manifesto ΠΟΛΙΤΙΚΗ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ τ.35

Page 1

Μπρος γκρεμός & πίσω ρέμα 5 € - τ. 35

Απολείπειν ο λαός Αντώνιον

Χρήστος Γαρουφαλής Δημήτρης Μητροπάνος Νικηφόρος Βρεττάκος Η διαρκής Μεταπολίτευση Κατά «αντιμνημονιακών» Η χρεοκοπία της Ευρώπης

ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ


2

εκδοτικό σημείωμα ΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ

τ. 35 – Ιούλιος 2012 – κωδικός εντύπου: 3415 Λυκόφρονος 6, Χαλκίδα, 34100

Πέντε ευρά είναι πολλά

ΙΔΙΟΚΤΗΤΗΣ – ΕΚΔΟΤΗΣ – ΔΙΕΥΘΥΝΤΗΣ:

Θεόδωρος Παντούλας

ΣΙΣΜΑΝΟΓΛΕΙΟΥ 10 & ΤΡΟΙΑΣ, 15235, ΑΘΗΝΑ

ΑΡΧΙΣΥΝΤΑΚΤΗΣ:

Κωνσταντίνος Μπλάθρας ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ:

Αλέξανδρος Αρβανιτάκης ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ:

Δήμητρα Βέλτσου (6932214189)

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΟ:

Ελένη Αποστόλου

ΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ:

Ιωάννα Λιακοπούλου

ΑΤΕΛΙΕ:

Έντυπο

manifestomag@yahoo.gr

ΜΕΝΟΥΜΕ ΣΕ ΕΠΑΦΗ

www.manifestomag.gr ●το περιοδικό δεν επιδοτείται και δεν επιθυμεί να επιδοτηθεί ●τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν τις απόψεις των συντακτών τους και όχι, κατ’ ανάγκην, της Διεύθυνσης ●για καθαρά τεχνικούς και οικονομικούς λόγους η εκτύπωση γίνεται, κυρίως, στο μονοτονικό ●για την εκτύπωση προσπαθούμε να χρησιμοποιούμε ανακυκλωμένο χαρτί ●δυστυχώς δεν έχουν όλες οι καταχωρίσεις μας εμπορικό χαρακτήρα ●υλικό που αποστέλλεται στο περιοδικό -δημοσιευμένο ή όχι- δεν επιστρέφεται ●απαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή όλου ή μέρους του περιοδικού χωρίς την έγγραφη άδεια του εκδότη ●εάν από την χρήση εικόνων, τα δικαιώματα των οποίων δεν ανήκουν σε συνεργάτες μας, θίγονται πνευματικά δικαιώματα, παρακαλούμε τους δικαιούχους τους να επικοινωνήσουν με την Διεύθυνση του περιοδικού ●καλοδεχούμενες συνεργασίες, φωτογραφίες, σκίτσα, διαφημίσεις και συνδρομές ●συνδρομή 11 απλών τευχών:

55 ευρά για την Ελλάδα,

100 ευρά για την Ευρώπη & την ελεύθερη Κύπρο και

110 ευρά για τον υπόλοιπο κόσμο

-οργανισμοί, τράπεζες, Ν.Π.Ι.Δ. κ.λπ. 150 ευρά

Αγροτική Τράπεζα: 286 01 059336 48 Εθνική Τράπεζα: 266/759582-48 (όνομα δικαιούχου: Θ. Παντούλας)

-για συνδρομές απαραίτητη η συνεννόηση στο 6932214189

www.facebook.com/pages/Manifesto/ 347102068644407

Το ξέρουμε περισσότερο καλά, απ’ όσο νομίζετε. Στις μέρες μας, πέντε ευρά είναι πολλά. Μακάρι να είχαμε χαμηλότερη τιμή. Το μπορούμε, αλλά δεν το θέλουμε. Δεν θέλουμε να «νερώσουμε» τη δουλειά μας, δεν θέλουμε να διαψεύσουμε την εμπιστοσύνη των φίλων μας, δεν θέλουμε να γίνουμε φρόνιμοι, όπως μας προτρέπουν οι οχτροί μας. Δεν θέλουμε ούτε να πουληθούμε ούτε να νοικιαστούμε. Φιλοδοξία μας μόνη παραμένει να μπορούμε να γράφουμε αυτά που πιστεύουμε. Συχνά με αστοχίες, αλλά ποτέ με οπισθοβουλίες. Είναι δύσκολο –το μάθαμε. Αυτό όμως που ακόμη δεν μάθαμε –και ούτε να το μάθουμε θέλουμε– είναι να σηκώνουμε ψηλά τα χέρια, αμαχητί να παραδιδόμαστε στην περιρρέουσα γραβατωμένη λετσαρία. Αποκοτιά σε καιρούς «σωφροσύνης». Πείτε το κι έτσι. Το ξέρουμε περισσότερο καλά, απ’ όσο νομίζετε. Στις μέρες μας, πέντε ευρά είναι πολλά. Είναι όμως κι ένα μικρό μέρος απ΄όσα μας χρειάζονται, για να συνεχίσουμε να υποστηρίζουμε ότι και στον χώρο Τύπου δεν είμαστε όλοι ίδιοι. Πέντε ευρά είναι πολλά στις μέρες μας. Γι΄αυτό και από καρδιάς σας ευχαριστούμε που τα δώσατε στο περιοδικό μας. Θα φροντίσουμε χαμένα να μην πάνε. Υ.Γ. Δεν χρειάζεται να περιγράψουμε τους λόγους για τους οποίους, παρά τις δυσκολίες, δεν αναστέλλουμε την έκδοσή μας. Ούτε γιατί επιστρέφουμε στα περίπτερα. Απαντώνται νομίζουμε, έστω έμμεσα, όλα αυτά με τα περιεχόμενα του τεύχους που βρίσκεται στα χέρια σας. Συνεχίζουμε λοιπόν όχι μόνο την έντυπη έκδοσή μας, αλλά και την ηλεκτρονική, η οποία σταδιακά και με τη βοήθειά σας ελπίζουμε να γίνει ένας γόνιμος χώρος έκθεσης αξιόλογων απόψεων και θέσεων. Το επόμενο τεύχος μας θα κυκλοφορήσει αρχές Σεπτεμβρίου. Καλό Καλοκαίρι!

Α

πό σα δι Από σουν το γραψαν, (ενίοτε κ την άλλη σε πρώτ Οι πρ ψιλείς α και δεν γ κουβεντ τές τους είναι ασύ να περιμ ευγένεια που μπο ότι θα κά τσίπωτα ό,τι ακρι προηγου να ξεπου μόσια πε νο και θλ ή στα πε


3

πολιτική

Άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ

ολλά. ουμε να ων μας, ούτε να

υχνά με

άθουμε ρέουσα

πολλά. ηρίζουπου τα

την έκδοιεχόμενα βοήθειά

Α

πό τον κραταιό δικομματισμό περάσαμε, εν μια νυκτί σε έναν κοτσονάτο διπολισμό. Από τη μια, οι δημοκόποι που θα βελτιώσουν το «Μνημόνιο», αυτό που οι ίδιοι υπέγραψαν, χωρίς καν να το διαπραγματευτούν (ενίοτε και χωρίς να το διαβάσουν!), και από την άλλη, οι λαθρέμποροι της απελπισίας που σε πρώτη ευκαιρία θα το «καταγγείλουν». Οι πρώτοι έχουν από χρόνια δώσει δαψιλείς αποδείξεις της αναξιοπιστίας τους και δεν γνωρίζουμε γιατί θα πρέπει τώρα να κουβεντιάζουμε στα σοβαρά τις δυνατότητές τους. Τα έχουν ήδη σκατώσει και αν δεν είναι ασύγγνωστη αφέλεια, είναι μαζοχισμός να περιμένουμε ότι θα έχουν την στοιχειώδη ευγένεια –έστω– να τα σκουπίσουν. Το μόνο που μπορούν είναι ξετσίπωτα να υπόσχονται ότι θα κάνουν ό,τι δεν έκαναν και το ίδιο ξετσίπωτα να υπόσχονται ότι θα διορθώσουν ό,τι ακριβώς έκαναν. Μπορούν επίσης, αφού προηγουμένως έκαναν πλιάτσικο στο κράτος, να ξεπουλήσουν τώρα μπιρ παρά όλη τη δημόσια περιουσία, παρατείνοντας το επικίνδυνο και θλιβερό κατσίκωμά τους στην εξουσία ή στα περίχωρά της.

Από την άλλη, οι μαχαλόμαγκες του αντιμνημονιακού προτάγματος υπόσχονται ότι θα καταγγείλουν την υποτέλεια της χώρας και ότι όλοι μας, ελεύθεροι, ωραίοι και χωρίς καθόλου χρέη, θα πορευτούμε, περιχαρείς σχεδόν, σε έναν κόσμο ευρωπαϊκής αξιοπρέπειας, διατροφικής και ενεργειακής επάρκειας! Αυτό που δεν λέει η όψιμη ή παλαιότερη αντιπολίτευση είναι ότι κι εμείς έχουμε μεράδι σε αυτή την αθλιότητα. Μεράδι για τους πολιτικούς μιζαδόρους που αναδείξαμε, για το πελατειακό κράτος που οικοδομήσαμε, για την –με το «αζημίωτο»– διάλυση της πρωτογενούς παραγωγής μας. Εντάξει δεν τα φάγαμε όλοι μαζί, αλλά κάποιοι –διάολε!– ήσαν ομοτράπεζοι των φαγανών της μεταπολιτευτικής κραιπάλης. Και όσο αυτοί αμνηστεύονται, τόσο θα αδυνατούμε να διαβάσουμε το πρόβλημα, δηλαδή να βρούμε και λύση. Δεν μιλά όμως γι’ αυτά ο πολύχρωμος διπολισμός, μην και κακοκαρδίσει τους χολωμένους του ψηφοφόρους. Γι’ αυτό και τίποτα δεν ακούμε για την υδροκέφαλη γραφειοκρατία του δημόσιου τομέα, για την υγειονομική περίθαλψη των πολλών κατηγοριών, για το ξεπάτωμα της παιδείας, για την ανυπόλη-

πτη δικαιοσύνη. Δεν ακούμε τίποτα για την αλά καρτ δημοκρατία «μας» και την αλά καρτ αθώωση των επίορκων αυτής της «Δημοκρατίας». Κοντολογίς, αν δεν κοιταχτούμε στον καθρέφτη, δεν θα πάμε μακρύτερα από την παραισθησιογόνο ψυχαναγκαστική κουτοπονηριά, στην οποία είμαστε καθηλωμένοι. Θα μυξοκλαίμε αυτοκτονώντας στα ψιλά του διαδικτύου ή θα προσδοκούμε να την μισοβγάλουμε με τα φιλοδωρήματα παχύδερμων Γερμανών συνταξιούχων. Λίγο κρασί, λίγο θάλασσα και οι πιστωτές-πελάτες μας! Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία. Μας λείπουν και τα δύο, αλλά στο μεταξύ απολαμβάνουμε την ελευθερία να βουλιάζουμε σε αναντίστοιχους λεονταρισμούς, θρασύδειλες απειλές και ευήκοα συνθήματα, αναγκασμένοι να βολευόμαστε με τον λιγότερο μαλάκα ή, για να το γράψουμε πιο κόσμια, αυτόν που δεν θίγει και πολύ τη βολή μας. Για την υπερηφάνεια μας τι μας μέλλει; Αυτή, άλλωστε, είναι μέλημα όσων θέλουν να ζουν σε μια ελεύθερη Ελλάδα και όχι όσων φιλοδοξούν να επιβιώνουν σε μια ευρωβαλκανική δουλοπαροικία.


4

πολιτική

Α

Οι εφεδρείες του δωσιλογισμού γράφει ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΝΤΟΥΛΑΣ*

Η

μνημονιακή Ελλάδα –όχι αυτή που αντιστέκεται, αυτή που επιμένει– σφεντόνισε δις τη συμμορία της «Χρυσής Αυγής» από το κοινωνικοπολιτικό περιθώριο στο Κοινοβούλιο. Οι περισσότεροι αναλυτές αποδίδουν την πανηγυρική είσοδο του νεοναζιστικού υποκόσμου στο Κοινοβούλιο στην αμέλεια του πολιτικού συστήματος, ενός συστήματος που, κοντά στα άλλα, ολιγώρησε έναντι του προβλήματος της λαθρομετανάστευσης. Και εν μέρει έχουν δίκιο. Η Δεξιά κατά καιρούς κάτι πήγαινε να πει, αλλά εν τέλει, δεν το έλεγε, φοβούμενη μην της βάλει κακή διαγωγή η θυρωρός του «προοδευτισμού» Αριστερά. Η Αριστερά, από την άλλη, για αρκετά χρόνια, παραβιάζοντας συστηματικά την κοινή λογική, αγνοούσε προκλητικά το θέμα και επιδιδόταν σε έναν ανέξοδο «ανθρωπισμό», ο οποίος –για να μην ξεχνιόμαστε– βόλευε μια χαρά όσους εμπορεύονται τον ανθρώπινο πόνο. Το αποτέλεσμα; Όσο εμείς κλείναμε τα μάτια, η Ελλάδα εποικιζόταν μέσω Τουρκίας

με στρατιές απελπισμένων. Στο μεσοδιάστημα, οι γηγενείς ναζί αυγάταιναν, πηγαίνοντας τη γιαγιά στο ΑΤΜ και τον παππού στον ουρολόγο. Είναι ωστόσο επιπόλαιο να πιστεύουμε ότι οι υπηρεσίες συνοδείας έδωσαν τα ποσοστά που έδωσαν στους νεοναζί. Ο προσκοπισμός τούς έδωσε κοινωνική αποδοχή, όχι ποσοστά. Τα ποσοστά στον κόντρα κουρεμένο κουτσαβακισμό τους, τα έδωσε το ίδιο το φθαρμένο έως διεφθαρμένο πολιτικό προσωπικό της χώρας και η χρόνια ατιμωρησία του. Εκεί που η πίτα δεν έφθανε για όλους, τα παιδοβούβαλα ανέκραξαν το

πιασάρικο: «Οι προδότες στο Γουδί!», συναντώντας την γενική και γενικευμένη δυσφορία. Μην λησμονείτε επίσης, ότι για χρόνια συνιστούσε αδίκημα οποιαδήποτε αναφορά στην πατρίδα. Η απόσταση στο σχεδόν πάνδημο: «Να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή!» έως την είσοδο σε αυτήν δεν ήταν, τελικώς, τόσο μεγάλη για όλους. Όχι, όσοι ψήφισαν τους νεοναζί δεν είναι νεοναζί. Είναι οι «αγανακτισμένοι» της διπλανής πόρτας, είναι οι πολιτικά αναλφάβητοι μαθητές της μεταπολιτευτικής χυδαιότητας. Δεν κινδυνεύει από αυτούς η καλπονοθευτική τηλεκρατούμενη «δημοκρατία» «μας». Την μερεμέτισαν προηγουμένως άλλοι. Αυτοί που τώρα ωδίνουν, επειδή στα διπλάνα έδρανα κάθεται η στρατωνισμένη ψυχανωμαλία. Από την ανελλήνιστη νεοναζιστική θρασυδειλία κινδυνεύει μόνο ο αυτοσεβασμός μας, η αξιοπρέπειά μας και η σοβαρότητά μας. *Εγγονός του ανάνδρως δολοφονηθέντος, από τους προπάτορες των νεοναζί, Θεόδωρου Μητρόπουλου.

Ο

Α π δ στον την λου κόμμ ες: τον ο την έλλε Ο Αντ. Σ αυτά. Δι ισορροπ μεγάλων παλαιοκ θωσε να παιχνίδι Διευθ τικό τοπ φρόνημα κομάχος σιωπής τ στόμα) μ θα του χ νός ότι ο επιδόσει σμό και ό


5

πολιτική

Απολείπειν ο λαός Αντώνιον

ού

», συναδυσφοα χρόνια ναφορά

μο: «Να λή!» έως ώς, τόσο αν τους «αγαναείναι οι μεταπο-

καλποοκρατία» ένως άλιδή στα νισμένη

κή θραεβασμός αρότητά

από τους πουλου.

γράφει ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΨΥΡΙΛΛΟΣ

Ο

Αντώνης Σαμαράς διέψευσε με τον πλέον κραυγαλέο τρόπο όσους είχαν δει στον τρόπο εκλογής του τουλάχιστον την ελπίδα απαγκίστρωσης ενός μεγάλου κόμματος από τις μεγάλες του παθογένειες: τον οπορτουνισμό, την οικογενειοκρατία, την έλλειψη ιδεολογικού προσανατολισμού. Ο Αντ. Σαμαράς ούτε καν προσπάθησε γι’ αυτά. Διέπρεψε –αρχικώς τουλάχιστον– ως ισορροπιστής συμφερόντων –μικρών και μεγάλων. Εθελουσίως έμεινε δέσμιος των παλαιοκομματικών συσχετισμών και κατόρθωσε να εντάξει στην τράπουλα –και όχι στο παιχνίδι– και κάποιους δικούς του. Διευθέτησε στα μουλωχτά το εσωκομματικό τοπίο, δείχνοντας με την ατολμία του όχι φρόνημα αλλά φρονιμάδα. Ο Μέγας Σουβλακομάχος της Ραφήνας τού προσέφερε διά της σιωπής του κυρίως (διότι δεν μιλάει με γεμάτο στόμα) μια επισφαλή στήριξη, που μάλλον δεν θα του χρησιμεύσει ιδιαίτερα, παρά το γεγονός ότι οι πρωτοφανώς χαμηλές εκλογικές του επιδόσεις ενισχύθηκαν όψιμα από έναν εκβιασμό και όχι από τις ίδιες τις ικανότητές του.

Από την αντιμνημονιακή ρητορική και τις πατριωτικές κορώνες πέρασε εν μια νυκτί στη συγκυβέρνηση των αθλίων, κρατώντας τις πατριωτικές κορώνες για όσους ο πατριωτισμός τους εξαντλείται στις μεγαλοστομίες. Διεύρυνε (;) το ακροατήριό του με την ένταξη Βορίδη, Γεωργιάδη & ΣΙΑ, διέγραψε το ¼ της κοινοβουλευτικής του ομάδας και, επιβεβαιώνοντας ότι η διορατικότητα δεν περιλαμβάνεται στα χαρίσματά του, τους ξαναμάζεψε στο κεντροδεξιό μαντρί του. Επιστράτευσε τον Γιακουμάτο και τον... Ανδρεουλάκο, για να ενισχύσει την λαϊκή δεξιά που, ενώ αυτή μετακόμιζε στους Καμμένους, αυτός συνέχιζε το κακόγουστο αστείο της αυτοδυναμίας. Όταν και αυτό τέλειωσε, χωρίς κανείς να γελάσει, ενίσχυσε το μαντρί με τις μεταγραφές της διαγραμμένης Dora και του υπόδικου Ψωμιάδη! Τα ψηφοδέλτια του κόμματος περιέγραψαν και με το παραπάνω την κατάσταση. Γιοι, θυγατέρες, γαμπροί, κουμπάροι, μπατζανάκια και άλλα σιτεμένα λεβεντόπαιδα που το πλέον εξόφθαλμο προσόν που διαθέτουν

είναι η στενή τους σχέση με τους βαρώνους του κόμματος. Ο ίδιος ο αρχηγός δε του κόμματος, που κάποτε «χτύπησε» τη διαπλοκή ... σαν κεμπάπ, είχε για σύμβουλο και υποψήφιο στην Α΄ Αθηνών τον γνωστό αγωνιστή της παράταξης Α. Ψυχάρη, ενώ στο μεγάλο λιμάνι κατέβασε τον ιππέα/καταδρομέα Φ. Κρανιδιώτη μαζί με τον παλαίμαχο ντριπλέρ Τ. Μητρόπουλο –με το σκεπτικό ότι ένας απόφοιτος Δημοτικού είναι πάντοτε χρήσιμος σε μια συνθέτη κρίση. Ο Αντώνης Σαμαράς χρεώνεται –δικαίως– το εκλογικό αποτέλεσμα, που κατόρθωσε η ... αδεξιότητά του. Συνεχίζοντας τις γκάφες και μετά την πύρρειο νίκη του φλερτάρει με τα ρετάλια της «πολυκατοικίας», επιβεβαιώνοντας ότι ο διαχειριστής πιάνεται από τα μαλλιά των γειτόνων του. Και κάτι τελευταίο: ένας ηγέτης δεν μιλά ποτέ σε πρώτο ενικό. Εμπνέει και εμπνέεται. Ο κ. Σαμαράς δεν κατορθώνει τίποτα από αυτά. Όχι ως πρωθυπουργός, ούτε ως μουσαφίρης στον καημό μας δεν μπορεί να σταθεί ο αρχηγός της μεσόκοπης Νέας Δημοκρατίας...


6

και εν οίκω και εν δήμω

«Δεν έχω κληθεί ούτε ως τρίτο ή τέταρτο βιολί. Το κόμμα μου με αγνόησε τελείως από τη στιγμή που εγκατέλειψα τη Βουλή»

“...ο τ φαυλ

Για να ακριβολογούμε: δεν εγκατέλειψε τη Βουλή -απλώς αποσυρόμενος απέφυγε την εκλογική πανωλεθρία. Τώρα διαμαρτύρεται, που δεν τον παίζει η ... ορχήστρα. Το ενδεχόμενο να είναι παντελώς φάλτσος ούτε του πέρασε από το νου.

Πιθανώ κός. Όλ σει πολ

Lux σοσιαλισμός Ο μέγας διδάσκαλος μάς άφησε χρόνους αλλά και άξιους μαθητές. Ο κ. Άκης Τσοχατζόπουλος διακρίθηκε ως ο πιο καλός ο μαθητής. Διότι έτσι κρίνονται οι δάσκαλοι: από τις επιδόσεις των μαθητών τους. Και ο κ. Άκης, ως γνωστόν, μαθήτευσε παρά τω πλευρώ του μεγάλου τιμονιέρη του εγχώριου σοσιαλισμού. Και διέπρεψε ακριβώς, όπως και ο δάσκαλός του. Τώρα τ’ ακριβό –τι λέω ακριβό, το μονάκριβο!– όνομα του σοσιαλισμού είναι έγκλειστο στο σωφρονιστικό κατάστημα του Κορυδαλλού. Η ιστορία επαναλαμβάνεται! Και πάλι μαλλιά-κουβάρια για ένα κωλόσπιτο, μια (νεαρά) κυρία και μερικά εκκατομμύρια που κάνουν βόλτες ανά την υφήλιο, χτίζοντας έναν καλύτερο (υπό)κοσμο. Και όμως, ο κιμπάρης της Αλλαγής, ο παλαίμαχος μπρο-

στάρης του σοσιαλιστικού αγώνα κ. Άκης Τσοχατζόπουλος βρίσκεται οικογενειακώς στην φυλακή! Οι δημοσιογράφοι που τα χοντρόπιαναν από τον XXXL σοσιαλιστή είναι εκτός και μας κουνάνε το δάχτυλο. Το ίδιο δάχτυλο που βούτηξαν στις υπουργικές μαρμελάδες του μερακλή κ. Άκη. Το αυτό κάνουν και οι σύντοφοί τους στις μπίζνες και τον σοσιαλισμό –ξέρετε, αυτοί που μετά από ενδελεχή μελέτη της περίπτωσής του κατέληξαν ότι είναι αθώος. Εμείς τι να πούμε; Αν δεν είναι συνένοχοι ως κλεπταποδόχοι είναι απλώς πανύβλακες -και αυτό δεν είναι αδίκημα. Θα θέλαμε να συμβαίνει το δεύτερο, αλλά η ζωή, κατ’ εξακολούθηση, διαψεύδει τις επιθυμίες μας. Εσείς σε ποια εκδοχή ποντάρετε;

Περι πραγμα ντα. Εκτ γαριάσο γεγονός «κουλοχ ανάπτυξ κλοπής; Βεβα άσει σε μένης π τητα, ότ την δρα το 1, 5 δ λίτης», σ κι ... «όπ Αντί ανά την περιμέν επενδυτ προτιμό με στα αξιοποι ντας– τ Να στηρ δυνάμει

Είμαι μπλόγκερ και το κέφι μου θα κάνω! Ξαναήρθε –ελέω του ημερολογίου του κ. Άκη Τσοχατζόπουλου– στη επιφάνεια το ζήτημα των ιστότοπων, που κάθε άλλο παρά την ενημέρωση υπηρετούν. Όλοι όσοι δεν είναι αφελείς γνωρίζουν πολύ καλά ότι έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί η εποχή της αθωότητας στο διαδίκτυο. Όχι ότι δεν υπάρχουν φιλότιμοι συντάκτες, αλλά κυριαρχούν και εδώ οι νοικιασμένοι ή και αγορασμένοι. Και οι εκβιαστές που εξασφαλίζουν το μεροκάματό τους (και με το παραπάνω) παράγοντας κι αναπαράγοντας «ειδήσεις» κατά παραγγελία. (Και κοντά σε όλους αυτούς, όσοι άκριτα κυνηγώντας την «ενημέρωση» αναδημοσιεύουν ό,τι δουν στις οθόνες τους). Οι τακτικές είναι πολλές και ορισμένες από αυτές ευρηματικές. Σε αρκετές μάλιστα περι-

πτώσεις χρειάζεται μεγάλη προσοχή και καλή ενημέρωση, ώστε να γίνει αντιληπτή η απατεωνιά. Στις περισσότερες όμως, για την ώρα, είναι τόσο εξόφθαλμα χοντροκομένη η «είδηση», που δεν χρειάζονται έκτακτα χαρίσματα, για να καταλάβουμε ότι εντελώς άλλος από την ενημέρωση είναι του συντάκτη ο καημός. Αλλά όταν πετάς λάσπη και ηλεκτρονικό ανεμιστήρα, όλο και κάποιος λεκές θα μείνει, για να κάνει την βρωμοδουλειά. Θα γίνουμε και πάλι στενάχωροι, αλλά θα επαναλάβουμε αυτό που από χρόνια έχουμε υποστηρίξει: δημοσιογραφία με κουκούλα δεν γίνεται. Ή θα αποφασίσουμε ότι γράφουμε επώνυμα, ή στο όνομα της ... ελευθεροτυπίας θα ανεχόμαστε να κανοναρχεί τον δημόσιο βίο μας η ανώνυμος ή ψευδώνυμος αλητεία.


7

και εν οίκω και εν δήμω

ου με

“...ο τζάμπας τελείωσε, η τράκα τελείωσε. Η φοροδιαφυγή τελείωσε, η φαυλοκρατία, η πελατεία και οι διορισμοί στο δημόσιο τελείωσαν”

κλογική ναι πα-

Πιθανώς, ως πολιτικός σχολιαστής, ο κ. Πάγκαλος να ήταν περισσότερο χρήσιμος απ’ ότι ως πολιτικός. Όλα όσα διαπιστώνει ότι τέλειωσαν, τα υπηρέτησε το τελειωμένο κόμμα του. Καιρός να τελειώσει πολιτικά και ο ίδιος. Θα ζήσουμε και με λιγότερους γελωτοποιούς.

μός

νω!

λη προση, ώστε ατεωνιά. , για την λμα χοπου δεν ρίσματα, εντελώς ση είναι ς. Αλλά λεκτροαι κάποινα κάνει

στενάάβουμε έχουμε ογραφία αι. Ή θα άφουμε α της ... νεχόμαδημόσιο ψευδώ-

Χώρα τζογαδόρων ή χώρα παραγωγών; Περικοπές παντού αλλά για πραγματική ανάπτυξη κουβέντα. Εκτός κι αν πρέπει να λογαριάσουμε ως ανάπτυξη το γεγονός ότι η χώρα γέμισε με «κουλοχέρηδες». Είναι όμως ανάπτυξη η νομιμοποίηση της κλοπής; Βεβαίως ποιος θα λογαριάσει σε μια χώρα θεσμοθετημένης παρανομίας την νομιμότητα, όταν τα έσοδα από αυτή την δραστηριότητα ξεπερνούν το 1, 5 δις; Από το «πρώτα ο πολίτης», στο «πρώτα ο παίκτης» κι ... «όπου κάτσει η μπίλια». Αντί όμως να επαιτούμε ανά την υφήλιο δανεικά ή να περιμένουμε τους άφαντους επενδυτές είναι, νομίζουμε, προτιμότερο να επενδύσουμε στα ελληνικά προϊόντα, αξιοποιώντας –κι όχι εκποιώντας– τα πλεονεκτήματά μας. Να στηριχθούμε στις δικές μας δυνάμεις. Όχι στις διεφθαρμέ-

νες δυνάμεις μιας κρατικοδίαιτης αγοράς, που διασπαθίζει επιδοτήσεις, αλλά σε αυτές που παράγουν ποιοτικά αγαθά, που εξασφαλίζουν δουλειά, προκοπή κι αξιοπρέπεια. Κι αυτό θα πρέπει να γίνει προτεραιότητα όχι μόνο του κράτους και των παραγωγών αλλά και των ίδιων των καταναλωτών, οι οποίοι καλό θα είναι να καταλάβουν ότι κάθε ευρώ που δίνουν στις πολυεθνικές, είναι χαμένο και για την εθνική οικονομία και για την εθνική αξιοπρέπεια. Η χώρα δεν μπορεί να συνεχίσει καταναλώνοντας προϊόντα που δεν παράγει κι ακριβοπληρώνει. Δεν μπορεί να συνεχίσει να δανείζεται για να καταναλώνει! Χρειαζόμαστε ενίσχυση των ελληνικών επιχειρήσεων και των εργαζομένων τους. Επιστροφή στην δική μας Ελλάδα. Την Ελλάδα που παράγει.

Επιστροφή στην Ελλάδα που παράγει Η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού είναι από μόνη της ανεπαρκής για την στήριξη της οικονομίας. Ειδικά όταν η ποιότητα του «προϊόντος» που ξεπουλά η χώρα μας είναι αναντίστοιχη της τιμής του. Η τωρινή κρίση ίσως να είναι μια καλή ευκαιρία να αναθεωρήσουμε τις καταναλωτικές μας συνήθειες και να κάνουμε τις αγορές μας με περίσκεψη. Να πάψουμε δηλαδή να σπαταλάμε τα χρήματά μας ενισχύοντας τις πολυεθνικές του μεγάλου κεφαλαίου και υπονομεύοντας το εργατικό δυναμικό της πατρίδας μας. Ειδικά ο αγροδιατροφικός τομέας μπορεί να αποτελέσει το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας, παράγοντας και δι-

ακινώντας μοναδικά προϊόντα υψηλών προδιαγραφών. Οι απαξιωμένοι τομείς της βιοτεχνίας και της αγροκτηνοτροφικής παραγωγής είναι εκείνοι που επλήγησαν περισσότερο από όλους, εξαιτίας της οικονομίας καζίνο που έφερε την χώρα σε κατάσταση πρωτοφανούς εξάρτησης και υποτέλειας. Αυτοί οι τομείς θα πρέπει να ενισχυθούν, γιατί αυτοί είναι που θα μας επιτρέψουν να έχουμε μια υγιή παραγωγική ανάπτυξη. Αυτοί οι τομείς αποτέλεσαν την βάση της εθνικής μας οικονομίας και χάρη σε αυτούς θα κατορθωθεί μια περιφερειακή ανάπτυξη που θα επιτρέψει σε όλους μας να μην τρώμε χαράμι το ψωμί μας.


8

πολιτική

Μπρος γκρεμός & πίσω ρέμα γράφει ο ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΜΑΡΑΚΗΣ

Τ

έλειωσε μια μακρά προεκλογική περίοδος με αποτέλεσμα η προηγούμενη συγκυβέρνηση ν’ αντικατασταθεί από μια επόμενη που μόνο νέα δεν μπορείς να την χαρακτηρίσεις. Πολύ κακό για το τίποτα δηλαδή. Έχουν πολλούς και βάσιμους λόγους να χαίρονται και οι αγορές και οι κατά τόπους αντιπρόσωποί τους. Λιγότερο χαρούμενο είναι το πολιτικό προσωπικό της χώρας, που παρότι επιβεβαίωσε τον ρόλο και την ισχύ του, μάλλον, χρειάζεται να αναδιατάξει γρήγορα τις δυνάμεις του και να επινοήσει νέους λόγους για την παρουσία του. Ο χορτασμένος κ. Βενιζέλος δεν ήταν τελικώς η πολύφερνη νύφη του πολιτικού συστήματος αλλά η ανθρωποδιώκτης γεροντοκόρη του. Τον εγκατέλειψαν στην θρασύτητα και στις πομφόλυγές του ακόμη και χρόνιοι θαμώνες του πάλαι ποτέ κινήματος. Όπως και να διαβαστούν τα αποτελέσματα όταν ηγείσαι ενός κόμματος που μόλις τρία χρόνια πριν είχε 44%, την προσγείωση στο 12% επιτυχία δεν την λες. Πιθανότατα ο ίδιος βρει τρόπο να επιβιώσει πολιτικά, αν και για την ώρα μάλλον θα πρέπει να κάνει τους λογαριασμούς του με το ευρύ κι ευρέως χολωμένο πελατειακό σύστημα που για δεκαετίες οικοδόμησε το κόμμα του. Το όραμα ή έστω την προοπτική για τον τόπο μας από μεριάς της Νέας Δημοκρατίας την περιγράφουν οι επιλογές της ίδιας της πανικόβλητης ηγεσίας της, που προσπαθεί να ντύσει την γύμνια της με τα ρετάλια του παλαιοκομματισμού: Μάκης, Άδωνις, Ντόρα, και θιασάρχης ο μέγας Ψωμιάδης με τις ανεξάντλητες δυνατότητες διασυρμού της ευρύχωρης παράταξης. Κι οπισθοφύλακες τα πασοκογενά καλφάδια του «εκσυγχρονισμού», οι νεοφιλελεύθεροι και τα εξτρέμ του Αντώνη που έκανε πολλά περισσότερα απ’ όσα χρειάζονταν για να γίνει Αντωνάκης. Η Ν.Δ. έχασε τις εκλογές του 2009 με 33,5%. Τώρα τις «κέρδισε» με κάτι λιγότερο από 30% −για να μην θυμηθούμε 18,85% του Μαΐου. Στους κερδισμένους αλλά όχι νικητής είναι ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. που συγκεφαλαίωσε τις αντιμνημονιακές δυνάμεις, αφού διεμβόλισε το διε-φθαρμένο ΠΑ.ΣΟ.Κ. κατορθώνοντας να γίνει προνομιακός συνομιλητής της πελατείας του. Άλλοτε στις πλατείες, άλλοτε στις

πορείες κι άλλοτε στα χαρακώματα της Κερατέας έπεισε τους απελπισμένους ότι δεν φταίνε σε τίποτα αυτοί αλλά ... οι άλλοι. Στην πραγματικότητα είναι μια εξόχως συστημική επιλογή, η οποία, αφού ξεπλύνει τα μικρά ή μεγάλα ανομήματα δικών της και ξένων, βάζει από την πίσω πόρτα σχεδόν όλη τη μεταπολιτευτική παθογένεια. Το 4,6% έγινε σχεδόν 27% και η αντιπροσώπευσή του απαιτεί εκπτώσεις, που η ηγεσία του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. έδειξε ότι είναι πανέτοιμη να τις κάνει. Η ΔΗΜ.ΑΡ. επίσης ανήκει στους κερδισμένους των εκλογών για δυο πολύ συγκεκριμένους λόγους. Ο πρώτος είναι γιατί κατόρθωσε να συγκρατήσει τις δυνάμεις της πρόσφατης εκλογικής της επίδοσης κι ο δεύτερος γιατί η πολύτροπη στήριξή της είναι κατά κάποιο τρόπο απαραίτητη σε όλους. Επιπλέον το ανθρώπινο δυναμικό της γνωρίζει πολύ καλά να αυτοσυστήνεται ως δύναμη ευθύνης και να επιβιώνει ή να επιβάλλεται στο πολιτικό σύστημα τελικώς ως βοηθητικό προσωπικό. Οι Οικολόγοι Πράσινοι, η Δημιουργία Ξανά και ο ΛΑ.Ο.Σ. συντρίφτηκαν στις μυλόπετρες ενός νέου διπολισμού τον οποίο δεν θέλησαν ή δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν. Λόγω της κρατικής επιδότησης θα συνεχίσουν όχι διαμορφώνοντας αλλά ελπίζοντας σε συμμαχίες ή σε συνθήκες μικρότερης πόλωσης.

Ενισχυμένη θεαματικά κι ανησυχητικά παρέμεινε η πιο μπρουτάλ εκδοχή της ακροδεξιάς, την οποία ενίσχυσαν χιλιάδες συμπολίτες μας επιλέγοντας τον πολιτικό πρωτογονισμό από την περίπου ... θεσμοθετημένη ατιμωρισία της μεταπολιτευτικής διαφθοράς. Από το 0,29% του 2009 έως το σχεδόν 7% του 2012 η απόσταση είναι τόσο μεγάλη όσο και η επιτυχία της Χ.Α. που όλα δείχνουν ότι, εκτός από την Βουλή, θα κατσικωθεί και στα βραδινά δελτία ειδήσεων για την ανορθόδοξη συμπεριφορά της. Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες έχασαν ένα 3% σε σχέση με την παρθενική επίδοσή τους τον Μάιο αλλά άντεξαν την πίεση, επιβεβαιώνοντας –άθελά τους– ότι δεν είναι λοβοτομημένη σύμπασα η λεγόμενη λαϊκή δεξιά. Το πώς θα διαχειριστούν κι αν θα διαχειριστούν αυτό το ποσοστό που κατόρθωσαν, μένει να αποδειχθεί, αν και ο αρχηγός τους δείχνει επιρρεπής στις γκάφες. Περισσότερες από τρεις μονάδες έχασε το Κ.Κ.Ε. σε σχέση με την προ τριετίας επίδοσή του. Το 7,54% που είχε στις εκλογές του 2009, έγινε 4,5%, δείχνοντας ότι είναι πολύ σκληρό για να πεθάνει αλλά και πολύ δύσκαμπτο για να επιβιώσει σ’ ένα περιβάλλον που του είναι ολότελα ξένο. Σίγουρα οι απώλειές του είναι μικρότερες από αυτές του ΑΝΤ. ΑΡ.ΣΥ.Α. που το 0,36% του 2009 κατόρθωσε ένα αξιοπρεπές 1,19% τον Μάιο για να καταλήξει στο 0,33% ενάμισι μήνα μετά! Όσο για τον αυτοσυστηνόμενο ως Δημοκρατικό - Πατριωτικό χώρο, η πολιτική και εκλογική συμπεριφορά του επιβεβαίωσε ότι, όλως παραδόξως, έχει πολλούς μνηστήρες αλλά ελάχιστη αξιοπιστία και συνοχή. Γι’ αυτό κι όσοι τον παρακολουθούν σκόρπισαν μεταξύ της πατριωτικής ... Ν.Δ., του οψίμως ... πατριωτικού ΣΥ.ΡΙΖ.Α και του παλαιόθεν ... πατριωτικού Κ.Κ.Ε.!!! Το καλό με τα εκλογικά αποτελέσματα είναι ότι ... όλοι είναι κερδισμένοι. Αυτοί που αύξησαν τα ποσοστά τους γιατί γνωρίζουν μεγαλύτερη αποδοχή κι αυτοί που τα μείωσαν γιατί ... αντιστάθηκαν στην περιθωριοποίησή τους από το σύστημα κ.λπ.

Το κ εκλογικά είναι ότι από τις ναγνώσε γκεκριμέ Εν π τελέσμα μάλιστα δεν τα α των εκλο (37%). μπορεί μ νεται στ ταξύ αδ ας. Το μ ότι οι υπ σχηματι φέρνουν τουλάχισ εχόντων κάτι περ αδιαφορ ρο από τ Γι’ αυ –ούτε κα τημα πο πολίτες έχει ένα πλειοψη την πλάτ Νικη αποχή π

Στο δ Παπαδ παραμ πους – την κεν σκέπτε ρούντα πύλης πολλά Δεν υ σπαρα αστική εξαιρο ντημα. λαλίστ ρητική να. Θα περίοδ –για τι δητοπο λόγου Εκκλησ λίστατο σεπτός οριστικ και δια Πάνω


ατικά κι νε η πιο ς ακροίσχυσαν μας επικό πρωπερίπου μωρισία διαφθοου 2009 υ 2012 η μεγάλη Χ.Α. που τός από ωθεί και ιδήσεων συμπερι-

Έλληνες χέση με σή τους ν την πί–άθελά βοτομημενη λαδιαχειριο ποσοοδειχθεί, πής στις

ες έχασε ας επίδοογές του ναι πολύ ύ δύσκαλον που απώλειτου ΑΝΤ. όρθωσε να κατα-

ως Δηπολιτική εβαίωσε μνηστήυνοχή. Γι’ όρπισαν οψίμως αιόθεν ...

σματα είυτοί που ωρίζουν τα μείωριθωριο-

9

επικαιρότητα Το κακό όμως με τα εκλογικά αποτελέσματα είναι ότι, ως αριθμοί, πέρα από τις κομματικές παραναγνώσεις, είναι πολύ συγκεκριμένα. Εν προκειμένω τα αποτελέσματα, εδώ και καιρό μάλιστα, μας λένε –εμείς δεν τα ακούμε– ότι νικητής των εκλογών είναι η αποχή (37%). Η αποχή βεβαίως μπορεί με άνεση να κυμαίνεται στο ευρύ φάσμα μεταξύ αδιαφορίας και αηδίας. Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι υπάρχοντες πολιτικοί σχηματισμοί δεν καταφέρνουν να εμπνεύσουν, τουλάχιστον στο 37% των εχόντων δικαίωμα ψήφου, κάτι περισσότερο από την αδιαφορία και κάτι λιγότερο από την αηδία. Γι’ αυτό δεν απαντάται –ούτε καν θίγεται– το ερώτημα ποια αντιπροσώπευση έχουν αυτοί οι πολίτες και ποια νομιμοποίηση μπορεί να έχει ένα σύστημα που θεμελιώνεται στην πλειοψηφία, όταν η πλειοψηφία του γυρνά την πλάτη; Νικητής των εκλογών είναι και πάλι η αποχή που ενισχύεται από το άκυρο και το

λευκό. Αυτή πλειοψηφεί και κανείς δεν δικαιούται ούτε να την παραβλέπει ούτε να την υποβιβάζει σε αδιαφορία. Το σύστημα γνωρίζει ότι τόσο το ίδιο όσο και η κυβέρνηση στηρίζονται σε μια πλαστή και πλασματική πλειοψηφία. Μια πλειοψηφία που χτίστηκε εκβιάζοντας το εκλογικό σώμα να «επιλέξει» για ακόμη μια φορά το

μη χείρον. Γι’ αυτό και θ’ αναζητήσουν την μακροημέρευσή τους μετερχόμενοι νέα μασκαριλίκια, νέα ονόματα και νέες μεγαλοστομίες. Το ζήτημα σε αυτή την περίπτωση είναι εάν η ίδια η κοινωνία μας μπορεί, υπερβαίνοντας τον κακό εαυτό της, να δώσει με την συμετοχή της κι όχι με την αποχή της μια απάντηση που δεν θα βάζει κάτω από το χαλί τα προβλήματα και θα κινητοποιεί τον καλύτερο εαυτό της. Η περίπτωση της Δημιουργίας Ξανά, της Χρυσής Αυγής και άλλων απέδειξαν ότι το σύστημα μπορεί υπό προϋποθέσεις να διεμβολοστεί από νέα πολιτικά υποκείμενα. Εάν δεν γίνει αυτό –έστω και τώρα– η χώρα δεν θα αποφύγει ούτε τον γκρεμό ούτε το ρέμα. Με άλλα λόγια ή θα κάνει ένα άλμα πιο γρήγορο από την φθορά, ή εάν δεν το τολμήσει ούτε και τώρα, είναι καταδικασμένη να γκρεμοτσακιστεί στα βράχια μιας μικροπολιτικής που θα σώσει –προσωρινώς– τον εαυτό της τρώγοντας όμως τις σάρκες μας.

Μητροφορούντες Σατράπαι Στο διήγημά του τα «Πτερόεντα δώρα» (1906) ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μας περιγράφει πώς ο άγγελος που φέρνει παραμονή πρωτοχρονιάς τα δώρα του Θεού στους ανθρώπους –της αγάπη και την ειρήνη- φεύγει δρομαίως όταν μετά την κενωτική του επίσκεψη σε κατοικίες και συναθροίσεις επισκέπτεται μιαν Εκκλησία κι αντικρύζει άνθρωπον «μητροφορούντα ως αληθόν σατράπη» νε εξέρχεται εκ της κεντρικής πύλης, και δυο χοροί (ένθεν κι ένθεν) να του ψάλλουν «εις πολλά έτη Δέσποτα». Δεν υπάρχει στην νεοελληνική γραμματεία εντελέστερη και σπαρακτικότερη περιγραφή αυτού που ονομάζουμε εκκλησιαστική αλλοτρίωση ή κυριολεκτικά ποιμαντική αφασία. Δεν εξαιρούμε ούτε εαυτούς ούτε αλλήλους από αυτό το κατάντημα. Οι περισσότεροι μητροπολίτες μας ανακαλύπτουν την λαλίστατη γλώσσα τους κι εφευρίσκουν την για κλάματα θεωρητική τους ευλαλία μόνο όταν οσμίζονται κάμερες ή μικρόφωνα. Θα περίμενε κανείς μετά την απροκάλυπτα κακόγουστη περίοδο της αρχιεπισκοπίας του μακαριστού Χριστόδουλου –για τις κάμαρες και τα μικρόφωνα μιλούμε πάντα- να σεινειδητοποιηθεί η ανάγκη για την άρθρωση ενός εκκλησιαστικού λόγου διαυγασμένου από την σταυραναστάσιμη εμπειρία της Εκκλησίας. Μάταιος κόπος. Οι μητροπολίτες παραμένουν λαλίστατοι μόνον υπό τις προαναφερθείσες συνθήκες, ενόσω ο σεπτός προκαθήμενος της Εκκλησίας της Ελλάδος έχει πλέον οριστικώς εγκαταβιώσει στον άλλο πόλο, ήγουν στην άκοπη και διασφαλισμένη αλαλία. Πάνω και πέρα απ’ όλα, βεβαίως, η Εκκλησία είναι ταγμένη,

ως σώμα Χριστού, να ζη εν σιωπή και αφανεία. Να ζη μυστικά την ζωοποιό σχέση με τον Αναστάντα εν αγίω Πνεύματι. Όμως αυτή η σιωπή είχε τον δικό της λόγο. Και ούτος είναι εκωφαντικότερος από τον κάθε ακκισμό βερμπαλιστικής κενόλογης ρητορείας. Προπάντων δε όταν ο κόσμος σταυρώνεται και οδυνάται είναι λόγος πράος, σωστικός αλλά συνάμε κοφτικός σαν μαχαίρι. Αυτόν τον λόγο δεν τον ακούμε. Μπορεί τα κυρίαρχα Μ.Μ.Ε. που εξεδήλωναν απερίφραστα την πεθυμιά τους να ρίξουν τον κυκλοθυμικό Χριστόδουλο στα λιοντάρια, να θωπεύσουν αυτή την συμφέρουσα για τα παντώς είδους καθεστώτα την σιωπή του νυν αρχιεπισκόπου. Δυστυχώς όμως, τούτη η σιωπή δεν κραυγάζει. Μουγγάθηκε η Εκκλησία; Ναι, αν η γραφειοκρατική δομή της διοοίκησής της στραγγαλίθζει την ζωή της. Ο ίδιος ανέσπερος Έλληνας, ο Παπαδιαμάντης, ο πιο οδυνηρός ανατόμος της αλλοτριωμένης παθολογίας του εκκλησιαστικού χώρου, σεμνά διακύρρητε: «εγώ είμαι τέκνον αληθώς της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπό των επισκόπων της». Οι επίσκοποι συγκεφαλαιώνουν την ενότητα του εν Χριστώ Σώματος κι ο Επίσκοπος συνοδικά την επισφραγίζει. Τα υπόλοιπα, σαπρόφυτα, καμαρίλες, λαϊκοί και κληρικοί αρχιμανδρίτες καριέρας και παραγοντίσκοι καταδυναστεύουν την παθολογία όλων όσων θέλουν να λένε ότι είναι Χριστιανοί. Δεν πρόκειται να υπάρξει εκκλησιαστικός λόγος απογυμνωτικός των πραγμάτων όσο όλοι μας ανακυκλώνουμε αυτή την παθολογία. Καλή μετάνοια. Δημήτρης Α. Δημητριάδης


10

πολιτική

Η Επανάσταση είναι ο φόβος και ο τρόμος της μετακομμουνιστικής αστικής Αριστεράς

Κ

ατά την προσωπική μας εκτίμηση η περίφημη οικονομική Κρίση έχει μια γενική και μια ειδική αιτία. Η γενική αιτία της κρίσης οφείλεται στο γεγονός ότι ο Δυτικός Αστός, κατά τα τελευταία 40 χρόνια (όρα Σοσιαλδημοκρατία), δαπάνησε τεράστια υλικά μέσα για να κολακεύσει και να δελεάσει τις μάζες των κοινωνιών της Δύσης, προκειμένου αυτές να παραμείνουν στο άρμα του και να μην υποκύψουν στον εξισωτικό πειρασμό του σοβιετικού, ανατολικού, δεσπότη. Αυτές οι ψυχροπολεμικές δαπάνες θα πρέπει τώρα, ελλείψει Σοβιετικής Ενώσεως, να επιστραφούν. Η ειδική αιτία της κρίσης οφείλεται στην γεωπολιτική κοσμογονία της Μέσης Ανατολής, όπου ο άξονας που έχει στήσει το Ιράν και φτάνει μέχρι και εντός των συνόρων του κράτους του Ισραήλ δονεί απειλητικά όχι μόνο τις γεωπολιτικές ισορροπίες τού κόσμου αλλά και το ίδιο το μοντέλο τού ανθρώπου που δεσπόζει στην νεωτερική πολιτική σκηνή. Η οικονομική κρίση - που ενέσκηψε ή χαλκεύθηκε - δημιουργεί την δυνατότητα μιας αυξημένης συσπείρωσης των παντοίων ελίτ του δυτικού κόσμου, γύρω από την διευθέτηση του δραματικού αυτού γίγνεσθαι. Υπ’ αυτήν την έννοια η κρίση της εποχής μας θυμίζει σε πολλά πράγματα την κρίση της δεκαετίας του 70΄και ενδεχομένως να έχει την ίδια κατάληξη, δηλαδή την καταφυγή στο «Τέλος της Ιστορίας», στο πρότυπο της μετανεωτερικής κοινωνίας, υπό την εξής ελαφρά πλην σημαίνουσα παραλλαγή: τα ίδια κοινωνικά μοντέλα, με διαφορετικές, αντεστραμμένες ιδεολογικά, ενσαρκώσεις προσώπων. Η υστεραία Μεταπολίτευση που διαμορφώνεται μπροστά μας θα πρέπει να εφεύρει ή μάλλον να αναστήσει ιδεολογικά πρόσωπα, υποκείμενα, αντικείμενα που ουσιαστικά δεν υφίστανται, καθώς αποτελούν την «ενότητα των αντιθέτων» στο εσωτερικό του Φιλελευθερισμού. Έτσι ή αλλιώς, η πνευματική πεμπτουσία αυτής της Διαρκούς Μεταπολίτευσης θα είναι η μνησικακία, καθώς η Ιστορία, στο «Τέλος» της ή στην τελευτή της, εκ των πραγμάτων, δεν μπορεί να κινηθεί αλλιώς. Κάποια στοιχειακή θεωρία παιγνίων θα μας υποδείκνυε τους εξής συνδυασμούς αυτής της ατέρμονης Μεταπολίτευσης στο «Τέλος της Ιστορίας»: πρώτη εκδοχή θα ήταν η άτυπη, «ανίερη» συγκυβέρνηση μιας κοινωνικοφιλελεύθερης Δεξιάς (το παράδοξο μιας σοσιαλδημοκρατικής Δεξιάς) με την Αριστερά¹. Σ’ αυτήν την περίπτωση αντικείμενο της μνησικακίας θα είναι ο επάρατος «Τρίτος Δρόμος» της Σοσιαλδημοκρατίας, το προηγούμενο υποκείμενο (ή ενεργούμενο) της μνησικακίας. Η επιλογή αυτής της ανίερης

Το τέλος της ιστορίας συμμαχίας από την πλευρά της «Δεξιάς» θα οφείλεται είτε στην αδυναμία της να εδραιώσει αμέσως και χωρίς διαμεσολάβηση κάποια μορφή Μονοκρατορίας είτε στον πειρασμό της εδραίωσης κάποιας τέτοιας Μονοκρατορίας με «διαλεκτικό» τρόπο. Η αδυναμία αυτή είναι για την Δεξιά, όπως όλα δείχνουν, δομική, καθώς το ανθρωπολογικό υπόβαθρό της είναι «ανάμνηση παλιά». Η αυθεντική, αυτάρκης ου μην αλλά και αυταρχική Δεξιά απαιτεί στέρεο «Κατωνισμό», ρωμαϊσμό (ρωμαίικο στα καθ’ημάς), εδραιωμένο στον συντονισμό της αγροτικής Πατριάς που παράγει στρατιώτες και σε ένα Άστυ, εντός του οποίου, αλλά και urbi et orbi, άρχουν Πατρίκιοι που παράγουν «Πολιτική Θεολογία», υπό την μορφή στωϊκής ηθικής. Κοντολογίς, η διαχρονική αχίλλειος πτέρνα της Δεξιάς είναι η σχέση ακριβώς του Φιλελεύθερου με το «Παλαιό Καθεστώς», σχέση εισέτι ασυμβίβαστη. Είναι ακριβώς αυτή η θεμελιακή ιστορική χωλότητα της Δεξιάς, η οποία μακροπρόθεσμα ίσως να επιτρέψει την εξανάσταση ενός νεόφυτου «Τρίτου Δρόμου», κάποιου καινοφανούς «Κέντρου». Δεύτερο πιθανό πολιτικό μόρφωμα της μεταπολιτευτικής ιστορικής συνέχειας θα ήταν η «Ιερή Συμμαχία» μιας νεοφιλελεύθερης Δεξιάς με μια νεοφιλελεύθερη Σοσιαλδημοκρατία (η μοιραία μετέξελιξη του Κέντρου) και με αντικείμενο της πολιτικής επίθεσης την κοινωνικά φιλελεύθερη Αριστερά. Το δεύτερο σενάριο είναι και το πιο επικίνδυνο για τον εγχώριο ή αλλοδαπό Αστό², γιατί αν εκτυλιχθεί εν μέσω ακραίας λιτότητας, αστυνομικής βίας και ασυδοσίας του επιχειρηματία - εργοδότη ενδεχομένως θα οδηγήσει σε ενοποίηση μεγάλες λαϊκές μάζες, «δεξιές» και «αριστερές» που συνιστούν αυτό που ο Δημήτρης Κιτσίκης ονομάζει «Ανατολικό Κόμμα» και θα μετατρέψει την «Δεξιά» από υποκείμενο της μνησικακίας σε αυτοκτονικό ολετήρα της αστικής δημοκρατίας. Υπάρχει, χωρίς αμφιβολία, και το ενδεχόμενο κάποιας Μονοκρατορίας της Αριστεράς, με ή χωρίς Επανάσταση. Ωστόσο, η Αριστερά - συνολικά και χωρίς εξαίρεση, σ’ αυτό το σημείο - επιμένει στην «Αντιγόνεια», ρητορική εν τέλει, αντίστασή της έναντι ενός απεχθούς Κρέοντα που εκπροσωπείται από τις αστικές δυνάμεις του Κέντρου και της Δεξιάς. Βαλτώνει στον ρόλο του προνομιούχου θύματος³ και δεν αναπτύσσει εγκαίρως ειλικρινή αυτοκριτική για την συνδιαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος, «αγκαζέ» με την Σοσιαλδημοκρατία και με την «τσόντα» της «Δεξιάς σε αναμονή», κατά την διάρκεια της κυρίως ειπείν Μεταπολίτευσης. Με λίγα λόγια η Αριστερά θέλει ή δύναται να κυβερνήσει

μόνον σε βάθος πεδίου και όχι σε πρώτο πλάνο. Υπό το καθεστώς αυτής της ριζικής ψυχοσύνθεσης η Επανάσταση είναι ο επιφανής, επιδεικτικός ναρκισσισμός αλλά κατά βάθος ο φόβος και ο τρόμος της μετακομμουνιστικής αστικής Αριστεράς, «του Πολιτισμού και της Προόδου». Συνηθίσαμε να ελεεινολογούμε την κυρίως ειπείν Μεταπολίτευση για τις πολιτικές και πολιτιστικές επιλογές της, αλλά το πνεύμα και ο νεοελληνικός πολιτισμός των τελευταίων δεκαετιών είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον μεταπολεμικό δεξιοφιλελεύθερο πολιτισμό, ο οποίος βασίζεται στην «Βορειοατλαντική» επίνοια. Η Δεξιά και η Αριστερά της μεταπολεμικής Ελλάδας είναι εφευρήματα του Αμερικανισμού και όχι παρεκκλίσεις ή αυθαιρεσίες ενός ατίθασου, λαϊκού Ρωμαίικου. Στην ουσία το λαϊκό Ρωμαίικο τέλειωσε επάνω στο «Βουνό»⁴. Ο εμφύλιος πόλεμος αφάνισε όλες τις ενσαρκώσεις της Δεξιάς και της Αριστεράς∙ απ’ αυτές έμεινε η φιλελεύθερη αφαίρεσή τους, απηνής στην αντικομμουνιστική πώρωσή της, κατέληξε άψυχη, άνευρη, φαντασματική στις νεοφιλελεύθερες, κολεγιακές, αριστεροδεξιές αποχρώσεις τής σήμερον⁵. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και η πτώση του Φασισμού σήμανε την εξάλειψη τής στρατιωτικής ενσάρκωσης του σώματος του δυτικού ανθρώπου, ενώ η κατάρρευση της Σοβιετίας την εξαφάνιση του εργατικού ήθους αυτού του σώματος⁶. Απέμεινε η ηδονική, απολαυστική χρήση του, προϊόν των πολιτιστικών επαναστάσεων του 60΄ και 70΄, το οποίο δείχνει να κλονίζεται κατά την διάρκεια αυτής της κρίσης που βιώνουμε. Υπάρχει όμως έξοδος απ’ αυτό το μετανεωτερικό ηδονικό σώμα του δυτικού ανθρώπου και την συνακόλουθη εμπορευματική χρήση του; Πρακτικώς όχι, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τον πολιτισμό μας. Αυτό φαίνεται να είναι το «Τέλος της Ιστορίας» του δυτικού ανθρώπου. Απόδειξη των ανωτέρω η εξής συνθήκη: στην παρούσα κρίση θρηνούμε - άρον άρον και πρωτίστως - την απώλεια της πάλαι ποτέ ανθηρής αγοραστικής δύναμής μας. Οι αξίες που προβλήθηκαν για να ασκηθεί κριτική στην Παγκοσμίωση ριγούν μπροστά στην λαίλαπα της ανέχειας. Μάλλον δειλοί φανήκαμε όταν πριν την εμφάνιση της «Κρίσης» ασκούσαμε κριτική στην «μελαγχολία της ευτυχίας» που εισήγαγε η νέα χιλιετία της «Παγκοσμίωσης». Όμως, όλα δείχνουν ότι για μια ακόμη φορά ο Δήμος θα στηρίξει αυτόν που θα «ρίξει τα λεφτά από το ελικόπτερο». Αυτός είναι ο ψυχολογικός πυρήνας της Διαρκούς Μεταπολίτευσης στο «Τέλος της Ιστορίας»⁷.

1. Εμφορού λευθερισμο την μετακο νιο της εξο νοχοποίησ Αριστερά τ στο δόκαν πολιτιστική Έτσι υιοθέ όλα εκείνα ο αμερικάν τα κομμου Το πρόβλη στερά είνα επρόκειτο λελευθερισ βάθος ρίζα σας λαϊκής η πατρίδα ταλείποντα «Φασισμού στο όνομα 2. Στην πε σε ριζοσπα σης της ελ φο τύπο δ αμυδρά, σκ Η μελλοντι προφητικό Εγκλήματο του): κοιλά καταδρομέ νεδρίας, σ 3. «Ήμαστα κης για τα Δ


ας

11

πολιτική

& η διαρκής Μεταπολίτευση γράφει ο ΝΙΚΟΣ ΜΑΥΡΙΔΗΣ

ώτο πλάικής ψυπιφανής, ά βάθος μουνιστισμού και

ην κυρίτικές και πνεύμα ελευταίεδεμένο θερο ποορειοαττερά της υρήματα εις ή αυωμαίικου. ωσε επάμος αφάς και της λεύθερη ομμουνιάνευρη, , κολεγιής σήμεμος και η εξάλειψη σώματος άρρευση ργατικού ε η ηδοοϊόν των και 70΄, ην διάρε. Υπάρωτερικό που και ήση του; ι αφορά είναι το θρώπου. κη: στην άρον και ποτέ αναξίες που κή στην λαίλαπα με όταν κούσαμε ίας» που μίωσης». μη φορά «ρίξει τα ναι ο ψυεταπολί-

1. Εμφορούμενη κ’ αυτή απ’ το πνεύμα του κοινωνικού φιλελευθερισμού∙ εκ μόνου τούτου αρχίζουν τα παράδοξα για την μετακομμουνιστική αριστερά: μένοντας στο παρασκήνιο της εξουσίας, κυρίως μετά την νομιμοποίηση και απενοχοποίησή της κατά την διάρκεια της Μεταπολίτευσης, η Αριστερά ταύτισε Πολιτική και Πολιτισμό, έπεσε δηλαδή στο δόκανο του φιλελεύθερου Αστού και αποτέλεσε την πολιτιστική συνιστώσα τού οικονομικού φιλελευθερισμού. Έτσι υιοθέτησε, ανεπιγνώστως ή λόγω κοντοφθαλμίας, όλα εκείνα τα εργαλειακά ιδεολογήματα μέσω των οποίων ο αμερικάνικος κοινωνικός φιλελευθερισμός αφομοίωσε τα κομμουνιστικά αιτήματα της κοινωνικής δικαιοσύνης. Το πρόβλημα λοιπόν για την κοινωνικοφιλελεύθερη Αριστερά είναι ότι κυριολεκτικά αυταφομοιώνεται, ως εάν να επρόκειτο για «Μαύρη Τρύπα», από τον πολιτιστικό νεοφιλελευθερισμό της, ο οποίος εξακτινώνεται και αποδομεί σε βάθος ρίζας, κοινωνικά θεμέλια, ρημάδια μιας απωλεσθείσας λαϊκής κουλτούρας, όπως η παραδοσιακή οικογένεια, η πατρίδα και η θρησκεία, καθημαγμένες ιδέες που εγκαταλείπονται αβασάνιστα στην ιδεολογική επικράτεια του «Φασισμού» ή κάποιας αριστερής παρέκκλισης που ακούει στο όνομα «Εθνομπολσεβικισμός». 2. Στην περίπτωση της κυρίως ειπείν Δύσης θα οδηγήσει σε ριζοσπαστική έξαρση της τευτονικής, άναρχης αίσθησης της ελευθερίας «πέραν του νόμου», σε έναν ιδιόμορφο τύπο δυτικού ταλιμπάν καμικάζι, τον οποίον, έστω και αμυδρά, σκιαγραφεί ο «Γυμνός Άνθρωπος» του Αγκάμπεν. Η μελλοντική εικόνα της Ευρώπης πιθανόν να θυμίζει τον προφητικό τόνο του Λαρς Φον Τρίερ, στο «Στοιχείο του Εγκλήματος» (η μοναδική αυθεντικά εμπνευσμένη ταινία του): κοιλάδα κλαυθμού, πλημμυρισμένη ερημιά, όπου οι καταδρομές του αχερόντειου ντετέκτιβ Φίσερ έπονται συνεδρίας, στο Κάιρο, από μουσουλμάνο ψυχαναλυτή! 3. «Ήμασταν θύματα, θύματα, θύματα», λέει κάπου ο Μίκης για τα Δεκεμβριανά, προφανώς για να εντυπωθεί στην

συνείδησή μας, όπως η πύρινη σφραγίδα στα μεριά του ζωντανού. Η χρήση και κατάχρηση της ενοχής, η θυματοποίηση είναι ο εσωτερικός αρμός που εξασφαλίζει την συνέχεια της Διαρκούς Μεταπολίτευσης, υπό την ατσάλινη αιγίδα των αγγλοαμερικανικών “ethics”, από τον υποκριτικό πουριτανισμό μέχρι την εικονική, παραφιλική, ερωτική απελεύθερωσή μας . Τίποτε δεν άλλαξε από την εποχή του κυρίου Διευθυντή Τσαγανέα και της «Μπιμπής» στο «Μια ζωή την έχουμε» του Τζαβέλα: ο τραπεζίτης και η ερωμένη του, ο Αστός και η πανίσχυρη γραμματέας του αποτελούν το ανθρωπολογικό υπόβαθρο της εξουσίας. Είτε υπό την διεύθυνση του δεξιοχριστιανού ταρτούφου είτε υπό την προστασία του αριστερού φαλλοκράτη φεμινιστή, η Μπιμπή, αυτό το αιώνιο θύμα, συμμαχούσε πάντοτε με τον δυνατότερο άνδρα της εποχής και ευνούχιζε τον ασθενέστερο, χύνοντας βεβαίως μαργαριταρένια, αληθινά (κατά τον δεσμοφύλακα Αυλωνίτη) δάκρυα για την φύση του σκορπιού που ξεδίπλωνε κατά την λύση του δράματος. 4. Έκτοτε είχε απομείνει η προοπτική της «λαϊκής υπερσάρκωσης» (για να χρησιμοποιήσουμε τον ευφυή όρο του Μπωντριγιάρ): υπερέκταση αφηγήσεων, υπερβολική «έκφρασις» μικροαστικών ανθρωπολογικών τύπων που αφορούσαν κάποια, κούφια εν τέλει, «λαϊκή ψυχή». Η ιστορία του Λαού, που δεν είναι άλλο από την προσομοίωση της κοινότητας της γης εντός του Άστεως, διεσύρθη κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες από τον Καραμανλισμό της χριστιανικής Δεξιάς και τον «Βουγιουκλακισμό» της Finos Films και ακολούθως κατέρρευσε υπό το καθεστώς του Ανδρεοπαπανδρεϊκού «Λαϊκισμού». Πολύ πριν την σημερινή κρίση σοβούσε η απώλεια του λαϊκού σώματος στην σημιτική οκταετία: ο Λαός προχωρούσε, ωχρός, σαν τον Νοσφεράτου, με τον αυτόματο πιλότο της ψευδώνυμης «ανάπτυξης» και της οικονομικά (;) «Ισχυρής Ελλάδας» και με μοχλό την ρωμιογερμανίζουσα, διαφωτιστική «ήρεμη δύναμη».

5. Η αντικομμουνιστική αυτή ψύχωση δημιούργησε και τον μύθο της «επαράτου Δεξιάς», ωστόσο όλα τα πρωτοκλασάτα στελέχη της ΕΡΕ ήταν «μετριοπαθείς φιλελεύθεροι», κεντρώοι βενιζελοβασιλικοί που ενώθηκαν για να προλάβουν την λαίλαπα, την επαχθή «Κάθοδο» των, υπό κομουνιστική λεοντή, Ρώσων. Αγγλόφιλοι - η φυσική ροπή κάθε δυτικόφρονος ρωμιού εκσυγχρονιστή που αποδεικνύεται εν τέλει ο χειρότερος, ο πιο καθυστερημένος Ρωμιός - όπως ακριβώς και ο Βενιζέλος και ο Βασιλιάς (ο τελευταίος έκλινε προς τα εκεί μεταπολεμικά, μετά την κατάρρευση του Γερμανισμού). Αντιστοίχως και παράλληλα, το περίφημο επεισόδιο του Κίτσου Μαλτέζου στην Κατοχή και οι αυτουργοί του σκιαγραφούν –όπως απέδειξε περίτρανα σύνολη η Μεταπολίτευση- το ψυχικό πορτραίτο εκείνης της αστικής νομενκλατούρας που θα πραγμάτωνε την προοπτική της τόσο «Λαϊκιάς Δημοκρατίας». 6. Εδώ έγκειται η αντίφαση της κριτικής της Άρρεντ στον Ολοκληρωτισμό: καταγγέλλωντας τον Ολοκληρωτισμό του Φασισμού και του Σταλινισμού, εν πνεύματι «Ανοικτής Κοινωνίας», ωθούσε τον Φιλελεύθερο κόσμο σε ένα τρόπο του βίου που εμφανώς υποτιμούσε και εν πολλοίς καταδίκαζε εκφάνσεις του Ιερού, όπως οι μορφές του Στρατιώτη και του Εργάτη, δια των οποίων, ούτως ή άλλως, ψωμίζεται ακόμη και σήμερα ο αστός της δικής της συνομοταξίας. 7.Η συρρίκνωση του γεωπολιτικού δυναμικού της Δύσης δεν σημαίνει απαραίτητα και παράλληλα συρρίκνωση του φιλελεύθερου κοσμοειδώλου. Η μεταγραφή όμως του Φιλελευθερισμού στην Ανατολή μοιραία θα οδηγήσει σε νέα σύνθεση του Ιερού σώματος με την « Μεγάλη Ιδέα». Αυτήν την προοπτική φαίνεται να προλαμβάνει ή να προωθεί η πρόσκληση του Ισλάμ από την σύγχρονη Ρώμη, η οποία, αφού εξάντλησε τις δυνάμεις του παλαιού, οργανικού συμμάχου, του Χριστιανισμού, δείχνει να βρίσκει στο πρόσωπο του Μουσουλμάνου την βραχυπρόθεσμη ή μακρόπνοη αιχμή του δόρατός της.


12

πολιτική

Κατά των «αντιμνημονιακών» γράφει ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΛΕΜΗΣ

Α

πό την αρχή τάχθηκα κατά του διχαστικού, για τον λαό και το έθνος, δίπολου «μνημονιακοί - αντιμνημονιακοί». Θεωρούσα και θεωρώ ότι κανένας Έλληνας δεν θέλει το Μνημόνιο, ότι απλούστατα υπάρχουν δύο κύριοι δρόμοι αντίληψης και αντιμετώπισης του προβλήματος. Κι αν κάποιοι θέλουν το Μνημόνιο από βίτσιο, διαστροφή, «ταξικό συμφέρον», «πρακτοριλίκι» κ.λπ. εμείς δεν πρέπει να τους περιχαρακώσουμε, να τους γκετοποιήσουμε, να συμβάλλουμε στον ετεροκαθορισμό τους και τελικά στη συσπείρωσή τους υπό την ηγεσία μάλιστα πολιτικών ανδρών που όλοι, δίκαιοι και άδικοι –οψίμως βέβαια– κατηγορούν, ως φαύλους, ενδοτικούς και γενικότερα πατριδοφάγους. Από την αρχή επίσης πήρα θέση, με μια σειρά μακροσκελή κείμενα, που δημοσιεύτηκαν στο ηλεκτρονικό περιοδικό Αντίφωνο¹, όπου εξηγούσα την κατά την άποψή μου στρατηγική που έπρεπε ν’ ακολουθήσουμε. Η στρατηγική αυτή είχε τα εξής χαρακτηριστικά: 1) Λάμβανε υπόψη ότι ο εχθρός –η Γερμανία της Μέρκελ και του Σόιμπλε– δεν είναι μόνο κακός, αλλά είναι και πανίσχυρος. Μπροστά του δεν μπορούν να αντιπαραταχθούν, ούτε μόνες τους ούτε όλες μαζί, χώρες σαν την Ιταλία, την Ισπανία, την Αγγλία. Ούτε, βέβαια, και η Γαλλία του Ολάντ, αν και η ήττα του Σαρκοζί αφαίρεσε δύναμη από τον «Άξονα». 2) Λάμβανε υπόψη την ανυπαρξία, ουσιαστικά, παραγωγικής βάσης της χώρας, γεγονός που οφείλεται στην τύφλα όλων των πολιτικών και πνευματικών ανθρώπων, όλων των παρατάξεων τα τελευταία εξήντα, τουλάχιστον, χρόνια. Όλοι, ακόμα και η αντιιμπεριαλιστική και εθνικαεπελευθερωτική Αριστερά, υποστήριζαν ότι η Ελλάδα από χώρα αγροτική-βιομηχανική έπρεπε να γίνει βιομηχανική-αγροτική, λες και μπορούσε ποτέ να προφτάσει και να ανταγωνιστεί τη Γερμανία, την Αγγλία, την Γαλλία, την Ιταλία, για να μην πω τις ΗΠΑ. Έχασε έτσι το τρομακτικό της πλεο-

νέκτημα που ήταν η παραγωγή ποιοτικών και υγιεινών τροφίμων. Έχασε, δηλαδή, την ικανότητά της να παρεμβαίνει στο παιγνίδι σαν να ήταν –λίγο πολύ–... πετρελαιοπαραγωγός χώρα. Γιατί αποδεικνύεται, στις αρχές κιόλας του 21ου αιώνα, ότι όπως είναι το πετρέλαιο για τα μηχανήματα, είναι τα τρόφιμα για τους ανθρώπους που δουλεύουν –με όλους τους τρόπους– πάνω στα μηχανήματα και στη διοχέτευση της βιομηχανικής παραγωγής στην κοινωνία. 3) Καθόριζε τον χαρακτήρα του πολέμου –ότι είναι πόλεμος με άλλα μέσα τούτη η κρίση– καθόριζε τον κύριο εχθρό, τους συμμάχους ( κύριους και δευτερεύοντες), τον τρόπο διεξαγωγής τους πολέμου. Συγκεκριμένα έλεγε ότι σε επίπεδο οικονομίας ο αγώνας είναι αμυντικός. Ότι πρέπει να οχυρωθούμε στα χωριά για να αντέξουμε τα πρώτα χρόνια. Να ανασυντάξουμε τις νέες παραγωγικές δυνάμεις

κι απέ ν’ αντεπιτεθούμε στην καρδιά του Ευρωπαϊκού προβλήματος, που είναι τα τρόφιμα. Τη φάση αυτή την προσδιόριζε σύντομη, μεσοπρόθεσμη θα έλεγε, και υπεδείκνυε πώς μπορεί να γίνει αυτό. Καθόριζε «τον κατά θάλασσα αγώνα», ως την αιχμή του δόρατος και την κύρια δύναμη κρούσης. Αυτό το μέρος του αγώνα το ονόμαζε «Παραγωγική Ανασυγκρότηση της Πατρίδας» και τον θεωρούσε –κι ακόμα τον θεωρεί– τον μόνο οικονομικό στόχο, όπου πραγματικά το έθνος μπορεί, όλο μαζί, να συμπαραταχθεί. 4) Ταυτόχρονα αναδείκνυε τον αγώνα στο επίπεδο του Πνεύματος και ξεκαθάριζε ότι οι θυσίες και οι παρακαταθήκες όλων των προηγούμενων γενεών των Ελλήνων μας επιτρέπουν να διεξάγουμε πόλεμο επιθετικό, πόλεμο απελευθερωτικό, πόλεμο μάλιστα προς όφελος και των λαών όλου του κόσμου, αφού θα μπορούσαμε να δείξουμε σ’ αυτούς πώς οι Έλληνες εξακολουθούν να πολεμούν σαν ήρωες και στον αιώνα του μηδενισμού και στον καιρό της «ξαπλώστρας». Τον ξεχωριστό αυτό αναιμάκτως επιθετικό πόλεμο τον ονόμασα Πνευματική Ανασυγκρότηση του Έθνους. Μην ξεχνάτε ότι το ΕΑΜ, πριν απ’ όλα και κυρίως, νίκησε τον φασισμό πνευματικά. Μόνο ελεύθεροι πνευματικά άνθρωποι παίρνουν τα όπλα ή στέκονται μπροστά στα αποσπάσματα. 5) Κοντολογίς, ισχυριζόμουν και ισχυρίζομαι, ότι η κατάσταση είναι όπως τότε στο Φάληρο. Ο Καραϊσκάκης θέλει να σφίξει τον κλοιό σιγά σιγά, με αντάρτικη τακτική, αποφεύγοντας την κατά μέτωπο σύγκρουση, αποφεύγοντας τη σύγκρουση στον κάμπο, όπου υπερτερεί το ιππικό του εχθρού, αποφεύγοντας τη σπατάλη δυνάμεων, αποφεύγοντας την υπονόμευση του ηθικού με άσκοπες και αιματηρές ενέργειες. Κι απ’ την άλλη μεριά ο Κόχραν θέλει κατά μέτωπο επίθεση, ανοιχτή σύγκρουση στην πεδιάδα, γιουρούσια και ραγδαία προέλαση του στρατού, που όπως λέει ο

Ράμφος να αναλ πολεμή σκάκης κιοτήδε ρει τα κα δεν κατ τέτοιου 6) Τέ νωτά κε ζωή της από το στρατηγ αδική» κ που ονο δενιστικ

Αυτά λων, δε γική, πο όλοι πια γάστηκε από ευρ λε, βλέπ σαν τον δημοσιο Ούτε κα λιάς». Π ήθηκαν μονιακο περισσό κάθε λό


13

πολιτική

ν»

ε στην ύ προρόφιμα. σδιόριζε θα έλεπορεί να ον κατά ν αιχμή α δύναρος του αγωγική τρίδας» όμα τον ονομικό ο έθνος παρατα-

κνυε τον Πνεύμαι θυσίες λων των των Ελα διεξάπόλεμο ο μάλιων λαών θα μποαυτούς ουθούν και στον αι στον ς». Τον πιθετικό Ανασυτε ότι το ησε τον εύθεροι τα όπλα σματα. αι ισχυως τότε έλει να τάρτικη μέτωπο κρουση πικό του η δυνάυση του ενέργειαν θέλει ύγκρουραγδαία ως λέει ο

Ράμφος, μαζί με τον Τατσόπουλο, πρέπει να αναλάβει την ευθύνη του άλλου και να πολεμήσει όρθιος(!). Κι επειδή ο Καραϊσκάκης δεν συναινεί, βρίζει τους πάντες κιοτήδες και προδότες, απειλεί ότι θα πάρει τα καράβια του και θα φύγει, ότι αυτός δεν καταδέχεται να είναι αρχιστράτηγος τέτοιου στρατού «ατάκτων»(!). 6) Τέλος, ακόμα νωρίτερα, με δύο απανωτά κείμενα επισήμαινα ότι η πολιτική ζωή της χώρας κινείται και ταλαντεύεται, από το 1940 και μετά, ανάμεσα σε δύο στρατηγικές: Αυτή που ονομάζω «Ζαχαριαδική» και πατριωτική από τη μια και αυτή που ονομάζω «Πλουμπιδική» και εθνομηδενιστική, από την άλλη². Αυτά τα λόγια, δικά μου και λίγων άλλων, δεν εισακούστηκαν. Αυτή η στρατηγική, που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο όλοι πια την προσεγγίζουμε, δεν επεξεργάστηκε και, κυρίως, δεν υιοθετήθηκε από ευρύτερες δυνάμεις. Δεν την προέβαλε, βλέπετε, ένας μεγαλοδημοσιογράφος σαν τον Γ. Μαλούχο ή ένας μικρομέγαλος δημοσιογράφος σαν τον Κ. Βαξεβάνη. Ούτε καν ένας μικρομέγαλος «Καραμπελιάς». Πρωτίστως οι απόψεις αυτές αγνοήθηκαν από τους ταμαχιάριδες «αντιμνημονιακούς», εκείνους δηλαδή που είχαν, περισσότερο από όλους τους άλλους, κάθε λόγο να θέλουν να οδηγήσουν πιο

γρήγορα και πιο ολοκληρωτικά τη χώρα στην ανεξαρτησία της. Οπότε προέκυψε το εξής χάλι των «αντιμνημονιακών»: Ενώ διαμαρτύρονται για τρομοκρατία, οι ίδιοι τρομοκρατούν προβάλλοντας το Μνημόνιο ως το απόλυτο κακό, το κακό χωρίς γιατρικό! Όλοι ξέρουμε όμως, ότι ακόμα κι όταν όντως κατακτήθηκε η χώρα, μετά απελευθερώθηκε. Αυτό σημαίνει ότι εργάζονται υπέρ εκείνων που θέλουν τους Έλληνες υποταγμένους: (α) γιατί έτσι και επιβληθεί το Μνημόνιο –και θα επιβληθεί γι’ αυτό και ο Τσίπρας κλείνεται στο Κούγκι(!)– ο λαός θα είναι «από καιρό έτοιμος» να παραδώσει τα όπλα και οι ηγέτες του «αντιμνημονιακού» αγώνα θα μοιάζουν με τους ηγέτες εκείνους, που έλεγαν ότι οι γερμανικές μεραρχίες δεν μπορούν να νικηθούν με αντάρτικο στα βουνά της Ελλάδας και «διέφυγαν» στην Μέση Ανατολή με το καΐκι «Άγια Κυριακή», ξέρετε ... «Αλεξάνδρεια Αθήνα έκανε τα χρόνια εκείνα...», (β) γιατί καλλιεργούν συστηματικά στο λαό την ιδέα ότι η κατάργηση του Μνημονίου, η υπέρβαση της λιτότητας και όλων των δεινών, είναι ζητήματα που λύνονται «από τα πάνω», με πλειοψηφίες και αποφάσεις της Βουλής, με κινήσεις, μαγκιές, εξυπνάδες, καουμποϊλίκια των όποιων πολιτικών αρχηγών, το κοκαλάκι της νυχτερίδας όρισε, να είναι γνήσιοι εκφραστές του λαϊκού συμφέροντος

και «καθαροί», «αμόλυντοι», «άσπιλοι» από λάθη, βλακείες, ολιγωρίες, προδοσίες. Ακόμα κι όταν μιλάνε για κινητοποίηση του λαού, ακόμα κι όταν τον κατεβάζουν στο δρόμο, δεν τον προετοιμάζουν, επ’ ουδενί, να χωνέψει ότι το δίκιο, αυτή τη φορά, δεν θα κριθεί στο δρόμο αλλά στο χωράφι και στη βιοτεχνία. Δεν τον προετοιμάζουν να γίνει αυτός ο ίδιος ο Λαός, όπως πάντα, «Αντάρτης – Κλέφτης – Παλληκάρι» στον αγώνα για την Παραγωγική Ανασυγκρότηση της Πατρίδας και για την Πνευματική Ανασυγκρότηση του Έθνους. Η τακτική αυτή, να έχουμε το λαό «διεκδικητή» (και κάμποσο »εκδικητή» για να μην καταλαβαίνει την παγίδα) και όχι «παραγωγό» προϊόντων, και ως εκ τούτου και Αναγεννητή της Νέας Ελλάδας, δεν είναι μόνο μια καταστροφική πολιτική αλλά και μια βαθιά αντιδημοκρατική πολιτική, αφού δεν στρέφει το λαό στην απόκτηση της πραγματικής δύναμης, ήγουν στην παραγωγή του Ζην του. Όταν, ο λαός, δεν μπορεί να παράγει απευθείας το Ζην του αλλά μπορεί να το παράγει μέσα από το, γερμανοτσολιάδικο κράτος, τότε –μετά το Μνημόνιο– αυτό το χειρότερο γερμανοτσολιάδικο κράτος θα καθορίσει και πάλι το Ευ Ζην του. Κι επειδή το κράτος είναι ένας μηχανισμός, μην έχετε αμφιβολία ότι το Ζην και το Ευ Ζην του λαού, θα το καθορίσουν τελικά εκείνοι οι «μπαρουτοκαπνι-


14

πολιτική

σμένοι αντιμνημονιακοί», που ήδη έχουν τα χαρακτηριστικά νομενκλατούρας. Και να γιατί έχουν ήδη τα χαρακτηριστικά νομενκλατούρας: Αν και τρομοκρατούν τους άλλους για το μεγάλο κακό και το αναπόδραστο του Μνημονίου οι ίδιοι είναι κουλ, χαλαροί και λάιτ! Είκοσι πέντε περίπου κόμματα κατέβηκαν στις εκλογές «καταγγέλοντας» τον «μονόδρομο του Μνημονίου» με είκοσι πέντε ξεχωριστούς ... μονόδρομους(!!!). Εφόσον είναι τα πράγματα τόσο άσχημα και το Μνημόνιο είναι όλεθρος –δεν αμφιβάλλω γιατί είμαι σε χειρότερη θέση από εκείνους που ηγούνται του «αντιμνημονιακού» αγώνα³– και δεν είναι «μονόδρομος», δεν θα έπρεπε να ενωθούν όλοι αυτοί ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ και να συγκροτήσουν έναν άλλο δρόμο στο «μονόδρομο του Μνημονίου»; Δεν θα έπρεπε να έχουν ήδη ενωθεί και να «πίνει ο ένας το κάτουρο του αλλουνού», όπως ήταν διατεθειμένος να κάνει ο Μακρυγιάννης για το καλό της Πατρίδας; Γιατί δεν το κάνουν; Είτε δεν είναι τα πράγματα τόσο άσχημα, οπότε και μας τρομοκρατούν κοροϊδεύοντάς μας, είτε είναι τα πράγματα τόσο άσχημα και παρόλα αυτά εκείνοι κοιτάνε να κερδοσκοπίσουν (κομματικά και «άλλα» οφέλη) πάνω στην καταστροφή της χώρας. Αργήσανε να σώσουν την Γκούρενα, όταν μια οβίδα γκρέμισε το Ερεχθείο, και πέθανε γιατί μαλώνανε ποιος θα την σώσει. Αυτός θα έβρισκε και το κεμέρι του Γκούρα! Να τι λέει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία για την ανάλογη φαυλότητα: «... οι δίκαιοι φαίνονται σοφότεροι και ανώτεροι και δυνατότεροι να πράξουν κάτι, ενώ οι άδικοι δεν έχουν τη δύναμη να κάνουν μεταξύ τους τίποτα. Αλλά όμως

δεν λέμε ολόκληρη την αλήθεια γι’ αυτούς που ισχυριστήκαμε πως με συνεργασία μεταξύ τους πέτυχαν κάτι σπουδαίο, παρ’ ότι ήταν άδικοι γιατί αν ήταν καθ’ ολοκληρίαν άδικοι δεν θα μπορούσαν να κρατηθούν μακριά ο ένας από τον άλλο, αλλά είναι φανερό ότι απόμενε σ’ αυτούς κάποια δικαιοσύνη, που τους έκανε να μην αδικούν τους συντρόφους τους, καθώς στρέφονταν εναντίον άλλων, και λόγω αυτής έπραξαν όσα έπραξαν. Επιδόθηκαν, μάλιστα, με ορμή στα αδικήματα, ενώ ήταν μόνο κατά το ήμισυ άδικοι, γιατί οι τελείως κακοί και οι τελείως άδικοι είναι και εντελώς ανήμποροι νά πράξουν κάτι...»⁴. Αφού, λοιπόν, καλοί μου «αντιμνημονιακοί» άνθρωποι διαιρέσατε το όποιο αντιμνημονιακό ΟΧΙ του λαού σε όσα κομματάκια και κόμματα άντεχε η ψυχή σας, τώρα σείετε το «μήνυμα του λαού»! Μα όταν κάτι μοιράζεται μετά δεν προστίθεται! Όταν θυσιάσουμε τον αμνό, τον τεμαχίσουμε, τον ψήσουμε και τον φάμε, μετά δεν μπορούμε να προσθέσουμε τα κομμάτια του, όπως έκαναν οι θεοί με τον αρχαίο υμών πρόγονο ... τον Τάνταλο. Πολλώ δε μάλλον να τον αναστήσουμε ... από την κοπριά που ... παρήχθη από το εκλογικό τσιμπούσι. Και καθόλου μην παραπονιόσαστε για τα κοψίδια που σας άρπαξαν τα χρυσαυγήτικα «αντιμνημονιακά» σκυλιά. Ούτε τόσο δίκαιοι είσαστε λοιπόν, όσο ισχυρίζεστε, αφού μόνο στους δικούς σας ανθρώπους φερόσαστε δίκαια και αυτό όχι πάντα και όχι τόσο όσο να προκάμει να βγει το αποτέλεσμα από την κάλπη. Ούτε τόσο ανιδιοτελείς είσαστε, αφού ούτε καν με δικούς σας ανθρώπους δεν μπορείτε να πορευτείτε τόσο όσο να προ-

κάμει να βγει το αποτέλεσμα της κάλπης. Ούτε τόσο κατεστραμμένοι είσαστε από το Μνημόνιο, αφού έχετε χρήματα και χρόνο και «ψυχή» να κάνετε τέτοιου είδους προεκλογικό και τάχα μου τάχα μου «αντιμνημονιακό» αγώνα. Μαζευτείτε λοιπόν και ανανοηθείτε. Γιατί ο λαός, μετά τον Ανάλατο φευ, μη μπορώντας να εννοήσει το μέγεθος της ανοησίας σας θα θεωρήσει ευλόγως ότι πρόκειται για ... προδοσία. Θα πει: «Θεέ μου, δεν μπορεί να ήταν τόσο ανόητοι! Προδότες είναι!». Θα κάνει ό,τι ακριβώς τον διδάσκετε εσείς τώρα. Τότε που θα έχει σημάνει δώδεκα και πέντε το εκκρεμές θα δείχνει εσάς «στη φούρκα» της Πλατείας Συντάγματος. 1. http://www.antifono.gr/portal/Κατηγορίες/Ελλάδα-Ιστορία-ΓεωΠολιτική/Άρθρα/2599-Ακριβοιστα-πιτουρα-και-φθηνοι-στ-αλευρι.html http://www.antifono.gr/portal/Κατηγορίες/Ελλάδα-Ιστορία-ΓεωΠολιτική/Άρθρα/2672-Να-τουςυπερφαλαγγίσουμε.html http://www.antifono.gr/portal/Κατηγορίες/Ελλάδα-Ιστορία-ΓεωΠολιτική/Άρθρα/2932-Από-τονΙσοκράτη-στον-Αλέξανδρο-από-το-Τότε-στοΤώρα.html 2. http://www.antifono.gr/portal/Κατηγορίες/Ελλάδα-Ιστορία-ΓεωΠολιτική/Άρθρα/2462-ΝείκοςΖαχαριάδης-Νείκος-Πλουμπίδης-Νίκος-Μπελογιάννης-Έλλη-Παππά.html http://www.antifono.gr/portal/Κατηγορίες/Ελλάδα-Ιστορία-ΓεωΠολιτική/Άρθρα/2511-Δύο-θύτεςτέσσερα-θύματα-ένας-ήρωας-.html 3. Είμαι σε χειρότερη θέση από σας γιατί δεν έχω τα χρήματα που έχετε εσείς ή οι αρχηγοί σας για να κάνετε προεκλογικό αγώνα. Και προτιμώ να είναι φτωχός και «μνημονιακός» παρά πλούσιος κι «αντιμνημονιακός», σαν τον Καμμένο ή τους άλλους «αντιμνημονιακούς» βουλευτές που εν μέσω πλήρους καταστροφής με ευφυή, όντως, τρόπο όχι μόνο επιβίωσαν αλλά εξασφάλισαν και βουλευτικό μισθό και «αντιμνημονιακές» δάφνες. 4. Πλάτων, Πολιτεία βιβλίο Α΄.

Η ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΞΗ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ. ΣΤΗΡΙΞΤΕ ΤΗΝ ΜΕ ΤΗΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΣΑΣ.

και

Τ

έλη Μ ματο των 28 χ κής Συμ

@Περικ κατρακ έστω κ έσοδα. άθεση δότες π Μαζί με ψιλά γι δα, που τά. @Α τους πρ να δίνο μοσιογ νταξιού δουλειέ @Όχι ά Το λέμ «ενημέ ματα τη με τα τ κρατία πολιτικ της κ. Κ πολιτεύ τουμε ό τήριά τ @Ένας φλερτά


15

ακροθιγώς

Αγοραίες Αντιλογίες επιμέλεια

κάλπης. είσαστε ρήματα τοιου είάχα μου

οηθείτε. φευ, μη θος της γως ότι ει: «Θεέ ανόητοι!

ιδάσκεσημάνει α δείχνει Συντάγ-

ορίες/Ελ-Ακριβοι-

ίες/ΕλλάΝα-τους-

ίες/ΕλλάΑπό-τονότε-στο-

ορίες/Ελ2-ΝείκοςΜπελογι-

ίες/Ελλάύο-θύτες-

ί δεν έχω οί σας για μώ να είούσιος κι τους άλυ εν μέσω τρόπο όχι ουλευτικό

ΣΑΣ.

Μισές αλήθειες και ολόκληρα ψέματα

Τ

έλη Μαίου, στο Σικάγο, πραγματοποιήθηκε η Συνδιάσκεψη των 28 χωρών μελών της Ατλαντικής Συμμαχίας και βάρεσε παλα-

μάκια στον εαυτό της, επειδή εδώ κι 60 χρόνια -λένε- η ανθρωπότητα δεν γνωρίζει πολέμους: Α, ναι; Έχουμε τρελαθεί τελείως! Ας θυμηθούμε μόνο τα τελευταία 20 χρόνια: Κόλπος (1991), Σομαλία (1992), Βοσνία (1995), Σερβία (1999), Αφγανιστάν (2011), Ιράκ (2003) και μόλις πέρυσι Λιβύη (2011). Δεν είναι πόλεμοι αυτοί; “Ανθρωπιστικές αποστολές“ είναι βρε κουτά ή -έστω- “παράπλευρες απώλειες“ των συμμαχικών ... “αποστολών ειρήνης“! Οι μόνοι που δεν αναβαπτίζονται από τον ανθρωπιστικό μας ζήλο είναι οι νεκροί. Αυτοί ονομάζονται πάντοτε νεκροί. Και είναι περισσότεροι από 400.000 οι άμαχοι μόνο που δολοφονηθηκαν από τον ειρηνευτική δραστηριότητα της Δύσης, που εξάγει συμφέροντα και “Δημοκρατία“, σπέρνοντας θάνατο.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΨΥΡΙΛΛΟΣ

Ποιος ήρξατο χειρών αδίκων;

Ή

ταν θέμα χρόνου να συμβεί κι αυτό. Και συνέβη. Πρώτα στους δρόμους μας και μετά στις τηλεοπτικές οθόνες μας.

Την έκπτωση της πολιτικής παρ-ακολούθησαν τα υπονοούμενα, οι ύβρεις, τα γιαουρτώματα και οι χειροδικίες σε απευθείας σύνδεση αυτή την φορά. Την ώρα όμως που που το πολιτικό σύστημα σκανδαλίζεται από την βία που το ίδιο παράγει, την ίδια ώρα το σύστημα αυτό σιωπά για τους αυτόχειρες, τους απελπισμένους και τους πένητες που δημιούργησαν οι πολιτικές του ή η απουσία τους. Την ίδια ώρα που η δηλωμένη ανεργία έχει κατά πολύ περάσει το 22% γνωρίζουμε πολύ καλά ποιος κλωσάει τ΄ αυγά του ολοκληρωτισμού. Γι’ αυτό και είναι υποκρισία ν’ αναρωτιόμαστε εκ των υστέρων στις τηλεοπτικές αρένες τι χρώμα έχει ο τραμπουκισμός και τι γυρεύει. Νούμερα γυρεύει. Και νούμερα έχει.

Η τρύπα στα Μ€σ@ @Περικοπές και στον χώρο της ενημέρωσης. Μετά την αξιοπιστία, κατρακυλούν κι οι αποδοχές. @Ευτυχώς που οι εκλογές ζέσταναν, έστω και προσωρινά, τα ταμεία ή τις προσδοκίες για μελλοντικά έσοδα. @Όχι έσοδα από πωλήσεις ή διαφημίσεις αλλά από αγνή διάθεση στήριξης της ... δοκιμαζόμενης ενημέρωσης. @Οι μεγαλοεκδότες πάντως απάντησαν στην κρίση του τύπου με .... προσφορές. Μαζί με μια ταινία, παίρνεις πεσκέσι τέσσερα σιντιά, ένα βιβλίο, κάτι ψιλά για τα ψώνια της εβδομάδος και δώρο μια ολόκληρη εφημερίδα, που άμα την ξύσεις κερδίζεις κάτι άλλο σε είδος ή και σε μετρητά. @Αυτός ο αθέμιτος ανταγωνισμός έχει οδηγήσει σε απόγνωση τους προποτζήδες που σκέφτονται στα σοβαρά μαζί με κάθε δελτίο να δίνουν και μια εφημερίδα δώρο. @Βεβαίως οι προκομένοι δημοσιογράφοι –ακόμη και οι συνταξιούχοι– έχουν δυό και τρεις δουλειές για να τα βγάλουν πέρα. @Όχι άλλη Όλγα Κεφαλογιάννη!!! Το λέμε για τους ανθρώπους της «ενημέρωσης» που στα διαλείμματα της ανύστακτης πάλης τους με τα τζάκια και την οικογενειοκρατία ανακάλυψαν ένα ... μεγάλο πολιτικό κεφάλαιο στο πρόσωπο της κ. Κεφαλογιάννη από τότε που πολιτεύεται στην Αθήνα. @Υποθέτουμε ότι -όπως πάντοτε- τα κριτήριά τους είναι αμιγώς πολιτικά. @Ένας ακόμη δημοσιογράφος φλερτάρει με την πολιτική. Ο επι-

θεωρησιακών χαρισμάτων κ. Γιώργος Τράγκας υπόσχεται νέα νούμερα στο πολυπληθές κοινό του. @Eίναι μια ζηλευτή καταξίωση για κάθε μάχιμο δημοσιογράφο να κάνει το «λίντ ιν» σε μια Πετρούλα -λέμε για το ξέκωλο και ξώβυζο που υποδέχεται ο κ. Άκης Παυλόπουλος κάθε βράδυ στο, όντως αποκαλυπτικό δελτίο, του EXTRA 3. @Μετά η φίλεργος Πετρούλα κάνει πάσα στον κ. Μάκη Τριανταφυλλόπουλο και η ενημέρωση συνεχίζεται. @Νέο δεκαπενθήμερο πολιτικό (!) περιοδικό από τον Κώστα Βαξεβάνη και ευάριθμη ομάδα συνεργατών. HOT DOC τ’ όνομά του και μέχρι τώρα οι αναγνώστες του ... τρώνε καλά. Καλοτάξιδο. @Μάθαμε ότι πούλησε το σπίτι με την πισίνα και στεναχωρηθήκαμε πολύ. Ελπίζουμε πάντως ότι, ως εκπρόσωπος τύπου αριστερού κόμματος, θα αμείβεται καλά, ώστε να επιστρέψει σύντομα στις ανέσεις που του στέρησε η κρίση του καπιταλισμού. @Άραγε πόσοι δημοσιογράφοι της ΕΣΗΕΑ μπορούν να υποστηρίξουν ότι ΠΟΤΕ δεν χρηματίστηκαν για να γράψουν η ν’ αποσιωπήσουν κάτι; @Είναι μικρό χωριό η Αθήνα κι οι ... γεμάτες τσέπες δεν κρύβονται. @Μην σκανδαλίζεστε με τα πρωτοσέλιδα της Αυριανής. Πρόκειται για ... δημοσιογραφική ευελιξία κι όχι για δημοσιογραφική ανακολουθία. @Το πρόβλημα στον Τύπο άλλωστε δεν είναι η Αυριανή αλλά ο αυριανισμός.


16

ακροθιγώς

Υπάρχει ζωή χωρίς τον Γιακουμάτο & τον Πρωτόπαπα;

Έ

να υπολογίσιμο τμήμα του εκλογικού σώματος παραιτήθηκε της εκλογικής του υποχρέωσης ή απελπίσθηκε, προτιμώντας να περάσει την Κυριακή των εκλογών παίζοντας ρακέτες στην παραλία. Αρκετοί επίσης συμπολίτες μας, απαντώντας καταφατικά στον αναίσχυντο εκβιασμό του κάποτε κραταιού δικομματισμού, πειθαναγκάστηκαν ότι αυτοί που κατόρθωσαν αυτό το ναυάγιο, αυτοί είναι και οι πλέον κατάλληλοι για ναυαγοσώστες! Ακόμη περισσότεροι όμως είναι οι πολίτες που απελευθερώθηκαν από τον παλαιοκομματισμό αναζητώντας πολιτική στέγη σε σχηματισμούς με λιγότερο βεβαρημένο πολιτικό μητρώο. (Πολλοί από αυτούς τους εκλογείς έμειναν εν τέλει ανεκπροσώπητοι εξ αιτίας του καλπονοθευτικού εκλογικού νόμου που ποικιλοτρόπως υποστηρίζει ότι στην «δημοκρατία» τους δεν είμαστε όλοι ίσοι). Την επομένη, με την βοήθεια των μέσων μαζικής χειραγώγησης, παραγνωρίσθηκαν αυτά τα δεδομένα και από τον δικομματισμό περάσαμε σ’ έναν διπολισμό που δεν είναι περισσότερο γόνιμος από τον δικομματισμό, αφού και πάλι η στημένη αντιπαράθεση περιορίζεται σ’ ένα επίπλαστο εκβιασμό, έναν εκβιασμό που βιάζεται να αμνηστεύσει τους ενόχους και να τους επαναπροτείνει ως μέρος της λύσης κι όχι ως κύρια συνιστώσα του προβλήματος. Συνέβησαν όλα ερήμην τους. Το πελατειακό κράτος, η υδροκέφαλη διοίκησή του, η διασπάθιση του δημόσιου πλούτου. Εκεί σταματά

η φιλοπατρία τους. Στην διάσωσή τους μέσω των Μνημονίων. Τα Μνημόνια όμως δεν είναι το πρόβλημα της χώρας. Τα Μνημόνια είναι η απόληξη της ανικανότητας ή της προδοσίας μιας διακυβέρνησης, που απλώς πρακτορεύει αλλότρια συμφέροντα. Τόσο απλά. Τώρα οι πράκτορες –αποσυνάγωγοι και μη– μας εγκαλούν επειδή δεν τους προτιμήσαμε και μας ζητούν να συμπράξουμε για να επαναδιαπραγματευτούμε τους όρους παράδοσής μας στις ορέξεις της χρηματοπιστωτικής μαφίας. Να επαναδιαπραγματευτούν όμως ποιοι; Αυτοί που είπαν «ναι σε όλα»; Πόσες «σωτηρίες» αντέχουμε ακόμη; Πόσες αυτοκτονίες; Πόση εξαθλίωση; Ρωτάμε χωρίς διόλου να παραβλέπουμε τις παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας. Προέχει όμως να αφοπλίσουμε άμεσα αυτούς που απειλούν την ίδια της την ύπαρξη. Κι όταν αυτό συμβεί, τότε θα πρέπει να συναποφασίσουμε, εάν θέλουμε να φυτοζωούμε στο ευρωπαϊκό περιθώριο ή εάν επιθυμούμε να οικοδομήσουμε μια νέα Πολιτεία που δεν θα κάνει εκπτώσεις στην αξιοπρέπειά μας. Ας έχουμε όμως κατά νου ότι η αξιοπρέπεια της ελευθερίας έχει ένα κόστος. Το ζήτημα παραμένει εάν θα το καταβάλουμε ή εάν θα μείνουμε λαθρεπιβάτες μιας «σωτηρίας» που δεν μας φτωχαίνει αλλά μας εξανδραποδίζει.

Ε

ξα λέ υπό π εναν τ σταση κού πρ καλή θ συζητή Εάν τερο α περίπτ συμφε μπορε λιστα σ που π με σοβ Κι α έχουμε ατί να οι απο επιτρέ πολιτε Με μησή επιλογ κών δυ χώριου που αυ

MEMORANDUM με ηθική της εργασίας

Η

Ελλάδα χρειάζεται μια άλλη δημόσια σφαίρα, άλλες πολιτικές ικανότητες και επάρκειες ηγεσιών. Οι κλειστές κάστες, ολιγαρχίες που κατέλαβαν το κράτος, έχουν πιστοποιήσει την ανευθυνότητα, την πολιτικάντικη νοοτροπία τους.Το ιδιωτικό συμφέρον τους βάζουν και σήμερα όταν αναζητούν τρόπους αυτοσυντήρησής τους. Είναι οι από παλιά γνωστοί, ως άνθρωποι του «προσωπικού κομματισμού, οι οποίοι διέφθειραν τα πάντα», όπως τους αποκαλούσε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου. Η απουσία αυτοκριτικής και πολιτικής παιδείας επιτρέπει σ’ όλους τους τραυματίες του προηγούμενου ιστορικού κύκλου ν’ αναζητούν μια νέα θέση στην αναδιάταξη των συσχετισμών. Η διάκριση «μνημονιακών» και «αντιμνημονιακών» εγκλώβισε και συσκότισε. Απέκρυψε αιτίες, έμεινε στα συμπτώματα. Παρείχε παραγραφή ευθυνών, πεπραγμένων κομμάτων και προσώπων. Αν και κανένας δεν δηλώνει «μνημονιακός», οι «αντιμνημονιακοί» δείχνουν ότι έχουν κοινό πρόταγμα αλλά δεν μπορουν να οργανώσουν ένα ευρύτερο χώρο συναίνεσης, συνεργασίας, να προτείνουν ηγεμονικά, ν’αναλάβουν πρωτοβουλίες. Γιατί συντηρούν και ανακυκλώνουν δομές, ιδέες πρόσωπα, που είναι υπαίτια των Μνημονίων. Η ανασύνθεση της δημόσιας ζωής προϋποθέτει και την άρνηση της κοινωνικής και ηθικής πρότασης αυτών που μας οδήγησαν στην σημερινή κρίση. Όταν μια κοινωνία αρχίζει να πιστεύει ότι χρήματα δεν κάνεις από την εργασία αλλά από άλλες πηγές (χρηματιστήρια, τζόγο κ.λπ.), όταν αποδέχεται την οικονομία των χαρτιών, έχει ήδη βάλλει υπογραφή σε Μνημόνια. Είναι διανοητικά αιχμά-

λωτη, είναι υφιστάμενη των κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Η υπαρκτή αριστερά μιλάει για τα εργασιακά και οικονομικά δικαιώματα. Μιλάει για τον κόσμο της εργασίας που υπάρχει, όχι γι’ αυτόν που πρέπει να υπάρξει.Μια απελευθερωμένη (κι απελευθερωτική) αριστερά θα τολμούσε να προβάλλει το νόημα της εργασίας, του πολίτη-παραγωγού. Ως νόημα ζωής, δημιουργίας, αυτοπραγμάτωσης, ως κατεξοχήν ηθική αγωγή. Απ’ όλα τα μαθήματα ηθικής ασύγκριτα ανώτερη. Έτσι θα ανέπτυσσε μια δυναμική σχέση, μια ηγεμονική θέση απέναντι στην ηθική του τζόγου, που ήταν το προτεινόμενο (αντιεργασιακό) πρότυπο ζωής. Με δασκάλους αυτού του αντιπαραδείγματος το ανήθικο, κλεπτοκρατικό και ιδιοτελές, πολιτικό προσωπικό. Η άρνηση αυτών των ιδεολογημάτων που αποσύνθεσαν την κοινωνία και αδυνάτισαν την οικονομία, η επιστροφή του νοήματος της εργασίας και της παραγωγής, μπορούν να προκαλέσουν ισχυρά αισθήματα κοινής ζωής, να γίνουν θεμέλια μιάς βιώσιμης κοινωνίας. Με τέτοιες ηθικές προϋποθέσεις, νέα θεμέλια πολιτικής παιδείας, ατομικών και συλλογικών από τα κάτω σχηματισμών, θα οδηγηθούμε σε συγκλίσεις, επανακαθορισμούς, δομικούς πολιτικούς σχηματισμούς. Έξοδος από την κρίση του πολιτικού και οικονομικού συστήματος δεν είναι ο επισφαλής «αντιμνημονιακός» αυτοπροσδιορισμός. Χρειαζόμαστε ένα εσωτερικό memorandum αυτογενούς λόγου, πολιτική περιεχομένων και βάθους χρόνου, νέους φορείς ανασύνθεσης της δημόσιας ζωής. Γρηγόρης Κλαδούχος

Μ

ε εγ ότι δηλ χθεί σε Τα οποιηθ λύπτου του 20 αποκα αμάχω της αν ηση κ μπάν χ κισταν ισλαμι δηλαδ χρόνια επίσημ γανιστ τους 2 στρατι τες τα αλλά γ ισχυρέ δεν μπ θέρωσ σα «ει άλλο π


17

ακροθιγώς

Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ η απάντηση;

πα;

ων. Τα όνια είβέρνηαπλά. γοι και προτιυμε για όρους ηματοραγμααν «ναι

μη; ΠόΡωτάμε παθοΠροέχει ύς που

πει να φυτοή εάν έα Ποην αξι-

ας έχει ε ή εάν φτωχαί-

ν. ονομιυπάρρωμέβάλλει νόημα ν ηθιώτερη. ή θέση νόμενο ού του οτελές, μάτων οικονοπαρακοινής

λιτικής χηματισμούς, κρίση ο επιαζόμαολιτική σύνθε-

ούχος

Ε

ξαρτάται από ποια είναι η ερώτηση. Εάν φιλοδοδούμε να επιλέγουμε εσαεί μεταξύ του κακού και του χειρότερου, μπορεί, υπό προϋποθέσεις πάντοτε, ο ΣΥΡΙΖΑ να είναι η απάντηση σ’ εναν τέτοιο εκβιασμό. Εάν πάλι λ.χ. μας απασχολεί η αντικατάσταση του σιτεμένου κι απαξιωμένου πολιτικού προσωπικού, ο ΣΥΡΙΖΑ και πάλι με λίγη καλή θέληση μπορεί να είναι μια καθ’ όλα συζητήσιμη απάντηση. Εάν όμως μας ενδιαφέρει κάτι περισσότερο από αυτά κι άλλα παρόμοια, σε καμιά περίπτωση ένας ευκαιριακός συνασπισμός συμφερόντων, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να συγκροτήσει απάντηση και μάλιστα σε μια τόσο σύνθετη κρίση σαν αυτή που πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε -επιτέλουςμε σοβαρότητα κι όχι με συνθήματα. Κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο επειδή εμείς έχουμε προκατάληψη (που την έχουμε, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε;) αλλά επειδή οι αποσκευές του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ δεν του επιτρέπουν να λειτουργήσει πέραν του μεταπολιτευτικού βάλτου. Με άλλα λόγια ο ΣΥΡΙΖΑ, κατά την εκτίμησή μας, είναι μια κατ’ εξοχήν συστημική επιλογή. Υπήρξε η εμπροσθοφυλακή των «λοιπών προοδευτικών δυνάμεων», το «εγγράμματο ΠΑΣΟΚ», ο κολαούζος του εγχώριου «σοσιαλισμού», ο θυρωρός της ίδιας της εξουσίας. Τώρα που αυτή η εξουσία καταρρέει στην ανυποληψία, έρχεται ως εφε-

δρική της δύναμη ο ΣΥΡΙΖΑ, να την διασώσει και αυτήν και τον εγχώριο παρασιτισμό που την ανέδειξε. Η χαβιαροαριστερά των Βρυξελλών, της παγκοσμιοποίησης και του (εθνο)μηδενισμού, την οποία επάξια εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι στους αντίποδες του εν Ελλάδι (ψευδο)εκσυγχρονιστικού εγκλήματος, είναι ο βασικός του πυλώνας. Γι’ αυτό και ο ΣΥΡΙΖΑ καταγράφει τις επιδόσεις που καταγράφει στις εργατικές συνοικίες των ... Βορείων Προαστείων. Γι’ αυτό και δεν τολμά να πει –έστω– την αλήθεια. Κοιτά να ισσοροπήσει, να στρογγυλέψει, να μην θίξει τα κεκτημένα της διαμαρτυρόμενης κομματικής του πελατείας και των αντιφάσεών της. Κι επιπλέον να κρύψει. Να κρύψει την αποστροφή του για οτιδήποτε εθνικό και την περιφρόνησή του στους φορείς αυτών των ευαισθησιών, που κάθε άλλο παρά συμβατοί είναι με το ευρωεπαρχιωτισμό του ΣΥΡΙΖΑ και της πασοκικής γραφειοκρατίας, που τον επικουρεί παραγράφοντας(;) ενοχές κι ανομήματα. Δεν έχουμε ίσως απάντηση στην ερώτηση του τίτλου. Εάν όμως η ερώτηση ήταν, εάν «μπορεί να υπηρετήσει το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας κάποιος που δεν πιστεύει στο έθνος;», η απάντησή μας σίγουρα δεν θα ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ.

Μηχανή θανάτου στο Αφγανιστάν

Μ

ε τη διαρροή δεκάδων χιλιάδων απόρρητων αμερικανικών εγγράφων στο διαδίκτυο, μάθαμε αυτό που ήδη ξέραμε, ότι δηλαδή η ΝΑΤΟϊκή επέμβαση στο Αφγανιστάν έχει εξελιχθεί σε μια αιματηρή μηχανή θανάτου με χιλιάδες νεκρούς. Τα 92.000 έγγραφα που έχουν δημοσιοποιηθεί στην ιστοσελίδα WikiLeaks, καλύπτουν μία περίοδο από τον Ιανουάριο του 2004 έως τον Δεκέμβριο του 2009 και αποκαλύπτουν αλλεπάλληλους θανάτους αμάχων, κακοδιαχείρηση των χρημάτων της ανθρωπιστικής βοήθειας, στοχοποίηση και δολοφονίες στελεχών των Ταλιμπάν χωρίς δίκη και συνεργασία των πακιστανικών μυστικών υπηρεσιών με τους ισλαμιστές αντέρτες. Μια εικόνα χάους, δηλαδή, για τις κατοχικές δυνάμεις, 10+ χρόνια μετά την εισβολή. Σύμφωνα με τα επίσημα μέχρι στιγμής στοιχεία, στο Αφγανιστάν από το 2001 έχουν χάσει τη ζωή τους 2.142 άμαχοι και 1.130 Αμερικανοί στρατιώτες. Και για τους μεν στρατιώτες τα στοιχεία ίσως είναι τα πραγματικά αλλά για τους αμάχους πρέπει να έχουμε ισχυρές αμφιβολίες για το ακριβές του αριθμού. Κανείς άρα δεν μπορεί πλέον να αμφιβάλλει ότι η επιχείρηση «απελευθέρωσης» της χώρας από τους Ταλιμπάν και η εξαγγελθείσα «εισαγωγή της Δημοκρατίας» στο Αφγανιστάν δεν είναι άλλο παρά ένα παράλογο λουτρό αίματος που έχει βυθίσει τη

φτωχή αυτή χώρα σε μεγαλύτερο σκοτάδι. Ο δε στρατηγικός αμερικανικός στόχος της περικύκλωσης του Ιράκ και της σταθεροποίησης του Πακιστάν απέναντι στην ισλαμική απειλή έχει εμφανώς αποτύχει. Τις αποκαλύψεις, που συγκρίνονται σε όγκο και σπουδαιότητα με τις αποκαλύψεις του Γουότερ-γκέιτ, οι οποίες ανάγκασαν τον πρόεδρο Νίξον σε παραίτηση, κάνει η ιστοσελίδα WikiLeaks, με έδρα τη Σουηδία και ιδρυτή τον Αυστραλό δημοσιογράφο Τζούλιαν Ασάνζ. Η μηχανή που έστησε στο ίντερνετ δίνει τη δυνατότητα στους χρήστες της να ανεβάζουν ανώνυμα απόρρητα έγγραφα στην ιστοσελίδα, πράγμα που έχει διογκώσει το κύμα των αποκαλυπτόμενων εγγράφων. Άλλα 15.000 απόρρητα έγγραφα του στρατού των ΗΠΑ φέρεται να έχει προς δημοσίευση ο Ασάνζ, ο οποίος δεν κοιμάται περισσότερα από δύο βράδια στο ίδιο μέρος. Ο ίδιος μάλιστα λέει ότι ικανοποιείται με το να χαλάει τα σχέδια των ισχυρών. Δηλαδή να λέμε ευτυχώς που «φυλάει ο Θεός τον κλέφτη, φυλάει και τον νοικοκύρη». Κλέφτες εδώ είναι οι δυνάμεις εισβολής του ΝΑΤΟ, στις οποίες μετέχει, για να μην ξεχνιόμαστε, και ο ελληνικός στρατός. Κωνσταντίνος Μπλάθρας


18

πρόσωπο

Η ζωή και το έργο

το

φωτογραφίες: ΛΕΙΑ ΖΑΝΝΗ

Ζήσιμος Λορεντζάτος γεννήθηκε στὴν ᾿Αθήνα τὸ 1915 (25 ᾿Ιουνίου). Γονεῖς του ἦταν ἡ Πετρούλα Σωτηροπούλου καὶ ὁ Παναγὴς Λορεντζάτος, κεφαληνιακῆς καταγωγῆς. Σὲ ἡλικία 12 ἐτῶν θὰ μείνει ὀρφανὸς ἀπὸ μητέρα, καὶ σὲ ἡλικία 26 ἐτῶν θὰ χάσει καὶ τὸν πατέρα του. ῾Ο πατέρας του ἦταν καθηγητὴς κλασικῆς φιλολογίας στὸ Πανεπιστήμιο ᾿Αθηνῶν, γνωστὸς πλέον στὴ φιλολογία γιὰ τὸ ὁμηρικό του λεξικὸ καὶ γιὰ τὶς μεταφράσεις ἀρχαίων τραγωδιῶν. Τὸ 1936, λόγῳ τῆς δικτατορίας τῆς 4ης Αὐγούστου, παραιτεῖται ἀπὸ τὴ θέση του. ῾Υπῆρξε δημοτικιστὴς καὶ βενιζελικός. ῾Η στάση του καὶ οἱ ἐνέργειές του θὰ ἐπηρεάσουν τὴν πνευματικὴ ἀνάπτυξη τοῦ νεαροῦ Ζήσιμου. ῾Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος θὰ ξεκινήσει σπουδὲς στὴ Νομικὴ σχολή (ὁ πατέρας του ἤθελε νὰ σταδιοδρομήσει στὸν διπλωματικὸ κλάδο), ἀλλὰ μετὰ δύο χρόνια φοίτησης θὰ τὴν ἐγκαταλείψει καὶ θὰ ξεκινήσει σπουδὲς στὴ Φιλοσοφικὴ σχολή, ἀπὸ τὴν ὁποία δὲν θὰ πάρει πτυχίο, ἂν καὶ ἔλαβε μέρος στὶς πτυχιακὲς ἐξετάσεις. Λίγους μῆνες μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῆς στρατιωτικῆς του θητείας, ἐπιστρατεύεται καὶ ὑπηρετεῖ στὸ ἀλβανικὸ μέτωπο καθ᾿ ὅλη τὴ διάρκεια τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου. Τὸ 1946 παντρεύεται τὴν ῾Ελένη Χατζηφωτίου, μὲ τὴν ὁποία ἀποκτοῦν μία κόρη. Τὸ 1947 δημοσιεύεται τὸ πρῶτο του δοκίμιο, Δοκίμιο Ι (γιὰ τὸ Σολωμό). ῎Εκτοτε, καὶ μέχρι τὸν θάνατό του, θὰ δημοσιευτοῦν 40 δοκίμια, συγκεντρωμένα τώρα στὸ τρίτομο ἔργο Μελέτες, δύο ταξιδιωτικὰ κείμενα, τρεῖς ποιητικὲς συλλογὲς καὶ ἀρκετὰ ἄρθρα ἢ πρόλογοι σὲ βιβλία. Ἀπὸ τὸ 1949 μέχρι τὸ 1952 θὰ κάνει ταξίδια μὲ τὴ γυναίκα του στὸ Παρίσι, στὸ Λονδίνο, στὴ Μεντὸν (κοντὰ στὶς ῎Αλπεις), στὸ Σουδάν. Τὸ 1953 προσλαμβάνεται ὡς βοηθὸς προγράμματος στὸ Β.Β.C., ἀλλὰ ἕνα χρόνο ἀργότερα θὰ χάσει τὴ θέση του καὶ θὰ ἀπελαθεῖ γιατὶ ἀρνεῖται νὰ ἀποκαλέσει τρομοκράτες τοὺς ἀγωνιστὲς τῆς

ΕΟΚΑ. Παραμένει στὴ Γαλλία ἀπὸ ὅπου ἐπιστρέφει, τὸ 1956, στὴν ῾Ελλάδα. * ῾Ο Ζήσιμος Λορεντζάτος ἔφυγε γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι στὶς 3 Φεβρουαρίου τοῦ 2004. Ἄφησε τὸ ἔργο του τὸ συγγραφικὸ «τζιβαϊρικὸ πολυτίμητο» (Μακρυγιάννης) γιὰ πολλούς. Σὲ λίγους, ποὺ τὸν γνώρισαν ἀπὸ κοντά, ἄφησε τὴν ἀρχοντιὰ καὶ τὸ ἀνεπιτήδευτο χαμόγελο, ἄφησε μιὰ ἀκεραιοσύνη, νὰ τὴν πῶ ἔτσι, μιὰ στιβαρὴ παρακαταθήκη σὰν τὶς κολῶνες ποὺ μποροῦν νὰ βαστάζουν τὸν Παρθενώνα καὶ τὴν ἉγιαΣοφιά. Τοὺς δυὸ αὐτοὺς ἄξονες, τὸν Παρθενώνα καὶ τὴν ἉγιαΣοφιά, τοὺς ἀνήγαγε σὲ ἕναν ἄξονα (axis mundi) καὶ γύρω ἀπὸ αὐτὸν «μὲ καιρὸ καὶ μὲ κόπο» (Σολωμός) πάσχισε νὰ βρεῖ καὶ νὰ ἀναδείξει τὸ «μέσα πλοῦτος» (καὶ πάλι Σολωμός). Ὁ Λορεντζάτος ἀφιέρωσε τὴ ζωή του στὰ γράμματα – αὐτὴ ἦταν ἡ δουλειά του. Στὸ τελευταῖο βιβλίο του (Δοκίμιο ΙΙ (γιὰ τὸν Κάλβο), 2002) ἀποτιμάει αὐτὴ τὴ δουλειά, ἰδιαίτερα τὴν ἐνασχόλησή του μὲ τὴν ποίηση. Πρώτη ἀφετηρία ὁ Ὅμηρος καὶ τελευταῖος σταθμὸς ὁ Κάλβος: «Στὴ νιότη μου ὁ ἀρχαῖος ποιητής, στὰ γερατειά μου ὁ νεότερος. Μοῦ φτάνει πὼς καὶ στὰ δυὸ τέρμενα τῆς ζωῆς δὲ μοῦ ἀπόλειψε ἡ ποίηση». Καὶ προσθέτει: «Μαζὶ μὲ τοὺς περισσότερους Ἕλληνες ἔγραψα καὶ ἐγὼ ποιήματα. Ἀρκετὰ νωρὶς (ὄχι ἀπόλυτα) κατάλαβα πὼς ἡ ποίηση δὲ μὲ προόριζε γιὰ δημιουργό της, ἀλλὰ γιὰ ὑμνητή της. Ἀγαποῦσα πολὺ τὴν ποίηση γιὰ νὰ παρακούσω τὴν ἀπόφασή της. Ἀπὸ τότε βάλθηκα νὰ κάνω ὅσο μποροῦσα καλύτερα καὶ ὅσο μποροῦσα πιὸ τίμια τὴ δουλειά μου. Τὸ πέτυχα ἢ δὲν τὸ πέτυχα, θὰ τὸ δείξει ὁ καιρός». Ἡ ζωή του ἦταν μιὰ συνεχὴς μαθητεία σὲ μεγάλους μαστόρους τῆς ζωῆς, μαστόρους ποὺ τοὺς δόθηκε τὸ χάρισμα νὰ ἐκφράσουν τὸν «ξυνὸν» λόγο, αὐτὸν ποὺ ὁ ἴδιος ὀνόμαζε λόγο τοῦ λαοῦ. Μιλώντας γιὰ τὸν Σολωμό, μᾶς λέει: «Μαθήτεψε στὸ λαὸ γιὰ νὰ μάθει καὶ ὄχι γιὰ νὰ διδάξει τὸ λαὸ ἢ νὰ τοῦ ἀγγίξει τὴ λαλιά («μέση ὁδός») καὶ νὰ τοῦ ἀλλάξει τὴν πίστη («αὐτοκέφαλο»)» (Ἀπόσωμα,

1972). στάθηκ τοὺς δικ Ἡράκλ Σολωμ ὁ Παπ σ᾽ αὐτ Σεφέρη τὸν ἔ Τοὺς θ ζωνταν τοὺς δ ποὺ μό Μαθήτ κείμενα τὴν ῾Α Πατέρε μυστικ κλησία του κα κείμενα καὶ φά σ᾽ αὐτὰ καὶ μ᾽ ἀπὸ ἄλ ραδόσε ᾿Ινδῶν. Σὲ μ μένη σ λικία, μεταθα Collecta

Φαν τεχνία. – Πο – Πέ Σολωμ – Πο – Πέ Μὲ τὸν (Coll., ἀ

Μέρ ἔκφρασ μιο γιὰ νὰ τὸ ἀφιέρω ἀναφο μεγάλο (Ἀπόσω –καὶ τὸ


γο

Γαλλία ὸ 1956,

τζάτος ίδι στὶς Ἄφησε ραφικὸ » (Μαύς. Σὲ αν ἀπὸ χοντιὰ μόγελο, νη, νὰ ρὴ παολῶνες τάζουν Ἁγιαἄξονες, Ἁγιαὲ ἕναν ρω ἀπὸ κόπο» ρεῖ καὶ οῦτος»

ιέρωσε άμματα ου. Στὸ Δοκίμιο ουλειά, Πρώτη άλβος: ά μου ὁ ῆς ζωῆς Μαζὶ μὲ ήματα. ίηση δὲ τή της. σω τὴν οροῦσα μου. Τὸ

γάλους ηκε τὸ ν ποὺ ὁ ολωμό, γιὰ νὰ ός») καὶ όσωμα,

19

πρόσωπο

του Ζήσιμου Λορεντζάτου γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ 1972). Τέτοιοι μάστορες στάθηκαν γι᾽ αὐτὸν (ἀπὸ τοὺς δικούς μας) ὁ Ὅμηρος, ὁ Ἡράκλειτος, ὁ Θουκυδίδης, ὁ Σολωμός, ὁ Μακρυγιάννης, ὁ Παπαδιαμάντης. Κοντὰ σ᾽ αὐτοὺς ὁ Καβάφης, ὁ Σεφέρης (μὲ τὸν ὁποῖο τὸν ἔδενε βαθιὰ φιλία). Τοὺς θεωροῦσε παντοτινὰ ζωντανοὺς καὶ ἤξερε νὰ τοὺς διακρίνει ἀπὸ ἄλλους ποὺ μόνο σαματὰ κάνουν. Μαθήτεψε καὶ σὲ μεγάλα κείμενα τοῦ πνεύματος: τὴν ῾Αγία Γραφὴ καὶ τοὺς Πατέρες, ἰδιαίτερα τοὺς μυστικοὺς Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας – ἄνοιξε τὸ στόμα του καὶ ἔφαγε αὐτὰ τὰ κείμενα («χάνε τὸ στόμα σου καὶ φάγε», ᾿Ιεζεκιήλ). Κοντὰ σ᾽ αὐτὰ διάβηκε «μὲ λογισμὸ καὶ μ᾽ ὄνειρο» (Σολωμός) ἀπὸ ἄλλες πνευματικὲς παραδόσεις: τῶν Κινέζων, τῶν ᾿Ινδῶν. Σὲ μιὰ καταγραφή, γραμμένη σὲ προχωρημένη ἡλικία, ποὺ περιέχεται στὸ μεταθανάτιο ἔργο του Collectanea, γράφει: Φανταστικὴ συνέντευξη γιὰ τὴν ἑλληνικὴ λογοτεχνία. – Ποιοὺς ποιητὲς προτιμᾶτε; – Πέρασα κατὰ καιροὺς μὲ διάφορους ποιητές. Μὲ τὸ Σολωμὸ πέρασα ὁλάκερη τὴ ζωή μου. – Ποιοὺς πεζογράφους προτιμᾶτε; – Πέρασα κατὰ καιροὺς μὲ διάφορους πεζογράφους. Μὲ τὸν Παπαδιαμάντη πέρασα ὁλάκερη τὴ ζωή μου (Coll., ἀρ. 1179). Μέριμνά του παντοτινὴ στάθηκε «τὸ ἐκφράζεσθαι», ἔκφραση ποὺ θέτει ὡς ὑπότιτλο στὸ πρῶτο του δοκίμιο γιὰ τὸν Σολωμό (Δοκίμιο Ι, 1947). Φανερὰ ξεκίνησε νὰ τὸ ἀναζητάει στὸν Σολωμό, στὸ ἔργο τοῦ ὁποίου ἀφιέρωσε τέσσερα ἀπὸ τὰ δοκίμιά του καὶ πάμπολλες ἀναφορὲς σὲ ὅλο τὸ ἔργο του – τελικὰ αὐτὸς παρέμεινε ὁ μεγάλος του δάσκαλος: «῾Ο Σολωμὸς εἶναι ἡ φωνή μας» (Ἀπόσωμα, 1972). Αὐτὸ «τὸ ἐκφράζεσθαι» τὸ ἀναζήτησε –καὶ τὸ σπούδασε– στὴ γλώσσα καὶ στὴν πίστη: «Ἂν εἶναι

νὰ προκόψομε σὰ λαός, δὲ θὰ μπορέσομε νὰ τὸ κατορθώσομε μακριὰ ἀπὸ τὴν πίστη μας καὶ τὴ γλώσσα μας» (αὐτόθι). Πίστη καὶ γλώσσα σήμαινε γι᾽ αὐτόν: α) τὸν τρόπο ποὺ ὁ λαὸς ἐκφράζει τὸ πνεῦμα – τὸ ῞Αγιο Πνεῦμα, καὶ β) τὸν τρόπο ποὺ ὁ λαὸς ὀνομάζει τὰ πράγματα – τοῦ Θεοῦ τὰ πράγματα. ῾Η ἀναζήτηση αὐτοῦ τοῦ κέντρου (ἀπὸ τὸ 1821 κι ἐδῶθε), τοῦ «χαμένου κέντρου» ὅπως τὸ προσδιόρισε στὸ ὁμώνυμο δοκίμιό του, στάθηκε κυρίως ἡ ἀγωνία του καὶ ἡ μέριμνά του (μέριμνα ζωῆς), καὶ θὰ μποροῦσε δίκαια νὰ πεῖ γιὰ τὸν ἑαυτό του ὅτι δημιούργησε, δηλαδὴ ἔκανε ἔργα γιὰ τὸν δῆμον (βλ. Τὸ χαμένο κέντρο, 1961). * Στὸ σημεῖο αὐτό, καὶ πρὶν προχωρήσω σὲ μιὰ ἔκθεση τῶν βαθύτερων, κατὰ τὴ γνώμη μου, πνευματικῶν του καταθέσεων, θὰ ἤθελα νὰ παρακολουθήσουμε χρονολογικὰ τὴ συγγραφική του παραγωγή. Ἡ πρώτη του ἐμφάνιση στὰ γράμματα γίνεται τὸ 1936, ὅταν εἶναι 21 ἐτῶν, φοιτητὴς τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς, μὲ μιὰ μικρὴ μελέτη γιὰ τὸν Ἔντγκαρ Πόε καὶ μὲ μεταφράσεις ἔργων του. Δυὸ χρόνια ἀργότερα δημοσιεύεται τὸ μικρὸ δοκίμιό του γιὰ τὸν ποιητὴ Δ. Ι. Ἀντωνίου. Τὸ 1947 κυκλοφορεῖ ἡ μελέτη του γιὰ τὸν Σολωμὸ μὲ τίτλο Δοκίμιο Ι. Ἡ μελέτη αὐτὴ ἀποτελεῖ καθοριστικὸ σταθμό, ἐναρκτήριο σημεῖο θὰ ἔλεγα, γιὰ τὴν πνευματικὴ καὶ δημιουργικὴ πορεία τοῦ Ζ.Λ. Ἡ μέθοδος ποὺ ἐγκαινιάζει γιὰ νὰ προσεγγίσει τὸ ἔργο τοῦ μείζονος ποιητῆ τῶν νεοελληνικῶν γραμμάτων θὰ γίνει καταστατικὸς τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο θὰ προσεγγίζει πλέον ὅλους τοὺς δημιουργοὺς μὲ τὸ ἔργο τῶν ὁποίων θὰ ἀσχοληθεῖ στὴ ζωή του. Γιὰ τὸν Σολωμὸ θὰ γράψει ἄλλα τρία δοκίμια: α) Τὸ Ἕνας ὁρισμὸς τοῦ Σολωμοῦ γιὰ τὸ ὕφος (1965), β) Τὸ Ὁ Διάλογος τοῦ Σολωμοῦ: Ἕνας παραλληλισμὸς καὶ ἕνας ἀπολογισμός (1970), γ) τὸ Ἀπόσωμα (1970). Τὸ 1949 θὰ ἐκδοθεῖ ἡ μετάφραση τῆς Κατάης τοῦ


20

πρόσωπο Ἔζρα Πάουντ μὲ πρόλογο τοῦ μεταφραστῆ. Ἕνα χρόνο ἀργότερα τυπώνεται τὸ ταξιδιωτικό του ἡμερολόγιο γιὰ τὴ Ρόδο. Τὸ 1952 τυπώνεται ἡ μελέτη του Ὁ Θησέας τοῦ Ἀντρὲ Ζίντ. Καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος θὰ δημοσιευτεῖ ἡ μετάφραση Οἱ γάμοι τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Κόλασης τοῦ Γουϊλλιαμ Μπλαίηκ. Τὸ 1955 κυκλοφορεῖ ἡ πρώτη του ποιητικὴ συλλογὴ μὲ τὸν τίτλο Μικρὰ Σύρτις. Δεκατέσσερα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1969, θὰ κυκλοφορήσει ἡ δεύτερη ποιητική του συλλογὴ Ἀλφαβητάρι (haiku), καὶ τὸ 1991 ἡ τρίτη ποιητική του παρουσία μὲ τὸν τίτλο Συλλογή, σὲ δίτομη ἔκδοση – τὸ δεύτερο τομίδιο φέρει τὸν τίτλο Πηγές, καὶ ἀναφέρεται στὶς πηγὲς ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἀφορμήθηκε γιὰ τὰ ποιήματα. Τὸ 1961 θὰ συμμετάσχει στὸν ἑορτασμὸ γιὰ τὰ πενήντα χρόνια ἀπὸ τὸν θάνατο τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ γίνεται στὴν αἴθουσα τοῦ Παρνασσοῦ, καὶ θὰ ἐκφωνήσει λόγο, ποὺ τὴν ἴδια χρονιὰ θὰ δημοσιευτεῖ μὲ τὸν τίτλο Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Πενήντα χρόνια ἀπὸ τὸ θάνατό του. Τὴν ἴδια ἐπίσης χρονιά, τὸ 1961, θὰ δημοσιεύσει στὸν τόμο Γιὰ τὸν Σεφέρη. Τιμητικὸ ἀφιέρωμα στὰ τριάντα χρόνια τῆς «Στροφῆς», τὴ γνωστὴ μελέτη του Τὸ χαμένο κέντρο. Οἱ δύο αὐτὲς μελέτες θὰ ἀποτελέσουν σημεῖο ἀναφορᾶς γιὰ τὴν παρουσία τοῦ Ζ.Λ. στὴ νεοελληνικὴ πνευματικὴ ζωή. Ἰδιαίτερα τὸ δεύτερο θὰ λογισθεῖ ὡς μανιφέστο γιὰ τὴν ἐπαναδιατύπωση ἑνὸς ἄξονα ζωῆς ποὺ ἀρκετοὶ ἀναζητοῦσαν τὴ δεκαετία τοῦ 1960. Τὸ 1965 θὰ δημοσιευτεῖ τὸ δοκίμιό του γιὰ τὸν Ἔλιοτ. Τὸ 1967 θὰ δημοσιευτεῖ ἡ μελέτη του γιὰ τὸν ἀδελφικό του φίλο Σωκράτη Κουγέα, μὲ εὔγλωττο ὑπότιτλο: Ὁ Σωκράτης Κουγέας καὶ ἡ Μέσα Ἑλλάδα, καὶ δυὸ χρόνια ἀργότερα, γιὰ τὸν ἄλλο ἀδελφικό του φίλο, τὸν Πικιώνη, μὲ τίτλο Ὁ ἀρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης. Ἀργότερα, τὸ 1986 θὰ δημοσιευτεῖ καὶ τὸ δεύτερο κείμενό του γιὰ τὸν Πικιώνη. Τὸ 1967 θὰ ἐκδοθεῖ ἡ αἰσθαντικὴ μελέτη του γιὰ ἕνα ποίημα τοῦ Χαίλντερλιν μὲ τίτλο Ἕνα τετράστιχο τοῦ Χαίλντερλιν. Πρόκειται γιὰ δοκίμιο περὶ ἔρωτος. Μέχρι τὸ 1978 θὰ δημοσιευτοῦν σὲ περιοδικὰ ἢ αὐτοτελῶς μικρὲς μελέτες του γιὰ τὸν Βιτγκενστάϊν, τὸν Βαλερύ, τὸν Καστοριάδη καὶ τὸν Καβάφη. Τὸ 1978 ἐγκαινιάζεται ἡ συνεργασία του μὲ τὸν Δημήτρη Μαυρόπουλο μὲ τὴν ἔκδοση τοῦ βιβλίου Τὸ Παλίμψηστο τοῦ Ὁμήρου, ἐκδόσεις Θυμέλη, μιὰ μελέτη στὸ περιεχόμενο τῶν ὁμηρικῶν ἐπῶν. Ἕνα χρόνο ἀργότερα, τὸ 1979, ἱδρύεται ὁ ἐκδοτικὸς οἶκος Δόμος, τὸ ὄνομα τοῦ ὁποίου εἶναι ἐπιλογὴ τοῦ Λορεντζάτου, καὶ τὴν ἴδια χρονιὰ ἐκδίδεται ἡ μικρὴ μελέτη Οἱ Ρωμιές (o altra cosa), μὲ ἀναφορὲς στὴ γυναίκα ὅπως σκιαγραφεῖται στοὺς Παπαδιαμάντη, Καβάφη, Σικελιανὸ καὶ Δημήτρη Χατζῆ. Τὸ 1983 κυκλοφορεῖ τὸ ταξιδιωτικὸ δοκίμιο Στοῦ Τιμονιοῦ τὸ αὐλάκι, ὅπου ξεδιπλώνεται ἡ ἀγάπη του γιὰ τὸν τόπο του – τοὺς ἀνθρώπους του καὶ τὰ ἔργα τους. Τὸ 1984 κυκλοφορεῖ τὸ ἐκτεταμένο δοκίμιο γιὰ τὸν Μακρυγιάννη, μὲ τίτλο Τὸ Τετράδιο τοῦ Μακρυγιάννη, μιὰ μελέτη στὸ ἔργο του Ὁράματα καὶ θάματα. Τὸ 1987 θὰ κυκλοφορήσει ἡ μελέτη του γιὰ τὸν Πάουντ, μὲ τίτλο Ἀπὸ τὴν Πίζα στὴν Ἀθήνα καὶ ὑπότιτλο «Ἡ περίπτωση Πάουντ». Τὸ 1988 θὰ κυκλοφορήσει ἡ μελέτη του Ὁ Καρυωτάκης. Τὸ 1989 ἡ μικρὴ μελέτη του γιὰ τὸν Μπλαίαρ (γνωστὸν μὲ τὸ ψευδώνυμο Ὄργουελ).

Τὸ 1990 θὰ κυκλοφορήσει τὸ βιβλίο Γράμματα ΣεφέρηΛορεντζάτου, ἀποκαλυπτικὸ γιὰ τὴ βαθιὰ σχέση καὶ τὸν οὐσιαστικὸ διάλογο τῶν δύο ἀνδρῶν. Τὸ 1992 θὰ ἐκδοθεῖ ἡ μικρὴ μελέτη του γιὰ τὸν Ἀινστάιν, μὲ τὸν τίτλο Τὰ Αὐτοβιογραφικὰ ἑνὸς μεγάλου. Τὸ 1996 κυκλοφορεῖ τὸ ἐκτεταμένο δοκίμιό του γιὰ τὸν Σαραντάρη, μαζὶ μὲ ἕνα μικρότερο δοκίμιο γιὰ τὸν Καπετανάκη. Τίτλος: Διόσκουροι. Τὸ 2000 κυκλοφορεῖ τὸ βιβλίο Τρίπτυχο, στὸ ὁποῖο περιλαμβάνονται οἱ μελέτες γιὰ τὸν Δημήτρη Χατζῆ, γιὰ τὸ ποίημα τοῦ Καβάφη «Στὰ 200 π.Χ.», καὶ ἡ μικρὴ ἀλλὰ σημαντικὴ μελέτη «Φιλοσοφία καὶ Ἐπιστήμη». Τὸ 2002 τυπώνεται τὸ Δοκίμιο ΙΙ, μιὰ μελέτη γιὰ τὸν Κάλβο. Εἶναι τὸ τελευταῖο βιβλίο του ποὺ ἐκδίδεται πρὶν τὸν θάνατό του. Ἐπισήμανση: Τὸ 1947, ὅταν ὁ Λορεντζάτος εἶναι 32 χρονῶν, κυκλοφορεῖ τὸ Δοκίμιο Ι, ἡ μελέτη του γιὰ τὸν Σολωμό, κατ᾽ οὐσίαν τὸ πρῶτο του βιβλίο. Τὸ 2002, ὅταν εἶναι 85 χρονῶν, κυκλοφορεῖ τὸ Δοκίμιο ΙΙ, ἡ μελέτη του γιὰ τὸν Κάλβο, τυπικὰ τὸ τελευταῖο βιβλίο του. Ἑξήντα σχεδὸν χρόνια δημιουργικῆς καὶ πνευματικῆς παρουσίας. Ἡ παρουσία αὐτὴ ἔχει ὡς ἰδιαίτερο χαρακτηριστικὸ μιὰ ἀπουσία: τὴν ἀπουσία τοῦ σαματᾶ. Ὁ Λορεντζάτος δὲν ἦταν ἄνθρωπος τῆς «ἀγορᾶς», ἀλλὰ τῆς δουλειᾶς. Δὲν ἐπεδίωξε ποτέ του ἀναγνωρίσεις καὶ δημοσιότητα. Δὲν διαλαλοῦσε τὴν πραμάτια του. Μιὰ ἐσωτερικὴ αὐτάρκεια, ποὺ τὴν καλλιεργοῦσε μὲ ἀτέλειωτη καὶ ἐπίμονη σπουδή, ἕνα εἶδος σωκρατικοῦ δαιμονίου, ὑπῆρξε ὁ ὁδηγός του. Θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, ὅτι δὲν ἐνδιαφερόταν γιὰ τὴν ἐπικαιρικὴ ἀναγνώριση τοῦ ἔργου του, ἔχοντάς το ἀναγάγει σὲ μιὰ καθολικὴ διαχρονία. Ἔλεγε ὁ ἴδιος, ὅτι τὰ πνευματικὰ ἔργα δημιουργοῦνται μὲ κανόνες τέχνης καὶ τεχνικῆς, ὅπως κατασκευάζουμε ἕνα σκαρί. Ἂν ὁ τεχνίτης ὑποταχτεῖ στὸν λόγο τῶν ὑλικῶν του, τὸ σκαρὶ θὰ εἶναι καλὸ καὶ θὰ πλεύσει, ἂν ὄχι, τὸ σκαρὶ θὰ βουλιάξει. Ὁ τεχνίτης ἀκούει ποιὸς τὸν προσκαλεῖ καὶ ποιὸς τὸν προκαλεῖ: ἡ παράδοσή του, ἡ γλώσσα του, τὰ μεγάλα ἔργα τοῦ ἀνθρώπου, ἕνας ἱερὸς ἄξονας. Καὶ τὸ ἔργο του εἶναι καρπὸς μιᾶς παράδοσης τοῦ τεχνίτη σ᾽ αὐτὰ τὰ μεγάλα ποὺ τοῦ παραδίνονται. Ὁ Δῆμος καὶ οἱ Σοφιστὲς ἔδειξαν νὰ ἀγνοοῦν τὸ ἔργο τοῦ Λορεντζάτου. Μένει ὅμως ὁ μυστικὸς διάλογος ποὺ καρποφορεῖ καρπὸ σπουδαῖο. Ἰδιαίτερη μνεία θὰ ἤθελα νὰ κάνω γιὰ τὸ βιβλίο ποὺ ἐκδόθηκε μετὰ τὸν θάνατό του, τὰ Collectanea. Περιέχει 1210 καταγραφὲς χωρὶς χρονολογικοὺς προσδιορισμούς, καταγραφὲς ποὺ περιέχουν σκέψεις, παρατηρήσεις καὶ σχόλια, ὅσον άφορᾶ τὶς σχέσεις του μὲ τὴ ζωή, μὲ πρόσωπα, μὲ καταστάσεις καὶ μὲ πράξεις τῶν ἀνθρώπων. Θὰ μποροῦσε ἐπίσης νὰ πεῖ κανεὶς ὅτι περιέχει καὶ ἀρκετὰ αὐτοβιογραφικὰ στοιχεῖα ποὺ παρατίθενται διακριτικὰ καὶ μὲ τρυφερότητα. Περιέχει ὅλον τὸν Ζήσιμο, ἀλλοῦ νὰ κρύβεται καὶ ἀλλοῦ νὰ φαίνεται. Ἀποτυπώνει καὶ τὴ γραφἠ του: γλώσσα, ὕφος, τέχνη καὶ τεχνική. Περιέχει ἐπίσης τὶς μεγάλες καὶ μικρές του ἀγάπες γιὰ ἀνθρώπους, γιὰ ἔργα ἀνθρώπων, γιὰ τὴ δημιουργία, γῆ καὶ οὐρανό. Ἡ πρώτη καταγραφὴ ἐντοπίζεται στὶς 21 Αὐγούστου 1941, μιὰ μέρα μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, καὶ καταθέτει τὴ σχέση του μὲ αὐτόν: «Χθὲς τὸ βράδυ πέθανε ὁ πατέρας μου. […] Κρατάω ὅ,τι ἀπομένει ζωντανό του·

τὸ ἄλλ κόσμο αὐτό, τ τος τοῦ καταγρ μῆνες Ἁγίου νας πώ ἐρχόμε περιεχό ὅπως ο σὲ ὅλο φτιάξε κάθε φ κι ἀλησ δὲν ἔχε


21

πρόσωπο

Σεφέρηκαὶ τὸν

νστάιν,

γιὰ τὸν ν Καπε-

οῖο πεζῆ, γιὰ ὴ ἀλλὰ

γιὰ τὸν αι πρὶν

ἶναι 32 γιὰ τὸν 2, ὅταν έτη του Ἑξήντα αρουσί-

ικὸ μιὰ τος δὲν ᾶς. Δὲν τα. Δὲν άρκεια, πουδή, ός του. ὅτι δὲν ῦ ἔργου χρονία. νται μὲ υμε ἕνα ῶν του, ὸ σκαρὶ λεῖ καὶ του, τὰ Καὶ τὸ νίτη σ᾽

τὸ ἔργο ος ποὺ

λίο ποὺ εριέχει σμούς, εις καὶ πρόσωων. Θὰ ἀρκετὰ κριτικὰ ἀλλοῦ καὶ τὴ εριέχει ώπους, ρανό. ούστου καὶ καπέθανε νό του·

τὸ ἄλλο ἦταν ἡ φλούδα καὶ ἔπεσε, τὸ ἄλλο ἀνήκει στὸν κόσμο τῶν νεκρῶν, στὴ σιωπηλή τους ὁλότητα. Κρατάω αὐτό, τὸ ἄλλο ποὺ πέθανε δὲν εἶναι παρὰ αὐτοί (στὸ κράτος τοῦ θανάτου δὲν ὑπάρχει ἐγώ)». Ἡ προτελευταία καταγραφὴ ἐντοπίζεται τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 2003, λίγους μῆνες πρὶν τὸν θάνατό του: «Μικρὸ καλοκαιράκι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὥρα καλή! Καὶ νὰ συλλογιέται κανένας πώς, κάτω ἀπὸ τὸ θαῦμα, κρύβεται ἀνειρήνευτος ὁ ἐρχόμενος χειμώνας». Καὶ ἡ τελευταία καταγραφή, μὲ περιεχόμενο προφητείας: «Μοναχὰ ἕνας φτωχὸς λαός, ὅπως οἱ Ἕλληνες, μποροῦσε, μὲ ἑκατομμύρια ἀπόδημους σὲ ὅλο τὸν κόσμο, στεριὲς καὶ θάλασσες, μποροῦσε νὰ φτιάξει παρόμοιο δίστιχο καὶ νὰ τὸ νιώθει βαθιά του, κάθε φορὰ ποὺ τὸ συλλαβίζει: Παρηγοριά ᾽χει ὁ θάνατος κι ἀλησμοσύνη ὁ χάρος, / ὁ ζωντανὸς ὁ χωρισμὸς παρηγοριὰ δὲν ἔχει». *

Θὰ προσπαθήσω νὰ δείξω ὅτι ὁ Λορεντζάτος διαμόρφωσε μιὰ πνευματικὴ στάση καὶ ἕναν πνευματικὸ λόγο, ποὺ τὰ κατέθεσε στὸ ἔργο του, καὶ ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ τὰ ὀνομάσομε «ἄξονα τοῦ ἱεροῦ». Εἶναι γνωστὴ ἡ ἐπιστολὴ τοῦ Λορεντζάτου στὸν Σεφέρη μὲ ἡμερομηνία 18 Ἀπρ. 1956, στὴν ὁποία καταγράφει τὴ μεταφυσική του ἀνησυχία γιὰ τὴν ποίηση ποὺ ἔπαψε νὰ εἶναι συνδεδεμένη «μὲ κάτι ἀνώτερο ἢ ἱερό, [...] καὶ αὐτοκαταλυόταν στὸ κενό...»¹. ῾Ο Σεφέρης ἐπισημαίνει στὴν ἀπάντησή του τὴν ἐμφάνιση ἑνὸς «νέου Ζήσιμου», καταλήγοντας ὅτι «ὁ κίνδυνός» του «εἶναι ὁ θεωρητικὸς ἱεροφάντης»². ῎Ετσι λοιπὸν ἀρχίζει ἕνας διάλογος ποὺ θὰ συνεχιστεῖ ἀκόμα καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Σεφέρη, ἀκόμα καὶ μέχρι τὸ τελευταῖο Δοκίμιο ΙΙ (2002). ᾿Αναζήτηση, ἐντοπισμὸς καὶ ἀνάδειξη τοῦ ἄξονα ζωῆς ποὺ γενικότερα χαρακτηρίζεται ἱερὸς καὶ εἰδικότερα, στὸν ἴδιο τὸν Λορεντζάτο, προσδιορίζεται ὡς ἀλήθεια τῆς ᾿Ορθοδοξίας.


22

πρόσωπο Σὲ μιὰ καταγραφὴ τῶν Coll. (ἀρ. 134), ποὺ γράφτηκε τὸ 1956, ὅταν ὁ Λ. ἦταν 42 ἐτῶν, διαβάζομε: «Μιὰ μεγάλη ἀλλαγὴ γίνεται σιγὰ σιγὰ μέσα μου. Μιὰ στροφή. Σὰ νὰ ἐξάντλησα τὸν κόσμο τῆς ἀφαίρεσης. ᾿Αρχίζω νὰ πετάω καὶ μὲ τὶς δυὸ φτεροῦγες. Δοκιμάζω(μαι)». Καὶ στὴ μεθεπόμενη καταγραφὴ (ἀρ. 136) συνεχίζει: «Γιὰ τὶς δυὸ φτεροῦγες, ποὺ ἔλεγα, θαρρῶ πὼς βρίσκομαι ἀκόμα πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸ ζητούμενο. Χρειάζονται κότσια». ῾Ο Λορεντζάτος δὲν ἐξελίσσεται τελικὰ σὲ «θεωρητικὸ ἱεροφάντη», ὅπως φοβόταν ὁ Σεφέρης. ᾿Αποφεύγει μὲ ἐπιμέλεια νὰ δείξει ἐμφανῶς στὰ ἔργα ποὺ θὰ δημοσιεύσει τὶς ἐσωτερικὲς ἀναφορές του. Αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι τὶς ἀποκρύβει. ῞Ολες οἱ καταθέσεις ψυχῆς, οἱ θέσεις του καὶ οἱ ἀναφορές του, οἱ κρίσεις του γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὴν ἱστορία, μὲ ἕνα λόγο ἡ σπουδή του, ἐκφράζονται στὸ ἔργο του ἔμμεσα, μέσα ἀπὸ τὰ ἔργα ἄλλων καὶ ἀπὸ τὸν ἀξιολογικὸ σχολιασμὸ ποὺ κάνει σ᾿ αὐτὰ τὰ ἔργα. ῎Εγραψε γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τῶν: Σολωμοῦ, Παπαδιαμάντη, Μακρυγιάννη, Καβάφη, Κάλβου, Σικελιανοῦ, Καρυωτάκη, Σεφέρη, Πικιώνη, Σωκράτη Κουγέα, ᾿Αντρὲ Ζίντ, ῎Ελιοτ, Χαίλντερλιν, Πάουντ, Βαλερύ, Βιτγκενστάιν, ᾿Αινστάιν, Σαραντάρη, Καπετανάκη, Νίκο Καροῦζο, Δημήτρη Χατζῆ, καὶ ἄλλων. Μέσα ἀπὸ αὐτὲς τὶς ἀναφορές, τὶς ἐπισημάνσεις, τὶς ἀναλύσεις, τὴ σπουδή, μπορεῖ ὁ προσεκτικὸς ἀναγνώστης νὰ ἐντοπίσει τὴ σκέψη τοῦ Λορεντζάτου καὶ τὴν πρόταση ζωῆς ποὺ καταθέτει. Τὴν πίστη του αὐτὴ τὴν προσδιορίζει ἔμμεσα, ἀναφερόμενος στὸ Σολωμό, καὶ τὴν διακρίνει ἀπὸ τὴν πίστη ἄλλων: «Στὸν παραλληλισμό μας χρειάζεται ἀπὸ τὴν ἀρχὴ νὰ μὴ λησμονᾶμε, σχετικὰ μὲ τὸ Δάντη καὶ τὸ Σολωμό, πὼς ὁ ἕνας εἶναι πιστὸς τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ ἄλλος πιστὸς τῆς Ἀνατολικῆς ᾿Εκκλησίας»³. Μᾶς ἔχει καὶ ἀλλοῦ ἐπισημάνει ὅτι αὐτὴ ἡ παράδοση, ἡ παράδοση τῆς Ἀνατολικῆς ᾿Εκκλησίας, εἶναι ὁ δικός του δρόμος, μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν παράδοση ζεῖ, κινεῖται καὶ ὑπάρχει («ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν» – Πράξ. 17,28). Εἶναι ἕνας κόσμος. Καὶ τὸν κόσμο αὐτὸ τὸν παίρνει στὰ σοβαρά. Τὸν ἔχει σπουδάσει αὐτὸ τὸν κόσμο στὸ ἔργο τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τὸν ἀναγνωρίζει ὡς δικό του κόσμο. ῞Οπως ἐπισημαίνει ὁ ἴδιος, «῍Η θὰ πάρομε στὰ σοβαρὰ τὸν κόσμο ποὺ μᾶς παρουσίασε [ὁ Παπαδιαμάντης), ὁλόκληρο ὅμως τὸν κόσμο τῆς ὀρθόδοξης ἑλληνικῆς χριστιανοσύνης ὣς τὶς ἀκρότατες συνέπειές του, [...] ἢ ἀλλιῶς θὰ γυρίσομε πίσω στὶς αἰσθητικὲς ἐπιφάνειες»⁴. Στὸ ἴδιο ἄρθρο, μὲ τὸν ἔμμεσο λορεντζάτειο τρόπο, ἐπαναλαμβάνει τὴν ὁμολογία πίστεως τοῦ Παπαδιαμάντη: «᾿Εγὼ εἶμαι τέκνον γνήσιον τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας»⁵. ῎Εχει ἐπιχειρήσει ἀρκετὲς φορές, μέσα στὸ ἔργο του, νὰ προσδιορίσει τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς παράδοσης, κυρίως νὰ τὴν περιγράψει ὡς ὁδό, ὅπως ἰδιαίτερα ἀναπτύσσει τὸ θέμα στὸ δοκίμιό του γιὰ τὸν Σαραντάρη, μὲ διατυπώσεις ποὺ μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι μιλάει γιὰ τὴν ὁδὸ ποὺ ὁ ἴδιος ἀκολουθάει ὡς μέλος τοῦ λαοῦ του. Στὸ Χαμένο κέντρο (1961) τὴν ὀνοματίζει· «... ἡ δική μας ὀρθόδοξη παράδοση τῆς Ἀνατολῆς». Καὶ διευκρινίζει: «ὅταν λέμε δική μας δὲν ἐννοοῦμε πὼς [...] ἡ ὀρθόδοξη παράδοση ἀνήκει σὲ ἐμᾶς, εἶναι ἐθνικὴ ἢ φυλετική, ἀλλὰ πὼς ἐμεῖς ἀνήκομε σὲ αὐτὴ κατὰ τὸ ποσοστὸ ποὺ γινόμαστε ἡμεῖς, λαὸς ἅγιος Χριστοῦ»⁶. Αὐτὴ τὴν ὁδὸ τὴν ὀνομάζει «πνευματικὸ δρόμο» καὶ τὴν μακραίνει στὰ ἔσχατα: «῞Οσο μακρύτερα θὰ προχωρήσεις στὸν πνευματικὸ δρόμο τόσο μικρότερη θὰ γίνεται γιὰ

σένα ἡ διαφορὰ ἀνάμεσα στοὺς ζωντανοὺς καὶ στοὺς πεθαμένους. Τελειώνοντας ὁ δρόμος θὰ τελειώσει καὶ ἡ διαφορὰ αὐτή. Τότε θὰ καταλάβεις πὼς ἔφτασες (ἂν φτάσεις ὅσο εἶσαι ἀκόμα ζωντανός)» (Coll. ἀρ. 914). Τὸ περιεχόμενο αὐτῆς τῆς πίστης τὸ γνώρισε, τὸ ἔζησε, ἴσως καὶ μὲ ὑπερβολὲς κάποτε στὴ ζωή του ὅταν ἀποφάσισε νὰ φτάσει τὴν ἄσκηση μέχρι τὸ τέλος, τὸ ἔφαγε κυριολεκτικά, σύμφωνα μὲ τὸ περιεχόμενο ποὺ ἔχει ἡ λέξη στὸν ᾿Ιεζεκιήλ, «χάνε καὶ φάγε». ῞Ωστε νὰ μπορεῖ νὰ λέει: «῎Οχι, δὲν ἀκολούθησα ὅσους σήκωσαν κεφάλι ἢ σὲ ἐξόργισαν –ὅπως ὁ Προμηθέας o altra cosa στὶς μέρες μας– (τοὺς παραπικραίνοντάς σε, οἵτινες παρεπίκρανάν σε, αὐτοὶ καὶ οἱ πατέρες αὐτῶν, ἕως τῆς σήμερον ἡμέρας), δὲν τοὺς φοβήθηκα, μήτε αὐτοὺς μήτε τὰ λόγια τους, τὸν οἶκον ᾿Ισραήλ… ὅτι οἶκος παραπικραίνων ἐστί. Ἀκολούθησα τὴ φωνή σου ποὺ μοῦ φώναζε: μὴ γίνου παραπικραίνων, καθὼς ὁ οἶκος ὁ παραπικραίνων. Καὶ ἔφαγα τὸ βιβλίο σου, τὸ κατάπια, τὸ γραμμένο καὶ ἀπὸ τὶς δυὸ μεριὲς (γεγραμμένα τὰ ἔμπροσθεν καὶ τὰ ὀπίσω), καὶ ἂς μὴ διατάχτηκα νὰ τὸ διαλαλήσω σὰν ᾿Ιεζεκιὴλ προφήτης τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ. Τὸ ἔφαγα καὶ μὲ αὐτὸ γέμισα τὸ στόμα μου καὶ τὰ ἔγκατά μου (τὸ στόμα σου φάγεται, καὶ ἡ κοιλία σου πλησθήσεται). ᾿Απὸ τότε στάθηκα στὰ ποδάρια μου καὶ σήμερα καταλαβαίνω τὸν κυριολεχτικὸ λόγο σου: Υἱὲ τοῦ ἀνθρώπου, στήθι ἐπὶ τοὺς πόδας σου. ῎Οχι, δὲν ἀκολούθησα ὅσους σήκωσαν τὸ κεφάλι ἀψηλὰ ἢ σὲ ἐξόργισαν…» (Coll., ἀρ. 599). Μιλώντας γι᾿ αὐτὴ τὴν πίστη στὸ ἄρθρο του γιὰ τὸν Πικιώνη, σαφηνίζει ὅτι: «Λέγοντας Ὀρθοδοξία ἐννοῶ τὸ μισο-θεϊκὸ καὶ μισο-ἀνθρώπινο οἰκοδόμημα τῆς πίστης μας μὲ ὅσα τὸ συναποτελοῦν: τὴν ἱερὴ Παράδοση καὶ Γραφή (στὸ θεϊκὸ καὶ ἀνθρώπινο μέρος τους), ὕστερα τὴ λατρεία […]· κατόπιν τοὺς Πατέρες καὶ τοὺς Μυστικοὺς μὲ ὅλη τὴ χορεία τῶν Μαρτύρων, ῾Ομολογητῶν, ᾿Εγκρατευτῶν, καθὼς τοὺς ὀνομάζει ἡ ᾿Εκκλησία, ποὺ πραγματοποιοῦν τὴ δύσκολη ἐφαρμογὴ τοῦ δόγματος ἢ τῆς διδασκαλίας στὴν καθημερινὴ ζωή, δημιουργώντας τὸν τύπο τοῦ ὀρθόδοξου πνευματικοῦ ἀπελεύθερου […]· τέλος τὴν ἀρχιτεκτονική, τὴ μουσική, τὴ ζωγραφική…»⁷. ῞Ολη του ἡ ὑπογραφὴ μπορεῖ νὰ ἀναγνωστεῖ στὴν παρακάτω σκέψη του: «Γεννήθηκα, ἔζησα, καὶ θὰ πεθάνω στὴν πίστη τῶν πατέρων μου, στὴν πίστη τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας. Τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν. Γεννήθηκα, ἔζησα καὶ θὰ πεθάνω στὴ γλώσσα τῶν πατέρων μου, στὴ γλώσσα τοῦ ῾Ομήρου, τῶν Εὐαγγελίων καὶ τοῦ Σολωμοῦ. Τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν» (Coll., ἀρ. 439). Αὐτὴ τὴν πίστη τῶν πατέρων του θέλησε νὰ τὴν κουβεντιάσει μὲ ἔμπειρους πνευματικοὺς καὶ νὰ ἀντλήσει ἐφόδια γιὰ τὴν ὁδὸ ποὺ ἀποφάσισε νὰ διανύσει: «Γνήσιους», μᾶς λέει, «γέροντες (startsi) ποὺ προσωπικὰ γνώρισα στὴ ζωή μου – Φιλόθεος τῆς Λογγοβάρδας (Πάρος), ᾿Αμφιλόχιος τῆς Πάτμου, Θεόδουλος τῆς Κορώνης, ῾Ιερώνυμος τῆς Αἴγινας, Πορφύριος τῆς Μαλακάσας […], Λεόντιος τοῦ Ἁγίου ῎Ορους, θαμμένος τώρα κοντὰ στὴ Βαρυμπόμπη (μὲ τὸν Πικιώνη πηγαίναμε καὶ τὸν βλέπαμε στὴν ταράτσα ἑνὸς σπιτιοῦ στὸν Πειραιᾶ, ὅπου ζοῦσε κυρτωμένος –δυὸ κάτια εἶχε γίνει– τὸν τελευταῖο καιρὸ προτοῦ πεθάνει). Χώρια ἀγγελικοὺς ἐξομολόγους, ὅπως ὁ Παπὰ Θανάσης τῆς Νερατζιώτισσας στὸ Μαρούσι (μὲ τὸν Πικιώνη πηγαίναμε συχνά)» (Coll., ἀρ. 464). Στὸ σημεῖο αὐτὸ θὰ ἤθελα νὰ ὑποβάλλω ἐγὼ γιὰ λογαριασμὸ καλοπροαίρετων σκεπτικιστῶν, φίλων καὶ

μή, τὴν περιγρ 1965, ἢ ὅσα ὑπ ὅμως ἀ παραδώ ὅποιο ὁ ἴδιος «Ἀφήν τουλάχ ποὺ μᾶ Πῶς θὰ τοῦ Πα ῾Ημερῶ »Δίχ ἔργο νὰ μᾶς δό ζωῆς γ – εἴτε β (Coll., ἀ Καὶ δηλαδὴ πίστεω (τῆς ἑλ ἐν τῷ σ εἶναι ὁ »Στὸ βρίσκετ καὶ τὸ τὶς 11 Σ ἴδια χρ πνευμα εἶναι ὁ μ


στοὺς σει καὶ σες (ἂν ). ισε, τὸ υ ὅταν λος, τὸ ποὺ ἔχει μπορεῖ εφάλι ἢ ς μέρες κρανάν μέρας), α τους, ν ἐστί. ὴ γίνου ων. Καὶ αὶ ἀπὸ ὀπίσω), εζεκιὴλ γέμισα άγεται, κα στὰ λεχτικὸ ας σου. ἀψηλὰ

γιὰ τὸν νοῶ τὸ πίστης ση καὶ τερα τὴ στικοὺς γητῶν, α, ποὺ ματος ἢ γώντας ου […]· κή…»⁷. εῖ στὴν πεθάνω όδοξης ηκα, ἔου, στὴ λωμοῦ. τὴ τὴν άσει μὲ γιὰ τὴν ᾶς λέει, τὴ ζωή ιλόχιος μος τῆς ιος τοῦ μπη (μὲ αράτσα ος –δυὸ θάνει). ανάσης Πικιώνη

γὼ γιὰ ων καὶ

23

πρόσωπο μή, τὴν ἔνσταση ὅτι αὐτὸς ὁ Λορεντζάτος ποὺ παραπάνω περιγράφω, εἶναι ὁ Λορεντζάτος τῆς δεκαετίας 19551965, ἢ ὅτι ἔχει σχέση μὲ ἕνα μέρος τοῦ ἔργου του – μὲ ὅσα ὑπονοούμενα ὑποκρύπτει αὐτὴ ἡ ἔνσταση, ἡ ὁποία ὅμως ἀγνοεῖ ὅτι μιλᾶμε γιὰ ἄνθρωπο ἐν ὁδῷ, μέχρι νὰ παραδώσει τὸ πνεῦμα του στὸν Παλαιὸ τῶν Ἡμερῶν μὲ ὅποιο ἀπολογισμό. Αὐτὸ τὸ ζητούμενο τὸ καταγράφει ὁ ἴδιος στὰ Collectanea σὲ ὥριμη ἡλικία, γύρω στὸ 2001: «Ἀφήνω τὰ ἄλλα. Πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς θὰ φροντίζαμε τουλάχιστο τὴν ἀπόσβεση, νὰ τὸ πῶ ἔτσι, τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς δόθηκε νὰ ζήσομε στὸν κόσμο αὐτό. Τρομερό. Πῶς θὰ σταθοῦμε αὔριο, μαζὶ μὲ τὸν μπάρμπα Γιαννιὸ τοῦ Παπαδιαμάντη, “ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ παλαιοῦ ῾Ημερῶν, τοῦ Τρισαγίου”; »Δίχως ἔργο κανένα –μικρὸ ἢ μεγάλο δὲν πειράζει, ἔργο νὰ εἶναι– δὲ γίνεται καμιὰ ἀπόσβεση τῆς ζωῆς ποὺ μᾶς δόθηκε νὰ ζήσομε. Αὐτὸ πάει νὰ πεῖ ἀπόσβεση τῆς ζωῆς γενικότερα. ῞Ενα παραμικρὸ ἔργο ὁποιοδήποτε – εἴτε βιοπάλης ἔργο, εἴτε στοχασμοῦ ἢ καὶ τέχνης ἔργο» (Coll., ἀρ. 1179). Καὶ ἐπίσης, ἕνα χρόνο ἀργότερα, τὸ 2002, σὲ ἡλικία δηλαδὴ 87 ἐτῶν, καταθέτει καὶ τὴν τελική του ὁμολογία πίστεως: «Δὲ ζῶ μὲ τὰ προχριστιανικὰ τὸ ὂν καὶ τὸ εἶναι (τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας), ἀλλὰ ζῶ μὲ τὸ Χριστό, ποὺ ἐν τῷ σπηλαίῳ τίκτεται ἐν φάτνῃ τῶν ἀλόγων καὶ ποὺ εἶναι ὁ βασιλεὺς τῶν οὐρανῶν καὶ ποιητὴς τῶν ὅλων. »Στὸ μεταίχμιο τῶν δυὸ αὐτῶν κόσμων –ὁλομόναχη– βρίσκεται ἡ ἀνεξιχνίαστη φυσιογνωμία τοῦ Σωκράτη καὶ τὸ δελφικό του γνῶθι σαὐτόν» (Coll., ἀρ. 1191 - μετὰ τὶς 11 Σεπτ. 2001). ῞Οπως καὶ τὸ ἄλλο collectaneum, τὴν ἴδια χρονιὰ ἢ τὴν ἑπόμενη, καταστάλαγμα ὅλης τῆς πνευματικῆς του ὁδοιπορίας: «Ἀγαπάω τὸ Χριστὸ γιατὶ εἶναι ὁ μόνος ποὺ μοῦ δείχνει τὴν ἀθλιότητά μου. ᾿Ιδιαίτερα

ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΖΗΣΙΜΟΥ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΥ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ

Μαυρομιχάλη 16, 10680, Αθήνα 210 3605532 domosbook@gmail.com

τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς λογαριάζω τὴ φοβερὴ ἀπόσταση καὶ συντρίβομαι ἀποκαμωμένος στρατοκόπος – γυρεύω ἕνα χάνι στὸ δρόμο, νὰ κάνω ἕνα λουτρό, νὰ ἀλλάξω τὰ ροῦχα καὶ νὰ ξεκουραστῶ, νὰ ξεκουραστῶ. Μπροστὰ στὴ συχώρεση τοῦ Χριστοῦ ἡ προσπάθειά μου τίποτα. ῞Ομως προσπαθῶ, προσπαθῶ. ῞Ολα μπορεῖ νὰ μᾶς τὰ συχωρέσει ὁ Θεός, ἔλεγε ὁ Πικιώνης, πὼς δὲν προσπαθήσαμε δὲ θὰ μᾶς τὸ συχωρέσει ποτέ. ᾿Απὸ ἕνα σημεῖο καὶ πέρα δὲν πρέπει νὰ λὲς τί κάνεις ἢ τί γράφεις (ὅπως ἐδῶ ἀναφορικὰ μὲ τὸ Χριστό). Βλέπε σχετικὰ τὸ κρυμμένο σημείωμα τοῦ Pascal. Πῶς ἀποφασίζουν πὼς ὁ Pascal ἦταν αὐτὸς ποὺ ἦταν καὶ συνάμα ψεύτης ἢ τσαρλατάνος. Στὰ σοβαρὰ ζητήματα χρειάζεται σοβαρότητα» (Coll., ἀρ. 1194). Κλείνω αὐτὴ τὴν παρουσίαση γιὰ τὴ ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ μεγάλου φίλου, μὲ μιὰ πρόταση δική του, καταχωρημένη στὰ Collectanea, ἀριθμὸς 565: «Τὸ μέγιστο ποὺ μπορεῖς νὰ γίνεις, μιὰ μέρα, γιὰ τὸν τόπο σου - μιὰ καλὴ πυξίδα». Ἔγινες, καὶ εἶσαι, μακάριε Ζήσιμε, ζωογόνος πυξίδα – γιὰ ὅσους τὸ ξέρουμε καὶ γιὰ ὅσους δὲν τὸ ξέρουμε. 1. Γράμματα Σεφέρη - Λορεντζάτου, Δόμος 1990, σελ. 153. 2. Στὸ ἴδιο, 26 ᾿Απρ. 56, σελ. 155. 3. «῾Ο Διάλογος τοῦ Σολωμοῦ», Μελέτες, Α´, Δόμος 2007, σελ. 140. 4. «᾿Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Α´» [1961], Μελέτες, Α´, Δόμος 2007, σελ. 243-4. 5. Στὸ ἴδιο, σελ. 249. 6. «Τὸ Χαμένο κέντρο», Μελέτες, Α´, Δόμος 2007, σελ. 419. 7. «῾Ο ἀρχιτέκτονας Δ. Πικιώνης - Α´» [1969], Μελέτες, Β´, Δόμος 2007, σελ. 40-1.

[Ἐκφωνήθηκε στὶς 30 Μαρτίου 2012, στὸ βιβλιοπωλεῖο Πορθμὸς τῆς Χαλκίδας].


24

πρόσωπο

Πάνω σε μιαν «επισημείωση» του Ζ. Λ. γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ

Τ

ο Δοκίμιο ΙΙ του Ζήσιμου Λορεντζάτου για τον Ανδρέα Κάλβο (εκδ. Δόμος, 2002) αναπτύσσεται σε δεκαεπτά αριθμημένες ενότητες, άλλες εκτενείς κι άλλες στα όρια παραγραφικών αφορισμών. Το δοκίμιο για τον Κάλβο έρχεται “με διαφορά πενήντα πέντε χρόνια από το Δοκίμιο Ι (1947) για το Σολωμό” μας υπενθυμίζει ο Λορεντζάτος. Μια υπενθύμιση ολωσδιόλου τυχαία, αφού επισημαίνει την μακρά, συνεχή και πείσμονα συνομιλία, με τα μεγάλα ποιητικά κατορθώματα, στα οποία εντάσσει ως κορυφαία τους ήχους της Σολωμικής Άρπας (“Εις την άρπα γλυκά γέρνει το στήθος”, ο συντριμμένος Σολωμός), αλλά και τους άλλους, τους υψιπετείς της Καλβείου Λύρας (“Σοβαρόν, υψηλόν/ δόσε τόνον ω Λύρα” ψάλλει ο Κάλβος). Στην ενότητα-παράγραφο υπ΄αριθμόν 17, η οποία είναι και η ακροτελεύτια του Δοκιμίου ΙΙ, διαβάζουμε: “Και μια μικρή ‘’επισημείωση’’ (δανείζομαι την υπερλόγια λέξη από τον Κάλβο) για τους νεότερους. Μαζί με τους περισσότερους Έλληνες έγραψα και εγώ ποιήματα. Αρκετά νωρίς (όχι απόλυτα) κατάλαβα πως η ποίηση δε με προόριζε για δημιουργό της, αλλά για υμνητή της. Αγαπούσα πολύ την ποίηση για να παρακούσω την απόφασή της. Από τότε βάλθηκα να κάνω όσο μπορούσα καλύτερα και όσο μπορούσα πιο τίμια τη δουλειά μου: Το πέτυχα ή δεν το πέτυχα, θα το δείξει ο καιρός: ‘’Ο Γέρων φθονερός/και των έργων εχθρός’’. Χαίρομαι που τελειώνω – όπως άρχισα – με τον Κάλβο”. Δεν ξέρω πόσοι αντιλαμβάνονται τον κόπο και την άσκηση, που προυποθέτει μια τέτοια δημόσια εξομολόγηση. Άλλωστε στην κοινωνία μας προϊόντος του χρόνου, περισσεύουν οι άκριτοι καθαγιασμοί και οι άνετες καταβαραθρώσεις – ερήμην ή κατ΄αντίθεσιν προς πρόσωπα και έργα. Ο υμνητής της ποίησης Λορεντζάτος, στην δύση του αετίσιου βίου του, ομολογεί πως του χαρίστηκε άνωθεν η δωρεά του κατ΄εξοχήν συνδημιουργού και συμπορευτή των σπουδαίων ποιητών. Έχοντας διανύσει και υποφέρει τις μεγάλες ψυχικές εντάσεις και αγωνίες για την πληρότητα στην έκφραση, απαλλαγμένος από κάθε εγωιστική επίπτωση ματαιωμένων φιλοδοξιών, έχο-

ντας αντιληφθεί ότι τα όρια ανάμεσα στην πλήρη έκφραση και την σιωπή είναι δυσδιάκριτα, πυρώθηκε από την πλησμονή που δίνει η ισόκυρη με τους μεγάλους συνομιλία. Γι αυτό τα δοκίμια και οι μελέτες του, είναι δημιουργήματα του υμνητή που ξεκλειδώνουν για να αποκαλυφθούν τα “κλειδαμπαρωμένα” μυστικά του θαύματος. Για να μας φωτίσει η αληθινή ποιητική γλώσσα.Ο δοκιμιακός του λόγος ασκεί την κριτική τέχνη ως “τέχνη της αγάπης“, όπως την όρισε ο Κωστής Παλαμάς. Η αληθινή ποιητική γλώσσα για τον Λορεντζάτο, γίνεται τέτοια, όταν το ποιητικό χάρισμα συνδεθεί με βαθύτερα πνευματικά αιτήματα, με αυτό που ονομάζει “ πνευματική ρίζα”. Αλλιώς η ποίηση δεν λαβαίνει σάρκα ζωής. ( Κατά τον T.S.Eliot ‘’Τhe poetry does not matter’’ σύμφωνα με τον συγκλονιστικό στίχο του East Coker, στα Τέσσερα Κουαρτέτα). Σ΄αυτό το πλαίσιο κινήθηκε ό,τι έγραψε για την ποίηση, κι ό,τι μετέφρασε. Θυμίζουμε ότι προκειμένου περί μεταφράσεων η θέση του αναδεικνύει και τη σημασία που τους έδινε: “Η καλή μετάφραση είναι σπανιότερη από το καλό ποίημα”. (Βλ. τον Απόλογο στην μετάφρασή του στο ‘’Lapis Lazuli’’ του W.B.Yeats. Περ. Εκηβόλος, Φθινόπωρο 1997). Μια τέτοια στάση δεν μπορούσε να πάρει στα σοβαρά τις καταξιώσεις από την αισθητική και τα επιτεύγματά της ως απόλυτες καταστάσεις. Προέκρινε την ομορφιά που είναι ζωή και φανερώνεται σε κάθε καιρό, γλώσσα και τόπο, ακόμη κι αν κάθε φορά όσοι ξεκινούν: “Θα πρέπει να ξέρουν πως ‘’η ιστορία της ομορφιάς συμπληρώθηκε’’”. Όλος ο αγώνας είναι να βρεθεί ο τρόπος να ειπωθεί αυτό που ξανάγινε. Κάθε φορά, από εκείνους που λαβαίνουν την σκυτάλη και την εντολή. (Βλ. Το Δοκίμιο ‘Οσοι ξεκινούν...Εκδ. Δόμος 1985 και τα σχόλια του Λορεντζάτου πάνω στην φράση του J.A.McN. Whistler). “Yμνητή” της τον προόριζε η ποίηση, δηλαδή, δημιουργό στους λειμώνες της με τον δικό του απαράμιλλο τρόπο. Η “Επισημείωση” από το Δοκίμιο για τον Κάλβο, δείχνει το σταυρό ενός ταξιδιού και τα κέρδη του: Την σπάνια πνευματική ωρίμανση, την αρετή και την αυτογνωσία. Και για όλους εμάς, την μεγάλη κληρονομιά και την ανεξάντλητη οφειλή.

Finis Graeciae ήταν ο τίτλος ενός κειμένου που δημοσίευσε ο Χρήστος Γιανναράς το 1986, πριν από εικοσιπέντε χρόνια, όταν στην χώρα μας μεσουρανούσε η made in Greece εκδοχή του σοσιαλισμού και στις πίστες ο Λευτέρης Πανταζής. Υπάρχει μια πάγια αναγνωστική συμπεριφορά που θεωρεί θεμιτές στους συγγραφείς τις υπερβολές. Έτσι, νομίζω, ότι προσπεράστηκε ο σπαραγμός εκείνης της διατύπωσης. Όχι ως κυριολεξία. Γι’ αυτό και συνεχίσαμε τις ζωές μας εμπιστευόμενοι τις διατυπώσεις άλλων, λιγότερο αρμόδιων αλλά και λιγότερο στενάχωρων. Και πορευτήκαμε κι εμπορευτήκαμε δια της χρόνιας μεταφυσικής αυταπάτης ότι «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Αθάνατη μεγαλουργεί στα Χρηματιστήρια, διακρίνεται στις «Ολυμπιάδες» κι επαιτεί στις Αγορές. Κι όλα αυτά στο όνομα του «πατριωτισμού»! Ενός τζαμπατζίδικου πατριωτισμού που –ακόμη και τώρα– γίνεται κομπασμός και ρητορεία. Σήμερα, που όχι απλώς ψηλαφούμε την αλήθεια εκείνης της διατύπωσης αλλά βυθιζόμαστε στην ανομολόγητη επαλήθευσή της, επιλέγουμε και πάλι την προσπέρασή της. Finis Graeciae. Όχι γιατί μας τέλειωσαν τα δίφραγκα αλλά επειδή αρνηθήκαμε τον εαυτό μας. Γίναμε ουραγοί της νεωτερικότητας, παριστάνοντας τον εταίρο μιας συμμορίας. Επειδή το μόνο που έχουμε να υπερασπίσουμε είναι η επάνοδός μας στις Αγορές. Τίποτε άλλο.

Α

υ θ τ κες και α να, μια α ένας γο σε μια σ βολισμο Αυτο νουν. Αυ ερήμην ρα τα μ ζωή τω ντέ. Η ο ίωση. Π αντιβίω κηδεμό ο χαροκ δεν μπο του και αρκετά σθηση μ ντας την Αυτο νουν. Α ηρωικώ εστίες. πυροβο μη μας την ανη ζήσουν

Γρά επίσ Κων Βάσ π. Ν και


25

κοινωνία

Οι νεκροί περισσεύουν

. Λ.

η και την υ δίνει η οι μελέυν για να ατος. Για ου λόγος όρισε ο ορεντζάβαθύτεκή ρίζα”. liot ‘’Τhe τίχο του θηκε ό,τι ροκειμέασία που αλό ποίzuli’’ του τάση δεν σθητική ρινε την ώσσα και α ξέρουν νας είναι ορά, από Το Δοκίντζάτου ον προότον δικό για τον Την σπά. Και για οφειλή.

ιανναούσε η ζής. ς συγκείνης

άλλων,

πάτης ρια, διμα του – γίνε-

ς αλλά ν προεπειδή νοντας είναι η

γράφει ο

Α

υτοκτονούν οι άνθρωποι. Δεν πεθαίνουν. Αυτοκτονούν... Και πίσω τους μένουν μαυροντυμένες γυναίκες και αμήχανα παιδικά χαμόγελα. Μια μάνα, μια αδελφή, μια γυναίκα, ένας αδελφός, ένας γονιός και παιδιά που ενηλικιώνονται σε μια στιγμή μονάχα, με τη βία ενός πυροβολισμού. Αυτοκτονούν οι άνθρωποι. Δεν πεθαίνουν. Αυτοκτονούν... Και η ζωή συνεχίζεται ερήμην τους. Οι γυναίκες βγάζουν γρήγορα τα μαύρα, να μη μαυρίσουν −λένε− τη ζωή των παιδιών. Όχι επειδή είναι ντεμοντέ. Η ορφάνεια και η χηρεία είναι κάτι σαν ίωση. Ποιος θυμάται μια ίωση; Παίρνεις μια αντιβίωση και έχεις νέο σύντροφο και νέο κηδεμόνα. Μόνο παιδί δεν μπορεί να έχει ο χαροκαμένος γονιός, αλλά −επιτέλους− δεν μπορεί να τα έχει όλα. Έχει την υγειά του και τη σύνταξή του. Όχι πολλά, αλλά αρκετά για να ψευτοζήσεις με την ψευδαίσθηση μιας υγείας που χτίστηκε λησμονώντας την προσωρινότητά της. Αυτοκτονούν οι άνθρωποι. Δεν πεθαίνουν. Αυτοκτονούν... Δεν σκοτώνονται ηρωικώς υπερασπιζόμενοι βωμούς και εστίες. Αυτοκτονούν διακριτικά. Με έναν πυροβολισμό. Με σιγαστήρα πάντοτε. Να μη μας ενοχλήσουν. Να μη μας θυμήσουν την ανημπόρια τους. Την αποτυχία τους να ζήσουν σύμφωνα με τις επιταγές μας.

Μια προσέγγιση στο πιο ατίθασο θέμα χριστιανικής θεολογίας, με καίρια ερωτήματα για την αγαθότητα του Θεού και την ελευθερία του ανθρώπου. Γράφουν οι: επίσκ. Αθανάσιος Γιέβτιτς, Κωνσταντίνος Κορναράκης, Βάσσα Κοντουμά, π. Νικόλαος Λουδοβίκος και Θανάσης Ν. Παπαθανασίου.

Σύναξη: Θερμοπυλών 39, 152 35 Βριλήσσια Τηλ: 210-8049396 www.synaxi.gr

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΝΤΟΥΛΑΣ

Ποιος εκδίδει τις ακάλυπτες επιταγές; Ποιος οπλίζει με απελπισία το τρεμάμενο χέρι τους; Εμείς. Και αν όχι εμείς, εμείς είμαστε αυτοί που αποδεχόμαστε ότι οι ζωές μας αποτιμώνται σε σκληρά νομίσματα. Αυτοκτονούν οι άνθρωποι. Δεν πεθαίνουν. Αυτοκτονούν... Εμείς είμαστε αθώοι του αίματος. Εμείς απλώς τους θάβουμε βιαστικά στις περιφέρειες. Και η ζωή συνεχίζεται. Συνεχίζουμε και εμείς μαζί της. Ρημάζουν σβηστά τα καντήλια, αλλά τι τα θες; «Ανάγκα και θεοί πείθονται», δεν λένε οι ημιμαθείς;. Και εμείς δεν είμαστε θεοί. Είμαστε άνθρωποι. Άνθρωποι κυνικοί και βιαστικοί. Δεν προλαβαίνουμε καλά-καλά ούτε να πενθήσουμε. Δεν έχει θέση στις ζωές μας το πένθος. Ζωή σε λόγου μας. Σχεδόν χαζοχαρούμενα συνεχίζουμε, σαν να μην συμβαίνει τίποτε. Οι νεκροί περισσεύουν. Σβησμένα, λοιπόν, τα καντήλια. Έχουμε φωτάκι νυκτός για τα σκοτάδια μας. Τόσος και τέτοιος ο φωτισμός μας. Από τα τζιβαϊρικά της ζωής, στα χαϊμαλιά της προόδου. Αυτοκτονούν οι άνθρωποι. Δεν πεθαίνουν. Αυτοκτονούν... και όταν ακόμη δεν αυτοπυροβολούνται. Αυτοκτονούν, ζώντας την απανθρωπία ενός κόσμου εθισμένου στο ναρκωτικό μιας βλακώδους επιτυχίας, που μετρά τις επιδόσεις της, μαγαρίζοντας τις ζωές των διπλανών της.


26

στο πανί

ΜΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ Α. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΜΙΑ ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΤΑΙΝΙΑ

Υπάρχει και φιλότιμο γράφει ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΠΛΑΘΡΑΣ

Η

ταινία είναι του 1965. Του Αλέκου Σακελλάριου. Βασισμένη στο ομώνυμο θεατρικό έργο του. Κατ’ έθος προβάλλεται στην τιβί σε κάθε εκλογές, όπως ο Τζεφιρέλι το Πάσχα. Οι ατάκες του Μαυρογιαλούρου και του Γκρούεζα είναι παγκοίνως αναγνωρίσιμες. Όπως ο Ιησούς. Κι όμως, υπάρχει ένα πέπλο γύρω από τον Σακελλάριο και το έργο του. Έχουν μέχρι σήμερα γίνει δεκάδες παρουσιάσεις του είτε με βάση –κυρίως– τη νοσταλγία του «παλιού» ελληνικού κινηματογράφου –βλέπε νοσταλγία για την Αθήνα μιας όψιμης «μπελ-επόκ»–είτε για να θεμελιωθούν πάνω στις ταινίες του –εξωκινηματογραφικά, οπωσδήποτε– αναλύσεις κοινωνιολογίας, περί μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας κ.τ.ό. Κι όμως, το έργο του δημιουργού, που εμψύχωσε, έγραψε και σκηνοθέτησε εκατοντάδες τραγούδια, δεκάδες θεατρικά έργα και περί τις πενήντα ταινίες παραμένει ακόμα μάλλον άγνωστο για την κριτική. Το πολύπλευρο έργο του, που περιλαμβάνει στίχους τραγουδιών, χρονογραφήματα στις εφημερίδες, θεατρικά έργα, κινηματογραφικά σενάρια, σκηνοθεσία τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, αλλά και έργα για την τηλεόραση, σε μία έκταση χρονική που αγγίζει τον μισό αιώνα –1935 το πρώτο του έργο στο θέατρο, ο «Βασιλιάς του Χαλβά», ο χαλκέντερος σκηνοθέτης-συυγραφέας πέθανε το 1991– γενικά θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο ειδολογικές κατηγορίες: τα τραγούδια και τα χρονογραφήματα. Ξεκίνησε, βέβαια, με το τραγούδι ή μάλλον, με την επιθεώρηση, που είναι ένα είδος που συνδυάζει και τα δυο. Όπως στο αρχαίο δράμα τα έργα γράφονταν σε δύο διαλέκτους, στη δωρική τα χορικά και στην ιωνική οι διάλογοι, έτσι, τηρουμένων των αναλογιών, και στην επιθεώρηση έχουμε δύο υφολογικές και δραματουργικές ομάδες κειμένων: τα σκετς και τα τραγούδια. Τα σκετς, είναι κυρίως πολιτικο-σατυρικού περιεχομένου, εν πολλοίς ανεκδοτολογικά,

μικρά επεισόδια με αφορμή την καθημερινότητα, όπως ακριβώς και τα χρονογραφήματα των τότε εφημερίδων. Τα τραγούδια πάλι, παρά το ότι στις περισσότερες περιπτώσεις σχολιάζουν επίκαιρα τα σκετς, ακριβώς ως τραγούδια, αίρονται πάνω από την επικαιρικότητα –είναι καθολικότερα, όπως θα τα έλεγε ο Αριστοτέλης. Αυτός είναι και ο λόγος που τα τραγούδια αυτά έγιναν επιτυχίες και τραγουδήθηκαν και τραγουδιούνται, ασχέτως του έργου και της εποχής. Ο Σακελλάριος, λοιπόν, μίλησε με εφράδεια και τις δύο διαλέκτους και στο τραγούδι και στο χρονογράφημα. Εάν επιχειρήσουμε τώρα να τοποθετήσουμε τις ταινίες του –περισσότερο προσιτές και γνωστές για μας σήμερα από τα θεατρικά του– μέσα στο έργο του, με τις κατηγοριοποιήσεις που πιο πάνω περιγράψαμε, τότε θα δούμε ότι και οι ταινίες του χωρίζονται αντίστοιχα σ’ εκείνες που γειτονεύουν στο χρονογράφημα και σε όσες –οι σπουδαιότερες– μοιάζουν με τραγούδι. Η ταινία Λατέρνα, φτώχεια και φιλότιμο (1955), φερ’ ειπείν ή οι Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες (1960), για να σταθούμε σε δυο από τις καλύτερές του, είναι ταινίες-τραγούδια. Όσο κι αν ο δραματουργικός τους καμβάς είναι βαθεία ριζωμένος –πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να ήταν διαφορετικά;– στην επικαιρικότητα, στους τελευταίους των παλιών πλανόδιων μουσικών ή στο έθιμο της βεντέτας, ακόμα ζωντανό στην Ελλάδα του ’50, το δράμα τους είναι οικουμενικό: δύο ήρωες ενός τέλους εποχής κι άλλοι δυο κυνηγημένοι κι απροσάρμοστοι σε μια κοινωνία που μεταλλάσσεται. Αυτή εδώ η ταινία του, πάλι, γειτονεύει περισσότερο στο χρονογράφημα. Ένα (διαχρονικό, όπως αποδεικνύεται) επεισόδιο στην πολιτική ζωή του τόπου γίνεται μια νόστιμη κωμωδία. Παρά τις –πάντοτε απαραίτητες– δραματουργικές γενικεύσεις του, το επεισόδιο αυτό παραμένει στα συμφραζόμενα του ’60. Όχι πως δεν γίνονται τα ίδια σήμερα, μα

Περί ιστορίας

Ο

βαθμός στον οποίο η ιστορία των ανθρωπίνων πραγμάτων λειτουργεί κυκλικά είναι ένα θέμα που αξίζει διερεύνηση. Η τηρουμένων όμως των αναλογιών δυνατότητα, που μας παρέχει για άντληση αφορμών όξυνσης της κριτικής λειτουργίας, την καθιστά αίτημα αιχμηρό, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης σαν αυτή που βιώνει η ελλαδική κοινωνία σήμερα. Η κρίση απαιτεί κρίση. Η κρίση επαιτεί για κρίση. Όταν η ιστορία λειτουργεί ως πληροφορία, χάνει την ουσία της μέσα στο καταιγισμό των πληροφοριών της μιντιακής εποχής μας. Ο γνωστικός πλούτος της είναι ανεπαρκής, καθώς έχει χρεία βάσης πάνω στην οποία θα οικοδομήσει, αλλά και θα παράσχει πρώτη ύλη άντλησης θετικού οράματος, ικανού να προσφέρει εναλλακτικές βιώσιμες λύσεις. Η βάση αυτή

όμως δεν είναι γνωσιακή-μουσειακή σχέτιση με την ιστορία, αλλά μετοχή σε έναν τρόπο ύπαρξης της κοινότητας που λειτουργεί αυτογνωσιακά σε σχέση με τα δομικά συστατικά της. Η ελλαδική κοινωνία από συγκροτήσεώς της διατηρεί εκλεκτικές συγγένειες με τους νεκρούς της. Μια κοινωνία όμως που δε σέβεται τους νεκρούς της είναι μια νεκρή κοινωνία. Παράγοντες και λαοί αλλότριοι δεν δύνανται να τη βλάψουν παρά μόνο να τη θάψουν. Ας ελπίσουμε ο σπόρος αυτής της εκστατικά ογκηρής κληρονομιάς, όταν θαφτεί και ποτιστεί με τα δάκρυα των ενσυνείδητων φορέων της, να βγάλει πάλι καρπό πολύ! Γένοιτο... Κώστας Λάβδας

γίνονται αφελής δράματο ληνικό θ θέμα. Σκ τε, γιατί λότιμο– χρονογρ χή της π στις εφ άρα, για τις απα σεις και δία χα στην πε του 16ου Υπάρχου κές διαφ δύο είδη δεν χωρ ντομο ση τον γενι ας... είν ρος του Γι’ αυτό να γίνει Μόνον η εμπόδισ ματογρα να κάνο νεμά του ο Μαυρ κεί πάν κώσταιν βέβαια, άνετα κα Κι η τέχν ηθοποιο καταφέρ ο σκώρο του ’50 είναι η Ε


ΤΑΙΝΙΑ

ημερινόραφήμαδια πάλι, ιπτώσεις ιβώς ως επικαιριτα έλεγε ος που τα τραγουτως του ς, λοιπόν, κτους και . του –πεθεατρικά άνω περιστοιχα σ’ σπουδαιφιλότιμο 960), για αγούδια. ζωμένος ικαιρικόστο έθιμο ους είναι ηγημένοι

ρονογράπολιτική οτε απαπαραμέμερα, μα

υσειακή μετοχή οινότηακά σε της. ό συλεκτιρούς υ δε αι μια ς και να τη ψουν. ς της ομιάς, α δάρέων ύ!

βδας

27

στην ζωή γίνονται αλλιώτικα. Αφήστε που ο Μαυρογιαλούρος φαντάζει παιδικά αφελής μπροστά στους «όγκους» των τωρινών λαμογίων. Το θέμα του δράματος, ο κομματαρχισμός, έχει την προϊστορία του, βέβαια, στο ελληνικό θέατρο. Εδώ όμως ο Σακελλάριος δεν επικαιροποιεί απλώς ένα θέμα. Σκιτσάρει στα γρήγορα ένα επεισόδιο –φανταστικό οπωσδήποτε, γιατί στην Ελλάδα ουδείς υπουργός παραιτήθηκε πώποτε από φιλότιμο– με πολλά στοιχεία γκροτέσκου, όπως ακριβώς θα έγραφε ένα χρονογράφημα. Στόχος του είναι να σατυρίσει και να αναδείξει μια πτυχή της πολιτικής επικαιρότητας, που ο θεατής τη συναντά καθημερινά στις εφημερίδες. Μιλάμε, άρα, για ένα σκίτσο με όλες τις απαραίτητες αφαιρέσεις και όχι για μια κωμωδία χαρακτήρων, όπως στην περίπτωση του Ηλία του 16ου (1959) ας πούμε... Υπάρχουν πολλές υφολογικές διαφορές ανάμεσα στα δύο είδη ταινιών του, που δεν χωρούν σ’ αυτό το σύντομο σημείωμα. Κρατήστε τον γενικό ορισμό: ο Ηλίας... είναι οικουμενικότερος του Μαυρογιαλούρου. Γι’ αυτό και ο Ηλίας μπορεί να γίνει... διεθνής ήρωας. Μόνον η γλώσσα, νομίζω, εμπόδισε αυτούς του κινηματογραφικούς μας ήρωες να κάνουν καριέρα στα σινεμά του κόσμου. Αντίθετα ο Μαυρογιαλούρος κατοικεί πάντοτε στην Ψωροκώσταινα. Ο Σακελλάριος, βέβαια, όπως είπα, παίζει άνετα και στα δύο γήπεδα. Κι η τέχνη του ξεδιπλώνεται περίσσεια παντού. Άνετος κυρίως με τους ηθοποιούς αλλά και εύστοχος πάντοτε στην κινηματογράφησή του, καταφέρνει να δίνει ζωντάνια σε θέματα που αλλιώτικα θα τα είχε φάει ο σκώρος στα αζήτητα εκείνου του παλιού καιρού. Άλλωστε, η Ελλάδα του ’50 –ή μάλλον η Ελλάδα του ’30, που έζησε ως το ’60, γιατί αυτή είναι η Ελλάδα της παλιάς ελληνικής κωμωδίας– είναι μια άλλη χώρα

απ’ αυτή που σήμερα εμείς κατοικούμε. Ακόμα και η φύση της απατεωνιάς είναι διαφορετική, όπως έχουμε δείξει σε παλιότερο κείμενό μας. Επειδή, όμως, ο Σακελλάριος είναι μετρ, ακόμα κι αυτή η χρονογραφηματικού τύπου ταινία του καταφέρνει να επιβιώσει και να αναπνέει ζωντανή μέσα στο πεθαμενατζίδηκο της τιβί. Κι ο Σακελλάριος ως χρονογράφος-σχολιαστής επιβιώνει, επίσης, σε μια εποχή που οι δημοσιογράφοι έχουν μεταλλαχθεί από κριτικούς σε κομφερασιέ. Ελπιδοφόρο και μελαγχολικό ταυτόχρονα. Όπως μελαγχολικό είναι και το ό,τι ο κομματάρχης Γκρούεζας, παρά το τέλος που διαλέγει ο αμετανόητα αισιόδοξος σκηνοθέτης μας, στην πραγματικότητα νικάει, σχεδόν πάντα, τη φιλοτιμία του Μαυρογιαλούρου. Κλείνοντας, μια μικρή ανεκδοτολογική λεπτομέρεια περί του έργου. Σε συνεντεύξεις της η Μέλπω Ζαρόκωστα, που από μικρή δούλεψε με τον δάσκαλο Σακελλάριο, μαρτυρεί πως ο τίτλος του έργου ανήκει στον αείμνηστο παπα-Γιώργη Πυρουνάκη και ιδού πώς: Ο παπα-Γιώργης είχε κληθεί να κάνει τον αγιασμό στις τελευταίες πρόβες του έργου των Αλέκου Σακελλάριου και Χρήστου Γιαννακόπουλου, όταν αυτό πρωτοανέβηκε στη σκηνή. Ακόμα το έργο δεν είχε τίτλο και όταν ο παπάς ρώτησε μετά τον αγιασμό πώς ονομάζεται το έργο οι συντελεστές άρχισαν να του περιγράφουν την υπόθεση. «Άρα, υπάρχει και φιλότιμο!», φέρεται να σχολίασε ο λευίτης. Αν και το έργο ανέβηκε στη σκηνή τελικά με τον τίτλο «Ανώμαλη προσγείωση», στο σινεμά επιλέχθηκε ο παροιμιώδης τίτλος του παπα-Πυρουνάκη. Μια άλλη Ελλάδα, είπαμε! Θησαυρισμένη στο σελιλόιντ και –ως προς το φιλότιμό της– ζητούμενη σήμερα...

Αντίφωνο Επιστήμες- Φιλοσοφία-Τέχνες-Θεολογία

www.antifono.gr


28

μνήμη

ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΒΡΕΤΤΑΚΟΥ

«Ουκ εάλω το φως» γράφει η ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΟΥ -ΣΤΕΦΑΝΟΥΔΑΚΗ

Η

αποψινή μας αναφορά στο πρόσωπο και το έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου, με αφορμή την παγκόσμια ημέρα ποίησης, σχετίζεται και με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννησή του. Ο ποιητής μας πίστευε πως «είναι εύνοια θεία να γεννιέται κανείς, έστω κι ως ένας θάμνος στο χώμα της Ελλάδας» και το 1912, έτος γέννησής του, η μικρή, φτωχική μα τολμηρή Ελλάδα, είχε να επιδείξει εθνικές επιτυχίες, με κορυφαία εκείνη της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης. Το 1981, ο Βρεττάκος δημοσίευσε το συνθετικό πολυφωνικό ποίημά του «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη»¹, για το οποίο, το επόμενο έτος, τιμήθηκε με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το συγκεκριμένο έργο αποτελεί, κατά τον ποιητή, ευχαριστήριο προς τη γενέθλια γη και ταυτόχρονα προσφέρεται στον απανταχού Ελληνισμό, για έμπνευση, προβληματισμό και πνευματική ενδυνάμωση. Γνώρισε πολλές θεατρικές παραστάσεις, με ξεχωριστή εκείνη στον Ταΰγετο, στις 20 Ιουλίου 1991², λίγες μόλις μέρες πριν φύγει από τη ζωή ο Νικηφόρος Βρεττάκος. Στη «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη», ο ποιητής, μέσα από το διάλογο του Γέροντα, του Κόσμου, των Αγγελιοφόρων και του Χορού, ξεκινά από το θρήνο για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης και περιδιαβαίνει όλη την ελληνική ιστορία, από τα κλασικά χρόνια ως τα βυζαντινά και τα νεότερα, αφήνοντας την ποίηση να λειτουργήσει διεισδυτικά και θεραπευτικά, καθώς αγγίζει ηρωικά κατορθώματα, εθνικές συμφορές και συλλογικά τραύματα του παρελθόντος. Κατά τον ποιητή, η ελληνική ιστορία «διακρίνεται από το πολύ αίμα και το πολύ φως»³. Παρουσιάζεται λοιπόν η ανά τους αιώνες Λειτουργία του Ελληνισμού κάτω από την «εκκλησιά Ακρόπολη», που «των ουρανών το κρούσταλλο γύρω από τη Μεσόγειο με κολώνες στήριξε»⁴, εκεί όπου «έγινε πάλι το μάρμαρο φως»⁵, «στων ναών τις μετώπες, όπου τα ανάγλυφα άλογα, δρασκελώντας την ύλη τους κάλπαζαν έξω απ’ το χρόνο… Ο λόγος συνεχώς υψώνεται, πτερυγίζει ως ζέφυρος πάνω από την Ακρόπολη ή ως άνθος της μουσικής, όπου μέσα του ρέουν μέλι και γάλα για τα μέλλοντα βρέφη»⁶. Η Ακρόπολη, η Αγιά Σοφιά, το Μεσολόγγι, η Σπάρτη, η Κρήτη, η Μικρά Ασία, η Κύπρος, τα βουνά και οι κάμποι της ελληνικής γης, η θάλασσα και ο αέρας αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες του αιώνιου θαύματος, του αναστάσιμου μηνύματος, της νίκης του φωτός έναντι της φθοράς και του θανάτου. Αρχαιότητα και Ρωμιοσύνη, κλασικές αρετές

και ορθόδοξο βίωμα συνυπάρχουν στην ελληνική ψυχή που γαλουχήθηκε με το νέκταρ τους. Κατά τον ποιητή, στην Ελλάδα «είναι όλα ορατά, ως το έσχατο βάθος τους. Γιατί είναι εδώ που ο Θεός εφανέρωσεν όλα τα ουράνιά του απόρρητα ⁷… Η Ελλάδα ξεχωρίζει ως ένα κινούμενο φως στο όλο της γης… Και το όνομα Ελλάδα, δεν είναι λέξη, αλλά λόγος. Όλες οι λέξεις που ονομάζουν το φως»⁸. Στη χώρα αυτή όπου συνυπάρχει το φως με τη θυσία, στην πολύπαθη γη μας, το αίμα των μαρτύρων και των ηρώων «μιλάει στους ποιητές, επειδή αυτοί μόνοι τυχαίνει ν’ ακούνε τα όσα σιωπούνε και τα όσα βοούνε δίχως να ακούγονται»⁹. Με τούτη τη φράση, ο Βρεττάκος σημειώνει «το κρυμμένο μυστήριο της ποιητικής δημιουργίας, όπου συναντώνται η λογική και το συναίσθημα και γεννούν το άνθος του λόγου, που ζει αιώνια»¹⁰. Η ποίηση, κατά το Βρεττάκο, είναι εκείνο το μεταφυσικό φως, που καταλύει εν είδει αστραπής το πνευματικό σκοτάδι¹¹. Οι ποιητές αφουγκράζονται τους υπόηχους του σύμπαντος κόσμου, διεισδύουν στη θαυμαστή αρμονία της φύσης, ταξιδεύουν στο χρόνο, εγκολπώνονται το πνεύμα, διεκδικούν δυναμικά την αθανασία. Ο Βρεττάκος, σε συνέντευξή του το Δεκέμβρη του 1981, ισχυρίζεται πως «το βιβλίο αυτό απασχόλησε πολύ την ψυχή και τη σκέψη του. Αναλογιζόμενος τις τραγικές εμπειρίες της γενιάς του, φανερώνει πως ονειρεύτηκε ένα άλλο φως, με το οποίο θα καταυγαζόταν η ανθρωπότητα. Προπαντός αγάπησε την Ελλάδα, όχι μόνο για τη μοναδικότητα του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και για τα πεπραγμένα του πνεύματος και της αρετής του ελλαδικού χώρου»¹². Ο ποιητής μας διαπιστώνει ότι «ουκ εάλω η Βασιλεύουσα ψυχή των Ελλήνων!»¹³… Απευθυνόμενος σ’ αυτή, λέει: «Απολιόρκητη όταν πολιορκείσαι και όταν συλλαβαίνεσαι ασύλληπτη. Κι όταν κουστωδίες σε πάνε και σε φέρνουνε στα πραιτώρια. Κι όταν δένεσαι πάνω σε πασσάλους και μαστιγώνεσαι. Κι όταν δένεσαι πίσω από άλογα κι άρματα και σέρνεσαι βάφοντας κόκκινη την οδό προς τον Άδη… Κι όταν ενταφιάζεσαι, δεν μένεις εκεί, παρά μόνο για μια ή για δυο, το πολύ για τέσσερις νύχτες. Οπότε «όρθρου βαθέος» γιομίζεις το φως με πίδακες της Ανάστασης!»¹⁴ Η Ελλάδα για τον Βρεττάκο παραμένει «μητέρα ολομόναχη και ορθία, αιμάσσουσα θρόμβους φωτός»¹⁵. Και δεν είναι «μόνο αυτή που το τίμημα [πάντα] επλήρωνε ακριβά, αλλά και το μέλλον του κόσμου»¹⁶. «Αν χτυπούσεν η σάλπιγγα, σαλευόταν η γης και

σηκώνονταν όρθιοι, δεν θα βρίσκανε τόπο να σταθούνε οι μάρτυρες. Και απ’ όποιο σημείο κι αν θεόταν τον όγκο τους, θ’ απορούσε κανείς: πώς απόμεινε μήτρα, πώς απόμεινε μάτι, πώς απόμεινε πόδι, πώς απόμεινε χέρι, να σηκώνει του Έθνους της τη σημαία ανάμεσα στις άλλες σημαίες των Ενωμένων Εθνών»¹⁷. Η πολύπαθη Ελλάδα συχνά ταλαιπωρήθηκε εξαιτίας της προδοσίας και της εμφύλιας διαμάχης. «Οι θεοί καθαρίζοντας τη γη της, λησμόνησαν να ξεριζώσουν το κώνειο. Και να σύρουνε έξω, στο «πύρ το εξώτερον», τον Ιούδα το δόλιο, που είχε την κρύπτη του πλάι στις Κερκόπορτες. Την πίκραναν οι αγκαθώνες της...»¹⁸. Και τότε «ελάβαινε τους προστάτες της, που δεν νοιάζονταν άλλο, εξόν να σκεπάσουν τις ζώσες της κρήνες με αγκάθια και αγριόχορτα. Να σφραγίσουν το στόμα της, να μην έβγει το φως, τι δεν ήταν προς κέρδος τους… Πολυώνυμοι, αλλόθρησκοι και ομόθρησκοι, βάρβαροι, παραβίασαν τις πύλες των βουνών και των κόρφων της…. Άκουροι βάρβαροι, κι άλλοι που είχαν φορτωμένες το μάλαμα και το ασήμι τις μούλες τους, διασταυρώνονταν πάνω της. Τους χρειαζόταν το αίμα της, που ήτανε νόμισμα, να ξοφλήσουν δικούς τους λογαριασμούς. Παραπλάναγαν την ψυχή [των Ελλήνων] με πανουργίες, τους θόλωναν το μυαλό, ώσπου βλέπαν αλλαντάλλω τα μάτια τους. Και τους ρίχναν στον αλληλοσκοτωμό. Τι αδελφός με αδελφό μετά δεν γνωρίζονταν…»¹⁹. Η δυναμική παρουσία του Φωτός διαπερνά την ύλη και νικά την απραξία, τη στασιμότητα, τη φθορά: «Κι όταν στα βουνά της φαινόταν ότι ο λαός δεν ακούγεται, βρόνταγαν κι άστραφταν από μόνα τους για να μην ταπεινώνεται ο τόπος… Όλα μαζί ήταν το έθνος!»²⁰. Εύλογα αναρωτιέται ο ποιητής: «Πώς πεθαίνει ένα έθνος, όταν όλες οι θύελλες καταιγίζονται απάνω του, δίχως να βρίσκουν το σώμα του; Πώς πεθαίνει όταν όλα είναι το έθνος;»²¹. Και απαντά: «Για να γίνει τέτοιος που ήτανε ο λαός και τέτοια η γη της, ο πρώτος κλαδευόταν τακτικά κι αρδευόταν αδιάκοπα η δεύτερη… Ο καθένας τους είχε κι από ένα μικρό Μεσολόγγι στο στήθος του. Αν η ψυχή τους δεν ήτανε τ’ άρματα πριν από τ’άρματα, δεν θα έφτανε πουθενά. Δυστυχούσανε τα παιδιά της, αλλά, μολοντούτο, δε φαινόταν η γύμνια τους, γιατί τα κουρέλια τους φωτίζονταν από μέσα. Κι εκείνο το φως, που ξεβγαίνοντας από μέσα τους υφαινότανε σε χιτώνα, είτε φύσαγε, είτε έβρεχε, δεν το έσβηνε τίποτα… Τα παιδιά της γεννιόντουσαν ντυμένα και φαγωμένα. Και πολλά τους

γεννιόντ έβαζε πά μονες αρ νε τα τρα ρά: τι μπ άνθρωπ Σκοπ Ακρόπολ πνιση τη προς το Ο Βρεττά στε να δ του τόπ αλλά απ χρονα χ χρειάζετ φωτίσου σκολες ώ είναι ένα τρομακτ Έτσι, αξία, αγ δεν περ διατραν ειρήνης, σμιο στ λεια και Ο Βρ ραίνει πω συναγερ θάρρος και να ε Να επικο αποκτήσ λείπει»²⁶ Για το στο φως κουμένη ψυχή [τη


29

μνήμη

ΚΟΥ

νε τόπο ποιο σηπορούσε απόμειαπόμεινε σημαία ωμένων

αιπωρήης εμφύας τη γη κώνειο. ώτερον», κρύπτη ραναν οι ινε τους αν άλλο, ρήνες με σουν το δεν ήταν λλόθρηαραβίακόρφων ου είχαν τις μούης. Τους νόμισμα, ασμούς. ήνων] με , ώσπου Και τους λφός με

διαπερη στασιουνά της βρόνταα να μην ήταν το

Πώς πελλες καρίσκουν λα είναι νει τέτοιη της, ο δευόταν ους είχε θος του. πριν από Δυστυοντούτο, ουρέλια το φως, φαινόταε, δεν το νιόντουλλά τους

γεννιόντουσαν κι εγγράμματα μάλιστα. Κι έβαζε πάνω τους σκοπιές ο Θεός τους νοήμονες αρχαγγέλους του, να του αντιγράφουνε τα τραγούδια τους, για να παίρνει αναφορά: τι μπορεί να βαστάξει στον κόσμο ένας άνθρωπος ή ένα έθνος»²². Σκοπός της «Λειτουργίας κάτω από την Ακρόπολη», κατά τον ποιητή, είναι «η αφύπνιση της εθνικής συνείδησης και η αγάπη προς το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον»²³. Ο Βρεττάκος υποστηρίζει πως «υποχρεούμαστε να διατηρήσουμε την ταυτότητα αυτού του τόπου, όχι από αγωνιστικό εθνικισμό, αλλά από πατριωτικό και ανθρώπινο ταυτόχρονα χρέος»²⁴. Ομολογεί πως «το φως δε χρειάζεται για να επιδειχθούμε, αλλά για να φωτίσουμε και την ανθρωπότητα στις δύσκολες ώρες της. Ολόκληρη η ανθρωπότητα είναι ένα πολιορκημένο Μεσολόγγι, από τα τρομακτικά όπλα της αλογιστίας»²⁵. Έτσι, η ελληνικότητα αποκτά καθολική αξία, αγγίζει τα όρια όλης της οικουμένης, δεν περιορίζεται σε στενά εδαφικά πλαίσια, διατρανώνει την αξία της ελευθερίας και της ειρήνης, αρδεύει με νάματα ζωής το παγκόσμιο στερέωμα, αντιστεκόμενη στην ευτέλεια και τη νοσηρότητα κάθε εποχής. Ο Βρεττάκος, στη συνέντευξή του, συμπεραίνει πως «χρειάζεται να σημάνει ένα είδος συναγερμού, που δεν προξενεί φόβο, αλλά θάρρος και χαρά. Πρέπει να ανυψωθούμε και να ενωθούμε πάνω από τα πάθη μας. Να επικοινωνήσουμε με τις ρίζες μας και ν’ αποκτήσουμε τη συνεκτική ενότητα που μας λείπει»²⁶. Για τον ποιητή, ζητούμενο είναι το άσβεστο φως στην ψυχή του λαού μας και της οικουμένης ολόκληρης. «Ενυπάρχει στο φως η ψυχή [της Ελλάδας], στη ρίζα το σώμα της»²⁷,

λέει. Με χαρακτηριστική αισιοδοξία συνεχίζει: «Ουκ εάλω η ρίζα! Ουκ εάλω το φως! Τα πάντα ρει προς την ίδια κατεύθυνση πάντοτε. Απ’ τον ήλιο στον τάφο κι απ’ τον τάφο προς την ροδοδάχτυλη Ανάσταση»²⁸… Η επικαιρικότητα των στίχων του εξεταζόμενου έργου είναι προφανής και ο προβληματισμός για την ανθεκτικότητα της σύγχρονης Ελλάδας στους κραδασμούς των αλώσεων, έντονος. Άραγε, οι Νεοέλληνες αξιολογούμε το Φως; Αγωνιζόμαστε να το διατηρήσουμε άσβεστο; Σε καιρούς εθνικής ανέχειας και παγκόσμιας σύγχυσης, διαθέτουμε ως αντίδοτα την ομόνοια, την αξιοπρέπεια, τη δημιουργικότητα; Για να μπορέσουμε κάποτε, όταν έρθει η στιγμή του επιλόγου της επίγειας ζωής μας, να ομολογήσουμε όπως ο Νικηφόρος Βρεττάκος προς τη γενέθλια γη: «Εγώ, ο σε λίγο απερχόμενος, ο βαθιά ευτυχής, ο τιμημένος εγώ να είμαι απ’ το χώμα σου, ανεβαίνω απ’ τα σπλάχνα σου κι επιστρέφω στα σπλάχνα σου. Στις ρυτίδες μου ρέουν φως απ’ το φως σου και θλίψη απ’ τη θλίψη σου. Δεν γνωρίζω αν με όσα είπα το χρέος εξοφλώ της φιλοξενίας σου. Ούτε αν με ήλιον έχω ανταποκριθεί στο ήλιον πνεύμα σου. Γιατί είναι εδώ που ανάπνεα τον αέρα σου κι όλο το σώμα μου έφεγγε. Γιατί είναι εδώ όπου πίνοντας το νερό σου το έκαμα αιώνια πόσιμο. Κι η ψυχή μου ολόκληρη έγινε ηλιόστικτη. Και ο λόγος σου ο άφατος, με δίδαξε το άπαντο. Πληρώθηκαν σοφίας η ακοή και σοφίας το βλέμμα μου. Έτσι, που όταν έλεγα «Ήλιος», ή «Φως» ή «Θεός» να ξέρω τι λέω.

Και τώρα, ιδού. Με το ίδιο αυτό χέρι που έγραφε τους ύμνους στο φως, παίρνω χώμα απ’ το χώμα σου. Σε φιλώ και σου εύχομαι, Ζωή εσαεί, Φως εσαεί, Λόγο εσαεί. Εγώ, ο τρισ-χιλιο-μυριοστός σου μικρός υιός, Νικηφόρος»²⁹. 1. Νικηφόρου Βρεττάκου, Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη, εκδ. Τα Τρία Φύλλα, Αθήνα 1981. 2. Παναγιώτη Φωτέα, «Προλεγόμενα στην Λειτουργία του Νικηφόρου Βρεττάκου», στο συλλογικό τόμο «Μνήμη του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου (1912-1991)», επιμέλεια Π.Δ. Μαστροδημήτρη, Αθήνα 1993, σ. 73. 3. Συνέντευξη του Νικηφόρου Βρεττάκου στο δημοσιογράφο Νίκο Λαγκαδινό, εφημ. «Εξόρμηση», φύλλο 192, 5-6 Δεκεμβρίου 1981. 4. Νικηφόρου Βρεττάκου, Λειτουργία, ό.π., σ. 41 και σ. 15. 5. Ό.π.. 6. Ό.π. 7. Νικηφόρου Βρεττάκου, Λειτουργία, ό.π., σ. 13. 8. Ό.π., σ. 12-13. 9. Ό.π., σ. 18. 10. Συνέντευξη Βρεττάκου, ό.π.. 11. Μανώλη Σταυρουλάκη, «Ο μανιερισμός του Θεοτοκόπουλου», στο συλλογικό τόμο «Μνήμη του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου (1912-1991)», επιμέλεια Π.Δ. Μαστροδημήτρη, Αθήνα 1993, σ. 353. 12. Συνέντευξη Βρεττάκου, ό.π.. 13. Νικηφόρου Βρεττάκου, Λειτουργία, ό.π., σ.11. 14. Ό.π., σ. 11. 15. Ό.π., σ. 19. 16. Ό.π., σ. 38. 17. Ό.π. 18. Ό.π., σ. 36. 19. Ό.π., σ. 20 και σ. 37. 20. Ό.π., σ. 34-35. 21. Ό.π., σ. 35. 22. Ό.π., σ. 26-29. 23. Συνέντευξη Βρεττάκου, ό.π.. 24. Ό.π. 25. Ό.π. 26. Ό.π. 27. Νικηφόρου Βρεττάκου, Λειτουργία, ό.π., σ. 42. 28. Ο.π.. 29. Ό.π., σ. 43-44.


30

ανάγνωση

Ἡ παπαδιαμαντική μετάφραση

ἐπανέκδοση τῆς μετάφρασης τοῦ Βίου τοῦ Χριστοῦ ἀπό τόν Δόμο (2002) πέρασε σχεδόν ἀπαρατήρητη. Χαίρομαι, λοιπόν, πού ἔγιναν στό φετινό «Γ΄ Διεθνές Συνέδριο γιά τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη» δυό ἀνακοινώσεις γι’ αὐτή τή μετάφραση: ἡ πρώτη στή Σκιάθο, ἀπό τόν καθηγητή τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ Ἀνέστη Κεσελόπουλο («Σχόλια στήν παπαδιαμαντική μετάφραση τοῦ Βίου Χριστοῦ»), καί ἡ δεύτερη στήν Ἀθήνα, ἀπό τόν καθηγητή τῆς Λατινικῆς Φιλολογίας στό Πανεπιστήμιο Κρήτης Μιχάλη Πασχάλη («Ὁ Βίος τοῦ Χριστοῦ: μιά ‘πρωτότυπη’ μετάφραση»). Ἡ νέα ἔκδοση, ἔστω καί μέ καθυστέρηση ἐννιά χρόνων, ἀρχίζει νά γίνεται γνωστή. Ὁ Βίος τοῦ Χριστοῦ κυκλοφόρησε γιά πρώτη φορά σέ φυλλάδιο τό 1898 ἀπό τά Καταστήματα «Ἀκροπόλεως» τοῦ Βλ. Γαβριηλίδη. Συγγραφέας του ἦταν ὁ κληρικός Φρειδερίκος Οὐίλλιαμ Φάρραρ, γεννημένος στή Βομβάη τό 1831, εἴκοσι χρόνια νωρίτερα ἀπό τόν Παπαδιαμάντη. Σπούδασε στό King’s College τοῦ Λονδίνου καί στό Trinity College τοῦ Καίμπριτζ. Διετέλεσε καθηγητής τοῦ Harrow, διευθυντής τοῦ Κολλεγίου τοῦ Marlborough, ἐφημέριος του Westminster, προϊστάμενος τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Μαργαρίτας καί ἀρχιπρεσβύτερος στό Καντέρμπουρυ. Διακεκριμένο μέλος τῆς Ἀγγλικανικῆς Ἐκκλησίας, ἄσκησε μεγάλη ἐπιρροή στή μεσαία βικτωριανή τάξη. Ἐκτός ἀπό θεολογικά βιβλία ἔγραψε καί μυθιστορήματα. Ὁ Βίος τοῦ Χριστοῦ, πού ἐκδόθηκε τό 1874 ἔφθασε μέσα σ’ ἕνα χρόνο στίς 12 ἐκδόσεις. Ὁ Φάρραρ, διεθνῶς γνωστός, πέθανε τό 1903. Ὁ Βλ. Γαβριηλίδη, στήν Ἀκρόπολιν τοῦ ὁποίου ὁ Παπαδιαμάντης ἐργάστηκε ἀρκετά χρόνια μέ πολλά πρωτότυπα ἔργα καί ἀκόμη περισσότερες μεταφράσεις, ἀνέθεσε τή μετάφραση τοῦ Βίου τοῦ Χριστοῦ στό πιό κατάλληλο πρόσωπο. Ὁ Παπαδιαμάντης, ἐκτός ἄλλων, εἶχε ἤδη μεταγλωττίσει ἀριστουργηματικά τά ἐκτενῆ μυθιστορήματα Τό Ἔγκλημα καί ἡ Τιμωρία τοῦ Ντοστογιέφσκι, τούς Διδύμους τοῦ οὐρανοῦ τῆς Σάρας Γκράντ καί τόν Μαξιώτη τοῦ Χώλλ Κέϊν. Ὁ Γαβριηλίδη γνώριζε ὅτι, πέρα ἀπό τή μεταφραστική του δεινότητα, ὁ Παπαδιαμάντης τον ἐξασφάλιζε ἀπό ἐνδεχόμενες περιπέτειες. Μέ ἄλλα λόγια θά φρόντιζε νά διασκευάσει ἤ νά σχολιάσει δεόντως τά σημεῖα ἐκεῖνα τοῦ βιβλίου πού θά ἀπέκλιναν ἀπό τή διδασκαλία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Τό ἀγγλικό πρωτότυπο ἀριθμεῖ 744 σελίδες καί ἡ μετάφραση 416. Ὁ Φάρραρ εἶναι γλαφυρός, τό βιβλίο ὅμως βρίθει ἀπό σημειώσεις καί παραπομπές, πού τοῦ προσδίδουν κάπως ἀκαδημαϊκό χαρακτήρα. Αὐτή ἡ ἀκαδημαϊκότητα καί ὁ ὄγκος του θά καθιστοῦσε τόν Βίον τοῦ Χριστοῦ ἀπρόσιτο στόν μέσο Ἕλληνα ἀναγνώστη. Ἡ ἔκτασή του, λοιπόν, περιορίστηκε σημαντικά, καί ἀπό τίς ὑποσημειώσεις ἐλάχιστες διατηρήθηκαν. Ἐκεῖνο πού φαίνεται νά μήν πρόβλεψε ὁ Γαβριηλίδη ἦταν ἡ γλωσσική συμπεριφορά τοῦ μεταφραστῆ του. (Θά δοῦμε πιό κάτω πῶς ὁ Γαβριηλίδη προσπάθησε νά «διορθώσει» τό ἀπρόβλεπτο). Ὁ Παπαδιαμάντης δηλαδή ἦταν ἀφύσικο νά μεταφράσει τόν Βίον τοῦ Χριστοῦ μέ τό ὕφος καί τήν γλώσσα πού μεταχειριζόταν στίς μεταφράσεις τῶν λογοτεχνικῶν ἔργων. Συνάμα ὅμως θά πρόδιδε τή δική του φύση, ἄν προσπαθοῦσε ν’ ἀφανίσει κάθε ἴχνος ποίησης ἀπό τόν λόγο του. Τέτοιος ἀφανισμός θά ὁδηγοῦσε σέ ἀγκύλωση τῆς ἔκφρασης, σέ δύσκαμπτη γλώσσα. Πῶς θά μποροῦσε, λοιπόν, καί νά μήν ἀπαρνηθεῖ τό φυσικό του ἀλλά νά τό συγκεράσει μέ τό γλωσσικό ἦθος ποῦ ἀπαιτοῦσε Ὁ βίος τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά προκύψει μιά γραφή πλαδαρή ἤ ἄμορφη; Ὅπως ὅλοι γνωρίζουμε ὁ Παπαδιαμάντης ἦταν βαθύτα-

τος γνώστης τῆς Βίβλου, τῆς Ὑμνογραφίας καί, γενικά, τῆς λειτουργικῆς, τουλάχιστον, ἐκκλησιαστικῆς γραμματείας. Εἶχε συνεπῶς ἐμπρός του τή λύση καί δέ θά τῆς γύριζε τήν πλάτη ἀπό τό φόβο ὅτι θά προσκρούσει στό γοῦστο τοῦ Γαβριηλίδη, τῶν λογίων καί μέρους τοῦ ἀναγνωστικοῦ κοινοῦ. Υἱοθέτησε, λοιπόν, τή γλώσσα τῆς Γραφῆς καί τῆς Ἐκκλησίας, πράγμα πού σήμαινε ὅτι ὁ περιττός λυρισμός καί ἡ ὅποια συναισθηματική διάχυση αὐτόματα θά παραμερίζοταν. Ὁ λόγος τῆς μετάφρασης θά εἶχε κάλλος αὐθεντικό. (Ὅποιος ἔχει ἀσκημένα καί λιβανισμένα αὐτιά ἀνακαλύπτει αὐτό τό κάλλος τῆς λειτουργικῆς γλώσσας καί στά διηγήματά του –ἐκεῖ ὅμως μέ τούς ὅρους πού θέτει ἡ πεζογραφία). Αὐτό τό πράγμα δέν εἶχε προβλέψει ὁ Γαβριηλίδης, πού δοκίμασε νά θεραπεύσει τήν παπαδιαμαντική μετάφραση μέ τόν χειρότερο τρόπο. Ὑπῆρχε ὅμως καί τό σοβαρότατο πρόβλημα τοῦ ἀγγλικανικοῦ χαρακτήρα τοῦ Βίου τοῦ Χριστοῦ. Ὁ μεταφραστής ὄφειλε νά προσδώσει ὀρθόδοξη χροιά στό ἑλληνικό κείμενο. Ὁ Δημήτρης Μαυρόπουλος, ὅταν ἀκόμη δέν εἶχα ἐγκύψει προσεχτικά στή μελέτη τοῦ βιβλίου, εἶχε ἀποφανθεῖ πώς ὁ Παπαδιαμάντης ἔκαμε ὀρθόδοξο τόν Φάρραρ. Στήν ἀρχή ὁ λόγος του μοῦ φάνηκε ὑπερβολικός, ἀργότερα ὅμως, καί ἰδίως ὅταν ἀναγκαστήκαμε ἡ συνεπιμελήτριά μου κι ἐγώ ν’ ἀνατρέχουμε συχνά στό πρωτότυπο, διαπιστώσαμε ὅτι, μέ ὅλο το σεβασμό πού τρέφω στό Φόνο στή Μητρόπολη τοῦ Ἔλιοτ, Ὁ βίος τοῦ Χριστοῦ λιγότερο μολογοῦσε Καντέρμπουρυ καί περισσότερο Σκιάθο. Ἀκοῦστε τώρα λίγες ἀράδες ἀπό τόν μεταφραστή Παπαδιαμάντη: «Εἰς ἀπόστασιν ὀλίγων μιλίων ἐπί τῆς ὁμαλῆς καί ἐπιπέδου κορυφῆς τοῦ δυσβάτου καί ἀπομεμονωμένου λόφου, ὅστις καλεῖται σήμερον εἰς τήν διάλεκτον τῶν Συρίων ‘Το ὅρος τοῦ μικροῦ Παραδείσου’, ἔκειτο τό Παλάτιον τοῦ Ἡρώδου τοῦ Μεγάλου. Τά μέγαρα τά μεγαλοπρεπῆ τῶν φίλων του καί τῶν αὐλικῶν του περιεστοίχιζον τό ἀνάκτορον πανταχόθεν, κτισμένα ὁλοτρόγυρα εἰς τούς πρόποδες τοῦ ὑψώματος. Οἱ ταπεινοί ὁδοιπόροι διερχόμενοι ἐκεῖθεν, ἤκουον τήν ἡδυπαθῆ μουσικήν καί τά ὀργιώδη ᾂσματα μέ τά ὁποῖα ἑωρτάζοντο τά συμπόσια τοῦ Ἡρώδου ἤ τάς βραχνάς φωνάς τῶν ἀγροίκων μισθωτῶν τῶν ὁποίων τά ὅπλα ἐπέβαλλον τήν ὑποταγήν εἰς τόν δεσποτικόν αὐθέντην. Ἀλλ’ ὁ ἀληθής Βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων –ὁ γνήσιος Αὐθέντης τοῦ Σύμπαντος– δέν κατῴκει εἰς παλάτιον ἤ εἰς φρούριον. Οἱ σταῦλοι τοῦ πενιχροῦ πανδοχείου ἤσαν πολύ καταλληλότερον μέρος διά νά γεννηθῇ Ἐκεῖνος, ὅστις ἦλθε ν’ ἀποκαλύψη εἰς τόν κόσμον ὅτι ἡ ψυχή τοῦ μεγαλύτερου μονάρχου δέν εἶνε οὔτε προσφιλεστέρα οὔτε μεγαλυτέρα εἰς τά ὄμματα τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ψυχήν τοῦ ταπεινοτέρου δούλου Του· Ἐκεῖνος, ὅστις δέν εἶχε ποῦ τήν κεφαλήν κλίνῃ· Ἐκεῖνος, ὅστις ἀπό τοῦ ξύλου τῆς ἀτιμίας ἔμελλε νά βασιλεύσῃ τοῦ κόσμου» (σ. 20). Ἕνα μικρό ἀλλά χαρακτηριστικό δεῖγμα ἤπιας ἐπέμβασης τοῦ μεταφραστῆ εἶναι τό ἑξῆς: στό ΚΗ΄ κέφ. «Ἡ ἀποτομή του Βαπτιστοῦ» ὁ Φάρραρ ὡς μότο ἤ ὑπότιτλο παράθεμα χρησιμοποιεῖ τέσσερες στίχους ἀπό τόν Ἐρρίκο Γ΄ τοῦ Σαίξπηρ. Τούς παραθέτω κατά μετάφραση καλοῦ μου φίλου: Ἁμαρτία μεγάλη νά ὀμόσεις πάνω σε ἁμαρτία. Ἁμαρτία μεγαλύτερη νά κρατήσεις ὅρκο ἁμαρτωλό. Πῶς μπορεῖ νά δεθεῖ κανείς μέ ὅρκο ἱερό γιά νά κάνει πράξη φονική; Ὁ Παπαδιαμάντης, δίχως μότο, ἀρχίζει μέ μιά παράγραφο

τοῦ

πού δέν πο: «Εἴθ δέ καί εἷς τῶν Ἐκκλησ γήν τοῦ Ἄγγλος ‘Εἶνε μ τις πρό ρα ἁμα ὅρκον’» Τί ὑ αὐτή τή Ἄν συλ ἔχει ἀφ λογαριά –πιθανῶ φιλοπρο ραϊτίδη– τά ἐγκώ γιά τόν κών»· ἄ ἐκπνεύσ τήν ἁψα Δεσπότ στά», δέ ἡ ἔναρξ ἄλλως ἀ τούς σα γιά τοῦτ νά τόν μ Περι βρεῖ καν πει νά μ δεδομέν μου κι ἐ Τό γε εἶχε σοβ οθέτηση ματα κα ἀπίστευ κάποια τίς περι στή Λειτ ἀμπελῶ θώνετα πράγμα ἐλπίδι ὅ τοῦ κεν πρός Α «Ἡ Ἀνά ἡ Μαγδ ἀνύπαρ τερος ἀπ ἡ νεώτε παρέχει λέξη εἶν στά λεξ


ση

κά, τῆς ας. Εἶχε ν πλάτη ριηλίδη, θέτησε, γμα πού ηματική ετάφραα καί λιυργικῆς ους πού ψει ὁ Γαμαντική

κανικοῦ ειλε νά ημήτρης ικά στή αμάντης ῦ φάνηστήκαμε τό πρωφω στό ιγότερο

απαδια-

πιπέδου υ, ὅστις ρος τοῦ τοῦ Μεκαί τῶν κτισμέαπεινοί ουσικήν υμπόσια τῶν τῶν ποτικόν γνήσιος ἰς φρούαταλληκαλύψη δέν εἶνε οῦ Θεοῦ στις δέν λου τῆς

μβασης ποτομή ράθεμα αίξπηρ.

άγραφο

31

ανάγνωση

τοῦ Βίου τοῦ Χριστοῦ τοῦ Φρειδ. Γ. Φάρραρ* γράφει ο πού δέν ὑπάρχει στό ἀγγλικό πρωτότυπο: «Εἴθε μή ὤμοσας, Ἡρώδη ἄνομε· εἰ δέ καί ὤμοσας, μή εὐώρκησας’, εἶπεν εἷς τῶν ἐγκωμιαστῶν τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας. Ἀναμφιβόλως τήν σφαγήν τοῦ Βαπτιστοῦ εἶχεν ἐν τῷ νῷ καί ὁ Ἄγγλος ποιητής Σαιξπῆρος ὄτε ἔγραφε: ‘Εἶνε μεγάλη ἁμαρτία τό νά ὀμόση τις πρός ἁμαρτίαν, ἀλλά μεγαλυτέρα ἁμαρτία τό νά τηρήσῃ ἁμαρτωλόν ὅρκον’». Τί ὑποκινεῖ τόν Παπαδιαμάντη σ’ αὐτή τή μικρή μεταφραστική αὐθαιρεσία; Ἄν συλλογιστοῦμε ὅτι στόν Πρόδρομο ἔχει ἀφιερώσει δύο ποιήματά του· ἄν λογαριάσουμε πόσες φορές ἔχει ψάλει –πιθανῶς καί συμψάλει μέ τόν ἐπίσης φιλοπροδρομικότατο ἐξάδελφό του Μωραϊτίδη– στά πανηγυράκια τῆς Σκιάθου τά ἐγκώμια τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας γιά τόν «μείζονα ἐν γεννητοῖς γυναικών»· ἄν θυμηθοῦμε ὅτι λίγο προτοῦ ἐκπνεύσει ἐμινύριζε τό «τήν χεῖρα σου τήν ἁψαμένην τήν ἀκήρατο κορυφήν τοῦ Δεσπότου, ἒπαρον ὑπέρ ἠμῶν, Βαπτιστά», δέ θά μᾶς φανεῖ ἀντιδεοντολογική ἡ ἔναρξη τοῦ κεφαλαίου μέ ὑμνογραφικό παράθεμα, οὕτως ἤ ἄλλως ἀρχαιότερο καί προσφυέστερο στήν περίπτωση αὐτή ἀπό τούς σαιξπηρικούς στίχους. Ἐντούτοις ἀγαπάει καί τόν Σαίξπηρ, γιά τοῦτο ἄν δέν τοῦ δίνει τήν πρώτη θέση, δέν λησμονεῖ ὅμως νά τόν μνημονεύσει. Περισσότερα παραδείγματα σοβαρότερων μεταβολῶν θά βρεῖ κανείς στόν πρόλογο τῆς νέας ἔκδοσης. Γι’ αὐτήν τώρα πρέπει νά μιλήσω, μολονότι τό πράγμα εἶναι ἄκομψο καί φορτικό, δεδομένου ὅτι τή φιλολογική ἐπιμέλεια εἴχαμε ἀναλάβει ἡ κόρη μου κι ἐγώ. Τό γεγονός ὅτι Ὁ βίος τοῦ Χριστοῦ κυκλοφόρησε σέ φυλλάδιο εἶχε σοβαρές συνέπειες γιά τό κείμενο. Ἡ ἐσπευσμένη στοιχειοθέτηση καί ἐκτύπωση τό φόρτωσαν μέ ἀπειράριθμα παροράματα καί παραναγνώσεις. Τά ὀρθογραφικά ἀβλεπτήματα εἶναι ἀπίστευτα κάποτε, ἀλλά δέν δυσκολεύουν τήν κατανόηση. Καί κάποια παρατυπώματα εὔκολα τά διορθώνει ὅποιος γνωρίζει τίς περικοπές τῶν Εὐαγγελίων πού ἀκούγονται τίς Κυριακές στή Λειτουργία. Ἔτσι τό κακούς καλούς θά τούς ἀπολέσῃ, καί τόν ἀμπελῶνα θά δώσῃ εἰς ἄλλους γεωργούς αὐτόματα σχεδόν διορθώνεται σέ κακούς κακῶς. Ὑπάρχουν ὅμως περιπτώσεις ὅπου τα πράγματα γίνονται δύσκολα. Παράδειγμα: «... καί ἐν τῇ ἀπλήστῳ ἐλπίδι ὅτι οὗτος δύναται νά ἐξηγήσῃ πρός αὐτήν τό μυστήριον τοῦ κενωθέντος ἐκείνου καί ἀγγελοφοντήτου τάφου, ἀνακράζει πρός Αὐτόν (...)». Τό χωρίο εἶναι ἀπό τό τελευταῖο κεφάλαιο «Ἡ Ἀνάστασις τοῦ Κυρίου». Αὐτή πού ἀνακράζει εἶναι ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή μπροστά στό κενό μνημεῖο. Τί κρύβει, λοιπόν, ἡ ἀνύπαρχτη καί ἄλογη λέξη ἀγγελοφοντήτου (τάφου); Ὁ πρεσβύτερος ἀπό τούς ἐπιμελητές ἔγραψε ἀγγελοφρουρήτου. Ἀργότερα ἡ νεώτερη συνεπιμελήτρια, μέ τή συνδρομή τοῦ πρωτότυπου πού παρέχει τή γραφή angel-baundet διόρθωσε ἀγγελοφοιτήτου. Ἡ λέξη εἶναι ἀμάρτυρη ἄλλοθεν –καί κατ’ ἀκολουθίαν ἀθησαύριστη στά λεξικά–, θεωρῶ ὅμως ὅτι εἶναι correctiol palmaris, ὅταν μάλι-

Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

στα λάβει κανείς ὑπόψη ὅτι ὁ Παπαδιαμάντης καθόλου δέν ὀκνεῖ νά πλάσει νέες λέξεις καί ὅτι τό ἀγγελοφοντήτου παλαιογραφικά ἐλάχιστα ἀπέχει ἀπό τό ἀγγελοφοιτήτου: ὁ Παπαδιαμάντης ἕνωσε μέ κεραία τό ἰ μέ τό ἀκόλουθο τ καί ὁ στοιχειοθέτης διάβασε ν ἀντί τοῦ ἰ. Παρά τό πλῆθος τῶν χωρίων πού ἀντικαταστάθηκαν στήν ἔκδοση τοῦ «Δόμου», ἀσφαλῶς τό κείμενο εἶναι δεκτικό καί ἄλλων διορθώσεων. Πάντως ἡ ἔκδοση, μολονότι δέν ἔχει ἐφοδιασθεῖ μέ κριτικό ὑπόμνημα, εἶναι editio critica. Ὅσοι ἐνδιαφέρονται γιά τά φιλολογικά τοῦ Βίου τοῦ Χριστοῦ, θά βοηθηθοῦν, ἐλπίζω, ἀπό τίς «Σημειώσεις τῶν ἐπιμελητῶν» καί τά φιλολογικά τους ἐπιλεγόμενα. Ὑπάρχει μιά ἐκκρεμότητα. Ποιά ἦταν ἡ στάση τοῦ Γαβριηλίδη ἀπέναντι στήν παπαδιαμαντική μετάφραση; Ἀποβλέποντας προφανῶς σέ ἕνα εὐρύτερο ἀναγνωστικό κοινό καί πιθανότατα πιστεύοντας ὅτι ἡ ἱερατική γλώσσα τῆς μετάφρασης δέν ἀνταποκρίνεται στίς προσδοκίες τοῦ πλήθους, ἀποφασίζει νά τήν μεταγλωττίσει. Τήν ἴδια, λοιπόν, κατά πάσα πιθανότητα χρονιά, κυκλοφορεῖ μιά μεταγλωττισμένη καί συντομευμένη κατά ἑκατό σελίδες ἔκδοση, χωρίς ὄνομα μεταφραστῆ. Γιά τή μεταγλώττιση αὐτή, πού φυσικά θά ἀπέλπισε τόν Παπαδιαμάντη ἄν ἔτυχε νά τήν δεῖ, δέν μπορεῖ νά γίνει ἐδῶ λόγος. Ὑπάρχει ὅμως θεία δίκη. Ἐνῶ τραβήχτηκε σέ μεγάλο ἀριθμό ἀντιτύπων, γνωστά εἶναι σήμερα μόνο δύο. Τῆς ἀμεταγλώττιστης, εὐτυχῶς, περισσότερα. Τό φετινό Γ’ Διεθνές Συνέδριο γιά τόν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη εἶχε ὡς κεντρικό θέμα τό «Παπαδιαμάντης μεταφράζων καί μεταφραζόμενος». Ἐκεῖνος ὅμως δέν συμπεριέλαβε καμιά μετάφρασή του στό αὐτοβιβλιογραφικό του σημείωμα. Καί ὅσο ξέρω, καμιά μετάφρασή του δέν βρέθηκε στά βιβλία του. Ἐντούτοις οἱ μεταφράσεις του εἶναι ά-να-πό-σπα-στο τμῆμα τοῦ ἔργου του καί πολύ σωστά ἡ Ἑταιρεία Παπαδιαμαντικῶν Σπουδῶν κάλεσε τούς μελετητές τοῦ Παπαδιαμάντη νά μιλήσουν γι’ αὐτές. Πρό μηνῶν, ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς δεκαπεντάτομης ἔκδοσης τῶν Ἁπάντων Παπαδιαμάντη ἀπό τό Βῆμα, ἡ κ. Λαμπρινή Κουζέλη μέ ρώτησε ποιά θά ἦταν τά πέντε κείμενά του, μέ τά ὁποῖα θά συμβούλευα ἕναν νέο ἀναγνώστη ν’ ἀρχίσει τή γνωριμία μαζί του. Ὡς πέμπτο, πρός ἔκπληξη ἀρκετῶν ὑποθέτω, πρότεινα τήν ἀριστουργηματική μετάφραση τοῦ μυθιστορήματος Ὁ Μαξιώτης τοῦ Χώλλ Κέϊν. Ἄν κάποιος μέ ρωτοῦσε τί θά πρότεινα σέ κάποιο θεολόγο ἤ κληρικό, στή θέση τοῦ Μαξιώτη θά ἔβαζα τόν Βίον τοῦ Χριστοῦ. Ἄν μάλιστα εἶχε πρόσφατα ἀποφοιτήσει ἀπό θεολογική ἤ ἱερατική σχολή τό κέρδος του θά ἦταν διπλό, γιατί θά εἶχε καί τήν εὐκαιρία νά μαθητεύσει σέ ἀπαράμμιλο δάσκαλο τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας. *Ὁμιλία στήν ἡμερίδα τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. «Ἡ διαχρονικότητα τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἐπ’ εὐκαιρία συμπληρώσεως 100 χρόνων ἀπό τῆς κοιμήσεως τοῦ μεγάλου λογοτέχνη Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη», Ἀθήνα, παλαιά Βουλή, Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011.


32

θέμα

Α

ΜΙΑ ΠΟΛΥΤΙΜΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ

ΓΙΑ Ν

Εποχή πνευματικής & υλικής

χρ

κούστε τη μουσική που δυναμώνει πάνω από την Ευρώπη! Βαλκυρίες −η όπερα του Βάγκνερ! Πολεμικές θεότητες της σκανδιναβικής και γερμανικής ιθαγένειας, νεκροπομποί των μαχητών που έπεφταν στις μάχες, οι Βαλκυρίες προσωποποιούν εμβληματικά το μεδούλι του παγανισμού τους: τη δίψα για ισχύ. Την ίδια εποχή με τον Βάγκνερ, αυτό το παγανιστικό μεδούλι το αναδιατύπωσε με έναν συνταρακτικό φιλοσοφικό λόγο ο Νίτσε, στους περίφημους αφορισμούς του για την αποθέωση της ισχύος. Kαι μισόν αιώνα αργότερα, μέσα από περίεργες διαδρομές της ιστορίας¹, Βάγκνερ και Νίτσε αποτέλεσαν πηγές έμπνευσης για την τρομακτικότερη έκφραση της ισχύος στην πολιτική: τον Ναζισμό. Κι άλλα πενήντα χρόνια αργότερα, ακριβώς με τις Βαλκυρίες του Βάγκνερ έντυσε ο Φράνσις Φορντ Κόπολα την κλασική σκηνή του κινηματογραφικού του έργου Αποκάλυψη τώρα, όπου στον ορίζοντα αναδύονται αμερικανικά αεροπλάνα για να ρίξουν βόμβες ναπάλμ στο βιετναμέζικο χωριό. Οι Βαλκυρίες ουδέποτε σίγησαν στο διάβα των αιώνων. Σήμερα όμως ακούγονται εκκωφαντικά πάνω από την Ευρώπη και απειλούν να καλύψουν άλλες μουσικές της. Πρόκειται για έναν διχασμό που αφορά την ίδια την ψυχή της Ευρώπης. Είναι ο ίδιος διχασμός που εντόπισε ο Ρενέ Ζιράρ αναλύοντας το φαινόμενο του Ναζισμού. Ο Ναζισμός, είπε, έσπασε προγραμματικά την παράδοση της αλληλεγγύης προς τα θύματα της ζωής, παράδοση την οποίαν είχε εμφυτεύσει στην Ευρώπη ο Χριστιανισμός². «Τι είναι βλαβερότερο από οποιαδήποτε διαστροφή;» είχε μονολογήσει ο Νίτσε. «Η ενεργός συμπόνια προς όλους τους εκφυλισμένους και τους αδύναμους – ο Χριστιανισμός»³. Σήμερα, λοιπόν, ζούμε ακριβώς αυτό: την αρχέγονη σύγκρουση παγανισμού και Χριστιανισμού, ειδώλων και ευαγγελίου, ισχύος και αγάπης. Οι Βαλκυρίες επελαύνουν με τη μορφή του νεοφιλελευθερισμού και των αγορών, δηλαδή των δυνάμεων που μετατρέπουν τα πάντα σε εμπόρευμα, έχουν μόνη αρχή την κατίσχυση και εμπεριέχουν την ανθρωποθυσία χάριν της φυσικής τάξης. Να το πούμε αυτό με βιβλική γλώσσα; Αντεπιτίθεται η

κατ’ εξοχήν αντίθεη θρησκεία: η θρησκεία του Μαμωνά. Θέατρο της σύγκρουσης αυτής είναι ολόκληρος ο αναπτυγμένος κόσμος. Μα η Ευρώπη είναι εκ των πραγμάτων σπιτικό μας, και γι’ αυτό επικεντρώνω σ’ αυτήν και στο ειδικό της βάρος. Στην προαναφερθείσα επισήμανσή του ο Zιράρ είπε το αυτονόητο: Την αλληλεγγύη την είχε εμφυτεύσει στην Ευρώπη ο Χριστιανισμός. Ο Χριστιανισμός, με άλλα λόγια, υπήρξε ένας ταξιδιώτης και ένας νεωτεριστής που ρηγμάτωσε ποικιλοτρόπως την πατρογονική ευρωπαϊκή ταυτότητα (τη διέκοψε ή τη μπόλιασε, κατά περίπτωση). Εδώ λοιπόν ερχόμαστε στο πρώτο κρίσιμο σημείο: στη θέση που κατέχει η εντοπιότητα, η ιθαγένεια. Στην παγανιστική οπτική ο άνθρωπος αληθεύει μένοντας για πάντα αυτό που έτυχε να γεννηθεί, αυτό που ήταν ανέκαθεν ο λαός του, η γη του, το αίμα του. Για τον παγανισμό, δηλαδή, κριτήριο της αληθείας είναι η ιθαγένεια. Για τον Χριστιανισμό, όμως, πηγή της αληθείας δεν είναι η ιθαγένεια, ούτε και αποτελούν συμπαγή ενότητα ο πολιτισμός και η θρησκεία. Ο Χριστιανισμός έφερε μιαν επανάσταση: αναγνώρισε τη δυνατότητα του υποκειμένου (δηλαδή του κάθε ανθρώπου) να επιλέξει μιαν άλλη αλήθεια από την πατρογονική, να μετασχηματίσει τον πολιτισμό του, ακόμα και να έρθει σε ρήξη με τα πατρογονικά του χάριν της αληθείας που επέλεξε. Για τον Χριστιανισμό η αλήθεια έρχεται από έξω· είναι ο ερχόμενος Θεός. Κι έτσι, αληθεύω όταν ανταμώνω τον ριζικά Άλλον −όχι τα ίδια μου τα σωθικά! Ο Χριστιανισμός, συνεπώς, δώρισε στην ανθρωπότητα την απάντηση στο αδιέξοδο που είχε έξοχα καταγράψει η αρχαιοελληνική τραγωδία. Δώρισε το άλμα στην ελευθερία: τη δυνατότητα του ανθρώπου να επιλέξει την αλήθεια χωρίς να δεσμεύεται από το αίμα του κι από το παρελθόν του⁴. Οι Βαλκυρίες κραδαίνουν υπέρ αυτών το χθόνιο, το πατροπαράδοτο, την ιθαγένεια με την χονδροειδή έννοια του «αίματος και της γης» (του Blut und Boden των Ναζί). Οι αγορές και οι χρηματιστηριακές συναλλαγές, όμως; Αυτές δεν δεσμεύονται πλέον από εθνικά σύνορα, κι έτσι μοιάζει να μη σχετίζονται διόλου με την έννοια της

ιθαγένειας. Και όμως! Οι αγορές και οι κερδοσκοπικές χρηματιστηριακές συναλλαγές εκπροσωπούν την ιθαγένεια στην εξτρεμιστικότερη μορφή της: στην απόλυτη αυτονόμηση του ατόμου, την κυνική δικαίωση του εγωισμού και την αντιμετώπιση των πάντων (πραγμάτων και ανθρώπων) ως αναλώσιμων. Ο εγωισμός είναι η αρχαία ιθαγένεια του ανθρώπου. Είναι το να αντλείς νόημα από τον ίδιο σου τον εαυτό −από το χώμα που είσαι φτιαγμένος. Σήμερα οι Ευρωπαίοι έχουν να αποφασίσουν αν την ψυχή τους θα την εκφράσει η γηγενής θρησκεία της ισχύος ή η ταξιδιωτική πίστη που ισχυρίζεται ότι ο τόπος συνάντησης ανθρώπου και Θεού είναι το πρόσωπο των ανίσχυρων. Βασικό, λοιπόν, κλειδί για την αποκρυπτογράφηση της σημερινής συγκυρίας, θεωρώ το να δούμε τη ευρωπαϊκή ψυχή σε διχασμό. Η Ευρώπη δεν είναι ένα πράγμα, η Δύση δεν είναι ένα πράγμα, όπως συχνά αφελώς και αυτοδοξαστικά νομίζουμε. Δεν είναι μόνο το βασίλειο του ορθολογισμού. Είναι και η αμφισβήτηση του διαφωτισμού⁵. Δεν είναι μόνο η μήτρα του αποικιοκρατικού Χριστιανισμού. Είναι και η κοιτίδα του πιο ανελέητα αυτοκριτικού Χριστιανισμού⁶. Επιτρέψτε μου ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συνθετότητας: Τον Φεβρουάριο 2003 δυο κορυφαίοι ευρωπαίοι φιλόσοφοι, ο Γερμανός Γιούργκεν Χάμπερμας και ο Γάλλος Ζακ Ντεριντά συνυπέγραψαν μια διακήρυξη για το ηθικό χρέος της Ευρώπης. Βασικό ερώτημα στο οποίο επιχείρησε να απαντήσει το κείμενο είναι αν η Ευρώπη έχει πλέον να δώσει κάτι, και αν δύναται πια να μιλά για ιδιαίτερη ταυτότητά της, αφού «η δυτική νοοτροπία, που έχει τις ρίζες της στην ιουδαϊκή-χριστιανική παράδοση» έχει πλέον γίνει παγκόσμια πραγματικότητα. Η διακήρυξη απαντά πως, ναι, υπάρχουν σημαντικά στοιχεία ευρωπαϊκής ιδιοπροσωπίας, όπως, λόγου χάριν, η προθυμία να διδαχτεί κανείς από τα ιστορικά του λάθη, η αποδοχή της διαφορετικότητας, ο σκεπτικισμός απέναντι στις αγορές και την τεχνολογική πρόοδο, η δυσανεξία απέναντι στη βία και η προτίμηση της αλληλεγγύης υπό την επίδραση «των εργατικών κινημάτων και των χριστιανικών-κοινωνικών παραδόσεων»⁷. Η διακήρυξη είναι, προδήλως, αισι-

όδοξη μάλλον παϊκής πραγμα κλίνει γό της Κον προφητ Οι κα μπορού ντρομόλ να γενν διαμάχη νιολογικ προκύπτ αποφάσ ώς είτε είτε επικ βάση τη Ποιον απ ρώπη δε τη βεβα ήταν δυν απ’ αυτό μεγέθη,


33

θέμα

ΑΙΡΙΑ

ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΑΔΥΘΕΙ ΤΟ «ΝΟΗΜΑ»

ής

χρεοκοπίας στην Ευρώπη;

ι οι κερυναλλαστην εξαπόλυτη κή δικαίετώπιση ρώπων) αι η αραι το να ν εαυτό ος. να αποτην εκσχύος ή ται ότι ο αι Θεού Βασικό, ογράφηρώ το να ασμό. Η ύση δεν ελώς και αι μόνο ίναι και ού⁵. Δεν ρατικού του πιο νισμού⁶. ό παράΤον Φερωπαίοι Χάμπερσυνυπέό χρέος ο οποίο νο είναι κάτι, και η ταυτόπία, που ριστιανιγκόσμια απαντά στοιχεία ς, λόγου νείς από της διπέναντι πρόοδο, η προτίπίδραση ν χριστι⁷. ως, αισι-

γράφει ο ΘΑΝΑΣΗΣ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ όδοξη και έχει στραμμένο το βλέμμα μάλλον στη φωτεινή πλευρά της ευρωπαϊκής ψυχής. Από την άλλη, όμως, είναι πραγματικότητα και η φαιά Ευρώπη, που κλίνει γόνυ στην ισχύ. Το 1996 ο Παναγιώτης Κονδύλης είχε γράψει τα εξής, σχεδόν προφητικά: Οι καταστάσεις ανάγκης και οι κρίσεις μπορούν να ενεργοποιήσουν τόσο κεντρομόλες όσο και φυγόκεντρες δυνάμεις, να γεννήσουν τόσο αλληλεγγύη όσο και διαμάχη [...]. Η αλληλεγγύη (με την κοινωνιολογική, όχι με την ψυχολογική έννοια) προκύπτει όταν το πρόβλημα της λήψεως αποφάσεων λύνεται δεσμευτικά [...]. Αλλιώς είτε δημιουργείται άμεση σύγκρουση, είτε επικρατούν οι κεντρόφυγες δυνάμεις με βάση την αρχή «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Ποιον απ’ τους δύο δρόμους θα πάρει η Ευρώπη δεν μπορεί ακόμα να λεχθεί με έσχατη βεβαιότητα. Πριν από λίγον καιρό ακόμη ήταν δυνατό να κατανέμεται η ευημερία, και απ’ αυτό επωφελήθηκαν όλοι σε απόλυτα μεγέθη, μολονότι μερικοί επωφελήθηκαν

περισσότερο συγκριτικά με άλλους. Όμως η ώρα της αλήθειας θα σημάνει όταν στην ημερήσια διάταξη δεν θα βρίσκεται πλέον η κατανομή της ευημερίας, αλλά η κατανομή σημαντικών βαρών. Η ένοχη συνείδηση, η οποία, έμμεσα τουλάχιστον, απετέλεσε ίσα με σήμερα το κίνητρο της γερμανικής ταμειακής γενναιοδωρίας, θα μπορούσε να μετατραπεί σε απροθυμία ή και σε επιθετικότητα, αν η χαμηλή απόδοση των άλλων θα απαιτούσε από τη Γερμανία εξαιρετικές θυσίες ως αντιστάθμισμα σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Ίσα με σήμερα δεν υπάρχουν ενδείξεις εκ μέρους άλλων ευρωπαϊκών εθνών ότι είναι διατεθειμένα να κάνουν θυσίες για χάρη τρίτων· και η έφεση προς αλληλέγγυα συμπεριφορά εξασθενίζει σήμερα και στο εσωτερικό των διαφόρων ευρωπαϊκών εθνών⁸. Η συγκυρία είναι πράγματι περίεργη. Η Ευρώπη στατιστικά αποχριστιανοποιείται, και το δημογραφικό κέντρο βάρους του Χριστιανισμού έχει μετακινηθεί στον Τρίτο Κόσμο. Ωστόσο, ακριβώς αυτή τη

συγκυρία, η Ευρώπη οφείλει να τη ζήσει ως οδυνηρή ευκαιρία για αναπροσανατολισμό. Εδώ η Ορθοδοξία αντιμετωπίζει άλλη μια φορά το αιώνιο στοίχημά της: να κατορθώσει να συζητήσει μέσα στη συγκεκριμένη συγκυρία. Όχι απλώς «να ακουστεί». Και το παραλήρημα ακούγεται, και το ροχαλητό ακούγεται! Το θέμα είναι, η Ορθοδοξία να γίνει συνομιλητής του σήμερα και να μαρτυρήσει την αλήθεια της με τη γλώσσα του σήμερα. Πράγμα που σημαίνει να μην είναι αντίλαλος μιας φωνής που κάποτε είχε ξεστομιστεί, επιτυχημένα πιθανότατα, αλλά κάποτε. Καυχώμαστε, για παράδειγμα, ότι είμαστε η Εκκλησία των συνόδων. Σήμερα όμως αγκομαχάμε για να πραγματοποιήσουμε μια πανορθόδοξο σύνοδο. Γιατί; Αδυνατούμε να αναχαιτίσουμε τον ενδορθόδοξο εθνικοθρησκευτικό ανταγωνισμό. Γιατί; Χρειάζεται να απαντήσουμε ταπεινά σε τέτοια ερωτήματα, κι όχι να διατυπώνουμε έναν λόγο


34

θέμα «ζητωρθόδοξο» (όπως θα έλεγε ο δάσκαλός μου Παναγιώτης Νέλλας), έναν λόγο ναρκισσιστικό, που κομπάζει αυτιστικά για την υπεροχή της Ορθοδοξίας και εν τέλει θέτει την Ορθόδοξη παρουσία έξω από την ιστορία. Στη σημερινή αναμέτρηση, λοιπόν, χρειάζεται να δούμε στοχαστικά, εξομολογητικά και μετανοητικά ποιες παρουσίες συνθέτουν τους δύο τρόπους υπάρξεως, τον παγανιστικό αφ’ ενός και τον ευαγγελικό αφ’ ετέρου. Η ένταξη σε καθένα απ’ αυτά τα δύο μέτωπα δεν είναι θέμα ταμπέλας, αλλά τρόπου ζωής. Κάθε μορφή εξουσιαστικού και ιεροεξεταστικού Χριστιανισμού ανήκει στον παγανισμό. Πολλές φορές στην ιστορία αυτό που λογίζεται ως χριστιανική επικράτηση δεν ήταν παρά νίκη του παγανισμού κατ’ ουσίαν. Το «κατακυριεύειν» και «κατεξουσιάζειν» ο Χριστός το απέδωσε ρητά στους άρχοντες των εθνών και αντιδιέστειλε ευθέως τους μαθητές του απ’ αυτό⁹. Και παρόμοια, παγανισμό και μαγεία διδάσκουμε όταν υποστηρίζουμε ότι τα μυστήρια δύνανται να τελεστούν καθ’ αυτά, σαν χημικές διαδικασίες ερήμην της έγνοιας για την αγάπη¹⁰. Αυτές οι αντιδιαστολές φρονώ ότι οφείλουν να ορίσουν τη στάση των Ορθοδόξων σε τρία χαρακτηριστικά πεδία της σημερινής ευρωπαϊκής συγκυρίας: Την οικονομία, την πολιτική και τις σπουδές. Πώς αντιλαμβανόμαστε, άραγε, την οικονομική κρίση; Ως ένα ατύχημα; Είναι μια βλάβη, που αίφνης έπληξε έξωθεν το καλοκουρδισμένο σύστημα της ελεύθερης αγοράς; Ή μήπως, αντιθέτως, καθαυτό το σύστημα (ακόμα δηλαδή και όταν λειτουργούσε ρολόι) αποτελεί ανθρωπολογική βλάβη; Τι άλλο, παρά βλάβη, είναι ένα σύστημα που έχει στη φύση του την αποθέωση του ατομικού κέρδους, τον θαυμασμό προς τον πλουτισμό, την αντιμετώπιση του κόσμου ως ιδιοκτησίας και την αποδοχή της αδικίας ως θεμιτής παράπλευρης απώλειας; Το καθεστώς που κυριάρχησε μέχρι τώρα, και το οποίο ο Κονδύλης είχε ονομάσει «μαζική δημοκρατία», εδράστηκε σε κάτι πρωτόφαντο στην ιστορία: στη δυνατότητα για συνεχή αύξηση των υλικών προσδοκιών. Έτσι, τα βασικά χαρακτηριστικά του είναι η μαζική παραγωγή, η μαζική κατανάλωση, η εννόηση του πολίτη ως καταναλωτή. Η ίδια η πραγμάτωση του ανθρώπου θεωρήθηκε δυνατή μόνο υπό όρους αφθονίας και κατανάλωσης¹¹. Αλλά την πλεονεξία η Πατερική παράδοση δεν την θεωρεί ηθικό παράπτωμα. Την θεωρεί άλλη θρησκεία, στοιχούμενη στην επισήμανση του Παύλου ότι η πλεονεξία «εστίν ειδωλολατρία»¹²! Είναι χαρακτηριστικό ότι αρκετοί εκκλησιαστικοί λόγιοι ασκούν στον καπιτα-

λισμό όση κριτική τους επιτρέπει η χαρά που ένιωσαν ανακαλύπτοντας στον Μαξ Βέμπερ και στον συσχετισμό Καλβινισμού και καπιταλισμού μια συνηγορία κατά των αιρετικών. Αλλά πέραν αυτού του αυτοδοξασμού, μυωπάζουν μπροστά στην ανάπτυξη ενός ενδορθόδοξου καλβινισμού! Επικαλούνται μεν διάφορα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, που μιλούν για την φιλανθρωπία, αποσιωπούν όμως τα συγκλονιστικά πατερικά κείμενα τα οποία προχωρούν βαθύτερα, κρίνουν τις δομές, αποτρέπουν από συναλλαγές με τους ισχυρούς, αποδοκιμάζουν το πιστωτικό σύστημα, μαστιγώνουν την τοκογλυφία (σύννομη και παράνομη), καταδικάζουν ως φόνο την αποστέρηση του εργατικού μισθού κ.λπ¹³. O καψερός ο Βέμπερ πολλά θα είχε να μάθει από σημερινούς Ορθοδόξους που είναι ανενδοίαστα επιδέξιοι και σε μπίζνες και σε ευχέλαια. Σε έναν παγανισμό, δηλαδή, μεταμφιεσμένο σε Χριστιανισμό! Σύμφυτο με την οικονομική κρίση είναι ένα πρόβλημα στο δεύτερο εκ των τριών πεδίων που ανέφερα. Ένα πρόβλημα απολύτως επίκαιρο και ζωτικής κρισιμότητας για την Ευρώπη: η έκλειψη της πολιτικής. Πολιτική είναι να δρας με όραμα και να κάνεις αυτό που, αν δεν το κάνεις, δεν θα γίνει ποτέ από μόνο του. Αντιθέτως, όμως, τώρα σαρώνει η πεποίθηση ότι η οικονομία δεν είναι θέμα οράματος και επιλογής, αλλά μια λογιστική διαδικασία, η οποία έχει έναν και μόνο μόνο τρόπο χειρισμού όπως, για παράδειγμα, η πρόσθεση γίνεται μόνο με έναν τρόπο! Υπό τη δεσποτεία αυτής της πεποίθησης, η πολιτική συνεχίζει μεν να υπάρχει, αλλά απλώς ως φάντασμα: ως γραφείο διεκπεραίωσης των εντολών του κερδοσκοπικού κεφαλαίου. Εδώ, λοιπόν, οφείλει να είναι αποφασιστική η συμβολή των Χριστιανών, ως συνηγορία υπέρ της πολιτικής: υπέρ της ευθύνης, δηλαδή, του ανθρώπου να αλλάζει τον κόσμο με τις επιλογές και τις πράξεις του. Στην ιθαγένεια των Βαλκυριών πλησίον είναι εξ ορισμού ο όμαιμος, και στην ιθαγένεια του νεοφιλελευθερισμού πλησίον είναι μόνος ο εαυτός. Στον Χριστιανισμό, όμως, ο πλησίον δεν «είναι». «Γίνεται»! Αυτό μας λέει η παραβολή του καλού Σαμαρείτη. Η παραβολή ξεκίνησε με την ερώτηση του κόσμου «τις εστίν ο πλησίον;», και έκλεισε με την αντερώτηση του Χριστού «Τις εγένετο ο πλησίον;»¹⁴. Η εγγύτητα δεν υπάρχει, αλλά φτιάχνεται μέσα από την αληλέγγυα πράξη, από το μυστήριο του να αναγνωρίζεις τον Κύριό σου στο πρόσωπο οιουδήποτε ελαχίστου. Μιλώντας, λοιπόν, για πολιτική, δεν μιλώ για κομματική υποτέλεια και για την κομματοκρατία που αποσαθρώνει κοινωνίες.

Μιλώ για τη συμμετοχή στη συνάρθρωση του κοινού βίου και για το μεδούλι της χριστιανικής ύπαρξης: να ρηγματώνεις το γκρίζο της καθημερινότητας με το φως της Ανάστασης. Αλλά αυτό τι σημαίνει στην πράξη; Δύνανται, άραγε, σήμερα οι Ορθόδοξοι να μην κομπορρημονούν για την προίκα τους, αλλά να τη δοκιμάσουν στο χτίσιμο νέων πολιτικών μορφών, κοντά στην άμεση δημοκρατία, στα κοινωνικά κινήματα και την προσωπική ευθύνη; Ή αδιάκοπα οι «υιοί του αιώνος τούτου» θα αποδεικνύονται «φρονιμότεροι υπέρ τους υιούς του φωτός»; Ο δημόσιος χώρος οφείλει να είναι το φόρουμ όπου κατατίθενται, εκτίθενται και λογοδοτούν όλες οι προτάσεις νοηματοδότησης της ανθρώπινης ζωής, άρα και οι θρησκείες. Οι θρησκείες δεν μπορούν να εγκιβωτίζονται στην ιδιωτική σφαίρα, όπως υποστηρίζουν οι θιασώτες της ακραίας laïcité. Ούτε όμως και να μετατρέπονται σε κρατικές υπηρεσίες. Στον δημόσιο χώρο, λοιπόν! Αλλά το ζήτημα είναι πώς ίστασαι στον δημόσιο χώρο. Η ταυτότητα κάθε θρησκείας δεν αποτελεί έναν φυσικό αριθμό, αλλά ένα πηλίκον: ένα κλάσμα, δηλαδή μια σχέση, μεταξύ του θρησκευτικού ένδον αφενός και της άποψής του για τον γύρω κόσμο αφετέρου. Σε κάθε εποχή οι μαθητές του Χριστού πολιορκούνται από τον πειρασμό της «υπερευσέβειας». Θυμηθείτε το ευαγγελικό περιστατικό με την κωμόπολη των Σαμαρειτών. Όταν οι Σαμαρείτες αρνήθηκαν να δεχτούν τον Χριστό και τη συντροφιά του, οι μαθητές ζήτησαν από τον Χριστό να κατεβάσει φωτιά από τον ουρανό και να κάψει τους αντιρρησίες. Ο Χριστός όμως τους επετίμησε: «Ξεχάσατε ποιο πνεύμα κατευθύνει τη ζωή σας· ο υιός του ανθρώπου δεν ήρθε να καταστρέψει ανθρώπους, αλλά να τους σώσει»¹⁵. Το ενδιαφέρον εδώ είναι ότι με βάση μια φονταμενταλιστική λογική, το δίκιο το είχαν οι μαθητές! Διότι προφανώς είχαν κατά νου το περιστατικό με τον προφήτη Ηλία, ο οποίος είχε κατεβάσει φωτιά από τον ουρανό και κατέσφαξε τους ιερείς του Βάαλ. Αλλά ο Χριστός δεν έφερε την ειδωλολατρία των χωρίων! Έφερε μια νέα θέαση των πραγμάτων, η οποία τη θεοκρατία δεν τη θεωρεί αρετή, αλλά βλασφημία. Αυτή η διελκυστίνδα, λοιπόν, μαθητών - Χριστού, γίνεται ιδιαίτερα επίκαιρη στις μέρες μας. Διάφοροι θρησκευτικοί κύκλοι διατυπώνουν έναν λόγο μαχητικό, κοινωνικά ριζοσπαστικό, ακόμα και επικριτικό προς το πολιτικό σύστημα. Αλλά εδώ ακριβώς χρειάζεται να στήσουμε προσεκτικό αυτί! Συχνά πρόκειται για έναν λόγο ο οποίος χαίρεται με την εξαχρείωση της δημοκρατίας, διότι ουδέποτε αγάπησε τη δημοκρα-

τία και λόγος α χώρο γι μοκρατί ται να β Όμως ο παίρνει πάντα μ ολοκληρ λαϊκιστι τικά κιν τον οπο τους οι δειγμα, που αντ η διελκυ νός και σ φανατικ που επιθ άβροχες ανέγγιχτ παφες α Αλλά το καταδεί Ισλάμ. Α να απορ


35

θέμα

ρθρωση ούλι της ώνεις το το φως σημαίνει μερα οι ούν για μάσουν φών, κοα κοινωευθύνη; τούτου» οι υπέρ

είναι το νται και οηματοάρα και πορούν σφαίρα, ς ακραίατρέποδημόσιο ναι πώς υτότητα φυσικό κλάσμα, ησκευτιτου για

ου Χριειρασμό το ευμόπολη ίτες αρκαι τη σαν από από τον ησίες. Ο εχάσατε ς· ο υιός στρέψει ει»¹⁵. Το μια φοτο είχαν αν κατά τη Ηλία, τον ουου Βάαλ. δωλολαα θέαση ατία δεν . Αυτή η Χριστού, ρες μας. ιατυπώνικά ριό προς ακριβώς κό αυτί! οποίος ημοκραημοκρα-

τία και κρυφονοσταλγεί την άρση της. Ο λόγος αυτός εισέρχεται μεν στον δημόσιο χώρο για να ακουστεί, επικαλείται τη δημοκρατία για να ακουστεί, αλλά ονειρεύεται να βγάλουν τον σκασμό όλοι οι άλλοι. Όμως ο κοινωνικός ριζοσπαστισμός που παίρνει διαζύγιο από την ελευθερία είναι πάντα μήτρα ολοκληρωτισμού. Είτε του ολοκληρωτισμού τον οποίον λαχταρούν λαϊκιστικά μισαλλόδοξα ευρωπαϊκά πολιτικά κινήματα, είτε του ολοκληρωτισμού τον οποίον καλλιεργούν στο εσωτερικό τους οι θεοκρατικές κοινότητες. Για παράδειγμα, ένα από τα οξύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη είναι η διελκυστίνδα δημοκρατικών αξιών αφενός και σαρίας αφετέρου, στην περίπτωση φανατικών μουσουλμανικών κοινοτήτων που επιθυμούν να είναι περίκλειστες, αδιάβροχες από το φως του δημοσίου χώρου, ανέγγιχτες από την κριτική σκέψη και ανέπαφες από πανανθρώπινα δικαιώματα¹⁶. Αλλά το κρίσιμο για μας εδώ δεν είναι να καταδείξουμε τον εφιάλτη του φανατικού Ισλάμ. Αυτό είναι εύκολο. Το κρίσιμο είναι να απορρίψουμε κάθε φανατισμό ως βλα-

σφημία κατά του ζώντος Θεού. Και εδώ αναδύεται το τρίτο χρέος: Η θεολογία πρέπει να κατορθώσει να συμμετάσχει στη συγκρότηση ενός επείγοντος μετώπου: του μετώπου των σπουδών στοχασμού. Δεν είναι τυχαίο ότι η νεοφιλελεύθερη επίθεση συνοδεύτηκε από συρρίκνωση των ανθρωπιστικών σπουδών και από ενίσχυση των τεχνοκρατικών, δηλαδή των σπουδών εκείνων που αντιλαμβάνονται τον άνθρωπο απλώς ως διαχειριστή ενός μηχανισμού, η ύπαρξη του οποίου φαντάζει δεδομένη και αναντίρρητη. Αυτό που υποστηρίζω είναι ότι οι σπουδές στοχασμού δεν χρειάζεται να είναι μια ιδιαίτερη ομάδα, αντίπαλη προς τις τεχνολογικές σπουδές, αλλά ένα ζωογόνο νεύρο που θα διαπερνά όλες τις σπουδές, τεχνολογικές και ανθρωπιστικές. Αλλά για να μπορέσει να συμμετάσχει η θεολογία σε ένα τέτοιο μέτωπο, θα πρέπει να απαλλαγεί από κάθε αυτισμό, και να κατορθώσει να δείξει στους εταίρους της ότι έχει θέση ανάμεσά τους. Θα πρέπει να κατορθώσει να μιλήσει μια κοινή γλώσσα: να δείξει ότι κάθε άποψη περί

νοηματοδοτήσεως του ανθρωπίνου βίου δεν βρίσκεται με «χημεία», όπως άλλωστε δεν πρόκειται να βρούμε ανάμεσα στα συστατικά ενός αυτοκινήτου την επιλογή του οδηγού για το πού θα πάει. Το νόημα δεν φυτρώνει. φτιάχνεται ή επιλέγεται από το άνθρωπο, βάσει της ελευθερίας του να στοχαστεί μέσω κάθε δυνατότητας της ύπαρξής του, να ερμηνεύσει τον κόσμο και να τον οραματιστεί σε άλλη μορφή, πέρα από την τωρινή. Πάνω από την Ευρώπη οφείλουν να ενταθούν άλλες μουσικές, οι οποίες δύνανται να διαψεύσουν την ακροτελεύτια φράση του Κονδύλη. Να ενταθούν οι μπαλάντες των Κελτών μοναχών που παρενέβαιναν στην πολιτική εξουσία για να απελευθερώσουν αιχμαλώτους, όπως ο βυζαντινός άγιος Ακάκιος είχε διαθέσει τα ιερά σκεύη των εκκλησιών για να θρέψει Πέρσες αιχμαλώτους. Να ακουστεί το ριζίτικο του φραγκισκανού Μαξιμίλιαν Κόλμπε, που περιέθαλπε Εβραίους και πήρε εκούσια τη θέση ενός αγνώστου του για να εκτελεστεί στο Άουσβιτς, όπως ο Μητροπολίτης και ο δήμαρχος της Ζακύνθου


36

θέμα έγραψαν τα δικά τους ονόματα στη λίστα των Εβραίων του νησιού, που τους είχαν ζητήσει οι Ναζί. Πάνω από την Ευρώπη οφείλει να ακουστεί το σιγόντο των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών, που το 1997, δέκα χρόνια πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης ζήτησαν να αποκατασταθεί η «προτεραιότητα του ανθρωπίνου προσώπου από τα οικονομικά συμφέροντα» και «να αφεθούν τα χρέη των πτωχών κρατών»¹⁷. Πάνω από την Ευρώπη οφείλει να ακουστεί το τραγούδι του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη, όπως μας το τραγούδησε το πολυεθνικό Ορθόδοξο μοναστήρι στην καρδιά της Βρετανίας: «Πολλοί έλαβαν τη χάρη, κι όχι μόνον απ’ όσους μένουν στην Εκκλησία, αλλά κι απ’ όσους βρίσκονται έξω απ’ αυτήν −γιατί δεν υπάρχει προσωποληψία στον Κύριο [...]. Αν αγαπάμε αλλήλους με απλότητα καρδιάς, θα μας δείξει ο Κύριος πολλά θαύματα με το Άγιο Πνεύμα και θα μας αποκαλύψη μεγάλα μυστήρια [...]. Ο Θεός είναι Αγάπη αχόρταγη...»¹⁸. Είναι λάθος να νομίσουμε ότι απέναντι στον αχόρταγο νεοφιλελευθερισμό μπορούν να αντιπαραταχθούν χορτάτοι. Αχόρταγοι πρέπει να αντιπαρατεθούν! Οι πεινώντες και διψώντες τη δικαιοσύνη, οι διάκονοι ενός Θεού που δεν χορταίνει την αγάπη! 1. Μιλώ για “περίεργες διαδρομές της ιστορίας”, διότι η στάση του Νίτσε απέναντι στον Βάγκνερ πέρασε από τον θαυμασμό στην εναντίωση. Βλ. ενδεικτικά Joachim Köhler, Nietzsche and Wagner. A Lesson in Subjugation, εκδ.

Ο Άρης Βιδάλης, νεαρός µηχανικός, καταχρεώνεται και πουλά ό,τι έχει και δεν έχει, για να σώσει τη γυναίκα του που πάσχει από λευχαιµία, χωρίς όµως να το πετύχει. Στη συνέχεια πάµπτωχος, καταχρεωµένος και µόνος µ’ ένα µικρό παιδί, αρχίζει πάλι από το µηδέν. Με την εργατικότητα, την επιµονή µα πάνω απ’ όλα την

Υale University Press, New Haven and London 1998. Από την άλλη, έχει υποστηριχτεί και ότι ο Ναζισμός στην πραγματικότητα χρησιμοποίησε τον Νίτσε διαστρέφοντάς τον. Βλ. λ.χ. H.- G. Gadamer, T. W. Adorno, M. Horkheimer, Για τον Νίτσε (μτφρ. Λευτέρης Αναγνώστου), εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2003. 2. René Girard, Εθεώρουν τον Σατανάν ως αστραπήν… (μτφρ. Ευγενία Γραμματικοπούλου), εκδ. Εξάντας-Νήματα, Αθήνα 2002, σσ. 29-33. 3. Friedrich Nietzsche, Ο Αντίχριστος. Aνάθεμα κατά του Χριστιανισμού (μτφρ. Βαγγέλης Δουβαλέρης), εκδ. Ιδεόγραμμα, Αθήνα 2007, σ. 36. 4. Για το ζήτημα της ιθαγένειας βλ. το ημέτερο “Η κοινότητα ως βρόχος. Η αποστολή της Εκκλησίας στη σκοτεινή πλευρά της σελήνης”, στο: Πολιτισμός και Διαφορετικότητα. Εμείς και οι άλλοι (επιμ. Δημήτριος Γ. Μαγριπλής), εκδ. Αντ. Σταμούλης, Θεσσαλονίκη 2011, σσ. 333-352. 5. Κλασσικό παράδειγμα το έργο των Μαξ Χορκχάιμερ και Τέοντορ Αντόρνο, Η διαλεκτική του Διαφωτισμού (μτφρ. Ζήσης Σαρίκας), εκδ. Ύψιλον / Βιβλία, Αθήνα 1986. Βλ. και Δημήτριος Ουλής, “Ορθός λόγος και διαφωτισμός. Αποφατικός και εσχατολογικός λόγος”, στο: Ορθοδοξία και Νεωτερικότητα (επιμ. Παντελής Καλαϊτζίδης και Νίκος Ντόντος), εκδ. Ίνδικτος, Αθήναι 2007, σσ. 55-77. 6. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, “(Ιερ)αποστολ(ικ)ή: Μια υπόθεση με πάρα πολλές παρενθέσεις. Ζητήματα σπουδής, από την Ευρώπη μέχρι τον Τρίτο Κόσμο σήμερα”, Σύναξη 103 (2007), σσ. 67-76. 7. Γιούργκεν Χάμπερμας, Η διάσπαση της Δύσης (μτφρ. Αναστασία Δασκαρόλη), εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2007, σσ. 87-96. 8. Παναγιώτης Κονδύλης, Από τον 20ό στον 21ο αιώνα. Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, εκδ. Θεμέλιο ²1998, σ. 104. Ο Κονδύλης υποστήριξε, με έναν πεσιμιστικό τόνο, ότι η ανατολή του 21ου αιώνα βρήκε το ειδικό βάρος της Ευρώπης σε υποχώρηση. Παλιότερα ολόκληρος ο πλανήτης συνομαδωνόταν πέριξ των ενδοευρωπαϊκών ανταγωνισμών. Στους δύο παγκοσμίους πολέμους, για παράδειγμα, ολόκληρος ο κόσμος χόρεψε σε ρυθμούς που έπαιζε η Ευρώπη. Τώρα όμως τα ευρωπαϊκά έθνη καλούνται να συνομαδωθούν βάσει των πλανητικών ανταγωνισμών και των τεκταινομένων αλλού, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. (ό.π., σ. 98.). 9. Ματθ. 20: 25-26. 10. Βλ. τα μελετήματά μου “Οι εικόνες της Βασιλείας. Κάποια αθέατα του Καβάσιλα και κάποιοι πειρασμοί της Ευ-

ακεραιότητά του, καταφέρνει να ξεπεράσει αναρίθµητα εµπόδια και ν’ ανέβει στα ανώτερα κοινωνικά στρώµατα. Παράλληλα συναντά τον δεύτερο µεγάλο έρωτα της ζωής του τη Μαρίνα. Μια συγκλονιστική µοίρα δένει τις ζωές των δύο νέων µέσα σε ένα κουβάρι πόνου, αγωνίας και αναπάντεχων εξελίξεων. Ο συγγραφέας µε τρόπο άµεσο και αφοπλιστικά απλό, χτίζει αριστουργηµατικά τους ήρωές του µε τα υλικά του ακέραιου ανθρώπου. Και για µεν τον Άρη, η ακεραιότητα του χαρακτήρα του αποτελεί θεµέλιο λίθο της ιδιοσυγκρασίας του, για δε τη Μαρίνα, η ακεραιότητα του χαρακτήρα της σχηµατοποιείται και ενδυναµώνεται µέσα από τον απόλυτο έρωτα που νοιώθει για τον Άρη. ∆ύο νέοι πρότυπα, που στέκουν και κοιτάζουν την τραγική µοίρα κατάµατα. Ένα µυθιστόρηµα που όποιος βυθιστεί στις πρώτες του σελίδες δεν θα το εγκαταλείψει παρά µόνο στην τελευταία λέξη... Γιώργος Γκέλµπεσης

χαριστιακής μας θεολογίας”, Σύναξη 114 (2010), σσ. 13-21, και “Η Εκκλησία ως αποστολή. Ένα κριτικό ξανακοίταγμα της λειτουργικής θεολογίας του π.Αλεξάνδρου Σμέμαν”, Θεολογία 80 (2009), σσ. 67-108. 11. Βλ. Παναγιώτης Kονδύλης, Η παρακμή του αστικού πολιτισμού. Από τη μοντέρνα στη μεταμοντέρνα εποχή και από το φιλελευθερισμό στη μαζική δημοκρατία, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα 2000, σσ. 231-235. 12. Κολ. 3:5. Ο καθηγ. Σωτήρης Δεσπότης μου επεσήμανε (και τον ευχαριστώ γι’ αυτό) ότι η έρευνα έχει δείξει πως στο συγκεκριμένο χωρίο η “πλεονεξία” αφορά μάλλον σε σεξουαλικά πάθη (πρβλ. Εφεσ. 5:3-5 κ.ά.). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, νομίζω ότι παραμένει πολύτιμη η προθυμία των Πατέρων (οι οποίοι εννόησαν το χωρίο αυτό ως καταδίκη της πλεονεξίας με την τρέχουσα έννοια) να καταδείξουν το ασύμβατο χριστιανικής ταυτότητας και πλουτοκρατίας. Βλ. χαρακτηριστικά Μ. Βασίλειος, Εις τον προφήτην Ησαΐαν, 1, PG 30, 212 CD . 13. Βλ. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, Κοινωνική δικαιοσύνη και Ορθόδοξη θεολογία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα ³2006. 14. Αντίστοιχα: “Και τις εστί μου ο πλησίον;” και “Τις... πλησίον δοκεί σοι γεγονέναι του εμπεσόντος εις τους ληστάς;” (Λουκ. 10: 29, 36). 15. Λουκ. 9: 55-56. Για τη διαχρονική δυσκολία αυτού του χωρίου βλ. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, Η Εκκλησία γίνεται όταν ανοίγεται. Η ιεραποστολή ως ελπίδα και ως εφιάλτης, εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 22009, σσ. 249-250. 16. Βλ. Νίκος Κοτζιάς, “Αντιλήψεις για τις διατλαντικές σχέσεις και ο μέλλον τους”, πρόλογος στο: Χάμπερμας, ό.π., ιδίως σσ. 28-33. 17. Γρηγόριος Λαρεντζάκης, “Θρησκεία και πολιτική στη νέα Ευρώπη”, στο: Πολιτική και θρησκείες (επιμ. Κωσταντίνος Β. Ζρμπάς), εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2007, σσ. 259-260. 18. αρχιμ. Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας ⁴1988, σσ. 192 και 78. *Εισήγηση στο 4ο Συνέδριο Ελληνορθόδοξης Παιδείας και Τεχνολογίας (Πολιτισμικό Σπουδαστήριο Αγίου Νικολάου Έγκωμης), με θέμα «Κύπρος και Ευρώπη σε δίσεκτους χρόνους», Λευκωσία, Κυριακή 11 Μαρτίου 2012. Ο κ. Θ. Ν. Παπαθανασίου είναι Δρ. Θεολογίας, αρχισυντάκτης του περιοδικού Σύναξη και Καθηγητής στο Λύκειο Ζεφυρίου Δυτ. Αττικής, Διδάσκων στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο.

Β το το το Π τυ κα το

Ω

ς θ π τις βουτι Εκείν βαθμό ν που θα π τα μάτια ΄κείνα πο κρατικές του υποκ θάλλει α για τον ή


37

βλέμμα

, σσ. 13-21, ακοίταγμα υ Σμέμαν”,

Η Μετα-φυσική της πέτρας

αστικού ποοχή και από δ. Θεμέλιο,

γράφει ο

επεσήμανε δείξει πως μάλλον σε κάθε περίμη η προωρίο αυτό έννοια) να ότητας και ιος, Εις τον

ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

δικαιοσύνη 006. “Τις... πληυς ληστάς;”

αυτού του ησία γίνεται ς εφιάλτης,

ντικές σχέρμας, ό.π.,

ολιτική στη Κωσταντίσ. 259-260. ωνίτης, εκδ. 88, σσ. 192

ς Παιδείας γίου Νικοη σε δίσεου 2012.

αρχισυντάστο Λύκειο κό Ανοικτό

Βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες τούτες τις πέτρες τις εσήκωσα όσο βάσταξα τούτες τις πέτρες τις αγάπησα όσο βάσταξα τούτες τις πέτρες, τη μοίρα μου. Πληγωμένος από το δικό μου χώμα τυραννισμένος από το δικό μου πουκάμισο καταδικασμένος από τους δικούς μου θεούς, τούτες τις πέτρες.

Γ. Σεφέρης, Β’. Μυκήνες, Γυμνοπαιδία

Ω

ς εκσυγχρονισμό περιγράφω το ατομικό και συλλογικό άλλοθι απέναντι στο γεγονός του τέλους της Ιστορίας. Ή αλλιώς, το παυσίπονο εκείνο, που ξεγελά το κορμί και τη συνείδηση απ΄ τις βουτιές στο πένθος. Εκείνο που ΄κανε ο εκσυγχρονισμός απ΄την αρχή να το σαρώσει −σε βαθμό να πούμε καταστατικό− είναι τα δομικά στοιχεία της ύπαρξης, που θα πει τη πρώτη εκείνη ύλη που συναντούμε όταν πρωτανοίξουμε τα μάτια πάνω σε αυτόν τον κόσμο. Μιλάμε για της ζωής τα πρώτα, ΄κείνα που θέτουν αενάως επί του υπαρξιακού προσκηνίου τις προσωκρατικές απορίες. Αρχινώ δηλαδή ωσάν τον Αναξίμανδρο, το ψαχτήρι του υποκειμένου, γυρεύοντας την αρχή μου εντοπίως, μιας και η ζωή θάλλει ανάμεσα στις πέτρες. Τούτο που ΄ναι και το πιο καίριο: μιλώ για τον ήλιο κρατώντας στο χέρι ένα λεμόνι της ιωνικής παραλίου, κι

αρθρώνω μια οντολογία τάξης πρώτης και εσχάτης, καθώς ανάγω μία μορφή πεπερασμένης ύλης σε εικόνα του σύμπαντος. Όχι του σύμπαντός μου, αλλά της διαλεκτικής του Είναι, όπως προκύπτει μέσα από την ενδοκοσμική του επιφάνεια. Αυτό που με παρακινεί σε αναζήτηση της κρυψώνας της φύσης και με χωρά μέσα του σα μια ψυχωμένη συνδρομή ποιοτήτων. Αν αρνηθώ την ύλη που με περιβάλλει, θα ΄ναι σα να αρνούμαι τον εαυτό μου και όλη τη μεταφυσική που τον γέννησε. Αν είναι να την αρνηθώ, θα την αρνηθώ μονάχα σαν ανίκανος να βρω μες το ακατέργαστό της, την απαράλλακτη εικόνα της υποστάσεώς μου, που θα πει ανίκανος να υπάρξω ως δημιουργός. Ο τόπος μου με δίδαξε τον τρόπο: να μιλώ για τον έρωτα αρχινώντας απ΄τα τζιτζίκια. Να διαλέγομαι περί το Αγαθόν, μετά του Αγαθού. Το υλικό που έλαχε να φυτρώνει εκεί που ρίζωσα, οι πρόγονοί μου το ΄καναν αντανάκλαση του φωτός στον κόσμο, για να ΄ναι τα αγάλματα, οι ναοί, οι πέτρες, τα τσακισμένα κεραμίδια, οι καβαλάρηδες άγιοι, εικονοστάσια της πιο μύχιας ουσίας μου. Ο κύριος Γιώργος Σεφέρης, πρωτομάστορας αυτός του Λόγου, λέγει: Ξύπνησα με το μαρμάρινο τούτο κεφάλι στα χέρια που μου εξαντλεί τους αγκώνες και δε ξέρω που να τ΄ακουμπήσω. Έπεφτε στο όνειρο καθώς έβγαινα από το όνειρο έτσι ενώθηκε η ζωή μας και θα είναι πολύ δύσκολα να ξαναχωρίσει. Κοιτώ τα μάτια΄ μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά μιλώ στο στόμα που όλο γυρεύει να μιλήσει


38

βλέμμα Κρατώ τα μάγουλα που ξεπέρασαν το δέρμα. Δεν έχω άλλη δύναμη τα χέρια μου χάνουνται και με πλησιάζουν ακρωτηριασμένα.

(Μυθιστόρημα Γ’)

Αυτή είναι η μοναχική αλήθεια μας: στεκόμαστε χωρίς να ξέρουμε τι να το κάνουμε τούτο το κεφάλι, τώρα που οι ζωές μας μετριούνται στις γραμμές παραγωγής του νέου κόσμου, χωρίς νέα όνειρα, χωρίς νέες ελπίδες. Αυτό είναι το στοίχημα, να μπορέσουμε να δώσουμε νόημα σε τούτο τον πόνο, που μας χαρίζει το αβάσταχτο μαρμάρινο κεφάλι. Να βάλουμε το αττικό μάρμαρο πάνω στην αρτινή πέτρα, να τα ταιριάξουμε ξανά για να βρούμε την αναλογία μας εντός του κόσμου, που θα πει εντός της ζωής. Αυτή η βλαστήμια απέναντι στην ύλη που μας γέννησε, είναι άρνηση μανιασμένη προς την ταυτότητα της ουσίας μας, έξοδος από τον εαυτό τάξεως φασματικής. Ο Ελληνισμός αρθρώνει μες απ΄ τα μάρμαρα του Παρθενώνα και της Αγιά Σοφιάς, μία χούφτα πέτρες. Σαρκωμένες αναλογίες της Αλήθειας. Λιθάρια αποδοκιμασμένα, γεννημένα για κεφαλή γωνίας, κράχτες του πένθους, λειτουργοί των αρρήτων. Μέσα σε αυτές τις πέτρες κατοικούν οι ψυχές μας, καθώς και στα κορμιά των μολυβιών μας, όταν μιλούμε για την Αλήθεια. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα του E. D. Clarke (Travels in various Countries of Europe, Part the second, Greece, Egypt and the Holy Land 13, London 1812, pp. 481- 486, μετ. Γ. Δεπάστας, Β. Λούβρου), καθώς αντίκριζε τη καταστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα, πίκρας αντίστοιχης με ΄κείνη του Νικήτα Χωνιάτη βλέποντας τα γλυπτά του Ιπποδρόμου σωριασμένα μπροστά στη λατινική έπαρση ( Χρονική Διήγησις 519.48- 51 και 649.84- 650.9) : Ο ίδιος ο δισδάρης (ο αγάς του κάστρου της Ακροπόλεως) ήρθε να παρακολουθήσει τις εργασίες, αλλά με εμφανή σημάδια δυσαρέσκειας. Ο Λουζιέρι μας είπε ότι μόνο ύστερα από μεγάλες δυσκολίες ήταν σε θέση να πραγματοποιήσει αυτό το μέρος του εγχειρήματος λόγω του σεβασμού που έτρεφαν οι Τούρκοι για τον ναό, επειδή τον είχα μετατρέψει σε τζαμί και είχαν συνηθίσει να τον αντιμετωπίζουν με θρησκευτική ευλάβεια. (…). Ο δισδάρης στο θέαμα αυτό (της καταστροφής των Μαρμάρων) δεν μπόρεσε να καταπνίξει περισσότερο τα συναισθήματά του΄έβγαλε την πίπα από το στόμα και, αφήνοντας να κυλήσει ένα δάκρυ, είπε με τον πιο κατηγορηματικό τόνο «Τέλος». Αυτό που στις μέρες μας συμβαίνει είναι μία λεηλασία πέρα και πάνω από όποια άλλη. Τώρα δα βιάζουμε τον λόγο που γέννησε την

ανά-λογία, αρνούμαστε το φως που γέννησε τον φόβο και μετά την πίστη. Όταν πια ο εκσυγχρονισμός θα τα ΄χει παρασύρει όλα στο διάβα του, η θάλασσα θα ΄ναι και πάλι εκεί, χωρίς κανείς να μπορεί να την εξαντλήσει. Αλλά κι όταν πάλι εμείς πάψουμε να μιλούμε, θα μιλήσουν οι πέτρες στη θέση μας (Λκ. 19-40). Ο ήλιος θα χαμηλώνει πάνω από τη θάλασσα μες τη Καινή Κτίση, όπως και τώρα, κι ο Εμπεδοκλής θα διαβάζει τον προοιμιακό: δίπλ’ ερέω τότε μεν γαρ εν ηυξήθη μόνον είναι εκ πλεόνων, τότε δ ’αυ διέφυ πλέον εξ ενός είναι, πυρ και ύδωρ και γαία και ηέρος άπλετον ύψος, Νείκος τ’ ουλόμενον δίχα των, ατάλαντον απάντη, και Φιλότης εν τοίσιν, ίση μήκός τε, πλάτος τε. Στη Φολέγανδρο φτιάχνουν μια κατασκευή παράδοξη που την ονομάζουν δεντρόσπιτο. Είναι ένα πέτρινο οικοδόμημα όπου στη μέση του φυτρώνει ένα δένδρο, ας πούμε μια λεμονιά. Τούτο το κάνουν για να το προστατέψουν απ΄τον αέρα. Από πάνω είναι ξέσκεπο να το κοιτά ο ήλιος. Ετούτη η αγάπη για τη ζωή δεν έχει άλλη περισσότερη. Είναι το δεντρόσπιτο, το αρχέτυπο του Παρθενώνα και της Μονής του Δαφνίου. Υποψία φωτός ασύλληπτη για τον εκσυγχρονισμό, που καίει βαθιά στη χόβολη, έτοιμη να κάψει τη ψευδαισθητική αγυρτεία του εαυτού, να τον σύρει ωσάν τον Αρδιαίο εκείνο : Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού Πάλι με την άνοιξη. Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια και τους κίτρινους ανθούς. Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη… Γαλήνη. −Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον; Μιά λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ’ αυλάκια τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς. Το βράδυ βρήκα την περικοπή: «Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει «τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν απάνω στους αγκαθερούς ασπαλάθους και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι». Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος. ( Γ. Σεφέρης, Επί ασπαλάθων… - Τετράδιο Γυμνασμάτων Β’)

Το καράβι θα βυθιστεί αύτανδρο

Ε

πιτρέψτε μου έναν τελευταίο απολογισμό υπαρχόντων: Δεν έχω τίποτα δικό μου, εκτός από μιαν βεβαιότητα τρισάθλια. Τον χρόνο. Που ωριμάζει μέσα μου σα θλίψη αβάσταχτη και δε μπορώ να τον διαχειριστώ ποτέ επιτυχώς. Καμία φράση γραπτή δεν είναι μπορετό να περιγράψει τούτη την εξαντλητική, τη μοναχική, την ολοένα επαχθέστερη αίσθηση. Ο χρόνος αυτός – ο εν πολλοίς χαμένος – είναι ένα ογκωδέστατο φορτίο που δε μπορώ να συμμεριστώ με κανέναν, είναι η ανέκφραστη, συμπυκνωμένη φωνή μου, που δεν έχει ελευθερωθεί, το βέλος προς ...,που δεν έχει εκτοξευτεί. Με κατατρύχουν, ωστόσο, συχνά, με φοβίζουν οι φερόμενες ως πραγματικές και σπουδαίες και υπολήψιμες «γνώσεις» των ανθρώπων. Με τρομάζει αυτός ο αποτρόπαιος ανταγωνισμός όσων γνωρίζουν, όσων περιφρουρούν, όσων εμπορεύονται τις «γνώσεις» τους. Περιχαρακώνομαι, απομονώνομαι και εγώ και η ψυχή μου σπαράζει φρικτά μέσα στην άγρια μοχθηρία. Απουσιάζει – τραγική αλήθεια – ο έρωτας από τη ζωή μας. Έρωτας γεφυροποιός, ακλόνητος, αδιαχώριστη μείξη ως άγγιγμα φλογερό αταλάντευτο, προσώπων = χεριών = στομάτων = ματιών = σωμάτων. Η υποτίμηση, ο χλευασμός, είναι ένας σκοτεινός, μελανός, απατηλός τρόπος ύπαρξης. Θυμάμαι κάποιον καθηγητή Πανεπι-

στημίου – σχεδόν συνομήλικό μου – το προηγούμενο καλοκαίρι που μου έλεγε ότι δεν υπάρχουν γυναίκες ερωτεύσιμες πλέον, στις μέρες μας. Πως είναι δυνατόν όμως, ποιά υπεροψία μπορεί να κάνει έναν άνθρωπο να ομολογήσει ότι οι γυναίκες με αυτά τα πρόσωπα, με αυτά τα σώματα, μπορεί να μην είναι ερωτεύσιμες; Σιγά - σιγά σαν από μιαν τηλεοπτική συνήθεια διαστρεφόμαστε. Αποκτάμε άλλο βλέμμα, μαθαίνουμε να βλέπουμε τον άλλο ως αντι-κείμενο, κομματιασμένα, ανάλογα με τις ορέξεις μας. Φορτωνόμαστε με όλα τα είδη διαστροφής και κατάκρισης. Στον αντίποδα όλων των τηλεοπτικών, αντι-κειμενικών σχέσεων, όλων των εξουσιολάγνων ειδικών και αναλυτών, βρίσκεται η μικρή μας οικογένεια, η ευλογημένη εξοικονομημένη μοίρα μας. Μέσα στην οικογένεια αποδεικνύεται πως η «λογική» συνήθειά μας, η με αλαζονική εκτόνωση κατάπτυση, η κατάκριση, η τόσο ηδονικά εύκολη αποστροφή, κατασυκοφάντηση και εξουθένωση, δεν είναι με κανέναν τρόπο βιώσιμος τρόπος ύπαρξης. Μέσα στην μικρή οικογένειά μας βοά και στενάζει ανηλεώς ο Άδης. Εάν δεν αγαπηθούμε θα πεθάνουμε. Το καράβι θα βυθιστεί αύτανδρο. Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος

Ο

Ο Νί ποθέτησ σκοποθ «Σκοπό γηση τη έργο τέ ριέχει, μ ζωντανή κριμένη εφ. «Ελε ραλλήλο ντευξή τ Ιαν.-Μάρ «Η μόνη κούει έ υπαγόρ Έχω δρώσα ζωγράφ πρώτη τ αρμονία καλλιτεχ ρα, αυτ δητη ώθ να ταχθ


ά την πίτο διάβα εί να την μιλήσουν άνω από οκλής θα νον είναι ι γαία και άντη, και

την ονοτη μέση νουν για το κοιτά . Είναι το Δαφνίου. αθιά στη υτού, να

μη…

ούς.

μάτων Β’)

λοκαίρι πλέον, μπορεί ε αυτά ρωτεύ-

εφόμαν άλλο ς μας. . σχέσεκεται η α μας. νήθειά η τόσο ένωση,

λεώς ο α βυθι-

ννάκος

39

ζωγραφιές

ΕΓΚΕΝΤΡΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΜΕ ΧΡΩΣΤΗΡΑ ΤΗ ΜΝΗΜΗ

Ο ζωγράφος Χρήστος Γαρουφαλής γράφει ο ΗΛΙΑΣ Η «έσωθεν υπαγόρευση» Ο Νίκος Εγγονόπουλος σε σχετική τοποθέτησή του για τη λειτουργία και τη σκοποθεσία των έργων τέχνης τόνισε: «Σκοπός του έργου τέχνης είναι η κατάργηση της μοναξιάς. Γιατί το πραγματικό έργο τέχνης, πρέπει να περιέχει, και περιέχει, μια αληθινή ανθρώπινη παρουσία, ζωντανή, δυνατή, αναντίρρητη, συγκεκριμένη, συνεχώς εν εγρηγόρσει» (βλ. εφ. «Ελευθεροτυπία» 28-11-1981). Εκ παραλλήλου ο ίδιος ο Γαρουφαλής σε συνέντευξή του (περ. «Ρίζα Αγρινιωτών», τ. 76, Ιαν.-Μάρ. 2010) ανεπιφύλακτα δέχεται ότι: «Η μόνη φωνή στην οποία οφείλει να υπακούει ένας καλλιτέχνης είναι η “έσωθεν υπαγόρευση” κι όχι οι έρευνες αγοράς». Έχω την αίσθηση ότι η ομιλούσα και δρώσα τεχνουργός φλέβα του Αγρινιώτη ζωγράφου Χρήστου Γαρουφαλή, από την πρώτη της κίνηση - ροή (1989) – και το εν αρμονία κύλισμά της στις αρτηρίες της καλλιτεχνικής δημιουργίας – μέχρι σήμερα, αυτό ακριβώς υπηρετεί: Την ενσυνείδητη ώθηση της «έσωθεν υπαγόρευσης» να ταχθεί «εν σιωπή» και «εν εγρηγόρσει»

στην αισθητοποίηση ουσιωδών αξιακών παραμέτρων της ανθρώπινης περιπέτειας, που αίρουν, τελικά, το δράμα της μοναξιάς. Πάνω σ’ αυτή τη δικλείδα φιλοτεχνίας τοποθετείται η παρέμβαση του συνθέτη Δημ. Παπαποστόλου που επισημαίνει για τον Γαρουφαλή: «Κρυφά γυρεύει τις φωνές της αισιοδοξίας μέσα στη “σκοτεινή” καθαρότητα της ζωγραφικής του, όπου το “φαίνεσθαι” οδεύει εναγώνια προς το “είναι”». Και συγκεκριμένα, με τους εξής τρόπους: α) Μέσ’ απ’ την ίδια τη σωματοποιη-

ΑΛΕΞΑΝΔΡΗΣ

μένη διάσταση της ανθρώπινης παρουσίας, καθώς αποτυπώνει προσωπογραφικές εμπνεύσεις, που αναδεικνύουν την αυθεντικότητα του ανθρώπινου προσώπου, την υπέρβαση της ασυμβατότητας του προσωπείου, τον εξοβελισμό δηλ. της συγκεκα¬λυμμένης υποκρισίας. Γι’ αυτό, ο ίδιος ο ζωγράφος εξηγεί: «Ζωγραφίζοντας ένα πορτραίτο προσπαθώ να αναδείξω την προσωπικότητα του προσώπου. Να αποκαλύψω, όσο είναι δυνατόν, την ωραιότητα που κρύβεται από την όποια εξωτερική εικόνα, επικοινωνώντας με το θεϊκό του μέρος. Η εξωτερική ομοιότητα δεν είναι το βασικό κίνητρο, την αλήθεια ψάχνω πίσω από το προσωπείο». (Βλ. περ. «Ρίζα Αγρινιωτών», όπ.π.). Ή αν πρόκειται για τμήμα ή μέρη του προσώπου, όπως λ.χ. τα μάτια, ο δημιουργός πρωτίστως ενδιαφέρεται αυτά να στοιχειοθετούν «καθρέφτες ψυχών», ως απόσταγμα ψυχικών δονήσεων πιότερο, παρά πτυχώσεις εξωτερικής εκφραστικότητας που συντηρούν την επιφανειακή εντύπωση. Προς αυτή την κατεύθυνση η έκθεση των έργων του με τα ανθρώπινα βλέμμα-


40

ζωγραφιές τα, που επικεντρώνουν στο πιστό καθρέφτισμα των οφθαλμών και την αέναη εκφραστικότητά τους, μας αισθητοποιούν αφαιρετικά άλλοτε το αμήχανο βλέμμα, άλλοτε το διεισδυτικό, άλλοτε το μυστηριώδες, άλλοτε το ένοχο ή το αθώο, άλλοτε το παραπονεμένο κ.ο.κ. Γράφει ο ιστορικός της τέχνης Μαν. Βλάχος προλογίζοντας τον τόμο της αντίστοιχης έκθεσης: «Ο Γαρουφαλής επιχειρεί να συλλάβει τον άνθρωπο όχι από το σύνολο της μορφής αλλά από το μέρος του προσώπου… Μάτια νέων ανδρών και γυναικών, αυτά που έχουν αποτυπωθεί στον καμβά ή το χαρτί, μυστηριώδη ή φωτεινά, μαρτυρούν σύντομη ζωή αλλά γεμάτη αισθήματα, τρυφερά ή βίαια, προσδοκίες και ομιχλώδη οράματα, απόπειρες φυγής ή πτώσεις». Ωσαύτως, ο ζωγράφος (περ. «Ρίζα Αγρινιωτών», όπ.π.) υποστήριξε σχετικά: «Το βλέμμα αποτελεί ζωγραφική πρόκληση γιατί αποκαλύπτει… Ήταν μια προσπάθεια… να μετατρέψω τα μάτια από εκφραστικό όργανο του ανθρωπίνου σώματος σε “βλέμματα” που θα λειτουργούν σαν καθρέφτες ψυχών… Με πρόσχημα λοιπόν αυτά τα έργα, επιχείρησα μια ζωγραφική “συνομιλία” με του καθενός σας το βλέμμα». Είναι καταγεγραμμένο, εξάλλου, ότι η τέχνη δεν συνιστά βιολογικό όπλο εφήμερης διάστασης. Εξαίρει το άσπιλο «πρόσωπον» του ανθρώπου στις ποικίλες εκφάνσεις του βίου του, αλλά, ταυτόχρονα, καταδεικνύει και το ανερυθρίαστο «προσωπείον» του και όσα συμπαρομαρτούντα συνιστούν «ύβριν», έκπτωση, παρέκκλιση δηλ. από την ουσία της ύπαρξης. Προς αυτή ακριβώς την «προβληματική» κινείται ο εμπνευσμένος χρωστήρας του Χρήστου Γαρουφαλή. Η γνωστή ρήση «Όχι “Ars gratia artis” (= η τέχνη για την τέχνη), αλλά “Ars gratia hominis” (= η τέχνη για τον άνθρωπο)» λαμβάνει με τον Γαρουφαλή αφετηριακή υπόμνηση καλλιτεχνικής συνέπειας. β) Με τη μετατόπιση της ενεργής «μνήμης» από το λειτουργικό αισθητικό κριτήριο του «άλλοτε», στην αφυπνισμένη ενθρόνισή της στα τυποποιημένα κι ευτελή καθέκαστα του «τώρα»· με σκοπό να τα ανατρέψει και να τα μετουσιώσει διακριτικά σε προτάσεις νοηματοδότησης του σύγχρονου βίου. Αφού αυτός ο τεταραγμένος βίος κατά κόρον εδράζεται αφενός στη δυσμορφία, την κακογουστιά, τη δουλική μίμηση ψευτοπροτύπων - ειδώλων, τη μηχανιστική αναπαραγωγή του μέτριου, τη ναρκοθέτηση της αλήθειας. Και αφετέρου στην υποδαύλιση των ορμέμφυτων, τον περίγελο του συναισθήματος, τη σύνθλιψη της ευσυνειδησίας και την στοχευμένη δια της ομοιομορφίας

ισοπέδωση της διαφορετικότητας. Κι επιπρόσθετα, βέβαια, στη νάρκωση των αισθήσεων δια της μηχανής διαφημιστικής προπαγάνδας, που εκτρέπει τις επιλογές στον υλοζωισμό και τη μονομανία της καταναλωτικής υστερίας… Γι’ αυτό το λόγο ο Γαρουφαλής στην ίδια συνέντευξή του θα ξεκαθαρίσει: «Σήμερα, δυστυχώς, οι πιο πολλοί αδιαφορούμε για οτιδήποτε πέραν του απαραίτητου, ενώ συχνά κι όταν έχουμε το απαραίτητο, αδιαφορούμε για οτιδήποτε πέραν του ωφελίμου». Κάτω απ’ αυτό το πρίσμα, ο Χρ. Γαρουφαλής ακόμη και απλά σκεύη καθημερινής χρήσης και μικροαντικείμενα όχι τόσο προβεβλημένα για το ρόλο τους, τα συμβολοποιεί κατά τρόπο ασκητικά προσεγμένο, ασκώντας

καρδιακή επιμελητεία στον χρωστήρα του. Δεν καταπιάνεται μ’ αυτά, απλώς για ν’ αυτοπροβληθεί ως διαφορετικός στο στερέωμα της τέχνης. Πόρρω απέχει από τον Γαρουφαλή αυτή η αλαζονική πρόθεση. Δίκαια ο ιστορικός της τέχνης Νίκος Αλεξίου είχε παρατηρήσει: «Κι όμως η ζωγραφική του Γαρουφαλή, με όλα αυτά τα κοινά εικονιζόμενα, αιχμαλωτίζει. Μ’ αυτά τα σπιτικά αντικείμενα κατόρθωσε να φέρει στη ζωγραφική του την ποίηση και τ΄ όνειρο. Είχε την έμπνευση να τους προσδώσει χρόνο και παρελθόν. Τα περιβάλλει μ’ ένα νόστο του μακρινού και του περασμένου. Τα εμποτίζει σε πατίνα νοσταλγίας και, παρόλο που είναι στατικά, τα κάνει απόμακρα και φευγαλέα». Άρα, θηρεύοντας, εν πλήρει συνέσει, τα καίρια της ύπαρξης – και στα έμψυχα και στα άψυχα – αποδεικνύει ότι σέβεται ακόμη κι αυτό που άλλοι – δήθεν φιλότεχνοι – θα προσπεράσουν ως τιποτένιο, ασήμαντο και ανάξιο λόγου. Ανάγει εμφαντικά το υλικό αντικείμενο σε «σήμα» οντολογικής προέκτασης. Ακριβώς αυτό το πρόταγμα συνιστά το εικαστικό του στίγμα. Τούτο εκτιμώντας η ποιήτρια και ιστορικός της τέχνης Ελένη Βακαλό είχε υπογραμμίσει: «…Η συγκέντρωση του Γαρουφαλή στο αντικείμενο – σύμβολο εξ ορισμού που περιέχει και διεγείρει τους όρους, είναι νομίζω μια πνευματική άσκηση που υπερβαίνει το ρεαλισμό και αποδίδει μια κατάσταση πνεύματος, μάλλον υπερ-ρεαλιστική…». Οπότε η άντληση εξεχόντων θεμάτων από την ατομική και συλλογική μνημονική εμπειρία των συμπατριωτών του, τον εισάγει «αυθωρεί και παραχρήμα» στο μυσταγωγικό πλουραλισμό της ελληνικής παράδοσης και στο αποθησαύρισμα του λαϊκού μας πολιτισμού. Έχει υπόψη του ο Γαρουφαλής τον έμπονο προβληματισμό του Φ. Κόντογλου: «Σήμερα δε θέλουμε την παράδοσή μας σε τίποτε, για να μη μας πάρουνε για καθυστερημένους. Θέλουμε την Ελλάδα δίχως τίποτα ελληνικό. Αλλά τότε γιατί τη θέλουμε; Σάμπως ξέρουμε τι μας γίνεται;». Έτσι, απ’ τη μια ανασύρονται η ελληνική γη με το ζωηφόρο αμπέλι της, το τσαμπί με το σταφύλι, το μυρίπνοο θυμίαμα, το αναμμένο κερί, το ευλογημένο λιόκλαδο, το καλαμωτό καλάθι, το τσίγκινο τάσι, τα πασχαλινά αυγά, το ξύλινο σκαμνάκι, το σίδερο με το κάρβουνο. Απ’ την άλλη, το περιστέρι και το ακροκέραμο, τα παραδοσιακά κεραμίδια, το γλυκό του κουταλιού, το εύγευστο λουκούμι, το δροσερό «υποβρύχιο», το ποτήρι με το κρυστάλλινο νερό, το μπρίκι στη χόβολη και το φλιτζάνι με τον αφράτο ελληνικό καφέ, ο καφεκόπτης με το χερούλι, , το παλιό αναγνωστικό με το μολύβι, το πή-

λινο τασ Όλ’ α ποιούν τροφοδ εύχυμου σμικής τολμά τ προς απ κι από μ κτες των τιμα, α κλήση τ ντζάκη: παρά ω τότητα απ’ του του ζεί παρά¬δ «κατά φ τρόπου χρειάζε νόητο… τυποπο ρίζες», και στεί λάται τυ ει. Αλλ’ ο τα κυήμ άς σαν ανταμώ επισκεπ «πράμα πρωτόπ ωδών το συνήθει νωνικών αλιστικο


ωστήρα λώς για κός στο έχει από πρόθες Νίκος όμως η λα αυτά τίζει. Μ’ όρθωσε ποίηση να τους Τα περικαι του τίνα νοστατικά, ». συνέσει, έμψυχα σέβεται εν φιλόποτένιο, άγει εμ«σήμα» ώς αυτό ικό του τρια και αλό είχε ση του ύμβολο ρει τους ή άσκηκαι απομάλλον άντληση μική και των συωρεί και πλουρακαι στο πολιτιαλής τον Κόντοπαράδοπάρουνε την Ελλά τότε με τι μας ρονται η πέλι της, υρίπνοο λογημέι, το τσίο ξύλινο υνο. Απ’ ροκέραο γλυκό ούμι, το ρι με το χόβολη λληνικό ύλι, , το , το πή-

41

ζωγραφιές λινο τασάκι κ.ά. Όλ’ αυτά τα δείγματα πιστοποιούν ότι ο Χρ. Γαρουφαλής τροφοδοτεί τα έργα του με εύχυμους καρπούς της πολιτισμικής μας ιδιοπροσωπίας και τολμά την πρόποση ευθαρσώς, προς απόκτηση «γευσιγνωσίας» κι από μας τους άγευστους δέκτες των αξιών. Εργάζεται φιλότιμα, ανταποκρινόμενος στην κλήση των λόγων του Ν. Καζαντζάκη: «Να ζεις όχι σαν ιδέα, παρά ως σάρκα κι αίμα την ταυτότητα τούτη»! Ανασύρει μέσ’ απ’ τους έγχρονους κρουνούς του ζείδωρου πνεύματος της παρά¬δοσης την απλότητα της «κατά φύσιν» ζωής, του όντως τρόπου της υπάρξεως, που δεν χρειάζεται να πείσει για το αυτονόητο… Δεν πραγματοποιεί τυποποιημένη «επιστροφή στις ρίζες», που ισοδυναμεί μ’ ένα ανώφελο και στείρο πισωγύρισμα. Ούτε προσκολλάται τυφλά στο χθες, ούτε το εξιδανικεύει. Αλλ’ ούτε, παράλληλα, αντιλαμβάνεται τα κυήματα της λαϊκής μας κληρονομιάς σαν ψυχρά μουσειακά εκθέματα που ανταμώνουν το βλέμμα ανυποψίαστων επισκεπτών. Τα εκλαμβάνει ευφυώς ως «πράματα σπουδάματα», που ενέχουν το πρωτόπλασμα για φιλοσόφηση των ουσιωδών του βίου μας. Από τις ατομικές μας συνήθειες μέχρι τη διαμόρφωση των κοινωνικών μας διαμοιβών. «Έτσι, μεταξύ ρεαλιστικού και πνευματικού, οι εικόνες του

κερδίζουν σε πραγματική υπόσταση και πνευματικότητα, μπορούν ευθύβολα να παραπέμπουν στη ζωή και την πνευματική τους διάσταση. Το μισόφωτο, τέλος, μέσα από το οποίο αναδύεται το θέμα, συνυφασμένο με τη ζωγραφική του Γαρουφαλή, έρχεται κατευθείαν από την παράδοση. Πυκνό ή διάφανο πηγάζει από το καντήλι, τη φλόγα του κεριού ή την παλιά επιτραπέζια λάμπα, ανακαλώντας το μισοσκόταδο της μικρής εκκλησίας και το δείπνο στο αγροτικό σπίτι. Μυστηριακό, αλλά χωρίς το σάλο του δράματος, υποβάλλει τη συγκέντρωση, την εσωτερίκευση και τη σιωπή…». (Μαν. Βλάχος, ιστορικός της

τέχνης). Υπό αυτό το σκεπτικό, κατανοούμε το συμπέρασμα της ποιήτριας Ζωής Καρέλλη: «Η άρνηση της παράδοσης μπορεί να οδηγήσει σε μια έλλειψη ισορροπίας του χρόνου, όσον αφορά το βαθύτερο εγώ». γ) Με την ταπεινή υπόδειξη ότι η όντως ποιότητα ζωής, η ψυχική ισορροπία στην καθημερινότητά μας και η ποθητή ευτυχία ανιχνεύονται στα απλά πράγματα που μας περιστοιχίζουν· και που ενίοτε ακυρώνουμε τον αισθητικό και τον ευρύτερα λειτουργικό τους ρόλο λόγω της πεζότητας της ζωής μας. Ας μας βάλει σε σκέψεις ξανά ο Καζαντζάκης, που αποφάνθηκε ρητώς: «Η ευτυχία είναι κατοικίδιο πουλί στην αυλή μας.»! Έτσι π.χ. το γλυκό του κουταλιού και το λουκούμι παραπέμπουν στο εγκάρδιο φίλεμα και την υποδοχή του επισκέπτη με όρους «γλυκιάς» φιλοξενίας. Το κερί και το θυμίαμα δεικνύουν μυστηριακώς έναν ευχαριστιακό τρόπο ζωής, που έχει να κάνει με την έμφυτη τάση του αδύναμου βροτού να επιζητεί το θείο έλεος. Τα πασχαλινά αυγά ξαναζωντανεύουν ενώπιόν μας την αναστάσιμη αλληλοπεριχώρηση των προσώπων στο ελληνικό σπίτι. Επί το διεισδυτικότερον, τ’ αυγά, ως σύμβολο ζωής, φέρνουν εγγύτερα στ’ αυτιά μας το πασχάλιο ψαλμικό «της ευσήμου ημέρας της εγέρσεως»: «Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιο-


42

ζωγραφιές τής, της αιωνίου απαρχήν…». Το ακροκέραμο και τα κεραμίδια αποτελούν θύμησες του αρχιτεκτονικού κάλλους, που κοσμούσε κάποτε την οριζόντια δόμηση ενός σπιτιού - θαλπωρής κι αισθητικού πλούτου για τους ενοίκους του. Το παλιό σίδερο του κάρβουνου επαναφέρει στη μνήμη μας τα ενεργά αποθέματα νοικοκυροσύνης και ευταξίας, που θεωρούνταν «εκ των ων ουκ άνευ» φανερώματα της οικογενειακής συνοχής και ευρυθμίας. Παρομοίως, το σταφύλι της αμπέλου επανατροφοδοτεί τη σκέψη μας με το σύμβολο της εν ευφορία ζωτικότητας, της μετρημένης κατανάλωσης ως συνοδευτικού του γεύματος ή του δείπνου στο υγιεινό διαιτολόγο. Αλλά και της μετατροπής του σε «οίνο κατανύξεως», ψυχικής αποφόρτισης, ηρεμίας και κατευνασμού των ψυχοφθόρων αγχογόνων ρυθμών της καθημερινής βιοπάλης. Παραπέμπει, όμως, η οινοποσία και στο μέγα μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, που συνιστά το κορυφαίο δρώμενο του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων. Συνακόλουθα, δένει συνειρμικά και με την καινοφανή ρήση του Ναζωραίου: «Εγώ ειμί η άμπελος, υμείς τα κλήματα»! Αλλά και μ’ αυτό που δια του βυζαντινού μέλους προφέρεται παρεμφερώς το εσπέρας της Μεγάλης Τετάρτης: «Μείνατε εν εμοί, ίνα βότρυν φέρητε· εγώ γαρ ειμί, της ζωής η άμπελος»! Ως προς το θέμα της αμπέλου, η σεβαστή ηθοποιός μας Άννα Συνοδινού θα καταθέσει για τον Χρ. Γαρουφαλή: «…Με την άμπελο ο καλλιτέχνης συνεχίζει την σχέση του με τα Σύμβολα. Σε προηγούμενες ενότητες είδαμε την περιστερά, τα κεραμίδια κάποιας παλιάς στέγης, θυρόφυλλα της προγονικής οικίας, σφαλιστά ή ερειπωμένα να αναζητούν την ιστόρησή τους. Τώρα ζωντανεύει και μνήμες του ελληνότροφου γεύματος με σταφύλι μαύρο, άσπρο, κόκκινο, όλων των γεύσεων…». Ειρήσθω εν παρόδω ότι το 2005 κυκλοφόρησε από τα ΕΛ.ΤΑ. η αναμνηστική σειρά γραμματοσήμων «Άμπελος – Οίνος», που τίμησε τον Γαρουφαλή με αποκλειστική επιλογή έργων του με θεματικό άξονα το σταφύλι. Συν τοις άλλοις, η παρουσία του περιστεριού συμβολοποιεί την αγνότητα των προθέσεων, την καθαρότητα των λογισμών, την προσπάθεια αποφυγής «παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος», όπως την επαγγέλλεται η πατερική θεολογία. Αλλά και την επιφοίτηση του Αγ. Πνεύματος που «ωσεί περιστερά» επενέργησε κατά τα Θεοφάνεια. Η Ντόρα Ηλιοπούλου – Ρογκάν (Δρ. ιστορικός της τέχνης – τεχνοκριτικός) θα σημειώ-

Πρέπει κι ο άνθρωπος, κάθε φορά, που θέλει να ξαναβρεί τα νιάτα του, νά ’ρχεται στο ποτάμι της Ομορφιάς να λούζεται…

σει: «Ένα περιστέρι, μια νεκρή φύση, ένα ευτελές αντικείμενο, μια μορφή, υποβάλλουν μέσα στη λιτότητα των μέσων που έχουν χρησιμοποιηθεί και κυρίως μέσα από την αμεσότητα που τις χαρακτηρίζει. Αμεσότητα που μιλά και απευθύνεται κατευθείαν στον ψυχισμό μας. Πρόκειται για έναν καλλιτέχνη που κατέχει πολύ καλά τα μυστικά ενός καλού μετιέ και κυρίως μιας απόλυτης προσήλωσης στο εκάστοτε ερέθισμά του…». Απόταξη του περιττού και καθιέρωση Ας θυμίσουμε εδώ ότι ο Κ. Παλαμάς στον ύμνο του προς τον Παρθενώνα στη «Φλογέρα του βασιλιά» παρουσιάζει την Τέχνη σαν ποτάμι (καταφύγιο) που

Κι όλα τα μέχρι τούδε έργα του Χρ. Γαρουφαλή – που «επιβάλλονται με την ποιητική μορφή τους» (Χρύσ. Χρήστου, ακαδημαϊκός) – πληρούν τις προϋποθέσεις ώστε να θεωρηθούν πνευματικό καταφύγιο κι απαντοχή μέσα στους καιρούς «α-φιλίας», «α-σιτίας», «α-μουσίας» και «αμνησίας» που διανύουμε. Υπό αυτή την οπτική μπορούμε ν’ αποκρυπτογραφήσουμε τις φράσεις του Γ. Σεφέρη: «Ο γερός τεχνίτης είναι από τα πιο υπεύθυνα όντα που γεννιούνται επί γης. Σηκώνει την ευθύνη μιας πάλης ζωής και θανάτου». Προς τούτο, ο Γαρουφαλής επιζητεί σ’ όλα του τα πονήματα το ν’ αποτάσσεται κάθε ανούσιο και περιττό, εσωτερικοποιώντας επιμόνως την ουσιώδη πλευρά της ζωής, έστω κι αν κάποτε την «ψαχουλεύει» με ιεροπρέπεια σε μικροαντικείμενα – μνημονικά αλλοτινής γνησιότητας. Οριοθετώντας αυτή του την επιλογή, η ιστορικός της τέχνης Αθηνά Σχινά θα είναι κατηγορηματική: «Μέσα από τα ίχνη της σκιάς, των χοϊκών χρωμάτων και της θαλπωρής, ο Χρήστος Γαρουφαλής προσκαλεί τον θεατή στην παραμυθία μιας αλλοτινής ηθικής και των συναφών αξιών της, που παρά τις αντίξοες συνθήκες, επιμένουν ακόμα να υπάρχουν, για όσους τις επιζητούν…». Έχοντας παρουσιάσει μέχρι τώρα 10 ατομικές εκθέσεις κι έχοντας συμμετάσχει σε περίπου 50 ομαδικές σε Ελλάδα, Κύπρο, Γιουγκοσλαβία, Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία, Ιαπωνία και Η.Π.Α., εξακτίνωσε αυτή την αυθεντική διαδρομή και στα 4 σημεία του ορίζοντα. Η υποδοχή της κριτικής υπήρξε εντοπίως και διεθνώς θερμότατη, κατατάσσοντάς τον ανυπερθέτως στην ομάδα των νεο-παραστατικών ζωγράφων! Από δε το 2003 υπηρετεί αόκνως στη γενέτειρά του, το Αγρίνιο, ως καλλιτεχνικός διευθυντής στο Εικαστικό Εργαστήρι του Δήμου. Ας αφήσουμε, εν κατακλείδι, το σοφό δάσκαλο –και εν φιλολόγοις κορυφαίο– Κώστα Τριανταφυλλίδη, ν’ αποτιμήσει ευστόχως το εικαστικό επίτευγμα του Χρ. Γαρουφαλή: «…Αλλά και τούτο είναι κατάκτηση του καλλιτέχνη και δείγμα της εικαστικής του ωριμότητας: οι φόρμες του τείνουν προς τα μέσα. Μια συνεχής αφαίρεση του περιττού καθιστούν τη ζωγραφική του επίμονη αναζήτηση του καίριου και του ουσιώδους (παράλληλα προς την υιοθέτηση των μικρών επιφανειών και τη «μικρογραφική» διαπραγμάτευση των θεμάτων)…».

Βι

γράφε

Π

ρ τη ρ εξοργιστ δεξιούς συντηρη σκοταδισ φανατικο και αντιθ ρήσει με ή με του νους του θωσαν ν σελίδες ή κατόρ κωμένοι λεφτά κα σουν στα Για να ματα βα τους ανα ριθμήθη οποίες α ρία βεβα Ναι, α του αναγ ωμα: «Κα βλίο του Αντιγ λόγια με «Ο Σ Χαλκίδα λέτησε π Φωτογρα δάσος, έ όσοι τον ένα μικρ ση παλιώ και τη ζω Θα σ γνώστη: «όλα ανε κρυπτοα Ωστόσο ανθρώπο πρόκοψε νια να δω θαίνω, δε Αυτή στην ιχν που οι με νου και τ στα σύρμ του βιβλ ασήμαντ βιοτή το νέρωτη, προς τον ανθρώπω


θέλει ο ποτάμι

του Χρ. με την ρήστου, οϋποθέτικό κακαιρούς » και «αυτή την ογραφήΟ γερός να όντα την ευυ». Προς όλα του άθε ανοιώντας ης ζωής, εύει» με – μνηΟριοθετορικός κατηγος σκιάς, λπωρής, αλεί τον λοτινής ης, που ιμένουν ς επιζη-

ώρα 10 μετάσχει , Κύπρο, ρμανία, υτή την μεία του υπήρξε η, καταν ομάδα ων! Από η γενέτεχνικός ήρι του

ο σοφό ρυφαίο– οτιμήσει του Χρ.

άκτηση αστικής τείνουν φαίρεση γραφική ριου και ρος την ιών και υση των

43

ανάγνωση

Βιάζοντας την βασιλεία γράφει ο

Π

Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ρέπει να προειδοποιήσει κανείς από την αρχή ότι το αφήγημα του Σουφλέρη είναι ενοχλητικό −και ενδεχομένως εξοργιστικό− ανάγνωσμα για αριστερούς, δεξιούς και κεντρώους, προοδευτικούς και συντηρητικούς κάθε λογής, διαφωτιστές και σκοταδιστές, λάτρεις της έννομης τάξης και φανατικούς του μηδενισμού, θρησκευτικούς και αντιθρησκευτικούς. Όποιος έχει δυσφορήσει με τον Παπουλάκο του Κωστή Μπαστιά ή με τους Άντρες φημισμένους και λησμονημένους του Κόντογλου κι εκείνοι που δεν κατόρθωσαν να διαβάσουν περισσότερες από τρεις σελίδες οποιουδήποτε βιβλίου του Πεντζίκη ή κατόρθωσαν να τελειώσουν κάποιο μπουκωμένοι από αγανάκτηση και κλαίγοντας τα λεφτά και τον χρόνο που ξόδεψαν, ας μην πιάσουν στα χέρια τους τον Σαλό. Για να διαβαστεί το βιβλίο χωρίς συμπτώματα βασανιστικής ναυτίας, απαιτείται από τους αναγνώστες των κατηγοριών, όσες απαριθμήθηκαν παραπάνω −σε κάποια από τις οποίες ανήκει και ο υπογράφων− μεγάλη αβαρία βεβαιοτήτων και πεποιθήσεων «ζωτικών». Ναι, ακούω το δίκαια θυμωμένο ερώτημα του αναγνώστη που διαβάζει αυτό το σημείωμα: «Και ποιος είναι ο Σουφλέρης, που το βιβλίο του προαπαιτεί τέτοιες απορρίψεις;». Αντιγράφω από το αυτί του εξωφύλλου τα λόγια με τα οποία αυτοσυσταίνεται: «Ο Σταμάτης Σουφλέρης γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1968, σπούδασε διάφορα, μελέτησε περισσότερα και παιδεύεται με όλα. Φωτογραφίζει, διαβάζει, γράφει, περπατά στο δάσος, έχασε τον λύκο και βασανίζει όλους όσοι τον ξέρουν. Εδώ και λίγα χρόνια ζει σε ένα μικρό χωριό, ασχολείται με την συντήρηση παλιών σπιτιών και τον κήπο του, τα βουνά και τη ζωή −όλα ανεπιτυχώς». Θα συμφωνούσα με τον καχύποπτο αναγνώστη: αυτά , και μάλιστα το καταληκτικό «όλα ανεπιτυχώς», μπορεί μια χαρά να είναι κρυπτοαλαζονεία και ανάποδη εγκαύχηση. Ωστόσο μόνο ο Θεός γνωρίζει τα σπλάχνα του ανθρώπου. Εμείς βλέπουμε αν πρόκοψε ή δεν πρόκοψε, αν έκαμε κατάσταση ή όχι. Έχω χρόνια να δω τον Σταμάτη Σουφλέρη. Από όσα μαθαίνω, δεν ανήκει σ’ εκείνους που φτιάχτηκαν. Αυτή η αποτυχία του όμως τον οδήγησε στην ιχνηλασία του βίου ενός περιψήματος, που οι μεγάλοι στρατοπεδάρχες του περασμένου και του νυν αιώνα θα το είχαν μαντρώσει στα σύρματα από την πρώτη στιγμή. Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένας ασήμαντος παπάς, ενός ασήμαντου χωριού. Μαθαίνουμε τη φανερή βιοτή του και εικάζουμε, όσο γίνεται, την αφανέρωτη, τη μυστική ζωή του από τις διηγήσεις προς τον δημοσιογράφο Ιωάννη Αναγνώστου ανθρώπων που τον γνώρισαν λίγο ή πολύ.

Πρώτος μιλάει ο οδηγός λεωφορείου Πέτρος Σαχριζάτης. Το συμπέρασμα του: «Μουρλός ήταν, βρομιάρης ήταν, χαζός ήταν, άπλυτος ήταν. Καλός ή κακός δεν ξέρω. Πάντως εμένα δεν μου άρεσε». Έχει δει και άλλα ο οδηγός, αλλά όπως οι περισσότεροί μας, διακρίνει μόνο την απλυσιά και τη χαζομάρα. Δεύτερη η παπαδιά: Έχει ζήσει, λέει, μαύρη ζωή μαζί του. «Μ’ έσυρε στην διπλή φτώχεια απ’ αυτή που’ χα». Δόθηκαν και σ’ αυτήν σημάδια, αλλά η δυστυχία να ζει νηστική μ’ έναν ανεπρόκοπο, την οδηγεί στο συμπέρασμα: «Δεν υπάρχει τίποτα. Μόνο καλή και κακή ζωή εδώ». Εχθροί του ανθρώπου οι οικείοι αυτού. Ο επόμενος αφηγητής είναι ο μοναχογιός του, που δούλεψε κι έπιασε λεφτά αλλά περιφρονεί τη μάνα του και μισεί τον πατέρα του. Επιχειρεί κιόλας να τον σκοτώσει. Τον δέρνει αλύπητα −το παπαδοπαίδι τον παπά. Κομμάτι από την αφήγηση, όταν τελειώσει ο ξυλοδαρμός: «Γύρισα. Το πρόσωπο του μια πληγή. Ανοιγόκλεινε τα χείλια σαν ψάρι, σαν κωβιός. Νόμισα ότι άκουσα νερό. Δεν ήθελα να του δώσω τίποτα. Πλησίασα όμως από περιέργεια, γιατί έκανε την ίδια κίνηση συνεχώς. Κόλλησα το αυτί μου στο στόμα του, έλεγε την ευχή, ανασήκωσε μισό πόντο το κεφάλι του, και με φίλησε. Τον σιχάθηκα διπλά. Έδωσα τον όρκο να μην τον ξαναδώ στη ζωή μου. Τον τήρησα». Εκτός από την ευχή που άκουσε, έχει δει και το θαύμα της ανθισμένης μυγδαλιάς. Αλλά είναι και κουφός και τυφλός. Τα τελευταία του λόγια στον δημοσιογράφο: «Την λύπη την έδιωξα από πάνω μου. Χαρά δεν πήρα. Ικανοποίηση ναι. Χαρά όχι». Ακολουθεί η διήγηση του Αρχιμανδρίτου Λευκίωνος Κράλη, που ο δημοσιογράφος κρίνει προειδοποιητικά ότι «μπορεί να παραβλεφθεί στην ανάγνωση» και ύστερα της μοναχής Ξανθής Αντωνίου, που ακολούθησε τον παπα-Λεωνίδα Καλοχλωρίδη «σαν σκυλί τον αφέντη του» στα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του. Αυτή η διήγηση, κατά την δική μου κρίση, ούτε με σφαίρες, που λένε, δεν γίνεται να παραβλεφθεί. Η μοναχή και είδε και άκουσε με ανοιχτά μάτια κι αυτιά, για τούτο τα δέκα χρόνια της αδιάκοπης μετακίνησης δεν την αγανάκτησαν: «Κι αν είναι πολλά τα χρόνια, σα νερό κύλησαν κοντά του». Το λόγο παίρνει ύστερα ο μηχανικός αυτοκινήτων και παλιός Ελασίτης Απόστολος Παπαστάμος. Κουβέντες ντρίτες για τα μαύρα χρόνια της Κατοχής και τα κατοπινά τους, από εκείνες που δαιμονίζουν τους ιστορικούς: Σε όποια παράταξη κι αν βρισκόσουν, λέει, περίσσευαν οι κακοί κι ήταν λίγοι οι καλοί. Σπουδαία η μαρτυρία του ότι ο παπα-Λεωνίδας μολονότι βγήκε στο αντάρτικο της κατοχής κι έπεφτε

σαν τρελός στη μάχη, «δεν πρέπει να είχε σκοτώσει άνθρωπο. Και ήταν καλός σκοπευτής, μα πυροβολούσε έτσι που να φοβίζει». (Ως τη σελίδα 84 τα φυσεκλίκια του παπά με σκαντάλιζαν κι αναρωτιόμουν αν ακόμα κι ένας σαλός παπάς παίρνει άφεση όταν σκοτώσει στον πόλεμο. Έφυγε μεγάλο βάρος από την ψυχή μου, από την 85 κι ύστερα παραδόθηκα εντελώς). Αξιοανάγνωστα και παρήγορα όσα αφηγείται ο αλκοολικός ταξιτζής Κώστας Αλμπάνης. Εκείνη η «άχρονη», που θα έλεγε ο φίλος μου ο Χρήστος, κούρσα στο Σούνιο και τα λόγια του σαλού παπά μου θύμισαν τον Παπαδιαμάντη, αλλοπαρμένον κι αυτόν −μπορεί και λιγδωμένον− με άλλον τρόπο. Να διαβαστεί προσεκτικά δυο και τρεις φορές η εκτενής διήγηση του θεολόγου Ιωάννη Θεατρίδη από όλους−και περισσότερο από τους συναδέλφους του, σχολικούς και μη. Τελευταία είναι η εξιστόρηση ενός άγρια φουρτουνιασμένου ταξιδιού του παπα-Λεωνίδα. Την αφηγείται ο ναυτικός Στάθης Ορφανός. Το τέλος της: «Αυτό που με φόβισε δεν ήταν ότι άντεχε τη φουρτούνα και το κύμα, άλλοι έχουν κάνει χειρότερα. Αυτό που με φόβισε είναι ότι το νερό έβγαινε από μέσα του και δεν είναι ιδέα μου, είχα το φανάρι της θυέλλης το δυνατό το Εγγλέζικο το P&Q, όλα τα καράβια το έχουν να φωτίζει, μέρα το κάνει άρα μην πας να μου πεις δεν έβλεπα, το νερό έβγαινε από μέσα του. Ποτέ δεν θέλησα να του μιλήσω ή να ανοίξω παρτίδες μαζί του. Σιγά να μην ήταν άνθρωπος του Θεού, σατανάς ήταν. Σε Θεό δεν πιστεύω μα σατανάς υπάρχει και αυτός ήταν από δαύτους». «Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια». Οι τελευταίες σελίδες του βιβλίου είναι αποσπάσματα από το χειρόγραφο του Γέροντος Λεωνίδα, κατά κόσμο Γεωργίου Καλοχλωρίδη. Θαρρώ πως ο ακριβέστερος χαρακτηρισμός τους −και ολόκληρου του βιβλίου− είναι «η πάλη με τον Θεό». Αναδημοσίευση από το περ. αν, Απρίλιος 2012.


44

ζωγραφιές

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΟ ΤΑΞΙΔΙ, ΣΤΟΝ ΜΥΘΟ, ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Η ζωγραφική του Πάρι Πρέκα γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ

ΑΓΓΕΛΗΣ

Η

πρόσφατη αναδρομική έκθεση του Πάρι Πρέκα (1926-1999) στο Μουσείο Μπενάκη δεν μας πρόσφερε μόνο τη χαρά να ξαναπροσεγγίσουμε το έργο του σπουδαίου ζωγράφου, αλλά είχε ως αποτέλεσμα και την έκδοση ενός βαρύτιμου τόμου για τη συνολική καλλιτεχνική του πορεία. Είναι πολλοί εκείνοι που έχουν θαυμάσει τα τάνκερς ή τα ελληνικά τοπία του, έστω και χωρίς να γνωρίζουν ότι πρόκειται για έργα του Πρέκα. Πολύ λιγότεροι όμως είναι εκείνοι που έχουν παρακολουθήσει το έργο του από την αρχή, σε όλα τα στάδια της εξέλιξής του –κι αυτή είναι η σημαντική προσφορά του τόμου που μόλις κυκλοφόρησε. Εάν θα θέλαμε να ορίσουμε τις θεωρητικές αφετηρίες ή προϋποθέσεις του έργου του Πάρι Πρέκα, θα λέγαμε ότι αυτό αφορμάται αφενός από την αγάπη του για την κίνηση και το ταξίδι και αφετέρου από τη ζωτική του σχέση με τον μύθο και την ιστορία. Δεν πρόκειται, μάλιστα, για δύο άξονες που κινούνται παράλληλα μεταξύ τους ή για δύο θεωρητικά ζητήματα που τον απασχολούν σε διαφορετικές περιόδους της ζωγραφικής του πορείας, αλλά για δύο στοιχεία που συνυπάρχουν, δια-

λέγονται διαρκώς μεταξύ τους και αλληλοσυμπληρώνονται. Η αγάπη του για την κίνηση και το ταξίδι αποτυπώνεται κατ’ αρχάς στη μορφή του αεικίνητου αλόγου, ενός αλόγου υποβλητικού με τον όγκο του αλλά και συνάμα συμβολικού του γιγάντιου πάθους που χαρακτηρίζει τους ήρωες της μυθολογίας ή της ιστορίας στους οποίους παραστέκεται. Φανερώνεται, ασφαλώς, και στις υδατογραφίες του με τα τοπία του Γυθείου, της Πύλου, του Πόρτο Κάγιο και άλλων

τόπων, οι οποίες συνιστούν ένα ευλαβικό οδοιπορικό στην Ελλάδα, την καταγραφή ταχύτατων εξορμήσεων, στη διάρκεια των οποίων ο τόπος περι-γράφεται ως αρχετυπικός, με τα απολύτως στοιχειώδη του, ιδωμένος με διάθεση απολύτως φιλοκαλική και απογυμνωμένος από κάθε αισθητική παραφωνία που οφείλεται στην ανθρώπινη επέμβαση. Το έργο, δηλαδή, κατορθώνει να υπερβεί το επικαιρικό, την σημερινή του εικόνα και αναπαριστά την αμόλευτη, αυθεντική ωραιότητα της λουσμένης στο άπλετο ελληνικό φως γης σα να τη βλέπει για πρώτη φορά. Όπως ο Ελύτης μυθολόγησε τα ελληνικά νησιά, ανάλογα κι ο Πρέκας επαναπροσδίδει στα τοπία του την παρθενική τους ομορφιά –γι’ αυτό και τόσοι μελετητές τόνισαν ως κεντρικό χαρακτηριστικό του έργου του την ελληνικότητα. Η αγάπη του για την κίνηση αποτυπώνεται, ακόμα, στα μελαγχολικά, παροπλισμένα και ακίνητα πλέον τάνκερς που πενθούν το τέλος του ταξιδιού, προορισμένα πλέον να σαπίσουν, να σκουριάσουν ως παλιοσίδερα. Η σκληρότητα του σιδερένιου σκελετού τους αντιδιαστέλλεται στη γιγάντια λύπη τους, την οποία τονίζει το

υποβλη Οι ασά θεοί, τα στρα, έχ τους πισ σκέλεθρ νουν μό μένα σε νερά, π την θλίψ τέλους τ όντων. Παρά με, τα έ σχέση, ά άλλοτε τον Μύθ Μανιώδ Πρέκας, πάλληλα όπου α νες μορ στα όρι τικού κ κού, αφ νει ανάγ υψώσει φθορά α ριαρχεί ότι «είν’ ων»). Οι Ατρείδε

Η

Ά

σ έ θ από την τείται απ Όταν α εξιδανικ σανθρω υπάρξει βλαβερ Η τέχ γνώση κ θεές στ τείδωλο ότι δι’ α ρισμό τ ουσιαστ άλλους, εικόνα τ λιτισμό» Περι δόξα κο λιτισμό» Φιλανθρ


κα

υλαβικό αταγραδιάρκεια εται ως ιχειώδη ως φιλοκάθε αιαι στην δηλαδή, καιρικό, παριστά ητα της φως γης ά. Όπως ά νησιά, ίδει στα ομορφιά ισαν ως γου του

ποτυπώαροπλιπου πενρισμένα σουν ως σιδερέεται στη νίζει το

45

ζωγραφιές υποβλητικό μέγεθός τους. Οι ασάλευτοι μεταλλικοί θεοί, τα πλωτά αυτά κάστρα, έχουν ερημώσει απ’ τους πιστούς τους και σαν σκέλεθρα αδειανά πεθαίνουν μόνα τους, σταθμευμένα σε ήρεμα, βρώμικα νερά, που αντανακλούν την θλίψη του επικείμενου τέλους των μυθικών αυτών όντων. Παράλληλα, όπως είπαμε, τα έργα νοηματίζει μια σχέση, άλλοτε φανερή και άλλοτε υποφώσκουσα, με τον Μύθο και την Ιστορία. Μανιώδης ιστοριοδίφης ο Πρέκας, καταδύεται αλλεπάλληλα στο παρελθόν, απ’ όπου ανασύρει ξεχασμένες μορφές που κινούνται στα όρια μεταξύ πραγματικού και μυθικού/ονειρικού, αφού κατά βάθος κρίνει ανάγκη της εποχής να υψώσει ως αντίβαρο στη φθορά αληθινούς ήρωες (ακόμα κι αν κυριαρχεί πολλές φορές η καβαφική υποψία ότι «είν’ η προσπάθειές μας σαν των Τρώων»). Οι περίφημες σκηνές της Ιλιάδας, οι Ατρείδες, ο Ίκαρος, τα έργα τα εμπνευ-

σμένα από τους Βίους παράλληλους του Πλουτάρχου, οι ήρωες του Riace, ακόμα και η παρουσία των ίδιων των αλόγων που σκηνοθετούνται σαν ιερές υπάρξεις, όλα εκφράζουν, με βαθύτατο λυρισμό,

με μνημειώδη ποιητικότητα, τρόπους με τους οποίους το παρελθόν εισβάλλει αιφνιδιαστικά κι απροειδοποίητα στην καθημερινότητά μας. Οι μυθικές ανθρώπινες μορφές του Πρέκα, ογκηρές και ψηλαφητές λόγω της παράλληλης ενασχόλησής του με τη γλυπτική, επαναμαγεύουν το πραγματικό, καθιστώντας το πλήρες αλληγοριών και συμβολισμών. Δεν έχουμε να κάνουμε, δηλαδή, με μια αρχαιολογική αναστοιχειοθέτηση του παρελθόντος, αλλά περισσότερο με μια επιβλητική και υπαρξιακώς σημαίνουσα εκμύθευση του καθημερινού και του φαινομενικά ευτελούς. Απολύτως επίκαιρη η αναδρομική έκθεση του Πρέκα, μας θυμίζει πώς το παρελθόν μας μπορεί να επανενεργοποιεί διαρκώς το παρόν, αποβαίνοντας δημιουργική και ανεξάντλητη πηγή νοήματος. Η ζωγραφική του Πρέκα επικαλείται εκείνο το δικαίωμα όλων μας στην αυθεντική Ελλάδα, που σήμερα το έχουμε, περισσότερο από ποτέ, ανάγκη.

Η Τέχνη, η Φιλανθρωπία και τα παράταιρα

Ά

στοχα λέγεται ότι η τέχνη περιέχει το νόημα της ζωής του ανθρώπου. Η ζωή διαρρέει μέσα από την τέχνη, διαφεύγει και δε συγκρατείται από αυτήν. Όταν απολυτοποιείται η τέχνη, όταν εξιδανικεύεται, τότε εκδηλώνεται ως μισανθρωπία, εχθρεύεται τις ανθρώπινες υπάρξεις ως παράταιρες, ασήμαντες, βλαβερές και επικίνδυνες. Η τέχνη, η τεχνική, η επαγγελματική γνώση και επιτήδευση είναι αλαζονικές θεές στις οποίες δουλεύουν πολλοί κατείδωλοι, απάνθρωπα, φενακιζόμενοι ότι δι’ αυτών εκπληρώνουν τον προορισμό του βίου, ότι προσφέρουν κάτι ουσιαστικό στον εαυτό τους και στους άλλους, ότι εξυψώνουν –δοξάζουν– την εικόνα του ανθρώπου, παράγοντας «πολιτισμό». Περισσότερο όμως από τέχνη και δόξα κοσμική, περισσότερο από «πολιτισμό», χρειαζόμαστε φιλανθρωπία. Φιλανθρωπία για τα παράταιρα και τους

παράταιρους, για τα φάλτσα και τους φάλτσους, για όσους και όσα δεν κολλάνε στο παζλ της εικόνας που έχουμε δημιουργήσει, για τους θείους –πενιχρά ενδεδυμένους– διακονιάρηδες της ζωής, της αγάπης, της φροντίδας, της προσοχής μας. Χρειαζόμαστε ως ένδυμα της γυμνότητάς μας έναν πολιτισμό αδιάφθορο και απέθαντο μέσα στο χρόνο, που δε θα πηγάζει από την πλουτοκρατία, αλλά θα ταιριάζει στην πραγματική φτώχεια μας, θα ομιλεί όταν εμείς σωπαίνουμε και θα μας συνοδεύει επάξια σε μια σταυροαναστάσιμη πορεία. Χρειαζόμαστε έναν πολιτισμό εξ ουρανού για να αποχαιρετάμε θαρραλέα την άπειρη αλήθεια που χάνουμε κάθε στιγμή σαν την πνοή μας, στο πρόσωπο του ενδεούς πλησίον μας, θυσιάζοντας τις τέχνες και τις τεχνικές μας, παραιτούμενοι από τις υποκρισίες μας. Αναστάσιος Θεοφιλογιαννάκος


46

σελιδοδείκτης

Βιβλιοθήκη γράφει η ΙΩΑΝΝΑ ΛΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

-Μπαίνοντας στην τρίτη του περίοδο επανακυκλοφόρησε το περιοδικό νέο επίπεδο με εξαμηνιαία -μάλλον- περιοδικότητα κι ένα πλούσιο αφιέρωμα στην Κατερίνα Αγγελάκη - Ρουκ. Αυτουργοί του οι βετεράνοι του καλού περιοδικού τύπου Γ. Δ. Στεφανάκις, Κ. Θ. Ριζάκης και ο φιλότιμος Γ. Γκέλμπεσης. Ελπίζουμε να το διαβάζουμε συχνότερα και η θεματική του να διευρυνθεί πέραν των αφιερωμάτων του. Αξίζει να το στηρίξουμε. -Από τις εκδόσεις Ίκαρος κυκλοφόρησε η νέα μικρή συλλογή διηγημάτων του Δημήτρη Νόλλα. Τίτλος της: Στον τόπο. Δέκα διηγήματα λιγόλογα, επίκαιρα και τρυφερά καίρια. -Επηυξημένη έκδοση για το Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία του Νάσου Βαγενά από τις εκδόσεις Πόλις. Στα τρία κείμενα της αρχικής έκδοσης (2002) προστέθηκαν τα «Λογοτεχνία και οργανική μορφή» και το «Λογοτεχνία και ηθική». Τα πράγματα –για όσους τα είχαν μπερδέψει με τους μεταμοντέρνους επαρχιωτισμούς– μπαίνουν σε μια σειρά. -Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφόρησε μια ακόμη, αλλά αξιανάγνωστη αυτή την φορά,

ερμηνεία του ελληνικού αδιεκόδου. Πρόκειται το βιβλίο Κομματοκρατία και δυναστικό κράτος του καθηγητή Γιώργου Κοντογιώργη. -Οι εκδόσεις Περισπωμένη ξεκίνησαν προσφάτως την περιπέτειά τους στον δύσκολο χώρο του βιβλίου κι ελπίζουμε να συνεχίσουν την προσεγμένη εκδοτική τους παραγωγή με το ίδιο μεράκι. -Μιά ακόμη παράπλευρη απώλεια της ενασχόλησης του κ. Άκη Τσοχατζόπουλου με ... τον πολιτισμό φαίνεται ότι είναι η παραίτηση από τον Ιανό της Αθήνας του φίλου μας Βασίλη Χατζηιακώβου. «Από τα δύο πρόσωπα του Ιανού που λοξοκοιτάζουν δεξιά και αριστερά, προτίμησα το δικό μου και να κοιτάζω ευθεία... μπροστά!», έγραψε ο μέχρι πρότινος διευθυντής του Ιανού κ. Χατζηιακώβου αποχαιρετώντας φίλους και συνεργάτες. Κάτι μας λέει ότι αυτό το «μπροστά» θα το δούμε –και θα το χαρούμε– από τον Σεπτέμβριο... -Στα παζάρια (ελληνιστί: bazzar) το ΄χουν ρίξει διάφοροι απελπισμένοι εκδότες, που ... ελπίζουν όμως ν’ αδειάσουν τις αποθήκες του και να γεμίσουν τα άδεια τους ταμεία. Η ελπίδα –λένε– πεθαίνει

πάντοτε τελευταία. Το πόσους ανασταίνει όμως είναι άλλο ζήτημα. -Δεν λείπουν κι εκείνοι που τοποθετούν τα βιβλία τους στα ράφια των πολυκαταστημάτων. Συνήθως δίπλα στις σερβιέτες και στα απορρυπαντικά! -Η μόνη πάντως που δεν φαίνεται ν’ ανησυχεί από τα προβλήματα του βιβλίου είναι η πρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Και με το δίκιο της. Η δική της σταδιοδρομία δεν εξαρτάται από τις πωλήσεις των βιβλίων, αλλά από τον κρατικό προϋπολογισμό. «Σκασίλα» της. -Σκασίλα της που όσοι εκδότες και βιβλιοπώλες δεν κλείνουν, φυτοζωούν; Ή που οι περισσότεροι εργαζόμενοι στον χώρο του βιβλίου είναι απλήρωτοι εδώ και μήνες; -Από τον Σεπτέμβριο έρχονται τα πολύ δύσκολα κι όποιος ... μπορέσει και για ... όσο αντέξει! -«Έφυγε» κι η σπουδαία Ζωρζ Σαρρή αλλά δεν είχε αναλάβει τα καθήκοντά του ακόμη ο κ. Τζαβάρας και δεν τιμήθηκε η καλή συγγραφέας, όπως έπρεπε από την Πολιτεία. Καλύτερα, καλύτερα...

-Το άλμπουμ Σκιά Στο Μυαλό είναι η πρώτη δισκογραφική δουλειά του Μιχάλη Τσαντίλα. Περιλαμβάνει δέκα δικά του κομμάτια και μία μελοποίηση του ποιήματος «Ήθελα» του Νίκου Καββαδία. Τραγούδια με ελληνικό, κυρίως, στίχο, τα οποία αφηγούνται ενδιαφέρουσες ιστορίες, που περιγράφουν τα ενδιαφέροντα και τις επιλογές του νεαρού τραγουδοποιού, που δεν βιάστηκε διόλου να μας καταθέσει την μουσική του πρόταση. Γι’ αυτό η πρώτη δισκογραφική δουλειά του Μ. Τσαντίλα έχει τις αρετές και τον ενθουσιασμό της πρώτης δισκογραφικής δουλειάς σε συνδυασμό με την σαφήνεια μιας επαγγελματικής ωριμότητας. Κυκλοφορεί από τον Μετρονόμο με ένθετο τους στίχους, τις συγχορδίες των τραγουδιών, φωτογραφίες και πληροφορίες για την ηχογράφηση του ψηφιακού δίσκου.

ΣKOΠO

Tοῦ χωμ τῆς νύχ γιὰ σκο ἀπὸ Ἁγ

Xρόνια (Tὸ σήμ Ὃμως ἐ τρεμάμ

Πῶς νὰ καὶ πῶς Σκοτάδ

Ἀλλὰ δὲ καὶ περ στὰ χώμ


Μυαλό γραφική σαντίλα. ικά του οποίηση λα» του αγούδια τίχο, τα νδιαφέεριγράα και τις τραγουιάστηκε έσει την Γι’ αυτό κή δουέχει τις υσιασμό ραφικής σμό με γγελμα-

Μετροστίχους, αγουδιπληροράφηση

47

ποιείν

Δύο ποιήματα ΣKOΠOΣ TOY XΩMATOΔPOMOY Δημήτρης Μητροπάνος, in memoriam

ΦYTO OYPANIO Γιὰ τὸν Μῆτσο, τὸν Μητροπάνο, ξανὰ

Tοῦ χωματόδρομου σκοπός, τοῦ δάσους ἦχος τῆς νύχτας μεσημεριανὸ λεωφορεῖο, γιὰ σκονισμένους τόπους τῆς ψυχῆς. Mήπως ἀπὸ Ἁγία Mονή; Mήπως γιὰ Kοντογόνι;

Σὲ γνώρισα τὸν φοβερὸ Γενάρη, μὲ τὸ ἀνελέητο, στοὺς πάγους του, φεγγάρι. Kαὶ σπούδασα τὸ κλάμα τῆς φωνῆς σου πάλι, παιδί, μὲ τῶν νεκρῶν τὸν θροῦ στὸ προσκεφάλι.

Xρόνια ἀπὸ γιασεμὶ κι ἀπὸ τριαντάφυλλο ἄγριο. (Tὸ σήμερα, ἂν ἔχει χθές, καλὸ εἶναι). Ὃμως ἐσύ, στὶς καλαμιὲς τοῦ κόσμου, ἃγιο τρεμάμενο πουλί, μὲς στὴν φωνή σου μεῖνε.

Mὲ πεθαμένους, μὲ ξενιτεμένους σὲ κούφια καφφενεῖα, σὲ ἀχλὺ τεμένους οἱ χωρικοὶ τοῦ τώρα καὶ τοῦ τότε, δέντρα κυνηγημένα ἀπὸ τοὺς καταδότες–

Πῶς νὰ τὸ πῶ, γιὰ τοῦ λυγμοῦ τὴν φλόγα, καὶ πῶς ἡ φλόγα λαχταράει τὴν σταγόνα. Σκοτάδια πέρασαν καὶ θόλωσε ἡ εἰκόνα.

ποτὲ δὲν θὰ ὑπογράψουνε. Mαγνήτης τὰ σωθικά τους ξερριζώνει· ρίζα τῆς ἀγάπης. Γι’ αὐτοὺς ἄγγελμα ψάλλει, προκατιδὼν ὁ προφήτης.

Ἀλλὰ δὲν ἔχω φῶς στὴν προσευχή μου, Mῆτσο καὶ περπατῶ μαζί σου σὲ κρυφὸν ἀγῶνα στὰ χώματα τοῦ δρόμου νὰ κρατῶ –κερὶ– τὸ ἴσο.

Tὰ σπίτια μας βουλιάξανε στὸν πάτο μιᾶς θάλασσας ὁλόμαυρης, ἀπάτης. Mὰ στὸ φυτὸ τοῦ τραγουδιοῦ σου βγαίνουν. Ἀπὸ κάτ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ KOΣΜΟΠΟΥΛΟΣ


48

σχολιανά

πιπέρι στο στόμα Έκαστος τόπος έχει την πληγήν του: Η Αγγλία την ομίχλην, η Αίγυπτος τας οφθαλμίας, η Βλαχία τας ακρίδας και η Ελλάς τους Έλληνας. Εμμανουήλ Ροΐδης Το Οικουμενικό Πατριαρχείο πάντοτε συνδράμει τους εθνικούς αγώνες για την ευρωπαϊκή προοπτική του λαού μας.

•Η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης απέδειξε ότι ο παραλήπτης της και οι συνομιλητές του δεν θέλουν τόσο να κυβερνήσουν, όσο να παίξουν τις κουμπάρες. •Προηγουμένως το σύστημα –με σημασιολογική ευστοχία– κατέληξε σ’ έναν Πικραμένο. Τώρα ψάχνεται με πολλούς.

•Όσο για τα στραβά του ΣΥΡΙΖΑ δεν τ’ ανακάλυψαν όλοι τον τελευταίο μήνα. Τον τελευταίο μήνα τ’ ανακάλυψαν αυτοί που στεκόντουσαν προσοχή στα σφυρίγματα του. Ας ξεκουφαθούν τώρα. •Το κακό όμως είναι ότι τα λουζόμαστε κι οι υπόλοιποι.

•Άν πάντως δει κανείς ποιοι είναι οι βασικοί της κυβέρνησης, είναι να τρομάζει με το ποιοι ειναι στον πάγκο. Ενίοτε και να αηδιάζει.

να πανκιά, που με παρρησία περιφρόνησαν τις λαϊφσταλιές των προηγούμενων δεκαετιών και τώρα είναι υποχρεωμένα να κυκλοφορούν σε άγνωστα μέρη, τα οποία και καλά τους είναι οικεία. •Μας πίκραναν κι οι εκλογικές επιδόσεις του ΛΑ.Ο.Σ. Όπως και να το κάνεις μια Βάνα Μπάρμπα ή –ακόμη καλύτερα– ένας Ηλίας Ψινάκης θα έδιναν άλλο χρώμα στον κοινοβουλευτικό μας βίο. •Αλλά δεν θα πλήξουμε δα κι εντελώς. Ήρθαν οι πορτιέρηδες της Χ.Α.

•Το θετικό είναι ότι μια από τις πρώτες μέριμνες της νέας διακυβέρνησης είναι ότι δεν θα θιγούν οι λειτουργοί της δημόσιας διοίκησης.

•Σύμφωνα με τον προϋπολογισμό της πτωχευμένης μας χώρας για το επόμενο έτος, το καρτέλ των κομμάτων θα μοιραστεί τα κάτωθι μικροποσά:

•Για τους αργόμισθους του ιδιωτικού τομέα δεν υπάρχει καμιά πρόβλεψη αλλά, ως γνωστόν αυτοί κατούρησαν στο πηγάδι και δεν τους γέννησε μάνα.

Ν.Δ.: 15,4 εκ. ευρώπουλα -με τραπεζικό δανεισμό μεγαλύτερο απο 120 εκ.! ΣΥ.ΡΙΖ.Α:14,1 εκ. ευρώπουλα -με τραπεζικό δανεισμό μικρότερο από 8 εκ.

•Η επιλογή εθνικού νομίσματος και εθνικής πολιτικής είναι παντελώς διαφορετική από την τιμωρία επιβολής της. Στην πρώτη περίπτωση θέτεις όρους. Στην δεύτερη υπηρετείς όρους που έθεσαν άλλοι. •Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα το πολιτικό προσωπικό μας έχει ένσημα και πολυετή προϋπηρεσία. •Οι μέχρι χτες υβριστές του «Τρελαντώνη» αλλαξοπίστησαν –αν είπαμε και καμιά μαλακία νερό κι αλάτι. Μετά την εκλογική αποτυχία τους ανακάλυψαν πως το μόνο που τους χωρίζει είναι μια βουλευτική θέση. Αφού ο Αντώνης την προσφέρει τι να κάνουν; Να φανούν ακατάδεχτοι, ενώ δεν είναι; •Για να πούμε την αλήθεια, αυτή την φήμη για την υποτιθέμενη ευφυία του Ευάγγελου Βενιζέλου, εμείς δεν την καταλάβαμε ποτέ. Δηλαδή, αν δεν ήταν ευφυής, σε τι ποσοστό θα σταμάταγε το ΠΑ.ΣΟ.Κ.; •Με αυτή την κρίση δεν έχουμε την πολυτέλεια να στερούμαστε των υπηρεσιών τους! Ας βρεθεί λ.χ. ένας ρόλος αντάξιος ενός ιστορικού στελέχους που ονομάζεται Φώφη.

ΠΑΣΟΚ: 7,5 εκ. ευρώπουλα -με τραπεζικό δανεισμό 125 εκ.! Ανεξάρτητοι Έλληνες& ΚΚΕ: 4 εκ. ευρώπουλα έκαστο. Χρυσή Αυγή: 3,5 εκ. ευρώ.

Για όσους δεν καταλαβαίνουν γαλλικά, η εκφραστική κ. Christine Lagarde δείχνει την αντιμετώπιση, που το ΔΝΤ επιφυλάσσει στους Έλληνες.

•Αν σε αυτό τον σκασμό χρημάτων προσθέσουμε και τις στρατιές των συνεργατών των βουλευτών, τους αποσπασμένους στα κομματικά γραφεία και τους αστυνομικούς που τους φυλάν από την λαϊκή λατρεία, νομίζουμε ότι ο George είχε δίκιο:Λεφτά υπάρχουν!

•Ενώ ο κ. Φώτης κούτσου-κούτσου έπεισε σχεδόν τους πάντες, ότι είναι μέρος της κυβερνητικής λύσης κι όχι του πολιτικού αδιεξόδου.

•Αλλά τι ελπίδα φίλτατοι αναγνώστες μπορεί να υπάρξει σε μια χώρα που οι φοιτητές της αναδεικνύουν πρώτη δύναμη την ΔΑΠ-ΝΔΦΚ;

Θα μπορούσε –όπως κι ο Ευάγγελος Βενιζέλος– να κάνει λαμπρή καριέρα ... μητροπολίτη. Αμφότεροι έχουν το χάρισμα να φλυαρούν χωρίς θέμα.

•Επιτέλους, πού σταματά η Ελλάδα; Στην τιμημένη Αράχωβα; Ή στην λεβεντογέννα Μύκονο;

•Θα τον μαλώσουμε τον Πάνο Καμμένο. Δεν αμφιβάλλουμε ότι είναι πολλοί, αμφιβάλλουμε όμως ότι οι Έλληνες είναι υπέρβαροι σαν αυτούς. •Η Αλέκα Παπαρήγα μας είναι ιδιαιτέρως συμπαθής –όπως όλα τα ξεχασμέ-

• Μετά τον φιλότεχνο Άκη Τσοχατζόπουλο άρχισαν να διώκονται κι άλλοι άνθρωποι της τέχνης. Η Τζούλια Αλεξανδράτου στο στόχαστρο του ΣΔΟΕ! •Ελπίζουμε οι φιλότιμες υπηρεσίες οικονομικών ελέγχων κάποτε ν’ ασχοληθούν και με τους πελάτες της.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.