1-Το σπίτι με τις πικροδάφνες-piec

Page 1

1 Το σπίτι με τις πικροδάφνες

Σελίδα 1 από 29


κυρία Τζίλντα έπιασε με προσοχή το μπράτσο από το παλιό πικάπ της RCA και ακούμπησε τη βελόνα πάνω στο δίσκο. Το δωμάτιο πλημμύρισε από τη γλυκιά μελωδία ενός τραγουδιού μιας άλλης εποχής.

H

Ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ, να γεμίσεις με φως το φρικτό μου σκοτάδι, και στα δυο σου τα χέρια να με σφίξεις ζεστά, ας ερχόσουν για λίγο κι ας χανόσουν μετά. Άρχισε κι εκείνη να σιγοτραγουδάει με ψιλή, ψιθυριστή φωνή μαζί με την τραγουδίστρια… Και καθώς τραγούδαγε, σηκώθηκε υπνωτισμένη, σαν ένα αόρατο χέρι να της πρότεινε να χορέψει. Κρατώντας με τα χέρια αγκαλιασμένο τον αόρατο συνοδό της, με κλειστά μάτια, λικνιζόταν ανάμεσα στα έπιπλα, στον αργό και παθιάρικο ρυθμό της φωνής της Δανάης, επαναλαμβάνοντας τους στίχους. Πού να’ σαι αλήθεια το βράδυ αυτό, που νιώθω τόσο, μα τόσο μόνη… Αυτό το τραγούδι το άκουγε συχνά κάτι φεγγαρόλουστες βραδιές σαν κι αυτή, που δεν ήταν κανείς σπίτι. Κι όταν τέλειωνε το ξανάβαζε, ξανά και ξανά, χωρίς ποτέ να το βαρεθεί. Το άκουγε περισσότερο, όταν κάτι πονούσε στην ψυχή της. Την ταξίδευε στο παρελθόν, σ’ εκείνη τη μοναδική στιγμή της αξέχαστης άνοιξης που γνώρισε εκείνον… τον Θάνο, στο χορό του ωδείου που πήγαινε για μαθήματα πιάνου. Ήταν το 1938 και δεν είχε πάει ποτέ μέχρι τότε ξανά σε χορό. Είχε φορέσει ένα μπεζ δαντελωτό φόρεμα, με ανοιχτό σατέν γιακά και γόβες Σελίδα 2 από 29


που αγόρασε ειδικά για εκείνη τη μέρα. Κι εκεί, αυτή την πρώτη φορά, αυτό το χέρι, που και τώρα φανταζόταν να την παρακινεί να χορέψει, τη σήκωσε να χορέψει αληθινά. Όσο κι αν θέλησε, όσο κι αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να μάθει ποτέ τίποτα για το νεαρό που τη χόρεψε εκείνο το βράδυ και την άφησε μετά σε μια πολυθρόνα, αγγίζοντας για τελευταία φορά το χέρι της και κοιτάζοντάς τη κατάματα. Είχε υπέροχα πράσινα μάτια και κάπως ατίθασα μαλλιά με μπούκλες, που έπεφταν σε δυο τσουλούφια δεξιά κι αριστερά από το πρόσωπό του. Ήταν μουσικός; Μπορεί… ποιος ξέρει. Αφού ποτέ δεν τον ξαναείδε, παρά μόνο στα όνειρά της! Από εκείνη τη βραδιά, έτσι για πείσμα, δεν ξανάπαιξε ποτέ στη ζωή της πιάνο. Για πολύ καιρό ήταν σίγουρη ότι θα ξανάρθει και θα την πάρει να ζήσει μαζί του, χορεύοντας όπως εκείνη τη βραδιά. Κι όταν, αργότερα, άκουσε τη Δανάη πάλι να τραγουδάει «Ας ερχόσουν για λίγο…», πίστευε –έτσι συνειρμικά– ότι εκείνος μάλλον θα είχε γράψει αυτό το τραγούδι και μάλιστα για την ίδια. Έτσι μπήκε κι έμεινε στη ζωή της για πάντα. Βέβαια, στο μεταξύ είχε παντρευτεί κάποιον άλλο, τον Πέτρο, που είχε τελειώσει ιατρική. Αυτόν που ήθελε η θεία της, που τη μεγάλωσε όταν ορφάνεψε από μητέρα και πατέρα. Αλλά δεν τον ήθελε! Ούτε τώρα τον θέλει ούτε και ποτέ της τον θέλησε. Μένει μαζί του, γιατί δεν έχει πού αλλού να πάει. Την πονούσε αυτό πολύ και για χρόνια, αλλά τώρα πια δεν αντέχεται, την πνίγει. Διαζύγια και χωρισμοί δεν ήταν ποτέ μέσα στις αρχές της. Γι’ αυτό και δεν το τόλμησε ποτέ. Μόνο έσφιγγε την καρδιά της κι έκανε υπομονή. Σελίδα 3 από 29


Το γρατζούνισμα της βελόνας στο τελευταίο αυλάκι του δίσκου τη βρήκε καθισμένη στην πολυθρόνα, με τα μάτια καρφωμένα στην καρέκλα της τραπεζαρίας. - Θα το ξαναχορέψω με την καρέκλα, μονολόγησε… Αφού δεν είναι εδώ ούτε ο Πέτρος… Άλλωστε, τι καρέκλα τι Πέτρος… την ίδια ψυχή έχουν, είπε και ξέσπασε σε ένα γέλιο, απ’ αυτά που την έκαναν να λέει στο τέλος «… σε καλό μου». Κι εκεί, ξαφνικά, τινάχτηκε ακούγοντας το κουδούνι της πόρτας. Κοίταξε το ξύλινο ρολόι του τοίχου. Ο κύριος Πέτρος γύριζε στο σπίτι από το νοσοκομείο. Έκλεισε γρήγορα γρήγορα το πικάπ, μάζεψε το δίσκο και τα έχωσε στο ντουλάπι του μπουφέ. Ίσιωσε με μια κίνηση τη φούστα της, έτριψε τα μάτια της, έφτιαξε τα μαλλιά της και πήγε ν’ ανοίξει. Ο κύριος Πέτρος μπήκε αναστατωμένος. Της έριξε μια λοξή ματιά και την έσπρωξε για να περάσει. - Πού εξαφανίστηκες; Σε ψάχνω στο τηλέφωνο από τις έξι και δε σε βρίσκω, της είπε και πέταξε τη δερμάτινη τσάντα του στην πολυθρόνα. - Είχα πάει μια παστα-φλώρα απέναντι στην καινούργια γειτόνισσα. Γιατί, τι συνέβη; - Πέθανε η αδερφή σου. - Η Έλλη; Πώς; Έτσι ξαφνικά; Θεέ μου!…

- Τη βρήκαν νεκρή στο σπίτι της. Δεν ξέρουν ακόμα από τι πέθανε… μάλλον καρδιά. Σελίδα 4 από 29


*** Η αλήθεια είναι ότι η κυρία Τζίλντα δεν ήταν και πολύ στενά δεμένη με τη μεγαλύτερη και μοναδική αδερφή της. Δεν τη συμπαθούσε, γιατί εκείνη –σαν μεγαλύτερη– πρόλαβε και μεγάλωσε κάτω από τη φροντίδα της μητέρας τους. Λίγο μετά αφού γεννήθηκε η κυρία Τζίλντα, η μάνα εγκατέλειψε παιδιά και άντρα και έφυγε με κάποιον άλλο στην Αμερική. Την Έλλη την ανέλαβε ο πατέρας της και την Τζίλντα η θεία της, αδερφή της μητέρας της. «Εμένα με πετάξανε στα σκουπίδια», συνήθιζε να λέει. Όμως η θεία της, μια σοβαρή, καλλιεργημένη και θεοσεβούμενη γυναίκα, της στάθηκε κάτι περισσότερο από μητέρα. Δεν ήταν όμως γι’ αυτήν «η μάνα» κι έτσι θεωρούσε πάντα τον εαυτό της «το ορφανό». Αργότερα, πέθανε και ο πατέρας της, αλλά στο μεταξύ η κατά πολύ μεγαλύτερη Έλλη είχε μπει στον Ερυθρό Σταυρό και έγινε νοσοκόμα. Το πατρικό της σπίτι στα Βριλήσσια, «το σπίτι με τις πικροδάφνες» όπως το έλεγαν, έμεινε κληρονομιά σ’ αυτήν. Μην έχοντας κανέναν άλλο στον κόσμο, οι δυο αδερφές τα ’λεγαν αραιά και που. Αλλά η μια είχε πάντα κάτι να προσάψει στην άλλη για τη ζωή της. Η Έλλη δεν παντρεύτηκε ποτέ. Συζούσε για χρόνια με έναν ιδεολόγο, αριστερό συγγραφέα και ποιητή –μα πάντα άνεργο– και όταν πέθανε αυτός, τα έφτιαξε με τον αδελφό του, τον μηχανολόγο, χωρίς και αυτόν ποτέ να τον παντρευτεί. Αυτός είχε και μια κόρη, από άλλο γάμο, και προσπαθούσε να πείσει την αδελφή της να της γράψει το σπίτι. Όμως η Έλλη δεν τη συμπαθούσε, γιατί όπως έλεγε «γύριζε με τον ένα και τον άλλο»! Λες κι αυτή έκανε τίποτα διαφορετικό. Έλεγε όλο «καλά, καλά», Σελίδα 5 από 29


χωρίς ποτέ να κάνει τίποτα. Τα καλοκαίρια, που η Έλλη έλειπε με τον μηχανολόγο στην Άνδρο –από κει ήταν αυτός– η κυρία Τζίλντα πήγαινε και πότιζε τις πικροδάφνες, αν και πράγματι δεν ήθελαν πολύ νερό. «Τις πικροδάφνες, Τζίλντα μου, μη μαραθούν», έλεγε. Ήταν βέβαια πανέμορφες, στολισμένες σαν νυφούλες με λευκά λουλούδια και άλλες με σομόν, φούξια, ροζ και κόκκινα. Τα καλοκαίρια τα φορούσαν όλες, λες και θα ’βγαιναν περίπατο στο νυφοπάζαρο, που λέει ο λόγος. Τώρα που πέθανε η Έλλη, το σπίτι πέρασε κληρονομικά σε αυτήν, που ήταν και ο μόνος συγγενής της. Και ο μηχανολόγος; Αυτός δε χρειάστηκε και πολλά πολλά… «Εγώ θα φύγω, θα πάω να μείνω στην Άνδρο», είπε στην κυρία Τζίλντα. Η Έλλη ήταν και η αιτία που παντρεύτηκε τον κύριο Πέτρο… Αυτή ήταν που τον γνώρισε τότε στον Ερυθρό Σταυρό. Γιατρουδάκι αυτός, έκανε ειδικότητα τότε, αλλά συμπαθητικός και φέρελπις. Τι έκανε η πονηρή; Πήγε και μίλησε στη θεία της, χωρίς να της πει τίποτα εκείνης, γιατί ήξερε και τα μυαλά της και πως δεν την πήγαινε και πολύ. Έτσι, ο γιατρός παρουσιάστηκε μια μέρα, που δήθεν η θεία της δεν ένιωθε καλά, και κάπως έτσι «έδεσε το σιρόπι», όπως έλεγε η κυρία Τζίλντα για τη γνωριμία τους. Όλα αυτά τα έμαθε από«λάθος» βιβλίο. Δηλαδή, μια μέρα που είχε πάει για πότισμα κάθισε στο σαλόνι και πήρε από τη βιβλιοθήκη ένα βιβλίο, έτσι για να περάσει η ώρα μέχρι να τρέξει το νερό στις πικροδάφνες. Αλλά δεν ήταν βιβλίο, ήταν ένα παλιό ημερολόγιο της Έλλης, όπου μέσα εξιστορούσε τα καθέκαστα. Στην αρχή η κυρία Τζίλντα φούντωσε απ’ το θυμό της τόσο πολύ, που ήθελε να την εκδικηθεί. Σκέφτηκε να της βάλει το Σελίδα 6 από 29


λάστιχο με το νερό που πότιζε τις πικροδάφνες μέσα στο σπίτι, να το αφήσει να τρέχει μέχρι που να της το κάνει πισίνα. Ώστε αυτή ήταν η πραγματική αιτία που έζησε αυτή την άχαρη ζωή με τον κύριο Πέτρο; Μ’ αυτόν τον άχαρο, στυφό, αγενή κι αχάριστο άνθρωπο, που δεν έχανε ευκαιρία να της στύβει την ψυχή; Ε, μα πώς; Να την αφήσει έτσι; Όταν ήταν μικρότερη πίστευε πως, αφού η θεία της, που τόσο την αγαπούσε, ήταν η αφορμή που γνώρισε τον Πέτρο, ε σίγουρα θα ήταν καλός και θα ήταν όλα για το καλό της. Έλα, όμως, που δεν ήταν! Και τώρα μάθαινε πως αυτή η…, να μην την πει τι και πώς, ήταν που της έκλεψε τη ζωή της! Ναι, μάλιστα έκλεψε την ευτυχία της μια φορά που γεννήθηκε πρώτη και είχε μάνα και άλλη μια φορά που της γνώρισε αυτόν τον… τον «σκερβελέ τον Πέτρο» – άντε τώρα και δεν ήθελε να μιλάει έτσι για τον άντρα της. Τι άντρα δηλαδή, που ούτε παιδιά της έκανε ούτε ζωή τής έδωσε, τίποτα, τίποτα, τίποτα! Όμως μ’ αυτά και μ’ αυτά το νερό ξεχείλισε στους λάκκους με τις πικροδάφνες, έβαλε πάλι το «λάθος» βιβλίο στη θέση του, έκλεισε το σπίτι και το στόμα της, έφυγε και δεν είπε τίποτα σε κανέναν, μα σε κανέναν. Μόνο εκείνες τις φεγγαρόλουστες βραδιές, όταν ήταν μόνη, έβαζε πάλι και πάλι το δίσκο με τη Δανάη και τραγουδούσε… «Ας ερχόσουν για λίγο, μοναχά για ένα βράδυ». *** Τόσα χρόνια γιατρός, ο κύριος Πέτρος και το μόνο που της πρόσφερε ήταν ένα μίζερο διαμέρισμα για να μείνουν –οι δυο τους και το ιατρείο του μαζί– στο Παγκράτι. Άκου στο Παγκράτι! Ολόκληρος γιατρός, τόσα χρόνια! Σελίδα 7 από 29


Βέβαια έβλεπε στο πάρκο, πίσω από το Βυζαντινό Μουσείο, αλλά ήταν λέει και κοντά στον Ευαγγελισμό για να πηγαίνει με τα πόδια στους ασθενείς του όταν χρειάζεται. Μάλιστα, κύριε γιατρέ! Γιατί ούτε αυτοκίνητο δεν είχε ο γιατρός… «Δε λέω να το πάρει για μένα», έλεγε η κυρία Τζίλντα, «αλλά οι πρώτοι που πήραν αυτοκίνητο ήταν οι γιατροί! Κι αυτός…» και χτύπαγε μ’ απελπισία τα γόνατά της με τα χέρια της, σαν να μην ξέρει τι να πει. Τώρα όμως, θα του ’δειχνε ποια ήταν αυτή! Γιατί, κοίτα πώς τα φέρνει η ζωή, το σπίτι του πατέρα της, «το σπίτι με τις πικροδάφνες», ένα πανέμορφο νεοκλασικό σπίτι, που εκείνη την εποχή ο πατέρας της το έχτισε για να πηγαίνει να μένει τα καλοκαίρια στα Βριλήσσια, τώρα ήταν δικό της. Κάλιο αργά παρά ποτέ. Θα του ’λεγε, λοιπόν, να μετακομίσουν εκεί. Τα Βριλήσσια πλέον ήταν για την Αθήνα προάστιο, ο γιατρός θα έβγαινε σε λίγο στη σύνταξη και θα έβλεπε μόνο τους παλιούς ασθενείς του –όσους δεν του είχαν πεθάνει δηλαδή στο μεταξύ– άρα μια καλή ευκαιρία για να αλλάξουν τον αέρα τους και τη ζωή τους. Μετά το θάνατο της αδερφής της, λοιπόν, κανόνισε τα κληρονομικά και ένα πρωινό, σαν… «η καινούργια οικοδέσποινα», με έναν κλειδαρά μαζί άνοιξε «το σπίτι με τις πικροδάφνες» και μπήκε. Κι αυτό γιατί ξαφνικά ο μηχανολόγος, αυτός που συζούσε με την αδερφή της, κάποια μέρα μετά την κηδεία εξαφανίστηκε χωρίς να πει τίποτα και πήρε και τα κλειδιά μαζί. Έβαλε καινούργιες κλειδαριές, πλήρωσε τον κλειδαρά και με τα κλειδιά σφιχτά στο χέρι άρχισε να περιδιαβαίνει τα δωμάτια. Ήταν όλα όπως τα ήξερε και όπως τα είχε αφήσει η Έλλη, εκτός από τα πράγματα του μηχανολόγου, που έλειπαν από το δωμάτιό του, μαζί και αρκετά βιβλία απ’ τη βιβλιοθήκη. «Εδώ θα βάλω αυτό, εκεί εκείνο, εδώ ο Σελίδα 8 από 29


καναπές, εκεί η τραπεζαρία»… Και προπαντός, στο πάνω πάτωμα, που είχε δύο κρεβατοκάμαρες κι έναν ξενώνα «εδώ θα κάνω την κάμαρή μου κι ο γιατρός θα πάει δίπλα», είπε με πείσμα. «Καιρός να χωρίσουμε τα τσανάκια μας, άντε μπράβο». Ε, ακόμα κι έτσι αν ήρθαν τα πράγματα, ένιωθε πως κάτι άφησε γι’ αυτήν ο πατέρας της, που ποτέ δεν τη νοιάστηκε όσο ζούσε. Μάζεψε την τσάντα της και τα κλειδιά της για να φύγει και θα ’ρχόταν άλλη μέρα ν’ αρχίσει το νοικοκύρεμα. Βγήκε, κλείδωσε την πόρτα, πέρασε μέσα από τον κήπο με τις ανθισμένες πικροδάφνες και, καθώς κλείδωνε την εξώπορτα του κήπου, κοίταξε τα φυτά και τους μίλησε… «Θυμάστε που σας φρόντιζα τα καλοκαίρια; Τώρα θ’ ανθίζετε για μένα», τους είπε. Τι ήταν αυτό πάλι, να μιλάει στα λουλούδια, σκέφτηκε και χαμογέλασε βάζοντας τα κλειδιά στην τσάντα της. Εκεί ήταν που αναπήδησε ξαφνικά… - Καλημέρα κυρία, είπε κάποιος πίσω της. - Α!, ξεφώνησε η κυρία Τζίλντα, που ήταν αφοσιωμένη στις σκέψεις της. - Συγγνώμη, δεν ήθελα να σας τρομάξω, είπε ο ώριμος κύριος με το ανοιξιάτικο γκρι κουστούμι. - Ααα…, ξαναφώναξε με το που γύρισε και είδε το πρόσωπό του… - Ονομάζομαι Αθανάσιος Σαρακηνός, κυρία μου, της είπε. Διευθυντής της Ασφάλειας Προαστίων. Ήθελε να βγάλει κι άλλα ααα…, μα δεν έβγαιναν. Απλά άφηναν το στόμα της ανοιχτό. Έβαλε το χέρι της Σελίδα 9 από 29


μπροστά για να το κλείσει και να μη φαίνεται η απορία και η έκπληξή της. Τι ήταν εκείνο όμως που την έκανε να χάσει τη φωνή της, όταν είδε αυτό το άγνωστο πρόσωπο; - Με συγχωρείτε, κυρία, είπε κάπως αμήχανα ο Σαρακηνός αλλά με σιγουριά, ήρθα γιατί κάποιοι γείτονες μας τηλεφώνησαν ότι άνοιξαν το σπίτι της κυρίας Έλλης, που πέθανε. Τίποτα δεν άλλαξε στο πρόσωπό της, παρ’ όλες τις εξηγήσεις. Γιατί; Γιατί ο άνθρωπος απέναντί της είχε δυο τσουλούφια, που έπεφταν μπροστά στο μέτωπό του, που μια χωρίστρα στη μέση τα έριχνε από δω κι από κει. - Ο Θάνος είναι…; ψέλλισε. - Πώς είπατε, κυρία μου..; Με ξέρετε; Μήπως είστε κι εσείς από την Κέρκυρα; Τι να του πει και τι να του εξηγήσει τώρα; Όχι, δεν ήταν από την Κέρκυρα βέβαια. Από το ’38 μέχρι το ’78 είχαν περάσει σαράντα χρόνια. Να τον ρωτήσει αν ήταν αυτός που τη σήκωσε να χορέψει πριν από σαράντα χρόνια, εκείνη τη βραδιά στο ωδείο; Ε, θα ήταν γελοίο! Πού να θυμάται ο άνθρωπος. Μήπως δεν ήταν κι αυτός, άλλωστε! Αλλά αυτά τα τσουλούφια; Και οι μπούκλες, που τώρα δεν ήταν μπούκλες, αλλά είχε γίνει μια προσπάθεια να χτενιστούν σε σκάλες. Κι εκείνα τα πράσινα μάτια, που τώρα στο φως τα έβλεπε να γαλαζοφέρνουν, κι αυτή η λευκή διάφανη επιδερμίδα με κάποια κόκκινα στίγματα σαν πανάδες… Ω, ναι, αυτός είναι ο… «Ας ερχόσουν για λίγο», όπως τον έλεγε μέσα της. Ανασυγκρότησε τη σκέψη της, αν και δεν την κράταγαν τα πόδια της, και αντέτεινε κάτι σοβαρό. Σελίδα 10 από 29


- Κι όταν ανοίγουν ένα σπίτι, η αστυνομία στέλνει τον Διευθυντή της, τον ρώτησε με κάποια πίκα. Αυτός έσκασε ένα χαμόγελο κι έτριψε το πηγούνι του, λέγοντάς της… - Ε, όχι βέβαια. Αλλά να, επειδή πέθανε ξαφνικά, έγινε νεκροψία…, δηλαδή υπάρχει κάτι στο θάνατο της κυρίας Έλλης, που… Αλλά γιατί δεν έρχεστε από το γραφείο μου, κυρία μου… Πώς είναι το όνομά σας; - Τζίλντα Πατρίκιου, απάντησε αμέσως και κοφτά. Είμαι η αδελφή της Έλλης. - Α, μάλιστα, μάλιστα. Ωραία, κυρία Τζίλντα, ορίστε η κάρτα μου, ελάτε αύριο το πρωί αν μπορείτε από το γραφείο μου να μιλήσουμε λίγο για την αδελφή σας. Ίσως με βοηθήσετε να λύσω τις απορίες μου. Όλες τις απορίες μου, της είπε ευγενικά, χαμογελώντας και υψώνοντας τον αντίχειρά του… Και για το «Θάνος»! «Και για το “Θάνος”», σκέφτηκε εκείνη… Ώστε δεν ήταν μουσικός! Ήταν αστυνομικός; Αν είναι δυνατόν! Δεν ήταν εκείνος που πίστευε, δεν ήταν αυτός που έγραψε για εκείνη το τραγούδι τους; Αστυνομικός ήταν αυτός ο αόρατος χορευτής, που για χρόνια της έδινε το χέρι του να χορέψει μαζί του, αμέτρητες φεγγαρόλουστες βραδιές, στο διαμερισματάκι του Παγκρατίου; Ω, τι ζωή!… Πώς μάζεψε τα πόδια της και γύρισε να φύγει, μόνο εκείνη το ήξερε. - Να σας ρωτήσω κάτι, κυρία Τζίλντα, είπε ξαφνικά ο Σαρακηνός, γυρίζοντας κι αυτός πίσω. Ο σύζυγός σας είναι γιατρός; Σελίδα 11 από 29


- Μάλιστα, κύριε. - Η αδελφή σας νοσοκόμα ήταν, αν δεν κάνω λάθος. - Ναι, νοσοκόμα. - Συνεργάζονταν; Θέλω να πω, ήταν μαζί στη δουλειά, βλέπονταν; Μάλλον είναι και θρασύς, σκέφτηκε προς στιγμή κι έσμιξε τα φρύδια της κοιτάζοντάς τον, χωρίς να απαντάει. Αυτός το κατάλαβε και συμπλήρωσε… - Ε, συμβαίνει καμιά φορά, ξέρετε, επειδή οι συγγενείς… - Ξέρω, κύριε… Η Έλλη ήταν στον Ερυθρό Σταυρό και ο σύζυγός μου στον Ευαγγελισμό. - Α, μάλιστα, μάλιστα. Ωραία, κυρία Τζίλντα, συγγνώμη. Θα τα πούμε στο γραφείο μου. Γεια σας. Ε, τώρα ήταν που τη ζώσανε τα φίδια! Τι υπονοούσε δηλαδή ο αστυνόμος; Και τι σχέση έχει ο Πέτρος με το ότι πέθανε ξαφνικά η Έλλη. Ένα σαράβαλο ήταν σ’ όλη της τη ζωή και δέκα χρόνια μεγαλύτερή της! Ο Πέτρος δεν ήταν και σπουδαίος γιατρός, αλλά την ανακοπή την καταλαβαίνει. Η φαντασία της είχε αφηνιάσει. Σ’ όλο το δρόμο μέχρι το Παγκράτι έκανε σχέδια. Ήθελε να μπει στο σπίτι, να βουτήξει τον κύριο Πέτρο από το γιακά, να τον κολλήσει στον τοίχο, να τον αρχίσει στα χαστούκια και να του πει… «Ως εδώ, γιατρέ μου, οι δυο μας, δε θα με κάνεις να τρέχω στις αστυνομίες σ’ αυτή την ηλικία για σένα». Και να ’ταν μόνο αυτό; Μια ζωή που πέρασε μαζί του, δεν έχανε ευκαιρία να την υποτιμά, να την προσβάλει και να τη συνθλίβει. Σελίδα 12 από 29


Να, μια φορά που είχε το σόι του καλεσμένο στο σπίτι, είπε μπροστά στον αδερφό του το δικηγόρο, τη γυναίκα του και την πεθερά της, ότι οι γυναίκες που μεγάλωσαν ορφανές από γονείς δε γίνονται καλές μάνες. Άκου κουβέντα! Της ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Δηλαδή εκείνη έφταιγε που δεν έκαναν παιδιά; Όταν την παντρεύτηκε δεν ήξερε ότι ήταν υιοθετημένη; Έτσι όπως κράταγε το ποτήρι με το κόκκινο κρασί –που βρήκε τη δύναμη;– του το άδειασε στα μούτρα. - Ίσως το κόκκινο κρασί σε κάνει να κοκκινίσεις γι’ αυτό που είπες, του απάντησε. Οι άλλοι έπεσαν πάνω της… «Δεν το ’πε για σένα, Τζίλντα» και τέτοια. Ξεχνιούνται αυτά; Ήθελε τότε να φύγει, αλλά πού να πάει; Έκλαιγε, θυμόταν, μ’ αναφιλητά. Κάτι τέτοιες στιγμές φούντωνε μέσα της το παράπονο για την ορφάνια που έζησε. Αλλά να ήταν μόνο αυτό; Κάποτε, που βάφανε το σπίτι, την έκανε ρεζίλι στους μπογιατζήδες μπροστά, γιατί τους είπε να βάψουν το γραφείο του εκρού. - Τα ιατρεία, κυρά μου, τα κάνουνε γαλάζια, κιτρινωπά ή ανοιχτοπράσινα, της φώναξε δυνατά μπροστά στους εργάτες. Άκου να την πει «κυρά μου». Ο αγροίκος. Που εκτός από τους τοίχους του νοσοκομείου του δεν είχε δε τίποτ’ άλλο. Πέρα από αυτό, δε σταμάταγε να τη θεωρεί και να της λέει ότι είναι γρουσούζα. Κι αυτό γιατί, έλεγε, όποτε της μίλαγε για κάποιον ασθενή του, αυτός ή χειροτέρευε ή πέθαινε. Για όποια αναποδιά τού τύχαινε εκείνη έφταιγε. Σελίδα 13 από 29


- Μέχρι και η μάνα σου σ’ εγκατέλειψε γι’ αυτό, αφού γεννήθηκες, της είπε μια μέρα. Γιατί δεν άξιζες ν’ αγαπηθείς. Μα, πώς μπόρεσε να ξεστομίσει τέτοια κακία; Πού είχε κρυμμένο τόσο μίσος γι’ αυτήν; Και τόσα που έκανε για εκείνον; Που τον συντρόφευε, τον εμψύχωνε, τον φρόντιζε να είναι καθαρός και σιδερωμένος. Που τον περίμενε με τις ώρες να γυρίσει από τους ασθενείς του. Α, τι το θυμήθηκε αυτό! Πήγαν μαζί κάποτε σ’ έναν ασθενή του, γιατί μετά είχαν να πάνε θέατρο. Την είχε να περιμένει δύο ώρες στο σαλόνι μόνη της! Πίστευε ότι τον εξετάζει. Αλλά δύο ώρες εξέταση; Δεν άντεξε και πήγε στην κρεβατοκάμαρα κι άνοιξε την πόρτα. Και τι είδε; Το γιατρό και τον ασθενή να παίζουν ξερή. Έμεινε ξερή κι εκείνη… - Όταν ο γιατρός εξετάζει δεν τον ενοχλούν, της είπε με αυθάδεια. - Μα, σε παρακαλώ, περιμένω δύο ώρες έξω. Γυναίκα σου είμαι, έχουμε να πάμε κάπου μετά… - Όταν ο γιατρός εξετάζει δεν υπάρχει γυναίκα, της είπε αυστηρά και της έκλεισε την πόρτα στα μούτρα. Και μόνο αυτά που της ήρθαν στο μυαλό της, μαζί με το σημερινό, έφταναν για να του ρίξει έστω κι ένα χαστούκι τώρα που θα τον έβλεπε. Χρόνια έψαχνε να βρει έναν τρόπο να τον εκδικηθεί. Έστω κι από γυναικείο εγωισμό! Με το σήμερα και το αύριο, όμως, πέρασε μια ζωή. Όπως θα πέρναγε και η σημερινή μέρα χωρίς να κάνει τίποτα. Χωρίς να πει και πάλι τίποτα. Κι όχι μόνο αυτό. Αλλά τώρα δε θα μπορούσε, δεν της πήγαινε να βάλει το δίσκο Σελίδα 14 από 29


της Δανάης, ν’ ακούσει και να τραγουδήσει το «Ας ερχόσουν για λίγο» και να λικνιστεί μαζί του. «Αφού “ήρθε για λίγο” και με περιμένει αύριο στο γραφείο του», σκέφτηκε η κυρία Τζίλντα. «Εμένα ζήτησε ο αστυνόμος, εγώ θα πάω. Ο αστυνόμος μπορεί και να μου βγει σε καλό», είπε και χαχάνισε, λέγοντας πάλι εκείνο το… «σε καλό μου» που έλεγε όταν γελούσε. *** Πρωί πρωί η κυρία Τζίλντα ξύπνησε, φόρεσε τη ρόμπα της, ήπιε έναν καφέ και περίμενε τον κύριο Πέτρο με το φλιτζάνι στο χέρι. Λίγο αργότερα εκείνος μπήκε στη κουζίνα ευδιάθετος. Του ’πιασε τη συζήτηση για «το σπίτι με τις πικροδάφνες». - Δεν πάμε να μείνουμε εκεί, της είπε ξαφνικά, μετά την πρώτη γουλιά από το γλυκύ βραστό του. Κόντευε να πηδήξει πάνω του να τον αγκαλιάσει, να τον φιλήσει. Έτσι θα ’κανε κάθε γυναίκα. Μέσα της όμως από χθες έβραζε. Θα ήθελε με αυτή την ευκαιρία να αλλάξει ζωή. Να της συμβεί κάτι συνταρακτικό, κάτι που να της ελαφρώσει την ψυχή και να φανερώσει τις αξίες της. Όχι τα πάθη της. - Να πάμε, αν είναι για καλύτερα, είπε εκείνη απλά. - Ήθελα να σου πω, είπε ο κύριος Πέτρος, ότι η συχωρεμένη…. Να, μίλησα με τον Γκίκα τον δικηγόρο και μου είπε ότι, η Έλλη είχε και ένα λογαριασμό στην Εθνική με κάτι λεφτά… κάπου ενάμισι εκατομμύριο δραχμές, είναι και αυτά δικά μας.

Σελίδα 15 από 29


«Μάλιστα, γιατρέ μου!» σκέφτηκε η κυρία Τζίλντα. «Τα δικά σου, δικά σου και τα δικά μου, δικά μας». - Φεύγω, είπε απότομα καθώς σηκώθηκε και μάζεψε το φλιτζάνι της από το τραπέζι. Έχω κάτι δουλειές και θα πάω στα Βριλήσσια να μαζέψω λίγο το σπίτι, είπε. Περισσότερο για να αποφύγει την υπόλοιπη κουβέντα και μήπως της ξεφύγει τίποτα μπροστά του. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα και ξεκρέμασε από την ντουλάπα ένα όμορφο μπεζ μοχέρ φόρεμα, το ακούμπησε στο στήθος της και κοίταξε στον καθρέφτη φιλάρεσκα. Θυμήθηκε όμως ότι πενθεί την αδελφή της, έκανε ένα μορφασμό και φόρεσε τελικά ένα άλλο γκρι μάλλινο, με ψιλά καρουδάκια, λευκό γιακά και μαύρο σακάκι. Στις δέκα βρισκόταν στο γραφείο του Σαρακηνού και καθόταν στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο του, όπως της υπέδειξε. Ευγενικά την τράβηξε κοντά της, για να τη διευκολύνει και μετά κάθισε απέναντί της. Καθώς αυτός ανοιγόκλεινε τα συρτάρια του γραφείου και μέχρι να βγάλει το φάκελο που ζητούσε, εκείνη είχε την ευκαιρία να του ρίξει κλεφτές ματιές, για να περιεργαστεί τα χαρακτηριστικά του. Της άρεσε που υπήρχε αυτό το μαγικό κρύσταλλο μεταξύ τους. Αυτό που την έκανε να ξέρει ποιος ήταν αυτός που έβλεπε και που τόσα χρόνια ονειρευόταν, ενώ εκείνος αντίθετα δεν ήξερε γι’ αυτήν τίποτα ούτε και μπορούσε να φανταστεί. Χα, αστυνομικός σου λέει, ας γελάσω! - Κυρία Πατρικίου, την έκοψε αυτός. - Τζίλντα, παρακαλώ. Σελίδα 16 από 29


- Κυρία Τζίλντα, είπε αυτός χαμογελαστά και πήρε αμέσως το σοβαρό του, η αδερφή σας, όπως σας είπα και γνωρίζετε, απεβίωσε ξαφνικά και βρέθηκε νεκρή από τον κύριο με τον οποίο συζούσε. Γι’ αυτό, όπως λέει ο νόμος, διετάχθη νεκροψία. Ο ιατροδικαστής δεν μπόρεσε να διαγνώσει τα αίτια του θανάτου ούτε από την τοξικολογική και γι’ αυτό έστειλε στην εισαγγελία την ιατροδικαστική έκθεση. Δεν προέκυψε όμως κάτι και η υπόθεση μπήκε στο αρχείο… - Μα, δεν πέθανε από ανακοπή; τον διέκοψε η κυρία Τζίλντα. Τουλάχιστον, έτσι μου είπε ο άνδρας μου. - Ακριβώς, είπε ο Σαρακηνός κοιτώντας τη στα μάτια, αλλά δε βρέθηκαν τα παθολογικά αίτια που την προκάλεσαν. Αυτό όμως δεν είναι και τόσο στη αρμοδιότητά μου, είπε και σηκώθηκε από τη θέση του, όσο το ότι ο σύντροφός της, με τον οποίο συζούσε για χρόνια, με επισκέφτηκε μετά την κηδεία, για να εκφράσει την ανησυχία του και τα ερωτηματικά του για το θάνατο της αδερφής σας κι έτσι η υπόθεση άνοιξε πάλι. - Πώς άνοιξε δηλαδή, υπήρξε κάποιο στοιχείο, τον ρώτησε. - Ναι… βέβαια, εδώ μας είπε μια ιστορία σχετικά με τα δικαιώματά του και της κόρης του και τις υποσχέσεις της θανούσης, ότι θα την έχριζε κληρονόμο της. Αλλά μετά εμφανιστήκατε εσείς, όπως μου είπε, σαν νόμιμη κληρονόμος και πήρατε το σπίτι και δεν ξέρω τι ακόμα… και γι’ αυτό…, είπε ο Σαρακηνός κουνώντας κυκλικά το μολύβι του, δείχνοντας ότι κάτι υπονοεί. - … Δηλαδή τι «γι’ αυτό» κύριε; τον διέκοψε. Είμαι ύποπτη γιατί είμαι η νόμιμη κληρονόμος της αδερφής Σελίδα 17 από 29


μου; Αφού δεν ήταν παντρεμένη η Έλλη και ο κύριος αυτός είχε εισοδήματα από τη σύνταξή του… Τι να σας πω; - Μμμ, όχι κυρία Τζίλντα, δεν είπα κάτι τέτοιο. Πώς το σκεφτήκατε; Αλλά να, μας έδειξε αυτή τη φωτογραφία και… Ο Σαρακηνός τράβηξε από το ντοσιέ του μια φωτογραφία σε μέγεθος όσο ένα πακέτο τσιγάρα και τη γύρισε προς το μέρος της, σαν να ’θελε να τη συγκλονίσει. Το χαρτί είχε κιτρινίσει και τα σκούρα χρώματά της στις αποχρώσεις του καφέ, όπως όλες οι παλιές φωτογραφίες. Την κράτησε σταθερά μπροστά στο πρόσωπό της και της έδειξε με το στιλό του πάνω σ’ αυτή… - Αναγνωρίζετε εδώ την αδελφή σας,τη ρώτησε. - Ναι, η Έλλη είναι, πολύ νεότερη φυσικά… - Και αυτός ποιος είναι που τον κρατάει αγκαζέ; Η κυρία Τζίλντα κόντεψε να χάσει το φως της! Της έφυγε η τσάντα από τα χέρια κι έπεσε στο πάτωμα, σκορπίζοντας το εσωτερικό της. - … Είναι ο σύζυγός σας, κυρία Τζίλντα, επέμεινε ρωτώντας ο Σαρακηνός, καθώς έσκυβε κι αυτός να δει αν δείχνει το σωστό πρόσωπο. Τα τσουλούφια του σχεδόν άγγιξαν το πρόσωπό της. - Ναι, είναι… Αλλά δεν είναι δυνατόν, ψέλλισε η κυρία Τζίλντα, κάνοντας πως ψάχνει την τσάντα και τα πράγματά της κάτω από τα πόδια της, αλλά μάλλον Σελίδα 18 από 29


ήθελε να κρυφτεί. Μια φωτογραφία δε σημαίνει τίποτα απολύτως, του είπε, ξεσπώντας κάπως για να δικαιολογηθεί. Ήθελε το μαντήλι της, γιατί πλημμύρισε από δάκρυα αμέσως και ντράπηκε, ντράπηκε τόσο πολύ. Πήρε τη φωτογραφία από τα χέρια του και τη γύρισε ανάποδα. Έγραφε από πίσω «Αίγινα, 2/6/1950». Την ακούμπησε στο γραφείο και την κοιτούσε, προσπαθώντας να θυμηθεί. Αλλά δεν μπορούσε να έρθει τίποτα στο μυαλό της… Αυτός έβγαλε μέσα από το κεντρικό συρτάρι του γραφείου του ένα κουτί με χαρτομάντιλα και της το πρότεινε. Εκείνη βούτηξε δυοτρία και σκούπισε με τη λεπτότητα μιας κυρίας τα μάτια της, λέγοντας: - Νομίζω, ότι αυτός ο άνθρωπος που σας έδωσε τη φωτογραφία απλά θέλει το κακό μου, του είπε σιγά. - Αυτός απλά θέλει το συμφέρον του, αλλά εγώ τι θέλω, κυρία Τζίλντα; ρώτησε ο Σαρακηνός. - Α, εσείς… αφήστε καλύτερα, είπε κοιτάζοντας λοξά τα τσουλούφια του. - Θέλετε λίγο νερό, τη ρώτησε ξαφνικά, σπρώχνοντας κοντά της ένα ποτήρι. - Πρόκειται να με ταλαιπωρήσετε πολύ; - Όχι πολύ, είπε ο Σαρακηνός, ψάχνοντας το ντοσιέ. Πείτε μου, όμως, γνωρίζετε ότι το πρωί της μέρας του θανάτου της, η αδελφή σας συναντήθηκε με το σύζυγό σας; - Όχι. Σελίδα 19 από 29


- Δε θα ’πρεπε; - Γιατί θα ’πρεπε; Ήταν ο γιατρός της και την έβλεπε αραιά και πού, όταν δεν ήταν καλά. Μόνο αυτόν εμπιστευόταν, επειδή είχαν δει πολλά τα μάτια της σαν νοσοκόμα. - Ναι, βέβαια γιατί…, αναρωτήθηκε ειρωνικά ο Σαρακηνός. Διότι είναι αδερφή σας, κυρία μου, της είπε κατάμουτρα. Και γιατί η αδερφή σας κάλεσε πρώτα μια γειτόνισσα και μετά αυτή πήρε το γιατρό. Αφού ξαφνικά συμβαίνει κάτι στην αδερφή σας και αποφασίζει να την επισκεφτεί, δε σας λέει «πάω στην αδερφή σου γιατί δεν είναι καλά»; Μαζί δε ζείτε; - Συγγνώμη, γιατί δεν καλείτε τον ίδιο να τον ρωτήσετε; Τι νόημα έχει αν ήξερα ή όχι που είναι ο σύζυγός μου; Νομίζετε ότι κάθε φορά που βλέπει έναν ασθενή μού λέει και πού πάει; Όσο εκείνη μιλούσε, ο Σαρακηνός πήρε πάλι τη φωτογραφία με τα δυο του δάχτυλα και την κούνησε μπροστά της κρατώντας την από την άκρη, σαν να ήθελε να μιλήσει και αυτή τον εμπόδιζε. Τελικά, της είπε… - Να σας θυμίσω γιατί φαίνεται ότι δεν θυμάστε. Αυτή η φωτογραφία είναι από μια εκδρομή του προσωπικού του νοσοκομείου στην Αίγινα, κυρία Τζίλντα… Εσείς είχατε πάει; - Όχι, απάντησε εκείνη με σιγουριά. Αλλά δεν είχε πάει ούτε εκείνος. Έτσι μου είχε πει, αν θυμάμαι καλά, τώρα που μου το λέτε και…

Σελίδα 20 από 29


- Αλήθεια; Και τότε ποιος είναι αυτός; ρώτησε ο Σαρακηνός, χτυπώντας το δάχτυλό του στη φωτογραφία. Λυπάμαι που θα σας το πω εγώ, κυρία μου, αλλά είμαι σε θέση να γνωρίζω ότι ο σύζυγός σας είχε συναισθηματικό δεσμό με την αδελφή σας και μάλιστα για πολύ καιρό. Γύρισε και τον κοίταξε όχι με έκπληξη πια, γιατί της είχε περάσει η πρώτη, αλλά με εκείνη την κοριτσίστικη ματιά που θα είχε και τότε στο ωδείο που τον είδε για πρώτη φορά. Ήθελε να γραπωθεί πάνω του, να γίνει κισσός, να τυλιχτεί γύρω του, να του πει να χορέψουν πάλι το «Ας ερχόσουν για λίγο» ή και το «Τάνγκο Νοτούρνο». Να του εξηγήσει πως καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα τώρα που τον βρήκε, γιατί θα ήταν ελεύθερη πια να είναι δική του. Γιατί μια ζωή τον περίμενε. Το ’λεγε και το τραγούδι στο στίχο του: «και στα δυο σου τα χέρια να με σφίξεις ζεστά». Ήθελε τόσα πολλά να του πει. Γι’ αυτό πήγε να τον βρει. Όμως ήταν αυτό το γυαλί που τους χώριζε, αυτό που την έκανε εκείνη να ξέρει κι αυτόν όχι. Ναι, ήταν; Όχι! Ήταν το δικό του κρύσταλλο, το δικό του παραπέτασμα, που αυτή τη φορά τον έκανε να φαίνεται ότι γνωρίζει και εκείνη όχι. Το κατάλαβε αμέσως, όταν τράβηξε από την τσάντα του ένα μάτσο γράμματα δεμένα με κορδέλα και τα πέταξε πάνω στο γραφείο. - Ορίστε και η απόδειξη, της είπε. Ερωτική αλληλογραφία του συζύγου σας με την αδερφή σας. - Θέλετε να πείτε ότι η Έλλη δολοφονήθηκε; - Θέλω να πω ότι υπάρχουν ενδείξεις για μια δεύτερη ζωή της αδερφής σας, που εσείς δε γνωρίζετε. Σελίδα 21 από 29


Ο Σαρακηνός την κοίταξε που ανακάθισε ξανά και ξανά στην πολυθρόνα της, μην ξέροντας τι να κάνει τα χέρια της και φανερώνοντας τη δύσκολη θέση που την είχε φέρει. Με μια χειρονομία απελπισίας έδειξε κάπως να μαλακώνει τη στάση του… - Ασφαλώς εσείς δεν έχετε ευθύνη για όλα αυτά, αλλά έτυχε να συναντήσω εσάς πρώτη χθες στο σπίτι και για πρώτη φορά… - Αυτό θέλω να πω, κύριε Θάνο… - Το ότι με φωνάζουν «Θάνο» πώς το ξέρετε, τη ρώτησε απότομα πάλι, αλλά με κάποιο χαμόγελο. - Εεε…, κόμπιασε. Τι να του πει τώρα;… Είπατε είστε από την Κέρκυρα και επειδή ασχολούμαι με τη μουσική… αλλά το «Σαρακηνός» δεν είναι κερκυραϊκό επίθετο, άλλαξε επιδέξια το θέμα η κυρία Τζίλντα. - Είμαι από οικογένεια Σαρακηνών πειρατών που πολιορκούσαν το νησί και λήστευαν κάποτε τα καράβια, της είπε με περηφάνια για την ιστορία του, αλλά ξεχνώντας την ουσία. - Α, ναι; - Ναι… Τελικά ξέμεινε η οικογένεια εκεί, στην Κασσιόπη. Έχω και το σαρακηνό σπαθί του προπάππου μου, κρεμασμένο πάνω απ’ το τζάκι στο σπίτι στην Κέρκυρα, της είπε τινάζοντας μπροστά το στήθος του, γιατί όλα αυτά ήταν γι’ αυτόν ενδείξεις της παλικαριάς του. - Τότε θα σας αρέσει η μουσική σαν κερκυραίος, είπε η κυρία Τζίλντα, φέρνοντας την κουβέντα εκεί που ήθελε. Σελίδα 22 από 29


- Ααα, είναι η ψυχή μου, της είπε με επτανησιώτικη προφορά. Μαέστρος ήθελα να γίνω φεύγοντας από την Κέρκυρα. Από ωδείο σε ωδείο γύριζα όταν έφτασα στην Αθήνα. Αλλά, η ανάγκη βλέπετε… Πώς να ζήσεις απ’ τη μουσική; - Ε, μήπως εκεί έχουμε συναντηθεί κύριε… Θάνο! Δεν της έδωσε σημασία σε ό,τι είπε… Έδειξε απορροφημένος από τις σκέψεις που του ’φερε η κουβέντα για το παρελθόν. Και συνέχισε… - Ένας ξάδερφος μ’ έπεισε να έρθω στο Σώμα… Μιλάμε τώρα για το ’38, είπε ο Σαρακηνός κουνώντας το σηκωμένο χέρι του στον αέρα, για να δείξει τον αναχρονισμό. - Ακριβώς το ’38, τότε που ο Σουγιούλ… - … Τόσα χρόνια μ’ έφαγε η δουλειά, συνέχισε πάλι χωρίς να της δώσει σημασία. Ούτε σπίτι ούτε οικογένεια ούτε παιδιά… δεν μπορείτε να φανταστείτε τι έχω ζήσει εδώ μέσα, τι έχουν δει τα μάτια μου… Τώρα έμαθε αυτό που ήθελε και πετάχτηκε όρθια. - Να φύγω αν τελείωσε η ανάκριση, αν δε με θέλετε άλλο, του είπε και αυτός έδειξε σαν να ξύπνησε απότομα. - Μα ποια ανάκριση, τι λέτε τώρα, μια κουβεντούλα κάναμε. Είδατε που βρήκαμε και κάτι κοινό μεταξύ μας, τη μουσική, είπε πιάνοντάς την από το μπράτσο και οδηγώντας τη στην έξοδο του γραφείου.

Σελίδα 23 από 29


Ώστε την άκουγε όταν μιλούσε, συμπέρανε κατεβαίνοντας τα σκαλιά του κτιρίου της Αστυνομίας. Θα πρέπει, βέβαια, σαν αστυνομικός να έχει κάποια οξυδέρκεια. Οι αστυνομικοί δεν ήταν μέσα στις επιλογές της. Αυτό της χάλαγε το όνειρο. Την εικόνα του ιδανικού, όπως την είχε φτιάξει. Όμως αυτός ο παρ’ ολίγον μουσικός και αόρατος εραστής της για τόσα χρόνια, με την αραβική, εξωτική –όπως έμαθε– σπάνια και αλλόκοτη ομορφιά του, ήρθε και της έφερε τη ζωή πάνω- κάτω, ακριβώς τη στιγμή που όλα γύρω της άλλαζαν. Αυτό που την έκαιγε όμως τώρα ήταν όσα έμαθε από αυτόν. Όσα έφερε ο ξαφνικός θάνατος της Έλλης. Μέσα της ένιωθε τη φουρτούνα να φουντώνει. Ώστε γι’ αυτό η Έλλη τής πάσαρε τον Πέτρο μέσω της θείας της. Για να τον έχει κάπου γύρω της ή μήπως τα φτιάξανε μετά; Μήπως το «λάθος» βιβλίο, το ημερολόγιο, είχε φτάσει και αυτό στα χέρια του Σαρακηνού από τον φίλο της Έλλης, τον μηχανολόγο; Μήπως είχε μάθει και τα άλλα γι’ αυτήν, ότι δηλαδή η Έλλη ήταν η αιτία που παντρεύτηκε το γιατρό… Ω, Θεέ μου τι ρεζίλι, τι καταστροφή! Όλα κατέρρεαν γύρω της. Άλλα λίγο, όπως ο …«ας ερχόσουν για λίγο» –«αλλά όχι έτσι, βρε παιδί μου», μονολόγησε– και άλλα πολύ, όπως ο γάμος της. Πριν καταρρεύσει και η ίδια στο πεζοδρόμιο, σταμάτησε ένα ταξί. - Στα Βριλήσσια, είπε στον οδηγό κι έβγαλε από την τσάντα το καθρεφτάκι της. Κοίταξε τον εαυτό της και ίσιωσε τα γκρίζα καλοχτενισμένα μαλλιά της. Μετά σήκωσε το άλλο χέρι κι έριξε μια μούντζα στον εαυτό της… Σελίδα 24 από 29


- Να! Θεόχαζη! είπε, προκαλώντας τον οδηγό που την άκουσε να την κοιτάξει περίεργα από το δικό του καθρεφτάκι. Μα δε συγχωρείται, να βρει εκείνο το ημερολόγιο και να μην το διαβάσει όλο, επειδή ξεχείλιζαν με νερό οι λάκκοι με τις πικροδάφνες. Ή έστω να το πάρει ή να το κρύψει κάπου, να το διαβάσει αργότερα. Της θόλωσε το μυαλό ο θυμός της για εκδίκηση. Τώρα… τώρα θα τα ψάξει όλα! Φύλλο και φτερό θα τα κάνει… Φωτογραφίες, βιβλιοθήκη, συρτάρια, ντουλάπια, ακόμα και κάτω από τα χαλιά θα ψάξει τη ζωή της αδελφούλας της. - Άκου διπλή ζωή εκείνη και μισή εγώ, μονολόγησε… - Είστε εντάξει, κυρία; ρώτησε ο ταξιτζής, γυρίζοντας λοξά προς το μέρος της. *** Μπήκε φουριόζα στο σαλόνι και όρμησε στη βιβλιοθήκη. Τώρα παρατήρησε πως έλειπαν από τα ράφια αρκετά βιβλία. Θα τα πήρε ο μηχανολόγος, σκέφτηκε, γιατί αυτός βασικά την είχε φτιάξει. Η αδερφή της δεν ήταν και πολύ του βιβλίου. Άρχισε να κατεβάζει όλα τα βιβλία, ψάχνοντας το ημερολόγιο. Είχε σκληρό εξώφυλλο θυμόταν, ντυμένο με ύφασμα μάλλον πρασινωπό και ξεθωριασμένο, με μπορντό διαφορετικά κομμάτια τοποθετημένα στις γωνίες. Το βρήκε χωμένο στο τρίτο ράφι, ανάμεσα στο "Δεκαήμερο", του Βοκάκιου και στα "Ξένα χέρια", του Γκόργκι. Το ’σφιξε στο στήθος της και όρμησε στην κρεβατοκάμαρα. Σελίδα 25 από 29


«Όποιος ψάχνει βρίσκει, έλεγε η θεία μου», είπε η κυρία Τζίλντα, που θυμήθηκε τότε που η θεία της έψαχνε τα πράγματά της για ραβασάκια από τ’ αγόρια. Άδειασε τα συρτάρια από την ντουλάπα χωρίς να βρει τίποτα, φτιάχνοντας ένα βουνό από ρούχα. «Εκεί που βρήκε ο μηχανολόγος αυτή τη φωτογραφία, εκεί θα τη βρω κι εγώ», μονολόγησε και γύρισε στο σαλόνι. Άνοιξε τα πορτάκια του ελισαβετιανού μπουφέ, βρήκε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες απ’ τη ζωή της Έλλης, αλλά οι φωτογραφίες που έψαχνε δε θα ήταν σίγουρα στο άλμπουμ. Ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρα, πέταξε το άλμπουμ με τις φωτογραφίες στο κρεβάτι, βούτηξε το σκαμπό της τουαλέτας και ανέβηκε στα πάνω ντουλάπια. Έχωσε τα χέρια της κι έριξε στο πάτωμα ό,τι υπήρχε μέσα… Καπελιέρες, καπέλα σκέτα, σκούφους γούνινους, εσάρπες, πουλόβερ όμορφα διπλωμένα, δαντελένιες κουρτίνες, κουβέρτες και ένα κόκκινο ξύλινο κουτί δεμένο με κορδέλα, που έπεσε με θόρυβο στο ξύλινο πάτωμα… Ντουπ! Όρμησε και το πήρε στα χέρια της. Έλυσε αμέσως την κορδέλα, της ξέφυγε από τα χέρια, γύρισε ανάποδα και το περιεχόμενό του άδειασε στο πάτωμα. Φαρδιά πλατιά πάνω από ένα σωρό φωτογραφίες, γράμματα, ξεραμένα λουλούδια, ραβασάκια, ακόμα και βότσαλα από παραλία που χοροπήδησαν στο πάτωμα, μια κάρτα με φιλοτεχνημένη μια κόκκινη καρδιά, που έγραφε στη μέση, με γράμματα από ζωγραφιστά λουλούδια, «Πέτρος». Όπως κράταγε το ξύλινο κουτί απ’ το καπάκι αδειανό, το εκσφενδόνισε με το χέρι της στον απέναντι τοίχο, βγάζοντας μια στριγκλιά οργής. Το κουτί έσκασε πάνω στο γυαλί μιας ασημένιας λάμπας, που ήταν ακουμπισμένη σε ένα παλιό σεκρετέρ, και το έκανε Σελίδα 26 από 29


σχεδόν να εκραγεί. Μετά, το κουτί μαζί με τη βαριά ασημένια λάμπα, έπεσαν με δύναμη πάνω σε ένα από τα ντουλαπάκια του σεκρετέρ, που άνοιξε από μόνο του. Με μια περίεργη αλληλουχία κινήσεων, ανάλογη των ντόμινο όταν πέφτουν, άνοιξε κάτω από το ντουλαπάκι το πορτάκι μιας κρυπτοθήκης, αφήνοντας να κυλήσει από μέσα ένα χρυσό δαχτυλίδι, μια ράβδος χρυσού, έναδυο φωτογραφίες, μια χοντρή ατζέντα και κάτι άλλα φυλλάδια. Πήδηξε πάνω από τα ρούχα, ανέβηκε στο κρεβάτι και πήρε στα χέρια της πρώτο αυτό που της φάνηκε θησαυρός! Τη φωτογραφία. Στο κιτρινισμένο χαρτί με τις καφέ αποχρώσεις αναγνώρισε αμέσως τον πατέρα της, μπροστά του την Έλλη κάπου δέκα χρονών κοριτσάκι, ντυμένη με ναυτικά ρούχα. Δίπλα η μητέρα της, που είχε μπροστά της ανασηκωμένο ένα μωρό σε ψάθινο πορτ μπεμπέ, με δαντελένια φρου-φρου γύρω του. Από πίσω είχε μια σημείωση με μελάνι: «Φεβρουάριος 1920». Δηλαδή τη χρονιά που γεννήθηκε αυτή και ένα μήνα μετά. Άρα το μωρό ήταν εκείνη. Ήταν βγαλμένη σε φωτογραφείο. Ποτέ δεν είχε ξαναδεί την οικογένειά της όλη μαζί. Η άλλη έδειχνε κάποιο στρατιώτη. Περιεργάστηκε μετά το δαχτυλίδι. Ήταν αντρικό, με μια χρυσή πλάκα οβάλ στο κέντρο, πάνω στην οποία ήταν χαραγμένα τέσσερα μακρόστενα φύλλα από κάποιο φυτό, διακοσμημένα με ισάριθμα άνθη, που το καθένα είχε οκτώ πέταλα. Ανυπόμονα άνοιξε την κιτρινισμένη ατζέντα και είδε στο εσώφυλλο γραμμένο με μεγάλα καλλιγραφικά γράμματα, με πένα και μελάνι, τον τίτλο Ζωή-Αγάπη- Θάνατος. «Θάνατος», απόρησε! Πώς μπορείς να ξεκινάς ένα ημερολόγιο με το θάνατο; Το ξεφύλλισε βιαστικά. Ναι, ήταν το ημερολόγιο του πατέρα της. Ήταν γραμμένο σε σκόρπιες ημερομηνίες και με διαφορετική πένα, μελάνι ή και μολύβι. Πρώτη Σελίδα 27 από 29


ημερομηνία: «1η Αυγούστου 1913». Μαζί, στο ίδιο μέγεθος, ένα βιβλιαράκι για το φυτό πικροδάφνη, με σχέδια για την καλλιέργειά του και γκραβούρες από τα φύλλα και τα λουλούδια του. Ζύγισε με το χέρι της την πλάκα χρυσού κι έψαξε να δει αν ήταν χαραγμένη. Ήταν. Σκούπισε το μέτωπό της από τον ιδρώτα που έσταζε στα μάτια της και τα έριξε όλα πάνω στο κρεβάτι, δίπλα στο ημερολόγιο της Έλλης και το οικογενειακό άλμπουμ. Έσκυψε και μάζεψε τις φωτογραφίες και τα γράμματα που είχαν σκορπίσει από το ξύλινο κουτί στο πάτωμα, τα έριξε και αυτά στο κρεβάτι. Στο τέλος, έπεσε αποκαμωμένη πάνω τους. Ήθελε να μείνει έτσι για να κρύψει το κλάμα της. Ήθελε να έχει μια αγκαλιά να βυθιστεί. Όμως το χέρι της πήγε ασυναίσθητα στο ημερολόγιο του πατέρα της. Το τράβηξε μπροστά της και εκείνο έσπρωξε, χωρίς να το θέλει, δίπλα στο μάτι της το δαχτυλίδι με τα τέσσερα φύλλα και άνθη, τόσο κοντά που το έβλεπε θολό. Πικροδάφνες… ψιθύρισε με ξεψυχισμένη φωνή! Το φόρεσε στο μεσαίο της δάχτυλο, άνοιξε το ημερολόγιο κι άρχισε να το ρουφάει, διαβάζοντάς το με όσο κουράγιο της είχε απομείνει. Ήθελε να δει τι λέει αυτή τη στιγμή, χωρίς να περιμένει ούτε λεπτό. Αλλά αυτό ήταν αφιερωμένο σε μια ζωή… ή μάλλον σε τέσσερις. Όσες και τα φύλλα με τα άνθη της πικροδάφνης. Ο πατέρας, η μητέρα, η Έλλη και η Τζίλντα. Αυτό κράτησε μέρες. Δεν ξέρει πόσες. Πήγαινε κι ερχόταν στο σπίτι της αδελφής της, πρωί κι απόγευμα, χωρίς να λέει στον κύριο Πέτρο πού πάει και τι κάνει. Τα διάβασε όλα! Είδε όλες τις κρυφές φωτογραφίες της αδερφής της, φυλλομέτρησε το άλμπουμ της. Διάβασε και στο ημερολόγιο της Έλλης όσες σελίδες δεν είχε δει Σελίδα 28 από 29


την πρώτη φορά και, ναι, ήταν οι περισσότερες… Και ξανά και ξανά! Γύριζε σελίδες, έστρωνε φωτογραφίες στη σειρά, έβαζε τα γράμματα με τις ημερομηνίες. Δεν ήταν αδιακρισία, δεν ήταν απλή περιέργεια, δεν ήταν γυναικείος εγωισμός, δεν ήταν καν γι’ αυτήν η ευκαιρία για να ξεμπροστιάσει κάποιον. Ήταν η στιγμή για να φτιάξει την ιστορία της, να γεμίσει τα κενά στη ζωή της, να φωτίσει την ψυχή της με την αλήθεια, που ήταν η αιτία πρώτα της ορφάνιας της και μετά της μοναξιάς της. *** Συνεχίζεται στο βιβλίο…

Σελίδα 29 από 29


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.