Το ταξίδι στο Νεπάλ
Μοναχός Θεογόνιος (Μαρκος Παππάς)
Το ταξίδι στο Νεπάλ
ΕΚΔΟΣ
ΙΣ
ΠΑΝΕΚΤΥΠΟΝ
ΕΚΔΟΣ ΙΣ
ΠΑΝΕΚΤΥΠΟΝ
Αφιερωμένο:
Έκδοση : 1η Έτος Έκδοσης : 2013 © Copyright : Mοναχός Θεογόνιος (Μάρκος Παππάς) - Εκδόσεις Πανέκτυπον ΙSBN 13 : 978-960-xxxxxxx ΙSBN 10 : 960-xxxxxxxxx Τόπος Έκδοσης : Κρήτη
ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ - ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΔΙΑΘΕΣΗ ΕΚΔΟΣ
ΙΣ
ΠΑΝΕΚΤΥΠΟΝ
Ε Μαρδάτι, Κ Δ Ο Σ Ἅγιος Ι Σ Νικόλαος, Κρήτη. Τ.Θ. 70, Τ.Κ. 72 100, ΠΑΝΕΚΤΥΠΟΝ
Τηλ.- Fax (+30) 28410-26301, (+30) 697-2609572 email: info@panektypon.com, www.panektypon.com
σε όσους έχασαν τη λευτεριά, σε όσους περιμένουν τη λύτρωση. Στον κάθε αιχμάλωτο και κάθε γονιό που περιμένει.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ 15
To όραμα
45
Καλώς ήλθατε...
75
Τι ώρα πήγε ο χρόνος;
87
Ο θάνατος έδωσε ζωή
103 Ζωή στο θάνατο 115
Μύριζε αίμα....
133 Καλό ταξίδι μάγκα! 143 Το κάστρο κι ο στρατιώτης
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ Δυο λόγια...
10
11
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΚΔΟΤΗ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Ο εαυτός μου, η χαρά και η θλίψη μου, κάθισαν να κοιτούν από τα σίδερα του παραθύρου τα πανύψηλα τείχη. Τότε άκουσα να σιγοκλαίουν και να θυμούνται τη δύση, εκεί όπου άλλοτε στήναμε χορό. Τώρα πια όμως είμαστε εδώ, μετέωροι στον άλαλο χρόνο με το τσιμπλιασμένο φως του τοίχου, είμαστε σε αυτό τον χρόνο και στην σκέψη στολίζουμε την σιωπή με μοιρολόγια. Ονειρεύομαι την λευτεριά με τον μέσα μου εαυτό. Τις Νύχτες της βαριές σαν μολύβι, νιώθω Ανάσα-Στεναγμό. Ανυπομονώ για την ώρα του ερχομού μου. Να σαλεύω στην αγκαλιά της Σελήνης και στης πλάσης τα στολίδια. Να περπατώ την άνοιξη στης λαμπρές τις ανθισμένες, δίπλα σε πεύκα ψηλά, στου Γιασεμιού τα άνθη.
12
Ο ήλιος καυτός και τούτο το απομεσήμερο. Πόρτες καγκελένιες, ψηλές και κλειδωμένες. Αχτίδες του ήλιου κίτρινες και αρρωστημένες. Εγώ, από το παράθυρο κοιτώ μια πόλη θολή σε μπλάβο χρώμα. Αγκαθωτά σύρματα, το σίδερο και η πέτρα μας χωρίζουν από τη Λευτεριά μέσα σε αυτή την Αιχμαλωσία. Κι να που άρχισε να σκοτεινιάζει και το φεγγάρι βγαίνει νεκρό, χλωμό και κουρασμένο... ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
13
έτοιμο να ξεψυχήσει. Φωτίζει σαν φανάρι σιμά στο μνήμα, σαν καντήλι μισοσβησμένο. Τα φώτα στην ετοιμόρροπη πόλη τρεμοπαίζουν. Μια πόλη ίσως ξεχασμένη. Οι ώρες στον χρόνο πού κυλούν είναι τσακισμένες. Και ήρθε η ώρα πού θα κλείσω τα μάτια και ο νους μου θα πετά ολόλευκο περιστέρι στα σοκάκια που η ζωή ανασαίνει από Χαρά.
ΜΕΡΟΣ A
Λεύτερος όπως ήμουν και αφού ξύπνησα από τον εφιάλτη πήρα τον κομματιασμένο μου εαυτό κι ανέβηκα σε έναν αμμόλοφο. Κι εκεί χαρούμενος τραγούδησα για την ελευθερία, τη λύτρωσή μου:
To όραμα
«Μόλις μίλια μακριά ανέβαινε στο ψηλότερο βουνό και έχει μόνο κάτι λόγια να πει, πήρε μηνύματα από όλο το σύμπαν, την γη και τον ουρανό. Ορίστε, παιδί μου... ήσουν θάμνος μικρός και τώρα έγινες δέντρο ψηλό που ο άνεμος δεν σε πειράζει. Είσαι ο πολεμιστής του θανάτου, που είχες μόνο μία επιθυμία, να κατεβείς από αυτό το βουνό 14
και μαζί με τους συμμάχους που σου έδιναν πολεμοφόδια τις ευχές και ασπίδα τις προσευχές να κατοικήσεις στην καταπράσινη κοιλάδα.»
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Ήταν ένα Όνειρο που είχαν κατά νου, όνειρο μακρινό σαν παραμύθι...το παραμύθι των παιδικών χρόνων. Με το νου τους έπρεπε να ταξιδέψουν χιλιάδες μίλια μακριά, να περάσουν θάλασσες και ουρανούς να πάψουν τα σύνορα να υπάρχουν, να καταρρίψουν τα τείχη της απόστασης και εντελώς ξαφνικά να βρεθούν σ’ ένα διαφορετικό κόσμο. Έναν κόσμο γεμάτο θαυμαστές χαρές, ανώτερες από τα αγαθά του κόσμου όλου. Τον κόσμο ενός πνευματικού ταξιδιού που θα τους έκανε να ξεχωρίσουν τη φθαρτή ζωή. να δουν πως μέσα σε αυτή υπάρχει κάτι ζωντανό, κάτι που μπορεί να πετά και να
To όραμα
15
16
ζει για πάντα. Ήθελαν να γνωρίσουν τους πλανήτες με τα χιλιάδες άστρα πού κρύβει ο νους. Έτσι... ένα βράδυ που η αύρα του καλοκαιριού έλουζε τα κορμιά τους, αυτοί ατένιζαν με μάτια μισομέθυστα την ομορφιά του καθάριου ουράνιου θόλου. Ήταν άλλος ένας Ιούλιος, άλλο ένα ζεστό βράδυ που για πολλοστή φορά μιλούσαν στο σκοτάδι ξεδιπλώνοντας το όραμα, ξεφυλλίζοντας το όνειρο. – Να ήμασταν, λέει, στο Νεπάλ κι από ’κει να κοιτούσαμε τα αστέρια! Άραγε θα βλέπανε τα ίδια αστέρια; Τους ίδιους πλανήτες και φεγγάρια; Αν ναι, θα συνειδητοποιούσαν πόσο μικρός είναι ο κόσμος και θα νιώθανε τόσο μικροί...όσο ένας κόκκος άμμου. – Να κοιτούσαμε τα αστέρια από μια κορφή...Να! Σαν κι αυτή εκεί στη χιονισμένη κορφή του Θιβέτ, είπε ο Μάρκος. – Και μόλις ο ήλιος ανατείλει, να ξεκινήσουμε για την αγορά στα στενά σοκάκια, με τα χιλιάδες χρώματα και μυρωδικά μπαχαρικά, με τις πολύχρωμες αστραφτερές χάντρες και με τον καπνό των αρωματικών λιβανιών, συνέχισε ο Στέλιος. Ήθελαν να πάνε «εκεί», που όλα ήταν τόσο αγνά και που οι λαοί επιβιώνουν τόσο απλοϊκά μόνο με αυτά τα λίγα που διαθέτουν. Άνθρωποι χοϊκοί, αγαπημένοι,
γεροί, δυνατοί, με καθάριο πνεύμα και λαμπερή σοφία. Να γνωρίσουν, έλεγαν, πνευματικούς δασκάλους Σαντού και να διδαχθούν για τον εσωτερικό τους κόσμο απ’ τους Γκουρού. Ένα όραμα που χιλιάδες άλλες φορές είχαν δει, ευρισκόμενοι εκεί με το νου τους. Τους ήταν πλέον κάτι γνώριμο. Το γαλουχούσαν με φοβερή φροντίδα και το αγαπούσαν σαν το πιο όμορφο λουλούδι. Πέρασαν τόσοι χειμώνες, τόσα καλοκαίρια και πάλι για άλλο ένα βράδυ πέρασαν τα σύνορα, ποδοπάτησαν τα τείχη και ταξίδεψαν χίλια μίλια μακριά. Ήταν μια ουτοπία όπου έπρεπε να πραγματοποιηθεί, να υλοποιηθεί, να βγάλει φτερά και να πετάξει... Στο ράφι της σκονισμένης βιβλιοθήκης ο παγκόσμιος Άτλαντας, έκδοση του 1978 που τον είχε από το δημοτικό σχολείο ο μεγάλος αδερφός του Μάρκου, ο Θοδωρής. Ταλαιπωρημένος, σκονισμένος και οι πτυχές του σχισμένες και αδύναμες. Τον πήραν με προσοχή στα χέρια τους και τον άνοιξαν σα να έψαχναν για κάποιο θησαυρό... και ανάμεσα σε τόσους ηπείρους, χώρες και ωκεανούς ξεχώρισαν την Ασία, είδαν το Νεπάλ περιτριγυρισμένο από την Ινδία και τα Όρη του Θιβέτ... Εκεί έπρεπε να πάνε. -Α! Ιδέα! Μου ήρθε μια ιδέα! Θα ανοίξουμε τραπεζικό λογαριασμό και δραχμή-δραχμή θα συγκεντρώσουμε τα λεφτά για το ταξίδι στο Νεπάλ, είπε ο Στέλιος.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
To όραμα
17
18
– Ναι! απάντησε ενθουσιασμένος ο Μάρκος. Σε τρία ή τέσσερα χρόνια θα καταφέρουμε να πετάξουμε στην ομορφιά του Νεπάλ. Κι αν όχι σε τέσσερα, έστω σε χίλια χρόνια... Πάντως κάποτε θα πάμε... Τους φάνηκε τόσο αστείο που τα γέλια τους ξεχύθηκαν καταρράκτες έξω από το σπίτι πού βρίσκονταν. Γελούσαν τόσο δυνατά, έστω κι αν δεν ήξεραν γιατί γελούσαν. Βλέπεις, ζούσαν για πολλά χρόνια κι οι δυο τους το ίδιο όνειρο. Το δωμάτιο γέμιζε καπνό και με κόκκινα βλέμματα ταξίδευαν σε άλλα μέρη, άγνωστα, μυστηριακά, γεμάτα χρώμα. Είχαν μάθει να στρίβουν επιδέξια τσιγάρα και άφηναν τον καπνό να τους ταξιδεύει. Λευκός και μεθυστικός, τους έκανε να σκέφτονται όλο και πιο έντονα αυτό το ταξίδι. Είχαν αρχίσει να βάζουν μπρος το σχέδιο... Οι ημέρες περνούσαν κι εκείνοι κατέθεταν τον οβολό τους στο τέλος κάθε μήνα. άλλοτε δέκα, άλλοτε δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές. Κάθε φορά που έκαναν κατάθεση ένιωθαν τόση χαρά... Σα να έβαζαν σιγά σιγά τα ρούχα τους στο σακίδιο, όντας έτοιμοι να το εναποθέσουν στους ώμους και να φύγουν. Όταν οι δουλειές πήγαιναν καλά, έβαζαν κάτι παραπάνω, κι όταν έρχονταν δύσκολες ημέρες και ο «καπνός» ακρίβαινε, παρέλειπαν την κατάθεση, περιμένοντας τις «καλύτερες» μέρες. Λογαριασμοί τηλεφώ-
νων, ασφάλειες, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, διατροφή, έξοδα μετακίνησης... δεν τα είχαν υπολογίσει. Ο λογαριασμός τους στην τράπεζα είχε φτάσει στις εκατόν πενήντα χιλιάδες και παρέμεινε εκεί για αρκετούς μήνες. Ο Μάρκος και ο Στέλιος άρχισαν να απελπίζονται για το αν τελικά κατάφερναν να πραγματοποιήσουν το όνειρό τους. – Αφού τα χρήματα υπάρχουν, μπορούν να περιμένουν... και κάποτε σίγουρα θα μαζευτούν. Άλλωστε είναι σε ασφαλές μέρος... Κουβέντα στην κουβέντα άρχισαν να ξενερώνουν από το όνειρο κι έτσι ένα βράδυ αποφάσισαν πώς αφού χρειάζονταν λεφτά για ν’ αγοράσουν τον καπνό τους έπρεπε να κάνουν χρηματική ανάληψη, θα έχωναν το χέρι τους βαθιά στο κέντρο του Νεπάλ και από εκεί θα έπαιρναν ό,τι ακριβώς είχαν αρχίσει να χτίζουν, διαλύοντας αργά ή γρήγορα τις βάσεις των θεμελίων. Ήθελαν, λέει, να αγοράσουν αυτό το φυτό με το σκουροπράσινο και γεμάτο ρητίνη χόρτο. Με τα χρήματα του λογαριασμού θα προμηθεύονταν αυτόν τον καπνό. Έκαναν μια συζήτηση γεμάτη προβληματισμό με χίλιες-δυο θεωρίες. Η νύχτα παράξενη, τα βλέμματα ανήσυχα, τα πρόσωπα σκυθρωπά και τα σώματα καμπουριασμένα. Τα τσιγάρα απανωτά, οι φωνές βραχνές, κουρασμένες και με λέξεις αργές αποφάσισαν
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
To όραμα
19
20
να τηλεφωνήσουν και να προμηθευτούν το βοτάνι. Ο κύβος ερίφθη: την επόμενη μέρα θα γινόταν η ανάληψη. Πήγαν στην Τράπεζα ένα τσουχτερό και συννεφιασμένο πρωινό του Φλεβάρη, που ο ήλιος έβγαινε και κρυβόταν πίσω από τα σύννεφα σαν να ντρεπόταν για χάρη τους. Τα αστέρια στον ουρανό ήταν κι αυτά κρυμμένα αποβραδίς και το μισόγιομο φεγγάρι φώτιζε αχνά πίσω από τα σκούρα σύννεφα. Ήταν κρυμμένα για να μην ακούν και να μη βλέπουν τα όνειρα τόσων χρόνων να τσακίζονται, να γίνονται αποκαΐδια στη φωτιά που θα τους ζέσταινε τα σωθικά. Εκείνο το πρωινό με παγωμένα δάχτυλα και ξυλιασμένη μύτη πήγαν χαρούμενοι στο μηχάνημα της τράπεζας. Μόνο αυτοί ήταν χαρούμενοι ενώ η φύση θαρρείς πώς θρηνούσε. Στο ξεροβόρι που φυσούσε και που όλα ήταν κουρνιασμένα, αυτοί χαρούμενοι περίμεναν, γιατί σε λίγες μέρες θα ζέσταιναν τα σωθικά τους και το παραπληγικό πλέον μυαλό τους. Μετά την ανάληψη των χρημάτων ήρθε η ώρα της κατάθεσης. Κατέθεσαν και τις εκατόν πενήντα χιλιάδες δραχμές στον τραπεζικό λογαριασμό του Θάνου, του τρίτου ξάδελφου στον Πειραιά. Αυτός θα προμηθευόταν το χόρτο με κάποιο τρόπο και με το πλοίο θα το έστελνε στο νησί. Έτσι θα έκλειναν για λίγο την πόρτα στην απελπισία, τη βαρεμάρα και την ανία του νησιού και γενικά της επαρχίας, εκεί
που κάθε νέος νοιώθει εγκλωβισμένος σε μια κλειστή κοινωνία δίχως πολλά-πολλά ενδιαφέροντα. Παλεύει με την έντονη νεανική του ενέργεια, θέλει να τρέξει, να παίξει, να ασχοληθεί με κάτι και δεν έχει την δυνατότητα, γιατί ο Δήμος ή η Κοινότητα δεν φρόντισε για κάποια υποδομή που θα προσφέρει γνώση, άθληση, εξερεύνηση και θέληση για ζωή. Παιδιά και νέοι ζουν σε μια κοινωνία γερόντων, που δεν τους ενδιαφέρει ο πολιτισμός, η κοινωνία, η ζωή, παρά μόνο να κρίνουν και να κατακρίνουν τις νεανικές τρέλες των παιδιών. Αντίδραση των μεγάλων, γιατί σαν παιδιά είχαν στερήσεις και καταπίεση και πίσω από τα ανομήματα των νέων της επαρχίας κρύβουν τις δικές τους πομπές... Έτσι οι νέοι, ταμπουριασμένοι στον εαυτό τους, ψάχνουν κάπου, κάπως να δουν ένα κόσμο που θα τους αλλάξει και θα τους υποσχεθεί πολλά, ο κόπος μάταιος... Ξεχάστηκα. Ας επιστρέψουμε πίσω λοιπόν. Σε λίγα βράδια θα ξεχνούσαν τη μιζέρια, θα έκαναν όνειρα και πάλι θα ταξίδευαν στο Νεπάλ... όμως για πόσο άραγε; πόσο θα κρατούσε ζωντανό το όραμα και πόσο θα άρχιζε σιγά-σιγά να παθαίνει σήψη και να αποσυντίθεται; Εκείνο το βράδυ συζητούσαν μέχρι τα ξημερώματα και το επόμενο βράδυ θα ερχόταν το βαπόρι από τον Πειραιά. Τα μάτια τους τούτη την ώρα ήταν κόκκινα και
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
To όραμα
21
22
κουρασμένα, το κορμί τους βαρύ, όλα γύρω τους έσβηναν, τα βλέφαρα έκλειναν σαν βαριά παντζουρόφυλλα σε μια πρωινή πάχνη που ο χρόνος χανόταν. Ο καπνός τους είχε τυλίξει στο δικό τους ταξίδι, ο χρόνος σταμάτησε, η ώρα και ο αιώνας μούδιασαν. Σκεπασμένοι με το πέπλο του ύπνου αποκοιμήθηκαν βαριά ενώ στο πρόσωπό τους ξεχώριζε κανείς την αγωνία και τον ιδρώτα που κυλούσε σαν καυτός χείμαρρος... Είχαν βουτήξει σε ένα κοινό όνειρο που ήταν εφιάλτης. Τα τοιχώματα άρχισαν να στενεύουν και να σείονται, το ταβάνι χαμήλωνε και αυτοί, σκυφτοί και μπουσουλώντας στα τέσσερα, προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τις παγίδες της συρρίκνωσης του χώρου. Το πάτωμα σχιζόταν και από τις ρωγμές ξεχυνόταν μια υγρή, ασθενική πάχνη. Έβρισκαν τρόπο να πηδούν τις ρωγμές και τα εμπόδια. Βουτηγμένοι σε έναν εφιάλτη που άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά τους ενώ οι δείκτες των ρολογιών παρέμεναν ακινητοποιημένοι. Μια φωνή ακούγεται βραχνή και βαριά, δυνατή σαν άνεμος στο σκοτάδι: «Καλώς ήλθατε παιδιά μου! Περάστε, Περάστε! Σας υπόσχομαι ένα ωραίο ταξιδάκι... Περάστε...». Ο ύπνος ήταν βαθύς σαν άβατο σκοτεινό πηγάδι... Ήταν λέει Παρασκευή ξημερώματα, η ώρα μιάμιση. Η Πανσέληνος του Φλεβάρη έφεγγε καθάρια σαν καθρέ-
πτης, στο ήσυχο χειμωνιάτικο νησί του Αιγαίου. Ο άνεμος είχε πια κοπάσει και ο ξάστερος ουρανός περίμενε σαν κάτι το σπουδαίο να γίνει. Η θάλασσα κι αυτή ήμερη όσο ποτέ άλλοτε. Ο Στέλιος και ο Μάρκος ανέμεναν με μεγάλη αγωνία την άφιξη του πλοίου. Όχι! Δεν θα τους έπαιρνε μακριά, θα τους έπαιρνε μόνο σ’ ένα ταξίδι στο νου και θα ζέσταινε τα παγωμένα σωθικά τους. Γι’ άλλη μια φορά θα ταξίδευαν στο Νεπάλ όπως τότε... Τα φώτα του πλοίου άρχισαν να προβάλλουν σαν μια πόλη γεμάτη φώτα στο απόλυτο σκοτάδι του ορίζοντα. Στην ήσυχη θάλασσα τα φώτα αντανακλούσαν δημιουργώντας ένα μακρύ διάδρομο που θα το οδηγούσε στο λιμάνι. Η καρδιά τους πήγαινε να σπάσει από αγωνία, ενώ το άγχος και η υπερένταση κορυφώνονταν στο ζενίθ τους. Η δική τους σιωπή και του κόσμου που περίμενε να ταξιδέψει έπεφτε βαριά στο λιμάνι. Το στομάχι τους είχε δεθεί κόμπο και πυρακτωμένες μπίλιες ανασάλευαν μέσα τους προκαλώντας τους ανησυχία. Το πλοίο είχε ζυγώσει αρκετά στο λιμάνι και έριχνε με φόρα το σίδερο κάνοντας την καδένα της άγκυρας ν’ αντηχεί εφιαλτικά στο φως της πανσελήνου. Με αργές κινήσεις και στερεώνοντας τους δυνατούς κάβους του στο λιμάνι το πλοίο έδεσε. Ο κόσμος ανυπόμονος, ο Στέλιος και ο Μάρκος ανή-
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
To όραμα
23
24
συχοι. Ο καταπέλτης άνοιγε διάπλατος, με δέος, σαν ένα τεράστιο στόμα έτοιμο να καταβροχθίσει τον κόσμο που περίμενε, έτοιμο να καταπιεί τα φορτηγά και τα αυτοκίνητα που θα ταξίδευαν μαζί του. Όλοι είχαν ένα σκοπό, ένα όνειρο. Ο σκοπός της αντάμωσης, της αναζήτησης και του απρόβλεπτου σ’ ένα ταξίδι πνευματικό που πάντα ονειρευόταν ο κάθε ταξιδιώτης. Οι πρώτοι επιβάτες του πλοίου άρχισαν να κατεβαίνουν στο λιμάνι και αυτοί που περίμεναν εμπορεύματα έτρεχαν να ξεφορτώσουν. Άλλοι πάλι έτρεχαν να φορτώσουν τελάρα με φρέσκα ψάρια, ταχυδρομείο και άλλα... Ο κόσμος γυρνούσε σαν σβούρα. Σαν σμάρι από μέλισσες ζουζούνιζαν οι άνθρωποι στις φορτοεκφορτώσεις με μια μυρωδιά ψαρίλας να αναδύεται στο χώρο. Τα αυτοκίνητα έβγαιναν από το πλοίο βιαστικά όπως και στις μεγαλουπόλεις. Ο Στέλιος κι ο Μάρκος με παράξενα συναισθήματα τρύπωσαν ανάμεσα στον κόσμο, μέσα στο λαρύγγι του σάπιου πλοίου. Κοντοστάθηκαν με δισταγμό στην αποθήκη του πλοίου όταν άκουσαν το λοστρόμο να φωνάζει τ’ όνομα του Στέλιου για να του δώσει τον μπλε σάκο που περίμεναν με αγωνία. Ο λοστρόμος, ένας λιγδιασμένος ψιλόλιγνος και αξύριστος μεσήλικας με ύφος κουτοπόνηρης νυφίτσας, μια βρομερή αλεπού που φορούσε μια κατάμαυρη από λάδια μηχανής μπλε φόρμα. Ο μπλε σάκος
πού μέσα του περιείχε χόρτο ήταν πλέον στα χέρια του Στέλιου. Ο λοστρόμος τους κοίταξε με φοβερή ικανοποίηση. Του έδωσαν ένα πεντακοσάρικο, τον ευχαρίστησαν και βγήκαν έξω από το πλοίο. Δεν πρόλαβαν να πατήσουν το πόδι τους στο λιμάνι όταν δύο λιμενοφύλακες τους πλησίασαν και εντελώς διακριτικά τους ζήτησαν να τους ακολουθήσουν στο λιμεναρχείο. Από εκείνη την στιγμή όλα άρχισαν να παγώνουν, να ακινητοποιούνται. – Συλλαμβάνεστε για απόπειρα αγοράς και παραλαβής ναρκωτικών ουσιών, τους είπε ο ένας λιμενικός ενώ ο άλλος άρπαξε βίαια τον μπλε σάκο από τα χέρια του Στέλιου. Το φεγγάρι ξαφνικά χάθηκε, τα άστρα κρέμασαν, τα πάντα είχαν σωπάσει, σαν κάτι τραγικό να είχε συμβεί. Δίχως να το καταλάβουν και σαν να πήδηξαν σκηνή, βρέθηκαν να κάθονται σ΄ έναν άβολο γεμάτο λακκούβες δερμάτινο καναπέ μέσα στο λιμεναρχείο. Οι ασπροντυμένοι λιμενικοί έκραζαν σαν γλάροι πάνω από τα κεφάλια τους, ο ένας άδειασε τον σάκο που από μέσα του έπεφταν σπασμένα βάζα, μπουκάλια και κομμάτια από εφημερίδες. Το πακετάκι όμως με το χόρτο άφαντο... Σαν από θαύμα δε βρέθηκε, και ο Μάρκος με τον Στέλιο ένιωσαν φοβερή ανακούφιση, μιας και ο εφιάλτης τους αργά η γρήγορα θα τελείωνε. Έγινε θαύμα! Τρεις και μισή τα ξημερώματα ήρθε το σήμα από το
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
To όραμα
25
κεντρικό λιμεναρχείο του Πειραιά. Ο Θάνος είχε συλληφθεί και έπειτα από αρκετό ξύλο λύγισε και ξεδίπλωσε όλη την ιστορία μαζί με τα ονόματα που διαπλέκονταν στην υπόθεση.
26
Ο Μάρκος, ο Στέλιος και ο Θάνος ήταν πλέον συγκατηγορούμενοι. Οι λιμενικοί τους διάβασαν την κατάθεση του Θάνου: «Είμαι χρήστης ινδικής κάνναβης κατά την τελευταία πενταετία. Πριν από τρεις-τέσσερις μέρες μου τηλεφώνησε ο εξάδερφος μου ο Μάρκος, ο οποίος είναι μόνιμος κάτοικος του νησιού και με παρακάλεσε να μου βάλει εκατόν πενήντα χιλιάδες δραχμές στον λογαριασμό μου, για ν’ αγοράσω περίπου πεντακόσια γραμμάρια χασίς και να το στείλω στο πλοίο στο όνομα του Στέλιου. Πράγματι πήγα στο Μενίδι, σε μια αθίγγανη καλούμενη Μαργαρίτα, –άλλα στοιχεία δεν γνωρίζω- μαζί με το φίλο μου τον Ντίνο και αγοράσαμε τετρακόσια πενήντα γραμμάρια χασίς. Από αυτήν την ποσότητα κράτησα εγώ ένα μέρος για προσωπική μου χρήση και είναι αυτή που βρήκατε σπίτι μου. Την υπόλοιπη την τοποθέτησα στο σάκκο και την απέστειλα στον ανωτέρω παραλήπτη μαζί με τον Ντίνο. Επίσης γνωρίζω τον Στέλιο που μένει στο νησί και πιθανώς αγοράσανε το χασίς για προσωπική τους
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
χρήση από κοινού. Τίποτα άλλο δεν έχω να προσθέσω και υπογράφω». Ο Στέλιος κι ο Μάρκος τα είχαν χαμένα. Πίστευαν ότι σε λίγη ώρα θα ξυπνούσαν από τον εφιάλτη. Οι λιμενικοί άρχισαν και πάλι τις απανωτές ερωτήσεις. Αυτοί, κουρασμένοι, ομολόγησαν, μιας και το κακό είχε ήδη γίνει. Οι γλάροι σταμάτησαν να κράζουν πάνω από το κεφάλι τους όταν συμφώνησαν με την παραπάνω κατάθεση. ...ναι, έτσι είναι! Δε γνώριζαν όμως ποιος είναι ο Ντίνος και ποιος ο ρόλος του. Καθιστοί στον άβολο καναπέ μ’ ένα φρουρό δίπλα τους κάπνιζαν απανωτά τσιγάρα από το άγχος της περιπέτειας, σκοτώνοντας έτσι το σαράκι που ώρες τώρα τους έσκιζε τα σπλάχνα. Έμεναν σιωπηλοί ενώ στο μυαλό τους γυρνούσαν τόσα πολλά, δεν ήξεραν αν αυτό που ζούσαν ήταν πραγματικότητα ή ένα φοβερό όνειρο. Ο ήλιος ανατέλλει κόκκινος απ’ τον ορίζοντα, μια νέα μέρα ξεκινούσε. Η αντανάκλαση των ακτίνων πάνω στη θάλασσα τύφλωνε τα κουρασμένα και άγρυπνα μάτια τους. Η διαίσθησή τους προμήνυε καταιγίδα, ένιωθαν το χειρότερο να πλησιάζει. Με συνοδία λιμενικών προετοιμάστηκαν για το ταξίδι στον Πειραιά. Όλα έγιναν τόσο γρήγορα... Πήγαν σπίτια τους και δίχως πολλές λεπτομέρειες είπαν στους γονείς τους τι είχε συμβεί. «Πρέπει να φύγουμε για Αθήνα» τους είπαν, «μια κατάθεση... και To όραμα
27
28
αύριο θα επιστρέψουμε.» Οι γονείς τους δεν κατάλαβαν τι ακριβώς είχε συμβεί όμως περίμεναν ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Σε κλάσματα δευτερολέπτου βρέθηκαν ξανά στον άβολο καναπέ του λιμεναρχείου. Η πλάτη τους είχε γίνει θρύψαλα και ο σβέρκος τους πονούσε αφάνταστα. Φάτσες γνωστές και άγνωστες περνούσαν μέσα απ’ το Λιμεναρχείο και κοιτούσαν γεμάτοι απορία τον Μάρκο και τον Στέλιο δίχως να ξέρουν τι είχε συμβεί –τα νέα δεν είχαν διαδοθεί ακόμα στο μικρό νησί– κι αυτοί ταραγμένοι και βυθισμένοι στις σκοτεινές και σιωπηλές σκέψεις τους, περίμεναν υπομονετικά το τέλος αλλά και ταυτόχρονα την αρχή της συνέχειας. Παρακαλούσαν σιωπηλά να μη βρεθούν οι γονείς και τα αδέλφια τους εκεί, να μην τους δουν σε αυτήν την κατάσταση, έπαιρναν τηλέφωνο τους δικούς τους και τους διαβεβαίωναν πως όλα πάνε καλά, απλώς θα λείψουν για δύο μέρες. Έτσι, όταν άρχισε να βραδιάζει οι δύο λιμενικοί, υπερήφανοι για την επιτυχία τους, έβγαλαν κάρτες επιβίβασης για υπηρεσιακό σκοπό. Το πλοίο που θα τους έπαιρνε θα ερχόταν στις εννιά το βράδυ. ένα βράδυ Παρασκευής που ίσως να ήταν το τελευταίο τους στο νησί. Τα αισθήματα ανάμεικτα, μπερδεμένα, τώρα πια περίμεναν το χειρότερο, ήθελαν όμως να πιστεύουν ακόμα πως κάποιος θα ερχόταν να τους ξυπνήσει από αυτόν τον εφιάλτη.
Το πλοίο άρχισε να ξεπροβάλλει βουβά ενώ το φεγγάρι στο μισο-συννεφιασμένο ουρανό ήταν στη χάση του. Η αγωνία, ο φόβος, η ντροπή και το μίσος κορυφώνονταν στο ακέραιο. Δεν τους φόρεσαν χειροπέδες και αυτό ήταν μια ανακούφιση στον πόνο τους η οποία όμως δεν θα κρατούσε για πολύ. Το πλοίο έδενε για πολλοστή φορά, άνοιξε διάπλατα το στόμα του ρουφώντας τον κόσμο, τα φορτηγά και τα αυτοκίνητα, καταπίνοντας τους ταξιδιώτες και μαζί τον Μάρκο, τον Στέλιο καθώς και τους δύο λιμενικούς συνοδούς. Οι καπνοί από τους ρύπους των φορτηγών τους έπνιγαν, η αναπνοή τους βαριά από τα πολλά τσιγάρα και το στόμα τους αφυδατωμένο από τους καφέδες. Δίπλα τους οι ασπροντυμένοι κύριοι που τους ανέβαζαν στα σκαλιά του πλοίου που οδηγούσαν στη ρεσεψιόν. Ήλπιζαν ότι θα έπαιρναν καμπίνα, αλλά οι λιμενικοί έκοψαν εισιτήριο δίκλινης καμπίνας για την πάρτη τους. Έτσι, άρπαξαν στα γρήγορα τον Μάρκο και τον Στέλιο και τους οδήγησαν στις σκάλες που έβγαζαν χαμηλά, στα αμπάρια του πλοίου. Βρέθηκαν στα σπλάχνα του παράξενα στοιχειωμένου καραβιού, εκεί που οι μηχανές βούιζαν δυνατά και χτυπούσαν ρυθμικά, στα δικά τους αυτιά όμως ακούγονταν σαν καζάνια της κόλασης, που είχε ανοίξει την θύρα της να τους υποδεχτεί. Η πραγματικότητα δεν ήταν καλύτερη, σταμάτησαν μπροστά σε
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
To όραμα
29
30
μια σιδερένια πόρτα με ένα τεράστιο μισοσκουριασμένο λουκέτο και περίμεναν βουτηγμένοι στον ιδρώτα που έτρεχε πάνω τους ποτάμι και τους έκανε να νιώθουν σαν σιχαμεροί αρουραίοι σε αποχετεύσεις. Εμφανίστηκε ένας ναύτης με το κλειδί της τρώγλης, κοντός με μαύρο λερωμένο παντελόνι και ένα σκούρο μπλε μακό που έγραφε με κίτρινα γράμματα στο στήθος το όνομα του πλοίου... ΔΗΜΗΤΡΟΥΛΑ. Εκείνη τη στιγμή οι «συνοδοί» τους πέρασαν χειροπέδες. Τα μάτια τους άνοιξαν γεμάτα απορία: – Τι; Έτσι θα ταξιδέψουμε;» ρώτησε ο Στέλιος, ενώ τους έσπρωχναν μέσα σε μια σκοτεινή τρύπα που έμοιαζε με φάκα. – Καλό σας ταξίδι, θα τα πούμε το πρωί», απάντησε ειρωνικά ο λιμενόμπατσος (συγνώμη που τον αποκαλώ έτσι, αλλά του αξίζει) και η πόρτα έκλεισε βίαια πίσω τους. Οι χειροπέδες κρύες έσφιγγαν τους καρπούς τους. Λιγδιασμένοι άσπροι τοίχοι από λαμαρίνα ολόγυρά τους με μοναδικό φωτισμό μια λάμπα, που όντας λουσμένη στις ακαθαρσίες των εντόμων έφεγγε όσο ένα καντήλι στο μνήμα. Η υγρασία και η αποπνικτική ατμόσφαιρα τους κόβουν την ανάσα. Οι μηχανές χτυπούν δυνατά, οι λαμαρίνες τρίζουν ανατριχιαστικά, το κύμα χτυπά
μανιασμένα τα πλευρά του πλοίου και η τσίκνα που έρχεται από τα μαγειρεία είναι ανυπόφορη. Η τουαλέτα έχει μόνο ένα νιπτήρα και στο πάτωμα ένα σιφόνι ανοικτό, μέσα από το οποίο αναδύεται μια βρομερή μυρωδιά ανθρώπινων απόβλητων. ... Το πλοίο έλυσε μάλλον τους κάβους από το λιμάνι, ένιωσαν το τράνταγμα των σωθικών του πλοίου από την εκκίνηση των μηχανών σαν έναν ομφάλιο λώρο που σχιζόταν από επάνω τους. Ο ένας κοίταξε τον άλλο κι οι δυο κατέληξαν να κοιτούν το σιφόνι. Η πόρτα άνοιξε, και οι λιμενικοί τους έφεραν δύο σάντουιτς μαζί με τέσσερα μπουκαλάκια νερό, να σβήσουν τη φλόγα που τους καίει το στομάχι. Τρώνε σιωπηλοί και πίνουν αρκετό νερό. Οι κινήσεις τους δύσκολες και περιορισμένες αφού στα χέρια τους είναι περασμένα τα δεσμά. Προσπαθούν να μην ακουμπήσουν τίποτα από εκεί μέσα, φοβούμενοι πως μπορεί να πάθουν τέτανο από τη βρομερή φάκα αυτού του σκαριού. Εναπόθεσαν τα κουρασμένα τους κορμιά στα δύο άσπρα κρεβατάκια που θύμιζαν ψυχιατρείο, αλλά ο ύπνος δεν έρχεται. Παρακολουθούν κάθε ήχο στον εφιάλτη που ζουν ενώ ταυτόχρονα αναρωτιούνται τι να κάνει ο Θάνος στον Πειραιά. Δε λένε πολλά. Η
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
To όραμα
31
32
κούραση, τα γεγονότα και η σκέψη των επερχόμενων γεγονότων τους άφησαν σιωπηλούς μέχρι το ξημέρωμα. Ο Πειραιάς πρέπει να φαινόταν σιγά-σιγά, αν και ήταν σκοτεινά εκεί που βρίσκονταν και δίχως φιλιστρίνι, το ένστικτό τους έλεγε πως όπου να ΄ναι θα πιάσουν λιμάνι. Ένοιωθαν πως αργά ή γρήγορα θα έπεφταν σε διαφορετικά χέρια. Η πόρτα άνοιξε για άλλη μια φορά και μπήκαν μέσα οι συνοδοί καλημερίζοντας τους. Έφεραν καφέ και τοστ. – Παιδιά βιαστείτε, σε είκοσι λεπτά φτάνουμε Πειραιά. Τους έπιασαν από τα μπράτσα και με τις χειροπέδες στα χέρια τους οδήγησαν σε κάποιες ξεχασμένες τουαλέτες, τους έλυσαν τα χέρια και τους άφησαν να τακτοποιηθούν και να πλύνουν λίγο τα μούτρα τους, που ξαφνικά είχαν γεράσει και το γένι είχε θεριέψει μέσα σε δυο μέρες. Έτριψαν τους καρπούς των χεριών τους να ξεμουδιάσουν και στην έξοδο οι συνοδοί τους φόρεσαν ξανά τις χειροπέδες. Ο ένας λιμενικός τους ευχήθηκε «Καλή επιτυχία, μάγκες» και αφού τους έπιασαν ξανά από τα μπράτσα τους έσυραν δυο πατώματα πάνω και μετά σε ένα μικρό διάδρομο που οδηγούσε κατευθείαν στην έξοδο του πλοίου, στο γκαράζ. Η θάλασσα του Πειραιά χολεριασμένη όπως και τα συναισθήματά τους. Ένοιωθαν στις πλάτες τους το
βάρος των ουρανών, οι τέσσερις εποχές εναλλάσσονταν σε μια στιγμή. Κρατούμενοι, ανάμεσα στο πλήθος που τους κοίταζε περίεργα, ανάμεσα στον κόσμο και κάποιοι ιθαγενείς του νησιού, όπου έκαναν πέρα και τους κοιτούσαν γεμάτοι τρόμο και απορία. Ψίθυροι στο χάος... Αναμονή στο γκαράζ του πλοίου. Αυτό το πράσινο χρώμα του δαπέδου έφερνε αναγούλα στον Μάρκο, ήθελε να ξεράσει, ο Στέλιος βρισκόταν σε υπερένταση... έτρεμαν τα χέρια του, κοιτούσε την οροφή με τις εκατοντάδες σωληνώσεις και τα καλώδια ... Αναμονή στο γκαράζ του πλοίου, που αυτή τη φορά δεν θα κατάπινε τίποτα, αλλά θα ξερνούσε ότι είχε μέσα του. Ο καταπέλτης άνοιγε σιγά-σιγά... Στο λιμάνι δύο αστυνομικοί περίμεναν με τις μοτοσικλέτες τους αναμμένες. Ο Στέλιος και ο Μάρκος με τα μπουφάν και τα μανίκια ριγμένα στους καρπούς των χεριών τους προσπαθούσαν να κρύψουν τη μεταλλική λάμψη από τις χειροπέδες. Αυτά τα δεσμά τους είχαν κόψει τα χέρια. Τώρα, συνοδία δύο Αστυνομικών της Δίωξης ναρκωτικών και τεσσάρων Λιμενικών, προχώρησαν για το κεντρικό λιμεναρχείο του Πειραιά. Ανέβηκαν κάποιες σκάλες και βρέθηκαν στο γραφείο του Αερολιμενάρχη, που τους περίμενε με φοβερή ανυπομονησία. Διέταξε να τους αφαιρέσουν τις χειροπέδες. Η ανακούφισή τους ήταν μεγάλη μετά από εννιά ώρες
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
To όραμα
33
34
με τα χέρια δεμένα. Τους κέρασε νεσκαφέ από το μηχάνημα με το κατοστάρικο. Ήταν ελαφρύς, άσχημος και είχε πολλή ζάχαρη. Πέρασαν άλλη μία ανάκριση και τέλος τους οδήγησαν σε κάποιο δωμάτιο για να αφήσουν τα προσωπικά τους αντικείμενα και να αφαιρέσουν τις ζώνες και τα κορδόνια των παπουτσιών τους. Το παντελόνι του Μάρκου κυλούσε, στα μποτάκια του Στέλιου η γλώσσα είχε πεταχτεί έξω και τα πόδια του έπλεαν σε κάθε του βήμα. Μπροστά τους άνοιξε μια επιβλητική καγκελόπορτα με σκουριασμένα σίδερα, που πίσω της βρισκόταν ο εξάδελφος τους ο Θάνος. Άραγε τώρα τι έπρεπε να κάνουν; Να κλάψουν, να γελάσουν ή να πλακωθούν στο ξύλο; Στο ίδιο μέρος και ο Ντίνος, συγκατηγορούμενος και αυτός, σε μια άλλη γωνιά ο Χρήστος, ένας γύφτος που βρισκόταν εκεί για κλοπές ραδιοκασετοφώνων. Το κρατητήριο; Υπέροχο! Τέσσερα τσιμεντένια κρεβάτια που για στρωσίδια είχαν κάτι λιγδιασμένες εφημερίδες. Το λουτρό; Ένα σιφόνι στη μέση του δωματίου που ανέδυε μια οσμή από ούρα ανυπόφορη και η αμμωνία έκανε τα μάτια τους να δακρύζουν. Ψηλά στο ταβάνι υπήρχαν οι σωλήνες αποχέτευσης των πάνω ορόφων, που αν τύχαινε να σπάσει ένας σωλήνας θα πνιγόντουσαν σαν τα ποντίκια.
Οι τρεις μας ήρωες λοιπόν κουβεντιάζουν για τη συμφορά που τους βρήκε. Κανείς τους δεν μπορούσε να φανταστεί τι ακριβώς τους περίμενε αύριο, εξάλλου ήταν Σάββατο πρωί και έπρεπε να περιμένουν ως τη Δευτέρα για τις δικαστικές αρχές. Οι ώρες περνούσαν... Άρχισε να βραδιάζει. Πεινούσαν, διψούσαν και τα τσιγάρα τους ήταν λίγα, αργά ή γρήγορα θα τελείωναν κι αυτά. Κοιμήθηκαν κουρασμένοι και σιωπηλά όνειρα τους κατέκλυσαν. Ξημέρωσε Κυριακή. Ένα κυριακάτικο πρωινό που βρήκε το Χρήστο να χτυπά το κεφάλι του στον υγρασιασμένο τοίχο. Σύντομα τον πήραν από κει μέσα κι ένας θεός ξέρει που κατέληξε. Εκείνη τη μέρα συνάντησαν ένα λιμενικό, που είχε υπηρετήσει στο νησί, τους είδε και τους αναγνώρισε. Ρώτησε τι συνέβη, αλλά ποιος να βρει τη δύναμη να εξηγήσει. Ευγενικός όπως ήταν, ρώτησε τα παιδιά αν χρειάζονταν κάτι. Του έδωσαν δέκα χιλιάδες για να τους αγοράσει καμιά πίτσα, νερό και τσιγάρα. Πήρε τα λεφτά, τους είπε να μην ανησυχούν κι έφυγε. Η ώρα περνούσε, τα τσιγάρα, τα νερά και οι πίτσες άφαντα, το ίδιο και ο λιμενόμπατσος...
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
To όραμα
Η πείνα θέριζε το στομάχι τους, η δίψα στέγνωνε τα χείλη τους και ένοιωθαν τη γλώσσα τους να πρήζε-
35
36
ται, στην άκρη των χειλιών τους μια άσπρη αηδιαστική κρούστα είχε σχηματιστεί. Είχαν διαβάσει ιστορίες για τους ταξιδιώτες της ερήμου, που από τη δίψα πάθαιναν αφυδάτωση, η γλώσσα τους πρηζόταν και τους έπνιγε μέχρι που η άμμος κάλυπτε τα αποξηραμένα κορμιά τους. Αναζητούσαν ένα-δυο τσιγάρα να τυλιχτούν στον καπνό τους. Πάλι βράδιασε, ένα σιωπηλό και νεκρό βράδυ Κυριακής, θα ξημέρωνε Δευτέρα και ποιος ξέρει τι θα έφερνε για αυτούς ετούτη η μέρα. Το πρωί αυτής της Δευτέρας έφερε τα επισκεπτήρια. Ήρθαν τα αδέλφια και οι γονείς του Θάνου, μαζί τους έφεραν φαγητό, νερό, τσιγάρα και τραπουλόχαρτα. Ξαφνικά βρέθηκαν σε μια όαση κι ας ήταν στον πανικό του εγκλεισμού τους, κι ας γνώριζαν παράλληλα πως οι δικοί τους πήγαιναν να τρελαθούν από αγωνία. Οι λιμενικοί έβαλαν σε εφαρμογή το σχέδιο «σπάσιμο νεύρων». Ένας ψυχρός ψυχολογικός πόλεμος που δεν τελείωνε. Από την προηγούμενη μέρα αναβόσβηναν τα φώτα συνέχεια, κι αυτό συνεχίστηκε μέχρι την επόμενη μέρα: τα φώτα ανοιχτά, μετά σβηστά και πάλι ανοιχτά, ίσως για να μην μπορούν να καταλάβουν αν έξω είναι μέρα ή νύχτα. Κάποιος άλλος λιμενόμπατσος στη βάρδια του χτυπούσε το σιδερένιο κλειδί στα κάγκελα της πόρτας, οι άλλοι πιο μέσα σε ένα άλλο γραφείο έσπρωχναν τα ντουμάνια τους από αυτό που
είχαν κατασχέσει. Μεσημέριαζε πια και είχαν την πρώτη επαφή με τους δικηγόρους τους. Την άλλη μέρα «Τρίτη και 13» θα περνούσαν από την ανακρίτρια. Οι συνήγοροι τους είπαν πως η θέση τους ήταν πολύ δύσκολη και δεν θα γλίτωναν την προφυλάκιση. Τότε ακριβώς κατάλαβαν ότι κάτι είχε συμβεί. Μίλησαν με τους δικούς τους, δίνοντας ο ένας κουράγιο στον άλλον και αφού χώρισαν έπεσε σιωπή... νεκρική σιγή... Λίγο πριν κοιμηθούν πέρασε ο φύλακας και τους είπε ότι την επομένη θα περνούσαν από ανάκριση. Η αγωνία τους κτύπησε κόκκινο, ένιωθαν να τους ζώνουν τα φίδια και να γερνάνε ώρα με την ώρα. Το βράδυ έπεσε σκοτεινό, βουβό, νεκρό σαν σπουργίτι... Στον άσχημο αυτό εφιάλτη έβλεπαν όνειρα δυνατά σαν τρικυμία, μπερδεμένα όνειρα ζωής και θανάτου, όνειρα απ’ τα οποία ήθελαν να ξεφύγουν με ένα απλό πήδημα και να βρεθούν κάπου σε μια κοιλάδα, σε μια ακτή ακόμα και μέσα σε μια σπηλιά. Η μέρα ξημέρωσε καυτή με χίλιες ταλαιπωρίες: τους ξύπνησαν πρωί-πρωί, η ώρα ήταν έξι και μισή, τους φόρεσαν τις χειροπέδες και τους έβαλαν δεμένους δυο-δυο στη σειρά σαν τους πιο φρικτούς εγκληματίες. Δίπλα τους, μπροστά τους και πίσω τους «οι κύριοι με τα μπλε», με όπλα, γκλομπς και χειροπέδες στη μέση τους που σε κάθε τους βήμα χτυπούσαν μεταξύ τους.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
To όραμα
37
Η καρδιά τους ήταν έτοιμη να ξεκολλήσει, ένοιωθαν πως όπου να ’ναι θα σταματούσε να χτυπάει. Ήθελαν να ανοίξει η γη και να τους καταπιεί, ήθελαν να εξαϋλωθούν και να χαθούν από προσώπου γης.
38
Τους φόρτωσαν στην κλούβα. Ο Στέλιος μαζί με τον Μάρκο και ο Θάνος μαζί με τον Ντίνο. Οδηγήθηκαν στην ασφάλεια Πειραιά. Ένας ένας πέρασαν για φωτογραφίες κρατώντας στο στήθος τους μια πινακίδα που είχε πάνω έναν αριθμό, διαφορετικό στον καθένα. Στο πάτωμα υπήρχαν σχεδιασμένες με άσπρο χρώμα πατημασιές, που έπρεπε να σταθείς σ’ αυτές προκειμένου να φωτογραφηθείς. Φωτογραφίες ανφάς και προφίλ. Τους έβαλαν επίσης στα δάχτυλα και στην παλάμη μελάνι ώστε να υπογράψουν τις προσωπικές τους καρτέλες με τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα. Η διαδικασία του φακελώματος είχε ήδη αρχίσει. Το ποινικό τους μητρώο άρχισε να μαυρίζει. Όλα γίνονταν τόσο γρήγορα και ταυτόχρονα τόσο αργά. Έτσι περνώντας για άλλη μια φορά τις χειροπέδες στους καρπούς τους, τους τράβηξαν έξω από την ασφάλεια. Σε λίγη ώρα βρέθηκαν έξω από το Δικαστικό Μέγαρο του Πειραιά. Ένα κτίριο ψηλό, γεμάτο παράθυρα, ένα «Μέγαρον» βουτηγμένο στη βρόμα. Έξω, στο πεζοδρόμιο πολύ κόσμος και ανάμεσά τους και πολλά συνεργεία τηλεοπτικών καναλιών. ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Προς στιγμήν σκέφθηκαν πως οι κάμερες βρίσκονταν εκεί για τους ίδιους και εντελώς μηχανικά κάλυψαν τα πρόσωπά τους και μπήκαν στο Δικαστικό Μέγαρο συνοδευόμενοι από τους δυο αστυνομικούς. Ευτυχώς τα κανάλια είχαν έρθει για άλλο λόγο, για μια γυναίκα που είχε παρατήσει το δυο ετών παιδί της κλειδωμένο στο σπίτι για μια βδομάδα και γλεντούσε στην Μύκονο. Οι τέσσερις κατηγορούμενοι ήταν τώρα στον τρίτο όροφο. Οι δικηγόροι, οι γονείς και τ’ αδέρφια περίμεναν έξω από το γραφείο της ανακρίτριας. Αυτή τη στιγμή δεν ήξεραν αν έπρεπε να νιώσουν ντροπή, μίσος, ξεφτίλα ή ηρωισμό. Το πλημμελειοδικείο περίμενε την ανάκριση των τεσσάρων. Ένας ένας έμπαιναν στο γραφείο της τρίτης ανακρίτριας του πλημμελειοδικείου Πειραιά. «Κατηγορείστε ότι στους παρακάτω αναφερόμενους τόπους και χρόνους με περισσότερες από μία πράξεις τελέσατε από πρόθεση περισσότερα από ένα “εγκλήματα”, που προβλέπονται και τιμωρούνται από το νόμο με ποινή στερητικής ελευθερίας και χρηματική ποινή. 1. Πώληση ναρκωτικών. 2. Αγορά ναρκωτικών από κοινού. 3. Μεσολάβηση από κοινού στην αγορά ναρκωτικών. To όραμα
39
4. Αποστολή από κοινού δέματος που περιείχε ναρκωτικά. 5. Παραλαβή δέματος που περιείχε ναρκωτικά. 6. Κατοχή ναρκωτικών. 7. Χρήση ναρκωτικών κατ’ εξακολούθηση. Τι απολογείστε;»
40
Ο καθένας απολογήθηκε χωριστά, αφού οι κατηγορίες που τους βάραιναν ήταν διαφορετικές. Η απολογία τους έγινε με γρήγορους ρυθμούς και έλπιζαν πως η ταλαιπωρία τους γρήγορα θα τελείωνε. Ήταν όμως ακόμα στην αρχή. Στην αίθουσα φρουρούμενα τα τρία ξαδέρφια, ο μικρός αδερφός του Μάρκου ο Τζόνι, η αδερφή του Στέλιου η Ανθή, και η μητέρα του Θάνου η θεία Βάσω. Παρόντες και οι συνήγοροι των κατηγορουμένων. Η ανακρίτρια τους είπε να περιμένουν στην αίθουσα για το πόρισμα και πήγε στον τέταρτο όροφο, στον εισαγγελέα, για να πάρουν μαζί την τελική απόφαση. Έπειτα από λίγα λεπτά επέστρεψε στην αίθουσα: «Από το αποδεικτικό υλικό που έχει συλλεχθεί μέχρι τώρα προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις ενοχής. Αν αφεθούν ελεύθεροι, κρίνεται πως είναι πολύ πιθανό να διαπράξουν και άλλα εγκλήματα, όπως προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης για την οποία κατηγορούνται και συγκεκριμένα από τον τρόπο
δράσης αυτών», είπε η ανακρίτρια με σοβαρό ύφος και συνέχισε, «συνεπώς πρέπει να διαταχθεί η προσωρινή κράτηση αυτών κατά τις διατάξεις των άρθρων 282 και 283 του Κ.Π.Δ. και με τη σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα. Για τους λόγους αυτούς διατάζουμε την προσωρινή κράτηση των ανωτέρω, από σήμερα, 13 Φεβρουαρίου 2001». ...Πάγωσαν και περίμεναν τη συνέχεια. Μα επιτέλους δεν υπήρχε κάποιος να τους ξυπνήσει; Δεν υπήρχε κάποιος να τους ταρακουνήσει για να βγουν από τον εφιάλτη; Ο Ντίνος αφέθηκε ελεύθερος μιας και ήταν «αρρωστάκι». Είχε χαρτί δεκατριάρη τοξικομανή. Η ανακρίτρια πάτησε ένα μπουτόν. Η πόρτα άνοιξε και έξι ασφαλίτες μπήκαν στο γραφείο της, μέσα στη βουή συγγενών, συνηγόρων και φρουρών, για να περάσουν άλλη μια φορά πισθάγκωνα τα σιδερικά στους καρπούς τους. Ο Μάρκος ακούει μόνο τους ήχους του σώματός του, την αναπνοή, τους γρήγορους παλμούς και τον βηματισμό του. Κοίταξε τον Τζόνι, τα μάτια τους βούρκωσαν, μα χαμογέλασαν πικρά. Αυτή η ανταλλαγή βλεμμάτων έμεινε βαθιά χαραγμένη στη ψυχή του. Τα μηνίγγια του πήγαν να σπάσουν. Τα πάντα ήταν σιωπηλά, εκτός από το σώμα του που πονούσε, αγωνιούσε, κατέβαλλε σημα-
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
To όραμα
41
ντικές προσπάθειες μην λυγήσει. Ένιωθε να σταυρώνεται σε έναν δικό του Γολγοθά. Με τις χειροπέδες πισθάγκωνα τους πήραν στο κεντρικό λιμεναρχείο του Πειραιά. Εκεί παρέλαβαν τα προσωπικά τους αντικείμενα και γρήγορα-γρήγορα τους οδήγησαν στο Μεταγωγών του Πειραιά. Από ’κει θα ξεκινούσαν το πνευματικό τους ταξίδι στο χρόνο. Η ώρα είχε κολλήσει αλλά έτρεχε και σαν τρελή.
• Όταν βλέπεις έναν άνθρω πο να πηγαίνει στη φυλακή, πες μέσα στην καρδιά σου: «ίσως αυτός να δραπετεύει από μια στενότερη φυλακή». Και όταν κοιτάς ένα μεθυσμένο άνθρωπο πες μέσα στην καρδιά σου: «ίσως ζήτησε να δραπετεύσει από κάτι άσχημο.»
42
ΚΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
44
7:30 π.μ. Πρωινό ξεκλείδωμα κελιού. 8:15 π.μ. Γάλα, φρυγανιές, βουτυράκια και μαρμελαδίτσες. 8:30 π.μ. Ψωμί. 9:00 π.μ. Ανοίγουν τα μπάνια και το προαύλιο. 9:15 π.μ. Πάγος (διανομή). 11:00 π.μ. Κλείνουν τα μπάνια και το προαύλιο. Σερβίρεται το φαγητό. Οι κρατούμενοι μπορούν να γεμίσουν τα ταπεράκια τους και να φάνε ό,τι ώρα θέλουν στο κελί τους. 12:00 π.μ. Οι πόρτες των κελιών κλειδώνουν. Μεσημεριανή siesta. 15:00 μ.μ. Ανοίγουν τα κελιά. 15:30 μ.μ. Γραμματεία. Επιταγές. 16:00 μ.μ. Προαύλιο. Μπάνια. 19:00 μ.μ. Το προαύλιο κλείνει. Σερβίρεται το βραδινό φαγητό. 21:00 μ.μ. Το κουδούνι χτυπάει για να μπει ο καθένας στο κλουβί του... Και αύριο μέρα είναι και θυμήσου, πως αύριο ξημερώνει ένα άλλο χθες. - Τα επισκεπτήρια γίνονται σε καθορισμένες ημέρες και ώρες ανά πτέρυγα από τις 8:30 μέχρι τις 11:30 π.μ και απογευματινές από 16:30 έως 18:30.
Η κλούβα έφθασε έξω από το Μεταγωγών, ένα σημείο-αφετηρία για την αιχμαλωσία του κάθε κρατούμενου. Μετά τους φόρτωσαν πάλι στην κλούβα μαζί με άλλους τέσσερις. Η κλούβα στενή και βρομερή. Στα παραθυράκια χοντρό συρματόπλεγμα με τρυπίτσες τόσο μικρές όσο ένα τάλιρο. Όταν το μάτι σου κοιτούσε έξω αλληθώριζε. Ο έξω κόσμος γινόταν ένα με το εσωτερικό της κλούβας. Η κλούβα έφθασε μπροστά στις πύλες της φυλακής. Η πύλη με τα ωχροπράσινα πανύψηλα κάγκελα, τα ψηλά κτίρια και ο περίβολος από δέντρα σε έκαναν να πιστεύεις πως μέσα είναι ακόμα καλύτερα.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Καλώς ήλθατε...
ΜΕΡΟΣ β
Καλώς ήλθατε...
45
46
Η καρδιά τους, βαριά σαν ταφόπλακα που σκεπάζει τη σκοτεινιά του μνήματος και κρύβει μέσα του την απόλυτη ησυχία και την ατελείωτη υγρασία του χώματος, έμοιαζε με τα καταπατημένα φύλλα του φθινοπώρου που υποδέχονται το χειμώνα. Στα μάτια τους έβλεπε κανείς το φόβο και τον τρόμο στη θέα ενός εφιάλτη. Θα βίωναν την αιχμαλωσία του σώματός τους. Ήταν Τρίτη και δεκατρείς, το μεσημέρι ενός ζεστού, καλοκαιριάτικου Φλεβάρη. Στο σώμα τους έτρεχε ο ιδρώτας της αγωνίας και της απορίας για ό,τι θα συναντούσαν σ’ αυτή την κλειστή και αρρωστημένη κοινωνία. Η ώρα είχε πάει πέντε το απόγευμα. Τους οδήγησαν στη Γραμματεία, όπου κατέθεσαν τα χρήματα που κρατούσαν πάνω τους. Εκεί άνοιξαν κάρτα για το ταμείο. Με την κάρτα αυτή θα προμηθεύονταν πράγματα από την καντίνα ενώ τα χρήματα θα αφαιρούνταν από την κάρτα. Ακολούθησε σωματική έρευνα πίσω από παραβάν μέσα σε κάτι μικρά δωματιάκια. Παρέδωσαν όλα τους τα προσωπικά αντικείμενα: κινητά τηλέφωνα, κάρτες, κλειδιά, τσιγάρα, ατζέντες και διάφορα άλλα. Τα έλεγξαν εξονυχιστικά. Τα τηλέφωνα, τα κλειδιά και τις κάρτες συναλλάγματος τα κράτησαν ενώ τα τσιγάρα, τους αναπτήρες και τις τηλεκάρτες τα έδωσαν πίσω. Ο σωφρονιστής διέταξε να ξεγυμνωθούν. Με γάντια
στα χέρια έψαχνε με μανία όλα τους τα ρούχα και όχι μόνο... τσέπες, ραφές, πιέτες, εσώρουχα, κάλτσες, παπούτσια, γεννητικά όργανα, κοιλιά, μύτη και στόμα, μη τυχόν σκόπευαν να περάσουν στη φυλακή ναρκωτικές ουσίες. Στη συνέχεια τους είπαν να ντυθούν, να πάρουν τα πράγματά τους και να κατευθυνθούν προς το θυρωρείο. Τι παράξενα και μπερδεμένα συναισθήματα, Θεέ μου! Πέρασαν από πολλούς στενούς διαδρόμους, που ανά διαστήματα σφραγίζονταν από ψηλά σίδερα με βαριές και ασήκωτες στην κυριολεξία πόρτες. Στις γωνιές, κάμερες κλειστού κυκλώματος παρακολουθούσαν το εσωτερικό των διαδρόμων. Κάθε πόρτα ξεκλείδωνε αυτόματα από τους θυρωρούς σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Έφθασαν έξω από μια πορτοκαλί πόρτα μ’ ένα συρτό παραθυράκι στο κέντρο της. ’Ήταν η πόρτα του θυρωρείου. Χτύπησαν διστακτικά και αυτή ξεκλείδωσε αυτόματα, έσπρωξαν το βάρος της και μπήκαν μέσα. Το θυρωρείο ήταν γεμάτο από τηλεοράσεις που έδειχναν τον εξωτερικό και εσωτερικό χώρο της φυλακής. Παρακολουθούσαν τα πάντα. Οι νεόφερτοι, κοιτούσαν χαμένοι γύρω-γύρω. Κάποιος σωφρονιστικός υπάλληλος τους ζήτησε να στηθούν στον τοίχο για να φωτογραφηθούν. Η ψηφιακή κάμερα αποτύπωσε κάθε λεπτομέρεια του προσώπου τους, φωτογραφήθηκαν
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Καλώς ήλθατε...
47
48
ακόμη και τα τατουάζ που είχαν στα χέρια τους. Στη συνέχεια ο υπάλληλος άνοιξε ένα κόκκινο βιβλίο, που μέσα του ήταν καταχωρημένα τα κελιά, οι πτέρυγες και οι κρατούμενοι. Συμπλήρωσαν ένα έντυπο, κάτι σαν εισιτήριο εισόδου... το εισιτήριο για το Νεπάλ. Ο καθένας πήρε το δικό του. Πάνω έγραφε: «Δικαστικές Φυλακές Κορυδαλλού, το όνομα του κρατουμένου, Γ΄ ακτίνα, κελί 59, ημερομηνία εισόδου 13 Φλεβάρη 2001, ο Υπαρχιφύλακας και υπογραφή». Ο Στέλιος και ο Μάρκος στο κελί 59, ο Θάνος στο κελί 69 της ίδιας πτέρυγας (ακτίνας). Τουλάχιστον θα ήταν και οι τρεις στην ίδια ακτίνα. Δε γνώριζαν αν θα μπορούσαν να συναντώνται, μιας και η διαμόρφωση των χώρων ήταν άγνωστη σ’ αυτούς. Τους είπαν να πάνε στην αποθήκη να παραλάβουν τα πράγματά τους. Βγήκαν ξανά στους διαδρόμους με τις αυτόματες πόρτες. Σε λίγη ώρα βρέθηκαν σ’ ένα ημιυπόγειο μισοσκότεινο δωματιάκι που βρομούσε κλεισούρα και ναφθαλίνη. Επάνω στο γραφείο δυο μαύρες γάτες ξαπλωμένες. Ο αποθηκάριος, κοντός με καράφλα, φορούσε ριγέ πουκάμισο και τζιν παντελόνι. Είχε την έκφραση της σιχαμάρας, λες και κάποιος του έδειχνε ένα πιάτο περιττώματα. Τους ζήτησε τ’ αποκόμματα του θυρωρείου, τα εισιτήρια. Συμπλήρωσε το δικό του βιβλίο, αφού πρώτα έδιωξε τη γάτα που κοιμόταν πάνω σ’ αυτό,
και μετά τους έδωσε από μια πλαστική καραβάνα, ένα πλαστικό πιάτο, δυο κουβέρτες με την ένδειξη Δ.Φ.Κ, που θύμιζαν στρατό, και από ένα στρώμα. Αυτό το στρώμα θα τους φιλοξενούσε πάνω του ποιος ξέρει για πόσον καιρό. Υπέγραψαν λοιπόν το χρεωστικό της προίκας τους, ο αποθηκάριος τους έδωσε πίσω τα εισιτήρια και τους είπε να πάνε στην ακτίνα που αναγραφόταν στο απόκομμα. Φορτωμένοι σαν γαϊδούρια, με ηλεκτρισμένα μαλλιά και βαρύ σώμα βάδιζαν χαμένοι στους καγκελοφραγμένους διαδρόμους. Περνούσαν τα κιγκλιδώματα το ένα μετά το άλλο. Ρωτώντας έφθασαν στην πόλη. Ένιωθαν άσχημα. Ένιωθαν σαν ανεμορδαμένα πουλιά σε μακρινό ταξίδι. Ένιωθαν σαν δέντρα σπασμένα από τον άνεμο, σαν σύννεφο που το παρασύρει ο αέρας και το σκορπά διαλύοντας τη μάζα του. Ένιωθαν πως πλησίαζαν στην κόλαση, στον άβατο Άδη της πτέρυγας Γ΄. Κοιτούσαν γύρω-γύρω, ψάχνοντας μια έξοδο προς το φως, μια έξοδο που θα τους έδινε τη δυνατότητα να ξεγλιστρήσουν σαν υδράργυροι από τα κλειστά περιθώρια των στενών διαδρόμων. Έφθασαν φορτωμένοι στην κιγκλίδα. Τα βλέμματα των άλλων κρατουμένων ήταν στραμμένα πάνω τους. Τους κοιτούσαν από την κορφή ως τα νύχια και ήταν σαν να τους έλεγαν: «Καλώς ήρθατε παιδιά μου! Περάστε! Περάστε!»
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Καλώς ήλθατε...
49
50
Στο υπαρχιφυλακείο της ακτίνας Γ΄ έδωσαν στο σωφρονιστή τα εισιτήρια εισόδου. Αυτός με ύφος βαρύ τους διέταξε να φύγουν για το κελί τους. «Πάνω αριστερά», τους είπε. Άρπαξε από τη ζώνη του το τεράστιο κλειδί, το έβαλε επιδεικτικά στην κλειδωνιά και άνοιξε την τεράστια πόρτα που έκανε ένα βαρύ μεταλλικό θόρυβο. Πέρασαν μέσα ανίκανοι να αντιδράσουν. Η πόρτα έκλεισε δυνατά πίσω τους. Ο Στέλιος, ο Μάρκος και ο Θάνος σιωπηλοί. Άφηναν πίσω τους ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι από τη ζωή τους. Άφηναν το φως και έμπαιναν στο σκοτάδι. Στο ισόγειο, οι κρατούμενοι έκοβαν βόλτες πάνωκάτω για να ξεμουδιάσουν και να κυκλοφορήσει το αίμα στο υπόλοιπο σώμα. Αλβανοί, Πακιστανοί, Ρωσοπόντιοι, γύφτοι και λαθρομετανάστες. Βρομιάρηδες, χαρακωμένοι, πρεζόνια με σάπια δόντια και ταλαιπωρημένες φλέβες, κορμιά ετοιμοθάνατα. Άρχισαν να φωνάζουν και να βρίζουν δυνατά, ο καθένας στη μητρική του γλώσσα. Καλωσόριζαν τους νέους, μοιάζοντας με αγρίμια στο ξέφωτο του δάσους. Ένα καλωσόρισμα ανατριχιαστικό.
Ο κόσμος μέσα εκεί βούιζε σαν σμάρι από μύγες σε μια κοιλάδα γεμάτη ψοφίμια. Μια τρικυμία στην ψυχή τους, μια αντάρα στην πτέρυγα και αστραπόβροντα στο μυαλό τους. Αυτό ήταν. Μια χρονοκάψουλα που παγίδευσε το χρόνο σαν τον σπουργίτη που πιάστηκε σε ξόβεργα. Φρικτές ιστορίες για άγνωστες αρρώστιες, καταστροφικά ατυχήματα και άγρια εγκλήματα.. Μόνο οι πιο ειρηνικοί ήταν σε θέση ν’ αντιμετωπίσουν τους κινδύνους, τα μαχαιρώματα, τις μπουνιές και τους απαγχονισμούς, και αυτό γιατί δεν ήθελαν να χάσουν τη σιγουριά που είχαν αποκτήσει με κόπο, όλα αυτά τα χρόνια.
Άρχισαν να καταλαβαίνουν τι τους περίμενε. Ο μοναδικός τους φόβος ήταν πλέον αυτός της μαχαιριάς στην πλάτη ή του βιασμού τους την ώρα του ύπνου ή του μπάνιου...
Ανέβαιναν τα λιγδιασμένα σκαλιά του πρώτου ορόφου. Αποτσίγαρα, ροχάλες, σκουπίδια και κηλίδες ξεραμένου αίματος. Ο καθένας έφθασε διστακτικά έξω από το κελί του. Η πτέρυγα ήταν μακρόστενη. Ισόγειο. Όροφος πρώτος και δεύτερος από σαράντα κελιά ο καθένας. Εκατόν είκοσι κελιά σύνολο. Γύρω-γύρω από το κτίριο ένα στενό μπαλκόνι και ενδιάμεσα ένα γεφύρι που ένωνε τις δυο άκρες. Περικυκλωμένοι από κάγκελα γεμάτα με απλωμένα ρούχα, σεντόνια, σώβρακα, φανέλες και κουβέρτες. Στα κάγκελα, δεμένες με λωρίδες από σεντόνι, υπήρχαν ακόμη και κεραίες τηλεοράσεως. Με σπασμένη την καρδιά άνοιξαν την γκριζοπρά-
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Καλώς ήλθατε...
51
52
σινη πόρτα του κελιού τους. Στο κέντρο της πόρτας υπήρχε μια στρογγυλή διαμπερής τρύπα που σε άφηνε να δεις το εσωτερικό του κελιού. Ένα κελί με τέσσερις τοίχους στο χρώμα της ώχρας. Σ ’αυτούς τους τέσσερις από την τσιγαρίλα γκρίζους τοίχους, τους υγρούς και γεμάτους μούχλα υπήρχαν τέσσερα κρεβάτια. Ακούμπησαν τα πράγματά τους στα κενά κρεβάτια. Μέσα στο κελί υπήρχαν επίσης μια επίπεδη λεκάνη με παραβάν στ’ αριστερά, ένας νεροχύτης στη γωνία, ένα πλαστικό τραπεζάκι με δυο καρέκλες, ένα μικρό κομοδίνο, ένα ψυγείο πάγου από αφρολέξ και μια έγχρωμη τηλεόραση δεκατεσσάρων ιντσών. Το κελί 4,50x2,50 και μέσα σ’ αυτό ένας αξύριστος, χαρακωμένος οικονομικός μετανάστης (...) από την Αλβανία, με επουλωμένες ουλές στο πρόσωπο. Ήταν προφανώς το «αφεντικό» της υπόθεσης, ήταν ο κακός, ήταν ο «Τρομερός», που και από τα μάτια του πετούσε δηλητήριο. Κάθισε στο κρεβάτι του και τους κοίταξε με άγριο βλέμμα σαν να έβλεπε μπροστά του δυο θύματα έτοιμα να τα κατασπαράξει. Τον χαιρέτισαν ευγενικά και τους το ανταπόδωσε: – Εμένα, μ...ες, όταν μου μιλάτε δε θα με κοιτάτε στα μάτια, να με σέβεστε, κ...παιδα. Εδώ θα είστε με τους δικούς μου νόμους, για να μη βρεθείτε κρεμασμένοι στα μπάνια...
Τα παιδιά ξεροκατάπιανε. – Εγώ είμαι ο Στέλιος και αυτός είναι ο Μάρκος ο εξάδελφός μου, είπε ο Στέλιος με σπασμένη φωνή και τα μάτια χαμηλωμένα. – Εμένα με λένε Alben, θα με φωνάζετε όμως Erion. Αυτός είναι ο Μάκης. Ο Μάκης ήταν ένα ψηλόλιγνο παλληκάρι, Έλληνας στην καταγωγή. Καθόταν στο τραπέζι. Έκλεισε το μάτι στους νέους κρατούμενους και τους χαμογέλασε πικρά. Ο Erion ο Τρομερός ήταν είκοσι δύο ετών. Είχε καταδικαστεί σε δεκαοχτώ χρόνια φυλάκιση για πόπειρα δολοφονίας εκ προμελέτης και κλοπές αυτοκινήτων. Ο Μάκης ήταν είκοσι τεσσάρων ετών, από την Πελοπόννησο. Τοξικομανής. Τελειωμένο πρεζάκι. Ένα χρόνο στη στενή για κλοπές πορτοφολιών, τσαντάκιας δηλαδή. Είχε και προϊστορία. Ήταν δυο χρόνια στις φυλακές ανηλίκων. Τότε ήταν 17 χρόνων. Ο Erion – ή Ery εν συντομία– τους είπε ότι για πρώτη μέρα θα κοιμόντουσαν κατάχαμα κι ας υπήρχαν δυο κενά κρεβάτια. Τους υπενθύμισε ότι βρίσκονται στη φυλακή και όχι στο σπίτι τους. – Από αύριο, τους είπε, θα μάθετε όλες τις δουλειές που πρέπει να κάνετε για να είστε εντάξει. Τώρα θα κοιμηθούμε και αύριο θα ξυπνήσετε νωρίς και αθόρυβα! Δε θέλω ν’ ακούσω κιχ... Καταλάβατε, μ...ες;
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Καλώς ήλθατε...
53
54
Ο Μάκης στο κρεβάτι του, σιωπηλός, κοιτούσε το μουχλιασμένο ταβάνι με θαυμασμό σαν να είχε πάνω του τοιχογραφίες με απίστευτες λεπτομέρειες. Χωρίς πολλές κουβέντες έστρωσαν κατάχαμα ό,τι στρωσίδια είχαν. Με τη συνοδία της μουσικής του MTV και του radio black man αποκοιμήθηκαν. Ήταν τόσο πολύ κουρασμένοι που δεν έδιναν σημασία στη φασαρία αυτή. Εκείνο το βράδυ δεν είδαν όνειρα. Είχαν πέσει σ’ ένα μικρό θάνατο. Ξημέρωνε 14 Φεβρουαρίου. Άνοιξαν τα μάτια τους στις 7:30 το πρωί, την ώρα που ο σωφρονιστικός υπάλληλος άρχισε να ξεκλειδώνει ένα-ένα τα κελιά της πτέρυγας, για να μετρήσει παράλληλα τα άτομα σε κάθε κελί. Με ένα δυνατό χτύπημα έσπρωχνε την πόρτα και συνέχιζε στο επόμενο κελί. Η φασαρία ξεκινούσε από νωρίς το πρωί, που όλοι οι κρατούμενοι μαζεύονταν στα καρτοτηλέφωνα για να τηλεφωνήσουν. Από την ώρα που ξεκλείδωναν τα κελιά έως την ώρα που τα ξανακλείδωναν, ο κόσμος βούιζε σαν ένα κοπάδι από κοράκια. Ο Ery και ο Μάκης κοιμόντουσαν ακόμα. Ο Στέλιος και ο Μάρκος άρχισαν να μαζεύουν τα στρωσίδια από το πάτωμα. Ο Ery ξύπνησε απότομα με φωνές και καταιγίδες. Έκαναν, λέει, φασαρία. Ξύπνησε με τσαμπουκά το Μάκη λέγοντάς του να μας εξηγήσει τα σχετικά με
τις εργασίες που έπρεπε να κάνουμε. Ο Τρομερός ξανακοιμήθηκε, αφού τους προειδοποίησε να μην ακούσει το παραμικρό έως τις δέκα που θα ξυπνούσε. Ο Μάκης τους πήρε σιγά-σιγά έξω από το κελί και τους είπε: – Ο Τρομερός είναι ο αρχηγός του κελιού. Θέλει τα πάντα να είναι στην εντέλεια. Αυτό που λέει είναι νόμος. Προσοχή στις κινήσεις σας. Κάθε πρωί σερβίρεται το γάλα. Στις 8:15 θα παίρνετε το πλαστικό μπολ και θα πηγαίνετε στο ισόγειο που μοιράζεται το γάλα. Στις 9:15 έρχεται ο παγοπώλης. Θα λέτε τον αριθμό του κελιού μας, θα παίρνετε τον πάγο, θα τον σπάτε και θα γεμίζετε μ’ αυτόν το ψυγειάκι. Στις 10:00 ξυπνάει ο Τρομερός και ο καφές του πρέπει να είναι έτοιμος. Πίνει φραπέ γλυκό με γάλα. Ας γίνουν τώρα αυτά και αργότερα θα σας πω ποιες άλλες δουλειές υπάρχουν. Ο Στέλιος και ο Μάρκος είχαν μερικές απορίες που με τη βοήθεια του Μάκη ευτυχώς λύθηκαν. Πήγε 8:15. Με σιγανές κινήσεις πήραν το μπολ και κατέβηκαν στο ισόγειο για το γάλα. Στην κιγκλίδα μοιράζονταν φρυγανιές, βουτυράκια και μαρμελαδίτσες. Με τα χέρια μέσα από τα κάγκελα και τις παλάμες τους ανοιχτές σαν τους ζητιάνους περίμεναν το μάγειρα να τους δώσει τις φρυγανιές και τις μαρμελάδες στο χέρι ενώ οι κρατούμενοι έσπρωχναν ο ένας τον άλλο για να πάρουν πιο γρήγορα πρωινό. Περίμεναν με χούφτες
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Καλώς ήλθατε...
55
56
ανοιχτές και χέρια περασμένα μέσα από τα σίδερα, περίμεναν όπως οι ψυχοπαθείς τα φάρμακά τους, όπως οι ζητιάνοι τα φραγκοδίφραγκα για να επιβιώσουν. Πήραν το γάλα και τις φρυγανιές και ανέβηκαν στον πρώτο όροφο, στο κελί 59, για να αφήσουν το πρωινό. Σέρβιραν σε δυο πλαστικά ποτηράκια το γάλα, πήραν μερικές φρυγανιές, βούτυρο, μαρμελάδα και κάθισαν δίπλα σ’ ένα σκουπιδοντενεκέ να φάνε το πρωινό τους. Εκείνη την ώρα φάνηκε και ο Θάνος. Καλημερίστηκαν και αντάλλαξαν τις εμπειρίες τους. Οι συγκάτοικοι του Θάνου ήταν όλοι Έλληνες και όλοι τοξικομανείς. Καλά παιδιά, πρόθυμα να βοηθήσουν όπου χρειαζόταν. Ο Μάρκος μίλησε για τους δικούς του συγκάτοικους, αλλά κυρίως σχολίασε τον Τρομερό. Ο Θάνος τσαντίστηκε και πρότεινε να τον ξυλοκοπήσουν. Ήταν βέβαια αδύνατο, μιας και η πλειοψηφία των κρατουμένων ήταν Αλβανοί που την είχαν δει... εξουσία στην 3η πτέρυγα. Το μόνο που έλειπε ήταν η κόκκινη σημαία με το μαύρο αετό, η σημαία της Αλβανίας, να θυμίζει ακόμα περισσότερο φυλακή στα Τίρανα. Από το πρωί ως το βράδυ η οχλοβοή δεν έπαυε, εκτός από τις ώρες που οι κρατούμενοι βρίσκονταν κλειδωμένοι στα κελιά τους. Αλλά και πάλι, μέσα στη νύχτα μπορούσε κανείς ν’ ακούσει κραυγές στο σκοτάδι.
Φωνές, βρισιές, παρεξηγήσεις, ξυλίκια και άλλα τόσα. Κάποια κελιά είχαν τους δικούς τους νόμους. Κελιά που προορίζονταν για ένα άτομο και μέσα τους βρίσκονταν τέσσερα άτομα ή πέντε και καμιά φορά και έξι. Σε πολλά κελιά έκαναν το εξής: γέμιζαν με χώμα τα κουτιά του νες καφέ και τα τοποθετούσαν στα τέσσερα πόδια του διώροφου κρεβατιού, ώστε η κουκέτα να υψώνεται άλλα 15 εκ. και να δημιουργείται χώρος για ένα στρώμα κάτω από το κρεβάτι, για μια επιπλέον «άνετη φιλοξενία». Η πρώτη μέρα πέρασε με τις υποδείξεις του Μάκη για τις εργασίες που έπρεπε να κάνουν. Πρωινό, καφές του Αλβανού, πάγος με χρέωση 100 δραχμές εβδομαδιαίως, ψωμί, δουλειές του κελιού, παραλαβή φαγητού, μπουγάδες, πλύσιμο των τάπερ και άλλα τόσα που θα μάθαιναν σιγά-σιγά. Νύχτωσε και ήταν πολύ κουρασμένοι. Ο Τρομερός τους είπε να στρώσουν τα κρεβάτια τους και να κοιμηθούν. Μέχρι στιγμής τους είχε φερθεί εντάξει. Έτσι, για άλλη μια φορά αποκοιμήθηκαν με τη συνοδία της τηλεόρασης και του ραδιόφωνου, κατά τη συνήθεια του Αλβανού και των ομοίων του. «Τι παράξενη φάρα είναι κάποιοι αλβανοί;» αναρωτήθηκε ο Μάρκος. Η κούραση βάρυνε τα βλέφαρά τους και τους έριξε σ’ ένα βαθύ ύπνο. Έναν ύπνο στον οποίο το όνειρο και η αλήθεια συμπλέκονταν με την πραγματικότητα, μια μίξη ζωής
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Καλώς ήλθατε...
57
58
και θανάτου. Το τσιμέντο είναι παγωμένο, ένα ρυάκι κυλάει πάνω του. Το νερό πέφτει σταγόνα-σταγόνα σε τούτη τη θεόρατη νύχτα, ακόμα μια φορά η σύγχυση, για μια φορά ακόμα η απουσία του ήλιου, που η θύμησή του σβήνεται. Πίσω από τα βουνά του «Σχιστού» το ρόδινο χρώμα, το φεγγάρι γλαρώνει κίτρινο στον ουρανό. Στην πόλη έξω απλώνεται η ησυχία. Ο Μάρκος πίσω από τους τοίχους του κελιού του, ανάμεσα στους ανθρώπους, πίσω από τα σίδερα, δεν είναι πια γιος του νερού και της πέτρας, τώρα δεν έχει φίλους, δεν έχει τα βουνά και τα δάση, όλα έχουν χαθεί. Ο Στέλιος φαίνεται να μην κοιμάται, του λείπει η κοπέλα του, ενώ ο Θάνος κοιμάται βαθιά. Τα φώτα στα περισσότερα κελιά έχουν σβήσει, το σκοτάδι φωτίζουν οι καύτρες των τσιγάρων στις κουκέτες των κρεβατιών. Μια ζωή περασμένη, που ο χρόνος έφερε την λήθη και χάθηκε ίσως άθελά της. Μια ζωή με χαρές που άρχισαν να κιτρινίζουν, να κουράζονται, να αδυνατίζουν και τελικά να πεθαίνουν. Άφησε μια πνοή σαν την καλοκαιρινή αύρα που πέρασε κι έφυγε. Ο χρόνος άλαλος, παραπληγικός, κυλά στο σκοτάδι, οι σκιές ζωντανεύουν από τα τσιγάρα και οι λιγοστές θύμησες χάνονται. Η πόρτα ανοίγει, χέρια χοντροκομμένα ξεκλειδώνουν και σε λύνουν. Πάνω στα μάτια το ίδιο κομμάτι από το μαύρο ύφασμα, τα πόδια σου σε
οδηγούν, αλλά έχουν ξεχάσει να περπατούν. Ένας άλλος λαβύρινθος. Έχεις την εντύπωση ενός άλλου τόπου, ενός άλλου κόσμου, ενός άλλου κελιού σε μιαν άλλη πόλη. Κι εσύ ένας πρίγκιπας στην βαθιά σιωπή.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Καλώς ήλθατε...
Ξημέρωσε Πέμπτη, η μέρα που οι δικοί τους θα τους επισκέπτονταν. Την Πέμπτη τα επισκεπτήρια είναι πρωινά. Κατά τις 8:15 φώναζαν τα ονόματα των κρατουμένων στα μεγάφωνα και οι τρόφιμοι σαν κύματα έτρεχαν στους διαδρόμους για να φθάσουν όσο το δυνατό γρηγορότερα στην αίθουσα των επισκεπτηρίων. Εκεί θα έβλεπε ο καθένας τον άνθρωπό του, το γονιό, τον αδελφό ή τη σύζυγο. Οι επισκέψεις μπορούσαν να γίνουν μόνο από άτομα που είχαν πρώτο βαθμό συγγένειας με τον κρατούμενο. Οι αρραβωνιαστικιές είχαν δικαίωμα να επισκέπτονται τον αγαπημένο τους κάθε δεκαπέντε μέρες και μετά από πολλές γραφειοκρατικές διαδικασίες. Για να φτάσεις στην αίθουσα επισκεπτηρίων περνούσες από πολλές πόρτες και διαδρόμους. Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι έσβηναν ανά διαστήματα από τα χαρτάκια τα ονόματα των κρατουμένων που πήγαιναν για επισκεπτήριο. Έμπαινες σ’ ένα χώρο με μικρά δωματιάκια. Τα τζάμια διπλά και μεταξύ τους κάγκελα. Κάθε δωμάτιο είχε τηλέφωνα για να μπορείς να μιλάς με τον
59
60
άνθρωπό σου αφού τα τζάμια σ’ εμπόδιζαν. Τζάμια θολά. Με δυσκολία κοίταζες τον άνθρωπό σου. Στα πρώτα επισκεπτήρια οι λέξεις βγαίνουν βουβές, νεκρές. Τα δάκρυα έτοιμα να ξεσπάσουν σε χείμαρρους. Ο έξω δίνει κουράγιο στον μέσα και το αντίθετο. Εκείνη την ώρα όλα είναι δύσκολα. Θέλεις να πεις τόσα πολλά, μα δε σου έρχεται τίποτα στο μυαλό για να ξεστομίσεις. Τα πάντα νεκρώνουν. Κοιτάς τον άνθρωπό σου πίσω από τα θολά τζάμια, θες να τον ακουμπήσεις και δεν μπορείς. Είναι απέναντί σου και ακούς τη φωνή του καλωδιωμένη μέσα από το σύρμα της τηλεφωνικής συσκευής. Τα τριάντα πέντε λεπτά πέρασαν. Το κουδούνι θα χτυπήσει μια φορά σαν προειδοποίηση και σε δέκα δευτερόλεπτα θα χτυπήσει άλλη μια φορά. Τότε αυτόματα οι γραμμές κλείνουν. Αν εσύ μιλάς ακόμα, σ’ ακούει μόνο ο Θεός ενώ κοιτάς το πικραμένο πρόσωπο του ανθρώπου που ήρθε να σε δει και εσύ τον κέρασες χολή στο ποτήρι για να το πιει στην υγειά σου. Φεύγοντας από τις αίθουσες εσύ και ο δικός σου άνθρωπος ακουμπάτε τα τζάμια κάνοντας μια θερμή χειραψία, χωρίς όμως να ενώνονται οι παλάμες ή τα δάχτυλα. Τότε ακριβώς είναι που κυλάει ένα πικρό δάκρυ και από τους δύο. Στην επιστροφή οι κρατούμενοι σταματούν στην παραλαβή δεμάτων για να πάρουν τρόφιμα και ρούχα.
Λες το επίθετό σου στον υπεύθυνο και παίρνεις την τσάντα με τα φρεσκοπλυμένα ρούχα και το όμορφο σπιτικό φαγητό που στην διαδρομή πάγωσε.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Καλώς ήλθατε...
Τα τρόφιμα τα οποία επιτρέπονταν να φέρνουν οι δικοί σου ήταν τα εξής: μακαρόνια Νο 6 στεγνά, μπριζόλες, κρέας, κοτόπουλο, όλα στεγνά, επίσης τηγανιτές και βραστές πατάτες, λαχανικά στεγνά, ντομάτες, αγγούρια, πεπόνια, πορτοκάλια, μήλα, ροδάκινα, μπισκότα και ψωμί. Δεν επιτρέπονταν: καφές, ζάχαρη, γάλα, μπαταρίες, τσιγάρα, τηλεκάρτες, μπανάνες, σταφύλια, σύκα, αναψυκτικά και τσίχλες. Απορρυπαντικά και είδη προσωπικής υγιεινής. Φαγητό που περιείχε ίνες από πράσινο χόρτο –άνηθο, σέλινο και μαϊντανό– το απέρριπταν. Τα πάντα περνούν από έλεγχο πριν φθάσουν στα χέρια του κρατουμένου. Τα λαχανικά και τα φρούτα, το ψωμί και τα μπισκότα, όλα τα σκίζουν στη μέση, μήπως και κρύβουν τίποτα παράνομες ουσίες. Μόνο το Πάσχα επιτρέπονται κουλουράκια, τσουρέκια και γλυκά. Πολλές φορές από την έξω κοινωνία φτιάχνουν κουλουράκια με χασίς, τα λεγόμενα space cookies, και έτσι ο κρατούμενος μπορεί να γευτεί τη νιρβάνα της κάνναβης και μέσα στη φυλακή. Με παρόμοιο τρόπο μεταφέρουν στη φυλακή διάφορες ναρκωτικές ουσίες.
61
62
Παίρνουν π.χ. χάπια, βαρβιτουρικά διαφόρων ειδών, τα κονιοποιούν στο γουδί και τα ρίχνουν μέσα σε βραστό νερό. Μετά ρίχνουν μέσα μακαρόνια που απορροφούν όλη την ουσία... και άντε γεια! Οι ημέρες που γίνονται επισκεπτήρια είναι οι καλύτερες. Πόσο γρήγορα όμως περνάει η ώρα στα τηλέφωνα. Μόνο μια φορά το μήνα έχεις δικαίωμα για ελεύθερο επισκεπτήριο, στο θυρωρείο. Αρκετοί όμως, όπως και ο Μάρκος, το απέφευγαν, γιατί εκείνη τη στιγμή σε συνδέει με τον επισκέπτη σου ένας αόρατος ομφάλιος λώρος, που δύσκολα τον κόβεις για να επιστρέψεις στο κελί σου. Ένας εφιάλτης χωρίς τελειωμό, ένα άσχημο όνειρο που φέρνει τη λήθη. Η μια μέρα διαδέχονταν άλλη. Ο Έρι φερόταν στον Στέλιο σαν στην προσωπική του υπηρέτρια. «Σκέπασέ με, φέρε μου νερό, πλύνε μου τα ρούχα, δίπλωσέ τα και βάλ’ τα στο ντουλαπάκι», διέταζε συνεχώς. Σύντομα του άλλαξε και όνομα, τον ονόμασε Αρίβ. Στον Μάρκο είχε απαγορεύσει να βλέπει τον Θάνο, αλλά ευτυχώς δεν τον έβαζε να κάνει τέτοιες δουλειές. «Εσύ φταις! Εσύ έφερες τον Στέλιο στη φυλακή. Εσύ πρέπει να τον βγάλεις.», έλεγε στον Μάρκο. Ο Έρι φαινόταν να ζηλεύει κάθε φορά που ο Στέλιος μιλούσε με κάποιον. Τον ανάγκαζε να κόψει κάθε επικοινωνία και γινόταν προσβλητικός πολλές φορές. Ο Αλβανός θεωρούσε πως παρείχε προ-
στασία στον Στέλιο, γι’ αυτό του ζητούσε ανταλλάγματα: ηλεκτρονικό ρολόι, μαρκαδόρους, περιοδικά, μπουφάν, παπούτσια και πολλά άλλα, τα οποία έπρεπε να φέρουν οι δικοί του. Ο Μάρκος του είχε κόψει κάθε δικαίωμα. Παρόλο που ο Στέλιος έκανε όλα τα χατίρια στον Τρομερό, εκείνος ανταπέδιδε με γρονθοκοπήματα, σφαλιάρες, αισχρές και βαριές κουβέντες. Μετά από μια βδομάδα ο Έρι τους έστελνε με τον Στέλιο στο προαύλιο να μαζεύουν μικρές πέτρες, τις οποίες κοπανούσαν με μια μεγαλύτερη και τις έκαναν σκόνη. Κοσκίνιζαν μετά τη θρυμματισμένη πέτρα και ο Τρομερός κρατούσε σε διάφορα ποτηράκια την πιο χοντρή, την πιο ψιλή και τη σκόνη από την πέτρα. Με όλα αυτά έφτιαχνε κορνιζάκια. Για βάση χρησιμοποιούσε καλαμάκια από σουβλάκια που προμηθευόταν από την καντίνα. Την πέτρα την έβαζε περιμετρικά στην κορνίζα. Ο Στέλιος και ο Μάρκος κάθε απόγευμα έσπαγαν πέτρες. Αν τύχαινε να περάσει ο Θάνος, έπρεπε να τον κάνουν πέρα, να μην του δώσουν καμιά σημασία, γιατί ο Τρομερός το είχε απαγορεύσει. Είχε βάλει μάλιστα και τους άλλους... τους μεγάλους αδερφούς να παρακολουθούν τις κινήσεις τους. Όταν καμιά φορά συναντιόντουσαν κρυφά, κάθονταν σε αναμμένα κάρβουνα. Δεν έπρεπε σε καμιά περίπτωση να γίνει κάποιος τσαμπουκάς μεταξύ Τρομερού και Θάνου.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Καλώς ήλθατε...
63
64
Ο Στέλιος, ο Μάρκος και ο Μάκης μοιράζονταν τις δουλειές του στενάχωρου κελιού τους. Ένα μεσημέρι που ήταν η σειρά του Μάκη να φέρει το φαγητό και δεν πήγε γιατί ξεχάστηκε, ο Έρι θύμωσε πολύ. Τα λόγια προκάλεσαν μεγάλη ένταση και η ένταση οδήγησε σε χειρονομίες, κλωτσιές και μπουνιές. Ο Μάκης τις έτρωγε ανήμπορος να αντιδράσει ενώ ο Τρομερός τον χτυπούσε αλύπητα. Με μια μπουνιά του έσπασε τη μύτη και το πρόσωπό του γέμισε αίματα. Με μια άλλη μπουνιά έσπασε δυο δόντια από τα λιγοστά που του είχαν απομείνει. Τα περισσότερα άλλωστε είχαν καταστραφεί από τη χρήση ηρωίνης. Το άσπρο του φανελάκι έγινε βαθύ κόκκινο. Το πάτωμα λίμνη στο αίμα και τα πλακάκια του νεροχύτη κατακόκκινα. Ο Μάκης σκυφτός άφηνε το αίμα να τρέχει ποτάμι από τα ρουθούνια του. Ο Στέλιος μ’ ένα παλιό πανί σκούπιζε τα αίματα και καθάριζε τα απομεινάρια της καταιγίδας που είχε πριν λίγο ξεσπάσει. Όταν άνοιξαν οι πόρτες, ο Μάκης γεμάτος στα αίματα πήγε στο υπαρχιφυλακείο και ζήτησε να του αλλάξουν κελί. Όταν τον ρώτησε ο σωφρονιστικός υπάλληλος για ποιο λόγο θέλει να αλλάξει κελί, είπε πως στο τάδε κελί ήταν ένας ξάδερφος του και όταν ρωτήθηκε για τα αίματα στο μπλουζάκι του είπε πως γλίστρησε και χτύπησε στο νεροχύτη. Ακόμα αιμορραγούσε.
Πήρε μερικά πράγματα από το κελί του και πήγε για τέσσερις μέρες στο νοσοκομείο. Μόλις επέστρεψε μάζεψε τα πράγματα του και πήγε στο κελί 78. Είχαν περάσει τόσες μέρες και δεν είχαν πάρει ούτε ένα τηλέφωνο τους δικούς τους. Δεν έβρισκαν χρόνο ούτε για κατούρημα. Στα καρτοτηλέφωνα όπως και στην καντίνα καθώς και την ώρα του πρωινού επικρατούσε μεγάλος συνωστισμός, λες και γινόταν πόλεμος. Οι Αλβανοί ήταν κυρίαρχοι και στα καρτοτηλέφωνα. Μιλούσαν με τις ώρες ενώ οι Έλληνες περίμεναν τη σειρά τους. Αν επέμεναν, την έχαναν. και αν επέμεναν περισσότερο, ήταν πιθανό να έφευγαν με κάποιο σπασμένο δόντι, πόδι ή χέρι. Ο εφιάλτης γινόταν όλο και πιο έντονος. Καθημερινά δόξαζαν το Θεό που ήταν ακόμη ζωντανοί και όχι κρεμασμένοι στα μπάνια της πτέρυγας, όπως απειλούσαν οι Αλβανοί. Για τον Στέλιο, τον Μάρκο και τον Θάνο δεν υπήρχε ώρα, το μόνο που υπήρχε ήταν η αιωνιότητα της κόλασης, η φωτιά στον χορό των λεπτών της ώρας σ’ ένα καζάνι που έβραζε και ήταν έτοιμο να χυθεί. Στο κελί 59 είχε μείνει ένα κρεβάτι κενό το οποίο ήρθε να γεμίσει ο Νίκος, ένας ψηλόλιγνος σαραντάρης. Ο Νίκος παραπονιόταν συνεχώς, γιατί δεν μπορούσε να ρευτεί ή να κλ..ει όποτε το ήθελε, μιας και ο Τρομερός
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Καλώς ήλθατε...
65
66
το είχε απαγορεύσει. Αυτό ίσχυε για όλους. Ο Τρομερός το είχε πει: «Δε θα κλ...ε στο κελί. Δεν είμαι αναγκασμένος να μυρίζω την πορδή σας. Ούτε θα χέ....ε όταν το κελί είναι κλειστό και είμαστε όλοι μέσα. Μη σας ακούσω να ρεύεστε, γιατί θα σας χαρακώσω, καθίκια!». Τα βράδια παρακαλούσαν να μην τους πιάσει κόψιμο. Έτρωγαν φρυγανιές για να απορροφήσουν ότι υγρά υπήρχαν στο στομάχι. Διότι αν αναγκάζονταν να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα, αυτό το βράδυ θα τους έμεινε αξέχαστο. Με τις παρέες που κουβαλούσε στο κελί ο Τρομερός δεν μπορούσαν τα παιδιά να πάνε στην τουαλέτα να αφοδεύσουν. Πολλές φορές περίμεναν τέσσερις με πέντε μέρες μέχρι το κελί να βρεθεί άδειο και η τουαλέτα ελεύθερη. Τότε κρεμούσαν στο χερούλι της πόρτας ένα χάρτινο ταμπελάκι που έγραφε ΠΡΟΣΟΧΗ W.C. ΜΗΝ ΕΝΟΧΛΕΙΤΕ ΓΙΑ ΚΑΝΕΝΑ ΛΟΓΟ και έκαναν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Αν τύχαινε να περάσει μια ολόκληρη εβδομάδα χωρίς να ενεργηθούν, η κοιλιά τους πρηζόταν τόσο, που ένιωθαν πως θα ξέρναγαν κόπρανα. Ο πόνος ήταν αβάσταχτος, αλλά ήταν αδύνατο να πάνε στην τουαλέτα. Ο Νίκος κρυβόταν σαν νυχτερίδα στις γωνιές του προαυλίου. Παραπονιόταν πως ούτε έξω μπορούσε να κλ..ει, γιατί ντρεπόταν τον κόσμο. Για να καλύψει την πορδή του έβηχε ταυτόχρονα και έτσι η πορδή έφευγε με
ακόμη περισσότερη δύναμη. Και τότε έπιανε το στομάχι του και κάνοντας μια γκριμάτσα ανθρώπου πονεμένου έλεγε: «Η κοιλιά μου, ρε μάγκες...».
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Καλώς ήλθατε...
Παρόλ’ αυτά, ο Στέλιος, ο Μάρκος και ο Θάνος γελούσαν. Γελούσαν για να μην κλαίνε με όλα τα στραβά και τ’ άσχημα. Τριγύρω τους τσαμπουκάδες, μαχαιριές, μπουνιές, κλωτσιές, απόπειρες αυτοκτονίας, κραυγές. Από τις διπλανές πτέρυγες πετούσαν τα «αεροπλανάκια», μικρές συσκευασίες πρέζας, κοκαΐνης και φούντας. Τα πακετάκια έπεφταν δίπλα στα πόδια τους, κι αυτοί απομακρύνονταν γρήγορα για να μη βρουν κανένα μπελά. Ένα στραβοπάτημα θα οδηγούσε στο πειθαρχείο, κι αυτό δεν έπρεπε να συμβεί. Ήταν στη φυλακή σαν να μην υπήρχαν. Μέσα σ’ αυτό το χάος κυκλοφορούσαν σχεδόν αόρατοι. Τις βαριές σαν μολύβι νύχτες οι αισθήσεις τους ελευθερωνόταν. Γυρνούσαν κοντά στο νησί, στους δικούς τους ανθρώπους και στη δουλειά τους. Ελεύθεροι και λυτρωμένοι από αυτόν τον εφιάλτη, έβλεπαν στο όνειρό τους πως έτρεχαν γυμνοί σε καταπράσινα λιβάδια ενώ τους έλουζε μια ψιλή, διαμαντένια βροχή. Έτρεχαν ξυπόλυτοι σε ολάνθιστους κάμπους. Στο ανάμεσο του αφρού και της άμμου. Έτρεχαν στην απανεμιά, στο φως του ήλιου και του φεγγαριού. Στην Ανατολή και στη Δύση.
67
68
Δύναμη έπαιρναν από τα χρώματα του ονείρου, μα σαν ξημέρωνε και ο φύλακας ξεκλείδωνε το υγρό και στενάχωρο κελί τους, τα όνειρα κατρακυλούσαν και τσακίζονταν στις σκάλες της ακτίνας, ξανά και ξανά και ξανά, για άλλο ένα πρωί. Ο φύλακας μετά το ξεκλείδωμα ή έδινε μια στη βαριά πόρτα για να κλείσει ή την παρατούσε μισάνοιχτη και ακουγόταν στο κελί η οχλοβοή των κρατουμένων. Ξανά και ξανά ζούσαν τον ίδιο φρικτό εφιάλτη. Το φως του φεγγαριού, του ήλιου, της Ανατολής και της Δύσης τους έχει λείψει για πολύ καιρό. Μπαίνει μονάχα κομματιασμένο από το γεμάτο σίδερα παράθυρο του κελιού τους. Το φεγγάρι και τα άστρα σχίζονται σε πολλά κομμάτια. Όταν το φεγγάρι φτάνει εκεί, κρυώνουν. Κάτι τους λείπει, ίσως ένα αστέρι να το βάλουν ανάμεσα στα στήθη τους να ζεσταθούν. Οι νύχτες φεύγουν, πετούν μακριά, είναι χελιδόνια όλων των εποχών. Συντροφιά τους η κόρη της σιωπής, γεννημένη από τη σιωπή και τη βιαιότητα. Μια εποχή ακολουθεί την καταιγίδα, μια θύελλα αναγγέλλει τα λόγια του ουρανού. Πολλές φορές μάλιστα τα ελεύθερα σπουργίτια στα ξερόκλαδα των ταλαίπωρων δέντρων έξω στο προαύλιο κοιτούσαν λυπημένα τους κρατούμενους στην αιχμαλωσία τους ενώ οι φυλακισμένοι ονειρεύονταν ότι γίνονταν πουλιά. Είχαν περάσει περίπου 25 μέρες εγκλεισμού και αιχ-
μαλωσίας. Ο Τρομερός άρχισε τις αλχημείες. Έφτιαχνε τσίπουρο στο κελί από φρούτα υπηρεσίας. Η συνταγή πολύ απλή. Φτιάχνουν και άλλα πράγματα με υλικά αθώα και απλά, όπως κλέφτες (βραστήρες), άδειες τηλεκάρτες που ξαναγέμιζαν με μονάδες, γραμματόσημα που χρησιμοποιούνται για δεύτερη ή τρίτη φορά, σπαθιά από λάμες κρεβατιών, καθρεφτάκια για μπανιστήρι στους διαδρόμους και άλλα τόσα που δε χωράει ανθρώπου νους! Δόξα τω Θεώ! Εδώ μπορεί κανείς να μάθει πολλά! Δεν έχουν άδικο αυτοί που λένε πως η φυλακή είναι ένα μεγάλο πανεπιστήμιο!
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Καλώς ήλθατε...
ΝΑ ΠΩΣ ΦΤΙΑΧΝΟΥΜΕ ΤΟ ΤΣΙΠΟΥΡΟ... ΥΛΙΚΑ: 5 κιλά πορτοκάλια υπηρεσίας 3 κιλά μήλα υπηρεσίας 2 χυμοί amita ανάμεικτοι από την καντίνα 2 κιλά ζάχαρη Η ψίχα από τρεις φρατζόλες ψωμί 2 γιαούρτια υπηρεσίας, veloutato κατά προτίμηση 1 κουβάς σφουγγαρίσματος 1 τετράγωνο πλαστικό τάπερ 1 κλέφτης-βραστήρας 1 κάλτσα Αλβανού 1 τρίφτης
69
2 σκουπιδοσακούλες μεγάλες και άλλες τσάντες πλαστικές 2 μέτρα σεντόνι σε λωρίδες (πολύ βολικό...)
70
ΕΚΤΕΛΕΣΗ: Ξεφλουδίζουμε τα πορτοκάλια, τρίβουμε τα μήλα στον τρίφτη και τα ρίχνουμε στη σακούλα απορριμμάτων μαζί με τη ζάχαρη, την ψίχα του ψωμιού, τα γιαούρτια και τους χυμούς. Σφραγίζουμε αεροστεγώς τη σακούλα δένοντάς την με μια λωρίδα από το σεντόνι. Αφήνουμε το μείγμα να βράσει για δεκαπέντε έως είκοσι μέρες σε θερμοκρασία δωματίου. Παίρνουμε αργότερα τον κουβά και κάνουμε τέσσερις τρύπες στο ύψος του στομίου, περνώντας από τις τρύπες τις λωρίδες. Εσωτερικά κάνουμε μια τετράγωνη βάση ώστε να τοποθετηθεί στέρεο το τάπερ και να αιωρείται περίπου τέσσερα δάκτυλα κάτω από τα στόμιο του κουβά. Με την κάλτσα σουρώνουμε το μίγμα από τη σκουπιδοσακούλα και αφήνουμε να τρέξει ο χυμός μέσα στον κουβά. (Αφού σουρώσουμε το υγρό, κρατάμε τα στερεά υπολείμματα, τη μαγιά δηλαδή, σε κουτάκι αεροστεγώς κλεισμένο για την επόμενη φορά). Προσθέτουμε στον κουβά με το χυμό νερό. Στο κέντρο τοποθετούμε το τάπερ, που πρέπει να αιωρείται, ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
βουτάμε τον κλέφτη-βραστήρα στον κουβά με το υγρό και αφού βεβαιωθούμε πως δεν έχει πέσει η ασφάλεια ξεκινάμε την απόσταξη. Σκεπάζουμε τις διαφανείς τσάντες γύρω γύρω στον κουβά με το σεντόνι, φτιάχνοντας ένα κάλυμμα που στο κέντρο έχει μια ελαφριά κοιλιά. Όσο ο κλέφτης βράζει, ο υδρατμός κολλάει εσωτερικά στο επάνω μέρος της σακούλας και σταγόνα-σταγόνα πέφτει καθάριο το τσίπουρο μέσα στο τάπερ. Στο εξωτερικό κάλυμμα αφήνουμε ταυτόχρονα να κυλάει κρύο νερό ώστε να ψύχεται το εσωτερικό του καλύμματος. Η διαδικασία αυτή κρατάει περίπου τρεις-τέσσερις ώρες ενώ ο χώρος μυρίζει πολύ άσχημα. Τέλος ό,τι έχει μαζέψει το τάπερ το αδειάζουμε σε πλαστικά μπουκαλάκια του AVA και το βάζουμε στον πάγο να κρυώσει. Μόλις παγώσει, το τσακίζουμε ανελέητα ... Στην υγειά μας ... 71
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΚΛΕΦΤΗ (ΒΡΑΣΤΗΡΑ) ΥΛΙΚΑ: 1 καλώδιο 2 μέτρων (κεραίας) 2 μεταλλικά καπάκια κονσέρβας από την καντίνα 1 μικρό κομμάτι ξύλο 2x4 εκ. 1 φις πρίζας, αν έχουμε την πολυτέλεια Μερικές λωρίδες από σεντόνι. Καλώς ήλθατε...
72
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ: Τρυπάμε στην άκρη με ένα μικρό καρφί τα μεταλλικά καπάκια, κάνοντας μια τρύπα στο καθένα. Ξεγυμνώνουμε το καλώδιο και προσαρμόζουμε το γυμνό μέρος του στην τρύπα ενός από τα καπάκια. Το ίδιο κάνουμε και σε ένα άλλο καπάκι. Το μικρό κομμάτι ξύλου το βάζουμε ανάμεσα στα δύο μεταλλικά καπάκια για να μη γίνεται επαφή. Τέλος, τα δένουμε μεταξύ τους με τη λωρίδα από το σεντόνι, βάζουμε το φις στο ρεύμα και έτοιμος ο βραστήρας. Με τον ίδιο τρόπο κατασκευάζουμε την αντίσταση, για να φτιάχνουμε καφέ ή τσίπουρο ή για να ζεστάνουμε νερό προκειμένου να πλύνει ο Τρομερός τα πόδια του. Τον κλέφτη τον βουτάμε στο νερό. Προσοχή! Μη βάζετε τα δάχτυλα σας στο νερό κατά την διάρκεια της διαδικασίας. Κίνδυνος-Θάνατος! Αναφέρουμε κάλτσες για σουρωτήρια, πλαστικά τάπερ, σεντόνια για σχοινάκια και μπουκάλια του AVA, γιατί αυτά διαθέτει η φυλακή. Σαφώς μπορούν να γίνουν και με οικιακές συσκευές πιο σύγχρονες, που όμως στη φυλακή είναι δύσκολο να βρεθούν. Εξάλλου εδώ όλα είναι πλαστικά: τα πιάτα, τα ποτήρια, τα μαχαίρια, τα πιρούνια, τα κουτάλια, για να μην τραυματιστεί ή αυτοκτονήσει κάποιος.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
• Το πιο σημαντικό για μένα και τους ανθρώπους σαν κι εμένα και της γενιάς μου είναι το ότι θα πρέπει να μάθουν να πεθαίνουν πολλές φορές στη ζωή, να μάθουν ότι οι εμπειρίες κάποτε τελειώνουν και η συνέχεια είναι κάτι το θετικό και όχι κάτι το αρνητικό.
ΡΕΝΑΤΟ ΚΟΥΡΤΣΙΟ
MEΡΟΣ γ
Τι ώρα πήγε ο χρόνος;
Το βράδυ ο Τρομερός είχε τα κέφια του... Ήταν η μέρα των γενεθλίων του – έκλεινε τα εικοσιδύο. Ήταν μάλλον από τις λίγες φορές που γελούσε, φαινόταν ευτυχισμένος. «Ένας ακόμη χρόνος στη φυλακή, όπου να ’ναι τελειώνω». Η πόρτα έκλεισε για άλλη μια φορά στα κελιά των φυλακών. Ο μεταλλικός ήχος θα τους καληνύχτιζε για άλλο ένα βράδυ. Το κελί βρομούσε από τη διαδικασία απόσταξης του τσίπουρου. Η ατμόσφαιρα βαριά από το αλκοόλ και τον καπνό του τσιγάρου. Ο Στέλιος και ο Μάρκος κάθονταν σιωπηλοί. Ο Τρομερός έδωσε εντολή στον Στέλιο να καθαρίσει μερικά μήλα και πορτοκάλια Τι ώρα πήγε ο χρόνος;
75
76
και να πιάσει το παγωμένο τσίπουρο από τον πάγο. Ο Μάρκος προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει, αλλά ο Τρομερός τον σταμάτησε. Ο Έρι σερβίρησε το ποτό από το μπουκαλάκι του AVA που περιείχε το παγωμένο τσίπουρο. Ο Τρομερός γιόρταζε! Το τσίπουρο αυτό ήταν γευστικό, δυνατό, διαυγές – μύριζε ποδαρίλα. Αυτό το υγρό τους τους ζάλισε τόσο, που ένιωθαν το μυαλό και τη φωνή τους βαριά και μουδιασμένη. Μετά από ώρα ο Τρομερός κοιμήθηκε ενώ ο Στέλιος με τον ξάδερφο και το συγκάτοικο έμειναν ξύπνιοι να τα πούνε. Φοβούμενοι όμως μήπως ξυπνούσε ο Τρομερός, που ροχάλιζε, και είχαν τίποτα παρατράγουδα, έγραφαν σε χαρτί ό,τι ήθελαν να πουν. Τα χαχανίσματα και το γράψιμο στο χαρτί γέμισε για λίγο την ώρα τους μέχρι που η βαριά ατμόσφαιρα, το τσίπουρο, ο καπνός και η μυρωδιά της απόσταξης τους κατρακύλησαν σε ένα παράξενο όνειρο, γεμάτο θυελλώδεις σκέψεις και εκνευριστικές αϋπνίες. Το ξημέρωμα θα τους έβρισκε εξαντλημένους και ζαλισμένους, η φαντασία τους όμως γινόταν όλο και πιο ζωηρή. Ξημέρωσε. Κάποιο θαύμα έπρεπε να γίνει για να τελείωνε κάποτε η ταλαιπωρία τους. Το μεσημέρι της ίδιας μέρας ο Τρομερός ανάγκασε τον Μάρκο να πάει στο κελί 60. Στο 59 θα ερχόταν κάποιος ομογενής του και θα του έκανε το τραπέζι με τα μπριζολάκια που είχε πάρει
ο Στέλιος από το επισκεπτήριο. Ο Μάρκος δεν μπορούσε να κάνει κι αλλιώς. Ξεκίνησε λοιπόν να πάει στο κελί 60 που βρισκόταν ακριβώς απέναντι στη γέφυρα της ακτίνας. Στο κελί αυτό υπήρχαν τρεις Αλβανοί. Όταν η πόρτα έκλεισε για μεσημέρι, εκείνοι άρχισαν να μιλάνε στη γλώσσα τους και να κοιτάζουν περίεργα τον Μάρκο, που ένιωθε το στομάχι του να δένεται κόμπο. Κουλουριάστηκε στο άδειο κρεβάτι περιμένοντας την πόρτα να ανοίξει. Είχε ήδη περάσει μια ώρα. Ο σωφρονιστικός υπάλληλος που πήγε να ξεκλειδώσει το κελί 59 παρατήρησε πως ο Μάρκος δεν ήταν εκεί. Πήρε μαζί του τον Τρομερό και κατευθύνθηκαν προς το κελί 60. Η πόρτα ξεκλείδωσε. «Μάρκος;» φώναξε ο υπάλληλος. «Εδώ» απάντησε ο Μάρκος και τινάχθηκε από το κρεβάτι, νιώθοντας τα άκρα του να μουδιάζουν. Ο Μάρκος του εξήγησε για ποιο λόγο είχει γίνει αυτή η αλλαγή, εκείνος όμως απειλούσε να τον στείλει στο πειθαρχείο. Πήρε τον Μάρκο από το κελί και τον οδήγησε στον υπαρχιφύλακα της πτέρυγας του. Τον ρώτησε για τη μη προβλεπόμενη αλλαγή του κελιού, ανοίγοντας παράλληλα το τεράστιο κόκκινο βιβλίο της πτέρυγας. Ο Μάρκος άρχισε να υπερασπίζεται την αθωότητα του, λέγοντας πως ο Τρομερός τον ανάγκασε να πάει στο άλλο κελί. Ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάματα. Ένιωθε οργή, θυμό, αδικία. Τελικά τον οδήγησαν στο πειθαρχείο προς συμ-
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Τι ώρα πήγε ο χρόνος;
77
78
μόρφωση. Καθώς κατευθύνονταν προς το πειθαρχείο ο δεσμοφύλακας είπε στον Μάρκο πως σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να δεχθεί να αλλάξει κελί. Όλα τα παίρνουν είδηση. Κι αν γινόταν κάτι στο κελί ο Μάρκος θα έβρισκε τον μπελά του. Ο δρόμος τους έβγαλε στην πόρτα του θυρωρείου. Ο Μάρκος ένιωθε το βάρος των τοίχων να του πλακώνουν το σώμα. Οι λάμπες να ανάβουν και να μην ανάβουν. Μια σκοτεινιά έτοιμη να ξεσπάσει σε απανωτές εκρήξεις. Σταμάτησαν μπροστά στην πόρτα και ο υπάλληλος τον έπιασε από τον ώμο και του είπε: – Πρόσεχε άλλη φορά! Μην αλλάζεις έτσι κελί. Τώρα θα σε πάω στον Αρχιφύλακα. όχι για αυτό το λόγο, αλλά γιατί κάτι προσωπικό σε θέλει. Ο Μάρκος απόρησε. Είχε μεγάλη αγωνία και τα νεύρα του ήταν τεντωμένα. Για ποιο λόγο άραγε τον ήθελε; Ένιωθε το αίμα να γίνεται θρόμβος στις φλέβες του. Ένα πέπλο μελανό τον είχε καλύψει και το μόνο που άκουγε καθαρά ήταν οι ήχοι από το σώμα του. Ο Αρχιφύλακας ήταν μετρίου αναστήματος, είχε σγουρά μαλλιά, μουστάκι, γαμψή μύτη και προφορά βλάχικη. Ζήτησε ευγενικά να μάθει το όνομα του και μετά του είπε: – Κάποιος από το (...), μεγάλος σε αξίωμα και τιμή..., μας είπε να κάνουμε για σένα ό,τι θες. Μήπως προτιμάς να σου αλλάξουμε πτέρυγα, να σε πάμε στην Α΄;
Εκείνος απάντησε πως ήταν στην ίδια πτέρυγα με τα δυο ξαδέρφια του και αν ήταν να γίνει κάποια αλλαγή θα προτιμούσε να γίνει και για τους τρεις τους. Ο Αρχιφύλακας δεν έδειξε να ενθουσιάστηκε με την πρόταση: – Καλά, θα δω τι μπορώ να κάνω..., του είπε και απευθυνόμενος στον σωφρονιστικό υπάλληλο τον διέταξε να οδηγήσει τον κρατούμενο στο κελί του. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής ο υπάλληλος προειδοποίησε τον Μάρκο να προσέχει και να μην αναφέρει στον Τρομερό την πρόταση που του είχε γίνει, γιατί θα ήταν σαν να έσκαβε ο ίδιος το λάκκο του. «Εχεμύθεια» του είπε και άνοιξε το κελί, που μέσα ήταν ο Στέλιος, ο Έρι και ο Νίκος. Παγωμένοι κι οι τρεις τους σαν στήλη άλατος, μη μπορώντας να καταλάβουν τι είχε συμβεί. Ο Τρομερός άρχισε την ανάκριση κι ο Μάρκος με κατεβασμένα μούτρα και εκνευρισμένο ύφος απάντησε: – Αυτό να μην ξανασυμβεί. Θα μπορούσα να είμαι πειθαρχείο για τις δικές σας ηλιθιότητες. Φτηνά τη γλίτωσα, κωθώνια... Ο Τρομερός έδειχνε να απορεί. Αναρωτιόταν πώς μπόρεσαν να καταλάβουν για την αλλαγή του Μάρκου στο άλλο κελί. Του μπήκε η ιδέα πως υπήρχε κάμερα στο κελί και άρχισε να ψάχνει. Δεν βρήκε τίποτα. Έμειναν σιωπηλοί μέχρι την ώρα που οι πόρτες ξεκλείδωσαν για απόγευμα. Ο Μάρκος
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Τι ώρα πήγε ο χρόνος;
79
80
παρακίνησε τον Στέλιο να βγουν έξω στο προαύλιο να κοπανίσουν πέτρα. Έτσι μόνο θα έβρισκαν την ευκαιρία να μιλήσουν ανενόχλητοι. Κοντά στην έξοδο συνάντησαν τον Θάνο. Του ζήτησαν να τους ακολουθήσει στο προαύλιο. Κάθισαν οι τρεις τους σε μια μεριά κι ο Μάρκος άρχισε να τους διηγείται τη μεσημεριανή του περιπέτεια με τον υπάλληλο και τον αρχιφύλακα. Τους επισήμανε πως ό,τι ήταν να κάνουν έπρεπε να το κάνουν μυστικά, με απόλυτη εχεμύθεια. Την ίδια μέρα ο Τρομερός τους διέταξε να κόψουν το κάπνισμα και να παραδώσουν στον αρχηγό του κελιού όλα τα τσιγάρα που είχαν στην κατοχή τους, Ο λόγος; Έπρεπε να μένουν λεφτά στις καρτέλες τους για να αγοράζουν καταναλωτικά αγαθά, απαραίτητα για τις ανάγκες του κελιού. Έτσι λοιπόν άρπαξε με βία όσα τσιγάρα βρήκε, κι ο Μάρκος με τον Στέλιο χωρίς δεύτερη κουβέντα παρέδωσαν όσα τσιγάρα είχαν στην κατοχή τους νιώθοντας μεγάλο εξευτελισμό. Έρχονταν ώρες που θα έδιναν και θα έκαναν τα πάντα για ένα τσιγάρο. Είχαν φτάσει στο σημείο να μαζεύουν μισοτελειωμένες γόπες από το προαύλιο. Όταν έβρισκαν κατά τύχη ένα ολόκληρο τσιγάρο, το αποκαλούσαν θεόσταλτο και το μοιράζονταν κρυφά οι δυο τους, προσέχοντας να μην τους αντιληφθεί ο Τρομερός. Τον Θάνο τον είχαν ταράξει στην τράκα. Δύσκο-
λες οι ώρες χωρίς τσιγάρο, χωρίς καπνό να πνίξουν τον καημό τους, την οδύνη και τη λύπη τους...
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Τι ώρα πήγε ο χρόνος;
Έχεις ένα τσιγάρο; Άραγε τι ώρα πήγε ο χρόνος; Τι ώρα πήγε ο ουρανός; Πως άρχισε ξαφνικά να σκοτεινιάζει; Πόσο γρήγορα έφτασε η νύχτα; Μια κατάσταση σε μια εντελώς διαφορετική διάσταση. Ήρθε λοιπόν η ειδοποίηση με κάποιον υπάλληλο του ιδρύματος λίγο μετά το βραδινό κλείσιμο των κελιών, ένα νέο που έκανε όλο το βράδυ τον Μάρκο να νιώθει ανήσυχος. Το πρωί έπρεπε να είναι έτοιμος για το δικαστήριο. Πρωί-πρωί, κατά τις 6:30 θα τον πήγαιναν στο Δικαστικό Μέγαρο του Πειραιά. Ήταν όμως πολύ νωρίς για τη δίκη. Τι άραγε να ήταν πάλι αυτό; Ο χρόνος απειλητικός και η νύχτα θάνατος. Όλο το βράδυ ένιωθε το σώμα του σαν νεκρό. Η νύχτα μολύβι που βάραινε το στήθος του. Συνεχείς ανυπόφορες κράμπες ταλαιπωρούσαν το στομάχι του και στο μυαλό του τα πάντα ήταν μπερδεμένα. Τι να τον ήθελαν άραγε στον Πειραιά; Τι ήταν αυτό το δικαστήριο; Τι τρόμος, Θεέ μου, για το αυριανό ξημέρωμα! Αποκοιμήθηκε για λίγο και είδε όνειρο ότι θα τον ελευθέρωναν. Είδε πως έτρεχε στου Ασημάκη, στον ερειπωμένο πύργο που κατέφευγε μικρός όταν ήθελε να κρυφτεί από ανθρώπους και σκότωνε ό,τι τον πονούσε. Εκεί στα πανύψηλα πεύκα έτρεχε
81
82
και ξαπόσταινε στα πηγαδάκια κάτω από τις αμυγδαλιές. Ήταν λέει λεύτερος, μα ο ουρανός συννεφιασμένος και τα πεύκα ξερά. Το νερό στα πηγάδια ήταν λάσπη, βούρκος, και τα λουλούδια κίτρινα και μαραμένα. Πόσο γρήγορα ξημέρωσε. Ο υπάλληλος ξεκλείδωσε την πόρτα και είπε στον Μάρκο να ετοιμαστεί. Σε μισή ώρα θα ερχόταν να τον πάρει. Ήταν 6:00 το πρωί, μόλις είχε αρχίσει να φέγγει. Φόρεσε το καλό του παντελόνι, το μακό του μπλουζάκι και περίμενε τον υπάλληλο. Πέρασαν από το ταμείο της φυλακής απ’ όπου ο Μάρκος πήρε 5000 δρχ. για τσιγάρα και καφέδες. Τον φόρτωσαν γρήγορα-γρήγορα στην κλούβα μαζί με άλλους κρατουμένους και τραβήξανε για Πειραιά. Σταμάτησαν έξω από το Δικαστικό Μέγαρο. Φόρεσαν χειροπέδες σε όλους. Τους είχαν δεμένους δυο-δυο. Ο Μάρκος ήταν δεμένος με ένα ψηλό παλληκάρι, πρεζόνι από τη Ρόδο. – Φίλε, έχεις ένα τσιγάρο; – Πάρε, ρε πατριωτάκι... – Ευχαριστώ, αδερφέ. Αυτός έκανε μεγάλα βήματα και ο Μάρκος δεν τον προλάβαινε παρά μόνο κάνοντας μικρά πηδηματάκια. Τους οδήγησαν στον τρίτο όροφο, στην ανακρίτρια, για να υπογράψουν τη δικογραφία και να μεταβιβαστούν τα χαρτιά από εκεί στον εισαγγελέα.
Δεμένοι όπως ήταν τους μετέφεραν στο Μεταγωγών, ένα πολύ βρόμικο περιβάλλον γεμάτο λέπρα. Αγόρασε τέσσερα πακέτα τσιγάρα και έναν ελληνικό καφέ. Τον ήπιε σχεδόν μονορούφι και κάπνισε απανωτά πολλά τσιγάρα για να νιώσει τον καπνό καλά μέσα του – τόσες μέρες του είχε λείψει. Η ώρα 12:30 το μεσημέρι. Τους πέταξαν στην κλούβα. Είχε έρθει η ώρα να επιστρέψουν στη φυλακή. Κατά τη διάρκεια της διαδρομής κοιτούσε το λιμάνι του Πειραιά, από τα στενά και γεμάτα σύρματα παράθυρα της κλούβας. Τα πλοία ήταν δεμένα και όλα έτοιμα προς αναχώρηση. Είδε το Ιαλυσός, ένα πλοίο με προορισμό το νησί του. Ονειρεύτηκε πως ήταν μέσα σε αυτό, άκουγε τις μηχανές να βουίζουν. Το πλοίο ετοιμαζόταν να ταξιδέψει και είχε έναν και μοναδικό επιβάτη, τον Μάρκο. Στην πραγματικότητα όμως το πλοίο ήταν με σβηστές μηχανές και έμοιαζε νεκρό χωρίς την παρουσία επιβατών. Σε όλο το δρόμο σκεπτόταν τα ταξίδια που είχε κάνει στη ζωή του. Θυμήθηκε το ταξίδι στο Νεπάλ, που τόσες φορές είχαν κάνει με το νου τους αλλά ποτέ με το σώμα τους. Ονειρεύτηκε πως ταξίδευε για κάπου μακριά, κάπου στη δύση. Έφτασαν. Ο έλεγχος εξονυχιστικός και κουραστικός. Βρέθηκε στο κελί του στις 3:30, ιδρωμένος και κατακου-
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Τι ώρα πήγε ο χρόνος;
83
ρασμένος. Τα ξαδέρφια του τον περίμεναν με αγωνία. Είχε κρύψει καλά τρία πακέτα τσιγάρα και τα μοιράστηκαν. Κρύφτηκαν σε μια γωνιά και άρχισαν να καπνίζουν σαν φουγάρα. Κάπνιζαν σαν τρένα σε σταθμούς ξεχασμένους, ερειπωμένους με σκουριασμένες ράγες. Τα ξαδέρφια ρωτούσαν τι έγινε, τι είδα, τι άκουσα, πώς είναι... ένα παραλήρημα πραγματικό. Οι μέρες κυλούσαν σαν πηχτό αίμα που κοχλάζει. Ο χρόνος σαν από κάρβουνο. Τείχη πανύψηλα και σύρματα παντού. Πόσες νεκρές χαρές και θλιμμένες λύπες έθαβαν κάθε βράδυ στα όνειρα τους. Ώρες βουβές στο κενό του χρόνου, σε έναν αιώνα μετέωρο, ξεπηδούν από την κουρασμένη σάρκα. Σκέψεις με οσμή θανάτου. Έτσι ο Μάρκος ακίνητος και σιωπηλός περίμενε. Δεν ήξερε τι...
84
να ανασαίνει με δυσκολία, προς στιγμήν νόμιζα πώς θα πέθαινε και θα έμενα ορφανός από εαυτό... Ο εαυτός μου, η χαρά και η θλίψη μου, κάθiσαν να κοιτούν από τα σίδερα του παραθύρου τα πανύψηλα τείχη. Τότε άκουσα να σιγοκλαίουν και να θυμούνται την δύση, εκεί όπου σάλλοτε στήναμε χορό. Τώρα πια όμως είμαστε εδώ, μετέωροι στον άλαλο χρόνο, με το τσιμπλιασμένο φως του τοίχου. Είμαστε στο τώρα και με τη σκέψη στολίζουμε την σιωπή με μοιρολόγια.» Οι άλλες σκέψεις πεθαίνουν για άλλο ένα βράδυ. Το έναστρο λαούτο του ουρανού φέρνει τον μαύρο ήλιο της μελαγχολίας. Ο Μάρκος εξακολουθεί να είναι χαμένος και να βαδίζει σαν φάντασμα. Περιμένει ακίνητος, περιμένει αμίλητος.
«Απόψε μίλησα με την θλίψη μου, δεν μιλούσε, άλαλη ήταν, δεν μίλησε ούτε για μια στιγμή. Έπειτα χαμογέλασα και μίλησα στην χαρά μου, κι αυτή μ΄ απαρνήθηκε. Πήγε και κάθισε στην γωνιά του κελιού με την πλάτη γυρισμένη. Ήταν η χαρά μου απόψε όπως και άλλοτε, θλιμμένη και σκοτεινή. Έμεινα με τον εαυτό μου, ολομόναχοι οι δυο μας, του έκλεισα το μάτι για να σπάσω τον πάγο, έκανε στην άκρη κι αυτός, δεν ήθελε λέει να με ακούσει, αρκετά του είχα πει. Κουράστηκε κι άρχισε ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
85
Τι ώρα πήγε ο χρόνος;
ΜΕΡΟΣ Δ
• Στα περιβόλια, μες τους
Ο θάνατος έδωσε ζωή
ανθισμένους κήπους σαν άλλοτε θα στήσουμε χορό και τον χάρο θα καλέσουμε να πιούμε αντάμα και να τραγουδήσουμε μαζί.
ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΑΠΑΔΟΛΑΜΠΑΚΗΣ
Ένας κόσμος γεμάτος αμαρτίες. Ο ήλιος έδυε και ανέτελλε στον ίδιο ακριβώς ρυθμό. Αμίλητα φαντάσματα τις νύχτες που κρύβουν πόνο, βροντές και καταιγίδες. Άφωνα άμορφα πλάσματα που ψάχνουν την αγιοσύνη. Που αναμένουν με ψυχραιμία – και επικινδυνότητα– την αναγέννησή τους. Ο κλέφτης ψάχνει την απλότητα. Ο φονιάς ζητάει πίσω τις ζωές των δικών του θυμάτων. Ο βιαστής την αγιοσύνη, ο τοξικομανής τη ζωή και ο κάθε απατεώνας ψάχνει να βρει τη μεταμέλειά του. Η αρρωστιάρα βροχή πέφτει με φόρα πάνω στα κάγκελα και τα συρματοπλέγματα, σκουριάζοντάς τα περισσότερο. Ξεπλένει τα αγριόχορτα τα γεμάτα από Ο θάνατος έδωσε ζωή
87
88
ψιλή σκόνη και χώμα. Ξεπλένει τη βρομιά του προαυλίου και τις καχεκτικές ζαρωμένες μολόχες στη μουχλιασμένη γωνιά του τοίχου. Και ενώ η βροχή πέφτει όξινη, μιλούν για τη ζωή πίσω από τα κάγκελά της. Αυτά τα κάγκελα που διδάσκουν την άλλη κοινωνία, την κλειστή και απομονωμένη κοινωνία της αιχμαλωσίας. Αιχμαλωσία σε κελιά υγρά και κρύα. Τα ταβάνια φουσκωμένα, έτοιμα να πέσουν και τα τζάμια στα παράθυρα σπασμένα. Σίδερα όλο σκουριά και βαριές, τεράστιες πόρτες σε ένα παρανοϊκά άρρωστο περιβάλλον. Μια σκοτεινιά στα στενά δρομάκια του θανάτου. Ένας ιδρώτας που καίει και τρυπάει. Κάθε στιγμή γεννιέται ένα τραγούδι, ένα μοιρολόι, ένας ύμνος και κάθε φωτιά που ανάβει ταυτόχρονα σβήνει. Αυτό που ψάχνουν θα το βρουν στα πιο βαθιά και σκοτεινά πηγάδια. Μυστικά γραμμένα με αίμα από κουρασμένες φλέβες, άρρωστες, ανίκανες, γεμάτες τοξίνες. Τα πλέγματα ξεσκίζουν την οπτική σου σάρκα, τα πανύψηλα τείχη σκίζουν τον αέρα, το σύννεφο, την αστραπή. Ένα σύννεφο που χάνεται στη θωριά της μέρας. Μια αστραπή που βουτά στις χιονισμένες από καημό φυλακές. Εδώ όλοι έχουν κάτι κοινό μεταξύ τους. Όλοι έχασαν την ελευθερία τους κι όλοι έχουν ένα τραύμα ή μια
γραντζουνιά στο γόνατο από τα παιδικά τους αθώα χρόνια...
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Ο θάνατος έδωσε ζωή
Στις φυλακές ζουν 2.500 άνθρωποι, περίπου τόσοι όσοι κατοικούν στο νησί του Στέλιου και του Μάρκου. Για φαντάσου! Αχ, Ελλάδα, με τους Ολυμπιακούς σου Αγώνες! Χωρίς αυτούς ίσως οι φυλακές να ήταν άδειες. Λέγεται πως η Ευρωπαϊκή Ένωση δίνει στο Ελληνικό κράτος καθημερινά 17.000 δρχ. για κάθε κρατούμενο. Από τις 17.000 δρχ. ο κρατούμενος ξοδεύει για πρωινό, μεσημεριανό και βραδινό 2.500 δρχ., συνεπώς 14.500 δρχ. μένουν στο κράτος. Έτσι λοιπόν αν πολλαπλασιάσουμε το ποσό των 14.500 δρχ. με τους 2.500 κρατουμένους θα βρούμε πως 36.250.000 δρχ. μηνιαίως μένουν στο κράτος. Τα λειτουργικά έξοδα της φυλακής μηδαμινά, μισθός για το προσωπικό, ΔΕΗ με έκπτωση, λίγα είδη διατροφής, μιας και τα περισσότερα προέρχονται από δωρεές. Επίσης ΟΤΕ δεν πληρώνουν γιατί υπάρχουν τα καρτοτηλέφωνα και, βέβαια, οι καθαριστές και οι συντηρητές των κτιρίων είναι ανύπαρκτοι. Όλοι όσοι δουλεύουν στη φυλακή δεν παίρνουν δραχμή, αφού όλοι είναι κρατούμενοι και δουλεύουν με αμοιβή τη μείωση της ποινής τους. Μία μέρα εργασίας ισούται με δυο μέρες φυλάκισης, οι οποίες αφαιρούνται από την τελική ποινή του κρατουμένου. Άραγε
89
υπάρχει κρατούμενος που δε θα ήθελε να εργαστεί στις Ελληνικές φυλακές;
90
Ο Τρομερός ήταν στα ιατρεία. Επιτέλους ο Μάρκος με τον Στέλιο έμειναν μόνοι στο κελί. Έτσι βρήκαν την ευκαιρία να πάνε τουαλέτα, να καπνίσουν κανένα τσιγάρο και να πιουν ένα καφέ με την ησυχία τους. Ο καφές είχε τελειώσει και ο Στέλιος πήγε να ζητήσει λίγο καφέ από κάτι γνωστούς. Για αντάλλαγμα έδωσε μια τηλεκάρτα των 2.500 δρχ., τόσο κόστισαν δυο φραπεδάκια αχτύπητα. Αν χρειαζόσουν ζάχαρη, καφέ, λάδι, τσιγάρα και διάφορα άλλα, έπρεπε να δώσεις κάτι ως αντάλλαγμα: χρονοκάρτες, τηλεκάρτες, καμιά παντόφλα ή φόρμα και γενικώς ό,τι χρήσιμο διέθετες. Κάθισαν λοιπόν στο στενό τραπεζάκι με τις άβολες πλαστικές καρέκλες για να απολαύσουν τον αχτύπητο καραβίσιο φραπέ και τον καπνό τους χωρίς την παρουσία του Αλβανού. Τα μεγάφωνα, όπως κάθε μέρα, τρυπούσαν τα αυτιά τους με τις ανακοινώσεις για δικηγόρους, νοσοκομεία, επισκεπτήρια, επιταγές και ένα σωρό άλλα. Ξαφνικά ακούστηκε από τα μεγάφωνα η ανακοίνωση του θυρωρείου. η μεταλλική φωνή του σωφρονιστικού υπαλλήλου έλεγε: «Στέλιος Κ., Μάρκος Π., Θάνος Κ., γρήγορα στο θυρωρείο».
Τα μάτια τους γούρλωσαν. Άρχισαν να αναρωτιούνται τι είχε συμβεί και έπρεπε να πάνε στο θυρωρείο. Βγήκαν έξω αμέσως και συνάντησαν στο δρόμο τον Θάνο αρκετά τρομοκρατημένο. Έτρεξαν όλοι μαζί να παρουσιαστούν ενώ το μεγάφωνο τους καλούσε για δεύτερη φορά. Ο δεσμοφύλακας ξεκλείδωσε και πέρασαν την κιγκλίδα της ακτίνας τους, κατέβηκαν τον διάδρομο δεξιά, έστριψαν αριστερά και βρέθηκαν στην κιτρινοπορτοκαλί πόρτα του θυρωρείου. Έξω από την πόρτα είχε κάμερα και έτσι δε χρειάστηκε να τη χτυπήσουν. Άκουσαν τον ηλεκτρικό θόρυβο της κλειδαριάς που ανοίγει, έσπρωξαν τη σιδερένια πόρτα και μπήκαν μέσα. Μαζί τους αυτή τη φορά βρισκόταν και κάποιος ιερέας από το νησί, ο οποίος είχε προφυλακιστεί για πέντε μήνες με κατηγορίες που αφορούσαν κάποιες οικονομικές ατασθαλίες, ενώ με τα χρήματα που είχε καταχραστεί βοήθησε πολλές οικογένειες και άπορους κι ας είχε όποια πάθη. Όλη αυτή η περιπέτεια τον είχε κάνει δυνατότερο και σοφότερο. Άλλωστε, πολλοί άγιοι, ακόμη και ο ίδιος ο Χριστός, φυλακίστηκαν κάποτε. Ο ρασοφόρος τους χαιρέτισε ζεστά και τους αγκάλιασε με δακρυσμένα μάτια. Ήταν ομοιοπαθούντες. Καταλάβαινε πολύ καλά τον πόνο τους, τον καημό τους και τη... σοφία της κλειστής κοινωνίας.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Ο θάνατος έδωσε ζωή
91
92
Δε σχολίασε αυτό που έκαναν, απλώς τους έδωσε κουράγιο και δύναμη να αντέξουν τον Γολγοθά, γιατί ο σταυρός στις πλάτες των κρατουμένων είναι βαρύς. Δίπλα του στεκόταν μια γυναίκα, κοντούλα, που είχε πιάσει τα γκρίζα της μαλλιά κότσο, στο στήθος της κρεμόταν ένας χρυσός σταυρός και στα χέρια της κρατούσε ένα μάτσο χαρτιά. Ο αρχιμανδρίτης Ελευθέριος σύστησε την κυρία Μαγδαληνή στα ξαδέρφια. Ήταν η κοινωνική λειτουργός της Β΄ πτέρυγας. Η χειραψία της ήταν θερμή, γεμάτη αγάπη. «Δε θα κοιτάξουμε γιατί είστε στη φυλακή μόνο πώς θα φύγετε πιο γρήγορα από αυτή. Δε σας αξίζει η φυλακή, δεν είναι χώρος που σας ταιριάζει», είπε επιβλητικά και εύγλωττα. Άκουσε για τη μεταμέλεια των παιδιών με κατανόηση και ζήτησε να μάθει αν υπήρχαν προβλήματα στην πτέρυγά τους. Της ανέφεραν όσα ακριβώς συνέβαιναν με τους... Τρομερούς κι εκείνη υποσχέθηκε πως θα έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της προκειμένου να μεταφερθούν σε άλλη ακτίνα. Ο αρχιμανδρίτης Ελευθέριος πρότεινε να τους στείλουν στην πτέρυγα Α΄, για να βρουν κάποια σχετική ανάπαυση. Συζήτησαν στα γρήγορα όλα όσα τους αφορούσαν και μετά χώρισαν. Ο ιερέας τους έδωσε από μια τηλεκάρτα, χαρτιά και φάκελους αλληλογραφίας, στυλό και γραμματόσημα. Τον ευχα-
ρίστησαν θερμά, όπως και την κυρία Μαγδαληνή, η οποία τους διαβεβαίωσε πως η αίτηση τους για αλλαγή πτέρυγας θα γινόταν σίγουρα δεκτή. Άντλησαν μεγάλη ψυχική δύναμη από αυτή τη συνάντηση, ήταν ακριβώς αυτό που χρειάζονταν. Τώρα έπρεπε να βρουν κάποια δικαιολογία να πουν στον Τρομερό, που θα είχε σίγουρα ακούσει τα ονόματά τους από τα μεγάφωνα και το πονηρό και άρρωστο μυαλό του θα το είχε αποθηκεύσει στο αρχείο του. Άνοιξε πάλι η πόρτα στο κελί 59 και ο Στέλιος με τον Μάρκο μπήκαν μέσα. Ο Τρομερός έφτιαχνε κορνιζάκια από κοπανισμένη πέτρα, καλαμάκι και χαρτόνι. Δεν άργησε να τους ρωτήσει... Αυτοί αποκρίθηκαν πως κάποιος κύριος από το νησί ήθελε να τους αλλάξει πτέρυγα. Αμέσως ο Τρομερός ρώτησε: – Και εσείς τι είπατε; Δεχτήκατε να πάτε αλλού; – Όχι, όχι! απάντησε ο Μάρκος. – Γιατί να φύγουμε; Τώρα που συνηθίσαμε και περνάμε όμορφα; συμπλήρωσε ο Στέλιος. Τα παιδιά τον διαβεβαίωσαν πως... ο κόσμος να χαλούσε αυτοί δεν επρόκειτο να αλλάξουν πτέρυγα. Εννοείται πως τίποτα από αυτά που έλεγαν δεν το πίστευαν. Αντίθετα, περίμεναν τη μέρα που θα φύγουν από τον στάβλο με τα ζώα σαν την ημέρα της λύτρωσης. Να φτύσουν τον Τρομερό και να φύγουν. Αλλά
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Ο θάνατος έδωσε ζωή
93
94
και πάλι, δε θα το έκαναν... Γιατί κακά τα ψέματα, τα νησιώτικα παιδιά έχουν μάλαμα καρδιά. Ο Στέλιος, ο Μάρκος και ο Θάνος βγήκαν στο προαύλιο, ψάχνοντας για κανένα μισοτελειωμένο τσιγάρο να καπνίσουν και να κάνουν συμβούλιο. Αντάλλαξαν απόψεις και απόψεις. Ο χώρος που βρίσκονταν βρομούσε θάνατο. Ήταν ένα μεγάλο καζάνι που μέσα εκεί έβραζαν κάθε λογής εγκληματίες, βιαστές, τοξικομανείς, παιδεραστές και χίλιοι άλλοι, βουτηγμένοι στην αμαρτία, άλλοι θεληματικά κι άλλοι που βρέθηκαν τη λάθος ώρα, στον λάθος τόπο. Τρόφιμοι, όπως αυτοί στις αμερικάνικες αστυνομικές ταινίες. Χαρακωμένοι, με ουλές και τεράστια τατουάζ, ξυραφιές στο μετακάρπιο και βλέμματα κατάμαυρα, σαν τις πύλες της κολάσεως. Πολλές φορές θαρρούσαν πως δε βρίσκονταν στις Δικαστικές Ελληνικές Φυλακές αλλά σε αυτές της Τουρκίας ή του Καζακστάν. Μπλεγμένοι κι οι τρεις τους ανάμεσα σε τέτοιους ανθρώπους. Θύματα ειρήνης, στην άχρωμη κόλαση της φυλακής. Μάρτης, κι ο άνεμος δεν είναι εδώ...Δεν είναι εδώ αυτήν τη μέρα. Σήμερα που ο σωφρονιστικός υπάλληλος βρήκε στα μπάνια έναν απαγχονισμένο Ρωσοπόντιο, κρεμασμένο από της σωληνώσεις με μια λωρίδα από κουβέρτα. Ένα παλληκάρι είκοσι δύο ετών. Από το
προηγούμενο βράδυ είχε κόψει λωρίδες την κουβέρτα του για να φτιάξει τη θηλιά. Την έδεσε στους σωλήνες των μπάνιων, στο υπόγειο, πέρασε το φουρτουνιασμένο κεφάλι του μέσα της και άφησε το σώμα του ελεύθερο. Ο θάνατος ήρθε όπως πάντα καλοδεχούμενος, χαμογελώντας, χωρίς φασαρία και πολλά-πολλά. Το παλληκάρι στη θηλιά κρεμόταν στις σωληνώσεις και η μικρή απανεμιά των στενών παραθύρων παλατζάριζε το άψυχο σώμα πέρα δώθε. Ένα νεκρό δωμάτιο, που μέσα του έμεινε για λίγο η ψυχή και γρήγορα δραπέτευσε στο φως ελεύθερη. Αυτές οι ψυχές, κάποιες φορές, δεν ξέρουν σε ποια φάση της βρίσκεται η μέρα. Ξέρουν όμως ότι είναι πρωί καθώς οι πύρινες γλώσσες προβάλλουν φλογίζοντας το σκοτάδι. Ο ήλιος όμως δε θα φανεί κι ας μην έχει ο ουρανός σύννεφα. Έχει μόνο αυτό το αδιαπέραστο πέπλο της μαυρίλας. Ένας θάνατος, μια ζωή. Ένας θάνατος σιωπηλός, μιας και ό,τι γίνεται εδώ μένει μυστικό. Δεν το λένε στις ειδήσεις. Ήταν η μέρα που ο θάνατος έδωσε ζωή και μύρισε πένθιμη άνοιξη. Είδαν το νεκρό σώμα που το έβαζαν στο φορείο. Έκλεισαν τα μάτια τους και μέσα στη σκοτεινιά ακούστηκαν τα μεγάφωνα, αυτό το μαραφέτι που τους έσπαγε όλη μέρα τα νεύρα. Φώναξαν τον Μάρκο και τους άλλους δύο στο «θυρωρείο γρήγορα». Τι να ήθελαν
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Ο θάνατος έδωσε ζωή
95
96
πάλι; Τους ήθελαν για καλό ή για κακό; Έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Μόλις έφθασαν μπροστά στην πόρτα του θυρωρείου, ξεκλείδωσε αυτόματα κι εκείνοι με βαριά ψυχή και πολλή αγωνία έσπρωξαν για να την ανοίξουν. Μέσα τους ένιωθαν ένα περίεργο ανασάλεμα. ΄Ένας αστεράτος κοντόχοντρος έδωσε εντολή σε κάποιον υπάλληλο με λιγδιασμένο μαλλί να τους οδηγήσει στον Αρχιφύλακα. «Κύριε ελέησον! Λες να μας αλλάξουν πτέρυγα;» σκέφτηκαν. «Ελάτε. Προχωρείτε» είπε επιβλητικά ο υπάλληλος. Τους οδήγησε στον εξωτερικό χώρο του Αρχιφυλακείου, πίσω από το θυρωρείο. Δέντρα, λουλούδια, γρασίδι και κλουβιά με ζώα. Καναρίνια, χελώνες, ένας μικρός πίθηκος (που το έσκασε κάποιο φεγγάρι του Μάη) και πέτρινα δρομάκια. «Μπα! έχω ξαναπεράσει από εδώ...Κύριοι, εδώ είναι το περίφημο Νεπάλ!» είπε ο Μάρκος χλευάζοντας. Ανέβηκαν τέσσερα σκαλάκια, έκαναν αριστερά και μπήκαν στο Αρχιφυλακείο. Εκεί, προς μεγάλη τους έκπληξη, ήταν η μητέρα του Στέλιου μαζί με την κυρία Μαγδαληνή. Η θεία Ράνια με δάκρυα στα μάτια τους αγκάλιασε. Η κυρία Μαγδαληνή της τραβούσε τη φούστα, λέγοντάς της «Κλάψε. Κλάψε όσο μπορείς. Κλάψε». Κι η θεία όλο κι έκλαιγε. Ο Αρχιφύλακας στο γραφείο του μιλούσε στο τηλέφωνο και φώναζε. Το ταμπελάκι πάνω στο γραφείο του
έγραφε «Πρόεδρος σωφρονιστικών υπαλλήλων». Στον τοίχο με μεγάλα βυζαντινά γράμματα έγραφε « Ο Λόγος του Θεού είναι Αγάπη». Κοιτούσαν γύρω-γύρω από αμηχανία, μέχρι που ο Αρχιφύλακας έκλεισε το τηλέφωνο και τους επέπληξε γεμάτος θυμό: – Γιατί παίρνετε τηλέφωνα τους γονείς σας και τους αναστατώνετε; – Όχι! Δεν παίρνουμε κανένα τηλέφωνο, γιατί δε μας αφήνουν οι Τρομεροί, του απάντησε ο Στέλιος. – Έτσι είναι. Δεν παίρνουν κανένα τηλέφωνο, είπε η θεία και ο Αρχιφύλακας μαλάκωσε. Άρχισαν στη συνέχεια να του εξιστορούν τα προβλήματα μεταξύ Αλβανών και Ελλήνων και τον ικέτεψαν να τους αλλάξει επειγόντως πτέρυγα. Ο Αρχιφύλακας ζήτησε να του πουν ονόματα Τρομερών που προκαλούσαν προβλήματα. Του απάντησαν ότι δεν τα γνώριζαν, μια και κάθε Αλβανός είχε από τρία ονόματα. Εξάλλου, αν κάρφωναν κάποιον και τελικά δεν τους άλλαζαν πτέρυγα, θα το πλήρωναν ενδεχομένως ακριβά. – Μα, αν δεν μου πείτε ονόματα, πώς να σας βοηθήσω; Αν δείτε φωτογραφίες θα μπορέσετε να αναγνωρίσετε κάποιους; Ο Στέλιος απάντησε θετικά. Δίχως να χάσουν χρόνο, πήγαν τον Στέλιο σε ένα δωμάτιο γεμάτο φακέλους
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Ο θάνατος έδωσε ζωή
97
98
και βιβλία. Οι κάρτες και οι φωτογραφίες των Αλβανών κρατούμενων περνούσαν βροχή από τα μάτια του. Πέρασε και η φωτογραφία του Έρι. «Να! Αυτός είναι!» είπε δείχνοντας την καρτέλα με το δάχτυλό του. « Ένας μ...ς Τρομερός με μουστάκι και μπερέ. Αυτός με κλώτσησε στα πλευρά» πρόσθεσε. Επέστρεψαν στο γραφείο του Αρχιφύλακα. Ο υπάλληλος του έδειξε την κάρτα και αυτός κούνησε το κεφάλι του. – Τόσα πειθαρχεία πέρασε και μυαλό δεν έβαλε... Εντάξει, λοιπόν. Θα σας πάω στην Α΄, αλλά να είστε «Παναγίες». Το παραμικρό να κάνετε, σας παίρνω με τις κλωτσιές και σας ξαναφέρνω στη Γ΄. Συνεννοηθήκαμε; Τα παιδιά ήθελαν να χοροπηδήσουν από την αναπάντεχη χαρά. Ο Αρχιφύλακας τους κοίταξε απότομα και τους ζήτησε να σηκώσουν τα μανίκια τους, για να δει τις φλέβες τους. Ήθελε να δει αν τρυπιόντουσαν. Ήταν, βεβαίως, καθαρές, όλο υγεία. Έδωσε εντολή να τους πάρουν στο θυρωρείο για τη διαδικασία της αλλαγής ακτίνας. Ευχαρίστησαν τον Αρχιφύλακα και έφυγαν αφού τον διαβεβαίωσαν για την άψογη διαγωγή τους. Έτσι κι αλλιώς, δεν ήταν σε καμιά περίπτωση άνθρωποι που θα δημιουργούσαν προβλήματα. Ευχαρίστησαν την κυρία Μαγδαληνή, φίλησαν και τη θεία και μετά ο υπάλληλος τους πήρε μαζί του.
Τους οδήγησε γρήγορα στο θυρωρείο. Έδωσε στον υπεύθυνο κατανομής κρατουμένων την εντολή από τον Αρχιφύλακα για τη μεταφορά τους στην Α΄. Έφτιαξαν τα κατάλληλα έγγραφα, τους έδωσαν τα αποκόμματα αλλαγής και τους είπαν να μαζέψουν στρώματα, κουβέρτες, ρούχα και προσωπικά αντικείμενα όσο το δυνατόν γρηγορότερα. Είχαν αγχωθεί γιατί δεν ήξεραν αν θα έβγαιναν ζωντανοί από την πτέρυγα Γ΄, αν θα ξεμπέρδευαν με τον Τρομερό. Θα μπορούσε άραγε να τους κάνει κακό; Πανικός και ταραχή τους είχε κυριεύσει. Η χαρά κρύφτηκε στο ηθελημένα θλιμμένο τους πρόσωπο. Τι θα έλεγαν στον Τρομερό; Έπρεπε να φτιάξουν ένα μύθο. Με ύφος θλιμμένο μπήκαν στο κελί 59. – Τι έγινε, ρε; τους ρώτησε απότομα ο Τρομερός. – Μας άλλαξαν πτέρυγα με το ζόρι, του απάντησε ο Στέλιος. Οι κερατάδες! Εμείς δε θέλαμε, κι εκείνοι με το ζόρι... – Κάποιος μητροπολίτης από το νησί, πρόσθεσε ο Μάρκος. «Σιγά μην ήταν και ο πλανητάρχης», σκέφτηκε μέσα του ικανοποιημένος...
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Ο θάνατος έδωσε ζωή
Ο Τρομερός σκοτείνιασε...Βγήκε χωρίς να πει λέξη από το κελί του, αφήνοντας τα παιδιά παγωμένα. Φοβόντουσαν μήπως έφερνε κι άλλους Αλβανούς να τους
99
100
σαπίσουν στο ξύλο και μάζευαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν την προίκα τους από το κελί. Σε λίγο μπήκε μέσα ο Τρομερός μαζί με το Νίκο, τον άλλο συγκάτοικο. Ο Τρομερός κάθισε στο κρεβάτι του και τους παρακολουθούσε σιωπηλός. Τα παιδιά μονολογούσαν πόσο άδικο ήταν αυτό που τους έκαναν και τι θα τραβούσαν στην άλλη ακτίνα που θα τους πήγαιναν... Ο Νίκος χάρηκε για την αλλαγή, αλλά στεναχωρήθηκε παράλληλα που θα έχανε δυο πατριώτες του. Ο Τρομερός δε μιλούσε. Παρέμενε σιωπηλός, σκεπτόμενος όλα αυτά που θα έχανε. Τα πλυμένα του ρούχα, τους καφέδες του και την προσωπική του υπηρέτρια, τον Στέλιο. Είχαν τυλίξει τα στρώματα και τις κουβέρτες και είχαν βάλει στο σάκο όλα τα ρούχα και τα προσωπικά τους είδη. Αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν με τον Τρομερό. Το φιλί του Ιούδα... Με το Νίκο ήταν αποχαιρετισμός αληθινός. Του ευχήθηκαν Καλή Τύχη. Επιτέλους οι ώρες της λύτρωσης έφθασαν. Φορτώθηκαν σαν μουλάρια τα υπάρχοντα τους και βγήκαν από το κελί. Στα σκαλιά της ακτίνας και στους διαδρόμους οι Αλβανοί, οι Πακιστανοί και όλοι οι άλλοι τους κοιτούσαν εχθρικά, γεμάτοι μίσος. Το αίμα τους έβραζε ενώ το αίμα των παιδιών είχε παγώσει. Έφθασαν στην κιγκλίδα της πτέρυγας Γ΄ και η σιδερένια πόρτα άνοιξε με το κλειδί του φύλακα.
Ένα δροσερό αεράκι έλουσε την ψυχή τους καθώς η πόρτα έκλεινε. Δόξα τω Θεώ, ήταν ακόμη ζωντανοί. Κάθε στιγμή ένιωθαν την προστασία των αγγέλων και οι ευχές από την Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού τους συνόδευαν. Οι αδελφές στη Μονή τους στήριζαν με τις δυνατές προσευχές τους. Ο Γέροντας, ο πνευματικός πατέρας του Μάρκου, προσευχόταν καθημερινά και αυτό βαθιά μέσα του ο Μάρκος το ένιωθε. Μόλις αποφυλακιζόταν θα έτρεχε να κοινωνήσει, να εξομολογηθεί, να μεταλάβει σώμα και αίμα Χριστού. Πρώτη φορά ο Μάρκος ήθελε τόσο πολύ να εξομολογηθεί. Είχε γίνει ρατσιστής με την άτιμη συμπεριφορά των Αλβανών κι αυτό τον ενοχλούσε. Πολλές φορές ξεκρεμούσε από το λαιμό του το κομποσκοίνι του και προσευχόταν σιωπηλά, ενώ αυτό γινόταν κουβάρι μέσα στα δάχτυλα του.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Ο θάνατος έδωσε ζωή
101
•
ΜΕΡΟΣ ε
Στο κάτω-κάτω τούτη ’δω η φυλακή δεν είναι και άσχημη. Μόνο αυτοί οι τοίχοι
Ζωή στο θάνατο
στο κελί μου και στου διπλανού μου δε μ’ αρέσουν. Κι όμως σε διαβεβαιώ πως δε θέλω να κατηγορήσω ούτε το φύλακα ούτε το χτίστη της φυλακής.
ΚΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
Ήταν 27 Μαρτίου. Τα παιδιά διέσχιζαν το εσωτερικό της φυλακής, λυτρωμένα πια, κουβαλώντας στις πλάτες τα πράγματα τους. Πίσω τους άφηναν τους στενούς διαδρόμους και τις καγκελένιες πόρτες, μπροστά τους άλλες πόρτες περίμεναν το άγγιγμά τους για να ανοίξουν. Αυτά τα τείχη που ο ίδιος ο άνθρωπος ύψωσε, αυτά σε φυλακίζουν πάλι. Η κοινωνία με τους νόμους της και τις φυλακές, που υποτίθεται σωφρονίζουν τον κρατούμενο πίσω από τα κάγκελα. Αυτά τα βρομερά κάγκελα, που πάνω τους, μέσα και έξω και στα παράθυρα, βλέπει κανείς κρεμασμένα τα σχοινάκια από τα κουρελιασμένα Ζωή στο θάνατο
103
104
σεντόνια. Σχοινάκια για ν’ απλώνουν οι κρατούμενοι τα ρούχα τους. Ρούχα ασθενικά, όπως αυτός εδώ ο τόπος. Χολέρα, ηπατίτιδα, φυματίωση και τόσες άλλες αρρώστιες στο χώρο της φυλακής. Προσπαθούν να σωφρονίσουν τον ληστή, τον εγκληματία αλλά πώς; Οι σωφρονιστικοί υπάλληλοι και το γεγονός ότι παντού περιμένεις κάνουν τα νεύρα σου κουρέλι. Περιμένεις στο φαγητό, στην καντίνα, στα τηλέφωνα, στα ιατρεία για φάρμακα, όπου ρίχνεις το χαρτί για συνάντηση με το γιατρό και σε δέχονται μετά από τρεις-τέσσερις μέρες. Περιμένεις το ίδιο για τη συνάντηση με τον κοινωνικό λειτουργό και φυσικά περιμένεις και στα επισκεπτήρια. Περιμένεις... Περιμένεις πότε ο φύλακας θα αφήσει την εφημερίδα του για να σου δώσει μια ασπιρίνη. Το σύστημα σπάει καρύδια. Για ποιόν σωφρονισμό μιλάνε; Αλήθεια, πως θα σωφρονιστεί κανείς όταν η ίδια η κοινωνία τον τσαλαπατάει με τους νόμους της; Με τους νόμους που γράφτηκαν από χέρι ανθρώπου, χέρι όμως παραπληγικό. Αν έμπαιναν στη φυλακή εκείνοι που έγραψαν τους νόμους, δε θα άντεχαν ούτε ένα μήνα. Άνθρωποι που δε γνώρισαν την αιχμαλωσία, όντα που δεν είδαν ποτέ το φεγγάρι και τον ήλιο κομματιασμένο, άνθρωποι που δεν κοιμήθηκαν ποτέ σε τσιμεντένιο πάτωμα, σε δωμάτιο με σπασμένα τζάμια, υγρούς τοί-
χους και ετοιμόρροπα ταβάνια. Αυτοί ποτέ δεν κουράστηκαν να μάθουν τη σημασία της λέξης ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Ζουν εγκλωβισμένοι σε κάποια καταστρεπτική ιδέα, κοιμούνται σε πουπουλένια στρώματα και στα πλουμιστά γραφεία τους φτιάχνουν νόμους. Όχι για τα δικά τους παιδιά, τα οποία αν παραστρατήσουν στη ζωή τους, όσο κακό κι αν κάνουν, όσο εγκληματίες κι αν γίνουν, γι’ αυτά θα βρεθεί ο νόμος-παραθυράκι, προκειμένου να σωθεί το τομάρι του δικού τους αίματος. Υπάρχουν και αυτοί που εκπληρώνουν τον σαδισμό των άλλων άθελά τους. Αναγκαστικά θα κλείσουν το κορμί τους στους τέσσερις τοίχους. Αυτοί θα πληρώσουν τη ζωή με χαμένους μήνες ή και χρόνια. Και όταν οι άλλοι θα ανεβαίνουν την άνοιξη στους Μύλους, αυτοί μονάχοι, απόμακροι στρατοκόποι, θα περιμένουν στο στενό κελί τους. Καταδικασμένοι από τους νόμους αυτούς που δε δίνουν μια δεύτερη ευκαιρία. Με πόνο στολίζουν τις μέρες τους, με πίκρα κεντούν τα όνειρά τους, με θλίψη πλουτίζουν τη ζωή τους. Κάποιοι γίνονται σοφοί, διδάσκαλοι, έτοιμοι να ξεχωρίσουν. Οι γονείς, τα αδέρφια, οι συγγενείς των κρατουμένων αρρωσταίνουν για τα καμώματα των παιδιών τους. Τώρα είναι δακτυλοδεικτούμενοι, κλείνονται στον εαυτό τους και ξεπουλούν ό,τι έχουν για να σώσουν τα παιδιά τους. Και το τίμημα είναι συνήθως πολύ ακριβό.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Ζωή στο θάνατο
105
Και αν αποφυλακιστούν, τι γίνεται; Πόσες πόρτες θα κλείσουν μπροστά τους; Θα δουν τα παιδιά τους ζωντανά και ελεύθερα πριν κλείσουν τα μάτια τους; Και αν ναι, τι απομένει τελικά να δουν; Μήπως ένα ζωντανό-νεκρό, που δεν μπορεί να κάνει τίποτα; Γιατί η ζωή του έχει πλέον αλλάξει ριζικά. Φοβάται μέχρι και τη σκιά του. ένα του ακόμη παραστράτημα μπορεί να αποβεί μοιραίο. Για ποιο σωφρονισμό μιλάνε; Όχι, δε φταίει η φυλακή, φταίει το σύστημα. Όλα αυτά πέρασαν από το μυαλό τους σε κλάσματα δευτερολέπτου. Σκέψεις που έμοιαζαν με πουλιά ανεμοδαρμένα. Όμως άλλαζαν ακτίνα. Αυτό ήταν γεγονός.
106
Ήρθε η στιγμή που έφθασαν, φορτωμένοι όπως ήταν, στην κιγκλίδα και στο Υπαρχιφυλακείο της πτέρυγας Α΄. Ο σωφρονιστικός υπάλληλος, ίδιος με τους άλλους. Είχε κι αυτός στη ζώνη του κρεμασμένα τα κλειδιά, τον ασύρματο, τις χειροπέδες και τα όπλα του. Του έδωσαν το απόκομμα εισόδου, άνοιξε τη βαριά πόρτα και τους έδωσε οδηγίες για το πού θα πήγαιναν. Η πόρτα έκλεισε πίσω τους, κάνοντας το γνωστό μεταλλικό γδούπο. Η καινούρια πτέρυγα δε διέφερε σε τίποτα με τις προηγούμενες. Ήταν ίδια στο χρώμα, στις εγκαταστάσεις και στα υπόλοιπα. Ήταν ένα μακρόστενο κτίριο με τρεις ορόφους, όπου στον καθένα υπήρχαν σαράντα
κελιά, δηλαδή εκατόν είκοσι στο σύνολο τους. Δεξιά και αριστερά αριθμημένες πόρτες, έξω στους διαδρόμους και στα κελιά κρατούμενοι. Ένας κόσμος όμως πιο ήμερος και συγκρατημένος. Δεν έδωσαν καμιά σημασία στους νέους κι αυτό τους παραξένεψε λιγάκι. Άνθρωποι μεγάλης ηλικίας, που αναρωτιόσουν ποιος ήταν ο σκοπός του εγκλεισμού τους στη φυλακή. Όλοι σχεδόν Έλληνες. Οι Αλβανοί ήταν μετρημένοι στα δάχτυλα. Δεν τους έπαιρνε να κάνουν το παραμικρό. Το πάνω χέρι εκεί το είχε η Ελλάδα. Γειά σου, μωρή Ελλάδα! Τουλάχιστον ήταν πιο ήσυχα, δεν υπήρχε τόση βουή όπως στην άλλη. Στα τηλέφωνα, στην καντίνα, στο πρωινό και στο φαγητό υπήρχε σειρά προτεραιότητας. Όλοι τηρούσαν τη σειρά, περιμένοντας ο ένας πίσω από τον άλλο. Στα τηλέφωνα είχες στη διάθεσή σου πέντε λεπτά, για να επικοινωνήσεις με τον έξω κόσμο. Τότε ήταν που ο Στέλιος, ο Μάρκος και ο Θάνος άρχισαν να ξοδεύουν πολλά σε τηλεκάρτες. Ο Στέλιος πήγε στο κελί 27, ο Θάνος στο 21 και ο Μάρκος στο 110, που βρισκόταν στο δεύτερο όροφο. Άφησαν τα πράγματα τους στα κελιά και βγήκαν στο προαύλιο, μιας και το πρόλαβαν ανοικτό, να δουν τι γίνεται εκεί έξω. Ένας χωμάτινος διάδρομος οδηγούσε βόρεια στο κεντρικό προαύλιο της ακτίνας. Δεξιά και αριστερά τα
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Ζωή στο θάνατο
107
108
τείχη πανύψηλα με αγκαθωτά συρματοπλέγματα και απολιθωμένους σκοπούς. Υπερυψωμένες σκοπιές να σου κόβουν τον ουρανό σε χίλια δυο κομμάτια, να σου κόβουν τον αέρα. Στο προαύλιο δεξιά ένα γυμναστήριο με βάρη. Πλαστικά μπουκάλια γεμάτα με χώμα και περασμένα σε σκουπόξυλα για μπάρες. Ένας σάκος του μποξ και βαρίδια από κουτιά Nescafe. Απέξω δέντρα, πανύψηλες και γερές δίχως φύλλα λεύκες, καταπράσινες τριανταφυλλιές, έτοιμες να ανοίξουν μπουμπούκια, δάφνες και ελιές στο ξεπέταγμά τους. Παγκάκια από πέτρα και ξύλο, γάτες με μωρά στην κοιλιά, που χουρχούριζαν στα πόδια των κρατουμένων. Χώρος ζωντανός και φιλικός...(!) Ο κόσμος περίμενε υπομονετικά τη λήξη της ποινής του. Μερικοί δεν προλάβαιναν, γιατί τους έπαιρνε ο θάνατος. Εκεί που πραγματικά τα έβαζες με τους νόμους ήταν όταν έβλεπες παππούδες ετοιμοθάνατους να περιφέρονται στο προαύλιο γύρω-γύρω περιμένοντας το θάνατο ως την καλύτερη λύση. Κάποιος παππούς είχε τραχειοστομία. ανήμπορη να ακουστεί η φωνή του. Στα τηλέφωνα είχε επινοήσει δικό του τρόπο επικοινωνίας. Χτυπούσε την παλάμη του στο ακουστικό. Άλλοι, σχεδόν ανάπηροι, με δυσκολία κρατούσαν το σώμα τους σε ισορροπία, στηριζόμενοι σε καρέκλες σέρνονταν ώσπου να φτάσουν στην κιγκλίδα ή στην αίθουσα του
φαγητού. Άνθρωποι που έλεγαν πως ντρόπιασαν τα παιδιά τους, τα εγγόνια τους και την ίδια τη ζωή. Άλλοι έλεγαν στα παιδιά και στα εγγόνια τους πως είναι στο νοσοκομείο ή στο εξωτερικό για δουλειές. Δεν ήθελαν οι δικοί τους να ντρέπονται για αυτούς. Πόσα παιδιά επίσης μεγαλώνουν σε ξένα χέρια γιατί η μάνα και ο πατέρας βρίσκονται στη φυλακή; Άνθρωποι φορτωμένοι ντροπή, μίσος και ξεφτίλα. Μερικοί έχουν παράθυρα στο κελί τους και κάποιοι άλλοι όχι. Κάποιοι βρίσκουν τρόπους να ζήσουν, να επιβιώσουν, να ελευθερωθούν και κάποιοι άλλοι σαπίζουν στην αδικία.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Ζωή στο θάνατο
Άραγε πότε θα έρθει η μέρα που θα ξυπνήσουν από αυτό τον εφιάλτη; Πότε θα δουν το φως; Λύτρωση ζητούσαν τις νύχτες στα όνειρά τους. Μόνο εκεί μπορούσαν να μπερδέψουν την αλήθεια με το ψέμα. Ονειρεύονταν πως έτρεχαν ελεύθεροι στην πρωινή πάχνη και ξαφνικά βρίσκονταν πίσω από τους τοίχους της φυλακής. Όνειρα ζωντανά, γεμάτα χρώμα και πνοή. Μα οι μέρες στην κόλαση περνούσαν βασανιστικά, σαν σκιές που χορεύουν στο φως των κεριών. Όχι ότι έμπλεξαν πουθενά, κάθε άλλο μάλιστα, έκαναν γνωστούς και φίλους. Στη φυλακή μπορεί κανείς να κάνει τις καλύ-
109
110
τερες φιλίες, μια και ό,τι περνάει αυτός το περνάει και ο άλλος. Έξω στην κοινωνία αν σου πει κάποιος πως έχει σκοτώσει πολλούς ανθρώπους, σίγουρα θα τον κάνεις πέρα. Στη φυλακή είναι διαφορετικά τα πράγματα. Δεν έχεις το φόβο. Έτσι κι αλλιώς, κάνετε την ίδια ζωή. Σε αυτή την ακτίνα, ήταν κι ένας Σέρβος, ο Βλάντε Μιγιάτοβιτς, δύο μέτρα και κάτι, σωστό γομαράκι, με μακρύ ίσιο μαλλί, το σώμα του γεμάτο τατουάζ και πληγές από μαχαίρι και μια σφαίρα στην κοιλιά. Ζούσε σε ένα μικρό χωρίο κοντά στο Κόσοβο, οι οικογένειά του ήταν φτωχή και ασχολούνταν με τα χωράφια. Όταν ήταν περίπου οκτώ ετών, ξέσπασαν οι συμπλοκές μεταξύ αλβανών μουσουλμάνων και σέρβων χριστιανών. Το χωριό του Βλάντε ήταν κοντά στο επίκεντρο των γεγονότων. Οι Τρομεροί έκοψαν το κεφάλι του πατέρα του και το πήγαν στο μικρό Βλάντε, που ορκίστηκε τότε να πάρει το αίμα του πατέρα του πίσω «σκοτώνοντας με την παραμικρή αφορμή το κάθε Τρομερό καθίκι». Πήγε σε πολύ μικρή ηλικία στον στρατό, υπηρετώντας την πατρίδα του και την τιμή του πατέρα του. Ανέβηκε γρήγορα βαθμούς και στα είκοσι εννιά του έγινε Ταγματάρχης. Αρχές του 1998 ξεσπά μεγάλη ταραχή μεταξύ Αλβανών και Σέρβων στο Κόσοβο με αφορμή τη διεκδίκηση από τις δύο μειονότητες του Κοσόβου. Ο Βλάντε σιγάσιγά παίρνει το αίμα του πατέρα του πίσω. Σφαγιάζει
με βάρβαρο τρόπο αρκετούς Αλβανούς. Μαζί με τους συντρόφους του κατάκαιει και λεηλατεί αλβανόφωνα χωριά του Κοσόβου. Μετά τη λήξη του πολέμου, φοβούμενος ότι θα κατηγορηθεί για εγκλήματα πολέμου, αποφασίζει να καταφύγει στην Ιταλία, όπου έσφαξε τέσσερις Αλβανούς. Κυνηγημένος βρήκε άσυλο στην Ελλάδα. Το πρώτο του λιμάνι ήταν στην Πάτρα. Βρήκε τον ξάδερφο του Ήλια, που τον έβαλε στη νύχτα να πουλάει προστασία σε νυχτερινά μαγαζιά. Περπατώντας μεθυσμένοι ένα βράδυ με τον Ήλια σε κάποιο στενό της πόλης, συνάντησαν ένα ζευγάρι Αλβανών. Το μάτι του Βλάντε θόλωσε, με όλο το βάρος του σώματός του έπεσε επάνω στον Τρομερό γρονθοκοπώντας τον στο κεφάλι. Τον σκότωσε... Ο Ήλια είχε στο μεταξύ σκίσει τα ρούχα της Αλβανίδας και με το χέρι του έκλεινε το στόμα της κοπέλας που φώναζε. Αφού την βίασαν αρκετές φορές, την πήραν μαζί τους με σκοπό να την εκδίδουν. Στην πορεία του για την Αθήνα είχε πλέον σκοτώσει αρκετούς Αλβανούς κι έτσι δεν κατάφερε να ξεφύγει από τα χέρια της δικαιοσύνης. Καταδικάστηκε ισόβια. Ακόμη και μέσα στη φυλακή, δεν σταμάτησε τους φόνους. Περνούσε τις ώρες του καθαρίζοντας Αλβανούς και χτυπώντας τατουάζ σε κρατούμενους. Κάτι έπρεπε να χτυπάει, για να ηρεμεί. Όταν η γάτα η Μαρίκα έμενε έγκυος την έπαιρνε στο κελί του, όπου της είχε φτιά-
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Ζωή στο θάνατο
111
112
ξει σε μια κούτα την φωλιά της. Την ώρα της γέννας, φορούσε γάντια χειρουργικά και, εφοδιασμένος με πολύ χαρτί κουζίνας κι ένα ξυραφάκι, βοηθούσε τα νεογέννητα καταδικασμένα γατιά να δουν το φως της φυλακής. Σημειωτέον ότι έπρεπε στο κελί του να επικρατεί ησυχία για τη λεχώνα Μαρίκα. Ένας τέτοιος κακοποιός, με τόσο λεπτά κατά τα άλλα αισθήματα... Γνώρισαν επίσης τον Ζάνες που επέλεξε τον τίτλο του βιβλίου. Αυτός αποκαλούσε όποιον δεν του γέμιζε το μάτι «Λάκη». Ο Ζάνες ήταν μέσα για σαράντα κιλά χασίς. Ο κυρ-Μήτσος για πεντακόσια γραμμάρια ινδικής κάνναβης και τρία δενδρύλλια. Δίπλα στο προσκεφάλι του κυρ-Μήτσου ένα πλαστικό δοχείο, πτυελοδοχείο, γεμάτο ροχάλες και πρωινές πηγμένες χλεμπόνες. Βρίσκόταν ήδη εικοσιδύο μήνες στη φυλακή. Κι όλο αυτό τον καιρό πάνω σ’ ένα κρεβάτι. Πονούσαν τα πόδια του και χαπακωνόταν καθημερινά με lonarid, για να πονάει λιγότερο. Δίπλα στο κρεβάτι είχε ένα μικρό κομοδίνο, όπου έκρυβε το φαγητό του. Κοτόπουλο, φέτα και ντομάτες, μόλις το βράδυ έκανε να τον πιάσει λιγούρα, άνοιγε το μαγικό ντουλαπάκι κι έπιανε από μέσα ό,τι είχε. Ήταν εβδομήντα πέντε ετών, χασάπης από την Πάτρα. Η κυρά του έστελνε κάπου-κάπου καναδυό σώβρακα καθαρά και μπισκότα. Τα βράδια, όταν όλοι κοιμόντουσαν στο κελί, ουρούσε στο νεροχύτη που έπλεναν τα πλαστικά
τους μαχαιροπήρουνα και τάπερ. Ήταν γέρος και πού κουράγια να πάει στην τούρκικη λεκάνη που διέθετε το κελί... είχε ένα σκαλάκι σαρανταπέντε πόντων για να ανέβεις σε αυτήν. Όταν ο καιρός ζέσταινε, ένιωθε καλύτερα. «Άμα λάχει, πάω και για ποδήλατο σήμερα στο προαύλιο» έλεγε και πήγαινε ακριβώς έξω από το κελί του, αραχτός στην πλαστική καρέκλα. «Δεν είναι κι άσχημα στην παραλία...» έλεγε χασκογελώντας και κουνώντας το κεφάλι του με ύφος... «ρε, πού μπλέξαμε...» κατέληγε. Ο Γιώργος, ένας σαραντάρης επιχειρηματίας με τον Ανέστη και το Βασίλη έπαιζαν σαν παιδάκια. Είχαν πολλά χρόνια μπροστά τους άλλωστε. Πάλεψαν για διακοπή της ποινής τους, αλλά μάταια. Ο Αντρέας και ο Παναγιώτης, γιος και πατέρας στη φυλακή για 20 χασισόδεντρα. Ο Σωτήρης, ψηλός και λίγο αργόστροφος, αλλά καλός χαρακτήρας και αγαθός. Του έδωσαν να κρατήσει στο σπίτι του σαράντα κιλά πρέζα και αυτός το έκανε. Το αποτέλεσμα; Δεκαπέντε χρόνια φυλακή. Αυτά και άλλα τόσα. Όταν ο Μάρκος μεταφέρθηκε στην πτέρυγα Α΄, ένας παππούς ψηλός κι αδύνατος, με λιγοστά μαλλιά και άσπρα γένια τον πλησίασε. Φορούσε στο κεφάλι του ένα κασκέτο. «Γεια! Είμαι ο Γιουζέπε!» του είπε με ιταλό-ελληνική προφορά και του ζήτησε να του δείξει τη χούφτα του, το μέτωπο και τον αυχένα του. Ο Γιουζέπε
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Ζωή στο θάνατο
113
114
έβαλε την δεξιά του παλάμη στον αυχένα του Μάρκου και άρχισε να του λέει πράγματα για τον εαυτό του. Είχε ασχοληθεί με την παραψυχολογία και είχε διαβάσει πολλά για το πνεύμα, τη ζωή και την ενέργεια, έχοντας μάλιστα, –όπως ισχυριζόταν– εξωσωματικές εμπειρίες. Πίστευε ότι με τις παλάμες του χεριού του μπορούσε να θεραπεύσει διάφορες παθήσεις, πονοκεφάλους, ημικρανίες, μυϊκά τραβήγματα ακόμα και καρκίνο... Κατά τα άλλα όμως ήταν πολύ καλός και απλός άνθρωπος. Κι έγιναν τόσο καλοί φίλοι, που όποιο πρόβλημα και αν είχε ο Μάρκος έτρεχε να του το πει. «Δεν είμαστε τυχαία εδώ», τον καθησύχαζε εκείνος. «Είμαστε εδώ για ένα σκοπό. Γι’ αυτό, ποτέ μην πεις πως η φυλακή σου έκανε κακό. Διότι αυτοί που βρίσκονται στην κόλαση, στα σκοτάδια του κακού και στα βάσανα του αναγκαστικού κολασμού χωρίς να το έχουν απόλυτα θελήσει, καλούνται να βγουν από εκεί. Και αυτή η κόλαση δεν είναι παρά ένα καθαρτήριο για τους ίδιους, έλεγε κάποιος». Τελικά, μαθαίνει κανείς πολλά από πολλούς. Η αλήθεια συνήθως δεν συναντάται στον κόσμο αμιγής, αλλά ανακατεμένη με το σκοτάδι.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
ΜΕΡΟΣ στ
Μύριζε αίμα....
Παραμονή των Βαΐων. Τα ξημερώματα μια φωνή από το κελί 29 ακούστηκε να καλεί απεγνωσμένα γιατρό. Κάποιος παππούς είχε πάθει κρίση και πέθαινε. Ο φύλακας όμως δεν έδωσε καμία σημασία. Μια κραυγή, γεμάτη θυμό και οργή, έσκισε τη νύχτα: «Βρομόσκυλα, ηλίθιοι μπάτσοι, έφυγε ο παππούς!!!...». Το επόμενο πρωί ο παππούς κρύος και άκαμπτος στο κρεβάτι του. Άφησε το θάνατο να τον οδηγήσει έξω. Τον πήρε σε θάλασσες μακρινές και τόπους όμορφους. Τον πήρε εκεί που όλα πετούν και ζουν για πάντα. Πήραν το πτώμα του στις δέκα το πρωί και το παρέδωσαν στους δικούς του χωρίς καμιά ευθύνη, χωρίς καμιά εξήγηση. Μύριζε αίμα....
115
Πήγε να συναντήσει τον Ιησού την ώρα της Ανάστασής του. Κατά κάποιο τρόπο αναστήθηκε και ο παππούς...
• Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος, να ’ναι ήμερος, να ’ναι άκακος. Λίγο φαί, λίγο κρασί, Χριστούγεννα και Ανάσταση. Κι όπου φωλιάσει και σταθεί κανείς να μην του φτάνει εκεί. Μα ’ρθαν αλλιώς τα πράγματα, τονε ξυπνούν χαράματα, τον παν, τον φέρνουν πίσω-μπρός, του τρώνε και το λίγο βιός. Πάνω στην ώρα τη γλυκιά του τηνε παίρνουνε κι αυτή ... ... χαράς τους που ’ναι οι δυνατοί.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
Εκείνο το βράδυ στην κιγκλίδα έβγαλαν ανακοίνωση για την εκκλησία της φυλακής. Ξημέρωνε Κυριακή των Βαΐων. Μια Κυριακή που προηγείται της εβδομαδας των Παθών. «Αύριο όποιος θέλει μπορεί να πάει εκκλησία». Ο Στέλιος, ο Μάρκος και ο Θάνος ντύθηκαν όμορφα και πήγαν στον ναό. Πέρασαν την κιγκλίδα, έστριψαν αριστερά, άνοιξαν δυο καγκελόπορτες και προχώρησαν στον εξωτερικό καγκελοφραγμένο διάδρομο, όπου βρισκόταν ο ναός της φυλακής. Μπορεί να ήταν ναός, αλλά δεν έπαυε όμως να θυμίζει φυλακή, μιας και τα παράθυρα είχαν και αυτά κάγκελα. Οι ψάλτες ήταν κι αυτοί κρατούμενοι. Ο παπαΔαμιανός ήταν αδύνατος, μικροκαμωμένος, με μυτερό μούσι, μούσι που θύμιζε τον Εωσφόρο. Είχε τεράστιο κεφάλι και φορούσε μεγάλα τετράγωνα γυαλιά ενώ η φωνή του ακουγόταν μπουκωμένη και σιγανή. Το μικρόφωνο το είχε σε μεγάλη εκτίμηση, δεν έχανε ευκαιρία να πλησιάζει το στόμα του κοντά του. Πριν χειροτονηθεί παπάς ήταν εισαγγελέας κι είχε χώσει στη φυλακή πολύ κόσμο. Ένας εισαγγελέας διάβολος όπως έλεγαν. Κι όταν ο διάβολος γεράσει, θυμάται το λιβάνι. Έτσι κι αυτός. Έγινε παπάς, μπας κι αγιάσει... Μύριζε αίμα....
117
118
Μπροστά στην Ιερή Πύλη υπήρχε ένα τραπεζάκι στρογγυλό με λίγα φύλλα δάφνης και πάνω στα φύλλα η εικόνα του Χριστού. Φύλλα δάφνης; Πού ήταν άραγε τα βάγια που φτιάχνουν τους πλεχτούς σταυρούς και πού είναι το κλαδί ελιάς; Φύλλα δάφνης. Η λειτουργία (ο Θεός να την κάνει λειτουργία) κράτησε περίπου 45 λεπτά. Ο παπάς έβγαλε λόγο που δεν έμοιαζε καθόλου με το λόγο ενός ιερωμένου. Μιλούσε ακαταλαβίστικα και ασυνάρτητα. Τα λόγια του δεν θύμιζαν λόγια ιερωμένου, που να σε παρασέρνουν στα ανθισμένα σοκάκια του Παραδείσου. Μοίρασε στο τέλος δάφνες και ευλόγησε τους κρατούμενους. Και μόλις εκείνοι άρχισαν να βγαίνουν από το ναό, έβγαλε το δισκοπότηρο με το Σώμα και Αίμα Χριστού. Όσοι το είδαν και ήθελαν να κοινωνήσουν επέστρεψαν. Τι αίσχος! Την Αγία Κοινωνία τη φέρνουν από την έξω κοινωνία έτοιμη και ευλογημένη, έτοιμη για κατανάλωση. Οι κρατούμενοι περίμεναν τον παπά να βγει από την εκκλησία για να του ζητήσουν τσιγάρα. Ήταν κάτι που συνηθιζόταν άλλωστε. Ο παπάς απάντησε: «Τσιγάρα θες; Παρ’ τα τ....α μου». Οι κρατούμενοι χαμογέλασαν πονηρά κι ο παπάς έφυγε... αναπαυμένος. Σημειωτέον ότι στην αποθήκη της φυλακής βρέθηκαν τσιγάρα των πέντε δραχμών, από το 1970 δηλαδή. Τσιγάρα που έπρεπε να δοθούν μετά την κατάσχεσή
τους στους κρατούμενους, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ. Κάποιες στιγμές στις μεγάλες γιορτές έδιναν από μια κούτα στον καθένα, αλλά ποτέ όταν το ζητούσε ο κρατούμενος. Στην εκκλησία λοιπόν κοιτούσες τις εικόνες και η όψη τους ήταν λυπημένη. Θαρρούσες πως θα ξεσπούσαν σε λυγμούς. Η λειτουργία ήταν ψεύτικη..., τουλάχιστον έτσι φαινόταν.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Μύριζε αίμα....
Τα συναισθήματα του Στέλιου, του Μάρκου και του Θάνου βαριά και ασήκωτα. Ένιωθαν τα πόδια τους να λυγίζουν από το βάρος και το σώμα τους να καμπουριάζει τόσο, ώστε τα χέρια τους να αγγίζουν τα λερωμένα πλακάκια της φυλακής. Σάλευαν σαν μεθυσμένοι και διέσχιζαν τους διαδρόμους ακουμπώντας στους τοίχους. Το μυαλό τους ήταν τόσο κουρασμένο και βαρύ όσο και τα σίδερα της φυλακής. Σκέπτονταν τους δικούς τους στο νησί και τις ετοιμασίες για το Πάσχα και την Ανάσταση. Τα μπαράκια θα άνοιγαν και φίλοι θα έρχονταν από την Αθήνα και από αλλού. Το νησί θα γέμιζε με κόσμο και αυτοί θα ήταν μακριά. Μακριά και μονάχοι στη φυλακή να ονειρεύονται τους μπουμπουκιασμένους αγρούς, τις ολάνθιστες μαργαρίτες και τις λαμπρές και να ακούν τις καμπάνες του Μοναστηριού να χτυπούν πένθιμα όλες τις μέρες
119
«Είναι Πάσχα και ο καιρός συννεφιασμένος. Μου θυμίζει, αδερφέ, χειμώνα και να κάθομαι στο μισοσκότεινο κουζινάκι των κήπων με καφέ και τσιγάρο. Η βροχή να χτυπά με δύναμη την πατελιά κι ο αγέρας βουβός να περνά μέσα από την καμινάδα. Τραγούδια αγαπημένα τώρα δα μου θυμίζουν το σπίτι μου χωμένο στις καλαμιές, στην αγκαλιά του βουνού, και αντίκρυ τη μεγάλη θάλασσα του Ικάριου να χτυπά τα βότσαλα της παραλίας. Ο γάτος δίπλα χουχουλιάζει, η σκυλίτσα μου η Ίσιδα έχει την μυτούλα της χωμένη ανάμεσα στα πόδια της και αφουγκράζεται την βροντή της καταιγίδας. Έχω ανάψει καναδυό
κεριά να φέγγουν για να σημειώνω όλα όσα σκέπτομαι. Όμως είναι τόσο μακριά όλα και περασμένα. τόσο μακριά, αλλά και τόσο κοντά συνάμα στη μνήμη. Να! Δίπλα μου στάζει από τις τράβες νερό, τα τζάμια του παραθύρου της κουζίνας είναι και πάλι γεμάτα από το αλάτι της θάλασσας, από την τσέρπη που την παρασέρνει ο άνεμος. Προς το μεσημεράκι τα σύννεφα φεύγουν και ο ήλιος φαίνεται καλά. Φόρεσε τα καθαρά του ρούχα και βγήκε να κυλήσει το υπόλοιπο της μέρας στην ράχη του ουρανού. Μυρίζει χώμα και καβαλίνες βρεγμένες από την βροχή. Τα χρώματα όλα είναι ζωντανά μετά την βροχή. Τα φύλλα της βάγιας, της καλαμιάς, οι πέτρες και τα σπιτάκια, όλα φωτίζουν. Και να! Σε βλέπω να κατεβαίνεις βιαστικά από την Καλαμωτή, στην πλάτη σου φοράς τον σάκο κι εγώ τρέχω στο κουζινάκι να ετοιμάσω τούρκικο βαρύ με δυο σταγόνες ανθόνερο μέσα. Η Ίσιδα, μόλις σε βλέπει, κουνάει την ουρά της από χαρά, σφυρίζει από ευχαρίστηση. Αγκαλιαζόμαστε και η Ίσιδα μας γυροφέρνει, ανεβαίνει επάνω μας κάνοντας μας με τα ποδαράκια της όλο λάσπες. «Ήσυχα, καλή μου. Έλα, αδερφέ μου, να πιούμε καφεδάκι, έτοιμο είναι, σε είδα που ερχόσουν». Η μουσική και η μυρουδιά του καφέ απλώνεται μετέωρη σε όλο το μικρό σπίτι, το σπίτι το φτιαγμένο με χώμα και πέτρα. Η μυρουδιά του καμένου ξύλου από το τζάκι και ο ήχος της φωτιάς, μας παίρνουν σε άλλες εποχές...
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Μύριζε αίμα....
της Μεγάλης Εβδομάδας. Το νησί θα ήταν σαν τάπητας φορτωμένος με λουλούδια της Άνοιξης και περιτριγυρισμένο από καταγάλανη θάλασσα. Οι κυράδες θα έκαναν προετοιμασίες, οι άντρες θα άσπριζαν τα σπίτια και θα γιόρταζαν το Πάσχα πίνοντας κόκκινο κρασί, τρώγοντας τα σουβλιστά αρνιά και τσουγκρίζοντας τα κόκκινα αυγά της Λαμπρής. Ένα Πάσχα στα νησί που μυρίζει ανθόνερο. Ένα Πάσχα... που μυρίζει λαμπρή... τι να κάνουν άραγε κάτω στο νησί... Ένα γράμμα από τον Μάρκο στον αδελφό του Τζόνη που δεν έστειλε ποτέ
120
121
122
και μιλάμε, μιλάμε, μιλάμε... «Πάμε μετά στην παραλία, η θάλασσα θα έχει ξεβράσει κανένα ωραίο ξυλαράκι, κάτι θα βρούμε να το κάνουμε». «Ναί! Πάμε!». Η θάλασσα είναι ήμερη και ο νοτιάς χαϊδεύει απαλά τα βότσαλα της. Η Ίσιδα τρέχει πάνω-κάτω στην ακτή, μπαίνει μέχρι τα γόνατα στο νερό και δαγκώνει τον αφρό της θάλασσας, εμείς χαμένοι στην ακτή και στον αφρό, σε μια δική μας έκσταση, στα πιο όμορφα χρώματα, αδερφέ. Ο ήλιος δεν έχει κοκκινίσει ακόμα, θέλει ώρα «...Κάτσε μη φύγεις τώρα, έχεις ακόμα ώρα». Το τικ-τακ από το ανύπαρκτο ρολόι της φυλακής αντηχεί στα νεκρωμένα μου αφτιά. «Μάριε, πρέπει να ξυπνήσεις. Σε ζητούν στην κιγκλίδα της Α΄»... ...Κάνω όνειρα πολλά, μα είναι όνειρα, μόνο όνειρα. Μελανά σύννεφα με τυλίγουν, βαριανασαίνω, στέκω στου παραθυριού την άκρη και περιμένω, φωνάζω: «Φοβάμαι» μέσα μου, μα τίποτα δεν βγαίνει... Ας ανάψω ένα Καρελάκι... Αδερφέ, σ’ αγαπώ!» Ο Μάρκος και οι άλλοι, έγκλειστοι σ’ ένα εφιάλτη που δεν έχει τελειωμό, σ’ ένα απρόσμενο ταξίδι για το Νεπάλ, που τους οδήγησε πίσω από τα ψηλά τείχη της θεόρατης και άχαρης φυλακής. Το μυαλό τους είναι κοντά στους δικούς τους, που κι αυτοί με τη σειρά τους θα περνούσαν μαύρο Πάσχα, θρηνώντας για τα παιδιά
τους και για τ’ αδέλφια τους. Το μοναδικό Πάσχα που περνούσαν χωριστά. Αυτοί εδώ και οι άλλοι εκεί. Οι καμπάνες της Μεγάλης Παρασκευής χτυπούν νεκρικά για τα Άγια Πάθη του Κυρίου. Το ίδιο νεκρικά χτυπούν και οι καμπάνες στην ψυχή όλων όσοι βρίσκονταν στη φυλακή. Το ύφος μελαγχολικό και το μυαλό θολωμένο. Οι κρατούμενοι θυμίζουν κατερειπωμένους πύργους και κατεστραμμένους αλευρόμυλους. Νιώθουν τη γη να γλιστράει απειλητικά κάτω από τα πόδια τους. Τους καταπίνει σιγά-σιγά ένα σκοτεινό και υγρό μνήμα γεμάτο σκουλήκια που σέρνονται προκαλώντας ένα ανατριχιαστικό θόρυβο. Σκουλήκια που ξεσκίζουν τη σάρκα των ζωντανών-νεκρών και η οσμή της αποσύνθεσης πλανάται στο σκοτεινό παρόν. Πού είναι ο ανθοστολισμένος και περήφανος Επιτάφιος; Πού είναι η μυρωδιά των μύρων; Πού είναι άραγε η μυρωδιά των λεμονανθών; Βρίσκονται μόνο στο μυαλό τους. Χαραγμένες μνήμες, οσμές και χρώματα σαν θολά φαντάσματα που καρτερούν την αναγέννησή τους όπως η σελήνη που καρτερεί το γέμισμά της. Τα παλιρροιακά κύματα φουσκώνουν μέσα τους τη μεθυσμένη ακτή. Ξημέρωσε Μεγάλο Σάββατο. Πότε θα ξυπνήσουν από τ’ «όνειρο»; Μεγάλο Σάββατο και το πένθος βαρύ. Ο Αχάν αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει. Χάλασε ένα ξυραφάκι ξυρίσματος, πήρε τη λεπίδα και ανασήκωσε
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Μύριζε αίμα....
123
124
με τα δάχτυλά του το σημείο αριστερά της καρωτίδας. Πλησίασε το κοφτερό ξυράφι με φόρα πάνω στο δέρμα του. Αυτό άνοιξε και από μέσα χύθηκε τόσο πολύ αίμα που οι τοίχοι στο κελί 17 κοκκίνισαν. Λίμνη το αίμα. Του έδεσαν πρόχειρα τον λαιμό με επίδεσμο και τον πήραν με το φορείο. Το αίμα έμεινε εκεί ώσπου έπηξε. Η ακτίνα μύριζε θάνατο. Οι πόρτες έκλεισαν το μεσημέρι, άνοιξαν όμως μέσα σε δεκαπέντε λεπτά, για να δώσουν στους κρατουμένους από μια κούτα τσιγάρα, που είχαν κατασχεθεί καιρό πριν, και από μια ζεστή μπύρα, έτσι για το καλό. Αυτό το μεσημέρι οι κρατούμενοι θα έμεναν έξω, μιας και ήταν γιορτή. Την Ανάσταση τη γιόρτασαν στις επτά το απόγευμα. Στους τρόφιμους μοιράστηκε μαγειρίτσα και ένα κόκκινο αυγό. «Άντε βρε... Χριστός Ανέστη!» έλεγαν, τσουγκρίζοντας το Λαμπριάτικο αυγό της υπηρεσίας. Ο Μάρκος είχε φτιάξει στο κελί ένα αυτοσχέδιο καντήλι. Ήταν ένα κομμένο κουτάκι από κόκα-κόλα με λάδι και φυτίλι, που τον περίμενε κάτω από τα εικονίσματα να το ανάψει με το Άγιο Φως που θα έφερναν στην φυλακή. Έτσι έλεγαν τουλάχιστον. Εκείνο το βράδυ θα τους κλείδωναν στα κελιά τους στις μία τα ξημερώματα του Αγίου Πάσχα. Λίγη ώρα είχε μείνει πριν από την Ανάσταση του Κυρίου και οι διάδρομοι ήταν γεμάτοι κόσμο, απελπι-
σμένοι, σκοτεινοί, θυελλώδεις. Ο καθένας σκεπτόταν με το δικό του τρόπο τη ζωή που χανόταν μπροστά από τα θαμπά του μάτια. Τα πάντα έμειναν ακίνητα. Η ώρα, ο χρόνος, η ζωή. Όπως οι μεγάλες σιωπές που προηγούνται των μεγάλων κατακλυσμών, όπως το τσιτσίρισμα στο φυτίλι λίγα δευτερόλεπτα σιωπής πριν εκραγεί η βόμβα, όπως τα πουλιά παύουν να κελαηδούν και ολόκληρη η φύση μουδιάζει πριν από το σεισμό, έτσι ήταν και τα λίγα αυτά δευτερόλεπτα πριν από τον χαρμόσυνο ήχο της καμπάνας. Οι καμπάνες ακούστηκαν μακριά από την κοινωνία των ανθρώπων να χτυπούν χαρμόσυνα για την Ανάσταση του Θεανθρώπου. Τώρα στο νησί και αλλού θα το γιόρταζαν με βεγγαλικά και βαρελότα. Θα το γιόρταζαν με μια σφιχτή και δυνατή αγκαλιά. Οι αιχμάλωτοι θλιμμένοι αντάλλαζαν ευχές. Εκεί μέσα ποτέ δεν εύχονται Χρόνια Πολλά ή και του Χρόνου ή ακόμη και Καλημέρα... Χρόνια Πολλά πού; Στη φυλακή; Καλημέρα μέσα εκεί; Στη γεμάτη από λάσπη και κόπρανα κλειστή κοινωνία; Οι αιχμάλωτοι αντάλλαζαν απλές ευχές, που γι’ αυτούς ήταν χρυσάφι. «Καλή κοινωνία και γρήγορα στα σπίτια μας!» εύχονταν. «Χριστός Ανέστη και Λεύτεροι», έλεγαν άλλοι και από τα μάτια τους έτρεχε μια σταγόνα πηχτό, καυτό δάκρυ. Ο Σάκης ο τοξικομανής στο κελί 30 άκουσε στο χάσιμό του τις ευχές. Ήταν η ώρα που γιόρταζε ή θρη-
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Μύριζε αίμα....
125
126
νούσε με το δικό του τρόπο. Ήταν η ώρα που ξεσφήνωσε τη σύριγγα από την ταλαιπωρημένη του φλέβα, αφού έριξε μέσα της το υγρό του αργού θανάτου. Στο μπράτσο του το σφίξιμο από το λουρί είχε αφήσει σημάδι. Τώρα πια στις φλέβες του κυλούσε στοχαστικά το παραμύθι παρασέρνοντάς τον κοντά στο θάνατο. Με ασταθές βήμα, κόκκινα μάτια και ταλαιπωρημένες γεμάτες μελανώματα φλέβες βαδίζει αργά και σαν χαμένος ανάμεσα στους άλλους. Όλα εκείνη τη στιγμή ήταν σε μια ασταθή ισορροπία. Ακόμα και κάποια βαζάκια στο ράφι ήταν έτοιμα να πέσουν καταγής και να αδειάσουν κατάχαμα ό,τι περιείχαν. Τα μαλλιά ηλεκτρισμένα και το σώμα παραπληγικό στον εφιάλτη του. Μια στιγμή που έπιανες τον εαυτό σου να απορεί. Δεν ήξερες αν έπρεπε να γελάσεις ή να κλάψεις. Να γελάσεις για να πνίξεις το θυμό σου ή να κλάψεις για να ανακουφίσεις την καρδιά σου; Ένιωθες μέσα σου το μίσος να αυξάνεται μέρα με τη μέρα και αυτό να τρέφει την οργή σου. Ανάσταση Κυρίου μέσα στη φυλακή. Άλλοι απομονωμένοι έκλαιγαν και άλλοι ήταν μελαγχολικά χαρούμενοι. Ανάσταση, και το Άγιο Φως δεν είχε έρθει ακόμα... Εξάλλου, ήταν ξεχασμένοι αυτοί οι άνθρωποι τούτες εδώ τις ώρες. Ξεχασμένοι σαν τους νεκρούς. Με τον αναπτήρα ο Μάρκος άναψε το καντηλάκι ενώ νεκρική σιγή επικρατούσε. Το καντηλάκι έκαιγε αργά
το νήμα της ζωής του κάτω από τις λιγοστές χάρτινες εικόνες, κάνοντας τις σκιές να χορεύουν. Κάθονταν μουχλιασμένοι στο κρύο κελί τους. Άναβαν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, μένοντας αμίλητοι και γεμάτοι θυμό. Μια τρικυμία σε στάση. Η ψυχή και ο χρόνος μοναδικοί πλοηγοί του αιώνα όριζαν το σημείο τήξης. Ανάσταση Κυρίου, και οι πόρτες για άλλο ένα βράδυ έκλεισαν βαριά, κλειδώνοντας μέσα τους την αφόρητη σιωπή. Εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκαν. Είδαν λέει πως λεύτεροι άνοιγαν διάπλατα τα χέρια τους και μιμούμενοι το πέταγμα των λευκών γλάρων έσχιζαν τον αέρα της πόλης αφήνοντας πίσω τους τις φυλακές, τα κάγκελα, τα πανύψηλα τείχη και τις υπερυψωμένες σκοπιές. Προσπαθούσαν να προσγειωθούν στη θάλασσα μα βρόμικοι όπως ήταν, αυτή δεν τους δέχτηκε. Τους έστειλε σε λίμνη με διάφανα νερά κι εκεί ξαπόστασαν οι γλάροι μέχρι που ξημέρωσε για τα καλά.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Μύριζε αίμα....
Πάσχα Ελλήνων Πάσχα. Κυριακή του Πάσχα και κύματα γονιών, αδελφών και συζύγων κατέφθαναν στης φυλακής τα επισκεπτήρια. Σαν κύματα ομίχλης συνέρρεαν στις φυλακές να δουν και να ευχηθούν Καλή Λευτεριά στα παιδιά, τ’ αδέλφια και τους άντρες τους. Να τους ευχηθούν η Ανάσταση
127
να τους δώσει κουράγιο, δύναμη και υπομονή. Να τους δώσουν ζωή από την έξω ζωή, για να είναι σίγουροι πως κανείς δεν τους ξεχνά. Τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι, δάκρυα χαράς, λύπης, μίσους και ξεφτίλας. Τα δάκρυα της αγάπης, της απογοήτευσης και της λησμονιάς κυλούσαν απρόκλητα. «Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος, να ’ναι ήμερος, να ’ναι άκακος. Λίγο φαΐ, λίγο κρασί, Χριστούγεννα και Ανάσταση...». Ας ήταν σ’ αυτή την φυλακή, αρκεί που ήταν ζωντανοί έστω και στον Άδη, ζωντανοί στην καταιγίδα της σκληρής μοναξιάς τους. Με πίκρα έφαγαν το αρνί που ψήθηκε στους φούρνους της φυλακής. Έτσι, ξερό, χωρίς λίγο κρασί να τσουγκρίσουν τα πλαστικά τους ποτηράκια και να ευχηθούν για την Ανάσταση. Στην υγειά μας!... 128
Το νεκροταφείο αισθάνεσαι πως γειτονεύει με την νύχτα. Ξάπλωσες σε μια επιτύμβια πλάκα, ρώτησες τ’ αστέρια, κανείς δεν σε άκουσε. Φώναξες τότε την μάνα σου κι ήρθε, ήρθε φορώντας στα χέρια βραχιόλια από όστρακα. Το κατάλευκο χέρι της χώθηκε σε ένα κλουβί και πήρε ένα περιστέρι, το έσφιξε πάνω στο στήθος της, μα το λιβάνι του παραδείσου τη ζάλισε γλυκά. Πέρασε λίγος καιρός, ο Μάρκος άκουσε το όνομά
του στα μεγάφωνα. Τον καλούσαν για επισκεπτήριο στην αίθουσα των Δικηγόρων... και σύντομα! Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε και προς μεγάλη του έκπληξη... «Δεν μπορεί να με γελούν τα μάτια μου, ζω σε όνειρο, τι όραμα είναι τούτο;»... Τα άκρα του μούδιασαν, τα πόδια του αδυνατούσαν να τον βαστήξουν. Συγκινημένος αντίκρισε τον Πνευματικό του πίσω από τα τεράστια τζάμια που τους χώριζαν. Τα κλάματα χαράς και ντροπής ξέσπασαν καταιγίδα, η χαρά ανείπωτη, ένιωσε να τον πλημμυρίζουν οι ευχές του γέροντά του δίχως να τον ακούει, απλά διαβάζοντας όσο μπορούσε τα χείλη του πίσω από θαμπά τζάμια, τα γεμάτα από τις δαχτυλιές. Ο Μάρκος έπιασε το ακουστικό και έκανε νόημα στον γέροντά του να το σηκώσει κι αυτός. Η λέξεις τους τρεμόπαιζαν μέσα από το ακουστικό του τηλεφώνου. Ο Μάρκος δεν κατάφερε να μιλήσει. μόνο λυγμοί έβγαιναν από τα σωθικά του. Ο γέροντας τον ενίσχυσε με λόγια δυναμωτικά, γεμάτα πίστη και ευχές για την λύτρωση που θα φέρει ο Χριστός μας στην δυσκολία που περνάει και νικητής θα βγει του αγώνα. Του μετέφερε τις ευχές από όλες τις αδελφές της μονής και τον διαβεβαίωσε ότι προσεύχονται συνεχώς για αυτόν. Ήρθε η ώρα να χωρίσουν. Με κλάματα χαράς ο Μάρκος, του ζήτησε την ευχή του. Ο Γέροντάς του, έβαλε
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Μύριζε αίμα....
129
130
την παλάμη του επάνω στο λιγδιασμένο τζάμι που τους χώριζε κι ο Μάρκος έσκυψε και φίλησε το τζάμι. Τον διαπέρασε ένα δυνατό κύμα γαλήνης. Άδειασε το είναι του. Σήκωσε το κεφάλι και είδε τον γέροντά του απέραντα γαληνεμένο, αλλά με δακρυσμένα μάτια να τον κοιτάει ειρηνικά. Έβαλε για τελευταία φορά την παλάμη του στην παλάμη του γέροντα και χώρισαν. Φεύγοντας ο γέροντας άφησε έναν φάκελο με όλες τις ευχές από την αδελφότητα της Μονής του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου μαζί με μια φωτογραφία από το μοναστήρι και γράμματα από τις αδελφές Δαμιανή, Αγνή, Αγρυπίνα και, βέβαια, την ηγουμένη, την γλυκύτατη Οσία Χριστονύμφη. Ήταν μια μέρα ξεχωριστή, μια Αναστάσιμη μέρα, έστω κι αν άργησε να φανεί. Τον γέροντά του τον είδε σαν άγγελο σωτηρίας. Ανάμεσα στα γράμματα ξεχώρισε πρώτο το γράμμα από τον πνευματικό του: Πάτμος-Πάσχα 2001 Αγαπητέ μου Μάρκο, Χριστός Ανέστη. Εύχομαι ο Αναστάς Κύριος, ο οποίος με την Ανάστασίν Του μας ελευθέρωσε από την δουλείαν της αμαρτίας ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
και μας έβαλε και πάλι στην Βασιλεία Του, να αξιώσει και εσένα γρήγορα να βρεθείς στο αγαπημένο μας νησί, κοντά σε όλους που σ΄ αγαπούν και με αγάπη προσεύχονται για σένα. Περάσαμε ωραία όλες της Άγιες ημέρες της μεγάλης Εβδομάδος και του Πάσχα. Οι σκέψεις μας σε κάθε ακολουθία, λειτουργία ή προσευχή, έφθανε και μέχρις σου και λέγαμε λόγια αγάπης και θερμής παρακλήσεως και για σένα, που για ένα μικρό παράπτωμα ευρίσκεσαι σε χώρο ανεπιθύμητο. Η ελπίδα μας είναι βεβαία ότι γρήγορα θα μας έλθεις και θα μας φέρεις χαρά και συγκίνηση. Πιστεύω να κοινώνησες το Πάσχα. Εάν όχι, φρόντισε τουλάχιστον στην εορτή σου να κοινωνήσεις. Πάντοτε σε σκεπτόμεθα με πολλή αγάπη και ενδιαφερόμαστε. Σου στέλνουμε και το βιβλίο για τον Αρχάγγελο Μιχαήλ. Να το διαβάσεις, θα σε βοηθήσει πολύ. Κάνε θερμή προσευχή στον Αρχάγγελο, και θα δεις θαυμαστά πράγματα. Όλες οι αδελφές και η Γερόντισσα σου ευχόμεθα ταχείαν επιστροφή κοντά μας. Με πολλή αγάπη σε ασπάζομαι. Ο πνευματικός σου πατέρας, ιερομόναχος Ηλίας Μύριζε αίμα....
131
•
ΜΕΡΟΣ Ζ
Τώρα στέλνει δίπλα μου τη σκιά του ο φίλος. Τη στέλ-
Καλό ταξίδι μάγκα!
νει από τον κόσμο που βρίσκεται κείθε από τον Ήλιο, τη χώρα με τα μαύρα ακύμαντα νερά. Θα του αφιερώσω το χαρτί μου τούτο.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
Η μέρα μουντή και γεμάτη μαύρα σύννεφα, που όλο και πλήθαιναν βίαια από το νότο. Ένας απότομος αγέρας ξεσηκώθηκε και προμήνυε σφοδρή κακοκαιρία. Ο ουρανός κατάμαυρος. Η λάμψη της αστραπής και οι αναλαμπές του δυνατού φωτός έλουζαν ολάκερη τη φυλακή. Οι πρώτες ψιχάλες έπεσαν με δύναμη στο χώμα. Ο άνεμος λυσσομανούσε και σχιζόταν στα συρματοπλέγματα, βγάζοντας έναν ανατριχιαστικό θόρυβο, βαρύ και πένθιμο. Ένα σφύριγμα που καλούσε τους δαίμονες από τα άδυτα της γης. Η βροχή χτυπούσε τα τζάμια των κελιών. Ο Μάρκος με τον Στέλιο κοιτούσαν μελαγχολικοί και λυπημένοι έξω από το παράθυρο του κελιού τους. Καλό ταξίδι μάγκα!
133
134
Ο ουρανός άστραψε. Μια ανατριχίλα δυνατή τους διαπέρασε πέρα ως πέρα, σαν να έλαμψε ο πέλεκυς του θανάτου. Άφησαν το σώμα τους εκεί και βγήκαν στη βροχή. Ανέβηκαν νοερά σε ψηλά, χιονισμένα βουνά, κάτασπρα στην πάχνη. Έβλεπαν κάτω μια καταπράσινη πεδιάδα ενώ ορμητικοί χείμαρροι και καταρράκτες κυλούσαν στην αγκαλιά των βουνών. Στην καταπράσινοι κοιλάδα δυο παιδιά ξυπόλυτα έτρεχαν, φορώντας στα μάτια τους μια μαύρη κορδέλα. Γελούσαν δυνατά – ένα γέλιο φρικτό – και κρύβονταν πίσω από θάμνους. Τα πόδια τους ήταν ματωμένα από τα βάτα και τα αγκάθια, αυτά όμως συνέχιζαν να τρέχουν και να γελούν. Ο Στέλιος κι ο Μάρκος κοίταξαν ψηλά στον ουρανό. Αντίκρισαν ένα αγόρι να ταξιδεύει σ’ ένα παχύ σύννεφο. Το γυμνό αγόρι γλιστρούσε και ήταν έτοιμο να πέσει. Το κοιτούσαν με φοβερή αγωνία. Είχε κρεμαστεί στο σύννεφο και φαινόταν πως θα έπεφτε. Ο Μάρκος και ο Στέλιος φώναζαν με τρεμάμενη φωνή: «Πέφτει! Το παιδί πέφτει! Πιάστε το! Θα τσακιστεί στα βράχια.» Το αγόρι άρχισε να πέφτει, γλιστρούσε στον αέρα μετέωρο μεταξύ κοιλάδας και ουρανού. «Πέφτει το παιδί! Τρέξτε να το σώσουμε!» φώναζαν, ήταν όμως πολύ αργά. Το αγόρι κομματιάστηκε στα βράχια δίπλα σ’ ένα πλατάνι. Τα άλλα δυο παιδιά έτρεξαν κοντά στο
νεκρό αγνό αγόρι, το σήκωσαν στους ώμους τους και συνέχισαν να τρέχουν ξυπόλυτα, ενώ το ψυχρό και ανατριχιαστικό γέλιο τους αντηχούσε στην πλαγιά. Τώρα το νεκρό σώμα του μικρού αγοριού είχε πλέον θαφτεί στο νεκροταφείο των φτωχών. το κορμάκι του ήταν στοιβαγμένο μαζί με άλλα κορμιά νεκρά, σαν φύλλα κατακίτρινα από τα δέντρα του φθινοπώρου.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Καλό ταξίδι μάγκα!
Όταν επέστρεψαν στο μισοσκότεινο και μουχλιασμένο κελί τους είχε πια βραδιάσει. Η βροχή ασταμάτητη. Το προαύλιο είχε μετατραπεί σε λίμνη και οι αστραπές φώτιζαν τα πρόσωπά τους. Έπεσαν να κοιμηθούν εξαντλημένοι από το ταξίδι τους. Ήταν πια αργά και η βροχή έπεφτε κρουνηδόν στο χώμα. Ένα σπουργίτι ανεμοδαρμένο και μουσκεμένο από τη βροχή βρήκε καταφύγιο στο παράθυρο του κελιού τους. Πριν σκεφτούν οτιδήποτε, το σπουργίτι σωριάστηκε στο πρεβάζι. Τέντωσε τα βρεγμένα του φτερά, το σώμα του συσπάστηκε με γρήγορες κινήσεις και άφησε την ψυχή του να πετάξει για άλλη μια φορά χωρίς η κακοκαιρία να μπορεί να την πειράξει στο πέταγμά της και χωρίς η κόρη του Νοτιά να μπορεί να τη μουσκέψει. Άνοιξαν το παράθυρο με τα ραγισμένα τζάμια και πήραν το νεκρό σπουργίτι στις παγωμένες τους χού-
135
φτες. Ό,τι πεθαίνει, πεθαίνει ολοκληρωτικά, σκέφτηκε ο Μάρκος. Το πήρε και το έβαλε στο προσκεφάλι του. Το επόμενο πρωί μαζί με τον Στέλιο άνοιξαν μια τρύπα στο χώμα που να χωράει το σώμα του νεκρού σπουργιτιού. Το έθαψαν κάτω από μια ρίζα ελιάς. Εκεί θα μείνει τώρα. Δίπλα του μια πανύψηλη λεύκα, που τα κλαδιά της είχαν πρασινίσει. Στη ρίζα της ελιάς το σπουργίτι θ’ ακούει το τραγούδι του ανέμου και η παχιά σκιά της λεύκας θα δροσίζει το κορμί του. Το σπουργίτι είχε λύσει πια όλα τα μυστήρια της ζωής. Πόθησε το θάνατο, γιατί κι αυτός δεν είναι παρά ένα άλλο μυστήριο της ζωής. Ο θάνατος κι η γέννηση είναι δυο εκφράσεις γενναιότητας. Η μοναξιά, ο φόβος και οι σκέψεις τους ήταν σκεπασμένα με σάβανο νεκρών προγόνων.
136
Ήταν απόγευμα, ένα μίζερο απόγευμα, όταν γνώρισαν τον Τίμο. Ένα παλληκάρι είκοσι τριών ετών – αγνό αγόρι – που ποτέ του δεν είχε κλέψει, ούτε είχε δοκιμάσει ναρκωτικά ούτε είχε βλάψει κανέναν. Τον έφεραν στη φυλακή μια εβδομάδα πριν. Είχε καταδικαστεί σε δις ισόβια για δολοφονία εκ προμελέτης, για ένα φόνο που δεν έκανε ποτέ. Δεν έχει σημασία τι έγινε στο φόνο. σημασία έχει ότι το παλληκάρι ήταν πραγματικά αθώο. Στα μάτια του έβλεπε κανείς την ειρήνη, την αγνότητα και ταυτόχρονα τη δυστυχία. Οι δικοί του δεν ήρθαν
να τον δουν κι εκείνος σάπιζε σιγά-σιγά από τον πόνοα της ψυχής του. Στα μπράτσα του είχε νωπές χαρακιές από ξυράφι. Ήθελε να παραδοθεί στο θάνατο κι ας ήταν άδικα στη φυλακή. Είχε σκίσει τις σάρκες του σε κατάσταση πλήρους θυμού. Ποιος όμως νοιάστηκε γι’ αυτόν; Όταν μιλούσε στον Στέλιο και στον Μάρκο έλεγε: «Οι γονείς μου, μετά από αυτό, με ξέχασαν, με ξέγραψαν. Εγώ όμως τους αγαπώ. Δεν πειράζει. Κι αν ακόμα βγω γέρος από εδώ μέσα, θα τρέξω να τους αγκαλιάσω έστω και στο μνήμα τους αν έχουν πεθάνει». Το επόμενο βράδυ ο Μάρκος με τον Τίμο κάθονταν στις πλαστικές καρέκλες της γέφυρας του δευτέρου ορόφου. Ήταν ώρες εκεί και μιλούσαν ενώ έβλεπαν στο ισόγειο του πρώτου ορόφου τους κρατούμενους να πηγαινοέρχονται. Λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι για την είσοδο στα κελιά και το κλείδωμα ο Τίμος είπε χαμηλόφωνα: «Μάρκο, αύριο αποφυλακίζομαι. Θα είμαι ελεύθερος. Κάποτε θα συναντηθούμε να τα πούμε όπως τα λέμε τώρα». Στο μάτι του διακρινόταν το παραμύθι που έπλαθε, αλλά και η αλήθεια συνάμα. Ο Μάρκος δεν κατάλαβε. Τα λόγια του ήταν σαν τον αέρα, οι κουβέντες του σαν χιονισμένα βουνά. Ονειρευόταν τη στιγμή που θα συναντούσε τη μάνα του κι ας τον είχε ξεχάσει. Το κουδούνι χτύπησε. Ο Τίμος σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι του στον Μάρκο «Μάγκα, δεν ξέρω αν θα σε δω
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Καλό ταξίδι μάγκα!
137
138
αύριο. Ίσως φύγω πρωί-πρωί. Θα σε χαιρετίσω τώρα και σου εύχομαι, μάγκα μου, υπομονή.» Του έσφιξε το χέρι, αγκαλιάστηκαν και καληνύχτισαν ο ένας τον άλλον. Φεύγοντας ο Μάρκος κοίταξε άλλη μια φορά τον Τίμο να μπαίνει στο κελί του, το 109. Μόλις ο Μάρκος συνάντησε τον Στέλιο άρχισαν να μιλάνε για τον Τίμο. Έβγαζαν άσχημα συμπεράσματα. Ίσως το μυαλό του Τίμου να μη σκεπτόταν λογικά. Ξάπλωσαν να κοιμηθούν. Η τηλεόραση έπαιζε συνέχεια. Ο Μάρκος σκεπτόταν τον Τίμο, προσπαθούσε να μπει στο μυαλό του. «Τι φρίκη Θεέ μου! Δεν θα το άντεχα, εγώ θα αυτοκτονούσα», σκέφτόταν. Ξημέρωσε. Ξημέρωσε μια μέρα σαν Μεγάλη Παρασκευή, όπου τα σπουργίτια, ο άνεμος και ο κόσμος ήταν όλα σιωπηλά. Μια ώρα που ο χρόνος μούδιασε. Ο ήλιος έφεγγε αχνός πίσω από ένα πέπλο κιτρινωπής και άρρωστης ομίχλης. Ο Τίμος στις οκτώ το πρωί λυτρώθηκε από τα δεσμά της φυλακής. Είχε πάρει την απόφασή του. Σκαρφάλωσε στα κάγκελα του δευτέρου ορόφου, έκανε το σταυρό του, έκλεισε τα μάτια και άφησε το σώμα του ελεύθερο στο κενό. Στο ισόγειο ακούστηκε ένας δυνατός γδούπος. Ο Τίμος ήταν νεκρός. Το αίμα έβραζε στα πλακάκια του δαπέδου. Ο θάνατος ήρθε για άλλη μια φορά χαμογελώντας και πήρε στο σκελετωμένο του άλογο το πνεύμα του
Τίμου. Ο θάνατος καβάλα στα άλογο με τον Τίμο βγήκαν έξω από τη φυλακή. Το άψυχο σώμα του έμεινε ακινητοποιημένο στα πλακάκια. Η έκφραση του προσώπου του ήταν γαλήνια. Κοιτούσε ψηλά. Το χέρι του πίσω από την πλάτη του σπασμένο και το πόδι του και αυτό σπασμένο στα δύο. Γύρω από το άψυχο κορμί ο κόσμος βουβός κοιτούσε τον Τίμο. Ο Μάρκος έτρεξε και χάιδεψε τα ματωμένα μαλλιά του νεκρού Τίμου. «Καλό ταξίδι, μάγκα μου! Τώρα είσαι ελεύθερος!», σιγοψιθύρισε. Οι τραυματιοφορείς μάζεψαν το νεκρό και γεμάτο αίματα σώμα και το εναπόθεσαν στο φορείο. Ο Τίμος κατάφερε να δει τους γονείς του. Τον δέχτηκαν νεκρό. Ο Μάρκος με τον Στέλιο άναψαν ένα κλεμμένο κερί από την εκκλησία στη μνήμη του Τίμου και το κοιτούσαν μέχρι που η ζωή του τελείωσε. Έμειναν σιωπηλοί να σκέπτονται τον Τίμο. Τον οραματίζονταν ελεύθερο και χαμογελαστό μπροστά στον ήλιο. Άραγε αν έλεγες στο θάνατο «θα ’θελα ν’ ακούσω τη φωνή σου», τι θα απαντούσε; Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ζωή θα ορθωνόταν και θα σου απαντούσε: «Την ακούς τώρα;».
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Καλό ταξίδι μάγκα!
Ένα παλληκάρι που έφυγε αγκαλιά με το θάνατο. Γαντζώθηκε στην αιματηρή του εσάρπα και ταξίδεψε μακριά. Ο Τίμος καταδικάστηκε για κάτι που δεν είχε
139
κάνει. Έτσι είναι η δικαιοσύνη. Δε βρίσκει τους πραγματικούς ενόχους. Βρίσκει μόνο τους ανήμπορους. Οι ένοχοι είναι δυνατοί και σαν υδράργυροι δεν πιάνονται. Η δικαιοσύνη είναι τυφλή. Η θεία δίκη παρομοιάζεται με μια γυναίκα που φοράει μακρύ χιτώνα και κρατάει στο ένα της χέρι τη ζυγαριά και στο άλλο ένα ασημένιο μακρύ και κοφτερό σπαθί. Στα μάτια φοράει μαύρη κορδέλα. Η δικαιοσύνη είναι τυφλή. Αυτό το βλέπει κανείς στις φυλακές. Πόσος κόσμος πράγματι έχει δικαστεί στη χαλασμένη ζυγαριά, μπροστά σε τυφλό εισαγγελέα, που με το κοφτερό του σπαθί του τους έκοψε τη ζωή... Πολύς κόσμος. Κόσμος αμέτρητος... Ο Στέλιος και ο Μάρκος μόνο στα έργα έβλεπαν αυτοκτονίες και έμεναν αμέτοχοι στο θέαμα. Να που τώρα στα έκπληκτα μάτια τους ξεδιπλωνόταν ο θάνατος σαν πλοίο βουτηγμένο στην πάχνη. ... Ο θάνατος δεν εξισώνεται με τους φυλακισμένους. 140
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
• Αληθινά ελεύθερος είναι αυτός που υποφέρει το βάρος της σκλαβιάς υπομονετικά.
ΚΑΛΙΛ ΓΚΙΜΠΡΑΝ
ΜΕΡΟΣ Η
Το κάστρο κι ο στρατιώτης
Αντλώντας δύναμη από τους γονείς, τα αδέλφια και τους δικηγόρους υπέφεραν την αιχμαλωσία. Όλοι οι φίλοι τους –μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού– τους είχαν ξεχάσει. Οπισθοχώρησαν από τον αγώνα και έκοψαν κάθε επικοινωνία με τον Μάρκο, τον Στέλιο και τον Θάνο που ήταν κρατούμενοι. Κάποτε αυτοί που τώρα παράτησαν τον αγώνα ήταν κοντά στους νυν αιχμαλώτους. Βούλιαξαν στο βούρκο και χάθηκαν. Δεν είναι πια, όπως νομίζουν, αρχηγοί, παράτησαν τη μάχη. Ποτέ δεν έστειλαν γράμμα ή χαιρετισμό. Τα βέλη τους είχαν σπάσει, και τα περιστέρια που θα έφερναν το γράμμα έπεσαν όλα σε ενέδρα κυνηγών. Το κάστρο κι ο στρατιώτης
143
Είναι η ώρα που ο ήλιος πέφτει αργά, χαϊδεύοντας την θάλασσα κι αυτή έχοντάς τον νοσταλγήσει από την ανατολή του, διώχνει τα βουνά που επιπλέουν σε αυτή,
κάνοντάς τα να αιωρούνται σε ένα σύννεφο αλμύρας. Καπνίζοντας ένα τσιγάρο, νιώθω πώς αρχίζω να αφομοιώνομαι απ΄ το τοπίο που με περιβάλλει και ο καπνός με τα μαλλιά μου γίνονται ένα με αυτά τα τείχη που ορθώνονται τριγύρω. Ο ήχος της θάλασσας και του ανέμου ταξιδεύουν την ψυχή μου, χωρίς να μπορώ να την ελέγξω, κοντά σου, μα σε αυτή την διαδρομή είναι όλα τόσο ήρεμα που με μελαγχολούν, κάνοντας την λησμονιά μου όλο και μεγαλύτερη. Βρίσκομαι στην κορφή αυτού του κάστρου, αγναντεύοντας τον απέραντο ορίζοντα, η θύμησή μου βρίσκεται στα έγκατα της γης, σε αυτή την σπηλιά που μια μέρα τρυπώσαμε και αναπνεύσαμε βαριά τα σωθικά του βουνού από τις Καζάρμες. Όλα αυτά τα τείχη που κάποτε προστάτευαν ιππότες άλλων εποχών, τώρα έχουν απομείνει να αγκαλιάζουν τέσσερα δέντρα ελιάς. Ίσως να είναι οι μόνοι μάρτυρες που απέμειναν από τότε, γνωρίζοντας το αρχαιότερο της ύπαρξής τους. Ένας γρύλος κολλημένος σε ένα βράχο περιμένει υπομονετικά δίπλα μου το καλοκαίρι, αναζητώντας την ελευθερία του πετάγματός του χωρίς τον αγέρα της άνοιξης. Πάνω σε αυτές τις ξερολιθιές μόνο τα αγριολούλουδα καταφέρνουν να επιβιώσουν, και είναι τα μόνα που ανέχονται τούτον εδώ τον άνεμο, ακόμη και τα τείχη αποχωρίζονται τις μικρές πέτρες που τα στηρίζουν.
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Το κάστρο κι ο στρατιώτης
Τα παιδιά περίμεναν να δουν το όνομά τους στη λίστα της αλληλογραφίας και να χαρούν. Να διαβάσουν νέα από το νησί, μιας και έλειπαν μακριά του λίγους μήνες τώρα.
144
Και πράγματι... Ο φύλακας ελέγχει εξονυχιστικά κάθε γράμμα που έρχεται. Βγάζει το χαρτί, το τινάζει πέραδώθε και το δίνει στον κρατούμενο. Αυτός, με το γράμμα στο χέρι, προσπαθεί να αναγνωρίσει τον αποστολέα από το γραφικό του χαρακτήρα ενώ ο φύλακας εξετάζει το εσωτερικό του φακέλου και το χώρο κάτω από το γραμματόσημο. (Η αποστολή δεμάτων και τηλεκαρτών απαγορεύεται, προκειμένου να αποτραπεί το ενδεχόμενο της μεταφοράς πρέζας ή κοκαΐνης στους κρατούμενους). Με το που παίρνουν το γράμμα, τρέχουν γρήγορα στο κελί τους να το διαβάσουν. Είναι από τους γονείς και τα αδέλφια τους. Καλά το κατάλαβαν! Ο Μάρκος είχε γράμμα από τον μικρό αδερφό του τον Τζόνι: «Μάιος 2001. Κάστρο Κρητηνίας
145
Το φεγγάρι ορθώνεται στην κορυφή του ουρανού, κυνηγώντας τον ήλιο να τον προφτάσει. Μα ο ήλιος άρχισε ήδη να βουλιάζει στη χρυσαφένια θάλασσα. Δυστυχώς ούτε σήμερα θα τον προφτάσει, μα όλοι ξέρουμε πώς κάποτε συναντιώνται και το θέαμα είναι συγκλονιστικό. Μέσα σε αυτό το γράμμα, αδερφέ μου, εύχομαι να’ρθούν η θάλασσα, ο άνεμος, τα σύννεφα, ο ουρανός και η γη. Να σ΄ αγκαλιάσουν και να σε μεταφέρουν σε ένα όνειρο, όπως με έφεραν κι εμένα εδώ, σε αυτό το κάστρο που πριν χρόνια είχα ερωτευθεί, χωρίς να το γνωρίζω καν, κι ανέβαινα τα γκρεμισμένα του σκαλιά έχοντας μία έννοια, όχι αυτή του ύψους, μια άλλη που τελικά ανακάλυψα σήμερα. Γνέφω στον ήλιο να δύσει και να σου φέρει την αδερφική μου αγάπη. Τζόνι.» 146
δε στάθηκαν άξιοι να παλέψουν στο χρόνο της μοναξιάς. Δεν έστειλαν ούτε ένα βέλος στη φυλακή. Όμως η φιλία είναι μια υπευθυνότητα και ποτέ μια ευκαιρία. Αυτοί που κάποτε έτρωγαν αρνιά μαζί τους και χάραζαν πορείες για τον ουρανό ή για το χωριό που θα κατακτούσαν, αυτοί τώρα είχαν ταφεί στο χρόνο, στη μνήμη, στην αιωνιότητα. Βαθιά στην πιο σοφή βιβλιοθήκη έμειναν τα κάστρα. Θα σαλέψουν γύρω από αυτά σαν ελευθερωθούν και θα ανάψουν φωτιές να το γιορτάσουν. Ο εγκλεισμός στη φυλακή, η αναμονή, η επιμονή, η απογοήτευση ήταν τα όπλα τους. Η φασαρία, οι μάχες, οι πόλεμοι, τα θύματα και οι θύτες δίδαξαν πολλά στους στρατιώτες. Ο εγκλεισμός στη φυλακή ήταν μια συνεχής αναμονή στο χρόνο μέχρι ο εφιάλτης και η μάχη να τελειώσουν. Αναμονή... Δε βαριέσαι...
Αυτά ήταν κάστρα. Στάθηκαν σαν κάστρα δίπλα στους στρατιώτες. Ήταν κάστρα-μοναστήρια, που φύλαξαν τη ζωή τους. Ήταν οι προσευχές των αγγέλων στις μονές. Ήταν η προστασία των τοίχων που θωράκιζαν την πόλη. Ήταν κάστρα δυνατά και αγέρωχα. Κάστρα με θεσμό και θεμέλιο την οικογένεια... Οι στρατιώτες ξέχασαν πια τους ηττημένους, γιατί
Ο Μάρκος σήμερα πήγε μέχρι την κιγκλίδα να πάρει μερικά lonarid για τον συγκάτοικό του τον κυρΔημήτρη, που πονούν υπερβολικά τα πόδια του από την ακινησία – είναι εβδομήντα πέντε ετών. Εκεί στην κιγκλίδα κι ένας ακόμη που ζητούσε βοήθεια, γιατί είχε δύσπνοια. «Θέλω να πάω στον γιατρό», έλεγε, «η ανάσα μου κόβεται». «Και τι θες να σου κάνω εγώ τώρα;» αποκρίθηκε ο σωφρονιστικός υπάλληλος. «Φώναξε το γιατρό» είπε ο κρατούμενος λαχανιασμένος. Ο Μάρ-
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Το κάστρο κι ο στρατιώτης
147
κος πρότεινε στον υπάλληλο να ανοίξει το προαύλιο, προκειμένου να βγει ο άνθρωπος έξω να πάρει καθαρό αέρα και να ηρεμήσει. Αντ’ αυτού, ο φύλακας άνοιξε μια εφημερίδα και άρχισε να μελετά την έξω ζωή. Σημασία δεν έδωσε... Τα lonarid τελικά δεν τα πήρε, ο υπάλληλος είπε ότι δεν κάνει να παίρνει τόσα πολλά χάπια και να περάσει να τα πάρει στις εννιά και μισή το βράδυ. «Μα αφού οι πόρτες κλειδώνουν στις εννέα... κοροϊδίες», σκέφτηκε. Ο Μάρκος δεν ήξερε πώς να βοηθήσει τον τύπο. Τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη, του είπε «κουράγιο» και τον άφησε στο έλεος του Θεού. Έπειτα από ώρα τον είδε να κάθεται χλωμός στην άκρη των σκαλιών, προσπαθώντας να ανασάνει τον μολυσμένο αέρα με δυσκολία.
148
Αναμονή στα τηλέφωνα, στο φαΐ, στην τουαλέτα. Αναμονή και σπάσιμο νεύρων στην αλληλογραφία, στα επισκεπτήρια, στις ασπιρίνες, στην καντίνα. Αναμονή και μετά την άδεια ενός κρατούμενου. Αναμονή στο πειθαρχείο μέχρι να ενεργηθεί στη λεκάνη με τη σήτα και ο φύλακας να σκαλίσει τα περιττώματα με το νερό, μήπως και βρει μπαρούτι για τη μάχη των στρατιωτών του πένθους. Επιμονή για να επιβιώσουν στη μάχη. Επιμονή την ημέρα των επισκεπτηρίων μπροστά στους δικούς τους ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
ανθρώπους. Κρατιόντουσαν να μην κλάψουν μέχρι να τους δουν να βαδίζουν στην εξώπορτα. Απογοήτευση γι’ αυτή την αδικία και για τα χειρότερα που γίνονταν στη μάχη. Απογοήτευση στο πρόσωπο και στην τιμή των κάστρων. Η φασαρία των κρατούμενων σαν σμάρι από σφήκες. Τις νύχτες φωνές απελπισίας λαβωμένων. Απόπειρες αυτοκτονίας μπροστά στα μάτια τους. Έμαθαν την έννοια της λέξης ελευθερίας. Ελευθερία είναι ένας λευκός, υπερήφανος γλάρος που σκίζει τον χρωματιστό ουρανό της δύσης. Ελευθερία είναι ο ήλιος, το φεγγάρι, η ζωή. Ελευθερία είναι ένα κατάλευκο γιασεμάκι που ανασαίνει στην αύρα της καλοκαιρινής νύχτας. Ελευθερία είναι το κύμα και ο αφρός. Βάδιζαν με προσοχή στα λεπτά της ώρας, της μέρας και του χρόνου του απρόβλεπτου. Είχαν μόνο ένα σκοπό. Την ελευθερία. Ελευθερία ακόμα και με περιοριστικούς όρους ή μεγάλες χρηματικές εγγυήσεις. Ήθελαν κάποιον να τους σπρώξει και να ξυπνήσουν από τη λήθη. Να βγουν από τον εφιάλτη, να βουτήξουν με θάρρος στη ζωή, να ανασάνουν καθάριο αέρα και να κάνουν μια νέα αρχή. Να απλωθεί μπροστά τους μια Το κάστρο κι ο στρατιώτης
149
καινούργια ιστορία. Μια καινή ζωή, μια λευκή ζωή, που θα την έγραφαν από την αρχή και θα χάραζαν τις νέες τους ευκαιρίες, θα τραβούσαν το δικό τους αζιμούθιο. Θα υπήρχαν όμως και στάμπες. Αυτές θα πρόδιδαν την αιχμαλωσία τους.
150
Ξύπνησαν απότομα από αυτό τον εφιάλτη, το γεμάτο αίμα και θάνατο. Τον εφιάλτη της αιχμαλωσίας και της μοναξιάς. Είχαν κοιμηθεί για τέσσερις ολόκληρους μήνες. Η μεγάλη θλίψη και η μεγάλη χαρά μπορούσε να τους αποκαλύψει την αλήθεια. Και τότε θα ήταν λεύτεροι μπροστά στον ήλιο και το φως της ημέρας. Λεύτεροι
μπροστά στα άστρα της νύχτας. Λεύτεροι ακόμα και όταν δεν είχε ήλιο και άστρα. Λεύτεροι ακόμα και όταν έκλειναν τα μάτια τους μπροστά σε όλα αυτά. Λεύτεροι όπως ήταν και αφού ξύπνησαν από τον εφιάλτη, πήραν τον κομματιασμένο τους εαυτό, ανέβηκαν σε έναν αμμόλοφο και χαρούμενοι τραγούδησαν για την ελευθερία, για τη λύτρωσή τους. Ο κόσμος τους κοιτούσε περιφρονητικά και τους χλεύαζε. Αυτοί τραγούδησαν τη θλίψη τους με τσιριχτούς ήχους. Τραγούδησαν την αιχμαλωσία τους. Την έκαναν μοιρολόι μια νύχτα με μισόγιομο φεγγάρι. Κι ο κόσμος τότε χαμογελούσε από χαρά και εκστασιασμένος χόρευε σε κάθε πικραμένη λέξη. Ο κόσμος γελούσε και έδειχνε τους ταξιδιώτες, τους στρατιώτες. Γελούσαν και τους έδειχναν με το δάχτυλο. Λίγοι συμμετείχαν στη χαρά και αυτοί ήταν οι τρελοί του χωριού ή οι κατά Θεόν τρελοί που ξέρουν να συγχωρούν και να ελπίζουν. Αλλά να! Το σύμπαν που τους σύναξε δεν μπορούσε τελικά να τους σκορπίσει. Ακόμα όρθιοι, γεροί, με βήμα σταθερό και βαρύ περπατούν στις όχθες του Γάγγη. Μόλις μίλια μακριά ανεβαίνουν στο ψηλότερο βουνό του Νεπάλ και έχουν μόνο κάτι λόγια να πουν, πήραν μηνύματα από όλο το σύμπαν, την γη και τον ουρανό. «Ορίστε, παιδιά μου... ήσασταν θάμνοι μικροί και τώρα γίνατε δέντρα ψηλά,
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Το κάστρο κι ο στρατιώτης
Δεν κρυώνουν πια. Το δάσος ζεστάθηκε. Είναι η φωνή τους που έκανε τα πουλιά να σωπάσουν και να τους ακούνε. Τώρα όμως κελαηδάνε, και τα φύλλα σαλεύουν με το πρωινό αεράκι. Το φως που φέγγει δε θα σβήσει, δε θα σκοτεινιάσει πια. Είναι μια παράξενη ώρα. Έχει πλέον μπει ο Ιούνιος. Τα στάχυα έγιναν χρυσαφιά από τον ήλιο και η θάλασσα άρχισε να μυρίζει αλάτι, να μυρίζει ξεγνοιασιά. Τα χόρτα του χειμώνα ήταν ξερά και οι άγγελοι οδηγούσαν στο πρωινό τους τραπέζι το όνειρο με τα λουλούδια της άνοιξης, που είναι νεκρά, αλλά εκείνοι τα ποτίζουν με αγιασμό και τα λούζουν με μύρο μέχρι να ξανανθίσουν.
151
που ο άνεμος δεν τα πειράζει. Είστε οι πολεμιστές του θανάτου, που έχετε μόνο μία επιθυμία, να κατεβείτε από αυτό το βουνό και μαζί με τους συμμάχους που σας έδιναν πολεμοφόδια και μπαρούτι να κατοικήσετε στην καταπράσινη κοιλάδα».
ΤΕΛΟΣ
152
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Πέρασαν τέσσερις μήνες, η αίτηση τον 4ο μήνα έγινε αποδεκτή από τους εισαγγελείς. «Οι ένοχοι κρίνονται ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα και με χρηματικό πρόστιμο 600.000 δραχμών μέχρι να οριστεί η δίκη». Ο Μάρκος έκανε να κοιμηθεί έξι ολόκληρα ημερόνυχτα, φοβούμενος πώς κλείσει τα μάτια έστω και λίγο και αποκοιμηθεί, θα βρεθεί ξανά στον άσχημο και αδυσώπητο εφιάλτη. Πίνοντας καφέδες και red bull και καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα έμενε άυπνος, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του ότι έχει ξυπνήσει και είναι πλέον ελεύθερος. Γέμιζε τις ώρες του τρέχοντας ξυπόλυτος στης ακτές, κρατώντας στης χούφτες του ως το ξημέρωμα άμμο της θάλασσας, ανεβαίνοντας σε μια κορφή και γνέφοντας στον ήλιο που έδυε και στην σελήνη που μόλις ανέτειλε. Πέρασαν από την ημέρα που ξύπνησαν από το βαθύ ύπνο πέντε χρόνια. Πέντε χρόνια στην καταδίωξη. Πέντε ολόκληρα χρόνια περιμένονταςτην απόφαση
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
153
του δικαστηρίου. Πέντε χρόνια με δύο δικαστήρια ανά έτος. Δικαστικά έξοδα, παράβολα, δικηγόροι, ταξίδια στον Πειραιά...
154
Για εξήντα μήνες, κάθε πρώτη και δεκαπέντε του μήνα, έτρεχαν σαν παλαβοί να υπογράψουν στο Αστυνομικό Τμήμα της περιοχής τους. Χίλιες τετρακόσιες σαράντα υπογραφές είχαν βάλει! Το θέμα είχε αρχίσει να κουράζει. Αναβολές, κακές συνθέσεις στις έδρες... Το τελευταίο δικαστήριο έγινε τον Ιανουάριο του 2006 και εκεί αποφασίστηκε: «Ελεύθεροι με τρία χρόνια αναστολή και άρση των περιοριστικών όρων». Ο καθένας τους θα άρχιζε επιτέλους να τακτοποιεί την ζωή του. Ένας αγώνας, μια απογοήτευση, και πάλι ένας αγώνας και άλλη μια απογοήτευση. Ο Στέλιος έκανε αρχή με τον γάμο του. Πάντα ήθελε να κάνει οικογένεια. Από μικρό παιδί έλεγε στον Μάρκο ότι όταν μεγαλώσει θα παντρευτεί και θα κάνει παιδιά... Αλλά στο σπίτι του θα είναι γυμνοί, και όταν θα είχε επισκέπτες θα φορούσαν πετσέτες στη μέση τους. Παιδικά όνειρα, που μέσα τους έκρυβαν την ελευθερία... Κοιτούσε τη δουλίτσα του στο ψητοπωλείο και προχωρούσε να κάνει παιδί. Παράλληλα προετοίμαζε το έδαφος να φύγει στην Αυστραλία.
Ο Μάρκος, με τις συμβουλές και την καθοδήγηση του πνευματικού του πατέρα, έκανε μια ζωή όσο το δυνατόν πιο ευάρεστη στο Θεό. Με διάφορα τραπεζικά δάνεια έκανε μια δική του επιχείρηση. Φαλίρισε... Ανταγωνισμός, λειτουργικά έξοδα, χρέη, τόκοι, καθυστερούμενες οφειλές... Τα δικαστήρια μαζί με όλα αυτά τον ανάκασαν να βάλει λουκέτο στην δουλειά και να υποσχεθεί στο Θεό πως όταν ξεχρεώσει όλες τις οφειλές του, θα αποσυρθεί από τον κόσμο και θα αφοσιωθεί στο αγγελικό τάγμα του Χριστού. Ήταν το μόνο που ίσως μπορούσε να κάνει, αφού μέσα του είχε πιστεί ότι δεν έκανε για τον κόσμο, η οικογένεια δεν ήταν στα σχέδιά του, ένιωθε ανάξιος να θρέψει μια οικογένεια, μόλις και με τα βίας τα έβγαζε πέρα ακόμη και μόνος του... Εξάλλου, ποτέ δεν είχε περάσει από το μυαλό του η ιδέα να κάνει μια δική του οικογένεια. Ο Θεός έδειξε να του δίνει ελπίδες και κατά βάθος ήξερε πως δε θα χαθεί... Κι όπως κι έγινε. Ένας κύριος από το νησί, με χαρακτηριστικά Χριστού, οσίου μεσήλικα με χαρμολύπες στα μάτια, όπως ακριβώς οι βυζαντινές αγιογραφίες, σταλμένος από τον Θεό, τον πήρε στο δρόμο του και τον... κράτησε φρουρούμενο για τρία ολόκληρα χρόνια. Του έδωσε δουλειά στα λογιστικά του κι έτσι ξεχρέωσε τις οφειλές του στο Ελληνικό κράτος. Ο Θάνος, στον Πειραιά σε μια πιτσαρία μάγειρας,
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
155
αισθανόταν ότι τον παρακολουθούσαν, ότι κάποιοι συνωμοτούσαν εναντίον του. Ότι ακόμη και η γονείς του κάτι κακό προσπαθούσαν να του κάνουν... Όλα αυτά στο θολό μυαλό του... Οι ουσίες αρκετές και υπεύθυνες για τα σενάρια που δημιουργούσε το κεφάλι του... Τι σου είναι όμως ο πειρασμός; Πόσο εύκολα μπορεί να σε παρασύρει και να σε πλανέψει... Άρχισε να γελάει μόνος του, όπου κι αν βρισκόταν. Κοιτούσε κάπου και αισθανόσουν ότι δεν κοιτούσε απολύτως τίποτε... ή σχεδόν τίποτε, μόνο αυτός ήξερε για τι γελούσε και τι έβλεπε! Όμως, καθένας από αυτούς πήρε τις επιλογές και τις αποφάσεις του στα χέρια του.
156
Ο Μάρκος πήγε τελικά στο Άγιον Όρος με θέλημα του Θεού. Ακολούθησε τη μοναστική ζωή σε κάποιο κοινοβιακό μοναστήρι στον Άθω και έλαβε το μοναχικό όνομα της καλογερικής του «κουράς» Θεογόνιος μοναχός Αγιορείτης. Έμεινε εκεί για καλόγηρος. Μαθαίνω ότι ακόμα είναι εκεί... Ο Στέλιος παντρεύτηκε, όπως προείπαμε, μια Αυστραλή και κάνανε μαζί ένα όμορφο κοριτσάκι. Τώρα είναι μόνιμος κάτοικος της Αυστραλίας. Εκεί μένει και εργάζεται. Μαθαίνω ότι διάφοροι μύθοι πλέκονται γύρω από το άτομό του..., συγκεχυμένες πληροφορίες υπάρχουν για τον τρόπο που ζει... ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ
Ο Θάνος παρέμεινε στην ίδια γειτονιά, στο ίδιο και ίσως ακόμα περισσότερο στάσιμο σχέδιο. Δίχως κάτι να αλλάξει. Το του πειρασμού πάθος της «ψιλής» δεν τον άφησε να κάνει σχέδια, μόνος και θλιμμένος ξεσπά σε γέλια. Κοιτάς μια ζωή που πέρασε, τον ακούμπησε και άφησε πάνω του τα σημάδια της... και αυτός... ακόμα γελάει! Είναι ίσως οι σκέψεις που κάνει, αν πρέπει να κάνει την δική του οικογένεια, αλλά στην ιδέα της σκέψης γελά. Τώρα μαθαίνω ότι ζει με τους συνταξιούχους γονείς του και λαμβάνει οικονομική εισφορά για λόγους μερικής αναπηρίας 300€ το μήνα ... ... Γεγονός πάντως είναι ότι ό καθένας από αυτούς, βρίσκεται σε διαφορετικά άκρα. Ο ένας, καλόγηρος, προσπαθεί να σώσει την ψυχή του, στρατιώτης στο Αγγελικό τάγμα. Αφοσίωση στον Χριστό, μνήμη θανάτου... Ο άλλος, οικογενειάρχης, με τα πεθερικά του, τη δουλίτσα του, την οικογενειακή μέριμνα. Απόμακρος στρατοκόπος σε μιαν άλλη ήπειρο... Και ό τελευταίος, αρρωστάκι, ψάχνει να βρει την άκρη σε ένα ατέλειωτο κουβάρι. Το φώς μέσα στο απόλυτο σκοτάδι... που μόνο ο πειρασμός ξέρει να κατοικεί. Σε τρία διαφορετικά πρόσωπα, με διαφορετικές αντιλήψεις, ξεχωριστές ιδέες και διαφορετική νοοτροπία, ΕΠΙΛΟΓΟΣ
157
συνέβη – όχι τυχαία – στο ταξίδι τους να ενωθούν και να ζήσουν τις ίδιες εμπειρίες. Και να γίνουν ένα στα συναισθήματα... στην ντροπή... στο χάος. Διαφορετικοί και όμως ίδιοι στο τέλος του ταξιδιού... Του ταξιδιού της δικής τους Ιθάκης.
158
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΝΕΠΑΛ