7 Ο κύριος ακίνδυνος
Σελίδα 1 από 30
Α
υτό που είδαν εκείνη την ημέρα οι τηλεθεατές της εκπομπής Η Λήδα έχει την απάντηση, δεν είχε ξαναγίνει ποτέ στην ιστορία της τηλεόρασης. Ένας κουστουμαρισμένος τύπος εμφανίστηκε ξαφνικά μέσα στο στούντιο, πίσω από την πολυθρόνα της παρουσιάστριας… Η Λήδα, που εκείνη τη στιγμή μίλαγε στο φακό, ανάμεσα σε κάποιες καλεσμένες της εκπομπής, μόλις τον αντιλήφθηκε γύρισε προς το μέρος του με απορία και τρόμο και ίσα που πρόλαβε να πει… - Τάσο, τι κάνεις;… Τι θέλεις εδώ; Πριν προλάβει κανείς να αντιληφθεί τι συμβαίνει, πριν καν τον σταματήσει κανείς, αυτός ο Τάσος, βούτηξε από το μπράτσο τη Λήδα και την τράβηξε, όπως ήταν καθισμένη, πάνω στην κυλιόμενη πολυθρόνα με τα ροδάκια έξω από το πλατό του στούντιο και ενώ η εκπομπή ήταν ακόμα στον αέρα. Η σκηνή έγινε λίγο πιο βίαια, όταν τα ροδάκια της πολυθρόνας σκάλωσαν σε ένα καλώδιο μιας κάμερας και η Λήδα γκρεμοτσακίστηκε κάτω από αυτή, ενώ ο Τάσος συνέχιζε να τη σηκώνει και να την τραβάει προς τα έξω, κρατώντας την με την ίδια λαβή από το μπράτσο, σαν να ήταν ένας βαρύς σάκος. Κάποιοι, τότε, από τους τεχνικούς του στούντιο κινήθηκαν να τον σταματήσουν πανικόβλητοι… Αυτός τούς έσπρωξε δυνατά πίσω και, ανοίγοντας δρόμο, φώναξε: - Είναι η γυναίκα μου, μαλάκες!… Σελίδα 2 από 30
*** Η Λήδα Μπουντούρη ήταν πετυχημένη ψυχολόγος, γνωστή για τις λύσεις που έδινε στους ασθενείς της. Αυτό την έφερε κάποια στιγμή να παρουσιάζει μια εκπομπή με αυτό το θέμα, βρίσκοντας λύσεις κυρίως σε συζύγους και ερωμένες, που οι άνδρες τους τις απατούσαν, τις μείωναν, τις χώριζαν ή τέλος πάντων, τις έκαναν να υποφέρουν με τη συμπεριφορά τους. Η ενθουσιώδης αποδοχή όσων πρότεινε η ψυχολόγος σε αυτές τις γυναίκες την έκανε αγαπητή στο κοινό και διάσημη. Αυτό όμως που δεν μπορούσε να λύσει η Λήδα ήταν το δικό της πρόβλημα που αντιμετώπιζε στο γάμο της με τον Τάσο. Μετά τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου τους, αυτός κατέληξε να τη ζηλεύει θανάσιμα, όχι μόνο γι’ αυτό που είναι και κάνει, όχι μόνο για τους πιθανούς άνδρες που την καλόβλεπαν, αλλά ακόμα και γι’ αυτό που σκέφτεται ή αυτός υπέθετε με τη φαντασία του ότι σκέφτεται. Έψαχνε το κινητό της για να βρει άγνωστα τηλέφωνα που την είχαν καλέσει, μύριζε τα ρούχα της, μέτραγε τα χιλιόμετρα του αυτοκινήτου της και ζήλευε τους ασθενείς της. Η Λήδα δεν είχε και πολύ ανάγκη τα χρήματα που έβγαζε από τη δουλειά της. Ήταν από αρκετά πλούσια οικογένεια και ο πατέρας της, πεθαίνοντας, την είχε κάνει κληρονόμο όλης της περιουσίας που είχε σαν ιδιοκτήτης μιας κλωστοϋφαντουργίας. Η Λήδα πούλησε τα εργοστάσια, γιατί δεν είχε κανένα ενδιαφέρον γι’ αυτή τη δουλειά και τώρα οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις Σελίδα 3 από 30
των χρημάτων από την πώληση της εξασφάλιζαν κάτι παραπάνω από μια άνετη ζωή. - Ποιος είναι ο λόγος να δουλεύεις, μπορείς να μου εξηγήσεις, σε παρακαλώ; Αφού δεν έχουμε ανάγκη, τη ρωτούσε επίμονα ο Τάσος. Κι αυτό γιατί πολλές φορές ερχόταν η συζήτηση σε διάφορες περιπτώσεις ασθενών, που η διαδικασία της ψυχανάλυσης τους ανάγκαζε να εξιστορούν λεπτομέρειες από την προσωπική τους ζωή και τις σχέσεις τους. Η κουβέντα ξεκίναγε πάντα κάπως έτσι: - Σήμερα ήρθε ένας στο ιατρείο, που έχει κάποια στυτική δυσλειτουργία, η οποία όμως δεν του παρουσιάζεται στους χώρους της δουλειάς του. Έχει ορμές και ερωτικές διαθέσεις στην τράπεζα που εργάζεται για τις συναδέλφους του, ακόμα και τις πελάτισσες. Αλλά όταν γυρίζει σπίτι του είναι νεκρός ερωτικά με τη γυναίκα του… Το φαντάζεσαι αυτό, Τάσο μου; - Πού τον είδες, στο γραφείο σου ήρθε; - Ε, φυσικά, Τάσο μου, πού θες να έρθει; απάντησε η Λήδα. Αυτή ήταν η σπίθα για να αρχίσει ο Τάσος να πλάθει φανταστικά ερωτικά σενάρια, στα οποία συμμετείχε οπωσδήποτε και η Λήδα, αφού αυτός ο τύπος ήταν στο γραφείο της και άρα εκεί θα μπορούσε να έχει στύση, άρα και ερωτικές ορέξεις για τη γυναίκα του. Τίποτα δεν τον σταμάταγε. Κοκκίνιζε ολόκληρος, φούσκωνε ο λαιμός του και στήριζε εναντίον της μια ολόκληρη σειρά από κατηγορίες, κρίσεις και χαρακτηρισμούς, που τις Σελίδα 4 από 30
συνδύαζε με τα ελαττώματα του παρορμητικού χαρακτήρα της και τον ερωτισμό που, κατά την άποψή του, περιβάλλει απόλυτα κάθε γυναικεία διάθεση για δουλειά και επαγγελματική συνδιαλλαγή. Ο Τάσος Τζόρβας δούλευε σε μια χρηματιστηριακή εταιρεία και είχε ειδικευτεί στις επενδύσεις εξωτερικού. Εκεί τον γνώρισε η Λήδα, ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν μέσα σε λίγο χρόνο. Ήταν πολύ πετυχημένος στη δουλειά του και τώρα είχε τη δική του χρηματο-οικονομική εταιρεία. Δεν υπήρχαν σύννεφα στη σχέση τους ούτε πραγματικές αιτίες που να δίνουν αφορμή στους καβγάδες που ξεσπούσαν ανάμεσά τους. Η Λήδα, από τη μεριά της, δεν ήταν ζηλότυπη, περισσότερο από όσο είναι κάθε ερωτευμένη γυναίκα. Αλλά η ζωή της είχε αρχίσει να γίνεται μαρτύριο από τις τρομερές εκρήξεις θυμού του συζύγου της. Γεγονός είναι πως απέπνεε κάποιον ερωτισμό η όλη εμφάνισή της. Αλλά επειδή είχε σπουδάσει και αποκτήσει άλλα ενδιαφέροντα, δεν τον χρησιμοποιούσε σαν μέθοδο στις σχέσεις της, είτε ήταν φιλικές είτε επαγγελματικές. Ήταν μοντέρνα γυναίκα, με καλογυμνασμένο σώμα και κοσμοπολίτικο ύφος, μέτρια στο ύψος, με ξανθά ίσια μαλλιά, που οι μύτες τους έφταναν στους ώμους, αλλά πίσω ήταν κομμένα σε σχήμα V και της προσέδιδαν αισθησιασμό. Ακόμα και η εμφάνισή της είχε γίνει αντικείμενο καβγά μεταξύ τους, γιατί η Λήδα, όταν ήταν στο Λονδίνο, είχε χαράξει με τατουάζ, πάνω στο δέρμα γύρω απ’ το λαιμό της, πετράδια σαν διαμάντια που σχημάτιζαν κυκλικά ένα είδος περιδέραιου. Το κάθε πετράδι, όπως είχε εξηγήσει στον Τάσο, συμβόλιζε και από έναν άνδρα, από αυτούς Σελίδα 5 από 30
που είχε γνωρίσει και είχε κάνει σχέσεις μέχρι τώρα. Κάθε φορά που το έβλεπε αυτό το τατουάζ ο Τάσος, ένιωθε κάτι σαν ναυτία… Όχι μόνο γιατί του φαίνονταν πολλά τα πετράδια, αλλά γιατί η Λήδα είχε αφήσει στο μπροστινό μέρος του λαιμού ένα χώρο κενό για να το συμπληρώσει, όπως του είχε πει, με ένα μεγαλύτερο πετράδι για τον άνδρα που θα ζούσε μαζί του την υπόλοιπη ζωή της. Αυτό θα έκλεινε το κολιέ και τον κύκλο των ανδρών της. Όμως, από τότε που είχαν παντρευτεί μέχρι και σήμερα, το τελευταίο αυτό πετράδι δεν είχε ζωγραφιστεί κι αυτό τον έκανε εξαιρετικά και αφόρητα καχύποπτο. Ο θυμός ήταν το πρώτο συναίσθημα που τον γέμιζε το κέντρισμα της ζήλιας. Από κει και πέρα, τα πράγματα γίνονταν ανεξέλεγκτα. Αυτές οι εκρήξεις του, που συχνά γίνονταν παρουσία και φίλων ή στη διάρκεια των κοινωνικών τους σχέσεων, έγινε η αιτία κάποιοι από αυτούς να απομακρυνθούν από μόνοι τους και κάποιοι άλλοι, αρσενικοί, να εκδιωχθούν κακήν κακώς από το περιβάλλον τους. Οι αφορμές ήταν από τη διαπίστωση για κάποιο φλερτάρισμα της Λήδας, μέχρι το αν το καθιερωμένο φιλί του χαιρετισμού από έναν άνδρα ήταν προς το στόμα ή το αυτί της –άρα ύποπτο– ή στο κέντρο από το μάγουλο – άρα αθώο! Σιγά-σιγά, αυτή η πολιορκία απομάκρυνε όλους του φίλους που είχαν, αφού όλοι είχαν γίνει αντικείμενο σκηνών ζηλοτυπίας, εξαιτίας του φόβου του Τάσου μη χάσει τα κεκτημένα της σχέσης του με τη γυναίκα του. Που βέβαια δεν προσδιορίζονταν τόσο στα οικονομικά, γιατί και αυτός είχε αρκετά χρήματα από τη δουλειά του,
Σελίδα 6 από 30
αλλά στις συναισθηματικές του επενδύσεις που, όπως φαινόταν, έφταναν πολύ μακριά. Επιπλέον, καλλιέργησε μεταξύ τους ένα αίσθημα αντιπαλότητας, που άρχισε να τους κατατρώει και να απλώνεται σε οτιδήποτε αφορούσε το παρελθόν της Λήδας, τις σχέσεις της, αλλά και το παρόν, τη δουλειά της και τον περίγυρό της. Όταν η Λήδα αντιδρούσε, τότε της άπλωνε χωρίς δισταγμό ένα σχέδιο εκδίκησης, βασισμένο στη λογική «ό,τι μου κάνεις θα σου κάνω κι ακόμα ένα παραπάνω!» Με αυτές τις σχέσεις μεταξύ τους, δεν ήταν δυνατόν κάποιος να συνάψει φιλικές σχέσεις μαζί τους. Μόνον ένας είχε την αποδοχή του Τάσου να κάνει παρέα με τη Λήδα. Η γνωριμία τους ήταν αρκετά απροσδόκητη. Η Λήδα είχε τη συνήθεια, ακόμα πριν από το γάμο τους, να ασχολείται με το σκι στο χιόνι το χειμώνα και στη θάλασσα το καλοκαίρι. Αυτή τη συνήθεια τη μετέφερε και στον Τάσο, ο οποίος ήταν νεοφερμένος στο χώρο. Ένα βράδυ, τρώγοντας σε μια ταβέρνα της Αράχωβας με την παρέα από το χιονοδρομικό, δίπλα στον Τάσο κάθονταν ο Μπίλλυ, που ήταν ο δάσκαλος του σκι. Ο Μπίλλυ ήταν ένας τύπος γεμάτος ζωντάνια, αλλά κάπως συνεσταλμένο παιδί και όλοι γνώριζαν ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Η συζήτηση είχε έρθει σε αυτό ακριβώς το θέμα, της ομοφυλοφιλίας. Παίρνοντας την κουβέντα ο Τάσος, είπε σε κάποια στιγμή, εντελώς απρόσμενα: - Βρε παιδιά, δεν ξέρω τι συμβαίνει, αλλά περιέργως εμένα κολλάνε δίπλα μου οι ομοφυλόφιλοι. Δηλαδή, από Σελίδα 7 από 30
μικρό παιδί στο θρανίο, δίπλα μου είχα τον Πάρι, που ήταν ο ομοφυλόφιλος της τάξης… Ο Μπίλλυ, στο άκουσμα της δήλωσης κατέβασε το ποτήρι με την μπίρα του μονορούφι. Οι άλλοι στην παρέα, που γνώριζαν πρόσωπα και πράγματα, κοιταζόντουσαν αμίλητοι. - Και πώς καταλαβαίνεις πάντα, Τάσο μου, ότι είναι ομοφυλόφιλοι, τον ρώτησε η Νίνα, μια κοπέλα στην παρέα. Η Λήδα τού έδωσε μια κλοτσιά κάτω από το τραπέζι, αλλά ο Τάσος συνέχισε ακάθεκτος… - Ε, καλά τώρα…, απάντησε ο Τάσος. Μπαμ κάνουν από δέκα μέτρα μακριά. Εσύ, ρε Μπίλλυ, δεν τους καταλαβαίνεις, ρώτησε γυρνώντας στη μεριά του Μπίλλυ. Όχι, πες μου, ρε Μπίλλυ, επέμεινε ο Τάσος. Η παρέα είχε αρχίσει πλέον να διασκεδάζει την γκάφα του. Ο Μπίλλυ δεν άντεξε και με μια θηλυπρεπή κίνηση και φωνή, έριξε τη χαριστική βολή στο διάλογο… - Γιατί, καλέ κύριε Τάσο, μυρίζουν οι ομοφυλόφιλοι ή έχουν άλλο χρώμα; Αργότερα, όταν έμειναν πάλι μόνοι με τη Λήδα στο ξενοδοχείο, ο Τάσος δεν ήξερε πώς να δικαιολογηθεί και πώς να καλύψει τα όσα έγιναν. Βρήκε τον τρόπο, όμως, να επανορθώσει, καλώντας πάντα στην παρέα τους τον Μπίλλυ, ακόμα και όταν ήταν στην Αθήνα. Ο Μπίλλυ έγινε από τότε ένας αχώριστος οικογενειακός φίλος, γιατί εκτός από το ότι τον έβρισκε διασκεδαστικό, ήταν και ένας ακίνδυνος άντρας για τη Λήδα. Σε λίγο καιρό, Σελίδα 8 από 30
μπορούσε να κάθεται δίπλα της στα γεύματά τους, να μπαινοβγαίνει σπίτι τους χωρίς προειδοποίηση ή και να φτάνει στην κρεβατοκάμαρά τους, για να συμβουλέυσει τη Λήδα στην γκαρνταρόμπα της. Ο Μπίλλυ είχε στην γκάμα του αρκετούς νεαρούς εραστές, που δε δίσταζε να τους παρουσιάζει στο ζευγάρι κατά καιρούς στις συγκεντρώσεις τους. Έτσι, ο Τάσος επιβεβαίωνε τις προτιμήσεις του φίλου, που είχε επιτρέψει να είναι κοντά στη γυναίκα του. Πλέον ο Τάσος σταμάτησε τις πολλές σκηνές ζηλοτυπίας και η Λήδα είχε κάποιον που να μπορεί να ανταλλάξει μια κουβέντα ή να πάει μαζί του σινεμά. Φυσικά εκείνη, βρίσκοντας κάποιον να τη συντροφεύει τις ώρες που δεν ήταν με τον άντρα της, άρχισε να μοιράζεται τα μυστικά της σχέσης τους μαζί του. Ο Μπίλλυ, που ήταν ένας πολύ πρόθυμος και εχέμυθος ακροατής, έμαθε όλες τις λεπτομέρειες για τη ζήλια που εκδήλωνε ο Τάσος για τη γυναίκα του και μάλιστα, σε μερικά πράγματα, δεν είχε καν σταματήσει. Για παράδειγμα, η καθαρίστρια ανακάλυψε μια μέρα μια μικροσκοπική κάμερα καταγραφής στο γραφείο της Λήδας, απέναντι από το ανάκλιντρο που ξάπλωνε τους ψυχασθενείς. Εσώρουχα που η Λήδα έριχνε στο πλυντήριο για πλύσιμο, τα έβρισκε μετά έξω, γιατί ο Τάσος τα είχε βγάλει να τα εξετάσει και να τα μυρίσει. Αυτά συνέβαιναν, γιατί τελευταία η Λήδα είχε αρχίσει να λαμβάνει με το ταχυδρομείο ερωτικά γράμματα. Ένα από αυτά έπεσε στα χέρια του Τάσου κι έτσι ξεκίνησαν πάλι οι σκηνές ζηλοτυπίας. Ήταν γραμμένα και τυπωμένα από υπολογιστή και αντί για υπογραφή, είχαν το μαύρο αποτύπωμα από ένα δάχτυλο. Ήταν πολύ καλογραμμένα, Σελίδα 9 από 30
με απίθανες συναισθηματικές εξάρσεις και αναφορές σε κάποια σημεία του ερωτικού χαρακτήρα της Λήδας, που μόνο κάποιος που την ήξερε μπορούσε να τα γράψει. Κάποιος ίσως από το παρελθόν της, που δεν έπαψε να τη σκέφτεται, κάποιος από αυτούς που είχαν αποτυπωθεί σαν «πετράδια» στο περιδέραιο-τατουάζ. Μπορεί και ένας από τους ασθενείς της, αλλά πώς ήξερε τόσες λεπτομέρειες; Το ηλεκτρισμένο κλίμα που άρχισε να υπάρχει μεταξύ του ζευγαριού, φορτιζόταν από το γεγονός ότι ο Τάσος έχασε πάρα πολλά χρήματα στη δουλειά του. Με την τελευταία οικονομική κρίση, που ξέσπασε από τα ομόλογα-φούσκες των αμερικανικών τραπεζών, ο Τάσος είχε όχι μόνο τεράστιες ζημιές, αλλά και απαιτήσεις από πελάτες, που πίστευαν ότι τους κορόιδεψε. Έγιναν όλα τόσο απροσδόκητα, που η εταιρεία του τώρα απειλούνταν με λουκέτο. *** Ο Τάσος, τελευταία, έλειπε συχνά σε ταξίδια στην Αμερική, προσπαθώντας να βρει λύσεις στα οικονομικά του αδιέξοδα. Αυτήν τη φορά θα γύριζε μέσω Λονδίνου, γιατί ήθελε να μείνει μία μέρα εκεί και να τακτοποιήσει κάποιες εκκρεμότητες σε τραπεζικούς του λογαριασμούς. Αργά το απόγευμα όμως, τηλεφώνησε στη Λήδα και της είπε ότι έφτασε στο Λονδίνο, αλλά την επόμενη μέρα έπεφτε μια τοπική αργία και έτσι θα έφευγε με το πρώτο αεροπλάνο για την Αθήνα, ακυρώνοντας την παραμονή του εκεί για μια μέρα. Κουρασμένη η Λήδα, περιμένοντάς τον να γυρίσει, το βράδυ δεν άντεξε, πήρε το ηρεμιστικό της χάπι και έγειρε Σελίδα 10 από 30
στο κρεβάτι της να κοιμηθεί, με την τηλεόραση ανοιχτή. Δεν αντιλήφθηκε καθόλου μια σκιά που την παρατηρούσε, από το πεύκο που υπήρχε μπροστά στο μπαλκόνι του διαμερίσματος της οδού Διαμαντίδου, στο Ψυχικό. Αφού κοιμήθηκε η Λήδα, ο άνθρωπος από το δέντρο ξεκρέμασε από την πλάτη του μια πτυσσόμενη αλουμινένια σκάλα. Την ξεδίπλωσε, στερέωσε τη μια άκρη της στο χοντρό κλαδί του πεύκου, την άλλη στην κουπαστή του μπαλκονιού φτιάχνοντας μια γέφυρα. Με προσοχή ανέβηκε πάνω της και διέσχισε την απόσταση μπουσουλώντας, πηδώντας τελικά πάνω στο μπαλκόνι. Φορούσε λαστιχένια μαλακά μποτάκια, ελαστική μαύρη φόρμα που κάλυπτε κάθε σημείο του σώματός του και πλεκτή μαύρη κουκούλα- σκούφο, που άφηνε μόνο τα μάτια του να φανούν. Φορούσε γάντια και στην πλάτη του είχε κρεμασμένο ένα μαύρο σακίδιο. Μόλις βρέθηκε στο μπαλκόνι, πλησίασε τη συρόμενη πόρτα της κρεβατοκάμαρας της Λήδας και τη βρήκε ανοιχτή. Την έσυρε αθόρυβα και τόσο, όσο να χωράει να περάσει η λεπτή σιλουέτα του. Μετά πέρασε μέσα στην κρεβατοκάμαρα, όπου κοιμόταν η Λήδα, με την τηλεόραση ανοιχτή να παίζει. Η παχιά μοκέτα στο πάτωμα έπνιγε κάθε ήχο από τα βήματα του νυχτερινού επισκέπτη, που πλησίασε το μοντέρνο έπιπλο με καθρέφτη, που χρησιμοποιούσε σαν τουαλέτα η Λήδα. Τράβηξε, χωρίς να ψάξει, το δεύτερο συρτάρι από τη δεξιά πλευρά και έβγαλε από μέσα μια ξύλινη κασετίνα σε κοραλλί χρώμα και άδειασε με προσοχή το περιεχόμενό της πάνω σε ένα μαύρο βελούδινο ύφασμα, που είχε απλωμένο πάνω στο έπιπλο. Δίπλωσε τις άκρες και το τοποθέτησε σε μια θήκη του σακιδίου. Μετά, έβαλε το χέρι του βαθύτερα στο συρτάρι και τράβηξε ένα δερμάτινο σουέτ σακουλάκι με βαρύ περιεχόμενο. Χωρίς Σελίδα 11 από 30
να το ανοίξει, το έχωσε κι αυτό στο σακίδιό του. Κοίταξε τη Λήδα που κοιμόταν βαθιά και, με τον ίδιο τρόπο που μπήκε, ξαναβγήκε στο μπαλκόνι. Ανέβηκε στην κουπαστή και προχώρησε πάνω στη σκάλα, που είχε αφήσει εκεί προηγουμένως. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η μηχανή από το Cayenne του Τάσου που ανέβαινε τη Διαμαντίδου και έστριψε δεξιά, για να κατέβει στο υπόγειο γκαράζ του σπιτιού, κάτω από το διαμέρισμά τους. Ο άγνωστος με τη μαύρη φόρμα σταμάτησε τις κινήσεις του, μετέωρος καθώς ήταν στο μέσο της σκάλας-γέφυρας μεταξύ του μπαλκονιού και του ψηλού πεύκου. Έσκυψε για να μικρύνει τον όγκο του, αλλά η μια άκρη της σκάλας, που πάταγε στο μπαλκόνι, γλίστρησε, έφυγε από τη θέση της και ο νυχτερινός επισκέπτης βρέθηκε στο κενό. Έσφιξε με το γαντοφορεμένο χέρι του ένα σκαλοπάτι από τη σκάλα και κρατήθηκε γερά, καθώς η άλλη άκρη της σκάλωσε σε ένα παρακλάδι του πεύκου και, έτσι, βρέθηκε κρεμασμένος να αιωρείται μαζί μ’ αυτήν μπροστά στα φώτα του Cayenne, που ετοιμαζόταν να μπει στη ράμπα του γκαράζ. Ο Τάσος πάτησε φρένο απότομα, βλέποντας τον απροσδόκητο επισκέπτη, αλλά εκείνος άφησε τα χέρια του από τη σκάλα και προσγειώθηκε στη ράμπα, κατρακυλώντας στην κατηφόρα της. Ο Τάσος, τότε, ξεκίνησε απότομα και προσπάθησε να τον χτυπήσει, στριμώχνοντάς τον στην πόρτα του γκαράζ, που δεν είχε ανοίξει ακόμα. Ο μαυροφορεμένος, όμως, με μια αιλουροειδή κίνηση, σηκώθηκε στον αέρα και προσγειώθηκε όρθιος πάνω στο καπό του αυτοκινήτου, κάνοντας τον Τάσο να καρφωθεί στην πόρτα του γκαράζ. Μετά, σκαρφάλωσε με τα λαστιχένια μποτάκια του στην οροφή, πατώντας το γυάλινο παρμπρίζ και, τρέχοντας, Σελίδα 12 από 30
πήδηξε από το πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Διέσχισε το δρόμο, ανέβηκε σε μια παρκαρισμένη μηχανή Honda, έβαλε μπρος γρήγορα και ξεκίνησε με ταχύτητα. Ο Τάσος τον είδε να φεύγει κι έκανε όπισθεν γρήγορα, ξαναβγαίνοντας στο δρόμο. Το μαύρο Cayenne με ένα βρυχηθμό ξεχύθηκε στο κυνήγι του άγνωστου, που στο μεταξύ χάθηκε στρίβοντας σε έναν παράδρομο της δεύτερης πλατείας, που έκοβε την πορεία του δρόμου. Στρίβοντας και αυτός, τον εντόπισε με τα φώτα του να διασχίζει τους δρόμους του Ψυχικού με κατεύθυνση προς το Αρσάκειο. Προσπαθώντας να καλύψει την απόσταση ο Τάσος, σανίδωσε το γκάζι, τρέχοντας σαν τρελός πίσω από τη γρήγορη Honda με τον άγνωστο επισκέπτη. Η ιδέα ότι θα πιάσει αυτή τη φορά τον εραστή της γυναίκας του, τον είχε κάνει να δαγκώνει τα χείλια του μέχρι που μάτωσαν. Κρατώντας σφιχτά το τιμόνι, δεν έχανε ούτε στιγμή τα μάτια του από τον άγνωστο που είχε μπροστά του. Από τους δρόμους του Ψυχικού, η Honda πέρασε στη Φιλοθέη και ανέβηκε το δρόμο που οδηγούσε στην πύλη του Κολεγίου. Εκεί, έστριψε δεξιά κι ακολούθησε το δρόμο με τον πέτρινο τοίχο του σχολείου, που βγάζει σε ένα αλσύλλιο. Στην πρώτη διασταύρωση, όμως, μια Μερσεντές που έβγαινε με ταχύτητα από τη μικρή πλατεία, έκλεισε το δρόμο στη μοτοσικλέτα, που με ένα γδούπο έσκασε στη δεξιά της πόρτα. Ο μαυροφορεμένος επιβάτης τινάχτηκε στον αέρα, έσκασε στην οροφή του αυτοκινήτου και βρέθηκε από την άλλη μεριά, χωρίς να πάθει τίποτα.
Σελίδα 13 από 30
Στο μεταξύ, πλησίασε ο Τάσος και τον πήρε στο κυνήγι, ενώ αυτός έτρεχε να φύγει με τα πόδια. Μπήκε σε ένα δασάκι που βρισκόταν δεξιά του δρόμου κι άρχισε να ανεβαίνει στην πλαγιά του, ανάμεσα στα πεύκα. Ο Τάσος έριξε το Cayenne με ένα τρελό χοροπηδητό στην πλαγιά κι άρχισε να ανεβαίνει κι αυτός, οδηγώντας σαν τρελός για να αποφύγει τα δέντρα. Γρήγορα, το δασάκι τελείωσε και βγήκαν σε ένα ξέφωτο, επίπεδο χώρο σαν γήπεδο, όπου εκεί ο Τάσος πρόλαβε τον άγνωστο που έτρεχε ασταμάτητα μπροστά του, τον προσπέρασε, και προσπάθησε να τον ρίξει κάτω ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου του. Για λίγα δευτερόλεπτα, αυτοκίνητο και άνθρωπος έτρεχαν με την ίδια ταχύτητα, ενώ ο Τάσος προσπάθησε να δει μέσ’ στο σκοτάδι τα χαρακτηριστικά του, που έκρυβε η μαύρη κουκούλα. Μπροστά του, όμως, είδε να τελειώνει το ξέφωτο και να αρχίζει μια απότομη κατηφορική πλαγιά, πάλι με δέντρα. Τότε, άνοιξε την πόρτα του οδηγού και με δύναμη κατάφερε ένα χτύπημα στον άγνωστο που έτρεχε δίπλα του, ρίχνοντάς τον κάτω. Φρέναρε το βαρύ τζιπ την τελευταία στιγμή, εκεί που άρχιζε η απότομη πλαγιά, πήδηξε έξω και όρμησε πάνω στον μαυροφορεμένο άγνωστο, ρίχνοντάς του τη στιγμή που σηκωνόταν μια δυνατή κλοτσιά στα σκέλια. Με ένα βογγητό αυτός έσκυψε και διπλώθηκε στα δύο. Ο Τάσος έτρεξε καταπάνω του, αλλά αυτός, όπως ήταν σκυμμένος, άρπαξε ένα χοντρό κλαδί, έκανε μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό του, για να αποφύγει τον Τάσο, και με ένα χτύπημα τον χτύπησε στα πλευρά, κάνοντάς τον να γονατίσει. Μέχρι να συνέλθει ο Τάσος, ο άγνωστος έπεσε με δύναμη πάνω του και οι δύο άντρες κατρακύλησαν αγκαλιασμένοι στην απότομη πλαγιά, ανάμεσα στα δέντρα. Πέφτοντας από ένα Σελίδα 14 από 30
απότομο βράχο στο τέλος, βρέθηκαν σε ένα χαντάκι ανάσκελα και οι δύο. Ο άγνωστος εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή και σηκώθηκε, έτοιμος να το βάλει στα πόδια. Ο Τάσος, που έχει συνέλθει κάπως από το χτύπημα, έπιασε τον μαυροφορεμένο άντρα από το πόδι και τον ξανάριξε κάτω. Πάλεψαν για λίγα δευτερόλεπτα με μπουνιές, ενώ ο Τάσος προσπαθούσε να του βγάλει τη κουκούλα που του έκρυβε το πρόσωπο. Όμως, εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος. Το αυτοκίνητο, που ήταν σταματημένο στην απότομη κατηφορική πλαγιά, με τη μούρη του στην κατηφόρα, άρχισε να κατρακυλάει μόνο του, γλιστρώντας πάνω στις γυαλιστερές ξερές πευκοβελόνες. χτυπώντας με τα πλευρά του πάνω στα δέντρα, που δεν το σταμάτησαν, αλλά το γύρισαν στο πλάι. Έτσι, το βαρύ τζιπ άρχισε να παίρνει τούμπες κατρακυλώντας με τα φώτα αναμμένα, με πορεία κατάληξης κατευθείαν πάνω στους δύο άντρες που πάλευαν και δεν μπορούσαν να ξεκολλήσουν. Λίγα δευτερόλεπτα προτού το βαρύ αυτοκίνητο τους καταπλακώσει, χωρίστηκαν ξαφνικά σε αντίθετη κατεύθυνση δεξιά κι αριστερά, κυλώντας στη λάσπη του χαντακιού. Το αυτοκίνητο, με έναν κούφιο ήχο, ήρθε και κάθισε μέσα στο χαντάκι ανάποδα, με τις ρόδες στον αέρα, βγάζοντας καπνούς από τη μηχανή του. Ο Τάσος σύρθηκε όπως μπορούσε μακριά του, προς την πλευρά ενός δρόμου που υπήρχε στην άλλη όχθη απ’ το χαντάκι. Το αυτοκίνητο, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, τυλίχτηκε στις φλόγες από έκρηξη που έγινε στο ρεζερβουάρ
Σελίδα 15 από 30
της βενζίνης, μεταδίδοντας τη φωτιά και στα πρώτα δέντρα από το δασάκι. Ο άγνωστος με τα μαύρα τινάχτηκε όρθιος και χάθηκε τρέχοντας στα σκοτεινά δρομάκια της Φιλοθέης. Ο Τάσος προσπάθησε να σηκωθεί. Ένιωθε όμως τη μέση του να μην κρατάει το βάρος του σώματός του. Γονάτισε και έμεινε εκεί, περιμένοντας να έρθει κάποια βοήθεια. *** Η αστυνομία, που ήρθε την άλλη μέρα το πρωί στο σπίτι της Λήδας, μαζί με την υπηρεσία της σήμανσης, άρχισε να ψάχνει το σπίτι για αποτυπώματα και στοιχεία που θα μπορούσαν να προσδιορίσουν την ταυτότητα του νυχτερινού εισβολέα. Γιατί αμέσως η Λήδα άνοιξε τα συρτάρια της και διαπίστωσε ότι όλα τα ακριβά της κοσμήματα έκαναν φτερά, μαζί με τρεις πλάκες χρυσού που είχε φυλαγμένες στο ίδιο συρτάρι. Τα κοσμήματα αυτά, πολλά χαρισμένα από τη μητέρα της και τη γιαγιά της, άλλα από τον πατέρα της και δώρα από το γάμο, ξεπερνούσαν σε αξία τα δύο εκατομμύρια ευρώ. Αν και επρόκειτο για κλοπή, ο Τάσος ήδη από το νοσοκομείο είχε μιλήσει στους αστυνομικούς για κάποιον εραστή της γυναίκας του, που δεν μπόρεσε να πιάσει. Αποτυπώματα δε βρέθηκαν στην κρεβατοκάμαρα της Λήδας ούτε και σε άλλο σημείο. Οι αστυνομικοί, όμως, βρήκαν ένα ακουστικό από το κινητό τηλέφωνο του Τάσου πεσμένο στη μοκέτα και ένα ποτήρι λευκό κρασί με αποτυπώματα του Τάσου. Μερικές μέρες μετά, όταν ο Τάσος γύρισε σπίτι από το νοσοκομείο, με σπασμένα τρία πλευρά και μώλωπες από την πάλη, ο αστυνόμος Σελίδα 16 από 30
Δρίτσας τούς επισκέφτηκε για να κάνει κάποιες ερωτήσεις. Καταρχάς, έδειξε το ακουστικό στον Τάσο. - Αυτό το πραγματάκι είναι δικό σας, κύριε Τζόρβα, ρώτησε ο αστυνομικός, δείχνοντας ένα σακουλάκι με το ακουστικό. - Ναι, είναι το ακουστικό του κινητού μου, απάντησε ο Τάσος. - Ωραία, γιατί έχει και αποτυπώματά σας πάνω του. Όμως, πέστε μου, αυτό το έχετε πάντα μαζί σας, έτσι δεν είναι; - Βέβαια, το είχα και τώρα στο ταξίδι που ήμουν. - Από ό,τι έχουμε πει από πριν, όταν ήρθατε, δεν ανεβήκατε καθόλου στο δωμάτιο που κοιμόταν η σύζυγός σας, αλλά κυνηγήσατε κατευθείαν τον κλέφτη. Έτσι δεν είναι; - Μα, σας το είπα ήδη, διότι θύμωσα και νόμιζα ότι ήταν ένας… Ο αστυνόμος τον διέκοψε και ξαναρώτησε. - Ωραία, ωραία, καταλαβαίνω… Είπατε ότι το είχατε μαζί σας στο ταξίδι. Αλλά, τότε, πώς βρέθηκε εδώ; - Ε, προφανώς θα μου έπεσε στην πάλη που είχα με τον άγνωστο στη Φιλοθέη… Το βρήκατε εκεί και αυτό είναι όλο… είπε ο Τάσος χωρίς καμιά ενοχή. - Όχι, κύριε Τζόρβα, είπε ο Δρίτσας. Όταν λέω εδώ, εννοώ ότι βρέθηκε στην κρεβατοκάμαρα της συζύγου σας.
Σελίδα 17 από 30
- Μα, πώς είναι δυνατόν, ρώτησε ο Τάσος ξαφνιασμένος. Για να το δω, είπε και πήρε το σακουλάκι από το χέρι του αστυνόμου… - Είναι αυτό, ρώτησε ο Δρίτσας. -Ναι, σίγουρα, είπε ο Τάσος, καθώς το περιεργαζόταν, είναι το δικό μου, γιατί έχει και μια γρατζουνιά πάνω στη λέξη Nokia, που την είχα κάνει κατά λάθος εγώ. - Δεν είναι μόνο αυτό, κύριε Τζόρβα. Βρέθηκε στο κομοδίνο της συζύγου σας και ένα μισοάδειο ποτήρι με κρασί, που είχε επίσης τα αποτυπώματα του χεριού σας… Η Λήδα, που παρακολουθούσε τη συζήτηση καθισμένη δίπλα του, άναψε ένα τσιγάρο με νευρικότητα. Έπειτα από μια διακοπή, σαν να περίμενε ο αστυνόμος τη Λήδα να τελειώσει το άναμμα, συνέχισε… - … Αυτό το ποτήρι, εκτός από τα αποτυπώματά σας είχε διαλυμένα μέσα του και μια ποσότητα από το συστατικό των ηρεμιστικών χαπιών που παίρνει η σύζυγός σας πριν κοιμηθεί. Αλλά όχι σε αυτή τη δόση… Και… και ακόμα, είπε ο αστυνόμος για να προλάβει κάποια διακοπή σε όσα έλεγε, η σύζυγός σας δε θυμάται να πήρε αυτό το βράδυ χάπι ηρεμιστικό, διότι, όπως μας είπε, ήθελε να σας περιμένει ξύπνια. Ωστόσο αποκοιμήθηκε βαθιά, δεν κατάλαβε τίποτα από ό,τι έγινε και ειδοποιήθηκε από εμάς το πρωί. Είναι έτσι, κυρία Μπουντούρη; - Ναι, έτσι είναι…, είπε διστακτικά και αμήχανα η Λήδα, ρίχνοντας κλεφτές ματιές στην πλευρά του Τάσου. Αλλά, σας λέω ότι δε θυμάμαι καθόλου τι έκανα. Μπορεί και να Σελίδα 18 από 30
πήρα χάπι, αλλά επειδή οι κινήσεις αυτές είναι καθημερινές και αυτόματες, δεν καταγράφονται στο μυαλό μου. Γι’ αυτό είπα ότι δεν θυμάμαι… - Ναι, αλλά θυμάστε τι έγινε πριν κοιμηθείτε, όπως μου είπατε, επέμεινε ο αστυνόμος. - Ναι, βέβαια, θυμάμαι ότι περίμενα τον Τάσο να έρθει από το αεροδρόμιο και όπως σας ανέφερα, είπε ρίχνοντας πάλι μερικές ματιές στην πλευρά του Τάσου, άναψα την τηλεόραση. Αλλά σίγουρα δεν έφερα ποτήρι με κρασί ούτε θυμάμαι να ήρθε νωρίτερα ο άντρας μου στο δωμάτιο και να ήπιαμε κάτι… Τίποτα, τίποτα σχετικό, είπε εκνευρισμένη η Λήδα και προσπάθησε να κλείσει την κουβέντα. - Μα, τώρα τι λέτε αστυνόμε, ένα ποτήρι με αποτυπώματα είναι παράξενο που βρέθηκε στο σπίτι μου; Παντού μέσα στο σπίτι υπάρχουν τα αποτυπώματά μου, τι μου λέτε τώρα, χαμογέλασε ειρωνικά ο Τάσος και συνέχισε. Δηλαδή κι αν βρείτε στην κουζίνα ένα μαχαίρι με τα αποτυπώματά μου, θα πείτε ότι ήθελα να μαχαιρώσω τη γυναίκα μου; Χα, τι είναι αυτά τα πράγματα!… - Μια στιγμή, μια στιγμή, κύριε Τζόρα…, είπε ενοχλημένος ο Δρίτσας. - Τζόρβας, παρακαλώ, Τζόρβας, όχι Τζόρας, είπε ο Τάσος ενοχλημένος. - Μάλιστα, Τζόρβας… επανέλαβε ο αστυνομικός. Συγγνώμη, λοιπόν, κύριε Τζόρβα, αλλά τι ώρα έφτασε η πτήση σας στο αεροδρόμιο Βενιζέλος; Σελίδα 19 από 30
- Στις δώδεκα και είκοσι. - Άρα μέχρι τη μιάμιση, δύο παρά, θα έπρεπε να είστε εδώ, έτσι δεν είναι; Πείτε μου, λοιπόν, πώς φτάσατε εδώ στις τρεις τα μεσάνυχτα, που έγινε η διάρρηξη και η κλοπή; Που είσαστε για μιάμιση ώρα και μάλιστα μέσα στη νύχτα; Ο Τάσος ανακάθισε στον καναπέ, έδειχνε να πονάει στη μέση του και πως έχει αρχίσει να να εκνευρίζεται. Κοίταξε τη Λήδα και αυτή μίλησε πρώτη αντί γι’ αυτόν. - Μίλησε, σε παρακαλώ, να μη δημιουργούμε εντυπώσεις στην αστυνομία, είπε σοβαρά και φανερά ενοχλημένη από την εξέλιξη της συζήτησης αυτής. Ο Τάσος την κοίταξε, ακούμπησε το ποτήρι με το ποτό του στο τραπεζάκι και είπε: - Ακούστε… Ήμουν σταματημένος με το αυτοκίνητό μου εκατό μέτρα πιο μακριά εδώ παρακάτω, στη Διαμαντίδου, και παρακολουθούσα το διαμέρισμά μας, γιατί είχα υποψίες ότι η γυναίκα μου με απατά. Δεν αντιλήφθηκα κανέναν να μπαίνει, γιατί κουρασμένος απ’ το πολύωρο ταξίδι, μόλις έφτασα αποκοιμήθηκα στο τιμόνι. - Πού, εδώ απέξω, ρώτησε δύσπιστα ο αστυνόμος. - Μάλιστα. Ξύπνησα όμως και μετά, καθώς περίμενα, είδα μια σκιά να περνάει από το μπαλκόνι μας στο απέναντι δέντρο. Τότε έβαλα μπρος και ξεκίνησα και βρέθηκα μπροστά στον επισκέπτη μας… Μετά, έγιναν όλα τα άλλα… Αυτό είναι όλο κι όλο, αστυνόμε, είπε κοφτά ο Τάσος. Εδώ έχετε τον ύποπτο μπροστά σας, και Σελίδα 20 από 30
αντί να κυνηγήσετε αυτόν, όπως έκανα εγώ, κυνηγάτε εμένα; Κόντεψε να με σκοτώσει κι εσείς μου μιλάτε για το ακουστικό μου και το ποτήρι με το κρασί; - Μα, πώς βρέθηκε το ακουστικό σας στο δωμάτιο, κύριε Τζόρα, είπε ξαφνικά ο αστυνόμος γυρίζοντας πίσω τη κουβέντα. - Τζόρβας λέγομαι, κύριε, σας είπα Τζό-ρβας, είπε ο Τάσος νευριασμένος και η συζήτηση φαίνεται να τελείωσε εκεί, γιατί στηρίχτηκε πάνω στη Λήδα, σηκώθηκε και βγήκε από το δωμάτιο πηγαίνοντας προς την κρεβατοκάμαρα. Πριν βγει όμως απ’ το δωμάτιο, γύρισε στη μεριά του αστυνόμου και του είπε: - Μπορεί να ήταν μέσα στα πράγματα και στο χαρτοφύλακα που έπεσαν από το αυτοκίνητο. Θα σκόρπισαν όταν έπαιρνε τούμπες και τα φέρανε στη γυναίκα μου. Πολλά μπορεί, αλλά πού θέλετε να ξέρω εγώ και μάλιστα στην κατάσταση που βρίσκομαι, είπε και χάθηκε στο διάδρομο. *** Αν η ζήλια των γυναικών είναι κτητική, η ζήλια των ανδρών είναι εγωιστική. Έτσι, τώρα που ο Τάσος αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι παρακολουθούσε τη γυναίκα του έξω από το σπίτι τους, ένιωθε τον εγωισμό του να έχει καταπατηθεί. Κι αυτό έγινε αιτία για νέα σύγκρουση ανάμεσα στο ζευγάρι. - Δε χρειάζεται να τα κάνεις όλ’ αυτά. Είμαι δική σου και θα πρέπει να το καταλάβεις, του είπε η Λήδα, σε μια προσπάθειά της να διαχειριστεί αυτήν την κατάσταση και Σελίδα 21 από 30
να τον κάνει να μη φοβάται. Εκείνος όμως έδειχνε ενοχλημένος από το γεγονός ότι η γυναίκα του άφησε να πλανώνται κάποιες υποψίες γύρω του. - Τι ιστορία είναι αυτή με το ποτήρι και το ακουστικό, μπορείς να μου πεις, σε παρακαλώ, ρώτησε τη Λήδα ο Τάσος, μόλις έμειναν μόνοι τους. - Δεν ξέρω, τι να σου πω… Κι εγώ απ’ αυτούς το έμαθα. Δεν ξέρω απολύτως τίποτα και μάλλον εσύ θα πρέπει να μου πεις… Καλά το ποτήρι, πες ότι κάπως ξεχάστηκε εκεί και δεν το είδα, αλλά το ακουστικό του κινητού σου μου φαίνεται… εντελώς εξωπραγματικό. - Μα, κι εσύ τους είπες ότι δε θυμάσαι δήθεν αν πήρες χάπι… Δηλαδή, πώς σου ήρθε αυτό, αφού κάθε βράδυ παίρνεις χάπια, είπε επίμονα ο Τάσος. - Μα, αφού δεν ήθελα να πάρω γιατί έπρεπε να μείνω ξύπνια να σε περιμένω… Τι να πω, μπορεί να πήρα έτσι μηχανικά ένα και να μην το θυμάμαι. Αυτές οι συζητήσεις έφεραν νέα ψυχρότητα στις σχέσεις τους. Η Λήδα, μην έχοντας πού αλλού να στραφεί για να μιλήσει, έπεσε πάλι στον κύριο ακίνδυνο Μπίλλυ. Αυτός όχι μόνο ήταν πρόθυμος ακροατής, αλλά πρόσθεσε και άλλα στοιχεία στην ιστορία αυτή. - Λήδα μου, μήπως φταις εσύ για όλα αυτά, τη ρώτησε με το περίφημο στιλάκι που τον διέκρινε. - Εγώ σε τι να φταίω, Μπίλλυ, είπε η Λήδα. - Να, έχεις κάνει διαθήκη, όπου έχεις αφήσει κληρονόμο τον άντρα σου και έχεις κάνει και ασφάλεια ζωής, από Σελίδα 22 από 30
την οποία παίρνει πολλά λεφτά αν εσύ πάθεις κάτι, ο μη γένοιτο και χτυπάω ξύλο, είπε ο Μπίλλυ, χτυπώντας το χερούλι της πολυθρόνας. - Μα, τι λες τώρα; Καταρχάς, πού τα ξέρεις εσύ όλ’ αυτά για ένα, ρώτησε εξαιρετικά απορημένη η Λήδα. - Εγώ; Καλέ, οι εφημερίδες τα γράφουν, της είπε και της έδωσε μια εφημερίδα διπλωμένη να διαβάσει, δείχνοντας και το σημείο που ήταν τυπωμένη η είδηση. Η μαμάκα σου έδωσε συνεντεύξεις στους δημοσιογράφους, της είπε περιπαικτικά ο Μπίλλυ. - Η μαμά μου; Τι δουλειά έχει η μαμά μου, ρώτησε η Λήδα και άρπαξε την εφημερίδα. - Ε, κοίτα… Έγινε γνωστό ότι ο άντρας σου έχει οικονομικά προβλήματα στη δουλειά του και άρχισε το κουτσομπολιό… Δεν καταλαβαίνεις τώρα; - … Και δηλαδή τι εννοείς, ρε Μπίλλυ, είπε η Λήδα χτυπώντας την εφημερίδα στην πλάτη της πολυθρόνας του, κάνοντάς τον να ξεφωνίσει τρομαγμένος. Μήπως θέλει να με σκοτώσει ο Τάσος για να ξεχρεώσει, ρώτησε θυμωμένα η Λήδα. - Καλέ, έτσι λένε… είπε ο Μπίλλυ φοβισμένα. Τι φταίω εγώ; - Και αφού κυνήγησε τον κλέφτη ή δολοφόνο ή οποιοσδήποτε είναι αυτός και μετά τον βρήκαν τραυματισμένο και με καμένο αυτοκίνητο, πώς είναι δυνατόν να είναι και αυτός ο υποψήφιος δολοφόνος μου, ρώτησε η Λήδα με έντονη φωνή. Σελίδα 23 από 30
- Έλα, καλέ τώρα… Αυτός θα τον έβαλε, αυτόν τον… διαρρήκτη. Στημένο μου φαίνεται. - Και το ακουστικό; Tο κρασί με το ναρκωτικό χάπι;… Αυτός τα έκανε για να ενοχοποιήσει τον εαυτό του; - Α, δεν ξέρω, μη μου βάζεις δύσκολα, σε παρακαλώ, Λήδα μου, είπε ο Μπίλλυ, άρπαξε το ποτήρι του με το ποτό του και πήγε προς την κουζίνα. *** Η Λήδα το επόμενο μεσημέρι, επιστρέφοντας στο διαμέρισμά της, πήρε και την αλληλογραφία της από το γραμματοκιβώτιο. Ανεβαίνοντας με το ασανσέρ, φυλλομετρούσε τους φακέλους. Ξεχώρισε έναν, που είχε την ίδια σαν παραλήπτη αλλά χωρίς αποστολέα. Τον άνοιξε βιαστικά. Μέσα ήταν μια επιστολή, γραμμένη με καλλιγραφικά γράμματα, αλλά τυπωμένη σε εκτυπωτή υπολογιστή. Ξεκρέμασε την τσάντα της από τον ώμο, κάθισε στον καναπέ και άρχισε να διαβάζει: Γυναίκα των ονείρων μου, Σε αποκαλώ έτσι κι όχι αγαπητή μου Λήδα, γιατί ξέρω ότι κάποτε θα καταλήξεις στην αγκαλιά μου. Το σεξ δεν έχει σημασία αν δεν υπάρχει ο έρωτας, γι’ αυτό δε θα θυμάσαι τίποτα από μένα. Ποτέ δε με είχες ερωτευτεί. Εγώ όμως, και μόνο να σε ακούω να μιλάς, έχω ερωτικές φαντασιώσεις μαζί σου και έχω ζήσει πολλές νύχτες μόνος, να σκέφτομαι τις στιγμές που έχουν χαθεί μεταξύ μας. Ωστόσο εγώ και μόνο εγώ, θα είμαι το τελευταίο σου πετράδι, που θα συμπληρώσεις στο τατουάζ του λαιμού σου, στη συλλογή των αρσενικών σου κατακτήσεων. Σελίδα 24 από 30
Γνωρίζω κάθε σου μυστικό, ακόμα και εκείνη τη σφαίρα που έχεις χαράξει με τατουάζ, σε ένα κρυφό σου σημείο και την προόριζες γι’ αυτόν που θα πειράξει τη θηλυκή σου υπόσταση, χωρίς βέβαια μέχρι τώρα να την έχεις χρησιμοποιήσει. Ξέρω και γιατί δεν το έκανες. Γιατί δεν αξίζει! Δεν αξίζει να χαραμίσεις μια σφαίρα, από το πιστόλι που σου άφησε ο πατέρας σου, ειδικά γι’ αυτόν τον άνδρα που διάλεξες να σε συντροφεύει και να μολύνει το εξαίσιο κορμί σου. Καλύτερα να τον πλάκωνε το αυτοκίνητό του στα τελευταία γεγονότα, όταν δήθεν προθυμοποιήθηκε να σε προστατέψει από τον κλέφτη. Όμως, εγώ θα σου αποδείξω ότι για μία ακόμα φορά αυτός δεν είναι άξιος της αγάπης σου, αλλά εγώ. Έχω στα χέρια μου μερικές φωτογραφίες του αγαπημένου σου συζύγου, που τα έχει φτιάξει με τη γραμματέα του, τη Μαίρη Χατζίσκου. Εκείνη τη φίλη σου από το Λονδίνο, που εσύ του τη γνώρισες και τη βοήθησες να βρει δουλειά στο γραφείο του. Μερικές τους δείχνουν να κάνουν έρωτα σε ένα ξενοδοχείο και κάποιες άλλες να πίνουν το καφεδάκι τους, σε απόμερο καφενεδάκι στο κέντρο της Αθήνας και στην παραλία. Να, ένα δείγμα από ένα τους ερωτικό στιγμιότυπο… [Ακολουθούσε ένθετη στο κείμενο μια φωτογραφία με δυο εραστές σε ένα κρεβάτι, χωρίς να φαίνονται όμως τα κεφάλια τους ή άλλα χαρακτηριστικά.] Επειδή όμως, εσύ δεν έχεις καταλάβει τι συμβαίνει και δεν έχεις αντιληφθεί ότι ο άντρας σου δεν έχει χρεοκοπήσει, αλλά βρήκε ευκαιρία και έβγαλε τα λεφτά του στο εξωτερικό, όπου θα διαφύγει με την ερωμένη του, αφού Σελίδα 25 από 30
φάει και τα δικά σου τα λεφτά και σε σκοτώσει, θέλω να σου ζητήσω μια χάρη, για την οποία αργότερα θα με συγχωρήσεις και είμαι σίγουρος γι’ αυτό. Δύο μέρες αφού λάβεις το γράμμα μου, θέλω να έχεις μαζέψει τις καταθέσεις σου σε ένα λογαριασμό και θα σου κάνω ένα τηλεφώνημα. Θα σου εξηγήσω πως θα λάβεις τις φωτογραφίες του άνδρα σου, που κάνει έρωτα με τη φίλη σου. Αλλά θέλω πρώτα αυτά τα έξι περίπου εκατομμύρια ευρώ που έχεις στους λογαριασμούς σου, να έρθουν σε μένα. Θα σου πω μετά με ποιον τρόπο… Βέβαια, θα με ρωτήσεις, τι θα γίνει με σένα που τόσο αγαπώ και θα μείνεις χωρίς λεφτά. Τίποτα δε θα γίνει! Απλά θα έρθεις να με βρεις εκεί που θα είμαι και να ζήσουμε μαζί. Έτσι θα γίνω το τελευταίο διαμάντι σου, έτσι θα καταλάβεις το πόσο σε αγαπώ και ενδιαφέρομαι για σένα. Σε δύο μέρες, λοιπόν, θα λάβεις ένα τηλεφώνημα για να σου πω τη συνέχεια της ιστορίας μας. Γεια σου, λατρεμένη μου, ψυχή και σώμα, αγαπημένη μου Λήδα. Υ.Γ. Λυπάμαι αν έτυχε να έχεις και τόσο επιθυμητό λογαριασμό.
Αντί για υπογραφή, αυτή τη φορά δεν είχε ένα αποτύπωμα ως συνήθως, αλλά ένα πετράδι, σαν κι αυτά που είχε ζωγραφισμένο στο λαιμό της. Η Λήδα δεν ήξερε αν ήταν φάρσα ή πραγματικότητα. Ξαναπήρε την επιστολή και κοίταξε τη φωτογραφία. Οι ανατομικές λεπτομέρειες του άνδρα μάλλον έμοιαζαν με Σελίδα 26 από 30
του συζύγου της, αλλά δεν μπορούσε να ήταν και σίγουρη. Δεν ήξερε τι να κάνει. Να μιλήσει στον Τάσο, να ειδοποιήσει την αστυνομία, να ζητήσει βοήθεια από τον πάντα πρόθυμο Μπίλλυ; Η επιστολή ήταν ίδια με τις προηγούμενες που είχε λάβει παλιότερα, αλλά δεν είχε το αποτύπωμα σαν υπογραφή. Το βράδυ, βρήκε τις υπόλοιπες παλιές ερωτικές επιστολές και τις έδειξε στον Τάσο, λέγοντας: - … Να σου πω, λέω να δώσουμε και αυτές τις επιστολές στην αστυνομία, μήπως συνδέονται με κάποιον τρόπο με την κλοπή των κοσμημάτων. - Γιατί, ρώτησε ο Τάσος ξαφνιασμένος. Τι σχέση έχουν; Πρόκυψε κάτι καινούργιο που μας υποχρεώνει να βγάλουμε τα άπλυτά μας στη φόρα; Δε φτάνει που γινόμαστε ρεζίλι, επειδή εσύ θέλεις να είσαι διάσημη τηλεπερσόνα και μας κράζουν οι εφημερίδες. Η Λήδα δεν του είπε τίποτα για την καινούργια επιστολή ούτε και για το περιεχόμενό της και απέφυγε να συνεχίσει τη συζήτηση. Μόνο την άλλη μέρα, πήρε τηλέφωνο τον αστυνόμο Δρίτσα και του ζήτησε να έχει μια συνάντηση μαζί του. Όταν την επισκέφτηκε ο αστυνόμος, του παρέδωσε τις επιστολές, χωρίς όμως την τελευταία επιστολή, που είχε λάβει χτες. Ο αστυνόμος Δρίτσας πήρε το φάκελο με τις επιστολές, τη ρώτησε αν υποψιάζεται κάποιον από το περιβάλλον της, που μπορεί να έχει σχέση με αυτές, αλλά η Λήδα δεν είχε κάτι να του πει παραπάνω. Έδειχνε μάλιστα ανυπόμονη και είπε στον αστυνόμο ότι είχε κάποια δουλειά και ήθελε να φύγει αμέσως. Σελίδα 27 από 30
Αφού έφυγε ο αστυνόμος, η Λήδα πήγε κατευθείαν στην τράπεζά της. Μετέφερε όλα τα ποσά που είχε σε ένα λογαριασμό. Έδωσε εντολή να ρευστοποιήσουν αμέσως και όλους τους χρηματιστηριακούς τίτλους που είχε και να βάλουν τα χρήματα στον ίδιο λογαριασμό. Έτσι, θα έφτανε περίπου τα έξι εκατομμύρια που της ζητούσε ο άγνωστος με την επιστολή. Μετά, γύρισε σπίτι και πήρε τον Μπίλλυ τηλέφωνο. Αυτός ήρθε γρήγορα, όπως του ζήτησε. Του είπε τις εξελίξεις, του είπε ότι την εκβιάζουν, ότι φοβάται για τη ζωή της, του έδειξε την επιστολή κι αυτός έδειξε να κάνει σαν τρελός από το φόβο του. Δεν υπήρχε χρόνος όμως γι’ αυτά… Γιατί η Λήδα του ζήτησε να τη βοηθήσει, όταν θα έρθει η στιγμή να την ειδοποιήσουν να δώσει τα χρήματα και πάρει τις φωτογραφίες. Τον όρκισε να μην πει τίποτα στον Τάσο, αλλά ούτε και στην αστυνομία. Του είπε, επίσης, ότι η αστυνομία ψάχνει τον συντάκτη των επιστολών και περιμένει τηλέφωνό τους. Του είπε ακόμα ότι θέλει να μάθει οπωσδήποτε ποιος είναι ο εκβιαστής, αλλά το θέμα της σχέσης του άνδρα της με τη Μαίρη είναι εξωφρενικό και, αν αποκαλυφτεί, αυτός σίγουρα θα τη σκοτώσει. Τότε, η Λήδα άνοιξε την ντουλάπα, πάτησε πάνω στα χαμηλά συρτάρια της και έβαλε το χέρι της βαθιά σε ένα ψηλό ράφι. Από κει έσυρε ένα χάρτινο κουτί. Το άνοιξε και τράβηξε από μέσα το περίστροφο του πατέρα της που ήταν κρυμμένο. Ο Μπίλλυ, μόλις το είδε, έβγαλε μια γυναικεία στριγκλιά… - Α, Χριστέ μου! φώναξε τρέχοντας μέσα στο δωμάτιο. -Έλα δω, ρε βλάκα, του είπε η Λήδα… Πάρ’ το αυτό, γιατί εσύ πρέπει να με προστατέψεις… Τον έπιασε, του το έβαλε στην παλάμη και την έκλεισε… Σελίδα 28 από 30
- Θα σου πω εγώ πώς θα οργανωθούμε. Μόνο κάνε υπομονή να έρθει το τηλεφώνημα απ’ αυτούς και μετά θα δεις τι θα κάνουμε. Και βγάλε το σκασμό. Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο του σπιτιού. Η Λήδα το σήκωσε και άκουσε με προσοχή για λίγα λεπτά αυτόν που της μιλούσε στην άλλη γραμμή. Ο Μπίλλυ τής έκανε νοήματα απέναντί της, ρωτώντας ποιος ήταν. Η Λήδα κατέβασε το ακουστικό και είπε: - Μπίλλυ, ήταν η αστυνομία… Μου είπαν ότι το αποτύπωμα στα ερωτικά γράμματα ήταν του… Τάσου. Η μέρα της ειδοποίησης από τον άγνωστο εραστή και συγγραφέα της επιστολή ήρθε. Είχε πάει εννιά το βράδυ και μήνυμα δεν είχε φτάσει. Στο σπίτι ήταν η Λήδα με τον Μπίλλυ και στριφογύριζαν στο σαλόνι, κοιτώντας τα ρολόγια. Κατά τις έντεκα, το κινητό της Λήδας έβγαλε μια ειδοποίηση για ένα γραπτό μήνυμα. Η Λήδα το άνοιξε και είδε να γράφει στην οθόνη… «Plateia Drosopoulou sti Filothei. Yparxei periptero me tilefono brosta sto cinema. Se misi ora tha se kaleso ekei kai tha se zitiso apo ton periptera». Η Λήδα μάζεψε τα πράγματά της, στερέωσε το περίστροφο στη ζώνη του Μπίλλυ. Του είπε να έχει ανοιχτό το κινητό του και να την ακολουθεί, όπου κι αν πάει, με το δικό του αυτοκίνητο από απόσταση, για να επέμβει αν χρειαστεί… - Εντάξει, Μπίλλυ; - Εντάξει Λήδα μου, αλλά θα πεθάνω, δεν μπορώ…, είπε ο Μπίλλυ κι έκανε να φύγει προς άλλη κατεύθυνση. Σελίδα 29 από 30
- Μπίλλυ, ξύπνα… Θα με σκοτώσουν το καταλαβαίνεις, είπε η Λήδα καθώς τον βούτηξε από τα μπράτσα και τον ταρακούνησε. Μπήκαν στα αυτοκίνητά τους και ξεκίνησαν για τη Φιλοθέη. ……………………………………….. Συνεχίζεται στο βιβλίο…
Σελίδα 30 από 30