1
ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ - ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ
Νίκος Αντερριώτης
Μαρίνα Σταμπολή
ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ Αλεξάνδρα Ζαλοκώστα Α1 Λήδα Κατσανούλη ΙΒ1 Θεανώ Ξηρουχάκη Α2 Μαρία Ραβαζούλα ΙΒ2 Ναταλία Ρομποτή Β1 Στέλλα Σεχοπούλου ΙΒ1 Ανδριάνα Σταμπολή ΙΒ1 Κλειώ Τρούγκου Β1 Μαντώ Χουλιάρα ΙΒ1 Αίγλη Τζανετοπούλου-Χρυσού Α5
ΕΞΩΦΥΛΛΟ Έλενα Μενελάου ΙΒ2
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ Όμιλος Φωτογραφίας Λυκείου Άννα Ταρτσίνη Α3 Αναστασία Πατρικίου ΙΒ1 Αλεξάνδρα Κουτσομητοπούλου ΙΒ1 Ειρήνη Καλαφάτη ΙΒ1 Κυβέλη Τζωρτζάκη Α3 Μάρθα Κανελλοπούλου ΙΒ1 Βίλλυ Κεστσόγλου Α3 Ηλέκτρα Δελαβόγια Β2 Πηνελόπη Πικραμένου Β4 Σοφία Κερχουλά ΙΒ1 Τάνια Παπαζαφειροπούλου ΙΒ1
EDITORIAL To φετινό Εκκρεμές είναι αφιερωμένο στην Τέχνη. Η Τέχνη που μας αρέσει. Μορφές της που μας συναρπάζουν. Συναισθήματα, σκέψεις και αντιδράσεις που μας προκαλούνται όταν ερχόμαστε σε επαφή και επικοινωνία μαζί της. Από το Victoria and Albert Museum του Λονδίνου με την έκθεση για τα Disobedient Objects μέχρι την τέχνη του δρόμου, το graffiti, απολαύσαμε τη διαδρομή και σας την παρουσιάζουμε. Σας προτρέπουμε ακόμα να διαβάσετε το ρεπορτάζ που πραγματοποιήσαμε στο Ίδρυμα Helping Hands, το οποίο προσφέρει εξαιρετικά σημαντική βοήθεια σε πρόσφυγες, με κάποιους από τους οποίους μιλήσαμε και σας παρουσιάζουμε την ιστορία που μεταφέρει ο καθένας τους. Και, όπως κάθε φορά μέχρι τώρα, θα διαβάσετε κριτικές για θεατρικές παραστάσεις που παρακολουθήσαμε και ό,τι ακόμα θέλαμε να μοιραστούμε μαζί σας. Ευχαριστούμε πολύ τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές μας για τα κείμενα που μας έστειλαν, καθώς και την Έλενα Μενελάου για το υπέροχο εξώφυλλο. Καλό Καλοκαίρι σε όλους! Εκκρεμές - Συντακτική Ομάδα Ιούνιος 2015
ΠΕΡΙΕΧΟ ΜΕΝΑ
1. ΤΕΧΝΗ............................................................................................................................................ 2
Βάκχες Ο Πλάτων και οι τέχνες Η μεγάλη τέχνη του 21ου αιώνα Κινηματογράφος White eyes Maybe Η Αλίκη στη χώρα των θ(α)υμάτων - Η γυάλα μας 451 + 1984 = 2015 (;) Disobedient objects Γράφοντας... Η ελπίδα στον τοίχο... Λίγες σκέψεις για το Νταντά ως αντιτέχνη
2. Ό,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ....................................................................................................... 22
Πρόσφυγες - Ρεπορτάζ Μια εσωτερική εστίαση του Διαγωνισμού Φιλοσοφίας Εrasmus+ Ένα οδοιπορικό Η Σχολή Μωραΐτη στο συνέδριο «Εις την Πόλιν» Revolution of the living Pure nothingness Χωρίς καρναβάλι γίνεται; Δεν γίνεται... Colour Day Festival Nirvana Πανηγύρι 2015 Όσα δεν λένε οι φίλοι
3. ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ............................................................................................................................... 44
Συνέντευξη με τον Xaver Bayer
4. ΘΕΑΤΡΟ........................................................................................................................................ 48
«Από τι ζουν οι άνθρωποι;» Μία παράσταση, δύο οπτικές: «Όχι αθώος πια» «Το αμάρτημα της μητρός μου»
1
ΤΕΧΝΗ
2
ΤΕΧΝΗ
ΒΑΚΧΕΣ Η ώρα του απολογισμού για ένα στοίχημα μεγάλο και προσωπικό «Πολλές της Μοίρας οι μορφές, πολλά και τα αναπάντεχα που οι θεοί περαίνουν, και όσα πρόσμενες να γίνουν, δεν έγιναν... Μα είναι τα απρόσμενα που πραγματοποιήθηκαν εδώ». Όταν διάβασα για πρώτη φορά το κείμενο ένιωσα να εκπλήσσομαι από τις τόσο δυνατές συγκρούσεις που περικλείονται σε μία μόνο ιστορία. Οι «Βάκχες» είναι το τελευταίο έργο του Ευριπίδη και πραγματεύεται την πιο σημαντική ερώτηση για μένα: τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος, να αγαπάς, να μισείς, να πονάς, να εκδικείσαι. Έκανα αίτηση για να σκηνοθετήσω το έργο στο Bloomsbury Theatre στο Λονδίνο ως το ετήσιο Classics Play του University College London και όταν, λίγο καιρό μετά, κέρδισα τον διαγωνισμό, ήξερα ότι η βασική σύγκρουση στην οποία ήθελα να επικεντρωθώ ήταν εκείνη ανάμεσα στην ανθρώπινη λογική και τα ανθρώπινα ένστικτα. Μετά από αρκετό καιρό προετοιμασίας, συζητήσεων και προβών, οι «Βάκχες» μετουσιώθηκαν σε ένα παιχνίδι εκδίκησης και τρέλας, σε ένα ταξίδι χωρίς χώρο και χρόνο μέσα στην περίεργη και βίαιη φύση του ανθρώπου. Η προσέγγισή μας εστίασε στο πώς η συγκεκριμένη τραγωδία παρουσιάζει την πιο σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ύπαρξης, μια πλευρά από την οποία οι περισσότεροι προσπαθούμε να ξεφύγουμε αλλά χωρίς την οποία δεν μπορούμε να υπάρξουμε. Εξίσου σημαντικό για μένα στο συγκεκριμένο ανέβασμα ήταν να διερευνήσω το χορό των Μαινάδων. Τι είναι αυτές οι γυναίκες και τι είναι αυτό που τις αναγκάζει να μαζοποιηθούν, και ακολουθώντας –υποτίθεται– τα ένστικτά τους να καταλήξουν υποχείρια στα χέρια ενός δυνατού θεού; Οι Βάκχες καταλήγουν να γίνουν ένας όχλος που ακολουθεί τυφλά τον ηγέτη τους χωρίς να διερωτηθούν αν όλα όσα αυτός πρεσβεύει και προτείνει είναι σωστά. Αλλά και πάλι, τι είναι σωστό και τι λάθος, τι σοφό και μη σοφό –όπως θέτει ο Ευριπίδης στο έργο του; Κατά μία έννοια, η συγκεκριμένη τραγωδία δεν είναι η τραγωδία του Διονύσου ή του Πενθέα, αλλά των ίδιων των βακχών, της ομάδας που ακολουθεί τον Διόνυσο εξυμνώντας τις
ανθρώπινες ελευθερίες. Ορμώμενες από την πιο βαθιά ανθρώπινη ανάγκη να πιστεύουν και να ακολουθούν κάτι ανώτερο από εκείνες καταλήγουν να μεταμορφωθούν σε μια μάζα όχι απλά βίαιη αλλά και άρρωστη. Αυτό που δεν καταφέρνουν να καταλάβουν όλοι οι χαρακτήρες του έργου είναι η ανάγκη εύρεσης μιας ισορροπίας μεταξύ λογικής και ενστίκτου, μεταξύ αγάπης και μίσους. Η ατέρμονη αναζήτηση αυτής της ισορροπίας ανάμεσα στο πάθος και την τρέλα, καθώς και η αποτυχία εύρεσής της, οδηγεί όχι μόνο στα άκρα και την καταστροφή αλλά και στην αδιάκοπη αναμέτρηση του ανθρώπου με τους μεγαλύτερους φόβους του: τον πόνο, τη θλίψη, την ήττα και τον εξευτελισμό. Η όλη διαδικασία προετοιμασίας της παράστασης ήταν σίγουρα από τις πιο απαιτητικές αλλά και όμορφες εμπειρίες της ζωής μου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που σκηνοθετούσα για το θέατρο, ήταν όμως η πρώτη φορά που είχα να σκηνοθετήσω κάτι τόσο μεγάλο. Το κείμενο το ίδιο έχει ένα μεγαλείο και ένα μεγαλύτερο βαθμό δυσκολίας, ειδικά όταν προσπαθείς να το δουλέψεις σε μια τελείως διαφορετική γλώσσα και κουλτούρα. Το μέγεθος της παραγωγής ήταν άλλο ένα στοίχημα: οι 30 ηθοποιοί και μουσικοί πάνω στη σκηνή και άλλοι τόσοι εκτός σκηνής με έκαναν να συνειδητοποιήσω πόσο ακριβής έπρεπε να είμαι με τον συντονισμό όλων έτσι ώστε να πετύχει η παράσταση. Οι πρόβες με τους ηθοποιούς, οι παράλληλες συναντήσεις με την παραγωγή, οι συζητήσεις για τη χορογραφία, τη σύνθεση της πρωτότυπης μουσικής, των σκηνικών και τον κοστουμιών έγιναν η καθημερινότητά μου. Δουλέψαμε εντατικά για δύο μήνες περίπου, μέχρι τις 10 Φεβρουαρίου, όταν έφτασε η μέρα της προγραμματισμένης μας πρεμιέρας. Θυμάμαι τη στιγμή που τα φώτα της πλατείας έσβησαν και εγώ έτρεξα να κάτσω στη θέση μου έχοντας πια δώσει τις τελευταίες οδηγίες και ξέροντας πως είχε έρθει η σπουδαιότερη στιγμή: να μοιραστούμε ό,τι είχαμε φτιάξει με τον κόσμο. Ήμασταν sold-out εκείνο το βράδυ –όπως και τα επόμενα που ακολούθησαν– και θυμάμαι να προσπαθώ να συνειδητοποιήσω πως η παράσταση που φτιάχναμε τόσο καιρό είχε πια φύγει από τα χέρια μου και είχε φτάσει η στιγμή να τη μοιραστώ με τα υπόλοιπα 550 άτομα που κάθονταν γύρω μου. Μια σκέψη τρομακτική αλλά και μαγική! Το χειροκρότημα στο
τέλος ήταν λυτρωτικό, ενώ οι κριτικές που ακολούθησαν επιβεβαίωσαν τη δουλειά και την προσπάθειά μας. Η σημαντικότερη διάκριση και τιμή ήρθε λίγες εβδομάδες αργότερα, όταν ο καλλιτεχνικός διευθυντής του National Student Drama Festival με ενημέρωσε πως η παράσταση είχε επιλεγεί ανάμεσα στις 10 καλύτερες από όλη την Αγγλία.Μαζί με αυτό, γίναμε δεκτοί και στο Διεθνές Φεστιβάλ Αρχαίου Δράματος στην Αρχαία Μεσσήνη. Και κάπως έτσι οι «Βάκχες» βρέθηκαν να ταξιδεύουν… Πήγαμε στο Scarborough, στη Βόρεια Αγγλία, για να παίξουμε στο National Student Drama Festival, μετά στην Αθήνα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης και έπειτα στο αρχαίο θέατρο της Μεσσήνης. Το ταξίδι όμως δεν τέλειωσε εκεί, καθώς μετά από ειδική πρόσκληση του Βρετανικού Μουσείου, θα δώσουμε μια ειδική παράσταση ανάμεσα στα αρχαία μνημεία του Μουσείου για 1000 private members του. Πώς με κάνουν να νιώθω όλα αυτά; Σίγουρα μια μοναδική συγκίνηση και περηφάνια για το τι καταφέραμε μετά από πολλή δουλειά. Δεν ξεχνώ πως όλα ξεκίνησαν από μια προσωπική μου ανάγκη να εξερευνήσω την τραγωδία του Ευριπίδη και νιώθω ευγνώμων που βρήκα τόσους συνεργάτες με τους οποίους μοιραστήκαμε το ίδιο πάθος και όραμα και ξεκινώντας από κάτι μικρό δουλέψαμε για κάτι σπουδαίο. Βλέποντας την ανταπόκριση του κοινού σε κάθε παράσταση, τον ενθουσιασμό του χειροκροτήματός τους, τα λόγια και τις εντυπώσεις τους, ένιωθα περήφανη για ό,τι καταφέραμε με αυτή την παράσταση, και την μεγαλύτερη περηφάνια την ένιωθα όταν σκεφτόμουν πως αυτό το διαφορετικό κοινό χειροκροτούσε με ενθουσιασμό ένα έργο που, αν και γράφτηκε πριν από δύο χιλιάδες χρόνια σε μια πολύ διαφορετική κοινωνία, συνεχίζει να έχει λόγο ύπαρξης ακόμα. Έμιλυ Λουίζου ‘13
3
Ο ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΤΕΧΝΕΣ Ένα τμήμα της πλατωνικής θεώρησης του κόσμου, το οποίο εγείρει το ανθρώπινο ενδιαφέρον και ερμηνεύει διάφορες πτυχές της καθημερινής μας ζωής, είναι η τοποθέτηση του φιλοσόφου για τις τέχνες. Στο συγκεκριμένο κείμενο, θα προσπαθήσω να αναλύσω τις απόψεις του Πλάτωνα για τις τέχνες σε γενικό και ειδικό επίπεδο, χρησιμοποιώντας ως πηγές μου όχι μόνο αυτοτελή αποσπάσματα των πλατωνικών συγγραμμάτων, αλλά και το βιβλίο του Μανόλη Ανδρόνικου «Ο Πλάτων και οι Τέχνες». Σε γενικό επίπεδο, ο Πλάτων βάσισε τη θεώρησή του για τις τέχνες πάνω σε δύο θεμέλια της φιλοσοφικής του θεωρίας. Πρώτον, χρησιμοποίησε ως άξονα το δέος του για τον «κόσμο των Ιδεών» -έναν κόσμο ασύλληπτο προς τους θνητούς, ο οποίος αιωρείται πάνω από τον αισθητό για εμάς κόσμο και περιλαμβάνει όλες τις αφηρημένες αξίες και ιδέες σε ατόφια μορφή (π.χ. το απόλυτα ωραίο, την απόλυτη ελευθερία κ.λπ). Δεύτερον, εμφανές και ενδιαφέρον ψυχολογικό στοιχείο της πλατωνικής θεωρίας για τις τέχνες είναι η πλατωνική αντινομία, δηλαδή το χάσμα μεταξύ ενός Πλάτωνα που συναισθηματικά μεγάλωσε ανάμεσα σε έργα τέχνης, σε μια εποχή πολιτισμικής ακμής για την Αθήνα, και αγάπησε την τέχνη και ενός Πλάτωνα που, λογικά, κατέληξε σε συμπεράσματα που καταρρακώνουν τη σημασία της
4
τέχνης για τον ανθρώπινο πολιτισμό. Τα συμπεράσματα αυτά θα τα δούμε πιο αναλυτικά παρακάτω. Πάνω σε αυτούς τους δύο πυλώνες, ο Πλάτων αρχικά οικοδόμησε τη γενική του θεώρηση για τις τέχνες, η οποία ήταν άκρως επικριτική και βασιζόταν σε δύο επίπεδα. Πρώτον, στο καθαρά αισθητικό επίπεδο, ο Πλάτων εκλάμβανε την τέχνη ως «μίμηση» της φύσης. Η «μίμηση» στο έργο του Πλάτωνα φέρει τον ομηρικό ορισμό της, κατά τον οποίο είναι η αδιάφορη ομοιότητα με κάτι, αυτό που εμείς σήμερα θα ονομάζαμε «απομίμηση». Ωστόσο, θεωρούσε πως η φύση είναι «μίμηση» του «κόσμου των Ιδεών». Συνεπώς, σε αισθητικό επίπεδο, η τέχνη για τον Πλάτωνα ήταν «μίμησις μιμήσεως», η οποία αύξανε την απόσταση του ανθρώπου από τον κόσμο των Ιδεών και γι’ αυτό έφερε αρνητική χροιά για τον Πλάτωνα. Δεύτερον, σε κοινωνικό επίπεδο, ο Πλάτων κατέκρινε την τέχνη για τις σοφιστικές επιρροές που δεχόταν στα μηνύματά της και στον τρόπο λειτουργίας της. Ο Πλάτων τασσόταν στον αντίποδα των θεωριών των σοφιστών, θεωρίες τις οποίες μισούσε για την ωφελιμιστική και ανατρεπτική σκοπιά με την οποία εξέταζαν τα θνητά και θεία δρώμενα. Γι’ αυτό, όταν παρατήρησε πως η τέχνη, σε πολλές περιπτώσεις, εμπεριείχε μηνύματα ανατρεπτικά προς αξίες όπως ο δωδεκαθεϊσμός (π.χ. «Ελένη» του Ευριπίδη) και
σοφιστικές επιρροές, τάχθηκε εναντίον της και δήλωσε πως χρησιμοποιεί τη δύναμή της ώστε να διαφθείρει τους νέους. Ειρωνικά, αυτή ήταν η κατηγορία με την οποία οι Αθηναίοι είχαν θανατώσει τον πολυαγαπημένο του δάσκαλο, τον Σωκράτη. Σε ειδικό επίπεδο, όπως θα δούμε, ο Πλάτων δείχνει μεγάλη επιείκεια σε μερικά είδη τεχνών, αλλά και μεγάλη εναντίωση σε άλλα. Αρχικά, ο Πλάτων ασχολήθηκε με την αξιολόγηση της αρχιτεκτονικής ως μορφής τέχνης, την οποία και επαίνεσε για αρκετούς λόγους. Εκτός από το γεγονός πως αναγνώρισε ότι η αρχιτεκτονική καλύπτει τη βασική ανάγκη του ανθρώπου για στέγαση, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί κτίσματα που φέρουν μία αισθητική αξία, ο Πλάτων θαύμασε και την συμβολή των αρχιτεκτόνων της εποχής στο χειρωνακτικό κομμάτι της οικοδόμησης κτισμάτων. Συνεπώς, για τον Πλάτωνα, ο αρχιτέκτονας ήταν ένας επιστήμονας που καλύπτει βασικές ανάγκες των συμπολιτών του, ένας καλλιτέχνης με αισθητική κρίση και ένας εργάτης με αφοσίωση στο πρακτικό κομμάτι της εργασίας του. Ένας συνδυασμός της «σπουδής» του ανθρώπου, με την οποία ο άνθρωπος γίνεται και αυτός δημιουργός και έτσι αντικρίζει κατάματα το δημιουργό του, και της «παιδιάς», με την οποία ο άνθρωπος τέρπει τις αισθήσεις του.
ΤΕΧΝΗ
Περνώντας στη γλυπτική, δεν εκπλησσόμαστε με τη θετική στάση του Πλάτωνα, αν σκεφτούμε πως όχι μόνο τα γλυπτά είχαν μεγάλη σημασία στη θρησκευτική μέθεξη στην αρχαία Αθήνα, αλλά και πως ο Σωκράτης, σε νεαρή ηλικία, ήταν ο ίδιος γλύπτης. Αυτοί οι δύο παράγοντες κατευθύνουν τον Πλάτωνα προς μία ευνοϊκή στάση σχετικά με τη γλυπτική, την οποία βασίζει σε δύο επιχειρήματα. Αρχικά, επικαλείται τη θρησκευτική ευσέβεια που επιδείκνυαν οι γλύπτες της εποχής. Έπειτα, εξηγεί πως οι γλύπτες καταφέρνουν να δημιουργούν θαυμαστά έργα στις τρεις διαστάσεις, τα οποία, παρά τις μνημειώδεις διαστάσεις τους, μπορούν, προφανώς, να κυριευτούν από τον άνθρωπο (εφόσον είναι από πέτρα) και, έτσι, προκαλούν την ηδονή του θεατή, ο οποίος ορθά νιώθει πως μπορεί να κυριεύσει πελώρια σε διαστάσεις κτίσματα. Με άλλα λόγια, ο Πλάτων εξυμνεί τους γλύπτες για την ηδονή την οποία προκαλούν στο κοινό τους χωρίς να το εξαπατήσουν και χωρίς να αμφισβητήσουν τις θρησκευτικές αξίες του. Ωστόσο, όταν ο Πλάτων χρειάστηκε να αξιολογήσει τη ζωγραφική, η στάση του προς αυτή ήταν βαριά επικριτική. Ο Πλάτων παρομοίασε το ζωγράφο με το σοφιστή: όπως ο σοφιστής δίδασκε τον κόσμο να εξαπατά μέσω της ρητορικής και αμειβόταν για αυτό, έτσι ο ζωγράφος εξαπατά τον κόσμο μέσω της απεικόνισης τριών διαστάσεων πάνω στον καμβά (ο οποίος, ως γνωστόν, έχει δύο αξιοποιήσιμες διαστάσεις) και αμείβεται για τα έργα του. Κατακρίνει έντονα τα τεχνάσματα των ζωγράφων, με τα οποία μας δίνουν της αίσθηση του βάθους ή της σκιάς, ενώ αυτή δεν υπάρχει, ενώ τονίζει τη μεγάλη απόσταση των πινάκων από τον κόσμο των Ιδεών, εφόσον είναι, όπως προαναφέραμε, «μίμησις μιμήσεως». Ακόμη, αποδοκιμάζει τα σοφιστικά και ανατρεπτικά μηνύματα που περνούσαν τέτοια έργα τέχνης στον κόσμο, αποστασιοποιώντας τον από τις θρησκευτικές και ηθικές του αξίες. Ωστόσο, επειδή, όπως προαναφέραμε,
ο Πλάτων μεγάλωσε ανάμεσα σε τέχνες όπως η ζωγραφική και τις αγάπησε, διακρίνουμε στην «Πολιτεία» του μία ύστατη προσπάθεια να τις σώσει από την απόλυτη υποτίμηση. Έτσι, ο Πλάτων δεν αφαιρεί τη ζωγραφική από την «Πολιτεία» του, απλώς οραματίζεται μία πολιτεία στην οποία οι ίδιοι οι ζωγράφοι θα έχουν λάβει την κατάλληλη παιδεία ώστε να συνεχίζουν να καλλιτεχνούν χωρίς να έχουν πρόθεση να προωθήσουν ανατρεπτικές ιδέες. Ούτως ή άλλως, οποιαδήποτε παρέκκλιση από την ιδανική και τέλεια πολιτεία θα οδηγούσε σε μία άλλη, υποδεέστερη πολιτεία. Ως αποτέλεσμα αυτής της παιδείας, ο Πλάτων οραματίστηκε μία πολιτεία στην οποία η ζωγραφική θα εστιάζει σε έργα τέχνης με μόνο σκοπό την αισθητική ηδονή και χωρίς κανένα κοινωνικό, πολιτικό ή θρησκευτικό μήνυμα. Ενδεικτικά, ο Πλάτων αναφέρεται στην απεικόνιση κανονικών σχημάτων (π.χ. ισόπλευρα τρίγωνα, τετράγωνα) και καθαρών, έντονων χρωμάτων, μία μορφή τέχνης αποστειρωμένη από κάθε κοινωνική επιρροή και επικεντρωμένη μόνο στους αισθητικούς στόχους της. Τα συμπεράσματα από αυτή τη θεώρηση των τεχνών από έναν αθάνατο φιλόσοφο της κλασικής Αθήνας είναι ποικίλα. Σε ψυχολογικό επίπεδο, βλέπουμε ένα φιλόσοφο ο οποίος δεν διστάζει σε τεράστιο βαθμό να θυσιάσει την αγάπη του για τις τέχνες στο βωμό των λογικών συμπερασμάτων του (αν και παλεύει ώστε να σώσει την τέχνη από την ίδια του τη θεωρία), καθώς και έναν αφοσιωμένο μαθητή του Σωκράτη, ο οποίος δεν τολμά να επικρίνει το δάσκαλό του. Σε αισθητικό επίπεδο, βλέπουμε έναν ιδεαλιστή, ο οποίος αποτάσσεται ό,τι απομακρύνει τον κόσμο από τις Ιδέες του και ό,τι εξαπατά τις αισθήσεις του ανθρώπου. Σε κοινωνικό, πολιτικό και θρησκευτικό επίπεδο, βλέπουμε ένα άτομο το οποίο ασπάζεται το δωδεκαθεϊσμό και, γενικά, φοβάται την επιρροή των τεχνών πάνω στο λαό, η οποία συχνά έστρεφε το λαό σε σοφιστικές αντιλήψεις των επίγειων και
των θείων. Σίγουρα, πάντως, βλέπουμε ένα φιλόσοφο που αναγνωρίζει τη βαθιά δύναμη που ασκεί η τέχνη στις αισθήσεις και στο λογισμό του ανθρώπου. Ωστόσο, με τις απαντήσεις που μας παρέχει η θεωρία του Πλάτωνα, μας υπενθυμίζει μερικά βασικά ερωτήματα σχετικά με την τέχνη. Θίγοντας την αισθητική σκοπιά της τέχνης, ο Πλάτων γεννά απορίες μέσα μας όπως «πώς ορίζουμε το ωραίο;» και «μπορούμε να συλλάβουμε το ωραίο στο δικό μας γνωστό κόσμο;». Θίγοντας την κοινωνική σκοπιά της τέχνης, ο Πλάτων δίνει τη δική του πνοή στην αέναη συζήτηση σχετικά με τα πιθανά «όρια» της τέχνης. Για τα άτομα που θεωρούν πως το ωραίο, αν και αφηρημένη έννοια και Ιδέα, υπάρχει γύρω μας και το βιώνουμε και για τα άτομα που εκτιμούν την τέχνη στην ανατρεπτική της μορφή, ο Πλάτων αποτελεί έμπνευση, προσφέροντάς τους έναν αξιόλογο αντίλογο και λέγοντάς τους πως «χαλεπά τα καλά». Για τα άτομα που εκλαμβάνουν το ωραίο ως μία ασύλληπτη Ιδέα και για τα άτομα που αποδοκιμάζουν την άκρατη αποδόμηση που προωθούν συχνά οι τέχνες, ο Πλάτων αποτελεί και πάλι έμπνευση, προσφέροντάς τους μυαλωμένα επιχειρήματα και θεωρήσεις. Από αυτά τα δύο δεδομένα, διαπιστώνουμε πως, είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κάποιος με αυτές, οι θεωρήσεις του Πλάτωνα αποτελούν απίστευτη κληρονομιά και πνευματικό «κτήμα ες αεί» για όποιον τις διαβάσει, τις εσωτερικεύσει και τις επεξεργαστεί. Κατά τη γνώμη μου, αυτό προκύπτει από τη βασική και θεμελιώδη «μαγεία» των θεωριών του Πλάτωνα: όποιος και να είσαι, ό,τι και να πιστεύεις, όταν τις διαβάζεις, σε βάζουν σε σκέψη. Λευτέρης Χατζηθεοδωρίδης Β1
5
Η ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ Ζωγραφική, χορός, θέατρο, γλυπτική, ξυλουργική και πολλά ακόμα είναι μορφές τέχνης οι οποίες έχουν εμφανιστεί εδώ και πολλούς αιώνες. Ο 21ος αιώνας όμως φέρνει μία καινούργια τέχνη, την τέχνη σχεδιασμού γραφικών είτε για ταινίες είτε για video games. Το αν αυτό θεωρείται πραγματικά τέχνη ή όχι, είναι ένα ντιμπέιτ το οποίο ξεκίνησε περίπου το 2000 και συνεχίζεται έως και σήμερα και είναι αρκετά προβληματικό για πολλούς λόγους. Αρχικά, ποιος αποφασίζει τι είναι τέχνη και τι όχι; Η έννοια της τέχνης είναι τόσο αυθαίρετη, αλλά ταυτόχρονα προσαρμόζεται στις συνθήκες της κάθε κοινωνίας την κάθε χρονική περίοδο. Επομένως, θα μπορούσε κάποιος να συμπεράνει ότι σε μία ψηφιακή κοινωνία, που όλα πια αποκτούν μια ηλεκτρονική μορφή, τα γραφικά ενός video game είναι αυτά που το ξεχωρίζουν από ένα άλλο. Είναι μία μορφή τέχνης, λοιπόν, η οποία, όπως κάθε άλλη, βοηθάει στο να καλυτερεύει τις ζωές κάποιων ανθρώπων. Όπα. Γι’ αυτό ο καθένας μας «κάνει τέχνη»; Ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι ζωγράφισε την Μόνα Λίζα για να κάνει τη δική μας ζωή καλύτερη; Όχι βέβαια. Οι καλλιτέχνες θέλουν να εκφράσουν ιδέες και ανησυχίες μέσα από την τέχνη τους. Θέλουν να εξερευνήσουν τον ανθρώπινο κόσμο, τον κόσμο των συναισθημάτων, της λογικής. Πώς το πετυχαίνουν τα video games αυτό; Πώς ένα τρισδιάστατο κτίριο που εκρήγνυται είναι έκφραση του ψυχικού κόσμου ενός ανθρώπου; Η απάντηση είναι: «ποιος ξέρει;». Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι γίνεται μέσα στο μυαλό ενός ανθρώπου αν δεν το εκφράσει ο ίδιος. Πριν λοιπόν βιαστούμε να κατακρίνουμε αυτή τη μορφή τέχνης, ίσως θα ήταν καλό να έρθουμε σε επαφή με ανθρώπους που ασχολούνται με αυτή. Να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε. Βιαζόμαστε να βγάλουμε συμπεράσματα χωρίς αποδείξεις. Συμπεράσματα τα οποία μας βολεύουν κατά κάποιο τρόπο. Δεν είμαστε απαραίτητα έτοιμοι να δεχτούμε αυτή τη μορφή τέχνης. Αυτό βέβαια δεν θα έπρεπε να μας ανησυχεί. Η κοινωνία σιγά σιγά θα καταφέρει να αποδεχτεί την μεγάλη τέχνη του 21ου αιώνα ίσως όταν κάποιοι ειδικοί μιλήσουν για αυτό. Ο κριτικός ταινιών Roger Ebert έχει συμμετάσχει σε πολλές επικές συζητήσεις επί του θέματος και κατακρίνει με μεγάλο ζήλο αυτή τη μορφή τέχνης. Και ο λόγος; «Καταστρέφει άλλες μορφές τέχνης». Σύμφωνα λοιπόν με τον Ebert, οι μορφές τέχνης είναι διαχωρισμένες. Μέγα λάθος, κατά την άποψή μου. Το θέατρο μπορεί να συνυπάρξει με το χορό, για παράδειγμα. Αυτό δεν συνεπάγεται όμως ότι η συνύπαρξη αυτή είναι αρμονική. Και εδώ ο Ebert δεν αμφισβητεί ότι και ο χορός και το θέατρο είναι μορφές τέχνης. Αυτό γιατί διαφέρει; Επειδή είναι καινούργιο, είναι επαναστατικό. Είναι κάτι που θα φέρει μεγάλη αλλαγή στον κόσμο της τέχνης. Και αυτό τρομάζει. Τέτοιοι φόβοι όμως μας πάνε πίσω. Δεν μας αφήνουν να προοδεύσουμε. Ας αφήσουμε λοιπόν τους φόβους μας στην άκρη, ας αφήσουμε τον κόσμο να κάνει βήματα μπροστά, ας ανοίξουμε τα χέρια μας να υποδεχτούμε τη μεγάλη τέχνη του 21ου αιώνα.
6
Ανδριάνα Σταμπολή ΙΒ1
ΤΕΧΝΗ
ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Οι περισσότεροι από εμάς βλέπουν τον κινηματογράφο ως την τέλεια ψυχαγωγία για ένα σαββατοβράδο, που θα γελάσεις, θα κλάψεις, θα προβληματιστείς. Αντίστοιχα, οι περισσότεροι από εμάς ακούμε τον όρο «αντίδραση» και σκεφτόμαστε μία αυθόρμητη διαμαρτυρία, συνήθως βίαιη. Υπάρχει όμως και ο κινηματογράφος που δεν είναι απλή ψυχαγωγία ούτε βίαιη αντίδραση. Υπάρχει ο κινηματογράφος που είναι τέχνη και αντιδρά με το δικό του ιδιαίτερο τρόπο απέναντι σε καταστάσεις. Ο κινηματογράφος είναι μία πανίσχυρη τέχνη, ασκεί τεράστια επιρροή κι άρα είναι ένα πανίσχυρο μέσο αντίδρασης. Το μόνο που χρειάζεται είναι μία ιδέα και μία κάμερα. Μέσω του κινηματογράφου εξασφαλίζεται το μεγάλο εύρος της απήχησης, παγκόσμιας σε πολλές περιπτώσεις, καθώς αποτελεί μία από τις βασικότερες μορφές ψυχαγωγίας. Μάλιστα, το κύρος της ταινίας, και άρα της αντίδρασης, μπορεί να ενισχυθεί από διάσημους και αναγνωρισμένους ηθοποιούς, που για πολλούς αποτελούν απόδειξη μιας επιτυχημένης και αξιόλογης ταινίας. Ο σκηνοθέτης έχει τη δυνατότητα μέσω του κινηματογράφου να ασκήσει έντονη αλλά ταυτόχρονα ήρεμη κριτική. Το πλεονέκτημα του κινηματογράφου είναι ότι μπορείς να δημιουργήσεις τέχνη που αντιδρά κι όχι μια απλή διαμαρτυρία. Η τέχνη που αντιδρά δεν είναι κάτι τυχαίο. Έχει σκέψη, προοπτική, στόχο. Μπορείς να χρησιμοποιήσεις την εικόνα, τον ήχο, το συναίσθημα. Μια ατάκα που ειπώθηκε, μια ατάκα που δεν ειπώθηκε. Ένα βλέμμα, ένα πλάνο, μια σιωπή. Με μηνύματα που υπολανθάνουν και εννοούν πολλά. Ο κινηματογράφος ασκεί κριτική και αντιδρά απέναντι σε αξίες και πρακτικές της χώρας του, του δικού του πολιτισμού, αλλά και σε αξίες, αρχές και συνήθειες άλλων λαών, σε ιδεολογίες άλλων πολιτισμών. Αυτές οι αντιδράσεις δεν διαφέρουν. Αυτό που διαφοροποιεί την αντίδραση είναι η πρόθεση του σκηνοθέτη. Σκοπός του είναι να ασκήσει υγιή κριτική και να ευαισθητοποιήσει ή να προσβάλλει; Για παράδειγμα, η ταινία «Taxi» του Ιρανού Jafar Panahi παρουσιάζει τις απόψεις απλών πολιτών για την κοινωνία και την κυβέρνηση, με σκοπό την ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση των ανθρώπων για την κατάσταση στο Ιράν. Από την άλλη, ταινίες που περιέχουν υβριστικά σχόλια προς συγκεκριμένες ομάδες ή λαούς,
χλευασμούς και κοροϊδίες είναι όχι μόνο πιο δύσκολο να γίνουν αρεστές, αλλά και να κάνουν κατανοητή την κριτική, αν υπάρχει. Αλλά ο κινηματογράφος δεν αντιδρά μόνο. Προκαλεί και αντιδράσεις. Υπάρχουν πάντα δύο κατηγορίες κοινού. Αυτό που συμφωνεί και ταυτίζεται και αυτό που προσβάλλεται και αντιδρά. Από το ξεκίνημα αυτής της τέχνης παρατηρούνται αντιδράσεις απέναντι στον κινηματογράφο. Από τη δεκαετία του ‘80 που πλήθος διαμαρτυρήθηκε για την ταινία «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Σκορσέζε, ως τη φετινή χρονιά με την απαγόρευση της ταινίας «The interview». Αντιδράσεις όχι μόνο από ανθρώπους αλλά και από καθεστώτα και κυβερνήσεις που θεωρούν ότι απειλούνται. Εξ ου και η απαγόρευση προβολής του «Taxi» στο Ιράν και δημιουργίας άλλων ταινιών από το σκηνοθέτη. Στενά συνδεδεμένο μ’ αυτό είναι το ερώτημα αν υπάρχουν όρια ή απόλυτη ελευθερία έκφρασης. Και ιδιαίτερα, όταν η κριτική δεν είναι ακίνδυνη, αλλά θέτει σε κίνδυνο δημιουργούς και πολίτες, όπως αντίστοιχα συνέβη στο Παρίσι με το περιοδικό «Charlie Hebdo». Τίθενται όρια; Είναι λογικό να απαγορεύονται ταινίες; Όση ελευθερία λόγου υπάρχει, τόσος σεβασμός και κατανόηση πρέπει να υπάρχει. Όλα αρχίζουν από την αντίδραση της ταινίας και την ανεκτικότητα του κοινού. Απλή αναφορά και σχόλιο ή χλευασμός και προσβολή; Το κοινό είναι ανοιχτό απέναντι σε κριτική; Οι απαντήσεις εξαρτώνται από την οπτική γωνία. Όσο λάθος φαίνεται σε κάποιους να μην εκφράζει ο καλλιτέχνης τις απόψεις του, επειδή δεν του επιτρέπεται, τόσο λάθος φαίνεται σε άλλους τρίτοι να προσβάλλουν τις αξίες τους και να μη τους σέβονται. Ως μία μορφή τέχνης, λοιπόν, είναι φυσικό και αναμενόμενο ο κινηματογράφος και να αντιδρά και να προκαλεί αντιδράσεις. Δείχνει ότι η κοινωνία μας δεν είναι τέλεια, ότι ο κόσμος δεν είναι τέλειος. Η προσπάθεια των περισσότερων δημιουργών είναι να αγγίξουν όσους περισσότερους αποδέκτες μπορούν. Και μπορεί αυτή η αντίδραση να φέρει ευαισθητοποίηση που με τη σειρά της να φέρει προσπάθειες για αλλαγή. Μπορούμε, επομένως, να πάμε στον κινηματογράφο για να γελάσουμε, να κλάψουμε, να προβληματιστούμε, αλλά και για να μάθουμε και να γίνουμε πιο συνειδητοποιημένοι. Κλειώ Τρούγκου Β1
7
WHITE EYES Looking outside I see it, the world outside the window is the sight of your mind. Accepting your own is overcoming the phobia of it. It. The different. The one that is out there. Where the grass is greener and the snow cleaner. Does it matter if you are wrong or right? What is the point of proving you are the only one? Alone isn’t the answer. I need you. You need us. Your inner devil is your inner angel. Your eyes are your windows. You choose which way to turn and see, perceive and understand. We are alone all together. Combine, compare, contrast peacefully we’ll find it. The world outside our window. The one around and inside us. Doesn’t mean anything to feel blue. Black, the combination of all, is what we have to come to. White is ignorance unknown and pure. No hiding. No seeking. Not the purpose, but the beginning. Λήδα Κατσανούλη ΙΒ1
8
ΤΕΧΝΗ
“MAYBE...” The ground trembles as the planes fly over our homes. My home. I huddle closer to my younger brother and hold him tight. He is sobbing and I can feel tears streaming down my own face. I’m not sure when exactly my terror spilled down my cheeks but my skin is wet and I curse my treacherous eyes for surrendering. This is the third time in a week, we are woken in the middle of the night by the sirens. I hate -with every fiber of my being- the piercing screech that echoes through our small village every time a foreign plane crosses the borders. The shrill cry, that in darkness and in light, foretells of destruction and grief. A shriek that signifies our doom. During the first bombings, my family and I were paralyzed by panic and fear, too numb to seek cover. Now, after two weeks since the first attack we have developed a type of drill. My mother races to the kitchen, grabbing as many supplies as she can carry, my father barricades the door and windows and I lead my little brother to the basement. There, we all sit close together until the bombings stop and the planes pass. It scares me to think that this has become our routine. That I have become comfortable in this pain and terror. Sitting now in the dark with my family, I can hear the loud rumbling of the aircrafts flying just above the ground and mentally force myself not to think of the countless bodies that lay on the street along with the debris. The unlucky people who weren’t fast enough to take cover and even the ones who were. I focus on my brother. He is shaking and still hugging me tightly around the neck, but his breathing has slowed and he isn’t sobbing anymore. I gently pry his arms from my neck and look at his face. His hands are so small and his face so young. He is too young. Too innocent and naive and delicate to know this kind of fear, hurt and loss. He is just a little boy. He doesn’t deserve to bear the burden of war and the mental and physical scars a tragedy like this leaves behind. And suddenly, like flipping a light switch, I am no longer sad or scared. I am angry. Angry that my baby brother, so small and fragile, is terrified to run outside. That he can’t go to school and learn or to his friends and play. That many other young children are living in fear, robbed of their childhood and forgotten. Many of them are injured, alone and dead. My vision blurs with angry tears, I gasp for air and I cry for these lives. For the parents that have lost their children, the brothers that have lost their sisters and for my village that has lost its light. My village that is now painted red. My home that once pulsed with life and is now empty. Buried under the bones and ashes of its people. And I wonder. Perhaps death is better than this. Better than this agonizing terror and devastation. I look down at the child in my arms and he smiles at me. He reaches up with his small hand and wipes away the tears I am crying for him. When I finally calm down, I sleep. Holding on to my brother, this little boy who in the midst of death and war, smiled to comfort his older sister. Maybe he will be different than the people who are doing this. Maybe in the end, the children we are raising will save us with their small smiles and small hands. Maybe there is hope. Maybe... Στέλλα Σεχοπούλου ΙΒ1
9
Η ΑΛΙΚΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΩΝ Θ(Α)ΥΜΑΤΩΝ Η ΓΥΑΛΑ ΜΑΣ Μακάρι Μακάρι να ήµουν και εγώ ένα ψάρι Να ανέπνεα µέσα σ’ αυτή τη γυάλα Πνίγοµαι Η γυάλα θα σπάσει Θα ελευθερωθώ Μα πού θα πάω; Όλη η θάλασσα δική µου Μα πού θα πάω; Κάθε µέρα κι άλλοι βγαίνουν στη στεριά Εγώ δεν θέλω. Όχι ακόµη Πρέπει να προσαρµοστώ Να ζήσω λίγο ακόµη Ίσως πολύ Δεν ξέρω. Αχ, αυτή η θάλασσα Μυστηριώδης, µαγική, ύπουλη, άγνωστη. Ταξίδι. Ναι, το ταξίδι Θα είναι αρκετό Αρκεί να µάθεις Να µάθεις να ζεις. Λήδα Κατσανούλη ΙΒ1
10
451 + 1984 = 2015 (;) Τους τελευταίους μήνες, είχα τη χαρά να διαβάσω προσεκτικά τρία από τα πιο γνωστά και καταξιωμένα βιβλία δυστοπικής λογοτεχνίας (λογοτεχνίας, δηλαδή, που παρουσιάζει έναν μελλοντικό κόσμο σε ασύλληπτα τραγικότερες συνθήκες από τις σημερινές): τη «Φάρμα των Ζώων» και το «1984» του George Orwell και το «Φάρεναϊτ 451» του Ray Bradbury. Στο συγκεκριμένο κείμενο, θα προσπαθήσω να εξετάσω κατά πόσο η δυστοπία του κάθε βιβλίου έχει ξεφύγει, εν έτει 2015, από ένα μη-ρεαλιστικό λογοτεχνικό σενάριο και έχει μετουσιωθεί σε ζοφερά στοιχεία της επίγειας πραγματικότητας. Καταρχάς, βέβαια, οφείλω να σας παρουσιάσω τη θεματολογία και το περιεχόμενο των βιβλίων αυτών. Η «Φάρμα των Ζώων» είναι μία νουβέλα που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1945 στην Αγγλία από τον George Orwell. Επηρεασμένος ως εθελοντής μαχητής στον Ισπανικό Εμφύλιο από τα άμεσα βιώματά του και, κυρίως, από την απογοήτευσή του για την σταλινιστική εφαρμογή του σοσιαλισμού, ο σοσιαλιστής Orwell αποτύπωσε στη νουβέλα αυτή τους φόβους του, τους οποίους έβλεπε να επαληθεύονται. Στη «Φάρμα των Ζώων» βλέπουμε, αρχικά, ένα σύνολο διαφορετικών ζώων να επαναστατούν, μετά από την παρότρυνση ενός γέρικου αλόγου, το οποίο μοιράστηκε, πριν πεθάνει, με τα ζώα το όραμά του για μια αυτοδιαχειριζόμενη από τα ίδια τα ζώα φάρμα. Μετά το θάνατό του, η φάρμα, αξιοποιώντας τα προτερήματα του κάθε ζώου (όπως τη δύναμη των αλόγων και, κυρίως, την εξυπνάδα των γουρουνιών), κατάφερε να διώξει το αφεντικό, τον κύριο Τζόουνς, να αποκτήσει τον έλεγχο της φάρμας και να την υπερασπιστεί επιτυχώς, νικώντας σε μάχη έναν συνασπισμό αφεντικών από πολλές φάρμες. Έπειτα, όμως, αρχίζουν σταδιακά τα προβλήματα. Δύο γουρούνια με ιδιαίτερη ευστροφία, ο Σνόουμπολ και ο Ναπολέων, λειτουργούν ως ταγοί και εκμεταλλεύονται τη νοητική τους υπεροχή από τα άλλα ζώα. Ο Σνόουμπολ, έχοντας καλές προθέσεις και διαφωνώντας συχνά με τις πεινασμένες για δύναμη βλέψεις του Ναπολέοντα, πέφτει θύμα της εσωτερικής προπαγάνδας του Ναπολέοντα, ο οποίος τον παρουσιάζει ως κατάσκοπο των ανθρώπων, απειλή για τη φάρμα και τον ωθεί στην αυτοεξορία (μία πιθανή αλληγορία για την κατάληξη των σχέσεων Στάλιν και Τρότσκυ στη Σοβιετική Ένωση). Με όπλα την αγάπη του για δύναμη, την τρομοκρατία των ζώων για την
επιστροφή του Σνόουμπολ και του κυρίου Τζόουνς και την αναγνωρισμένη νοητική του ανωτερότητα, χρησιμοποιεί την εμπιστοσύνη των ζώων ώστε, σιγά σιγά, ο ίδιος να γίνει ένα ακόμη αφεντικό. Ξεκινά να μένει στο πρώην σπίτι του κυρίου Τζόουνς, να σχεδιάζει πράγματα χωρίς να ενημερώνει τα άλλα ζώα, να διατάζει τα ζώα να εργάζονται ενώ εκείνος δεν εργάζεται, να ορίζει το φαγητό τους και, σταδιακά, κάνει μεγαλύτερα βήματα, όπως να μεταβάλει τους «10 Κανόνες της Επανάστασης» κρυφά και να τους κάνει πιο ευνοϊκούς προς εκείνον, γράφοντας ως κανόνα πως «ο Στρατηγός Ναπολέων έχει πάντα δίκιο», να μετατρέψει το σύνθημα της Επανάστασης από «τέσσερα πόδια καλά, δύο πόδια κακά» (δύο πόδια=άνθρωποι) σε «τέσσερα πόδια καλά, δύο πόδια καλύτερα» και, στο τέλος της ιστορίας, να επαναφέρει τους ανθρώπους στη φάρμα και να ξεκινά ο ίδιος να περπατά στα δύο πόδια, φορώντας τα ρούχα του κυρίου Τζόουνς –ένα τέλος που προκαλεί τον προβληματισμό του συνειδητοποιημένου αναγνώστη. Όλα αυτά τα πετυχαίνει με τη βοήθεια της λήθης και της τυφλής εμπιστοσύνης των άλλων ζώων, αλλά και με τη χρήση των προβάτων, τα οποία απομνημονεύουν και τραγουδούν κάθε σύνθημα που τους μαθαίνει εκείνος. Τέσσερα χρόνια μετά, το 1949, ο Orwell εξέδωσε ένα ακόμη κλασικό δυστοπικό βιβλίο του, αυτή τη φορά το μυθιστόρημα «1984». Το μυθιστόρημα εκτυλίσσεται σε ένα αχανές απολυταρχικό κράτος, την «Ωκεανία», με αρχηγό τον θεοποιημένο «Μεγάλο Αδελφό». Με συνθήματα όπως «ο πόλεμος είναι ειρήνη, η ελευθερία είναι σκλαβιά, η άγνοια είναι δύναμη» και «όποιος ελέγχει το παρελθόν, ελέγχει και το μέλλον», το κράτος αξιοποιεί την οργανωμένη γραφειοκρατία του και την εξελιγμένη τεχνολογία του ώστε να ελέγχει τη σκέψη του κάθε πολίτη και να χειρίζεται τον πληθυσμό σαν πειθήνιες μαριονέτες. Η γραφειοκρατία λειτουργεί με κύριους άξονες τα τέσσερα υπουργεία της: το Υπουργείο Ειρήνης, το οποίο προωθεί και οργανώνει τους επεκτατικούς πολέμους με τα άλλα δύο μεγάλα κράτη του πλανήτη, την Ευρασία και την Ανατολασία, το Υπουργείο Αφθονίας, το οποίο είχε έλεγχο πάνω στην παραγωγή και διανομή των αγαθών, τα οποία παρέχονταν σε εξευτελιστική ποιότητα και ποσότητα στον πληθυσμό (χαρακτηριστικά, ο πρωταγωνιστής δεν έχει δει ποτέ του πορτοκάλια ή λεμόνια και αναγκαστικά πίνει μόνο από το κρατικό «τζιν νίκης», ένα φτηνό αλκοολούχο προϊόν), το Υπουργείο Αλήθειας, στο οποίο εργάζεται ο πρωταγωνιστής και
ΤΕΧΝΗ
το οποίο ανασκευάζει παρελθοντικές ανακοινώσεις, στρεβλώνει την αλήθεια με απόλυτη ακρίβεια και εκδίδει κάθε χρόνο το λεξικό της επίσημης «Νέας Γλώσσας» του κράτους, η οποία κάθε χρόνο μειώνει τις λέξεις της και φτωχαίνει, ώστε να περιορίσει όσο γίνεται τη δυνατότητα ανεξάρτητης σκέψης των πολιτών, και το Υπουργείο Αγάπης, το οποίο κυνηγά, συλλαμβάνει, βασανίζει και, αν δεν δηλώσουν αλλαγή φρονήματος, σκοτώνει τους εσωτερικούς εχθρούς του κράτους και του Κόμματος. Όπλα του Υπουργείου Αγάπης είναι οι τηλεοθόνες, οι οποίες λειτουργούν ως τηλεοράσεις που προπαγανδίζουν συνεχώς και ταυτόχρονα ως κάμερες που βλέπουν την κάθε κίνηση των τηλεθεατών, τα κρυφά μικρόφωνα που καταγράφουν κάθε συνομιλία και η «αστυνομία της σκέψης», η οποία κυνηγά κάθε αντιφρονούντα. Πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι ο Ουίνστον Σμιθ, εργαζόμενος στο Υπουργείο Αλήθειας. Αν και ο ίδιος ήταν ένας ακόμη πολίτης ενός απολυταρχικού κράτους, χωρίς καμία ανάμνηση του παρελθόντος η οποία δε συνέφερε το Κόμμα, χωρίς καμία ανατρεπτική ιδέα προς το Μεγάλο Αδελφό και με μία ζωή περιστρεφόμενη γύρω από την συνεχή δουλειά του, δηλαδή την προπαγάνδα, και την απίστευτη λιτότητα που του επέβαλε το Υπουργείο Αφθονίας, ο Σμιθ, αντικρίζοντας τον απόλυτο έλεγχο του Κόμματος και την απόλυτη χειραγώγηση των πολιτών, οι οποίοι μέσα από θεσμούς, όπως το «Δίλεπτο Μίσους», εκδηλώνουν ζωώδεις συμπεριφορές απέχθειας προς τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς του Κόμματος και πειθαρχούν απόλυτα στον Μεγάλο Αδελφό, αρχίζει να διαμορφώνει ιδέες ενάντια στο καθεστώς. Ψάχνοντας κάποιον ώστε να συμμαχήσει και ζώντας σε ένα κράτος παράνοιας, στο οποίο τα παιδιά κατέδιδαν τον πατέρα τους στην αστυνομία της σκέψης αν υποπτεύονταν ανατρεπτικές ιδέες, ο Σμιθ βρίσκει, αρχικά, τη Τζούλια, μία ακόμη εργαζόμενη στο Υπουργείο, με την οποία αναπτύσσει ερωτική σχέση και μαζί προσπαθούν να σταθούν ως οι μόνοι λογικοί σε ένα καθεστώς τρέλας, και έναν πιο υψηλόβαθμο εργαζόμενο στο Υπουργείο, τον Ο’ Μπράιεν. Ο Σμιθ και η Τζούλια πασχίζουν ώστε να συναντιούνται και να συνομιλούν μακριά από την κατασκοπεία του Κόμματος και καταφέρνουν να προμηθευτούν από τον Ο’ Μπράιεν το μανιφέστο του βασικότερου εχθρού του Κόμματος, του Εμμάνουελ Γκόλντσταϊν.
11
451 + 1984 = 2015 (;) (συνέχεια) Ωστόσο, όλα αλλάζουν όταν ο Ο’ Μπράιεν αποκαλύπτεται ως κατάσκοπος και καταδίδει τον Σμιθ και τη Τζούλια στις αρχές. Ακολουθεί η κλιμάκωση του μυθιστορήματος, με τον Σμιθ να δέχεται βασανισμό και ασύλληπτη προπαγάνδα και ψυχολογικό πόλεμο από τον Ο’ Μπράιεν, ο οποίος προσπαθεί να τον αποκόψει από τη Τζούλια, από τη λογική του και από τον ίδιο του τον εαυτό και να τον επαναφέρει στον «ορθόδοξο» δρόμο του Κόμματος και στη «διπλή σκέψη», δηλαδή στον τρόπο σκέψης που είχε καταφέρει να επιβάλει το Κόμμα. Στο τέλος της ιστορίας, ο Σμιθ μετουσιώνεται σε έναν ακόμη πειθήνιο πολίτη, με την τελευταία φράση του βιβλίου να λέει πως «αγαπούσε το Μεγάλο Αδελφό» -μία ακόμη φορά που ο Orwell προτιμά να προβληματίσει παρά να ανακουφίσει τον αναγνώστη με τις ιστορίες του. Στο συγκεκριμένο βιβλίο, χαρακτηριστικά, φαίνονται οι σοβιετικές επιρροές στον Orwell, με τον Μεγάλο Αδελφό να παρουσιάζεται ως σωματώδης με χαρακτηριστικό παχύ μουστάκι (Στάλιν) και τον Γκόλντσταϊν ως πιο λεπτός και με χαρακτηριστικό μουσάκι (Τρότσκι, ο κύριος εχθρός του Στάλιν). Το τρίτο βιβλίο που είχα την ευκαιρία να διαβάσω είναι το «Φάρεναϊτ 451» του Ray Bradbury. Ο τίτλος προέρχεται από τη θερμοκρασία στην οποία αναφλέγεται το χαρτί του βιβλίου. Ο Bradbury, αν και δεν είχε κάποια κύρια και διαρκή επιρροή από την πολιτική του πραγματικότητα (όπως ο Orwell από τους Σοβιετικούς και την απόκλισή τους από τον σοσιαλισμό, τον οποίο επικαλούνταν), χαρακτηρίζει ως γενικές επιρροές του το κάψιμο των βιβλίων στη ναζιστική Γερμανία και στη Σοβιετική Ένωση. Η ιστορία εκτυλίσσεται σε ένα δημοκρατικό κράτος, χωρίς κάποια απολυταρχία και με εκλογές, αλλά ο κύριος άξονας και το κύριο «μελανό σημείο» του κράτους έγκειται στον ηδονιστικό και εύπεπτο τρόπο ζωής των πολιτών, ο οποίος τους ωθεί στη φανατική δίωξη των βιβλίων και των κατόχων τους, επειδή τα βιβλία, κατά τους πολίτες αυτούς, έλεγαν ασυναρτησίες, προβλημάτιζαν τον κόσμο, δεν ήταν θεαματικά και δεν βοηθούσαν τον κόσμο να είναι χαρούμενος. Ο
12
πρωταγωνιστής, ο Γκάυ Μόνταγκ, εργάζεται στην πυρονομία, δηλαδή το σώμα που καίει τα σπίτια όσων έχουν βιβλία –μία ακόμη φορά που βλέπουμε τον πρωταγωνιστή δυστοπικών έργων να βιώνει εσωτερικά τα δεινά της κοινωνίας του. Η αλλαγή, όπως και στο «1984», ξεκινά στην αρχή του βιβλίου και για αυτόν, όταν γνωρίζει την Κλαρίς, ένα 17χρονο κορίτσι που θεωρούνταν τρελό και αντικοινωνικό επειδή, όπως του εξήγησε, δεν μπορούσε να ενταχθεί σε μία ρηχή κοινωνία και νεολαία θεάματος, σεξ, ναρκωτικών και ελλιπούς καλλιέργειας. Η Κλαρίς χάνεται μία μέρα, όλοι τη θεωρούν νεκρή και ο Γκάυ βυθίζεται σε προβληματισμό. Σαν να μην έφτανε αυτό, ένα βράδυ, όταν πηγαίνει να κάψει το σπίτι μίας ηλικιωμένης κυρίας με βιβλία, την αντικρίζει να αρνείται να φύγει από το σπίτι και να καίγεται μαζί με τα βιβλία της. Αυτό το βίωμα βοηθά τον Γκάυ ώστε να αντιταχθεί πλήρως στον ηδονιστικό τρόπο ζωής της κοινωνίας του. Παράλληλα, βλέπει τη γυναίκα του, τη Μίλντρεντ, να ζει πιστά με βάση αυτό τον τρόπο, καλωδιωμένη συνεχώς με ακουστικά, αποκομμένη πλήρως από κάθε επικοινωνία με τον σύζυγό της και αφοσιωμένη όλη τη μέρα στις φτηνές κωμωδίες της τηλεόρασης, τις οποίες βλέπει μαζί με τις φίλες της, οι οποίες επίσης τρέχουν μακριά από τα προβλήματα της πραγματικότητας. Ο Γκάυ αποφασίζει να κλέψει μερικά βιβλία κρυφά από τον Πύραρχο Μπήτυ (το αφεντικό του και ένα άτομο που, αν και παρουσιάζεται ως υπερβολικά καλλιεργημένος, αποφάσισε να απαρνηθεί τα βιβλία, επειδή του γεννούσαν προβληματισμούς που δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει και τον ωθούσαν στη στενοχώρια, χωρίς να του παρέχουν μερικές έτοιμες και ξεκάθαρες απαντήσεις), μία πράξη η οποία ανησυχεί τη Μίλντρεντ, η οποία τον παρακαλά να την ακολουθήσει στον παθητικό τρόπο ζωής της. Ο Γκάυ αρνείται και, αφότου διατηρεί τα βιβλία παράνομα στην κατοχή του, γνωρίζει τον Φάμπερ, έναν άνθρωπο των γραμμάτων που, λόγω της δειλίας του, βίωσε την μεταβολή της κοινωνίας προς το ηδονιστικό μοντέλο που παρουσιάζει ο Bradbury. Ο Γκάυ και ο Φάμπερ γίνονται σύμμαχοι σε έναν αγώνα αποκατάστασης των βιβλίων και, μαθαίνοντας τον ερχομό
ενός πολέμου, προσπαθούν να επαναφέρουν, μέσω των βιβλίων, την κοινωνία στην πραγματικότητα και να την αφυπνίσουν για τα δεινά που έρχονται. Ο Φάμπερ του δίνει ένα ακουστικό, με το οποίο θα επικοινωνούν. Ο Γκάυ, ωστόσο, δεν αντέχει να ζει σε μία τέτοια κοινωνία και, αφότου αντιδρά σκεπτικά απέναντι σε μία προπαγανδιστική ομιλία του Μπήτυ για τα βιβλία και, έπειτα, διαβάζει ποίηση στις φίλες της Μίλντρεντ, οι οποίες φεύγουν κλαίγοντας από το σπίτι και τον καταγγέλλουν στην Πυρονομία, έρχεται αντιμέτωπος με τη «δικαιοσύνη». Ένα βράδυ, σε μία ακόμη επιχείρηση αποτέφρωσης βιβλίων με την Πυρονομία, διαπιστώνει πως το όχημα της Πυρονομίας έφτασε στο δικό του σπίτι! Εκεί, βλέπει τη Μίλντρεντ να φεύγει από το σπίτι με ένα ταξί, διαπιστώνοντας πως αυτή και οι φίλες της τον κατέδωσαν. Ο Μπήτυ του δίνει το φλογοβόλο και του ζητά σαδιστικά να κάψει ο ίδιος τα βιβλία και το σπίτι του. Ενώ, όμως, ο Γκάυ είναι έτοιμος να το κάνει, ο Μπήτυ τον χτυπά στο κεφάλι, ώστε να πέσει κάτω το ακουστικό του Φάμπερ. Διαπιστώνοντας πως αναμένεται η σύλληψή του και αντιμέτωπος με το μίσος του Μπήτυ προς τα βιβλία και προς τον ίδιο, ο Γκάυ ανοίγει το φλογοβόλο και καίει τον ίδιο τον Μπήτυ. Παίρνει μαζί του μερικά βιβλία και, διαπιστώνοντας πως τώρα ο ίδιος ήταν ο νέος εχθρός του κράτους, τρέχει προς τον Φάμπερ. Ο Φάμπερ του λέει πως ο ίδιος θα φύγει σε λίγο για το Σέντ Λούις, ώστε να συνεννοηθεί με έναν άλλο υπερασπιστή των βιβλίων και συμβουλεύει τον Γκάυ να τρέξει προς το ποτάμι και προς τα βουνά, μακριά από τη φύση. Ο Γκάυ τον ακούει και, αφότου βλέπει την καταδίωξή του να γίνεται το νέο θέαμα στις μεγάλες τηλεοράσεις των παθητικών συμπολιτών του, τρέχει προς το ποτάμι, βουτά σε αυτό και κολυμπά προς τα βουνά. Φτάνοντας εκεί, αντικρίζει μερικά άτομα που γνωρίζουν ποιος είναι και πώς έφτασε εκεί και τον φροντίζουν. Όλοι τους είναι πρώην επιστήμονες που διώχθηκαν από την ηδονιστική κοινωνία και, τώρα, έχουν κρατήσει ζωντανά στη μνήμη τους όσα βιβλία διάβασαν, ώστε να τα σώσουν. Στην
ΤΕΧΝΗ
ταινία του 1966, με βάση το βιβλίο αυτό, ο Φρανσουά Τρουφώ επιλέγει να τοποθετήσει την Κλαρίς σε αυτή την ομάδα ατόμων, κάτι που δεν έκανε στο βιβλίο ο Bradbury, ο οποίος απλώς παρουσιάζει τη βεβαιότητα του Γκάυ πως «κάποτε, η Κλαρίς σίγουρα βρέθηκε εδώ». Στο τέλος της ιστορίας, ο Γκάυ και οι «άνθρωποι-βιβλία» αντικρίζουν από μακριά την πόλη να καταστρέφεται ολοσχερώς από τις βόμβες των εχθρών, ενώ οι πολίτες της συνέχιζαν, μέχρι το θάνατό τους, να τρέχουν μακριά από την πραγματικότητα και να κρύβονται πίσω από τα φτηνά θεάματα των τηλεοράσεων, πληρώνοντας το τίμημα των επιλογών τους. Δυστυχώς, αν και όχι με την ίδια καθολικότητα και ένταση που απεικονίζουν τα βιβλία αυτά, μπορούμε να δούμε στοιχεία των τριών αυτών βιβλίων στην πολιτική και κοινωνική καθημερινότητά μας. Στο πολιτικό κομμάτι, με το οποίο καταπιάστηκε ο Orwell, δεν είναι τυχαίο πως η «Φάρμα των Ζώων» και το «1984» είχαν ως εφαλτήριο και αποτέλεσαν έναν αλληγορικό καθρέφτη ιστορικών φαινομένων, τα οποία βίωσε ο Orwell και τον επηρέασαν. Πριν δούμε το 1945 τον Ναπολέοντα να διώκει τον Σνόουμπολ και να εξυπηρετεί τα εξουσιακά του συμφέροντα επικαλούμενος την Επανάσταση και τις ιδέες της, είδαμε τον Στάλιν να διώκει τον Τρότσκι και να επωμίζεται την απόλυτη και δογματική πολιτική εξουσία του επικαλούμενος το σοσιαλισμό και την Επανάσταση του 1917. Πριν δούμε στο «1984» τους πολίτες να υπακούν παθητικά και πειθήνια στο Μεγάλο Αδελφό και να γίνονται μαριονέτες των βουλήσεών του, είδαμε το Χίτλερ και τον Στάλιν να πετυχαίνουν τα ίδια αποτελέσματα και να αφαιρούν την ανθρωπιά από τον ίδιο τον άνθρωπο. Τέτοια φαινόμενα έχουν συμβεί και πάντα καραδοκούν να ξανασυμβούν σε κάθε κοινωνία η οποία λησμονεί την ιστορία της και αγνοεί τη λογοτεχνία και τα αριστουργήματα που της άφησαν άτομα όπως ο Orwell, ο οποίος πολέμησε στον Ισπανικό Εμφύλιο στο όνομα ενός σοσιαλισμού, για να δει το σοβιετικό καθεστώς να τρέφεται σαν ύαινα από το πτώμα του. Αυτό το συμπέρασμα με οδηγεί στο λογοτεχνικό έργο του Bradbury. Προς το τέλος της ιστορίας του «Φάρεναϊτ 451», ένας επιστήμονας λέει στον Γκάυ πως
ο άνθρωπος προσιδιάζει στο μυθικό πτηνό «φοίνικας» (το οποίο, δυστυχώς, αρκετοί έζησαν ώστε να το αντικρίσουν ως σύμβολο των Συνταγματαρχών), το οποίο αναγεννιέται από τις στάχτες του. Με μία διαφορά όμως: το γεγονός πως ο άνθρωπος μπορεί να θυμηθεί και να μάθει από τα λάθη του. Ωστόσο, εν έτει 2015, βλέπουμε πολλά από τα στοιχεία της δυστοπίας του Bradbury να εκτυλίσσονται γύρω μας. Βλέπουμε τη λογοτεχνία και την αξία της στην ιστορική διαπαιδαγώγηση και στην πολύπλευρη καλλιέργεια του αναγνώστη και του δημιουργού να ευτελίζονται, να υπονομεύονται, να στρεβλώνονται. Βλέπουμε άτομα που βαφτίζουν έργα στρατευμένα στο όνομα του κέρδους και των πωλήσεων ως «λογοτεχνία», βλέπουμε άτομα που θεωρούν τη λογοτεχνία ως «ασυναρτησίες» ή ως ένα μάθημα, ένα εμπόδιο στο δρόμο τους προς την εργασιακή αποκατάσταση, βλέπουμε άτομα που νομίζουν πως η αξία ενός βιβλίου είναι ίση με την αξία μίας ανάλογης ταινίας, η οποία έχει «περισσότερο θέαμα». Όπως η Μίλντρεντ και οι φίλες της έψαχναν την πανάκεια σε έναν κόσμο τεχνολογίας, άγνοιας, θεάματος και ηδονής, με μόνο στόχο την απλοϊκή «ευτυχία» της άγνοιας και της ελλιπούς καλλιέργειας, έτσι βλέπουμε σήμερα άτομα που θεωρούν τη λογοτεχνία «εμπόδιο» στο δικό τους μονοπάτι, είτε αυτό το μονοπάτι είναι σπαρμένο μονάχα με θέαμα, νέα applications και selfies είτε είναι σπαρμένο μονάχα με μόρια για Πανελλήνιες είτε είναι σπαρμένο μονάχα με απλοϊκά και μασημένα νοήματα και έτοιμες απαντήσεις (σαν αυτές που έψαχνε ο Πύραρχος Μπήτυ και δεν βρήκε ποτέ). Και νιώθω πως το «μονάχα» είναι η λέξη-κλειδί που οδηγεί τέτοια μονομερή, άκρατα και δογματικά μονοπάτια, χωρίς ποικιλία και μέτρο, σε καταλήξεις όπως αυτές που προσπάθησε, μέσα από το έργο του, να προτρέψει ο Bradbury. Ο ίδιος, άλλωστε, είπε πως έβλεπε τον εαυτό του ως «άτομο που προσπαθεί να προτρέψει το μέλλον, όχι άτομο που απλώς το προβλέπει».
ιστορίας, για τη σιγή μπροστά σε ατιμίες (Φάρμα των Ζώων), για το δογματισμό και την τυφλή πειθαρχία (1984) και για την κατάληξη όσων τρέχουν μακριά από την πραγματικότητα και κοιτούν με παρωπίδες έναν κόσμο εύπεπτο, ηδονιστικό και απλοϊκό (Φάρεναϊτ 451). Ένας επιστήμονας στο βιβλίο του Bradbury εξηγεί στον Γκάυ πως ο στόχος είναι ο άνθρωπος, πριν πεθάνει, να γίνει κάτι, να πετύχει κάτι και να αφήσει κάτι δικό του, το οποίο θα ζει για πάντα και θα του εξασφαλίσει ό,τι κοντινότερο στην αιωνιότητα μπορεί να αγγίξει ο άνθρωπος. Ένα άλλο ενδιαφέρον ρητό αντί επιλόγου θα μπορούσε να είναι αυτό του Πλάτωνα, ο οποίος υποστήριξε πως το τίμημα για όσους δεν είναι ενεργοί στα κοινά είναι πως καταλήγουν κυβερνώμενοι από τους κατώτερούς τους. Ωστόσο, πιστεύω πως, αν υπάρχει μία φράση που μπορεί να συμπυκνώσει το απόσταγμα των τριών αυτών αριστουργημάτων και της αλληλεπίδρασής τους με την πραγματικότητα, είναι μία φράση από την κριτική των «Times» στο «Φάρεναϊτ 451» του Bradbury, καθώς, πράγματι, μέσα από τέτοιες ιστορίες, «ο αναγνώστης εξερευνά τι συμβαίνει όταν η άγνοια –στην πιο ακραία μορφή της– θεωρείται αρετή». Βιβλιογραφία - «Η Φάρμα των Ζώων», George Orwell, εκδόσεις Παρά Πέντε, μετάφραση Γιώργου Ανδρόνικου - «1984», George Orwell, εκδόσεις ClipBooks, μετάφραση Ανδρόνικου Κάπα - «Φάρεναϊτ 451», Ray Bradbury, εκδόσεις Άγρα, μετάφραση Βασίλη Δουβίτσα Λευτέρης Χατζηθεοδωρίδης Β1
Συμπερασματικά, ο λόγος που μοιράστηκα αυτές τις σκέψεις μαζί σας είναι επειδή ο καθένας μας, ως άτομο, μπορεί και οφείλει στον εαυτό του και στο περιβάλλον του να γνωρίσει και να έχει στο νου του όσα μας έμαθε η ιστορία και όσα μας έμαθαν αυτά τα βιβλία, ως αλληγορικοί καθρέφτες της
13
14
ΤΕΧΝΗ
DISOBEDIENT OBJECTS Αφορμή για το άρθρο αυτό υπήρξε η έκθεση με τίτλο Disobedient Objects που παρουσιάστηκε στο Victoria and Albert Museum στο Λονδίνο από τις 26 Ιουλίου 2014 έως την 1η Φεβρουαρίου 2015.
μόνο 5.300 είναι καταχωρημένες στα έγγραφα της κυβέρνησης. Τα μαντήλια αμφισβητούν την εφαρμογή του μεξικάνικου νόμου και την υπόσχεση της κυβέρνησης να παρέχει προστασία στους πολίτες.
Οι αντιδράσεις, οι διαμαρτυρίες, οι επαναστάσεις κρύβουν μέσα τους τέχνη, πολιτισμό. Οποιασδήποτε μορφής. Από το πιο περίτεχνο και επαγγελματικό στο πιο καθημερινό και αυθόρμητο. Και επειδή συνήθως οι αντιδράσεις γίνονται από τον απλό λαό, χωρίς οργάνωση, η τέχνη αυτή αφορά απλά αντικείμενα χωρίς αισθητική ποιότητα ή καλλιτεχνική αξία. Έχουν, όμως, κοινωνική αξία. Και συχνά, αυτή η τέχνη γίνεται σύμβολο, διακριτικό της αντίδρασης, που έχει κάποιο μήνυμα, που προωθεί το σκοπό της αντίδρασης χωρίς λόγια.
Red felt squares Κατά τη διάρκεια των φοιτητικών διαμαρτυριών το 2012 στο Κεμπέκ ενάντια σε αυξήσεις στα φοιτητικά δίδακτρα, κόκκινα τετράγωνα κομμάτια από τσόχα έγιναν σύμβολο αντίστασης, όπως και σε αντίστοιχη διαμαρτυρία το 2005. Τα κόκκινα τετράγωνα όχι μόνο τα καρφίτσωναν πάνω στα ρούχα τους, αλλά εμφανίστηκαν και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τελικά, με τη διαμαρτυρία ακυρώθηκαν οι αυξήσεις.
Cacerolazo Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το cacerolazo σε ισπανόφωνες, κυρίως, χώρες της Αμερικής. Σε διαμαρτυρίες, οι άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους χτυπώντας κατσαρόλες και τηγάνια ώστε να τραβήξουν προσοχή. Πρώτη φορά χρησιμοποιήθηκαν στη Χιλή το 1971 σε διαμαρτυρία έναντι των περικοπών από τον τότε πρωθυπουργό Salvatore Allende. Από τότε, η χρήση τους έχει επαναληφθεί πολλές φορές, όπως στην Αργεντινή το 2001 όπου η κυβέρνηση πάγωσε όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς. Arpilleras Κατά τις δύο δεκαετίες της στρατιωτικής δικτατορίας του Pinochet στη Χιλή, παράχθηκαν χιλιάδες arpilleras, υφάσματα που αναπαριστούν τη ζωή των ανθρώπων που υποφέρουν από τις εξαφανίσεις και την τρομοκρατία. Τα arpilleras αποτέλεσαν πηγή της πραγματικής ιστορίας για τις επόμενες γενιές και ανάμνηση για τις συμφορές που πέρασε ο λαός εκείνη την περίοδο. Roy’s Handkerchief Τον Ιούνιο του 2013, ομάδες ανθρώπων κένταγαν και κρέμαγαν στους δρόμους του Μεξικού μαντήλια κάθε εβδομάδα, ως ένδειξη διαμαρτυρίας απέναντι στις δολοφονίες και τις εξαφανίσεις πολιτών. Τιμούσαν τα θύματα και απαιτούσαν δικαιοσύνη και αναγνώριση. Υπολογίζεται ότι από τις 26.000 εξαφανίσεις μέσα σε 6 χρόνια,
Book Block Το 2010, μαθητές και φοιτητές στη Ρώμη διαμαρτυρήθηκαν κατά των περικοπών στη δημόσια εκπαίδευση, στα σχολεία και στα πανεπιστήμια οι οποίες εφαρμόστηκαν από την κυβέρνηση του Silvio Berlusconi. Οι φοιτητές, μαζί με πλήθος κόσμου που αντιδρούσαν στην κυβέρνηση, βγήκαν στους δρόμους μπλοκάροντας την κυκλοφορία και το μετρό. Τότε ήταν που χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά ασπίδες από πλέξιγκλας, η καθεμία από τις οποίες αναπαριστούσε ένα κλασικό βιβλίο. Μετά τη Ρώμη, ακολούθησαν διαμαρτυρίες σε πολλές άλλες πόλεις, όπως στο Λονδίνο και το Μιλάνο, κατά της ταπείνωσης της νέας γενιάς. Bike Bloc Το bike bloc δημιουργήθηκε το 2009 από το Climate Camp και το Laboratory of Insurrectionary Imagination στο πλαίσιο των διαμαρτυριών κατά τη δέκατη πέμπτη διάσκεψη για το κλίμα στη Κοπεγχάγη. Στη διαμαρτυρία περισσότερα από 200 ποδήλατα δημιουργούσαν μπλόκα για να υποστηρίξουν τα άτομα που συμμετείχαν και προσπαθούσαν να παραβιάσουν τον κλοιό ασφαλείας και να δημιουργήσουν μία εναλλακτική ανοικτή συνέλευση. Αυτά τα ποδήλατα ήταν ιδιαίτερα, καθώς είχαν συναρμολογηθεί με πρωτότυπες παρεμβάσεις από παλαιότερα μεταχειρισμένα. Τελικά, πολλές μη κυβερνητικές οργανώσεις και αντιπρόσωποι εγκατέλειψαν την επίσημη σύνοδο και παραβρέθηκαν στη συνέλευση.
Badges Στη νότια Αφρική από το 1980 ως το 1994 παράχθηκαν πολλές κονκάρδες για να στηρίξουν τον αγώνα ενάντια στο απαρτχάιντ που εφάρμοζε το εθνικό κόμμα. Εκείνη την περίοδο, η αστυνομία εισέβαλλε σε σπίτια και συλλάμβανε ακτιβιστές. Πολλές από τις κονκάρδες δημιουργήθηκαν από απελευθερωτικές ομάδες που εξορίστηκαν, ενώ άλλες από οργανώσεις σε διάφορες χώρες του κόσμου ως ένδειξη αλληλεγγύης. Οι περισσότεροι που φορούσαν τις κονκάρδες δεν ζούσαν στη νότιο Αφρική, αλλά αγωνίζονταν υποστηρίζοντας την εκποίηση, τα πολιτιστικά και τα οικονομικά μποϊκοτάζ, τις κυρώσεις και τη φυλετική ισότητα. El Siluetazo Η δικτατορία που εγκαθιδρύθηκε το 1976 στην Αργεντινή εφάρμοσε για πολλά χρόνια τρομοκρατική εκστρατεία για να εξολοθρεύσει κάθε είδους αντίσταση του λαού. Δημιουργήθηκαν περίπου 500 μυστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου οδηγούνταν όσοι είχαν απαχθεί και βασανίζονταν, ορισμένες φορές, μέχρι θανάτου. Ως το 1983 που έπεσε η δικτατορία, υπολογίζεται ότι περίπου 30.000 άτομα είχαν απαχθεί και 500.000 είχαν εξοριστεί. Μία από τις μεθόδους που εφάρμοσε ο λαός για να αντιδράσει και να γνωστοποιήσει τα εγκλήματα στη διεθνή κοινότητα ήταν η μαζική παραγωγή χάρτινων φιγούρων προς τιμήν των εξαφανισμένων πολιτών. Τα πανό με τις φιγούρες πραγματικού μεγέθους επικολλήθηκαν σε τοίχους, μνημεία και δέντρα υπό την απειλή της αστυνομίας, για να θυμίζουν την απουσία όσων είχαν απαχθεί. http://www.vam.ac.uk/content/exhibitions/disobedient-objects/disobedient-objects-about-the-exhibition/ Κλειώ Τρούγκου Β1
15
ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ... Αυτό το κείμενο δεν είναι εδώ για να σας αγγίξει ή να σας συγκινήσει. Αυτό το κείμενο είναι εδώ για να σας βοηθήσει να καταλάβετε τη σημασία των λέξεων τυπωμένων σε ένα χαρτί. Η φράση «Μια εικόνα, χίλιες λέξεις» είναι αρκετά γνωστή ώστε να έχει όλους τους αφελείς και αδιάφορους πλήρως πεπεισμένους πως είναι απόλυτα ορθή. Όμως, όπως έχει γίνει φανερό, υπάρχουν φορές που άνθρωποι, όπως ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Oscar Wilde, παραδόξως κατάφεραν να αποδώσουν πολύ περισσότερες από μία εικόνες με χίλιες μόνο λέξεις. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, οι άνθρωποι εκφράζουν τον εσωτερικό κόσμο τους με φθόγγους, γράμματα, λέξεις, και ό,τι υπάρχει διαθέσιμο, δίνοντας την ευκαιρία στην υπόλοιπη ανθρωπότητα να ταυτιστεί ή να αποξενωθεί κάνοντας μια βουτιά στον ψυχικό κόσμο ενός λυρικού ανθρώπου. Παρ’ όλα αυτά, μπορεί για κάποιους τα λόγια μου να μην είναι αρκετά πειστικά για να υπονομεύσουν την περιβόητη αυτή φράση. Οπότε ας υποθέσουμε πως είναι σωστή, χρησιμοποιώντας την εις άτοπο απαγωγή. «Μια εικόνα, χίλιες λέξεις».
Υποθέτω λοιπόν πως, εφόσον ισχύει, γιατί να μην χρησιμοποιήσουμε εικόνες εξαρχής; Φαντάζομαι πως η παραπάνω εικόνα ήταν αρκετή για να γεμίσω όλο το άρθρο, σωστά; Λάθος. Μια εικόνα μπορεί να αποδώσει συναίσθημα με χίλιες διαφορετικές ερμηνείες, επηρεασμένες από τα εσωτερικά ερεθίσματα του κάθε ανθρώπου. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπορεί να αντικαταστήσει ένα κείμενο. Ο κάθε ένας από εμάς προτιμάει και έναν διαφορετικό τρόπο έκφρασης του εσωτερικού μας κόσμου· είτε με λέξεις, είτε με εικόνες ή με οποιαδήποτε άλλη μορφή, η οποία είναι ικανοποιητική για να συμπληρώσει το ανεκπλήρωτο του καθενός. Η ουσία, λοιπόν, δεν βρίσκεται στο πόσες λέξεις μπορούν να εντοπιστούν σε μια εικόνα, αλλά σε αυτή τη μία λέξη που καταλαβαίνει ο καθένας μας μέσω της προσωπικής αντίληψης. Οι εικόνες λοιπόν είναι εξαιρετικά σημαντικές για την έκφραση ενός ανθρώπου, όπως είναι και οι λέξεις.
16
Τα κείμενα αποτελούν την αντανάκλαση των συναισθημάτων με τη χρήση ενός μέσου βασισμένου στη λογική, τη γλώσσα. Ως αποτέλεσμα, η λογική αυτή πολλές φορές μπαίνει εμπόδιο στην κατανόηση του κρυφού νοήματος. Δηλαδή, το μπερδεμένο χάος που κυριεύει το μυαλό ενός ανθρώπου είναι συχνά δύσκολο να εκφραστεί με οποιοδήποτε τρόπο. Όμως, η πράξη μας αυτή δεν γίνεται με στόχο αναγκαστικά την κατανόησή της από κάποιον άλλο, αλλά στοχεύει στην αίσθηση της λύτρωσης αφότου τυπωθεί στο χαρτί. Λήδα Κατσανούλη ΙΒ1
Η ΕΛΠΙΔΑ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ... Μετά τα μεσάνυχτα, όταν οι ήχοι των αυτοκινήτων είναι από τα λίγα σημάδια ζωής στην έρημη πόλη, μια σκιά κινείται βιαστικά στα στενά της Αθήνας. Η σκιά ανήκει σε ένα νέο. Ντυμένος στα μαύρα, με καλυμμένο πρόσωπο και ένα σακίδιο στην πλάτη, ο νέος στρίβει σε κάθε γωνία και διασταύρωση χωρίς δεύτερη σκέψη, γνωρίζοντας τη γειτονιά «απέξω και ανακατωτά». Η καρδιά του χτυπάει δυνατά, σαν να θέλει να ελευθερωθεί από το στήθος του και τα χέρια του ακόμα τρέμουν από την αγωνία. Όλο του το σώμα έχει κυριευθεί από ένταση. Όταν ξύπνησε το πρωί δεν περίμενε πως θα βρισκόταν σε αυτή τη θέση. Βέβαια, όταν ξύπνησε το πρωί δεν περίμενε ούτε πως θα γυρνούσε από το σχολείο και θα έβρισκε τη μαμά του στην κουζίνα, με το κεφάλι σκυμμένο και ένα τσιγάρο στο χέρι. Θα έπρεπε να ήταν στη δουλειά. Συνήθως δεν γυρνούσε πριν το βράδυ. Και είχε κόψει το κάπνισμα. Έκατσε απέναντί της και εισέπνευσε τον καπνό που θόλωνε την όρασή του και ένιωσε το λαιμό του να καίει. Η μητέρα του σήκωσε αργά το κεφάλι της και τον κοίταξε στα μάτια.
πώς να την κάνει να νιώσει καλύτερα. Αυτός ήταν πάντοτε ο δικός της ρόλος. Όταν ήταν μικρός, φοβόταν το σκοτάδι. Δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς να είναι κάποιος δίπλα του. Η μαμά του περνούσε αμέτρητες ώρες και βράδια ξύπνια δίπλα του μέχρι να τον πάρει ο ύπνος, κρατώντας του το χέρι σφιχτά, ανάμεσα στα δυο δικά της. Όταν ήταν πέντε, έπεσε στο δρόμο καθώς έτρεχε και χτύπησε το γόνατό του σε μια πέτρα. Έπρεπε να του κάνουν οκτώ ράμματα. Ο ίδιος έκλαιγε πάρα πολύ, αλλά η μαμά του έμεινε απολύτως ήρεμη και, ενώ ο γιατρός πέρναγε τα ράμματα, εκείνη του κρατούσε το μικρό του χέρι ανάμεσα στα δυο δικά της, λέγοντάς του πως όλα θα πάνε καλά. Και όταν έφυγε ο μπαμπάς του, όταν μια μέρα ξύπνησε και βρήκε τη μαμά του μόνη της στο σαλόνι με ένα χαρτί στο χέρι και ένα χαμένο βλέμμα στο πρόσωπό της, ένιωσε και ο ίδιος χαμένος. Και όταν του εξήγησε πως ο μπαμπάς του είχε φύγει, αυτός με τρομαγμένη φωνή τη ρώτησε αν έφταιγε εκείνος. Η μαμά του γονάτισε μπροστά του και τον αγκάλιασε σφιχτά. Τον κράτησε κοντά της και του είπε με απόλυτη σιγουριά πως δεν έφταιγε σε τίποτα και πως θα τον προστάτευε για πάντα.
«Με απέλυσαν». Ένας ψίθυρος. Δύο λέξεις. Δεν την ρώτησε γιατί ή πώς. Δεν την αγκάλιασε και δεν της είπε πως θα πήγαιναν όλα καλά. Γιατί δεν θα πήγαιναν όλα καλά. Σε ένα μήνα, αν δεν έβρισκε δουλειά, θα κοβόταν το ηλεκτρικό ρεύμα. Σε δύο μήνες, δε θα είχανε νερό. Και σε τρεις μήνες, δεν θα είχανε σπίτι. Δεν θα πήγαιναν όλα καλά. Έκατσαν για λίγο ακόμα μέσα στη μικρή τους κουζίνα, στην ησυχία, ενώ άκουγαν μόνο τον ήχο του νερού που έσταζε από το σπασμένο σωλήνα του μπάνιου. Μετά, σηκώθηκε και την άφησε μόνη της στην κουζίνα. Κλείδωσε την πόρτα του δωματίου του και προσπάθησε να διώξει τις σκέψεις με την εικόνα της μαμάς του να κλαίει, καθώς άκουγε τους λυγμούς της να διαπερνούν τον τοίχο. Την τελευταία φορά που την είχε δει έτσι ήταν όταν ήταν οκτώ χρονών. Τότε έκλαιγε συνέχεια. Ήταν η περίοδος που τους είχε παρατήσει ο πατέρας του. Δεν ήταν προετοιμασμένος να την ξαναδεί έτσι. Δεν ήξερε πώς να τη βοηθήσει,
Και κράτησε την υπόσχεσή της. Δούλευε κάθε μέρα σκληρά από το πρωί μέχρι το βράδυ και τον έπρηζε για το σχολείο και του έφερνε κάθε Δευτέρα από το ζαχαροπλαστείο την αγαπημένη του σοκολατόπιτα. Τώρα, καθώς καθόταν στο δωμάτιό του, θυμήθηκε όλες τις δύσκολες στιγμές της ζωής του και συνειδητοποίησε πως σε κάθε μία απ’ αυτές τον είχε στηρίξει η μαμά του. Πάντα ήταν δίπλα του, να του κρατάει το χέρι και να του λέει πως όλα θα πάνε καλά. Η απίστευτη δύναμή της και η ακλόνητη αγάπη της ήταν η προστασία του για χρόνια. Και τώρα εκείνη προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια της... Με όλα τα άγχη του κόσμου στους ώμους της και ένα γιο που δεν μπορούσε να της προσφέρει έστω και λίγη υποστήριξη και ελπίδα. Αποφασισμένος, βγήκε από το δωμάτιό του και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Την βρήκε όμως στο σαλόνι, να κοιμάται στον καναπέ. Τα μάγουλά της ήταν κόκκινα και γυάλιζαν από τα δάκρυα και το φως που έμπαινε
ΤΕΧΝΗ
μέσα στο δωμάτιο από το παράθυρο ακριβώς απέναντι. Η θέα από το παράθυρο αυτό ήταν απίστευτη, αν εξαιρούσε κανείς το μεγάλο, γκρίζο κτίριο κάποια τετράγωνα πιο κάτω. Ήθελε να την ξυπνήσει, να την αγκαλιάσει, να την καθησυχάσει. Αλλά δεν το έκανε. Σηκώθηκε, πήρε την τσάντα του, φόρεσε ένα μαύρο σκούφο και έφυγε. Τώρα, καθώς τρέχει μέσα στο σκοτάδι προς το σπίτι του νιώθει ελεύθερος. Ήταν απρόβλεπτα όλα όσα ένιωσε μόλις ολοκλήρωσε το γκράφιτι. Με κάθε κίνηση του χεριού του, λυτρωνόταν από κάθε πράγμα που τον ανησυχούσε. Η τέχνη αυτή ήταν μια διέξοδος για όλα του τα άγχη. Κάθε γραμμή, κάθε χρώμα, κάθε γράμμα που πρόσθετε, απελευθέρωνε την ψυχή του από τη στενοχώρια και την απελπισία, αφήνοντας στη θέση τους μόνο ελπίδα. Φτάνει στην πόρτα του σπιτιού του και ανεβαίνει αθόρυβα στο δωμάτιό του, προσέχοντας να μην ανησυχήσει τη μαμά του που είχε αποκοιμηθεί στον καναπέ. Ξαπλώνει στο κρεβάτι του και αποκοιμιέται με ένα χαμόγελο στο πρόσωπο, καθώς γνωρίζει πως το επόμενο πρωί η μαμά του θα ξυπνήσει και θα δει μια καινούργια θέα από το παράθυρο. Αντί για τον γκρίζο τοίχο της μεγάλης πολυκατοικίας, θα αντικρίσει μια ζωγραφιά, ένα γκράφιτι. Ένα γκράφιτι που θα της δώσει ελπίδα. Ένα γκράφιτι που απεικονίζει δύο μικρά χέρια να κρατάνε ανάμεσά τους σφιχτά ένα μεγαλύτερο χέρι με το μήνυμα: «ΤΩΡΑ ΘΑ ΣΕ ΠΡΟΣΤΑΤΕΨΩ ΕΓΩ… ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ» Στέλλα Σεχοπούλου ΙΒ1
17
18
ΤΕΧΝΗ
ΛΙΓΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΤΑΝΤΑ ΩΣ ΑΝΤΙΤΕΧΝΗ Με αφορμή τη συζήτηση στην Πολιτιστική Ομάδα για τα 100 χρόνια από το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Με τον όρο «Ντανταϊσμός» αναφερόμαστε στο ανατρεπτικό λογοτεχνικό και καλλιτεχνικό κίνημα των αρχών του 20ού αι., το οποίο υπερτόνισε τη σημασία του ασυνείδητου, του φανταστικού, του παράλογου και του παράδοξου, εναντιώθηκε στη συμβατικότητα της τέχνης και αντιστάθηκε στους περιορισμούς που θέτει το καθιερωμένο. Το Νταντά υπήρξε μια ακραία πράξη αντιδογματισμού που ξεκίνησε στη Ζυρίχη, στην Ελβετία, γύρω στο 19151916 και εκφράστηκε με διάφορους τρόπους: μέσω της ποίησης, του κινηματογράφου, μέσα από γλυπτά, κατασκευές, πίνακες ζωγραφικής, κολάζ και ποικίλες δράσεις.1 Η εμφάνιση του συγκεκριμένου κινήματος σε πόλη της Ελβετίας ευνοήθηκε από την ουδετερότητα της χώρας κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, χάρη στην οποία πλήθος ανθρώπων οδηγήθηκε εκεί. Κορυφαίοι διαννοούμενοι της εποχής, που αντέδρασαν στις εθνικιστικές και φυλετικές ακρότητες, στον υλισμό και την αυταρχικότητα των καθεστώτων, εισέρρευσαν στην Ελβετία και διαμόρφωσαν αυτό το επαναστατικό, για τα δεδομένα της εποχής, κίνημα. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Αρπ, ντανταϊστής στη Ζυρίχη: «... έχοντας χάσει το ενδιαφέρον μας για το σφαγείο του πολέμου, στραφήκαμε προς τις Καλές Τέχνες».2 1. Μπαμπινιώτης Γ. (2008), «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», Κέντρο Λεξιλογίας Ε.Π.Ε., Γ’ Έκδοση, Αθήνα, Γιαννακόπουλος Π., «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», Εκδόσεις Πελεκάνος, Αθήνα 2. www.theartstory.org/movement-dada. htm, Μάριο Ντε Μικέλι, «Οι πρωτοπορίες της τέχνης του εικοστού αιώνα», Εκδόσεις Οδυσσέας, Στάγκος Ν.(2010), «Έννοιες της Μοντέρνας Τέχνης, Από τον Φωβισμό στον Μεταμοντερνισμό», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα,http://arthistory. about.com/cs/arthistory10one/a/dada.htm
Πολλοί ζωγράφοι, ποιητές και σκηνοθέτες των αρχών του 20ού αι., ανάμεσα σε αυτούς οι Τζαρά, Γιάνκο, Μπαλ, Χύλζενμπεκ, Ρίχτερ κ.ά., αποτέλεσαν τους στυλοβάτες των ιδεών του κινήματος Νταντά που στεγάστηκε, αρχικά, σε μια μπυραρία της Ζυρίχης, την οποία ονόμασαν «Cabaret Voltaire». Η επιλογή του παραπάνω ονόματος για το χώρο συνάντησης των μελών του κινήματος συνδέεται προφανώς με μία από τις κύριες ιδέες που πρεσβεύει ο Ντανταϊσμός, δηλαδή την αμφισβήτηση του Διαφωτισμού και των εμπνευστών του (π.χ. Βολταίρος).3 Τον αμέσως επόμενο χρόνο, το Cabaret Voltaire εξελίχθηκε σε «Gallery Dada». Επίσης, πρωτοεκδόθηκε το περιοδικό «Dada» με επιμέλεια του Τζαρά. Αν και το κίνημα δεν έγινε αμέσως γνωστό στη Ζυρίχη, σταδιακά παρέσυρε πλήθος Ευρωπαίων διανοουμένων. Σε σημαντικούς πυρήνες του Νταντά εξελίχθηκαν η Κολωνία και το Παρίσι, ενώ οι ιδέες του κινήματος έφτασαν μέχρι και τη Ν. Υόρκη. Τέλος, στο Βερολίνο, το Νταντά απέκτησε έντονο πολιτικό χαρακτήρα.4 Υπάρχουν πολλές εκδοχές σχετικά με την προέλευση του ονόματος Νταντά. Μία από αυτές είναι ότι προέρχεται από τη γαλλική λέξη «dada», η οποία σημαίνει κουνιστό παιχνίδι - αλογάκι. Η επιλογή μιας τόσο απλής λέξης για την ονομασία του συγκεκριμένου κινήματος υπηρετεί προφανώς την προβολή των αρχών που αυτό εκπροσωπεί. Κατ’ αυτό τον τρόπο, τονίζεται η άρνηση των παραδοσιακών αξιών της τέχνης και η προσκόλληση στην απόλυτη εκφραστική ελευθερία. Ο Τζαρά, από τα κορυφαία στελέχη του κινήματος, δηλώνει χαρακτηριστικά ότι πρόκειται για μία απλή λέξη, σύμβολο της άρνησης και της εξέγερσης των 3. Μάριο Ντε Μικέλι, «Οι πρωτοπορίες της τέχνης του εικοστού αιώνα», Εκδόσεις Οδυσσέας 4. Στάγκος Ν. (2010), «Έννοιες της Μοντέρνας Τέχνης, Από τον Φωβισμό στον Μεταμοντερνισμό», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, Μάριο Ντε Μικέλι, «Οι πρωτοπορίες της τέχνης του εικοστού αιώνα», Εκδόσεις Οδυσσέας
Ντανταϊστών. Επίσης, οι Μπαλ και Χύλζενμπεκ υποστήριξαν σχετικά με την ονομασία «dada»: «Οι πρώτοι ήχοι ενός παιδιού εκφράζουν τον πριμιτιβισμό, το ξεκίνημα από το μηδέν, το νέο στην τέχνη μας». Τέλος, ο Ζιντ εύστοχα υποστηρίζει για το Νταντά ότι ως λέξη πετυχαίνει την «ηχητική κενολογία» που απαιτείται για την έκφραση της ιδεολογίας των Ντανταϊστών στο σύνολό της.5 Τα μέλη του κινήματος επιθυμούν να δουν τον κόσμο με μια άλλη ματιά. Θέλουν να θέσουν τις δικές τους βάσεις και να αποδεσμευτούν από τα στερεότυπα και τις συμβάσεις των προγενέστερών τους. Τους διακατέχει ένα πνεύμα αναζήτησης και μια επιθυμία αυτοπροσδιορισμού. Στόχος τους είναι να θέσουν υπό δοκιμασία τα λεγόμενα των Πατέρων τους, να πειραματιστούν, να αξιολογήσουν την ορθότητά τους και ουσιαστικά να δημιουργήσουν ένα δικό τους κόσμο. Στο Νταντά, τίποτα δεν είναι παγιωμένο, αλλά τα πάντα έχουν τη δυνατότητα να εξελίσσονται, να μεταβάλλονται, να μεταμορφώνονται ασταμάτητα. Η αντίθεση των μελών του κινήματος απένταντι στο κατεστημένο υπήρξε τόσο παθιασμένη που πολλοί έφταναν στο σημείο να υποστηρίζουν: «Το Νταντά είναι Αντινταντά». Επρόκειτο ουσιαστικά για τέχνη που αντιδρά στην τέχνη. Στα εικαστικά έργα της πρωτοπορίας επικρατούσε τότε η αφαίρεση. Οι 5. HalFoster, R. K.-A. (2007), «Η Τέχνη από το 1900, Μοντερνισμός, Αντιμοντερνισμός, Μεταμοντερνισμός», Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, Μπαμπινιώτης Γ. (2008), «Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας», Κέντρο Λεξιλογίας Ε.Π.Ε., Γ’ Έκδοση, Αθήνα, Στάγκος Ν. (2010), «Έννοιες της Μοντέρνας Τέχνης, Από τον Φωβισμό στον Μεταμοντερνισμό», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα.
19
20
ΤΕΧΝΗ
ΛΙΓΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΤΑΝΤΑ ΩΣ ΑΝΤΙΤΕΧΝΗ (συνέχεια) Ντανταϊστές αντέδρασαν έντονα και σ’ αυτή. Η στάση τους αυτή προκύπτει από το εξής: η άρνηση του Νταντά στρέφεται εναντίον της κοινωνίας και η τέχνη είναι προϊόν της κοινωνίας, συνεπώς πρέπει να απορριφθεί συνολικά. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ως νόμος των Ντανταϊστών: «Ποτέ μην ακολουθείς κανένα γνωστό κανόνα».6 Υπήρχαν, ωστόσο, αξίες-ιδέες που επιδοκίμαζε ο Ντανταϊσμός: η ελευθερία του ατόμου, η αμεσότητα, το σύγχρονο, το τυχαίο, το χρονικό αντί το διαχρονικό, το αλλοιωμένο αντί για το καθαρό, το παράλογο αντί για το λογικό (Σημ.: «το παράλογο δεν ταυτίζεται με το χωρίς νόημα», Αρπ), το ατελές αντί για το τέλειο... Για τους Ντανταϊστές, καθετί σύγχρονο καθίσταται παρωχημένο από τη στιγμή που επινοείται κάτι νέο για να το αντικαταστήσει. Ο Ντανταϊσμός απορρίπτει τα κινήματα του παρελθόντος (φουτουρισμός, εξπρεσιονισμός, κυβισμός κλπ.) γιατί αποκρυσταλλώνουν τα άυλα και υλικά στοιχεία που συνιστούν τον κόσμο, ενώ τα στοιχεία αυτά το κίνημα τα θεωρεί φθαρτά. Ακόμη και το ίδιο το Νταντά για να ζει, να είναι πιο αληθινό, πρέπει να καταστρέφει το Νταντά. Εντούτοις, η αλήθεια είναι πως στην πραγματικότητα πολλά από τα έργα των Ντανταϊστών έφεραν συχνά χαρακτηριστικά καλλιτεχνικών κινημάτων,τα οποία στα λόγια απέρριπταν (π.χ. φουτουρισμός).7 Η ιδεολογία του κινήματος, παρόλο που σε πρώτη όψη φαντάζει παρανοϊκή, έχει τις βάσεις της σε μια πραγματική αλήθεια-παρατήρηση για τη σχέση τέχνης-ζωής. Στη φάση που το κίνημα δραστηριοποιείται, 6. Μάριο Ντε Μικέλι, «Οι πρωτοπορίες της τέχνης του εικοστού αιώνα», Εκδόσεις Οδυσσέας, www.theartstory.org/movementdada.htm, http://arthistory.about.com/cs/ arthistory10one/a/dada.htm, Μάριο Ντε Μικέλι, «Οι πρωτοπορίες της τέχνης του εικοστού αιώνα», Εκδόσεις Οδυσσέας 7. Μάριο Ντε Μικέλι, «Οι πρωτοπορίες της τέχνης του εικοστού αιώνα», Εκδόσεις Οδυσσέας, Στάγκος Ν. (2010), «Έννοιες της Μοντέρνας Τέχνης, Από τον Φωβισμό στον Μεταμοντερνισμό», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα.
υπάρχει μια ρήξη μεταξύ των δύο. Η τέχνη επικεντρώνεται στα λόγια και παρουσιάζοντας τις «αιώνιες αξίες του πνεύματος», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «θέτει τη ζωή στο περιθώριο». Η έννοια της δράσης απέχει πολύ από τα ιδανικά που εκφράζουν η ποίηση και η λογοτεχνία. Αυτόν ακριβώς το δεσμό προσπαθούν να επαναδημιουργήσουν οι Ντανταϊστές και το κίνημά τους. Επίσης, το κίνημα εκφράζει την προσπάθεια δημιουργίας μιας κοινωνίας ανεξάρτητης από κανόνες και νόμους, ανεξάρτητης από κάθε μορφής περιορισμούς που θέτουν όρια στον άνθρωπο και τον καθιστούν δέσμιο των δημιουργημάτων του. Το κίνημα των Ντανταϊστών στοχεύει στην εκ νέου νοηματοδότηση των πραγμάτων με την ένταξή τους σε ένα οριοθετημένο πλαίσιο.8 Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι, για τη διάδοση των ιδεών τους, οι Ντανταϊστές δημοσίευσαν μανιφέστα με έντονα μαχητικό χαρακτήρα. Ο Τζαρά κάνει λόγο για τα «εργαστήρια τυποποιημένων ιδεών του παρελθόντος». Επίσης γράφει: «Το μοναδικό αποδεκτό ακόμα σύστημα είναι εκείνο του να μην έχεις σύστημα» ή «Η λογική είναι πάντα λαθεμένη». Τελικά, οι τάσεις άρνησης προς καθετί, ακόμη και στο ίδιο το Νταντά, θα οδηγήσουν στην «αυτοκαταστροφή» του κινήματος και τη μετάλλαξή του σε ένα νέο κίνημα που θα γεννηθεί λίγο αργότερα, τον Υπερρεαλισμό.9 Συνοψίζοντας, το Νταντά αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της τέχνης του 20ού αιώνα. Είναι γεγονός ότι η αντίδραση σε σημείο απόρριψης του «κοινώς αποδεκτού», με το οποίο οι άνθρωποι έχουν ανατραφεί από τη γέννησή τους, είναι μία κίνηση άκρως 8. Στάγκος Ν., «Έννοιες της Μοντέρνας Τέχνης, Από τον Φωβισμό στον Μεταμοντερνισμό», Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 2010, Μάριο Ντε Μικέλι, «Οι πρωτοπορίες της τέχνης του εικοστού αιώνα», Εκδόσεις Οδυσσέας 9. Μάριο Ντε Μικέλι, «Οι πρωτοπορίες της τέχνης του εικοστού αιώνα», Εκδόσεις Οδυσσέας
ανατρεπτική και αυτοαναιρούμενη από τη φύση της. Είναι εξαιρετική η σύλληψη μιας ιδεολογίας η οποία αντιτίθεται σε κάθε κοινωνική σύμβαση. Επίσης, είναι σημαντικό να εξάρουμε την τόλμη εκείνων που συνέβαλαν στη διαμόρφωση και διάδοση των ιδεών του κινήματος του Ντανταϊσμού σε μια εποχή που καθετί «ξένο» γινόταν αντικείμενο κατακρίσεων. Τέλος, μπορούμε να διακρίνουμε και στην τέχνη των τελευταίων δεκαετιών αλλά και της εποχής μας στοιχεία των οποίων οι καταβολές βρίσκονται στο Νταντά. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί η Performance Art που έχει χαρακτηριστεί ως νεοντανταϊστική κίνηση. Ακόμα, η Pop Art και η Εννοιολογική Τέχνη στηρίχτηκαν σε μεγάλο βαθμό στις ανατροπές των Ντανταϊστών. Οι καλλιτέχνες δεν εστίαζαν πια τόσο στην υλοποίηση του αντικειμένου τέχνης· περισσότερο στοχάζονταν πάνω στην ίδια την τέχνη και τη σχέση της με τη ζωή. Με τη διαπίστωση αυτή, μας δίνεται η δυνατότητα να συνειδητοποιήσουμε κι εμείς οι ίδιοι τη διαχρονικότητα των ιδεών του Νταντά και την καθοριστική συμβολή τους στη διαμόρφωση του υπόβαθρου πάνω στο οποίο τέθηκαν τα θεμέλια του καλλιτεχνικού κόσμου του «σήμερα».10 Τίνα Σοφιανού Α4
10. www.artmag.gr/art-history/art-history/ item/1993-art-conceptual
21
Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ
22
Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ρεπορτάζ Στις 26 Φεβρουαρίου 2015 επισκεφθήκαμε το ίδρυμα «Helping Hands» στην Κηφισιά το οποίο προσφέρει δωρεάν ιατρικές εξετάσεις, φαγητό και δραστηριότητες σε πρόσφυγες. Έτσι είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε κάποιους πρόσφυγες, οι οποίοι δέχτηκαν να μοιραστούν μαζί μας τις ιστορίες τους. Το 2014 o καταγεγραμμένος αριθμός προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα ανήλθε σε 270.000. Άντρες, γυναίκες και παιδιά, αναγκασμένοι να φύγουν από τη χώρα τους λόγω των πολέμων, διασχίζουν κάθε μέρα τη Μεσόγειο, με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Το ταξίδι τους είναι συχνά επικίνδυνο και πολλές ζωές χάνονται στο δρόμο προς την Ευρώπη. Οι επιζώντες, που φτάνουν στην Ελλάδα, μια χώρα που αποτελεί μόνο μία στάση στο ταξίδι τους, αντιμετωπίζουν κι άλλες δυσκολίες. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους, χάνουν την ελπίδα για το μέλλον. (Κατά την απομαγνητοφώνηση τηρήθηκε η σύνταξη και ο τρόπος που χρησιμοποιεί τη γλώσσα ο κάθε ομιλητής.) Amir, 16 years old “My family is from Afghanistan but I was born in Iran. My grandfather used to work with the Russians during the Soviet-Afghan War, as an army general and my father was also a soldier working for the Soviet army. When the Russians fell and the Cold War ended, the Taliban took over and punished anyone who had sided against them during the war. They warned my grandfather that if they ever found him they would cut off his head. My father also faced them and was on multiple occasions imprisoned. Because of the constant threat, my parents ran from Afghanistan and started a new life in Iran. However, things weren’t much better. I was raised in a country where I was hated. Iranians look down on Afghanis and we weren’t treated like humans, but like dogs, like slaves. The prices of everything were greatly increased, due to the nuclear programs in Iran and we could hardly afford to eat. To attend school we had to pay a lot of money so my brother and I received no education. Especially because we are Afghanis we had to pay even more money for even the most basic necessities. We were given no documents. So my father decided to leave Iran because he saw that we could have no future there and we couldn’t return to Afghanistan. It was clear that our last resort was to get out and reach a destination in Europe.
We talked to many people to find a way to Europe. We were told there was an illegal way to get to Turkey and from there we could get to Italy. We were informed it would take 1-2 weeks, but ended up staying in Turkey for 5 months. My father talked to many people and was constantly misinformed and lied to. In the end, we planned to board a ship from Turkey which was anchored in the middle of the sea. To get to the ship we were first put on a smaller boat with another 350 passengers for 6 hours. When we were on board, we were given a small room below deck and stayed on the ship for many days without food. Eventually we lost count of the days and after some time we were completely lost at sea. Passengers started saying the ship was loaded with guns that were being shipped to Egypt or Lebanon. The situation was terrible, and my family and I lived in fear for many days, never knowing what would happen next. One night we were awoken by a loud crashing sound. The engine had broken down. To make matters worse, after 2-3 days we were told the captain was missing. With that news, chaos happened. For the next 7 days everybody started stealing what little food we had, raiding the supplies and attacking one another. During that time, I was asked to call the Italian coastguard on the radio and tell them we were near their country. I told them about the damaged engine, low supplies and missing captain and asked them to send help to at least aid the pregnant women, children and sick people on board. The Italians refused to help us as we were not in their region and it would be illegal if they entered Greek territory. The coastguard told us our only chance was to contact the Greek coastguard. The crewmen of the ship wouldn’t let anyone make any more calls. Seeing that there was no way out, I secretly called the Italian coastguard again on a separate radio. I asked for their help and told them to call the Greek Coastguard and tell them to send someone to get us. Two days passed and no help came again. We constantly saw helicopters and jets flying above us and ships circling the boat but no one made contact with the ship and no one helped us. At that time we found the captain who had informed the Greek navy ships over the radio that we were pirates with guns. That was why none of the Greek boats and helicopters would come near us.
23
When one of the boats approached us to help, suddenly one of the Greek navy ships attacked our ship from the back. There was a terrifying moment when the whole ship shook and I thought we were going to die. The boat which had attempted to help us moved away. The Greek navy then contacted the captain and told him to clear the deck because they were going to bring food and water on board. The next day in the morning a chopper landed on the ship and soldiers asked the passengers if they had weapons and were armed. The Greek soldiers found some guns on the ship and arrested some Persians as well as the captain and his men. They gave us little food and left. After some moments another ship came and told us we would have to leave the ship so that it could be repaired. We were told 4 countries had accepted to take us, America, Germany, Belgium and Denmark, but first we would have to get off the damaged ship and stay in Greece for only 4-5 days. Then we would be sent to one of the 4 countries legally. My family and I, along with the other passengers, got off the boat and were checked for any illnesses. We were taken to camps, where we stayed for 4 days, and afterwards were loaded onto buses. Finally, we felt as if we were reaching our destination, thinking we were going to one of the 4 countries where we would have a future. However, instead of being sent to those countries we were loaded onto a second boat and taken to Athens. In Athens we were left alone, with no money and no place to go. My family and I have now been in Athens for 3 months. The Greek Government has lied to us and many others. We have very
24
little food and a very small room where we live. We can’t take showers often and the use of electricity is limited. My brother and I don’t go to school. Even the rich people from my country who have come to Greece, have ended up with nothing. Because we have no money, we have no hope of leaving Greece. We can’t legally get papers and fake papers cost a lot of money. No offense, but Greece is one of the worst countries for a refugee.” Do you regret having left your country? No. I’d rather die here than return home. I may have nothing here but I can’t go back. I don’t care how long it takes to get out of Greece. I will stay here and keep trying to leave. I don’t want to go back home and be known as a failure for trying to make it to Europe and having to return. How would you like your future to be? I would like to be a doctor. Or maybe an engineer as my father was. To make him proud. But first I have to get to the country. Because here there is no job, until you learn to speak Greek. That’s why my parents are ready to send me on my own to Europe. So, however long it takes, even if I’m 80, I will get out of this country. Do you feel like there is still a possibility of you having the future you always wanted? The most important thing I learnt through this is to have hope, even if there is nothing. It seems impossible, but I have hope. Maybe one day I’ll have a better future. I don’t know when that is going to happen, but I hope I’ll have a future.
Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ρεπορτάζ (συνέχεια) Gol Mohammed Jafari, 43 years old Where are you from? Afghanistan. How long have you been in Greece? 7 months. Why did you leave your country? I was living in Afghanistan and things were not so good because of the Taliban and religion issues. There are two main religious groups in which the Muslims in Afghanistan are divided. The Shi’a and the Sunni and they have problems with each other and are constantly at war. I have two kids and I couldn’t live with them there, in danger. My sixteen year old daughter and two other kids and wife are now in Germany and I am here with my 12 year old son. How did you get to Greece? Three years ago we left Afghanistan and moved to Iran. There, my kids couldn’t go to school and as Afghanis we were treated terribly. We didn’t have papers so there was always the danger of us being deported back to Afghanistan. So we left. We travelled to Turkey and from there we got to Greece. What was the most terrifying moment of your journey? The worst part was when we left Iran and went to Turkey. I was holding my daughter and she was 1 and a half years old and we were walking through this field with mud and I slipped and fell. My little girl also fell down and she hit her head and that moment I was terrified. That was the worst part of the journey. Now that you have left, that you are in Greece, do you feel safe? Yes, we feel safer here than in Iran. We have been given asylum cards so we are not at risk of being thrown into jail. Right now, I am waiting for our tickets to leave and go to Germany. However, we have had some terrible experiences. When we were traveling here, on a ship, we were stuck at sea with no help coming from the Greek government for days and we thought we were going to die. That was definitely one of the hardest times as well. How did you end up staying so long in Greece? What was your original plan? We had no hope. We had no money. We were stuck in Greece and the only way to leave
would be to travel for days on foot. Thankfully, a nice man offered us some money to send my daughters to Germany and then we just had to stay here since we had no money and no way of leaving. Now that your daughters are in Germany, what is your wish for them? The only wish I have for my children is that they study and have a future. I am now 43 years old. I don’t have much more of a future. All I can do is to work hard and give my children a chance. When I was growing up, we were all in the Afghanistan war. We had no money, no food and no schools. I have no knowledge. All I can do is to fight for my children. For them not to be sad and for them to have an education and have a future. Not to be like us. If you could say one thing to the Greek government and the Greek people about the issue of the refugees, what would you say? I would ask them to make the process faster and easier. I would tell them to help us, so that I can see my family again. I would also like to learn German. I know I am old now but I would like to have a chance to start a new life in Germany and I would ask the Greek government to help me do that. My point is: if I could say anything to them, I would ask them to just treat us like humans. That’s what I want to say. Zeinab, 28 years old What’s your name? My name is Zeinab. How old are you? I am 28 years old. Where are you from? I am from Afghanistan. Why did you leave your country? There were a lot of problems, we couldn’t stay there, we couldn’t continue living there. Did you come with your family? Yes, with my husband and my children. How old are your children? I have 2 boys, the older one is 10 years old and the younger one is 8 years old.
25
How did you get here? As everybody knows, God helped us come here because we were in horrible circumstances and it was very hard to reach your country. So we managed to come here thanks to God. Was your plan to come to Greece? We didn’t want to come to Greece, our original destination was Bulgaria because from there we would have the chance to easily go to other countries but we lost most of our money. We didn’t want to come here but this is what happened and we had to accept it. Was there ever a point, while you were in Greece, that you have been scared? We were lost in the sea for twelve hours and we were in the middle of the ocean, the weather was very bad and the sea was stormy and, thankfully, some people found us and helped us. What are your dreams for your children? I hope that they live in peace and that they study hard because they didn’t have the chance to study in Afghanistan and we came here so that they could have a future. Do you regret leaving your country? I haven’t seen my parents for a long time and I really miss them but I can’t go back there. How long have you been in Greece? We have been here for four months.
26
Ηave you experienced racism during your stay here? They don’t treat us well and they don’t respect us and we can’t go out because if the police finds us, they will imprison us. We want to get some paperwork done in order to go to Germany, where my husband is now but they won’t let us do that. We’ve been trying for three months to get the required paperwork done but they won’t accept us. Anonymous, 32 years old Where are you from? How old are you? I am from Iran and I am 32 years old. Why did you leave your country? I worked for an organization in Iran that was founded to fight against the violence that exists in my country and specifically in the area of Kurdistan. We fought for the people of Kurdistan, for all the people from Iran, for our own freedom and for humanity. But for this reason we were punished and we were tortured. Me and most of my relatives were part of this organization and actually, once, they pulled my father’s nails out as punishment. The situation was horrible there and thus I left Iran. What was your journey like? We were in a ship with a lot of people who wanted to leave their countries. This ship was also transporting guns and when the police found us, they thought that we were dangerous. Peo-
Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ρεπορτάζ (συνέχεια) ple told the police that I was the captain of the ship and they arrested me for no reason. I was not the captain, I was just a passenger. I have suffered a lot and the hardest part was when we arrived in Greece and they took me to a jail in Crete and I refused to eat anything for 37 days in order to get out of there. I only drank water.
If there was one thing that you could change in your country what would that be? The religion was a huge problem in my opinion and for example some Muslims would often be very brutal and I saw no good deeds from them. This is the reason that I left, it was because of the Muslims.
Was there a trial? Or did they just take you? What happened afterwards? There was a trial, but there was no lawyer for me and there were no witnesses. I told them that the policemen threatened me with a knife and punched me in the face for no good reason. I was just a passenger, just a refuge. Why did they do this to me? I asked them if they had any proof that I was the captain and they told me that there were two people that told them that I was the captain. Then, I told them that if they asked all the other passengers right now, they would testify that I was not the captain and that I wasn’t in charge of the guns or the ship. They told me that they could not find the witnesses to come to the trial. They wanted to help me get back to my country, but I refused to go back to Iran. If I had gone back, I would have been murdered. Due to my hunger strike they took me to a hospital, but I wouldn’t let them feed me. They even tied my hands and they tried to force me to eat. They told me that they would release me, that they would take me to Athens. However, I remained in Crete for 47 days. Then they took me to prison again and this time I tried to escape but the alarm went off. The guards came and they brutally beat me. After that I had no more energy and they took me to the hospital again. The thing that upsets me most is that six hundred people said that I was not the captain, my friends even tried to contact the United Nations but nothing happened. The policemen kept saying that I was guilty for transporting those guns and that they had two witnesses who were unable to come to the trial.
What would you say to the Greek government today if you had the chance? If I could change something in Europe in general, I would kick Greece out of the European zone because what is happening here in Greece is not what is supposed to be happening in a European country. The way that they treat us and generally deal with refugees is not as it should be in a European country. Freedom doesn’t mean just to be free, freedom is to have and to say what you want, to be able to live. For example, I asked them for a translator for the trial in order to be able to understand at least what was going on, but they refused to give me one. If I were to talk to the Greek government, I would say to them that this is not freedom and that this has to change.
How long have you been in Athens? I have been in Athens for about four days. So you don’t feel safe in Greece? Of course not. They took all my personal belongings: my cell phone, my backpack, even my shoes! Everything that I brought in order to live in Italy, which was my actual destination, was taken away from me. I came here for a better life, but this place is actually worse than Iran. If I wanted to live like this, I would stay in Iran.
Do you regret leaving your country? No matter how bad the situation is in my country I still love it, it is in my heart. I had to leave my parents, whom I love very much and I really miss them. However, I had no other choice, my life was in danger in Iran and I had to leave. The problem now is that I hate it here in Greece and I am trying to find a way to get out of here as soon as possible. If you could get out of Greece right now, where would you go? My plan is to go to England where I would be treated better and I will have the freedom to say whatever I believe, where people human rights and I would be able to live in peace. I need to find a place to live peacefully because right now my life is awful. I have been in prison many times, I have no wife and children and I want to find a way to make my life better. Στέλλα Σεχοπούλου ΙΒ1 Μαντώ Χουλιάρα ΙΒ1
27
28
Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ
ΜΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΣΤΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ Για εμένα, η συμμετοχή στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Φιλοσοφικού Δοκιμίου φέτος ήταν πραγματικά μία εμπειρία η οποία, ως διαδικασία, άλλαξε ριζικά τη θεώρησή μου σχετικά με πολλά ζητήματα. Ωστόσο, σε αυτό το κείμενο, αντί να προκαλέσω την πλήξη σας με μία εγωκεντρική παρουσίαση του διαγωνισμού, θα προσπαθήσω, σε μεγαλύτερο βαθμό, να μοιραστώ με εσάς μία εσωτερική εστίαση του ίδιου του διαγωνισμού, ευελπιστώντας πως αυτή θα σταθεί κατατοπιστική και θα συμπυκνώσει πλήρως την εμπειρία αυτή. Προφανώς, όλα ξεκινούν με μία ανακοίνωση, όπως και φέτος ανακοινώθηκε σε εμάς, τους μαθητές της Β’ Λυκείου, η διοργάνωση αυτού του διαγωνισμού –όχι πως οι άλλες τάξεις του Λυκείου δεν μπορούν να συμμετέχουν, απλώς τα παιδιά της Α’ Λυκείου δεν έχουν έρθει σε επαφή με τη φιλοσοφία στο καθημερινό τους πρόγραμμα και τα παιδιά της Γ’ Λυκείου συνήθως καταπιάνονται με την προετοιμασία για τις Πανελλήνιες. Ακόμη, όπως με κάθε ανακοίνωση, συχνά πολλά άτομα δεν κατανοούν πλήρως τις απαιτήσεις και τις προϋποθέσεις επιτυχίας στο διαγωνισμό. Εγώ ο ίδιος δε διστάζω να δηλώσω πως περίμενα ένας τέτοιος διαγωνισμός να ζητά κυρίως προσωπικές απόψεις και θεωρήσεις πάνω σε ζητήματα και, απ’ ό,τι φάνηκε, δεν ήμουν ο μόνος με τέτοιες προσδοκίες. Η αποσαφήνιση του διαγωνισμού από την κ. Τρύφωνα ξεκαθάρισε αρκετά πράγματα με κυριότερο το εξής: άλλο ο διαγωνισμός φιλοσοφικού δοκιμίου, άλλο η έκθεση ιδεών. Το παχύ φυλλάδιο με το υποστηρικτικό υλικό, άλλωστε, δήλωνε ξεκάθαρα πως, σε έναν τέτοιο διαγωνισμό, η μελέτη των θεωρήσεων άλλων φιλοσόφων είναι απαραίτητη, σε σημείο που, χωρίς αυτή, η συμμετοχή στο διαγωνισμό είναι αδιανόητη. Για τους περισσότερους, και για εμένα προσωπικά, αυτό το φυλλάδιο αποδείχτηκε μία ανεπανάληπτη ευκαιρία ώστε να έρθω σε επαφή με ιδέες και γενικότερους τρόπους σκέψης και ανάπτυξης, οι οποίοι υποσυνείδητα άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό το χαρακτήρα μου. Γι’ αυτό, άλλωστε, καταπιάστηκα επί ενάμιση μήνα με το υποστηρικτικό υλικό και διαπίστωσα αρκετά πράγματα. Η μελέτη αυτού του υλικού εξασκεί την κατανόηση κειμένου, την ικανότητα σύλληψης λογικών συλλογισμών και την συνθετική σκέψη του αναγνώστη σε τεράστιο βαθμό, όταν εκείνος αντιμετωπίζει λεπτομερείς θεωρήσεις ή κείμενα με διαφορετική δομή και συντακτικό από το συνηθισμένο προς εκείνον, όπως τα κείμενα του Immanuel Kant. Η μελέτη
αυτή, επίσης, μαθαίνει στον αναγνώστη πόσο σημαντική είναι η προσωπική εργασία και η απόλυτη αφοσίωση σε αυτό που διαβάζει –γι’ αυτό και η πιο αποτελεσματική δουλειά, για εμένα έστω, έγινε όσο ήμουν μόνος μου στο δωμάτιό μου και χωρίς τηλέφωνα και υπολογιστές. Τέλος, η διαδικασία της μελέτης οδηγεί τον αναγνώστη στο συμπέρασμα του ίδιου του Αϊνστάιν πως αν δεν μπορείς να εξηγήσεις κάτι, τότε δεν το έχεις καταλάβει σωστά. Εδώ ήταν που ο ρόλος της κ. Τρύφωνα πράγματι αποδείχθηκε καταλυτικός, εφόσον αποτέλεσε το άτομο με το οποίο μπορούσα να επικυρώνω την κατανόηση όσων διάβαζα, προσπαθώντας να τα εξηγήσω σε εκείνη. Τα αποτελέσματα της μελέτης, βέβαια, προσφέρουν εξίσου σημαντικά οφέλη στον αναγνώστη. Η μελέτη τέτοιων κειμένων όχι μόνο εμπλουτίζει ασύλληπτα τις γνώσεις του αναγνώστη για το αντικείμενο που πραγματεύονται αυτά τα κείμενα (στο φετινό διαγωνισμό, το θέμα ήταν το ωραίο και οι τέχνες), αλλά δίνει πρόσβαση σε διαφορετικούς τρόπους σκέψης, προσέγγισης της πραγματικότητας, ιεράρχησης αξιών και ανάπτυξης της σκέψης. Για παράδειγμα, μέσα από τις θεωρήσεις τους για την τέχνη, ο Νίτσε και ο Πλάτων, μεταξύ άλλων φιλοσόφων, αναδεικνύουν γενικότερες πεποιθήσεις, όπως τον νιτσεϊκό μηδενισμό και την απέχθεια του Πλάτωνα για τη σοφιστική προσέγγιση των πραγμάτων. Επίσης, απέναντι σε τέτοια πληθώρα διαφορετικών και αντικρουόμενων θεωριών πάνω στα ίδια ζητήματα, διαπιστώνεις πως ίσως είναι ανόητο να είσαι απόλυτος σχετικά με όσα πιστεύεις, εφόσον βλέπεις πως σχεδόν όλα -αν όχι όλα- τα ζητήματα έχουν πολυάριθμους τρόπους προσέγγισης, συχνά αντικρουόμενους, και ο καθένας τους βασίζεται στα δικά του επιχειρήματα και εμπεριέχει τη δική του λογική. Τέλος, τέτοιες διαδικασίες πράγματι αναζωογονούν την αναγνώριση της αξίας του βιβλίου και της παιδείας για το άτομο. Προσωπικά, η ικανοποίησή μου μετά από τη μελέτη αυτών των κειμένων με ενέπνευσε να αρχίσω ξανά να διαβάζω λογοτεχνικά βιβλία μετά από πάρα πολύ καιρό. Μετά από μία τέτοια διαδικασία, όταν έφτασε η μέρα της α’ φάσης του διαγωνισμού και όταν είχα διαπιστώσει πόσο είχα επωφεληθεί και είχα αλλάξει ως άνθρωπος από τη μελέτη των κειμένων αυτών, το τελευταίο πράγμα που ένιωσα, προσωπικά, είναι άγχος ή δισταγμό. Μαζί με αρκετούς συμμαθητές μου, πήγαμε στο εξεταστικό κέντρο και εκεί απλώς ανέπτυξα όσα είχα κατανοήσει και ενσωματώσει παντοτινά
29
ΜΙΑ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΕΣΤΙΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ (συνέχεια)
μετά από αυτή τη μελέτη – οι συμμαθητές μου, προφανώς, έκαναν και αυτοί το ίδιο. Λίγες εβδομάδες μετά, τα αποτελέσματα είχαν βγει και είχα τη χαρά να μάθω πως ο Βασίλης και εγώ θα είχαμε την τύχη να εξασκηθούμε ξανά στη β’ φάση του διαγωνισμού, στην Πάτρα. Η επιπρόσθετη βιβλιογραφία που μου δόθηκε, η οποία περιλάμβανε δοκίμια του Παπανούτσου και στοχασμούς του Σεφέρη, με έφερε αντιμέτωπο με κείμενα ανυπέρβλητης αξίας, τα οποία αποκάλυπταν και ανέλυαν απροσπέλαστες πτυχές των τεχνών με τρόπο άκρως διδακτικό και κατανοητό προς τον αναγνώστη –γι’ αυτό και, για εμένα, η δυνατότητα να αποκτήσω πρόσβαση σε περισσότερα αξιόλογα κείμενα και ιδέες ήταν το μεγαλύτερο όφελος της πρόκρισής μου στη β’ φάση του διαγωνισμού. Στα μέσα Μαρτίου, ένα βροχερό πρωί Παρασκευής, αναχωρήσαμε για Πάτρα με το λεωφορείο. Αν και το ταξίδι μας διήρκεσε μόλις μία μέρα, ήταν μία ξεχωριστή και διαφορετική εμπειρία. Από τη δυνατότητα εξέτασής μας και ανάπτυξης των γνώσεών μας στα ελληνικά και στα αγγλικά μέχρι τη συνύπαρξή μας με άλλα αξιόλογα παιδιά της ηλικίας μας και από τις ενδιαφέρουσες συζητήσεις μας με την κ. Τρύφωνα μέχρι τις (όχι ιδιαίτερα φιλοσοφικές) συζητήσεις μου με το Βασίλη, καταφέραμε να φέρουμε εις πέρας τα καθήκοντά μας και, παράλληλα, να περάσουμε εξαιρετικά σε μία ζωντανή φοιτητική πόλη. Όσον αφορά το συναίσθημα της πανελλήνιας βράβευσης, πράγματι πρέπει να παραδεχτώ πως ήταν λυτρωτικό για δύο λόγους. Πρώτον, σημαίνει πως ο επιτυχών θα έχει την ευκαιρία να ταξιδέψει στην Εσθονία, στην Ολυμπιάδα, να συναναστραφεί με παιδιά από όλο τον κόσμο και να έρθει σε επαφή με ακόμη περισσότερα φιλοσοφικά κείμενα απαράμιλλης αξίας. Δεύτερον, σημαίνει πως οι προσωπικοί κόποι του επιτυχόντα, μαζί με την βοήθεια και τη στήριξη του Σχολείου του και των καθηγητών του, απέδωσαν καρπούς και οδήγησαν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Το συναίσθημα αυτό, σε συνδυασμό με ολόκληρη την εμπειρία του ταξιδιού μας, συντέλεσε σε ένα διήμερο του οποίου ο αναστοχασμός μού προκαλεί νοσταλγία. Τώρα, μαζί με την Ελισάβετ από το Πρότυπο Πειραματικό ΓΕΛ Αναβρύτων και με την επιπρόσθετη βοήθεια του κ. Κακαλή, έχουμε τη χαρά και την τιμή να διανύουμε ένα νέο κεφάλαιο: το κεφάλαιο της Ολυμπιάδας, ένα κεφάλαιο κατά το οποίο θα έχουμε την ευκαιρία να συνεχίσουμε να κάνουμε αυτό που μας ικανοποιεί και, σε μεγάλο βαθμό, μας ορίζει ως ανθρώπους, δηλαδή να έρθουμε σε πνευματική επαφή με νέες ιδέες, νέες προσεγγίσεις και να ανακαλύψουμε περισσότερα για τον κόσμο γύρω μας εξετάζοντάς τον μέσα από νέα πρίσματα. Αν έχω (που έχω) να πω κάτι σε εσάς που διαβάζετε αυτό το κείμενο αυτή τη στιγμή, έχω να σας εκφράσω διάφορες ελπίδες μου. Πρώτον, ελπίζω να ήμουν κατατοπιστικός και να σας βοήθησα, ώστε να προσεγγίσετε το διαγωνισμό αυτό επιτυχώς από μία εσωτερική εστίαση. Δεύτερον, για όσους σκέφτονται να συμμετάσχουν του χρόνου, ελπίζω να αναγνωρίζουν τη βαριά κληρονομιά του Σχολείου μας στο διαγωνισμό αυτό (προφανώς δεν αναφέρομαι σε εμένα, αλλά σε άτομα όπως η Μυρτώ Βλαζάκη (αργυρό μετάλλιο στο Όσλο, 2012), η Μαρία Οικονόμου-Μακρυγιάννη (τιμητική διάκριση στο Οντένσε, 2013), η Μαρία Ρούσση και ο Ραφαήλ Ζούλης (χάλκινο μετάλλιο στο Βίλνιους, 2014) και η προσπάθειά τους να σταθεί αντάξιά της. Τέλος, ελπίζω να σας εξήγησα επαρκώς για ποιο λόγο τα διά βίου οφέλη που προσφέρει η φιλοσοφία στη ζωή και την καλλιέργεια του ταπεινού αναγνώστη είναι μακράν σημαντικότερα από την κάθε αναγνώριση και την κάθε διάκριση που προσφέρουν οι διαγωνισμοί της. Λευτέρης Χατζηθεοδωρίδης Β1
30
Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ
ERASMUS+
Unsere Chancen in EuropaΟι ευκαιρίες μας στην Ευρώπη Ένα οδοιπορικό Καθώς προσγειωνόμαστε στην Αθήνα, χιλιάδες σκέψεις κατακλύζουν το μυαλό μας. Σκεφτόμαστε την εβδομάδα που πέρασε. Σκεφτόμαστε εμάς, τα δέκα παιδιά που ξεκινήσαμε από την Αθήνα με στόχο να παρουσιάσουμε τη χώρα μας, το εκπαιδευτικό σύστημα και το Σχολείο μας και να γνωρίσουμε παιδιά από άλλες πέντε χώρες, σε μια συνάντηση που έγινε στο Τιρόλο και αφορούσε στις ευκαιρίες που δίνονται στους νέους στην Ευρώπη. Εκείνη τη στιγμή δεν συνειδητοποιούσαμε ότι οι επτά μέρες που θα ακολουθούσαν θα ήταν μια τόσο ξεχωριστή εμπειρία. Μόλις πριν μία βδομάδα, Σάββατο ξημερώματα, ξεκινήσαμε από την Αθήνα με προορισμό το αεροδρόμιο του Μονάχου. Εκεί κάναμε την πρώτη μας γνωριμία με την ομάδα των παιδιών από τη Νορβηγία και αρχίσαμε το ταξίδι μας προς το Toblach, ένα χωριό που βρίσκεται στους πρόποδες των Άλπεων. Μετά από πολλές ώρες στο λεωφορείο και στο τρένο, φτάσαμε κουρασμένοι -αλλά γεμάτοι εικόνες από τη διαδρομή- στον ξενώνα όπου συναντήσαμε τις ομάδες των παιδιών από τη Γερμανία και τη Λιθουανία. Η Κυριακή, η πρώτη μέρα, ήταν μέρα γνωριμίας. Ήδη από το πρωί επισκεφθήκαμε το Χιονοδρομικό Κέντρο της περιοχής, όπου συναντήσαμε και τους μαθητές του σχολείου από την Ιταλία. Μαζί με τα παιδιά από τις χώρες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα διασκεδάσαμε με διάφορα αθλήματα, διαγωνισμούς και παιχνίδια στο χιόνι. Τη Δευτέρα το πρωί αναχωρήσαμε από το σταθμό του Toblach για να φτάσουμε στο Bruneck. Εκεί μας καλωσόρισαν οι υπεύθυνοι του Προγράμματος αλλά και οι ίδιοι οι μαθητές, οι οποίοι μας ξενάγησαν στο χώρο του σχολείου. Στη συνέχεια, επισκεφθήκαμε το δημαρχείο του Bruneck και κάναμε βόλτα στην πόλη. Αργότερα, αφού χωριστήκαμε σε ομάδες, περάσαμε την υπόλοιπη μέρα με μαθητές και μαθήτριες του σχολείου, γεγονός που μας έδωσε την ευκαιρία να ζήσουμε την καθημερινότητα της πόλης και να δούμε πώς ζουν τα παιδιά εκεί. Το βράδυ, αφού επιστρέψαμε με το τρένο στον ξενώνα, συναντήσαμε τους υπόλοιπους και μοιραστήκαμε τις εμπειρίες μας. Η Τρίτη ήταν η πρώτη μέρα των παρουσιάσεων. Έτσι, η κάθε ομάδα μαθητών και μαθητριών από τις πέντε χώρες, που πήραν μέρος στο Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα, περιέγραψε το εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας της και παρουσίασε το σχολείο της. Στη συνέχεια,
είχαμε τη δυνατότητα να επισκεφτούμε τάξεις σε ώρα μαθήματος και να παρατηρήσουμε διαφορές και ομοιότητες με τη διδασκαλία στο ελληνικό σχολείο. Μας εντυπωσίασε η τεχνική φύση των μαθημάτων, τα οποία διδάσκονταν με πρωτότυπο τρόπο. Αφού γευματίσαμε στο σχολείο, επισκεφθήκαμε το Bruneck και το Πανεπιστήμιο της πόλης, όπου μας έγινε μια σύντομη παρουσίαση. Η πιο ενδιαφέρουσα εμπειρία της ημέρας έφτασε το βράδυ, όταν παρακολουθήσαμε έναν αγώνα ice hockey! Για την Τετάρτη είχε προγραμματιστεί επίσκεψη στην GKN Driveline, ένα εργοστάσιο κατασκευής ανταλλακτικών αυτοκινήτων. Αργότερα, επιστρέψαμε στο σχολείο για να παρακολουθήσουμε μάθημα ιταλικών. Η Πέμπτη αποτέλεσε ίσως την καλύτερη μέρα του ταξιδιού μας, αφού είχαμε την ευκαιρία να ταξιδέψουμε στην πρωτεύουσα της επαρχίας του νότιου Τιρόλο, το Bozen ή Bolzano. Αρχικά, επισκεφθήκαμε το αρχαιολογικό μουσείο «Ötzi», όπου μας «υποδέχτηκε» ο πάνω από τεσσάρων χιλιάδων ετών μουμιοποιημένος άνθρωπος. Στη συνέχεια, κάναμε βόλτα στην πόλη αλλά και στο χιονισμένο βουνό, όπου ανεβήκαμε με τελεφερίκ! Η Παρασκευή ήταν η τελευταία μέρα στο σχολείο, καθώς και η μέρα των εθνικών παρουσιάσεων. Χορέψαμε με όλους τους μαθητές ελληνικούς χορούς, ενώ με τις υπόλοιπες χώρες οργανώσαμε γεύμα με παραδοσιακά φαγητά. Το απόγευμα περπατήσαμε στη χιονισμένη «Τalschlusshütte» και μετά το δείπνο επιστρέψαμε στο Toblach για το αποχαιρετιστήριο πάρτυ. Αυτή ήταν η εβδομάδα μας τελικά. Μία εβδομάδα γεμάτη συναρπαστικές εμπειρίες: τρέξιμο, κούραση, αγωνία για τις παρουσιάσεις, αλλά και γέλιο, χορός και πολλές νέες γνωριμίες. Μία εβδομάδα, κατά την οποία, χρησιμοποιώντας στην πράξη όσα μάθαμε στα Γερμανικά, επικοινωνώντας με συνομήλικους μας, ανοίξαμε νέους ορίζοντες και αναγνωρίσαμε τις ευκαιρίες μας στην Ευρώπη. Τώρα πια η λέξη Bruneck δεν αντιπροσωπεύει μια πόλη κάπου στην Ιταλία, αλλά ένα μέρος, του οποίου και μόνο το όνομα θα μας συγκινεί για πάντα. Μαρίτα Ταξιάρχου Β1 – Εύα Υφαντή Β4 Τους μαθητές και τις μαθήτριες του Τμήματος Γερμανικών της Β’ Λυκείου συνόδεψαν η κα Μόσχου, συντονίστρια του Erasmus+ του Τμήματος Γερμανικών, ο κ. Μωραΐτης και ο κ. Σαμαράς.
31
32
Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ
Η ΣΧΟΛΗ ΜΩΡΑΪΤΗ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «Εις την Πόλιν» Μία ομάδα έξι (6) μαθητριών αποτελούμενη από τις: Τίνα Σοφιανού (Α4), Μαρία Ιωακειμτσιούκ (Α4), Αριάννα Ελευθερίου (Α3), Έλενα Τσαρούχα (Α3), Βασιλική Κοκκαλιά (Β4) και Άννα Κανελλοπούλου (Β4) εκπροσώπησε τη Σχολή Μωραΐτη στο μαθητικό – επιστημονικό συνέδριο με θέμα τη ζωή και το έργο του Γ. Βιζυηνού που διοργανώθηκε στις 12-15 Μαρτίου στην Κωνσταντινούπολη από το Ζωγράφειο Λύκειο σε συνεργασία με τα Εκπαιδευτήρια Μαντουλίδη. Η ανακοίνωση των παιδιών με τίτλο «Ο Βιζυηνός και η αστυνομική πλοκή: τύποι ερευνητών στο διήγημα Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου» απέσπασε θετικά σχόλια από τους διοργανωτές και τους επιστημονικούς συμβούλους και έδωσε την ευκαιρία στις μαθήτριες να συμμετάσχουν σε ένα επιστημονικό συνέδριο. Παράλληλα, επισκέφθηκαν μνημεία της Κωνσταντινούπολης, που έχουν ιδιαίτερη πολιτιστική αξία. Συνοδός και υπεύθυνος για την προετοιμασία της ομάδας του σχολείου ήταν ο κ. Στράτος Μυρογιάννης, φιλόλογος στο λύκειο. ______________________________ Η ανακοίνωσή μας σχετίζεται με τη διερεύνηση και την ανάλυση της αστυνομικής πλοκής στο διήγημα του Βιζυηνού «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδερφού μου». Με τον όρο αστυνομική πλοκή εννοούμε μία ιδιαίτερη ανάδρομη αφηγηματική φόρμουλα σκηνοθεσίας.1 Με βάση τη βιβλιογραφία των τελευταίων δεκαετιών, αλλά και τα πιο πρόσφατα ευρήματα της έρευνας, είμαστε σε θέση να χαρακτηρίζουμε το έργο αυτό ένα από τα πρώτα αστυνομικά έργα στη νεοελληνική λογοτεχνία χωρίς, φυσικά, να παραβλέπουμε τις ηθογραφικές ή τις ψυχογραφικές του αρετές και πρωτοτυπίες.2 Κατά 1. Cawelti 1976: 8-36. 2. Για το συγκεκριμένο διήγημα ο Χρυσανθόπουλος (1994: 71) τονίζει: «Το Κλεμμένο Γράμμα του Poe [...] αποτελεί κείμενο αναφοράς» και προσθέτει: «θα το χαρακτήριζε κανείς αστυνομικό ή αφήγημα μυστηρίου». Επίσης, βλ. Π. Σιδερά-Λύτρα 2000: 472, όπου ο Βιζυηνός χαρακτηρίζεται «δεξιοτέχνης του αστυνομικού διηγήματος».
αυτόν τον τρόπο εμφανίζει εκλεκτικές συγγένειες με την ευρωπαϊκή λογοτεχνία και πιο συγκεκριμένα, με την εμφάνιση της ανάδρομης σκηνοθεσίας, όπως τη συναντάμε στα έργα του Edgar Allan Poe, ο οποίος θεωρείται από τους πρώτους που την αξιοποιούν συνειδητά και δημιουργούν ένα νέο είδος: το αστυνομικό αφήγημα. Στο πλαίσιο αυτό μας απασχόλησε ο ρόλος του ερευνητή στο διήγημα του Βιζυηνού και δεδομένου ότι τον ρόλο αυτό αναλαμβάνουν περισσότεροι του ενός ήρωες, εστιάσαμε στην περιγραφή και ανάλυση των διαφορετικών τύπων ερευνητών, έτσι όπως εμφανίζονται στο έργο, αλλά και στην σύγκρισή τους με γνωστούς detective της παγκόσμιας λογοτεχνίας ώστε να καταδείξουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του καθενός και τον ρόλο τους μέσα στο κείμενο. Μια σύντομη επισκόπηση της ιστορίας του αστυνομικού είδους θα μας βοηθούσε να εντοπίσουμε τις απαρχές του στο έργο του Edgar Allan Poe, και ειδικότερα στην αστυνομική του «τριλογία»: Οι φόνοι της Οδού Μοργκ (The Murders in the Rue Morgue, 1841), Το Μυστήριο της Μαρί Ροζέ (The Mystery of Marie Rogêt, 1843) και Το Κλεμμένο Γράμμα (The Purloined Letter, 1845).3 Βέβαια, η πιο πρόσφατη έρευνα έχει μετατοπίσει ακόμα πιο πίσω το terminus post quem για τους προδρόμους της αστυνομικής λογοτεχνίας, εστιάζοντας σε έργα του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα που παρουσιάζουν χαρακτηριστικά μιας αστυνομικής πλοκής.4 3. Harrowitz 1983: 179. 4. Ως πρόδρομοι των αστυνομικών ιστοριών, αλλά με διακριτά «αστυνομικά χαρακτηριστικά» μπορούν να θεωρηθούν τα εξής έργα: ο «Zadig» του Βολτέρου (1748), το έργο «The Rector of Veilbye» του Δανού Steen Steensen Blicher (1829), το «Das Fräulein von Scuderi» του E.T.A. Hoffman (1819), αλλά και το «The Murder of Engine Maker Rolfsen» του Νορβηγού Maurits Hansen. Επίσης, ένας από τους κοινούς τόπους της σχετικής βιβλιογραφίας είναι να θεωρείται ο Οιδίποδας ο πρώτος detective της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Παρόλα αυτά το συγκεκριμένο επιχείρημα είναι ευάλωτο σε κριτική καθώς αγνοεί την ιστορικότητα ως πλαίσιο για την ερμηνεία των λογοτεχνικών
Η θεωρία έχει από καιρό προσπαθήσει να οριοθετήσει τα βασικά χαρακτηριστικά του είδους χωρίς όμως να καταλήξει σε αποδεκτά από όλους τους μελετητές κριτήρια για την ύπαρξη του αστυνομικού μυστηρίου.5 Ωστόσο, στο πλαίσιο μιας τυπολογίας, μπορούμε να απομονώσουμε κάποια απαραίτητα διακριτικά ως minima, δίχως τα οποία η «αστυνομικότητα» (εάν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον νεολογισμό) ενός έργου διακυβεύεται. Αυτά συνοψίζονται στα εξής: α. την ύπαρξη μυστηρίου, β. τη δραστηριοποίηση ενός ερευνητή (detective), γ. τη θεματοποίηση της έρευνας και δ. την τελική λύση. Παρόλα αυτά, πολλά έργα αντιστέκονται στη συγκεκριμένη τυπολογία χωρίς να χάνουν την ιδιαίτερη αστυνομική τους ποιότητα, όπως το Δέκα Μικροί Νέγροι (Ten Little Niggers, 1939) και η Αυλαία (Curtain, 1975) στα οποία ο ερευνητής είναι και ο δολοφόνος, στοιχείο που συναντάμε και στο διήγημα που θα εξετάσουμε στο πρόσωπο του Κιαμήλ. Εμείς θα εστιάσουμε στο ρόλο του ερευνητή καθώς το διήγημα του Βιζυηνού Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου σκιαγραφεί πολλούς και διαφορετικούς τύπους ερευνητών με ξεχωριστό ενδιαφέρον. Τα σχετικά με τα βιογραφικά και εργογραφικά του Βιζυηνού είναι γνωστά και δεν υπάρχει λόγος να τα επαναλάβουμε εδώ. Σε ό,τι ακολουθεί θα απομονώσουμε τους πέντε χαρακτήρες του έργου οι οποίοι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ενδύονται τον ρόλο του ερευνητή και συμβάλλουν στην εύρεση του φονιά του Χρηστάκη. χαρακτηριστικών. 5. Προσπάθειες τυπολογίας της αστυνομικής λογοτεχνίας (με διαφορετικά κριτήρια και αποτελέσματα) έχουν προταθεί από τους: Cawelti (1976: 80), Todorov (1977: 42-49), Knox (1980: 201), Auden (1980: 15-24), Porter (1981: 127), G. K. Chesterton (1986: 45-49, 50-59, 60-66 και 67-78) Panek (1987: 215-18), Kayman (1992: 4), Μαρτινίδης (1994: 254), και Priestman (1998: 34, 43, 51-52).
33
Εκτός, λοιπόν, από τον αφηγητή, τον Γιωργή, ερευνητικό ρόλο αναλαμβάνει ο Οθωμανός αστυνομικός, η μητέρα του αφηγητή, μία «μάντισσα» και ο Κιαμήλ, ο οθωμανός παραγιός της οικογένειας του αφηγητή. Ο πρώτος ήρωας που λειτουργεί ως detective στο συγκεκριμένο διήγημα είναι ο αφηγητής, ο Γιωργής, ο οποίος παρουσιάζει αρκετά κοινά στοιχεία με τον μποέμ αριστοκράτη ήρωα του Edgar Allan Poe, August Dupin. Αρχικά, και οι δύο χαρακτήρες διαμένουν σε ένα μικρό διαμέρισμα μιας μητρόπολης, στην Κωνσταντινούπολη και στο Παρίσι αντίστοιχα. Και για τους δύο το διαμέρισμα αποτελεί το ορμητήριό τους. Κατά δεύτερον, τόσο ο Γιωργής όσο και ο Dupin δεν θεωρούν προτεραιότητά τους την επιτόπια έρευνα που αποσκοπεί στην εύρεση υλικών αποδεικτικών στοιχείων. Αντίθετα, αξιοποιούν την πνευματική εργασία,6 όπως φαίνεται στο παράθεμα από τις σκέψεις που κάνει ο Γιωργής: «τοιαύτες εικόνες και τοιαύτες σκέψεις απησχόλουν την διάνοιάν μου».7 Βέβαια, ο Dupin δεν αποκλείει την επιτόπια έρευνα όπως στο έργο Οι φόνοι της οδού Μοργκ, στο οποίο επισκέπτεται και ερευνά τον τόπο του εγκλήματος, τακτική την οποία δεν υιοθετεί ο Γιωργής: «Όσο γι’ αυτές τις δολοφονίες, ας κάνουμε μερικές έρευνες μόνοι μας, προτού διαμορφώσουμε σχετική άποψη. Μια διερεύνηση θα μας διασκεδάσει».8 Επίσης, στο ίδιο θέμα, όπως ο Dupin αξιοποιεί ή απορρίπτει όσα συλλέγει από αυτόπτες και αυτήκοους μάρτυρες, έτσι και ο Γιωργής συλλέγει πληροφορίες και συλλογίζεται επί αυτών για τις μέρες πριν το φόνο του Χρηστάκη, και τα πρόσωπα που ενδεχομένως σχετίζονται με αυτόν, όπως φαίνεται παρακάτω:
6. Μυρογιάννης 2012: 115-16. 7. Βιζυηνός 1996: 230. 8. Πόε 2013: 197-98.
34
Κατ’ αρχάς ενομίσθη, ότι εφονεύθη, […] Αλλά μετ’ ολίγον επιστώθη, ότι τούτο δεν ήτο δυνατόν. Οι επελθόντες προς παραλαβήν του αρχιερέως εύρον τον σταθμόν τούτον ερημωμένον υπό των επιτοπίων αρχών προ δύο ήδη ημερών,[…] τους δε Ρώσσους αμαχητί καταλαβόντας το χωρίον, […] Τον πτωχόν αδελφόν μου όμως ανεκάλυψαν εν τη ατάκτω αυτών επιστροφή […] Δεν εφονεύθη λοιπόν τυχαίως.9 Επιπλέον, ο Γιωργής αποστασιοποιείται εξαρχής από τους υπόλοιπους ερευνητές, διατηρώντας έτσι έναν βαθμό αντικειμενικότητας τόσο απέναντι στις καταστάσεις, όσο και απέναντι στα πρόσωπα,10 εντοπίζει τα κενά των δικών τους ερευνών και προσπαθεί ο ίδιος, με την προσωπική του έρευνα, να τα καλύψει. Την ίδια μεθοδολογία ακολουθεί και ο Dupin στο διήγημα Το μυστήριο της Μαρί Ροζέ όταν αντιλαμβάνεται τις ασάφειες των εφημερίδων για τον φόνο της Μαρί Ροζέ και προσπαθεί να κατανοήσει τι πραγματικά έχει συμβεί. Άλλο ένα κοινό στοιχείο μεταξύ Γιωργή και Dupin είναι ο τρόπος που φτάνουν στη λύση και, ειδικότερα, η φαντασίωση μιας πιθανής λύσης με την ανάμειξη πραγματικών και φανταστικών στοιχείων: Πολλήν ήδη ώραν μετά την αποχώρησην της μητρός μου, εκαθήμην έτι οκλάδην επι του ερυθρού «χραμίου» του χαμηλού σοφά, κύπτων προς το αμυδρόν φώς ελεεινού λυχναρίου, και προσπαθών να διασκεδάσω τας σκέψεις και τας ζωηράς της φαντασίας μου εικόνας δια της αναγνώσεως, δεν ενθυμούμαι πλέον τώρα τινός βιβλίου. Αλλά τα αντικείμενα της νοεράς οράσεως παρεμπρόσθουν μεταξύ εμού και του βιβλίου, πολύ φωτεινότερα των φύλλων αυτού, και η ανάγνωσις μου καθ’ όλον το διάστημα δεν ήτο παρά μηχανικός των οφθαλμών περίπατος επί των γραμμών εκάστης σελίδος. […] Η ιστορία του δυστηχούς Κιαμήλ εξελίσσετο εν ζωνταναίς εικόσιν 9. Βιζυηνός 1996: 67-68. 10. Μυρογιάννης 2012: 113.
ενώπιον των κλειστών οφθαλών μου.11 Συνοψίζοντας, ο Dupin είναι το είδος του ανθρώπου που συνδυάζει ρομαντικά και ορθολογικά στοιχεία, πραγματικότητα και μυθοπλασία, ποιητική και επιστημονική υπόσταση γνωρίσματα που τον καθιστούν ιδιόμορφο, αλλά ιδανικό ερευνητή.12 Αντίστοιχα, ο έξυπνος, υπομονετικός και διορατικός Γιωργής ερμηνεύει τις ενδείξεις, εικονοποιεί τα γεγονότα και συμπληρώνει τυχόν κενά με προσωπικά, φανταστικά στοιχεία έτσι ώστε να οδηγηθεί στη λύση του μυστηρίου. Ένας άλλος ήρωας που βοηθάει στη διεξαγωγή της έρευνας είναι ο Οθωμανός αστυνομικός, αδερφός του Κιαμήλ, ο οποίος εκπροσωπεί τις επίσημες Αρχές της Κωνσταντινούπολης. Σε αντίθεση με τον Γιωργή και τον Dupin ο Οθωμανός αστυνομικός παρουσιάζει ομοιότητες με τον άλλο διάσημο detective της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τον Sherlock Holmes, στο βαθμό που δεν περιορίζεται στη φαντασία και τη δύναμη της σκέψης, αλλά διεξάγει επιτόπια έρευνα προς αναζήτηση στοιχείων για τη διαλεύκανση του εγκλήματος,13 όπως φαίνεται στο απόσπασμα: [...] διετάχθησαν ἐν τῇ ἐπαρχίᾳ ἡμῶν πολλαὶ συλλήψεις, ὁ δὲ υἱὸς τῆς φίλης ἡμῶν Ὀθωμανίδος, ὁ ἀνακριτής, ὅλως ζῆλος καὶ ἀφοσίωσις, ἐξεκίνησεν ἐκ τῆς πρωτευούσης, συνοδευόμενος ὑπὸ τοῦ ἀδελφοῦ μου, κ᾿ ἐφωδιασμένος μὲ πᾶσαν πληρεξουσιότητα πρὸς ἀνάκρισιν τῶν συλληφθέντων καὶ πρὸς καταδίωξιν ἄλλων ὑπόπτων.14 Ανάλογο δικαίωμα σύλληψης των υπόπτων κατέχει και o Holmes, όπως φαίνεται στο απόσπασμα: «[έβγαλε] από το συρτάρι ένα ζευγάρι ατσάλινες χειροπέδες [...] Αμέσως ακούστηκε ένα δυνατό κλικ, το κουδούνισμα του 11. Βιζυηνός 1996: 94. 12. Μυρογιάννης 2012: 130. 13. Μυρογιάννης 2012: 116. 14. Βιζυηνός 1996: 78.
Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ
Η ΣΧΟΛΗ ΜΩΡΑΪΤΗ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «Εις την Πόλιν» (συνέχεια) μετάλλου».15 Πιο αναλυτικά, Sherlock Holmes και Οθωμανός αστυνομικός αντιμετωπίζουν με παρόμοιο τρόπο το έγκλημα. Είναι ενδεικτικό ότι εμφανίζονται την ίδια περίπου εποχή, στο τέλος του 18ου αιώνα (A Study in Scarlet, 1887 – Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου, 1883). Και οι δύο εστιάζουν στη διερεύνηση των παραμέτρων της υπόθεσής τους μέσα από επαγωγικούς συλλογισμούς που τους οδηγούν δυνητικά σε μια πληρέστερη εικόνα των πραγμάτων, όπως παρατηρεί ο ήρωας του Doyle: «δύο από τις τρεις αρετές που χρειάζεται ένας ντετέκτιβ. [Να] έχει παρατηρητικότητα και [να] μπορεί να βγάζει συμπεράσματα με τη μέθοδο της επαγωγής».16 Έπειτα, και οι δύο αποκλείουν τα συναισθηματικά στοιχεία που «δεσμεύουν» τη σκέψη τους και περιορίζουν τον ορθολογισμό τους.17 Ακόμα, διενεργούν ανακρίσεις για τη συλλογή περισσότερων πληροφοριών.18 Κάπου εδώ, όμως, σταματούν και οι ομοιότητες μεταξύ Sherlock Holmes και Οθωμανού αστυνομικού. Αν και η προσέγγισή τους στην αντιμετώπιση του εγκλήματος μοιάζει σε πολλά σημεία, ένα από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της έρευνας του Holmes είναι το γεγονός ότι εμμένει σε λεπτομέρειες, που φαντάζουν αμελητέας σημασίας, αλλά τελικά τον οδηγούν στη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου προφίλ των υπόπτων του εγκλήματος, ιδιότητα που τον οδηγεί στην επιτυχή εύρεση των ενόχων. Ο ίδιος ο Holmes παρατηρεί «Τίποτα δεν είναι ασήμαντο για ένα μεγάλο μυαλό».19 Αντίθετα, στο διήγημα του Βιζυηνού, οι έρευνες της Οθωμανικής Αστυνομίας αποδεικνύονται άκαρπες δίχως, όμως, να αναιρούνται τα κοινά στοιχεία των ερευνητών που 15. Doyle 2011: 368. 16. Doyle 2011: 15. 17. Doyle 2011: 22. Όπως παραδέχεται ο Holmes: «Είναι ζήτημα πρωταρχικής σημασίας να μην επιτρέψεις στην κρίση σου να επηρεαστεί από προσωπικές ιδιότητες [...]. Οι συναισθηματισμοί εμποδίζουν την ορθή κρίση». 18. Doyle 2011: 63. 19. Doyle 2011: 358.
εξετάζουμε. Πρέπει, ωστόσο, να διευκρινίσουμε ότι δεν έχουμε στοιχεία που να επιβεβαιώνουν την ακρίβεια της έρευνας των Οθωμανικών Αρχών, όμως είναι αδιαμφισβήτητο ότι αυτή επικεντρώνεται σε απτά στοιχεία και όχι σε νοερή αναζήτηση του δολοφόνου, όπως και το γεγονός ότι σε αυτήν υπεισέρχεται ο παράγοντας της λογικής. Η μητέρα είναι το τρίτο πρόσωπο που αναλαμβάνει να βοηθήσει στην εύρεση του φονιά του γιου της, Χρηστάκη. Όπως και ο Dupin και ο Holmes, το κίνητρό της είναι η απονομή δικαιοσύνης για τον νεκρό. Όμως, σε αντίθεση με τους προηγούμενους, η μητέρα δεν λειτουργεί ακριβώς ως detective, αλλά ως συντονιστής των ερευνών. Αντιλαμβάνεται ότι οι επίσημες αρχές παραμελούν την υπόθεση, δεν θα εξαντλήσουν τις προσπάθειές τους και αν μπορούσε θα έπαιρνε στα χέρια της τον νόμο: «Αν δεν είχα παιδιά στον κόσμο θε να κοφτα τα μαλλιά μου, θε να βαζα ανδρίκια ρούχα, και με το τουφέκι στον ώμο θε να κυνηγούσα τα ιχνάρια του φονιά».20 Συγχρόνως, ασκεί όσες πιέσεις μπορεί: «ούτε Δεσπότη, ούτε Καϊμακάμη αφήκεν ήσυχο».21 Ωστόσο, αν και δεν λειτουργεί ως detective ακριβώς, διαθέτει ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό: την ικανότητα να «προβλέπει» το μέλλον, όπως όταν προβλέπει τον επικείμενο φόνο του Χρηστάκη. Έτσι, μέσα από το έθιμο της σουρβιάς η μητέρα μαντεύει το κακό που πρόκειται να συμβεί. Στο τέλος, βέβαια, αδυνατεί να βρει τον φονιά αν και είναι κυριολεκτικά δίπλα της. Ένας διαφορετικός ήρωας, ένας αντιήρωας, ένας καρναβαλικός detective με την έννοια που χρησιμοποιεί τον όρο ο Ρώσος θεωρητικός της λογοτεχνίας Mikhail Bakhtin, είναι η τσιγγάνα μάντισσα που εμφανίζεται κάποια στιγμή για να βοηθήσει τις δύο οικογένειες στην έρευνα για τον φονιά του Χρηστάκη. Η «πονηρά Πυθία»22 20. Βιζυηνός 1996: 68. 21. Βιζυηνός 1996: 67. 22. Βιζυηνός 1996: 83.
δεν μοιάζει με κάποιον από τους detectives των έργων του 19ου αιώνα, μοιάζει, όμως, με ήρωες της αρχαίας ελληνικής γραμματείας που διέθεταν την ικανότητα της ενόρασης, όπως η Πυθία, ο Τειρεσίας (οιωνοσκόπος και επίσημος σύμβουλος των βασιλέων της Θήβας) και άλλοι πιο σύγχρονοι οιωνοσκόποι, όπως οι μάγισσες της Σμύρνης από το ομώνυμο βιβλίο. Το καρναβαλικό στοιχείο βασίζεται, σύμφωνα με τον Bakhtin, στην ανάμειξη των ειδών, στην αποσταθεροποίηση και ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης πραγμάτων.23 Η μάντισσα ως μυθοπλαστικός ήρωας συγκεντρώνει στο πρόσωπό της αντιθετικά και αμφίρροπα χαρακτηριστικά: ο ρόλος της, η ταυτότητά της, οι ενέργειές της, όλα τα χαρακτηριστικά επάνω της είναι μεταιχμιακά, καθώς είναι, αλλά και δεν είναι ερευνητής, ψάχνει, αλλά και δεν ψάχνει, βρίσκει, αλλά και δεν βρίσκει τον ένοχο. Ο «χρησμός» της είναι σαφής και ταυτόχρονα ασαφής: «Ο φονιάς είναι κοντά σας· γυρίζει τριγύρω σας· μην τον ζητάτε μακρυά».24 Ωστόσο, χάρη στη βοήθεια των κουκιών και στην αξιοποίηση των ικανοτήτων που διαθέτει, αφουγκράζεται το σφυγμό της μητέρας του πεθαμένου και νοιώθει τον πόνο της. Επιπλέον, η αποστασιοποίησή της από τα τεκταινόμενα, εφόσον δεν εμπλέκεται επίσημα στις έρευνες, τη βοηθάει να διεισδύσει μέσω της μαντικής στην ουσία των πραγμάτων. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα πρόσωπα της ιστορίας, η μάντισσα δεν έχει κίνητρο πέρα από την όποια αμοιβή. Μπορεί να ακολουθεί μια ανορθόδοξη, ασυνήθιστη μέθοδο αναζήτησης, όμως καταφέρνει να προβλέψει το περιβάλλον του φονιά, όπως λίγο νωρίτερα η μητέρα προέβλεψε τον επικείμενο θάνατο του Χρηστάκη μέσα από έναν εξίσου ασυνήθιστο τρόπο, το έθιμο της σουρβιάς. 23. Bakhtin 1984: 10. 24. Βιζυηνός 1996: 81.
35
Ο τελευταίος από τα πρόσωπα που ενδύονται τον ρόλο του ερευνητή είναι ο Κιαμήλ, ο παραγιός της οικογένειας του αφηγητή. Ο Κιαμήλ, όμως, είναι ταυτόχρονα και ο φονιάς, ένας ήρωας που οδηγεί στα όρια τις συμβάσεις του είδους για τον αναγνώστη καθώς συγκεντρώνει στο πρόσωπό του δύο βασικούς ρόλους του αστυνομικού. Το κίνητρο του, όπως και το κίνητρο της μητέρας, είναι η απονομή δικαιοσύνης, στοιχείο τραγικό αν αναλογιστεί κανείς ότι στην αρχή σκοτώνει άθελά του έναν αθώο. Στην προσπάθειά του να εκδικηθεί για τον φόνο του αδελφοποιητού του, δολοφονεί εν αγνοία του το λάθος άτομο. Στη συνέχεια, η πνευματική και σωματική του υγεία φθίνει. Όταν συνειδητοποιεί το λάθος του τυχαία, θεωρεί ότι βλέπει οπτασίες και βρυκόλακες (καρναβαλική παραλλαγή μιας ενορατικής ιδιότητας) και σπεύδει να απαλλαγεί από αυτούς. Σχετικά με τον ρόλο του στο έργο, αρχικά ο Κιαμήλ διεξάγει έρευνα που δεν συνδέεται με τον βασικό φόνο του διηγήματος. Πρόκειται για έρευνα κατά τα αστυνομικά πρότυπα,25
36
όπως φαίνεται από το γεγονός ότι για να εντοπίσει τον φονιά στηρίζεται στις πληροφορίες που καταφέρνει με απειλές να αποσπάσει από τον μυλωνά. Σε πρώτο επίπεδο, λοιπόν, πληροί τις προϋποθέσεις του ρόλου του ερευνητή, ενώ σε δεύτερο επίπεδο πληροί και τις προϋποθέσεις του δολοφόνου. Ο Κιαμήλ μέχρι ένα σημείο δεν αντιλαμβάνεται ότι το πρώτο του θύμα είναι ο Χρηστάκης, ο οποίος ανυποψίαστος τοποθετήθηκε στη θέση του Χαραλαμπή. Στο τέλος ανακαλύπτει μαζί με τον αφηγητή την αλήθεια αφότου παραθέσει όλα τα στοιχεία στον Γιωργή, ο οποίος συνειδητοποιεί το τραγικό συμβάν: «άθλιε, εφόνευσες τον αδελφόν μου!».26 Η αποκάλυψη, ωστόσο, της αλήθειας καθιστά τον Κιαμήλ και ερευνητή και δολοφόνο. Ο ίδιος πλημμυρισμένος από τις τύψεις αποφασίζει να αφιερώσει τη ζωή του στη φροντίδα της μητέρας, αποζητώντας εξιλέωση. Η περίπτωση του ερευνητή-δολοφόνου Κιαμήλ εμφανίζει εκλεκτικές συγγένειες 25. Priestman 1998: 10-11 26. Βιζυηνός 1996: 99.
Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ
Η ΣΧΟΛΗ ΜΩΡΑΪΤΗ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «Εις την Πόλιν» (συνέχεια) και κοινά χαρακτηριστικά με τον Hercule Poirot, όπως εμφανίζεται στο τελευταίο βιβλίο της Agatha Christie, Curtain (Αυλαία, 1975).27 Σε αυτό το έργο ο Poirot αδυνατεί να προλάβει μία σειρά φόνων και για αυτόν τον λόγο σκηνοθετεί τον θάνατό του και καταφεύγει και ο ίδιος στο φόνο. Με παρόμοιο τρόπο ο Κιαμήλ, αν και με διαφορετικό κίνητρο, σκοτώνει τον υπεύθυνο για τον θάνατο του αδελφοποιητού του. Επίσης, στο έργο της Agatha Christie ο Poirot στο τέλος αποκαλύπτει πως ο ίδιος σκότωσε τον δολοφόνο μέσω μίας επιστολής προς τον φίλο και συνεργάτη του Hastings. Με παρόμοιο τρόπο, ο Κιαμήλ ομολογεί στον Γιωργή τα εγκλήματα που διέπραξε αν και δεν γνωρίζει, σε αντίθεση με τον Poirot, το πραγματικό του θύμα. Έτσι αν ο Poirot δεν φανέρωνε την αλήθεια στον φίλο του και ο Κιαμήλ δεν εξηγούσε στον Γιωργή όλα όσα είχαν συμβεί, δεν θα επιλύονταν οι δύο υποθέσεις. Συμπερασματικά, η έρευνα που αναλάβαμε στο πλαίσιο της θεματικής ενότητας «Βιζυηνός και Ευρωπαϊκή λογοτεχνία» μας οδήγησε σε ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τις εκλεκτικές συγγένειες που παρουσιάζει το διήγημα του Βιζυηνού Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου με έργα αστυνομικής λογοτεχνίας. Οι ομοιότητες και οι διαφορές των πέντε ηρώων του έργου που λειτουργούν ως ερευνητές με γνωστούς detective από την παγκόσμια λογοτεχνία δείχνουν την ιδιαίτερη φαντασία της συγγραφικής παραγωγής του Βιζυηνού. Εκτός αυτού, όμως, η ανάλυση των χαρακτηριστικών των πέντε αυτών προσώπων αποκαλύπτει την ιδιαίτερη σκηνοθεσία του διηγήματος, η οποία σκηνοθετεί την αναγνωστική ανταπόκριση και οργανώνει συνειδητά ένα παιχνίδι για τον αναγνώστη, ανάλογο με αυτό που του επιφυλάσσει η σκηνοθεσία των αστυνομικών έργων. Αυτή η 27. Ο ρόλος του Κιαμήλ εμφανίζει εκλεκτικές συγγένειες και με το έργο της Agatha Christie, Ten Little Niggers, στο οποίο ο αφηγητής είναι ταυτόχρονα και ερευνητής και δολοφόνος, βλ. και Christie 1963.
ιδιαιτερότητα της πλοκής αποδεικνύει ότι το διήγημα του Βιζυηνού, χωρίς να αρνείται τις ηθογραφικές του καταβολές ή τις ψυχογραφικές του αρετές, προβάλλει μια ακόμα ιδιότητα: την αστυνομική πλοκή. Συνεπώς, με βάση τα σημερινά δεδομένα της έρευνας μπορούμε με ασφάλεια να το θεωρήσουμε ως ένα από τα πρώτα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας που θεματοποιούν συνειδητά και αξιοποιούν αφηγηματικά μια ανάδρομη ύφανση της ιστορίας και μια αστυνομική πλοκή, αποκαλύπτοντας με αυτόν τον τρόπο μια ακόμη πρωτιά του Βιζυηνού στο πλαίσιο των νεοελληνικών γραμμάτων. Βιβλιογραφία Ξενόγλωσση βιβλιογραφία - Auden, W. H. (1980), «The guilty vicarage», στο Robin W. Winks (ed.), «Detective fiction: a collection of critical essays» (Englewood Cliffs: Prentice-Hall), 15-24. - Bakhtin, Mikhail (1984), «Rabelais and his World» (Indiana: Indiana University Press). - Christie, Agatha (1963), «Ten Little Niggers», (London: Fontana) - Harrowitz, Nancy (1983), «The body of the detective model», στο Umberto Eco and Thomas Sebeok (eds.), «The sign of three» (Bloomington: Indiana University Press), 179-97. - Cawelti, John (1976), «Adventure, Mystery and Romance» (Chicago: The University of Chicago Press). Chesterton, G. Κ. (1986), «Υπεράσπιση των αστυνομικών ιστοριών», Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος (Αθήνα: Άγρα), 4549. (1986), «Πώς να γράψετε μια αστυνομική ιστορία», Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος (Αθήνα: Άγρα), 50-59. (1986), «Για τα αστυνομικά μυθιστορήματα», Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος (Αθήνα: Άγρα), 60-66. (1986), «Σχετικά με τα μυθιστορήματα αγωνίας και δράσης», Ανατομία του αστυνομικού μυθιστορήματος (Αθήνα: Άγρα), 67-78.
- Kayman, Martin (1992), «From Bow Street to Baker Street, Mystery, Detection and Narrative» (London: Macmillan). - Knox, Ronald A. (1980), «A detective story Decalogue», στο Robin W Winks (ed.), «Detective fiction: a collection of critical essays» (Englewood Cliffs: Prentice-Hall), 200-02. - Panek, Lad Leroy (1987), «An introduction to the detective story» (Bowling Green State University Popular Press). - Porter, Dennis (1981), «The pursuit of crime: art and ideology in detective fiction» (New Haven: Yale University Press). - Priestman, Martin (1998), «Crime fiction from Poe to the present» (Plymouth: Northcote House Publishers Ltd). - Todorov, Tsvetan (1977), «The typology of detective fiction», «The poetics of prose» (Oxford: Basil Blackwell), 42-49. Ελληνική βιβλιογραφία - Βιζυηνός, Γεώργιος (1996), «Γ. Μ. Βιζυηνός, Νεοελληνικά Διηγήματα», (επιμ. Π. Μουλλάς) (Αθήνα: Εστία). - Doyle, Arthur Conan (2011), «Οι Περιπέτειες του Σέρλοκ Χολμς», (Αθήνα: Εκδόσεις Τέσσερα Πι). Μαρτινίδης, Πέτρος (1994), «Συνηγορία της Παραλογοτεχνίας» (Αθήνα: Υποδομή). - Μυρογιάννης, Στράτος (2012), «Από τις Ιστορίες Μυστηρίου στην Αστυνομική Πλοκή» (Αθήνα: Αλεξάνδρεια). - Poe, Ε.Α. (2013), «21 Ιστορίες και το Κοράκι», (επιμ. – μτφρ. Κατερίνα Σχινά) (Αθήνα: Μεταίχμιο). - Σιδερά-Λύτρα, Π. (2000), «Γεώργιος Βιζυηνός, ο επιστήμονας και ο λογοτέχνης», «Το Σχολείο και το Σπίτι», 429, σσ. 470-476. Χρυσανθόπουλος, Μιχάλης (1994), «Γεώργιος Βιζυηνός, Μεταξύ Φαντασίας και Μνήμης» (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας).
37
REVOLUTION OF THE LIVING “Sounds like you are punished”. It does, doesn’t it? Staying at home, doing nothing but looking on a screen when I should be studying, or doing something, anything. The nothingness of my stare brings me momentary and superficial emotions, which when faded, are forgotten forever, or at least until the next story is displayed before my eyes. I am, therefore, punishing myself with my divine inertia. Is this what will help me live the life I dream of? Is this the future I behold for my senses? I must say no, I must resist the conformity of “sitting back and relaxing” on the account of the future panic that will reassuringly come on the day my rejection arrives; rejection from universities, from friends, from lovers, from all the people who have chosen to live in reality instead of being consumed by a production’s screenplay. With a bit of hyperbole, these words raise the question of choice, a choice that is apparently entirely up to you; will you choose to live your life or that of others? Will you make your own mistakes or vicariously deal with the flaws of fantasy? Say no to the voluntary prisons of your electronic box and live. Λήδα Κατσανούλη ΙΒ1
38
Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ
PURE NOTHINGNESS We get lost, Lost in the darkness of our minds. Trapped. Anxious, is it just me? Air is removed slowly. Lungs shrinking. Feeling hopeless Alone. And then, Then it happened. What happened? No one knows. Explosion, outburst, freedom. How? One spare moment is enough Enough to help me see. Not clearly, but just see Letting go of the shackles. Once stuck inside of a nothing A nothing that doesn’t bring happiness, after all. We try to sustain ourselves in a solid matter. Suppression does bring depression Drowning in an imaginary ocean. Simply denying the nightmare, Deciding to wake up, is enough. Looking beyond the void. What you, I have lost all this time trying so hard to stay blind. But now we can realise. We can live. Λήδα Κατσανούλη ΙΒ1
39
ΧΩΡΙΣ ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ ΓΙΝΕΤΑΙ; ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ... Κοκκινοσκουφίτσα, Spiderman, Batman, Πριγκίπισσα, Μπαλαρίνα, Στρατιώτης, ό,τι και αν ήταν, το μόνο σίγουρο είναι ότι όλοι τραβήξαμε τα βλέμματα πάνω μας φορώντας μια στολή από εκείνες τις χρωματιστές, τις ενοχλητικές, τις περιζήτητες. Μικροί-μεγάλοι, όλοι έχουμε την ανάγκη να ξεσαλώσουμε, να μεταμορφωθούμε, να ξεχαστούμε και να διασκεδάσουμε. Το καρναβάλι λοιπόν είναι η λύση για όλα τα παραπάνω, γιατί αποτελεί κομμάτι αναμνήσεων σαν μια ιδιαίτερη, ασυνήθιστη και διασκεδαστική στιγμή. Συνδυάζει διασκέδαση και αλλαγή εικόνας με την οποία δίνεται η δυνατότητα να μεταμφιεστείς σε κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα και να γίνεις κάποιος άλλος με χαρακτηριστικά που ίσως στην πραγματικότητα δεν έχεις. Έχοντας λοιπόν υιοθετήσει έναν άλλον χαρακτήρα, μπορείς να εκφραστείς χωρίς φόβο, να νιώσεις ελεύθερος και να ξεπεράσεις κάθε όριό σου. Γιατί καρναβάλι έχουμε κι εκεί όλα επιτρέπονται. Τα καρναβάλι σού επιτρέπει να ονειρευτείς, να φανταστείς και κυρίως να κάνεις ό,τι θες, επειδή ξέρεις ότι δεν υπάρχουν συνέπειες. Η περιθωριοποίηση, οι αντισυμβατικές συμπεριφορές, ο χλευασμός και η ειρωνεία δεν έχουν θέση σε αυτό το πάρτυ μεταμφίεσης. Το άτομο γνωρίζει και δέχεται ευκολότερα το διαφορετικό, ανέχεται και ξεπερνάει κάθε φόβο του. Με το μασκάρεμα, επομένως, το άτομο βγαίνει από τα προκαθορισμένα και αυστηρά πλαίσια και τολμά σε πλαίσια που θα το μάθουν να προσαρμόζεται εύκολα σε απροσδόκητα συμβάντα και να εντάσσεται στο σύνολο όπως και αν είναι αυτό. Συνεπώς, μέσα από αυτή τη μεταμόρφωση, δηλαδή παριστάνοντας κάποιον άλλον, αντιλαμβανόμαστε καλύτερα την απέναντι πλευρά αλλά κυρίως τους ίδιους μας τους εαυτούς. Έτσι, αντέχουμε και κάθε δυσάρεστο που προκύπτει ξεφεύγοντας για λίγο από την πραγματικότητα και στεκόμαστε στα πόδια μας. Άρα, καρναβάλι ισούται με ξεγνοιασιά και μεγάλη δόση τρέλας και ξεφαντώματος σε κάθε ηλικία... Γιατί κατά βάθος όλοι κρύβουμε ένα παιδί μέσα μας. Αίγλη Τζανετοπούλου-Χρυσού Α5
40
COLOUR DAY FESTIVAL Ήθελες πάντα να είσαι ο καλλιτέχνης ενός μεγάλου πίνακα; Τώρα έχεις την ευκαιρία να γίνεις και ο καλλιτέχνης και ο πίνακας. Απλά ντύσου στα λευκά και είναι βέβαιο ότι θα φτιάξεις τον πιο όμορφο και ξεχωριστό πίνακα. Ένα τρελό πάρτυ χρωμάτων υπό τους ρυθμούς της ηλεκτρονικής μουσικής θα φιλοξενηθεί στις εγκαταστάσεις του Ολυμπιακού Σταδίου στις 20/6/2015. Η μέρα κατά την οποία χρώμα και μουσική θα γίνουν ένα, σε ένα σκηνικό που θα αποτελεί το πιο δυναμικό φεστιβάλ που έχει γίνει μέχρι τώρα στην Αθήνα. Όμως τι είναι για τον καθένα από εμάς χρώμα και τι μουσική αντίστοιχα; Το χρώμα είναι ένα μέσο έκφρασης που συμβολίζει τις περισσότερες φορές κάτι έντονο και ασυνήθιστο. Συναντάται καθημερινά με διάφορες μορφές στη ζωή μας. Η μουσική πάλι είναι ένα μέσο έκφρασης, αντίδρασης, αναζήτησης της ανεξαρτησίας και ελευθερίας. Έρχεται, λοιπόν, η μέρα που αυτά τα δύο θα συνδυαστούν δημιουργώντας κάτι ξεχωριστό το οποίο κανείς δεν πρέπει να χάσει. Μια μέρα σαν και αυτή, γεμάτη μουσική από ταλαντούχους καλλιτέχνες και Djs και σε συνδυασμό με live acts σε ένα φαντασμαγορικό stage και φυσικά με ατέλειωτη χρωματιστή σκόνη να αιωρείται παντού θα δημιουργήσουν μια αξέχαστη εμπειρία για όλους. Μια στιγμή απόλαυσης που όλοι ανεξαρτήτως ηλικίας θέλουμε να ζήσουμε σε μία χώρα που έχει ξεχάσει πώς είναι να διασκεδάζεις και να περνάς καλά με ένα τόσο ασυνήθιστο τρόπο. Σου δίνεται λοιπόν η ευκαιρία να ξεφαντώσεις με φίλους απλά πετώντας ο ένας στον άλλο κάποιο από τα ποικίλα χρώματα που θα είναι διαθέσιμα με σκοπό να μεταμορφωθείς για λίγο σε κάτι λίγο πιο τρελό από τα συνηθισμένα. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα αληθινό πάρτυ το οποίο θα μοιραστείς με χιλιάδες άλλους, αφήνοντας τον εαυτό σου ελεύθερο στις μελωδίες της μουσικής. Η αφορμή δόθηκε από τα ήδη επιτυχημένα διεθνή φεστιβάλ Colour Day, που εμπνεύστηκαν από τη φημισμένη γιορτή της Ινδίας Holi Festival, θέλοντας να παρουσιάσουν ένα διαφορετικό τρόπο διασκέδασης στη χώρα μας. Να θυμάσαι: μπλε, κόκκινο, πράσινο, κίτρινο και τρελή μουσική σε περιμένουν να δημιουργήσεις το δικό σου πίνακα. Καλή διασκέδαση λοιπόν, και μη φοβάσαι να ρισκάρεις για κάτι λίγο διαφορετικό από τα συνηθισμένα. Αίγλη Τζανετοπούλου-Χρυσού Α5
Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ
NIRVANA What is nirvana? Does it exist? How do you reach it? I am not in a position to answer scientifically. But as an amateur, I could confidently say that it does exist. It exists in each and every one of us, deep inside, hidden in the dungeons of our minds. We may never reach it, but at least we know, we hope, it lays somewhere within us. Sitting under a tree for a year, hopefully,isn’t the answer. I suppose each person finds his or her nirvana in different ways. While looking hard inside our minds, we can reach the ultimate relaxation. That one feeling that will pull you up into the clouds. A state of being that not even the worst drugs can induce. Leaving the chaos of life. Entering heaven, your heaven. Nothing more powerful, nothing more infinite. Λήδα Κατσανούλη ΙΒ1
41
ΠΑΝΗΓΥΡΙ 2015 Τέτοια ώρα χθες καθόμουν στο Αρχηγείο ή έτρεχα στους διαδρόμους με δύο καρέκλες σε κάθε χέρι ή φώναζα από τα μεγάφωνα: «Χρειαζόμαστε τεχνικό στο θέατρο». Τώρα κάθομαι στο σπίτι και σκέφτομαι πόσο γρήγορα πέρασαν αυτοί οι μήνες. Οι σκέψεις μου όμως δεν σταματάνε στο χθες ούτε στο φέτος. Ξεπηδάνε λόγια που είχα πει πριν δύο χρόνια όταν όλοι με ρωτάγανε πώς μου φάνηκε η εμπειρία του Πανηγυριού του 2013. Η απάντησή μου θα μπορούσε να θεωρηθεί από τους περισσότερους ως αναμενόμενη: «Πολλή κούραση…». Χθες όμως, βγαίνοντας από το Αρχηγείο και κοιτώντας τα συγκινημένα πρόσωπα των περισσοτέρων, το βλέμμα ικανοποίησης του κύριου Βλασταρά και ακούγοντας όλα αυτά τα σχόλια, το μόνο που μπόρεσα να σκεφτώ ήταν: «Γιατί τελείωσε;». Το φετινό Πανηγύρι για μένα δεν ήταν μόνο μια ευκαιρία να ξεχαστώ από το κουραστικό πρόγραμμα των Πανελληνίων Εξετάσεων, ούτε μια ευκαιρία να έχω δικαιώματα σε όλες τις εκδηλώσεις και δωρεάν φαγητό. Ήταν τρεις μέρες στις οποίες όλοι μας καταφέραμε να δείξουμε τι αξίζουμε, τι μπορούμε να κάνουμε, να αναιρέσουμε τις κακές κριτικές που μας ασκούσαν επανειλημμένα και κυρίως 72 ώρες κατά τις οποίες ο καθένας ξεχωριστά από την Ο.Ε.Π. ξεπέρασε τους εγωισμούς ή την αντιπάθεια που μπορεί να έκρυβε για κάποιον και καταφέραμε να γίνουμε μια ομάδα. Οι περισσότεροι θα λέγανε ότι το πιο ευχάριστο για καθένα από εμάς είναι το γεγονός ότι το φετινό Πανηγύρι ήταν επιτυχημένο και μάζεψε αρκετό κόσμο… Για
42
εμένα όμως ήταν και είναι τα χαμόγελα, τα βλέμματα και οι ζεστές αγκαλιές που μου χάρισαν φίλες και φίλοι κατά τη διάρκεια αυτής της διοργάνωσης. Η εικόνα βέβαια που έχω καταγράψει ως τώρα μπορεί να χαρακτηριστεί από αρκετούς εξιδανικευμένη και ωραιοποιημένη, καθώς απουσιάζουν τα κλάματα, οι τσακωμοί, οι φωνές, ο πανικός και οι εντάσεις οι οποίες φυσικά δεν απουσίαζαν. Παρ’ όλα αυτά, εκτός από αναμενόμενα περιστατικά θα μπορούσα να τα χαρακτηρίσω και ως ένα κομμάτι αυτών των αναμνήσεων, οι οποίες θα με συντροφεύουν για τα υπόλοιπα χρόνια. Τα προβλήματα που προέκυπταν από μέρα σε μέρα, πριν την διεξαγωγή αυτής της διοργάνωσης, φαίνονταν σε όλους βουνό. Αρκετοί ήμασταν αυτοί που αναρωτιόμασταν γιατί αναλάβαμε μία τέτοια ευθύνη και τι ακόμα μας περιμένει. Τα καθημερινά τηλεφωνήματα που συνεχώς πολλαπλασιάζονταν, οι επισκέψεις στο γραφείο, το ατελείωτο κήρυγμα, η κλασική φράση «Είστε ανεύθυνοι!» είναι αυτά που αφήσαμε πίσω μας το βράδυ της Κυριακής μετά από μία απίστευτη τελετή λήξης. Και, καθώς έβγαινα από την κεντρική είσοδο και κοίταζα το προαύλιο, χαμογέλασα. Όχι γιατί ένα κεφάλαιο που επαναλαμβανόταν τρία συνεχόμενα χρόνια τελείωνε, αλλά επειδή κατάλαβα ότι η επιλογή μου να δηλώσω συμμετοχή με τον Ιωάννη στον Τεχνικό Τομέα ήταν η καλύτερη αίτηση που θα μπορούσα να έχω κάνει… Αθηνά Κλήμη Γ1
Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ
ΟΣΑ ΔΕΝ ΛΕΝΕ ΟΙ ΦΙΛΟΙ Μπαίνω στα Starbucks της Κηφισιάς, παραγγέλνω τον αγαπημένο μου καφέ (οι φίλοι μου το αποκαλούν περιπαιχτικά «σιδηρόδρομο». Και δεν έχουν και άδικο) και κάθομαι σε έναν από τους καναπέδες, περιμένοντας αγωνιωδώς την κολλητή μου να έρθει. Δεν μου αρέσει να βρίσκομαι μόνη μου σε πολυσύχναστα μέρη. Φοβάμαι ότι ο κόσμος θα αρχίσει να σχολιάζει τη μοναξιά μου, λες και δεν έχουν άλλη δουλειά! Με έμενα θα ασχοληθούν; Για να περάσει η ώρα αρχίζω να παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου και να προσπαθώ να τους καταλάβω: τι νιώθουν, τι φοβούνται, το lifestyle τους. Συνήθως πέφτω μέσα στις υποθέσεις που κάνω. ΄Η τουλάχιστον έτσι θέλω να νομίζω. Δίπλα μου κάθεται μια παρέα και «σαν σωστοί Έλληνες» φωνάζουν σαν να είναι μόνοι τους. Απέναντί μου ένα ζευγαράκι έχει βάλει σκοπό να αποδείξει σε όλο το κόσμο πόσο ερωτευμένο είναι. Διαγώνια, μια κοπέλα κοιτάει μανιωδώς το MacBook της. Εδώ είμαστε, σκέφτομαι, και αρχίζω να την παρατηρώ καλύτερα. Είναι περίπου 20 με 22, με μακριά ίσια μαλλιά πιασμένα κοτσίδα και φοράει μεγάλα τετράγωνα γυαλιά. Για Μαρία μου κάνει. Θα μπορούσε να έχει και κάποιο περίεργο όνομα όμως! Κρίνοντας από την ταχύτητα με την οποία γράφει και το σωρό από χαρτιά και βιβλία, θα έλεγα ότι είναι φοιτήτρια και λογικά ασχολείται με κάποια κοινωνική επιστήμη, μάλλον οικονομικά ή κοινωνιολογία. Βέβαια, δεδομένου του όλου artistic look, θα μπορούσε να ασχολείται και με την ποίηση. Σίγουρα θα ανήκει σε κάποια ομάδα ψαγμένων παιδιών που αντί να παρτάρουν σε κλαμπ στο Κολωνάκι κάθε Παρασκευή, μαζεύονται και σχολιάζουν Ντοστογιέφσκι, Έλιοτ, Καβάφη και άλλους μεγάλους συγγραφείς και ποιητές. Το ακριβό ντύσιμο, το Mac και το γεγονός ότι είναι στην Κηφισιά και όχι στο κέντρο ή κάπου αλλού προδίδουν την κοινωνική της τάξη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ταυτίζεται απόλυτα με αυτή. Το λίγο hipster στυλ της, χωρίς να είναι αυτό το επιτηδευμένο μερικών μερικών, επιβεβαιώνει την άποψή
μου. Ένιωθε πάντα έξω από τα νερά της, αλλά αφού τελείωσε το σχολείο και γνώρισε νέους ανθρώπους με παρόμοια ενδιαφέροντα, άρχισε να ταιριάζει καλύτερα με αυτούς. Κινείται πολύ συνεσταλμένα. Είναι ντροπαλή στον άγνωστο κόσμο. Από την άλλη, τα μάτια της έχουν μια φλόγα που τη συναντάς σε λίγα άτομα. Έτσι όπως την ξαναβλέπω νομίζω ότι είναι πολύ αφοσιωμένη στις σπουδές για να ασχολείται με τους άντρες. Από την άλλη, είναι πολύ όμορφη για να περνά απαρατήρητη. Πφφ… ποιος νοιάστηκε;(!) Ούτως ή άλλως, όλοι τα μαύρα τους τα χάλια έχουν! Ίσως κάποια μέρα μπει στη ζωή της ένας κύριος Ντάρσυ! Αλλά μέχρι τότε δουλειά! Όπα. Ποιος είναι αυτός που την αγκαλιάζει και την φιλάει; Έλα βρε κοπέλα μου! Δεν μπορεί να έπεσα έξω. Αφού είναι ξεκάθαρο! Κάνει απότομες κινήσεις. Εντάξει. Ησύχασα. Δεν τα έχουν. Δεν τον θέλει με τίποτα. Αυτός είναι άλλη υπόθεση. Νοστιμούλης μου φαίνεται! Ίδια ηλικία, ή Εκάλη ή Πολιτεία, συναισθηματικά ευνουχισμένος από την μαμά από μικρή ηλικία, αλλά καλό παιδί. Χα! Μοιάζει με το Χρήστο! Βρε δεν πάνε να τον λένε και Φρίξο; Εγώ Χρήστο θα τον πω! Τη θέλει και προσπαθεί να την προσεγγίσει, αλλά δεν το κάνει απότομα γιατί ξέρει ότι δεν θα το εκτιμήσει εκείνη. Έχει γείρει ελαφρά και μπορώ να πω με τα μάτια κλειστά ότι χαμογελάει αυτή τη στιγμή. Το ξέρει ότι είναι ωραίος και ότι θα μπορούσε να έχει όποια θέλει. Φαίνεται από τη σταθερότητα των κινήσεών του. Αλλά επιμένει σε αυτή. Μπορεί και να μην το ξέρει, τώρα που τον ξαναβλέπω. Το Οιδιπόδειο πρέπει να τον επηρεάζει αυτή τη στιγμή γιατί απομακρύνεται. Είναι όμως και αυτή σαν πέτρα! Ωπ, γέλασε! Δεν τα κάνουν αυτά, κούκλα μου! Δίνεις φρούδες ελπίδες! Μπορεί να μην της αρέσει αυτός, το παρουσιαστικό του, η προσωπικότητά του, δεν ξέρω τι, αλλά η όλη φάση της αρέσει 100000000%. Και ας κάνει πως την ενοχλεί λιγάκι. Ήρθε και η κολλητή μου. Αμάν πια αυτή η κοπέλα! Όλο στις χειρότερες στιγμές εμφανίζεται! Μέχρι να πάρει τον καφέ της έχω ακόμα λίγο χρόνο.
Αυτές τις μέρες λόγω εορτών βρίσκομαι συνέχεια σε οικογενειακά δείπνα και όλοι γκρινιάζουν, επειδή είμαι συνέχεια με το κινητό στο χέρι. Ένας θείος μου μάλιστα είπε ότι πια κανείς δεν καταλαβαίνει τον άλλον, διότι όλοι δημιουργούν ο καθένας το δικό του ευφάνταστο ψέμα, στο οποίο πιστεύουν με σχεδόν θρησκευτικό φανατισμό! Ε λοιπόν, αγαπημένε μου θείε, θα διαφωνήσω μαζί σου. Έχουμε πάψει να καταλαβαίνουμε ο ένας τις ανάγκες του άλλου πολύ απλά γιατί έχουμε πάψει να παρατηρούμε ο ένας τον άλλο. Έχουμε μάθει να πιστεύουμε όλα όσα ακούμε και έχουμε καταλήξει να ακούμε με τα μάτια μας. Πια, λίγοι άνθρωποι παρατηρούν τις λεπτομέρειες όταν αυτές είναι οι πιο σημαντικές. Ένα φευγαλέο βλέμμα μετά από την ένταση ή ακόμα και κατά τη διάρκεια αυτής δείχνουν την αγάπη· η αέναη κίνηση, ακόμα και σε στιγμές έντονης χαράς, μαρτυρά το άγχος· οι καλά κρυμμένες σφιχτές γροθιές το θυμό πίσω από το ψεύτικο χαμόγελο. Αν αρχίσουμε να παρατηρούμε την κάθε μικρή λεπτομέρεια στους γύρω μας, θα δούμε ότι δεν είναι όλα όπως νομίζαμε ότι είναι. Οι κοντινοί μας δεν νιώθουν όλα όσα υποστηρίζουν ότι νιώθουν. Η αδυναμία αυτής της γενιάς να δει τις λεπτομέρειες δεν οφείλεται ούτε στα smartphones,ούτε στα tablets, ούτε στο facebook, ούτε στο instagram. Οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο γεγονός ότι κανείς δεν μας έμαθε να νιώθουμε με την καρδιά και την ψυχή και όχι με το μυαλό. Όλοι αυτοί που μας κατηγορούν είναι αυτοί που μας έφεραν σε αυτή την κατάσταση. Ας το πούμε. Όταν επέστρεψε η κολλητή μου, της είπα την ιστορία με την κοπέλα και μόνο τρελή που δεν με έβγαλε. Όταν όμως την ανάγκασα να παρατηρήσει μικρά πράγματα όπως το χέρι του Χρήστου ή τα μάτια της Μαρίας όταν της μιλούσε, ανακάλυψε ότι είχα (πάλι) δίκιο. Κοινώς, παρατηρήστε με τα μάτια όσα δεν σας λένε οι φωνές. Στην τελική, δεν έχετε να χάσετε τίποτα. Μαρία Ραβαζούλα ΙΒ2
43
ΣΥΝΑΝ ΤΗΣΕΙΣ
44
ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ XAVER BAYER Στην αρχή της σχολικής χρονιάς συναντήσαμε τον Αυστριακό συγγραφέα Xaver Bayer στη βιβλιοθήκη του Σχολείου. Ήρθε στην Ελλάδα για τον Ευρωπαϊκό Λογοτεχνικό Περίπατο, καλεσμένος της Αυστριακής Πρεσβείας και του Ινστιτούτου ÖSD Ελλάδας - Σχολή Μωραΐτη. Πριν από τη συνάντηση είχαμε διαβάσει διηγήματά του, αποσπάσματα από συνεντεύξεις και το βιογραφικό του. Ετοιμάζαμε τη συνέντευξη μέρες πριν. Μας έκανε εντύπωση η αμεσότητα και το χιούμορ του. Ήταν πολύ πιο προσιτός και κατανοητός απ’ ό,τι φανταζόμασταν και η συνέντευξη εξελίχτηκε σε μια συζήτηση, κατά την οποία αισθανθήκαμε πολύ κοντά, γελάσαμε και χαρήκαμε πραγματικά που είχαμε την ευκαιρία να τον γνωρίσουμε. Πότε ξεκινήσατε να γράφετε; Ξέρατε από τα 16 σας ότι θέλετε να γίνετε συγγραφέας; Όταν κάποιος είναι νέος, είναι πιο ακραίος από όταν μεγαλώνει. Εγώ αποφάσισα με σιγουριά ότι θέλω να γίνω συγγραφέας όταν έγινα 18. Ωστόσο, άρχισα να γράφω από 15 χρονών. Τι διαβάζατε στα 16 σας; Ποια βιβλία και ποιοι συγγραφείς σας επηρέασαν; Γύρω στα 14-16 είναι η ηλικία που συνήθως σταματάς να διαβάζεις παιδική και νεανική λογοτεχνία και ξεκινάς με τη «λογοτεχνία για μεγάλους». Στα 14 μου διάβαζα πολλά βιβλία επιστημονικής φαντασίας (μου άρεσε πολύ ο Stephen King). Μετά μου έδωσε η μητέρα μου δύο βιβλία, τον «Ξένο» του Αλμπέρ Καμύ και τον «Φόβο του τερματοφύλακα πριν από το πέναλτι» του Πέτερ Χάντκε. Αυτή ήταν μια πρωτόγνωρη εμπειρία, αφού συνειδητοποίησα τι μπορεί να είναι η λογοτεχνία και ήμουν περήφανος που διάβαζα βιβλία που διαβάζουν οι μεγάλοι. Αυτό ήταν! Από εκεί και πέρα άρχισα να διαβάζω ό,τι έπεφτε στα χέρια μου. Ένας Γερμανός συγγραφέας, ο ‘Εριχ Κέστνερ, είχε πει ότι ως παιδί ήταν και αυτός εθισμένος στο διάβασμα. Διάβαζε ακόμη και την εφημερίδα με την οποία τύλιγε ο μανάβης τα λαχανικά. Από πού προέρχονται οι ιδέες των βιβλίων σας; Υπάρχουν και αυτοβιογραφικά στοιχεία στα έργα σας; Οι ιδέες μου ξεπηδάνε απλά την ώρα που κάθομαι και παρατηρώ ή ακούω τους ανθρώπους δίπλα μου να μιλάνε και βασίζομαι σε ένα συναίσθημα κι από αυτό το συναίσθημα ξεπηδάει μια ιδέα, ένα beat. Κάποιες φορές καταφέρνω να του δώσω μορφή και τότε το κείμενο είναι έτοιμο στο μυαλό
μου. Απλώς χρειάζεται να το βάλω στο χαρτί. Φυσικά, υπάρχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, αλλά και πράγματα που μου έχουν διηγηθεί άλλοι. Όλα αυτά αναμειγνύονται στο μυαλό μου και μπλέκονται με τη μυθοπλασία. Πόσο καιρό χρειάζεστε για να γράψετε ένα διήγημα; Αυτό διαφέρει. Πριν από πέντε χρόνια καθόμουν στο σπίτι μου στη Νάξο και ξεκίνησα να γράφω ένα διήγημα και όταν τελείωσα ήρθε στο μυαλό μου μια καινούργια ιδέα, για ένα δεύτερο διήγημα. Και σκέφτηκα «Τέλεια, δύο διηγήματα σε μία μέρα» Και μετά άλλη μία μέχρι που πόνεσε το χέρι μου. Όμως έπρεπε πραγματικά να το τελειώσω κι αυτό. Έτυχε… Άλλες φορές χρειάστηκα για ένα διήγημα μισό χρόνο, όπως συμβαίνει με όλα στη ζωή. Ορισμένα πράγματα γίνονται γρήγορα και κάποια αργά. Γράφετε δηλαδή με το χέρι; Αυτό που μου έδειξε η εμπειρία μου είναι ότι, όταν γράφω στον υπολογιστή, είμαι πολύ πιο αμελής. Το χειρόγραφο είναι πιο αληθινό. Είναι επικίνδυνο να γράφεις στον υπολογιστή γιατί όταν κάτι δε σου αρέσει και το σβήσεις, δεν μπορείς να το ξαναβρείς. Έχετε γράψει διηγήματα, μυθιστορήματα, σενάρια... Τι προτιμάτε; Στην πραγματικότητα είμαι πεζογράφος, αλλά αλλάζω συχνά είδη, γιατί έτσι αποκτώ μια άλλη οπτική. Τον τελευταίο καιρό γράφω ποιήματα. Και τώρα γυρίστηκε και μια ταινία σε δικό μου σενάριο. Η συγγραφή του ήταν πολύ ευχάριστη, γιατί έγραφα διαλόγους. Όταν γράφεις μόνο πεζά, αισθάνεσαι μόνος, ενώ όταν γράφεις διαλόγους, έχεις στο μυαλό σου περισσότερα πρόσωπα. Πιστεύετε ότι η εποχή μας σηματοδοτεί το τέλος του μυθιστορήματος; Αυτό ισχύει και δεν ισχύει. Κατά κάποιο τρόπο έχουν ειπωθεί όλα. Έχουν δοκιμαστεί όλες οι παραλλαγές, όμως αλλάζει πάντα η ματιά στον κόσμο και γι’ αυτό θα υπάρχουν πάντα άνθρωποι που γράφουν ή ζωγραφίζουν γιατί ο κόσμος μας το απαιτεί. Και γι’ αυτό, το μυθιστόρημα ποτέ δε θα πεθάνει πραγματικά. Μπορεί να γίνει παράξενο, αλλά ποτέ νεκρό.
45
46
ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΜΕ ΤΟΝ XAVER BAYER (συνέχεια) Διαβάζετε e-books; Δε διαβάζω e-books γιατί θεωρώ πιο βολικό να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο. Όταν κάθομαι σε ένα καφέ και διαβάζω και σηκωθώ για λίγο, το e-book εξαφανίζεται, ενώ το βιβλίο δεν το κλέβει κανείς. Μου αρέσει να βλέπω ανθρώπους να διαβάζουν, θεωρώ ότι είναι μια πολύ όμορφη εικόνα. Ποια βιβλία θεωρείτε ότι αξίζει να διαβάσει ένα παιδί της ηλικίας μας; «Κορνέτ», του Ράινερ Μαρία Ρίλκε, «Αμέριμνη δυστυχία», του Πέτερ Χάντκε (εκδόσεις Νεφέλη) «Τοίχοι από χαρτί», του Χάννο Μιλλέσι. Έχετε γράψει ένα βιβλίο για έναν gamer. Παίζετε κι εσείς παιχνίδια στον υπολογιστή; Τώρα πια δεν παίζω τόσο συχνά. Παλιότερα έπαιζα περισσότερο. Ποιος από εσάς δεν παίζει; Από τη δεκαετία του ‘80, υπήρχαν και στην Ελλάδα το Atari, το Packman, μετά το Nintendo, το Comodore 64, το Playstation. Εκείνη την εποχή κλείναμε για μέρες τα πατζούρια και παίζαμε… Όταν παίζεις παιχνίδια στον υπολογιστή, αλλάζει η αντίληψή σου για την πραγματικότητα. Θυμάμαι μια φορά που ήταν χειμώνας, κι έπαιζα για μέρες ένα παιχνίδι στο οποίο χιόνιζε. Βγαίνοντας από το σπίτι, χιόνιζε πραγματικά και σκέφτηκα ότι δεν είναι αληθινό. Πάνω σ’ αυτό έγραψα ένα μυθιστόρημα, το «Πιο πέρα». Όταν παίζεις με άλλους είναι εντάξει, είναι επικοινωνιακό, πρέπει όμως να κάνεις και διαλείμματα. Έχω ένα φίλο συγγραφέα, που δημιούργησε ένα πολύ καλό παιχνίδι, το «Blek». Σας το συστήνω. Κάποια στιγμή βέβαια βαριέται κανείς τα παιχνίδια στον υπολογιστή –γι’ αυτό μπορώ να καθησυχάσω κάθε μητέρα! Γνωρίζετε Έλληνες συγγραφείς; Θεωρείτε ότι ένας σύγχρονος Έλληνας συγγραφέας έχει πιθανότητες να γίνει παγκόσμια γνωστός; Ο Πέτρος Μάρκαρης, για παράδειγμα, είναι ένας συγγραφέας bestseller, που ασχολείται με επίκαιρα θέματα, όπως η διαφθορά, κι έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Έχω διαβάσει πολλούς Έλληνες συγγραφείς: στο σχολείο τους κλασσικούς, αργότερα τους σύγχρονους κλασικούς, τον Καβάφη, τον Παπαδιαμάντη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, αλλά στην καρδιά μου έχω τον Ρίτσο. Διαβάζω τα βιβλία του ξανά και ξανά, έχω μάθει πολλά από αυτόν, τι είναι το γράψιμο, τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας…
Τι σας αρέσει στην Ελλάδα; Στην Ελλάδα μου αρέσει το φως, ο τρόπος που καθρεφτίζεται το χρώμα της θάλασσας στον ουρανό. Μου αρέσει κι ότι οι ¨Έλληνες είναι ανοιχτοί ως άνθρωποι, η διάθεσή τους για επικοινωνία, αν και αυτό έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, όπως παντού, και βλέπεις ανθρώπους αμίλητους να ασχολούνται με το κινητό τους. Ο πολυβραβευμένος Αυστριακός συγγραφέας Ξάβερ Μπάυερ γεννήθηκε το 1977 στη Βιέννη και ξεκίνησε να γράφει στα 15 του. Σπούδασε Γερμανική Φιλολογία και Φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Έχει εκδώσει επτά βιβλία, μυθιστορήματα, διηγήματα και θεατρικά, ενώ έχει συμπράξει και στη συγγραφή του σεναρίου της βραβευμένης αυστριακής ταινίας «Η λάμψη της ημέρας». Τη συνέντευξη πήραν οι μαθητές και οι μαθήτριες των δύο τμημάτων Γερμανικών της Β’ Λυκείου. Υπεύθυνες καθηγήτριες η κα Ρούτνερ και η κα Κοντιάδη.
47
ΘΕΑΤΡΟ
48
ΘΕΑΤΡΟ
ΑΠΟ ΤΙ ΖΟΥΝ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ Το Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2014 παρακολουθήσαμε με την Πολιτιστική Ομάδα του Λυκείου, στο θέατρο Πορεία, την παράσταση του έργου «Από τι Ζουν οι Άνθρωποι» του Λ. Τολστόι, σε σκηνοθεσία Όλιας Λαζαρίδου. Πρόκειται για ένα τρυφερό παραμύθι που απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους και θέτει ένα βασικό ερώτημα: από τι ζουν οι άνθρωποι; Η Όλια Λαζαρίδου και οι συνεργάτες της μετέτρεψαν ένα απλό διήγημα σε θεατρική παράσταση με ποικίλες αναφορές στην Αθήνα του 2015, την οικονομική και κοινωνική κρίση, καθώς και την καινούργια πραγματικότητα που έχει διαμορφωθεί από την παρουσία των ξένων μεταναστών στην πόλη. Η ιστορία εκτυλίσσεται στη Ρωσία όταν, την πιο κρύα νύχτα του χειμώνα, ένας φτωχός παπουτσής, ο Συμεών, βγήκε τουρτουρίζοντας έξω στο χιόνι για να μαζέψει τα χρήματα που του χρωστούν. Καθώς προχωρούσε, έπεσε ξαφνικά πάνω σε έναν παράξενο άνθρωπο, που είχε σωριαστεί γυμνός στη γη. Ο Συμεών, αφού τον τύλιξε με ένα δικό του πανωφόρι, αποφάσισε να τον πάρει μαζί του στο σπίτι του. Εκεί η γυναίκα του, η Ματριόσα, αιφνιδιάστηκε βλέποντας τον άντρα της να κουβαλάει στην πλάτη του έναν αλλόκοτο ξένο, που μάλιστα φορούσε το παλτό της! Ο Συμεών, αφού της εξήγησε τι είχε συμβεί, της αποκάλυψε την επιθυμία του να φιλοξενήσουν τον ξένο. Στην αρχή η Ματριόσα, έχοντας πλήρη επίγνωση της κακής οικονομικής τους κατάστασης, αρνήθηκε σθεναρά. Όταν, όμως, λίγο αργότερα παράξενο φως έλουσε τον επισκέπτη τους, αισθήματα τρυφερότητας, κατανόησης και αλληλεγγύης άρχισαν να πλημμυρίζουν την ψυχή της, ενώ απροσδόκητα γεγονότα άρχισαν να διαδέχονται
το ένα το άλλο. Ο ξένος έμαθε γρήγορα από τον Συμεών να κατασκευάζει παπούτσια και να φέρνει πλούτη στην οικογένειά του. Τελικά, μια σειρά από επεισόδια του κοινού τους πια βίου ήταν η αφορμή για να συνειδητοποιήσουν και οι τρεις πως δεν είναι τα υλικά αγαθά που κρατούν τους ανθρώπους ζωντανούς κι ευτυχισμένους αλλά η αγάπη και το να νοιάζονται ο ένας για τον άλλο. Απολαύσαμε ιδιαίτερα τις υποκριτικές ικανότητες των πρωταγωνιστών, της Όλιας Λαζαρίδου, του Ηλία Κουνέλα και του Γιώργου Νανούρη. Μάλιστα, μετά την παράσταση είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε μαζί τους θέματα όπως η αγάπη, η αλληλεγγύη και η ανθρωπιά στις σύγχρονες μητροπόλεις της Δύσης. Και όσο και αν ορισμένοι από εμάς ενοχλήθηκαν από το διδακτικό ύφος που χαρακτήρισε το τέλος της παράστασης, συμφωνήσαμε όλοι πως το δυνατό της σημείο ήταν η σκηνοθεσία. Τα σκηνικά και τα κοστούμια της ΚατερίναςΧριστίνας Μανωλάκου, απλά και λιτά, κατάφεραν σε συνεργασία με τους φωτισμούς να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα μαγική, με έντονη συναισθηματική φόρτιση. Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο τρεις παλιές ξύλινες ντουλάπες διαμόρφωναν συνεχώς τους διαφορετικούς χώρους όπου εξελισσόταν η ιστορία ήταν ευρηματικός, όπως και η χρήση μιας μεγαλόσωμης κούκλας, που προσωποποιούσε τις σκέψεις και τα αισθήματα της Ματριόσα και την ακολουθούσε παντού σαν να ήταν η σκιά της. Ειρήνη Φυτίλη Γ2
49
ΜΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ… ΔΥΟ ΟΠΤΙΚΕΣ ΟΧΙ ΑΘΩΟΣ ΠΙΑ Όταν ενημερωθήκαμε ότι θα παρακολουθήσουμε μία θεατρική παράσταση εκείνη την Παρασκευή, ήμασταν -αν μη τι άλλο- ενθουσιασμένοι που θα χάναμε κάποιες ώρες μάθημα. Δεν ξέραμε, όμως, τι ακριβώς να περιμένουμε. Τόσο εμείς όσο και οι καθηγητές μας δεν ήμασταν απόλυτα σίγουροι τι ακριβώς ήταν αυτό που επρόκειτο να παρακολουθήσουμε. Προσωπικά, όμως, δεν μπορώ να πω ότι απογοητεύτηκα. Η παράσταση ξεκίνησε αρκετά περίεργα, με μία ομάδα ηθοποιών να εμφανίζονται δεμένοι μεταξύ τους με κολλητική ταινία και να τραγουδούν για την εφηβεία. Δεν ήταν ίσως η πιο ενθαρρυντική αρχή. Ωστόσο, καθώς η παράσταση εξελισσόταν, άρχισα να καταλαβαίνω περισσότερο όχι μόνο τα θέματα στα οποία αναφερόταν το θεατρικό αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οι ηθοποιοί προσπαθούσαν να επικοινωνήσουν με το κοινό. Η ένταση μεταξύ γονιών και παιδιών, οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε την περίοδο της εφηβείας, οι σχέσεις που δημιουργούμε μεταξύ μας, καθώς και τα προβλήματα και οι ανησυχίες μας ήταν τα κυρίαρχα θέματα της παράστασης που παρακολουθήσαμε. Το καλύτερο βέβαια κομμάτι της εμπειρίας ήταν, κατά τη γνώμη μου, το workshop στο οποίο συμμετείχαμε μετά την παράσταση. Όχι μόνο εκτονώσαμε την έντασή μας, αλλά είχαμε και την ευκαιρία να εξομολογηθούμε ό,τι θέλαμε μέσα από το στόμα κάποιου άλλου. Τέλος, κάποιοι δέθηκαν και οι ίδιοι με κολλητική ταινία και επανέλαβαν μικρό μέρος της παράστασης με τη βοήθεια των ηθοποιών. Πιστεύω ότι συνολικά η εμπειρία ήταν πολύ ενδιαφέρουσα και ασυνήθιστη, ενώ αρκετοί φύγαμε από το θέατρο με πολύ λιγότερη ένταση από όση είχαμε πηγαίνοντας. Θεανώ Ξηρουχάκη Α2
50
ΘΕΑΤΡΟ
ΟΧΙ ΑΘΩΟΣ ΠΙΑ Την Πέμπτη 26 Μαρτίου επισκεφτήκαμε με το Σχολείο μας την «Εφηβική Σκηνή» της «Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών» για να παρακολουθήσουμε τη θεατρική παράσταση με τίτλο «Όχι αθώος πια», σε σκηνοθεσία της Ελένης Μαυραγάνη και με συντελεστές τα μέλη της πρωτοεμφανιζόμενης θεατρικής ομάδας «HappyEnd». Η παράσταση, όπως πληροφορηθήκαμε από την ίδια τη σκηνοθέτιδα, προέκυψε από σκέψεις εφήβων που θέλησαν να τις μοιραστούν διαδικτυακά στο site της ομάδας, το οποίο προοριζόταν για το σκοπό αυτό. Η ιδέα μιας παράστασης θεάτρου επινόησης (devised theatre) είναι αδιαμφισβήτητα καινοτόμος και αποτελεί έναν αποτελεσματικό τρόπο προσέγγισης των νέων. Ωστόσο, δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες μου. Προσωπικά, θεωρώ ότι η συγκεκριμένη παράσταση, σκηνοθετικά, δεν απευθυνόταν σε εφήβους αλλά σε μικρά παιδιά. Ενώ θεματικά αφορούσε εφήβους της ηλικίας μας, ο λόγος, οι κινήσεις, καθώς και η μουσική θύμιζε παιδικές παραστάσεις από τα νηπιακά μας χρόνια. Όσο για την πλοκή πάνω στην οποία στηρίζεται συνήθως μία θεατρική παράσταση, ανύπαρκτη! Το γεγονός αυτό προκάλεσε από τα πρώτα κιόλας λεπτά της παράστασης, όταν συνειδητοποίησα περί τίνος επρόκειτο, τη δυσαρέσκειά μου, αφού αδυνατούσα να βρω νόημα στα δρώμενα. Ένα σύνολο από ασύνδετες σκηνές με πέντε νέους να βγάζουν κραυγές και να κατηγορούν τους ενήλικες για καθετί. Αναντίρρητα, οι συντελεστές του έργου εξέφραζαν εφήβους που είχαν γράψει για αυτούς τους προβληματισμούς τους, αλλά η ομαδοποίηση τόσων καθημερινών προβλημάτων σε μία θεατρική παράσταση είχε ως αποτέλεσμα οι σκηνές να γίνονται συχνά υπερβολικές. Επιπλέον, ο τρόπος με τον οποίο εκφράστηκαν τα μηνύματα αυτά ήταν άκομψος και σε πολλά σημεία ενοχλητικός. Όπως ανέφερα παραπάνω, στη σκηνή υπήρχε μία διαρκής βοή και οι ηθοποιοί ύψωναν τον τόνο της φωνής τους συνεχώς. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που σχολίασαν αρνητικά το συγκεκριμένο στοιχείο, αφού το θέατρο είναι μάλλον χώρος ηρεμίας και προβληματισμού παρά αθλητικό κέντρο με
ασταμάτητη ηχορύπανση, όπως συνέβαινε στο εν λόγω έργο. Όμως, εκτός από τις ατελείωτες φωνές, ενοχλητικές ήταν και οι εκφράσεις των ηθοποιών, οι οποίοι επέλεγαν διαρκώς να κάνουν υπερβολικούς μορφασμούς. Η παράσταση, σε γενικές γραμμές, δεν με ικανοποίησε, αν και μπορώ να εντοπίσω ορισμένα δυνατά σημεία, όπως η εναλλαγή στο φωτισμό και η άμεση επαφή κοινού - ηθοποιών. Επίσης, το διαδραστικό μέρος που ακολούθησε μετά την ολοκλήρωση του έργου αποδείχθηκε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα εμπειρία για όλους μας. Όταν, λοιπόν, τελείωσε η παράσταση και αφού μας μίλησε η σκηνοθέτις, οι συντελεστές του έργου μάς συστήθηκαν και μας χώρισαν σε ομάδες. Κάθε ομάδα αναλάμβανε να επαναλάβει μία σκηνή του έργου, όπως εκείνη κατά την οποία οι ηθοποιοί φώναζαν με ένταση μέσα το σκοτάδι. Όλοι, ανεξαιρέτως, φανήκαμε ιδιαίτερα συνεργάσιμοι και απολαύσαμε την όλη διαδικασία. Ήταν πολύ καλή πρωτοβουλία από μέρους της θεατρικής ομάδας να θελήσει να μας τοποθετήσει επί σκηνής. Μάλιστα, υπήρξαν μαθητές με αξιόλογο υποκριτικό ταλέντο, που για πρώτη φορά βλέπαμε εν δράσει. Συνοψίζοντας, η ίδια η παράσταση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ανάξια των προσδοκιών ενός μέσου εφήβου, όμως το δεύτερο μέρος της που ενέπλεκε τους ίδιους τους μαθητές στην όλη διαδικασία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παράγοντας που αντιστάθμιζε την απογοήτευση του πρώτου μέρους. Παρά την παραπάνω αυστηρή αξιολόγηση του έργου, είναι γεγονός ότι οι απόψεις διαφοροποοιούνται από άνθρωπο σε άνθρωπο και κρίνω σκόπιμο να αναφέρω την υποκειμενικότητα που χαρακτηρίζει τα προαναφερθέντα. Συμπληρωματικά, είναι δύσκολο να προταθεί κάποιος εναλλακτικός τρόπος παρουσίασης του συγκεκριμένου θέματος, μιας και τα δύο σκέλη της παράστασης ήταν στενά συνυφασμένα μεταξύ τους και γι’ αυτό το λόγο αξίζουν συγχαρητήρια στα άτομα που εργάστηκαν για την πραγματοποίησή της. Τίνα Σοφιανού Α4
51
52
ΘΕΑΤΡΟ
ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ Σκηνοθεσία: Hλ. Λογοθέτης Σκηνογραφία: Μ. Ζαχαρή Συντελεστές: Ηλ. Λογοθέτης, Μ. Ζαχαρή, Δ. Καρδιτσιώτη, Σ. Σουρμελίδης Μουσική: Μ. Γλινιαδάκης Φωτογραφία: Μ. Μαραγκουδάκη Το διήγημα του Γ. Μ. Βιζυηνού «Το αμάρτημα της μητρός μου» είναι το πρώτο του συγγραφέα (1883) και ανήκει στα αντιπροσωπευτικά ηθογραφικά συγγράμματα του 19ου αιώνα. Η παρουσίασή του στο κοινό, μέσα από την ομώνυμη θεατρική παράσταση του σκηνοθέτη Ηλία Λογοθέτη, αποτέλεσε και την αφορμή για την αναφορά μου σε αυτό. Παρακολούθησα την εξαιρετική αυτή παράσταση στο Θέατρο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, στην περιοχή του Ταύρου. Παρακάτω θα σχολιάσω ορισμένα σημεία που κρίνω πως θα μπορούσαν να ωθήσουν κι άλλους λάτρεις του θεάτρου, αλλά και ανθρώπους που δεν συχνάζουν σε τέτοιου είδους εκδηλώσεις να παρακολουθήσουν την παράσταση. Αυτό που θαύμασα περισσότερο ήταν ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιήθηκε από το σκηνοθέτη το πρωτότυπο κείμενο του Γ.Μ. Βιζυηνού, που είναι γραμμένο σε καθαρεύουσα. Το γεγονός αυτό έκανε την παρακολούθηση της παράστασης ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, καθώς δόθηκε η ευκαιρία στο θεατή να συνδιαλλαγεί με την καθαρεύουσα και τη δυνατότητά της να παρουσιάζει ανώτερα νοήματα με τρόπο κατανοητό και παραστατικό. Προσωπικά, θεώρησα ότι το περιεχόμενο του κειμένου θα ήταν αδύνατο να αποδοθεί σε δημοτική και θαύμασα αυτή τη δύναμη του λόγου να παρουσιάζεται συναισθηματικά και νοηματικά «φορτισμένος». Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι οι συντελεστές του έργου, πέρα από το υποκριτικό τους ταλέντο, ξεδίπλωσαν και την ιδιαίτερη αφομοιωτική τους ικανότητα.
Ένα άλλο στοιχείο της παράστασης ήταν η απλότητα των σκηνικών, που λειτούργησε σαν μοχλός ενεργοποίησης της φαντασίας μου. Την επιμέλεια των σκηνικών είχε αναλάβει η Μ. Ζαχαρή, η οποία ερμήνευσε και το ρόλο της μητέρας στην παράσταση. Το σκηνικό συνέθεταν ένα τραπέζι και δυο καρέκλες, που ενίοτε λειτουγούσαν και σαν κρεβάτι, και ορισμένα άλλα αντικείμενα (π.χ. κεριά), που παρέπεμπαν στο ρόλο της θρησκείας στην κοινωνία της εποχής, ενώ παράλληλα συντελούσαν σημαντικά στην απόδοση της ατμόσφαιρας του έργου. Από την άλλη πλευρά, οι ηθοποιοί ερμήνευσαν με ιδιαίτερο πάθος τους ρόλους τους. Οι σκηνές είχαν ένταση και το ενδιαφέρον των θεατών διατηρήθηκε αμείωτο καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Μία από τις καλύτερες σκηνές ήταν η αντίδραση του Γιωργή (δηλ. του Βιζυηνού, αφού το έργο είναι αυτοβιογραφικό) στο άκουσμα της προσευχής της μητέρας του, που παρακαλούσε το Θεό να πάρει τη ζωή του μικρού της παιδιού, προκειμένου η ίδια να μη χάσει τη μονάκριβη κόρη της. Συνοψίζοντας, η παράσταση ήταν εξαιρετική, ως αποτέλεσμα της άψογης συνεργασίας των συντελεστών του έργου, αλλά και του πάθους για τη δουλειά τους. Ήταν μία παράσταση που μας ταξίδεψε στο παρελθόν τόσο με τα σκηνικά και τις ερμηνείες των ηθοποιών, όσο και με το γνήσιο και μαγευτικό λόγο του ίδιου του Γ. Μ. Βιζυηνού. Τίνα Σοφιανού Α4
53
54