Ekkremes 2016

Page 1


ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ - ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ

Νίκος Αντερριώτης

Μαρίνα Σταμπολή

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ Μαρίνα Ανδριωτάκη Α4 Άλια Γρυπάρη Α4 Χρύσα Κανακάκη Α1 Αντιγόνη Κατσαντώνη Α4 Κατερίνα Λαμπίρη Α4 Μιράντα Μαυρέα Α2 Κωνσταντίνος Μισαηλίδης Β1 Κοσμάς Παπαστάθης Α4 Βασιλική Πουλά Α2 Τίνα Σοφιανού Β1 Λευτέρης Χατζηθεοδωρίδης Γ1

ΕΞΩΦΥΛΛΟ Κοσμάς Παπαστάθης Α4

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ Όμιλος Φωτογραφίας: Αναστασία Κουκουράκη Α2 Ανδριανή Αδαμαντίδη Α2 Χάρις Κατάκη ΙΒ1 Γιάννης Μεγάλου (Γυμνάσιο) Γιώργος Χρηστάκης ΙΒ1 Ηρακλής Ξενάκης ΙΒ1 Κυβέλη Τζωρτζάκη ΙΒ1 Λίζα Παπαδέλλη Α4 Δανάη Παρλαμά (Γυμνάσιο) Σωτήρης Βαβαρούτας ΙΒ1 Βίλλυ Κεστσόγλου ΙΒ1 Συντακτική Ομάδα Ηλέκτρα Δελαβόγια Γ2

EDITORIAL Η Αθήνα είναι, εκτός από τόπος, μία πνευματική κατάσταση, μία ψυχική διάθεση, είναι ένα αστικό συνονθύλευμα καταπίεσης και απελευθέρωσης, μεγαλείου και εξαθλίωσης, μοντέρνου και συντηρητικού, θορυβώδους και ήσυχου. Η μοναδικότητά της έχει να κάνει με την απουσία υπεροψίας, με τη διαρκή προσπάθειά της ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί από τους κατοίκους της. Οι ιστορίες της Αθήνας και των ανθρώπων της είναι αναρίθμητες. Πολλές από αυτές ξεθωριάζουν, λανθάνουν ή λησμονούνται. Άλλες αναφύονται σε κύκλους χρόνου και γίνονται και πάλι ίχνη, και από θραύσματα γίνονται αφηγήσεις. Οι δικές μας αφηγήσεις περιγράφουν σημεία της πόλης που μας τράβηξαν την προσοχή. Είναι ενδεχομένως σημεία που, ό,τι κι αν γίνει, όσο κι αν η πόλη αλλάξει, όσο κι αν αλλάξουμε εμείς, θα κοντοστεκόμαστε πάντα λίγο και θα χαμογελάμε. Γιατί εκεί ακριβώς, σε εκείνη τη γωνία, σε εκείνο το πεζοδρόμιο, σε εκείνη την πλατεία, θα γινόμαστε πάλι δεκαέξι χρόνων και θα ελπίζουμε.

Εκκρεμές - Συντακτική Ομάδα Μάιος 2016


ΠΕΡΙΕΧΟ ΜΕΝΑ

1. ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ................................................................................................................ 2

Με το τρένο στην Αθήνα... Κηφισιά - Πειραιάς Κεραμεικός Ραντεβού στο SoHo Ανασκαφή στα οικόπεδα του Μέρλιν Στο Vault στο Βοτανικό Κυριακή πρωί στα Αναφιώτικα της Πλάκας Ζήστε το τώρα! Βλ. Υπόμνημα χάρτη, αρ. 59 Η αγάπη πηγαινοέρχεται Η Ελένη στη χώρα του... Θησείου Πάνο (sic) στο Γκάζι Οι διαθήκες

2. ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ............................................................................................................................... 22

...Αύγουστο στα Εξάρχεια Όλοι στις ταράτσες σας! Προσφυγιά και ξενιτιά (Παγκράτι - Βύρωνας - Καισαριανή) Στο Παγκράτι με τον Τίτο Πατρίκιο Ποίηση στο Κολωνάκι - Νάνος Βαλαωρίτης Πίσω στην Ανάφη... Μανώλης Πελέκης

3. Ό,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ....................................................................................................... 44

Μια ιστορία... Δεν είχε αποδείξεις Rewind Δυο μέρες πριν Πτώση με αλεξίπτωτο Spread the Joy Τάκης Θεοδωρόπουλος Γυναίκα Η λάμψη των κήπων Ρολόγια φθινοπώρου Η πολιτική «κρίση» των νέων σε κρίση

4. PHIL . CO....................................................................................................................................... 56

Nicolas Chamfort Karl Kraus Baltic Sea 2015

5. ΘΕΑΤΡΟ........................................................................................................................................ 64

Ο βίος του Γαλιλαίου

Τα μπαλέτα Bolshoi στην Αθήνα Ο Θεός της Σφαγής

1


ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

2


ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

ΜΕ ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ… ΚΗΦΙΣΙΑ – ΠΕΙΡΑΙΑΣ Σκεφτήκαμε ότι η βόλτα στην Αθήνα έπρεπε να γίνει με ένα μέσο που να συμβαδίζει με την ιστορία της πόλης μας. Έτσι, καταλήξαμε στο τρένο. Ένα μέσο με διαχρονικότητα, στενά συνυφασμένο με τις μεταφορές στην Αθήνα, ήδη από τις πιο παλιές εποχές. Αποφασίσαμε ότι η βόλτα μας έπρεπε να καλύπτει τη διαδρομή από την αφετηρία μέχρι και τον τερματισμό της πράσινης γραμμής, καθώς κι ότι θα ήταν ενδιαφέρον να την πραγματοποιούσαμε ένα ηλιόλουστο κυριακάτικο πρωινό. Μας φάνηκε ωραίο να «παίξουμε» με τις έννοιες αρχή και τέλος, μιας και σχετίζονται άμεσα με τον χώρο και τον χρόνο, έννοιες που μας απασχόλησαν σε όλη τη διάρκεια της αναζήτησής μας τη φετινή χρονιά. Έτσι, το ταξίδι μας θα ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος της διαδρομής του τρένου, η ημέρα θα ήταν Κυριακή, δηλαδή κατά πολλούς η πρώτη μέρα της εβδομάδας και η ημερομηνία 31 Ιανουαρίου, τελευταία μέρα του μήνα. Προτού περάσουμε, όμως, στην αφήγηση της βόλτας, ας σταθούμε λίγο στα τρένα. Τα τρένα είναι ένας ιδιαίτερος χώρος, προσωπικά τα συνδέω με τη φυγή. Τα τρένα της πόλης, όμως, είναι κάτι τελείως απλό, είναι ένα ακόμη μέσο μεταφοράς και το να τους προσδίδεις κάτι παραπάνω – μάλλον – κάνει εσένα ρομαντικό και όχι τη διαδρομή σου πιο «deep». Ας προσπαθήσουμε να δώσουμε δύο βασικά χαρακτηριστικά μιας οποιασδήποτε διαδρομής με τρένο: πρώτο και κύριο, είναι υποχρεωτική (ναι, δυστυχώς δεν έχουμε φτερά...). Δεύτερον, είναι άβολη (γιατί να περάσει κάποιος τόση ώρα κοντά σε περίεργους, κουρασμένους και γκρινιάρηδες ανθρώπους, χωρίς μάλιστα να τους μιλάει;). Τώρα, ας τα ξαναπάρουμε από την αρχή, λίγο πιο θετικά αυτή τη φορά. Ναι, οι διαδρομές είναι υποχρεωτικές, όμως, πολλά πράγματα στη ζωή μας είναι υποχρεωτικά. Αυτό δεν μας εμποδίζει από το να τα απολαμβάνουμε. Ένα βαγόνι είναι ένα μέρος που θα συναντηθείς με μερικούς άλλους ανθρώπους που μάλλον δεν έχεις ξανασυναντήσει και δεν θα ξανασυναντήσεις ποτέ. Έχετε όμως κάτι κοινό. Κάτι. Κάτι που κάνει αυτή την «ανιαρή», «υποχρεωτική» και «βαρετή» διαδρομή ενδιαφέρουσα: από κάπου έρχεστε και κάπου πάτε. Όλοι. Κουβαλάτε μαζί σας μια διαφορετική

ιστορία. Πολλές γραμμές με ένα κοινό σημείο. Αυτή τη διαδρομή. Η γιαγιά δίπλα σου έχει περάσει δικτατορία και τώρα πάει στο νεκροταφείο. Ο δεκαπεντάχρονος μπροστά σου πάει να συναντήσει τον πρώτο του έρωτα. Η κυρία με τις δεκάδες σακούλες πάει φαγητό στην κόρη της που πέρασε στο πανεπιστήμιο. Κλισέ; Ναι… Παρ’ όλα αυτά: παράλληλοι κόσμοι! Σταθμός Κηφισιά, ώρα 11.00. Λίγοι άνθρωποι, κυρίως ηλικιωμένοι. Καθώς περνούσε η ώρα, όλο και πλήθαινε ο κόσμος και η σύνθεσή του ανανεωνόταν διαρκώς. Τότε, λοιπόν, αναρωτηθήκαμε: «Πόσοι διαφορετικοί άνθρωποι και πόσες ιστορίες;» Όλοι οι επιβάτες ενός τρένου είναι άνθρωποι με διαφορετικές ικανότητες και ενδιαφέροντα, διαφορετικές νοοτροπίες, αλλά και διαφορετικά εξωτερικά χαρακτηριστικά. Η διαπίστωση αυτή μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε την αξία του ατόμου, καθώς και τη διαφορετικότητα και πολυπολιτισμικότητα που συναντά κανείς σε «χώρους» όπως το τρένα. Μα και η έννοια του συνόλου μας απασχόλησε ιδιαίτερα. Πώς, λοιπόν, το σύνολο, τόσο ετερόκλητο και ανομοιογενές μπορεί να έχει συνοχή και να λειτουργεί αρμονικά; Συνεχίσαμε τη διαδρομή μας. Σύντομα στην παρέα μας προστέθηκαν κι άλλα μέλη της Συντακτικής Ομάδας. Αρχίσαμε να παρατηρούμε. Σε κάθε στάση έμπαιναν και έβγαιναν δεκάδες άνθρωποι. Άλλοι ψηλοί, άλλοι κοντοί, άλλοι ξανθοί, άλλοι μελαχρινοί, άλλοι χαμογελαστοί, άλλοι κατσούφηδες. Ο καθένας πήγαινε αλλού, είχε διαφορετικό προορισμό, διαφορετικό «στόχο». Παρατηρώντας τις κινήσεις τους, τη γλώσσα του σώματός τους, ο καθένας μπορεί να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα. Ακόμα και μιλώντας τους, ποτέ δεν θα είσαι σίγουρος για τις προθέσεις και τις πραγματικές τους σκέψεις. Ένα από τα πολλά προβλήματα αυτής της πόλης, πιστεύω, είναι η καχυποψία: η ύπαρξή της αλλά και η απουσία της. Γύρω στα Πατήσια, μια κυρία μάς λέει πως ο λόγος που ξύπνησε νωρίς την Κυριακή είναι για να πάει στην Εκκλησία. Ο τρόπος που μιλάει τόσο γλυκός... το βλέμμα της καλοσυνάτο. Καθώς μερικοί από την παρέα απομακρύνονται, μου πιάνει την κουβέντα κι έπειτα βγάζει κάτι από την

τσάντα της και μου το δίνει. Φυλλάδια: «How to become a Christian» και «Can I be forgiven?». «Αγγλικά ξέρεις», μου λέει και με ένα ψεύτικο χαμόγελο που κρύβει τη δυσαρέσκειά μου, ακολουθώ τους υπόλοιπους, αλλάζοντας βαγόνι στην επόμενη στάση. 1:35, περνώντας τον σταθμό της Καλλιθέας, ένα αγοράκι κάθεται απέναντι και δεξιά μου. Ο πατέρας του, όρθιος, λίγο πιο πίσω, το ρωτάει περιστασιακά αν είναι εντάξει. Εκείνη τη στιγμή, μπαίνουν μέσα στο τρένο, μεταξύ άλλων, μια πολύ καλοβαλμένη ξανθιά κυρία, γύρω στα 60, και αφού μου χαμογελάει, κάθεται απέναντί μου. Δίπλα στο παιδάκι, κάθεται ένας κύριος, λίγο νεότερος. Ο άνδρας πιάνει κουβέντα με τον εξάχρονο, ενώ ο πατέρας τον αγριοκοιτάζει και η κυρία μάς ρωτάει, αφού έχουμε ήδη πιάσει συζήτηση, φανερά ανήσυχη, αν το παιδάκι είναι εκεί μόνο του. Απαντάμε πως όχι, δείχνοντας τον πατέρα του. Στην επόμενη στάση, βέβαια, εμείς κατεβαίνουμε, όμως δεν σταμάτησαν να τριγυρνούν στο μυαλό μου οι προθέσεις του άνδρα αυτού, αλλά και η πραγματική καλοσύνη και γλυκύτητα της γυναίκας. Ενώ γυρνάω από Μοναστηράκι, ακούω μια φωνή να τραγουδάει το «Κι έμεινα εδώ» του Στόκα. Σε αυτή την περίπτωση, η δική μου καχυποψία δεν με άφησε να το απολαύσω, προσπαθώντας να καταλάβω πού είναι κρυμμένο το playback. Όταν πέρασε από μπροστά μου, έμεινα άναυδη και ούτε που κατάφερα να βγάλω ψιλά να του δώσω, καθώς σταμάτησε το τρένο και ο άνδρας με την υπέροχη φωνή κατέβηκε στην επόμενη στάση. Παράλληλα με τα πρόσωπα και τις ιστορίες τους, η εικόνα στο τρένο αποκτά δυναμικότητα και με την επίδραση του περιβάλλοντα χώρου. Κτήρια! Αρχίζοντας από τον σταθμό της Κηφισιάς βλέπεις γύρω σου μονοκατοικίες, σπίτια μεγάλα, όμοια χτισμένα... Όσο κατευθύνεσαι προς το κέντρο όλα αλλάζουν. Πολύ πυκνά χτισμένες πολυκατοικίες υψώνονται γύρω σου, με διαβαθμίσεις στα ύψη τους, από διαφορετικά υλικά, άλλες παλιές και άλλες καινούργιες, που η κάθε μία κρύβει μια μοναδική ιστορία μέσα στη διαχρονικότητα της πόλης μας. Πιο συγκεκριμένα, μπορείς να παρατηρήσεις

3


ΜΕ ΤΟ ΤΡΕΝΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ… ΚΗΦΙΣΙΑ – ΠΕΙΡΑΙΑΣ (συνέχεια) ερειπωμένα παλιά κτήρια δίπλα σε πολύχρωμους παιδικούς σταθμούς και εγκαταλελειμμένα θέατρα απέναντι από μουσεία, τα οποία δημιουργούν και συνθέτουν την πόλη. Κι όλα αυτά μέσα από ένα βαγόνι! Το άλλο που μπορεί να παρατηρήσει κανείς σε ένα βαγόνι είναι πως μέσα στην απρόσωπη πόλη κατά βάθος (πολύ βάθος) κυριαρχεί το καλό. Όταν συμβεί κάτι, οι άνθρωποι αποκτούν πρόσωπο. Ο παππούς που παίζει μαζί με το άγνωστο παιδάκι. Και οι δύο χαμογελούν. Αυτός που κράτησε την πόρτα ανοιχτή για να περάσει η κοπέλα που έτρεχε. Η γυναίκα που κλαίει και κάποιος τη ρωτά γιατί και την παρηγορεί. Τα άγνωστα μεταξύ τους κοριτσάκια που πλέκουν το ένα τα μαλλιά του άλλου. Οι άγνωστοι που χαμογελούν. Είναι έτσι, όμως, πάντα; Όχι, δεν είναι. Γιατί οι άνθρωποι είναι καχύποπτοι και κλειστοί, δύσκολα ανοίγονται, πόσο μάλλον σε αγνώστους… ΑΛΛΑ, όταν μιλήσουν και αν τύχει να γίνεις αυτόπτης μάρτυρας της ζωντάνιας και της αγάπης της πόλης, ίσως να σε πλημμυρίσει ένα αίσθημα ελπίδας. Γιατί εν τέλει όλοι έχουμε πρόσωπο στην απρόσωπη Αθήνα.

4

Συντακτική Ομάδα 2015-6


ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ Η εσωτερική γεωγραφία της Αθήνας είναι ένας χάρτης με πολλές, άγνωστες ηπείρους. Αν περιπλανηθεί κανείς στην περιοχή του Κεραμεικού, πίσω από τα γεμάτα κόσμο πεζοδρόμια, έχει την αίσθηση ότι βαδίζει σε μια πόλη μετέωρη. Τα παλιά σπίτια είναι όλα σε αποστρατεία, με τις ώχρες τους ξεφτισμένες, και έχουν μείνει μόνο οι προσόψεις τους για να τα θυμίζουν… Γύρισα πίσω έναν αιώνα περίπου, όταν αυτά τα σπίτια θα είχαν πρωτοχτιστεί και φαντάστηκα τότε που αστοί Αθηναίοι ζούσαν ακόμη σε αυτή τη γειτονιά, με δίπατα και τρίπατα σπίτια, ορισμένα από αυτά αρχοντικά. Πόσες κρεβατοκάμαρες θα είχαν άραγε; Πόσα κάδρα προγόνων θα κρέμονταν εκεί; Πόσα βιαστικά βήματα θα είχαν ανεβεί τα σκαλοπάτια που λαθραία είχα δει; Πόσες συναντήσεις φίλων ή εραστών θα είχαν ζήσει αυτά τα σπίτια; Πόσες παθιασμένες κουβέντες ή έντονους τσακωμούς θα είχαν ακούσει οι τοίχοι; Τα σπίτια αυτά, σκόρπια μέσα στη μεταπολεμική κακοφωνία, στέκουν μάρτυρες της εποχής του Όθωνα και του πρώτου κεφαλαίου της αστικής ανάπτυξης, φυλάσσοντας επτασφράγιστα μυστικά.

Πίσω από την καγκελόπορτα, οι μαρμάρινες εξωτερικές σκάλες οδηγούσαν σε μια πόρτα, χωμένη σαν σε κόγχη, σμιλεμένη σαν εικονοστάσι ανάμεσα σε ξεφτισμένους τοίχους. Ήταν σαν είσοδος σε κάστρο, με ψηλή οχύρωση, γεγονός που δημιουργούσε την αίσθηση του απόμακρου και του απόρθητου. Τα έρημα δένδρα έστεκαν σαν ακοίμητοι, μα γερασμένοι, φρουροί του σπιτιού. Σοβάδες σε τριανταφυλλί χρώμα φυλλορροούσαν σαν κορνίζα γύρω από την πόρτα: ήταν μια θέα που σε έκανε να σταθείς, μια θέα γεμάτη ετερόκλητα στοιχεία, η οποία όμως δημιουργούσε μια ψυχική γαλήνη. Ήταν ένα σκηνικό παρακμιακής ποίησης. Έστω και από μακριά ένιωθα την αύρα του σταματημένου χρόνου. Τα περισσότερα από αυτά κάποτε θα έζησαν σπουδαίες μέρες. Όμως τώρα χάσκουν παραμελημένα περιμένοντας κάποιον να ενδιαφερθεί. Περιμένουν καρτερικά κάποιον που θα αφουγκραστεί το γοητευτικό μα συνάμα απόκοσμο κάλεσμά τους. Πριν γκρεμιστούν εντελώς. Βασιλική Πουλά Α2

Τα παλιά σπίτια που συναντά κανείς είναι όλα διπλομανταλωμένα και ερειπωμένα, δημιουργώντας έναν ιδιότυπο αισθητικό κόσμο. Τα πλησίασα με δέος αναμειγμένο με μια διαστροφική ίσως περιέργεια. Με άρπαξε η υγρή μυρωδιά της μούχλας, ένα παγερό σύννεφο ακίνητου αέρα, που έφερνε στο νου την αίσθηση του παλιού. Στη φαντασία μου, η αίσθηση αυτή ήταν αποτυπωμένη στα φθαρμένα δερματόδετα βιβλία, στα ξύλινα έπιπλα, στις μαραμένες πορφυρές κουρτίνες, όλα κατάλοιπα ενός τετελεσμένου μεγαλείου.

5


ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟ SOHO «Τώρα πώς θα το βρούμε αυτό το BIOS;», είπα στον Κοσμά. «Μην ανησυχείς, είναι το μόνο όμορφο πράγμα στην περιοχή», απάντησε, και εκείνη τη στιγμή συμφώνησα χωρίς να το σκεφτώ ιδιαίτερα. Είναι αλήθεια ότι ο Κεραμεικός είναι μια ιδιαίτερη περιοχή. Με την πρώτη ματιά δύσκολα αντιλαμβάνεται κανείς όλη την ιστορία που κρύβει. Οι τοίχοι πλέον είναι όλοι καλυμμένοι από graffiti, μερικά από τα οποία χαίρεσαι να βλέπεις, ενώ άλλα παραπέμπουν πιο πολύ σε βανδαλισμό παρά σε τέχνη. Η εικόνα δύο αστέγων, ενός ενήλικα και ενός παιδιού να είναι κουλουριασμένοι με τις κουβέρτες τους, σου θυμίζει την εικόνα της Αθήνας που θες να ξεχάσεις ότι υπάρχει. Διασχίζοντας την Πειραιώς στο ύψος της Τεχνόπολης, παρατήρησα τον δρόμο που οδηγούσε στον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμεικού. Θυμήθηκα το μάθημα των Αρχαίων νωρίτερα εκείνη τη μέρα. Συζητούσαμε για τα ταφικά έθιμα και τα νεκροταφεία στην αρχαία Αθήνα. Στον Κεραμεικό, λοιπόν, το πρώτο δημόσιο νεκροταφείο της Αθήνας, είχαν ταφεί, μεταξύ άλλων, μεγάλες προσωπικότητες της εποχής όπως ο Περικλής, ο Κλεισθένης και ο Θρασύβουλος. Λέγεται πως ήταν μια από τις πιο μαγευτικές περιοχές της Αθήνας. Σε κάθε γωνιά υπήρχε και ένα εργαστήριο αγγειοπλαστικής. Από εκεί βγήκε και το όνομα της συνοικίας. Σε αυτόν κατέληγαν η Ιερά οδός και η Πειραιώς, που συνέδεαν την Αθήνα με την Ελευσίνα και τον Πειραιά αντίστοιχα. Βέβαια, μου φάνηκε κάπως δύσκολο να συνδυάσω αυτό που έβλεπα με αυτή την εικόνα του αρχαίου Κεραμεικού που αναφέρθηκε στην τάξη. Έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως το SoHo της Αθήνας, και μπορώ να συμφωνήσω. Όλες οι γκαλερί, τα μπαράκια, αυτή η «alternative» ατμόσφαιρα που επικρατεί καθώς και η China Town λίγο πιο κάτω θυμίζει Λονδίνο και Νέα Υόρκη. Και με αυτή τη σκέψη, επανέρχομαι στην φράση του Κοσμά. «Το μόνο όμορφο πράγμα στην περιοχή». Ή καλύτερα θα έλεγα «τα (μόνα) όμορφα πράγματα». Κοιτώντας γύρω μου καταφέρνω να βρω ομορφιά σε κάθε τι που βλέπω. Από την κοπέλα που έχει βγάλει βόλτα το σκύλο της στο πάρκο μέχρι την ανάμειξη νέων και ηλικιωμένων σε ένα από τα πολλά καφέ της περιοχής. Σύντομα, φτάνουμε στο BIOS. Απ’ έξω δεν μπορείς να αντιληφθείς τη μαγεία την οποία κρύβει μέσα. Θα το χαρακτήριζα ως τον παράδεισο των hipster (και όχι μόνο). Αφού, λοιπόν κάνουμε μια βόλτα στο Meet Market, ένα παζάρι με αξεσουάρ, ρούχα, βινύλια και γενικότερα ό,τι μπορείς να φανταστείς, καθόμαστε στο χώρο του καφέ, όπου ανάμεσα στη μουσική που παιζόταν και τους υπόλοιπους νέους στο χώρο, συζητάμε για την όμορφη βόλτα μας. Σύντομα, στην παρέα μας προστίθεται η Τίνα, μαζί με την οποία συνεχίζουμε αργότερα την περιήγησή μας στην Αθήνα. Αντιγόνη Κατσαντώνη Α4 Κοσμάς Παπαστάθης Α4

6


ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΣΤΑ ΟΙΚΟΠΕΔΑ ΤΟΥ ΜΕΡΛΙΝ Στάση Σύνταγμα και το ταξίδι συνεχίζεται! Μόνο που στην παρέα μας τώρα προστέθηκαν και τα μέλη της Πολιτιστικής ομάδας του Σχολείου μας μαζί με τα οποία κάναμε μια βόλτα στη χριστουγεννιάτικη Αθήνα! Την ξενάγηση αυτή τη φορά ανέλαβε ένας μαθητήςμέλος της Πολιτιστικής ομάδας, κάτοικος του Κολωνακίου, ο Κίμων. Το ραντεβού μας ήταν στην πλατεία Συντάγματος. Περιμένοντας εκεί μέχρι να μαζευτούμε όλοι, παρατηρήσαμε το κτήριο της Βουλής, τα ψηλά κτήρια της πλατείας, καθώς και τα μεγάλα και πολυτελή ξενοδοχεία της Αθήνας. Ο «ξεναγός» μας άρχισε να μας ταξιδεύει στην Αθήνα του παρελθόντος ήδη από εκείνο το σημείο: «Η πλατεία που βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή ήταν γνωστή ως Πλατεία των Ανακτόρων κι αυτό γιατί το σημερινό κτήριο της Βουλής, όπως θα ξέρετε, αποτελούσε το ανάκτορο του βασιλιά Όθωνα. Την 3η Σεπτεμβρίου του 1843, όμως, ο συνταγματάρχης Καλλέργης σε συνεργασία με τον αγωνιστή του ‘21 Μακρυγιάννη και με την υποστήριξη μεγάλης μερίδας του ελληνικού λαού συγκεντρώθηκαν έξω από το ανάκτορο (σημερινή Βουλή) και απαίτησαν από τον Όθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα κι έτσι η πλατεία Συντάγματος πήρε το όνομά της!». Προς στιγμή όλοι ενθουσιαστήκαμε στη συνειδητοποίηση ότι η πλατεία-σημείο συνάντησης των βραδινών μας εξόδων είχε μια ιστορία που αγνοούμε κάθε φορά που περνάμε, παρά το ότι την έχουμε διδαχτεί στο σχολείο. Τότε αναρωτηθήκαμε όλοι ποια ήταν η απάντηση του Όθωνα! Ο φίλος μας απάντησε: «Ο Όθωνας συγκάλεσε αμέσως Εθνοσυνέλευση που θα ψήφιζε Σύνταγμα! Κι έτσι, τελείωσε η περίοδος της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα». Κομβικό, λοιπόν, σημείο η πλατεία Συντάγματος για την ελληνική ιστορία! Τότε ένας συμμαθητής μας πρόσθεσε κάτι ακόμη που μας εντυπωσίασε όλους! «Η αρίθμηση των αθηναϊκών δρόμων γίνεται βάσει της πλατείας Συντάγματος. Το ξέρατε αυτό;» Ο «ξεναγός» μας σύντομα επέστρεψε στη διήγησή του με άλλες πληροφορίες που μας ταξίδεψαν στο χρόνο: «Παιδιά, θέλω να φανταστείτε ότι στην αραιοκατοικημένη Αθήνα του 19ου αιώνα όλα τα σπίτια ήταν χαμηλά κι αν πάμε ακόμη πιο πίσω στο χρόνο, στο σημείο της σημερινής Βουλής θα βλέπατε να

αναβλύζει νερό από μια πηγή! Τα κτήρια που βλέπετε στο δεξί μου χέρι (είπε έχοντας στρέψει την πλάτη του στη Βουλή) είναι αρχιτεκτονικό δημιούργημα ενός μεγάλου Σάξονα που λάτρεψε την Ελλάδα, του Ερνέστου Τσίλλερ». Εκείνη τη στιγμή σχολιάσαμε πως η άφιξη του Όθωνα στην Ελλάδα είχε ως αποτέλεσμα να έρθουν μαζί του και άλλοι Βαυαροί για να στηρίξουν το έργο του και να συμβάλουν στην ανοικοδόμηση και ανάπτυξη της Αθήνας. Σύντομα, μάλιστα, καταλάβαμε ότι ο Τσίλλερ είχε σχεδιάσει κι άλλα σημαντικά κτήρια, όπως το Νομισματικό Μουσείο, για το οποίο ο Κίμων μάς μίλησε στη συνέχεια. Αφού, λοιπόν, παρατηρήσαμε και κυρίως «νιώσαμε», γιατί νιώθεις πολλά όταν γνωρίζεις ανεξερεύνητα στοιχεία του πολιτισμού σου, προχωρήσαμε στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας. Διασχίσαμε τους θορυβώδεις δρόμους, γεμάτους από αυτοκίνητα και λεωφορεία και σταθήκαμε για μια στιγμή στη γωνία όπου συναντιούνται η Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας και η Πανεπιστημίου. Εκεί ο «ξεναγός» μας έσκυψε πάνω από κάτι κάγκελα κι εμείς υποθέσαμε ότι κάτι του έπεσε. Πήγαμε κι εμείς να δούμε και τι αντικρίσαμε; Τείχη! Παλαιά τείχη! Μα πώς κανείς δεν μας τα έδειξε ποτέ; Πώς δεν είχαμε δει την επιγραφή με καφέ φόντο (από τις πιο χαρακτηριστικές που πληροφορούν τον κόσμο για αρχαιολογικούς χώρους); «Τμήμα οχύρωσης των Αθηνών». Μάλιστα. Αυτό κι αν το ακούγαμε πρώτη φορά! Εκεί έφταναν, λοιπόν, τα τείχη της Αθήνας κατά το παρελθόν. Αυτά περνούσε κανείς για να πάει στην ύπαιθρο. Έτσι, τελειώσαμε και μ’ αυτή τη σύντομη στάση και προχωρήσαμε στη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας περνώντας από την πρεσβεία της Αιγύπτου, το Μέγαρο Θεοχαράκη και φτάνοντας σε μια γωνία,όπου βρισκόταν η Γαλλική Πρεσβεία. Εκεί στρίψαμε για την οδό Μέρλιν. Όσο ήμασταν καθ’ οδόν, ο φίλος μας μάς μίλησε για το Μέγαρο Θεοχαράκη και την αρχιτεκτονική του κατά τα πρότυπα art deco. Αναφέρθηκε και στις εκδηλώσεις που το κτήριο φιλοξενεί, όπως μουσικές παραστάσεις, εργαστήρια για παιδιά, περιοδικές εκθέσεις κ.ά. Έτσι, φτάνοντας στην οδό Μέρλιν ο Κίμων σταμάτησε και μας είπε δείχνοντας με το χέρι του και σύροντας το πόδι του σε μια νοητή γραμμή: «Εδώ, αυτή η

οδός, η οδός Μέρλιν, είναι το σύνορο της περιουσίας του εύπορου Άγγλου Μέρλιν που έφερε και τα πορτοκάλια Μέρλιν στην Ελλάδα. Τι εννοώ με αυτό; Ο Μέρλιν κατείχε ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο που διασχίσαμε, καθώς κι αυτό που βρίσκεται απέναντί μας. Όταν οι γιοι του κληρονόμησαν τις εκτάσεις αυτές, τις χώρισαν με έναν δρόμο και προς τιμή του πατέρα τους η οδός ονομάστηκε Μέρλιν». Να, λοιπόν, και μια ενδιαφέρουσα ιστορία της μικρής Αθήνας! Αμέσως συνέχισε: «Ας προχωρήσουμε μέσα στην οδό! Θέλω να σας δείξω κάτι! Να εδώ!». Σταματήσαμε μπροστά από ένα εμπορικό κατάστημα κι όλοι ρωτήσαμε γιατί μας έφερε από εκεί. Τότε απάντησε: «Για προσέξτε γύρω σας! Δεν βλέπετε τίποτα;» Κι όμως ήταν εκεί! Ένα μνημείο για όσους ανακρίθηκαν και βασανίστηκαν από τη Γκεστάπο (GESTAPO: τα αρχικά της γερμανικής αστυνομίας της Κατοχής). Δεν το είχε προσέξει κανείς μας. «Εδώ που βλέπετε έχουν εκτελεστεί περισσότεροι από 300 πολίτες!» Δεν χρειάστηκε να πούμε κάτι άλλο. Ύστερα από μερικά λεπτά σιγής, στρίψαμε προς το αριστερό μας χέρι, στην οδό Κανάρη όπου διακρίναμε ένα κτήριο, το Μέγαρο Δεληγιώργη. Ο «ξεναγός» μας, έχοντας φροντίσει να μάθει αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου οικοδομήματος από την αρχιτέκτονα μητέρα του, επικεντρώθηκε στην εξωτερική περιγραφή του κτηρίου. «Εδώ βλέπετε την είσοδο που είναι υπερυψωμένη. Αν πάμε λίγο πιο μακριά, ίσως διακρίνουμε την τριγωνική σοφίτα στον τελευταίο όροφο. Το Μέγαρο εσωτερικά ακολουθεί τη διακόσμηση της art nouveau, ρεύματος που χαρακτηρίζεται από τη δυναμική παρουσία της φύσης». Δεν μείναμε και πολύ στο κτήριο αυτό, αφού λίγα μέτρα πιο πέρα βρισκόταν το Νομισματικό Μουσείο, ένα κτήριο με περισσότερο ενδιαφέρον και επιβλητική αρχιτεκτονική. Αρχιτέκτονας του ήταν ο Τσίλλερ. Είχαμε συνηθίσει πλέον το όνομα αυτού του αρχιτέκτονα, αφού η αρκετά εκτεταμένη λίστα κτηρίων που είχε οικοδομήσει μας είχε ήδη γίνει γνωστή απ’ όταν βρισκόμασταν στην πλατεία Συντάγματος. Το κτήριο, γνωστό και ως «Ιλίου Μέλαθρον» (Μέγαρο της Τροίας),

7


ΑΝΑΣΚΑΦΗ ΣΤΑ ΟΙΚΟΠΕΔΑ ΤΟΥ ΜΕΡΛΙΝ (συνέχεια) ήταν κατοικία της οικογένειας Σλήμαν. Η ονομασία «Ιλίου Μέλαθρον» σχετίζεται με την ανακάλυψη της Τροίας από τον Σλήμαν. Ακολουθεί το νεοκλασικό ρυθμό με στοιχεία από την Ιταλική Αναγέννηση. Η διακόσμηση του κτηρίου εκφράζει το πάθος του Σλήμαν για την αρχαιότητα. Αφού παρατηρήσαμε την εξωτερική όψη του, στρέψαμε το βλέμμα μας προς την πλαϊνή αυλή, στην οποία σήμερα λειτουργεί η καφετέρια του Νομισματικού Μουσείου. Σε αυτό εκτίθενται νομίσματα διαφόρων περιόδων κι όπως μας πληροφόρησε ο «ξεναγός» μας: «Είναι το ιδανικό μουσείο για όσους δεν βρίσκουν ενδιαφέρον στα μουσεία!» Όσο ο Κίμων μιλούσε, αφαιρέθηκα για λίγο και παρατήρησα το περιβάλλον γύρω μας. Αυτοκίνητα, άνθρωποι με κινητά, ταραγμένοι κύριοι, υπάλληλοι με τη στολή της δουλειάς τους, περιποιημένες κυρίες που πήγαιναν για καφέ να συναντήσουν κάποια φίλη τους, φοιτητές... άστεγοι στα πεζοδρόμια, ζητιάνοι στα φανάρια, μετανάστες στη στάση του λεωφορείου... Προς στιγμήν συνειδητοποίησα πόσες αντιφατικές εικόνες μπορεί κανείς να δει στην πόλη του! Κι όμως, οι περισσότεροι τείνουν να αγνοούν το «θλιβερό», το οποίο συχνά αναπαριστά την πραγματικότητα και στρέφονται στα επιφανειακά, τα ευτελή... Τότε «πήρε» το μάτι μου το κτήριο «Citylink», ακριβώς απέναντι από το σημείο που στεκόμασταν. Όσο μπορούσα να δω μέσα στη στοά αυτού του εντυπωσιακού συγκροτήματος κτηρίων, που στεγάζει μια τράπεζα στους ορόφους του και μερικές καφετέριες στο ισόγειο, διέκρινα άλλους να κάθονται μοναχικοί διαβάζοντας την εφημερίδα τους, άλλους να απολαμβάνουν τη συντροφιά των φίλων τους, άλλους να παίρνουν πρωινό με την οικογένειά τους. Παρατήρησα κι έναν κύριο να καπνίζει αγέρωχος ένα πούρο. Αυτή η τελευταία εικόνα απέκτησε ειρωνική διάσταση, όταν έστρεψα το βλέμμα μου στο σημείο που στεκόμασταν και παρατήρησα έναν ηλικιωμένο κύριο να ζητιανεύει μπροστά μας... Σύντομα, επέστρεψα στη διήγηση του Κίμωνα, ο οποίος στη συνέχεια μάς οδήγησε μέσα από μικρότερα στενά στην πλατεία Κολοκοτρώνη. «Παιδιά, έχουμε δει πολλά ως τώρα, μα θέλω να παρατηρήσετε κι εδώ κάτι. Να, σε αυτό το σημείο». Ήταν ένα graffiti! Πράγματι, ήταν πολύ όμορφο, με ακαθόριστο σχήμα και ποικιλία χρωμάτων. Δεν είχε κάποια ιδιαίτερη ιστορία, μα πώς μπορούσαμε να μην το παρατηρήσουμε αφού κι αυτό ήταν μέρος της πόλης μας; Άλλωστε, αυτό ήταν κι ο στόχος της βόλτας! Να δούμε πώς το κλασικό και το μοντέρνο στοιχείο μπορούν να συνυπάρχουν σε μια πόλη. Μα δεν ήταν μόνο αυτό... Κι άλλα πολλά ήταν... Η βόλτα μας έτσι συνεχίστηκε γι’ άλλη μία ώρα περίπου: Παλαιά Βουλή, Παλαιά Ανάκτορα Όθωνα, Πλατεία Κλαυθμώνος, Πλατεία Αγίας Ειρήνης... Τελειώσαμε μ’ ένα ελαφρύ γεύμα σε μια καφετέρια του Μοναστηρακίου με θέα την Ακρόπολη και αποχαιρετήσαμε τα παιδιά της Πολιτιστικής Ομάδας για να επιβιβαστούμε στο Μετρό και να συνεχίσουμε το ταξίδι μας. Τίνα Σοφιανού Β1

8


ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

ΣΤΟ VAULT ΣΤΟ ΒΟΤΑΝΙΚΟ Ένα φθινοπωρινό απόγευμα, προς το τέλος του Σεπτεμβρίου, αποφασίσαμε να πάμε μια βόλτα στον Βοτανικό, μια περιοχή με ιδιαίτερη ομορφιά που δεν την συναντάμε συχνά. Κατεβήκαμε στο σταθμό του Μετρό στον Κεραμεικό και περπάτησαμε για να μας χτυπήσει λίγο ο αέρας. Είχε πολύ ωραίο καιρό. Οι τελευταίες μέρες του καλοκαιριού. Αφού κάναμε μια σύντομη βόλτα, μόνο και μόνο για να πάρουμε μια πρώτη γεύση από την περιοχή, αποφασίσαμε να κάτσουμε κάπου. Βρεθήκαμε σε ένα πολύ όμορφο καφέ που έμοιαζε με γαλλικό bistro. Όσο πίναμε το τσάι μας, παρατηρήσαμε με την άκρη του ματιού μας πολύ κόσμο στο τέλος του δρόμου. «Πρέπει να είναι μουσικοί», είπε η Μαρίνα. «Πάμε να δούμε τι γίνεται», είπε και σηκωθήκαμε γρήγορα. Πλησιάζοντας αντιληφθήκαμε ότι το μέρος αυτό ήταν ένας πολυχώρος, ονομαζόμενος Vault Theatre Plus. Εκείνη ήταν η πρώτη μέρα ενός φεστιβάλ στο οποίο, από ό,τι καταλάβαμε διαβάζοντας το πρόγραμμα, συμμετείχαν άνθρωποι που ασχολούνταν επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά με διάφορες τέχνες όπως τη μουσική, το τραγούδι, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη φωτογραφία και το graffiti. Καθώς προσπαθούσαμε να καταλάβουμε για ποια παράσταση είχε μαζευτεί όλος αυτός ο κόσμος, μέσα στο πλήθος με μεγάλη χαρά είδαμε ένα γνώριμο πρόσωπο, αυτό του Ευάγγελου, ενός φίλου μας μουσικού. Εκείνος ενθουσιάστηκε πολύ που μας είδε και μας προσκάλεσε να δούμε την παράσταση

της ορχήστρας στην οποία συμμετείχε. Όσο περιμέναμε να βγάλουμε εισιτήρια, ακούσαμε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, οι οποίοι περίμεναν μπροστά μας, να μιλάνε για το θέατρο αυτό ως ένα σημείο έκφρασης, δημιουργίας και συνάντησης των καλλιτεχνών της πόλης μας και ως ένα μέσο προβολής νέων ταλέντων. Μόλις μπήκαμε στο κτήριο, μείναμε έκπληκτες από το ζεστό και φιλόξενο χώρο υποδοχής, στον οποίο υπήρχε ένα bar και μια μικρή μουσική σκηνή. Καθώς ανεβαίναμε τις σκάλες, στους τοίχους υπήρχαν παντού ιδιαίτεροι πίνακες ζωγραφικής, φωτογραφίες, καθώς και μικρά αγαλματίδια και κατασκευές. Στον τελευταίο όροφο ήταν η σκηνή του θεάτρου όπου έπαιζε η ορχήστρα. Η συναυλία τους ήταν υπέροχη, αφού είχαν συμπεριλάβει στο πρόγραμμα πασίγνωστα κλασικά, αλλά και σύγχρονα μουσικά κομμάτια. Καθ’ όλη τη διάρκεια σκεφτόμασταν πόσο χρήσιμοι μπορούν να φανούν τέτοιοι πολυχώροι για τους νέους καλλιτέχνες, αλλά και πόσο ομορφαίνουν τέτοια μικρά δημιουργικά σημεία την πόλη μας. Λίγη ώρα αργότερα, ενώ βρισκόμασταν στο Μετρό, συζητούσαμε για το πόσο υπέροχο είναι που μέσα σε μια τόσο δύσκολη κοινωνική πραγματικότητα σαν τη δική μας υπάρχει ακόμα η διάθεση ανάδειξης νέων ταλέντων, όπως συμβαίνει στο Vault. Μαρίνα Ανδριωτάκη Α4 Μιράντα Μαυρέα Α2

9


Πολλές φορές το χειμώνα, εκεί που κάθομαι στο θρανίο μου στην τάξη, αναπολώ τις ζεστές και ανέμελες μέρες του καλοκαιριού, τα μπάνια στην καταγάλανη θάλασσα του Αιγαίου, τα δροσερά παγωτά κάτω από τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο και τις απογευματινές βόλτες στα κάτασπρα σοκάκια του κυκλαδίτικου νησιού μου, της Ανάφης. Και τι δεν θα ‘δινα να ξαναβρεθώ στα αναφιώτικα σοκάκια, ακόμη και τώρα το χειμώνα. Μα πώς μπορώ να νιώσω ότι βρίσκομαι σε κυκλαδίτικο νησί μέσα στην Αθήνα; Μια βόλτα από τα Αναφιώτικα μού ήταν αρκετή. Σαν παιδί της εξοχής, η όλη διαδρομή μέχρι την Πλάκα μου φάνηκε σαν περιπέτεια. Αποφάσισα να διανύσω τη διαδρομή μου με το Μετρό, καθώς θα ήταν πολύ δύσκολη η στάθμευση μέσα στο κέντρο της Αθήνας, αν είχα πάει με αμάξι. Μέσα στο τρένο παρατηρούσα με ενδιαφέρον τους επιβάτες. «Ο καθένας τους πρέπει να έχει τη δική του συναρπαστική ιστορία», σκέφτηκα. Και έτσι για να ικανοποιήσω την περιέργειά μου, άρχισα να κάνω σενάρια για τον κάθε επιβάτη που μου φαινόταν ότι είχε ενδιαφέρον. Έτσι πέρασα την ώρα μου, μέχρι που κατέβηκα στο Σύνταγμα. Το τοπίο ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό της εξοχής που έχω συνηθίσει: υπήρχαν πολλοί άνθρωποι, περιστέρια, πλανόδιοι πωλητές και πολλά αυτοκίνητα. Η διαδρομή μέχρι την Ακρόπολη ήταν το κάτι άλλο: όπου και να κοιτούσα, έβλεπα μαγαζιά με σουβενίρ, που ήταν γεμάτα με κάθε λογής ενθύμια,

10


ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ ΣΤΑ ΑΝΑΦΙΩΤΙΚΑ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ τα οποία είχαν τρία συγκεκριμένα θέματα, άλλοτε μεμονωμένα και άλλοτε σε συνδυασμό. Αυτά ήταν το ελληνικό δωδεκάθεο, ο Παρθενώνας και η φράση «I LOVE GREECE». Έπειτα, υπήρχαν πολλές παραδοσιακές ταβέρνες και κάτι που με εξέπληξε, μουσεία τέχνης. Πρέπει να είδα, μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου, τουλάχιστον έξι μουσεία. Η αλήθεια είναι πως, παρόλο που έχω ξαναπάει στα Αναφιώτικα, δεν θυμόμουν ακριβώς τη διαδρομή για να φτάσω. Περιπλανήθηκα έτσι λίγο παραπάνω, πράγμα που δεν με πείραξε, και έπειτα από αρκετή ώρα εξερεύνησης ρώτησα για βοήθεια. Κάποια στιγμή, αφού πέρασα την Ακρόπολη από τα πλάγια, έφτασα σε έναν μικρό χώρο στάθμευσης. Τότε λίγα μέτρα μπροστά μου παρατήρησα κάτι μικρά άσπρα σκαλάκια που οδηγούσαν πέρα από αυτό τον χώρο στον οποίο βρισκόμουν. Έτσι κατάλαβα πως είχα φτάσει. Ανέβηκα τα σκαλοπάτια με ανυπομονησία. Έφτασα σε ένα στενό σοκάκι από όπου μπορούσες να δεις μόνο τον ουρανό αν κοιτούσες ψηλά. Συνέχισα τη βόλτα μου στα άσπρα και πλακόστρωτα σοκάκια. Η όλη κατάσταση πραγματικά με έκανε να νομίζω ότι δεν ήμουν πια στην Αθήνα με τον κόσμο, τους δρόμους, το θόρυβο και τα κτήρια, αλλά στην Ανάφη όπου όλα κυλούν αργά, ήσυχα και ανέμελα. Πραγματικά, το μόνο που έλειπε από την όλη σκηνή ήταν οι Αναφιώτες. Οι Αναφιώτες είναι καλοί άνθρωποι, όμως πολύ κλειστοί και δεν ανοίγονται εύκολα σε ξένους. Έτσι όμως έχουν συνηθίσει, αφού, κυρίως οι μεγαλύτεροι σε ηλικία, είναι μόνοι τους, απομονωμένοι όλο το χειμώνα, και έχουν επαφές μόνο μεταξύ τους. Θυμάμαι χαρακτηριστικά το καλοκαίρι ότι πολύ λίγοι με χαιρετούσαν πρώτοι. Και ειδικά οι μεγαλύτεροι σε ηλικία δεν χαιρετούσαν ποτέ. Όταν όμως τους χαιρετούσα εγώ, χαμογελούσαν και με χαιρετούσαν πίσω. Κάτι παρόμοιο συνέβη και εδώ: καθώς προχωρούσα, παρατήρησα μια γυναίκα, πρέπει να ήταν γύρω στα σαράντα πέντε, που άπλωνε τα ρούχα στην ταράτσα του σπιτιού της. Αφού με είδε και εκείνη, εγώ την χαιρέτησα πρώτη και έπειτα με χαιρέτησε και αυτή. Της είπα καλημέρα και εκείνη έκανε το ίδιο. «Ωραία μέρα σήμερα», συνέχισα. «Πράγματι», μου απάντησε χαμογελώντας. «Καλή συνέχεια», είπα και άρχισα να περπατάω για να συνεχίσω τη βόλτα μου. «Ευχαριστώ,

επίσης», είπε η κυρία και συνέχισε με τη μπουγάδα της. Καθώς έφευγα και συνέχιζα το περπάτημα στα Αναφιώτικα, αναρωτήθηκα πώς να ήταν άραγε η ζωή εδώ, μέσα σε ένα τόσο γραφικό και ιστορικό μέρος. Ιστορικό γιατί, ακόμη και αν δεν το γνωρίζουν πολλοί, η Ανάφη ήταν τόπος εξορίας σε περιόδους εμφύλιων πολέμων ή πολιτικής καταπίεσης, όπως και πολλά άλλα νησιά του Αιγαίου. Η Ανάφη, παρά το μικρό μέγεθός της, ήταν από τα νησιά που δέχτηκαν το μεγαλύτερο πλήθος κρατουμένων. Μου είναι δύσκολο να φανταστώ το νησί μου ως τόπο εξορίας. Προσωπικά, τα μέρη που στέλνουν τους εξόριστους πάντα τα φανταζόμουν μέρη άγονα και μη φιλικά προς τον άνθρωπο. Μέρη μακρινά χωρίς πολλά σημάδια ζωής. Το 1923, όταν η Ανάφη καθιερώθηκε ως τόπος εξορίας, πρέπει να ήταν κάπως έτσι: είναι το πιο απομακρυσμένο νησί των Κυκλάδων, έχει μικρή έκταση και πολύ λίγη βλάστηση, που αποτελείται κυρίως από θάμνους, όπως το θυμάρι. Επίσης κάτι άλλο που δεν μπορώ να φανταστώ είναι το συγκεκριμένο νησί με χιλιάδες κατοίκους. Σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοι είναι με το ζόρι 270, οι οποίοι είναι κυρίως ηλικιωμένοι. Τα παιδιά είναι μετρημένα στα δάχτυλα και τα περισσότερα από αυτά, ακόμα και αν αγαπούν το νησί τους, κάτι το αδιαμφισβήτητο, δεν βλέπουν την ώρα να φύγουν και να γνωρίσουν τον έξω κόσμο. Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό συνέχιζα το περπάτημα. Αν και ένιωθα σα να βρίσκομαι σε νησί, υπήρχαν διάφοροι παράγοντες που άθελά τους μου υπενθύμιζαν ότι είμαι ακόμα στην Αθήνα. Για παράδειγμα, η πλούσια και πυκνή βλάστηση. Όπου και να κοιτούσα έβλεπα φυτά και λουλούδια σε γλάστρες. Η Ανάφη ως νησί των Κυκλάδων χαρακτηρίζεται από την ξηρασία της και το ελάχιστο πράσινο. Έπειτα, τα σπίτια ήταν μεν άσπρα, μα τα πατζούρια και οι πόρτες ήταν κατά το πλείστον βαμμένα μπορντώ, ενώ στην Ανάφη όλα είναι άσπρα – μπλε. Κάτι άλλο ήταν τα ζώα – και συγκεκριμένα οι γάτες – ένα θέαμα πολύ οικείο για τα κυκλαδίτικα νησιά, μα όχι για την Ανάφη. Αυτό ήταν κάτι που με παραξένεψε πάρα πολύ τα πρώτα χρόνια που επισκεπτόμουν το νησί μου. Μα πώς είναι δυνατόν, σκεφτόμουν, να μην υπάρχει ούτε μία γάτα ούτε σκύλος σε αυτό το νησί; Έτσι ρώτησα και μπορώ να πω πως η απάντηση που έλαβα δεν

ήταν καθόλου ευχάριστη. Κάποτε, μου είπαν, το νησί είχε πολλές γάτες και κάποια σκυλιά, όπως κάθε άλλο νησί. Μα κάποια στιγμή, οι άνθρωποι αποφάσισαν να τα εξοντώσουν με την δικαιολογία ότι «ενοχλούσαν τους τουρίστες». Έτσι στο νησί δεν έμεινε γάτα για γάτα. Μερικές όμως πρέπει να διέφυγαν στα βουνά και να ήρθαν πάλι στο χωριό μετά από αρκετό καιρό γιατί τα τελευταία δύο χρόνια έχω πετύχει δυο – τρεις γάτες στο χωριό. Τα σκυλιά είναι μια άλλη ακόμα πιο θλιβερή ιστορία. Εξοντώθηκαν όλα τα αδέσποτα, όπως οι γάτες, και έμειναν αυτά που είχαν ιδιοκτήτες, οι οποίοι τα χρησιμοποιούσαν κυρίως για κυνήγι. Αν εξαιρέσουμε την ιστορία με τα ζώα στην Ανάφη, όλα αυτά που είδα στα Αναφιώτικα συνέθεταν μια πολύ ωραία εικόνα, μα απέκλιναν αρκετά από την εικόνα της Ανάφης. Μετά από αρκετή ώρα περπάτημα μέσα στα σοκάκια, αντίκρισα μπροστά μου το τοπίο της Αθήνας: πάρα πολλά σπιτάκια, όλα χτισμένα κοντά μεταξύ τους και το Λυκαβηττό. Μου φάνηκε πολύ περίεργο, εκεί που ήμουν να φαινόταν σαν να είμαι σε νησί και μπροστά μου να απλώνεται όλη η Αθήνα. Κάθισα αρκετή ώρα να παρατηρώ αυτό το όμορφο τοπίο, μέχρι που ξαφνικά άρχισε να γουργουρίζει η κοιλιά μου. «Καιρός ήταν», σκέφτηκα. «Για να σκεφτώ, τι θα ταίριαζε να φάω με όλα αυτά που είδα σήμερα; Μα σουβλάκι φυσικά!». Έτσι άρχισα να παίρνω το δρόμο της επιστροφής. Καθώς έφευγα από τα Αναφιώτικα, γύρισα πίσω και κοίταξα μια τελευταία φορά αυτή την αναπαράσταση του νησιού μου. Χαμογέλασα και σκέφτηκα: «Όχι και άσχημα. Αχ, πόσο θέλουμε ακόμα για το καλοκαίρι;». Γύρισα το κεφάλι μου πάλι μπροστά και ο μεσημεριανός αθηναϊκός ήλιος έπεσε μέσα στα μάτια μου και έτσι χρειάστηκε να βάλω το χέρι μου πάνω από το κεφάλι μου. Ένα αεράκι φύσηξε και το ένιωσα σαν ένα δροσερό χάδι στο πρόσωπό μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα και προχώρησα με αυτοπεποίθηση στους ασφαλτωμένους πια δρόμους της Αθήνας. Κατερίνα Λαμπίρη Α4

11


12


ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

ΖΗΣΤΕ ΤΟ ΤΩΡΑ! Οι λέξεις και φράσεις που είναι γραμμένες με έντονα γράμματα είναι ειπωμένες από ανθρώπους που συναντήσαμε τυχαία στο δρόμο και τους ζητήσαμε να μας πουν μια λέξη που πιστεύουν ότι χαρακτηρίζει την Αθήνα. Βγαίνοντας από το σταθμό του Μετρό στο Μοναστηράκι, αντικρίζουμε μπροστά μας το Μουσουλμανικό τζαμί, σήμα κατατεθέν της περιοχής, χτισμένο από τον Τζισταράκη στα μέσα του 18ου αιώνα. Σήμερα ανήκει στο Μουσείο Ελληνικής Λαϊκής Τέχνης και φιλοξενεί μια εντυπωσιακή έκθεση κεραμικών. Θα ήταν σημαντικό να αναφέρουμε ότι είναι το μόνο επισκέψιμο τζαμί της Αθήνας. Μπαίνουμε μέσα και εκεί συναντάμε τη Μελίτα η οποία εργάζεται στο μουσείο. Αυτή μας μιλάει με ενθουσιασμό για την ικανοποίηση που νιώθει βλέποντας το θαυμασμό στα πρόσωπα των ανθρώπων που επισκέπτονται το μουσείο καθημερινά. Συνεχίζουμε τη βόλτα μας κατευθυνόμενες προς τη λαϊκή αγορά. Περνώντας από το χαμό της πλατείας, στριμωχνόμαστε ανάμεσα σε ανθρώπους διαφόρων εθνικοτήτων. Μια Βαβυλώνα. Λίγο πιο κει, πλήθος ανθρώπων έχει περικυκλώσει μια ομάδα χορευτών, το έργο των οποίων επικροτείται με τα χειροκροτήματα όλων. Καθώς προσπαθούμε να περάσουμε μέσα από τον κόσμο, μας πλησιάζουν χαμογελαστοί διάφοροι πλανόδιοι μικροπωλητές, από τους οποίους αγοράζουμε τυχερά βραχιόλια, τα λεγόμενα «Hakuna Matata». Βρισκόμαστε πλέον στη λαϊκή αγορά. Απλώνεται μπροστά μας μια θάλασσα ανθρώπων με διαφορετικές κουλτούρες, οι οποίοι χαζεύουν τα αναμνηστικά αντικείμενα και τα παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα, προσπαθώντας να βρουν το κατάλληλο να αγοράσουν. Ενθουσιασμένοι οι τουρίστες μάς μιλάνε και μας λένε ότι θεωρούν πως η Αθήνα και ειδικότερα το ιστορικό τρίγωνο εκπέμπουν μια τέτοια ζωντάνια και θετική ενέργεια που τους μαγεύει. Στην ερώτησή μας τι τους κάνει περισσότερο εντύπωση στην πόλη μας απαντούν ότι το φως σε συνδυασμό με την καλή διάθεση των ανθρώπων και την αισιοδοξία που εκπέμπεται από τις ψυχές τους δημιουργούν μια μοναδική ατμόσφαιρα. Φτάνοντας στο πεζόδρομο του

Μοναστηρακίου (κοντά στο Θησείο), ο οποίος σφύζει όλες τις ώρες της ημέρας από ζωή, μαγευόμαστε από το γραφικό τοπίο που απλώνεται μπροστά μας. Πίσω από έναν από τους πάγκους των μικροπωλητών συναντάμε τον κύριο Νίκο, ο οποίος μοιράζεται μαζί μας την εμπειρία του να περνάει εκεί τις περισσότερες ώρες της ημέρας: «Το να δουλεύεις στο κέντρο της Αθήνας έχει και τα καλά του και τα κακά του. Τις πρωινές ώρες βλέπεις μαμάδες με καροτσάκια, παρέες παιδιών, ζευγάρια να κάνουν τη βόλτα τους θαυμάζοντας τα αρχαία μνημεία και τον αθάνατο πολιτισμό που αποτυπώνεται πάνω σε αυτά. Καθώς πέφτει η νύχτα όμως το τοπίο αλλάζει και η περιπέτεια ξεκινά. Όσο περνάει η ώρα, αρχίζουν να περνάνε από εδώ κυρίως νεαροί και μετά τα μεσάνυχτα η κίνηση σιγά σιγά κοπάζει και πια βλέπεις μόνο μερικούς μεθυσμένους που προσπαθούν να βρουν το δρόμο για τα σπίτια τους.» Έπειτα, κατευθυνόμενες προς την Πλάκα, συναντάμε ένα γκρουπ μουσικών του δρόμου, οι οποίοι μας καλούν να τραγουδήσουμε μαζί τους. «Ζήστε το τώρα!», μας φωνάζουν, καθώς ετοιμαζόμαστε να συνεχίσουμε το δρόμο μας. Σε ένα παραδοσιακό καφενείο πιο κάτω συναντάμε τον κύριο Μίμη, ο οποίος ζει στην Αθήνα τα τελευταία εξήντα χρόνια. «Η Πλάκα είναι μια γειτονιά η οποία έχει μείνει αναλλοίωτη στο χρόνο με την αυθεντικότητα την οποία ελπίζω να διατηρήσει στο πέρασμα των χρόνων και τη γαλήνη που αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Εγώ θυμάμαι την Πλάκα από όταν είχε δύο - τρία παραδοσιακά καφενεία. Καθώς πέρασε ο χρόνος βέβαια, άλλαξε και έγινε πιο εμπορική. Όμως, εξακολουθεί να εκπέμπει έντονα το στοιχείο του ελληνικού πολιτισμού, πράγμα που την καθιστά ένα από τα αγαπημένα μου μέρη στο κέντρο». Με γλυκιά την εικόνα της παλιάς Αθήνας στο μυαλό μας, καθισμένες στα βραχάκια, αγναντεύουμε τη θέα της Ακρόπολης και της μενεξεδένιας πολιτείας μας. Μαρίνα Ανδριωτάκη Α4 Χρύσα Κανακάκη Α1 Μιράντα Μαυρέα Α2

13


ΒΛ. ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΧΑΡΤΗ, ΑΡ. 59 Κατεβαίνοντας από το σταθμό του τρένου στο Μαρούσι, ανάμεσα σε δεκάδες μαθητές οι οποίοι κατευθύνονταν προς τα φροντιστήριά τους, διέκρινα ένα γνώριμο πρόσωπο. Ήταν μία αγαπημένη καθηγήτρια από τα παλιά: η κα Αναστασία. Στάθηκα για λίγο να τη χαιρετήσω, αλλά σύντομα κατάλαβα ότι τα πράγματα που είχαμε να πούμε ήταν περισσότερα απ’ όσα νόμιζα! Έτσι, της πρότεινα να καθίσουμε κάπου να πούμε τα νέα μας για λίγο. Εκείνη αμέσως δέχτηκε κι έτσι διασχίσαμε παρέα την οδό Ερμού, τον πιο πολυσύχναστο δρόμο του Αμαρουσίου. Καθώς κατηφορίζαμε κι έχοντας απορροφηθεί από τη συζήτησή μας, μου γεννήθηκε η απορία: πώς άραγε να ήταν το Μαρούσι παλιά; Πώς να ήταν αυτός ο δρόμος πριν εξελιχθεί το Μαρούσι σε ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά και επιχειρηματικά κέντρα του λεκανοπεδίου; Δεν δίστασα και αμέσως έθεσα το ερώτημά μου στην κα Αναστασία, που ήξερα πως είχε μεγαλώσει στο προάστιο και γνώριζε κάθε σπιθαμή αυτού του τόπου. Εκείνη αμέσως ανταποκρίθηκε κι άρχισε να μου περιγράφει το Μαρούσι των παιδικών της χρόνων. Ξεκινώντας, λοιπόν, άρχισε να μου μιλάει για την οδό Ερμού κρίνοντας πως η διήγησή της έπρεπε να ξεκινήσει από το πιο χαρακτηριστικό δείγμα

14

μεταμόρφωσης του Αμαρουσίου στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων. «Τίνα μου», μου είπε, «η οδός Ερμού ήταν ένας από τους κεντρικότερους αυτοκινητόδρομους του Αμαρουσίου στη διάρκεια της δεκαετίας του ‘80». Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε: «Ήταν ένας στενός δρόμος γεμάτος ζωή. Ήταν η άνοδος προς το σταθμό του τρένου». Όμως, η Ερμού φαίνεται πως ήταν ο γνωστότερος εμπορικός δρόμος του Αμαρουσίου ήδη από τη δεκαετία του ‘50. Όλοι μαζεύονταν στου Σκαγιεράκη. Επίσης, η κα Αναστασία δεν παρέλειψε να αναφερθεί σε στοιχεία της καθημερινότητας, όπως η συνήθεια των σχολικών μαθημάτων κάθε Σάββατο, οι δεκάδες χωματόδρομοι για ατελείωτο παιχνίδι, οι λιγοστοί κάτοικοι της περιοχής, καθώς και οι σχολικοί περίπατοι στα περίχωρα του Αμαρουσίου, στην περιοχή που σήμερα αναπτύσσεται το οδικό δίκτυο της Αττικής Οδού. Ακόμα, είναι χαρακτηριστικό ότι η λεωφόρος Κηφισίας, αποτελούμενη σήμερα από τρεις λωρίδες στην άνοδο και άλλες τόσες στην κάθοδο, δεν αποτελούσε παρά έναν σχετικά μικρού μήκους δρόμο που ένωνε το Μαρούσι με την Αθήνα. Καθώς κυλούσε η συζήτηση, εμείς προχωρούσαμε ώσπου φτάσαμε σε μια από τις γνωστότερες

Οδός Ερμού, Μαρούσι. Το 1999 εκδόθηκαν χάρτες με τις εμπορικές οδούς του Αμαρουσίου που περιλαμβάνουν λεπτομερώς τις θέσεις των καταστημάτων κατά τη δεκαετία του ‘50. Ο χάρτης αποτυπώνει χαρακτηριστικά τον εμπορικό χαρακτήρα της Ερμού.

πλατείες του Αμαρουσίου: την κεντρική πλατεία Κασταλίας. Η «ξεναγός» μου βιάστηκε να μου πει για την κρήνη της Κασταλίας: «Εδώ που βλέπεις, από αυτήν εδώ την κρήνη, προμηθεύονταν το νερό τους οι Μαρουσιώτες των αρχών του 20ου αι. Κι εμένα ο πατέρας μου μού τα διηγιόταν όταν ήμουν μικρή. Μην φανταστείς ότι είμαι τόσο αρχαία!», είπε κι εγώ γέλασα. Στη σημερινή κρήνη διακρίνουμε μία στήλη πάνω στην οποία είναι τοποθετημένο ένα αγαλματίδιο της Αρτέμιδος και μερικές περίτεχνες κεφαλές λεόντων στις βρύσες. Έτσι, λοιπόν, συνεχίσαμε τη βόλτα μας ακολουθώντας μία παράλληλο της οδού Ερμού, ώστε να επιστρέψουμε στο σταθμό του τρένου. Στη διάρκεια της επιστροφής είχα τη χαρά να ακούσω για παιδικές αναμνήσεις της κυρίας Αναστασίας και να διαπιστώσουμε μαζί μια απίστευτη σύμπτωση: ότι η κα Αναστασία ήταν συμμαθήτρια με την αγαπημένη φίλη της μαμάς μου στο σχολείο! Μα τι γέλιο που κάναμε όταν το καταλάβαμε! Και τότε ήταν που φτάσαμε στο σταθμό και αποχαιρετήσαμε η μία την άλλη πολύ θερμά. Τότε, εγώ κοίταξα το ρολόι μου κι είδα ότι η ώρα είχε φτάσει! Έφυγα, λοιπόν, σχεδόν πετώντας για να συναντήσω τα παιδιά στο τρένο! Τίνα Σοφιανού Β1


ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Η ΑΓΑΠΗ ΠΗΓΑΙΝΟΕΡΧΕΤΑΙ Λεωφόρος Βασιλίσσης Αμαλίας, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, κατά το σούρουπο. Βρέχει σιγανά και οι σταγόνες ανταγωνίζονται η μία την άλλη στο τζάμι του λεωφορείου. «Η Άννα μου ‘πε Παύλο, η Αθήνα είναι τρελή, τη νύχτα είναι ολοφώτιστη, τη μέρα σκοτεινή», ακούγεται η φωνή του Σιδηρόπουλου από τα ακουστικά του διπλανού. Και έτσι κάπως, εξερευνητές στην ίδια μας την πόλη, βρεθήκαμε να κατεβαίνουμε στη Βουλή, εκεί που η Αμαλίας δίνει τη θέση της στην Πανεπιστημίου. Η οδός αυτή σίγουρα αποτελεί ένα δρόμο ορόσημο για το κέντρο. Εκτείνεται ανάμεσα στις δύο ιστορικότερες ίσως πλατείες της Αθήνας, από το Σύνταγμα ως την Ομόνοια, και προσφέρεται ιδανικά για έναν περίπατο με ενδιαφέρουσες στάσεις, με αναδρομές στη μνήμη, με εστίαση στα θετικά και τα αρνητικά του παρόντος. Ο δρόμος από μόνος του είναι μία ακτινογραφία, κτήριο προς κτήριο, της πόλης, των ανθρώπων της και των ρυθμών της. Αρχίζουμε, λοιπόν, τη βόλτα μας από την πλατεία Συντάγματος. Η ιστορία της ονοματοδοσίας της είναι γνωστή: μέχρι το Σεπτέμβριο του 1843 ονομαζόταν «Πλατεία Ανακτόρων», ώσπου έλαβε χώρα η Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, με την οποία ο βασιλιάς Όθωνας υποχρεώθηκε από μεγάλο πλήθος λαού να παραχωρήσει Σύνταγμα. Η ιστορία της πλατείας είναι τεράστια. Πιάνουμε την κουβέντα με έναν κύριο που έτυχε να κάθεται σε ένα από τα παγκάκια της πλατείας: «Νοσταλγώ την παλιά πλατεία. Είχαμε τότε τα καφενεία του Ζαχαράτου και του Αντωνιάδη – εσείς δεν τα έχετε προλάβει αυτά. Λειτουργούσε το ιστορικό ζαχαροπλαστείο «Άι Λάιφ» του Ζαβορίτη, με τις ονομαστές σοκολατίνες, που το θεωρούσαν νυφοπάζαρο. Εκεί γίνονταν συνοικέσια. Εγώ μια φορά είχα πάει και αντί να βρω τη γυναίκα της ζωής μου μέσα, τη συνάντησα έξω από το μαγαζί, με ένα φουστανάκι, μέσα στη βροχή και το κρύο, να προσπαθεί να βρει ταξί. Της έδωσα το παλτό μου, και πώς τα έφερε έτσι η τύχη, σε έξι μήνες είχαμε παντρευτεί. Πώς το λέμε, έρωτας με την πρώτη ματιά!». Ανεβαίνουμε τα σκαλοπάτια της πλατείας. Από τη μία, ατενίζουμε την Ερμού μέχρι την Καπνικαρέα και από την άλλη, αντικρίζουμε το κτήριο της Βουλής. Προσπερνάμε τη στολισμένη

Μεγάλη Βρετάνια και συναντάμε το Zonar’s. To Zonar’s ήταν ανέκαθεν συνυφασμένο στο μυαλό μου με μια παλιά αθηναϊκή γοητεία και αίγλη: με κρύσταλλα, πολυελαίους, καθρέφτες, σερβίτσια και λινά τραπεζομάντηλα και θαμώνες. Ελύτης, Γκάτσος, Μερκούρη, Μπόρχες, Άντονι Κουίν, Σοφία Λόρεν… Και ποιος δεν πέρασε από εκεί. Η πόρτα του νέου Zonar’s άνοιξε σαν μια λεπτή μετάβαση που ακροβατεί ανάμεσα σε δύο κόσμους, ανάμεσα στο δεκεμβριανό κρύο μιας πόλης αποκαμωμένης και σε μια ζεστή ατμόσφαιρα με τον απόηχο μιας άλλης εποχής. «Καλορίζικο!», εύχεται ο ηλικιωμένος άνθρωπος στον νεαρό στην είσοδο της Βουκουρεστίου. Λίγα δευτερόλεπτα πριν, τον άκουγα να λέει στη γυναίκα του: «Κοίτα, άνοιξε ξανά ο Ζωναράς!». Δεν ξέρω πόσοι γνωρίζουν πως το Zonar’s οφείλει το όνομά του στον Ελληνοαμερικάνο Κάρολο Ζωναρά. Αυτό όμως που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι πως η επαναλειτουργία του αποτέλεσε γεγονός για ντόπιους και ξένους επισκέπτες. Σταθήκαμε για λίγο κοντά στο συγκεκριμένο σημείο και ρωτήσαμε ορισμένους περαστικούς: «Ποια είναι η ομορφότερη στιγμή της ημέρας σας και ποια η χειρότερη;» Το Zonar’s αποτελούσε απάντηση και στις δύο ερωτήσεις, αποδεικνύοντας περίτρανα τον αντιφατικό χαρακτήρα αυτής της πόλης. Η Αθήνα, ανεξάρτητα από το αν κάποιος τη θεωρεί όμορφη, άσχημη, παραμελημένη, επικίνδυνη ή περιποιημένη και ευχάριστη, είναι μια πόλη αλλεπάλληλων αντιθέσεων και συνθέσεων με παλιούς και νέους θησαυρούς που συνυπάρχουν κάποιες φορές αρμονικά, κάποιες άλλες όχι και τόσο. «Τραβάει» τον επισκέπτη να βρει τις δικές του αγαπημένες γωνιές και να σχηματίσει ανεξίτηλες αναμνήσεις. Ικανή να αποτυπωθεί στην ψυχή κάθε υποψήφιου «Οδυσσέα». Το μόνο που χρειάζεται να κάνει κάποιος είναι να αφεθεί... Ο ήχος των οχημάτων και της κίνησης μάς επανέφερε στην πραγματικότητα. Πρόλαβα να διακρίνω ένα αυτοκίνητο: ένα μικρό κοριτσάκι είχε κολλήσει το πρόσωπο του στο παράθυρο, ρουφώντας αχόρταγα τις εικόνες της χριστουγεννιάτικης Αθήνας στη διάρκεια μιας συναρπαστικής διαδρομής που αποκτούσε κινηματογραφικές

διαστάσεις. Συνεχίσαμε και εμείς τη βόλτα μας. Περάσαμε στην απέναντι πλευρά του δρόμου, όπου δέσποζε η επιβλητική Τριλογία: η Ακαδημία, το Πανεπιστήμιο και η Βιβλιοθήκη. Τα συναισθήματα, όταν αντικρίζει κανείς αυτά τα κτήρια, είναι ανάμεικτα. Σίγουρα, υποβάλλουν τον επισκέπτη σε συναισθήματα δέους με τη νεοκλασική αρχιτεκτονική τους, λες και στέκουν ακοίμητοι φρουροί ενός αρχαίου μεγαλείου. Ωστόσο, αφουγκράζονται απόλυτα και τον σύγχρονο παλμό της πόλης. Το Πανεπιστήμιο είναι μόνιμα στην επικαιρότητα, κάθε φορά που οργανώνονται πορείες, διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες, ενώ τα πεζοδρόμια μπροστά γεμίζουν από αμέτρητους μικροπωλητές. Στο σημείο εκείνο γίνεται και μία συναυλία για τους Γιατρούς του Κόσμου. Και οι διοργανωτές φωνάζουν από το μικρόφωνο «Η αγάπη πηγαινοέρχεται!». Τα γκράφιτι κυριαρχούν στο τοπίο, εγείροντας το ερώτημα αν αποτελούν βανδαλισμό ή τέχνη. Συχνά, βέβαια, κομματικά περίπτερα και άλλες πολιτικά (υπερ)χρωματισμένες εγκαταστάσεις συνυπάρχουν στον χώρο. Η Τριλογία, λόγω της θέσης της κυρίως, ήταν ζωντανό κομμάτι της πόλης και σίγουρα κανείς δεν τη θέλει μαυσωλείο. Προκειμένου να αποκτήσει τη σημερινή μορφή της, χρειάστηκαν πάνω από 60 χρόνια. Ωστόσο, φαίνεται πως κάποιοι αγνοούν και αδυνατούν να συλλάβουν τις ιδέες που εκπροσωπεί, ως κέντρο μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας, δηλαδή την ευνομία, την καλλιέπεια και τη συνεκτική δύναμη, ενώ άλλοι, αντιλαμβανόμενοι αυτά, αποσκοπούν στον εξευτελισμό και την αποδυνάμωσή τους. Επιπρόσθετα, η περιοχή πίσω από τα οικοδομήματα μαστίζεται από τη χρήση ναρκωτικών, από πρόσωπα κυρίως νέα, μα ήδη εξαντλημένα και εξουθενωμένα, να παρακαλούν για λίγα ψιλά. «Η Αστυνομία τα ξέρει όλα αυτά, την καλούμε, τα βλέπουνε, μα κανείς δεν ασχολείται. Δηλαδή πρέπει να πεθάνει κάποιος για να ασχοληθούνε;», αναρωτιέται με απογοήτευση ένας περιπτεράς της περιοχής. Η υποκρισία και η υποτελής νοοτροπία έχουν καταβαραθρώσει την Αθήνα και το εντυπωσιακό είναι ότι αυτή η βαθύτατη παρακμή εκλαμβάνεται σαν

15


16


ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Η ΑΓΑΠΗ ΠΗΓΑΙΝΟΕΡΧΕΤΑΙ (συνέχεια) κάτι δεδομένο πλέον. Αφήνουμε πίσω μας την Τριλογία. Πόσο συχνά εκεί που βαδίζουμε βιαστικοί και απορροφημένοι στα προβλήματά μας στρέφουμε το βλέμμα, σηκώνουμε το κεφάλι, και παρατηρούμε τα κτήρια και τα μνημεία που έμειναν να θυμίζουν την ιστορία της πρωτεύουσας που άρχισε να γράφεται από τον 19ο αιώνα και μετά… Στη γωνία Πανεπιστημίου και Ιπποκράτους, αντικρίζω το ογκώδες, για τα μέτρα της Αθήνας, μέγαρο γραφείων, αναλογιζόμενη πόσα κτήρια σπάνιας θέσης προβολής παραμένουν άγνωστα, μισοφωτισμένα και αγνοημένα στην ιστορία της πόλης. Εδώ, ένας άσημος, γκρίζος «κολοσσός», ήδη 60 ετών, σε μία εντυπωσιακά προνομιούχο θέση στην καρδιά της Αθήνας. Το «Μέγαρον Παλλάδος» χτίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Οι Αθηναίοι της εποχής έβλεπαν την πόλη να αλλάζει θεαματικά και σταδιακά να βελτιώνει τις υποδομές της. Το μνημειακών διαστάσεων αυτό κτήριο είχε έναν ιδιαίτερο συμβολισμό, ερχόταν να προοικονομήσει το μέλλον της πόλης. Άλλωστε, η αστική τάξη αποζητούσε λίγη επισημότητα μετά τον πόλεμο και μία διακριτική επαναφορά του κλασικού κανόνα. Αυτά τα κλασικότροπα «μοντέρνα κτήρια» γρήγορα έγιναν ταυτόσημα της «νέας ζωής». Το οκταώροφο κτήριο, αναμφίβολα, έχει να διηγηθεί αναρίθμητες ιστορίες μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους, τα διαδοχικά γραφεία, τις κρυμμένες αποθήκες, τα μικρά και μεγάλα μαγαζιά στη στοά. Όπως και αναρίθμητες θα είναι οι αναμνήσεις από βιώματα και εμπειρίες, αλλά και τα ατέλειωτα βλέμματα από τα παράθυρα που αντανακλούν το αττικό φως και υπνωτίζονται από τη θέα της αθηναϊκής τριλογίας. Λίγα βήματα μετά, βρεθήκαμε απέναντι από τη Στοά του Βιβλίου, όπου βρίσκονται 20 βιβλιοπωλεία που φιλοξενούν πάνω από 60 εκδοτικούς οίκους. Στο χώρο διοργανώνονται εκθέσεις και παρουσιάσεις βιβλίων, πλήθος πολιτιστικών εκδηλώσεων και μουσικών βραδιών. Ξεχωριστή θέση στο υπόγειο της Στοάς του Βιβλίου έχει το θρυλικό Θέατρο Τέχνης του σκηνοθέτη Κάρολου Κουν. Ο Κουν δόθηκε στο Θέατρο και του έδωσε «εκ του υστερήματος και εκ του περισσεύματός του» τα πάντα, θεωρώντας τη Σκηνή σαν το πιο πρόσφορο και γόνιμο καλλιτεχνικό

μέσο για να εκφράσει τα πάθη και τα οράματά του, για να κοινωνήσει με άλλους «παθιασμένους» σαν κι αυτόν και να επικοινωνήσει με το κοινό. Γενικότερα, οι στοές της πόλης κουβαλούν τις δικές τους ιστορίες. Πάντα κάτι αλλάζει στην ατμόσφαιρα, λες και εισερχόμαστε σε μικρά παράλληλα σύμπαντα μέσα στην πόλη με τα δικά τους ιδιόρρυθμα μοτίβα. Σαν να ξαποσταίνουμε λίγο από τους έντονους ρυθμούς της πόλης: να φανταζόμαστε τις ιστορίες πίσω από τους ανθρώπους που τις διάβηκαν, από τις φωτεινές ή σκοτεινές ταμπέλες, από τα χρώματα στους τοίχους, από τις μυρωδιές. Ξεχωριστή είναι η στοά που ενώνει την Ιπποκράτους με την Ακαδημίας, η οποία έχει συνδεθεί άρρηκτα με τον πολιτισμό, τα γράμματα και τις τέχνες: παλιά δισκοπωλεία με σπάνια βινύλια κλασικής μουσικής, διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ που γίνονται και στις αίθουσες του κινηματογράφου Όπερα, το πανέμορφο βιβλιοπωλείο Ορίζοντες. Μια κυρία που μένει κοντά στη στοά μας λέει: «Η στοά έχει μείνει σχεδόν αναλλοίωτη στα χρόνια, ίσως λιγάκι να έχουν αλλάξει τα μαγαζιά και οι άνθρωποι που συχνάζουν, μα η αίσθηση που αποπνέει παραμένει ίδια. Θυμάμαι επί Χούντας εδώ σύχναζαν οι εκοφίτες… Επίσης, στο σινεμά της στοάς, στην Όπερα, είχε προβληθεί «Ο τελευταίος Πειρασμός» του Σκορτσέζε. Άσε τι είχαμε περάσει τη νύχτα της πρεμιέρας, όπου είχαν συγκεντρωθεί οι παπάδες για να διακόψουν την προβολή». Περπατήσαμε μέχρι την Ομόνοια. Ήταν 18 Δεκέμβρη και η πορεία για την Παγκόσμια Μέρα Μεταναστών/τριών μόλις ξεκινούσε. Μεταναστευτικές, αντιρατσιστικές, αντιφασιστικές και πολιτικές οργανώσεις προετοιμάζονταν. Όπως μας ενημέρωσαν οι ίδιοι: «Δεν μένουμε παρατηρητές στο δράμα της προσφυγιάς, δεν σιωπούμε μπροστά στις αιτίες και τους υπεύθυνους για τους πολέμους, δεν επιτρέπουμε να μετατραπούν οι οικονομικοί και πολιτικοί πρόσφυγες σε αποδιοπομπαίους τράγους. Πάνω από όλα, άλλωστε, είμαστε όλοι άνθρωποι και πρέπει να συμπαραστεκόμαστε ο ένας στον άλλον». Αν και Παγκόσμια Μέρα Μεταναστών, λόγος γίνεται κυρίως για τους πρόσφυγες. Αναντίρρητα, η προσφυγική κρίση αποτελεί ίσως το πιο φλέγον

ζήτημα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας, μία ανθρωπιστική κρίση με πανευρωπαϊκές διαστάσεις. Ένας στους 122 ανθρώπους στον κόσμο σήμερα είναι είτε πρόσφυγας είτε εκτοπισμένος εντός της χώρας του και ο αριθμός των προσφύγων το 2014 έφθασε το ρεκόρ των 59,5 εκατομμυρίων. Γενικότερα, η πλατεία συνοδεύεται από μια άσχημη φήμη, ωστόσο η Ομόνοια μετεξελίσσεται σε κοιτίδα πρωτοπόρων ιδεών και προτάσεων. Περίτρανο παράδειγμα αποτελεί η Μπιενάλε. Η διοργάνωση έχει τον τίτλο «Ομόνοια», που την καθορίζει συμβολικά αλλά και γεωγραφικά και περιλαμβάνει μια σκυταλοδρομία εικαστικών, εκθέσεων και δράσεων, μέσα από την οποία αναπτύσσεται ένα νέο αφήγημα. Και ποιο είναι αυτό σύμφωνα με τους διοργανωτές; «Μα δεν ξέρουμε ακόμα το περιεχόμενό του. Γράφεται αυτή τη στιγμή, και έτσι η Αθήνα γίνεται όντως μια από τις πιο ενδιαφέρουσες πόλεις στον κόσμο...». Ιστορικά ονόματα πολιτικών, βασιλιάδων και πρωθυπουργών και αρχιτεκτόνων, ημερομηνίες-ορόσημα, καφενεία-θρύλοι, θέατρα-μύθοι, κτήρια που στιγμάτισαν την πόλη, όλα αυτά προσδίδουν το δικό τους μικρό λιθαράκι σε ένα μοναδικό μωσαϊκό αισθήσεων. Μένει να το ανακαλύψουμε… Βασιλική Πουλά Α2

17


Η ΕΛΕΝΗ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΤΟΥ... ΘΗΣΕΙΟΥ Σταθμός: Θησείο Πρώτη μυρωδιά: Ψημένα κάστανα Πρώτη εικόνα: Ακρόπολη Βόλτα στο Θησείο. Σάββατο πρωί. Ο κόσμος λίγος και ο καιρός βροχερός, μα το τοπίο το ίδιο όμορφο όπως κάθε μέρα, μόνο που αυτή τη φορά κάτι υπήρχε στην ατμόσφαιρα που το έκανε πιο απόκοσμο. Πράγματι, κάτι που προσέδιδε στο Θησείο μια γοητεία μυστηριώδη. Σκοπός της βόλτας μας ήταν να δούμε την οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου με μια ματιά διαφορετική απ’ ό,τι συνήθως και μπορώ να πω ότι οι συνθήκες μάς το επέτρεψαν και με το παραπάνω. Έτσι, η βόλτα μας άρχισε με μια απλή ερώτηση: «τι παρατηρείς;» Δρόμος πλακόστρωτος, περιβάλλον καθαρό, πλανόδιοι με την πραμάτεια τους καλυμμένη αναμένοντας τη βροχή. Το ενδιαφέρον μας μαγνήτισαν τα αντικείμενα που πωλούνταν πάνω στο δρόμο: μικρά κάδρα με ποικίλες, αλλά απλές παραστάσεις, παιχνίδια με όλους τους ήρωες της Disney σε διαστάσεις μινιατούρας (αρκετά παλιά μοντέλα σε σχέση με τους ήρωες των παιδικών cartoon των ημερών μας), ξυλόγλυπτα αγαλματίδια και είδη σπιτιού, πλεκτά ρούχα, κοσμήματα, κάστανα, καλαμπόκια... Μια ατελείωτη ποικιλία που θα μπορούσε να καλύψει τον καταναλωτικό αυθορμητισμό κάθε περιπατητή! Έτσι κι εμείς δεν διστάσαμε να αγοράσουμε ένα σακουλάκι ψητά κάστανα για τη βόλτα μας. Άλλες εικόνες που είδαμε ήταν οι πολυάριθμες καφετέριες, η μία δίπλα στην άλλη, πάνω στο δρόμο και τουρίστες που περπατούσαν φωτογραφίζοντας τον Παρθενώνα. Φτάνοντας στο ύψος μιας μικρής χωμάτινης

18

πλατείας, αποφασίσαμε να διακόψουμε για λίγο τη βόλτα μας για ένα ζεστό τσάι στην καφετέρια Αθηναίων Πολιτεία. Σημείο συνάντησης τόσο των ντόπιων όσο και των επισκεπτών, η εν λόγω καφετέρια στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό, διατηρητέο κτήριο, που χρονολογείται από το 1908 κι αρχικά λειτουργούσε ως μεγαλομπακάλικο. Εκεί συζητήσαμε για όσα παρατηρήσαμε στη βόλτα μας και απολαύσαμε τη θέα στην Ακρόπολη. Έχοντας ανανεώσει τις δυνάμεις μας, θελήσαμε να βγούμε από την προκαθορισμένη διαδρομή και να στρίψουμε σε ένα στενό. Αυτό που μας προσέλκυσε εκεί ήταν μια εκκλησία σε ένα απόμερο σημείο της πλαγιάς. Ήταν η εκκλησία της Αγία Μαρίνας. Αυτή ήταν φροντισμένη και καλοχτισμένη με μαρμάρινες πλάκες στον περίγυρό της. Μάλιστα, σ’ ένα από τα μαρμάρινα σκαλιά της εισόδου παρατηρήσαμε κάποιες λέξεις γραμμένες με graffiti. Αυτές ήταν: «Ελένη σ’ αγαπώ». Αφού σχολιάσαμε με γέλιο την αναγραφόμενη φράση, αναρωτηθήκαμε αν μας «ενοχλούσε» κι αν εμείς ως έφηβοι θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε «βανδαλισμό» αυτού του είδους την παρέμβαση. Προσωπικά, δεν θα έλεγα ότι ενοχλήθηκα. Όμως, ακόμη και τώρα, αντιλαμβάνομαι την αισθητική υποβάθμιση που προκαλεί μια τέτοιου είδους αυτόβουλη παρέμβαση στον χώρο από άλλα άτομα. Με κατεύθυνση το σταθμό του Μετρό «Ακρόπολη» συνεχίσαμε την πορεία μας παρατηρώντας την ομορφιά του τοπίου. Παρατηρήσαμε μάλιστα ότι οι γύρω λόφοι ήταν γεμάτοι με ελιές και θυμηθήκαμε το μύθο

για τον αγώνα του Ποσειδώνα και της Αθηνάς για την ονομασία της πόλης. Ο μύθος λέει ότι ο μεν Ποσειδώνας πρόσφερε θαλασσινό νερό στους κατοίκους της πόλης για να της δώσουν το όνομά του, η δε Αθηνά το δέντρο της ελιάς. Όπως φαίνεται, οι Αθηναίοι διάλεξαν το δεύτερο και η πόλη τελικά ονομάστηκε Αθήνα! Περπατήσαμε λίγο ακόμα και ανεβήκαμε στο λόφο του Λουμπαρδιάρη από τον οποίο είδαμε όλη την Αθήνα! Εκεί βρήκαμε κι ένα πέτρινο πεζουλάκι, όπου κάτσαμε για λίγο να απολαύσουμε! Όσο καθόμασταν είδαμε πολλούς τουρίστες να περνούν από το σημείο, ενώ πολλά ήταν και τα ζευγαράκια που επέλεξαν το ρομαντικό μονοπάτι για την πρωινή τους βόλτα. Κι αφού τελειώσαμε και με τη δεύτερη στάση μας, επιστρέψαμε στο δρόμο μας και τελικά φτάσαμε στο σταθμό «Ακρόπολη» από τον οποίο πήραμε το Μετρό για την επόμενη στάση μας, τον «Κεραμεικό», και τη συνάντησή μας με τον αγαπημένο μας καλλιτέχνη Πάνο Μουζουράκη! Τίνα Σοφιανού Β1


ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

ΠΑΝΟ (SIC) ΣΤΟ ΓΚΑΖΙ Πάντα μου φαινόταν περίεργο το Γκάζι πριν τις 8 το βράδυ. Ίσως γιατί εγώ το έχω συνδυάσει αποκλειστικά με όλες τις συναυλίες που έχω δει εκεί, σε ένα από τα πιο όμορφα μέρη μουσικής και πολιτισμού της Αθήνας, στην Τεχνόπολη, αλλά και στο Gazarte. Έτσι, όταν βρέθηκα να περιπλανιέμαι γύρω από την πλατεία του Κεραμεικού, τρέμοντας από το κρύο αλλά και το άγχος, αισθάνθηκα λες και βρισκόμουν σε ένα ξένο μέρος, παρόλο που είχα βρεθεί εκεί αμέτρητες φορές στο παρελθόν. Η πλατεία ήταν σχεδόν άδεια. Οι παρέες των νέων που συναντάς πάντα, αραγμένων στο γρασίδι, όταν το μόνο φως προέρχεται από τα φανάρια που υψώνονται δίπλα στα δέντρα, είχαν εξαφανιστεί, και οι μόνοι ήχοι που έσπαγαν αυτή την ησυχία έρχονταν από μια μικρή εκδήλωση για την προώθηση της ανακύκλωσης γυαλιών: πάνω σε μια σκηνή, μπροστά στην είσοδο του Μετρό, είχαν συγκεντρωθεί μερικοί άνθρωποι και έπαιζαν μουσική με γυάλινα αντικείμενα. Με το φως της ημέρας, παρατήρησα πανέμορφα graffiti, άλλα στο δρόμο, άλλα πάνω σε μεγάλους τοίχους πολυκατοικιών, αλλά και συνειδητοποίησα πόσες πολλές αφίσες συναυλιών ήταν κολλημένες στα τοιχάκια και σε πόσες από αυτές θα ήθελα να πάω, αλλά δεν μπορούσα, γιατί έπεφταν την ίδια μέρα. Καθώς, λοιπόν, αναρωτιόμουν πώς το Γκάζι κατέληξε από μια περιοχή γεμάτη εργοστάσια σε ένα από τα πιο in μέρη, κατέφθασε η αιτία του άγχους και του ενθουσιασμού μου. Μια από τις πιο αξιοπρόσεκτες παρουσίες της μουσικής και γενικότερα καλλιτεχνικής επικαιρότητας, ο Πάνος Μουζουράκης, και γι’ αυτούς που τον αγαπούν, απλώς «Μουζού». Αφού εγώ και η Τίνα τον πλησιάσαμε, μας χαιρέτησε εγκάρδια και ξεκινήσαμε τη βόλτα μας μέσα στην Τεχνόπολη, στο Christmas Factory που είχε στηθεί εκεί. Οι μουσικές, τα φώτα και όλα τα παιχνίδια μάς έβαλαν πολύ γρήγορα στο κλίμα των γιορτών. Ανάμεσα στους χορούς και τα τραγούδια με τους καλικάντζαρους, και στις στροφές πάνω στο καρουζέλ, είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε λίγο καλύτερα τον Πάνο Μουζουράκη, ξεκινώντας από την πορεία του προς την ίδια την Αθήνα. Γεννημένος στη Ζυρίχη, ήρθε με τους γονείς του στη Θεσσαλονίκη στην ηλικία των οκτώ ετών. «Πώς βρέθηκα στην Αθήνα; Ε, είχα παίξει σε όλα τα μαγαζιά

στη Θεσσαλονίκη, με είχαν απολύσει από όλα, και είπα ας κατέβω να δοκιμάσω την τύχη μου», αποκρίθηκε, προκαλώντας το γέλιο σε όλους μας. Μας διηγήθηκε τις πρώτες του βδομάδες στην πόλη, αλλά και πως το γεγονός ότι τον δέχτηκαν στην House Band στον Σταυρό του Νότου έδωσε τέλος στην αγωνία του. Όσο για το αγαπημένο του μέρος, «Το σπίτι μου, στο Χαλάνδρι. Βέβαια δεν είναι θέμα περιοχής. Είναι το καταφύγιό μου, εκεί που μπαίνεις μέσα, και μπορείς να είσαι ο εαυτός σου». Σχετικά με την Αθήνα είπε: «Μ’ αρέσει η Αθήνα. Μπορείς να βρεις τα πάντα. Μπορείς να δεις και την όμορφη πλευρά της, αλλά και την άσχημη πλευρά της. Αλλά και την τρελή Αθήνα, το ξεφάντωμα…». Αναφέρθηκα στη συναυλία του στον κήπο του Μεγάρου, καθώς δεν μπορούσε να διαλέξει κάποιο χώρο ή μουσική σκηνή ως τον πιο αγαπημένο του. «Ο χώρος εξαρτάται πολύ από το πρόγραμμα που θα παρουσιάσεις, από το κοινό που θα έρθει να σε δει εκείνη τη μέρα. Μπορεί να πας να παίξεις στον πιο όμορφο χώρο της Αθήνας και εκείνη την μέρα να μην είναι έτσι όπως το περίμενες. Στον Κήπο ήταν συγκινητικά. Βέβαια, αυτά τα μεγάλα πράγματα όταν σου συμβαίνουν, δεν μπορείς να τα ζήσεις ακριβώς. Εγώ πρέπει να φτάσω σε ένα σημείο μεγαλύτερης ψυχικής ωρίμανσης, ώστε να καταφέρω να αποστασιοποιηθώ από το άγχος της κατάστασης για να το ζήσω εντελώς. Υπήρχε μια τεράστια ενέργεια αγάπης και φιλίας γύρω μου, και σίγουρα εισέπραττα ένα ποσοστό, όμως όχι το εκατό τοις εκατό, γιατί έπρεπε να σκέφτομαι συνεχώς ποιο είναι το επόμενο τραγούδι, σε πόση ώρα πρέπει να τελειώσουμε και τα σχετικά». Και μιας που σε αυτή τη συναυλία συμμετείχαν πρόσωπα με τα οποία είχε συνεργαστεί μέσα στα χρόνια, μας μίλησε για αξιομνημόνευτες συνεργασίες του, όπως με τον Διονύση Σαββόπουλο και τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα, «Πέρα από την τιμή του να βρίσκεσαι μαζί τους, παίρνεις πράγματα, μαθαίνεις ποιος είναι ο σωστός τρόπος να χειρίζεσαι τον κόσμο, τη μουσική. Επίσης, με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη. Ήταν τρομερή εμπειρία να τον βλέπεις να σκηνοθετεί, να γράφει, να παίζει ταυτόχρονα. Αυτή είναι και μία από τις αναπηρίες μου, είμαι συγκεντρωτικός, μ’ αρέσει να τα κάνω όλα ταυτόχρονα». Κλείνοντας, αναφερθήκαμε σε δύο

ευρείες έννοιες. «Τόπος», είπε η Τίνα, και τον βάλαμε σε σκέψη. «Τόπος… Ο τόπος συνήθως πάει μαζί με το «σου». Σε πάει σε καταγωγή, σε ρίζα. Η πατρίδα μου είναι η Ελλάδα. Βλέπω βέβαια την Κρήτη ως καταγωγή μου, όμως ο τόπος μου είναι η Θεσσαλονίκη. «Χρόνος;», τον ρώτησε. «Με προβληματίζει ο χρόνος όσον αφορά τα πράγματα που αλλάζουνε πάνω μου. Είναι λόγω της εποχής, δηλαδή του χρόνου που έχει διανύσει ολόκληρη η ανθρωπότητα, ή λόγω του χρόνου που έχω διανύσει εγώ πάνω στον πλανήτη; Παράδειγμα, αυτό που λένε ότι γινόμαστε οι γονείς μας και μετά οι παππούδες μας… Βλέπω να αλλάζουν οι συμπεριφορές, όπως με τους φίλους μου, που οι περισσότεροι έχουν πια οικογένειες και καταλήγουμε να χανόμαστε». Μετά, μιλήσαμε για τις αλλαγές που έχει προκαλέσει ο ίδιος ο χρόνος στην ίδια την πόλη και τους κατοίκους της. «Εδώ στην Ελλάδα, λόγω της κρίσης, άρχισε να γίνεται της μόδας το να είσαι μίζερος, δηλαδή έλεγες «Τι κάνεις;» και ενώ η απάντηση ήταν «Τέλεια!», ξαφνικά έγινε «Την παλεύω», «Ε, τι να κάνω..». Δεν λέω ότι δεν ισχύει, ο κόσμος παλεύει όντως, όμως είναι μια αντιμετώπιση, η οποία σε κάνει, και να μην είσαι εντελώς χάλια, να μπεις στη διαδικασία να σκεφτείς ότι, αφού ούτε οι άλλοι δεν είναι καλά, δεν είμαι και εγώ καλά, και έτσι στερείται η ζωή μας λίγο από τη χαρά».

19


ΠΑΝΟ (SIC) ΣΤΟ ΓΚΑΖΙ (συνέχεια) Κλείνοντας, παίξαμε ένα παιχνίδι. Εμείς λέγαμε μία λέξη και αυτός έπρεπε να πει το πρώτο πράγμα που του ερχόταν στο μυαλό. - «Μουσική», είπα. - «Το πρώτο πράγμα, ε; Σιδηρόπουλος, δεν ξέρω, αυτό μου ήρθε.» - «Αθήνα» - «Σπίτι» - «Γκάζι» - «Πετρέλαιο» - «Ηθοποιός» - «Φως» - «Ταλέντο» - «Τύχη» - «Πάνος» - «Παναγιώτης» Και με αυτό τον ζωηρό τόνο, τον αποχαιρετήσαμε. Το Γκάζι, που με είχε παραξενεύσει, είχε μετατραπεί στο γνώριμο για μένα μέρος, καθώς ο χειμωνιάτικος ήλιος είχε αντικατασταθεί από το σκοτάδι και το λεπτό φεγγάρι. Και κάπως έτσι τελείωσε μια μοναδική βόλτα. Αδυνατούσα να συγκρατήσω το χαμόγελό μου στο δρόμο της επιστροφής. Τι κι αν όσοι με έβλεπαν στο τρένο νόμιζαν ότι ήμουν τρελή, εγώ ήμουν με τον Πάνο στο Γκάζι. Αντιγόνη Κατσαντώνη Α4 Τίνα Σοφιανού Β1

20


ΒΟΛΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

ΟΙ ΔΙΑΘΗΚΕΣ H Ακρόπολη αποτελεί μία από τις πιο μποέμ και ζεστές γειτονιές της πόλης μας, με πλούσιο παρελθόν και δυναμικό παρόν. Tο διαχρονικό χρώμα της παλιάς γειτονιάς συνδυάζεται με επιτυχία με τον πολυπολιτισμικό τόνο των τουριστών που συρρέουν συνεχώς από όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης. Μια γειτονιά απολαυστική, με διάχυτη ιστορική αύρα και συνάμα ανθρώπινη. Ο βραχώδης λόφος δεσπόζει στο κέντρο της Αθήνας και στέκει ακοίμητος φρουρός της για χιλιάδες χρόνια. Τα μνημεία της, αρμονικά συνταιριασμένα με το φυσικό περιβάλλον, αποτελούν μοναδικά αριστουργήματα της αρχαίας αρχιτεκτονικής, που εκφράζουν πρωτοποριακούς συσχετισμούς ρυθμών και τάσεων της κλασικής τέχνης και επηρέασαν την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία για πολλούς αιώνες αργότερα. Η Ακρόπολη του 5ου αι. π.Χ. αποδίδει με τον τελειότερο τρόπο το μεγαλείο, τη δύναμη και τον πλούτο της Αθήνας στην εποχή της μεγαλύτερης ακμής της, στον «Χρυσό Αιώνα» του Περικλή. Ωστόσο, εκτός από την Ακρόπολη του Περικλή, υπάρχει και η συναρπαστική ιστορία μιας άλλης Ακρόπολης, που περιλαμβάνει από φυλακές μέχρι χαρέμια κι από δολοφονίες μέχρι τραγικούς έρωτες. Ανεβαίνεις το λόφο και νιώθεις, αισθάνεσαι. Κάθε ανάβαση είναι και διαφορετική, καθώς ταυτίζεται με το θυμικό, τη διάθεση και τον ψυχισμό της εκάστοτε στιγμής. Η θέα σε ανταμείβει. Ωστόσο, η συμβίωση με ένα τέτοιο έργο συχνά γεννά προβλήματα. Το πρόβλημα αφορά όλους τους κληρονόμους θαυμάτων χωροχρονικά. Όλους εκείνους που είχαν την τύχη ή τη δυστυχία να βρίσκονται σε ισόβια διαλεκτική με μεγαλειώδη ανθρώπινα δημιουργήματα, με των οποίων τη δημιουργία ωστόσο δεν έχουν καμία σχέση. Το να φυτρώνουν έξω απ’ την

αυλή του σπιτιού σου οι στύλοι του Ολυμπίου Διός ή το να βλέπεις από το μπαλκόνι σου το Ερέχθειο. Το να έχουν γραφτεί στη γλώσσα σου τα Ομηρικά έπη. Είναι μια πραγματικότητα που σου προξενεί ανάμεικτα συναισθήματα. Οπωσδήποτε, υπάρχει μια κάποια αμηχανία. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να το διαχειριστεί κανείς. Μπορεί να εθελοτυφλήσει. Δηλαδή, να αγνοήσει το μεγαλείο του, προσδίδοντάς του ανθρώπινα μέτρα. Οι Αθηναίοι επί Τουρκοκρατίας αντιμετώπιζαν τον Παρθενώνα σαν ένα ακόμα απλό κάστρο: κατοικούσαν με τις κατσίκες και τις κότες τους πάνω στην Ακρόπολη. Απόλυτη ισοπέδωση. Πολλοί ενστερνίζονται μια άλλη επιλογή. Διαφημίζεις το θαύμα που σου έλαχε, το περιφέρεις όπου υπάρχει πρόσφορο έδαφος και σφετερίζεσαι ό,τι μπορείς επιδεικνύοντάς το, εκμεταλλευόμενός το στο έπακρο. Δεν αφήνεις το δέος που κυριεύει τους άλλους να σε επηρεάσει. Άλλωστε, αυτό δεν θα σε ωφελούσε οικονομικά. Ούτε και θα έτρεφε τον εγωκεντρισμό σου και την εθνική σου υπερηφάνεια. «Εγώ είμαι ο γνήσιος απόγονος και θεματοφύλακας των αρχαίων Ελλήνων!», καμαρώνεις και επαναπαύεσαι. Και απαιτείς ό,τι σου έκλεψε ο Έλγιν, για να τα βάλεις κι αυτά στο μουσείο που πια έχεις. Διαλαλείς την ομορφιά, χωρίς να την εκλαμβάνεις, χωρίς να σε αγγίζει αληθινά. Εσύ, και που την κοιτάς, δεν τη βλέπεις, γιατί άλλα πράγματα σε έχουν ήδη τυφλώσει. Η τρίτη – και πιο επίπονη κι απαιτητική – επιλογή είναι να επιδιώξεις να κοινωνήσεις το θαύμα, να το προσεγγίσεις. Η ταυτότητα του Έλληνα – όπως και οποιαδήποτε άλλη μορφή ταυτότητας – σε καθιστά υπεύθυνο και όχι υπερήφανο. Να σταθείς εμπρός του με όλους τους πόρους σου ανοιχτούς και να το αφήσεις να σε διαπεράσει. Πώς

θα επηρεαζόταν η καθημερινότητά μας, εάν ανεβαίναμε τακτικά στην Ακρόπολη; Δεν εννοώ να συντριβούμε από τη λάμψη, αλλά αντίθετα να δώσουμε στον εαυτό μας την ευκαιρία να φωτιστεί. Να αντιληφθούμε τη συγγένεια τοπίου και γλώσσας εποικοδομητικά και όχι σαν κληρονομικό προνόμιο ή σαν κτήμα προς εμπορική εκμετάλλευση. Ο περίπατος στην Ακρόπολη αποτελεί περίτρανη απόδειξη της ελπίδας. Τώρα, η ευλαβική εκφορά του Επιταφίου περνά από τα ίδια μονοπάτια της πομπής των Παναθηναίων. Οι δάδες της τελετής αυτής θυμίζουν τα κεριά του Επιταφίου… Ανεξαρτήτως της πίστης, η πραγματικότητα των Αθηναίων είναι άρρηκτα δεμένη με αυτή των μνημείων. Η Αθήνα έχει τον ολόδικό της ήχο. Ας τον αφουγκραστούμε. Η στερεοτυπική ηχητική περιγραφή για την πρωτεύουσα είναι οι κόρνες και τα μαρσαρίσματα των αυτοκινήτων, οι φωνές των ανθρώπων, οι σφυρίχτρες των αστυνομικών, οι σειρήνες των ασθενοφόρων και ενίοτε τα πουλιά, τα τζιτζίκια, τα παιδιά στις αυλές των σχολείων, οι ήχοι στη λαϊκή, ακόμη και ο παλιατζής, η λατέρνα, οι πλανόδιοι μουσικοί. Αλλά είναι και μούσα συνθετών και στιχουργών. Οι ήχοι της μετατρέπονταν και μετατρέπονται σε λεκτική εικόνα, μετουσιωμένοι σε απτή πραγματικότητα. Οι γκρινιάρηδες φαινομενικά τείνουν να είναι πιο δυνατοί, πιο ηχηροί, μα σε αυτήν την περιοχή υπάρχουν πνεύμονες που περιμένουν πρωτοβουλίες, διάθεση, όραμα. Ενώ, λοιπόν, η στερεοτυπική μας τοποθέτηση έναντι των ήχων της πόλης παραμένει ισχυρή, η μουσική ξεκινά από εκεί που τελειώνει το κλισέ, μεταμορφώνοντας το χώρο και το χρόνο σε αποτύπωση ενός παρόντος που μετεωρίζεται μεταξύ της μελαγχολίας της μεγαλούπολης και της λαμπρότητας της μητρόπολης. Βασιλική Πουλά Α2

21


ΣΥΝΑΝ ΤΗΣΕΙΣ

22


ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

...ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΣΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ Παρασκευή μετά το σχολείο. Η Άλια και εγώ τρέχουμε να προλάβουμε το λεωφορείο για Πανόρμου, μετά μετρό ως την Ομόνοια και έπειτα, μια βόλτα δρόμος μέχρι την Πλατεία Εξαρχείων. Θα συναντούσαμε τον Αύγουστο Κορτώ. Η συζήτησή μας αποδείχτηκε ένας συνδυασμός πολλών γέλιων, άλλα και ουσιαστικών στοχασμών. Μας εξιστορεί, λοιπόν, τη δική του σχέση με τα Εξάρχεια και μας μιλά για διάφορα ζητήματα διαχρονικά ή επίκαιρα… «Βρισκόμαστε στο Ginger Ale, το αγαπημένο μου μαγαζί στα Εξάρχεια. Ερχόμαστε εδώ, και εγώ και ο σύζυγός μου, από τότε που άνοιξε το 2006, πριν μια δεκαετία. Είναι σαν δεύτερο μου σπίτι… Είναι το στέκι μου. Εγώ Εξαρχιώτης δεν είμαι, έγινα Εξαρχιώτης με τα χρόνια. Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη. Όταν ήμουν στην ηλικία σας, είχαμε ένα άλλο σύστημα, τις δέσμες. Εγώ ήμουν δευτεροδεσμίτης λόγω της Ιατρικής που ήθελα να πάω. Τώρα γιατί ήθελα να σπουδάσω Ιατρική ούτε και εγώ το ξέρω και ίσως δεν θα το μάθω και ποτέ. Σε αυτή την ηλικία, όταν παίρνεις μια τέτοια απόφαση μπορείς να διαπιστώσεις μετά από μερικά χρόνια πως αυτό το πράγμα δεν γουστάρεις να το κάνεις για όλη σου τη ζωή. Εγώ ευτυχώς το διαπίστωσα αρκετά νωρίς. Και λέω ευτυχώς, γιατί συγχρόνως είχα ήδη αρχίσει να γράφω και είχα την τύχη να εκδοθούν τα πρώτα μου διηγήματα από τις εκδόσεις «Εξάντα» της Μάγδας Κοτζιά. Το πρώτο μου βιβλίο βγήκε το ’99 και τότε, για πρώτη φορά, άρχισα να κατεβαίνω στην Αθήνα με αυξανόμενη συχνότητα και, ενώ αρχικά το σπίτι που έμενα ήταν στο Μετς, έκανα καθημερινά τη διαδρομή μέχρι τα Εξάρχεια, όπου ήταν και είναι οι εκδόσεις. Είτε καθόμουν εκεί είτε γύρναγα, οπότε ουσιαστικά η πρώτη γειτονιά που έμαθα ήταν τα Εξάρχεια. Η πρώτη ταβέρνα που πήγα ήταν ο Μπαρμπα–Γιάννης, ένα πολύ ωραίο μαγειρείο που υπάρχει ακόμα. Και υπήρχε μια φάση αλλαγής στα Εξάρχεια: έκλειναν κάποια παλιά μαγαζιά, άνοιγαν καινούργια και εμένα μου άρεσε τρομερά το κλίμα τους. Και έτσι, το 2003 πια που είχα εγκαταλείψει εντελώς την Ιατρική και είχα βγάλει και άλλα βιβλία – χωρίς καμία επιτυχία φυσικά, ήταν βιβλία που πουλούσαν το πολύ 1000 με 2000 αντίτυπα – αποφάσισα να κατέβω στην

Αθήνα μόνιμα. Και έτσι κάπως, το φθινόπωρο του 2003, έπιασα το πρώτο μου σπίτι στην Αθήνα, που ήταν και αυτό στα Εξάρχεια, σε ένα στενό λίγο πριν την Αλεξάνδρας που λέγεται Ασημάκη Φωτίλα. Είχα εκεί μια γκαρσονιέρα σε έναν ακάλυπτο, ουσιαστικά μια γκαρσονιέρα ήταν όλο το σπίτι. Ωστόσο, τα έσοδα από κανένα κειμενάκι που έγραφα για εφημερίδες δεν έφταναν για να πληρώνω νοίκι και λογαριασμούς και επειδή χρειαζόμουν μια δουλειά, εργάστηκα στον Καστανιώτη που είναι και αυτός στα Εξάρχεια, στην οδό Ζαλόγγου. Το Γενάρη του 2004 γνώρισα τον Τάσο. Με τον κατοπινό μου σύζυγο και σύντροφο γνωριστήκαμε σε ένα άλλο μπαράκι 20 μέτρα από εδώ, πάνω στην πλατεία. Το μαγαζί υπάρχει, αλλά έχει αλλάξει όνομα. Κολλήσαμε από την πρώτη στιγμή. Μέχρι τον Απρίλιο του 2005, μέναμε στην γκαρσονιέρα. Αλλά το σπίτι δεν μας χωρούσε, έπιπλα δεν υπήρχαν, ήταν όλα στο πάτωμα και είπαμε να μετακομίσουμε σε ένα κανονικό σπίτι. Έτσι, πήγαμε σε μια πολυκατοικία εδώ πιο κάτω, όπου μένουμε ακόμα, που είναι δυο βήματα από την Πλατεία. ΙΚΕΑ, πρώτες φάσεις νοικοκυριού,… Ήταν τα χρόνια πριν την κρίση και περνούσαμε τα χρόνια των παχιών αγελάδων χωρίς να το ξέρουμε μέχρι το 2008, όπου έγινε και το μεγάλο κραχ παγκοσμίως και κατόπιν ο απόηχός του έφτασε και στην Ελλάδα με χρονοκαθυστέρηση. Εκείνο τον καιρό τότε, επειδή είχαμε κάποια βαρβάτα έξοδα, ήταν η πρώτη φορά που βγάλαμε πιστωτικές. Στη γωνία Στουρνάρη και Σπύρου Τρικούπη, υπήρχε μια Εθνική Τράπεζα όπου πήγα και έβγαλα τις πρώτες μου κάρτες. Ήταν τότε η φάση που οι τράπεζες ήταν «πάρε κόσμε». Πήγα για μία κάρτα, έφυγα με δύο. Πηγαίναμε κάθε τρεις και λίγο στο Βερολίνο και κάναμε «μεγάλη ζωή». Φυσικά, αυτά μαζεύτηκαν και έγιναν κάτι φέσια που ακόμα μερικά τα ξοφλάμε. Ήταν ξέγνοιαστα χρόνια, η Αθήνα άλλαζε, υπήρχε τρομερή ζωντάνια, αλλά ό,τι και να κάναμε περιστρεφόταν γύρω από τα Εξάρχεια. Α: Έχουν κάτι ξεχωριστό τα Εξάρχεια; Ήταν μια αστική, μάλλον παραδοσιακή γειτονιά, η οποία ωστόσο τραυματίστηκε και συνδέθηκε με πολλά μείζονα ιστορικά γεγονότα. Δηλαδή, από τη Μπουμπουλίνας, εδώ πιο κάτω,

που στεγαζόταν το Κολαστήριο της Ασφάλειας και στα χρόνια της Χούντας γινόταν η φρίκη και μετέπειτα κατέληξε να είναι το Υπουργείο Πολιτισμού. Β: Πόσο οξύμωρο και παράλογο! Καλά δεν το συζητάμε… Και οι στίχοι «Χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Ανδρέα» από «Τα Τραγούδια του Αντρέα» του Θεοδωράκη που γράφτηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη για τον Ανδρέα Λεντάκη που είχε βασανιστεί ήταν στην ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Και η Καίτη Αρσένη, άλλη αγωνίστρια της Αριστεράς και αντιστασιακή, έχει γράψει ένα βιβλίο με τίτλο «Μπουμπουλίνας 18» που αφηγείται την εμπειρία της ως φυλακισμένης και βασανισμένης σ’ αυτό το κτήριο. Στο οποίο τώρα στεγάζεται το Υπουργείο Πολιτισμού… Αν έχετε τον Θεό σας... Τέλος πάντων, μετά ακολούθησαν τα γεγονότα του Πολυτεχνείου που πυροδότησαν και το τέλος της Δικτατορίας, οπότε στα Εξάρχεια συνέρρεαν επί χρόνια άνθρωποι του χώρου της Αριστεράς, του αναρχικού χώρου, πάρα πολλοί τραγουδοποιοί, συγγραφείς, σκηνοθέτες, εικαστικοί. Ήταν, δηλαδή, μια γειτονιά που γέμιζε με καλλιτέχνες. Και αυτή την αύρα τους τα Εξάρχεια ποτέ δεν την έχασαν. Ακόμα την έχουν. Είναι δηλαδή η γειτονιά του Πολυτεχνείου. Είναι μια γειτονιά με πολύ παρελθόν, τραυματικό και μάλιστα πρόσφατα τραυματικό παρελθόν, γιατί αν σκεφτούμε, δυο δρόμους παρακάτω, Μεσολογγίου και Τζαβέλλα, δολοφονήθηκε από τον Κορκονέα το παλικάρι, ο Γρηγορόπουλος. Δηλαδή, ξεκίνησε και η εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008. Και θα έπρεπε να είναι για κάθε Έλληνα ανεξαιρέτως ένα προσωπικό πλήγμα. Κάηκαν μαγαζιά, αυτοκίνητα και υπήρχε τόσο πολύ διάχυτη και σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένη οργή για τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Αυτό το πράγμα ξέφυγε τελείως από τον έλεγχο. Την Κυριακή, την επόμενη της δολοφονίας, αφού ξεκίνησαν τα συλλαλητήρια από την Πανεπιστήμιου, εμείς μέναμε στον 1ο όροφο, με παμπάλαια κουφώματα, και παρόλο που είχαμε κλείσει στόρια και τα λοιπά, άρχισαν να μπαίνουν δακρυγόνα μέσα στο σπίτι. Ήταν τρομακτική εμπειρία.

23


Και από τον ακάλυπτο και από το τζάμι της εισόδου και από το κλιμακοστάσιο… Εμείς δεν ξέραμε και πώς να αντιδράσουμε και για μία εβδομάδα το σπίτι ήταν πρακτικά ακατοίκητο. Τα χρόνια πέρασαν, ήρθε και η κρίση και παρέσυρε και εμάς, όπως ήταν φυσικό. Περάσαμε και εμείς στιγμές που μετρούσαμε κέρματα για τσιγάρα και τη βγάζαμε με μακαρόνια. Ούτε έξοδοι ούτε τίποτα και καθώς είμαστε και έτσι κολλήσαμε με σειρές. Sopranos, West Wing, Sex and the City, Nip Tuck… Τώρα, βλέπουμε Grey’s Anatomy. Πολλοί το έχουν σιχτιρίσει, άλλωστε, γιατί τα πολλά seasons είναι απλώς για να υπάρξουν περισσότεροι πιθανοί συνδυασμοί ζευγαριών, άλλοι πεθαίνουν… Αλλά τέλος πάντων, πια, στην Αμερική, το καλό σινεμά γίνεται στην τηλεόραση. Αυτά που πάνε στα Όσκαρ δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτά. Αλλά δεν είναι ανάγκη να ανοίξουμε και αυτό το θέμα συζήτησης. (γέλια) Όλα αυτά συνέβαιναν, πάντως, εδώ στα μαγικά Εξάρχεια και συμβαίνουν ακόμα. Αλλά στέκια είναι φυσικά το Μπαρμπέρικο του Μάκη. Μόνο αυτός με κουρεύει και είναι ο μεγαλύτερος βιβλιοφάγος στον κόσμο και είναι αδιανόητα καλλιεργημένος. Απέναντι, επί της Τρικούπη, είναι ο αγαπημένος μου φούρνος «Τα Στάχυα» με τις πιο ωραίες πίτες. Στη γωνία Μεταξά και Τρικούπη, βρίσκεται το ηρωικό μας περίπτερο, το οποίο είναι ανοιχτό 24 ώρες τη μέρα, κάθε μέρα, όλο το χρόνο, ακόμα και επεισόδια να γίνονται. Από το περίπτερο της κυρίας Αναστασίας έχω αγοράσει πολλές φορές εκδόσεις του αυτονομημένου αναρχικού χώρου και πολλά ενδιαφέροντα πράγματα από ποιητικές συλλογές μέχρι πολύ ωραία graphic novels. Είναι πράγματα που θα βρεις μόνο εδώ. Έχουμε και πανέμορφα βιβλιοπωλεία. Ακόμα και η «Πολιτεία», η οποία αν και βρίσκεται αρκετά ψηλά, στην Ασκληπιού, εγώ τη θεωρώ ένα διευρυμένο κομμάτι των Εξαρχείων. Τώρα, τον τελευταίο καιρό, έχει ανοίξει ένα σκληροπυρηνικό και ανοιχτό μέχρι το πρωί μαγαζί που λέγεται «Μπυράδικο», που είναι ο άνθρωπός μας σε φάσεις αφραγκίας, με χύμα κρασί και φτηνές μπύρες. Εδώ πιο πάνω, στη γωνία Μπενάκη και Ανδρέα

24

Μεταξά, είναι μια κρητική ταβέρνα με συγκλονιστικό φαγητό, που το στόμα μου ήδη γεμίζει σάλια. Πάντως, εννιά στις δέκα φορές, αν είμαι κάπου και κάθομαι στα Εξάρχεια, θα είναι εδώ, στο Ginger Ale. Β: Γενικά, τα Εξάρχεια αλλάζουν; Μεταλλάσσονται, σε σχέση με όταν είχατε πρωτοέρθει; Έχουν αλλάξει πάρα πολλά πράγματα. Κατ’ αρχάς, το Vox έγινε αυτοδιαχειριζόμενος χώρος, το καφέ που είναι στη γωνία Αραχώβης και Θεμιστοκλέους. Πολλά μαγαζιά κλείνουν, άλλα ανοίγουν. Έχουμε τα παλαιοβιβλιοπωλεία μας, εδώ πιο πάνω είναι το Παλαιοβιβλιοπωλείο του Νίκου Χρυσού, που είναι θησαυρός, επί της Χαριλάου Τρικούπη. Α: Τα επεισόδια χειροτερεύουν; Το αν τα επεισόδια γίνονται ολοένα και πιο βίαια και πιο άγρια εξαρτάται και από την εκάστοτε κυβέρνηση και την παρουσία των ΜΑΤ. Δηλαδή, τα τελευταία χρόνια ευτυχώς έχουν εξαφανιστεί τα Ματ που περικύκλωναν την Πλατεία. Γιατί μια εποχή, η παρουσία τους είχε γίνει αποπνικτική. Καταλαβαίνω ήταν δουλειά τους, τους στέλνανε εκεί… Από το κίνημα των Αγανακτισμένων και εντεύθεν, πολλές φορές το σημείο εκκίνησης είναι τα Προπύλαια και έτσι τα Εξάρχεια παραμένουν πιο ήρεμα λόγω της μεγάλης έντασης που επικρατεί γύρω από το Σύνταγμα. Σαφώς, είναι άλλες μέρες που ξέρουμε και είμαστε απόλυτα προετοιμασμένοι για επεισόδια, όπως οι μέρες επετείων και επετείων θανάτου. Πια έχουμε συμβιβαστεί, το έχουμε αποδεχτεί αυτό και έχει καταστεί κομμάτι της ταυτότητας των Εξαρχείων. Κάθε φορά, υπάρχει το άγχος και η αγωνία μήπως καταστραφούν μικροεπιχειρηματίες ή συμβούν κι άλλα ατυχήματα, γιατί είναι η «κακιά η ώρα», όπως λένε και οι γιαγιάδες, αφού δεν ξέρεις τι μπορεί να πάει στραβά… Καταλαβαίνω πως είναι ταλαιπωρία για πολύ κόσμο, αλλά αυτά είναι τα Εξάρχεια και εφόσον αγαπάς και σ’ αρέσει να μένεις στα Εξάρχεια, εγώ τουλάχιστον το έχω αποδεχτεί. Κάποιοι – ίσως έχουν δίκιο – δεν το αποδέχονται και πιστεύουν πως τα επεισόδια αμαυρώνουν τη μνήμη... Οπουδήποτε η ιστορία έχει αφήσει ένα τραύμα σαν ορόσημο, αυτό το τραύμα είναι ανοιχτό και επηρεάζει

ανθρώπους και γενιές ολόκληρες μετά. Είναι μάταιο να περιμένεις από τον εξεγερμένο να εξεγείρεται. Θεωρεί πως έχει λόγους και δικαίωμα να εξεγείρεται. Μακάρι αυτό να μη συνοδευόταν από καταστροφική μανία, γιατί όντως συχνά μέσα στην εκρηκτικότητα όλου αυτού την πληρώνουν άδικα άνθρωποι. Κανενός το αυτοκίνητο ή μικρό μαγαζί δεν είναι άξιο στόχου. Ούτε καν ένα μαγαζί μεγάλης αλυσίδας, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουν εκεί και που εν μια νυκτί θα χάσουν το μεροκάματό τους. Καταλαβαίνω ότι οι αξιώσεις του αντιεξουσιαστικού χώρου είναι άλλες, αφού αυτά τα μεγάλα μαγαζιά διαιωνίζουν μια μισθωτή σκλαβιά και απάνθρωπες συνθήκες εργασίες. Β: Κάποιοι χαρακτηρίζουν τα Εξάρχεια γκέτο. Είναι όμως στην πραγματικότητα; Πολύς κόσμος τα φοβάται έως τα αποστρέφεται, χωρίς να έχει πατήσει ποτέ το πόδι του εδώ. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να γουστάρει τη γειτονιά μας, αλλά είναι άδικο το πώς τσουβαλιάζουν με αφορμή μια καταστροφή – χωρίς να τη δικαιολογώ – και ταυτίζουν με γκέτο μια περιοχή στην οποία κινούμαστε ελεύθερα, δεν υπάρχει διάχυτη εγκληματικότητα… Με δεδομένα Αμερικής ή Αγγλίας, στα inner city ghettos, δεν κυκλοφορείς τη νύχτα, δεν βγαίνεις, φοβάσαι και μαγαζιά όπως το Ginger, δεν θα επιβίωναν. Πολλοί φαντάζονται ότι πραγματικά είναι μια ζούγκλα αναρχίας και ανομίας που δεν μπορείς να περπατήσεις έξω. Όμως δεν ισχύει αυτό. Να κάνουν μια δοκιμή και θα πειστούν πως κάνουν λάθος. Β: Οι διαφορές Θεσσαλονίκης και Αθήνας ποιες είναι; Η Θεσσαλονίκη είναι μια μικρή πόλη, τη γυρίζεις ολόκληρη πολύ πιο εύκολα. Οι κατά τόπους γειτονιές της δεν έχουν την αυτονομία που έχουν στην Αθήνα. Όλοι πηγαίνουν στο κέντρο. Είναι μια πανέμορφη πόλη και όσο υποκειμενικό και να ακούγεται, μιλώντας ως Σαλονικιός, είναι η ομορφότερη πόλη της Ελλάδας. Ιδίως τώρα που φτιάχτηκε και η Νέα Παραλία, είναι μια υπέροχη βόλτα, ανοίγει η καρδιά σου. Β: Ποια η σχέση φασισμού, νεοναζισμού και Εξαρχείων; Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που πραγματικά λατρεύω τα Εξάρχεια.


ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

...ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΣΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ (συνέχεια) Έχουν αλώσει μέχρι το Κοινοβούλιο, αλλά στη γειτονιά μας δεν μπορούν ούτε φυλλάδια να ρίξουν, ούτε αφίσες να κολλήσουν, ούτε τίποτα, τελείωσε. Και το ότι δεν αφήνουν να μπουν οι ναζί δεν καθιστά γκέτο τη γειτονιά μου, από τη στιγμή που οι ναζί έφτιαξαν τα πρώτα γκέτο του 20ου αιώνα. Σε πολλά πράγματα μπορώ να δείξω ανοχή, όμως στο φασισμό και τα κόμματα που τον εκπροσωπούν ποτέ. Είναι εν γνώσει πια κάθε ψηφοφόρου και δεν με ενδιαφέρει από πού προέρχεται και τι περνάει. Α: Γιατί πιστεύετε ότι υπήρξε άνοδος του ακροδεξιού φασιστικού στοιχείου; Η κυνική αντιμετώπιση είναι ότι τέλειωσαν τα λεφτά, τέλειωσαν οι εύκολοι γρήγοροι διορισμοί και από απογοήτευση με άλλα κόμματα που ψήφιζε ο κόσμος, στράφηκαν εκεί. Μπορείς να αιτιολογήσεις με παραμέτρους ανθρώπινες τους πρώτους ψηφοφόρους πριν από 5 – 6 χρόνια. Μετά από ένα συγκεκριμένο χρονικό, ιστορικό σημείο, είναι απλώς αδικαιολόγητοι. Καταλαβαίνω ότι πείθονται από τα ψευδοεπιχειρήματα ότι θα κλείσουμε τους εγκληματίες στη φυλακή και ότι θα πάρουμε την πατρίδα μας στα χέρια μας και όλο αυτό ότι «Ο εθνικισμός είναι το τελευταίο καταφύγιο των καθαρμάτων», όπως είπε και ο Samuel Johnson. Όταν δεν έχεις τίποτε, κανένα μέλλον στο οποίο να ελπίζεις, καμιά οικονομική ανεξαρτησία, όταν πραγματικά νιώθεις ότι είσαι στον πάτο, αν η ελλιπής παιδεία σου το επιτρέπει, τότε μπορείς να χάψεις το παραμύθι τους ότι θα σου δώσουν κάτι που δεν αγοράζεται, την ελληνικότητα που σου έχουν αφαιρέσει. Αντίθετα, το καθεστώς του Χίτλερ είχε όντως τις υποδομές και μετά από μια περίοδο ευαγγελίστηκε ένα οικονομικό θαύμα, για να χρηματοδοτήσει βέβαια τη βιομηχανία ενός τεράστιου πολέμου. Μετά τη δολοφονία του Φύσσα και άλλα βίαια περιστατικά με μετανάστες, δεν υπάρχει καμία δικαιολογία. Β: Τα Εξάρχεια, εκτός από αντιφασιστική, είναι και μια πολυπολιτισμική γειτονιά με ανοχή και σεβασμό στο διαφορετικό. Τι σκέφτεστε για την προσφυγική κρίση; Μακάρι οι άνθρωποι που καταφεύγουν στην προσφυγιά εξαιτίας του πολέμου που μαστίζει τις χώρες τους να

μπορέσουν να ζήσουν αξιοπρεπώς στην Ελλάδα ή οπουδήποτε αλλού στην Ευρώπη. Εγώ δεν μπορώ να τους εκλάβω σαν απειλή, γιατί στο πρόσωπό τους βλέπω τον παππού και τη γιαγιά μου και από τις δυο πλευρές της οικογένειάς μου. Δεν θέλω να υποστούν ούτε τη φτώχεια ούτε το ρατσισμό. Καταλαβαίνω πως και το προσφυγικό, αλλά και το μεταναστευτικό που προηγήθηκε, έπρεπε να είχε αντιμετωπιστεί με πολύ μεγαλύτερη οργάνωση. Το να στρέψεις ένα πλεούμενο πίσω ισοδυναμεί με έγκλημα. «Πνίξτε τους πριν μας φάνε ζωντανούς», λένε κάποιοι, οι οποίοι πραγματικά είναι εγκληματίες. Α: Υπήρχε και ένα εξώφυλλο σε πολωνικό περιοδικό για τον υποτιθέμενο κίνδυνο της Ευρώπης από το Ισλάμ. Η Πολωνία μιλάει; Δεν χόρτασαν από ολοκληρωτισμό; Αυτές είναι οι υπεραπλουστεύσεις κάποιων που ταυτίζουν τον κάθε μουσουλμάνο με εν δυνάμει εξτρεμιστή, μέλος του Isis. Δεν μπορεί να κρίνουμε ενάμισι δισεκατομμύρια κόσμο βάσει της ρητορικής και των εγκλημάτων διακοσίων, τριακοσίων χιλιάδων ατόμων που απαρτίζουν το Islamic State. Β: Πώς πρέπει να αντιδράσει η Δύση σε αυτή τη νέα θρησκεία; Για να έρθει κάποιος στη Δύση, θα πρέπει να αφαιρεθεί το δικαίωμα του άλλου να θρησκεύεται; Αυτό είναι κατάφωρα αντιδημοκρατικό και είναι εγκληματικό που το τζαμί έχει καθυστερήσει τόσο πολύ να δημιουργηθεί στην Αθήνα. Δεν ζητάνε να κάνουν το Μπλε Τζαμί και δεν ξέρω τι φαντάζονται μερικοί, αλλά ένα τέμενος απαιτεί ελάχιστα. Είναι μια θρησκεία ανεικονική και δεν προϋποθέτει κάτι από τα γιορντάνια των ορθοδόξων και των καθολικών, ούτε χρυσαφικά ούτε τίποτε. Και εγώ δεν μπορώ να δεχτώ την ισλαμοφοβία σαν όψιμο ευρωπαϊκό Διαφωτισμό. Βλέπουμε τι συμβαίνει στη Γαλλία, όπου εγκληματικά απαγόρευσαν τις μαντήλες στο σχολείο. Αντίστοιχα, όμως, θα πρέπει να απαγορεύσουν και τα σταυρουδάκια, τα κομποσκοίνια, τα φυλαχτά, τα αστέρια του Δαυίδ, όλα. Δεν γίνεται. Αν πραγματικά πιστεύεις ότι δέκα στις δέκα περιπτώσεις το κορίτσι που πάει με τη μαντήλα στο σχολείο είναι εκκολαπτόμενο μέλος του ISIS, τότε πρόκειται για παραλογισμό και

ισλαμοφοβία. Δεν μπορείς να επιβάλεις στον άλλον να αποποιηθεί κάποιας θρησκευτικής πρακτικής του. Είναι σαν να ποινικοποιήσεις το σταυροκόπημα. Η Ανεξιθρησκία κατοχυρώθηκε στα Μεδιόλανα πριν από δύο χιλιετίες. Λένε ότι άν οι μουσουλμάνοι πάρουν αέρα, θα εφαρμόσουν τη Σαρία. Αλλά αντίστοιχα, εάν πάρουν και οι παπάδες λίγο παραπάνω αέρα, θα μας ξανακάνουν Ιερά Εξέταση. Βλέπουμε τι λένε και αυτοί. Β: Οι ιερείς πάντως συνεχίζουν και μιλούν δημόσια και έχουν εκτόπισμα… Πραγματικά, ας κοιτάξουν τα του οίκου τους. Όσο και να το θέλουν, οτιδήποτε αφορά την κοινωνία, τους νομοθέτες, τις τρεις εξουσίες, δεν τους αφορά. Θυμάμαι τότε με τον Χριστόδουλο και τις ταυτότητες… Τελειώσαμε, με κενό ανάμεσα στα γραμματάκια. Δηλαδή, όσο και να λυσσάξετε, δεν πρόκειται να έχετε ρόλο ρυθμιστή στην κοινωνία. Ας διαμορφώσετε όσες συνειδήσεις μπορείτε ή θέλετε, είναι ελεύθερος και πρέπει να είναι ελεύθερος ο καθένας να πιστεύει ό,τι και όσο επιθυμεί. Όταν όμως αρχίζουν και παρανομούν… Όταν φτάνουν σε ρητορική μίσους, θα πρέπει να επεμβαίνει η δικαιοσύνη. Κανείς δεν επεμβαίνει, γιατί κανείς δε θέλει να βρεθεί αντιμέτωπος με τον λεβιάθαν που λέγεται Εκκλησία της Ελλάδος που έχει τη δυνατότητα να σε ισοπεδώσει. Το να βλέπεις γύρω σου βαρβαρότητα, χωρίς να εξετάζεις την ηθική σου, είναι ό, τι χειρότερο, ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας. Β: Γενικότερα, τα δημόσια πρόσωπα θα έπρεπε να εκφράζονται και να δημοσιοποιούν τις απόψεις τους περισσότερο ή λιγότερο; Α: Τα social media πώς συμβάλλουν σε αυτό; Όλοι μας έχουμε το δικαίωμα στην ελευθερία του λόγου. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης σαφώς βοηθούν να εκφραζόμαστε. Ενδεχομένως, μερικοί από εμάς, θέλοντας και μη, περνάμε λίγο περισσότερες ώρες. Την ιδιότητα του opinion maker πάντως δεν θα τη δεχόμουν ποτέ, τη θεωρώ λίγο γελοία. Λέω πράγματα που πιστεύω και που με εκφράζουν εκείνη τη στιγμή που τα λέω,

25


...ΑΥΓΟΥΣΤΟ ΣΤΑ ΕΞΑΡΧΕΙΑ (συνέχεια) προσπαθώ να γράφω με προσοχή, όχι την ίδια προσοχή που δείχνω όταν γράφω τα βιβλία μου, γιατί είναι ένα πολύ πιο ανέμελο μέσο και επομένως πιο εύκολο να κάνεις λάθη. Έχει μια επιδραστικότητα, μπορεί να κάνει καλό, μπορεί και κακό. Μπορείς να οργανώσεις από μια εκδήλωση, μια πορεία, μια βιβλιοπαρουσίαση, μας λύνουν τα χέρια. Μπορείς να γίνεις μέλος σε πάρα πολλές ομάδες και σελίδες. Από τη στιγμή που δουλεύω και στο σπίτι, αναπόφευκτα περνάω χρόνο. Β: Εσείς πάντως αντιμετωπίζετε τα μέσα αυτά με αισιοδοξία και θετικότητα. Θεωρώ καλό που ο κόσμος εκφράζεται και ξεδίνει, αρκεί να μην πλακώνεται, γιατί αυτό κανέναν δεν ανακουφίζει στο τέλος. Μακάρι να μην τρωγόμασταν, γιατί τον καβγά τον μετανιώνεις. Στεναχώρια δεν χρειάζεται, ούτε και εκνευρισμός. Β:Πάμε τώρα σε κάτι διαφορετικό. Η σχέση σας με τη μουσική ποια είναι; Η ενασχόλησή μου με τη μουσική ξεκίνησε χάρη στη μάνα μου. Η Κατερίνα είχε τρέλα με τον Χατζιδάκι και την κόλλησα και εγώ από πολύ μικρός. Τα δικά του τραγούδια πρωτοέμαθα και στο πιάνο. Μ’ αρέσει λοιπόν και ο Χατζιδάκις και η κλασική μουσική με την ευρεία έννοια. Αλλά έχω κολλήματα και με ροκ και ποπ μπάντες, περιμένω να βγει το καινούργιο άλμπουμ των Pet

Shop Boys, ακούγεται συναυλία των Muse που επίσης περιμένω πώς και πώς. Έχω μουσικές εμμονές και έχω δίσκους σταθμούς για μένα. Βέβαια, είμαι τελείως αυτοδίδακτος και γράφω τραγούδια. Έχω μεγάλο σεβασμό για τη μουσική και είμαι πολύ δειλός και συνεσταλμένος με τη μουσική μου. Θα ήθελα να είμαι μουσικός, είναι η υπέρτατη τέχνη, η πιο αγνή, η πιο άμεση, η πιο μύχια. Είναι σαν να γεννιέται κάθε φορά που την ακούει κάποιος. Α:«Όταν δεν φοβάσαι το τέρας έχεις αρχίσει να του μοιάζεις», λέει ο Χατζιδάκις. Δύο βιβλία που μου άλλαξαν τη ζωή στην εφηβεία είναι και τα δύο του Χατζιδάκι, το ένα είναι τα «Σχόλια του Τρίτου» και το άλλο λέγεται «Ο Καθρέφτης και το Μαχαίρι». Είναι δύο θησαυροί. Ο συναισθηματικός τους πλούτος, η γλώσσα, η σοφία που περιέχουν τα κείμενα αυτά με κάνουν και έχω τα βιβλία σαν προσωπικό εικονοστάσιο. Β: Μα ό, τι και να έλεγε ο Χατζιδάκις, όλοι αφουγκράζονταν τις απόψεις του, ανεξάρτητα από την ιδεολογία τους. Η μορφή του δεν έχει απλώς αγιοποιηθεί, έχει θεοποιηθεί. Κανείς άλλος δεν αντιμετωπίζεται με τόσο ομόφωνο δέος. Ο λόγος του είναι κοφτερός, σαφής και όμορφος που και ο πιο κακοπροαίρετος αναγνώστης θα τα βρει σκούρα, αν

προσπαθήσει να τον διαστρεβλώσει. Το πιο σημαντικό είναι πώς επιβιώνει η μουσική του. Το δώρο που έχω χαρίσει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είναι ο «Μεγάλος Ερωτικός», γιατί πραγματικά πιστεύω ότι είναι ένας θησαυρός που κρατιέται ζωντανός. Κανενός άλλου τα τραγούδια δεν ποστάρονται τόσο ακόμα με τέτοια συχνότητα και από τόσο αποκλίνοντες χρήστες, χωρίς ηλικιακές ομάδες, χωρίς τίποτα. Και μακάρι να υπήρχε ο τρόπος να κυκλοφορήσουν τα ανέκδοτα έργα του. Α: Εάν μπορούσατε να ακούσετε ένα μόνο τελευταίο τραγούδι, ποιο θα ήταν αυτό; «Τα παιδιά κάτω στον Κάμπο», όπως το τραγουδάει η Σαββίνα Γιαννάτου, σε έναν υπέροχο δίσκο με τίτλο «Πάνω από όλα το σύννεφο», που είναι τραγούδια του Χατζιδάκι, με τρία όργανα, σαν μουσική δωματίου. Είναι ένας δίσκος κόσμημα. Β: Το πιο όμορφο σημείο και το πιο άσχημο σημείο της Αθήνας ποιο είναι; Δεν μου αρέσει καθόλου πώς έγινε η πλατεία στο Γκάζι. Καταλαβαίνω πως έχει λύσει πολλά προβλήματα, αλλά είναι πολύ πανηγυρτζίδικη και όχι τόσο καλαίσθητη. Βέβαια, δεν πηγαίνω πολύ. Δεν μπορώ να σκεφτώ πιο όμορφο σημείο από τα Εξάρχεια, από την Πλατεία εδώ. Είναι ένα αστικό νησί, μια Αντίπαρος της στεριάς. Β: Για να κλείσουμε τώρα, είναι ωραία πόλη η Αθήνα; Είναι ωραία πόλη, πολύ παρεξηγημένη, έχει προβλήματα, έχει πληγές, αλλά εγώ, ίσως επειδή είμαι και λίγο σαν ισόβιος τουρίστας, γιατί δεν έχω γεννηθεί εδώ, εξακολουθώ να τη βλέπω πανέμορφη. Και όσο καλά και να έχω περάσει σε άλλες πόλεις και της Ευρώπης και της Αμερικής, δεν θα έφευγα ποτέ από την Αθήνα… Σας ευχαριστούμε πολύ!

26

Βασιλική Πουλά Α2 Άλια Γρυπάρη Α4


ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΟΛΟΙ ΣΤΙΣ ΤΑΡΑΤΣΕΣ ΣΑΣ! Συναντήσαμε τον Θανάση Πολυζωίδη Πανόρμου.

αρχιτέκτονα κάπου στην

Κατά πόσο μπορεί ο κάτοικος της Αθήνας να περπατήσει την πόλη του, να την ευχαριστηθεί, να την απολαύσει; Η Αθήνα είναι μια πόλη που διαθέτει εξαιρετικό δυναμικό χωρικών ποιοτήτων προς ανακάλυψη και επίσκεψη (αρχαιολογικοί χώροι, ιστορικό κέντρο, Ακρόπολη, Αρεοπαγίτου κτλ) για τις οποίες έχει γίνει μια σοβαρή προσπάθεια σύνδεσης και ανάδειξης. Σε υπερτοπικό επίπεδο επομένως θα λέγαμε πως είναι μια πόλη, όπου ο αστικός σχεδιασμός προσπαθεί να δημιουργήσει συνθήκες ευνοϊκές προς τον πεζό – τον κάτοικο και τον επισκέπτη – ώστε να την περπατήσει, να την ευχαριστηθεί και να την απολαύσει. Ωστόσο, ο σχεδιασμός αυτός δεν μπορεί να θεωρηθεί ολοκληρωμένος χωρίς την επέκταση του δικτύου πεζοδρόμων προς κι άλλα σημεία ενδιαφέροντος (π.χ. πάρκα, μουσεία, γειτονιές). Ενώ σε υπερτοπικό επίπεδο γίνεται μια προσπάθεια τακτοποίησης, στο τοπικό επίπεδο (περιοχές λιγότερο τουριστικές, γειτονιές, συνοικίες) η Αθήνα αλλάζει προς μια πόλη εχθρική προς τον πεζό – κάτοικο ή επισκέπτη. Οι δημόσιοι χώροι κίνησης της Αθήνας ανεξάρτητα από τη χρήση τους εξυπηρετούν περισσότερο την ταχεία κίνηση των οχημάτων και όχι την κίνηση του πεζού. Το αυτοκίνητο συγκεκριμένα κατέχει πρωταγωνιστικό ρόλο είτε ως κινούμενο είτε ως σταθμευμένο. Είναι πολύ δύσκολο να περπατήσει κανείς τα αθηναϊκά πεζοδρόμια, καθώς συχνά καταλαμβάνονται από τα αυτοκίνητα και τα μηχανάκια, οι διαστάσεις τους δεν είναι σωστές, γίνονται έργα, απουσιάζουν υλικά λόγω έλλειψης συντήρησης, ενώ υπάρχουν επίσης διάφορα εμπόδια (κάγκελα, περίπτερα με τα απλωμένα εμπορεύματα κτλ). Εκτός από τα πεζοδρόμια, απουσιάζει ένα ολοκληρωμένο δίκτυο πεζοδρόμων πιο συνοικιακού χαρακτήρα που να συνδέεται με το υπερτοπικό δίκτυο όπως προαναφέρθηκε. Επιπρόσθετα, οι διαβάσεις πεζών δεν επαρκούν, ενώ οι υφιστάμενες δεν συντηρούνται. Επιπλέον, θα μπορούσαν να αναφερθούν προβλήματα όπως η έλλειψη επαρκών συνδέσεων (διαβάσεις, πεζογέφυρες, συντήρηση υπογείων διαβάσεων,

καταστροφή φαναριών κτλ). Σε θέματα περιπλάνησης κι ευχαρίστησης του πεζού, προσεγγίζοντας το θέμα «φύση μέσα στην πόλη», τα πράγματα φαίνεται να είναι ακόμα χειρότερα. Οι πεζόδρομοι και τα πεζοδρόμια γενικά παρουσιάζουν έλλειψη μαλακών επιφανειών χαμηλού πρασίνου και δενδροστοιχιών. Επιπλέον, πέρα από τα λίγα πάρκα τα οποία χρήζουν καθαρισμού και συντήρησης, η Αθήνα δεν διαθέτει ένα ολοκληρωμένο δίκτυο πρασίνου τόσο υπερτοπικής κλίμακας (μεγάλα πάρκα μέσα στην πόλη) όσο και τοπικής (μικρότερα πάρκα σε επίπεδο γειτονιάς ή οικοδομικών τετραγώνων τύπου π.χ. pocket park). Στα παραπάνω θα έπρεπε να προστεθεί και η έλλειψη σχεδιασμού για μια πόλη φιλική προς τα άτομα με ειδικές ανάγκες, καθώς και η αίσθηση ανασφάλειας που δημιουργείται στον περιπλανώμενο πεζό σε συγκεκριμένεςπεριοχές. Τι θα μπορούσε να αλλάξει στην Αθήνα, ώστε να αξιοποιηθεί προς όφελος των κατοίκων της; Ορισμένα πράγματα που θα μπορούσαν να αλλάξουν ήδη προαναφέρθηκαν, όπως το ολοκληρωμένο δίκτυο πεζοδρόμων και πρασίνου και εν γένει ο επανασχεδιασμός, ώστε η πόλη να γίνει φιλική προς τον πεζό. Μια πολύ σημαντική, κατά την άποψή μου, αλλαγή στο συγκρότημα της πρωτεύουσας, που θα είναι ευεργετική προς όφελος των κατοίκων, είναι η στροφή της πόλης προς τη θάλασσα και η επανασύνδεση της με το θαλάσσιο μέτωπο. Λόγω πολεοδομικού σχεδιασμού και διαφόρων πολιτικών και παραγόντων σήμερα, η πόλη στρέφει την πλάτη προς τη θάλασσα. Ενώ διαθέτει ένα μεγάλο και αναξιοποίητο παράκτιο μέτωπο, η παραλιακή λεωφόρος και η έλλειψη σχεδιασμού αποκόπτουν βίαια την πόλη από τη θάλασσα. Είναι επιτακτική η ανάγκη επανεκκίνησης μελετών για τον σχεδιασμό του θαλάσσιου μετώπου, όπως η μελέτη ολοκληρωμένης ανάπλασης του φαληρικού όρμου, η οποία είναι έτοιμη και δυστυχώς έχει «κολλήσει». Στο πλαίσιο αυτό θα μπορούσε να αναφερθεί και η αξιοποίηση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων προς όφελος των κατοίκων. Ένα δεύτερο σημαντικό θέμα είναι το θέμα της ερήμωσης του κέντρου της Αθήνας, όπου κτήρια αλλά και γειτονιές ολόκληρες

υποβαθμίζονται, εγκαταλείπονται με αποτέλεσμα τη διάσπαση της συνέχειας του αστικού ιστού. H πόλη χρειάζεται στρατηγικές επεμβάσεις - «ενέσεις», ώστε το φαινόμενο αυτό να περιοριστεί και να προσελκύσουν οι περιοχές αυτές εκ νέου κατοίκους. Στο πλαίσιο αυτό προτείνεται και η αξιοποίηση των εκατοντάδων εγκαταλελειμμένων κτηρίων προς όφελος των κατοίκων για νέες χρήσεις (π.χ. νέα πολιτιστικά κέντρα, βιβλιοθήκες, κέντρα νεότητας). Επιπλέον, σε επίπεδο γειτονιάς και οικοδομικών τετραγώνων θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οι δημόσιοι χώροι των δρόμων και των ακαλύπτων χώρων για την επανακατοίκηση του δημόσιου χώρου από τον κάτοικο, την επαναφορά της έννοιας της γειτονιάς, της φύσης μέσα στην πόλη και του συμμετοχικού σχεδιασμού, δηλαδή τη συμμετοχή των κατοίκων ως πρωταγωνιστών της αλλαγής. Μια σοβαρή προσπάθεια ένωσης των δρόμων και των ακαλύπτων έχει γίνει με τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό «Αθήνα χ 4» που είχε προκηρύξει ο Οργανισμός Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων της Αθήνας, ο οποίος δυστυχώς δεν έχει ακόμα εφαρμοστεί. Τέλος, θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και οι ταράτσες των κτηρίων και των πολυκατοικιών ως νέοι δημόσιοι χώροι με προνομιούχα σημεία θέασης. Σαν μικρές πλατείες πάνω από την πόλη, όπου ο κάτοικος θα απολαμβάνει τον ήλιο, τη θέα και την κοινωνικότητα σε αντίθεση με τον απρόσωπο χαρακτήρα της πολυκατοικίας. Αν αυτή η νέα χρήση μάλιστα συνδυαστεί με την τάση των ταρατσόκηπων, όπου μετά από κατάλληλη μελέτη η ταράτσα μετατρέπεται σε κήπο με χώμα και φυτά, μπορεί κάποιος να φανταστεί την αλλαγή στην εικόνα και στο μικροκλίμα της πόλης. Σε τι υστερεί η Αθήνα σε σχέση με άλλες πόλεις και σε τι υπερτερεί; Είναι δύσκολο να συγκρίνεις την Αθήνα με άλλες πόλεις, καθώς κάθε πόλη έχει τη μοναδικότητά της. Η Αθήνα είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση πόλης, όπου υπάρχουν κάποια στοιχεία, πραγματικά ιδιαίτερα, που την κάνουν να ξεχωρίζει. Διαθέτει μια πλούσια ιστορία σε βάθος χρόνου που ελάχιστες πόλεις του

27


ΟΛΟΙ ΣΤΙΣ ΤΑΡΑΤΣΕΣ ΣΑΣ! (συνέχεια) εξωτερικού διαθέτουν. Διαθέτει τεράστιο δυναμικό σε αρχαιολογικά στρώματα – είναι πολλές πόλεις σε πολλαπλά επίπεδα – κάθε ανασκαφή κρύβει πάντα εκπλήξεις. Είναι μια πόλη με πολλαπλά πρόσωπα και δυναμικές, ταυτόχρονα ευρωπαϊκή κι ανατολίτικη, μοντέρνα και παλιομοδίτικη, φιλική και εχθρική, βαλκανική και μεσογειακή, βυζαντινή, ρωμαϊκή, ελληνιστική και αρχαία, απρόσωπη και συνοικιακή. Αλλάζει πρόσωπα και χαρακτήρες διαθέτοντας μια δυναμικότητα. Στα θετικά της συγκαταλέγονται βεβαίως τα μοναδικής παγκόσμιας εμβέλειας ιστορικά τοπία, το περιβάλλον τοπίο της με λόφους, βουνά και θάλασσα, το μεσογειακό φως και το κλίμα. Είναι μια πόλη ζωντανή και αυθόρμητη όλη την ημέρα που δημιουργεί ανάμεικτα συναισθήματα στους κατοίκους της λόγω των αρετών και των προβλημάτων της. Ωστόσο, σε πολλά θέματα αστικού σχεδιασμού, υποδομών και εν γένει αισθητικής η δυναμική αυτή μεσογειακή πόλη υστερεί σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές. Πολλά από αυτά προαναφέρθηκαν, όπως το δίκτυο πρασίνου κι ο ελλιπής σχεδιασμός για τον πεζό. Για παράδειγμα, υπάρχουν ελλιπείς χώροι στάθμευσης, πρόβλημα με την κυκλοφοριακή συμφόρηση, έλλειψη ποδηλατοδρόμων και εν γένει φιλικού κλίματος προς τον ποδηλάτη, μη επαρκή μέσα μαζικής συγκοινωνίας. Η Αθήνα, πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά, με εξαίρεση το κέντρο της, παρουσιάζει ελάχιστο ενδιαφέρον. Πρόκειται για μια ομοιόμορφη πόλη με πανομοιότυπους δρόμους και πολυκατοικίες και με ελάχιστα αξιόλογα δημόσια κτήρια.Υπάρχει εν γένει απουσία ευφάνταστου και καινοτόμου αρχιτεκτονικού σχεδιασμού δημοσίων χώρων και κτηρίων σε σχέση με τα αντίστοιχα του εξωτερικού, ικανά να αλλάξουν τον χαρακτήρα και την εικόνα της πόλης, να δημιουργήσουν υπερτοπική επισκεψιμότητα και να ενεργοποιήσουν νέες χρήσεις γης αλλά και την τοπική ή/και υπερτοπική

28

οικονομία. Στην ίδια λογική συγκαταλέγονται και η χαμηλή ποιότητα κι έλλειψη καινοτομίας στα υλικά εφαρμογής, στις επιλογές για αστικό εξοπλισμό (παγκάκια κτλ) και η έλλειψη βιοκλιματικού σχεδιασμού, ώστε τους θερινούς μήνες να μην υπάρχουν δυσμενείς συνθήκες. Η Αθήνα φαίνεται να υστερεί, επίσης, σε θέματα σεβασμού προς τον δημόσιο χώρο, με συχνά τα φαινόμενα βανδαλισμού, και σε θέματα συμμετοχής των κατοίκων στο σχεδιασμό και στην συντήρησή του. Ειδικά την περίοδο της κρίσης υπάρχει μια ευκαιρία θα έλεγε κάνεις για πρωτοβουλίες συμμετοχικού σχεδιασμού και συλλογικότητας, τακτικές που επιτρέπουν στον κάτοικο να συμμετέχει και να αγαπήσει τον δημόσιο χώρο και την πόλη του. Σας ευχαριστούμε πολύ. Τίνα Σοφιανού Β1 Ο Θανάσης Πολυζωίδης είναι αρχιτέκτονας – αρχιτέκτονας τοπίου. Έχει συμμετάσχει σε μελέτες αρχιτεκτονικής και μελέτες τοπίου (αστικές αναπλάσεις, αναπλάσεις φυσικού τοπίου) στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει λάβει βραβεία και διακρίσεις σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς μεταξύ των οποίων και το Α’ Βραβείο (ένα από τα πέντε ισότιμα) στον Διαγωνισμό Αθήνα Χ 4. Το έργο του έχει παρουσιαστεί σε εκθέσεις και σε δημοσιεύσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Περισσότερες πληροφορίες στο: www.polyzoidis-architect.gr


ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΚΑΙ ΞΕΝΙΤΙΑ

(ΠΑΓΚΡΑΤΙ - ΒΥΡΩΝΑΣ - ΚΑΙΣΑΡΙΑΝΗ) Στις 3 Ιανουαρίου 2016, είχα τη χαρά να συναντηθώ και να συνομιλήσω με την κα Jan Sanders, Ελληνο-Αμερικανίδα Διευθύντρια του Προγράμματος Σπουδών στην Ελλάδα του Arcadia University των ΗΠΑ, κάτοικο Ελλάδας από το 1976 και κάτοικο Παγκρατίου από το 1994. Περπατώντας στους πολυσύχναστους δρόμους του Παγκρατίου και τις προσφυγικές γειτονιές της Καισαριανής και του Βύρωνα, συνδιαλεγόμενοι μεταξύ μας και με την ιστορία μας, μιλήσαμε... ... για την προσαρμογή: Q: How did you first come to Greece? A: I first came to Greece as a graduate student in an exchange program of the American School of Classical Studies. Actually, 10 years ago, I got a dual nationality from residence! Q: What did you expect before coming to Greece? A: I expected to find beautiful temples everywhere but, of course, it did not take me long to realize that Greece is a modern country with cars and people and modern buildings that merge with the antiquities and render them “alive”. Still, I don’t agree with such antiquities being labeled as “sacred”; I think that this perception of, for example, the Acropolis can discourage people from interacting with the antiquities and, because of that, I loved the fact that the Acropolis Museum shares these antiquities with the public in a more interactive and tangible way. Q: What do your students nowadays expect before coming to Greece? A: Sometimes, they don’t do a lot of research so they have utopian expectations, such as the weather being great all the time or having beaches everywhere, but the University makes sure to send them translated articles from Greek newspapers in order for them to get accustomed to everyday life in Greece. Their main concerns are safety, control of their budget, keeping up with the curriculum, and living on their own. This is why the University makes sure to provide them with student apartments and counselors that help them get by.

Q: What were your first impressions when you first lived in Greece? A: Greece was different than today, for sure. Still, some fundamental elements of Greek life still persist. Greeks are still really friendly and I remember that, when I lived in my student apartment in Zografou, I would be invited to other people’s houses all the time! I also remember that, back in 1976, Greece did not have a lot of foreign goods, so I had to get used to life without peanut butter. A major difference, though, that I have observed is how Greeks relax and the role of the coffee shop: when I first came, “kafeneio” was the place that most Greeks frequented, mainly men, while, nowadays, I see a lot of coffee shops, where both men and women can relax in a different manner than in 1976. Q: How do your students react when they first come to Greece? A: All of them have chosen to come to Greece out of a variety of destinations, such as Rome or Barcelona, and they have done so for their own special reasons – usually because they have relatives in Greece or because they are deeply interested in Ancient Greek Classics. Many of them are glad to experience a different part of Europe, with its own different language, alphabet, and culture, which is currently being challenged by the economic crisis. Yet, some have quite unrealistic expectations, such as becoming friends with a lot of Greeks, which are not eventually realized and they get slightly disappointed because of that. They also hate smoking in closed areas, since it is criminalized in the United States, and they are surprised by how there are no antismoking campaigns going on in Greece despite this problem. ... για την κοινωνική καθημερινότητα: Q: How does it feel to live in a city? A: Great! It’s funny because my husband hates living in a city, but he currently lives in ancient Corinth as part of an excavation project, so I guess he’s allright. I like being surrounded by any kind of life, from coffee life to professional life, even to protest life.

Q: To you, what is “being Greek”? A: I think that being Greek has a lot to do with being communal. I mean, if the economic crisis had impacted the USA the way it has impacted Greece, most people would have probably stayed at home. In Greece, everybody is still communal and interacting with each other every day. Heritage also plays a big part. Even though I have dual nationality, I remember one day, a long time ago, when I had gone to OPAP to pay the electric bill and an old man asked me where I was from and I told him that I am Greek-American and he said that “Americans do not have Greek blood”! Q: How has the economic crisis impacted Greece, then? A: People have become more desperate and images, such as people carrying a lot of shopping bags, are not at all common even though they were before the crisis. In Corinth, as far as my husband has told me, many farmers liquidated a part of their fields as a spasmodic reaction to the crisis. Q: Have you seen any progress of any kind in Greece ever since you first came? A: I have and I believe that such progress can be reflected on small details of everyday life. Having ethnic restaurants with people from Japan or even Bangladesh shows that Greeks have made a lot of progress in terms of acknowledging people from other nations. The government has also made efforts to come closer to its people, with the KEP and the option of doing one’s taxes online. Even courtesy on the road and respect to the pedestrians and to fellow drivers has improved a lot since I first arrived in Greece. Q: Do you believe that hospitality is still prevalent in Greek society? A: I have to admit that, sometimes, there is anger, especially with some taxi drivers who can get a bit impatient, but if you’re open-minded and you don’t act like the stereotypical “ugly American”, people can be very welcoming and warm.

29


Q: Have you suffered from xenophobia? A: No, because I am an immigrant by choice and I look European, so I am not as marginalized as refugees unfortunately are today. I have ever heard people complaining to me about refugees and how they want them out of the country before, of course, I remind them that I, too, am a foreigner… Q: How do you feel about living in Pagrati? A: I love it! My work is close to my home, I have known my neighbors for a long time, and we have this “neighborhood feel” because we always look out for each other and help each other when needed.

«Διαβάτη, στάσου για λίγο σ’ αυτόν τον ιερό χώρο και στοχάσου. Εδώ άφησαν τα σημάδια από τα πυροβόλα όπλα τους οι Άγγλοι, χτυπώντας από τον Λυκαβηττό ενάντια στην αντιστεκόμενη ηρωική προσφυγομάνα Καισαριανή τον Δεκέμβρη του 1944»

Isn’t it interesting how, in Kaisariani, one can find modern-day buildings right next to refugee houses?

30

Q: Do you trust the people in your neighborhood? A: Well, I trust those I know and with whom I have developed a reciprocal relationship. Of course, there are some people that I might not trust. Q: Do you like Greek food? A: Greek food is real food! I love how you can go to a restaurant and you see young Greeks relaxing and having lunch, which does not really happen in the US with all those fast-food restaurants and the quicker pace of life. Q: Do you like living in Greece? A: Yes! Can’t you tell? Q: What have your students learned when they leave Greece? A: A lot of things, actually. They have grown more independent, learnt how to function in another country, and some of them have done volunteer work, so they have realized how privileged they are and they have started to think in a more mature way.


ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΚΑΙ ΞΕΝΙΤΙΑ (συνέχεια)

... για την Αρχαιολογία, την Ιστορία και το Σήμερα: Q: Since your husband is currently working at an excavation project, could you tell us a little bit about how excavations work? A: There are four great schools: the American, the British, the German, and the French. They have been active since the 19th century and they conduct excavations projects around the world. As for Ancient Corinth, the American school is currently working on the excavations taking place there and my husband is part of that team, so he lives in a small village and we meet on weekends. Q: Isn’t it interesting how, in Kaisariani, one can find modern-day buildings right next to refugee houses? A: The refugee houses used to be protected by the state but, when they lifted that protection, modern-day blocks of flats were built next to them. Back in that day, you could find people who, either themselves or their parents, were refugees from Asia Minor and they would talk about “foreigners” and, by “foreigners”, they meant Greeks who lived in Kaisariani but were not descended from Asia Minor refugees. Q: Bringing to mind the refugee crisis in Greece during the early 20th century, what do you think about the way Greece is handling the refugee crisis today? A: I think that the Greeks are, in general, very helpful and welcome towards the refugees, but it is the state that seems to neglect refugees and their basic human rights. Q: Could you provide us with a brief historical background about the Skopeftirio of Kaisariani? A: The Old Skopeftirio was used as a shooting range, run by a Greek rifle organization for practice and, during World War II, it was used as a place of execution by the Nazis. I think that the Municipality of Kaisariani is currently trying to buy the Old Skopeftirio from the descendants of the rifle organization members who own

it. The shooting range where the massacre happened in 1944 is only open on May 1st. Q: What do you believe about children playing football right outside the place of the massacre in 1944? A: I think it is great. In the USA, people can get too forward-thinking and they may not stick together that much. In Greece, people have a way to actively remember and honor their past by assimilating it to their everyday life. These kids playing football, to me, keep this place alive and they mix memory with everyday life because – let’s face it – life goes on. Q: Still, though, such memory can have a negative side. A: Unfortunately, yes. Some people can exploit their country’s history to serve their nationalistic views. Some others, as anyone can see, can completely disregard their country’s history, such as people who do graffiti about football clubs on the walls of the Skopeftirio. I guess that such graffiti is, as we previously discussed, a part of life in Greece, as well. Q: Do you believe that Greece is westernizing? A: I believe that Greeks should hold on to their heritage and work with other countries and their own heritage, such as Italy, by focusing on understanding and interacting with their culture instead of merely worshipping it, like it happens with some people. Q: Has the political core of Greece changed? A: I would be surprised if it had. Greeks have been actively involved in politics since the antiquity and, undoubtedly, politics have always been a cornerstone of Greek life. ... για την παιδεία: Q: Can universities in Greece get too political? A: I believe that universities are places of intellectual growth and as part of this growth they should take intellectual risks – something that does not happen in the USA. For example, if I had a class in the USA and I had to

show them a naked male sculpture, I would have to warn my students for graphic content in case somebody found it provocative or insulting. Such practices thankfully do not happen as often in Greece. Q: Is there asylum in US universities? A: No, there is not. The other day, there was a sit-in in a university in New York because of high tuition fees and, once some students started destroying the place, the police stormed in and arrested them. Q: Do your students learn their material by heart? A: My students appreciate getting good grades, but they know that they will have to be responsible in order to earn them by going to excursions, presenting their own work, and filing their own papers, so learning anything by heart cannot help them anyhow. Q: Are you still learning as a person? A: Of course! My role as Director of the Study Abroad Program means that I am the only American that my students can rely on, so I explain things to them from a different perspective and I learn a lot from how they view Greece during their experience. ... για τη ζωή της Ελληνίδας του εξωτερικού και της ξένης της Ελλάδας: Q: Does living in Greece feel like living in Europe? A: Sometimes yes, sometimes no. A great factor is the fact that Greece did not really go through the Renaissance or the Enlightenment, so there is a gap in terms of culture. To me, life in Greece feels different than life in Rome, for example, because Greeks are real, everyday honest people, as portrayed by Zorba the Greek. I remember one day when our dog died and a colleague of my husband came home and, when he found out that our dog had died, he literally went to the small grave we had built for the dog and fell on his knees as a sign of respect... I don’t think such an act would happen anywhere else in Europe.

31


Πέρα από τις επιτυχείς ή ανεπιτυχείς προσπάθειες των αρχών για αποκατάσταση των ξεριζωμένων, θεμέλιο της όλης προσπάθειας ήταν η διάθεση των ανθρώπων να εργαστούν σκληρά για να ξαναδημιουργήσουν αυτά που έχασαν μέσα στην καταστροφή.

Κώστας Καραγιώργης (1905-1954): δημοσιογράφος, αγωνιστής Εθνικής Αντίστασης

Ανάμεσα στο Θέατρο Βράχων, το Κέντρο Χορού της Ισιδώρας Ντάνκαν και το Ταπητουργείο, ο Βύρωνας, κυριολεκτικά στα μετόπισθεν του Παγκρατίου, ζει ακόμη τη ζωή μιας γαλήνιας γειτονιάς, που διατηρεί ατόφιο το μικροαστικό, προσφυγικό της προφίλ. Εδώ ο φούρνος ψήνει ακόμη τα γεμιστά και το κατσικάκι, οι νοικοκυρές κάνουν ουρά στο τέλος του πρωινού για τη φρατζόλα του οικογενειακού τραπεζιού, μαγαζάτορες και πελατεία γνωρίζονται με τα μικρά τους ονόματα, τα ψώνια συνδυάζονται με τα κουτσομπολιά της ημέρας κι αν είσαι νεοφερμένος, όλο και κάποια πιστή πελάτισσα θα βρεθεί να σε ξεναγήσει καλύτερα κι από το αφεντικό στα καλύτερα της κάθε επιχείρησης.

32


ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΚΑΙ ΞΕΝΙΤΙΑ (συνέχεια)

Q: From your experience in both countries, are Turkey and Greece that different? A: To be fair, I have only been in Istanbul, so I have mainly experienced a particular part of Turkey which is far different from Greece. In Istanbul, people used the same gestures, listened to Greek music, had the same connection to the sea, even their food was quite similar. A difference between these two cities relies in terms of politics, since Erdogan is a pretty scary leader, especially in terms of human rights.

Rubio are elected, since all of them want to increase border control to a great extent.

Q: What is the difference between the American and the Greek? A: I think the basic difference is how Americans are more law-abiding. Greeks have that organized chaos, which may sound negative, but - trust me - you will miss it if you go to the USA or the UK!

Q: How do Americans react to nationalism? A: If one considers the appeal of the whole “shutting borders down” proposal and depending on the outcome of the presidential election, the USA could be proven to be fertile ground for nationalism.

Q: Were communal bonds stronger in Plymouth, Massachusetts or in Athens, Greece? A: In Greece, I am more strongly attached to my neighbors and the people who live close to me. To be fair, though, when I lived in Plymouth, I was just a kid, so I was not very social myself!

Q: How has the economic crisis impacted US society? A: Many people lost their jobs and their homes, but the impact has not been as devastating as it has been in Greece.

Q: Are American as small-minded as they are stereotypically depicted to be? A: In the USA, there is a higher focus on what happens inside the country than outside of it. For example, if you buy the Washington Post, you have to turn to page 10 or something for international news, because everything is American! Q: With elections having happened in Greece and being about to happen in the USA, what do you see in common in terms of this procedure between these two countries? A: In the USA, the elections are presidential, which means that the winner of the election could be part of a party with fewer representatives. Barack Obama, for example, could barely get any measures passed because most representatives were Republicans. I am also about what is going to happen in terms of refugees, immigrants, and the ideal of the “American Dream” in case Donald Trump, Ted Cruz, or Marco

Q: How have the USA been impacted by the refugee crisis? A: Many Americans – believe it or not – have probably never met any refugee in their vicinity! Still, the measures that Homeland Security takes have become stricter and I think that all refugees need to undergo about 18 months of questioning by the state before becoming legal US residents.

Q: Do you believe that the USA have made a higher progress in some sectors of life than Greece? A: Yes, but the same principle applies vice-versa. The courage of Greeks to do what they are told not to do in times of oppression is an admirable quality for every American. Q: One final question; do sports play such a great part in the USA? A: Yes, they do! Of course, most people there love basketball, so my students get kind of bummed because, in Greece, people prefer soccer. Λευτέρης Χατζηθεοδωρίδης Γ1

Q: How is the issue of drug epidemics handled in the USA? A: I believe the handling is similar to the one in Greece. I was listening to a political podcast the other day and they talked about how presidential candidates would go to poor cities but would never visit the truly povertystricken parts of these cities. Q: Would it be better for a homosexual person to live in Greece or in the USA? A: In the USA, I think homosexuals have more recognition because of enjoying equal rights and the right to marry in many states, but if you live in a small town like Arkansaw, Wisconsin, I think that life would be just as difficult. Q: Was homosexual marriage such a big deal in the USA as it was in Greece? A: With the exception of some radical right-wing people, most people welcomed the surprising momentum of the LGBT movement and, eventually, its quest for equal rights prevailed in many states.

33


34


ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΣΤΟ ΠΑΓΚΡΑΤΙ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΟ ΠΑΤΡΙΚΙΟ «Στάση Ευαγγελισμός», αναφωνεί η γνώριμη παγωμένη φωνή του Μετρό και μας ειδοποιεί πως είχαμε φτάσει στον προορισμό μας. Η Άλια και εγώ, Σάββατο πρωί, με ένα αντίτυπο της ποιητικής συλλογής «Λυσιμελής Πόθος» κατευθυνόμασταν προς το σπίτι του δημιουργού. Μια γλυκιά ανυπομονησία μάς είχε κυριεύσει. Για εμάς, ήταν ο αφανής ήρωας πίσω από μια σειρά υπέροχων λογοτεχνικών έργων και είχε φτάσει η στιγμή που θα συζητούσαμε μαζί του. Για την Αθήνα, τους Αθηναίους, τον πόλεμο, τη Δικτατορία, την ελευθερία, την ποίηση…

συνδιαλέγονται, κουβεντιάζουν, αλλά δεν ταυτίζονται. Δεν μπορούν ποτέ να ταυτιστούν. Ο κάθε πολιτισμός δεν πρέπει να κλείνεται βεβαίως στον εαυτό του, πρέπει να κουβεντιάζει με τον άλλον πολιτισμό, αλλά δεν μπορεί και να ταυτιστεί μαζί του.

Ο Τίτος Πατρίκιος μάς υποδέχεται, λοιπόν, στο σπίτι του, στο Παγκράτι.

Β: Οπότε υπάρχει και μια πιο θετική πλευρά. Μπορεί να υπάρχει. Το ζήτημα εξαρτάται από εμάς. Αν θα το πάμε στο χειρότερο ή στο καλύτερο. Γιατί αυτό είναι να εγκαταλείπεις το ρόλο του ανθρώπου και να αφήνεσαι έρμαιο στις κινήσεις της τεχνολογίας και της πολιτικής. Όχι. Πρέπει εμείς οι ίδιοι να είμαστε υποκείμενα που να ενεργοποιούνται και να προσπαθούν να επιδράσουν μέσα στην πραγματικότητα, την οποία αντιμετωπίζουν.

Β: Ας αρχίσουμε με αυτό, είναι μια όμορφη πόλη η Αθήνα; Έχει βελτιωθεί πολύ η Αθήνα τα τελευταία χρόνια. Είναι ωραία η περιοχή στον Κεραμεικό, γύρω από τον Λυκαβηττό, η Πλάκα. Είναι ωραία η Ακαδημία Πλάτωνος. Έχουμε τόσα μουσεία, μακάρι να πηγαίναμε περισσότερο κιόλας. Εμείς έχουμε μερικούς αιώνες καθυστέρηση που γίναμε ανεξάρτητο κράτος. Υπάρχουν όμως άνθρωποι που προσπαθούν στην Αθήνα και κάθε τόσο κάτι γίνεται. Να, τώρα θα φτιαχτεί ξανά ο Εθνικός Κήπος. Θα μεγαλώσει η Πινακοθήκη. Από την άλλη πλευρά, τα έργα καθυστερούν, περνούν χρόνια, δεν τελειώνουν… Τι να γίνει… Πάντως η Αθήνα έχει πολύ ωραίες μεριές. Και εγώ έχω ζήσει πολλά χρόνια έξω, έχω πολλούς φίλους ξένους, οι οποίοι έρχονται συχνά, όπως και εγώ πηγαίνω εκεί, και γυρνάμε σε μέρη της Αθήνας. Πριν δύο χρόνια, φιλοξενούσα ένα ζεύγος Ιταλών καθηγητών. Σε δυο μέρες, τι μου λένε; «Τι καθαρή πόλη η Αθήνα μπροστά στη Ρώμη!». Και εγώ τα έχασα. Να μην τα μηδενίζουμε όλα. Έχουμε και καλά πράγματα, τα οποία είναι σημερινά. Να μη μιλάμε μόνο για τις αρχαιότητες. Εντάξει, η Ακρόπολη είναι μοναδική, αλλά και μερικές ταβέρνες ή μερικά καφενεία ή μερικές γωνιές ή μερικές βόλτες είναι επίσης μοναδικές. Β: Η Αθήνα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πολυπολιτισμική; Πάει να γίνει. Εγώ, προσωπικά, δεν πιστεύω στην πολυπολιτισμικότητα. Οι πολιτισμοί αντιπαρατίθενται,

Α: Πιστεύετε πως με την παγκοσμιοποίηση οι πολιτισμοί έχουν αρχίσει και χάνουν τα χαρακτηριστικά τους; Αλλάζουν πολύ τα πράγματα, αλλά δεν πιστεύω πως όλα τείνουν προς το χειρότερο πάντα.

Β: Με ευβουλία… Ο καθένας θα βρει τους τρόπους. Με βιβλία, με συζήτηση, με διάλογο, με κοινές ενέργειες, με πρωτοβουλίες, με χίλια δυο πράγματα. Αλλά όχι με την παθητικότητα. Β: Οι νέοι, στις μέρες μας, τι ευθύνη φέρουν; Οι νέοι φέρουν την ευθύνη που έφεραν οι νέοι σε όλες τις εποχές και κυρίως την ευθύνη του να προσέχουν, αλλά να μην πειθαρχούν τυφλά στις συμβουλές που τους δίνουν οι παλαιότεροι. Γιατί, πολύ συχνά, οι παλαιότεροι, δίνοντας συμβουλές, δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να δικαιώνουν το δικό τους εαυτό. Β: Η σχέση ποίησης και νέων ποια είναι; Η σχέση ποίησης και νέων… Μερικοί την ανακαλύπτουν και τους αρέσει, μερικοί δεν την ανακαλύπτουν, άλλοι την προσεγγίζουν και δεν τους αρέσει. Δεν είναι κάτι δεδομένο. Μπορεί να αρέσει, μπορεί να μην αρέσει… Α: Πώς κρίνετε το ότι η ποίηση μπορεί να επιβάλλεται στην καθημερινότητά

τους μέσω της εκπαίδευσης; Κοιτάξτε να δείτε, η επιβολή είναι αρνητική, αλλά η γνώση είναι θετική. Δηλαδή, το να ξέρεις τη λογοτεχνία του τόπου σου είναι θετικό. Το να αναγκάζεσαι να την αποδεχτείς με τυφλά μάτια είναι αρνητικό. Αλλά χρειάζεται να την ξέρεις για έναν πολύ πρακτικό λόγο. Γιατί έτσι βελτιώνεις τη γλώσσα σου και βελτιώνοντας τη γλώσσα, βελτιώνεις την εκφραστική σου ικανότητα. Και βελτιώνοντας την εκφραστική σου ικανότητα, γίνεσαι πιο αποτελεσματικός στη δουλειά σου. Από αυτή την άποψη, η λογοτεχνία και η ποίηση έχουν ένα πολύ πρακτικό αποτέλεσμα που δεν το βλέπουμε με την πρώτη όψη. Και κάτι άλλο. Κάποια περίοδο, πριν 30 – 40 χρόνια, θεωρήθηκε – και το έβλεπα στη Γαλλία που ζούσα τότε – ότι η αποστήθιση ποιημάτων που γινόταν στο σχολείο ήταν κάτι αρνητικό. Σήμερα, έχουν φτάσει, κρίνοντας τα πράγματα, και το βρίσκουν τελείως θετικό. Διότι η αποστήθιση ενός ποιήματος δεν είναι μόνο μία τεχνική ενέργεια που σε εξαναγκάζουν να την εφαρμόσεις. Είναι η αποθησαύριση ενός γλωσσικού πλούτου, τον οποίο σε κάποια στιγμή μπορείς να τον επαναφέρεις προς προσωπική σου χρήση. Έτσι, ενισχύεις τη μνήμη σου και τα αποθέματά της, τα οποία, ιδίως στη σημερινή τεχνολογική εποχή, είναι αφάνταστα χρήσιμα. Ας σκεφτεί κανείς ότι ξαφνικά σου τελειώνουν όλες οι μπαταρίες, ξαφνικά δεν λειτουργεί τίποτα, τι σου μένει; Μόνο ό,τι μπορείς να ανακαλέσεις από τη μνήμη. Γι’ αυτό επανέφεραν στη Γαλλία την απομνημόνευση ποιημάτων. Γιατί είδαν ότι τελικά είναι πάρα πολύ χρήσιμο. Α: Το λεξιλόγιο των νεοελλήνων σταδιακά μειώνεται; Κι αν συμβαίνει αυτό, είναι κακό; Γενικά, όσο πιο μειωμένο είναι ένα λεξιλόγιο, τόσο λιγότερα εργαλεία έχουμε για να αντιμετωπίσουμε την πρακτική ζωή. Η καλλιέργεια του λεξιλογίου βελτιώνει το εργαλείο που έχεις για να ανακαλύπτεις και να εξηγείς τη ζωή και τον κόσμο που σε περιβάλλει. Χωρίς λέξεις δεν μπορείς να το κάνεις. Γιατί αλλιώς κατρακυλούμε σε ένα πρωτογονισμό της βαρβαρότητας.

35


ΣΤΟ ΠΑΓΚΡΑΤΙ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΟ ΠΑΤΡΙΚΙΟ Β: Η ποίηση συνδέεται με ένα «ανώτερο λεξιλόγιο»; Όχι ανώτερο, μα με την κατάλληλη λέξη που χρειάζεται στην κατάλληλη περίπτωση. Το φτιάξιμο ενός ποιήματος είναι όπως η κατασκευή μιας γέφυρας. Όπως σε μια γέφυρα, κάθε πέτρα πρέπει να μπει στη σωστή της θέση, για να μην καταρρεύσει η γέφυρα, με τον ίδιο τρόπο αν σε ένα ποίημα δεν βρεθεί η σωστή λέξη, το ποίημα καταρρέει.

και την άνθιση του μυθιστορήματος. Και τα ποιήματα, ξεκινώντας από την ύπαιθρο – ακόμη και στην ελληνική ποίηση, έχουμε τους παλιότερους ποιητές που εκφράζουν μια ειδυλλιακή ατμόσφαιρα του χωριού, του βουνού, της ποιμενικής ζωής – σιγά σιγά εξέφρασε τα συμβαίνοντα στην πόλη. Είτε τα πολιτικά είτε τα ψυχολογικά είτε τα υπαρξιακά. Πάντως, στην πόλη παίζεται το καθημερινό παιχνίδι της ζωής.

Β: Πώς αντιμετωπίζετε το γεγονός ότι τώρα ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι, από διάφορους χώρους, γράφουν ποίηση; Αυτό είναι καλό, γιατί οι άνθρωποι έτσι εκφράζονται και απαλλάσσονται από αυτά που έχουν μέσα τους. Από την άλλη πλευρά, είναι και λίγο επικίνδυνο, γιατί το ότι γράφεις ποίηση δεν σημαίνει πως έγινες και ποιητής που θα αναγνωριστεί και θα δοξαστεί.

Β: Όταν λέμε ότι η Αθήνα είναι μια πόλη ποιητική, τι εννοούμε; Μπορεί να είναι, μπορεί και να μην είναι. Μπορεί να σου δίνει κίνητρα για ποίηση, μπορεί να σου δίνει κίνητρα για ύπνωση. Όλα εξαρτώνται από εμάς τους ίδιους. Κάποτε λέγανε ότι η Θεσσαλονίκη είναι ερωτική πόλη. Πήγαιναν οι Αθηναίοι εκεί, τα βλέπανε όλα ωραία και καλά… Αλλά άμα ζεις σε μια πόλη, βλέπεις ότι έχει τα πάντα. Και ποίηση και πεζολογία. Και έρωτα και κτηνωδία. Και το ένα και το άλλο. Και το ζήτημα είναι και να τα βλέπεις και να μπορείς να διαλέγεις ανάμεσά τους.

Β: Ίσως δεν χρειάζεται για κάποιους. Ναι, αλλά μερικοί το ονειρεύονται. Και δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα από το να ονειρεύεσαι τη δόξα, γιατί δεν υπάρχει ευκολότερος τρόπος από το να πέφτεις στη «λούμπα» αν έχεις τέτοια όνειρα. Α: Οι περισσότεροι άνθρωποι έρχονται στην πόλη με σκοπό να φτάσουν κάπου ψηλά, να καταφέρουν να γίνουν γνωστοί, πλούσιοι… Αυτό δεν είναι κατά κάποιο τρόπο μάταιο; Είναι, αλλά από την άλλη πλευρά, πάντα πρέπει να έχει κανείς κάποιο όνειρο στη ζωή του, κάποια φιλοδοξία, η οποία όμως να μη γίνεται καταβρoχθιστική του άλλου. Αυτός είναι ο μεγάλος κίνδυνος. Η δικιά σου φιλοδοξία να τρέφεται από τον άλλον. Β: Η Αθήνα είναι μια πόλη – πηγή έμπνευσης; Έμπνευση αντλεί κανείς από όλες τις πόλεις στις οποίες ζει. Και μην ξεχνάμε ότι η ζωή στην πόλη που είναι τρομερά περίπλοκη – και όσο οι πόλεις μεγάλωναν, τόσο η ζωή γινόταν πιο περίπλοκη – πυροδότησε

36

Β: Γυρνώντας στην Ελλάδα, μετά από μια μακρόχρονη παραμονή στο εξωτερικό – στην περίπτωσή σας στη Γαλλία – πώς αισθάνεται κανείς; Είναι δύσκολη η επιστροφή πάντα. Γιατί έχεις συνηθίσει σε έναν άλλο τρόπο ζωής και είναι δύσκολο να ξαναπροσαρμοστείς στον εδώ τρόπο. Αλλά και αυτό έχει το ενδιαφέρον του. Β: Γενικά, ο ελληνικός τρόπος ζωής και η ελληνική νοοτροπία θα κατατάσσονταν στην Ανατολή ή στην Δύση; Στην Ανατολή, όχι. Γιατί αρκεί να δεις την Ανατολή σήμερα και μπορείς να καταλάβεις πως μας χωρίζουν μεγάλες διαφορές. Μας αρέσει να το λέμε και να αισθανόμαστε λίγο Ανατολίτες. Και μην ξεχνάμε ότι οι Έλληνες της Μικράς Ασίας και της Σμύρνης ήσαν πιο Ευρωπαίοι από τους Έλληνες της Ελλάδας την εποχή της ακμής τους. Τώρα οι διαφορές με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, και θα μιλήσω για τη Γαλλία που ξέρω. Είναι πιο συστηματικοί και αυτό που μου

κάνει εντύπωση είναι ο φιλικός έλεγχος που σου κάνουν. Δηλαδή, θα σε ρωτήσουν και οι γνωστοί και οι φίλοι, αλλά και οι άνθρωποι με τους οποίους έρχεσαι σε επαφή «Και τι έκανες ως τώρα;». Και εσύ αισθάνεσαι υποχρεωμένος κάτι να κάνεις, να μην είσαι αδρανής και μη παραγωγικός. Β: Που αυτό σας λείπει από την Ελλάδα; Ναι… Β: Αυτή η απουσία θα μπορούσε να είναι η γενεσιουργός αιτία ορισμένων πραγμάτων; Χρειάζεται, σίγουρα. Όχι ένας ασφυκτικός έλεγχος. Κυρίως να λογοδοτείς στον ίδιο σου τον εαυτό. Έκανα κάτι, προχώρησα κάτι, φτιάχνω κάτι ή κάθομαι και χαζεύω; Α: Δεν είναι παραγωγικοί οι Έλληνες; Όταν εργάζονται πάντως, είναι πολύ πιο παραγωγικοί από πολλούς Βορειοευρωπαίους. Ίσως δεν είμαστε τόσο αποδοτικοί όσον αφορά την τεχνολογία… Αν και νομίζω, οι νέοι σήμερα έχουν καλύψει αυτές τις διαφορές. Β: Ο ρόλος του ποιητή, αλλά και του καλλιτέχνη ευρύτερα, σε περίοδο κρίσης, ποιος είναι; Μεταβάλλεται; Είναι αυτός που ήταν πάντα. Να γράφει καλά έργα. Όλα τα άλλα πράγματα έπονται. Οι μεγάλες ιδέες ότι θα αλλάξω εγώ την κοινωνία και θα φέρω τη μεγάλη αναστάτωση καλές είναι, αλλά πολλές φορές είναι παραπλανητικές. Ο συγγραφέας έχει μόνο ένα καθήκον: να γράφει καλά. Τώρα το αν έγραψε καλά ή όχι είναι μια άλλη ιστορία. Και γι’ αυτό υπάρχει ένας κριτής που δε σφάλλει ποτέ και είναι ο χρόνος. Σήμερα, ξέρουμε ότι ο Παπαδιαμάντης είναι ένας πολύ μεγάλος συγγραφέας. Ο Ροΐδης είναι ένας πολύ μεγάλος συγγραφέας. Ο χρόνος το επιβεβαίωσε. Θα μου πεις να περιμένουμε 100 χρόνια για να κριθεί το αν αυτό που γράφουμε αξίζει ή όχι; Ε, ας περιμένουμε.


ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΣΤΟ ΠΑΓΚΡΑΤΙ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΤΟ ΠΑΤΡΙΚΙΟ B: Ο ποιητής και ο καλλιτέχνης θα έπρεπε να παίρνει θέση σχετικά με τα πολιτικά δρώμενα; Α: Και μάλιστα μέσω του έργου του ή ανεξάρτητα; Όταν το έργο παίρνει πολιτικές θέσεις και διακηρύσσει πολιτικά ιδεώδη, τότε κάνει τη λεγόμενη «στρατευμένη τέχνη» από την οποία ελάχιστα πράγματα απομένουν. Αυτά που λέει το έργο βγαίνουν από την ώρα που το έργο αποκτήσει τη δική του τελειότητα. Και τότε, βγαίνουν και οι πολιτικές ιδέες. Όταν όμως οι πολιτικές ιδέες γίνονται ένα πρόγραμμα, κατά 99% το αποτέλεσμα θα είναι αποτυχημένο. Και υπάρχουν εκατοντάδες, για να μην πω χιλιάδες, βιβλία των προηγούμενων ετών με στρατευμένη τέχνη, τα οποία πια έχουν παραπεταχτεί και ούτε τα κοιτάει κανείς. Και τα έργα που μένουν είναι εκείνα στα οποία η πολιτική λειτουργεί μέσα στο έργο και όχι σα διακήρυξη ιδεών χάρη στο έργο. Αντίστοιχα, και με την ελπίδα, δεν πρέπει να γίνεται διακήρυξη ελπίδας. Το να πιέζεις την αισιοδοξία είναι σαν το αναγκαστικό μουρουνόλαδο. Β: Ένας ποιητής σε μια σημαντική ιστορική στιγμή όπως ήταν ο Εμφύλιος, για παράδειγμα, θα πρέπει να πάρει θέση, να γράψει, να εκφραστεί ή να αποστασιοποιηθεί; Κατ’ αρχάς, δεν μπορείς να βάλεις καθήκοντα και πρέπει. Ο καθένας διαλέγει την πορεία του. Και βλέπεις ότι στον Εμφύλιο υπήρχαν άλλοι ποιητές, οι οποίοι αποτραβήχτηκαν σπίτι τους και άλλοι που πήραν ενεργό μέρος στα δρώμενα. Και πολλοί από αυτούς εξέφρασαν στα ποιήματά τους αυτά που ζούσαν εκείνη την εποχή. Αποτραβήχτηκε; Τι να γίνει, αποτραβήχτηκε. Ο άλλος μπορεί να μην αποτραβήχτηκε, αλλά έγραψε κούφια πράγματα… Όλα μπορούν να συμβούν. Ο Καβάφης ήταν αποτραβηγμένος, θα μπορούσε να πει κανείς. Κι όμως έγραψε ποιήματα, τα οποία εκφράζουν μια ολόκληρη εποχή και θα εκφράζουν και μελλοντικές εποχές. Β: Ποιες αξίες είναι στο κέντρο σήμερα; Θεωρητικά, είναι οι ανώτερες πνευματικές αξίες. Ωστόσο, τείνουν να κυριαρχούν οι αξίες του κυνηγήματος του χρήματος, της επιτυχίας και της

ατομικής ανάδειξης. Και το ζήτημα είναι πώς οι γενικότερες αξίες θα μπορούσαν να αντιπαλέψουν τις εντελώς ατομικές και προσωπικές αξίες… Β: Και πώς μπορεί να γίνει αυτό; Κάθε τόσο εμφανίζεται μια συνταγή, η οποία συνήθως δεν πετυχαίνει. Κυρίως με το να μπορεί ο καθένας να συνειδητοποιεί πώς έχουν τα πράγματα, να επιλέγει τις αξίες και να μπορεί να τις εφαρμόζει με όλες τις δυσκολίες που έχει να αντιμετωπίσει, κάτι που δεν είναι καθόλου εύκολο. Και πρέπει κανείς να ξέρει ότι ιδίως σήμερα οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νεότεροι, η δική σας γενιά, είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες που αντιμετώπισε η δική μου. Α: Ακόμα και σε σύγκριση με τη Δικτατορία, τον πόλεμο και την Κατοχή, για παράδειγμα, έχουμε περισσότερες δυσκολίες εμείς; Ναι, έχετε περισσότερες δυσκολίες στην εξεύρεση εργασίας. Εκεί υπήρχαν οι άμεσες ανθρώπινες δυσκολίες που έφταναν μέχρι το θάνατο. Σήμερα όμως οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα νέα παιδιά για να βρουν δουλειά και να επιβιώσουν είναι πολύ μεγαλύτερες από τις προηγούμενες γενιές της Μεταπολίτευσης. Α: Μήπως το πρόβλημα είναι πως δεν υπάρχει ξεκάθαρος «εχθρός»; Β: Για παράδειγμα στην Κατοχή, είχαμε τους Γερμανούς και έπρεπε να λύσουμε αυτό το συγκεκριμένο πρόβλημα. Στη Χούντα, αντίστοιχα, ήταν οι δικτάτορες. Υπήρχε ένας εχθρός, ξεκάθαρος. Αυτά είναι οι δυσκολίες της Δημοκρατίας. Και πρέπει να επιλέξεις όχι μόνο τι είναι ικανοποιητικό για σένα ατομικά, αλλά να ενεργήσει θετικά και για το σύνολο της κοινωνίας. Γι’ αυτό, από μια άποψη, ενώ οι υλικές και πρακτικές συνθήκες είναι ευκολότερες – δεν είναι οι συνθήκες του θανάτου ή της εξόντωσης ή των βασανιστηρίων – το πρόβλημα των επιλογών και της χάραξης κάποιου δρόμου είναι δυσκολότερο. Γιατί τότε ήταν απλά τα πράγματα. Από εδώ οι Γερμανοί και τα στρατεύματα Κατοχής και από την άλλη πλευρά, οι Σύμμαχοι, εμείς και η νίκη κατά του φασισμού. Ή η δικτατορία και οι αντιδικτατορικές δυνάμεις. Σήμερα, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα και πρέπει σε κάθε στιγμή

να είμαστε σε θέση να διαλέξουμε να συνεργαστούμε με τους άλλους και να συνδυάσουμε τον ατομικό μας δρόμο με τις κοινωνικές αλλαγές. Που είναι και το πιο δύσκολο. Β: Η σχέση Ευρωπαϊκής Ένωσης και Ελλάδας ποια είναι; Είναι μια περίπλοκη σχέση, έχουμε πολλές δυσκολίες αυτή τη στιγμή, με μέτρα πολύ δυσάρεστα. Αλλά εγώ πιστεύω ότι εκτός Ευρώπης είναι καταστροφή. Α: Έχετε δει την Αθήνα σε πολύ άσχημες φάσεις της. Βλέπετε εικόνες που μπορείτε να παραλληλίσετε με το σήμερα; Όχι. Με είχε ρωτήσει μια δημοσιογράφος πριν λίγα χρόνια: «Δε βλέπετε ότι έχουμε Κατοχή;». Και της είπα ότι Κατοχή με παχυσαρκία δεν υπάρχει. Άμα δείτε τις φωτογραφίες από τότε, θα καταλάβετε. Όχι, λοιπόν, δεν έχουμε Κατοχή και πιστεύω ότι είναι και σκόπιμοι αυτοί οι παραλληλισμοί. Δεν έχουμε καμία σχέση ούτε με την Κατοχή ούτε με τον Εμφύλιο. Ούτε και με τη Δικτατορία, γιατί αν είχαμε Δικτατορία, εμείς οι τρεις τώρα δεν θα μπορούσαμε να κουβεντιάζουμε. Ή θα ήμασταν εξορία ή θα μας πιάνανε. Είναι λοιπόν ασέβεια να μην αναγνωρίζουμε ότι κατακτήθηκαν οι δημοκρατικές ελευθερίες που μας επιτρέπουν να αμφισβητούμε και την ίδια τη δημοκρατία. Β: Μία τελευταία ερώτηση μονάχα. Πώς σκεφτήκατε τον τίτλο «Σε βρίσκει η ποίηση»; Ε, το βρήκα, έτσι. [γέλια] Β: Σε βρίσκει η ποίηση ή τη βρίσκεις εσύ; Εκεί, αισθάνθηκα να με κυνηγά εκείνη και να με βρίσκει. Καμιά φορά, βέβαια, τη βρίσκω και εγώ και καμιά φορά σε εγκαταλείπει. Και σε βρίσκει και σε εγκαταλείπει. Δυο στίχους να σας διαβάσω: «Την ποίηση όπως τις γυναίκες μόνο στην απειλή της εγκατάλειψης την αγαπάμε.» Σας ευχαριστούμε πολύ. Άλια Γρυπάρη Α4 Βασιλική Πουλά Α2

37


38


ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ ΚΟΛΩΝΑΚΙ ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ Παρασκευή μεσημέρι, στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Είναι λίγο πριν τα Χριστούγεννα και πλήθος κόσμου κάνει τη βόλτα του. Άλλοι κάθονται στα καφέ της πλατείας, άλλοι κοιτάζουν τα καταστήματα, άλλοι περπατούν μόνοι, άλλοι με φίλους. Η δική μας βόλτα στο Κολωνάκι δεν έμοιαζε με καμία άλλη… Κατευθυνόμασταν προς το σπίτι του Νάνου Βαλαωρίτη· ποιητής, συγγραφέας, μεταφραστής, δάσκαλος. Μετράει 94 χρόνια, μα πώς να τον χαρακτηρίσει κανείς; Ένας άνθρωπος οξυδερκής, πολυπράγμων, εξωστρεφής, δραστήριος, με χιούμορ, κοφτερός, ευγενέστατος, αληθινά σοφός. Β: Πώς βλέπετε το Κολωνάκι, πώς έχει αλλάξει; Το Κολωνάκι είναι πιο εμπορικό πλέον. Δεν είναι πια στέκι συγγραφέων, καλλιτεχνών… Υπήρχαν τότε καφενεία όπως το Βυζάντιο, το ζαχαροπλαστείο του Μπόκολα, η Λυκόβρυση… Κάποια από αυτά πια δεν υπάρχουν. Στο Βυζάντιο ειδικά, όπως φτάνεις στην πλατεία από την Κανάρη, ξενυχτούσαν ο Τσαρούχης, ο Ταχτσής, ο Γιώργος Μακρής, και πάρα πολύ άλλοι. Α: Η Αθήνα έχει επηρεάσει το έργο σας; Υπήρχαν πάρα πολλά κέντρα όπου συγκεντρώνονταν συγγραφείς. Ας πούμε, στην οδό Βουκουρεστίου υπήρχαν δύο στέκια. Όταν ήμουν πολύ νέος, υπήρχε ένα βιβλιοπωλείο, ο Πυρσός, όπου συγκεντρώνονταν όλοι οι πεζογράφοι κυρίως. Σύχναζα εκεί, καθώς γνώριζα ένα κριτικό – τον Κωνσταντίνο Δημαρά – που εργαζόταν στο βιβλιοπωλείο. Ήταν φίλος μου, αν και πολύ μεγαλύτερός μου. Πήγαινα, τους έβλεπα και ενδιαφερόμουν από τότε. Αργότερα, απέναντι ακριβώς, έγινε ένα στέκι, ένα όρθιο μπαρ, δίχως καθίσματα, το οποίο λεγόταν Μπραζίλιαν. Κάθε μεσημέρι, μαζεύονταν ποιητές και πιο σπάνια ζωγράφοι και γινόταν κάθε μεσημέρι αυτό το μάζεμα… Α: Σήμερα, οι νέοι ενδιαφέρονται για όλα αυτά; Για παράδειγμα, πώς αντιμετωπίζετε την άνθιση αυτής της ιδιόγλωσσας των νέων; Μιλούν καλά; Εγώ νομίζω πως καλά μιλάνε. Δεν βρίσκω ότι έχει τόσο πολύ επηρεαστεί από τα κινητά, τα πολύ τηλεγραφικά μηνύματα. Η καθημερινή ομιλία μεταδίδεται από οικογένεια σε οικογένεια, από γενιά σε

γενιά. Δεν μπορεί να μεταδοθεί από ένα μηχάνημα. Μπορεί να δημιουργήσει καινούργιους όρους ή πιο σύντομες λέξεις. Τίποτε άλλο. Το να τα κάνουμε όλα γρήγορα και σύντομα είναι σημείο των καιρών βέβαια. Όλα έχουν συμπτυχθεί κάπως και ο ρυθμός έχει αυξηθεί, έχει γίνει πολύ πιο γρήγορος. Β: Ο ρόλος της ποίησης σε μια κοινωνία, όπως η σημερινή – με αυτούς τους ρυθμούς, με αυτούς τους ανθρώπους – ποιος είναι; Σήμερα, η ποίηση είναι πιο χρήσιμη παρά ποτέ. Κι ας μην το αντιλαμβάνονται οι περισσότεροι. Διότι υπάρχει μεγάλη ένταση και στρες για λόγους πολιτικούς, οικονομικούς και άλλους. Μας έχουν συμβεί διάφορα ατυχήματα, ιδίως στην Ελλάδα, από κακούς χειρισμούς, από πολλά – τρέχα γύρευε. Ο κόσμος πάντως είναι ανάστατος. Δεν ξέρει πού πάνε τα πράγματα. Στην αρχή, μάλιστα αυτών των συμβάντων, με σταματούσαν στο δρόμο άνθρωποι και με ρωτούσαν «πού πάμε;». Εγώ, βέβαια, δεν είμαι προφήτης για να ξέρω πού πάμε, αλλά τους έλεγα ότι πρέπει να ασχοληθούμε όσο καλύτερα μπορούμε με αυτό που έχουμε, τη δουλειά μας, για να ισορροπήσουμε. Δεν πρέπει να αφήσουμε τα γεγονότα να μας παρασύρουν και να μη μπορούμε να κοιμηθούμε, επειδή η κυβέρνηση έκανε το τάδε λάθος. Και επειδή ήρθε και μια οικονομική κρίση συγχρόνως, οι άνθρωποι άρχισαν να σκέφτονται λίγο πιο εσωτερικά. Πολύ λιγότερο εξωτερικά. Θυμάμαι, στην εποχή της καταναλωτικής περιόδου που υπήρχαν χρήματα, όλοι πήγαιναν και αγόραζαν πράγματα και ο διπλανός σου δεν σε κοίταζε ποτέ. Δεν υπήρχες. Υπήρχε αυτός και το αγαθό το οποίο κυνηγούσε. Δεν τον ενδιέφερε τι έκανε ο άλλος. Β: Άρα, ίσως, θα μπορούσαμε να δούμε και μια πιο θετική πλευρά στην κρίση. Έχουμε, φυσικά. Το ίδιο φάνηκε και στην Κατοχή και στη Δικτατορία. Οι άνθρωποι άρχισαν να συναντώνται, να συζητούν και να προσέχουν πολύ περισσότερο ο ένας τον άλλον και να βρίσκουν ανακούφιση στην κουβέντα. Στην Κατοχή, γράφτηκαν τα πιο καλά ελληνικά ποιήματα. Ποιητές όπως ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος, ο Σεφέρης, ο Εγγονόπουλος, ο Γκάτσος έγραψαν σπουδαία έργα. Πώς γίνεται αυτό; Σε

μια εποχή που ο κόσμος πεινούσε, γινόντουσαν σφαγές, πέθαιναν στους δρόμους. Και στην ποίησή τους δεν υπήρχε η αντανάκλαση των γεγονότων. Η αντανάκλαση των γεγονότων ήρθε αργότερα, από την επόμενη γενιά, από τη δική μου δηλαδή γενιά, του ‘40. Που είδαν τον πόλεμο στη φρίκη του πια, από κάποια απόσταση. Μπόρεσαν δηλαδή να την χωνέψουν αυτή τη φρίκη. Αν συμβαίνει εκείνη την ώρα, είναι πολύ έντονο, πώς θα τη χωνέψεις, πώς θα την εκφράσεις; Η ποίηση πάντα παίζει ρόλο. Σήμερα, υπάρχει μια ιδιαίτερη κατάσταση. Γράφεται πια από χιλιάδες ανθρώπους, οι οποίοι όμως είναι άσχετοι με την ποίηση. Δεν έχουν μελετήσει ιδιαίτερα την ποίηση όλων των εθνών. Για να γίνεις ποιητής δεν μπορείς να μείνεις στα ποιήματα που έχεις μάθει στο σχολείο. Πρέπει να κάνεις μια έρευνα μόνος σου – να βρεις τα κινήματα, να δεις εάν μπορούν να εισχωρήσουν αυτά στον τόπο σου… Β: Για να γράψει, λοιπόν, κανείς ποιήματα, δεν χρειάζεται μόνο έμπνευση, πρέπει να ξέρει και πώς να τη χειριστεί, πώς να την πλάσει. Βέβαια. Θέλει καλλιέργεια πρώτα πρώτα. Και εγώ μεγάλωσα μέσα σε μια οικογένεια που είχε έναν πρόγονο ποιητή, τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Τον γνώρισα όταν ήμουν σχολείο και αναγκάστηκα να τον μάθω απ’ έξω για τις σχολικές γιορτές. Βάσανο μεγάλο! «Πώς μας θωρείς ακίνητος;... Πού τρέχει ο λογισμός σου» ή «Μέριασε, βράχε, να διαβώ»… Αυτό δεν φτάνει όμως. Β: Είμαστε απομονωμένοι από την Ευρώπη; Πολύ! Μας απομονώνει και η γλώσσα και η θέση και η νοοτροπία. Και εμείς βέβαια δεν θέλουμε πολλή επικοινωνία με τα έξω. Ο μέσος Έλληνας – δεν μιλάω για διανοουμένους ή κοσμοπολίτες που υπάρχουν και αυτοί – δεν έχει τόσο έντονο το πάθος να μάθει τι γίνεται και έξω από τη γειτονιά του, το χωριό του, που λέγεται Αθήνα. Έτσι, όμως δεν μπορεί να προχωρήσει κιόλας. Θυμάμαι όταν γνώρισα τον Ελύτη και τον Γκάτσο, το ’39, αυτοί και οι δύο δούλευαν για το περιοδικό Νέα Γράμματα και ήταν μοντερνιστές και συνέχεια πήγαιναν

39


40


ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ ΚΟΛΩΝΑΚΙ ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ (συνέχεια) στον Κάουφμαν να δουν τα καινούργια βιβλία που είχαν έρθει από τη Γαλλία, για τον υπερρεαλισμό, τους μοντέρνους ποιητές. Είχαν τεράστιο πάθος. Β: Πώς είναι να συνδιαλέγεται κανείς με τόσο σπουδαίες προσωπικότητες; Α: Εμάς μας φαίνεται σαν παραμύθι όλο αυτό που περιγράφετε… Έτσι μόνο μαθαίναμε. Από τους παλιότερους. Ο Σεφέρης μάς έμαθε πολλά πράγματα. Και όταν λέω εμάς, εννοώ τους σύγχρονούς μου ποιητές. Εγώ ήμουν με ένα φίλο μου, τον Ανδρέα Καμπά. Μετά από εμένα ήρθε και ο Σαχτούρης, ο Κακναβάτος, οι οποίοι είχαν επωφεληθεί από αυτή τη σχέση με τους πιο παλιούς ποιητές. Κάθε εβδομάδα πηγαίναμε στου Εμπειρίκου και διαβάζαμε ποιήματα και μας τα σχολιάζανε. Και σχολιάζαμε και εμείς τα δικά τους… Είχε και μεγάλη βιβλιοθήκη. Διδαχή δεν γινόταν με τρόπο συστηματικό, γινόταν με φιλικές συναντήσεις, κουβέντες, κάποια ανάγνωση, με πολύ άνετο τρόπο. Τώρα, βέβαια, συστηματοποιήθηκε στην Αμερική και έγινε αυτό που λέμε «Creative Writing», όπου διδάσκεται η ποίηση και η γραφή γενικά. Β: Τι είναι λοιπόν η ποίηση; Είναι μόνο ευχαρίστηση; Δεν είναι και τα μηνύματα που εκπέμπει; Λοιπόν, τα μηνύματα τώρα είναι πολύ παραπλανητικά, διότι είναι διαφορετικά από αυτά των εφημερίδων ή του πεζού λόγου. Από την ποίηση δεν έχεις αναγκαστικά μηνύματα. Σου δίνει αισθήσεις διάφορες. Σε υποβάλλει σε κάτι, μια συγκίνηση, μια εικόνα. Σου φέρνει στο νου πράγματα. Δεν είναι αναγκαστικά διδακτική. Οι διδαχές που έχει είναι συνήθως αμφίρροπες, όπως του Καβάφη. Β: Διδαχή χωρίς να έχει τη μορφή νουθεσίας, με πολύ ωραίο τρόπο βαλμένη, δηλαδή. Ακριβώς έτσι. Για παράδειγμα, ένα πολύ διάσημο ποίημα του Καβάφη, «Περιμένοντας του βαρβάρους»… Λέει στους τελευταίους στίχους: Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.» Ο Άγγλος μεταφραστής του έλεγε ότι είναι πάρα πολύ σημαντικό να δείξεις αυτό το «μια κάποια» και απέδωσε με το «a kind of solution». Ο Καβάφης δεν

παίρνει θέση, αλλά με την ειρωνεία του σε υποβάλλει… Α: Οι ποιητές τι είναι; Έχουν απαντήσεις στα ερωτήματα που μας απασχολούν; Μάλλον απορίες, αναζητήσεις και ερωτήματα, όχι απαντήσεις πάντως. Β: Η Αθήνα σε τι διαφέρει από άλλες ευρωπαϊκές πόλεις; Ποια είναι η σχέση της με την ποίηση; Η Αθήνα θυμίζει λατινοαμερικάνικη πόλη. Δεν έχω πάει, βέβαια, αλλά έχω δει ταινίες, φωτογραφίες. Έχει δημιουργηθεί αυτό το τεράστιο χάος των πολυκατοικιών… Η Αθήνα δεν έχει κάποια υπόσταση ως ωραία πόλη όπως η Ζυρίχη, το Παρίσι ή η Βενετία. Είναι χάλια! Όμως αυτή η μη πραγματικότητα της πόλης τής δίνει το εξής χαρακτηριστικό, ότι οι άνθρωποι που ζουν εδώ ονειρεύονται, έχουν μια διάσταση τελείως φανταστική και σκέφτονται πάντοτε κάτι άλλο, μια άλλη πόλη, μια ουτοπία. Η Gertrude Stein έχει πει για το Oakland το εξής: «There is no there, there». Λείπει εκεί, ένα εκεί. Κάτι τέτοιο ισχύει και για την Αθήνα. Δεν μιλάω για τα αρχαία. Αυτά ουσιαστικά δεν είναι μέρος της πόλης, ανήκουν σε μια άλλη διάσταση. Άμα βλέπεις την Ακρόπολη, λες πως αυτό δεν ανήκει στο από κάτω. Τους πρόγονους τους περιφρονούμε καμιά φορά, βέβαια, επειδή μας βαραίνουν… Υπήρχε και αυτή η νοοτροπία εναντίον του κλασικισμού. Όταν γκρέμισαν τα νεοκλασικά, ήταν μια πόλη δίχως δρόμους, μόνο με χώμα. Όταν ήμουν παιδί, δηλαδή, ζούσαμε μέσα στη σκόνη, αν και είχαμε κάτι καταπληκτικά σπίτια.

διαφορές της Αθήνας του τότε με την Αθήνα του τώρα. Οι άνθρωποι των διαφορετικών αυτών εποχών μπορούν να επικοινωνούν γόνιμα; Πιστεύω πως το χάσμα γενεών για το οποίο όλοι μιλούν δεν είναι τόσο έντονο. Είναι υπερβολές. Εφόσον μπορείτε και μιλάτε με εμένα και έχουμε τόση διαφορά ηλικίας, αυτό σημαίνει πως το χάσμα βρίσκεται στο μυαλό μας. Είναι στη νοοτροπία των ανθρώπων. Νομίζω πως η νεότερη γενιά μπορεί να διορθώσει πολλά πράγματα. Δεν είμαι από αυτούς που θέλουν να αποκλείσουν τους νέους, γιατί φοβούνται τον ανταγωνισμό. Αντιθέτως, ενθαρρύνω όπου βλέπω ότι μπορεί να αναπτυχθεί κάτι. Πάντα ελπίζω στη νέα γενιά! Σας ευχαριστούμε πολύ. Άλια Γρυπάρη Α4 Βασιλική Πουλά Α2

Β: Ποιο είναι το αγαπημένο σας σημείο στην πόλη; Πολύ δύσκολο να πω, γιατί τα αγαπημένα μου σημεία έχουν πια εξαφανιστεί. Μέσα στη βουή των αυτοκινήτων έχουν γίνει κόλαση. Αυτά του κέντρου, εκεί που μου άρεσαν, ακόμα και το Σύνταγμα ήταν ωραίο μια εποχή. Υπήρχαν καφενεία εκεί, όπως ο Ζαχαράτος και ο Γιαννάκης, υπήρχαν μπαρ. Δυστυχώς, αυτά πάνε. Έχουν τσιμεντοποιηθεί, γίνανε κρύα, μπήκανε τράπεζες εκεί που ήταν βιβλιοπωλεία… Έγινε πολύ βάρβαρα όλο αυτό μέσα στην Αθήνα, δεν υπήρξε μέτρο. Κρίμα… B:

Υπάρχουν

σίγουρα

πολλές

41


Ο μπαρμπα-Μανώλης είναι ένας τσαμπουνιέρης στην Ανάφη. Τον ρωτήσαμε αν ήθελε να απαντήσει σε μερικές από τις ερωτήσεις μας για την τσαμπούνα και εκείνος δέχτηκε αμέσως. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης είχε και τον εγγονό του, τον Μανώλη, κοντά του, ο οποίος είναι και μαθητής του. - Χαίρετε κύριε Μανώλη. Σήμερα θα μιλήσουμε για εσάς και τη σχέση σας με την τσαμπούνα. Αρχικά να σας ρωτήσω, από πότε αρχίσατε να παίζετε τσαμπούνα; Απ.: Από έξι χρονών - Ποιος σας έμαθε και γιατί επιλέξατε το συγκεκριμένο μουσικό όργανο; Απ.: Έπαιζε ο παππούς μου, αλλά εγώ δεν τον πρόλαβα γιατί πέθανε πολύ νέος. Άφησε όμως κάτι κομμάτια από τσαμπούνα. Και εγώ, επειδή μου είπαν ότι είχε έναν φίλο ο παππούς που είχανε τα ζώα μαζί και παίζανε μαζί όταν ήταν παιδιά, μου έλεγε ότι ήτανε καλός τσαμπουνιέρης ο παππούς μου, είχα τρέλα να μάθω τσαμπούνα. Από όλα τα όργανα που άκουγα μου άρεσε η τσαμπούνα, γιατί είναι ένα παραδοσιακό όργανο της Ανάφης, και ήθελα πολύ να μάθω. Αλλά πήγαινα στους τσαμπουνιέρηδες και δεν ήθελε να με μάθει κανένας για να μην τους πάρω τη δουλειά, να μην τους πάρω την τέχνη. Και εγώ πήγαινα σε έναν τσαμπουνιέρη που ήτανε πολύ καλός, γιατί εγώ γνώρισα έξι τσαμπουνιέρηδες, αλλά ένας ήτανε πραγματικά πολύ τσαμπουνιέρης, επαγγελματίας τσαμπουνιέρης, και αυτό που άκουγα με το αφτί μου προσπαθούσα να το πιάσω, γιατί η τσαμπούνα είναι ένα όργανο που το παίρνεις με το αφτί. Με το αφτί μαθαίνεται αυτό,δηλαδή ακούς έναν σκοπό και προσπαθείς να τον πιάσεις, ακούγοντάς το πολύ καλά και βάζοντας το σκοπό στο μυαλό σου. Και έλεγα σε έναν καλό τσαμπουνιέρη «τι θες να σου δώσω να με μάθεις;» και έλεγε «ε ναι παιδάκι μου», αλλά να με μάθει δεν ήθελε ποτές. Αυτό που έχω μάθει, το έχω μάθει από μόνος μου. Ακούγοντάς το σκοπό έπαιρνα αυτό που μου άρεσε.

42


ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΠΙΣΩ ΣΤΗΝ ΑΝΑΦΗ... ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΕΛΕΚΗΣ - Ωραία. Την τσαμπούνα την αγοράζετε ή την φτιάχνετε μόνος σας; Απ.: Ένας καλός τσαμπουνιέρης την τσαμπούνα θα την φτιάξει μόνος του. Είναι λεπτό πράγμα η τσαμπούνα, πρέπει να είναι κατά χιλιοστό, δηλαδή στον ποταμό μέσα έχει δυο φωνούλες που είναι από καλάμι, οι λεγόμενες κόρδες. Αυτές πρέπει να έχουνε μια φωνή ίδια, δηλαδή να μην χάνει καθόλου. Γιατί όταν, αυτά λέγονται μπιμπίκια και είναι από καλάμι, το ένα παίζει λίγο πιο χοντρά ή πιο ψηλά, κάνει έναν άσχημο ήχο, δηλαδή δεν ταιριάζει. Εκεί είναι όλη η τέχνη. Και ο ποταμός να είναι ακριβής, τα μέτρα του και ανάλογα πρέπει να έχει και τις τρύπες, ας πούμε, ούτε πολύ φαρδιές ούτε πολύ λεπτές, να βγάζει μια φωνή σα βιολί, σα λαούτο δηλαδή, να είναι ταιριασμένο. Είναι ένα όργανο παράξενο αυτό, δεν μπορεί ο καθένας να το μάθει, γι’ αυτό και δεν μαθαίνουνε. Εγώ έχω προσπαθήσει, έχω πολλά παιδιά να μάθουνε, αλλά κανένας δεν μπορεί να μάθει. Τώρα, πώς έμαθα τον έγγονα και τον γιο μου, είναι άλλο πράγμα. Γιατί τους έχω μάθει από μικρά παιδιά, από πέντε – έξι χρονών τους έλεγα, τους έδειχνα, πιάσε το στο αφτί σου αυτό το τραγούδι που έπαιζα εγώ, τους έλεγα να πιάσουν το σκοπό, γιατί κάθε τραγούδι έχει το σκοπό του, όπως παράδειγμα αλλιώτικα παίζουνε στη Νάξο, αλλιώτικα παίζουνε στην Πάρο και αλλιώτικα σε όλα τα νησιά. Όταν κάναμε μια εκδήλωση και πήγαμε όλοι οι τσαμπουνιέρηδες, παίζει ο κάθε ένας τι έχει ακούσει πιο μπροστά από άλλους δασκάλους. Το αναφιώτικο δεν μπορούσε κανένας να το παίξει. Και όταν πήγαμε εμείς σε μια εκδήλωση που έγινε προ τρία χρόνια στη Σύρο, ήρθα πρώτος εγώ. Ήτανε τόσο ωραία και τους άρεσε που έλεγαν «σαν της Ανάφης την τσαμπούνα, δεν έπαιξε κανένας άλλος». - Κατάλαβα, θα πρέπει να είστε πολύ περήφανος. Θέλω όμως να σας ρωτήσω, επειδή μας είπατε πριν για τον ποταμό και τις κόρδες, αν τα λέω καλά, είναι δύσκολο να φτιάξεις μια τσαμπούνα; Πώς φτιάχνεται; Απ.: Την τσαμπούνα για να την φτιάξεις πρέπει να δεις μια άλλη και μετά θα την φτιάξεις μόνος σου. Θα σας περιγράψω πώς γίνεται και θα σας πω πού μπαίνει το κάθε τι. Πρώτα, θα φτιάξεις το τουλούμι. Το τουλούμι γίνεται από ζώο, από αρνάκι καλύτερα, γίνεται και από κατσίκι. Πρώτα

θα πάρεις το τουλούμι που για να το φτιάξεις είναι μεγάλη καταδικασία (sic), να το βάλεις στη θάλασσα καμιά δεκαριά μέρες, για να φύγει το μαλλί, πρέπει να του βγάλεις το μαλλί από μέσα, να το γυρίσεις τα μέσα – έξω, το μαλλί δηλαδή να πάει από μέσα και να το δέσεις μπρος – πίσω. Χρειάζεται καταδικασία (sic). Μετά, στο κάτω μέρος υπάρχει ο ποταμός ο οποίος έχει τρύπες, σα μια πλατιά φλογέρα. Αυτές λέγονται κόρδες και παίζονται όπως στην φλογέρα, είναι δέκα τρύπες, και κάθε τρύπα έχει τη φωνή της. Στο κάτω μέρος του ποταμού, εκεί που τελειώνει, είναι ένα κέρατο από βόδι, μπορεί να είναι και ξύλινο, αλλά έτσι είναι πιο όμορφο. Οι κόρδες ή μπιμπίκια είναι καλαμάκια και πρέπει να έχουνε μια φωνή και τα δύο, ακρίβεια και τελευταία βάζεις το στόμιο από όπου φυσάς και το δένεις από κάτω. - Ωραία μέχρι εδώ. Η τσαμπούνα συνοδεύεται από άλλα μουσικά όργανα; Απ.: Συνοδεύεται με τουμπί (μικρό τύμπανο) και με λαούτο. Άλλοι τσαμπουνιέρηδες δεν μπορούν να παίξουν τσαμπούνα με λαούτο, εγώ παίζω και με λαούτο και με τουμπί. - Μάλιστα. Στα γλέντια και στα πανηγύρια που σας καλούν, αρέσει στον κόσμο και στους τουρίστες η τσαμπούνα; Διασκεδάζουν; Απ.: Πάρα πολύ τους αρέσει. Ήτανε το παραδοσιακό όργανο της Ανάφης και εγώ είχα να κοιμηθώ επί μία εβδομάδα γιατί συνέχεια έπαιζα τσαμπούνα όλη νύχτα και την ημέρα να έχτιζα.

και μετά θα παίξεις και εσύ ένα κομμάτι να σε δει ο κόσμος που σε έμαθα. Τότε ο μπαρμπα-Μανώλης άρχισε να φυσάει στο στόμιο της τσαμπούνας. Το πρόσωπό του κοκκίνισε λίγο και είπε: «Θέλει γερά πλευμόνια η τσαμπούνα», και γέλασε. Έπειτα, αφού τη φούσκωσε, άρχισε να παίζει. Ο μπαρμπα-Μανώλης έπαιζε την τσαμπούνα με τόση χάρη που απορροφήθηκα εντελώς. Ρυθμό κρατούσε ο Μανωλάκης με το τουμπάκι. Αυτή η σκηνή θα μου μείνει πραγματικά αξέχαστη. Παππούς και εγγονός να παίζουν μαζί παραδοσιακά όργανα που στις μέρες μας τείνουν να εξαφανιστούν. Όταν πήρε την τσαμπούνα ο Μανωλάκης και άρχιζε να παίζει, μπορώ να πω ότι εντυπωσιάστηκα. Ο μπαρμπα-Μανώλης χαμογελούσε και κοιτούσε πού και πού τον εγγονό του με υπερηφάνεια. Μια ηλικιωμένη κυρία δεν δίστασε να πάρει και αυτή μέρος, πήγε κοντά στον Μανώλη και άρχισε να τραγουδά. Τελικά, η μουσική φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά. Η παραδοσιακή τους θυμίζει ποιοι είναι, από πού έχουν έρθει. Γι’ αυτό είναι σημαντικό, όπως είπε και ο μπαρμπαΜανώλης, να μην χαθεί η παράδοση. Κατερίνα Λαμπίρη Α4

- Οι νέοι γνωρίζουν να παίζουν τσαμπούνα εδώ στο νησί; Πιστεύετε ότι γενικά ενδιαφέρονται να μάθουν; Απ.: Όχι, δεν γνωρίζουν γιατί δεν έχουνε όρεξη να μάθουνε, κανένας δεν ενδιαφέρεται. - Και εσείς πώς νιώθετε για αυτό; Απ.: Εγώ νιώθω δύσκολα γιατί δεν θέλει να μάθει κανένας. Χαίρομαι που έμαθα τον εγγονό μου και τον γιο μου. - Ευχαριστούμε πολύ για το χρόνο σας και που απαντήσατε στις ερωτήσεις μας. Μήπως μπορείτε να μας παίξετε λίγη τσαμπούνα; Απ.: Να σας παίξω. Και εσύ, Μανώλη, πάρε το τουμπάκι. Πρώτα θα παίξω εγώ

Τσαμπούνα: είδος παραδοσιακού ασκοφόρου πνευστού μουσικού οργάνου που αναπτύχθηκε κυρίως στις Κυκλάδες και σε άλλα νησιά του Αιγαίου.

43


Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ

44


Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ... Εκείνο το βράδυ ο Αντώνης δεν ήθελε να βγει από το δωμάτιό του. Είχε τριάντα οκτώ πυρετό, ρίγος και ο λαιμός του ήταν κατακόκκινος, μα γνώριζε πολύ καλά πως δεύτερη μέρα δεν τον έπαιρνε να λείψει από τη δουλειά. Τι να έκανε ο κακομοίρης; Έβαλε το παλτό του, έσφιξε τα δόντια του και άρχισε να περπατά προς το μπαρ. Δεν ήταν τίποτα μεγάλο, αλλά ήταν σε καλή θέση, όπως έλεγε ο κύριος Δημητρίου, το αφεντικό. Απέναντι στη χαρτοπαικτική το έστρωναν κανονικότατα και στη συνέχεια οι χαμένοι έρχονταν στο μαγαζί να ξεχάσουν τα χαμένα χρωστούμενα. Όλοι είχαν το ίδιο ύφος όταν έμπαιναν μέσα. Σε κοιτούσαν με βλέμμα που μαρτυρούσε αδιέξοδο και με φωνή τρεμάμενη, φοβισμένη σου έλεγαν τι θα πάρουν. - «Μπα, καλώς τον Αντωνάκη, μας θυμήθηκες;», είπε ο κύριος Δημητρίου. - «Όχι αφεντικό, με παρεξήγησες, άρρωστος ήμουν». - «Σε ποιόν τα πουλάς αυτά ρε Αντώνη; Σας ξέρω εγώ εσάς τους φοιτητές. Χαμένο το χθεσινό μεροκάματο και τώρα στο πόστο σου, γιατί σε λίγη ώρα σχολάνε τα χαρτόμουτρα». Ο Αντώνης πήγε στην αποθήκη να βάλει τα ρούχα εργασίας. Άνοιξε το ντουλαπάκι του και ντύθηκε στα γρήγορα. Ένιωθε το κρύο στο πετσί του και για να μην τρέμει πήρε κάτι αντιπυρετικά που ‘χε φέρει απ’ το σπίτι. Τι υποχωρήσεις έκανε αυτός ο άνθρωπος! Όλοι απ’ τη δουλειά τον θεωρούσαν άβουλο, μα δεν ήταν. Ήξερε πότε τον έπαιρνε να υψώσει ανάστημα και πότε έπρεπε να κάνει αυτό που τον προστάζουν. Σε εκείνη τη χρονική στιγμή, όμως, χρειαζόταν τα χρήματα όσο ποτέ άλλοτε και γνώριζε πως ο Δημητρίου θα τον έδιωχνε με την πρώτη ευκαιρία για να γλυτώσει τα χρωστούμενα. Οπότε έκανε υπομονή. Ακόμα και αν του φερόταν σα ζώο, αυτός έκανε υπομονή, ακόμα και αν παραβίαζε τα όριά του, αυτός έκανε υπομονή, γιατί αναγνώριζε πως και οι πιστωτές του κάνουν υπομονή και πως δεν θα κάνουν για πολύ ακόμα. Βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο παρατήρησε την πόρτα του γραφείου ανοικτή και στο γραφείο πάνω ένα πάκο πενηντάρικα. Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά, τα μάτια του γούρλωσαν, το ρίγος

σταμάτησε για λίγο και η φωνούλα που του έλεγε «υπομονή Αντώνη» πια του έλεγε «γιατί όχι;». «Αυτός ο άνθρωπος σε εκμεταλλεύεται, σε βλέπει σαν αντικείμενο και πλουτίζει από τη δυστυχία των άλλων. Γιατί λοιπόν να μην βγάλουν και τίποτα οι υπόλοιποι, που δεν τους πληρώνει και καλά;». Το χέρι του Αντώνη έφτασε τα χρήματα, προτού καλά καλά το καταλάβει ο ίδιος. Ήταν την ώρα που πήγαινε να τα βάλει στη δεξιά του τσέπη, όταν ξαφνικά θυμήθηκε τα λόγια της μητέρας του. «Αντώνη μου», του είπε τη στιγμή που επιβιβαζόταν στο πλοίο για την Αθήνα, «να ξέρεις εκεί που πας τα πράγματα δεν είναι όπως εδώ. Εκεί οι άνθρωποι είναι απόμακροι, ιδιοτελείς και σκοτεινοί. Μια χάρη θέλω να μου κάνεις, Αντώνη μου. Μείνε μακριά από τους σκοτεινούς ανθρώπους και να θυμάσαι ότι η τιμή τιμή δεν έχει. Αυτά θέλω μόνο». Μόλις του ήρθε αυτή η εικόνα στο μυαλό, πέταξε τα χρήματα πίσω στο τραπέζι και έκλεισε με δύναμη την πόρτα. Πράγματι δεν το έκανε, αλλά το σκέφτηκε… αυτό τον πείραζε. Τον πείραζε γιατί μπήκε στον πειρασμό, γιατί ο ίδιος θα το έκανε, εάν δεν ήταν να αθετήσει την υπόσχεση προς τη μάνα του, που γυναίκα μόνη πάλεψε να τον μεγαλώσει. Ένιωθε σκουπίδι, άνθρωπος αλλοπρόσαλλος που τάσσεται – θεωρητικά και μόνο – κατά της ανηθικότητας, ενώ στην πράξη δεν συγκρατεί τα ένστικτα. Κατά τις τρεις το χάραμα, όλοι οι πελάτες είχαν φύγει από το μαγαζί. Ο πυρετός του φαίνεται είχε ανέβει, ακόμα κι αν κατέβασε μέσα σε έξι ώρες ένα πακέτο αντιβιοτικά και άλλο ένα αντιπυρετικά. Η κατάσταση ήταν δύσκολη και μάλλον θα χρειαζόταν να δει κάποιο γιατρό, όμως με τι λεφτά; Τα λεφτά του με μεγάλη δυσκολία εξασφάλιζαν τα φάρμακα της επόμενη ημέρας και έτσι θεώρησε σκόπιμο να ζητήσει μια προκαταβολή του λιγοστού μισθού του. - «Με συγχωρείς αφεντικό, αλλά επειδή πρέπει να αγοράσω τα φάρμακά μου, μήπως… θα μπορούσες να μου δώσεις τα λεφτά μπροστά αυτή την εβδομάδα;» - «Όχι Αντώνη, κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν. Αφενός δεν έχω ταμείο και αφετέρου λόγω της αρρώστιας σου δεν είσαι τόσο παραγωγικός όσο

χρειάζεται». - «Μα, όλες τις παραγγελίες εγώ τις πήρα σήμερα, εγώ έτρεχα!» - «Και πάλι! Ο προηγούμενος που είχε την θέση έκανε αυτά και άλλα τόσα με τον ίδιο μισθό». - «Τουλάχιστον λόγω της αρρώστιας μου θα μπορούσα αύριο να λείψω;». - «Φυσικά, απλά θα χάσεις ένα μεροκάματο». Ο Αντώνης εξοργίστηκε αλλά δεν είπε τίποτα. Έπιασε το χερούλι της πόρτας με τέτοια δύναμη που κοντά ήταν να σπάσει. Βγήκε έξω και με βήμα νευρικό πήρε το δρόμο προς το σπίτι. Το κεφάλι του καζάνι και όσο πιο πολύ περπατούσε η στάση του σώματός του έμοιαζε όλο και περισσότερο ασθενική. Τώρα μάλιστα, «γιατί όχι;», σκέφτηκε και επέστρεψε στο μαγαζί. - «Τι θες Αντώνη; Σου ‘πα πως δεν έχω ταμείο!». - «Ξέρω, κύριε, όμως ξέχασα τα τσιγάρα μου στην αποθήκη». - «Καπνίζεις;». - «Μάλιστα», είπε με ένα αρκετά πειστικό ύφος. - «Αυτό θα φταίει που αρρώστησες. Από δικές σου λάθος επιλογές τώρα νοσείς και πλήττομαι και εγώ». - «Με συγχωρείτε, κύριε». - «Σε συγχωρώ, τι να κάνω; Άντε τράβα τώρα, έχουμε και δουλειές». - «Σας ευχαριστώ, κύριε, και σας εύχομαι ό,τι καλό κάνατε για μένα κάποια μέρα να το βρείτε και ‘σεις». Αυτά είπε και δίχως ίχνος ντροπής ή μεταμέλειας πια, κατευθύνθηκε προς το γραφείο. Κωνσταντίνος Μισαηλίδης Β1

45


ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ Δεν είχε αποδείξεις. Ήταν 56 και δεν είχε αποδείξεις. Ο κύριος Νέιλ ήταν μόνος του στο σπίτι. Δεν ακουγόταν τίποτε παραπάνω από τη βροχή να ρέει δυνατά στο πεζοδρόμια. Έφτιαξε ένα χαμομήλι. Το ήπιε γρήγορα. Κάηκε. Πρώτη απόδειξη. Έκατσε μπροστά στην τηλεόραση, 7:30, 8:00 διαφημιστικό διάλειμμα, 8:20, 9:00, 9:30, 10:00, 10:30, 10;45, 11:00 ένιωθε αποβλακωμένος. Πήγε να πάρει ένα βιβλίο. Ξανακάθισε μπροστά στην τηλεόραση. Όχι. Σηκώθηκε. Ξαναέκατσε. Όχι. Θα πήγαινε μια βόλτα. Δεν έφαγε και πείνασε. Δεύτερη απόδειξη. Έβρεχε. Έβρεχε πολύ. Άκουγε τους δυνατούς κεραυνούς και ένιωθε το νερό σε όλο του το σώμα. Δεν τον ένοιαζε, κρύωνε, ένιωθε το κρύο. Ένιωθε. Άκουσε ένα δυνατό ήχο. Ένα τεράστιο φως τον πλημμύρισε. Τέταρτη απόδειξη. Κι άλλη απόδειξη; Δεν ήταν απαραίτητη. Ήταν πια νεκρός. Άλια Γρυπάρη Α4

46


Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ

REWIND

ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ

Είχε ήλιο, λίγη ψύχρα και ένα περίεργο αεράκι. Όλα μαζί. Τα τέλη του χειμώνα. Ένας ασπρομάλλης κύριος βγαίνει από το σπίτι του και προχωρεί προς το πάρκο της γειτονιάς του. Απλό πάρκο, δεν πρέπει να είχε πάνω από τριάντα δέντρα, λίγο γρασίδι, λάσπες, ένα πέτρινο πεζουλάκι να το χωρίζει στα δύο, ένα σκάμμα, μία τσουλήθρα, έξι κούνιες, τρία παγκάκια και έναν αυτόματο πωλητή με αναψυκτικά. Ο άντρας κάθεται στο δεύτερο στη σειρά παγκάκι. Φοράει γκρι. Γκρι παντελόνι κι ένα άσπρο πουκάμισο στραπατσάρεται μέσα από το γκρι σακάκι του. Μια μαύρη γραβάτα σφίγγει το λαιμό του. Κοιτάει τον ουρανό, πρέπει να είναι χαρούμενος. Και γιατί να μην είναι; Έχει την οικογένεια και τα παιδιά του, έχει δουλειά, χρήματα και όνομα στην κοινωνία. Κάθομαι δίπλα του και τον παρατηρώ. Ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό του. Ζoυμάρω στο δάκρυ. Ο κύριος βρίσκεται στο ίδιο ακριβώς παγκάκι. Τα μαλλιά του έχουν ένα σκούρο μαύρο χρώμα. Φοράει τζιν, μπλουζάκι και πάνινα παπούτσια. Δεν είναι μόνος του, δίπλα του είναι μία όμορφη κοπέλα που ξαπλώνει στον ώμο του. Τα μάτια τους γυαλίζουν, ενώ ενθουσιασμένα μιλάει για το πώς θα λύσει όλα τα προβλήματα της ανθρωπότητας. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου. Ξαναβλέπω τον άνδρα. Βρίσκεται στο πρώτο παγκάκι, αυτή τη φορά με ένα τετράδιο και ένα βιβλίο, το μαλλί του είναι βαμμένο με περίεργα χρώματα. Αυτή τη φορά είναι έφηβος, κάτι γράφει, κάνει ένα σχέδιο, θέλει να το πετύχει. Σκέπτομαι μήπως πρέπει να φύγω, μήπως παραχρησιμοποιώ της ικανότητές μου να γυρίζω τη ζωή των άλλων γύρω γύρω. Όχι όμως. Όχι. Ο άνδρας δεν είναι πια άνδρας, είναι παιδί. Έχει μπροστά του ένα μπλοκ και μπόλικα μολύβια, κοιτάζει τον μεσημεριανό ουρανό και ζωγραφίζει αστέρια. Χαμογελάει. Ξεζoυμάρω. Σκέπτομαι. Μόνο αν μπορέσει να δει το φεγγάρι πρωί-πρωί θα είναι ευτυχισμένος. Αποφασίζω. Rewind. Όμως αυτό δεν γίνεται.

Απόσπασμα από το ημερολόγιο μιας δεκατετράχρονης.

Άλια Γρυπάρη Α4

Όταν πέρασα την πόρτα έτρεμα, έτρεμα τι θα αντικρίσω, είχα δει πολλά – και δεν ήθελα να δω και άλλα. Δεν είχα δει πολλούς ανθρώπους στο λιμάνι, ήταν όμως αρκετά νωρίς, ο ήλιος δεν είχε ανατείλει, ίσως γι’ αυτό. Ήξερα πως δεν έπρεπε να εμπιστευτούμε τον κύριο Χουσεΐν. Κάτι μέσα μου μού το έλεγε, και απ’ ό,τι φαίνεται είχα δίκιο. Εγώ, η Φατίμα και η μαμά μπήκαμε στην ήδη γεμάτη βάρκα. Ήταν ξύλινη, μπορούσα να δω ότι ήταν σαπισμένη, η μηχανή έκανε περιέργους θορύβους και είχαμε από την αρχή μόνο ένα κουπί. Κοίταξα τη θάλασσα. Ήμασταν ήδη ένα χαμένο παιχνίδι. Δεν είχαμε τίποτα να χάσουμε. Ήμουν στην ακτή, η μητέρα μου έκλαιγε δίπλα μου και η Φατίμα κοιμόταν έχοντας σφιχταγκαλιάσει το πόδι μου. Ένα από τα μωρά πνίγηκε. Έπεσε στη θάλασσα και κανείς δεν ήξερε να το σώσει. Μακάρι να ήξερα εγώ. Μακάρι να μου είχαν μάθει. Μακάρι να... μακάρι. Αυτό ήταν το λιγότερο. Και αυτό ήταν που τράβαγε τους πνεύμονές μου και τους έκανε σβούρα και έπαιζε μαζί μου σαν παιχνίδι. Ήταν αυτό: ότι αυτό ήταν το λιγότερο. Δεν γελάω, δεν κλαίω, πια δεν κάνω τίποτα, ποτέ. Για ποιον να κλάψω άλλωστε; Σήμερα όμως είναι μια άλλη μέρα. Σήμερα κλαίω. Είμαστε σε ένα νησί. Εγώ, η Φατίμα και η μαμά πέσαμε στην θάλασσα… Μας έβγαλαν, εμάς, μας έβγαλαν. Λέει είμαστε πρόσφυγες. Δεν καταλάβαινα. Μέσα στη νύχτα και το κρύο δεν κατάλαβα, μέσα στη νύχτα και το κρύο έπρεπε πια να καταλάβω. Άλια Γρυπάρη Α4

47


ΠΤΩΣΗ ΜΕ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΟ Σπαταλάμε τόσες πολλές ώρες δίνοντας υπερβολικά πολλή σημασία σε ανούσια πράγματα. Αγχωνόμαστε, στενοχωριόμαστε, χαλάμε τη διάθεσή μας, ενώ θα μπορούσαμε να είμαστε καλά. Ποιος θα μας δώσει όμως αυτές τις ώρες πίσω; Η απάντηση είναι «κανείς» κι αυτό με τρομάζει περισσότερο από οποιαδήποτε έγνοια μου. Έτσι, λοιπόν, χωρίς να το πολυσκεφτώ, βρέθηκα εδώ που είμαι τώρα. Κάτι χιλιάδες μέτρα πάνω από τη γη, στο χείλος της πόρτας ενός αεροσκάφους, με ένα αλεξίπτωτο στην πλάτη μου, προσπαθώντας να ζήσω τη ζωή μου και να αποκτήσω εμπειρίες. Ένα κομμάτι του εαυτού μου μού λέει να υποχωρήσω, ένα άλλο όμως μου φωνάζει: «εμπρός, πήδα!». Ακούω το δεύτερο. Έλενα Γκρίντζου Α5

48


Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ

SPREAD THE JOY Vol. 1

Vol. 2

Ένα σαββατιάτικο απόγευμα του Σεπτεμβρίου, καθώς βλέπαμε με τη Χρύσα την ορχήστρα του Δήμου να παίζει στο δρόμο, μου ήρθε η ιδέα της παράστασης αυτής. Από μικρή ήθελα να διοργανώσω μια συναυλία της οποίας τα έσοδα θα πήγαιναν σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, αλλά ποτέ δεν μου φάνηκε εφικτό. Τότε πρότεινα την ιδέα μου στη Χρύσα και αυτή προθυμοποιήθηκε να με βοηθήσει. Έτσι και έγινε. Μετά το προτείναμε στη Μιράντα και στο Λευτέρη και δέχτηκαν και αυτοί με ενθουσιασμό. Τότε λοιπόν αρχίσαμε μαζί αυτό το υπέροχο ταξίδι έως το Spread The Joy. Η αλήθεια είναι πως αντιμετωπίσαμε πολλές δυσκολίες, ειδικά με το χώρο και τη διοργάνωση, αλλά έχοντας την πολύτιμη βοήθεια της κυρίας Χούντα και την παραχώρηση του θεάτρου από το Σχολείο, όλα έγιναν πιο εύκολα. Μετά από πολύωρες πρόβες κάθε εβδομάδα με τη χορωδία, την ορχήστρα και τον Όμιλο Μουσικής (οι οποίοι ήταν οι κύριοι συντελεστές), καταφέραμε να βγάλουμε εις πέρας με αξιοπρέπεια και επαγγελματισμό αυτή τη μουσική παράσταση, η οποία είχε μεγάλη επιτυχία και ανταπόκριση. Το πιο υπέροχο όμως από όλα ήταν το συναίσθημα της ευχαρίστησης που νιώσαμε όταν δώσαμε τα χρήματα στην Κιβωτό του Κόσμου. Είμαι πραγματικά ευγνώμων που μας δόθηκε αυτή η ευκαιρία, μέσα από την οποία αποκτήσαμε πολλές εμπειρίες, δεθήκαμε μεταξύ μας και περάσαμε υπέροχες στιγμές ως ομάδα. Όχι οποιαδήποτε ομάδα, αλλά αυτή του Spread The Joy!

Spread The Joy. Μια φοβερή μουσικοπεριπέτεια, αλλά κυρίως μια εμπειρία που θα θυμάμαι για όλη μου τη ζωή. Όλα άρχισαν μία ηλιόλουστη μέρα στο κέντρο της Αθήνας, όπου η Μαρίνα μού λέει: «Δεν θα ήταν τέλειο να διοργανώναμε μια μουσική συναυλία τα Χριστούγεννα για να βοηθήσουμε κάποιο ίδρυμα;» Εγώ, μόλις άκουσα την ιδέα, ενθουσιάστηκα και συμφώνησα αμέσως να συμμετάσχω στη διοργάνωσή της. Λίγο αργότερα, μίλησα και στον αδερφό μου για την ιδέα αυτή και προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει κι εκείνος. Την επόμενη μέρα, η Μαρίνα το είπε και στη Μιράντα, η οποία συμφώνησε με χαρά και μάλιστα πρότεινε να ονομάσουμε την εκδήλωση «Spread The Joy» για να τονίσουμε ότι μέσω αυτής αποσκοπούμε να διαδώσουμε τη χαρά σε ανθρώπους για τους οποίους δεν είναι δεδομένη.

Μαρίνα Ανδριωτάκη Α4

Μία εβδομάδα μετά, πήγα με τη Μιράντα και δώσαμε τα έσοδα στην Κιβωτό του Κόσμου και έτσι τελείωσε αυτή η εμπειρία. Τα μαθήματα που πήρα ήταν πολλά, καθώς κατάλαβα την αξία της αλληλεγγύης και τη σημασία της συνεργασίας. Τέλος, κέρδισα μοναδικές στιγμές που θα νοσταλγώ για όλη μου τη ζωή. Χρύσα Κανακάκη A1

Αρχικά, μου είχε φανεί ακατόρθωτο να καταφέρουμε μόνοι μας κάτι τόσο μεγάλο από τη στιγμή που δεν είχαμε προηγούμενη εμπειρία. Επίσης, μου είχαν πει πως ο «δρόμος» θα είναι δύσκολος, αλλά εγώ επέμενα. Ήθελα να βοηθήσω όσο μπορώ τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Στην πορεία μας συναντήσαμε δυσκολίες, άγχη, ασήμαντους τσακωμούς, απογοητεύσεις, αυτοθυσίες αλλά και γέλια, χαρά, ικανοποίηση. Οι καθιερωμένες πρόβες κάθε Κυριακή, οι ατελείωτες δουλειές με τη Μιράντα και τον Λευτέρη, οι συνεννοήσεις και οι γνωριμίες με τους υπόλοιπους συντελεστές αποτέλεσαν κομμάτι της καθημερινότητάς μας και μας έδωσαν την ευκαιρία να δημιουργήσουμε όμορφες αναμνήσεις. Την Παρασκευή 18 Δεκεμβρίου λοιπόν, την ημέρα της παράστασης, είχα μεγάλη ανυπομονησία, χαρά αλλά και άγχος για το αποτέλεσμα όλης αυτής της προσπάθειας. Κατά τη διάρκεια της παράστασης συνεργαστήκαμε πολύ καλά μεταξύ μας, αλλά και με τους υπολοίπους και περάσαμε πάρα πολύ ωραία. Ευτυχώς πήγαν όλα τέλεια και είχε μεγάλη επιτυχία. Στο τέλος της παράστασης ένιωσα μια απίστευτη περηφάνια και συγκίνηση.

49


ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ « Σ’ έναν κόσμο που φοβόταν τους ποιητές, γιατί φοβόταν τον εαυτό του..» Τάκης Θεοδωρόπουλος, «Βερονάλ» Ο Τ. Θεοδωρόπουλος στο μυθιστόρημά του «Βερονάλ» μιλάει για έναν κόσμο που φοβόταν τους ποιητές γιατί φοβόταν τον εαυτό του. Πόση εφαρμογή έχει, άραγε, αυτή η φράση στην εποχή μας; Έχει θέση η ποίηση στη ζωή του σύγχρονου ανθρώπου και τι θα μπορούσε να του προσφέρει στη δύσκολη σημερινή συγκυρία; Διανύουμε αναμφίβολα μια εποχή πολυεπίπεδης κρίσης: οικονομικής, πολιτικής, αλλά κυρίως ηθικής και πνευματικής. Παλιές πατροπαράδοτες αρχές κλυδωνίζονται, κεκτημένα αναθεωρούνται, αξίες σφυρηλατημένες με αγώνες και θυσίες κινδυνεύουν να απαξιωθούν. Και μέσα σε όλα αυτά επιβλητική και σαρωτική είναι η κυριαρχία της τεχνολογίας. Σε ένα τέτοιο τοπίο, η ποίηση συνεχίζει να μπορεί να προσφέρει στον σύγχρονο άνθρωπο. Δεν είναι μια τέχνη για λίγους - κάθε άλλο. Είναι μέσο αυτογνωσίας και αυτοανάλυσης, τρόπος κάθαρσης από την πίεση και το άγχος της καθημερινότητας. Είναι το φίλτρο της μετατροπής του κάθε έντονου συναισθήματος σε ρυθμό. Έχοντας σαν πρώτη ύλη την γλώσσα, την μετατρέπει με το μαγικό ραβδί του ταλέντου από απλό μέσο επικοινωνίας σε υψηλή τέχνη. Είναι το βάλσαμο στα προβλήματά μας, το παράθυρο στην ομορφιά του κόσμου. Δεν πρέπει να φοβάστε, λοιπόν, τους ποιητές ούτε να τους αγχώνουμε, αλλά να καταφεύγουμε στον ιαματικό χαρακτήρα της ποίησης που ηρεμεί το πνεύμα, θεραπεύει την καρδιά και δείχνει στον ταλανισμένο από τις ποικίλες δυσκολίες άνθρωπο το βαθύτερο νόημα, την ουσία και την ομορφιά της ζωής. Μιράντα Μαυρέα Α2

50


Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ

ΓΥΝΑΙΚΑ Πέντε αφηγήσεις γυναικών βασισμένες σε αληθινές ιστορίες. Πέντε ιστορίες διαρκούς πόνου και αγώνα ανά τον πλανήτη. «Ανοίγω τα μάτια μου, λουσμένη στον κρύο ιδρώτα, καθώς οι εφιάλτες δεν με αφήνουν να κοιμηθώ. Σήμερα μάλιστα ετοιμάζομαι για μάχη. Φοβάμαι λίγο. Καμιά φορά σκέφτομαι πως αυτοί που χτυπάμε είναι και αυτοί άνθρωποι, σαν και εμάς, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Προσπαθώ να αναλογιστώ πώς περνούν τον ελεύθερό τους χρόνο, πώς είναι η οικογένειά τους, εάν έχουν παιδιά… Είναι άνθρωποι που θέλουν πραγματική βοήθεια και ίσως δεν πολεμούν επειδή πραγματικά το επιθυμούν, αλλά επειδή ανώτερες δυνάμεις τους το επιβάλλουν. Με αυτά που κάνουνε σ’ εμάς, όμως, πραγματικά μου είναι δύσκολο να τους καταλάβω, να τους συμπονέσω. Πόσο μάλλον να τους συγχωρήσω. Ολόκληρα χωριά έχουν ισοπεδωθεί, τα νεκρά βιασμένα σώματα των γυναικών αφήνονται παρατημένα για παραδειγματισμό, έφηβες γίνονται σκλάβες του σεξ, βρέφη δολοφονούνται άγρια, ειδεχθή εγκλήματα διαπράττονται… Επανειλημμένα, οι ηγέτες του Ισλαμικού Κράτους χρησιμοποιούν επιλεγμένα αποσπάσματα απ’ το Κοράνι και άλλα ιερά βιβλία όχι μόνο για να δικαιολογήσουν τη βία, αλλά και για να αναγάγουν κάθε σεξουαλική επίθεση σε πράξη πνευματική και ιερή. Τα μέλη του Ισλαμικού Κράτους (IS) πιστεύουν ότι μετά θάνατο θα ανταμειφθούν με 72 παρθένες. Ωστόσο, εάν σκοτωθούν σε μάχη από γυναίκα, φοβούνται ότι δεν θα λάβουν αυτό το δώρο. Στην πραγματικότητα, ο θάνατος από γυναικείο χέρι σημαίνει ότι οι ακόλουθοι του IS δεν θα μπουν καν στον παράδεισο. Η Ταξιαρχία μας, η Ταξιαρχία των Κοριτσιών του Ήλιου (SGB), είναι ένα τάγμα Γιαζίντι γυναικών στρατιωτών, όπως είμαι και εγώ, που πολεμούν για να διασφαλίσουν ότι κανείς από τις δυνάμεις του Ισλαμικού Κράτους δεν θα καταφέρει να περάσει τις πύλες του παραδείσου. Οι Γιαζίντι έχουμε δικούς μας θρησκευτικούς κώδικες και έτσι έχουμε μπει στο στόχαστρο του Ισλαμικού Κράτους. Εγώ ήμουν από τις τυχερές που κατέφεραν και ξέφυγαν από τα χέρια τους. Θυμάμαι όταν μας πήραν, εμένα

και 100 άλλα κορίτσια περίπου. Μας κλείδωσαν όλες σε ένα δωμάτιο, μας έγδυσαν και μας έπλυναν. Έπειτα, μας ανάγκασαν να σταθούμε μπροστά σε ένα πλήθος ανδρών για να αποφασίσουν τι αξίζαμε. Κάποιοι πλήρωναν ακόμα και με ένα πακέτο τσιγάρα για ένα κορίτσι. Εγώ έμεινα εκεί για ένα μήνα. Ο δικός μου «αφέντης» και ιδιοκτήτης τελείωσε την εκπαίδευσή του ως βομβιστής αυτοκτονίας. Σκόπευε να ανατινάξει τον εαυτό του, οπότε δεν με χρειαζόταν πια, και με απελευθέρωσε. Ακόμα όμως θυμάμαι αυτά που πέρασα. Ολόκληρες οικογένειες πολεμούν εδώ, γυναίκες όλων των ηλικιών είναι μέρος όλου αυτού. Εάν η κόλαση χλωμιάζει μπροστά στην οργή της περιφρονημένης γυναίκας, τότε το Ισλαμικό Κράτος τσουρουφλίζεται τώρα από τα Κορίτσια του Ήλιου. Πραγματικά, μακάρι αυτός ο πόλεμος να σταματούσε. Δεν γίνεται να αντιμετωπίσεις τη βία με περισσότερη βία, ωστόσο όσο η γυναίκα εξευτελίζεται και υποτιμάται σε τέτοιο βαθμό, εμείς δεν μπορούμε να κάτσουμε με σταυρωμένα χέρια. Κατατάχθηκα στις δυνάμεις, επειδή θέλω να πολεμήσω για τις γυναίκες φίλες μου, για το λαό μου και για το Κουρδιστάν μου.» «Μου πετάνε νερό στο πρόσωπο. Ανοίγω τα μάτια και έντρομη συναντώ τα βλέμματα του πατέρα και του θείου μου. «Αν είναι κάθε φορά που πηγαίνεις στη δουλειά σου, να σε βρίσκουνε λιπόθυμη από το ξύλο, κάτσε εδώ καλύτερα». Έχω πει πως δουλεύω σε μια εταιρεία υπολογιστών και όντως αυτό κάνω, μα τα απογεύματα συμμετέχω σε ένα πρόγραμμα σεξουαλικής αγωγής για κορίτσια και ψυχολογικής υποστήριξης σε θύματα βιασμού. Κάποιοι μας έχουν καταλάβει και δεν τους πολυαρέσουν αυτά που πρεσβεύουμε. Ωστόσο, δεν μπορούμε να σταματήσουμε. Τα κορίτσια μάς χρειάζονται. Η Ινδία ταλανίζεται από σεξουαλικές επιθέσεις και κυρίως εις βάρος γυναικών. Καθημερινά, οι εφημερίδες αναφέρουν νέες σοκαριστικές φρικαλεότητες. Ο νόμος δεν είναι ποτέ αρκετός, αποτελεί μονάχα ένα εργαλείο, το οποίο όμως πρέπει να εφαρμόζεται με μία πολυμέτωπη και πολλαπλή στρατηγική, σε συνδυασμό με ριζικές δομικές αλλαγές. Εδώ, ακόμα το σεξ είναι ταμπού και η γυναίκα θεωρείται ο αδύναμος κρίκος. Ο βιασμός εξακολουθεί να

εκλαμβάνεται ως κοινωνικό έγκλημα που εξαρτάται από τους άνδρες και τις γυναίκες. Μερικές φορές είναι σωστός, μερικές φορές είναι λάθος. Άλλοι πολιτικοί ρίχνουν την ευθύνη για το χρόνιο πρόβλημα των βιασμών στην Ινδία, στα κινητά τηλέφωνα, τις ταινίες του Μπόλιγουντ, στα τζιν που φορούν τα κορίτσια. Προσπαθούμε να διδάξουμε στα κορίτσια πως δεν φταίνε εκείνες σε καμία των περιπτώσεων. Ξέρετε, ίσως ο βιασμός είναι ειδεχθέστερο έγκλημα από τον φόνο, καθώς το θύμα έχει τη φρικτή ανάμνηση ενώ ζει. Ό,τι και να κάνει, όσο και να προσπαθήσει, η ανάμνηση θα είναι πάντα εκεί και θα σου τριβελίζει το μυαλό, σε κάνει να αηδιάζεις με τον ίδιο σου τον εαυτό, σε κάνει να ντρέπεσαι γι’ αυτόν. Εμένα με στοίχειωσε. Κι ας μην το έχω πει σε κανέναν». «Δεν το έχω πει σε κανένα, γιατί δεν έχω σε ποιον να το πω, μα δεν αντέχω άλλο. Ανοίγω τα μάτια μου. Δεν μπορώ να κοιμηθώ από τον πόνο. Ο επίδεσμος στο στήθος μου με σφίγγει τόσο πολύ. Καμιά φορά δεν μπορώ να αναπνεύσω. Κάθε πρωί, πριν πάω στο σχολείο, η μαμά μου με βάζει να σηκώνω τη μπλούζα μου για να βεβαιωθεί ότι δεν έχω βγάλει τον επίδεσμό μου. Έχουν περάσει δυο χρόνια τώρα και ακόμα με ελέγχει σε καθημερινή βάση. Είναι ταπεινωτικό και ντροπιαστικό. Θα ήθελα να σταματήσει. Εδώ στο Καμερούν, βέβαια, συνηθίζεται το σιδέρωμα του στήθους. Πιο παλιά, πριν τον επίδεσμο, θυμάμαι που η μητέρα μου με ένα γουδοχέρι προσπαθούσε να ισιώσει το στήθος μου. Αυτό γίνεται προκειμένου να είναι λιγότερο ελκυστικά τα σώματά μας, ώστε να μην ερωτευτούμε κάποιο αγόρι και παρατήσουμε τις σπουδές μας. Απλά, αυτή η πρακτική φαντάζει περίεργη. Το γουδοχέρι, ας πούμε, είναι εκείνο το ίδιο κομμάτι πέτρας που οι άνθρωποι χρησιμοποιούν για να θρυμματίσουν μυρωδικά, χρησιμοποιείται όμως και για να θρυμματίσουν την ομορφιά της γυναίκας. Μαζί με αυτό θρυμματίζουν και την αυτονομία, την ανεξαρτησία της, αυτοκυριαρχία της και την υποβάλλουν σε μια νοοτροπία κατωτερότητας. Θέλω να είμαι κυρίαρχη του σώματός μου και του εαυτού μου.»

51


ΓΥΝΑΙΚΑ (συνέχεια) «Θέλω, ελπίζω, ονειρεύομαι. Ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι σε αυτό το κελί που έχω βαρεθεί πια να βλέπω. Ήρθα εδώ πριν από δυο μήνες και ακόμα δεν έχω συνηθίσει. Βλέπετε, ο άνδρας μου με είδε που μιλούσα με έναν άλλο άνδρα και με κατήγγειλε στις αφγανικές αρχές και έτσι κατέληξα εδώ, ποιος ξέρει για πόσο καιρό. Συναναστρέφομαι με πολλές γυναίκες εδώ. Πολλές από τις γυναίκες έχουν φυλακιστεί για εγκλήματα ηθικής. Αυτό αφορά τους τρόπους που μια γυναίκα μπορεί να κατηγορηθεί για «zina», μια κατηγορία που θα μπορούσε να περιλαμβάνει από το ότι το έσκασε από το σπίτι μέχρι την απάρνηση ενός υποχρεωτικού γάμου, ότι βιάστηκε ή, μερικές φορές, ότι έμεινε έγκυος ως συνέπεια του βιασμού της. Άλλες, βέβαια, έχουν διαπράξει εγκλήματα. Όλες μαζί συνυπάρχουμε. Μετά από λίγο καιρό, σταμάτησα να διακρίνω μεταξύ εκείνων που ήταν «ένοχες» ή «αθώες» - εάν αυτές οι γυναίκες είχαν διαφορετικές εμπειρίες ζωής, πρόσβαση στην εκπαίδευση ή ένα νομικό σύστημα που θα μπορούσε να προσφέρει προστασία στα θύματα κακοποίησης, πιθανώς θα είχαν κάνει διαφορετικές επιλογές. Πολλές φορές, σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να είχα κάνει το ίδιο πράγμα όπως εκείνες. Τι θα έκανες εάν σε υποχρέωνε να εκπορνευτείς ο ίδιος ο σύζυγός σου ή σε βίαζαν άγνωστοι;». «Μια άγνωστη αίσθηση πόνου με κυρίευσε. Άνοιξα τα μάτια μου. Για πόσο καιρό βρισκόμουν στο κρεβάτι άραγε; Τελευταίες στιγμές αναμνήσεων επανέρχονται αμυδρά σιγά σιγά στο νου μου. Κάνει ζέστη, έχει υγρασία και πολύ θόρυβο. Στη Σομαλία, τα καλοκαίρια είναι ανυπόφορα. Θυμάμαι τη μητέρα μου να με συμβουλεύει να μην πιω πολύ νερό, για να μη χρειαστεί να ουρήσω. Όλη η οικογένεια ασχολείται μαζί μου, έτσι είναι η παράδοση. Πριν ακόμη χαράξει, η μαμά μου με ξύπνησε. Για την «εγχείρηση». Την εγχείρηση την

52

έκανε μια γριά θεραπεύτρια, που στην κοινότητά μας τη θεωρούμε σημαντικό πρόσωπο και σοφή, αλλά εγώ τη θεωρούσα φόνισσα. Άκουγα τα ουρλιαχτά και τις κραυγές που έρχονταν από τη μεριά του σπιτιού της. Δεν είναι σπάνιο μικρά κορίτσια να πεθαίνουν επί τόπου τη στιγμή της κλειτοριδεκτομής, από την ακατάσχετη αιμορραγία ή τον αφόρητο πόνο και το σοκ. Τώρα, είχε έρθει η σειρά μου. Πήγαμε σε μια απομακρυσμένη περιοχή, ανάμεσα σε θάμνους. Η μητέρα κάθισε σε ένα βράχο και μου έδωσε να δαγκώσω μια ρίζα δέντρου. Η τσιγγάνα έχωσε τα δάχτυλά της σ’ ένα ταγάρι που φορούσε κι έβγαλε μια σπασμένη λεπίδα ξυραφιού. Έφτυσε πάνω της και την σκούπισε στην ποδιά της. Αφού την καθάρισε, μου έδεσε τα μάτια με ένα μαντήλι για να μη βλέπω. Το επόμενο πράγμα που ένιωσα ήταν να κόβουν τη σάρκα μου, άκουσα τον πνιχτό ήχο της λεπίδας που πριόνιζε πέρα-δώθε το δέρμα μου. Τα πόδια μου άρχισαν να τρέμουν και να τραντάζομαι ανεξέλεγκτα. Προσευχήθηκα να τελειώσει γρήγορα. Κι έτσι έγινε, γιατί λιποθύμησα. Και προφανώς δεν έχω ξυπνήσει έκτοτε. Οι απαρχές της κλειτοριδεκτομής χάνονται στα βάθη των αιώνων της αφρικανικής παράδοσης. Υποτίθεται ότι αυξάνει την απόλαυση για τον άνδρα και τη μειώνει για τη γυναίκα, ώστε να αποφεύγεται η σεξουαλική ελευθεριότητα εκ μέρους της και να μπορεί να αφοσιωθεί στην ανατροφή των παιδιών και τις δουλειές του σπιτιού. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο, η γυναίκα βιάζεται ψυχικά και ακρωτηριάζεται σωματικά. Όπως λέει και ο λαός μας όμως: Τρεις φορές πονάει η αγάπη: όταν σε κόβουν, όταν παντρεύεσαι και όταν γεννάς». Σίγουρα, ο φεμινισμός έχει διανύσει τεράστιο δρόμο από τη δεκαετία του ’60 έως σήμερα. Αυτό όμως δε σημαίνει πως έχουμε νικήσει σε όλα. Αυτό είναι εμφανές σε κάθε πτυχή της ζωής, σε κάθε γωνιά του πλανήτη, σε κάθε ηλικία, σε κάθε θρησκεία. Γυναίκες πεθαίνουν από άγριο ξυλοδαρμό συντρόφων τους, από πλήρη ένδεια, από την ανεργία, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της

πλήττει γυναίκες. Οι μισθοί τους παραμένουν κατώτεροι των ανδρών, η δουλειά μέσα στο σπίτι πέφτει περισσότερο στους δικούς τους ώμους, ενώ οι γυναίκες στα κέντρα λήψης αποφάσεων παραμένουν λιγοστές. Αν υπάρχει σήμερα παντού φεμινισμός, αναρωτιέμαι αν υπάρχει ακόμη ένα κίνημα -με την έννοια που είχε ο όρος όταν πρωτοεμφανίστηκε. Λησμονούμε συχνά πως το κίνημα αυτό δεν ήταν μόνο ένα κοινωνικό κίνημα οργής, στείρας αλληλεγγύης μεταξύ γυναικών. Αποτελούσε ένα κίνημα διαρκούς ανακάλυψης, ένα κίνημα ανατροπής των μοντέλων της κυρίαρχης σκέψης. Ένα κίνημα επαναπροσδιορισμού και αναθεώρησης των αξιών με πρακτικές που δεν είχαν σκοπό να υπερτονίσουν την αξία της γυναίκας, αλλά να καταφέρουν το αυτονόητο, να την εξισώσουν με αυτή του άνδρα. Και αυτό διαδραματίστηκε σε όλα τα επίπεδα, με όλους τους τρόπους έκφρασης, επέμβασης, σε όλες τις μορφές διαλόγου, από τις πιο λόγιες έως τις πιο (φαινομενικά) επιφανειακές. Το γέλιο των γυναικών υπήρξε ένα από τα πιο πολιτικά, πιο φιλοσοφημένα και πιο απελευθερωτικά γέλια. Όμως, να που σήμερα δεν γελάμε πολύ. Σήμερα τα πράγματα υπερβαίνουν τον έλεγχό μας. Οι προκλήσεις των γυναικών έχουν μεταφερθεί αλλού, σε νέες σκηνές, επιπρόσθετες μορφές βίας ασκούνται. Από το πιο μικρό χωριό μέχρι και το πιο υψηλό επίπεδο της διεθνούς διοίκησης, επιβάλλουμε σταδιακά τις πιο σκοταδιστικές, τις πιο παρωχημένες και πιο αναιρετικές για την ελευθερία και τις γυναίκες προτάσεις. Όλοι, άνδρες και γυναίκες, εμπλέκονται. Ας απελευθερωθούμε από τον μικρόκοσμό μας, όπου ίσως τα πράγματα είναι ευνοϊκότερα. Ας ατενίσουμε με ενσυναίσθηση και ενεργητικότητα τι γίνεται και στον υπόλοιπο κόσμο, εκεί που το φεμινιστικό κίνημα δεν έχει βαθιές ρίζες και που οι γυναίκες δεν στηρίζονται από τίποτε και από κανέναν. Μήπως ήρθε η ώρα να ανοίξουμε και εμείς τα μάτια μας; Βασιλική Πουλά Α2


Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ

Η ΛΑΜΨΗ ΤΩΝ ΚΗΠΩΝ Στη γειτονιά μου ή σε τόπους μακρινούς. Ένα ταξίδι όπου υπάρχουν άνθρωποι. Ήρθε η μέρα. Η πιο ξεχωριστή από όλες. Του πιο σημαντικού ταξιδιού. Αν κάτι πάει στραβά, αυτόματα επηρεάζει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Μέχρι εδώ όμως. Δεν ανέχομαι άλλα στραβά. Ακολουθώ τον άνεμο και φτάνω. Βλέπω από τον ουρανό τα διάφορα κτίσματα. Είναι αμέτρητα, αντιαισθητικά και παρόμοια. Άραγε… τα κτίσματα της ψυχής των κατόχων τους διαφέρουν καθόλου; Αρχίζω να πλησιάζω. Θυμόμουν ότι την τελευταία φορά που πέρασα δεν με χρειάζονταν ιδιαίτερα. Ίσως έχει περάσει αρκετός καιρός τελικά. Βλέπω ανθρώπους αποξενωμένους, αντικοινωνικούς και κυρίως φοβισμένους, καταιγισμένους από άσχημες ειδήσεις. Μάλιστα, μερικοί από αυτούς δεν φαίνεται να ζουν σε κάποιο κτίσμα. Κυκλοφορούν (ν)ομαδικά με σκοπό, όχι μόνο την εύρεση μιας μόνιμης κατοικίας αλλά και μιας νέας πατρίδας. Εκείνης που θα αγκαλιάσει το ταλαιπωρημένο σώμα τους και θα αναγεννήσει την ψυχή τους. Με χρειάζονται άμεσα. Πετάω ανάμεσά τους. Από πού να αρχίσω;. Αναρωτιέμαι… Είναι δύσκολη η δουλειά μου. Χρειάζεται υπομονή και μεγάλη θέληση. Γιατί, αν εγώ δεν έχω θέληση, πώς θα καταφέρω να βοηθήσω; Ξέρετε, οι άνθρωποι δεν «ανοίγονται». Φοβούνται. Φοβούνται την αλλαγή και κυρίως φοβούνται την αλλαγή του εαυτού τους. Έτσι, μου είναι δύσκολο να τους πλησιάσω, να τους μεταφέρω το μήνυμά μου. Θεωρώ ότι αυτό είναι το πιο λυπηρό. Αναγνωρίζουν ότι ο Κόσμος έχει πολλά προβλήματα αλλά δεν διανοούνται ότι μπορεί να προέρχονται και από τους ίδιους προσωπικά. Τα τείχη που έχουν υψώσει... Πώς θα μπορέσω να τα ξεπεράσω; Ή καλύτερα να τα γκρεμίσω; Ναι, αυτό θα ήταν το ιδανικό. Να είχαν πρόσβαση και σε άλλους «κήπους»… Με αυτό τον τρόπο θα κατανοούσαν την ιδιαιτερότητα και τη σημασία κάθε λουλουδιού. Θα βλέπαν… ότι μεταξύ τους έχουν και κοινά λουλούδια. Θα εκτιμούσαν. Ευτυχώς τα περισσότερα παιδιά δεν με έχουν ανάγκη. Πάντα το θαύμαζα

αυτό. Κατακλύζονται από όνειρα, από ελπίδα. Καλλιεργούν τους κήπους τους. Όσο μεγαλώνουν όμως, οι συνθήκες τα αναγκάζουν να κτίσουν και εκείνα τείχη. Είναι και κάποια, που από μικρά αντιμετωπίζουν το πρόβλημα αυτό για διάφορους λόγους. Υποθέτω μπορείτε να τους φανταστείτε. Άλλωστε, διαφημίζονται πολύ από τους «αλτρουιστές». Μακάρι όμως να προβαλλόταν η καταστροφή του κήπου. Αλλά κατά βάθος αυτό είναι το χειρότερο θέαμα. Η αλήθεια που κανένας δεν θέλει να παραδεχτεί για να μην εισβάλει μέσα από τα τείχη τους. Βλέπετε... οι μεγάλοι πάντα αποτελούν πρότυπο για μίμηση. Άλλη μια αόρατη παγίδα, στην οποία πέφτουν όλοι. Συνεχίζω το ταξίδι μου. Μέχρι στιγμής έχω απογοητευτεί. Συνήθως διάφορες λύσεις μου διαπερνούσαν το μυαλό. Αυτή τη φορά τίποτα. Ένα χάος οι σκέψεις μου. Δεν πρέπει να τις εμποδίσω από το να με κάνουν να ξεχάσω τον σκοπό μου, την ουσία μου. Δεν γίνεται… πάντα κάτι υπάρχει. Έστω και κάτι μικρό είναι αρκετό για να δώσει τη δύναμη για κάτι μεγαλύτερο.

ανάγκη. Όταν αρχίζουν να έχουν την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει ανθρωπιά στον κόσμο μας. Βρίσκομαι μονάχα για να τους υπενθυμίζω ότι όλοι εκείνοι είναι οι υπεύθυνοι για την ύπαρξή της. Πιο συγκεκριμένα, οι ακτίνες φωτός, οι οποίες βρίσκουν πάντα τρόπο να περνούν μέσα τους. Άλλοτε ακούσια, άλλοτε εκούσια. Όπως και να έχει, η επιμονή μου οφείλεται στο γεγονός αυτό. Πριν τελειώσω το ταξίδι μου, έχω να σας κάνω μια πρόταση. Δεν θα είναι κάτι απλό. Είναι μια επίπονη διαδικασία. Απαιτεί θυσίες. Τα αποτελέσματα όμως αξίζουν την προσπάθεια. Οπότε λοιπόν, τι θα λέγατε να δοκιμάζατε να αφήνατε περισσότερες ακτίνες φωτός να λάμψουν στον κήπο σας; Όπως λένε, εμπεριέχουν πολλές απαραίτητες βιταμίνες. Γιατί να μην το εκμεταλλευτείτε; Εξάλλου, από πάντα αναζητούσατε το κέρδος. Δήμητρα Στρόμπολα A1

Ωπ! Πάνω στην ώρα! Πάντα έτσι γίνεται. Τις στιγμές αυτές απελπισίας εμφανίζεται ένα μικρό παραθυράκι, ένα μικρό πέρασμα στα τείχη. Από εκείνο περνάει το φως σε κάθε κήπο. Σε μερικούς λιγότερο, σε άλλους περισσότερο… Αναλόγως τα «συστατικά» κάθε τείχους. Είναι μία διέξοδος. Το φως αυτό είναι ο λόγος για τον οποίο οι άνθρωποι αναζητούν συνεχώς τη δημιουργία νέων σχέσεων. Αχ! Ευτυχώς που υπάρχει. Έτσι θα έχω τη δυνατότητα να τους προσεγγίσω, ώστε αργότερα να συνειδητοποιήσουν τη σημασία του. Αν δεν υπήρχε… δεν θα υπήρχα. Μην ανησυχείτε… Πολλοί άνθρωποι (σαν και εσάς) δυσκολεύονται να ακολουθήσουν τη λογική μου. Η ίδια είναι απλή, εκείνοι ωστόσο όχι. Γι’ αυτό, άλλωστε, μου αρέσει το καθήκον μου, είναι απαιτητικό και σημαντικό ταυτόχρονα. Όπως προανέφερα, με χρειάζονται. Απλώς υπάρχει μία λεπτομέρεια, στην οποία βασίζονται όλες οι αρχές μου και δεν είναι δυνατόν να ξεχαστεί. Δεν είμαι από μηχανής θεός. Δεν εμφανίζομαι από το πουθενά. Εμφανίζομαι όταν οι άνθρωποι με έχουν

53


ΡΟΛΟΓΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ Πέρναγε το χρόνο του στο εργαστήριό του, επισκευάζοντας, παρατηρώντας και ρυθμίζοντας ρολόγια. Αυτή ήταν η δουλειά του, αυτό ήταν το πάθος του, τίποτε άλλο δεν τον ενδιέφερε. Τον περισσότερο καιρό ήταν κλεισμένος στο εργαστήριό του και απέφευγε να τα εγκαταλείπει. Ήταν ένα καταφύγιο, ένα καταφύγιο από τον έξω κόσμο, που ήταν επικίνδυνος, απρόβλεπτος και κακόβουλος. Έτσι, προτιμούσε να ασχολείται με τα ρολόγια. Αν και δούλευε σε ένα δωμάτιο γεμάτο κάθε λογής ρολόγια, δεν καταλάβαινε πώς πέρναγε ο χρόνος. Δεν καταλάβαινε πότε ο ήλιος έδινε τη θέση του στο φεγγάρι, πότε άλλαζαν οι εποχές, ούτε πώς πέρναγαν τα χρόνια. Έπειτα από κάποιο καιρό ήρθε πάλι μία από τις μέρες που σιχαινόταν. Έπρεπε να εγκαταλείψει για λίγο το εργαστήριό του, για να τακτοποιήσει κάποιες δουλειές, τις οποίες δεν μπορούσε πλέον να αναβάλει. Ήταν φθινόπωρο και τα φύλλα των δέντρων είχαν ξεκινήσει να πέφτουν από τα κλαδιά τους. Άλλα φύλλα ήταν κόκκινα, άλλα κίτρινα, άλλα καφέ, μα οι αέρινες κινήσεις με τις οποίες προσγειώνονταν στο χώμα, ήταν το ίδιο απαλές και μαγευτικές. Οι κινήσεις αυτές του μαγνήτισαν το ενδιαφέρον. Σταμάτησε μέσα στη μέση του δρόμου για να τις περιεργαστεί. Επί ώρες ολόκληρες καθόταν αμίλητος, ακίνητος και παρακολουθούσε τα φύλλα να παρασέρνονται από τον άνεμο, να στροβιλίζονται κι έπειτα με την ίδια χάρη να προσγειώνονται στο έδαφος. Πάντα είχε ένα μικρό ρολόι μαζί του, κρεμασμένο σε μια αλυσίδα γύρω από το λαιμό του. Ο δείκτης των δευτερολέπτων είχε συγχρονιστεί με τους χτύπους της καρδιάς του. Ξαφνικά σταμάτησε. Έλενα Γκρίντζου Α5

54


Ο,ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΟΙΡΑΣΤΩ

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ «ΚΡΙΣΗ» ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΣΕ ΚΡΙΣΗ Πολλές φορές βλέπω να με κοιτάζουν περίεργα οι δεκαεξάχρονοι συνομήλικοί μου όταν προσπαθώ να τους πείσω να μιλήσουμε για κάποιο πολιτικό ζήτημα. Είναι γεγονός ότι οι νέοι, τουλάχιστον στην Ελλάδα, έχουν σε μεγάλο βαθμό μεσάνυχτα από πολιτική. Δεν θα μιλήσω για ακραία παραδείγματα. Οι περισσότεροι συμμαθητές μου δεν ξέρουν καλά καλά ποια κόμματα είναι στη Βουλή. Και δεν είναι μόνο αυτό. Βλέπεις ότι δεν τους απασχολούν ούτε ζητήματα για τα οποία θα έπρεπε τέλος πάντων να ενδιαφέρονται, όπως θέματα που αφορούν εκπαιδευτικές πολιτικές. Τι φταίει ρε παιδιά, τι πήγε στραβά; Πρόκειται για απλή αδιαφορία ή για αντικειμενική αδυναμία; Στο ερώτημα που έθεσα ο ίδιος στον εαυτό μου, δεν ξέρω αν είμαι σε θέση να απαντήσω. Ίσως φταίει ότι στην εποχή μας κυριαρχούν η αδικία, η αναξιοκρατία, η ανηθικότητα, η υποκρισία των πολιτικών και η γενικότερη ασυνέπεια των ενηλίκων. Ίσως φταίνε οι ρυθμοί των σύγχρονων καταναλωτικών κοινωνιών που είναι τόσο γρήγοροι που δεν επιτρέπουν σε κανέναν να σκεφτεί κάτι άλλο παρά τα δικά του προβλήματα. Ίσως φταίει η ιδεολογική σύγχυση που επικρατεί στις κοινωνίες, αφού αρκετές φορές τα ίδια τα κόμματα δεν ξέρουν σε ποιον ιδεολογικό χώρο ανήκουν.

Από την άλλη μεριά, δεν φταίει μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα. Φταίει ότι η γενιά μας μεγάλωσε χωρίς στερήσεις και με πολλές ανέσεις και έτσι δεν χρειάστηκε να προβληματιστεί κοινωνικά και άρα πολιτικά, αφού τα είχε όλα έτοιμα στο πιάτο. Φταίνε και οι απαρχαιωμένες δομές του πολιτικού συστήματος που δεν δίνουν ευκαιρίες στους νέους να ασχοληθούν με την πολιτική, παρά μόνο αν θέλουν να κολλάνε αφίσες και να μοιράζουν προεκλογικά φυλλάδια. Για να λυθεί αυτή η παθογένεια της ελληνικής κοινωνίας, θα πρέπει βέβαια και οι ίδιοι οι νέοι να ενδιαφερθούν. Να σηκωθούν από τους καναπέδες και τα smartphones, να πάρουν ένα βιβλίο στα χέρια, να διαβάσουν και καμιά εφημερίδα. Να ενδιαφερθούν και για την πολιτική, για το ίδιο τους το μέλλον δηλαδή, και όχι μόνο για το πότε θα βγει το νέο iphone. Δημήτρης Ντόντης Β1

Αυτό που σίγουρα πάντως φταίει είναι το άθλιο εκπαιδευτικό σύστημα που δεν έδωσε στα παιδιά ερεθίσματα κριτικής σκέψης και προβληματισμού. Δεν ενδιαφέρθηκε να δημιουργήσει αυριανούς πολίτες, αλλά μόνο αυριανούς εργαζόμενους. Στο μάθημα της Ιστορίας μάθαμε για μάχες και πολέμους χωρίς πραγματικά να αναλύσουμε τα αίτιά τους και να προβληματιστούμε για αυτά, χωρίς να μελετήσουμε δυο τρεις διαφορετικές πηγές για το θέμα, χωρίς να σκεφτούμε πώς να αποφύγουμε τα λάθη του παρελθόντος. Στο μάθημα της Έκθεσης μάς έδωσαν στο φροντιστήριο έτοιμες σημειώσεις με αυτά που έπρεπε να γράψουμε. Τι καλά! Δεν χρειάστηκε ούτε εκεί να σκεφτούμε. Το μάθημα της Πολιτικής Παιδείας το μάθαμε παπαγαλία, γράψαμε 20 και όλα καλά.

55


PHIL . CO

56


PHIL . CO

NICOLAS CHAMFORT «Φιλία αυλικών, πίστη αλεπούδων, κοινωνία λύκων» (Nicolas Chamfort)1 Στον συγκεκριμένο στοχασμό του Nicolas Chamfort, το ενδιαφέρον εγείρει όχι μόνο κάθε ξεχωριστή, εκούσια αντιφατική και οξύμωρη φράση, αλλά και όλο το ασύνδετο σχήμα, ως η ολότητα που συνάμα δομείται από και υπερβαίνει τα μέρη του. Λόγω αυτής της στοχευμένης και εύλογης περιέργειας, καθίσταται αναγκαία η διερεύνηση των δομικών στοιχείων, καθώς και του τελικού αποστάγματος της θεώρησης του Γάλλου στοχαστή πάνω στην κινούμενη άμμο των προβληματισμών της φιλίας, της πίστης, της κοινωνίας. Ο Chamfort αντιλαμβάνεται, με την ευαισθησία και διαρκή ετοιμότητα των αισθητήριων οργάνων του, όπως και με την οξυδέρκεια του νου του ως επεξεργαστικού στελέχους τέτοιων ερεθισμάτων, ένα υποκριτικό και ωφελιμιστικό συνονθύλευμα «φιλιών αυλικών» στο κοινωνικό του περιβάλλον – ένα διαχρονικό φαινόμενο, η διαχρονικότητα του οποίου αντανακλάται στους στοχασμούς του Chamfort και καθιστά τα λακωνικά ψήγματά τους, τα οποία εκείνος μεταλαμπάδευσε στις επόμενες γενιές, ετερόφωτα διαγενεακά, ίσως και άχρονα για τους πλέον απαισιόδοξους αναπολητές και προφήτες. Αξιοποιώντας τη διαχρονικότητα αυτή, δυνάμεθα όχι απλώς, με περιορισμένα δεδομένα και αναμενόμενες επιφυλάξεις πιστότητας, να εικάσουμε ποιες συνθήκες ώθησαν το στοχαστή σε ένα τέτοιο πόρισμα, αλλά, μάλιστα, να αναβιώσουμε οι ίδιοι τις συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες απρόσκοπτα στο πλαίσιο της δικής μας εποχής και, όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο Παναγιώτης Κονδύλης, «ο Chamfort να συναντήσει τον ιδεώδη συνθεατή και συμπαρατηρητή για να σταθεί δίπλα του στη γωνιά ενός σαλονιού και, ανταλλάσοντας αραιά και πού μια ματιά ή ένα μειδίαμα μαζί του, να έχει την αίσθηση ότι και οι δυο τους καταγράφουν τα ίδια δρώμενα ή τα ίδια τεκταινόμενα, τα αντιλαμβάνονται ταυτόσημα, τα γενικεύουν προς την ίδια κατεύθυνση»2. Αρκεί και συνίσταται, λοιπόν, η παρατήρηση και αναγνώριση 1. Παναγιώτης Κονδύλης (επιμ.), Σαμφόρ: Επιλογή από το έργο του, Στιγμή, Αθήνα, 1994, σ. 53. 2. Στο ίδιο, σ. 13.

των απατηλά συχνών και επιφανειακά τερπνών συναντήσεων μεταξύ «αυλικών», υποκριτικών κολάκων που αποκαλούν «φιλία» την ανταλλαγή θεατρικών ερμηνειών (ως «υποκριτές», δηλαδή ηθοποιοί), μία επιλογή οξύμωρη, αναιρούμενη από τις συνθήκες που την περιβάλλουν, μολαταύτα δικαιολογημένη από το παραπλανητικό και υπερβατικό θάμβος του θεάτρου αυτού, το οποίο ξεπερνά τους λογικούς φραγμούς. Χρειάστηκαν αιώνες ωσότου το θάμβος κατευναστεί και αποσαφηνιστεί νηφάλια και αντικειμενικά από τον Martin Heidegger, ο οποίος εισήγαγε στο φιλοσοφικό στοχασμό και στο υπαρξιστικό ρεύμα την ξεχωριστή έννοια του «είναι με άλλους», μία έννοια που διαφοροποιείται από το αυτοσυνείδητο άτομο (Dasein)3 και προβλημάτισε μετέπειτα στοχαστές, όπως τον Jean-Paul Sartre. Η σαφής απόκλιση του Dasein ενός ανθρώπου και του «είναι με άλλους» ενός αυλικού, η οποία αποδόθηκε από τον Sartre στην ανελευθερία που είναι συνυφασμένη με την έννοια της συνύπαρξης και της συναναστροφής4, εξυψώνει στο στάδιο της ερμηνείας την παρατήρηση του Chamfort για την εσκεμμένη υποταγή του «είναι» στην τροποποιημένη και νοθευμένη εκδοχή του, το «φαίνεσθαι», και της εξασφαλίζει χαρακτήρα οντολογικό, πανανθρώπινο και αιώνιο, ώστε κάθε εποχής παρατηρητής να συμπλέει με τη θεώρηση που περιεκτικά καταγράφει στον εξεταζόμενο στοχασμό του ο Chamfort. Στο νου των «αυλικών», κατά τον Chamfort, εντοπίζεται μία «πίστη αλεπούδων». Επιστρατεύοντας ένα συναισθηματικό κράμα παρατήρησης και εικασίας, μπορούμε να αποδώσουμε την πονηριά και καχυποψία που καταδυναστεύει το κοινωνικό υποκείμενο σε μία εύληπτη εξήγηση: οι υποκριτές έχουν συναίσθηση πως οι ανθρώπινες παρουσίες τους δε λειτουργούν ως παθητικοί, αφελείς και ποδηγετήσιμοι δέκτες ή ως ένα ακροατήριο, αλλά ως ενεργοί κοινωνοί σε μία θεατρική κοινωνία, δηλαδή ως υποκριτές και αυτοί. Όπως εξηγεί ο Παναγιώτης 3. Roger Scruton, Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία – Από τον Φίχτε στον Σαρτρ, στο, Anthony Kenny (επιμ.), Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, Νεφέλη, Αθήνα, 2005, σ. 267-326, σ. 318-321. 4. Στο ίδιο, σ. 321-326.

Κονδύλης, «ο Α ξέρει πως ο Β ξέρει, ο Β ξέρει πως ο Α ξέρει πως ο ίδιος ξέρει κ.ο.κ. – έως ότου η σειρά των αμοιβαίων αντικατοπτρισμών γίνει τόσο περίπλοκη, ώστε η μία από τις δύο πλευρές δεν μπορεί πια να παρακολουθήσει το παιγνίδι και το χάνει»5. Το περιεχόμενο και τα κίνητρα που υποδαυλίζουν την ήττα σε ένα παίγνιο αδιάκοπης φαινομενικότητας αποτυπώνονται στο τελικό ξέσπασμα του σαρτρεϊκού ήρωα – ενδεχόμενης πλάγιας αντανάκλασης του δημιουργού του – στο θεατρικό έργο «Κεκλεισμένων των Θυρών», όταν, εξαντλημένος από τη στωική υπομονή του σε ένα κοινωνικό καθεστώς ατέρμονης και αμφίδρομης ανελευθερίας, αντιδρά αναφωνώντας πως «η Κόλαση είναι οι Άλλοι»6. Ο Chamfort και ο στοχασμός του βρήκαν ως συνομιλητή το θεμελιωτή της Φαινομενολογίας, Edmund Husserl, και τη ρηξικέλευθη επινόησή του, το Lebenswelt: έναν «κόσμο ζωής», κοινό για κάθε κοινωνό, εμποτισμένο από την κοινωνική υπόσταση των νοημάτων και των εννοιών, παρόμοιο με το κοινό και δημόσιο θέατρο των κοινωνικών σχέσεων, το οποίο διέπεται από δικούς του κανόνες και προσδίδει τη δική του χρηστική σημασία σε κάθε όρο7. Η έκδηλη διακειμενικότητα των θεωρήσεων του Chamfort καταδεικνύει, αν όχι την επίδρασή του στον ευρωπαϊκό στοχασμό, έστω τη διαχρονικότητα των κοινωνικών λειτουργιών που εντόπισε. Το βλέμμα του Chamfort, του Husserl, του Heidegger, του Sartre και των σημερινών αναγνωστών τους ανιχνεύει κοινωνικές οντότητες που συμπεριφέρονται με τρόπο καχύποπτα αλλοιωμένο, αντιδρώντας στην αλλοτρίωση της ελευθερίας τους και, συνάμα, επιβεβαιώνοντάς την με την αντίδρασή τους, με την υιοθέτηση μιας «πίστης αλεπούδων». Αυτά τα φαινόμενα οδηγούνται σε αναμενόμενο, εξ ορισμού αδιέξοδο αντίφασης, καθώς, ενώ αποσκοπούν να κρύψουν τη φιλελεύθερη φιλαυτία κάτω 5. Παναγιώτης Κονδύλης (επιμ.), Σαμφόρ: Επιλογή από το έργο του, ό.π., σ. 16. 6. Roger Scruton, Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία – Από τον Φίχτε στον Σαρτρ, ό.π., σ. 326. 7. Στο ίδιο, σ. 313-315.

57


από το προσωπείο της φιλαλληλίας, τελικά αντικατοπτρίζουν την απελπισία που τροφοδοτεί τέτοια κοινωνικά συστήματα, όπως και την υποκρισία και τη σαθρότητα που τα χαρακτηρίζουν. Ο Chamfort, ως γνώστης αυτού του διαρκούς παιγνίου που αντιλήφθηκε την ήττα στο παίγνιο ως μοναδική στρατηγική διαφυγής από αυτό, – εξ ου και την επέλεξε με πλήρη συνείδηση και συνέπεια της επιλογής του – δεν δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει μία «κοινωνία λύκων», η οποία επιστρατεύει την υποκριτική δεινότητα ως κριτήριο ανάδειξης των επιφανών και κυρίαρχων ταγών της κοινωνικής «αγέλης», μίας καθαρά χρησιμοθηρικής συσπείρωσης ανθρώπων. Δομημένη από «φιλίες αυλικών» με «πίστη αλεπούδων», κοινωνικές πραγματικότητες που περιγράφονται από τον Chamfort με μία άχρονη και ατέρμονη ματαιότητα, την οποία σχεδόν αιτιοκρατικά, αποδίδοντάς της μία οντολογικά αναπόδραστη υπόσταση, ερμήνευσαν οι μετέπειτα υπαρξιστές και φαινομενολόγοι στοχαστές, μία «κοινωνία λύκων», με υπολανθάνοντα γνώμονα την αυτοπραγμάτωση, προκύπτει με μία αιώνια και πανταχού παρούσα αναγκαιότητα, ανάλογη αυτής των μερών της. Η διαχρονική συνιστώσα των ανθρώπινων κοινωνιών παρακινεί τον αυτοσυνείδητο κοινωνό, το Dasein περιτριγυρισμένο από άλλους (όχι, όμως, το «είναι με άλλους», το οποίο δεν συνιστά κοινωνικό θεωρητή αλλά κοινωνικό δρώντα και συμμέτοχο, μέλος των υπό μελέτη κοινωνικών λειτουργιών και όχι παρατηρητή των), να εντοπίσει στο περιβάλλον και στον εαυτό του, ως μέλος του περιβάλλοντος του Άλλου και σαρτρεϊκό παραβιαστή της αλλότριας ελευθερίας και εαυτονομίας, τάσεις σιλερικής8 προστατευτικής συμπεριφοράς και ιδιοτέλειας, οι οποίες περιορίζουν το κοινωνικό οικοδόμημα σε ένα απλό άθροισμα ατομικών βουλήσεων και συμφερόντων που αποτυγχάνει να εξυψωθεί στη σφαίρα της «γενικής βούλησης» του Jean-Jacques

58

8. Friedrich Schiller, Καλλίας ή περί του κάλλους (μτφρ. Μορφή Κοντοπούλου et al.), Πόλις, Αθήνα, 2005, σ. 47.

Rousseau9, ένα όλον που δεν υπερβαίνει τα μέρη του. Όπως οι λύκοι συναθροίζονται σε αγέλες μονάχα για να εξυπηρετηθεί ο καθένας τους αποτελεσματικότερα ως προς τις ανάγκες του, ομοίως οι άνθρωποι συνυπάρχουν σε κοινωνίες μεριμνώντας πρωταρχικά, αν όχι αποκλειστικά, για τις ξεχωριστές τους ανάγκες και επιδιώξεις, στο όνομα μίας «ειδικής βούλησης». Η ενστικτώδης και έμφυτη ροπή προς την κυριαρχία, η οποία διακατέχει τον ταγό μίας αγέλης λύκων και αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία για την ύπαρξη της ειδικής θέσης του «ταγού», διατρέχει και το ανθρώπινο «ἐπιθυμητικόν»10, τροφοδοτώντας τις ιεραρχικές δομές των κοινωνιών και έννοιες, όπως η κοινωνική ανέλιξη, που βρίσκουν περιεχόμενο συνυφασμένο με αυτές. Σαν έναν λύκο που αγωνίζεται στην αγέλη του για να υφίσταται και να προΐσταται, το κοινωνικό υποκείμενο επιδιώκει όχι απλώς να μετέχει στο διαλεκτικό «παιγνίδι» που επισημαίνει ο Παναγιώτης Κονδύλης, αλλά και να το κερδίζει. Από τη συγκεκριμένη προσέγγιση, λίγο διαφέρει μία κοινωνία λύκων από μία κοινωνία ανθρώπων, επιτρέποντας τη μετάβαση του Chamfort στην ταύτιση των δύο εννοιών. Έχοντας αποπειραθεί να προσεγγίσουμε, να ερμηνεύσουμε και να ορίσουμε τα τρία συστατικά της θεώρησης του Chamfort, απομένει και ενδείκνυται μία καθολική εξέταση, μία επανατοποθέτηση των μερών στην ολότητα, στην οποία υιοθετούν άλλο ρόλο και υπόσταση. Όπως τα μέρη αυτά χωρίζονται από ασύνδετο σχήμα αλλά υπάγονται στην ίδια ρήση, περιγράφουν διαφορετικές εκφάνσεις των κοινωνιών αλλά εμφανίζονται στην ίδια διεισδυτική 9. Anthony Quinton, Πολιτική Φιλοσοφία, στο, Anthony Kenny (επιμ.), Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας, Νεφέλη, Αθήνα, 2005, σ. 375-489, σ. 446-447. 10. Δημήτρης Λυπουρλής & Δέσποινα Μωραΐτου, Ηθικά Νικομάχεια – Εισαγωγή, στο, Δέσποινα Μωραΐτου (επιμ.), Φιλοσοφικός Λόγος: Πλάτων – Αριστοτέλης, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 2013, σ. 151-153, σ. 153.


PHIL . CO

NICOLAS CHAMFORT (συνέχεια) ματιά του στοχαστή, ομοιοτρόπως οφείλουμε να εμφυσήσουμε ένα άλλο είδος ζωτικότητας σε αυτά, διερευνώντας τα στο ίδιο πλαίσιο, ως πτυχές μίας ολότητας και όχι ως ολότητες με πτυχές. Σε μία τέτοια βιόσφαιρα, καθίσταται έκδηλη η κλιμακωτή επικράτηση της πηγαίας φιλαυτίας, καθώς ο Chamfort επαγωγικά προσανατολίζει τη θεώρησή του από τις «φιλίες αυλικών» στην «κοινωνία λύκων». Η κολακεία του συνδιαλεγομένου δίνει τη θέση της στην καχυποψία του αυτοσυνειδήτου, η οποία με τη σειρά της υποχωρεί αντίκρυ στην αυτοεξυπηρετική ιδιοτέλεια του κοινωνικού υποκειμένου. Ο άνθρωπος, με το πολύπλευρο ατομικό Dasein του, απομακρύνεται από τον ενεργό και διαδραστικό ρόλο του «φίλου-αυλικού» και ξεθωριάζει, είτε ως αναστοχαζόμενος ενδοσκοπευτής είτε κρυμμένος στην πολυμερή αλλά απρόσωπη κοινωνική μάζα. Στην πρώτη περίπτωση, σαν υποκριτής στο παρασκήνιο, αφαιρεί το προσφιλές προσωπείο του και εξασκείται στο ρόλο του ώστε, με αληθοφανή τεχνάσματα, να παραμείνει «όπως ένας ψαράς στη βάρκα του, μέσα σε θάλασσα ανοιχτή και τρικυμισμένη, που κάθεται και εμπιστεύεται το εύθραυστο ακάτιό του, ατάραχος και γαλήνιος, στηριγμένος με εμπιστοσύνη στο principium individuationis, την αρχή της εξατομίκευσης», σύμφωνα με τον Arthur Schopenhauer11. Μέσα σε μια κοινωνία ανταγωνιστικών υποκριτών, απομονωμένος με το Dasein του, ο αυτοσυνείδητος άνθρωπος πονηρά μηχανεύεται και στηρίζεται στην υποκριτική του αντοχή και δεινότητα, στο principium bilinguis individuationis, την αρχή της υποκριτικής εξατομίκευσης, με την πίστη της διορατικής αλεπούς. Στη δεύτερη περίπτωση, σαν υποκριτής που μοιράζεται το στερέωμα με όλους τους συνυποκριτές του, με αποτέλεσμα η φωνή και η θωριά του να αμελούνται και να χάνονται στο πλήθος και την οχλοβοή, ο άνθρωπος κρυφά και απαρατήρητα αποβάλλει βραχέως το προσωπείο του, ώστε να συνειδητοποιήσει σιωπηλά πως βρίσκεται περιτριγυρισμένος από ατομικιστές και να αυτοσυνειδητοποιήσει πως υπάγεται σε αυτούς και στο 11. Friedrich Nietzsche, Η Γέννηση της Τραγωδίας ή Ελληνισμός και Απαισιοδοξία (μτφρ. Χρήστος Μαρσέλλος), Εστία, Αθήνα, 2009, σ. 60-61.

παιγνίδι αυτοσυντήρησής τους. Περί μίας τέτοιας συνειδητοποίησης και αυτοσυνειδητοποίησης, ο George Orwell έγραψε, στο «1984», για τον πρωταγωνιστή, Winston Smith: «Στο Δίλεπτο Μίσους δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στο γενικό παραλήρημα, αλλά αυτή η ζωώδης ψαλμωδία πάντα τον γέμιζε τρόμο. Φυσικά, έψελνε κι αυτός μαζί με τους άλλους. Δεν ήταν δυνατό να κάνει αλλιώς. Να κρύβει τα αισθήματά του, να ελέγχει την έκφρασή του, να κάνει ό,τι έκαναν όλοι, ήταν ενστικτώδεις αντιδράσεις. Αλλά υπήρξε ένα διάστημα δύο δευτερολέπτων όπου η έκφραση των ματιών του θα μπορούσε να τον προδώσει»12. Ομοιοτρόπως με τη συγκεκριμένη συνειδητοποίηση του «γενικού παραληρήματος» και αυτοσυνειδητοποίηση του «τρόμου», το άτομο παρατηρεί και εκφράζεται με τα γυμνά, ακάλυπτά του μάτια ανάμεσα στο γενικό παραλήρημα υποκρισίας, σπασμωδικά και στιγμιαία, ωσότου θυμηθεί πως ενέχει μια τέτοια απογύμνωση του Dasein τον κίνδυνο της ήττας στο παίγνιο κοινωνικής επιβίωσης και, ενστικτωδώς, επαναπροσαρτάται στο «είναι με άλλους» του. Ο ανάρμοστος αυτοσυνείδητος εξωσκοπεί και ενδοσκοπεί διεισδυτικά, αντικρύζει έναν λύκο σε μια «κοινωνία λύκων» και βιαστικά απομακρύνεται από το αρμόζον κοινωνικό υποκείμενο, η μυωπική και επιφανειακή θεώρηση του οποίου διασφαλίζει τη διατήρηση και συνέχεια του υποκριτικού παιγνιδιού. Ο Chamfort, λοιπόν, προβαίνει σε μία πλατωνικού τύπου13 τριμερή διαίρεση της ψυχής του ανθρώπου-υποκριτή, τέμνοντάς την στο μέρος του συνδιαλεγομένου-αυλικού, το μέρος του αυτοσυνειδήτου-αλεπούς και το μέρος του κοινωνικού υποκειμένουλύκου. Στις συναναστροφές, κυριαρχεί το μέρος του συνδιαλεγομένου-αυλικού. Στις εσωτερικές ενδοσκοπήσεις, κυριαρχεί το μέρος του αυτοσυνειδήτουαλεπούς. Στη συνύπαρξη, κυριαρχεί το μέρος του κοινωνικού υποκειμένουλύκου. Το αψεγάδιαστο Dasein αναδύεται 12. George Orwell, 1984 (μτφρ. Ανδρόνικος Κάπα), Clip-Books, Αθήνα, 2013, σ. 20. 13. Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης & Έλενα Πατρικίου, Εισαγωγή στην Πολιτεία, στο, Δέσποινα Μωραΐτου (επιμ.), Φιλοσοφικός Λόγος: Πλάτων – Αριστοτέλης, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 2013, σ. 92-103, σ. 100-101.

μονάχα στις εσωτερικές ενδοσκοπήσεις, συνυφασμένο με το μέρος του αυτοσυνειδήτου-αλεπούς. Αλλιώς, υποτάσσεται σε κάποια υπόσταση του «είναι με άλλους», είτε την αισθητή και ενεργή υπόσταση των συναναστροφών και του μέρους του συνδιαλεγομένουαυλικού είτε την ανεπαίσθητη, ανενεργή αλλά δεσπόζουσα υπόσταση των σιωπηλών συνυπάρξεων και του μέρους του κοινωνικού υποκειμένου-λύκου. Την ψυχική ολότητα διατρέχει η ανάγκη της επιβίωσης στο αυτοσυντηρητικό παίγνιο, η οποία απαγορεύει κάθε ανάμειξη, συνάντηση ή άρση της σαφούς, δέουσας και αρμόζουσας στις εκάστοτε συνθήκες ιεραρχίας των μερών της ψυχής. Συνεπώς, ο συγκεκριμένος στοχασμός του Nicolas Chamfort, μέσω θέσεων που διέπονται από εσωτερικές, οξύμωρες αντιθέσεις, οδηγείται όχι μόνο στη διαλεκτική σύνθεση, αλλά στο εγελιανό Aufhebung14, δηλαδή στην υπέρβαση, υπερβαίνοντας τα αυστηρά χωροχρονικά όρια της αλήθειας στη Γαλλία του 18ου αιώνα και αγγίζοντας την ψυχολογία του Πλάτωνα, τον ατομισμό του Jean-Jacques Rousseau, την εαυτονομία του Friedrich Schiller, την ενδοστρέφεια του Arthur Schopenhauer, τη φαινομενολογική θεώρηση του Edmund Husserl, την οντολογία του Martin Heidegger, την ανελευθερία του Jean-Paul Sartre, τη ματαιότητα του George Orwell και τη διεισδυτική εξέταση του Παναγιώτη Κονδύλη, ώστε όλοι τους «να σταθούν δίπλα του στη γωνιά ενός σαλονιού και, ανταλλάσσοντας αραιά και πού μια ματιά ή ένα μειδίαμα μαζί του, να έχουν την αίσθηση ότι όλοι τους καταγράφουν τα ίδια δρώμενα ή τα ίδια τεκταινόμενα, τα αντιλαμβάνονται ταυτόσημα, τα γενικεύουν προς την ίδια κατεύθυνση». Λευτέρης Χατζηθεοδωρίδης Γ1

14. Roger Scruton, Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία – Από τον Φίχτε στον Σαρτρ, ό.π., σ. 279.

59


«Οι αρετές και τα ελαττώματα είναι συγγενείς, όπως το κάρβουνο με το διαμάντι» (Karl Kraus)1 Καταρχάς, για να εξεταστεί με λογικό τρόπο η ορθότητα – ή, έστω, η ενδεχόμενη ορθότητα, καθώς δύσκολα τέτοιοι αξιολογικοί χαρακτηρισμοί αποδίδονται με πάγιο χαρακτήρα στο ρευστό πλαίσιο της Φιλοσοφίας και, γενικά, του στοχασμού – της συγκεκριμένης αναλογίας, ενδείκνυται πρώτα να διαλευκανθεί το β’ σκέλος της σύγκρισης, δηλαδή η σχέση άνθρακα και διαμαντιού, η οποία, ως σχέση σαφώς καθορισμένη από τους νόμους της φύσης και ήδη αποσαφηνισμένη από τις ανακαλύψεις των φυσικών επιστημών, δεν θα προσκρούσει σε έκδηλες, τουλάχιστον, υποκειμενικές προσεγγίσεις. 1. Σπύρος Δοντάς (επιμ.), Καρλ Κράους: Αφορισμοί, Στιγμή, Αθήνα, 2008, σ. 29.

60


PHIL . CO

KARL KRAUS Με διατύπωση απλοϊκή, εκλαϊκευμένη και αποστασιοποιημένη από την εξειδικευμένη γνώση που εντοπίζεται στα βάθη των φυσικών επιστημών – γνώση η οποία, εκτός απροόπτου, δεν θα επηρεάσει το εγχείρημα διείσδυσης στη σκέψη του Kraus και την οποία, κατά το εγχείρημα αυτό, δεν κατέχω – κάποιος δύναται να ισχυριστεί πως το διαμάντι, ως ένα πολύτιμο και αισθητικά τερπνό είδος ορυκτού άνθρακα (κάρβουνου, όπως αποκαλείται στην καθομιλούμενη γλώσσα και όπως, εικάζω, τον αποκαλεί σε αυτόν τον αφορισμό ο Kraus), συνιστά μία μετεξέλιξη ορισμένων ορυκτών ανθράκων (όχι όλων, βέβαια), μετά από υπόγειες ή υποθαλάσσιες πιέσεις τους για σημαντικό χρονικό διάστημα. Αναδιατυπώνοντας με πιο λογοτεχνική και παραστατική χρήση της γλώσσας, το σπάνιο και υψηλής αξίας διαμάντι αποτελεί μία μετέπειτα μορφή ενός κοινού και χαμηλότερης αξίας ορυκτού άνθρακα, ενός απλού κάρβουνου, το οποίο δέχθηκε έντονες και διαρκείς πιέσεις που οδήγησαν σε αντίστοιχες μεταβολές του. Μετά από αυτή τη θεμελιώδη, αλλά επαρκή διερεύνηση του β’ σκέλους της αναλογίας του Kraus και της βασικής σχέσης κάρβουνου και διαμαντιού, είναι πια δυνατή η απρόσκοπτη απόπειρα αποσαφήνισης του α’ σκέλους και της ενδεχόμενης «συγγένειας» αρετών και ελαττωμάτων, η οποία σχεδόν μονοπωλεί το περιεχόμενο του αφορισμού και εξυπηρετείται από την εξεταζόμενη αναλογία. Ορίζοντας ως κατευθυντήριο άξονα της διείσδυσης αυτής την κατανόηση και ερμηνεία, παρά την αξιολόγηση και προσωπική τοποθέτηση πάνω στον προβληματισμό, αντί στο περιεχόμενο του αφορισμού, είναι αναγκαίο να αναρωτηθούμε όχι αν υπάρχει σχέση μεταξύ αρετών και ελαττωμάτων ή, αν εικάσουμε πως υπάρχει, ποια είναι αυτή, αλλά, αντιθέτως, πώς μία σχέση αρετών και ελαττωμάτων προσιδίαζε, στο νου του Kraus, στη σχέση κάρβουνου και διαμαντιού, ώστε ο στοχαστής να οδηγηθεί από τις σκέψεις του στην αναλογία που βραχυλογικά και αφοριστικά κατέγραψε στο έργο του. Έχοντας ανατρέξει στη φυσική αλήθεια πως η σχέση κάρβουνου και διαμαντιού είναι μία σχέση έντονης πίεσης και σημαντικής χρονικής διάρκειας, κατά την οποία κάτι κοινότοπο και, πλην της ενεργειακής του αξιοποίησης, ασήμαντο

και ανεπιθύμητο μετασχηματίζεται σε μία σπάνια μορφή και αποκτά μία πολύτιμη και επιθυμητή, ευχάριστη υπόσταση, ενδείκνυται να ανακαλύψουμε μία ανάλογη ενδεχόμενη σχέση αρετών και ελαττωμάτων, η οποία υπολανθάνει πίσω από την αναλογία του Kraus και εξασφαλίζει μία ουσιώδη πρόσβαση και μία σαφέστερη αντίληψη της θεώρησης και του στοχασμού του. Πράγματι, ως στοιχεία που ενυπάρχουν και δοκιμάζονται στον ίδιο χαρακτήρα (αυτόν του καθενός μας), οι αρετές και τα ελαττώματα μοιράζονται κοινές καταβολές, εφόσον αμφότερες έννοιες πηγάζουν από τη συμπεριφορά και την ποιότητα του αριστοτελικού «ἐθισμοῦ» μας, δηλαδή της έμπρακτης και ηθικοπλαστικής προσέγγισης είτε του ορθού τρόπου συμπεριφοράς και ζωής είτε κάποιου άλλου τρόπου πέραν του ορθού και ενάρετου. Ο ίδιος ο φιλόσοφος, στα «Ηθικά Νικομάχεια», επισημαίνει την κοινή προέλευση και τη «συγγένεια» αρετών και ελαττωμάτων, γενέσεως και φθοράς της αρετής, σημειώνοντας ότι «ἔτι ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετὴ καὶ φθείρεται», πως «ακόμα, για τους ίδιους λόγους και με τους ίδιους τρόπους και γεννιέται κάθε αρετή και φθείρεται»2 και καταδεικνύοντας τη «συγγένεια» που ενώνει αρετές και ελαττώματα, όπως το κάρβουνο με το διαμάντι. Ωστόσο, κοινό στοιχείο ανάμεσα στα δύο σκέλη της σύγκρισης δεν είναι μονάχα η ύπαρξη «συγγένειας», αλλά και το περιεχόμενο της σχέσης του ζεύγους αρετής και ελαττωμάτων. Καθένας οφείλει να παραδεχθεί πως η μετάβαση από ένα ελάττωμα στην αντίστοιχη και αντίρροπή του αρετή προϋποθέτει μία σθεναρή και ενδοσκοπητική αυτοεπιβολή μακροχρόνιων και ποικίλων πιέσεων, από το απαιτούμενο θάρρος της αυτοκριτικής και αντικειμενικής αυτογνωσίας ως την αναγκαία φρόνηση για τον έμπρακτο αυτοέλεγχο και τον στοχευμένο «εθισμό». Επανερχόμενος στο πλαίσιο της αντιπαραβολής του αποστάγματος του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού, ανατρέχω ακροθιγώς στην «Πολιτεία» του 2. Δημήτρης Λυπουρλής & Δέσποινα Μωραΐτου, Ηθικά Νικομάχεια: Β1, 5-7, στο, Δέσποινα Μωραΐτου (επιμ.), Φιλοσοφικός Λόγος: Πλάτων – Αριστοτέλης, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 2013, σ. 160-161.

Πλάτωνα, στην οποία ο φιλόσοφος εξετάζει, όπως εύληπτα αναφέρουν ο Μ.Ζ. Κοπιδάκης και η Ε. Πατρικίου, «τη σοφία που διαβλέπει και εκτιμά το βάρος της προσωπικότητάς μας, την ανδρεία που έχει το θάρρος να αποδεχθεί την εκτίμηση και τη σωφροσύνη που επιβάλλει τον αυτοέλεγχο»3. Αυτές οι πλατωνικές διαπιστώσεις αποτυπώνουν τον διαρκή και πολύπλευρο κάματο που χρειάζεται ώστε τα ελαττώματα του ανθρώπου να μεταπλαστούν σε αρετές – μία διαδικασία προσιδιάζουσα του επίσης διαρκούς και πιεστικού μετασχηματισμού του κάρβουνου σε διαμάντι. Με βάση την προαναφερθείσα παρατήρηση, τα ζεύγη αρετών-ελαττωμάτων και κάρβουνουδιαμαντιού διαθέτουν από κοινού όχι μόνο την ιδιότητα της «συγγένειας», αλλά και μία σχέση διαρκούς και, με πλησμονή προκλήσεων, ανελικτικής μετουσίωσης. Κοντολογίς, είναι ασφαλής ο ισχυρισμός πως οι τομές της φυσικής πραγματικότητας και της ανθρώπινης ψυχολογίας επαληθεύουν την αναλογία του Kraus και καθιστούν έκδηλο το βάθος του στοχασμού και το εύρος της ανάλυσης που ανιχνεύεται στο περιεχόμενο του αφορισμού του, κάτι που ο ίδιος ο Karl Kraus φάνηκε να αναγνωρίζει όταν, με ανάλογο βραχυλογικό ύφος, έγραψε πως «υπάρχουν συγγραφείς που μπορούν να εκφράσουν σε είκοσι σελίδες αυτό για το οποίο καμιά φορά χρειάζομαι όλες κι όλες δύο γραμμές»4, επιβεβαιώνοντας πως ακόμη και η πιο διεισδυτική απόπειρα προσέγγισης του στοχαστικού υποβάθρου των αφορισμών του Kraus από δικής μου μεριάς κρίνεται, κατά διψήφιο αριθμό σελίδων, ελλιπής σε σχέση με τους αβυθομέτρητους προβληματισμούς του. Λευτέρης Χατζηθεοδωρίδης Γ1

3. Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης & Έλενα Πατρικίου, Εισαγωγή στην Πολιτεία, στο, Δέσποινα Μωραΐτου (επιμ.), Φιλοσοφικός Λόγος: Πλάτων – Αριστοτέλης, ΟΕΔΒ, Αθήνα, 2013, σ. 92-103, σ. 102. 4. Σπύρος Δοντάς (επιμ.), Καρλ Κράους: Αφορισμοί, ό.π., σ. 53.

61


62


PHIL . CO

BALTIC SEA 2015 “The philosophers have only interpreted the world, in various ways; the point is to change it” It should not come as a surprise to anyone that this quote was written by one of the greatest reformists in the history of philosophy, Karl Marx. In this essay, after I make an effort to examine what “interpretation” and “change” could mean from a philosopher’s standpoint, I will further examine how these two approaches of the world correlate with each other and whether they are, eventually, as separated as Marx presents them to be. “The philosophers have only interpreted the world, in various ways” – Interpretation The first part of this quote is about philosophers “interpreting the world in various ways”. Hence, the first thing one needs to wonder is: how do philosophers interpret the world? In most, if not all, cases, they use the basic weapon that humans have been given to extract general conclusions: the ability to observe patterns and form rational assumptions to fully explain these patterns. Friedrich Nietzsche observed that, in general, having acquired much power in a society leads to moral condemnation, whereas being weak and vulnerable creates a moral duty to others to protect you; ergo, morality could be a weapon of the weak against the strong. This goes to show that philosophers extract general patterns and then present them as effects to a great cause that explains them all, with every philosopher identifying a different cause to blame: from freedom and morality to injustice and exploitation. “…the point is to change it” – How does a philosopher change the world? Since philosophers have changed our world to a great extent, all we have to do is examine how they did that – therefore, this answer need not be a matter of theoretical thinking, but, instead, a matter of observation. Firstly, they identify with a major flaw in our society that, as they believe, should be altered. Marx thoroughly explained how, un-

der the industrialized capitalistic model of the 19th century, people died after working for 14 hours per day – who could argue that this situation does not call for change? Then, after proving that change is required, they move on to explaining what this change is. Marx, when facing the issue of pure, financially driven oligarchy, he proposed that the proletariat uses its power in numbers to overthrow their oppressors. However, the greatest part of change derived from a philosophical theory mostly relies on its ability to present a malfunctioning element in society and prove that change needs to be achieved around it. If I tell a 5-year-old that I am in pain because of wanting something I cannot get, he will simply respond “stop wanting it”; however, it would be amusing if a 5-year-old miniature Schopenhauer told his parents that “the problem with your lives is having desires”. A solution to a problem is not as complex as identifying the problem itself – after all, solutions are dependent to the problem they intend to solve. Philosophers do not change the world by proposing solutions, rather than by identifying a general problem and proving that it is so predominant that, by tackling it, our world will experience a major improvement. Philosophers change the world by interpreting it – Why the dilemma itself does not exist. After defining the concepts of “interpretation” and “change” in philosophy, all we have to do is put the pieces together and see an unexpected picture. When discussing the issue of change, I explained that the greatest burden when a philosopher proposes change is identifying a problem: how could one bring change without even knowing what needs to be changed? The major twist comes through a simple question: since the practical task of changing the world is dependent on, firstly, identifying a problem, then how do we identify problems? The answer is: through the observation and interpretation of the world. In other words, the interpretation of the world by philosophers embodies the whole concept of bringing a particular change! Let us just examine the manner through

which many great philosophers have described our world. Plato, in the Republic, described all forms of government as “not fair and meritocratic enough”. Friedrich Nietzsche described our world as “not strong enough”, Sartre described it as “not liberated enough”, and Marx described it as “too oppressed”. Through their interpretations of the world, philosophers seem to revolve around the problem they intend to identify and the aspect of the world they intend to change. If one imagines how disappointed each one of the philosophers mentioned above was by the world, he could argue that, through these descriptions, the philosophers intended to influence particular improvements and changes. When Plato talked about the lack of fairness in our society, he was deeply inspired by the fact that the Athenian democrats killed Socrates – a great person not fairly rewarded for his philosophical contribution. Not only is the notion of change underlying in a philosopher’s description of the world and achieved through it, but the philosophers themselves seem to have used these descriptions as means to motivate any change they deemed necessary. Conclusion – Interpretation of the world as a means, not a substitute, of change. In this essay, my first task was to understand what Karl Marx intended to convey– how do philosophers interpret and change the world? After having done that, I made an effort to showcase a structural link between these two notions: the interpretation of the world could very well be the A and Z of change itself and, hence, a great way for philosophers to elicit the change they desired to see. Maybe interpreting the world is itself an integral means of changing it and, maybe, those who spent their lives interpreting the world knew it already. Eleftherios Chatzitheodoridis B1

63


ΘΕΑΤΡΟ

64


ΘΕΑΤΡΟ

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΓΑΛΙΛΑΙΟΥ Ο βίος του Γαλιλαίου του Bertolt Brecht στο Εθνικό Θέατρο Στη διάρκεια των διακοπών των Χριστουγέννων, η Πολιτιστική Ομάδα του Σχολείου μας παρακολούθησε το θεατρικό έργο «Ο βίος του Γαλιλαίου» του Bertolt Brecht στο Εθνικό Θέατρο – REX. Με αφορμή την επιτυχία της συγκεκριμένης εξόρμησης, αποφάσισα να γράψω για το έργο αυτό, αλλά και να αναφερθώ συνοπτικά στο Γαλιλαίο ως εμβληματική φυσιογνωμία της ιστορίας της επιστήμης. Να σημειωθεί ότι στο κείμενο που ακολουθεί έμφαση δίνεται στα σκηνικά, τους συντελεστές και τα μηνύματα του έργου, ώστε η πλοκή του έργου να παραμείνει στοιχείο αναζήτησης για τον αναγνώστη. Αρχικά, θα μιλήσω για τα σκηνικά της παράστασης μιας και αυτά από την πρώτη στιγμή δημιούργησαν μια πολύ ωραία ατμόσφαιρα και συνέβαλαν καθοριστικά στην αισθητική απόλαυση του έργου. Ο σκηνικός χώρος μοιραζόταν, λοιπόν, σε επιμέρους τμήματα με τη βοήθεια πέντε μετακινούμενων, ημικυκλικών τοίχων, βαμμένων σε αποχρώσεις του γκρι. Το γεγονός ότι οι τοίχοι είχαν τη δυνατότητα να μετακινούνται με παρέμβαση των ηθοποιών, κατά τη μετάβαση από τη μία σκηνή στην άλλη, συνέβαλε στην αντίστοιχη μεταβολή του περιβάλλοντος και της ατμόσφαιρας ανάλογα με τις απαιτήσεις της εκάστοτε σκηνής, ενώ ταυτόχρονα απάλλασσε την παράσταση από τη συνηθισμένη στατικότητα που χαρακτηρίζει τα θεατρικά σκηνικά. Όσον αφορά τα επιμέρους αντικείμενα που χρησιμοποιούσαν οι ηθοποιοί, αυτά προέρχονταν από τον επιστημονικό χώρο και ήταν απλές κατασκευές (χάρτης, υδρόγειος σφαίρα, μπαλάκι, τηλεσκόπιο). Σε γενικές γραμμές, η συνολική εικόνα της σκηνής ήταν λιτή, απλή και ιδιαίτερα «ξεκούραστη», ώστε να επιτρέπει στο θεατή να παρακολουθεί με αμείωτο ενδιαφέρον το έργο. Η παράσταση, λοιπόν, είχε διάρκεια περίπου δύο ώρες με ένα σύντομο διάλειμμα. Οι περισσότεροι μαθητές συμφώνησαν ότι το δεύτερο μέρος ήταν πιο ενδιαφέρον από το πρώτο, αν και προσωπικά θεώρησα ότι όλες οι σκηνές χαρακτηρίζονταν από ιδιαίτερη ζωντάνια από την αρχή μέχρι το τέλος τους. Αυτό που μου προκάλεσε εντύπωση ήταν ο

τρόπος που γινόταν η τριτοπρόσωπη αφήγηση! Στα σημεία που απαιτούνταν η εισαγωγή κάποιου τρίτου προσώπου που επεξηγούσε τα παραλειπόμενα, συμμετείχαν όλοι οι ηθοποιοί με μουσική απαγγελία και χορό! Οι ηθοποιοί, λοιπόν, αρκετοί στον αριθμό (περί τους 15), εμφανίστηκαν με ξεχωριστό ταλέντο στο χορό, το τραγούδι και προφανώς στην υποκριτική. Εκτός από το ότι ενσάρκωσαν με επιτυχία τους χαρακτήρες του έργου, αξιοσημείωτες ήταν οι διακυμάνσεις στον τόνο και το χρώμα της φωνής τους. Ο ηθοποιός που υποδυόταν το Γαλιλαίο και ήταν παρών σε όλες τις σκηνές ανεξαιρέτως ήταν ακούραστος και φαινόταν να έχει κατανοήσει ακριβώς τα χαρακτηριστικά και τις απαιτήσεις του ρόλου του. Σχετικά με τα κοστούμια, αυτά ήταν ανάλογα των σκηνικών: απλά και καλαίσθητα με χρώματα ήπια (άσπρο, μαύρο, γκρι), αλλά και έντονα (κόκκινο), στις περιπτώσεις εκείνες που το απαιτούσε ο ρόλος (καρδινάλιοι και μέλη της Ιεράς Εξέτασης). Η αφήγηση ήταν γραμμική και τα γεγονότα συνδέονταν με τη χαρακτηριστική νοηματική αλληλουχία που προτιμά ο Bertolt Brecht στα έργα του. Πιο συγκεκριμένα, ένα ακόμη στοιχείο που απαντά στο θέατρο του B. Brecht -και το οποίο αντιλήφθηκα κι εγώ προσωπικά κατά την παρακολούθηση της παράστασης- είναι η αποσύνδεση του κοινού από τα διαδραμαζόμενα και η αντιμετώπισή τους με κριτική ματιά. Ο B. Brecht δεν συμφωνεί με την άποψη του Αριστοτέλη ότι το κοινό πρέπει να ταυτίζεται με τους ήρωες του έργου και να φορτίζεται συναισθηματικά από τα γεγονότα. Αντίθετα, υποστηρίζει την άποψη των επικών ποιητών, ότι δηλαδή τα γεγονότα που παρουσιάζονται συνιστούν απολογισμό παλαιών συμβάντων για τα οποία το κοινό καλείται να προβληματιστεί και να σκεφτεί λογικά. Το έργο «Ο βίος του Γαλιλαίου» εγείρει ζητήματα πίστης και ηθικής των αρχών του 17ου αιώνα. Ο Γαλιλαίος, ο οποίος υποστήριξε το γεωμετρικό μοντέλο του Κοπέρνικου, σύμφωνα με το οποίο ο Ήλιος (και όχι η Γη) αποτελεί το κέντρο του κόσμου, είχε να αντιμετωπίσει την Καθολική Εκκλησία και την κοινωνία της εποχής. Στο έργο τίθενται ερωτήματα, όπως ποιος είναι φίλος και ποιος

εχθρός, τι είναι ηθικό και τι ανήθικο, τι αποτελεί δείγμα πίστης και τι απιστίας και καλούν το κοινό να προβληματιστεί για το ρόλο της Εκκλησίας κατά τον 17ο αιώνα ως προπύργιου δεισιδαιμονιών και προκαταλήψεων. Ακόμη και το γεγονός ότι η Εκκλησία επεμβαίνει στο χώρο των επιστημών την εποχή αυτή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού για τον θεατή. Με αυτό το έργο ο B. Brecht θέλησε να ασκήσει κριτική στους ανθρώπους της επιστήμης για την ευθύνη που φέρουν για τις γνώσεις τους και πώς το να τις παρέχουν στους εκάστοτε διαχειριστές της εξουσίας με σκοπό τη διασφάλιση εύνοιας προς το πρόσωπό τους μπορεί να έχει καταστροφικές συνέπειες για τον κόσμο, όπως συνέβη με τον Παγκόσμιο Πόλεμο και την υπόθεση της ατομικής βόμβας στην εποχή του. Συμπερασματικά, η παράσταση «Ο Βίος του Γαλιλαίου» υπήρξε μια πολύ όμορφη στιγμή των φετινών Χριστουγέννων. Οφείλω να ομολογήσω ότι η παρουσίασή της με αυτόν τον εξαιρετικό τρόπο δεν δημιούργησε σε καμία περίπτωση την αίσθηση της μονότονης βιογραφίας που μπορεί να προκαλέσει εκ πρώτης όψης ο τίτλος της. Επομένως, προτείνω ανεπιφύλακτα στον καθένα να την παρακολουθήσει και να αναλογιστεί, εκτός από όσα αναφέρθηκαν για την εποχή του Γαλιλαίου, το μήνυμα που θέλησε και ο ίδιος ο B. Brecht να περάσει στο κοινό του. Τίνα Σοφιανού Β1

65


ΤΑ ΜΠΑΛΕΤΑ BOLSHOI ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Από τις 19 έως τις 27 Δεκεμβρίου, το θέατρο Badminton είχε την τιμή να φιλοξενήσει μία από τις πιο ιστορικές ακαδημίες μπαλέτου στον κόσμο, την Ακαδημία Μπαλέτου Bolshoi, καθώς και σολίστ του θεάτρου Bolshoi σε μια μαγευτική παράσταση. Έτσι, το κλασικό χριστουγεννιάτικο παραμύθι «Ο Καρυοθραύστης» με την υπέροχη μουσική του Τσαϊκόφσκι αποτέλεσε μαγευτικό κομμάτι των φετινών Χριστουγέννων. Πράγματι, για μένα προσωπικά, η συγκεκριμένη παράσταση υπήρξε μοναδική εμπειρία! Καθώς ανακαλώ στιγμές από την παράσταση, λέξεις που μου έρχονται απευθείας στο μυαλό είναι: αρμονία, μελωδία, κίνηση, ρυθμός, αρτιότητα. Όσον αφορά την αίσθηση της αρμονίας, αυτή υπήρξε αποτέλεσμα τόσο του όμορφου χορευτικού συνόλου, όσο και της εκπληκτικής μελωδίας που συνόδεψε την παράσταση. Αξιοπρόσεκτη ήταν και η αρτιότητα στην κίνηση των χορευτών, στοιχείο που συνέβαλε καθοριστικά στη δημιουργία ενός πολύ όμορφου αποτέλεσματος τόσο για τα «μάτια», όσο και για την ψυχή. Άλλωστε, δεν είναι καθόλου τυχαία τα πολυάριθμα μετάλλια και οι τίτλοι της συγκεκριμένης Ακαδημίας Μπαλέτου, που αποτελεί σημείο αναφοράς στην ιστορία της Ρωσίας. Κάτι ακόμα που με μάγεψε από την πρώτη στιγμή ήταν η ιδιαίτερη φροντίδα για τα κοστούμια των χορευτών, τα οποία ήταν φτιαγμένα από όμορφα, χρωματιστά υφάσματα που σε ταξίδευαν σε τόπους μακρινούς και παραμυθένιους. Τέλος, από τα στοιχεία που θαύμασα ήταν η σωματική διάπλαση των χορευτών: υγιή και δυνατά σώματα που κινούνταν με βήμα ελαφρύ σαν να πετούσαν. Συνοψίζοντας, η παράσταση «Ο Καρυοθραύστης» από την Ακαδημία Μπαλέτου και το θέατρο Bolshoi ήταν ένα όμορφο σύνολο ποιότητας, αρμονίας και ισορροπίας που έδωσε μια νότα μαγείας στα φετινά Χριστούγεννα και γέμισε χαρά μικρούς και μεγάλους! Τίνα Σοφιανού Β1

66


ΘΕΑΤΡΟ

Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ Ο Θεός της Σφαγής συμπορεύεται τον Θεό της Προόδου. Η αυλαία πέφτει, τα φωτά σβήνουν και ο κόσμος αδειάζει το «Θέατρο Αθηνών» συζητώντας χαμηλόφωνα για την παράσταση που μόλις τελείωσε. Άλλοι ενθουσιασμένοι, άλλοι σκεπτικοί, όλοι όμως βίωσαν τη χειμαρρώδη πυκνότητα ενέργειας του έργου «Ο Θεός της Σφαγής». Ο διαπληκτισμός δύο μαθητών που καταλήγει στον τραυματισμό του ενός μετατρέπει το αστικό σαλόνι που φιλοξενεί τα δύο ζευγάρια – γονείς των παιδιών – σε πεδίο μάχης και συγκρούσεων φύλων και χαρακτήρων, πεποιθήσεων και προκαταλήψεων, σχηματίζοντας εναλλασσόμενα συμμαχικά και εχθρικά ζεύγη. Η αρχική ευγένεια καταλήγει σε μία άνευ όρων αψιά ατμόσφαιρα με διάχυτη τη διάθεση αλληλοεξόντωσης, ισοπεδώνοντας τον κώδικα καθωσπρεπισμού με αποτέλεσμα να αποκαλύπτονται ζωώδη ένστικτα και να αποσυμπιέζονται καλά κρυμμένα μυστικά. Οι σκηνές ακραίου και καυστικού χιούμορ αλληλοεξευτελισμού κρύβουν την τραγικότητα των ανθρώπινων σχέσεων και την αδυναμία ειλικρινούς και ουσιαστικής επικοινωνίας. Πανταχού παρών σε αυτόν τον σπαραγμό είναι ο Θεός της Σφαγής, που αποδέχεται αυτή την ψυχική κτηνωδία. Όταν λοιπόν το θέατρο μένει πια άδειο, ρίχνουμε μια τελευταία ματιά στο σκηνικό. «Ένα ζωντανό δωμάτιο. Καθόλου ρεαλισμός. Τίποτα περιττό»: αυτές τις σκηνικές οδηγίες δίνει η Ρεζά για το σκηνικό, και η Αθανασία Σμαραγδή τις διαβάζει εμπνευσμένα. Περιβάλλει τη σκηνή με κάρβουνο και τοίχους σαν σπήλαιο πρωτόγονων, δημιουργώντας εντός της ένα τοπίο εκλεπτυσμένου αστικού μινιμαλισμού, λουσμένο στον κίτρινο, σα φωτιά, φωτισμό. Κατευθυνόμαστε προς τα καμαρίνια. Όλοι οι ηθοποιοί προσηνείς μας ρωτούν για τις εντυπώσεις μας και εμείς με τη σειρά μας μοιραζόμαστε μαζί τους τις σκέψεις που μας απασχόλησαν κατά τη διάρκεια της παράστασης. Η συζήτηση ανοίγει… Η Στεφανία Γουλιώτη μάς λέει: «Όταν γυρνάς στο σπίτι σου από το κέντρο, έχεις το χρόνο της αποσυμπίεσης. Η διαδρομή αυτή σε ξεκουράζει. Όταν μένεις στο Κέντρο,

μπαίνεις στο σπίτι και είσαι γεμάτος ένταση. Γι’ αυτό έφυγα από το Κέντρο. Άλλωστε, οι αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας στο Παλιό Φάληρο είναι πολύ όμορφες και οι ρίζες μου είναι εκεί. Αν μπορούσα να αλλάξω ένα σημείο του Κέντρου, αυτό θα ήταν το κτήριο της Βουλής. Το σιχαίνομαι. Δεν έχουμε καταφέρει ούτε το ίδιο τούβλο να βάλουμε, ώστε να γίνει ένα ομοιόμορφο πράγμα. Σα να έχει πολλά μπαλώματα… Είναι δυνατόν, στο μόνο πράγμα που αντιπροσωπεύει τη χώρα; Ένας ηθοποιός μπορεί να προσφέρει πολλά στην πόλη του. Είναι μια πολύ μεγάλη συζήτηση, αλλά σε πρώτο επίπεδο, σίγουρα κάνει τον κόσμο να περνάει ωραία είτε είναι κωμωδία είτε είναι τραγωδία είτε οτιδήποτε. Βγαίνει λίγο από τα όρια του εαυτού του αυτός που έρχεται να δει κάτι άλλο. Έρχεται να δει εσένα που ζεις κάτι που δεν μπορεί να το ζήσει ο ίδιος ή που δεν ξέρει τι σημαίνει. Για παράδειγμα, στην Αντιγόνη, να χάνεις τον αδερφό σου και να μη στον θάβουνε… Το κοινό μπαίνει σε μια άλλη ιστορία και αυτό τον κάνει να φεύγει, να ξεχνιέται. Τώρα, με την κρίση, οι άνθρωποι σίγουρα αποζητούν το γέλιο, την κωμωδία…» «Αυτό δεν ισχύει». Απορροφημένοι από τη συζήτηση δεν είχαμε αντιληφθεί τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, σκηνοθέτη και συμπρωταγωνιστή, ο οποίος με απόλυτη φυσικότητα είχε κάτσει στα σκαλάκια της εισόδου της πλατείας… Κάπου εκεί αποχαιρετάμε τη Στεφανία Γουλιώτη και αρχίζει ένας νέος διάλογος. «Δεν ισχύει ότι ο κόσμος τώρα, λόγω κρίσης, προτιμά να βλέπει κωμωδίες προκειμένου να γελάσει. Ο κόσμος έχει ανάγκη να βλέπει πράγματα, τα οποία αξίζουν τον κόπο και τον πηγαίνουν σε μια άλλη περιοχή από την περιοχή που ζει στην καθημερινότητά του. Αυτό χαίρεται ο κόσμος. Μπορεί να είναι και μια κωμωδία, όπως αυτή εδώ, όμως αυτή η παράσταση θέλει κάτι να πει. Πάντα, όχι μόνο στο θέατρο, ο άνθρωπος έχει ανάγκη επαφής με πράγματα που τον ψηλώνουνε λίγο, είτε είναι στον αθλητισμό, είτε στη μουσική, είτε στο σινεμά, είτε και στο θέατρο. Η πεποίθηση ότι ο κόσμος αποζητά το ελαφρύ μόνο και μόνο για να χαλαρώσει, να διασκεδάσει και να ξεχαστεί, στην πραγματικότητα δεν ισχύει. Τα πράγματα που κάνει κανείς και

έχουν μια αξία και ένα περιεχόμενο ανταμείβονται. Στην Αθήνα, έχουμε μια τεράστια άνθιση του θεάτρου με την εδραίωση ολοένα και πιο πολλών σκηνών, κυρίως πειραματικών, και πολλών μικρών θεάτρων, ενώ ισχύουν και τα Δευτερότριτα. Προσωπικά, δεν το βλέπω καθόλου αρνητικά. Αυτή η τάση διέπεται από το νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Για να υπάρχουν όλα αυτά σημαίνει πως κάποιοι πηγαίνουν και τα βλέπουν. Υπάρχει μια κίνηση. Οι Έλληνες και ειδικά οι Αθηναίοι, γιατί βασικά στην Αθήνα είναι ο κορμός του θεάτρου, παρακολουθούν θέατρο, όλων των ειδών, και όλοι, από τις μικρότερες ομάδες μέχρι τις πιο κεντρικές παραστάσεις, βρίσκουν ένα μέρος του κοινού για τον εαυτό τους. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ξεχωρίζουν και «καθαρίζουν» και οι ηθοποιοί, οι σκηνοθέτες, οι δημιουργοί και οι παραστάσεις και τα πράγματα προχωρούν. Εγώ διαφωνώ με το να έχεις ήδη πάρει μια θεατρική θέση, μια καρέκλα, ωραιότατα στο κέντρο της Αθήνας και να γκρινιάζεις γιατί οι άλλοι δοκιμάζουν. Έχουν όλοι δικαίωμα να δοκιμαστούνε. Το Θέατρο είναι μια τέχνη, άρα ακόμα και να αποτύχεις, δεν πεθαίνει κανένας. Δεν είμαστε χειρουργοί, να αφήσουμε κάποιον στον τόπο. Οπότε είναι μόνο θετικό και γόνιμο αυτό που γίνεται. Καμιά φορά βέβαια μπερδεύεται το κοινό, γιατί δεν ξέρει τι να πρωτοδεί. Ωστόσο, ακόμα και στις μικρές ομάδες, κάποια θα δημιουργήσει αίσθηση. Και έτσι θα προχωρήσουν και την επόμενη και τη μεθεπόμενη φορά και θα λάβουν και εκείνες μερίδιο στη λεγόμενη πίτα. Η Αθήνα είναι σίγουρα μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης. Με την πόλη μας έχουμε μια ιδιότυπη σχέση, περίπου όπως έχουμε και με τους γονείς μας. Δεν τους διαλέγουμε, τους αγαπάμε γι’ αυτό που είναι, με τα προβλήματά τους, τα ελαττώματά τους. Υπάρχουν πράγματα που αγαπάμε πολύ πάνω τους και τα θαυμάζουμε και που δε μας αρέσουν και θέλουμε να αλλάξουν, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν παύει να είναι δικοί μας. Κάπως έτσι είναι και με την Αθήνα. Δηλαδή, ζώντας στην Αθήνα αισθανόμαστε πως είναι μια πόλη πάρα πολύ δική μας.

67


Αν είναι ωραία πόλη η Αθήνα… Σίγουρα, έχει πάρα πολύ ωραία μέρη και έχει επίσης ορισμένα πλεονεκτήματα που πολύ λίγες πόλεις έχουν. Είναι πολύ πυκνή. Μπορείς να βρεις τα πάντα σε πολύ μικρές χιλιομετρικές αποστάσεις. Από ωραιότατο βουνό, από χιόνια μέχρι υπέροχη ακτογραμμή και παραλίες, έχει πλούσια αρχαία ιστορία. Πρέπει να σας πω, είναι λάθος να συγκρίνουμε την Αθήνα με μια πόλη όπως το Παρίσι ή τη Νέα Υόρκη, οπότε δεν χρειάζεται να τις συγκρίνουμε. Επίσης, σκεφτείτε όταν πηγαίνουμε σε μερικές πόλεις που μας αρέσουν πολύ στο εξωτερικό… Όταν πάμε στο Παρίσι, δεν πάμε να δούμε το Παρίσι έξω από το κέντρο του που είναι πολύ μεγάλο. Βλέπουμε τα ωραία πράγματα, αυτά που βλέπει ο τουρίστας. Στην Αθήνα, είναι λίγο διαφορετικά τα πράγματα. Δοκιμάστε το, προσπαθήστε να κάνετε μια βόλτα στην πόλη, σκεπτόμενοι πως είστε τουρίστες, ότι δεν είναι η δική σας πόλη, ότι δεν την ξέρετε. Πάρτε, ας πούμε, το αυτοκίνητο ή το τραμ και πάτε από την ακτογραμμή, φτάστε στο Σύνταγμα, περπατήσετε όλα τα δρομάκια εκεί γύρω, επισκεφτείτε κάτω την Πλάκα, το Μοναστηράκι, του Ψυρρή, τους Αέρηδες. Μετά, μπορείτε να συνεχίσετε για το Θησείο.

68

Η Αθήνα είναι μια πάρα πολύ ωραία πόλη με πολλή ασχήμια ταυτόχρονα. Ό,τι βλέπεις από το Λυκαβηττό έχει ασχήμια. Αλλά περισσότερο η Αθήνα μοιάζει στην αρχιτεκτονική της δομή με το Τελ Αβίβ, με τις βεράντες και τα τσιμεντένια κτήρια. Είναι μια πόλη της Ανατολής και του Νότου. Είναι λάθος να τη συγκρίνουμε με κεντρικές ευρωπαϊκές πόλεις. Αν τώρα οι Έλληνες είναι πιο πολύ της Ανατολής ή της Δύσης αποτελεί ένα ανοιχτό ζήτημα από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους και πιο πριν ακόμα. Είναι πολύ ενδιαφέρον. Είναι ένα πολύ δημιουργικό δίλημμα που μας δημιουργεί συνέχεια προβλήματα όσον αφορά το σε ποιους ανήκουμε. Δε χρειάζεται να ανήκεις ούτε στους μεν ούτε στους δε. Βέβαια, είναι μια πολύ επικίνδυνη ισορροπία. Όπως αυτό το έργο βρίσκεται σε μια επικίνδυνη ισορροπία ανάμεσα σε κάτι πολύ κωμικό και σε κάτι πολύ πικρό ταυτόχρονα. Είμαστε, ευτυχώς κατά τη γνώμη μου, κομμάτι της Δύσης, το οποίο είναι ενταγμένο μέσα στην Ανατολή. Αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον για την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων. Και μπορεί να φέρει πολύ ωραία πράγματα, αν ξέρει κανείς πώς να το χρησιμοποιεί. Ας βλέπουμε την πιο θετική πλευρά, και νομίζω στη δική σας ηλικία μπορείτε και οφείλετε να βλέπετε την πιο θετική πλευρά. Η παράσταση «Ο Θεός της Σφαγής»

δεν πιστεύω πως παρουσιάζει χαρακτηριστικές συμπεριφορές Ελλήνων, καθώς δεν έχει να κάνει με Έλληνες ή μη Έλληνες. Αποτυπώνει χαρακτηριστικές συμπεριφορές και τάσεις ανθρώπων. Δηλαδή, μπορείς να το διαβάσεις σαν ένα έργο για τις σχέσεις των ζευγαριών. Ή σαν ένα έργο για τα ελλειμματικά εργαλεία που έχουμε οι άνθρωποι του δυτικού πολιτισμού, αλλά και τα μόνα που έχουμε για να μπορέσουμε να ζήσουμε μαζί, τα οποία όμως πολλές φορές δε φτάνουνε γιατί τα ένστικτά μας και ο πρωτόγονος, πρωταρχικός εαυτός μας θριαμβεύει. Μπορείς να το διαβάσεις με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Μπορείς να ανοίξεις τη σημασία του για να μιλήσεις όχι μόνο πια για το πώς συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, αλλά για το πώς συμπεριφέρονται οι ομάδες, δηλαδή πώς συμπεριφέρονται και τι τάσεις έχουν τα έθνη, οι φυλές, τα κράτη. Στην ουσία, το έργο πραγματεύεται ότι υπάρχει κάτι πρωτογενές και πρωταρχικό, βίαιο, άπληστο και αρπακτικό στον άνθρωπο και άρα, και στις ομάδες των ανθρώπων και τα όπλα που έχει εφεύρει ο δυτικός πολιτισμός της συνεννόησης και της ευγένειας και την επιθυμία για να λύνει κανείς τα θέματα χρησιμοποιώντας τον ορθό λόγο. Είναι όπλα τα οποία είναι προβληματικά και ελλειμματικά. Γιατί μερικές φορές φτάνεις τελείως έξω από τον εαυτό σου και, αν έχεις


ΘΕΑΤΡΟ

Ο ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΣΦΑΓΗΣ (συνέχεια) ζήσει κάποια χρόνια στη ζωή (γελάει), το έχεις νιώσει πολλές φορές να συμβαίνει. Παρ’ όλα αυτά, αυτό που λέει και ο ρόλος μου είναι ότι ο Θεός της Σφαγής είναι ο βασικός θεός που κυβερνά. Ο άνθρωπος είναι ένα ζώο που επιθυμεί να κατακτήσει και να νικήσει οτιδήποτε υπάρχει γύρω του. Ωστόσο, σκεφτείτε ότι οι αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι, οι πρωταγωνιστές, σε αυτήν εκεί την πόλη την ευρωπαϊκή που εκτυλίσσεται το έργο, δεν πλακώνονται στο ξύλο μεταξύ τους, δεν κάνουν βεντέτα, δεν σκοτώνονται. Η πρώτη τους τάση είναι να συνεννοηθούν. Απλώς, κάτι είναι μεγαλύτερο από τον ορθολογισμό και την ψυχραιμία τους και τους πετάει έξω. Στο τέλος, όμως, αφού έχουν φτάσει στα όριά τους τόσο τα δύο ζευγάρια μεταξύ τους όσο και όλοι που πριν μιάμιση ώρα ήταν άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, στο σημείο εκείνο δημιουργείται μια ελπίδα να χτίσουν κάτι καινούργιο από εκεί και πέρα, μια σχέση βασισμένη σε μεγαλύτερη ειλικρίνεια. Στην αρχή του έργου, το ότι προσπαθούν να συνεννοηθούν δεν τους κάνει υποκριτές, απλώς κάνουν μια προσπάθεια που θα έκανε ο οποιοσδήποτε από εμάς, και εσείς, να μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν τα όπλα που τους έχει μάθει ο πολιτισμός πως είναι κατάλληλα για να χρησιμοποιούν. Σαν αυτό που λέει ο ρόλος της Βερονίκης: «Τι θα έπρεπε να κάνουμε, να αρχίσουμε τις μηνύσεις, να πλακωθούμε στο ξύλο; Να πυροβοληθούμε, να στέλνουμε εξώδικα;». Αυτό δεν είναι πάντα εύκολο και θα το διαπιστώσετε και στη ζωή σας ότι δεν είναι πάντα εύκολο ούτε στις ανθρώπινες σχέσεις, στα ζευγάρια ας πούμε. Αυτοί εδώ οι γονείς, όπως και τα ζευγάρια γενικότερα, τρώγονται πολύ μεταξύ τους. Είναι δύσκολη ιστορία το να έχεις παιδιά και να ζεις μέσα σε ένα γάμο. Είναι μια ιστορία που δεν σας αφορά για την ώρα, αλλά είναι μια ιστορία που θέλει δουλειά. Το ότι είναι εύθραυστο δεν σημαίνει πως δεν είναι αξιόλογο, άξιο να του δώσεις σημασία και να το προσπαθήσεις. Το έργο όμως αναδεικνύει πόσο πολύ εύθραυστο είναι. Εγώ δεν τα πολυπιστεύω αυτά που λένε ότι έχουμε βάλει στο κέντρο αξίες άλλες. Είμαι πολύ αισιόδοξος για τον πολιτισμό συνολικά. Βέβαια, ζώντας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, εσείς μπορεί και να μη θυμάστε τον εαυτό σας χωρίς να υπάρχει μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα κρίσης και δυσθυμίας, δεν μπορείτε

καν να φανταστείτε πώς ήταν πριν. Εγώ πιστεύω πάντως πως υπάρχει και ένας άλλος «θεός», ένας θεός επικοινωνίας και προόδου, ο οποίος λειτουργεί και προχωράει και κερδίζει νίκες παράλληλα με το Θεό της Σφαγής. Δηλαδή, ότι ο κόσμος χειροτερεύει, αλλά και βελτιώνεται ταυτόχρονα και, κατά τη γνώμη μου, αν κοιτάξει κανείς πολλούς από τους δείκτες τους παγκόσμιους, πολλά πράγματα στον κόσμο συνολικά, δεν εννοώ μόνο στον δυτικό κόσμο, βελτιώνονται. Πράγματα πολύ βασικά. Ας πούμε, όπως η πρόσβαση στο φαγητό, η μείωση ως και η σταδιακή εξάλειψη του αναλφαβητισμού. Ταυτοχρόνως, βλέπεις και ένα χάος γύρω σου. Φαντάζομαι θα το νιώθετε και εσείς, αλλά εμείς οι μεγάλοι το νιώθουμε πολύ καθαρά ότι ζούμε σε ένα χάος, ειδικά σε αυτήν εδώ τη χώρα, ότι ζούμε σε ένα πολύ μπερδεμένο μέρος. Όμως, ποτέ μην πιστέψετε ότι ο κόσμος δεν βελτιώνεται. Απλώς βελτιώνεται με ένα πολύ αργό ρυθμό και τρόπο που συνήθως ξεπερνά τα πλαίσια μιας ανθρώπινης ζωής, τα οποία είναι πολύ περιορισμένα. Αν σκεφτείτε ότι πριν από 150 χρόνια, η δουλεία ήταν νόμιμη και εθεωρείτο και κανονικό πράγμα στην Αμερική. Μέχρι το 1973, η ομοφυλοφιλία εθεωρείτο νόσος στο Βιβλίο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Εταιρείας. Δηλαδή, υπάρχει μια σειρά ατομικών δικαιωμάτων και πραγμάτων που εσείς ζείτε σήμερα και απολαμβάνετε, αν και συχνά αγανακτούμε με τις συνθήκες ζωής. Ωστόσο, απολαμβάνουμε πια πράγματα που οι παππούδες μας ούτε στο όνειρό τους δεν είχαν δει. Γι’ αυτό λέω ότι ειδικά εσείς πρέπει να είστε πάρα πολύ αισιόδοξοι. Επίσης, να έχετε μια επιθυμία να συνεισφέρετε και εσείς στο να αλλάξει ο κόσμος προς το καλύτερο. Δεν μπορείς να πεις πως το θέατρο είναι διέξοδος όταν ασκείς μια τέχνη επαγγελματικά και μάλιστα για πάνω από τη μισή σου ζωή. Δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις εύκολα τη λέξη διέξοδο, άλλα πάντως το να ασχολείσαι με κάτι δημιουργικό, οτιδήποτε δημιουργικό αγαπάς, μπορεί να είναι ένα άθλημα, μια επιστήμη, τα μαθήματά σου, μπορεί να είναι το θέατρο, σε οχυρώνει από την ασχήμια ή την έλλειψη νοήματος που νιώθεις γύρω σου. Όταν νιώθετε, λοιπόν, γύρω σας ότι υπάρχει έλλειψη νοήματος, ένας καλός τρόπος είναι να βρείτε κάτι που σας ψηλώνει λίγο, που αισθάνεστε

ότι σας κάνει καλύτερους. Ο καθένας βρίσκει κάτι διαφορετικό και συνήθως αυτό επιτυγχάνεται με πράγματα που δεν είναι πάρα πολύ εύκολα. Πρέπει να βρείτε κάτι που τον ψηλώνει και τον βαθαίνει και να δώσει ένα βάρος σε αυτό. Αυτό μπορεί να είναι οι φίλοι του, οι ανθρώπινες σχέσεις ή κάτι στο οποίο είναι καλός, κάτι που τον αφορά και τον ενδιαφέρει. Αλλά συνήθως για να έχει αξία και νόημα, θα πρέπει να έχει μια μικρή δυσκολία. Αν είναι πολύ εύκολο, δε θα σου δώσει αυτό το γέμισμα που σε οχυρώνει απέναντι στο χάος. […] Με τις οθόνες έχω ένα πρόβλημα, με το πόσο ελκυστικές είναι, γιατί το ξέρω και από εμένα: με τους υπολογιστές, iphone, ipad, τα πάντα. Τα μικρότερα παιδιά μπορούν να ανοίξουν ένα βιβλίο; Γίνεται να είναι ελκυστικό ένα βιβλίο; Βέβαια ανέκαθεν υπήρχαν και εκείνοι που δεν διάβαζαν τόσο… Δεν έχω συμβουλή για το πώς οι νέοι, τα παιδιά, οι έφηβοι μπορούν να προσεγγίσουν την τέχνη και τον πολιτισμό. Δεν μπορώ να δώσω συμβουλές, με την έννοια ότι κανείς δεν μπορεί να σου μάθει κάτι αν δεν το ξέρεις ήδη. Αυτός που έχει μια τάση και ενδιαφέρεται να ψηλώσει, να βαθύνει τον εαυτό του, το κάνει επειδή κάτι μέσα του τον τραβάει. Είτε το έμαθε από τους γονείς του, είτε είχε μια φυσική κλίση. Στην πραγματικότητα, δεν μπορείς να συμβουλέψεις κανέναν για τίποτα. Όποιος γνωρίζει την αξία της επαφής με οτιδήποτε πολιτιστικό: με ένα βιβλίο, με μια παράσταση, με ένα ποίημα, με μια έκθεση, με μια συζήτηση, βρίσκεται σε μια πάρα πολύ τυχερή μειοψηφία. Είναι δική σας δουλειά, λοιπόν, να μπορέσετε να τραβήξετε ο καθένας από έναν κοντά σας. Αλλά αν δεν έρθει, μην απογοητεύεστε. Δεν είναι όλα για όλους». Μας συνοδεύει μέχρι την έξοδο του θεάτρου. Χαμογελάει, βάζει το παλτό του, σηκώνει τον γιακά και χάνεται αθόρυβα μέσα στο ημιφωτισμένο σκοτάδι της νυχτερινής Αθήνας. Βασιλική Πουλά Α2

69


70


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.