1
ΨΗΦΙΑΚΟ- ΑΝΑΛΟΓΙΚΟ
ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ ΜΕ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
ΝΤΡΕΝΟΓΙΑΝΝΗ ΑΝΤΩΝΙΑ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2017
i
Η ερευνητική εργασία παρουσιάστηκε στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα «Σχεδιασμός Αιχμής: Καινοτομία και Διεπιστημονικότητα στον Αρχιτεκτονικό Σχεδιασμό» του Τμήματος Αρχιτεκτόνων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ως μερική εκπλήρωση των απαιτήσεων για την απόκτηση Μεταπτυχιακού Τίτλου Σπουδών στην Αρχιτεκτονική. Η παρούσα διατριβή αποτελεί αποκλειστικά έργο του συγγραφέα. Δεν βασίζεται σε προηγούμενη εργασία και δεν αποτελεί συνέχειά της. Τα πνευματικά δικαιώματα της παρούσας εργασίας ανήκουν στην Αντωνία Ντρενογιάννη και στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών ‘Σχεδιασμός Αιχμής: Καινοτομία και Διεπιστημονικότητα στον Αρχιτεκτονικό Σχεδιασμό’, Α.Π.Θ. Για την βοήθεια τους στην εκπόνηση της παρούσας ερευνητικής εργασίας θα ήθελα να ευχαριστήσω το σύνολο των καθηγητών του μεταπτυχιακού προγράμματος, και ιδιαιτέρως τον κ. Μάνο Ζαρούκα, για την καθοδήγηση του και τον κ. Σταύρο Βεργόπουλο για τις συμβουλές του και την υποστήριξη του. Τέλος ένα ιδιαίτερο ευχαριστώ στην Ανθή για την υπομονή και την αμέριστη βοήθεια που μου πρόσφερε.
ii
â€œâ€Ś It is imperative to consider the digital above and beyond the micro niche of twentieth- and twenty-first-century technology. Digitality is much more capacious than the computer, both historically, because there simply is no history without digitality but also conceptually, because the digital is a basic ingredient within ontology, politics, and most everything in between.â€? Alexander R. Galloway
iii
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το τέλος του 20ου αιώνα σηματοδοτεί μία ραγδαία εξέλιξη στις τεχνολογίες των υπολογιστικών συστημάτων και δικτύων, τα οποία μετατρέπονται από πειραματικά μοντέλα σε μαζικής χρήσης εργαλεία. Η συνθήκη αυτή επηρεάζει ένα σύνολο κλάδων και πεδίων, και ως επακόλουθο και τις αρχιτεκτονικές θεωρήσεις και πρακτικές. Μέσω της σύμπραξης της τεχνολογικής επανάστασης και ενός προϋπάρχοντος αιτήματος για εννοιολογική και μορφολογική συνέχεια στις αρχιτεκτονικές πρακτικές, εκκινεί στις αρχές της δεκαετίας του 90’ αυτό, που ο Mario Carpo, ονομάζει, “ψηφιακή στροφή” στην αρχιτεκτονική. Η ψηφιακή αρχιτεκτονική, αναφερόμενη σε ένα σύνολο θεωρήσεων και τεχνικών που διαφοροποιούνται, μετεξελίσσονται και μετατοπίζονται μέχρι και σήμερα, επιφέρει ριζικές αλλαγές στις διαδικασίες και στον τρόπο σχεδιασμού και παραγωγής αλλά και στο ρόλο του ίδιου του αρχιτέκτονα. Παρόλαυτα η ίδια η έννοια του ψηφιακού ταυτίζεται ,ως επί το πλείστο, με τα ψηφιακά εργαλεία που χρησιμοποιούνται στο σχεδιασμό, δημιουργώντας μία συγκεχυμένη αντίληψη του ψηφιακού ως το τεχνολογικά νέο και του αναλογικού ως το τεχνολογικά παλιό. Στην ουσία τους, οι έννοιες του ψηφιακού και του αναλογικού προϋπάρχουν και ξεπερνούν την τεχνολογική επανάσταση του τελευταίου αιώνα, καθώς αποτελούν θεμελιώδη θεωρήματα που αναδεικνύονται στην ιστορία της φιλοσοφίας και της πολιτικής, σε μία προσπάθεια κατανόησης του κόσμου και της ύπαρξης, ως αποτέλεσμα διαχωρισμού ή σύνθεσης, αντίστοιχα. Μέσω της μελέτης του έργου συγκεκριμένων φιλοσόφων που αναλύουν την ψηφιακότητα και την αναλογικότητα, η παρούσα ερευνητική εργασία στοχεύει αρχικά να ορίσει τις έννοιες αυτές, και τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους, αποδεσμεύοντας τες από την εργαλειακή τους ταυτότητα. Ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά που ορίζουν ψηφιακές και αναλογικές διαδικασίες σχεδιασμού, και πως συνδέονται με την πρόθεση της αρχιτεκτονικής για διαφοροποίηση ή συνέχεια; Πως και σε ποιο βαθμό συνυπάρχουν στις αρχιτεκτονικές διαδικασίες το ψηφιακό και το αναλογικό; Μέσα από την ανάλυση του έργου δύο επίμαχων και αντιθετικών αρχιτεκτόνων, του Patrik Schumacher και του Pier Vittorio Aureli, προσεγγίζονται τα ερωτήματα αυτά, με στόχο την εξαγωγή συνολικότερων συμπερασμάτων για τις αρχιτεκτονικές διαδικασίες ως διαδικασίες διαχωρισμού ή ενσωμάτωσης. iv
ABSTRACT
The end of the 20th century is characterized by a rapid technological evolution in computer systems and networks, which are extended in every aspect of society rather than being experimental models. The specific shift affects a great number of professions, either technological or philosophical, and as a result architecture changes, both conceptual and in the field of architectural practice, through the so-called “digital turn”, as Mario Carpo defines it. The “digital turn” in architecture results as a combination of two elements· the occurred technological revolution and a pre-existing request for morphological continuity. By referring to a set of theoretical concepts and techniques that are differentiating and evolving until now, the digital architecture changes radically the design and productive processes and, at the same time, transforms the role of the architect. However, the very concept of the digital is equalized with the digital tools that are used in the design processes, which results to a fuzzy understanding of the digital as the technological new and the analog as the technological old. The concepts of digital and analog preexist and surpass the technological revolution of the last century. They are, actually, highlighted as fundamental concepts through the philosophical and political history, as basic ingredients in the analysis of Being, through processes of separation or integration. The specific research aims to define these concepts specifically, by studying and analyzing philosophers who deal with both digital and analog in ontological terms. Which are the main characteristics of digital and analog design processes? How are they associated with purposes of integration or division in architectural design? To what extent are digital and analog coexist in architectural processes? The dissertation thesis approaches those questions by studying two contradictory architects, Patrik Schumacher and Pier Vittorio Aureli, in order to draw useful conclusions for architectural procedures as processes of separation or integration.
v
ΠΕΡΙΕΧΌΜΕΝΑ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
iv
ABSTRACT
v
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1
1. Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
7
1.1 Η ΑΡΧΗ
7
1.2 ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ
10
1.3 ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
15
1.4 ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΚΕΝΟ
18
2. ΨΗΦΙΑΚΟ-ΑΝΑΛΟΓΙΚΟ
21
2.1 ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΩΚΡΑΤΗ & ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟΥΣ DELEUZE & LARUELLE
21
2.2 ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
26
3. ΨΗΦΙΑΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
35
3.1 PATRIK SCHUMACHER ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ
36
3.2 PIER VITTORIO AURELI ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ
43
4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
49
4.1 ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΨΗΦΙΑΚΟΥ- ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΥ
50
4.2 Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΠΕΔΙΟ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΤΟΤΗΤΑΣ
52
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
55
ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ
59
vii
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Από τις αρχές τις δεκαετίας του ’90 οι ψηφιακές τεχνολογίες αλλάζουν κλίμακα απεύθυνσης καθώς μετατρέπονται ραγδαία από πειραματικά μοντέλα σε μαζικής χρήσης εργαλεία, σηματοδοτώντας έτσι την έναρξη της ψηφιακής εποχής. Αναπόφευκτα και ως φυσικό επακόλουθο, η αρχιτεκτονική θεωρία και οι παραγόμενες πρακτικές υπόκεινται σε αυτό που γλαφυρά ορίζεται από τον Mario Carpo ως “η ψηφιακή στροφή” στην αρχιτεκτονική, που χαρακτηρίζεται από την παραγωγή μίας πληθώρας θεωρητικών κειμένων, την ανάπτυξη νέων εργαλείων αντίληψης του χώρου και του σχεδιασμού και την προσπάθεια πρακτικής εφαρμογής αυτών στην αρχιτεκτονική παραγωγή. Παρόλο που η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο, η ψηφιακή αρχιτεκτονική προκύπτει ως επακόλουθο της σύμπραξης δύο στοιχείων· από τη μία το αίτημα για μορφολογική συνέχεια στην αρχιτεκτονική, και από την άλλη την τεχνολογική επανάσταση των υπολογιστικών συστημάτων. Στα πλαίσια αυτά αναπτύσσονται μία πληθώρα θεωρητικών σχεδιαστικών προσεγγίσεων, όπως αυτή της πτύχωσης, της καμπύλης, της μη-γραμμικότητας, του πεδίου, οι οποίες όμως αναπτύσσονται και μετασχηματίζονται στις δύο δεκαετίες που ακολουθούν την εμφάνιση της ψηφιακής αρχιτεκτονικής. Από τις έννοιες της πτύχωσης, της συνέχειας, της ρευστότητας, τα objectiles, ο ψηφιακός σχεδιασμός στρέφεται μετά το 2000 στην ίδια την διαδικασία σχεδιασμού, προωθώντας νέες μορφές συμμετοχής και συναίνεσης μεταξύ διαφορετικών κατηγοριών πρακτόρων. Παράλληλα παρατηρείται, τα τελευταία χρόνια, μέσα από την χρήση των big data, η ανάπτυξη ασυνεχών και πολύπλοκων συστημάτων, τόσο μορφολογικά όσο και ως διαδικασίες. Το σύνολο των πρακτικών του ψηφιακού σχεδιασμού συνδέεται με την προσπάθεια αντίληψης και μετάφρασης της πολυπλοκότητας του περιβάλλοντος. Παρόλαυτα, στην εξέλιξη του, παρατηρείται η μετατόπιση από λογικές απλοποίησης και ενσωμάτωσης που οδηγούν σε κομψές καμπύλες, σε αποσπασματικά, σύνθετα συστήματα, που προσεγγίζουν την εγγενή διακριτότητα του περιβάλλοντος. Η εγκαθίδρυση της ψηφιακής εποχής οδήγησε στην μετάβαση από τα πανομοιότυπα αντίγραφα της μηχανικής εποχής στα συνεχώς μεταβλητά αντικείμενα, που η παραγωγή τους βασίζεται σε αλγορίθμους, και η αναγνώριση και συσχέτιση τους στηρίζεται 1
στην ομοιότητα. Μέσα από αυτή την αλλαγή παραδείγματος αναδεικνύεται η δυνατότητα σχεδιασμού και παραγωγής σειριακών παραλλαγών που μπορούν να προγραμματιστούν, να κωδικοποιηθούν και να σχεδιαστούν, εμπεριέχοντας όμως έναν βαθμό τυχαιότητας. Ταυτόχρονα η διαδραστικότητα και η συμμετοχή που χαρακτηρίζουν τις ψηφιακές διαδικασίες σχεδιασμού υπονοεί συλλογικές διαδικασίες απόφασης, που επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στον ρόλο του αρχιτέκτονα και στο ‘συντακτικό’ μοντέλο του μοντέρνου κινήματος. Η ψηφιακή στροφή στην αρχιτεκτονική, επιφέρει σαφώς σημαντικές διαφοροποιήσεις στον τρόπο αντίληψης του περιβάλλοντος και άρα και στον τρόπο που σχεδιάζουμε, επηρεάζοντας θεμελιωδώς τόσο τις διαδικασίες σχεδιασμού όσο και τις παραγωγικές διαδικασίες. Παραδόξως όμως η ίδια η ψηφιακή φύση του σχεδιασμού ταυτίζεται ,σχεδόν εξολοκλήρου, με το ψηφιακό εργαλείο, αρνούμενη να εξετάσει την ουσία του ψηφιακού, εννοιολογικά και οντολογικά. Η μαζική επικράτηση των ψηφιακών τεχνολογιών τόσο στην αρχιτεκτονική όσο και γενικότερα, οδηγεί σε μία συγκεχυμένη αντίληψη της έννοιας ψηφιακό, η οποία ταυτίζεται πλέον, σε ,σχεδόν, ολιστικό βαθμό, με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, το διαδίκτυο, τον κυβερνοχώρο κοκ. , με το σύνολο, δηλαδή, των τεχνολογιών, που εξελίχθηκαν και συνεχίζουν να εξελίσσονται τον 20ο και 21ο αιώνα. Στον αντίποδα, η έννοια αναλογικό εντοπίζεται σε ότι προγενέστερο των τεχνολογιών αυτών. Είναι όμως αυτός ο μοναδικός τρόπος ορισμού του ψηφιακού και του αναλογικού; Οι έννοιες του ψηφιακού και του αναλογικού αποτελούν θεμελιώδη θεωρήματα που αναδεικνύονται, αναλύονται και αμφισβητούνται, στην ιστορία της φιλοσοφίας και της πολιτικής, σε μία προσπάθεια κατανόησης, ανάλυσης και εξήγησης των οντολογικών, κοινωνικών και πολιτικών προεκτάσεων του κόσμου. Είναι ο κόσμος αποτέλεσμα διαχωρισμού ή σύνθεσης; Στην προσπάθεια προσέγγισης αυτού του αρχέγονου ερωτήματος, οι έννοιες ψηφιακό και αναλογικό εντοπίζονται (είτε ως τέτοιες, είτε ως η σχέση Ένα-Δύο) στο έργο του Παρμενίδη, του Σωκράτη και του Πλάτωνα μέχρι το έργο των Hegel, Marx, Lenin, Mao, Badiou, Deleuze, Guattari και Laruelle. Στα πλαίσια της μελέτης της ύπαρξης, αφαιρετικά, η έννοια του ψηφιακού ορίζεται ως “το ένα διασπάται σε δύο”, ενώ η έννοια του αναλογικού ορίζεται ως “τα δύο ενώνονται σε ένα”, χαρακτηρίζοντας έτσι διαδικασίες διαχωρισμού και ενσωμάτωσης αντίστοιχα. Επιδιώκοντας μία απλούστευση, ψηφιακό είναι το διακριτό, ο διαχωρισμός, δηλαδή ενός ομογενούς συνόλου σε πολλαπλά στοιχεία, ενώ αναλογικό είναι το συνεχές, η σύνθεση, ουσιαστικά, ετερογενών στοιχείων σε ένα ομογενές σύνολο. Συνήθως οι έννοιες ορίζονται αντιθετικά, παρόλο που μπορεί να εντοπιστεί, εμμέσως πλην σαφώς, η συνύπαρξη τους στην σκέψη συγκεκριμένων φιλοσόφων. Μέσα από αυτή την εννοιολογική προσέγγιση του ψηφιακού και του αναλογικού, στόχος της παρούσας ερευνητικής εργασίας είναι να αποδεσμεύσει τις έννοιες από την εργαλειακή τους ταυτότητα. Για το λόγο αυτό εντοπίζονται αρχικά, ιστορικά, στο έργο συγκεκριμένων φιλοσόφων που αναλύουν την ψηφιακότητα και την αναλογικότητα, τασσόμενοι με μία από τις δύο αντιλήψεις, ή 2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
,αρνούμενοι να συμμετάσχουν σε αυτό το δίπολο, προσπαθούν με τις αναλύσεις τους να το ξεπεράσουν, όπως ο Laruelle. Στη συνέχεια, επιδιώκεται , κυρίως μέσα από το έργο του Alexander R. Galloway και του Gilles Deleuze γύρω από τις έννοιες του ψηφιακού και του αναλογικού, να προσδιοριστούν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των εννοιών που αφορούν την σύνδεση τους με το υπερβατικό και το έμφυτο αντίστοιχα, τους τρόπους με τους οποίους διασπούν ή συνθέτουν την ύπαρξη, τα είδη των σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των μερών ή με τον ίδιο τον εαυτό τους και πιθανά πεδία στα οποία εκφράζονται, όπως ο χώρος, η ιστορία και ο χρόνος. Η θεωρητική, οντολογική ανάλυση των εννοιών σαφώς δεν μεταφράζεται αυτόματα στις αρχιτεκτονικές πρακτικές, καθώς αυτό θα οδηγούσε σε σφάλματα και απλουστεύσεις. Μπορεί όμως να αποτελέσει αφετηρία ενός ευρύτερου προβληματισμού και να προσδώσει ένα εννοιολογικό υπόβαθρο, για τον προσδιορισμό και την προσέγγιση ψηφιακών και αναλογικών αρχιτεκτονικών διαδικασιών. Παρόλο που δεν υπάρχει σαφής αναφορά στην ταύτιση του ψηφιακού με το διακριτό και του αναλογικού με το συνεχές, οι όροι αυτοί – το συνεχές και το διακριτό- εντοπίζονται έμμεσα και άμεσα σε διάφορες πρακτικές, και συχνά συνδέονται με την προσπάθεια ανάλυσης, αντίληψης και διαχείρισης της πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες. Τι θα σήμαιναν ουσιαστικά και όχι εργαλειακά, οι ψηφιακές και αναλογικές διαδικασίες σχεδιασμού στο αρχιτεκτονικό έργο; Το ερώτημα αυτό προσπαθεί να εντοπιστεί μέσα από την ανάλυση του έργου δύο επίμαχων και αντιθετικών αρχιτεκτόνων, του Patrik Schumacher και του Pier Vittorio Aureli. Η επιλογή των δύο αυτών αρχιτεκτόνων έγκειται στο γεγονός ότι, από τη μία ο Patrik Schumacher θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκφραστές της ‘ψηφιακής στροφής’ στην αρχιτεκτονική, μέσα από την θεωρία και εφαρμογή του παραμετρισμού, και από την άλλη ο Pier Vittorio Aureli είναι ένα ‘πολιτικός αρχιτέκτονας’ ο οποίος όμως αντιτίθεται τόσο μορφολογικά όσο και θεωρητικά στις λογικές και τις τεχνικές της ψηφιακής αρχιτεκτονικής. Παράλληλα τοποθετούνται και οι δύο στο ζήτημα της ανάπτυξης των σύγχρονων πόλεων, είτε μέσα από λογικές αστικοποίησης είτε αντιτιθέμενοι σε αυτές. Είναι όμως ταυτόσημη η χρήση ψηφιακών ή αναλογικών εργαλείων με ψηφιακές ή αναλογικές αρχιτεκτονικές διαδικασίες, αντίστοιχα; Εξετάζοντας τις προτάσεις του Patrik Schumacher για την σύνθεση ενός συνόλου παραμέτρων σε ένα ομογενές, ενιαίο και αέναα επεκτάσιμο υπόστρωμα, αναδεικνύονται στο έργο του συνθήκες ενσωμάτωσης και ομογενοποίησης που οδηγούν στην ανάδειξη στοιχείων αναλογικότητας. Αντιθέτως, η αντίληψη της πόλης ως ένα ανταγωνιστικό πεδίο από τον Pier Vittorio Aureli, οδηγεί στον διαχωρισμό ενός ενιαίου υποβάθρου σε διακριτά στοιχεία που αναπτύσσουν μεταξύ τους αντιθετικές σχέσεις, μεταφράζοντας έτσι την πόλη σε ένα πιθανό πεδίο ψηφιακότητας. Μπορεί να υπάρξει καθαρά αναλογική ή καθαρά ψηφιακή αρχιτεκτονική; Πως και σε ποιο βαθμό συνυπάρχουν σε κάθε αρχιτεκτονική διαδικασία, ανεξαρτήτως των εργαλείων που χρησιμοποιούνται, 3
το ψηφιακό και το αναλογικό; Στα πλαίσια αυτών των ερωτημάτων εξετάζεται, επίσης, αν προκύπτουν διαφορετικά στοιχεία ψηφιακότητας ή αναλογικότητας στις διαφορετικές κλίμακες παρέμβασης και κατά πόσο το τελικό αποτέλεσμα διαφοροποιείται από την αρχική πρόθεση του σχεδιασμού, στον χαρακτηρισμό του ως ψηφιακό ή αναλογικό. Μέσα από την συγκριτική μελέτη των Schumacher και Aureli και την ανάλυση των αρχιτεκτονικών πρακτικών, στόχος είναι η εξαγωγή συνολικότερων και χρήσιμων συμπερασμάτων γύρω από τον εντοπισμό στοιχείων ψηφιακότητας και αναλογικότητας στις αρχιτεκτονικές πρακτικές, και τον τρόπο που αυτά συνδέονται με την θέση γύρω από την σύγχρονη κοινωνία και την πολυπλοκότητα που την χαρακτηρίζει. Παράλληλα, μέσα από την κατανόηση του ψηφιακού και του αναλογικού ανοίγεται εν δυνάμει ένα πεδίο διερεύνησης για το πώς αυτά μπορούν να καθορίσουν συγκεκριμένες ποιότητες, εννοιολογικές και πολιτικές, στις διαδικασίες σχεδιασμού και συνολικότερα στην αρχιτεκτονική διαδικασία. Στην πρώτη ενότητα της παρούσας έρευνας επιλέγεται να αναλυθεί η ψηφιακή αρχιτεκτονική μέσα από την εξέλιξη και μετατόπιση τόσο των θεωριών όσο και των πρακτικών στις περιόδους που την χαρακτηρίζουν από το 90’ και μετά. Ταυτόχρονα επιχειρείται ο προσδιορισμός των βασικών χαρακτηριστικών του ψηφιακού σχεδιασμού και του τρόπου που επηρεάζουν τις παραγωγικές διαδικασίες. Στην δεύτερη ενότητα εντοπίζονται οι έννοιες του ψηφιακού και του αναλογικού και οι ορισμοί τους στο έργο διάφορων φιλοσόφων, ιστορικά, και εν συνεχεία παρατίθενται και αναλύονται κάποια από τα βασικά στοιχεία που αποτελούν την κάθε έννοια, σε αντίστιξη, για την πληρέστερη και σαφέστερη κατανόηση τους. Τέλος, επιχειρείται ο εντοπισμός των εννοιών αυτών μέσα στις συγκεκριμένες αρχιτεκτονικές πρακτικές, που αναφέρθηκαν προηγουμένως, και η κριτική προσέγγιση των πρακτικών αυτών μέσα από το πρίσμα του ψηφιακού και του αναλογικού, όπως ορίζεται στα προηγούμενα κεφάλαια, με στόχο την εξαγωγή συνολικότερων συμπερασμάτων για την αρχιτεκτονική θεωρία και πρακτική.
4
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
κεφάλαιο πρώτο
Η ΨΗΦΙΑΚΉ ΣΤΡΟΦΉ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΉ
1 Carpo M. (2011). The Alphabet and The Algorithm. Cambridge: United States of America, The MIT Press. pp.37-38
1.1 Η ΑΡΧΗ Η απαρχή της ψηφιακής στροφής στην αρχιτεκτονική εντοπίζεται στις αρχές της δεκαετίας του 90’, και έρχεται, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, ως συνέχεια ενός συνόλου προβληματισμών που είχαν αναπτυχθεί στα πλαίσια της Αποδόμησης, περί συνέχειας, μεταβλητότητας και εξ’ ατομίκευσης. Η ραγδαία τεχνολογική εξέλιξη που χαρακτηρίζει εκείνη την εποχή παίζει καταλυτικό ρόλο στην ανάπτυξη των θεωριών και πρακτικών της ψηφιακής αρχιτεκτονικής, οδηγεί όμως σε μία σύγχυση και σε μία ισοπεδωτική ταύτιση της, μονόπλευρα με την χρήση ψηφιακών τεχνολογιών στον σχεδιασμό. Στις αρχές της ψηφιακής εποχής οι ψηφιακές τεχνολογίες χρησιμοποιήθηκαν συχνά για να επιτύχουν μορφολογική πολυπλοκότητα, στα πλαίσια όμως των πρότερων διαδικασιών σχεδιασμού. Ένα από τα πιο γνωστά παραδείγματα αυτής της ταύτισης είναι το Guggenheim Bilbao του Frank Gehry που ενώ θεωρείται ένα από τα πιο σημαίνοντα κτίρια της ψηφιακής εποχής στην πραγματικότητα σχεδιάστηκε, βασισμένο στο μοντέρνο σημειωτικό παράδειγμα. Προφανώς η χρήση ψηφιακών τεχνολογιών επέτρεψε την υλοποίηση των αρχικών πολύπλοκων γεωμετριών του Gehry, όμως σε αυτή την περίπτωση χρησιμοποιήθηκαν για να βελτιώσουν και να εξελίξουν και όχι να υπερβούν το σημειωτικό παράδειγμα, της αρχιτεκτονικής παράδοσης των πανομοιότυπων αντίγραφων. Ουσιαστικά ο Gehry αναβάθμισε το παλιό παράδειγμα επιτρέποντας την αντικατάσταση απλών γεωμετριών, από ένα σύνολο ελεύθερων μορφών και πρωτοφανούς μορφολογικής πολυπλοκότητας, μέσω της χρήσης ψηφιακών τεχνολογιών.1 Πολλοί ήταν αυτοί που στις αρχές της δεκαετίας του 90’ θεωρούσαν ότι οι ψηφιακές τεχνολογίες και τα CAD προγράμματα θα βοηθούσαν στο να δημιουργούνται φτηνότερες και γρηγορότερες απεικονίσεις και σχέδια, που θα ήταν πιο εύκολα να επεξεργαστούν, να αποθηκευτούν και να επαναχρησιμοποιηθούν. Αυτή όμως η λογική υποτιμούσε κατά πολύ την ουσία και τον προβληματισμό που αναπτύχθηκε στα πλαίσια της ψηφιακής αρχιτεκτονικής. Ουσιαστικά η άνοδος του ψηφιακού σχεδιασμού προκύπτει ως επακόλουθο της σύμπραξης δύο στοιχείων· από τη μία το αίτημα για μορφολογική συνέχεια στην αρχιτεκτονική, και από την άλλη η τεχνολογική επανάσταση των υπολογιστικών συστημάτων. Ταυτόχρονα, η ανάγνωση και ανάλυση του Eisenman πάνω στην έννοια της πτύχωσης του Deleuze, δίνει ώθηση, για θεωρητική και 7
πρακτική έρευνα, και δημιουργεί εύφορο έδαφος για να επιτευχθεί η σύμπραξη των δύο προηγούμενων στοιχείων. Είναι αυτή η σύμπραξη που εκκινεί τις διαδικασίες και επιτρέπει την ανάπτυξη ενός συνόλου θεωριών όπως αυτή της πτύχωσης, των blobs, των τοπολογικών επιφανειών, που εκφράζονται κατά το πρώτο διάστημα της ψηφιακής αρχιτεκτονικής και δημιουργούν την εικόνα της καμπυλότητας, που χαρακτηρίζει ακόμη και σήμερα τον ψηφιακό σχεδιασμό. Χωρίς όμως το προϋπάρχον ενδιαφέρον στην συνέχεια στις αρχιτεκτονικές μορφές και διαδικασίες, οι υπολογιστές το πιθανότερο ήταν να μην είχαν εμπνεύσει καμία νέα γεωμετρία μορφών. Αντιστρόφως, χωρίς την ύπαρξη των υπολογιστών αυτή η απαίτηση για συνέχεια στην δημιουργία μορφών θα είχε υποτιμηθεί και εξαφανιστεί από το οπτικό τοπίο.
1.01- Eisenman Architects, Alteka Office Building, Tokyo, 1991; folding diagrams, levels five to seven. Courtesy of Eisenman Architects. © Peter Eisenman.
Αυτή η σχέση μεταξύ των ψηφιακών τεχνολογιών και των ελεύθερων μορφών, των πολύπλοκων γεωμετριών, θύμιζε στις αρχές της ψηφιακής εποχής σχέση αίτιου-αποτελέσματος, το οποίο ήταν εν μέρει αληθές. Η αλήθεια είναι ότι χωρίς την χρήση των υπολογιστών πολλές από αυτές τις περίπλοκες μορφές δεν θα μπορούσαν ούτε να σχεδιαστούν, ούτε να μετρηθούν ούτε να χτιστούν. Παρόλαυτα τα ψηφιακά εργαλεία δεν οδηγούν αναγκαστικά σε καμπύλες, στρογγυλές μορφές. Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, ανεξαρτήτως της καμπυλότητας και πέραν από το απόλυτο μορφολογικό ζήτημα, η αλλαγή στην αρχιτεκτονική μορφή είναι δόκιμο να ιδωθεί μέσα από την διαλεκτική σχέση τεχνολογίας και κοινωνίας έτσι ώστε να οδηγηθεί σε διαρκείς τεχνολογικές κοινωνικές μεταλλαγές. Η αποδέσμευση από το απόλυτα μορφολογικό ζήτημα- που ακόμη και σήμερα κυριαρχεί στον ψηφιακό σχεδιασμό- και η αντίληψη των δυνατοτήτων επήλθε όταν οι αρχιτέκτονες συνειδητοποίησαν ότι η ψηφιακή σχεδίαση μπορούσε να οδηγήσει στον σχεδιασμό και στην κατασκευή απεριόριστων ευμετάβλητων αντικειμένων, και όχι στην παραγωγή πανομοιότυπων αντιγράφων, μέσα από την χρήση αλγορίθμων και την κωδικοποίηση, ή μη, της μεταβλητότητας και των μεταλλαγών, σε μία σειρά παραγόμενων αντικειμένων. Το νέο τεχνολογικό παράδειγμα αναμετρείται με τις πολλαπλές μεταλλαγές που μπορούν όλες να σχεδιαστούν και να κατασκευαστούν διαδοχικά. Η μαθη8
Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
ματική συνέχεια σε αυτή την περίπτωση εφαρμόζεται σε κατασκευαστικές σειρές, όχι με διαχρονική ακολουθία, και συνήθως για την μαζική παραγωγή απεριόριστων εναλλακτικών του ίδιου objectile στο ίδιο κόστος με τα πανομοιότυπα αντίγραφα. Η καμπυλότητα συνεχίζει να χαρακτηρίζει το μεγαλύτερο μέρος της αρχιτεκτονικής τις δεκαετίες των 90’s και των 00’s, η συνειδητοποίηση όμως ότι τα ψηφιακά παραγόμενα αποτελέσματα αντιτίθενται και καταργούν τα μηχανικά παραγόμενα πανομοιότυπα αντίγραφα, που κυριαρχούσαν στην Δυτική κουλτούρα και τεχνολογία για πέντε αιώνες, αναδεικνύει κάτι πολύ ουσιαστικότερο από ένα παραγωγικό σύστημα· μία πιθανή απάντηση την κοινωνική απαίτηση για διαφορετικότητα και εξατομίκευση. ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΧΩΡΙΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ Όπως αναλύει ο Carpo, η ψηφιακή επανάσταση ήταν η πρώτη αυτοαποκαλούμενη “επανάσταση” που έγινε έξω από οποιοδήποτε εγκαθιδρυμένο φιλοσοφικό ιστορικό ρεύμα. Στην πραγματικότητα αυτή η επανάσταση ήταν η πρώτη που δεν είχε μία προϋπάρχουσα ιστορία για να αντισταθεί, ουσιαστικά ήταν μία λύση χωρίς το πρόβλημα, μία επανάσταση σε ένα μεταμοντέρνο ιστορικό πλαίσιο, μακριά από την κλασσική έννοια του όρου. Τα ψηφιακά εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν σαν απελευθερωτικές μορφές σε ένα ιδεολογικό υπόβαθρο που επέτρεπε την έκφραση μη τυποποιημένων ατόμων, διαφορών, μεταβολών. Κυριάρχησε επίσης και η λογική του “το κάνω επειδή μπορώ” καθώς τα ψηφιακά εργαλεία είναι ιδανικά στην μορφογένεση και οι ψηφιακές τεχνολογίες έπαιξαν κομβικό ρόλο στην διαμόρφωση του πρόσφατου μεταμοντέρνου περιβάλλοντος. Έτσι λοιπόν η ψηφιακή επανάσταση ήταν ένα ταίριασμα ψηφιακών εργαλείων της νέας γενιάς μεταβλητών μορφών και της μεταμοντέρνας απαίτησης για εξατομικευμένη μεταβλητότητα στην δημιουργία μορφών.
2 Πηγή: http://www.metropolismag. com/Point-of-View/August-2015/ Q-A-Mario-Carpo-on-Architectures-Digital-Past-and-Present/
Παράλληλα, είναι πιθανόν η πρώτη τεχνολογική στιγμή που η αρχιτεκτονική, και οι σχεδιαστές πρωτοστατούν και καινοτομούν στα πλαίσια της ψηφιακής τεχνολογικής επανάστασης. Σύμφωνα με τον Carpo, “εμείς εφηύραμε την ψηφιακή στροφή πολύ πριν συμβεί σε οποιονδήποτε άλλο τομέα. Οι περισσότερες από τις ιδέες και αρχές που ακόμη και τώρα χαρακτηρίζουν την ψηφιακή εποχή εφευρέθηκαν ή διερευνήθηκαν μέσα στις αρχιτεκτονικές σχολές. Σκεφτείτε την ψηφιακή μαζική εξατομίκευση, την παραγωγή μη-τυποποιημένων αντικειμένων, την μεταβλητότητα.”2 Η αποδέσμευση από οποιαδήποτε ιδεολογία και η χρήση θεωρητικών, φιλοσοφικών πλαισίων κυρίως προς όφελος της μορφογένεσης, αποτελεί ένα πιθανό προτέρημα καθώς απελευθερώνει την δημιουργικότητα και τον πειραματισμό- που αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της ψηφιακής εποχής- από σκληρά διαμορφωμένα ιδεολογικά πλαίσια. Από την άλλη όμως ενέχει έναν κίνδυνο, που είναι αρκετά εμφανής και υπαρκτός, αυτόν του μορφοκρατισμού και της ταύτισης της ψηφιακής αρχιτεκτονικής με μονόπλευρες εργαλειακές προσεγγίσεις.
9
1.2 ΠΕΡΙΟΔΟΙ ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ Στις δύο δεκαετίες που ακολουθούν την εμφάνιση της, οι θεωρήσεις και οι πρακτικές που αναπτύσσονται στα πλαίσια του ψηφιακού σχεδιασμού μετασχηματίζονται, αλλάζουν στόχευση και διαφοροποιούνται από αυτές των πρώτων εκφραστών της ψηφιακής εποχής. Ιστορικά η καμπή από την πρώτη στη δεύτερη περίοδο της ψηφιακής αρχιτεκτονικής εντοπίζεται στην ‘κατάρρευση του Internet’ (the dot-com bust) το 2001, που έχει σαν αποτέλεσμα την μετατροπή του διαδικτύου από ιεραρχικό σε πολυκεντρικό και μη-ιεραρχικό (Web 2.0). Η μετατροπή αυτή οδηγεί στην κατάργηση κλασσικών διπόλων και επιτρέπει και προωθεί νέες δομές συνεργασίας, διάδρασης και συμμετοχής, επηρεάζοντας με αυτόν τον τρόπο και την αρχιτεκτονική διαδικασία. Η βασική διαφορά των δύο περιόδων έγκειται στο γεγονός ότι μέχρι το 2001 η βασική στόχευση αφορούσε την κατασκευή ή παραγωγή ενός τελικού αντικειμένου και την κυριαρχία της καμπύλης, ενώ μετά το 2001 αναπτύσσεται ένας προβληματισμός που, συνδυαστικά με την ανάπτυξη του διαδικτύου, αφορά κυρίως την διαδικασίας της αρχιτεκτονικής παραγωγής και όχι τόσο το αποτέλεσμα, και την ανάπτυξη ασυνεχών, ανομοιόμορφων μορφολογιών. ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ-Η ΚΑΜΠΥΛΗ Από τις αρχές της δεκαετίας του 90’ πολλοί ήταν αυτοί που αναπτύσσουν θεωρητικά κόνσεπτ γύρω από το ρόλο της πτύχωσης, του μαθηματικού λογισμού, των συνεχών λειτουργιών σαν νέα εργαλεία σχεδιασμού, ενώ πειραματίζονται με διάφορες τεχνικές που εκφράζουν αυτές τις έννοιες. Σε αυτή τη λογική ο Greg Lynn εισάγει τις μορφολογίες των blobs, ενώ ακολουθούν οι τοπολογικές γεωμετρίες για να χαρακτηρίσουν και να ενδυναμώσουν ακόμη πιο έντονα αυτή τη λογική της τυπικής συνέχειας. Σε αυτά τα πλαίσια κυριαρχεί ένα σχήμα, αυτό της καμπύλης (spline), και ως συνέπεια τα εργαλεία που την δημιουργούν -οι spline modelers. Αυτά τα εργαλεία μεταφράζουν κάθε τυχαία συγκέντρωση σημείων σε τέλεια ομαλές , κυρτές, συνεχείς γραμμές που μετατρέπονται στο βασικό διακριτικό του ψηφιακού σχεδιασμού, και οδηγούν σε οργανικές μορφογενετικές θεωρίες και εφαρμογές.
1.02- Greg Lynn, Embryological Houses, blobs
10 Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
3 Carpo M. (2011). The Alphabet and The Algorithm. Cambridge: United States of America, The MIT Press.p.86
Η πρώτη περίοδος της ψηφιακής αρχιτεκτονικής, και όχι μόνο, χαρακτηρίζεται από την άρρηκτη σύνδεση της με την ανάλυση του Deleuze περί πτύχωσης. Η πτύχωση ουσιαστικά είναι η μία ενοποιητική μορφή που ενώνει και συγχωνεύει διαφορετικά μέρη και επίπεδα σε συνεχείς γραμμές και όγκους. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Carpo, “ο Deleuze πάντα αναφερόταν στην πτύχωση με οπτικούς, γεωμετρικούς όρους, σαν το σημείο καμπής που διαχωρίζει την κοιλότητα από την κυρτότητα σε μία καμπύλη γραμμή. H πτύχωση για τον Deleuze αφορά το πνεύμα και όχι την τεχνολογία της νέας μαθηματικής συνέχειας: αποφεύγει τα θραύσματα, καλύπτει τα κενά, και τις παρεμβολές.”3 Το ζήτημα που προκύπτει με την έννοια της πτύχωσης – καθώς και γενικότερα με ένα σύνολο προσεγγίσεων στην ψηφιακή αρχιτεκτονική- είναι πως όταν χτίζονται οι αρχιτεκτονικές μορφές μπορούν στην καλύτερη των περιπτώσεων να αναπαραστήσουν και να συμβολίσουν, ή με κάποιον τρόπο να επικαλεστούν την συνέχεια της αλλαγής ή της κίνησης. Αυτό δημιουργεί πολλές φορές χάσμα μεταξύ της διαδικασίας σχεδιασμού και της κατασκευής. Στον αντίποδα, η πτύχωση δεν είναι ένα αντικείμενο είναι μία διαδικασία, που στόχο έχει να προτείνει χτισμένες στατικές μορφές που μπορούν όμως να προκαλέσουν την προοπτική της κίνησης υπονοώντας την συνεχή μεταλλαγή και την διαρκή ανάπτυξη ενός μορφολογικού σχηματισμού.
1.03- NOX/Lars Spuybroek, “myLight”, 24 different nylon lamps fo MGX Materialise 2007
1.04- NOX/Lars Spuybroek, “myLight”, 24 different nylon lamps fo MGX Materialise 2007
11
4 Carpo M. (2011). The Alphabet and The Algorithm. Cambridge: United States of America, The MIT Press.p.40
5 Carpo M. (2011). The Alphabet and The Algorithm. Cambridge: United States of America, The MIT Press.p.89 6 Cache B.(1999). Objectile:The Pursuit of Philosophy by Other Means” in Stephen Perrella. ed. Hypersurface Architecture II. special issue (AD Profile 141). Architectural Design 69. p.9-10
Οι πολλαπλές αναγνώσεις της έννοιας της πτύχωσης, η αντίληψη ότι οι νέες τεχνολογίες επιτρέπουν τον σχεδιασμό και την παραγωγή οποιουδήποτε αντικειμένου, και η έρευνα πάνω στην σχέση σχεδιασμού και κατασκευής οδηγούν στην εμφάνιση ενός νέου όρου στην αρχιτεκτονική· αυτόν του objectile. “Το objectile δεν είναι ένα αντικείμενο αλλά ένας αλγόριθμος- μία παραμετρική λειτουργία που μπορεί να υπολογίσει μία άπειρη μεταβλητότητα αντικειμένων (ένα αντικείμενο για κάθε σετ παραμέτρων) και όλα παρόμοια μεταξύ τους (αφού η αρχική λειτουργία είναι ίδια).”4 Προσδιορίζεται έτσι μία νέα κατηγορία αντικειμένων που δεν χαρακτηρίζονται από αυτό που είναι αλλά από τον τρόπο που αλλάζουν και από τους νόμους των συνεχών μεταβολών τους. Τα αντικείμενα αυτά δεν είναι πανομοιότυπα αντίγραφα αλλά είναι όμοια μεταξύ τους, καθώς χαρακτηρίζονται από το ίχνος που αφήνει το πρόγραμμα που χρησιμοποιήθηκε για την παραγωγή τους, και από το αόρατο σήμα του αλγορίθμου με βάση τον οποίο δημιουργήθηκαν. Ουσιαστικά δύο είναι τα στοιχεία που κυριαρχούν στην πρώτη περίοδο του ψηφιακού σχεδιασμού. Το πρώτο, αφορά τον σχεδιασμό και είναι η έννοια της συνέχειας, που εκφράζεται μορφολογικά μέσα από την καμπύλη, αλλά δεν αφορά μόνο μία μορφογένεση. “Το 1993 ο Lynn στο ‘Folding in Architecture’ εύγλωττα μιλά για συνέχειες όλων των τύπων: οπτικές, προγραμματικές, τυπικές, τεχνικές, περιβαλλοντικές, κοινωνικοπολιτικές και συμβολικές. Η λίστα με τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για να επιτευχθεί αυτός ο σκοπός είναι επίσης πολυποίκιλος: τοπολογικές γεωμετρίες, μορφολογία, μορφογένεση, η θεωρία του Thom, η θεωρία της πτύχωσης του Deleuze.”5 Όπως αναφέρει ο Bernard Cache, “τα μαθηματικά έχουν γίνει με αποτελεσματικό τρόπο ένα αντικείμενο κατασκευής.“6Το δεύτερο, αφορά τις διαδικασίες ψηφιακής παραγωγής, και την κατάργηση των πανομοιότυπων αντιγράφων όπως αναφέρεται και προηγουμένως. ΔΙΑΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ Η ‘κατάρρευση του Ίντερνετ’ στις αρχές του 21ου αιώνα επηρεάζει άμεσα και έμμεσα τον ψηφιακό σχεδιασμό, οδηγώντας την ψηφιακή θεωρία σε μία πιο συγκρατημένη προσέγγιση που στοχεύει περισσότερο στην ίδια την διαδικασία και όχι τόσο σε ένα μεγαλεπήβολο τελικό αντικείμενο. Από την παραγωγή περίπλοκων μορφολογικών αντικειμένων, ο ψηφιακός σχεδιασμός στρέφεται στις τεχνικές και κοινωνικές επιπτώσεις μίας ολοκληρωμένης αλυσίδας σχεδιασμού και παραγωγής.
7 Carpo M. (2013). The Digital Turn in Architecture 1992-2012. West Sussex: United Kingdom. John Wileys & Sons Ltd. p.132
Στα πλαίσια αυτά παρουσιάζεται στις αρχές του 21ου αιώνα η έννοια του versioning που σύμφωνα με τους SHoP, “είναι ένας λειτουργικός όρος και περιγράφει την αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο οι αρχιτέκτονες και οι σχεδιαστές επιδιώκουν να εξαπλώσουν στον χρόνο και στον χώρο τις πιθανές επιδράσεις του σχεδιασμού στον κόσμο. Αναφέρονται ουσιαστικά στην αλλαγή του ρόλου του σχεδιαστή, από δημιουργό μίας παραστατικής μορφής, σε εμπνευστή του χώρου, της κατασκευής του και των πολιτισμικών του αποτελεσμάτων.”7
12 Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
Για να επιτευχθεί αυτό η διαδικασία σχεδιασμού προσεγγίζεται ως ένα σύστημα, στο οποίο συνυπάρχουν, συμμετέχουν και αλληλοεπιδρούν διαφορετικές κατηγορίες πρακτόρων, ανθρώπινοι και μη, προωθώντας έτσι νέες διαδικασίες διάδρασης, συμμετοχής και συναίνεσης. Η μετατόπιση αυτή διευκολύνεται και από την ανάπτυξη του Web 2.0 που μετατρέπεται από κεντρικό δίκτυο μονόδρομης πληροφόρησης σε ένα πολυκεντρικό, συμμετρικό και ισότιμο πληροφοριακό πλαίσιο, αμφισβητώντας τα απόλυτα δίπολα αποστολέα- παραλήπτη, δημιουργού- ακροατηρίου που προϋπήρχαν.
8 Carpo M. (2011). The Alphabet and The Algorithm. Cambridge: United States of America, The MIT Press.p.114
Τα συστήματα πρακτόρων, η αλληλεπίδραση και η συμμετοχή είναι τα βασικά στοιχεία του σύγχρονου αρχιτεκτονικού διαλόγου, και είναι όσο έντονα ήταν η πτύχωση, οι τοπολογικές γεωμετρίες τις προηγούμενες δεκαετίες. Ο Carpo επεκτείνοντας την έννοια του versioning σημειώνει ότι, “το διαδραστικό ψηφιακό versioning, διαφέρει αισθητά από τις παραδοσιακές διαδικασίες συμμετοχής και συναίνεσης, επιτρέπει μία απεριόριστη αύξηση των ανεξάρτητων, διαφορετικών και ατομικών αλλαγών, ενώ η συναίνεση δεν απαιτείται ούτε είναι εφικτή.”8 Το ίδιο ζήτημα που αφορούσε το τελικό αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα στις λογικές της πτύχωσης, προκύπτει και εδώ. Παρόλαυτα η μεταβλητότητα που χαρακτηρίζει συνολικά την ψηφιακή εποχή, στρέφει την κουβέντα κατά βάση σε πληροφοριακά και όχι τόσο σε φυσικά αντικείμενα.
1.05- Από ιεραρχικό δίκτυο μονόδρομης πληροφόρησης σε ένα πολυκεντρικό μη-ιεραρχικό και ισότιμο πλαίσιο
1.06- SHoP, Dunescape, New York City, 2000. Surface translation of SHoP’s MoMA/P.S.1 Contemporary Art Center for Warm Up 2000 installation. Here the architecture of surface, structure and programme collapse into one. © David Joseph. 13
9 Carpo M. (2015). The New Science of Form-Searching in Achim Menges. ed. Material Synthesis: Fusing the Physical and the Computational. special issue, Architectural Design, Volume 85, Issue 5. p.24
10 Carpo M. (2014). Breaking the Curve: Big Data and Digital Design in Morris R., Kader A., ed. Artforum.Volume 52, Issue 6. p.173
BIG DATA- ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ ΔΙΑΚΡΙΤΟΤΗΤΑ Τα τελευταία περίπου πέντε χρόνια παρατηρείται μία έντονη μετατόπιση από την λογική των μαθηματικών λειτουργιών και της καμπύλης στην λογική των ‘μεγάλων δεδομένων’ (big data), της πολυπλοκότητας και της διακριτότητας. Η συνεχής τεχνολογική εξέλιξη και η δυνατότητα αποθήκευσης απεριόριστου όγκου πληροφοριών, αρχείων, στοιχείων οδηγεί στην απομάκρυνση από λογικές απλοποίησης, αρχειοθέτησης και κατηγοριοποίησης, και από τις μαθηματικές εκφράσεις των καμπυλών όπως οι Bezier splines. Πλέον τα αποσπασματικά, ασυνεχή και πολύπλοκα συστήματα, τόσο μορφολογικά όσο και ως διαδικασίες, αντικατοπτρίζουν την μεταμοντέρνα συναθροιστική λογική της σύνδεσης διακριτών στοιχείων, την λογική δηλαδή των big data, όπως οι συνεχείς καμπύλες αντιπροσώπευαν την λογική των ‘small data’ της δεκαετίας του 90’.9 Όπως εξηγεί ο Carpo “τα ‘big data’ είναι ακόλουθο της μεταμοντέρνας ψηφιακότητας, ένα εργαλείο για να διαχειριστούμε και να εκθειάσουμε την πολυπλοκότητα. Το περιβάλλον των καμπύλων ήταν κομψό και μοντέρνο. Πλέον το περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από τα δεδομένα είναι άτακτα μεταμοντέρνο, ασύνδετο, σπασμένο, αποσπασματικό, ξεχαρβαλωμένο, ανομοιόμορφο, συναθροιστικό.”10 Μέσα από την χρήση των big data προσεγγίζεται, θεωρητικά και πρακτικά, η εγγενής διακριτότητα του περιβάλλοντος μας σε όλες τις πιθανές κλίμακες, από την παγκόσμια έως την μικροκλίμακα του ατόμου και προσομοιώνεται η πραγματικότητα χωρίς την χρήση απλουστευτικών μοντέλων, παραδοχών και γενικών συμπερασμάτων. Καταργώντας μία λογική αίτιου-αποτελέσματος, και ενστερνιζόμενοι την λογική της δοκιμής-λάθους, ενσωματώνονται στην σχεδιαστική διαδικασία πιθανές τυχαιότητες και μη-κανονικότητες που είναι έμφυτα στοιχεία του περιβάλλοντος. Στην διαδικασία αυτή η ερμηνεία των αποτελεσμάτων δεν καθίσταται πάντα δυνατή, αλλά αυτό τις περισσότερες φορές φαίνεται άσχετο. Ουσιαστικά είναι πολύ πιθανόν μέσα από αυτή την διαδικασία σχεδιασμού να εμβαθύνουμε για πρώτη φορά στη φύση, τη δομή, και την λογική των υπολογιστικών εργαλείων που χρησιμοποιούνται τις τελευταίες δεκαετίες.
1.07- Aikaterini Papadimitriou, Esteban Castro, Marcin Komar, and Yilin Yao, Fibro.City, B-pro Masters programme, Bartlett School of Architecture, University College London (UCL), 2013-14 14 Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
1.3 ΒΑΣΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ Η ραγδαία ταχύτητα με την οποία εξελίσσονται οι νέες τεχνολογίες οδηγεί στην έμπνευση και ανάπτυξη μίας πληθώρας νέων τεχνικών, νέων εργαλείων και πειραματισμών στα αρχιτεκτονικά εργαστήρια και στις αρχιτεκτονικές σχολές. Οι ψηφιακές τεχνολογίες φαίνεται να δημιουργούν ένα πεδίο απεριόριστων δυνατοτήτων για διάφορους επιστημονικούς, και κοινωνιολογικούς κλάδους, αλλά και συγκεκριμένα για την αρχιτεκτονική πρακτική. Υπάρχουν όμως καθολικές αλλαγές που επήλθαν στις διαδικασίες παραγωγής, μετά την ανάπτυξη των ψηφιακών τεχνολογιών, ανεξαρτήτως των επιμέρους θεωρητικών ή πρακτικών προσεγγίσεων. Ποια είναι αυτά τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν εγγενώς τις ψηφιακές διαδικασίες σχεδιασμού και κατασκευής; ΜΗ-ΠΑΝΟΜΟΙΟΤΥΠΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ-ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΤΗΤΑ Ο Carpo αναγνωρίζει τρεις ιστορικές περιόδους, με βάση τις διαδικασίες παραγωγής των αντικειμένων. Η πρώτη είναι η εποχή των τεχνιτών και του χειροποίητου, που ιστορικά τοποθετείται πριν την Αναγέννηση και τελειώνει με την Βιομηχανική Επανάσταση, όπου η διαδικασία παραγωγής παρήγαγε διαφορές και ομοιότητες μεταξύ των αντιγράφων και η αναγνωρισιμότητα μεταξύ των αντικειμένων βασιζόταν στις οπτικές συσχετίσεις. Η δεύτερη περίοδος, αυτή των μηχανικά παραγόμενων αντικειμένων, κυριαρχεί μετά την Βιομηχανική Επανάσταση -αν και κομβικής σημασίας ήταν και προγενέστερες εφευρέσεις σαν αυτή της τυπογραφίας- όπου τα αντικείμενα παράγονται μαζικά μέσω πανομοιότυπων επαναλαμβανόμενων μηχανικών διαδικασιών και δημιουργούνται τυποποιημένα προϊόντα, των οποίων η αναγνώριση βασίζεται στο οπτικά ταυτόσημο. Η τρίτη είναι η σύγχρονη περίοδος των ψηφιακά παραγόμενων όπου η παραγωγή των αντικειμένων βασίζεται σε αλγορίθμους και όχι καλούπια και η αναγνώριση και συσχέτιση αντικειμένων στηρίζεται στην ομοιότητα, ή γίνεται με βάση κρυμμένα μοτίβα και άλλα μη-οπτικά χαρακτηριστικά.
11 Oxman R. (2006). Theory and design in the first digital age in Rivka Oxman. ed. Digital Design. special issue, Design Studies, Volume 27, Issue 3
Η μετάβαση από την μηχανική εποχή των πανομοιότυπων αντίγραφων στην ψηφιακή εποχή των συνεχώς μεταβλητών αντικειμένων έρχεται σε σύγκρουση με ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί το πανομοιότυπο της μορφής, και η ομοιότητα ή η μίμηση δαιμονοποιήθηκαν ως κατάλοιπα του παρελθόντος. Όπως αναλύει και η Rivka Oxman, “το σύνδρομο της επανάληψης διαδίδει την αξία της περιβαλλοντικής σταθερότητας, ενώ στην πραγματικότητα ο κόσμος αντιπροσωπεύει μία διαφορετική εικόνα δυναμισμού, συνεχής αλλαγής και λεπτών οριακών παραλλαγών. Ο ψηφιακός σχεδιασμός αντιμετωπίζει το σύνδρομο του κανονιστικού, του στατικού και των τυπολογιών και προτείνει εναλλακτικές διακριτών στοιχείων, ποικιλίας, διαφοροποίησης και δυναμικής εξέλιξης.”11Στην ουσία όμως, η μοντέρνα εποχή των πανομοιότυπων αντιγράφων πρέπει να θεωρείται ένα διάλειμμα μεταξύ της εποχής του χειροποίητου, που προηγείται αυτού, και της ψηφιακής εποχής που τώρα τα αντικαθιστά. Η ψηφιακή εποχή φέρει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την εποχή του χειροποίητου και των τεχνιτών. Στην αρχιτεκτονική ο ψηφιακός σχεδιασμός και η κατασκευή, λειτουργώντας σε αναλογία με πιθανές προεκτάσεις 15
των χεριών του τεχνίτη, δημιουργούν μία περιέργως υψηλών τεχνολογικών προδιαγραφών αναλογία με τις προβιομηχανικές πρακτικές. Ο ψηφιακός σχεδιασμός παράγει έναν απεριόριστο βαθμό παραλλαγών, και αυτό γιατί σχεδιάζει έναν ψηφιακό φάκελο, μία λειτουργία, έναν αλγόριθμο, μία συνύπαρξη παραμέτρων που κάθε φορά που υλοποιούνται μπορούν να παράγουν διαφορετικό αποτέλεσμα. Έτσι λοιπόν υπάρχει η δυνατότητα να σχεδιάζονται και να παράγονται μαζικά σειριακές παραλλαγές, οι οποίες, ενώ ενέχουν έναν βαθμό τυχαιότητας, μπορούν να προγραμματιστούν, να κωδικοποιηθούν και να σχεδιαστούν. Στα ψηφιακά περιβάλλοντα οι σχεδιαστικές διαδικασίες λειτουργούν περισσότερο σαν ανοιχτού τύπου ‘δημιουργικές’ κωδικοποιήσεις που παράγουν μία σειρά από αντικείμενα, και μπορούν να αλλάξουν, να προσαρμοστούν, να βελτιωθούν να εξελιχθούν από έναν ή περισσότερους χρήστες, και ταυτόχρονα ή ετερόχρονα να κατασκευαστούν.
12 Carpo M. (2011). The Alphabet and The Algorithm. Cambridge: United States of America, The MIT Press.p.99
ΜΗ ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΣΕΙΡΙΑΚΟΤΗΤΑ Η δυνατότητα παραγωγής σειριακών παραλλαγών οδηγεί σε αυτό που ονομάζεται μη-τυποποιημένη σειριακότητα. Όπως ορίζεται από τον Carpo, “μία μη-τυποποιημένη σειρά είναι μία συλλογή στην οποία διαδοχικά αντικείμενα έχουν κάτι κοινό όλα μεταξύ τους. Σε τεχνικούς όρους όλα τα αντικείμενα σε μία μη-τυποποιημένη σειρά μοιράζονται κάποιους αλγορίθμους, όπως και μηχανές που συνήθιζαν να επεξεργάζονται αυτούς τους αλγορίθμους και να παράγουν τα αντικείμενα αυτά. Σε οπτικούς όρους μία μη-τυποποιημένη σειρά περιλαμβάνει έναν θεωρητικά απεριόριστο αριθμό αντικειμένων που μπορούν όλα να είναι διαφορετικά μεταξύ τους αλλά πρέπει να είναι όμοια, αφού τα ψηφιακά εργαλεία που χρησιμοποιούνται αφήνουν ένα εμφανές σημάδι σε όλα τα τελικά αντικείμενα.”12 Το σημάδι αυτό δημιουργεί ένα κοινό στυλ που χαρακτηρίζει το σύνολο των αντικειμένων σε μία μη-τυποποιημένη σειρά. Ο τρόπος που τα αντικείμενα αυτά μοιάζουν και διαφοροποιούνται μεταξύ τους προσδιορίζεται από τους αλγορίθμους, το software και το hardware, τα ψηφιακά εργαλεία σχεδίασης και κατασκευής που χρησιμοποιούνται κάθε φορά.
1.08- Biothing, fissurePort Terminal, 2010, Kaohsiung, Taiwan 16 Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
13 Ibid p.100
14 Carpo M. (2011). The Alphabet and The Algorithm. Cambridge: United States of America, The MIT Press. p.42
15 Ibid.p.48
Η αλλαγή από την μηχανική στην αλγοριθμική αναπαραγωγή οδηγεί σε μία παράλληλη και σημαντική αλλαγή στο οπτικό μας περιβάλλον. Ένα περιβάλλον μορφών που χαρακτηρίζεται από ακριβή επαναλαμβανόμενα, οπτικά αντίγραφα αντικαθίσταται με ένα νέο οπτικό περιβάλλον που κυριαρχείται από μεταδοτικούς, αόρατους αλγορίθμους.13 Τα περισσότερα μηχανικά αναπαραγόμενα αντικείμενα και μορφές είναι δείκτες του καλουπιού που τα δημιούργησε, ενώ το πρωτότυπο είναι εξέχουσας σημασίας. Αντιθέτως στα περισσότερα αλγοριθμικά κατασκευασμένα αντικείμενα της ψηφιακής εποχής – όπως και τα αντικείμενα της προβιομηχανικής εποχής- η έννοια του πρωτότυπου αποδυναμώνεται και σχεδόν εκλείπει, ενώ καταργείται το οποιοδήποτε καλούπι. ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ-Ο «ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ» Η μη-τυποποιημένη σειριακότητα επηρεάζει, εκτός των άλλων, το ρόλο του αρχιτέκτονα ως δημιουργού καθώς και τα ‘πνευματικά’ του δικαιώματα με πολλαπλούς τρόπους. Στις παραμετρικές διαδικασίες σχεδιασμού εξ’ ορισμού ένα σύνολο παραμέτρων είναι μεταβλητό. Αυτή η μεταβλητότητα μπορεί να έχει προγραμματιστεί ώστε να είναι αυτόματη και ελεγχόμενη από την μηχανή, και άρα σε αυτή την περίπτωση υπάρχει η απουσία του δημιουργού στην παραγωγή των πολλαπλών αντικειμένων. Σε άλλη περίπτωση, ο σχεδιαστής μπορεί να καθορίσει και να επιλέξει όλες τις παραμέτρους που καθορίζουν κάθε αντικείμενο εξ’ αρχής και με αυτό τον τρόπο κατοχυρώνει ως ‘συντάκτης’ μία πεπερασμένη σειρά διαφορετικών αντικειμένων, όλα σχεδιασμένα από τον ίδιο. Τέλος, κάποιες από τις παραμέτρους μπορεί να επιλεχθεί να αλλαχθούν από κάποιον άλλον και όχι τον αρχικό δημιουργό χωρίς πιθανόν την έγκριση του, πάνω στην λογική του ανοιχτού τύπου, της συμμετοχικότητας και της αλληλεπίδρασης που είναι εγγενής στον ψηφιακό σχεδιασμό και στην ψηφιακή μεταβλητότητα ειδικά στην δεύτερη ψηφιακή περίοδο, με την κυριαρχία του διαδικτύου.14 Αυτή η διαδραστικότητα και η συμμετοχή υπονοεί συλλογικές διαδικασίες απόφασης, όπου η ευφυία και η σοφία είναι πολλές φορές ανώνυμη και αντιτίθεται στην έννοια των πνευματικών δικαιωμάτων, ως προϋπόθεση του αρχιτεκτονικού επαγγέλματος, που ίσχυε από το πρότυπο του Alberti και σε όλο το μοντέρνο κίνημα. Λόγω αυτού οι ψηφιακές τεχνολογίες είναι εγγενώς και θεμελιωδώς αντίθετες με το ‘συντακτικό’ μοντέλο που αναδείχθηκε στην εποχή της μηχανικής διαδικασίας παραγωγής. Η αλλαγή αυτή στο ‘συντακτικό’ μοντέλο γίνεται εμφανής μέσα από το παράδειγμα του objectile. Ιεραρχικά, τα αντικείμενα είναι συγκεκριμένες οντολογίες ενώ το objectile είναι η γενική κατηγορία όπου ανήκουν, έτσι ο σχεδιαστής του objectile μπορεί να προσδιορίσει και να κατοχυρώσει κάποιους γενικούς κανόνες που θα προσδώσουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά σε ένα σύνολο αντικειμένων, αλλά δεν θα προσδιορίζουν επακριβώς το κάθε παραγόμενο αντικείμενο. Ο σχεδιαστής στην συγκεκριμένη περίπτωση μπορεί να θεωρηθεί ένας “καθολικός”15 συγγραφέας μίας διαδικασίας και όχι να διεκδικήσει τα πνευματικά δικαιώματα για 17
κάθε αντικείμενο.
16 Oxman R. (2006). Theory and design in the first digital age in Rivka Oxman. ed. Digital Design. special issue, Design Studies, Volume 27, Issue 3
17 Picon A. (2010). Digital Culture in Architecture: An Introduction for the Design Professions. Berlin: Germany, Birkhäuser Basel. p.11, 176
18 Carpo M. (2013). The Digital Turn in Architecture 1992-2012. West Sussex: United Kingdom. John Wileys & Sons Ltd. p.12
19 Laruelle F. (2008). Introduction aux sciences génériques. France: Editions Pétra. p.28
Πέραν από αυτή την αλλαγή στο ‘συντακτικό’ μοντέλο και την εμφάνιση του “καθολικού” σχεδιαστή, η ψηφιακή τεχνολογία συμβάλει στην εμφάνιση νέων ρόλων για τον σχεδιαστή στα πλαίσια της αλληλεπίδρασης του με τα μέσα που χρησιμοποιεί, σύμφωνα με την Oxman. “Ο σχεδιαστής σήμερα αλληλεπιδρά, ελέγχει και μετριάζει τις παραγωγικές και παραστατικές διαδικασίες και τους μηχανισμούς παραγωγής. Η πληροφορία γίνεται ένα νέο υλικό για τον αρχιτέκτονα.”16 1.3 ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΚΕΝΟ Όλα τα προαναφερθέντα καθιστούν σαφές ότι η ψηφιακή στροφή στην αρχιτεκτονική, ενώ χαρακτηρίζεται πρωτίστως από τα εργαλεία σχεδίασης και την χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών, στοχεύει σε μία διαφοροποίηση στον τρόπο αντίληψης του περιβάλλοντος που μας περιβάλλει και άρα σε μία διαφοροποίηση στον τρόπο που σχεδιάζουμε. Όπως αναλύει και ο Antoine Picon “η ψηφιακή αρχιτεκτονική πρέπει να γίνει κατανοητή σε δύο πλαίσια. Το πρώτο αφορά τις υλικές παραγωγικές διαδικασίες και τις νέες προοπτικές που ξεδιπλώνονται μέσα από την σχεδίαση και κατασκευή με την χρήση του υπολογιστή. Η ψηφιακά διαμεσολαβημένη πόλη αντιπροσωπεύει ένα διαφορετικό πλαίσιο. Η ψηφιακή αρχιτεκτονική δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις αλλαγές που επηρεάζουν τον τρόπο που οργανώνουμε, σχεδιάζουμε και βιώνουμε τις πόλεις… οι ψηφιακές τεχνολογίες συντελούν αποφασιστικά στις διαδικασίες εξατομίκευσης, στα πλαίσια της αστικής ζωής και κουλτουρας.”17 Παρόλαυτα στο μεγαλύτερο μέρος των στοιχείων που χαρακτηρίζουν την ψηφιακή στροφή, κυριαρχεί μία μονομερής ανάλυση των διαδικασιών και των τρόπων παραγωγής. Παρατηρείται έτσι ένα χάσμα μεταξύ της τεχνολογικής εξέλιξης και της άνθησης των εργαστηριακών πειραματισμών με το θεωρητικό κοινωνικό και πολιτικό υπόβαθρο που είναι ουσιαστικό στοιχείο της αρχιτεκτονικής πρακτικής. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Carpo, “καθώς η τεχνολογία συνέχισε να εξελίσσεται, ο ψηφιακός σχεδιασμός πέρασε μέσα από σημαντικές προσαρμογές, τελειοποιήσεις, και σταθερή πρόοδο στην πρακτική εφαρμογή σχεδόν όλων των τεχνικών, που όμως προέκυψαν μέσα στο γενικό θεωρητικό πλαίσιο που είχε οριστεί στα 90’, ή σε προεκτάσεις αυτού.”18 Ενώ λοιπόν οι έννοιες της ψηφιακότητας ,και της αναλογικότητας, σε θεωρητικό και φιλοσοφικό πλαίσιο, απασχολούν ένα σύνολο κλάδων σχετικών με την αρχιτεκτονική, όπως αυτόν της φιλοσοφίας, της κοινωνιολογίας (digital humanities), της θεωρίας των μέσων, ακόμη και της θεωρίας των υπολογιστών, η αρχιτεκτονική φαίνεται σε μεγάλο βαθμό να ταυτίζει την έννοια του ψηφιακού και του αναλογικού με τα τεχνολογικά εργαλεία. Όμως, “ο ίδιος ο ψηφιακός υπολογιστής είναι προικισμένος με την δυνατότητα σύνθεσης, σύνδεσης και επικοινωνίας, διασύνδεσης και ανταλλαγής, έννοιες που είναι εγγενώς φιλοσοφικές και συνδεδεμένες με τον κόσμο” δηλώνει ο Laruelle.19 Ταυτόχρονα το ψηφιακό είναι πολύ πιο διευρυμένο από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, τόσο
18 Η ΨΗΦΙΑΚΗ ΣΤΡΟΦΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ
ιστορικά και θεωρητικά. Αυτή η φιλοσοφική, πολιτική και οντολογική διεύρυνση του ψηφιακού και του αναλογικού, επιχειρείται στο επόμενο κεφάλαιο, αποδεσμεύοντας τις έννοιες από την σχέση τους με τις ψηφιακές τεχνολογίες.
1.09- Michael Young, Complex Vertices
19
κεφάλαιο δεύτερο
ΨΗΦΙΑΚΟ-ΑΝΑΛΟΓΙΚΟ
Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών και η μαζική επικράτηση και καθιέρωση των ψηφιακών τεχνολογιών οδήγησαν σε μία απλουστευμένη ταύτιση του όρου ψηφιακό με τις τεχνολογίες των ηλεκτρονικών υπολογιστών, του διαδικτύου, του κυβερνοχώρου, και του όρου αναλογικό με τις τεχνολογίες που προϋπήρχαν του ψηφιακού σήματος, δημιουργώντας έτσι μία αντίληψη ότι το ψηφιακό είναι το νέο ενώ το αναλογικό το ξεπερασμένο. Υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι να οριστούν οι έννοιες ψηφιακό και αναλογικό, κυρίως βασισμένοι σε μία αντίστιξη. Η ίδια η ετυμολογία των λέξεων κάνει σαφή τα εγγενή χαρακτηριστικά τους. Το ψηφιακό αναφέρεται σε ψηφία, σε διακριτά στοιχεία, που στα υπολογιστικά περιβάλλοντα μεταφράζονται σε 0 και 1, καθορίζεται δηλαδή από έναν πρωταρχικό διαχωρισμό. Το αναλογικό αναφέρεται σε αναλογίες, σε διαδικασίες ενσωμάτωσης, δημιουργώντας έτσι σχέσεις αλληλεξάρτησης μεταξύ στοιχείων, υπονοώντας έτσι μία σύνθεση. Παρόλη την σύγχρονη χρήση των όρων κυρίως ως εργαλειακών, τεχνολογικών χαρακτηριστικών, οι έννοιες αυτές εντοπίζονται στο έργο μίας πληθώρας πολιτικών και φιλοσόφων, προγενέστερων αλλά και σύγχρονων, σε μία προσπάθεια κατανόησης, ανάλυσης και εξήγησης των οντολογικών, κοινωνικών και πολιτικών προεκτάσεων του κόσμου και της ύπαρξης (του είναι). Η έννοια του ψηφιακού ορίζεται ως “το ένα διασπάται σε δύο”, ενώ η έννοια του αναλογικού ορίζεται ως “τα δύο ενώνονται σε ένα”, χαρακτηρίζοντας έτσι διαδικασίες διαχωρισμού και ενσωμάτωσης αντίστοιχα. Η ανάδειξη τέτοιων διαδικασιών οδηγεί στην προσέγγιση του ψηφιακού και του αναλογικού.
1 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis, United States of America: University of Minnesota Press, p.52
2.1 ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΩΚΡΑΤΗ & ΠΛΑΤΩΝΑ ΣΤΟΥΣ DELEUZE & LARUELLE Η απαρχή του ψηφιακού, στην φιλοσοφία, εντοπίζεται στην μεταφυσική και στα προσκείμενα φιλοσοφικά συστήματα, κυρίως την διαλεκτική, στην προσπάθεια ερμηνείας της ύπαρξης και του κόσμου, μέσω της ανάλυσης των επιμέρους στοιχείων τους και των σχέσεων μεταξύ τους1. Οι πρώτες ολοκληρωμένες αναφορές εμφανίζονται στο έργο του Πλάτωνα και του Σωκράτη, μέσα από διαδικασίες που υπονοούν την επέκταση της ύπαρξης (του ενός) έξω από τα όρια της.
21
2 Γραμματικοποίηση θεωρείται η διαδικασία που περιγράφει και μορφοποιεί την ανθρώπινη συμπεριφορά σε γράμματα, λέξεις, γραπτό λόγο, και την κωδικοποιεί έτσι ώστε να μπορεί να αναπαραχτεί. Η έννοια ορίστηκε και προσαρμόστηκε από τους B. Stiegler και J. Derrida. Πηγή: http:// cultureandcommunication.org/ galloway/pdf/Stiegler%20glossary. pdf 3 Stiegler B. (2010). For a New Critique of Political Economy, trans. Daniel Ross. Cambridge: Polity Press, pp.31-32,33
ΣΩΚΡΑΤΗΣ & ΠΛΑΤΩΝΑΣ Ο Σωκράτης εντοπίζει αυτές τις διαδικασίες επέκτασης στην έννοια των υπομνημάτων, όπου η ουσία, η αλήθεια, η μνήμη του ατόμου εξωτερικεύεται σε φυσικά αντικείμενα, και ως εκ τούτου ένα μέρος της ύπαρξης διακλαδώνεται και διασπάται σε ένα ή σε περισσότερα εξωτερικά αντικείμενα. Ο Πλάτωνας, και μεταγενέστερα ο Jacques Derrida και ο Bernard Stiegler, περιγράφουν διαδικασίες γραμματικοποίησης2, όπου ,για παράδειγμα, “η αντίληψη του γραπτού ως μία μορφή διακριτοποίησης της ροής του λόγου, θεωρείται ένα στάδιο γραμματικοποίησης… Η γραμματικοποίηση είναι η ιστορία της εξωτερίκευσης της μνήμης σε όλες της τις μορφές: νευρική και εγκεφαλική, σωματική και μυϊκή, βιογενετική μνήμη.” 3 Μπορεί στο έργο των Σωκράτη και Πλάτωνα να μην υπάρχει αυτούσια αναφορά στην έννοια του ψηφιακού, οι διαδικασίες όμως που περιγράφουν είναι ξεκάθαρα ψηφιακές, καθώς αναλύουν σε διακριτά στοιχεία το μέχρι πρότινος ακέραιο και ενιαίο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Galloway, “αυτός είναι και ο λόγος που η διαλεκτική μεταφυσική των Σωκράτη και Πλάτωνα είναι τόσο σημαντική στην ιστορία του ψηφιακού, γιατί καθιερώνει ουσιαστικά για πρώτη φορά της βασικές κατηγορίες ψηφιοποίησης: η ουσία αλλοτριώνεται σε περιστατικά, ο λόγος γραμματικοποιείται στο γραπτό, η ιδέα επεκτείνεται στην ύλη, η μνήμη εξωτερικεύεται σε μέσα, η αυθεντική ζωή διαχωρίζεται από την μη γνήσια.” Μέσα από τον διαχωρισμό, την εξατομίκευση, την εξωτερίκευση, την επέκταση και την αλλοτρίωση, για πρώτη φορά η ύπαρξη διασπάται, το ένα χωρίζεται σε δύο. Οποιαδήποτε διαδικασία παράγει ή διατηρεί διαφοροποιήσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων στοιχείων μπορεί να χαρακτηριστεί ψηφιακή, και αυτό αποτελεί την βασική θέση, για τον εντοπισμό της έννοιας του ψηφιακού στο έργο διαφορετικών φιλοσόφων, είτε αυτή αναφέρεται ως τέτοια, είτε ως πράξεις διάσπασης. HEGEL, LENIN, MARX, MAO, BADIOU Το έργο των Hegel, Lenin, Marx και Mao, χαρακτηρίζεται από την κοινή τους στράτευση στη διαλεκτική, και ως αποτέλεσμα το απεριόριστο ενδιαφέρον τους σε διαδικασίες ψηφιοποίησης και αναλογικοποίησης, που αναγνωρίζονται στις δύο βασικές στιγμές της διαλεκτικής, την ανάλυση, την στιγμή δηλαδή της διάσπασης και την σύνθεση, τη στιγμή δηλαδή της επανένωσης.
4 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press, pp.12,53
22 ΨΗΦΙΑΚΟ-ΑΝΑΛΟΓΙΚΟ
Στο έργο του Hegel συγκεκριμένα εμφανίζονται πολλαπλές ομοιότητες με την αντίληψη του Πλάτωνα για την ύπαρξη (το ον). H συνολική προσέγγιση του γύρω από την ύπαρξη συνοψίζεται στο αξίωμα πως, “οτιδήποτε υπάρχει είναι κατακερματισμένο”4. Ουσιαστικά, οτιδήποτε υπάρχει, χαρακτηρίζεται από έναν στοιχειώδη διαχωρισμό, μία εγγενή διάσπαση της ίδιας της ύπαρξης η οποία δεν μπορεί να ξεπεραστεί, παρά μόνο εν όψει μίας νέας διάσπαση. Είναι, όμως, αυτή η διάκριση που δρα ως κινητήριος δύναμη στην εξέλιξη της ιστορίας, και αυτό είναι ένα από τα κομβικά και θεμελιώδη στοιχεία στο έργο τόσο του Hegel όσο και
του Marx. Παρόλαυτα για τον Hegel, ενώ η διάσπαση και η σύνθεση συνυπάρχουν, η αλλοτρίωση μπορεί να ξεπεραστεί μέσω της σύνθεσης. Στον αντίποδα, ο Marx και στη συνέχεια ο Lenin, αναγνωρίζοντας την σημασία του έργου του Hegel, αντιμετωπίζουν την ιστορία σαν μία μάχη, δίνοντας έτσι μεγαλύτερη βαρύτητα στην πρώτη στιγμή της διαλεκτικής, αυτή της ανάλυσης, διαχωρίζοντας το ένα σε δύο. Η κοινωνία αποσυντίθεται σε τάξεις, και η ένωση τους δεν μπορεί παρά να είναι στιγμιαία και φευγαλέα.
5 Mao Tsetung. (1977). “A Dialectical Approach to Inner-Party Unity. trans. Anonymous, Selected Works of Mao Tsetung, vol.5. Peking: Foreign Languages Press
6 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press. p. xxvi 7 Badiou A. (2007), The Century, trans. Alberto Toscano. Cambridge: Polity. p. 60 8 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press. p. 53
9 Badiou A. (2011), The Rational Kernel of the Hegelian Dialectic: Translations, Introductions and Commentary on a Text by Zhang Shiying. trans. Tzuchien Tho. Melbourne: re.press. p. 60
Ταυτιζόμενος με την άποψη των Marx και Lenin, ο Mao στρατεύεται αδιαμφισβήτητα υπέρ της αναλυτικής στιγμής της διαλεκτικής, διατυπώνοντας τον διαχωρισμό του ενός σε δύο σε πολλαπλές εκφράσεις του. “Δεν υπάρχει κανένα μέρος όπου οι αντιφάσεις δεν υπάρχουν, ούτε υπάρχει άνθρωπος που να μην μπορεί να αναλυθεί. Το να σκεφτούμε ότι δεν μπορεί, είναι μεταφυσικό… Το ένα διαχωρίζεται σε δύο, αυτό είναι ένα καθολικό φαινόμενο, και αυτό είναι διαλεκτική.”5 Υπό την προεδρία του Mao η συζήτηση περί ανάλυσης και σύνθεσης, μετατρέπεται σε αντιπαράθεση μεταξύ Κίνας και Σοβιετικής Ένωσης. Όσοι ενέκριναν την συνύπαρξη με τη Σοβιετική Ένωση, ενέκριναν ουσιαστικά τη στιγμή της σύνθεσης, ενώ όσοι στρατεύονταν με τον διαχωρισμό από τη Σοβιετική Ένωση και τη συνεχή επανάσταση μέσα στην Κίνα -την “Πολιτιστική Επανάσταση”- ενέκριναν την στιγμή της ανάλυσης. Οι υποστηρικτές της σύνθεσης, την χρησιμοποιούσαν σαν μέσο άσκησης πίεσης για την επίτευξη μίας ειρηνικής συνύπαρξης, ενώ οι υποστηρικτές της ανάλυσης ως μέσο πίεσης για διαρκή ταξική πάλη. Μέχρι το 1966, οι βασικοί υποστηρικτές της σύνθεσης είχαν απομακρυνθεί, και η απόφαση είχε παρθεί · ο διαχωρισμός επικράτησε της ένωσης, η ανάλυση της σύνθεσης, το ψηφιακό στο αναλογικό. 6 Ο Alain Badiou διερωτώμενος την ουσία της διαλεκτικής σχολιάζει πως “στην Κίνα αυτοί που υποστήριζαν τον διαχωρισμό του ενός σε δύο χαρακτηρίζονται αριστεροί, ενώ αυτό που υποστήριζαν την σύνθεση των δύο σε ένα δεξιοί,”7 παίρνοντας έτσι σαφή θέση στην αντιπαράθεση. Ο Badiou αναπτύσσει την “θεωρία των σημείων” όπου το κοινωνικό σύνολο αποσυντίθεται σε δύο άκρα, μεταξύ των οποίων το υποκείμενο καλείται να πάρει θέση8. “Η αλήθεια δεν έχει καμία άλλη ταυτότητα από την διαφορά, ως εκ τούτου η ύπαρξη όλων των πραγμάτων είναι η διαδικασία της διαίρεσης τους σε δύο.”9 Η αντιπαράθεση των δύο τάσεων ενέπνευσε ένα σύνολο φιλοσόφων και πολιτικών, ειδικά στα πλαίσια της μεταπολεμικής Γαλλίας, όπως τους Badiou, Guy Debord, Pierre Macherey, Bruno Bosteels, Alenka Zupan Ci c, και τους Michael Hardt και Antonio Negri. Η επικράτηση της ανάλυσης υπέρ της σύνθεσης καθιερώνει μία από τις βασικότερες πολιτικές τοποθετήσεις του 23
10 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press. p. xxii 11 Hardt M. και Negri A. (2009). Commonwealth. United States of America: Harvard University Press. P.294
12 Deleuze G. και Guattari F. (1987). A Thousand Plateaus, trans. Brian Massumi. Minneapolis: University of Minnesota Press. P.5 13 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press. p. xxxiii 14 Ibid. p.xxxiii
15 Deleuze G. (1981). Francis Bacon: the logic of sensation, trns. D. W. Smith. London, New York: Continuum. p.116
20ου αιώνα. “Το να είναι πολιτικό σημαίνει την εύνοια της διαίρεσης επί της ολοκλήρωσης, της πάλης επί της συνύπαρξης.”10 Όπως πολύ γλαφυρά τοποθετούνται ο Michael Hardt και Antonio Negri, “η παλιά διαλεκτική, που οδηγούσε σε ενότητα μεταξύ δύο αντικρουόμενων υποκειμενικοτήτων, πλέον δεν λειτουργεί. Οι απαιτήσεις για ενότητα και ενσωμάτωση σε αυτό το σημείο είναι απλά ψευδής υποσχέσεις.”11 Συνοπτικά, οτιδήποτε μας περικλείει, από την κοινωνία μέχρι το άτομο, είναι εξ’ ορισμού και αναμφίβολα ψηφιακό. DELEUZE & GUATTARI Για τους Deleuze και Guattari και οι δύο στιγμές της διαλεκτικής είναι εξίσου απωθητικές και, παρόλο που ασκούν μία οξεία κριτική στην έννοια του ψηφιακού και στον διαχωρισμό του ενός σε δύο, αποστασιοποιούνται ταυτόχρονα και από την έννοια του αναλογικού, όπως ορίζεται πρότερα. Ο διαχωρισμός του ενός σε δύο “είναι ο πιο κλασσικός, παλιός και ανιαρός τρόπος σκέψης”12, καθώς για τους Deleuze και Guattari η ψηφιακότητα αποτελεί την παλαιότερη προκατάληψη, καθώς απαιτεί την απόφαση μεταξύ δύο στοιχείων που κρατούνται πάντα χωριστά.13 Η θεωρία του Σπινόζα γύρω από την έννοια της εμμένειας, τροφοδοτεί το έργο τους με το κατάλληλο υπόβαθρο για να μελετήσουν την ύπαρξη, στα πλαίσια της συνεχής ένωσης των πραγμάτων και της αέναης διαφοροποίησης, προσεγγίζοντας “την αγνή πολλαπλότητα μέσα στο μονοσήμαντο της ύπαρξης.”14 Στο μετέπειτα έργο του, ο Deleuze ορίζει λεπτομερέστερα την έννοια του αναλογικού και του ψηφιακού, χρησιμοποιώντας, εκτός των άλλων, το αναλογικό και το ψηφιακό συνθεσάιζερ ως παράδειγμα. Για τον Deleuze, “τα αναλογικά συνθεσάιζερ είναι αρθρωτά· καθιερώνουν άμεσες συνδέσεις μεταξύ ετερογενών στοιχείων, δημιουργώντας απεριόριστες δυνατές συνδέσεις μεταξύ αυτών των στοιχείων, σε ένα πεπερασμένο πεδίο που οι στιγμές του είναι όλες πραγματικές και λογικές. Αντιθέτως τα ψηφιακά συνθεσάιζερ είναι ακέραια, ολοκληρωτικά· η λειτουργία τους καθορίζεται από μία κωδικοποίηση, μέσω της ομογενοποίησης και της δυαδοποίησης δεδομένων, που παράγονται σε διαφορετικά πεδία, απεριόριστα εξ’ αρχής, και των οποίων ο ήχος μπορεί να αναπαραχθεί μόνο ως αποτέλεσμα μίας μετατροπής, μίας μετάφρασης.”15 Στην ίδια λογική, η αναλογική γλώσσα δεν χαρακτηρίζεται από κωδικοποιημένα σήματα και συμβάσεις όπως είναι οι λέξεις, αλλά από χειρονομίες, νεύματα, κραυγές, εκφράσεις, συσχετίσεις. Αναγνωρίζοντας τα βασικά στοιχεία που αναδεικνύονται στις αναλύσεις αυτές, υπάρχει ο κίνδυνος της απλοϊκής αντίληψης, ότι το αναλογικό προκύπτει από την ομοιότητα, και το ψηφιακό λειτουργεί μέσω κώδικα και συμβάσεων, ή στον αντίποδα λόγω μίας εσφαλμένης κατανόησης το αναλογικό να ταυτιστεί με την διαφοροποίηση και το ψηφιακό με την ενσωμάτωση. Παρόλαυτα, μέσω κωδικοποίησης είναι πιθανό να δημιουργηθούν ουσιαστικοί συνδυασμοί στοιχείων, και έτσι μέσω ενός ψηφιακού κώδικα να παραχθούν ομοιότητες και ως αποτέλεσμα μορφές αναλογίας. Η διαφορά μεταξύ των σχέσεων
24 ΨΗΦΙΑΚΟ-ΑΝΑΛΟΓΙΚΟ
16 Deleuze G. (1981). Francis Bacon: the logic of sensation, trns. D. W. Smith. London, New York: Continuum. p.116
17 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press. p. 102 18 Deleuze G. (1981). Francis Bacon: the logic of sensation, trns. D. W. Smith. London, New York: Continuum. Η δυαδοποίηση, δηλαδή η ομαδοποίηση πραγμάτων σε δυάδες, ταυτίζεται με την ψηφιοποίηση, τον διαχωρισμό, την διακριτότητα μεταξύ ατόμων, που ταυτίζεται με την ενσωμάτωση, που ταυτίζεται με την κωδικοποίηση, την αναπαράσταση δηλαδή σε ένα συμβολικό σύστημα, που με την σειρά της ταυτίζεται με την ομογενοποίηση, την δημιουργία ομοειδών από ανόμοια συστατικά. 19 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press. p. 103
που παράγονται μέσω κωδικοποίησης και των σχέσεων που παράγονται μέσω εξ’ αρχής αναλογικών σχέσεων έγκειται στο γεγονός ότι στην δεύτερη περίπτωση παράγεται ομοιότητα από ανόμοια μέσα και στοιχεία, χωρίς την ύπαρξη κάποιου κώδικα ή μίας προυπάρχουσας ομοιότητας. Αυτή του τύπου η αναλογία που είναι μη εικονική και μη κωδικοποιημένη ορίζεται από τον Deleuze ως “αισθητική αναλογία.”16 Ο Galloway, αναλύοντας την θέση του Deleuze γύρω από το ψηφιακό και το αναλογικό, αναγνωρίζει ότι “η οντολογία του προϋποθέτει ένα άπειρο πεδίο από ετερογενή στοιχεία στο οποίο τα στοιχεία αυτά ενσωματώνονται σε λιγότερο ή περισσότερο ομογενείς κανονικότητες συνάθροισης, συμπεριφοράς και σύνθεσης. Ως εκ τούτου, η ενσωμάτωση είναι συνώνυμο για τον συντονισμό και την οργάνωση, και είναι αυτή που παράγει πράγματα όπως τα είδη, οι συνθέσεις, οι κοινωνίες.”17 Αυτό που είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον στο έργο του Deleuze είναι η εξίσωση των όρων ψηφιοποίηση, ενσωμάτωση, κωδικοποίηση, ομογενοποίηση και δυαδοποίηση.18 Μέσα από την ανάγνωση και ανάλυση του έργου του Deleuze προκύπτουν δύο βασικά χαρακτηριστικά του ψηφιακού και του αναλογικού. Ως αναφορά το ψηφιακό, αποτελεί μία μετασχηματιστική διαδικασία κατά την οποία ένα ομογενές υπόστρωμα που στηρίζεται στο μονοσήμαντο της ύπαρξης, μετατρέπεται σε ένα σύστημα διακριτών διαχωρισμών μεταξύ στοιχείων, τα οποία παρόλο που είναι διαχωρισμένα αλληλοσχετίζονται αντιθετικά μεταξύ τους. Ως αναφορά το αναλογικό, διαφορετικά στοιχεία, διατηρώντας την ολότητα τους και την ετερογένεια τους μπορούν να συσχετιστούν άμεσα. Στην έννοια του αναλογικού, η ουσία του κόσμου παραμένει μη ευθυγραμμισμένη, ιδιοσυγκρασιακή, μοναδική.19 Ο ίδιος ο Deleuze χαρακτηρίζεται από τον Galloway ως “αναλογικός” φιλόσοφος, όχι μόνο λόγω του αυξημένου ενδιαφέροντος του γύρω από την ετερογένεια, την οποία εντοπίζει στο αναλογικό και της άποψης του ότι το ψηφιακό είναι παρωχημένο, αλλά κυρίως λόγω της στράτευσης του στο έμφυτο, ως φιλοσοφικό ρεύμα. Το ψηφιακό αναγνωρίζεται στην μεταφυσική, στην ταύτιση με το υπερβατικό, ενώ το αναλογικό εντοπίζεται στα φιλοσοφικά ρεύματα που ταυτίζονται με την έννοια του έμφυτου. LARUELLE Ο Laruelle, σε αντίθεση με όλους τους προηγούμενους, αρνείται να επιλέξει μεταξύ ψηφιακού και αναλογικού, και για το λόγο αυτό απέχει από τα δίπολα της ανάλυσης-σύνθεσης, του διαχωρισμού του ενός σε δύο και της σύνθεσης των δύο σε ένα. Αυτή η αποχή του από αυτά τα δίπολα, η άρνηση του να αποφασίσει, δηλώνει ταυτόχρονα την αποχή του από την έννοια του ψηφιακού, στα πλαίσια της συνολικότερης φιλοσοφικής του προσπάθειας να καταστείλει, να αντιταχθεί, και να αναιρέσει έναν δομικά ψηφιακό κόσμο. Όπως ο ίδιος ο Laruelle σημειώνει “η δυαδικότητα του διακριτού και το συνεχές των μαθηματικών και της φιλοσοφίας… είναι μία 25
20 Laruelle F. (2005). “L’ordinateurtranscedental: Une Utopie non-philosophique,” in Homo ex machine. Paris: L’ Harmattan. p.13
21 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press. p. 55
σταθερά κατά τη διάρκεια της ιστορίας και διαπερνά το σύνολο της Δυτικής σκέψης. Το διακριτό νικά τακτικά, παρόλο που το συνεχές συνεχίζει να επιβιώνει… Η μη-φιλοσοφία είναι, εκτός των άλλων, ένας τρόπος να κατοχυρωθεί αυτή η επιβίωση χωρίς να προσποιείται ότι η μία πλευρά θα συντρίψει την άλλη. Αντιθέτως, η μη-φιλοσοφία συνδέει το κάθε τι σε περιστατικά που δεν είναι ούτε συνεχή (κυρίαρχο στην φιλοσοφία) ούτε μη-συνεχή (κυρίαρχο στην επιστήμη).”20 Στα πλαίσια της ανάπτυξης της μη-φιλοσοφίας του, ο Laruelle, προσπαθεί να διασπάσει δίπολα, όπως το μερικό με το σύνολο, που κυριαρχούν στην ψηφιακότητα της Δυτικής φιλοσοφίας, όχι για να παράξει αναλογικές υπάρξεις, αλλά για να αποδομήσει το ψηφιακό και να διαχωρίσει τα ζεύγη, δημιουργώντας έτσι, όπως αναφέρει και ο Galloway, “μία σειρά από παράξενα οντολογικά τέλματα, όπως το μέρος κανενός μέρους, η διαφοροποίηση που δεν παράγει καμία διαφορά, η μειονότητα που δεν φέρει καμία μειοψηφία, η ύπαρξη που έμεινε ύπαρξη.”21Στόχος αυτής της διάσπασης, των μέχρι πρότινος υγειών διπόλων της Δυτικής φιλοσοφίας, δεν είναι η παραγωγή μίας απουσίας, ενός κενού, καθώς αυτό θα επέστρεφε στην ψηφιακή αντίληψη, αλλά η αποδέσμευση του ενός για την θετική αναπαραγωγή του ίδιου και όχι την σύνδεση του σε μία αντιθετική σχέση. Η δυσκολία στην αντίληψη των διαδικασιών που προτείνει ο Laruelle είναι η απόδειξη της σχεδόν ολοκληρωτικής κυριαρχίας στην Δυτική μεταφυσική σκέψη. 2.2 ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ Υπάρχουν φιλόσοφοι που αναδεικνύουν την ψηφιακότητα αναγνωρίζοντας την σαν απόλυτη αλήθεια, άλλοι που τάσσονται ξεκάθαρα υπέρ της αναλογικότητας, αποφεύγοντας εξ’ ολοκλήρου οτιδήποτε υπερβατικό και αυτοί, όπως ο Laruelle, που αρνούνται να συμμετάσχουν σε αυτό το δίπολο, και προσπαθούν με τις αναλύσεις τους να το ξεπεράσουν. Παρόλο που γίνεται μία ιστορική καταγραφή των εννοιών αυτών ενδεικτικά, στο έργο συγκεκριμένων μελετητών, το βασικό ερώτημα παραμένει. Τι είναι ψηφιακό, τι αναλογικό και ποιες είναι αυτές οι ποιότητες, και επιμέρους προσεγγίσεις, που συνδέονται και χαρακτηρίζουν την κάθε έννοια, στην προσπάθεια ανάλυσης και εξήγησης της ύπαρξης; Με βασική πηγή τα γραπτά του Galloway, επιδιώκεται μία ανάλυση και αντιπαράθεση αυτών των εννοιών και των διαφορετικών προσεγγίσεων, και εν τέλει μία τύπου κατάταξη τους κάτω από τις έννοιες της ψηφιακότητας και της αναλογικότητας, αντιστοίχως.
2.01- Από το αναλογικό στο ψηφιακό, η σύνθεση των δύο σε ένα και ο διαχωρισμός του ενός σε πολλαπλά 26 ΨΗΦΙΑΚΟ-ΑΝΑΛΟΓΙΚΟ
Η πρωταρχική διαφοροποίηση των δύο εννοιών αφορά την άρρηκτη σύνδεση της αναλογικότητας με την εμμένεια και της ψηφιακότητας με το υπερβατικό, όπως έχει προαναφερθεί. Οπουδήποτε υπάρχει ένα φάσμα εντάσεων, εκεί υπάρχει το έμφυτο, και ως εκ τούτου η σύνθεση των δύο σε ένα είναι ένα σχέδιο εμμένειας, το οποίο υποδηλώνει αναλογία. Αντιθέτως οπουδήποτε υπάρχουν ασυνεχείς, διακριτές καταστάσεις, εκεί υπάρχει το υπερβατικό, και σαν αποτέλεσμα ο διαχωρισμός του ενός σε δύο απαιτεί την αποδοχή του υπερβατικού, υποδηλώνοντας έτσι ψηφιακότητα. ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΨΗΦΙΑΚΟΤΗΤΑ- ΔΙΑΦΟΡΙΚΟ ΟΝ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟ ΟΝ Όπως έχει προαναφερθεί, το ψηφιακό σημαίνει ο διαχωρισμός του ενός σε δύο. Ψηφιακή είναι η διαδικασία, η λειτουργία απλούστερα, κατά την οποία το μέχρι πρότινος ολόκληρο, ακέραιο, ενιαίο διασπάται σε διακριτά στοιχεία-μέρη. Η θέση αυτή αποτελεί το θεμελιώδες αξίωμα, την αφετηρία ουσιαστικά, για την αντίληψη και ανάλυση του ψηφιακού. Αυτή η διαδικασία μπορεί να επιτευχθεί μέσω του διαχωρισμού, της εξατομίκευσης, της εξωτερίκευσης, της επέκτασης ή της αλλοτρίωσης, όπως αυτές εντοπίζονται στις διάφορες θεωρήσεις. Αυτός ο διαχωρισμός της ύπαρξης, όμως, επιτυγχάνεται με δύο διαφορετικούς τρόπους· μέσω μίας βασικής διαίρεσης στηριζόμενη στο διαφορετικό, που οδηγεί σε μία αέναη δυαδικότητα και μέσω μίας βασικής άρνησης λόγω αντίθεσης, που οδηγεί σε σχέσεις αντιδιαστολής και αντιπαράθεσης. 22 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press. p. 54
23 Ibid.
Προκύπτουν έτσι οι δύο συνθήκες της ύπαρξης μέσα στο ψηφιακό. Η πρώτη είναι αυτή του “διαφορικού όντος ή εν συντομία Ένα Δύο”, όπως το ορίζει ο Galloway22. Ο βασικός διαχωρισμός του διαφορικού όντος αδυνατεί να επιτύχει οποιουδήποτε είδους σύνθεση, αλλά διατηρείται λόγω αυτού το μόνιμου διαχωρισμού. Για τον λόγο αυτό ανταποκρίνεται στον κατακερματισμό του ενός διαιωνίζοντας τον μέσω αυτής της αέναης δυαδικότητας που παράγει. Η δεύτερη κατάσταση είναι αυτή του “διαλεκτικού όντος ή εν συντομία Όχι- Ένα”23, κατά την οποία, όπως γίνεται σαφές και από τον ορισμό, επιτυγχάνεται ο διαχωρισμός μέσω της άρνησης και της αντίθεσης. Σε αυτή την περίπτωση η διάσπαση επαναλαμβάνεται συνεχώς ξεκινώντας από τον στοιχειώδη κατακερματισμό του όντος, και συνεχίζοντας στον κατακερματισμό κάθε επιμέρους στοιχείου που προκύπτει, μέσα από αντιθετικές σχέσεις. Οι δύο συνθήκες της ύπαρξης, παρόλο που εφορμούν από το κοινό πεδίο της ψηφιακότητας, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να ταυτιστούν. Στην πρώτη περίπτωση του διαφορικού όντος, εντοπίζονται σχέσεις όπως του ίδιου και του άλλου, του εγώ και εσύ, στοιχείων δηλαδή που δεν συσχετίζονται διαλεκτικά, και έτσι ορθώς χαρακτηρίζονται ως δυαδικά. Στην δεύτερη περίπτωση, του διαλεκτικού όντος, ανήκουν σχέσεις όπως αυτή του εργάτη και του αφεντικού, οι οποίες στηρίζονται σε μία αντίθεση, και ως εκ τούτου το ένα μέρος δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς το άλλο. Λόγω αυτού, στην περίπτωση του διαλεκτικού όντος, προκύπτει 27
μία μορφή σύνθεσης λόγω αυτής της άρρηκτης αντιθετική σχέσης των δύο μερών. Όπως μάλλον έχει ήδη γίνει κατανοητό, η έννοια του διαλεκτικού όντος εντοπίζεται κατ’ εξοχήν στον έργο του Hegel, Marx, Lenin, Mao, Badiou.
24 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press. p. 56
25 Deleuze G. (1970). Spinoza: Practical Philosophy. trans. Robert Hurley (1981). San Francisco: City Lights Books. p. 122 26 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press. p. 56
27 Ο όρος δυνητικοποίηση , πιθανόν αυθαίρετα, χρησιμοποιείται εδώ για την μετάφραση του όρου virtualization που χρησιμοποιεί ο Deleuze, η διαδικασία δημιουργίας του δυνητικού. 28 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press. p. 58
28 ΨΗΦΙΑΚΟ-ΑΝΑΛΟΓΙΚΟ
ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ-ΣΥΝΕΧΕΣ ΟΝ ΚΑΙ ΓΕΝΙΚΟ ΟΝ Για τον αναλογικό, το θεμελιώδες αξίωμα του είναι η σύνθεση των δύο σε ένα, ενώ γίνεται εμφανές μέσα σε συνθήκες εμμένειας. Λόγω αυτού οι διαφορετικές συνθήκες της ύπαρξης που εκφράζουν το αναλογικό ή αντιστοίχως εκφράζονται από αναλογίες, σχετίζονται άμεσα με δύο συνθήκες εμμένειας, της εμμένειας του συνολικού πεδίου της ύπαρξης, και της εμμένειας του ατόμου ή του αντικειμένου24. Η εμμένεια του συνολικού πεδίου ύπαρξης (plane of immanence) ορίζεται από τον Gilles Deleuze, μέσα από την ανάγνωση του έργου του Spinoza. “Όλοι γνωρίζουν την πρώτη αρχή του Spinoza: μία ουσία για όλα τα χαρακτηριστικά… μία Φύση για όλες τις μονάδες, μία Φύση που είναι η ίδια μία μονάδα που ποικίλει με άπειρους τρόπους. Αυτό που μελετάται δεν είναι πλέον η επιβεβαίωση μίας και μοναδικής ουσίας, αλλά αντιθέτως η θέσπιση ενός κοινού πεδίου εμμένειας όπου βρίσκονται όλα τα σώματα, τα μυαλά, όλες οι μονάδες.”25 Ο Deleuze δεν αναγνωρίζει ομαδοποιήσεις, κοινωνίες ή σώματα, μόνο πολλαπλότητες και συγκεντρώσεις, που συνθέτουν ένα ομογενές (και όχι ενιαίο ή όμοιο) πεδίο. Μέσα σε αυτό το πεδίο εντοπίζεται η πρώτη συνθήκη του αναλογικού όντος, “το συνεχές όν ή εν συντομία το Ένα-σαν- Πολλαπλό.”26 Η ύπαρξη στη συνθήκη αυτή αποτελείται από πολλαπλότητες, μοναδικές και ετερογενείς μεταξύ τους, οι οποίες όμως “παραμένουν μέσα στον εαυτό τους”, συναρμολογούνται και επανασυναρμολογούνται μέσα από ενδογενείς δυνάμεις ροής και έλξης, δημιουργώντας έτσι μία καθαρή ύπαρξη. Η δεύτερη συνθήκη του αναλογικού όντος εντοπίζεται μέσα στο πεδίο της εμμένειας του ατόμου, και ορίζεται από τον Galloway σαν το “γενικό ον ή εν συντομία ως Ένα-ως-το Ίδιο”. Αντίθετα με την προσθετική φύση του συνεχούς όντος, το γενικό όν είναι αφαιρετικό και αρνητικό, αποφεύγει προφανώς να δημιουργήσει σχέσεις με τον εαυτό του και το περιβάλλον, αποτινάσσοντας οποιοδήποτε χαρακτηριστικό της ύπαρξης για να επιτύχει μία γενική κατάσταση. Σύμφωνα με τον Galloway, “το γενικό ον είναι αυτό που εννοούσε ο Deleuze με την έννοια της δυνητικοποίησης27, ως την απεδαφικοποίηση πραγματικών οντοτήτων σε ακαθόριστα, μη διαχωρισμένα στοιχεία, με τον εαυτό τους και με άλλα πράγματα. Το συγκεκριμένο γίνεται γενικό. Παρόλες τις διαφορές τους, τόσο το συνεχές όσο και το γενικό όν προσεγγίζουν τον θεμελιώδη κατακερματισμό της ύπαρξης προσπαθώντας να τον επαναφέρουν σε κάτι ομογενές.”28 ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΙΑ Στην προσπάθεια ορισμού των όρων ψηφιακό και αναλογικό, χρησιμοποιείται με πολλαπλούς τρόπους η σχέση ή συσχέτιση της ύπαρξης με τον εαυτό της ή της ύπαρξης με το εξωγενές. Πως και τι είδους σχέσεις αναπτύσσονται στα πλαίσια της ψηφιακότητας και της αναλογικότητας;
29 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press. p. 60
30 Ibid p. 62
31 Ibid p. 63
32 Εδώ γίνεται αναφορά στον αγγλικό όρο prevent που χρησιμοποιείται περισσότερο κυριολεκτικά ως prior to the event, δηλαδή πριν το συμβάν. Οι λέξεις πρόληψη και αποτροπή χρησιμοποιούνται εδώ ως βέλτιστη δυνατή μετάφραση για να αποφευχθεί η συνεχής έκφραση πριν-το-συμβάν.
Για την απάντηση αυτού του ερωτήματος ο Galloway εισάγει δύο όρους, αυτόν του παραλληλισμού και της παραλληλίας, “αναφέροντας χαρακτηριστικά πως η αναλογικότητα προέρχεται από εμμενείς παραλληλισμούς και η ψηφιακότητα από υπερβατικές παραλληλίες.”29 Η έννοια παραλληλισμός, όπως τίθεται εδώ από τον Galloway, διατηρεί την μορφή της παραλληλίας. Μέσω του παραλληλισμού δημιουργείται μία τέτοια άρρηκτη και αυτοαναφορική σχέση μεταξύ των δύο, τα οποία μετατρέπονται σε σχεδόν-δύο, αποτελώντας ουσιαστικά ένα. Δεν εκτίθενται σε αλλαγές χρόνου και χώρου και ως εκ τούτου δεν διαχωρίζονται. Στην εμμενή φύση της αναλογικότητας ο όρος σχέση χρησιμοποιείται καταχρηστικά, καθώς η σχέση απαιτεί την σύνδεση μεταξύ δύο στοιχείων διακριτών. Αυτό που δημιουργείται στις αναλογίες είναι μία “σχέση του ίδιου, μία ψευδο-σχέση, μία ιδιο-συσχέτιση”, όπως το ορίζει ο Galloway, η οποία οδηγεί στην παραγωγή μίας ταυτότητας μέσα από την σύνθεση των δύο σε ένα. Χρησιμοποιώντας το χαρακτηριστικό παράδειγμα του Deleuze, αυτό της σφήγκας με την ορχιδέα ο Galloway εντοπίζει χαρακτηριστικά· “όταν δύο ετερογενή στοιχεία ενώνονται σε έναν αναλογικό παραλληλισμό, μία πραγματική ταυτότητα δημιουργείται στο κατώφλι της ένωσης τους.” 30 Σε αντιδιαστολή με τον παραλληλισμό, η έννοια της παραλληλίας διατηρεί την λογική του παράλληλου. Η παραλληλία είναι μία μη γραμμική συνθήκη συμμετρικότητας, δυαδικότητας όπου το ένα διαχωρίζεται σε δύο , και τα δύο αντικαθίστανται συνεχώς από τα πολλαπλά. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την δημιουργία πολλαπλών και πολυεπίπεδων παραλληλιών που σχετίζονται “εγκάρσια” μεταξύ τους, όπως για παράδειγμα τα διαδικτυακά παιχνίδια. Αν στην αναλογικότητα η σχέση είναι ψευδής, η ψηφιακότητα παράγει συσχετίσεις, και είναι αυτές οι συσχετίσεις που ενεργοποιούν ένα ομογενές υπόστρωμα τυποποιημένων ατόμων, απόλυτα διαχωρισμένων, για να αλληλοεπιδράσουν μεταξύ τους. “Οι ψηφιακές σχέσεις είναι πράγματι απελευθερωτικές σχέσεις,”31 καθώς υπερβαίνουν τις συνθήκες της ίδιας της ύπαρξης, καθώς φαντάζονται και δημιουργούν συσχετίσεις μεταξύ πραγμάτων εντελώς ασύνδετων και άσχετων μεταξύ, μέχρι πρότινος. ΣΥΜΒΑΝΤΑ Η έννοια της συσχέτισης, όπως εμφανίζεται προηγουμένως, συνδέεται άμεσα με την έννοια του συμβάντος. Μπορεί να υπάρξει ένα αναλογικό συμβάν; Με την αυστηρή έννοια του όρου, το συμβάν δεν μπορεί παρά να είναι ψηφιακό, καθώς επιφέρει μία τομή, μία αλλαγή από μία κατάσταση σε μία άλλη, μία απόφαση. Αν το ψηφιακό συμβάν εντοπίζεται, για ακόμη μία φορά στα πλαίσια του υπερβατικού, στην συνθήκη της εμμένειας ο Galloway εισάγει την έννοια της αποτροπής (η της πρόληψης)32. “Με τον όρο αποτροπή αναφέρεται στην αποφυγή της απόφασης και άρα την αποφυγή του συμβάντος… αυτή η αποτροπή ή το δυνητικό υποδηλώνει μία μετάσταση της ύπαρξης μέσα σε ένα σύνολο από ασαφή και μη διαφοροποιημένες εναλλακτικές καταστάσεις.
29
33 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press. p. 19
Στην αποτροπή, το πραγματικό δεν αναφέρεται σε καμία απόφαση, σε κανένα συμβάν, σε καμία παρουσία.” 33 Προκύπτει έτσι το πρώτο συμπέρασμα· τα συμβάντα είναι ψηφιακά, οι αποτροπές αναλογικές. Ορίζοντας το συμβάν αυστηρά, αποκλείεται το ενδεχόμενο ενός αναλογικού συμβάντος. Αν όμως το συμβάν εξετάζεται υπό το πρίσμα του όντος σε σχέση με το ίδιο, όπως αυτό ορίζεται προηγουμένως, τότε υφίσταται η προσέγγιση του αναλογικού συμβάντος. Στη συνθήκη της εμμένειας το σύνολο των πολλαπλοτήτων που αποτελούν το όν είναι ουσιαστικά δεδομένα, και με την τεχνική έννοια του όρου. Είναι ουσιαστικά “αυτό που ήδη υπάρχει” και άρα διατάξεις προσδιορισμού της ύπαρξης , σύμφωνα με τον Galloway. Όταν αυτά τα δεδομένα μπαίνουν σε μία διαδικασία συσχέτισης με τον εαυτό τους δημιουργείται μία “έμφυτη” σχέση που επιτρέπει την εμφάνιση του αναλογικού συμβάντος, που οδηγεί στην δημιουργία της ταυτότητας του ίδιου. Το αναλογικό συμβάν είναι μέρος της δομής της ύπαρξης, αναφέρεται σε αυτό που υπάρχει, στην έννοια της πληροφορίας και σε δομές δεδομένων, δημιουργώντας έτσι ενδογενείς σχεσιακές δομές. Συνοπτικά το αναλογικό συμβάν, είναι ένα σχεσιακό συμβάν που υποδηλώνει ύπαρξη.
34 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press. p.79
35 Ibid p.80
Αντιθέτως το ψηφιακό συμβάν, δημιουργεί αποφασιστικές σχέσεις, καθώς συνδέεται με την απόφαση και την προοπτική της ηθελημένης ενέργειας. “Ο χαρακτηρισμός των σχέσεων σαν αποφασιστικές, τονίζει το γεγονός ότι αναφέρονται στην τομή, στον διαχωρισμό, δημιουργώντας μία απόκλιση από την κατάσταση των πραγμάτων… τα αποφασιστικά συμβάντα σημαίνουν αλλαγή. Τα αποφασιστικά συμβάντα σημαίνουν δράση, εξέλιξη ή μετατροπή. Η αλλαγή σαν συμβάν είναι μία ψηφιακή απόφαση.”34 Ουσιαστικά οι σχέσεις, και άρα τα αναλογικά συμβάντα προσδιορίζουν αυτό που υπάρχει, ενώ οι αποφάσεις και άρα τα ψηφιακά συμβάντα αυτό που επιμένει. Το ιδιαίτερο στην θεωρία του συμβάντος είναι η σαφής συσχέτιση των αναλογικών και ψηφιακών συμβάντων από τον Galloway, μέσα από τον εντοπισμό δύο βασικών διανυσματικών δυνάμεων. Η πρώτη είναι “η κίνηση της ελευθερίας”, που κινείται από τα δεδομένα στην απόφαση, και η δεύτερη “η κίνηση της πραγματικότητας”, που κινείται από την απόφαση στα δεδομένα, και συνδέεται με έννοιες όπως της πραγματοποίησης, αντικειμενοποίησης, ουδετεροποίησης κτλ. Η κίνηση της ελευθερίας είναι μία κίνηση έξω από τα δεδομένα όρια του κόσμου, μία κίνηση έξω από την αυτονομία των δεδομένων35. Αν, λοιπόν, η κίνηση από το ψηφιακό στο αναλογικό είναι μία κίνηση ουδετεροποίησης, η κίνηση από το αναλογικό στο ψηφιακό συμβάν είναι μία κίνηση απελευθέρωσης. ΧΩΡΙΚΗ ΨΗΦΙΑΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΚΗ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ Έχοντας θέσει κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά της αναλογικότητας και της ψηφιακότητας προκύπτει ένα σημαντικό ερώτημα. Μπορούν να εντοπιστούν συγκεκριμένα πεδία στα οποία εκφράζονται συνθήκες ψηφιακότητας και αναλογικότητας;
30 ΨΗΦΙΑΚΟ-ΑΝΑΛΟΓΙΚΟ
Ο χρόνος είναι το βασικότερο πεδίο αναλογικότητας, που μπορεί να γίνει σχετικά εύκολα κατανοητό. Αυτό εξηγείται με δύο τρόπους. Πρώτον, το γεγονός ότι μπορούν δύο, ή περισσότερα, πράγματα να συμβαίνουν ταυτόχρονα ή συγχρονικά, και άρα ο χρόνος αποτελεί το κοινό πεδίο συνύπαρξης και σύνθεσης τους. Δεύτερον, ο χρόνος εξελίσσεται και κινείται ανεξαρτήτως οποιουδήποτε εξωγενούς παράγοντα, χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως δυνατότητα να διακοπεί ή να διασπαστεί σε διακριτά μέρη. Η μόνη αναφορά σε ψηφιακές χρονικότητες, αφορά το big bang, την πιθανή δηλαδή απαρχή του χρόνου, και την καταστροφή του κόσμου, σε δύο περιπτώσεις δηλαδή που αναφέρονται σε μεταφυσικές εικασίες και όχι την πραγματική διάσταση του χρόνου.
36 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press. p.66
Αντίθετα από το χρόνο, ο χώρος αποτελεί το βασικότερο πεδίο της ψηφιακότητας καθώς δεν υφίστανται δύο αντικείμενα “ταυτόχωρα”, που καταλαμβάνουν δηλαδή τον ίδιο χώρο. “Ο χώρος είναι το μέρος του διαχωρισμού, της διαφοροποίησης. Όταν το ένα διασπάται σε δύο το κάνει πάντα στα πλαίσια του χώρου.”36 Πέραν του χώρου, η ιστορία -όχι σαν χρόνος αλλά σαν υπάρχοντα χρονικά γεγονότα- όντας ένα πεδίο τομών και συνεχειών, επαναστάσεων και αναγεννήσεων, ανάμεσα σε πράγματα, μέχρι πρότινος ασύνδετων, είναι ένα πεδίο ψηφιακότητας. Τα χαρακτηριστικά της ψηφιακότητας και της αναλογικότητας, αφορούν την αντίληψη και ανάλυση της ύπαρξης, και για το λόγο αυτό παρουσιάζονται μέχρι στιγμής ως αφηρημένες έννοιες. Ο χώρος όμως αποτελεί το πεδίο πραγμάτωσης της αρχιτεκτονικής πρακτικής ενώ ο χρόνος αποτελεί βασικό παράγοντα στην αρχιτεκτονική θεωρία και στις αρχιτεκτονικές διαδικασίες, και άρα ο προσδιορισμός τους ως πεδίο ψηφιακότητας και αναλογικότητας αντίστοιχα, δημιουργεί μία αφετηριακή σύνδεση για να εξεταστούν τόσο η έννοια του ψηφιακού όσο και του αναλογικού στην αρχιτεκτονική. Μπορεί στα πλαίσια της ανάλυσης της ύπαρξης ο διαχωρισμός και η αντίστιξη τους να εμφανίζεται απόλυτη, όμως είναι αμφίβολο αν αυτή η απολυτότητα είναι πλήρως ορθή και κυρίως αν εκφράζεται έτσι αυστηρά και στις αρχιτεκτονικές διαδικασίες. ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΙΣ ΨΗΦΙΑΚΟΤΗΤΑΣ Πέραν από την αντιπαράθεση της ψηφιακότητας και της αναλογικότητας, ο Galloway αναγνωρίζει στην ίδια την χωρική ψηφιακότητα δύο περιπτώσεις, αυτή της επίπεδης ψηφιακότητας και αυτή της βαθιάς ψηφιακότητας, η ανάλυση των οποίων κρίνεται αρκετά βοηθητική και για την ανάλυση του ψηφιακού σχεδιασμού. Η επίπεδη ψηφιακότητα προκύπτει από τον πολύπλοκο πολλαπλασιασμό του αντικειμένου, τα οποία ομαδοποιούνται και στη συνέχεια συνδυάζονται και συντονίζονται για να δημιουργήσουν ένα είδος συνόλου. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της επίπεδης ψηφιακότητας, πέραν από τα παράθυρα του υπολογιστή, των ηλεκτρονικών παιχνιδιών κτλ, είναι το Πανόπτικον, όπου το υποκείμενο είναι ένα σημείο, και το αντικείμενο είναι “κυτταρι31
κό”, διαχωρίζεται δηλαδή σε ένα σύνολο κελιών- στοιχείων.
37 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis. United States of America: University of Minnesota Press. p.68
Αντίθετα η βαθιά ψηφιακότητα, είναι ένα αντίστροφο Πανόπτικον που προκύπτει από τον πολλαπλασιασμό του υποκειμένου αυτή τη φορά. Σε αυτή τη μορφή της ψηφιακότητας το υποκείμενο είναι “κυτταρικό” και το αντικείμενο ένα μεμονωμένο σημείο. “Η βαθιά ψηφιακότητα, στην διάσπαση του ενός σε δύο, επανατοποθετεί τον κόσμο σε ένα σύμπαν που γίνεται ορατό απ’ όλες τις πλευρές και όλες τις γωνίες του, έχοντας προβλεφθεί κάτω απ’ όλες τις μεταβλητές συνθήκες. Αυτή είναι και η συνθήκη στον κυβερνητικό χώρο της σύγχρονης ψηφιακής εποχής.”37
ΑΝΑΛΟΓΙΚΟ //συνεχεσ “τα δυο ενωνονται σε ενα” ετερογενεσ υποβαθρο
ΨΗΦΙΑΚΟ //διακριτο “το ενα διαχωριζεται σε δυο”
ομογενη ταυτοτητα ομογενεσ υποβαθρο διακριτα στοιχεια
πολλαπλα
συνθηκη εμμενειασ, μια μορφη δυνητικοποιηση
υπερβατικοτητα, πραγματωση του αναλογικου σε διακριτα μερη
συνεχεσ και γενικο ον
διαφορικο και διαλεκτικο ον
παραλληλισμοσ ψευδο-συσχετιση ιδιο-συσχετιση,συσχετιση με το ιδιο
παραλληλια απελευθερωτικεσ σχεσεισ συσχετιση πραγματων ασυνδετων μεχρι τοτε
αναλογικο συμβαν σχεσιακο συμβαν αναφερεται σε αυτο που υπαρχει
ψηφιακο συμβαν αποφασιστικεσ σχεσεισ σημαινει δραση, εξελιξη
χρονοσ, πεδιο αναλογικοτητασ
χωροσ, πεδιο ψηφιακοτητασ
32
κεφάλαιο τρίτο
ΨΗΦΙΑΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Εξηγώντας τις έννοιες της ψηφιακότητας και της αναλογικότητας οντολογικά, αναδεικνύεται ένα ολόκληρο επίπεδο ανάλυσης, πολύ διαφορετικό από την εργαλειακή προσέγγιση των όρων, η οποία ενώ προκύπτει από τις ίδιες τις έννοιες δημιουργεί μία απλούστευση. Προφανώς η θεωρία και η φιλοσοφία δεν μπορεί ούτε θα έπρεπε να μεταφραστεί αυτόματα στην αρχιτεκτονική πρακτική, καθώς αυτό θα οδηγούσε σε σφάλματα και απλουστεύσεις· εξάλλου δεν είναι αυτός ο στόχος. Μπορεί όμως να βοηθήσει στη προσπάθεια ανάγνωσης του περιβάλλοντος μας, που έτσι κ αλλιώς επιχειρείται τα τελευταία χρόνια από διαφορετικές εκφράσεις του ψηφιακού σχεδιασμού, στην άρθρωση ενός διαφορετικού αρχιτεκτονικού λόγου, και στην κατάρριψη πιθανόν αρχιτεκτονικών τετριμμένων. Ουσιαστικά, αφορά την αρχιτεκτονική ο διάλογος και η σύγκρουση μεταξύ ψηφιακού και αναλογικού, συνεχούς και διακριτού; Παρόλο που δεν υπάρχει σαφής αναφορά στην ταύτιση του ψηφιακού με το διακριτό και του αναλογικού με το συνεχές, οι όροι αυτοί εντοπίζονται στις διάφορες πρακτικές της ψηφιακής αρχιτεκτονικής. Η μετάβαση από τον σχεδιασμό καμπύλων, ενιαίων, συνεχών επιφανειών στις θραυσματικές κατασκευές και τα voxel, συνδυάζεται όπως αναλύεται και στο πρώτο κεφάλαιο, με την αντίληψη του κόσμου. Εύκολα μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι η μετάβαση από τη συνέχεια στην διακριτότητα εκφράζεται μορφολογικά, όμως αυτές οι μορφολογίες, και οι θεωρητικές προσεγγίσεις που οδηγούν σε αυτές, δεν είναι ουδόλως αποκομμένες από την αντίληψη και ανάγνωση του κόσμου. Θα θεωρούσε κανείς ότι, όσο περισσότερο αναδεικνύεται η πολυπλοκότητα των παραγόντων που επιδρούν στο περιβάλλον μας, τόσο περισσότερο εγκαταλείπονται απλουστευτικές σχεδιαστικές λογικές ενσωμάτωσης και ομογενοποίησης. Παρόλαυτα, η ανάλυση και αντίληψη της πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες κοινωνίες, μεταφράζεται ποικιλοτρόπως και οδηγεί σε ένα σύνολο προσεγγίσεων και αποτελεσμάτων, πολλές φορές αντικρουόμενων, στις διάφορες αρχιτεκτονικές πρακτικές. Ταυτόχρονα, η χρήση ψηφιακών ή αναλογικών εργαλείων δεν οδηγεί αναγκαστικά σε απόλυτα ψηφιακά ή αναλογικά αποτελέσματα, αντίστοιχα, ενώ ακόμη και η ίδια η σχεδιαστική πρόθεση μπορεί να διαφέρει από το τελικά παραγόμενο αποτέλεσμα. 35
Μέσα από την ανάλυση του έργου του Patrik Schumacher, ενός από τους κύριους εκφραστές της ψηφιακής στροφής στην αρχιτεκτονική, και του Pier Vittorio Aureli, ενός “πολιτικού” αρχιτέκτονα, που όμως το έργο του δεν αποτελεί δείγμα ψηφιακής αρχιτεκτονικής – για την ακρίβεια οι μορφές , και μόνο, που χρησιμοποιεί χαρακτηρίζονται από έναν μεγάλο βαθμό τυποποίησης, που θα μπορούσε να θεωρηθεί από κάποιον γνώρισμα της εποχής του μηχανικά παραγόμενου- επιδιώκεται να επανεξεταστούν οι έννοιες του ψηφιακού και του αναλογικού στην αρχιτεκτονική, όπως αυτές ορίζονται φιλοσοφικά. Αποδεσμεύοντας το έργο τους από τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούνται για τον σχεδιασμό και την παραγωγή, επιδιώκεται να εντοπιστούν οι έννοιες της ψηφιακότητας και της αναλογικότητας, μέσα από τον τρόπο που αντιλαμβάνονται οι δύο αρχιτέκτονες το περιβάλλον- ως αποτέλεσμα σύνθεσης ή διαχωρισμού- και την πρόθεση των πρακτικών τους για ομογενοποίηση ή διακριτοποίηση. Σε αυτά τα πλαίσια, μπορεί μία αρχιτεκτονική πρακτική να θεωρείται αμιγώς ψηφιακή ή αμιγώς αναλογική; Διαφοροποιείται η πρόθεση από το τελικό αποτέλεσμα, και με την μετέπειτα έκθεση του αρχιτεκτονήματος στον χρόνο; Μέσα από τη συγκριτική μελέτη των δύο, επιχειρείται να αρθρωθεί ένας συνολικότερος προβληματισμός γύρω από το θεωρητικό πλαίσιο των σύγχρονων αρχιτεκτονικών πρακτικών, αναφορικά με τις ψηφιακές και αναλογικές τους ποιότητες και ταυτότητες. 3.1 PATRIK SCHUMACHER ΕΝΣΩΜΑΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΛΥΠΛΟΚΟΤΗΤΑ Το έργο του Patrik Schumacher εφαρμοσμένο, αλλά κυρίως θεωρητικό, αποτελεί μία από τις πιο επίμαχες και αμφιλεγόμενες θεωρήσεις της τελευταίας δεκαετίας. Η ανάπτυξη και ανάλυση των αρχών και των χαρακτηριστικών, και ουσιαστικά ο ορισμός του παραμετρισμού ως το νέο στυλ που θα ενοποιεί παγκοσμίως και καθολικώς τις αρχιτεκτονικές θεωρίες και πρακτικές, αποτελεί αντικείμενο συζήτησης, αντιπαράθεσης, και προβληματισμού σε έναν αρχιτεκτονικό διάλογο που δεν αφορά μόνο τους εκφραστές της ψηφιακής αρχιτεκτονικής, αλλά συνολικότερα τον κλάδο της αρχιτεκτονικής παιδείας και πρακτικής. Είτε τασσόμενοι υπέρ είτε επικρίνοντας τον, ο παραμετρισμός του Schumacher αποτελεί σταθμό – οι μορφές που δημιουργεί και οι αρχές που τον διέπουν αποτελούν πιθανόν σήμα κατατεθέν - της ψηφιακής στροφής στην αρχιτεκτονική, ενσωματώνοντας ένα σύνολο επιμέρους θεωρήσεων και τεχνικών, κυρίως της πρώτης περιόδου της ψηφιακής αρχιτεκτονικής, που συνοψίζονται στο πρόσταγμα για ρευστότητα και καμπυλότητα που εκφράζεται και στις αρχιτεκτονικές μορφές. Παρόλο που η μορφογένεση και η χρήση υπολογιστικών και ψηφιακών εργαλείων είναι αδιάσπαστο κομμάτι του παραμετρικού σχεδιασμού, και ως εκ τούτου της θέσης του Schumacher γύρω από την αρχιτεκτονική, η ουσία του είναι καθολικότερη και εκκινεί από την θέση του γύρω από την σύγχρονη κοινωνία, και το ρόλο της αρχιτεκτονικής στα πλαίσια αυτής της μετα-Φορντικής κοινωνίας, όπως αναφέρει και ο ίδιος επανειλημμένως. “Η αναγνώριση των προδρόμων του παραμετρισμού στο έργο των Gaudi και Frei Otto, είναι συναφής με την επιμονή στην ανεξαρτησία και στον διαχωρισμό του παραμετρισμού, σαν 36 ΨΗΦΙΑΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
1 Schumacher P. (2016). Parametricism 2.0, Gearing Up to Impact the Global Built Environment in Patrik Schumacher. ed. Parametricism 2.0: Rethinking Architecture’s Agenda for the 21st Century. special issue, Architectural Design, Volume 86, Issue 2. p.13
παράδειγμα, μεθοδολογία και στυλ από αυτή καθαυτή την χρήση ψηφιακών εργαλείων. Παρόλαυτα η υπολογιστική ενδυνάμωση και η κωδικοποίηση είναι πολύ σημαντική για τις σύγχρονες και μελλοντικές προσδοκίες του Παραμετρισμού.”1, όπως γράφει ο Patrik Schumacher.
3.01- Zaha Hadid Architects,Kartal-Pendik Masterplan,Istanbul, Turkey, 2006, Maya Model
37
2 Poole M.,Shvartzberg M. (2015), The Politics of Parametricism, Digital Technologies in Architecture. London, New York: United Kingdom, United States of America. Bloomsbury Academic. p.33
3 PARAMETRICISM”. www.parametricism.agency/. ArchAgenda. 9 October 2015. Retrieved 25 December 2015.
4 Carpo M. (2013). The Digital Turn in Architecture 1992-2012. West Sussex: United Kingdom. John Wileys & Sons Ltd. p.250
ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΟΛΥΠΛΟΚOΤΗΤΑ Για τον Schumacher η αρχιτεκτονική καλείται αυτή την στιγμή να τοποθετηθεί, να απαντήσει και να οργανώσει τον κόσμο, όπως προσπάθησε να απαντήσει ο Μοντερνισμός τον 20ο αιώνα, όχι όμως με τις ιεραρχικές, καθολικές, γραμμικές δομές του μοντέρνου κινήματος αλλά αντιλαμβανόμενη την πολυπλοκότητα και την αβεβαιότητα που κυριαρχεί στα σύγχρονα περιβάλλοντα. Παρόλο που πολλοί αμφισβητούν την δυνατότητα και την ανάγκη ύπαρξης μίας συλλογικής ενοποιητικής αρχιτεκτονικής θεώρησης, ανάλογης με αυτή του μοντέρνου κινήματος, λόγω του κατακερματισμού, της διαφορετικότητας και της συνολικότερης πολυπλοκότητας, ο ίδιος θεωρεί ότι αυτή η αυξανόμενη πολυπλοκότητα και διαφοροποίηση των κοινωνικών φαινομένων, ξεδιπλώνεται μέσα σε ένα ενιαίο ολοκληρωμένο κοινωνικό περιβάλλον. Για το λόγο αυτό, για τον ίδιο, είναι αναγκαία περισσότερο από ποτέ η άρθρωση μίας ενοποιημένης θεωρίας.2 Για τον Schumacher η απάντηση σε αυτό το πρόβλημα βρίσκεται στην θεωρία του παραμετρισμού. Ο παραμετρισμός συνεπάγεται τον προσδιορισμό των στοιχείων του σχεδιασμού ως μεταβλητών, που αλληλεπιδρούν και προσαρμόζονται με βάση τις μεταξύ τους σχέσεις και ιδιότητες, δρώντας ως σύνολο, στην προσπάθεια προσέγγισης μίας σχεδιαστικής πρόθεσης. Ο παραμετρισμός ή αλλιώς ο παραμετρικός σχεδιασμός δημιουργεί αυτοποιητικά, αυτοαναφορικά συστήματα, τα στοιχεία των οποίων είναι αλληλένδετα μεταξύ τους και οποιαδήποτε επίδραση σε ένα από αυτά αλλάζει και το σύνολο των υπολοίπων. “Ο παραμετρισμός απορρίπτει τόσο την ομογενοποίηση όσο και την απόλυτη διαφοροποίηση καθώς αντιλαμβάνεται τόσο την διαφοροποίηση όσο και την συσχέτιση σαν θεμελιώδεις αξίες της σύνθεσης. Στόχος αυτής της σχεδιαστικής λογικής είναι να δημιουργηθούν χωρικές πολυπλοκότητες, που όμως διατηρούν «ευανάγνωστα» τα χαρακτηριστικά τους, και σκοπό έχουν να εντείνουν τις σχέσεις μεταξύ των στοιχείων της σύνθεσης, ενώ παράλληλα προσαρμόζονται σε περιβάλλοντα με τρόπο που καθιερώνουν ευδιάκριτες συνδέσεις. Η διαδικασία αυτή επιτρέπει στην αρχιτεκτονική να μεταφράσει την πολυπλοκότητα των σύγχρονων κοινωνικών διαδικασιών.”3 Πως και που, όμως, εντοπίζονται στοιχεία ψηφιακότητας ή αναλογικότητας στην πρόταση για ρευστότητα και δημιουργία αυτοποιητικών αυτοαναφορικών συστημάτων; Ο παραμετρισμός μετατοπίζεται από τις ιεραρχικές δομές του Μοντέρνου κινήματος στην αντίληψη και διάκριση του χώρου ως πεδία. “Τα πεδία είναι γεμάτα, ρευστά. Μέσα σε αυτά δεν υπάρχουν διακριτές φιγούρες ή ζώνες με αυστηρά περιγράμματα παρά μόνο σμήνη κτιρίων που παρασέρνονται μέσα στο τοπίο. Μέσα στα πεδία σημασία έχουν μόνο οι αποκλίσεις, οι διαβαθμίσεις και οι ευδιάκριτες μοναδικότητες. Η παραμόρφωση δεν οδηγεί πλέον στην διάσπαση της τάξης, αλλά αποτελεί επιγραφή πληροφοριών.”4 Η έννοια του πεδίου δεν εισάγεται για πρώτη φορά από τον Schumacher, αλλά εντοπίζεται λίγα χρόνια νωρίτερα στο έργο του Stan Allen. Σύμφωνα με τον Stan Allen, “τα πεδία αποτελούν μορφολογικά και χωρικά καλούπια ικανά να ενοποιούν διακριτά στοιχεία ενώ σέβονται την ταυτότητα του καθενός,
38 ΨΗΦΙΑΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
5 Carpo M. (2013). The Digital Turn in Architecture 1992-2012. West Sussex: United Kingdom. John Wileys & Sons Ltd p. 63
6 Poole M.,Shvartzberg M. (2015), The Politics of Parametricism, Digital Technologies in Architecture. London, New York: United Kingdom, United States of America. Bloomsbury Academic. p.30
και χαρακτηρίζονται από την δυνατότητα διασύνδεσης αυτών των στοιχείων. Τα πεδία είναι εγγενώς επεκτάσιμα· η δυνατότητα της σταδιακής ανάπτυξης τους προβλέπεται από τις μαθηματικές σχέσεις των μερών τους.”5 Δύο είναι τα βασικά χαρακτηριστικά που εντοπίζονται μέχρι στιγμής στον λόγο του Schumacher και κρίνονται βοηθητικά για την εξέταση της θέσης του μέσα στο φιλοσοφικό πλαίσιο της ψηφιακότητας και της αναλογικότητας. Το πρώτο είναι η αναγνώριση της πολυπλοκότητας που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα περιβάλλοντα, την οποία τείνει να ενσωματώσει σε συνεχή, ρευστά πεδία, και το δεύτερο η εξύμνηση της διαβάθμισης και της συστηματικής συσχέτισης στοιχείων και η αποφυγή της αντιπαράθεσης μη συσχετιζόμενων στοιχείων.6 Συνοπτικά μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ο Schumacher αναγνωρίζει ένα ετερογενές υπόβαθρο τα στοιχεία του οποίου τα συνθέτει σε μία ομογενή ταυτότητα. Μέσα σε αυτή την ταυτότητα δεν αναγνωρίζει διακριτά στοιχεία, αλλά μόνο διαβαθμίσεις (αυτό που ο ίδιος ονομάζει gradients) και αποκλίσεις. Η θέση αυτή προσεγγίζει εν δυνάμει στοιχεία αναλογικότητα, όπως αυτά εκφράστηκαν και αναλύθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια· η σύνθεση απλουστευτικά των δύο σε ένα, η προσκόλληση σε μία συνέχεια.
3.02- Zaha Hadid Architects,Kartal-Pendik Masterplan,Istanbul, Turkey, 2006, Maya Model
7 Ο P. Schumacher στηρίζεται στην θεωρία του Niklas Luhmann’s γύρω από τα κοινωνικά συστήματα ως συστήματα σχέσεων ( ή επικοινωνιών). Εκτός αυτού ο Luhmann αντιλαμβάνεται την κοινωνία σαν ένα σύνολο λειτουργικά διαφοροποιημένων συστημάτων επικοινωνίας, όπου η πολιτική διαχωρίζεται από την οικονομία και από την επιστήμη, η εκπαίδευση από την υγεία κ.ο.κ. Πηγή: http://www.patrikschumacher.com/Texts/Parametricism%20 and%20the%20Autopoiesis%20 of%20Architecture.html
“Η ΑΥΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ” Η ΙΔΙΟ-ΣΥΣΧΕΤΙΣΗ- ΠΕΔΙΑ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ Προσθετικά σε αυτόν τον προβληματισμό τίθεται η αντίληψη της αρχιτεκτονικής ως ένα αυτοποιητικό σύστημα που δεν συνάπτει σχέσεις με κανένα άλλο υποσύστημα πέραν από τον εαυτό του. Ο προσδιορισμός της αρχιτεκτονικής ως ένα αυτοποιητικό, αυτοαναφορικό σύστημα σχέσεων και επικοινωνιών προκύπτει από την συνολικότερη αντίληψη του Schumacher για την σύγχρονη κοινωνία, ως ένα σύνολο λειτουργικά διαφοροποιημένων στοιχείων και υποσυστημάτων7. Ο ίδιος επιμένει πως μία τέτοια ανάλυση είναι ο μόνος τρόπος για να κατανοηθεί επαρκώς η αρχιτεκτονική, αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι αποτελεσματική στο σύγχρονο σύνθετο και δυναμικό κοινωνικό περιβάλλον. Ταυτόχρονα θεωρεί ότι πρέπει να είναι αυτορρυθμιζόμενη και να 39
δημιουργεί τους δικούς της μηχανισμούς εξέλιξης, προκειμένου να προσαρμόζεται στην οικολογία των ολοένα εξελισσόμενων κοινωνικών συστημάτων. Ουσιαστικά, ο μοναδικός τρόπος που μπορεί να επηρεαστεί από εξωγενή, σε αυτή, συστήματα (όπως η πολιτική, η οικονομία, η κοινωνία κτλ.) είναι αρνητικός και όχι εποικοδομητικός και θεμιτός.
8 Carpo M. (2013). The Digital Turn in Architecture 1992-2012. West Sussex: United Kingdom. John Wileys & Sons Ltd. p.244
Στην προσέγγιση αυτή εντοπίζονται κοινά στοιχεία και αναλογίες με τον τρόπο που γίνεται αντιληπτή η συσχέτιση –η μη-συσχέτιση για την ακρίβεια- στην έννοια του αναλογικού, όπως έχει ήδη αναλυθεί. Βασιζόμενος στα αυτοποιητικά συστήματα οργανικής ζωής, όπως τα σμήνη, ο Schumacher τείνει να μεταφράσει τις αρχές που τα διέπουν σε αρχιτεκτονικές αρχές. Χαρακτηριστικά αναφέρει ότι “στον παραμετρισμό η σταθερή ίδιο-ταυτότητα είναι τόσο απαραίτητη σαν προϋπόθεση για εξέλιξη, όσο και στην περίπτωση της οργανικής ζωής”.8 Ανατρέχοντας στην έννοια της συσχέτισης στα πεδία της αναλογικότητα, αυτό που δημιουργείται στις αναλογίες είναι μία σχέση του ιδίου, μία ψευδο-σχέση, μία ιδιο-συσχέτιση, η οποία οδηγεί στην παραγωγή μίας ταυτότητας μέσα από την σύνθεση των δύο σε ένα. Το αναλογικό συμβάν είναι μέρος της δομής της ύπαρξης, αναφέρεται σε αυτό που υπάρχει, στην έννοια της πληροφορίας και σε δομές δεδομένων, δημιουργώντας έτσι ενδογενείς σχεσιακές δομές. Έτσι λοιπόν, αν σε φιλοσοφικό επίπεδο το πεδίο της αναλογικότητας θεωρείται η ίδια η ύπαρξη, στις θεωρήσεις του Schumacher η αρχιτεκτονική ή το αρχιτεκτονικό κατασκεύασμα είναι ένα πεδίο αναλογικότητας, όπου ετερογενή στοιχεία έρχονται και συνθέτουν μία ομογενή, συνεχή ταυτότητα· μία ταυτότητα που δημιουργεί σχέσεις μόνο με τον ίδιο της τον εαυτό, ενσωματώνοντας στοιχεία και παραμέτρους, εμποδίζοντας τα ταυτόχρονα να την υπερβούν και να την μεταβάλλουν έξω από τα εξαρχής προσδιορισμένα πλαίσια. Είναι όμως απόλυτα ορθός ο χαρακτηρισμός της αρχιτεκτονικής σαν πεδίο αναλογικότητας, στο λόγο του Schumacher;
9 Poole M.,Shvartzberg M. (2015), The Politics of Parametricism, Digital Technologies in Architecture. London, New York: United Kingdom, United States of America. Bloomsbury Academic. p.29
10 Ibid p.30
Σε μία πιο προσεκτική ανάλυση του έργου του Schumacher εντοπίζονται δύο κλίμακες απεύθυνσης. Η πρώτη είναι η κλίμακα της αρχιτεκτονικής που στο σύνολο της αντιμετωπίζεται ως αυτοαναφορικό, αυτοποιητικό σύστημα, με την εσωστρέφεια που την χαρακτηρίζει στον παραμετρισμό, και διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα υποσυστήματα. Η δεύτερη είναι η κλίμακα της κοινωνίας που αποτελείται από ένα σύνολο υποσυστημάτων που ενώ είναι αυτοποιητικά και αυτοαναφορικά “τελικά θα βρεθούν σε μία σχέση αμοιβαίας εξάρτησης με κάθε άλλο υποσύστημα, άμεσα ή έμμεσα”9. Για τον Schumacher, “η κοινωνία μπορεί να επιτύχει μία πιο σύνθετη και γρήγορη εξέλιξη μέσα από την συν-εξέλιξη αυτοποιητικών, λειτουργικών συστημάτων που διεγείρουν την εξέλιξη το ένα του άλλου, χωρίς να υπόκεινται σε ένα ενιαίο κύριο λόγο… Στόχος του παραμετρισμού είναι να εντείνει τις εσωτερικές αλληλεξαρτήσεις μέσα σε ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο, όπως και τις εξωτερικές συνεργασίες και συνέχειες μέσα σε σύνθετα αστικά περιβάλλοντα.”10 Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι, στην μετάβαση από την μία κλίμακα στην άλλη, δημιουργείται μία συνεχής συνύπαρξη της ψηφιακότητας και της αναλογικό-
40 ΨΗΦΙΑΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
11 Ο Schumacher επικρίνει πολλές φορές στα κείμενα του και στις τοποθετήσεις του την έννοια του κολλάζ χρεώνοντας το συχνά στην Αποδόμηση και κατηγοριοποιώντας το ως αρνητική αρχή- ταμπού- στα εγχειρίδια του για την εφαρμογή του παραμετρισμού. Ο ίδιος εννοεί το μορφολογικό κολάζ, η προσκόλληση του, όμως, στον διαχωρισμό κλάδων και πεδίων όπως της επιστήμης, της πολιτικής, της τέχνης από την αρχιτεκτονική, αν όχι μία επικίνδυνη ουτοπία, αποτελεί κατά την άποψη του συγγραφέα ένα κολλάζ ταυτοτήτων.
τητας. Από τη μία η ίδια η αρχιτεκτονική και το αρχιτεκτόνημα εμπεριέχει στοιχεία αναλογικότητας, όπως αναλύεται και προηγουμένως, εσωκλείοντας την οικολογία που δημιουργεί χωρίς να έρχεται σε ουσιαστική επαφή, αλληλοσυσχέτιση και αντιπαράθεση με το εξωτερικό σε αυτή περιβάλλον. Από την άλλη ο διαχωρισμός του κόσμου σε υποσυστήματα πλήρως διαφοροποιημένα και διακριτά, αλλά ταυτόχρονα εξαρτημένα, μεταξύ τους δημιουργεί πιθανόν μία –θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε- “ψευδή” ψηφιακότητα. Ψηφιακότητα ακριβώς λόγω αυτού του θεμελιώδους διαχωρισμού σε διακριτά υποσυστήματα και ενότητες όπως η πολιτική, η αρχιτεκτονική, η τέχνη, η επιστήμη, ψευδή γιατί τα συστήματα αυτά όντας αυτοαναφορικά είναι αμφίβολο αν όντως δημιουργούν απελευθερωτικές σχέσεις μεταξύ τους όπως προτάσσει η ψηφιακότητα, ή οδηγούν εν τέλει σε αυτό που τόσο έντονα ο ίδιος ο Schumacher θέλει να αποφύγει· την έννοια του κολλάζ11, αυτή τη φορά νοηματικού.
3.03- Zaha Hadid Architects,Kartal-Pendik Masterplan,Istanbul, Turkey, 2006, Maya Model
41
3.04- DOGMA, Stop City, 2007
3.05- DOGMA, A Simple Heart, 2011
42 ΨΗΦΙΑΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
12 P.V.Aureli. (2011). The Possibility of an Absolute Architecture. Cambridge, Massachusetts, London, England: The MIT Press. p. 2
13 Aureli, P.V. and Tattara, M. (2005) Stop city. Available at: http://www. gizmoweb.org/wp-content/uploads/2010/01/stop-city_dogma. pdf (Accessed: 4 January 2017).
14 P.V.Aureli. (2011). The Possibility of an Absolute Architecture. Cambridge, Massachusetts, London, England: The MIT Press. p.16
3.2 PIER VITTORIO AURELI ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ Ο λόγος και το έργο του Pier Vittorio Aureli έρχονται σε πλήρη αντίθεση τόσο με τις προσεγγίσεις του Patrik Schumacher, που αναλύονται προηγουμένως, όσο και συνολικότερα με την κυρίαρχη άποψη για την πόλη, και τον ρόλο της αρχιτεκτονικής μέσα σε αυτή. Η ανάλυση του ξεκινά από το θεμελιώδη και κριτικό διαχωρισμό της ιδέας της πόλης και της ιδέας της αστικοποίησης-στα πλαίσια της οποίας εντοπίζει την μορφή και την διαδικασία ανάπτυξης των σύγχρονων πόλεων- ως δύο “ριζικά αντίθετες ερμηνείες του κατοικημένου χώρου”12. Μέσα από την συμμόρφωση με τα σύγχρονα πρότυπα αστικοποίησης οι σύγχρονες πόλεις αναπτύσσονται ως πιθανά μη πεπερασμένα, ενιαία συστήματα, χωρίς όρια, αέναα επεκτάσιμες, που παρόλο που εξυμνούν την ποικιλομορφία και την διαφορετικότητα, στην ουσία αποτελούν την χωρική έκφραση της μετα-Φορντικής κοινωνίας και οικονομίας, μετατρέποντας την πόλη σε ένα συνεχές παραγωγικό σύστημα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Aureli, “πίσω από το επιφανειακό εγκώμιο για την πολλαπλότητα, η διάχυση της εργασίας σε ολόκληρο το φάσμα των κοινωνικών σχέσεων συνεπάγεται το ήθος που δημιουργείται από την αυξανόμενη καθολικότητα, την εδραίωση και την αφαίρεση με την οποία οι σύγχρονες μορφές παραγωγής πραγματοποιούν τις διαδικασίες τους μέσα στην κοινωνία.”13 Η κατάργηση κάθε ορίου στα πρότυπα αστικοποίησης δεν αφορά μόνο τον διαχωρισμό του εσωτερικού με το εξωτερικό, αλλά οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου, μεταξύ πολιτικού και οικονομικού χώρου. Ουσιαστικά η διαδικασία αστικοποίησης ξεπερνά και καταρρίπτει κάθε διαφορά που έχει πολιτική σημασία και βαρύτητα απογυμνώνοντας έτσι την πόλη από την αγωνιστική πολιτική της διάσταση. “Όλες αυτές οι διαφορές απορροφώνται μέσα σε μία διαδικασία ανάπτυξης που δεν είναι πλέον διαλεκτική αλλά σταδιακή και ως εκ τούτου άπειρη. Δεν είναι τυχαίο που οι βασικές έννοιες της σύγχρονης αστικότητας -όπως το δίκτυο, το τοπίο, η παγκοσμιοποίηση- μοιράζονται το ίδιο θεωρητικό και ιδεολογικό υπόβαθρο: την απεριόριστη συνέχεια της κίνησης που προωθείται από την παραγωγή, η οποία μεταβολίζει συστηματικά οτιδήποτε, μέσα σε μία διαδικασία που συνεχώς αλλάζει και για αυτό το λόγο είναι σε θέση να διατηρήσει τη σταθερότητα του.”14 Η εικόνα για την πόλη του Schumacher, όπως εκφράζεται μέσα στα πλαίσια της ψηφιακής στροφής και της απαίτησης για «εξατομίκευση» είναι ταυτόσημη με αυτό που επικρίνει εδώ ο Aureli. Η κατάρριψη των αντιθέσεων, το ενιαίο, και η αέναη επεκτασιμότητα συνοψίζονται στο όραμα του, κάτω από τις καμπύλες μορφές του ψηφιακού. Τα μόνα διακριτά στοιχεία στις σύγχρονες πόλεις είναι, σύμφωνα με τον Aureli, τα εικονικά κτίρια “που ανταποκρίνονται σε μία απαίτηση για μοναδικότητα ως έμβλημα του ανταγωνισμού της αγοράς” και τα όρια που θεσπίζονται για να δημιουργήσουν “θύλακες άνισης οικονομικής κατανομής”. Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΣΥΝΟΛΟ ΔΙΑΚΡΙΤΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ Η ανάπτυξη της αστικοποίησης οδηγεί στον πλήρη συμβιβασμό της πόλης με το κυρίαρχο οικονομικό και πολιτικό σύστημα, και ως εκ τούτου και η αρχιτεκτονική αποτάσσει-μέσα από τον τρόπο 43
15 P.V.Aureli. (2011). The Possibility of an Absolute Architecture. Cambridge, Massachusetts, London, England: The MIT Press. p.27 16 Ο Aureli με την έννοια μορφή, μορφολογικό, μορφικό δεν αναφέρεται στην μορφοπλασία και στην μορφογένεση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, ούτε στις αρχιτεκτονικές μορφές όπου κυριαρχεί η εικόνα· αναφέρεται ουσιαστικά στην μορφή της πόλης, στον τρόπο οργάνωσης της, και στον συνολικότερο σχεδιασμό της. Όπως αναφέρει και ο ίδιος “δεν συζητάω την μορφή ως τέτοια αλλά ως κριτήριο, ως ιδέα”. 17 P.V.Aureli. (2011). The Possibility of an Absolute Architecture. Cambridge, Massachusetts, London, England: The MIT Press. p.30 18 Aureli, P.V. and Tattara, M. (2005) Stop city. Available at: http://www. gizmoweb.org/wp-content/uploads/2010/01/stop-city_dogma. pdf (Accessed: 4 January 2017).
που οραματίζεται τις πόλεις- την πολιτική της ταυτότητα, διάσταση και ευθύνη. Στην προσπάθεια κριτικής και μετατόπισης από αυτή τη συνθήκη ο Aureli προτείνει μία “αντιστασιακή άποψη για την πόλη, ενάντια στον ολοκληρωτισμό του χώρου που προωθεί η αστικοποίηση”15. Με στόχο την επανεκτίμηση του πολιτικού και της έννοιας της μορφής16 ο Aureli εισάγει την έννοια του ορίου, ξεκινώντας από μία βασική διάκριση· του “εσωτερικού” και του “εξωτερικού”. Με την έννοια του εσωτερικού αναφέρεται “στην θέση που καταλαμβάνεται από το ενεργό υποκείμενο, ενώ με την έννοια του εξωτερικού αναφέρεται στα δεδομένα, την κατάσταση των πραγμάτων στα οποία το υποκείμενο ενεργεί. Δράση έναντι κατάστασης, υποκείμενο έναντι δεδομένων: αυτοί είναι οι δύο πόλοι τους οποίους τυποποιεί η έννοια του μορφικού. Ως εκ τούτου η μορφή είναι το σιωπηρό όριο που υπάρχει αναπόφευκτα μεταξύ δράσης και δεδομένων.”17 Η έννοια του ορίου εισάγεται στο έργο του Aureli σε δύο επίπεδα. Το πρώτο αναφέρεται στον φυσικό χώρο του ορίου, δηλαδή στην θέσπιση περιορισμών και διαδικασιών διακοπής στην απέραντη και αέναη ανάπτυξη της πόλης. Το δεύτερο είναι εννοιολογικό και αναφέρεται σε αυτό που έχει ήδη αναλυθεί μέχρι στιγμής, την αντίθεση και την αντίδραση της αρχιτεκτονικής στα σύγχρονα πρότυπα αστικοποίησης.18
3.06- DOGMA, City Walls, Project for the New Multi-Functional Administrative City in the Republic of Korea, 2005
Η πρόταση για οριοθέτηση και διάσπαση της πόλης σε διακριτά μέρη, δεν αφορά σενάρια ουτοπικών πόλεων, αλλά θέσεις και παρεμβάσεις στις σύγχρονες αστικές πόλεις, ως μέσο αντίδρασης “στην τέλεια ολοκληρωμένη και ενσωματωμένη κοινωνία, και στην σχεδιαστική έκφραση του καπιταλισμού.” Μέσα από την έννοια του ορίου αναδεικνύεται η έννοια της πολιτικής στον αρχιτε44 ΨΗΦΙΑΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
19 P.V.Aureli. (2012) presenting his book “The Possibility of an Absolute Architecture” followed by a discussion with Sven-Olov Wallenstein, Πηγή: https://www.youtube. com/watch?v=7NNlxltFvVA 20 P.V.Aureli. (2011). The Possibility of an Absolute Architecture. Cambridge, Massachusetts, London, England: The MIT Press.
21 P.V.Aureli. (2011). The Possibility of an Absolute Architecture. Cambridge, Massachusetts, London, England: The MIT Press.p. 42
22 Ibid p. 31
κτονικό λόγο και στις αρχιτεκτονικές πρακτικές, πράγμα που αποτελεί πρωταρχική πρόθεση στο έργο του Aureli, καθώς για τον ίδιο η αρχιτεκτονική έχει νόημα μόνο μέσα στην πολιτική, κοινωνική, πολιτισμική διάσταση της πόλης.19 Ως αποτέλεσμα αυτών, προτείνει την εφαρμογή μίας απόλυτης αρχιτεκτονικής· μίας αρχιτεκτονικής που κάνει ξεκάθαρη την ύπαρξη ορίων, που ορίζουν την πόλη, και ταυτόχρονα προσδιορίζεται και η ίδια από αυτά. Η απόλυτη αρχιτεκτονική, ως μία πεπερασμένη μορφή, είναι μία πρόταση για μια πόλη που καθοδηγείται πλέον από την θετική ιδέα των ορίων και της αντιπαράθεσης.20 Μέσα από την ανάλυση και την εισαγωγή της έννοιας του ορίου στο πεδίο της πόλης και την συνολικότερη πρόταση για μία απόλυτη αρχιτεκτονική, ο Aureli προτάσσει μία βασική διάκριση –αυτή του εσωτερικού με το εξωτερικό, όπως αναλύθηκαν- διαχωρίζοντας την πόλη σε πολλά διακριτά μέρη. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο Aureli διαχωρίζει το ομογενές υπόβαθρο -αυτό της αστικοποίησης- σε ένα σύνολο διακριτών μερών. Όπως αναλύθηκε στα προηγούμενα κεφάλαια, η διαδικασία κατά την οποία το μέχρι πρότινος ολόκληρο, ακέραιο, ενιαίο διασπάται σε διακριτά στοιχεία-μέρη είναι ψηφιακή. Το ένα –το συνεχές, αδιαίρετο πεδίο της αστικοποίησης- διασπάται σε δύο ή σε πολλαπλά, και με αυτό τον τρόπο ο Aureli μεταφράζει την πόλη σε ένα πεδίο ψηφιακότητας. Υπάρχει, όμως κάποια μορφή συσχέτισης μεταξύ αυτών των μερών, που να ορίζει όντως μία συνθήκη ψηφιακότητας; ΤΟ ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ ΩΣ ΠΕΔΙΟ ΑΝΤΙΘΕΣΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΘΕΣΗΣ Τα διακριτά μέρη που δημιουργούνται δεν στέκονται σε καμία περίπτωση αδιάφορα το ένα ως προς το άλλο, αντί αυτού η συνεχής αντίθεση, σύγκρουση και αντιπαράθεση τους, δημιουργεί μία αντιθετική και ανταγωνιστική αλλά άρρηκτη σχέση μεταξύ τους, που στο σύνολο της οδηγεί στον σχηματισμό μίας αγωνιστικής ολότητας. Για τον Aureli, “η πόλη που διαμορφώνεται από αγωνιστικά και ανταγωνιστικά μέρη είναι το αρχιπέλαγος. Το αρχιπέλαγος είναι μία ομάδα από νησιά που βρίσκονται σε μία θάλασσα που ταυτόχρονα τα ενώνει και τα χωρίζει.”21 Σε αντίθεση με τις σύγχρονες δομές αστικοποίησης, το αρχιπέλαγος οραματίζεται την πόλη σαν ένα πεδίο αντιπαράθεσης των επιμέρους κομματιών, των οποίων η μορφολογία είναι πεπερασμένη, αλλά εντούτοις βρίσκονται σε μία συνεχή σχέση μεταξύ τους, λόγω της θάλασσας (του κοινού πεδίου) που τα πλαισιώνει και τα απελευθερώνει. Δημιουργείται έτσι μία σύνθεση μέσω του διαχωρισμού και της αντίθεσης, όπου η κάθε αρχιτεκτονική μορφή διαχωρίζεται αλλά ταυτόχρονα συσχετίζεται με το σύνολο από το οποίο διαφοροποιείται. Όπως χαρακτηριστικά εξηγεί ο Aureli, “σε αυτά τα πλαίσια η μορφή είναι θεμελιωδώς σχεσιακή, αφού προσδιορίζεται ως όριο και όχι στα πλαίσια της αυτάρκειας. Στην περατότητα της και στην εξειδίκευση της, προϋποθέτει την ύπαρξη κάτι άλλου έξω από τον εαυτό της…Η μορφή είναι μία πραγματική αναπαράσταση του πολιτικού αφού το πολιτικό είναι ο αγωνιστικός χώρος της πραγματικής αντιπαράθεσης.”22 Μέσα από την ανάλυση αυτής 45
της συνθήκης της συσχέτισης μέσω της αντίθεσης, μπορεί κάποιος να εντοπίσει στο έργο του Aureli χαρακτηριστικά της έννοιας του διαλεκτικού όντος, όπως αυτό ορίζεται -σαν μία πιθανή συνθήκη της ύπαρξης στην ψηφιακότητας- στο προηγούμενο κεφάλαιο. Στην περίπτωση του διαλεκτικού όντος προκύπτει μία μορφή σύνθεσης λόγω αυτής της άρρηκτης αντιθετικής σχέσης των δύο μερών, ακριβώς όπως συμβαίνει και στην απόλυτη αρχιτεκτονική του Aureli, μέσω της σύνδεσης της με την έννοια του αρχιπελάγους, λόγω της ανάδειξης των ορίων.
3.07- DOGMA, City Walls, Project for the New Multi-Functional Administrative City in the Republic of Korea, 2005
46 ΨΗΦΙΑΚΟΤΗΤΑ & ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΣΕ ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ
Η άποψη του Aureli, ότι μέσα από την πρόταση για μία τέτοια αρχιτεκτονική επανέρχεται η έννοια της πολιτικής, συνδέεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο ίδιος την πολιτική. Με την έννοια της πολιτικής, ο Aureli, αναφέρεται στον αγώνα μέσα από τον διαχωρισμό και την αντιπαράθεση, και θεωρεί πως είναι ακριβώς σε αυτή την διαδικασία του διαχωρισμού -που είναι άρρηκτα συνυφασμένος με την αρχιτεκτονική- που βρίσκεται η πολιτική στην αρχιτεκτονική. Με την ανάδειξη, λοιπόν, αυτών των δύο στοιχείων στο έργο του· το πρώτο η σύνθεση μέσω των αντιθετικών σχέσεων των διακριτών μερών και το δεύτερο, η αντίληψη της πολιτικής ως πεδίο διαχωρισμού και αντιπαράθεσης, μέσα από το έργο του Aureli, επανέρχονται στην αρχιτεκτονική οι δύο στιγμές της διαλεκτικής, η ανάλυση και η σύνθεση. Ταυτόχρονα, με τη θέση που παίρνει, εντοπίζεται μία σύνδεση με μία από τις βασικές πολιτικές θέσεις του 20ου αιώνα, που αναλύθηκαν προηγουμένως. Το να είναι πολιτικό σημαίνει την εύνοια της διαίρεσης επί της ολοκλήρωσης, της πάλης επί της συνύπαρξης. Το να είναι πολιτικό σημαίνει ότι είναι ψηφιακό. Είναι όμως καθαρά ψηφιακή η αρχιτεκτονική του Aureli; Όπως και στον Patrik Schumacher, έτσι και στον Pier Vittorio Aureli, παρόλο που μπορεί να υπερτερούν συνθήκες αναλογικότητας και ψηφιακότητας αντίστοιχα στην πρόθεση που εκφράζεται από το θεωρητικό και εφαρμοσμένο έργο τους, στην πραγματικότητα ο χαρακτηρισμός δεν μπορεί να είναι τόσο απόλυτος. Στην περίπτωση του Aureli εντοπίζεται μία σαφής θέση υπέρ του διαχωρισμού του κόσμου σε διακριτά μέρη και άρα υπέρ της ψηφιακότητας, αλλά υπάρχει ταυτόχρονα μία συνεχής αναφορά στην σύνθεση των μερών αυτών σε ένα κοινό πεδίο, πράγμα που αναδεικνύει μία ενυπάρχουσα αναλογικότητα. Η αναλογικότητα αυτή δεν είναι απολύτως καθαρή, με την έννοια ότι διατηρείται πάντα σαφής και εμφανής ο διαχωρισμός μεταξύ των στοιχείων, παρόλαυτα αυτή η συνεχής αναφορά στην θάλασσα του αρχιπελάγους είναι πιθανό να ενέχει μία πρόθεση για σύνθεση των δύο σε ένα, και άρα μία πρόθεση αναλογικότητας στην ψηφιακή συνθήκη που επικρατεί στο έργο του.
47
κεφάλαιο τέταρτο
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
1 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis, United States of America: University of Minnesota Press, p. xxxiv
Η ανάλυση των συγκεκριμένων αρχιτεκτονικών πρακτικών, υπό το πρίσμα των φιλοσοφικών ταυτοτήτων του ψηφιακού και του αναλογικού, επιχειρεί, όπως σημειώνεται και νωρίτερα, να αποδεσμεύσει τις αρχιτεκτονικές πρακτικές από μία εργαλειακή κατηγοριοποίηση και να τις θέσει αντιμέτωπες με ένα σύνολο οντολογικών και ενδογενών χαρακτηριστικών του ψηφιακού και του αναλογικού. Σαφώς η πρόθεση δεν αφορά την αποστροφή ως προς το εργαλείο και το μέσο, που έχει αδιαμφισβήτητο ρόλο στην αρχιτεκτονική παραγωγή, ούτε αποτελεί κάποιο αίτημα για αφορισμό των ψηφιακών τεχνολογιών. Στηρίζεται όμως στην πεποίθηση ότι τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται για τον σχεδιασμό δεν σχετίζονται , αναγκαστικά, με την παραγωγή ψηφιακών ή αναλογικών ταυτοτήτων. Στην πραγματικότητα ειδικά τα ψηφιακά εργαλεία μπορούν, στο βαθμό που έχει φτάσει η τεχνολογική εξέλιξη, εν δυνάμει να παράγουν και τα δύο, παρόλο που η φύση τους είναι εξ’ ορισμού ψηφιακή. Αυτό γίνεται σαφές αν θυμηθούμε πως οδηγούμαστε από τις συνέχειες, την καμπύλη, τη ρευστότητα, τα πεδία της πρώτης ψηφιακής περιόδου στα διακριτά μέρη, τον κατακερματισμό, τα voxel των τελευταίων χρόνων. Για τον λόγο αυτό, η έρευνα εκκινεί από την αντίληψη του ψηφιακού και του αναλογικού πέραν από τα αυστηρά όρια του υπολογιστή και των νέων τεχνολογιών. Όπως γλαφυρά αναφέρει ο Galloway, “… είναι επιτακτική ανάγκη να εξετάσουμε το ψηφιακό πάνω και πέρα από τα στενά πλαίσια του 20ου και του 21ου αιώνα. Η ψηφιακότητα είναι πολύ πιο ευρύχωρη από τον υπολογιστή, τόσο ιστορικά, γιατί απλά δεν υπάρχει ιστορία χωρίς την ψηφιακότητα, όσο και εννοιολογικά καθώς το ψηφιακό είναι βασικό συστατικό της οντολογίας, της πολιτικής και όσων περιβάλλονται μεταξύ τους”1. Η ανάλυση και αντίληψη του ψηφιακού και του αναλογικού είναι πιθανό να εκκινήσει ένα σύνολο προβληματισμών και να προσφέρει σημαντικά εφόδια στον τρόπο που οι αρχιτεκτονικές πρακτικές στέκονται και αντιμετωπίζουν την όλο και αυξανόμενη πολυπλοκότητα των σύγχρονων πεδίων παρέμβασης. Μέσα από την φιλοσοφική ανάλυση των εννοιών παρατηρείται η δημιουργία ενός διπόλου μεταξύ των σχέσεων του ψηφιακού και του αναλογικού. Στο έργο των περισσότερων φιλοσόφων οι έννοιες παρουσιάζονται αντιθετικά και η θέση τους είναι συνήθως σαφώς προσδιορισμένη υπέρ της μίας ή της άλλης. Ο αφετηριακός φιλοσοφικός διαχωρισμός του ψηφιακού ως στοιχείου της υπερβατικότητας και του αναλογικού ως στοιχείου της εμμένειας 49
2 Galloway A. R. (2014). Laruelle, Against the Digital. Minneapolis, United States of America: University of Minnesota Press, p. 102
3 Hersch J. (1946), L’être et la forme . Neuchâtel: Éditions de la Baconnière. p. 68. 4 P.V.Aureli. (2011). The Possibility of an Absolute Architecture. Cambridge, Massachusetts, London, England: The MIT Press. p.30
50 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
δικαιολογεί, πιθανόν, αυτή την απόλυτη στήριξη ενός από τους δύο όρους. Σε ένα αφαιρετικό επίπεδο θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι η αρχιτεκτονική ως δυνητικότητα και ως πραγμάτωση, μαζί με το σύνολο των στοιχείων που την αποτελούν, και το σύνολο των στοιχείων του περιβάλλοντος, τόσο υπαρχόντων όσο και δυνητικών, έρχονται και ενσωματώνονται σε ένα κοινό πεδίο εμμένειας, “σε λιγότερο ή περισσότερο ομογενής κανονικότητες συνάθροισης, συμπεριφοράς και σύνδεσης”2, όπως ακριβώς ισχυρίζεται και ο Deleuze, αποτελώντας έτσι μέρος ενός ευρύτερου πεδίου αναλογικότητας. Από την άλλη αν γίνει μία αλλαγή στην κλίμακα και η αρχιτεκτονική εξεταστεί στην σχέση της με το περιβάλλον της, τόσο του ίδιου του αρχιτεκτονήματος με την πόλη, όσο και του αρχιτεκτονικού πεδίου με την πολιτική, την κοινωνία και το σύνολο των παραγόντων με τους οποίους αλληλεπιδρά, ο χαρακτηρισμός δεν μπορεί να είναι τόσο απόλυτος. Σε κάθε περίπτωση η ανάλυση του θεωρητικού υπόβαθρου έχει ως στόχο να χρησιμοποιηθεί βοηθητικά για την ανάπτυξη ενός προβληματισμού, αναφορικά με την αρχιτεκτονική θεωρία και πρακτική, και όχι να επιβάλλει ένα νέου είδους πλαίσιο. 4.1 ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ ΨΗΦΙΑΚΟΥ- ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΥ Σαφώς, η φιλοσοφική ανάλυση της ψηφιακότητας και της αναλογικότητας μπορεί να θεωρηθεί αφετηρία προβληματισμών και συζητήσεων, αναφορικά με το πεδίο της αρχιτεκτονικής θεωρίας και των πρακτικών που προκύπτουν, αλλά δεν θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να ιδωθεί ως κάποια νέου είδους γενική αλήθεια, που στόχο έχει μία απόλυτη κατηγοριοποίηση αρχιτεκτονικών πρακτικών με βάση τα χαρακτηριστικά των εννοιών σε φιλοσοφικό πλαίσιο. Με τον ίδιο τρόπο που ο Carpo σχολιάζει γύρω από την έννοια της πτύχωσης ότι στην ουσία “οι μορφές δεν πτυχώνονται”, έτσι και όταν οι αντιλήψεις του διακριτού και του συνεχούς τείνουν να εφαρμοστούν σε αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις ο χαρακτηρισμός δεν μπορεί να είναι ποτέ τόσο σαφής και ξεκάθαρος. Σύμφωνα με την Hersch η έννοια της μορφής είναι ένα παράδοξο καθώς ταυτόχρονα υποδεικνύει ενότητα από τη μία και από την άλλη χωρική διαφοροποίηση, μερικό χαρακτήρα, περιορισμό, αποφασιστικότητα και αλλαγή.3 Σε συνέχεια αυτού ο Aureli σημειώνει ότι “η μορφή αναγκαστικά περιλαμβάνει μία πράξη χωρικής αποφασιστικότητας, για περιορισμό και απεριόριστο”4, συνδέοντας έμμεσα την έννοια της μορφής με την έννοια της ψηφιακότητας. Έτσι λοιπόν, αν η αντίληψη της ύπαρξης ως αναλογικής οδηγεί στην πιθανή αποδέσμευση από υπερβατικές, μεταφυσικές συνδέσεις που πιθανόν αλλοιώνουν την ουσία της, στην περίπτωση της αρχιτεκτονικής η συνθήκη είναι πολύ πιο περίπλοκη. Ταυτόχρονα με την ουσία της μορφής, ο χώρος είναι εξ’ αρχής προσδιορισμένος ως πεδίο ψηφιακότητας, και η ίδια η αρχιτεκτονική πρακτική περιλαμβάνει διαδικασίες αποφάσεων, πράγμα που θέτει σε αμφισβήτηση την δυνατότητα ύπαρξης μίας καθαρά αναλογικής αρχιτεκτονικής. Αντίστοιχα, ακόμη και στην συνθήκη του απόλυτου διαχωρισμού μέσω ξεκάθαρα ορισμένων ορίων, όπως είδαμε και στο παράδειγμα του Aureli, υπάρχει η αναζήτηση μία σύνθεσης, μίας ολότητας και άρα μίας συνέχειας, δηλαδή μίας εν δυνάμει αναλογικότητας. Σύμφωνα με όσα περιεγράφηκαν στο προηγούμενο κεφάλαιο,
θα ήταν πολύ εύκολο να αντιστραφεί απλά το δίπολο και να δηλωθεί ο Schumacher ως αναλογικός και ο Aureli ως ψηφιακός -καθώς στο επίπεδο πρόθεσης υπερτερούν στον έναν τα στοιχεία της αναλογικότητας και στον άλλον τα στοιχεία της ψηφιακότητας- και αντίστοιχα να ταχθούμε υπέρ της μίας ή της άλλη θέσης. Αυτό όμως θα αποτελούσε μία απλούστευση και ενέχει και κινδύνους. Η απόλυτη ταύτιση και στράτευση με μία από τις δύο ποιότητες του ψηφιακού και του αναλογικού θα οδηγεί πιθανά πάντα σε σφάλματα στην έκφραση της στην αρχιτεκτονική, όπως η συνέχεια του Schumacher που οδηγεί σε μία νέου τύπου τυποποίηση καμπύλων αέναων μορφών, ή η διάσπαση του Aureli που στην πραγματικότητα είναι σενάριο κατακερματισμού της πόλης, που όμως εν τέλει εκφράζεται ως ένα σύνολο (το αρχιπέλαγος). Το περιβάλλον που ζούμε και παρεμβαίνουμε αρθρώνεται σε συνέχειες και ασυνέχειες και στηρίζεται σε απόλυτα αντιθετικές και θεμελιωδώς συνθετικές σχέσεις, σε διάφορες κλίμακες. Εξ’ ορισμού η αρχιτεκτονική συνθέτει διαφορετικούς παράγοντες σε ένα πεδίο, άρα εκ φύσεως θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι είναι αναλογική. Δημιουργεί όμως σχέσεις μεταξύ μέχρι πρότινος άσχετων στοιχείων, πράγμα που αποτελεί μία ψηφιακή ποιότητα. Από την άλλη, είναι μία πολιτική πράξη που καλείται να εντοπίζει και να αναδεικνύει τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις, και τα όρια που χαρακτηρίζουν το σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο, και όχι να τα ισοπεδώνει και να τα ενσωματώνει, αποποιούμενη την κοινωνική και πολιτική της ευθύνη. Η αρχιτεκτονική δημιουργεί συνέχειες στο πεδίο που γίνεται πραγματικότητα, και ασυνέχειες, όρια με το περιβάλλον που την περιτριγυρίζει. Η πόλη είναι ένα πεδίο συνθέσεων και διαχωρισμών, και ακόμη και αν η πρόθεση είναι αυτά να συντεθούν σε ένα ομογενές υπόστρωμα, είναι αμφισβητήσιμο αν αυτό είναι όντως εφικτό. Η εικόνα του Schumacher για την πόλη επιτυγχάνει απλά να ‘καλύψει’ τα διαφορετικά, αντιφατικά και αλληλοεπιδρώντα στοιχεία δημιουργώντας μία φαινομενική αναλογικότητα που αποτελεί στην ουσία μία συγκαλυμμένη ψηφιακότητα. Αυτή η συνεχής συνύπαρξη του αναλογικού και του ψηφιακού και η κίνηση από διαδικασίες σύνθεσης σε διαδικασίες διαχωρισμού φέρει αναλογίες με της δύο βασικές διανυσματικές δυνάμεις που αναγνωρίζει ο Galloway μεταξύ των ψηφιακών και αναλογικών συμβάντων. Επαναφέροντας αυτό που έχει ήδη αναλυθεί στα προηγούμενα κεφάλαια, ο Galloway εντοπίζει μία κίνηση ελευθερίας, από τα δεδομένα στην απόφαση, δηλαδή από το αναλογικό στο ψηφιακό, και μία κίνηση πραγματικότητας, από την απόφαση στα δεδομένα, δηλαδή από το ψηφιακό στο αναλογικό, χαρακτηρίζοντας τες κίνηση απελευθέρωσης και κίνηση ουδετεροποίησης. Η κίνηση αυτή από το αναλογικό στο ψηφιακό και από το ψηφιακό στο αναλογικό μπορεί να εντοπιστεί στην αρχιτεκτονική στην μετάβαση από την στιγμή του σχεδιασμού –όπου διακριτά, πιθανά άσχετα μέχρι τότε στοιχεία μεταξύ τους, έρχονται σε επαφή μέσα από μία σειρά αποφάσεων- στην στιγμή της πραγματοποίησης και έκθεσης του έργου στον χρόνο- όπου δημιουργείται ένα ομογενές πεδίο, που εντάσσεται στο περιβάλλον γύρω του. 51
4.2 Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΠΕΔΙΟ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΤΟΤΗΤΑΣ Στην πραγματικότητα η στράτευση υπέρ της συνέχειας ή της διακριτότητας, και άρα υπέρ του αναλογικού ή του ψηφιακού αντίστοιχα, αφορά τον τρόπο που επιλέγεται να διαχειριστεί η όλο αυξανόμενη πολυπλοκότητα της σύγχρονης κοινωνίας. Το ζήτημα εδώ δεν τίθεται μορφολογικά, παρόλο που οι μορφές που προκύπτουν εκφράζουν αρκετά σαφώς την πρόθεση του σχεδιασμού. Αυτό γίνεται ξεκάθαρο και μέσα από τις αναλύσεις του έργου των Schumacher και Aureli. Ο πρώτος επιλέγει να διαχειριστεί την σύγχρονη πολυπλοκότητα μέσα από την ενσωμάτωση και την ομογενοποίηση των στοιχείων και άρα υιοθετεί λογικές ρευστότητας τόσο θεωρητικά όσο και μορφολογικά, ενώ ο δεύτερος επιλέγει να την αναδείξει και να ενισχύσει με αυτόν τον τρόπο την πολιτική ταυτότητα της αρχιτεκτονικής και της πόλης, και άρα οδηγείται σε σαφώς προσδιορισμένες, διακριτές μορφές, και σε έναν κατακερματισμό της σύγχρονης πόλης. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η πόλη, ως πεδίο συνέχειας ή διακριτότητας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πολιτική διάσταση στην αρχιτεκτονική. Όπως φάνηκε από τις αρχιτεκτονικές πρακτικές, η θέση για ενσωμάτωση σε ένα απεριόριστο, συνεχές πεδίο ή η οριοθέτηση και ο διαχωρισμός αντιθετικών σχέσεων σε ένα αγωνιστικό πεπερασμένο πεδίο, την πόλη και στις δύο περιπτώσεις, είναι η θέση υπέρ της αστικοποίησης, και άρα της σύγχρονης χωρικής της πολιτικής έκφρασης, ή η ανάγκη αναζήτησης νέων πολιτικών και κοινωνικών ρόλων για την αρχιτεκτονική. Έτσι λοιπόν, ο προβληματισμός γύρω από τις έννοιες της ψηφιακότητας και της αναλογικότητας, δεν αφορά μόνο μία ουσιαστικότερη κατανόηση των όρων πέραν από την εργαλειακή τους ταυτότητα, αλλά επίσης πιθανόν να ενεργοποιεί ,μελλοντικά, έναν διάλογο και μία ουσιαστικότερη έρευνα γύρω από το ευρύτερο θεωρητικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής πρακτικής, αποκομμένο από τα μέσα και τους τεχνολογικούς πειραματισμούς. Συνοψίζοντας, είναι εκ φύσεως δύσκολο να εντοπιστούν καθαρά ψηφιακές ή καθαρά αναλογικές διαδικασίες στην αρχιτεκτονική. Πρώτον γιατί η αρχιτεκτονική διαδικασία είναι μία συνεχής συνθήκη σύνθεσης και διαχωρισμού, όπως περιγράφεται προηγουμένως, και δεύτερον γιατί είναι πολύ πιθανόν η αρχική πρόθεση του σχεδιασμού να διαφοροποιηθεί στην χωρική του έκφραση. Από την στιγμή που ένα έργο εδαφικοποιείται, δημιουργεί ή εντάσσεται σε μία οικολογία που αποτελείται, τόσο από τις σχέσεις που έχουν κωδικοποιηθεί κατά τον σχεδιασμό, όσο και από σχέσεις που δημιουργούνται χωρίς πρότερο κώδικα, ενώ ταυτόχρονα το ίδιο δημιουργεί διακοπές, κατώφλια όρια στον περιβάλλον του, προκαλώντας τόσο συνθέσεις όσο και διαχωρισμούς. Ουσιαστικά ο χώρος, παρόλο που στις θεωρητικές προσεγγίσεις χαρακτηρίζεται απόλυτα ως πεδίο ψηφιακότητας, στις αρχιτεκτονικές πρακτικές αποτελεί εν δυνάμει τόσο πεδίο διαχωρισμούάρα πεδίο ψηφιακότητας- τόσο και πεδίο σύνθεσης- άρα αναλογικότητας. Ταυτόχρονα η έκθεση της αρχιτεκτονικής διαδικασίας και του αρχιτεκτονήματος στον χρόνο, επιτρέπει την δυνατότητα έκφρασης τόσο αντιθετικών σχέσεων, αλλά παράλληλα και την δυνατότητα αέναης επεκτασιμότητας και συνέχειας, αμφισβητώ52 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
ντας έτσι την απόλυτη ταύτιση του χρόνο με την αναλογικότητα. Αυτό που πρέπει να είναι ξεκάθαρο είναι ότι μέσα από αυτή την προσέγγιση του ψηφιακού και του αναλογικού δεν εισάγεται εδώ άλλη μία παράμετρος στον σχεδιασμό. Όπως φαίνεται και από την ανάλυση των αρχιτεκτονικών πρακτικών, ήδη τα στοιχεία αυτά υπάρχουν είτε αναγνωρίζονται ως τέτοια είτε όχι· πράγμα αναμενόμενο καθώς οι έννοιες συνδέονται με την συνολικότερη προσέγγιση και αντίληψη του περιβάλλοντος μας. Η ουσιαστική κατανόηση αυτών των εννοιών και η συνύπαρξη τους στην αρχιτεκτονική, από τον σχεδιασμό μέχρι την υλοποίηση, είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε μία ουσιαστικότερη αντίληψη των εργαλείων και των τρόπων που τα χρησιμοποιούμε. Κυρίως όμως, στην κατανόηση του ψηφιακού και του αναλογικού θα μπορούσε να ανοίγεται ένα πεδίο διερεύνησης για το πώς αυτά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν οχήματα για τον σχεδιασμό των αρχιτεκτονικών διαδικασιών και την προσπάθεια προσέγγισης της πολιτικής ταυτότητας της αρχιτεκτονικής.
53
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Aureli, P.V. (2011), The Possibility of an Absolute Architecture, The MIT Press, Cambridge, Massachusetts, London, England Carpo, Μ. (2011), The Alphabet and the Algorithm, MIT Press, Cambridge, Massachusetts London, England Carpo, M. (2013), The Digital Turn in Architecture 1992-2012, John Wileys & Sons Ltd, United Kingdom Deleuze , G. (1970), Spinoza: Practical Philosophy, trans. Robert Hurley (1981), City Lights Books, San Francisco Deleuze G., Guattari F. (1980), A Thousand Plateaus, Capitalism and Schizophrenia, trns. B.Massumi (1987), University of Minnesota Press, Minneapolis, London Deleuze, G. (1981), Francis Bacon: the logic of sensation, trns. D. W. Smith, Continuum, London, New York Galloway, A. R. (2014), Laruelle, Against the Digital, University of Minnesota Press, Minneapolis, London Picon, A. (2010), Digital Culture in Architecture: An Introduction for the Design Professions, Birkhäuser Basel, Berlin, Germany, Poole, M., Shvartzberg, M. (2015), The Politics of Parametricism, Digital Technologies in Architecture, Bloomsbury Academic, London, New Delhi, New York, Sydney Schumacher, P. (2012), The Autopoiesis of Architecture, A new Agenda of Architecture, John Wileys & Sons Ltd, United Kingdom ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ Carpo, M. (2014), Breaking the Curve, on Artforum , Morris R., Attia K., Big Data and Digital Design Carpo M. (2015). The New Science of Form-Searching in Achim Menges. ed. Material Synthesis: Fusing the Physical and the Computational. special issue, Architectural Design, Volume 85, Issue 5 55
Menges, A. (ed.), (2015), Material Synthesis: Fusing the physical and the computation, Architectural Design, vol.85 Oxman R. (2006). Theory and design in the first digital age in Rivka Oxman. ed. Digital Design. special issue, Design Studies, Volume 27, Issue 3 PARAMETRICISM”. www.parametricism.agency/. ArchAgenda. 9 October 2015. Retrieved 25 December 2015. Schumacher, P. (2016), Parametricism 2.0, Gearing Up to Impact the Global Built Environment in Patrik Schumacher. ed. Parametricism 2.0: Rethinking Architecture’s Agenda for the 21st Century. special issue, Architectural Design, Volume 86, Issue 2. Sheil B. (ed.), (2008), Protoarchitecture: Analogue and Digital Hybrids, Architectural Design, vol.78, no.4 ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ Aureli, P.V. and Tattara, M. (2005) Stop city. Available at: http:// www.gizmoweb.org/wp-content/uploads/2010/01/stop-city_ dogma.pdf (Accessed: 4 January 2017). Aureli P.V. (2014), The City as a Project, Available at: http://thecityasaproject.org/pier-vittorio-aureli/, (Accessed 10 January 2017) Caruso A. (2009), Whatever Happened to Analogue Architecture, Available at: http://www.carusostjohn.com/text/aa-files-whatever-happened-analogue-architecture/ (Accessed 1 February 2017) Colletti M. (2011), Turbulences Ahead. Book review: The Autopoiesis of Architecture (P Schumacher), Available at: http://marjan-colletti.blogspot.co.ke/2000/09/turbulences-ahead-book-review.html, (Accessed 25 January 2017) Correa M., interviews Galloway A.R. (2015), The Philosophical Origins of Digitality, Available at: http://tripleampersand.org/ the-philosophical-origins-of-digitality/ (Accessed 3 December 2016) Djalali A., (2011), “Digital Neofeudalism:”* Notes on Mario Carpo’s The Alphabet and the Algorithm, Available at: http://thecityasaproject.org/2011/09/digital-neofeudalism-notes-on-mario-carpos-the-alphabet-and-the-algorithm/ (Accessed 20 December 2016) Dinsman M., interviews Galloway A.R. (2016), The Digital in the Humanities: An Interview with Alexander Galloway, Available at: https://lareviewofbooks.org/article/the-digital-in-the-humanities-an-interview-with-alexander-galloway/#! (Accessed 1 December 2016) eVolo. (2016), Fibrous Formations On An Architectural Scale, Available at: https://www.bloglovin.com/blogs/evolo-architecture-magazine-1978289/fibrous-formations-on-an-architectur56 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
al-scale-5078301925, (Accessed 1 February 2017) Feast L. (2006), The Discrete and the Continuous in Architecture and Design, Available at: http://unidcom.iade.pt/drs2006/ wonderground/proceedings/fullpapers/DRS2006_0039.pdf, (Accessed 27 December 2016) Galloway A.R., Bernard Stiegler, A glossary of terms, Available at: http://cultureandcommunication.org/galloway/pdf/Stiegler%20 glossary.pdf, (Accessed 2 January 2017) Galloway A.R. (2015), The Digital: Staccato and Harmonic, Available at: http://cultureandcommunication.org/galloway/the-digital-staccato-and-harmonic (Accessed 10 November 2016) Galloway A.R. (2015), The Analog: Legato and Quiescent, Available at: http://cultureandcommunication.org/galloway/the-digital-staccato-and-harmonic (Accessed 10 November 2016) Galloway A.R. (2015), Deleuze, the analogical philosopher par excellencet, Available at: http://cultureandcommunication. org/galloway/the-digital-staccato-and-harmonic (Accessed 10 November 2016) Galloway A.R. (2015), Something About the Digital, Available at: http://cultureandcommunication.org/galloway/the-digital-staccato-and-harmonic (Accessed 10 November 2016) Jacquart M., Digital Philosophy, Available at: http://melissajacquart.com/teaching/resources-for-instructors/digital-philosophy/ (Accessed 5 December 2016) Lea D. (1993), Christopher Alexander: An Introduction for Object-Oriented Designers, Available at: http://gee.cs.oswego.edu/ dl/ca/ca/ca.html#schuler, (Accessed 1 February 2017) Lucarelli F. (2011), Stop City, by Dogma (2007-08), Available at: http://socks-studio.com/2011/07/10/stop-city-by-dogma-2007-08/, (Accessed 17 January 2017) Maley C.J. (2009), Analog and Digital, Continuous and Discrete, Available at: http://philsci-archive.pitt.edu/4692/1/AnalogDigitalContinuousDiscrete.pdf (Accessed 4 January 2017) Mall A. (2003), analog/digital, Available at: https://lucian.uchicago.edu/blogs/mediatheory/keywords/analogdigital/ (Accessed 23 November 2016) Oosterhuis K. (2016), Parametric design is not a style, Available at: http://www.oosterhuis.nl/?p=145, (Accessed 1 February 2017) Robinson A. (2015), An A to Z of Theory | Alain Badiou: On Badiou Versus Deleuze, Available at: https://ceasefiremagazine.co.uk/ alain-badiou-badiou-deleuze/, (Accessed 22 December 2016) Schumacher P. (2012), Parametric Order – Architectural Order via 57
an Agent Based Parametric Semiology, Available at: http://www. patrikschumacher.com/Texts/Parametricism%20Order_Semiology.html, (Accessed 15 January 2017) Tinnell J. (2015), Grammatization: Bernard Stiegler’s Theory of Writing and Technology, Available at: https://www.researchgate.net/publication/282562796_Grammatization_Bernard_ Stiegler’s_Theory_of_Writing_and_Technology, (Accessed 27 December 2016)
58 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
ΠΗΓΕΣ ΕΙΚΟΝΩΝ
1.01 Eisenman Architects (1991), Alteka Office Building, Tokyo, source: Carpo M. (2011). The Alphabet and The Algorithm. Cambridge: United States of America, The MIT Press 1.02 Greg Lynn (1999), Embryological Houses source:http:// www.cca.qc.ca/en/issues/4/origins-of-the-digital/5/embryological-house 1.03 NOX/ Lars Spuybroek (2007), “myLight”, produced by MGX Materialise source: http://www.siggraph.org/s2009/galleries_experiences/generative_fabrication/05.php 1.04 NOX/ Lars Spuybroek (2007), “myLight”, produced by MGX Materialise source: http://catalogue.drouot.com/refdrouot/lot-ventes-aux-encheres-drouot.jsp?id=58518 1.05 Προσωπικό αρχείο 1.06 SHoP (2000), Dunescape, New York City, source: Carpo M. (2011). The Alphabet and The Algorithm. Cambridge: United States of America, The MIT Press 1.07 Aikaterini Papadimitriou, Esteban Castro, Marcin Komar, and Yilin Yao (2013-14) Fibro.City source: http://www. evolo.us/architecture/fibrous-formations-on-an-architectural-scale/ 1.08 Biothing (2010), fissurePort Terminal, Taiwan, source: http://www.biothing.org/?p=276 1.09 Michael Young (2014), Complex Vertices source: https:// www.youworkforthem.com/graphic/E2609/complex-vertices 2.01 Προσωπικό αρχείο 3.01 Zaha Hadid Architects (2006,) Kartal-Pendik Masterplan,Is tanbul, Turkey, source: http://www.zaha-hadid.com/masterplans/kar tal-pendik-masterplan/ 3.02 Zaha Hadid Architects (2006,) Kartal-Pendik Mas terplan,Istanbul, Turkey, source: http://marketurbanism.com/2016/05/19/the-bot tom-up-urbanism-of-patrik-schumacher/ 59
3.03 Zaha Hadid Architects (2006,) Kartal-Pendik Masterplan,Is tanbul, Turkey, source: http://www.zaha-hadid.com/masterplans/kar tal-pendik-masterplan/ 3.04 DOGMA (2007), Stop City source: http://www.dogma.name/slideshow.html 3.05 DOGMA (2011), A Simple Heart source: http://www.dogma.name/slideshow.html 3.06 DOGMA (2005), City Walls, Korea source: http://www.dogma.name/slideshow.html 3.07 DOGMA (2005), City Walls, Korea source: http://www.dogma.name/slideshow.html
60
62