Πρώτη ιστορία
Το παλάτι με τα χίλια πεντακόσια δωμάτια
ΥΤΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΗΘΕΛΕ ΠΟΛΥ ΝΑ ΤΗΝ ΠΕΙ Η
Αγάπη. Μέσα από τα χέρια της την πήρα. Φαγώθηκε να την πει εκείνη. Γιατί θα την έλεγε καλύτερα, είπε. Μερικοί μερικοί όλα δικά τους τα θέλουν. Δεν φτάνει που έχει τις καλύτερες ιστορίες και τις λέει εδώ και χιλιάδες χρόνια... να πάρει και τις δικές μου! Και τι δεν έκανε για να με διώξει. Αλλά εγώ, εκεί. Βράχος. Όσο λύσσαγε εκείνη, τόσο εγώ ακίνητη στη θέση μου. Ώσπου της την πήρα τελικά την ιστορία μέσα από τα χέρια. Τι λέω; Μέσα από το στόμα. Και έκανα πολύ καλά. Γιατί η Κρήτη είναι ένα νησί όλο βουνά. Όλο πέτρες. Όλο βράχια. Όλο φαράγγια με κοτρόνια και κροκάλες, που παίζουνε με τα νερά. Αυτή κι εγώ μιλάμε την ίδια γλώσσα. Για να μη σας πω ότι… η Αγάπη και ο Πόλεμος τις λένε με πολλά ψέματα τις ιστορίες τους! Ειδικά η Αγάπη, καθόλου δεν νοιάζεται αν αυτό που θα λέει θα είναι Ιστορία με Ι κεφαλαίο, ή Παραμύθι με κεφαλαίο Π.
11
Άμα προλάβω στο τέλος θα σας πω και το δικό της παραμυθάκι για το παλάτι με τα χίλια πεντακόσια δωμάτια. Και βάλτε δίπλα-δίπλα τη δική μου την ιστορία και τη δική της, κι ύστερα ελάτε να μου πείτε. Ή μάλλον, όχι. Η Πέτρα παίζει τίμιο παιχνίδι. Αγωνίζεται πάντα δίκαια. Τώρα κιόλας θα σας την πω την ιστορία, όπως θα την έλεγε η Αγάπη. Κι ύστερα θα σας την πω όπως έγινε στ’ αλήθεια, όπως την ξέρω και την λέω εγώ… Τα πολύ παλιά χρόνια, τα χρόνια πριν από την Ιστορία με Ι κεφαλαίο, ζούσε στην Κρήτη ένας βασιλιάς μεγάλος και τρανός, ο Μίνωας. Ο Μίνωας ήταν γιος του Δία, λέει, και ο πατέρας του ο ίδιος, μεταμορφωμένος ξανά σε άσπρο ταύρο, τον βοήθησε να κατακτήσει το νησί απ’ άκρη σ’ άκρη και να γίνει ο πρώτος βασιλιάς του. Ύστερα του έμαθε να κυβερνάει καλά και δίκαια. Του έδωσε, μάλιστα, και τους πρώτους νόμους. Και κάθε εννιά χρόνια ανέβαινε ο Μίνωας στην κορυφή του πιο απόκρημνου βουνού της Κρήτης και κατέβαινε ξανά με νόμους καινούριους, γραμμένους –ακούστε! ακούστε!– σε πέτρινες πλάκες. Και μετά, λέει, παντρεύτηκε την Πασιφάη, μια
12
γυναίκα τόσο όμορφη, που κι αυτή γυναίκα κανονική δεν ήταν, μόνο μισή φεγγάρι και μισή γυναίκα, αν είναι δυνατόν. Και πως για να μην του την κλέψουν, έβαλε έναν πολυμήχανο τεχνίτη να του χτίσει ένα τρομερό και φοβερό παλάτι, με χίλια πεντακόσια δωμάτια, το ένα δίπλα στο άλλο, πόρτα-πόρτα. Τόσο μπερδεμένοι ήταν οι διάδρομοι και οι αυλές και τα καμαράκια και οι μεγάλες αίθουσες του παλατιού, που όποιος έμπαινε εκεί, τρόπο να ξαναβγεί δεν είχε. Έτσι το είχε ζητήσει ο Μίνωας το παλάτι του, γιατί ήταν ζηλιάρης και δεν ήθελε να βλέπουν τη γυναίκα του ούτε οι θεοί ούτε οι άνθρωποι.
13
Μα η Πασιφάη, όπως όλες οι όμορφες και οι όμορφοι, βρήκε τον τρόπο και την έδειχνε την ομορφιά της: έπεισε τον Μίνωα και την έβγαζε περίπατο κάθε νύχτα – όχι στη γη, αλλά στον ουρανό! Όσες νύχτες ήταν μαζί της ο βασιλιάς, η Πασιφάη έλαμπε πιο πολύ κι από το φεγγάρι. Άμα ο Μίνωας είχε δουλειά και δεν προλάβαινε να την συνοδεύσει, τότε κι εκείνη σκέπαζε το πρόσωπό της, να μη λάμπει πολύ. Και κάποιες νύχτες, που τον βασιλιά τον έπαιρνε ο ύπνος, η Πασιφάη έβγαινε κρυφά από το παλάτι-φυλακή. Μα τότε σκεπαζόταν ολόκληρη, λέει, να μην την βλέπει ανθρώπου μάτι. Παραμύθια της Χαλιμάς, δηλαδή. Έχει σκαρώσει κι άλλες ψευτιές η Αγάπη γι’ αυτόν τον λαβύρινθο του Μίνωα και της Πασιφάης.
14
Πως τάχα ζούσε κρυμμένος εκεί μέσα ένας Μινώταυρος, μισός άνθρωπος και μισός ταύρος, που τον γέννησε, λέει, η ίδια η βασίλισσα. Κι ο Μίνωας τον έχωσε μέσα στις χίλιες πεντακόσιες κάμαρες του παλατιού του και τον τάιζε με κρέας ανθρώπινο, για να κρύψει την ντροπή της γυναίκας του και τη δική του από τα μάτια του κόσμου. Ώσπου ήρθε, λέει, ο Θησέας από την Αθήνα και τον νίκησε τον Μινώταυρο, τον έσφαξε μέσα στα έγκατα του λαβύρινθου και βγήκε ξανά έξω στο φως και στον αέρα, χάρη σ’ ένα κουβάρι κλωστή! Τέτοια λέει η Αγάπη, που η φαντασία της όρια δεν έχει. Αλλά εγώ, που δεν βάζω μέσα στις ιστορίες μου ό,τι μου έρχεται στο κεφάλι, αλλά μόνο όσα έγιναν στ’ αλήθεια, θα σας πω αυτά που λένε οι πέτρες της Κρήτης, που τις ξέρω μία-μία με τα ονόματά τους: έχει το νησί στα βουνά του πέτρες μαλακές σαν τον στεατίτη και τον χλωρίτη, πέτρες σκληρές σαν τον βασάλτη, τον πορφυρίτη, τον λιπαρίτη, τον φυσικό κρύσταλλο, πέτρες πολύτιμες σαν τον αμέθυστο, τον οφείτη, τον αλάβαστρο, τον αιματίτη
16
και τον ίασπη. Κι έχει βέβαια κι ένα σωρό φλεβωτά μάρμαρα, σε πολλά και διάφορα χρώματα. Ό,τι τραβάει η ψυχή και του πιο δύσκολου και απαιτητικού βασιλιά. Έχουμε και λέμε, λοιπόν: τον βασιλιά Μίνωα, τον γιο του Δία, τον άντρα της Πασιφάης, με τον Μινώταυρο στον λαβύρινθο μέσα… ξεχάστε τον. Γιατί ο Μίνωας δεν ήταν ούτε γιος του Δία, ούτε είχε γυναίκα του το φεγγάρι, ούτε είχε κρύψει κανένα τέρας στα υπόγεια του παλατιού του. Ο Μίνωας δεν ήταν καν ένας βασιλιάς. Ήταν πολλοί. Που τους έλεγαν όλους Μίνωες, όπως, ας πούμε, τους βασιλιάδες της Αιγύπτου τούς έλεγαν όλους Φαραώ.
Μόνο που τα ονόματα των Φαραώ, η Ιστορία (και οι πέτρες) τα ξέρουν. Τα ονόματα των Μινώων, οι πέτρες της Κρήτης δεν τα ξέρουν. Ξέρουν, όμως, πως ήταν βασιλιάδες πλούσιοι, με ανάκτορα να τα βλέπεις και να μένεις με το στόμα ανοιχτό. Οι πρώτοι στη σειρά ήταν πλούσιοι κτηματίες και καλοί γεωργοί. Ο καιρός στο νησί ήταν καλός και τα χωράφια τους κάρπιζαν δυο και τρεις φορές τον χρόνο. Τόσα γεννήματα έφταναν και περίσσευαν για τον βασιλιά και τους ανθρώπους του. Τους έβαλε, λοιπόν, ο Μίνωας εκείνων των πρώτων χρόνων να χτίσουν αποθήκες πολλές στη σειρά, γύρω-γύρω από την αυλή του παλατιού του. Κι εκεί μέσα στοίβαζαν, όλα όσα έβγαζε η γη τους. Σε χωριστή αποθήκη το λάδι, σε χωριστή το κρασί, παραδίπλα το στάρι, το κριθάρι, τα όσπρια, το καθένα σε άλλο δωμάτιο. Κι από πάνω έχτισαν άλλες κάμαρες, μεγαλύτερες, για να μένουν ο βασιλιάς και η βασίλισσα και τα παιδιά τους και όλοι οι άρχοντες και οι τεχνίτες. Πέρασαν έτσι τρεις, τέσσερις Μίνωες κι ο τόπος πρόκοβε και πλούτιζε. Τόσο που άρχισαν να φτιάχνουν καράβια και να στέλνουν για πούλημα ό,τι τους περίσσευε.
18
Τόσο δυνατή ήταν η Κρήτη, που να σκεφτείτε, τείχη δεν είχε να την προστατεύουν από τους εχθρούς. Και να πεις ότι δεν έβρισκαν πέτρες να τα χτίσουν… κάθε άλλο! Είχαν δρόμους πλακόστρωτους, είχαν γεφύρια, είχαν πύργους και κανάλια και βίγλες στους γιαλούς. Τείχη μόνο δεν είχαν. Γιατί δεν τα χρειάζονταν. Εχθρός δεν τολμούσε να ζυγώσει το νησί. Τα χρόνια που βασίλεψαν εκεί οι Μίνωες, η Κρήτη ήταν η πρώτη και μεγαλύτερη δύναμη του κόσμου. Τα καράβια τους έσκιζαν τα νερά του πελάγου απ’ άκρη σ’ άκρη. Και τα παλάτια τους σήκωσαν κι άλλα πατώματα, γιατί πια δεν χωρούσαν.
Το πιο τρανό απ’ όλα, το παλάτι στην Κνωσό, που το ξέρουνε όλοι… ε, αυτό είναι ο λαβύρινθος! Είχε πέντε πατώματα, όλα χτισμένα γύρω από μια μεγάλη αυλή στη μέση του. Είχε, βέβαια, κι άλλες αυλές: δυτικές, ανατολικές, βόρειες και νότιες αυλές. Είχε αποθήκες, είχε εργαστήρια, είχε διαμερίσματα για τους αξιωματούχους του Μίνωα. Είχε αμέτρητα ιερά δωμάτια, όπου έμεναν οι ιερείς και οι ιέρειες και οι νεαροί ακροβάτες, που χόρευαν πάνω στις πλάτες των ταύρων. Είχε χτιστά πατητήρια για τα σταφύλια, είχε λιοτρίβια και φούρνους, είχε όμορφα πέτρινα πεζούλια για να κάθονται οι άνθρωποι και να ξεκουράζονται αγναντεύοντας τη θέα.
Κι ακούστε με: οι πέτρες ξέρουν και μου το ’χουνε πει, πως εχθρός την Kρήτη δεν την πλησίασε και δεν την πήρε εκείνα τα χρόνια. Μα όσο βασίλευαν οι Μίνωες, τρεις φορές έπεσαν τα παλάτια τους από σεισμούς μεγάλους και γκρεμίστηκαν. Αλλά αυτοί ήταν προκομμένοι βασιλιάδες και τα ξανάχτιζαν όλα την άλλη μέρα κιόλας – καλύτερα. Μετά τον τρίτο σεισμό, μάλιστα, πείσμωσαν και βάλθηκαν να φτιάξουν τα παλάτια τους ανώτερα κι από το ίδιο το νησί! Ζωγράφισαν, λοιπόν, στους τοίχους λουλούδια και πουλιά και ψάρια και ανθρώπους – όπως ήθελαν. Μπλε δέντρα και βράχια πράσινα και ανθρώπους με μαλλιά γαλάζια και δελφίνια κόκκινα και ταύρους καλοχτενισμένους και πιθήκους με διαμαντένια κοσμήματα στα κεφάλια τους. Ακόμα και τα φτερά των πουλιών τα είχαν στολισμένα και στριφτά, με πορτοκαλιά κεντίδια και πλουμίδια.
22
Κι αφού τα ζώα και τα λουλούδια και τα πουλιά τα χτένιζαν και τα στόλιζαν έτσι, βάλτε με τον νου σας πώς ζωγράφιζαν τους ανθρώπους! Με φούστες όλο πιέτες και φραμπαλάδες, με ποδιές και ζώνες χρυσές, με φτερά στα κεφάλια, με τα μάτια τους και τα χείλια τους βαμμένα τεχνικά. Δυο παράξενα έχω μόνο να πω εδώ – και τα δυο αληθινά: πρώτον, ούτε μια μάχη, ούτε έναν πόλεμο, ούτε έναν στρατιώτη δεν βρίσκεις ζωγραφισμένον στους τοίχους των παλατιών αυτών. Δεύτερον, όλοι οι άντρες είναι κόκκινοι στο χρώμα, ενώ οι γυναίκες άσπρες. Αυτή είναι η αλήθεια για τον λαβύρινθο της Κρήτης. Κι από τα παραμύθια της Αγάπης, τίποτα μην πιστεύετε. Αν και για να ’μαστε εντάξει… σ’ ένα πράγμα (σ’ ένα μόνο) έχει δίκιο: τα δωμάτια του παλατιού στην Κνωσό, ήταν χίλια πεντακόσια. Ναι.
24