"Ντόπιες Ποικιλίες: Τι, Ποιος & Γιατί;"

Page 1

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΙΓΑΙΟΥ ΣΧΟΛΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΤΜΗΜΑ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΠΜΣ “ΓΕΩΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ”

«Ντόπιες Ποικιλίες: Τι, Ποιος και Γιατί;» ΧΡΗΣΤΙΔΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΑΜ 145/200729

ΥΠΕΥΘΥΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΛΟΥΜΟΥ

Μυτιλήνη Νοέμβριος 2008


Στη Θωμαή και τον Ορέστη, στη Ρόζα

2


Ευχαριστώ τις καθηγήτριές μου Αγγελική Λούμου και Χριστίνα Γιούργα, για τη συνεχή καθοδήγηση και τις πολύτιμες γνώσεις και συμβουλές τους. Ευχαριστώ, επίσης, τον Αντώνη για τη βοήθειά του, τη στήριξη και τη “συμπόρευση” στην εκπόνηση των εργασιών μας και τον Κώστα, για τη βοήθεια και τη στήριξή του κατά την εκπόνηση της εμπειρικής έρευνας στην Κομοτηνή και τον Κίσσαβο.

Και, φυσικά, ένα μεγάλο “ευχαριστώ” στους ανθρώπους του “ΠΕΛΙΤΙ”, για την προθυμία τους και τη συνεργασία τους και για το ότι μοιράστηκαν μαζί μου τις ανησυχίες τους. Χωρίς αυτούς, η παρούσα εργασία δεν θα ήταν δυνατό να έχει πραγματοποιηθεί.

3


“Και σάματις είναι νόστιμα; Άλλοτε … με έπνιγαν οι μυρουδιές. Αρώματα όλων των ειδών. Βέβαια, τέτοια εποχή, το πρώτο ήταν το άρωμα του σταφυλιού. Τώρα, είναι σα να τριγυρνάω σε βουβό τοπίο, πώς να το πω, νιώθω μοναξιά. Δεν ξέρω τι γίνεται με σας, μα εγώ μπορεί να μη θυμάμαι τι έφαγα χτες, αλλά θυμάμαι τα πάντα απ’ τα μικράτα μου”. “Ρε, έκοβες μια ντομάτα και μοσκοβόλαγε ο τόπος…”

(Χρόνης Μίσσιος, “Ντομάτα με γεύση μπανάνα”)

4


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ.............................................................................................................................. 8 ΕΙΣΑΓΩΓΗ............................................................................................................................... 9 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΑΓΡΟΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ & ΝΤΟΠΙΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ ...................... 12 1.1

Εισαγωγή.................................................................................................................. 12

1.2

Αγροβιοποικιλότητα και παραδοσιακή γνώση ........................................................ 12

1.2.1 Η σημασία της αγροβιοποικιλότητας...................................................................... 12 1.2.2 Η σημασία της παραδοσιακής γνώσης.................................................................... 13 1.3

Φυτογενετικοί πόροι για τη γεωργία & ντόπιες ποικιλίες........................................ 14

1.4

Η απώλεια των φυτογενετικών πόρων και των ντόπιων ποικιλιών ......................... 15

1.5

Τρόποι διατήρησης των παραδοσιακών ποικιλιών .................................................. 16

1.5.1 Διατήρηση Ex situ................................................................................................... 16 1.5.2 Διατήρηση In situ / On farm ή αλλιώς στον αγρό................................................... 17 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ & ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ...... 19 2.1 Εισαγωγή........................................................................................................................ 19 2.2 Διεθνείς Συνθήκες για τη βιοποικιλότητα, τους φυτογενετικούς πόρους για τη γεωργία και το ρόλο των γεωργών..................................................................................................... 19 2.3 Ευρωπαϊκό Νομικό πλαίσιο ........................................................................................... 20 2.4 Το νομικό καθεστώς της σποροπαραγωγής και το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων .............................................................................................................................................. 21 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΤΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΓΕΩΡΓΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΚΤΥΑ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΣΠΟΡΩΝ................................. 25 3.1 Εισαγωγή ........................................................................................................................ 25 3.2 Οι αντιδράσεις και τα κινήματα των γεωργών ............................................................... 25 3.3 Η δημιουργία Δικτύων Ανταλλαγής σπόρων και η σημασία τους ................................ 27 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. EX SITU & IN SITU ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΦΥΤΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΝΤΟΠΙΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ......................................................................... 30 4.1 Εισαγωγή – ελληνική γεωργία και αγροβιοποικιλότητα................................................ 30

5


4.2 Η εξέλιξη των φυτογενετικών πόρων για τη γεωργία στην Ελλάδα - Ιστορική ανασκόπηση ......................................................................................................................... 32 4.2.1 Α΄ περίοδος (1920 – 1981): Βελτιωτικά προγράμματα και εκμηχάνιση της γεωργικής παραγωγής. ..................................................................................................... 32 4.2.2 Β΄ περίοδος (1981 - σήμερα): Η ίδρυση της Τράπεζας Γενετικού Υλικού και η συστηματική πλέον καταγραφή των φυτογενετικών πόρων............................................ 32 4.3 Η έκταση της γενετικής διάβρωσης των φυτογενετικών πόρων για τη γεωργία στην Ελλάδα ................................................................................................................................. 34 4.4 Εθνικό Νομικό πλαίσιο .................................................................................................. 35 4.5 Ex situ διατήρηση σήμερα στην Ελλάδα ....................................................................... 36 4.6 In situ και on farm διατήρηση σήμερα στην Ελλάδα..................................................... 37 4.7 Μη θεσμικές πρωτοβουλίες για τη διατήρηση των ντόπιων ποικιλιών στην Ελλάδα ... 38 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. ΚΙΝΗΤΡΑ & ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΩΝ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΩΝ ΝΤΟΠΙΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ ...................................................................................................... 40 5.1 Εισαγωγή........................................................................................................................ 40 5.2 Καλλιεργητές, ντόπιες ποικιλίες και δίκτυα ανταλλαγής σπόρων................................. 40 5.3 Κίνημα της υπαίθρου και αειφόρος ανάπτυξη ............................................................... 43 5.4 Μεταβλητές περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος ............................................................... 44 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. Η ΕΡΕΥΝΑ .................................................................................................. 47 6.1 Αντικείμενο και σκοπός της έρευνας ............................................................................. 47 6.2 Βασικές υποθέσεις προς διερεύνηση ............................................................................. 47 6.3 Μεθοδολογική προσέγγιση ............................................................................................ 48 6.4 Επιλογή του δείγματος και περιοχή μελέτης.................................................................. 49 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ ...................................................... 54 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8. ΣΥΖΗΤΗΣΗ – ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ .... 84 8.1 Συζήτηση των αποτελεσμάτων της έρευνας .................................................................. 84 8.2 Έλεγχος των ερευνητικών υποθέσεων ........................................................................... 93 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ & ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ...................................................... 95 9.1 Συμπεράσματα................................................................................................................ 95 9.2 Προβλήματα που αναδεικνύονται στην έρευνα ............................................................. 97

6


9.3 Προτάσεις....................................................................................................................... 98 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ .................................................................................................................. 101 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I.................................................................................................................... 114 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ.................................................................................................................. 117 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ ................................................................................................................ 122

7


ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα εργασία, εστίασε σε ζητήματα, που άπτονται των ντόπιων ποικιλιών και της λειτουργίας δικτύων ανταλλαγής σπόρων, τόσο στη χώρα μας, όσο και παγκόσμια, αναδεικνύοντας τα προβλήματα, αλλά και τις ελλείψεις που υπάρχουν στον τομέα της έρευνας στην Ελλάδα, αλλά και στις περισσότερες βιομηχανοποιημένες χώρες, πάνω στα θέματα αυτά. Mέσω της διερεύνησης της ύπαρξης ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των Ελλήνων καλλιεργητών ντόπιων ποικιλιών και των κινήτρων που έχουν οι πρώτοι, τόσο για διατήρηση των ποικιλιών αυτών, όσο και για συμμετοχή σε δίκτυα και γιορτές ανταλλαγής σπόρων, η έρευνα κατέληξε στο ότι οι δύο αυτές παράμετροι τους εντάσσουν σε μία κοινή ομάδα, που τη χαρακτηρίζει έντονο περιβαλλοντικό και κοινωνικό ενδιαφέρον.

ABSTRACT This research, has focused on matters that concern the cultivation of local varieties and the operation of seed exchange networks in Greece and worldwide, bringing out the problems and the lack of research on these matters, not only in Greece, but in most industrialized countries as well. After investigating the possible existence of special characteristics of the Greek cultivators of local varieties and looking for the motives they have, both for maintaining the varieties and for participating in seed networks and seed exchange fests, the research came to the conclusion that these two factors place the cultivators in a common group, characterized by strong social and environmental interests.

8


ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η αγροβιοποικιλότητα των γεωργικών τοπίων είναι αποτέλεσμα, τόσο διαδικασιών φυσικής επιλογής, όσο και βελτιώσεων που έχουν πραγματοποιηθεί δια μέσου των χιλιετιών, από τους ίδιους τους γεωργούς. Η Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα, που υπογράφηκε τον Ιούνιο του 1992 στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, αναγνωρίζει τη σημασία της συμβολής, τόσο της αγροβιοποικιλότητας, όσο και της παραδοσιακής γνώσης των γεωργών, στην αειφόρο αγροτική ανάπτυξη. Μέρος της αγροβιοποικιλότητας αποτελούν οι ντόπιες ποικιλίες καλλιεργούμενων φυτών ποικιλίες, δηλαδή, που καλλιεργούνται παραδοσιακά σε κάθε περιοχή και είναι προσαρμοσμένες στις τοπικές εδαφοκλιματικές συνθήκες. Οι ντόπιες ποικιλίες, υποστηρίζουν τη διαφοροποίηση της αγροτικής παραγωγής και των αγροτικών τοπίων (που σταδιακά εξομοιώνονται), προστατεύουν την αγροτική παράδοση και διασφαλίζουν τη γνώση των γεωργών και, ακριβώς λόγω της προσαρμοστικότητάς τους, μπορούν να συμβάλλουν στην αειφόρο και φιλοπεριβαλλοντική άσκηση της γεωργικής δραστηριότητας και την ενίσχυση της τοπικής οικονομίας των αγροτικών περιοχών. Ωστόσο, η τεχνολογική και οικονομική επανάσταση που επικράτησε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η δημιουργία μίας παγκοσμιοποιημένης αγοράς με κανόνες ελεύθερης δράσης και ανταγωνισμού και τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που απορρέουν από αυτή, οδήγησαν σε σημαντική απώλεια του παραδοσιακού φυτικού γενετικού υλικού και δραματική μείωση της αγροβιοποικιλότητας, με την επικράτηση λίγων εκλεκτών ποικιλιών με υψηλή απόδοση, που ανταποκρίνονται στο επικρατούν αγροτροφικό πρότυπο. Μέσα σε έναν, περίπου, αιώνα, στο πλαίσιο της εγκατάλειψης όλο και μεγαλύτερου τμήματος της γεωργικής γης και της εντατικής χρήσης μεγάλου μέρους του υπολοίπου, με την επακόλουθη απώλεια των παραδοσιακών συστημάτων παραγωγής, περίπου 90% των ντόπιων ποικιλιών παγκοσμίως έχουν εκλείψει, εγκαταλειπόμενες από τους γεωργούς, οι οποίοι επιλέγουν ομοιόμορφες βελτιωμένες ή “εξωτικές” ποικιλίες, υψηλών αποδόσεων. Μεγάλο ποσοστό ντόπιων ποικιλιών, επιβιώνει πλέον μόνο σε Τράπεζες Γενετικού Υλικού, μακριά από τη διαδικασία της φυσικής τους εξέλιξης στον αγρό.

Ειδικά στην Ελλάδα, παρόλο τον πλούτο της χώρας σε βιοποικιλότητα, το εύρος της γενετικής διάβρωσης είναι πολύ μεγάλο, λόγω των μετασχηματισμών που άρχισαν στον αγροτικό χώρο από το 1950 και έπειτα, οι οποίοι είχαν σαν αποτέλεσμα τη μείωση της αγροβιοποικιλότητας και την αλλοίωση και φυσική υποβάθμιση των παραδοσιακών αγροτικών τοπίων, αλλά και των γειτονικών τους φυσικών οικοσυστημάτων. Έρευνες έχουν δείξει, ότι μόνο το 1% των ντόπιων ποικιλιών σίτου και το 2-3 % των ποικιλιών λαχανικών που υπήρχαν πριν 50 χρόνια στην Ελλάδα, έχει διασωθεί υπό καλλιέργεια μέχρι τις μέρες μας. Η

9


απώλεια αυτή, δεν μπορεί παρά να έχει σημαντικές οικολογικές, κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες. Η ισχύουσα εθνική νομοθεσία καθιστά, ουσιαστικά, παράνομη τη διανομή και εμπορία του πολλαπλασιαστικού υλικού των παραδοσιακών ποικιλιών, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται στους Εθνικούς Καταλόγους. Το γεγονός αυτό, εγείρει και στη χώρα μας, όπως συμβαίνει και σε παγκόσμιο επίπεδο, ζητήματα σχετικά με τα πνευματικά δικαιώματα και τις πατέντες, που διέπουν τη σποροπαραγωγή και τη φυτοπαραγωγή και τελικά εξυπηρετούν μόνο τα συμφέροντα των εταιριών και, φυσικά, σχετικά με τα δικαιώματα των γεωργών, οι οποίοι περιορίζονται στην αναπαραγωγή και διατήρηση σπόρων, αποκλειστικά για τις προσωπικές τους ανάγκες. Αναπόφευκτα, το ισχύον ρυθμιστικό πλαίσιο έχει άμεσο αντίκτυπο στην επιβίωση ή μη των ίδιων των ποικιλιών, αφού τους αφαιρεί την εμπορική τους σημασία, καθιστώντας αδύνατη την ανταγωνιστική παρουσία τους στην αγορά. Δεν είναι τυχαίο, ότι ντόπιες ποικιλίες διασώζονται κυρίως σε γεωγραφικά απομονωμένες περιοχές, όπως τα νησιά ή τα ορεινά χωριά της ηπειρωτικής χώρας, όπου εφαρμόζονται ακόμη παραδοσιακές καλλιεργητικές πρακτικές.

Ως απάντηση στις ισχύουσες συνθήκες, σε παγκόσμιο επίπεδο λαμβάνει χώρα πλήθος αντιδράσεων και κινημάτων των γεωργών, οι οποίοι δηλώνουν την αντίθεσή τους στην ισχύουσα πολιτική, που τους απαγορεύει την εμπορία ποικιλιών και σπόρων, μη καταχωρημένων στους εθνικούς καταλόγους των χωρών τους. Παράλληλα, αναπτύσσονται δίκτυα ανταλλαγής σπόρων, τόσο “επίσημα” (από Μ.Κ.Ο. - Μη Κυβερνητικούς Οργανισμούς που δραστηριοποιούνται σε εθνικό ή ευρύτερο επίπεδο) και “ημιεπίσημα” (στις μη βιομηχανοποιημένες χώρες, όπου τα τοπικά διαχειριζόμενα συστήματα σπόρων ανήκουν στους πιο σημαντικούς θεσμούς για τη διαχείριση της αγροβιοποικιλότητας), όσο και “ανεπίσημα” (τοπικά δίκτυα σπόρων, που αναπτύσσονται μέσα από πρωτοβουλίες καλλιεργητών, επαγγελματιών και μη). Σε όλες τις περιπτώσεις, τα δίκτυα αυτά μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διάσωση του ντόπιου γενετικού υλικού, την κοινωνική συνοχή και τη διατήρηση της γεωργικής παράδοσης, όπως έχει αποδειχθεί από αντίστοιχες μελέτες που έχουν γίνει στο εξωτερικό. Στη χώρα μας, ένας αριθμός ομάδων που δρουν πρωτοβουλιακά στον τομέα αυτό, δραστηριοποιούνται είτε σε τοπικό, είτε σε πανελλαδικό επίπεδο συμβάλλοντας, τόσο θεωρητικά, όσο και πρακτικά, στη διατήρηση και διάδοση ενός αριθμού ντόπιων ποικιλιών καλλιεργούμενων ειδών.

Μέσω του θεωρητικού πλαισίου της έρευνας, που εστίασε σε περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά στοιχεία και ζητήματα πολιτικής, προέκυψε η ανάγκη διερεύνησης του ποιοι είναι οι άνθρωποι που συμμετέχουν σε δίκτυα ανταλλαγής σπόρων στην Ελλάδα, καθώς και προβληματισμός πάνω στα κίνητρα που έχουν, τόσο για τη διατήρηση των ντόπιων

10


ποικιλιών, όσο και για τη συμμετοχή τους στα εν λόγω δίκτυα και σε γιορτές ανταλλαγής σπόρων. Προέκυψε, επίσης η ανάγκη διερεύνησης, πέρα των κοινωνικών τους χαρακτηριστικών και των στάσεων, αξιών, πεποιθήσεων και γενικότερων ενδιαφερόντων τους, υποθέτοντας ότι τα χαρακτηριστικά αυτά έχουν μεγάλη σημασία στις αποφάσεις τους, ενόψει απουσίας ιδιαίτερων οικονομικών κινήτρων.

Η έρευνα, ακολουθεί την ακόλουθη διάρθρωση: •

Στο Κεφάλαιο 1, γίνεται εισαγωγή στις έννοιες της αγροβιοποικιλότητας, των φυτογενετικών πόρων και των ντόπιων ποικιλιών, καθώς και της παραδοσιακής γνώσης των γεωργών και εξετάζεται η σημασία τους. Αναλύονται, επιπλέον, οι λόγοι που οδήγησαν σε απώλεια των φυτογενετικών πόρων και των ντόπιων ποικιλιών, καθώς και οι μέθοδοι διατήρησής τους.

Στο Κεφάλαιο 2, εξετάζονται διεξοδικά οι ισχύουσες Διεθνείς Συνθήκες που αφορούν τη βιοποικιλότητα, τους φυτογενετικούς πόρους για τη γεωργία και το ρόλο των γεωργών, καθώς και το ισχύον Ευρωπαϊκό Νομοθετικό πλαίσιο, το νομοθετικό καθεστώς της σποροπαραγωγής και το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων και των πατεντών.

Στο Κεφάλαιο 3, γίνεται αναφορά στις αντιδράσεις και τα κινήματα που έχουν αναπτυχθεί από γεωργούς σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και στα δίκτυα ανταλλαγής σπόρων και τη σημασία τους.

Στο Κεφάλαιο 4, εξετάζεται η ελληνική πραγματικότητα σε σχέση με τους φυτογενετικούς πόρους για τη γεωργία, τις ντόπιες ποικιλίες και τη σποροπαραγωγή (ιστορικό πλαίσιο, γενετική διάβρωση, εθνικό νομικό πλαίσιο, ex situ, in situ και on farm διατήρηση, πρωτοβουλίες για τη διατήρηση των ντόπιων ποικιλιών).

Στο Κεφάλαιο 5 διερευνώνται, βιβλιογραφικά, τα κίνητρα που ωθούν τους καλλιεργητές να ασχοληθούν με ντόπιες ποικιλίες και δίκτυα ανταλλαγής σπόρων, καθώς και οι παράγοντες που επηρεάζουν το περιβαλλοντικό ενδιαφέρον, ενώ γίνεται και αναφορά στις ομάδες που αποτελούν τα “νέα κοινωνικά κινήματα” της υπαίθρου.

Στο Κεφάλαιο 6, παρουσιάζονται ο σκοπός, η μεθοδολογία και οι βασικές ερευνητικές υποθέσεις της παρούσας έρευνας.

Στο Κεφάλαιο 7, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα της έρευνας.

Ακολουθεί Συζήτηση στο Κεφάλαιο 8 και

Η έρευνα κλείνει με Συμπεράσματα και Προτάσεις, στο Κεφάλαιο 9.

11


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΑΓΡΟΒΙΟΠΟΙΚΙΛΟΤΗΤΑ & ΝΤΟΠΙΕΣ ΠΟΙΚΙΛΙΕΣ 1.1 Εισαγωγή Τα παραδοσιακά γεωργικά συστήματα, αντιπροσωπεύουν τον ιδεατό τύπο φιλικών περιβαλλοντικά γεωργικών συστημάτων (Battershill & Gilg, 1996). Ωστόσο, τα διαφοροποιημένα αυτά, ανά περιοχή, συστήματα που συνθέτουν τα αγροτικά τοπία, τόσο στην Ευρώπη, όπου αποτελούν πάνω από το 45% της συνολικής της έκτασης, όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, ελαττώνονται διαρκώς. Κύριοι λόγοι για αυτή τη μείωση, είναι η εγκατάλειψη όλο και μεγαλύτερου τμήματος της γεωργικής γης και η παράλληλη επικράτηση της εντατικής χρήσης του υπόλοιπου (Henle; et al, 2007), λόγω της παγκοσμιοποίησης του διατροφικού συστήματος και του εμπορίου (FAO, 2004) και της μετατροπής της γεωργίας από τρόπο ζωής σε βιομηχανία (SAVE Foundation, 2006). Ειδικά για τον Ευρωπαϊκό χώρο, σημαντικό ρόλο έχει παίξει η εφαρμογή της ΚΑΠ (Κοινής Αγροτικής Πολιτικής) (Bignal & McCracken, 2000) και οι λαθεμένες πολιτικές που ακολουθήθηκαν, τουλάχιστον μέχρι την υιοθέτηση αγροπεριβαλλοντικών μέτρων, από το 1992 και έπειτα (Henle; et al, 2007). Μαζί με την απώλεια των παραδοσιακών συστημάτων παραγωγής, απειλείται και η αγροβιοποικιλότητα που αναπτύχθηκε σε αυτά, σε βάθος αιώνων, καθώς και η τοπική παραδοσιακή γνώση των γυναικών και ανδρών γεωργών, η οποία αποτελεί αδιάσπαστο τμήμα της διαχείρισής της (FAO, 2004). Σύμφωνα με το FAO (Food & Agriculture Organization), περίπου 75% του φυτικού γενετικού υλικού και 90% των ντόπιων ποικιλιών έχουν εκλείψει μέσα στα τελευταία 100 χρόνια, καθώς οι γεωργοί σε όλο τον κόσμο έχουν εγκαταλείψει σταδιακά τις ποικιλίες που καλλιεργούσαν παραδοσιακά, για ομοιόμορφες βελτιωμένες ή “εξωτικές” ποικιλίες, υψηλών αποδόσεων. Αποτέλεσμα αυτής της εγκατάλειψης είναι η παγκόσμια διατροφή να βασίζεται, σήμερα, κατά 75% σε 12 μόνο φυτά, με κύρια το ρύζι, τον αραβόσιτο και το σιτάρι (FAO, 2004). Τα νούμερα αυτά θέτουν ανησυχίες για το μέλλον, τόσο των ίδιων των φυτογενετικών πόρων και των ντόπιων ποικιλιών, όσο και της βιωσιμότητας του γεωργικού τομέα, ιδιαίτερα στις δυτικές, βιομηχανοποιημένες χώρες.

1.2 Αγροβιοποικιλότητα και παραδοσιακή γνώση 1.2.1 Η σημασία της αγροβιοποικιλότητας Η αγροβιοποικιλότητα των γεωργικών τοπίων είναι αποτέλεσμα τόσο διαδικασιών φυσικής επιλογής, όσο και βελτιώσεων που έχουν πραγματοποιηθεί δια μέσου των χιλιετιών, από τους ίδιους τους γεωργούς (FAO, 2004). Το Συμβούλιο των Συμβαλλόμενων Μερών της Σύμβασης για τη Βιοποικιλότητα (COP, decision V/5, appendix), που υπογράφηκε τον Ιούνιο του 1992 στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, την ορίζει ως “μία ευρεία έννοια, που περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία της βιολογικής ποικιλότητας που σχετίζονται με τη διατροφή και 12


τη γεωργία και όλα τα στοιχεία της βιολογικής ποικιλότητας, που αποτελούν τα αγροτικά οικοσυστήματα….” (COP, Decision V/5, Appendix, 1992). Η σημασία της είναι πολύ μεγάλη, αφού μπορεί να συμβάλει στην αύξηση της παραγωγικότητας, μέσω της διατήρησης των θρεπτικών συστατικών του εδάφους (Altieri, 1987), στην αύξηση των εσόδων της γεωργικής εκμετάλλευσης και στην ασφάλεια της διατροφής. Είναι πολλά τα παραδείγματα της Ιστορίας όπου, λόγω ομοιογένειας στις καλλιέργειες, επιδημίες όπως αυτή της πατάτας στην Ιρλανδία του 19ου αι. (Brush, 2004), οδήγησαν σε ολική καταστροφή της σοδειάς και σε λοιμούς, που εξαπλώθηκαν στους ανθρώπινους πληθυσμούς λόγω έλλειψης τροφής. Η επιβίωση διαφορετικών ειδών και ποικιλιών, σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, ελαχιστοποιεί ανάλογους κινδύνους, μειώνοντας παράλληλα και τους συνεπαγόμενους οικονομικούς κινδύνους, για τους γεωργούς και για τα κράτη (Κουτής & Χατζητόλιος, 1999). Τέλος, μέσω της ποικιλότητας των αγροοικοσυστημάτων, είναι δυνατό να μειωθεί η πίεση της γεωργίας στις ευαίσθητες οικολογικά περιοχές καθιστώντας, έτσι, τα γεωργικά συστήματα πιο αειφορικά, αφού η προσαρμοστικότητα των αυτόχθονων ντόπιων ποικιλιών κάθε περιοχής ενισχύει τη συμπληρωματική δράση των ειδών, ελαχιστοποιώντας την ανάγκη για χρήση υψηλών εισροών. Μεγιστοποιείται, έτσι, η αποτελεσματικότητα χρήσης των φυσικών πόρων του περιβάλλοντος, διατηρείται η δομή του οικοσυστήματος και η σταθερότητα της ποικιλότητας των ειδών (FAO, 2004; Κουτής & Χατζητόλιος, 1999).

1.2.2 Η σημασία της παραδοσιακής γνώσης Οι Bookfield and Padah (1994), προχωρούν ένα βήμα παραπέρα στον ορισμό της αγροβιοποικιλότητας και προσθέτουν σε αυτόν “εξολοκλήρου το σύμπλεγμα των χειρισμών και πρακτικών κατά την εφαρμογή της γεωργικής δραστηριότητας”, όλους τους τρόπους, δηλαδή, με τους οποίους οι γεωργοί μπορούν να εκμεταλλεύονται τη βιοποικιλότητα, προκειμένου να παράγουν προϊόντα (Κουτής & Χατζητόλιος, 1999). Η παραδοσιακή γνώση είναι η γνώση, οι καινοτομίες και οι πρακτικές που εφαρμόζονται από τις εκάστοτε αυτόχθονες και τοπικές κοινωνίες, προσαρμοσμένες στις τοπικές κουλτούρες και το περιβάλλον και κληροδοτούμενες από γενιά σε γενιά. Στις περισσότερες περιπτώσεις, πρόκειται για γνώση συλλογική η οποία αποτυπώνεται, εκτός από τα έθιμα, τα ήθη, κλπ. και στις γεωργικές πρακτικές. Καθώς σε αυτή βασίζονται οι γνώσεις και πρακτικές που ακολουθούνταν για αιώνες στον γεωργικό τομέα κάθε περιοχής, αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών για τη διατήρηση της αγροβιοποικιλότητας και παράγοντα αειφόρου ανάπτυξης (Secretariat of the CBD). Μέσω αυτών των χαρακτηριστικών της και, επιπλέον, της χρησιμότητάς της για την κατανόηση των αλλαγών που έχουν επέλθει στα αγροτικά τοπία (Calvo – Iglesias; et al, 2004), μπορεί να βοηθήσει σημαντικά στη χάραξη πολιτικών αγροτικής ανάπτυξης. 13


Η σημασία της παραδοσιακής γνώσης αναγνωρίζεται, τόσο από τη Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα του Ρίο ντε Τζανέιρο (Άρθρο 8(j)), όσο και από την Agenda 21 που προέκυψε από την ίδια Σύνοδο (Κεφάλαιο 26), τη Διεθνή Συνθήκη σχετικά με τους Φυτογενετικούς Πόρους για τη Διατροφή και τη Γεωργία του FAO (Μέρος 3, Άρθρο 9) και από πλήθος άλλων Συνθηκών, Διακηρύξεων και Προγραμμάτων σε όλο τον κόσμο (Secretariat of the CBD).

1.3 Φυτογενετικοί πόροι για τη γεωργία & ντόπιες ποικιλίες Μέρος της αγροβιοποικιλότητας, όπως περιγράφηκε στο Κεφάλαιο 1.2.1, αποτελούν οι φυτικοί γενετικοί πόροι για τη διατροφή και τη γεωργία, συμπεριλαμβανομένων των παραδοσιακών ποικιλιών εδώδιμων φυτών, οι οποίες υφίστανται βελτίωση κατά την καλλιέργειά τους από τους γεωργούς, δια μέσου των ετών. Σύμφωνα με τη Διεθνή Συνθήκη σχετικά με τους Φυτογενετικούς Πόρους για τη Διατροφή και τη Γεωργία του FAO, αυτοί ορίζονται ως “το γενετικό υλικό φυτικής προέλευσης, που έχει πραγματική ή δυνητική αξία για τη διατροφή και τη γεωργία” (CBD, Άρθρο 2). Αντίστοιχα, οι ντόπιες ποικιλίες εδώδιμων φυτών, είναι ποικιλίες οι οποίες καλλιεργούνται παραδοσιακά σε μία περιοχή και, λόγω της προσαρμοστικότητάς τους, μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην αειφόρο και φιλοπεριβαλλοντική άσκηση της γεωργικής δραστηριότητας (SAVE), καθώς και στην ενίσχυση της τοπικής οικονομίας των αγροτικών περιοχών, κάνοντας το περιβάλλον πιο πλούσιο και συμβάλλοντας στη διαφοροποίηση της γεωργικής παραγωγής (SAVE, 2006). Οι φυτογενετικοί πόροι, αποτελούν το πιο σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας βιοποικιλότητας, λόγω της σημαντικότητάς τους για το παρόν και το μέλλον της αγροτικής παραγωγής και της ασφάλειας των τροφίμων (Υπ.Α.Α.Τ., 2006). Παρέχουν τη βάση της τροφικής παραγωγής και τη δυνατότητα να τραφούν μεγάλοι πληθυσμοί, σε εποχές κλιματικών και περιβαλλοντικών αλλαγών (Brush, 1994). Στις μέρες μας, αποκτούν όλο και μεγαλύτερη στρατηγική σημασία για τον “έλεγχο” της παγκόσμιας διατροφής και γεωργίας, λόγω των ραγδαίων εξελίξεων τόσο στη γενετική επιστήμη και τη βιοτεχνολογία, όσο και στις συναφείς διεθνείς ρυθμίσεις (Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα, ρυθμίσεις του ΠΟΕ (Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου) και του ΟΟΣΑ (Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία & Ανάπτυξη), πνευματικά δικαιώματα, Γ.Τ.Ο. (Γενετικά Τροποποιημένοι Οργανισμοί), Διεθνής Συνθήκη για τους Φυτογενετικούς Πόρους του FAO, κλπ.) (Σταυρόπουλος; et al). Πέρα από τη σημασία τους για τη γενετική βελτίωση και την παγκόσμια γεωργία, για αρκετές χώρες (ανάμεσα στις οποίες οι χώρες της Ε.Ε.), έχουν επιπρόσθετη αξία σαν μια από τις παραμέτρους ενίσχυσης της ανάπτυξης της γεωργικής υπαίθρου, ιδίως σε μειονεκτικές

14


περιοχές. Κι αυτό, επειδή υποστηρίζουν τον πολυλειτουργικό χαρακτήρα της γεωργίας και την περιβαλλοντικά φιλική γεωργική ανάπτυξη, με παράλληλη προστασία του αγροτικού τοπίου, της γεωργικής βιοποικιλότητας, της αγροτικής παράδοσης και πολιτισμού και γενικά του βιοτικού επιπέδου των πληθυσμών και περιοχών, που ζουν από τη γεωργία (Σταυρόπουλος; et al). Η οικονομική αξία των φυτογενετικών πόρων και των ντόπιων ποικιλιών, δεν είναι εύκολο να αποτιμηθεί. Περιλαμβάνει την αξία της αγροβιοποικιλότητας, τη δουλειά των φυτοπαραγωγών και άλλες εισροές (FAO, 1998) ή μπορεί να υπολογιστεί έμμεσα, με υπολογισμό των παγκόσμιων πωλήσεων, προϊόντων που προέρχονται από τους πόρους αυτούς. Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή αφορά την παγκόσμια αγορά σύγχρονων, μόνο, ποικιλιών. Με την απουσία αγοράς ντόπιων ποικιλιών, είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί η οικονομική τους αξία, ως εισροών στη σύγχρονη φυτοπαραγωγή. Παραμένει, ωστόσο, ανυπολόγιστη και αναμφισβήτητη, η σημασία των φυτογενετικών πόρων για τους γεωργούς, που βασίζονται σε αυτούς για την επιβίωσή τους (Dutfield; et al, 1999).

1.4 Η απώλεια των φυτογενετικών πόρων και των ντόπιων ποικιλιών Όπως συνέβη με πολλούς, μη άμεσα χρήσιμους και λιγότερο ανταγωνιστικούς παραδοσιακούς πολιτισμικούς και φυσικούς πόρους, που εκτοπίστηκαν στο πλαίσιο της εμπορευματοποίησης και των κανόνων της ελεύθερης δράσης και του ανταγωνισμού σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας τη μεταπολεμική περίοδο, έτσι και η γενετική ποικιλότητα των φυτοπαραγωγικών πόρων για τη διατροφή και τη γεωργία, υπέστη σοβαρό πλήγμα (Σταυρόπουλος; et al). Δυστυχώς, οι αλλαγές που επήλθαν στην αγροβιοποικιλότητα έγιναν αντιληπτές, μόνο αφού ήταν ήδη πολύ αργά για ορισμένα είδη, αφού όσα από αυτά δεν ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις παραγωγικότητας αμελήθηκαν, ξεχάστηκαν και, τελικά, εξαφανίστηκαν (SAVE, 2006). Δεν είναι τυχαίο, ότι η γεωργία των περισσότερων χωρών βασίζεται, σήμερα, σε εισαγωγές ξενικών ειδών (Fowler & Hodgin, 2004). Ήδη, από το διάστημα του Μεσοπολέμου, οι Harlan και Martini (1936) και αργότερα ο Frankel (1954), είχαν εγείρει το θέμα της απώλειας των φυτογενετικών πόρων, με αντιδράσεις που οδήγησαν στη δημιουργία της IBPGR (International Board of Plant Genetic Resources), το 1974 (αργότερα, μετονομάστηκε σε IPGRI - International Plant Genetic Resources Institute) (Love & Spaner, 2007). Ωστόσο, μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα οι κλειστές, αυτοσυντηρούμενες οικονομικά, μικρές αγροτικές κοινωνίες, δεν ελλόχευαν κινδύνους για τις ντόπιες ποικιλίες και τα αγροοικοσυστήματα. Η τεχνολογική και οικονομική επανάσταση που επικράτησε μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η αντικατάσταση της αυτάρκειας των ντόπιων ποικιλιών από την ανάγκη για υπερπαραγωγή, οδήγησε στην επικράτηση (αρχικά σε εθνικό και κατόπιν σε παγκόσμιο επίπεδο), λίγων

15


«εκλεκτών» ποικιλιών, που χαρακτηρίζονταν από υψηλή ποιότητα και απόδοση. Οι περισσότερες από αυτές, δημιουργήθηκαν από επιστημονικά κρατικά ιδρύματα και αργότερα από ιδιωτικές βελτιωτικές εταιρίες (Σταυρόπουλος; et al). Οι βελτιωμένες, αυτές, ποικιλίες, είχαν μεγάλη αποδοχή από τις πιο ομοιόμορφες γεωργικές περιοχές (π.χ. στους αρδευόμενους ορυζώνες της Νοτιοανατολικής Ασίας) καθιστώντας τες, ωστόσο, σταδιακά, ευάλωτες και, σε πολλές περιπτώσεις, μη βιώσιμες (Almekinders & de Beuf, 1999). Σήμερα, είναι ευρέως αποδεκτό, ότι η βελτίωση ποικιλιών και σπόρων έχει οδηγήσει τόσο σε επιτυχία, όσο και σε αποτυχία (Tripp, 1996). Η χρήση λίγων μόνο ποικιλιών για τη δημιουργία νέων βελτιωμένων, είχε ως αποτέλεσμα να συμμετέχει στη γενετική σύσταση των νέων ποικιλιών, μικρό μόνο τμήμα από το μεγάλο γονιδιακό εύρος μίας καλλιέργειας (Σταυρόπουλος; et al). Παρόλο που οι σποροπαραγωγείς παίρνουν γενετικό υλικό, ως πρώτη ύλη, από πολλές περιοχές, ο σπόρος που «επιστρέφεται», μέσω πώλησης, στους γεωργούς, χαρακτηρίζεται από ομοιομορφία (Shiva; et al, 1991). Η αυξανόμενη, αυτή, γενετική ομοιομορφία , η μείωση της γενετικής βάσης των καλλιεργειών και η καλλιέργεια τεράστιων εκτάσεων με μία μόνο ή πολύ λίγες ποικιλίες, οδήγησε σταδιακά στην αύξηση της γενετικής ευπάθειας (Genetic vulnerability) των καλλιεργειών, στα εξελισσόμενα παθογόνα, με εμφανείς τις αρνητικές συνέπειες σε πολλές περιπτώσεις επιδημιών (Σταυρόπουλος; et al).

1.5 Τρόποι διατήρησης των παραδοσιακών ποικιλιών Οι στρατηγικές διατήρησης των φυτογενετικών πόρων και των ντόπιων ποικιλιών είναι είτε ex situ, είτε in situ. Οι πρώτες, διατηρούν την ποικιλότητα έξω από το φυσικό της περιβάλλον, ενώ οι δεύτερες, εκεί όπου αναπτύχθηκε εξαρχής (UNCED, 1992).

1.5.1 Διατήρηση Ex situ Πρόκειται για τη διατήρηση σε τράπεζες, σπόρων και γενετικού υλικού και αποτελούσε, μέχρι πρόσφατα, τη βασική στρατηγική διατήρησης (Love & Spaner, 2007). Περιλαμβάνει τη συλλογή, ταξινόμηση, αξιολόγηση και αξιοποίηση της αγροβιοποικιλότητας (Marshall & Brown, 1975) και παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι το υλικό που συγκεντρώνεται, είναι άμεσα διαθέσιμο στους φυτοπαραγωγούς. Ο χαρακτηρισμός και αξιολόγηση του υλικού και η περαιτέρω αποθήκευση της πληροφορίας σε βάσεις δεδομένων, υποστηρίζουν κατά πολύ τη διαδικασία της φυτοπαραγωγής. Τα πιο σημαντικά πλεονεκτήματα της ex situ διατήρησης, είναι ότι οι τράπεζες γενετικού υλικού μπορούν να καλύψουν την αβεβαιότητα του τι θα χρειάζεται στο μέλλον, λόγω του εύρους των υλικών που περιλαμβάνουν (Smale & Rubenstein, 2002), ενώ λειτουργούν ως «θησαυροφυλάκια», για περιπτώσεις απώλειας της βιοποικιλότητας στα αγροοικοσυστήματα (Zeven, 1996).

16


Ωστόσο, η ex situ διατήρηση, έχει χαρακτηρισθεί αρνητικά ως «στατική» (Bellon; et al, 1997) και ιδιαίτερα δαπανηρή, με συχνή δυσκολία χρηματοδότησης (Qualset & Shands, 2005). Επιπλέον, το υλικό που φυλάσσεται στις τράπεζες γενετικού υλικού, δεν είναι γενικά διαθέσιμο στους γεωργούς, για άμεση χρήση στην παραγωγή, ενώ δίνεται κυρίως σε επίσημα ερευνητικά ινστιτούτα και σε δημόσια χρηματοδοτούμενους φυτοπαραγωγούς (Fowler & Hodgkin, 2004).

1.5.2 Διατήρηση In situ / On farm ή αλλιώς στον αγρό Στην περίπτωση της in situ διατήρησης, οι πληθυσμοί διατηρούνται στα φυσικά τους περιβάλλοντα, είτε στην άγρια μορφή τους, είτε στον αγρό (οn farm) (IPGRI). Στη δεύτερη περίπτωση, πρόκειται για τη συνεχή καλλιέργεια και διαχείριση, από τους γεωργούς, στο φυσικό τους περιβάλλον, ενός πλήθους διαφορετικών ποικιλιών και βασίζεται στην ενεργό συμμετοχή των γεωργών, επειδή εξαρτάται από τα κίνητρα και τους λόγους που έχουν, προκειμένου να διατηρήσουν τη βιοποικιλότητα στον αγρό (Bellon, 2003). Η in situ διατήρηση λειτουργεί συμπληρωματικά της ex situ διατήρησης, αφού υποστηρίζει τις διαδικασίες ανάπτυξης και προσαρμογής των φυτών στα περιβάλλοντά τους, διατηρεί τη βιοποικιλότητα σε όλα τα επίπεδα (στα οικοσυστήματα, ανάμεσα στα είδη και μέσα στο ίδιο είδος) και επιτρέπει στους γεωργούς να έχουν πρόσβαση στους φυτογενετικούς πόρους (IPGRI). Η διατήρηση στον αγρό αποτελεί τον καλύτερο τρόπο προστασίας των ποικιλιών, αφού πρόκειται για ένα συνδυασμό ανθρώπινης επέμβασης και φυσικής διαδικασίας (IPGRI). Επικεντρώνεται κυρίως στη διατήρηση στα κέντρα καταγωγής των ποικιλιών, ωστόσο, ορισμένες πολύτιμες ποικιλίες, διατηρούνται και εκτός αυτών (Brush, 1991). Η ποικιλότητα στον αγρό είναι πολύ σημαντική, για αγρότες που έχουν περιορισμένες δυνατότητες συμμετοχής στην αγορά, λόγω μικρής παραγωγής (Bellon, 2003). Ειδικά στις μη βιομηχανοποιημένες χώρες, αποτελεί το 60 - 80% της παραγωγής σπόρων (Almekinders & de Boef, 1999; Louwaars, 1994). Συνοπτικά, η διατήρηση στον αγρό: •

Διατηρεί τις εξελικτικές διαδικασίες, που προάγουν τη φυσική επιλογή (Brush, 1994).

Βοηθά στη διατήρηση «φυσικών εργαστηρίων», σημαντικών για τη βιολογία και τη βιογεωγραφία (Brush, 1994).

Παρέχει μία συνεχή πηγή πόρων για ex situ συλλογές (Brush, 1994) και μπορεί να αποτελέσει δικλείδα ασφαλείας, σε περίπτωση απώλειας υλικού από αυτές (Brush, 1999).

Είναι, μάλλον, οικονομικότερη από τη διατήρηση ex situ (Brush, 1991).

17


Συμβάλει στη διατήρηση της παραδοσιακής γνώσης και πρακτικής των γεωργών, καθώς και συναφών μεθόδων πεταποίησης και χρήσης, που αποτελούν σημαντικό κομμάτι της αγροτικής παράδοσης και πολιτισμού ενός τόπου (Kουτής & Χατζητόλιος, 1999).

Συνεργεί στην ικανοποίηση της ανάγκης για την αναγνώριση των γεωργών, ενθαρρύνει τη συμμετοχή τους σε διεθνείς προσπάθειες και τους εξασφαλίζει έναν πιο δίκαιο ρόλο, στις χώρες που είναι πλούσιες σε αγρο-βιοποικιλότητα (Brush, 1994).

Ωστόσο, σαν μειονεκτήματα της διατήρησης στον αγρό, θεωρούνται: •

Η αναπόφευκτη αντικατάσταση, τελικά, των υπαρχόντων ποικιλιών με νέες (Brush, 1999).

Η αναγκαιότητα της οικονομικής υποστήριξης, ως κίνητρο, των γεωργών που θα αναλάβουν τη διατήρηση στον αγρό (Brush, 1999), ώστε να αποφευχθεί η ενδεχόμενη πτώχευσή τους (Brush, 1991).

Το σημαντικό, ωστόσο, είναι ότι η έννοια της ποικιλίας, όπως ορίζεται από τους γεωργούς, είναι ένα “ανοιχτό γενετικό σύστημα”, που τροποποιείται δια μέσω του χρόνου. Η ιδέα αυτή, διαφέρει σημαντικά από τη “σταθερή, συγκεκριμένη και ομοιόμορφη” αντίληψη που εφαρμόζεται, τόσο στην αναπαραγωγή φυτών, όσο και στις περισσότερες περιπτώσεις διατήρησης των φυτογενετικών πόρων (Louette, 1997). Δυστυχώς, μόνο ένας πολύ μικρός αριθμός σχετικών προγραμμάτων, υλοποιούνται διεθνώς (Bretting & Duvick, 1997). Ένα ευρύ διεθνές πρόγραμμα, το οποίο αφορούσε πολλές μη βιομηχανοποιημένες χώρες, εφαρμόστηκε από το IPGRI) κατά την προηγούμενη δεκαετία. Ξεκίνησε το 1995 και ονομάστηκε “Strengthening the scientific basis of in situ conservation of agricultural biodiversity on farm”. Είχε στόχο να διερευνήσει και να κατανοήσει το ποσοστό και τον τρόπο, με τον οποίο διανέμεται η γενετική ποικιλότητα μεταξύ των γεωργών μέσα στο χρόνο και το χώρο, καθώς και ποιες διαδικασίες ακολουθούνται για τη διατήρησή της και ποιοι παράγοντες επηρεάζουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων των γεωργών (Gauchan et al, 2002).

18


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ & ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ 2.1 Εισαγωγή Μετά την Πράσινη Επανάσταση, φάνηκε ξεκάθαρα ότι ο τομέας των εμπορικών σπόρων θα μπορούσε να εξασφαλίσει άνετα την παροχή με σπόρους, της γεωργίας υψηλών εισροών. Ωστόσο, ο δημόσιος τομέας σποροπαραγωγής, αντιμετώπιζε δυσκολίες στην παροχή με σπόρους των υπόλοιπων τομέων γεωργικής δραστηριότητας, π.χ. των μικρών γεωργών, που βρίσκονταν σε πιο απομακρυσμένες περιοχές. Τα σχετικά προγράμματα που εφαρμόστηκαν κατά τις δεκαετίες του ‘60 και του ’70, σε μη βιομηχανοποιημένες χώρες, δεν υπήρξαν ιδιαίτερα αποτελεσματικά, παρά τη σημαντική υποστήριξη του FAO, του UNDP (United Nations Development Programme) και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Ως απάντηση, τη δεκαετία του ’80, εμφανίστηκαν προγράμματα που υποστήριζαν την παραγωγή σπόρων από τους γεωργούς. Έτσι, το βάρος δόθηκε στην αναγνώριση της αξίας της γνώσης και του ρόλου των γεωργών στην παραγωγή και τη διανομή σπόρων (Almekinders & Thiele, 2003), μέσω της εφαρμογής κυρίως αναπτυξιακών σχεδίων, βασιζόμενων σε παραδείγματα των δυτικών χωρών, τα οποία αποδείχθηκαν, τελικά, πολύ απαιτητικά και ακριβά για τις μη βιομηχανοποιημένες χώρες (Turner, 1995). Σήμερα, ένας αριθμός διεθνών πράξεων που αφορούν γενικά τη βιοποικιλότητα και ειδικά τους φυτογενετικούς πόρους, έχει καθορίσει σημαντικά τον τρόπο που αυτοί αντιμετωπίζονται και διέπει τη διαχείρισή τους. Στις περισσότερες από αυτές, αναγνωρίζεται και η συμβολή της γνώσης των γεωργών στη διαχείριση του γενετικού πλούτου.

2.2 Διεθνείς Συνθήκες για τη βιοποικιλότητα, τους φυτογενετικούς πόρους για τη γεωργία και το ρόλο των γεωργών Η κυριότερη διεθνής πράξη που αφορά τη βιοποικιλότητα, είναι η Σύμβαση για τη Βιοποικιλότητα, η οποία υπογράφηκε το 1992 στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, από την UNCED (United Nations Conference on Environment and Development) (Hardon, 1998). Η Σύμβαση, δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη της να διατηρήσουν τους εγχώριους γενετικούς τους πόρους ex situ και in situ, τονίζοντας τη σημασία τους από όλες τις πλευρές (εγγενής, οικολογική, κοινωνική, οικονομική, επιστημονική, οικολογική, κλπ.) (CBD), ενώ αναγνωρίζει και τη σημασία της παραδοσιακής γνώσης των γεωργών, για τη διατήρηση των πόρων αυτών (CBD, Άρθρο 8(j)). Από την Ε.Ε., εγκρίθηκε με την Απόφαση 93/626/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 1993 (Απόφαση 93/626/ΕΟΚ). Στην ίδια Σύνοδο, υπεγράφησαν η Agenda 21 και η δήλωση του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη (Κουτής & Χατζητόλιος, 1999). Από το 1974 που ιδρύθηκε, ο FAO ίδρυσε την IBPGR ενώ, από το 1983, επικεντρώθηκε στη δημιουργία ενός Παγκοσμίου Σχεδίου Δράσεως για τη διατήρηση και αξιοποίηση των

19


φυτογενετικών πόρων, μέσω της IUPGR (Διεθνούς Πρωτοβουλίας για τους Γενετικούς Πόρους). Για το σκοπό αυτό, συστήθηκε και το Συμβούλιο για τους Φυτογενετικούς Πόρους (CPGR/FAO). Η χάρτα της IUPGR, περιέχει ζητήματα που αφορούν στην εθνική κυριαρχία των χωρών, την απεριόριστη πρόσβαση και αναγνώριση των γεωργών που προσφέρουν τον γενετικό πλούτο, καθώς και προτάσεις για την αειφόρο χρήση του πλούτου αυτού (Κουτής & Χατζητόλιος, 1999). To 1996, στο Leipzig της Γερμανίας, κατά το Διεθνές Συνέδριο του FAO, υιοθετήθηκε το Παγκόσμιο Σχέδιο Δράσης για τη Διατήρηση και την Αειφόρο Χρήση των Φυτογενετικών Πόρων για τη Διατροφή και τη Γεωργία (Hardon, 1998). Το 2001, υπογράφηκε η Διεθνής Συνθήκη του FAO για τους Φυτογενετικούς Πόρους για τη Διατροφή και τη Γεωργία (FAO, 2001), η οποία δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη της “να προωθήσουν μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για την ανεύρεση, διατήρηση και αειφόρο χρήση των φυτογενετικών πόρων για τη διατροφή και τη γεωργία” (βλ. Μέρος ΙΙ, Άρθρο 5 της Συνθήκης). Επιπλέον, δεσμεύει για “αειφόρο χρήση των φυτογενετικών πόρων” (βλ. Μέρος ΙΙ, Άρθρο 6 της Συνθήκης), “διεθνή συνεργασίa” των μερών της (βλ. Μέρος ΙΙ, Άρθρο 7 της Συνθήκης) και αναγνωρίζει και αυτή τη σημασία της παραδοσιακής γνώσης των γεωργών από όλο τον κόσμο (βλ. Μέρος 3, Άρθρο 9 της Συνθήκης). Από τις πιο σημαντικές συνθήκες για τα φυτά, τη βιοποικιλότητα και το διεθνές εμπόριο, είναι η Συνθήκη TRIPS (Agreement on Trade – Related Aspects of Intellectual Property Rights), του ΠΟΕ, η οποία υπογράφηκε το 1991. Αποτελεί τη βασική διεθνή συμφωνία του ΠΟΕ, που προάγει την εναρμόνιση των εθνικών καθεστώτων Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας. Εισάγει νέους κανόνες και αρχές για το παγκόσμιο εμπόριο και τα πνευματικά δικαιώματα και την ενίσχυσή τους, καθώς και για την άρση διαφωνιών μεταξύ κρατών. Βάση της Συνθήκης κρίνεται απαραίτητο, κάθε χώρα να σχεδιάσει το καθεστώς Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας που της ταιριάζει και που προωθεί τη δική της κοινωνική και οικονομική ευημερία, μέσα από τις ανάγκες των πολιτών της (Dutfield, 1999).

2.3 Ευρωπαϊκό Νομικό πλαίσιο Η σημαντικότερη νομοθεσία σχετικά με τους φυτογενετικούς πόρους στην Ε.Ε. είναι ο Κανονισμός (ΕΚ) 870/2004, “σχετικά με τη θέσπιση κοινοτικού προγράμματος για τη διατήρηση, το χαρακτηρισμό, τη συλλογή και τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων στη γεωργία” (βλ. Κανονισμό (ΕΚ) 870/2004), ο οποίος κατήργησε τον Κανονισμό (ΕΚ) 1467/94 (βλ. Κανονισμό (ΕΕ) 1467/94). Τέθηκε σε ισχύ στις 7.5.2004 και αφορά δράσεις που προάγουν τη διατήρηση ex situ και in situ, το χαρακτηρισμό και τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων στη γεωργία, τη σύσταση ευρωπαϊκών, προσπελάσιμων καταλόγων, των γενετικών πόρων που διατηρούνται σήμερα ex situ και in situ, συμπεριλαμβανομένων και

20


όσων διατηρούνται στον αγρό και την προαγωγή της ανταλλαγής τεχνικών και πληροφοριών, μεταξύ των κρατών – μελών (βλ. Άρθρο 5, Κανονισμός (ΕΚ) 870/2004). Επιπλέον, ο Κανονισμός (ΕΕ) 2078/92, “σχετικά με μεθόδους γεωργικής παραγωγής που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος, καθώς και με τη διατήρηση του φυσικού χώρου" (Ζωολογικό Μουσείο – Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2008), προβλέπει χρηματοδότηση για την καλλιέργεια και τον πολλαπλασιασμό χρήσιμων φυτών, προσαρμοσμένων στις τοπικές συνθήκες, τα οποία απειλούνται από γενετική υποβάθμιση (βλ. Άρθρο 4(2), Κανονισμός (ΕΕ) 2078/92). Η Οδηγία 98/95/ΕΚ, η οποία αφορούσε την τροποποίηση οδηγιών σχετικών με τις γενετικά τροποποιημένες φυτικές ποικιλίες και τους φυτικούς πόρους (Ε.Ε., Οδηγίες για την Εσωτερική Αγορά) ενθάρρυνε, για πρώτη φορά, την καταχώρηση των ντόπιων ποικιλιών ως “ποικιλιών προς διατήρηση” (Toledo, 2002). Στις 22 Μαϊου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε Ανακοίνωση με τίτλο: “Η ανάσχεση της απώλειας της βιοποικιλότητας έως το 2010 και μετέπειτα - Η υποστήριξη των υπηρεσιών οικοσυστήματος με στόχο την ευημερία του ανθρώπου”. Η Ανακοίνωση αφορά την κατάρτιση ενός προγράμματος δράσης, που περιλαμβάνει στόχους για την ανάσχεση της υποβάθμισης της βιοποικιλότητας και μέτρα για την επίτευξη των στόχων αυτών, έως το 2010 (βλ. Ανακοίνωση, 22.5.06). Τέλος, τον Ιούνιο του φετινού έτους, εκδόθηκε η Οδηγία 2008/62/ΕΚ, “για την πρόβλεψη ορισμένων παρεκκλίσεων για την αποδοχή γεωργικών ντόπιων αβελτίωτων φυλών και ποικιλιών που είναι φυσικώς προσαρμοσμένες στις τοπικές και περιφερειακές συνθήκες και απειλούνται από γενετική διάβρωση καθώς και για τη διάθεση στην αγορά σπόρων και σπόρων γεωμήλων των εν λόγω ντόπιων φυλών και ποικιλιών” (βλ. Οδηγία 2008/62/ΕΚ).

2.4 Το νομικό καθεστώς της σποροπαραγωγής και το θέμα των πνευματικών δικαιωμάτων Ο ρόλος των πνευματικών δικαιωμάτων στο διεθνές εμπόριο, την παγκόσμια οικονομία και τις διεθνείς σχέσεις έχει αυξηθεί σημαντικά, ιδιαίτερα μετά το 1970 (Dutfield; et al, 1999). Στο πλαίσιο αυτό, ο έλεγχος των φυτογενετικών πόρων και η πρόσβαση σε αυτούς ρυθμίζονται, επίσης, όπως προαναφέρθηκε, από Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας, ενταγμένα στις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και της διεθνούς νομοθεσίας (Kameri & Cullet, 1999). Στις περισσότερες βιομηχανοποιημένες χώρες του δυτικού κόσμου, η νομοθεσία που αφορά τη σποροπαραγωγή επιτρέπει στους γεωργούς να χρησιμοποιούν μόνο πιστοποιημένο σπόρο, από εγκεκριμένες ποικιλίες, ο οποίος συχνά προέρχεται αποκλειστικά από εταιρίες σποροπαραγωγής. Αυτό το καθεστώς καθιστά παράνομες, τόσο την ανταλλαγή σπόρων

21


μεταξύ των γεωργών, όσο και την εμπορία τους σε ανεπίσημες τοπικές αγορές (Louwaars, 2000). Στο Ηνωμένο Βασίλειο ή στη Γερμανία, για παράδειγμα, παρόλο που προβλέπεται η “εξαίρεση” μικρών παραγωγών δημητριακών από την προβλεπόμενη πληρωμή για τα δικαιώματα διατήρησης του σπόρου, οι γεωργοί έχουν το δικαίωμα μόνο στην επαναφύτευση του δικού τους σπόρου, χωρίς να μπορούν να ανταλλάξουν σπόρους με άλλους παραγωγούς, είτε για να κάνουν σποροπαραγωγή, είτε για να πειραματιστούν με νέο γενετικό υλικό. Ανάλογες συμφωνίες, θέτουν σε κίνδυνο τα δίκτυα ανταλλαγής που υπάρχουν σε κάποιες Μεσογειακές κοινότητες (Toledo, 2002). Τα νομικά δικαιώματα μονοπωλίου των εμπορικών σπόρων, μέσω των πατεντών και της επονομαζόμενης PVP (Plant Variety Protection) (GRAIN, 2007), έχουν μετατρέψει τους σπόρους σε μηχανισμό κυριαρχίας και εκμετάλλευσης των γεωργών, από εταιρίες (είτε σποροποραγωγής, είτε παραγωγής λιπασμάτων, φυτοφαρμάκων, ζωοτροφών, αγροτικών μηχανημάτων, κλπ.) που, ουσιαστικά, ελέγχουν την παραγωγή τους. Η εξάρτηση αυτή, σε συνδυασμό με την ομογενοποίηση της αγροτικής παραγωγής, απειλούν τη διατήρηση των σπόρων και των ποικιλιών, την επιβίωση και το μέλλον των αγροτών, αλλά και την ποιότητα και την ασφάλεια των τροφίμων (GRAIN, 2007). Το νομοθετικό πλαίσιο για τις πατέντες, το οποίο δεν είχε σχεδιαστεί εξαρχής για εφαρμογή σε ζώντες οργανισμούς, ξεκίνησε να εφαρμόζεται για τα φυτά, στις ΗΠΑ, από τη δεκαετία του ’30. Σε διεθνές επίπεδο επεκτείνεται όλο και περισσότερο, με την εξάπλωση της βιοτεχνολογίας και ιδιαίτερα της γενετικής μηχανικής (Wolff, 2004). Οι επιπτώσεις των πατεντών στην ανάπτυξη της αγροβιοποικιλότητας, εντοπίζονται κυρίως στον περιορισμό που θέτουν στην πρόσβαση σε γενετικούς πόρους, που χρησιμοποιούνται για αναπαραγωγή και έρευνα (CIMMYT, 2000). Το 1961, ιδρύθηκε η UPOV (International Union for the Protection of New Varieties of Plants), ως απάντηση στην κυριαρχία της βιομηχανίας σποροπαραγωγής, η οποία διεκδικούσε βιομηχανικές πατέντες στους σπόρους, προκειμένου να διαθέτει τον απόλυτο έλεγχο στη χρήση τους, τόσο για φύτευση, όσο και για περαιτέρω αναπαραγωγή τους. Με τη νομιμοποίηση των συστημάτων PVP (Spooner, 1999), (τα οποία είχαν εμφανιστεί στην Ευρώπη από τα τέλη της δεκαετίας του 1920) (Wolff, 2004) και την εισαγωγή της ιδέας των δικαιωμάτων των “αναπαραγωγέων” (Spooner, 1999) (PBR - Plant Breeders’ Rights) (Wolff, 2004), αποτελούσε ένα είδος συμβιβασμού μεταξύ των εταιριών και των γεωργών, αφού έδινε στις πρώτες το μονοπώλιο στην εμπορική αναπαραγωγή και την εμπορία σπόρων και στους δεύτερους, το ελεύθερο να αναπαράγουν το σπόρο τους από χρονιά σε χρονιά (GRAIN, 2007). Κατά τη δεκαετία του ’80, η ανάπτυξη της γενετικής μηχανικής έδωσε μεγαλύτερη δύναμη στις εταιρίες, με την κατοχύρωση βιομηχανικών πατεντών σε φυτά που αναπτύσσονταν με αυτόν τον τρόπο, η οποία τους έδινε, πλέον, το απόλυτο μονοπώλιο, που δεν είχε δοθεί στους συμβατικούς αναπαραγωγείς δύο δεκαετίες νωρίτερα. Με την επέκταση των δικαιωμάτων της UPOV σε όλες τις φυτικές ποικιλίες (γενετικής μηχανικής ή 22


συμβατικές), από το 1991, το μονοπώλιο έχει επεκταθεί από την αναπαραγωγή στη συγκομιδή και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ακόμη και στο τελικό προϊόν. Το εάν οι γεωργοί θα έχουν το δικαίωμα να αναπαράγουν οι ίδιοι το σπόρο τους επαφίεται, πλέον, στην πρωτοβουλία των κυβερνήσεων (GRAIN, 2007). Οι αρνητικές επιπτώσεις του συστήματος της UPOV στην αγροβιοποικιλότητα, έγκεινται στα κριτήρια που θέτει για την προστασία των ποικιλιών –τις λεγόμενες προαπαιτήσεις “DUS” (από Distinctness, Uniformity/Homogeneity και Stability), που οδηγούν σε μείωση της παραλλακτικότητας των ποικιλιών (Wolff, 2004). Από την ίδρυση του ΠΟΕ, το 1994, όλα τα κράτη – μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν κάποιου είδους μονοπώλιο στους σπόρους. Ασκείται, έτσι, όλο και μεγαλύτερη πίεση στις αναπτυσσόμενες χώρες, να υιοθετήσουν το μοντέλο των ανεπτυγμένων χωρών, ενώ πολλές από αυτές, πείσθηκαν να ενταχθούν στο διεθνές σύστημα προστασίας των ποικιλιών της UPOV (Dutfield, 1999). Η Συνθήκη TRIPS, στο Άρθρο 7, παρουσιάζει ως στόχο της το να “συμβάλει στην προώθηση της τεχνολογικής καινοτομίας και τη μεταφορά τεχνολογίας, προς αμοιβαίο όφελος παραγωγών και χρηστών της τεχνολογικής γνώσης, με τρόπο που θα συνάδει με την κοινωνική και την οικονομική ευημερία και με ισορροπία δικαιωμάτων και υποχρεώσεων” (Dutfield, 1999). Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να εξασφαλιστεί η εναρμόνιση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των γεωργών της χώρας, με τους κοινωνικούς, οικονομικούς και αναπτυξιακούς στόχους των κυβερνήσεων. Πολλές χώρες έχουν εισάγει ένα σύστημα ελέγχου ποιότητας των σπόρων, προκειμένου να προστατέψουν τους γεωργούς ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, οι προδιαγραφές τίθενται από τους ίδιους τους σποροπαραγωγείς, προκειμένου να προστατευθούν, τελικά, οι ίδιοι, από τον ανταγωνισμό. Έτσι, συχνά η επίσημη νομοθεσία συχνά αποδεικνύεται ακατάλληλη για τα ανεπίσημα συστήματα σπόρων, που έχουν αναπτυχθεί μέσω γενεών γεωργών (Louwaars, 2000). Θα ήταν παράδοξο, να περιμένει κανείς ότι καθεστώτα όπως αυτά των Δικαιωμάτων Πνευματικής Ιδιοκτησίας, θα μπορούσαν να συμβάλουν στην απελευθέρωση του εμπορίου. Παραμένει, πάντως ερώτημα, το εάν έχουν συμβάλει στην κοινωνική και οικονομική ευημερία των πολιτών και των κρατών, ειδικά σε περιπτώσεις που οι διεκδικήσεις των δικαιωμάτων είναι ευρείες, όπως συμβαίνει συχνά σε περιπτώσεις προϊόντων βιοτεχνολογίας (Dutfield, 1999). Το μονοπώλιο αυτό και ο αθέμιτος ανταγωνισμός που ασκούν οι εταιρίες σποροπαραγωγής εις βάρος των γεωργών, με πρόφαση την προστασία τους μέσω της εξασφάλισης μόνο “καλής ποιότητας” σπόρων είναι ανεπίτρεπτα, αν αναλογιστεί κανείς ότι οι βελτιώσεις και οι νέες ποικιλίες προέκυψαν μέσω διασταυρώσεων των πιο ανθεκτικών και αποδοτικών ποικιλιών που είχαν προκύψει από τις επιλογές των γεωργών, δια μέσου των αιώνων. Παρόλα αυτά, ο σπόρος των γεωργών αποκλείεται από την αγορά, αφού οι σπόροι που δεν παράγονται από εταιρίες και δεν προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα –όπως αυτοί των ντόπιων ποικιλιών- δεν μπορούν να διακινηθούν ελεύθερα (Seedling, 2005). 23


Σύμφωνα με το περιοδικό GRAIN, τουλάχιστον στα 2/3 της επιφάνειας φύτευσης παγκόσμια, χρησιμοποιούνται σπόροι που κρατούνται κάθε χρόνο από τους γεωργούς. Στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι σπόροι αυτοί αποτελούν το 80-90% του συνόλου, ενώ στις ανεπτυγμένες μόνο το 30-60%. Η πλήρης αντικατάστασή τους από εμπορικούς σπόρους, θα σήμαινε επιπλέον κέρδος των εταιριών σποροπαραγωγής κατά $20 δις. το χρόνο –ποσό που θα έπαιρναν οι εταιρίες απευθείας από τους γεωργούς (GRAIN, 2007). Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς, αν υπάρχει επιστημονική αιτιολόγηση για την αντιμετώπιση κάποιου γενετικού υλικού ως “χαμηλής αξίας” και “κοινής κληρονομιάς” και άλλου ως “υψηλής αξίας” και “ιδιοκτησιακού καθεστώτος”. Τέτοια διάκριση δε βασίζεται στην ίδια τη φύση του γενετικού υλικού, αλλά στην αξία που του αποδίδεται, με βάση πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα (Shiva; et al, 1991).

24


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. ΤΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ ΤΩΝ ΓΕΩΡΓΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΔΙΚΤΥΑ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ ΚΑΙ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΣΠΟΡΩΝ 3.1 Εισαγωγή Οι γεωργοί χρειάζονται ποικιλίες, που συνδυάζουν χαρακτηριστικά πολιτισμικής, γενετικής και οικολογικής ποικιλότητας, προκειμένου τα καλλιεργούμενα φυτά να προσαρμοστούν στις εκάστοτε τοπικές περιβαλλοντικές συνθήκες. Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητη η πρόσβασή τους σε παλαιότερες ποικιλίες, οι οποίες δεν είναι καταχωρημένες στους εθνικούς καταλόγους (Toledo, 2002). Ως απάντηση στις ισχύουσες συνθήκες, σε παγκόσμιο επίπεδο, λαμβάνει χώρα πλήθος αντιδράσεων και κινημάτων των γεωργών, οι οποίοι δηλώνουν την αντίθεσή τους στην ισχύουσα πολιτική, που τους απαγορεύει την εμπορία ποικιλιών και σπόρων, μη καταχωρημένων στους εθνικούς καταλόγους των χωρών τους. Παράλληλα, αναπτύσσονται δίκτυα ανταλλαγής σπόρων, τόσο “επίσημα” (από Μ.Κ.Ο. – Μη Κυβερνητικούς Οργανισμούς- που δραστηριοποιούνται σε εθνικό ή ευρύτερο επίπεδο) και “ημιεπίσημα” (στις μη βιομηχανοποιημένες χώρες, όπου τα τοπικά διαχειριζόμενα συστήματα σπόρων ανήκουν στους πιο σημαντικούς θεσμούς για τη διαχείριση της αγροβιοποικιλότητας), όσο και “ανεπίσημα” (τοπικά δίκτυα σπόρων, που αναπτύσσονται μέσα από πρωτοβουλίες επαγγελματιών γεωργών και μη). Σε όλες τις περιπτώσεις, τα δίκτυα αυτά μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στη διάσωση του ντόπιου γενετικού υλικού, την κοινωνική συνοχή και τη διατήρηση της γεωργικής παράδοσης, όπως έχει αποδειχθεί από αντίστοιχες μελέτες που έχουν γίνει στο εξωτερικό.

3.2 Οι αντιδράσεις και τα κινήματα των γεωργών Καθώς σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες (Ασία και Λατινική Αμερική), η νομοθεσία εναρμονίζεται σταδιακά με τις νέες τάσεις της βιομηχανίας και του εμπορίου σπόρων, υπάρχουν πολλές αντιδράσεις από ομάδες γεωργών, κοινωνικά κινήματα και Μ.Κ.Ο., σε μία προσπάθεια να γίνουν κατανοητές οι επερχόμενες αλλαγές και να καθοριστούν κατάλληλες στρατηγικές αντιμετώπισής των προβλημάτων. Στην Αφρική δεν υπάρχει ακόμη σημαντική επιρροή των εταιριών σποροπαραγωγής –δημιουργούνται περιφερειακές αγορές σπόρων, με περιφερειακή νομοθεσία- ωστόσο, κι αυτές ακόμη θα μπορούσαν να δυσχεράνουν την επιβίωση των μικρών παραγωγών (SEEDLING, 2005). Στην Ανατολική Ευρώπη, πολλές χώρες υιοθετούν την Ευρωπαϊκή πολιτική και στη Δυτική Ευρώπη, καταβάλλονται προσπάθειες να εφαρμοστεί η πολιτική της συνύπαρξης συμβατικής, βιολογικής γεωργίας και γενετικά τροποποιημένων σπόρων από τη μία και από την άλλη, να δημιουργηθεί νέο θεσμικό πλαίσιο προστασίας των παραδοσιακών και ντόπιων ποικιλιών (SEEDLING, 2005).

25


Στο Ηνωμένο Βασίλειο, ένας αριθμός γεωργών έχει δηλώσει την αντίθεσή του στην πληρωμή του ποσού που προβλέπεται, για δικαιώματα επί των σπόρων. Ωστόσο, η Εθνική Ένωση Γεωργώn (Νational Farmers Union) δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και κινητικότητα. Στη Γαλλία, αντίθετα, το CNDSF (Coordination Nationale pour la Défence des Semences Fermières), αρνήθηκε την πληρωμή ποσού για δικαιώματα, σημειώνοντας σημαντική νίκη απέναντι στις εταιρίες. Στη Γερμανία, η κατάσταση είναι ιδιαίτερα δυσμενής για τους γεωργούς, αφού τα ποσά για τα δικαιώματα είναι ιδιαίτερα υψηλά. Σε ευρύτερο ευρωπαϊκό επίπεδο, διάφορες Ενώσεις παραγωγών συνεργάζονται για το λόγο αυτό, έχοντας δημιουργήσει μία “συμμαχία”, την “Ευρωπαϊκή Ένωση για τους Σπόρους και τα Γεωργικά Φυτά” (Union Européenne des Semences et Plants de Ferme) (Toledo, 2002). Σημαντικό έργο για την αναγνώριση του ρόλου των γεωργών, έχει παίξει η οργάνωση Farmer First, η οποία ξεκίνησε το 1987 ως μία ομάδα εργασίας, αποτελούμενη από κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς επιστήμονες, που συναντήθηκε στο IDS (Institute of Development Studies) του Πανεπιστημίου του Sussex, προκειμένου να συζητήσει για θέματα που αφορούσαν τους γεωργούς και την αγροτική έρευνα. Αποτέλεσε σημείο τομής (Scoones et al; 2007), σε μια προσπάθεια να εμπλακούν περισσότερο οι γεωργοί στο σχεδιασμό και την υλοποίηση έρευνας, βασισμένης στους δικούς τους πειραματισμούς και γνώσεις. Η οργάνωση δραστηριοποιείται ακόμη και οι ιδέες της αφορούν κυρίως τις αναπτυσσόμενες χώρες. Τονίζει την προτεραιότητα του ρόλου των γεωργών και όχι των ερευνητικών κέντρων και εργαστηρίων, για τη γεωργική παραγωγή, ενώ δίνει μεγάλη σημασία, σε αποφάσεις που λαμβάνονται από τις ίδιες τις κοινότητες (Mulvany & Moreira, 2008). Ένα ευρωπαϊκό συντονιστικό όργανο, δικτύων που ασχολούνται με τους σπόρους των γεωργών, σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, δημιουργήθηκε τo 2005, στο Poitiers της Γαλλίας. Οι συμμετέχοντες, διεκδικούν διεθνή αναγνώριση στο δικαίωμα των γεωργών να επιλέγουν, να παράγουν και να ανταλλάσσουν το σπόρο τους και απορρίπτουν την ιδέα της συνύπαρξης με Γ.Τ.Ο. (Liberte Diversity, 2005). Τον Οκτώβρη του φετινού έτους, θα πραγματοποιηθεί η 4η Ευρωπαϊκή συνάντηση του συντονιστικού, στην Ιταλία (Farmers’ Rights, 2008). Σημαντικός είναι ο ρόλος της La Via Campesina, ενός διεθνούς κινήματος γεωργών και εργαζόμενων σε γεωργικές εκμεταλλεύσεις, που αριθμεί μέλη από 56 χώρες της Ασίας, της Αφρικής, της Ευρώπης και της Αμερικής. Πρόκειται για ένα αυτόνομο, πλουραλιστικό και πολύ-πολιτισμικό κίνημα, ανεξάρτητο από πολιτικές, οικονομικές και άλλου είδους επιρροές (Via Campesina, La). Τον Ιούνιο του φετινού έτους, μετά τη λήξη του Διεθνούς Συνεδρίου για τα Δικαιώματα των Γεωργών, της La Via Campesina, στη Τζακάρτα, δημοσιεύτηκε η σχετική Διακήρυξη, η οποία παρουσιάζει τις δυσκολίες που υφίστανται οι αγρότες και ζητά την υποστήριξη των δικαιωμάτων των γεωργών, από διεθνείς φορείς (FAO, IFAD, κλπ.) και απλούς πολίτες (Via Campesina, La, 2008). Ξεχωριστή Διακήρυξη, εκδόθηκε από τη Διεθνή Ένωση Γυναικών Γεωργών, που τόνιζε τη δυσχερή τους θέση, στο πλαίσιο των διεθνών πολιτικών για τη γεωργία (International Woman Peasant Ansembly, 2008). 26


3.3 Η δημιουργία Δικτύων Ανταλλαγής σπόρων και η σημασία τους Τα Δίκτυα Ανταλλαγής Σπόρων, επιτρέπουν τη διάχυση της γνώσης και των τεχνικών που έχουν αναπτυχθεί από παραγωγούς σπόρων ή καινοτόμους γεωργούς, συμβάλλοντας έτσι στη διατήρηση των ποικιλιών, τη διαφοροποίηση και τη συμπληρωματικότητα στις χρήσεις γης (Toledo, 2002). Η σημασία των ανεπίσημων δικτύων παραγωγής και ανταλλαγής σπόρων αυξάνει όλο και περισσότερο, αφού τα δίκτυα αυτά μπορούν να είναι σύνθετα, δυναμικά και, σε πολλές περιπτώσεις, πολύ αποτελεσματικά. Ωστόσο, μειονέκτημα αποτελούν οι ελλείψεις που συνήθως έχουν σε κίνητρα, πληροφορία και πηγές (Bellon, 2003). Στις μη βιομηχανοποιημένες χώρες, τα τοπικά διαχειριζόμενα συστήματα σπόρων ανήκουν στους πιο σημαντικούς θεσμούς για τη διαχείριση της αγροβιοποικιλότητας. Ιδρύονται για να εξυπηρετούν την πρόσβαση των γεωργών σε πλήθος διαφορετικών ποικιλιών (Ashfaw, 1999) και διέπονται από συγκεκριμένα δικαιώματα, υποχρεώσεις και καταμερισμό εργασίας. (Biodiversity International). Μέσω της ύπαρξης των συστημάτων σπόρων και διατήρησης της αγροβιοποικιλότητας, επιτυγχάνεται τόσο η υποστήριξη της ποικιλότητας στον αγρό, όσο και η ικανοποίηση των αναγκών των γεωργών και της κοινότητας και η δημιουργία δεσμών μεταξύ τους, αφού τα συστήματα αυτά μπορούν να λειτουργήσουν ως σύνδεσμοι μεταξύ ακόμη και πολύ απομακρυσμένων πληθυσμών (Biodiversity International). Πολύ σημαντική παράμετρός τους, είναι η ενεργός συμμετοχή των γεωργών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων (CIP-UPWARD, 2003). Οι Lewis & Mulvany (1997), σε μία κατηγοριοποίηση που κάνουν για τις κοινοτικές τράπεζες σπόρων, εντάσσουν σε αυτές την κοινοτική ανταλλαγή σπόρων, ως μία “ημιεπίσημη … οργανωμένη ανταλλαγή σπόρων, που προέρχεται από de facto κοινοτικές τράπεζες σπόρων”, καθώς και τα δίκτυα των “seed savers” (seed savers’ networks), τα οποία λειτουργούν ως δίκτυα ανταλλαγής “μεταξύ των ατόμων και ομάδων, σε ευρεία έκταση γεωγραφικών τοποθεσιών” (Lewis & Mulvany, 1997). Η αποτελεσματική λειτουργία των συστημάτων ανταλλαγής ή διανομής σπόρων, μπορεί να αποτρέψει την έλλειψη τροφής και να μειώσει το κόστος από την ανάγκη για παροχή τροφής από άλλες χώρες. Μπορεί να ωφελήσει σημαντικά τους μικρούς καλλιεργητές, καθώς και να αποτελέσει ευκαιρία για την εισαγωγή καινοτομιών (νέων ποικιλιών, νέων διαχειριστικών πρακτικών), με μακροπρόθεσμα θετικά αποτελέσματα στη γεωργική παραγωγή. Εξασφαλίζεται, έτσι, η διατροφική ασφάλεια σε επίπεδο νοικοκυριού αλλά και χώρας, ενώ ενισχύονται οι τοπικές αγορές (World Bank). Στο Νεπάλ και το Βιετνάμ, για παράδειγμα, οι γιορτές ανταλλαγής σπόρων έχουν πετύχει την αύξηση του ενδιαφέροντος για τις ντόπιες ποικιλίες και την κατανόηση της σημασίας της διατήρησής τους στον αγρό. Τα τελευταία χρόνια, χρησιμεύουν ως εργαλείο για τον εντοπισμό των περιοχών με μεγάλη ποικιλότητα και την παρότρυνση για την όσο δυνατό καλύτερη διαχείρισή της (CIP-UPWARD, 2003). Σε κάθε περίπτωση, είναι απαραίτητη η κατάλληλη και συντονισμένη λειτουργία του

27


συστήματος, ώστε να εξασφαλίζεται η σταθερότητά του και η ποικιλία των ειδών και να αποφευχθούν ενδεχόμενα αρνητικά κοινωνικά και οικονομικά αποτελέσματα, σε επίπεδο κοινωνίας (World Bank). Τα παραπάνω, ισχύουν κυρίως για χώρες ή περιοχές, όπου επιβιώνουν ακόμη παραδοσιακά συστήματα γεωργίας και περιορισμένες, αυτάρκεις κοινωνίες, όπως π.χ. στην Ινδία, στο Νεπάλ, στο Περού, στο Μεξικό, κλπ. Και εκεί, ωστόσο, με την πάροδο των χρόνων, φθίνουν (CIP-UPWARD, 2003). Σε πολλές περιπτώσεις, ανάλογα εγχειρήματα έχουν αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα, λόγω των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων. Παραδείγματα αποτελούν οι περιπτώσεις Μ.Κ.Ο. στη Ζιμπάμπουε, την Ουγκάντα, την Τανζανία, την Αιθιοπία και τη Δυτική Αφρική, που επιχειρούν τη στήριξη των τοπικών συστημάτων σπόρων (Louwaars, 2000). Στο δυτικό κόσμο ήδη, το σύγχρονο μοντέλο γεωργικής ανάπτυξης δεν αφήνει πολλά περιθώρια διατήρησης παρόμοιων μορφών κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων (CIPUPWARD, 2003). Στην Ευρώπη, μεγάλο ρόλο στη διατήρηση της αγροβιοποικιλότητας, παίζουν οι Μ.Κ.Ο. Ανάλογα δίκτυα, για τη διατήρηση της αγροβιοποικιλότητας, δραστηριοποιούνται σε εθνικό επίπεδο, σε πολλές χώρες της Ευρώπης (Biodiversity Net). Πολλά από αυτά έχουν αναπτύξει Τράπεζες και Δίκτυα Ανταλλαγής Σπόρων και παρέχουν πρόσβαση σε παλιές ποικιλίες (Toledo, 2002). Ο πιο σημαντικός Μ.Κ.Ο. που δραστηριοποιείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι το Ίδρυμα SAVE (Safeguard for Agricultural Varieties in Europe), το οποίο λειτουργεί ως ένας οργανισμός “ομπρέλα”, των Μ.Κ.Ο. της Ευρώπης, που ασχολούνται με τη διατήρηση σπάνιων φυλών οικιακών ζώων και καλλιεργούμενων ποικιλιών, που κινδυνεύουν να χαθούν. Κύριοι στόχοι του, είναι η συλλογή και καταγραφή των πληροφοριών, καθώς και ο συντονισμός και η υποστήριξη δράσεων σε εθνικό επίπεδο (SAVE Foundation). Έχει ορίσει, επίσης, τρία περιφερειακά δίκτυα για τη διατήρηση της αγροβιοποικιλότητας, στις περιοχές των Άλπεων, των Καρπαθίων και των Βαλκανίων (Agrobiodiversity Net). Ένα δίκτυο που δραστηριοποιείται σε όλη την Ευρώπη με μορφή Μ.Κ.Ο. και την υποστήριξη του SAVE, είναι το Fruit-Net, που εστιάζει στην προστασία ποικιλιών φρούτων και μούρων. Πρόκειται για ένα δικτυακό ευρετήριο με λίστες ποικιλιών, που διευκολύνει την επαφή και την ανταλλαγή σπόρων και εμπειριών, όσων συλλέγουν, διατηρούν, καλλιεργούν ή πωλούν παλιές ποικιλίες φρούτων και μούρων Ανήκει στο ευρύτερο ευρωπαϊκό δίκτυο Μ.Κ.Ο. και άλλων οργανισμών, ιδρυμάτων και ιδιωτών, που ασχολούνται με τις ντόπιες και εγκαταλελειμμένες ποικιλίες (Fruit-Net). Το Monitoring Institute for Rare Breeds and Seeds, το οποίο αποτελεί επιστημονικό κλάδο του SAVE, ιδρύθηκε το 1995 με σκοπό να ερευνήσει και να καταγράψει την ποικιλότητα σπάνιων φυλών οικιακών ζώων και καλλιεργούμενων ποικιλιών. Πραγματοποιεί καταγραφές 28


των διερευνώμενων ειδών και επιστημονική έρευνα, με στόχους τη συνεχή τους παρακολούθηση και την επαγρύπνηση του κοινού και των υπεύθυνων για λήψη αποφάσεων (Monitoring Institute for Rare Breeds and Seeds). Δεκάδες τοπικά δίκτυα σπόρων δραστηριοποιούνται στην Αυστραλία, , χάρη στην ευρεία και αποτελεσματική δραστηριοποίηση, από το 1986, του “Seed Savers’ Network”. Πρόκειται για μία οργάνωση, η οποία αναλαμβάνει το έργο της διατήρησης της ποικιλότητας των ειδών και των ποικιλιών, προκειμένου να βοηθήσει στη διατήρηση του διατροφικού συστήματος της ηπείρου. Ο Οργανισμός: •

Απευθύνεται στο κοινό για σπόρους ή ντόπιες ποικιλίες.

Δίνει δημόσιο χαρακτήρα στη διατήρησή τους, μέσω της παρότρυνσης για δημιουργία τοπικών δικτύων σπόρων.

Οργανώνει την ανταλλαγή τους μεταξύ των καλλιεργητών σε όλη την έκταση της Αυστραλίας και

Περιλαμβάνει σπόρους των φυτών σε δοκιμές βελτίωσης, μέσω ενός δικτύου έμπειρων αναπαραγωγέων (CIP-UPWARD, 2003).

Στο πλαίσιο της λειτουργίας του, έχει δημιουργήσει την έννοια των “κηπουρών της κοινότητας” (community gardeners), προωθώντας τη δημιουργία δικτύων σε κοινοτικό επίπεδο, από τους καλλιεργητές. Το εγχείρημα έχει εξαπλωθεί παγκοσμίως και λειτουργεί επίσης στον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο (Australian City Farms & Community Gardens Network).

29


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. EX SITU & IN SITU ΔΙΑΤΗΡΗΣΗ ΦΥΤΟΓΕΝΕΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΝΤΟΠΙΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. 4.1 Εισαγωγή – ελληνική γεωργία και αγροβιοποικιλότητα Η γεωργία γεννήθηκε στο μεσογειακό χώρο, λόγω των ιδανικών εδαφοκλιματικών συνθηκών του, που προσέλκυσαν πλήθος λαών οδηγώντας, έτσι, στην ανάδειξη της Μεσογείου σε μία από τις πιο πλούσιες σε βιοποικιλότητα περιοχές στον κόσμο, σύμφωνα και με το Ρώσο βοτανολόγο Nikolai Vavilov (Εικόνα Α). Έως το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η βιοποικιλότητα των μεσογειακών αγροοικοσυστημάτων είχε ξεπεράσει ακόμη και την ίδια τη φύση σε βιοποικιλότητα (Δίκτυο Οδύσσεια – Νέα Οικολογία, 2001).

Εικόνα Α. Σχηματική απεικόνιση της ιδέας των κέντρων καταγωγής της βιοποικιλότητας, του Vavilov (1920s)

Πηγή: Nassar, N.Μ.Α

Η Ελλάδα είναι, σήμερα, η δεύτερη πλουσιότερη σε βιοποικιλότητα ευρωπαϊκή χώρα, μετά την Ισπανία (Δίκτυο Οδύσσεια – Νέα Οικολογία, 2001), γεγονός που οφείλεται στο ποικιλόμορφο φυσικό της περιβάλλον, στις εμπορικές σχέσεις που είχε από παλιά αναπτύξει με γειτονικές περιοχές, στις απομονωμένες περιοχές της (νησιά και ορεινοί όγκοι της ηπειρωτικής χώρας), καθώς και στην παράδοση που υπάρχει από τα αρχαία χρόνια στη γεωργία, τη βοτανική, την ιατρική, κλπ. (Υπ.Α.Α.Τ., 2006).

30


Το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής γης σχετίζεται με τη γεωργία. Η γεωργία υποστηρίζει μια ποικιλόμορφη αγροτική κοινότητα, η οποία δεν αποτελεί μόνο σημαντικό συστατικό του ελληνικού πολιτισμού, αλλά παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διατήρηση του περιβάλλοντος σε καλή κατάσταση (Δίκτυο Οδύσσεια – Νέα Οικολογία, 2001). Ο ελληνικός χώρος, χαρακτηρίζεται από ένα συνδυασμό αγροτικών συστημάτων μεταξύ της σύγχρονης, εντατικής, πεδινής γεωργίας και της αντίστοιχης παραδοσιακής, εκτατικής ορεινής. Τα αγροτικά αυτά συστήματα, καλύπτουν (Ζωολογικό Μουσείο – Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2008): •

Ένα σημαντικό αριθμό αγροοικοσυστημάτων εκτατικής καλλιέργειας ή πολυκαλλιέργειας, όπως τους εκτατικούς ελαιώνες, που χαρακτηρίζονται από αξιόλογο πλούτο ειδών της άγριας χλωρίδας και πανίδας.

Ένα μεγάλο αριθμό αγροτικών τοπίων ιδιαίτερης αισθητικής και οικολογικής αξίας στις ορεινές, ημιορεινές και νησιωτικές περιοχές της χώρας, όπου αγροοικοσυστήματα συνυπάρχουν με φυσικά οικοσυστήματα σε αγροτικά τοπία διαφόρων και εναλλασσόμενων τύπων βλάστησης.

Την καλλιέργεια μεγάλου αριθμού ειδών και ποικιλιών φυτών προερχόμενων από εγχώριο αβελτίωτο γενετικό υλικό τα οποία, σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, διατηρούνται ακόμη στον αγρό, σε μικρές και γεωγραφικά διάσπαρτες εκτάσεις, όπου εξελίσσονται διαρκώς.

Έναν εντυπωσιακό όγκο πληροφοριών και γνώσεων παραδοσιακών τεχνικών και πρακτικών αειφορικής διαχείρισης των αγροοικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας, από τις τοπικές κοινότητες.

Ωστόσο, οι μετασχηματισμοί που άρχισαν στον αγροτικό χώρο από το 1950 και έπειτα, με βασικά στοιχεία την επέκταση της εντατικής γεωργίας στις πεδινές περιοχές και σε οροπέδια, την όλο και μεγαλύτερη συσσώρευση παραγωγικών δραστηριοτήτων στις περιοχές αυτές και την εγκατάλειψη της υπαίθρου – ιδιαίτερα ορεινών και μειονεκτικών περιοχών - από όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού τους, είχαν σαν αποτέλεσμα τη μείωση της αγροβιοποικιλότητας και την αλλοίωση και φυσική υποβάθμιση των παραδοσιακών αγροτικών τοπίων, αλλά και των γειτονικών τους φυσικών οικοσυστημάτων (Σταυρόπουλος, et al). Η γενετική διάβρωση που έχει επέλθει στους φυτογενετικούς πόρους της χώρας μετά τη βιομηχανική επανάσταση, με την επικράτηση των βελτιωμένων ποικιλιών είναι πολύ μεγάλη, αφού το μεγαλύτερο μέρος του ντόπιου γενετικού υλικού εκτοπίσθηκε από την παραγωγική διαδικασία ως λιγότερο ανταγωνιστικό και, λόγω μη έγκαιρης λήψης μέτρων διατήρησης, χάθηκε οριστικά (Σταυρόπουλος, et al). Μικρό μόνο μέρος των ντόπιων ποικιλιών διασώζεται ακόμη σήμερα σε οριακές ορεινές κοινότητες από μικρό αριθμό υπερηλίκων γεωργών, που ακόμη καλλιεργούν τις μη

31


ανταγωνιστικές ντόπιες ποικιλίες σε πείσμα των καιρών, θεωρώντας τες κομμάτι της γεωργικής παράδοσης και του γεωργικού πολιτισμού του τόπου τους (Σταυρόπουλος, et al).

4.2 Η εξέλιξη των φυτογενετικών πόρων για τη γεωργία στην Ελλάδα - Ιστορική ανασκόπηση 4.2.1 Α΄ περίοδος (1920 – 1981): Βελτιωτικά προγράμματα και εκμηχάνιση της γεωργικής παραγωγής. Το ενδιαφέρον για τους φυτογενετικούς πόρους στην Ελλάδα, ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Τότε, τα νεοσυσταθέντα Ινστιτούτα Βελτίωσης (Ινστιτούτο Σιτηρών, Ινστιτούτο Βάμβακος, Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών, κλπ.), άρχισαν τις πρώτες συστηματικές συλλογές γενετικού υλικού, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας σειράς σύγχρονων ποικιλιών. Τα πρώτα αυτά βελτιωτικά προγράμματα, κατέστησαν τη χώρα αυτάρκη σε διάφορες καλλιέργειες ζωτικής σημασίας για τη διατροφή, την κτηνοτροφία και τη βιομηχανία (σιτηρά, κτηνοτροφικά φυτά, όσπρια, λαχανικά, βαμβάκι, κλπ.). Επόμενο στόχο, αποτέλεσε η δημιουργία ποικιλιών κατάλληλων για τις διεθνείς αγορές και η αύξηση των εισαγωγών συγκεκριμένων προϊόντων (σιτηρών, καπνού, βαμβακιού, λαχανικών, όσπριων, κτηνοτροφικών φυτών, κλπ.). Από το 1957 και μετά, η παραγωγή πέρασε από την αυτάρκεια, σε πλεονάσματα και εξαγωγές. Ωστόσο, λόγω του ότι η βελτίωση, η σποροπαραγωγή και η διανομή σπόρων στην Ελλάδα ήταν, ως τις αρχές της δεκαετίας του ’80, σχεδόν αποκλειστικά κρατικής ευθύνης, ο τομέας αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες ανταγωνισμού με πιο ευέλικτες και καλύτερα χρηματοδοτούμενες εμπορικές εταιρίες βελτίωσης φυτών και εμπορίας σπόρου του ιδιωτικού τομέα. Οι πρώτες συλλογές γενετικού υλικού χάθηκαν γρήγορα, λόγω περιορισμένων επιστημονικών γνώσεων και ελλείψεων σε εγκαταστάσεις και εξοπλισμό αποθήκευσης. Επιπλέον, ο εκσυγχρονισμός της γεωργίας οδήγησε σε δραματικές απώλειες του καλλιεργούμενου γενετικού υλικού, το οποίο εκτοπίστηκε από ανταγωνιστικότερες σύγχρονες ποικιλίες, είτε τοπικά παραγόμενες, είτε εισαγόμενες. Ως τα τέλη της δεκαετίας του 1970, λόγω του ελλιπούς νομοθετικού πλαισίου, δεν είχε γίνει πλήρης εκτίμηση της γενετικής διάβρωσης των φυτογενετικών πόρων για τη γεωργία στη χώρα, που επήλθε ως αποτέλεσμα του εκσυγχρονισμού της γεωργικής παραγωγής (Υπ.Α.Α.Τ., 2006).

4.2.2 Β΄ περίοδος (1981 - σήμερα): Η ίδρυση της Τράπεζας Γενετικού Υλικού και η συστηματική πλέον καταγραφή των φυτογενετικών πόρων Το 1981 ιδρύθηκε από το Υπουργείο Γεωργίας, με την υποστήριξη του FAO, η Τράπεζα Γενετικού Υλικού, στο Κέντρο Αγροτικής Έρευνας Μακεδονίας & Θράκης. Με το Π.Δ. 80/90 ιδρύθηκε το 1990 το Εθνικό Σύστημα Φυτογενετικών Πόρων, που σήμερα εποπτεύεται

32


από τη Δ/νση Χωροταξίας και Προστασίας Περιβάλλοντος του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων (Υπ.Α.Α.Τ.). Το Υπουργείο, είναι και ο επιστημονικός συντονιστής και υπεύθυνος φορέας για τη διατήρηση των φυτογενετικών πόρων στην Ελλάδα, με υποστήριξη και άλλων φορέων που ασχολούνται με θέματα διατήρησης και έρευνας, όπως Πανεπιστήμια, Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, βοτανικοί κήποι, μουσεία φυσικής ιστορίας, Μ.Κ.Ο. και Δίκτυα Ανταλλαγής Σπόρων. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η πλειοψηφία των Ινστιτούτων Βελτίωσης φυτών μεταβιβάστηκε στο ΕΘΙΑΓΕ (Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας). Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, τα βελτιωτικά προγράμματα βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε διασταυρώσεις καλών σύγχρονων ποικιλιών με υποσχόμενες εισαγόμενες ποικιλίες, με αποτέλεσμα συνδυασμό των πλεονεκτημάτων τους στις νέες ποικιλίες που προκύπτουν. Στόχος η μεγαλύτερη απόδοση, η προσαρμογή στις τοπικές συνθήκες, η πρωιμότητα, η ανώτερη ποιότητα και η ανθεκτικότητα. Στο πλαίσιο του ΕΠΑΑ–ΑΥ 2000 – 2006 (Επιχειρησιακού Προγράμματος για την Αγροτική Ανάπτυξη – Ανασυγκρότηση της Υπαίθρου) (Γ΄ Κ.Π.Σ.), εγκρίθηκε το έργο “Δημιουργία Τράπεζας Γενετικού Υλικού” Μέτρο 6.3, Δράση Β’. Προβλέπει τη δημιουργία νέων εγκαταστάσεων, καθώς και τη διεξαγωγή λεπτομερούς έρευνας σε όλη τη χώρα, μέσω μεγάλου αριθμού εξερευνητικών αποστολών και συλλογής γενετικού υλικού. Το Έργο, συνολικού προϋπολογισμού 2,42 εκ. €, λήγει στις 31-12-2008 (Υπ.Α.Α.Τ., 2006). Στο πλαίσιο του ίδιου Προγράμματος, μέσω του Μέτρου 3.8 “Διατήρηση εκτατικών καλλιεργειών που κινδυνεύουν από γενετική διάβρωση”, προβλέπεται η ενίσχυση γεωργών, που εθελοντικά αναλαμβάνουν να καλλιεργήσουν ή και να αναπολλαπλασιάσουν ντόπιες ποικιλίες (ετήσιες, δενδρώδεις, πολυετείς). Οι συγκεκριμένες ποικιλίες, επιτρέπεται να καλλιεργούνται από τους γεωργούς στη συγκεκριμένη γεωγραφική ενότητα προέλευσή τους και μέχρι ένα όριο στρεμμάτων. Το Μέτρο εφαρμόζεται σ’ όλη την Ελλάδα και αποσκοπεί να διατηρήσει/διαφυλάξει την καλλιέργεια των ντόπιων-παραδοσιακών ποικιλιών οι οποίες, σύμφωνα με το Υπουργείο, στο μέλλον μπορούν να συνδράμουν στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων διαφοροποιημένης ποιότητας (ΠΓΕ, ΠΟΠ, ΠΠΠ) και προστιθεμένης αξίας (Υπ.Α.Α.Τ., 2005). Ωστόσο, έχουν εκφραστεί επιφυλάξεις για το κατά πόσο το συγκεκριμένο Μέτρο μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη διατήρηση των πραγματικά απειλούμενων, από γενετική διάβρωση, ντόπιων ποικιλιών, αφού η μισή από τη συνολική έκταση που επιδοτείται (3.000 εκτάρια), αφορά είδη και ποικιλίες που συμπεριλαμβάνονται ήδη στους εθνικούς καταλόγους (επιτρέπεται, δηλαδή, ήδη η εμπορία τους). Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος της ενίσχυσης, δεν πηγαίνει σε αυτούς που πραγματικά διατηρούν ντόπιες ποικιλίες, ενώ πριμοδοτούνται συγκεκριμένοι γεωργοί, σε συγκεκριμένες περιοχές (ΑΙΓΙΛΟΠΑΣ, 2006). Η ίδια παρέμβαση, θα συνεχιστεί και στο Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης 2007-2013 “Αλέξανδρος Μπαλτατζής”, με το Μέτρο 214, Δράση 3.2 “Διατήρηση εκτατικών

33


καλλιεργειών που κινδυνεύουν από γενετική διάβρωση”, με υπηρεσία εφαρμογής τη Δ/νση Χωροταξίας και Προστασίας Περιβάλλοντος του Υπ.Α.Α.Τ., συνεπικουρούμενη σε ειδικά θέματα αρμοδιότητάς της, από τη Δ/νση Εισροών Φυτικής Παραγωγής. Πρόκειται να εφαρμοσθεί σε 4.380 εκτάρια (Υπ.Α.Α.Τ.).

4.3 Η έκταση της γενετικής διάβρωσης των φυτογενετικών πόρων για τη γεωργία στην Ελλάδα Το μέγεθος της γενετικής διάβρωσης στην Ελλάδα, είναι αποκαρδιωτικό. Στη χώρα μας καλλιεργούνταν 250 ποικιλίες σταριού (111 ποικιλίες και πληθυσμοί μαλακού και 139 σκληρού). Από αυτές, απέμειναν μόνο οι 20. Αντίστοιχα, από τις 210 ποικιλίες και πληθυσμούς καλαμποκιού, απέμειναν μόνο οι 30 (Σαϊνατούδης, 2002). Πρόσφατες έρευνες έχουν δείξει, ότι μόνο το 1% των εντόπιων ποικιλιών σίτου και το 2-3 % των ποικιλιών λαχανικών που υπήρχαν πριν 50 χρόνια στην Ελλάδα, έχει διασωθεί υπό καλλιέργεια μέχρι τις μέρες μας. Το μεγαλύτερο μέρος του ντόπιου γενετικού υλικού της Ελλάδας, εκτοπίσθηκε ταχύτατα από την παραγωγική διαδικασία ως λιγότερο ανταγωνιστικό και σύντομα χάθηκε οριστικά. Μέσα σε μια δεκαετία, η Ελλάδα έχασε εκατοντάδες ποικιλίες σιταριού, αχλαδιάς, μηλιάς, καλαμποκιού, τομάτας, κλπ (Σταυρόπουλος, et al). Σύμφωνα με τη Δεύτερη Εθνική Έκθεση του Υπ.Α.Α.Τ., “σχετικά με την κατάσταση των φυτογενετικών πόρων για τα τρόφιμα και τη γεωργία”, πιο γρήγορα υπέστησαν διάβρωση οι ποικιλίες σιτηρών, οι οποίες σήμερα ανέρχονται μόλις στο 1% της συνολικής έκτασης. Ανάλογη τάση, με καθυστέρηση 15 – 20 ετών, έχει αρχίσει να διαφαίνεται και για τις καλλιέργειες λαχανικών. Οι ντόπιες ποικιλίες συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται στην καλλιέργεια πολλών οπωροφόρων δέντρων (ελιά, μηλιά, κερασιά, αχλαδιά, βερικοκιά, φιστικιά) και στο αμπέλι και εδώ, όμως, ο αριθμός τους έχει μειωθεί αισθητά. Ο βασικός λόγος για τη γενετική αυτή διάβρωση, ήταν η αδιαμφισβήτητη ανωτερότητα των σύγχρονων ποικιλιών σε σύγκριση με αυτές που καλλιεργούνταν παραδοσιακά σε κάθε περιοχή, η καταλληλότητά τους για εντατικά καλλιεργητικά συστήματα και η συμμόρφωσή τους με τις απαιτήσεις της αγοράς. Αντίθετα, πολυετείς καλλιέργειες όπως αυτές της ελιάς, της αμπέλου, της συκιάς, οπωροφόρων, κλπ. (λόγω του ότι υφίστανται γενετική διάβρωση με αργούς ρυθμούς, καθώς παραμένουν στον αγρό για δεκαετίες και πολλαπλασιάζονται κυρίως αγενώς), βασίζονται σχεδόν αποκλειστικά στις παλαιότερες ντόπιες ποικιλίες ή επιλογές που έγιναν στις πρώτες εισαγωγές, που είχαν προσαρμοσθεί ήδη στις τοπικές συνθήκες, από χρόνια (Υπ.Α.Α.Τ., 2006).

34


4.4 Εθνικό Νομικό πλαίσιο Η προστασία και η διατήρηση του εγχώριου αβελτίωτου γενετικού υλικού της Ελλάδας, καθορίζεται από το Προεδρικό Διάταγμα 80/1990 (ΦΕΚ 40Α/22.03.1990). Εκεί, γίνεται διάκριση/κατάταξη του φυτικού γενετικού υλικού και καθορίζονται τα μέτρα προστασίας του (ex situ και in situ). Συγκεκριμένα προβλέπεται, εκτός των άλλων, “καθορισμός των περιοχών παραδοσιακής καλλιέργειας ντόπιων ποικιλιών που κινδυνεύουν να εξαφανισθούν, κατά προτίμηση σε ορεινές απομονωμένες περιοχές της Ηπειρωτικής Ελλάδας ή νησιών και σε θεσμοθετημένες ζώνες προστασίας των βιοτόπων της άγριας ζωής, όπως οι ποικιλίες αυτές καλλιεργούνται ακόμη και σε μικρή κλίμακα ή είναι σκόπιμο και εφικτό να επαναφερθούν” (βλ. Π.Δ. 80/90, Άρθρο 5, Παρ.γ΄). Μέσω του Διατάγματος καθορίζεται, επίσης, Εθνικό Σύστημα Διατήρησης και Προστασίας Φυτογενετικών Πόρων Καλλιεργούμενων Ειδών, στο οποίο εντάσσονται (βλ. Π.Δ.80/90, Άρθρο 6, Παρ.α΄- δ΄): α) η Τράπεζα Διατήρησης Γενετικού Υλικού, η οποία ορίζεται και ως Συντονιστικό – Εκτελεστικό Όργανο του Εθνικού Συστήματος διατήρησης και προστασίας φυτογενετικών πόρων καλλιεργούμενων ειδών, β) οι συλλογές – φυτείες που υπάρχουν ή πρόκειται να εγκατασταθούν, τόσο παραδοσιακών ποικιλιών, όσο και αντίστοιχων αγρίων ειδών που κινδυνεύουν με εξαφάνιση, γ) οι ζώνες προστασίας, όπου αναπτύσσονται συγκεκριμένες μορφές καλλιεργούμενων φυτικών ειδών και δ) οι συνεταιρισμοί ή ομάδες παραγωγών που μέσω σύμβασης που προβλέπει ειδική επιδότηση, καλλιεργούν ντόπιες ποικιλίες, πολλαπλασιάζοντάς τες με τον παραδοσιακό τρόπο. Η συλλογή και διακίνηση, τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό της χώρας, προστατευόμενων ειδών και ποικιλιών, προϋποθέτει σχετική άδεια, η οποία εκδίδεται ύστερα από γνωμοδότηση των αρμόδιων κατά περίπτωση επιστημονικών φορέων (Τράπεζα Διατήρησης Γενετικού Υλικού, Πανεπιστημιακά και Ερευνητικά Ιδρύματα, κλπ.) (βλ. Π.Δ.80/90, Άρθρο 10, Παρ.1). Διέπεται από το Νόμο 1546/1985, περί "οργάνωσης, παραγωγής και εμπορίας του πολλαπλασιαστικού υλικού φυτικών ειδών" (ΦΕΚ 164Α'/85), ο οποίος έδωσε τη δυνατότητα σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου, να δημιουργήσουν σποροπαραγωγικές και φυτωριακές επιχειρήσεις. Σύμφωνα με το Νόμο αυτό, οι αγρότες προμηθεύονται τους σπόρους ή άλλο είδος πολλαπλασιαστικού υλικού από τις τοπικές ή διεθνείς σποροπαραγωγικές εταιρίες ή φυτώρια, εφόσον αυτές τελούν υπό την εποπτεία των κρατικών αρχών. Η εμπορία σπόρου ή πολλαπλασιαστικού υλικού μιας ποικιλίας, επιτρέπεται μόνο εάν αυτή είναι καταχωρημένη στους Εθνικούς ή τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς καταλόγους Ποικιλιών Φυτικών Ειδών, αναπαράγεται από υπεύθυνο διατηρητή και παρακολουθείται από τα επίσημα όργανα της Ελληνικής αρχής σπόρων, πολλαπλασιαστικού υλικού και ελέγχου. Για όσα είδη δεν περιλαμβάνονται στους 35


Καταλόγους αυτούς, η εμπορία του πολλαπλασιαστικού τους υλικού τελεί υπό την εποπτεία των κρατικών αρχών (Υπ.Α.Α.Τ., 2006). Με το Νόμο 2204/1994, κυρώθηκε η Σύμβαση για τη Βιολογική Ποικιλότητα, που υπογράφηκε στο Ρίο ντε Τζανέιρο στις 5 Ιουνίου 1992 (ΦΕΚ 59Α/11.04.1994), ενώ με το Νόμο 3165/2003, κυρώθηκε η Διεθνής Συνθήκη σχετικά με τους φυτογενετικούς πόρους για τη διατροφή και τη γεωργία, που υιοθετήθηκε στη Ρώμη κατά την 31η Σύνοδο του FAO στις 3 Νοεμβρίου 2001 (ΕτΚ, Αρ. Φύλλου 177, 2003). Στο πλαίσιο του θεσμικού πλαισίου για την προστασία του φυτικού γενετικού υλικού της Ελλάδας έχουν εκδοθεί, επίσης, οι εξής Υ.Α: •

Η Υ.Α. 396851/22.10.92 (ΦΕΚ 626 Β'/92) για την "εγγραφή στον Εθνικό Κατάλογο ποικιλιών, ποικιλιών καρποφόρων δένδρων, θάμνων και λοιπών μικρών καρποφόρων".

Η Υ.Α. 396943/24.11.92 (ΦΕΚ 684 Β'/92) για την "εγγραφή στον Εθνικό Κατάλογο ποικιλιών, ποικιλιών αμπέλου".

Η Υ.Α. 329360/5.4.94 (ΦΕΚ 234 Β'/94) για την "εγγραφή στον Εθνικό Κατάλογο ποικιλιών, ποικιλιών κηπευτικών ειδών".

Η Υ.Α. 433374/16.12.94 (ΦΕΚ 934Β'/94) για την "εγγραφή στον Εθνικό Κατάλογο ποικιλιών, ποικιλιών καλλιεργουμένων ειδών". Αφορά στις αροτραίες καλλιέργειες (Εθνικό & Καποδιστριακό Παν/μιο Αθηνών).

Η Υ.Α. 135644/6-7-2005, για την «προστασία των ντόπιων ποικιλιών από τη γενετική διάβρωση», με την οποία αποφασίστηκε η εφαρμογή του Μέτρου 3.8 «Διατήρηση εκτατικών καλλιεργειών που κινδυνεύουν από Γενετική Διάβρωση», του Άξονα 3 «Γεωργοπεριβαλλοντικά Μέτρα», του Εγγράφου Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΠΑΑ) 2000 – 2006 (Υπ.Α.Α.Τ., 2005).

Το σύνολο της μέχρι τώρα νομοθεσίας, ακολουθώντας κατά προτεραιότητα επιλογές της Ε.Ε δεν έχει ευνοήσει, ούτε αξιοποιήσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η χώρα μας σε σχέση με τη βιοποικιλότητα και συγκεκριμένα την αγροβιοποικιλότητα, (Τόλιος, 2006).

4.5 Ex situ διατήρηση σήμερα στην Ελλάδα Σύμφωνα με τη Δεύτερη Εθνική Έκθεση του Υπ.Α.Α.Τ., “σχετικά με την κατάσταση των φυτογενετικών πόρων για τα τρόφιμα και τη γεωργία” (2006), ένα μικρό μόνο μέρος του μεγάλου φάσματος των αγρίων ειδών που αναπτύσσονται στην Ελλάδα έχει συλλεχθεί και διατηρείται στην Τράπεζα Γενετικού Υλικού. Η συλλογή είναι άριστη ως προς κάποια άγρια σιτηρά (όπως Aegilops ssp, Haynaldia ssp, Hordeum ssp.), ψυχανθή και όσπρια, τα οποία θεωρούνται ως εν δυνάμει πολλά υποσχόμενοι δότες γενετικού υλικού στα καλλιεργούμενα σιτηρά, για ανθεκτικότητα στην ξηρασία, σε ασθένειες, κλπ. Ωστόσο, η συλλογή είναι 36


μάλλον φτωχή, συγκρινόμενη με τους υπάρχοντες γενετικούς πόρους στην Ελλάδα, σε λαχανικά, δέντρα, καλλωπιστικά φυτά, άγρια κτηνοτροφικά φυτά, όσπρια, φαρμακευτικά και αρωματικά φυτά. Από το 1995 ως το 2005 υπήρξε μικρή μόνο αύξηση της τάξης του 11% στον αριθμό καταχωρήσεων των πλέον σημαντικών καλλιεργειών που διατηρούνται στην Τράπεζα Γενετικού Υλικού, γεγονός που αντανακλά το δραματικό βαθμό γενετικής διάβρωσης και μη αναστρέψιμων απωλειών των παραδοσιακών αβελτίωτων ποικιλιών στην Ελλάδα και τη δυσκολία να βρεθεί και να διασωθεί αυτό το υλικό (Υπ.Α.Α.Τ., 2006). Ωστόσο, από το 1995 που συντάχθηκε η «Πρώτη Εθνική Έκθεση σχετικά με την κατάσταση των Φυτογενετικών Πόρων για τα Τρόφιμα και τη Γεωργία», έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στον τομέα αυτό. Αξίζει να σημειωθεί, ότι το 1995 ο αριθμός των καταχωρημένων δειγμάτων γενετικού υλικού της Τράπεζα Γενετικού Υλικού ήταν 7.220 (66 γένη και 169 είδη καλλιεργούμενων φυτών και συγγενικών ειδών), ενώ το 2005 ο αριθμός αυτός είχε ανέλθει σε 10.650 (Υπ.Α.Α.Τ., 2006). Η χρήση του γενετικού υλικού που συλλέγεται από την Τράπεζα Γενετικού Υλικού και τα Ερευνητικά Ινστιτούτα Βελτίωσης είναι μάλλον περιορισμένη, κυρίως λόγω του ότι η αξιολόγησή του δεν είναι καθόλου επαρκής για να επιτρέψει τον εντοπισμό υποσχόμενων πληθυσμών ή γενετικού υλικού, προς άμεση αξιοποίηση σε βελτιωτικά προγράμματα (Υπ.Α.Α.Τ., 2006). Ex – situ διατήρηση γίνεται και από Ινστιτούτα, Πανεπιστήμια και άλλους Οργανισμούς στις εγκαταστάσεις τους. Τα περισσότερα από αυτά υπάγονται στο ΕΘΙΑΓΕ, αλλά δείγματα και συλλογές διαθέτουν και διάφορα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα και Βοτανικοί Κήποι, κυρίως για επιστημονική έρευνα. Παραδείγματα αποτελούν το Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων (ΜΑΙΧ) στην Κρήτη, το Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών – Εργαστήριο Βοτανικής και τα Βοτανικά Μουσεία (Herbaria), διαφόρων Πανεπιστημίων και Ιδρυμάτων, με σημαντικότερο αυτό του Πανεπιστημίου Πατρών (Εργαστήριο Βιολογίας Φυτών) (βλ. αναλυτικά, Υπ.Α.Α.Τ., 2006).

4.6 In situ και on farm διατήρηση σήμερα στην Ελλάδα Σε αντίθεση με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η διατήρηση γίνεται κυρίως ex situ και παρά τη μεγάλη γενετική διάβρωση που έχει επέλθει στο φυτογενετικό υλικό της χώρας μας τα τελευταία 60 χρόνια, διατηρούνται στον αγρό πολλά είδη και ντόπιες ποικιλίες, οι οποίες όμως δεν είναι εγγεγραμμένες στους ευρωπαϊκούς και εθνικούς καταλόγους ποικιλιών (Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών). Στο πλαίσιο της Δεύτερης Εθνικής Έκθεσης του Υπ.Α.Α.Τ., “σχετικά με την κατάσταση των φυτογενετικών πόρων για τα τρόφιμα και τη γεωργία” (2006), έχουν προταθεί κάποιες περιοχές όπου επιβιώνουν ακόμη παραδοσιακά αγροτικά συστήματα και ένας αριθμός

37


ντόπιων ποικιλιών, τα οποία εντοπίζονται κυρίως σε νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου πελάγους και σε ορεινές περιοχές. Η γεωγραφική απομόνωση των περιοχών αυτών έχει ευνοήσει, όπως είναι φυσικό, την αντίσταση στην πίεση των σύγχρονων εξελίξεων και τη διατήρηση των παραδοσιακών πρακτικών και των καλλιεργούμενων ποικιλιών (Υπ.Α.Α.Τ., 2006). Αντίστοιχη έρευνα και εντοπισμός ποικιλιών, έχει πραγματοποιηθεί από διάφορους άλλους φορείς, τόσο κρατικούς όσο και Μ.Κ.Ο. Παραδείγματα, αποτελούν το Ινστιτούτο Σιτηρών του ΕΘΙΑΓΕ, το Κέντρο Αγροτικής & Περιβαλλοντικής Έρευνας “Αρχιπέλαγος” στην Ικαρία (ΠΕΛΙΤΙ, 2007), το Ινστιτούτο Φυλλοβόλων της Νάουσας, το Ινστιτούτο Ελιάς και Υποτροπικών Φυτών των Χανίων, το Ινστιτούτο Ελιάς και Οπωροκηπευτικών της Καλαμάτας και το Ινστιτούτο Αμπελουργίας (βλ. αναλυτικά, Υπ.Α.Α.Τ., 2006).

4.7 Μη θεσμικές πρωτοβουλίες για τη διατήρηση των ντόπιων ποικιλιών στην Ελλάδα Ιδιαίτερα σημαντική, για τη διατήρηση και προώθηση των ντόπιων ποικιλιών στη χώρα μας, είναι η συμβολή ενός αριθμού ομάδων που δρουν πρωτοβουλιακά στον τομέα αυτό και δραστηριοποιούνται είτε σε τοπικό, είτε σε πανελλαδικό επίπεδο. Ένα δίκτυο πανελλαδικής εμβέλειας, είναι ο “ΑΙΓΙΛΟΠΑΣ” (Πανελλαδικό Δίκτυο για τη Βιοποικιλότητα και την Οικολογία στη Γεωργία). Στόχος του δικτύου είναι, μεταξύ άλλων, η προώθηση των ντόπιων ποικιλιών αγροτικών φυτών, να αναπτυχθούν ποικιλίες προσαρμοσμένες στις τοπικές συνθήκες παραγωγής, να τονισθεί η αξία του ντόπιου προσαρμοσμένου γενετικού υλικού και να τονισθεί ο ρόλος του γεωργού στη διατήρηση της βιοποικιλότητας των αγροοικοσυστημάτων, καθώς και το δικαίωμά του για συμμετοχή στη διαχείριση και τα οφέλη του γενετικού πλούτου. Συνεργάζεται με φορείς και Ιδρύματα του εσωτερικού και του εξωτερικού και είναι μέλος του SAVE (ΑΙΓΙΛΟΠΑΣ). Στο Κιλκίς, βρίσκεται το εστιακό σημείο του “ΑΙΓΙΛΟΠΑ”, ένα Αγρόκτημα Γεωργικής Βιοποικιλότητας & Περιβαλλοντικής Παρέμβασης (ΠΕΛΙΤΙ, 2007). Η Εναλλακτική Κοινότητα “ΠΕΛΙΤΙ”, είναι ένα ακόμη πανελλαδικό δίκτυο, που ασχολείται με τη συλλογή, διατήρηση και διάδοση των ντόπιων ποικιλιών. Διαθέτει ντόπιες ποικιλίες από εξερευνητικές αποστολές (ΠΕΛΙΤΙ, 2007, βλ. Κεφ. 6.2). Το “Δίκτυο Ανταλλαγής Ντόπιων Σπόρων Γρεβενών”, διαθέτει μικρές ποσότητες ντόπιων ποικιλιών ορισμένων ειδών, τόσο φυτών, όσο και ζώων (ΠΕΛΙΤΙ, 2007). Το Δίκτυο “Οικοκοινότητα”, είναι ένα πανελλαδικά αυτοοργανωμένο δίκτυο, βασισμένο σε σχέσεις αλληλεγγύης και συνεργασίας, τόσο παραγωγών, όσο και απλών αλλά ενεργών πολιτών, με σκοπό την προώθηση της οικολογικής παραγωγής και των κοινοτιστικών εναλλακτικών δραστηριοτήτων. Ιδρύθηκε το Σεπτέμβριο του 2002 (Δίκτυο Οικοκοινότητα, 2008).

38


Άλλες ομάδες είναι οι “Φίλοι της Γης Τρικάλων”, η “Περιβαλλοντική Ομάδα Ερέτριας”, το Δίκτυο, ο “Σπόρος” (Συνεταιρισμός για το Εναλλακτικό και Αλληλέγγυο Εμπόριο), ο Σύλλογος Ενεργών Πολιτών Αίγινας, ο Συνεταιρισμός “Γαία” (διαθέτει μικρές ποσότητες σπόρων ντόπιων ποικιλιών), η Ομάδα “Δια-σπορά Αντίστασης” (έχει αποστολή την αντιπληροφόρηση ενάντια στους Γ.Τ.Ο. και τις πατέντες, μέσω της έκδοσης σχετικού εντύπου, τη συλλογή και τις συλλογικές πειραματικές καλλιέργειες ντόπιων ποικιλιών, κλπ.), το Δίκτυο Ανταλλαγής Ντόπιων Σπόρων Λέσβου, ο Πολιτιστικός Σύλλογος Ορεινού Μακρύ Γιαλού Νομού Λασιθίου, κλπ. (ΠΕΛΙΤΙ, 2007).

39


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. ΚΙΝΗΤΡΑ ΝΤΟΠΙΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ

&

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ

ΤΩΝ

ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΩΝ

5.1 Εισαγωγή Για την κατανόηση των γενικών οικολογικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών χαρακτηριστικών της διατήρησης φυτικού γενετικού υλικού και δημιουργίας δικτύων ανταλλαγής, έγινε χρήση βιβλιογραφικού υλικού, που περιστρέφεται γύρω από την ιστορική εξέλιξη της in situ, ex situ και on farm διατήρησης τόσο στην Ελλάδα, όσο και παγκοσμίως, ώστε να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι που οδήγησαν στην ολοένα και εντεινόμενη απειλή πλήθους ποικιλιών με γενετική διάβρωση ή εξαφάνιση, μέσα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού μοντέλου και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Το θεωρητικό αυτό πλαίσιο, αναδεικνύει ποικίλα ζητήματα σχετικά με την κατάσταση των φυτικών γενετικών πόρων για τη γεωργία, μέσω της αναφοράς σε νομικά - ρυθμιστικά θέματα, στις επιπτώσεις της κατοχύρωσης πνευματικών δικαιωμάτων από εταιρίες σε σχέση με τα δικαιώματα των αγροτών, κλπ., θέματα που με τη σειρά τους εξηγούν την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό των πολιτικών, προς μια περισσότερο κοινωνικο-οικολογική κατεύθυνση. Μέσα από αυτό το πλαίσιο και δεδομένης της σημαντικότητας της παραδοσιακής γνώσης και του ρόλου των γεωργών, αναδύεται η σκοπιμότητα της διερεύνησης των κινήτρων και των γενικότερων παραγόντων, που επηρεάζουν τη λήψη αποφάσεων των δεύτερων, σχετικά με την καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών και τη συμμετοχή τους σε δίκτυα ανταλλαγής σπόρων. Εξάλλου, όσον αφορά στην εξέταση των περιφερειακών αγροτροφικών δικτύων, οι Waltmore & Thorne προτείνουν την απόκλιση από τη μονοδιάστατη οπτική της πολιτικής οικονομίας και την εστίαση στην κατανόηση των κοινωνικο-φυσικών παραμέτρων τους (Murdoh, 2000).

5.2 Καλλιεργητές, ντόπιες ποικιλίες και δίκτυα ανταλλαγής σπόρων Η σημασία της αγροβιοποικιλότητας προσλαμβάνεται διαφορετικά από κάθε άτομο και η προσπάθεια διατήρησής της αντιμετωπίζεται ως απόφαση συμφέρουσας ή μη συμφέρουσας κίνησης, που συνδέεται τόσο με αντικειμενικούς / οικονομικούς παράγοντες, όσο και με κοινωνικούς / ψυχολογικούς. Στους παράγοντες αυτούς, περιλαμβάνονται οι δυνατότητες που προσφέρονται από την αγορά και άλλους θεσμούς, η τοπική και περιφερειακή οικονομία (Lambert et al., 2005), ο κρατικός σχεδιασμός (νομοθετικό πλαίσιο, μηχανισμοί ανταμοιβής, άμεσης αποζημίωσης, δικαιώματα χρήσης γης, κλπ.) (Pascual, 2006), τα χαρακτηριστικά και η δομή της εκμετάλλευσης (μέγεθος, τύπος, ανθρώπινο κεφάλαιο, παραγωγή, κλπ., με πιο σημαντικό το μέγεθος) (Rana et al., 2002), το επίπεδο ενημέρωσης και πληροφόρησης των καλλιεργητών, οι τεχνολογικές δυνατότητες, καθώς και οι προσωπικές αξίες και οι ηθικές κατασκευές των εμπλεκομένων (Pascual, 2006), οι οποίες συνδέονται άμεσα και με το περιβαλλοντικό ενδιαφέρον τους.

40


Ειδικά για τη συμμετοχή στα κοινά, μέσω της ανάληψης συλλογικής δράσης σε περιβαλλοντικά προγράμματα, υποστηρίζεται ότι η πρόθεση των αγροτών να συμμετέχουν στην υλοποίησή τους, καθορίζεται περισσότερο από κοινωνικούς παράγοντες (αντίληψη του οφέλους για την κοινότητα, εμπιστοσύνη στην πρόθεση και δέσμευση για συνεργασία από τους υπόλοιπους, κλπ.), παρά από ατομικές υλιστικές εκτιμήσεις (Marshall, 2004). Από έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε μη βιομηχανοποιημένες χώρες, προέκυψε ότι ο βασικός παράγοντας που επηρεάζει τους γεωργούς ως προς το αν θα καλλιεργήσουν ντόπιες ή εμπορικές ποικιλίες 1 , είναι κυρίως η συμμετοχή τους στην αγορά (συνήθως, καλλιεργητές που συμμετέχουν στην αγορά, καλλιεργούν τόσο ντόπιες, όσο και εμπορικές ποικιλίες) (Rana et al, 2002). Η ποικιλότητα ειδών που καλλιεργούνται, επίσης, εξαρτάται από τη σχέση ζήτησης και προσφοράς της ποικιλότητας των ειδών διατροφής εκ μέρους της κοινότητας και των άλλων γεωργών και οι αποφάσεις και ενέργειες των γεωργών επηρεάζονται από αυτούς τους δύο παράγοντες (όσο αυξάνει η ζήτηση για συγκεκριμένα είδη ανεβαίνει η αξία των αντίστοιχων σπόρων, ενώ όσο αυξάνεται η προσφορά τους, η αξία αυτή πέφτει) (Bellon, 2003). Επιπλέον παράγοντες επιλογής των ποικιλιών, είναι η οικονομική κατάσταση, η κοινωνική τάξη, το μορφωτικό επίπεδο αυτών που συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων σχετικών με τη γεωργική παραγωγή σε επίπεδο κοινότητας (συνήθως των ίδιων των γεωργών) και η έκταση της καλλιεργούμενης γης, τόσο σε επίπεδο κοινότητας, όσο και σε επίπεδο εκμετάλλευσης. Σημαντικά κίνητρα καλλιέργειας ντόπιων ποικιλιών, αποτελούν η αντιμετώπιση κινδύνων στην παραγωγή, η αντιμετώπιση εχθρών και ζιζανίων, η ενίσχυση των κοινωνικών δεσμών (Bellon, 2003), η πολιτισμική σημασία του καλλιεργούμενου φυτού (έθιμα και τελετές), οι χρήσεις του από τις αγροτικές κοινωνίες και οι γευστικές προτιμήσεις που οι κοινωνίες αυτές έχουν (παροχή ποικιλίας στη διατροφή) (Bellon, 2003). Σε μεγάλο ποσοστό, οι γεωργοί ασκούν την καλλιέργειά τους, σύμφωνα με τις εδαφοκλιματικές συνθήκες της περιοχής τους, που διαμορφώνουν και το παραδοσιακό τους διαιτολόγιο, επιλέγοντας ποικιλίες που ανταποκρίνονται καλύτερα σε αυτούς τους δύο παράγοντες (Bellon, 1996). Ωστόσο, σε περιπτώσεις αλλαγών στις ποικιλίες, μεγάλο ρόλο παίζει η διάθεση πειραματισμού (Bellon & Jackson, 1997), προκειμένου να υπάρχει μεγαλύτερη πρόσβαση σε διαφορετικές ποικιλίες (Bellon, 2003). Σύμφωνα με στοιχεία της Biodiversity International, ένα μεγάλο μέρος των σπόρων που χρησιμοποιούνται στην καλλιέργεια, αποκτάται μέσω ανεπίσημων πηγών, όπως είναι οι τοπικές αγορές, οι φίλοι και οι συγγενείς (Biodiversity International). Μελέτες έχουν δείξει ότι, τα παραδοσιακά κοινωνικά δίκτυα και οικογενειακές σχέσεις, παίζουν μεγάλο ρόλο στην 1

Με τον όρο “ντόπιες ποικιλίες”, νοούνται αυτές που καλλιεργούνται κατά παράδοση στην περιοχή και δεν έχουν υποστεί βελτίωση, παρά μόνο στον αγρό, από τους ίδιους τους γεωργούς. Με τον όρο “εμπορικές” ποικιλίες, νοούνται αυτές που πληρούν τα “εμπορικά” κριτήρια των αποδόσεων και είναι πιστοποιημένες, είτε πρόκειται για επίσημα βελτιωμένες ποικιλίες, είτε για υβρίδια.

41


ανάπτυξη μηχανισμών ανταλλαγής σπόρων μεταξύ γεωργών (Bellon, 2003; Biodiversity International). Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις οι σπόροι δίνονται ως δώρο ή ως αντάλλαγμα για εργασία, κλπ. (CIP-UPWARD, 2003). Μπορεί πάντως να υποτεθεί, ότι από τη στιγμή που οι γεωργοί μοιράζονται το ίδιο ενδιαφέρον για τη διατήρηση της αγροβιοποικιλότητας έχουν, αντίστοιχα και κίνητρα να δρουν συλλογικά, π.χ. για τη δημιουργία και τη διατήρηση των δικτύων αυτών (Bellon, 2003). Οι γεωργοί που καλλιεργούν με παραδοσιακό τρόπο είναι πολλοί, αλλά εντοπίζονται κυρίως σε μικρές περιοχές (Rana et al., 2002). Από αυτούς που διατηρούν σπόρους, ως κύρια κίνητρα έχουν αναφερθεί κυρίως συναισθηματικοί λόγοι (τους εμπιστεύονται περισσότερο, νιώθουν πιο ασφαλείς, κλπ.), αλλά και το ότι η διατήρηση και καλλιέργεια δικών τους σπόρων από ντόπιες ποικιλίες είναι πιο οικονομική (Badstue, et al.), ενώ σχετικά με τα κίνητρα των ίδιων γεωργών για τη συμμετοχή τους σε ανεπίσημα δίκτυα ανταλλαγής σπόρων, έχουν αναφερθεί η έλλειψη επαρκούς, για τη σοδειά, ποσότητας γενετικού υλικού, η επιθυμία πειραματισμού, το παράδειγμα άλλων γεωργών, η κοινωνική ευθύνη και η επιθυμία συμμετοχής σε ανταλλακτική διαδικασία (Badstue, et al.). Έρευνα που εκπονήθηκε το 2000 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο του “European Cooperative Programme for Plant Genetic Resources (ECP/GR)” και αφορούσε τη συμπλήρωση ερωτηματολογίου, μέσω επαφών με Μ.Κ.Ο. και Ιδρύματα, σχετικά με διαφορετικές δράσεις για διατήρηση στον αγρό στις ευρωπαϊκές χώρες, έδειξε ότι η πλειονότητα των ντόπιων ποικιλιών καλλιεργείται σε μειονεκτικές περιοχές, όπου οι ντόπιες ποικιλίες διατηρούνται ακόμη από ηλικιωμένους ανθρώπους, σε μικρή κλίμακα, για ιδιοκατανάλωση και για διάθεση σε τοπικές αγορές (Negri et al., 2000). Σύμφωνα με τις εκθέσεις των περισσότερων χωρών, οι πιο δραστήριοι φορείς σε εθνικό επίπεδο, είναι οι Μ.Κ.Ο, καθώς και ιδρύματα και ερασιτέχνες ιδιώτες, ενώ κάποιες αναφέρουν έλλειψη ενδιαφέροντος για διατήρηση στον αγρό, από πλευράς κυβερνητικού τομέα και απουσία εκτεταμένων ερευνών (Negri et al., 2000). Η ίδια έρευνα ανέδειξε ότι, οι βασικοί λόγοι που οδηγούν σε διατήρηση των ντόπιων ποικιλιών στις ευρωπαϊκές χώρες είναι η ιδιοκατανάλωση, η ενασχόληση στο πλαίσιο του ελεύθερου χρόνου, εμπορικοί λόγοι (πώληση σε τοπικό, κυρίως, επίπεδο) ή η προώθησή τους από τις τοπικές και εθνικές αρχές. Οι δύο πρώτοι λόγοι (ιδιοκατανάλωση και ενασχόληση στον ελεύθερο χρόνο), είναι οι πιο σημαντικοί όσον αφορά στον αριθμό των καλλιεργούμενων ειδών (Negri et al., 2000). Όπου επικρατεί το κίνητρο της ιδιοκατανάλωσης, συνοδεύεται από κίνητρα διατήρησης της παράδοσης (ιδιαίτερες συνταγές που σχετίζονται με έθιμα ή θρησκεία), καλύτερης ποιότητας (αποτελέσματα από Ελλάδα, Ιταλία, Μάλτα, Ρουμανία και Ισπανία), καλύτερης προσαρμοστικότητας στους πεδοκλιματικούς περιορισμούς (Φιλανδία, Γεωργία, Ελλάδα, Ιταλία, Νορβηγία, Ρουμανία)

42


και μεγαλύτερης γενετικής ποικιλότητας σε σχέση με τις εμπορικές ποικιλίες και τα υβρίδια (Negri, V., et al., 2000, σελ. 16). Oι Potter και Garson (1988) και οι Potter και Lobley (1992), δίνουν έμφαση στην ιδιοσυγκρασία των γεωργών, τη σύνδεσή τους με τη γεωργία ως τρόπο ζωής και τη βάση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων σε στοιχεία περισσότερο “ικανοποίησης”, παρά αύξησης των κερδών. Για το λόγο αυτό, ανάλογες έρευνες έχουν δείξει ότι οι γεωργοί δεν είναι συχνά ανοιχτοί σε αλλαγές (Battershill & Gilg, 1996).

5.3 Κίνημα της υπαίθρου και αειφόρος ανάπτυξη Σύμφωνα με τον Woods (2003), υπάρχει, πλέον, ένα νέο αγροτικό κίνημα το οποίο αναπτύσσει δράση σε παγκόσμια κλίμακα. Εντοπίζεται κυρίως στη Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ και χαρακτηρίζεται από έντονη πολιτική κινητικότητα (Woods, 2003). Ενδιαφέρον σχετικά με το προφίλ ατόμων που παίζουν ρόλο στην αειφόρο αγροτική ανάπτυξη παρουσιάζει, για τη συγκεκριμένη έρευνα, μελέτη που αφορά τα “νέα κοινωνικά κινήματα” της υπαίθρου 2 σε τρεις χώρες (Πολωνία, Τσεχία και Ουγγαρία) (Gorlach et al, 2007). Σύμφωνα με αυτή, μέσω της προσπάθειας να δημιουργηθούν νέες δομές που θα ενδυναμώσουν την περιβαλλοντικά φιλική, κοινωνικά αποδεκτή και οικονομικά προσοδοφόρα κοινωνική δραστηριότητα, εντοπίζονται τρεις κύριες ομάδες ανθρώπων που δραστηριοποιούνται στα αγροτικά περιβάλλοντα: 1. Άτομα που επιθυμούν ανανέωση του αγροτικού τοπίου και οικολογική ισορροπία και τάσσονται υπέρ της κοινοτικής ζωής, δημιουργώντας δίκτυα προς την κατεύθυνση ενός συστήματος παραγωγής και κατανάλωσης, που θα δίνει ανεξαρτησία στις τοπικές κοινωνίες. 2. Παραδοσιακούς κατοίκους της υπαίθρου ή αγρότες που αντιστέκονται στις πιέσεις της αστικοποίησης, συνδυάζοντας την περιφερειακή με την αστική κουλτούρα. 3. Άτομα που δεν είναι αγρότες, αλλά αποτελούν τους πιο συνειδητοποιημένους από τους κατοίκους της υπαίθρου, ζώντας με έντονο οικολογικό και κοινωνικό προσανατολισμό. Έχουν υψηλό επίπεδο μόρφωσης, συχνά είναι γεννημένοι σε αστικό περιβάλλον και έχουν συνειδητά επιλέξει την ύπαιθρο ως τόπο και τρόπο ζωής, βασισμένο σε σύνολο αξιών και ενδιαφερόντων που, όπως πιστεύουν, δεν μπορεί να τους καλύψει το αστικό περιβάλλον. Συνήθως, αφήνουν μια καλή δουλειά στην πόλη για να ζήσουν στην ύπαιθρο, αναλαμβάνοντας μικρές καλλιεργητικές εκτάσεις και υιοθετώντας

2

Ως «νέα κοινωνικά κινήματα» (New Social Movements - NSMs) της υπαίθρου, εκλαμβάνονται αυτά που αναπτύχθηκαν στις μετα-κομμουνιστικές κοινωνίες της Ανατολικής Ευρώπης, τα γεωργικά τους συστήματα και τις αγροτικές τους κοινωνίες (Gorlach et al, 2007).

43


πολιτιστικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες ή πρακτικές εναλλακτικού τουρισμού σε μικρή κλίμακα (Gorlach et al, 2007).

5.4 Μεταβλητές περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση της διατήρησης ντόπιων ποικιλιών στον ελληνικό χώρο, όπως περιγράφηκε στο Κεφάλαιο 4 (εκτεταμένη γενετική διάβρωση και απώλεια γενετικού υλικού, κλπ.) και θεωρώντας ότι το περιβαλλοντικό ενδιαφέρον είναι, ενδεχομένως, από τα βασικότερα κίνητρα των Ελλήνων καλλιεργητών να καλλιεργήσουν ντόπιες ποικιλίες και να συμμετέχουν σε δίκτυα ανταλλαγής, κρίθηκε σκόπιμο να εξετασθούν οι παράγοντες που έχει δειχθεί ότι επηρεάζουν το ενδιαφέρον για το περιβάλλον, οι οποίοι είναι: η ηλικία, η κοινωνική θέση, ο τόπος διαμονής, η πολιτική θέση – ιδεολογία και το φύλο (Fransson & Garling, 1999). Γύρω από αυτούς τους παράγοντες εστιάστηκε η συγκριτική ανασκόπηση από τους Van Liere & Dunlap, αποτελεσμάτων ερευνών που είχαν πραγματοποιηθεί κυρίως στις ΗΠΑ, τη δεκαετία του 1970 (Van Liere & Dunlap, 1980). Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα των Van Liere & Dunlap έδειξε, ότι τα νέα άτομα έχουν πιο φιλο-περιβαλλοντικές στάσεις και «πιστεύω» από τους μεγαλύτερούς τους. Νεότερη έρευνα των Howell & Laska (1992), έδειξε ότι αυτό ισχύει ακόμη, αν και πιθανότατα μειωμένο, λόγω του ότι, παλαιότερα, άτομα μεγαλύτερα σε ηλικία δεν είχαν καθόλου πρόσβαση σε περιβαλλοντική πληροφόρηση (Howell & Laska, 1992). Έρευνα έχει δείξει ότι αυτό ισχύει και σε περιπτώσεις υιοθέτησης αγροπεριβαλλοντικών μέτρων, λόγω του ότι οι νέοι αγρότες είναι πιο πρόθυμοι να αναλάβουν ρίσκα και να κάνουν αλλαγές (Defrancesco et al., 2007). Όσον αφορά την κοινωνική θέση, η σχετική υπόθεση υποστηρίζει ότι το περιβαλλοντικό ενδιαφέρον σχετίζεται θετικά με το εισόδημα και το επίπεδο εκπαίδευσης. Ο Maslow (1970), υποστήριξε ότι άτομα που ανήκουν στη μεσαία και την ανώτερη εισοδηματική τάξη (που έχουν ικανοποιήσει, δηλαδή, τις βασικές υλικές τους ανάγκες και στοχεύουν, πλέον, σε “υψηλότερες” ανάγκες), δείχνουν μεγαλύτερο περιβαλλοντικό ενδιαφέρον (Maslow, 1970). Ωστόσο, η επίδραση της κοινωνικής θέσης, με την έννοια του εισοδήματος, δεν έχει διερευνηθεί ιδιαίτερα. Παρόλα αυτά, πλήθος ερευνών έχουν εστιάσει στη σχέση του περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος με το επίπεδο εκπαίδευσης, δείχνοντας έντονα θετικό βαθμό συσχέτισης (Fransson & Garling, 1999; Arcury & Christianson, 1990; Howell & Laska, 1980). Οι κάτοικοι αστικών περιοχών, θεωρούνται πιο ευαισθητοποιημένοι περιβαλλοντικά από αυτούς των αγροτικών περιοχών, λόγω του ότι εκτίθενται περισσότερο σε ενδείξεις περιβαλλοντικής υποβάθμισης (Fransson & Garling, 1999). Οι Arcury & Christianson, βρήκαν, επίσης, ότι οι κάτοικοι μεγάλων πόλεων είναι πιο ευαισθητοποιημένοι περιβαλλοντικά από αυτούς των μικρότερων πόλεων και της υπαίθρου (Arcury & Christianson, 1990), ενώ οι Howell & Laska, υποστηρίζουν ότι αυτό ίσχυσε σε μεγαλύτερο 44


βαθμό μέσα στη δεκαετία του ’80 (Howell & Laska, 1992). Οι Van Liere & Dunlap, έδειξαν ότι η συσχέτιση τόπου διαμονής – ενδιαφέροντος είναι ισχυρότερη όταν αφορά σε τοπικά ζητήματα (Van Liere & Dunlap, 1980). Αρκετές έρευνες έχουν δείξει έντονη συσχέτιση του περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος με την πολιτική τοποθέτηση των ερωτώμενων, όχι με την έννοια της κομματικής ταυτότητας, αλλά με αυτήν της πολιτικής τοποθέτησης - ιδεολογίας. Οι Van Liere & Dunlap, υποστήριξαν ότι τα “φιλελεύθερα” άτομα ενδιαφέρονται περισσότερο από τους “συντηρητικούς”, λόγω του ότι ο τομέας των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας, εκπροσωπείται περισσότερο από συντηρητική ιδεολογία, η οποία δε συνάδει με περιβαλλοντική μέριμνα ή με καινοτόμο δράση (Dunlap, 1975). Τέλος, σε σχέση με το φύλο, έρευνες που έχουν γίνει, δείχνουν διφορούμενα αποτελέσματα. Άλλες θέλουν τις γυναίκες να δείχνουν μεγαλύτερο περιβαλλοντικό ενδιαφέρον από τους άνδρες και άλλες, ακριβώς το αντίθετο (McDonald, L.W. & Hara N., 1994). Ωστόσο, σε πολλές περιπτώσεις, δείχθηκε ότι οι γυναίκες εκφράζουν σε μεγαλύτερο βαθμό προθέσεις για φιλοπεριβαλλοντική δράση και έχουν πιο ισχυρές πεποιθήσεις για τα καταστροφικά αποτελέσματα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, ειδικά για τις επιπτώσεις στις ίδιες, στους άλλους και στα άλλα είδη. Οι Stern et al. (1995), έδειξαν ότι οι διαφορές αυτές οφείλονται κυρίως σε διαφορές που έχουν να κάνουν με τις διαφορές στις αξίες και τις πεποιθήσεις με τις οποίες ανατρέφονται οι άνδρες και οι γυναίκες (Stern et al, 1995). Από τις έρευνες, υποδεικνύεται ότι οι νέοι, με μεγαλύτερο επίπεδο εκπαίδευσης και φιλελεύθερη ιδεολογία, κάτοικοι αστικών περιοχών, είναι αυτοί που δείχνουν το μεγαλύτερο περιβαλλοντικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, μία τέτοια δήλωση δεν θα έπρεπε να είναι απόλυτη, καθώς οι σχέσεις μεταξύ κοινωνιο-δημογραφικών παραγόντων και περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος είναι, γενικά, έωλες. Οι Ajten και Fishbein (1980), υποστηρίζουν ότι πρέπει να διεξάγονται συμπεράσματα μόνο κατά περίπτωση, λαμβάνοντας υπόψη και ψυχολογικές – συμπεριφορικές παραμέτρους (Bamberg, 2003). Επιπλέον, έχει βρεθεί ότι από τη δεκαετία του ’80 και μετά, άτομα μεγαλύτερης ηλικίας έχουν αλλάξει συμπεριφορά, ενδεχομένως λόγω του ότι έχει αυξηθεί το γενικότερο περιβαλλοντικό ενδιαφέρον (Fransson & Garling, 1999). Στην προσπάθεια σύνδεσης της ατομικής περιβαλλοντικής συμπεριφοράς με κοινωνικούς – ψυχολογικούς παράγοντες (αξίες, ιδέες, λογικούς υπολογισμούς, κλπ.), αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες (Kaiser et al, 1999; Μποτετζάγιας, 2008). Οι θεωρίες αυτές εφαρμόζονται και στο πλαίσιο της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, με το πρώτο γραμμικό μοντέλο που θεωρούσε ότι η περισσότερη γνώση οδηγεί σε θετική στάση απέναντι στο περιβάλλον και, κατά συνέπεια, σε πιο υπεύθυνη περιβαλλοντικά συμπεριφορά και, στη συνέχεια, με τα πιο περίπλοκα μοντέλα (Θεωρία της Προκαθορισμένης Συμπεριφοράς, Διάγραμμα Ροής

45


Συμπεριφοράς, κλπ.,), που περιλάμβαναν περισσότερες μεταβλητές στην προσπάθεια ερμηνείας της περιβαλλοντικά υπεύθυνης συμπεριφοράς (Τσαμπούκου – Σκαναβή, 2004). Μέσα από τις παραπάνω θεωρίες και με βάση έρευνες σχετικές με κίνητρα που έχουν ωθήσει γεωργούς να υιοθετήσουν πρακτικές διατήρησης ή γενικότερα φιλοπεριβαλλοντικές πρακτικές, η ατομική περιβαλλοντική συμπεριφορά μπορεί να ερμηνευθεί ως παράμετρος διαφόρων παραγόντων, όπως των κοινωνικών σχέσεων και των περιορισμών που αυτές θέτουν (Mamadouh, 1999), των αξιών του ατόμου και του ρόλου που παίζουν στην οργάνωση των αντιλήψεων και των προτύπων του (Schwartz, 2005), του αισθήματος ελέγχου και προσωπικής ευθύνης (Fransson & Garling, 1999; Kaiser & Shimoda, 1999), των παραγόντων που προσλαμβάνονται ως απειλές για την ατομική υγεία (Fransson & Garling, 1999), των προθέσεων που έχει το άτομο ως προς το αν θα ακολουθήσει ή όχι μια συμπεριφορά, ως συνάρτησης των στάσεών του προς αυτή και μίας σειράς υποκειμενικών προτύπων (Μποτετζάγιας, 2008) ή ορθολογικών υπολογισμών που στηρίζονται στο ατομικό συμφέρον. Οι παραπάνω θεωρίες, δίνουν έμφαση στο ατομικό επίπεδο. Ωστόσο, οι αντικειμενικές συνθήκες, όπως ο τόπος διαμονής, το κοινωνικό περιβάλλον, οι συνολικές «πολιτισμικές» αξίες της κοινότητας, κλπ. επηρεάζουν, επίσης, σε μεγάλο βαθμό το περιβαλλοντικό ενδιαφέρον και συμπεριφορά (Μποτετζάγιας, 2008).

46


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. Η ΕΡΕΥΝΑ 6.1 Αντικείμενο και σκοπός της έρευνας Σκοπός της παρούσας εμπειρικής έρευνας, είναι η διερεύνηση της ύπαρξης ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των Ελλήνων καλλιεργητών ντόπιων ποικιλιών, οι οποίες δεν είναι εγγεγραμμένες στον Εθνικό Κατάλογο Καλλιεργούμενων Ποικιλιών και τείνουν να εκλείψουν. Απώτερος στόχος, είναι η δημιουργία του προφίλ των καλλιεργητών αυτών, το οποίο ενδεχόμενα τους εντάσσει σε μία χαρακτηριστική ομάδα. Σκοπός είναι, επίσης, η διερεύνηση των κινήτρων που ωθούν τους καλλιεργητές στη διατήρηση των ποικιλιών και στη συμμετοχή σε δίκτυα ανταλλαγής σπόρων. Το ερευνητικό ενδιαφέρον επικεντρώνεται, πέρα από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των καλλιεργητών και στην προσπάθεια κατανόησης των στάσεων, αξιών και γενικότερων ενδιαφερόντων τους, ξεκινώντας με την πεποίθηση ότι τα χαρακτηριστικά αυτά έχουν μεγάλη σημασία στις αποφάσεις τους, θεωρώντας ότι δεν προσελκύονται στη δραστηριότητα αυτή από οικονομικά κίνητρα. Τέλος, η έρευνα έχει στόχο να αναδείξει, σύμφωνα με τη γνώμη των καλλιεργητών, μία σειρά χαρακτηριστικών της καλλιέργειας ντόπιων ποικιλιών και τη σημασία της ανταλλαγής σπόρων μεταξύ των καλλιεργητών.

6.2 Βασικές υποθέσεις προς διερεύνηση Η μέχρι τώρα έρευνα για τη διατήρηση των ντόπιων ποικιλιών, εστίασε σε περιβαλλοντικά, κοινωνικά και οικονομικά στοιχεία και ζητήματα πολιτικής. Επομένως, όπως προαναφέρθηκε, προκύπτει η ανάγκη για τη διερεύνηση των χαρακτηριστικών που συνθέτουν το προφίλ των καλλιεργητών ντόπιων ποικιλιών στη χώρα μας, καθώς και των κινήτρων που τους ωθούν στη διατήρηση των ποικιλιών αυτών και στη συμμετοχή σε δίκτυα ανταλλαγής σπόρων. Οι ερευνητικοί σκοποί της εργασίας, οδήγησαν στη διατύπωση των ακόλουθων Ερευνητικών Υποθέσεων (Ε.Υ.): •

Ε.Υ.1: Οι καλλιεργητές ντόπιων ποικιλιών, που συμμετέχουν σε δίκτυα και γιορτές ανταλλαγής σπόρων, ασχολήθηκαν τόσο με τις ντόπιες ποικιλίες, όσο και με τη γεωργία εν γένει, ορμώμενοι κυρίως από το περιβαλλοντικό τους ενδιαφέρον.

Ε.Υ.2: Οι καλλιεργητές ντόπιων ποικιλιών, που συμμετέχουν σε δίκτυα και γιορτές ανταλλαγής σπόρων, επέλεξαν να ασχοληθούν με τα δύο τελευταία, λόγω έντονου κοινωνικού ενδιαφέροντος.

47


Ε.Υ.3: Οι καλλιεργητές ντόπιων ποικιλιών, που συμμετέχουν σε δίκτυα και γιορτές ανταλλαγής σπόρων, επέλεξαν να ασχοληθούν με τα δύο τελευταία, έχοντας έντονα ιδεολογικά κίνητρα.

E.Y.4: Οι καλλιεργητές ντόπιων ποικιλιών, που συμμετέχουν σε δίκτυα και γιορτές ανταλλαγής σπόρων, έχουν αυξημένη γνώση ως προς τα χαρακτηριστικά των ντόπιων ποικιλιών.

Ε.Υ.5: Οι καλλιεργητές ντόπιων ποικιλιών, που συμμετέχουν σε δίκτυα και γιορτές ανταλλαγής σπόρων, είναι ευαισθητοποιημένοι στη διαχείριση των φυσικών πόρων.

Ε.Υ.6: Οι καλλιεργητές ντόπιων ποικιλιών, που συμμετέχουν σε δίκτυα και γιορτές ανταλλαγής σπόρων, έχουν αυξημένη κοινωνική συνείδηση.

Οι παραπάνω επιμέρους Ερευνητικές Υποθέσεις, μπορούν να συνοψισθούν στην εξής: “Οι καλλιεργητές ντόπιων ποικιλιών που συμμετέχουν σε δίκτυα και γιορτές ανταλλαγής σπόρων, είναι κυρίως άτομα μέσης ηλικίας, με σχετικά υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης και αστική καταγωγή, έχουν συνειδητά επιλέξει την ύπαιθρο ως τόπο διαβίωσης και τρόπο ζωής, κινούμενοι από φιλοπεριβαλλοντικές και κοινωνικές αξίες και ενδιαφέροντα και ασκούν τη γεωργική δραστηριότητα ερασιτεχνικά”.

6.3 Μεθοδολογική προσέγγιση Επιλέχθηκε η μέθοδος της εμπειρικής – ποσοτικής έρευνας, με χρήση ερωτηματολογίου για τη συγκέντρωση των πρωτογενών στοιχείων. Η μεθοδολογική προσέγγιση του θέματος, θα γίνει με τη διερεύνηση των παραγόντων που επηρεάζουν το προφίλ των καλλιεργητών ντόπιων ποικιλιών. Για το λόγο αυτό, επιλέγονται: 9 Τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά 9 Τα κίνητρα που είχαν για την ενασχόληση με τη γεωργία και την καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών 9 Οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των δύο παραπάνω Ιδιαίτερα, θα εκτιμηθούν τα εξής: 9 Η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στην ηλικία, τον τόπο καταγωγής και το επίπεδο εκπαίδευσης των καλλιεργητών και την απόφασή τους να ασχοληθούν με τη γεωργία. 9 Οι λόγοι που τους οδήγησαν να ασχοληθούν με τη γεωργία και το κατά πόσο αποτελεί την κύρια απασχόλησή τους.

48


9 Τα κίνητρα που τους ώθησαν να ασχοληθούν με την καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών και να συμμετέχουν σε συναντήσεις (γιορτές) ανταλλαγής σπόρων και φυτών. 9 Οι γνώσεις, απόψεις και στάσεις των καλλιεργητών, σχετικά με την οικολογική, κοινωνική, οικονομική και πολιτική σημασία της καλλιέργειας ντόπιων ποικιλιών και της ανταλλαγής σπόρων. 9 Οι απόψεις των καλλιεργητών γύρω από μία σειρά ερωτημάτων, που άπτονται της γεωργικής δραστηριότητας στη χώρα μας, της διατροφής, της κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης, κλπ..

6.4 Επιλογή του δείγματος και περιοχή μελέτης Λόγω δυσκολίας στον προσδιορισμό του συνολικού αριθμού των καλλιεργητών ντόπιων ποικιλιών στη χώρα μας, του καθορισμού ενός δείγματος και της επαφής μαζί τους (αφού δεν είναι καταγεγραμμένοι επίσημα σε κάποιους καταλόγους), κρίθηκε ως πιο αποτελεσματική η εκπόνηση της έρευνας στις εκδηλώσεις για τις ντόπιες ποικιλίες, που οργανώνει κάθε χρόνο το Δίκτυο Ανταλλαγής Σπόρων και Ντόπιων Ποικιλιών “ΠΕΛΙΤΙ”. Επρόκειτο για τις εκδηλώσεις της “7ης Απριλίου: Ημέρας αφιερωμένης στις ντόπιες ποικιλίες” και της “8ης Πανελλαδικής Γιορτής Ανταλλαγής Ντόπιων Ποικιλιών” του Δικτύου, που πραγματοποιήθηκαν τη 19η Απριλίου στην Κομοτηνή και την 3η Μαϊου στη Λάρισα (Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου), αντίστοιχα. Το “ΠΕΛΙΤΙ”, είναι ένα δίκτυο που ξεκίνησε τη λειτουργία του, ως εναλλακτική κοινότητα, το 1995 και πήρε τη σημερινή του μορφή το 2003, ως Αστική Μη Κερδοσκοπική Εταιρία, με έδρα το Μεσοχώρι του Δήμου Παρανεστίου, του Νομού Δράμας. Αυτή τη στιγμή, αριθμεί 116 μέλη (ΠΕΛΙΤΙ, 2007). Οι δραστηριότητες τις οποίες αναπτύσσει είναι η συλλογή, διατήρηση και διάδοση των ντόπιων ποικιλιών, η ανταλλαγή αγαθών και υπηρεσιών χωρίς χρήματα και η δημιουργία μίας κοινότητας “κιβωτού”, που αφορά το οργανωτικό τμήμα του δικτύου (ΠΕΛΙΤΙ, 2007). Η σημαντικότερη, ίσως, συμβολή της κοινότητας “ΠΕΛΙΤΙ” στη συλλογή, διατήρηση και διάδοση των ντόπιων ποικιλιών, είναι η δημιουργία ενός Πανελλαδικού Δικτύου Διατήρησης και Διάδοσης των Ντόπιων Ποικιλιών, με την ονομασία “Κατά Τόπους Αγροκτήματα”. Πρόκειται για ένα “χάρτη”, των σημείων της χώρας όπου υπάρχουν καλλιεργητές ντόπιων ποικιλιών και κτηνοτρόφοι αυτόχθονων αγροτικών ζώων. Όσον αφορά στις ντόπιες ποικιλίες, πρόκειται για καταλόγους που περιλαμβάνουν, ανά Νομό της χώρας, τα στοιχεία των καλλιεργητών που συμμετέχουν στα “Κατά Τόπους Αγροκτήματα” και τις ποικιλίες που καλλιεργούν.

49


Οι υποχρεώσεις που έχουν οι συμμετέχοντες στα “Κατά Τόπους Αγροκτήματα”, είναι η καλλιέργεια μίας τουλάχιστον ντόπιας ποικιλίας, της οποίας την καθαρότητα οφείλουν να διασφαλίζουν με τις παραδοσιακές μεθόδους καλλιέργειας και διατήρησης σπόρων, καθώς και η τήρηση αρχείου με στοιχεία για κάθε καλλιέργεια και η επιστροφή ενός μέρους των σπόρων στο “ΠΕΛΙΤΙ” (ΠΕΛΙΤΙ, 2007). Οι μέθοδοι καλλιέργειας που εφαρμόζονται από τα μέλη του δικτύου, είναι (ΠΕΛΙΤΙ, 2007): •

Παραδοσιακή καλλιέργεια: καλλιέργεια χωρίς χρήση χημικών λιπασμάτων και φυτοφαρμάκων.

Βιολογική καλλιέργεια: καλλιέργεια με βάση τον κανονισμό της Ε.Ε. για τη βιολογική γεωργία και με πιστοποίηση από κάποιον αρμόδιο φορέα πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων.

Συμβατική καλλιέργεια: φυτοπροστασίας.

Ομοιοδυναμική καλλιέργεια: καλλιέργεια κατά την οποία, εκτός από την αποφυγή χρήσης χημικών σκευασμάτων φυτοπροστασίας και λίπανσης, συνυπολογίζεται η ενεργειακή διάσταση στην ανάπτυξη των φυτών 3 .

Φυσική καλλιέργεια: καλλιέργεια κατά την οποία δεν πραγματοποιείται καμία ανθρώπινη επέμβαση, πέρα από τη φύτευση των σπόρων 4 .

καλλιέργεια

με

εφαρμογή

χημικών

σκευασμάτων

Το “ΠΕΛΙΤΙ”, έχει καθιερώσει τη μέρα της 7ης Απριλίου, ως μέρα αφιερωμένη στις ντόπιες ποικιλίες και διοργανώνει, τα τελευταία οκτώ χρόνια, την “Πανελλαδική Γιορτή Ανταλλαγής Ντόπιων Ποικιλιών”, η οποία έχει στόχους (ΠΕΛΙΤΙ, 2007): •

Να δοθούν, μέσω ανταλλαγής ή απλά χωρίς αντίτιμο, σπόροι ντόπιων ποικιλιών στους καλλιεργητές που παρίστανται στο χώρο της γιορτής, είτε έχουν συνεισφέρει και οι ίδιοι με σπόρους, είτε όχι.

Να πραγματοποιηθεί επαφή μεταξύ των καλλιεργητών, ώστε να ανταλλάξουν, εκτός από σπόρους, πληροφορίες και εμπειρία.

3

Πρόκειται για τη λεγόμενη “ομοιοπαθητική γεωργία”, “γκουρού” της οποίας θεωρείται ο Enzo Nastati, ερευνητής, βασικός πυρήνας του Ιταλικού Ινστιτούτου EURECA στην Τεργέστη (“Καθημερινή”, 2006). Η διαφορά της από τη βιολογική καλλιέργεια, είναι ότι συνυπολογίζει την ενεργειακή διάσταση της ζωής, στην ανάπτυξη των φυτών, μια αντίληψη συγγενή με αυτή που ισχύει στην ομοιοπαθητική ιατρική. Ουσιαστικά, δεν αποσκοπεί απλώς στο να αντιμετωπίσει τις ασθένειες χωρίς να βλάψει τη φύση, αλλά στο να τη “θεραπεύσει”, βελτιώνοντας τη γονιμότητα του εδάφους και αντιμετωπίζοντας το αγρόκτημα ως ενιαίο οικοσύστημα αλληλεπιδράσεων (Veg_GR, 2008). 4 Στη φυσική καλλιέργεια, εμπνευστής της οποίας υπήρξε ο Μασανόμπου Φουκουόκα, Ιάπωνας φυτοπαθολόγος, σπέρνεται μεγάλη ποικιλία σπόρων, τυλιγμένων με κοκκινόχωμα, πριν τις πρώτες βροχές του φθινοπώρου, προκειμένου να βλαστήσουν όσα φυτά ταιριάζουν στις εδαφοκλιματικές συνθήκες του οικοσυστήματος της περιοχής. Η διαφορά της από την παραδοσιακή γεωργία, έγκειται στην απουσία κατεργασίας του εδάφους, της χρήσης λιπασμάτων και της εφαρμογής οποιωνδήποτε καλλιεργητικών φροντίδων (Ομοσπονδία Περιβαλλοντικών και Οικολογικών Οργανώσεων Κύπρου).

50


Να διαδοθούν οι ντόπιες ποικιλίες, εκτός από τους καλλιεργητές, σε κάθε ενδιαφερόμενο που παρίσταται στο χώρο της γιορτής.

Κατά την εκπόνηση της έρευνας συμπληρώθηκαν, συνολικά, 37 ερωτηματολόγια, προκειμένου να μπορέσει να εφαρμοσθεί το θεώρημα των “μεγάλων αριθμών”, ενώ όλοι οι συμμετέχοντες ήταν, τελικά, καλλιεργητές που αποτελούν μέλη του δικτύου “ΠΕΛΙΤΙ”. Οι 37 αυτοί ερωτώμενοι, αποτελούν το 31,9% του συνόλου των μελών του δικτύου. Τα ερωτηματολόγια συμπληρώθηκαν από την ερευνήτρια, ώστε να μπορούν να καταγράφονται και επιπλέον σχόλια, τα οποία γίνονταν στο πλαίσιο της συζήτησης που διεξαγόταν με κάθε καλλιεργητή.

6.6. Περιγραφή του ερωτηματολογίου Ο σχεδιασμός του ερωτηματολογίου έγινε με βάση τους πέντε παράγοντες που επηρεάζουν το περιβαλλοντικό ενδιαφέρον, τις παραμέτρους των μοντέλων της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης (γνώση – στάση – συμπεριφορά), τους παράγοντες που έχει δειχθεί από έρευνες ότι επηρεάζουν την απόφαση των καλλιεργητών να καλλιεργήσουν ντόπιες ποικιλίες και να συμμετάσχουν σε δίκτυα ανταλλαγής και τους επιμέρους στόχους της έρευνας. Υπόψη λήφθηκε και το ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιεί το Δίκτυο “ΠΕΛΙΤΙ” για τους καλλιεργητές (ΠΕΛΙΤΙ, 2007), καθώς και αυτό που χρησιμοποιήθηκε για τη σύνταξη της “Δεύτερης Εθνικής Έκθεσης της Ελλάδας για την κατάσταση των Φυτογενετικών Πόρων”, στο πλαίσιο της έρευνας του FAO, το 2005 (Υπ.Α.Α.Τ.). Οι ερωτήσεις που περιλήφθηκαν, σκοπό είχαν να συγκεντρώσουν τριών ειδών δεδομένα: 9 Χαρακτηριστικά από το προσωπικό πεδίο των ερωτώμενων (ηλικία, επίπεδο μόρφωσης, επάγγελμα, κλπ.). 9 Γνώμες (άμεσες εκτιμήσεις για μία σειρά θεμάτων), στάσεις (διαθέσεις, αξίες, προτιμήσεις, κλπ) και κίνητρα (προσδοκίες, φιλοδοξίες, κλπ.). 9 Γνώσεις (ενδείξεις γύρω από το επίπεδο γνώσεων συγκεκριμένων αντικειμένων) των ερωτώμενων (Javeau, 1996). 9 Συμπεριφορά των ερωτώμενων, σε σχέση με τα θέματα που αφορούν την έρευνα. Προκειμένου να αντληθούν τα παραπάνω δεδομένα, γίνεται χρήση κυρίως κλειστών και ημικλειστών ερωτήσεων, ώστε να καλυφθούν και απαντήσεις που δεν έχουν προβλεφθεί, ερωτήσεων – φίλτρων, ανοικτών ερωτήσεων για πιο περίπλοκα ζητήματα, καθώς και τακτικών κλιμάκων και της κλίμακας Likert, για την καταγραφή των στάσεων, απόψεων και γνωμών των καλλιεργητών, για μία σειρά θεμάτων (Σιάρδος, 1989).

51


Η κλίμακα Likert, χρησιμοποιήθηκε σε ερωτήσεις που είχαν να κάνουν με αξιολόγηση μίας σειράς χαρακτηριστικών της καλλιέργειας ντόπιων ποικιλιών, έναντι αυτής εμπορικών ποικιλιών και υβριδίων, αξιολόγηση της συμβολής της ανταλλαγής σπόρων σε μία σειρά θεμάτων και, τέλος, με την άποψη των ερωτώμενων για μία σειρά προτάσεων, που άπτονται περιβαλλοντικών, γεωργικών και κοινωνικοοικονομικών θεμάτων. Και στις τρεις περιπτώσεις, χρησιμοποιήθηκε κλίμακα 1 έως 5. Στις δύο πρώτες περιπτώσεις, οι τιμές έπαιρναν τη μορφή: 1 - Καθόλου, 2 – Λίγο, 3 – Μέτρια, 4 – Πολύ, 5 – Πάρα πολύ. Στην τρίτη περίπτωση, η κλίμακα χρησιμοποιήθηκε για να μετρηθεί ο βαθμός συμφωνίας ή διαφωνίας των ερωτώμενων και η μορφή ήταν: 1 – Διαφωνώ απόλυτα, 2 – Διαφωνώ εν μέρει, 3 – Αδιαφορώ, 4 – Συμφωνώ εν μέρει, 5 – Συμφωνώ απόλυτα. Οι ερωτήσεις είναι διαχωρισμένες σε πέντε (5) ενότητες. Η πρώτη ενότητα, αφορά τα προσωπικά στοιχεία κάθε ερωτώμενου, η δεύτερη την ιστορία του (τους λόγους που τον οδήγησαν στην ανάληψη γεωργικής δραστηριότητας), η τρίτη τα στοιχεία καλλιέργειας και προώθησης των ντόπιων ποικιλιών που αφορούν κάθε ερωτώμενο, η τέταρτη συγκεντρώνει πληροφορίες που έχουν να κάνουν με τη δικτύωση κάθε ερωτώμενου και η πέμπτη, διερευνά τις απόψεις των ερωτώμενων, πάνω σε μία σειρά θεμάτων, που άπτονται των ντόπιων ποικιλιών, της ανταλλαγής σπόρων, αλλά και του περιβάλλοντος, της γεωργίας, της κοινωνικής οργάνωσης, κλπ. Πιο αναλυτικά, οι ερωτηθέντες καλούνται να δώσουν πληροφορίες για τα ακόλουθα: •

Φύλο, ηλικία, οικογενειακή κατάσταση, έτη εκπαίδευσης, τόπος καταγωγής, τόπος διαμονής, τοποθεσία καλλιέργειας, απασχόληση

Κύριους λόγους ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας

Λόγοι (κίνητρα) καλλιέργειας ντόπιων ποικιλιών

Στοιχεία της καλλιέργειας (καλλιεργούμενα είδη, επιδότηση, πιστοποίηση, έκταση, αριθμός δέντρων, μέθοδος καλλιέργειας, απόδοση / στρ.)

Βαθμό ευκολίας και πηγές εύρεσης σπόρων για τις ντόπιες ποικιλίες

Ιδανικούς τρόπους διάθεσης των προϊόντων από τις ντόπιες ποικιλίες και τρόπους με τους οποίους τις διαθέτουν οι ίδιοι οι ερωτώμενοι

Στοιχεία δικτύωσης των ερωτώμενων (έτη συμμετοχής στο δίκτυο, επαφή, κίνητρα που τους ώθησαν να ενταχθούν, πλήθος εκδηλώσεων ανταλλαγής που έχουν συμμετάσχει και κίνητρα για τη συμμετοχή τους, συμμετοχή σε άλλα δίκτυα / συλλογικές δραστηριότητες)

Αξιολόγηση μίας σειράς χαρακτηριστικών της καλλιέργειας ντόπιων ποικιλιών, έναντι αυτής εμπορικών ποικιλιών και υβριδίων, καθώς και της συμβολής της ανταλλαγής σε μία σειρά θεμάτων

52


Γνώση ή μη του νομοθετικού πλαισίου που αφορά τις ντόπιες ποικιλίες και τη σποροπαραγωγή, βαθμός και λόγους ικανοποιητικότητάς του ή μη

Στάση τους για τη βαρύτητα που θα έπρεπε, κατά προτεραιότητα, να δοθεί στη διατήρηση ειδών ντόπιων ποικιλιών, ανάλογα με την οικολογική και διατροφική τους σημασία

Πρόθεση ή μη αντικατάστασης των ποικιλιών που καλλιεργούν τώρα, με κάποιες που λαμβάνουν επιδότηση και αιτιολόγηση της στάσης τους

Άποψη για μία σειρά προτάσεων, που άπτονται περιβαλλοντικών, γεωργικών και κοινωνικοοικονομικών θεμάτων

Στο Παράρτημα, παρατίθεται το Ερωτηματολόγιο που χρησιμοποιήθηκε για τους σκοπούς της έρευνας, με σημειωμένα δίπλα σε κάθε ερώτηση, το είδος της πληροφορίας που θέλει να αντλήσει (5Π = 5 παράγοντες που επηρεάζουν το περιβαλλοντικό ενδιαφέρον, Γ = Γνώση, Σ = Στάση, Συ = Συμπεριφορά).

6.7 Στατιστική ανάλυση Η στατιστική επεξεργασία των ερωτηματολογίων, έγινε με την βοήθεια του στατιστικού πακέτου (Statistical Packet for Social Sciences) S.P.S.S. 16.0. Τα δεδομένα του ερωτηματολογίου κωδικοποιήθηκαν στο πρόγραμμα με την μορφή μεταβλητών και στη συνέχεια, ακολούθησε η επεξεργασία των μεταβλητών και η ανάλυση των αποτελεσμάτων. Εφαρμόσθηκε περιγραφική στατιστική ανάλυση, με την παράθεση περιγραφικών μέτρων (συχνοτήτων) και την παρουσία πινάκων απλής εισόδου. Για τις ερωτήσεις όπου γινόταν χρήση της κλίμακας Likert, υπολογίστηκε η μέση τιμή (mean) (Δαφέρμος, 2005). Εφαρμόστηκε, επίσης, διμεταβλητή στατιστική ανάλυση, με βασικό εργαλείο για τη συσχέτιση των μεταβλητών που εξετάζονται τον έλεγχο Χ 2, ως έλεγχο ανεξαρτησίας (SPSS, 2003; Δαφέρμος, 2005).

53


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΕΡΕΥΝΑΣ 7.1 Κοινωνικά χαρακτηριστικά των ερωτηθέντων

Κατά την εκπόνηση της έρευνας, συμπληρώθηκαν ερωτηματολόγια από 37 συνολικά ερωτηθέντες, οι οποίοι αποτελούν το 31,9% του συνόλου των μελών του δικτύου «ΠΕΛΙΤΙ».

Πίνακας 7.1.1. Φύλο και Οικογενειακή κατάσταση των ερωτηθέντων Μεταβλητές Γ1

Γ3

Φύλο

Οικογενειακή κατάσταση

Στατιστικά

Ν

%

Άνδρες

29

78,4%

Γυναίκες

8

21,6

Σύνολο

37

100%

Έγγαμοι

28

75,7%

Άγαμοι

9

24,3%

Σύνολο

37

100%

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η πλειονότητα των ερωτηθέντων είναι άνδρες, σε ποσοστό 78,4% (29 στους 37), ενώ μόνο 21,6% (8 στους 37), είναι γυναίκες. Το 75,7% των ερωτηθέντων, είναι έγγαμοι και το 24,3%, άγαμοι (βλ. Πίνακα 7.1.1).

Διάγραμμα 7.1.1. Ηλικιακή κατανομή των ερωτηθέντων 70%

62%

60%

Ποσοστό

50% 40% 30% 20%

14%

8%

16%

10% 0% 20-35

36-50

51-65

>65

Κατηγορίες ηλικιών

54


Η πλειονότητα των ερωτηθέντων που συμμετείχαν στην έρευνα (62%), είναι άτομα ηλικίας από 35–50 ετών. Τα άτομα ηλικίας >65 ετών αποτελούν το 16%, τα άτομα ηλικίας 51-65 ετών το 14%, ενώ τα άτομα ηλικίας 20-35, αποτελούν το 8% του συνόλου (βλ. Διάγραμμα 7.1.1).

Διάγραμμα 7.1.2. Επίπεδο εκπαίδευσης των ερωτηθέντων

54%

60% 50%

Ποσοστό

40%

29,7%

30% 20% 10%

10,8% 5,4%

0% ∆εν απ άντησαν

0 έως 6

6 έως 12

12 και π άνω

Έτη εκπ αίδευσης

Το μεγαλύτερο μέρος των ερωτηθέντων (54%) έχει υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, από 12 έτη και πάνω. Το 29,7% των ερωτηθέντων, έχει επίπεδο εκπαίδευσης από 6 έως 12 έτη και το 10,8% από 0 έως 6 έτη (βλ. Διάγραμμα 7.1.2).

55


Διάγραμμα 7.1.3. Τόπος καταγωγής / Τόπος διαμονής / Τοποθεσία καλλιέργειας των ερωτηθέντων 80%

73%

Ποσοστό ερωτηθέντων

70% 60%

54,1%

50% 40%

32,4% 27%

30% 20%

13,5%

10% 0% Αστικό κέν τρο

Ύπαιθρος

Τόπ ος καταγωγής

∆εν απάν τησαν

Αστικό κέν τρο

Ύπαιθρος

Τόπ ος διαμονής

Από τους ερωτηθέντες, το 54,1% έχει γεννηθεί και μεγαλώσει σε αστικό κέντρο και το 32,4% στην ύπαιθρο. Το 13,5%, δεν έδωσε κάποια απάντηση για τον τόπο καταγωγής του. Το 73% των ερωτηθέντων διαμένει στην ύπαιθρο και το 27% σε αστικό κέντρο (βλ. Διάγραμμα 7.1.3).

56


Διάγραμμα 7.1.4. Απασχόληση και σχέση εργασίας των ερωτηθέντων 51,3%

Απασχόληση

Υπ ηρεσίες 29,7%

Γεωργός 13,5%

∆εν απ άντησαν Παραγωγή & Μεταπ οίηση τροφίμων

5,4% 32,4%

Αυτοαπ ασχολούμενος

29,7%

Σχέση εργασίας

Μισθωτός ∆εν απ άντησαν

24,3%

Συνταξιούχος 0%

13,5% 10%

20%

30%

40%

50%

60%

Ποσοστό ερωτηθ'εντων

Περισσότεροι είναι οι ερωτηθέντες που απασχολούνται στις υπηρεσίες (είτε στο δημόσιο, είτε στον ιδιωτικό τομέα), αποτελώντας το 51,3% του συνόλου. Οι απασχολούμενοι συνολικά στον τομέα της γεωργίας (τόσο αυτοί που καλλιεργούν μόνο ντόπιες ποικιλίες, όσο και αυτοί που έχουν και άλλες καλλιέργειες), αποτελούν το 29,7% των ερωτηθέντων (η παραγωγή και διάθεση ντόπιων ποικιλιών, αποτελούν την κύρια απασχόληση για το 24,3% των ερωτηθέντων). Το 5,4% των ερωτηθέντων, απασχολείται στην παραγωγή και μεταποίηση τροφίμων. Το 13,5% των ερωτηθέντων, δεν έδωσε απάντηση σχετικά με την κύρια απασχόλησή του (βλ. Διάγραμμα 7.1.4). Το 32,4% των ερωτηθέντων είναι αυτοαπασχολούμενοι, το 29,7% μισθωτοί και το 13,5% συνταξιούχοι. Το 24,3%, δεν έδωσε απάντηση σχετικά με τη σχέση απασχόλησης (βλ. Διάγραμμα 7.1.4).

Τα αποτελέσματα της έρευνας που σχετίζονται με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των ερωτηθέντων, παρουσιάζονται συγκεντρωτικά στον Πίνακα 1, του Παραρτήματος.

57


7.2 Λόγοι ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας – Ενασχόλησης με τις ντόπιες ποικιλίες Προκειμένου να διερευνηθεί η πηγή ενδιαφέροντος των ερωτηθέντων για τη γεωργία, τους ζητήθηκε να αναφέρουν, με σειρά προτεραιότητας ξεκινώντας από τον πιο σημαντικό, τρεις λόγους, που τους οδήγησαν στην ανάληψη γεωργικής δραστηριότητας. Για τους σκοπούς της έρευνας, χρησιμοποιούνται τα αποτελέσματα που προέκυψαν από τις απαντήσεις που δόθηκαν για τον πρώτο σημαντικότερο λόγο ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας.

Διάγραμμα 7.2.1 Κύριοι λόγοι ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας εκ μέρους των ερωτηθέντων 50%

Ποσοστό ερωτηθέντων

45% 40%

45,9% 40,5%

35% 30% 25% 20% 15% 10%

13,5%

5% 0% Περιβαλλοντική ευαισθησία στάση ζωής

Οικογενειακή π αράδοση

Ιδιοπ αραγωγή π ροϊόντων / Αξιοπ οίηση ελεύθερου χρόνου

Κύριος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η “περιβαλλοντική ευαισθησία – στάση ζωής”, αποτέλεσε το βασικό λόγο ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας για το 45,9% των ερωτηθέντων. Η “οικογενειακή παράδοση”, αποτέλεσε το δραστηριότητας για το 40,5% των ερωτηθέντων.

βασικό

λόγο

ανάληψης

γεωργικής

Τέλος, η “ιδιοπαραγωγή προϊόντων” (παράλληλα με την “αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου”), αποτέλεσε το βασικό λόγο ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας, για το 13,5% των ερωτηθέντων (βλ. Διάγραμμα 7.2.1).

58


Όσον αφορά τα κίνητρα που τους ώθησαν να ασχοληθούν με ντόπιες ποικιλίες, οι ερωτηθέντες κλήθηκαν να επιλέξουν όσες τους αντιπροσώπευαν, από μία σειρά προτάσεων. Οι ερωτηθέντες, μπορούσαν να επιλέξουν πάνω από μία πρόταση. Για το λόγο αυτό, στο Διάγραμμα 7.2.2, το άθροισμα των ποσοστών που συγκέντρωσε κάθε πρόταση, ξεπερνά το 100%.

Κίνητρα ενασ χόλησ ης με ντόπιες ποικιλίες

Διάγραμμα 7.2.2. Λόγοι ενασχόλησης των ερωτηθέντων με ντόπιες ποικιλίες Αν τοχ ή - Προσαρμοστικότητα

67,6%

Οργαν οληπτικά χ αρακτηριστικά

64,9%

Εθελον τικά, για διατήρησή τους

48,6%

Στα πλαίσια του ελεύθερου χ ρόν ου

48,6%

Παράδοση στην περιοχ ή

45,9%

Ιδεολογικοί λόγοι

45,9%

Παράδειγμα από φίλους, κλπ.

35,1%

Οικογεν ειακή παράδοση

32,4%

Καλύτερη απόδοση

18,9%

Οικον ομία

16,2% 2,7%

Οικον ομικό όφελος μέσω εμπορίας Επιδότηση

0,0% 0%

10%

20%

30%

40%

50%

60%

70%

80%

ποσοστό ερωτηθέντων

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, φαίνεται πως τα κυριότερα κίνητρα ήταν, αρχικά, χαρακτηριστικά των ίδιων των ποικιλιών, όπως “αντοχή – προσαρμοστικότητα” (για το 67,6% των ερωτηθέντων) και “οργανοληπτικά χαρακτηριστικά” (για το 64,9% των ερωτηθέντων). Το 48,6% των ερωτηθέντων, επέλεξε να ασχοληθεί με τις ντόπιες ποικιλίες “εθελοντικά, για συμβολή στη διατήρησή τους” και “στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου” του, το 45,9% για “ιδεολογικούς λόγους” (αποδέσμευση από αγορά σπόρων και προϊόντων για ιδεολογικούς λόγους) και το 45,9% λόγω “παράδοσης καλλιέργειάς τους στην περιοχή”. Για πολύ λιγότερους ερωτηθέντες ίσχυσαν οικονομικά κίνητρα, ενώ για κανέναν δεν αποτέλεσε κίνητρο η “επιδότηση” (βλ. Διάγραμμα 7.2.2).

59


7.3 Συσχέτιση των κοινωνικών χαρακτηριστικών των καλλιεργητών με τους λόγους που ασχολήθηκαν με τη γεωργία και την καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών

7.3.1 Έλεγχος συσχέτισης της “ηλικίας” των ερωτηθέντων, με τους “βασικούς λόγους που τους οδήγησαν στην ανάληψη γεωργικής δραστηριότητας”

Διάγραμμα 7.3.1 Σχέση ηλικίας και βασικών λόγων ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας 80%

72,7%

Πο σ ο σ τό ερ ωτώμ ενων

70% 57,7%

60%

Ιδιοπ αραγωγή π ροϊόντων Αξιοπ οίηση ελεύθερου χρόνου

50%

Οικογενειακή π αράδοση

40% 30%

26,9% 15,4%

18,2%

20%

Περιβαλλοντική ευαισθησία - στάση ζωής

9,1%

10% 0% 20-50

>50 Ομάδες ηλικιών

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, για τους ερωτηθέντες που έχουν ηλικία μεταξύ 20 – 50 ετών, βασικότερος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας υπήρξε η “περιβαλλοντική ευαισθησία – στάση ζωής”, αντιπροσωπεύοντας το 57,5% από αυτούς. Ακολουθεί η “οικογενειακή παράδοση” (26,9%) και τρίτη έρχεται η επιθυμία για “ιδιοπαραγωγή προϊόντων και αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου” (15,4%). Για τους ερωτηθέντες ηλικίας άνω των 50 ετών, βασικότερος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας, υπήρξε η “οικογενειακή παράδοση” (72,7%), ακολουθεί η “περιβαλλοντική ευαισθησία – στάση ζωής”, κλπ. (18,2%) και έπεται η επιθυμία για “ιδιοπαραγωγή προϊόντων και αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου” (9,1%) (βλ. Διάγραμμα 7.3.1 & Πίνακα Α.1 του Παραρτήματος). Ο στατιστικός έλεγχος με το x2, ως προς την ηλικία των ερωτώμενων και τους βασικούς λόγους που τους οδήγησαν στην ανάληψη γεωργικής δραστηριότητας, έδειξε ότι υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές (x2 = 6,853, p = 0,032) (βλ. Παράρτημα, Πίνακας Α.2). Έτσι, ο κύριος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας, για τους ερωτηθέντες μεταξύ 20-

60


50 ετών είναι η “περιβαλλοντική ευαισθησία – στάση ζωής”, ενώ για τους ερωτηθέντες πάνω από 50 ετών, είναι η “οικογενειακή παράδοση”.

7.3.2 Έλεγχος συσχέτισης του “τόπου διαμονής” και του “τόπου καταγωγής” των ερωτηθέντων, με τους “βασικούς λόγους που τους οδήγησαν στην ανάληψη γεωργικής δραστηριότητας”

Διάγραμμα 7.3.2. Σχέση τόπου καταγωγής και βασικών λόγων ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας 80%

75,0%

Ποσ οσ τό ερωτηθέντων

70%

60,0%

60%

Ιδιοπ αραγωγή π ροϊόντων Αξιοπ οίηση ελεύθερου χρόνου

50%

Οικογενειακή π αράδοση

40%

30,0%

30% 20%

Περιβαλλοντική ευαισθησία - στάση ζωής

16,7% 10,0%

8,3%

10% 0% Αστικό Κέντρο

Ύπ αιθρος Τόπος καταγωγής

Ο στατιστικός έλεγχος με το x2, ως προς τον τόπο διαμονής των ερωτηθέντων και τους βασικούς λόγους που τους οδήγησαν στην ανάληψη γεωργικής δραστηριότητας, έδειξε ότι δεν υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές. Ως προς τον τόπο καταγωγής, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, για το 60% των ερωτηθέντων που κατάγονται από αστικό κέντρο, βασικότερος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας υπήρξε η “περιβαλλοντική ευαισθησία – στάση ζωής”. Ακολουθεί η “οικογενειακή παράδοση” (30%) και έπεται η επιθυμία για “ιδιοπαραγωγή προϊόντων και αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου” (10%). Για τους ερωτηθέντες που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην ύπαιθρο, βασικότερος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας υπήρξε η “οικογενειακή παράδοση” (75%), ακολουθεί η επιθυμία για “ιδιοπαραγωγή προϊόντων και αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου” (16,7%) και έπεται η “περιβαλλοντική ευαισθησία – στάση ζωής” (8,3%) (βλ. Διάγραμμα 7.3.2 και Πίνακα Β.1 του Παραρτήματος).

61


Ο στατιστικός έλεγχος με το x2, ως προς τον τόπο καταγωγής των ερωτώμενων και τους βασικούς λόγους που τους οδήγησαν στην ανάληψη γεωργικής δραστηριότητας, έδειξε ότι υπάρχουν στατιστικά σημαντικές διαφορές (x2 = 12,333, p = 0,015) (βλ. Παράρτημα, Πίνακας Β.2). Έτσι, ο κύριος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας, για τους ερωτηθέντες που κατάγονται από αστικό κέντρο είναι η “περιβαλλοντική ευαισθησία – στάση ζωής”, ενώ για τους ερωτηθέντες που κατάγονται από την ύπαιθρο, είναι η “οικογενειακή παράδοση” (βλ. Παράρτημα, Πίνακας A3).

7.3.3 Σχέση του “επιπέδου εκπαίδευσης” των ερωτηθέντων, με τους “βασικούς λόγους που τους οδήγησαν στην ανάληψη γεωργικής δραστηριότητας”

Διάγραμμα 7.3.3. Σχέση επιπέδου εκπαίδευσης και βασικών λόγων ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας 120% 100% Π ο σ ο σ τό ερ ωτώμ ενων

100% Ιδιοπ αραγωγή π ροϊόντων Αξιοπ οίηση ελεύθερου χρόνου

80% 54,5%

60%

Οικογενειακή π αράδοση

45,5%

40%

45% 25% 30%

Περιβαλλοντική ευαισθησία - στάση ζωής

20% 0% 0-6

6-12

>12

Έτη εκπαίδευσης

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, για όλους τους ερωτηθέντες (100%) που έχουν επίπεδο εκπαίδευσης από 0 έως 6 έτη, βασικότερος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας υπήρξε η “οικογενειακή παράδοση”. Για τους ερωτηθέντες που έχουν επίπεδο εκπαίδευσης από 6 έως 12 έτη, βασικότερος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας υπήρξε η “περιβαλλοντική ευαισθησία – στάση ζωής”, αντιπροσωπεύοντας το 54,5% από αυτούς. Ακολουθεί η “οικογενειακή παράδοση” (45,5%). Για τους ερωτηθέντες που έχουν επίπεδο εκπαίδευσης πάνω από 12 έτη, βασικότερος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας υπήρξε η “περιβαλλοντική ευαισθησία – στάση ζωής”, αντιπροσωπεύοντας το 45% από αυτούς. Ακολουθεί η “οικογενειακή παράδοση” (30%) και

62


έπεται η επιθυμία για “ιδιοπαραγωγή προϊόντων και αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου” (25%) (βλ. Διάγραμμα 7.3.3 και Πίνακα Γ του Παραρτήματος).

7.4 Στοιχεία των καλλιεργειών Οι περισσότεροι ερωτηθέντες (51,3%), καλλιεργούν πάνω από ένα είδος. Το 37,5% καλλιεργεί αποκλειστικά “κηπευτικά”, το 8,1% αποκλειστικά “δέντρα” και το 2,7% αποκλειστικά “δημητριακά”. Τα “κηπευτικά” (αποκλειστικά ή σε συνδυασμό με άλλα είδη – δέντρα, κηπευτικά, ψυχανθή), είναι το είδος που καλλιεργεί η πλειονότητα (86,5%) των ερωτηθέντων. Κανένας από τους ερωτηθέντες δεν λαμβάνει επιδότηση για καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών. Η πλειονότητα (83,8%) των ερωτηθέντων, δε γνώριζε την απόδοση των καλλιεργειών της. Επιπλέον, δεν στάθηκε δυνατό να συγκεντρωθούν στοιχεία για την έκταση που καταλαμβάνει κάθε είδος μέσα στην καλλιεργούμενη έκταση.

Διάγραμμα 7.4.2. Μέθοδοι καλλιέργειας

Βιολογική (πιστοποιημένη) 18,9%

24,3%

Παραδοσιακή

10,8% Φυσική

45,9%

Συνδυασμός (ανάλογα με τα είδη)

Ως προς τις μεθόδους καλλιέργειας που εφαρμόζουν, το 45,9% των ερωτηθέντων εφαρμόζει αποκλειστικά “παραδοσιακή” μέθοδο καλλιέργειας, το 24,3% εφαρμόζει αποκλειστικά πιστοποιημένη βιολογική, το 10,8% εφαρμόζει αποκλειστικά “φυσική” μέθοδο καλλιέργειας. Το 18,9% των ερωτηθέντων εφαρμόζει συνδυασμό μεθόδων καλλιέργειας (παραδοσιακής, βιολογικής, φυσικής), ανάλογα με τα είδη που καλλιεργούν (βλ. Διάγραμμα 7.4.2).

63


7.5. Στοιχεία προέλευσης σπόρων και γνώσεων των καλλιεργητών για τις ντόπιες ποικιλίες / τρόποι προώθησης των προϊόντων

Το 97,3% των ερωτηθέντων, δήλωσε πως βρίσκει εύκολα σπόρους για τις ποικιλίες που καλλιεργεί. Στη συνέχεια, οι ερωτηθέντες ζητήθηκαν να κατατάξουν, κατά σειρά προτεραιότητας, τις πηγές από τις οποίες βρίσκουν σπόρους, βαθμολογώντας με 5 – 1, ξεκινώντας από την κύρια πηγή. Οι πηγές που αναφέρθηκαν, τελικά, ήταν τέσσερις. Για τις ανάγκες της έρευνας, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα ως προς τα ποσοστά που συγκέντρωσε κάθε πηγή, ως “κύρια”.

Ποσοστό ερωτηθέντων

Διάγραμμα 7.5.1. Πηγές προέλευσης σπόρων για την καλλιέργεια των ντόπιων ποικιλιών

60%

56,8%

50% 40%

29,7%

30% 20%

8,1%

10%

0%

0% Κρατώ σπόρους κάθε χρόνο

Ανταλλάσσω σπόρους

Οικογενειακή παράδοση

Αγοράζω σπόρους

Τρόποι εύρεσης σπόρων

Ως κύρια πηγή εύρεσης σπόρων ντόπιων ποικιλιών, το 56,8% των ερωτηθέντων δήλωσε το ότι “κρατά σπόρους κάθε χρόνο”, το 29,7%, ότι “ανταλλάσσει σπόρους” και το 8,1% ανέφερε την “οικογενειακή παράδοση”. Κανένας δε δήλωσε ότι “αγοράζει σπόρους” ως κύρια πηγή (βλ. Διάγραμμα 7.5.1) (η πλειονότητα των ερωτηθέντων (89,2%), δεν αγοράζει ποτέ σπόρους ντόπιων ποικιλιών).

64


Όσον αφορά στις “πηγές προέλευσης γνώσεων για την καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών”, οι ερωτηθέντες είχαν να επιλέξουν από μία σειρά προτάσεων, όσες τους αντιπροσώπευαν. Δεδομένου ότι μπορούσαν να επιλέξουν πάνω από μία πρόταση, στο Διάγραμμα 7.5.2, το άθροισμα των ποσοστών που συγκέντρωσαν οι προτάσεις, ξεπερνά το 100%.

Διάγραμμα 7.5.2. Πηγές προέλευσης γνώσεων για τις ντόπιες ποικιλίες

83,8%

Πηγές προέλευσης γνώσεων

Εμπ ειρία

Άλλοι καλλιεργητές Φίλοι

64,9%

48,6%

Σχετικά έντυπ α

Οικογενειακή π αράδοση

Σχετική επ ιμόρφωση

0%

29,7%

13,5%

20%

40%

60%

80%

100%

Ποσοστό ερωτηθέντων

Η “προσωπική εμπειρία” έρχεται πρώτη ως πηγή απόκτησης γνώσεων για την καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών, αφορώντας το 83,8% των ερωτηθέντων. Ακολουθεί η ανταλλαγή γνώσεων και εμπειριών με “άλλους καλλιεργητές – φίλους”, για το 64,9% των ερωτηθέντων και “σχετικά έντυπα”, για το 48,6%. Η “οικογενειακή παράδοση” αποτελεί πηγή γνώσεων για το 29,7% των ερωτηθέντων, ενώ μόνο το 13,5% έχει λάβει κάποιου είδους “σχετική επιμόρφωση” (βλ. Διάγραμμα 7.5.2).

Στη συνέχεια, οι ερωτηθέντες ζητήθηκαν να κατατάξουν, κατά σειρά προτεραιότητας, τους τρόπους που θεωρούν καταλληλότερους για τη διάθεση των προϊόντων από τις ντόπιες ποικιλίες. Για τις ανάγκες της έρευνας, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα ως προς τα ποσοστά που συγκέντρωσε κάθε τρόπος διάθεσης, ως “καταλληλότερος”.

65


Διάγραμμα 7.5.3 Καταλληλότερος τρόπος προώθησης των προϊόντων από την καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών

40,5%

Καταλληλότερος τρόπος διάθεσης

Στο αγρόκτημα

18,9%

Μέσω δικτύων προώθησης Στις λαϊκές αγορές

13,5% 10,8%

Μέσω δικτύων αν ταλλαγής

8,1%

Πιστοποίηση Όχ ι εμπορικά (ιδιοκαταν άλωση)

0%

Σε χ ον δρέμπορο

0%

0%

5%

10% 15% 20% 25% 30% 35% 40% 45% Ποσοστό ερωτηθέντων

Ως πιο κατάλληλο τρόπο διάθεσης των προϊόντων από ντόπιες ποικιλίες, το 40,5% των ερωτηθέντων δήλωσε την πώληση “στο αγρόκτημα”, ενώ το 18,9% τη διάθεση “μέσω δικτύων προώθησης”. Ακολουθεί η διάθεση “στις λαϊκές αγορές” (13,5%) και “μέσω δικτύων ανταλλαγής” (10,8%) και έπεται η “πιστοποίηση” (8,1%). Για κανέναν από τους ερωτηθέντες δεν έρχεται ως καταλληλότερος τρόπος η διάθεση “σε χονδρέμπορο” ή “όχι εμπορικά, μόνο για ιδιοκατανάλωση”. Ειδικά η διάθεση “σε χονδρέμπορο”, δεν ήταν μέσα στις τρεις πρώτες επιλογές, για κανέναν καλλιεργητή (βλ. Διάγραμμα 7.5.3). Το 8,1% των ερωτηθέντων, δεν έδωσε απάντηση.

Στη συνέχεια, τους ζητήθηκε να κάνουν το ίδιο, για τον τρόπο με τον οποίο οι ίδιοι διαθέτουν τα προϊόντα τους. Και πάλι, παρουσιάζονται τα αποτελέσματα που αφορούν τα ποσοστά που συγκέντρωσε κάθε τρόπος διάθεσης, ως “κύριος” τρόπος.

66


Διάγραμμα 7.5.4. Βασικός τρόπος προώθησης των προϊόντων από την καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών, από τους ερωτηθέντες

Κύριος τρόπος διάθεσης

Όχι εμπ ορικά (ιδιοκατανάλωση)

54,1%

Μέσω δικτύων π ροώθησης

13,5%

Στις λαϊκές αγορές

13,5%

Στο αγρόκτημα

10,8%

Τυπ οπ οίηση

5,4%

Σε χονδρέμπ ορο Μέσω δικτύων ανταλλαγής

3% 0%

0%

10%

20%

30%

40%

50%

60%

Ποσοστό ερωτηθέντων

Ως κύριος τρόπος διάθεσης των προϊόντων τους από ντόπιες ποικιλίες, για το 54,1% των ερωτηθέντων έρχεται η “ιδιοκατανάλωση”, ενώ ακολουθούν τα “δίκτυα προώθησης” και οι “λαϊκές αγορές” με ίδιο ποσοστό (13,5%). Το 10,8% των ερωτηθέντων προωθεί τα προϊόντα του, κατά κύριο λόγο, “στο αγρόκτημα”, το 5,4% κάνει κυρίως “τυποποίηση” και μόνο το 3% τα προωθεί κυρίως μέσω “χονδρεμπόρου”. Η προώθηση μέσω “δικτύων ανταλλαγής”, δεν αποτελεί κύριο τρόπο διάθεσης των προϊόντων, για κανέναν από τους ερωτηθέντες (βλ. Διάγραμμα 7.5.4).

67


7.6. Δικτύωση των ερωτηθέντων Όλοι οι ερωτηθέντες, ανήκουν στο δίκτυο “ΠΕΛΙΤΙ”. Το 46% των ερωτηθέντων είναι ενταγμένο στο δίκτυο για διάστημα μεταξύ 1 έως 5 ετών, το 29,7% μεταξύ 5 έως 10 ετών και το 24,3% για διάστημα >10 ετών. Το 83,8% δήλωσε πως “διατηρεί σταθερή επαφή με τα υπόλοιπα μέλη” του δικτύου, ενώ το 75,7% πως “ασχολούνταν με τις ντόπιες ποικιλίες πριν την ένταξή του σε αυτό”.

Οι ερωτηθέντες ζητήθηκαν να κατατάξουν, σε σειρά προτεραιότητας 5-1 (ξεκινώντας από το πιο ισχυρό), τα κίνητρα που τους ώθησαν να ενταχθούν στο δίκτυο. Για τις ανάγκες της έρευνας, παρουσιάζονται μόνο τα ποσοστά που συγκέντρωσε κάθε κίνητρο ως “βασικό” κίνητρο ένταξης των ερωτώμενων στο δίκτυο.

Διάγραμμα 7.6.1. Βασικό κίνητρο των ερωτηθέντων για ένταξη στο Δίκτυο «ΠΕΛΙΤΙ»

Λό γο ι έντα ξη ς σ το δ ίκτυο

Συμμετοχή σε συλλογική π ροσπ άθεια

45,9% 37,8%

Οικολογικό ενδιαφέρον Έψαχνα για σπ όρους

Πειραματισμός

13,5%

2,7%

Βιοπ οριστικοί λόγοι 0,0% 0%

5%

10%

15%

20%

25%

30%

35%

40%

45%

50%

Ποσοστό ερωτηθέντων

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, βασικό κίνητρο ένταξης στο δίκτυο για την πλειονότητα των ερωτηθέντων (45,9%), υπήρξε η επιθυμία για “συμμετοχή σε συλλογική προσπάθεια”. Ακολουθεί το “οικολογικό ενδιαφέρον” (37,8%) και έπεται η “αναζήτηση σπόρων” (13,5%). Ο “πειραματισμός”, αποτέλεσε βασικό κίνητρο για το 8,1% των ερωτηθέντων. Κανένας καλλιεργητής δεν δήλωσε ως βασικό κίνητρο ένταξης στο δίκτυο, τους “βιοποριστικούς λόγους” (βλ. Διάγραμμα 7.6.1).

68


Όσον αφορά τις εκδηλώσεις (γιορτές) ανταλλαγής σπόρων και ντόπιων ποικιλιών, το 64,8% των ερωτηθέντων έχει συμμετάσχει σε αυτές κάτω από 5 φορές, το 21,6% μεταξύ 5-10 φορές και το 13,5% πάνω από 10 φορές.

Όσον αφορά στα κίνητρα που τους ώθησαν να συμμετέχουν σε γιορτές ανταλλαγής σπόρων, οι ερωτηθέντες κλήθηκαν να επιλέξουν όσες τους αντιπροσώπευαν, από μία σειρά προτάσεων. Δεδομένου ότι μπορούσαν να επιλέξουν πάνω από μία πρόταση, στο Διάγραμμα 7.6.2, το άθροισμα των ποσοστών που συγκέντρωσαν οι προτάσεις, ξεπερνά το 100%.

Κίνητρα συμμετοχής σε γιορτές ανταλλαγής

Διάγραμμα 7.6.2. Κίνητρα που ώθησαν τους ερωτηθέντες να συμμετέχουν σε γιορτές ανταλλαγής σπόρων Εν διαφέρον για συμμετοχ ή σε αν ταλλαγή

83,8%

Καλλιεργώ ν τόπιες ποικιλίες ερασιτεχ ν ικά

40,5%

Επθυμώ απεξάρτηση από εταιρίες

24,3%

Αν ήκω σε σχ ετικό δίκτυο Είμαι γεωργός στο επάγγελμα

Απλή περιέργεια

0%

21,6%

10,8%

5,4% 10%

20%

30%

40%

50%

60%

70%

80%

90%

Ποσοστό ερωτηθέντων

Βασικός λόγος συμμετοχής σε εκδηλώσεις ανταλλαγής σπόρων είναι, για το 83,8% των ερωτηθέντων, το “ενδιαφέρον για συμμετοχή σε ανταλλαγή”, ενώ για το 40,5%, το ότι “καλλιεργούν ντόπιες ποικιλίες ερασιτεχνικά”. Το 24,3% των ερωτηθέντων ανέφερε ως βασικό λόγο το ότι “επιθυμεί απεξάρτηση από εταιρίες”, το 21,6% δήλωσε ως βασικό κίνητρο το ότι “ανήκει σε σχετικό δίκτυο”, το 10,8% το ότι “είναι γεωργοί στο επάγγελμα” και το 5,4% την “απλή περιέργεια” (βλ. Διάγραμμα 7.6.2).

69


Διάγραμμα 7.6.3. Συμμετοχή των ερωτηθέντων σε άλλα δίκτυα / συλλογικότητες 70%

64,9%

Π ο σ ο σ τό ερ ωτη θέντων

60% 50%

43,2%

40% 30%

21,6%

20% 10% 0% Συμμετοχή σε άλλα δίκτυα / συλλογικότητες

Κοινωνικά - Περιβαλλοντικά Πολιτικά

Σχετικά με γεωργία

Συμμετοχή σε άλλα δίκτυα και μορφές αυτών

Όσον αφορά τη “συμμετοχή των ερωτηθέντων σε άλλα δίκτυα / συλλογικότητες”, το 64,9% από αυτούς, απάντησε θετικά, ενώ το 35,1% δεν συμμετέχει σε κάποιο άλλο δίκτυο, εκτός από το “ΠΕΛΙΤΙ”. Από αυτούς που απάντησαν θετικά, το 43,2% συμμετέχουν σε “κοινωνικά – περιβαλλοντικά – πολιτικά” δίκτυα και το 21,6% σε δίκτυα “σχετικά με τη γεωργία” (βλ. Διάγραμμα 7.6.3).

70


7.7. Γνώσεις των ερωτηθέντων σχετικά με χαρακτηριστικά των ντόπιων ποικιλιών και της ανταλλαγής σπόρων

Οι ερωτηθέντες κλήθηκαν να αξιολογήσουν, με τη χρήση τακτικής κλίμακας, μία σειρά “χαρακτηριστικών της καλλιέργειας των ντόπιων ποικιλιών, έναντι αυτής των εμπορικών ποικιλιών και των υβριδίων”. Τα χαρακτηριστικά που εξετάσθηκαν, ήταν τα ακόλουθα: •

Φιλικότητα προς το περιβάλλον

Εξασφάλιση διατροφικής αυτάρκειας

Ενίσχυση της τοπικής κοινωνικής συνοχής

Εναρμόνιση με την παράδοση της περιοχής

Σταθερές αποδόσεις

Ανθεκτικότητα σε ασθένειες

Ανθεκτικότητα σε εχθρούς

Κερδοφόρα - Ανταγωνιστική

Προϊόντα ασφαλή για την υγεία

Χρόνος ενασχόλησης (πολύς ή λίγος σε σχέση με τις εμπορικές)

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, και οι 37 ερωτηθέντες (100%), απάντησαν στις ερωτήσεις που αφορούσαν τη “φιλικότητα προς το περιβάλλον” και την παραγωγή “προϊόντων ασφαλών για την υγεία”, από την καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών. Οι ερωτήσεις στις οποίες ένα ποσοστό ερωτηθέντων φαίνεται να μην έχουν απάντηση, είναι αυτές που αφορούν το εάν η καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών μπορεί να είναι “κερδοφόρα – ανταγωνιστική” σε σχέση με τις εμπορικές ποικιλίες και τα υβρίδια, καθώς και το εάν ο “χρόνος ενασχόλησης που απαιτεί η καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών, είναι πολύς ή λίγος”, σε σχέση με εκείνη των εμπορικών ποικιλιών και των υβριδίων. Τα ποσοστά ερωτηθέντων που δεν απάντησαν στις συγκεκριμένες ερωτήσεις, είναι 29,7% και 32,4% αντίστοιχα. Το 10,8% των ερωτηθέντων, επίσης, δεν μπορούσε να δώσει απάντηση στο εάν οι ντόπιες ποικιλίες έχουν “σταθερές αποδόσεις”, σε σχέση με τις εμπορικές ή τα υβρίδια.

71


Διάγραμμα 7.7.1. Χαρακτηριστικά της καλλιέργειας ντόπιων ποικιλιών, έναντι αυτής εμπορικών ποικιλιών και υβριδίων 4,86

Χ α ρ α κ τ η ρ ισ τ ικ ά τ η ς κ α λ λ ιέρ γ εια ς ν τ ό π ιω ν π ο ικ ιλ ιώ ν

Προϊόντα ασφαλή για την υγεία Εναρμόνιση με την παράδοση της περιοχής

4,58

Ανθεκτικότητα σε ασθένειες

4,53

Ανθεκτικότητα σε εχθρούς

4,5

Φιλικότητα προς το περιβάλλον

4,43 4,39

Εξασφάλιση διατροφικής αυτάρκειας Ενίσχυση της τοπικής κοινωνικής συνοχής

4,03

Σταθερές αποδόσεις

3,52

Χρόνος ενασχόλησης (πολύς ή λίγος σε σχέση με τις εμπορικές)

3,32

Κερδοφόρα - Ανταγωνιστική

3,23 1

2

3

4

5

Μέσοι όροι*

*όπου

5= πάρα πολύ, 4= πολύ, 3= μέτρια, 2= λίγο και 1= καθόλου

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, κατά τη γνώμη των ερωτηθέντων η καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών σε σχέση με αυτή των εμπορικών ποικιλιών και των υβριδίων μπορεί να δώσει “προϊόντα πολύ περισσότερο ασφαλή για την υγεία” (μ.ο. = 4,86), ενώ εναρμονίζεται πολύ περισσότερο με την παράδοση της εκάστοτε περιοχής (μ.ο. = 4,58). Είναι, επίσης, “πολύ περισσότερο ανθεκτική σε ασθένειες και σε εχθρούς” (μ.ο. = 4,53 και 4,5, αντίστοιχα). Η καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών είναι “πολύ πιο φιλική προς το περιβάλλον” σε σχέση με αυτή των εμπορικών ποικιλιών και των υβριδίων (μ.ο. = 4,43), ενώ συμβάλει πιο πολύ στην “εξασφάλιση διατροφικής αυτάρκειας (μ.ο. = 4,39) και την ενίσχυση της τοπικής κοινωνικής συνοχής (μ.ο. = 4,03). Τέλος, εμφανίζει σχετικά πιο σταθερές αποδόσεις από τις εμπορικές ποικιλίες και τα υβρίδια (μ.ο. = 3,52). Τέλος, φαίνεται να απαιτεί λίγο περισσότερο χρόνο ενασχόλησης από ότι η καλλιέργεια εμπορικών ποικιλιών (μ.ο. = 3,32), ενώ είναι δύο καλλιέργειες είναι περίπου το ίδιο κερδοφόρες (μ.ο. = 3,23) (βλ. Διάγραμμα 7.7.1).

72


Η ελάχιστη, μέγιστη και μέση τιμή που συγκέντρωσε κάθε χαρακτηριστικό, καθώς και η τυπική απόκλιση και οι συντελεστές μεταβλητότητας, παρατίθενται αναλυτικά στο Παράρτημα (Πίνακας 2).

Η ίδια διαδικασία, ακολουθήθηκε για την αξιολόγηση της “συμβολής της ανταλλαγής σπόρων και ντόπιων ποικιλιών, σε μία σειρά θεμάτων”. Τα θέματα που εξετάσθηκαν, ήταν τα ακόλουθα: •

Διατήρηση βιοποικιλότητας με την καλλιέργειά τους

Δημιουργία στενότερων κοινωνικών δεσμών

Διατήρηση της παράδοσης κάθε περιοχής

Διατήρηση της γνώσης του γεωργού

Οικονομία για το γεωργό

Αποδυνάμωση του ρόλου των εταιριών σποροπαραγωγής

Δικαίωμα του γεωργού για πρόσβαση στο σπόρο

Δημιουργία εναλλακτικής μορφής οικονομικών σχέσεων (χωρίς διαμεσολάβηση χρήματος)

73


Χσρακτηριστικά ανταλλαγής

Διάγραμμα 7.7.2. Συμβολή της ανταλλαγής σπόρων και ντόπιων ποικιλιών, σε μία σειρά θεμάτων ∆ημιουργία εναλλακτικής μορφής οικονομικών σχέσεων (χωρίς διαμεσολάβηση χρήματος)

4,7

∆ιατήρηση βιοπ οικιλότητας με την καλλιέργειά τους

4,7

∆ιατήρηση της π αράδοσης κάθε π εριοχής

4,59

∆ιατήρηση της γνώσης του γεωργού

4,57

∆ημιουργία στενότερων κοινωνικών δεσμών

4,46

4,23

Οικονομία για το γεωργό

3,34

∆ικαίωμα του γεωργού για π ρόσβαση στο σπ όρο

3,03

Απ οδυνάμωση του ρόλου των εταιριών σπ οροπ αραγωγής

1

2

3

4

5

Μέσοι όροι*

*όπου 5= πάρα πολύ, 4= πολύ, 3= μέτρια, 2= λίγο, και 1= καθόλου

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα και κατά τη γνώμη των ερωτηθέντων, η συμβολή της ανταλλαγής σπόρων και ντόπιων ποικιλιών είναι πολύ μεγάλη στη “διατήρηση της βιοποικιλότητας με την καλλιέργειά τους” (μ.ο. = 4,7), στη “δημιουργία εναλλακτικής μορφής οικονομικών σχέσεων (χωρίς διαμεσολάβηση χρήματος)” (μ.ο. = 4,7), στη “διατήρηση της παράδοσης κάθε περιοχής” (μ.ο. = 4,59) και στη “διατήρηση της γνώσης του γεωργού” (μ.ο. = 4,57). Η συμβολή της ανταλλαγής σπόρων και ντόπιων ποικιλιών είναι μεγάλη στη “δημιουργία στενότερων κοινωνικών δεσμών” (μ.ο, = 4,46) και στην “οικονομία για το γεωργό” (μ.ο. = 4,23). Τέλος, η συμβολή της ανταλλαγής σπόρων και ντόπιων ποικιλιών, σύμφωνα με τη γνώμη των ερωτηθέντων, είναι μέτρια στο “δικαίωμα του γεωργού για πρόσβαση στο σπόρο” (μ.ο. = 3,34) και στη δυνατότητα “αποδυνάμωσης του ρόλου των εταιριών σποροπαραγωγής” (μ.ο. = 3,03) (βλ. Διάγραμμα 7.7.2). Η ελάχιστη, μέγιστη και μέση τιμή που συγκέντρωσε κάθε θέμα, καθώς και η τυπική απόκλιση και οι συντελεστές μεταβλητότητας, παρατίθενται αναλυτικά στο Παράρτημα (Πίνακας 3).

74


7.8. Γνώση και άποψη των ερωτηθέντων σχετικά με το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο που αφορά τις ντόπιες ποικιλίες και τη σποροπαραγωγή

Οι ερωτηθέντες κλήθηκαν να απαντήσουν, στο κατά πόσο βρίσκουν ικανοποιητικό το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο που αφορά τις ντόπιες ποικιλίες και τη σποροπαραγωγή, τόσο για τη διατήρηση των ποικιλιών, όσο και για την προστασία του παραγωγού και να αναφέρουν το σημαντικότερο λόγο που να τεκμηριώνει την απάντησή τους. Διάγραμμα 7.8.1. Γνώση και βαθμός ικανοποιητικότητας του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου για τις ντόπιες ποικιλίες και τη σποροπαραγωγή.

Ποσοστό ερωτηθέντων

60%

51,4%

50%

40,5%

40% 30% 20% 8,1%

10% 0% ∆ε γνωρίζω το νομοθετικό π λαίσιο

Καθόλου

Εν μέρει

Γνώση και βαθμός ικανοποιητικότητας του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου

Το 51,4% των ερωτηθέντων, δήλωσε άγνοια του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου που αφορά τη διατήρηση των ντόπιων ποικιλιών και τη σποροπαραγωγή. Το 40,5% των ερωτηθέντων, θεωρεί ότι το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο δεν είναι “καθόλου” ικανοποιητικό όσον αφορά στη διατήρηση των ντόπιων ποικιλιών και την προστασία του παραγωγού. Το 8,1% των ερωτηθέντων, βρίσκει το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο “εν μέρει” ικανοποιητικό (βλ. Διάγραμμα 7.8.1). Αίτια μη ικανοποιητικότητας του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου, ανέφερε το 43,2% των ερωτηθέντων. Κύριος λόγος μη ικανοποιητικότητας του νομοθετικού πλαισίου για τις ντόπιες ποικιλίες, φαίνεται να είναι η “αναποτελεσματικότητά” του (24,3%). Αναφέρθηκαν, επίσης, η “μείωση της βιοποικιλότητας” (10,8%), η “προώθηση υβριδίων / μεταλλαγμένων” (5,4%) και η “μείωση της ποιότητας” των παραγόμενων προϊόντων (2,7%). Όσον αφορά στη μη ικανοποιητικότητα του νομοθετικού πλαισίου για την προστασία του παραγωγού, ως αίτια αναφέρθηκαν η “αφαίρεση δικαιωμάτων από τον παραγωγό και η προώθηση των εταιριών” (35,1%), καθώς και η “αναποτελεσματικότητα / γραφειοκρατία” του κρατικού μηχανισμού (8,1%).

75


7.9. Γνώση και στάση των καλλιεργητών, σχετικά με το ποια είδη ντόπιων ποικιλιών θα έπρεπε να διατηρηθούν πρωτίστως

Οι ερωτηθέντες κλήθηκαν να ορίσουν, κατατάσσοντας τα είδη ντόπιων ποικιλιών με σειρά προτεραιότητας 4-1, ξεκινώντας από το πιο σημαντικό, τη βαρύτητα που θα έπρεπε να δοθεί στη διατήρησή τους, ανάλογα με την οικολογική και διατροφική τους σημασία.

Διάγραμμα 7.9. Κατάταξη των ειδών, σύμφωνα με ανάγκη για προτεραιότητα διατήρησης 40% 35,1%

Ποσοστό ερωτηθέντων

35% 30% 25%

27%

Σιτηρά

24%

Οπωροκηπευτικά ∆ε γνωρίζω / ∆εν απαντώ

20%

∆έντρα - Αμπέλια

15% 10,8%

Μεγάλες καλλιέργειες

10% 5%

2,7%

0% Προτεραιότητα διατήρησης ειδών

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, το 35,1% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι πρωτίστως θα έπρεπε να διατηρηθούν τα “σιτηρά”. Το 27% των ερωτηθέντων θεωρεί ότι πρωτίστως θα έπρεπε να διατηρηθούν τα “οπωροκηπευτικά”, τo 10,8% τα “δέντρα – αμπέλια” και το 2,7% οι “μεγάλες καλλιέργειες”. Το 24% των ερωτηθέντων, δεν εξέφρασε κάποια στάση (βλ. Διάγραμμα 7.9).

76


7.10. Πρόθεση αντικατάστασης ή μη των καλλιεργούμενων ποικιλιών, με άλλες που επιδοτούνται

Διάγραμμα 7.10.1. Πρόθεση αντικατάστασης των καλλιεργούμενων ποικιλιών, με άλλες που επιδοτούνται

13,5%

5,4% ΌΧΙ ΝΑΙ ∆ε γνωρίζω για την επιδότηση 81,1%

Στην ερώτηση για το εάν προτίθενται να αντικαταστήσουν τις ποικιλίες που καλλιεργούν, με άλλες που παίρνουν επιδότηση, το 81,1% απάντησε «ΟΧΙ», ενώ μόνο το 5,4% των ερωτηθέντων απάντησε «ΝΑΙ» (βλ. Διάγραμμα 7.10.1.).

Διάγραμμα 7.10.2. Λόγοι πρόθεσης ή μη, αντικατάστασης των καλλιεργούμενων ποικιλιών με άλλες που επιδοτούνται

∆εν απάντησαν 8,1%

2,7%

Ιδεολογικοί λόγοι

8,1% 45,9%

∆εν είμαι επαγγελματίας γεωργός Κάνουν κακό στη βιοποικιλότητα

16,2%

Μικρή ενίσχυση 18,9%

Έχω καλές προθέσεις

77


Το 45,9% των ερωτηθέντων, δεν έδωσε απάντηση στην ερώτηση που είχε να κάνει με το λόγο για τον οποίο θα άλλαζε ή όχι τις ποικιλίες που καλλιεργεί τώρα, με κάποιες από αυτές που παίρνουν επιδότηση. Ως βασικότερος λόγος, για τον οποίο οι ερωτηθέντες δεν θα αντικαθιστούσαν τις ποικιλίες που καλλιεργούν τώρα με άλλες που παίρνουν επιδότηση, έρχεται η απάντηση “ιδεολογικοί λόγοι”, για ποσοστό 18,9% των ερωτηθέντων, ενώ ακολουθεί η απάντηση “δεν είμαι επαγγελματίας γεωργός”, για το 16,2% των ερωτηθέντων. Άλλες απαντήσεις που δόθηκαν, ήταν ότι οι επιδοτήσεις “κάνουν κακό στη βιοποικιλότητα” (8,1%) και ότι δίνουν “μικρή ενίσχυση” (8,1%). Το 2,7% που θα άλλαζε τις ποικιλίες που καλλιεργεί τώρα, δήλωσε ότι “έχει καλές προθέσεις”.

78


7.11. Στάση των ερωτηθέντων για μία σειρά θεμάτων. Οι ερωτηθέντες κλήθηκαν να εκφράσουν, με χρήση κλίμακας Likert, το βαθμό συμφωνίας ή διαφωνίας τους, με μία σειρά προτάσεων που άπτονταν τόσο των ντόπιων ποικιλιών, όσο και γενικότερων γεωργικών, περιβαλλοντικών και κοινωνικοοικονομικών θεμάτων:

Θέματα που άπτονται των ντόπιων ποικιλιών •

Η διατήρηση σπόρων σε τράπεζες γενετικού υλικού, είναι πιο αποτελεσματική από την καλλιέργειά τους στον αγρό.

Υπάρχει ενδιαφέρον από τους καλλιεργητές της χώρας μας για ντόπιες ποικιλίες.

Υπάρχει ενδιαφέρον από τους καταναλωτές της χώρας μας για ντόπιες ποικιλίες.

Με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, ο γεωργός μπορεί να ζήσει από την καλλιέργεια αποκλειστικά ντόπιων ποικιλιών.

Με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, οι ντόπιες ποικιλίες επαρκούν για τη διατροφή του πληθυσμού της χώρας.

Θέματα που άπτονται της γεωργίας και του περιβάλλοντος •

Η γεωργία στη χώρα μας είναι, γενικά, φιλοπεριβαλλοντική.

Η χρήση χημικών μέσων φυτοπροστασίας και λιπασμάτων, είναι αναγκαία για τη σίγουρη απόδοση της καλλιέργειας.

Με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, μόνο η συμβατική γεωργία μπορεί να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού της χώρας.

Ο τρόπος ζωής μας σέβεται το περιβάλλον.

Κοινωνικο-οικονομικά θέματα •

Θα έπρεπε να ισχύει ένα σύστημα παραγωγής που θα δίνει ανεξαρτησία στις τοπικές κοινωνίες.

Με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, είναι δυνατό να επικρατήσει η μέθοδος της ανταλλαγής για την κάλυψη των αναγκών μας.

Για να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες όλου του πληθυσμού, θα έπρεπε να αλλάξουμε τις διατροφικές μας συνήθειες.

Καταναλώνουμε περισσότερα αγαθά από όσα χρειαζόμαστε πραγματικά.

79


Υπάρχει ισότιμη πρόσβαση στα αγαθά, για το σύνολο του πληθυσμού.

Τα προϊόντα "ποιότητας" (βιολογικά, πιστοποιημένα, κλπ) είναι προσιτά στο σύνολο του πληθυσμού.

Η πρόσβαση των πολιτών στα κέντρα λήψης αποφάσεων είναι σημαντική.

Υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης στα κέντρα λήψης αποφάσεων, για το σύνολο του πληθυσμού.

Ο τρόπος ζωής μας καλύπτει τις κοινωνικές μας ανάγκες.

Οι μέσοι όροι (μ.ο.) που συγκέντρωσαν οι απαντήσεις των ερωτηθέντων, παρουσιάζονται παρακάτω:

Π ρ ο τά σ εις πο υ α φ ο ρ ο ύν τις ντό πιες πο ικιλίες

Διάγραμμα 7.11.1. Προτάσεις που αφορούν τις ντόπιες ποικιλίες Υπ άρχει ενδιαφέρον απ ό τους καταναλωτές της χώρας μας για ντόπ ιες π οικιλίες

3,78

Με τις συνθήκες π ου επ ικρατούν σήμερα, ο γεωργός μπ ορεί να ζήσει απ ό την καλλιέργεια απ οκλειστικά ντόπ ιων π οικιλιών

3,76

Με τις συνθήκες π ου επ ικρατούν σήμερα, οι ντόπ ιες π οικιλίες επ αρκούν για τη διατροφή του π ληθυσμού της χώρας

3,68

Υπ άρχει ενδιαφέρον απ ό τους καλλιεργητές της χώρας μας για ντόπ ιες π οικιλίες

3,22

Η διατήρηση σπ όρων σε τράπ εζες γενετικού υλικού, είναι π ιο απ οτελεσματική απ ό την καλλιέργειά τους στον αγρό

2,19 1

2

3

4

5

Μέσοι όροι*

*όπου 5= Συμφωνώ απόλυτα, 4= Συμφωνώ εν μέρει, 3= Αδιαφορώ, 2= Διαφωνώ εν μέρει και 1= Διαφωνώ απόλυτα

Οι ερωτηθέντες συμφωνούν ότι “υπάρχει ενδιαφέρον από τους καταναλωτές της χώρας μας για ντόπιες ποικιλίες” (μ.ο.=3,78), καθώς και ότι “με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, ο γεωργός μπορεί να ζήσει από την καλλιέργεια αποκλειστικά ντόπιων ποικιλιών” (μ.ο.=3,76) και ότι “με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, οι ντόπιες ποικιλίες επαρκούν για τη διατροφή του πληθυσμού της χώρας” (μ.ο.=3,68). Οι ερωτηθέντες δεν έχουν συγκεκριμένη άποψη για το εάν “υπάρχει ενδιαφέρον από τους καλλιεργητές της χώρας μας για ντόπιες ποικιλίες” (μ.ο.=3,22). Τέλος, δε συμφωνούν ιδιαίτερα με τη πρόταση “η διατήρηση σπόρων σε τράπεζες γενετικού υλικού, είναι πιο αποτελεσματική από την καλλιέργειά τους στον αγρό” (μ.ο.= 2,19) (βλ. Διάγραμμα 7.11.1). 80


Προτάσεις που αφορούν τη γεωργία και το περιβάλλον

Διάγραμμα 7.11.2. Προτάσεις που αφορούν τη γεωργία και το περιβάλλον Με τις συνθήκες π ου επ ικρατούν σήμερα, μόνο η συμβατική γεωργία μπ ορεί να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του π ληθυσμού της χώρας

2

Η χρήση χημικών μέσων φυτοπ ροστασίας και λιπ ασμάτων, είναι αναγκαία για τη σίγουρη απ όδοση της καλλιέργειας

1,68

Ο τρόπ ος ζωής μας σέβεται το π εριβάλλον 1,32

Η γεωργία στη χώρα μας είναι γενικά 1,41 φιλοπ εριβαλλοντική 1

2

3

4

5

Μέσοι όροι*

*όπου

5= Συμφωνώ απόλυτα, 4= Συμφωνώ εν μέρει, 3= Αδιαφορώ, 2= Διαφωνώ εν μέρει, 1= Διαφωνώ απόλυτα

Όλες οι προτάσεις που αφορούν τη γεωργία και το περιβάλλον στη χώρα μας, είναι καταφατικές και διατυπωμένες με τρόπο που να δείχνει ότι δεν υπάρχει ουσιαστικό πρόβλημα στον τρόπο που ασκείται η γεωργία, στη φιλοσοφία γύρω από αυτή και στη σχέση της με το περιβάλλον. Οι ερωτηθέντες διαφωνούν και με τις τέσσερις προτάσεις που αφορούν τη γεωργία και το περιβάλλον, δείχνοντας ότι δεν θεωρούν φιλοπεριβαλλοντικό τον τρόπο που ασκείται η γεωργία στη χώρα μας (μ.ο. = 1,41), ούτε ότι ο τρόπος ζωής μας, εν γένει, σέβεται το περιβάλλον (μ.ο. = 1,32). Αντίστοιχα, δεν υποστηρίζουν τη χρήση χημικών και λιπασμάτων για τη σίγουρη απόδοση της καλλιέργειας (μ.ο. = 1,68), ούτε την αποκλειστική σπουδαιότητα της συμβατικής γεωργίας για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών του πληθυσμού της χώρας μας (μ.ο. = 2) (βλ. Διάγραμμα 7.11.2).

81


Διάγραμμα 7.11.3. Προτάσεις που αφορούν κοινωνικο-οικονομικά θέματα

Προτάσ εις που αφορούν κοινωνικοοικονομικά θέματα

Θα έπ ρεπ ε να ισχύει ένα σύστημα π αραγωγής π ου θα δίνει ανεξαρτησία στις τοπ ικές κοινωνίες

4,86

Η π ρόσβαση των π ολιτών στα κέντρα λήψης απ οφάσεων είναι σημαντική

4,65

Καταναλώνουμε π ερισσότερα αγαθά απ ό όσα χρειαζόμαστε π ραγματικά

4,59

Για να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες όλου του π ληθυσμού, θα έπ ρεπ ε να αλλάξουμε τις διατροφικές μας συνήθειες

4,46

Με τις συνθήκες π ου επ ικρατούν σήμερα, είναι δυνατό να επ ικρατήσει η μέθοδος της ανταλλαγής για την κάλυψη των αναγκών μας

2,89

Τα π ροϊόντα "π οιότητας" (βιολογικά, π ιστοπ οιημένα, κλπ ) είναι π ροσιτά στο σύνολο του π ληθυσμού

1,68

Υπ άρχει ισότιμη π ρόσβαση στα αγαθά, για το σύνολο του π ληθυσμού

1,51

Ο τρόπ ος ζωής μας καλύπ τει τις κοινωνικές μας ανάγκες

1,46

Υπ άρχει δυνατότητα π ρόσβασης στα κέντρα λήψης απ οφάσεων, για το σύνολο του π ληθυσμού

1,43

1

2

3

4

5

Μέσοι όροι*

*όπου

5= Συμφωνώ απόλυτα, 4= Συμφωνώ εν μέρει, 3= Αδιαφορώ, 2= Διαφωνώ εν μέρει, 1= Διαφωνώ απόλυτα

Οι ερωτηθέντες φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι σε θέματα κοινωνικοοικονομικού ενδιαφέροντος. Συμφωνούν απόλυτα στο ότι “θα έπρεπε να υπάρχει ένα σύστημα παραγωγής που θα δίνει ανεξαρτησία στις τοπικές κοινωνίες” (μ.ο. = 4,86), στο ότι “η πρόσβαση των πολιτών στα κέντρα λήψης αποφάσεων είναι σημαντική” (μ.ο. = 4,65) και στο ότι “καταναλώνουμε περισσότερα αγαθά από όσα χρειαζόμαστε πραγματικά” (μ.ο. = 4,59) και εν μέρει στο εάν “θα έπρεπε να αλλάξουμε τις διατροφικές μας συνήθειες” (μ.ο. = 4,46). Όσο για το εάν “είναι δυνατό να επικρατήσει η μέθοδος της ανταλλαγής για την κάλυψη των αναγκών μας”, ο μ.ο. (2,89) δείχνει ότι οι ερωτηθέντες δεν έχουν σαφή άποψη. Τέλος, οι ερωτηθέντες διαφωνούν στο ότι τα προϊόντα ποιότητας είναι προσιτά στο σύνολο του πληθυσμού (μ.ο.=1,68) και στο ότι υπάρχει ισότιμη πρόσβαση στα αγαθά για το σύνολο του πληθυσμού (μ.ο.=1,51). Επίσης, δεν πιστεύουν ότι ο τρόπος ζωής μας καλύπτει τις κοινωνικές μας ανάγκες (μ.ο.=1,46) ή ότι υπάρχει ισότητα σε θέματα πρόσβασης των ανθρώπων στα κέντρα λήψης αποφάσεων (μ.ο.=1,43) (βλ. Διάγραμμα 7.11.3).

82


Η ελάχιστη, μέγιστη και μέση τιμή που συγκέντρωσε κάθε θέμα, καθώς και η τυπική απόκλιση και οι συντελεστές μεταβλητότητας, παρατίθενται αναλυτικά στο Παράρτημα (Πίνακας 4).

83


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8. ΣΥΖΗΤΗΣΗ – ΕΛΕΓΧΟΣ ΤΩΝ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΥΠΟΘΕΣΕΩΝ

8.1 Συζήτηση των αποτελεσμάτων της έρευνας Ως προς τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των καλλιεργητών, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, όλοι οι συμμετέχοντες σε αυτή είναι μέλη του δικτύου “ΠΕΛΙΤΙ”. Πρόκειται, στην πλειονότητά τους, για άνδρες, έγγαμους, με ένα πολύ μικρό αριθμό γυναικών, ανάμεσά τους. Οι περισσότεροι είναι άτομα νέας και μέσης ηλικίας, από 20 έως 50 ετών, έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε αστικό κέντρο και έχουν υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης (πάνω από 12 έτη). Λίγοι είναι οι καλλιεργητές, των οποίων το εισόδημα βασίζεται αποκλειστικά στην παραγωγή και τη διάθεση ντόπιων ποικιλιών και τη γεωργία εν γένει. Οι περισσότεροι είναι ερασιτέχνες καλλιεργητές, οι οποίοι έχουν διαφορετική κύρια απασχόληση, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών (ιδιωτικό ή δημόσιο) και επέλεξαν να ασχοληθούν με τη γεωργική δραστηριότητα, κυρίως λόγω της περιβαλλοντικής τους ευαισθησίας, ως τρόπου ζωής. Αυτό σημαίνει ότι πολλοί συνειδητοποίησαν, είτε έχοντας ζήσει αποκλειστικά σε μεγάλο αστικό κέντρο, είτε έχοντας μεγαλώσει στην ύπαιθρο και έχοντας απουσιάσει για κάποιο χρονικό διάστημα, συνήθως για σπουδές, ότι η διαμονή σε ένα άστυ, δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει τις κοινωνικές ανάγκες τους και τις γενικότερες ευαισθησίες τους. Το ενδιαφέρον τους και η επιθυμία επαφής με τη φύση και ενασχόλησης με τη γη, που αντικατοπτρίζει μία γενικότερη φιλοσοφία των συγκεκριμένων ανθρώπων, είχε καθοριστική σημασία στην απόφασή τους να απομακρυνθούν από το αστικό περιβάλλον. Η ηλικία των συγκεκριμένων καλλιεργητών φαίνεται να επηρεάζει το περιβαλλοντικό τους ενδιαφέρον, αφού για τους καλλιεργητές μεταξύ 20-50 ετών κύριος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας υπήρξε η περιβαλλοντική τους ευαισθησία, ως στάση ζωής, ενώ για τους καλλιεργητές που είναι πάνω από 50 ετών, κύριος λόγος ήταν η οικογενειακή παράδοση. Σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγουν και οι Van Liere & Dunlap (1980), διαπιστώνοντας ότι νεότερα άτομα έχουν πιο φιλοπεριβαλλοντικές στάσεις και “πιστεύω” από τους μεγαλύτερούς τους. Ακόμη, στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουν και οι Howell & Laska (1992), κάνοντας σύνδεση του επιπέδου περιβαλλοντικής πληροφόρησης (το οποίο θεωρούν ότι διαμορφώνει το περιβαλλοντικό ενδιαφέρον) με την ηλικία, αφού διαπιστώνουν ότι άτομα μεγαλύτερα σε ηλικία δεν έχουν εύκολα πρόσβαση σε περιβαλλοντική πληροφόρηση. Στην παρούσα έρευνα, η διαφορά στο βασικό λόγο ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας ανάμεσα στις ηλικιακές ομάδες, δεν σημαίνει απαραίτητα έλλειψη περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος, αλλά το ότι για τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας προϋπήρχαν οι κατάλληλες δομές, λόγω παράδοσης στην οικογένεια και, κατά συνέπεια, αυτό ήταν το βασικό κίνητρο που τους ώθησε προς τα εκεί. Το επίπεδο εκπαίδευσης της πλειονότητας των καλλιεργητών σχετίζεται, επίσης, με το περιβαλλοντικό τους ενδιαφέρον, αφού για όσους έχουν μεγαλύτερο επίπεδο εκπαίδευσης και 84


εν δυνάμει μεγαλύτερη δυνατότητα πρόσβασης στην πληροφόρηση για διάφορα θέματα, περιβαλλοντικά και μη, βασικότερος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας υπήρξε η περιβαλλοντική τους ευαισθησία, ως στάση ζωής, ενώ για όλους ανεξαιρέτως του καλλιεργητές με επίπεδο εκπαίδευσης έως 6 έτη, υπήρξε η οικογενειακή παράδοση. Οι τελευταίοι είναι, ενδεχομένως, μεγαλύτεροι άνθρωποι, που δεν απομακρύνθηκαν ποτέ από την ύπαιθρο για μεγάλο χρονικό διάστημα, π.χ. για σπουδές και συνεχίζουν την παράδοση της οικογένειας στη γεωργία. Ωστόσο και γι’ αυτούς ισχύει το περιβαλλοντικό ενδιαφέρον, όχι όμως ως βασικότερος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας. Μετά από σύνοψη άλλων ερευνών, στον έντονα θετικό βαθμό συσχέτισης μεταξύ περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος και επιπέδου εκπαίδευσης καταλήγουν και οι Fransson & Garling (1999). Ο τόπος καταγωγής των καλλιεργητών σχετίζεται επίσης με το περιβαλλοντικό ενδιαφέρον αφού η πλειονότητα όσων έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε αστικό κέντρο έχει επιλέξει την ενασχόληση με τη γεωργία λόγω περιβαλλοντικών κινήτρων, ως στάση ζωής, ενώ για όσους κατάγονται από την ύπαιθρο, βασικό λόγο ενασχόλησης με τη γεωργία αποτέλεσε η οικογενειακή παράδοση. Σε ανάλογες έρευνες, εξετάζεται η επίδραση του τόπου διαμονής στη διαμόρφωση του περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος. Οι Fransson & Garling (1999), εκτιμούν ότι οι κάτοικοι αστικών περιοχών είναι πιο ευαισθητοποιημένοι περιβαλλοντικά, γιατί εκτίθενται περισσότερο στην περιβαλλοντική υποβάθμιση, οι Arcury & Christianson (1990) υποδεικνύουν, επίσης, ότι οι κάτοικοι μεγάλων πόλεων είναι πιο ευαισθητοποιημένοι περιβαλλοντικά από αυτούς των μικρότερων πόλεων και της υπαίθρου και οι Howell & Laska (1992), θεωρούν ότι αυτό ίσχυσε σε μεγαλύτερο βαθμό μέσα στη δεκαετία του ‘80. Στην παρούσα έρευνα, λόγω του ότι ο τόπος διαμονής των καλλιεργητών δε φάνηκε να επηρεάζει την απόφασή τους για ενασχόληση με τη γεωργία, εξετάζεται η σχέση ως προς τον τόπο καταγωγής, επειδή εκτιμήθηκε ότι ο τελευταίος αποτελούσε τόπο διαμονής για τους περισσότερους, μέχρι την απόφασή τους να μεταφερθούν στην ύπαιθρο. Το γεγονός ότι η πλειονότητα των καλλιεργητών έχει κύρια απασχόληση άλλη από τη γεωργία, κυρίως στον τομέα των υπηρεσιών, σημαίνει ότι οι καλλιεργητές έχουν ένα σίγουρο εισόδημα και διαθέτουν τον ελεύθερο χρόνο τους για ενασχόληση με δραστηριότητες που ικανοποιούν τις ευρύτερες επιθυμίες και τα “πιστεύω” τους. Σε αντίστοιχο συμπέρασμα καταλήγει ο Moslow (1970), για τη θετική συσχέτιση του περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος με το εισόδημα, υποστηρίζοντας ότι άτομα που έχουν ένα ικανοποιητικό και σταθερό εισόδημα έχουν ικανοποιήσει τις βασικές τους υλικές ανάγκες και στοχεύουν, πλέον, σε μία επιπλέον ποιότητα ζωής και “υψηλότερες ανάγκες”, δείχνοντας μεγαλύτερο περιβαλλοντικό ενδιαφέρον. Σε παρόμοιο συμπέρασμα καταλήγει και η έρευνα των Negri et al (2000), που διερευνά τα κίνητρα ενασχόλησης των Ευρωπαίων με τις ντόπιες ποικιλίες, θεωρώντας ότι η ενασχόληση με αυτές στο πλαίσιο του ελεύθερου χρόνου, είναι ένα από τα βασικότερα κίνητρα των καλλιεργητών.

85


Το είδος που επικρατεί στις καλλιέργειες των καλλιεργητών είναι τα κηπευτικά, δεδομένου ότι οι περισσότεροι καλλιεργούν για ιδιοκατανάλωση, άρα επιλέγουν να καλλιεργήσουν είδη που δεν απαιτούν μεγάλη έκταση και εντάσσονται στην καθημερινή τους διατροφή, ως συμπληρώματα και ως συστατικά πλήθους συνταγών. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των ντόπιων ποικιλιών (αντοχή, προσαρμοστικότητα, οργανοληπτικά χαρακτηριστικά), αποτέλεσαν το βασικότερο κίνητρο για την ενασχόληση των καλλιεργητών με αυτές. Σε αντίστοιχα συμπεράσματα έχει καταλήξει και η έρευνα των Negri et al (2000) που, ειδικά για τους Έλληνες καλλιεργητές, έδειξε ότι τα ζητήματα της καλύτερης ποιότητας και της προσαρμοστικότητας, είναι καθοριστικής σημασίας στην απόφασή τους να καλλιεργήσουν ντόπιες ποικιλίες. Ακόμη, μεγάλη σημασία γι’ αυτούς έχει η συμβολή στη διατήρηση των ντόπιων ποικιλιών και η αποδέσμευσή τους από την αγορά σπόρων και προϊόντων, που γίνονται σε εθελοντική βάση, λόγω του περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος και της γενικότερης ιδεολογίας τους. Σχετικά κίνητρα υποστηρίζει ο Pascual (2006), σύμφωνα με τον οποίο η πρόσληψη της σημασίας της αγροβιοποικιλότητας καθορίζεται από προσωπικές αξίες και ηθικές κατασκευές, οι οποίες συνδέονται άμεσα με το περιβαλλοντικό ενδιαφέρον. Περίπου οι μισοί καλλιεργητές καλλιεργούν ντόπιες ποικιλίες στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνους τους, ενώ από τα σημαντικότερα κίνητρα ενασχόλησης των καλλιεργητών με ντόπιες ποικιλίες ήταν και η παράδοση καλλιέργειας στην περιοχή όπου διαμένουν. Σε αντίστοιχα συμπεράσματα κατέληγε και η έρευνα των Negri et al (2000), με την ενασχόληση στο πλαίσιο του ελεύθερου χρόνου και την επιθυμία διατήρησης της παράδοσης (ιδιαίτερες συνταγές που σχετίζονται με έθιμα ή θρησκεία), να είναι από τους βασικότερους λόγους, που οι Ευρωπαίοι αποφασίζουν να καλλιεργήσουν ντόπιες ποικιλίες. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι, για την πλειονότητα των καλλιεργητών, τα οικονομικά κίνητρα δεν αποτέλεσαν πόλο έλξης για την ενασχόλησή τους με τις ντόπιες ποικιλίες, ενώ για κανέναν δεν αποτέλεσε κίνητρο η επιδότηση, αφού κανένας δε λαμβάνει επιδότηση για καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών (σε παρανόηση της ερώτησης, ένα ποσοστό των καλλιεργητών δήλωσαν ότι λαμβάνουν επιδότηση ή ότι χρησιμοποιούν πιστοποιημένους σπόρους, αλλά στη συνέχεια διευκρινίστηκε ότι αυτά αφορούσαν βιολογικές καλλιέργειες και σπόρους και όχι ντόπιες ποικιλίες). Σε αντίθεση, λοιπόν, με τα αποτελέσματα της έρευνας των Negri, et al (2000), που θέλουν τους εμπορικούς λόγους να είναι ένα από τα βασικότερα κίνητρα καλλιέργειας ντόπιων ποικιλιών, στη συγκεκριμένη περίπτωση κάτι τέτοιο δεν ισχύει και δικαιολογείται από το ότι οι περισσότεροι καλλιεργητές ασχολούνται ερασιτεχνικά και εθελοντικά με τις ντόπιες ποικιλίες. Εξάλλου, η πλειονότητα των καλλιεργητών δε γνώριζε την απόδοση των καλλιεργειών της, αφού καλλιεργεί κυρίως για ιδιοκατανάλωση και δεν ενδιαφέρεται αναγκαστικά για το πόσο καλή ή σταθερή απόδοση θα έχει. Όσον αφορά στη διαχείριση των καλλιεργειών, όλοι οι καλλιεργητές εφαρμόζουν φιλοπεριβαλλοντικές μεθόδους καλλιέργειας (πιστοποιημένη βιολογική, παραδοσιακή, φυσική), κάτι που ενισχύει το συμπέρασμα για το περιβαλλοντικό τους ενδιαφέρον, ενώ οι 86


περισσότεροι κρατούν και αναπαράγουν σπόρους από χρονιά σε χρονιά. Όπως είναι φυσικό, κανένας δεν αγοράζει σπόρους από ντόπιες ποικιλίες. Παρόλο που για την πλειονότητα των καλλιεργητών, οι πιο κατάλληλοι τρόποι διάθεσης των προϊόντων από ντόπιες ποικιλίες είναι η πώλησή τους στο αγρόκτημα και στις λαϊκές αγορές, ώστε να υπάρχει η άμεση επαφή του πελάτη με τον παραγωγό ή μέσω δικτύων, οι ίδιοι παράγουν τα προϊόντα τους κυρίως για ιδιοκατανάλωση, ενώ η προώθηση μέσω δικτύων ανταλλαγής, δεν αποτελεί κύριο τρόπο διάθεσης των προϊόντων, για κανέναν από αυτούς. Σε αντίστοιχο συμπέρασμα για την ιδιοκατανάλωση, κατέληξε και η έρευνα των Negri et al, παρουσιάζοντάς την ως το βασικότερο λόγο ενασχόλησης των Ευρωπαίων καλλιεργητών με τις ντόπιες ποικιλίες.

Ένας σημαντικός αριθμός καλλιεργητών, δραστηριοποιείται στο δίκτυο ανταλλαγής σπόρων “ΠΕΛΙΤΙ” από την έναρξη της λειτουργίας του. Οι μισοί, περίπου, καλλιεργητές, είναι σχετικά καινούρια μέλη του δικτύου “ΠΕΛΙΤΙ”, αφού ξεκίνησαν να δραστηριοποιούνται μέσω αυτού εντός των τελευταίων πέντε ετών. Οι περισσότεροι καλλιεργητές διατηρούν σταθερή επαφή μεταξύ τους και ασχολούνταν με την καλλιέργεια των ντόπιων ποικιλιών και πριν την ένταξή τους στο δίκτυο. Η πλειονότητα των καλλιεργητών, προσχώρησε στο δίκτυο “ΠΕΛΙΤΙ” και συμμετέχει σε γιορτές ανταλλαγής σπόρων, έχοντας ως βασικό κίνητρο το ενδιαφέρον της για κοινωνική επαφή (επιθυμία για συμμετοχή σε συλλογική προσπάθεια και σε ανταλλακτική διαδικασία) και δεύτερο βασικό κίνητρο, το περιβαλλοντικό της ενδιαφέρον. Κανένας, ούτε και οι κατ’ επάγγελμα γεωργοί, δεν επέλεξαν να ενταχθούν στο δίκτυο για βιοποριστικούς λόγους. Δεδομένου ότι η συμμετοχή σε δίκτυα ανταλλαγής σπόρων εκτιμήθηκε, στην παρούσα έρευνα, ως συμμετοχή σε φιλοπεριβαλλοντική δράση, διαπιστώνεται ότι σε παρόμοια συμπεράσματα καταλήγει και ο Marshall (2004), θεωρώντας ότι η ανάληψη συλλογικής δράσης σε φιλοπεριβαλλοντικά προγράμματα, καθορίζεται περισσότερο από κοινωνικούς παράγοντες (αντίληψη του οφέλους για την κοινότητα, εμπιστοσύνη στην πρόθεση και δέσμευση για συνεργασία από τους υπόλοιπους, κλπ.) και όχι από ατομικές υλιστικές εκτιμήσεις. Η συμπεριφορά, όμως, των περισσότερων καλλιεργητών, ως προς τη συμμετοχή τους σε γιορτές ανταλλαγής σπόρων έρχεται σε αντίθεση με την επιθυμία τους για κοινωνική επαφή, αφού μόνο ένας στους τρεις, περίπου, έχει παραβρεθεί σε πλήθος γιορτών. Η πλειονότητα, έχει συμμετάσχει σε αυτές λιγότερες από πέντε φορές, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς έχουν παραβρεθεί μόνο σε μία γιορτή. Κατά συνέπεια, η σταθερή επαφή που οι καλλιεργητές του δικτύου διατηρούν μεταξύ τους, δεν συνίσταται ιδιαίτερα στη συνεύρεσή τους στις γιορτές ανταλλαγής σπόρων. Ωστόσο, η ικανοποίηση των κοινωνικών τους αναγκών επιτυγχάνεται, αφού οι περισσότεροι έχουν ως σημαντική πηγή ενημέρωσης και ανταλλαγής τεχνογνωσίας

87


για την καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών, άλλους καλλιεργητές και φίλους. Πάντως, το δίκτυο “ΠΕΛΙΤΙ” λειτουργεί και ως δίκτυο ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών, χωρίς χρήματα. Έτσι, οι καλλιεργητές ικανοποιούν, ενδεχομένως, την επιθυμία τους για κοινωνική επαφή και μέσω άλλων δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια λειτουργίας του δικτύου. Επιπλέον, η απουσία μεγάλου αριθμού καλλιεργητών από τις γιορτές δικαιολογείται, ενδεχομένως, από το ότι είναι διασκορπισμένοι σε όλο το εύρος της ελληνικής περιφέρειας και δεν είναι πάντα εύκολη, από χωρική και χρονική άποψη, η πρόσβαση και η παρουσία τους στον τόπο διεξαγωγής των γιορτών. Άλλωστε, πάνω από τους μισούς καλλιεργητές δραστηριοποιούνται, ταυτόχρονα και σε άλλα δίκτυα και συλλογικότητες, τα οποία είναι κυρίως κοινωνικά, περιβαλλοντικά και πολιτικά και λιγότερο δίκτυα σχετικά με τη γεωργία.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι οι μισοί καλλιεργητές δήλωσαν πως δε γνωρίζουν το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο που αφορά στη διατήρηση των ντόπιων ποικιλιών και τη σποροπαραγωγή. Ωστόσο, η στάση όσων καλλιεργητών το γνώριζαν, εκφράζει κατανόηση της υφιστάμενης κατάστασης και συνειδητή στάση απέναντί της. Κανένας από αυτούς δεν το θεωρεί ικανοποιητικό, εκτιμώντας ότι δεν συμβάλει αποτελεσματικά στη διατήρηση των ντόπιων ποικιλιών ή στην προστασία των παραγωγών, χαρακτηρίζοντάς το ως “αναποτελεσματικό”, λόγω γραφειοκρατίας του κρατικού μηχανισμού και υποστηρίζοντας ότι συμβάλει στη μείωση της βιοποικιλότητας, την προώθηση των υβριδίων και των γενετικά τροποποιημένων και στη μείωση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων, αφαιρώντας δικαιώματα από τον παραγωγό και προάγοντας τα συμφέροντα των εταιριών. Η άγνοια του νομοθετικού πλαισίου, έρχεται σε αντίφαση με το περιβαλλοντικό ενδιαφέρον και το εκπαιδευτικό επίπεδο των καλλιεργητών που θα έπρεπε, λογικά, να τους διατηρούν ενήμερους σε τέτοιου είδους ζητήματα. Γενικά, οι καλλιεργητές δείχνουν να είναι ιδιαίτερα αρνητικοί ως προς τις θεσμικές ρυθμίσεις που αφορούν στις ντόπιες ποικιλίες, ακόμη και ως προς τις επιδοτήσεις. Χαρακτηριστικό είναι, ότι η πλειονότητα των καλλιεργητών δεν θα άλλαζε τις ποικιλίες που καλλιεργεί τώρα για κάποιες που παίρνουν επιδότηση από το κράτος, είτε λόγω ιδεολογίας, είτε λόγω του ότι δεν είναι επαγγελματίες γεωργοί ή είναι μεγάλης πλέον ηλικίας, ενώ ορισμένοι υποστήριξαν ότι οι επιδοτήσεις βλάπτουν, ουσιαστικά, τη βιοποικιλότητα, αφού στρέφουν το ενδιαφέρον προς συγκεκριμένες ποικιλίες, αποτελώντας αποκλειστικά οικονομικό κίνητρο, χωρίς να βοηθούν στην υποστήριξη της ποιότητας. Ακόμη και η θετική απάντηση με την αιτιολογία “έχω καλές προθέσεις”, που έδωσε ένας μόνο ερωτώμενος επιβεβαιώνει, ουσιαστικά, την άποψη για το επιζήμιο των επιδοτήσεων. Άλλωστε, όπως προειπώθηκε, κανένας από τους καλλιεργητές δεν λαμβάνει επιδότηση για καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών. Έμφαση στους λόγους που οι γεωργοί δεν είναι συχνά ανοιχτοί σε αλλαγές, έχουν δώσει οι Potter και Garson (1988) και οι Potter και Lobley (1992) (βλ. Κεφ. 5.2), σύμφωνα με τους οποίους οι λόγοι αυτοί επηρεάζονται από την ιδιοσυγκρασία των γεωργών, τη σύνδεσή τους με τη γεωργία ως 88


τρόπο ζωής και τη βάση των διαδικασιών λήψης αποφάσεων σε στοιχεία περισσότερο “ικανοποίησης”, παρά αύξησης των κερδών, παράγοντες που ισχύουν στην περίπτωση των καλλιεργητών της παρούσας έρευνας. Οι καλλιεργητές εμφανίζονται ευαισθητοποιημένοι ως προς τη διαχείριση των φυσικών πόρων, μέσω των απαντήσεων που έδωσαν σε θέματα που άπτονταν της γεωργίας και του περιβάλλοντος. Για την ακρίβεια, οι καλλιεργητές δεν θεωρούν φιλοπεριβαλλοντικό τον τρόπο που ασκείται η γεωργία στη χώρα μας, ενώ δεν υποστηρίζουν τη χρήση χημικών και λιπασμάτων για τη σίγουρη απόδοση της καλλιέργειας, ούτε την αποκλειστική σπουδαιότητα της συμβατικής γεωργίας για την κάλυψη των διατροφικών αναγκών του πληθυσμού της χώρας μας. Επιπλέον, έχουν επίγνωση της σημαντικότητας των ειδών, τόσο από άποψη ρόλου που παίζουν στη διατροφή του ανθρώπου, όσο και από οικολογικής τους σημασίας. Συγκεκριμένα, αναγνωρίζουν την πρωταρχική σημασία των ντόπιων ποικιλιών σιτηρών στη διατροφή, αλλά και στην οικολογική και αειφόρο διαχείριση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, δεδομένου ότι αυτή τη στιγμή οι καλλιέργεια σιτηρών καταλαμβάνει πολύ μεγάλο τμήμα της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Η ανταλλαγή σπόρων και ντόπιων ποικιλιών μπορεί, σύμφωνα με τη γνώμη των καλλιεργητών, να συμβάλει σε πολύ μεγάλο βαθμό στη διατήρηση της βιοποικιλότητας, μέσω της καλλιέργειάς τους, στη δημιουργία εναλλακτικής μορφής οικονομικών σχέσεων (χωρίς διαμεσολάβηση χρήματος), στη διατήρηση της παράδοσης κάθε περιοχής και στη διατήρηση της γνώσης του γεωργού. Επιπλέον, μπορεί να συμβάλει πολύ στη δημιουργία στενότερων κοινωνικών δεσμών και στην οικονομία για το γεωργό. Παρόμοια χαρακτηριστικά για τη σημασία της ανταλλαγής σπόρων μέσω σχετικών δικτύων, αναφέρει και ο Toledo (2002), επισημαίνοντας τη συμβολή της ανταλλαγής στη διάχυση της γνώσης μεταξύ των γεωργών και στη διατήρηση των ποικιλιών. Η συμβολή της ανταλλαγής είναι μέτρια, σύμφωνα με τους καλλιεργητές, όσον αφορά στο δικαίωμα του γεωργού για πρόσβαση στο σπόρο και στη δυνατότητα αποδυνάμωσης του ρόλου των εταιριών σποροπαραγωγής. Για τους περισσότερους καλλιεργητές, κάτι τέτοιο προϋποθέτει μεγαλύτερη έκταση της εφαρμογής της, αλλά και μακροπρόθεσμη αναπροσαρμογή του ισχύοντος οικονομικού συστήματος και άρα αποτελεί, ενδεχομένως, μια ουτοπία. Οι καλλιεργητές θεωρούν, ότι η καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών δίνει προϊόντα που είναι πολύ περισσότερο ασφαλή για την υγεία από αυτά της καλλιέργειας εμπορικών ποικιλιών και υβριδίων, εναρμονίζεται πολύ περισσότερο με την παράδοση της κάθε περιοχής και είναι πολύ πιο ανθεκτική σε ασθένειες και σε εχθρούς, έχοντας πιο σταθερές αποδόσεις ενώ είναι, γενικά, πολύ πιο φιλική προς το περιβάλλον. Παρόλα αυτά, για κάποιους καλλιεργητές το τελευταίο αυτό χαρακτηριστικό, ορθά δεν ταυτίζεται με τις ίδιες τις ποικιλίες, αλλά με τη μέθοδο καλλιέργειας που εφαρμόζεται. Οι περισσότεροι καλλιεργητές, ωστόσο, συμφωνούν

89


στο ότι οι ντόπιες ποικιλίες μπορούν να είναι πιο “φιλικές προς το περιβάλλον”, με την έννοια της προσαρμοστικότητας και της αντοχής σε ασθένειες και εχθρούς και των μικρότερων απαιτήσεων σε νερό και φυτοπροστατευτικά μέσα, από τις εμπορικές ποικιλίες και τα υβρίδια. Οι καλλιεργητές θεωρούν, επίσης, ότι η καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών μπορεί να συμβάλει πολύ στην εξασφάλιση διατροφικής αυτάρκειας και την ενίσχυση της τοπικής κοινωνικής συνοχής. Τέλος, οι καλλιεργητές θεωρούν ότι ο χρόνος απασχόλησης που απαιτεί η καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών είναι σχεδόν ο ίδιος που απαιτεί η καλλιέργεια εμπορικών ποικιλιών και ότι μπορούν να είναι περίπου το ίδιο κερδοφόρες / ανταγωνιστικές. Για τα περισσότερα από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, η γνώση των καλλιεργητών είναι αυξημένη. Παρόλα αυτά, ένας σημαντικός αριθμός από αυτούς, δεν ήταν σε θέση να δώσει συγκεκριμένη απάντηση, ως προς τη σταθερότητα των αποδόσεων, την ανταγωνιστικότητα και το χρόνο ενασχόλησης που απαιτεί η καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών, σε σχέση με την καλλιέργεια εμπορικών ποικιλιών. Κάτι τέτοιο δικαιολογείται, από το ότι οι περισσότεροι καλλιεργούν ντόπιες ποικιλίες ερασιτεχνικά και για ιδιοκατανάλωση, δεν έχουν καλλιεργήσει ποτέ υβρίδια ή εμπορικές ποικιλίες και πολλοί αλλάζουν τις καλλιέργειές τους κάθε χρόνο. Τίθεται, έτσι, το θέμα της ικανότητας των καλλιεργητών να αξιολογήσουν τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της καλλιέργειας των ντόπιων ποικιλιών, δεδομένου ότι η πλειονότητά τους δεν απασχολείται ιδιαίτερα από θέματα που έχουν να κάνουν με το κατά πόσο οι αποδόσεις από τις ντόπιες ποικιλίες είναι σταθερές ή ικανοποιητικές ή το κατά πόσο η εμπορία ντόπιων ποικιλιών μπορεί να σταθεί ανταγωνιστικά στην αγορά και να αποδειχθεί οικονομικά βιώσιμη για τον παραγωγό. Οι καλλιεργητές συμφωνούν στο ότι υπάρχει ενδιαφέρον από τους καταναλωτές της χώρας μας για ντόπιες ποικιλίες, το οποίο αποδίδουν στην τάση για υγιεινή διατροφή, που έχει αρχίσει να επικρατεί τα τελευταία χρόνια. Εκτιμούν, επίσης, ότι ο γεωργός μπορεί να ζήσει από την καλλιέργεια αποκλειστικά ντόπιων ποικιλιών και ότι οι ντόπιες ποικιλίες επαρκούν για τη διατροφή του πληθυσμού της χώρας, με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα. Ωστόσο, δεν έχουν συγκεκριμένη άποψη για το εάν υπάρχει ενδιαφέρον από τους καλλιεργητές της χώρας μας για ντόπιες ποικιλίες. Όσοι εκτιμούν ότι δεν υπάρχει ενδιαφέρον, αποδίδουν το γεγονός στο ότι “δεν τους δίνονται τα περιθώρια και τα κίνητρα από κρατικής πλευράς / δεν τους αφήνει το σύστημα”, “δεν γνωρίζουν – έτσι έχουν μάθει, έτσι κάνουν”, “τους ενδιαφέρει μόνο το κέρδος”, κλπ. Τέλος, οι καλλιεργητές δεν θεωρούν ότι η διατήρηση σπόρων σε τράπεζες γενετικού υλικού, είναι πιο αποτελεσματική από την καλλιέργειά τους στον αγρό. Σύμφωνα με την άποψή τους, η λειτουργία των τραπεζών γενετικού υλικού γίνεται αναποτελεσματική, όταν δεν επιτρέπεται η πρόσβαση σε αυτές για όλους τους ενδιαφερόμενους και οι σπόροι αποκτούν “συλλεκτική αξία”.

90


Ιδιαίτερη ευαισθητοποίηση εμφανίζουν οι καλλιεργητές και σε θέματα κοινωνικοοικονομικού ενδιαφέροντος. Συμφωνούν απόλυτα στο ότι θα έπρεπε να υπάρχει ένα σύστημα παραγωγής που θα δίνει ανεξαρτησία στις τοπικές κοινωνίες, στο ότι η πρόσβαση των πολιτών στα κέντρα λήψης αποφάσεων είναι σημαντική και στο ότι καταναλώνουμε περισσότερα αγαθά από όσα χρειαζόμαστε πραγματικά και εν μέρει στο ότι θα έπρεπε να αλλάξουμε τις διατροφικές μας συνήθειες, προκειμένου να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες όλου του πληθυσμού. Όσο για το εάν είναι δυνατό να επικρατήσει η μέθοδος της ανταλλαγής για την κάλυψη των αναγκών μας, οι καλλιεργητές δεν έχουν σαφή άποψη. Ορισμένοι απάντησαν θετικά, προφανώς έχοντας υπόψη τους τη δική τους πραγματικότητα, όπου βιώνουν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό τη διαδικασία της ανταλλαγής στις καθημερινές τους δραστηριότητες, άρα είναι κάτι που γι’ αυτούς δεν αποτελεί μία ουτοπία. Όσοι απάντησαν αρνητικά τόνιζαν, παράλληλα, τη σημασία της “ισότιμης ανταλλαγής”, καταλήγοντας στη δυσμενή διαπίστωση ότι οι άνθρωποι δεν είμαστε ικανοί να διατηρήσουμε ισότιμες σχέσεις, χωρίς να οδηγηθούμε σε σχέσεις εκμετάλλευσης. Κάποιοι, τέλος, τόνισαν τη σημασία του “ΠΕΛΙΤΙ” για την εφαρμογή της ανταλλαγής σε ορισμένους, έστω, τομείς της ζωής τους. Τέλος, οι καλλιεργητές διαφωνούν στο ότι τα προϊόντα ποιότητας είναι προσιτά στο σύνολο του πληθυσμού και στο ότι υπάρχει ισότιμη πρόσβαση στα αγαθά για το σύνολο του πληθυσμού. Οι περισσότεροι, τόνιζαν το γεγονός της υπερεκμετάλλευσης από τους έμπορους, που τα πωλούν σε τιμές πολλαπλάσιες αυτής που τα δίνει ο παραγωγός, θεωρώντας πως εκεί έγκειται το ουσιαστικό πρόβλημα της απουσίας πρόσβασης. Επίσης, δεν πιστεύουν ότι ο τρόπος ζωής μας καλύπτει τις κοινωνικές μας ανάγκες ή ότι υπάρχει ισότητα σε θέματα πρόσβασης των πολιτών στα κέντρα λήψης αποφάσεων.

Η γνώση και η στάση των καλλιεργητών φαίνεται, λοιπόν, να είναι σχετικά αποσπασματική, όσον αφορά σε θέματα που μόνο επαγγελματίες καλλιεργητές θα μπορούσαν να γνωρίζουν καλά. Παρόλα αυτά, στα περισσότερα θέματα που συζητήθηκαν, οι καλλιεργητές έδειξαν αυξημένη γνώση και συνειδητή στάση, έστω και αν σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό γινόταν “εκ του ασφαλούς”, λόγω μη οικονομικής εξάρτησής τους από τη γεωργία. Φαίνονται, πάντως, ευαισθητοποιημένοι σε θέματα διαχείρισης των φυσικών πόρων, ενώ τους διέπει μία γενικότερη κοινωνική ευαισθησία και μία στάση ζωής, από την οποία φαίνεται να εκπορεύεται η ακτιβιστική ενασχόλησή τους με τις ντόπιες ποικιλίες. Τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά εξάλλου (μέση ηλικία, αυξημένο επίπεδο εκπαίδευσης, αστική καταγωγή, κλπ.), φαίνεται να κατευθύνουν τον τρόπο δράσης τους. Πρόκειται για ανθρώπους που, έχοντας ενδεχομένως και μία έμφυτη ευαισθησία και διαβιώντας σε αστικό περιβάλλον, έλαβαν πολιτικά και κοινωνικά ερεθίσματα κατά τα χρόνια των σπουδών τους, όντας σε μία εποχή (δεκαετίες ’80 και ’90), που χαρακτηρίστηκε από μία γενικότερη έξαρση του περιβαλλοντικού ενδιαφέροντος, καθώς και εμφάνιση και αύξηση των περιβαλλοντικών 91


οργανώσεων και στη χώρα μας (Κούση, 1995). Σύμφωνα με τους Boudourides & Kalamaras (2002), τη δεκαετία του ’90 παρουσιάστηκε μια συστηματοποίηση του Ελληνικού περιβαλλοντικού ακτιβισμού. Δεν είναι τυχαίο, ότι έναυσμα για τη δημιουργία του “ΠΕΛΙΤΙ”, το 1995, αποτέλεσε η λειτουργία, από το 1990, του Εργαστηρίου Οικολογικής Πρακτικής, μίας εθελοντικής, μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα οργάνωσης (Καθημερινή, 2007), που αποτέλεσε και χώρο επαφής και ζυμώσεων, ενδεχομένως, ορισμένων από τους πρωτεργάτες του “ΠΕΛΙΤΙ”.

Τα χαρακτηριστικά και τα κίνητρα των καλλιεργητών, καθώς και το γενικότερο ιδεολογικό τους υπόβαθρο (περιβαλλοντικές και κοινωνικές ευαισθησίες), εμφανίζουν πολλά κοινά σημεία με αυτά των ατόμων που παίζουν ρόλο στην αειφόρο αγροτική ανάπτυξη (Gorlach et al, 2007) (βλ. Κεφ. 5.3). Συνάδουν, παράλληλα και με τη θεωρία των παραγόντων που επηρεάζουν το περιβαλλοντικό ενδιαφέρον, των Van Liere & Dunlap (1980), κλπ. και ειδικά όσον αφορά στην ηλικία, τον τόπο διαμονής (καταγωγής) και το επίπεδο εκπαίδευσης.

92


8.2 Έλεγχος των ερευνητικών υποθέσεων Από τα αποτελέσματα της έρευνας, όσον αφορά την Ερευνητική Υπόθεση 1, σύμφωνα με την οποία οι καλλιεργητές ντόπιων ποικιλιών που συμμετέχουν σε δίκτυα και γιορτές ανταλλαγής σπόρων έχουν ασχοληθεί, τόσο με τις ντόπιες ποικιλίες, όσο και με τη γεωργία εν γένει, ορμώμενοι κυρίως από το περιβαλλοντικό τους ενδιαφέρον, προκύπτει ότι αυτή ισχύει. Συγκεκριμένα, βασικός λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας υπήρξε, για την πλειονότητα των καλλιεργητών, η περιβαλλοντική τους ευαισθησία ως στάση ζωής, ενώ η υπόθεση ότι οι συγκεκριμένοι καλλιεργητές ασχολούνται με την καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών από περιβαλλοντικό ενδιαφέρον, ενισχύεται από τη βαρύτητα που έδωσαν στο συγκεκριμένο κίνητρο (εθελοντικά, ο ένας στους δύο). Όσον αφορά την Ερευνητική Υπόθεση 2, που θέλει τους καλλιεργητές ντόπιων ποικιλιών που συμμετέχουν σε δίκτυα και γιορτές ανταλλαγής σπόρων, να έχουν επιλέξει να ασχοληθούν με τα δύο τελευταία λόγω έντονου κοινωνικού ενδιαφέροντος, από τα αποτελέσματα της έρευνας προκύπτει ότι ισχύει επίσης, αφού κοινωνικά κίνητρα, όπως η επιθυμία για συμμετοχή σε συλλογική προσπάθεια, καθώς και το ενδιαφέρον για συμμετοχή σε ανταλλαγή, είχαν πρωταρχική σημασία, τόσο για την ένταξη των καλλιεργητών στο δίκτυο “ΠΕΛΙΤΙ”, όσο και για τη συμμετοχή τους σε γιορτές ανταλλαγής σπόρων. Ισχύει και η Ερευνητική Υπόθεση 3, η οποία θέλει τους καλλιεργητές ντόπιων ποικιλιών που συμμετέχουν σε δίκτυα και γιορτές ανταλλαγής σπόρων, να έχουν επιλέξει να ασχοληθούν με τα δύο τελευταία έχοντας έντονα ιδεολογικά κίνητρα, αφού ιδεολογικοί λόγοι που είχαν να κάνουν με απεξάρτηση από αγορά σπόρων και προϊόντων και γενικότερα από εταιρίες, αποτέλεσαν τόσο ένα από τα βασικά κίνητρα ενασχόλησής τους με τις ντόπιες ποικιλίες, όσο και λόγο συμμετοχής για έναν στους τέσσερις καλλιεργητές, περίπου, στις γιορτές ανταλλαγής σπόρων. Όσον αφορά την Ερευνητική Υπόθεση 4, που θέλει τους καλλιεργητές ντόπιων ποικιλιών που συμμετέχουν σε δίκτυα και γιορτές ανταλλαγής σπόρων να έχουν αυξημένη γνώση ως προς τα χαρακτηριστικά των ντόπιων ποικιλιών, τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι ισχύει επίσης, αφού η πλειονότητα των καλλιεργητών έχει αυξημένη γνώση για τα περισσότερα από τα χαρακτηριστικών που εμφανίζει η καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών σε σχέση με την καλλιέργεια εμπορικών ποικιλιών και υβριδίων, τα οποία οι καλλιεργητές κλήθηκαν να αξιολογήσουν. Από τα αποτελέσματα της έρευνας, επιβεβαιώνεται και η Ερευνητική Υπόθεση 5, που θέλει τους καλλιεργητές ντόπιων ποικιλιών που συμμετέχουν σε δίκτυα και γιορτές ανταλλαγής σπόρων, να είναι ευαισθητοποιημένοι στη διαχείριση των φυσικών πόρων, αφού οι καλλιεργητές παρουσιάζουν συνειδητή στάση απέναντι στην τελευταία, μέσω των απαντήσεων που έδωσαν σε θέματα που άπτονταν της γεωργίας και του περιβάλλοντος.

93


Τέλος, επιβεβαιώνεται και η Ερευνητική Υπόθεση 6, που θέλει τους καλλιεργητές ντόπιων ποικιλιών που συμμετέχουν σε δίκτυα και γιορτές ανταλλαγής σπόρων, να έχουν αυξημένη κοινωνική συνείδηση, τόσο μέσω της επιβεβαίωσης της Ερευνητικής Υπόθεσης 2, όσο και μέσω της ευαισθητοποίησης που δείχνουν οι καλλιεργητές σε θέματα κοινωνικό-οικονομικού ενδιαφέροντος. Συνοψίζοντας, οι καλλιεργητές ντόπιων ποικιλιών που συμμετέχουν σε δίκτυα και γιορτές ανταλλαγής σπόρων, μπορούν να θεωρηθούν ως άτομα μέσης ηλικίας, με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε αστικά κέντρα έχουν επιλέξει, όμως, συνειδητά, τη διαμονή στην ύπαιθρο. Η ενασχόλησή τους με τη γεωργία γίνεται κυρίως ερασιτεχνικά, ως τρόπος ζωής, για λόγους που σχετίζονται με φιλοπεριβαλλοντικές και κοινωνικές αξίες, τις οποίες δεν μπορεί να καλύψει το αστικό περιβάλλον.

94


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ & ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ

9.1 Συμπεράσματα Η εξαγωγή συμπερασμάτων στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας, στηρίζεται στα αποτελέσματα των απαντήσεων των συμμετεχόντων, ενώ μεγάλο ρόλο παίζει το θεωρητικό πλαίσιο που αναπτύχθηκε και η σύνδεσή του με την περίπτωση μελέτης. Μέσω του θεωρητικού πλαισίου της παρούσας εργασίας, αναδεικνύονται οι ελλείψεις που υπάρχουν στη χώρα μας στον τομέα της έρευνας, πάνω σε θέματα που έχουν να κάνουν με καταγραφή και διατήρηση της αγροβιοποικιλότητας, αλλά κυρίως όσον αφορά στην κοινωνική διάσταση αυτής και τον τρόπο που η σημασία της γίνεται αντιληπτή, τόσο από όσους συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων, όσο και από τους ίδιους τους γεωργούς. Πρέπει να αναφερθεί ότι, παρά τη σημασία αυτή, που αναγνωρίζεται από πλήθος διεθνών Συνθηκών και άλλων κειμένων, σε παγκόσμιο επίπεδο τόσο τα θέματα αυτά, όσο και η οργάνωση, λειτουργία και σημασία των δικτύων ανταλλαγής σπόρων, δεν έχουν αναλυθεί ιδιαίτερα, όπως συμβαίνει με θέματα που αφορούν στη συμβατική γεωργία. Από τις έρευνες που εντοπίστηκαν μέσω της βιβλιογραφικής ανασκόπησης φαίνεται ότι (με ελάχιστες εξαιρέσεις για ορισμένες βιομηχανοποιημένες χώρες, όπου και πάλι οι έρευνες δεν εστιάζουν σε κοινές παραμέτρους), εκτενείς μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί κατά κόρον για μη βιομηχανοποιημένες χώρες, όπου οι ντόπιες ποικιλίες και τα δίκτυα ανταλλαγής σπόρων είναι συστατικός παράγοντας της γεωργικής παραγωγής και της κοινωνικής οργάνωσης. Για τις μη βιομηχανοποιημένες χώρες, πλήθος ερευνών εξετάζει τα τοπικά διαχειριζόμενα συστήματα σπόρων, τα οποία ανήκουν στους πιο σημαντικούς θεσμούς για τη διαχείριση της αγροβιοποικιλότητας και ιδρύονται για να εξυπηρετούν την πρόσβαση των γεωργών σε πλήθος διαφορετικών ποικιλιών, έχοντας πλήθος θετικών αποτελεσμάτων, σε οικολογικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Στις βιομηχανοποιημένες χώρες, ωστόσο, όπου τα παραδοσιακά γεωργικά συστήματα παραγωγής έχουν, σε μεγάλο βαθμό, εκλείψει και το σύγχρονο μοντέλο γεωργικής ανάπτυξης δεν αφήνει πολλά περιθώρια διατήρησης παρόμοιων μορφών κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων, ανάλογα δίκτυα λειτουργούν κυρίως μέσω πρωτοβουλιών Μ.Κ.Ο. ή άτυπα, μέσω ανεπίσημων πρωτοβουλιών και, λόγω του ότι δεν αποτελούν θεσμούς, δεν έχουν τύχει ιδιαίτερης μελέτης.

Η εμπειρική έρευνα, δείχνει ότι οι καλλιεργητές ντόπιων ποικιλιών που συμμετέχουν σε δίκτυα και γιορτές ανταλλαγής σπόρων, είναι άτομα μέσης ηλικίας, με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης, που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει σε αστικά κέντρα και έχουν επιλέξει συνειδητά, τη διαμονή στην ύπαιθρο. Η εθελοντική και ερασιτεχνική ενασχόλησή τους με τη γεωργία και τις ντόπιες ποικιλίες, έγκειται σε μεγάλο βαθμό στην περιβαλλοντική τους 95


ευαισθησία, ως τρόπο ζωής και στα χαρακτηριστικά των ίδιων των ποικιλιών (οργανοληπτικά χαρακτηριστικά και προσαρμοστικότητα), ενώ η ένταξή τους σε δίκτυα και η συμμετοχή τους σε γιορτές ανταλλαγής σπόρων, εκπορεύεται από κοινωνικές τους ανάγκες, λόγω της επιθυμίας τους για κοινωνική επαφή. Είναι ιδιαίτερα ενημερωμένοι και ευαισθητοποιημένοι πάνω σε κοινωνικά θέματα και θέματα διαχείρισης των φυσικών πόρων και των ντόπιων ποικιλιών, ωστόσο, σε μικρότερο βαθμό είναι σε θέση να αξιολογήσουν αυτά που άπτονται οικονομικών χαρακτηριστικών των τελευταίων, δεδομένου ότι στην πλειονότητά τους δεν είναι επαγγελματίες καλλιεργητές.

Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν ελλείψεις στην ενημέρωση του κόσμου, σχετικά με τη σημασία της αγροβιοποικιλόητας και των ντόπιων ποικιλιών. Συζητήσεις που έτυχε να πραγματοποιηθούν, καθόλη τη διάρκεια εκπόνησης της έρευνας, με διάφορους ανθρώπους, γεωπόνους και μη (εξαιρουμένων, φυσικά, όσων συμμετείχαν στην έρευνα), ανέδειξαν το ότι η έννοια “ντόπιες καλλιεργούμενες ποικιλίες” είναι έννοια άγνωστη για την πλειονότητα του κόσμου. Ως εκ τούτου, άγνωστη παραμένει και η σημαντικότητά τους για την αγροβιοποικιλότητα, τη γεωργική παραγωγή, την τοπική οικονομία, την τοπική κοινωνία και την παράδοση κάθε περιοχής της χώρας και, κατά προέκταση, η αναγκαιότητα διατήρησής τους.

Τόσο μέσω του θεωρητικού πλαισίου, όσο και από τα αποτελέσματα της παρούσας έρευνας αναδεικνύονται, τέλος, τα προβλήματα που υπάρχουν στη διατήρηση της βιοποικιλότητας στη γεωργία στη χώρα μας, λόγω των εξελίξεων κατά τα τελευταία 50 χρόνια (εμπορευματοποίηση και εντατικοποίηση της γεωργίας, βελτιωτικά προγράμματα, πνευματικά δικαιώματα, κλπ.). Τα προβλήματα αυτά είναι ιδιαίτερα εμφανή όσον αφορά στις ντόπιες ποικιλίες, αφού η έκταση της γενετικής διάβρωσης είναι πολύ μεγάλη και το νομικό καθεστώς, αλλά και τα σχετικά προγράμματα, δεν ευνοούν τη διασφάλιση της προστασίας των περισσότερων, τουλάχιστον, ποικιλιών. Είναι γεγονός ότι, ακόμη και το νομοθετικό πλαίσιο τείνει να ευνοεί τα συμφέροντα των εταιριών εις βάρος των δικαιωμάτων των γεωργών, ενώ οι επιδοτήσεις, παρόλο που στοχεύουν στην οικονομική ενίσχυση των τελευταίων, με το να αποτελούν το μοναδικό τους κίνητρο χωρίς παράλληλη περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση, δεν ωφελούν πάντα την αγροβιοποικιλότητα, αντίθετα, μπορούν να τη ζημιώσουν επικίνδυνα.

96


9.2 Προβλήματα που αναδεικνύονται στην έρευνα Εκτιμάται ότι, το βασικότερο πρόβλημα της έρευνας είναι ο μικρός αριθμός των ερωτηματολογίων που συμπληρώθηκαν. Παρόλο που ικανοποιείται το θεώρημα των “μεγάλων αριθμών”, ωστόσο το μέγεθος του δείγματος δεν επέτρεψε τη συσχέτιση μεταβλητών, σε πολλές περιπτώσεις, ώστε να μπορέσουν να εξαχθούν πιο εκτενή συμπεράσματα. Έτσι, η έρευνα δεν είναι ιδιαίτερα ενδελεχής και δεν δίνει πολλή πληροφορία. Επιπλέον, το ότι οι συμμετέχοντες στην έρευνα ήταν, τελικά, μέλη αποκλειστικά ενός συγκεκριμένου δικτύου δίνει, στην ουσία, τα χαρακτηριστικά όσων συμμετέχουν στο συγκεκριμένο δίκτυο, χωρίς να μπορεί να ειπωθεί με ασφάλεια ότι ανάλογα συμπεράσματα ισχύουν σε κάθε περίπτωση. Το γεγονός ότι το ερωτηματολόγιο σχεδιάστηκε με τρόπο που θα επέτρεπε να καλυφθούν όσο περισσότερα θέματα ήταν δυνατό είχε ως αποτέλεσμα, η συμπλήρωση κάθε ερωτηματολογίου να απαιτεί πολύ χρόνο, αφού με κάθε συμμετέχοντα στην έρευνα, διεξαγόταν συζήτηση παίρνοντας, στην ουσία, τη μορφή συνέντευξης και παραπέμποντας περισσότερο σε ποιοτική έρευνα. Όσο σημαντικό και χρήσιμο και αν ήταν αυτό, ωστόσο για μια ποσοτική έρευνα όπως η παρούσα, πιο αποτελεσματικά θα λειτουργούσε ένα πιο περιορισμένο και ευέλικτο ερωτηματολόγιο. Ενδεχομένως, τα παραπάνω να ήταν δυνατό να αρθούν ή να μην αποτελούν πρόβλημα εάν προβλεπόταν, από το Π.Μ.Σ. “Γεωργία & Περιβάλλον”, μεγαλύτερο χρονικό διάστημα εκπόνησης των διπλωματικών διατριβών. Οπωσδήποτε, το χρονικό διάστημα των τεσσάρων μηνών, είναι πολύ μικρό προκειμένου να μπορέσει να διεξαχθεί εκτενέστερη έρευνα. Υπό τις ισχύουσες συνθήκες, η συγκεκριμένη έρευνα δεν θα μπορούσε, ίσως, να έχει διεξαχθεί διαφορετικά.

97


9.3 Προτάσεις Η παρούσα ποσοτική έρευνα, εστίασε στη διερεύνηση των κοινωνικών χαρακτηριστικών και των στάσεων, αξιών, πεποιθήσεων και τρόπων συμπεριφοράς, ενός πλήθους καλλιεργητών που δραστηριοποιούνται μέσω συγκεκριμένου δικτύου ανταλλαγής σπόρων. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες στην έρευνα είναι ερασιτέχνες καλλιεργητές, καθιστά δύσκολο το να διεξαχθεί ένα πιο ξεκάθαρο συμπέρασμα για ορισμένα χαρακτηριστικά της καλλιέργειας των ντόπιων ποικιλιών (απόδοση, ανταγωνιστικότητα, κλπ.), συγκρινόμενης με αυτή των εμπορικών ποικιλιών και των υβριδίων. Επιπλέον, ο εμφανής ιδεολογικός και φιλοπεριβαλλοντικός προσανατολισμός των περισσότερων καλλιεργητών που συμμετείχαν στην έρευνα, ενδεχομένως δεν αφήνει να αναδειχθούν ορισμένες άλλες πτυχές του θέματος των ντόπιων ποικιλιών, όπως θα τις αντιμετώπιζαν άνθρωποι που τις καλλιεργούν κατ’ επάγγελμα, δεν έχουν βιώσει την εμπειρία της αστικοποίησης και δεν έχουν αναπτύξει φιλοσοφικό ή ιδεολογικό πλαίσιο γύρω από το συγκεκριμένο θέμα. Θα ήταν, ίσως, σκόπιμο, να πραγματοποιηθεί η εκπόνηση τοπικών ερευνών, σε κάθε νομό ή περιφέρεια της χώρας, προκειμένου να διερευνηθεί η σημασία της καλλιέργειας ντόπιων ποικιλιών σε τοπικό επίπεδο (προσαρμοστικότητα, αποδόσεις, σύσφιξη δεσμών μεταξύ των κατοίκων, τοπική οικονομία, κλπ.). Με τον τρόπο αυτό μπορεί, ίσως, να αναδειχθεί το εάν πράγματι μια κοινωνία μπορεί να υπάρξει αυτάρκης από την καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών και τις ενδεχόμενες σχέσεις ανταλλαγής που αναπτύσσονται ή μπορούν να αναπτυχθούν τοπικά. Προτείνεται, επίσης, η διεξαγωγή ποιοτικής έρευνας, που θα αφορά καλλιεργητές μίας ορεινής, μία νησιώτικης και μία πεδινής περιοχής (όπου επικρατούν εντατικές καλλιέργειες), ώστε να αναδειχθούν τόσο οι διαφορές που έχουν επέλθει στο τοπίο των αγροοικοσυστημάτων κάθε μίας από αυτές, όσο και τα προβλήματα που εμφανίζονται και ο τρόπος που αντιμετωπίζεται το θέμα των ντόπιων ποικιλιών ανάλογα με το σύστημα παραγωγής και τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν.

Προκειμένου να διασφαλιστεί, όσο γίνεται, τόσο η επιβίωση των ντόπιων ποικιλιών, όσο και ο πλούτος της αγροβιοποικιλότητας και των παραδοσιακών γεωργικών συστημάτων και πρακτικών, κρίνεται σκόπιμο να υπάρξουν, σε μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο επίπεδο, τα παρακάτω: •

Η κατανόηση, αρχικά, από τους αρμόδιους φορείς, αλλά και από τους γεωργούς, τους αγρότες εν γένει και τους πολίτες, της σημασίας της διαφύλαξης του φυτογενετικού πλούτου της χώρας και των παραδοσιακών τεχνικών αναπαραγωγής και καλλιέργειας, για τη βιώσιμη ανάπτυξη της υπαίθρου.

98


Η πραγματοποίηση πιο συντονισμένης έρευνας και καταγραφής των απειλούμενων με γενετική διάβρωση ντόπιων ποικιλιών και η δημιουργία μητρώου καλλιεργητών. Στόχος θα πρέπει να είναι η ουσιαστική προστασία τους, μέσω του σχεδιασμού και της εφαρμογής μέτρων, που θα στοχεύουν αποκλειστικά στην in situ / on farm διατήρηση ποικιλιών, που δεν είναι ήδη ενταγμένες στους εθνικούς καταλόγους, με παράλληλη προστασία των περιοχών όπου ευδοκιμούν.

Η άρση των εμποδίων και των φραγμών που τίθενται από το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο και η αποδέσμευση της παραγωγής από πιστοποιημένους, μόνο, σπόρους, καθώς και η ενίσχυση του ρόλου των δημόσιων φορέων και των συνεταιρισμών στην παραγωγή και το εμπόριο πολλαπλασιαστικού υλικού, με ταυτόχρονο περιορισμό του ρόλου των εταιριών.

Η ενίσχυση της πολυλειτουργικότητας της γεωργίας και της προστασίας των παραδοσιακών αγροοικοσυστημάτων, για τη διασφάλιση της παραγωγικότητας των γεωργικών εκτάσεων, καθώς και η χάραξη πολιτικών στήριξης της οικογενειακής γεωργίας και των παραδοσιακών τεχνικών, ιδιαίτερα στις απόμακρες, ορεινές και νησιωτικές περιοχές.

Η αποφυγή καλλιέργειας γενετικά τροποποιημένων τροφίμων και η στήριξη της βιολογικής και παραδοσιακής γεωργίας, καθώς και η εξισορρόπηση μεταξύ της έρευνας για τη βιοτεχνολογία και την αγρο-οικολογική έρευνα.

Η καλύτερη αξιολόγηση των αναγκών σε παραγόμενα προϊόντα, τόσο σε τοπικό (ανάγκες των γεωργών και της τοπικής κοινωνίας), όσο και σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο.

Η συμμετοχή των γεωργών και του τοπικού πληθυσμού, στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και η ανάπτυξη συμμετοχικών συστημάτων έρευνας, επιλογής και διαχείρισης της βιοποικιλότητας στους αγρούς. Είναι σημαντική η εφαρμογή συμμετοχικών διαδικασιών γεωργικής παραγωγής και διάχυσης γνώσης (Participatory Plant Breeding), καθώς έχει ποικίλα κοινωνικά και περιβαλλοντικά οφέλη (Sthapit, B., et al, 2002).

Η στήριξη, σε τοπικό επίπεδο, δράσεων που προάγουν τη βιοποικιλότητα, όπως η χρήση ιδιοπαραγόμενου σπόρου, η προώθηση των γιορτών ανταλλαγής και της δικτύωσης των γεωργών, κλπ., ώστε να προαχθεί και η κοινωνική συνοχή.

Η προώθηση του εναλλακτικού εμπορίου, της άμεσης σχέσης παραγωγού και καταναλωτή, κλπ.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η ίδρυση ενός ευρωπαϊκού δικτύου έρευνας και ανταλλαγής γνώσης, σπόρων, τεχνικών, κλπ., που θα συνεργάζεται με τα κατά τόπους άτυπα ή επίσημα δίκτυα. 99


Σε οποιαδήποτε περίπτωση, θα πρέπει να τίθενται τα συμφέροντα των γεωργών και των τοπικών κοινωνιών πάνω από τα συμφέροντα των εταιριών και του γενικότερου οικονομικού συστήματος, με γνώμονα πάντα την οικολογική ισορροπία, την αειφόρο ανάπτυξη της υπαίθρου και την ευημερία των τοπικών κοινωνιών.

100


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ 1. ΑΙΓΙΛΟΠΑΣ. Μη χρονολογημένο. Δίκτυο για τη Βιοποικιλότητα και την Οικολογία στη Γεωργία, http://www.aegilops.gr/i2.php?lang=1 , επίσκεψη στην Ιστοσελίδα, στις 2.10.08 2. ΑΙΓΙΛΟΠΑΣ. 2006. “Επιδοτήσεις για τις ντόπιες ποικιλίες: Φάρσα ή Επαιτεία;”, διαθέσιμο στο http://www.ecocrete.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=2759&Itemid=85 3. ΑΙΓΙΛΟΠΑΣ. Μη χρονολογημένο. “Εργαστήρι Οικολογικής Πρακτικής Θεσσαλονίκης”, www.aegilops.gr/WEP.doc , επίσκεψη στην Ιστοσελίδα, στις 2.10.08 4. Ε.Ε. 2006. Ανακοίνωση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, της 22ας Μαϊου 2006, “σχετικά με την ανάσχεση της απώλειας της βιοποικιλότητας έως το 2010 και μετέπειτα - Η υποστήριξη των υπηρεσιών οικοσυστήματος με στόχο την ευημερία του ανθρώπου”, COM(2006) 216 τελικό, διαθέσιμο στο http://eurlex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=COM:2006:0216:FIN:EL:PDF 5. Ε.Ε. 1993. Απόφαση 93/626/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 1993, “σχετικά με τη σύναψη της σύμβασης για τη βιολογική ποικιλομορφία”, δημοσιευμένο στο L 309 της 13/12/1993 σ. 0001-0020, διαθέσιμο στο http://eurlex.europa.eu/LexUriServ/LexUriServ.do?uri=CELEX:31993D0626:EL:HTML 6. Δαφέρμος, Β. (2005). ‘Κοινωνική Στατιστική με το SPSS’. Εκδόσεις ΖΗΤΗ, Θεσσαλονίκη. 7. Δίκτυο Οδύσσεια – Νέα Οικολογία. 2001. Η Οδύσσεια της Ελληνικής Αγροτικής Βιοποικιλότητας, Συντονισμός Έκδοσης Δίκτυο Οδύσσεια – Νέα Οικολογία, Αθήνα 8. Δίκτυο “ΟΙΚΟΚΟΙΝΟΤΗΤΑ”. Μη χρονολογημένο. http://www.geocities.com/oiko_diktyo/ , επίσκεψη στην Ιστοσελίδα στις 09.08.08

στο

9. Ε.Ε..2008, “Οδηγίες για την Εσωτερική Αγορά που εκδόθηκαν έως τις 30/09/2008”, σελ. 42, διαθέσιμο στο http://ec.europa.eu/internal_market/score/docs/relateddocs/list-dir/imdirectives_el.pdf 10. Καθημερινή. 2007. “Μια κιβωτός για τους παλιούς σπόρους”, 05.09.07, διαθέσιμο στο http://www.kathimerini.gr/4Dcgi/4dcgi/_w_articles_kathcommon_1_05/09/2007_128684 8 11. Καθημερινή. 2007. “Τι θέλει το αμπέλι από τον άνθρωπο;”, 15.12.06, διαθέσιμο στο http://portal.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_oiko1_100070_15/02/2006_145827 , επίσκεψη στην Ιστοσελίδα, στις 15.10.08

101


12. Ζωολογικό Μουσείο. 2008. “Η σημασία της βιοποικιλότητας των αγροοικοσυστημάτων της Ελλάδας”, σελ. 1, Πανεπιστήμιο Αθηνών. διαθέσιμο στο http://www.cc.uoa.gr/biology/zoology/agricgr.htm 13. Ε.Ε. 2007. Σύνοψη της Νομοθεσίας, “Σύμβαση του Ρίο ντε Τζανέιρο για τη βιοποικιλότητα”, διαθέσιμο στο http://europa.eu/scadplus/leg/el/lvb/l28102.htm, επίσκεψη στην Ιστοσελίδα, στις 13.03.08 14. Κανονισμός (ΕΕ) 2078/92, “σχετικά με μεθόδους γεωργικής παραγωγής που συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις προστασίας του περιβάλλοντος καθώς και με τη διατήρηση του φυσικού χώρου" 15. Κανονισμός (ΕΕ) 1467/94, σχετικά με την “προώθηση σε κοινοτικό επίπεδο, των δραστηριοτήτων διατήρησης, χαρακτηρισμού, συλλογής και χρησιμοποίησης των γενετικών πόρων στη γεωργία”, διαθέσιμο στο http://www.europarl.europa.eu/sides/getDoc.do?pubRef=-//EP//TEXT+REPORT+A41998-0129+0+DOC+XML+V0//EL 16. Κανονισμός (ΕΚ) 870/2004 του Συμβουλίου, σχετικά με τη “θέσπιση κοινοτικού προγράμματος για τη διατήρηση, το χαρακτηρισμό, τη συλλογή και τη χρησιμοποίηση των γενετικών πόρων στη γεωργία” 17. Κούση Μ., «Μία κοινωνιολογική θεώρηση των περιβαλλοντικών προβλημάτων στην Ελλάδα» στο: Η Περιβαλλοντική Πολιτική στην Ελλάδα, Σκούρτος Μ.Σ., Σοφούλης Κ.Μ. (επιμέλεια), Εκδόσεις Τυπωθήτω, Αθήνα, 1995. 18. Κουτής Κ., Χατζητόλιος Π. 1999. “Μελέτη της σπουδαιότητας διατήρησης και προστασίας του ντόπιου αγροτικού γενετικού υλικού για το μέλλον της βιολογικής γεωργίας στην Ελλάδα”, διαθέσιμο στο http://triton.chania.teicrete.gr/bio_geo/index1.htm 19. Κ.Υ.Α. Περί εφαρμογής του Μέτρου 3.8 “Διατήρηση Εκτατικών καλλιεργειών που κινδυνεύουν από Γενετική Διάβρωση”, του Άξονα 3 “Γεωργοπεριβαλλοντικά Μέτρα”, του Εγγράφου Προγραμματισμού Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΠΑΑ) 2000 – 2006, διαθέσιμο στο http://www.minagric.gr/greek/data/KYA_Metro_3-8_final.pdf 20. Μποτετζάγιας, Ι. 2008. “Περιβαλλοντικό ενδιαφέρον & συμπεριφορά”, στο Ι. Μποτετζάγιας & Γ. Καραμίχας (επιμ.), Περιβαλλοντική Κοινωνιολογία, Κριτική: Αθήνα (υπό έκδοση) 21. Νόμος 2204/1994 (ΦΕΚ59, Α’), περί “Κύρωσης της Σύμβασης για τη Βιολογική Ποικιλότητα”, διαθέσιμο στο http://www.bioethics.gr/media/pdf/biolaw/environment/rio_convention_gr.pdf 22. Νόμος 3165. 2003. περί “Κύρωσης της Διεθνούς Συνθήκης σχετικά με τους φυτογενετικούς πόρους για τη διατροφή και τη γεωργία”, ΕτΚ, Αρ.Φύλλου 177, σελ.

102


3619, 02.06.2003, διαθέσιμο http://www.minagric.gr/greek/data/FitogenetiPori/Kimena-Site/Thesmiko/N3165FEK11A2-7-2003.pdf

στο

23. Οδηγία 2008/62/ΕΚ της Επιτροπής, “για την πρόβλεψη ορισμένων παρεκκλίσεων για την αποδοχή γεωργικών ντόπιων αβελτίωτων φυλών και ποικιλιών που είναι φυσικώς προσαρμοσμένες στις τοπικές και περιφερειακές συνθήκες και απειλούνται από γενετική διάβρωση καθώς και για τη διάθεση στην αγορά σπόρων και σπόρων γεωμήλων των εν λόγω ντόπιων φυλών και ποικιλιών”, διαθέσιμη στο http://eurlex.europa.eu/Notice.do?mode=dbl&lng1=en,el&lang=&lng2=bg,cs,da,de,el,en,es,et,fi,fr, hu,it,lt,lv,mt,nl,pl,pt,ro,sk,sl,sv,&val=472953:cs&page=1&hwords 24. Ομοσπονδία Περιβαλλοντικών και Οικολογικών Οργανώσεων Κύπρου. Μη χρονολογημένο. “10+1 σημεία για τη φυσική καλλιέργεια”, διαθέσιμο στο http://www.oikologiafeeo.org/fis10simia.html , επίσκεψη στην Ιστοσελίδα στις 12.10.08 25. ΠΕΛΙΤΙ. 2007. Έκδοση της εναλλακτικής κοινότητας ‘ΠΕΛΙΤΙ’. Τεύχος 7ο, Σεπτέμβριος 2007 – Σεπτέμβριος 2008 26. Π.Δ. 80/1990, “Προστασία του φυτικού γενετικού υλικού της χώρας”, ΦΕΚ 40Α/22.03.1990, σελ. 290 27. Σαϊνατούδης, Π. 2002. “Για να μη χάσουμε αύριο, αυτά που έχουμε σήμερα”, διαθέσιμο στο http://www.peliti.gr/arthro1.htm 28. Σιάρδος Κ. Γ. 1989. Μεθοδολογία και Τεχνικές στη Γεωργοοικονομική Έρευνα. 29. Σταυρόπουλος, Ν., Σαμαράς Σ., Ματθαίου, Α. Μη χρονολογημένο. “Η προστασία και η διατήρηση του γενετικού υλικού”, διαθέσιμο στο http://www.peliti.gr/prostasia%20kai%20diatirisi%20tou%20genetikou%20ilikou.htm, επίσκεψη στην Ιστοσελίδα, στις 03.03.08 30. Σταυρόπουλος, Ν., Σαμαράς Σ., Ματθαίου. Μη χρονολογημένο. Α., “Η γεωργική βιοποικιλότητα”, διαθέσιμο στο http://www.peliti.gr/georgiki%20biopikilotita.htm, επίσκεψη στην Ιστοσελίδα, στις 03.03.08 31. Τσαμπούκου – Σκαναβή, Κ. 2004. Περιβάλλον και Επικοινωνία: Δικαίωμα στην επιλογή. Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2004. 32. Τόλιος, Γ. 2006. “Σπόροι, αγροτική παραγωγή και βιοποικιλότητα”, Δρόμοι των Αγροτών, τεύχος Νοεμβρίου – Δεκεμβρίου, διαθέσιμο στο http://www.syn.gr/gr/keimeno.php?id=5383, επίσκεψη στην Ιστοσελίδα στις 3.3.08 33. Υπ.Α.Α.Τ (Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων). 2006. “Δεύτερη Εθνική Έκθεση σχετικά με την κατάσταση των φυτογενετικών πόρων για τα τρόφιμα και τη

103


γεωργία”, διαθέσιμο στο 2006_FAO_PGR_greek_final.pdf

http://www.minagric.gr/Greek/data/NatReport-

34. Υπ.Α.Α.Τ (Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων). Μη χρονολογημένο. “Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης “Αλέξανδρος Μπαλτατζής” 2007-2013, Κεφάλαιο 5 (Άξονας 2)”, διαθέσιμο στο http://www.agrotikianaptixi.gr/plirofories/index_show.asp?catid=254 35. Υπ.Α.Α.Τ (Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων). 2005. Μέτρο 3.8 “Διατήρηση εκτατικών καλλιεργειών που κινδυνεύουν από γενετική διάβρωση”, διαθέσιμο στο http://www.minagric.gr/greek/FitogenetiPori_FAO2.html, 36. Υπ.Α.Α.Τ (Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων). 2005. Μέτρο 3.8 “Διατήρηση εκτατικών καλλιεργειών που κινδυνεύουν από γενετική διάβρωση”, διαθέσιμο στο http://www.minagric.gr/greek/data/Metro_3-8_EPAA_Pikilies.txt 37. Υπ.Α.Α.Τ (Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων). 2007. Οδηγός Προσδιορισμού Καλλιεργούμενων Ποικιλιών: Διατήρηση εκτατικών καλλιεργειών που κινδυνεύουν από γενετική διάβρωση, Σεπτέμβριος 2007 38. FAO. 2001. “Διεθνής Συνθήκη σχετικά με τους Φυτογενετικούς Πόρους για τη Διατροφή και τη Γεωργία”, διαθέσιμη στο ftp://ftp.fao.org/ag/agp/planttreaty/texts/treaty_greek.pdf 39. Veg_GR. 2008. “Προστασία χωρίς φυτοφάρμακα”, 16.08.08, διαθέσιμο στο http://groups.yahoo.com/group/Veg_GR/message/193 , επίσκεψη στην Ιστοσελίδα στις 12.10.08

104


ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ 40. Agrobiodiversity Net, “Regional NGO Networks”, διαθέσιμο στο http://www.agrobiodiversity.net/regional/index.htm, επίσκεψη στην Ιστοσελίδα, στις 03.09.08 41. Agrobiodiversity Net, “National NGO Networks”, διαθέσιμο στο http://www.agrobiodiversity.net/national/index.htm, επίσκεψη στην Ιστοσελίδα, στις 03.09.08 42. Almekinders, C. & de Boef, W. 1999. “The challenge of collaboration in the management of crop genetic diversity”, ILEIA Newsletter, December 1999, διαθέσιμο στο www.metafro.be/leisa/1999/05-07.pdf 43. Almekinders, C., & Thiele, G. 2003. “What to do with the seed for small – scale farmers after all? – Questions on seed supply strategies for the normal sector, considering PPB successes”, Cultivos Tropicales, 2003, Vol.24, no.4, pp.5-8 44. Altieri, M.A. 1987. “The significance of diversity in the maintenance of the sustainability of traditional agro – ecosystems”, ILEIA Newsletter 3(2): 3-7 45. Arcury, T.A. & Christianson, E.H. 1990. “Environmental worldview in response to environmental problems: Kentucky 1984 and 1988 compared” στο Fransson, N. & Garling, T. 1999. “Environmental Concern: Conceptual definitions, measurement methods and research findings”, Journal of Environmental Psychology, Vol. 19, Issue 4, December 1999, pp.369-382 46. Αshfaw, Z. 1999. “The barleys of Euthiopia”, στο S.B. Brush. 2000. Genes in the field: on-farm conservation of crop diversity, σσ. 77 – 107, International Plant Genetic Resources Institute, co-published with International Development Centre and Lewis Publishers, Rome 47. Australian City Farms & Community Gardens Network, “Saving Our Seed HeritageCommunity Gardeners set up local seed networks”, διαθέσιμο στο http://www.communitygarden.org.au/experience/experience/seed_networks.html, επίσκεψη στην Ιστοσελίδα, στις 05.09.08 48. Bamberg, S. 2003. “How does environmental concern influence specific environmental related behaviors? A new answer to an old question”, Journal of Environmental Psychology, Vol.23, No1, pp.21-32 49. Battershill, R.J.M., & Gilg, W.A. 1996. “Traditional Farming and Agro – Environment Policy in Southwest England: Back to the Future?”, Geoforum, Vol.27, No.2, pp.133-147

105


50. Bellon, M.R. 1996. “The dynamics of crop infraspecific diversity: a conceptual framework at the farmer level”, Economic Botany 50:26-39. 51. Bellon, M.R., Pham, J.-L, & Jackson, M.T. 1997. “Genetic conservation : a role for rice farmers, σ. 261-289, στο Maxted, M., et al, 1997, Plant genetic conservation: the in situ approach, Chapman & Hall. 52. Bellon, M.R. 2003. “Conceptualizing Interventions to Support On – Farm Genetic Resource Conservation”, σελ. 161, World Development, Vol. 32, No. 1, pp. 159 – 172 53. Bignal, Ε.Μ., McCracken, D.I. 2000. “The nature conservation value of European Traditional Farming Systems”, Environmental Review. 8, 149-171 54. Biodiversity Internatinal, “Agricultural Ecosystems”, διαθέσιμο στο http://www.bioversityinternational.org/index.php?id=130 , επίσκεψη στην Ιστοσελίδα, στις 05.09.08 55. Biodiversity International, “Communities and Livelihoods”, διαθέσιμο στο http://www.bioversityinternational.org/index.php?id=129#c401, επίσκεψη στην Ιστοσελίδα, στις 05.09.08 56. Boudourides, M.A. & Kalamaras, D.B. 2002. “Environmental Organizations in Greece”, Gothenburg Workshop, October 24-26 57. Bretting, P.K. & Duvick, D.N. 1997. “Dynamic Conservation of Plant Genetic Resources”, Advances in Agronomy 61:1-51. 58. Brush, S.B. 1991. “A farmer – based approach to conserving crop germplasm”, Economic Botany, 45:153-165 59. Brush, S.B., 1994, “Providing Farmers’ Rights through in situ conservation of crop genetic resources”. Background Study Paper no. 3, First Extraordinary Session of the Commission of Plant Genetic Resources, Rome, 7-11 November 1994 στο Dutfield, G., et al; 1999. “Intellectual Property Rights, Trade and Biodiversity: The case of seeds and plant varieties”, Background Paper of the International Meeting on the Operations of the Convention, 50 IUCN, σελ. 5, διαθέσιμο στο http://www.sristi.org/mdpipr2005/other_readings/OR%206.pdf 60. Brush, S.B. 1999. “The issues of in situ conservation of crop genetic resources”, διαθέσιμο στο International Development Research Centre, http://www.idrc.ca/en/ev98717-201-1-DO_TOPIC.html 61. Brush, S.B. 2004. “Farmers’ Bounty: Locating crop diversity in the contemporary world”, Yale University Press, New Haven, στο Love, B. & Spaner, D. 2007. “A review of Agrobiodiversity: Its Value, Measurement, and Conservation (In Situ and Ex – Situ) in the

106


Context of Sustainable Agriculture”, Journal of Sustainable Agriculture, Vol. 31, Issue 2, 12/03/2007 62. Brush, S. B. 2007. “Farmers’ Rights and Protection of Traditional Agricultural Knowledge”, σελ. 1500, World Development Vol. 35, No. 9, pp. 1499 – 1514 63. Calvo – Iglesias, M.S., et al. 2004. “Exploring farmer’s knowledge as a source of information on past and present cultural landscapes: a case study from NW Spain”, Science Direct, Landscape and Urban Planning Vol.78 (2006), pp. 334 – 343 64. CIMMYT. 2000. “Dimensions of diversity in: CIMMYT bread wheat from 1965 to 2000”, στο Wolff, F. 2004. “Legal Factors Driving Agrobiodiversity Loss”, δημοσιευμένο στο ELNI (Environmental Law Network International), Review 1, 2004 65. CIP-UPWARD, et al. 2003. “A role for Diversity Fairs: Experiences from Nepal and Vietnam”, στο Conservation and Sustainable Use of Agricultural Biodiversiy; A Sourcebook, σελ. 271-276, Los Bapos, Laguna, Phillipines 66. Conference of the Parties (COP) of CBD. 2000. Decision V/5, appendix, “The scope of Agricultural Biodiversity”, διαθέσιμο στο http://www.cbd.int/decisions/?m=COP05&id=7147&lg=0 67. “Convention on Biological Diversity Text of the”. 1992. διαθέσιμο στο Convention on Biological Diversity (CBD) Site, http://www.cbd.int/convention/convention.shtml 68. Declaration of International Woman Peasant Assembly on Peasant Rights, Jakarta, 20 June 2008, διαθέσιμο στο http://www.landaction.org/spip/spip.php?article336 69. Defrancesco, E., et al. 2007. “Factors affecting farmers’ participation in agrienvironmental measures: evidence from a case study”, Journal of Agricultural Economics, Vol. 59, Issue 1, pp. 114-131 70. Dunlap, R.M., 1975, “The impact of political orientation on environmental attitudes and actions”, Environment and Behaviour, Vol.7, No.4, pp. 428-454, στο Fransson, N. & Garling, T. 1999. “Environmental Concern: Conceptual definitions, measurement methods and research findings”, Journal of Environmental Psychology, Vol. 19, Issue 4, December 1999, pp.369-382 71. Dutfield, G., et al; 1999. “Intellectual Property Rights, Trade and Biodiversity: The case of seeds and plant varieties”, Background Paper of the International Meeting on the Operations of the Convention, 50 IUCN, σελ. 12, διαθέσιμο στο http://www.sristi.org/mdpipr2005/other_readings/OR%206.pdf 72. FAO. 1998. “The state of the world’s plant genetic resources for food and agricultutre”, σ. 510, Food and Agriculture Organization of the United Nations, Rome

107


73. FAO Corporate Document Repository. 2004. “What is Agrobiodiversity”, διαθέσιμο στο http://www.fao.org/docrep/007/y5609e/y5609e01.htm 74. FAO Corporate Document Repository. 2004. “What is happening to agrobiodiversity”, από το “Building on Gender, Agrobiodiversity and Local Knowledge”, διαθέσιμο στο ftp://ftp.fao.org/docrep/fao/007/y5609e/y5609e00.pdf 75. Farmers’ Rights. 2008. “Let’s Liberate Diversity IV”, October 10-12, 2008, Italy, Ascoli Cartiere Papali, διαθέσιμο στο http://www.farmersrights.org/pdf/fiche_ascoli_EN.pdf 76. Fowler, C. & Hodgin, T. 2004. “Plant Genetic resources for food and agriculture: assessing global availability”, Annual Review of Environment and Resources, Vol. 29:143 – 179 77. Fransson, N. & Garling, T. 1999. “Environmental Concern: Conceptual definitions, measurement methods and research findings”, Journal of Environmental Psychology, Vol. 19, Issue 4, December 1999, pp.369-382 78. Fruit-Net: Network for Neglected and forgotten Fruit and Berries, www.fruit-net.info, επίσκεψη στην Ιστοσελίδα, στις 06.09.08 79. Gauchan, D. et al. 2002. “Agrobiodiversity conservation on – farm: Nepal’s contribution to a scientific basis for national policy recommendations”, IPGRI, Nepal 80. Gorlach, K., Lostak, M., Mooney, H. P. 2007. “Agriculture, Communities and new social movements: East European ruralities in the process of restructuring”, Journal of Rural Studies, Vol.24, No.2, pp.161 – 171, April 2008 81. GRAIN, “Seed companies want to ban farm – saved seed”, February 2007, διαθέσιμο στο http://www.grain.org/nfg/?id=470 82. GRAIN, “Seed laws: Imposing agricultural apartheid”, Editorial from SEEDLING, July 2005, διαθέσιμο στο http://www.grain.org/seedling_files/seed-05-07-1.pdf 83. Hardon, J. 1998. “Plant Genetic Resources conservation in Europe: a retrospective”, Centre for Genetic Resources, The Netherlands, Centre for Plant Breeding and Reproduction Research 84. Henle, K., et al. 2007. “Identifying and managing the conflicts between agriculture and biodiversity conservation in Europe – A review”, Agriculture, Ecosystems and Environment, 124 ,Issues 1-2 (2008) σ. 61 85. Howell, S.E. & Laska, S.B. 1992. “The changing face of the environmental coalition: A research note”, στο Fransson, N. & Garling, T., 1999, “Environmental Concern: Conceptual definitions, measurement methods and research findings”, Journal of Environmental Psychology, Vol. 19, Issue 4, December 1999, pp.369-382

108


86. International Plant Genetic Resources Institute (IPGRI), “In situ conservation of agrobiodiversity on farm: New challenges”, διαθέσιμο στο http://www.ipgri.cgiar.org/regions/apo/apoweb/insitu.htm, επίσκεψη στην Ιστοσελίδα, στις 17.08.08 87. “International Treaty on Plant Genetic Resources for Food & Agriculture”, διαθέσιμο στο http://www.planttreaty.org/texts_en.htm 88. Javeau, C. 1996. Η έρευνα με ερωτηματολόγιο: Το εγχειρίδιο του καλού ερευνητή, Εκδόσεις Τυπωθήτω – Δαρνανός Γιώργος, Αθήνα 89. Kaiser, G. F., & Shimoda, A. T. 1999. “Responsibility as a predictor of ecological behaviour”, Journal of Environmental Psychology, Vol.19, Issue 3, September 1999, pp.243 - 253 90. Kaiser, G. F., Wolfing, S., Fuhrer, U. 1999. “Environmental Attitude and Ecological Behaviour”, Journal of Environmental Psychology, Vol.19, Issue 1, March 1999, pp.1-19 91. Kameri, M.A. & Cullet, P. 1999. Agro-biodivertisy and international law – a conceptual framework, στο Journal of Environmental Law, Vol. 11(2), 1999, σ.σ. 257-279 92. Lambert, M. D, Sullivan P., Claassen R., Foreman L. 2005. “Profiles of US farm households adopting conservation – compatible practices”, Land Use Policy, Vol.24, Issue 1, January 2007, pp.72-88 93. Lewis, V. & Mulvany, M.P. 1997. “A Typology of Community Seed Banks”, Natural Resources Institute, Ref; NRI Project A0595 94. Liberte Diversity: “Peasants’ Rights and Seeds: What’s at stake for Europe”, Report on the European Seminar on Seeds, Poitiers, France, November 2005, διαθέσιμο στο http://www.grain.org/g/?id=155 95. Louette, D. 1997. “Seed Exchange Among Farmers and Gene Flow among Maize Varieties in Traditional Agricultural Systems”, Manantlan Institute of Ecology and Biodiversity Conservation, University of Guadalajara, Mexico 96. Louwaars N.P. 1994. “Integrated Seed Supply: a flexible approach”, στο Lewis, V. & Mulvany, M.P., 1997. “A Typology of Community Seed Banks”, Natural Resources Institute, Ref; NRI Project A0595 97. Louwaars, N. 2000. “Seed Regulations and Local Seed Systems”, Biotechnology and Development Monitor, No,42, June 2000, pp.12-14 98. Love, B. & Spaner, D. 2007. “A review of Agrobiodiversity: Its Value, Measurement, and Conservation (In Situ and Ex – Situ) in the Context of Sustainable Agriculture”, Journal of Sustainable Agriculture, Vol. 31, Issue 2, 12/03/2007

109


99. Mamadouh, V. 1999. “Grid-group cultural theory: an introduction”, GeoJournal, vol. 47, no.3, pp.395-409, στο Μποτετζάγιας, Ι. 2008, “Περιβαλλοντικό ενδιαφέρον & συμπεριφορά”, στο Ι. Μποτετζάγιας & Γ. Καραμίχας (επιμ.), Περιβαλλοντική Κοινωνιολογία, Κριτική 100. Marshall, D.R. & Brown, A.H.D. 1975. “Optimum sampling strategies in genetic conservation, σ. 53 – 80, στο Love, B. & Spaner, D. 2007. “A review of Agrobiodiversity: Its Value, Measurement, and Conservation (In Situ and Ex – Situ) in the Context of Sustainable Agriculture”, Journal of Sustainable Agriculture, Vol. 31, Issue 2, 12/03/2007 101. Marshall, R. G. 2004. “Farmers cooperating in the commons? A study of collective action in salinity management”, Ecological Economics, Vol. 51, Issues 3-4, 1 December 2004, pp. 271-286 102. Maslow, A.H. 1970. “Motivation and personality”, New York: Viking Press, στο Fransson, N. & Garling, T. 1999. “Environmental Concern: Conceptual definitions, measurement methods and research findings”, Journal of Environmental Psychology, Vol. 19, Issue 4, December 1999, pp.369-382 103. McDonald, L.W. Hara, N. 1994. “Gender differences in environmental concern among college students”, Sex Roles Journal of Research, Vol.31, Numbers 5-6 / September 1994, pp.369-374 104. Monitoring Institute for Rare Breeds and Seeds in Europe, “Save Dossier: Nature Protection and agrobiodiversity”, σελ. 5, διαθέσιμο στο www.savefoundation.net/docu/en/Nature_and_Agrobio.pdf 105. Monitoring Institute for Rare Breeds and Seeds in Europe, www.monitoring.eu.com/ 106. Moore, C. 2007. “Crop wild relatives may hold solution to deadly wheat disease”, δημοσιευμένο στο Geneflow ’07, σ. 15, διαθέσιμο στο http://www.bioversityinternational.org/publications/pubfile.asp?ID_PUB=1259 107. Mulvany, P. M. & Moreira, M.A. 2008. “Food sovereignty: a farmer – led policy framework”, σελ. 1, διαθέσιμο στο http://www.futureagricultures.org/farmerfirst/files/T3b_Arce_Mulvany.pdf 108. Murdoh, J. 2000. “Networks – a new paradigm of rural development?”, Journal of Rural Studies, Vol.16, pp.407-419 109. Nassar N.M.A., “Plant Genetic Resources: Their conservation, manipulation and history of formation”, διαθέσιμο στο http://www.geneconserve.pro.br/sirgealc_mexico.pdf , επίσκεψη στην Ιστοσελίδα στις 25.08.08 110. Negri, V. et al. 2000. “A first inventory of on-farm conservation and management activities in Europe including examples of formal and informal sector cooperation”, στο

110


“ECP/GR In situ and On-farm Conservation Netowork: Report of a Task Force on Wild Species Conservation in Genetic Reserves and a task Force on On-farm Conservation and Management – Joint meeting – 18-20 May 2000 – Isola Polvese, Italy” 111. Pascual, U., Perrings, C. 2006, “Developing incentives and economic mechanisms for in situ biodiversity conservation in agricultural landscapes”, Agriculture, Ecosystems & Environment, Vol. 121, Issue 3, July 2007, pp. 256-268 112. Qualset, C.O, & Shands, H.L. 2005. “Safeguarding the future of U.S. agriculture: the need to conserve threatened collections of crop diversity worldwide”, University of California, Division of Agriculture and Natural Resources, Genetic Resources Conservation Program, Davis, CA, USA 113. Rana, R., et al. 2002. “Factors influencing farmers’ decisions on management of local diversity on – farm and their policy implications”, στο “Agrobiodiversity conservation on – farm: Nepal’s contribution to a scientific basis for national policy recommendations”, IPGRI, Nepal, διαθέσιμο στο http://www.bioversityinternational.org/Publications/pubfile.asp?ID_PUB=864 114. SAVE-Foundation, www.save-foundation.net/ 115. SAVE-Foundation. 2006. “Traditional Agro – Ecosystems”, σελ. 2, διαθέσιμο στο http://www.save-foundation.net/docu/en/TAES.pdf 116. Secretariat of the Convention on Biological Diversity (CBD), “Traditional Knowledge and the Convention of Biological Diversity”, διαθέσιμο στο http://www.cbd.int/doc/publications/8j-brochure-en.pdf , επίσκεψη στην Ιστοσελίδα, στις 31/08/08 117. Schwartz, S. 2005. “Basic Human Values: Theory, Methods and Applications”, in Conference ‘The Value of Values’, University of Catania, 7-8 October 2005, στο Μποτετζάγιας, Ι. 2008. “Περιβαλλοντικό ενδιαφέρον & συμπεριφορά”, στο Ι. Μποτετζάγιας & Γ. Καραμίχας (επιμ.), Περιβαλλοντική Κοινωνιολογία, Κριτική 118. Scoones, I., Thompson, J., Chambers, R.. 2007. “Farmer First – Retrospect and Prospect; Reflections on the Changing Dynamics of Farmer Innovation in Agricultural Research and Development, in Preparation for the Farmer First Revisited Workshop”, σελ. 1, διαθέσιμο στο http://www.futureagricultures.org/farmerfirst/files/FFR_Overview_paper.pdf 119. SEEDLING Magazine: “Seed laws: Imposing agricultural apartheid”, Editorial from SEEDLING, July 2005, διαθέσιμο στο http://www.grain.org/seedling_files/seed-05-071.pdf

111


120. Shiva, et al. 1991. Biodiversity: Social and Economical Prospectives, Zed Books Ltd. UK/USA and World Rainforest Movement, Malaysia, 1991 121. Smale, M. & Rubenstein –D.K.. 2002. “The demand for crop genetic resources: international use of the US national plant germplasm system”, World Development 30:1639-1655 122. Spash, L.C., Urama, K., Burton, R., Kenyon, W., Shannon, P., Hill, G. 2006. “Motives behind willingness to pay for improving biodiversity in a water ecosystem: Economics, ethics and social psychology”, Ecological Economics, 123. Spooner, M.D. 1999. “Plant Genetic Resources for Food and Agriculture in situ and ex situ: Where are the genes of importance for food security likely to come from?”, Proceedings of an International Workshop, Interd-Dependence and Food Security: Which List of Plant Genetic Resources for Food and Agriculture, for the Future Multilateral System? Ministero Affari Esteri, Instituto Instituto Agronomico per L’Oltremare, Florence, Italy, October 1-3, 1998, pp. 133-164. διαθέσιμο στο ιστοσελίδα http://www.vcru.wisc.edu/spoonerlab/pdf/Plant%20Genetic%20Resources%20for%20F ood%20and%20Agriculture%20-%20Italy%20paper.pdf 124. SPSS, 2003. ‘SPSS User’s Guide 12.0’. SPSS Inc., Chicago Press. 125. Stern, P.C., Dietz, T., Kalof, L. & Guagnamo, G.A. 1995. “Values, beliefs and proenvironmental action: Attitude formation toward emergent attitude objects”, Journal of Applied Social Psychology, 25, 1611 – 1636, στο Fransson, N. & Garling, T. 1999. “Environmental Concern: Conceptual definitions, measurement methods and research findings”, Journal of Environmental Psychology, Journal of Environmental Psychology, Vol. 19, Issue 4, December 1999, pp.369-382 126. Sthapit, B. 2002. “Participatory Plant Breeding: Setting Breeding Goals and Choosing Parents for On – Farm Conservation” στο Bellon, M.R., Reeves, J. 2002. “Quantitative Analysis of Data from Participatory Methods in Plant Breeding”, διαθέσιμο στο http://www.cimmyt.org/Research/Economics/map/research_tools/manual/Quantitative/p articipatory_plant.pdf 127. Toledo, A. 2002. “Saving the Seed – Europe’s Challenge”, Seedling, April 2002, GRAIN Publications, διαθέσιμο στο http://www.grain.org/seedling/seed-02-04-2-en.cfm 128. Tripp. 1996. στο Almekinders, C. & de Boef, W., 1999, “The challenge of collaboration in the management of crop genetic diversity”, ILEIA Newsletter, December 1999, διαθέσιμο στο www.metafro.be/leisa/1999/05-07.pdf 129. Turner, M. 1995. “Problems of Privatizing the Seed Supply in Self – Pollinated Grain Crops”, στο “Integrating Seed Systems for Annual Food Crops”, Proceedings of a Workshop Held in Malang, Indonesia, October 24 – 27, 1995, CGPRT No.32 112


130. UNCED (United Nations Conference on Environment and Development). 1992. “Convention on biological diversity”, Geneva, στο Love, B. & Spaner, D., (2007), “A review of Agrobiodiversity: Its Value, Measurement, and Conservation (In Situ and Ex – Situ) in the Context of Sustainable Agriculture”, Journal of Sustainable Agriculture, Vol. 31, Issue 2, 12/03/2007 131. Van Liere, K.D. & Dunlap, R.E. 1980. “The social Bases of Environmental Concern: A Review of Hypotheses, Explanations and Empirical Evidence”, The Public Opinion Quarterly, vol. 44, no. 2, pp. 181, 197, στο Μποτετζάγιας, Ι. 2008, “Περιβαλλοντικό ενδιαφέρον & συμπεριφορά”, στο Ι. Μποτετζάγιας & Γ. Καραμίχας (επιμ.), Περιβαλλοντική Κοινωνιολογία, Κριτική 132. Via Campesina, La, Who is La Via Campesina, διαθέσιμο στο http://www.viacampesina.org/main_en/index.php?option=com_content&task=blogcateg ory&id=27&Itemid=44, επίσκεψη στην Ιστοσελίδα, στις 10.09.08 133. Via Campesina, La. 2008. Final Declaration of International Conference on Peasants’ Rights, διαθέσιμο στο http://www.bilaterals.org/article.php3?id_article=12523 134. Wolff, F. 2004. Legal Factors Driving Agrobiodiversity Loss, δημοσιευμένο στο ELNI (Environmental Law Network International), Review 1, 2004 135. Woods, M. 2003. “Deconstructing rural protest: the emergence of a new social movement”, Journal of Rural Studies, Vol.19, No.3, July 2003, pp.309-325 136. Zeven, A.C. 1996. “Results of activities to maintain landraces and other material in some European countries in situ before 1945 and what we may learn from them”, δημοσιευμένο στο Genetic Resources and Crop Evolution 43:337-341 137. World Bank, The. “Responding to Disaster with Seed Distribution”. Agriculture Investment Sourcebook, σελ. 432 – 136

113


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ I ΠΙΝΑΚΑΣ 1. Κοινωνικά χαρακτηριστικά των καλλιεργητών Μεταβλητές Γ1

Γ2

Γ3

Γ4

Φύλο

Ηλικιακή κατανομή

Οικογενειακή κατάσταση

Επίπεδο εκπαίδευσης (σε έτη εκπαίδευσης)

Γ5

Τόπος Καταγωγής

Γ6

Τόπος Διαμονής

Γ9.1

Γ9.2

Απασχόληση

Σχέση Εργασίας

Στατιστικά

Ν

%

Άνδρες

29

78,4%

Γυναίκες

8

21,6

20-35

3

8,1%

36-50

23

62,2%

51-65

5

13,5%

>65

6

16,2%

Έγγαμοι

28

75,7%

Άγαμοι

9

24,3%

0-6

4

11%

6-12

11

30%

12-17

16

43%

>17

4

11%

Αστικό Κέντρο

20

54,1%

Χωριό

12

32,4%

Αστικό Κέντρο

10

27%

Χωριό

27

73%

Γεωργός

11

29,7%

Υπηρεσίες

19

51,3%

Παραγωγή & Μεταποίηση τροφίμων

2

5,4%

Μισθωτός

11

29,7%

Αυτοαπασχολούμενος

12

32,4%

Συνταξιούχος

5

13,5%

114


ΠΙΝΑΚΑΣ 2. Αξιολόγηση των χαρακτηριστικών της καλλιέργειας ντόπιων ποικιλιών, έναντι εμπορικών ποικιλιών και υβριδίων N

Ελάχιστο

Μέγιστο

Μέσο

Τυπική Απόκλιση

Συντελεστής Μεταβλητότητας

Α1.1 Φιλικότητα προς το περιβάλλον

37

3

5

4,43

0,689

15,6%

Α1.2 Εξασφάλιση διατροφικής αυτάρκειας

36

3

5

4,39

0,549

12,5%

Α1.3 Ενίσχυση της τοπικής κοινωνικής συνοχής

34

2

5

4,03

0,717

17,8%

Α1.4 Εναρμόνιση με την παράδοση της περιοχής

36

4

5

4,58

0,5

10,9%

Α1.5 Σταθερές αποδόσεις

33

2

5

3,52

1,093

31,1%

Α1.6 Ανθεκτικότητα σε ασθένειες

36

3

5

4,53

0,56

12,4%

Α1.7 Ανθεκτικότητα σε εχθρούς

36

3

5

4,5

0,609

13,5%

Α1.8 Κερδοφόρα - Ανταγωνιστική

26

1

5

3,23

1,107

34,3%

Α1.9 Προϊόντα ασφαλή για την υγεία

37

3

5

4,86

0,419

8,6%

Α1.10 Χρόνος ενασχόλησης (πολύς ή λίγος σε σχέση με τις εμπορικές)

25

1

5

3,32

0,9

27,1%

ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ 3. Αξιολόγηση της συμβολής της ανταλλαγής σπόρων και ντόπιων ποικιλιών, σε μία σειρά θεμάτων ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ

N

Ελάχιστο Μέγιστο Μέσο

Τυπική Απόκλιση

Συντελεστής Μεταβλητότητας

Α2.1 Διατήρηση βιοποικιλότητας με την καλλιέργειά τους

37

3

5

4,7

0,52

11,1%

Α2.2 Δημιουργία στενότερων κοινωνικών δεσμών

37

3

5

4,46

0,605

13,6%

Α2.3 Διατήρηση της παράδοσης κάθε περιοχής

37

4

5

4,59

0,498

10,8%

Α2.4 Διατήρηση της γνώσης του γεωργού

37

3

5

4,57

0,603

13,2%

Α2.5 Οικονομία για το γεωργό

35

2

5

4,23

0,877

20,7%

Α2.6 Αποδυνάμωση του ρόλου των εταιριών σποροπαραγωγής

35

1

5

3,03

1,272

42,0%

Α2.7 Δικαίωμα του γεωργού για πρόσβαση στο σπόρο

35

1

5

3,34

1,162

34,8%

Α2.10 Δημιουργία εναλλακτικής μορφής οικονομικών σχέσεων (χωρίς διαμεσολάβηση χρήματος)

37

3

5

4,7

0,571

12,1%

115


ΠΙΝΑΚΑΣ 4. Στάση των καλλιεργητών, απέναντι σε μία σειρά θεμάτων ΜΕΤΑΒΛΗΤΕΣ

N

Ελάχιστο Μέγιστο Μέσο

Τυπική Συντελεστής Απόκλιση Μεταβλητότητας

Α7.1 Η διατήρηση σπόρων σε τράπεζες γενετικού υλικού, είναι πιο αποτελεσματική από την καλλιέργειά τους στον αγρό

37

1

4

2,19

0,845

0,39

Α7.2 Η γεωργία στη χώρα μας είναι γενικά φιλοπεριβαλλοντική

37

1

4

1,41

0,644

0,46

Α7.3 Η χρήση χημικών μέσων φυτοπροστασίας και λιπασμάτων, είναι αναγκαία για τη σίγουρη απόδοση της καλλιέργειας

37

1

4

1,68

0,944

0,56

Α7.4 Υπάρχει ενδιαφέρον από τους καλλιεργητές της χώρας μας για ντόπιες ποικιλίες

37

1

5

3,22

1,205

0,37

Α7.5 Υπάρχει ενδιαφέρον από τους καταναλωτές της χώρας μας για ντόπιες ποικιλίες

37

2

5

3,78

0,976

0,26

Α7.6 Με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, ο γεωργός μπορεί να ζήσει από την καλλιέργεια αποκλειστικά ντόπιων ποικιλιών

37

2

5

3,76

0,863

0,23

Α7.7 Με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, μόνο η συμβατική γεωργία μπορεί να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού της χώρας

37

1

4

2

0,913

0,46

Α7.8 Με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, οι ντόπιες ποικιλίες επαρκούν για τη διατροφή του πληθυσμού της χώρας

37

1

5

3,68

1,132

0,31

Α7.9 Θα έπρεπε να ισχύει ένα σύστημα παραγωγής που θα δίνει ανεξαρτησία στις τοπικές κοινωνίες

37

4

5

4,86

0,347

0,07

Α7.10 Με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, είναι δυνατό να επικρατήσει η μέθοδος της ανταλλαγής για την κάλυψη των αναγκών μας

37

1

5

2,89

1,149

0,40

Α7.11 Για να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες όλου του πληθυσμού, θα έπρεπε να αλλάξουμε τις διατροφικές μας συνήθειες

37

3

5

4,46

0,558

0,13

Α7.12 Καταναλώνουμε περισσότερα αγαθά από όσα χρειαζόμαστε πραγματικά

37

2

5

4,59

0,644

0,14

Α7.13 Υπάρχει ισότιμη πρόσβαση στα αγαθά, για το σύνολο του πληθυσμού

37

1

4

1,51

0,87

0,58

Α7.14 Τα προϊόντα "ποιότητας" (βιολογικά, πιστοποιημένα, κλπ) είναι προσιτά στο σύνολο του πληθυσμού

37

1

4

1,68

0,884

0,53

Α7.15 Η πρόσβαση των πολιτών στα κέντρα λήψης αποφάσεων είναι σημαντική

37

1

5

4,65

0,949

0,20

Α7.16 Υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης στα κέντρα λήψης αποφάσεων, για το σύνολο του πληθυσμού

37

1

4

1,43

0,647

0,45

Α7.17 Ο τρόπος ζωής μας σέβεται το περιβάλλον

37

1

4

1,32

0,626

0,47

Α7.18 Ο τρόπος ζωής μας καλύπτει τις κοινωνικές μας ανάγκες

37

1

4

1,46

0,65

0,45

116


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙ

Πίνακας Α.1 Ηλικία – Κύριος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας Ηλικία * Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας Crosstabulation Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας Ιδιοπαραγωγή προϊόντων Επιθυμία επαφής με φύση (αποκέντρωση, ενδιαφέρον για / Αξιοποίηση ελεύθερου Οικογενειακή περιβάλλον, διατήρηση ποικιλιών, ενασχόληση με γη, χρόνου παράδοση τρόπος σκέψης, κλπ.) Ηλικία

20-50 Count

>50

7

15

26

% within Ηλικία

15,4%

26,9%

57,7%

100,0%

% within Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας

80,0%

46,7%

88,2%

70,3%

% of Total

10,8%

18,9%

40,5%

70,3%

1

8

2

11

9,1%

72,7%

18,2%

100,0%

20,0%

53,3%

11,8%

29,7%

2,7%

21,6%

5,4%

29,7%

5

15

17

37

13,5%

40,5%

45,9%

100,0%

100,0%

100,0%

100,0%

100,0%

13,5%

40,5%

45,9%

100,0%

Count % within Ηλικία % within Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας % of Total

Total

Total

4

Count % within Ηλικία % within Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας % of Total

117


Πίνακας Α.2 Ηλικία – Κύριος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας (έλεγχος x2) Chi-Square Tests Asymp. Sig. (2Value

df

sided)

6,853a

2 ,032

Likelihood Ratio

6,986

2 ,030

Linear-by-Linear Association

1,696

1 ,193

Pearson Chi-Square

N of Valid Cases

37

.

118


Πίνακας Β.1 Τόπος Καταγωγής – Κύριος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας Τόπος Καταγωγής * Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας Crosstabulation Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας Ιδιοπαραγωγή προϊόντων / Οικογενειακή Αξιοποίηση ελεύθερου χρόνου παράδοση Τόπος Καταγωγής

∆ΕΝ Count ΑΠΑΝΤΗΣΑΝ % within Τόπος Καταγωγής

0

4

5

20,0%

,0%

80,0%

100,0%

20,0%

,0%

23,5%

13,5%

2,7%

,0%

10,8%

13,5%

2

6

12

20

% within Τόπος Καταγωγής

10,0%

30,0%

60,0%

100,0%

% within Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας

40,0%

40,0%

70,6%

54,1%

5,4%

16,2%

32,4%

54,1%

2

9

1

12

% within Τόπος Καταγωγής

16,7%

75,0%

8,3%

100,0%

% within Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας

40,0%

60,0%

5,9%

32,4%

5,4%

24,3%

2,7%

32,4%

5

15

17

37

% within Τόπος Καταγωγής

13,5%

40,5%

45,9%

100,0%

% within Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας

100,0%

100,0%

100,0%

100,0%

13,5%

40,5%

45,9%

100,0%

% of Total Αστικό Κέντρο Count

% of Total Count

% of Total Total

Total

1

% within Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας

Χωριό

Επιθυμία επαφής με φύση (αποκέντρωση, ενδιαφέρον για περιβάλλον, διατήρηση ποικιλιών, ενασχόληση με γη, τρόπος σκέψης, κλπ.)

Count

% of Total

119


Πίνακας Β.2 Τόπος καταγωγής – Κύριος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας (έλεγχος x2) Chi-Square Tests Asymp. Sig. (2Value Pearson Chi-Square Likelihood Ratio Linear-by-Linear Association N of Valid Cases

df

sided)

12,333a

4 ,015

15,306

4 ,004

4,986

1 ,026

37

120


Πίνακας Γ. Έτη εκπαίδευσης – Κύριος λόγος ανάληψης γεωργικής δραστηριότητας Έτη εκπαίδευσης * Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας Crosstabulation Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας Ιδιοπαραγωγή προϊόντων / Οικογενειακή Αξιοποίηση ελεύθερου χρόνου παράδοση Έτη εκπαίδευσης

∆ΕΝ Count ΑΠΑΝΤΗΣΑΝ % within Έτη εκπαίδευσης

0-6

6-12

> 12

Total

0

0

2

2

,0%

,0%

100,0%

100,0%

% within Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας

,0%

,0%

11,8%

5,4%

% of Total

,0%

,0%

5,4%

5,4%

0

4

0

4

% within Έτη εκπαίδευσης

,0%

100,0%

,0%

100,0%

% within Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας

,0%

26,7%

,0%

10,8%

% of Total

,0%

10,8%

,0%

10,8%

0

5

6

11

% within Έτη εκπαίδευσης

,0%

45,5%

54,5%

100,0%

% within Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας

,0%

33,3%

35,3%

29,7%

% of Total

,0%

13,5%

16,2%

29,7%

5

6

9

20

25,0%

30,0%

45,0%

100,0%

100,0%

40,0%

52,9%

54,1%

13,5%

16,2%

24,3%

54,1%

5

15

17

37

13,5%

40,5%

45,9%

100,0%

100,0%

100,0%

100,0%

100,0%

13,5%

40,5%

45,9%

100,0%

Count

Count

Count % within Έτη εκπαίδευσης % within Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας % of Total

Total

Επιθυμία επαφής με φύση (αποκέντρωση, ενδιαφέρον για περιβάλλον, διατήρηση ποικιλιών, ενασχόληση με γη, τρόπος σκέψης, κλπ.)

Count % within Έτη εκπαίδευσης % within Πρώτος λόγος που οδήγησε στην ανάληψη αγροτικής δραστηριότητας % of Total

121


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙΙΙ

122


ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΕΡΕΥΝΑΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΩΝ ΝΤΟΠΙΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ

ΚΩΔΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ

ΠΕΡΙΟΧΗ

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗ Γ1. ΦΥΛΟ (5Π)

1. Άνδρας

Γ6. ΤΟΠΟΣ ΔΙΑΜΟΝΗΣ (5Π)

2. Γυναίκα Γ2. ΗΛΙΚΙΑ (5Π)

Γ7. ΤΟΠΟΘΕΣΙΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ

Γ3. ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

1. Έγγαμος

Γ8. ΠΑΡΑΓΩΓΗ & ΔΙΑΚΙΝΗΣΗ ΝΤΟΠΙΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ

2. Άγαμος

1. Κύρια απασχόληση 2. Δευτερεύουσα απασχόληση

Γ9. ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΛΛΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ: Γ4. ΕΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ

Γ9Α. ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΗ;

(5Π)

Γ9Β. ΣΧΕΣΗ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

…………………………………………… 1. Μισθωτός

Γ5. ΤΟΠΟΣ ΚΑΤΑΓΩΓΗΣ

2. Αυτοαπασχολούμενος

(5Π)

3. Ημερομίσθιος

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗ Ι. Παρακαλούμε αναφέρετε, ξεκινώντας από τον πιο σημαντικό, τους βασικότερους λόγους που σας οδήγησαν στην ανάληψη γεωργικής δραστηριότητας. (ΣΥ) 1.

2.

3.

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΡΟΩΘΗΣΗΣ ΤΩΝ ΝΤΟΠΙΩΝ ΠΟΙΚΙΛΙΩΝ 1.

Εθελοντικά για συμβολή στη διατήρησή τους (ΣΥ)

2.

Παράδειγμα από φίλους, γνωστούς, κλπ. (ΣΥ)

3.

Προσωπικό ενδιαφέρον, στα πλαίσια του ελεύθερου χρόνου μου (ΣΥ)

4.

Επιδότηση (ΣΥ)

5.

Οικονομικό όφελος μέσω εμπορίας τους (ΣΥ)

6.

Οικονομία (αποδέσμευση από αγορά σπόρων) (ΣΥ)

7.

Οικονομία (αποδέσμευση από αγορά προϊόντων) (ΣΥ)

8.

Αποδέσμευση από αγορά σπόρων και προϊόντων για ιδεολογικούς λόγους (ΣΥ)

καλλιεργήσετε ντόπιες

9.

Καλύτερη απόδοση από εμπορικές και υβρίδια (ΓΝ)

ποικιλίες (πάνω από 1

10. Ανθεκτικότητα σε εχθρούς (ΓΝ)

απάντηση)

11. Αντοχή σε ασθένειες (ΓΝ)

ΚΠ1. Γιατί επιλέξατε να

12. Προσαρμοστικότητα στην περιοχή (ΓΝ) 13. Οργανοληπτικά χαρακτηριστικά (γεύση, οσμή, κλπ.) (ΓΝ) 14. Παράδοση καλλιέργειας στην περιοχή – σύνδεση με τοπικά έθιμα, κλπ. (ΣΥ) 15. Οικογενειακή παράδοση (ΣΥ) 16. Άλλο (ποιο;) ………………………………………………………………………………………………………………………………… ………………………………………………………………………………………………………………………………..

123


ΚΠ2. Ποια είδη ντόπιων ποικιλιών καλλιεργείτε; (π.χ. ντομάτα, κολοκύθι, σιτάρι, αμπέλι, κλπ.) 2.Είναι μέσα σε αυτές που επιδοτούνται;

1.Είδος (ΓΝ)

(ΓΝ) (ΝΑΙ / ΟΧΙ / ΔΕ ΓΝΩΡΙΖΩ)

3.Ο σπόρος είναι πιστοποιημένος; (ΓΝ) (ΝΑΙ / ΟΧΙ / ΔΕ

4.Καλλιεργούμενη έκταση (στρ.) (ΓΝ)

5.Αριθμός

6.Μέθοδος

δένδρων (αν

καλλιέργειας

υπάρχουν)

(ΣΥ)

(ΓΝ)

ΓΝΩΡΙΖΩ)

7.Απόδοση / στρ. (ΓΝ)

1 2 3 4 5 6 7 8 9

ΚΠ3. Βρίσκετε εύκολα

ΚΠ4. Από πού;

σπόρους για τις ποικιλίες που καλλιεργείτε;

0.

ΟΧΙ

1.

ΝΑΙ

(ΣΤ)

1.

Αγοράζω σπόρους

(βα8μολογήστε με

2.

Ανταλλάσσω σπόρους με άλλους καλλιεργητές

5-1 ξεκινώντας

3.

Κρατώ σπόρους κάθε χρόνο

από την κύρια

4.

Οικογενειακή παράδοση ετών

πηγή) (ΣΥ)

5.

Άλλο ………………………………………

ΚΠ5. Από πού

1.

Οικογενειακή παράδοση

προέρχονται οι γνώσεις

2.

Εμπειρία

σας σχετικά με την

3.

Σχετικά βιβλία, έντυπα, περιοδικά

καλλιέργεια των

4.

Άλλοι καλλιεργητές – Φίλοι

ντόπιων ποικιλιών;

5.

Σχετική επιμόρφωση – Σεμινάρια (Αναφέρετε φορέα):

6.

Άλλο ………………………………………………………………………………………………………………………………………………

(πάνω από 1

………………………………………………………………………………………………………………………............................

απαντήσεις) (ΓΝ) ΚΠ6. Πώς ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ να προωθούνται τα προϊόντα από την καλλιέργεια ντόπιων ποικιλιών; (Βαθμολογήστε με 7-1, ξεκινώντας από τον

1.

Σε χονδρέμπορο

1.

Σε χονδρέμπορο

2.

Στις λαϊκές αγορές

2.

Σε λαϊκές αγορές

3.

Στο αγρόκτημα

ΚΠ7. Εσείς πώς τα

3.

Στο αγρόκτημα

4.

Μέσω δικτύων προώθησης

προωθείτε;

4.

Μέσω δικτύων προώθησης

5.

Μέσω δικτύων ανταλλαγής

(Βαθμολογήστε όπως

5.

Μέσω δικτύων ανταλλαγής

6.

Όχι εμπορικά, μόνο για

και πριν) (ΣΥ)

6.

ιδιοκατανάλωση

καταλληλότερο τρόπο)

7.

(ΣΤ)

Όχι εμπορικά, μόνο για ιδιοκατανάλωση

7.

Άλλο ………………………………………….

Άλλο…………………………………..

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΔΙΚΤΥΩΣΗ Δ1. Γνωρίζετε την ύπαρξη δικτύων ανταλλαγής ντόπιων ποικιλιών ή σπόρων; (ΓΝ)

0.

ΟΧ Ι

1.

ΝΑ Ι

Δ2. Συμμετέχετε σε κάποιο

0. ΟΧΙ

Ανταλλαγής ντόπιων

1. ΝΑΙ

Δ3. Αν ΝΑΙ, σε ποιο;

ποικιλιών ή σπόρων; (ΣΥ)

Δ4. Αν ΌΧΙ, γιατί; (αν ΟΧΙ, προχωρήστε στην ερώτηση Δ9)

124


Δ5. Πόσα χρόνια

Δ6. Διατηρείτε σταθερή επαφή με

συμμετέχετε στο

υπόλοιπα μέλη του; (ΣΥ)

δίκτυο; (ΣΥ)

Δ7. Πριν μπείτε στο

0.

δίκτυο είχατε ασχοληθεί

ΟΧΙ

με καλλιέργεια ντόπιων

1.

ποικιλιών; (ΣΥ)

Δ8. Ποια κίνητρα σας ώθησαν να

ΝΑΙ

0.

ΟΧΙ

1.

ΝΑΙ

2.

ΔΕ ΜΕ ΑΠΑΣΧΟΛΕΙ

1.

Βιοποριστικοί λόγοι (είμαι γεωργός)

2.

Οικολογικό ενδιαφέρον

ενταχθείτε; (Αριθμήστε με 6-1,

3.

Συμμετοχή σε συλλογική προσπάθεια

ξεκινώντας από το σημαντικότερο)

4.

Πειραματισμός

(ΣΥ)

5.

Παράδειγμα άλλων

Δ9. Σε πόσες

Δ10. Ποια κίνητρα σας

εκδηλώσεις για ντόπιες

1.

Πάνω από 10

ώθησαν να

ποικιλίες και ανταλλαγή

2.

Μεταξύ 5-10

συμμετάσχετε;

σπόρων έχετε

3.

Κάτω από 5

(περισσότερες από 1 απαντήσεις) (ΣΥ)

συμμετάσχει; (ΣΥ)

6.

Άλλο ………………………………………………………………

1.

Ανήκω σε σχετικό δίκτυο

2.

Είμαι γεωργός στο επάγγελμα

3.

Καλλιεργώ ντόπιες ποικιλίες ερασιτεχνικά

4.

Ενδιαφέρον για συμμετοχή σε ανταλλαγή

5.

Απλή περιέργεια

6.

Επιθυμώ απεξάρτηση από εταιρίες

7.

Άλλο………………………………………………………………… ……

0. ΟΧΙ

Δ11. Συμμετέχετε σε άλλα παρόμοια δίκτυα / συλλογικές

1. ΝΑΙ

δραστηριότητες; (ΣΥ)

2. ΔΕ ΜΕ ΑΠΑΣΧΟΛΕΙ

1.

Άλλα δίκτυα ανταλλαγής σπόρων

……………………………………………………………………………………… 2. Συνεταιρισμός ……………………………………………………………………………………… Δ12. Αν ναι, τι μορφής είναι; (προαιρετικά αναφέρατε ποια) (ΣΥ)

3. Ομάδα παραγωγών ……………………………………………………………………………………… 4. Περιβαλλοντική ομάδα ……………………………………………………………………………………… 5. Κοινωνική – Πολιτική Ομάδα ………………………………………………………………………………………

ΘΑ ΘΕΛΑΜΕ ΤΙΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΣΑΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΘΕΜΑΤΑ:

Α1. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, τα χαρακτηριστικά της καλλιέργειας ντόπιων ποικιλιών σε σχέση με εμπορικές ποικιλίες και υβρίδια; (ΓΝ) Πάρα πολύ

Πολύ

Μέτρια

Λίγο

Καθόλου

1. Φιλικότητα προς το περιβάλλον 2. Εξασφάλιση διατροφικής αυτάρκειας 3. Ενίσχυση της τοπικής κοινωνικής συνοχής 4. Εναρμόνιση με την παράδοση της περιοχής 5. Σταθερές αποδόσεις 6. Ανθεκτικότητα σε ασθένειες 7. Ανθεκτικότητα σε εχθρούς 8. Κερδοφόρα - Ανταγωνιστική

125


Πάρα πολύ

Πολύ

Μέτρια

Λίγο

Καθόλου

9. Προϊόντα ασφαλή για την υγεία 10. Χρόνος ενασχόλησης (πολύς ή λίγος σε σχέση με τις εμπορικές) 11. Άλλο …………………………………………………………………….

Α2. Κατά πόσο, κατά τη γνώμη σας, η ανταλλαγή σπόρων συμβάλλει στα ακόλουθα: (ΓΝ) Πάρα πολύ

Πολύ

Μέτρια

Λίγο

Καθόλου

1. Διατήρηση βιοποικιλότητας με την καλλιέργειά τους 2. Δημιουργία στενότερων κοινωνικών δεσμών 3. Διατήρηση της παράδοσης κάθε περιοχής 4. Διατήρηση της γνώσης του γεωργού 5. Οικονομία για το γεωργό 6. Αποδυνάμωση του ρόλου των εταιριών σποροπαραγωγής 7. Δικαίωμα του γεωργού για πρόσβαση στο σπόρο 8. Δημιουργία εναλλακτικής μορφής οικονομικών σχέσεων (χωρίς διαμεσολάβηση χρήματος) 9. Άλλο …………………………………………………………………….

Α3. Κατά πόσο το ισχύον

Α3.Α Για τη

νομοθετικό πλαίσιο που αφορά

διατήρησή τους

τις ντόπιες ποικιλίες και τη ικανοποιητικό (Αν δε γνωρίζετε σημειώστε ΔΕ ΓΝΩΡΙΖΩ): (ΓΝ – ΣΤ)

Α3.Α.1 Γιατί; (αναφέρετε το

2. Απόλυτα

σημαντικότερο λόγο)

3. Δε γνωρίζω

σποροπαραγωγή είναι το νομοθετικό πλαίσιο,

0. Καθόλου 1. Εν μέρει

0. Καθόλου Α3.Β Για τον

1. Εν μέρει

παραγωγό

2. Απόλυτα 3. Δε γνωρίζω

Α3.Β.1 Γιατί; (αναφέρετε το σημαντικότερο λόγο)

Α4. Ποια είδη ντόπιων ποικιλιών,

1.

Οπωροκηπευτικά

Α5. Θα αλλάζατε τις ντόπιες

0. ΟΧΙ

κατά τη γνώμη σας, είναι αυτά

2.

Δέντρα – Αμπέλια

ποικιλίες που καλλιεργείτε

1. ΝΑΙ

που θα έπρεπε πρωτίστως να

3.

Σιτηρά

τώρα με κάποιες από αυτές

3. ΔΕ ΓΝΩΡΙΖΩ

διατηρηθούν; (βαθμολογήστε με

4.

Μεγάλες καλλιέργειες (βαμβάκι,

που παίρνουν επιδότηση από

ΓΙΑ

ζαχαρότευτλα, κλπ.)

το Υπουργείο Αγροτικής

ΕΠΙΔΟΤΗΣΗ

4-1, ξεκινώντας από το σημαντικότερο) (ΓΝ - ΣΤ)

ΤΗΝ

Ανάπτυξης & Τροφίμων; (ΣΥ)

Α6. Για ποιο λόγο; (ΣΤ – ΣΥ)

126


Α7. Σημειώστε την άποψή σας για τις ακόλουθες προτάσεις (ΣΤ) Συμφωνώ

Συμφωνώ

Δε

Διαφωνώ

Διαφωνώ

απόλυτα

εν μέρει

γνωρίζω

εν μέρει

απόλυτα

Η διατήρηση σπόρων σε τράπεζες γενετικού υλικού, είναι πιο αποτελεσματική από την καλλιέργειά τους στον αγρό Η γεωργία στη χώρα μας είναι γενικά φιλοπεριβαλλοντική Η χρήση χημικών μέσων φυτοπροστασίας και λιπασμάτων, είναι αναγκαία για τη σίγουρη απόδοση της καλλιέργειας Υπάρχει ενδιαφέρον από τους καλλιεργητές της χώρας μας για ντόπιες ποικιλίες Υπάρχει ενδιαφέρον από τους καταναλωτές της χώρας μας για ντόπιες ποικιλίες Με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, ο γεωργός μπορεί να ζήσει από την καλλιέργεια και την εμπορία αποκλειστικά ντόπιων ποικιλιών Με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, μόνο η συμβατική γεωργία μπορεί να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού της χώρας Με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, οι ντόπιες ποικιλίες επαρκούν για τη διατροφή του πληθυσμού της χώρας Θα έπρεπε να ισχύει ένα σύστημα παραγωγής που θα δίνει ανεξαρτησία στις τοπικές κοινωνίες Με τις συνθήκες που επικρατούν σήμερα, είναι δυνατό να επικρατήσει η μέθοδος της ανταλλαγής για την κάλυψη των αναγκών μας Για να καλυφθούν οι διατροφικές ανάγκες όλου του πληθυσμού, θα έπρεπε να αλλάξουμε τις διατροφικές μας συνήθειες Καταναλώνουμε περισσότερα αγαθά από όσα χρειαζόμαστε πραγματικά Υπάρχει ισότιμη πρόσβαση στα αγαθά, για το σύνολο του πληθυσμού Τα προϊόντα «ποιότητας» (βιολογικά, παραδοσιακά, κλπ.), είναι προσιτά στο σύνολο του πληθυσμού Η πρόσβαση των πολιτών στα κέντρα λήψης αποφάσεων είναι σημαντική Υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης στα κέντρα λήψης αποφάσεων, για το σύνολο του πληθυσμού Ο τρόπος ζωής μας σέβεται το περιβάλλον Ο τρόπος ζωής μας καλύπτει τις κοινωνικές μας ανάγκες

127


128


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.