμού.


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

139

Αυτού του είδους η αρχιτεκτονική κοινοποίηση, επηρεάζει άμεσα την αρχιτεκτονική παραγωγή. Η τελευταία θεωρημένη εδώ ως μια νοητική διαδικασία, μετατοπίζεται μέσα από αυτή την -διαφημιστικού χαρακτήρακοινοποίηση σε μια πράξη επίλυσης. Στο σημείο αυτό, αναφέρουμε τον ορισμό που δίνει ο Jean Nouvel στην αρχιτεκτονική σα μια απάντηση σε ερωτήματα που δεν έχουν τεθεί ο οποίος επισημαίνει ρητά τη στενή σχέση της αρχιτεκτονικής με την προβληματοθεσία και κατ’ επέκταση τον προθετικό της χαρακτήρα*. Αυτή λοιπόν η αρχιτεκτονική που παρουσιάζεται να απαντά αυτονόητα ερωτήματα φαίνεται να αποστρέφεται κάθε πρόθεση και επενδυμένη με νοηματικά θραύσματα φαίνεται ακόμα να αποφεύγει κάθε ολοκληρωμένη νοηματοδότηση. Τελικά, το νόημα και η πρόθεση της αρχιτεκτονικής δεν απουσιάζει, απλά αποφεύγεται σαν ένα είδος ταμπού. Μέσα σε αυτό το πεδίο κεκαλυμμένων βεβαιοτήτων και a la carte νοηματοδότησης η αρχιτεκτονική της διαφορικής κατάφασης έρχεται με την κοινοποίησή της να ανακτήσει την πρόθεση και να υπονομεύσει τη βεβαιότητα, και αυτό το επιχειρεί συμμετέχοντας σε αυτό το παιχνίδι της διαφημιστικής κοινοποίησης, όπως, ακριβώς, συμβαίνει και στην περίπτωση του τρόλ. Αυτού του είδους η κοινοποίηση δεν αποφεύγει να διαφημιστεί, αλλά επιχειρεί μέσα από τη βαθιά γνώση της διαδικτυακής κουλτούρας και του κώδικα διαφήμισης -που αυτή επιβάλλει, να κινηθεί ευέλικτα, εγείροντας και πάλι ερωτήματα, που συχνά τίθενται στη σφαίρα του αυτονόητου. Μια πρώτη τακτική κοινοποίησης που ακολουθεί η αρχιτεκτονική της διαφορικής κατάφασης είναι η παρωδιακή εκτροπή του διαφημιστικού χαρακτήρα της. Η αρχιτεκτονική αυτού του είδους κοινοποιείται, λοιπόν, συχνά με τη μορφή μιας φτηνής διαφήμισης, ενός κράχτη -θα μπορούσε να πει κανείς, που παραπέμπει σε διαφημίσεις περασμένων δεκαετιών. Η επίκληση στην αποδοτικότητα γίνεται συνήθως με έναν τρόπο προκλητικό εξυμνώντας συχνά ανείπωτα -όχι όμως και ανύπαρκταχαρακτηριστικά του κτίριου, όπως ο εντυπωσιασμός ή τα κέρδη που η πρόταση θα αποφέρει. Συναντάμε λοιπόν, κτίρια να διαφημίζονται έκδηλα σαν προϊόντα,


Athen’s Heaven-Point Supreme Η ισχύς της πρότασης φαίνεται μέσω του διαγράμματος, καθώς καλύπτει την έλλειψη πρασίνου στην Αθήνα όταν προστεθεί με τους υπάρχοντες χώρου πρασίνου.

Menir House-Ανδρέας Αγγελιδάκης Το κτίριο συλλαμβάνεται σαν ένα βότσαλο κάτω από μια ομπρέλα, σε μια ελληνική αμμουδιά. Αφορμή για τη σύνθεση αποτελεί η μεταφορά μιας κοινής ανάμνησης.


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

141

φτάνοντας στα άκρα την καθεστώσα λογική και επισημαίνοντας με ένα διακριτικό τρόπο τη σύγχρονη -εμπορική- μοίρα του αρχιτεκτονικού έργου όπως στην περίπτωση του Golden Cube από τους Point Supreme. Όσον αφορά την επεξήγηση της συνθετικής διαδικασίας, η αρχιτεκτονική της διαφορικής κατάφασης, επιλέγει συχνά να κινείται στα όρια της κυριολεξίας. Έτσι συναντάμε συνθετικές επιλογές να παρουσιάζονται με εξαιρετική απλοϊκότητα, περιγράφοντας ως προφανείς, κινήσεις οι οποίες είναι καταφανώς προθετικές και οι οποίες εμφανίζονται εδώ σαν απαντήσεις σε αυτονόητα ερωτήματα. Συχνά, βλέπουμε την αρχιτεκτονική να επωμίζεται φιλόδοξες προθέσεις, μέσω πολύ απλών επεμβάσεων, έτσι στη γενική απαίτηση για πράσινο, βλέπουμε τους Point Supreme να προτείνουν μια μονοκόμματη, αχανής δενδροφύτευση να ισοσταθμίζει τη γενική απώλεια πρασίνου, επικαλούμενη το εμβαδόν της. Αυτή η πρακτική αιτιολόγησης φαίνεται να εμφανίζεται επίσης στον αντίποδα κειμένων που καταπιάνονται με την περιγραφή των σχεδίων, σαν ξεναγοί, σαν να μην έχουν τίποτα να πουν για τις προθέσεις ή τους στόχους της πρότασης. Τέλος, απέναντι σε αυτό το άγχος της αποδοτικότητας αλλά και τον ελάχιστο χρόνο εμπέδωσης μιας αρχιτεκτονικής δημοσίευσης, που ο διαφημιστικός χαρακτήρας του διαδίκτυου επιτάσσει, η αρχιτεκτονική που περιγράφουμε εδώ διεκδικεί το χρόνο της, σε μια προσπάθεια ουσιαστικής νοηματοδότησης. Στον αντίποδα μιας τμηματικής και ανεύθυνης -μέσω του quoting- νοηματικής επένδυσης, συναντάμε εδώ εκτεταμένα κείμενα και αφηγήσεις που επιχειρούν να αποδώσουν στην πρόταση νόημα με ένα τρόπο υπεύθυνο και ολοκληρωμένο. Αυτή η κάπως παλιομοδίτικη, για την εποχή μας πρακτική, επιχειρεί να υπευθυνοποιηθεί απέναντι στις αναφορές που χρησιμοποιεί, κοινοποιώντας το αρχιτεκτονικό έργο ως μια συνειδητή και εμπρόθετη πράξη που τοποθετείται ολοκληρωμένα στο εκάστοτε θέμα, μέσα από εκτενή κείμενα. Αυτή η επιστροφή του κείμενου, είτε ως θεωρητική τοποθέτηση -στην περίπτωση του Αντωνάείτε με τη μορφή μυθοπλασίας στην οποία πρωταγωνι-


142

ΤΟ ΤΡΟΛ

στεί το κτίριο,-στην περίπτωση του Αγγελιδάκη- διεκδικεί χρόνο απέναντι στη διαδικτυακή βιασύνη και όντας προκλητικά αντι-αποδοτική επιχειρεί μια επαναφορά της αρχιτεκτονικής στη σφαίρα της νόησης. Τελικά, αυτό που συνοδεύει μια αρχιτεκτονική δημοσίευση, φαίνεται να επανακτά τη θέση του σε αυτήν την αρχιτεκτονική πρακτική. Η ελαχιστοποίηση του λόγου και η μεγιστοποίηση των “προσόντων” δέχονται ισχυρή επίθεση σε αυτή την περίπτωση, όχι μόνο για λόγους μιας πιο δίκαιης παρουσίασης, αλλά πολύ περισσότερο για την αποκατάσταση της προθετικότητας. Απέναντι στην βαρετή, τη βαρύγδουπη ή την οικονομική ανάλυση ενός σχέδιου τώρα βλέπουμε τη σύντομη αληθινή περιγραφή, το κείμενο ως κείμενο και το παιχνίδι των γραφημάτων, να αντισταθμίζουν το γενικό άγχος του χρόνου και πολύ περισσότερο να αποκαθιστούν αυτό που όντως υπάρχει να ειπωθεί. Δεν έχουμε βέβαια την πιο αποκαλυπτική εμφάνιση μιας ανώτερης συνθετικής ικανότητας, αλλά ούτε και την εξύψωση του αυτονόητου. Η αρχιτεκτονική της διαφορικής κατάφασης μπορεί να μη δίνει με τον πιο ριζοσπαστικό τρόπο τις απαντήσεις στους σύγχρονους αρχιτεκτονικούς προβληματισμούς αλλά, εμφανίζεται σαν ένα μικρό σοκ, που μας επαναφέρει στον φυσιολογικό χρόνο προσπέλασης και διεκδικεί την ανάλυση μιας σύνθεσης, χωρίς τις κοφτές ανάσες ενός λαχανιάσματος.




ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

145

Ο Διαγωνισμός Η τρίτη αυτή πτυχή που κλείνει την παρουσίαση αυτής της αρχιτεκτονικής πρακτικής φιλοδοξεί να παρουσιάσει τη στρατηγική της σκοπιά, με τον διαγωνισμό να συγκεντρώνει τα προηγούμενα στοιχεία -τη συνθετική πρόθεση και την υποστήριξη- μαζί με τον τρόπο που οι αρχιτέκτονες βλέπουν αυτό το διάλογο μέσα από τον ανταγωνιστικό αλλά και δημόσιο χαρακτήρα του. Αν, όπως προ-ειπώθηκε στην εισαγωγή, η διαδικασία του διαγωνισμού προσιδιάζει αυτή του διαλόγου κάτω από μια θεματική, τότε προβλέπουμε πως σε αυτό το σημείο γίνεται πιο κοντινή και πιο ξεκάθαρη ίσως η συσχέτιση με το φαινόμενο του τρόλ, ως κατ΄ εξοχή φαινόμενο που ζητά την απόκριση. Ξεκινώντας πάλι από την κατάσταση του διαγωνισμού στο παρόν μας, η πρώτη και πιο βασική παρατήρηση είναι η μεγάλη του έκρηξη και οι πολλές διαφορετικές πτυχές του, που έχουν και πάλι άμεση σχέση με την αντίστοιχη έκρηξη του διαδικτύου. Η ευκολία της σύνταξης σχεδίων και αναπαραστάσεων μέσω των νέων τεχνολογιών, η ευκολία επικοινωνίας μέσω του διαδικτύου και κοινοποίησης ενός διαγωνισμού αλλά πολύ περισσότερο, η εναλλακτική των διαγωνισμών έναντι της μειωμένης οικοδομικής δραστηριότητας και η πρόκληση να συμμετάσχει κανείς παγκόσμια με αρχιτέκτονες από όλο το κόσμο είναι εν τάχει καταγεγραμμένοι οι σημαντικότεροι παράγοντες αυτής της αύξησης. Το σημείο όμως που μας ενδιαφέρει περισσότερο θεωρώντας καταγεγραμμένη αυτήν έκρηξη είναι και κάτι παραπάνω από την ποσοτική διάσταση. Αντίθετα με το παρελθόν, παρατηρείται σήμερα, μια μεγάλη μεταβολή τόσο στα θέματα όσο και στις εκφωνήσεις. Τα κτίρια που τίθενται προς σχεδιασμό έχουν μια πολύ μεγαλύτερη γκάμα κτιριολογικών προγραμμάτων, ζη-


*Το σώμα ως σκηνή, το τοπίο ως σκηνή, και ο χρόνος ως σκηνή σταδιακά εξαφανίζονται. Το ίδιο ισχύει και για τον δημόσιο χώρο: το θέατρο του κοινωνικού και της πολιτικής προοδευτικά υποβιβάζονται σε ένα άμορφο, πολυκέφαλο σώμα. Η διαφήμιση στη νέα εκδοχή της, που δεν είναι πια το μπαρόκ, ουτοπικό σενάριο, το εκστατικό μπροστά στα αντικείμενα και στην κατανάλωση, αλλά μάλλον το αποτέλεσμα της ορατής πανταχού παρουσίας εταιριών, εμπορικών σημάτων, ανθρώπων των δημοσίων σχέσεων κοινωνικού διαλόγου και των αρχών της επικοινωνίας. Με την εξαφάνιση του δημόσιου χώρου, η διαφήμιση εισβάλλει παντού (στο δρόμο, στο μνημείο, στην αγορά, στη σκηνή, στη γλώσσα). Καθορίζει την αρχιτεκτονική και τη δημιουργία υπεραντικειμένων όπως το Beaubourg, το Les Halles ή το La Villette, που κυριολεκτικά είναι διαφημιστικά μνημεία (ή αντι-μνημεία), όχι τόσο επειδή έχουν κατασκευαστεί πάνω στον άξονα της κατανάλωσης, όσο γιατί από την αρχή αυτά τα μνημεία προορίζονταν για μιαν επίδειξη της λειτουργίας του εμπόρευματος, καθώς και της λειτουργίας των μαζών εν κινήσει. Σήμερα η μόνη μας αρχιτεκτονική είναι αυτή: τεράστιες οθόνες πάνω στις οποίες διαθλώνται άτομα, μόρια και σωματίδια εν κινήσει. Η δημόσια σκηνή, ο δημόσιος χώρος, έχουν αντικατασταθεί από μια γιγαντιαία κυκλοφορία, εξαερισμό, και χώρο εφήμερης σύνδεσης. Jean Baudrillard, H Έκσταση Της Επικοινωνίας (1987), μτφρ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Αθήνα: Καρδαμίτσα (1991), σ.29-30


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

147

τουμένων αλλά και παραγγελιοδόχων. Τίτλοι όπως κτίρια πολιτισμού, μουσείο και εκπαιδευτικές δραστηριότητες, βιβλιοθήκη και δημοτικό κέντρο ή πιο ξεκάθαρα μνημείο και κτίριο -κτίριο γενικά ή πιο συγκεκριμένα γραφείων, πολιτισμού κ.α.- τιθέμενοι τόσο από δημόσιους όσο και από ιδιωτικούς φορείς μας κάνουν γρήγορα να παρατηρούμε πως το ζητούμενο προς σχεδίαση κτίριο πρέπει να ικανοποιεί πολλά περισσότερα κριτήρια από την άρτια ανταπόκρισή του στο κτιριολογικό πρόγραμμα. Η σημασία του ως τοπόσημο, κοινωνικός πυκνωτής ή οικονομικό υποβοήθημα της περιοχής συχνά τοποθετούνται στην εκφώνηση και ζητείται ουσιαστικά να μεταφραστούν σε σχεδιαστικές λύσεις. Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημάνουμε τον υβριδικό χαρακτήρα των εκφωνήσεων που έχει ήδη σκιαγραφηθεί και αφορά τόσο το υποκείμενο όσο και το περιεχόμενο της εκφώνησης. Συναντάμε, σήμερα πληθώρα εκφωνήσεων να αναφέρονται σε μείξεις κτιριολογικών προγραμμάτων αντιθετικών σε βαθμό που μέχρι πρότινος αφορούσαν ακόμα και διαφορετικές τυπολογίες κτιρίων. Έτσι, ένα μνημείο που συνήθιζε να αποδίδει αμιγώς πνευματικά ζητά σήμερα τη λειτουργική “ενεργοποίησή” ή ένα μουσείο καταπιάνεται με την προσέλκυση επισκεπτών σε διαγωνισμούς που εκφωνούνται συχνά από ιδιώτες σε ρόλο δημόσιου φορέα*. Βλέπουμε λοιπόν να επικρατεί μια σύγχυση σήμερα ως προς το περιεχόμενο αλλά και τους στόχους των ζητούμενων κτιρίων. Μια σύγχυση που μεταβάλλει ριζικά τη φύση των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών και κατ’ επέκταση τον τρόπο με τον οποίο οι αρχιτέκτονες τοποθετούνται σε αυτούς. Χωρίς να μπορούμε να αναλύσουμε σε βάθος τη σημασία όλων αυτών των νέων τυπολογιών αλλά και διευκρινίσεων θα λέγαμε πως σκιαγραφείται πλέον μια κεφαλαιοποίηση της αρχιτεκτονικής που βέβαια δεν είναι ούτε μοναδικό φαινόμενο στο εσωτερικό του διαγωνισμού αλλά ούτε και ιστορική πρωτοτυπία του παρόντος. Το βασικά διαφορετικό όμως σημείο είναι η εισαγωγή του στα ζητούμενα, η προς αξιολόγηση διάσταση αυτής της κεφαλαιοποίησης που δημιουργεί στον διαγωνιζόμενο την ανάγκη να μπει στη θέση του εφευρέτη και ακό-


*J.B. Και το κέντρο της πόλης, τι γίνεται; Υπάρχει κάποιο πολιτικό ή πολεοδομικό σχέδιο που έχει ανακοινωθεί, υπάρχει σχέδιο που έχει ρητώς τεθεί σε εφαρμογή; J.N. H πολεοδομική πολιτική που καλείται «κριτική ανοικοδόμηση» θα μπορούσε να συνοψιστεί στο εξής: «Ας κάνουμε σαν να μη συνέβη τίποτε.. Ας ανακατασκευάσουμε παραδοσιακά κτίρια, αδιαφανείς τοίχους και μικρά παράθυρα. Ας γεμίσουμε θριαμβευτικά οτιδήποτε το κενό. Ας ξαναβάλουμε τον τρούλο στο Ράιχσταγκ…» Jean Baudrillard/Jean Nouvel , Τα Μοναδικά Αντικείμενα. Αρχιτεκτονική Και Φιλοσοφία (2000), μτφρ. Νίκος Ηλιάδης, Αθήνα: Futura (2005), σ. 115

Grande Arche de la Défense-Johann Otto von Spreckelsen Ο «ιστορικός άξονας» του Παρισιού συμπληρώνεται το 1982 με ένα κτίριο τοπόσημο που είναι ταυτόχρονα κτίριο γραφείων.


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

149

μα περισσότερο στη θέση να αποδεχτεί αυτά τα νέα ζητούμενα. Αυτή ακριβώς η υπόθεση έρχεται να ενισχυθεί εδώ, από δύο χαρακτηριστικά στοιχεία του σύγχρονου αρχιτεκτονικού γίγνεσθαι τα οποία υπερβαίνουν το πεδίο του διαγωνισμού. Από τη μία, εμφανίζεται σε ένα γενικό επίπεδο σήμερα ως επιταγή του παρόντος αυτή η τάση της κτιριολογικής ανάμειξης. Έτσι οι παλιές τυπολογίες συχνά εγκαταλείπονται για τη διαδοχή τους από νέες υβριδικές και για τη συνεχή εναρμόνισή τους με γενικές συνισταμένες όπως η αγορά ή η ενεργειακή βιωσιμότητα. Τελικά παρατηρούμε λοιπόν μια σύγκλιση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής παραγωγής ανεξάρτητου περιεχομένου και τυπολογίας με αυτές τις δύο επιταγές, μια σύγκλιση που μας επιστρέφει και πάλι στην πολυσυζητημένη σε αυτή την εργασία πρωτοκαθεδρία της αποδοτικότητας. Κάπου εδώ αξίζει να επισημάνουμε και την στροφή στο παρελθόν με τη μορφή της αποκατάστασης ή της επανάχρησης. Η συζήτηση περί βιωσιμότητας των προς αποκατάσταση και η έρευνα για το ποιες νέες λειτουργίες θα αντιστοιχήσουν στα παλιά κελύφη μπορεί να θεωρηθεί προέκταση αυτής της σύγχρονης τάσης της αρχιτεκτονικής παραγωγής. Μιας αρχιτεκτονικής η οποία χωρίς καμιά μελλοντική αξίωση στρέφεται τώρα στο παρελθόν σε μια προσπάθεια συντήρησης, υπό το βάρος μιας βαθιάς ενοχής όχι τόσο ως αναπόληση αλλά περισσότερο ως λύτρωση από μια καταστροφή που επιθυμούμε να ξεχαστεί*. Από την άλλη, έχουμε την επίσημη εισαγωγή στην αρχιτεκτονική ιδιότητα αυτού που χοντροκομμένα ειπώθηκε ως εφευρέτης από αρχιτέκτονες όπως ο Rem Koolhaas. Ο αρχιτέκτονας πρέπει όπως λένε σήμερα όχι μόνο να σχεδιάζει το ζητούμενο αλλά και να προτείνει, να μην είναι μόνο ο λύτης του προβλήματος αλλά και ο προβληματοθέτης. Βέβαια κανείς δε θα μπορούσε να πει πως οι νέες τυπολογίες, τα νέα ζητούμενα ή η προβληματοθεσία που εν μέρει επωμίζεται ο αρχιτέκτονας είναι αρνητικές εκβάσεις του επαγγέλματος στο παρόν. Αντίθετα πολλές


*Αλλάζει κάνεις την άλφα παράμετρο, τη βητά παράμετρο, και τέτοιο απαιτεί λίγες ώρες και ορίστε, έτοιμο ένα καινούργιο κτίριο! Συνεπώς, όλα αυτά τα κτίσματα δεν είναι προϊόντα σκέψης, είναι απλώς ο καρπός της άμεσης αποδοτικότητας και κάποιων βιαστικών αποφάσεων. Είναι και η πλήρης θυσία μιας διαστάσης την οποία κρίνουμε ίσως παλιομοδίτικη … Δεν έχουμε πια ανάγκη για δημόσιο χώρο, δεν έχουμε πια ανάγκη να συνθέτουμε, αρκεί απλώς να συσσωρεύουμε. Έχω ανάγκη να αγοράσω ένα κτίριο: έτσι θα το έχω και πιο φθηνά και πιο γρήγορα• οι παράμετροι είναι άπλες, δεν υπάρχει τίποτε άλλο να γίνει, άρα μονό μερικές εξισώσεις. Jean Baudrillard/Jean Nouvel , Τα Μοναδικά Αντικείμενα. Αρχιτεκτονική Και Φιλοσοφία (2000), μτφρ. Νίκος Ηλιάδης, Αθήνα: Futura (2005), σ. 115


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

151

φορές αποβαίνουν κρίσιμης σημασίας για μια αναθεώρηση της σύγχρονης αρχιτεκτονικής πρακτικής. Μία αναθεώρηση που αφορά άμεσα την αρχιτεκτονική της διαφορικής κατάφασης η οποία κινείται μακριά από οποιουδήποτε είδους εξωτερική καταγγελία και η οποία καταπιάνεται, συχνά όπως αναφέραμε, με αυτή τη μετατόπιση της αρχιτεκτονικής παραγωγής από την επίλυση στην προβληματοθεσία. Αυτό όμως που πρέπει να επισημανθεί εδώ είναι πως οι νέες στρατηγικές που εισάγουν αυτές οι νέες επιταγές πρέπει να γίνονται αντιληπτές από δύο πλευρές και να προστεθούν ως εργαλεία στην παραγόμενη αρχιτεκτονική κι όχι ως μπόνους σημεία για να κερδίσει κανείς ένα διαγωνισμό. Αυτή ακριβώς η επισήμανση είναι που μας επιτρέπει να κρατήσουμε μια κριτική απόσταση από έναν κίνδυνο που ενέχει η νέα αυτή τροπή της αρχιτεκτονικής πρακτικής. Ο κίνδυνος αυτός δεν είναι άλλος από τη μετατόπιση της αρχιτεκτονικής από τη σφαίρα της νόησης σε αυτήν της τεχνικής επίλυσης, την τελική ενέδωση, δηλαδή, της αρχιτεκτονικής στον πειρασμό της αποδοτικότητας. Αυτός ο κίνδυνος που ήδη επισημαίνεται από τον Nouvel* και που θα καταστήσει το αρχιτεκτονικό παράγωγο σε ένα εμπόρευμα πολιτιστικής λειτουργίας. Μπροστά σε αυτήν την επέκταση των αρμοδιοτήτων του ο αρχιτέκτονας θα πρέπει να σταθεί σήμερα με ψυχραιμία διεκδικώντας αυτή την απόσταση κι επιχειρώντας μια εκφορά του νοήματος μια αναγωγή, δηλαδή, της συμμετοχής σε μια υπεύθυνη δημόσια τοποθέτηση σε μια προσπάθεια θεώρησής της εκφώνησης ως αφορμή για ένα δημόσιο διάλογο. Η αρχιτεκτονική της διαφορικής κατάφασης φαίνεται να αντιλαμβάνεται ακόμα αυτή την έννοια του διαλόγου και εμφανίζεται σε μια δεύτερη πλευρά, αυτή της στάσης απέναντι στο διαγωνισμό αλλά όχι και εκτός του. Αφού τόσο πολύ έχει διαπλατυνθεί η έννοια του διαγωνισμού και τόσα περισσότερα κτίρια σε είδος ζητείται να σχεδιαστούν τότε εγείρεται από την πλευρά των συμμετεχόντων μια προ-ερώτηση αν τα ζητούμενα του διαγωνισμού είναι προς επίλυση. Αν δηλαδή πρέπει ή αν υπάρχει


Rethink Athens η πρόταση του Αντωνά (κάτω) σε σχέση με το πρώτο (πάνω) και το δεύτερο (μέση) βραβείο


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

153

λόγος να χτιστεί το ζητούμενο ή ακόμα περισσότερο αν πρέπει να ζητείται έτσι ή κάπως αλλιώς. Μια επιστροφή δηλαδή του ερωτήματος στον αγωνοθέτη σε μια προσέγγιση της οντολογίας της εκφώνησης. Αυτή την επιστροφή διεκδικεί η αρχιτεκτονική της διαφορικής κατάφασης με τη συμμετοχή σε ένα διαγωνισμό, όπως ακριβώς το τρόλ σε μια διαδικτυακή κουβέντα. Οι λύσεις που εκτιμώνται εδώ ως διαφορικές έχουν ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό. Ενώ καταπιάνονται με την επίλυση του θέματος, κι ενώ η επίλυση αυτή είναι κάτι το οποίο ψάχνουν και στήνουν ολοκληρωμένα, ταυτόχρονα διαχέεται μια υφέρπουσα αντίθεση στο θέμα, μια ήπια καταγγελία που προκαλεί τον επικριτή της λύσης να την αποκαλύψει, ερχόμενος αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Στο παράδειγμα της συμμετοχής του Αντονά στο διαγωνισμό του Rethink Athens, υπάρχουν σοβαρές αποκλίσεις από τις υπόλοιπες ομάδες στο θέμα του πρασίνου και τις αντιμετώπισης του χώρου . Την παρατήρηση αυτή μπορεί να τη κάνει κανείς πολύ εύκολα από μια ματιά στις πινακίδες. Η διαφοροποίηση αυτή, είναι μια στάση εντός των θετικών απαντήσεων στα βασικά ερωτήματα, απαντώντας όμως, πολύ διαφορετικά σε θέματα που θεωρούνται επικίνδυνα αυτονόητα, όπως το πράσινο ή οι πολύπλοκες διαμορφώσεις στους ανοιχτούς χώρους. Ο τρόπος αυτός του να απαντάει κανείς στους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ακόμα ιδιαίτερη πλάκα μερικές φορές. Οι αρχιτέκτονες που παρουσιάζονται εδώ έχουν μπει στο κόπο να σχεδιάσουν αντίθετα σε αυτό που ζητά ο αγωνοθέτης, κερδίζοντας μερικές φορές. Η αντίθεση αυτή βέβαια δεν περνάει από την αντιστροφή των ζητούμενων, αλλά όπως και στο τρόλ από την κατά λέξη επανάληψη αυτού που λέγεται. Οι πίσω όψεις των πολυκατοικιών της Αρεοπαγίτου που τέθηκαν ως πρόβλημα το 2008, αντιμετωπίσθηκαν από τους Point Supreme ως πρόβλημα επισημότητας. Αφού η πίσω όψη τους χάλαγε τη αισθητική της θέας από το μουσείου, ανέλαβαν να τις κάνουν πιο επίσημες. Αν η πίσω όψη μιας πολυκατοικίας είναι πρόβλημα τότε δεν έχουμε παρά να της δώσουμε σημασία σα να ήταν «μπροστινή».


Dionysiou Aeropagitou: Legitimization 2-Point Supreme


ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ

155

Η απάντηση αυτή όντως είναι μέσα στα πλαίσια του διαγωνισμού, αυτό όμως που πετυχαίνει καλύτερα είναι να ταρακουνήσει αυτή την αυτόματη βεβαιότητα που θέτει το πρόβλημα. Όταν κάποιος ζητά να λυθεί το πρόβλημα των πίσω όψεων, προφανώς δεν αφήνει περιθώριο να πει κανείς ότι δεν αποτελούν πρόβλημα, αλλά από που προκύπτει αυτό το αυτονόητο; Η απάντηση εδώ μοιάζει πολύ με την απάντηση που δόθηκε στην ερώτηση του γκάλοπ στο κεφάλαιο της διαφορικότητας. Ουσιαστικά εδώ μετατοπίζεται το ερώτημα από το «τι κάνουμε με τις πίσω όψεις», στο «τι σημαίνει να αποτελεί πρόβλημα μια κτιριακή όψη;» και μάλιστα αισθητικού τύπου για κάποιον που πίνει το καφέ του. Δημιουργείται εδώ ένα προ-ερώτημα και μάλιστα μέσα από μια κατάφαση κι όχι μια ερώτηση . Αυτή η προ-ερώτηση, έρχεται σε μια πιο γενική άποψη, να αναδείξει της βασικές γραμμές του σχέδιου από τη στόχευση του αρχιτέκτονα, ενός αρχιτέκτονα πέρα από το ρόλο του εντολοδόχου. Μια προ-ερώτηση ως τοποθέτηση απέναντι στη συνεχή ταλάντευση των συνθετικών επιλογών από το άγχος της εκφώνησης, για μια αρχιτεκτονική πρακτική υπεύθυνη και ενσυνείδητη μακριά από την αναζήτηση μιας «πατέντας» που θα νικήσει. Με λίγα λόγια μια αρχιτεκτονική που θα επιχειρεί τη διαμόρφωση μιας γλώσσας, ενός εμπρόθετου δημιουργικού σχέδιου που όχι μόνο δε θα καταστέλλεται από τη σύγχρονη επέκτασή της αλλά θα αναζητά σε αυτήν τις νέες της δυναμικές. Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αυτή η προσπάθεια για τη δημιουργία μιας ενιαίας αρχιτεκτονικής γλώσσας εμπίπτει πάραυτα στις διαφημιστικές επιταγές του διαδίκτυου από την άποψη ότι επιχειρεί τη διαμόρφωση ενός επώνυμου αρχιτεκτονικού προϊόντος, τη δημιουργία δηλαδή ενός είδους φίρμας. Ωστόσο, ερχόμαστε σε αυτό το σημείο να επαναλάβουμε την εμμονή του φαινομένου του τρόλ με τους κανόνες την οποία αντιλαμβανόμαστε στην προκειμένη περίπτωση ως μια έμμεση αναφορά στη λογική των star architects. Αυτή η λογική θα μπορούσε -γιατί όχι- τελικά να κάνει χρήση αυτής της αλυσιδωτής αναδημοσίευσης προς όφελος αυτών των προκατασκευασμένων star άλλωστε αυτή η


156

ΤΟ ΤΡΟΛ

προσπάθεια υπονόμευσης του αυτοματισμού μας είναι ήδη γνώριμη από την ανάλυση του τρόλ. Αν η παρουσία ενός δημοφιλή αρχιτέκτονα ως star προκαλεί τη συνεχή αναδημοσίευσή του γιατί κάποιος που αυτοπαρουσιάζεται ως star να μην έχει την αντίστοιχη τύχη; Η αρχιτεκτονική της διαφορικής κατάφασης φαίνεται να παρουσιάζει -ειδικά στην περίπτωση των Point Supreme- ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Οι προτάσεις συχνά παίζουν στα όρια με τα ζητούμενα ακολουθώντας αυτό το πάγιο παιχνίδι του τρόλ με την κυριολεξίας χωρίς βέβαια αυτό να αποκλείει την επιτυχία τους. Αυτή, λοιπόν, η αρχιτεκτονική εμμένει στη συμμετοχή με έναν τρόπο αναστοχαστικό, απελευθερωμένη -ως ένα βαθμό πάντα- από τον απλό ανταγωνισμό. Η πτυχή της συμμετοχής ως αυτόνομης δράσης, χωρίς απαραίτητα την κατάταξή, δημιουργεί τις συνθήκες ενός διαλόγου. Στρέφει το ενδιαφέρον από το μονοδιάστατο δίπολο επιτυχίας-αποτυχίας στη διαλεκτική διάσταση της αρχιτεκτονικής πρακτικής, κάνοντας τη δημόσια παρουσία των αρχιτεκτόνων μια διαδικασία ευρύτερη της καταμέτρησης βραβείων, μια δημιουργία μιας πορείας-μιας γλώσσας που αναζητά γενικότερες νομιμοποιήσεις. Μια στάση που σήμερα φαίνεται να γίνεται όλο και πιο αναγκαία στα τόσα νοηματικά κενά που μας περιβάλλουν.






161

Metaxourgio, Point Supreme διαγωνισμός, συμμετοχή, 2009

Η συγκεκριμένη συμμετοχή αφορά τη κατασκευή ιδιωτικών φοιτητικών εστιών, σε διαγωνισμό που διοργάνωσε μεσιτικήκατασκευαστική εταιρία. Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια από τις πιο χαρακτηριστικές στρατηγικές συμμετοχές όπως τις περιγράψαμε. Σε αυτή τη περίπτωση και πριν να δούμε πιο αναλυτικά το κτίριο, το πρώτο πράγμα που παρατηρούμε είναι η «σκληρή» συνύπαρξη ενός ισογείου -που μοιάζει με σπηλιά-, με ένα αρκετά απλοϊκό κτίριο ενδιάμεσα και με ένα εκκεντρικό -χρυσό- στέγαστρο στην οροφή. Διαβάζοντας το σχετικό κείμενο ξεδιπλώνεται όλη η πρόταση και η πολύ «φινετσάτη» διαφορικότητά της σε λίγες γραμμές: «Η στρατηγική εδώ είναι τα δυο πιο κρίσιμα επίπεδα της πόλης˙ το ισόγειο και το δώμα, έτσι ώστε να επιτύχει η εισαγωγή μιας νέας αρχιτεκτονικής φόρμας στη περιοχή. Τα ενδιάμεσα επίπεδα μπορούν να παραμείνουν “κανονικά” (normal), να παραδοθούν στις πιέσεις της αγοράς- μια ισορροπημένη συγχώνευση του ακριβού και του κοινού». Ουσιαστικά έχουμε εδώ μια πλήρη αποτελεσματική-λειτουργική απάντηση/κατάφαση σε μια ιδιωτική εταιρία που προσπαθεί να κάνει μια επιτυχημένη επένδυση. Αυτή η λύση, όμως, είναι υπερβολικά ειλικρινής, σε όρια που μάλλον ειρωνεύεται τον αγωνοθέτη. Η πρόταση συνοδεύεται από μια κάτοψη ισογείου που ενοποιεί όλα τα οικόπεδα, που διαθέτει στο άμεσο περιβάλλον η εταιρία. Ο οργανικός χαρακτήρας της κάτοψης -θυμίζει πολύ κάτοψη γραφικών τοπιακών διαμορφώσεων-, γίνεται υπερβολικά κανονιστικός στα ενδιάμεσα επίπεδα -θυμίζοντας τι άλλο από μια τυπική πολυκατοικία- , ενώ στο δώμα συναντάμε ένα κοινόχρηστο χώρο με μπάρμπεκιου και τραπέζι πινγκ-πονγκ. Το νέο κτίριο είναι ένα υβρίδιο πραγματικότητας και φαντασίωσης σε όλα τα επίπεδα. Το πιο ιδιωτικό κομμάτι παραδίδεται στην πιο γρήγορη κερδοφορία, ενώ ταυτόχρονα στα δημόσια μέρη προτείνονται ολικές αλλαγές ευρύτερου σχεδιασμού, που αφορά τους -παραδοσιακά- παραμελημένους δημόσιους χώρους της πόλης. Πρόκειται για την πλήρη αντιστροφή αυτού που θα περίμενε κανείς να προτείνεται σε ένα διαγωνισμό που αφορά μια ιδιωτική επένδυση. Κι όμως είναι απόλυτα αποτελεσματικό όσο και λογικό για την απόδοση μιας επένδυσης, απλά έχουμε συνηθίσει εδώ και καιρό να υποκρινόμαστε το αντίθετο. Δίνεται μια πλήρης απάντηση στα ζητούμενα με έναν μάλλον εκνευριστικό τρόπο, για τον αγωνοθέτη, που όμως δε μπορεί να ακυρώσει ως «άσχετη» τη συμμετοχή, μια καθαρή διαφορική κατάφαση.



163

Petralona House, Point Supreme ανάθεση, χτισμένο, 2011-2015

Μια από τις λίγες πραγματοποιημένες, αλλά πολύ αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις τις διαφορικής κατάφασης, είναι το «σπίτι στα Πετράλωνα». Το συγκεκριμένο έργο αποτελεί προσθήκη δύο ορόφων σε παλιότερο ισόγειο κτίριο. Η πρώτη και πιο άμεση παρατήρηση είναι η κατακόρυφη συνύπαρξη -ήδη από την όψη- τριών διαφορετικών, -και με το τρόπο που το χρησιμοποιούμε- απόλυτα πραγματικών αρχιτεκτονικών μορφών. Χωρίς τάσεις ιεράρχησης ή νοηματικής συνύπαρξης οι διαφορετικές αυτές εικόνες -όπως σημειώνεται-, προσφέρουν την ευκαιρία για μια πλούσια και ζωντανή εμπειρία κατοίκησης: «Η ποικιλία στοιχείων από διαφορετικές αρχιτεκτονικές παραδόσεις και περιβάλλοντα, σε συνδυασμό με το ασαφές (pixelated) περίγραμμα της υπάρχουσας κατασκευής, το κενό οικόπεδο και τον αποσπασματικό κήπο, δημιουργούν μια ζωντανή εμπειρία, παραδόξως πλούσια σε χωρικές ποιότητες και συνθήκες.» Αυτό που προκλητικά αλλά ελεγχόμενα και συνειδητά γίνεται εδώ είναι η επανάληψη μιας διαδικασίας. Η συνύπαρξη δυο τουλάχιστον διαφορετικών εικόνων -αφού μιλάμε για προσθήκη- επαναλαμβάνεται ξανά, κάνοντας την προσθήκη των «διαφορετικών» -το κολάζ δηλαδή-, τη συνθετική μεθοδολογία. Έχουμε εδώ, τη δημιουργία ενός χώρου με μεγάλη συνθετική συνοχή, αλλά χωρίς διάθεση ωραιοποίησης ενός συνολικού ή προβολής ενός μορφολογικού ελέγχου, που θα εξαΰλωνε ακόμα και τα όρια μεταξύ παλιού και καινούργιου. Τα όρια αυτά βέβαια εξαϋλώνονται, κατά κάποιο τρόπο, αλλά με την αντίθετη διαδικασία. Οι αρχιτέκτονές λαμβάνουν σαν έναρξη ένα ανώνυμο αστικό-αθηναϊκό σπίτι και συνεχίζουν να προσθέτουν σε αυτό ανώνυμα-αθηναϊκά στοιχεία. Από αυτή την άποψη, έχουμε -λεκτικά τουλάχιστον- μια πλήρη προσπάθεια ένταξης. Και πράγματι, τίποτα πιο αθηναϊκό δε θα μπορούσε να είχε σχεδιαστεί. Τίποτα πιο σχολιαστικό πάνω στην εικονογραφία και το «πραγματικό» «πνεύμα του τόπου» της Αθήνας. Η διαφορικότητα εδώ, είναι μια ενδιαφέρουσα ατμόσφαιρα, που πλανάται πάνω από την ετερογένεια των στοιχείων που απαρτίζουν το κτίριο αλλά και πάνω από την ισορροπιστική αίσθηση στα όρια απόλυτης ένταξης και μη ένταξης. Η όψη, η τομή αλλά και η κάτοψη αυτού του κτιρίου είναι μια συνεχής χρονική τομή, σαν μια αρχαιολογική τομή διαφορετικών στρωματικά παραθετημένων θραυσμάτων πολιτισμών, εποχών και αντιλήψεων, κάτι σαν την Αθήνα, την πόλη των επι-θέσεων.



165

Athen’s Heaven, Point Supreme προσωπικό, έρευνα, 2007

Το «Athen’s Heaven» είναι μια αυτόβουλη «επίλυση» από τους Point Supreme σε ένα από τα πιο «διάσημα» προβλήματα της Αθήνας. Οι αρχιτέκτονες σε αυτό το φιλόδοξο σχέδιο καταπιάνονται με την επίλυση της έλλειψης πρασίνου στην Αθήνα. Αυτό που προτείνουν λύνει μεμιάς το πρόβλημα και αποκαθιστά τη μεγάλη αριθμητική απόσταση της Αθήνας από την Ευρώπη. Πρόκειται για ένα μάλλον έξοχο παράδειγμα διαφορικής κατάφασης και ίσως από τα πιο αντιπροσωπευτικά. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς των αρχιτεκτόνων, η Αθήνα πρέπει να καλύψει μια «απόσταση» 4.3 m2 ανά κάτοικο μέχρι το 7 m2 που αποτελεί τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η μεγάλη αυτή έκταση πρασίνου που αναλογεί στην εξασφάλιση του μέσου όρου, ανακτάται από μια λωρίδα ενός χιλιομέτρου μέσα στη πόλη η οποία θα μετατραπεί σε δάσος με τη κατεδάφιση κάθε κτιριακής μάζας εντός της. Η λύση εξασφαλίζει άμεση και πραγματική αποκατάσταση του μέσου όρου πρασίνου ανά κάτοικο. Το πρόβλημα απαντάται πλήρως καταφατικά και μάλιστα με αμείλικτα αριθμητικό τρόπο. Η υποστήριξη της πρότασης γίνεται μέσα από επεξηγηματικά διαγράμματα συγκρίσεων και αριθμών, που δεν αφήνουν αμφιβολία για την υπεροχή της. «Ο Ιερός Βράχος, οι πολυκατοικίες και οι αθηναϊκές γειτονιές ξαφνικά συνυπάρχουν και συνδέονται με την ακτή μέσα από φανταστικές προεκτάσεις του πάρκου, του δάσους, της ζούγκλας και των λιμνών που επιστρέφουν στη πόλη το κομμάτι Παραδείσου που της είχε αποσπαστεί» Αν κάτι φαίνεται μέσα από αυτά είναι ο αφελής τρόπος που συχνά συζητάμε ή αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα της πόλης. Είναι προφανές πως αυτή η πρόταση που λύνει τόσο άμεσα αυτό το «τεράστιο» πρόβλημα, με τόσο εύκολο κι αποδοτικό -βάσει αριθμών μάλιστα- τρόπο. Η πρόταση μας υποδεικνύει όχι την τροπικότητα επίλυσης αλλά τη φύση του προβλήματος και τη στάση μας απέναντί του. Η παρουσία αυτής της λύσης εξοργίζει με την αφέλειά της μερικούς, προκαλεί την απαξίωση σε αυτούς που την βρίσκουν χονδροειδή και ανόητη, χαροποιεί αυτούς που πιστεύουν πως «θα ‘χε πολύ πλάκα να ‘χάμε ένα δάσος» αλλά τελικά κανείς δε ξέρει πόσο σοβαρολογεί και πόσο όχι. Ούτε αν ακόμα ο παράδεισος έχει δάση και πράσινο ή τσιμέντο και πολυκατοικίες.



167

Athenian Trenches, Αριστείδης Αντονάς διαγωνισμός, εύφημος μνεία, 2012

Η πρόταση του Αριστείδη Αντονά για το διαγωνισμό του Rethink Athens αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές λύσεις, σύμφωνα με την ανάλυση. Από την πιο «σοβαρή» πλευρά -από άποψη χρωμάτων αλλά και στοχεύσεων-, η πρόταση αυτή πρώτα απ όλα παίζει με τα όρια της δικιάς της κυριολεξίας. Βασική ιδέα πάνω στην οποία δομείται ο σχεδιασμός, είναι αυτή των «σκαμμάτων», δημιουργώντας πριν απ’ όλα ένα συλλογισμό των συνδέσεων μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος, αλλά πολύ περισσότερο της Αθήνας ως «παράδειγμα πόλης της παγκόσμιας χρεοκοπίας» σε μια σημερινή «κατάληξη», έναντι μιας ένδοξης ιστορίας. Στο εισαγωγικό κείμενο -που συνοψίζει τη λύση και τα προτερήματά της- αναφέρονται μόνο η αξία των συνειρμών που δημιουργεί η λύση, η αξία της ως συνέχειας -σε ένα άλλο παρόν- των διαδρομών του Πικιώνη. Η ανάδειξη και η διατήρηση κάθε ευρήματος από τα σκάμματα, έρχεται ως συνέχεια του Πικιώνη αλλά και ως πρόκληση απέναντι στο συλλογικό υποσυνείδητο. Αντίθετα, η οικονομική αναζωογόνηση, η βιωσιμότητα και παρόμοιες άλλες θεματικές που κατακλύζουν τα άλλα αντίστοιχα κείμενα προτάσεων, εδώ λείπουν. Η ανάπλαση αποκτά ισχυρή σημασία συμβολισμού και αυτογνωσίας για τη πόλη και έτσι, θα λέγε κανείς, απομακρύνεται πάρα πολύ από τα ζητούμενα, όπως διατυπώθηκαν. Η μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες προτάσεις είναι ότι αναλαμβάνει να σχεδιάσει την «επαναθεώρηση της Αθήνας» ως τέτοια -δηλαδή της Αθήνας. Η διαφορά αυτή εντοπίζεται κυρίως στην Ομόνοια. Ο Αντονάς, σχεδιάζει το αυτονόητο που φαίνεται να λείπει από όλες τις άλλες προτάσεις και όμως δείχνει σε πολλούς σαν να ειρωνεύεται ή να «μυσταγωγεί» χάριν γοητείας. Παρά την ελληνική προτίμηση για «δημόσια στέγη» έναντι «δημόσιου χώρου», όλοι οι συμμετέχοντες βάλθηκαν να σχεδιάσουν πισίνες και καθιστικά και πολύ λιγότερο χώρους τραπεζιών. Η δυστοπική αυτή Ομόνοια θα ‘ταν ένας πολύ χαρούμενος χώρος, αν γέμιζε τραπέζια περαστικούς, μικροπωλητές, αλλά αυτό είναι κάτι που πρέπει να διαβάζεται από το σχήμα-το σχέδιο όχι από τις προκλητικά ευτυχισμένες απεικονίσεις. Αν το τελικό αποτέλεσμα φαίνεται σκοτεινό και δυστοπικό είναι γιατί τρολάρει έναντι σε ένα προ-υπάρχον και ακούσιο τρόλ των εκνευριστικά χαρούμενων απεικονίσεων με τους ξετρελαμένους και άπειρους ανθρώπους, που το χαμόγελό τους προσπαθεί να μας πείσει για τα αρχιτεκτονικά καλούδια της πρότασης.Η πρόταση αυτή εκβιάζει τη βράβευσή της, εκνευρίζοντας ακριβώς, όλη αυτή την αυτονόητη έποψη του πράσινου και του βιώσιμού.



169

Amphatheater House,Αριστείδης Αντονάς χτισμένο, 2007-2009

Το «Αμφιθεατρικό Σπίτι» στη Ύδρα, αποτελεί όπως δηλώνει ο αρχιτέκτονας μια πρόκληση μεταξύ του άδειου/κενού, του εργοταξίου και τόπου κατοικίας. Η σύνθεση οργανώνεται, ουσιαστικά, σαν το γέμισμα ενός κενού χώρου μεταξύ τεσσάρων «παλιών τοίχων». Βασικό στοιχείο -όπως παρουσιάζεται- είναι το σενάριο κατοίκισης. Η θέση του νησιού κοντά στην Αθήνα, αλλά και μακριά της ταυτόχρονα, καθιστούν το κτίριο ένα «μέρος» εφήμερης κατοίκισης: απομόνωσης, διακοπών ή δουλειάς. Η διαφορικότητα του συγκεκριμένου έργου, έγκειται στην στάση του απέναντι στο ζήτημα της αποκατάστασης αλλά και της παραθεριστικής κατοικίας. Ο συνδυασμός του κελύφους και του σεναρίου κατοίκισης θέτουν ένα ισχυρό «γιατί όχι;» απέναντι στη λατρεία του παλιού και το όνειρο ενός εξοχικού. Η στάση απέναντι στο παραδοσιακό είναι μια αντι-ηρωική θέση απέναντι στο κέλυφος, μέσα από την εμμονή στο πραγματικό, όπως αναλύθηκε και φανερώνεται εδώ με δύο τρόπους. Τα παραδοσιακά κτίρια, ως απομεινάρια -των παραδοσιακών οικισμών- αποτελούν εδώ την πιο πραγματική θέση αυτών των κτιρίων, τη πιο ζωντανή, και έτσι αντιμετωπίζονται ως τέτοια. Ούτε εξύμνηση, ούτε απόρριψη˙ για ένα παλιό κέλυφος ,αν -όπως υποστηρίζεται- η αναβίωση έχει σημασία όταν αναβιώνουν ή είναι ζωντανές οι αξίες του, τότε η ζωντάνια αυτού του κελύφους είναι η παθητική του από χρόνια θέση, στεκούμενο απλώς στα πόδια του χωρίς να ζει. Σε αυτή τη κατάσταση το βρίσκει κι ο αρχιτέκτονας και απαντώντας στο τι είναι τελικά μια παραθεριστική κατοικία, φυτεύει μέσα του μια αστική φόρμα μερικών κερκίδων, μια μικρή αστική σεκάνς -χωρίς πάλι εξυμνήσεις ή συνειρμούς- και παράγει από την πιο απλή απάντηση: «σε αυτά τα σπίτια ερχόμαστε και φεύγουμε», ένα αρκετά εντυπωσιακό αποτέλεσμα, χωρίς την δημιουργία εντυπωσιακών ερωτημάτων. Η παραθεριστική κατοίκιση συχνά παίρνει στο χώρο τα ίδια χαρακτηριστικά με τη μόνιμη -καθιστικό, σαλόνι κτλ-, παρόλο που δεν μοιάζει και πολύ με τη μόνιμη. Εδώ της δίνεται μια ακριβής χωρική προσομοίωση, χωρίς πολύπλοκους συνειρμούς. Ένα αμφιθέατρο και λίγα έπιπλα για λίγες μέρες κατοίκισης, πολύ διαφορετικών χρηστών και πολύ διαφορετικών αναγκών, γίνονται απεικόνιση της παραθεριστικής κατοικίας κατ’ ουσιαν.



171

A House for Doing Nothing, Αριστείδης Αντονάς ιδιωτικό, έρευνα, 2011

Το «Υπέυθυνο Σπίτι» ή «Σπίτι του Ζίζεκ» αποτελεί ένα σχέδιοανταπόκριση σε του Αντονά σε μια διαδικτυακή συνομιλία. Η επιλογή του κειμένου έγινε από τον αρχιτέκτονα σαν αφορμή να στηθεί ένας συνειρμός πάνω στο κείμενο και το χτισμένο, αλλά πολύ περισσότερο να διερευνηθούν -όπως δηλώνει- και να εντοπιστούν οι μεταβολές της ιδιωτικής σφαίρας στη «μεταδικτυακή» κατάσταση. Μεταβολές που σχετίζονται τόσο με το τρόπο κατοίκισης όσο και με το τρόπο εργασίας. Σύμφωνα με τον Ζίζεκ, η εποχή επιτάσσει κάποιες φορές την απραξία ως «υπεύθυνη στάση» απέναντι στην παθητικότητα του περιβάλλοντος και στα καλέσματα για μια δέσμευση απέναντι στις συνηθισμένες εναλλακτικές, ένα κάλεσμα για ενδοσκόπηση και ανάγνωση. Το τελικό αποτέλεσμα αποτελείται από μονάδες «ευρύχωρων» κελιών, τοποθετημένες σε έρημα ελληνικά νησιά σχηματίζοντας μικρές ενότητες και εκπέμποντας κάτι μεταξύ «τόπων εξορίας» και «συνηθισμένων internet cafe». Η διαφορική στάση του δημιουργού εδώ διαφαίνεται ήδη από αυτό το διφορούμενο χαρακτήρα που αποδίδει σε αυτά τα κελιά. Διασκορπισμένα σε έρημα νησιά, με τις απαραίτητες ανάγκες διασύνδεσης. O σχεδιασμός κάνει μια μεγάλη καμπύλη από κάτι πολύ ουτοπικό για να μας επιστρέψει σε μια αίσθηση γνώριμου. Η απομόνωση για ενδοσκόπηση φαίνεται να έχει συντελεστεί εδώ και καιρό ως απομόνωση στο φαντασιακό του διαδικτύου. Η ιδέα του Ζίζεκ μάλλον έχει πάρει μορφή πολύ πριν τοποθετηθεί κανείς υπέρ ή κατά αυτής. Η πρόταση αυτή εξετάζει ακριβώς μέσα από το πρίσμα του διαδικτύου τη μεταβολή της ανθρώπινης κατοίκησης, πολύ πριν ενδώσει σε συμφωνίες ή αφορισμούς. Φτιαγμένα πάλι από κομμάτια πραγματικών αποσπασμάτων, χωρίς σαφές περίγραμμα, αυτά τα σπίτια δεν έχουν ούτε ευχάριστη ούτε και δυστοπική παρουσία. Μπορούν όπως και το διαδικτυακό φαντασιακό να κινηθούν παντού. Το τελικό πρόσημο το βάζει ο θεατής σε αυτή τη τόσο οριακά ισορροπημένη σύνθεση, που παρεμβάλλεται στο βλέμμα μας σαν ψυχολογικό τεστ, που μας παροτρύνει να ανταποκριθούμε. Το σημαντικότερο ίσως στοιχείο απ’ όσα δηλώνει ο δημιουργός του είναι πως δεν πρέπει να θεωρούμε αυτό το σχέδιο ουτοπικό ή μια πιο ρεαλιστική απεικόνιση της ιδέας του Ζίζεκ, αλλά ένα κοινότοπο Interface, αφού σχεδιάστηκε και ολοκληρώθηκε για να παραμείνει στο διαδίκτυο, όντας κατά κάποιο τρόπο απόλυτα πραγματοποιημένο απέναντι στο πεπρωμένο του. Μια νέα καταστατική θέση της αρχιτεκτονικής παραγωγής που φαίνεται να κατέχει μια πλήρη αυτογνωσία.



173

Gate to the Athens Marina,Ανδρέας Αγγελιδάκης διαγωνισμός, συμμετοχη, 2011

Ο Ανδρέας Αγγελιδάκης, σχεδιάζει για πύλη του λιμανιού της Αθήνας δύο κατασκευές υπό τον τίτλο «μνημείο σε μια επερχόμενη καταστροφή». Πρόκειται για μία πύλη και έναν «οβελίσκο» που λειτουργούν με αυτές τις ιδιότητες στο σήμερα, αλλά που θα μετατραπούν σε μικρά νησιά όταν με την αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη η στάθμη του νερού θα ανέβει, όπως αναφέρει σχεδιάζονται «δύο νησιά στη θέση του μελλοντικού ορίζοντα» ή στη πραγματικότητα νησιά που «περιμένουν μια επικείμενη καταστροφή». Η απόκριση στο ζήτημα μιας πύλης, ενός μνημείου εισόδου στην Αθήνα, απαντάται εδώ με δύο αντιφατικούς τρόπους . Πρώτα, πρόκειται για ένα μνημείο που περιμένει μια καταστροφή, ένα μνημείο σε μια μελλοντική δυστοπία. Από την άλλη, η παρουσίαση του έργου επικαλείται αυτή τη «λειτουργικότητα» της λύσης σε σχέση με την «ανταπόκριση» του μνημείου στο μέλλον. Η τοποθέτηση πάνω στο ζήτημα του μνημείου στη σύγχρονη εποχή, που έχει γίνει πλέον καταναλωτικό αγαθό, είναι εμφανής. Η αναπαράσταση, επίσης, μέσα από μια αντίφαση απόλυτα ψηφιακού και απόλυτα πραγματικού (με την έννοια της χρήσης των κυματοθραυστών), εντείνει αυτή την στάση απέναντι στο μνημείο. Μια καθαρή διαφορική κατάφαση, με την έννοια της πλήρους απάντησης στο ζήτημα του μνημείου και ταυτόχρονα την άσκηση μια ξεκάθαρης κριτικής απέναντι στο ερώτημα. Το ερώτημα όχι τόσο του «πώς θα γίνει ένα μνημείο», αλλά του «τι είναι ένα μνημείο». Το τελικό αποτέλεσμα προκαλεί κι εδώ -όπως και στο τρόλ- τον θεατή να αναλογιστεί αν ο δημιουργός κυριολεκτεί απέναντι στη πρόταση του και ταυτόχρονα γιατί ο θεατής κάπως αυτονόητα θεωρεί πως δε θα μπορούσε να κυριολεκτεί. Η μελλοντολογική αναπαράσταση, όπως κάθε αρχιτεκτονική αναπαράσταση, που προτείνεται εδώ, συνθέτει ένα ουδέτερο -συναισθηματικά- σούρουπο, αδιάφορο, στο οποίο ούτε ο τρόμος της καταστροφής αλλά ούτε και η αίγλη του μνημείου διαφαίνονται. Ένα σούρουπο στο οποίο τίποτα δεν μπορεί να συμβεί παρά το αντίκρισμα ενός τέτοιου «άφυλου» κατασκευάσματος. Μια απόλυτα ουδέτερη έκφραση που προκαλεί τους εσωτερικούς συνειρμούς, για το τι σοβαρολογεί και τι όχι, για το τι εσχατολογεί και το τι διασκεδάζει.



175

Feeder, Ανδρέας Αγγελιδάκης αναθεση, κατασκευασμένο,2010

Το Feeder είναι εστιατόριο της γκαλερί Breeder και αποτελεί την πιο «κατασκευασμένη» εκδοχή του έργου του Αγγελιδάκη. Αν και αφορά κυρίως των σχεδιασμό των επίπλων, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν ο σχεδιασμός, το κείμενο που συνοδεύει τη παρουσίαση και η ανταπόκριση απέναντι στα αναλυμένα χαρακτηριστικά της αρχιτεκτονικής της διαφορικής κατάφασης. Ξεκινώντας από τη παρουσίαση, μια γκραβούρα μας εισάγει στο βασικό προβληματισμό του αρχιτέκτονα. Η βασική ιδέα του σχεδιασμού αναλύεται μέσα από μια ιστορική επισκόπηση και παρουσιάζει το μεγάλο/βαθύ δυϊσμό της Αθήνας, που κρατάει από την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Σύμφωνα με την αφήγηση η πόλη αυτή ακροβατούσε πάντα μεταξύ: του φολκλόρ και του νεοκλασικού, του χρωματιστού και του αψεγάδιαστου, της καλύβας και των ρομαντικών άσπρων μαρμάρινων ερειπίων. Αντίστοιχα, στη σημερινή της κρίση, η ακροβασία αυτή γίνεται «μεταξύ ενός κολάζ του ένδοξου και εικονικού παρελθόντος και του live real παρόντος». Έτσι, ο αρχιτέκτονας δημιουργεί δύο ομάδες αντικειμένων που αντιπροσωπεύουν τη μια και την άλλη πλευρά και ύστερα τις συνδυάζει σε μια σύνθεση σαν ένα «συνεχώς εξελισσόμενο ερείπιο». Ο Αγγελιδάκης όχι μόνο εισάγει και διακρίνει το δυϊσμό αυτό, αλλά τον μετατρέπει και σε ένα σχεδιαστικό ανάλογο μέσα από ψηφιακές αναπαραστάσεις -που γενικά συνθίζει- εκσυγχρονίζοντάς τον και χωρίς να παίρνει θέση εντός του δίπολου, αλλά αποκαλύπτοντας πολύ ψύχραιμα, την πραγματικότητα πίσω από αυτό το τόσο ζωντανό και θερμό δίπολο που αντανακλάται στο μεγαλύτερο μέρος των συνηθειών και απόψεων των κατοίκων αυτής της πόλης. Μια γνήσια διαφορική κατάφαση απέναντι στη ταυτότητα της πόλης, που μπορεί να μοιάζει λίγο αστεία, λίγο άσχημη αλλά σίγουρα, πολύ ξεκάθαρα διαφορική. Ο συνδυασμός, η αλληλεπίδραση των δύο στοιχείων, παρά τη σχηματοποίηση που γίνεται κινεί συνεχώς το βλέμμα από τον ένα στον άλλο παράδοξο συνδυασμό και συγκατοίκηση, όπως περίπου συμβαίνει και με το αστικό τοπίο της πόλης.



177

Cloud House, Ανδρέας Αγγελιδάκης ιδιωτικό, έρευνα, 2004-2008

Το Cloud House αποτελεί ένα πολύ ιδιαίτερο παράδειγμα στο εσωτερικό της διαφορικής κατάφασης. Σχεδιάζεται μαζί με μια σειρά «αρχιτεκτονημάτων» από τον αρχιτέκτονα και αποτελούν προσωπικές προβληματοθεσίες που όπως κι αυτή «τεστάρουν» αρκετά τα όρια των ερωτημάτων τους. Αφορμή για το σχεδιασμό του είναι η αυθαίρετη παραθεριστική κατοικία. Τα «ντομινό» που κατασκευάζονταν γρήγορα και παράνομα για να πληρωθούν πολύ αργότερα και σταδιακά, προσέδιδαν τελικά, όπως λέει ο Αγγελιδάκης, περισσότερο μια έννοια «κατοίκισης ενός βράχου». Η κατοίκιση άρχιζε με κάποια νάυλον, όπως αναφέρεται, για να προχωρήσει σε πιο σταθερές κατασκευές. Έτσι, κατασκευάζεται εδώ ένα σύννεφο, με τη λογική μιας σπηλιάς, μιας κοιλότητας στο οποίο σταδιακά προστίθενται κλειστοί χώροι. Η ιδιαιτερότητά του φαίνεται ήδη από την αναπαράστασή του, αυτό το τόσο πραγματικό θέμα, γίνεται με έναν τελείως εικονικό (όχι εικονολογικό) τρόπο, ενώ το όλο σχέδιο προσπαθεί να προσομοιώσει αυτή τη μορφή κατοίκησης. Ουσιαστικά, δεν σχολιάζεται η κατοίκιση αυτή, ούτε κρίνεται, τοποθετείται απλώς, παρατίθεται. Η πρόθεση έγκειται πέρα από την άποψη που έχουμε γι’ αυτά τα κτίρια, στην σχέση τους ως πολιτισμικά φαινόμενα με το παρόν. Στο κείμενο της παρουσίασης, αναφέρεται πολύ απλά ότι το σχήμα του σύννεφου απλώς βρέθηκε στο διαδίκτυο, ενώ αναλύεται περισσότερο η διαδικασία κατοίκισης αυτών των «ντομινό», παρά η ανάλυση του «κτιρίου». Η διαφορικότητα, εδώ, επιστρέφει το ερώτημα πίσω στον ίδιο το σχεδιαστή. Ο επανασχεδιασμός αυτής της κατοίκισης γίνεται με ψηφιακό τρόπο, αλλά ποια μορφή θα μπει σε μια ψηφιακή επαναπροσέγγιση του ντομινο; Σαν σκελετό του διαδικτυακού κόσμου, όμοια με το πως συγκροτούν τα ντομινό την αφανή δομή όλης της Ελλάδας, επιλέγεται ένα γραφιστικό σχήμα, άκρως ψηφιακό, αφήνοντας τη σύγχρονη ψηφιακή ζωή, δομημένη -κατ’ αντιστοιχία- σε γραφιστικές απεικονίσεις έναντι των μπετονένιων σκελετών μιας παλιάς-πραγματικής ζωής. Προκαλούμαστε σε αυτή τη περίπτωση να σκεφτούμε όχι την αξία ή την αισθητική αυτών των κτισμάτων, αλλά μάλλον ένα τρόπο εποίκισης που φαίνεται να επιβιώνει.



179

30% περισσότερη Ακρόπολη, Βαγγέλης Κοτσιώρης διαγωνισμός, 3ο βραβείο, 2008

Ο Βαγγέλης Κοτσιώρης δεν αποτελεί μέλος της ομαδοποίησης που γίνεται εδώ. Η πρότασή του όμως για τον διαγωνισμό των πίσω όψεων της Δ.Αρεοπαγίτου, αποτελεί έξοχο δείγμα της αρχιτεκτονικής που εξετάζουμε και δεν μπορέσαμε έτσι να της “αντισταθούμε”. Η πρόταση ουσιαστικά προτείνει μια οθόνη στο μέγεθος των πολυκατοικιών η οποία θα δείχνει σε live χρόνο αυτό που υπάρχει πίσω από τις πολυκατοικίες, ουσιαστικά καμουφλάροντάς τες. Τα στοιχεία μιας διαφορικής κατάφασης είναι εμφανή από τη παραπάνω περιγραφή, πολύ περισσότερο όμως αν κάποιος κοιτάξει με μια ματιά την παρουσίαση. Ουσιαστικά, κατασκευάζει ένα άρθρο το οποίο εξυμνεί υπερβολικά με τη μορφή είδησης την ανακούφιση και τη λύτρωση που αυτή η οθόνη έφερε στο πρόβλημα. Η στάση του αρχιτέκτονα αποκαλύπτεται πολύ εύκολα από τις δηλώσεις στο εσωτερικό της «είδησης» όπου τουρίστες μιλάνε για «Θαύμα!», ο υπουργός πολιτισμού για σώσιμο από την «ασχήμια» και ο αρχιεπίσκοπος για «εφιάλτη» που τελείωσε. Η λύση λοιπόν μπαίνοντας μέσα στο πλαίσιο μιας απάντησης, επιστρέφει τελικά στο αρχικό ερώτημα: αν οι πίσω όψεις είναι όντως πρόβλημα. Η υπερβολή και η γελοιοποίηση μέσω των «δηλώσεων» υποδηλώνει ξεκάθαρα την αντίθεση του δημιουργού στο αρχικό ερώτημα του διαγωνισμού. Αυτό όμως που κάνει καλύτερα αυτή η λύση, είναι η ολοκληρωτική επίλυση του προβλήματος που τίθεται με το πιο καταφατικό τρόπο απάντησης στο ερώτημα. Ιδιαίτερα όταν το ερώτημα έβαζε στον ίδιο τίτλο τις λέξεις «αντιμετώπιση» για τις πίσω όψεις και «διατηρητέων» για τα κτίρια. Η διακριτική υποσημείωση του «διατηρητέου» εξευγένιζε το αρχικό «αντιμετώπιση» ώστε σίγουρα να μην υπονοείται η κατεδάφιση. Άρα λοιπόν, χωρίς να γκρεμίζει η πρόταση, αποκαθιστά όλη τη θέα και κρύβει τις πίσω όψεις. Ό,τι ζητείται, επιλύεται. Παρ’ όλη όμως την καταφατική συγκρότηση της απάντησης, δημιουργείται μια αμήχανη στάση, ένα ξάφνιασμα για το αν όντως εννοείται ή/και υποστηρίζεται η κάλυψη των κτιρίων με μια οθόνη και μια διακριτική ευφορία από την αφέλεια αλλά και την «εικονική» πιστότητα απέναντι στο ερώτημα. Για τη συγκεκριμένη λύση, που θεωρούμε εξίσου πραγματοποιήσιμη μέσω αυτής της ανάλυσης, θα μπορούσαμε ίσως μία τουλάχιστον φορά αλλά αρκετά σίγουρα, να μιλήσουμε για «τρόλ Αρχιτεκτονική».





ΕΠΙΛΟΓΟΣ

183

Επίλογος Κλείνοντας αυτήν την επισκόπηση και μαζί αυτή τη διάλεξη θα θέλαμε καταληκτικά να αναφερθούμε σε μια ιδιαίτερη κατηγορία σχεδίων που κατά καιρούς εμφανίζονται και αποτελούν για πολλούς αρχιτέκτονες σημαντική πρόκληση. Πρόκειται για τα ουτοπικά/φαντασιακά σχέδια, για αυτά που συχνά απεικονίζουν ένα φωτεινό ή σκοτεινό μέλλον μιας πιο γενικής αρχιτεκτονικής ιδέας και που πολύ συχνά οι αρχιτέκτονες μπαίνουν στον πειρασμό να καταστρώσουν. Σχέδια μεγαπόλεων και υπερταχείων μεταφορών˙ σχέδια πιο γραφικά με μικρότερη κλίμακα, με ένα ποτάμι και μια γέφυρα˙ σχέδια που εξαπλώνονται επ’ άπειρο προς τον ουρανό ή τον ορίζοντα˙ σχέδια χωρίς γρήγορες κινήσεις, με πεζούς, ποδήλατα, τραμ και πολύ πράσινο˙ σχέδια με πόλεις αναρτημένες σε καλώδια και σπίτια από κάψουλες. Το βασικό πρόβλημα όμως των ουτοπιών -και αυτό φαίνεται από το πόσο πολύ έχουν αλλάξει μαζί με τις ιδέες τους-, είναι ότι καθώς τις κοιτάζουμε άμεσα για πρώτη φορά ή με μια σχετική απόσταση μέσα από το παρελθόν τους, βλέπουμε να κοινοποιείται μια προσωπική φαντασίωση. Όσο δημοφιλής κι αν είναι αυτή, το υποκειμενικό και χρονικό της στοιχείο συγκρούεται κάθε φορά με το θεατή, ταλαντεύοντας τα σχέδια από στην ουτοπία και στη δυστοπία. Το πιο αποκαλυπτικό στοιχείο αυτών των σχεδίων είναι ότι όσο βέβαιοι κι αν νιώθουμε -είτε ως επικριτές είτε ως υποστηρικτές- για την κρίση τους, αυτά συνεχίζουν να ταλαντεύονται όντας μάλλον τα πιο υποκειμενικά σχέδια των αρχιτεκτόνων. Εκεί που κάποιος βλέπει την φαντασίωση άλλος βλέπει την καταστροφή˙ και σήμερα που δεν υπάρχουν ισχυρές φαντασιώσεις κάποιος βλέπει το ωραίο ή το βιώσιμο και κάποιος το άσχημο ή το αποπνικτικό.


*Πρέπει ωστόσο να τονίσουμε και μια άλλη διαστάση της φανταστικής αρχιτεκτονικής: την κατάργηση του αποδέκτη ή, ακόμα καλύτερα την ταύτιση του άλλοτε με την αφηρημένη ενότητα της κοινωνίας στο σύνολο της. Για να προσθέσουμε ευγλωττία στην κατεύθυνση αυτή θα προσφύγουμε στα λόγια του περίφημου Γάλλου «επαναστάτη» αρχιτέκτονα Etienne- Louis Boullée: « Ω! ποσό προτιμότερη είναι η τύχη των ζωγράφων και των λογοτεχνών! Ελευθεροί και χωρίς καμιά μορφή εξάρτησης μπορούν να επιλέγουν τα θέματα τους και να ακολουθούν την ώθηση της διανοίας τους. Η φήμη τους εξαρτάται μονό από τους ίδιους … Καμία ανθρώπινη δύναμη δεν μπορεί να εμποδίσει την ανάπτυξη της … Άλλα όλες αυτές οι ανεκτίμητες χάρες και τα πολύτιμα προνόμια στερούνται από τον νέο αρχιτέκτονα, που αναγκάζεται να ενταφιάσει το ταλέντο του, να το θυσιάσει, για να αποκτήσει την εκτίμηση των κρατούντων και, χάρη στο ενδιαφέρον τους, να μπορέσει αργότερα, ίσως, να το καλλιεργήσει». Με το ίδιο πνεύμα, κατηγορεί τους ιδιώτες που θέλουν να οικοδομήσουν, ότι θέτουν υπό δοκιμασία την υπομονή του αρχιτέκτονα, με τις ιδιοτροπίες και με τις επιθυμίες τους, άλλα και τα δημοσία πρόσωπα, όταν αναθέτουν το σχεδιασμό δημοσίων κτίριων και μνημείων. Κατά τη γνώμη του, ο αρχιτέκτονας που τίθεται στην υπηρεσία τους θα πρέπει να απαρνηθεί τις ωραίες ιδέες του. Και όσο περισσότερο είναι ικανός, τόσο πιο δύσκολα γίνεται κατανοητός από τους εργοδότες του. Παναγιώτης Τουρνικιώτης, Η Αρχιτεκτονική Στη Σύγχρονη Εποχή (2006), Αθήνα: Futura,σ. 145


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

185

Σε κάθε περίπτωση, τα σχέδια αυτά είναι σχέδια μεγεθύνσεων. Μέσα τους οι αρχές του σχεδιασμού κατακτούν τη μέγιστη κλίμακά τους, ο φυσικός χώρος χάνει την πραγματική του ποικιλία και εμφανίζεται λείος και απέραντος ή έχει μικρά λοφάκια και μικρές λίμνες, τα κτίρια εμφανίζουν μικρότερη ή μεγαλύτερη ποικιλία αλλά όλα είναι στον ίδιο «ρυθμό». Τα ουτοπικά σχέδια έχουν για πελάτη τον ίδιο το δημιουργό τους κι έτσι η τελειότητά τους δεν είναι μια τελειότητα απεικόνισης αλλά μια τελειότητα προσωπική και λυτρωτική. Σύμφωνα με τον Boullee (κείμενο μεταφρασμένο από τον Tουρνικιώτη, στο «σύγχρονη αρχιτεκτονική»)* αυτή η περίπτωση αυτό-εργοδοσίας στη δημιουργική διαδικασία είναι που επιτρέπει στους καλλιτέχνες -και στους αρχιτέκτονες- να μπορούν ελεύθερα να ακολουθούν την ώθηση της διάνοιάς τους και να αποδεσμευτούν από τις ιδιοτροπίες και τις επιθυμίες των άλλων. Όλη αυτή η επιμονή με την «αυτεπιστασία» των ουτοπικών σχεδίων θέλει να προκαλέσει, κάπου εδώ, την παρουσίαση μερικών τελευταίων σχεδίων σε μια ενιαία ενότητα. Από την παραπάνω ομάδα οι Point Supreme έχουν προτείνει κάποια σχέδια πιο συνολικά για την Αθήνα που θα μπορούσαμε παρά τον αυτόνομο χαρακτήρα τους να τα συγκεντρώσουμε σε μια μικρή ομάδα φαντασιακών αποτυπώσεων της Αθήνας. Πρόκειται για οκτώ προτάσεις γύρω από την Αθήνα, που αποβλέπουν σε ριζικές -θα έλεγε κανείς- αλλαγές και οι περισσότερες δεν αποτελούν μέρος κάποιου διαγωνισμού αλλά αναγράφονται ως “self-commissioned”. Πρόκειται λίγο πολύ για σχέδια ουτοπικά. Πρόκειται για την κατάστρωση μιας ουτοπίας όμως˙ λίγο διαφορετικής. Παρά τον ενθουσιώδη τρόπο που τα απευθύνουν οι σχεδιαστές τους, το περιεχόμενό τους ενέχει έναν πυρήνα φτιαγμένο από γνώριμα και κοινά μεγεθυμένα όνειρα, που όπως υποψιαζόμαστε και πάλι πρόκειται για μία στάση που κλείνει ελαφρώς το μάτι σε αυτά τα όνειρα. Αυτά τα σχέδια είναι φτιαγμένα από τις επιθυμίες των άλλων ή καλύτερα κάποια στερεότυπα που όλοι έχουμε κατά καιρούς ονειρευτεί. Σχέδια που αναλαμβάνουν να θέσουν σε εφαρμογή τους πιο μεγάλους πόθους του αθηναϊκού συλλογικού υποσυνείδητου. Μια ουτοπία φτιαγ-


*Η σύγχρονη ελληνική πόλη δεν σχεδιάζεται, θεωρητικοποιείται ή αναπαρίσταται πια. Αυτό που παραμένει αναγνωρίσιμο και τις προσδίδει ταυτότητα είναι τα ιστορικα και τοπογραφικά στοιχεία με τα οποία αυτή συσχετίστηκε εξαρχής. Η σύγχρονη ελληνική πόλη εξακολουθεί να αναπαρίσταται και να χαρακτηρίζεται από ό,τι προϋπήρχε εξαρχης. Οι « Προτάσεις για την Αθηνά» των αρχιτεκτόνων Point Supreme επιστρέφουν στην αρχιτεκτονική τον χαμένο ρόλο της πολίτικης πρωτοβουλίας και αναγκάζουν τους πολίτες να αντιμετωπίσουν αυτό που τους αποκρύπτεται: εναλλακτικές επιλύσεις, χωρικές έννοιες, σενάρια για το μέλλον που μεταμορφώνουν την πόλη τους. Πάνος Δραγώνας-Άννα Σκιαδά(επιμ.), Made In Athens (2012), Αθήνα: Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ένεργειας και Κλιματικής Αλλαγής,σ.200

Athens As An Island-Point Supreme


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

187

μένη, όχι από το εγώ των δημιουργών της αλλά από το εσείς του κοινού της. Αν συχνά γκρινιάζουμε για το πράσινο, το Athens Heaven αποκαθιστά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ανά κάτοικο• αν νοσταλγούμε τις κυκλαδίτικες καλοκαιρινές μας εκδρομές, τότε το Athens as an Island κάνει την Αθήνα ένα τέτοιο νησί˙ αν παρά την απόσταση νιώθουμε τη θάλασσα μακριά από την πόλη, τότε το Square Pool φτιάχνει μια πισίνα στη Πανεπιστημίου, όπως περίπου συμπληρώνει ο κάθε τίτλος. Μια τελευταία φορά που αναφέρουμε τη λέξη διαφορικότητα -πριν γίνει πολύ κουραστική- είναι σε αυτή τη περίπτωση που οι αρχιτέκτονες μας δίνουν απλόχερα αυτό που τόσο πολύ ζητάμε σαν κάτοικοι της Αθήνας. Επιβεβαιώνοντας παράλληλα πόσο επικίνδυνο ή λυτρωτικό είναι να κάνει κανείς βουλιμικές ευχές, καθώς υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να πραγματοποιηθούν. Μια στάση που λέει αν είναι να αλλάξουμε πράγματα σε αυτή τη πόλη, ας το κάνουμε κυριολεκτικά αυτή τη φορά... κι ας δούμε τι ακριβώς τελικά είναι αυτό που ζητάμε*. Αλλά αυτό που διακρίνει αυτή την αρχιτεκτονική που τόσο αδρά υποστηρίζεται εδώ, δεν είναι ούτε ο ηρωικός της χαρακτήρας ούτε η εξαιρετική της ευρηματικότητα. Αυτό που τίθεται εδώ, πιο συνολικά ίσως, είναι ένα θέμα γλώσσας. Αυτό που διακυβεύεται περισσότερο μέσα από το συνεχή διαχωρισμό μεταξύ οθόνης και πραγματικότητας είναι η γλώσσα η ίδια. Αυτό που προσφέρει τελικά καλύτερα αυτή η αρχιτεκτονική, είναι η ευκαιρία να ακούσουμε καθαρά τις λέξεις που προφέρουμε, πριν τις πληκτρολογήσουμε, τις κάνουμε σχέδιο ή τις εκφέρουμε αστραπιαία μέσα από τα τόσα δίκτυα που μας διαπερνάνε. Το τρόλ έτσι δεν είναι μόνο ένα φαινόμενο αμφισβήτησης ή μια ένδειξη δυσανασχέτησης, είναι μάλλον μια υπόδειξη πως έχουμε υπερβεί σημαντικά την ταχύτητα με την οποία μιλάμε. Έχουμε υπερβεί την ταχύτητα που


Kotzia Square

Point Supreme

Square Pool (Antonis Tritsis Square)


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

189

επιβάλλει η σκέψη και έχουμε ενδώσει σε αυτήν που επιβάλλει η ποσότητα των ανοιχτών καρτελών και των παράλληλων κειμένων. Κάτι αντίστοιχο προσφέρει λοιπόν κι αυτός ο τρόπος του να σχεδιάζει κανείς, μια κόκκινη ένδειξη υπέρβασης κάποιας ταχύτητας με την οποία αποκρινόμαστε σε προβλήματα και σχέδια. Κι ακόμα μια ένδειξη υπέρβασης στο λόγο μας, υπέρβασης στον αριθμό βεβαιοτήτων που χωράει. Αλλά πάλι ο σκοπός αυτής της διάλεξης δεν είναι τα γλωσσικά ζητήματα.Αυτό που τουλάχιστον αρχικά σχεδιάζαμε ήταν το υποθετικό κάλεσμα ή καλύτερα μια διοργάνωση μιας υποθετικής έκθεσης υπό τον τίτλο Athens 5, που όμως τελικά κατέληξε σε κάτι σαν Athens 3.1. Αρχικά, και με αφορμή τους Point Supreme επιχειρήσαμε να εντοπίσουμε μια ομαδοποίηση αριτεκτόνων υπό τον όρο διαφορική κατάφαση. Δεδομένης της μή ύπαρξης αντίστοιχης ομαδοποίησης, ξεκινήσαμε μια διαδικασία ιχνηλάτησης των αντίστοιχων αρχιτεκτόνων χωρίς κάποια δυνατότητα για «φιλτράρισμα» σχεδόν διαισθητικά. Με το φαινόμενο να βρίσκεται συνεχώς υπό ορισμό αρχιτέκτονες έρχονταν και παρέρχονταν για να σταθεροποιηθούν -μετά την εγκατάλειψη μιας εμμονής με το νούμερο πέντε- στη σημερινή τους εκδοχή. Με την μεγάλη φιλοδοξία να σκιαγραφήσουμε μια επερχόμενη μεταβατική περίοδο από μια κρίση του νοήματος σε μια τουλάχιστον αναμονή του, με κρίσιμο σημείο την εμφάνιση του τρόλ, θέλαμε να σκηνοθετήσουμε μια φανταστική επανάληψη του New York Five σηματοδοτώντας μια αντίστοιχη αλλά αντίθετη μετάβαση. Αν το New York Five εγκαινίασε μια εποχή διάχυσης και χαλάρωσης του νοήματος, το Athens Five φιλοδοξούσε να σηματοδοτήσει την αρχή του τέλους αυτής της περιόδου, αλλά μάλλον υπερέβαλε αρκετά ως προσχέδιο. Τελικά μπορούμε σήμερα να μιλάμε όχι για ένα 5 αλλά για ένα Athens 3.1. Αλλά πάλι είμαστε αρκετά επιφυλακτικοί για το πόσο μπορεί κανείς να προδιαγράφει μεταβάσεις από το τόσο μικρό φοιτητικό του βήμα. Κάτι για το οποίο είμαστε πιο σίγουροι όμως είναι η επιθυμία να συγκροτήσουμε έστω


Athens By Hills

Point Supreme

Athens Heaven


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

191

και κάπως πρόχειρα λόγω των θεωρητικών μας δυνάμεων μια έκθεση διαφορετική. Ακόμα κι αν το κάλεσμά μας εδώ δεν είναι το καλύτερο, τουλάχιστον προσπαθήσαμε να φτιάξουμε μια ομαδοποίηση μακριά από τις περισσότερες πραγματολογικές που γίνονται τα τελευταία χρόνια. Εκθέσεις που οργανώνονται ανά ηλικίες, χρονιές, ενδεχομένως και ανά αρχικά ονομάτων στο μέλλον. Ας έχουμε εδω, αν όχι τη συγκρότηση μιας κίνησης ή μιας γλώσσας, τουλάχιστον την ειλικρινή παρουσίαση ενός απερίφραστου συνειρμού. «Όταν λέμε “καθαρός διαφορικός παλμός” έχουμε την εντύπωση ότι βλέπουμε να αφανίζεται κάθε ταυτότητα, κάθε παρουσία, κάθε πληρότητα, κάθε περιεχόμενο. Δεν έχουμε πια να κάνουμε με τίποτα άλλο παρά με ένα σύστημα σχέσεων που πάλλεται ή που τραγουδά. Θα οδηγούμαστε έτσι στη ματαίωση ή στην έλλειψη. Ωστόσο, δε φαντάζομαι πώς ήταν νοητή μια ηδονή ( εδώ ας μη μιλάμε πια μονό για επιθυμία άλλα για ηδονή), που δεν θα είχε τη μορφή αυτής της καθαρής διαφοράς˙ μια ηδονή που θα ήταν απόλαυση μιας πληρότητας χωρίς παλμό, χωρίς διαφορά, μου φαίνεται ότι είναι ταυτόχρονα ο μύθος της μεταφυσικής και ο θάνατος. Εάν υπάρχει κάτι που μπορεί να ονομάζεται ζώσα ηδονή ή ζωή, αυτό δεν μπορεί να δίνεται πάρα σε αυτή τη μορφή της οδυνηρής ηδονής, που είναι η ηδονή του διαφορικού παλμού.» Jacques Derrida, Συνομιλίες (1992), επιμ. Μιχάλης Καραχάλιος, Αθήνα: Πλέθρον (1995), σ.16-17



Βιβλιογραφία Βιβλία Badiou Alain, Από Το Είναι Στο Συμβάν , επιμ. Δημήτρης Βεργέτης, Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη (2009) Baudrillard Jean, Ρέκβιεμ Για Τα Μέσα Επικοινωνίας (1980), μτφρ. Άρης Μαραγκόπουλος, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος (1993) Baudrillard Jean, Power Inferno (2002), μτφρ. Φώτης Σιάτιτσας, Αθήνα: Κριτική (2005) Baudrillard Jean, H Έκσταση Της Επικοινωνίας (1987), μτφρ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Αθήνα: Εκδόσεις Καρδαμίτσα (1991) Baudrillard Jean, The System Of Objects, από Jean Baudrillard-Selected Writings, επιλογή Mark Poster μτφρ. συλλογική, Καλιφόρνια : Stanford University Press (2001) Baudrillard Jean/ Nouvel Jean, Τα Μοναδικά Αντικείμενα. Αρχιτεκτονική Και Φιλοσοφία (2000), μτφρ. Νίκος Ηλιάδης, Αθήνα: Futura (2005) Benjamin Walter, Μονόδρομος (1928), επιμ. Γιώργος Σαγκριώτης, Αθήνα: Εκδόσεις Άγρα (2004) Derrida Jacques, Η Έννοια Του Αρχείου (1995), μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Αθήνα: Εκρρεμές (1996) Derrida Jacques, Συνομιλίες (1992), επιμ. Μιχάλης Καραχάλιος, Αθήνα: Πλέθρον (1995) Foucault Michel, H Τάξη Του Λόγου (1971), μτφρ. Μηνάς Χριστίδης, Αθήνα:Ηριδανός (1990) Grassi Giorgio, Κείμενα Για Την Αρχιτεκτονική (1998), επιλογή-μτφρ. Κωνσταντίνος Πάτεστος, Αθήνα: Εκδόσεις Καστανιώτη


Jenks Charles, The Language Of Post-Modern Arcitecture (1977), Λονδίνο: Academy Editions Krappitz Stefan, Η Επέλαση Των Τρολ (2012), μτφρ. Μαρία Παππά, Αθήνα: Τοποβόρος (2013) Leach Neil, Camouflage (2006), Μασαχουσέτη: The MIT Press Lipovetsky Gilles, Η Εποχή Του Κενού (1983), μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Θεσσαλονίκη: Νησίδες (2003) Lyotard Jean-Francois, H Μεταμοντέρνα Κατάσταση (1979), μτφρ. Κωστής Παπαγιώργης, Αθήνα: Γνώση (2008) Manovich Lev, The Language Of New Media (2001), Μασαχουσέτη: The MIT Press Virilio Paul, Η Πληροφορική Βόμβα (1998), μτφρ. Βασίλης Τομανάς, Θεσσαλονίκη: Νησίδες (2000) Δραγώνας Πάνος/ Σκιαδά Άννα (επιμ.), Made In Athens (2012), Αθήνα: Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ένεργειας και Κλιματικής Αλλαγής Ντάφλος Κώστας/ Καλμπάρη Χριστίνα (επιμ.), Η Μετάβαση Της Αθήνας (2005), Αθήνας: Futura Τουρνικιώτης Παναγιώτης, Η Αρχιτεκτονική Στη Σύγχρονη Εποχή (2006), Αθήνα: Futura Debord Guy, Η Κοινωνία Του Θεάματος (1967), μτφρ. Πάνος Τσαχαγέας/ Νίκος Αλεξίου, Αθήνα: Ελεύθερος Τύπος (1986)


Άρθρα Eisenman Peter, The End Of The Classical: The End Of The Beginning, The End Of The End (1984), Perspecta, Κονέκτικατ: Yale School Of Architecture Harnad Stevan, Sky-Writing, Or, When Man First Met Troll (2011), The Atlantic, www.theatlantic.com, ημερομηνία ανάκτησης: 01/02/2016 Manovich Lev, On Totalitarian Interactivity (1996), www. manovich.net, ημερομηνία ανάκτησης: 01/02/2016 Manovich Lev, The Practice Of Everyday (Media) Life (2008), www.manovich.net, ημερομηνία ανάκτησης: 01/02/2016 Manjoo Farhad, Stop Calling Me a Troll (2012), Slate, www. slate.com, ημερομηνία ανάκτησης: 01/02/2016 Castella Tom & Brown Virginia, Trolling: Who does it and why? (2011), BBC, www.bbc.com, ημερομηνία ανάκτησης: 01/02/2016 Το Κουλούρι,Συνελήφθη σπείρα που έκοβε στη μέση χαρτί κουζίνας και το πωλούσε ως χαρτί υγείας (2015), www.tokoulouri.com, ημερομηνία ανάκτησης: 01/02/2016

Ιστότοποι Wikipedia, www.wikipedia.org 4chan, www.4chan.org Encyclopedia Dramatica, www.encyclopediadramatica.se





Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.