Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις

Page 1

Τριαντάφυλλος - Αλέξανδρος Κουτρούλης

«Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις» Διηγήματα



Τριαντάφυλλος - Αλέξανδρος Κουτρούλης

«Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις»

Διηγήματα


Copyright © 2013 Τριαντάφυλλος - Αλέξανδρος Κουτρούλης 2013 Ηλεκτρονική Έκδοση: Ιανουάριος 2013 http://onefrozenmind.blogspot.gr/ http://www.icydemon.com/ Η συλλογή διηγημάτων «Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις» διανέμεται ελεύθερα στο διαδίκτυο σε μορφή ψηφιακού βιβλίου με άδεια Creative Commons

[ Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Όχι Παράγωγα Έργα] Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την άδεια Creative Commons ανατρέξτε στο: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/


Περιεχόμενα Εισαγωγή ...............................................................................................5 01. Ο πόλεμος μέσα απο τα μάτια ενός μικρού παιδιού ..........................7 02. Δανεικά ...........................................................................................15 03. Μαγνητικό αδιέξοδο .......................................................................21 04. Εκπληρωμένα όνειρα ...................................................................29 05. Λευκή πόλη ...................................................................................37 06. Χαραυγή .......................................................................................45 07. Ότι ποτέ δεν επουλώθηκε..............................................................53 08. «Μην φεύγεις...» ............................................................................61 09. Η οργή είναι το κλειδί....................................................................67 10. Διαμπερές τραύμα.........................................................................77 11. Αστερόσκονη.................................................................................85 12. «Τώρα»............................................................................................91 13. Ένα γράμμα....................................................................................99 14. «Πιάσε τον κόσμο αν μπορεις κι ανάποδα γύρνα τον».................103 15. Η Κίκα και η Σίσσυ (Πρώτη Πράξη)...............................................111 16. Η Κίκα και η Σίσσυ (Δεύτερη Πράξη).............................................119 Ρεπρίζ στο Θανατάδικο.....................................................................127 Σημειώσεις ........................................................................................207



Εισαγωγή Σκόρπια όνειρα. Σαν τα δικά μου. Και αναμνήσεις. Που αναπό­ φευκτα έχουμε όλοι μας. Το εγχείρημα ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2012. Με διηγήματα. Πέρασε πολλά, κάποια είδαν το φώς της δημοσιότητας και κάποια όχι. Οι σκόρπιες αναμνήσεις και τα σκόρπια όνειρα πολλών ζωών, πεταμένες μέσα σε ένα βιβλίο. Με μικρές καθημερινές ιστορίες, πολλές φορές σκληρές, κι άλλες φορές δακρύβρεχτες. Νομίζω πως η κάθε μια ιστορία χρειάζεται και μια μικρή εισαγωγή. Γιατί κάθε ιστορία είναι γραμμένη για σκηνικά που ο ιδιος έχω ζήσει ή στήσει στην δική μου ζωή. Οι περισσότερες ιστορίες είναι μεταξύ τους ασύνδετες. Πολλές φορές μοιάζουν, είν’ εκείνο το Déjà vu που ζούμε. Τα ίδια και τα ίδια. Όμως κατά βάθος και πίσω απο τις γραμμές, είναι τόσο μα τόσο διαφορετικές. Έτσι λοιπόν μιλάμε για τον πόλεμο, για δανεικά, για ψέματα, για την κρίση, για την γενιά του ίντερνετ, για το αλκοόλ, για τα τατουάζ, για την ομοφυλοφιλία, για τον θάνατο, για την οργή, την οργή και την οργή. Για την πίστη στον Θεό και την πίστη στους αγγέλους, για τους ανθρώπους που ξέχασαν να γραφούν κι εκείνους που ξέχασαν να παίζουν μουσική, για τη μάστιγα της εποχής, τον φόβο να πλησιάσουμε τον συνάνθρωπο στην πραγματικότητα. Και για τον καλύτερο φίλο του ανθρώπου, τον μόνο που καταφέρνει να σ’ αγαπήσει περισσότερο απο τον ίδιο του τον εαυτό. Κράτησα, όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατόν, ένα επίπεδο. Αλλά η ρεπρίζ γράφτηκε έτσι. Στηριγμένη στην αλητεία. Γιατί η αλητεία δεν κόβεται ποτέ. Ακόμη κι αν τα όνειρα σκόρπισταν πια, δεν πτοούμαστε, γιατί πάντοτε θα υπάρχει η ελπίδα του να ξαναμαζευτούν. Λάρισα, Ιανουάριος 2013



Ο πόλεμος μέσα απο τα μάτια ενός μικρού παιδιού

01. Ο πόλεμος μέσα απο τα μάτια ενός μικρού παιδιού Σκαλίζω τα πράγματα στο γραφείο μου. Ψάχνω να βρω ν’ ακούσω λίγη μουσική, να με χαλαρώσει. Ένα cd πέφτει από τα χέρια μου και καταλήγει στο πάτωμα. Το σηκώνω και βλέπω ένα άγνωστο γραφικό χαρακτήρα, να έχει γράψει πάνω «Μην ξεχάσεις ποτέ». Το κοιτάω περίεργα, προσπαθώντας να θυμηθώ πως βρέθηκε αυτό εδώ, αλλά η μνήμη μου δεν είναι διατεθειμένη να με βοηθήσει απόψε. «Ας ακούσουμε αυτό» σκέφτομαι, ενώ μ’ έχει φάει η περιέργεια να ακούσω τι έχει μέσα και σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ ποιος μου το είχε δώσει. Το βάζω στο στερεοφωνικό, που μ’ ενημερώνει ότι έχει μόνο δύο κομμάτια μέσα. «Περίεργο» είπα σιωπηλά στον εαυτό μου. Η μουσική ξεκίνησε να παίζει και εκείνο το «περίεργο» άρχισε να γίνεται «παράξενο» καθώς άκουγα το Ederlezi του Bregovic. Είχα χρόνια να τ’ ακούσω, εκ πεποιθήσεως, μου έφερνε αναμνήσεις εκείνο το κομμάτι κι ανάμεικτα συναισθήματα. «Ας είναι» μονολόγησα και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Έκλεισα τα μάτια μου ακριβώς για μια στιγμή… Άκουσα πυροβολισμούς και ερπύστριες αρμάτων να τρίζουν. Φωνές και κόσμο να ουρλιάζει. Πανικό. Προσπάθησα να καταλάβω από πού έρχονται όλοι αυτοί οι ήχοι, αλλά δεν το κατάλαβα. Άνοιξα τα μάτια μου και είδα μπροστά μου ένα πεντάχρονο παιδί να κάθεται μπροστά σε μία τηλεόραση. Να παρακολουθεί, οκλαδόν στο πάτωμα τις ειδήσεις των έξι «Πόλεμος!» είπα στον εαυτό μου και τρόμαξα, έτρεξα στο παράθυρο να δω τι γίνεται έξω, μα όλα ήταν ήσυχα. Ήταν ακόμη ένα συνηθισμένο ανοιξιάτικο απόγευμα. Γύρισα πίσω στην τηλεόραση για να καταλάβω τι γίνεται και διάβασα τους τίτλους των ειδήσεων. «Πόλεμος στο Σαράγεβο» έγραφε κι όσο κι αν ήθελα να ακούσω τι έλεγαν οι δημοσιογράφοι, όσο κι αν μ’ έκαιγε να παρακολουθήσω το πολεμικό ρεπορτάζ, οι πυροβολισμοί και η μουσική δεν μ’ άφηναν να το κάνω. Έτσι λοιπόν, πήγα και κάθισα δίπλα από κείνο το παιδί στο πάτωμα.

7


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Τι γίνεται μπαμπά;» ρώτησε το παιδάκι κάποιον και γύρισε το κεφάλι του προς τα πίσω κοιτάζοντας κάποιον. Γύρισα κι εγώ και είδα έ­ναν άντρα, όχι πολύ μεγαλύτερο από εμένα, να κάθεται σ’ ένα καναπέ και να παρακολουθεί τις ειδήσεις. «Πόλεμος παιδί μου» απάντησε εκείνος. Ήθελα να ρωτήσω τόσα πολλά, να καταλάβω γιατί ήμουν εκεί, γιατί τα έβλεπα όλα αυτά, μα η μόνη απορία που είχα ήταν ακριβώς η ίδια με του παιδιού που καθόταν δίπλα μου «Γιατί μπαμπά;» «Οι άνθρωποι πολεμούν για την ελευθερία τους παιδί μου» μας απάντησε εκείνος. «Γιατί; Τους έχουν στην φυλακή;» ρώτησε ο μικρός κι εκείνη την στιγμή δεν ήξερα αν έπρεπε να γελάσω ή να κλάψω. Ή αν θα έπρεπε να εξηγήσω στον μικρό πως κάποιοι πολεμούν για την ελευθερία τους ενάντια σε κάποιους που θέλουν να τους υποδουλώσουν βασιζόμενοι σε διάφορες ιδεολογίες. «Όχι παιδί μου. Δεν τους έχουν φυλακή. Απλά οι άνθρωποι εκείνοι θέλουν να ζήσουν στην χώρα τους ελεύθερα χωρίς να έχουν άλλους πάνω από το κεφάλι τους» απάντησε ο πατέρας του μικρού, όσο πιο απλά μπορούσε. «Και γιατί εκείνοι οι άνθρωποι κάθονται εκεί μπαμπά;» ξαναρώτησε ο μικρός δείχνοντας την τηλεόραση. «Γιατί δεν θέλουν να υπάρχει πόλεμος παιδί μου» απάντησε εκείνος κι εγώ γύρισα να δω τους Βόσνιους που διαδήλωναν ειρηνικά. Η τηλεόραση έδειχνε τα ίδια πλάνα από την πολιορκία του Σαράγεβο και ο εκφωνητής ανακοίνωνε πως οι νεκροί αυξάνονταν καθημερινά σ’ εκείνο τον εμφύλιο πόλεμο. «Τι σημαίνει σκοτώθηκαν μπαμπά;» ξαναρώτησε ο μικρός με πείσμα, προσπαθώντας να καταλάβει τι γίνεται σ’ εκείνο το κουτί απέναντί του. «Πέθαναν παιδί μου» απάντησε ο πατέρας του παιδιού, που δεν μπορούσε να καταλάβει την απώλεια. Δεν μπορείς πραγματικά να συνειδητοποιήσεις την δύναμη αυτής της λέξης αν δεν έχεις νιώσει κάποια προσωπική απώλεια. «Δηλαδή μπαμπά;» συνέχισε ο μικρός. «Πήγανε στον ουρανό» απάντησε ο πατέρας του.

8


Ο πόλεμος μέσα απο τα μάτια ενός μικρού παιδιού «Γιατί; Ήταν κακοί άνθρωποι;» ρώτησε πάλι ο μικρός. «Είσαι μικρός για να καταλάβεις. Είναι κακό πράγμα ο πόλεμος, δεν πρέπει να γίνεται. Αλλά μερικές φορές δεν υπάρχουν άλλες λύσεις. Είναι όπως μαλώνω εγώ με την μαμά» απάντησε ο πατέρας του και η μουσική άλλαξε σε κάτι ακόμη πιο παράξενο και περίεργο. Ένα τραγούδι που είχα ξανακούσει παλιά, μία, ίσως και δύο φορές, μαζί με κάποιο γνωστό όταν είχαμε πιάσει μια παρεμφερή συζήτηση. Ένα παλιό φίλο που τα είχε ζήσει από κοντά και μου το είχε μεταφράσει. Μα δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε τον τίτλο του τραγουδιού, ούτε τι ακριβώς έλεγε. Μιλούσε για τον πόλεμο και τα πρώτα θύματα, για μια κοπέλα, την πρώτη νεκρή του πολέμου. «Και μια είδηση που μόλις τώρα μας ήρθε» ανακοίνωσε ο εκφωνητής του δελτίου ειδήσεων και η εικόνα άλλαξε απότομα. «Ελεύθεροι σκοπευτές σκότωσαν ένα ζευγάρι που προσπάθησε να βγει από την πόλη του Σαράγεβο». Η τηλεόραση άρχισε να δείχνει εικόνες από ένα νεκρό ζευγάρι πάνω σε μια γέφυρα, κι ο μικρός το κοιτούσε παραξενεμένος, ίσως και να νόμιζε πως εκείνα τα δυο παιδιά που ήταν πεσμένα κι αγκαλιασμένα στο δρόμο κοιμόντουσαν και κάποια στιγμή θα ξυπνούσαν. Κι εγώ βρέθηκα, μέσα σ’ ένα άνευ προηγουμένου παραλήρημα, να βλέπω ξανά εκείνες τις εικόνες όπως και τότε και να αναρωτιέμαι, γιατί πρέπει να πεθαίνουν οι άνθρωποι μ’ αυτόν τον τρόπο; Γιατί να πέφτουν νεκροί από τις σφαίρες άλλων ανθρώπων; «Κλείσε την τηλεόραση, βλέπει το παιδί» ακούστηκε μια γυναικεία φωνή μέσα στο χώρο. «Να βλέπει, να μαθαίνει. Τι θα κάνει αύριο – μεθαύριο, όταν έρθουν να του πάρουν το σπίτι; Τι θα κάνει όταν θα τον κάνουν σκλάβο;» απάντησε ο πατέρας του παιδιού και έβλεπα τον μικρό να έχει κολλήσει στην τηλεόραση, να προσπαθεί να χωρέσει στο μυαλουδάκι του όλα αυτά που συνέβαιναν στον κόσμο. «Κλαίς;» άκουσα μια φωνή στ’ όνειρό μου κι οι πυροβολισμοί μαζί με το πολεμικό ρεπορτάζ σταμάτησαν απότομα. Μόνο η περίεργη εκείνη μουσική, με τους άγνωστους στίχους παρέμεινε. Κι όμως εκείνοι οι στίχοι άρχισαν να βγάζουν νόημα.

9


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Πρέπει να με πήρε ο ύπνος» απάντησα στην γυναίκα μου που με κοιτούσε παραξενεμένη. «Μα καλά, τι ακούς;» με ρώτησε απευθυνόμενη στην μουσική, την ώρα που προσπαθούσα να σκουπίσω τα δάκρυά μου και να σηκωθώ από το κρεβάτι. «Πού ξέρω;» της απάντησα. «Βρήκα ένα cd και το έβαλα να παίξει. Βοσνιακά δεν είν’ αυτά;» «Ναι, Βοσνιακά είναι. Δεν ήξερα ότι η μουσική σου παιδεία φτάνει μέχρι εκεί καλέ μου» μου απάντησε χαμογελώντας κι άρχισα να θυμάμαι που το είχα βρει εκείνο το cd. Ήταν με τον φίλο μου τον Κριστιάν που έζησε τον πόλεμο από κοντά, πιτσιρικάς τότε, μου ‘χε αφηγηθεί τα γεγονότα από την σκοπιά του πιτσιρικά. Η Ναταλία απέναντί μου γέλασε και έβγαλε το cd από το στερεοφωνικό. Το πήρε στα χέρια της και το κοίταξε. «Μην ξεχάσεις ποτέ;» με ρώτησε. «Μην ξεχάσεις ποτέ» της απάντησα και ήρθε στην αγκαλιά μου. «Δεν είναι δικά σου γράμματα αυτά Βασίλη. Ποιος το έγραψε;» με ρώτησε χαμογελαστά. «Ένας φίλος» της απάντησα. «Τι σε πιάνει τώρα;» με ρώτησε ανήσυχη. «Δεν με πιάνει κάτι κορίτσι μου. Απλά θυμήθηκα πολλά με αυτή τη μουσική. Άκουγα πυροβολισμούς στον ύπνο μου, άκουγα ερπύστριες να τρίζουν, κόσμο να φωνάζει, κραυγές, ουρλιαχτά» της απάντησα. «Βασίλη, δεν έζησες εδώ, δεν ξέρεις πως ήταν τα πράγματα τότε, γιατί αναλώνεσαι σε μια κατάσταση που έχει περάσει και δεν πρόκειται να έρθει ποτέ ξανά;» με ρώτησε. «Μπορεί να μην ήμουν εδώ, αλλά τα έζησα μέσα από ένα μεγάλο τετράγωνο κουτί, που λέγεται τηλεόραση» της απάντησα κι εκείνη την στιγμή συνειδητοποίησα πως ο πιτσιρικάς στ’ όνειρό μου ήμουν εγώ. Κι ο πατέρας μου, που καθόταν στον καναπέ και παρακολουθούσε τηλεόραση, που τότε ήταν λίγο μεγαλύτερος από εμένα τώρα. Τι να μου έλεγε και τι να μου εξηγούσε; Πως ο κόσμος πεθαίνει για τα ιδανικά του και για τις αξίες του; Πράγματα που ένας πεντάχρονος δεν θα μπορούσε να καταλάβει ποτέ.

10


Ο πόλεμος μέσα απο τα μάτια ενός μικρού παιδιού «Τι σκέφτεσαι τώρα κι είσαι έτσι;» με ρώτησε η Ναταλία. «Έβλεπα τον πατέρα μου στον ύπνο μου και τον εαυτό μου όταν ήμουν πέντε κι έβλεπα μπροστά μου τον πόλεμο. Στην τηλεόραση» της απάντησα. «Μα δεν ήσουν πέντε τότε» μου είπε. «Όνειρο ήταν κορίτσι μου. Πέντε είναι το κοριτσάκι μας τώρα, ίσως γι αυτό» της είπα χαμογελώντας. «Κοιμήθηκε εκείνο το ζιζάνιο;» την ρώτησα. «Ναι, αφού μου έβγαλε την ψυχή, κοιμήθηκε» μου απάντησε γελώντας. «Τι θα της πω ρε Ναταλία, αύριο – μεθαύριο; Πώς θα της μιλήσω για πόλεμο; Για νεκρούς; Για άρματα και στρατούς; Για ιδεολογίες και για την ιστορία;» την ρώτησα και ένιωθα τα μάτια μου να ξαναγεμίζουν με δάκρυα. «Όταν κάποτε έρθει ο καιρός θα της πεις όσα πρέπει να της πεις. Και να είσαι σίγουρος ότι θα διαμορφώσει την δική της γνώμη για όλα αυτά. Μπορεί να παραταχθεί στην πρώτη γραμμή και να γίνει το πρώτο θύμα. Μπορεί να είναι στην άλλη μεριά και να πατήσει την σκανδάλη. Μπορεί να γίνει ιδεαλίστρια και να ξεσηκώσει τον κόσμο. Μπορεί να ασχοληθεί με τα κοινά. Πολλά μπορεί να συμβούν, αλλά ζούμε σε μια ειρηνική εποχή. Γιατί να γεμίζεις το μυαλό σου με πράγματα που δεν έχουν καμιά απολύτως σημασία αυτή τη στιγμή; Πάνε Βασίλη, πέρασαν αυτά…» μου απάντησε η Ναταλία σε μια προσπάθεια να μου φτιάξει το κέφι. «Δεν περνάνε Ναταλάκι μου. Έρχονται και ξανάρχονται και πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι. Έχουμε διαφορετικές απόψεις σ’ αυτό το θέμα» της είπα. «Ωραία, μπορείς να μου πεις τις απόψεις σου και τις ανησυχίες σου μικρέ Βασίλη;» με ρώτησε και το μυαλό μου γύρισε πολλά χρόνια πίσω, έψαξε και βρήκε εκείνες τις αναμνήσεις. Στις οποίες δεν ήμουν πέντε. Ήμουν αρκετά μεγαλύτερος. Εκείνες τις αναμνήσεις που επί τρία χρόνια και κάτι, έβλεπα καθημερινά στις ειδήσεις την πολιορκία του Σαράγεβο και προσπαθούσα να βρω μια άκρη σ’ όλα αυτά που γινόντουσαν. Προσπαθούσα μόνος μου να καταλάβω το γιατί. Γιατί

11


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις να σκοτώνονται οι λαοί; Γιατί να στρέφουν τα όπλα τους ο ένας στον άλλον, αδέρφια, γείτονες, και φίλοι; «Προσπαθούσα τότε να καταλάβω το γιατί καλή μου Ναταλία. Ήθελα να είμαι μεγαλύτερος, να μπορέσω να πολεμήσω κι εγώ για όλα εκείνα που μου έλεγαν. Για την ελευθερία, για τις ιδέες μου, για να έχω το δικαίωμα να ακούγεται η φωνή μου, για την δημοκρατία. Μόνο που δεν μπορούσα. Τελείωσε ο πόλεμος και μεγαλώνοντας έμαθα να τον μισώ. Έμαθα να μισώ τον στρατό που σκότωσε τόσο κόσμο. Έμαθα να μισώ τα όπλα που μ’ ένα απλό κλικ αφαιρούνε μία ζωή. Έμαθα να μισώ τις ακραίες λύσεις» της απάντησα. «Ναι, αλλά πήγες στον στρατό, όταν έπρεπε να πας» μου απάντησε η Ναταλία χαμογελαστά. «Έπρεπε Ναταλία. Όπως και τα σύνορα πρέπει να υπάρχουν» της είπα κι εγώ. «Τα σύνορα υπάρχουν για να ενώνουν τους λαούς Βασίλη. Όχι για να τους χωρίζουν. Αυτό να μάθεις στην κόρη μας. Ο στρατός υπάρχει για να προστατεύει τα σύνορα, την δημοκρατία, την ελευθερία του λόγου, τον βραδινό ύπνο μας και τις δουλειές μας» είπε η Ναταλία στον ίδιο χαρούμενο τόνο με πριν. «Κι όταν ο στρατός δεν τα κάνει αυτά;» την ρώτησα. «Τότε η Νίνα μας θα βγει σε μια γέφυρα να τους πολεμήσει, να τους κατακτήσει και να βγάλει την ελευθερία της από την φυλακή που την έκλεισαν. Ή θα πάρει το όπλο για να επιβληθεί σ’ εκείνο τον στρατό που προσπαθεί να επιβληθεί σ’ εκείνη» μου απάντησε. «Έχεις πάρει χαμπάρι ότι ζω τα τελευταία εφτά χρόνια στο Σαράγεβο μαζί σου;» την ρώτησα. «Σε πιάσανε πάλι τα υπαρξιακά σου Βασίλη» μου απάντησε η Ναταλία και μου χάιδεψε τα μαλλιά σαν να ήμουν ένα πεντάχρονο παιδί. «Όταν βγαίνεις έξω βλέπεις ακόμη κτήρια να καίγονται;» με ρώτησε. «Όχι» της απάντησα. «Αίματα στους δρόμους;» «Ούτε». «Μήπως περιμένεις να σε τουφεκίσουν ελεύθεροι σκοπευτές ενώ περπατάς στον δρόμο;» συνέχισε με εκείνο το ύφος της ανακρί­τριας.

12


Ο πόλεμος μέσα απο τα μάτια ενός μικρού παιδιού «Όχι κορίτσι μου». «Τότε να είσαι χαρούμενος που δεν υπάρχουν αυτά. Και να προσπαθήσεις να μην υπάρξουν ποτέ Βασίλη». «Δεν είναι εκεί το θέμα μου, στο τι θα κάνω εγώ. Ξέρω. Ξέρω ότι για να προστατεύσω αυτούς που αγαπάω, ότι θα κάνω τα πάντα. Τι θα πω στην μικρή; Εκεί κολλάω» της απάντησα. «Να πάρει τ’ όπλο αν χρειαστεί και να βγει στο δρόμο. Μόνο όμως για να προστατεύσει τον εαυτό της. Όχι για να επιβληθεί στους άλλους» είπε η Ναταλία. «Εντάξει ψυχή μου» της είπα και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Φόρεσα τα παπούτσια μου και είδα πως με κοίταξε παράξενα. «Θα βγω να περπατήσω» της είπα και μου χαμογέλασε, κατάλαβε πως μ’ είχε ηρεμήσει η κουβέντα μας. «Θα σε περιμένω. Μην αργήσεις» μου απάντησε. Πήρα τα κλειδιά κι έφυγα από το σπίτι, άρχισα να περπατάω στον δρόμο με ένα τσιγάρο κολλημένο στο στόμα και τα χέρια στις τσέπες. Έβλεπα γνωστούς δρόμους, τόσα χρόνια που ζούσα εδώ τους είχα πλέον μάθει. Μα σήμερα που τους ξανακοίταζα, στο μυαλό μου υπήρχαν εκείνες οι εικόνες που ποτέ δεν κατάφερα να σβήσω. Βάδισα αρκετά κι έφτασα στην γέφυρα. Κοίταξα το ποτάμι από κάτω κι άναψα ακόμη ένα τσιγάρο σκεφτόμενος, όσα είχα δει στ’ όνειρό μου και όσα περνούσανε στην πραγματικότητα. Όλα όσα φοβόμουν. Φοβόμουν τον κόσμο που μεγάλωνα την κορούλα μου και τον εαυτό μου. Γιατί κι εγώ ένα φοβισμένο παιδί ήμουν, δεν κατάφερα να μεγαλώσω ποτέ πραγματικά. Δεν φοβόμουν τι μπορεί να μου ξημερώσει αύριο. Φοβόμουν όμως τις αξίες που θα έδινα σ’ ένα μικρό πλασματάκι, που σε μερικά χρόνια θα πολεμούσε καθημερινά την πραγματικότητα, όπως το κάναμε εγώ κι η μάνα της κάθε μέρα. Φοβόμουν τα λάθη που έκαναν άλλοι, πριν από εμένα και θυμήθηκα τα λόγια του πατέρα μου μέσα στο όνειρό μου. «Τι θα κάνει όταν έρθουν να του πάρουν το σπίτι;» «Θα παλέψω πατέρα» μονολόγησα την ώρα που αποφάσισα να γυρίσω στο σπίτι μου. «Θα παλέψω και θα μάθω την κόρη μου να παλεύει, όπως μου δίδαξες εσύ».

13



Δανεικά

02. Δανεικά «Μου είχες πει “Δάνεισέ μου μια μέρα μόνο, μια μέρα από την ζωή σου” και στην έδωσα. Ήξερες ότι σε μισούσα, ήξερες ότι είχες καταφέρει να τα διαλύσεις όλα, να όμως που το κατάφερες και σου χάρισα εικοσιτέσσερις ολόκληρες ώρες από την ζωή μου. Και μετά τελείωσαν τα δανεικά. Και μου ζήτησες δέκα λεπτά ακόμη. Κι όπως οι καλές τράπεζες σ’ αυτήν την ζωή, σου έδωσα κι άλλα, κι άλλα, σου ‘δειξα τα ψιλά γράμματα, μα δεν τα διάβασες. Και κάπου εκεί ξημέρωσε και κοιμήθηκα. Στο είχα πει, “Να μην σε δω στα μάτια μου το πρωί που θα ξυπνήσω. Ξύπνα και φύγε πριν σε δω”, μα δεν μ’ άκουσες. Ποτέ σου δεν μ’ άκουσες. Και κάπως έτσι έφυγες πυξ λαξ από το σπίτι και σήμερα παίρνεις κι αυτό το χειρόγραφο στο χέρι σου. Σου είχα πει εκείνη την δανεική μέρα, στο κατώφλι της πόρτας την ώρα που φώναζες και χτυπιόσουν να μην με ξαναενοχλήσεις. Αλλά εσύ εκεί. Το χαβά σου. Δεν κατάλαβες τίποτε. Τώρα έχω την υποχρέωση να ανοίξω το μαγικό κουτί με τις αλήθειες. Μετά απ’ όλα εκείνα τα περίεργα και τα παράξενα που περάσαμε, στο ‘χα πει πως θέλω να μείνουν μια ανάμνηση, να μην γυρίσουμε ποτέ πίσω, να μην προσπαθήσουμε να κολλήσουμε τα θραύσματα αυτού που είχαμε. Όσο κι αν το ήθελα. Όσο κι αν το ήθελες. Ήξερα πως δεν θα μας έβγαζε πουθενά. Μα γύρισες τόσο απότομα που δεν πρόλαβα να πιάσω τον εαυτό μου από τα μαλλιά και να τον αποτρέψω. Θυμήσου τα λόγια μου, “Αισθάνομαι μαλάκας γιατί μαζί μου απατάς έναν άνθρωπο. Κάτι που σίγουρα έχεις κάνει και σε εμένα στο παρελθόν”. Κάπου εκεί έβαλες τα κλάματα και κάπου εκεί άναψα τσιγάρο. Ήσουν το χειρότερο σεξ της ζωής μου, τι άλλο μπορώ να πω; Κι αν θέλεις και το γιατί, συνέχισε να με διαβάζεις. Γιατί δεν σ’ αγαπούσα, ούτε σε μισούσα τότε. Απλά σε λυπόμουν γι αυτό που είχες καταντήσει. Νόμιζα πως δεν είχε πιο κάτω, μα έπεσα έξω. Είχε. Πήγες και πιο κάτω. Έτσι βρέθηκες να κλαίς στα πόδια μου, μεσάνυχτα, σ’ ένα παγκάκι για να σε συγχωρήσω. Και το έκανα, για να σου αποδείξω πως είμαι άνθρωπος και μπορώ να ξεχάσω, να συγχωρήσω και να προχωρήσω, μα

15


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις σε ήξερα. Έκανες τα ίδια και χειρότερα. Καυγάς γι ακόμη μια φορά και ο μόνος χαμένος ήμουν εγώ. Μα δεν πειράζει κατάλαβα πολλά. Και μετά; “Έχω καρκίνο” μου είπες. “Δάνεισέ μου μόνο μια μέρα, μόνο είκοσι τέσσερεις ώρες από την ζωή σου”. Στις έδωσα, βγήκαμε, ήπιαμε καφέ, περάσαμε καλά, σ’ έκανα και γέλασες όπως παλιά, κάναμε έρωτα. Κοιμηθήκαμε μαζί, ξυπνήσαμε, περπατήσαμε, κλειστήκαμε στο σπίτι, για να μιλήσουμε, να μου πεις για τις χημειοθεραπείες που θα ξεκινήσεις και πάλι στο κρεβάτι. Έξι παρά πέντε ήταν όταν μου είπες “δώσε μου δέκα λεπτά ακόμα”. Και τα δέκα λεπτά έγιναν μία ώρα. Δύο. Τρείς. Ως το πρωί. Στο είχα πει, “ξύπνα και φύγε πριν σε δω” και δεν το έκανες. Σου άξιζε να φύγεις από το σπίτι όπως έφυγες. Με το κεφάλι κατεβασμένο, να παρακαλάς και να κλαίς, όπως πάντα όταν δεν γινόταν αυτά που ήθελες. Πόσα χρόνια σου δάνειζα τις μέρες μου; Την ζωή μου; Ούτε κι εγώ θυμάμαι πια. Αρκετά για να καταλάβω τι ακριβώς θέλεις από εμένα. Δεν μπορώ να στο προσφέρω. Λυπάμαι αλλά είμαι άνθρωπος. Ελεύθερος άνθρωπος. Και δεν μπορώ να γίνω το παιχνιδάκι κανενός. Κόπηκε το σχοινί κάπου εδώ, δεν άντεχα να το τραβάω άλλο. Και το μόνο που μπορώ να σου πω, είναι απλά καλή συνέχεια στην ζωή σου. Γιατί “μας” δεν πρόκειται να γίνει ποτέ». Η Αναστασία διάβαζε εκείνο το γραπτό για ακόμη μια φορά, ακόμη μια μέρα σε αυτήν την ηλίθια ζωή που μόνη της είχε επιλέξει να ζει. Ήταν το μόνο ενθύμιο που της είχε απομείνει από εκείνη την περίεργη σχέση με τον Άκη. Η ίδια δεν θέλησε ποτέ να έχουν φωτογραφίες για να μην μπλέξει παραπάνω την ήδη μπλεγμένη ζωή της. Η ίδια του είχε πετάξει στα μούτρα τον πλατινένιο σταυρό, που της είχε κάνει δώρο κάποτε στα γενέθλιά της, όταν της είπε “Μάστα και στην μάνα σου”. Τότε που είχε μάθει για το κέρατο. Άναψε μηχανικά ένα τσιγάρο, τις τελευταίες μέρες κάπνιζε, ποια αυτή, που το σιχαινόταν, που δεν ήθελε να μυρίζει τσιγάρο, που αν ήταν στο χέρι της θα το είχε απαγορεύσει. Είχε καθίσει στο πάτωμα, δίπλα από την μπαλκονόπορτα του σαλονιού, συνήθεια του Άκη όταν είχε νεύρα, ειδικότερα όταν αυτά τα νεύρα του τα προξενούσε εκείνη. Με το τασάκι δίπλα της.

16


Δανεικά Προσπαθούσε να καταλάβει γιατί έκανε τόσα λάθη στην ζωή της και γιατί τα είδε τώρα που ήταν πλέον πολύ αργά. Γιατί του είπε ψέματα πως έχει καρκίνο; Γιατί του ζήτησε ακόμη ένα βράδυ που απέβη μοιραίο τελικά; Αναπάντητα ερωτήματα γέμιζε το μυαλό και δεν έβρισκε καμία άκρη στον λαβύρινθο που μόνη της έχτισε. Και το ρημάδι το τεστ εγκυμοσύνης ήταν θετικό. Θετικότατο. Και το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο. Αλλά τι να έλεγε τώρα στον Άκη; Ότι το παιδί ήταν δικό του; Δεν θα την πίστευε για κανένα απολύτως λόγο. Μετά από τόσα ψέματα που του είπε για να του τραβήξει την προσοχή ήταν λογικό. Μα δεν είχε άλλο τρόπο, αν είχε, θα τον είχε χρησιμοποιήσει. Τι να του έλεγε; «Αγάπη μου είμαι έγκυος και το παιδί είναι εκατό τοις εκατό δικό σου;» Δεν θα την πίστευε ποτέ. Έσπασε ο διάολος το ποδάρι του και μίλησε με τον αδερφό της που του είπε ότι δεν έχει τίποτα. Δεν ήξερε καν πως ο Άκης γνώριζε τον αδερφό της. Ούτε πως τύχαινε να κάνουν και παρέα. Μα ο Άκης δεν είχε αποκαλύψει ποτέ το μυστικό της. Δεν είχε πει σε κανέναν τραβιόντουσαν σχεδόν εφτά χρόνια στα κρυφά. Αποφάσισε να τον πάρει τηλέφωνο. Ούτε να κλάψει, ούτε να τον παρακαλέσει. Απλά να του το ανακοινώσει. Και το έκανε. Μόνο που ο Άκης δεν σήκωνε το τηλέφωνό του. Κι εκείνη την στιγμή η Αναστασία κατάλαβε πως το είχε χάσει το παιχνίδι. Μόνη της έπαιζε τόσα χρόνια, μόνη της κατάφερε και να χάσει. Προσπαθούσε να βρει μια λύση μα δεν υπήρχε τίποτα. Ίσως αν έπαιρνε τηλέφωνο κάποιον άλλον; Ίσως να λυνόταν έτσι. «Πάλι μαλακία θα κάνεις και το ξέρεις» άκουσε να της λέει μια φωνούλα. Εκείνη η φωνή που τόσα χρόνια αγνοούσε. Η φωνή της συνείδησής της. «Και τι να κάνω; Έτσι όπως τα έκανα τι να κάνω;» ρώτησε την συνείδησή της η Αναστασία. «Τόσα χρόνια μ’ αγνοούσες. Τώρα θα σ’ αγνοήσω κι εγώ» της απάντησε η συνείδησή της και σιώπησε. Η Αναστασία άρχισε να καίει την άκρη του χαρτιού που έφερε τον γραφικό χαρακτήρα του Άκη με την κάφτρα του τσιγάρου και το

17


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις μετάνιωσε αμέσως. Ήταν το τελευταίο πράγμα που είχε από εκείνον. Αυτό και οι αναμνήσεις της. Αυτό και τα πεπραγμένα. Μακάρι να μπορούσε να κάψει όλα όσα είχε κάνει και να ξαναρχίσει από το μηδέν. Αυτό όμως ήταν αδύνατο. «Όχι!» είπε στον εαυτό της κι εκείνη την στιγμή θυμήθηκε πως είχε ακόμη ένα δώρο του Άκη. Ένα cd που κάποτε της είχε αγοράσει για ν’ ακούει ένα και μόνο τραγούδι που της άρεσε. Το βρήκε και το έβαλε να παίξει. Πάτησε και το κουμπάκι για να παίζει το κομμάτι σ’ επανάληψη και βυθίστηκε ξανά στην λύπη της. «Μικρό κορίτσι, με τα βήματα χαμένα…» ξεκίνησαν να απαγγέλουν τα «Διάφανα Κρίνα» από το στερεοφωνικό και η Αναστασία είχε κολλήσει το βλέμμα της στο άπειρο, που έλεγε και το τραγούδι. Κοίταζε έξω από το τζάμι την νύχτα και τον δρόμο που ήταν άδειος. Δεν κυκλοφορούσε κανείς στις τέσσερεις το πρωί. «Ο Άκης προφανώς θα κοιμάται» σκέφτηκε γιατί ακόμη και τώρα, μετά απ’ όλα αυτά περίμενε να την πάρει τηλέφωνο και να την συγχωρήσει. Αποφάσισε να κάνει την μεγάλη κίνηση. Είχε έρθει η ώρα να πάρει το καράβι και να πλεύσει στον Αχέροντα μετά από όλα τα λάθη που είχε διαπράξει στην ζωή της. Αυτή ήταν η μόνη λύση. Έτσι πίστευε. Αλλά δεν της πήγαινε. Ούτε από το μπαλκόνι μπορούσε να πέσει, θα έσκαγε κάτω και θα γέμιζε αίματα το πεζοδρόμιο, με τα χάπια δεν τα πήγαινε καλά και τις φλέβες τις δεν μπορούσε να τις κόψει. Είπε να το ρίξει στον ύπνο μήπως και ξεθολώσει το μυαλό της. Αποκοιμήθηκε και έβλεπε στον ύπνο της πως μεγάλωνε μόνη της το παιδί τους. Δεν του είπε ποτέ τίποτα, το κράτησε μυστικό κι εκείνο, όπως και όλη την σχέση. Ξύπνησε ιδρωμένη από εκείνο τον εφιάλτη. Έπρεπε να του το πει, έπρεπε να τελειώσουν τα μυστικά και τα ψέματα. Κατάφερε κουτσά – στραβά να κλείσει τα μάτια της για μία ώρα. Το ρολόι δίπλα της έδειχνε 05:10. Ντύθηκε πρόχειρα, πήρε τα κλειδιά της κι έφυγε για το σπίτι του Άκη. Έφτασε, χτύπησε το κουδούνι και δεν της άνοιξε κανείς. Κόλλησε το χέρι της στο κουδούνι αλλά τίποτα. Τον πήρε τηλέφωνο. Χτυπούσε μα δεν το σήκωνε κανείς. Άρχισε να ανησυχεί. Προσπάθησε

18


Δανεικά να διαρρήξει την πόρτα με την ταυτότητα και μετά από πέντε λεπτά τα κατάφερε. Τον φώναξε μέσα στο σπίτι αλλά εκείνος δεν της απάντησε. Κι άρχισε να ψάχνει τα δωμάτια. Τον βρήκε στο μπάνιο, είχε κόψει τις φλέβες του μέσα στην μπανιέρα και είχε ήδη ξεψυχήσει. Έβαλε τα κλάματα, δεν τον πρόλαβε, δεν πρόλαβε να του πει για πρώτη φορά την αλήθεια, δεν πρόλαβε να του αποκαλύψει το πρώτο μυστικό μετά από τόσα χρόνια. Είχε ένα χαρτί δίπλα του. «Δεν μ’ άφησες να ζήσω από τότε που σε γνώρισα, σ’ αγαπώ και σε σιχαίνομαι ηλίθιο πλάσμα. Και το τελειώνω εδώ» έγραφε. Η Αναστασία δεν χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ. Έβγαλε τα ρούχα της και μπήκε στην μπανιέρα. Πήρε το μαχαίρι που ήταν πεταμένο δίπλα κι έκοψε τις φλέβες τις. Ξάπλωσε πάνω στον νεκρό Άκη και τον αγκάλιασε. «Αφού δεν μπορέσαμε να ζήσουμε μαζί, ας πεθάνουμε τουλάχιστον μαζί» του είπε πιστεύοντας πως θα την ακούσει. Κι εκείνη ήταν η μόνη φορά στην ζωή της που δεν του είπε ψέματα.

19



Μαγνητικό Αδιέξοδο

03. Μαγνητικό Αδιέξοδο Γύρισε στο σπίτι της εξοργισμένη. «Μειώσεις προσωπικού σου λέει. Ναι μπράβο, δεν είναι ρατσισμός αυτό. Κρατήσανε τα ζώα στην δουλειά και μου δώσανε τα παπούτσια στο χέρι γιατί είμαι γυναίκα» σκέφτηκε η Νάντια και συνειδητοποίησε πως της είχαν μείνει τα τελευταία της πεντακόσια ευρώ στην τράπεζα. Τα είχε πάρει και με τον διευθυντή, δεκαοχτώ χιλιάδες της χρωστούσανε, ήξερε πως δεν θα τα έχανε. Όπως κι ότι δεν θα έχανε την αποζημίωση. Αύριο πρωί, ΙΚΑ και ΟΑΕΔ για ταμείο ανεργίας. Καλά ήταν όσο κράτησε. Τέσσερα χρόνια στην συντήρηση, τέσσερα χρόνια να ξυπνάει μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα για να τρέχει να φτιάχνει τα χαλασμένα μηχανήματα της εταιρίας. Και το ευχαριστώ; Ένα χαρτί απόλυσης. «Λόγω περικοπών». Άνοιξε για πρώτη φορά μετά από πάρα πολύ καιρό το πατζούρι του σαλονιού, συνειδητοποιώντας πως ακόμα κρατάει τα κλειδιά από το σπίτι στα χέρια της. «Το σπίτι…» σκέφτηκε. «Τέσσερα χρόνια και δεν το χάρηκα ούτε μια μέρα. Ούτε στις γιορτές, ούτε στις αργίες». Αθεράπευτα εργασιομανής, αθεράπευτα βιβλιοφάγος. Ερωτευμένη με την κίνηση των ηλεκτρονίων στους ημιαγωγούς των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων, μόνο εκεί έβρισκε γαλήνη το μυαλό της. Ηρεμούσε, μόνο όταν σκεφτόταν δυαδικά. «Πάντα υπάρχουν δύο επιλογές στην ζωή και από κει κι ύστερα αρχίζει η διακλάδωση στον κώδικα του πεπρωμένου» έλεγε στις παρέες τις γελώντας και δεν την καταλάβαινε κανείς. «Η ζωή είναι σαν το Super Mario. Αντικειμενοστραφής προγραμματισμός. Νάντια ξύπνα. Νάντια φάε. Νάντια γράψε κώδικα. Νάντια πήγαινε στο κομμωτήριο. Νάντια πάρε λεφτά από την τράπεζα» σκεφτόταν και βγήκε στο μπαλκόνι για να δει τον πραγματικό κόσμο. Εκεί που δεν επικρατούσε το κβαντικό χάος. Το εννιά – πέντε του παρελθόντος είχε καταλήξει να είναι εν­νιά – εννιά, δέκα, έντεκα. Μέρα έβλεπε μόνο όταν ξυπνούσε και πή­γαινε προς την δουλειά. Κατά τ’ άλλα ήταν κλεισμένη σ’ ένα γραφείο μπρο­ στά σε μια κονσόλα κι όλο κάτι έκανε. Συντηρούσε βάσεις δεδομένων, έλεγχε την ροή τον πληροφοριών. Άλλαζε καμένα τροφοδοτικά. Δεν

21


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις κατάφερε να αφήσει νύχια, δεν πήγαιναν με το κατσαβίδι. Έκοψε τα μαλλιά της κοντά για να μην γεμίζουν σκόνη. «Ο Γρηγόρης φταίει», σκέφτηκε, «αυτό το παλιαρχίδι». Ο Γρηγόρης ήταν πρώην συνεργάτης και σύντροφος και νύν προϊστάμενος και πρώην. Πήρε την προαγωγή ένα χρόνο πριν, την αύξηση και το δικαίωμα να τρέχει όλους τους υφισταμένους του. Και την Νάντια μαζί. Την χώρισε, πήρε καινούριο αυτοκίνητο, καινούρια γυναίκα και το δικό του ωράριο γύρισε πίσω στο εννιά – πέντε. Πολλές φορές και μικρότερο, αφού είχε την Νάντια να προσέχει για εκείνον, την ροή των δεδομένων. Η Νάντια γύρισε μέσα στο σπίτι κι έψαξε στην κουζίνα κάτι για να πιεί. Τεκίλα κίτρινη, ένα μπουκάλι που της είχαν φέρει δώρο τρία χρόνια πριν στα γενέθλιά της. Έβαλε ένα ποτήρι και γύρισε στην βεράντα και το κβαντικό χάος της πραγματικότητας. Αναλογίστηκε το τι έδωσε για εκείνη την εταιρία, τι χαράμισε για τους συναδέλφους και την αλληλεγγύη. «Έξι χρόνια διάβασμα στο πουθενά. Να το βράσω και το μεταπτυχιακό. Έξι χρόνια διάβασμα για να καταλήξω άνεργη στα είκοσι εννιά, χωρίς σχέση, χωρίς φίλους, χωρίς λεφτά και να μου χρωστάνε κιόλας» είπε στον εαυτό της κι άρχισε να γελάει παρανοϊκά. Όχι δεν πήγαινε έτσι. Θα της το πλήρωναν αυτό και με το παραπάνω. Δεν έπαιρνε που δεν έπαιρνε τις υπερωρίες, δεν θα τους άφηνε να την πατήσουν κι άλλο. Άρχισε να απαγγέλει στίχους του Καββαδία στο μπαλκόνι μόνη της. Δεν είχε όρεξη ούτε τον υπολογιστή να ανοίξει για να κάνει κάτι. Το σιχάθηκε κι αυτό. Σιχάθηκε «τις σιλικόνες της»· έτσι κορόιδευαν οι φίλοι της, που πλέον μόνη της κατάφερε και τους έχασε. Για κείνη την δουλειά έχασε αρραβώνες, γάμους και βαφτίσια. «Πού να τρέχω τώρα; Έχω να κάνω maintenance» έλεγε στον εαυτό της. «Ήθελες και maintenance τρομάρα σου» μονολόγησε και τράβηξε μια γερή ρουφηξιά τεκίλας και προς έκπληξή της έκαψε το στόμα της, τον οισοφάγο και το στομάχι. Είχε καιρό να πιεί από κείνο το «μπουγαδόνερο»· όπως το αποκαλούσε κάποτε, τον καιρό που ήταν ερωτευμένη με την τεκίλα, στα φοιτητικά της χρόνια. «Περνάνε τα χρόνια Νάντια… Περνάνε και τα χάνεις…» είπε δυνατά στον εαυτό της και συνέχισε να κοιτάζει το κενό από κάτω.

22


Μαγνητικό Αδιέξοδο Έτσι πέρασε μια τρελή ιδέα από το μυαλό της. Να μην αφήσει καμιά στιγμή χαμένη πια. Η κβαντική της πραγματικότητα θα μπορούσε να συνεχιστεί από αύριο το πρωί. Κάθισε στον υπολογιστή και κούνησε το ποντίκι, δεν έσβηνε ποτέ ο καημένος, απλά έκλεινε η οθόνη του για να εξοικονομεί ενέργεια. Την καλησπέρισε μια άχαρη, ασπρόμαυρή γραμμή εντολών και η Νάντια της χαμογέλασε σαν να είδε κάποιον γνωστό απ’ τα παλιά. Τα δάχτυλα πήραν φωτιά πάνω στο πληκτρολόγιο, «υψηλού επιπέδου κώδικας» είπε στον εαυτό της καθώς έγραφε και γέμισε καμάρι. Μόνο που δεν ήταν αυτό το ζητούμενο πια. Δεν δούλευε στην εταιρία. Δούλευε για την πάρτη της. Ίντερνετ και αναζήτηση για καμπύλες. Καμπύλες Berzier. Ωραία πράγματα, στο ένα παράθυρο έγραφε κώδικα και στο άλλο, ταυτόχρονα σχεδόν, διάβαζε για τις καμπύλες. «Να πολεμάς στην ζωή σου, όχι το καλό ή το κακό, μα το άδικο» της είχε πει κάποτε ο Βαγγέλης· ένας καταθλιπτικός χάκερ ετών δέκα εννιά, τον είχε γνωρίσει στο διαδίκτυο και της είχε μάθει πολλά, βγήκανε κανά – δύο φορές για καφέ μ’ εκείνο το παιδί και την παράξενη φιλοσοφία του. «Να πολεμάς μόνο όσα δεν αλλάζουν. Όταν τ’ αλλάξεις θα είσαι νικητής» σκέφτηκε η Νάντια. Δύο ώρες αργότερα ο κώδικας ήταν έτοιμος, προχειρογραμμένος, βρώμικη δουλειά και της άρεσε. Το έτρεξε και για πρώτη φορά δεν είχε κανένα συντακτικό λάθος. Τα λογικά, θα φαινόταν στην εκτέλεση. Πετάχτηκε ένα παραθυράκι μπροστά στην οθόνη της, και άρχισε να σχεδιάζει με το ποντίκι της. Καμπύλες Berzier. Δούλευε ωραία το προγραμματάκι της, σχεδίαζε κάτι που είχε στο μυαλό της εδώ και καιρό, μόνο που το μολύβι και το χαρτί δεν ήταν το φόρτε της. Ο κώδικας όμως ήταν. Και το ήξερε. Αρκετές ώρες πέρασαν με την Νάντια να κάνει κλικ και να διορθώνει νούμερα σε κουτάκια στην οθόνη. Παραμετρικός σχεδια­ σμός, με απλές καμπύλες. Τελικά κατάφερε να φτιάξει το τόξο που ήθελε, όπως ακριβώς το ήθελε, με όλες τις λεπτομέρειες που είχε στο μυαλό της. Κοίταξε το ρολόι στην οθόνη που της έλεγε τέσσερεις και δέκα προ μεσημβρίας. Είπε να ασχοληθεί λίγο ακόμη, να φτιάξει και κάτι σκιές και να πέσει για ύπνο. Τελείωσε στο άψε σβήσε, έσωσε

23


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις το σχέδιο με το τόξο με όνομα αρχείου “tattoo.png” και πήγε στο κρεβάτι. Η αφύπνιση χτύπησε στις οχτώ όπως και κάθε μέρα. Μόνο που σήμερα δεν ήταν εργάσιμη. Ήταν μέρα τρεξίματος, θα έβλεπε ήλιο, θα έπινε καφέ έξω. Ίσως να έπαιρνε τηλέφωνο και κανένα παλιό φίλο για να φάει το μεσημέρι με παρέα. Ντύθηκε βιαστικά κι έφυγε από το σπίτι. Πρώτη στάση στο ΙΚΑ για να πάρει τα ένσημά της. «Να πάτε στον δεύτερο» της είπε βαριεστημένα ένας υπάλληλος μόλις ρώτησε που θα μπορούσε να το κάνει αυτό. Έφυγε για τον δεύτερο και περίμενε στην ουρά. Είκοσι λεπτά αργότερα, έδινε την ταυτότητά της σε έναν άλλο υπάλληλο που την ενημέρωσε πως τον τελευταίο χρόνο δεν είχε ένσημα. Τους τελευταίους δεκατρείς μήνες για την ακρίβεια. Κι εκεί το μυαλό της Νάντιας θόλωσε. Είπε ένα προσποιητά ευγενικό «Ευχαριστώ» στον υπάλληλο, πήρε την κατάσταση με τα ένσημα στα χέρια της και έφυγε. Δεν θα τους την χάριζε αυτή τη φορά. «Χωρίς ένσημα τους τελευταίους δεκατρείς μήνες. Που κοιμόσουν Νάντια;» ρώτησε τον εαυτό. «Σ’ ένα μαγνητικό όνειρο. Στα δεδομένα σου Νάντια. Εκεί ήσουν πάντα. Στα δεδομένα σου και τα κεκτημένα σου. Ποτέ δεν προσπάθησες, απλά βολεύτηκες κι επαναπαύθηκες» της απάντησε ο εαυτός της την στιγμή που έβγαινε πίσω στο δρόμο. Μπήκε στο σπίτι της έξαλλη και πέταξε τα κλειδιά στο γραφείο, το ποντίκι κουνήθηκε ανεπαίσθητα κι άναψε η οθόνη του υπολογιστή. Έμεινε να τον κοιτάζει, όταν παρατήρησε το «Ένα νέο μήνυμα» στο mail της. Μόνο αυτή ήξερε την συγκεκριμένη διεύθυνση και κανείς άλλος. Μάλλον κάτι που έστειλε στον εαυτό της είχε ξεχάσει να το διαβάσει. Έκατσε κι έκανε τα γνωστά κλικ. «Χρόνια πολλά. Θα στο έστελνα προχθές αλλά ξέχασα. Βαγγέλης» έγραφε λιτά και η Νάντια αναρωτιόταν πως ήξερε ο Βαγγέλης για τα γενέθλια της. Εκείνα τα γενέθλια που πέρασε στην δουλειά μια μέρα πριν της μιλήσουν για «περικοπές». Πήρε τηλέφωνο τον Βαγγέλη κι άκουγε τα τούτ στο ακουστικό της κοιτάζοντας σαν χαζή το μήνυμα.

24


Μαγνητικό Αδιέξοδο «Έλα» απάντησε κοφτά εκείνος. «Σ’ ευχαριστώ πολύ ρε. Που το ήξερες;» τον ρώτησε. «Εκεί που ξέρω και τον αριθμό ταυτότητάς σου αν μου χρειαστεί ποτέ» απάντησε γελώντας ο Βαγγέλης. «Αληταρά. Δεν τα κάνουν αυτά» του είπε γελώντας η Νάντια γιατί ήξερε την λογική του Βαγγέλη, «όποιος είναι φίλος σήμερα, είναι ο χειρότερος εχθρός σου αύριο». «Τι κάνεις κοριτσάκι;» την ρώτησε εκείνος. «Έχω νεύρα με την δουλειά. Με διώξανε, μου χρωστάνε λεφτά και ένσημα. Θα τους διαλύσω» του απάντησε νευριασμένα. «Μην σκας. Καμιά τρύπα άφησες;» την ρώτησε ο Βαγγέλης. «Πρέπει» απάντησε εκείνη. «Κλείσε, να σου ετοιμάσω το δώρο γενεθλίων σου. Και…» είπε δισταχτικά μα δεν συνέχισε. Φοβήθηκε. «Και;» τον παρότρυνε η Νάντια. «Να… Ξέρεις… Έλεγα…» ξεκίνησε να κομπιάζει ο Βαγγέλης που όσο το είχε με τους υπολογιστές, τόσο τον έκοβε κρύος ιδρώτας με τις γυναίκες. Η Νάντια τον κατάλαβε και χαμογέλασε. «Για καμιά τεκίλα και καμιά ροκιά κατά τις εννιά είναι καλά;» τον ρώτησε γελώντας. «Τέλεια» απάντησε ο Βαγγέλης και έκλεισε το τηλέφωνο. «Και τώρα δουλειά. Και δώρο για την Νάντια» είπε στον εαυτό του. Τα γνωστά χαζά χαμένα, οι γνωστές προστασίες, τα γνωστά προγραμματιστικά λάθη. Κατάφερε να διεισδύσει μέσα στο αχανές εκείνο σύστημα που με τόση ευλάβεια συντηρούσε κάθε μέρα η Νάντια. Δεδομένα που κινούνται αέναα στον κυβερνοχώρο. Σκάλισε τις βάσεις δεδομένων, τα έγραφα, τα αρχεία. «Γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν το ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο;» ρώτησε τον εαυτό του. Ήταν χαρούμενος, ακόμη μια δουλειά ερχόταν εις πέρας και για πρώτη φορά στην ζωή του θα έβγαινε για ποτό με γυναίκα. Ήταν κι αυτό ένα βήμα πιο κει. Η ώρα περνούσε κι ο Βαγγέλης έβρισκε ολοένα και πιο συναρπαστικά στοιχεία. Ο εργοδότης της Νάντιας τους έκλεβε όλους μαζί. Λίγο από δω, λίγο από κει… Κατέβασε τα πάντα στον υπολογιστή του, έστειλε κι ένα περιποιημένο mail και κοίταξε το ρολόι. Ήταν

25


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις σχεδόν οχτώ και μισή. Μέχρι να κάνει μπάνιο, να ξυριστεί και να βγει θα περνούσε η ώρα και θ’ αργούσε. Και για πρώτη φορά μετά από μέρες σηκώθηκε από την οθόνη του. Πλύθηκε, ξυρίστηκε και έβαλε ότι βρήκε μπροστά του. Βγήκε από το σπίτι και πήγε στο κλασσικό μαγαζί που τον τελευταίο καιρό έπινε μόνος του. Βρήκε την Νάντια εκεί να τον περιμένει. Είχαν ξαναβγεί, για καφέ, σαν γνωστοί, μόνο που σήμερα ήταν αλλιώς τα πράγματα. «Τις μπίζνες πρώτα ή την διασκέδαση;» ρώτησε την Νάντια. «Άσε τις μπίζνες. Πως είσαι;» «Καλά. Παλεύω». «Με τι;» «Με τις ηλιθιότητες του κόσμου». «Ζούμε σ’ ένα κβαντικό χάος Βαγγέλη». «Τώρα έρχεσαι στα λόγια μου. Το δώρο σου θα έρθει αύριο επί της ευκαιρίας» είπε ο Βαγγέλης χαρούμενα. «Δώρο; Έλα ρε δεν ήταν ανάγκη» του απάντησε η Νάντια και ασυναίσθητα τον πήρε αγκαλιά. «Είπα να σου πάρω ένα καινούριο υπολογιστή. Και μια τηλεόραση. Και ένα ζευγάρι σκουλαρίκια. Από λευκόχρυσο, νομίζω θα σου πάνε». «Είσαι σοβαρός; Καταξοδεύτηκες!» φώναξε η Νάντια, μα μέσα της ήταν χαρούμενη που έστω κι ένας άνθρωπος αξιώθηκε να της πάρει δώρο. Και θα του το ανταπέδιδε κάποια στιγμή. Όταν έπαιρνε τα χρωστούμενα. «Εγώ;» την ρώτησε ο Βαγγέλης με φαινομενικά αθώο ύφος. «Το αφεντικό σου πλήρωσε. Με τα λεφτά που σου τσεπώνει από τις υπερωρίες. Εγώ πλήρωσα μόνο τα σκουλαρίκια». «Πού το ξέρεις αυτό για τις υπερωρίες;» «Να ξέρεις ότι είμαστε όλοι παγιδευμένοι μέσα σ’ ένα μαγνητικό αδιέξοδο. Εγώ κι εσύ, όχι τόσο, εμείς ξέρουμε να βρίσκουμε την έξοδο. Μα οι άλλοι… Οι άλλοι δεν έχουν επίγνωση του πλήκτρου delete, ποτέ δεν σβήνει τίποτα πραγματικά, πάντα μένει κάτι πίσω, πάντα υπάρχουν τρόποι να επαναφέρεις αυτά που θέλεις. Σχεδόν πάντα δηλαδή. Επειδή όλοι είμαστε πλεονέκτες, εγωιστές κι αλαζόνες,

26


Μαγνητικό Αδιέξοδο θέλουμε να ξέρουμε τι έχουμε κάνει. Έτσι λοιπόν και τ’ αφεντικό σου τα είχε κάπου σημειωμένα. Θησαύρισε. Μόνο που γελάστηκε. Του έστειλα mail πως αν δεν σας ξοφλήσει σε σαράντα οχτώ ώρες, θα πάνε όλα στην δικαιοσύνη» είπε ο Βαγγέλης με μια ανάσα και κοίταξε την Νάντια. Δεν περίμενε ευχαριστώ. Περίμενε να του χαμογελάσει, αυτό ήθελε μόνο. Κι εκείνη χαμογέλασε και του έφτιαξε όλη την μέρα, του πήρε όλη την κούραση. «Δεν θα ξεφύγουνε ποτέ από την κβαντική τους καθημερινότητα και την αβεβαιότητα» του απάντησε η Νάντια γελώντας. Συνειδητοποίησε εκείνη την στιγμή ότι είχε βρει τον μοναδικό δυαδικό άνθρωπο. Και αποφάσισε να μείνει σ’ αυτή τη μαγεία του μηδέν και του ένα. Είδε το βλέμμα του. «Μάλλον το κατάλαβε και κείνος κι έτσι θα ‘ναι πιο εύκολο» είπε στον εαυτό της πριν ανοίξει το στόμα της για να μιλήσει. «Δεν αφήνουμε τα ποτά και το κβαντικό χάος για να τα πούμε κάπου αλλού;» ρώτησε με νόημα η Νάντια. «Δηλαδή;» «Να στο πω σε εντολές;» συνέχισε να κάνει νύξεις η Νάντια γελώντας και ο Βαγγέλης ένιωθε χαμένος μέσα σ’ αυτήν την συζήτηση. «Και δεν το λες;» της απάντησε προσπαθώντας να καταλάβει που το πάει. Η Νάντια χαμογέλασε κι άρχισε να απαριθμεί της εντολές λες και μιλούσε στον υπολογιστή της. «cd ~; talk; touch; unzip; strip; touch; mount και πάει λέγοντας» του είπε κι εκείνη την στιγμή το μυαλό του Βαγγέλη συγχρονίστηκε με την πραγματικότητα και κατάλαβε πως το βράδυ τους είχε μόλις αρχίσει.

27



Εκπληρωμένα Όνειρα

04. Εκπληρωμένα Όνειρα1 Ο Κριστιάν περίμενε την Σόνια σε μια γέφυρα. Είχαν ραντεβού. Του ήταν σχετικά αδιάφορη αλλά εκείνη τον κυνηγούσε πολύ καιρό και είπε για πρώτη φορά στην ζωή του να δοκιμάσει την τύχη του. Είχε κουραστεί πλέον να της πηγαίνει κόντρα, δεν τον έβγαζε πουθενά. Έβγαλε ένα μολύβι κι ένα τετράδιο από την τσάντα του κι άρχισε να σκιτσάρει το πλάνο που είχε μπροστά του. «Άχρωμο φθινοπωρινό αστικό τοπίο». Του άρεσε ο τίτλος και τα σχέδια που άρχιζαν να αποτυπώνονται στο χαρτί. Ονειρευόταν να γίνει ζωγράφος κάποια μέρα, μα ήξερε πως θα μείνει απλά ένα όνειρο. Δεν άρεσε στους γονείς του η ζωγραφική. «Είναι τέχνη» τους έλεγε ο Κριστιάν κι εκείνοι του απαντούσαν πως «δεν σε ταΐζει η τέχνη, σε ταΐζει το μεροκάματο». «Ή άργησε η Σόνια, ή εγώ ήρθα υπερβολικά νωρίς» είπε ο Κριστιάν στον εαυτό του, μα δεν είχε ρολόι για να κοιτάξει. Ρώτησε κάποιον περαστικό που του είπε «τεσσερσήμισι» πριν φύγει βιαστικά. Αυτός πήγε πολύ νωρίς, η Σόνια δεν θα ερχόταν πριν τις πέντε. Έτσι συνέχισε να σχεδιάζει στο τετράδιο της ανάλυσης, δίπλα από μία σελίδα γεμάτη όρια και συναρτήσεις. Σκεφτόμενος ότι ούτε εκεί είχε κάποιο μέλλον. Οι σπουδές ήθελαν λεφτά μα λεφτά δεν υπήρχαν. Η Σόνια έφτασε νωρίς, είχε αγωνία για το πώς θα πήγαιναν τα πράγματα. Ήξερε πως ο Κριστιάν την έβλεπε λίγο αδιάφορα. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η ζωγραφική του και το να βρίσκει κανένα μεροκάματο που και που για να έχει τα τσιγάρα του. Πλησίασε στην γέφυρα και τον είδε να σκιτσάρει· «Τι πρωτότυπο για κείνον;» σκέφτηκε. Πήγε κοντά του και τον χαιρέτισε μ’ ένα φιλί στο μάγουλο. Ο Κριστιάν τινάχτηκε, δεν το περίμενε, αποσυντονίστηκε το μυαλό του την ώρα που σχεδίαζε από κείνη την αναπάντεχη κίνηση της Σόνιας. «Πως είσαι όμορφε;» τον ρώτησε. «Καλά» απάντησε ο Κριστιάν ανάβοντας τσιγάρο. «Θέλεις να πάμε για καφέ;» «Σόνια…»

29


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Άδειες τσέπες;» «Γιατί, γεμίσανε ποτέ;» «Έλα ρε Κριστιάν μην είσαι έτσι. Θες να πάμε σπίτι μου;» «Κερνάς καφέ;» «Κερνάω» απάντησε η Σόνια και ο Κριστιάν έβαλε το τετράδιο πίσω στην τσάντα του, πήρε μηχανικά την Σόνια από το χέρι κι άρχισαν να περπατάν μέσα στην κρύα πόλη. «Σκεφτικό σε βλέπω, τι έχεις;» τον ρώτησε η Σόνια. «Τι δεν έχω να λες». «Δηλαδή;» «Δεν έχω λεφτά. Δεν έχω τελειώσει το σχολείο. Δεν έχω πολλά πράγματα στην ζωή μου». «Δεν είσαι ευχαριστημένος με αυτά που έχεις;» «Ο άνθρωπος ζητάει πάντα περισσότερα Σόνια». «Είναι κι αυτό μια άποψη» απάντησε η Σόνια κι άφησε την κουβέντα εκεί. Φτάσανε στο σπίτι της Σόνιας και εκείνη άνοιξε την πόρτα. Βρεθήκανε σ’ ένα μικρό σαλόνι με λίγα έπιπλα, που του έμοιαζε με εργαστήριο. Μηχανήματα, χρώματα, περίεργα πράγματα. Μια κοπέλα καθόταν σκεφτική σε μια καρέκλα και κοίταζε έξω από το παράθυρο. «Από δω η αδερφή μου η Νίνα» είπε η Σόνια. «Κριστιάν» απάντησε εκείνος. «Τι έγινε κοριτσάκι;» ρώτησε η Νίνα. «Έφερα ένα φίλο στο σπίτι. Κακό είναι;» απάντησε η Σόνια και τα μάτια του Κριστιάν έπεσαν πάνω σ’ ένα σχέδιο στο χέρι της Νίνας. «Τατουάζ είναι αυτό;» ρώτησε ο Κριστιάν κοιτάζοντας το απ’ την οπτική γωνία του καλλιτέχνη. «Ναι» απάντησε απλά η Νίνα. «Κανονικό;» «Κανονικότατο». «Έχεις κι άλλα;» ρώτησε ο Κριστιάν με ενδιαφέρον και η Σόνια τον πήρε απ’ το χέρι. «Πάμε στο δωμάτιο» του είπε και η Νίνα γέλασε. «Άστο το παιδί να πει μια κουβέντα» της φώναξε αλλά δεν την άκουσε η Σόνια. Σχεδόν τράβηξε τον Κριστιάν μέσα στο δωμάτιο της κι έκλεισε την πόρτα πίσω τους.

30


Εκπληρωμένα Όνειρα Ο Κριστιάν την κοίταξε περίεργα, δεν μπορούσε να καταλάβει την συμπεριφορά της, όχι πως την ήξερε κιόλας, αλλά προσπαθούσε πάντα να βλέπει τις σκέψεις πίσω από τις κινήσεις των ανθρώπων γύρω του. Και πάλι δεν τις καταλάβαινε πραγματικά όλες. «Κάτσε» του είπε η Σόνια. «Που; Στο κρεβάτι;» «Σε χαλάει;» «Ποιο;» «Γιατί κάνεις τον χαζό ρε Κριστιάν;» «Θα παίξουμε το παιχνίδι με τις ερωτήσεις;» ρώτησε ο Κριστιάν, βλέποντας πως αυτή η συζήτηση είχε μόνο ερωτήσεις κα υπονοούμενα. «Όχι. Θα παίξουμε ένα άλλο παιχνίδι» του απάντησε η Σόνια χαμογελώντας. «Δηλαδή;» την ρώτησε. «Δηλαδή θα δεις» απάντησε εκείνη την ώρα που έβγαζε την μπλούζα της. Ο Κριστιάν έβλεπε την Σόνια αδιάφορα, τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που έβγαλε το σουτιέν της. Από κει και πέρα κάτι έπαθε, την ερωτεύτηκε. Και μετά, έγινε ότι έπρεπε να γίνει. Όλα ήταν απίστευτα. Εξελίχθηκαν τα πράγματα ανέλπιστα καλά. «Τελευταίο τσιγάρο, αύριο μεροκάματο» σκέφτηκε ο Κριστιάν όταν άνοιξε το πακέτο του και πήρε το τελευταίο τσιγάρο. Το άναψε κι έμεινε εκεί να κοιτάζει το ταβάνι. Περνούσανε τόσες εικόνες από το μυαλό του που ήθελε να ζωγραφίσει, να τους δώσει πνοή αλλά ήξερε πως δεν ήταν η κατάλληλη στιγμή. «Μπορείς να μου φέρεις λίγο νερό;» τον ρώτησε η Σόνια. «Θα σου φέρω κοριτσάρα» απάντησε ο Κριστιάν και σηκώθηκε από το κρεβάτι για να ντυθεί, με το τσιγάρο στο στόμα. Η Σόνια τον κοίταξε περίεργα κι ο Κριστιάν κατάλαβε πως εκείνο το βλέμμα τον ρωτούσε «Γιατί ντύνεσαι; Τελειώσαμε;» «Είναι και η αδερφή σου μέσα, γι αυτό ντύνομαι» της είπε κι εκείνη τον κοίταξε με έκπληξη, πήγε να τον ρωτήσει από πού το κατάλαβε αυτό μα και πάλι την πρόλαβε ο Κριστιάν. «Αρκεί που το ξέρω» της είπε γελώντας κι έφυγε για την κουζίνα.

31


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Η Νίνα ήταν εκεί και μαγείρευε, φορώντας μια αθλητική φόρμα κι ένα αμάνικο κι ο Κριστιάν είδε ακόμη περισσότερα τατουάζ πάνω της. Την κοίταξε για λίγο πριν της μιλήσει προσπαθώντας να καταλάβει όλα τα σχέδια. «Θα μου βάλεις ένα ποτήρι νερό;» την ρώτησε κι εκείνη μηχανικά άφησε την κουτάλα, έπιασε ένα ποτήρι, το γέμισε και του το έδωσε. «Πες της να μην φωνάζει τόσο στην συνέχεια» του είπε η Νίνα σοβαρά. «Περιμένω κόσμο σε λίγο». Ο Κριστιάν κοκκίνισε από την ντροπή του και κατέβασε το κεφάλι χωρίς να απαντήσει. «Δεν σας μαλώνω. Απλά κατεβάστε λίγο τους τόνους» είπε η Νίνα χαμογελώντας, σκεφτόμενη ότι το είχε κάνει να ντραπεί το παιδί. «Έχεις κι άλλα τατουάζ;» ρώτησε ο Κριστιάν για να μην φανεί υπερβολικά αμήχανος κι επειδή του είχε κολλήσει στο μυαλό εκείνη η απορία. «Περίμενε» του είπε η Νίνα και του γύρισε πλάτη, κι άρχισε να ανεβάζει την μπλούζα της. «Δεν υπάρχει αυτό σήμερα» σκέφτηκε ο Κριστιάν και είδε στην πλάτη της Νίνας δύο τεράστια φτερά σχεδιασμένα με τρομερή λεπτομέρεια. «Εντάξει;» τον ρώτησε εκείνη και κατέβασε την μπλούζα για να γυρίσει να δει τον Κριστιάν που είχε κολλήσει και κοίταζε τα τατουάζ στο κορμί της Νίνας. «Φανταστικό. Που το έκανες αυτό;» την ρώτησε μόλις ξεκόλλησε. «Σ’ ένα φίλο. Που του έχω κάνει εγώ το δικό του στην πλάτη» απάντησε εκείνη. «Κάνεις τατουάζ;» ρώτησε ο Κριστιάν με δέος. «Ναι. Δεύτερη δουλειά για έξτρα εισόδημα. Αλλά το αγαπάω κιόλας. Δεν είναι απλά μία δουλειά». «Θα μου κάνεις κι εμένα;» «Τα χεις κλείσει τα δεκαοχτώ μικρέ;» «Τώρα; Από πέρυσι». «Όποτε θές, έλα. Θα σου κάνω φιλική τιμή». «Με δικό μου σχέδιο;»

32


Εκπληρωμένα Όνειρα «Με ότι θες, δικό σου, δικό μου, ελεύθερο… Πήγαινε τώρα γιατί το νερό περιμένει» απάντησε η Νίνα γελώντας και ο Κριστιάν χάθηκε στις σκέψεις του. Δικό του τατουάζ. Μάλλον θα έκοβε το κάπνισμα για λίγο καιρό για να μαζέψει λεφτά. Τι κακό ήταν αυτό με τα λεφτά; Τα πάντα ήθελαν λεφτά για να γίνουν. «Γιατί άργησες;» τον ρώτησε η Σόνια. «Μιλούσα με την αδερφή σου για τατουάζ». «Α…» είπε εκείνη απλά. «Και μου είπε να είμαστε πιο ήσυχοι. Περιμένει κόσμο» συνέχισε ο Κριστιάν και κοκκίνισε γι ακόμη μια φορά. «Τώρα, γι αυτό, έλα εδώ και θα δούμε τι θα κάνουμε» του απάντησε η Σόνια γελώντας. Το βράδυ κοιμήθηκε στο σπίτι της, δεν τον περίμεναν στο σπίτι και το ήξερε. Η μάνα του είχε πλέον κουραστεί κι ο πατέρας του θα ‘ταν λιώμα απ’ το πιόμα δεν θα καταλάβαινε πως έλειπε. Τον βόλευε αυτό, μπορούσε να κάνει την ζωή που ήθελε. Το πρωί σηκώθηκε κι έφτιαξε καφέ στην Σόνια. Η Νίνα κοιμόταν σ’ ένα καναπέ στο σαλόνι κι ο Κριστιάν έκανε όσο πιο ήσυχα μπορούσε τους καφέδες για να μην την ξυπνήσει. «Θα φύγω» είπε στην Σόνια μόλις ήπιαν τους καφέδες. «Που θα πας;» «Να βρω κανένα μεροκάματο. Δεν έχω ούτε τσιγάρα». «Έχω εγώ». «Τι μου λες ότι θα τα μοιραστούμε;» «Αυτό ακριβώς. Δεν θες Κριστιάν;» «Τι;» «Να τα μοιραζόμαστε όλα». «Θέλω. Αλλά θέλω και να έχω κάτι στην τσέπη μου. Πως θα σε βγάζω έξω;» της είπε. «Εμένα μου αρκεί που έχω εσένα. Κι ας μην έχεις λεφτά» του απάντησε η Σόνια γελώντας κι ο Κριστιάν την πήρε αγκαλιά. Σάββατο πρωί και για πρώτη φορά δεν βγήκε έξω να ψάξει για καμιά δουλειά του ποδαριού. Έμεινε μέσα με την Σόνια και άρχισε να σχεδιάζει όλες τις εικόνες που πέρασαν από το μυαλό του χθες.

33


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Μεσημέριασε και η Νίνα μπήκε στο δωμάτιο. Τον κοίταξε παράξενα. «Εδώ κοιμήθηκες εσύ;» τον ρώτησε. «Ναι» απάντησε ο Κριστιάν κάπως φοβισμένα. «Θα φας μαζί μας δηλαδή» του είπε κι όταν είδε το ύφος του συνέχισε λέγοντας «Και δεν ακούω κουβέντα!». Κοίταξε το σχέδιό του από μακριά και της άρεσε. «Τι είναι αυτό μικρέ; Δικό σου;» τον ρώτησε. «Ναι». «Το έχεις με την ζωγραφική το ξέρεις;» «Ναι». «Πότε το έκανες;» «Τώρα το πρωί» συνέχισε ο Κριστιάν σκαλωμένος. «Θα γινόταν ωραίο αυτό» είπε η Νίνα σκεφτικά. «Θα μου το κάνεις;» την ρώτησε. «Τώρα;» «Όποτε βρω λεφτά» «Άσε τα λεφτά. Είναι απίστευτα καλό το σχέδιο για να το αφήσεις για κάποτε. Στο κάνω και μετά το φαγητό αν θες» απάντησε η Νίνα κι ο Κριστιάν χάρηκε. «Ε! Κριστιάν! Ακούς;» άκουσε μια φωνή μέσα στο μυαλό του από μακριά καθώς καθόταν σ’ εκείνη την σκηνή. Έπαιξε τα βλέφαρα και βρέθηκε σ’ ένα πολύ γνώριμο χώρο. «Που χάθηκες ρε φίλε;» τον ρώτησε ένας άντρας απέναντί του. «Νοσταλγία…» απάντησε ο Κριστιάν αφηρημένα. «Δεν μιλάς, σε βλέπω και σκεφτικό, τι έπαθες;» «Το ξέρεις πως η κόρη σου έχει το ίδιο όνομα με μια παλιά γνωστή και τα ίδια γενέθλια;» «Γκόμενα;» «Όχι, όχι, καμία σχέση. Η Νίνα μου έκανε το πρώτο τατουάζ κι αυτή μ’ έμαθε να κάνω» απάντησε ο Κριστιάν με ένα χαμόγελο. «Και;» ρώτησε ο άντρας. «Μεγάλη ιστορία αλλά θα σου πω» συνέχισε ο Κριστιάν και γύρισε πίσω στο σχέδιο που έκανε πάνω σ’ ένα βραχίονα.

34


Εκπληρωμένα Όνειρα «Ήμουν με μια κοπέλα, την Σόνια, περάσανε χρόνια από τότε. Η αδερφή της έκανε τατουάζ. Αυτή μ’ έβαλε στην όλη κουλτούρα· από τότε που έκανα το πρώτο το αγάπησα. Πάλεψα και κατάφερα να φτάσω εδώ που είμαι. Η Νίνα ήταν το κορίτσι με το σπασμένο φτερό· είχε δυο φτερά στην πλάτη της, τα είχε κάνει, όπως μου είπε, όταν κάποτε είχε ένα ατύχημα με μια μηχανή κι έσπασε τα πλευρά της. Γι αυτό έλεγε πάντα, πως το ένα φτερό ήταν σπασμένο» είπε ο Κριστιάν και κοίταξε τον άντρα απέναντί του που τον άκουγε αμίλητος. «Σε πονάω;» ρώτησε. «Πρέπει να ράγισα το χέρι μου σήμερα. Πονάει αυτό και δεν καταλαβαίνω την βελόνα. Συνέχισε» του απάντησε εκείνος. «Η Νίνα έφυγε από την ζωή πριν ένα χρόνο περίπου. Λευχαιμία. Της είχα πει να συνεργαστούμε πολλές φορές από τότε που άνοιξα το μαγαζί, δεν ήθελε. Ήθελε να δουλεύει τα πρωινά και τα απόγευμα να χτυπάει τατουάζ σε φίλους. Αυτή ήταν η ζωή της και την αγαπούσε» συνέχισε ο Κριστιάν. «Και η Σόνια;» ρώτησε ο άντρας. «Ακόμα μαζί είμαστε» απάντησε ο Κριστιάν. «Και τι κατάλαβες μέσα απ’ όλα αυτά;» «Ότι δεν μπορείς να καταλάβεις εσύ σήμερα. Σημασία έχει το πού θέλεις να φτάσεις και το δρομολόγιο. Όχι οι στάσεις». «Γιατί ρε; Γιατί δεν καταλαβαίνω;» «Ήθελες φίλε πάντα να έχεις μια γυναίκα να σ’ αγαπάει και να είναι δίπλα σου. Έκανες ένα μεγάλο ταξίδι και την βρήκες. Μα τώρα είσαι έτοιμος να τα πετάξεις όλα για ένα πείσμα. Να διαγράψεις ολόκληρο το ταξίδι γιατί νευρίασες σε κάποια στάση». «Κι εσύ Κριστιάν; Τι ήθελες πάντα;» «Εγώ; Εγώ ήθελα να ζωγραφίζω. Πάντα αυτό μου άρεσε. Το ταξίδι είναι μεγάλο και κουραστικό. Και τα μέσα διαφορετικά. Τι κι αν ζωγραφίζω με βελόνα κι όχι με πινέλο; Κι αυτό τέχνη είναι. Που δεν μπορείς να την κοστολογήσεις, ούτε και να την κρίνεις από τεχνοτροπίες και διάφορες άλλες αηδίες. Συνεχίζω να κάνω αυτό το ταξίδι καθημερινά, όσο κι αν μ’ εκνευρίζουν οι στάσεις και όλα τα στραβά που αναπόφευκτα συμβαίνουν» απάντησε ο Κριστιάν. «Και η Νίνα;» ρώτησε ο άντρας.

35


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Αυτή, ήταν το έναυσμα. Το υπόλοιπο ταξίδι ήταν δικό μου. Όταν αποφάσισα να βγω για πρώτη φορά με την Σόνια, είπα να δοκιμάσω για πρώτη φορά στην ζωή μου την τύχη μου. Κοίτα να δεις που μ’ έφερε». «Σε νιώθω φίλε. Κι εγώ μια από τα ίδια». «Οπότε άσε τις βλακείες, το τελειώνουμε, πας κοιτάς το χέρι σου και γυρνάς στο σπίτι σου. Γιατί σε δοκιμάζει η τύχη σου, εκείνη που κάποτε ακολούθησες. Ότι κι αν σου έκανε η γυναίκα σου, αυτή ήταν το ταξίδι κι αυτή θα μείνει στο τέλος. Μην την αλλάξεις για κανένα πείσμα». «Λες ρε Κριστιάν;» «Δεν λέω. Είμαι σίγουρος. Γιατί κι εγώ, αν τα παρατούσα όταν δεν είχα λεφτά, όταν δεν είχα όνομα, όταν άρχισε ο κόσμος να με μαθαίνει και ζητούσα δανεικά από φίλους ακόμη και για το φαγητό μου, τώρα θα ήμουν ο κανένας. Όμως πάλεψα και είμαι ο Κριστιάν. Εσύ τι λες; Αξίζει να παλέψεις για να είσαι ο εαυτός σού ή θα γυρίσεις πίσω στην μιζέρια της ζωής σου;» «Την μιζέρια;» ρώτησε ο άντρας ταραγμένα. «Ζωή χωρίς προορισμό είναι μίζερη. Και ζωή χωρίς ταξίδι για κείνο τον προορισμό είναι ακόμη πιο μίζερη. Να το θυμάσαι αυτό φίλε» είπε ο Κριστιάν, χωρίς όμως να πει στον άντρα απέναντί του, πως αυτά ήταν τα λόγια της Σόνιας τον καιρό που δεν είχανε λεφτά ούτε για φαγητό και τα λίγα που έβγαζαν ήταν από τα τατουάζ του. Τον καιρό που ο Κριστιάν απογοητεύτηκε από την ζωή και θέλησε να γυρίσει στο μεροκάματο, γιατί «η τέχνη δεν σε ταΐζει». Αυτό αγαπούσε περισσότερο απ’ όλα στην Σόνια. Ότι τον στήριξε τον καιρό που κυνηγούσε τα όνειρά του.

36


Λευκή Πόλη

05. Λευκή Πόλη Ούτε που θυμάμαι πως βρέθηκα εδώ. Ούτε που θυμάμαι που είναι το ξενοδοχείο. Δεν ξέρω πια που βρίσκομαι κι έκλεισε και η μπυραρία. Δεν έχω που να πιώ και δεν καταλαβαίνω τι λέει ο κόσμος στο δρόμο. Για το γαμώτο μου απόψε. «Δεν θα καταλάβεις ποτέ την ομορφιά αν δεν εκτιμήσεις πρώτα την ασχήμια» άκουσα κάποτε. Ποιος μου το είχε πει; Δεν θυμάμαι. Ούτε πόσο ήπια. Θυμάμαι το γιατί. Μαγικά όλα όσα ξέχασα γύρισαν στο μυαλό μου. Αποσπασματικές αναμνήσεις. Ένα κορίτσι να με κοροϊδεύει. Στο σχολείο. Μετά άλλαξε. Αγρίεψε. Κάποιον δέρνανε σ’ ένα παγκάκι που δεν θυμάμαι πια ποιος ήταν. Ληστεία; Κι εκείνη η βουτιά από ψηλά απ’ την παραλία. Το μήνυμα. «Όπου κι αν πας θα σε βρω». Πού είμαι; Χάθηκα. Άλλη μια φορά δεν ξέρω που περπατάω. «Σιγά μην με βρεις» είπα και μετά σκέφτηκα ότι είναι αργά και εγώ μιλάω δυνατά. Θα τους ξυπνήσω. Ποιους; Δεν ξέρω. Βρήκα ένα σκαλοπάτι να κάτσω. Το πάλεψα, δεν έπεσα, στεκόμουν ακόμη στα πόδια μου. Και στο ένα χέρι νομίζω. Τι απίστευτος που είμαι; Μόνο εγώ. Εγώ και κανένας άλλος. Έτσι έλεγες κι εσύ. Εσύ και καμία άλλη. Γελάστηκα. Απογοητεύτηκα. Αλλά είμαι εδώ. Επιζώ όπως μπορώ. Κάτι είναι στην τσέπη μου και μ’ ενοχλεί. Κάνω να το βγάλω μα δεν μπορώ. Τετράγωνο. Μάλλον τα τσιγάρα. Μπα. Τα κρατάω ακόμη στο χέρι μου. Θα πήρα και δεύτερο πακέτο για να μη ξεμείνω. Τι είναι αυτό το πράγμα; Μικρό βιβλιαράκι. Χμ. Που να βρέθηκε άραγε αυτό; Κοιτάω να δω τι γράφει αλλά δεν βγάζω τα γράμματα. Θολώνω. Ίσως φταίει που δεν φοράω τα γυαλιά μου. Μ’ ενοχλούσαν. Κάπου τ’ άφησα. Σε ποια τσέπη τώρα; Στην μέσα του παλτού. Βάζω το χέρι. Μπα. Δεν είναι εκεί. Με τρώει το κεφάλι. Προσπαθώ να το ξύσω. Τα γυαλιά τα έχω πάνω στο κεφάλι. Θεέ μου! Δεν είμαι καλά! Κατεβάζω τα γυαλιά και βλέπω. Λιγότερο θολά. Λεξικό τσέπης. Καλά εντάξει. Ξανά πίσω στην τσέπη. Προνόησα νηφάλιος να το πάρω.

37


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Που να πάω τώρα; Αριστερά η δεξιά; Χμ, περίεργο, δεν μπορώ να διαλέξω. Ανοιγοκλείνω τα μάτια. Περπατάω. Πότε σηκώθηκα; Δεν θυμάμαι. Κάνω να περάσω το δρόμο. Να μπω σ’ ένα μαγαζί με φώς. «Για το γαμώτο μου». Και τότε ασπρίζουν όλα. «Πέθανα και ηρέμησα» είπα στον εαυτό μου και ένιωσα κάτι να αγγίζει το πόδι μου. Έπεσα. Κουράστηκα φαίνεται από το περπάτημα. Και δεν μπορώ να σηκωθώ. Δεν θέλω. Βλέπω μια φιγούρα από πάνω μου. Θολή, ακαθόριστη, στα λευκά. Να βρω λες το ξενοδοχείο; Τώρα που βρήκα κάποιον; Προσπαθώ να βγάλω το λεξικό από την τσέπη. Είναι δύσκολο. Με πονάει το πόδι. Αλλά το καταφέρνω. Εστιάζω όσο μπορώ με τα μάτια. Ύψιλον… Φι… Χι… Χα… «Χάθηκα, εδώ είναι» λέω στον εαυτό μου πανηγυρικά. Προσπαθώ να το προφέρω. Δύσκολο είναι το ρημάδι. «Ιζ… Ιζγκ…» ξεκίνησα να λέω, προσπαθώντας να προφέρω την λέξη. Έλα λίγο ακόμα. Το πιστεύω. Το έχω. Θα το πω. Όπως στο σχολείο. Όταν κόλλαγα στο διάβασμα. «Ιζγκούμπιο σαμ σε2». Το κατάφερα. Το είπα. «Όχι μόνο χάθηκες, χτύπησες κιόλας» μου απάντησε μια γυναικεία φωνή. Έσκυψε πάνω μου. Σαν άγγελος ήταν. Μέσα στο λευκό αυτό φώς. «Μιλάνε ελληνικά οι άγγελοι;» ρώτησα τον εαυτό μου. «Πως; Δεν μιλάνε;» μου απάντησα κιόλας. «Πονάς;» με ρώτησε. «Κάτι λίγα. Δεν περίμενα να πονάει ο θάνατος» απάντησα. «Δεν πέθανες. Απλά χτύπησες. Μπορείς να σηκωθείς;». «Μπορώ…» είπα και χάθηκε το άσπρο. Μαύρισαν όλα. Το κεφάλι μου με πεθαίνει. Το στομάχι μου με πεθαίνει κι αυτό. Το πόδι μου το δεξί πονάει. Όχι, δεν είμαι κομμάτια, είμαι ένα κομμάτι ολόκληρο. Κι έχω χάσει την συναίσθηση του χρόνου. Θυμάμαι πως πριν λίγο έπινα σε μια μπυραρία. Που είμαι; Ανοίγω τα μάτια και βλέπω έναν τελείως άγνωστο χώρο. Ούτε στο ξενοδοχείο κοιμήθηκα, ούτε στο σπίτι μου είμαι, ούτε σε κάποιο γνωστό. «Που βρέθηκα Θεέ μου πάλι μέσα στην σούρα την κακιά;» ρώτησα τον εαυτό μου, ο οποίος φυσικά, ήταν σουρωμένος χθες το βράδυ και έχει μια τεράστια απώλεια μνήμης.

38


Λευκή Πόλη Συνειδητοποιώ πως κοιμήθηκα χωρίς τα ρούχα. Κοιτάζω να τα βρω μα πουθενά. Στο κομοδίνο δίπλα μου, τα τσιγάρα, το κινητό, η ταυτότητα, τα κλειδιά μου και το πορτοφόλι. Εντάξει, δεν έχασα τίποτα. Αλλά τα ρούχα; Που πήγαν τα ρούχα; Πιάνω ένα τσιγάρο και το βάζω στο στόμα. Το ανάβω και σηκώνομαι από το κρεβάτι, το κεφάλι μου με τσακίζει στον πόνο. Παραπατάω. Κάπου πρέπει να χτύπησα το δεξί μου πόδι χθες. Ανοίγω την πόρτα και βλέπω ένα σαλόνι. Και μια κοπέλα, όχι πολύ μεγαλύτερή μου, να σιδερώνει. «Ξυπνήσατε κύριε Αλέξανδρε;» με ρωτάει χαμογελαστά και διακρίνω μια ειρωνεία στην φωνή της. «Πού είμαι;» «Πριν σου πω που είσαι, θα σε ρωτήσω κάτι» «Ρώτα». «Γιατί άνθρωπέ μου έπρεπε χθες να πηδήξεις, πάνω στο δικό μου αυτοκίνητο;» «Πήδηξα εγώ πάνω στο δικό σου αυτοκίνητο;» την ρώτησα γιατί δεν μπορούσα να θυμηθώ τι έγινε χθες. «Τυχερός είσαι που δεν έτρεχα κι ακόμη πιο τυχερός που έπεσες σε γιατρό και σε μάζεψα». «Να σαι καλά κορίτσι μου. Αλλά πού είμαι;» «Σπίτι μου». «Αλέξανδρος χάρηκα» της απάντησα ειρωνικά. «Στο Βελιγράδι είσαι» μου απάντησε. Αμάν, ναι. Το Βελιγράδι. Για δουλειά ήρθα, σκατά τα έκανα πάλι. Έχω χάσει τον χρόνο, δεν ξέρω ούτε τι μέρα είναι. «Τι μέρα είναι;» την ρώτησα ταραγμένα σκεφτόμενος την δουλειά που πιθανώς στράβωσε. «Σάββατο. Και δεν είναι μέρα, νυχτώνει έξω» μου απάντησε. Σάββατο. Εντάξει, χθες το βράδυ έπινα. Η δουλειά είναι για την Δευτέρα, είπα να κάνω δυο μέρες διακοπές και κατέληξα στο σπίτι μιας άγνωστης, να προσπαθώ να ηρεμήσω από το hang over. Αμηχανία. Πάντα το είχα αυτό το πρόβλημα. Δεν ήξερα τι να πρωτορωτήσω. Πως βρέθηκα εδώ; Σε ποιο αυτοκίνητο πήδηξα; Που είναι τα ρούχα μου; Γιατί είμαι σε τέτοιο κακό χάλι;

39


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Κάτσε» μου είπε την ώρα που άφηνε το σίδερο και το έβγαζε από την πρίζα. Κάθισα τον πιο κοντινό καναπέ και ήρθε με ένα ποτήρι. «Πιες, είναι αλατόνερο. Θα σου ανεβάσει λίγο την πίεση και θα αρχίσεις να συνέρχεσαι» μου είπε δίνοντάς μου το ποτήρι. Καλύτερα να μην μου το έλεγε, με τσάκισε αυτό το πράγμα. Ίσως χειρότερο από τα χθεσινά λίτρα μπύρας. «Σ’ ευχαριστώ» της είπα. «Κοίτα να δεις, ολόκληρο Βελιγράδι, Έλληνας πήγε και πήδηξε πάνω στο αυτοκίνητό μου. Γιατί;» με ρώτησε ενώ κάθισε απέναντί μου. «Δεν πήδηξα κορίτσι μου». «Γαβριέλα» μου είπε. «Ωραία. Δεν πήδηξα». «Με δουλεύεις; Σάλτο μορτάλε έκανες. Μέσα στην σούρα σου ενώ προσπαθούσα να δω αν χτύπησες, πως κατάφερες κι έβγαλες το λεξικό και μου είπες ότι χάθηκες, μπορείς να μου το εξηγήσεις;» «Τι έγινε χθες;» την ρώτησα προσπαθώντας να καταλάβω πως κατέληξα εδώ. «Περιληπτικά, γύρω στις έξι και κάτι το πρωί, γύριζα από το νοσοκομείο που δουλεύω. Έψαχνα να παρκάρω. Πήγαινα με δέκα. Και ξαφνικά, πετάγεσαι εσύ ο θεοπάλαβος, φωνάζεις «Για το γαμώτο μου!» και πάτησα φρένο. Πρέπει να σ’ ακούμπησα, μπορεί και με πέντε χιλιόμετρα την ώρα. Κατέβηκα να δω τι έπαθες, βρωμούσες αλκοόλ. Και βγάζεις το λεξικό από την τσέπη, και μου λες «χάθηκα». Σε ρώτησα αν πονάς και νόμιζες ότι είχες πεθάνει. Αλκοολικό παραλήρημα. Πόσο ήπιες χθες;» «Δεν θυμάμαι…» «Ξέρεις ότι έπαθες δηλητηρίαση από το αλκοόλ και ξερνούσες σαν το γατί; Τα ρούχα σου τα έπλυνα, γιατί δεν θες να ξέρεις πως ήταν». «Δηλητηρίαση;» την ρώτησα και ήμουν χαμένος. «Αχ… Τι να σου πω; Να πω ότι ήσουν και κανένας βλαμμένος πιτσιρικάς, ίσως να σου έδινα και δίκιο. Αλλά γιατί;» «Τι γιατί;» «Γιατί αυτό το αλκοολικό παραλήρημα;»

40


Λευκή Πόλη «Πίνω τα πάντα για να αντέχω τα πάντα». «Δεν πάει έτσι. Υπάρχει και η ψυχανάλυση». «Νομίζεις πως το έχω χάσει;» «Εντελώς. Είσαι στο σαλόνι μου, με τα εσώρουχα προσπαθώντας να συνέλθεις. Παραμίλαγες όλο το πρωί. «Για το γαμώτο σου» και για μια… Κοίτα να δεις που κόλλησα και δεν θυμάμαι πως την λένε…» «Ελπίδα την λένε» την διέκοψα. «Ακριβώς» μου είπε. «Άστο». «Κοίτα. Δεν σε ξέρω. Δεν με ξέρεις. Αλλά ότι κι αν σου έκανε η Ελπίδα αξίζει να το κάνεις αυτό στον εαυτό σου;». «Ποιο;» «Να αυτοκαταστρέφεσαι». «Ίσως και να αξίζει». «Αξίζει να προσπαθήσω να σου αλλάξω γνώμη, ή μεγάλωσες μόνο φαινομενικά και άρχισαν να ασπρίζουν ανεπαίσθητα τα γένια σου;» Μου αξίζει άραγε να ακούσω ακόμη μία φορά, όσα μου έχουν πει οι φίλοι τόσες φορές; Όσα δεν κατάφερα πραγματικά να ακούσω; Όσα δεν έμειναν στο μυαλό μου; Όσα απλά ειπώθηκαν για να με κάνουν να νιώσω καλύτερα για μία μόνο στιγμή; «Αξίζει» της απάντησα. «Δεν με νοιάζει ποια είναι η Ελπίδα. Ούτε τι έγινε. Με νοιάζει όμως να καταλάβω το γιατί την είδες μάρτυρας και πήδηξες μπροστά μου». «Μεγάλη ιστορία…» ξεκίνησα να λέω και η Γαβριέλα με διέκοψε. «Το τέλος πες μου μόνο». «Κουράστηκε να την πληγώνω άθελά μου». «Άρα δεν ένιωθες κάτι για εκείνη και την πλήγωνες. Γιατί δεν το τελείωνες νωρίτερα τότε;» «Την αγαπάω την Ελπίδα». «Δεν νομίζω. Έχεις ανάγκη την Ελπίδα, έχεις συνηθίσει την Ελπίδα, σου λείπει η Ελπίδα, νιώθεις σαν να σου έκοψαν ένα χέρι ή ένα πόδι, αλλά δεν την αγαπάς. Βαριά λέξη που δεν έμαθες να χρησιμοποιείς».

41


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Δεν ξέρεις…» «Μην μου απαντήσεις, απάντησε στον εαυτό σου. Αν πραγματικά την αγαπούσες την Ελπίδα θα την πλήγωνες ποτέ;» με ρώτησε και διαβίβασα την ερώτηση στον εαυτό μου. «Θα το έκανα;» Όχι, ποτέ. «Γιατί το έκανα τότε;» ρώτησα μα δεν υπήρχε απάντηση γι αυτό. «Γιατί το έκανα;» ρώτησα την Γαβριέλα. «Γιατί αγαπάς τον εαυτό σου. Πολύ περισσότερο από την Ελπίδα. Αγάπησες ποτέ κάποια περισσότερο από τον εαυτό σου;» «Δεν νομίζω». «Η Ελπίδα όμως σ’ αγάπησε περισσότερο από τον εαυτό της». «Αυτό δεν μπορείς να το ξέρεις» «Αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Αν δεν το έκανε, δεν θα έπινες, δεν θα γινόσουν λιώμα χθες και δεν θα κάναμε αυτή τη συζήτηση». «Γιατί με χτυπάς με αλήθειες;» «Γιατί δεν θέλω να πηδήξεις πάλι πάνω στο εν κινήσει αυτοκίνητό μου. Και γιατί σου είμαι άγνωστη, εμένα θα μ’ ακούσεις περισσότερο από τους γνωστούς». «Γιατί;» «Γιατί παλικάρι μου οι γνωστοί χαϊδεύουν αυτιά και χτυπάνε μετά πισώπλατα. Εγώ τι έχω να κερδίσω;» «Δεν ξέρω». «Μάλλον τίποτα. Θα φύγεις κάποια στιγμή κι εγώ θα γυρίσω στην καθημερινότητα που τόσο ηλίθια μου τάραξες τα ξημερώματα». «Χίλια συγνώμη Γαβριέλα…» «Από τον εαυτό σου ζήτα συγχώρεση για όλα όσα του έκανες. Όχι από εμένα» μου απάντησε. «Τελικά είχα δίκιο χθες. Άγγελος είσαι. Ένας άγγελος που ήρθε να με σώσει» της είπα γελώντας και μου χαμογέλασε κι εκείνη. Δεν περίμενα ποτέ ότι ακόμη υπάρχει ανθρωπιά στον κόσμο. Να όμως που την βρήκα αρκετά χιλιόμετρα μακριά απ’ το σπίτι. Στο Βελιγράδι. «Πάω να δω αν στέγνωσαν τα ρούχα σου» μου απάντησε χωρίς να σχολιάσει τα λόγια μου και σηκώθηκε. Μέσα σε πέντε λεπτά αυτή η γυναίκα μου είπε όσα δεν μου είπαν οι φίλοι και οι γνωστοί μέσα σε έξι ολόκληρους μήνες. Εγώ έφταιγα. Πονούσα τώρα όπως πονούσε κάποτε η Ελπίδα εξαιτίας μου.

42


Λευκή Πόλη Η Γαβριέλα γύρισε πίσω με τα ρούχα και έβαλε το σίδερο στην πρίζα. «Άφησέ τα. Μην τα σιδερώνεις» της είπα και με κοίταξε παράξενα. «Όπως αγαπάς. Θες να κυκλοφορείς τσαλακωμένος; Δικαίωμά σου» μου απάντησε. Έβαλα τα ρούχα μου κι ένιωσα πολύ πιο άνετα. «Θα φύγω, αρκετά καταχράστηκα την φιλοξενία σου» της είπα. «Μπα, όχι σήμερα. Αύριο» μου απάντησε. «Με κρατάς όμηρο;» «Αν φύγεις τώρα θα πας να πιείς». «Δεν θα πιώ». «Θα πιείς». «Που το ξέρεις;» «Πόσο καιρό πίνεις έτσι;» «Από τότε που χώρισα» «Πάει καιρός;» «Έξι μήνες…» «Τρέμουν τα χέρια σου…» «Ιδέα σου είναι…» «Να βάλω μια βότκα; Τοπική;» με ρώτησε με ένα υπέροχο χαμόγελο. «Βάλε» της απάντησα χωρίς να σκεφτώ. «Επ!» μου φώναξε, «στο είπα, θα πιείς!» «Κόψε το δούλεμα». «Καλά. Μην πεθάνεις όμως στο Βελιγράδι. Κρίμα τα χιλιόμετρα που θα κάνει η καημένη η Ελπίδα για να σε δει» μου είπε η Γαβριέλα κυνικά. «Γιατί με νοιάζεσαι;» «Γιατί δεν νοιάζεσαι τον εαυτό σου. Γι αυτό. Σ’ ενοχλεί;» «Και πάλι δεν το καταλαβαίνω». «Έχεις να κάνεις κάτι απόψε;» «Όχι. Γιατί;» «Κάτσε να μιλήσουμε» μου είπε η Γαβριέλα κι έκατσα. Μιλή­ σαμε παρέα, με καφέ, μέχρι τα ξημερώματα και κατάλαβα πολλά. Κατάλαβα πως δεν συγχωρούσα τον εαυτό μου, γι αυτό πονούσα.

43


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Δεν μου έφταιγε πουθενά η Ελπίδα, εγώ την πλήγωσα, εκείνη έφυγε, το πλέον λογικό. Κατάλαβα το «όπου κι αν πας θα σε βρω» δεν ήταν απειλητικό, δεν ήθελε να φύγω από την ζωή της με τον τρόπο που εξαφανίστηκα. Ξημερώνοντας άρχισε να χιονίζει. «Βελιγράδι… Η Λευκή Πόλη» μου είπε η Γαβριέλα κι αναρωτήθηκα πόσα μπορεί να έχει εκείνη στο κεφάλι της. «Πόσους σταυρούς κουβαλάς;» την ρώτησα καθώς κοιτάζαμε το χιόνι που έντυνε την πόλη. «Πολλούς. Αλλά εγώ κάνω ψυχανάλυση. Δεν βυθίζομαι στ’ αλκοόλ. Μήπως πρέπει να αρχίσεις κι εσύ;» «Λες;» «Λέω. Όπως λέω επίσης, αν σε ξαναφέρει ο δρόμος από το Βελιγράδι, πέρνα για ένα καφέ». «Ελληνικό έχεις;» την ρώτησα γελώντας. «Όχι. Γιατί;» «Την Τρίτη γυρνάω στην πατρίδα, θες να σου στείλω;» «Στείλε. Τόσα χρόνια εδώ πάνω, έχω ξεχάσει πως είναι». «Και πως έτυχε να βρεθείς στο Βελιγράδι;» «Αυτή Αλέξανδρε, είναι μια ιστορία που θα στην αφηγηθώ στο επόμενο ταξίδι σου. Αν μέχρι τότε θα αξίζει να στην αφηγηθώ». «Δηλαδή;» «Είναι σαν την δική σου ιστορία με την Ελπίδα. Μπερδεμένη, πονεμένη, αληθινή και ψεύτικη μαζί. Όμορφη ιστορία. Ξεκίνησε με μια κουβέντα, σ’ ένα ταξίδι μου στο Βελιγράδι, όπως το δικό σου. Και κατέληξα να ζω εδώ με τους δαίμονες του παρελθόντος μου. Κάποια μέρα θα τους διώξω. Ίσως τότε να καταφέρω να γυρίσω στην πατρίδα…» «Κι αν δεν το καταφέρεις;» «Δεν θα γυρίσω ποτέ πίσω. Αλλά για σκέψου, για ένα λεπτό μόνο. Υπάρχει αξία στο να γυρνάς πίσω;» «Δίκιο έχεις. Από δω και πέρα μπροστά. Μόνο μπροστά».

44


Χαραυγή

06. Χαραυγή3 «Μικρή, ξύπνα!» φώναξε η Νίνα από το σαλόνι και περίμενε την κλασσική απάντηση της Σόνιας «Άσε με πέντε λεπτά ακόμα». Η Σόνια όμως δεν απάντησε. «Πως καταφέρνει και κοιμάται τόσο βαριά αυτό το κορίτσι;» αναρωτήθηκε και σηκώθηκε από την αγαπημένη πολυθρόνα της για να ξυπνήσει την αδερφή της. «Ξύπνα βρε» είπε σκουντώντας την Σόνια. «Έλα, πέντε λεπτάκια ακόμα». «Είναι Σάββατο σήμερα μικρή» απάντησε η Νίνα. «Και γιατί με ξυπνάς σαββατιάτικα;» ρώτησε η Σόνια με το ένα μάτι μισάνοιχτο να κοιτάζει το ξυπνητήρι. «Καλά είσαι τρελή; Είναι πέντε και είκοσι. Τι θα κάνω από τόσο νωρίς;» «Παρέα σε μένα που δεν μπορώ να κοιμηθώ. Σήκω. Φτιάχνω καφέ» είπε η Νίνα και έφυγε για την κουζίνα. Ξανακοίταξε για πολλοστή φορά το ημερολόγιο στον τοίχο της κουζίνας. Δεν θα άλλαζε όμως η ημερομηνία. 26 Ιουλίου. Είχε κολλήσει εκεί. Όπως κόλλησε και η ζωή της Νίνας στις 26 Ιουλίου, ακριβώς τρία χρόνια πριν. Έκτοτε, δεν υπήρχε ζωή. Υπήρχε μόνο επιβίωση. «Πόσο στράβωσαν τα πράγματα μέσα σε μια μέρα» αναρωτήθηκε η Νίνα ανακατεύοντας τους καφέδες. «26 Ιουλίου, η μέρα που άρχισα να πιστεύω στον Θεό» σκέφτηκε και πήρε τους καφέδες στο χέρι για να πάει στο σαλόνι. Η Σόνια την περίμενε εκεί, ήξερε πως η αδερφή της δεν θα την άφηνε να ξανακοιμηθεί για κανέναν απολύτως λόγο. Είχε χάσει την συναίσθηση του χρόνου πια η Νίνα. Το ήξερε και προσπαθούσε να την βοηθήσει όσο μπορούσε μα εκείνη δεν την άφηνε. «Σηκώθηκες μικρό;» ρώτησε η Νίνα όταν είδε την Σόνια να κάθεται σ’ ένα παλιό καναπέ. «Θα μ’ άφηνες να κοιμηθώ “μεγάλη”;» απάντησε η Σόνια. «Όχι. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας». «Και τότε πιο είναι;» «Πάρε καφέ» είπε η Νίνα κι έδωσε τον καφέ στην αδερφή της

45


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις πριν κάτσει στην αγαπημένη της πολυθρόνα. Είχε σπάσει το πόδι της πριν δυο – τρείς μέρες αλλά όλο το ξεχνούσε. «Δεν κοιμήθηκες μαζί με τον Κριστιάν;» ρώτησε η Νίνα την Σόνια που δεν μιλούσε. «Αν δεν ήταν στο δωμάτιο την ώρα που ήρθες να με ξυπνήσεις όχι. Αυτό είναι το θέμα μας;» «Όχι. Απλά ήθελα να του πω αν θα μπορούσε να φτιάξει το πόδι της πολυθρόνας μου που έσπασε» απάντησε η Νίνα σκεφτική. «Τι έχεις αδερφούλα;» ρώτησε η Σόνια γιατί την έβλεπε ότι είχε χαθεί. Όπως κάθε μέρα άλλωστε. «Ξέρεις πόσο έχει ο μήνας σήμερα;» «Έχω χάσει τις μέρες. Πόσο;» «Είκοσι έξι…» «Περάσανε τρία χρόνια ρε Νίνα από τότε. Ξεπέρασέ το». «Δεν ήταν μόνο δικοί μου γονείς ξέρεις. Ήταν και δικοί σου». «Ήταν θέλημα Θεού να τους πάρει από αυτόν τον κόσμο. Έτσι δεν μου είχες πει τότε;» «Σόνια…» «Το ξέρω πως είμαι βάρος» διέκοψε η Σόνια τον ειρμό της Νίνας. «Πως είσαι βλαμμένο το ξέρεις; Δεν είσαι βάρος και το έχουμε συζητήσει» είπε η Νίνα αγριεμένα. «Έκανες την ζωή σου και βρέθηκες να μεγαλώνεις μια έφηβη από το πουθενά. Αυτό εσύ πως το λες;» «Αυτό το λέω ότι είσαι αδερφή μου και σ’ υπεραγαπάω». «Δεν το είδα ποτέ» απάντησε η Σόνια με πικρά στην φωνή της. «Ρε χαζό πλάσμα, έχουμε εννιά χρόνια διαφορά. Όταν εγώ έφυγα για να σπουδάσω ήσουν δέκα. Τι περίμενες; Να σε πάρω μαζί μου τότε;» «Με πήρες όμως τότε που…» είπε η Σόνια και το άφησε εκεί. Δεν μπορούσε να το πει, όσο κι αν ήθελε να το παίζει δυνατή και άνετη δεν το είχε. Της κόστισε πολλά εκείνη η νύχτα. «Καλύτερα εδώ ή εκεί;» ρώτησε η Νίνα για να αλλάξει το θέμα της συζήτησης.

46


Χαραυγή «Δεν ξέρω. Πιστεύω πως είναι καλύτερα εδώ όμως» απάντησε η Σόνια με ειλικρίνεια. Όσο κι αν της έλειπε η μαμά της κι ο μπαμπάς της, προτιμούσε να μένει με την θεοπάλαβη αδερφή της που την ένοιαζε η ζωγραφική, τα τατουάζ και οι μηχανές. Προτιμούσε την τρέλα της Νίνας και τις περίεργες συμβουλές της από την γκρίνια της μαμάς και την καθημερινή απουσία του πατέρα της. «Ο μπαμπάς θα ξυπνούσε για να διαβάσει εφημερίδα τέτοια ώρα» σχολίασε η Σόνια και η Νίνα έβαλε τα γέλια. «Ο μπαμπάς μια ζωή με μια εφημερίδα στο χέρι και μια πίπα στο στόμα ήτανε. Όταν ήταν σπίτι και δεν ταξίδευε» απάντησε η Νίνα. «Έλειπε πολύ άλλα γύρισε τον κόσμο. Εκπλήρωσε τα όνειρά του» της είπε η Σόνια κι αυτή χαμογελώντας. «Και τα όνειρά του τον έφαγαν. Κι αυτόν και την μαμά κι εμένα μαζί εκείνο το βράδυ» «Νίνα… Είναι ανάγκη να τα ξαναπερνάς κάθε φορά; Τα ίδια και τα ίδια; Δεν κουράστηκες να πονάς;» «Δεν είναι έτσι τα πράγματα μικρή» «Και πως είναι;» ρώτησε η Σόνια που ήξερε την ιστορία, αλλά ήξερε και την αδερφή της. Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον. Να βγάλει τα φαντάσματα από μέσα της ακόμη μια φορά. «Εκείνο το βράδυ…» ξεκίνησε η Νίνα και την διέκοψε ο ήχος του κουδουνιού. «Ποιος να ναι τέτοια ώρα;» αναρωτήθηκε και κοιτάζοντας την Σόνια κατάλαβε πως κι εκείνη έχει την ίδια απορία. «Πάω να δω ποιος είναι» είπε η Σόνια πριν προλάβει να αντιδράσει η αδερφή της και σηκώθηκε για να πάει προς την πόρτα. Η Νίνα κοίταζε με περιέργεια. Ποιος θα τις θυμόταν στις πεντέμισι το πρωί; Η Σόνια άνοιξε την πόρτα κι αντίκρισε τον Κριστιάν ματωμένο. Έτρεχε αίμα από το κεφάλι του. Σοκαρίστηκε και πήγε να φωνάξει αλλά ο Κριστιάν της έκλεισε το στόμα και μπήκε μέσα. «Τι έπαθες μικρέ;» τον ρώτησε η Νίνα ταραγμένη μόλις τον είδε. «Σκοτώθηκα με τον πατέρα μου. Σκνίπα γύρισε στο σπίτι, ποιος ξέρει τι είχε στο μυαλό του και με πέταξε από το κρεβάτι. Βριστήκαμε και κάποια στιγμή πιαστήκαμε στα χέρια».

47


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Και πως μάτωσες έτσι;» ρώτησε η Νίνα. «Με χτύπησε μ’ ένα μπουκάλι. Ο γελοίος» απάντησε ο Κριστιάν με μια φωνή που έσταζε μίσος. «Και γιατί κρατάς στο στόμα της Σόνιας κλειστό;» «Θα δεις» είπε ο Κριστιάν και άφησε την Σόνια η οποία ξεκίνησε το παραλήρημα. «Πως έγινες έτσι; Να πας στην αστυνομία! Να μην το αφήσεις έτσι! Να τον πάνε στη φυλακή! Τον παλιομπεκρή…» Ο Κριστιάν φίλησε την Σόνια για να σταματήσει να μιλάει και μόλις τελείωσε το φιλί της είπε να ηρεμήσει. Όμως εκείνη δεν μπορούσε να ηρεμήσει. «Πάω να πλυθώ κι έρχομαι. Χίλια συγνώμη για την εισβολή» δικαιολογήθηκε ο Κριστιάν κι έφυγε για το μπάνιο. «Μερικές φορές σκέφτομαι, καλύτερα νεκροί, παρά σαν τους γονείς του Κριστιάν» είπε η Νίνα κυνικά χωρίς να κουνηθεί από την θέση της. «Μην το λες αυτό αδερφούλα». «Σόνια… Ο μικρός χαραμίζεται. Έχει ταλέντο. Και τον έχουν παραπεταμένο». «Η μάνα του κάνει δυο δουλειές για να τα βγάλει πέρα μ’ αυτόν που έμπλεξε». «Καλά, σταμάτα τώρα, έρχεται» είπε η Νίνα βλέποντας τον Κριστιάν να πλησιάζει. «Κανείς δεν είναι άμοιρος ευθυνών. Φταίει και αυτή που δεν τον χωρίζει και ασπάζεται τις απόψεις του» είπε ο Κριστιάν που γύρισε με μια πετσέτα στο κεφάλι. «Έλα εδώ να το δω» είπε η Νίνα. «Γιατί ξέρεις;» «Πέντε χρόνια στην Ιατρική κάτι θυμάμαι ακόμα» απάντησε η Νίνα κι ο Κριστιάν την κοίταξε ύποπτα. «Πήγες εσύ στην Ιατρική;» «Την παράτησα όταν πέθαναν οι δικοί μας». «Γιατί ρε;» «Έλα εδώ να σε δω πρώτα και θα σου πω» απάντησε η Νίνα και ο Κριστιάν πήγε προς το μέρος της. Κοίταξε λίγο το κεφάλι του και έβγαλε την διάγνωση κατευθείαν. «Τίποτα δεν έχεις μικρέ. Δεν θες

48


Χαραυγή ράμματα. Βάλε λίγο πάγο πάνω, και τελείωσε η υπόθεση. Απλά να ξέρεις πως είσαι τυχερός που δεν σου έβγαλε κανένα μάτι». «Δεν ασχολούμαι πια. Θα βρω δουλειά και θα φύγω» απάντησε ο Κριστιάν. «Και το σχολείο;» τον ρώτησε η Σόνια με λυπημένο ύφος. «Με την κατάσταση που έχω στο σπίτι ψυχή μου, ούτε σε δέκα χρόνια δεν το βγάζω». «Δεν είναι έτσι Κριστιάν…» του απάντησε η Σόνια. «Κοιμήθηκες ποτέ βράδυ, έξω, σε σκαλιά, γιατί δεν μπορούσες να γυρίσεις σπίτι;» την ρώτησε ο Κριστιάν την ώρα που πήγαινε να καθίσει δίπλα της. «Όχι…» «Άστο το σχολείο τότε. Το τελείωσες εσύ και για τους δυο μας» είπε και την πήρε αγκαλιά. «Πώς και ξύπνιες και οι δύο τέτοια ώρα; Νόμιζα πως θα σας ξύπναγα αλλά δεν είχα επιλογή». «Εγώ φταίω» πετάχτηκε η Νίνα. «Μικρέ θέλω χάρη». «Τι χάρη;» «Να μου φτιάξεις την πολυθρόνα. Έσπασε το πόδι της. Και να βάλεις πάγο στο ξερό σου το κεφάλι» απάντησε η Νίνα. «Δεν παθαίνει τίποτα το κεφάλι. Σταμάτησε να ματώνει». «Θα πρηστεί ρε» του είπε η Σόνια. «Καλά, καλά, θα φτιάξω και την πολυθρόνα αργότερα». «Θές να κοιμηθείς μωρό;» τον ρώτησε η Σόνια. «Θέλω ένα καφέ. Μπορείς;» της απάντησε χαμογελώντας. «Μπορώ. Έφυγα» είπε και του έδωσε ένα πεταχτό φιλί φεύγοντας. «Πολύ χαίρομαι που σας βλέπω τόσο αγαπημένους» σχολίασε η Νίνα κι ο Κριστιάν δεν απάντησε. Απλά χαμογέλασε. «Τι θα κάνεις τώρα;» «Με ποιο πράγμα;» «Με το σπίτι». «Θα ψάξω για δουλειά και θα το παρατήσω. Κουράστηκα τόσα χρόνια να είμαι βουτηγμένος μέσα στην μιζέρια». «Δηλαδή αν γίνεις εργάτης και μείνεις μόνος, δεν θα ζεις στην μιζέρια;» τον ρώτησε η Νίνα.

49


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Καλύτερα από τους καυγάδες και τους σκοτωμούς». «Σίγουρα, αλλά δεν έχεις όνειρα;» «Είχα. Κάποτε. Αλλά “Η τέχνη δεν σε ταΐζει” έλεγαν οι δικοί μου. Και μου το έχουν εντυπώσει πλέον». «Εγώ πιστεύω σε σένα μωρό» φώναξε η Σόνια από την κουζίνα. «Εγώ δεν πιστεύω πια στον εαυτό μου» απάντησε ο Κριστιάν θλιμμένα. «Κάπως κατάφεραν και μου τσάκισαν τα όνειρα». «Έι μικρέ, θα ζωγραφίσεις κάτι για μένα;» ρώτησε η Νίνα σκεφτική. «Φυσικά. Το συζητάς; Τι θέλεις όμως;» της απάντησε ο Κριστιάν. «Κατ’ αρχάς θέλω να σου πω ότι δεν μπορείς να ξεφύγεις τόσο απλά από τα όνειρά σου. Άκουσες για ζωγραφική και βγήκες κατευθείαν από την θλίψη» του απάντησε και ο Κριστιάν γέλασε. «Κατά δεύτερον, θέλω να μου κάνεις αυτό» του είπε δείχνοντάς του ένα έτοιμο σχέδιο που είχε δίπλα της. «Μα αυτό είναι ήδη ζωγραφισμένο» απάντησε ο Κριστιάν. «Μάλλον δεν με κατάλαβες μικρέ. Δεν θέλω να ζωγραφίσεις ούτε με μολύβι, ούτε με πινέλο. Με βελόνα. Μπορείς;» ρώτησε η Νίνα και είδε το πρόσωπο του Κριστιάν να λάμπει. «Μπορώ. Σίγουρα. Το πιστεύω. Αλλά δεν ξέρω το πως». «Θα σου εξηγήσω εγώ πως γίνεται». «Νίνα είσαι σίγουρη;» ρώτησε η Σόνια που είχε επιστρέψει με τον καφέ του Κριστιάν στα χέρια της. «Κι αν δεν το πετύχει, κάτι θα βρω να κάνω από πάνω» είπε η Νίνα γελώντας. «Όταν έκανα εγώ το δικό μου, μου μίλησες περί μονιμότητας. Δεν σε νοιάζει;» την ρώτησε ο Κριστιάν. «Με νοιάζει. Αλλά ο καθένας κυνηγάει τα όνειρά του. Σωστά Σόνια;» ρώτησε η Νίνα. «Σωστά». «Εσένα μικρέ, το όνειρό σου είναι να γίνεις ζωγράφος. Έχεις πάθος με το σχέδιο, με την ζωγραφική, με τα χρώματα. Εμένα το όνειρό μου ήταν να κάνω μια οικογένεια. Δεν την είχα ποτέ, ακόμη κι όταν μέναμε όλοι μαζί. Η μικρή ήταν πολύ μικρή όταν έφυγα για να

50


Χαραυγή σπουδάσω, ο πατέρας μας ήταν μια ζωή απών, είτε ήταν σπίτι, είτε δεν ήταν. Τώρα την έχω την οικογένεια. Κι εσύ μικρέ, είσαι μέλος της. Νομίζω πως το ξέρεις». «Γιατί εγώ; Και γιατί σήμερα;» ρώτησε ο Κριστιάν. «Το έχω το σχέδιο πολύ καιρό έτοιμο. Αλλά ήθελα να το κάνω αυτήν την συγκεκριμένη μέρα. Έχουμε επέτειο σήμερα. Ήθελα να το κάνω την ώρα που χαράζει στις 26 Ιουλίου, αλλά και πέρυσι και πρόπερσι κάτι έγινε και χάλασε τελευταία στιγμή. Τώρα που σε έχω πρόχειρο, είπα να το κάνω». «Είμαστε δηλαδή οικογένεια;» ρώτησε η Σόνια. «Είχες ποτέ διαφορετική άποψη για αυτό;» την ρώτησε η Νίνα. «Όχι…» «Τότε αδερφούλα;» «Τίποτα» είπε και πήρε αγκαλιά τον Κριστιάν. «Εσένα μωρό μου, ποιο είναι το όνειρό σου;» την ρώτησε ο Κριστιάν μόλις κουλουριάστηκε στην αγκαλιά του. «Να είμαι μαζί σου» απάντησε εκείνη. «Αλήθεια μπέμπα;» «Αλήθεια καλέ μου». «Ξημερώνει μικρέ. Θα το κάνουμε; Τι λες;» ρώτησε η Νίνα. «Θα το κάνουμε Νίνα. Αλλά σε ξαναρωτάω, είσαι σίγουρη γι αυτό; Θες πραγματικά να το κάνω εγώ;» «Είναι δύσκολο Κριστιάν, θέλει εξάσκηση. Αλλά αν δεν εξασκηθείς κάπου δεν θα μάθεις ποτέ». «Μπορώ να κάνω εξάσκηση πάνω μου και να το κάνουμε κάποια άλλη στιγμή» απάντησε ο Κριστιάν. «Μπορείς και να μην γίνεις ποτέ ζωγράφος. Ακολούθησε τα όνειρά σου μικρέ. Εμείς πιστεύουμε σε σένα. Εσύ; Πιστεύεις στον εαυτό σου;» «Δεν ξέρω πια Νίνα». «Εγώ όμως ξέρω» του απάντησε η Νίνα χαμογελώντας. «Ξέρω ότι θα τα καταφέρεις. Γιατί σε βλέπω πως ζωγραφίσεις. Με πάθος. Με το ίδιο πάθος που κοιτάς την μικρή από κει. Ζεις με πάθος, αναπνέεις με πάθος, ζωγραφίζεις με πάθος. Μπορείς να κάνεις και τατουάζ με πάθος».

51


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Η Νίνα κοίταξε έξω από το παράθυρο τον ουρανό και τα περίεργα χρώματα που είχε την ώρα που ξημέρωνε. «Βλέπεις τα χρώματα εκεί έξω μικρέ; Γαλάζιο, μωβ, ροζ, κίτρινο, είναι μαγική η ώρα που ξημερώνει. Μαγική. Γι αυτό επέλεξα αυτή την ώρα για να το κάνω. Και για να σε μάθω μια τέχνη που μπορεί να μην σου αποφέρει τα προς το ζην, αλλά είναι κάτι κι αυτό. Γι αυτό υπάρχει η οικογένεια Κριστιάν. Για να βοηθάει ο ένας τον άλλο. Και πάντα θα βρίσκεις κάπου μια οικογένεια για να αράζεις στην ζωή σου, να σε βοηθάνε και να βοηθάς. Κατάλαβες;» «Κατάλαβα» απάντησε ο Κριστιάν. «Θ’ αρχίσουμε;» τον ρώτησε η Νίνα. «Φυσικά» απάντησε εκείνος κι άναψε τσιγάρο. «Σόνια τι θα κάνεις;» την ρώτησε η Νίνα. «Θα κάτσω να σας δω» «Εσύ δεν καθόσουν ποτέ αδερφούλα όταν έκανα εγώ τατουάζ σε κάποιον. Τώρα πως κι έτσι;» «Θέλω απλά να δω» απάντησε η Σόνια. «Δεν θέλεις απλά να δεις. Θέλεις να δεις τον Κριστιάν. Ερωτευμένα παιδιά. Ποτέ δεν σας κατάλαβα…» είπε η Νίνα γελώντας και σηκώθηκε από την αγαπημένη της πολυθρόνα.

52


Ότι ποτέ δεν επουλώθηκε

07. Ότι ποτέ δεν επουλώθηκε4 Μυρίζει ξημέρωμα. Φούρνος. Καυσαέριο. Το τσιγάρο που άναψα μετά από ένα μακρύ ταξίδι. Πίσω στα «πάτρια» εδάφη. Στον τόπο που κάποτε ήθελα να ζήσω. Να αναπνέω την κάθε μέρα. Την κάθε στιγμή. Αναγεννήσεως, Πολυτεχνείου, Ελευθερίας, Νίκης… Τα θυμάμαι καλά ακόμη, πέρασαν χρόνια κι όμως οι αναμνήσεις δεν θα σβήσουν ποτέ από την μνήμη μου. Χαθήκαμε. Ψέματα, εγώ χάθηκα, έπρεπε να χαθώ. Έπρεπε να ξεχάσω, έπρεπε να αλλάξω. Γίναμε κι εγώ κι εσύ ένα έπρεπε. «Πρέπει να διαβάσεις» σου έλεγα και με ρωτούσες «πρέπει να μου το θυμίζεις;» Ποτέ δεν υπήρχε θέλω. Πάντα ένα πρέπει. «Πρέπει να βγούμε, πρέπει να δούμε τα παιδιά, πρέπει να φάμε με τους δικούς μου, πρέπει να πας σπίτι, πρέπει…» έλεγες. Αυτά θυμάμαι από εσένα. Ένα χαμόγελο κι ένα πρέπει. «Η Νίκης, ήρεμη, περίεργο» σκέφτομαι και προσπαθώ να θυμηθώ ποιος ήμουν τότε. Ποιος; Η μασκότ. Έτσι με φώναζαν. Μασκότ, η ψυχή της παρέας. Δεν ήξερα τότε, ήμουν χαρούμενος, η τύχη μου, ανέλπιστη. Και μετά όλα άλλαξαν. Μετά τα είδα όλα. Χάθηκα. Ίδιοι δρόμοι. Πάνω. Κάτω. Χιλιόμετρα επί χιλιομέτρων, τι σου είχα πει εκείνη την μέρα που μου τσάκισες την πλάτη με το τακούνι ηλίθια; Μπα, δεν θυμάμαι. Μόνο το τέλος θυμάμαι. Άρχισα να διαμορφώνω την κοσμοθεωρία μου. Άλλαξα τις συνήθειές μου. Το τηλέφωνό μου, τους φίλους «μας», ήταν ποτέ τίποτα δικό μας; Δεν νομίζω. Όλα δικά σου ήταν, εγώ απλά συμμετείχα. Εσύ ζούσες κι εγώ πίστευα πως ζω. «Γιατί είμαι εδώ;» ρωτάω τον εαυτό μου. «Χα! Περάσαν δέκα χρόνια. Δέκα χρόνια ακριβώς. Είκοσι εφτά Απριλίου, θυμάσαι;». Ναι εαυτέ μου. Θυμάμαι. Είκοσι εφτά Απριλίου για καφέ κάπου αλλού, σε άλλη εποχή. Σε τελείως διαφορετική εποχή τώρα. Να γιατί ήρθα. Για να κάνω κι εγώ την δική μου έκπληξη. Όπως μου έκανες εσύ τις εκπλήξεις μια ζωή. Αρχίζω και λειτουργώ σαν εσένα και φοβάμαι.

53


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Μου μοιάζεις μικρέ» μου είχες πει κάποτε και γέλασα. Κι όμως είχες δίκιο τότε. Κάπου εδώ γύρω ήταν το σπίτι, κι ακόμα είναι. Την στάμπαρα την πολυκατοικία από μακριά. Ποτέ δεν αξιώθηκες να βάλεις όνομα στο κουδούνι. Έντεκα χρόνια στο ίδιο σπίτι, έντεκα χρόνια ένα λευκό κουδούνι χωρίς όνομα. Στην τρίτη σειρά. Είμαι εδώ και το χτυπάω γι ακόμη μια φορά στην ζωή μου. Να ‘σαι σπίτι άραγε ή θα αλητεύεις όπως παλιά; Χτυπάω και περιμένω, δεν έγινε και τίποτα αν δεν είσαι εκεί, θα πάω στα παλιά λημέρια για φαί και καφέ. Τηλέφωνα σε γνωστούς και θα σ’ ενοχλήσω αργότερα. Ξημερώνει Παρασκευή, τι λέω; Θα δουλεύεις το πρωί. Άντε ξύπνα κι άνοιξε. Βαριέμαι να περιμένω. Πάντα μ’ έστηνες, τουλάχιστον ας είσαι συνεπής σήμερα. Δεν μιλάς καν στο θυροτηλέφωνο, απλά μου ανοίγεις την πόρτα. Κάποιον περιμένεις και μάλλον δεν είμαι εγώ. Κόβω και το κεφάλι μου από σιγουριά. Δεν πειράζει όμως, έτσι έκανες κι εσύ, εγώ κι εσύ για πάντα παιδιά. Έτσι τουλάχιστον λέγαμε. Άσχετα αν ποτέ δεν το κάναμε. Ανεβαίνω με τις σκάλες, το ασανσέρ πάλι κόλλησε. «Πάλι;» σκέφτομαι και γελάω ανεβαίνοντας. Θυμάσαι τότε που κλειστήκαμε μέσα; Γιατί εγώ το θυμάμαι. Στέκεις στην πόρτα και με κοιτάς. Μεγάλωσα, ναι, είν’ η πικρή αλήθεια. Αλλά δεν μ’ αναγνωρίζεις. Ξαφνιάζομαι, δεν το περίμενα ποτέ από σένα. Έχεις ακόμη τις φωτογραφίες, μου τα είπαν. Μόνο που δείχνουν πως ήμασταν πριν από οχτώ χρόνια. Όχι σήμερα. «Παρακαλώ;» με ρωτάς νυσταγμένη και αρχίζω να γελάω. «Τάσο;» συνεχίζεις έκπληκτη και κουνάω απλά το κεφάλι, αδυνατώ να σ’ απαντήσω. Με κατάλαβες από το γέλιο, αν είναι ποτέ δυνατόν. Από εκείνο το «χαρακτηριστικό γέλιο», που μόνο εσύ έβρισκες κάτι χαρακτηριστικό πάνω του. «Ποιόν περίμενες;» σε ρωτάω αλλά αποφεύγεις την ερώτηση. Δεν άλλαξες. Ακόμη και τώρα παραμένεις η ίδια. Άσχετα αν γεράσαμε κι εγώ κι εσύ. Ίδια είσαι, ίδια κι απαράλλαχτη. «Μπες» μου λες κι ανοίγεις την πόρτα. Ούτε το σπίτι δεν έχεις αλλάξει. Ο καναπές έχει

54


Ότι ποτέ δεν επουλώθηκε μείνει εκεί που τον έβαλα κάποτε εγώ. Απέναντι από το παράθυρο, απέναντι από το λιμάνι. Θυμάσαι το γιατί; Εσύ μου το είχες ζητήσει. Δεν σου μιλάω, κάθομαι απλά στον καναπέ. Δεξιά γωνία, η θέση μου. Φύγανε τουλάχιστον εκείνα τα καταραμένα αρκουδάκια, και έριξες κι ένα κάλυμμα. Δύο χρόνια στο έλεγα, για τα καταραμένα, τα ηλίθια, τα αρκουδάκια σου. Τουλάχιστον με άκουσες κατόπιν εορτής. Έρχεσαι και κάθεσαι στην θέση σου. Η μισή πάνω μου και η μισή στον καναπέ. Με παίρνεις αγκαλιά. Χάθηκες μέσα στον ύπνο; Νομίζεις πως ονειρεύεσαι. «Καλημέρα Τάσο» μου λες και χασμουριέσαι. Όπως τότε, που ξενυχτάγαμε εδώ και κοιμόσουν όσο κοιτούσα τον ουρανό να αλλάζει χρώματα. Τις νύχτες και τις μέρες που δεν μπορούσα να κοιμηθώ. Δεν κατάφερα ποτέ να σου πω πως για κείνη την φάση έφταιγες αποκλειστικά εσύ. Δεν αξίζει να στο πω σήμερα. «Καλημέρα Αλεξάνδρα» σου λέω και χαμογελάς. Όπως τότε. Γιατί άραγε; «Να φτιάξω καφέ;» με ρωτάς κι εκπλήσσομαι. Η επόμενη φράση κι όχι ερώτηση, ήταν πάντα, «Φτιάξε καφέ». Αλλάζεις; «Ήπια. Στο δρόμο. Αν θέλεις μπορείς να φτιάξεις για σένα» σου απαντάω και γυρνάς να με κοιτάξεις με τα νυσταγμένα σου μάτια. Αυτά τα μάτια αγάπησα. Αυτά τα πράσινα μάτια. «Τώρα έφτασες;» «Τώρα». «Πρωινό ξύπνημα;» «Όχι Αλεξάνδρα, απλά δεν κοιμήθηκα. Είναι η μέρα τέτοια σήμερα. Είναι η μέρα που δεν μ’ αφήνει να κοιμηθώ» σου λέω και δεν καταλαβαίνεις τι μέρα έχει ξημερώσει. Ζεις όπως πάντα στον δικό σου κόσμο. Με τα θέλω για εσένα και τα πρέπει για τους άλλους. «Γιατί δεν κοιμάσαι;» με ρωτάς γιατί δεν ξέρεις. Δεν πειράζει, άργησες πολύ να ενδιαφερθείς. Τώρα δεν μπορώ να σου πω. «Γιατί έχει είκοσι εφτά σήμερα Αλεξάνδρα. Γι αυτό». «Είκοσι εφτά; Τι έγινε σαν σήμερα;» με ρωτάς. Δεν θυμάσαι, ξέχασες την καταδίωξη. Ξέχασες την σφαλιάρα που σου άνοιξε την μύτη. Ξέχασες την μοναδική φορά που κατάφερα και αντέδρασα.

55


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Την μοναδική φορά, που έκανα μπαμ εγώ και τα πήρα όλα σβάρνα. Ξέχασες τα λόγια μου, «θα σε δω να σέρνεσαι». «Μεγαλώνεις και ξεχνάς Αλεξάνδρα. Δέκα χρόνια πριν, σε ποιο πάρκο ήταν;». «Τι πας και θυμάσαι ρε Τασούλη;» με ρωτάς χαμογελαστά, όχι μάλλον δεν άλλαξες. Ίδιοι τρόποι, ίδιες συμπεριφορές, ίδιες πράξεις. Να υποθέσω και ίδια γούστα, ή να σε ρωτήσω; Δεν πειράζει το υποθέτω. «Τι κάνει η Ελπίδα;» σε ρωτάω για να στην σπάσω. Όπως μου την σπας εσύ με την συμπεριφορά σου. «Έχω χρόνια να μιλήσω» μου απαντάς αδιάφορα και βλέπω πρώτη φορά να αδιαφορείς πραγματικά. Αμφιταλαντεύομαι. Άλλαξες ή όχι; Βαριέμαι να το εξακριβώσω. Πάντα πάλευα γι αυτό. Κάπου κουράστηκα. «Άλλο;» σε ρωτάω γιατί δεν μας βγάζει πουθενά. Περίμενα μια άλλη αντιμετώπιση, ένα καυγά, μια συζήτηση, τις σφαλιάρες που έτρωγα κάποτε αλλά όχι. Τίποτα από αυτά. Κάνεις ότι έκανες και τις πρώτες μέρες. Μου το παίζεις ερωτευμένη. Μα το θέατρό σου πλέον δεν περνάει. Άλλαξα εγώ κι αυτό είναι το μόνο σίγουρο. «Τα ίδια». «Μετά από τόσα χρόνια, αυτό έχεις να μου πεις; Απλά τα ίδια Αλεξάνδρα;» «Άλλαξες Τάσο, άλλαξες πολύ. Κι εγώ έμεινα το ίδιο άτομο όπως τότε. Μόνο που τώρα δεν έχω κανέναν. Κάποτε είχα εσένα τουλάχιστον. Κάποτε ήσουν ο μόνος που ήταν πραγματικά δίπλα μου. Τώρα κανείς. Εσύ; Τα δικά σου;» με ρωτάς και δεν θέλω να σ’ απαντήσω. «Δεν έμαθες;» σε ρωτάω γελώντας γιατί ξέρω. Ενοχλείς αλλά δεν σου λένε. Ούτε οι δικοί σου φίλοι. «Τι να μάθω;» «Εγώ έκανα οικογένεια. Δεν σου το είπε κανείς;» «Δεν μου μιλάνε πια. Κανείς». «Γιατί άραγε Αλεξάνδρα;» «Γιατί ήρθες Τάσο;»

56


Ότι ποτέ δεν επουλώθηκε «Γιατί άραγε Αλεξάνδρα;» σε ρωτάω γελώντας. Ξέρεις. Ξέρεις και γιατί διάλεξα την συγκεκριμένη ημερομηνία. «Δεν ξέρω Τάσο. Πες μου». «Έφυγα γιατί έπρεπε. Έπρεπε να ξεχάσω, έπρεπε να προχωρήσω, έπρεπε να αλλάξω. Αυτό είναι το μεταφορικό κομμάτι, αλλά από την πόλη αυτή έφυγα γιατί έπρεπε. Ήταν θέμα δουλειάς. Αποκλειστικά αυτό. Έχω φίλους ακόμα εδώ, πηγαινοέρχομαι συχνά – πυκνά και μαθαίνω. Μαθαίνω τι τους λες, μαθαίνω τι διαδίδεις. Κι είναι αλήθειες, ακόμη κράτησες τις φωτογραφίες μας. Αλήθεια, τι λες σ’ όσους μπαίνουν εδώ μέσα; Ακόμα ξαδερφάκια είμαστε;» «Όχι». «Τότε;» «Δεν υπάρχει τότε. Υπήρχε κάποτε. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα. Εσύ έκανες οικογένεια, εγώ άργησα να ζητήσω συγνώμη» μου είπες και σ’ είδα να δακρύζεις. Γιατί τώρα; Σε ξέρω. Δεν έκλαιγες ποτέ, δεν δάκρυζες ποτέ αν δεν πονούσες. Γιατί πονάς; «Τι σε πονάει Αλεξάνδρα;» «Πολλά. Πάρα πολλά». «Πες μου». «Τι νόημα έχει πια να μάθεις; Εγώ είμαι εδώ, εσύ είσαι εκεί, η συγνώμη μου δεν έγινε ποτέ δεκτή, εσύ πήγες μπροστά κι εγώ ξύνω καθημερινά μια πληγή που προκάλεσα μόνη μου στον εαυτό μου και δεν πρόκειται να επουλωθεί ποτέ». «Στα Ελληνικά Άλεξ» σου είπα γελώντας, μήπως και σου φτιάξω το κέφι, λάτρευες κάποτε το να σε φωνάζω έτσι. «Ορίστε. Αυτό. Το Άλεξ που είχα να το ακούσω τόσα χρόνια. Μόνο από σένα είχε αξία να το ακούω αυτό. Το ότι καθόμαστε τώρα στον καναπέ. Θυμάσαι που σου είχα πει να τον βάλεις εδώ για να βλέπουμε την θάλασσα τα απογεύματα; Είναι πολλά. Πάρα πολλά. Ίσως και να με πονάει τ’ ότι σε πόνεσα τόσο πολύ με αποτέλεσμα να σε χάσω. Δεν με πονάει που σ’ έχασα γιατί ερωτεύτηκες κάποια άλλη. Με πονάει που σ’ έχασα γιατί σε πλήγωσα. Με πονάει που ξέρω πως δεν θα έφευγες ποτέ αν δεν σε πλήγωνα. Με πονάει που αντί να εκτιμήσω την ώρα που έπρεπε το έκανα όταν σ’ είδα με την άλλη. Με πονάει ο

57


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις τρόπος που αντέδρασα τότε. Με πονάει ακόμα εκείνη η σφαλιάρα, μου ‘χες ανοίξει την μύτη ηλίθιε. Με πονάει που ξεσπούσα τα νεύρα άλλων πάνω σου. Με πονάει που έχω σηκώσει χέρι πάνω σου. Με πονάει που δεν σ’ άκουσα ποτέ. Με πονάει το κάθε πρέπει που έχω πει. Με πονάει που είμαι ένα τίποτα χωρίς εσένα…» είπες και ξέσπασες, για πρώτη φορά μπροστά μου. «Κλαίς;» σε ρώτησα σαν ηλίθιος λες και δεν έβλεπα την κατάστασή σου. Αλλά ήταν κάτι πρωτόγνωρο για μένα. Να σ’ ακούω έτσι, να σε βλέπω έτσι, να αισθάνομαι τον πόνο σου. Σ’ αγαπάω ακόμα; Ναι, σ’ αγαπάω ακόμη. Σαν ένα άνθρωπο που μοιράστηκα την ζωή μου μαζί του και τίποτα παραπάνω. Έκλαψες μέχρι που σε πήρε ο ύπνος πάνω μου. Σε ακούμπησα προσεκτικά στον καναπέ, για να πάω να μας φτιάξω καφέδες. Πάντα εγώ τους έφτιαχνα, γιατί όχι και σήμερα; Σήμερα ήταν μια διαφορετική μέρα. Ήμερα συγχώρεσης, ήμερα εξιλέωσης. Μου είπαν πως το έχεις ανάγκη και αυτό ήρθα να κάνω. Χρωστάς ένα ευχαριστώ σε κάποια που μ’ έμαθε να κάνω το καλό και να μην περιμένω τίποτα. Άφησα τον καφέ σου στο χέρι και σου χάιδεψα το πρόσωπο. Πάντα έτσι σε ξυπνούσα, πάντα μου χαμογελούσες. «Είναι αργά Τάσο;» με ρώτησες χωρίς να μου χαμογελάσεις. Στέγνωσαν τα δάκρυα στα μάτια σου, ήξερες και την απάντηση αλλά είπες να κάνεις μια προσπάθεια. Πάντα προσπαθούσες, αυτό τουλάχιστον σου το αναγνωρίζω. «Αργά για ποιο πράγμα Άλεξ;» σε ρώτησα μήπως και αποφύγω την συζήτηση. Μήπως κι ακούσω αυτό το «Άστο, παράτα το δεν πειράζει» που έλεγες πάντα όταν έκανα τον χαζό. «Για εμάς. Για να γυρίσεις. Για να με συγχωρέσεις». «Σ’ αγαπάω ακόμα. Και το ξέρεις. Το βλέπεις. Μόνο που για μένα έχεις πεθάνει. Σε θεωρώ νεκρή. Όχι γιατί ερωτεύτηκα κι αγάπησα κάποια άλλη στην πορεία. Ούτε για όλα όσα έκανες τότε. Απλά επειδή άργησε πολύ αυτή η συγνώμη Αλεξάνδρα. Και όχι, ακόμη κι αν υπήρχε νωρίτερα δεν θα άλλαζε κάτι. Ξέρεις πότε έχασες το παιχνίδι;» «Πότε;» «Είκοσι εφτά Απριλίου. Ακριβώς δέκα χρόνια πριν».

58


Ότι ποτέ δεν επουλώθηκε «Γιατί τότε Τάσο;» «Γιατί ποτέ δεν έμαθες τα επακόλουθα των πράξεών σου. Εκείνη την μέρα βρήκα ότι είχα χάσει από εσένα. Κι όμως, για λίγο καιρό συνέχισα. Ψέματα. Για πολύ καιρό συνέχισα. Μόνο που από εκείνη την μέρα, ήξερα πως δεν θα γύριζα ποτέ πίσω. Πραγματικά κάτι μου το έλεγε μέσα μου. Κι όμως, έμεινα δύο ολόκληρα χρόνια εδώ. Τόσο μου χρειάστηκε για να συνειδητοποιήσω πως πρέπει να φύγω. Αν μέσα σ’ αυτά τα δύο χρόνια μου ζητούσες μία συγνώμη, μία πραγματική συγνώμη, αν μου έλεγες όλα όσα μου είπες σήμερα, τότε ναι, θα μπορούσα να γυρίσω πραγματικά πίσω. Όμως άργησες. Άργησες τόσο πολύ που διάλεξα ένα άλλο μέσο για να συνεχίσω αυτό το ταξίδι στην ζωή» είπα και σ’ είδα να με κοιτάζεις παγωμένη, ίσως να μην πίστευες στ’ αυτιά σου, ίσως ν’ άργησαν να έρθουν και οι αλήθειες εκ μέρους μου. Τις άκουσες όμως, αυτές ήρθα να σου πω. «Δηλαδή…;» ξεκίνησες να λες αλλά το έκοψες, ήξερες. «Δεν υπάρχει πια επεξήγηση. Απλά ήρθα για να σου πω πως σε συγχωρώ. Αυτό και μόνο αυτό». «Μπορούμε τουλάχιστον να περάσουμε μία μέρα μόνο μαζί;» με ρώτησες με το βλέμμα που ποτέ δεν μπορούσα να του αρνηθώ τίποτα, όμως δεν γινόταν. Ήμουν ήδη σε μονόδρομο. Δεν αξίζει να τ’ ανατινάξω όλα για σένα. Όχι μόνο για ένα ζευγάρι μάτια. Δεν αξίζει. «Αν σου πω ναι Άλεξ, θα είμαι ο άνθρωπος που άξιζε τόσα πολλά για σένα ή όχι;». «Όχι Τάσο». «Κράτα την εικόνα που πάντα είχες για εμένα. Η απάντησή μου είναι όχι. Και νομίζω πως κάπου εδώ έρχεται η ώρα της αποχώρησής μου» σου είπα χαμογελαστά και σ’ είδα κι εσένα να γελάς. «Στο καλό» μου είπες χωρίς να σηκωθείς από τον καναπέ κι έφυγα. Κατέβηκα πάλι από τις σκάλες. Το ασανσέρ είχε ξεκολλήσει αλλά ήξερα πως ήταν. Με τις ώρες του, σαν εσένα. Βγήκα στον δρόμο κι έβγαλα το τηλέφωνο. Αξίζει μια προσπάθεια, αφού είμαι που είμαι εδώ ας δω και κανένα γνωστό. Ο κολλητός το σήκωσε αμέσως.

59


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Δεν κοιμάσαι εσύ ρε;» ρώτησα στο τηλέφωνο. «Έχω να πάω τα δίδυμα στο σχολείο ρε. Δουλεύει η Εύα πρωί αυτή τη βδομάδα». «Έρχομαι από το καπιταλιστικό, φτιάξε καφέδες. Σε μπυροπότηρο. Ξέρεις εσύ. Μεγαλώσαμε μαλάκα μου… Μεγαλώσαμε…» του είπα στο τηλέφωνο με μια νοσταλγία του καιρού που ήμασταν παιδιά.

60


«Μην φεύγεις...»

08. «Μην φεύγεις...»5 Μπιπ… Μπιπ… Μπιπ… Ο πιο ανατριχιαστικός ήχος που μπορεί να ακούσει ένας άνθρωπος ηχούσε στ’ αυτιά μου την τελευταία μισή ώρα. Αναρωτιέμαι αν έτσι έπρεπε να γίνουν τα πράγματα. Την συνέχεια, όσο κι αν την ήξερα δεν ήθελα να την αποδεχτώ, δεν ήθελα να τελειώσουν τα πράγματα έτσι. Νιώθω πως τα μπιπ πέφτουν ακριβώς πάνω στο ρυθμό από το τραγούδι μας. Το θυμάσαι; Πόσα βράδια περάσαμε μ’ αυτό; Πόσες φορές μου το τραγούδησες για να μου θυμίσεις τα λάθη μου; Ένα βράδυ, που ήμασταν, δεν θυμάμαι, στον κολλητό σου είχαμε ξεμείνει; Μου τραγούδησες “I’m a captive of these arms” και από τότε μας έμεινε. Πόσο ωραία περνάγαμε στις αρχές; Και τώρα τι; Πού καταντήσαμε; Εγώ δηλαδή κατάντησα. Εσύ ταξιδεύεις. Μην ταξιδεύεις, μην φεύγεις από εδώ. Μείνε και θα διορθώσω τα πάντα, θα το δεις με τα ίδια σου τα μάτια. Αν τα είχες τώρα ανοιχτά, ξέρω πως θα γελούσες μαζί μου, θα μου έλεγες ότι μου είπες και την τελευταία φορά που με κοίταξες μ’ εκείνο το απαρηγόρητο βλέμμα. «Δεν πρόκειται να φτιάξεις τίποτα. Δεν μπορείς να μαζέψεις τα θρύψαλα και να τα ξανακάνεις όλα ένα συμπαγές αντικείμενο. Αντικείμενο, τίποτα παραπάνω, αντικείμενο ήμουν για σένα…» Πόσο γρήγορα έγιναν όλα; Πιο γρήγορα δεν θα μπορούσαν να διαδραματιστούν. Σου είπα πως ήσουν πολλά για μένα, μα άλλαξες. Μου είπες πως έτσι ήσουν πάντα και ποτέ δεν άλλαξες. Σου είπα πως λες ψέματα κι άρχισες να φωνάζεις. Να φωνάζεις ότι δεν μπορεί μια ψεύτρα να σε λέει ψεύτη. Σε χαστούκισα. Λάθος μου, μεγάλο λάθος, πάντα αυτό έκανα, πάντα με ανεχόσουν. Νόμιζα πως έχω δύναμη πάνω σου, πως μπορώ να σου αλλάξω γνώμη, πως μπορώ να σε κρατήσω δίπλα μου. Τώρα δεν μπορεί κανείς… Απελπίζομαι γιατί ακούω ακόμη αυτό το σπαστικό ήχο και για πρώτη φορά μετά από τόσο καιρό σου κρατάω το χέρι. Κοίτα να δεις, πάντα με κατηγορούσες που δεν περπατάγαμε χέρι – χέρι στο δρόμο και σου έλεγα πως δεν θέλω. Και τώρα το έχω ανάγκη να σου κρατήσω

61


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις το χέρι. Νομίζω πως θα καταφέρω να σε κρατήσω εδώ κάτω. Αλλά η αισιοδοξία μου έχει πάει περίπατο σήμερα. Κοίτα να δεις πως εξελίσσονται τα πράγματα ρε, κοίτα να δεις, ποτέ δεν στο είχα ότι μπορείς να είσαι ένας τέτοιος άνθρωπος. Τελικά είχες δίκιο, εγώ δεν σε έμαθα ποτέ, εσύ ήσουν πάντοτε ένα ανοιχτό βιβλίο. Δεν είχες κάτι ενδιαφέρον, έτσι πίστευα τουλάχιστον, γι αυτό δεν σ’ έψαξα ποτέ. Δεν έψαξα ποτέ να σε μάθω, να δω ποιος είσαι, τι είσαι, γιατί είσαι αυτό που είσαι. Κοίτα να δεις, δεν ήξερα πόσο πολύ μπορεί να αγαπήσει ένας άνθρωπος. Το βλέπω τώρα, το νιώθω τώρα. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι τώρα. Άργησα πολύ. Αυτό μου έλεγες πάντα. Πως αργώ και κάποια μέρα θα το χάσω το τραίνο. Αυτή τη φορά το τραίνο έφυγε και εκτροχιάστηκε. Άσχημα. Πολύ άσχημα. Πόσο ήρεμος μπορεί να είσαι έτσι; Κι όταν κοιμόσουν έτσι ακριβώς ήσουν, είχες μια έκφραση απόλυτης γαλήνης. Πριν σε προδώσω, πριν το μάθεις. Μετά δεν κοιμόσουν τα βράδια, έκλαιγες και νόμιζες πως δεν το καταλάβαινα. Αλλά δεν μίλησες, άντεξες, μέχρι που κάποια στιγμή στο είπα. Στο είπα και σ’ έπιασε κρίση πανικού. Δεν μπορούσες να πάρεις ανάσα. Το θυμάμαι, με τρόμαξες τόσο πολύ εκείνη την μέρα όσο δεν θα φανταστείς ποτέ. Σε ρώτησα αν θέλεις να φύγω. Μου είπες όχι, μου ζήτησες να μείνω. Κι έμεινα. Έφυγα το πρωί και συνειδητοποίησα τι έχασα. Μόνο που δεν ήσουν εκεί. Έπινες. Πάντα έπινες όταν δεν ήσουν καλά. Με την παρέα σου και τους φίλους σου, έξω. Πόσο ήπιες εκείνο το βράδυ; Ένας Θεός ξέρει. Σε μάζευαν τα παιδιά από τους δρόμους, φώναζες, έκλαιγες και γι αυτό έφταιγα εγώ. Αλλά εγώ δεν ήμουν εκεί. Μου το ζήτησαν τα παιδιά. «Θα σε σκοτώσει αν έρθεις, άφησέ τον να ηρεμήσει» μου είπαν, δεν τους άκουσα. Ήρθα και σ’ είδα για πρώτη φορά στην ζωή μου τόσο οργισμένο, τόσο διαφορετικό, λες και δεν ήσουν εσύ. Λες και ήσουν ένας ξένος. Σήκωσες το χέρι αλλά δεν έκανες την κίνηση. Μου είπες να εξαφανιστώ από το οπτικό σου πεδίο και δεν το έκανα. Έμεινα εκεί. Κατάλαβα πολλά.

62


«Μην φεύγεις...» Πήγες να ορμήσεις αλλά σε κράτησαν τα παιδιά. Γιατί σε κράτησαν; Μου άξιζε εκείνο το ξύλο που δεν έφαγα εκείνο το βράδυ. Πάντα τέτοιος ήσουν, αιχμηρός στα άκρα, το καλύτερο και το χειρότερο παιδί ταυτόχρονα. Μετά είδα που μπορείς να φτάσεις. Πως τον έλεγες τον βλάκα; Ξέρεις ποιον λέω, αυτόν που μ’ έφερε εδώ, στην θλίψη που πήρες εσύ από μέσα μου. Δεν θυμάμαι, δεν μπορώ να θυμηθώ. Δεν χρειάστηκε πολύ, μια στιγμή ήταν αρκετή για να ξαναβγείς εκτός εαυτού δυο μέρες μετά. Πήγες και τον βρήκες κι αν πίστευα πως εκείνος είναι μια φορά τρελός, εσύ αποδείχθηκες δέκα. Σου έβγαλε μαχαίρι και του έσπασες και τα δύο χέρια. Ηλίθιοι και οι δύο. Την γλύτωσες, θα μπορούσε να σ’ είχε σκοτώσει εκείνο το βράδυ. Τον είδα τρεις μέρες μετά στο νοσοκομείο. «Είναι παρανοϊκός ο τύπος, ψυχάκιας, που πήγες και τον βρήκες;» με ρώτησε και κοίταζε γύρω του μην πεταχτείς από πουθενά. Τον ρώτησα γιατί, ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα φοβισμένο και μου είπε. Μου είπε πως δεν καταλάβαινες τίποτα, το έπαιξε ιστορία με το μαχαίρι μα δεν σε σταμάτησε. Έφαγες δύο, του πήρες το μαχαίρι και του έσπασες τα χέρια. Τρελέ! Έ τρελέ! Είσαι τόσο χαζός κι ήσουν τόσο ερωτευμένος που πήγες και τον βρήκες όταν βγήκε από το νοσοκομείο. «Αν εκτιμάς την ζωή σου, σπάσε. Αλλιώς, πίστεψέ με θα με βάλουν φυλακή. Το αφήνω εδώ. Την επόμενη φορά δεν θα είσαι σε γύψο. Θα είσαι σε μάρμαρο». Με πήρε τηλέφωνο και μου το είπε, μου ζήτησε να μπω μπροστά. Τότε κατάλαβα το λάθος μου. Τότε προσπάθησα να γυρίσω πίσω. Και για λίγο ήταν καλά. Τα άφησες όλα στην άκρη. Εκεί έκανα το επόμενο λάθος, εκεί που σε πέταξα έξω από την ζωή μου, ήθελα να μείνω με τον εαυτό μου αλλά δεν στο είπα. Θα με βοηθούσες, πάντα αυτό έκανες, πάντα με βοηθούσες. Δεν μίλησα, δεν σ’ άκουσα και κοίτα που καταλήξαμε. Έξι μήνες μετά εγώ να σου ζητάω να γυρίσεις πίσω κι εσύ να μου λες ότι έχω ξεχάσει να μιλήσω στην αλήθεια. Και χθες το βράδυ προσπάθησα. Προσπάθησα ηλίθιε, προσπάθησα αλλά δεν με άκουσες. Πού στο διάολο την βρήκες την μηχανή μου λες; Που; Σ’ εκνεύρισα, ήξερα πως έτσι θα καθίσεις να μου μιλήσεις, άγρια μεν, αλλά θα μου μιλούσες, Κάτι άλλαξε όμως.

63


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Συνειδητοποίησα πως έτσι σε έχανα αλλά γιατί το συνειδητοποίησα μόλις έφυγες; Δεν σε πρόλαβα, πάντα έκανες ότι έφευγες και πάντα γύριζες. Αυτή τη φορά όμως όχι. Απομακρύνθηκες από το παγκάκι μας. Σε κοίταξα, περίμενα να δω πότε θα γυρίσεις. Δεν γύρισες όμως. Ανέβηκες πάνω σε μια μηχανή, την έβαλες μπρός και τότε κατάλαβα πως δεν έρχεσαι, αλλά πως φεύγεις. Έτρεξα για να σε προλάβω, αλλά εξαφανίστηκες. «Τετρακόσια μέτρα σε λιγότερο από δέκα δευτερόλεπτα» μου έλεγες πάντα γελώντας, όνειρο το είχες να πάρεις μια τέτοια μηχανή. Μα δεν το πρόλαβες, στα διακόσια μέτρα κάποια παραβίασε το κόκκινο. Καρφώθηκες πάνω στο αυτοκίνητο. Τα ξαναζώ, Θεέ μου, τα ξαναζώ και δεν τ’ αντέχω. Δεν θέλω να τα βλέπω μπροστά μου, δεν θέλω να θυμάμαι ούτε τον ήχο από το λάστιχο, ούτε το μπαμ, ούτε το πώς έφυγες μαζί με την μηχανή στο δρόμο. Μπιπ… Μπιπ… Μπιπ… Και μετά μπάμ. Και μετά σ’ είδα να καρφώνεσαι πάνω στο αυτοκίνητο. Θυμάμαι κάποια να ουρλιάζει «Όχι!» ίσως και να ήμουν εγώ, έχασα την γη κάτω από τα πόδια μου, έτρεχα σαν την παλαβή προς τα κει, ο κόσμος βγήκε στα μπαλκόνια, θυμάμαι να πλησιάζω αλλά να μην σε φτάνω. Να σ’ αγγίζω αλλά να μην είσαι εκεί. Προσπάθησα να σε δω, είχες κλείσει τα μάτια, σου χάιδεψα τα μαλλιά και τα χέρια μου γεμίσανε αίμα. Ήρθε το ασθενοφόρο και μας πήρε. Απ’ όλες τις φορές που με χρειάστηκες, αυτή είναι η μόνη που είμαι πραγματικά εκεί. Η τελευταία στιγμή, εκείνη που σε βλέπω να φεύγεις και δεν μπορώ να σε κρατήσω. Μπιπ… Μπιπ… Μπιπ… και ο χρόνος σταμάτησε σε μια καταραμένη διασταύρωση. Εσύ πάντα ήθελες να περπατάμε μαζί ευθεία, κρατημένοι από τα χέρια. Εγώ πάντα ήθελα να κάνω παρακάμψεις, στάσεις, να ζω για εμένα. Εσύ ήθελες να ζεις για εμάς. Μου είπαν πως ήταν η κακιά στιγμή. Η κακιά ήταν, αλλά όχι η στιγμή. Εγώ. Απλά εγώ. Άνοιξε τα μάτια, σε παρακαλώ, μόνο για μια στιγμή, άνοιξε τα μάτια. Άνοιξε τα μάτια και γέλασέ μου μ’ εκείνα. Όπως παλιά,

64


«Μην φεύγεις...» όταν ήσουν σοβαρός μέχρι αηδίας και γελούσες με τα μάτια. Όπως τον πρώτο καιρό. Που φοβόμουν και μου έδειξες πως είναι να μην φοβάσαι. Όπως εκείνη την μέρα που για πρώτη φορά είχα την επιλογή να κάνω αυτό που θέλω κι όχι αυτό που πρέπει. Πάλι γελούσες με τα μάτια. Όπως κάθε φορά που σου έλεγα πως έχεις δίκιο και δεν μου απαντούσες. Άνοιξε τα μάτια και μην φεύγεις, κατάλαβα πια, συνειδητοποίησα. Είδα. Είδα τι ακριβώς έκανα. Άνοιξε τα μάτια και πες μου «Σε συγχωρώ» όπως έκανες πάντα. Αυτή τη φορά στο ζητάω, δεν στο ζήτησα ποτέ. Πάντα μου την έδινες μόνος σου την συγχώρεση. Αυτή είναι η τελευταία χάρη που θα σου ζητήσω. Μια συγχώρεση. Μπιπ… Κι ένας οξύς ήχος τρυπάει τα αυτιά μου. Δεν σταματάει με τίποτα, μένει εκεί στον ίδιο τόνο ακριβώς. Μπαίνει κόσμος μέσα, δεν μπορώ να καταλάβω το γιατί. Γιατί φεύγεις τώρα; Γιατί; Τους βλέπω πάνω σου, χάνεται το χέρι μου από το χέρι σου, τρέχουν, φωνάζουν κάνουν τα δικά τους. Και αυτός ο ήχος παραμένει εκεί. Δύο λεπτά. Τρία. Πέντε. Έξι. Και ξαφνικά ο ήχος σταματάει. Κάποιος μιλάει. «Ώρα θανάτου 4:17». Εκεί έκλεισα τα μάτια. Η Ελπίδα άνοιξε τα μάτια της αρκετές μέρες μετά. Στο σπίτι της. Νόμιζε πως είδε ένα όνειρο και σηκώθηκε από το κρεβάτι. Έφτιαξε καφέ και πήρε το τηλέφωνό της για να ζητήσει μια συγνώμη. Το σήκωσε η μητέρα του. «Είσαι καλά κορίτσι μου;» «Καλά, εσείς;» απάντησε η Ελπίδα. «Μακάρι να είσαι καλά κοπέλα μου… Μέσα από τα χέρια σου έφυγε…» «Έφυγε;» ρώτησε η Ελπίδα κι έπειτα πέρασε πάρα πολύς καιρός μέχρι να καταφέρει να πει μια διαφορετική από κείνη λέξη.

65



Η οργή είναι το κλειδί

09. Η οργή είναι το κλειδί Έβαλα το χέρι στην τσέπη και μέσα είχε ένα κλειδί μ’ ένα μπρελόκ με καρτελάκι. Έγραφε με όμορφα, καλλιγραφικά γράμματα «Οργή». Το κοίταξα παράξενα, δεν μπορούσα να καταλάβω που είχα βρει εκείνο το κλειδί με το καρτελάκι. Κοίταξα μπροστά μου και είδα μια πόρτα. Προσπάθησα να την ανοίξω μα ήταν κλειδωμένη. Μηχανικά και χωρίς να σκεφτώ έσπρωξα το κλειδί που είχα στα χέρια μου μέσα στην κλειδαρότρυπα, δεν πίστεψα ποτέ ότι μπορεί να ταιριάξει. Κι όμως ταίριαξε. Το γύρισα αργά – αργά και η πόρτα ξεκλείδωσε. Το μόνο που μου έμενε να κάνω ήταν να την διαβώ. Αλλά φοβήθηκα. Φοβήθηκα τι μπορεί να αντικρίσω εκεί μέσα. Την ξεκλείδωσα κι έφυγα. Περπάτησα μακριά από την πόρτα εκείνη. Κλώτσησα κάτι μεταλλικό στο δρόμο μου. Ένα άλλο κλειδί. Με ένα άλλο καρτελάκι. Με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα. Έγραφε «Θλίψη». Το πήρα στο χέρι μου και προχώρησα. Βρήκα μια ολόιδια πόρτα μπροστά μου και δοκίμασα το κλειδί της οργής. Δεν ταίριαζε. Δοκίμασα και το άλλο, εκείνο της θλίψης. Την ξεκλείδωσα και την άνοιξα. Και μπήκα μέσα. Η πόρτα μου πίσω έκλεισε με θόρυβο, λες και την τράβηξε απότομα κάποιο χέρι. Ακούστηκε ένας χαρακτηριστικός ήχος σαν να κλείδωσε. Γύρισα κι έπιασα το πόμολό. Δεν άνοιγε. Τρόμαξα. Ξανάβαλα το κλειδί στην κλειδαριά αλλά δεν ταίριαζε πια. «Δεν πειράζει» σκέφτηκα και προχώρησα. Έτσι άρχισα να περιπλανιέμαι στο βασίλειο της θλίψης. Είδα πόνο, μιζέρια και δάκρυα. Είδα μανάδες να έχουν χάσει τα παιδιά τους, άτομα που δεν άντεξαν και περάσανε στην αντίπερα όχθη. Είδα φίλους που έκαψα κάποτε. Είδα όλους εκείνους που πλήγωσα. Είδα κάποιον που τον χαντάκωσα να είναι εκεί μ’ ένα κλειδί στο χέρι και να μου γνέφει πρόσχαρα. Πήγα και τον είδα. «Μπα; Κι εσύ εδώ;» με ρώτησε χαμογελώντας. «Ναι…» απάντησα ενώ το συναίσθημα της θλίψης με είχε κυριεύσει. Ίσως και να φταίγανε οι εικόνες που έβλεπα γύρω μου.

67


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Πως και από τα μέρη μας;» με ρώτησε διατηρώντας την ίδια καλή διάθεση. «Πως καταφέρνεις και γελάς;» «Εγώ είμαι περαστικός. Έχω έρθει για να σου δώσω κάτι» μου είπε και μου έδωσε ακόμη ένα κλειδί. Έγραφε πάνω «Μεταμέλεια» με τον ίδιο ακριβώς γραφικό χαρακτήρα. «Τι είναι αυτό;» «Αυτό είναι ένας τρόπος για να βγεις από εδώ μέσα. Υπάρχουν πολλοί τρόποι ξέρεις. Όταν νιώσεις όσα έκανες πραγματικά μέσα σου, θα μπορέσεις να ανοίξεις την πόρτα της μεταμέλειας και να βγεις από την θλίψη». «Κι εσύ πως θα βγεις από εδώ;» ρώτησα. «Εγώ έχω ένα άλλο κλειδί» μου είπε και μου έδειξε ένα παρόμοιο κλειδί που κρατούσε στο χέρι του. Ήταν ολόιδιο με το πρώτο που είχα βρει. Έγραφε κι εκείνο «Οργή». «Η οργή είναι για τους αδύναμους» απάντησα. «Για να δείξεις μεταμέλεια, πρέπει να είσαι δυνατός. Για να βγεις από την οργή πρέπει να είσαι δυνατότερος» μου απάντησε κι έφυγε χωρίς να με χαιρετήσει. Περπάτησα κι έφτασα σ’ ένα σταυροδρόμι. Βρήκα μια περίεργη πινακίδα. «Αριστερά προς Μεταμέλεια – Δεξιά προς Οργή» έγραφε και δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ πολύ. Η οργή είναι για τους αδύναμους, όχι για εμένα. Στον δρόμο μου για την μεταμέλεια προσπάθησα να σκεφτώ πόσα έχω κάνει και να μετανιώσω για όλα αυτά. Τελικά δεν είχα κάνει τίποτα. Οι άλλοι συνήθως μου κάνανε, εγώ έφτανα σ’ ένα σημείο που δεν άντεχα άλλο να με πατάνε και τους ξέσκιζα. Ο νόμος της ζούγκλας. Έφτασα μπροστά στην πόρτα και την άνοιξα με το κλειδί της μεταμέλειας. Και μόλις μπήκα μέσα μια γυναίκα εμφανίστηκε μπρός μου. Μια γυναίκα ντυμένη στα λευκά με κόκκινα μαλλιά. Κρατούσε μια ζυγαριά στο ένα της χέρι. «Ποιος σ’ έφερε εδώ;» με ρώτησε απότομα. «Ένας φίλος…» της απάντησα φοβισμένα, είχε κάτι πάνω της που μ’ έκανε να την τρέμω.

68


Η οργή είναι το κλειδί «Είναι νωρίς για να περάσεις από εδώ. Θα περάσεις πρώτα από την οργή» μου απάντησε και μ’ έσπρωξε πίσω στην πόρτα και πίσω στην θλίψη. Η πόρτα μπροστά μου έκλεισε και πήρε φωτιά. Καιγόταν αλλά δεν διαλυόταν δεν μετατρεπόταν σε στάχτη. Απλά έκαιγε. Και φώτιζε περισσότερο το χώρο που τώρα έμοιαζε ακόμη πιο θλιμμένος. Γύρισα πίσω και πήρα το μονοπάτι προς την οργή. Έφτασα στο σταυροδρόμι που ήμουν και πριν, περπατώντας ανάμεσα σε ζητιάνους, ορφανά και αυτόχειρες. Η ψυχή μου σπάραζε με όλο το θέαμα, ήθελα να βγω από κει μέσα. Το σταυροδρόμι άλλαξε. Ο δρόμος για την οργή είχε εξαφανιστεί. Η ταμπέλα έμενε εκεί, ήταν όμως διαφορετική. «Αριστερά προς Μίσος – Δεξιά προς Αγάπη». Αναρωτήθηκα τι μπορεί να είναι πιο κοντά στην οργή. Λογικά το μίσος. Και κατευθύνθηκα προς τα κει. Όταν έφτασα μπροστά στην πόρτα είδα ακόμη έναν άνθρωπο που έχω πληγώσει στο παρελθόν μου. Ο οποίος δεν γελούσε, ούτε έκλαιγε. Απλά με κοιτούσε με την ίδια αποστροφή που κάποτε τον κοίταζα κι εγώ. «Καλώς τα μάτια μας τα δυο» μου είπε ειρωνικά. «Συγνώμη…» ξεκίνησα να πω μα με διέκοψε με μια κοφτή κίνηση του χεριού του. «Σε λάθος δρόμο είσαι για να ζητάς συγνώμη. Πέρασες από κει, πήρε φωτιά η πόρτα. Σε είδα. Αν η συγνώμη ήταν πραγματική, θα περνούσες από το μονοπάτι της μεταμέλειας. Μόνο που είναι απλά μια λέξη. Όπως και πάντα. Τώρα πιστεύεις πως διάλεξες το σωστό δρόμο;» «Νομίζω ναι. Πρέπει να περάσω μέσα από την οργή μου είπαν. Και αυτό θα κάνω, θέλω να βγω από εδώ μέσα». «Είναι ωραία εδώ. Σ’ ενοχλεί που και πού το κλάμα και οι σπαραγμοί αλλά είναι καλά. Ήρεμα. Μοναχικά». «Πως θα περάσω από εδώ; Δεν έχει κλειδί αυτή η πόρτα;» «Τώρα βουτάς στα βαθιά. Η πρώτη βαθιά βουτιά. Για να περάσεις από εδώ πρέπει να κάνεις κάτι που να δείχνει το μίσος σου. Αλλιώς αυτή η πόρτα δεν θ’ ανοίξει. Πρέπει όμως να μισείς κάποιον πραγματικά, μ’ όλη την δύναμη της ψυχής σου για να δουλέψει».

69


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Δεν μισώ κανένα» απάντησα. «Τότε και πάλι είσαι σε λάθος πόρτα. Δοκίμασε κάπου αλλού» μου είπε χαμογελώντας και μου έγνεψε. «Με διώχνεις; Εσύ γιατί στέκεσαι εδώ;» «Εγώ μισώ. Αλλά ίσως και να συναντηθούμε στην επόμενη επιλογή σου» μου απάντησε κι εξαφανίστηκε, σαν καπνός μπροστά από τα μάτια μου. Γύρισα την πλάτη κι έφυγα. Περπάτησα πάλι στους ίδιους δρόμους βλέποντας τους ίδιους θλιμμένους ανθρώπους. Έφτασα στην διασταύρωση, προσπέρασα την πινακίδα και συνέχισα. Έφτασα μπροστά από την αγάπη. Δεν υπήρχε κανείς κοντά. Μόνο το ίδιο άτομο που με χαιρέτησε λίγο νωρίτερα κι εξαφανίστηκε. «Πάλι μπροστά μου εσύ;» ρώτησα. «Είδες; Το ξέρεις το κόλπο. Δείξε στην πόρτα ότι αγαπάς κάποιον πραγματικά και θ’ ανοίξει για να συνεχίσεις το ταξίδι σου» μου απάντησε γελώντας, αλλά αυτή τη φορά η φωνή του είχε αλλάξει. Ήταν πρόσχαρη, καμία σχέση με τον ειρωνικό τόνο που είχε στην τελευταία μας συνάντηση. «Δεν ξέρω τι μπορώ να κάνω» απάντησα. Αναστέναξε βαριά και μου έδωσε το χέρι. Τον πήρα και βρεθήκαμε να τρέχουμε πάνω στο ίδιο μονοπάτι που ήμουν και πριν. Φτάσαμε στην πινακίδα. Δεν είχε αλλάξει τίποτα. «Λοιπόν…» ξεκίνησε «… θα σε βοηθήσω. Θα σου δώσω ένα μαχαίρι» είπε και μου έδωσε ένα μεγάλο μαχαίρι. «Γιατί;» «Μην με διακόπτεις. Θα καταλάβεις» μου είπε χαμογελώντας. «Καλά. Σ’ ακούω» απάντησα. Έβγαλε ακόμη ένα μαχαίρι και το κράτησε στο χέρι του. Μου χαμογέλασε ύποπτα κι άρχισε να μιλάει. «Αν ποτέ, στην ζωή που ζήσαμε μαζί, μ’ αγάπησες πραγματικά· αν ισχύει αυτό για σένα· τότε σου ζητάω να με σκοτώσεις με το μαχαίρι που σου έδωσα. Μόνο έτσι θα αποδείξεις ότι μ’ αγαπάς τόσο πολύ που θα μπορούσες να κάνεις τα πάντα. Πράξη αγάπης είναι μην αγχώνεσαι, πεθαίνω ούτως ή άλλως και σου ζητάω να το επισπεύσεις. Αν όμως αυτό δεν ισχύει για σένα

70


Η οργή είναι το κλειδί τότε θα πρέπει να πεθάνεις. Γιατί δεν μίσησες ποτέ εμένα, μίσησες τον ίδιο σου τον εαυτό και δεν σου αξίζει να ζεις». «Το δεύτερο μαχαίρι γιατί το κρατάς» ρώτησα κι άρχισε να γελάει. «Αυτό είναι για εμένα. Κάτι που μπορεί να σε νοιάζει… ή και όχι» μου απάντησε και προσπάθησα να βγάλω μια άκρη μέσα σε κείνα τα περίεργα λόγια. «Κι αν δεν μπορώ να κάνω τίποτα από τα δύο;» ρώτησα δύο λεπτά αργότερα, μην μπορώντας να αποφασίσω τι πρέπει να κάνω. Δεν ήξερα αν αγάπησα ή αν μίσησα. «Θα σε βοηθήσω εγώ» μου απάντησε και είδα να καρφώνει το μαχαίρι στο σημείο της καρδιάς. «Έχεις τρία… δύο… ένα…» είπε και το κάρφωσε. Κι έπεσε κάτω. Δεν κούνησε ούτε τα βλέφαρα. Ξεψύχησε εκεί στον δρόμο. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί έγινε αυτό. Κι ένιωθα ένα κενό μέσα μου. Η θλίψη εξαφανίστηκε από πάνω μου, ένιωσα ντροπή που δεν ρώτησα το γιατί. Ένιωσα ενοχές γιατί δεν άπλωσα το χέρι να τραβήξω το μαχαίρι από κει για να αποτρέψω εκείνη την πράξη. Ένιωσα φόβο γιατί κατάλαβα πως θα μείνω για πάντα εδώ, έχασα το μοναδικό άτομο που προσφέρθηκε να μου δείξει τον δρόμο. Ένιωσα τα λόγια που μου είπε κάποτε, τα λόγια που με πλήγωσαν όσο τον πλήγωνα εγώ κάθε μέρα. Ένιωσα τον εαυτό μου να συγχωρεί και να ζητάει μια συγνώμη από κείνο τον άνθρωπο. Είδα να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρα. «Ζεις;» ρώτησα προσπαθώντας να ελέγξω όλα τα συναισθήματα που με κατέκλυζαν. «Και βέβαια ζω. Εσύ έχεις πεθάνει, δεν ξέρω αν το κατάλαβες ακόμα» μου απάντησε. «Εγώ; Πέθανα; Δηλαδή δεν ζω πια; Δεν έχει αξία όλο αυτό; Θα περιπλανιέμαι εδώ για πάντα;» «Μεταφορικά μιλάω. Πέθανες μέσα σου. Πέθανε ο εαυτός σου. Η ψυχή σου. Και η ρημάδα η μοίρα μου είναι να σου δείξω τον δρόμο. Όπως τότε. Θυμάσαι τίποτα;» με ρώτησε χαμογελώντας κι έβγαλε το μαχαίρι από πάνω του. Παραδόξως δεν υπήρχε καμία πληγή. «Θυμάμαι…» απάντησα σκεφτικά. Ναι. Μόνο ένας άνθρωπος προσπάθησε να με βοηθήσει να βρω τον εαυτό μου κι εγώ τον κοίταζα

71


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις με αποστροφή. Μου ήταν αδιάφορος. Δεν κατάλαβα ποτέ πόσα θα μπορούσε να μου δώσει. «Πάμε ταξίδι;» με ρώτησε και μου έδωσε το χέρι. «Πού;» «Στην οργή. Μέσα σε μια στιγμή, την στιγμή που μ’ είδες να αφήνω την τελευταία μου πνοή, πέρασες μέσα από τόσες πόρτες που ποτέ σου δεν θα καταλάβεις». «Από πού;» «Από την ντροπή, τις ενοχές, την αγάπη, το μίσος, την κατανόηση. Μόλις πέρασες κι απ’ την πόρτα της μεταμέλειας άνοιξα τα μάτια. Εσύ μ’ έφερες πίσω για να σε βγάλω από δω». «Πως;» «Συγχωρώντας τον εαυτό σου. Εκεί είναι το πρόβλημα. Στον εαυτό σου. Σε κανέναν άλλον. Πάμε στην οργή; Για να λύσουμε και τα προβλήματα με τους άλλους;» με ρώτησε. «Και δεν πάμε;» απάντησα και φύγαμε. Πιασμένοι από το χέρι. Ακόμη κρατούσαμε τα μαχαίρια. Περπατήσαμε αργά χωρίς να μιλάμε. Μου έδειχνε τον δρόμο. Και η θλίψη μου όσο παρέμενα σ’ εκείνον τον παράξενο τόπο δυνάμωνε. «Φτάσαμε» μου είπε μόλις βρήκαμε μια κλειδωμένη πόρτα μπροστά μας. «Βγάλε το κλειδί κι άνοιξέ την». «Η οργή είναι για τους αδύναμους» είπα χωρίς να βγάλω το κλειδί μου. «Αδύναμοι είναι όσοι φυλακίζονται μέσα στην οργή. Αν πραγματικά πιστεύεις ότι έχεις την δύναμη θα βρεις τον δρόμο να βγεις από εκεί». Έβγαλα το κλειδί από την τσέπη και ξεκλείδωσα την πόρτα, την άνοιξα και μπήκα μέσα. Και το κλειδί εξαφανίστηκε από το χέρι μου. Την πέρασα και κοίταξα μέσα. Και το μόνο άτομο που είδα εκεί ήταν το είδωλό μου. Ο ίδιος μου ο εαυτός. «Γρήγορα έφτασες κοριτσάκι» μου είπε. «Ποια είσαι;» την ρώτησα. «Εγώ είμαι εσύ. Κι εσύ είσαι εγώ. Οι πράξεις σου μ’ οδήγησαν εδώ. Και οι πράξεις μου σε πήγανε στην θλίψη» μου απάντησε.

72


Η οργή είναι το κλειδί «Εσύ φυλακίστηκες εδώ». «Εσύ με φυλάκισες εδώ. Εγώ δεν είμαι τίποτα άλλο, παρά μόνο το κομμάτι του εαυτού σου που αισθάνεται οργή. Πρέπει να με σκοτώσεις ή να πεθάνεις» μου είπε και όρμησε προς το μέρος μου. Κι άρχισε μια μάχη με τον εαυτό μου, δεν ήξερα πραγματικά αν έφταιγα εγώ η εκείνη για όλα όσα έγιναν. Τελικά με κέρδισε, με κατέκτησε και έμεινα στο πάτωμα. «Η Οργή κερδίζει» είπε με θριαμβευτικό τόνο και εξαφανίστηκε από μπροστά μου. Άλλαξε ο χώρος γύρω μας και βρεθήκαμε πάλι στην θλίψη. «Πού είμαστε;» ρώτησα. «Σε τράβηξα έξω από την οργή. Πάντα έλεγες η οργή είναι για τους αδύναμους. Αδύναμοι είναι όσοι κυριεύονται από κείνη. Όπως εσύ. Ζούσες πάντα με την ψευδαίσθηση πως είσαι δυνατή. Να που αποδεικνύεται πόσο άδικο είχες» μου απάντησε γελώντας. «Και τώρα;» «Τώρα θα την παλέψεις μέχρι να την νικήσεις. Δεν με χρειάζεσαι άλλο» μου είπε και σηκώθηκε να φύγει. «Σε χρειάζομαι…» φώναξα και στάθηκε. Γύρισε και με κοίταξε. «Μπορείς να βγεις από εκεί. Άργησες να το καταλάβεις. Αρνούμαι να σε βοηθήσω. Το μίσος και η αγάπη είναι αλληλένδετα. Αγαπάω τον εαυτό μου και εσένα, μισώ το κομμάτι σου που μου έκανε κακό. Έχανα από την οργή για τον ίδιο λόγο που χάνεις κι εσύ σήμερα. Όμως την κέρδισα και βγήκα από εκεί μέσα. Αποφάσισα να έρθω εδώ και να σε ρίξω στα μαλακά, να σου δείξω πως είναι να την αντιμετωπίζεις και να σε κυριεύει, αλλά να μην την αφήσω να μπει μέσα σου». «Γιατί;» «Γιατί κορίτσι μου δεν σκοτώνει η αγάπη και το μίσος. Η οργή σκοτώνει. Έλα να σου δείξω κάποιον γνωστό πριν φύγω» μου είπε, γύρισε και με πήρε από το χέρι. Φτάσαμε στην πόρτα της οργής και την άνοιξε με το δικό του κλειδί. Μπήκαμε μέσα και είδα το δικό του είδωλο αυτή τη φορά. «Εσύ;» τον ρώτησε η οργή. «Εγώ. Θα τα πούμε με τους δικούς μου όρους, ή με τους δικούς σου;» απάντησε εκείνος.

73


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Με τους δικούς μου φυσικά» είπε η οργή και άρχισε μια πάλη που δεν έχω ξαναδεί παρόμοια. Τελικά η οργή έχασε, σακατεμένη και πληγωμένη έκατσε σε μια γωνία για να ξεψυχήσει. Τον είδα να γυρίζει πίσω γαλήνιο. «Πως το κάνεις αυτό;» τον ρώτησα «Ποιο;» «Να κερδίζεις την οργή με οργή αλλά να μην σε κυριεύει;» «Χρειάστηκε πολύς καιρός για να το καταφέρω. Τόσο περίπου όσο μου πήρε για να χρησιμοποιήσω θλίψη για να απαλύνω την δική σου θλίψη. Το εκτίμησες, έστω κι αργά το εκτίμησες κι αυτό με χαροποιεί» μου απάντησε. «Και τώρα;» «Ή θα κερδίσεις την οργή με οργή, ή…» «Ή τι;» «Η θα κλείσεις τα μάτια και θα συνειδητοποιήσεις τι έχεις κάνει στην μίζερη ζωή σου» μου είπε με σοβαρό ύφος. «Να κλείσω τα μάτια;» «Κλείσε τα μάτια». Έκλεισα τα μάτια και από μπροστά μου πέρασαν εικόνες από όλα όσα έκανα τον τελευταίο καιρό. Όλες οι λάθος επιλογές, όλες οι λάθος πράξεις και όλη η οργή. «Η οργή είναι για τους αδύναμους. Όχι για εμένα» είπα ενώ αναλογιζόμουν την ζωή μου. «Τότε άνοιξε τα μάτια και ζήσε» μου απάντησε κι άνοιξα τα μάτια. Βρέθηκα σ’ ένα κρεβάτι, μόλις είχα ξυπνήσει και δίπλα μου ήταν κάποιος που μου προκαλούσε αυτά τα ξεσπάσματα οργής τον τελευταίο καιρό. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και έψαξα τα κλειδιά μου. Τα βρήκα και το ένα μπρελόκ είχε ένα λευκό καρτελάκι πάνω. Έγραψα στο χαρτί «Η καρδιά μου» το κοίταξα και γέλασα, ο ίδιος ακριβώς γραφικός χαρακτήρας. Δικά μου ήταν τα γράμματα. Πήγα και ξύπνησα αυτόν που κοιμόταν δίπλα μου. Με κοίταξε με απορία. «Τι έπαθες Κυριακάτικα;» με ρώτησε. «Μήπως έχασες αυτό;» τον ρώτησα δείχνοντάς του το κλειδί που κρατούσα στο χέρι μου.

74


Η οργή είναι το κλειδί «Αυτό το έχω και θα το έχω» μου απάντησε μόλις το διάβασε. «Αυτό το είχες και το έχασες. Καλή συνέχεια» του είπα και γύρισα την πλάτη μου. Άρχισα να ντύνομαι βιαστικά. «Ξεκίνησες πάλι τις μαλακίες;» με ρώτησε θυμωμένα. «Όχι. Επιτέλους, μετά από πολύ καιρό, σταματάω να ασχολούμαι με μαλακίες και κοιτάω τον εαυτό μου. Και όσους κοιτάξανε εμένα. Όχι εσένα. Που δεν κοιτάς κανένα. Κάποτε μοιάζαμε. Τώρα άλλαξα». «Τι άλλαξε;» με ρώτησε. «Εγώ». «Γιατί;» «Γιατί δεν σεβάστηκες τίποτα. Δεν σεβάστηκες εμένα. Δεν σεβάστηκες αυτό που είχαμε. Γιατί δεν το έχουμε πια. Γι αυτό. Δεν άκουσα ούτε μισή συγνώμη, δεν είδα ούτε μια στάλα μεταμέλειας. Άργησα να το καταλάβω. Μα το κατάλαβα. Και είναι αργά τώρα για συγνώμες. Συνέχισε να ζεις αυτό που θέλεις, για να ψάξω κάπου αλλού αυτό που θέλω». «Είσαι σοβαρή;» «Μέχρι θανάτου. Τα ίδια έκανα κι εγώ κάποτε. Ίσως κάποτε κι εσύ να με καταλάβεις και να περάσεις από κει που πέρασα εγώ. Μέχρι τότε όμως… να θυμάσαι πως η οργή είναι για τους αδύναμους. Για εσένα». «Εσύ είσαι οργισμένη, όχι εγώ». «Εσύ αρχίζεις τώρα να οργίζεσαι. Και φταίει μόνο ο εαυτός σου γι αυτό». «Τι μαλακίες συζητάμε κυριακάτικα;» με ρώτησε οργισμένα και γέλασα. Τελικά όλα αναμεμειγμένα είναι. Δεν είναι τίποτα ξεκάθαρο. Φεύγω για να σώσω τον εαυτό μου από την οργή και βυθίζω κάποιον άλλον εκεί. Δεν γίνεται όμως αλλιώς. Πρέπει να γίνει έτσι. «Συζητάμε; Για πρώτη φορά μετά από καιρό το κάνουμε κι αυτό. Μόνο που όλα ήρθαν αργά. Κι εγώ φεύγω» είπα και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Έφυγα. Τώρα χρωστάω συγνώμες. Που πρέπει να δώσω. Όχι για να νιώσουν οι άλλοι καλά, αλλά για να νιώσω εγώ καλά. Πονάει η μετά-

75


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις μέλεια. Αλλά σε κάνει να νιώθεις ζωντανός. Και η συγχώρεση πονάει πιο πολύ. Αλλά σε κάνει να αισθάνεσαι άνθρωπος. Πονάει και κάποιος άλλος τώρα. Μόνο που του φταίει ο εαυτός του και οι πράξεις του, όχι εγώ. Εγώ έφταιγα αλλού. Και το είδα σήμερα. Το αλλάζω σήμερα. Και προχωράω με την οργή ως σύμμαχο. Όπως και μ’ όλα τα υπόλοιπα που συνάντησα στο όνειρό μου…

76


Διαμπερές τραύμα

10. Διαμπερές τραύμα Η Κάτια φόρεσε το μόνο φουστάνι που υπήρχε στην ντουλάπα της, ήταν λευκό με τριαντάφυλλα. Της το είχε πάρει δώρο κάποιος, πολλά χρόνια πριν, το λάτρευε μα το φορούσε σπάνια. Έβαλε και τα πιο ψηλά τακούνια που είχε, σε κόκκινο χρώμα, ταιριάζανε με τα τριαντάφυλλα, βάφτηκε ελαφρώς και βγήκε από το δωμάτιο. Στο σαλόνι την περίμενε μια μεταλλική βαλίτσα. Πήρε τα κλειδιά της από το γραφείο, πήρε και την βαλίτσα και βγήκε από το σπίτι. Ένας λόγος που δεν φορούσε φουστάνια ήταν ότι δεν είχαν τσέπες για να βάλει τα πράγματα της και έπρεπε να κουβαλάει τσάντα. Το θυμήθηκε όταν έφτασε στο ισόγειο και ήθελε να ανάψει τσιγάρο. Ξανανέβηκε πάνω και έψαξε μια τσάντα που να ταιριάζει. Πέταξε μέσα το τηλέφωνό της και τα τσιγάρα της και βγήκε στο δρόμο. Ήταν σίγουρη πως αν την έβλεπε κάποιος γνωστός ντυμένη έτσι θα την περνούσε για κάποια άλλη, όλοι ήξεραν πως δεν της άρεσε αυτό το ντύσιμο, ήταν πολύ γυναικείο για τα γούστα της. Κι όμως για κείνη είχε έρθει η στιγμή να το αλλάξει κι αυτό, όπως και μερικά άλλα πράγματα στην ζωή της. Με τον δύσκολο τρόπο. Όπως πάντοτε. Για εκείνο το απόγευμα υπήρχε ένα μεγάλο σχέδιο που κατάστρωνε τους τελευταίους έξι μήνες. Ήταν η έσχατη λύση, το μυαλό της κάπου είχε σταματήσει να δουλεύει, είχε κολλήσει σε μία στιγμή που της ανατίναξαν όλη της την ζωή. Στα μάτια της έμοιαζε σαν κάποιος να είχε βάλει C4 στα θεμέλια που με τόση ευλάβεια έχτιζε από τα δεκαοχτώ της και να το πυροδότησε. Με την Ναταλία, την παιδική της φίλη κάνανε όνειρα για τις ζωές τους από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Περάσανε μαζί στην σχολή, η Κάτια γιατί της άρεσε και η Ναταλία για τα λεφτά. Ήταν ωραία χρόνια εκείνα. Άναψε τσιγάρο καθώς προχωρούσε και κοίταξε το ρολόι της, ήταν το μόνο παράταιρο πράγμα πάνω της, δεν ταίριαζε το ψηφιακό ρολόι ακριβείας με το ντύσιμό της, αλλά δεν την ένοιαζε. Ήταν έξι και δέκα και μέχρι εκείνη την στιγμή το σχέδιο πήγαινε καλά.

77


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Λίγο μετά την σχολή γνώρισε τον Κώστα. Τον ερωτεύτηκε αυτόν τον άνθρωπο όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Τον αγάπησε πέρα από κάθε όριο. Στην αρχή κι εκείνος έτσι ήταν. Μα με τον καιρό άλλαζε, κάτι που η Κάτια απέτυχε να δει. Έξι μήνες πριν το σημερινό απόγευμα, ένα άλλο βροχερό χειμωνιάτικο απόγευμα, το θυμόταν σαν χθες, είχε μπει στο σπίτι τους και είχε πιάσει την Ναταλία με τον Κώστα στο κρεβάτι. Δεν κατάφερε να συγχωρήσει κανέναν από τους δύο. Δεν μιλούσε σε κανέναν από τους δύο. Ήθελε εκδίκηση για την ζωή που πέταξε στα σκουπίδια. Πάταγε τα τριάντα σε λίγες μέρες. Ήθελε να παντρευτεί, να κάνει παιδιά, να ζει ήρεμα. Να ευτυχίσει. Αλλά της το χάλασαν. Ο άνθρωπος που αγάπησε και η καλύτερη της φίλη. Εκείνο το απόγευμα γυρνούσε στο μυαλό της. Είχε μπει στο σπίτι περίπου την ίδια ώρα με τώρα. Έξι και δέκα. Ήτανε να πάει για καφέ με μια παλιά φίλη, συμμαθήτρια από το λύκειο που είχε παντρευτεί και είχε προχωρήσει την ζωή της. Στα μισά της διαδρομής, σταματώντας σ’ ένα περίπτερο, είχε καταλάβει πως είχε παρατήσει το πορτοφόλι της στο σπίτι. Κι έτσι γύρισε να το πάρει. Δεν κατάλαβε ποτέ πως η Ναταλία μπορούσε να της κάνει κάτι τέτοιο. Πως μετά από είκοσι χρόνια φιλίας κατάφερε να την προδώσει έτσι. Είκοσι λεπτά έλειπε από το σπίτι και σ’ αυτά τα είκοσι λεπτά, η καλύτερή της φίλη κατάφερε να διαλύσει την εμπιστοσύνη που τόσα χρόνια χτίζανε. Παρομοίως κι ο μέχρι εκείνη την στιγμή, άνθρωπος της ζωής της. Ζήτησε μερικές μέρες άδεια από την δουλειά και μετακόμισε σε μια μικρή γκαρσονιέρα. Δεν ήθελε να βλέπει κανέναν και να μιλάει με κανέναν. Προσπάθησαν πολλές φορές και ο Κώστας και η Ναταλία να της εξηγήσουν μα δεν τους άκουσε ποτέ. Οι πράξεις τα είπαν όλα, τα λόγια δεν είχαν πια σημασία. Ψάχνοντας στο ίντερνετ, βρήκε αυτό που ήθελε. Παρακινδυνευμένο αλλά αποτελεσματικό. M4A1. «Ωραίο όπλο» σκεφτόταν πάντα η Κάτια όταν το έβλεπε. Κατάφερε και το αγόρασε, από μια σελίδα που πουλούσε παράνομα όπλα. Της κόστισαν αρκετά, και το όπλο και ο εξοπλισμός και οι σφαίρες. Αλλά κατάφερε και το

78


Διαμπερές τραύμα πήρε στα χέρια της. Σε μια ωραία μεταλλική βαλιτσούλα, σαν αυτή που κρατούσε στα χέρια της. Σκεφτόταν πως για εκείνη την διπλή προδοσία, ένα αυτόματο όπλο δεν έλεγε πολλά. Ήθελε μπαζούκας το λιγότερο. Ή ένα πύραυλο. Ή μια ατομική βόμβα. Να τους εξαϋλώσει, να μην μείνει τίποτα. Αλλά είχε το όπλο της κι αυτό της αρκούσε. Από εκεί και πέρα, ήταν απλά θέμα σχεδίου. Ήξερε το πρόγραμμα του Κώστα και της Ναταλίας, είχε πάει η ακατανόμαστη να συγκατοικήσει μαζί του. Η καλύτερη ώρα για να χτυπήσει ήταν γύρω στις έξι και μισή, όταν επέστρεφαν στο σπίτι από το γυμναστήριο. «Το γυμναστήριο… πόσο ηλίθια ήμουν;» αναρωτήθηκε η Κάτια καθώς σκεφτόταν ότι πήγαιναν δύο χρόνια στο ίδιο γυμναστήριο και πολλές φορές ο Κώστας αργούσε να γυρίσει σπίτι. Δεν το είχε καταλάβει ποτέ της. Έστριψε σε μια πολυκατοικία και έβγαλε ένα ζευγάρι κλειδιά από την τσάντα της. Το είχε προβλέψει και αυτό, κάποτε έμενε σ’ εκείνη την πολυκατοικία, μόνη της, πριν μετακομίσει με τον Κώστα στην απέναντι. Είχε κρατήσει όλα τα κλειδιά και τα είχε δοκιμάσει. Δεν είχε αλλαχτεί καμία κλειδαριά. Είχε αναλάβει και την διαχείριση την τελευταία χρονιά που έμενε εκεί και της είχαν μείνει κλειδιά από παντού. Το σημαντικότερο κλειδί όμως ήταν από ένα πορτάκι που υπήρχε στην ταράτσα. Μπήκε στην πολυκατοικία αφού πρώτα πέταξε το τσιγάρο και πήγε κατ’ ευθείαν στο ασανσέρ που βρισκόταν στο ισόγειο. Άνοιξε την πόρτα, πάτησε το κουμπάκι με τον αριθμό εφτά και άρχισε να ανεβαίνει. Στον έβδομο, η σκάλα συνέχιζε προς την ταράτσα. Γρήγορα, σχεδόν βιαστικά, η Κάτια ανέβηκε την σκάλα και ξεκλείδωσε το πορτάκι. Πέρασε από μέσα και βρέθηκε στην ταράτσα. Ξανακλείδωσε την πόρτα, απλά για να είναι σίγουρη και πήγε στην γωνιά από την οποία θα γινόταν το χτύπημα. Κοίταξε το ρολόι της, είχε πάει έξι και δεκαεννιά, έπρεπε να βιαστεί για να μην χάσει την ευκαιρία. Ξεκλείδωσε την βαλίτσα και

79


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις την άνοιξε. Είδε το όπλο σε κομμάτια μέσα και βούρκωσε από την συγκίνηση. Ξεκίνησε να το δένει βιαστικά και σκεφτόταν το πρόγραμμα του Κώστα. Έξι και είκοσι έφευγε από το γυμναστήριο, έξι και είκοσι πέντε έμπαινε στο σπίτι. Η Κάτια είχε κάτι λιγότερο από έξι λεπτά στην διάθεσή της για να πάρει θέση και να ρίξει. Τελευταία προς συναρμολόγηση έμειναν ο σιγαστήρας του όπλου και ένα εξάρτημα τηλεσκοπικής όρασης, δεν ήθελε να χτυπήσει κάποιον περαστικό. Ήταν και σε μία απόσταση ογδόντα περίπου μέτρων. Γεμιστήρας. Κλικ. Όπλισε και περίμενε. Ήξερε πως την πρώτη σφαίρα στην θαλάμη, θα την κερνούσε στον Κώστα για τον πόνο που την κέρασε εκείνος όλα αυτά τα χρόνια. Έκανε το σταυρό της, περίεργο για εκείνη κι άρχισε να λέει το «Πάτερ Ημών» από μέσα της, ήξερε πως θα καεί στην κόλαση γι αυτό που πάει να κάνει, μα δεν το μετάνιωνε. Ο χρόνος περνούσε βασανιστικά αργά και η Κάτια με το μάτι καρφωμένο στο δρόμο, μέσα από το τηλεσκόπιο του όπλου και τον δείχτη κολλημένο στην σκανδάλη περίμενε και προσεύχονταν. Ύστερα από λίγες στιγμές είδε τον Κώστα να στρίβει στον δρόμο και την Ναταλία να του κρατάει το χέρι. Ένιωσε την πίεση της να ανεβαίνει απότομα και την καρδιά της να αυξάνει τους παλμούς της. «Λίγο ακόμη… Λίγο ακόμη…» ψιθύριζε η Κάτια που κοιτούσε τους στόχους της μέσα από το τηλεσκόπιο. Ο Κώστας με την Ναταλία κόντευαν να φτάσουν στην πολυκατοικία που έμεναν και τότε η Κάτια πήρε την απόφαση. «Δεν μετανιώνω για τίποτα» είπε στον εαυτό της και τράβηξε την σκανδάλη. Το βλήμα άρχισε να περιστρέφεται μέσα στην κάννη του όπλου και εξήλθε από αυτήν με την ταχύτητα που η Κάτια είχε αποστηθίσει εδώ και πολλά χρόνια. Εννιακόσια σαράντα μέτρα ανά δευτερόλεπτο. Το βλήμα ταξίδεψε για περίπου ένα δέκατο του δευτερολέπτου στον αέρα πριν προσκρούσει στο μέτωπο του Κώστα και το τρυπήσει. Ενώ γινόταν όμως αυτό, η Κάτια ξαναόπλιζε για να ρίξει κάτω και τον δεύτερο στόχο της. Η Ναταλία γελούσε με τον Κώστα όταν ακούστηκε ένα αμυδρό μπάμ και στιγμές αργότερα εκείνος σταμάτησε να μιλάει κι έπεσε

80


Διαμπερές τραύμα κάτω. Την κρατούσε ακόμη από το χέρι. Η Ναταλία τρόμαξε, νόμιζε πως λιποθύμησε και γύρισε να τον δει. Είδε ένα τραύμα το μέτωπό του και το πεζοδρόμιο άρχισε να γεμίζει αίματα. Πάγωσε, δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Δεν είχε προλάβει να ουρλιάξει όταν ένα δεύτερο μπαμ ακούστηκε και ένιωσε κάτι να διαπερνά τον δεξί της ώμο. Γούρλωσε τα μάτια από τον πόνο και την έκπληξη αλλά κι αυτό δεν κράτησε πολύ. Μια ακόμη σφαίρα την χτύπησε στην βάση του κρανίου και αυτό ήταν το μοιραίο χτύπημα. Έπεσε νεκρή πάνω στον Κώστα. Ακόμη κρατούσαν τα χέρια τους σφιχτά. Η Κάτια στην στέγη, ογδόντα μέτρα μακριά, δάκρυζε. Είχε μόλις σκοτώσει, μ’ επαγγελματικό τρόπο, δύο άτομα που υπεραγάπησε στην ζωή της. Αλλά έτσι έπρεπε να γίνει κι έτσι έγινε. Μάζεψε τους τρεις κάλυκες από την στέγη, άρχισε να διαλύει βιαστικά το όπλο και να το βάζει στην βαλίτσα κι άκουσε φωνές και ουρλιαχτά. Το πρώτο μέρος της αποστολής είχε στεφθεί μ’ απόλυτη επιτυχία. Για το δεύτερο όμως μέρος ήταν απαραίτητο το φουστάνι και οι κόκκινες γόβες της. Έκλεισε και κλείδωσε την βαλίτσα με το όπλο, σηκώθηκε προσεκτικά για να μην την δει κανείς, άλλωστε ήταν στο ψηλότερο κτήριο της περιοχής κι όλος ο κόσμος θα κοιτούσε τα πτώματα στον δρόμο κι όχι εκείνη που ήταν στην στέγη. Ξεκλείδωσε την πόρτα της ταράτσας και κατέβηκε στον έβδομο. Πήρε το ασανσέρ και πήγε στον τέταρτο. Έμενε ένας παλιός γνωστός εκεί και ήλπιζε το σπίτι του να γίνει το κατάλυμά της για εκείνο το απόγευμα. Χτύπησε το κουδούνι κι άκουσε παντόφλες να έρχονται προς την πόρτα. Ο Νίκος άνοιξε την πόρτα και κοίταξε την γυναίκα που ήταν στο κατώφλι της. Του θύμιζε αμυδρά κάποια αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί ποια. «Παρακαλώ;» την ρώτησε. «Νίκο; Δεν με κατάλαβες;» είπε εκείνη κι από τον τόνο της φωνής κατάλαβε ότι ήταν η παλιά του γειτόνισσα η Κάτια. «Ρε Κάτια; Τι αλλαγή είναι αυτή; Κούκλα είσαι κορίτσι μου, επιτέλους έγινες γυναίκα. Πέρασε» της είπε χαμογελώντας κι άνοιξε την πόρτα.

81


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Πάντα ήμουν γυναίκα. Απλά δεν το έβλεπα» σχολίασε η Κάτια γελώντας. «Τι κάνεις; Που χάθηκες;» ρώτησε ο Νίκος. «Δουλειά… Πολύ δουλειά…» είπε αφηρημένα η Κάτια και κάθισε σ’ ένα καναπέ. Άφησε την βαλίτσα ακριβώς δίπλα της και έβγαλε να ανάψει τσιγάρο. «Κάτσε στο μπαλκόνι, έχει δροσιά, πάω να μας φτιάξω καφέδες» είπε ο Νίκος που πήγαινε προς την κουζίνα. Η Κάτια βγήκε στο μπαλκόνι και κοίταξε στον δρόμο. Τα πτώματα είχαν μείνει εκεί και ο κόσμος γύρω είχε μαζευτεί. Σειρήνες ακούγονταν στην απόσταση, κάποιος θα είχε πάρει τηλέφωνο την αστυνομία. «Τι γίνεται στον κόσμο;» ρώτησε η Κάτια δυνατά αλλά ο Νίκος δεν την άκουσε, εκείνη την στιγμή έφτιαχνε φραπέδες. Δύο λεπτά αργότερα, ο Νίκος βγήκε στο μπαλκόνι με τους καφέδες και είδε την Κάτια να στέκεται στα κάγκελα και να κοιτάζει κάτω. «Τι έγινε;» την ρώτησε. «Σικάγο γίναμε…» απάντησε η Κάτια και ο Νίκος κοίταξε κάτω και είδε τα πτώματα στον δρόμο. «Ας τα να πάν… Κάτσε να πιούμε τον καφέ, μην γίνουμε κι εμείς σαν τις αργόσχολες κυράτσες που δεν έχουν τι να κάνουν και σχολιάζουν τους πάντες και τα πάντα» είπε ο Νίκος αδιάφορα και κάθισαν στο τραπέζι. Συζήτησαν πολύ και για πολλά πράγματα. Φάγανε μαζί και κάθισαν να δούνε μια ταινία στην τηλεόραση. Γελάσανε αρκετά, θυμήθηκαν τα παλιά, έμαθαν ο ένας για τον άλλο πράγματα που δεν ήξεραν ποτέ. Τρία χρόνια γείτονες και ο Νίκος δεν ήξερε πως η Κάτια ήταν στρατιωτικός. «Αν είχα κάποια σαν εσένα όταν υπηρετούσα την θητεία μου, θα έκανα τα πάντα για να είμαι όλη την μέρα τιμωρημένος» της είπε γελώντας. «Εγώ δεν έχω σχέσεις με του στρατιώτες, είμαι σ’ άλλο κομμάτι» απάντησε η Κάτια. «Δηλαδή;»

82


Διαμπερές τραύμα «Στο επιχειρησιακό» του είπε χωρίς να αναφέρει πολλά. «… Για μαφιόζικο χτύπημα μιλάει η αστυνομία για την διπλή δολοφονία σήμερα το απόγευμα στην πόλη μας. Το ζευγάρι, ηλικίας τριάντα ένα και είκοσι εννιά αντίστοιχα δολοφονήθηκε, πιθανότατα από ελεύθερο σκοπευτή. Όλα δείχνουν πως πρόκειται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών» ακούστηκε η εκφωνήτρια των ειδήσεων. «Αυτούς ποιος λες να τους έφαγε;» ρώτησε ο Νίκος έτσι απλά για να συνεχίσει την κουβέντα με την Κάτια. Ένα κομμάτι του ήθελε να την πάρει αγκαλιά και να την κρατήσει για πάντα εκεί κι ένα άλλο την φοβόταν. Αλλά δεν το έδειχνε, προσπαθούσε να κρατηθεί σε απόσταση. «Η πρώην του κυρίου που τον έπιασε να βγάζει τα μάτια του με την κυρία;» ρώτησε η Κάτια χαμογελώντας. «Έχεις τεράστια φαντασία το ξέρεις; Ποια νοικοκυρά θα το έπαιζε ελεύθερος σκοπευτής για να σκοτώσει τον άντρα της και την γκόμενά του;» «Ξέρω τουλάχιστον μία» απάντησε η Κάτια γελώντας και δείχνοντας τον εαυτό της. «Σιγά καταδρομέα μου εσύ, σιγά! Θα ξεβάψουν τα νυχάκια» της είπε ο Νίκος πειράζοντάς την. «Θες να με δοκιμάσεις στα καταδρομικά;» τον ρώτησε σοβαρή – σοβαρή η Κάτια. «Αμέ! Να σε δω να περνάς βουνά με σχοινί και τι στον κόσμο» της απάντησε εκείνος με το ίδιο ύφος. «Δεν εννοώ τέτοια ρε χαζέ…» του είπε η Κάτια ναζιάρικα κι εκείνος έπιασε το υπονοούμενο στον αέρα, όπως του το πέταξε εκείνη…

83



Αστερόσκονη

11. Αστερόσκονη Ο Γιώργος βγήκε από το σπίτι του θλιμμένος. Ήταν τρεις και μισή τα ξημερώματα. Έφυγε μόνος από το σπίτι για να μην γίνει καυγάς. Εφτά μήνες συγκατοίκησης με την Κάτια φτάσανε εδώ. Στο να μαλώνουν στην μέση της νύχτας και να φεύγει εκείνος από το σπίτι του. Περιπλανήθηκε για λίγο στη πόλη, την πόλη που αγαπούσε και μισούσε ταυτόχρονα. Το ίδιο ακριβώς συναίσθημα ένιωθε και για την Κάτια. Ίσως να την λυπόταν και λίγο. Μα ήταν σίγουρος πως την αγαπούσε. Κι αυτό τα υπερκάλυπτε όλα. Έκατσε σ’ ένα παγκάκι, στην άκρη ενός μικρού πάρκου, εκεί που είχε δώσει το πρώτο του φιλί με την Κάτια. Το θυμόταν ακόμα. Μετά από τρία χρόνια δεσμού, ήταν όλα ακόμη πεντακάθαρα στην μνήμη του. Κάθε χαρά, κάθε λύπη, κάθε στιγμή. Όλα γραμμένα ανεξίτηλα με ημερομηνίες και ώρες. Και να ήθελε να ξεχάσει ήξερε πως δεν θα τον άφηνε ο εαυτός του. Αποφάσισε για μια ακόμη φορά να δώσει λίγο χρόνο σ’ εκείνο το παράξενο κορίτσι που είχε δίπλα του. Λίγο χρόνο ακόμη στην Κάτια και λίγη υπομονή ακόμη για τον εαυτό του. Είδε μια γυναίκα που φορούσε ένα ολόλευκο φουστάνι να τον πλησιάζει. Είχε κάτι πάνω της που δεν μπορούσε να το χαρακτηρίσει. Κόλλησε το βλέμμα πάνω της για λίγο, αλλά τελικά δεν έδωσε και πολύ σημασία, καθώς το μυαλό του ήταν στον καυγά που είχε προηγηθεί. Ήθελε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση για να δει τι θα έκανε στην συνέχεια. Η αγάπη όμως δεν τον άφηνε. Η γυναίκα σταμάτησε μπροστά του και τον κοίταξε. Ο Γιώργος απόρησε μαζί της, αλλά δεν μίλησε, την κοίταξε για μία και μόνη στιγμή και μετά έστρεψε το βλέμμα του αλλού. Σε μια κούνια που κουνιόταν από τον αέρα μόνη της. «Να καθίσω;» τον ρώτησε η γυναίκα και την ξανακοίταξε. Έμοιαζε κι αυτή λυπημένη. Σαν κι εκείνον.

85


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Και δεν κάθεσαι;» απάντησε ο Γιώργος και έπιασε την άκρη του παγκακιού. Έβγαλε ένα πακέτο με τσιγάρα από την τσέπη του κι έβαλε ένα στο στόμα του. Το άναψε και γύρισε στην παράξενη γυναίκα δίπλα του. «Να κεράσω ένα;» της είπε. «Όχι. Δεν καπνίζω…» απάντησε βιαστικά εκείνη μα το ξανασκέφτηκε. «Τελικά θα πάρω ένα. Έτσι όπως έγιναν τα πράγματα σήμερα, το κάπνισμα είναι το μικρότερο κακό που θα μπορούσε να μου συμβεί» συμπλήρωσε και ο Γιώργος την κέρασε ένα τσιγάρο. Της το άναψε και συνέχισε να κοιτάζει την απόσταση. «Δύσκολη νύχτα Γιώργο;» τον ρώτησε εκείνη. «Πως ξέρεις πως με λένε;» της απάντησε εκείνος έκπληκτος. «Έχει σημασία; Αρκεί που το ξέρω» συνέχισε η γυναίκα με ψυχρή φωνή. «Κι εσένα; Πως σε λένε;» της είπε χαμογελώντας, προσπαθώντας να την μαλακώσει λίγο. «Δεν θα το προφέρεις το όνομα. Αλλά μπορείς να με λες Ειρήνη» του απάντησε εκείνη καπνίζοντας. «Μάλιστα… Ειρήνη…» μονολόγησε ο Γιώργος στα χαμένα. «Να σου κάνω μια ερώτηση;» συνέχισε η Ειρήνη. «Όσες θέλεις. Εδώ που έφτασα, μπορώ να δίνω απαντήσεις στους πάντες, όχι όμως στον εαυτό μου». «Είστε φτιαγμένοι από την ίδια αστερόσκονη, γιατί πρέπει να φτάνετε τα πράγματα εκεί;» ρώτησε η Ειρήνη κι ο Γιώργος την κοίταξε περίεργα. Ήταν η πιο περίεργη ερώτηση που του είχαν κάνει ποτέ και για εκείνη έβρισκε διακόσιες διαφορετικές απαντήσεις που δεν τον κάλυπταν τελείως. «Εσύ γιατί έφτασες εδώ;» την ρώτησε μετά από λίγα δευτερόλεπτα, προσπαθώντας να γυρίσει την κουβέντα, σκεφτόμενος πως ίσως να έπαιρνε μια τελείως διαφορετική απάντηση από εκείνη. «Εγώ μέχρι και σήμερα δεν ήμουν έτσι. Σήμερα άλλαξα. Σήμερα είδα κάποιον, έναν άνθρωπο που πιστεύει στο λόγο του Θεού να ποδοπατάει τον εαυτό του. Εγώ είπα “Ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος”. Ξέρω πως είναι λάθος, αλλά αυτό πιστεύω πια» του απάντησε η Ειρήνη.

86


Αστερόσκονη Ο Γιώργος έκλεισε τα μάτια κι άρχισε να απαγγέλει. «Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ᾿ ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην. Ο ακριβώς επόμενος στίχος» «Το ξέρω. Αλλά πόσα ραπίσματα μπορείς να δεχτείς μέσα σε μια ολόκληρη αιωνιότητα;» ρώτησε η Ειρήνη τον Γιώργο που άρχισε να σκέφτεται τα χτυπήματα που άντεξε από την Κάτια. Ένιωσε τα υπόλοιπα χτυπήματα της ζωής να τα έχει σβήσει μπροστά στην σπουδαιότητα των τελευταίων καυγάδων και πληγών. «Όσα θέλει να σου φέρει ο Θεός» απάντησε ο Γιώργος. «Εκείνος που τα πάντα εν σοφία εποίησεν;» συνέχισε η Ειρήνη. «Θα πιάσουμε θρησκευτική κουβέντα;» ρώτησε ο Γιώργος. «Πιστεύεις στον Θεό, Γιώργο;» «Πιστεύω». «Πιστεύεις στην θεωρία της εξέλιξης;» «Και σ’ αυτήν πιστεύω». «Και από πού κατάγεται τελικά ο άνθρωπος;» «Από την θεωρία που δεν υπάρχει για να εξηγήσει το υλικό της ψυχής» απάντησε ο Γιώργος και η Ειρήνη χαμογέλασε. Είχε καταφέρει να μαλακώσει την ψυχρή γυναίκα δίπλα του. «Ο Θεός, έφτιαξε τον κόσμο όπως ήθελε να τον φτιάξει. Κι έδωσε, σ’ όλους όσους έφτιαξε με το υλικό των αστεριών, ελεύθερη βούληση. Έφτιαξε όμως και κάποια διαφορετικά πλάσματα. Εξ’ ολοκλήρου από εκείνο που εσύ αποκαλείς υλικό της ψυχής. Δυστυχώς έδωσε και σ’ εκείνα τα όντα την ελεύθερη βούληση, αλλά μοιάζουν πολύ με κάποιους ανθρώπους που υπάρχουν εδώ κάτω. Φανατικοί» είπε η Ειρήνη και πέταξε το τελειωμένο τσιγάρο της μακριά. «Τώρα σ’ έχασα» απάντησε ο Γιώργος. «Δεν πειράζει. Αρκεί που αρχίζω και καταλαβαίνω εγώ. Είναι δύσκολη τελικά η μετάβαση, το είχα δει, το είχα ακούσει, έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, όμως κάποια στιγμή, άνθρωπος ή μη, φτάνεις στα όριά σου. Τα ξεπερνάς πολλές φορές και πας παρακάτω. Τα διευρύνεις. Ώσπου έρχεται μία στιγμή που δεν αντέχεις. Εκρήγνυσαι και φεύγεις». «Από πού έφυγες;»

87


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις

εσύ».

«Από εκεί, που κάποια στιγμή, αναπόφευκτα πρέπει να πας

«Και πάλι δεν σε καταλαβαίνω Ειρήνη» είπε ο Γιώργος χαμογελώντας. «Ο Θεός είναι στον παράδεισό Του» απάντησε εκείνη και μετά τον κοίταξε «Δώσε μου ακόμη ένα τσιγάρο αν θέλεις». «Ορίστε» είπε ο Γιώργος, βγάζοντας ακόμη ένα τσιγάρο για την περίεργη συνομιλήτρια του. «Πιστεύεις στους αγγέλους;» ρώτησε εκείνη μόλις άναψε το τσιγάρο. «Πιστεύω σ’ όσα με δίδαξε η εκκλησία. Όχι φανατικά, μα πραγματικά. Ξέρω ότι υπάρχουν, ξέρω ότι ο καθένας μας έχει ένα φύλακα άγγελο και ξέρω πως κάποιος μας προσέχει πάντα» απάντησε ο Γιώργος. «Πιστεύεις πως τον χρειάζεσαι;» ρώτησε η Ειρήνη. «Ειλικρινά δεν ξέρω πια» απάντησε εκείνος κι άρχισε να νιώθει μια ανεξήγητη κούραση. «Είσαι καλά Γιώργο;» «Κουράστηκα. Αυτό μόνο. Να ξαπλώσω λίγο και θα σηκωθώ να πάω σπίτι. Κατάφερα και την συγχώρεσα την Κάτια. Πραγματικά. Γι ακόμη μία φορά» της απάντησε και ξάπλωσε στο παγκάκι. Ακούμπησε το κεφάλι του στα πόδια της Ειρήνης και χαμογέλασε. Έκλεισε τα μάτια του για μία στιγμή κι άκουσε την Ειρήνη να ψέλνει ένα κομμάτι της νεκρώσιμης ακολουθίας. «…Κύριε, ἀνάπαυσον καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ κεκοιμημένου δούλου σου Γεωργίου, ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ χλοερῷ, ἐν τόπῳ ἀναψύξεως, ἔνθα ἀπέδρα πᾶσα ὀδύνη, λύπη καὶ στεναγμός…» Ο Γιώργος σηκώθηκε δύο λεπτά αργότερα από το παγκάκι ανανεωμένος. Ένιωθε σαν να κοιμόταν ώρες. Ξεκούραστος. Σαν όλα αυτά να τα είχε ζήσει σε κάποια άλλη ζωή. «Και τώρα φύγε, φύγε και πήγαινε εκεί που πρέπει να πας» του είπε η Ειρήνη κι έφυγε για το σπίτι του. Ήξερε πως εκεί έπρεπε να πάει. Μπήκε μέσα και είδε την Κάτια να κοιμάται στον καναπέ. Και απλά κάθισε σε μια καρέκλα λίγο πιο δίπλα για να την προσέχει.

88


Αστερόσκονη Το πτώμα του το βρήκε ένας περαστικός, τρεις ώρες αργότερα, στο παγκάκι που καθόταν. Ήταν ξαπλωμένος και είχε ένα αμυδρό χαμόγελο στο πρόσωπο. Οι γιατροί είπαν πως τον πρόδωσε η καρδιά του στον ύπνο του. Ίσως αν κοιμόταν στο σπίτι του με την κοπέλα του να τον είχε προλάβει εκείνη και τώρα να ήταν ζωντανός. Η Κάτια δεν κατάφερε ποτέ να πιστέψει πως έφυγε ο Γιώργος. Νόμιζε πως τον έβλεπε παντού όπου πήγαινε, πολλές φορές ένιωθε την παρουσία του και κάποιες άλλες νόμιζε πως μύριζε το άρωμά του στον χώρο που βρισκόταν. Οι φίλες της, της είχαν πει πως δεν πρόκειται να σβήσει εκείνη η αγάπη από μέσα της. Η αγάπη που πάντα έδειχνε με λάθος τρόπο, σ’ εκείνον τον γαλήνιο άνθρωπο.

89



«Τώρα»

12. «Τώρα» Το ψυγείο χάλασε και δεν έχω να πιώ ούτε κρύο νερό. Χάλασε και το μυαλό κάπου κι άρχισα να διαλύω την ζωή που κάνω. Στον εαυτό μου προκάλεσα τάσεις αυτοκαταστροφής, ίσως φταίει εκείνη η παράξενη συμπεριφορά που είχα κάποτε. Αρχίζουν και θολώνουν όλα στο μυαλό μου και ο χώρος χάνει την σημασία του. Μόνο ο ρυθμικός χτύπος του ρολογιού που βρίσκεται πάνω στο γραφείο υπάρχει για να μου κάνει συντροφιά. Τίποτα άλλο και κανένας άλλος. Τόσα χρόνια συνέχιζα να κάνω το ίδιο ακριβώς λάθος. Να θεωρώ τους ανθρώπους δεδομένους. Ή όπως συνήθιζε να λέει μια καλή μου φίλη· ακόμη ένα άτομο που με θεωρεί πια ξεγραμμένη· «έχεις δέσει τον γαιδαράκο σου». Βρήκα κάπου το κουράγιο να ξεκρεμάσω την κιθάρα από τον τοίχο. Είχε γεμίσει σκόνη, είχα να την καθαρίσω χρόνια ολόκληρα. Που και που της έριχνα ένα ξεσκόνισμα, έτσι για να μην με κοιτάζει παραπονεμένη και βρώμικη. Έβλεπα μπροστά μου την ζωή μου να τελειώνει. Η καλύτερα να την τελειώνω εγώ. Ήξερα πως έπρεπε να αποδράσω αλλά δεν το κατάφερνα, δεν ήθελε να μ’ αφήσει ο εαυτός μου να αποδράσω από κει που κάποτε αγάπησα. Δυστυχώς συνέχισα να το κάνω μέχρι και σήμερα. Κι έτσι πληγώνω ανθρώπους. Θυμάμαι ένα τραγούδι που μου τραγουδούσε τα πρωινά της Κυριακής, το είχα μάθει για να του το παίζω. Εγώ κιθάρα κι εκείνος τραγούδι, πίναμε τους καφέδες μας και παίζαμε όλο το πρωί στο κρεβάτι. Ξεκίνησα να παίζω την εισαγωγή, τα δάχτυλά μου ήταν παγωμένα μετά από τόσα χρόνια που είχα να πιάσω την κιθάρα. Φάλτσαρα πολύ αλλά δεν με πείραζε γιατί προσπαθούσα. Ίσως να ξορκίσω τους δαίμονές μου και να φύγουν, ίσως να τους ζητήσω να μου κρατήσουν συντροφιά τούτο το περίεργο βράδυ. Τα λόγια καθώς έπαιζα ήρθαν μόνα τους στο μυαλό μου. Άρχισα να τραγουδάω εκείνο το τραγούδι που μου έλεγε ο Βασίλης τις Κυριακές.

91


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Και τώρα όπως και πριν, η δική μας προσευχή, ξεκινάει απ’ την αρχή, σαν τον ήλιο το πρωί» τραγούδησα και άρχισα να δακρύζω, νόμιζα πως τον έβλεπα μπροστά μου να μου χαμογελάει όπως κάποτε. Παράτησα την κιθάρα στο κρεβάτι και σηκώθηκα να πάω στο γραφείο. Έπιασα το τηλέφωνο· το ήξερα απ’ έξω το νούμερό του, κάθε φορά που άλλαζε νούμερο μου το έδινε, μην τυχόν και γίνει κάτι και τον χρειαστώ, μια παρέα ήμασταν εξ’ άλλου· και τον πήρα. Άργησε να το σηκώσει. «Ποιος;» ρώτησε ενώ χασμουριόταν «Βασίλη;» του απάντησα. «Μελίνα έγινε κάτι; Ξέρεις τι ώρα είναι;» με ρώτησε ταραγμένα. «Όχι. Απλά…» ξεκίνησα να λέω αλλά οι λέξεις δεν έβγαιναν από τον λαιμό μου, είχαν κολλήσει εκεί. «Άπλα τι;» με ρώτησε και ένιωθα την φωνή του να αγριεύει. «Τίποτα… Άστο…» του απάντησα και πήγαν να κλείσω το τηλέφωνο. «Μελίνα;» άκουσα την φωνή του Βασίλη από το ακουστικό λίγο πριν το κλείσω και πρόλαβα το δάχτυλό μου την τελευταία στιγμή. Η καρδιά μου έχασε ένα χτύπο και κόλλησα κατ’ ευθείαν το ακουστικό στο αυτί μου. «Πες μου» του είπα γλυκά. «Πάρε την κιθάρα κορίτσι μου και παίξε. Αυτό το τραγουδάκι που λέει “Άιντε θύμα, άιντε ψώνιο”. Κι άσε μας να κοιμηθούμε νυχτιάτικα» μου απάντησε και έκλεισε το τηλέφωνο με φόρα. Κάθισα με το ακουστικό στο αυτί, γιατί δεν είχα ακούσει κάποτε τα λόγια του; Γιατί δεν άφηνα τον εαυτό μου να ζήσει αυτό που ζούσε; Γιατί έφυγα από το σπίτι μου και γύρισα πίσω εδώ στις αναμνήσεις; Δεν μπορούσα να καταλάβω τον εαυτό μου… […] Το τηλέφωνο του Βασίλη χτυπούσε για δεύτερη φορά μέσα στην ίδια νύχτα. Και τα νεύρα του άρχισαν να διαλύονται. Δεν μπορούσε να καταλάβει τι κουβαλάει ο καθένας στο κεφάλι. Και γιατί δεν αφήνουν το παρελθόν πίσω τους όπως έκανε κι αυτός. «Ποιος την τύχη μου μέσα!» φώναξε ο Βασίλης στο τηλέφωνο και η γυναίκα του, που κοιμόταν ακριβώς δίπλα πετάχτηκε πάνω.

92


«Τώρα» «Έλα ρε, ο Πάνος είμαι» ακούστηκε μια βραχνή φωνή μέσα από το τηλέφωνο και κλάματα παιδιού από ένα δωμάτιο του σπιτιού. «Μισό ρε φίλε» είπε ο Βασίλης στο τηλέφωνο και γύρισε στην γυναίκα του. «Ναταλάκι μου, συγνώμη μάτια μου, πήγαινε κοίτα το παιδί γιατί θα με τρελάνουν σήμερα». Η Ναταλία τον κοίταξε περίεργα αλλά σηκώθηκε από το κρεβάτι και έφυγε από το δωμάτιο. «Τι θες βρε μαλάκα στις…» είπε ο Βασίλης και κοίταξε το ξυπνητήρι δίπλα του, «…τέσσερεις και μισή τα ξημερώματα. Πέθανε κανένας;» «Παραλίγο. Στο νοσοκομείο είμαι, δεν ήξερα ποιόν να πάρω» απάντησε ο Πάνος από το τηλέφωνο. «Την γυναίκα σου ίσως;» συνέχισε ο Βασίλης νευριασμένα που δεν ήθελε να καταλάβει την κατάσταση. «Η γυναίκα μου με παράτησε. Κι έπαθα ένα ψιλοεγκεφαλικό. Πάλι καλά κατάφερα να πάρω τηλέφωνο να με μαζέψουν» απάντησε ο Πάνος. «Πάλι τα ίδια; Θα της σπάσω τα πόδια πες της. Μέσα στην χαζομάρα είναι» φώναξε ο Βασίλης και σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Κλείσε ρε ηλίθιε, έρχομαι εκεί» είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο. Άρχισε να ντύνεται βιαστικά. Δύο λεπτά αργότερα η Ναταλία γύρισε στο υπνοδωμάτιο και κοίταζε τον άντρα της που φορούσε τα παπούτσια του. «Πού πας μπέμπη;» τον ρώτησε γλυκά. «Στο νοσοκομείο ζωή μου. Πήγαν τον Πάνο εκεί». «Είναι σοβαρά;» ρώτησε η Ναταλία ατάραχα. «Ποιος τον ξέρει τώρα κι αυτόν; Τον παράτησε η γυναίκα, πρέπει να τρέξουν οι φίλοι. Κατάλαβες;» είπε ο Βασίλης πικραμένα. «Γι αυτό υπάρχουν οι φίλοι» απάντησε η Ναταλία. «Φεύγω. Κοιμήσου. Δεν θ’ αργήσω, θα έρθω να μας φτιάξω καφέδες. Εντάξει χαρά μου;» είπε ο Βασίλης από το κατώφλι της πόρτας. «Φιλάκι πρώτα και μετά» απαίτησε η Ναταλία. «Γκρινιάρα μου» είπε ο Βασίλης και πήγε στο κρεβάτι. Την φίλησε και σηκώθηκε να φύγει αλλά δεν πρόλαβε.

93


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Ποιος σε πήρε πριν τον Πάνο;» ρώτησε η Ναταλία και ο Βασίλης πάγωσε. Ήλπιζε πως εκείνο το τηλεφώνημα είχε περάσει απαρατήρητο από την γυναίκα του. Δεν μπορούσε να της πει ψέματα κι έτσι προτίμησε να της πει την αλήθεια. «Η Μελίνα» απάντησε ο Βασίλης. «Όταν κάποτε με χωρίσεις θα σε κυνηγάω μέχρι να πεθάνεις» του είπε η Ναταλία γελώντας κι ο Βασίλης γύρισε και την κοίταξε. Έβγαλε ένα τσιγάρο από μια τσέπη του μπουφάν και το άναψε. «Χαρά μου, μην νομίζεις πως μ’ αρέσει αυτό. Θέλω την ηρεμία μου. Μια φορά έγινε και θα το κόψω για να μην ξαναγίνει. Εντάξει;» «Εσύ ξέρεις Βασίλη». «Δεν θ’ αργήσω» είπε ο Βασίλης κι έφυγε από το σπίτι. […] Ήξερα πως δεν θα μπορούσα να γυρίσω ποτέ πίσω και δεν μπορούσα και να τραβήξω την κατάσταση στα άκρα. Ο Βασίλης όταν ήταν κάπου, ήταν εκεί και δεν έφευγε αν δεν έφτανε στα άκρα. Ίσως κι όταν έφτανε στα άκρα να επέλεγε να μένει εκεί. Τώρα όμως ήταν πολύ αργά για να κάνω κάτι. Υπήρχε κι ένα παιδί στην μέση. Τώρα όντως ήταν αργά. Κοίταξα το τηλέφωνό μου που αναβόσβηνε και είδα πως μ’ έπαιρνε ο Βασίλης. Χάρηκα, ήλπιζα πως θα μου δώσει μια ευκαιρία να του μιλήσω. «Έλα μου» είπα χαρούμενα, σηκώνοντας το τηλέφωνο. «Που είσαι;» με ρώτησε κοφτά. «Στο πατρικό μου». «Σε δέκα λεπτά να είσαι ντυμένη κι έξω από το σπίτι. Έρχομαι να σε πάρω». «Θα μιλήσουμε δηλαδή;» συνέχισα χαρούμενα. «Πρέπει. Κλείνω. Σε δέκα να είσαι εκεί» μου είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Άρχισα να ντύνομαι βιαστικά, δεν ήξερα τι να φορέσω, ότι βρήκα μπροστά μου το έβαλα, έφτιαξα και το μαλλί λίγο για να μην είμαι σαν το παιδί της ζούγκλας, να βαφτώ δεν προλάβαινα ο χρόνος πέρναγε πολύ γρήγορα.

94


«Τώρα» Άκουσα ήχο μηχανής την ώρα που έβαζα τα παπούτσια και κατάλαβα πως ήρθε. Βγήκα από το σπίτι όσο πιο αθόρυβα μπορούσα και τον είδα πάνω στην μηχανή να καπνίζει. Του έγνεψα την ώρα που έκλεινα την πόρτα και δεν έκανε καμία κίνηση. Με παραξένευε η συμπεριφορά του. «Γεια σου κούκλε» του είπα όταν έφτασα δίπλα του. «Ανέβα φεύγουμε» μου είπε και πέταξε μακριά το τσιγάρο του. «Γιατί τόση βιασύνη;» τον ρώτησα. «Γιατί πρέπει Μελίνα. Κόψε τώρα τα χαζά και ανέβα πάνω». «Να μην τρέχεις μόνο» του είπα ενώ ανέβαινα στην μηχανή. «Καλά» μου απάντησε την ώρα που ξεκινούσε. Περίεργη διαδρομή, δεν καταλάβαινα που ήθελε να με πάει. Ο δρόμος που είχε πάρει οδηγούσε σε μέρη που δεν είχαμε περάσει ποτέ, ούτε κοντά στο σπίτι μου, ούτε κοντά στο σπίτι του, ούτε κανένα μαγαζί ήταν ανοιχτό εκεί τριγύρω για να καθίσουμε ούτε τίποτα. Ήξερα πως τον πιάνει η χαζομάρα, θα μ’ έβαζε να καθίσω σε κανένα παγκάκι και να συζητήσω αυτά που είχα στο κεφάλι μου. Ξαφνικά εκεί που περίμενα να προσπεράσουμε το νοσοκομείο ο Βασίλης έστριψε μέσα και πέρασε την πύλη του. Με παραξένεψε ακόμη πιο πολύ. Παράτησε την μηχανή στο πάρκιν και μου είπε ένα ξερό «Κατέβα». Τον άκουσα και κατέβηκα, τον είδα να ανάβει κι άλλο τσιγάρο και να στέκεται μπροστά στην μηχανή. «Ξέρεις ποιος είναι εδώ;» με ρώτησε. «Όχι» του απάντησα απορημένη. «Ο Πάνος» μου είπε και σταύρωσε τα χέρια. Πάγωσα, δεν ήξερα τι έπρεπε να κάνω, κάτι έχασα πάλι από την ζωή μου κι ο εαυτός μου με ζόριζε. «Ο Πάνος;» τον ρώτησα καθώς αδυνατούσα να το πιστέψω. «Έχεις δύο επιλογές τώρα» μου είπε ο Βασίλης που δεν ήθελε να το ξαναπεί μάλλον. «Να τις ακούσω» του απάντησα. «Ή που πας και ρωτάς που τον έχουν και κάθεσαι εκεί με τον άντρα σου ή που πάμε στο σπίτι σου, βγάζουμε τα μάτια μας και

95


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις τελειώνει η ιστορία εδώ. Θέλω μια απάντηση μέχρι να τελειώσω το τσιγάρο» μου είπε ο Βασίλης κοφτά και για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες στιγμές σάστισα από μερικά λόγια. Εκεί που ήμουν έτοιμη να του πω ότι θα πάρω την δεύτερη επιλογή κάτι άρχισε να διαλύεται μέσα μου. Ήταν πολλά τα χρόνια που ήμουν με τον Πάνο και τον νοιαζόμουν. Αλλά περισσότερο νοιαζόμουν τον Βασίλη, τον πόνεσα κάποτε, μία φορά και πάρα πολύ άσχημα μάλιστα. Δεν ήθελα να του το ξανακάνω αυτό. «Και η γυναίκα σου;» τον ρώτησα. «Γιατί, θα της το πεις;» με ρώτησε κι εκείνος. «Όχι, αλλά αναπόφευκτα θα της το πεις εσύ» του απάντησα γιατί τον ήξερα. Δεν μπορούσε να κρύψει πράγματα από κείνη που αγαπούσε. «Δεν πρόκειται» μου απάντησε και τράβηξε ακόμη μια τζούρα από το τσιγάρο του. «Η κόρη σου;» τον ξαναρώτησα. «Πρώτη ή τελευταία θα είναι που θα έχει ένα μπαμπά που κεράτωσε την μαμά της με μία πρώην;» συνέχισε να απαντάει με ερωτήσεις ο Βασίλης και να μ’ ανοίγει πληγές με τα λόγια του. «Βασίλη το θέλεις;» «Όχι. Αν όμως πρόκειται να ηρεμήσεις έτσι, θα στο κάνω το χατίρι. Αν είναι να σώσω ανθρώπους, μπορώ να το υποστώ» μου απάντησε. Τον πλησίασα και την ώρα που ξεκόλλησε το τσιγάρο από τα χείλη του τον φίλησα. Ανταπέδωσε αλλά κάτι δεν μου κολλούσε, δεν ήταν εκείνο το φιλί του Βασίλη που ήξερα κάποτε. Εκείνο που μ’ έκανε να πετάω. Είχε αλλάξει κάτι. Και σε εμένα και σ’ εκείνον. «Άστο καλύτερα, δεν θέλω πια» του απάντησα και ξεκίνησα να περπατάω προς την πόρτα του νοσοκομείου. «Εκείνο που έχασες το βρήκε κάποια άλλη. Στο είπα κάποτε νομίζω, δεν θα μπορούσαμε να γυρίσουμε ποτέ πίσω» μου φώναξε την ώρα που έφευγα. Γύρισα και τον κοίταξα, έβαζε μπρός την μηχανή κι έφευγε δεν

96


«Τώρα» έκανε καν τον κόπο να με συνοδέψει. «Ας είναι. Μπορώ και μόνη μου» είπα στον εαυτό μου και συνέχισα τον δρόμο μου. […] Ο Βασίλης γύρισε στο σπίτι του είκοσι λεπτά αργότερα. Μπήκε μέσα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε και πήγε κατευθείαν στην κουζίνα για να φτιάξει καφέδες. Πήρε τις κούπες στα χέρια του και πήγε στο υπνοδωμάτιο για να ξυπνήσει την Ναταλία και να πιούν καφέ. Είχε πάει πέντε και μισή. «Ομορφιά μου;» ψιθύρισε γλυκά ο Βασίλης στ’ αυτί της Ναταλίας. «Γύρισες;» τον ρώτησε εκείνη και τον φίλησε. «Έπρεπε» απάντησε ο Βασίλης. «Πως πήγε;» «Δεν πήγα. Πήγα στην Μελίνα» της είπε και η Ναταλία γούρλωσε τα μάτια από έκπληξη. «Καλή η Μελίνα;» τον ρώτησε ειρωνικά. «Την πήγα στο νοσοκομείο κι έφυγα» απάντησε ο Βασίλης. «Δεν μου απαντάς όμως στην ερώτησή μου» συνέχισε η Ναταλία. «Καλύτερη από σένα δεν είναι καμία» απάντησε ο Βασίλης περιπαικτικά, γιατί του άρεσε να βλέπει την γυναίκα του να ζηλεύει. «Άρα δηλαδή ήταν καλή, όχι όμως αρκετά καλή;» συνέχισε η Ναταλία με το ίδιο ειρωνικό ύφος. «Τρελαίνομαι όταν ζηλεύεις, το ξέρεις;» της είπε ο Βασίλης γελώντας δυνατά. «Είσαι ηλίθιος αντρούλη. Μου κόπηκαν τα πόδια» φώναξε η Ναταλία μα δεν ήταν νευριασμένη, μπορούσε να το διακρίνει στο βλέμμα της. Τον ήξερε τον χαζό τον άντρα της. Αν είχε κάνει κάτι θα της το έλεγε. «Το ξέρω, το ξέρω, είμαι χαζός από μικρός» απάντησε ο Βασίλης που έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε στο κρεβάτι για να σφίξει δυνατά την Ναταλία στην αγκαλιά του. «Να δω πότε θα μεγαλώσεις εσύ» του είπε η Ναταλία χαρούμενα. «Ξημερώνει…» είπε ο Βασίλης αόριστα.

97


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Το ξέρω. Κάθε μέρα με ξυπνάς τέτοια ώρα για να δούμε μαζί το χάραμα» του απάντησε η Ναταλία. «Ξέρεις τι λέει ένα τραγουδάκι κοριτσάρα;» «Τι;» ρώτησε η Ναταλία ναζιάρικα. «Και τώρα όπως και πριν, η δική μας προσευχή, ξεκινάει απ’ την αρχή, σαν τον ήλιο το πρωί» της απάντησε ο Βασίλης. «Που κολλάει αυτό;» έκανε η Ναταλία απορημένα. «Το τραγουδούσα κάποτε στην Μελίνα» συνέχισε ο Βασίλης. «Δεν πρόκειται να με κάνεις να ζηλέψω» του απάντησε η Ναταλία. «Ε, τώρα μου το χαλάς. Ζήλεψε λίγο ρε να χαρώ!» είπε ο Βασίλης παιχνιδιάρικα. «Βλέπεις τι γράφει στην πλάτη μου;» ρώτησε η Ναταλία. «Βλέπω. Το ξέρω» απάντησε ο Βασίλης. «Δεν φοβάμαι καμία καλέ μου. Ξέρω ακριβώς ποιον έχω δίπλα μου» είπε η Ναταλία και κοίταξε τον ουρανό έξω από το παράθυρο που άρχισε να αλλάζει τις αποχρώσεις του.

98


Ένα γράμμα

13. Ένα γράμμα Απομεινάρι του εαυτού μου. Μια ζωή και σήμερα. Και ειδικά σήμερα. Γιατί; Ρωτάς γιατί. Γιατί να έχω παραμείνει ένα απομεινάρι του εαυτού μου μετά απο τόσα χρόνια; Γιατί δεν έχω βρει ακόμη την άκρη; Για πρώτη φορά μετά απο πολύ καιρο γράφω σε σένα για μένα. Σε μια λευκή σελίδα. Την πήρα απο τον εκτυπωτή. Είχα να πιάσω στυλό και να γράψω, χρόνια ολόκληρα. Αυτοματοποιήθηκα κι εγώ. Στοιχειοθετούσα χαρακτήρες σε οθόνες. Δεν κατάλαβα ποτέ την αξία του να γράφεις σε χαρτί. Χα! Και μια σταγόνα καφές έπεσε πάνω στο χαρτί. Τώρα τι να κάνω; Να πάρω άλλο; Δεν πειράζει θα συνεχίσω. Μια ζωή με κατηγορούσες πως είμαι ατζαμής. Ε ναι λοιπόν. Αυτός είμαι. Αυτός που δεν μίλησε ποτέ, τα έδειξε όλα. Αυτός που σε έκανε να γελάς με την χαζομάρα του. Αυτός που κάποτε τον ρώτησες γιατί έχω εσένα ενώ θα μπορούσα να έχω οποιαδήποτε. Με ρώτησες αν σε μίσησα. Αν σε σιχάθηκα. Αν σε ξέχασα. Κάποτε είπα βαριές κουβέντες γιατί δεν ήθελα να γυρίσω πίσω. Έζησα πολλά και δυνατά, σου έδωσα πολλά και σε έπνιξαν. Δεν σε ξέχασα όμως, δεν σε μίσησα, ούτε σε σιχάθηκα. Απλά κουράστηκα. Είμαι άνθρωπος κι εγώ. Και κάπου ξεπέρασα τα όριά μου μαζί σου. Θυμάσαι κάποτε τι σου είχα πει; «Πονάει περισσότερο αυτός που πληγώνει, κι όχι αυτός που πληγώνεται». Το είδες, το ένιωσες, το ζεις. Ζητάς μια συγχώρεση. Απο εμένα. Απο τον λάθος άνθρωπο. Απο τον εαυτό σου πρέπει να ζητήσεις την συγνώμη, αυτός σε γυρίζει παντα πίσω. Όχι εγώ, ούτε ο τρόπος μου. Πάντα γούσταρα να δίνω. Ακόμη κι απο το έλλειμμά μου. Και στο απέδειξα. Είδα όμως οτι δεν αγαπάς εμένα. Αγαπάς αυτά που δίνω. Κι όταν δεν είχα να δώσω, όταν προσπαθούσα να κρατήσω ένα ξεροκόμματο για τον εαυτό μου το απαιτούσες κι αυτό. Και πάλι στο έδινα. Και πάλι έμενα, μόνος, νηστικός, μόνο με τα συναισθήματά μου. Κάπου εκεί δεν ήταν που ξεκίνησες να με τσακίζεις; Νομίζω. Απανωτές μαχαιριές στην πλάτη. Ήταν μία, δύο, τρείς. Και μετά ξεκίνησα

99


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις να κάνω κακό στον εαυτό μου. Βυθίστηκα. Έπιασα πάτο. Έμεινα εκεί να αργοπεθαίνω. Ένα σου χαμόγελο θα αρκούσε να να γυρίσω πάλι στην επιφάνεια. Δεν το έκανες. Όσο κι αν το ήθελα. Όσο κι αν το πάλεψα. Μετά ξεκίνησε ο φαύλος κύκλος. Έφευγα και με τραβούσες πίσω. Ξανά, ξανά και ξανά. Κάπου τον έσπασα. Μαζί με τα πλευρά μου. Εκείνο το βράδυ που κατάλαβα οτι η αγάπη δεν μπορεί να σε σκοτώσει. Η βλακεία όμως μπορεί. Κι έτσι απομακρύνθηκα. Αλλά όχι. Ήσουν τόσο σίγουρη οτι θα το έκανες πάλι το κολπάκι. Και τα κατάφερες. Κόλλησα μόνος μου το όπλο στο κεφάλι και σου είπα να φύγεις. Αλλά δεν με άκουσες. Με σκότωσες εκείνο το βράδυ με την στάση σου. Μα... τι κρίμα; Εκπυρσοκρότησε το όπλο και χτύπησε κι εσένα. Γιατί την αγάπη δεν μπορείς να την σκοτώσεις. Είναι αλεξίσφαιρη. Κάπου εκεί άρχισε να καταρρέει το δικό σου σύμπαν. Βέβαια, δεν λέω, έβαλα και εγώ το χεράκι μου για να διαλύσω τον γυάλινο κόσμο που ζούσες. Αυτόν τον ροζ, ψεύτικο, γυάλινο κόσμο. Και μετά σιωπή. Και μετά διέλυσα τον φαύλο κύκλο. Το ήξερα. Δεν θα γυρνούσα ποτέ πίσω. Αλλά γυρίσαμε πάλι στα ίδια. Και αντίκρισες την αλήθεια. Και όλες τις πράξεις σου. Τα λόγια μου; «Έχεις πεθάνει για μένα...» Δεν ζητάω συγχώρεση, δεν την έχω ανάγκη. Δεν με πονάει, δεν το σκέφτομαι. Αυτός έγινα. Αυτόν τον άνθρωπο φτιάξατε. Αυτόν θέλατε. Κι έτσι πορεύομαι κι εγώ. Γι αυτό, κοίτα να συγχωρέσεις πρώτα τον εαυτό σου. Γιατί εγώ σου έχω ήδη δώσει άφεση αμαρτιών. Καληνύχτα, η πιο σκληρή λέξη που άκουσες απο το στόμα μου. «Τι έχει γράψει ρε φίλε ο τύπος;» με ρώτησε η Σμαράγδα. «Αυτός καλά τα λέει, έχω όλο το ιστορικό εδώ. Βασιλική Νικολάου, 27 χρονών, έχει νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική και ο συγκεκριμένος τύπος της έχει κάνει ασφαλιστικά μέτρα εδώ και δύο χρόνια» της απάντησα. «Αυτό το γράμμα από πότε είναι;» «Ο ψυχολόγος της λέει πως είναι από τότε, γράφτηκε πρίν δύο

100


Ένα γράμμα με τρία χρόνια. Λίγο πριν τον στείλει στο νοσοκομείο η κυρία. Μετά της έκανε ασφαλιστικά μέτρα, προσπάθησε να του επιτεθεί ξανά και την κλείσανε για έξι μήνες στο τρελάδικο». «Κρίμα το κορίτσι, ήτανε μικρό» απάντησε η Σμαράγδα. «Κλασσική περίπτωση αυτοκτονίας» της είπα και κοίταξα ξανά το γράμμα και τις σταγόνες με το αίμα που είχαν μείνει πάνω. Την βρήκε η αδερφή της, νεκρή, δίπλα στο καλοριφέρ, με τις φλέβες κομμένες. Το χέρι της βουτηγμένο στο αίμα και είχε γράψει κάτω κάτω στο χαρτί μια ματωμένη καληνύχτα. «Δεν νομίζω. Δεξιόχειρας δεν ήταν;» συνέχισε η Σμαράγδα. «Ναι» «Οι δεξιόχειρες κόβουν πάντα τις φλέβες του αριστερού χεριού. Μήπως να πάμε μια επίσκεψη στον συγγραφέα του γράμματος;» «Δεν θα βγάλεις τίποτα μικρή. Είκοσι χρόνια την κάνω αυτή τη δουλειά. Ξέρω». «Χάνουμε τίποτα;» «Όχι πάμε...» [...] «Καλησπέρα σας, έχουμε έρθει για το θάνατο της κυρίας Νικολάου» είπα στον άντρα που μου άνοιξε την πόρτα. «Ναι... Τα έμαθα... Περάστε...» είπε κι έμοιαζε στα χαμένα. «Λοιπόν κύριε...» ξεκίνησε να λέει η Σμαράγδα αλλά ο άντρας την διέκοψε. «Διαμαντής. Και όχι, δεν την σκότωσα εγώ αν έχετε κάποια τέτοια υπόνοια. Αν ήταν να το κάνω θα το έκανα χρόνια πριν και όχι τώρα». «Προς Θεού, δεν είπαμε κάτι τέτοιο» συνέχισε η Σμαράγδα και χτύπησε το τηλέφωνό μου. «Παρακαλώ» απάντησα ενώ έβλεπα την συζήτηση να εξελίσσεται μπροστά μου. Ήταν ο γιατρός της, του είχε στείλει ένα email. Θα το χρέωνε στον Διαμαντή έλεγε. Θα τους καθοδηγούσε όλους προς τα εκεί. «Καλά ρε γιατρέ, τώρα μου το λές;» τον ρώτησα γελώντας και είδα τον άντρα απέναντί μου να νευριάζει με την συνάδελφο.

101


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Άκου να δεις. Δεν την σκότωσα όταν με πήρε σβάρνα με το αυτοκίνητο. Τρία πλευρά τσακισμένα. Ξέρεις τι σημαίνει να πονάς μόνο και μόνο επειδή ανασαίνεις; Όχι. Δεν ξέρεις. Οπότε μην το ψάχνεις» της είπε νευριασμένα. «Τώρα το είδα» μου απάντησε ο γιατρός στο τηλεφωνο. «Περάστε μια βόλτα να σας εξηγήσω και να σας δώσω το ιστορικό της» «Καλώς» του απάντησα και έκλεισα το τηλέφωνο. «Σμαράγδα πάμε» της είπα και με κοίταξε στραβά. Σηκώθηκε όμως απο τον καναπέ. «Λοιπόν κύριε...» είπα και κοίταξα τα χαρτιά μου. «Διαμαντής» με διέκοψε. «Αφήστε τις τυπικότητες, άνθρωποι είμαστε, την δουλειά σας κάνετε. Και όχι την καλύτερη». «Εντάξει κύριε Διαμαντή. Συγνώμη για την αναστάτωση. Και συλληπητήρια» «Τα είπα πριν χρόνια στον εαυτό μου αστυνόμε. Όταν με τσάκισε. Απο τότε πέθανε για μένα. Απο ένα γράμμα που της έστειλα. Καλό σας βράδυ» μου είπε και έκλεισε την πόρτα. «Έχεις πολλά ακόμα να μάθεις» είπα στην Σμαράγδα την ώρα που βγαίναμε απο την πολυκατοικία. «Η αγάπη σκοτώνει τελικά» μου απάντησε σκεφτικά. «Όχι καλή μου. Η αγάπη δεν σκοτώνει. Η βλακεία σκοτώνει» της είπα και γέλασα.

102


«Πιάσε τον κόσμο αν μπορείς, κι ανάποδα γύρνα τον…»

14. «Πιάσε τον κόσμο αν μπορείς, κι ανάποδα γύρνα τον…» «Έ, Μάκη, να σε πω ρε. Ακούς;» φώναξα τον κολλητό μου που σκάλιζε μια γλάστρα στο μπαλκόνι. «Μίλα ρε» μου απάντησε. «Γνώρισα χθες ένα ξανθό… Άλλο πράμα σε λέω. Άλλο πράμα…» του είπα και έφερα στο μυαλό μου το προηγούμενο βράδυ. «Αχα! Και τώρα που είναι;» με ρώτησε ο Μάκης που παράτησε το σκαλιστήρι κι ήρθε να κάτσει στο τραπέζι. «Δεν ξέρω ρε φίλε. Φύγαμε μαζί από την ταβέρνα, Την πήγα μέχρι το σπίτι• γειτονάκι εδώ είναι• κι έφυγα. Κι έλεγα μήπως το ξέρεις εσύ το κορμί» του είπα. «Αφού με ξέρεις, με την γειτονιά δεν γουστάρω σχέσεις» μου απάντησε. «Μπράβο ρε Μάκη. Ωραίος φίλος είσαι ρε…» «Γιαννάκη παιδί μου, το παίρνεις το κορμί, το πας σπίτι του και ζητάς ένα τηλέφωνο, Ένα facebook. Ένα κάτι ρε αδερφέ. Εσύ το άφησες εκεί, μάλλον του αμπελοφιλοσόφησες ότι βλακεία σ’ ήρθε στο κεφάλι με το σοβαρό ύφος που έχεις όταν πίνεις πάνω από τέσσερα κρασιά και τώρα τραβάς τα μαλλιά σου. Σωστός;» μου απάντησε κι αναστέναξα. Έτσι τα έκανα πάλι. Ψάχνω πολλά χρόνια το γιατί αλλά δεν το βρίσκω. Και έλεγα σήμερα να την πάω και για καφέ, είχε συμφωνήσει κι εκείνη αλλά που; Και πως; «Σπέσιαλ. Εγώ δεν ξέρω κανέναν εδώ. Εσύ δεν έχεις σχέσεις με την γειτονιά. Άντε βρες την τώρα» του είπα θλιμμένα. «Αγόρι μου, μην μου αγχώνεσαι. Τόσες γυναίκες έχει ο πλανήτης. Θα βρεις άλλη». «Ρε βλάκα δεν θέλω άλλη. Αυτή θέλω» συνέχισα νευριασμένα γιατί ήξερα την κοσμοθεωρία του φίλου μου. Λίγο δούλεμα, πολλά ψέματα, ένα κρεβάτι και μην τον είδατε τον Παναή.

103


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Τότε… ξεκίνα να γυρνάς τις πέτρες ανάποδα. Πιάσε τον κόσμο αν μπορείς κι ανάποδα γύρνα τον Γιάννη. Γιατί κάτι άλλο δεν μπορείς να κάνεις» μου είπε και για λίγο καθίσαμε σκεφτικοί και σιωπηλοί. «Όνομα και επίθετο ξέρουμε;» με ρώτησε. «Όνομα μόνο» του απάντησα. «Αγόρι μου είσαι χαζός; Άμα δεν ξέρεις κι ένα ΑΦΜ που πας;» συνέχισε να με δουλεύει ο Μάκης κι εγώ συνέχισα να τα παίρνω μαζί του. «Γιατί ρε φίλε, άμα ξέραμε το ΑΦΜ τι θα κάναμε;» «Σε κάνω χαβά ρε. Άμα ξέραμε το επίθετο θα ψάχναμε στο facebook. Ξέρεις κανέναν τον τελευταίο καιρό που να μην έχει;» με ρώτησε ο Μάκης. «Όντως. Άστο φίλε. Θα πάω σπίτι να αρχίσω τις έρευνες» του είπα και σηκώθηκα από την καρέκλα. «Γράψε κι ένα status update. Ξανθιά, αγνώστων λοιπών στοιχείων που έπινε με έναν βλαμμένο χθες το βράδυ στην ταβέρνα του Ρούκουνα, αναζητείται δια σοβαρή σχέση, γάμο, παιδιά και ότι ήθελε προκύψει» συνέχισε να λέει ο Μάκης. «Αι, Μάκη, το έχεις κάψει το μυαλό». «Μην σε παίρνει από κάτω. Θα βρεθεί. Αν θέλει να βρεθεί» μου απάντησε κι έφυγα από το σπίτι του. Γύριζα πίσω στο δικό μου για να ξεκινήσω την αναζήτηση στον κοινωνικό ιστό. Στον δρόμο της επιστροφής, πέρασα μπροστά από την πολυκατοικία που την άφησα το προηγούμενο βράδυ. Και δεν είχα συνειδητοποιήσει ότι είχε τόσα πολλά διαμερίσματα. «Άντε βρες την εδώ μέσα στο χάλι, παίζει να μένουν και ίσα με τριάντα οικογένειες» είπα στον εαυτό μου και προχώρησα μπροστά. Στο μυαλό μου γύρναγε το ίδιο δρομολόγιο και η χθεσινή κουβέντα. «Τα προβλήματα είναι για να υπάρχουν και όχι για να λύνονται, χωρίς προβλήματα η ζωή δεν θα είχε κάποιο νόημα. Απλά θα περιμέναμε να περάσουν οι μέρες μέχρι να αποδημήσουμε από αυτόν τον κόσμο» της είχα πει για να την δω να χαμογελάσει. Και στην ταβέρνα του Ρούκουνα με μια πιο περίεργη παρέα ακόμη. Έπρεπε να βγω, είχαμε την πλάκα μας, πίναμε τα κρασιά μας και στο δίπλα τραπέζι ήταν εκείνη η παράξενη κοπέλα.

104


«Πιάσε τον κόσμο αν μπορείς, κι ανάποδα γύρνα τον…» Οι περισσότεροι θαμώνες είναι γνωστοί μου εκεί. Ατελείωτα βράδια με ατέλειωτα σκηνικά. Όμως εκείνη την παράξενη κοπέλα που καθόταν σε ένα τραπεζάκι μόνη της την έβλεπα για πρώτη φορά. Έπινε κόκκινο κρασί και κοίταζε την ορχήστρα. Μου ήρθε στο μυαλό ένα παλιό τραγούδι. Η παράξενη κοπέλα του Χιώτη. Και το ζήτησα από την ορχήστρα παραγγελιά. Ο Βάγγος ο μπουζουξής, φιλαράκι από τα παλιά. Μου χαμογέλασε μόλις κατάλαβε πως είναι για να κάνουμε λίγο πανικό και να φανούμε. Και έπιασα κι εγώ μια καρέκλα εκεί δίπλα από την ορχήστρα. Μου δώσανε και το μικρόφωνο και άρχισα να τραγουδάω. Ναι, το ξέρω. Αν έχω πιει πάνω από τέσσερα – πέντε ποτήρια μπορεί να κάνω οποιαδήποτε βλακεία μου κατέβει στο μυαλό. Κι εκείνη την στιγμή, που δεν είχα κάποιον άλλο τρόπο να την πλησιάσω, αυτό μου ήρθε κι αυτό έκανα. «Τι παράξενη κοπέλα είσ’ εσύ, τι μεράκια έχεις και σε βασανίζουν…» άρχισα να τραγουδάω και η ορχήστρα έδινε τον καλύτερό της εαυτό. Γύρισε και με κοίταξε μηχανικά. Με κόκκινα μάτια και την θλίψη σχηματισμένη στο πρόσωπό της. Την κοιτούσα επίμονα και το ίδιο έκανε κι εκείνη. Και εγώ συνέχιζα το τραγούδι ενώ εκείνη προσπαθούσε να χαμογελάσει. Τελείωσα το τραγούδι δραματικά και της έβγαλα την γλώσσα κοροϊδευτικά. Και εκεί άρχισε να γελάει με την ψυχή της. Σηκώθηκα να φύγω και με πιάσανε τα παιδιά από την ορχήστρα. «Κάτσε ρε παλαβιάρη να πεις ένα ακόμα» μου είπαν αλλά αρνήθηκα κατηγορηματικά. «Υπάρχει λόγος» τους είπα κι έφυγα. Γύρισα πίσω στην καρέκλα μου και κοίταξα εκείνο το ξανθό, λυπημένο πλάσμα. Σηκώθηκε αργά – αργά και ήρθε προς το μέρος μου. «Μέχρι να πεθάνω στην ψάθα, μπορώ να κεράσω ένα κρασί;» με ρώτησε και της χαμογέλασα. «Κρασί όχι. Παρέα αν κερνάς δεκτή» της είπα κι έβαλε τα γέλια. Κάπως έτσι πιάσαμε την συζήτηση. Και το μόνο που έμαθα γι αυτή, εκτός από την κοσμοθεωρία της, ήταν το όνομά της. Η Λένα. Το θλιμμένο, ξανθό κορίτσι. «Γιάννης. Και για τους φίλους και για τους εχθρούς» της απάντησα κι έβαλε τα γέλια. Όλο μου το βράδυ ήταν απλά η αναζήτηση της επόμενη ατάκας που θα την έκανε να γελάσει και να ξεχαστεί.

105


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Οχτώ λεπτά απόσταση ήταν το σπίτι μου από το σπίτι του Μάκη. Και στην μέση περίπου ήταν το σπίτι της Λένας. Και είχαμε γίνει τόσο ακοινώνητοι που δεν μιλούσαμε σε κανέναν στην γειτονιά. Τώρα αν δεν λες και μια καλημέρα στον φούρναρη πως θα πας να ζητήσεις πληροφορίες; «Τόσο βλάκας είσαι αγόρι μου» είπα στον εαυτό μου και χτύπησα την παλάμη μου στο μέτωπο. Καλά να πάθω. Και μου έλεγε ο παππούς μου ο συγχωρεμένος, «πες την καλημέρα κι άσ’ την να πέσει κάτω». Κι εγώ ποτέ δεν το έκανα. Μπήκα στο σπίτι και η πρώτη μου δουλειά ήταν να πιάσω τον υπολογιστή. Ούτε το μπουφάν δεν έβγαλα. Ήπια λίγο από τον καφέ που είχα παρατημένο στο γραφείο από την ώρα που ξύπνησα, είχε παγώσει και ήταν χάλια αλλά δεν προλάβαινα να φτιάξω άλλον. Κλικ, κλικ και άλλο ένα κλικ. Πληκτρολόγιο. Λένα… «Λένα τι ρε βλαμμένε;» ρώτησα τον εαυτό μου και με πήρε από κάτω. Θα το είχε γράψει έτσι; Θα το είχε στα greeklish ή στα ελληνικά; Κι αν δεν είχε facebook; «Χάλι μαύρο είσαι, ούτε τα βασικά δεν ρώτησες» είπα στον εαυτό μου. Αλλά την αναζήτηση την έκανα. Βρήκα πολλές μα δεν ήταν καμία εκείνο το θλιμμένο κορίτσι. Και όσο περνούσε η ώρα τόσο περισσότερο έψαχνα. Τόσο περισσότερη προσπάθεια κατέβαλλα. Αλλά δεν με έβγαλε πουθενά. Νύχτωσε κι εγώ έψαχνα μια «Λένα» μέσα στον κοινωνικό ιστό. Μπράβο μου. Ψύλλο στ’ άχυρα να έψαχνα, πιο εύκολο θα ήταν να τον βρω. Πήρα το παλτό μου κι έφυγα για την ταβέρνα του Ρούκουνα. Είχα μια διαίσθηση πως θα την πετύχαινα εκεί. Όμως οι ώρες πέρναγαν και δεν την είδα πουθενά. Έφυγα την ώρα που οι σερβιτόροι μάζευαν το μαγαζί, φορτωμένος με δέκα κρασιά. Και η ψυχολογία μου θύμιζε την δική της. Παράξενη και θλιμμένη. «Πρέπει να συνεχίσω το ψάξιμο» έλεγα στον εαυτό μου την ώρα που τρέκλιζα για να φτάσω στο σπίτι. Και είχε κολλήσει εκείνη η σκέψη στο μυαλό μου. Δεν έφευγε. Έπεσα στο κρεβάτι, σ’ ένα ύπνο δίχως όνειρα. Και σηκώθηκα το πρωί με ένα κεφάλι που βούιζε και ελαφρώς καλύτερη διάθεση. «Αφού αποτύχαμε με το Ίντερνετ, ας δοκιμάσουμε τον συμβατικό τρόπο» είπα και έφυγα από το σπίτι. «Τι θα ψάξουμε Τζόνι;» ρώτησα δυνατά τον εαυτό μου.

106


«Πιάσε τον κόσμο αν μπορείς, κι ανάποδα γύρνα τον…» «Τηλέφωνο φίλος» απάντησα και άρχισα να γελάω μόνος μου. Άχ ρε Λένα, τι μου έκανες; Μια χαρά ήμουν συνηθισμένος στην μοναξιά των τελευταίων πέντε χρόνων. Μια χαρά πορευόμουν μόνος. Τώρα γιατί έπρεπε να έρθεις και να ταράξω το είναι μου; Έφτασα έξω από την πολυκατοικία και κοίταξα τα κουδούνια. Το καλύτερο μέρος ήταν ότι τα δέκα από τα τριάντα δεν είχαν επίθετο. «Φανταστικά» είπα στον εαυτό μου και έβγαλα το κινητό για να τραβήξω μια φωτογραφία. Ποιος καθόταν να γράψει τόσα ονόματα; Πίσω στο σπίτι με την φωτογραφία στον υπολογιστή, δόξα τον Πανμέγιστο, τα ονόματα φαινόταν μια χαρά. Και ξεκίνησα να κάνω χρυσές τις εταιρίες τηλεφωνικό καταλόγου. Έψαχνα μια Ελένη με τυχαία επίθετα μετά το όνομα, που έμενε στην περιοχή μου. Μία ώρα και είκοσι τηλέφωνα αργότερα δεν κατέληξα πουθενά. «Και τώρα τι;» είπα στον εαυτό μου κι άρχισα να χτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο. Με πήρε από κάτω που δεν κατάφερα να την βρω πουθενά. Δύο μέρες αργότερα, στο γύρνα από την δουλειά σταμάτησα για ψωμί. Και πέραν του κλασσικού, θέλω αυτό, είπα και μια καλησπέρα. Πιάσαμε και την συζήτηση με τον φούρναρη για κανένα πεντάλεπτο για τα πολιτικά του τελευταίου καιρού. Απλά έτσι μου βγήκε. Τα ίδια στον χασάπη. Τα ίδια στον μπακάλη. Τα ίδια στο τυροπιτάδικο που άραζα χρόνια για να φάω μια μπουγάτσα όταν επέστρεφα από τα κρασιά. Τρεις μήνες αργότερα, την Λένα δεν την είχα πετύχει πουθενά. Και μου είχε κάνει ζημιά ανεπανόρθωτη εκείνη η παράξενη κοπέλα. Αλλά στην γειτονιά με ξέρανε ακόμη και οι πέτρες. «Ο Γιαννάκης, καλό παιδί, δουλεύει• από τους λίγους πια• ήρεμος άνθρωπος, έξω καρδιά» έλεγαν. Ξημερώματα Κυριακής ήταν όταν έφτανα στο τυροπιτάδικο για να φάω κάτι μετά την καθιερωμένη κατάνυξη κρασιού σε κάποια ταβέρνα. Και την ώρα που έφτανα νόμιζα πως είδα την Λένα να βγαίνει με μια σακούλα στο χέρι και να μπαίνει σε ένα αυτοκίνητο. «Τρέξε!» είπα στον εαυτό μου αλλά εκείνος αρνήθηκε. Και έτσι συνέχισα να περπατάω χορεύοντας την ζεμπεκιά του σουρωμένου για να μπω στο τυροπιτάδικο.

107


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Ο Χρηστάρας, το παλικάρι που δούλευε νύχτα ήταν από τα καλύτερα παιδιά. Μπήκα μέσα κι άραξα, έπιασα κατευθείαν την κουβέντα. «Καλώς τον, τον μόνιμο πελάτη» μου είπε ο Χρηστάρας και μου πέταξε μια μπύρα. Ήταν νόμος. Η μπύρα έσβηνε την κάψα από το κρασί. Και έτσι περάσανε οι δώδεκα τελευταίες Κυριακές. Κοινωνικοπολιτική συζήτηση και αθλητικά στις πέντε το πρωί μαζί με την μπύρα και την μπουγάτσα μου. «Ρε συ αρχηγέ» είπα στον Χρήστο την ώρα που μου έφερνε το φαγητό. «Το ξανθό το κορμί που βγήκε πριν από λίγο, το ξέρεις;» τον ρώτησα. «Το Λενιώ ρε; Παλιά καραβάνα. Πελάτισσα χρόνια ολόκληρα. Έρχεται για να πάρει το φαγητό της και να πάει για ύπνο. Μυστήριο πλάσμα. Αμίλητο» μου απάντησε ο Χρήστος. «Ωραία» του είπα χαμογελώντας. «Ξεκίνα, θέλω βιογραφικό, ΑΦΜ, και ότι λοιπά στοιχεία ξέρεις» συνέχισα κι έβαλε τα γέλια. «Δύσκολο Τζόνι. Δεν ξέρω πολλά. Ένα όνομα μόνο. Αλλά αν ψάχνεις κάτι, μπορώ να στο κανονίσω» μου απάντησε γελώντας κι εκείνος. «Πως ρε;» «Απλό. Το τηλεφωνάκι σου το έχω. Την επόμενη φορά που θα την δω, θα επιληφθώ προσωπικώς το πρόβλημά σου». «Πες της, πως τα προβλήματα είναι για να υπάρχουν…» ξεκίνησα να του λέω και με διέκοψε. «Ξέρω, ξέρω, κι όχι για να λύνονται» μου είπε. «Κάθε φορά ρε τα ίδια συζητάμε» κατέληξε. «Τι χρωστάω;» τον ρώτησα μπουκωμένος με την μπουγάστα. Μου είχε φτιάξει το κέφι ο άτιμος. «Από το μαγαζί σήμερα» είπε ο Χρήστος την ώρα που μάζευε το τραπέζι κι εγώ σηκωνόμουν. «Να κανονίσουμε κανένα κρασί αρχηγέ» του είπα την ώρα που έφευγα. «Θα κανονίσουμε, μην μου αγχώνεσαι» μου απάντησε κι έφυγα για το σπίτι μου.

108


«Πιάσε τον κόσμο αν μπορείς, κι ανάποδα γύρνα τον…» Η βδομάδα μου περνούσε με την ελπίδα πως η Λένα θα με πάρει τηλέφωνο. Και όσο πέρναγαν οι μέρες τόσο δυνάμωνε η ελπίδα. Όσο κι αν έψαξα, όσο κι αν γύρισα τις πέτρες για να την βρω δεν το κατάφερα. Και κοίτα να δεις πόσο τυχαία γίνανε τα πράγματα. Από μια απλή καλημέρα βρήκα ένα συνδετικό κρίκο. Σάββατο βράδυ, κλασσικά έξω για κρασιά. Και ακόμη κλασσικότερα στην γνωστή ταβέρνα. Είδα το κινητό μου να χτυπάει και η καρδιά μου κόντεψε να σπάσει. Το ήξερα πως θα ήταν εκείνη. Βγήκα σχεδόν τρέχοντας έξω από το μαγαζί για να μιλήσω στο τηλέφωνο και άκουσα την φωνή της. Και μετά από τρεις μήνες ένιωσα πως δεν είχε περάσει ούτε μια μέρα από τότε που την άφησα στο σπίτι της. «Τρεις μήνες σε ψάχνω Γιάννη. Τρεις ολόκληρους μήνες. Και δεν κατάφερα να σε βρω πουθενά» μου είπε η Λένα γελώντας στο τηλέφωνο. «Να κανονίσουμε καφέ τότε, τώρα που έχουμε τα τηλέφωνα;» την ρώτησα και περίμενα την απάντησή της κρατώντας την ανάσα μου. «Τι καφέ;» με ρώτησε. «Καφέ» της απάντησα. «Βάζω το σπίτι. Βάλε ένα καλό κόκκινο κρασί» μου είπε και εκείνη την στιγμή άρχισα να πετάω από την χαρά μου. «Μόλις φτάσω θα σε πάρω τηλέφωνο» της απάντησα και κλείσαμε το τηλέφωνο. Πίσω στο μαγαζί φώναξα τ’ αφεντικό για να πληρώσω. Και ήρθε μόνο με τον λογαριασμό μου. Ήξερε πως αν ήταν να πληρώσω και να φύγω παρατούσα και παρέα και γλυκό και τα πάντα. «Να σου πω» του είπα και με κοίταξε περίεργα. «Πιάσε μου ένα μπουκάλι απ’ το καλύτερο κόκκινο κρασί που έχεις, μαζί με τον λογαριασμό και κράτα κι αυτά, πουρμπουάρ για την εξυπηρέτηση» συνέχισα κι έφυγε. Γύρισε πίσω με το μπουκάλι το κρασί, τον πλήρωσα, «άντε και στην επόμενη επίσκεψη, διπλός» μου είπε και έβαλα τα γέλια. Έφυγα και πήρα τον δρόμο για το σπίτι της Λένας.

109


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Την πήρα τηλέφωνο μόλις έφτασα στην είσοδο. Εκείνη την είσοδο που πριν τρεις μήνες φωτογράφιζα για να βρω ένα στοιχείο που θα με οδηγούσε πιο κοντά. «Στον πέμπτο είμαι» μου απάντησε την ώρα που άνοιγε την πόρτα. Πήρα το ασανσέρ κι έφτασα πάνω. Με περίμενε. Είχε ήδη δύο άδεια ποτήρια κρασιού να στέκονται στο τραπέζι. «Ηλίθιε, ηλίθιε άνθρωπε. Ούτε ένα τηλέφωνο, ούτε ένα στοιχείο. Έψαχνα τρεις μήνες για έναν Γιάννη που είμαστε γειτονάκια και δεν σε ήξερε κανείς» μου είπε την ώρα που περνούσα το κατώφλι της πόρτας. «Αυτό έλεγα κάθε μέρα στον εαυτό μου. Ήμουν ένας ηλίθιος που έψαχνε μια Λένα, ξανθιά, αγνώστων λοιπών στοιχείων» της απάντησα γελώντας. «Ούτε το μαλλί δεν μπορούσα να αλλάξω χρώμα!» συνέχισε εκείνη. «Ούτε στο Ίντερνετ δεν σε βρήκα!» της είπα. «Ούτε κι εγώ εσένα. Είδες τι γίνεται αν δεν έχεις τα πραγματικά σου στοιχεία; Και εδώ έρχεται το ερώτημα, να αποκαλύπτεις προσωπικά δεδομένα ή να κλείνεσαι στο καβούκι σου και οι άλλοι να σε ψάχνουν;» με ρώτησε η Λένα. «Θα το φιλοσοφήσουμε πολύ;» την ρώτησα κι έβαλε τα γέλια. «Πάρα πολύ. Τώρα που βρεθήκαμε… Έχουμε καιρό μπροστά μας για φιλοσοφίες…» είπε την ώρα που καθόμασταν στον καναπέ και άνοιγα το μπουκάλι με το κρασί…

110


Η Κίκα και η Σίσσυ (Πρώτη Πράξη)

15. Η Κίκα και η Σίσσυ (Πρώτη Πράξη) Με κοιτάς. Σε κοιτάω. Με κοιτάς. Σε κοιτάω. Βγήκα να ξεσκάσω. Δουλειά, δουλειά, δουλειά. Η πολλή, τρώει τον αφέντη λένε. Και ο αφέντης βρήκε μερικές ώρες να ξεκλέψει για να ηρεμήσει το μυαλό του. Μακριά από την δουλειά. Κι εσύ είσαι εκεί και με κοιτάς. Φοβάμαι. Τι άραγε; Δεν ξέρω. Νομίζω πως όλο αυτό γίνεται επί ματαίω. Σαν την δουλειά μου. Σαν τα λεφτά μου. Άχρηστα κομμάτια χαρτιού με λίγο ύφασμα, με χαραγμένα ηλίθια σχέδια που, εμείς, οι ακόμη πιο ηλίθιοι τους δώσαμε κι αξία. Υπεραξία για την ακρίβεια. Αλλά δεν πειράζει. Κι εσύ κάθεσαι εκεί με την φίλη σου, δεν δίνεις σημασία σ’ όσα σου λέει κι όλο κοιτάς. Κι εγώ ο χαζός, όλο και κοιτάω κατά κει. Θα σε συμπαθήσει άραγε η Κίκα; Που μπήκα ο αταίριαστος ο χαρτογιακάς στο ροκάδικο; Η αλητεία όμως δεν κόβεται. Καπάκι από δουλειά, έξω για ένα ποτό. Με την ηλίθια γραβάτα που μου ‘χε κάνει δώρο κάποιος φίλος. Ψυχολογία υπό το μηδέν κι ένα ποτό, ίσα – ίσα για να ξελαμπικάρω από το χάλι που περνάω τον τελευταίο καιρό, να γυρίσω σπίτι και να κοιμηθώ. Δεν υπάρχει χάπι έντ. Μόνο χάπια για ότι βλακεία έχουμε εμείς οι ίδιοι φτιάξει. Γελάω με τις σκέψεις μου και σε βλέπω να γελάς. Μαζί μου ή με την παρέα σου; Μακάρι να μπορούσα να σκεφτώ ότι σκέφτεσαι. Να νιώσω ότι νιώθεις. Δύσκολο. Μπα, ακατόρθωτο. Αλλά δεν πειράζει. Ακόμη ένα ποτό για να διαλυθούν οι φόβοι και τα παρελκόμενα που σκιάζουν το μυαλό μου, στην προσπάθεια να ξεκουνηθώ και να σου μιλήσω. Αν και δεν το κόβω. Με ξέρω. Σηκώνω το ποτήρι στην σερβιτόρα και της κάνω νόημα να φέρει ακόμη ένα. Δεν το καταλαβαίνει. Μικρή φαίνεται. Ας είναι. Έρχεται κοντά. Παραγγέλνω. Πορτοφόλι και βγάζω ένα μπλε χαρτί από μέσα. Γαλάζιο. Τέλος πάντων. Αυτό που γράφει είκοσι. Της το δίνω λέγοντάς

111


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις της να κρατήσει τα ρέστα. Χαμογελάει αλλά το μάτι της είναι κολλημένο στο πορτοφόλι. Να την ρίξω την ατάκα τώρα; «Τι σου φταίει μωρέ γέρο-παράξενε το καημένο το κορίτσι;» σκέφτομαι και χαμογελάω. Ελπίζω να μην το εκλάβει στραβά. Πρέπει να της ρίχνω δέκα χρόνια. Τελείως διαφορετικές εποχές για τελείως διαφορετικούς ανθρώπους. Κι εσύ από απέναντι κοιτάς. Ακόμη κοιτάς. Βάζει το αγαπημένο μου. «Θα ‘μια πάντα εγώ, μες το όπλο σου σφαίρα...» Σε κοιτάω και τραγουδάω, σχεδόν ψιθυριστά. Γυρίζω πίσω. Χρόνια πίσω. Πολλούς τόμους σε αυτήν την κακογραμμένη εγκυκλοπαίδεια που λέγεται «η ζωή μου». Τι χρόνια κι εκείνα; Ξέγνοιαστα δεν τα έλεγες. Ήρεμα; Ίσως. Βόλτες κι αλητεία. Εφηβικοί έρωτες. Άλλα χρόνια. Χωρίς υποχρεώσεις, χωρίς τρεξίματα, καλοκαίρια στα παγκάκια, βόλτες με τα ποδήλατα και μπάλα στα στενά. Και το μόνο πράγμα που μας έμεινε πια, η αλητεία. Άντε, ίσως και η καψούρα. Αλλά αυτή δεν μας βγάζει πουθενά. Εδώ δεν μπορούμε να γνωριστούμε. Θα καψουρευτούμε κιόλας; Μισό το δεύτερο ποτό. Το πίνω σαν να είναι νερό. Κι ο Παυλίδης συνεχίζει να τραγουδάει. Και τα πνεύματα έχουν ηρεμήσει κάπως στο μαγαζί. Κοιτάζω στο κενό και σκέφτομαι τα χρόνια που περάσανε. Να που κατέληξα κάπως έτσι, να πίνω μόνος μου, ο τελευταίος εργένης της παρέας. Πάντα ήθελα να κάνω κι εγώ οικογένεια. Όχι όπως το αποτυχημένο πρότυπο που επιτυχημένα πλασάρει η κοινωνία. Ήθελα κάτι καλό. Κάτι ζεστό. Κάτι σταθερό. Ήθελα τα πάντα. Και με το μόνο πράγμα που κατάφερα πλέον να συμβιβαστώ είναι με την μοναξιά. Νιώθω να με καρφώνει ένα ζευγάρι μάτια. Γυρνάω και σε κοιτάω. Μου χαμογελάς. Σου χαμογελάω. Δεν το σκέφτομαι. Το αλκοόλ ήδη έχει μουδιάσει το μυαλό μου και η ανάμνηση της δουλειάς αύριο το πρωί έχει εξαφανιστεί. «Carpe noctem και ότι ήθελε προκύψει ρε» λέω στον εαυτό μου και σηκώνομαι από το σκαμπό για να σου μιλήσω. Και μου γυρίζεις την πλάτη. Κοιτάς τον μπάρμαν. «Καλησπέρα» λέω στο κενό, πριν καλά – καλά προλάβω να κάνω ένα βήμα προς το μέρος σου. Πιάνω το κεφάλι μου. Στιγμιαία διαλύεται η ψυχολογία μου. Σηκώνω την ασπίδα. «Άι σιχτήρ, ηλίθια!»

112


Η Κίκα και η Σίσσυ (Πρώτη Πράξη) λέω με μένος και γυρίζω στο ποτήρι. Το κατεβάζω μονορούφι. Φοράω το κασκόλ μου, το δένω, και πάω να πάρω το παλτό μου. Η σερβιτόρα με σταματάει την ώρα που περπατάω και προθυμοποιείται να με κεράσει ένα ποτό. Μπα, ξενέρωσα, θα το γυρίσω στα σκυλάδικα. Ή έστω στο πιο λαϊκό. Της χαμογελάω ειρωνικά. Δεν το καταλαβαίνει. Αποτυγχάνει. Αυτό έψαχνα και σε εκείνη την αναζήτηση είμαι ακόμη μπλεγμένος. Κάποιον να με καταλαβαίνει. «Άλλη φορά κουκλίτσα, δουλεύω το πρωί» της λέω και παίρνω το παλτό. Φεύγω χωρίς να χαιρετίσω ούτε ένα γνωστό. Όπως πάντοτε. «Ελληνάδικο. Σίγουρα ελληνάδικο» σκέφτομαι και αρχίζω να περπατάω. Έχω παρατήσει το όχημα στο σπίτι και γυρίζω με τα πόδια. Σαν εκείνον τον παράξενο πιτσιρικά που ήμουν κάποτε, με τα φαρδιά μου τα παντελόνια και τις διπλές τις μπλούζες. Το μαλλί ότι να ‘ναι και μέχρι κάποτε δακτυλοδεικτούμενος. Και όχι, δεν το έκανα για να με κοιτάνε και να προκαλώ. Το γούσταρα. Και τώρα που έγινα ένα με την μάζα, έχασα την ταυτότητά μου. Ένας αριθμός είμαι, αναλώσιμος, παρέα με τα λεφτά μου. Τα λεφτά που δεν κατάφεραν ποτέ να μου χαρίσουν κάτι ουσιαστικό. Ίσως λίγο καλύτερο φαγητό από τους άλλους. Σίγουρα περισσότερα υλικά. Μα αυτή την ρημάδα την μοναξιά δεν κατάφεραν να μου την καλύψουν ποτέ. «Αν δεν είχα και την Κίκα, θα είχα τρελαθεί» λέω δυνατά και μετά προσπαθώ να καταλάβω γιατί το είπα. Και η μόνη απάντηση που βρίσκω είναι πως απλά ήθελα να ακούσω κάποια λόγια από μια γνώριμη φωνή. Όχι όμως την δική μου. Μα μόνο η δική μου ανήκει πια στην κατηγορία με τις γνώριμες φωνές. Σκέφτομαι την σκυλίτσα μου, που τώρα, σίγουρα, θα κοιμάται μόνη της στο κρεβάτι. Θα έχει μπει το βλαμμένο κάτω από το πάπλωμα και θα έχει κουλουριαστεί στο μαξιλάρι μου. Είναι απίστευτη όταν το θέλει. Και πάντα ξέρει πότε είμαι καλά και πότε όχι. Πάντα με καταλαβαίνει αυτό το πλάσμα. Κι όμως, όσο κι αν την αγαπάω, όσο κι αν την προσέχω, όσες ώρες κι αν περνάμε μαζί, έχω κρατήσει αυτή την σχέση σκύλου – αφεντικού. Δεν τρώμε ποτέ μαζί. Ξέρει ότι εγώ είμαι το αφεντικό κι εκείνη υπό την προστασία μου. Δεν αντιστράφηκαν ποτέ οι ρόλοι. Με προσέχει όσο την προσέχω. Όπως ξέρει ότι δεν θα την αφήσω ποτέ

113


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις παραπονεμένη. Όταν είναι καλή και υπάκουη έχει και τα καλά της. Όταν αρχίζει και κάνει ζημιές θα την μαλώσω και το ξέρει κι αυτό. Κι έτσι, σιγά – σιγά, έχουμε φτιάξει μια πολύ όμορφη σχέση. Η Κίκα με προσέχει όταν κοιμάμαι κι εγώ την προσέχω όσο είμαι στο σπίτι. Βγαίνουμε την βόλτα μας, τρέχουμε μαζί, παίζουμε στο πάρκο, γυρνάμε σπίτι, μαγειρεύω, τρώω, της βάζω να φάει, καθόμαστε στον καναπέ, βλέπουμε ταινία, εγώ πίνω κανένα ποτήρι κρασί κι εκείνη νερό. Όταν δεν είμαι καλά έρχεται και μου μυξοκλαίει για να την πάρω αγκαλιά. Και πάντα μου φτιάχνει την διάθεση. Ίσως φταίει που βλέπω ένα πλάσμα που έχει εξήντα εκατοστά ύψος και σαράντα πέντε κιλά βάρος να κάνει σαν μικρό παιδί, κλαψουρίζοντας, να με γρατζουνάει με το πόδι γιατί θέλει απλά μια αγκαλιά. Το κινητό μου με βγάζει από τις σκέψεις μου και απομακρύνει την σκέψη της λευκής σκυλίτσας μου. Το σηκώνω μηχανικά. Όπως άλλωστε έκανα πάντοτε. «Ορίστε;» απαντάω στο τηλέφωνο. «Σπίτι πας;» άκουσα μια γνώριμη φωνή να με ρωτάει. «Ποιος είναι;» συνέχισα, θέλοντας να πιστεύω πως δεν ήταν εκείνη που νόμιζα πως ήταν. «Η Σίσσυ είμαι» με επιβεβαίωσε η φωνή στο τηλέφωνο. «Ναι» απάντησα λακωνικά. «Θέλεις παρέα;» με ρώτησε η Σίσσυ και διέκρινα ένα φόβο στην φωνή της. «Έγινε κάτι;» συνέχισα. «Κάποτε… Μου είχες πει… Δεν ξέρω αν θυμάσαι…» ξεκίνησε να λέει η Σίσσυ και αποφάσισα να την διακόψω γιατί θα ξημέρωνε μέχρι να τελειώσει την πρότασή της. «Ναι… Αν μ’ έχεις ανάγκη θα ‘μαι δίπλα σου. Σε ξαναρωτάω Σίσσυ, έγινε κάτι;» «Απλά νιώθω την ανάγκη να σου μιλήσω. Μπορώ;» με ρώτησε η Σίσσυ ταραγμένα. «Που είσαι;» «Σπίτι, μόλις σε είδα να περνάς. Θα με περιμένεις;» «Κατέβα» της είπα και κλείσαμε το τηλέφωνο.

114


Η Κίκα και η Σίσσυ (Πρώτη Πράξη) Δύο λεπτά αργότερα, είδα την Σίσσυ να με πλησιάζει. Η ίδια όπως τότε. Με το τσιγάρο μόνιμα στο στόμα, την αλογοουρά πιασμένη να πέφτει μέχρι τον ώμο, το ίδιο ντύσιμο ακριβώς. Είχε χάσει όμως το αγέρωχο περπάτημά της. Κάτι για το οποίο την ζήλευα. «Τι κρύο είναι αυτό;» με ρώτησε μόλις έφτασε κοντά μου. «Προχώρα. Κρυώνω κι εγώ» της απάντησα μην ξέροντας τι να πω μετά από τρία χρόνια που είχα να την δω. Από τότε που χωρίσαμε. Λίγες μέρες πριν πάρω την Κίκα στο σπίτι. Σίσσυ από το Φραγκίσκη. Κίκα από το Φραγκίσκη. Ήμουν τόσο ερωτευμένος μαζί της που έδωσα το όνομά της στην σκυλίτσα μου. Πόσο χαζός μπορεί να ήμουν; Περπατήσαμε αμίλητοι μέχρι το σπίτι. «Έχω παρέα πάνω» είπα στην Σίσσυ, την ώρα που μπαίναμε στο ασανσέρ και με κοίταξε στραβά. «Γυναίκα;» με ρώτησε και θα έλεγα ότι μπορούσα να διακρίνω ένα απειροελάχιστο ίχνος ζήλειας. «Κατά κάποιον τρόπο, ναι» της απάντησα. «Απλά θα μπούμε ήρεμα γιατί θα ξυπνήσει για να μας υποδεχτεί» συνέχισα την ώρα που έβαζα το κλειδί στην πόρτα κι άκουγα την Κίκα από μέσα να χτυπάει τα νυχάκια της πάνω στο μάρμαρο. Άνοιξα την πόρτα και την είδα να μας κοιτάζει περίεργα. Η Σίσσυ στην θέα της Κίκα πάγωσε. «Κίκα έλα!» της φώναξα και ήρθε κοντά μου. Και τότε η Σίσσυ έκανε το λάθος που έκανε πάντοτε. Κάτι που με νευρίαζε τον καιρό που ήμασταν μαζί. «Καλά ρε βλάκα, πήρες σκυλί;» με ρώτησε χαρούμενα και με χτύπησε με το χέρι της. Κάτι που μόνο η ίδια θεωρούσε τρυφερό. Κι εκείνη την στιγμή είδα την Κίκα να ορμάει πάνω στην Σίσσυ. Έβαλα κι εγώ το χέρι μου μηχανικά μπροστά της και η Κίκα με άρπαξε. Ένιωσα ένα πόνο στην παλάμη και είδα την Κίκα να απομακρύνεται κλαίγοντας. Δεν κατάλαβα τι είχε συμβεί. Κοίταξα το χέρι μου και το είδα να ματώνει. Με άρπαξε με τα δόντια της η χαζή. «Κίκα, ηλίθιο πλάσμα, έλα τώρα εδώ!» της φώναξα και άρχισε να έρχεται αργά –αργά προς το μέρος μου, με την ουρά ανάμεσα απ’ τα πόδια, σκυμμένο κεφάλι και να συνεχίζει εκείνη την κλάψα που με εκνεύριζε.

115


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Έλα εδώ ψυχή μου» της είπα ήρεμα αλλά δεν ξεθάρρεψε. Ήρθε όμως κοντά μου. Περίμενε να την μαλώσω. Αλλά δεν θα το έκανα σήμερα. Πήγε να με προστατέψει το καημένο. «Η Σίσσυ είναι φίλη μας. Έχετε και το ίδιο όνομα. Πήγαινε να την χαιρετήσεις» της είπα και γύρισα να κοιτάξω την Σίσσυ που είχε μαρμαρώσει μπροστά από την πόρτα. «Σίσσυ!» της φώναξα. «Κάτσε και φτάσε το ύψος της. Κοίτα την στα μάτια και φώναξε την ήρεμα». Η Σίσσυ μ’ άκουσε κι έκατσε στα γόνατα αλλά δεν της μίλησε. Απλά περίμενε εκεί. Ίσως περίμενε να συνεχίσει η Κίκα εκείνο που ξεκίνησε. «Έλα κορίτσι μου, πάμε» της είπα και πήγα την Κίκα να γνωρίσει την Σίσσυ. «Ήρεμες κινήσεις Σίσσυ» της είπα και μου απάντησε «εντάξει ρε μωρό». Την στραβοκοίταξα και περίμενα να μαζέψω την Κίκα αν τυχόν ορμούσε στην Σίσσυ. Αλλά δεν το έκανε. Έκατσε και την χάιδεψε. Και η Κίκα ξάπλωσε στα πόδια της Σίσσυς. «Σε συμπάθησε η μικρή μου» της είπα και πήγα να πλύνω το χέρι μου που μάτωνε. «Σε σακάτεψε η μικρή σου» μου είπε θλιμμένα η Σίσσυ την ώρα που έμπαινα στο μπάνιο. Πλύσιμο, οινόπνευμα και γάζα. Το είχα εξοπλίσει το σπίτι από τον καιρό που έμενα με την Σίσσυ. Πάντοτε κάπου θα χτυπούσε αυτή η κοπέλα και πάντα κατάφερνε κάπως να κοπεί, να τρακάρει σε κάποιο ντουλάπι με το κεφάλι ή να γλιστρήσει και να πέσει. Γύρισα πίσω στο σαλόνι με το χέρι μπανταρισμένο μόνο και μόνο για να δω την Σίσσυ να κάθεται όπως παλιά στον καναπέ μου. Αγκαλιά με την πλάτη του και τα πόδια της πάνω. Και την Κίκα να έχει ξαπλώσει πίσω της και να έχει βάλει το κεφάλι της πάνω στα πόδια της Σίσσυς. Δεν ήρθε να με πάρει ούτε μια αγκαλιά το σκυλάκι μου. «Έτσι ε; Γυναικεία αλληλεγγύη;» ρώτησα την Κίκα γελώντας και μαζί μου γέλασε και η Σίσσυ. «Κόκκινο όπως κάποτε;» ρώτησα την Σίσσυ και μου έγνεψε καταφατικά.

116


Η Κίκα και η Σίσσυ (Πρώτη Πράξη) «Κόκκινο όπως πάντοτε» αναστέναξα και πήρα ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, ποτήρια και ανοιχτήρι. Κι έκατσα στον καναπέ. Σε μια απόσταση από την Σίσσυ και την Κίκα. «Κάποτε… Με έπαιρνες αγκαλιά για να ανοίξεις το κρασί» ψιθύρισε η Σίσσυ. «Κάποτε… Πότε λες;» την ρώτησα και κατέβασε το κεφάλι. «Α! Ναι μωρέ! Τότε, που με παράτησες δέκα μέρες πριν αρραβωνιαστούμε! Τώρα το θυμήθηκα!» της είπα στάζοντας ειρωνεία και χολή. «Ξέρεις…» ξεκίνησε να λέει η Σίσσυ. «Άσε τα ξέρεις, τα μωρό μου και τις αγκαλιές Σίσσυ. Είπα ότι θα είμαι εδώ. Δεν είπα ότι θα γίνω το παιχνίδι σου. Και το χέρι σου κοντά, η Κίκα μπορεί να ξάπλωσε πάνω σου αλλά δεν αστειεύεται» της είπα προσπαθώντας να κρύψω την στεναχώρια μου για ότι συνέβη κάποτε. «Εντάξει λοιπόν… Ήθελα να σου πω ότι σε σκέφτομαι. Και ότι θέλω μια ακόμη ευκαιρία. Αυτό» μου είπε η Σίσσυ. «Πίσω στο κάποτε καλή μου Σίσσυ… Σου είχα πει δύο πράγματα…» «Ότι η αλήθεια πονάει πάντοτε» με διέκοψε η Σίσσυ. «Ναι. Και ότι πρέπει να μάθεις να πληρώνεις το τίμημα. Και άντε, πες ότι εγώ θέλω. Η Κίκα όμως;» την ρώτησα. «Γιατί να μην με θέλει το σκυλάκι;» με ρώτησε θλιμμένα η Σίσσυ. «Σήκω λοιπόν Σίσσυ. Σήκω να πάμε για ύπνο. Όπως παλιά. Αλλά να ξέρεις ότι δεν θα σ’ αφήσει η Κίκα να κοιμηθείς μαζί μου» της είπα και την πήρα από το χέρι. Η Κίκα άνοιξε τα ματάκια της και μας κοίταξε. Πήγαμε στο υπνοδωμάτιο και πέσαμε στο κρεβάτι, όπως κάποτε. Και περίμενα πότε θα έμπαινε η Κίκα ανάμεσά μας. Όπως έκανε κάθε φορά που έφερνα γυναίκα στο σπίτι. Αργούσε. Και η Σίσσυ ήθελε αγκαλιά. Την πήρα αγκαλιά και αποκοιμήθηκα. Το ξυπνητήρι χτύπησε στις εφτά το πρωί όπως κάθε μέρα. Το έκλεισα και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Και είδα την Κίκα να κοιμάται στο τεράστιο μαξιλάρι που της είχα πάρει κάποτε. Και την Σίσσυ να είναι ακόμα στην αγκαλιά μου.

117


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Χαζό, βλαμμένο κι αγαπημένο μου σκυλί. Είσαι απίστευτο. Τρία χρόνια τώρα της κράταγες το κρεβάτι;» ρώτησα ψιθυριστά την Κίκα για να μην ξυπνήσω την Σίσσυ. Κι εκείνη μου απάντησε με ένα χασμουρητό και ήρθε κοντά μου για να την χαϊδέψω. Σηκώθηκα από το κρεβάτι. Κροκέτες και νερό για την Κίκα, καφέ για την Σίσσυ. Την ξύπνησα δίνοντάς της την κούπα στο χέρι. Μου χαμογέλασε. Όπως παλιά. Και τότε μου πέρασε μια τρελή ιδέα από το μυαλό. Αλλά περίμενα την Σίσσυ να μιλήσει. «Ούτε που με ενόχλησε η μικρή σου» μου είπε η Σίσσυ αντί για καλημέρα. «Ναι… Το πέρασες το τεστ» της απάντησα κάνοντας τον σκεφτικό. «Λοιπόν; Τώρα μπορούμε να συνεχίσουμε την κουβέντα μας;» με ρώτησε η πάντα προβλέψιμη Σίσσυ και γέλασα. Άνοιξα το συρτάρι μου κι έπιασα από μέσα το δαχτυλίδι των αρραβώνων. «Έχεις ακριβώς δέκα μέρες Σίσσυ» της είπα δίνοντάς της το. «Ή το παίρνεις και μένεις, ή αλλιώς σήκω και φύγε. Και κόψε και αυτό το ρημάδι το τσιγάρο, τέσσερα χρόνια στο έλεγα!» συνέχισα την στιγμή που έπιανε τα τσιγάρα της. Άρχισε να χαμογελάει. Πήρε το δαχτυλίδι και με κοίταξε περίεργα. «Τώρα που έχουμε και παιδί στο σπίτι, είναι ένας πολύ καλός λόγος να το κόψω» μου απάντησε και με πήρε αγκαλιά…

118


Η Κίκα και η Σίσσυ (Δεύτερη Πράξη)

16. Η Κίκα και η Σίσσυ (Δεύτερη Πράξη) «Σαν πολύ κλαψιάρα δεν μου έγινες τώρα τελευταία;» ρώτησα την Κίκα που γι ακόμη μια φορά κλαψούριζε στον καναπέ την ώρα που μπήκα στο σπίτι και δεν έκανε καν τον κόπο να με χαιρετήσει. «Σίσσυ; Το βλέπεις καλά το σκυλί;» ρώτησα μέσα στο σπίτι την ώρα που πήγαινα να καθίσω δίπλα στην Κίκα για να την χαϊδέψω. «Όχι. Γιατί εσύ το βλέπεις καλά;» με ρώτησε η Σίσσυ που ερχόταν από την κουζίνα. «Μαγείρεψε το γυναικάκι μου;» την ρώτησα χαμογελαστά την ώρα που ήρθε να με φιλήσει. Και πέταξε κι η κλαψιάρα η Κίκα το κεφάλι της και μας έγλειψε και τους δύο. «Βλαμμένο! Θες και φιλιά!» της φώναξα τρυφερά και κάθισα αγκαλιά με τις γυναίκες μου στον καναπέ. «Να το πάμε στον κτηνίατρο αύριο Νίκο» μου είπε η Σίσσυ θλιμμένα. «Θα το πας Σίσσυ;» «Δεν θα καθίσει με μένα και το ξέρεις. Σ’ αγαπάει άπειρα το χαζό» μου απάντησε χαμογελάστα. «Να πάρω ρεπό;» ρώτησα απευθυνόμενος στον εαυτό μου. «Θα πάρω ρεπό. Σημαντικότερη είναι η Κίκα από την δουλειά» είπα και η Σίσσυ απλά μου χαμογέλασε. Τον τελευταίο ενάμιση χρόνο μέναμε όλοι μαζί. Σαν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Βέβαια με την Σίσσυ είχαμε πάλι τα παλιά προβλήματα• δεν ήθελε να παντρευτούμε, ούτε να κάνουμε παιδιά. Αλλά δεν την πίεζα. Είχαμε την Κίκα και ήταν σαν να έχουμε παιδί στο σπίτι. Μα τις τελευταίες δύο εβδομάδες, ολοένα και μου φαινόταν άρρωστη. Τις πρώτες μέρες έλεγα πως θα την πείραξε το φαγητό. Είχαμε κι έναν επικό καυγά με την Σίσσυ και μετά έβλεπα την Κίκα χάλια. Σκεφτόμουν πως θα στεναχωρήθηκε. Τα τελευταία χρόνια είχε

119


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις μαζί μου είχαμε δεθεί αρκετά. Και κατάφερε να δεθεί και με την Σίσσυ. Μας έβαζε κάθε βράδυ για ύπνο η Κίκα. Και πλέον κοιμόταν στον καναπέ. Ούτε στο μαξιλάρι της στο δωμάτιο. Μάλλον είχε καταλάβει ότι η παρουσία της, δεν ήταν κι ότι καλύτερο. «Μου αρρώστησες γυναικάρα μου;» ρώτησα τρυφερά την Κίκα και με κοίταξε θλιμμένα. «Κάτσε, να πάρω τον γιατρό» είπα στην Σίσσυ και έπιασα το κινητό μου. Κτηνίατρος για τις δύσκολες ώρες. Και μετά από τόσα χρόνια πήγαινε – έλα είχε γίνει και φίλος. «Έλα γιατρέ, έχεις χρόνο να σου φέρω την μικρή μου, που μάλλον αρρώστησε;» τον ρώτησα. «Ναι, φέρ’ την και τώρα. Τι έχει;» «Δεν τρώει πολύ, κλαψουρίζει συνέχεια, είναι κουλουριασμένη στον καναπέ. Δεν ξέρω. Την έχω καμιά – μιάμιση βδομάδα έτσι» του απάντησα. «Τίποτα εμετούς, τίποτα διάρροιες, τίποτα τέτοια;» συνέχισε ο γιατρός. «Τίποτα. Άμα είχε τέτοια λες να μην στην είχα φέρει ήδη;» «Νίκο, φέρ’ την να την κοιτάξω. Να δούμε, μπορεί και να την πείραξε κάτι που έφαγε, μπορεί οτιδήποτε» μου απάντησε και κλείσαμε το τηλέφωνο. «Θα έρθεις;» ρώτησα την Σίσσυ γιατί ένιωθα την διάθεσή μου πολύ χάλια. Μου είχε αρρωστήσει μια φορά όταν ήταν μικρή και για μια βδομάδα δεν κατάφερα να κοιμηθώ. Φοβόμουν μην μου πάθει τίποτα. Και τότε ήταν η μόνη μου συντροφιά και η μόνη μου παρηγοριά. «Με θες;» «Μωρό, δεν το διαπραγματεύομαι. Βγάλε ποδιά και βάλε παπούτσια» είπα στην Σίσσυ και κοίταξα την Κίκα. «Κοριτσάρα θα πάμε βόλτα. Θέλεις;» την ρώτησα και κάποτε στο άκουσμα της λέξης βόλτα γκρέμιζε το σπίτι από την χαρά της. Σήμερα απλά σηκώθηκε από τον καναπέ και πήγε προς το λουρί της που ήταν αφημένο πάνω στο τραπέζι. «Σίσσυ, την έβγαλες έξω σήμερα;» φώναξα στην Σίσσυ.

120


Η Κίκα και η Σίσσυ (Δεύτερη Πράξη) «Το πρωί» μου απάντησε «Ρε γαμώτο τι έπαθε;» αναρωτήθηκα δυνατά. «Θα την πάμε στο γιατρό και θα δούμε» μου απάντησε ήρεμα η Σίσσυ και φύγαμε όλοι μαζί από το σπίτι. Στο δρόμο η Κίκα ήταν ανήσυχη. Κι εγώ ακόμη περισσότερο. Το στομάχι μου άρχισε να διαλύεται• κατάλοιπο από κάποια αγχώδη εποχή που πέρασα και με χτύπησε άσχημα εκεί. «Σίσσυ, πήγαινε εσύ, εγώ θα καθίσω να πάρω λίγο αέρα» της είπα και η Σίσσυ μπήκε μέσα με την Κίκα. Βγήκαν πέντε λεπτά αργότερα. Πέντε λεπτά που ούτε κατάλαβα πότε πέρασαν. «Δεν φαίνεται να έχει κάτι. Της πήρε όμως αίμα για να σιγουρευτεί» μου είπε η Σίσσυ και μπήκαμε όλοι μαζί στο αυτοκίνητο. Πίσω στο σπίτι, η Κίκα έμοιαζε ευδιάθετη. Και καθόμασταν και παίζαμε στο σαλόνι σαν μια ευτυχισμένη οικογένεια. Ζήτησα ρεπό από την δουλειά για την επόμενη μέρα για να καθίσω στο σπίτι να ξεκουραστώ. Παρέα με τις γυναίκες μου. Κοιμηθήκαμε αργά και την επόμενη μέρα το πρωι μας ξύπνησε το τηλέφωνο. Ήταν ο κτηνίατρος για να μου πει ότι βγήκανε τα αποτελέσματα από τις εξετάσεις της Κίκα. Και να την πάρω μαζί μου και να πάω από εκεί. Ντύθηκα και πήρα την Κίκα για να πάμε την βόλτα μας στον κτηνίατρο. Είχε την ίδια διάθεση με χθές. Έμοιαζε να πονάει. «Κίκα, κορίτσι όμορφο!» της είπε ο γιατρός την ώρα που μπήκαμε μέσα κι εκείνη που κάποτε του έκανε χαρές δεν κουνήθηκε από δίπλα μου. «Χασάπη, μίλα» του είπα και μου έδειξε την καρέκλα μπροστά από το γραφείο του. «Δεν κάθομαι. Πες» του απάντησα. «Νίκο κάτσε. Σοβαρά, κάτσε» μου είπε. Κάθισα στην καρέκλα και έκατσε κι εκείνος απέναντί μου. «Δύσκολα. Και μακάρι να βγω ψεύτης και λάθος. Αλλά οι εξετάσεις της έδειξαν πολύ μεγάλο αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων…» ξεκίνησε να λέει ο γιατρός. «Δηλαδή τι μου λες;» τον ρώτησα γιατί δεν ήθελα να καταλάβω τα λόγια του.

121


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Δηλαδή, εκ πρώτης όψεως δεν μπορώ να σου πω τίποτα με σιγουριά. Θα της κάνουμε εξετάσεις και θα ελπίσουμε να μην είναι το χειρότερο» απάντησε. «Θα μιλήσεις καθαρά;» τον ρώτησα αγριεμένος. «Νίκο, η Κίκα έχει μια πολύ μεγάλη πιθανότητα να πάσχει από λευχαιμία…» «Πόσο μεγάλη;» τον διέξοψα. «Ογδόντα τοις εκατό» απάντησε κοφτά. «Ευθανασία;» συνέχισα. «Είσαι σοβαρός; Γιατί; Έχει προχωρήσει η επιστήμη…» μου είπε. «Όσο κι αν έχει προχωρήσει. Αν όντως είναι λευχαιμία, σώζεται; Ή θα ταλαιπωρείται δύο – τρία χρόνια και μετά απλά θα μου φύγει;» ρώτησα και εκείνη την στιγμή ήθελα να βάλω τα κλάματα. Αρνούμουν να το πιστέψω. Δεν ήθελα να χάσω την σκυλίτσα μου. «Να κάνουμε τουλάχιστον τις εξετάσεις;» με ρώτησε ο γιατρός. «Με θέλεις κι εμένα εδώ;» «Βόηθησέ με να την ναρκώσουμε και θα σε πάρω τηλέφωνο να έρθεις αν δεν αντέχεις να την δεις» μου απάντησε και σηκώθηκα από την καρέκλα. Βάλαμε την Κίκα πάνω στο τραπέζι, κι ενώ άλλες φορές για να της κάνει μια απλή ένεση έπρεπε να την κρατάμε τέσσερεις νοματαίοι, σήμερα δεν κουνήθηκε καθόλου. Ήταν πολύ καταβεβλημένο και φαινότανε. Μόλις έκλεισε τα ματάκια της έφυγα από το κτηνιατρείο. Πήρα τηλέφωνο την Σίσσυ να έρθει να με βρει σ’ ένα κοντινό καφέ και κάθισα εκεί να χαζεύω τον κόσμο, χαμένος μέσα στις σκέψεις μου. Αγανάκτησα με την σερβιτόρα που μου χαμογελούσε και μιλούσε χαρούμενα. Κάποιος διέλυσε την χαρά από μέσα μου. «Τεκίλα. Κίτρινη. Σκέτη» της είπα ξερά και χαμογέλασε κάνοντας μια ανεπαίσθητη υπόκλιση. Δέκα λεπτά και δύο τεκίλες αργότερα ήρθε και η Σίσσυ και κοίταζε παράξενα τα ποτήρια με την τεκίλα. «Δώσε μου ένα τσιγάρο» της είπα την ώρα που καθότανε δίπλα μου.

122


Η Κίκα και η Σίσσυ (Δεύτερη Πράξη) «Τόσο άσχημα;» με ρώτησε η Σίσσυ κι εκείνη την στιγμή ξέσπασα. Σαν να ήμουν μικρό παιδί. Δεν ήξερα το γιατί. Ίσως γιατί τόσα χρόνια πνιγόμουν μέσα μου, από πολλά και διάφορα και η μόνη μου παρηγοριά ήταν η Κίκα μου. Και στην συνειδητοποίηση της ιδέας ότι την χάνω μου βγήκαν όλα τα σπασμένα. «Πεθαίνει Σίσσυ…» της είπα και ξέσπασα σε κλάματα. «Σώπα καλέ μου. Σώπα» μου απάντησε η Σίσσυ που δάκρυζε. «Λευχαιμία…» είπα κι άναψα το τσιγάρο προσπαθώντας να βγάλω τον εαυτό μου μέσα από εκείνο το λούκι που είχα πέσει. Σκούπισα τα μάτια μου, ήπια λίγο νερό και σκούπισα και τα μάτια της. Καθίσαμε αμίλητοι για αρκετή ώρα, μέχρι να με πάρει τηλέφωνο ο κτηνίατρος και να πάμε να την πάρουμε. Πίσω στο κτηνιατρείο η ατμόσφαιρα θύμιζε κηδεία. Και η Κίκα κοιμόταν ακόμη από την νάρκωση. «Θα την σώσουμε γιατρέ;» ρώτησα τον κτηνίατρο μετά από λίγες στιγμές απόλυτης σιωπής. «Πολύ δύσκολα. Πάρα πολύ δύσκολα. Με θεραπείες, υπομονή κι ελπίδα, μπορεί και να σωθεί» μου απάντησε. «Εντάξει τότε» είπα. Τον πλήρωσα, πήρα την Κίκα στην αγκαλιά μου και φύγαμε όλοι μαζί για το σπίτι. «Τι θα κάνουμε;» με ρώτησε η Σίσσυ την ώρα που καθόμασταν στον καναπέ κι ενώ η Κίκα άρχισε να συνέρχεται από την νάρκωση. «Δεν μπορώ να την βλέπω να βασανίζεται Σίσσυ. Όπως και δεν μπορώ να βλέπω κι εσένα να βασανίζεσαι. Κι εμένα. Ευθανασία» της απάντησα. «Θα την σκοτώσεις; Έτσι απλά; Δεν έχει ψυχή; Δεν έχει δικαίωμα να ζήσει;» με ρώτησε η Σίσσυ αγριεμένα. «Και τι να κάνω; Τι; Πες μου! Τι; Να την αφήσω να ζήσει, όπως κι όσο κι αν ζήσει; Για να τυρρανιέται; Να παλεύει; Και στο τέλος να φύγει. Εζησε καλή ζωή. Ας έχει κι ένα καλό τέλος» της απάντησα και είδα την Σίσσυ να μου ορμάει. Δεν ξέρω πόσες μάζεψα μέσα στο ξέσπασμα της. Το μόνο που ξέρω είναι πως την κράτησα και πως έβαλε τα κλάματα. Είχε δεθεί κι εκείνη με την Κίκα. Και δεν ήθελε να την χάσει.

123


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Αυτός ψυχή μου είναι ο κύκλος της ζωής. Όλα έρχονται κι όλα φεύγουν. Τίποτα δεν είναι παντοτινό» της είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα. Ήθελα να πάρω μερικές μέρες άδεια από την δουλειά για να συνέλθω. Αλλά κι αυτό δεν θα μου έφτανε. «Σίσσυ; Καλή μου Σίσσυ; Μην μου στεναχωριέσαι. Όλα θα βρούνε την σειρά τους» είπα στην Σίσσυ. «Πως;» με ρώτησε. «Θες να πάμε να μείνουμε στο χωριό;» «Στο σπίτι των δικών σου;» «Ναι. Είναι κλειστό από τότε που πέθαναν. Θα παρατήσω την δουλειά και θα πιάσω τα κτήματα εκεί. Κάπως θα τα βολέψουμε». «Πάμε…» μου απάντησε απλά η Σίσσυ και κάθισε στην αγκαλιά μου. Δύο μέρες αργότερα είχαμε πακετάρει τα βασικά και φεύγαμε για το χωριό. Οι τρείς μας. Παράτησα κι εγώ την δουλειά. Είχα σιχαθεί τον εαυτό μου μ’ εκείνη την δουλειά. Θα τα έβγαζα πέρα πιο δύσκολα. Θα αναλάμβανα και τα κτήματα του μακαρίτη του πατέρα μου που τόσα χρόνια τα νοίκιαζα. Γεωπόνο ήθελα να με κάνουν, οικονομολόγος έγινα. Λάθος επιλογές. Την Κίκα την θάψαμε στο χωριό. Και φτιάξαμε κι ένα μικρό τάφο. Και ένα μεγάλο κήπο γύρω – γύρω. Και ελπίζαμε και εγώ και η Σίσσυ ότι κάποια στιγμή, η ψυχή της θα καταφέρει να μας συγχωρήσει. Έτσι πέρασε ο καιρός. Και αποφασίσαμε να πάρουμε μια σκυλίτσα για να μας φυλάει στο νέο μας σπίτι. Ίδια ράτσα, ίδια ομορφιά. Κι η Σίσσυ επέμενε να την φωνάζει Κίκα. Κι έτσι της έμεινε το όνομα. Πλέον είχαμε το σπιτάκι μας με το τζάκι και την σοφίτα. Τα φρέσκα μας λαχανικά. Πέντ’ έξι κότες κι ένα κόκορα που κάθε πρωί ήθελα να του στρίψω το λαρύγγι. Τα παιδάκια μας που τρέχανε στην αυλή και έπαιζαν μακριά από το άχαρο γκρι αστικό τοπίο. Και την Κίκα που έπαιζε μαζί τους. «Χαζή γυναίκα» είπα ένα βράδυ στην Σίσσυ την ώρα που καθόμασταν αγκαλιά μπροστά από το τζάκι.

124


Η Κίκα και η Σίσσυ (Δεύτερη Πράξη) «Πολύ χαζή» μου απάντησε εκείνη. «Αν ήξερα ότι ήθελες να έχω σκύλο δεν θα είχαμε χάσει τόσα χρόνια ζωής». «Αν ήξερα ότι είσαι τέτοιος άνθρωπος, ο σκύλος δεν θα ήταν απαραίτητος» μου απάντησε η Σίσσυ χαμογελαστά. «Πόσο χαζοί ήμασταν κάποτε;» την ρώτησα. «Όσο και τώρα. Και ξεκίνα να ετοιμάζεσαι για τρίτο παιδί. Πάρε τα ρεμάλια τους φίλους σου και ξεκίνα να κερνάς» μου απάντησε γελώντας την ώρα που η Κίκα ερχόταν να χωθεί ανάμεσά μας για να την πάρουμε μια αγκαλιά. «Κι εσύ κοριτσάρα, θα έχεις καινούριο αδερφάκι» της είπε η Σίσσυ και βάλαμε τα γέλια. Και η Κίκα μας κοιτούσε παράξενα. Κι εγώ ένιωθα ότι μέσα στο βλέμμα της υπήρχε κάτι από την παλιά μου σκυλίτσα. Εκείνη που ήταν η καλύτερη συντροφιά στα χρόνια που πέρασα μόνος μου.

125



Ρεπριζ στο Θανατάδικο Μια κοινωνική νουβέλα καγκουριάς



Ρεπρίζ στο Θανατάδικο Τα νεύρα μου είναι… σαν μια ορχήστρα που παίζει στρατιωτικό εμβατήριο. Περπατάω με τον ρυθμό της και το μυαλό μου έχει σταματήσει να δουλεύει. Σαν την οθόνη του υπολογιστή μου, με την προφύλαξή της, που δείχνει διάφορες εικόνες ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ούτε να τις αλλάξω μπορώ κι ούτε ξέρω αν θέλω να το κάνω κιόλας. Μπήκα στο αυτοκίνητο να φύγω και το μετάνιωσα. Έπρεπε να γυρίσω να ξεκαθαρίσω την θέση μου, μια ζωή και μέχρι και σήμερα έφευγα, αποποιούμουν τις ευθύνες μου, τις καταλόγιζα πάντα σε άλλους. Κι απ’ την άλλη φορτωνόμουν με βάρη άλλων, πράγματα, ευθύνες και τύψεις που δεν ποτέ ήταν δικές μου. Έβγαλα τα κλειδιά και τα κοίταξα. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ήθελα να οδηγήσω το παλιό μου αυτοκίνητο. Αυτό που παράτησα για χάρη του οικογενειακού, πολύ καιρό πριν. Το είχα ακόμη στο γκαράζ, ακόμη το περιποιούμουν, δεν κατάφερα ποτέ να το πουλήσω, το αγαπάω και μ’ αγαπάει. Μ’ έχει πάει παντού, μου χει κάνει παρέα στις πιο δύσκολες στιγμές. Αναλογίζομαι την ζωή μου και τα τελευταία μου χρόνια. Γιατί να έρθουν εδώ τα πράγματα; Έκανα υπομονή όπως με δίδαξαν, μα ούτε εκείνη μ’ έβγαλε πουθενά. Τα παιδιά στο σχολείο. Η γυναίκα στο σπίτι. Κι εγώ στο δρόμο. Μπήκα στο αυτοκίνητο και το ξεκίνησα. Αυτός ο ήχος της συγκεκριμένης μηχανής μου προκαλούσε δέος. Τρίλιτρος κινητήρας, εξακύλινδρος σε διάταξη V. Ήξερα που ακουμπούσα το πόδι μου, ήξερα ακριβώς που πατάω στο δρόμο. Στο κασετόφωνο• χα, ακόμα κασετόφωνο, δεν το άλλαξα ποτέ, είμαι γραφικός και το αγαπάω• υπάρχει ακόμη η ίδια αθάνατη κασέτα από τα είκοσι μου. Ξεκινάω την κασέτα που δεν μπορεί να καλύψει τον θόρυβο της μηχανής και την βλέπω να βγαίνει από την πολυκατοικία και να έρχεται προς το αυτοκίνητο. Ποτέ δεν ήσουνα εδώ, τώρα γιατί έρχεσαι; Συμπλέκτη. Όπισθεν. Καλησπέρα. Βγαίνω πάνω στο δρόμο και η αδρεναλίνη από τον καυγά που έγινε πριν και το γκάζι αρχίζει να κατακλύζει το μυαλό μου. Δευτέρα, το πόδι στον πάτο, το μοτέρ ουρλιάζει στις εφτά χιλιάδες στροφές, αλλαγή σε τρίτη και προσπερνάω σφαίρα ένα πιτσιρικά, που το παίζει μάγκας. Φανάρι και βλέπω τον πιτσιρικά να στήνεται δίπλα μου.

129


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Κοντράρει και δεν θα του βγει σε καλό. Δεν ξέρει που πάει. Έτσι ήμουν κι εγώ κάποτε. Πριν μ’ αλλάξει η ζωή. Πριν μ’ αλλάξει η αγάπη. Κοιτάω το φανάρι… «Θα τον πατήσω κάτω, θα τον λιώσω. Μόνο τα φώτα μου θα δει» σκέφτομαι. Τον κοιτάω μέσα από το παράθυρο, έχει και την γκόμενα μέσα ο μικρός, το παίζει ιστορία. Καημένα παιδιά. Όλοι περάσαμε από εκεί. Ανάβει πράσινο και τα αντανακλαστικά μου ακόμη και μετά από τόσα χρόνια δεν μ’ απογοητεύουν. Ξεκινάω χαλαρά, «άστο μωρέ το παιδί να χαρεί και λίγο» λέω στον εαυτό μου και τον αφήνω να φύγει λίγο μπροστά. Δευτέρα, πίτα το πόδι στον πάτο, ίδια ιστορία πάντα, στα άκρα ποτέ δεν μ’ έφτασε κανείς, τέζα πάω6, προσπερνάω του σκοτωμού, τρίτη και κοιτάζω από τον καθρέφτη παλεύει να με φτάσει. Στρίβω στην γέφυρα, ξέρω άραγε που πατάω σήμερα; Νομίζω πως ξέρω αν και έχω να την κάνω την διαδρομή χρόνια. Νιώθω το αυτοκίνητο να χάνεται, για πολλοστή φορά και είναι η πρώτη στιγμή που νιώθω φόβο, παλιότερα δεν μ’ ένοιαζε, με τσίτωνε και παραπάνω. Τώρα φοβάμαι. Δεν είμαι μόνος μου. Έχω πολλά πράγματα πίσω μου. Πρέπει να μιλήσω με την μεγάλη. Θυμάμαι τον κολλητό μου. «Έχε τους φίλους σου κοντά και τους εχθρούς σου πιο κοντά» μου έλεγε πάντα, ειδικά από τότε που αρραβωνιάστηκα. «Πρόσεχε ρε! Το νου σου ρε!» ήταν τα λόγια που γύριζαν μέσα στο μυαλό μου. Ο Ασυμβίβαστος. Αυτός ήταν. Απλά ο ασυμβίβαστος. Φτάσαμε σε μια ηλικία που εγώ έκανα όλα όσα ήθελα στην ζωή μου με δυσβάσταχτος όρους κι εκείνος δεν έκανε τίποτα από όσα κυνηγούσε αλλά ζούσε την ζωή του με τους δικούς του όρους. Πάντα θέλαμε οικογένεια. Εγώ το κατάφερα συμβιβαστικά. Εκείνος δεν συμβιβάστηκε ποτέ και έκανε ότι ήθελε. Τελικά εγώ έχω σχεδόν τα πάντα και είμαι δυστυχισμένος κι εκείνος παλεύει καθημερινά για να ζήσει την φαμίλια και είναι ευτυχισμένος. Πως το καταφέραμε αυτό; Τι καταφέραμε τελικά να κάνουμε στην ζωή μας; Πρέπει να μιλήσω πρώτα με τον «ασυμβίβαστο» τον Φώτη, να μου δώσει μια συμβουλή, πάντα με συμβούλευε σωστά αυτός ο άνθρωπος, ακόμη κι αν εγώ αργούσα πολύ να το δω. Τον πήρα τηλέφωνο. Οι ίδιες ατάκες μια ζωή.

130


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Έλα ρε χάλι. Μπα, μπα, βγάλαμε το τέρας;» με ρώτησε γελώντας. «Άσε μάγκα, είμαι σκατά». «Γιατί ρε φίλε;» «Χωρίζω». «Εδώ και είκοσι χρόνια». «Δεν κόβεις το δούλεμα ρε καραγκιόζη; Πού είσαι;» «Δουλεύω. Θα πιούμε;» «Μπύρες;» «Πάντα». «Πότε;» «Μεσημέρι. Σχολάω τρείς, έλα από το σπίτι κατά τις τέσσερεις. Θα στρώσω κρεβάτι αν τυχόν δεν θες να γυρίσεις σπίτι». «Είναι μονόδρομος φίλε πια. Δεν αντέχω άλλο». «Είκοσι χρόνια σου πήρε να το καταλάβεις; Είκοσι;» «Δεκαοχτώ». «Όχι Γιάννη… Γιαννάκη. Έστω και δεκαοχτώ. Στα παιδιά τι θα πεις;» «Την αλήθεια» απάντησα και δεν άκουσα τίποτα απ την άλλη πλευρά της γραμμής. «Μην το κάνεις. Δεν φταίνε σε τίποτα». «Μόνο στην Μελίνα. Πρέπει να ξέρει». «Θα την σκοτώσει ρε. Δεν είναι ότι καλύτερο». «Δεν σ’ ακούω μάγκα. Όχι σήμερα. Πρέπει να μάθει». «Ρε χαζέ, ηρέμησε, το ξέρω το βαφτιστήρι μου. Θα σαλτάρει η μικρή, μην της πεις τίποτα, περίμενε, θα βρούμε ένα τρόπο». «Όχι. Δεν ακούω κουβέντα. Από σήμερα ασυμβίβαστος. Για πρώτη φορά στην ζωή μου. Σταματάω να καταπίνω κολλητέ. Σταματάω να καταπίνω κι αρχίζω να φτύνω». «Το παιδί που σου φταίει; Επειδή δεν είναι δικό σου; Να τα ξαναλέμε τώρα; Να τα ξαναπιάσουμε;» με ρώτησε και εξοργίστηκα. Ήξερε. Ήξερε ο ηλίθιος πόσα έχω κάνει. «Μαλάκα, την ξέρεις την ιστορία. Ξέρεις πως την έχω μεγαλώσει την Μελίνα. Μην μου λες τρελά τώρα, γιατί στο κλείνω και στην μάπα και σαλτάρετε όλοι να γαμηθείτε να πούμε. Το κορίτσι δεν μου φταίει

131


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις σε τίποτα. Πρέπει να καταλάβει για την φυγή όμως. Πρέπει να μάθει. Πρέπει να κατηγορήσει εμένα και την μάνα της, όχι τον εαυτό της. Να ξεμπερδεύω μ’ αυτό. Έχω τύψεις ρε μαλάκα, πως το λένε; Ξέρεις τι είναι τύψεις γαμώ; Ξέρεις τι είναι να κάνεις ακόμα και πλάτες στην γυναίκα σου για να μην καταλάβουν τίποτα τα παιδιά; Ξέρεις τι είναι να καταπίνεις ρε μαλάκα τα πάντα; Ε; Ξέρεις; Όχι ρε! Δεν ξέρεις. Οπότε βούλωνε και μην μου λες τι θα κάνω, ειδικά σ’ αυτό το θέμα. Μιλάμε μετά». «Το νου σου αδερφέ, μόνο αυτό. Το νου σου. Περιμένω» είπε και κλείσαμε το τηλέφωνο. Δύο παρά είκοσι, σε λίγο θα τελείωνε και η Μελίνα από το σχολείο. Προλάβαινα να φτάσω μέχρι εκεί. Το καημένο το Μελινάκι μου... Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα. Πήγα σπασμένος7 μέχρι το σχολείο και περίμενα, δεν είχαν τελειώσει ακόμα. Άνοιξα το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου, είχα ένα πακέτο τσιγάρα μέσα, ποιος ξέρει από πότε; Από κανένα βράδυ που θα είχα νεύρα και το πήρα. Το είχα κόψει το ρημάδι το κάπνισμα, από τότε που γεννήθηκε η Μελίνα. Αλλά ενίοτε τέντωναν τα νεύρα μου. Εκείνες τις στιγμές κάπνιζα σαν τζάκι. Κυριολεκτικά. Άνοιξα το παράθυρο κι άναψα τσιγάρο. Είχε κρύο έξω. Είδα την Μελίνα να βγαίνει από την αυλή του σχολείου μαζί με την παρέα της. Ήθελα να πετάξω το τσιγάρο, «κακή επιρροή» σκέφτηκα αλλά το μετάνιωσα. Όχι σήμερα. Σήμερα δεν συμβιβάζομαι για κανέναν και για τίποτα. Σήμερα, μετά από πολλά χρόνια είμαι ο εαυτός μου. Με είδε από μακριά και ήρθε σχεδόν τρέχοντας στο αυτοκίνητο, ήξερε πως δεν τ’ οδηγώ πια. Μόνο όταν έφτανε ο κόμπος στο χτένι το έπαιρνα για να ξεφύγω. «Έγινε κάτι μπαμπά;» με ρώτησε ταραγμένα. «Όχι… Ναι… Τέλος πάντων, μπες μέσα, θα σου πω. Έγιναν πολλά. Πρέπει να μιλήσουμε» της απάντησα και τρόμαξε περισσότερο. «Η μαμά;» με ρώτησε. «Θα πιούμε καφέ;» της είπα για να αποφύγω την ερώτηση και να της τα εξηγήσω όλα μαζί. Μπήκε μέσα κι έκατσε, έβαλε και ζώνη. Μεγάλωσε πολύ, την θυμάμαι ακόμη μωρό, να τρέχει μέσα στο σπίτι, να πέφτει κάτω, να

132


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο γελάει, να κλαίει, να μου απλώνει τα χεράκια και να φωνάζει «μπαμπά». Κοίταξέ την, ολόκληρη γυναίκα έγινε. Τι κι αν δεν είναι δική μου κόρη πραγματικά; Εγώ την μεγάλωσα. Με τρέξιμο, με ξενύχτι, με αϋπνίες, με όλα. «Θα πιούμε τελικά καφέ;» την ρώτησα προσπαθώντας να χαμογελάσω. «Θα πιούμε. Τι έπαθες; Τι μύγα σε τσίμπησε;» «Άσχημη. Γίνομαι κι εγώ ασυμβίβαστος. Σαν το νονό σου ένα πράγμα» της απάντησα. «Καλό είναι αυτό μπαμπά. Πολύ καλό». Φύγαμε για την καφετέρια που συχνάζει. Δεν ήθελα να πάω στα δικά μου τα στέκια, είχα να πω πολλά και βαριά, ήξερα ότι θα έπεφτα πάλι στο λούκι και θα άρχιζα την κατρακύλα στο ξύδι. Κάθε φορά τα ίδια. Κάθε φορά στο λούκι. Φτάσαμε, παράτησα τ’ αυτοκίνητο σ’ ένα στενό και περπατήσαμε για λίγο αμίλητοι. «Μεγάλωσες κορούλα μου, μεγάλωσες…» της είπα ενώ ήμουν χαμένος στις σκέψεις μου. «Όλοι μεγαλώνουμε, αναπόφευκτα» μου απάντησε. Καθίσαμε και παραγγείλαμε καφέδες. Δεν μιλούσα ούτε εγώ, ούτε εκείνη, με κοιτούσε μόνο με περιέργεια, ένιωσα σαν να ήξερε τι ήθελα να της πω. Φτάσανε οι καφέδες, πήρα τον δικό μου, τον ανακάτεψα λίγο και την άκουσα να μου λέει «Θα μου πεις τώρα τι έγινε;» «Χωρίζω με την μάνα σου Μελίνα. Αυτό έγινε» της απάντησα μηχανικά, πίστευα ότι η ευθεία προσέγγιση θα είναι και η καλύτερη. «Εδώ και χρόνια μπαμπά. Δεν χωρίζεις σήμερα, χωρίζεις εδώ και τουλάχιστον έξι χρόνια. Αλλά γιατί σήμερα;» «Γιατί έφτασε ο κόμπος στο χτένι κορίτσι μου. Δεν μπορώ να συμβιβαστώ πια. Έφτασα τα σαράντα δύο. Πρέπει κάποια στιγμή κι εγώ να ζήσω για μένα και για εσάς. Όχι για την μάνα σας». «Εγώ που φταίω μπαμπά;» με ρώτησε σκεφτική. «Εσύ κορίτσι μου δεν φταις πουθενά, ούτε η μάνα σου φταίει πουθενά. Εγώ φταίω. Για τις δικές μου επιλογές». «Σε κερατώνει η μαμά;» «Ξεφεύγει η κουβέντα Μελίνα…»

133


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Κατάλαβε ότι σε λίγες μέρες ενηλικιώνομαι, δεν είμαι πια παιδί…» «Εγώ όμως εκείνο θα βλέπω πάντα. Ένα μικρό πλασματάκι που έτρεχε στο σπίτι, άπλωνε τα χέρια του και φώναζε μπαμπά… Δεν θα σβηστεί ποτέ η εικόνα από το μυαλό μου. Και ναι, με κερατώνει η μάνα σου. Εδώ και πολλά χρόνια». «Πόσα;» «Είσαι σίγουρη πως θέλεις να μάθεις την ιστορία; Θα πονέσει πολύ». «Το έχω καταλάβει πως κάτι γίνεται εδώ και καιρό. Μου είχε περάσει από το μυαλό. Αλλά με την μαμά δεν μπορώ να συζητήσω, έχει σηκώσει τείχη γύρω της και δεν ανοίγεται. Εσύ από την άλλη αν δεν θέλεις να μιλήσεις δεν μπορούμε να σου πάρουμε κουβέντα. Ναι, θέλω να μάθω την αλήθεια. Να ξέρω το γιατί γίνεται όλο αυτό, γιατί πρέπει να περάσω από την διαδικασία…» μου είπε και την σταμάτησε ο ήχος του τηλεφώνου της. «Ο νονός…» μου είπε και το σήκωσε. «Έλα νονέ» απάντησε στο τηλέφωνο χαρούμενα και μετά το βλέμμα της άλλαξε. «Καλά» είπε και το έκλεισε. Δεν την ρώτησα, θα μου έλεγε αν ήθελε να μου πει κάτι. «Μου είπε να μην πιστέψω λέξη απ’ ότι πεις και αν είναι να κάνουμε κουβέντα, να την κάνουμε όταν θα είσαι ήρεμος». «Αυτό το αφήνω στην κρίση σου παιδί μου». «Εγώ θέλω να μάθω μπαμπά. Τα πάντα. Από την αρχή. Όσο κι αν πονέσω. Βαρέθηκα να μην ξέρω τι γίνεται στην ζωή μου και τι μου ξημερώνει αύριο». Δεν απάντησα, κούνησα το χέρι στον ένα σερβιτόρο που ήρθε βαριεστημένα προς το τραπέζι. «Βάλε μια τεκίλα. Σκέτη. Βασικά βάλε δύο» του είπα και περίμενα. Η Μελίνα με κοίταζε απορημένα. «Περίμενε. Θα σου πω» της απάντησα και ήρθαν οι τεκίλες μου. Άναψα τσιγάρο, ήπια την μία μονορούφι και άρχισα την αφήγηση. Ήξερα πως θα την πονέσουν όλα όσα είχα να της πω, αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Έπρεπε να μάθει. Κι όσο νωρίτερα, τόσο καλύτερα. «Λοιπόν…» ξεκίνησα και οι λέξεις καίγανε το λαιμό μου περισσότερο από την τεκίλα. «Η ιστορία ξεκινάει πολλά χρόνια πριν,

134


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο όταν γνώρισα την μάνα σου. Ήμουν με κάποια κοπέλα τότε, ήταν φίλες, οι καλύτερες φίλες. Και η μάνα σου ήταν με κάποιον. Ήμασταν όλοι καλά. Η παρέα είχε γέλιο. Απ’ την άλλη ο νονός σου τότε ήταν το ίδιο ρεμάλι που είναι και τώρα, μπα ψέματα, χειρότερο ρεμάλι ήταν τότε. Μου έλεγε πάντα να τις προσέχω. Και την μάνα σου και την φίλη της. Μετά ο βλάκας της μάνας σου· γιατί δεν ήταν κάτι παραπάνω, ή μάλλον ήταν, αλλά δεν θέλω να μιλήσω στην γλώσσα μου· απάτησε την μάνα σου με την καλύτερη της φίλη…» «… την κοπέλα που ήσουν εσύ δηλαδή» με διέκοψε η Μελίνα. «Ναι. Αυτήν. Χώρισα. Ίσως και να την αγαπούσα, περάσανε πολλά χρόνια, δεν θυμάμαι πια. Και η μάνα σου χώρισε. Το μάθαμε μ’ ένα πολύ ηλίθιο τρόπο, εγώ είχα σπίτι τότε, κανόνισα με την μάνα σου να βγω για ποτό κι οι άλλοι δυο βγάζανε τα μάτια τους στο σπίτι μου. Δεν θυμάμαι για ποιόν λόγο γύρισα νωρίς. Νομίζω με πήραν τηλέφωνο να πάω το πρωί για δουλειά, τελευταία στιγμή κι έφυγα για να κοιμηθώ νωρίς, δεν θυμάμαι θα σε γελάσω. Μπαίνω στο σπίτι και αντικρίζω το θέαμα…» είπα και θυμήθηκα εκείνες τις στιγμές. Δεν μίλησα. Ένιωσα να δακρύζω από τα νεύρα για ακόμη μια φορά από εκείνη την προδοσία. Και την προδοσία της γυναίκας μου. Την μετέπειτα προδοσία. «Τι έγινε τότε; Γιατί κλαίς ρε μπαμπά;» με ρώτησε η Μελίνα. «Γιατί; Άστο κορίτσι μου. Άστο. Θα χάσεις πάσα ιδέα για εμένα». «Δεν χάνω τίποτα. Μίλα. Σε πνίγουν. Σε παρακαλώ, για μία φορά τουλάχιστον μίλα». «Θα ακούσεις πολλά που δεν θα σ’ αρέσουν. Να το ξέρεις». «Δεν πειράζει». «Εντάξει λοιπόν. Μπήκα στο σπίτι. Εξοργίστηκα. Έχασα την λογική μου, την ψυχραιμία μου. Δεν ήξερα τι έκανα. Ήθελα να πάρω τηλέφωνο την μάνα σου να έρθει από κει. Δεν το έκανα. Όχι τότε. Μπήκα με φόρα στο υπνοδωμάτιο, τους έπιασα στα πράσα. Κάτι σάλεψε μέσα στο μυαλό μου, θυμάμαι τα πάντα αποσπασματικά, με τσάκιζε ο πόνος. Η πρώτη μπουνιά έφυγε πολύ άσχημα. Με πλημμύρισε κάτι που λέγεται οργή. Τον έστρωσα κάτω τον μπαγλαμά8 και τον άρχισα στις κλωτσιές. Ήρθε και η άλλη να με μαζέψει. Έφυγε με τέσσερα δόντια σπασμένα εκείνο το βράδυ. Τυχεροί ήταν που δεν

135


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις τους σκότωσα. Τότε, σχεδόν την συντηρούσα, συγκατοικούσαμε τρία χρόνια, το πηγαίναμε για σοβαρά. Κι όμως, να που δεν ήρθαν έτσι τα πράγματα. Ο μπαγλαμάς ζει ακόμα. Και είναι το άτομο που με κερατώνει η μάνα σου…» «Δεν μιλάς σοβαρά!» φώναξε η Μελίνα. «Σοβαρά μιλάω κορίτσι μου. Την αλήθεια σου λέω. Σήμερα τελειώνουν όλα. Όλα τα ψέματα». «Συνέχισε, μην εξοργίζεσαι τώρα». «Θα συνεχίσω…» είπα και ήπια λίγη τεκίλα. Άναψα κι άλλο τσιγάρο. Το ένα μετά τ’ άλλο. Γύρισα πίσω στις σκέψεις μου. Άρχισα να μιλάω μηχανικά. «Εκείνο το βράδυ έπεσε πολύ ξύλο. Εκείνο το βράδυ χώρισα. Εκείνο το βράδυ αποφάσισα να μην πω τίποτα στην μάνα σου, όσο καλή μου φίλη κι αν ήταν. Δεν ήθελα να ανακατευτώ. Ήξερα πως έπρεπε να την προστατεύσω αλλά δεν ήθελα. Βγήκαμε όλοι μαζί παρέα το απόγευμα. Το επόμενο ακριβώς απόγευμα. Ο νονός σου ήταν μιλημένος κι έτοιμος αν γίνει κάτι. Βγήκαμε και έβλεπα στραπατσαρισμένα πρόσωπα. Ο βλάκας και η πρώην μου. Είχα και την Νάντια να ρωτάει τι έγινε και να μην μιλάει κανείς τους. Να με κοιτάνε όλοι και να περιμένουν να βγάλω το φίδι από την τρύπα. Δεν μίλησα. “Μίλα” μου είπε η Νάντια και σιώπησα. Γέλασα, το θυμάμαι καλά. Γέλασα. Και πετάχτηκε ο άλλος και με ρώτησε, “γιατί γελάς ρε κερατά;” Ίσως και στην πλάκα. Αρπαχτήκαμε στο τσιπουράδικο, έγινε χαμός, ήρθε η αστυνομία. Με μαζέψανε. Ήθελε να μου κάνει μήνυση ο γελοίος. Τον έπιασε ο νονός σου έξω από το τμήμα και του μίλησε. “Θα σε βάλει σε μάρμαρο αν το κάνεις. Θα βγει κάποια στιγμή. Τον ξέρω. Είναι τρελός. Άφησε την κατάσταση πίσω σου, θα κάνει ότι δεν έγινε ποτέ” το θυμάμαι καλά γιατί τα είχε γράψει ο χαζός σε χαρτάκι, για να μην τα ξεχάσει». «Και μετά;» με ρώτησε η Μελίνα μόλις μ’ είδε σιωπηλό. Άρχισε να βρέχει έξω και γύρισα στα χρόνια εκείνα, στα είκοσι τρία που περνούσαμε καλά, με την παρέα, τις κοπέλες μας, τις πλάκες μας, με τα πάντα. Τώρα πως κατάντησα έτσι; «Να πιώ ένα ακόμα;» ρώτησα την Μελίνα ενώ κοίταζα το μισοάδειο ποτήρι.

136


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Όχι μπαμπά. Σε χαλάει. Και δεν έχεις και την κιθάρα για να ξεσπάσεις». «Αυτή Μελινάκι μου είναι η κορφή από το παγόβουνο» «Μην πιείς άλλο. Καν’ το για μένα» μου είπε. «Εντάξει. Απλά εντάξει». «Τι έγινε μετά;» «Σούταρα την πρώην από το σπίτι, περνούσαν οι μέρες παρέα με την μάνα σου και τον νονό σου. Δούλευα και έπινα, αράζαμε στο σπίτι μου. Ένα βράδυ, δεν είχε περάσει πολύς καιρός, δύο – τρείς βδομάδες θα ‘ταν μου είπε η Νάντια πως ήταν έγκυος. Σε σένα…» είπα και έβλεπα την Μελίνα να αλλάζει δέκα χρώματα. «Αυτό σημαίνει πως…» είπε η Μελίνα και άφησε την κουβέντα της μισή. Έμοιαζε περισσότερο εξοργισμένη παρά σαστισμένη, τρομαγμένη ή οτιδήποτε άλλο. Απλά εξοργισμένη. «Αυτό σημαίνει πως δεν είσαι η βιολογική μου κόρη, κορίτσι μου. Το κατάλαβες και μόνη σου» της είπα και σήκωσε το χέρι της για να σταματήσω να μιλάω. Πήρε το τηλέφωνο από το τραπέζι. Το κοίταξε και πήρε κάποιον τηλέφωνο. Περίμενε λίγο στο ακουστικό ενώ είχε το χέρι της σηκωμένο για να μην μιλήσω. Ήπια και την υπόλοιπη τεκίλα και έκανα νόημα στον σερβιτόρο. Ήρθε προς το μέρος μας. «Φέρε ακόμη μία» του είπα και πετάχτηκε και η Μελίνα. «κι εγώ μία» είπε νευριασμένα και περίμενε στο τηλέφωνο. Δεν της είπα τίποτα, ας είναι, αν την κάνει να νιώσει λίγο καλύτερα, ας είναι. Ας πιεί. «Δεν θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου, ούτε από σπόντα. Μ’ ακούς; Ούτε από σπόντα. Ούτε από σπόντα ρε! Σίχαμα. Άθλια. Δεν έχω λόγια πια. Τι να σου πω;» φώναξε στο τηλέφωνο και την έβλεπα να κοκκινίζει από τα νεύρα της. «Τολμάς ρε, τολμάς να με αποκαλείς παιδί σου; Τολμάς, όταν υπάρχει ένας άνθρωπος που μου έδωσε τα πάντα και εσύ δεν μ’ αγάπησες ποτέ; Τολμάς; Ούτε ζωγραφιστή, ούτε στο δρόμο μου δεν θέλω να σε δω πια. Έχεις πεθάνει για μένα… μάνα. Δεν σου αξίζει αυτή η προσφώνηση από εμένα» είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο με κοίταξε και δάκρυζε. «Κορίτσι μου;» την ρώτησα.

137


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Δεν μ’ αγάπησε ποτέ, μπαμπά. Μπαμπά; Πόσο αστείο ακούγεται πια; Κι όμως. Τώρα εξηγούνται όλα. Όλα. Εξηγείται η αγάπη που δείχνει στις μικρές. Η αγάπη που ποτέ δεν πήρα εγώ. Η αδιαφορία της. Εξηγούνται όλα. Η Αλεξάνδρα και η Έλενα; Μήπως κι αυτές δεν είναι δικά σου παιδιά;» με ρώτησε. «Όχι. Αυτές είναι δικά μου παιδιά. Αν και δεν μπορώ να κόψω και το κεφάλι μου». «Κόψ’ το πατέρα. Κόψ’ το. Μόνο εγώ βλέπω; Μόνο εγώ νιώθω παραγκωνισμένη από κείνη; Τα κορίτσια και τα κορίτσια, μια ζωή τα κορίτσια της. Κι εγώ; Τίποτα. Τόσο πολύ την πείραζα; Τόσο πολύ της θύμιζα την ζωή της; Τόσο ρε;» φώναξε και ξέσπασε σε κλάματα. Ο σερβιτόρος γύρισε με τις τεκίλες και μας κοίταξε παράξενα. Του έριξα κι εγώ ένα αγριεμένο βλέμμα κι έφυγε χωρίς να σχολιάσει. «Κορίτσι μου; Έλα δω» της είπα και σηκώθηκε από την καρέκλα της. Ήρθε δίπλα μου και την πήρα αγκαλιά. «Άκουσέ με. Μην κλαίς κι άκουσέ με». «Σ’ ακούω» απάντησε μέσα στους λυγμούς της. «Αυτά τα δεκαοχτώ χρόνια, δεν τα αλλάζω με τίποτα. Για τίποτα και για κανέναν. Έχω το ίδιο δέσιμο με σένα που έχω και με τις μικρές, δεν γουστάρω τις ταμπέλες. Τώρα σου μιλάω σαν φίλος. Σαν πραγματικός φίλος. Δεν ξεχώρισα ποτέ καμία σας…» «Το ξέρω ρε μπαμπά. Το βλέπω. Το ξέρω» με διέκοψε. «Ο κάθε άνθρωπος τα βλέπει διαφορετικά Μελινάκι μου, αυτό έκρινε η μάνα σου πως ήταν καλύτερο, αυτό έκανε. Ούτε να πάρω το μέρος της μπορώ, ούτε και να την κατηγορήσω». «Γιατί;» με ρώτησε. «Γιατί;» την ρώτησα κι εγώ μην μπορώντας να καταλάβω την ερώτησή της. «Γιατί ήταν έτσι; Γιατί είναι έτσι; Δεν με ήθελε; Με ήθελες εσύ περισσότερο που δεν είσαι καν πατέρας μου;» «Όχι. Να σου πω την αλήθεια θες; Ή ακόμη ένα παραμύθι;» «Την αλήθεια πατέρα. Μόνο την αλήθεια». «Η αλήθεια κορίτσι μου, πονάει». «Δεν μπορείς να καταλάβεις τον πόνο μου».

138


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Όχι κορίτσι μου. Δεν μπορώ. Δεν πέρασα ποτέ από εκεί. Δεν ξέρω πως νιώθεις και δεν θα μάθω πραγματικά πως είναι να σου έχουν συμπεριφερθεί έτσι. Ίσως και να το βλέπεις ότι είναι η εκδίκησή μου για την μάνα σου. Κι αν το βλέπεις, ναι, αυτό είναι. Απλά δεν θέλω να σας χάσω με τα ψέματα που μπορεί να σας πει. Η Αλεξάνδρα είναι δεκαπέντε. Η Έλενα δεκατέσσερα. Τι να τους πω; Τι να τους εξηγήσω; Εσύ τουλάχιστον μπορείς να καταλάβεις πως έγιναν κάποια πράγματα». «Προσπαθώ να καταλάβω μπαμπά. Τι έγινε μετά;» «Πότε μετά;» «Όταν έμαθε η Νάντια πως είναι έγκυος σε μένα». «Η μητέρα σου εννοείς». «Η πρώην μάνα μου. Δεν θέλω να ξέρω ότι υπάρχει πια αυτή η γυναίκα. Κανένα ιερό. Κανένα όσιο. Ούτε από σπόντα δεν θέλω να την δω». «Όπως αγαπάς κορίτσι μου… Μετά, μιλήσαμε. Την αγαπούσα την μάνα σου σαν άνθρωπο, ήταν πολύ καλό παιδί. Αλλά από κείνη την απάτη κάτι χάλασε μέσα της. Εξοργίστηκε κι αποφάσισε να το πληρώσουν όλοι μαζί, όσοι φταίνε κι όσοι δεν φταίνε. Της έδωσα μια χείρα βοηθείας. Πήγα και την ζήτησα από τους δικούς της, ήθελε να σε κρατήσει, ήθελα να την βοηθήσω. Ξεκινήσαμε να συγκατοικούμε και να τρέχω. Ποτέ δεν με πείραξε το γεγονός ότι δεν ήσουν πραγματικά η κόρη μου. “Ο καρπός του έρωτά μας”. Ποτέ δεν υπήρξε αυτό. Ποτέ δεν ήμουν ερωτευμένος με την μάνα σου. Κάποτε ήμουν κολλημένος μαζί της, αλλά περάσανε πολλά χρόνια από τότε. Την αγαπούσα και την αγαπάω ακόμα. Σαν άτομο, σαν γυναίκα. Ποτέ όμως δεν ένιωσα ερωτευμένος. Μ’ έφθειρε κάθε μέρα αυτό. Αλλά κάπου εκεί γεννήθηκες εσύ. Και έφυγαν όλα από το κεφάλι μου. Ήσουν ένα πλασματάκι, μικρό, ήρεμο. Γκρίνιαζες λίγο, έτρωγες πολύ και κοιμόσουν πολύ. Μεγάλωνες γρήγορα. Δούλευα τότε δύο δουλειές για να μην σου λείψει τίποτα. Την πρώτη φορά που είπες μπαμπά ήμουν στο σπίτι. Πως το κατάφερες; Πρώτη λέξη μπαμπά, όχι μαμά, τι κι αν έλειπα την μισή μέρα δουλεύοντας; Τι γέλιο που είχες μικρή; Καθόσουν στο χαλί, στο παλιό το σπίτι, δίπλα απ το δέντρο και τέντωνες τα χέρια, φώναζες για να έρθω να σε πάρω αγκαλιά».

139


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Το τατουάζ πότε το έκανες;» «Τότε. Εκείνο τον καιρό». «Ακόμη κι έτσι; Ακόμη και που ήξερες ότι δεν είμαι το παιδί σου, πήγες κι έγραψες το όνομά μου πάνω στο χέρι σου;» «Δεν παίζει ρόλο ποιος έβαλε τα υλικά Μελινάκι για να γίνει ένα φαγητό. Ποιος έκανε την εκτέλεση της συνταγής παίζει ρόλο. Η αγάπη που βάζεις παίζει ρόλο. Τα συναισθήματα παίζουν ρόλο. Το γέλιο σου που μου έπαιρνε την κούραση απ’ όλη τη μέρα. Ποτέ δεν σ’ είδα σαν παιδί κάποιου άλλου…» «Εν αντιθέσει με την πρώην μάνα μου» με διέκοψε η Μελίνα και είχε μια πίκρα στην φωνή της. «Δεν είναι έτσι…» ξεκίνησα να λέω και πετάχτηκε πάλι. «Αλήθειες πατέρα. Μόνο αλήθειες σήμερα. Με ξεχώρισε από τις αδερφές μου; Ναι. Μου συμπεριφέρθηκε σαν κατώτερη από κείνες; Ναι. Πότε ήταν η τελευταία φορά που ρώτησε για μένα; Τι κάνω; Πως πάω στο σχολείο; Τι θέλω να κάνω στην ζωή μου; Όταν ήμουν οχτώ ίσως;» «Έχεις δίκιο κόρη μου. Ναι, η μάνα σου, πάντα σε ξεχώριζε. Ακόμη και πριν γεννηθούν τα κορίτσια. Κάπου μέσα της πίστεψε πως ήσουν ανεπιθύμητη, καρπός μιας σχέσης που ποτέ δεν ευδοκίμησε. Προσπάθησα να κρατήσω τις ισορροπίες. Το κατάφερα όσο ήταν ανθρωπίνως δυνατό». «Γιατί την βοήθησες;» «Γιατί δεν σηκώνεις το τηλέφωνό σου;» «Γιατί είναι η Νάντια. Γι αυτό. Δεν θέλω να την ξέρω πια». «Μην γίνεσαι σκληρή. Μου την θυμίζεις ώρες – ώρες». «Ίσως γι αυτό να μην τα πήγαμε ποτέ καλά μπαμπά, ίσως γιατί κατά βάθος έχω τον χαρακτήρα της». «Ίσως κορίτσι μου. Ίσως». «Γιατί όμως την βοήθησες;» «Δεν ξέρω. Αυτό μου βγήκε να κάνω. Αυτό έκανα. Εσύ δεν μου έφταιγες σε τίποτα. Η μάνα σου δεν ήθελε να κάνει έκτρωση, ήθελε να σε κρατήσει, δεν θα τα κατάφερνε μόνη της, πίστεψα ότι θα μπορούσαμε να βρούμε λύσεις για τα πάντα. Έξι χρόνια την ήξερα τότε, έξι χρόνια κάναμε παρέα».

140


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Τι έγινε μετά;» «Πότε μετά;» «Όταν γεννήθηκα εγώ. Είναι μεγάλη ακόμη η ιστορία;» «Ναι. Τι ώρα πήγε;» «Τέσσερεις παρά». «Δεν έχεις φροντιστήριο εσύ;» «Δεν θα πάω σήμερα. Θα πιούμε κι άλλο;» με ρώτησε κι έδειξε το ποτήρι της που ήταν άδειο. «Ναι αλλά όχι εδώ. Με περιμένει ο νονός σου. Να πιούμε μπύρες και να μιλήσουμε». «Θα πάμε μαζί;» με ρώτησε και φάνηκε σαν να με παρακαλάει. «Θα πάμε μαζί κορίτσι μου. Θα τα μάθεις όλα σήμερα. Κι από κει και πέρα κρίνεις μόνη σου για το τι θα κάνεις. Κι εγώ μαζί σου θα είμαι». «Ας είναι. Αφού δεν μπορούν να επωμιστούν τις ευθύνες τους εκείνοι που τις έχουν, ας είναι. Τουλάχιστον θα ξέρω ότι δεν είμαι μόνη εδώ πέρα». «Έχεις τις αδερφές σου…» «Θα τις έχω άραγε;» «Θα τις έχεις μικρή μου, θα τις έχεις» είπα κι έβγαλα λεφτά. Τα άφησα πάνω στο τραπέζι, «Ας αφήσω κι ένα καλό μπουρμπούρι9» είπα και η Μελίνα με κοίταξε. Φύγαμε και πήρα τηλέφωνο τον κολλητό. «Έρχομαι, βγάλε μπύρες, σε δέκα είμαι εκεί, θα φέρω και το βαφτιστήρι σου» του είπα. «Μίλησες;» «Ναι τα πρώτα τα είπα». «Τι μαλάκας είσαι; Με πήρε τηλέφωνο η Νάντια». «Δεν με νοιάζει». «Ρε κλαίει σαν την χαζή». «Ούτ’ αυτό με νοιάζει». «Σοβαρέψου ρε, δεκαοχτώ χρόνια περάσατε μαζί». «Πιστεύεις ότι κάποιο από αυτά πρέπει να με νοιάξει;» «Κουμπαρούλη…»

141


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Έλα μην αρχίζεις με τα κουμπαρούλη και τις μαλακίες τώρα. Κουράστηκα ρε φίλε, κουράστηκα με τα ψέματα τόσα χρόνια. Τα σιχάθηκα. Θα τις βγάλεις τις μπύρες;» «Παγώνουν. Τσακίσ’» μου είπε με τον χαρακτηριστικό τρόπο που μιλούσαμε κάποτε κι έκλεισε το τηλέφωνο. Οδηγούσα κι έβλεπα την Μελίνα δίπλα, στο κάθισμα του συνοδηγού να κοιτάει τον δρόμο σαν χαμένη και να δακρύζει. Ίσως δεν θα έπρεπε να της μιλήσω, ίσως θα έπρεπε να τα μάθει κάποια άλλη στιγμή. Με κούρασαν όμως τα ψέματα. Έβλεπα πολλές φορές τον πόνο στα μάτια της από την απόρριψη της Νάντιας και πονούσα δύο φορές περισσότερο από εκείνη. «Ξέρεις κάτι;» την ρώτησα. «Κάτι;» «Με πονάει να σε βλέπω έτσι. Με πονάει να ξέρω πως φταίω εγώ για κάποια πράγματα» της απάντησα. «Δεν φταις πατέρα. Δεν φταις. Αν κάποιος δεν φταίει για τίποτα, αυτός είσαι εσύ». «Δεν τα ξέρεις όλα. Θα σου τα πω μόλις φτάσουμε» της είπα και άφησα την κουβέντα μου στην μέση. Φτάσαμε στο σπίτι του κολλητού και κουμπάρου και νονού της Μελίνας. Πόσα περάσαμε μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Με τον «Ασυμβίβαστο»… Πρώτο ήρθε το σκυλί, απίστευτο σκυλί, εγώ δεν κατάφερα να πάρω ποτέ, δεν ήθελε η Νάντια σκυλί στο σπίτι. Κι έτσι έβγαζα τ’ απωθημένα μου στον σκύλο του φίλου μου, που κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν ξεθεωνόμουν στο παιχνίδι με τον σκύλο. Είδα τον κουμπάρο μου να κάθεται την αυλή, μια μικρή αυλή που είχε το σπίτι. Είχε βγάλει ο παλαβός το ψυγειάκι έξω και είχε πάρει και την κιθάρα. Κατεστραμμένοι ροκάδες και ρεμπέτηδες κι οι δύο μας κάποτε. Αγαπούσαμε την μουσική. Αυτός έπαιζε κι άλλα πράγματα. Εγώ μόνο κιθάρα. Μας κούνησε το χέρι από μακριά, έβγαλε την πένα από το στόμα και ξεκίνησε να παίζει. «Τι παίζεις νονέ;» ρώτησε η Μελίνα κι εκείνος χωρίς να σταματήσει να με κοιτάει σαν βλαμμένος, όπως κάθε φορά που

142


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο γινόταν κάτι παρόμοιο, έπιασε το τραγούδι. «Μονάχος χάραμα, χάραμα στην λεωφόρο…» «… Και περιμένεις… ασθενοφόρο» συνέχισα κι εγώ. «Το χάνεις κουμπάρε, πιο χαμηλά είναι». «Άσε ρε». «Σώπα ρε». «Περάστε… Αράξτε…» μας είπε. «Τι κάνεις κοριτσάρα;» ρώτησε την Μελίνα. «Καλά είμαι. Καλά… Τέλος πάντων». «Τι σου είπε ο βλάκας;» την ρώτησε «Αρκετά». «Όχι όλα;» «Όχι». «Εγώ να μιλήσω;» του φώναξα. «Εσύ φιλαράκι είσαι μαλάκας. Μεγάλος. Με περικεφαλαία, με πατέντα και μ’ ότι άλλο μπορείς να φανταστείς» μου είπε. «Καλά ρε Φώτη. Πιασε μια μπύρα. Και μία για το κορίτσι». «Αχα! Πίνουμε;» ρώτησε ο Φώτης γελώντας. «Την γυναίκα που την έχεις ρε;» τον ρώτησα. «Στην πεθερά μου έχει πάει με τα παιδιά. Την έστειλα επίσκεψη να μιλήσουμε σαν άνθρωποι. Στάκα μια10 ρε να πιάσω τις μπύρες». «Άστο ρε νονέ» είπε η Μελίνα και σηκώθηκε από την καρέκλα. Έβγαλε τρεις μπύρες από το ψυγειάκι και ξανάκατσε. «Ανοιχτήρι;» ρώτησε. «Να στην ανοίξει ο πατέρας σου, ο βλάκας» είπε ο Φώτης και άνοιξα την μπύρα της Μελίνας με τον αναπτήρα μου. «Καλό!» είπε η Μελίνα. «Ε τι κάνουμε κοριτσάρα; Μπρίκια κολλάμε;» της είπε ο Φώτης γελώντας. «Αν με τις χαζομάρες σας προσπαθείτε να μου φτιάξετε το κέφι, σας ενημερώνω πως δεν πιάνει» μας είπε η Μελίνα. Μας κατάλαβε. Συμπεριφερόμασταν έτσι για να γελάσει αλλά δεν το πετύχαμε. «Εντάξει ρε Μελινάκι, εντάξει. Έμαθες ότι δεν είσαι παιδί του φίλου μου, ότι η μάνα σου τον κερατώνει εδώ και πολλά χρόνια, ότι

143


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις πέρασε του Χριστού τα πάθη για σένα, ότι η μάνα σου δεν νοιάστηκε πραγματικά ποτέ κι αν έδειχνε ότι νοιαζόταν είναι γιατί την απειλούσε ο Χρηστάκος». «Ε;» έκανε η Μελίνα και ο κολλητός κατάλαβε πως έκανε γκάφα. «Μαλακία ε;» με ρώτησε μόλις είδε την φάτσα της Μελίνας. «Αυτό δεν πρόλαβα να το πω ακόμα ρε μπετόβλακα. Είχα μείνει…» «Τι δεν μου είπες;» μου φώναξε η Μελίνα. «Να τα πάρουμε με την σειρά ή ν’ αρχίσω κι εγώ να φωνάζω;» την ρώτησα με τον ίδιο τόνο. «Να τα πάρουμε με την σειρά». «Ωραία. Άκουσέ με κορίτσι μου. Πιστεύεις ότι έχω κάποιο λόγο να σου πω ψέματα;» «Όχι ρε μπαμπά, απλά…» «Απλά προτρέχεις. «Καλά. Σ’ ακούω τότε». «Πριν μ’ ακούσεις να ρωτήσω κάτι» είπα και γύρισα στον κολλητό απέναντι που έκανε την μουσική υπόκρουση. «Δεν πιστεύω να έρθει καμιά Νάντια εδώ και να γίνουμε κώλος;» τον ρώτησα αλλά επιβεβαιώθηκα πριν προλάβω να πάρω απάντηση από κείνον. Άκουσα ήχο αυτοκινήτου, το αυτοκίνητο της Νάντιας, το οικογενειακό. Τον ήξερα αυτόν τον ήχο, τον είχα μάθει τόσα χρόνια. Δεν πρόλαβα να αντιδράσω και είδα την Μελίνα να σηκώνεται από την καρέκλα. Νόμιζα ότι θα φύγει θα πάει μέσα στο σπίτι. Όμως έκανα λάθος. Βγήκε από την αυλή και πήγε προς το αυτοκίνητο. «Ώχ…» άκουσα τον κολλητό να λέει. «Ρε Φώτη είσαι τέρμα χαζός. Δεν γίνεται να γίνεις πιο χαζός. Λίγο ακόμα και πεθαίνεις ρε φίλε». «Τι να έκανα ρε μαλάκα, μου λες; Σας ξέρω μια ζωή. Μην το διαλύετε ρε…» «Αυτή ήταν η λάθος κίνηση Φώτη…» «Ποια λάθος κίνηση μωρέ μαλάκα; Εσύ είσαι λάθος…» μου είπε και σηκώθηκα από την καρέκλα μαζί με την μπύρα. «Σκάσε, σκάσε, σκάσε, θα γίνει πανικός, απλά σκάσε. Με το Θεό να στούκαρες12, τέτοια μαλακία δεν θα σου κατέβαινε να κάνεις» του απάντησα.

144


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο Η Νάντια κατέβηκε από το αυτοκίνητο, φαινόταν χάλια. Ήταν λες κι έκλαιγε ώρες ατελείωτες. Πλησίασε την Μελίνα η οποία είχε αγριέψει, είδα το πρόσωπό της και πήγα προς τα κει για να αποτρέψω έναν ενδεχόμενο καυγά. «Δεν σου είπα πως δεν θέλω να σε δω μπροστά μου ούτε από σπόντα ρε;» ούρλιαξε η Μελίνα. «Κορίτσι μου…» ξεκίνησε η Νάντια μα ήταν λάθος της. Κατάφερε και εξόργισε περισσότερο την Μελίνα. «Δεν είσαι ικανή κι άξια να με αποκαλείς έτσι. Δεν μπορείς. Δεν έχεις το δικαίωμα. Σκέψου τι προτίμησες να κάνεις στην ζωή σου. Σκέψου. Σκέψου ότι μ’ αγάπησε ένας άνθρωπος περισσότερο από εσένα που δεν ήταν υποχρεωμένος. Σκέψου ότι με παράτησες εδώ και χρόνια, έχεις τις κορούλες σου που αγαπάς. Σκέψου ότι δεν ήσουν ποτέ στήριγμα για μένα. Πάντα υπήρχε κάτι μεταξύ μας. Ένας τοίχος που έβαλες εσύ. Μια πουτάνα είσαι ρε. Μια πουτάνα. Τίποτα παραπάνω. Για την πάρτη σου κατέστρεψες κι εμένα και τον πατέρα μου. Και δεν ξέρω πια αν έχω το δικαίωμα να τον λέω έτσι, γιατί αυτή η λέξη για μένα συνδέθηκε πλέον με μια ξεφτίλα. Ακούς; Ξεφτίλα… Ξεφτιλίσατε λέξεις κι αξίες ρε. Τι θες από μένα;» «Δεν έχεις δίκιο Μελίνα…» είπε η Νάντια και η Μελίνα της όρμησε. Έτρεξα για να μπω στην μέση, έφαγα μερικές σφαλιάρες, άρπαξα και μια νυχιά μέχρι να καταφέρω να μαζέψω την Μελίνα. «Νάντια σήκω φύγε τώρα για να μην σε στείλω στον αγύριστο» της φώναξα χωρίς να την κοιτάξω. Ο Φώτης είχε βγει από την αυλή. Πήγα την Μελίνα εκεί, και την κράτησε ο Φώτης. Προσπαθούσε να την ηρεμήσει. «Δεν φεύγω, δεν πάω πουθενά αν δεν ξεκαθαρίσω την κατάσταση με το παιδί μου» είπε η Νάντια. «Ποιο παιδί; Έχεις εσύ παιδί; Το ξέχασες εδώ και χρόνια το παιδί! Τώρα τι θέλεις ρε; Τι; Συγχώρεση; Δεν στη δίνω!» άρχισε να ουρλιάζει η Μελίνα και ο Φώτης την κρατούσε για να μην φύγει. «Νάντια δεν το ξαναλέω. Φύγε. Τώρα!» της φώναξα. «Όχι!» μου φώναξε κι εκείνη.

145


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Και κάπου εκεί έρχεται μια από κείνες τις στιγμές που χάνω την λογική μου και θολώνει το μυαλό μου. Όσο κι αν θέλω να κρατήσω την ψυχραιμία μου δεν μπορώ. Πνίγομαι από μίσος και την οργή. Πήγα μπροστά στην Νάντια και άνοιξα την πόρτα του αυτοκινήτου. «Μπες μέσα παλιοπατσαβούρα κι εξαφανίσου» της είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα. «Όχι!» μου απάντησε. «Όχι ε;» ρώτησα χωρίς να περιμένω απάντηση και μου έφυγε μηχανικά το χέρι. Άκουσα την φωνή του Φώτη από πίσω «Ηρέμησε μαλάκα». Προσπάθησα να συγκρατηθώ και άρχισα να τρώω σφαλιάρες από την Νάντια. Την βούτηξα από το μαλλί, έβγαλα τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου και το ξεκλείδωσα. Την πέταξα κυριολεκτικά μέσα, κλείδωσα την πόρτα του συνοδηγού και πήγα από την άλλη πλευρά. «Φώτη, έρχομαι σε λίγο. Πάω δυο λεπτάκια να τα γαμήσω όλα κι έρχομαι. Μίλησέ της, της μικρής» είπα και μπήκα μέσα. «Άσε με να μιλήσω με το παιδί» μου είπε η Νάντια την ώρα που έβαζα μπρος το αυτοκίνητο. «Δεν πρόκειται. Σκατά τα έκανες πάλι. Μια ζωή, σκατά τα κάνεις» της είπα. «Χρήστο…» «Ζώνη βάλε» είπα και ξεκίνησα απότομα. «Χρήστο φοβάμαι». «Γιατί; Νομίζεις ότι θα φύγουμε πουθενά» «Χρήστο, σε ξέρω, δεν είσαι καλά». «Φοβάσαι ομορφιά μου; Φοβάσαι ζωή μου; Φοβάσαι φώς μου;» την ρώτησα κι άρχισα να γελάω παρανοϊκά. «Σε παρακαλώ…» μου είπε. «Δεν ακούω παρακάλια. Τελειώσανε τα ψέματα. Κουράστηκα Νάντια. Κουράστηκα να σε παρακαλάω. Σε πάω σπίτι. Μένεις εκεί. Ξεκαθαρίζω την κατάσταση με την Μελίνα, θα μείνω σε ξενοδοχείο, θα έρθω αύριο να πάρω τα πράγματά μου και να μιλήσω στα κορίτσια. Τελειώσανε τα ψέματα, έκανα δεκαοχτώ χρόνια υπομονή Νάντια…» «Κι έτσι απλά θα φύγεις».

146


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Όχι κορίτσι μου, δεν κατάλαβες, εγώ δεν θα φύγω. Κάποιος άλλος θα φύγει». «Τι εννοείς;» «Εννοώ ότι θα τελειώσω την όλη κατάσταση Νάντια. Θα τον σκοτώσω τον μπαγλαμά. Το εννοώ αυτή τη φορά δεν σου κάνω πλάκα. Θα τον χτίσω μέσα σε μάρμαρο» φώναξα. «Χρήστο σοβαρέψου, ηρέμησε…» «Όχι κορίτσι μου, τέρμα οι μαλακίες. Να του το πεις. Ότι θα τον χτίσω. Να του πεις ότι είναι νεκρός και να αρχίσει να μετράει ώρες». «Ρε Χρήστο…» «Δεν ακούω τίποτα Νάντια. Κόψε το λαιμό σου μ’ ένα γυαλί…» «Δεν μ’ αγάπησες ποτέ;» με διέκοψε. «Δεν ξέρεις πόσο σ’ αγάπησα ηλίθια γυναίκα. Αλλά κουράστηκα να προσπαθώ να σώσω μια ψυχή τα τελευταία δεκαοχτώ χρόνια που εσύ κάθε μέρα χαντακώνεις. Όχι δεν ήταν το κέρατο ο λόγος για την φυγή μου, αυτό το έχω ξεπεράσει προ πολλού. Με πονάει όμως να βλέπω τα κορίτσια μου να πονάνε. Και ιδιαίτερα την Μελίνα, της έχω αδυναμία άσχετα αν ποτέ δεν το έδειξα. Όχι γιατί δεν είναι δικό μου παιδί, ούτε γιατί την λυπήθηκα ποτέ. Απλά ήταν η πρώτη. Κι όταν βλέπεις για πρώτη φορά ένα τέτοιο πλασματάκι να σου κουνάει τα χέρια και να σε λέει μπαμπά κάτι αλλάζει μέσα σου. Αυτό που ποτέ δεν άλλαξε σε εσένα Νάντια. Δέκα χρόνια τώρα τα ίδια σου λέω. Δέκα χρόνια τώρα δεν μ’ άκουσες ποτέ. Γιατί να τα ξαναπώ; Γιατί να χαλάσω κι άλλο σάλιο; Η Μελίνα δεν θέλει πια να σε δει...» «Εσύ φταις γι αυτό!» «Είσαι σίγουρή; Γιατί δεν ακούω σιγουριά στην φωνή σου…» «Πόσο καλά με ξέρεις ρε Χρήστο;» «Από την καλή κι απ την ανάποδη. Σ’ αγαπάω ξέρεις. Αλλά πλέον υπάρχει το ασυμβίβαστο. Θέλεις άλλη ζωή, θέλω άλλη ζωή». «Τι ζωή θέλω ρε Χρήστο;» «Θέλεις την ζωή σου Νάντια. Εγώ θέλω την ζωή μας. Ποτέ δεν το είχα. Όχι κορίτσι μου, δεν είμαι άγιος. Αλλά δεν μπορώ και ν’ αφήσω την ζωή μου να περνάει και να ‘μαι πεταμένος απ’ έξω. Έτσι νιώθω. Πετάς εμένα έξω. Πετάς την μία την κόρη σου απ’ έξω. Θα

147


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις πετάξεις και την Αλεξάνδρα. Θα πετάξεις και την Έλενα. Θα κυνηγήσεις την ζωή σου. Με καθυστέρηση πολλών χρόνων. Αυτό θα γίνει Νάντια. Να το θυμηθείς». «Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Που πάμε;» με ρώτησε. «Βόλτα. Σε χαλάει;» της απάντησα γιατί είχε καταλάβει που πάμε. «Όχι Χρήστο. Δεν θα πάμε εκεί». «Θα πάμε. Σήμερα θα το τελειώσω όπως θέλω εγώ. Ακούς; Εγώ!» φώναξα κι επιτάχυνα. Φοβόταν. Το ήξερα. Και το χρησιμοποιούσα. Τρόμαζε με την ταχύτητα. «Δεν πειράζει. Είναι καλύτερα έτσι» είπα στον εαυτό μου. Φτάσαμε έξω από το σπίτι του βλάκα· έπρεπε να του είχα δώσει τα δόντια στα χέρια πριν χρόνια· και χτύπησα το κουδούνι. «Ναι;» ακούστηκε η φωνή του. «Μάντεψε ποιος ήρθε για καφεδάκι;» του είπα ειρωνικά. «Σήκω φύγε από δω ρε» μου φώναξε από το θυροτηλέφωνο. «Μισό» είπα και παράτησα την Νάντια εκεί. Την άκουσα να μιλάει καθώς κατευθυνόμουν προς το αυτοκίνητο. «Είναι χαζός, δεν ξέρει τι κάνει, θα τα διαλύσει όλα σήμερα» είπε η Νάντια κι άρχισα να γελάω παρανοϊκά γι ακόμη μια φορά εκείνη τη μέρα. Μπήκα στ’ αυτοκίνητο. Δεν ήξερα τι έκανα πια, το έκανα μηχανικά, είχαν κολλήσει όλα στο μυαλό μου. Είδα το αυτοκίνητο του που ήταν παρκαρισμένο. Μίζα. Πρώτη. Γκάζι. Δευτέρα. Μπαμ. Το μπαμ ακούστηκε πολύ, το λυπήθηκα το αμαξάκι μου εκείνη την ώρα αλλά την έφαγε καλά και το δικό του. Έκανα όπισθεν και το πάρκαρα λίγο παραπίσω. Με τράνταξε το τρακάρισμα αλλά δεν με χάλασε. Βγήκα έξω κι άναψα τσιγάρο. Κατέβηκε κάτω ο τύπος για τσαμπουκά. Είδε το αυτοκίνητό του και τρελάθηκε. Ήρθε με άγριες διαθέσεις για να μου ζητήσει τα ρέστα. «Δικό σου είναι ρε φίλε; Χίλια συγνώμη, μου έφυγε το τιμόνι, θα στο πληρώσω» του είπα δυνατά και ειρωνικά για να μ’ ακούσουν οι γείτονες που είχαν βγει στα μπαλκόνια τους. «Την έβαψες ρε» μου φώναξε όπως ερχόταν τρέχοντας κι εκείνη την στιγμή περίμενα την λάθος κίνηση, περίμενα να κάνει το λάθος και να σηκώσει το χέρι του.

148


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Ρε σου λέω μου έφυγε το τιμόνι από τα χέρια, μην τρελαίνεσαι θα στο πληρώσω» του είπα κι άρχισε να μαζεύεται κόσμος. Έφτασε μπροστά μου και κοίταξε το αυτοκίνητο, στραβοκατάπιε και δεν πρόλαβε να μιλήσει. Κι αμέσως έκανε την λάθος κίνηση και σήκωσε το χέρι. Την πρώτη την έφαγα άσχημα στα πλευρά. Εκεί ήξερα πως απλά μ’ έπαιρνε και άρχισε να πέφτει ξύλο. Έφαγα κι έμασα, πέσανε αρκετές και πάλι χαμένος βγήκε ο βλάκας. Μπήκαν οι γείτονες στην μέση. Είπανε να το λύσουμε. «Όχι δεν λύνω τίποτα» είπα και πήρα τηλέφωνο την αστυνομία. «Έμπλεξες μαλάκα» του είπα ειρωνικά και περίμενα να έρθουνε. Πήγαμε στο τμήμα, πέσανε οι μηνύσεις κι έφυγα με το σακατεμένο αυτοκινητάκι μου για το σπίτι του Φώτη. Έφτασα εκεί και παράτησα το αυτοκίνητο, θα το πούλαγα, ήταν κι αυτό μια κακιά ανάμνηση του παρελθόντος μου. Χτύπησα το κουδούνι και μου άνοιξε η Μελίνα. Πήρε το μάτι της το αυτοκίνητο και ταράχτηκε. Την πήρα αγκαλιά. «Όχι δεν πάθαμε τίποτα» της είπα, μπήκα μέσα κι έκλεισα την πόρτα. «Μου εξήγησε ο νονός» μου είπε ήρεμη πια. «Έκανες ότι καλύτερο μπορούσες. Δεν γινόταν τίποτα άλλο μπαμπά. Δεν ήθελε να το καταλάβει, ούτε και σήμερα το κατάλαβε. Δεν πειράζει. Τι έπαθε το αυτοκίνητο;» «Το έριξα πάνω σ’ ένα άλλο». «Και τα καρούμπαλα;» «Έπαιξα ξύλο». «Με ποιόν;» πετάχτηκε ο Φώτης από την κουζίνα. «Έλα μου ντε; Με ποιόν λες;» του απάντησα. «Ακόμα ασχολείσαι μ’ αυτόν;» ρώτησε η κουμπάρα μου. «Μπα γύρισες; Τα μικρά που τα χεις;» «Στη μάνα μου Χρήστο. Θα μείνετε εδώ σήμερα. Δεν είστε για να γυρίσετε σπίτι». «Τι λες ρε τρελή; Θα πάω σε ξενοδοχείο. Η Μελίνα ας κοιμηθεί εδώ» της απάντησα. «Δεν πάει έτσι, γι αυτό είναι οι φίλοι. Για τα δύσκολα» μου απάντησε ο Φώτης από την κουζίνα.

149


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Καλά τι κάνετε και οι δύο στην κουζίνα;» ρώτησα. «Μαγειρεύουν» μου απάντησε η Μελίνα. «Εσύ κορίτσι μου είσαι καλά;» την ρώτησα. «Καλά είμαι ρε μπαμπά» είπε κι έβαλε τα κλάματα. «Καλά είμαι» ψιθύρισε μέσα στους λυγμούς της. Σηκώθηκα να την πάρω αγκαλιά, να την ηρεμήσω και είδα τον Φώτη να έρχεται μέσα στο σαλόνι με μια κουτάλα στο χέρι και να με κοιτάει. «Τι;» με ρώτησε με τα μάτια. «Σκατά τα έχω κάνει Φώτη». «Εγώ σ’ είπα. Εσύ δεν ακούς». «Εγώ μωρέ δεν ακούω; Θες να τ’ ακούσεις κι εσύ τώρα;» του φώναξα και γύρισα στην Μελίνα. «Σώπα κορίτσι μου… Πέρασε… Σώπα…» «Εγώ φταίω τώρα;» με ρώτησε ο Φώτης και τα πήρα και μαζί του. Τα ήξερε τα πράγματα πως ήταν. Τα είχε ζήσει κι αυτός μαζί μου. Και τώρα απλά το έπαιζε ηλίθιος. «Ξέρεις ρε καραγκιόζη τι είναι να προσπαθείς να σώσεις μία ψυχή επί δεκαοχτώ χρόνια; Κάθε μέρα. Από πριν καλά – καλά γεννηθεί. Ξέρεις ρε καραγκιόζη τι είναι να φωνάζει το μικρό μαμά, να λέει η άλλη η σκρόφα12 “παράτα με” και να το βλέπω τούτο δω να κλαίει και να μου σκίζεται η ψυχή στα δύο από τον πόνο; Ξέρεις ρε; Ξέρεις; Όχι ρε ηλίθιε δεν ξέρεις! Αν είσαι ο Θεός κρίνε με ρε. Κρίντε με όλοι σας! Αλλά δεν είσαι ο Θεός. Δεν μπορείς ρε βλάκα να με κρίνεις. Αν υπάρχει ένα άτομο που μπορεί να το κάνει αυτή είναι η κόρη μου. Αυτή και μόνο αυτή. Το στρόφαρες13;» φώναξα στον Φώτη που με κοιτούσε μαρμαρωμένος με την κουτάλα στο χέρι. «Τέσσερα ήμουν» είπε η Μελίνα μέσα στο κλάμα της και κατάλαβα. «Σώπα ψυχή μου» της είπα και άρχισα να της χαϊδεύω τα μαλλιά μήπως και την ηρεμήσω. «Τέσσερα ήμουν το θυμάμαι. Χριστούγεννα ήταν…» ξεκίνησε να λέει η Μελίνα κι ο Βαγγέλης πήγε πίσω στην κουζίνα. «Θες να το βγάλεις από μέσα σου;» την ρώτησα. «Θέλω;» «Εγώ θα σου πω αν θέλεις;» «Δεν ξέρω μπαμπά»

150


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Πιάστε δυο μπύρες» μας είπε ο Φώτης που γύρισε στο σαλόνι χωρίς την κουτάλα αλλά με μπύρες στα χέρια. «Θέλω» είπε η Μελίνα. «Ε τότε σ’ ακούμε» της είπε ο Φώτης δίνοντάς της την μία μπύρα. «Τέσσερα ήμουν. Χριστούγεννα, στο σπίτι της γιαγιάς και του παππού, το θυμάμαι σαν χθες. Έπαιζα δίπλα από το δέντρο και οι άλλοι έτρωγαν. Η Αλεξάνδρα κοιμόταν. Κάποια στιγμή έφυγε η μαμά για λίγο και ο μπαμπάς άρχισε να μιλάει δυνατά, αλλά δεν φώναζε. Όταν γύρισε η μαμά πίσω την φώναξα για να έρθει να παίζουμε. Και μου είπε “παράτα με”, νόμιζα πως εγώ έκανα κάτι κακό. Μετά νομίζω με πήρε η γιαγιά από το χέρι και με πήγε για ύπνο. Και μετά άκουγα φωνές για πολύ ώρα. Φώναζε η μαμά. Φώναζε μόνη της…» αφηγήθηκε η Μελίνα και σκούπισε τα δάκρυα από τα μάτια της. «Η μάνα σου φώναζε εμείς της μιλούσαμε ήρεμα» της απάντησα. «Και για να σου πω την αλήθεια, τον βλάκα της πήγε να βρει. Μαλώσανε, γύρισε σπίτι με νεύρα και ξέσπασε πάνω σου…» «Έφταιγα εγώ τελικά;» «Στο ξαναείπα Μελινάκι μου, μόνο εσύ δεν φταις κορίτσι μου». «Τι θα κάνουμε τώρα μπαμπά;» «Σαν τι πρέπει να κάνετε;» πετάχτηκε ο Φώτης. «Δεν ξέρω ομορφιά μου. Δεν ξέρω. Θα κοιμηθούμε εδώ σήμερα και θα δούμε τι θα γίνει από αύριο. Πέρασες πολλά σε μία μέρα. Ας την κάνουμε αύριο αυτή τη συζήτηση» της είπα και σταματήσαμε να μιλάμε για αρκετή ώρα. Φάγαμε και η Μελίνα έπεσε για ύπνο. Πιάσαμε την αυλή με τον Φώτη, έβγαινε ο Μάρτιος και ο καιρός ήταν ότι να ναι. Βάλαμε μπουφάν και καθίσαμε έξω. Με τις μπύρες παρέα. «Κάθε φορά ξεκινάς το τσιγάρο στα ζόρια» σχολίασε ο Φώτης. «Μα κάθε φορά…» του απάντησα. «Γιατί ρε φίλε; Γιατί έγινε όλο αυτό;» «Φώτη τα ξέρεις. Κουράστηκα φίλε. Την άλλη βδομάδα η Μελίνα κλείνει τα δεκαοχτώ. Ενηλικιώνεται. Κουράστηκα να ζω μέσα στα ψέματα. Είχε καταλάβει πολλά, εδώ και καιρό. Την έβλεπα αλλά

151


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις αδυνατούσα να της μιλήσω. Με την Νάντια απλά κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι πια. Την έχω συνηθίσει…» «Κι απ το άλλο;» «Απ’ το άλλο δεν έχει. Την σιχαίνομαι ρε φίλε. Την σιχαίνομαι…» «Και τι κάνεις μ’ αυτό το θέμα;» «Αλλού… Είναι καλύτερα αλλού…» του απάντησα αόριστα. «Από δω κι από κει ή βρήκες τίποτα μονιμότερο;» «Τέρμα τα μόνιμα Φώτη. Μόνιμα πια είναι μόνο τα κορίτσια μου. Την πάτησα πολλές φορές με τις γκόμενες. Τέλος τα αστεία». «Τι να σου πω ρε Χρήστο…» «Τίποτα. Τίποτα μην μου πεις». «Κοίτα τι ακούω σήμερα. Σιχαίνεσαι την Νάντια ρε…» «Ναι φίλε. Τον τελευταίο καιρό μετά βίας κοιμάμαι δίπλα της. Δεν έπαθα τίποτα, δεν άλλαξα, απλά κατάλαβε η Μελίνα το τι γίνεται, ή τουλάχιστον ένα κομμάτι απ’ όλα όσα έμαθε σήμερα και με πιάσανε οι τύψεις. Γιατί έχω συνεισφέρει κι εγώ σ’ αυτό. Θα έπρεπε να την έχω διώξει χρόνια τώρα την Νάντια. Δεν το έκανα. Την βοηθούσα, πάντα την βοηθούσα, από το σχολείο ακόμα». «Καψούρα την είχες, δεν σου έκατσε ποτέ καλά, στο έλεγα από τότε…» «Μεγαλώνω και ξεχνάω Φώτη…» «Ξεχνάς τις παλιές αγάπες;» πετάχτηκε η Εύη. «Ρε κουμπάρα, άσε μας κι εσύ». «Κοιμήθηκε η μικρή. Ήρεμη φαίνεται. Πέρασε πολλά σήμερα. Χωρίς να υπάρχει και λόγος» μου απάντησε. «Λόγος υπάρχει. Και το ξέρουμε και οι τρείς μας. Η άλλη; Δεν έκανε καμία τηλεφωνική εμφάνιση;». «Έχει και άλλα δυο παιδιά να φροντίσει ρε» μου απάντησε το κολλητάρι μου. «Είναι κι αυτό μια άποψη. Θα με πετάξεις ρε Φώτη; Να πάρω την μηχανή και να δω λίγο τα κορίτσια;» «Να σε πετάξω… Αλλά για λίγο. Να πιούμε τις μπύρες μας σαν άνθρωποι. Άραξε να πάρω τα κλειδιά από το χρέπι14» είπε κι έφυγε προς τα μέσα. Η Εύη με κοίταξε γελώντας.

152


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Τα ανατίναξες όλα Χρήστο. Γκαζάκια15έριξες». «Τι γκαζάκια; Ολόκληρη μποτίλια16. Συμφέρει και στα λεφτά». «Έπρεπε ρε φιλαράκο;» «Για μένα; Ίσως. Θα σας τα πω μετά. Τα τελευταία που δεν πρόλαβα. Εντάξει ρε;» της είπα γελώντας κι εγώ. «Καλά ρε κουμπαράκο». «Άντε, σήκω, πάμε» μου είπε ο Φώτης που βγήκε από το σπίτι με τα κλειδιά στα χέρια. Προχωρήσαμε προς το «χρέπι», αθάνατο ήταν, το είχε είκοσι χρόνια τώρα. Είκοσι χρόνια το αγαπούσε το σαράβαλο, τον άφηνε συχνά αλλά δεν τον ένοιαζε. «Πάμε μωρέ όνειρο!» είπε στ’ αυτοκίνητο που αγκομαχούσε για να πάρει μπροστά. «Πουλάω την Alfetta17» είπα αδιάφορα. «Σώπα ρε φίλε; Γιατί το καημένο το Αλφάκι;» «Μεγάλωσα πολύ». «Είναι θηρίο… Και ναι μεγάλωσες πολύ κι εσύ κι εγώ». «Μεγάλωσε και το θηρίο. Και θέλει πούλημα. Θα το δώσω όσο – όσο αν και πιάνει πολλά. Θα κρατήσω την μηχανή, ίσως πάρω και κανά μικρό για να κινούμαι. Αλλά το αμάξι φεύγει» του απάντησα. «Πήρε μπρός μωρέ το καμάρι μου!» είπε θριαμβευτικά ο Φώτης και γελάσαμε. Ξεκινήσαμε για το σπίτι μου. Το πρώην σπίτι μου. «Αλλάζεις ζωή Χρήστο;» «Αλλάζω ζωή κολλητέ. Έπρεπε να το κάνω εδώ και καιρό». «Που στράβωσες;» «Θα σου πω στο σπίτι. Τώρα θέλω λίγο να δω τα μικρά μου, να πάρω την μηχανή μου και να γυρίσω. Φοβάμαι ρε μην ξυπνήσει η Μελίνα». «Δεν είναι μικρή…» «Ρε φίλε, ξυπνάει τα βράδια και κλαίει. Την ακούω. Δεν της είπα τίποτα, ούτε έδειξα ότι ξέρω. Είναι τσακισμένη. Ξέρει κάτι αλλά δεν μιλάει. Δεν ξέρω γιατί βγήκε έτσι αυτό το παιδί…» «Από σένα πήρε κουμπάρε. Κι εσύ έτσι ήσουν. Κλειστός. Κλειστός μέχρι που έκανες μπάμ». «Γκαζάκια;» είπα και άρχισε να γελάει.

153


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Ρε γκαζάκια18!» φώναξε και πεθάναμε στο γέλιο. Ατάκα μιας άλλης εποχής για τα νεύρα που είχαμε κάποτε. «Έλα ρε κι εμείς γκαζάκηδες ήμασταν κάποτε». «Πάλι μπέρδεψες τις έννοιες, δεν μιλάω για την ταχύτητα. Για τ’ άλλα τα γκαζάκια, αυτά που φτιάχνουμε ελληνικό ρε». «Άντε ρε. Άστα αυτά, πέρασαν». «Περάσανε άραγε;» «Ξεκόλλα ρε φιλαράκι. Δεν μας βλέπεις; Πατήσαμε τα σαράντα και παραμένουμε μουρλοί. Αυτό είναι η απόδειξη πως δεν καταφέραμε να μεγαλώσουμε περισσότερο από τα παιδιά μας». «Τα δικά σου είναι μικρά ρε». «Μικρά; Ο μεγάλος θα πάει γυμνάσιο του χρόνου». «Μικρότερος από την δική μου την μικρή». «Εντάξει. Εσύ βιάστηκες». «Εγώ αγάπησα. Λάθος, μεγάλο λάθος». «Δεν ήταν λάθος που αγάπησες. Λάθος ήταν ο άνθρωπος». «Τώρα έγινε». «Ανεπιστρεπτί. Και έχεις και δύο παιδιά μ’ αυτή τη γυναίκα». «Τρία». «Ναι ρε φίλε. Τρία. Η Μελίνα μεγάλωσε. Οι μικρές; Θα τις παρατήσεις;» «Δεν αντέχω ρε άλλο αυτήν την κατάσταση. Και δεν ξέρω αν είναι καλό για τα παιδιά. Θα δούμε. Φεύγα. Πάω λίγο να δω τα κορίτσια κι έρχομαι με την μηχανή. Δεν θ’ αργήσω πολύ». «Εντάξει, θα περιμένω. Έχουμε κουβέντα να κάνουμε» μου είπε την ώρα που κατέβαινα από το αυτοκίνητο. «Το νου σου» του απάντησα κλείνοντας την πόρτα. «Τον έχω. Εσύ;» με ρώτησε κι έφυγε. Κοίταξα την πολυκατοικία, μου φαινόταν τόσο διαφορετική σήμερα. Δεν ήξερα τι θ’ αντικρίσω στο σπίτι. Δεν ήξερα σε τι κατάσταση θα ήταν η Νάντια, δεν ήξερα τι θα μπορούσε να έχει πει στα κορίτσια. Σκατά τα έκανα, είχε δίκιο ο Φώτης. Ανέβηκα πάνω κι άνοιξα την πόρτα. Η Νάντια καθόταν στον καναπέ του σαλονιού κι έβλεπε τηλεόραση μαζί με την Αλεξάνδρα.

154


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Γεια σας κοριτσάκια» είπα με μια προσποιητή χαρά, μήπως και δεν είχε πει τίποτα η Νάντια και σώσω την κατάσταση που βούλιαζε γρηγορότερα κι από τον Τιτανικό. «Γύρισες;» με ρώτησε η Νάντια απρόθυμα και η Αλεξάνδρα κούνησε απλά το χέρι, είχε αφοσιωθεί στην τηλεόραση. «Ήρθα να πάρω τα κλειδιά από την μηχανή» είπα αδιάφορα κι έψαξα για τα κλειδιά μου σ’ ένα συρτάρι. «Θα φύγεις;» με ρώτησε η Αλεξάνδρα. «Ναι κορίτσι μου. Θα φύγω». «Η Μελίνα; Που είναι; Δεν την έχω δει όλη τη μέρα». «Η Μελίνα θα κοιμηθεί αλλού απόψε» της απάντησα. «Πώς και δεν μου είπε τίποτα;» «Δεν ξέρω. Νωρίς ύπνο, έχεις σχολείο αύριο» της απάντησα για να αποφύγω την περεταίρω κουβέντα. Δεν ήταν η μέρα μου για συζητήσεις. «Καλά» είπε βαριεστημένα. «Θέλω να μιλήσουμε» μου είπε η Νάντια με ένα ύφος που δεν μ’ έπαιρνε να απορρίψω. Ότι κι αν έλεγα την αγαπούσα αυτή την γυναίκα. Όσο κι αν μ’ είχε πληγώσει. «Όχι τώρα μωρό. Όχι σήμερα». «Χρήστο…» «Αρχίσαμε πάλι;» «Μην μαλώσετε τώρα» είπε η Αλεξάνδρα που δεν γύρισε καν να μας κοιτάξει. «Φεύγω, θα τα πούμε το πρωί Νάντια» της είπα και πήγα προς την πόρτα. «Καληνύχτα δεν έχει;» με ρώτησε η Αλεξάνδρα που με κοιτούσε περίεργα. «Τώρα τι; Από την μία είσαι μεγάλη κι απ’ την άλλη θές και καληνύχτες; Θες κι αγκαλιά;» την ρώτησα γελώντας. «Καλά. Δεν θέλω» απάντησε δήθεν αδιάφορα και πήγα προς το μέρος της. «Μικρή μου Αλεξάνδρα, δεν θα μεγαλώσεις ποτέ εσύ» της είπα και την πήρα αγκαλιά. «Μην φύγεις» μου ψιθύρισε.

155


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Δεν μπορώ. Πρέπει» της ψιθύρισα κι εγώ. «Για ποιόν;» «Για όλους ψυχή μου. Για όλους. Θα μιλήσουμε;» «Αύριο μπαμπά;» «Αύριο ομορφιά μου. Στο υπόσχομαι» «Το κρατάω». «Φεύγω» είπα κλείνοντας εκείνη την κουβέντα με τους ψιθύρους και μ’ άφησε. Την κοίταξα στα μάτια, μου χαμογέλασε με δυσκολία, δάκρυζε, καταλάβαινε κι αυτή. Δεν ήταν πια μικρά παιδιά. Και πονούσε. Πονούσε η ρημάδα η αλήθεια. Έπρεπε να συμμαζέψω την κατάσταση πριν την εκτροχιάσει η Νάντια. «Το μικρό να φανταστώ κοιμάται;» ρώτησα την Νάντια. «Ναι» απάντησε εκείνη κοφτά. «Καλά» είπα χαμογελώντας κι έφυγα. Καβάλησα την μηχανή κι έφυγα για το σπίτι του κολλητού. Κόντευαν μεσάνυχτα και εγώ ήμουν ακόμα στους δρόμους. Τους δρόμους που παράτησα πριν χρόνια για να παντρευτώ την Νάντια. Γύριζαν στο μυαλό μου εκείνες οι εποχές. Δουλειά κι αλητεία. Ξύδια, τσιγάρα και ιστορία. Έφτασα στο σπίτι του Φώτη και παράτησα την μηχανή απ’ έξω. Ο Φώτης καθόταν ακόμη έξω με την Εύη και ο σκύλος κοιμόταν κάτω. Μου πέταξε μια μπύρα την ώρα που πέρασα την αυλόπορτα και την έπιασα στον αέρα. Άνοιγμα πάνω στο τοιχάκι της πόρτας κι έπιασα καρέκλα. «Έβγαλες έξω και τον μπαγλαμά;» τον ρώτησα. «Δεν έχεις μόνο εσύ νταλκάδες…» μου απάντησε. «Γιατί ρε φίλε;» «Θα καταλάβεις…» μου είπε κι έπιασε τον μπαγλαμά. Έπιασε έναν υπερβολικά γνώριμο σκοπό. Κοίταξε την Εύη η οποία χαμογέλασε. Το χορέψανε στο γάμο τους αυτό το τραγούδι. Άλλο πανηγύρι αυτό. Δεν υπήρχανε λεφτά για γλέντι, το κάναμε στην αυλή του Φώτη. Κιθάρα εγώ, μπαγλαμά αυτός, φωνάξαμε και δυο – τρία καλά φιλαράκια, οργανοπαίχτες και το κάψαμε. «Εφτά νομά- σ’ ένα δωμά- που να ξαπλώ- να κλείσεις μά-…» ξεκίνησε να τραγουδάει η Εύη κι εγώ άναψα τσιγάρο. Το τραγούδι τους, όσα χρόνια τους ξέρω, αυτό ήταν, αυτό χόρευαν. Το τραγούδι

156


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο μας με τον κολλητό, το είχε κολλήσει στην Εύη όταν γνωρίστηκαν. Κάτι έγινε και μάλιστα και σοβαρό, δεν το έπιανε ποτέ αυτό το τραγούδι ο Φώτης αν δεν είχε γίνει κάτι σοβαρό. Δεν το τραγουδούσαμε ποτέ. Ο Φώτης συνέχισε να παίζει και η Εύη να τραγουδάει χαμογελώντας κι εγώ τους κοίταζα προσπαθώντας να καταλάβω τι ακριβώς συμβαίνει. Μέχρι ενός σημείου όλα ήταν καλά, νόμιζα πως το κάνουν έτσι για να θυμηθούν τα παλιά. Θυμάμαι την τελευταία φορά που το τραγουδήσαμε, πότε ήταν; Εγώ, ο Φώτης και η Νάντια. Μπα όχι, δεν ήταν τότε η τελευταία. Τελευταία ήταν την μία φορά που απέβαλε η Εύη και ξενυχτήσαμε με τον κολλητό στο νοσοκομείο. Ανήμερα Χριστούγεννα, έξω από το νοσοκομείο με ουίσκι σε πλαστικά ποτήρια, το είχαμε πετάξει μέσα στο χιόνι, το κρατούσε κρύο και περιμέναμε με τσιγάρα και ουίσκι. Τότε ήταν η τελευταία φορά που τραγουδούσαμε μαζί «Εφτά νομά- σ’ ένα δωμά-…» «Οι δυο δουλέ- απ’ τους εφτά, από τα χρέ- τι να προφτά-;» τραγούδησε η Εύη και ο Φώτης άρχισε να δακρύζει. «Τι έγινε ρε μαλάκα;» τον ρώτησα. «Άστο ρε φίλε» μου είπε ενώ η Εύη συνέχισε να τραγουδάει. «Δεν αφήνω τίποτα ρε. Στα καλά και στα δύσκολα μαζί, θυμάσαι;» του απάντησα νευριασμένα. «Άστο Ευάκι μου, άστο…» είπε ο Φώτης και γύρισε σε μένα. «Μας παίρνουν το σπίτι. Χρέη…» «Πόσα ρε;» «Είναι πολλά…» «Πόσα Φώτη; Μίλα». «Γιατί τα χεις μωρέ;» «Θα τα βρω». «Θα μαλώσετε τώρα;» μας φώναξε η Εύη. «Όχι κουμπάρα δεν μαλώνουμε. Πόσα; Μίλα» συνέχισα εγώ. «Είκοσι τέσσερα χιλιάρικα. Τα έχεις; Δεν τα χεις. Τι θα κάνεις; Ντιλεριές19;» μου απάντησε ο Φώτης. «Πας καλά ελ στοκαδόρ20; Έχω οχτώ σε μια καβάντζα, μάζευα για μια ώρα ανάγκης. Θα πουλήσω και την Alfetta, όσο πιάσει. Ένα

157


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις εικοσάρι σίγουρα, είναι αντίκα, στην ξεφτίλα θα το δώσω δεν με νοιάζει πόσο πιάνει. Τα φτάσαμε. Ψιλά είναι. Κέρματα αδερφέ». «Καλά ρε είσαι βλαμμένος;» με ρώτησε ο Φώτης μην μπορώντας να καταλάβει ότι δεν παίζω με τον πόνο του. «Είμαι σοβαρός. Το πρωί πάμε τράπεζα, σηκώνω τα οχτώ και…» είπα και με διέκοψε η Εύη. «Τι ακούγεται έτσι;» μας ρώτησε κι ακούσαμε κάτι σαν κλάμα. «Η Μελίνα είναι. Κλαίει τα βράδια» της απάντησα. «Τράβα μέσα» μου είπε η Εύη. «Να πω τι; Να κάνω τι;» την ρώτησα. «Ρε τράβα μέσα να δεις τι έπαθε το κορίτσι» μου είπε κι ο Φώτης και σηκώθηκα με την μπύρα στο χέρι. Μπήκα στο δωμάτιο που κοιμόταν η Μελίνα και μόλις άνοιξα την πόρτα το κλάμα σταμάτησε εντελώς. Κατάλαβε πως κάποιος μπήκε αλλά δεν μίλησε. Έπαιξε θέατρο πως κοιμάται. «Κοριτσάκι;» της ψιθύρισα και δεν κουνήθηκε. «Το ξέρω πως είσαι ξύπνια μικρή μου. Τι έχεις;» την ρώτησα και γύρισε πλευρό. Με κοίταξε με τα δακρυσμένα της μάτια. «Γιατί κλαίς ψυχή μου τα βράδια;» την ρώτησα και σπάραξε η καρδιά μου που την έβλεπα έτσι. «Που ξέρεις πως κλαίω τα βράδια;» «Σ’ ακούω, λες να μην σ’ ακούω; Εδώ και καιρό τώρα. Γι αυτό δεν κοιμάμαι τα βράδια, γι αυτό και για τις τύψεις μου. Δεν ήρθα ποτέ να σε ρωτήσω γιατί δεν ήθελα να εισβάλω στην προσωπική ζωή σου, ήξερα πως αν θέλεις κάτι ή αν έχεις κάτι θα ερχόσουν να μου μιλήσεις». «Τα ήξερα όλα μπαμπά, ή σχεδόν όλα. Εδώ και καιρό. Γι αυτό είμαι έτσι» μου απάντησε κι εκείνη την στιγμή σάστισα κι ήμουν εγώ έτοιμος να βάλω τα κλάματα; «Πως;» την ρώτησα παγωμένος. «Ένα απόγευμα που δεν είχα μάθημα ήμουν στο δωμάτιο. Η Νάντια δεν νοιαζόταν αν είμαι καλά, αν είμαι στο σπίτι, αν οτιδήποτε. Την άκουσα να μιλάει με κάποιον. Ήταν εκεί… Αυτός…» είπε και στο «Αυτός» είχε τόσο μίσος η φωνή της που δεν μπορεί να περιγραφεί. «Και;»

158


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Είπε ότι ήθελε να με δει. Να δει αν μεγάλωσα. Η Νάντια του είπε όχι, αυτός επέμενε και του είπε πως θα τον σκοτώσεις αν κάνει κάποια κίνηση. “Είναι τρελός ο Χρήστος, δεν καταλαβαίνει, του το είπα κι εγώ κάποια στιγμή πως πρέπει να δεις την κόρη σου και μου είπε ότι θα σε σκοτώσει αν τύχει να σε δει η Μελίνα. Και θα το κάνει”, έμειναν τα λόγια στο μυαλό μου μπαμπά… Δεν φεύγουν…» Έπιασα το κεφάλι μου εκείνη την στιγμή. Έπρεπε τελικά να τον θάψω όσο ήταν καιρός. Τώρα άργησα κι επεκτάθηκε παντού σαν ένα καρκίνωμα. Πλήγωσε εμένα κι ανθρώπους που αγαπώ. Δεν γλυτώνει κανείς πια. Με τσάκιζε το κεφάλι μου, ένιωθα τα πόδια μου να παγώνουν και το αίμα να ανεβαίνει όλο στο μυαλό. Θα έκανα μπαμ, έπρεπε να φύγω για να σκεφτώ. Δεν μπορούσα να ξεχωρίσω πια τις καταστάσεις, ήταν όλα θολά μέσα μου, δεν ήξερα αν μ’ έχει περισσότερη ανάγκη η Μελίνα ή αν έχω περισσότερη ανάγκη τον εαυτό μου και την μοναξιά μου. «Πάω να κάνω ένα τσιγάρο ψυχή μου και θα πέσω για ύπνο. Κράτα το και θα το συζητήσουμε αύριο, εντάξει;» της είπα προσπαθώντας να χαμογελάσω χωρίς επιτυχία μιας και δεν ήξερα τι ακριβώς ένιωθα. «Καλά, θα προσπαθήσω να κοιμηθώ» μου απάντησε. Βγήκα έξω από το σπίτι, γύρισα πίσω στην αυλή κι άρχισα να κοιτάζω τον δρόμο. Άναψα τσιγάρο, το τελευταίο από το πακέτο, πόσο γρήγορα τελείωναν; Πόσο κάπνισα σήμερα Θεέ μου μ’ όλα αυτά; Ένιωθα τα παιδιά να με κοιτάνε, αλλά δεν μπορούσα να κάνω κάτι. Ήταν η μέρα τέτοια. Περίεργη. «Δικαίως αγανακτισμέ- και με τα πάντα αηδιασμέ-…» ξεκίνησα να τραγουδάω δακρύζοντας κι άκουσα τον Φώτη να το συνεχίζει από πίσω. «Ψεύτη ντουνιά21. Μας τσάκισες» σχολίασε ο Φώτης. «Δεν είν’ η μέρα μου σήμερα μάγκα, δεν είναι καθόλου η μέρα μου. Πάω να την πέσω, γιατί αν δεν, θα πάρω το αυτοκίνητο και θα πάω στο θανατάδικο22 να κοντράρω κανέναν. Και σήμερα θα φύγω. Το ξέρω, θα φύγω. Σιχάθηκα τα πάντα, ακόμη και την ζωή μου. Κι αύριο θα κανονίσουμε και για τα λεφτά» είπα γυρίζοντας να κοιτάξω τον Φώτη που με κοιτούσε στραβά.

159


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Σοβαρά τώρα, ψήνεσαι να κατέβουμε στην περιφέρεια για καμιά κόντρα;» με ρώτησε ο Φώτης γελώντας, ήξερα πως έκανε πλάκα, τα κόψαμε αυτά εδώ και χρόνια. «Τώρα που μεγάλωσες απέκτησες κι αφαναροψία23. Άσε με. Κανόνισε να πάμε για τα λεφτά αύριο και μην με κοιτάς έτσι. Τα λεφτά θα στα δώσω εγώ. Σκάσε. Απλά σκάσε» του είπα και μπήκα στο σπίτι. «Σου έχω στρώσει δίπλα στην Μελίνα, στο παιδικό» μου φώναξε η Εύη απ’ έξω. «Να ‘σαι καλά ρε κουμπάρα» της απάντησα και μπήκα μέσα στο δωμάτιο. Έβγαλα τα παπούτσια και την μπλούζα κι έπεσα με τα ρούχα για ύπνο. Χάλια ήμουν. Κομμάτια. Κι εκείνα τα κομμάτια του εαυτού μου, ήταν διάσπαρτα σε άτομα, μέρη κι εποχές. Έκλεισα τα μάτια και έβλεπα να έρχονται και να φεύγουν εικόνες από την μέρα μου, από όλα όσα έγιναν. Απ’ όλα όσα πέρασαν. Να δω τι θα κάνω έτσι όπως τα κατάφερα. Με πήρε ο ύπνος κι έβλεπα πως γύρισα πίσω στα είκοσι τρία μου. Είχαμε πάει με τον Φώτη σ’ ένα ρεμπετάδικο, ήταν τότε που είχα χωρίσει, η Νάντια δεν μου είχε πει ακόμη ότι είναι έγκυος δεν συγκατοικούσαμε ακόμα. Χάλια ήμουν. Κομμάτια και τότε. Ο Φώτης μ’ έβλεπε που ήμουν σκατά, πήγε στην ορχήστρα και ζήτησε το κομμάτι. Σηκώθηκα στην πίστα να χορέψω την παραγγελιά και ήρθε και κάποιος άλλος. Σκέφτηκα να τσαμπουκαλευτώ, αλλά μας ήξεραν στο μαγαζί, δεν ήταν σωστό. Ήρθε το αφεντικό και τον κατέβασε κάτω. Εγώ χόρευα και ο Φώτης βαρούσε παλαμάκια. Τελείωσε το τραγούδι και με ρώτησε αν είμαι καλύτερα. Του απάντησα μ’ ένα στιχάκι από το τραγούδι και με κοίταξε στραβά. Έφυγα και πήγα σπίτι. Έπεσα για ύπνο κι άκουγα μια γυναικεία φωνή. «Κάνε πιο μέσα» μου έλεγε και προσπαθούσα να καταλάβω από πού την ξέρω. Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια αλλά δεν μπόρεσα. «Θα φύγει, ας την» σκέφτηκα και συνέχισε να μου μιλάει εκείνη η γυναίκα. Πετάχτηκα μέσα από τον ύπνο μου και είδα την Μελίνα να με κοιτάει και να κλαίει για ακόμα μια φορά. Δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω που ξημέρωνα. «Τι ώρα είναι;» την ρώτησα βραχνιασμένα, τα τσιγάρα με σακάτεψαν.

160


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Πέντε. Θα με πάρεις μια αγκαλιά;» «Ρε Μελινάκι, δεν είσαι πια έξι, να έρχεσαι στο κρεβάτι και να λες “φοβάμαι” και να χώνεσαι στο κρεβάτι» της απάντησα προσπαθώντας να καταλάβω που είμαι, κοιμήθηκα πολύ βαθιά κι έχασα την αίσθηση του χώρου και του χρόνου. «Πραγματικά, δεν είμαι καλά, μπορείς; Σε παρακαλώ…» μου είπε και κόπηκε η καρδιά μου στα δύο. «Άντε καλά μπες από κάτω» της είπα σηκώνοντας την κουβέρτα. Ξάπλωσε και κούρνιασε πάνω μου. Έκλαιγε άηχα, την καταλάβαινα από τα τραντάγματα των λυγμών. Δεν μπορούσα όμως να ξεκινήσω κουβέντα στις πέντε το χάραμα. Της χάιδεψα τα μαλλιά, μου θύμιζε απίστευτα τη μάνα της, ίδια στους τρόπους, ίδια στους αντιδράσεις, ίδια στις κινήσεις. Από μένα πήρε μόνο τον χαρακτήρα τελικά. Ατσάλι μέχρι να σπάσω. Κι όταν σπάσω, εκεί με παίρνει η μπάλα και πρέπει να με μαζέψουν από τα πατώματα. Έκλεισα τα μάτια και βυθίστηκα σ’ ένα μαύρο ύπνο αυτή τη φορά. Ξύπνησα γιατί ένιωθα ένα πλάκωμα στο στήθος. Άνοιξα τα μάτια και είδα την μισή Μελίνα να είναι ξαπλωμένη πάνω μού. Τουλάχιστον ήταν ήρεμη. Την μετακίνησα όσο προσεκτικότερα μπορούσα για να μην ξυπνήσει και σηκώθηκα από το κρεβάτι. Πήγα στο σαλόνι και βρήκα την Εύη να πίνει καφέ. «Πω… Τι ώρα είναι ρε;» την ρώτησα ενώ τεντωνόμουν. «Οκτώμισι. Κοιμήθηκες καλά;» «Σκατά. Ήρθε σε κάποια φάση η Μελίνα στο κρεβάτι, λες και ήταν εξάχρονο γιατί φοβόταν. Ξαπλωμένη πάνω μου την βρήκα τώρα που ξύπνησα. Πα’ να φτιάξω καφέ» της απάντησα και την είδα να γελάει. «Τι γελάς ρε τσίρκο;» την ρώτησα. «Γελάω για να μην κλάψω, αν έφτασε μια κοπέλα δεκαοχτώ χρονών να έρχεται και να σου λέει “φοβάμαι, πάρε με αγκαλιά”, είναι ζόρι τα πράγματα κουμπαράκο». «Ο ασυμβίβαστος που είναι;» «Δουλεύει». «Αυτός δεν είχε ρεπό σήμερα;»

161


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Αυτός δεν κοιμήθηκε το βράδυ». «Γιατί ρε;» «Γιατί έχει πολλά στο μυαλό του». «Κι εγώ ακόμη περισσότερα. Τα παιδιά;» «Τα πήγε η μάνα μου στο σχολείο… Πάλι καλά που υπάρχει κι αυτή». «Εγώ να δω τι θα κάνω που υποσχέθηκα στην Αλεξάνδρα να μιλήσουμε σήμερα. Σιχαίνομαι την ζωή μου πια». «Έλα ρε Χρήστο μην σ’ ακούω έτσι τώρα». «Άσε με ρε Εύη. Άσε με. Να σκάσω είμαι». «Δικαίως αγανακτισμέ-;» «Μην το πιάνεις τώρα αυτό, γιατί θα βάλω τα κλάματα». «Κλαίν ρε οι άντρες;» «Κλαιν και παρακλαίν». Γύρισα με τον καφέ στο σαλόνι και πήρα ένα από τα τσιγάρα της Εύης. Δεν τ’ άφησε ασχολίαστο. «Ακόμη σκατά δηλαδή. Θα το ξαναρχίσεις…» «Ας το ξαναρχίσω. Τι παίχτηκε με σας;» «Δεν θα πάει η μικρή σχολείο;» με ρώτησε η Εύη. «Αποφεύγεις την ερώτησή μου;» «Όχι. Άκου. Ούτε κι εγώ ξέρω πολλά, αλλά για κάποιον λόγο χρωστάμε πολλά. Ίσως έφταιγε η κακοδιαχείριση, δεν φτάνουν πλέον τα λεφτά για να καλύψουμε και τις ανάγκες και τα χρέη. Και ήρθ’ εξώδικο στον Φώτη, θα μας κάνουν κατάσχεση το σπίτι αν δεν πληρώσουμε την τράπεζα». «Είκοσι τέσσερα είπαμε;» «Είναι παραπάνω Χρήστο». «Να πάρω ένα τηλέφωνο πρώτα;» «Πάρε. Και θα σου πω μετά». Έπιασα το τηλέφωνό μου, θυμόμουν ότι κάποιος μου είχε κάνει μια καλή προσφορά για την Alfetta, κόντευε να γίνει συλλεκτικό μοντέλο το καμάρι μου, ήταν και περιποιημένο παρά το τρακάρισμα, με κανένα – δύο χιλιάρικα θα ήταν πάλι κουκλί. Αθάνατη λαμαρίνα, δεν παθαίνει τίποτα.

162


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Παρακαλώ;» άκουσα την φωνή στο τηλέφωνο. «Έλα ρε, ο Χρήστος είμαι». «Που ‘σαι ρε ψυχή; Τι λέει, τι κάνεις;» «Καλά είμαι ρε φίλε. Πουλάω το Αλφάκι και σε σκέφτηκα πρώτο – πρώτο. Μ’ έχεις φάει τ’ αυτιά εδώ και χρόνια». «Σοβαρά ρε; Αποφάσισες να το δώσεις;» «Ναι ρε φίλε, μεγάλωσα πολύ για τέτοια πράγματα. Είναι όπως το θυμάσαι, με την προίκα ολόκληρη απλά έχει ένα χτύπημα μπροστά. Θέλει κανά – δυο χιλιαρικάκια για να ρθει στα ίσια του, αλλά τίποτα σοβαρό». «Ωραία. Πότε το δίνεις;» «Το συντομότερο δυνατό». «Πόσα;» «Πόσα δίνεις ρε; Εγώ δεν μπορώ να το κοστολογήσω, τ’ αγαπάω το αυτοκίνητο και το ξέρεις». «Τριάντα;» «Είσαι χαζός;» του είπα ξέροντας πως η αξία του ήταν κοντά η μισή. «Σαράντα;» με ξαναρώτησε. «Πας καλά ρε;» «Δεν μπορώ να σε πιάσω κότσο ρε φίλε. Εξήντα χιλιάρικα αλλά το θέλω σήμερα, πριν βρεις κανέναν να δώσει παραπάνω. Εντάξει;» «Εντάξει ρε φίλε. Θα κάνουμε την μεταβίβαση σήμερα και θα σου δώσω και τα κλειδιά». «Καλώς. Να σε πάρω ένα τηλέφωνο κατά τις μία; Έχω κάτι άκρες θα γίνουν όλα στα μπαμ». «Πάρε τηλέφωνο και θα έρθω από εκεί». «Έγινε μεγάλε. Μιλάμε. Κι ευχαριστώ ρε» «Είσαι χαζός; Εγώ ευχαριστώ» του απάντησα κι έκλεισα το τηλέφωνο χαμογελώντας. Τώρα το ποιος έπιασε κότσο24 ποιόν, δεν μπορούσα να το καταλάβω. «Τι χαρές είναι αυτές;» με ρώτησε η Εύη. «Έδωσα το αυτοκίνητο». «Σε ικανοποιητική τιμή;» «Εξήντα» της είπα.

163


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Χιλιάρικα;» με ρώτησε έκπληκτη. «Εμ τι; Στραγάλια;» της απάντησα γελώντας. «Το καλύπτουμε το χρέος;» «Και σου μένει κι ένα τάλιρο στο χέρι». «Καλά πως κατάφερε να χρωστάει πενήντα πέντε χιλιάρικα;» «Κάτι οι κάρτες, κάτι τα δάνεια, κάτι που το αυτοκίνητο έχει περισσότερα έξοδα κι απ’ όσο θα είχαμε δόση για ένα καινούριο, κάτι που ο Φώτης θέλει να τα έχουν όλα τα παιδιά, πόσο νομίζεις ότι θέλει να τα ξοδέψεις;» μου είπε η Εύη ανέκφραστα. «Εντάξει, μην σκας τώρα, το λύσαμε αυτό». «Όχι ακόμα, θα σκοτωθείτε μέχρι να δεχτεί να πάρει τα λεφτά. Τον ξέρεις τον φίλο σου, είναι ψωροπερήφανος». «Σ’ εμένα το λες…» της είπα κι είχα στο μυαλό μου πως λύθηκε το ένα θέμα. Τελικά στην ζωή μου όλα τα σημαντικά συνέβαιναν μαζί, ή τα μάθαινα όλα μαζί πάντα σε μια μέρα και κάτι. Όλα τα ασήμαντα χτυπούσανε την πόρτα μου συχνά, αλλά τα σημαντικά κάνανε μάζωξη όλα μαζί την ίδια μέρα. Χτύπησε το τηλέφωνο που μ’ έβγαλε από τις σκέψεις μου. Ο Νάσος, το παλικάρι που του πούλησα το αμάξι. Ας μην μου πει τώρα άκυρο. Μόνο αυτό δεν θέλω. «Έλα ρε» απάντησα στο τηλέφωνο. «Έλα ρε. Μπορείς να έρθεις κέντρο τώρα να το κάνουμε; Έχω μισή ώρα κενό από τη δουλειά». «Άνετα. Κλείσε, σε παίρνω μόλις φτάσω». «Τι έγινε;» με ρώτησε η Εύη. «Πάω να δώσω το αυτοκίνητο. Πάει κι αυτό, ν’ αρχίσουν να παίρνουν σειρά τα άλλα. Αν ξυπνήσει η μικρή, πες της το, εντάξει;» της είπα και πήγα να βάλω παπούτσια. Θυμήθηκα εκείνη την στιγμή ότι δεν έχω ούτ’ ένα ζευγάρι καθαρές κάλτσες κι έπρεπε να πάω κι από το σπίτι. Και να μιλήσω και με την Αλεξάνδρα. Να μιλήσω με την Μελίνα, να ψάξω για σπίτι, χαμός. Ένα – ένα κι όλα με τη σειρά. Ας δώσω το αυτοκίνητο πρώτα και μετά βλέπω. «Μελινάκι μου…» της είπα και της χάιδεψα τα μαλλιά. «Φεύγω, δεν θ’ αργήσω πολύ».

164


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Που πας;» με ρώτησε νυσταγμένα. «Να δώσω το αυτοκίνητο. Το πουλάω». «Να έρθω κι εγώ;» «Και πως θα γυρίσουμε ψυχή μου; Βιάζομαι κιόλας». «Θα πάρω την μηχανή για να έρθω» μου απάντησε και γέλασα. «Γιατί ξέρεις να οδηγείς μηχανή;» την ρώτησα ειρωνικά. «Μμμ… Την έχω πάρει αρκετές φορές. Στα κρυφά» μου απάντησε και ένιωσα το αίμα μου να παγώνει. «Ε; Ε; Να έρθω;» με ρώτησε κι άνοιξε τα μάτια. «Τι έπαθες τώρα;» συνέχισε. «Έχεις πάρει την μηχανή είπες;» «Κάποια στιγμή έπρεπε να στο πω ρε μπαμπά. Καλά πάει». «Πας καλά; Μπορούσες να σκοτωθείς, δεν ανεβαίνεις με την μία πάνω στα εξακόσια κυβικά. Περνάς κι απ τα μικρότερα». «Θα το κάνουμε θέμα τώρα;» «Θα το κάνουμε μετά. Τώρα βιάζομαι». «Να έρθω;» ξαναρώτησε. «Κόλλησες εκεί, να έρθω και να έρθω. Άντε, ντύσου κι έλα». «’Φχαριστώ» μου απάντησε την ώρα που έβγαινα από το δωμάτιο. Κοίταξα για να βρω την Εύη μα δεν ήταν στο σαλόνι. «Φεύγω ρε!» φώναξα κι άκουσα την Εύη να μου μιλάει από την κουζίνα. «Κλειδιά πάρε!» «Καλώς» απάντησα, πήρα τα κλειδιά από το τραπέζι κι έφυγα με το αυτοκίνητο. Είχα ξεχάσει πως έξω ήταν παρατημένο το αυτοκίνητο της Νάντιας από χθες, έπρεπε να το πάω κι αυτό πίσω, ακόμα ένα πράγμα στο κεφάλι μου. Η Μελίνα έπαιρνε την μηχανή μου κρυφά. Άλλο κι αυτό. Να δω τι άλλο μπορεί να μάθω σήμερα… Έφτασα στο κέντρο και παράτησα το αυτοκίνητο σ’ ένα πάρκιν, για να βρω τον Νάσο. Ήταν στέλεχος σε μια εταιρία, πολύ δουλειά, καλά λεφτά, καλή ζωή και πάρα πολλές εργασιακές υποχρεώσεις. Καψούρα με τα αυτοκίνητα, τον είχα γνωρίσει σ’ ένα φανάρι που μου κολλούσε άσχημα και κυνηγιόμασταν γι αρκετή ώρα. Ήταν κι αυτός σαν κι εμάς. Γκαζοφονιάς.

165


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Τον είδα σε μια καφετέρια να πίνει καφέ, κουστουμάκι και γραβάτα. Χαρτογιακάς. «Που ‘σαι ρε chief;» μου φώναξε από μακριά μόλις με είδε. «Εδώ ρε, στον αγώνα» του απάντησα. «Κάθισε» μου είπε γελώντας με την ατάκα. «Λοιπόν, πρώτα θα πάμε στην τράπεζα για τα λεφτά ή θα πάμε για την χαρτούρα;» «Ότι μας πάρει λιγότερη ώρα». «Σίγουρα η τράπεζα. Γιατί έτσι;» «Γιατί θα έρθει και η κόρη μου για να με πάρει μετά. Να ξεμπερδέψουμε από το ένα γρήγορα, να την βρούμε και να πάμε και για τ’ άλλο». «Έχει μια εδώ στην γωνία, θα μας εξυπηρετήσουν στα μπάμ25. Ο διευθυντής είναι φιλαράκι». «Τον χαρτογιακά σου μέσα, είσαι στέλεχος και μιλάς στην γλώσσα της πιάτσας ρε;» του είπα γελώντας δυνατά. «Το κατά δύναμιν Χρήστο» «Άντε σήκω πάμε» του είπα και παράτησε τον καφέ του εκεί. Μπήκαμε στην γωνιακή τράπεζα και πήγε κατευθείαν στο γραφείο του διευθυντή ο οποίος τον υποδέχτηκε μετά τιμών. «Τι κάνετε; Καφέ να κεράσουμε;» μας ρώτησε ο διευθυντής της τράπεζας μόλις καθίσαμε. «Όχι Νίκο, βιαζόμαστε. Μια μεταφορά χρημάτων θέλω να κάνω και λίγο γρήγορα γιατί επείγει το θέμα». «Έχεις λογαριασμούς και λοιπά έτοιμα;» ρώτησε τον Νάσο. «Όλα έτοιμα στα έχω. Θα μ’ εξυπηρετήσεις;» «Το συζητάς;» «Ωραία. Χρήστο, δώσε μου έναν αριθμό λογαριασμού» μου είπε ο Νάσος και του έγραψα σ’ ένα χαρτί τον λογαριασμό μου. Άφησα το χαρτί στο γραφείο του διευθυντή της τράπεζας και ο Νάσος σηκώθηκε από την καρέκλα. «Νίκο, κούνα εξήντα χιλιάδες ευρώ από τον λογαριασμό μου εκεί. Ελπίζω να μην μας πάρει δύο χρόνια». «Μην ανησυχείς. Μέχρι το μεσημέρι θα έχουν μεταφερθεί τα λεφτά. Βάλε μια υπογραφή εδώ μόνο για τα τυπικά κι άφησε τα υπόλοιπα σε εμένα».

166


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Σου χρωστάω χάρη» είπε ο Νάσος βάζοντας την υπογραφή του και βγήκαμε από το γραφείο χαιρετώντας τον διευθυντή. «Πάμε να πάρουμε την κούκλα τώρα» του είπα και περπατήσαμε μέχρι το πάρκιν που είχα αφήσει το αυτοκίνητο. Με πήρε τηλέφωνο η Μελίνα στο δρόμο και της έδωσα οδηγίες να έρθει εκεί. Την περιμέναμε πέντε λεπτά, έκανα τράκα ένα τσιγάρο από τον Νάσο και αράξαμε για λίγο στο πάρκιν. «Πως και τέτοια απόφαση;» «Χωρίζω φίλε. Χωρίζω και το σιχάθηκα τ’ αμάξι. Όπως και την ζωή μου τα τελευταία χρόνια. Βάρος μου είναι στην καρδιά» του απάντησα. «Τι να πω ρε φίλε; Τις απόψεις μου για την οικογένεια τις ξέρεις. Αλλά κρίμα ρε. Κρίμα τα παιδιά…» «Κρίμα είναι το ξέρω. Αλλά κάπου φτάνει ο κόμπος στο χτένι, πρέπει να τελειώσει, πριν σαλτάρω και πάω να φύγω σε κανά γκρεμό». «Που το έφαγες έτσι ρε;» με ρώτησε κοιτάζοντας το αμάξι. «Μεγάλη ιστορία. Το καλό είναι πως δεν έχει μεγάλη ζημιά» «Και πως φτιάχνεται εύκολα». «Πάρε τα κλειδιά» του είπα την ώρα που είδα την Μελίνα να έρχεται προς το μέρος μας. «Χαίρετε» μας είπε μόλις σταμάτησε την μηχανή χωρίς να κατέβει. «Κόρη σου;» ρώτησε ο Νάσος. «Το καμάρι μου» του απάντησα. «Οδηγάει κιόλας το μικρό;» «Μην το σχολιάσουμε αυτό…» είπα στον Νάσο κοιτάζοντας την Μελίνα με μισό μάτι γιατί ακόμη δεν είχα συνειδητοποιήσει το τι γινόταν. «Πάμε;» με ρώτησε ο Νάσος. «Δουλεύω κιόλας πρέπει να γυρίσω σε λίγη ώρα» «Άντε πάμε» του είπα και μπήκε στο αυτοκίνητο. Αμφιταλαντεύτηκα αν έπρεπε να πάω με το αυτοκίνητο ή με την μηχανή. Τελικά στράφηκα προς την Μελίνα. «Κατέβα» της είπα. «Θα πάμε μαζί;» με ρώτησε «Ναι»

167


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Θα σε πάω εγώ» «Μελίνα σοβαρέψου. Και που σ’ άφησα να την πάρεις χωρίς δίπλωμα λάθος μου ήταν». «Δεν μ’ εμπιστεύεσαι ρε πατέρα;» «Δεν είναι θέμα εμπιστοσύνης…» «Δοκίμασέ με. Κι αν δεν κάνω, πάρ’ την εσύ. Αλλά δώσε μου μια ευκαιρία. Μία ευκαιρία να αποδείξω κάποια πράγματα στον εαυτό μου. Μην κάνεις σαν την μάνα μου. Που μια ζωή με κλώτσαγε» μου απάντησε με παράπονο. «Εντάξει κορίτσι μου. Εντάξει. Πάμε» της είπα κι ανέβηκα στην μηχανή. Έτρεμαν τα πόδια μου, η αλήθεια είναι. Φοβόμουν. Ήταν άπειρη οδηγός και είχε την βλακεία που έχουν στο κεφάλι όλοι οι έφηβοι. Όμως πήγαινε καλά, ήξερε που πατούσε η μηχανή, ήξερε να ελίσσεται. «Σε ποιόν έμοιασες εσύ;» την ρώτησα στην διαδρομή. «Στον μόνο άνθρωπο που δεν συντέλεσε στην γέννησή μου» μου απάντησε με πίκρα. «Ρε κορίτσι μου…» «Άστο μπαμπά, θα το συζητήσουμε μετά» μου απάντησε. Φτάσαμε, έγινε η όλη διαδικασία, πλήρωσε ο Νάσος τα παράβολα, πέσανε οι τζίφρες26 και τα σχετικά και το αμάξι πέρασε στον Νάσο. Όλα ωραία, όλα καλά. Ξεμπέρδεψα κι αυτό, με διαβεβαίωσε ότι τα λεφτά μέχρι το μεσημέρι θα ήταν έτοιμα για να τα σηκώσω ανά πάσα ώρα και στιγμή. Φύγαμε με την Μελίνα για το σπίτι του Φώτη, έπρεπε να πιώ ένα καφέ με την ησυχία μου πριν βάλω το μυαλό μου σε μια τάξη και πριν αρχίσω να ξεκαθαρίζω την ζωή μου. Έβγαλα τα κλειδιά από την τσέπη μόλις πάτησα το πόδι στην αυλή και η Μελίνα με κοίταξε περίεργα. «Έχεις και κλειδιά;» με ρώτησε. «Τα πάντα έχω» της είπα ανοίγοντας την πόρτα. «Βρε, τα παιδιά! Ξεμπερδέψατε;» μας ρώτησε η Εύη. «Τον λομπού27 τ’ αμάξι. Να ‘ταν κι άλλο» της είπα. «Τον ποιόν;» ρώτησε η Μελίνα κι εμείς πεθάναμε στο γέλιο, μάλλον δεν την είχε ξανακούσει την έκφραση.

168


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Άστο κορίτσι μου, είναι χαζός ο πατέρας σου» απάντησε η Εύη προσπαθώντας να συγκρατήσει το γέλιο της και η Μελίνα μας κοίταζε απορημένη. Είπα κι εγώ να το ξεφτιλίσουμε λίγο, να γελάσουμε. «Πάω τέλος πάντων εκεί, βρίσκω το παλικάρι που λες, λέμε εκεί τα δικά μας, α ου, σου μου28, ιστορίες, ξέρεις να πούμε, τσίμπησα τα γιούρια, κάναμε και την τράμπα, όλα κομπλέ και γυρίσαμε. Το γατόνι 29 από δω, το πάει καλά το κινούμενο» είπα δείχνοντας την Μελίνα η οποία δεν παίζει να κατάλαβε τα μισά απ’ όσα είπα και η Εύη· που μετά από τόσα χρόνια εντατικών μαθημάτων της αργκό με μένα και τον Φώτη· είχε πεθάνει στο γέλιο. «Μπαμπά, πες τα στα ελληνικά» μου είπε η Μελίνα. «Λέω» ξεκινάω κι αρχίζω να γελάω. «Πάω εκεί, βρίσκω το παλικάρι, κάνουμε μια συζήτηση, πήρα τα χρήματα, κάναμε και την μεταβίβαση, όλα εντάξει και γυρίσαμε. Καλά μέχρι εδώ;» την ρώτησα και έβλεπα την Εύη να έχει πέσει στον καναπέ από τα γέλια. «Τι είναι τα γιούρια;» με ρώτησε η Μελίνα. «Τα ευρώ» της απάντησα. «Η τράμπα;» «Η ανταλλαγή». «Το γατόνι;» «Μελινάκι θα σου κάνω μάθημα πρωί – πρωί;» την ρώτησα γελώντας. «Να πιώ ένα καφέ να στανιάρω γιατί έχω και δουλειές;» «Τι να κάνεις;» με ξαναρώτησε κι άρχισε νέος γύρος γέλιου από την Εύη. «Στανιάρω σημαίνει ηρεμώ, ή έρχομαι στα ίσια μου. Καλά;» την ρώτησα και την πήρα αγκαλιά γιατί την έβλεπα έτοιμη να κλάψει που δεν καταλάβαινε τίποτα. «Μην κάνεις τώρα σαν εξάχρονο κοριτσάκι» τις ψιθύρισα στ’ αυτί. «Συγνώμη κορίτσι μου που γελάω, αλλά ο Χρήστος, μιλάει έτσι εδώ και χρόνια. Δεν τον είχες ακούσει ποτέ;» «Όχι» είπε φυσιολογικότατα η Μελίνα. «Που να μιλήσεις έτσι να πούμε, με τον αστερία30 μέσα στο σπίτι;» ρώτησα την Εύη. «Τώρα έβρισες την Νάντια, είμαι σίγουρη» μου είπε η Μελίνα. «Τόσο χάλι;» Με ρώτησε η Εύη.

169


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Τον τελευταίο καιρό ντιπ31 χάλι. Πω πω! Αισθάνομαι άνθρωπος τώρα. Σταμάτησα να καταπιέζομαι» είπα στην Εύη που γελούσε. «Σε καταπίεζε η Νάντια;» με ρώτησε η Μελίνα και την κοίταξα στα μάτια. Την άφησα από την αγκαλιά μου κι έπιασα ένα τσιγάρο από τα της Εύης. Άραξα στον καναπέ. «Μελινάκι… Με τον νονό σου, μιλάμε έτσι, χρόνια ολόκληρα. Απλά γιατί μας αρέσει. Η μάνα σου όμως· τέλος πάντων δεν θέλω να πω κάτι, την είπα αστερία και αρκεί αυτό· δεν ήθελε να μιλάω έτσι, τουλάχιστον μπροστά σας. Και δεν μιλούσα έτσι μπροστά σας για να μην γίνετε κι εσείς σαν εμένα. Αλητάκια δηλαδή. Αλήτη με ανεβοκατέβαζε. Ρεμάλι. Καθίκι. Πολλά πράγματα. Αλλά αυτή η αλητεία της άρεσε». «Τι σημαίνει αστερίας ρε πατέρα;» με ρώτησε η Μελίνα. «Αυτό δεν μπορώ να στο εξηγήσω». «Γιατί;» «Είσαι μικρή ακόμα». «Μην τον ακούς κορίτσι μου, είναι σεξιστές κι ο πατέρας σου κι ο νονός σου» σχολίασε η Εύη. «Κατάλαβα…» είπε η Μελίνα. «Δεν κατάλαβες κι εγώ δεν είμαι ο καταλληλότερος να ανοίξω αυτήν την κουβέντα μαζί σου. Έπρεπε να την κάνει κάποια στιγμή η κυρά-Νάντια αλλά… άντε μην τ’ ανοίξω πάλι το ρημάδι». «Έχω ακούσει και πιο τραγικά» είπε η Εύη και η Μελίνα με κοίταξε με απορία. «Έχεις και την νονά για τέτοιες κουβέντες ομορφιά μου. Οι δικές μου απόψεις είναι λίγο… κάπως… τέλος πάντων, άστο καλύτερα» της είπα και γύρισα στην Εύη. «Για πες τα τραγικά να γελάσω». «Την πρώτη φορά που πήγα στο χωριό για να γνωρίσω τους θείους του Φώτη, φτάσαμε στο σπίτι, χαρές κακό, ξέρεις. Και λέει ο πατέρας του. “Γυναίκα! Τσάκω το μπουκάλ’ το δεκατεσσάρ’32” και προσπαθούσα να καταλάβω αν είναι καλό ή κακό». «Το ποιο;» την ρώτησα με ένα γκριμάτσα απορίας «Το Cutty Shark, το ουίσκι το ξέρεις; Δε Κάτι Σάρκ… Το έχουνε κάνει “δεκατεσσάρ’”. Να κλαίς και να γελάς…» μου απάντησε η Εύη κι αρχίσαμε να γελάμε με την Μελίνα.

170


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Δεν σας πιάνω» μας είπε η Μελίνα. «Που να μας πιάσεις κορίτσι μου, εσείς είστε τώρα με τα λολ33 και τα ό μι τζι34… Άλλη διάλεκτο μάθαμε εμείς, άλλη μαθαίνετε εσείς. Έτσι είναι η γλώσσα, εξελίσσεται» της είπε η Εύη. «Καφεδάρα θα πιούμε; Γιατί ο πρωινός έγινε κάτουρο35» της είπα. «Θα σας φτιάξω ρε ζαβέ» μου απάντησε η Εύη κι έφυγε για την κουζίνα. «Ορίστε αυτό το κατάλαβα, είπες ότι ο καφές ζεστάθηκε». «Καλά σε λέω εγώ γατόνι» απάντησα στην Μελίνα γελώντας κι αμέσως σοβάρεψα. «Στο θέμα μας τώρα. Από πότε παίρνεις την μηχανή;» «Από πέρυσι» μου απάντησε κι έσκυψε το κεφάλι. «Δεν σε μαλώνω κορίτσι μου. Ολόκληρη γυναίκα είσαι. Απλά ανησυχώ». «Έτυχε πέρυσι να με κοντράρει κάποιος, ότι και καλά οι γυναίκες δεν μπορούν να οδηγήσουν. Και την πήρα ένα πρωί για να πάω στο σχολείο. Με δυσκόλεψε πάρα πολύ, πάρα μα πάρα πολύ στην αρχή, έκανα μισή ώρα για να ξεκινήσω κι αρκετή ώρα στο δρόμο για να ισορροπήσω. Άργησα και να πάω, έχασα την πρώτη ώρα…» «Εγώ που ήμουνα;» την ρώτησα γιατί αν ήμουν εκεί δεν υπήρχε περίπτωση να έφευγε η μηχανή χωρίς να το πάρω χαμπάρι. «Στην δουλειά». «Η μάνα σου που ήταν;» «Σπίτι, αλλά δεν το κατάλαβε…» μου απάντησε η Μελίνα. «Και μετά;» «Ε μετά μ’ άρεσε. Αλλά καίει πολύ βενζίνη ρε μπαμπά… Μια φορά μάζευα τρείς μέρες λεφτά για να πάω μια βόλτα της προκοπής». «Κάτσε λίγο» της είπα και σηκώθηκα να βγω έξω. Πόσο χαζός ήμουν θα μπορούσα να κοιτάξω τα χιλιόμετρα στο κοντέρ για να δω τι χρήση της είχε κάνει. Αλλά μ’ αυτά και μ’ εκείνα, που να το σκεφτώ κι αυτό. Κοίταξα και γύρισα στο σπίτι. Έκατσα γελώντας και η Μελίνα με κοίταξε με ύποπτο βλέμμα. «Την Δευτέρα το πρωί να την πάς και για σέρβις. Έχεις κάνει τεσσερσήμισι χιλιάδες χιλιόμετρα κοριτσάκι».

171


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Που να την πάω;» «Για σέρβις. Χρειάζεται τακτικά» της απάντησα. «Εντάξει. Θα μαζέψω λεφτά και θα την πάω» μου απάντησε θλιμμένα. «Απορώ, αν σ’ άφηνε τι θα έκανες; Θα με έπαιρνες τηλέφωνο να έρθω να σε πάρω; Αν έπεφτες; Ακόμα χειρότερα. Νόμιζα ρε Μελίνα πως είχες και μια συναίσθηση του κινδύνου». «Ούτε μ’ άφησε, ούτε έπεσα όμως». «Τέλος πάντων… Δηλαδή πας και στο σχολείο… Αν σε σταμάταγε η αστυνομία;» «Φοράω κράνος» μου απάντησε χαμογελαστά. «Και δεν τις σταματάνε αυτές τις μηχανές συνήθως. Έτσι μου είπαν τα παιδιά. Αγόρασα κράνος». «Ροζ;» την ρώτησα. «Όχι» μου απάντησε θιγμένα. «Πράσινο για να είναι ασορτί». «Δεν περίμενα κάτι καλύτερο από γυναίκα. Και δεν πιστεύω να την έδωσες σε κανένα πιτσιρικά» της είπα προειδοποιητικά. «Είσαι σοβαρός; Όχι. Έκανα όμως το κομμάτι μου». «Άλα της η μικρή» πετάχτηκε η Εύη που έφερνε τους καφέδες. «Το κομμάτι σου δεσποινίς;» «Ε…» ξεκίνησε να λέει η Μελίνα. «Καλά, καλά» της είπα. «Πάρ’ την και κάνε όσες βόλτες θες, σ’ εμπιστεύομαι. Αλλά κανόνισε μωρή, να μου γίνεις καμιά αυτοκινούμενη πίπα36, θα σου κόψω τα πόδια!» της φώναξα γλυκά. «Με προσβάλλεις τώρα» μου απάντησε η Μελίνα θυμωμένα. «Καλά κορίτσι μου, θα με τρελάνεις; Που το ξέρεις αυτό;». «Με γκαζάκηδες κάνω παρέα, λες να μην το ξέρω; Αλλά έχω το πιο γρήγορο απ’ όλους» είπε με χαρά η Μελίνα. «Ρε Εύη, πόσα χρόνια με ξέρεις ρε;» ρώτησα την Εύη που κάθισε στον καναπέ και γελούσε με την συζήτησή μας. «Πολλά. Κοντά δεκαπέντε χρόνια τώρα. Γιατί;» «Τι παράπονο είχα από την ζωή, θυμάσαι;» «Ότι δεν έχεις ένα γιό να τον κάνεις σαν τα μούτρα σου» μου απάντησε η Εύη γελώντας.

172


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Εντάξει στο φύλο δεν μας έκατσε, αλλά στην αλητεία ίδια εγώ έγινε η κορούλα μου» απάντησα τρυφερά στην Μελίνα η οποία κατέβασε το κεφάλι. «Αλητεία…» ψιθύρισε. «Έλα που σε πιάσανε οι ντροπές. Λοιπόν!» συνέχισα. «Τι έχω να κάνω σήμερα; Λίστα θέλω…» είπα και ήπια λίγο καφέ. «Πάμε, θέλω να βρω σπίτι, μπα μπάλες37 δεν προλαβαίνω σήμερα. Να πάω να πάρω πράγματα από το σπίτι, μπάλες κι εκεί χωρίς να βρω άλλο, δεν παίζει…» «Και τα δικά μου τα πράγματα» πετάχτηκε η Μελίνα. «Το διαλύουμε δηλαδή το χωριό;» την ρώτησα. «Δεν μένω στο ίδιο σπίτι με την Νάντια». «Ρε κορίτσι μου…» «Πατέρα δεν γυρίζω εγώ εκεί μέσα. Αρκετά χρόνια με απαξίωσε η σύζυγός σου. Θέλεις να μείνω μαζί σου; Καλώς. Δεν θέλεις; Κάτι θα βρω κι εγώ να κάνω. Εσύ μου έμαθες πως κανείς δεν πάει χαμένος» μου είπε κι άρχισε να δακρύζει. «Έχουμε κόψει άλυσο38 σ’ αυτήν την οικογένεια» σχολίασα. «Μελινάκι μου, κοριτσάκι μου, μην κλαίς τώρα. Θα την βρούμε την άκρη» της είπα και γύρισα πίσω στις σκέψεις μου. «Λοιπόν, μπάλες απαξάπαντες, Εύη νοικιάζεται τίποτα εδώ γύρω; Ξέρεις;» ρώτησα την Εύη. «Νομίζω έχει ένα στο παρακάτω στενό. Είναι μονοκατοικία όμως». «Αρκεί, πάρε την μικρή, πάτε, δείτε το, πάω να μιλήσω με την Αλεξάνδρα, της το υποσχέθηκα. Αν της αρέσει κλέισ’ το κιόλας και πάρε με ένα τηλέφωνο. Μεταφορική έχουμε, να μιλήσω με την Νάντια, από την δουλειά κομπλέ, έχω άδεια μέχρι και την άλλη Παρασκευή, το αμάξι το σούταρα, λεφτά υπάρχουν, να πάω Δευτέρα να δώσω τα λεφτά στον Φώτη…» «Ηρέμησε ρε κουμπάρε» μου είπε η Εύη. «Δεν έχει ηρέμησε. Τι ώρα είναι; Πήγε έντεκα;» την ρώτησα. «Παρά τέταρτο» μου απάντησε. «Έφυγα, πάω να πάρω την μικρή από το σχολείο και να μιλήσω». «Μην ξεκινήσεις να λες για μπάλες, αστερίες και μανταλάκια» μου είπε η Εύη γελώντας.

173


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Όντως, αυτό βγήκε πιο… γαλλικά και πιάνο. Ενώ τούτο δω στα δικά μου τα πατήματα. Άντε ρε Μελινάκι γκαζοφονιά, μικρό μου μαφιοζάκι» της είπα χαμογελώντας και σηκώθηκα να φύγω από το σπίτι. Έχω κάνει την ζωή μου μέσα σε δύο μέρες ένα απέραντο αχούρι, δεν υπήρχε άκρη πουθενά και κάθε φορά που νόμιζα πως την έβρισκα έπεφτα σ’ έναν ακόμη τοίχο. Χάλι μαύρο. Τίποτα περισσότερο, πήγαινα στο δρόμο ήρεμα και αναλογιζόμουν όλο το χάλι που προκάλεσε η εγωιστική συμπεριφορά μου. Μα δεν γινόταν κάτι άλλο, η Μελίνα το ήξερε και δεν ήθελε να μιλήσει, απλά τα λεγόμενά μου της το επιβεβαίωσαν. Είχε ήδη γίνει, πάρθηκ’ η απόφαση από κάποιους άλλους. Κάποιους που προξενήσανε πολύ πόνο. Έφτασα στο λύκειο που πήγαινε η μικρή. Πάρκαρα την μηχανή απ’ έξω και κάτι πιτσιρικάδες με κοίταξαν περίεργα. Δεν έδωσα σημασία, πόσες φορές θα βλέπανε έναν σαραντάρη να καβαλάει μηχανή; Ένας απ’ αυτούς με πλησίασε με περίεργο υφάκι. «Να σου κάνω μια ερώτηση;» με ρώτησε χωρίς ίχνος σεβασμού. «Παρακαλώ» του απάντησα. «Η μηχανή δικιά σου;» «Ναι. Γιατί;» «Γιατί έχει μια ολόιδια και μια φίλη και δεν την έχουμε δει σήμερα» μου απάντησε με το ίδιο ψευτομάγκικο στυλάκι. «Μήπως έχει και την ίδια πινακίδα;» τον ρώτησα γελώντας. «Ναι…» είπε προσπαθώντας να καταλάβει τι έγινε. «Μήπως, όλως τυχαίως, την φίλη σας την λένε και Μελίνα;» «Ναι. Πού την ξέρεις εσύ ρε;» τσαμπουκαλεύτηκε ο μικρός. «Ρίκο, σπάσε, μη σου παίξω τίποτα ψιλές39» του απάντησα άνετα και με κοίταξε φοβισμένος. Γύρισε πλάτη κι έφυγε. «Ε! Το νού σου!» του φώναξα κι άρχισα να γελάω. Μας το παίζουν και τα δεκαοχτάχρονα ιστορία τώρα. Μπήκα στην αυλή και πήγα στο γραφείο του λυκειάρχη. Παλιόφιλος από τον στρατό. Τον ήξερα καλά, ήταν εντάξει άνθρωπος, γι αυτό διάλεξα να στείλω τα κορίτσια εδώ.

174


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Πού σαι ρε σειρά40;» με ρώτησε μόλις με είδε. «Εδώ στον αγώνα ρε σειρούλα. Τι λέει; Όλα καλά;» «Καλά μωρέ. Καλά. Στην βιοπάλη. Εσύ;» «Ήρθα να πάρω την μικρή, έχει προκύψει ένα θέμα στο σπίτι και θέλω να της μιλήσω». «Τι έγινε ρε Χρήστο;» «Χωρίζω. Και πρέπει να διευθετήσω τα πράγματα». «Κατάλαβα. Ζόρι, μεγάλο ζόρι φίλε». «Ζόρι είναι γιατί υπάρχουν τα παιδιά, αν δεν ήταν τα κορίτσια μου στην μέση, ίσως και να το είχα κάνει χρόνια πριν». «Το ξέρω. Κι εγώ μια από τα ίδια είμαι με την κυρά, αλλά δεν μπορώ να την πάρω την απόφαση. Και τα δικά μου είναι πιο μεγάλα, καταλαβαίνουν, αλλά και πάλι είναι δύσκολο να το σπάσεις το σπίτι». «Το ξέρω ρε σειρά, το ξέρω». «Σε πέντε λεπτά βγαίνουν διάλλειμα, πάρ’ την και ο Θεός βοηθός». «Που κάνει μάθημα; Να μην την ψάχνω σαν τον χαζό στην αυλή;» «Στον πρώτο, αίθουσα δεκαεννιά» «Ευχαριστώ ρε φίλε». «Κανόνισε κανά τσιπουράκι καμιά μέρα» μου είπε την ώρα που έβγαινα από το γραφείο. «Να σαι σίγουρος πως θα το κανονίσω, μόλις ξεμπερδέψω μ’ αυτή την ιστορία». «Άντε ρε Χρηστάρα. ψυχή βαθιά141 ρε φίλε και μην αγχώνεσαι, όλα θα γίνουν.». «’Φχαριστώ ρε» του είπα κι έφυγα για την αίθουσα που έκανε μάθημα η Αλεξάνδρα. Πέντε λεπτά αργότερα χτύπησε το κουδούνι και βγήκαν έξω τα παιδιά, έγινε πανικός. Είδα την Αλεξάνδρα να βγαίνει βαριεστημένα από την αίθουσα και να με κοιτάει περίεργα. «Πάρε τσάντα φεύγουμε, την θυμάσαι την υπόσχεση;» την ρώτησα και μου χαμογέλασε, μπήκε μέσα, πήρε την τσάντα της και κατεβήκαμε κάτω.

175


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Βγήκαμε από το προαύλιο και εκεί ήταν τα ίδια «αλάνια» που συνάντησα και πριν. Κατάλαβαν ποιος είμαι μόλις με είδαν να κρατάω την τσάντα της Αλεξάνδρας. Ήρθε προς το μέρος μου εκείνος ο «μάγκας» που μου μίλησε πριν. «Συγνώμη, είστε ο μπαμπάς της Μελίνας;» με ρώτησε χωρίς την μαγκιά που πήγε να μου πουλήσει νωρίτερα. «Σώπα ρε. Πρώτα μαγκιά και τώρα πληθυντικό;» του απάντησα με το ίδιο ύφος που είχα και πριν. «Ξέρετε…» ξεκίνησε να λέει αλλά τον διέκοψα. «Ξέρω μικρέ ξέρω. Άστο. Εντάξει είμαστε» του είπα και καβάλησα την μηχανή. «Ανέβα μικρή» είπα στην Αλεξάνδρα και με κοίταξε σαν να μην καταλάβαινε τι της είπα. «Με την μηχανή θα φύγουμε;» με ρώτησε. «Ναι». «Ρε μπαμπά…» άρχισε την γκρίνια η Αλεξάνδρα. «Δεν χαλάει το μαλλί κορίτσι μου. Πάμε, έχω πάρα πολλά πράγματα να κάνω σήμερα» της είπα κι ανέβηκε απρόθυμα. Κι αυτή για καφέ θα την πήγαινα, τι καλά που ήταν όταν ήταν μικρότερα; Τα έβγαζα έξω, τα πήγαινα στο πάρκο και όλα ήταν καλά. Μεγάλωναν και αυξανόντουσαν οι υποχρεώσεις, η κατανόηση, τα προβλήματα. Πήγαμε σε μια ήρεμη καφετέρια που ήξερα και καθίσαμε. Η Αλεξάνδρα προσπαθούσε να φτιάξει το μαλλί της που είχε γίνει χάλια από τον αέρα. «Τι ήθελα και σ’ άκουσα;» με ρώτησε. «Κοριτσάκι… Σεβασμό… Σαν την μάνα σου γίνεσαι» της είπα πριν προλάβω να το συνειδητοποιήσω. «Αυτό με στεναχωρεί» μου απάντησε. «Γιατί κορίτσι μου; Κάτσε να παραγγείλουμε ένα καφέ πρώτα, να μου πεις και να σου πω». «Γαλλικό» απαίτησε η Αλεξάνδρα από τον σερβιτόρο μόλις έφτασε. «Τεκίλα κίτρινη. Σκέτη» του είπα κι εγώ και με κοίταξε περίεργα. Πόσους χαζούς μπορεί να βρεις που πίνουν τεκίλα στις έντεκα και κάτι το πρωί; «Τεκίλα ρε μπαμπά; Είναι σοβαρά τα πράγματα». «Έχουμε κόψει την άλυσο πλέον κορίτσι μου».

176


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Τι κάναμε;» «Τρελαθήκαμε. Όλοι μας». «Γιατί;» «Χωρίζω με την μητέρα σου» είπα απλά και την είδα να δακρύζει. «Θα φύγεις δηλαδή από το σπίτι;» με ρώτησε. «Μόνιμα». «Γιατί ρε μπαμπά; Γιατί;» «Έχω τρείς γυναίκες στη ζωή μου. Εσένα που είσαι κοκέτα. Την Έλενα που είναι ζιζάνιο. Και την Μελίνα που είναι μάγκισσα. Η μητέρα σας όμως δεν έχει χώρο εκεί, για δικούς μου λόγους». «Γιατί;» με ξαναρώτησε η Αλεξάνδρα μ’ εκείνο το θλιμμένο βλέμμα που δεν μου έδινε εναλλακτικές. «Εγώ θα σου πω, εσύ θα καταλάβεις;» την ρώτησα. «Γιατί να μην καταλάβω» «Θα στα πω στα γαλλικά» της είπα συνειδητοποιώντας ότι λόγω της καταπίεσης της Νάντιας δεν μάθανε ποτέ ποιος είμαι. Φορούσα μια μόνιμη μάσκα στο σπίτι. Ο καθωσπρέπει και το καλό παιδί. Όχι δεν είμαι εγώ αυτός. «Ξέρω γαλλικά» μου απάντησε χαμογελαστά. «Νομίζεις…» της είπα και ξεκίνησα. «Κουράστηκα να ζω με τον αστερία την μάνα σου που τρείς την ώρα μου βγάζει το λάδι. Οι απαιτήσεις της και η ζωή της πλέον έχουν φτάσει κάπου τέρμα Θεού – αρχές Αλλάχ42. Έδωσε μπάλες στην Μελίνα εδώ και πολύ καιρό. Και την πονάει αυτό. Αλλά εγώ δεν έχω δύο παιδιά σαν την μάνα σου. Έχω τρία γαμώ το κέρατό μου. Που η κυρά-Νάντια το έχει κάνει να καθαρίζει τα σύννεφα πλέον. Τρία παιδιά έχω και το ένα δεν είναι κάν δικό μου. Και σ’ αυτό το παιδί συμπερφιέρεται με τον χειρότερο τρόπο. Άντε, μίσησέ με κι εσύ, όπως το κάνει και η μάνα σου, να το διαλύσουμε το σπίτι μια ώρα αρχύτερα» «Τι λες μπαμπά;» με ρώτησε κι άρχισε να κλαίει. «Τι λέω; Για πρώτη φορά λέω την αλήθεια. Την αλήθεια. Δεν μου φταις εσύ Αλεξάνδρα μου, δεν μου φταίει κανείς. Είναι μια μεγάλη ιστορία. Και όχι, πλέον δεν υιοθετώ τους τρόπους της μάνας σου

177


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Παιδί της πιάτσας ήμουν πριν κάνω οικογένεια και τώρα έτσι είμαι όταν δεν είμαι στο σπίτι. Η Μελίνα δεν είναι δική μου κόρη. Το καταλαβαίνεις αυτό;» της απάντησα. «Δηλαδή…» «Δηλαδή από άλλο πατέρα κορίτσι μου». «Και γιατί της συμπεριφέρεται έτσι η μαμά;» «Το έχεις καταλάβει κι εσύ;» την ρώτησα ταραγμένος. «Και η Έλενα το έχει καταλάβει. Τι νομίζεις; Πως είμαστε χαζές;» «Όχι κορίτσι μου. Όχι. Προς Θεού». «Τι έχει γίνει μπαμπά; Τι έγινε στο σπίτι μας; Τι έγινε στην οικογένεια; Εμείς πάντα λέγαμε πως η οικογένεια μένει ότι κι αν γίνει…» είπε η Αλεξάνδρα μέσα στους λυγμούς της. «Έγινε ότι εγώ έκανα πολλά λάθη στην ζωή μου. Και ότι κουράστηκα να τα συνεχίζω. Θέλω να τα διορθώσω και να ζήσουμε όλοι καλά». «Θα φύγεις δηλαδή;» «Μαζί με την Μελίνα. Δεν θέλει να την δει την μάνα σου ούτε ζωγραφιστή» «Γιατί;» «Την έχεις ακούσει που κλαίει τα βράδια;» την ρώτησα και σταμάτησε να κλαίει εκείνη την στιγμή. «Ναι. Ποτέ δεν μου είπε το γιατί». «Γιατί έμαθε κορίτσι μου. Άκουσε μια συζήτηση πως δεν είναι δικό μου παιδί. Αλλά δεν ήταν σίγουρη, όταν της το είπα διαβεβαιώθηκε και έγινε χαμός. Μετά απ’ αυτό εγώ τι να κάνω;» «Δηλαδή αν δεν μαθευόταν, δεν θα χώριζες;» «Αν δεν άκουγα την Μελίνα να κλαίει τον τελευταίο καιρό, όχι δεν θα χώριζα γιατί δεν θα μ’ έπνιγαν οι τύψεις μου. Όχι ότι κοιμόμουν ήρεμος τα βράδια. Αλλά δεν είχα τόσες τύψεις. Τώρα όμως δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Πρέπει να παλέψω για την δική μου αξιοπρέπεια και για την αξιοπρέπεια της αδερφής σου». «Καταλαβαίνω…» μου απάντησε. «Σκούπισε τις ματάρες τώρα και πιες λίγο καφέ» της είπα χαμογελώντας και με κοίταξε περίεργα.

178


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Εγώ…;» ξεκίνησε να ρωτήσει αλλά σταμάτησε. «Δικό μου παιδί είσαι. Τα μάτια μου έχεις. Δεν το βλέπεις στον καθρέφτη;» «Το βλέπω… Αλλά μ’ αυτά που ακούω σήμερα…» «Πες μου εσύ. Μπορώ να κάνω κάτι για να φτιάξω τα πράγματα;» «Δεν ξέρω μπαμπά». «Δεν μπορώ Αλεξάνδρα μου. Μακάρι να υπήρχαν λύσεις. Αλλά από την στιγμή που η Νάντια δεν μπορεί να συμβιβαστεί και ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι, προτιμώ να σας πω την αλήθεια και να φύγω πριν αρχίσουν οι χοντροί καυγάδες μέσα στο σπίτι». «Πόσο πιο χοντροί δηλαδή; Εδώ φωνάζετε και τώρα». «Κορίτσι μου, δεν ξέρεις. Και κάποια πράγματα δεν μπορώ να στα πω. Όχι ακόμα. Αλλά αν μείνω κι αν συνεχίσει η Νάντια να συμπεριφέρεται έτσι, πίστεψέ με πως θα δεις έναν άγνωστο μέσα στο σπίτι». «Αν είναι για καλύτερα, εντάξει τότε». «Χαίρομαι που δεν το παίρνεις τόσο βαριά» της είπα και της χάιδεψα το μάγουλο. Αυτό το κορίτσι δεν είχε σχέση με τα άλλα. Κοιτούσε πρώτα εκείνη και μετά όλους τους άλλους. Και καλά έκανε. «Είστε μεγάλοι, κάνετε τις επιλογές σας, δεν με επηρεάζουν πολύ. Δεν με νοιάζει, η Μελίνα είναι αδερφή μου και την αγαπάω, εσένα σ’ αγαπάω και την μαμά την αγαπάω. Και θα έρχομαι να σε βλέπω» μου απάντησε. «Το λύσαμε;» «Ναι». «Καλύτερα που στα είπα έτσι;» «Ίσως. Δεν ξέρω». «Αν σου έλεγα ψέματα θα με μισούσες κάποτε γι αυτό. Και παρεμπιπτόντως, η μάνα σου τι είπε που δεν κοιμήθηκα χθες σπίτι;» «Ότι έχεις δουλειά». «Τι δουλειά μπορεί να είχα στις δώδεκα που ήρθα να πάρω την μηχανή;» «Κατάλαβα πως μου λέει ψέματα γιατί έκλαιγε όλο το απόγευμα στο σπίτι. Κι όταν την ρώτησα γιατί, δεν μου απάντησε».

179


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Χτύπησε το τηλέφωνό μου και το σήκωσα. «Σπιτάρα μπαμπά. Θα το πάρουμε;» άκουσα την χαρούμενη φωνή της Μελίνας. «Το ενοίκιο είναι κανονικό ή θα δίνω τα μαλλιά μου43;» την ρώτησα. «Μια χαρά είναι» μου απάντησε η Μελίνα. «Κλείστε το τότε με την νονά σου και πείτε στον σπιτονοικοκύρη πως θα περάσω το απόγευμα για τα συμβόλαια και την προκαταβολή». «Εντάξει». «Θες να μιλήσεις στην μικρή;» την ρώτησα. «Θα την πάρω τηλέφωνο αργότερα» μου απάντησε και το έκλεισε. «Βρήκες σπίτι;» με ρώτησε η Αλεξάνδρα. «Βρήκε η αδερφή σου». «Να έρχομαι να μένω που και πού;» «Τώρα τι με ρωτάς; Λές να μην σε θέλω;» «Δεν ξέρω…» «Όποτε θές κορίτσι μου. Όποτε θές». «Καλά μπαμπά». «Προς το παρόν και μέχρι να τακτοποιηθώ θα μένεις μόνιμα στην μαμά. Κι από κει και πέρα βλέπουμε». Η Αλεξάνδρα χαιρέτησε κάποιους που μπήκαν στην καφετέρια από μακριά και ήρθαν κάποια παιδιά προς τα κει. «Φίλοι σου;» την ρώτησα. «Ναι» μου απάντησε. «Καλά, φεύγω. Λεφτά έχεις;» «Όχι» μου απάντησε και της έδωσα. Ας είναι, πάλι θα την ξέχασε η μάνα της. «Θα τα πούμε κοριτσάκι, και μην μου στεναχωριέσαι. Εντάξει;» «Καλά, καλά, εντάξει» μου απάντησε απρόθυμα. Αυτή ήταν η θλίψη της; Για δέκα μόνο λεπτά; Δεν μπορούσα να τα καταλάβω πια τα παιδιά μου… Μείον ένα από τη λίστα σκέφτηκα μόλις ανέβηκα στην μηχανή. Μπα, μείον δύο, αφού βρήκε σπίτι η Μελίνα. Έπρεπε να μιλήσω και με την Νάντια. Δεν είχε πάει εντεκάμισι ακόμα, φανταστικά, είχα χρόνο να το κάνω και αυτό και να πάρω και μερικά ρούχα.

180


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο Πήρα το δρόμο για το παλιό μου το σπίτι και θυμήθηκα ότι είχα και το αυτοκίνητο της Νάντιας που δεν αξιώθηκε να έρθει να το πάρει. Έπρεπε να το πάω κι αυτό πίσω. Διακόσιες χιλιάδες πράγματα έπρεπε να γίνουν σήμερα. Άλλαξα πορεία για το σπίτι του Φώτη. Να φεύγουν ένα – ένα από τη μέση. Μπήκα στο σπίτι ένα τέταρτο αργότερα και είδα την Μελίνα και την Εύη στην κουζίνα να μαγειρεύουν. «Μικρή καλό το σπίτι;» την ρώτησα. «Τέλειο. Έχει και αυλή» μου απάντησε χαρούμενα. «Επιτέλους Θεέ μου, θα πάρω σκύλο!» είπα με ανακούφιση. «Βάλε παπούτσια, θέλω να πάω το αυτοκίνητο στην μάνα σου και να πάρω μερικά ρούχα. Μην ανησυχείς δεν θ’ ανέβεις πάνω αν δεν θέλεις». «Καλά» μου είπε και πήγε να βάλει τα παπούτσια της. «Καλό ρε κουμπάρα το σπίτι;» «Η μικρή ενθουσιάστηκε. Δεν είναι μεγάλο, μην φανταστείς, μια κουζίνα ένα μπάνιο, ένα σαλόνι και δύο δωμάτια. Αλλά έχει μεγάλη αυτή. Αυτόνομη θέρμανση και τα συναφή» μου απάντησε. «Να δω πως θα κοιμούνται που έχουν συνηθίσει σε ξεχωριστά δωμάτια». «Καιρός να συνηθίσουν την συγκατοίκηση Χρήστο». «Έχεις δίκιο» της είπα. «Άντε μικρή, αργείς;» «Τώρα, έρχομαι» φώναξε η Μελίνα από το δωμάτιο. «Σας ξεβολέψαμε ρε…» είπα στην Εύη. «Είσαι τρελός ρε; Μην το ξαναπείς αυτό» μου απάντησε. «Χίλια ευχαριστώ. Κι άσε το φαί, θα φέρω τίποτα κρέατα να κάνουμε κάνα ψηστήρι μετά. Έτσι για το καλό». «Πω, πω, ποιος τον ακούει τον άλλον. Μην πιείτε πάλι του θανατά και σας πιάσει η βλακεία». «Εμείς; Ποτέ» της είπα και είδα την Μελίνα που με περίμενε με το κλειδί της μηχανής στο χέρι. «Πάμε;» με ρώτησε με ανυπομονησία. «Πάμε κοριτσάκι. Πάμε» της απάντησα και φύγαμε.

181


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις Καμένη βενζίνη και αμέτρητα χιλιόμετρα, είχα να το κάνω χρόνια αυτό. Οδηγούσε η κόρη μου... Σαν εμένα κάποτε. Την εμπιστευόμουν; Δεν ξέρω. Αλλά την αφήνω να το ζήσει. Όπως έζησα κι εγώ. Δεν μπορώ να κάνω κάτι πια, αρκετά χρόνια ήμουνα σε ένα κλίμα καταπίεσης, καταπίεζα και καταπιεζόμουν. Καταπίεζα για να είναι τα κορίτσια καλά και καταπιεζόμουν για να είναι η Νάντια καλά. Γυρνούσανε στο μυαλό μου τα τελευταία χρόνια. Μου το ‘χε πει ο Φώτης στον αρραβώνα ότι είναι λάθος αυτό που κάνω. Δεν θα στεριώσει ποτέ. Του δίνω δίκιο εδώ και τόσα χρόνια και μου λέει να το ξεχάσω. Μα κάποια πράγματα δεν γίνεται να ξεχαστούν. Δεν έπρεπε να ξεχαστούν. «Στα μπραφ44» μου είπε η Μελίνα μόλις φτάσαμε κάτω από το σπίτι. «Έμαθες και τα μπραφ» της είπα γελώντας. «Κι όχι και τίποτ’ άλλο το λες και λάθος. Στα μπάμ45 είναι το σωστό, μπραφ είναι…» «Καλά ρε μπαμπά, μην αργήσεις εννοώ». «Το κατάλαβα κοριτσάκι. Τι θες να σου φέρω από πάνω;» «Ένα παντελόνι, κανά - δυο μπλουζάκια, μερικά εσώρουχα, τέτοια πράγματα. Και το κράνος;» «Εσώρουχα; Θα πω την μάνα σου, δεν ανακατεύομαι εγώ με τέτοια πράγματα. Το κράνος που το έχεις;» «Στην ντουλάπα. Μέσα σ’ ένα κουτί με περιοδικά, από κάτω». «Καλά. Πάω κι έρχομαι κοριτσάκι, περίμενε με» της είπα κι έφυγα σχεδόν τρέχοντας για το σπίτι. Μπήκα μέσα, πάλι καλά ήταν η Νάντια μόνη της. «Σου έφερα το αυτοκίνητο» της είπα και άφησα τα κλειδιά πάνω στο τραπέζι. «Μόνο αυτό;» με ρώτησε. «Ήρθα να πάρω και μερικά ρούχα». «Κάτσε ρε Χρήστο να μιλήσουμε» «Νάντια με περιμένουν» είπα και πήγα στο δωμάτιο για να πάρω το κράνος της Μελίνας. Το βρήκα, πως κατάφερε και το καταχώνιασε εκεί πέρα; Πήρα και ένα μικρό σάκο που είχα και πέταξα μερικά ρούχα μου μέσα. Έτσι για τις πρώτες μέρες πριν μετακομίσω τελείως.

182


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Βρήκες κιόλας αντικαταστάτρια;» με ρώτησε η Νάντια οργισμένα και την άκουσα να πλησιάζει στο δωμάτιο. «Τι βρήκα;» «Αντικαταστάτρια. Έφερες και την γκόμενα με την μηχανή» μου απάντησε και μπήκε στο δωμάτιο. Μ’ άρχισε στις σφαλιάρες χωρίς προειδοποίηση και μαζεύτηκα για να μην σηκώσω το χέρι. «Πας καλά κορίτσι μου; Η Μελίνα είναι!» «Η Μελίνα οδηγάει την μηχανή σου; Θα με τρελάνεις;» ρώτησε ουρλιάζοντας και της έπιασα τα χέρια γιατί δεν καταλάβαινε. «Ναι! Ηλίθια! Η Μελίνα παίρνει την μηχανή στα κρυφά όταν λείπω! Όλη τη μέρα στο σπίτι είσαι δεν τη κατάλαβες ποτέ; Έφευγε το πρωί με κράνος στο χέρι. Δεν την ρώτησες ποτέ; Δεν μου το είπες ποτέ; Δεν σ’ ένοιαξε ποτέ; Και μην μου πεις άσε με τώρα. Θα μ’ ακούσεις θες – δεν θες.» «Γιατί; Θα με δείρεις αλλιώς;» «Την θυμάσαι την φίλη σου που φοράει τώρα γέφυρα;» «Δεν μιλάς σοβαρά Χρήστο». «Μιλάω σοβαρότατα. Έχω κουραστεί με τις μαλακίες. Πάρε μια τσάντα και βάλε μερικά ρούχα της Μελίνας. Και μερικά εσώρουχα» της είπα και άφησα τα χέρια της. «Πατέρας της δεν είσαι; Να βάλεις εσύ». «Δεν ανακατεύομαι. Νομίζω ότι δεν δουλεύεις για να κρατάς το σπίτι. Και νομίζω ότι εσύ το ζήτησες. Θυμάσαι;» «Εγώ…» ξεκίνησε η Νάντια. «Ναι εσύ. Εσύ κι ο εγωισμός σου, εσύ και η ζωή σου. Εσύ Νάντια. Κι αν δεν με πιστεύεις κατέβα κάτω να δεις αν είναι η Μελίνα. Αν σ’ ορμήσει όμως δεν θα μπω στην μέση». «Σε πιστεύω» μου απάντησε. «Ωραία, βάλ’ τα ρούχα τώρα σε μια τσάντα και au revoir46. Βασικά ούτε καν au revoir, γιατί δεν θα ξανασυναντηθούμε Νάντια. Αρκετά το κουράσαμε τόσα χρόνια». «Γιατί ρε Χρήστο;» «Να σου κάνω μια ερώτηση; Σοβαρά;» «Αν μου απαντήσεις στο γιατί, ναι. Ρώτα με». «Ίδιος αστερίας είσαι όταν πας και με τον βλάκα;»

183


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Αστερίας;» με ρώτησε. «Νεκρή στο κρεβάτι, πως το λένε; Και κατ’ επέκταση απαιτητική με την ζωή, απαιτητική στη σχέση, καταπιεστική μ’ έμενα, αδιάφορη με την μεγάλη μας την κόρη, στον κόσμο σου, τα νύχια σου και τα μαλλιά σου. Αυτό είσαι; Και με τον άλλον έτσι είσαι; Ή αγαπάς και είναι αλλιώς τα πράγματα εκεί;» «Δεν είναι έτσι Χρήστο». «Να το γιατί σου, στο είπα με την ερώτηση. Για όλα αυτά». «Δεν μου τα είπες ποτέ». «Νόμιζα ότι εξυπακούονται μανταμίτσα. Δεν είναι απλά μια συμβίωση αυτό που ζούμε. Νόμιζα πως είχαμε κάτι. Γελάστηκα. Πήγες αλλού. Πήγα παντού. Κουράστηκα να προσπαθώ για εμάς. Και να μην προσπαθείς ποτέ». «Να ξαναδοκιμάσουμε Χρήστο». «Δεν πέφτω καλύτερα σε κανένα γκρεμό;» «Θα βγάλω τους όρους…» «Θα τους βάλω εγώ». «Δεκτοί». «Θα μιλάω όπως θέλω». «Το δέχομαι». «Δεν το δέχεσαι. Θα γκρινιάζεις. Αλλά ξέρεις κάτι; Όταν σ’ αρέσει να ακούς τις “ηλιθιότητές μου” και να γελάς μ’ αυτές δεν μπορείς να μου λες να μην μιλάω έτσι. Να χάνω κάθε μέρα την προσωπικότητά μου. Την διατήρησα. Με κούρασε να παίζω θέατρο. Πάρτο γραμμή47 Νάντια, πήρες πασαπόρτι48. Ντεμέκ49 γάμο κάναμε, και τόσο ντεμεκιά50 κατέληξε και η ζωή μας». «Τι;» με ρώτησε η Νάντια που κατάλαβε μάλλον τα μισά. «Τι δεν κατάλαβες; Το πασαπόρτι; Διαζύγιο κορίτσι μου. Διαζύγιο. Εντάξει;» «Και τα παιδιά;» «Η Μελίνα έχει γενέθλια σε λίγες μέρες. Αποφασίζει μόνη της. Για τις μικρές, ή θα τα βρούμε σαν πολιτισμένοι άνθρωποι ή… θα τραβηχτούμε51 άσχημα. Ειδικά αν μπει ο μπαγλαμάς σου στην μέση». «Δεν πρόκειται».

184


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Νάντια έχω πάρει τα μέτρα μου. Αν δεν θέλεις να σου πάρω τα παιδιά μην κάνεις το λάθος και τον ανακατέψεις». «Το ξέρεις πως δεν μπορείς να το κάνεις;» «Το ξέρεις εσύ πως δεν μπορώ να το κάνω; Άι κοριτσάκι μου πάρ’ την είδηση52, με παίρνει για πολλά. Για πάρα πολλά. Όπως εσύ τόσα χρόνια φέρθηκες μπαμπέσικα53, έτσι θα κάνω κι εγώ τώρα. Δεν θα δω κανέναν. Αρκεί να είναι καλά τα παιδιά μου. Το χρόνισες54 τώρα ή να τα πάμε ένα replay;» «Τι θα κάνεις;» με ρώτησε η Νάντια τρομαγμένη. «Τίποτα. Απλά θα μετακομίσω, στην Αλεξάνδρα μίλησα, ξέρει. Στην Έλενα μπορείς να πεις την αλήθεια. Ξέρεις τι δέσιμο έχουν τα κορίτσια και ξέρεις πως θα το συζητήσουν. Θα κάνω αίτηση διαζυγίου, θα το βγάλουμε κοινή συναινέσει. Λεφτά από μένα δεν έχει, ας συντηρηθείς με λιγότερα. Μόλις κλείσω το σπίτι θα έρθω να πάρω τα πράγματά μου και τα πράγματα της Μελίνας. Δεν θέλω τίποτα άλλο από σένα. Σου είπα ποιο είναι το μόνο που σου ζητάω. Μην μπλέξεις τον βλάκα σου σ’ αυτό. Εντάξει Νάντια;» «Εντάξει Χρήστο». «Τα ρούχα Νάντια, περιμένει το παιδί» της είπα επιτακτικά και πήγε μέσα. Επέστρεψε μετά από πέντε λεπτά. «Ορίστε στα έφερα. Έβαλα μέσα τα αγαπημένα της μπλουζάκια, το καλό της το τζιν, αυτό το σκισμένο που το αγαπάει και της γκρινιάζεις συνέχεια, εσώρουχα βαμβακερά γιατί την ενοχλούν τα άλλα…» «Στάκα» την διέκοψα. «Και που τα ξέρεις αυτά;» «Κόρη μου είναι, λες να μην τα ξέρω;» «Δεν νοιάστηκες ποτέ». «Νοιάστηκα Χρήστο. Αλλά δεν το έδειξα. Αυτή είναι η διαφορά». «Γιατί ρε Νάντια; Γιατί;» «Θα μου δώσεις δυο λεπτά;» «Δύο ακριβώς. Ούτε δευτερόλεπτο παραπάνω». Η Νάντια έκατσε στον καναπέ και ξεκίνησε να μιλάει. «Το ξέρεις ότι το μόνο πράγμα που έχει πάνω η Μελίνα από τον πατέρα της είναι τα μάτια της; Έχουν ακριβώς το ίδιο σχήμα, τις ίδιες εκφράσεις. Κατά

185


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις τα άλλα είναι καρμπόν55 εγώ. Δεν αντέχω να βλέπω αυτά τα μάτια. Με πλήγωσαν. Με σκότωσαν. Με πονάνε ακόμα» μου είπε και ξέσπασε σε λυγμούς. «Η Μελίνα είναι καρμπόν κι εγώ καμπρόν56. Γιατί είσαι ακόμη εκεί;» της απάντησα γιατί χτύπησε φλέβα, μ’ έτρωγε εδώ και χρόνια το γιατί, το έψαχνα κι αυτή ήταν η πρώτη φορά που ανοιγόταν. «Για να πληρώσω με το ίδιο νόμισμα ρε Χρήστο. Αλλά δεν το κατάφερα ποτέ. Πάντα με τούμπαρε…» «Τέσσερεις άνθρωποι πονέσαμε. Τέσσερεις νοματαίοι ρε χωριό. Όταν κάποια στιγμή καταλάβεις, μακάρι να μην είναι αργά…» της είπα και πήρα τους σάκους στα χέρια μου. «Ίσως και να ξανασυναντηθούμε Νάντια. Κανείς δεν ξέρει…» της είπα και την παράτησα μόνη της στο σπίτι. Κατέβηκα κάτω και ανέβηκα πάνω στην μηχανή. Η Μελίνα με κοίταξε περίεργα. «Πιες της το αίμα57 κορίτσι μου» της είπα αλλά δεν το κατάλαβε, οδηγούσε κανονικά. Όπως πάντα. Είχε βάλει και το κράνος της, ασορτί ήταν όπως είπε. Και πήγε το τρελό το παιδί μου και πήρε και καλό κράνος, την συμβούλευσαν φαίνεται καλά. Άφησα τα πράγματα και την Μελίνα στο σπίτι του Φώτη, πέρασα μια βόλτα από ένα φίλο κρεοπώλη και φόρτωσα κρέατα για ψήσιμο. Έτσι για να γυρίσουμε λίγο στα παλιά. Παράτησα κι αυτά τα πράγματα στο σπίτι και πήγα να μιλήσω με τον σπιτονοικοκύρη. Καλό ήταν το σπίτι, ευρύχωρο δεν το έλεγες αλλά έμοιαζε ζεστό. Δεν είχε πρόβλημα αν έβαζα σκυλί μέσα, φρεσκοβαμμένο ήταν, θέρμανση είχε, από Δευτέρα θα μπορούσα να μπω μέσα. Μετακόμιση κι από αύριο, απλά δεν είχε φώς και νερό. Τι να κάνουμε; Μακάρι να μπορούσα να τα κάνω όλα μέσα σε δυο μέρες. Εγώ φταίω και γι αυτό, έπρεπε να φύγω πολλά χρόνια πριν. Την αγαπούσα την ρουφιάνα την Νάντια ακόμη κι εκείνες τις στιγμές που της μιλούσα για πασαπόρτι την αγαπούσα. Αλλά δεν μπορούσα να κάνω άλλο την ζωή της. Έπρεπε να ζήσω κι εγώ. Πέρασα από ένα μηχάνημα και τσέκαρα τα λεφτά, είχαν μπει, ο Νάσος ο τρελός δεν έλεγε παπάτζες58. Έπρεπε να πάω με την Μελίνα να πάρω κανένα έπιπλο. Κανένα τραπεζάκι, κανένα ψυγειάκι, κανένα τέτοιο. Πενήντα πέντε για τον κολλητό, πέντε μου έμεναν για μένα,

186


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο υπήρχε και η καβάτζα, δουλειά είχα, λιγότερα έξοδα θα είχα σίγουρα, ας τα πλήρωνε τα δικά της η Νάντια από τα ακίνητα που της άφησαν οι γονείς της. Μοναχοκόρη την είχαν, ενώ εγώ είχα τρεις να θρέψω. Δεν θα μπορούσα να πληρώνω και τα νύχια της πια. Γύρισα στο σπίτι, ψήσαμε, φάγαμε κι αράξαμε. Άφησα τα έπιπλα για αύριο, Σάββατο ήταν θα τα βρίσκαμε όλα ανοιχτά. Αρχίζει νέα ζωή. Για δες, στα σαράντα τρία ξεκινάω σχεδόν από την αρχή. Νύχτωσε και πίναμε μπύρες με τον Φώτη. «Έχω καταχραστεί την φιλοξενία σου φίλε». «Είσαι τρελός ρε;» μου απάντησε. «Την Δευτέρα το πρωί δουλεύεις;» «Όχι ρε, είμαι απόγευμα; Εσύ πως και δεν;» «Έχω άδεια από πέρυσι ακόμα ρε, την πήρα τώρα για να ξεμπερδεύω μ’ αυτήν, δούλευα σαν το σκυλί δεν θυμάσαι». «Ναι ρε φίλε. Τι θες την Δευτέρα;» «Να πάμε να σου δώσω τα λεφτά να ξεχρεώσεις» «Δεν θέλω Χρήστο. Είναι πολλά τα λεφτά». «Με πενήντα πέντε χιλιάρικα αγοράζω μισό σπίτι. Και δεν πρόκειται να τα βρεις αλλού. Κι αν κάποια στιγμή κάτσει κι έχεις μου τα δίνεις, αλλά θα στα δώσω αν μου δώσεις το λόγο σου ότι δεν θα ξαναπιάσεις κάρτες, δάνεια και τα συναφή». «Δώδεκα χιλιάδες είναι οι τόκοι. Σκέψου». «Α ρε, δεν τους ξέρεις; Απατεώνες είναι». «Πού τα βρήκες ρε τα λεφτά;» «Σκότωσα το αυτοκίνητο. Εξήντα». «Πόσα;» με ρώτησε ο Φώτης που στραβοκατάπιε την μπύρα κι άρχισε να βήχει. «Εξήντα φίλε. Εξήντα». «Καλά ρε για αντίκα το έδωσες;» «Μάλλον για αντίκα το πήρε αυτός που το πήρε. Το είχε τρελή καψούρα, μου το ζήταγε χρόνια. Έλεγα χθες μακάρι να το δώσω δεκαπέντε. Τελικά το δωσα στο τετραπλάσιο. Κουτί έκατσε». «Σε μουσείο θα το βάλει;» «Ποιος τον ξέρει; Ο Νάσος ρε το πήρε» «Ποιος ρε; Ο χαρτογιακάς;»

187


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Α γεια σου. Αυτός». «Ο Νάσος ρε δεν ξέρει τι βγάζει. Αυτός ανήκει στην γενιά των εφτακοσίων χιλιάδων ευρώ». «Άραξε ρε». «Άσε, μην την ψάχνεις την δουλειά, μαφία είναι. Ξέρω εγώ. Τρελή φύρα59. Μακριά ρε». «Γιατί ρε;» «Κάτι έχω ακούσει ότι ξεπλένει λεφτά και τέτοια. Εγώ στο χω πει χρόνια, να μπλέξει μπορεί ο καθείς, να ξεμπλέξει;» «Άσε ρε Φώτη, ας κάνει ο καθένας ότι θέλει. Με νοιάζει νομίζεις που τα βρήκε τα λεφτά;» «Έχεις ένα δίκιο. Πα’ να ξαπλώσω, δουλεύω αύριο. Τι θα κάνεις;» «Θα πάω μέχρι την περιφέρεια να αράξω. Κυνηγιούνται ακόμη εκεί;» «Αβέρτα». «Καλά» είπα και σηκώθηκα από το τραπέζι. «Κλειδιά έχω, σε καμιά ώρα θα γυρίσω». «Καλώς ρε φίλε. Μιλάμε αύριο» μου είπε την ώρα που έφευγα. Περιφερειακή. Το θανατάδικο που λέγαμε παλιά, πόσοι χαθήκανε εδώ άδικα από τις κόντρες; Τις μεταξύ μας κόντρες; Ποιος είναι πιο γρήγορος, ποιος έχει το καλύτερο μοτέρ; Χαζομάρα στο κεφάλι. Έχω να έρθω εδώ πέρα βράδυ, χρόνια ολόκληρα. Και να τρέξω ακόμη περισσότερα. Έχασα ένα πολύ καλό φίλο ένα βράδυ, στούκαρε σε μια κολώνα της ΔΕΗ, μ’ εκατόν ογδόντα, τον βγάλανε αγκαλιά με τις λαμαρίνες. Από τότε έκοψα και το τρέξιμο, και τις βόλτες εδώ. Ήταν κι ο Νάσος εκεί με την Alfetta μου. Με χαιρέτησε μόλις έφτασα. «Που είσαι chief;» με ρώτησε και μου έδωσε το χέρι. «Το έβγαλες για δοκιμή;» «Ναι ρε φίλε. Θα το τρέξεις;» «Για τελευταία φορά;» τον ρώτησα. «Έλα ρε, όποτε θες…» «Για τελευταία φορά Νάσο, θα παραβώ τις αρχές μου και θα το τρέξω» του είπα και βρήκα ένα πιτσιρικά που είχε όρεξη.

188


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο Τα στήσαμε δίπλα – δίπλα, τις ήξερα τις γραμμές, ήταν ακριβώς τετρακόσια δύο μέτρα. Ξεκινήσαμε και σκεφτόμουν μόνο την άσφαλτο. Άφησα τον πιτσιρικά πίσω, άναψα τα αλάρμ και πέρασα τα τετρακόσια μέτρα. Γύρισα πίσω αργά κι έδωσα τα κλειδιά στον Νάσο. «Σκοτώνει φίλε» μου είπε ο Νάσος γελώντας κι εκείνη την ώρα ήρθε ο πιτσιρικάς που πριν λίγο έχασε την κόντρα. «Πάμε μια ρεπρίζ μάστορα;» με ρώτησε. «Μπα, άστο μικρέ. Τέλειωσα με την Άλφα εγώ». «Θα σε πάω εγώ» του είπε ο Νάσος. «Μιλάμε φίλε» του είπα και καβάλησα την μηχανή. «Σπας60;» με ρώτησε. «Άνετα, έχω και το παιδί στο σπίτι» του απάντησα. «Καλό δρόμο φίλε» «Να την προσέχεις» είπα για το αυτοκίνητο και έβαλα μπρος. Ξεκίνησα και μετά από λίγο άκουγα τα μουγκρίσματα των κινητήρων πίσω μου. Δεν έδωσα σημασία. Απομακρυνόμουν αργά. Ακούστηκαν λάστιχα και το ξεκίνημα. Και για δέκα δευτερόλεπτα όλα ήταν καλά, ο ήχος απομακρυνότανε αργα και σταθερά. Μέχρι που ακούστηκε ένα εκκωφαντικό μπάμ και γύρισα να κοιτάξω πίσω. Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και είδα τον πανικό που επικράτησε, δεν έβλεπα τόσο μακριά. Αλλά ήξερα ότι εκείνο το κόκκινο παλιοσίδερο ήταν το παλιό μου αυτοκίνητο. «Όχι ρε πούστη μου» σκέφτηκα. Γύρισα πίσω για να δω τι έγινε. Έφτασα κοντά και τα είδα όλα λαμαρίνες και γυαλιά. Κατέβηκα για να δω. Δεν έβγαινε κανένας σώος από κανένα αμάξι. Ούτ’ ο Νάσος, ούτ’ ο άλλος ο άτυχος που έτυχε να βρίσκεται στο αντίθετο ρεύμα. Έφυγα. Δεν είχε νόημα να μείνω. Κανένα απολύτως νόημα, δεν είδα καν τι έγινε. Μόνο το αποτέλεσμα. Της ταχύτητας και της βλακείας που κουβαλάμε όλοι μέσα μας. Γύρισα στο σπίτι και την έβγαλα στην αυλή. Κατάχρηση στις μπύρες του Φώτη. Ακούω ακόμη τα λόγια του πιτσιρικά στο μυαλό μου «Πάμε μια ρεπρίζ μάστορα;» και τον Νάσο να του λέει «Θα σε πάω εγώ». Πόσους πρέπει να χάσουμε ακόμα για να καταλάβουμε; Για να καταλάβω κι εγώ μαζί τους. Ότι είναι επικίνδυνα παιχνίδια. Ότι βάζουμε στοίχημα ζωές.

189


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Σκοτώνει φίλε» μου είχε πει μόλις του έδωσα τα κλειδιά. Και μετά πήγε την ρεπρίζ και τα έχασε όλα. Όχι μόνο την κόντρα. Ο Φώτης βγήκε κατά τις έξι και μισή από το σπίτι και με είδε στο τραπέζι αγκαλιά με οχτώ τελειωμένες μπύρες κι ένα τσιγάρο κολλημένο στο στόμα. «Δεν κοιμήθηκες ρε μουρλέ;» με ρώτησε σιγανά. «Όχι… Σκοτώθηκαν δύο παλικάρια στο θανατάδικο» του απάντησα. «Κάνας γνωστός;» «Ο Νάσος. Με την Alfetta». «Όχι ρε μάγκα, σοβαρά;» έκανε ο Φώτης κι άναψε τσιγάρο. «Ήταν να την δώσω εγώ εκείνη την ρεπρίζ. Μα είπα όχι κι έφυγα. Πήγ’ ο Νάσος, έχασε και την κόντρα, έχασε και τα πάντα. Μαλακία, μεγάλη μαλακία». «Γίνονται αυτά…» είπε ο Φώτης. «Αν πήγαινα εγώ θα ήμουν στη θέση του ρε φίλε». «Χρήστο, ξεκόλλα λίγο. Τράβα κοιμήσου. Έγινε. Έτσι ήταν γραφτό. Ήρθαν μπάτσοι και τέτοια;» «Που ξέρω; Έφυγα φίλε δεν έκατσα. Δεν θα μπορούσα να τα δω γι ακόμη μια φορά». «Σήκω Χρήστο. Σήκω και τράβα για ύπνο» μου είπε ο Φώτης και σηκώθηκα. Πήγα στο δωμάτιο και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Δεν μ’ έπαιρνε ο ύπνος με τίποτα. «Γύρισες;» με ρώτησε κάποια στιγμή η Μελίνα που γύρισε πλευρό και με κοίταξε. «Με περίμενες;» την ρώτησα. «Δεν μπορώ να κοιμηθώ καλά πια». «Γιατί κορίτσι μου;» «Με πονάει η απόρριψη μπαμπά». «Αχ ρε Μελινάκι. Σήμερα δεν μπορώ να σε βοηθήσω… Σήμερα είμαι κι εγώ χάλια». «Γιατί;» «Σκοτώθηκε ένας φίλος». «Πότε το έμαθες;»

190


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Σχεδόν το είδα… Αυτός που έδωσα το αυτοκίνητο το πρωί; Τον θυμάσαι;» την ρώτησα και δεν μίλησε, απλά έβαλε το χέρι της μπροστά στο στόμα. «Πως;» «Ρεπρίζ στο θανατάδικο κορίτσι μου. Την πρώτη κόντρα την έριξα εγώ. Την ρεπρίζ την πήγε ο Νάσος. Και τράκαρε. Άσχημα». «Τι είναι η ρεπρίζ;» «Είναι γαλλική λέξη που σημαίνει επανάληψη. Το ξαναρίχναμε δηλαδή. Τα ξαναστήναμε, πώς το λένε;» «Κατάλαβα… Δηλαδή…» «Παραλίγο να κλαίγατε εμένα. Άγιο είχα που είπα όχι… Τέλος πάντων, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, συνέχεια μάθαινα για τροχαία εκεί. Συνέχεια. Μεγαλώνοντας έχασα και φίλους σε τροχαία. Για τετρακόσια μέτρα. Χάθηκαν ζωές για τετρακόσια μέτρα» της είπα. Δεν μιλούσε η μικρή, απλά με κοίταζε. «Χάνονται ζωές κι εγώ ασχολούμαι με τις μαλακίες και τα κέρατα… Πόσο βλάκας μπορεί να είμαι πια;» ρώτησα τον εαυτό μου δυνατά. «Θα με πάρεις μια αγκαλιά να κοιμηθώ;» με ρώτησε. «Θα σου γίνει συνήθεια και μετά δεν θα μπορείς να κοιμηθείς. Γιατί δεν βρίσκεις κάποιον; Εγώ δεν έχω πρόβλημα. Είμαι ελεύθερος μπαμπάς, δεν κολλάω. Αν σε πληγώσει απλά θα τον χτίσω με μάρμαρο» της είπα γελώντας και σηκώθηκε από το κρεβάτι. «Δεν θέλω. Βλέπω πόσο πληγώθηκες εσύ…» μου απάντησε. «Άντε ξάπλωσε γκρινιάρα. Ξάπλωσε να δω τι θα καταλάβεις». Η Μελίνα ξάπλωσε και κούρνιασε πάνω μου. «Τι φοβάσαι κοριτσάκι;» την ρώτησα. «Την απόρριψη. Την γνώρισα για πρώτη φορά όταν άκουσα το παράτα με. Την είδα μέσα σε μάτια φίλων. Σε βλέμματα υποψήφιων συντρόφων. Μόνο εσύ με στήριξες. Εσύ, ο νονός και η νονά». «Δεν πρέπει να κάνουμε κάτι γι αυτό;» «Όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή. Τώρα και μετά από αυτά που έμαθα βιώνω την τρομερότερη απόρριψη. Δεν ξέρεις πως είναι να μαθαίνεις πως αυτοί που σ’ έφεραν στην ζωή δεν σε θέλουν». «Όχι. Δεν ξέρω. Αλλά ξέρω τι σας έλεγα πάντα για την οικογένεια. Η οικογένεια πάντα μένει. Γιατί την βρίσκεις εκεί που την

191


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις ψάχνεις. Πάρε τον νονό σου για παράδειγμα. Έχει μια αδερφή που δεν μιλάνε εδώ και χρόνια. Από τότε που πέθαναν οι γονείς του. Κι όμως για μένα ο Φώτης είναι οικογένεια. Και πριν την κουμπαριά έτσι ήταν. Οικογένεια». «Ναι ρε μπαμπά αλλά είν’ αλλιώς». «Το ξέρω κορίτσι μου. Ξέρεις τι μου θυμίζουμε;» «Τι;» «Τον πρώτο καιρό που είχα την μάνα σου, με την κοιλιά τούρλα61, μ’ εσένα τότε και μιλάγαμε μέχρι τα ξημερώματα και μετά πήγαινα για δουλειά άυπνος». «Την αγαπούσες πολύ την Νάντια;» «Την αγαπάω ακόμη πολύ την Νάντια. Αλλά ξεπέρασε τα όρια. Κι εγώ είμαι άνθρωπος που δεν ανέχομαι μύγα στο σπαθί μου. Δεκαοχτώ χρόνια υπομονής για μένα ήταν βασανιστήριο. Αλλά την έκανα γιατί την αγάπησα. Και αυτήν και εσάς». «Γιατί έτσι;» «Καψούρα την είχα την μάνα σου από το λύκειο. Ίσως και να το καταλάβει κάποτε. Όπως κατάλαβε και γιατί συμπεριφερόταν έτσι σε σένα». «Στο είπε;» με ρώτησε ταραγμένα. «Θα σε πονέσει Μελινάκι». «Ας με πονέσει μπαμπά. Πες μου». «Έχεις τα μάτια του πατέρα σου. Γι αυτό. Γιατί, είπε, την πόνεσαν εκείνα τα μάτια και δεν άντεχε να τα κοιτάζει». «Είναι ηλίθια η μάνα μου». «Το ξέρω. Σ’ εμένα το λες;» της είπα γελώντας. «Πως το λέν’ εκείνο το τραγουδάκι που σας αρέσει;» «Χαροκόπου 1942-1953». «Πως παντρέψατε το ρεμπέτικο με το ρόκ;» «Αυτός είναι ένας γάμος που γίνεται αναπόφευκτα κορίτσι μου. Το λατρεύω για διαφορετικούς λόγους από το νονό σου το τραγούδι. Ξέρεις γιατί;»

192


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Όχι. Γιατί;» «Γιατί λέει “δικαίως αγαναχτισμέ- και με τα πάντα αηδιασμέπως τα χεις έτσι μοιρασμέ- ντουνιά ψευτοπολιτισμέ-;”» «Κόβει τις λέξεις;» «Ήταν μαγκιόρικο κάποτε». «Κι ο νονός;» «Ο νονός σου κορίτσι μου έζησε πολύ άσχημα παιδικά χρόνια. Δεν το έβγαλε το σχολείο ποτέ. Δούλευε από μικρό παιδί. Μένανε τέσσερα άτομα σ’ ένα ημιυπόγειο μ’ ένα δωμάτιο, ένα κουζινάκι κι ένα μικρό μπάνιο. Του έχει κολλήσει, όποτε μιλάμε για εκείνα τα χρόνια τον παίρνουν τα ζουμιά…» «Έχει ιστορία;» «Σαν παραμύθι είναι» «Θα μου πεις;» «Θα σου πω μικρό. Θα σου πω. Αν και μεγάλωσες πολύ για να σε λέω μικρό πια. Ενηλικιώνεσαι». «Μεθαύριο» «Γράφει ο Πάνου, “Σαν τα τσουβά- σαν τα σκουπί-, εφτά νομάχωρίς ελπί-, σ’ ένα δωμά- μισογιαπί, ποιος να φωνά- και τι να πει;” Δηλαδή σαν τα τσουβάλια σαν τα σκουπίδια, εφτά άνθρωποι χωρίς ελπίδα, σ’ ένα δωμάτιο μισοχτισμένο, ποιος να φωνάξει και τι να πει. Δεν ήταν τόσο τραγική η κατάσταση στο σπίτι του Φώτη, ήταν τέσσερεις στο σπίτι και κοιμόντουσαν όλοι στο ίδιο δωμάτιο που έμπαζε κρύο και υγρασία. Πρώτη φορά κοιμήθηκε σε κρεβάτι στον στρατό. Σκέψου. Στον στρατό. Που εμείς πήγαμε και μας ενοχλούσαν τα κρεβάτια. Ο Φώτης είχε συνηθίσει από το πάτωμα, την πρώτη μέρα, δεν ήξερε, το έστρωσε, έβαλε τα πράγματα όπως έπρεπε κι έπεσε να κοιμηθεί στο πάτωμα μόλις έκλεισαν τα φώτα. Η δύναμη της συνήθειας. Γι αυτό έγινε έτσι. Προσπαθεί να προσφέρει όσο περισσότερα μπορεί στα παιδιά του για να μην περάσουν τα χρόνια του». «Μα καλά, δεν δούλευαν οι δικοί του;» «Ο πατέρας του Φώτη ήταν αλκοολικός. Δούλευε και τα έπινε, μέχρι που σταμάτησε την δουλειά κι έπινε μόνο. Πέθανε όταν ο Φώτης ήταν δεκατέσσερα, αναγκάστηκε να παρατήσει το σχολείο και να

193


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις δουλέψει για να βοηθήσει την μάνα του. Η αδερφή του παντρεύτηκε και εξαφανίστηκε. Την κυρά-Κούλα την γνώρισα, όταν ήμασταν φαντάροι. Δεν άντεξε κι αυτή πολύ, πέθανε τρεις μήνες πριν απολυθούμε κι ο Φώτης έμεινε μόνος του. Του έστελνα λεφτά εγώ από τα δικά μου σε κάποιες φάσεις που ξέμενε. Μόνο από μένα δεχόταν λεφτά. Σε κάποια άδεια που δεν είχε σάλιο, μπήκε κρυφά στο τραίνο χωρίς εισιτήριο και παρακαλούσε να μην τον πιάσουν. Έχει κάνει ότο-στόπ, έχει κοιμηθεί σε παγκάκια, σε σκαλιά, είναι ιστορία ζωής ο “Ασυμβίβαστος”. Έχει περάσει τόσα πολλά που αν τον κάνεις σειρά τον Φώτη θα κλάψει κι ο κάθε πικραμένος. Μα τον βλέπεις. Τις μπύρες του, την ζωή του και τα παιδιά του, πάντα με το χαμόγελο στο στόμα αυτός ο άνθρωπος, προσπαθεί να βρει πάντα κάτι καλό, κάτι χαρούμενο στην ζωή του, όσο μαύρες κι αν είναι οι καταστάσεις. Κατάλαβες ζωή μου;» Η Μελίνα δεν μίλησε. Την είχε πάρει ο ύπνος. «Ά ρε Φωτάρα… Τι έχεις περάσει κι εσύ; Ποιος να σου μιλήσει για ζωή;» σκέφτηκα και προσπάθησα να κοιμηθώ. Ξημέρωνε έξω. Μια νέα μέρα. Ξύπνησα κατά τις εννιά το πρωί και η Μελίνα κοιμόταν ακόμη. Εκεί κουρνιασμένη και φοβισμένη. Τι μπελάς μας βρήκε τώρα; Θα την πάω σε κανένα ψυχολόγο μου φαίνεται να ξεσκαλώσει λίγο το μυαλουδάκι της. «Ξύπνα μπέμπα» της ψιθύρισα και πετάχτηκε πάνω. «Τι έπαθες κορίτσι μου;» την ρώτησα. «Τίποτα. Πάω στην τουαλέτα. Να σου φτιάξω καφέ;» «Φτιάξε ρε κορίτσι, φτιάξε λίγο καφέ να πιούμε και να πάμε να πάρουμε πράγματα για το σπίτι» της είπα την ώρα που έφευγε απ’ το δωμάτιο. Πήγα στο σαλόνι κι άραξα στον καναπέ, ήταν εκεί η Εύη. «Να σου πω ρε Χρήστο» μου είπε. «Να μου πεις ρε Εύη…» της απάντησα με το ίδιο στυλ και γέλασε. «Το παραμύθι που είπες το πρωί στην Μελίνα, είναι παραμύθι ή η αλήθεια;» «Μας κρυφάκουγες;» την ρώτησα γελώντας. «Έλα ρε, πες…» «Δεν στα είχε πει; Αλήθεια είναι. Μην γίνει θέμα όμως».

194


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Εννοείται» μου απάντησε η Εύη. «Κι εγώ που νόμιζα πως του άρεσε απλά το τραγούδι. Κι εσύ γιατί δικαίως αγαναχτισμέ- κουμπάρε; Τι πέρασες στην ζωή σου; Με τι αηδίασες;» «Με τον ίδιο μου τον εαυτό κι όσα κατάπια στην ζωή μου. Είναι πολλά, δεν θέλω να μιλήσω» της απάντησα. «Όπως αγαπάς φίλε μου» «Θα έρθεις για ψώνια;» την ρώτησα για να φύγουμε από την βαριά κουβέντα. «Ψώνια; Τι ψώνια;» «Σαλόνι, κουζίνα, ψυγείο, τέτοια. Πρέπει να το εξοπλίσω». «Δηλαδή το πήρες σοβαρά απόφαση εσύ». «Σοβαρότατα. Μήπως έχεις εφημερίδα;» «Ναι γιατί;» «Κοίτα λίγο στα κοινωνικά» «Τι θέλεις να δεις;» «Κηδείες» της απάντησα. «Πέθανε κανένας;» «Ένα φιλαράκι, ο Νάσος, για δες μήπως τον έχει…» της είπα και η Εύη έψαξε την εφημερίδα. Διάβασε μετά από λίγο. «Τον πολυαγαπημένο μας αδερφό και θείο Αθανάσιο Τομπούλογλου, ετών σαράντα ένα, που πέθανε σήμερα, κηδεύουμε αύριο Κυριακή και ώρα πέντε μετά μεσημβρίας…» «Πρέπει να πάω κι εκεί» την διέκοψα. «Μικρός ήτανε, κρίμα τον άνθρωπο. Από τι πήγε;» «Από κόντρα… Παραλίγο να ήμουν στη θέση του χθές το βράδυ». «Πότε θα κόψετε τις μαλακίες με τον δικό μου τον χαζό;» «Τέρμα οι μαλακίες. Το συνειδητοποίησα χθες Εύη». «Γιατί;» «Κόντεψα να πεθάνω χθες. Παραλίγο στην θέση του οδηγού να ήμουν εγώ κι όχι ο Νάσος». «Αλήθεια ρε;» «Αλήθεια. Αλλά άστο. Έχω δει αρκετό θάνατο στην ζωή μου. Μου φτάνει πια» της είπα. «Κέρνα ένα τσιγάρο». «Θα το αρχίσεις;»

195


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Έτσι λέω. Τώρα που δεν έχω και την γκρίνια της Νάντιας…» είπα και είδα την Μελίνα να έρχεται με τους καφέδες από την κουζίνα. «Ρε Μελινάκι, αυτό το δείγμα παντελονιού που περισσότερες τρύπες παρά ύφασμα έχει, είναι το αγαπημένο σου;» την ρώτησα. «Ναι». «Δεν ξαναγκρινιάζω. Αλλά φαίνονται τα πάντα κορίτσι μου». «Μπαμπά!» «Καλά, καλά, το κόβω. Εντάξει. Πίνουμε καφέ και πάμε για ψώνια. Εντάξει;» «Εντάξει» μου απάντησαν και οι δύο. Ήπιαμε τους καφέδες και φύγαμε με την Μελίνα για να πάμε για ψώνια, η Εύη ήθελε να κάνει δουλειές και βαριόμουν ανελέητα να την μεταπείσω. Ξεκινήσαμε από σαλόνι και κρεβάτια. Στο γούστο της Μελίνας, εγώ είχα γεράσει για να διαλέγω τέτοια πράγματα. Της πήρα και διπλό κρεβάτι, ποιος ξέρει, μπορεί να το χρειαστεί. Σαλονάκι, τραπεζαρία, τηλεόραση… Με χαλούσε που ήξερα ότι τα λεφτά ήταν του Νάσου, αλλά έμαθα πως η ζωή είναι άδικη και μπορεί να σου στερήσει τα πάντα. «Ζήσε το σήμερα, αύριο πεθαίνεις» μου έλεγε ένας φίλος που χάσαμε ένα βράδυ στο θανατάδικο. Πόσες ψυχές εκεί; Συνεχίσαμε με κουζίνα και οικιακές συσκευές. Θα πήγαιναν όλα την Δευτέρα και δεν είχα να μετακομίσω και πολλά από το παλιό, Μόνο ρούχα και προσωπικά αντικείμενα. Αλλά το άφηνα για την Δευτέρα, που θα έλειπαν οι μικρές από το σπίτι. Δεν ήθελα να με δουν να φεύγω και να έχουμε κλάματα. Με πήρε τηλέφωνο η Αλεξάνδρα. «Να έρθω σήμερα σε σένα;» με ρώτησε πριν πει καν μια καλημέρα. «Λέει και μια καλημέρα ο κόσμος» «Bonjour» μου είπε χαρούμενα «Αυτό. Δεν γίνεται σήμερα κοριτσάκι, δεν έχω μπει ακόμη στο σπίτι, άδειο είναι» της απάντησα. «Α… Καλά» μου απάντησε απογοητευμένα. «Τι έχεις;» «Τίποτα, έλεγα να πάρω την Έλενα και να έρθουμε βόλτα». «Μόνες σας;» «Θα μας έφερνε η μαμά. Και θα ερχόταν να μας πάρει το βράδυ».

196


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Το βράδυ κιόλας. Μάλιστα… Ιδέα της…;» «Δικιά μου. Η μαμά δεν θέλει να έρθουμε αλλά γκρίνιαζε η Έλενα». «Αχα… Από Δευτέρα ψυχή μου. Από Δευτέρα που θα τακτοποιηθώ ελάτε όποτε θέλετε. Δώσε μου την Έλενα να μιλήσω λίγο» «Δεν είναι εδώ. Έκατσε στο δωμάτιο γιατί δεν ήθελε η μαμά να μας φέρει». «Δώσε μου την Νάντια τότε». «Περίμενε» μου είπε και έδωσε το τηλέφωνο στην μάνα της. «Έλα» άκουσα την φωνή της Νάντιας. «Ρε… τέλος πάντων βαριέμαι και να σε βρίσω τώρα. Γιατί δεν θές να έρθουν τα παιδιά σε μένα;» την ρώτησα αγριεμένα. «Γιατί στο τέλος θα μείνω σ’ ένα πεντάρι μόνη μου. Γι αυτό. Έχω αποτύχει σαν μάνα Χρήστο». «Μαλακίες. Προσπάθησε περισσότερο. Και κανόνισε να τις φέρεις την Τρίτη το απόγευμα. Να τελειώσω και με την μετακόμιση. Εντάξει;» «Δεν ξέρω…» «Ξεράδια. Τρίτη απόγευμα να είναι εκεί» της φώναξα. «Αντιστράφηκαν τα πράγματα;» με ρώτησε τσαντισμένη. «Δεν έπρεπε κάποια στιγμή ο άντρας να αναλάβει και τον ρόλο του; Έπρεπε. Άντε καλημέρα» είπα κι έκλεισα το τηλέφωνο. Τελειώσαμε με τα ψώνια και σταμάτησα σ’ ένα περίπτερο στο δρόμο για τσιγάρα. Και μια τρελή ιδέα πέρασε από το μυαλό μου. «Πάμε θάλασσα;» ρώτησα την Μελίνα την ώρα που ανέβαινε στην μηχανή. «Πάμε» μου είπε αδιάφορα. «Κατέβα κοριτσάκι, θα την πάρω εγώ». «Γιατί;» «Έτσι. Βάλε κράνος και πάμε». «Καλά…» μου είπε θλιμμένα. Κάθισε και ξεκινήσαμε, βγήκαμε στην εθνική, δεν κόβονται ποτέ οι κακές συνήθειες τελικά, άρχισα να το δίνω. Ένα εξήντα, ένα ογδόντα… Δύο… Δύο είκοσι… Η Μελίνα δεν μιλούσε από πίσω. Ήξερα

197


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις πως ανέβαιναν τα χιλιόμετρα. Είχα πιάσει τέρμα αριστερά και πήγαινα. Δύο τριάντα, δύο πενήντα… Πιάσαμε τα δύο εβδομήντα. Δυο χιλιόμετρα έλεγε η πινακίδα που μόλις πέρασα. Φρέναρα σιγά – σιγά, όταν πας με διακόσια εβδομήντα, κάνεις το χιλιόμετρο σε δεκατέσσερα δευτερόλεπτα. Στροφές από δω κι από κει, τα επόμενα τρία χιλιόμετρα πήγαν χαλαρά. Φτάσαμε στην πρώτη παραλία και πάρκαρα την μηχανή. Κατέβηκα και είδα την Μελίνα να κάθεται ακόμη πάνω. «Άντε ρε γκαζάκια, κατέβα» της είπα την ώρα που έβγαλα το κράνος κι έβγαλε κι εκείνη το κράνος κι απλά με κοιτούσε. «Δεν μπορώ» μου είπε. «Γιατί καλή μου;» την ρώτησα. «Γιατί τρέμουν τα πόδια μου. Γιατί δεν έβλεπα τίποτα στο δρόμο, μόνο τον γκρι δρόμο και μια θολούρα». «Φοβήθηκες;» «Αν φοβήθηκα; Το αίμα μου κόπηκε! Έτσι πας πάντα;» «Τάπα62;» «Αυτό δεν ήταν απλή τάπα! Πόσο πήγαμε;» «Πιάσαμε και δύο εβδομήντα κοριτσάκι». «Πατέρα είσαι χαζός. Ο φίλος σου σκοτώθηκε χθες κι εσύ σήμερα πήγαινες με διακόσια εβδομήντα». «Οι κακές συνήθειες κόβονται πάρα πολύ δύσκολα κορίτσι μου» της είπα χαμογελώντας. «Εσύ πόσο το ‘χεις πάει;» «Εκατόν σαράντα… Με το ζόρι κιόλας» «Τι εκατόν σαράντα, αυτά δεν είναι χιλιόμετρα, είναι για το ζέσταμα» της απάντησα. «Τάπα τα παιδιά λένε τα εκατόν σαράντα, εκατόν πενήντα… Κι εσύ τα λές ζέσταμα; Δεν είναι στραγάλια τα χιλιόμετρα…» «Εγώ και ο νονός σου, τα βλέπουμε σαν στραγάλια όμως» της είπα και της έδωσα το χέρι για να κατέβει. Καθίσαμε στην παραλία, η θάλασσα ήταν ανταριασμένη, είχε σχετικά καλή μέρα αλλά φυσούσε. «Πάλι καλά δηλαδή που πήραμε τα μπουφάν του νονού» μου είπε η Μελίνα. «Πάλι καλά… Εδώ έρχομαι για να ηρεμήσω... Όταν δεν είμαι καλά» σχολίασα.

198


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Εβδομήντα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι;» με ρώτησε η Μελίνα. «Άμα πάς με τρακόσια στο δρόμο, φτάνεις σ’ ένα εικοσάλεπτο» της είπα. «Μπαμπά;» «Έλα μου». «Θέλω να κάνω κι εγώ τατουάζ…» «Μελινάκι, είναι κάτι μόνιμο, δεν φεύγει ξέρεις. Αν το μετανιώσεις κάποια στιγμή;» «Τα λεφτά τα έχω. Θα το έκανα ούτως η άλλως από Δευτέρα που δεν θα μπορούσατε να μου πείτε τίποτα. Αλλά στο λέω». «Με φέρνεις δηλαδή προ τετελεσμένων γεγονότων». «Πες το κι έτσι». «Τι να πω; Μπορώ να πω κάτι;» «Μπορείς να γκρινιάξεις και να μην σ’ ακούσω» μου απάντησε. «Πότε;» την ρώτησα. «Ξέρω γω;» «Για περίμενε λίγο» της είπα κι έβγαλα το κινητό από την τσέπη μου. Κοίταξα την λίστα των τηλεφώνων, άλλος ένας παλιόφιλος, άλλος ένας παλιός γνωστός. Το σήκωσε σχεδόν αμέσως. «Έλα ρε χαμούρη63» άκουσα τον Τζίμη να μου λέει. «Έλα ρε χαμαλιάν64 που θα με πεις και χαμούρη» του απάντησα γελώντας. «Λίγα για την καταγωγή μου. Τι θε;» μου απάντησε. «Έχεις χρόνο για να χτυπήσεις ένα κομμάτι;» τον ρώτησα. «Κι άλλο ρε μπλιετ65; Πόσα θα κάνεις;» «Δεν είναι για μένα ρε μογκολιάρη66». «Δεν σώνω67». «Για την κόρη μου είναι» του είπα γιατί τον ήξερα, χτυπούσε μόνο σε γνωστούς χωρίς ραντεβού, το έπαιζε ιστορία κι αυτός. «Έτσι σώνω» μου απάντησε γελώντας. «Σε καμιά ώρα;» τον ρώτησα. «Άντε, σώσε» μου είπε κι έκλεισε το τηλέφωνο. «Τι έγινε;» με ρώτησε η Μελίνα. «Σε μία ώρα κάνεις τατουάζ».

199


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Είσαι ο καλυτερότερος μπαμπάς του κόσμου. Στο έχω πει ποτέ;» μου είπε η Μελίνα και με πήρε αγκαλιά. «Όχι, είν’ η πρώτη φορά. Κανόνισε όμως να το μετανιώσεις, γιατί θα σου κάνω εγώ μετά…» της είπα γελώντας. «Πάμε;» μου είπε. «Βιάζεσαι; Απόλαυσε θάλασσα». «Δεν είναι απόλαυση. Έχει κύμα». «Κι όμως, εμένα με ηρεμεί, νιώθω ότι μου παίρνει την ένταση». «Εμένα δεν μου λέει κάτι» μου απάντησε η μικρή. «Τώρα που θα πάμε στον Τζίμη, θα τον πεις Δημητράι. Τσαντίζεται άπειρα έτσι». «Φίλος σου;» «Ναι, χρόνια ολόκληρα». «Γιατί δεν γνωρίσαμε κανέναν ποτέ ρε μπαμπά;» «Δεν ήθελε η μάνα σου. Δεν της άρεσαν ποτέ οι παρέες μου. Κι έτσι τις κρατούσα πάντα έξω από το σπίτι». «Θα φύγουμε;» με ρώτησε. «Φαγώθηκες. Θα φύγουμε. Οδηγάς εσύ» της είπα και βάλαμε κράνη. Σηκωθήκαμε από την άμμο και ανεβήκαμε στην μηχανή. Πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Άνετο ταξίδι, πηγαίναμε με τα χιλιόμετρα της Μελίνας. Με εκατόν είκοσι δηλαδή. Της έδωσα οδηγίες για το μαγαζί του χαμαλιάν. Το βρήκε εύκολα. Φτάσαμε εκεί και μπήκε η Μελίνα πρώτη μέσα εγώ έμεινα απ’ έξω να κάνω ένα τσιγάρο. Γνωστός πέφτουλας68 ο Τζίμης τον είδα να κολλάει στην Μελίνα και γέλασα. Μπήκα μέσα στο μαγαζί. «Πού ‘σαι ρε χαμαλιάν;» του φώναξα. «Άντε ρε πατσαβούρη, πόσο καιρό έχω να σε δω;» μ’ απάντησε «Πολύ» του είπα κι αγκαλιαστήκαμε. «Μόνος ήρθες;» με ρώτησε. «Όχι χαμαλιάν, στην κόρη μου την έπεφτες τόση ώρα». «Χίλια συγνώμη» είπε ο Τζίμης έτσι για το εφέ. «Τι θα κάνεις και που θα το κάνεις;» ρώτησε την Μελίνα. «Θα κάτσεις;» με ρώτησε εκείνη. «Να σου κρατάω το χέρι;» την ρώτησα κι εγώ. «Αν θες…»

200


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Λες να μην θέλω;» «Λοιπόν, κύριε Δημητράι» είπε η Μελίνα κι ο Τζίμης άρχισε να κοκκινίζει, κατάλαβε ότι τον δούλευα, «θέλω εδώ, στην αριστερή πλευρά, να κάνω έναν άγγελο με μεγάλα φτερά πάνω από ένα κοριτσάκι. Και να γράψουμε και κάτι. Γίνεται;» ρώτησε η Μελίνα με αγωνία. «Τα πάντα γίνονται. Ελεύθερο;» την ρώτησε. «Ε;» απάντησε εκείνη σκαλωμένη. «Ελεύθερο Τζίμη» του απάντησα εγώ. «Ο Τζίμης σου κάνει την Γκουέρνικα του Πικάσο στην πλάτη με κλειστά μάτια. Δεν ζωγραφίζει ο χαμαλιάν. Τέχνη κάνει» είπα στην Μελίνα γελώντας. «Ας το κάνουμε έτσι» απάντησε εκείνη. «Είσαι σίγουρη; Πονάει αρκετά στα πλευρά». «Σίγουρη; Σιγουρότατη» «Καλώς, πάμε» είπε ο Τζίμης και πήγαμε πίσω. Η Μελίνα έκατσε στην καρέκλα, ο Τζίμης πήρε βελόνα σφραγισμένη, έκανε τον καθιερωμένα, έκλεισε για λίγο τα μάτια· αυτή ήταν η ιεροτελεστία του, πίστευε στην μαγική πλευρά του τατουάζ. Πρόσφυγας από την Αρμενία, ήρθε εδώ κι έγινε καλλιτέχνης χρόνια πριν. Αφού πέρασε από την οικοδομή, την λαχαναγορά, εποχιακός σε φάμπρικες, έζησε στους δρόμους και αλήτεψε αρκετά. Απίστευτος τύπος, τον γνώρισα σε κάτι ξύδια όταν άρχισα να συγκατοικώ με την Νάντια. Έχουμε την ιστορία μας. Ο Τζίμης άνοιξε τα μάτια κι άρχισε να χτυπάει το σχέδιο όπως το είχε στο μυαλό του βάσει των προδιαγραφών της Μελίνας. Ξεκίνησε με το κοριτσάκι που ήταν μπροστά και για κάποιο λόγο έβγαινε στο σχέδιο σαν την Μελίνα πιο μικρή, όταν έκανε τα μαλλιά της μια κοτσίδα από την αριστερή πλευρά. Τελείωσε με το κοριτσάκι κι άρχισε να κάνει τον άγγελο, με τεράστια μεγάλα φτερά που το κάλυπταν. Το είχε ο Τζίμης, μέχρι και οι σκιές φαινόντουσαν αληθινές. Μιάμιση ώρα αργότερα σταμάτησε κι έδωσε ένα καθρέφτη στην Μελίνα. «Πως το βλέπεις;» την ρώτησε. «Πίνακας…» απάντησε η Μελίνα με δέος. «Ή δουλεύουμε, ή δεν δουλεύουμε» απάντησε ο Τζίμης. «Ήθελες να γράψουμε και κάτι, έτσι δεν είναι;»

201


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Ναι» του απάντησε. «Γράψ’ το μου, γιατί ούτε στα ελληνικά είμαι καλός, ούτε σε κάποια άλλη γλώσσα. Εκτός αν θές να το γράψουμε στ’ αρμένικα» της είπε χαμογελώντας. «Πώς είναι αυτά;» ρώτησε η Μελίνα και ο Τζίμης της έδειξε το χέρι. «Αυτό σημαίνει, μόνο ο Θεός είναι κριτής. Κάτι που έμαθα απ’ τον πατέρα σου». «Όχι. Δεν μ’ αρέσει. Συγνώμη έ;» του είπε η Μελίνα. «Στυλό και χαρτί τότε» είπε εκείνος και της τα έδωσε. Η Μελίνα τα πήρε και έγραψε κάτι πάνω κι ο Τζίμης την ρώτησε αν θέλει να κάνει διάλλειμα. «Μπα, να τελειώνουμε καλύτερα» του απάντησε εκείνη. «Αντοχές το μικρό μου δεν μπορείς να πεις;» του είπα. «Αυτή είναι η μικρή;» «Αυτή είναι η μεγάλη» του απάντησα. «Το καμάρι σου;» «Το αλητάκι μου». «Μπαμπά!» φώναξε η Μελίνα κι ο Τζίμης της είπε «Άραξε να συνεχίσουμε» για να με βγάλει από την δύσκολη θέση. Η Μελίνα ξάπλωσε κι άρχισα να βλέπω τα γράμματα να σχηματίζονται στα πλευρά της. «El padre se parece como Dios a los ojos de un niño69» έγραφε μόλις τελείωσε. «Για δες» της είπε ο Τζίμης και της ξαναέδωσε τον καθρέφτη. «Εντάξει, δεν έχω λόγια. Πως το βλέπεις μπαμπά;» «Του έχω τυφλή εμπιστοσύνη του χαμαλιάν. Από χέρι είναι ο καλύτερος που ξέρω. Και από σχέδιο» της απάντησα. «Λοιπόν μικρή, κάτσε πέντε λεπτά και μετά είσαι έτοιμη, κάνε καμιά βόλτα» είπε ο Τζίμης και η Μελίνα βγήκε έξω και περπάτησε λίγο να πάρει αέρα. «Με το σουτιέν βγήκε η ηλίθια… Θα την πάρει ο διάολος» του είπα και πήγα να σηκωθώ. «Έλα ρε. Ξέρεις τι κάψα έχει το δέρμα. Αν κάνει κανείς την λάθος κίνηση ορμάμε και οι δύο. Τι παίχτηκε, που χάθηκες;» με ρώτησε. «Χωρίζω με την γυναίκα μου. Στην έχω πει την ιστορία».

202


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο «Αυτή είναι που δεν είναι δικιά σου;» με ρώτησε. «Ναι ρε φίλε». «Σ’ υπεραγαπάει όμως. Σε κοιτάει και βλέπεις απίστευτη αγάπη στα μάτια της. Ξέρει και ισπανικά η κορούλα σου;» «Που να ξέρω ρε φίλε; Έχω χάσει την μπάλα τον τελευταίο καιρό». «Δεν ξέρω να γράφω μπλιέτ, αλλά ξέρω να διαβάζω. Ξέρεις τι έγραψε;» «Τι;» «Στο περίπου, ο πατέρας μοιάζει με τον Θεό στα μάτια ενός παιδιού. Πρέπει να σε λατρεύει». «Έκανα τα πάντα για να σώσω αυτήν την ψυχή. Ίσως έτσι να μ’ ανταμείβει ο Θεός» του είπα σκεφτικά. «Ξέρω φίλε μου. Ξέρω. Χαρά στο κουράγιο σου. Στο έχω ξαναπεί». «Εσύ; Τι λέει Τζίμακα;» «Εγώ ψάχνω κάποιον για να τον διδάξω και να τα παρατήσω. Παιδιά δεν έκανα, δεν ξέρω αν είμαι έτοιμος και δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω. Πάτησα τα σαράντα πέντε». «Ποτέ δεν είν’ αργά. Άτομο για να ακολουθήσει το επάγγελμα θες;» «Έχεις κανέναν υπ’ όψιν; Με χέρι;» «Θα το ψάξω» του είπα. «Πες της τα εσύ τα περί περιποίησης γιατί βαριέμαι. Εντάξει ρε;» μου είπε ο Τζίμης που άναβε τσιγάρο. «Ναι ρε είσαι τρελός; Εννοείται. Αυτό για την φαγούρα τελευταίο όπως πάντα» του είπα και αρχίσαμε να γελάμε. Η Μελίνα μπήκε μέσα και ήρθε εκεί που καθόμασταν. Ο Τζίμης της έβαλε ζελατίνη. «Καλοφόρετο, και τα υπόλοιπα θα στα πει ο χαμούρης ο φίλος μου» της είπε και η μικρή χαμογέλασε. «Έτοιμη;» ρώτησε η Μελίνα. «Πανέτοιμη κουκλίτσα. Με γεια σου» απάντησε ο Τζίμης. «Τι χρωστάω;» ρώτησε η Μελίνα και ο Τζίμης με κοίταξε, του κούνησα απλά το κεφάλι να της πει την τιμή.

203


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Διακόσια πενήντα» απάντησε εκείνος. «Πόσα!;» ρώτησε η Μελίνα και γούρλωσε τα μάτια. Μας έπιασε νευρικό γέλιο εκείνη την ώρα και η μικρή μας κοίταξε μ’ απορία. Έβγαλε το πορτοφόλι της κι άρχισε να μετράει χαρτονομίσματα. «Ορίστε» του είπε και του τα έδωσε κι εκείνη την στιγμή ήταν το τελευταίο πράγμα που περίμενα να κάνει. «Ευχαριστώ πολύ δεσποινίς» απάντησε ο Τζίμης ευγενέστατα και πήρε τα λεφτά. «Πάμε;» της είπα. «Άραξε ρε να πιούμε τίποτα» μου είπε ο Τζίμης «Μπα, μάγκα, θα κανονίσω όμως». «Έτσι λες κι όλο ξεχνάς…» «Να είσαι σίγουρος πως δεν θα το ξεχάσω» του απάντησα. «Κοριτσάκι, φύγαμε» είπα στην Μελίνα και χαιρέτησε. Βγήκαμε από το μαγαζί κι άναψα τσιγάρο. «Σ’ αρέσει;» «Είναι φανταστικό. Καταπληκτικός ο φίλος σου» μου απάντησε. «Τι έγραψες;» την ρώτησα. «Είναι προσωπικό» μου απάντησε. «Κι απ’ τον πατέρα;» «Ναι. Κι από κείνον» συνέχισε. «Ποιον πατέρα Μελίνα;» την ρώτησα αν και βαθιά μέσα μου ήξερα την απάντηση. «Ένα πατέρα έχω. Εσένα». «Εγώ έχω τρείς κόρες. Αλλά μόνο για την μία χρειάστηκε να κάνω τα πάντα και να ξεπεράσω τα όριά μου για να την σώσω. Δεκαοχτώ χρόνια παλεύω για να σώσω μια ψυχή. Το κατάφερα άραγε;» την ρώτησα. «Ο πατέρας, μοιάζει Θεός στα μάτια ενός μικρού παιδιού. Το παιδί που δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσεις, αυτό που έλεγες τις προάλλες, που τέντωνε τα χέρια και ήθελε αγκαλιά αυτό βλέπει» μου απάντησε και δάκρυσα. «Πάμε να αράξουμε στον ασυμβίβαστο» της είπα κι ανεβήκαμε στην μηχανή.

204


Ρεπρίζ στο Θανατάδικο Πίσω στο σπίτι ο Φώτης είχε σαπίσει στον καναπέ παρέα με μπύρες. Μπήκα στο σπίτι με τα κλειδιά και μου κούνησε απλά το χέρι. «Ού ρε λιώμα, πως είσαι έτσι;» τον ρώτησα γελώντας. «Είχε δουλειά ρε μάγκα σήμερα» μου απάντησε. «Νονέ! Νονέ! Κοίτα!» είπε η Μελίνα και σήκωσε την μπλούζα. Ο Φώτης το κοίταξε, χαμογέλασε και την ρώτησε «Στου χαμαλιάν το έκανες;» «Σ’ αυτόν, ναι. Γιατί τον λέτε έτσι τον άνθρωπο;» «Συνάδελφος δικός μου ήταν, πριν ανοίξει το μαγαζί κουβαλούσε τα πάντα. Μάζευε λεφτά, όταν έφτασε στην Ελλάδα, έχει καμιά εικοσπενταριά χρόνια, ήξερε μόνο μια λέξη. “Ξέρει, ξέρει”. Θυμάσαι ρε;» με ρώτησε ο Φώτης. «Έ τον χαμαλιάν» του απάντησα. «Ξεχνιούνται αυτά; Δημητράι, ξέρεις από πλακάκια; Ξέρει, ξέρει. Τι γαμάτος που ήτανε;» του απάντησα και βάλαμε τα γέλια. «Άστα. Τελικά τι έκανες;» με ρώτησε ενώ η Μελίνα πήγε να μιλήσει με την Εύη που καθόταν στην κουζίνα. «Εξόπλισα το σπίτι. Μου φύγανε πολλά σήμερα. Κράτησα για να δώσουμε τα χρέη σου και γινόμαστε γείτονας. Κομπλέ;» τον ρώτησα. «Εσύ ξέρεις» μου απάντησε. «Θα πάμε αύριο στην κηδεία;» «Δεν παίζει. Αν θες, τράβα, σ’ είπα ο Νάσος έχει κάνει πολλά και δεν γουστάρω. Είναι θέμα ηθικής». «Καλά ρε μάγκα. Όπως θες». «Πως κι έκανε τατουάζ αυτό;» με ρώτησε. «Το ήθελε, της έδωσα την άδειά μου και το έκανε. Αλλιώς θα το έκανε μεθαύριο μόνη της, ποιος ξέρει σε ποιον χασάπη» του απάντησα γελώντας. «Πόσο τ’ αγαπάς αυτό το παιδί;» «Όσο αγαπάω και τα άλλα φίλε». «Για να έκανες τόσα χρόνια υπομονή, πρέπει να τα υπεραγαπάς». «Το κατά δύναμιν Φώτη».

205


Σκόρπια όνειρα και αναμνήσεις «Μην σε δω να κάνεις την ρεπρίζ με την Νάντια όμως. Σε τσάκισα» μου είπε σοβαρά. «Ρεπρίζ στο θανατάδικο; Ρε πας καλά;» τον ρώτησα και βάλαμε τα γέλια. Ο καθένας για τον δικό του λόγο.

206


Σημειώσεις 1. Εκπληρωμένα όνειρα: Draft από «Το Κορίτσι με το Σπασμένο Φτερό» 2. Izgubio sam se: (Σέρβικα) Χάθηκα 3. Χαραυγή: Draft από «Το Κορίτσι με το Σπασμένο Φτερό» 4. Ότι ποτέ δεν επουλώθηκε: Draft από το «Μόνο Σήμερα» 5. Μην Φεύγεις: Draft από το «Μόνο Σήμερα» 6. Πάω τέζα: Οδηγάω επικίνδυνα και με υπερβολική ταχύτητα. 7. Πάω σπασμένος: Συνώνυμο του πάω τέζα. 8. Μπαγλαμάς: Ο τιποτένιος, ο μηδαμινός, ο ασήμαντος. 9. Μπουρμπούρι: Το φιλοδώρημα, το πουρμπουάρ. 10. Στάκα μία: Περίμενε λίγο. 11. Στουκάρω: Προέρχεται από την λέξη στούκα που σημαίνει θεαματική και επίπονη πτώση, συνήθως με μηχανή. Στούκας (Sturzkampfflugzeug – Stuka) ονομαζόντουσαν τα πολεμικά αεροσκάφη κάθετης εφόρμησης της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. 12. Σκρόφα: Η απαίσια (συνήθως σε χαρακτήρα) γυναίκα. 13. Στροφάρω: Καταλαβαίνω 14. Χρέπι: Το αυτοκίνητο (κυρίως), η μοτοσυκλέτα, το παπάκι ή ακόμα και το κινητό που έχει κάποιος και το οποίο θα ήταν διατεθειμένος να πουλήσει όσο - όσο αρκεί να απαλλαγεί από τα προβλήματα που του έχει προκαλέσει το πέρασμα του χρόνου. Κάτι σαν σαράβαλο αλλά σε πολύ χειρότερη κατάσταση. 15. Ρίχνω/Βάζω γκαζάκια: Αναφέρεται στις πράξεις κάποιου έτσι ώστε να φτάσει μια κατάσταση σε ένα εκρηκτικό σημείο, συνήθως για να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα. 16. Μποτίλια: Φιάλη υγραερίου. 17. Alfa Romeo Alfetta 18. Γκαζάκιας: Ο γκαζοφονιάς, αυτός που τρέχει πολύ με το αυτοκίνητο ή με τη μηχανή του χωρίς όμως να έχει ιδιαίτερες ικανότητες στην οδήγηση. Συνήθως το κάνει εκεί που υπάρχει κόσμος, για επίδειξη, με αποτέλεσμα να γίνεται επικίνδυνος για τους υπόλοιπους.


19. Ντιλεριά (ή ντίλια): Αγοραπωλησία ναρκωτικών. 20. Ελ Στοκαδόρ: Ισπανοποιημένο ουσιαστικό του στόκος, που σημαίνει παντελώς ηλίθιος. 21. Ντουνιάς: Από την τούρκικη λέξη dünya, στα οποία σημαίνει κόσμος, στα ελληνικά χρησιμοποιείται και για την γειτονιά. 22. Θανατάδικο: Σημείο που γίνονται κόντρες (μηχανών, αυτοκινήτων) συνήθως άσχημο ή με φήμη πολλών θανάτων. 23. Αφαναροψία: Όταν βλέπεις το κόκκινο και το πορτοκαλί φανάρι για πράσινο, αργκό των οδηγών γι αυτούς που δεν σταματάνε στα φανάρια. 24. Πιάνω κότσο: Κοροϊδεύω, εκμεταλλεύομαι. 25. Στα μπαμ: Αμέσως 26. Τζίφρα: Η υπογραφή 27. Τον λομπού: Τον μπούλο. Προέρχεται απο την φράση Δίνω τον πούλο (ή μπούλο) που σημαίνει διώχνω. Η λέξη εδώ είναι γραμμένη ανάποδα (στα ποδανά που λέμε, διάλεκτος που δημιουργήθηκε αλλάζοντας τις συλλαβές σε λέξεις π.χ. ο Τσόμης = ο Μήτσος, το Λοσκι = ο Σκύλος, Λακαμάς = ο Μαλάκας κ.ά. 28. Α ου, σου μου: χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ύπαρξη ενός διαλόγου που παραλείπεται είτε για ευνόητους λόγους, είτε γιατί είναι περιττό να αναφερθεί. 29. Γατόνι: Εκείνος που «του κόβει» υπερβολικά, ο εύστροφος, συνώνυμο του «Είναι γάτα». 30. Αστερίας: Η γυναίκα που είναι τελείως παθητική στο κρεβάτι. 31. Ντιπ: Εντελώς, τελείως. 32. Τσάκω το μπουκάλι το δεκατεσσάρ’: Πιάσε το μπουκάλι the Cutty Shark 33. Lol: Laughing out loud (Γελάω δυνατά) 34. OMG: Oh my God (Ώ Θεέ μου) 35. Έγινε κάτουρο: Ζεστάθηκε (συνήθως για μπύρα, καφέ, νερό, κλπ) 36. Αυτοκινούμενη πίπα: Η γυναίκα που τα μόνα δύο πράγματα που ξέρει είναι να οδηγεί και να κάνει σεξ. 37. Μπάλες: Όρχεις. Εδώ δηλώνει την κακή έκβαση μιας κατάστασης. 38. Κόβω την άλυσο: Τρελαίνομαι


39. Πιτσιρίκο, φύγε, για να μην σου ρίξω σφαλιάρες 40. Η σειρά: Απευθύνεται από άντρα προς άντρα, ιδιαίτερα όταν είχαν την ίδια σειρά κατάταξης στο στρατό 41. Ψυχή Βαθιά: Κουράγιο 42. Τέρμα Θεού – Αρχές Αλλάχ: Μεταφορικά χρησιμοποιείται για τοποθεσία που είναι πάρα πολύ μακριά και συνήθως άφταστη. 43. Δίνω τα μαλλιά μου: Δίνω υπερβολικά πολλά λεφτά 44. Μοτοσικλετιστική αργκό. Συναντώμενο ως «έκανε μπραφ», αναφερόμενο σε μοτοσακό το οποίο αιφνιδίως παρέδωσε το πνεύμα. Εδώ χρησιμοποιείται σαν την έκφραση «στα μπαμ» (βλέπε κάτω) 45. Μοτοσικλετιστική αργκό. Αφορά τις επιδόσεις δίχρονων, ως επί το πλείστον, κινητήρων, που δεν έχουν ομαλή κατανομή ισχύος και η υψηλή τους ιπποδύναμη εμφανίζεται απότομα σε κάποιες στροφές του κινητήρα. Εδώ παραφράζοντας το μπαμ του κινητήρα εννοεί, όσο γρηγορότερα γίνεται. 46. Au revoir (γαλλικά): Εις το επανειδείν. 47. Παίρνω γραμμή: Καταλαβαίνω 48. Δίνω πασαπόρτι: Διώχνω τον/την σύζυγο από το σπίτι ή την ζωή μου. Αντίστοιχα και το παίρνω πασαπόρτι. 49. Ντεμέκ: Προσποιητός 50. Ντεμεκιά: Η δηθενιά, η κατάσταση που είναι ψεύτικη, κάλπικη. 51. Εδώ το τραβιέμαι έχει την έννοια του μπλέκω. 52. Παίρνω είδηση: Καταλαβαίνω. 53. Μπαμπέσικα: Χωρίς μπέσα, άτιμα. 54. Χρονίζω κάτι: Καταλαβαίνω κάτι 55. Καρμπόν: Ολόιδιος, πανομοιότυπος 56. Καμπρόν(El Cabron, ισπανικά): ο κερατάς 57. Του πίνω το αίμα (για όχημα): Πηγαίνω τέζα, οδηγώ όσο πιο γρήγορα γίνεται. 58. Παπάτζα: Ψέμα, υπερβολή 59. Φύρα: Ζημιά, φθορά, απώλεια. 60. Σπάω: Φεύγω 61. Με την κοιλιά τούρλα: Τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης. 62. Τάπα: Υπερβολικά υψηλή ταχύτητα.


63. Χαμούρης: Συνήθως απαντάται στο θηλυκό του και αναφέρεται στον άσχημο. 64. Χαμαλιάν: Ο χαμάλης, με αρμένικη κατάληξη. 65. Ρε μπλιέτ: Ρωσσοποντιακή προσφώνηση σαν το ελληνικό ρε μάλακα. 66. Μογκολιάρης: Αυτός που λέει ηλιθιότητες, ο μόγκολος (σαν συνώνυμο του βάρβαρος). 67. Σώνω: Προλαβαίνω 68. Πέφτουλας: Αυτός που κολλάει σ’ οποιοδήποτε θηλυκό βρεθεί μπροστά του. 69. Ο πατέρας μοιάζει με το Θεό στα μάτια ενός μικρού παιδιού (ισπανικά)



Η σοδειά μιας ολόκληρης χρονιάς μαζεμένη μέσα σε ένα τόμο. Από απλές καθημερινές καταστάσεις, ιστορίες αγάπης και μίσους, μέχρι τα πιο ακραία σκηνικα που οι περισσότεροι δεν θα ζήσουνε ποτέ. Όμως μπορεί να το ήθελαν, να το ήλπιζαν ή να το ονειρευόταν. Αυτά είναι τα σκόρπια όνειρα κι εκείνες εκεί οι αναμνήσεις που έμειναν καθώς κάποιοι τα κυνηγούσαν. Δεκαέξι διαφορετικές ιστορίες, κάποιες συνδεδεμένες και κάποιες ασύνδετες, σε μια προσπάθεια να εξωτερικεύσω πολλά πράγματα απο μέσα μου. Κάποιες καλογραμμένες και άλλες κακατράχαλες. Σαν τα μονοπάτια που βαδίζουμε όλοι μας. Σκέψεις, όνειρα, πράξεις κι αναμνήσεις που ο χρόνος τα κράτησε και θα μείνουν για πάντα εδω. Όλο αυτό το εγχείρημα καταλήγει σε μια νουβέλα. Με μια τελείως διαφορετική γλώσσα, με ένα τελείως διαφορετικό μήνυμα, βγαλμένο από τελείως διαφορετικές ζωές. Αυτά είναι τα όνειρα. Κι αυτές οι αναμνήσεις...


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.