Το ξύλινο αλογάκι

Page 1


Μύριζε όμορφα απόψε στο παιδικό δωμάτιο της Άννας. Το' νιωσε και η ίδια μόλις άνοιξε την πόρτα. Ήταν σαν χάδι ζεστό, μυρωδάτο. Σαν μια μεταξένια σάρπα να την τύλιξε ολόγυρα. Μύριζε, ξαναμύριζε και προσπαθούσε ν' αναγνωρίσει το υπέροχο άρωμα. Μα ναι! Αυτό που μοσχοβολούσε μέσα στο δωμάτιό της ήταν κυπαρίσσι κι έφερνε μαζί του τη δροσιά και τα μυστικά του δάσους. Ένα ξύλινο αλογάκι φτιαγμένο από κυπαρισσόξυλο περίμενε υπομονετικά στη μέση του δωματίου. Έκλεισε συνωμοτικά τ' αριστερό του μάτι στην Άννα. Ήταν σα σημάδι εμπιστευτικό για το ξεκίνημα της νέας τους φιλίας. Έστεκε εκεί και περίμενε έτοιμο για το μεγάλο ταξίδι.


Είχε τόσα να πει και να δείξει στη μικρή του φίλη! Ήταν εκεί για να την ταξιδέψει στο δικό του μαγικό κόσμο. Η Αννα ανυπόμονη και περίεργη καβαλάει το κυπαρισσένιο ξύλινο αλογάκι και χλοπ, χλοπ..... ξεκίνησαν. - Ε φιλαράκο, φωνάζει η Άννα, λίγο πιο σιγά! Ωχ, ωχ, πέφτουν οι παντόφλες μου.... Ω Θεέ μου πάνε κατευθείαν πάνω στην εφημερίδα του παππού! - Μικρή μου φίλη, της λέει το αλογάκι, καλύτερα να μην κοιτάζεις προς τα κάτω γιατί θα ζαλιστείς και θα πέσεις και συ. Ψηλά κοίτα, όλο ψηλά και κρατήσου γερά. Πράγματι η Άννα ένοιωσε μια ζάλη. Μπορεί να την πείραξε το ύψος ή ίσως το μεθυστικό άρωμα από το κυπαρίσσι. - Αλογάκι στάσου μια στιγμή να πάρω μια ανάσα. Να εδώ, σ' αυτό το συννεφάκι που μοιάζει σα δελφίνι. Το αλογάκι σταμάτησε για λίγο, ίσα ίσα για μια ανάσα και ξεκίνησε ξανά με φόρα.


Τρέχει, τρέχει όλο και περισσότερο. Βιάζεται να φτάσει. - Αννούλα θέλω να γνωρίσεις το μέρος που μεγάλωσα κι έγινα ψηλό κυπαρισσόδεντρο. Ανυπομονώ να βρω τους φίλους μου, τα δέντρα, τα ζουζούνια, τα πουλιά. Όλα και όλους που μου κράτησαν συντροφιά για χρόνια ολόκληρα. - Και γιατί περίμενες τόσο καιρό; Γιατί δεν πήγαινες νωρίτερα να τους συναντήσεις; το ρώτησε η Άννα. - Μικρή μου φίλη το μυστικό είναι ότι δεν μπορώ να ξεκινήσω μοναχό μου. Τώρα πια δεν είμαι παρά ένα παιχνίδι, ένα ξύλινο αλογάκι. Μόνο όταν κάποιο παιδί γίνει φίλος μου και μ’ εμπιστευτεί μπορώ να ξεκινήσω το ταξίδι μου. Μα ας τ’ αφήσουμε τώρα αυτά γιατί κοντεύουμε να φτάσουμε. Το βλέπεις εκείνο το δάσος δίπλα στο λουλουδοχώραφο; Εκεί είναι το σπίτι μου, εκεί φύτρωσα. Εκεί έπαιξα τα πρώτα μου παιχνίδια με τον ήλιο, τον άνεμο, τη βροχή και την πρωϊνή βροχούλα.


Η Αννα ήταν βέβαια ενθουσιασμένη από το πανέμορφο τοπίο που απλωνόταν μπροστά της. Είχε όμως κάποιες απορίες σχετικά με τα σχέδια που έκανε το αλογάκι. Δεν κρατήθηκε λοιπόν και ρώτησε: - Δε μου λες φιλαράκο, δηλαδή φαντάζεσαι πώς οι φίλοι σου θα σε γνωρίσουν; Μα τώρα δεν είσαι πια το πανύψηλο δέντρο, ούτε καν ένα κούτσουρο. Νομίζω πως άδικα έκανες όλο αυτό το ταξίδι, άδικα κουράστηκες. - Κουτό κορίτσι. Και μόνο η μυρωδιά μου, το κυπαρισσένιο μου άρωμα είναι αρκετό. Θα το καταλάβεις κι εσύ μόνη σου πόσο απίστευτα εύκολο είναι ν' αναγνωρίζεις τους πραγματικούς σου φίλους. Νιώθω κιόλας να με γαργαλάνε τα τιτιβίσματα των πουλιών. Ετοιμάσου, καλή προσγείωση!


- Α όχι ακόμα. Περίμενε να πιαστώ καλά, φώναζε τρομαγμένη η Άννα. Πολύ αργά όμως. Η μικρή πετάχτηκε σαν ελατήριο και προσγειώθηκε πάνω σ' ένα σωρό ξερά χόρτα. Δεκάδες ποντίκια ξετρύπωσαν κι άρχισαν να τρέχουν ζαλισμένα προς όλες τις κατευθύνσεις. Η Αννα ένιωσε κάτι περίεργο στο κούτελό της. Ψαχούλεψε με το χέρι της και ανακάλυψε ένα καρούμπαλο που ήταν αρκετά μεγάλο, σχεδόν σαν ένα κυπαρισσόμηλο. Ξάφνου κι ενώ η Άννα ψαχούλευε το καρούμπαλό της δεκάδες μικρά και μεγαλύτερα πουλιά ξεπετάχτηκαν μεμιάς μέσα απ’ τα γύρω δέντρα και τους θάμνους. Στο πι και φι ήρθαν κι έφτιαξαν ένα τιτιβένιο σύννεφο που προσγειώθηκε μελωδικά στη ράχη του αλόγου. Όλο αυτό το διάστημα που το αλογάκι συναντούσε τους φίλους του, η Άννα έτρεχε στα χωράφια πότε κυνηγώντας πεταλούδες και πότε τα δύστυχα τα ποντίκια που από την τρομάρα τους ακόμα δεν είχαν καταλάβει τι ακριβώς είχε συμβεί και σε τι είχαν φταίξει.


Το ξύλινο αλογάκι φούσκωσε από αγάπη και συγκίνηση Όμως η ώρα πέρασε τόσο γρήγορα, τι κρίμα! Δεν είχαν άλλο κι έγινε άλογο μεγάλο και τρανό! να κουνιέται χρόνο στη διάθεσή τους. Το αλογάκι τηνΆρχισε αναζητούσε. πέρα δώθε και ξεκίνησε ένα ατέλειωτο παιχνίδι με τους - Άννα, πού είσαι; φεύγουμε! παλιούς του φίλους. Πολλά απ' αυτά είχαν γεννηθεί Η Ανναστην έτρεξε προς το αγκαλιά μέρος πουτου, άκουσε φωνή. Μόλις έφτασε μέσα ίδια την στατησκουροπράσινα τα πουλιά σκόρπισαν ανήσυχα. Η Αννα κλαδιά του. Άλλα είχαν μείνει εκείάρχισε για νατα παρακάλια. προσφυλαχτούν απόστιγμή. τη βροχή το χαλάζι. - Άσε με λίγο, μόνο μια Θέλωκαι να μαζέψω λίγεςΆλλα κόκκινες μέσα στα κλαδιά του είχαν βρει καταφύγιο κυνηγημένα παπαρούνες. Θα φτιάξω ένα μπουκετάκι και θα επιστρέψω αμέσως. από τους κυνηγούς. Αρκετά είχαν περάσει τις πιο όμορφες στιγές τους εκεί περιμένοντας στη φωλίτσα -Εντάξει, αλλά κοίτα μην αργήσεις γιατίαπ' είναι θα προλάβουμε. τους να βγουν τα πουλάκια τους ταδε αυγά. Κι όλα Όσο η Άννα μάζευε βιαστικά τις παπαρούνες το αλογάκι είπε τις σχεδόν είχαν δροσιστείμεκάποια μεσημέριαφτερωτούς του καυτού τελευταίες του κουβέντες τους αγαπημένους του καλοκαιριού όταν είχαν μέσα σταδει. κλαδιά φίλους. Τους υποσχέθηκε ότιτρυπώσει θα ξανάρθει να τους Ήταν σίγουρο η φιλία τους θα του συνεχιζόταν για πολύ καιρό ακόμα. του, εκείότιπου οι ακτίνες ήλιου άδικα έψαχναν και ξαναέψαχναν να τα βρουν.


Έτοιμη και η Άννα. Έτοιμο και το μπουκέτο. Ώρα για αναχώρηση. Το αλογάκι ξεκίνησε με ορμή. -Πάλι τρέχεις; ακούστηκε ξανά η ίδια φοβισμένη φωνή της Άννας. Θα μου καταστρέψεις τα λουλούδια μου. -Μα μικρή μου έχουμε αργήσει. Πώς πρέπει να σου το πω για να το καταλάβεις; Πρόσεχε, κρατήσου γερά. Μα τι κάνεις εκεί; Το αλογάκι συνέχισε να μαλώνει την Άννα που πράγματι δεν καθόταν καθόλου ήσυχα. -Ω Εντάξει, μη θυμώνεις, να πήρα ένα κομματάκι ουρανό για να τυλίξω τα λουλούδια μου. Το αλογάκι όμως δεν άκουσε τα τελευταία αυτά λόγια. Έτρεχε όσο μπορούσε πιο γρήγορα, όλο και πιο γρήγορα. Ανησυχούσε μήπως δεν προλάβουν, μήπως φτάσουν αργά. Αργά για τι πράγμα άραγε;


Δεν πρόλαβε να το καλοσκεφτεί και φτάσανε. Εκείνη ακριβώς την στιγμή ακούστηκε και το ξυπνητήρι. Η Αννα σηκώθηκε νυσταγμένη και κουρασμένη. Ένιωθε σα να είχε επιστρέψει από ταξίδι μακρινό. Έψαχνε τις παντόφλες της κάτω απ' το κρεβάτι, δεξιά, αριστερά, πουθενά οι παντόφλες! - Μα κάπου εδώ τις άφησα, πάνω στο χαλάκι, άρχισε να μονολογεί η Άννα. Αφού κοίταξε καλά γύρω από το κρεβάτι και δεν τις βρήκε αποφάσισε να τις ξεχάσει προς το παρόν και να συνεχίσει να ετοιμάζεται για το σχολείο. Τακτοποιούσε την τσάντα της με τα βιβλία κι όλο κάτι μουρμούριζε.


Το αλογάκι άκουσε τη φασαρία και άφησε την τελευταία του μπουκιά μισοφαγωμένη. Έμεινε εκεί να κοιτάζει περίεργα και λίγο ένοχα. Ντρέπονταν γι' αυτό που είχε κάνει αλλά όπως πάντα μετά από ένα κουραστικό ταξίδι είχε μια τρομερή πείνα. Τέσσερα χιλιοτσαλακωμένα φυλλαράκια, από την τελευταία παπαρούνα, έπεσαν από το στόμα του, αθόρυβα στο πάτωμα. Όμως η Άννα δεν πρόσεξε τίποτα απ' όλα αυτά που συνέβαιναν γύρω της γιατί με το ένα χέρι προσπαθούσε να φορέσει το μπουφάν με το άλλο ψαχούλευε το κούτελό της που κάτι την ενοχλούσε και συγχρόνως μασουλούσε το σισαμένιο της κουλούρι. Ίσα ίσα που θα προλάβαινε για το σχολείο. Φεύγοντας έριξε μια ματιά στο αλογάκι και το αποχαιρέτησε. - Άντε γεια σου φιλαράκο, τα ξαναλέμε το μεσημέρι. - Γεια σου Άννα, καλή σου μέρα της απάντησε το ξύλινο κυπαρισσένιο αλογάκι.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.