Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Πολυτεχνική Σχολή Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
ε ξ α ιρειν . Α π ο την ετεροτοπ ία της Μ ακρον ή σου στις σ ύγχ ρον ες μο ρφέ ς ε ξ ορί α ς.
in ex iliu m . Fro m h etero to p i a o f Makro n i so s to th e m o d er n fo r ms o f exi l e.
Θεοδωρίδου Σοφία_Κουκοσούλα Στυλιανή
ε ξ αιρ ε ιν .
αφιερωμένο σε όσους έδωσαν το χρόνο τους.
.ερευνητική διπλωματική εργασία. επιβλέποντες καθηγητές: Πάκα Αλκμήνη _ Γαλίκας Στέργιος Σεπτέμβριος 2020
Η παρούσα ερευνητική διπλωματική εργασία εκπονήθηκε από τις προπτυχιακές φοιτήτριες Θεοδωρίδου Σοφία και Κουκοσούλα Στυλιανή στο τμήμα αρχιτεκτόνων μηχανικών, της πολυτεχνικής σχολής του Αριστοτελείου πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, υπό την επίβλεψη του διδάσκοντος κ. Στέργιου Γαλίκα και της αναπληρώτριας καθηγήτριας και προέδρου της αρχιτεκτονικής σχολής Α.Π.Θ. κα. Αλκμήνης Πάκα.
•Ε ι
σαγωγικό Σημείωμα•
– μεθοδολογία, προσέγγιση, στοχεύσεις –
Η παρούσα εργασία έχει ως ερευνητικό αντικείμενο τη διερεύνηση των «χώρων ετερότητας», χώρων που συμβαίνουν μάλλον παρά υπάρχουν κάπου, χώροι «έτεροι» και διαφορετικοί από τους συνηθισμένους. Πιο συγκεκριμένα, θα κοιτάξουμε πίσω στο πρόσφατο παρελθόν, που αφήνεται έτσι εύκολα να ξεχαστεί, σε τόπους πολιτικής εξορίας και εγκλεισμού, αναλύοντας συγκεκριμένα το παράδειγμα της νήσου «Μακρόνησος». Δεν θα μιλήσουμε τόσο για ιστορικά γεγονότα και αρχεία αλλά θα είναι ο ίδιος ο βιωμένος τόπος και το πέρασμα του στο χρόνο, το ζήτημα που θα μας απασχολήσει. Η «οντότητα» Μακρόνησος διερευνάται ως προς τη χωρική και την κοινωνική της ταυτότητα με απώτερη στόχευση να εξετασθούν οι συνθήκες και να μεταφερθούν τα συμπεράσματα στις σύγχρονες ετεροτοπίες. Η προσέγγιση του τόπου γίνεται στα πλαίσια του παρόντος ερευνητικού εγχειρήματος μέσω της εισαγωγής ορισμένων κεντρικών εννοιών που θα μπορούσαμε σχηματικά να τις διατάξουμε σε δύο πόλους, ή μάλλον ορθότερα σε δυο αφετηρίες: από τη μια η ετεροτοπία, ως σχέση διάβασης από το οικείο στο έτερο, χώρος σε πλήρη απόκλιση και απομόνωση από την κοινωνία και από την άλλη η συλλογική μνήμη και λήθη, ως βίωμα και εμπειρία του παρελθόντος και του παρόντος, ως η μεταφορά μιας γενικής αλήθειας. Ποια η σχέση μεταξύ των δυο πόλων και ποιο το διακύβευμα στην περίπτωση της Μακρονήσου;
Διαφαίνεται ήδη εξαρχής ότι η πορεία της εν λόγω προσέγγισης αυτού του τόπου είναι σ ’ένα βαθμό προδιαγεγραμμένη, δε διερευνά παθητικά αλλά επιδιώκει ενεργά να εντοπίσει τα σημεία όπου οι δυο πόλοι συγκλίνουν και γεννούν προοπτικές ωφέλιμες στο παρόν ή στο μέλλον. Η πορεία της εν λόγω προσέγγισης, αυτού του τόπου διερευνά μεν, το ιστορικό πλαίσιο το οποίο οδήγησε στα γεγονότα αυτής της συλλογικής μνήμης μέσω μιας εκτεταμένης έρευνας, αλλά και της ταυτόχρονης ανάλυσης των ευρημάτων σε επίπεδο χωρικό, κοινωνικό, ιστορικό, συμβολικό και αρχιτεκτονικό. Και βέβαια τα ευρήματα αξιολογούνται και ιεραρχούνται ως προς τη δυνατότητα τους να πραγματοποιήσουν συσχετισμούς με τις ετεροτοπίες του σήμερα. Το κείμενο που ακολουθεί, ως προς τη δομή του, στο πρώτο μέρος επιχειρεί μια ιστορική εισαγωγή στον τόπο με σκοπό να καταδείξει τους λόγους για τους οποίους κάποιος/α κατέληγε να εγκλειστεί εντός του, ενώ στη συνέχεια ακολουθεί μια τυπική περιγραφή του χώρου και μια προσπάθεια σχολιασμού του τόπου στον οποίο λάμβαναν χώρα τα γεγονότα. Στο δεύτερο μέρος συνεχίζει με τη σταδιακή εισαγωγή των εννοιών που ήδη αναφέρθηκαν ώστε να εξετάσει πλέον τον δοθέντα τόπο υπό ένα διαφαινόμενο πρίσμα και προκειμένου να καταλήξει τελικά στο τρίτο και τελευταίο μέρος όπου αναλύονται οι σύγχρονες ετεροτοπίες, υπό το ίδιο πρίσμα.
•A
bstract•
– methodology, approach, targeting –
The object of this research project is the investigation of the “spaces of otherness”, spaces that happen rather than exist somewhere, “other” and different spaces from the usual. More specifically, we will look back at the recent past, which is so easily forgotten, in places of political exile and confinement, specifically analyzing the example of the island “Makronisos”. We will not talk so much about historical events and archives, but the issue that will concern us will be the place itself experienced and its passage in time. The “entity” Makronisos is investigated in terms of its spatial and social identity with the ultimate goal of examining the conditions and transferring the conclusions to modern heterotopias. The approach of the place is done in the context of the present research project through the introduction of some central concepts that could be schematically arranged in two poles, or rather more correctly in two starting points: on the one hand the heterotopia, as a passage relationship from the familiar to the other, a space in complete deviation and isolation from society and, on the other hand the collective memory and oblivion, as an experience of the past and the present, as the metaphor of a general truth. What is the relationship between the two poles and what is at stake in the case of Makronisos? It is already clear from the outset that the course of this approach to this place is to some extent prescribed, it does not passively investigate but actively seeks to iden-
tify the points where the two poles converge and give rise to useful prospects in the present or in the future. The course of this approach to this place explores the historical context that led to the events of this collective memory through an extensive research, but also the simultaneous analysis of the findings at the spatial, social, historical, symbolic and architectural level. And of course, the findings are evaluated and ranked in terms of their ability to make correlations with today’s heterotopias. In terms of its structure, the first part of the following text attempts a historical introduction to the place, in order to demonstrate the reasons why someone could end up being confined in there, followed by a typical description of the place and an attempt to comment on the place where the events took place. The second part of the text continues with the gradual introduction of the concepts already mentioned, in order to now examine the given place in a visible light and in order to finally reach the third and last part where the modern heterotopias are analyzed, in the same light.
•π
εριεχόμενα•
Εισαγωγικό σημείωμα .......................................................... 9 Abstract ..................................................................................11 περιεχόμενα .............................................................................13 λέξεις κλειδιά ...........................................................................15 πρόλογος .................................................................................16 Μ Ε Ρ Ο Σ α [τόπος εξορίας] – ορίζοντας τον τόπο -
_ο τόπος ως προϊόν αυτόματης γραφής ..............................18 Περιγραφή του τόπου ελεύθερα και αυτόματα, χωρίς εμπόδια και περιορισμούς από κανόνες λογικής και ηθικής, μέσα από μαρτυρίες εξόριστων .
_ο τόπος ως τυπική περιγραφή ..............................................22 -Ιστορική αναδρομή- .................................24 -Χωρική ανάλυση- ...................................42 -Ανθρωπογενές τοπίο (Η ζωή αλλιώς)- ........60
_ο τόπος ως μέσο εγκλεισμού ...............................................66 Χωρικά όρια [το φυσικό τοπίο]
-σκοπιμότητες επιλογής τόπου- .....................70
Μ Ε Ρ Ο Σ β [εισάγοντας τις έννοιες] -ετερότητα και εξαίρεση-
_τόπος εξορίας ως χώρος ετερότητας ..................................83 Ετεροτοπία με βάση τις θεωρήσεις Foucault και Σταυρίδη.
_Η συλλογική μνήμη ..............................................................92 Ένα εισαγωγικό πλαίσιο για την συλλογική, κοινωνική και πολιτιστική μνήμη μέσα από θεωρήσεις τ ων Halbwachs ,Σταυρίδη κ.α. -συλλογική-ατομική μνήμη- ........................................95 -συλλογική λήθη- ........................................................97 -μνήμη και ιστορία- .....................................................98 -εξορία-ιστορία στη λήθη- .........................................100
Μ Ε Ρ Ο Σ γ [το κομμάτι της κριτικής] -δεύτερες σκέψεις-
_ένα άλλο βλέμμα στο σήμερα ...........................................108 -ορισμός πρόσφυγα- .................................................110 -Οι ετεροτοπίες του Foucault και τα κέντρα κράτησης προσφύγων- ..............................................112
α ν τ ί επιλόγου ....................................................................117 βιβλιογραφία ........................................................................128
•λ
έξεις κλειδιά•
τόπος εξόριστος εγκλεισμός όριο ετεροτοπία ετερότητα συλλογική μνήμη λήθη τόπος του άλλου πρόσφυγας σύγχρονη ετεροτοπία
[15]
•Π
ρόλογος•
- Ο τόπος.- Ο τόπος όπως μπορούμε να τον αναλογιστούμε φέρνοντας στο μυαλό μας εικόνες. Συγκεκριμένα μνήμες. Η μνήμη, συλλογική και ατομική, η λήθη και η ιστορία αποτελούν έννοιες, οι οποίες συνδέονται άμεσα με τον χώρο, αφού «εγγράφονται» σε αυτόν μέσω της δραστηριότητας των υποκειμένων. Τα παρακάτω κείμενα γράφτηκαν με σκοπό την καταγραφή των όσων συνέβησαν σε έναν συγκεκριμένο τόπο, όχι όμως μόνο όπως γράφτηκαν και εξιστορήθηκαν, αλλά και όπως τα έζησαν οι άνθρωποι που «πέρασαν» από αυτόν. Μέσα στο πέρασμα του χρόνου, ο χώρος αλλάζει ρόλους και υπό τις συνθήκες της ετεροτοπίας, γίνεται ο χώρος του άλλου, κάτι δηλαδή διαφορετικό και κοινωνικά ξένο. Ξεδιπλώνεται έτσι μία νέα πρόθεση για το πώς τελικά, ο «χώρος του άλλου», ο έτερος χώρος μπορεί μέσω της σύγχρονης πραγματικότητας να μετατραπεί σε κάτι που μόνο ξένο δεν είναι τελικά. Ως προς τη δομή της, η παρούσα έρευνα επιδιώκει στο πρώτο μέρος της να θέσει την απλή, αλλά απόλυτη, περιγραφή του τόπου γύρω από τον οποίο κινείται ο θεματικός άξονας, μέσω περιγραφών και μαρτυριών από τους ανθρώπους που βίωσαν την πραγματική ιστορία της εξορίας, στο νησί της Μακρονήσου, στο Αιγαίο Πέλαγος. Αναλύεται εκτενώς το ιστορικό πλαίσιο γύρω από το οποίο εκτελέσθηκαν τα γεγονότα, καθώς και η χωρική και υλική περιγραφή του νησιού. Χαρακτηριστικό του τόπου αυτού αποτελεί ο εγκλεισμός, η απομόνωση, η αναμόρφωση, καθώς και ο εκτοπισμός. Είναι σαφές λοιπόν, πως για να επιτευχθεί η συνοχή των παραπάνω στοιχείων, τα όρια που
[16]
διαχωρίζουν το «διαφορετικό» από το «όλοι», οφείλουν να είναι έντονα. Ακολουθεί η εισαγωγή σε θεωρητικές έννοιες και πώς η ετερότητα και η εξαίρεση αποτελούν στοιχεία διαχωρισμού, τα οποία εντοπίζονται χωρικά, αρχικά, στα θεωρητικά κείμενα του φιλοσόφου Foucault και αναφέρονται ως ετεροτοπίες. Οι ετεροτοπίες διαχωρίζουν ομάδες από το κοινωνικό σύνολο θέτοντας όρια, και ορίζοντας ένα εντός και ένα εκτός αυτού. Η ανάλυση του συγκεκριμένου παραδείγματος, αναζητά εκείνα τα στοιχεία που ορίζουν έναν τόπο «εκτός των ορίων», είναι ωστόσο σημαντικό να αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη. Χαρακτηριστικό των τόπων αυτών είναι ότι με το πέρασμα του χρόνου ξεθωριάζουν και σταδιακά μόνο η μνήμη, συλλογική και ατομική, θυμίζουν τα όσα συνέβησαν στο νησί αυτό. Από μόνος του ο τόπος πλέον αποτελεί Τόπο Μνήμης και η έννοια αυτή είναι –ιστορικά- στενά συνδεδεμένη με τη λήθη. Το θεωρητικό αυτό εγχείρημα έχει ως στόχο τόσο την ανάδειξη του τόπου εξορίας και των αφηγηματικών παραμέτρων που το απαρτίζουν, όσο και τον παραλληλισμό των ιστορικών αυτών γεγονότων και εννοιών στη σύγχρονη εποχή. Η διαδικασία αυτή επιτυγχάνεται φυσικά μέσω της μνήμης, αλλά και από τη έννοια του «χώρου του άλλου», του διαφορετικού που συναντάται σήμερα στους λεγόμενους χώρους «φιλοξενίας» των προσφύγων. Με τον τρόπο αυτό, βρισκόμαστε να μελετάμε χωρικά, τις σύγχρονες ετεροτοπίες και να αναθεωρούμε τους όρους εξόριστος και πρόσφυγας. Αυτή τη φορά με μία αλλιώτικη ματιά.
[17]
•
ΜΕ Ρ ΟΣ Α • [τόπος εξορίας]
– ορίζοντας τον τόπο –
_ο τόπος ως προϊόν αυτόματης γραφής
13 χλμ. μήκος από το Βορά προς το Νότο και μέσο πλάτος 1,5 χλμ., μέγιστο πλάτος περίπου 2,5 χλμ., έκταση νήσου 18,5 τετραγωνικά χιλιόμετρα , 28 χλμ. μήκος ακτών, απόσταση από τις Ν.Α. ακτές της Αττικής περίπου 4 χλμ., 281 μ. ψηλότερη κορυφή, ανεμοδαρμένο, άδεντρο, άνυδρο, κακοτράχαλο κομμάτι γης μέσα στο πέλαγος, μοναδικό ψήγμα «πρασίνου» οι χαμηλοί θάμνοι από σκίνα, ρείκια και άλλο τόσο θυμάρι, μερικά ακόμα ανεμοδαρμένα και καχεκτικά πευκάκια, εκατομμύρια σχιστόλιθοι, εκατοντάδες ασβεστόλιθοι, πολλά θραύσματα μαρμάρου, λίγο λιγότερα κοιτάσματα οξειδωμένων μεταλλευμάτων, αφιλόξενο για επιβίωση ζωικού κόσμου, μερικοί περαστικοί γλάροι να παραβιάζουν τον ορίζοντα, 3 οικισμοί, πύλες, αψίδες, κολώνες, βάθρα, ένα υποτυπώδες λιμάνι, πολλά διάσπαρτα φυλάκια, ακόμη περισσότερα ερείπια κτιρίων … Ακόμη κι αν πάψει να υπάρχει, ακόμη κι αν εξαφανιστεί εξολοκλήρου μέχρι και το τελευταίο μόριο του υλικού του ,ακόμη και τότε ο τόπος αυτός συνεχίζει κατά κάποιο τρόπο να ζει. Περνάει πλέον σε ένα είδος μεταθανάτιας ύπαρξης: κατοικεί στη σφαίρα της μνήμης. Σε αυτή τη σφαίρα κατοικούν πλέον όσα πέρασαν από το χάρτη
[18]
του. Προκειμένου να τον περιγράψει κανείς χρειάζεται να αναδημιουργήσει στιγμιαία όλο αυτό το μικρό κόσμο υλικών και άυλων στοιχείων και συμβάντων. Χρειάζεται να δούμε αυτό που δεν φαίνεται, να σκεφτούμε πέραν αυτού που δείχνεται. Έναν κόσμο που δεν απεικονίζεται πια, έναν κόσμο που μας αφορά και απειλεί τις δικές μας εικόνες . Έναν κόσμο που χρειάζεται να τον σκεφτούμε με τη συνδρομή σκέψεων και μαρτυριών σκέψεων γιατί χρειάζεται να τον καταλάβουμε όχι μόνο ως ιστορία αλλά και ως καθημερινότητα. «Φτάσανε. Τα καΐκια πλευρίζουν σε μια πρόχειρη προβλήτα. (…) Πιο κει, στην πλατεία εκατοντάδες φαντάροι, σκελετωμένοι και αναμαλλιασμένοι κυνηγιούνται και δέρνονται από ομάδες ΑΜ. (…) Βλέπουν οι νεοφερμένοι αυτό το πανδαιμόνιο κι αναταράζονται. Νοιώθουν να βαραίνει η καρδιά τους. (…) Συνεχίζουν να βαδίζουν. Ανάμεσα στις δυο σειρές των οπλοφόρων ώσπου φτάνουν στη σκηνή του Α2.».1 «Τους στριμώξανε όλους σ ’ένα στενό χώρο, εκεί στα νότια του νησιού, και τους επιβάλανε διαβίωση εγγλέζικου στρατοπέδου τύπου 4. Συνωστισμός, να μη μπορείς να μετακινηθείς χωρίς να πατήσεις, να ενοχλήσεις τον πλαϊνό σου. Πιάτο, πιρούνι, κουτάλι απαγορεύονται. Εκατό δράμια ψωμί την ημέρα, δίχως στάλα νερό. Κυνηγητό, βρισιά κι απλυσιά(…) Αγριεύεις, μισείς, σιχαίνεσαι πρώτα τον εαυτό σου και ύστερα όλους, όλα, τη ζωή(…)».2 «Είμαστε δέκα (αρ. 10) (…) Όλοι κλεισμένοι σ ‘ένα χώρο 20χ20 μέτρων. Μέσα στο συρματοπλεγμένο αυτό χώρο είμαστε ο καθένας περιορισμένος σ΄ ένα ατομικό αντίσκηνο και σε χώρο 2χ2 μέτρων, φραγμένο με συρματόπλεγμα. Σ αυτό το μικρό χώρο 1 Πικρός, 2013, σ. 52 2 Κορνάρος, 1979, σ. 155
[19]
ζούμε, ακινητούμε και βασανιζόμαστε μήνες τώρα. Κάθε πρωί με το εγερτήριο, ώρα 6.30 π.μ., μας βγάζουν έξω από τα αντίσκηνα και ακριβώς στην είσοδο τους μας υποχρεώνουν να καθόμαστε κατά γης, χωρίς να χρησιμοποιούμε για την υγρασία ούτε ρούχο ούτε χαρτόνι ούτε σανίδι ούτε πέτρα. Εκεί παραμένουμε ακίνητοι επι 12 ώρες κάθε μερα υπό βροχή, αέρα χιόνι, ατενίζοντας προς Νότον όλοι και συνεχώς, χωρίς να μας επιτρέπουν να στρέψουμε το βλέμμα μας προς οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση. (…)»3 «Φτάσαμε στον Ιούλη. Ψηνόμασταν από τον ήλιο. Το μαρτύριο του κουβαλήματος της πέτρας συνεχιζόταν.»(…) «Μας ξερόψηνε ο ήλιος. Οι μύγες έπεφταν στις καραβάνες μας. Μας ανεμόδερνε ο δυνατός βοριάς.» (…) «Καταφεύγαμε στα ατομικά αντίσκηνα. Χωνόμαστε μέσα έρποντας για λίγη σκιά. Για στρώμα είχαμε λίγα ρείκια. Κοιμόμαστε φορώντας τις χειμωνιάτικες στολές. Φορούσαμε ακόμη και τις αρβύλες μας τις ώρες που κοιμόμαστε» (…) « Είμαστε ντυμένοι έτσι για να αποφεύγουμε τα κατάσαρκα χτυπήματα. Για να αντέχουμε στο ξύλο». 4 « Έξι μέρες και έξι νύχτες μουσκεμένοι στο ύπαιθρο – Φλεβάρη μήνα- χωρίς νερό, χωρίς συσσίτιο. Όλη τη μέρα βασανιστική δουλειά και όλη τη νύχτα αγωνία, ποια ώρα θα ‘ρθουν…»5 « Επί τέσσερις μέρες δεν έγινε διανομή νερού στους εξόριστους. Η δίψα, λόγω και της ζέστης , ήταν αφόρητη.»6« Η βρωμιά είχε γίνει ένα με τον περίγυρο μας, τα ρούχα, το πετσί, και κλείνει όλο στενότερα σε φοβερή πολιορκία την ψυχή.»7 «Μόνο όταν το καΐκι άρχισε να απομακρύνεται και η μικρή ομάδα στην ακτή να μικραίνει πάνω στο περίγραμμα του κόλπου και 3 Κουτσόγιωργας, 1995, σ. 521 4 Σωτηρόπουλος, 1995, σ. 507-527 5 Μάργαρης, 1966, σ. 432 6 Γιαννόπουλος, 1995, σ. 202 7 Βέρος, 1990
[20]
του λόφου του νησιού πίσω τους, συνειδητοποίησα τι βασάνιζε περισσότερο αυτούς τους εξόριστους. Δεν ήταν οι στερήσεις, η ανεπάρκεια τροφής, η έλλειψη ανέσεων – μολονότι όλα αυτά μερικές φορές έπρεπε να μοιάζουν αβάσταχτα – αλλά η απομόνωση πάνω σ΄ένα νησί όπου τίποτε δεν φύτρωνε, όπου δεν υπήρχε έστω μια μικρή κοινότητα για να συναναστραφούν, όπου έπρεπε να ισιώσουν ένα κομμάτι γης και να υποκριθούν ότι ήταν πλατεία – ένα μέρος για να συγκεντρώνονται το απόγευμα – όπου δεν υπήρχε κανείς άλλος για να κουβεντιάσουν πέρα από τους δεκατρείς τους, όλη μέρα, όλο το χρόνο.».8 Χίλιες τόσες λέξεις ξεπήδησαν ήδη και ακόμα δεν έχουμε πει το όνομα του. Και το όνομα αυτού «Μακρόνησος». «ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ. Μια λέξη που το άκουσμα της ανατριχιάζει …»9 «Πολλοί γνωρίσανε και ζήσανε τη Μακρόνησο. Αρκετοί πέθαναν εκεί. Πάρα πολλοί δεν ακούσανε ποτέ τίποτα γι’ αυτήν. Άλλοι κάτι ακούσανε και άλλοι διαβάσανε…».10
8 Birtles, 2002 9 Φυτσιλής, 2001 10 Μάργαρης, 1966
[21]
– ορίζοντας τον τόπο –
_ο τόπος ως τυπική περιγραφή
Εξορία [eksoría] (η) ουσ.: εξ + ορίζω < όρος (= όριο, σύνορο), 1.απομάκρυνση από τον τόπο κατοικίας, που επιβάλλεται σε κπ. με διοικητική ή δικαστική απόφαση, και μετάβαση είτε σε ορισμένο σημείο της ίδιας χώρας είτε στο εξωτερικό 2. (μτφ.) για πολύ απομακρυσμένο τόπο, στον οποίο κάποιος είναι υποχρεωμένος να ζει.11 Εξορία, όπως περιγράφει ο Σταυρίδης είναι «να βρεθείς έξω από τα όρια που σημαδεύουν τον τόπο των άλλων στους οποίους πριν ανήκες και εσύ, ή που θα μπορούσες να ανήκεις».12 Είναι η απόσταση ορισμένων ατόμων από το οικείο περιβάλλον και η υποχρεωτική διαμονή τους σε έναν ξένο τόπο, με κατηγορία ότι διέπραξαν ή ακόμη και ότι απεργάζονται ενέργειες για τη βίαιη ανατροπή του ισχύοντος πολιτικού καθεστώτος. Η λέξη εξορία είναι μια λέξη ιδεολογικά φορτισμένη και με κάποιο τρόπο επικριτική καθώς προέρχεται από την πρόθεση «εξ» και το ουσιαστικό «όριο». Συνεπώς, υπονοείται τόσο η εκτός ορίων μετακίνηση ενός ατόμου, όσο ενδεχομένως και ότι η αντίδραση του εκάστοτε καθεστώτος ήταν υπερβολική και άδικη.
11 Πύλη για την Ελληνική γλώσσα 12 Σταυρίδης, 2010, σ. 143
[22]
Τόπο εξορίας, για διάφορες κοινωνικές ομάδες, αποτέλεσαν τα νησιά του αρχιπελάγους. Το ελληνικό αυτό νησιωτικό πέλαγος με τις απίθανες ακρογιαλιές , αυτός ο πραγματικός παράδεισος , αποτελούσε κάποια εποχή έναν τόπο εξαίρεσης. Η εκτόπιση στα νησιά αυτά αποτελούσε διαχρονικά πολιτική της εξουσίας για τη διαχείριση των κοινωνικών ομάδων που απέκλιναν από την «κανονικότητα», που όριζαν τα ίδια. Ένα έρημο και ξερό νησί στις ακτές τις Αττικής, η Μακρόνησος, έγινε ένα από τα μεγαλύτερα και πιο βάναυσα σημεία εξορίας.
[23]
– ιστορική αναδρομή –
Η Μακρόνησος ήταν άλλοτε ένα ακατοίκητο ξερονήσι, που καμία ανθρώπινη σκοπιμότητα δεν μπορούσε να το πλησιάσει τόσο όσο το πλησίασε · « ύστερα από χιλιάδες χρόνια η τύχη της εμειδίασε».13 Η Μακρόνησος δεν ήταν ένας απλός τόπος εξορίας όπως πολλοί άλλοι, δύο μόλις μίλια έξω από το Λαύριο, παράλληλα με την ανατολική ακτή της Αττικής, υπήρξε τόπος εγκλεισμού, ανεξάντλητων βασανισμών, εξευτελισμού αλλά και έντονης προπαγάνδας. Η ελληνική μυθολογία εμφανίζει ως πρώτους περαστικούς από το χώμα της τον Πάρη και την Ελένη, καθώς, όταν ο Πάρης απήγαγε στη Τροία την Ελένη ή στην επιστροφή της από εκεί με τον Μενέλαο, εκείνη αποβιβάστηκε στη νήσο αυτή. Για το λόγο αυτό στην περίοδο της αρχαιότητας το νησί έφερε το όνομα «Ελένη», «Ελένη νήσος» ή «Κρανάη» κατά τον Στράβωνα, ενώ το όνομα «Μακρόνησος», το οποίο πηγάζει από το σχήμα του νησιού, αναφέρεται πρώτη φορά στα μέσα του 13ου αιώνα. Την περίοδο του Μεσαίωνα, κατά τον 12ο αιώνα, η πειρατεία αρχίζει να αποτελεί όλο και πιο συχνό φαινόμενο στην περιοχή του νοτίου Αιγαίου, επηρεάζοντας και τη Μακρόνησο, η οποία μετατρέπεται σε ορμητήριο πειρατών. Από τους αρχαίους χρόνους επίσης, το νησί χαρακτηρίζεται από έντονη μεταλλουργική δραστηριότητα στη Λαυρεωτική και συνεχίζει ως τον 19ο αιώνα, όπου το 1871 μεταφέρονται στο Λαύριο. 13 Στην εφημερίδα Μακρόνησος, 1948, σ. 1
[24]
Κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους, η Μακρόνησος γνωρίζει τα πρώτα φαινόμενα απομόνωσης και εξορίας. Μετά την παράδοση της Θεσσαλονίκης (1912) και των Ιωαννίνων (1913), ξεκινάει η μεταφορά αιχμαλώτων δια θαλάσσης στα νησιά του νοτίου Αιγαίου με σκοπό την απομόνωση και τη φύλαξη. Από το 1912 αρχίζει η μεταφορά Τούρκων αιχμαλώτων του Α’ Βαλκανικού Πολέμου και στη Μακρόνησο, όπου ξεκινά η λειτουργία του θεραπευτηρίου της Υγειονομικής Υπηρεσίας, κυρίως με ασθενείς που έπασχαν από πνευμονία και δυσεντερία. Η κακή μεταχείριση των τούρκων αιχμαλώτων και κατοίκων από Έλληνες και Σέρβους ήταν θέμα πυκνής αρθρογραφίας του συγγραφέα Pierre Loti στις γαλλικές εφημερίδες τον χειμώνα 1912-1913. Στη Μακρόνησο εκατοντάδες τάφοι Τούρκων βρέθηκαν το 1948 κατά την κατασκευή στρατοπέδου, σύμφωνα με τη μαρτυρία των τότε εξόριστων. Μετά την υπογραφή της ελληνοτουρκικής συνθήκης την 1η Νοεμβρίου 1913, μέσα σε ένα δεκαπενθήμερο φεύγουν για την Κωνσταντινούπολη γύρω στις 10.000 αιχμάλωτοι. Η εκτόπιση ομάδων στο νησί συνεχίζεται, στις 10 Ιουνίου του 1922 αποφασίζεται η μεταφορά και η προσωρινή εγκατάσταση, στη Μακρόνησο, προσφύγων από τον Πόντο,οι οποίοι είχαν αρχίσει να φτάνουν από την άνοιξη του ίδιου έτους στην Ελλάδα. Στη Μακρόνησο είχε δημιουργηθεί καραντίνα για τους εξαθλιωμένους πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, όπως επίσης στον Άγιο Γεώργιο Σαλαμίνας, καθώς και στην Καλαμαριά και στο Χαρμάν Κιοϊ της Θεσσαλονίκης. με το λοιμοκαθαρτήριο της φιλανθρωπικής οργάνωσης των «Νοσοκομείων
[25]
των Αμερικανίδων Κυριών» και τους απολυμαντικούς κλίβανους που λειτουργούν για έναν ολόκληρο χρόνο. Στο νησί, εντός μίας μέρας καταφθάνουν πάνω από 8.500 πρόσφυγες, εκ των οποίων πολλοί είναι ασθενείς και αποτελούν «ύποπτους χολέρας». Ίσως το νούμερο που μας δίνει ο Ριζοσπάστης στις 8-12-1923 στο κεντρικό του άρθρο «Προς τις εργαζόμενες προσφυγικές μάζες» να τρομάζει και φαντάζει υπερβολικό αλλά δεν πρέπει να απέχει πολύ από την πραγματικότητα, γράφει: «..Αυτοί φάγανε 40 χιλιάδες πρόσφυγες στη Μακρόνησο στην καραντίνα..»14. Για την αναχώρηση από την Μακρόνησο 5.500 προσφύγων μας μιλά η εφημερίδα «Εμπρός» στις 13/09/1922. Ένας Πόντιος πρόσφυγας «Μακρονησιώτης», αποτυπώνει σε μια επιστολή στις 04/01/1923 προς έναν γνωστό του στην Κωνσταντινούπολη τις συνθήκες που επικρατούσαν: «… Απεβιβάσθημεν εν Μακρονησίω (ακατοίκητον) όπου υπέστημεν αληθή Οδύσσειαν και όπου εύρον τον θάνατον σχεδόν το ήμισυ των προσφύγων…»15. Τόσο οι πρόσφυγες όσο και οι ασθενείς φιλοξενούνται σε σκηνές, οι οποίες τοποθετούνται ανά ζώνες, ανάλογα με την περιοχή προέλευσης των κρατουμένων και φυσικά των ασθενειών τους. Παρ΄ όλα αυτά, οι εγκαταστάσεις δεν επαρκούν, με αποτέλεσμα να υπάρξουν χιλιάδες απώλειες, λόγω των ασθενειών. «Δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες γνώρισαν τη «μητέρα πατρίδα» μέσα από τις άθλιες συνθήκες των «κέντρων υποδοχής» και χιλιάδες άφησαν την τελευταία τους πνοή εκεί».16 «Τους μαζεύουν και τους οδηγούν από τόπο σε τόπο σαν τα ζώα. Τους ρίχνουν σε σκοτεινές τρύπες και τρώγλες. Δεν έχουν φαγητό, πετρέλαιο, νερό, σκεπάσματα και ρούχα. Είναι
14 Στην εφημερίδα Ριζοσπάστης, 1923 15 Πόντος και Αριστερά, 2010 16 Αγτζίδης, 2010
[26]
παγωμένοι, πεινασμένοι και άρρωστοι…»17. Όπως γράφει ο Ε. Ηλιάδης «…τους παίρνουν σε ομάδες και τους πηγαίνουν σε δυο παράγκες χωριστά τις γυναίκες από τους άνδρες…Το φάσμα των επιδημιών που πλανιόνται πάνω στα κουρασμένα κορμιά που δεν μπορούσαν να κρατηθούν στα πόδια, τώρα τους θερίζει. Κάθε μέρα το σκοτάδι του θανάτου σφαλίζει για πάντα τα μάτια πολλών, χωρίς διάκριση φύλου και ηλικίας… Εκατοντάδες τα θύματα των ασθενειών…Θρήνοι και οδυρμοί ακούγονται…»18. Στη Μακρόνησο το Σεπτέμβριο του 1922 αναμένεται να φύγουν 5.500 πρόσφυγες προς την ανατολική Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη και να έρθουν 4.500 νέοι. Τον Δεκέμβριο του 1922 αποφασίζεται πως οι τελευταίοι 12.000 πρόσφυγες που βρίσκονται στα παράλια του Πόντου θα έρθουν στο νησί. Το 1923 έχουν «αποκατασταθεί γεωργικώς» 7.000 πρόσφυγες της Μακρονήσου, έχουν μεταφερθεί στη Θεσσαλονίκη 4.000, όπου αναμένονται και άλλοι. Αυτό που είναι άξιο αναφοράς είναι ότι στη πορεία της ιστορίας της Μακρονήσου υπάρχουν άνθρωποι που «επισκέφθηκαν» το νησί δύο φορές, και τις δύο για κάθαρση. Τη πρώτη από τα λοιμώδη νοσήματα το 1922 και τη δεύτερη από το «μικρόβιο» του κομμουνισμού, δύο δεκαετίες αργότερα. Η ελλαδική κοινωνία είχε ήδη διαμορφώσει τις εικόνες της για τους ομοεθνείς της από την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Και οι εικόνες αυτές, ήταν ήδη αρνητικές από την εποχή του ’16. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι Μικρασιάτες, παρότι Έλληνες, να είναι ανεπιθύμητοι τόσο στα νησιά της «καραντίνας» όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα, καθώς θεωρούνταν ως «ξένο σώμα» στη χώρα. Η ρατσιστική 17 Clark, 2007 18 Αγτζίδης, 2010
[27]
συμπεριφορά κατά των προσφύγων θα αποτελέσει γενικευμένη κοινωνική συμπεριφορά, τόσο των Ελλήνων, όσο και των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων που κατοικούσαν τότε στην Ελλάδα, καθώς δεν θα υπάρξουν σημαντικές εκδηλώσεις κοινωνικής αλληλεγγύης. «Μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, που από το 1915 είχε διχασθεί δεν αντίκρισε τους πρόσφυγες με συμπάθεια, όταν τα αδυσώπητα κύματα της ιστορίας τους έριξαν πάνω στους βράχους της Ελλάδας. Δεν υπήρξε συμπάθεια, δεν υπήρξε απάθεια, υπήρξε αντιπάθεια.», περιγράφει ο Π. Κανελλόπουλος. Χαρακτηριστική της νοοτροπίας της ηγετικής τάξης των μοναρχικών αποτελεί το παρακάτω απόσπασμα: «Συμπονούμεν και συμπαθούμεν τους πρόσφυγας ως ανθρώπους και αδελφούς δυστυχήσαντας και παθόντας, αλλά δεν τους θέλομεν ούτε ως ψηφοφόρους, ούτε ως εκλογείς, ούτε ως εκλεξίμους, ούτε ως πολίτας δικαιουμένους να κυβερνήσουν την Ελλάδα.». Παρότι με το πέρασμα του χρόνου και των γεγονότων που ακολούθησαν, οι αντιλήψεις αυτές μεταβλήθηκαν, η εχθρότητα και η πρωταρχική αντιπάθεια εξακολούθησε να εκφράζεται με ποικίλους τρόπους. Η απαξίωση και η κοινωνική περιθωριοποίηση αποτελούσαν κύρια χαρακτηριστικά συμπεριφοράς της ελλαδικής κοινότητας.19 Λίγα χρόνια αργότερα, το νησί καλείται και πάλι να παίξει το ρόλο προστασίας της ευρύτερης πολιτείας και αποφυγής κινδύνου. Αυτή τη φορά κίνδυνο αποτελούσαν οι πολίτες με φιλοκομμουνιστική στάση. Έτσι, το νησί χαράσσει τα όρια μεταξύ αντιφρονούντων και μη. Συγκεκριμένα το 1931 η Μακρόνησος προτείνεται ως χώρος συγκέντρωσης των κομμουνιστών, ενώ το 1935 αναφέρεται στον Τύπο
19 Αγτζίδης, 2012
[28]
πως αποφασίστηκε να μεταφέρονται εκεί οι εκτοπιζόμενοι κομμουνιστές, για την αποφυγή του κινδύνου μετάδοσης των ιδεών τους στα νησιά του Αιγαίου. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έρχεται να αποτελέσει τομή στη σύγχρονη ιστορία. Οι απόψεις για το πώς πρέπει να ανοικοδομηθούν οι κοινωνίες, μετά την καταστροφή που άφησε πίσω του ο πόλεμος, διίστανται. Και ένας χώρος όπου αυτές ακριβώς οι απόψεις και ιδεολογίες συγκρούστηκαν ήταν ο ελλαδικός. Από τη μία το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ), που είχαν καταφέρει να ενώσουν τις πλατιές κοινωνικές μάζες υπό ένα ταξικό πρίσμα, σε έναν αγώνα, όχι ενάντια σε έναν κατακτητή, αλλά για μία άλλη κοινωνία. Από την άλλη ο Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ), ο οποίος συμμαχώντας με τις Βρετανικές Δυνάμεις, αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός οικονομικού μοντέλου που θα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των λίγων. Η κατάσταση δεν άργησε να πολωθεί και να εκτονωθεί το Δεκέμβρη του 1944 με τις δυνάμεις του ΕΑΜ να προσπαθούν να πάρουν στα χέρια τους την πρωτεύουσα, να υπερισχύσουν και να οικοδομήσουν ένα σοσιαλιστικό κράτος. Αποκορύφωμα των γεγονότων αποτέλεσε η συμφωνία της Βάρκιζας, με την οποία όλοι οι αγωνιστές του ΕΛΑΣ κλήθηκαν να παραδώσουν τα όπλα τους. Με την άρνηση αυτών ξεκίνησε ένας αιματηρός κύκλος που θα είχε ως αποτέλεσμα τη μεταφορά τους από το ένα σωφρονιστικό κατάστημα στο άλλο, όπου θα αναγνωρίζονταν πλέον ως προδότες του έθνους. Ο Εμφύλιος Πόλεμος μπορεί να κράτησε τυπικά 4 χρόνια (1945-1949), οι εξορίες, τα βασανιστήρια και η
[29]
φρίκη κράτησαν μέχρι και τη Μεταπολίτευση. Άλλοτε με περισσότερη ένταση και άλλοτε με λιγότερη. Πρόκειται για τα λεγόμενα «αναμορφωτήρια» που δημιουργήθηκαν με τις προτάσεις των συμμάχων της χώρας από τη Δύση (ΗΠΑ και Μ. Βρετανία) και με τη προθυμία του τότε Ελληνικού κράτους για την αντιμετώπιση της κομμουνιστικής απειλής. Τα συμμαχικά κράτη της Αγγλίας και των ΗΠΑ ανέλαβαν να οργανώσουν το διαλυμένο, μετά τον πόλεμο, ελληνικό κράτος και να εγγυηθούν την ενίσχυση και την ενότητα του. Το πλαίσιο αυτό περιελάμβανε την ίδρυση κρατικών μηχανισμών καταστολής και αφανισμού των κομμουνιστών και των αριστερών, με την πρόφαση ότι αποτελούσαν απειλή για ολόκληρο το έθνος. Έτσι το Αιγαίο μετατρέπεται σε ένα μεγάλο -το μεγαλύτεροδίκτυο τόπων εξορίας και βασανισμού στη μεταπολεμική Ελλάδα. Μακρόνησος, Γυάρος, Τρικέρι, Αη-Στράτης, και πολλά άλλα νησιά γίνονται τόποι εξορίας για τους αγωνιστές της Αριστεράς. Η Μακρόνησος αποτελεί το πιο γνωστό παράδειγμα των πρακτικών αυτής περιόδου, καθώς αποτέλεσε κεντρικό στοιχείο της κρατικής προπαγάνδας από πολιτειακά κυρίως πρόσωπα, ώστε γρήγορα το νησί να αναγορευτεί ως πρότυπο για τον αντικομουνιστικό αγώνα σε παγκόσμιο επίπεδο. Κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, μπορούμε να κατατάξουμε τις συγκεντρώσεις κρατουμένων σε τρεις φάσεις. Τη περίοδο 1947-1949, η οποία μπορεί να θεωρηθεί η πρώτη, η Μακρόνησος χρησιμοποιείται για την απομόνωση και την αναμόρφωση κυρίως στρατιωτικών και αξιωματικών με σκοπό τη διαφύλαξη του Εθνικού Στρατού, από το Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας. Το 1949 ψηφίζεται στη Βουλή η ίδρυση του αυτόνομου Οργανισμού Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου (ΟΑΜ), με
[30]
το ψήφισμα της ΟΓ’ της 14ης Οκτωβρίου. Στη δεύτερη περίοδο 1949-1950, η εισροή πολιτικών κρατουμένων, τόσο ανδρών όσο και γυναικών είναι ολοένα αυξανόμενη. Συνολικά οι κρατούμενοι αποτελούσαν ενήλικες αλλά και παιδιά, από την ελληνική επαρχία και από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ικαρίας, της Χίου, της Γυάρου. Το 1950 καταφτάνουν στο νησί εξόριστες γυναίκες από το Τρικέρι. Κατά την Τρίτη περίοδο, από το 1949 έως το κλείσιμο των στρατοπέδων λειτουργούν οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ) και τα στρατόπεδα, όπου κρατούνταν οι «ύποπτοι» για πολιτικά και ποινικά αδικήματα. Ενώ ο εμφύλιος λήγει τον Αύγουστο του 1949 τα στρατόπεδα της Μακρονήσου δεν έπαψαν να λειτουργούν με αυξημένο αριθμό κρατουμένων. Ο περιορισμός λειτουργίας των στρατοπέδων ξεκινά μετά τις εκλογές του 1950, όπου η κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα παίρνει απόφαση την αλλαγή της διοίκησης του στρατοπέδου. Την περίοδο αυτή, οι άνδρες κρατούμενοι μεταφέρονται στον Άγιο Ευστράτιο και οι γυναίκες στο Τρίκερι. Παρ ’όλα αυτά, η μεγαλύτερη έκταση του νησιού συνεχίζει να έχει χρήση έως το 1957. Μέχρι το 1960 που λειτουργούν μόνο οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ), πριν τη μεταφορά τους σε περιοχή της Αττικής (Μπογιάτι). Η πλήρης εγκατάλειψη του νησιού από τη φρουρά φύλαξης των εγκαταστάσεων έρχεται το 1961. Ύστερα από την κατάργηση του νησιού ως τόπο εξορίας, το ελληνικό δημόσιο οργανώνει δημοπρασία καταστροφής κτιρίων και αποξήλωσης δομικών υλικών όπως κουφώματα, μάρμαρα, ξύλα κλπ. . Αυτή μπορεί να θεωρηθεί η περίοδος καταστροφής των εγκαταστάσεων του νησιού, αλλά ως ένα βαθμό και η περίοδος καταστροφής της ιστορίας αυτού, καθώς εύκολα μπόρεσαν να διαγραφτούν αποτυπώματα των άθλιων συνθηκών, που αναγκάστηκαν να βιώσουν χιλιάδες κρατούμενοι εκεί.
[31]
Όπως γράφει ο Τ. Δήμου « Λίγες μέρες κι η κόλαση δεν υπάρχει πια. Θα μείνει όμως ο ξερόβραχος για να θυμίζει στις γενιές τη φρίκη. Για να θυμίζει πως εκεί έμειναν για πάντα ακριβοί αδελφοί μας (…) γιατί εκεί γεννήθηκε η τρέλα του φόβου, και διαφέντεψε η σοφία της βίας.».20 Σήμερα, έπειτα από το χαρακτηρισμό του νησιού, το 1989, σε ιστορικό τόπο μνήμης ο επισκέπτης μπορεί να αντικρίσει πλήθος μικρών και μεγάλων ερειπωμένων κτιρίων και ελάχιστους βοσκούς οι οποίοι χρησιμοποιούν τα πρώην στρατόπεδα ως καταλύματα για τους ίδιους και τα ζώα τους.
20 Δήμου, 1960, σ. 344
[32]
[33]
[34]
[35]
[οικογένεια προσφύγων στο νησί της Μακρονήσου]
[36]
[γυναίκα πρόσφυγας με τα υπάρχονα της στο νησί]
[37]
[38]
[39]
[γυναίκες εξόριστες στο ΕΣΑΓ]
[40]
[ομάδα απομονωμένων Β ΕΤΟ]
[41]
– χωρική ανάλυση –
Το νησί της Μακρονήσου από έρημο και ακατοίκητο ξεκινά να αποκτά ζωή μέσα από τον εγκλεισμό και την αναμόρφωση. Το Μάιο του 1947 ξεκινάει έτσι η «υποδοχή» των πρώτων έγκλειστων, σε ένα περιβάλλον απόλυτης καταστολής, βίας, προπαγάνδας, ψυχολογικού πολέμου και βασανισμού. Οι βασικές χρήσεις που αποκτά το νησί αφορούν εγκαταστάσεις στρατοπέδων. Η διαμόρφωση του, μετά από την επιλογή του ως τόπο εξορίας, ξεκίνησε με το σχηματισμό της ομαλής δυτικής πλευράς, ο οποίος πραγματοποιήθηκε εξ’ ολοκλήρου από τους ίδιους του κρατούμενους, σε μικρές αυτόνομες «πολιτείες» και χαράσσεται ο βασικός δρόμος μετακίνησης. Η ανατολική πλευρά, με όριο την κορυφογραμμή, θα χρησιμοποιηθεί εφεξής για το «κρύψιμο» των εξόριστων, κάθε φορά που πραγματοποιούνται οι επισκέψεις επισήμων για τις διάφορες τελετές και παρελάσεις προς τιμήν τους. Το 1947 αναπτύσσονται λοιπόν, τα τρία διαφορετικά Ειδικά Τάγματα Οπλιτών (Α’ΕΤΟ, Β’ΕΤΟ και Γ’ΕΤΟ), οι Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών (ΣΦΑ) και το Γ’ ΚέντροΠαρουσιάσεως Αξιωματικών (Γ΄ΚΠΑ). Οι εγκαταστάσεις αυτές λειτουργούσαν αυτόνομα, ως τέσσερις διαφορετικές πολιτείες, με απόσταση μεταξύ τους έως και 4 χιλιόμετρα. Την ίδια περίοδο λειτούργησε και το Στρατιωτικό Νοσοκομείο Μακρονήσου, το οποίο βρισκόταν βόρεια του Τάγματος Αξιωματικών. Στα τέλη του 1948 δημιουργήθηκε το Δ’ Τάγμα ή αλλιώς το Στρατόπεδο Πειθαρχημένη Διαβίωσης. Στα επόμενα δύο χρόνια ιδρύονται τα δύο Ειδικά Σχολεία Αναμορφώσεως Ιδιωτών (ΕΣΑΙ) ένα
[42]
στο Α’ τάγμα και ένα στο Β’ τάγμα οπλιτών, καθώς και το Ειδικό Σχολείο Αναμορφώσεως Γυναικών (ΕΣΑΓ), τα οποία λειτούργησαν μέχρι το 1950. Συνολικά στο νησί υπήρχαν έξι στρατόπεδα, τα οποία διέθεταν το δικό τους λιμάνι και αναπτύσσονταν πάνω στο δρόμο. Ήταν οριοθετημένα με πυκνές σειρές συρματοπλέγματα, με πύλες εισόδου και πυκνά φυλάκια, τα οποία υπήρχαν και σε όλο το μήκος της κορυφογραμμής. Από τη πλευρά της ακτής ήταν τοποθετημένα τα μαγειρεία και τα αποχωρητήρια. Εκτός από το κεντρικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο, σχεδόν κάθε στρατόπεδο περιελάμβανε το δικό του αναρρωτήριο μικρό ή μεγάλο, ανάλογα με τις ανάγκες. Στα στρατόπεδα Α’, Β’, Γ’ και γυναικών υπήρχε και θέατρο. Εκτός από το θέατρο των γυναικών, το οποίο είχε μόνο την υπερυψωμένη σκηνή, τα υπόλοιπα ήταν διαμορφωμένα κανονικά, με κερκίδες σε ελαφρά κυκλική διάταξη, σκηνή και κτίριο παρασκηνίων. Οι περισσότερες εγκαταστάσεις, καθώς και τα θέατρα ήταν χτισμένα από τους εξόριστους και η χρήση τους ήταν κυρίως ο εντυπωσιασμός των επισκεπτών και ο βασανισμός, με θεατές, των εξόριστων. Τα θέατρα διατηρούνται στοιχειωδώς μέχρι και σήμερα, εκτός από αυτό του Α’ ΕΤΟ το οποίο, παρόλα αυτά, αποκαταστάθηκε το 1990. Παράλληλα, σε κάθε στρατόπεδο υπήρχε το γήπεδο, η αρένα, ένας χώρος συγκέντρωσης, το ηρώον και το σημαιοστάσιον. Α’ ΕΤΟ Παρατηρώντας καθένα από τα στρατόπεδα, μπορούμε να διακρίνουμε κάπως το «έργο» τους. Πλησιάζοντας στο νησί, από το Λαύριο, ο επισκέπτης αντίκριζε στη πλαγιά πίσω από τα στρατόπεδα γιγάντια συνθήματα. Στη μέση
[43]
περίπου του νησιού βρισκόταν το Α’ ΕΤΟ, γνωστό και ως «κόκκινο τάγμα», καθώς σε αυτό στέλνονταν τα στελέχη του ΚΚΕ και όσοι ήταν από παλιά γνωστοί κομμουνιστές και αντιστασιακοί. Διοικητής του ήταν ο Κωνσταντόπουλος. Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειωθεί ότι το 1948 στο στρατόπεδο σχεδιάστηκε επιχείρηση διήμερης «καταστολής εξέγερσης», καθώς στο τάγμα είχαν συγκεντρωθεί πολλά στελέχη του ΚΚΕ και της Αντίστασης. Έστησαν μία δήθεν εξέγερση κατά την οποία δολοφονήθηκαν αναίτια άοπλοι στρατιώτες. Όταν ο Κωνσταντόπουλος μυήθηκε στο σχέδιο της μεγάλης αυτής σφαγής, αντέδρασε σθεναρά, αρνήθηκε να συμμετάσχει και παραιτήθηκε. Τότε ανασύρθηκε από την αποστρατεία ο Αντώνης Βασιλόπουλος, ο οποίος χωρίς κανένα δισταγμό ανταποκρίθηκε πλήρως στις διαταγές του προϊστάμενου του Μπαϊρακτάρη. «Σαν ήρθε διοικητής ο Βασιλόπουλος τα πράγματα έσφιξαν πολύ. Κάθε βράδυ έσερναν στις χαράδρες φαντάρους και του ξυλοφόρτωναν.».21 Τουλάχιστον 350 νεκροί επιβεβαιώθηκαν εκείνο το διήμερο. Όλα ξεκίνησαν την Κυριακή 28/02/48 όταν οι εξόριστοι στάλθηκαν στο θέατρο για εκκλησιασμό χωρίς καμία υποψία. Μόλις κατέφθασαν εκεί οι πρώτοι κρατούμενοι με σύνθημα από τον υπολοχαγό Μπαρούχο άρχισαν να τους πυροβολούν πέφτοντας έτσι οι πρώτοι νεκροί. Μόλις καταλάγιασαν τα πυρά εκείνης της ημέρας, οι όμηροι μάζεψαν τους 5 νεκρούς σε μία σκηνή και αμέσως μετά κατέφθασε από τη ΣΦΑ ο διοικητής Βασιλόπουλος για να μάθει τι έγινε. Το επόμενο πρωί της 01/03, η εικόνα του στρατοπέδου ήταν εφιαλτική, το Α’ Τάγμα είχαν ενισχύσει Αλφαμίτες και αξιωματικοί με φορτηγά από το Β’ ΕΤΟ και το Γ’ ΕΤΟ και είχαν πλαισιώσει το στρατόπεδο. Λίγο αργότερα το σχέδιο της σφαγής ξεκίνησε με τους πρώτους πυ21 Μαλγαρινός στον Γελαδόπουλο, 1994, σ.46
[44]
ροβολισμούς να πέφτουν καταιγιστικά από ξηρά και θάλασσα προς τους εξόριστους. «Τρομερά κρίσιμες στιγμές. Η κατακίτρινη μάσκα πήρε τη θέση της στα πρόσωπα των φαντάρων. Τα γόνατα λυγίζουν. Η ματιά μας στρέφεται κατά τη θάλασσα. Το πολεμικό σταματημένο κι ο Μπαϊρακτάρης στη γέφυρα. Η ματιά γυρίζει στη νότια μεριά. Να ο Σκαλούμπακας ο Σφακιανός, ο Μπαρούχος. Ο Σκαλούμπακας φαίνεται να έχει το γενικό πρόσταγμα. Ο Βασιλόπουλος ο διοικητής μας δίπλα στον Σκαλούμπακα, σκιά του και σύμβουλος του… Ο Μπαρούχος ξεχωρίζει στη μέση με το πιστόλι προτεταμένο. Δεν αναπνέουμε. Τα δάκρυα τρέχουν. Ίσως η μοίρα να έριξε το τελευταίο της χαρτί..».22 Το πιο σημαντικό επίτευγμα εκείνης της μέρας, ήταν ότι μεγάλος αριθμός τραυματισμένων, τοποθετήθηκαν στο ιατρείο και «γλίτωσαν» από τη «χαριστική βολή». Η καταγραφή της επόμενης μέρας από τον γιατρό Γεωργαλάκο έδωσε 180 ονομαστικά καταγεγραμμένους νεκρούς. Αν και τα γεγονότα μαρτυρούν μεγαλύτερο αριθμό. Για την επιχείρηση αυτή, ο Μπαϊρακτάρης δέχτηκε θερμά συγχαρητήρια από το Επιτελείο, ενώ η διοίκηση φρόντισε να αλλοιώσει το τοπίο, έτσι που να μην αναγνωρίζεται ο χώρος που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα. «Η πλαγιά ανάμεσα στους λόχους και στο Διοικητήριο είχε «κατέβει» και το παλιό μας γήπεδο… φαγώθηκε από τις σκαπάνες και χάθηκε.».23
Μετά τη σφαγή οι συνθήκες άλλαξαν στο «κόκκινο τάγμα». Η Διοίκηση δημιούργησε και «σύρμα», την απομόνωση δηλαδή, που μέχρι τότε δεν υπήρχε. Η ζωή στο Α’ ΕΤΟ σκλήρυνε, ώστε να ευθυγραμμιστεί απολύτως με αυτή των άλλων στρατοπέδων. Ο Βασιλόπουλος επωφελήθηκε από το γεγονός ότι στο σύρμα ζούσε ο γνωστός αρχιτέκτονας Η. Σκρουμπέλος και ενίσχυσε το Α’ ΕΤΟ με διάφορα κτίρια, όπως είναι η βίλα του, η λέσχη αξιωματικών, καθώς 22 Πυργιώτης στον Γελαδόπουλο, 1994, σ.112 23 Μάργαρης, 1966
[45]
και η πρωτοποριακή εκκλησία που κόσμησε το Τάγμα, και στην οποία έδωσε και το όνομα του. Νότια του θεάτρου υπήρχε και το μεγάλο κτίριο των αρτοκλιβάνων. Στη διαδρομή προς το Β’ ΕΤΟ κατασκευάστηκε μία εντυπωσιακή γέφυρα που ένωνε τα δύο Τάγματα, έργο επίσης των εξόριστων με σχέδια του κρατούμενου Μαντά. Στο χώρο του Α’ Τάγματος Οπλιτών, εγκαταστάθηκαν το 1948 το στρατόπεδο των «Προληπτικών Συλληφθέντων Ιδιωτών» (ΕΣΑΙ) και λίγο νοτιότερα, το 1950, το στρατόπεδο γυναικών (ΕΣΑΓ), το οποίο λειτούργησε για περίπου 7 μήνες και σήμερα σώζεται μόνο το θέατρό του. Τον Γενάρη του 1950, μεταφέρθηκαν από το Τρίκερι οι εξορισμένες γυναίκες με τα μικρά παιδιά τους και μετά από τον 24ωρο βασανισμό τους, ήλπιζαν για διπλή συγκομιδή δηλώσεων. Η προσπάθεια αυτή βέβαια απέτυχε και οι γυναίκες γύρισαν πάλι στο Τρίκερι.
Καλώς ορίσατε. Σα φύλλα από βιολέτες Τα λόγια αυτά από τα τραγούδια μου μαδώ Καθώς ο Μπάτης το μαντήλι μου φουσκώνει. Πάω να σας δείξω ουρανό και δείχνω σκόνη Δεν έχουμε άλλο τίποτα εδώ. Μ. Λουντέμης, «Έρχονται οι γυναίκες»
[46]
Γ’ ΚΠΑ Στο νότιο τμήμα του Α’ ΕΤΟ, βρισκόταν το Γ’ ΚΠΑ, το Κέντρο Παρουσιάσεως των Αξιωματικών, από όπου περνούσαν όσοι αξιωματικοί συλλαμβάνονταν, γιατί είχαν πάρει μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Διοικητής στην περίοδο 1948-1950 ήταν ο Νταούλης, ο οποίος υποδεχόταν τους εξόριστους αξιωματικούς λέγοντας «Και μην ξεχνάτε ότι από τη Μακρόνησο ήρωες δεν φεύγουν! Μόνο νεκροί και τρελοί φεύγουν.».24 Από τις εγκαταστάσεις του λίγα ερείπια απομένουν, μεταξύ αυτών και του Νοσοκομείου (ΣΝΜ). Β’ ΕΤΟ Βόρεια του Α’ ΕΤΟ βρισκόταν το Β’ Τάγμα Οπλιτών (Β’ ΕΤΟ), που είχε το ρόλο του Κέντρου Διερχομένων. Ένας μεγάλος αριθμός στρατιωτών, αρχιτεκτόνων, πολιτικών μηχανικών και καλλιτεχνών παρέμενε στο τάγμα, με διοικητή τον Τζανετάτο. Επακόλουθο ήταν το Β’ ΕΤΟ να συγκροτηθεί με μία μελετημένη από αρχιτέκτονες διάταξη , με κλιμακωτή τοποθέτηση των λόχων και με φωτισμένες αψίδες στο δρόμο. Χαρακτηριστικά έργα ήταν η πολυτελής βίλα του διοικητή, με τη μνημειώδη σκάλα και τους «κρεμαστούς κήπους», καθώς και τα σιντριβάνια, όλα φτιαγμένα από τα χέρια των κρατουμένων. «Με μισό πλευρό λοιπόν, με μισό πλεμόνι, με χέρια που τρέμανε και πόδια που λύγιζαν, συνεχίσαμε το «μεγάλο έργο» του Τζανετάτου. Φτιάξαμε τους κρεμαστούς κήπους, τα σπίτια, τις λέσχες τους. Μετουσιώσαμε τον ιδρώτα μας σε πρασινάδα και το αίμα μας σε κόκκινα τριαντάφυλλα. Και για τους εαυτούς μας κρατήσαμε την πίκρα από τούτη τη ζωή και τη λαχτάρα για ένα καλλίτερο αύριο.» 25 24 Λευκαδίτου, 2017, σ.36 25 Γαζής, 1980, σ.148
[47]
Βορειότερα, υπήρχε το θέατρο και το σύρμα, δίπλα από τη χαράδρα, σημεία από τα οποία φυσικά δεν έλειψε ο βασανισμός και ο εκφοβισμός των εξόριστων. Στο Β’ Τάγμα δημιουργήθηκε επίσης το Ειδικό Σχολείο Αναμορφώσεως Ιδιωτών (ΕΣΑΙ), το οποίο λειτούργησε για λίγους μόνο μήνες την περίοδο 1949-1950. Γ΄ΕΤΟ Σε λιγότερο από 550 μέτρα νότια του Γ’ ΚΠΑ, βρισκόταν το Γ’ Τάγμα Οπλιτών (Γ’ ΕΤΟ), με διοικητή τον Σκαλούμπακα και ήταν το λεγόμενο «γαλάζιο τάγμα». Στο στρατόπεδο πραγματοποιούνταν το πειραματικό σχέδιο «ανάνηψης» των στρατιωτών του Σκαλούμπακα. «Το εθνικό έργο άρχιζε στο Γ’ τάγμα που κρίθηκε από την αρχή επιδεκτικό αναμορφώσεως και που διοικητής του ήταν ο λοχαγός Σκαλούμπακας, ένας πωρωμένος και αδίστακτός βασανιστής… Σκοπός αυτού του πειράματος, ήταν να μετατρέψουν τους στρατιώτες σε γενίτσαρους, να τους καταρρακώσουν την αξιοπρέπεια και το ηθικό τους και, το περισσότερο, να γίνει το φόβητρο για ολόκληρο το στράτευμα και ιδιαίτερα για το Β’ και για το Α’ τάγμα που δεν αργούσε να ‘ρθει η σειρά τους.».26 Στο Γ’ ΕΤΟ έφεραν περίπου 800 επιζήσαντες το βράδυ της σφαγής του Α’ ΕΤΟ, με σκοπό, να δημιουργηθεί σύγχυση στους εναπομείναντες στρατιώτες. Ψηλότερα στο λόφο, σώζεται ακόμα το καλοσχεδιασμένο θέατρο του τάγματος με τις κυκλικές κερκίδες.
26 Μαυρίδης στους Βαρδινογιάννη & Αρώνη, 1996, σ.153
[48]
Δ΄ΤΑΓΜΑ Στο βορειότερο σημείο των εγκαταστάσεων αρχίζει το Δ’ Τάγμα, γνωστό και ως το «Στρατόπεδο Πειθαρχημένης Διαβίωσης», όπου το Δεκέμβρη του 1948 στάλθηκαν εκεί οι πολιτικοί κρατούμενοι, οι αξιωματικοί του ΕΛΑΣ, οι ανάπηροι του Αλβανικού πολέμου, η Διανόηση και πολλοί εκτοπισμένοι νεολαίοι, οι οποίοι είχαν μεταφερθεί από άλλα νησιά. Το στρατόπεδο αναπτύσσεται στις δύο πλευρές μιας χαράδρα, σε δύο τμήματα, από έξι κλωβούς το καθένα, τον Αη Γιώργη και τους Φούρνους. Το γνωστό «Τριανέμι», όπως το αποκαλούσαν οι εξόριστοι εξαιτίας της τοποθεσίας του «δερνόταν από όλους τους καιρούς.».27 Αναπτυσσόταν στις δύο πλευρές της χαράδρας και εκεί τοποθετήθηκαν οι σκηνές των εξόριστων, οι οποίοι έζησαν εκεί για ένα περίπου χρόνο, παρά τις αντίξοες συνθήκες. Σήμερα, σώζονται ακόμα διάσπαρτοι στις δύο πλαγιές, δεκάδες μικροί λιθόκτιστοι τοίχοι, οι οποίοι κατασκευάστηκαν για να προστατεύουν τις σκηνές από τους ανέμους και τις βροχοπτώσεις. Από αυτό το στρατόπεδο, μετά τη λήξη του Εμφύλιου πολέμου, στα τέλη του 1949, ξεκίνησαν οι αποστολές περίπου 10.000 πολιτικών εξόριστων, όταν η Χωροφυλακή τους παρέδωσε στα Α’ και Β’ τάγματα. ΣΦΑ Αντίθετα στο νοτιότερο σημείο των εγκαταστάσεων βρίσκονται οι Στρατιωτικές Φυλακές (ΣΦΑ), σχεδόν σε επαφή με το χώρο του Γ’ ΕΤΟ, οι οποίες αναπτύχθηκαν κυρίως γύρω από τον κόλπο του άκρου. Διοικητής ήταν ο Σούλης. Αρχικά στις ΣΦΑ αποβιβάστηκαν νέοι που είχαν 27 Λευκαδίτου, 2017, σ.34
[49]
μεταφερθεί από διάφορες φυλακές, πολλοί από τους οποίους αναφέρονται και ως «ανήλικα». Συνταρακτικός σταθμός στην ιστορία των φυλακών αποτέλεσε η 18η Αυγούστου το 1949, όταν κάποια παιδιά γύρω στα 18 έτη προχώρησαν σε ομαδική αυτοκτονία. Οι περισσότεροι ανήκαν στην Ενιαία Πανελλαδική Οργάνωση Νέων (ΕΠΟΝ) και είχαν βασανιστεί πολύ, αλλά «δεν προχωρούσαν στην ανάνηψη». Εκείνο το πρωινό τους είπαν: «Τέλος. Υπογράφετε ή θα πεθάνετε.».28 Ζήτησαν μία ώρα να το σκεφτούν και αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν. Προκλήθηκε αναστάτωση και τους σκόρπισαν σε διάφορα νοσοκομεία, προκειμένου να μη γίνει γνωστό το συμβάν.
Σε μία προσπάθεια να διαχωρίσουν μία μεγάλη ομάδα νεοφερμένων, οδηγήθηκαν στην απομόνωση 24 κρατούμενοι, και δημιούργησαν ένα ιδιόμορφο «σύρμα», αποστασιοποιημένο από όλους, στα ανατολικά προς το Φάρο. Αποτελούνταν από δύο σκηνές, με δώδεκα εξόριστους η καθεμία. Ήταν η «γλαροφωλιά», όπου με «συνεχείς βασανισμούς και εικονικές εκτελέσεις, νυχτερινά ριξίματα στην παγωμένη θάλασσα», έζησαν εκεί για 35 μέρες και νύχτες. «Το ξενύχτι - τέλος – στο ύπαιθρο, το πέταγμα στη θάλασσα κ.λπ., και η κατάληξη την επόμενη στην απομόνωση πάνω στα βράχια, ήταν φυσικό να μας βάλουν μπροστά σε εναγώνιες σκέψεις. Μπροστά σ’ ένα σκοτεινό αίνιγμα για το τι σήμαιναν όλα αυτά και ποια μπορεί να ήταν η συνέχεια.».29 Ο Θέμος Κορνάρος που έζησε καιρό στις ΣΦΑ, στο βιβλίο του «Στάχτες και φοίνικες» γράφει: «Το μόνο πραγματικό όνομα στις σελίδες τούτες: Διοικητής ΣΟΥΛΗΣ. Τον
28 Λευκαδίτου, 2017, σ.58 29 Στάβερης, 2001, σ.82
[50]
παραδίδω στην κατάρα των γενεών».30 Τον διαδέχτηκε ο έφεδρος ανθυπολοχαγός Μηλιάδης, ως υπεύθυνος διοικητής των φυλακών, που λειτούργησαν μέχρι το 1951.
30 Κορνάρος, 1979, σ.156
[51]
[52]
[53]
[54]
[55]
[56]
[άποψη του Β’ τάγματος]
[57]
[άποψη Γ’ τάγματος σκαπανέων]
[πειθαρχείο Β’ τάγματος:1947]
[58]
[άποψη Γ’ τάγματος σκαπανέων]
[59]
– ανθρωπογενές τοπίο – [ η ζωή αλλιώς ]
Ενδοσκοπώντας επίμονα και κυκλωτικά πάνω από τα ιστορικά βιβλία που μας δίνουν μια πλήρη και σαφή εικόνα των γεγονότων και του χώρου του νησιού, ψάχνουμε να βρούμε τις σωστές λέξεις, τις σωστές εικόνες, τη σωστή ιστορία, για τον τόπο όπου θα παρουσιάζει τις συγκεκριμένες συνθήκες και αιτίες για το πώς τελικά κατασκευάζεται ένας τόπος εξορίας. Πως ορίζεται, πως λειτουργούσε, ποια τα νοήματα του και πως επιδρούσε επάνω στους ανθρώπους του τότε; Αρκεί μόνο να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας στο ανθρωπογενές τοπίο του νησιού και να διερευνήσουμε πως ήταν η καθημερινότητα του εγκλεισμού της Μακρονήσου. Εκ πρώτης όψης και ανάγνωσης μπορούμε να καταλάβουμε πως πρόκειται για μια κατάσταση στέρησής της ατομικής ελευθερίας και κάθε ανθρωπίνου δικαιώματος, γεγονός που επιβάλει σαφή όρια μεταξύ των ίδιων και της ατομικής τους ταυτότητας. Οι έγκλειστοι με την είσοδο τους στο «αναμορφωτήριο» της Μακρονήσου δεν ήταν απλά κρατούμενοι σε μια φυλακή, δεν ήταν μείζονος σημασίας ο περιορισμός και η δυσχέρεια του χώρου αλλά πολύ περισσότερο η απογύμνωση από κάθε δικαίωμα, θεμελιακό και μη. Με μοναδική υπαιτιότητα για την παρουσία τους στο νησί οι πολιτικές τους πεποιθήσεις, η ταυτότητα του κάθε εξόριστου η οποία αποτελούσε απειλή για το κράτος. Με την είσοδο στο καθεστώς εξαίρεσης της εξορίας, αυτομάτως, η ζωή άλλαζε βίαια, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μετουσιώνονταν σε ένα είδος «εξαναγκασμένων κατοίκων
[60]
του αρχιπελάγους»31. Πρώτη μετάφραση αποτελεί ο διαχωρισμός των αντιφρονούντων από την πόλη και την υπόλοιπη κοινωνία, καθώς και από κοντινούς τους ανθρώπους, την οικογένεια τους κ.α. . Γεγονός που μεταλλάσσει το χρόνο του εγκλεισμού σε χρόνο από-κοινωνικοποίησης, όπως ακριβώς και στα ιδρύματα των φυλακών. Η δεύτερη είναι πως εισέρχονται σε μια άλλη πραγματικότητα η οποία επιβάλλει την προσαρμογή σε νέα δεδομένα. Η ίδια η καθημερινότητα δεν είναι απλά ένα είδος τιμωρίας μακριά από συνήθειες, ρυθμούς και σχέσεις, αλλά πολύ περισσότερο η αστείρευτη και τυφλή βία, ένα «συνολικότερο σχέδιο ψυχολογικού πολέμου»32. Τα βασανιστήρια, σωματικά αλλά και ψυχολογικά, είναι κομμάτι της καθημερινότητας των κρατούμενων. Σκοπός όμως όλων αυτών των καταστάσεων δεν αποτελούσε η εξόντωση και ο αφανισμός αλλά η μετάνοια, ίσως πιο σωστά η «ανάνηψη» ή αλλιώς η «δήλωση». Στόχος ήταν η εξόντωση του μυαλού και των πεποιθήσεων, στόχος που μπορεί να επιτευχθεί μόνο δια μέσω του σώματος. Το σώμα εξουθενώνονταν μέχρι το σημείο που μπορούσε κάποιος να υπογράψει, αλλά ποτέ δεν μπορούσε να κάμψει. Πέραν των σωματικών βασανιστηρίων, σημαντική ήταν η ψυχολογική βία που ασκούνταν. Η κατήχηση και η προπαγάνδα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της αναμόρφωσης και πολλές φορές γινόταν από τους ίδιους τους ανανήψαντες. Η ενεργός συμμετοχή των «ανανηψάντων» αποτελεί ένα από τα κομβικότερα σημεία στην οργάνωση του προπαγανδιστικού οικοδομήματος, εντός και εκτός Μακρονήσου. 33 Ωστόσο δεν πρέπει να αντιμετωπιστεί 31 Σταυρίδης, 2010 σ. 146 32 Μπουρνάζος & Πολυμέρης, 2009, σ. 64 33 Μπουρνάζος & Πολυμέρης, 2009, σ. 64
[61]
μονάχα σαν φενάκη, σαν μια «βιτρίνα» που συγκαλύπτει τα βασανιστήρια, αλλά ως ένα αδιάσπαστο σύμπλεγμα με τις απειλές, το φόβο, τον καταναγκασμό και τα βασανιστήρια. Αποκορύφωμα ίσως αποτελούσαν τα καταναγκαστικά έργα, που εξουθένωναν το σώμα συνδυάστηκα με το πνεύμα καθώς διέπονταν από μια ματαιότητα. Οι κρατούμενοι κάτω από άθλιες συνθήκες εξαναγκάζονταν να κατασκευάσουν αψίδες, αγάλματα, μνημεία, ψηφιδωτά, αετώματα κ.α. με σκοπό ο χώρος να θυμίζει το μεγαλείο του ελληνισμού από τον οποίο είχαν εκπέσει και ταυτόχρονα θα δικαιολογούσε τη φήμη του νησιού ως «Νέος Παρθενών» . Μιλάμε για μια σωματοποιημένη εμπειρία ως προς τον 34 εγκλεισμό, αλλά χωρίς αυτό να αφορά το σώμα καθαυτό. Ο μηχανισμός της Μακρονήσου χρησιμοποιεί το σώμα γιατί από μόνο του έχει μια πολιτική επένδυση που άπτεται των κοινωνικοπαραγωγικών σχέσεων στην εκάστοτε εποχή. «Το σώμα είναι χρήσιμη δύναμη μόνο αν είναι ταυτοχρόνως παραγωγικό σώμα και καθυποταγμένο σώμα».35 Άλλωστε, όπως έχει αναφερθεί ήδη, σκοπός ήταν η «ίαση» και όχι η φυσική εξόντωση. Ακριβώς εκεί έγκειται η στόχευση του μηχανισμού αυτού, όχι στη φθορά του σώματος μόνο αλλά στην ψυχοσωματική φθορά.36 Αυτή η σωματοποίηση της εμπειρίας του εγκλεισμού χωροποιείται στη Μακρόνησο. Οι κρατούμενοι πέρα από τις βάναυσες στιγμές που βιώσανε, έχουν να θυμούνται και στιγμές εναντίωσης στην ψυχολογική βία και στην σκληρή καθημερινότητα που τους επιβάλλονταν. Οι συνθήκες που ζούσαν ήταν δύσκο34 Μπουρνάζος & Πολυμέρης, 2009 35 Foucaut, 2011, σ. 30 36 Παναγιωτόπουλος, 2000
[62]
λες και εύκολα θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένταση μεταξύ των κρατουμένων. Παρ’ όλα αυτά, το αίσθημα της αλληλεγγύης ήταν κυρίαρχο. «Οι σχέσεις τους διέπονταν από αμοιβαίο σεβασμό, στήριξη και κατανόηση. Ήταν σχέσεις συλλογικότητας, πραγματικά συντροφικές ενώ τα ελάχιστα αγαθά που τους δίνονταν από τους φύλακες όσα κατάφερναν να φτάσουν στο νησί από τις οικογένειές τους, υπόκεινται σε ένα καθεστώς κοινοκτημοσύνης. Κανένας δεν έμενε στο έλεός του και κανένας δε θα στερούνταν κάτι, όσο αυτό περνούσε από το χέρι των εγκλείστων. Και κάπως έτσι προσπάθησαν να οργανώσουν την καθημερινότητά τους, ώστε να την κάνουν όσο το δυνατόν πιο εύκολη για όλους». Παράλληλα, ήταν ο τόπος που οι εξόριστοί εμβάθυναν τις γνώσεις τους και τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, όσο και αν στέλνονταν εκεί με σκοπό την αλλοίωση της πολιτικής τους ταυτότητας. Όλα αυτά ίσως μπορούμε να πούμε πως αποτελούσαν μια εξαίρεση μέσα στην ίδια την εξαίρεση της εξορίας υπό ένα άλλο πρίσμα, το πρίσμα της κοινωνίας που οραματιζόταν οι άνθρωποι αυτοί.
[63]
[διανομή συσσιτίου στο Α’ τάγμα]
[64]
[καθαριότητα στο Γ’ τάγμα οπλιτών]
[Α’ τάγμα:1948-Γαλενιάνιος Γ.]
[65]
[κρατούμενοι στη ΣΦΑ]
– ορίζοντας τον τόπο –
_ο τόπος ως μέσο εγκλεισμού
«Η κατάσταση εξαίρεσης, είναι μια κατάσταση έντονα οριακή.» 37
Όριο: η σημασία της λέξης του ορίου μπορεί να αποδοθεί σε σχέση με το «τι ορίζεται», χωρικά το όριο θα μπορούσε να προσεγγιστεί ως εκείνη η γραμμή νοητή ή υλική, που χωρίζει μια επιφάνεια ή μια κατάσταση . Το όριο ορίζει δυο πλευρές ή δυο καταστάσεις, ανάλογα με το πώς εντοπίζεται σε κάθε συνθήκη θα μπορούσαμε να πούμε ότι λειτουργεί ορίζοντας ένα «εντός» και ένα « εκτός». Ερμηνεία ορίου στο λεξικό: όριο το [ório]38 : 1. η γραμμή, συνήθ. νοητή, που χωρίζει δύο συνεχόμενες επιφάνειες, εκτάσεις κτλ.· σύνορο 2. (μτφ.) α. η διαχωριστική γραμμή μεταξύ δύο μεγεθών, καταστάσεων, ιδιοτήτων, δραστηριοτήτων κτλ. β. ακραίο σημείο, τοπικά ή μεταφορικά γ. ανώτατο ή κατώτατο σημείο που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να ξεπεραστεί. Συνειδητά ή ασυνείδητα, ο άνθρωπος αναγνωρίζει τα όρια μεταξύ εννοιών, καταστάσεων και φαινομένων. Με αυτόν τον τρόπο, ορίζει τη θέση του σε σχέση με το περιβάλλον και τους συνανθρώπους του. Από την αρχή της ανθρωπότητας, η παρουσία του ανθρώπου στον κόσμο ήταν οριοθετημένη. Η οριοθέτηση αυτή γίνεται με τη χρήση αντι37 Agamben, 2013 38 Πύλη για την Ελληνική γλώσσα
[66]
θετικών και αλληλοσυγκρουόμενων καταστάσεων μέσα/ έξω, ανοιχτό/κλειστό, εμείς/αυτοί. Αυτές οι διαφορετικές ποιότητες καλύπτουν τις ανάγκες του ανθρώπου και δίνουν νόημα στις δραστηριότητες του, εξυπηρετώντας στην οριοθέτηση της ύπαρξης του. Το όριο του τόπου είναι εκείνο που δημιουργώντας χώρους και περιλαμβάνοντας νοήματα, όμοια ή αντιθετικά συμβάλουν στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του ίδιου του τόπου. Σε αυτό το σημείο της ανάλυσης μας συναντάται η έννοια του χωρικού ορίου. Είναι σαφές ότι η πολιτική της εξουσίας, να εκτοπίζει εκτός του κοινωνικού συνόλου τις ομάδες που αναγνωρίζει ως «απειλή» για την εύρυθμη λειτουργία του κράτους, είναι μια επιλογή η οποία δημιουργεί από μόνη της κοινωνικά όρια. Τη χωρική διάσταση αυτού του περιορισμού έρχεται να επιτελέσει ο εγκλεισμός . Η λέξη έγκλειστος προέρχεται από το αρχαίο ρήμα κλείω (εν+ κλείω), που σημαίνει κλείνω ,κλειδώνω περιορίζω, περικλείω. Η λέξη αυτή μπορεί να εμπεριέχει δυο διαστάσεις: α) μια χωρική, απτή και ορατή και β) μια νοητή, μεταφορική και πολλές φορές άυλη διάσταση. Παρόλα αυτά και οι δυο συνιστούν και προϋποθέτουν την ύπαρξη ορίων υλικών ή μη. Στόχος του είναι να θέσει υπό έλεγχο τις δραστηριότητες των υποκειμένων μέσω της πειθαρχίας. Στη συγκεκριμένη συνθήκη εγκλεισμού τα όρια που διαχωρίζουν την ομάδα από το σύνολο αποκτούν υλική υπόσταση. «Η πειθαρχία απαιτεί πολλές φορές την περίφραξη, τον καθορισμό ενός χώρου διαφορετικού απ΄όλους τους άλλους, ενός χώρου περιχαρακωμένου , επίλεκτο χώρο τηςπειθαρχικής μονοτονίας.»39 39 Foucault, 2008, σ. 188
[67]
Τον αυστηρά οριοθετημένο χώρο που αναφέρει ο Foucault στο παραπάνω απόσπασμα από το βιβλίο του «Περί αλλοτινών χώρων», θα έρθουν να εξυπηρετήσουν ιδρύματα όπως οι φυλακές, τα μοναστήρια, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης κ.α. Ο Erving Goffman στο βιβλίο του για τα «Άσυλα» ανάλογα με την κοινωνική ομάδα που απομονώνουν τα διαχωρίζει σε πέντε ομάδες. Στην Τρίτη λοιπόν ομάδα ανήκουν χώροι που έχουν συσταθεί για να προστατέψουν την κοινωνία από ομάδες που στρέφονται εναντίον της και η ίδια θεωρεί κίνδυνο. Τέτοιοι χώροι είναι οι φυλακές, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης , τα στρατόπεδα αιχμαλώτων και οι τόποι εξορίας.40 Επιχειρώντας να προσδιορίσει την υλική και κοινωνική υπόσταση του ολοπαγούς ιδρύματος αναφέρει: «Κάθε ίδρυμα έχει περίκλειστες τάσεις. Ο περίκλειστος ή ολοπαγής χαρακτήρας τους συμβολίζεται στο φραγμό που αποκλείει τις κοινωνικές επαφές με τον έξω κόσμο και την αναχώρηση και ο οποίος αποτελεί μέρος των ίδιων των υλικών εγκαταστάσεων, όπως οι κλειδωμένες πόρτες, οι ψηλοί τοίχοι, το συρματόπλεγμα, οι απόκρημνοι βράχοι, το νερό, τα δάση ή τα έλη …»41 Το παράδειγμα της Μακρονήσου ως τόπος εξορίας εμπεριέχεται, ως προς τη διάκριση των ατόμων, στις ομάδες ολοπαγών ιδρυμάτων που περιγράφει ο Goffman. Αυτό που την ορίζει όμως ως «τόπο» εξορίας, είναι το γεγονός ότι στην περίπτωση της δεν είναι μόνο το ανθρωπογενές τοπίο, με τα κτίρια, τους ψηλούς τοίχους και τα συρματοπλέγματα που επιτελούν την απομόνωση και την πειθαρχία. Το φυσικό τοπίο αυτού του τόπου, αποκομ40 Goffman, 1994, σ. 24 41 Goffman, 1994, σ. 23-24
[68]
μένο από τα υλικά στοιχεία της κατοίκησης του, διαθέτει χαρακτηριστικά τα οποία λειτουργούν ως φυλακή για τον εξόριστο. Ακόμη και η ίδια η οντότητα του νησιού, απομακρυσμένη και αποκομμένη από την ηπειρωτική Ελλάδα και περιτριγυρισμένη από θάλασσα φαίνεται να εκτελεί από μόνη της ένα είδος χωρικού διαχωρισμού.
[69]
– χωρικά όρια – [ το φυσικό τοπίο ] – σκοπιμότητες επιλογής τόπου–
Μέσα σε μια πιο ειδική ανάλυση των ορίων του τόπου και του χώρου του νησιού της Μακρονήσου, συμπεριλαμβάνουμε ως αρχικό όριο αυτό της θάλασσας και της ακτογραμμής. Η θάλασσα που περιβάλει κάθε νησί είναι το γεωμορφολογικό όριο που το διαχωρίζει από την ηπειρωτική γη και στη προκειμένη περίπτωση το όριο που αποκλείει τη Μακρόνησο από το Λαύριο και ευρύτερα από την περιοχή της Αττικής, καθώς και τους εξόριστους από την κοινωνία της Ελλάδας. Ο τόπος του Λαυρίου συνδέθηκε στενά με τη Μακρόνησο, αποτελεί έναν τόπο σύμβολο για τους κρατούμενους και τους εξόριστους του νησιού, καθώς ήταν το μοναδικό σημάδι του έξω κόσμου το οποίο έβλεπαν και αντίκριζαν. Επειδή η θάλασσα αποτελεί και σημείο επαφής, ήταν ο λόγος που οι κρατούμενοι δεν μπορούσαν να δέχονται επισκέψεις , καθώς τα επισκεπτήρια ήταν σχεδόν αδύνατα και για ένα διάστημα απαγορευμένα, λόγω των ελλιπών συγκοινωνιών. Την περίοδο που στο νησί υπήρχαν πολιτικοί κρατούμενοι το μοναδικό καράβι το οποίο πραγματοποιούσε δρομολόγια για το νησί της Μακρονήσου ήταν υπό τον έλεγχο και τη δικαιοδοσία του στρατιωτικού καθεστώτος. Δημιουργήθηκε έτσι ένας θύλακας μακριά από τα αστικά κέντρα, μακριά από την κοινωνία, χωρίς δυνατότητα διαφυγής ώστε η κοινωνία να προστατευτεί. Χωροποιείται ένας εχθρός, ενώ παράλληλα προκύπτει ένα μέσα και ένα έξω.42 42 Σταυρίδης, 2010, σ. 21-22
[70]
Επόμενο έντονο φυσικό όριο είναι αυτό που σχηματίζεται μέσω των εδαφικών κλίσεων, όπου διαχωρίζουν τη Μακρόνησο μεταξύ δυτικής και ανατολικής πλευράς. Οι έντονες κλίσεις του εδάφους, όπου από την ανατολική πλευρά φτάνουν έως και το 60% , ενώ από τη δυτική πλευρά μέχρι το 30% διαμορφώνουν το βουνό της Μακρονήσου σχεδόν στη μέση του νησιού, το οποίο τη χαρακτηρίζει. Έτσι ο συνδυασμός θάλασσας και βουνού, εντείνει την αίσθηση του περίκλειστου και του ανοίκειου τόπου, κάνοντας την καθημερινότητα των εξόριστων πιο δύσκολη ακόμη και μέσω της αίσθησης του χώρου. Παράλληλα, η κλίση του εδάφους μπορούσε να εξυπηρετήσει τον σκοπό του ελέγχου και της εποπτείας, τα οποία είναι απαραίτητα σε κάθε χώρο εξορίας. Μιλώντας για τα χρόνια λειτουργίας της Μακρονήσου, ο Σταυρίδης αναφέρει: «Το εκεί, το οποιοδήποτε εκεί του αρχιπελάγους, υπάρχει μόνο ως διαβάθμιση της φρίκης. Δεν υπάρχει ως τόπος παρά μόνο ως συνθήκη κράτησης.»43 Εφόσον σκοπός της εξορίας ήταν ο εκτοπισμός των αντιφρονούντων από την πόλη, ο χώρος μπορούσε να γίνει ο μόνος εγγυητής αυτής της κατάστασης εξαίρεσης καθώς είναι απαραίτητος για να υπάρξει (η εξαίρεση), που θα κατάφερνε να χτίσει το «εντός» της πόλης και το «εκτός» του τόπου εξορίας. Εύκολα μπορούμε να φτάσουμε στο συμπέρασμα πως τα όρια του χώρου ταυτίζονται με τα όρια του νόμου. Και αυτό γιατί ο νόμος ισχύει σε ένα συγκεκριμένο χώρο ( το “εντός“ που αναφέραμε πιο πάνω ), άρα και η αναστολή του θα ισχύει πάλι σε έναν άλλο συγκεκριμένο χώρο (το “εκτός“ το οποίο επίσης αναφέρθηκε). Χωρίς το χώρο δεν μπορεί 43 Σταυρίδης, 2010, σ.149
[71]
να υπάρξει καμία από τις δυο καταστάσεις, πόσο μάλλον η δεύτερη -αυτή της εξαίρεσης. Ωστόσο, η σχέση τους είναι αλληλεξαρτώμενη, γιατί η χωρική αυτή συνέχεια του τόπου εξορίας δεν υπάρχει και δεν ορίζεται χωρίς την κατασκευασμένη συνέχεια της πόλης. Έτσι, η θάλασσα, ως χωρικό όριο, συμβαδίζει με τα όρια του νόμου, ο οποίος επιβάλει την εξόριση των αντιφρονούντων. Πρέπει ακόμη να σκεφτούμε το συνδυασμό των στρατοπέδων σε σχέση με το όριο του νησιού και της θάλασσας, καθώς σε αυτή την περίπτωση «δε ταυτίζονται χωρικά με την πόλη, αποτελώντας έναν τόπο σωφρονιστικού περιορισμού και απομόνωσης εντός της. Εκείνος που εισέρχεται και διαμένει εδώ καλείται να διαχειριστεί μια ολοκληρωτικά άλλη συνθήκη ισχύος και επιβολής δύναμης της εξουσίας. Εδώ, το περίκλειστο τειχών και θάλασσας δε συμβολίζει ένα όριο προστασίας αλλά ένα χωρικό όριο αναθέματος που, κατά τον κυρίαρχο, σκοπό έχει να προστατεύει την πόλη· έτσι η πόλη αποτελεί βασικό πεδίο αναφοράς στη δομή της εξόριστης οργάνωσης.»44 Το έδαφος του νησιού αποτελεί άλλον έναν παράγοντα που συνέβαλε στην οργάνωση του χώρου. Αρχικά, επιλέχθηκε η ομαλή δυτική πλευρά για να δομηθούν οι εγκαταστάσεις των στρατοπέδων και των βοηθητικών κτιρίων. Παρ’ όλα αυτά οι τόποι απόκλισης των πολιτικών κρατουμένων δεν έγιναν μόνο μέσω των υλικών ορίων των στρατοπέδων αλλά και μέσω των φυσικών. Συγκεκριμένα, επιλέχθηκαν εσκεμμένα απρόσιτοι χώροι με ανώμαλο έδαφος και χαράδρες για την τοποθέτηση των αμετανόητων κρατουμένων. Το άγριο, ξηρό φυσικό τοπίο του νησιού χαρακτηριζόταν από θάμνους, αγκάθια, πέτρες, λάκκους, ανηφόρες και 44 Μίχου, 2015, σ.71
[72]
κατηφόρες. Έτσι, αυτό το σκηνικό μπορούσε να συμβάλει από μόνο του στην σκληρή καθημερινότητα που έπρεπε να επιβληθεί στους εξόριστους. Οι φυσικοί κολπίσκοι και οι απόκρημνες χαράδρες ήταν ιδανικό μέρος για να ασκηθεί ψυχολογική πίεση στους κρατούμενους υπό την απειλή του θανάτου και όχι μόνο. Αντίστοιχα πολλά σημεία του νησιού που ενδεχομένως να χαρακτηρίζονται από ένα συγκεκριμένο δέντρο ή κάποιο άλλο χαρακτηριστικό του φυσικού ανάγλυφου, έχουν τη δική τους σημασία καθώς αποτελούσαν συχνά τόπους βασανισμού και σήμερα τόπους μνήμης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το μυθιστόρημα του Η. Στάβερη , «Γλαροφωλιά», που ήταν μια σκηνή στημένη «στον αστερισμό της Σ.Φ.Α., στη νότια άκρη του στρατοπέδου, στην Ανατολική πλευρά του νησιού, πάνω στους θαλασσοδαρμένους βράχους.»45 Μια άθλια σκηνή, σε ένα μέρος που έμοιαζε περισσότερο με καταφύγιο γλάρων, σε ένα σημείο ιδιαίτερα απρόσιτο που λειτουργούσε ως απομόνωση. «Η διαφορά ανάμεσα μας ήτανε πως οι γλάροι μπορούσαν και διάλεγαν μόνοι τους το μέρος που θα χτίσουν τις φωλιές τους, ενώ εμάς όχι μόνο δε μας ρώτησαν οι φύλακες μας, αλλά κυριολεκτικά μας τσουβάλιασαν. Και ακόμη, οι γλάροι προτιμούσαν οι φωλιές τους να τους εξασφαλίζουν ησυχία, ασφάλεια και ελευθερία. Μακριά από τα εγκληματικά χέρια. Ενώ στη δική μας περίπτωση το όμορφο όνομα «Γλαροφωλιά» δεν ήταν παρά ένα οξύμωρο σχήμα, που έκρυβε απλά, μια στυγνή φυλακή ».46 «Ο Γ. Πικρός περιγράφει την εμπειρία εντός του Σύρματος ως τον απόλυτο εξαναγκασμό, το αποκορύφωμα της διαστροφής των βασανιστών, τη στέρηση ακόμη και των 45 Στάβερης, 2001, σ.85 46 Στάβερης, 2001, σ.87
[73]
πιο απλών πραγμάτων που μπορούσαν να κάνουν έναν έγκλειστο να αντέχει τις κακουχίες. Στην ουσία ο χώρος του Σύρματος ήταν μια απότομη χαράδρα όπου δεν μπορούσε να φιλοξενήσει ανθρώπους, όχι μόνο λόγω της έντονης κλίσης του εδάφους και του δυσχερούς ανάγλυφου, αλλά και γιατί πλημμύριζε με την πρώτη βροχή. Κάτι τέτοιο όμως χρησίμευε στο πλαίσιο των ατελείωτων βασανιστηρίων. Το σημαντικότερο όμως στοιχείο και εκείνο που ενισχύει την ασυνέχεια ήταν η συνθήκη της απομόνωσης από τους υπόλοιπους εξόριστους, καθώς δεν υπήρχε ούτε οπτική επαφή με την κατάσταση εντός του Σύρματος. Η φράση του Γ. Πικρού είναι αρκετά κατατοπιστική: «Ποτέ δε βλέπεις τον καταυλισμό του τάγματος, τη θάλασσα και την απέραντη ακτή. Σκληρός και άπονος υψώνεται μπροστά σου ο τοίχος σα να σου λέει «ως εδώ είναι ο ορίζοντας σου. Δεν γκρεμίζουμε αν και εσύ δε γκρεμιστείς μαζί μου.»47 “Δεν έχει εδώ νερό παρά μονάχα βράχια Βράχια χωρίς νερό κι ο άμμος του δρόμου Του δρόμου που ξετυλίγεται στα βουνά Που είναι βραχόβουνα χωρίς νερό Αν είχε νερό εδώ-πέρα θα στεκόμασταν να πιούμε Μέσα στα βράχια πώς να σταθούμε πώς να στοχαστούμε Ξερός ο ιδρώς και τα πόδια μες στον άμμο Αν είχε τουλάχιστο νερό στο βράχο 47 Πικρός, 1975, σ.150
[74]
Στόμα νεκρό του βουνού με σάπια δόντια που δεν μπορεί να φτύσει Εδώ κανείς δεν μπορεί να σταθεί ούτε να πλαγιάσει ούτε να καθίσει Δεν έχει μηδέ σιωπή μέσα στα βουνά Μόνο ο ξερός κεραυνός στείρος χωρίς βροχή Δεν έχει μηδέ μοναξιά μέσα στα βουνά”48 Το παραπάνω απόσπασμα, αν και μέσα από τις ποιητικές εικόνες που παρέχει στον αναγνώστη θα μπορούσε να αποτελεί μια ποιητική κατάθεση για το νησί της Μακρονήσου, ανήκει στο μνημειώδες έργο του T.S.Eliot «Η Έρημη Χώρα». Το έργο αυτό προσπαθεί να εκφράσει μία παρακμάζουσα κοινωνία, την εύθραυστη, εξασθενημένη συνείδηση της ανθρωπότητας. «Ο ποιητής συντάσσει τον άνθρωπο απέναντι στη ζωή(...)]».49 Ενώ για τον Deleuze, το Foucault, τον Πλάτωνα και τον More το νησί αποτέλεσε τόπο ανασυγκρότησης και αναδημιουργίας του κόσμου και της κοινωνίας (ακόμα και αν αυτή η κοινωνία αντιτίθεται στην προ υπάρχουσα), ο Έλιοτ στο πέμπτο μέρος του ποιήματος «Τι μας είπε ο κεραυνός» επιλέγει να παρουσιάσει την «Έρημη Χώρα» του ως ένα στεγνό, άνυδρο τόπο όπου η δίψα προκαλεί ολοένα οπτασίες και εφιάλτες. Περιγράφει εδώ μια στέρφα, άγονη γη, χωρίς άνθηση, όπου τα νερά έχουν στερέψει και οι άνθρωποι και τα ζώα δεν γεννούν. Θα έλεγε κανείς ότι η γη αυτή είναι στην πραγματικότητα ένα βουνό, ένας μεγάλος βράχος, ένα νησί, όπου το νερό απουσιάζει, και οι κάτοικοι της 48 Eliot, στιχ. 331-343 , σ.99-100 49 Σεφέρης στον Eliot, 1979, σ.33
[75]
έχουν προσαρμοστεί στην κατάσταση αυτή, δεν γεννούν, δεν αναπτύσσονται. Ο ποιητής δεν φαντάζεται την έρημη γη σαν ένα νησί με πλούσια πανίδα και χλωρίδα, καθαρά ποτάμια και εύφορο έδαφος, αλλά σαν ένα κομμάτι γης (ήπειρο ή νήσο, κανείς δεν ξέρει), ρημαγμένο από την ξηρασία και άγονο· έναν πετρότοπο. Δεν υπάρχει η ιδέα της δεύτερης αρχής, της επανεκκίνησης, η Έρημη χώρα δεν μοιάζει να προσφέρει προστασία ή καταφύγιο, παρά μόνο αμφιβολία για το μέλλον. Θα είχε ενδιαφέρον να διαβάσουμε το παραπάνω απόσπασμα παράλληλα με τις παρακάτω μαρτυρίες. Παρά τις προφανείς αποκλίσεις ως προς το χρόνο, το ιστορικό πλαίσιο αλλά και το βιωματικό υπόστρωμα η βασική οπτική σε σχέση με τον τόπο και τις συνέπειες του παραμένει σχεδόν αυτούσια. « Το νησί τούτο, δεν είναι νησί. Ένας (…) μακρόστενος βράχος, τρικλοποδιά στο διάβα του πελάγου. Απ’ τη μεριά του Λαυρίου, το ορμητικό ρέμα της θάλασσας κατατρώει ασταμάτητα την ισχνή σάρκα, ανοίγοντας κοντά-κοντά αμέτρητες πληγές που δεν λεν να κλείσουν» (…) «Ο ήλιος εδώ κατεβαίνει χαμηλά, βάζοντας φωτιά στα βράχια που σπιθίζουν, ανακατώνεται λάβα καυτή, με τα νερά που κοχλάζουν» (…) « Ύστερα είναι ο αγέρας. Μια ασίγαστη δαιμονική βουή που κάνει το νησί να τρέμει από το δέος».50 «Τούτος ο τόπος με τις τραχιές μυτερές και σπηλαιώδεις ακτές του, τις έρημες παραλίες του τις γεμάτες όρθια κατάμαυρα και σκληρά σα σιδερένια βράχια, τραυματίζει την ψυχή του κάθε επισκέπτη, ή δεσμώτη, προτού 50 Γαζής, 1980
[76]
πληγώσει ή σκοτώσει το σώμα του». 51 Το αποτύπωμα της τραγικής αυτής εμπειρίας, της εξορίας ως πράξη αλλά και ως τόπος, διακρίνεται ευανάγνωστο και στην ποιητική δημιουργία πολλών Ελλήνων ποιητών της μεταπολεμικής γενιάς οι οποίοι σημαδεύτηκαν με το βίωμα της εξορίας και του εγκλεισμού. Ο Γιάννης Ρίτσος, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Τάσος Λειβαδίτης και ο Τίτος Πατρίκιος γνώρισαν τα νησιά της εξορίας, έγραψαν στα νησιά της εξορίας, έγραψαν για τα νησιά της εξορίας, δημιουργίες ζυμωμένες με το βίωμα του εγκλεισμού, της στέρησης και του θανάτου. Γι’ αυτό και η εικόνα του κλασικού νησιωτικού τοπίου αποτυπώνεται ελάχιστα σε αυτά τα ποιήματα. Αντί για τα γαλανά νερά της θάλασσας θα συναντήσουμε το χώμα, την πέτρα και τη λάσπη. Αντί για τον ήλιο και τις ακτίνες του θα βρούμε το κρύο, τη βροχή, τον άνεμο και το σκοτάδι. Εικόνες παρόμοιες, σχεδόν ίδιες, με την « Έρημη Χώρα » του T.S.Eliot, μια χώρα - ένας τόπος -που στην περίπτωση της Μακρονήσου αποτελεί την πραγματικότητα και όχι ένα δείγμα ποίησης «η οποία όσο απελπισμένη κι αν είναι, μας σώζει πάντα, με κάποιον τρόπο, από την ταραχή των παθών». 52
51 Σαμουηλίδης, 1986, σ.30 52 Σεφέρης στον Eliot, 1979, σ.30
[77]
Παραθέτουμε ενδεικτικά: Ο άνεμος έπαιρνε τις σκηνές μας […] Η ομίχλη περπατούσε κουτσαίνοντας πάνω στις πέτρες Μεγάλα μαύρα συρματοπλέγματα αμπάρωναν τον ουρανό Τ. Λειβαδίτης, «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας».
Χωματένιος ο αγέρας, χωματένια τα ρούχα Χώμα και βροχή στο βουλιαγμένο πρόσωπο μου Τ. Πατρίκιος, «Προσχέδια για τη Μακρόνησο».
Ο Τίτος Πατρίκιος ταυτίζει τα νησιά με τους εξόριστους, νησιά που υποφέρουν, «νησιά δεμένα χειροπόδαρα» στο πολύστιχο ποίημα του «Κατάφατσα στον ουρανό», το οποίο αφιερώνει στον Γιάννη Ρίτσο: Συρματόπλεγμα των άστρων, νησιά δεμένα χειροπόδαρα, Λάσπη, εξορία, πέτρα από τις ρωγμές των νυχιών Που πλημμυράει ως την καρδιά, κρύο, εξορία Πάλι βροχή από το σηκωμένο γιακά της σκηνής.
[78]
Οι εξόριστοι ποιητές έχουν το συναίσθημα του ναυαγού, η θάλασσα είναι εκεί για να τους ενώνει, αλλά και για να τους χωρίζει από τον κόσμο, από τη ζωή, από την ελευθερία:
Η θάλασσα κυλάει και φεύγει Κυλάει και φεύγει Δεν τα αντέχει αυτά τα βράχια Κυλάει και φεύγει Τ. Πατρίκιος, «Προσχέδια για τη Μακρόνησο».
[79]
[80]
[81]
•
ΜΕ Ρ ΟΣ B •
[εισάγοντας τις έννοιες]
– ετερότητα και εξαίρεση –
_τόπος εξορίας ως χώρος ετερότητας Κι αν η τελευταία ενότητα μας άφησε να προσεγγίζουμε τον τόπο της Μακρονήσου, που μοιάζει «ανένταχτος» και «έτερος» τότε αυτό σημαίνει πως φτάσαμε πια στην ετεροτοπία. Εφόσον σκοπός μας είναι να αναζητήσουμε τη σχέση της ετερότητα με τον χώρο, θα λάβουμε υπόψιν την τοποθέτηση του Foucault ότι: «η εγκάθειρξη γεννά μια νέα σχέση της κοινωνίας με αυτό που προσδιορίζεται κανονικό και μη κανονικό, φυσιολογικό και μη φυσιολογικό. Εξορίζοντας αυτό που θεωρεί μη φυσιολογικό στην ανθρώπινη ζωή, το αντικοινωνικό και την τρέλα που θεωρεί εντός της μια εμβληματική απειλή σε τούτη τη συνάφεια. Η κοινωνία οριοθετεί μια επιτηρούμενη περιοχή στην οποία εγκλείονται οι «επικίνδυνοι άλλοι». Μια τέτοια χειρονομία δεν αποξένωσε ξένους που η καθημερινότητα είχε κρατήσει παραγνωρισμένους ή σε αφάνεια, αλλά δημιούργησε ξένους, παίρνοντας πρόσωπα οικεία για να τα μεταβάλει σε αλλόκοτες μορφές που κανένας πια δεν θα αναγνώριζε».53
53 Σταυρίδης, 2010, σ. 217
[83]
Ετεροτοπία54: Ανατρέχοντας -πού αλλού;- στον Foucault διαβάζουμε ότι οι ετεροτοπίες μπορεί να είναι τόποι με ορισμένη και ακριβή τοποθεσία κι εύκολα εντοπίσημοι στο χάρτη, τόποι όμως που βρίσκονται έξω απ ό όλ ους τους άλλο υς τόπ ους . Είναι δε «τελείως διαφορετικοί από όλες τις άλλες θέσεις τις οποίες αντανακλούν και στις οποίες αναφέρονται»55. Οι ετεροτοπίες είναι μια σταθερά κάθε ανθρώπινης ομάδας και γέννημα κάθε κουλτούρας. Φυσικά δεν είναι κοινές για κάθε κοινωνία, παρόλα αυτά ο Foucault επιχειρεί να αναλύσει τις ετεροτοπίες της πρώτης αρχής, κατηγοριοποιώντας τες σε δυο ομάδες: τις ετεροτοπίες κρίσης (απαντώνται στις «πρωτόγονες» κοινωνίες) και τις ετεροτοπίες απόκλισης (εμφανίζονται στο σήμερα προς αντικατάσταση των ετεροτοπιών κρίσης). Ας δούμε τι περιλαμβάνει η καθεμιά: • Οι ετεροτοπίες κρίσης είναι επί της ουσίας τόποι προνομιούχοι ή ιεροί ή απαγορευμένοι, τόποι που είναι φυλαγμένοι για άτομα που βρίσκονται -αναφορικά με την κοινωνία και το ανθρώπινο περιβάλλον στο οποίο ζουν- σε κατάσταση κρίσης: έφηβοι, γυναίκες τη διάρκεια της έμμηνου ρύσης, σε κατάσταση εγκυμοσύνης, ηλικιωμένοι, κλπ. Ένα εύστοχο χωρικό παράδειγμα ετεροτοπίας κρίσης είναι ο στρατός σε πολλές κοινωνίες. Το πέρασμα στην ενηλικίωση και η επισφράγιση της ανδρικής κοινωνικής ταυτότητας πραγματοποιείται σε έναν τόπο «εκτός». Εκτός του σπιτιού, του σχολείου, της γειτονιάς. Σε έναν χώρο προσωρινό για το άτομο. Στο στρατόπεδο.
54 Foucault, 1967 55 Foucault, 1986, σ. 22-27
[84]
• Οι ετεροτοπίες απόκλισης από την άλλη είναι κατά τον Foucault αυτές στις οποίες τοποθετούνται άτομα με συμπεριφορά αποκλίνουσα σε σχέση με το μέσο όρο ή τον κανόνα. Ως τέτοιες περιπτώσεις παραθέτει τα αναρρωτήρια, τις ψυχιατρικές κλινικές, τις φυλακές, ακόμα και τούς οίκους ευγηρίας οι οποίοι «βρίσκονται κατά κάποιον τρόπο στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ετεροτοπίας κρίσης και της ετεροτοπίας απόκλισης, αφού τελικά τα γηρατειά αποτελούν μια κρίση αλλά και μια απόκλιση σε μια κοινωνία όπου οι δραστηριότητες αναψυχής είναι ο κανόνας και η αδράνεια αποτελεί μια μορφή απόκλισης»56. Η δεύτερη αρχή της περιγραφής των ετεροτοπιών είναι ότι κατά τη διάρκεια της ιστορίας της, μια κοινωνία μπορεί να θέσει σε λειτουργία με τρόπο πολύ διαφορετικό μια ετεροτοπία που υπάρχει και δεν έπαψε να υπάρχει. Πράγματι κάθε ετεροτοπία έχει μια ακριβή και καθορισμένη λειτουργία στο εσωτερικό της κοινωνίας, και η ίδια η ετεροτοπία μπορεί, σύμφωνα με τη συγχρονία του πολιτισμού στον οποίο βρίσκεται, να επιτελέσει αυτήν ή την άλλη λειτουργία. Τρίτη αρχή. Η ετεροτοπία έχει την ικανότητα να συμπαραθέτει σε έναν μόνο πραγματικό τόπο περισσότερους χώρους, περισσότερες χωροθεσίες, οι οποίες είναι μεταξύ τους ασύμβατες. Τέταρτη αρχή. Οι ετεροτοπίες συνδέονται, ως επί το πλείστον, με χρονικές αποτμήσεις, δηλαδή διανοίγονται προς αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί, για λόγους απλής συμμετρίας, ετεροχρονίες. Η ετεροτοπία αρχίζει να λειτουργεί ολοκληρωμένα όταν οι άνθρωποι έρχονται 56 Foucault, 1986
[85]
σε ένα είδος απόλυτης ρήξης με τον παραδοσιακό χρόνο τους. Πέμπτη αρχή. Οι ετεροτοπίες προϋποθέτουν πάντα ένα σύστημα διάνοιξης και περίκλεισης που τις απομονώνει και συγχρόνως τις καθιστά διαπερατές. Γενικώς, δεν αποκτούμε εύκολα πρόσβαση σε μια ετεροτοπική χωροθεσία. Είτε εξαναγκαζόμαστε, όπως συμβαίνει στον στρατώνα ή τη φυλακή, είτε πρέπει να υποταχθούμε τελετουργικά με διαδικασίες εξαγνισμού. Δεν μπορείς να εισέλθεις παρά με κάποια άδεια και εφόσον έχεις επιτελέσει ορισμένες πράξεις. Τέλος, το τελευταίο χαρακτηριστικό των ετεροτοπιών είναι ότι έχουν, σε σχέση με τον υπόλοιπο χώρο, κάποια λειτουργία. Αυτή η λειτουργία ξετυλίγεται ανάμεσα σε δύο ακραίους πόλους. Είτε αναλαμβάνουν να δημιουργήσουν ένα χώρο ψευδαίσθησης που καταδεικνύει, ως ακόμη πιο ψευδαισθητικό ολόκληρο τον πραγματικό χώρο, όλες τις χωροθεσίες στο εσωτερικό των οποίων διαχωρίζεται η ανθρώπινη ζωή. Ένα εύλογο ερώτημα που μπορεί να δημιουργείται πάνω στο κείμενο του Foucault, είναι το πώς ένας τόπος με πολύ συγκεκριμένες προθέσεις λειτουργίας να ταιριάζει με ένα τόπο που φαινομενικά έχει πιο «αθώα» και κοινωνικά ουδέτερα χαρακτηριστικά. Εδώ, είναι χρήσιμο να παρατηρήσουμε πως ο Foucault δεν προσπαθεί να εντοπίσει χώρους που η παραγωγή της ετερότητας είναι το συνειδητά επεξεργασμένο αποτέλεσμα μιας κοινωνικής ομάδας με συγκεκριμένες στοχεύσεις. Αντιθέτως, φαίνεται να αντιμετωπίζει τις ετεροτοπίες περισσότερο ως χώρους στους οποίους αναδύονται, με σταθερά οξυμένο τρόπο,
[86]
αντιφάσεις των δομών της κοινωνικής πραγματικότητας. Με λίγα λόγια, η «ετεροτοπικότητα της ετεροτοπίας» δεν κρίνεται απ’ τη ρητή σημασιοδότηση που της δίνει η κοινωνία που την παράγει, αλλά απ’ τις συγκεκριμένες λειτουργίες (εμφανείς ή αφανείς) που επιτελεί στα πλαίσιά της. Αυτός θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι ένας κοινός παρονομαστής που συνδέει τα (ίσως φαινομενικά ετερόκλητα) παραδείγματα που παραθέτει ο Foucault στο κείμενό του. Ακριβώς γι’ αυτό, η έκτη αρχή που τοποθετεί («οι ετεροτοπίες διαθέτουν μια λειτουργία σε σχέση με τον υπόλοιπο χώρο») μοιάζει να έχει ξεχωριστή σημασία, μιας και δίνει υλική και συγκεκριμένη διάσταση στην ετεροτοπία, αλλά και γιατί ανοίγει μια κρίσιμη συζήτηση για τον κοινωνικό της ρόλο. Οι τόποι εξορίας αποτέλεσαν τόπους «τιμωρίας» και «συμμόρφωσης», για άτομα με αποκλίνουσα συμπεριφορά σε σχέση με τους κανόνες της εποχής, δημιουργώντας έτσι, έναν μικρόκοσμο, έναν παράλληλο τόπο. Μέσα από αυτή τη συλλογιστική πορεία αντιλαμβάνεται κανείς πως ένας τόπος εξορίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την έννοια της ετεροτοπίας, δηλαδή του άλλου, του διαφορετικού, του μη κανονικού, εκεί που οι κοινωνικές σχέσεις διαφοροποιούνται από τις κυρίαρχες. Όπως αναφέρει και ο Foucault, είναι πραγματικοί χώροι που ξεφεύγοντας από το «κανονικό» προσεγγίζουν το «άλλο». Εκεί οι άνθρωποι συνυπήρχαν κάτω από σκληρές συνθήκες και με συγκεκριμένους κανόνες, διαμορφώνοντας μια μικρογραφία της κοινωνίας με στόχο τη «συμμόρφωση» τους και τη μετέπειτα επανένταξη τους στα μέτρα του καθεστώτος. Η ζωή ήταν προγραμματισμένη, οι ελευθερίες περιορισμένες και μόνη συνήθεια η αναγκαστική και τιμωριτική συμβίωση, μια ρουτίνα που ξέφευγε από τα όρια του κανονικού της
[87]
προηγούμενης ζωής, έξω από τα όρια του νησιού. Σύμφωνα με τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να εντάξουμε τη Μακρόνησο στην δεύτερη κατηγορία και να τη δούμε ως μια ετεροτοπία απόκλισης. Αυτό διότι ως τόπος εξορίας είναι εξ ορισμού ένας τόπος ο οποίος αποτελείται από χώρους προσδιορισμένους ξεκάθαρα από την κρατική εξουσία, με όλα εκείνα τα στοιχεία που πρέπει να διαθέτει, για να επιβάλλει εκείνη, ισχυρή την παρουσία της αφού εγκιβωτίζει σε αυτόν τη δομή της και προσδίδει στους εξόριστους συγκεκριμένους ρόλους, ταυτότητες και τρόπους συμπεριφοράς. Οι τόποι εξορίας ρυθμίζουν με απόλυτο τρόπο τη ζωή των μελών τους και κυριαρχεί σε αυτή μια τυποποιημένη, επιβεβλημένη λειτουργία, καθώς επιβάλλεται η συμμόρφωση ως προς την κρατική εξουσία και την ομοιομορφία, αποξενώνοντας έτσι το έτερο. Ο όρος εξορία, όπως έχει ήδη αναφερθεί, περιλαμβάνει το αρνητικό, το έξω από το όριο του συνηθισμένου και του φυσιολογικού. Φίλοι, συγγενείς και αγαπημένα αντικείμενα, αρχίζουν και φαίνονται μακρινά. Ο εξόριστος γίνεται ένας «άλλος», ο οποίος καλείται να προβεί σε μια εκ νέου αυτοπαρουσίαση. Η ζωή του άλλαξε βίαια, κυριολεκτικά, με αποτέλεσμα η ανασυγκρότηση της ταυτότητας τους να αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Δεν ήταν απλοί κρατούμενοι σε μια φυλακή, είχαν απογυμνωθεί από κάθε δικαίωμα. Αξίες και ιδέες επαναξιολογούνται, φιλτράρονται, για να αξιολογηθεί η αντοχή τους σε σχέση με τις επιβαλλόμενες του καθεστώτος. Στην περίπτωση της Μακρονήσου όμως, πέρα από την κατάσταση της «απόκλισης» έναντι της προηγούμενη ζωής, υπάρχουν και άλλες «κανονικότητες» που διαταράσσονται ή ανατρέπονται. Οι κάτοικοι χωρίς δικαιώματα
[88]
οργάνωσαν κάτω από την εξοντωτική καθημερινότητα της αναγκαστικής εργασίας και των βασανισμών τη δική τους αλλιώτικη καθημερινότητα. «Κατοίκησαν και τούτη την εξαίρεση, κατοίκησαν τον εξοστρακισμό τους»57. Αλληλοστήριξη όπως μπορούσαν, κρυφά μαθήματα, συλλογικές διαμαρτυρίες αλλά και αυτοσχέδιες εκδηλώσεις πολιτισμού. Η φρίκη και η ελπίδα συνυπήρξαν στα νησιά της εξαίρεσης. Η αναγκαστική συμβίωση αποτέλεσε το υπόβαθρο μιας οργανωμένης κοινοβιακής συγκατοίκησης που δεν έτρεφε μόνο η ανάγκη αλλά και το όραμα ενός κόσμου πιο δίκαιου και ανθρώπινου.58 Στο νησί της Μακρονήσου, μπορούμε να πούμε πως οι εκδηλώσεις πολιτισμού αποτέλεσαν μια ιδιόμορφη ετεροτοπία μέσα στην ήδη υπάρχουσα. Σύμφωνα με την τρίτη αρχή του Foucault, «η ετεροτοπία έχει τη δυνατότητα να αντιπαραθέσει σε έναν πραγματικό τόπο πολλούς χώρους, πολλές θέσεις οι οποίες από μόνες τους είναι ασύμβατες»59. Το παράδειγμα εδώ είναι το θέατρο της Μακρονήσου, ο ορθογώνιος χώρος της σκηνής ο οποίος καταφέρνει να καθιστά τη ζωή της εξορίας μετέωρη, δηλαδή όχι δεδομένη στις αρχές και στους κανόνες της. Καταφέρνει να βάζει τη ζωή των εξόριστων σε μια σύγκριση με τη ζωή στο θέατρο ή ακόμη περισσότερο με τη ζωή έξω από τα όρια της εξορίας. Έχει τη δύναμη να ιδρύει αποκαλυπτικές και κάποτε ενοχλητικές συγκρίσεις ανάμεσα σε κόσμους που φαινομενικά παρέμεναν διακριτοί και οριοθετημένοι. Γι’ αυτό και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του νησιού ως τόπος εξορίας η χρήση της διαστρεβλώθηκε και μεταλλάχθηκε σε μέσω ιδεολογικής αναμόρφωσης . 57 Σταυρίδης, 2010, σ.149 58 Σταυρίδης, 2010, σ.149 59 Foucault, 1967, σ.7
[89]
Ο Foucault εισάγει όμως και τον όρο «πύλη» στην εξίσωση, που ανοίγει και κλείνει και που διαχωρίζει έτσι τους εισερχόμενους και τους εξερχόμενους χρήστες: αυτούς που έχουν το δικαίωμα ή την υποχρέωση να βρίσκονται εντός και τους υπόλοιπους. Το ζήτημα της πρόσβασης είναι καίριο στην ετεροτοπία. Ο Foucault γράφει: «οι ετεροτοπίες προϋποθέτουν πάντα την ύπαρξη ενός συστήματος ανοίγματος και κλεισίματος το οποίο τις απομονώνει και συγχρόνως τις καθιστά προσπελάσιμες»60. «Προς την εξορία δεν υπήρχε διαδρομή. Η εξορία ήταν ήδη εγκατεστημένη ως σωματική εμπειρία σε εκείνο το τιμωρητικό ξεχώρισμα που χάραξε όρια ανάμεσα σε εθνικόφρονες και εχθρούς του έθνους. Η θάλασσα έμενε μόνο σαν υλοποίηση αυτής της διάκρισης, η διάσχιση της δεν ήταν παρά η επιβεβαίωση της απομάκρυνσης από τον τόπο των υπολοίπων»61, ήταν το σύστημα διάνοιξης και περίκλεισης το οποίο καθιστούσε την ετεροτοπία του νησιού και της εξορίας απομονωμένη και συγχρόνως διαπερατή. Το νησί αποτελούσε την ετεροτοπία με όριο το νερό που αυστηρά το διαχώριζε από την ξηρά. Για να φτάσουν οι εξόριστοι σε αυτό έπρεπε να προσπελάσουν τη θάλασσα που παρεμβάλλεται, αποκλειόταν κι ένιωθαν ότι έχουν εισέλθει σε ένα χώρο με το δικό του χρόνο. Τούτο το ταξίδι τους σημάδευε ως υποκείμενα της κατοίκησης του αρχιπελάγους. Ως ταξίδι εξαίρεση όμως, ως ταξίδι που διαχωρίζει, ως ταξίδι που δεν το σημαδεύει τόσο ο προορισμός όσο η προέλευση.
60 Foucault, 1967 61 Σταυρίδης, 2010, σ.149
[90]
Ένα ατελείωτο ταξίδι απομάκρυνσης. Φυσικά, εξ ορισμού ως τόπος εξορίας χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα του μη ελεύθερα προσβάσιμου ετεροτοπικού χώρου όπου τα άτομα μεταφέρονται σε αυτόν έπειτα από το στιγματισμό τους ως «εχθροί του έθνους» και «υπονομευτές». Η μελέτη του ετεροτοπικού χώρου δεν έχει αξία μόνο στο βαθμό που αφορά τον εντοπισμό των έτερων χαρακτηριστικών ενός τόπου συσχετίζοντας τον με τη νόρμα ώστε να του αποδώσουμε ταυτότητα ή να τον ελέγξουμε. Πράγματι, το πρίσμα της ετερότητας φωτίζει εν μέρει τα ταυτοτικά χαρακτηριστικά της οντότητας «Μακρόνησος» αλλά η αξία του πρίσματος δεν εξαντλείται εδώ. Έχει αξία που επεκτείνεται στην επακόλουθη μελέτη ως κομμάτι της συλλογικής μνήμης.
[91]
– ετερότητα και εξαίρεση –
_η συλλογική μνήμη
Μέχρι τώρα, κατέστη ενδεχομένως ήδη σαφές ότι ο στόχος του παρόντος ερευνητικού δεν είναι ούτε η παράθεση μιας τεκμηριωμένης βάσει βιβλιογραφίας ιστορική ανάλυση μα ούτε η σύνταξη μιας τυπικής αξιολογικής έκθεσης του νησιού της Μακρονήσου. Αυτά έχουν ήδη συντελεστεί, σε ένα βαθμό άλλωστε από αξιόλογους ερευνητές, ιστορικούς, αρχιτέκτονες και μη, οι οποίοι μας έχουν γενναιόδωρα κληροδοτήσει ένα αρχείο αναφοράς. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το νησί αυτό καθαυτό… Όμως το όνομα «Μακρόνησος» σημαίνει και σηματοδοτεί πολλά περισσότερα από όσα μαρτυρεί ο χάρτης ή τα κτίρια που βρίσκονται εκεί. Και το μόνο σίγουρο είναι πως σημαίνει πολύ διαφορετικά πράγματα για τον καθένα: για τον πρόσφυγα και εξόριστο, για τον στρατιωτικό εξόριστο, τον πολιτικό εξόριστο, για τον βασανιστή, για αυτόν που είχαν στείλει τον άνθρωπο του στο νησί της εξορίας , τον κάτοικο του Λαυρίου που έβλεπε από μακριά, για τον απόγονο κάποιου εξορισμένου, αυτόν που το επισκέπτεται σήμερα, για τον φοιτητή αρχιτεκτονικής που το μελετά, για εκείνον που το θυμάται από παλιά και για εκείνον που το μαθαίνει τώρα. Για όλους αυτούς και πολλούς ακόμα χαρακτήρες, για όλους μας, η Μακρόνησος είναι ένα κομμάτι συλλογικής μνήμης.
[92]
Όταν ανακαλεί κανείς τους τόπους εξορίας του παρελθόντος, ανακαλεί μαζί και όσα συνέβησαν εκεί, όσα δηλαδή τους προσδιόρισαν. Ένας τόπος μπορεί να περιέχει στο εσωτερικό του νοήματα και μνήμες οι οποίες αναδύονται και προσδίδουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και έννοιες στον τόπο αυτό. Το νησί της Μακρονήσου είναι τόπος που θυμίζει τη ρήξη ή τη διάσταση με τις υπόλοιπες διατάξεις της κοινωνίας, ενώ ταυτόχρονα συσχετίζεται πλήρως με αυτή.
[93]
«Η μνήμη είναι το εργαλείο που μας βοηθά να προσανατολιστούμε στο χρόνο, τόσο από το παρελθόν προς το μέλλον, όσο και από το μέλλον στο παρελθόν.»62 Ο τόπος διαθέτει ως οντότητα πνεύμα και συνείδηση, στοιχεία τα οποία αποκτούνται με τη πάροδο του χρόνου. Η έννοια του είναι συνδεδεμένη με την εικόνα, τη φυσική προέλευση του και την υλικότητά του, στοιχεία που συσχετίζονται με τις έννοιες της μνήμης και του βιωμένου χώρου. Η μνήμη, πέρα από το ότι συνδέεται άμεσα με τον χρόνο, αποτελεί και ένα χωρικό γεγονός. Σε πρώτο στάδιο, αυτό επιτυγχάνεται είτε μέσω των εικόνων, είτε μέσω των αναμνήσεων εκείνων που τον βίωσαν. Ο ίδιος ο τόπος παράλληλα, έχει την ικανότητα να δημιουργεί μνήμη, γεγονός που επιτυγχάνεται μέσω της ανάδειξης της κοινωνικής σημασίας του αποτυπώματος. Καθώς τα άτομα έχουν την ανάγκη να εναποθέτουν τη μνήμη τους σε κάτι σταθερό, ώστε να επιβιώνουν στο χρόνο, το αποτύπωμα, στην περίπτωση μας, και τα υλικά στοιχεία που περιλαμβάνει, αποτελούν αυτό το σταθερό και αμετάβλητο, που σηματοδοτεί και την ύπαρξη του παρελθόντος. Έτσι οι χώροι λειτουργούν τόσο ως αιτία για την ενεργοποίηση της μνήμης εκείνων που έχουν μοιραστεί ένα κοινό παρελθόν, όσο και ως ερέθισμα για την αναπαράσταση του παρελθόντος.63
62 Ricœur, 2013 63 Hayden, 1997, σ.46
[94]
– συλλογική-ατομική μνήμη –
Ένας τόπος για να αποτελέσει μνήμη ενός κοινωνικού συνόλου, θα πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με ένα γεγονός, με μία πράξη, η οποία παραμένει στο χρόνο, ή αποτελεί μια βιωμένη κατάσταση ορισμένων ανθρώπων. Έτσι, ο τόπος εξορίας, αποτελεί έναν τόπο μνήμης, καθώς συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες τον μετέτρεψαν, μέσα από τα βιώματα τους και τα ίχνη τους, σε τόπο αναμνήσεων. Από τη μνήμη των ανθρώπων αυτών, κρίνεται ο βαθμός ένταξής τους στην κοινωνία, καθώς διαμέσου αυτής συγκροτείται η ταυτότητα του ατόμου, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά.64 Επομένως, είναι σαφές ότι η εμπειρία της εξορίας καταγράφεται σε δύο διακριτές κατηγορίες, την ατομική και τη συλλογική μνήμη. Η μνήμη αποτελεί ένα μέσο σύνδεσης με το παρελθόν, αλλά και ένα μέσο που σχετίζεται και διαμορφώνει το παρόν. Δεν είναι στατική και πάγια, καθώς το άτομο μιας κοινωνίας ζει, αλληλοεπιδρά με το περιβάλλον του και αποκτά εμπειρίες που αποτελούν κομμάτι της ατομικής του μνήμης. Είναι επομένως ικανό να ιεραρχήσει χρονικά τα γεγονότα και τις εμπειρίες αυτές, μέσω των αναμνήσεών του. Η ανάμνηση αποτελεί έναν μηχανισμό που ανασύρει γεγονότα της μνήμης, η οποία προσδίδει συμβολική σημασία στο παρελθόν. Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε πως οι εμπειρίες του ατόμου σε συνδυασμό με τις αναμνήσεις του και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το περιβάλλον, συνθέτουν την ατομική μνήμη. 64 Halbwachs, 2013, σ.43
[95]
Παρόλα αυτά, η μνήμη δεν περιορίζεται στο άτομο ως μονάδα, καθώς το ίδιο ανήκει σε μία ομάδα και ευρύτερα σε μία κοινωνία, όπου μοιράζονται κοινές εμπειρίες και επιδράσεις. Ο Γάλλος φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Maurice Halbwachs, στο έργο του «La memoire Collective» (1950), εισάγει την έννοια της συλλογικής μνήμης ως αναπόσπαστο κομμάτι σύνθεσης της ατομικής μνήμης, καθώς το άτομο διαμορφώνει τη μνήμη του μέσα από τις κοινωνικές ομάδες στις οποίες ανήκει. Συγκεκριμένα, στην ατομική μνήμη εντάσσονται οι εμπειρίες ατόμων που έζησαν γεγονότα του παρελθόντος από κοινού, όπως η οικογένεια, το σχολείο και άλλες ομάδες ένταξης. Ενώ, η συλλογική μνήμη αναφέρεται σε μεγαλύτερες ομάδες όπως είναι το έθνος, οι κοινότητες κ.α. Φυσικά οι δύο έννοιες συνδέονται, καθώς χωρίς τις συλλογικές αναμνήσεις είναι δύσκολο να κατανοηθεί η ατομική μνήμη, ενώ παράλληλα οι κοινωνικές-συλλογικές αναμνήσεις εξηγούνται ευκολότερα όταν γνωρίζουμε τις ατομικές μνήμες των μελών που τις συνέχουν. Άρα οι δύο έννοιες αλληλοσυμπληρώνονται χωρίς όμως να ταυτίζονται. Η ατομική μνήμη περιορίζεται στο χρόνο και στο χώρο. Αντίθετα, η συλλογική μνήμη έχει διάρκεια λόγω του ότι στηρίζεται σε μία κοινωνική ομάδα ατόμων. Όταν ωστόσο τα γεγονότα που αφορούν τη συλλογική μνήμη του έθνους δεν είναι γνωστά, υπάρχει η δυνατότητα αναζήτησής τους μέσω των μαρτυριών των ανθρώπων που τα έζησαν.
[96]
– συλλογική λήθη –
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της συλλογικής μνήμης είναι «πως δεν μπορεί να οριστεί, να ενεργοποιηθεί και να εκδηλωθεί παρά σε σχέση με τη συλλογική λήθη, τη συλλογική παραδοχή πως κάποια γεγονότα, γνώσεις ή γενικές αναφορές στο παρελθόν πρέπει να ξεχαστούν, είναι άξια να ξεχαστούν, έχουν ξεχαστεί.».65 Η συλλογική μνήμη χρησιμοποιείται από τις κοινωνικές ομάδες όχι μόνο για τη κατανόηση του παρελθόντος , αλλά με την κατάλληλη επιλογή συγκεκριμένων γεγονότων, ημερομηνιών και προσωπικοτήτων του παρελθόντος απομονώνουν άλλα άτομα ή ομάδες από τη συλλογική μνήμη. 66 Είναι γεγονός άρα, πως η συλλογική μνήμη δεν μπορεί να προσδιοριστεί και να κατανοηθεί πλήρως χωρίς τη συλλογική λήθη, δηλαδή την παραδοχή ότι κάποια γεγονότα έχουν ξεχαστεί στο πέρασμα του χρόνου. Η κοινωνική λήθη συμπεριλαμβάνει κυρίως γεγονότα τα οποία έχουν πλήξει σε μεγάλο βαθμό τις κοινωνίες όπως για παράδειγμα το ολοκαύτωμα, οι δικτατορίες κ.α. Η μνήμη αποτελεί μια διαδικασία σε εξέλιξη, η οποία συνεχώς μεταβάλλεται, καθώς προστίθενται νέες εμπειρίες και παραδοχές. Αποτελεί «μία ενεργός σχέση με το παρελθόν, μία σχέση στην οποία διακυβεύεται το παρόν..»67, η οποία μπορεί εύκολα να γίνει θύμα χειραγώγησης ή οικειοποίησης σε καιρούς αδράνειας.
65 Σταυρίδης, 2010, σ.90 66 Nora, 2006, σ.58 67 Σταυρίδης, 2010, σ.93
[97]
– μνήμη και ιστορία –
Η συλλογική μνήμη δεν πρέπει εννοιολογικά να συνδέεται με την ιστορία. Κατά βάση, διακρίνονται δύο είδη ιστορίας, αυτή της συλλογικής μνήμης και αυτή των ιστορικών. Η πρώτη συνδέεται με το βίωμα και την εμπειρία του παρελθόντος και του παρόντος, ενώ η δεύτερη έχει σκοπό να εξηγήσει και να μεταφέρει μία γενική αλήθεια. Είναι γεγονός ότι η ιστορία, εξ ορισμού, αποτελεί συλλογή συμβάντων που εμπεριέχουν ένα μεγάλο ποσοστό της μνήμης των ανθρώπων, καθώς και των μαρτυριών τους. Η «επίσημη» ιστορία αποτελείται από γεγονότα τα οποία έχουν σημαντική θέση στη μνήμη των ατόμων μιας κοινωνίας. Τα συμβάντα όμως που αναγράφονται σε αυτήν είναι επιλεγμένα να ακολουθούν τις ανάγκες του εκάστοτε παρόντος. Όταν η ιστορία καταγράφεται, κανένας ιστορικός όσο αμερόληπτος και να είναι «δεν μπορεί να αποφύγει τις συνέπειες του παροντισμού», καθώς το περιβάλλον στο οποίο ζει και επηρεάζεται συνεχώς από τις κοινωνικο-πολιτικές εξελίξεις «μπορεί μονάχα να περιορίσει τις ολέθριες συνέπειές του για την αντικειμενικότητα.»68 Στις κοινωνίες αναγνωρίζονται πολλά είδη συλλογικής μνήμης. Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι η κάθε κοινωνία αποτελείται από αμέτρητα υποσύνολα, που συνεχώς εξελίσσονται και το περιεχόμενο των συλλογικών μνήμων, ως αποτέλεσμα, μεταλλάσσεται.69 Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούμε να ορίσουμε μία ενιαία μνήμη, όσο κι αν η ιστορία προσπαθεί να συντάξει μία καθολική αφήγηση. 68 LeGoff, 1998, σ.160 69 Halbwachs, 2013
[98]
Ο M. Halbwachs, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «μπορούμε να παρουσιάσουμε την ιστορία ως καθολική μνήμη του ανθρώπινου είδους. Δεν υπάρχει όμως καθολική μνήμη.».70 Στην περίπτωση της Μακρονήσου, το τοπίο, κατ΄επέκταση το νησί, αποτελεί το βασικό στοιχείο μνήμης και μαρτυρίας σε πραγματικό χώρο, έτσι ώστε τα γεγονότα να γίνονται κατανοητά ως τετελεσμένα. Οι μαρτυρίες των πρώην κρατουμένων επιβεβαιώνονται ως μνήμες πραγματικών ανθρώπων, με προσωπικές αναφορές και παρουσιάζονται περισσότερο ως βιωματικές αφηγήσεις και όχι καταγραφή της ιστορίας. Έτσι, η μνήμη αποκτά σιγά σιγά εικόνα και σχήμα. Το φυσικό τοπίο και περιβάλλον αποκτά μια συμβολική σημασία που προκύπτει από την τότε ανθρώπινη παρουσία και το χωρικό αποτύπωμα του τώρα. Με τη χρήση της, μέσω κάποιων ηθικών αξιών, καταφέρνουν και συμβολοποιούνται τα στρατόπεδα εξορίας του νησιού ως αντικείμενα ανθρώπινης αντίστασης κατά της βίας. Ακόμα και στη σύγχρονη εποχή, ενισχύεται η συλλογική μνήμη, εφόσον επιβεβαιώνεται ότι η εξορία υλοποιήθηκε και το αποτύπωμά της υπάρχει στα απομεινάρια του υλικού περιβάλλοντος του νησιού, παρά τις παραμορφώσεις που έχει επιφέρει ο χρόνος.
70 Halbwachs, 2013
[99]
– εξορία - ιστορία στη λήθη –
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στην «επίσημη ιστορία κάθε έθνους , καταγράφονται γεγονότα που έχουν σημαντική θέση στη μνήμη της κοινωνίας, χωρίς βέβαια να παύουν να «εξυπηρετούν» τους σκοπούς του παρόντος. Στον ελλαδικό χώρο, από την μεταπολίτευση και μετά, οι περίοδοι των μαζικών εκτοπισμών και του εμφυλίου, κρίθηκε σωστό πως έπρεπε να περάσουν στο χώρο της λήθης. Η χρήση της λήθης, δηλαδή της κατάργησης ή αλλοίωσης της ιστορικής μνήμης, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην προσπάθεια απαλλαγής της ελληνικής κοινωνίας από τη μισαλλοδοξία του εμφυλίου και της δικτατορίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προσπάθεια του κράτους για την εξάλειψη των στρατοπέδων, αυτών των χώρων βίας και αρνητικών αναμνήσεων. Οι εκδηλώσεις μνήμης στους τόπους εξορίας, κατά τη Μεταπολίτευση, αναγνωρίστηκαν ως γεγονός με αποτρόπαιο πολιτισμικό περιεχόμενο και προχώρησαν στη λήθη, καθώς τα ελληνικά νησιά, ως τόποι εξορίας, δεν αναγνωρίστηκαν ως συμβάντα που έπρεπε να συμπεριληφθούν στην εθνική ιστορία, αλλά ως γεγονότα που «έπρεπε να ξεχαστούν». Η προσπάθεια κατάργησης της μνήμης της εξορίας, και ως ιστορικό γεγονός, παρουσιάζεται σημαντικά μέχρι τη δεκαετία του 1980, όπου η εκτόπιση επισημαίνεται ως αναγκαία λήθη, προκειμένου να διασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή της μνήμης στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης. Όπως προαναφέρθηκε, διαμέσου της μνήμης κρίνεται ο βαθμός (επα)ένταξης του ατόμου στην κοινωνία, καθώς συγκροτείται η ταυτότητα του. Στην περίπτωση αυτή, «η λήθη επιτρέπει στο άτομο
[100]
ή στην ομάδα να αποκαταστήσει μια θετική εικόνα του εαυτού του, άρα μια θετική ταυτότητα».71 Η ιστορία έχει καθήκον να διδάσκει το παρελθόν και τις συνέπειες που αυτό επέφερε στη σύγχρονη κοινωνία με τρόπο ώστε να αποφεύγονται παρόμοιες καταστάσεις στο μέλλον. Εδώ παρουσιάζεται και το καθήκον μεταξύ μνήμης και λήθης, το οποίο συναρτάται άμεσα με τη σχέση της κοινωνίας με ένα γεγονός, ώστε να κρίνει η ίδια την ενσωμάτωση ή την ερμηνεία της συμβολικής του αξίας. Από τη δεκαετία του 1960 και μετά, όπου και τα στρατόπεδα εξορίας στη Μακρόνησο, και άλλα νησιά του Αιγαίου, σταμάτησαν να λειτουργούν, ξεκίνησε το σταδιακό πέρασμα του θεσμού της εκτόπισης στην εθνική λήθη. Την ίδια περίοδο, ξεκινάνε στην Ελλάδα οι πρώτες εκδόσεις ιστορικών βιβλίων για τα νησιά της εξορίας, όπως αυτά λειτούργησαν κατά τον Εμφύλιο. Επιπλέον, τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στο εξωτερικό παρουσιάζονται από Έλληνες ιστορικούς, οι πρώτες αφηγήσεις για την εθνική ιστορία, οι οποίες συμπεριλάμβαναν την εξορία ως γεγονός και γίνεται μία προσέγγιση για τις συνθήκες, τη βία και τα μαρτύρια που έλαβαν χώρο στα ελληνικά νησιά (περίοδοι δικτατορίας Μεταξά, Εμφυλίου πολέμου και δεκαετία 1950). Στο πλαίσιο των πολιτικών εξελίξεων της χώρας, έχουμε την επαναλειτουργία των στρατοπέδων, κατά τη δικτατορία, όπου οι ακραίες μέθοδοι φυλάκισης επανάφεραν το θεσμό, ωσότου βέβαια η εξορία να αποτελέσει γεγονός επιβεβλημένης λήθης στην κοινωνία, μετά το 1974. Το πέρασμα φυσικά δεν ήταν ομαλό, αλλά οπωσδήποτε «ζωτικής σημασίας» για την εθνική συμφιλίωση. 71 Μάντογλου, 2011
[101]
Το κράτος μετά τη δεκαετία του 1970, πέρασε σε μία περίοδο προσπάθειας κατάργησης της μνήμης της εξορίας και του θεσμού της εκτόπισης, συχνά και με ακραίες μεθόδους, οι οποίες συμπεριλάμβαναν το «θάψιμο» των αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και το γκρέμισμα των δομών και υλικών στοιχείων, σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Η κοινωνική συνοχή και η εθνική ιστορική εκκαθάριση αποτέλεσαν αναγκαίες προϋποθέσεις για τη διαδικασία καταγραφής του παρελθόντος. Σύμφωνα με τον Ernest Renan «Το έθνος αποτελείται από πολλά πράγματα, ένα από αυτά είναι και η συλλογική λήθη.».72 Η λήθη εδώ παρουσιάζεται ως μία επιτακτική ανάγκη «κατάργηση» της μνήμης, δηλαδή την εξάλειψη κάθε ίχνους της εξορίας, προκειμένου να διατηρηθεί η τιμή του έθνους. «Σε μία χώρα γεμάτη από μνήμες και μνημεία είναι, ίσως, παράδοξο να μιλάς για τη θεμελιώδη σημασία της λήθης και να ισχυρίζεσαι ότι «πρέπει να ξεχνάς για να θυμάσαι». Και όμως, η νεότερη ελληνική ιστορία είναι γραμμένη με τη λήθη εκείνων των στρώσεων του παρελθόντος που θα εξασφάλιζαν, με την απουσία τους, την επιθυμητή λειτουργία της μνήμης (του εγώ, του είναι, της ταυτότητας) στο εκάστοτε παρόν και μέλλον μας. Δεν έχουν περάσει ούτε τριάντα χρόνια από την εποχή που η προστασία όλου του παρελθόντος θεωρήθηκε αυτονόητη και όμως η έννοια του όλου στηρίζεται στη λήθη ενός μεγάλου μέρους που εξαφανίζεται από τα μάτια μας πριν ακόμα αρχίσει να κατεδαφίζεται. Η συλλογική μνήμη είναι μια ιδεολογική σχέση που συνδέει το επιθυμητό μέλλον με το εξίσου επιθυμητό παρελθόν του. Με άλλα λόγια, εμείς «κατασκευάζουμε» και στη συνέχεια προστατεύουμε το παρελθόν που θέλει να έχει το παρόν μας. Η κατασκευή αυτή είναι μια φανταστική κατασκευή που 72 Renan, 1882
[102]
ασυνείδητα ονομάζουμε μνήμη.».73 Η συλλογική λήθη σηματοδοτεί το πέρασμα από μία εποχή στην άλλη, αντιπροσωπεύοντας τη θέληση για τη κατάργηση της μνήμης της εξορίας και των γεγονότων που ανήκουν σε αυτή. Ωστόσο, κάθε συλλογική μνήμη είναι πάντα ενσωματωμένη στο χωρικό της πλαίσιο.74 Είναι ένας πηγαίος τρόπος να κατανοείται το παρελθόν και, ίσως, να προμηνύεται το μέλλον. Στη σύγχρονη εποχή ο θεσμός της εκτόπισης, όπως τον γνωρίσαμε, έχει τυπικά καταργηθεί και περάσει στη λήθη. Σε μια προσπάθεια προσέγγισης της εξορίας στο παρόν, υπάρχουν τόποι που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως σύγχρονες μορφές εξορίας; Και αν ναι, οι χώροι φιλοξενίας προσφύγων που βρίσκονται εκτοπισμένοι από τα αστικά κέντρα θα αποτελούσαν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα;
73 Τουρνικιώτης, 2004, σ. 65 74 Boyer, 1996, σ.137, σημ. 19
[103]
[104]
[Χάπι Νταίη- θέατρο τάγματος]
[το θέατρο που έχτυσαν οι εξόριστοι στη Μακρόνησο ]
[107]
•
ΜΕ Ρ ΟΣ Γ •
[το κομμάτι της κριτικής]
– δεύτερες σκέψεις –
_ένα άλλο βλέμμα στο σήμερα
Τι ήταν αυτό που δημιούργησε τη Μακρόνησο και την κάθε Μακρόνησο; Ήταν οι τεταμένες καταστάσεις του παρελθόντος; Ή μήπως ήταν ο φόβος για την ετερότητα; Κι εν τέλει, γιατί έχουν τόση σημασία στο σήμερα, στο τώρα; Σήμερα οι κοινωνίες μας έχουν, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, την ανάγκη να ανιχνεύσουμε αυτές τις προοπτικές. Στο βωμό της νεωτερικότητας υποκύπτουμε στην υπεροψία των αλάνθαστων κινήσεων μας για το παρόν και το μέλλον. Ξεχνάμε όλες τις προβληματικές καταστάσεις του παρελθόντος, νομίζοντας πως όλα αυτά δεν θα ξανασυμβούν. Η ετερότητα όμως, ως κοινωνική συνθήκη, δε παύει να υπάρχει και να λειτουργεί, ως μηχανισμός ταυτοποίησης των υποκειμένων. Μπορεί η Μακρόνησος να μην υφίσταται πια, αυτό δεν σημαίνει όμως πως ο φόβος για το «άλλο» εξαλείφθηκε. Κάθε κοινωνική συνθήκη εναποτίθεται στο χώρο, καθώς είναι άμεσα συνδεδεμένος με το κοινωνικό περιβάλλον. Έτσι, οι ετεροτοπίες δε θα πάψουν να εμφανίζονται χωρικά, ως «τόποι του διαφορετικού», να παράγονται και να υπάρχουν στο σήμερα. Δίπλα μας.
[108]
Αν προσπαθούσαμε να κατανοήσουμε καλύτερα τους «τόπους» αυτούς, δεν θα μπορούσαμε να παραλείψουμε το χρόνο, καθώς και την παραδοχή ότι είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την έννοια της εξέλιξης. Αυτού του είδους η αντίληψη, προφανώς επηρεάζει, τη σχέση μας με το παρελθόν, ίσως και τη σχέση του παρόντος με το παρελθόν. Και πράγματι, η διαλεκτική σχέση παρόντος και παρελθόντος είναι, ίσως, το σημαντικότερο εφόδιο που θα μπορούσε δυνητικά να μας δώσει την εξέλιξη. Οι σύγχρονοι χώροι εγκλεισμού, σήμερα, έρχονται να συναντήσουν τους προσφυγικούς καταυλισμούς, ως μία νέα σύγχρονη ετεροτοπία. Αυτό σημαίνει ότι, οι προσφυγικές αυτές δομές «φιλοξενίας», είναι ικανές να αποκαλύψουν κάποια αλήθεια μέσα από την παρατήρηση και την αμφισβήτηση του κόσμου εντός των δομών.
[109]
– ορισμός πρόσφυγα –
« Η λέξη προσφυγιά κρύβει ξερίζωμα, βαθιά οδύνη. Η μετανάστευση συνιστά συχνά λιγότερο βίαιη διαδικασία. Η διαφορά τους, όμως, δεν εξαντλείται σε νομικές διατυπώσεις. Καθίσταται επισφαλής όταν εγείρεται το αναφαίρετο δικαίωμα σε μια αξιοπρεπή, ασφαλή ζωή.»75 Πρόσφυγες είναι οι άνθρωποι που βρίσκονται εκτός της χώρας προέλευσής τους εξαιτίας φόβου δίωξης, σύρραξης, βίας ή άλλων καταστάσεων που έχουν διαταράξει σοβαρά τη δημόσια τάξη και οι οποίοι συνεπεία των καταστάσεων αυτών χρειάζονται «διεθνή προστασία». Η κατάστασή τους είναι συχνά τόσο επικίνδυνη και αφόρητη ώστε διασχίζουν εθνικά σύνορα για ν’ αναζητήσουν ασφάλεια σε γειτονικές χώρες κι έτσι αναγνωρίζονται διεθνώς ως «πρόσφυγες» με πρόσβαση σε βοήθεια από κράτη, την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) και άλλες σχετικές οργανώσεις. Αναγνωρίζονται ως πρόσφυγες επειδή ακριβώς είναι πολύ επικίνδυνο γι’ αυτούς να επιστρέψουν στην πατρίδα τους και ως εκ τούτου χρειάζονται άσυλο σε κάποια άλλη χώρα.76 Ένας όρος που συχνά θα εναλλάσσεται με τον όρο πρόσφυγες είναι αυτός των ακούσια εκτοπισμένων, των ατόμων δηλαδή που έχουν υποστεί ακούσια αποικεσία. Η ακούσια αποικεσία είναι ένας καθαρά περιγραφικός όρος για το συγκεκριμένο φαινόμενο, χωρίς νομικές, ψυχολογικές
75 Παπαïωάννου & Πετσίνη, 2016 76 UNHCR, 2016
[110]
και πολιτικές προεκτάσεις. Αφορά στις καταστάσεις οι οποίες προκύπτουν όταν κάποιος εγκαταλείπει ακούσια τον «οικείο χώρο» του εξαιτίας ποικίλων αιτίων ή αναταραχών. Οι άνθρωποι δεν μπορούν πλέον να παραμείνουν στον οικείο χώρο τους, λόγω διαφόρων αντιξοοτήτων, και αναγκάζονται να απομακρυνθούν από αυτόν και να αναζητήσουν καινούριο, χωρίς στην ουσία να έχουν άλλα περιθώρια επιλογής πέρα από τη φυγή. Έχει σημασία να τονιστεί ότι αν τα άτομα αυτά είχαν πραγματικά μια επιλογή, δεν θα είχαν εγκαταλείψει τον οικείο τους χώρο.
[111]
– Οι ετεροτοπίες του Foucault και τα κέντρα κράτησης προσφύγων –
Η συζήτηση που έχει αναπτυχθεί για το τι είδους χώροι είναι αυτοί που «φιλοξενούν πρόσφυγες», λαμβάνοντας υπόψιν ότι τέτοιοι χώροι αρχικά προορίζονται για διαμονή λίγων μηνών και πλέον μετατρέπονται σε χώρους ημι-μόνιμης διανομής, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και χρήσιμη, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις αναφέρονται σε μεγαλύτερης κλίμακας φαινόμενα. Τι χώροι είναι αυτά τα κέντρα κράτησης έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί μέχρι στιγμής; Ένας πρώτος ισχυρισμός θα μπορούσε να είναι ότι αυτοί οι χώροι είναι χώροι εξαίρεσης (ιδιαίτερα μετά τη μεγάλη επιρροή που έχει ασκήσει τα τελευταία χρόνια το έργο του Agamben) με την έννοια ότι μπορούν να εντοπιστούν στην οριακή έννοια της έννομης τάξης.77 Βέβαια, μια τέτοια προσέγγιση βασισμένη στο κατά πόσο τηρείται ένα νομικό/συνταγματικό σύστημα κανόνων -το οποίο και αυτό αντικατοπτρίζει σχέσεις εξουσίας και κυριαρχίαςείναι αρκετά προβληματική και ελλιπής, αφήνει μετέωρο το ζήτημα της χρονικότητας, αφού τέτοιοι χώροι είναι εξ ορισμού μεταβατικοί. Ένας δεύτερος ισχυρισμός θα μπορούσε να είναι πώς αποτελούν αστικούς θύλακες, ως μονολειτουργικοί χώροι που δεν ορίζονται μόνο από τη χρήση τούς αλλά ταυτόχρονα ορίζουν και την ταυτότητα των χρηστών αποδίδοντας σε αυτούς ελεγχόμενο δικαίωμα 77 Agamben, 2013, σ. 17
[112]
πρόσβασης, το οποίο οι χρήστες οφείλουν διαρκώς να επιβεβαιώνουν μετά τη διάβαση του ορίου του χώρου. Οι έξι αρχές της ετεροτοπίας78, όπως τις περιέγραψε ο Foucault, και όπως ήδη έχουν αναφερθεί, φαίνεται να είναι αρκετά πιο βοηθητικές στη σύλληψη και κατανόηση τέτοιων χώρων αστικής περιθωριοποίησης, εν προκειμένω τα κέντρα κράτησης προσφύγων. Η πρώτη αρχή έχει να κάνει με τις ετεροτοπίες παρέκκλισης, όπου εντοπίζονται ή τοποθετούνται άτομα με παρεκκλίνουσα συμπεριφορά από αυτό που ηγεμονικά θεωρείται φυσιολογικό. Ο εγκλεισμός και περιορισμός όμως των προσφύγων στα κλειστά κέντρα κράτησης δεν έχει να κάνει με μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, αν και οι κοινωνικές και οι πολιτισμικές πρακτικές πού «φέρουν» και με τις οποίες θα επιχειρούσαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να οικειοποιηθούν το νέο τους χωρικό περιβάλλον αναμφίβολα θα προοιώνιζε ή/και θα προϋπόθετε μία σύγκρουση, μία αναμέτρηση. Εδώ, αυτό πού «παρεκκλίνει» δεν είναι η συμπεριφορά -ούτε η εν δυνάμει!- αλλά ο τόπος προέλευσης, η εθνότητα, το χρώμα, οι «ασθένειες», μία «παρέκκλιση» πού συστηματικά έχει καλλιεργηθεί στις χώρες του ανεπτυγμένου δυτικού καπιταλισμού, μετατρέποντας τον κάθε ξένο και τον κάθε «άλλο» σε βιολογική απειλή για την εθνική κοινότητα και τον χώρο.79 Ο «παρεκκλίνων», ο «άλλος» χρησιμοποιείται για την ενδυνάμωση των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων αυτών που δεν είναι «άλλοι»,80 μέσα από τη λειτουργία τέτοιων κέντρων κράτησης.
78 Foucault , 1967, σ. 46-49 79 Martin, 2015, σ. 8-15 80 Sanyal, 2014, σ. 558-72
[113]
Η τρίτη αρχή της ετεροτοπίας περιγράφει την ικανότητα της συμπαράθεσης σε ένα μόνο πραγματικό τόπο περισσότερους χώρους, περισσότερες χωροθεσίες, οι οποίες είναι μεταξύ τους ασύμβατες. Πέρα από τα πολύ «υλικά» παραδείγματα του Foucault για τις αίθουσες κινηματογράφου ή για τούς περσικούς κήπους, χρειάζεται να σκεφτούμε και με όρους αναπαράστασης και με όρους βιωμένης χωρικής εμπειρίας, ακολουθώντας την τριαλεκτική του Lefebvre,81 για να μπορέσουμε να βρούμε μια αντιστοιχία. Τα κέντρα κράτησης προσφύγων είναι χώροι αυστηρά οριοθετημένοι και περιφραγμένοι και είναι είτε ανενεργά στρατόπεδα είτε πρόχειροι καταυλισμοί με κοντέινερ/αντίσκηνα. Αυτοί οι χώροι, πού δεν μπορούν αντικειμενικά -με την έννοια της επάρκειας των υποδομώννα είναι χώροι/τόποι εγκατάστασης παρά μόνο για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, μετατρέπονται μέσω των κυβερνητικών πολιτικών σε χώρους ημι-μόνιμης εγκατάστασης στους οποίους οι πρόσφυγες αναπτύσσουν ένα σύνολο δραστηριοτήτων και πρακτικών, σύμφωνα με τις δικές τούς πολιτισμικές καταβολές και κοινωνικές συνήθειες, κατοικώντας και εν τέλει μετασχηματίζοντας τους χώρους αυτούς. «Αναγκάζονται» να σχηματοποιήσουν μια μορφή κοινωνικής συγκρότησης κάτω από αυστηρούς χωρικούς περιορισμούς και πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα της κρατικής καταστολής. Συνεπώς, οι πρόσφυγες στα κέντρα κράτησης έρχονται σε ένα «είδος απόλυτης ρήξης με τον παραδοσιακό τους χρόνο» 82. Αυτή η χρονική ρήξη συνιστά την τέταρτη αρχή της ετεροτοπίας, εδώ όχι με την έννοια τον μουσείου ή της βιβλιοθήκης αλλά περισσότερο με την έννοια ενός μετα81 Lefebvre, 1992 82 Foucault, 1967, σ. 46-49
[114]
βατικού χρόνου ανάμεσα σε ένα πριν που διακόπηκε βίαια από έναν πόλεμο και ένα μετά το οποίο δεν μπορεί να προσδιοριστεί χρονικά -ούτε χωρικά- και κατά συνέπεια οι πρόσφυγες βρίσκονται χρονικά εγκλωβισμένοι σε μία ημιμόνιμη σταθερότητα, σε πλήρη αντίθεση ή/και σύγκρουση με τον χρόνο του «έξω». Η πέμπτη αρχή της ετεροτοπίας, που στην περίπτωση των κέντρων κράτησης είναι ίσως η πιο ισχυρή και δηλωτική, είναι η ύπαρξη ενός συστήματος διάνοιξης και περίκλεισης που αφενός τις απομονώνει και αφετέρου τις καθιστά διάτρητες. Οι περιφράξεις και η στρατιωτική διαχείριση των κέντρων κράτησης δεν αφήνουν περιθώρια για παρεξηγήσεις, εκτός εάν κάποιος/α είναι εξαιρετικά αφελής. Το ενδιαφέρον εντοπίζεται στους τρόπους με τούς οποίους τούτες οι ετεροτοπίες γίνονται διάτρητες, τόσο «από μέσα προς τα έξω» όσο και «από έξω προς τα μέσα». Για την πρώτη περίπτωση που αφορά τους πρόσφυγες τα πράγματα είναι αρκετά ανόμοια ανάλογα με τη χωροθέτηση και το χαρακτήρα του εκάστοτε κέντρου. Για παράδειγμα σε αυτά που βρίσκονται εντός Αττικής υποτίθεται ότι υπάρχει το ελεύθερο εισόδου εξόδου το οποίο σε πολλές περιπτώσεις είναι αυτομάτως αποδυναμωμένο λόγω της τοποθεσίας των κέντρων (π.χ. Μαλακάσα), πολύ μακριά από το μητροπολιτικό κέντρο και με ελάχιστες έως ανύπαρκτες δυνατότητες μετακίνησης με τα μέσα δημόσιων συγκοινωνιών (π.χ. Σχιστό Κερατσινίου). Από την άλλη, στα hot-spot των νησιών τον Αιγαίου, δεν υπάρχει καμία δυνατότητα για τούς πρόσφυγες να βγουν από τους χώρους αυτούς. Διατυπωμένο διαφορετικά, τα όρια των κέντρων κράτησης γίνονται το κατώφλι συνάντησης προσφύγων/ξένων και ντόπιων.
[115]
Η έκτη και τελευταία αρχή της ετεροτοπίας είναι ότι τέτοιοι χώροι έχουν κάποια λειτουργία σε σχέση με τον υπόλοιπο χώρο και εδώ είναι που γίνεται ακόμα πιο φανερή η εγγενής (;) λειτουργική αντίφαση κάθε ετεροτοπικής εμπειρίας.83 Από τη μία έχουμε έναν πραγματικό, τέλειο χώρο σύμφωνα με τις προθέσεις της κρατικής εξουσίας, όπου τα πάντα είναι ελεγχόμενα και καθορισμένα και μέσα στον οποίο έχει απομονωθεί αυτό που είναι «μολυσματικό» και ως εκ τούτον μη επιθυμητό. Την ίδια στιγμή, οι πρόσφυγες των κέντρων κράτησης πασχίζουν καθημερινά να νοηματοδοτήσουν με εναλλακτικούς τρόπους αυτόν τον χώρο. Άραγε αυτό δεν είναι μία όψη ενός ψευδαισθητικού χώρου, σαν αυτοί που τον κατοικούν να θέλουν να είναι κάτι άλλο από αυτό που προορίζεται να είναι (και που ως τέτοιο ξεκινάει να υπάρχει), αναπτύσσοντας και τις αντίστοιχες πρακτικές;
83 Σταυρίδης, 2015, σ. 51
[116]
•α
ντί επιλόγου•
Τι κοινό μπορεί να έχει λοιπόν ένας πολιτικός εξόριστος με έναν πρόσφυγα του σήμερα; Πώς μπορεί η Μακρόνησος να πει κάτι για τις κλειστές δομές φιλοξενίας; Πώς είναι δυνατόν να μάθουμε κάτι από τους ανθρώπους της αντίστασης, που κατέληξαν σε ξερονήσια, για τους πρόσφυγες του σήμερα; Είναι ίδια η ταυτότητα του διαφορετικού και ο τρόπος αντιμετώπισης της; Κι αν πάλι όχι, γιατί πρέπει να δούμε αυτές τις δυο περιπτώσεις δίπλα δίπλα; Προσεγγίζοντας και αναλύοντας λοιπόν, μέσω της έρευνας μας, τη μνήμη του τόπου της Μακρονήσου και της εξορίας Ελλήνων πολιτικών κρατουμένων, αντιλαμβανόμαστε πως αποτελεί ένα συμβάν αποσιωπημένο από την εθνική ιστορία και την συλλογική μνήμη. Η Μακρόνησος αποτέλεσε ένα σκοτεινό και κακόφημο σημείο για τη χώρα, που όσο κι αν προσπάθησε το κράτος ή ακόμα και οι ίδιοι οι άνθρωποι να το διαγράψουν δεν παύει ακόμα τη στιγματίζει. Αν στην πρόσφατη νεοελληνική ιστορία, το αρχιπέλαγος έγινε, για κάποιους, τόπος αναγκαστικής εξορίας, για κάποιους άλλους η θάλασσα μπορεί να μετατρέπεται σε επικράτεια στην οποία κανείς υποχρεώνεται να βρεθεί χωρίς να μπορεί να αναγνωρίσει συνήθειες που τον περιλαμβάνουν, τόπος μια ζωής σε αναστολή. Και αν για τους εξόριστους και τους εκτοπισμένους το πέλαγος τιμωρεί με την απομόνωση και την επιτηρούμενη καθημερινότητα της εξαίρεσης, για τους πρόσφυγες το πέλαγος εχθρικό και επίφοβο τιμωρεί με την αβεβαιότη τα και τους κινδύνους της διέλευσης.84 84 Σταυρίδης, 2010, σ. 145
[117]
Ίσως το να βάλλουμε δίπλα δίπλα τις έννοιες «εξόριστος» και «πρόσφυγας» να μην είναι μια σωστή πρακτική, διότι περισσότερες διαφορές παρουσιάζουν παρά ομοιότητες. Κάθε αρχιτεκτονική πράξη όμως είναι βαθιά πολιτική, που με τη σειρά της είναι βαθιά φιλοσοφική και ουδέποτε η φιλοσοφία δεν υπηρέτησε σκοπούς προς ιδίαν τέρψιν. Αντιθέτως βιάστηκε και τα τέκνα της υπηρέτησαν σκοπούς επιζήμιους για τον άνθρωπο. Η αρχιτεκτονική και στις δύο αυτές περιπτώσεις, αποτέλεσε εργαλείο στα χέρια ορισμένων για τη δημιουργία ενός κοινωνικού ιστού εχθρικού προς το άτομο. Και στο σημείο αυτό είναι που οι δύο αυτές «αταίριαστες» έννοιες συγκλίνουν και μπαίνουν σε ένα δεύτερο επίπεδο σύγκρισης. «Οι άνθρωποι τοποθετούνται από την εξουσία»85, η επίδραση της στη ζωή τους ορίζει και τους τόπους τους αλλά και τις μεταξύ τους αποστάσεις ή συνάφειες. Άνθρωποι ακούσια εκτοπισμένοι και στις δυο περιπτώσεις, απόρροια ενός βίαιου πολέμου, μιας ιμπεριαλιστικής πολιτικής επεμβάσεων, τα οποία συνοδεύονταν από ένα τελείως διαφορετικό πολιτισμικό φορτίο και άλλες πρακτικές κατοίκησης του χώρου από αυτές που θεωρούνταν κανονικές και αποδεκτές. Η φιγούρα του εξόριστου όπως και του πρόσφυγα τείνει να συνοψίσει στο σύνολο της μια κατάσταση ζωής σημαδεμένη από την κατοίκηση της εξαίρεσης. Η προσωρινότητα της διαμονής, η προσωρινότητα των αντίστοιχων ανθρωπίνων σχέσεων που είναι δυνατόν να αναπτυχθούν σε τέτοιες συνθήκες, καθιστούν τον τόπο διαμονής και στις δυο περιπτώσεις ένα θύλακο «υποδοχής υπό όρους»86. Η ασφάλεια του καταλύματος παρέχεται με την προϋπόθεση της παραίτησης από ότι συγκροτεί υποκείμενα δικαιωμάτων. 85 Allen, 2003, σ. 188 86 Σταυρίδης, 2010, σ. 25
[118]
Στο όνομα της διατήρησης της ασφάλειας σε ένα περιβάλλον που αυλακώνουν πολλών ειδών κοινωνικές εντάσεις, η εξαίρεση γίνεται τοπικός κανόνας, η αναστολή δικαιωμάτων εμφανίζεται ως εγγύηση της ευρυθμίας των θυλάκων, ενώ η ψευδαίσθηση της προστασίας συνοδεύεται από την αποδοχή πρωτοκόλλων χρήσης που υπόσχονται προβλέψιμη αποτελεσματικότητα. Η σημερινή πραγματικότητα των αστικών θυλάκων εξακολουθεί να δίνει τόπο σε έντονες κοινωνικές διακρίσεις αναδεικνύοντας την κατοίκηση ως κατεξοχήν πεδίο αναπαραγωγής αυτών των διακρίσεων. Η ετερότητα στεγάζεται στους προσφυγικούς καταυλισμούς. « Ίσως ο χώρος και ο χρόνος να μην είναι παρά οι όροι με τους οποίους συγκροτούμε, αντιλαμβανόμαστε, νοηματοδοτούμε τη σχέση μας με την ετερότητα.». 87 Η διαχείριση της παρουσίας των προσφύγων στις σύγχρονες μητροπόλεις υλοποιεί έτσι κατεξοχήν το μοντέλο της εντοπίζουσας εξαίρεσης. Δεν είναι μόνο τα «γκέτο» των προσφύγων που εντοπίζονται και ταυτοποιούν πολίτες δεύτερης κατηγορίας χωρίς δικαιώματα ή προστασία, είναι και οι ζώνες προσωρινής διαμονής κάθε είδους προσφύγων που ορίζονται ως τόποι κυριολεκτικά εκτός των εγγυήσεων του νόμου, κάθε είδους στρατόπεδα προσφύγων όπου βρίσκονται άνθρωποι απογυμνωμένοι από τις περισσότερες εγγυήσεις των πολιτικών και κοινωνικών τους δικαιωμάτων, στο έλεος των διακρατικών σχέσεων. Είναι ο παρατεταμένος χωρικός περιορισμός και η αφόρητη καθημερινότητα των ανθρώπων, που στερούνται την ελευθερία της μετακίνησης. Καταστάσεις πανομοιότυπες με αυτές του παραδείγματος της σύγχρονης νεοελληνικής ιστορίας, όχι μόνο γιατί η Μακρόνησος αποτέλεσε και η ίδια τόπο προσφυγικού καταυλισμού αλλά
87 Σταυρίδης, 2010, σ. 33
[119]
γιατί οι καταστάσεις αυτές θα μπορούσαν να αποτελούν την περιγραφή διαβίωσης κάποιου εξόριστου . Έτσι λοιπόν ο τόπος της εξορίας, η Μακρόνησος, μπορεί να είναι ο τόπος του οποιουδήποτε κοινωνικού, πολιτικού, φυλετικού ή θρησκευτικού εγκλεισμού, ο περίγυρος και οι τοίχοι οποιασδήποτε φυλακής για όσους αποκλίνουν και διαφέρουν από τη συμφωνημένη νόρμα και την κοινής αποδοχής αξία. Τονίζεται ο κοινωνικός έλεγχος, η κανονικότητα των «υγιών», η ευκολία με την οποία αδειάζει ο άνθρωπος από ότι ανθρώπινο, κατά λάθος, τον κατοικεί. Αυτό το κοινωνικό σύστημα που απορρίπτει, αποβάλλει και ποινικοποιεί, προκειμένου να μείνει αμόλυντο και να διατηρήσει την ευταξία και τον ευπρεπισμό του. Ο τόπος της Μακρονήσου και η ιστορία που τον συνοδεύει, αποτελούν δυναμικά πεδία, ανοικτά για πολλαπλές μεταφράσεις. Οι τόποι εξορίας προσφέρουν τη δυνατότητα στην ιστορία να στεγάσει νέα οράματα και να μετατραπούν από εγκαταλελειμμένα μέρη σε «ιδέες» μελλοντικής ανατροπής. Κάθε κριτική ματιά σε αυτούς οφείλει να προσφέρει στο μέλλον νέες προοπτικές και ερμηνείες, χρήσιμες και ωφέλιμες για την εξάλειψη παρόμοιων γεγονότων και συμπεριφορών. Η ιστορία δεν παρέχει αυτόματα ένα καθολικό σημείο εκκίνησης και ταυτόχρονα ούτε ένα απόλυτο προορισμό. Η συλλογική μνήμη ήταν εκείνη που μπόρεσε να κρατήσει ζωντανά τόσα ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος, και έτσι μπορεί να κρατήσει και στο μέλλον. Ή ακόμα και να προσπαθήσει να προλάβει το παρόν. Είναι στη κρίση μας ποιες στιγμές της ιστορίας θα επιλέξουμε για να διηγηθούμε τη συνέχεια της αφήγησης μας. Εκεί έγκειται και η σημασία του χώρου. Να διατηρήσει στο πέρασμα του χρόνου τις μνήμες για να μη χαθούν στη λήθη και να τις τοποθετήσει στη σύγχρονη πραγματικότητα.
[120]
Ακούσια εκτοπισμένοι υπήρχαν πάντα, θα υπάρχουν πάντα και το μόνο που αλλάζει είναι η κατεύθυνσή τους. Η ιστορία δεν περιορίζεται στα τελευταία 30 χρόνια, πάει και πιο παλιά, και όσο πιο παλιά πάμε, τόσο θα καταλαβαίνουμε πόσο μικροί είμαστε απέναντι σε αυτά τα γεγονότα.
[121]
[λοιμοκαθαρτήριο για τους πρόσφυγες:1922]
[122]
[προσφυγικοί καταυλισμοί:2017]
[123]
[πολιτικοί εξόριστοι στη Μακρόνησο:1949]
[124]
[προσφυγικό- Σταυράκης Θ.:2019]
[125]
[γυναίκες και παιδιά στη Μακρόνησο:1950]
[126]
[προσφυγικός καταυλισμός:2016]
[127]
•Β
ιβλιογραφία•
Ελληνικά Συγγράμματα • Βερβενιώτη, Τ., 2009, Αναπαραστάσεις της Ιστορίας. Η δεκαετία του
1940 μέσα από τα αρχεία του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Αθήνα, εκδόσεις Μέλισσα • Βαρδινογιάννης, Β. και Αρώνη, Π., 1996, Οι μισοί στα σίδερα,
Αθήνα, εκδόσεις Φιλίστωρ
• Βέρος, Κ., 1990, Το στρατόπεδο, εκδόσεις Κουτσουμπός • Γαζής, Κ., 1980, Τότε που σκάβαμε το σκοτάδι, Αθήνα, εκδόσεις
Μέλισσα
• Γελαδόπουλος, Φ., 1994, Μακρόνησος Η μεγάλη σφαγή του 1948,
εκδόσεις Αλφειός
• Γεωργιάδης, Π., 1995, Μακρόνησος Ιστορικό τόπος, τρίτομο συλλο-
γικό ΚΚΕ, Γ΄ τόμος ΚΚΕ, εκδόσεις Σύγχρονη εποχή
• Γιαννόπουλος, Δ., 1995, Μακρόνησος Ιστορικό τόπος, τρίτομο συλ-
λογικό ΚΚΕ, Β΄ τόμος ΚΚΕ, εκδόσεις Σύγχρονη εποχή
• Δήμου, Τ., 1960, Φλογισμένα χρόνια, Αθήνα, ιδιωτική έκδοση • Κορνάρος, Θ., 1979, Στάχτες και Φοίνικες, σελίδες από τη
Μακρόνησο, Αθήνα, εκδόσεις Χρόνος
Π., 1995,Μακρόνησος Ιστορικό τόπος, τρίτομο συλλογικό ΚΚΕ, επιστολή στον Β΄ τόμο ΚΚΕ, εκδόσεις Σύγχρονη εποχή • Κουτσόγιωργας,
• Λευκαδίτου, Ρ., 2017, Μακρόνησος μια υπόμνηση… για ό,τι έγινε για
ό,τι γράφτηκε, Αθήνα, εκδόσεις Εντός
• Μάργαρης, Ν., 1966, Ιστορία της Μακρονήσου, δίτομο, εκδόσεις
Δωρικός
[128]
• Παναγιωτόπουλος, Π., 2000, Η αμετροέπεια της βίας, ο πόνος
και η αναίρεση της «αναμόρφωσης» στη Μακρόνησο, στο Πρακτικά Επιστημονικής Συνάντησης, Ιστορικό Τοπίο και Ιστορική Μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου, Αθήνα, εκδόσεις Φιλίστωρ
• Παπαïωάννου, Η. και Πετσίνη, Π., 2016, Μια άλλη ζωή Ανθρώπινες
Ροές/Άγνωστες Οδύσσειες, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης • Πικρός, Γ., 1975, Το χρονικό της Μακρονήσου, ιδιωτική έκδοση • Πικρός (Μαγιάκης), Γ., 2013, Το χρονικό της Μακρονήσου, εκδόσεις
Σύγχρονη εποχή (5η έκδοση)
• Σαμουηλίδης, Χ., 1986, Το νησί του διαβόλου, εκδόσεις Φιλιππότης • Στάβερης, Η., 2001, Γλαροφωλιά, Αθήνα, εκδόσεις Φιλίστωρ • Σταυρίδης, Σ., 2010, Μετέωροι χώροι της ετερότητας, Αθήνα,
εκδόσεις Αλεξάνδρεια
• Σωτηρόπουλος, Α., 1995, Μακρόνησος Ιστορικό τόπος, τρίτομο συλ-
λογικό ΚΚΕ, Α΄ τόμος ΚΚΕ, εκδόσεις Σύγχρονη εποχή
• Φυτσιλής, Β., 2001, Κουβεντιάζοντας με το Γιάννη, εκδόσεις Εντός
[129]
Ξενόγλωσσα Συγγράμματα • Agamben, G., 2013, Κατάσταση Εξαίρεσης: Όταν η έκτακτη ανάγκη
μετατρέπει την εξαίρεση σε κανόνα, Μεταφράστηκε από ιταλικά από Μ., Οικονομίδου, Αθήνα, εκδόσεις Πατάκη • Allen, J., 2003, Lost Geographies of Power, Μεταφράστηκε από
Αγγλικά από Σ., Σταυρίδη στο Μετέωροι χώροι της ετερότητας, Malden, εκδόσεις Blackwell • Birtles, B., 2002, Εξόριστοι στο Αιγαίο. Αφήγημα Πολιτικού και
Ταξιδιωτικού Ενδιαφέροντος, Μεταφράστηκε από αγγλικά από Γ., Καστανάρα, (πρόλογος – εισαγωγή Close D. & Ρήγος Α.), Αθήνα, εκδόσεις Φιλίστωρ
• Boyer, C., 1996, The City of Collective Memory, (το απόσπασμα που
χρησιμοποιήθηκε μεταφράστηκε από αγγλικά από τον γράφοντα), Μασαχουσέτη, εκδόσεις MIT Press • Clark, B., 2007, Δύο φορές ξένος, Μεταφράστηκε από αγγλικά από
Β., Ποταμιάνου, Αθήνα εκδόσεις Ποταμός
• Eliot, T. S., 1979, Η έρημη χώρα και άλλα ποιήματα, Μεταφράστηκε
από αγγλικά από Γ., Σεφέρη, Αθήνα, εκδόσεις Ίκαρος
• Foucaut, M., 2008, Επιτήρηση και τιμωρία, Μεταφράστηκε από
γαλλικά από Κ., Χατζηδήμου, Αθήνα, εκδόσεις Κέδρος
• Foucaut, M., 2011, Επιτήρηση και τιμωρία, Μεταφράστηκε από
γαλλικά από Τ., Μπετζέλο, Αθήνα, εκδόσεις Πλέθρον
• Goffman, E., 1994, Άσυλα: Δοκίμια για την κοινωνική κατάσταση των
ασθενών και άλλων τροφίμων, Αθήνα, εκδόσεις Ευρύαλος
• Halbwachs, M., 2013, Η συλλογική μνήμη, Μεταφράστηκε από γαλλικά
από Τ., Πλυτά, Αθήνα, εκδόσεις Παπαζήσης
• Hayden, D., 1997, The power of Place, (το απόσπασμα που χρη-
σιμοποιήθηκε μεταφράστηκε από αγγλικά από τον γράφοντα), εκδόσεις MIT Press
[130]
• Lefebvre, Η., 1992, The productίon οf space, (το απόσπασμα που
χρησιμοποιήθηκε μεταφράστηκε από αγγλικά από τον γράφοντα), New Jersey, εκδόσεις Wiley • LeGoff, J., 1998, Ιστορία και Μνήμη, Μεταφράστηκε από γαλλικά
από Γ., Κουμπουρλής, Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη
• Nora, P., 2006, Rethinking France: Les lieux de memoire, (το από-
σπασμα που χρησιμοποιήθηκε μεταφράστηκε από γαλλικά από τον γράφοντα), εκδόσεις University of Chicago Press
• Ricœur, P., 2013, Η μνήμη, η ιστορία, η λήθη, Μεταφράστηκε από γαλλικά από Ξ., Κομνηνό, εκδόσεις Ίνδικτος
Έντυπη/Ηλεκτρονική Αρθρογραφία • Martin, D., 2015, Frοm spaces of exception to campscapes: Pal-
estinian refugee camps and informal settlements in Beirut, Ροlitical Geography, (το απόσπασμα που χρησιμοποιήθηκε μεταφράστηκε από αγγλικά από τον γράφοντα), τεύχος 44, σ. 8-15 • Sanyal, R., 2014, Urbanizing Refuge: Interrogating Spaces οf
Displacement, International Jουrnal οf Urbanαnd Regional Research, Oxford, τεύχος 38.2, σ. 558-72 • Εφημερίδα Μακρόνησος, 1948, Μακρόνησος – Το τυχερό νησί,
Μακρόνησος, εκδότης Ειδικό Τάγμα Αξιωματικών (Ε.Τ.ΑΞ.)
• Εφημερίδα Ριζοσπάστης, 1923, Προς τις εργαζόμενες προσφυγικές
μάζες, εκδότης Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας
• Σταυρίδης, Σ., Οι χώροι της ουτοπίας και η ετεροτοπία: στο κατώ-
φλι της σχέσης με το διαφορετικό, Ουτοπία, τεύχος 31, σ. 51
• Τουρνικιώτης, Π., 2004, Πρέπει να ξεχνάς για να θυμάσαι,
Αρχιτέκτονες, τεύχος 45, σ.65
[131]
Επιστημονικά κείμενα – Συνέδρια/Ομιλίες • Foucault, Μ., 1984, Des espaces autre, Architecture, Mouvement, Con-
tinuite, Διάλεξη στον Κύκλο Αρχιτεκτονικών Ερευνών, Παρίσι, 14 Μαρτίου 1967, τεύχος 5, εκδόσεις Quarto Gallimard • Foucault, M., 1986, Of Other Spaces, Μεταφράστηκε από γαλλικά
από J., Miskowiec, εκδόσεις Johns Hopkins University Press, τεύχος 16, σ. 22-27 • Renan, E., 1882, Τι είναι έθνος, Διάλεξη, Σορβόννη, [διαδικτυακό]
Διαθέσιμο από: http://users.uoi.gr/gramisar/prosopiko/constan/nation.pdf
• Βερβενιώτη, Τ., 2000, Μακρονήσι: Μαρτύρια και μαρτυρίες γυναικών,
στο Ιστορικό τοπίο και ιστορική μνήμη. Το παράδειγμα της Μακρονήσου. Πρακτικά επιστημονικής συνάντησης, Αθήνα, εκδόσεις Φιλίστρωρ, σ. 103-114, [διαδικτυακό] Διαθέσιμο από: https:// www.academia.edu/ [Πρόσβαση 10/09/2020] • Ελσάερ, Μ. και Κολοβού, Δ., 2016, Ανάλυση για το προσφυγικό
ζήτημα, Πρωτογενής έρευνα, Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, [διαδικτυακό] Διαθέσιμο από: https:// www.academia.edu/ [Πρόσβαση 10/09/2020] • Καρβέλας, Δ., Πολύπολιτισμικότητα – Προσφυγικό ζήτημα, [διαδι-
κτυακό] Διαθέσιμο από: https://www.academia.edu/ [Πρόσβαση 10/09/2020]
• Μάντογλου, Α., 2011, Αυτοβιογραφική μνήμη και «λήθη» σε προσωπικό,
οικογενειακό και κοινωνικό πλαίσιο, Διάλεξη [διαδικτυακό], Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών. Διαθέσιμο από: http://users.uoi.gr/gramisar/prosopiko/constan/nation.pdf [Πρόσβαση 07/09/2020]
Σ., 2009, Το κράτος των εθνικοφρόνων: Αντικομμουνιστικός λόγος και πρακτικές, στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τόμος Δ2, Αθήνα, εκδόσεις Βιβλιόραμα, σ. 9-49, [διαδικτυακό] Διαθέσιμο από: https://www.academia.edu/ [Πρόσβαση 10/09/2020] • Μπουρνάζος,
[132]
• Μπουρνάζος, Σ. και Πολυμέρης, Β., 2009, Στρατόπεδο Μακρονήσου
1947 -1950. Βία και προπαγάνδα, στο Χατζηιωσήφ, Χ., 2009, Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, τόμος Δ2, Αθήνα, εκδόσεις Βιβλιόραμα, [διαδικτυακό] Διαθέσιμο από: https://www.academia. edu/ [Πρόσβαση 10/09/2020] • Ντουνιά, Χ., 2002, Το νησί ως εξορία στην νεοελληνική ποίηση:
παραδείγματα συμβολικών και ρεαλιστικών τοπίων, Πρακτικά Β’ Ευρωπαϊκού Συνεδρίου Νεοελληνικών Σπουδών, Ρέθυμνο, σ. 607-615 [διαδικτυακό] Διαθέσιμο από: https://www.academia.edu/ [Πρόσβαση 10/09/2020] • Σταυρακάκης, Χ., 2017, Οι ετεροτοπίες της αστικής περιθωριοποίησης
[Τα κέντρα κράτησης προσφύγων στην Ελλάδα], [διαδικτυακό] Διαθέσιμο από: https://www.academia.edu/ [Πρόσβαση 07/09/2020]
Ερευνητικές Διπλωματικές εργασίες • Βακαλοπούλου, Δ., 2017, Προσφυγικοί καταυλισμοί, Σύγχρονη
ετεροτοπία, Ερευνητική Διπλωματική εργασία, [διαδικτυακό] Αθήνα: Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Αθήνας, Σχολή Καλλιτεχνικών Σπουδών, Εσωτερική Αρχιτεκτονική, Διακόσμηση και Σχεδιασμός Αντικειμένου. Διαθέσιμο από: https://issuu.com/ [Πρόσβαση 10/09/2020] • Κατσαβέλη, Ε., 2016, Η συγκρότηση της ταυτότητας στον χώρο της
εξορίας. Οι περιπτώσεις των Άρη Αλεξάνδρου και Τίτου Πατρίκιου, Διπλωματική εργασία, [διαδικτυακό] Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Διαθέσιμο από: http://ikee.lib. auth.gr/record/286380/files/GRI-2016-18011.pdf [Πρόσβαση 07/09/2020] • Μάνος, Α., 2013, Συζητώντας για την ετεροτοπία – οι χωροχρονικές
εμπειρίες των τεράτων, Προπτυχιακή εργασία, [διαδικτυακό] Διαθέσιμο από: https://akea2011.com/2012/12/26/eterotopia/?fbclid=IwAR1xDEg_gsm1rk6UweETHcudqniNQ3b7hDR6tSLrRn7vmoHqNllKMYij_ok [Πρόσβαση 10/09/2020]
[133]
• Μίχου, Μ., 2015, Το αποκείμενο σώμα του αντιφρονούντος: η μνήμη της
εξαίρεσης ως έκθεμα στη Γυάρο, Διπλωματική Εργασία, [διαδικτυακό] Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο – Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. Διαθέσιμο από: https://www.academia.edu/ [Πρόσβαση 07/09/2020] • Φαϊλάδη, Β., 2018, Συλλογική μνήμη και επανάχρηση, Διπλωματική
ερευνητική εργασία, [διαδικτυακό] Πάτρα: Πολυτεχνική Σχολή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. Διαθέσιμο από: https://issuu. com/ [Πρόσβαση 10/09/2020]
Διαδικτυακές πηγές • UNHCR, The UN Refugee Agency, 2016, Refugee or Migrant
Greece, [διαδικτυακό] Διαθέσιμο από: https://www.unhcr.org/ greece.html#_ [Πρόσβαση 07/09/2020] • Αρχείο ΚΚΕ, [διαδικτυακό] Διαθέσιμο από: http://arxeio.kke.
gr/ [Πρόσβαση 07/09/2020]
• Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Συλλογές των ΑΣΚΙ, [δι-
αδικτυακό] Διαθέσιμο από: http://www.askiweb.eu/index.php/ el/ [Πρόσβαση 07/09/2020]
• Αγτζίδης, Β., 2010, Από τον Πόντο στο Μακρονήσι, [διαδικτυα-
κό] (06/02/2010) Διαθέσιμο από: https://kars1918.wordpress. com/2010/02/06/makronisos/ [Πρόσβαση 07/09/2020]
Β., 2012, Η αντιμετώπιση των προσφύγων. Οι δικοί μας Παλαιστίνιοι, [διαδικτυακό] (27/09/2012) Διαθέσιμο από: https://antichainletter.wordpress.com/2012/09/27/prosfiges/ [Πρόσβαση 07/09/2020] • Αγτζίδης,
• Ατέχνως, 2016, Μπερτλ Μπερτλς: Εξόριστοι στο Αιγαίο. Αφήγημα
πολιτικού και ταξιδιωτικού ενδιαφέροντος, [διαδικτυακό] (15/09/2016) Διαθέσιμο από: https://atexnos.gr/bert-bertls-eksoristoi-stoaigaio-afigima-politikou-kai-taksidiotikou-endiaferontos [Πρόσβαση 10/09/2020]
[134]
• Κατιούσα, 2018, Μακρόνησος – Μια λωρίδα φρίκης μέσα στη θάλασσα,
[διαδικτυακό] (12/05/2018) Διαθέσιμο από: http://www.katiousa. gr/istoria/makronisos-mia-lorida-frikis-mesa-sti-thalassa/ [Πρόσβαση 10/09/2020] •Μακρόνησος, [διαδικτυακό] Διαθέσιμο από: http://makronissos.
net/makronissos/about/?lang=el [Πρόσβαση 07/09/2020]
• Πόντος και Αριστερά, 2010, Η Μακρόνησος και οι «επισκέπτες»
της, [διαδικτυακό] (02/02/2010) Διαθέσιμο από: https:// pontosandaristera.wordpress.com/ [Πρόσβαση 07/09/2020] • Πύλη για την ελληνική γλώσσα, [διαδικτυακό λεξικό] Διαθέσιμο
από: http://www.greek-language.gr/greekLang/index.html [Πρόσβαση 07/09/2020]
Κινηματογραφικές ταινίες/βίντεο •Βούλγαρης,
Π. [Κινηματογραφική Κινηματογράφου
(σκηνοθέτης). (1976) Χάππυ Νταίη ταινία]. Ελλάδα, Ελληνικό Κέντρο
Ε. (σκηνοθέτης). (2018) Ιστορικοί Περίπατοι «Μακρόνησος, ένα νοσηρό πείραμα 1947-1950» [Ντοκιμαντέρ]. Ελλάδα, ΕΡΤ •Λαλοπούλου,
[135]
Πηγές εικόνων
•Εικόνα 1: Πολιτικοί εξόριστοι στη Μακρόνησο https://inzone.gr/eksoriamakronisoagioistaxroniasxountas/ •Εικόνα 2: Γράμμα από την Μακρόνησο https://www.makronissos.org/ •Εικόνα 3: Complete family on island of Macronessi (μτφ. Ολόκληρη οικογένεια στο νησί της Μακρονήσου) https://edromos.gr/oi-prosfuges-eis-tin-makronison/ •Εικόνα 4: Women with all her possessions on island of Macronissi (μτφ. Γυναίκες με όλα τα υπάρχοντά τους στο νησί της Μακρονήσου) https://edromos.gr/oi-prosfuges-eis-tin-makronison/ •Εικόνα 5: Makronissos The symbol of Greek fascism (μτφ. Μακρόνησος Το σύμβολο του ελληνικού φασισμού) https://www.makronissos.org/makronisos/ •Εικόνα 6: Απομονωμένοι στη χαράδρα του ΕΣΑΙ https://www.makronissos.org/apomonomeni-sti-charadra-touese/ •Εικόνα 7: Α’ Τάγμα «Σύρμα» https://www.makronissos.org/a-tagma-sirma-2/ •Εικόνα 8: Γυναίκες εξόριστες στο ΕΣΑΓ https://www.makronissos.org/ginekes-exoristes-sto-esag/
[136]
•Εικόνα 9: Ομάδα απομονωμένων του Β’ ΕΤΟ
Εμφανιζόμενα πρόσωπα: Κακογιάννης Η., Μυλωνόπουλος Χ., Τσουπαρόπουλος Θ., Ελής Π., Ζιώγας Γ., Αμαξόπουλος Ν., Χλωρίδης Γ., Βαγιάκης Γ., Ζήσιμος Μ., Τριανταφύλλης Α., Ιακωβίδης Χ. https://www.makronissos.org/omada-apomonomenon-tou-veto/ •Εικόνα 10: Α’ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών και Ειδικόν Σχολείο
Αναμόρφωσης Ιδιωτών 1949
https://www.makronissos.org/a%CE%84-idiko-tagma-oplitonke-idiko-scholio-anamorfosis-idioton-1949/ •Εικόνα 11: Β’ Τάγμα Σκαπανέων 1947. Καταυλισμός
https://www.makronissos.org/v%CE%84-tagma-skapaneon1947-katavlismos/ •Εικόνα 12: Στρατιωτικαί Φυλακαί Αθηνών (ΣΦΑ) 1947-1950
https://www.makronissos.org/stratiotike-filake-athinonsfa-1947-1950/ •Εικόνα 13: Η απομόνωση στο Α’ Τάγμα (Απρίλης 1948)
https://www.makronissos.org/i-apomonosi-sto-a%CE%84tagma-aprilis-1948/ •Εικόνα 14: Άποψη του Β’ Τάγματος
https://www.makronissos.org/en/apopsis-tou-v-tagmatosskapaneon/ •Εικόνα 15: Άποψη του Γ’ Τάγματος Σκαπανέων
https://www.makronissos.org/apopsi-tou-g-tagmatosskapaneon-2/
[137]
•Εικόνα 16: Μακρόνησος 1947. Το Πειθαρχείο του Β’ Τάγματος
https://argolikivivliothiki.gr/2018/11/13/makronisos/ •Εικόνα 17: Γ’ Τάγμα Σκαπανέων
https://www.makronissos.org/g-tagma-skapaneon/ •Εικόνα 18: Καθαριότητα. Γ’ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών
https://www.makronissos.org/kathariotita/ •Εικόνα 19: Διανομή συσσιτίου. Α’ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών
Εμφανιζόμενα πρόσωπα: Βασίλειος Αμαραντίδης https://www.makronissos.org/dianomi-sissitiou/ •Εικόνα 20: Κρατούμενοι στις Στρατιωτικές Φυλακές Αθηνών
https://www.makronissos.org/kratoumeni-stis-stratiotikesfilakes-athinon-odos-vouliagmenis/ •Εικόνα 21: Α΄ Τάγμα, 21 Φεβρουαρίου 1948
Εμφανιζόμενα πρόσωπα: Γαλενιάνος Γ. https://www.makronissos.org/a-tagma-21-fevr-1948/ •Εικόνα 22: Εξώφυλλο Η Έρημη Χώρα (και άλλα ποιήματα) Eliot, T.,
S.
•Εικόνα 23: Ο Τάσος Λειβαδίτης μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο στην εξορία
Εμφανιζόμενα πρόσωπα: Λειβαδίτης Τ., Ρίτσος Γ. https://liberationpolular.wordpress.com/ •Εικόνα 24: Η θάλασσα
https://www.google.gr/?&bih=576&biw=1366&hl=el
[138]
•Εικόνα 25: Εφημερίδα Μακρόνησος, τεύχος 4, 10/09/1948
https://www.makronissos.org/makronisos-ar-f-4-1091948/ •Εικόνα 26: Χάπι Νταίη, Βούλγαρης Π. (κινηματογραφική ταινία)
https://www.thinkfree.gr/ •Εικόνα 27: Θέατρο που έχτισαν οι εξόριστοι
https://theatreworld.wordpress.com/ •Εικόνα 28: Νοσοκομείο και λοιμοκαθαρτήριο για τους πρόσφυγες (1922)
https://www.makronissos.org/istoria-eos-to-1946/ •Εικόνα 29:: Προσφυγικοί καταυλισμοί
https://ibna.gr/ •Εικόνα 30: Πολιτικοί εξόριστοι στη Μακρόνησο
https://inzone.gr/eksoriamakronisoagioistaxroniasxountas/ •Εικόνα 31: Προσφυγικό
Σταυράκης Θ., https://www.cnn.gr/ •Εικόνα 32: Οι γυναίκες και τα παιδιά στη Μακρόνησο
https://www.rizospastis.gr/story.do?id=2163891 •Εικόνα 33: Συρία, 5 Φεβρουαρίου 2016
https://www.huffingtonpost.g r/2016/02/08/diethnesmetanasteytiko-tourkia-prosfygiko_n_9184926.html
[139]
Χάρτες •Χάρτης 1: Γενικός χάρτης Μακρονήσου
σχέδιο Θεοδωρίδου Σ., Κουκοσούλα Σ. •Χάρτης 2: Χωρική απεικόνιση Α’ ΕΤΟ
σχέδιο Θεοδωρίδου Σ., Κουκοσούλα Σ. •Χάρτης 3: Χωρική απεικόνιση Β’ ΕΤΟ
σχέδιο Θεοδωρίδου Σ., Κουκοσούλα Σ. •Χάρτης 4: Χωρική απεικόνιση Γ’ ΕΤΟ και ΣΦΑ
σχέδιο Θεοδωρίδου Σ., Κουκοσούλα Σ. •Χάρτης 5: Χωρική απεικόνιση Γ’ ΚΠΑ
σχέδιο Θεοδωρίδου Σ., Κουκοσούλα Σ. •Χάρτης 6: Γεωγραφική θέση Μακρονήσου
σχέδιο Θεοδωρίδου Σ., Κουκοσούλα Σ.
[140]
[141]
Το παρόν τεύχος διέπεται απο την εξής άδεια πνευματικών δικαιωμάτων των Creative Commons(Πράξη τω Κοινών): _Αναφορά δημιουργού (CC BY) _Μη εμπορική χρήση (NC) _Όχι παράγωγα έργα (ND) Αυτό καθιστά δυνατό τον ελεύθερο διαμοιρασμό του υλικού εφόσον αποδίδονται πνευματικά δικαιώματα στους δημιουργούς, ενόσω δεν υφίσταται αλλοίωση του αρχικού και με την προϋπόθεση ότι ο διαμοιρασμός δεν αφορά εμπορική χρήση και εκμετάλλευση.
CC
BY
NC
ND