η κ ι ν ο λ α σ θεσ
α ι ν ο ρ χ 1απ0ό τ0ην Απελευθέρωση
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
3
M
Iδιοκτησία SABD Α.Ε. Εκδότες Δημήτρης Μπενέκος, Αλέξης Σκαναβής Διευθυντής Πάνος Αμυράς Επιμέλεια έκδοσης Αρτέμης Ψαρομήλιγκος, Βασιλική Λάζου Συνεργάτες τεύχους Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Γιώργος Μαργαρίτης, Ευάγγελος Χεκίμογλου, Γιώργος Τ. Τσερεβελάκης Art director Νικήτας Φραγκάκης Σοφία Λιβιεράτου Υπεύθυνη διόρθωσης Κατερίνα Μπεχράκη Εμπορική διεύθυνση Ελσα Σοϊμοίρη Διεύθυνση διαφήμισης Λουκάς Παπανικολάου Υπεύθυνος κυκλοφορίας Κώστας Μπαλής Εκτύπωση Καραπαναγιώτης α.ε. Διανέμεται με τον Τύπο της Κυριακής
4
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ο Λευκός Πύργος ή «Πύργος του Αίματος» κατά την Τουρκοκρατία σε πίνακα του Edward Lear στα μέσα του 19ου αιώνα. 82
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ευάγγελος Χεκίμογλου Δρ οικονομολόγος
Η Θεσσαλονίκη πριν από το 1912. Οικονομία και κοινωνία Η ταυτότητα της πολύγλωσσης και πολυεθνικής πόλης στην οποία μπήκε ο ελληνικός στρατός το 1912. Η εβραϊκή, μουσουλμανική και ελληνορθόδοξη κοινότητα. Τα εκπαιδευτικά και κοινωφελή τους ιδρύματα. Πνευματική ζωή και Τύπος. Η παραγωγή, η βιομηχανία και οι συντεχνίες.
Η
1. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΑ Τα γεωγραφικά και τα δημογραφικά δεδομένα απαντούν στο ερώτημα πώς ήταν η πόλη και ποιος πληθυσμός την κατοικούσε.
Η γεωγραφία της πόλης Μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, η Θεσσαλονίκη διατήρησε στενή σχέση με την ύπαιθρο. Πολλοί κάτοικοί της έβγαιναν καθημερινά από τις πύλες του τείχους και καλλιεργούσαν τα πέριξ αμπέλια ή και χωράφια. Τα σημεία πώλησης των δημητριακών και των άλλων γεωργικών προϊόντων ήταν τα κεντρικά σημεία της Θεσσαλονίκης. Ενα άλλο επίκεντρο της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής της ήταν το λιμάνι της. Λιμάνι κατ’ ευφημισμόν: Μέχρι το 1870 ήταν απλώς ένας φυσικός όρμος, μοναδική «υποδομή» του οποίου ήταν μια ξύλινη σκάλα για να δένουν τα λίγα ιστιοφόρα που έπιαναν το λιμάνι. Στη δεκαετία του 1870 το θαλασσινό τείχος της πόλης κατεδαφίστηκε, η προκυμαία επεκτάθηκε με έμπληση της θάλασσας και δημιουργήθηκαν νέα οικόπεδα. Τότε δημιουργήθηκαν υποτυπώδεις λιμενικές εγκαταστάσεις που γρήγορα αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Επακολούθησε η κατασκευή δύο προβλητών έπειτα από έμπληση (1900).
οθωμανική περίοδος διήρκεσε για τη Θεσσαλονίκη πέντε πλήρεις αιώνες. Κανένας από αυτούς δεν ήταν όμοιος με κάποιον άλλο. Στο κείμενο που ακολουθεί θα επικεντρώσουμε στα τελευταία χρόνια της οθωμανικής περιόδου και θα προσπαθήσουμε να απαντήσουμε στο ερώτημα: Σε ποια πόλη εισήλθε ο ελληνικός στρατός στις 27 Οκτωβρίου 1912;
Από την άποψη του ιδιοκτησιακού καθεστώτος, η Θεσσαλονίκη χωριζόταν σε δύο τομείς εκατέρωθεν της σημερινής οδού Βενιζέλου. Από τη δυτική πλευρά, η γη ανήκε σε βακούφια, δηλαδή σε κοινωφελή ιδρύματα που είχαν ιδρύσει ανώτατοι αξιωματούχοι του οθωμανικού κράτους τους δύο πρώτους αιώνες μετά την Αλωση της πόλης (1430). Από την ανατολική πλευρά, η βακουφική ιδιοκτησία συνυπήρχε με την ατομική.
Για το σκοπό αυτόν θα εξετάσουμε τέσσερις πτυχές: Πρώτα τα γεωγραφικά και δημογραφικά δεδομένα, έπειτα την κοινωνία της πόλης, στη συνέχεια την πολιτική κατάσταση και, τέλος, την οικονομία.
Στα βακουφικά οικόπεδα η ψιλή κυριότητα του βακουφίου ήταν αναπαλλοτρίωτη. Ο κάτοχος του οικοπέδου αγόραζε από το βακούφιο το δικαίωμα της διηνεκούς χρήσης του. Το δικαίωμα αυτό μπορούσε να πουλήσει εν ζωή με την άδεια του
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
83
Πανοραμική άποψη της Θεσσαλονίκης από τη Μονή Βλατάδων. Λεπτομέρεια από πίνακα του Edward Lear.
βακουφίου ή να κληροδοτήσει σε απευθείας απογόνους του. Οταν εξέλιπαν οι απόγονοι, η χρήση επανερχόταν στο βακούφιο, που γινόταν και πάλι πλήρης ιδιοκτήτης. Το ίδιο συνέβαινε όταν κατέρρεε ή καιγόταν το κτίριο που υπήρχε στο οικόπεδο. Μετά το 1905 τα δικαιώματα των βακουφίων είχαν αρχίσει να ατονούν -με αντίστοιχη ενδυνάμωση των δικαιωμάτων των χρηστών-, χωρίς όμως να θιχτεί η ψιλή κυριότητα. Σύμφωνα με τα κληρονομικά ήθη μουσουλμάνων και χριστιανών, τα οικόπεδα μοιράζονταν εξίσου σε όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια. Επειτα από αιώνες εφαρμογής αυτού του κανόνα, τα μεν ιδιόκτητα οικόπεδα ήταν πολύ μικρά, ενώ 84
σε κάθε βακουφικό οικόπεδο -που δεν μπορούσε να μοιραστεί σε κληρονόμους- υπήρχαν πολλοί ιδιοκτήτες.
Ο κοινόχρηστος τόπος γύρω από τη Θεσσαλονίκη Μέχρι το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, οι Θεσσαλονικείς εξακολουθούσαν να κατοικούν μέσα στην περιτείχιστη πόλη. Γύρω από τα τείχη απλωνόταν μια μεγάλη κοινόχρηστη έκταση που χωριζόταν σε δύο τμήματα. Το πρώτο τμήμα περιλάμβανε τα νεκροταφεία των έξι αναγνωρισμένων θρησκευτικών κοινοτήτων της πόλης, δηλαδή της ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
ορθόδοξης χριστιανικής, της ρωμαιοκαθολικής χριστιανικής, της προτεσταντικής, της αρμενικής, της μουσουλμανικής και της εβραϊκής. Το δεύτερο τμήμα περιλάμβανε τα δημόσια λιβάδια. Τα έσοδα από τη διαχείριση των λιβαδιών ήταν αφιερωμένα στις τρεις βασικές κοινότητες (εβραϊκή, μουσουλμανική, ελληνορθόδοξη), που με κοινή απόφασή τους τα διέθεταν στο διηνεκές υπέρ των σχολείων της πόλης.
Τα νεκροταφεία Με βάση το Δίκαιο που εφαρμοζόταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως και σε κάθε άλλη μουσουλμανική χώρα, ο τόπος της ταφής είχε μεγάλη σημασία, διότι καθόριζε την κληρονομική διαδοχή του θανόντος. Γι’ αυτό και τα όρια ανάμεσα στα νεκροταφεία ήταν σαφή, συνήθως δρόμοι ή ποτάμια, ώστε να μη δημιουργούνται παρεξηγήσεις. Υπήρχαν, βέβαια, νεκροταφεία και μέσα στην περιτείχιστη πόλη, αλλά η χρήση τους είχε σταματήσει πολύ πριν από την εποχή στην οποία αναφερόμαστε. Βρίσκονταν στα προαύλια εκκλησιών, τεμενών, καθώς και χριστιανικών και μουσουλμανικών μονών (τεκέδων). Η εβραϊκή κοινότητα ήταν η πολυπληθέστερη επί σειρά αιώνων, γι’ αυτό και το νεκροταφείο της ήταν το μεγαλύτερο. Ξεκινούσε από το σημερινό κτίριο του Χημείου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της πανεπιστημιούπολης. Το νότιο όριό του ήταν ένας δρόμος που δεν υπάρχει πλέον, η προέκταση της οδού Εγνατίας μέχρι τη σημερινή οδό Λαμπράκη (τότε Νοσοκομείων). Αυτός ο δρόμος συνέχιζε μέχρι τους Καπουτζήδες (Πυλαία), διασχίζοντας τις ακατοίκητες τότε, και πυκνοκατοικημένες σήμερα, συνοικίες της (προϊστορικής) Τούμπας. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Η μουσουλμανική κοινότητα διέθετε δύο κύρια νεκροταφεία. Το πρώτο κάλυπτε το χώρο της σημερινής Διεθνούς Εκθέσεως Θεσσαλονίκης (βρισκόταν, δηλαδή, νοτιοανατολικά από το εβραϊκό). Το δεύτερο απλωνόταν έξω από τη λεγόμενη Νέα Πύλη (Γενί Καπού) του δυτικού τείχους, στο ύψος των σημερινών οδών Αγίου Δημητρίου και Λαγκαδά. Δίπλα σε αυτό υπήρχε ένα τρίτο μουσουλμανικό νεκροταφείο, προσαρτημένο στο μεγαλύτερο μουσουλμανικό μοναστήρι της πόλης, τον «τεκέ» των Μεβλεβήδων δερβίσηδων. Μέχρι το 1874 όλοι οι χριστιανοί έθαβαν τους νεκρούς τους στον τόπο ανάμεσα στα ανατολικά τείχη της πόλης (κατά μήκος της σημερινής οδού Κωνσταντίνου Μελενίκου) και στο εβραϊκό νεκροταφείο. Χριστιανικοί και εβραϊκοί τάφοι χωρίζονταν από ένα ποτάμι, που σήμερα έχει εγκιβωτισθεί. Το παλαιό αυτό χριστιανικό νεκροταφείο δεν ήταν περιφραγμένο και δεν υπήρχαν ιδιαίτερα όρια ανάμεσα στις επιμέρους χριστιανικές κοινότητες. Το 1874 εφαρμόστηκε ο πρόσφατος τότε οθωμανικός νόμος «Περί Νεκροταφείων». Ετσι, τα κοιμητήρια των χριστιανικών κοινοτήτων χωρίστηκαν και οριοθετήθηκαν.
Ο χώρος του παλιού εβραϊκού νεκροταφείου, πάνω στο οποίο χτίστηκε η σημερινή πανεπιστημιούπολη. 85
Η ρωμαιοκαθολική κοινότητα μετέφερε το κοιμητήριό της έξω από το δυτικό τείχος, κοντά στο μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα των Λαζαριστών μοναχών. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα ανέθεσε στη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Ανδρών, σωματείο τότε νεοσύστατο, να δημιουργήσει το περιφραγμένο κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας. Νότιο όριό του ήταν η οδός που ονομάζεται σήμερα Αγίου Δημητρίου (τότε Μιντχάντ πασά) και δυτικό όριο ο δρόμος που ανηφορίζει προς το Νοσοκομείο «Αγιος Δημήτριος». Καθώς το κοιμητήριο ήταν περιφραγμένο, και άρα ο τόπος περιορισμένος, εφαρμόστηκε το σύστημα της ανακομιδής, που προκάλεσε διαμαρτυρίες στους οικονομικά ασθενέστερους κατοίκους. Η βουλγαρορθόδοξη κοινότητα έλαβε το δικαίωμα να θάβει ανατολικώς της ελληνορθόδοξης (από το 1913 το βουλγαρικό νεκροταφείο ενσωματώθηκε στην Ευαγγελίστρια).
Το 1900 άρχισε να λειτουργεί και δεύτερο ελληνορθόδοξο νεκροταφείο που βρισκόταν έξω από τα δυτικά τείχη, κοντά στο ρωμαιοκαθολικό, και ήταν αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή, στο όνομα της οποίας οι παλαιότερες πηγές μαρτυρούν αγίασμα σε εκείνη την περιοχή. Ανεπίσημο κοιμητήριο οργάνωσαν κοντά στην Αγία Παρασκευή και οι Βουλγαρορθόδοξοι (δίπλα στο σημερινό ναό Αγίου Παντελεήμονα Αμπελοκήπων). Η αρμενική και η προτεσταντική κοινότητα δημιούργησαν συνεχόμενα περιφραγμένα νεκροταφεία στο στενό τόπο ανάμεσα στο δυτικό τείχος και στο δρόμο που ανηφορίζει προς το δημοτικό νοσοκομείο, δηλαδή δυτικά της Ευαγγελιστρίας. Τέλος, η ρουμανική κοινότητα έλαβε άδεια στις αρχές του 20ού αιώνα και δημιούργησε ένα μικρό νεκροταφείο έξω από το δυτικό τείχος, το οποίο εδώ και πολλά χρόνια μετατράπηκε σε παιδική χαρά. Η σερβική κοινότητα, παρά
Ο Λευκός Πύργος όπως ήταν στις αρχές του 20ού αιώνα. Δεξιά, τμήμα της ξύλινης αποβάθρας με την περίτεχνη είσοδο και αριστερά ο οχυρωματικός περίβολος. 86
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
τις προσπάθειές της, δεν κατόρθωσε να λάβει άδεια δημιουργίας ιδιαίτερου νεκροταφείου και εξυπηρετείτο είτε στο ελληνορθόδοξο είτε στο βουλγαρορθόδοξο.
Τα λιβάδια Το κοινόχρηστο λιβάδι, ο λεγόμενος κισλάς, βρισκόταν ανάμεσα στα όρια των χωριών Καπουτζήδες (Πυλαίας), Γενί Κιοΐ (Ασβεστοχωρίου) και της Θεσσαλονίκης. Το λιβάδι περιλάμβανε τη χειμερινή βοσκή και τη θερινή βοσκή. Η χειμερινή βοσκή καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού περιαστικού δάσους Σέιχ Σου (= νερό του σεΐχη), αλλά αργότερα επεκτάθηκε μέχρι το δρόμο για το χωριό Ακσακλή (σημερινό Πανόραμα) και το δρόμο για τον Χορτιάτη. Η θερινή βοσκή ήταν πολύ πιο εκτεταμένη από τη χειμερινή και καταλάμβανε τόπους στα ανατολικά της πόλης.
Επίσης, κοινόχρηστα λιβάδια απλώνονταν έξω από τη δυτική πλευρά της πόλης, αλλά οι μαρτυρίες που έχουμε για τη χρήση τους είναι παλαιότερες από την περίοδο στην οποία αναφερόμαστε. Λόγω της εγκατάστασης σιδηροδρομικών γραμμών, η περιοχή δεν ήταν πλέον τόσο πρόσφορη για βοσκή όσο στο παρελθόν.
Οικολογικές μεταβολές Οι χαλκογραφίες του 18ου και του 19ου αιώνα αναπαριστούν τους λόφους γύρω από τη Θεσσαλονίκη γυμνούς. Η αποψίλωση ήταν αποτέλεσμα της συνεχούς χρήσης των λόφων για βοσκή, αφενός λόγω της αύξησης του πληθυσμού, αφετέρου εξαιτίας της επέκτασης των νεκροταφειακών χώρων. Η αποψίλωση των λόφων είχε ένα σημαντικό αποτέλεσμα: Καθώς δεν υπήρχαν δέντρα να συγκρατούν τα χώματα που κατέβαζαν οι βρο-
Η «Ληταία Πύλη» (Γενί Καπού ή Νέα Πύλη της Τουρκοκρατίας), που βρισκόταν στο δυτικό άκρο της σημερινής οδού Αγίου Δημητρίου. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
87
χές, η στάθμη του εδάφους της Θεσσαλονίκης ανήλθε στη διάρκεια του 19ου αιώνα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να καλυφθούν οι χείμαρροι που άλλοτε διέσχιζαν την πόλη και κινούσαν με τα νερά τους νερόμυλους. Η τελευταία μαρτυρία που διαθέτουμε για την ύπαρξη νερόμυλων εντός των τειχών χρονολογείται στις αρχές του 19ου αιώνα. Η τελευταία μαρτυρία για την ύπαρξη χειμάρρου μέσα στην πόλη ανάγεται στο έτος 1864. Οι μαρτυρίες συγκλίνουν στο νότιο μέρος της Αρχαίας Αγοράς, βορείως της Εγνατίας. Στο σημείο εκείνο βρισκόταν ήδη από το έτος 1500 η Αλευραγορά και εκεί λειτουργούσαν ακόμη το 1800 οι περισσότεροι μύλοι. Ηταν το κεντρικό μέρος της πόλης, το «Ουν-Καπάνι» (Αλευραγορά).
Εξω από τα δυτικά τείχη Δύο βασικοί δρόμοι οδηγούσαν από τη Θεσσαλονίκη προς τις εκτάσεις έξω από τα δυτικά τείχη
της. Ο πρώτος ξεκινούσε από την Πύλη του Βαρδάρη (Βαρντάρ Καπού). Μπορεί να ταυτιστεί με τη σημερινή οδό Γιαννιτσών και οδηγούσε προς το χωριό Ντούντουλαρ (Διαβατά). Ο δεύτερος δρόμος ξεκινούσε από τη Νέα Πύλη (Γενί Καπού) και μπορεί να ταυτιστεί με τη σημερινή λεωφόρο Καλλιθέας, που διασχίζει την Ξηροκρήνη και φτάνει μέχρι τους Αμπελοκήπους. Αμφότεροι οι δρόμοι διασταυρώνονταν με δύο καθέτους. Ο πρώτος κάθετος ήταν πρόδρομος της σημερινής λεωφόρου Λαγκαδά και οδηγούσε προς την Ανατολική Μακεδονία. Ο δεύτερος ήταν ένας πολύ παλιός αγροτικός δρόμος, που οδηγούσε από τη θάλασσα προς τον Ζέιτενλουκ, τοποθεσία που είχε πάρει το όνομά της από τους ελαιώνες της (σημερινή Σταυρούπολη). Στο ύψος του αγροτικού αυτού δρόμου εγκαταστάθηκε ο σιδηροδρομικός σταθμός Θεσσαλονίκης-Κωνσταντινούπολης, ενώ μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα βρισκόταν ο εμπορικός σταθμός της γραμμής Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου. Η εγκατάσταση των σιδηροδρόμων σήμαινε σοβαρές
Ο τάφος του Τούρκου αγίου Μουσάτ Μπαμπά, οκταγωνικό κτίσμα με τρούλο που βρισκόταν στο κέντρο της ομώνυμης τουρκικής συνοικίας (πλατεία Τερψιθέας, Ανω Πόλη). 88
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
αλλαγές στην περιοχή, με περιορισμό των καλλιεργειών και διευθέτηση των χειμάρρων, οι οποίοι πλημμύριζαν και κατέστρεφαν τις γραμμές. Πολύ κοντά στην Πύλη του Βαρδάρη (η οποία είχε κατεδαφιστεί το 1874, όχι όμως και τα περιβάλλοντα τείχη) δημιουργήθηκε ο σιδηροδρομικός σταθμός «πόλεως». Καθώς από το 1900 είχε οικοδομηθεί το νέο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, όπως θα δούμε, η περιοχή ανάμεσα στους σιδηροδρομικούς σταθμούς και στο λιμάνι θεωρήθηκε ιδανικός τόπος για την εγκατάσταση των λίγων βιομηχανιών και αποθηκών της πόλης.
Η φυλακή Τα ανατολικά τείχη κατεδαφίστηκαν σταδιακώς από το 1874 έως το 1900. Απέμεινε, ωστόσο, ο Πύργος του Αίματος (Κανλί Κουλέ), ο κατ’ ευφημισμόν Λευκός Πύργος, να σημαδεύει τη θέση τους. Ο πύργος αυτός χρησίμευε ως φυλακή. Πε-
ριγράφεται από τον περιηγητή James Minchin, που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη το 1884: «Την ημέρα της επίσκεψής μου υπήρχαν 380 κρατούμενοι, που όλοι σχεδόν -κατά την αναφοράήταν ληστές και δολοφόνοι. (…) Οταν κατέβηκα από την άμαξά μας, είχα μία πολύ αόριστη ιδέα για τον τρόπο με τον οποίο οι κρατούμενοι τελούσαν υπό περιορισμό. Πίστευα ότι θα τους έβλεπα πίσω από τα κάγκελα. Μόλις μπήκαμε στο χώρο της φυλακής, μας έψαξαν μήπως κρύβαμε όπλα. Από τον αξιωματικό που μας συνόδευε αφαιρέθηκε το ξίφος. Αυτή η απλοϊκή μέριμνα μάλλον μας διασκέδασε. Επειτα ακολουθήσαμε τον αξιωματικό, ενώ πίσω μας βάδιζε ένας δεσμοφύλακας. Ανηφορίσαμε τον πύργο, ανεβαίνοντας από το ένα πάτωμα στο άλλο και μερικές φορές κινούμενοι αργά μέσα σε κάποιο κελί. Οταν είχαμε φτάσει στη μέση της ανόδου, ρώτησα αν οι άνδρες γύρω μας (οι οποίοι δεν ήταν αλυσοδεμένοι) ήταν κατάδικοι που επεδείκνυαν καλή συμπεριφορά και
Η ηλεκτρική εταιρία της Θεσσαλονίκης, στο ύψος της σημερινής οδού Εδισον (Συλλογή Αγγ. Παπαϊωάννου). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
89
-σε καταφατική περίπτωση- πού βρίσκονταν οι εγκληματίες. Τότε πληροφορήθηκα ότι ήμασταν ανάμεσα στους δολοφόνους και ότι όσοι ήταν κλεισμένοι στην κορυφή του πύργου είχαν καταδικαστεί για λιγότερο σοβαρά αδικήματα. (…) Είναι αλήθεια ότι μερικά πρόσωπα ήταν τρομερά. Αλλά εν γένει διακρίναμε καθαριότητα, κοσμιότητα και ένα πνεύμα ευγένειας. Σε κάθε πάτωμα που μπαίναμε οι φυλακισμένοι σηκώνονταν και μας χαιρετούσαν. Η αβρότητα αυτή δεν προερχόταν από την επιβαλλόμενη πειθαρχία της φυλακής. Το σιτηρέσιο που παρέχει η κυβέρνηση είναι φτωχό: μόνο ψωμί και νερό. Αλλά οι φτωχοί κρατούμενοι -Εβραίοι, Τούρκοι, Αλβανοί, Βούλγαροι, Σέρβοι, Βλάχοι και Ελληνες- βοηθούνται από τις κοινότητές τους, οι οποίες τους προμηθεύουν κρέας και καφέ. Κύπελλα και σκεύη υπήρχαν άφθονα και κάθε φυλακισμένος είχε το στρώμα ή την κουβέρτα του. Λαμβάνοντας υπόψη από τι είδους σπίτια προέρχονταν αυτοί οι άνθρωποι, ήταν ασφαλώς καλύτερα στη φυλακή του σουλτάνου παρά στα χωριά τους». [Α. Γρηγορίου & Ε. Χεκίμογλου, Η Θεσσαλονίκη των περιηγητών]. Από το 1900 οι φυλακές μεταφέρθηκαν στο Γεντί Κουλέ (Επταπύργιο), στην ακρόπολη της Θεσσαλονίκης, και εκεί λειτούργησαν μέχρι τις μέρες μας.
Εξω από τα ανατολικά τείχη Εξω από τα ανατολικά τείχη υπήρχαν επίσης χείμαρροι και αποθήκες. Μόλις σε απόσταση 500 μέτρων από το Λευκό Πύργο εγκαταστάθηκε στις αρχές του αιώνα η ηλεκτρική εταιρία. Βορειότερα, απλώνονταν οι στρατώνες και το Πεδίον του Αρεως. Κατά μήκος της ακτής είχαν οικοδομηθεί στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα πολυτελείς εξοχικές κατοικίες των πλούσιων Θεσσαλονικέων, οι λεγόμενοι «Πύργοι». Οι πιο εντυπωσιακές ήταν των Σαρνό, Ασλάν, Ντιρχάν Αμπντουλάχ, Αμποτ, Χαμντή μπέη, Αλλατίνι, Μοδιάνο και Αχμέτ Κερίμ. Οι νέοι των οικογενειών αυτών συνήθιζαν να γλεντούν τα βράδια μέσα σε πλοιάρια, που ήταν αγκυροβολημένα σε ορμίσκους, μπροστά στις κατοικίες τους. 90
To 1898 πραγματοποιήθηκε χαρτογράφηση των οικοπέδων εκτός των τειχών της Θεσσαλονίκης. Διακρίνονται η ακτή, τα παραθαλάσσια οικόπεδα και η σημερινή λεωφόρος Β. Ολγας. Τα δύο παραθαλάσσια οικόπεδα στο μέσον είναι του Α. Καπαντζή (διακρίνεται η έπαυλη) και της έπαυλης Château mon bonheur.
Ενδιαφέρουσες είναι οι εντυπώσεις του Αργείου λόγιου Δ. Βαρδουνιώτη (1847-1924) από επίσκεψή του στη συνοικία αυτή το 1890: «Οι Πύργοι, οίτινες φαίνονται μεν προάστειον, χωριζόμενον από της πόλεως διά του εβραϊκού νεκροταφείου, αποτελούν όμως μέρος αυτής ως θερινή μάλλον αριστοκρατική συνοικία, είναι ο προσφιλέστερος περίπατος των Θεσσαλονικέων. Είναι τα Πατήσια ή το Φάληρον των Αθηνών, το προάστειον εκείνον το τελείως ευρωπαϊκόν την όψιν. Κατά τας θερινάς ημέρας φλέγων ο καύσων προκαλεί ακατανίκητον δίψαν της δρόσου και της ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Στη Συνοικία των Εξοχών χτίστηκαν μετά την πυρκαγιά του 1890 περίπου 200 μεσοαστικές και μικροαστικές κατοικίες.
εξοχής. Η μεγάλη αυτή πόλις μηδεμίαν δυστυχώς έχουσα πλατείαν, καθίσταται κατά τινάς ώρας πληκτική και αφόρητος με τας πυκνάς και τας υψηλάς αυτής οικοδομάς και τας ζεούσας και τας πλείστας στενάς πλακοστρώτους οδούς της. Ολοι δε τότε αισθάνονται την ανάγκην να αναπνεύσωσιν ολίγον αέρα εξοχής και ροφήσωσιν ολίγην δρόσον (...) Υπάρχουν λεωφορεία (omnibus) κυκλοφορούντα μέχρι της μιας μετά το μεσονύκτιον από της προκυμαίας μέχρι του Παραδείσου των Πύργων. Εισήχθησαν προ τινών ετών και εργάζονται επικερδέστατα. Δεν έχουν βεβαίως την κομψότητα και πολυτέλειαν των αθηναϊκών τράμβαϊ, δυστυχώς δε ούτε σιδηράν γραμμήν, και διά τούτο τρέχοντα παταγωδέστατα επί των λιθοστρώτων, είναι αληθείς αντεροβγάλται (...) Διά τους μάλλον νωχελείς υπάρχουν αι άμαξαι και αι λέμβοι, ή εν τη γλώσση του τόπου, οι αραμπάδες και τα καΐκια». ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Μετά τη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε το κέντρο της Θεσσαλονίκης (1890) και την εγκατάσταση ιπποκίνητου τροχιόδρομου (1893), δημιουργήθηκε η Συνοικία των Εξοχών, που ονομαζόταν και Χαμιντιέ, από το όνομα του σουλτάνου Χαμίντ Β΄. Στη Συνοικία των Εξοχών ανεγέρθηκαν περίπου 200 μεγαλοαστικές και μεσοαστικές κατοικίες, καθώς και πλήθος μικροαστικών κατοικιών. Δημιουργήθηκαν έτσι δύο μεγάλες συνοικίες, της Αγίας Τριάδας και της Αναλήψεως κατά τους ελληνόφωνους, του Κερίμ εφέντη και του Κάραγατς (=λεύκα) κατά τους λοιπούς, στις οποίες το 1912 κατοικούσε σχεδόν ένας στους πέντε Θεσσαλονικείς. Στην προς Ανατολάς επέκταση της πόλης συνέβαλε η εγκατάσταση νοσοκομείων (ιταλικού, ρωσικού, ελληνικού, εβραϊκού) και ορφανοτροφείων (ελληνορθόδοξου και εβραϊκού). 91
Τόποι διασκέδασης. Κήποι, μπόουλινγκ και τζέντλεμεν Το 1902, ο Γάλλος συγγραφέας Maurice Pottecher επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη και εντυπωσιάσθηκε από την παραλία της με τα κέντρα διασκέδασης: «Κατά μήκος της παραλίας υπάρχουν διάσπαρτα καινούρια οικοδομήματα, ξενοδοχεία που περιβάλλονται από πράσινο και όπου κυματίζει η σημαία κάποιου προξενείου, εξοχικά σπίτια των οποίων ο ρυθμός είναι ίδιος με εκείνον των προαστείων, εργοστάσια, ταβερνούλες απ’ όπου προέρχεται ένας θόρυβος μπουκαλιών, μπόουλινγκ και έντονου γέλιου. Μπροστά στην πόρτα ένας γάιδαρος σέρνει ένα κάρο και περιμένει επί πολλή ώρα, ρίχνει τα κοντά αυτιά του πάνω στα καρτερικά μάτια του. Και ακολουθεί ο συνηθισμένος θόρυ-
βος που προέρχεται από τη λήξη μιας αστικής γιορτής. Αναμιγνύεται με το βαρύ θόρυβο που προκαλούν οι κροτίδες και οι μπάντες που παίζουν ερωτικά τραγούδια, άσεμνα ρεφρέν και οι μονόλογοι που προφέρονται με δυσκολία σε 4 ή 5 καφέ – κονσέρ, κρυμμένα μέσα στην αυλή μιας μεγάλης μπυραρίας, παρόμοιας με τις γερμανικές… (…) Ενας βιεννέζικος θίασος, Γαλλίδες τραγουδίστριες, Ισπανίδες χορεύτριες. (…) Οι αφίσες που ήταν αναρτημένες στις βιτρίνες ανήγγειλαν τα ονόματά τους και οι περαστικοί θαύμαζαν στις φωτογραφίες τα κομψά εσώρουχα της χορεύτριας, ακίνητης σε μια τολμηρή πιρουέτα, ή το υπέροχο χαμόγελο και το βαμμένο μουστάκι ενός τενόρου με ουγγρικό όνομα». [Α. Γρηγορίου & Ε. Χεκίμογλου, Η Θεσσαλονίκη των περιηγητών, από όπου και όλα τα περιηγητικά κείμενα].
Το ξενοδοχείο «Oλυμπος», ένα από τα πιο δημοφιλή σημεία της πόλης. Καταστράφηκε με την πυρκαγιά του 1917. 92
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Πιο σεμνά, η επετηρίδα της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης σημειώνει για την ίδια περιοχή το 1890: «Υπάρχουν διάφορα δημοφιλή σημεία που συχνάζονται στη Θεσσαλονίκη. Ο Ολυμπος, η Αμερική, η Belle Vie, κήποι και καφετερίες γύρω από τον Λευκό Πύργο (που είναι ένα από τα πιο σημαντικά αρχιτεκτονικά μνημεία της πόλης) απλώνονται κατά μήκος της ακτής μαζί με άλλα είκοσι καφέ κι έτσι η περιοχή φωτίζεται από χιλιάδες φώτα τις νύχτες του καλοκαιριού. Σε μερικά από αυτά τα καταστήματα παρουσιάζονται ευρωπαϊκές και ανατολικές ορχήστρες, αρκετές νύχτες την εβδομάδα. Υπάρχει ακόμη ένα εξαιρετικό θερινό θέατρο σ' αυτήν την περιοχή. Η τάξη, η ομορφιά και η νυχτερινή διασκέδαση αυτού του τμήματος της Θεσσαλονίκης σπάνια μπορούν να βρεθούν σε παρόμοιες πόλεις». Και συνεχίζει το ημιεπίσημο αυτό κείμενο -πρόγονος κρατικού τουριστικού φυλλαδίου- για τους τόπους αναψυχής πέριξ της πόλεως: «Ο Μεμλεκέτ Μπαγτσεσί [δηλαδή ο «δημόσιος κήπος», γνωστός ως Μπες Τσινάρ = Πέντε Πλατάνια] βρίσκεται στα δυτικά της πόλης, με ένα όμορφο δάσος από μεγάλα δέντρα. Σ’ αυτόν τον κήπο, από την πλευρά της ακτής, απλώνονται θαυμάσια λιβάδια και υπάρχουν δύο υπέροχα κιόσκια. Μία ώρα απόσταση ολόγυρα από τον Μεμλεκέτ Μπαγτσεσί, λαχανόκηποι διακοσμούν το πανόραμα. Στα ανατολικά, όταν τελειώνουν οι παραθαλάσσιες κατοικίες, απλώνονται τρεις υπέροχοι κήποι για το κοινό, που ονομάζονται Cennet [=Παράδεισος], Buyukdere [=Μεγάλο Ρέμα] και Iskenderiye [=Αλεξάνδρεια]». Η ίδια πηγή αναφέρει με υπερηφάνεια και τόπους που συχνάζονταν αποκλειστικώς από εύπορους: «Οι λέσχες Κύκλος της Θεσσαλονίκης στον Φραγκομαχαλά, με μέλη προξένους και ξένους τζέντλεμεν, ο Μεγάλος Κύκλος της Θεσσαλονίκης και η Αvenir στο λιμάνι, για Εβραίους τζέντλεμεν, περιλαμβάνονται μεταξύ των πιο σημαντικών κοινωνικών καθιδρυμάτων. Οι εγκαταστάσεις τους είναι εξαιρετικά επιπλωμένες και οι βιβλιοθήκες τους περιλαμβάνουν χιλιάδες βιβλία και μεγάλη ποικιλία ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
εφημερίδων». [Ε. Χεκίμογλου & Ε. Ντανατζίογλου, Η Θεσσαλονίκη πριν από εκατό χρόνια].
Δημογραφικά στοιχεία Πριν αναφερθούμε σε αριθμούς, παραθέτουμε τη μαρτυρία του Βρετανού διπλωμάτη Albert Charles Wratislaw (1862-1938), που επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Θεσσαλονίκη το 1885: «Ο πληθυσμός της πόλης εκτιμάτο [το 1885] ως τάξη μεγέθους σε 120.000. Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν γινόταν κανονική απογραφή. Οχι ότι πίστευαν ότι ο Αλλάχ θα είχε καμία αντίρρηση για να καταμετρηθούν οι άνθρωποι που πίστευαν στο Γιαχβέ, αλλά με τον ανάμικτο χαρακτήρα του πληθυσμού και την ύπαρξη τεράστιων περιοχών με χαμηλή πληθυσμιακή πυκνότητα, το έργο θα ήταν ακόμη πιο δύσκολο και δαπανηρό, με τα περιορισμένα μέσα που διέθετε η διοίκηση, σε σύγκριση με το αποτέλεσμα που μπορούσε να εγγυηθεί. Το περισσότερο που έγινε ποτέ ήταν να μετρούν τα σπίτια σε μία πόλη ή περιοχή και να εξάγουν μία κατά προσέγγιση εκτίμηση του πληθυσμού, υπολογίζοντας ένα μέσο αριθμό ενοίκων σε κάθε σπίτι, γενικώς πέντε ή έξι. Οι διάφορες μη μουσουλμανικές κοινότητες είχαν μία σχεδόν ακριβή ιδέα για τον πληθυσμό τους, τον οποίο έτειναν να περιορίζουν στο μισό οσάκις επρόκειτο να υπολογιστούν φόροι, και να τον διπλασιάζουν οσάκις διεκδικούσαν εθνικά δίκαια». Η έλλειψη οθωμανικών δημογραφικών πηγών αποτελεί ένα ακόμη δυτικό στερεότυπο, όπως σημειώνει ο ιστορικός Stanford Shaw, προκειμένου οι ενδιαφερόμενοι διπλωμάτες ή εθνικιστές ηγέτες να προβαίνουν «σε ιδιοτελείς εκτιμήσεις του πληθυσμού, οι οποίες υποστήριζαν τους δικούς τους πολιτικούς ή διπλωματικούς στόχους». Στην πραγματικότητα, οι οθωμανικές αρχές εκπονούσαν ξεχωριστούς καταλόγους για μουσουλμάνους και μη. Κάθε πρόσωπο που καταγραφόταν εφοδιαζόταν με ένα υπογεγραμμένο και σφραγισμένο πιστοποιητικό («νουφούς τεζκερέ»), το οποίο πιστοποιούσε την εγγραφή στους καταλόγους και 93
περιελάμβανε τα ίδια στοιχεία με την εγγραφή. Το πιστοποιητικό αυτό ήταν απαραίτητο για οποιαδήποτε συναλλαγή με τις Αρχές, επέχοντας θέση ταυτότητας και πιστοποιητικού γεννήσεως. Χωρίς αυτό δεν γίνονταν μεταβιβάσεις ακινήτων, παραστάσεις στο δικαστήριο ή οποιαδήποτε επαφή με τις Αρχές. Οι άντρες στρατεύσιμης ηλικίας που στερούνταν «νουφούς τεζκερέ» στρατολογούνταν χωρίς άλλη διατύπωση, για να μην αναφέρουμε τα πρόστιμα που επιβάλλονταν. Στα ίδια κατάστιχα εγγράφονταν γεννήσεις και θάνατοι, ώστε οι Αρχές είχαν μια γενική εικόνα του αριθμού των κατοίκων κάθε δήμου, επαρχίας και νομού. Το 1903/1904 πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη η διαδικασία έκδοσης «νουφούς τεζκερέ» (τους σχετικούς πίνακες δημοσίευσε ο M. Sasmaz), οπότε και καταγράφτηκε μόνιμος πληθυσμός 83.430 προσώπων, εκ των οποίων 43.254 άρρενες και 41.107 θήλεις. Ο αριθμός των θηλέων ήταν χαμηλότερος σε όλες τις οθωμανικές απογραφές και η ερμηνεία των ειδικών ήταν ότι οι γυναίκες απέφευγαν την εγγραφή. Αλλωστε, το κράτος ενδιαφερόταν για τους άντρες, αφού εκείνοι πλήρωναν φόρους και υπόκεινταν σε στρατιωτική θητεία. Οπως θα δούμε, η εκτίμηση αυτή οφείλεται σε βιαστική ανάγνωση των πινάκων.
Ο μόνιμος πληθυσμός Με αυτές τις επιφυλάξεις, θα πρέπει να διαβάσουμε τον πίνακα 1, ο οποίος καταγράφει το μόνιμο πληθυσμό της πόλης σε απόλυτους αριθμούς. Η αναλογία των θρησκευτικών ομάδων ήταν η εξής: Εβραίοι 55,5%, μουσουλμάνοι 30% και χριστιανοί (εν συνόλω) 14,5% αντιστοίχως. Οπως συνέβαινε σε όλες τις οθωμανικές απογραφές, η καταγραφή των χριστιανικών ομολογιών ήταν σχοινοτενής, ενώ των μουσουλμάνων ενιαία. Ωστόσο, στους μουσουλμάνους -πέραν της διακρίσεως σε σουνίτες και σιίτες- περιλαμβάνονταν και οι ομολογίες των «ντονμέδων», δηλαδή των απογόνων των Εβραίων οπαδών του Σαμπετάι Σεβή, οι οποίοι είχαν εξισλαμιστεί μαζικά στα τέλη του 17ου αιώνα και οι οποίοι τηρούσαν τους τύπους της 94
μουσουλμανικής θρησκείας, αλλά επί της ουσίας πίστευαν σε ένα κράμα ισλαμισμού και εβραϊκού μυστικισμού. Αλλά και αυτοί οι «ντονμέδες» ήταν χωρισμένοι σε τρεις ομάδες, που δεν παντρεύονταν καν μεταξύ τους. Επίσης, στους μουσουλμάνους περιλαμβάνονται εθνικές ομάδες που ήταν ήδη διακριτές, όπως οι Αλβανοί, οι Κούρδοι και, βέβαια, οι Τούρκοι. Πίνακας 1 Πληθυσμός του Κάστρου της Θεσσαλονίκης, έτος Εγίρας 1321 (1903/1904). Μόνιμοι κάτοικοι Θρήσκευμα
Αρρενες
Θήλεις
Σύνολο
Γενικό σύνολο
43.254
41.107
83.430
Εβραίοι
23.583
23.215
46.798
Μουσουλμάνοι
13.452
11.677
25.129
6.219
6.215
12.434
Βούλγαροι προτεστάντες
6
7
13
Αρμένιοι προτεστάντες
0
0
0
Προτεστάντες
1
2
3
Ρωμαιοκαθολικοί (Latin)
5
10
15
Βούλγαροι καθολικοί
11
13
24
Ρωμιοί καθολικοί
0
0
0
Καθολικοί
16
12
28
Αρμένιοι καθολικοί
9
7
16
Αρμένιοι
66
72
138
Εξαρχικοί ορθόδοξοι
700
752
1.452
Πατριαρχικοί Βλάχοι
92
40
132
5.313
5.300
10.613
Χριστιανοί εν συνόλω, ως εξής:
Πατριαρχικοί ορθόδοξοι
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Η κυριότερη χριστιανική κοινότητα ήταν οι πατριαρχικοί ορθόδοξοι που αποκαλούσαν εαυτούς «Ελληνες Ορθοδόξους». Αυτή η κοινότητα συνιστούσε το 12,5% των κατοίκων. Η επόμενη σε μέγεθος χριστιανική κοινότητα ήταν οι εξαρχικοί ορθόδοξοι, η ταυτότητα της οποίας αποδίδεται συνήθως ως «βουλγαρική» και η οποία περιλάμβανε ποσοστό 1,7% των κατοίκων.
Πίνακας 2 Πληθυσμός του Κάστρου της Θεσσαλονίκης, έτος Εγίρας 1321 (1903/1904). Προσωρινοί κάτοικοι Θρήσκευμα Γενικό σύνολο
Αρρενες
Θήλεις
Σύνολο
5.096
10.193
15.289
249
275
524
Οι νεότεροι κάτοικοι
Εβραίοι
Εκτός από το μόνιμο πληθυσμό («yerli»), στο Κάστρο της Θεσσαλονίκης καταγράφηκαν και παρεπιδημούντες («yabanci»), δηλαδή νέοι ή προσωρινοί κάτοικοι, εν συνόλω 15.289. Αναλύονται, κατά κατηγορίες, στον πίνακα 2.
Μουσουλμάνοι
2.655
4.919
7.574
Χριστιανοί εν συνόλω, ως εξής:
2.192
4.999
7.191
Βούλγαροι προτεστάντες
6
22
28
Αρμένιοι προτεστάντες
0
2
2
Προτεστάντες
2
7
9
Ρωμαιοκαθολικοί (Latin)
7
4
11
Βούλγαροι καθολικοί
13
24
37
Ρωμιοί καθολικοί
0
1
1
Καθολικοί
6
74
80
Αρμένιοι καθολικοί
15
19
34
Αρμένιοι
75
171
246
Εξαρχικοί ορθόδοξοι
576
1669
2.245
Πατριαρχικοί Βλάχοι
24
75
99
1.468
2.931
4.399
Οπως φαίνεται από τον πίνακα, στη Θεσσαλονίκη καταγράφηκαν τη συγκεκριμένη χρονιά πολλοί νέοι ή προσωρινοί κάτοικοι, οι οποίοι ήταν κυρίως μουσουλμάνοι και χριστιανοί. Η εσωτερική μετανάστευση -από τα χωριά στη Θεσσαλονίκηοδηγούσε σε δημογραφικές αλλαγές υπέρ του μουσουλμανικού και του ορθόδοξου χριστιανικού στοιχείου. Οι νεοφερμένοι χριστιανοί ήταν στην πλειονότητά τους πατριαρχικοί ορθόδοξοι, αλλά καταγράφηκε και ένας σημαντικός αριθμός εξαρχικών, ο οποίος ήταν μεγαλύτερος από τον αριθμό των μόνιμων εξαρχικών κατοίκων. Η εξαρχική κοινότητα της Θεσσαλονίκης ήταν, δηλαδή, προϊόν μάλλον της εσωτερικής μετανάστευσης και λιγότερο προϊόν των αστικών δομών. Ο πίνακας 2 είναι σημαντικός και διότι δείχνει τις δημογραφικές αλλαγές που προκαλούσε η εσωτερική μετανάστευση. Πρώτα από όλα, δύο στους τρεις νέους ή προσωρινούς κατοίκους ήταν γυναίκες. Αν δεν πρόκειται για στατιστικό λάθος, έχουμε εδώ μια ενδιαφέρουσα πληροφορία, ότι το ισοζύγιο ανάμεσα στα δύο φύλα, που ήταν ελλειμματικό για το γυναικείο φύλο μεταξύ των μουσουλμάνων, αποκαθιστούσε η μετανάστευση από το εσωτερικό της Μακεδονίας, από όπου προέρχονταν οι νέοι κάτοικοι. Συνυπολογιζομένης και της μεταναστεύσεως, ο γυναικείος ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Πατριαρχικοί ορθόδοξοι
πληθυσμός της Θεσσαλονίκης φαίνεται να ήταν ανώτερος από τον ανδρικό (βλ. πίνακα 3). 95
2. Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Πίνακας 3 Πληθυσμός του Κάστρου της Θεσσαλονίκης κατά φύλο, 1903/1904 Κάτοικοι Παλαιοί Νέοι ή προσωρινοί Σύνολο κατοίκων
Αρρενες
Θήλεις
Σύνολο
43.254
41.107
84.361
5.096
10.193
15.289
48.350
51.300
99.650
Ο συνολικός πληθυσμός Ο πίνακας 4 αποδίδει το σύνολο του καταγεγραμμένου πληθυσμού, μόνιμων και προσωρινών κατοίκων. Υπενθυμίζεται ότι περιλαμβάνει μόνον τους Οθωμανούς υπηκόους, και όχι τους υπηκόους άλλων χωρών, ο αριθμός των οποίων ήταν σημαντικός. Οπως φαίνεται, ποσοστό 47,5% ήταν Εβραίοι, 32,8% μουσουλμάνοι και 19,7% χριστιανοί, εκ των οποίων 15% πατριαρχικοί, 3,7% εξαρχικοί και 1% όλες οι άλλες ομολογίες. Πίνακας 4 Σύνολο Οθωμανών κατοίκων του Κάστρου της Θεσσαλονίκης, κατά θρήσκευμα Εβραίοι 47,49% Μουσουλμάνοι 32,82% Βούλγαροι προτεστάντες 0,04% Αρμένιοι προτεστάντες 0,00% Προτεστάντες 0,01% Ρωμαιοκαθολικοί (Latin) 0,03% Βούλγαροι καθολικοί 0,06% Ρωμιοί καθολικοί 0,00% Καθολικοί 0,11% Αρμένιοι καθολικοί 0,05% Αρμένιοι 0,39% Εξαρχικοί ορθόδοξοι 3,71% Πατριαρχικοί Βλάχοι 0,23% Πατριαρχικοί ορθόδοξοι 15,06% 96
Αυτά λένε οι αριθμοί. Πιο ζωηρές, αν και όχι πάντοτε ακριβείς, είναι οι διηγήσεις των περιηγητών, οι οποίοι έβλεπαν μια πολύχρωμη πόλη. Στην πλειονότητά τους έρχονταν στην Ανατολή για να επαληθεύσουν τα στερεότυπα με τα οποία ήταν διαποτισμένοι. Ας δούμε τι λέει ο John Foster Fraser (1860-1936), Σκοτσέζος δημοσιογράφος, που επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη το 1907: «Ο πληθυσμός είναι ανάμικτος. Οταν ξεπεράσεις τις πτωχότερες τάξεις, η περιβολή από μόνη της δεν σε βοηθά να καταλάβεις την εθνικότητα. Ολοι μιλούν ελληνικά και οι περισσότεροι γνωρίζουν τουρκικά. Πρέπει όμως να προσέξεις τα χαρακτηριστικά, το μάτι, το περπάτημα, τους τρόπους εν γένει, για να ξεχωρίσεις κατά πόσον ο άνθρωπος που κοιτάζεις είναι Τούρκος, Ελληνας, Αρμένιος, Βούλγαρος ή Εβραίος. Το πονηρό μάτι προδίδει τον Αρμένιο, το κόρδωμα ή το ταπεινό ύφος δείχνει τον Ελληνα, η ήρεμη εγρήγορση αποκαλύπτει τον Εβραίο. Είναι όλοι Τούρκοι υπήκοοι και όλοι υποχρεωμένοι να φορούν το φέσι. Υπάρχουν όμως άντρες που ξεχωρίζουν, ψηλοί, μελαχρινοί με υπερήφανο παράστημα. Είναι Αλβανοί, με άσπρη φουστανέλα, μαύρο σκούφο, πανωφόρι στολισμένο με ασημένια κλωστή και με ένα ζεύγος ρεβόλβερ περασμένα στο ζωνάρι. Είναι ο τρόμος των Τούρκων. Ανήκουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά δεν αναγνωρίζουν την οθωμανική εξουσία. Κάνουν ό,τι τους αρέσει. Πληρώνουν τους φόρους που διαλέγουν εκείνοι. Αν Αλβανός σκοτώσει Τούρκο, ο Τούρκος τον προκάλεσε. Οι τουρκικές αρχές θα κάνουν το παν για να κατευνάσουν τους Αλβανούς».
Ο γυναικείος πληθυσμός Και συνεχίζει ο Σκοτσέζος δημοσιογράφος: «Οι όμορφες γυναίκες είναι Ελληνίδες. Είναι ψηλές, περπατούν με χάρη όταν είναι νέες, ντύνονται άψογα σύμφωνα με την παριζιάνικη μόδα και ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
είναι γοητευτικές και διασκεδαστικές την ώρα του δειλινού, όταν μαζεύονται όλοι στους μικρούς παραθαλάσσιους κήπους για να ακούσουν αδιάφορη μουσική και να πιούνε άνοστη μπύρα. Οι γεροδεμένες γυναίκες με τα μεγάλα κόκαλα, τα αδρά χαρακτηριστικά και τα κόκκινα πουκάμισα είναι Βουλγάρες. Αλλά τα πιο εντυπωσιακά κοστούμια είναι εκείνα που φορούν οι μεσήλικες και ηλικιωμένες Εβραίες και όχι οι νεαρές που -ακολουθώντας τις Ελληνίδες αδελφές τους- προτιμούν την τελευταία παριζιάνικη μόδα. Η ενδυμασία που φορούν οι Εβραίες είναι χαρακτηριστική της Θεσσαλονίκης. Πριν από τρεις ή τέσσερις αιώνες μεγάλα πλήθη Εβραίων διώχτηκαν από την Ισπανία. Πολλοί ήρθαν στη Θεσσαλονίκη. Τώρα, ενώ η μόδα των ενδυμάτων έχει αλλάξει σε ολόκληρη την Ευρώπη,
οι Εβραίες της Θεσσαλονίκης -όταν περνούν την ηλικία που ο συρμός προσελκύει- φορούν ακριβώς το ίδιο φόρεμα που φοριόταν στην Ισπανία πριν από την εκδίωξη. Από μητέρα σε κόρη, μέσω πολλών γενεών, έχει μεταβιβαστεί το ύφος αυτής της γραφικής ενδυμασίας, σύμβολο και αναμνηστικό για το πώς οι Εβραίοι κυνηγήθηκαν από τους χριστιανούς, πριν βρουν καταφύγιο σε μουσουλμανική χώρα. […] Μια άλλη τάξη γυναικών, που διαφέρουν όχι μόνο ως προς την ενδυμασία, αλλά και την κάστα και συνιστούν ιδιοτυπία της Θεσσαλονίκης, είναι οι γυναίκες των ντονμέδων […]. Εχουν πρόσωπο ωχρό και στοχαστικό, λεπτό σαν αλάβαστρο. Τα μάτια τους είναι μεγάλα, σκοτεινά και ονειροπόλα. Είναι ψηλές, όμορφες και νωθρές. Ο τρόπος με τον όποιον συμβιβάζουν την ενδυματολογική
Τελειόφοιτες του ελληνορθόδοξου παρθεναγωγείου με τους δασκάλους τους (Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα). ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
97
Οθωμανή της Θεσσαλονίκης με την τυπική ενδυμασία.
Ελληνίδα της Θεσσαλονίκης με παραδοσιακή φορεσιά. «Οι όμορφες γυναίκες είναι Ελληνίδες», παρατηρεί ο Σκοτσέζος δημοσιογράφος John Foster Fraser.
Εκδρομή των μελών του Συνδέσμου των Εμποροϋπαλλήλων Θεσσαλονίκης το 1905. 98
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
αυστηρότητα, στην οποία είναι υποχρεωμένες ως μουσουλμάνες, με τη χαρακτηριστική αγάπη των Εβραίων γυναικών για το περίτεχνο, είναι επινοητικός. Πάντοτε φορούν μαύρα και το κάλυμμα της κεφαλής τους είναι ένα λεπτό σάλι. Αλλά η γραμμή και ο στολισμός των ενδυμάτων είναι εξαίσιος, το κάλυμμα της κεφαλής τακτοποιημένο με καλαισθησία, τα μπράτσα γυμνά. Μαύρες βεντάλιες αναδύονται και κρατιούνται ψηλά -όχι τόσο σχολαστικά όταν η κυρία είναι όμορφη και το γνωρίζει, όπως συμβαίνει κατά κανόνα- έτσι ώστε το πρόσωπο να κρύβεται από τα μάτια των ανδρών. Στα φορέματα των ντονμέδων υπάρχει μόνο μαύρο χρώμα, αλλά η χάρη και η εφευρετικότητά τους τα κάνουν να ξεχωρίζουν.
περίεργος. Μόλις εκάθισα και έρριψα όπισθέν μου εν βλέμμα, ακούω αίφνης γλυκυτάτην, αλλά τρομώδη φωνήν. -Αράμπατζη, χερκέκ! Και εν ακαρεί αισθάνομαι θρουν τινά, ωσεί στρουθών πτερυγίσματα. Ησαν πέντε έως εξ Οθωμανίδες, χαρέμια καλής περιωπής, ως εφαίνετο εκ
Επειτα υπάρχουν οι Τουρκομουσουλμάνες κυρίες, οι οποίες ποτέ δεν εμφανίζονται στο δρόμο, εκτός αν είναι τυλιγμένες σε απλές μαύρες ή γαλάζιες ρόμπες κι έχουν τα πρόσωπά τους καλυμμένα. Ποτέ δεν περπατούν με τους συζύγους τους, ποτέ δεν κάθονται στους κήπους να ακούσουν κάποια ορχήστρα. Μένουν στο χαρέμι και δεν έχουν κανένα άντρα να μιλήσουν, εκτός από το σύζυγό τους. Μου είπαν ότι οι μουσουλμάνες κυρίες ζηλεύουν λυσσαλέα τις χριστιανές και τις Εβραίες αδελφές τους, οι οποίες μπορούν να γευματίζουν με φίλους του άλλου φύλου, να πηγαίνουν βόλτα με την άμαξα και να επισκέπτονται τα café chantant το βράδυ. Βλέπουν ότι ο άπιστος μεταχειρίζεται τη γυναίκα του με ευαισθησία».
Μια σκηνή στο λεωφορείο Ανάλογη αίσθηση για τις μουσουλμάνες αποκόμισε ο Βαρδουνιώτης, στην επίσκεψη του οποίου στη Θεσσαλονίκη έχουμε ήδη αναφερθεί. Μαζί με έναν Εβραίο φίλο του, τον Αβραμίκο, πήγαν μέχρι το τέρμα της Συνοικίας των Εξοχών, στον κήπο που λεγόταν «Παράδεισος», και όταν η αναψυχή τους τελείωσε αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πόλη. «Κουρασμένοι οποσούν, ανήλθομεν εις λεωφορείον διερχόμενον. Εκεί όμως συνέβη σκηνή ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Mehmed Kapandji, επιχειρηματίας, κτηματίας, πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης. Επισήμως μουσουλμάνος, ουσιαστικώς επιφανές μέλος της «αίρεσης» των ντονμέδων. 99
της περιβολής και των αβροτάτων χειρών των (αι δύο ιδίως εξ αυτών, διότι αι λοιπαί ήσαν ακόλουθοι), νεαραί, εύσωμοι και ωραίαι, αίτινες κατήλθον της αμάξης, διότι ανήλθομεν ημείς και επειδή, ως λέγουν, δεν ταις επιτρέπεται να συνταξειδεύσωσι μετ’ ανδρών και δη απίστων, εφώναξαν, περίτρομοι, “αμαξηλάτα, άνδρες” και κατήλθον εις την οδόν. Μόλις όμως ο αμαξηλάτης μας εξήγησε την σκηνήν, προσθείς ότι αι Οθωμανίδες ηδύναντο να πληρώσωσι και τας κενάς θέσεις του λεωφορείου, ημείς, μη έχοντες άλλως τε παρομοίαν όρεξιν, κατήλθομεν επίσης. Αλλά το παράδοξον ήτο ότι αι Οθωμανίδες δεν επείσθησαν να ανέλθωσιν εκ νέου, λόγω ότι το λεωφορείον είχε “μολυνθή” υπό των απίστων. Ο Αβραμίκος εν τούτοις μοι εξήγησεν ότι δεν είναι τόσον άγρια πτηνά αι θελκτικαί Οθωμανίδες, αλλά ο φόβος των προήρχετο μη συναντηθώσι υπό Τούρκων, συνταξιδεύσουσαι μετ’ ανδρών, ότε βαρείαι ποιναί ανέμενον αυτάς. Είναι παροιμιώδης η δουλική ζωή των Οθωμανίδων, αίτινες ζώσι μεμονωμένως και φυλασσόμεναι ως εν κλωβώ».
στην Κωνσταντινούπολη υπήρχε ανώτερο σχολείο για κοπέλες), αλλά και για το φεμινισμό και τις επιθέσεις εναντίον των γυναικών μέσα στο δρόμο. Πολιτικές και λογοτεχνικές προσωπικότητες έγραψαν στην «Καντίν» στη διετία που κυκλοφόρησε (1908-1909). Ας σημειωθεί ότι το 1908 εμφανίζεται η πρώτη γυναίκα διπλωματούχος ιατρός της Θεσσαλονίκης, η δεσποινίς Ντερβέτογλου, μουσουλμάνα που είχε αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο της Βοστόνης, με ειδικότητα στη Γυναικολογία. Μαθαίνουμε γι’ αυτήν από μια καταχώριση σε μια τοπική γαλλόγλωσση εφημερίδα, τη «Journal de Salonique». Τέσσερα χρόνια αργότερα θα εμφανιστεί και η
Αλλά και το πρώτο γυναικείο περιοδικό Αν αυτό ήταν η επιφάνεια που έβλεπαν όλοι, στο βάθος εξελίσσονταν αλλαγές που δεν ήταν πάντοτε ορατές. Στη δεκαετία του 1870 στη Θεσσαλονίκη είχαν ιδρυθεί ιδιωτικά μουσουλμανικά σχολεία, τα πρώτα στην αυτοκρατορία, που έφεραν νέο άνεμο στη μουσουλμανική εκπαίδευση. Μόλις 18 χρόνια μετά τη σκηνή με το λεωφορείο, στο πολιτικό πλαίσιο της νεοτουρκικής επανάστασης, στη Θεσσαλονίκη θα δραστηριοποιηθούν γυναικείες μορφωτικές οργανώσεις και θα εκδοθεί ένα από τα τρία γυναικεία περιοδικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η «Καντίν» (= γυναίκα). Αν και ο εκδότης ήταν άντρας, πολλά από τα κείμενα του περιοδικού γράφτηκαν από γυναίκες και αφορούσαν τα ενδεικνυόμενα μέτρα για τη βελτίωση της εκπαίδευσης των γυναικών, το ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν για το σκοπό αυτόν οι γυναικείες οργανώσεις, την ανάγκη να επεκταθεί η ανώτατη εκπαίδευση για τις γυναίκες (μόνον 100
Μία Τουρκάλα στο ιδιαίτερο δωμάτιό της. «Μένουν στο χαρέμι και δεν έχουν κανέναν άντρα να μιλήσουν εκτός από το σύζυγό τους», καταγράφει το ρεπορτάζ της εποχής. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
πρώτη χριστιανή ιατρός, η κυρία Σμαράγδα, που ήταν οδοντίατρος, είχε ιατρείο στην Εγνατία και προτιμούσε να διαφημίζεται στην ελληνόγλωσση «Νέα Αλήθεια».
Σχολεία Κάθε θρησκευτική κοινότητα φρόντιζε και χρηματοδοτούσε τα σχολεία της. Για το σκοπό αυτό κάθε κοινότητα μεριμνούσε να σχηματίσει ακίνητη περιουσία, με τις προσόδους της οποίας συντηρούσε δασκάλους και λοιπό προσωπικό και επισκεύαζε τα σχολικά κτίρια. Επίσης, υπέρ των σχολείων διετίθεντο και οι εισπράξεις από τα
Ενας Τούρκος με την καλή αστική φορεσιά του. Το φέσι ήταν απαραίτητο στοιχείο ενδυμασίας των ανδρών ανεξαρτήτως θρησκεύματος. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
λιβάδια της πόλης. Ταυτόχρονα με τις θρησκευτικές κοινότητες, και οι ξένες παροικίες ανέπτυξαν εκπαιδευτικές δραστηριότητες, συχνά για λόγους προπαγάνδας. Εκτός από εβραϊκά, ελληνικά, τουρκικά, βουλγαρικά, σερβικά και ρουμανικά σχολεία, λειτουργούσαν γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά εκπαιδευτήρια υψηλής στάθμης, με μεγάλη συμμετοχή μαθητών κυρίως από την εβραϊκή, αλλά και από την ελληνορθόδοξη κοινότητα. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα διατηρούσε ένα γυμνάσιο αρρένων, ένα παρθεναγωγείο, ένα διδασκαλείο και αριθμό δημοτικών σχολείων και νηπιαγωγείων. Καθώς από τα τέλη του 19ου αιώνα έγινε εμφανής η έλλειψη ειδικευμένου υπαλληλικού προσωπικού, το 1895 ιδρύθηκε μια μέση εμπορική σχολή από τη Μακεδονική Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα που έδρευε στην Κωνσταντινούπολη, χάρη στις ακάματες προσπάθειες του μοναχού Στέφανου Νούκα, ο οποίος εξασφάλισε με δωρεές τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους. Το 1907 ένας βασικός συνεργάτης του Νούκα, ο Αθανάσιος Κωνσταντινίδης, ίδρυσε μια δεύτερη μέση εμπορική σχολή. Μέσες εμπορικές σχολές λειτούργησαν την ίδια εποχή και από τις άλλες κοινότητες: Βρίσκουμε δύο εβραϊκές, μία μουσουλμανική, αλλά και μερικές ιδιωτικές, από τις οποίες μία ιταλική και μία γαλλική. Οπως συνέβαινε και με το γυμνάσιο αρρένων της ελληνορθόδοξης κοινότητας, οι περισσότεροι μαθητές των ελληνικών εμπορικών σχολών προέρχονταν από τις πόλεις της Μακεδονίας και μόνον το ένα πέμπτο από τη Θεσσαλονίκη. Πολλοί από τους μαθητές είχαν αποφοιτήσει από το γυμνάσιο, εγγράφονταν όμως στις τελευταίες τάξεις των εμπορικών σχολών για να μάθουν λογιστική, εμπορική αλληλογραφία και γαλλικά, που ήταν η γλώσσα των συναλλαγών στη Θεσσαλονίκη. Ταυτοχρόνως, λειτουργούσε στη Θεσσαλονίκη μια μέση σχολή που παρήγε διοικητικά στελέχη, με καλή γνώση της τουρκικής γλώσσας. Η σχολή αυτή λεγόταν Idadiye και στεγαζόταν στο κτίριο όπου το 1927 στεγάστηκε το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (η λεγόμενη «Παλαιά Φιλοσοφική»). Επίσης, από το 1909 στη Θεσσαλονίκη λειτούργησε κρατική πα101
Εσωτερικό τουρκικού σπιτιού. Ο άνδρας μισοξαπλωμένος αριστερά με τον υπηρέτη του στην άκρη και τις γυναίκες δεξιά με σκεπασμένο το πρόσωπο.
Δερβίσηδες ενός τουρκικού τεκέ (μουσουλμανικού μοναστηριού) στη Θεσσαλονίκη. Στη μέση ο ηγούμενος του τεκέ. 102
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
νεπιστημιακή Νομική Σχολή, η οποία στεγάστηκε σε ένα αρχοντικό πίσω από το Διοικητήριο.
Τα επιστημονικά επαγγέλματα και οι αμοιβές τους Το 1912 υπήρχαν αρκετοί μορφωμένοι νέοι στη Θεσσαλονίκη, με προϋπηρεσία σε εμπορικά καταστήματα, οι οποίοι μπορούσαν να διεκπεραιώσουν εμπορική αλληλογραφία και είχαν γνώσεις διπλογραφικού συστήματος. Ελειπαν, όμως, πεπειραμένοι λογιστές και συχνά χρειαζόταν να προσφερθεί υψηλός μισθός, ώστε να προσελκυσθούν λογιστές από τη Σμύρνη. Ενας έμπειρος λογιστής μπορούσε να κερδίσει 10 ή και 12 οθωμανικές χρυσές λίρες το μήνα, έναντι 5 ενός ειδικευμένου εργάτη (η σημερινή αξία μιας λίρας είναι περίπου 300 ευρώ). Ετσι εξηγείται και η προτίμηση των νέων στις εμπορικές σχολές και η πληθώρα των σχολών αυτών στη Θεσσαλονίκη. Ο εμπορικός οδηγός της Θεσσαλονίκης του 1910
μνημονεύει 33 δικηγόρους και 83 ιατρούς. Ο αριθμός ήταν πρωτοφανής για τα δεδομένα του 19ου αιώνα και ο ανταγωνισμός άρχισε να κάνει την εμφάνισή του. Γι’ αυτό, τη χρονιά εκείνη, γιατροί και δικηγόροι ανακοίνωσαν τα τιμολόγια των εργασιών τους σε προκηρύξεις γραμμένες στα ελληνικά, στα τουρκικά, στα εβραϊκά και τα γαλλικά. Σκοπός τους ήταν η περιφρούρηση των συμφερόντων των νεότερων κυρίως επιστημόνων, οι οποίοι, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό των παλαιοτέρων και να αποκτήσουν πελατεία, ήταν διατεθειμένοι να παρέχουν τις υπηρεσίες τους με δυσμενείς όρους. Ετσι, ο Δικηγορικός Σύλλογος της Θεσσαλονίκης απαγόρευσε στα μέλη του να δίδουν γνωμοδοτήσεις δωρεάν, με εξαίρεση τους συγγενείς τους και τους απόρους. Για τις προφορικές γνωμοδοτήσεις καθορίσθηκε ελάχιστο όριο αμοιβής ένα πέμπτο της χρυσής λίρας. Το ποσό αυτό αντιστοιχούσε σε ένα ανδρικό εργατικό ημερομίσθιο. Αν για να κάνει την προφορική γνωμοδότηση ο δικηγόρος έπρεπε να μελετήσει έγγραφα, η ελάχιστη αμοιβή
Εβραίοι της Θεσσαλονίκης συγκεντρωμένοι στο προαύλιο μιας συναγωγής για να γιορτάσουν το εβραϊκό Πάσχα. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
103
ήταν μισή χρυσή λίρα. Το ίδιο ίσχυε και για τις γραπτές γνωμοδοτήσεις, όπως και για τις προτάσεις. Η συμμετοχή σε συμβούλιο, με άλλους δικηγόρους, ορίσθηκε σε μια χρυσή λίρα, όσο δηλαδή ένα εργατικό βδομαδιάτικο. Για την παράσταση σε δίκη δεν υπήρχε ελάχιστο όριο. Το 10% κάθε αμοιβής περιερχόταν στο ταμείο του συλλόγου. Ανάλογο τιμολόγιο εξέδωσαν και οι Ελληνες γιατροί. Η απλή επίσκεψη στο ιατρείο καθορίσθηκε στο ένα δέκατο της λίρας, η επείγουσα επίσκεψη στο σπίτι του ασθενούς στο ένα πέμπτο της λίρας, ενώ η νυχτερινή επίσκεψη σε μισή λίρα. Η συμμετοχή σε ιατρικό συμβούλιο επίσης σε μισή λίρα. Ο τοκετός έφτανε τις τρεις λίρες.
Φαίνεται ότι οι γιατροί είχαν αντιμετωπίσει καθυστερήσεις στις πληρωμές από τους ασθενείς, διότι προέβλεψαν και πότε θα έπρεπε να πληρώνονται (κάτι που δεν έκαναν οι δικηγόροι). Αν λοιπόν η επίσκεψη δεν πληρωνόταν αμέσως, στα μεν βραχυχρόνια νοσήματα η αμοιβή του γιατρού θα έπρεπε να εξοφλείται μετά τη θεραπεία του νοσήματος, στα δε μακροχρόνια στο τέλος κάθε μήνα. Ενδειξη ότι υπήρχαν αφερέγγυοι ασθενείς αποτελούσε η πρόβλεψη ότι «πας ασθενής αλλάσσων τον ιατρόν του, οφείλει να ειδοποιεί αυτόν εγκαίρως, εξοφλών συνάμα και τον λογαριασμόν του». Ας σημειωθεί ότι, σε αντίθεση με τους δικηγόρους, οι γιατροί δεν είχαν σχηματίσει ακόμη σύλλογο. Μία σύγκριση των αμοιβών γιατρών και δικηγόρων του 1911 μάς δείχνει ότι οι γιατροί ήταν μετριοπαθέστεροι στις απαιτήσεις τους. Η απλή ιατρική επίσκεψη κόστιζε τα μισά από μια προφορική νομική γνωμοδότηση. Η συμμετοχή σε συμβούλιο αμειβόταν καλύτερα για τους δικηγόρους παρά για τους γιατρούς, αλλά οι γιατροί ήταν περισσότεροι από τους δικηγόρους. Η κατεξοχήν ιατρική «πιάτσα» της Θεσσαλονίκης ήταν η σημερινή οδός Εθνικής Αμύνης. Πρώτον, διότι διέθετε νεόδμητα πολυτελή κτίρια, δεύτερον, διότι βρισκόταν κοντά στα νοσοκομεία και την τροχιοδρομική γραμμή.
Τα νοσοκομεία
Ο Περικλής Χατζηλαζάρου, επιχειρηματίας, κτηματίας και ηγέτης της ελληνικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, με τη σύζυγό του Ευφροσύνη. 104
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα κάθε κοινότητα φρόντιζε για τους ασθενείς της. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα διέθετε νοσοκομείο ήδη από το 17ο αιώνα, αν και ήταν πολύ φτωχό σε σύγκριση με τα σύγχρονα δεδομένα. Το νοσοκομείο αυτό βρισκόταν δίπλα στο Μητροπολιτικό Μέγαρο, αλλά μεταφέρθηκε εκτός πόλεως μετά την πυρκαγιά του 1890, στη θέση του σημερινού «Θεαγενείου». Λειτουργούσε, επίσης, ένα δημοτικό νοσοκομείο, το οποίο ονομαζόταν «Γκουραμπά» και βρισκόταν απέναντι από το Λευκό Πύργο. Αυτό ανήκε στο δήμο, αλλά τελούσε υπό στρατιωτική διαχείριση. Η εβραϊκή κοινότητα διέθετε μικρή κλινική, αλλά ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
από το 1904 ξεκίνησε η οικοδόμηση του Νοσοκομείου «Χιρς», που αποτελεί την κεντρική πτέρυγα του σημερινού «Ιπποκράτειου Νοσοκομείου». Την ίδια εποχή ολοκληρώθηκαν το «Δημαρχιακό Νοσοκομείο» βορείως του ελληνικού νεκροταφείου, που λειτουργεί σήμερα με την ονομασία «Αγιος Δημήτριος», καθώς και το «Στρατιωτικό Οθωμανικό Νοσοκομείο», γνωστό στους νεότερους ως «ΓΣΝ 424». Το «Ιταλικό Νοσοκομείο» (σημερινό «Λοιμωδών») λειτουργούσε ήδη, σε μικρή απόσταση από το «Στρατιωτικό Οθωμανικό Νοσοκομείο», αλλά και το Παπάφειο Ορφανοτροφείο. Οχι μακριά από το σημείο εκείνο οικοδομήθηκε το «Ρωσικό Νοσοκομείο» (σήμερα Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας). Από την άλλη πλευρά της πόλης, στην οδό Φράγκων, λειτούργησε το «Ρωμαιοκαθολικό Νοσοκομείο των Αδελφών του Ελέους», ενώ, πέρα από τον Βαρδάρη, στην περιοχή Χατζή Μπαξέ, λειτούργησε νοσοκομείο λοιμωδών νόσων. Μέσα σε είκοσι χρόνια η Θεσσαλονίκη είχε γεμίσει νοσοκομεία. Το 1908 η ισραηλιτική κοινότητα δημιούργησε το πρώτο άσυλο ψυχοπαθών στη Θεσσαλονίκη, στην οδό Βουτυρά, κοντά στο σιδηροδρομικό σταθμό Μοναστηρίου.
Η χολέρα Τον Σεπτέμβριο του 1911 ξέσπασε στη Θεσσαλονίκη η τελευταία επιδημία της οθωμανικής περιόδου. Τα θύματα ήταν περίπου 300. Ο αριθμός δεν ήταν εντυπωσιακός σε σύγκριση με τα θύματα που είχαν παλαιότερα οι επιδημίες χολέρας και γρίπης. Ο πληθυσμός όμως πανικοβλήθηκε, διότι εφαρμόσθηκαν για πρώτη φορά «υγειονομικά» μέτρα από τις Αρχές. Δηλαδή, όσοι κάτοικοι ήταν ύποπτοι για προσβολή από την ασθένεια, αντί να αφεθούν στην τύχη τους, απομονώνονταν διά της βίας σε δύο «οικίες απολυμάνσεως» που βρίσκονταν στη συνοικία της Μπάρας (σημερινή Ξηροκρήνη) και στο Σέδες. Από τις «οικίες» αυτές, σχεδόν κανείς δεν επέζησε. Αν και η Θεσσαλονίκη διέθετε πολλούς διπλωματούχους ιατρούς, οι προκαταλήψεις για την ιατρική επιστήμη ήταν διάχυτες. Εγκυρη εφημερίδα αισθάνθηκε υποχρεωμένη να τονίσει ότι «οι ιατροί δεν δηλητηριάζουν τους ασθενείς τους». ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Δεν αναφέρονται παιδιά ως θύματα της χολέρας του 1911. Τα κρούσματα σημειώθηκαν κυρίως σε μεσήλικες και ηλικιωμένους, που κατοικούσαν στις φτωχές εβραϊκές συνοικίες του κέντρου της Θεσσαλονίκης. Ωστόσο, η παιδική θνησιμότητα ήταν μεγάλη. Εχει υπολογιστεί ότι οι μισοί από τους τάφους του αχανούς εβραϊκού νεκροταφείου ήταν παιδικοί τάφοι.
Η ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης το 1912 Σύμφωνα με την προαναφερθείσα οθωμανική απογραφή του 1903, η ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης περιλάμβανε 22.000 πρόσωπα, δηλαδή είχε τριπλασιαστεί από τη δεκαετία του 1880. Παρόμοιους αριθμούς, αν και με κάποιες διαφορές, μας δίνουν και άλλες πηγές: 19.121 πρόσωπα είχε καταγράψει η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, 27.000 εκτιμούσε το ελληνικό προξενείο (1911), ενώ και 23.540 απέδωσε η πρώτη ελληνική απογραφή (1913). Η ανάλυση των δημογραφικών δεδομένων δείχνει ότι η ελληνική κοινότητα αποτελείτο, ως επί το πλείστον, από νεοφερμένους πρώτης ή δεύτερης γενεάς, δηλαδή από οικογένειες που είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη προερχόμενες από τις μακεδονικές (κυρίως τις δυτικομακεδονικές) πόλεις και την ύπαιθρο. Η συμμετοχή των Ελληνορθόδοξων στις διαδικασίες της κοινότητάς τους ήταν περιορισμένη. Στις κοινοτικές εκλογές δεν ψήφιζε ούτε το 20% όσων είχαν το δικαίωμα του εκλέγειν, που με τη σειρά τους δεν ήταν ούτε το ένα τέταρτο των ελληνορθόδοξων κατοίκων. Ο σκληρός οργανωτικός πυρήνας της κοινότητας περιλάμβανε δεκαπέντε συντεχνίες, οι οποίες κάλυπταν τα παραδοσιακά επαγγέλματα, μερικά από τα οποία έφθιναν λόγω της αδυναμίας τους να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά τα εισαγόμενα ευρωπαϊκά βιομηχανικά προϊόντα. Ανώτατη αρχή της κοινότητας ήταν η Αντιπροσω105
πία, η οποία εκλεγόταν από όσους είχαν δικαίωμα ψήφου ανά διετία. Η Αντιπροσωπία εξέλεγε από τα μέλη της τις Εφορείες των εκπαιδευτηρίων, του νοσοκομείου, του ορφανοτροφείου και του γηροκομείου. Στην Αντιπροσωπία συμμετείχαν και έξι δημογέροντες, οι οποίοι εκλέγονταν ξεχωριστά και οι οποίοι είχαν κυρίως δικαστικά καθήκοντα. Εκπρόσωπος της κοινότητας ήταν ex officio ο εκάστοτε μητροπολίτης. Από τη δεκαετία του 1880 είχαν σχηματισθεί στην ελληνική κοινότητα δύο αντίπαλες παρατάξεις που συγκρούονταν στην Αντιπροσωπία και στις Εφορείες. Η πρώτη εξέφραζε τις φθίνουσες συντεχνίες και η δεύτερη τα ανερχόμενα «επιστημονικά» επαγγέλματα και τις νέες εμπορικές οικογένειες. Οι παρατάξεις αυτές (αμφότερες συντηρητικές) πολέμησαν σκληρά μεταξύ τους έως τις αρχές του εικοστού αιώνα, οπότε και η αντιπαλότητα άρχισε να ατονεί. Τότε νέοι και μορφωμένοι επιχειρηματίες άρχισαν να συμμετέχουν στις κοινοτικές διαδικασίες, σχηματίζοντας μια τρίτη παράταξη. Η σταδιακή ανάδειξη επιχειρηματιών στην ηγεσία της κοινότητας συνδέθηκε με εμφανείς βελτιώσεις στις
διαχειριστικές λειτουργίες. Δημιουργήθηκαν έτσι πόροι που επέτρεψαν την οικοδόμηση κοινοτικών σχολείων και τη βελτίωση της λειτουργίας του «Θεαγενείου Νοσοκομείου». Η συνετή διαχείριση των τόκων του μεγάλου κληροδοτήματος του Ιωάννη Παπάφη (Θεσσαλονικιού που πλούτισε στην Αίγυπτο και τη Μάλτα) επέτρεψε όχι μόνον την ανέγερση του λαμπρού Παπάφειου Ορφανοτροφείου, αλλά και την αποδοτική λειτουργία του. Οι τρόφιμοί του μάθαιναν ξυλουργική και σιδηρουργία και άρχιζαν να εργάζονται αμέσως μετά την αποφοίτησή τους. Η δωρεά οικοπέδου της οικογένειας Χαρίση στην κοινότητα (1893) αξιοποιήθηκε με την οικοδόμηση του Χαρίσειου Γηροκομείου, κοντά στη Μητρόπολη. Οι φιλόπτωχοι αδελφότητες, οι φιλεκπαιδευτικοί σύλλογοι, η αθλητική δραστηριότητα (με τον «Ηρακλή», που ιδρύθηκε το 1908), οι «φιλόμουσες» πολιτιστικές επιδόσεις αποτυπώνουν μια καθημερινότητα με ανώτερη ποιότητα, σε σύγκριση με τις προηγούμενες γενεές. Τον Μάιο του 1912 πέθανε ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ιωακείμ, αφήνοντας ακέφαλη την κοινότητα και μάλιστα σε προεκλογική περίοδο
Το Παπάφειο Ορφανοτροφείο από κληροδότημα του ευεργέτη Ι. Παπάφη προς την ελληνική κοινότητα της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης. Εγκαινιάστηκε το 1903. Εργο του αρχιτέκτονα Ξ. Παιονίδη. 106
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
και εν όψει αναθεώρησης του κοινοτικού κανονισμού. Στη Μητρόπολη μετέβησαν και εξέφρασαν τα συλλυπητήριά τους εκπρόσωπος του νομάρχη, οι πρόξενοι, οι πρωθιερείς της σερβικής και της αρμενικής κοινότητος και οι αντιπρόσωποι των ισραηλιτικών λεσχών των Επιστηθίων και της Νέας Λέσχης. «Ο αρχιραβίνος δεν ηδυνήθη να μεταβή εις την Ι. Μητρόπολιν και να εκφράση τα συλληπητήριά του διότι ένεκα του Σαββάτου δεν τω ήτο δυνατόν να επιβή αμάξης» («Μακεδονία», 13.05.12). Στην κηδεία συμμετείχαν όλες οι ελληνικές «φανφάρ» (μπάντες). «Τα ισραηλιτικά σωματεία εζήτησαν την άδειαν, η οποία μετ' ευχαριστιών τοις εδόθη, όπως παιανίσουν και αι ιδικαί των φανφάρ τοποθετημέναι εις σημεία εκ των οποίων θα διέλθη η πένθιμος πομπή. Λέγεται ότι και η βουλγαρική φανφάρ θα παιανίση». Η νεκρώσιμη πομπή κατευθύνθηκε από το Μητροπολιτικό Μέγαρο στο Ναό του Αγίου Μηνά, όπου και εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία (ο μητροπολιτικός ναός δεν είχε αποπερατωθεί ακόμη) και από εκεί «διά των οδών Σαβρή πασά και Καλαμαριάς» (δηλαδή Βενιζέλου και Εγνατίας) κατευθύνθηκε προς το Νεκροταφείο Ευαγγελιστρίας.
Το Πατριαρχείο εξέλεξε τον Γεννάδιο μητροπολίτη Λήμνου, ως αντικαταστάτη του Ιωακείμ. Λέγεται πως βασικό κριτήριο της επιλογής του ήταν ότι υπήρξε φιλάσθενος και η θητεία του δεν προβλεπόταν μακρά. Ουδέποτε πρόβλεψη διαψεύσθηκε κατά τόσο αστείο τρόπο. Ο Γεννάδιος έζησε μέχρι τα βαθιά γεράματα και ποίμανε τους Θεσσαλονικείς επί 39 συναπτά έτη, ήτοι από το 1912 έως το 1951. Τάφηκε στο προαύλιο του μητροπολιτικού ναού. Ηταν ο μόνος στον οποίο δόθηκε αυτό το προνόμιο, από τη δημιουργία του Νεκροταφείου της Ευαγγελιστρίας (1874) και μετά. Από τους πρώτους μήνες της θητείας του, ο Γεννάδιος κατόρθωσε να φέρει μια ισορροπία ανάμεσα στις δύο κοινοτικές παρατάξεις και πέτυχε να ψηφιστεί νέος κοινοτικός κανονισμός, έπειτα από διαδικασία έξι μηνών (ο προηγούμενος κανονισμός είχε εγκριθεί το 1904). Αμέσως εκδηλώθηκαν αντιδράσεις, διότι οι οικείες διατάξεις περιόριζαν το εκλογικό δικαίωμα ακόμη περισσότερο, αποκλείοντας εκ των πραγμάτων τους περισσότερους μισθωτούς. Οι κατακλυσμιαίες μεταβολές που επακολούθησαν έθεσαν το ζήτημα αυτό στο
Ο μύλος Αλλατίνι, «ο πιο μεγάλος της Μακεδονίας», ιδιοκτησίας των αδελφών Αλλατίνι σε σχέδια του αρχιτέκτονα Β. Ποζέλι. Εγκαινιάστηκε το 1900. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
107
περιθώριο, αν και η ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης λειτούργησε μέχρι το 1926.
Η μουσουλμανική κοινότητα Οι γνώσεις μας για τη μουσουλμανική κοινότητα είναι ελάχιστες. Γνωρίζουμε ότι επικεφαλής της ήταν ο μουφτής, ο οποίος ονομαζόταν Καρά Αλή Ζαντέ Χαφούζ Μεχμέτ και ήταν απόγονος παλιάς οικογένειας της Θεσσαλονίκης. Ασκούσε τα καθήκοντά του από το 1901 και παρέμεινε στη θέση του και μετά την ένταξη της Θεσσαλονίκης στην Ελλάδα. Εμπορικός οδηγός της εποχής τον παρουσιάζει ως εξής: «Ανθρωπος προσυνέστατος και οξυτάτης αντιλήψεως, εγκρατής της αραβικής και περσικής γλώσσης και διδάκτωρ της τουρκικής φιλολογίας. Επίσης, πτυχιούχος της εν Κωνσταντινουπόλει ιεροδικαστικής σχολής, γνώστης του μουσουλμανικού δικαίου, και περί την φιλοσοφίαν
εγκύψας. Είναι ανήρ τελείας μορφώσεως και απολαμβάνει δικαίως τον σεβασμόν του ποιμνίου του και των τοπικών αρχών την βαθείαν εκτίμησιν. Ο Μουφτής προεδρεύει της Αντιπροσωπίας της [μουσουλμανικής] κοινότητος…». Την Αντιπροσωπία αυτή αποτελούσαν 24 μέλη «εκλεγόμενα εκ της τάξεως των προκρίτων». Εχοντας τα καθήκοντα που στην ελληνορθόδοξη κοινότητα εκτελούσε η Δημογεροντία, στη μουσουλμανική λειτουργούσε το «Πνευματικό Δικαστήριο» που είχε δικαιοδοσία στους γάμους, στα διαζύγια, στην προίκα, στις κληρονομιές κ.λπ. Επίσης, λειτουργούσε το ταμείο των ορφανικών περιουσιών, το οποίο επόπτευε τα καταπιστεύματα υπέρ των ανηλίκων. Στην ηγεσία της κοινότητας συμμετείχαν τρεις πολιτευτές, όλοι τους δικηγόροι, ο Μουσταφά Αρίφ, ο Ισχάκ Τεβφίκ και ο Μουσταφά Τζεβντέτ. Σημαντικό ρόλο έπαιζε κάποιος Σουλεϊμάν εφέντης που ήταν διευθυντής του ταμείου των ορφανικών περιουσιών και πρόεδρος του «Πνευματικού Δικαστηρίου».
Η βίλα Καπαντζή που χτίστηκε ως εξοχική κατοικία του πλούσιου «ντονμέ» της Θεσσαλονίκης Αχμέτ Καπαντζή στα τέλη του 19ου αιώνα. 108
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Η μουσουλμανική κοινότητα διατηρούσε το Γυμνάσιο Φεϊζιέ, το κεντρικό Παρθεναγωγείο Χασάν Φεχμί πασά, με διευθύντρια τη Φαϊζί χανούμ, έναν αριθμό δημοτικών σχολείων και το μουσουλμανικό ορφανοτροφείο. Επίσης, με πολλούς μουσουλμάνους μαθητές λειτουργούσε ένα μέσο τεχνικό σχολείο, που απαντά λανθασμένα στις πηγές ως «Πολυτεχνείο». Πάνω από 50 τεμένη και 30 βακούφια ολοκλήρωναν την πολύπλοκη δομή της μουσουλμανικής κοινότητας.
Η εβραϊκή κοινότητα Ανώτερο όργανο της εβραϊκής κοινότητας ήταν η Γενική Κοινοτική Συνέλευση, αποτελούμενη από 84 μέλη, ενώ τις τρέχουσες υποθέσεις καθόριζε το 11μελές Διοικητικό Συμβούλιο, πρόεδρος του οποίου ήταν ο Σαμουήλ Μοδιάνο. Η ανώτερη πνευματική προσωπικότητα της κοινότητας αυτής ήταν ο αρχιραββίνος Γιακόβ Μεΐρ (1856-1939), από την Παλαιστίνη, ο οποίος υπηρέτησε στη θέση αυτή από το 1908 έως το 1919. Δύο προσωπικότητες χαρακτηριστικές για την ακτινοβολία της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης τη συγκεκριμένη εποχή ήταν οι Εμμανουήλ Σαλέμ (1859-1940) και Εμμανουήλ Καράσσο (1862-1934), αμφότεροι δικηγόροι διεθνούς εμβέλειας, οι οποίοι χρησίμευσαν και ως σύμβουλοι των οθωμανικών κυβερνήσεων, ιδιαίτερα στη διένεξη με την Ιταλία. Ο Σαλέμ ήταν κορυφή στο Διεθνές Δίκαιο, ενώ ο Καράσσο δίδαξε και στην οθωμανική Νομική Σχολή Θεσσαλονίκης και εκλέχθηκε βουλευτής στο οθωμανικό Κοινοβούλιο. Η εβραϊκή κοινότητα διατηρούσε μεγάλο αριθμό σχολείων, από τα οποία τα γνωστότερα ήταν το Ταλμούδ Τορά, που βρισκόταν στο ταυτώνυμο κτιριακό συγκρότημα γύρω από τη σημερινή Αγορά Μοδιάνο, η Σχολή Αλλατίνι, η Σχολή της Αλιάνς Ουνιβερσέλ και το παρθεναγωγείο, με διευθύντρια την κυρία Τζέλτμαν. Πενήντα περίπου συναγωγές λειτουργούσαν στη Θεσσαλονίκη, οι περισσότερες στο Ιστορικό Κέντρο της. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Οι πλούσιοι και οι περιουσίες τους Το στοιχείο που έδινε τον τόνο στην κοινωνία της Θεσσαλονίκης ήταν η μεγαλοαστική τάξη της. Η πιο σημαντική μεγαλοαστική οντότητα ήταν οι Αλλατίνι – Μορπούργο – Φερνάντεζ, που με τις αλλεπάλληλες επιγαμίες είχαν γίνει μια ενιαία οικογένεια. Μερικές από τις κατοικίες τους (π.χ. η οικία Αλλατίνι -σημερινή έδρα της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας-, η βίλα του Μωυσή Μορπούργο, η «Κάζα Μπιάνκα» των Φερνάντεζ, ακόμη και τα ερείπια της αρχικής κατοικίας Αλλατίνι, στην οδό Συγγρού) διατηρούνται και δείχνουν τον πλούτο και το γούστο των παλαιών ιδιοκτητών τους. Οι Αλλατίνι ήταν στην κυριολεξία μια διεθνής οικογένεια, ένας κλάδος της οποίας κατοικούσε στη Θεσσαλονίκη, ενώ οι λοιποί δραστηριοποιούνταν στο Λονδίνο, στο Παρίσι και τη Μασσαλία. Κατείχαν μύλο, κεραμοποιείο, τράπεζες, μεταλλεία, δάση, ασφαλιστικές εταιρίες. Τα περιουσιακά στοιχεία αυτής της οικογένειας στη Θεσσαλονίκη, μαζί με τα παρακλάδια της, υπερέβαιναν σε αξία τις 700.000 λίρες. Η επόμενη σημαντική, μακράν πάσης άλλης, οικογένεια ήταν εκείνη του Σαούλ Μοδιάνο. Οι γιοι του -κυρίως ο Ιακώβ- ήταν ιδιοκτήτες μεγάλων αστικών και περιαστικών εκτάσεων και δύο τραπεζών. Η κατοικία του Ιακώβ είναι σήμερα το Λαογραφικό Μουσείο της Θεσσαλονίκης. Η περιουσία τους λογιζόταν συγκρίσιμη προς εκείνη των Αλλατίνι, αλλά είχαν περισσότερα χρέη. Οι οικογένειες που ακολουθούν στον κατάλογο -Μπενρουμπή και Κονφίνο- ήταν πλούσιες, αλλά όχι όσο οι Μοδιάνο και οι Αλλατίνι. Η κτηματική περιουσία του Ιωσήφ Μπενρουμπή έφτανε τις 73.000 λίρες, αποτελούμενη κυρίως από εμπορικά ακίνητα στο κέντρο της πόλης, αλλά και εξοχικά κτήματα. Οι Κονφίνο, τραπεζίτες, είχαν περιουσία 85.000 λιρών. Ενα μέτρο πλούτου δίνει η οικογένεια Καπαντζή. Ο Αχμέτ και ο Μεχμέτ Καπαντζή είχαν ο καθένας περιουσία περί τις 60.000 λίρες. Καθώς διασώζονται οι πολυτελείς βίλες τους στην οδό Βασιλίσσης 109
Ολγας (η μία στεγάζει το Μορφωτικό Ιδρυμα της Εθνικής Τράπεζας), μπορούμε να αντιληφθούμε πόσο πλούσιες ήταν οικογένειες με περιουσία αυτού του ύψους. Στην ίδια περίπου μοίρα (με περιουσία 50.000 λιρών) ήταν και ο Ισαάκ Μπενσουσάν, ο Ν. Α. Μαλλάχ και οι βιομήχανοι Σίδες, όλοι Εβραίοι επιχειρηματίες, ενώ ισάξια ήταν η πλουσιότερη χριστιανική οικογένεια των Κύρτση, που ήταν έμποροι, βιομήχανοι και ιδιοκτήτες γης από τη Νάουσα. Στον κατάλογο που προαναφέρθηκε συναντήσαμε τους επιχειρηματίες, αλλά όχι και τους μεγάλους κτηματίες της πόλης. Σημαντικός ιδιοκτήτης αστικής γης ήταν ο Χατζή Οσμάν, η ακίνητη περιουσία του οποίου μέσα στην πόλη έφτανε τις 100.000 λίρες. Στην ίδια κλίμακα κατατάσσεται και ο Ριφάτ, ανώτερος αξιωματούχος και γιος του άλλοτε δημάρχου Χαμντή μπέη. Αυτός, εκτός από ιδιοκτησίες στις Εξοχές, κατείχε και δύο μεγάλα οικόπεδα κοντά στο λιμάνι. Δεν υπολείπονταν σε πλούτο τρεις άγνωστοι από άλλες πηγές μπέηδες, ο Χασάν, ο Ιμπραήμ και ο Μεχμέτ, που κατείχαν και εκείνοι μεγάλα οικόπεδα στην πιο εμπορική περιοχή της Θεσσαλονίκης, κοντά στο λιμάνι. Αξιόλογες κτηματικές περιουσίες στην ίδια περιοχή είχαν οι γιοι του Ααρών Μαλλάχ, οι Καλλιδόπουλοι, οι Χουλουσή και οι Νισίμ. Ενας απροσδιόριστος αριθμός μουσουλμάνων κτηματιών ζούσε πολυτελή ζωή, εισπράττοντας εισοδήματα από μακεδονικά τσιφλίκια, τα οποία ενδεχομένως δεν είχε επισκεφθεί ποτέ. Στις αρχές του αιώνα τα διαθέσιμα κεφάλαια τοποθετούνταν σε ακίνητα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης. Σε μια πόλη όπου -λόγω της κατάτμησης των ιδιοκτησιών- οικόπεδα με έκταση 20 τετραγωνικών μέτρων δεν ήταν ασυνήθιστο φαινόμενο, ένα κεντρικό οικόπεδο 300 τ.μ. άξιζε από τέσσερις ως δέκα χιλιάδες λίρες και η ανέγερση μιας τριώροφης οικοδομής περί τις τέσσερις χιλιάδες λίρες. Τα ενοίκια αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 8-10% επί του κεφαλαίου και ο ιδιοκτήτης (με επένδυση οκτώ έως δεκατεσσάρων χιλιάδων λιρών) απολάμβανε εισόδημα 700 ως 1.500 λιρών ετησίως. Προς σύγκριση, ο ετήσιος μισθός ενός ανώτερου 110
τραπεζικού υπαλλήλου ήταν γύρω στις 150 -200 λίρες, ενώ οι εργάτες δεν κέρδιζαν πάνω από 4050 λίρες το χρόνο.
Η Φεντερασιόν Στον κόσμο των εργατών, ο πιο οργανωμένος πυρήνας ήταν οι καπνεργάτες. Αμέσως μετά τη νεοτουρκική επανάσταση οι καπνεργάτες δημιούργησαν ένα ισχυρό σωματείο, το οποίο οργάνωσε 3.200 εργάτες στη Θεσσαλονίκη, στη Γευγελή και το Κιλκίς. Τα δύο τρίτα των εργατών αυτών ήταν Εβραίοι και οι λοιποί χριστιανοί, πατριαρχικοί ή εξαρχικοί.
Η «Αβάντι», πολύγλωσση εφημερίδα της σοσιαλιστικής οργάνωσης Φεντερασιόν. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Οι καπνεργάτες αποτέλεσαν την κρίσιμη μάζα για τη δημιουργία της σημαντικότερης σοσιαλιστικής εργατικής οργάνωσης της Θεσσαλονίκης, της Fédération Socialiste Ouvrière de Salonique, της περίφημης Φεντερασιόν, η οποία ιδρύθηκε τον Μάιο του 1909. Η αρχική δύναμή της ήταν 100 μέλη και εξέδιδε μια εφημερίδα σε τέσσερις γλώσσες, για το πολύγλωσσο κοινό της. Τάχθηκε με τους Νεότουρκους, με την έννοια της υπεράσπισης των πολιτικών ελευθεριών απέναντι στα κινήματα παλινόρθωσης της απόλυτης μοναρχίας, στη διάρκεια του 1909. Στη διάρκεια των επόμενων μηνών, στη Φεντερασιόν συσπειρώθηκαν δώδεκα συνδικάτα. Στις διαδηλώσεις που πραγματοποίησε το 1912 συγκέντρωσε την πλειονότητα των εργατών της πόλης. Με δεδομένη και τη δραστηριότητα εξαρχικών εργατών στους κόλπους της, οι Ελληνορθόδοξοι κράτησαν αποστάσεις από τη Φεντερασιόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ισχυρότερος σύλλογος Ελλη-
νορθόδοξων μισθωτών, ο Σύλλογος Εμποροϋπαλλήλων, εντάχθηκε στο «Σύνδεσμο των Συντεχνιών», που περιλάμβανε ομόθρησκους εργοδότες, και όχι στη Φεντερασιόν.
3. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ Το κορυφαίο γεγονός στην πολιτική ζωή της Θεσσαλονίκης στα χρόνια πριν από το 1912 ήταν η νεοτουρκική επανάσταση και οι συνέπειές της. Η τοπική οργάνωση της Ittihat ve Terakki Cemiyeti (Οργάνωση Ενωση και Πρόοδος) ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη λίγο πριν από την αυγή του 20ού αιώνα, αλλά σύντομα εξαρθρώθηκε από την Αστυνομία. Επανιδρύθηκε το 1906 από αξιωματικούς του στρατού και άλλους κρατικούς υπαλλήλους. Προσχώρησε μάλιστα σε αυτήν και ένας από τους λίγους καθηγητές της Νομικής Σχολής, όπως και ο γενικός επιθεωρητής των ρουμανικών σχολείων, το μοναδικό μέλος -στη φάση εκείνη- που ήταν
Η τοπική οργάνωση της Ενωσης και Προόδου ιδρύθηκε στη Θεσσαλονίκη από Νεότουρκους στις αρχές του 20ού αιώνα. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
111
χριστιανός. Η μυστικότητα στη δράση της οργάνωσης άρχισε να ατονεί την άνοιξη του 1908. Τον Απρίλιο του έτους εκείνου, εκπρόσωπος των επαναστατών ήρθε σε επαφή με το ελληνικό προξενείο και στη συνέχεια με την ελληνορθόδοξη κοινότητα και ζήτησε τη συνεργασία τους. Η ελληνική κυβέρνηση, όμως, αποφάσισε να τηρήσει απόσταση από τους επαναστάτες. Την ίδια επιφυλακτική στάση τήρησε και ο Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ στην Κωνσταντινούπολη. Ετσι δεν είναι τυχαίο ότι στις συναντήσεις των παράνομων αντιπολιτευόμενων ομάδων δεν καλούνταν Ελληνες αντιπρόσωποι.
Το Κίνημα Στις 10 Ιουλίου 1908 εκδηλώθηκε το Κίνημα των Νεότουρκων στη Θεσσαλονίκη με μεγάλη λαϊκή συμμετοχή. Η επιτυχία του ήταν ανέλπιστη. Η Θεσσαλονίκη αποτέλεσε στη συνέχεια την ντε φάκτο έδρα της επανάστασης. Οι ελληνικές εφημερίδες της πόλης έσπευσαν να υποστηρίξουν την επανάσταση, σε αντίθεση με τον Τύπο του Πατριαρχείου που τήρησε αποστάσεις. Η νεοτουρκική ηγεσία κάλεσε αμέσως την ελληνορθόδοξη κοινότητα σε συνεννοήσεις. Η πρώτη συνάντηση πραγματοποιήθηκε μόλις στις 17 Ιουλίου 1908 στο πολυτελές ξενοδοχείο «Σπλέντιτ». Η νεοτουρκική αντιπροσωπία περιλάμβανε κορυφαίους ηγέτες των Νεότουρκων, οι οποίοι απαίτησαν την υποστήριξη των Ελλήνων Οθωμανών πάνω σε συγκεκριμένες πολιτικές βάσεις. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα δεν ήταν έτοιμη να αντιμετωπίσει μια τέτοια σοβαρή πρόκληση. Οι παλαιοί έμπειροι εκπρόσωποί της, που είχαν συμμετάσχει και στο βραχύβιο οθωμανικό Κοινοβούλιο το 1877, είχαν εκλείψει. Ετσι, οι ηγέτες της προσπάθησαν να κερδίσουν χρόνο για να επικοινωνήσουν με το Πατριαρχείο και με την Αθήνα, από όπου περίμεναν οδηγίες. Στις 27 Ιουλίου 1908, καθώς η επανάσταση βρισκόταν στο ιδεολογικό ζενίθ της, η γενική συνέλευση των Ελληνορθόδοξων εξέλεξε δύο επιτροπές, μία για να διαπραγματευτεί με τους Νεότουρκους και μία για να εκπονήσει το σχέδιο της συνεργασί112
ας. Το σχέδιο αυτό επιδόθηκε στους Νεότουρκους στις 7 Αυγούστου και περιλάμβανε τα εξής κυριότερα αιτήματα, ως προϋποθέσεις συνεργασίας: αναλογική συμμετοχή κάθε εθνότητας στο Κοινοβούλιο σε τοπική βάση, διοικητική αποκέντρωση, διατήρηση των εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών προνομίων. Επακολούθησαν αμήχανες διαπραγματεύσεις. Σύντομα, οι γενικότητες έδωσαν τη θέση τους στις σκοπιμότητες μπροστά στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές. Οι Ελληνορθόδοξοι ζητούσαν να προσδιοριστεί εκ των προτέρων ο αριθμός των βουλευτών που θα εξέλεγαν και οι Νεότουρκοι απαιτούσαν να προηγηθεί η αποδοχή του προγράμματος της Ittihat. Καθώς κινδύνευαν τελικώς να μείνουν έξω από τα ψηφοδέλτια, οι Ελληνορθόδοξοι αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Ηταν όμως μια απρόθυμη συνεργασία.
Οι κοινοβουλευτικές εκλογές του 1908 Οι εκλογές που επακολούθησαν έγιναν με το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα που προέβλεπε ο νόμος του 1876. Η Θεσσαλονίκη χωρίστηκε σε 19 εκλογικά τμήματα, με 20.700 εγγεγραμμένους εκλογείς (δικαίωμα του εκλέγεσθαι είχαν Οθωμανοί υπήκοοι, άρρενες, άνω των 25 ετών, οι οποίοι πλήρωναν κάποιο κτηματικό φόρο ή είχαν κάποιο αξιόλογο εισόδημα). Κάθε εκλογικό τμήμα εξέλεξε τους εκλέκτορές του, με αναλογία έναν εκλέκτορα ανά 500 εγγεγραμμένους. Οι 41 εκλέκτορες της Θεσσαλονίκης, μαζί με 22 που ανέδειξαν τα γύρω χωριά, εξέλεξαν στη συνέχεια έξι βουλευτές: δύο Ελληνορθόδοξους, δύο μουσουλμάνους, έναν Εβραίο και έναν εξαρχικό. Από τους δύο Ελληνορθόδοξους, ο ένας πέρασε το 1911 στην αντιπολίτευση, μαζί με τους περισσότερους Ελληνορθόδοξους βουλευτές, ενώ ο δεύτερος παρέμεινε με τους Νεότουρκους.
Οι ενδοκοινοτικές συγκρούσεις Στο εσωτερικό της κοινότητας των Ελληνορθόδόξων σημειώθηκαν έντονες μεταβολές, λόγω ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
της διαφορετικής στάσης που διαμόρφωσαν οι ποικίλες κοινωνικές συνιστώσες της απέναντι στη νεοτουρκική πολιτική και την οικονομική συγκυρία. Η τελευταία ήταν πολύ κακή και έγινε χειρότερη από τις συχνές και συνεχείς απεργίες των εργατών και υπαλλήλων, οι οποίοι πέτυχαν μεγάλες αυξήσεις ημερομισθίων και μισθών. Το 1910 η διοικούσα παράταξη της ελληνορθόδοξης κοινότητας συντρίφτηκε στις κοινοτικές εκλογές και αναδείχθηκε μια νέα ομάδα επιχειρηματιών, με τον Κράλλη και τον Καλλιδόπουλο, οι οποίοι συγκέντρωσαν νεότερους και μικρότερους επιχειρηματίες και διατήρησαν τη διοίκηση της κοινότητας. Ο Κράλλης ήταν ο ηγέτης του Συνδέσμου των Συντεχνιών, που περιλάμβανε όλες τις οργανώσεις εμπόρων και επαγγελματιών και μία υπαλληλική, των εμποροϋπαλλήλων. Η αύξηση των εισαγωγών ανέδειξε νέα μεσολαβητικά επαγγέλματα, όπως του
παραγγελιοδόχου και του ασφαλιστικού πράκτορα, βασικό προσόν των οποίων ήταν οι γνωριμίες τους στις πόλεις και τα χωριά της ενδοχώρας. Αυτές τις επαγγελματικές ομάδες εκπροσώπησε η νέα κοινοτική ηγεσία, η οποία από το 1911 τάχθηκε σθεναρά στην αντιπολίτευση, κατά των Νεότουρκων. Την ίδια στάση τήρησαν και οι περισσότερες ελληνόφωνες εφημερίδες. Στο εσωτερικό της εβραϊκής κοινότητας σημειώθηκαν δύο διακριτά ρεύματα που υποστήριζαν τους Νεότουρκους. Το πρώτο φρονούσε ότι η ιδέα του οθωμανισμού ήταν η βάση για τη δημιουργία ενός ισχυρού έθνους-κράτους, με το οποίο οι Εβραίοι έπρεπε να ταυτιστούν πλήρως. Ο οθωμανισμός, όπως αποκλήθηκε το ρεύμα αυτό, πρέσβευε ότι οι Εβραίοι θα έπρεπε να αποτελέσουν ένα από τα ιδρυτικά έθνη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας,
Το πολυτελές ξενοδοχείο της παραλίας «Splendid» στο οποίο τον Ιούλιο του 1908 πραγματοποιήθηκε η συνάντηση Ελληνορθόδοξων και Νεότουρκων. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
113
όπως οι Τούρκοι, οι Ελληνες, οι Βούλγαροι κ.λπ. Το δεύτερο ρεύμα, ο σιωνισμός, αποσκοπούσε στην οικοδόμηση ενός πρότυπου εβραϊκού πολιτικού οργανισμού στην Παλαιστίνη, με προϋπόθεση την αποδοχή και τη βοήθεια της οθωμανικής κυβέρνησης. Η σχετική ελευθερία στη διακίνηση προσώπων και εντύπων, μετά το 1908, επέτρεψε στους σιωνιστές της Θεσσαλονίκης να έλθουν σε επαφή με τα διεθνή σιωνιστικά ρεύματα και να ενισχυθούν ιδεολογικά. Αν και αμφότερες φιλικές προς τους Νεότουρκους, οι δύο αυτές τάσεις, ο οθωμανισμός και ο σιωνισμός, δημιούργησαν εσωτερική πόλωση στην εβραϊκή κοινότητα. Ο Σααδή Λεβή, εκδότης της εφημερίδας «Ζουρνάλ ντε Σαλονίκ», εξέφρασε ανοιχτά την άποψη ότι υπό την ηγεσία της Ittihad και με την επιτυχή πορεία της επανάστασης, ο σιωνισμός δεν είχε λόγο ύπαρξης για τους Εβραίους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ ο δικηγόρος και βουλευτής Εμμανουήλ Καράσσο θεωρούσε το σιωνισμό ως «επικίνδυνη πολιτική εναντίον της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο εποικισμός οιασδήποτε περιφέρειάς μας από οποιαδήποτε συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα δεν είναι δυνατόν να ενθαρρύνεται», σύμφωνα με τον ίδιο.
βλήματα (όπως η διανομή εκκλησιών και σχολείων με τους εξαρχικούς στη Μακεδονία, η καθημερινή αιματηρή βία στην ύπαιθρο κ.λπ.), προβλήματα που όχι μόνον δεν λύθηκαν, αλλά επιδεινώθηκαν λόγω της πολιτικής των Νεότουρκων.
Οι δημοτικές εκλογές του 1910 Στις δημοτικές εκλογές του 1910 οι Νεότουρκοι επιχείρησαν να κατεβάσουν μονομερές ψηφοδέλτιο στη Θεσσαλονίκη με πρόσωπα της αρεσκείας τους, αλλά αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν μπροστά στο ενιαίο ψηφοδέλτιο που κατάρτισαν οι κοινότητες της πόλης. Από τους δώδεκα συμβούλους που εκλέχθηκαν, 4 ήταν Εβραίοι, 3 Ελληνορθόδοξοι και 5 μουσουλμάνοι, από τους οποίους οι 3 φέρονται ως ντονμέδες. Ο αριθμός των ψηφοφόρων ήταν περιορισμένος, αφού ο πλειοψηφήσας σύμβουλος, ο επιχειρηματίας Ισαάκ Φλωρεντίν, πήρε μόλις 1.871 ψήφους, ενώ ο τελευταίος εκλεγείς, ο Γεώργιος Πουρασλής, μόλις 559 ψήφους.
Από την άλλη πλευρά, ο δρ Ριζά Τεφίκ, ένα από τα ηγετικά στελέχη των Νεότουρκων, σε μια ομιλία του στη Θεσσαλονίκη, σε εβραϊκό ακροατήριο, απάντησε ως εξής στην ερώτηση αν κάποιος μπορούσε να είναι καλός Οθωμανός και σιωνιστής ταυτοχρόνως: «Η Παλαιστίνη είναι δική σας χώρα περισσότερο από ό,τι είναι δική μας. Γίναμε κύριοί της πολλούς αιώνες μετά από εσάς. Το να την εποικίσετε συνιστά υπηρεσία προς την πατρίδα μας. Το έθνος σας έχει ασύγκριτα πλεονεκτήματα στο εμπόριο (...) οι Εβραίοι άποικοι θα θέσουν [τα πλεονεκτήματα αυτά] στην υπηρεσία της αγαπητής πατρίδας μας και σας υπόσχομαι ότι εσείς, με τη δική μου βοήθεια, δεν θα αποτύχετε στην επίτευξη του σκοπού σας». Η διγλωσσία αυτή ήταν χαρακτηριστικό σημείο των καιρών και απογοήτευσε ταχύτερα τους χριστιανούς, οι οποίοι είχαν άμεσα και ζέοντα προ114
Σααδή Λεβή. Εκδότης της εφημερίδας «Ζουρνάλ ντε Σαλονίκ». ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Οι δημοτικές εκλογές του 1911 Το 1911 πραγματοποιήθηκαν συμπληρωματικές δημοτικές εκλογές, στις οποίες οι Νεότουρκοι διεκδίκησαν την πλειοψηφία. Η νέα ελληνορθόδοξη κοινοτική ηγεσία συνεργάσθηκε με το λεγόμενο Φιλελεύθερο Οθωμανικό Κόμμα και με τους εξαρχικούς συμμάχους του. Δεν τήρησε όμως τη γραμμή σταυροδοσίας που είχε συμφωνηθεί, με αποτέλεσμα -καθώς η αντιπολίτευση επικράτησε- ο εκπρόσωπος των Ελληνορθόδοξων Κ. Χονδροδήμος να λάβει τους περισσότερους σταυρούς. Βάσει της νομοθεσίας, ο πλειοψηφήσας θα έπρεπε να διοριστεί δήμαρχος. Πράγματι, ο νομάρχης Κιαζίμ, εκ των ηγετών των Νεότουρκων, διόρισε δήμαρχο τον Χονδροδήμο. Αλλά ο διορισμός αυτός ήταν σκόπιμος. Ξεσήκωσε σφοδρές διαμαρτυρίες της μουσουλμανικής κοινότητας, που στην πλειοψηφία της είχε ταχθεί με τους Νεότουρκους. Οι τελευταίοι κατηγόρησαν τους Φιλελεύθερους μουσουλμάνους ως υπεύθυνους για την ανάδειξη ενός «απίστου»
και αντιπάλου της επανάστασης -επιπλέον πλούσιου επιχειρηματία- στο δημαρχιακό θώκο. Με άλλα λόγια, οι Φιλελεύθεροι μουσουλμάνοι είχαν «προδώσει» την επανάσταση και τη θρησκεία τους. Πανικόβλητοι οι Φιλελεύθεροι απαίτησαν από τον Χονδροδήμο να παραιτηθεί και εκείνος δεν είχε περιθώρια να αρνηθεί. Το ίδιο δράμα παίχθηκε με το δεύτερο επιλαχόντα, έναν Εβραίο τραπεζίτη με γαλλική παιδεία, τον Μ. Ασσαέλ, που και εκείνος αναγκάσθηκε να παραιτηθεί για τον ίδιο λόγο. Ετσι, διορίστηκε δήμαρχος ο υποψήφιος των Νεότουρκων, ο Ισμαήλ μπέης. Αυτός άσκησε τα καθήκοντά του μόνον μερικούς μήνες. Παραιτήθηκε -άγνωστο γιατί- τον Ιούνιο του 1912 και ο νομάρχης διόρισε στη θέση του έναν από τους τρεις ντονμέδες που είχαν εκλεγεί το 1910, τον Οσμάν Σαΐτ μπέη (22.6.1912). Γνώστης της τουρκικής και της γαλλικής, άνθρωπος πράος και μετρημένος, ο Οσμάν Σαΐτ ιμπν Χακί Μαχζενί, όπως ήταν το πλήρες όνομά του, επρόκειτο να διατηρηθεί στη θέση του δημάρχου και από τις ελληνικές αρχές (1912-1916, 1920-1922).
Η παραλία της Θεσσαλονίκης όπως ήταν στα τέλη του 19ου αιώνα μετά την κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους και την πρώτη διαμόρφωση της προκυμαίας. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
115
Οι κοινοβουλευτικές εκλογές του 1912 Επακολούθησαν οι κοινοβουλευτικές εκλογές του Απριλίου 1912. Η ελληνορθόδοξη κοινότητα τάχθηκε με τους Φιλελεύθερους, αλλά οι Νεότουρκοι πλειοψήφησαν -στηριγμένοι στις μουσουλμανικές και εβραϊκές ψήφους- και εξέλεξαν όλους τους υποψηφίους τους, μεταξύ των οποίων και τον ιατρό Κύρκο Κότσανο ως εκπρόσωπο των Ελληνορθόδοξων. Οι τελευταίοι κατηγόρησαν τις Αρχές για εκτεταμένη νοθεία και βιαιοπραγίες σε βάρος των Φιλελευθέρων.
4. Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Μαζί με τον 20ό αιώνα, η Θεσσαλονίκη υποδέχθηκε το νέο λιμάνι της. Ηταν η μεγαλύτερη επένδυση σε έργα υποδομής που είχε γίνει μέχρι τότε στην πόλη. Αναλήφθηκε από βελγική εταιρία, αλλά
στους μετόχους συμπεριλαμβάνονταν και Οθωμανοί υπήκοοι. Η νηοδόχη που είχε δημιουργηθεί στη δεκαετία του 1870 επεκτάθηκε σε μήκος 750 και πλάτος 120 μέτρων. Κατασκευάστηκαν δύο προβλήτες και ένας κυματοθραύστης. Οι εργασίες αυτές ολοκληρώθηκαν το 1902. Για την εκτέλεσή τους χρησιμοποιήθηκαν πέτρες από τα λιθωρυχεία που βρίσκονταν στο σημερινό Συνοικισμό της Ευαγγελίστριας. Οι πέτρες μεταφέρθηκαν με ειδική σιδηροδρομική γραμμή, η οποία ξεκινούσε από το Κοιμητήριο της Ευαγγελίστριας, κατέβαινε μέχρι τη θάλασσα και έπειτα γύριζε δυτικά, προς το λιμάνι. Στο μεταξύ, η προκυμαία που είχε κατασκευαστεί στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1870, μετά την κατεδάφιση του παραθαλάσσιου τείχους, κρίθηκε πολύ στενή και μειωμένης αντοχής, διότι είχε διαβρωθεί από το θαλασσινό νερό. Ετσι, το 19061907 η προκυμαία ενισχύθηκε, επεκτάθηκε κατά 8 μέτρα και απέκτησε το σημερινό πλάτος της.
Τούρκοι και Εβραίοι στο σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης λίγο μετά το 1900. 116
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Το 1907, σε ένα παραθαλάσσιο εργοστάσιο, στην άκρη ενός ακρωτηρίου, στο ύψος της οδού Λύτρα, θα αρχίσει τις εργασίες της η ηλεκτρική εταιρία, η οποία θα ηλεκτροδοτήσει μερικές επιχειρήσεις και λίγες εύπορες οικογένειες, ενώ την επόμενη χρονιά το ιππήλατο τραμ θα κινηθεί με ηλεκτρισμό. Η πόλη αποκτά έτσι συγκοινωνία, που θα βοηθήσει στην επέκτασή της. Η επιδείνωση της κατάστασης στην ύπαιθρο ώθησε, όπως είδαμε, χιλιάδες κατοίκους της Μακεδονίας να εγκατασταθούν στη Θεσσαλονίκη. Δημιουργήθηκε έτσι σημαντική εσωτερική ζήτηση κατοικίας, προϊόντων οικοδομικής και ειδών διατροφής. Στις αρχές του 20ού αιώνα η Θεσσαλονίκη ήταν η σημαντικότερη εμπορική πύλη της Νότιας Βαλκανικής. Από το λιμάνι και τους σιδηροδρομικούς σταθμούς της μεταφέρονταν εμπορεύματα με προορισμό ένα αγοραστικό κοινό που ήταν δέκα φορές μεγαλύτερο από τον πληθυσμό της πόλης. Ωστόσο, τη λεόντειο μερίδα από τα κέρδη που δημιουρ-
γούσε η εμπορική, μεταφορική και ασφαλιστική διαμεσολάβηση καρπώνονταν οι Θεσσαλονικείς. Η οικονομική συγκυρία, όμως, από το 1906 και έπειτα ήταν αρνητική. Τα τελευταία χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας η Θεσσαλονίκη γινόταν ολοένα και φτωχότερη, με ολοένα και μεγαλύτερα προβλήματα.
Το εμπόριο Το εισαγωγικό εμπόριο μέσω λιμένος κυμάνθηκε από 3 εκατομμύρια χρυσές οθωμανικές λίρες (1906) σε 4 εκατομμύρια το 1911. Εισάγονταν πρώτες ύλες, μηχανολογικός εξοπλισμός, υφάσματα και τα τρόφιμα. Οι κάτοικοι της Μακεδονίας ξόδευαν 60.000 λίρες το χρόνο για μπίρα και οινοπνευματώδη ποτά (αν και λειτουργούσαν ήδη ζυθοποιίες και υπήρχε άφθονη τοπική παραγωγή οίνων), 50.000 για χαλιά (έστω και αν κάποτε τα χαλιά της Θεσσαλονίκης θεωρούνταν
Ενα βαφείο υφασμάτων στην παλιά Θεσσαλονίκη. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
117
τα καλύτερα της Ανατολής), 200.000 λίρες για σιτηρά και 350.000 για άλευρα (διότι η τοπική παραγωγή δεν επαρκούσε είτε ήταν ακριβότερη από τα εισαγόμενα), 180.000 λίρες για φάρμακα και χημικά. Επίσης, δαπανούσαν πολλά χρήματα για πρώτες ύλες, όπως 620.000 λίρες για βαμβάκια και 175.000 για δέρματα. Επειδή τα ποσά αυτά ήταν δυσανάλογα μεγάλα προς την τοπική παραγωγή της νηματουργίας και της βυρσοδεψίας, φαίνεται ότι διοχετεύονταν σε άλλες οθωμανικές και βαλκανικές αγορές. Ο καφές εισαγόταν απευθείας από τη Βραζιλία, περίπου 2.000-2.500 τόνοι το χρόνο. Ωστόσο, στην περίοδο που αναφερόμαστε η τιμή του είχε διεθνώς ανέλθει και οι Θεσσαλονικείς άρχισαν να τον στερούνται. Ακόμη εισήγαν περί τους 150.000200.000 τόνους ζάχαρη από την Αυστροουγγαρία, με την οποία εφοδιαζόταν βέβαια και η ενδοχώρα, με τα χιλιάδες μικρά ζαχαροπλαστεία και αρτοποιεία της. Οι εξαγωγές από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης είχαν ετήσια αξία περίπου 1,5 εκατομμύριο λίρες. Περιλάμβαναν βαμβάκι, κουκούλι, μεταλλεύματα, όπιο και καπνό, αλλά και νήματα που παράγονταν στη Βέροια και τη Νάουσα. Ο μακεδονικός και θρακικός καπνός εξαγόταν κυρίως από την Καβάλα, αλλά κάποιες ποσότητες αξίας 240.000400.000 λιρών περνούσαν από τη Θεσσαλονίκη, με κατεύθυνση την Ιταλία και την Αυστροουγγαρία. Τα κουκούλια ήταν το επόμενο σε σημασία είδος (300.000 λίρες) και εξαγόταν αποκλειστικά στην Ιταλία. Αν λάβουμε υπόψη ότι το 1912 δεν πραγματοποιήθηκαν εξαγωγές στην Ιταλία λόγω του ιταλοτουρκικού πολέμου, μπορούμε να υποψιαστούμε τις δυσμενείς συνέπειες στην εσωτερική αγορά, αφού καπνός και κουκούλια έμειναν απούλητα.
Η παραγωγή Η μεταποίηση στη Θεσσαλονίκη ήταν περιορισμένη στην αλευροβιομηχανία και την κλωστοϋφαντουργία. Οι δέκα νηματουργίες και οι τρεις 118
υφαντουργίες της πόλης πραγματοποιούσαν αθροιστικό κύκλο εργασιών περί τις 520.000 λίρες ετησίως. Σε καθεμία από αυτές είχε προηγηθεί επένδυση 4.000-10.000 λιρών, δηλαδή όλες μαζί απασχολούσαν κεφάλαιο λιγότερο από 100.000 λίρες. Ο «μέσος» βιομήχανος του κλάδου είχε καθαρά ετήσια κέρδη 2.000-5.000 λίρες, αν και μερικοί στάθηκαν άτυχοι και υπέστησαν ζημίες. Μεγάλο πρόβλημα ήταν η διάθεση του προϊόντος. Για το σκοπό αυτόν είχε συσταθεί το 1906 το Συνδικάτο του Ελληνικού Νηματουργείου Μακεδονίας, μία συλλογική οργάνωση των νηματουργών που είχε στόχο την προώθηση του νήματος. Η εργασία αυτή γινόταν μέσω του δικτύου της Τράπεζας Μυτιλήνης. Η μεγαλύτερη βιομηχανική επιχείρηση της Θεσσαλονίκης ήταν η Ανώνυμη Οθωμανική Εμπορική και Βιομηχανική Εταιρεία, η οποία ανήκε στην οικογένεια Αλλατίνι. Η εταιρία διατηρούσε ένα μύλο -το μεγαλύτερο στη Νότια Βαλκανική- και ένα κεραμοποιείο. Το επενδυμένο κεφάλαιο έφτανε τις 150.000 λίρες και τα μικτά ετήσια κέρδη ξεπερνούσαν τις 30.000 λίρες, αλλά το μεγαλύτερο μέρος τους προέρχονταν από το εμπόριο αλεύρων και όχι από την παραγωγή. Στην τριετία 1909-1911 δαπανήθηκαν 170.000 λίρες για να εισαχθούν φέσια από την Αυστροουγγαρία. Μάλιστα, η τουρκόφωνη εφημερίδα «Ζαμάν» διαμαρτυρόταν το 1909 για ποιο λόγο δεν είναι δυνατόν οι τοπικοί κεφαλαιούχοι να ιδρύσουν μια βιομηχανία κατασκευής του είδους, το οποίο είχε ευρύτατη χρήση. Ωστόσο, η Ανώνυμος Οθωμανική Εταιρεία Φεσίων, που ένας μουσουλμάνος και ένας χριστιανός επιχειρηματίας ίδρυσαν το επόμενο έτος στο οικόπεδο της μετέπειτα ΥΦΑΝΕΤ, με κεφάλαιο 20.000 λιρών, αν και κερδοφόρα, δεν μπορούσε να λειτουργήσει ελλείψει κεφαλαίου κινήσεως. Πάντως, στην ίδια τριετία, 1909-1911, δαπανήθηκαν 260.000 λίρες για την εισαγωγή μηχανημάτων, κυρίως από την Αγγλία, ένδειξη ότι γινόταν κάποια συσσώρευση κεφαλαίου στη βιομηχανία στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Αν εξαιρέσουμε τους μεγάλους εμπόρους που προαναφέραμε, στη Θεσσαλονίκη ήταν δραστηριοποιημένες περίπου 500 μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με κεφάλαια 1.000-10.000 λιρών. Η εμπορική πίστη αποτελούσε το κυριότερο μέσο διεξαγωγής του εμπορίου. Ολα τα χρέη πληρώνονταν μέχρι το πρωί της Παρασκευής. Η Παρασκευή ήταν αργία για τους μουσουλμάνους, ενώ το μεσημέρι της ίδιας μέρας άρχιζε το εβραϊκό Σάββατο. Ετσι, η κίνηση στην αγορά ήταν υποτονική μέχρι το πρωί της Κυριακής, οπότε άνοιγαν τα εβραϊκά, αλλά έμεναν κλειστά τα χριστιανικά καταστήματα.
λετήσει τις συνέπειες. Οι παμπάλαιες συνήθειες των Εβραίων εμπόρων προέβλεπαν όχι την αναλογική αποζημίωση όλων των πιστωτών από το ενεργητικό του πτωχεύσαντος, αλλά μεγαλύτερη κάλυψη των μικρών πιστωτών εις βάρος των μεγαλύτερων. Συνήθως αυτές οι ρυθμίσεις γίνονταν με τη μεσολάβηση των ραββίνων, μερικοί από τους οποίους ήταν εύποροι και διέθεταν μεγάλη επιχειρηματική εμπειρία.
Οι δόλιες πτωχεύσεις αποτελούσαν σπανιότατο φαινόμενο. Οι παύσεις πληρωμών γίνονταν με τάξη και διαφάνεια. Η διαδικασία συμβιβασμού των πιστωτών δεν εθεωρείτο ιδιωτικό, αλλά δημόσιο γεγονός, το οποίο κάθε εμπορικός οίκος παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή, για να με-
Οι ελληνόκτητες τράπεζες, η Τράπεζα Μυτιλήνης, η Τράπεζα της Ανατολής και η Τράπεζα Αθηνών, που δούλευαν με κεφάλαια του παροικιακού Ελληνισμού, είχαν εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη ύστερα από παρακλήσεις του υπουργείου Εξωτερικών για να χρηματοδοτούν τους «ομογενείς».
Οι τράπεζες
Η αψίδα του Γαλερίου (Καμάρα) με τις γραμμές του τραμ γύρω στο 1903. ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
119
Σύντομα, όμως, αναγκάστηκαν να στραφούν προς τους Εβραίους επιχειρηματίες, λόγω του τεράστιου ειδικού βάρους των τελευταίων στην αγορά της πόλης και των δυσχερειών που προκαλούσε στη χρηματοδότηση η έλλειψη νομικού πλαισίου σε ό,τι αφορούσε τις εγγυήσεις. Στη Θεσσαλονίκη λειτουργούσαν και δύο ευρωπαϊκές τράπεζες με έδρα την Κωνσταντινούπολη, η Οθωμανική Τράπεζα και η Τράπεζα Θεσσαλονίκης. Δίπλα τους λειτουργούσε ένας σημαντικός αριθμός τοπικών τραπεζικών γραφείων, όπως των Μοδιάνο, των Αλλατίνι, των Αμάρ, των Μπενβενίστε, των Υιών Μουφτεζά Εχάτ και Χινταγιέτ και του Δημοσθένη Αγγελάκη. Ειδικά οι Μοδιάνο χρηματοδοτούσαν συστηματικά ασθενείς εμπορικές επιχειρήσεις, με απώτερο σκοπό να συγκεντρώσουν κτηματική περιουσία μέσω του συστήματος της πωλήσεως επί εξωνήσει. Με το σύστημα αυτό, ο δανειολήπτης εκχωρούσε
με κανονική πώληση ένα ακίνητο στο δανειστή, με τίμημα ισόποσο προς το δάνειο που είχε λάβει. Ορος του συμβολαίου ήταν ο δανειστής-αγοραστής να επιστρέψει το ακίνητο, αν το δάνειο εξοφλείτο. Αν ο δανειολήπτης δεν μπορούσε να πληρώσει το δάνειο, έχανε το ακίνητο χωρίς άλλη διαδικασία. Η πρακτική αυτή εφαρμοζόταν αντί της υποθήκης, διότι η οθωμανική νομοθεσία δεν αναγνώριζε το θεσμό της υποθήκης (ο σχετικός νόμος θεσπίσθηκε μόλις το 1913). Επιπλέον, στη συντριπτική πλειονότητα των μη αστικών ακινήτων, αλλά και σε πολλά αστικά, ο δανειολήπτης ήταν απλώς ο νομέας του ακινήτου, ενώ την ψιλή κυριότητα είχαν τα βακούφια ή το οθωμανικό δημόσιο. Στην περίπτωση αυτή, το δικαίωμα που πωλείτο επί εξωνήσει δεν ήταν η κυριότητα, αλλά η νομή, και μάλιστα με τους περιορισμούς που τη χαρακτήριζαν. Επί παραδείγματι, ο νομέας του αγροτικού ακινήτου έχανε τα δικαιώματά του αν άφηνε το κτήμα ακαλλιέργητο επί τριετία. Επίσης, υπήρχαν σοβαροί περιορισμοί στην κληρονομική διαδοχή
Οι φτωχοί Εβραίοι της Θεσσαλονίκης ασκούσαν σχεδόν αποκλειστικά το επάγγελμα του αχθοφόρου (χαμάλη). 120
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
της νομής. Τα εμπόδια αυτά ήταν αξεπέραστα για τις τράπεζες, που δεν μπορούσαν να καλλιεργήσουν το έδαφος ούτε είχαν «απογόνους».
κή τράπεζα, την Zirat Bankasi, την οποία όμως δεν προίκισε με επαρκή κεφάλαια ώστε να συμβάλει στην ανάπτυξη του αγροτικού τομέα.
Με χρήση αυτής της πρακτικής, οι Μοδιάνο απέκτησαν τη νομή σε τεράστιες εκτάσεις γης γύρω από την πόλη. Θεωρώντας ως εμπράγματη εξασφάλιση τις εκτάσεις αυτές, οι ελληνικές τράπεζες προεξοφλούσαν χωρίς επιφυλάξεις τα γραμμάτια που προσκόμιζαν οι Μοδιάνο ή εκείνα για τα οποία παρείχαν την εγγύησή τους. Επρόκειτο για γραμμάτια εμπόρων, τα οποία προεξοφλούνταν σε μικρότερα τραπεζικά γραφεία και εν συνεχεία αναπροεξοφλούνταν από τους Μοδιάνο, για να καταλήξουν στις ελληνικές και τις ευρωπαϊκές τράπεζες για νέα προεξόφληση. Το πυραμιδικό αυτό σύστημα, το οποίο απαιτούσε ιδιαίτερες τεχνικές και βαθιά λογιστική γνώση για να μην καταρρεύσει, εξασφάλιζε ρευστότητα στον εμπορικό κόσμο της Θεσσαλονίκης. Οταν όμως οι Μοδιάνο αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν από την πόλη τον Οκτώβριο του 1911 λόγω του ιταλοτουρκικού πολέμου, διότι ήταν Ιταλοί υπήκοοι, το σύστημα κατέρρευσε. Οι ελληνικές τράπεζες και η οθωμανική βρέθηκαν με πολλά χρεόγραφα εγγυημένα από τους Μοδιάνο και η μοναδική ελπίδα για να πληρωθούν ήταν να εκποιηθεί η ακίνητη περιουσία των τελευταίων, κάτι πολύ δύσκολο λόγω του μεγάλου μεγέθους της αλλά και των ιδιορρυθμιών του ιδιοκτησιακού καθεστώτος.
Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε την κακή συγκυρία. Το 1906 ήταν έτος διεθνούς οικονομικής κρίσης, με συνέπεια να σημειωθούν πολλές πτωχεύσεις σε εμπορικούς οίκους της Θεσσαλονίκης. Οι επιπτώσεις της κρίσης επεκτάθηκαν και στο Χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης, όπου σημειώθηκαν μεγάλες απώλειες σε βάρος Θεσσαλονικέων εμπόρων, οι οποίοι είχαν προβεί σε κερδοσκοπικές πράξεις με τραπεζική χρηματοδότηση. Οι χρηματιστηριακές απώλειες των Θεσσαλονικέων υπολογίστηκαν σε 70.000 λίρες, ποσόν συγκρίσιμο με το κεφάλαιο που απασχολούσε η νηματουργία στη Θεσσαλονίκη. Ολοι περίμεναν τη νέα αγροτική εσοδεία για να αναπνεύσει το εμπόριο.
Σειρά κακών συγκυριών Ο καθοριστικός παράγοντας για την εμπορική κίνηση στη Θεσσαλονίκη ήταν η αγροτική παραγωγή, η οποία διαμόρφωνε τόσο την εξαγωγική προσφορά όσο και την εισαγωγική ζήτηση. Το μεγάλο εμπόδιο για την αύξηση της παραγωγής ήταν η υπανάπτυξη του αγροτικού χώρου. Μόνον 6% της γης καλλιεργείτο, αλλά με τρόπο πρωτόγονο. Η απουσία εγγειοβελτιωτικών έργων έκανε τα χωράφια και τους δρόμους να πλημμυρίζουν στην περίοδο των βροχών, αποκόπτοντας έτσι την ύπαιθρο και την παραγωγή της από τις πόλεις. Το οθωμανικό κράτος είχε δημιουργήσει μια αγροτιΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Ομως την άνοιξη του 1907 μεγάλες πλημμύρες διέκοψαν τις συγκοινωνίες, ενώ η εσοδεία αποδείχθηκε μέτρια. Οι εξελίξεις αυτές έφεραν πείνα στην ύπαιθρο και οδήγησαν σε διόγκωση της μετανάστευσης στις ΗΠΑ και την Αίγυπτο. Η ύφεση στην αγορά της Θεσσαλονίκης διατηρήθηκε και τον επόμενο χρόνο, το 1908, διότι οι εσοδείες παρέμειναν μικρές λόγω της ξηρασίας. Το μποϊκοτάζ που κηρύχτηκε σε βάρος των αυστριακών προϊόντων -λόγω της προσάρτησης της ΒοσνίαςΕρζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία- επιδείνωσε την κατάσταση. Αλλά και την επόμενη χρονιά, το 1909, οι αγροτικές εσοδείες ήταν μικρές. Επίσης, εκδηλώθηκε μεγάλη χρηματική στενότητα. Το 1910 όλοι ήλπιζαν σε κάποια βελτίωση, αλλά το μποϊκοτάζ σε βάρος των ελληνικών προϊόντων και τραπεζών, λόγω του κρητικού ζητήματος, έπληξε ιδιαίτερα τη Θεσσαλονίκη, διότι μεγάλο μέρος των ιστιοφόρων που έπιαναν στο λιμάνι είχαν ελληνική σημαία. Στο μεταξύ, οι συνεχείς απεργίες είχαν απορρυθμίσει την αγορά της Θεσσαλονίκης. Ο Βρετανός πρόξενος τόνιζε στις αναφορές του ότι οι αμοιβές των Θεσσαλονικιών εργατών ήταν υψηλότερες από τις αντίστοιχες των Βρετανών συναδέλφων τους. 121
Πλανόδιος Εβραίος υφασματοπώλης με την πραμάτεια του πάνω στον πάγκο του.
Το 1911 η αγορά παρέμενε εξουθενωμένη ύστερα από τρία χρόνια μικρών εσοδειών. Επακολούθησε ο ιταλοτουρκικός πόλεμος. Εκτός από τη στρατολόγηση και τις συνέπειές της στις εσοδείες, πολλές επιχειρήσεις ανέστειλαν τις πληρωμές τους, μεταξύ των οποίων η Τράπεζα Μυτιλήνης, ο οίκος Ζερβουδάκη, οι τρεις οίκοι Μοδιάνο και ο οίκος Αγγελάκη. Ακολούθησαν πολλές πτωχεύσεις επιχειρήσεων. Στις αρχές του 1912 ο διευθυντής της Τράπεζας της Ανατολής έγραψε στην αναφορά του ότι «η γνώμη των πλείστων είναι ότι οποιαδήποτε αλλαγή και οσονδήποτε ακριβά και αν μας εστοίχιζεν, αύτη θα ήτο προτιμωτέρα της νυν κρατούσης εκρύθμου καταστάσεως».
ΕΠΙΛΟΓΟΣ Σε ποια πόλη, λοιπόν, εισήλθε ο ελληνικός στρατός στις 27 Οκτωβρίου 1912; Η Θεσσαλονίκη του 1912 ήταν πρώτα από όλα μια πόλη απελπισμένη από την ανέχεια που είχε προκαλέσει ο ιταλοτουρκικός πόλεμος. Χιλιάδες κάτοικοι των γύρω χωριών κατέφευγαν σε τεμένη και αντίσκηνα στη Θεσσαλονίκη και ο αριθμός τους μεγάλωσε όταν άρχισαν οι εχθροπραξίες. Ηταν μια πόλη με γεωγραφική ρευστότητα, που 122
άλλαζε συνεχώς όρια καθώς επεκτεινόταν. Μια πόλη με ιδιόρρυθμη δημογραφική σύνθεση και αναμφισβήτητη εβραϊκή πλειοψηφική παρουσία. Μια πόλη πολύγλωσση, με πολιτιστική παράδοση άνισα μοιρασμένη ανάμεσα στις θρησκευτικές και τις γλωσσικές ομάδες που την απάρτιζαν. Μια πόλη συντηρητική, αλλά ταυτόχρονα επαναστατική. Μια πόλη πλούσια, γιατί συγκέντρωνε μεγάλους επιχειρηματίες και κτηματίες, αλλά και πόλη φτωχή, γιατί συγκέντρωνε προλετάριους, άσχημα στεγασμένους και υποσιτιζόμενους. Μια πόλη με αστικές λέσχες και ακριβές βιβλιοθήκες, αλλά και μια πόλη των πληβείων, των επαναστατών. Μια πόλη που πολώθηκε μέσα από τη νεοτουρκική επανάσταση, όταν οι κάτοικοί της -με την εμπειρία μόνον των κοινοτικών διαδικασιών τους- βρέθηκαν αντιμέτωποι με τα τεράστια ερωτήματα του οθωμανισμού, της ομοσπονδιακής συγκρότησης ενός μεγάλου, πολυεθνικού κράτους. Αλλά ήταν πια πολύ αργά για το όραμα μιας πολυεθνικής δημοκρατίας και οι Νεότουρκοι ηγέτες σίγουρα δεν ήταν τα κατάλληλα πρόσωπα για να το υλοποιήσουν. Τέλος, η Θεσσαλονίκη ήταν μια πύλη, ένα βαλκανικό παράθυρο ανοιχτό στην Ευρώπη, ο τόπος μέσα από τον οποίο οι Βαλκάνιοι έβλεπαν τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Ηταν, όμως, και το παράθυρο μέσα από το οποίο οι Ευρωπαίοι έβλεπαν τα βαλκανικά πλούτη και τα εποφθαλμιούσαν. Γι’ αυτό και ήταν «μια πόλη διεκδικούμενη» (όπως έγραψε πριν από 100 χρόνια ο μεγάλος ιστορικός της Ζ. Νεχαμά) και ίσως γι’ αυτό παραμένει μια πόλη αβέβαιη για την ταυτότητά της. Εκατό χρόνια μετά την ανάρτηση της ελληνικής σημαίας στη Μητρόπολη από Ελληνες στρατιώτες, πολλά από τα ερωτήματα του 1912 διατηρούν στην ιστοριογραφία την επικαιρότητά τους.
ΠΗΓΕΣ Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας: Αρχείο Τραπέζης Ανατολής. Εφημερίδα «Νέα Αλήθεια» (1910-1912) Εφημερίδα «Μακεδονία» (1911-1912) ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
Βιβλιογραφία E. A Cooperman, Turco-Jewish relations in the Ottoman city of Salonica, 18891912: two communities in support of the Ottoman Empire, unpublished Thesis (Ph. D.), New York University, 1991. B. Gounaris, Steam over Macedonia; Socio-economic Change and the Railway Factor, Boulder, New York, 1993. A. Kansu, The revolution of 1908 in Turkey, Brill, Leiden, 1997. A. J. Panayotopoulos, «Early relations between the Greeks and the Young Turks», Balkan Studies, vol. 21, no. 1, 1980, pp. 87-95. E. E. Ramsaur, The Young Turks: Prelude to the Revolution of 1908, Russell & Russell, London, 1970. M Şükrü Hanioğlu, The Young Turks in Opposition, Oxford University Press, New York, 1995, pp. 33-167. M. Şükrü Hanioğlu, Preparation for a Revolution; the Young Turks, 1902-1908, Oxford University Press, New York, 2001. E. Hekimoglou, «The Jewish Bourgeoisie in Thessaloniki, 1906-1911: Assets and Bankruptcies», Διεθνές συνέδριο Jewish Communities of S.E. Europe, Ιδρυμα Μελετών Χερσονήσου Αίμου, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 175-183.
Turkey. Report for the Year 1910 on the Trade of the Consular District of Salonica. No. 4797 Annual Series. Diplomatic and Consular Reports, London 1911. Esra Danacioĝlu & Ε. Χεκίμογλου, Η Θεσσαλονίκη πριν από 100 χρόνια: Το μετέωρο βήμα προς τη Δύση. Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1998. Α. Γρηγορίου- Ε. Χεκίμογλου, Η Θεσσαλονίκη των περιηγητών 1430-1930, Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών & Αθήνα: Εκδόσεις Μίλητος 2008. Χ. Παπαστάθης & Ε. Χεκίμογλου, Η ιστορία της επιχειρηματικότητας στη Θεσσαλονίκη: Οθωμανική περίοδος, τόμος Β1 στη σειρά Η Ιστορία της Επιχειρηματικότητας στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη: Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, 2004. Ευφροσύνη Ρούπα & Ε. Χεκίμογλου, Η επιχειρηματικότητα στην περίοδο 1900-1940. Μεγάλες επιχειρήσεις και επιχειρηματικές οικογένειες, τόμος Γ΄ στη σειρά Ιστορία της Επιχειρηματικότητας στη Θεσσαλονίκη, Θεσσαλονίκη: Πολιτιστική Εταιρεία Επιχειρηματιών Βορείου Ελλάδος, 2004. Ε. Χεκίμογλου, Θεσσαλονίκη. Τουρκοκρατία και Μεσοπόλεμος. Κείμενα για την ιστορία και την τοπογραφία της πόλης, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1996.
M şaşmaz, «Analysis of the Population Table of the Census of Salonica of 19034», OTAM, 5 (1994), pp. 349-377.
Ε. Χεκίμογλου, Υπόθεση Μοδιάνο: Τραπεζικό κραχ στη Θεσσαλονίκη το 1911, Θεσσαλονίκη: 1991.
Turkey. No. 1 (1909). Correspondence respecting the constitutional movement in Turkey, 1908. Presented to both Houses by Command of His Majesty, March 1909, London,1909.
Ε. Χεκίμογλου, «Ο ρόλος των ελληνικών τραπεζών στη Μακεδονία, 1905-1912», Θεσσαλονικέων Πόλις 6 (Οκτώβριος 2001), σ. 123-140.
ΕΛΛΗΝΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΑ
123