Ο Σαλτιμπάγκος
Ο μικρός ξύλινος σαλτιμπάγκος καθόταν σε μια γωνιά, στην άκρη της στοίβας με τα χαρτόκουτα και αγνάντευε το πέλαγος. Πεταμένος εκεί χωρίς να σαλεύει. Μόνο κοίταζε. Τα καράβια, εμπορικά τα περισσότερα έμπαιναν κι έβγαιναν στο λιμάνι. Μετέφεραν χαρούμενους ανθρώπους. Σκοταδιασμένος ανθρώπους. Μερικούς απατεώνες και κάποιους ξεχασμένους. Ο σαλτιμπάγκος τους παρατηρούσε όλους αυτούς. Μα δεν μπορούσε να κάνει πια τίποτα. Αναπολούσε τις στιγμές χαράς που πέρασε τα προηγούμενα χρόνια στα χέρια των μικρών του φίλων. Τον καθάριζαν, τον γυάλιζαν και περήφανα τον παρουσίαζαν στα υπόλοιπα παιδιά για να τον βάλουν να κάνει μερικά κόλπα. Λυγισμένα χέρια, λυγισμένα πόδια, γύριζαν, ίσιωναν, τεντώνονταν. Το κεφάλι του είχε ένα ελατήριο και ανέβαινε ψηλά ψηλά και κουνιόταν με αστείο τρόπο. Και τα παιδιά γελούσαν και χαίρονταν. Αχχ… τι όμορφα που ήταν εκείνα τα χρόνια. Ο σαλτιμπάγκος μας χαιρόταν κι αυτός κι ένιωθε μια απερίγραπτη ζεστασιά. Ένιωθε πως ήταν ο βασιλιάς των παιχνιδιών! Έβλεπε το τρενάκι να πηγαινοέρχεται στις ράγες του, το ρομποτάκι να προσπαθεί να φτάσει από την βιβλιοθήκη στο κρεβάτι πριν του ξελιγωθούν οι μισοτελειωμένες μπαταρίες. Από ψηλά μερικά χνουδωτά αρκουδάκια παρατηρούσαν και διασκέδαζαν κι αυτά. Όμως αυτός ήταν ο πρώτος και ο καλύτερος. Ο ξύλινος υπέροχος σαλτιμπάγκος. Πίστεψε πως αυτή η χαρά που ένιωθε στα τρυφερά χέρια των παιδιών, θα κρατούσε για πάντα. Απολάμβανε ώρες καθισμένος στο ζεστό και καθαρό σπίτι. Ο χειμώνας κοντά στο μεγάλο λιμάνι ήταν αρκετά κρύος. Θυμόταν πως την άνοιξη τον έβγαζαν τα παιδιά στην μικρή αυλή και τον έβαζαν να κάθεται κοντά στα ανθισμένα λουλούδια. Το τι
παιχνίδια και κόλπα έκανε τότε ο σαλτιμπάγκος δεν περιγράφεται. Το γέλιο των παιδιών ακουγόταν σε όλη την γειτονιά. Μέχρι και ο μικρός σκύλος έπαιζε μαζί του κουνώντας την ουρά του πέρα δώθε τόσο δυνατά που σαλτιμπάγκος νόμιζε πως θα πετάξει. Όπως τα ελικόπτερα. Από απέναντι, ο περιπτεράς, τα έκανε χάζι τα παιδιά γελώντας. Και τον σαλτιμπάγκο. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Ήταν τόσο σημαντικός. Το καλύτερο παιχνίδι. Ή μάλλον όχι. Όχι ένα απλό παιχνίδι. Ήταν κάτι περισσότερο. Ή τουλάχιστον έτσι ένιωθε. Ακόμα και τα καλοκαίρια. Πήγαιναν στην παραλία και τα παιδιά τον έβαζαν μέσα σε λακούβες άμμου και άπλωναν τα φύκια πάνω του γελώντας καθώς το κεφάλι του με το ελατήριο πεταγόταν ξαφνικά τινάζοντας τα υγρά φύκια στα παιδιά. Και μετά πάλι φθινόπωρο και χειμώνας. Τι χρόνια όμορφα… Κάποια μέρα όμως άκουσε φωνές. Άγριες φωνές. Κάτι πήρε το αυτί του για εφηβεία, μαθήματα, μέλλον, ζωή. Ένιωσε μια ανησυχία. Η αλήθεια ήταν πως τελευταία τα παιδιά τον παραμελούσαν αλλά δεν τον ένοιαζε τον σαλτιμπάγκο μας γιατί χαιρόταν που βρισκόταν ανάμεσά τους. Τους αγαπούσε και τους ένιωθε τόσο κοντά του. Όμως αυτό που συνέβη εκείνη την μέρα δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Ένιωθε να τον αρπάζουν από το χέρι τραβώντας τον δυνατά και μετά πετάχτηκε ψηλά κι χτύπησε με δύναμη στην βιβλιοθήκη κάνοντας έναν δυνατό κρότο. Το χεράκι του δεν κουνιόταν. Είχε σπάσει μάλλον. Τα αρκουδάκια από το κρεβάτι τον κοίταζαν τώρα θλιμμένα αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι. Το μικρό ρομποτάκι είχε χαθεί τις τελευταίες μέρες ενώ από το τρενάκι είχε μείνει μόνο η ατμομηχανή του και ήταν ακουμπισμένη σε ένα ψηλό ράφι σαν για να θυμίζει παλιότερες εποχές. Το σπασμένο χεράκι του σαλτιμπάγκου κρεμόταν. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εκείνος. Και κανένας δεν τον φρόντισε. Ένα πρωινό ενός χειμώνα τον μάζεψαν. Ήταν πάλι τα παιδιά. Σκυθρωπά όμως. Δεν τα έβλεπε πλέον καθόλου πια. Τον είχαν παραπεταμένο σε μια γωνιά και ασχολούνταν με κάτι παράξενες συσκευές
που φώτιζαν. Εκτός από αυτό κάθονταν τόση ώρα μπροστά σε κάτι μεγάλες φωτεινές οθόνες που έβγαζαν παράξενους ήχους. Ο σαλτιμπάγκος ήταν απορημένος και λυπημένος. Τον έβαλαν σε ένα κουτί με κάτι άλλα χρωματιστά και αστραφτερά πράγματα. Νόμιζε πως θα τον επισκεύαζαν…
Αυτά σκεφτόταν ο μικρός ξύλινος σαλτιμπάγκος. Και καθόταν ασάλευτος, πεταμένος ανάμεσα σε σκουπίδια και κούτες. Το κρύο ήταν τσουχτερό και η θλίψη του σαλτιμπάγκου μεγάλη. Δεν ήθελε να καταλήξει σε κάποιον σκουπιδότοπο. Δεν ήθελε να χαθεί έτσι. Το σκουπιδιάρικο όχημα το άκουσε να στρίβει από την γωνία. Φαινόταν βιαστικό μιας και παραμονές τέτοιων ημερών βιάζονταν όλοι να τελειώσουν τις δουλειές τους. Ένιωσε κάποιο τράνταγμα. Καμιά γάτα θα ήταν. Πάλι. Όπως και χθες που έπαιξε λίγο μαζί του. «Χα-χα!» Άκουσε. Για μισό λεπτό. Δεν κάνουν έτσι οι γάτες. Το μικρό απαλό χεράκι τον τράβηξε από το πόδι. Ένα χαμόγελο αντίκρισε και ένα δάκρυ κύλησε. Ή μήπως έβρεχε; Δεν είχαν περάσει μερικά δευτερόλεπτα και η ζεστασιά που ένιωθε στην αγκαλιά του μικρού κοριτσιού ήταν υπέροχη. Το κορίτσι ήταν ξυπόλητο και έκανε εντύπωση στον μικρό σαλτιμπάγκο. Έκανε πολύ κρύο και συνήθως έβλεπε τους ανθρώπους ντυμένους καλά και φορώντας παπούτσια. Όμως ήταν τέτοια η χαρά που ένιωθε στα χέρια του κοριτσιού που δεν τον ένοιαζε τίποτα. Ένιωσε να σταματούν μπροστά σε μια βιτρίνα. Μύριζε φρέσκο ψωμί και γλυκίσματα. Είδε ανθρώπους να πηγαινοέρχονται βιαστικοί. Το κοριτσάκι κοίταζε από την βιτρίνα με τα χνώτα του να θολώνουν το τζάμι. Ο σαλτιμπάγκος ήταν συνέχεια μέσα στην αγκαλιά του κοριτσιού. Περίμενε πως το κορίτσι θα μπει μέσα. Όμως εκείνο έμεινε ακίνητο και κοίταζε μαγεμένο από όσα αντίκριζε μέσα στον φούρνο. Ένας βιαστικός άνθρωπος σκούντηξε το κορίτσι περνώντας και έπεσε ο σαλτιμπάγκος από τα χέρια του καταλήγοντας σε μια μικρή λακούβα με
νερό. Ένα «Αα!» βγήκε από το στοματάκι του κοριτσιού και έτρεξε να τον μαζέψει γρήγορα. Έφυγαν από εκεί. Κάθισε το κορίτσι σε ένα πεζούλι κοντά σε κάτι χαμόσπιτα με κάτι άσχημες σιδεριές που ξεπρόβαλαν εδώ κι εκεί. Μα τον σαλτιμπάγκο δεν τον ένοιαζε. Ήταν τόσο ευτυχισμένος. Το κορίτσι έπαιζε με τόση λαχτάρα τον σαλτιμπάγκο. Γελούσε, φώναζε, έκανε κόλπα με τον σαλτιμπάγκο και το σπασμένο χέρι του. Ήταν τόσο ευτυχισμένος ο σαλτιμπάγκος. Το παγωμένο εκείνο βράδυ κοιμήθηκε αγκαλιά με το κορίτσι. Ένιωθε ένα τρέμουλο που και που. Αλλά ήταν τόσο χαρούμενος. Ένιωθε ξανά εκείνη την αγάπη που του είχε λείψει. Ένιωσε το κορίτσι να κάνει κάποιους έντονους σπασμούς. Μα ο σαλτιμπάγκος ήταν σε μια αγκαλιά. Τι άλλο μπορούσε να ζητήσει; Έβλεπε το κεφαλάκι του κοριτσιού που έτρεμε με τα υγρά μαλλάκια του ριγμένα, βγάζοντας χνότα από στόμα, γερμένο πάνω του. Ώσπου το τρέμουλο σταμάτησε. Και τα χνότα έπαψαν.
Στέφανος Βλασακάκης