Χρονικό αποτίμησης της παρουσίας των κέντρων πρόληψης (1)

Page 1

Χρονικό αποτίμησης της παρουσίας των κέντρων Πρόληψης Α. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ Η ίδρυση των Κέντρων Πρόληψης της Χρήσης Εξαρτησιογόνων Ουσιών και Προαγωγής της Ψυχοκοινωνικής Υγείας (Κ.Π.) στα μέσα της δεκαετίας του 1990 είναι αποτέλεσμα τριών κυρίως παραγόντων: 1. Η ραγδαία αύξηση της χρήσης ουσιών στις νεαρές ηλικίες από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 κινητοποιεί τις τοπικές κοινωνίες και ξεκινούν με πρωτοβουλίες από την Τ.Α., αλλά και άλλους φορείς να ιδρύονται διάφορα «σχήματα» για παρεμβάσεις πρόληψης στην τοπική κοινότητα. 2. Η προώθηση και στην Ελλάδα από σημαντικούς διακρατικούς θεσμούς (π.χ. Συμβούλιο της Ευρώπης, Π.Ο.Υ. κλπ ) και η καταρχήν αποδοχή από μεγάλο τμήμα της επιστημονικής κοινότητας της αντίληψης ότι πρόληψη της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθεί αλλιώς, παρά ως τμήμα μιας ευρύτερης στρατηγικής προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας του πληθυσμού και παρέμβασης στην διαδικασία κοινωνικοποίησης των νέων (http://www.ektepn.gr/Documents/PDF/EGXEIRIDIOfiNaL.pdf). 3. Η ίδρυση του ΟΚΑΝΑ το 1995 και ο σχεδιασμός του για ίδρυση κέντρων Πρόληψης σε όλη την Ελλάδα (Με «έκρηξη» ίδρυσης Κ.Π ανάμεσα στο 1998 και 2001). Πρέπει να σημειωθεί ότι η αρχική δομή του οποίου προϋπέθετε ότι θα λειτουργεί ως στρατηγικός οργανισμός που θα εποπτεύει και θα κατευθύνει άλλους οργανισμούς. Αργότερα η ανάγκη ίδρυσης μονάδων υποκατάστασης και η δυσκολία να λειτουργήσουν αυτές τόσο εντός του ΚΕΘΕΑ, όσο και εντός του ΕΣΥ, μετέτρεψαν τον οργανισμό από «στρατηγικό σχεδιαστή» σε οργανισμό και εφαρμογών κυρίως προς μία κατεύθυνση. Γιατί αναφερόμαστε σε αυτούς τους 3 παράγοντες ; Γιατί είναι σημαντικοί για να κατανοήσουμε το ότι οι αρχικά «καλοί σκοποί», μέσα σε ένα πλαίσιο «δυσκολιών» της Ελληνικής Κοινωνίας και Πολιτείας, οδήγησαν σε πολλές δυσλειτουργιών αλλά και οικονομικών και θεσμικών υστερήσεων των Κ.Π. Β. Ο ΠΑΡΑΓΟΝΤΑΣ ΤΟΠΙΚΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΕΣ Όταν ξεκίνησε το πρόγραμμα των Κέντρων Πρόληψης του ΟΚΑΝΑ, θεωρήθηκε ότι η μορφή της μη κερδοσκοπικής Εταιρείας, που ήδη λειτουργούσε «πιλοτικά» σε Κ.Π. που ιδρύθηκαν από τοπικές κοινότητες, θα ήταν ένα «ευέλικτο σχήμα» για την γρήγορη επέκταση του θεσμού, ανά την επικράτεια και όντως σε μερικά μόλις χρόνια τα Κέντρα όχι μόνο υπήρξαν στα χαρτιά, αλλά παρήγαγαν σημαντικό έργο. Ωστόσο, το «ευέλικτο σχήμα» χρησιμοποιήθηκε και για εμφανιστούν επικοινωνιακά αποτελέσματα. Το αρχικό πλάνο για 50% χρηματοδότηση του Υπουργείου Υγείας μέσω του ΟΚΑΝΑ και 50% χρηματοδότηση μέσω εισφορών τοπικών φορέων (Αυτοδιοίκηση κ.α.), είχε ως αποτέλεσμα σε δήμους ή νομαρχίες όπου υπήρχε ένα σημαντικό ενδιαφέρον και στο εταιρικό σχήμα μπήκαν πολλοί φορείς με σημαντικές χρηματικές εισφορές να υπάρξει ένας αρχικός προϋπολογισμός από το οποίο μπορούσαν


να προσληφθούν αρκετά στελέχη που θα μπορούσαν σχετικά ικανοποιημένα από την επαγγελματική τους θέση να δώσουν τον εαυτό τους στις παρεμβάσεις, να εκπαιδευτούν και να έχουν σωστές υποδομές, αλλά σε άλλους τόπους όπου τα Κ.Π. ιδρύθηκαν εν’ όψει τοπικών εκλογών, χωρίς οι τοπικοί παράγοντες να ξέρουν τι ακριβώς κάνουν, αλλά για να εμφανίσουν στα χαρτιά ένα έργο και η κυβέρνηση να μεγαλώσει τον κατάλογο, τα Κέντρα Πρόληψης ξεκίνησαν με λίγα κακοπληρωμένα στελέχη που έβλεπαν την δουλειά τους ως προσωρινή, γιατί εκτός των οικονομικών δυσκολιών συνεργάζονταν με τοπικούς παράγοντες που έβλεπαν το κ.π. ως μια ευκαιριακή δομή. Σημαντική λεπτομέρεια: Ακόμα και σήμερα, παρά τις διαχρονικές διορθωτικές παρεμβάσεις, ο ετήσιος προϋπολογισμός των Κ.Π. έχει σχέση με εκείνον τον αρχικό προϋπολογισμό που βολουνταριστικά ή ευκαιριακά καταρτίστηκε. Μπορεί το υπουργείο Εσωτερικών μέσω των ΚΑΠ να ανέλαβε να χρηματοδοτεί το 50% των Δήμων, αλλά αυτή η χρηματοδότηση βασίζεται εν πολλοίς σε εκείνο τον αρχικό σχεδιασμό Είναι αλήθεια ότι τα Κέντρα Πρόληψης «στήθηκαν» ως καινοτομία στον χώρο των υπηρεσιών υγείας, με την έννοια ότι ο τελικός αποδέκτης των υπηρεσιών τους, ο γονιός, ο εκπαιδευτικός, ο νέος, ο πολίτης της τοπικής κοινότητας θα είχε λόγο στην διοίκησή τους. Η ενεργοποίηση των «τοπικών κοινωνιών» θεωρήθηκε σημαντικό εργαλείο για να πετύχει η κοινωνική παρέμβαση. Και όντως η διασύνδεση μέσω των τοπικών φορέων με αυτόν τον τρόπο είχε ως αποτέλεσμα τα Κέντρα πρόληψης να γίνουν η κατεξοχήν δομή στον χώρο των Κοινωνικών Υπηρεσιών που ψάχνουν και ενεργοποιούν αυτές τον «πελάτη», γεγονός που εξηγεί και την έκρηξη των αιτημάτων των τοπικών κοινωνιών προς αυτά, μετά από μια αρχική περίοδο γνωριμίας, αιτήματα τα οποία αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο μετά το 2011, λόγω της κρίσης. Ωστόσο, κανείς δεν πρέπει να ξεχνά το «πολιτικά μεταπρατικό» τμήμα των τοπικών κοινωνιών, αυτών που είδε τα Κέντρα Πρόληψης ως «Κέντρα Πρόσληψης», ή ως ΜΚΟ της Αυτοδιοίκησης, όπου θα μπορούσαν να «γίνονται κάποια πράγματα πιο ευέλικτα». Οι Εργαζόμενοι των Κ.Π. βλέποντας αρχικά ότι αυτές οι επιδιώξεις των τοπικών «πολιτικών μεταπρατών» απειλούσαν το εργασιακό τους μέλλον, κατάλαβαν ότι μια λειτουργική σχέση με την τοπική κοινωνία χτίζεται πάνω στην Ελευθερία και όχι στην Υποτέλεια και απάντησαν σε αυτή την κατάσταση μέσω της ίδρυσης του Σωματείου το 2000, το οποίο ως πρώτη προτεραιότητα έβαλε την αποτροπή των παρεμβάσεων των αιρετών στο επιστημονικό έργο, την πίεση στον ΟΚΑΝΑ να ασκήσει τον εποπτικό του ρόλο, την ενίσχυση τω εργαζομένων ότι δεν είναι μόνοι απέναντι στους εργοδότες. Βέβαια δεν μπορεί παντού τα πράγματα να προχωρήσουν ομοιόμορφα. Πάντως, όταν και όπου η αντίληψη της κοινής πανελλαδικής συλλογικής δράσης λειτούργησε, περιορίστηκαν τα φαινόμενα «των μαγαζιών των δημάρχων».. Πρέπει να σημειωθεί ότι σχεδόν άμεση με την ίδρυση του σωματείου προώθηση της ιδέας ότι η πιλοτική περίοδος τέλειωσε και τα Κ.Π. χρειάζονται ένα Πανελλαδικό θεσμικό σχήμα που θα ενσωματώνει τα καινοτόμα χαρακτηριστικά των δομών, αλλά θα βάζει τέλος στην αβεβαιότητα και τις πολλές ταχύτητες, περιόρισε την όρεξη των τοπικών μεταπρατών της πολιτικής, καθώς το Σωματείο εξελίχθηκε ως μοναδικός πανελλαδικός φορέας που αγωνιζόταν καθημερινά να προασπίσει την κοινωνική τους σημασία , αλλά και να αναδείξει τα προβλήματά τους.


Με τον αγώνα του Σωματείου υπογράφτηκαν οι δυο προγραμματικές συμβάσεις, όπου εκτός της χρηματοδότησης μπήκαν και κάποιοι όροι λειτουργίας ειδικά στην δεύτερη, αναγνωρίστηκε έστω με προβληματικό τρόπο η παρουσία τους στον κώδικα νόμων για τα ναρκωτικά. Μια άλλη δυσκολία εξ’ αιτίας του θεσμικού τους χαρακτήρα ήταν ότι οι άλλες υπηρεσίες της Πολιτείας σε τοπικό επίπεδο αρχικά ήταν πολύ δύσπιστες για την συνεργασία μαζί τους, αφού δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τι ακριβώς είναι «σύλλογος ή υπηρεσία»; Χρειάστηκε πολύς αγώνας για να υπογραφούν μνημόνια συνεργασίας με το Υπουργείο Παιδείας (που μετατράπηκε σε υπουργική απόφαση αργότερα) και Υπουργείο Εθνικής Άμυνας για να διευκολυνθούν οι παρεμβάσεις σε δυο μόνο χώρους, ενώ ρυθμιστικές διατάξεις, έτσι όπως είναι διαρθρωμένη η διοίκηση, χρειάζονται και για τα υπουργεία εργασίας, δικαιοσύνης, προστασίας του πολίτη αλλά και το ίδιο το υπουργείο υγείας. Αυτό ακριβώς το στοιχείο συνέβαλε τα μέγιστα ώστε τα Κ.Π. να μη γίνουν αυτό που θα μπορούσαν με βάση την φιλοσοφία τους και την εκπαίδευση των στελεχών τους. Ένα τοπικό συντονιστικό κέντρο που θα συνεργάζεται, θα ευαισθητοποιεί, θα εκπαιδεύει και θα ενισχύει συμβουλευτικά, όλους τους τοπικούς φορείς στην προαγωγή της ψυχοκοινωνικής υγείας . Γ. Η «ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΓΕΝΟΥΣ ΠΡΟΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΗΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ Το επιστημονικό προσωπικό και η γραμματεία προσλαμβάνεται από τις αστικές εταιρείες. Για το επιστημονικό προσωπικό αρχικά βασικό προσόν είναι το πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης « ανθρωπιστικών ή κοινωνικών σπουδών ή επιστημών υγείας», αλλά σε αυτό που δίνεται σημασία είναι η περαιτέρω ενασχόληση και εμπειρία σε τομείς σχετικούς με το αντικείμενο (π.χ. πιστοποιητικά παρακολούθησης μιας «ψυχοθεραπευτικής» μεθόδου), αλλά και η ήδη παρουσία σε εθελοντική ή περιστασιακή βάση σε δράσης πρόληψης που είχαν ξεκινήσει πρωτοβουλιακά στις τοπικές κοινωνίες. Με βάση αυτό το κριτήριο προσλαμβάνονται εκτός διαδικασιών ΑΣΕΠ Ψυχίατροι, Ψυχολόγοι, Κοινωνιολόγοι, Κοινωνικοί Ανθρωπολόγοι, Κοινωνικοί Λειτουργοί, αλλά και Παιδαγωγοί από διαφόρους κλάδους εκπαιδευτικών

με μεταπτυχιακές σπουδές κοντά στο αντικείμενο της

πρόληψης και της κοινωνικής παρέμβασης, Πολιτικοί Επιστήμονες και Νομικοί με ειδίκευση στην αντιμετώπιση των Ναρκωτικών και άλλοι. Ο ΟΚΑΝΑ

έπειτα (το 2001) θα βάλει λεπτομερείς

προδιαγραφές για την πρόσληψη προσωπικού και τα συγκεκριμένα κριτήρια που θα πρέπει να συνεκτιμούνται, ζητά την παρουσία του επιστημονικού υπευθύνου του Κέντρου στην Επιτροπή Κρίσης και δυνητικά την παρουσία δικού του στελέχους, θέτει το τελικό αποτέλεσμα υπό την έγκρισή του και θα περιορίσει το ποσοστό των άλλων επιστημόνων πλην Ψυχιάτρων, Ψυχολόγων, Κοινωνιολόγων, Κοινωνικών Ανθρωπολόγων, Κοινωνικών Λειτουργών στο 25% του προσωπικού κάθε Κ.Π. Με απόφασή


του το ΑΣΕΠ, θα θεωρήσει ότι το προσωπικό των Κ.Π. ακολουθεί τους κανόνες για την πρόσληψη του ειδικού προσωπικού των άλλων δομών αντιμετώπισης των Ναρκωτικών, δηλαδή εκτός διαδικασιών του.

Μεγάλο θέμα οι πολλές ταχύτητες του προσωπικού τον πρώτο καιρό: Αορίστου Χρόνου,

Ορισμένου χρόνου, Μπλοκάκια, Αποσπασμένοι από άλλες δομές, Πλήρους και Μειωμένου ωραρίου (ακόμα και Επιστημονικοί Υπεύθυνοι). Οι μισθοί ανάλογα με τις σχέσεις ανάμεσα στους εργαζόμενους και την διοίκηση, ή τις συνθήκες πρόσληψης (π.χ. οι μεταφερμένοι από τις άλλες δομές διατήρησαν τις αποδοχές που εγγυούνταν η συλλογική τους σύμβαση). Μεγάλη η «ψαλίδα».

Η μισθοδοσία

κυμαίνονταν το 2004 από 600 - 1500 ευρώ. Όπου τα 1500 τα έπαιρναν 10 άνθρωποι και οι περισσότεροι τα 600 ή κάτι λίγο παραπάνω.. Διαφορά στη μισθοδοσία και στο ίδιο Κέντρο. Υπήρχε Κέντρο όπου η γραμματέας έπαιρνε μισθό μεγαλύτερο από τα επιστημονικά στελέχη, αν και είχαν τα ίδια χρόνια εργασίας. Αυτό οφειλόταν στο ότι δεν υπάρχει ενιαίος εργοδότης για όλους τους εργαζόμενους ώστε να υπογράψει με το Σωματείο Κλαδική Σύμβαση, με αποτέλεσμα οι Εργαζόμενοι να αμείβονται βάσει ατομικών συμβάσεων. Αυτή η κατάσταση με τους αγώνες του Σωματείου σιγάσιγά άλλαξε. Η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 2010 και η διοίκηση του ΟΚΑΝΑ επειδή δεχόταν τεράστιες πιέσεις από τους εργαζόμενους να αλλάξει το θεσμικό των Κ.Π. , όπως είχε υποσχεθεί ο ίδιος ο Γ. Α. Π. προεκλογικά και μετεκλογικά και δεν ήθελε να το κάνει, ενώ φοβόταν την δυναμική του Σωματείου, έδωσε ως «αντάλλαγμα» μιας μορφής ενιαίο μισθολόγιο, το οποίο αν και εφαρμόστηκε με πολλά προβλήματα, διόρθωσε εν πολλοίς αυτή την κατάσταση. Ας σημειωθεί ότι από το 2007 που άρχισαν τα οικονομικά προβλήματα οι περισσότεροι εργαζόμενοι δεν πήραν αύξηση μέχρι το 2010. Η αλήθεια είναι ότι η πρόσληψη του προσωπικού εκτός ΑΣΕΠ και η άμεση εμπλοκή της αυτοδιοίκησης στην πρόσληψη δημιουργεί την αίσθηση σε πολλούς, ειδικά στην αρχή, ότι το προσωπικό είναι «τα παιδιά των δημάρχων και των νομαρχών». Ενδεχομένως σε ορισμένες περιπτώσεις να ήταν έτσι. Αυτό που παρανοείται είναι ότι αρκετοί άνθρωποι που προσλήφθηκαν είχαν ήδη εμπειρία ανάλογων εφαρμογών από τις πιλοτικές εφαρμογές , σε πλείστες άλλες περιπτώσεις ομόφωνα από τα διοικητικά συμβούλια χρησιμοποιήθηκαν στελέχη καταξιωμένα ως συμβασιούχοι σε άλλες κοινωνικές δομές της αυτοδιοίκησης, ή σε εθελοντικές οργανώσεις της περιοχής. Ο χαρακτήρας των Κ. Π. ως «πιλοτικών» δομών, όπου θα εφαρμόζονταν ως «έρευνα δράσης» στο πεδίο οι νέες επιστημονικές αντιλήψεις, άρα και η ανάγκη απελευθέρωσης των δομών αυτών από την γραφειοκρατία και την «πυραμιδική λογική» οδήγησε στο να υπάρχουν αρχικά πολύ λίγες κεντρικές συντεταγμένες. Ο ΟΚΑΝΑ που είχε την ευθύνη διαμόρφωσης της φιλοσοφίας της πρόληψης χρηματοδοτούσε μέχρι και το 2006 ένα δίκτυο εκπαιδευτικών φορέων, οι οποίοι στήριζαν την παραπάνω φιλοσοφία εκπαιδεύοντας τα στελέχη των κέντρων στο νέο «πιλοτικό» εν πολλοίς πεδίο της εφαρμογής προγραμμάτων προαγωγής της ψυχοκοινωνικής υγείας με το μοντέλο της εποπτικής «συνεχιζόμενης


ειδικής επαγγελματικής επιμόρφωσης». Τους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς τους πλήρωνε ο ΟΚΑΝΑ (συνάπτοντας συμβάσεις) ή τα ίδια τα Κ.Π. με την σύμφωνη γνώμη του, προσβλέποντας ότι η πολυτασική και διεπιστημονική εκπαίδευση θα δημιουργήσει μια πλειάδα στελεχών με ανοιχτούς ορίζοντες Η βασική εκπαίδευση και η επιστημονική εποπτεία αφέθηκε βασικά στο ΕΠΙΨΥ, αλλά και ένα πλήθος άλλων φορέων που δημιούργησαν ένα δίκτυο (Εκτός από το ΕΠΙΨΥ εκπαίδευση πρόσφεραν το ΚΕΘΕΑ, 18 Άνω, ΑΚΜΑ, Εργαστήριο Διερεύνησης Ανθρώπινων Σχέσεων, Κέντρο Διαπολιτισμικής Ψυχιατρικής και Περίθαλψης, ΠΕΘΕΑ «Αργώ»). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα από την εξ αιτίας της εμπιστοσύνης στην πρωτοβουλία των στελεχών και στην διασύνδεσή τους με πολλούς διαφορετικούς φορείς να υπάρξει πραγματικά ένας πλούτος πρωτοποριακών εφαρμογών από μια, οποίος συχνά επαινέθηκε από διεθνείς οργανισμούς*. Όμως από την άλλη εκεί όπου υπήρχε κακοδαιμονία εξ αιτίας ακριβώς του αρχικού ξεκινήματος, η έλλειψη σαφούς καθοδήγησης, ουσιαστικού ελέγχου πάνω σε συγκεκριμένους άξονες, μπορεί να δημιουργούσε την εικόνα μιας αδύναμης καθημερινής παρουσίας στα σχολεία και την κοινότητα, η οποία είχε ευκαιριακά ξεσπάσματα σε εκδηλώσεις και άλλες «παράτες». .

Δ. Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΟΥ ΟΚΑΝΑ ΚΑΙ Η ΕΞΑΡΤΗΣΗ ΤΩΝ Κ.Π. ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ Ας έρθουμε τώρα και στον ΟΚΑΝΑ. Ας θυμηθούμε τι ήταν όταν έκανε το αρχικό σχεδιασμό για τα Κέντρα Πρόληψης. Μπορεί να είχαν ξεκινήσει να λειτουργούν μονάδες υποκατάστατων το 1998, όταν μεγιστοποιήθηκε ο ρυθμός ίδρυσης, αλλά ωστόσο υπήρχε ακόμα ένας προϋπολογισμός που κάλυπτε και τα δυο. Είπαμε, η ίδρυση των Κ.Π. ταίριαζε στην αρχική ιδέα για τον ΟΚΑΝΑ: Επιστημονικός Επόπτης μικρών τοπικών οργανισμών, στους οποίους θα έβαζε κάποιες νόρμες και θα τις έλεγχε. Βεβαίως και οργανισμοί μετά από μια αρχική πιλοτική φάση, θα ισχυροποιούνταν εντός του χώρου των αυτοδιοικητικών δομών, βρίσκοντας χρηματοδότηση μέσα κυρίως από τους προϋπολογισμούς των δήμων και των νομαρχιών, γι’ αυτό και ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε ότι μετά την πρώτη τριετία το κεντρικό κράτος θα αποσύρονταν από την χρηματοδότηση. Βεβαίως δεν υπήρξε πρόνοια για νομοθετική κατοχύρωση στους προϋπολογισμούς των Δήμων και των Νομαρχιών, κωδικού για αυτό τον σκοπό. Το υπουργείο υγείας συνέχισε να δίνει το 50%, μέσα από το προϋπολογισμό του ΟΚΑΝΑ (το άλλο 50% εξασφαλίστηκε προσωρινά μέσα από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους της Αυτοδιοίκησης) και η επικοινωνιακή πορεία για την κάλυψη της Ελλάδας με δομές Πρόληψης συνεχίστηκε με πήλινα πόδια.. Ο ΟΚΑΝΑ, ως οργανισμός κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης άρχισε να αναπτύσσεται ο ίδιος για την κάλυψη της «μαύρης λίστας» των ανθρώπων που ζητούσαν ένταξη στα προγράμματα υποκαταστάτων, η αύξηση του προϋπολογισμού του ανεπαρκής σε καιρούς δημοσιονομικής


προσαρμογής για την ένταξη στο ευρώ, προσπαθειών ελέγχου των δαπανών για πληθωρισμό κάτω του 3% κλπ. Κάποια στιγμή η ανάγκη χρηματοδότησης του ΟΚΑΝΑ είχε εχθρό την υποχρέωσή του να χρηματοδοτεί τα Κ.Π. Όμως επικοινωνιακά έπρεπε να γίνονται και τα δυο. Τότε η διοίκηση του ΟΚΑΝΑ άρχισε να αξιοποιεί την δυνατότητα που της έδινε η κατάσταση να είναι ελεγκτής και διαθέτης του 50% της χρηματοδότησης και μάλιστα επί των απολογισμών και όχι επί των προϋπολογισμών. Οι καθυστερήσεις ελέγχων για παράδειγμα, καθυστερούσαν και την καταβολή των ποσών…. Αυτή η κακοδαιμονία δημιούργησε –επειδή το πρόβλημα έπρεπε να κρυφτεί- την ανάγκη στην διοίκηση του ΟΚΑΝΑ να συναλλάσσεται με τις διοικήσεις των ΚΠ να τους καλύπτει σε άλλες πλευρές- π.χ. στις παρεμβάσεις τους στο επιστημονικό έργο και τα εργασιακά δικαιώματα του προσωπικού, και την εγκαθίδρυση μιας ανάλογης κουλτούρα εκατέρωθεν. Για να γίνει κατανοητό αυτό ενώ με βάση τους πίνακες του ΕΚΤΕΠΝ τουλάχιστον από το 2003 φαίνεται να υπάρχει δυσκολία χρηματοδότησης της Πρόληψης (μετά την ραγδαία αύξηση των ΚΠ, αλλά και των δομών υποκατάστασης ), έφτασε το 2007 να ειπωθεί ξεκάθαρα ότι ο Προϋπολογισμός του ΟΚΑΝΑ δεν φτάνει και για τα δυο, Κ.Π. και μονάδες. Η λύση που πρότεινε τότε η κυβέρνηση άλλοτε σιωπηρά και άλλοτε φωναχτά, ότι η συνάρτηση κόστους- οφέλους, επιβάλει να κλείσουν τα Κ.Π. ή τουλάχιστον να μην ζητούν μερίδιο στον τακτικό κρατικό προϋπολογισμό, ριζοσπαστικοποίησε περαιτέρω τους εργαζόμενους, έκανε τις περισσότερες διοικήσεις να σκέφτονται σοβαρά το θεσμικό έλλειμμα, πολλές επιπλέον να υποστηρίξουν το σωματείο στον αγώνα για την «σωτηρία των Κ.Π.», αλλά ωστόσο δεν εξάλειψε πλήρως την οργανωτική κουλτούρα της υπόγειας συναλλαγής. Αποτέλεσμα του αγώνα ήταν η καθιέρωση ξεχωριστού κωδικού για τα Κέντρα Πρόληψης το 2010, ο οποίος ωστόσο συνέπεσε με μείωση του προϋπολογισμού του ΟΚΑΝΑ, ο οποίος ήδη είχε αρχίσει να έχει χρέη και αλλού και όχι μόνο στην Πρόληψη. Τέλος από το 2011 και μετά λόγω του μνημονίου οι προϋπολογισμοί και των δυο μειώθηκαν στο μισό με αποτέλεσμα η διοίκηση του ΟΚΑΝΑ να εφαρμόσει με ένταση την τακτική του 2004 -7, για το επικοινωνιακό «κρύψιμο» της υποχρηματοδότησης. Στην τακτική αυτή εντάχθηκαν και τα χρηματικά αποθέματα αρκετών Κ.Π., τα οποία είχαν σχηματιστεί από παράλληλες εισφορές κοινωνικών φορέων που κανονικά θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται για περαιτέρω δράσεις (π.χ. προβολή του έργου των Κ.Π. στις τοπικές κοινωνίες), αλλά λόγω της οικονομικής και θεσμικής ανασφάλειας «παρέμεναν στην άκρη για τις δύσκολες μέρες». Στην ουσία το 2011 -2012 τα μισά Κ.Π. που είχαν τέτοια αποθέματα χρηματοδότησαν τα άλλα που δεν είχαν, επειδή ο ΟΚΑΝΑ την λιγοστή χρηματοδότηση την διένειμε κυρίως στα Κ.Π. που είχαν μηδενικό υπόλοιπο, αλλά και ένα σημαντικό μέρος της –η ίδια η διοίκηση του ΟΚΑΝΑ παραδέχτηκε προφορικά στην επιτροπή παρακολούθησης 2 περίπου εκ- για την εκστρατεία Λοβέρδου για την διάλυση των μεγάλων μονάδων του ΟΚΑΝΑ και την διάχυση τους σε πολλά νοσοκομεία..


Έχοντας την εμπειρία των 15 ετών λειτουργίας των Κέντρων Πρόληψης, γνωρίζουμε, δυστυχώς, πολύ καλά πως το νομικό καθεστώς των 72 ξεχωριστών «αστικών μη κερδοσκοπικών εταιρειών» έχει αποτύχει. Κι όσο το καθεστώς αυτό «ράβεται και ξηλώνεται», τόσο περισσότερο βυθίζονται τα Κέντρα Πρόληψης, οι εργαζόμενοι και εργαζόμενές τους, οι παρεμβάσεις τους και οι αποδέκτες αυτών στο τέλμα της έως σήμερα κραυγαλέας έλλειψης ουσιαστικών μέτρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος των εξαρτήσεων στην χώρα μας. Ιδιαιτέρως δε για την αντιμετώπισή του εν τη γενέσει. Οι εργαζόμενες και εργαζόμενοι των Κέντρων Πρόληψης των Εξαρτήσεων αγωνιζόμαστε εδώ και χρόνια για αναβαθμισμένες υπηρεσίες πρωτογενούς πρόληψης και προαγωγής της υγείας σε όλη την χώρα. Γνωρίζουμε πολύ καλά πως τα εμπόδια που συναντούμε σε κάθε βήμα μας δεν είναι παρά φυσικά γεννήματα ενός χαοτικού ανάγλυφου, το οποίο ορίζει το θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας μας. Ένα απαράδεκτο και, πλέον, αναχρονιστικό θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας: 72 Κέντρα Πρόληψης, 72 «εταιρείες», με διαφορετικούς «μετόχους» για το καθένα, διαφορετικό ύψος «μετοχικών κεφαλαίων», καλοπληρωτές και κακοπληρωτές «μετόχους», διαφορετικό εργασιακό και μισθολογικό καθεστώς, όλα δε χωρίς εκπαιδεύσεις, χωρίς ξεκάθαρο διοικητικό καθεστώς και με επιστημονική εποπτεία επιεικώς υποτυπώδη – η οποία μάλιστα «εξασφαλίζεται» με διμερείς συμβάσεις συνεργασίας μεταξύ κάθε ξεχωριστής «εταιρείας» και ΟΚΑΝΑ και πρέπει κάθε τρία χρόνια να ανανεώνεται. Οι απογοητεύσεις που βιώνουμε ως εργαζόμενοι κάθε φορά που επιθυμούμε να κάνουμε το αυτονόητο, δηλαδή να εργαστούμε, είναι συνεχείς. Είμαστε κοινωνικοί και ανθρωπιστικοί επιστήμονες του πεδίου και θέλουμε να κάνουμε τη δουλειά μας, άρα αναγκαστικά καλύτερα από ό,τι μας ζητείται. Και θεωρούμε πως ο τομέας της Πρόληψης, παρά τον πρωτογενή χαρακτήρα του, ως προς την εξασφάλιση των ελάχιστων προϋποθέσεων λειτουργίας του απέχει παρασάγγας από τους τομείς της Θεραπείας και Αποκατάστασης/Επανένταξης – ακόμη και σήμερα, σε διαδικασίες διάλυσης όλων των υπηρεσιών, ούτως ή άλλως. Μόνος τρόπος υπέρβασης του αδιεξόδου αυτού, που έχει καταντήσει γραφικό και πλήττει την εικόνα και την ουσία των πολιτικών της χώρας μας για τις Εξαρτήσεις, είναι η άρση του εργασιακού και επιστημονικού αποκλεισμού των πιο δραστήριων υπηρεσιών πρόληψης και ψυχοκοινωνικής ανάπτυξης, των Κέντρων Πρόληψης: Η άρση της αντιμετώπισής τους ως «εταιρειών» που υπογράφουν «συμβόλαια» συνεργασίας σύμφωνα με την βούληση των Διοικητικών Συμβουλίων τους, το ύψος των τραπεζικών λογαριασμών τους που εξαρτώνται από την καλή θέληση των «μετόχων», την συνέπεια των εμπλεκόμενων ως «εξωτερικοί συνεργάτες» λογιστών τους, τους οικονομικούς προϋπολογισμούς άλλων επιστημονικών φορέων ή οποιαδήποτε άλλη προϋπόθεση προκύπτει από «εταιρική σχέση».


------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

*Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας (EMCDDA) στην Ετήσια Έκθεσή του τού 2005 αναφέρει: «Η Ελλάδα αποτελεί ένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικό παράδειγμα της μετατόπισης των πολιτικών πρόληψης από τις παραδοσιακές, βασισμένες στη πληροφόρηση και ατομικές (συμβουλευτικές) προσεγγίσεις, στην υλοποίηση μιας πραγματικής στρατηγικής για την δημόσια υγεία… Ο αριθμός των προγραμμάτων πρόληψης στα σχολεία υπερδιπλασιάσθηκε στην Ελλάδα, τα δε προγράμματα που βασίζονται στην οικογένεια τριπλασιάσθηκαν…». Στην έκθεση του EMCDDA για το 2006 αναφέρεται: «[…] Η Ελλάδα και η Αυστρία πρωτοστατούν στο καθορισμό προδιαγραφών για τη πιστοποίηση υπηρεσιών πρόληψης και ειδικών του τομέα πρόληψης». Τέλος αναφέρεται πως: «[…] η λειτουργία των Κέντρων Πρόληψης στην Ελλάδα από το 1998 έως το 2004 έχει συμβάλλει στη μείωση της χρήσης: 9% στο πληθυσμό από 18 – 24 ετών και 3,9% στο πληθυσμό 12 – 64 ετών».


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.