.
Ελληνικό τοπίο και Ευρώπη: Παραλληλία και Τομή
|Ραγιά Βασιλική| Επιβλέπων καθηγητής | Μωραΐτης Κωνσταντίνος Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Τομέας ||| Αρχιτεκτονικής Γλώσσας, Επικοινωνίας και Σχεδιασμού Αθήνα, Φεβρουάριος 2016
| Περιεχόμενα |
1.0|Εισαγωγή 1.1_Αντικείμενο
1.2_Αφορμή 1.3_Σκοπιμότητα 1.4_Μεθοδολογία
2.0|Τοπίο και ελληνικό τοπίο: πολιτιστική και πολιτική συνθήκη 2.1_Ιστορική Αναδρομή
2.1.1_ Η περίοδος της Ιταλικής Αναγέννησης και η αναφορά της στο Ελληνικό Τοπίο 2.1.2_ Η περίοδος του Γαλλικού Μπαρόκ και η αναφορά της στο Ελληνικό Τοπίο 2.1.3_ Ο Διαφωτισμός, η ανάπτυξη της Αγγλικής Αρχιτεκτονικής Τοπίου και η συσχέτισή τους με την αναφορά στο Ελληνικό Τοπίο 2.1.4_Ρομαντισμός και Κλασικισμός
3.0|Περιήγηση στην Ελλάδα 3.1_18ος αιώνας. Οι περιηγητές: Ο Babin, ο Spon, ο Guillet
3.2_ Η αντίληψη των περιηγητών για το ελληνικό τοπίο - 19ος αιώνας 3.3_ Ελλάδα και Ανατολή. «Λεβάντε»
4.0|Αρχαία Ελλάδα = Ευρώπη = Πολιτισμός 4.1_ The Legacy of Greece
4.2_«Η Διαμάχη μεταξύ των Αρχαίων και Νεότερων»
5.0|Φιλελληνισμός 5.1_Περίοδος επανάστασης του 1821
5.2_Αίτια 5.3_ Οι Φιλέλληνες και το ελληνικό τοπίο στην τέχνη 5.4_Περίοδος από 1821 έως τις αρχές του 20ου αιώνα
6.2_Ελληνικότητα
6.0|Αναγνώριση τοπίου ως πολυεπίπεδη εγγραφή του νεότερου πολιτισμού 6.1_Γενιά του ΄30 7.0|Συμπεράσματα 8.0|Παράρτημα 9.0|Βιβλιογραφία
.
ευχαριστώ τους φίλους μου, Τίνα, Λιάνα, Μιχάλη και Γιώργο καθώς και τον καθηγητη μου Κ.Μωραΐτη, για την πολύτιμη βοήθεια και υποστήριξη τους
.
1.0 | Εισαγωγή
1.1 | Αντικείμενο Το ελληνικό τοπίο έχει αποτελέσει αντικείμενο θεώρησης και ενδιαφέροντος για μεγάλο αριθμό από διανοητές χωρών πέραν της Ελλάδας, ιδιαίτερα του Δυτικού και Ευρωπαϊκού χώρου. Το ενδιαφέρον αυτό, για διαφορετικούς λόγους κάθε φορά, υπήρξε σημαντικό σε παγκόσμια κλίμακα, για τη Δύση συνολικά, για την Ευρώπη ειδικότερα, πριν επιστρέψει, προκειμένου να καθορίσει και την ελληνική ιδιαίτερα σκέψη. Μπορούμε να επισημάνουμε επιπλέον, ότι το ενδιαφέρον αυτό του Δυτικού κόσμου, για το ελληνικό τοπίο, εκδηλώνεται εντονότερα σε περιόδους κρίσιμες για την ελληνική ιστορία, όπως για παράδειγμα ενόσω ακόμη η Ελλάδα βρίσκεται υπό την Οθωμανική κυριαρχία. Το ενδιαφέρον αυτό οπωσδήποτε δεν είναι τυχαίο. Συνδέεται με τη στροφή της Δυτικής σκέψης προς τα κλασικά ιδεώδη, σε μια προσπάθεια αναβίωσης και επιστροφής, η οποία χαρακτηρίζεται από πολιτιστική και, θα το τονίσουμε εξαρχής, πολιτική σημασία. Ξεκινά ήδη από την περίοδο της ιταλικής Αναγέννησης και εντείνεται, διαπερνώντας τον 17ο αιώνα, προς τα μέσα του 18ου αιώνα. Καθώς κινούμαστε δηλαδή προς την περίοδο του Διαφωτισμού, για να διατηρήσει την επιρροή της και στο πλαίσιο του Ρομαντισμού, στα τέλη του 18ου και κατά τον 19ο αιώνα, εξακολουθώντας να αναπτύσσει μέρος της αίγλης της έως σήμερα. Σε εθνικό επίπεδο, οι Έλληνες θα ενταχθούν σε αυτήν τη σχέση με την ελληνική αρχαιότητα και το ελληνικό τοπίο αργότερα, παρά την προφανή αμεσότητα της σχέσης τους με το δικό τους παρελθόν, ή έστω με το παρελθόν των προηγούμενων πολιτισμών που αναπτύχθηκαν στους χώρους ζωής τους. Αν και η ιταλική Αναγέννηση αναπτύχθηκε χάρις στη γενναία συνεισφορά διανοητών όπως ο Πλήθων Γεμιστός, εντούτοις ο ελληνικός χώρος θα συμμετάσχει σε αυτά τα ιδεολογήματα, με ουσιώδη τρόπο, αρκετά χρόνια αργότερα, μέσα από τη σκοπιά που έχουν πλέον θέσει οι Ευρωπαίοι για το ελληνικό παρελθόν και το ελληνικό τοπίο.
11
Υποδείξαμε ήδη, πως αφετηρία του ενδιαφέροντος για το ελληνικό τοπίο στάθηκε η ιταλική Αναγέννηση και το ρεύμα του κλασικισμού, το οποίο έχει επιρροές και άρρηκτο δεσμό τόσο με πολιτιστικά όσο και με πολιτικά πράγματα και ενδιαφέροντα. Στενότατο δεσμό με την πρώτη ανάπτυξη κοινωνικών στρωμάτων με αστικό οικονομικό και πολιτικό χαρακτήρα, στην περιοχή της Φλωρεντίας. Στη συνέχεια, οι ποικίλες αναφορές στην ελληνική, όπως και τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, συνδέονται με την προβολή της ισχύος του αναπτυσσόμενου Ευρωπαϊκού και Δυτικού πολιτισμού, της νέας ισχυρής πολιτικής πραγματικότητας που υποδεικνύει ο κλασικισμός, κατά την περίοδο του Μπαρόκ, την περίοδο δηλαδή του 17ου αιώνα. Θα ακολουθήσει η ραγδαία ανάπτυξη της αστικής τάξη της Δυτικής Ευρώπης και η απαίτηση άμεσου συσχετισμού με δημοκρατικά πρότυπα, με τα αρχαία πρότυπα της ρωμαϊκής και ελληνικής δημοκρατίας, με τα οποία επιχειρεί να ταυτιστεί. Το ενδιαφέρον για το φυσικό τοπίο και τον ‘εθνικό’ πολιτισμό, εξακολουθεί να αναπτύσσεται μέσα από τις θεωρητικές και εκφραστικές προσεγγίσεις του Διαφωτισμού που προηγείται, όσο και του Ρομαντισμού που έπεται. Η ελληνική επανάσταση, αποτελεί σταθμό αυτής της ιστορικής ακολουθίας, καθώς πολύ κρίσιμα τροφοδοτείται και ισάξια επανατροφοδοτεί τα ιδεώδη του Ρομαντισμού, με βασικό και σπουδαίο αποτέλεσμα τη συγκρότηση του φιλελληνικού κινήματος. Υπό την ελληνική οπτική γωνία το κίνημα του Φιλελληνισμού συνδέεται άμεσα με την τόνωση του ελληνικού φρονήματος για τη δημιουργία και ενίσχυση της ‘εθνικής’ ταυτότητας. Παρ’ όλα αυτά, ο Φιλελληνισμός διαθέτει μια πολύ ευρύτερη ακτινοβολία. Συνδέεται με την αντίληψη, πως η κοινή πολιτική και πολιτιστική ταυτότητα των ευρωπαϊκών και δυτικών χωρών, είναι συγκροτημένη με βάση τους όρους ανάπτυξης των νεότερων δημοκρατικών πολιτευμάτων. Τα δημοκρατικά πολιτεύματα, αστικής κατεύθυνσης, διαθέτουν, κατά την άποψη των νεότερων Δυτικών πολιτικών διανοητών, πολύ συγκεκριμένες περιοχές καταγωγικής αναφοράς. Οι περιοχές αυτές είναι η Ρώμη και η Ελλάδα στις περιόδους της αρχαίας ρωμαϊκής αλλά και αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό, η αναφορά στον ελληνικό χώρο, στον κλασικισμό και στο ελληνικό τοπίο, θα υπερβεί τα εθνικά περιορισμένα όρια της Ελληνικής επικράτειας και θα υποδείξει κοινά χαρακτηριστικά της ταυτότητας των νεότερων ευρωπαϊκών και δυτικών χωρών και του πολιτισμού τους εν γένει, πολύ πέραν των απαιτήσεων απελευθέρωσης, σύστασης και συγκρότησης του ελληνικού κράτους.
12
Αντικείμενο της εργασίας αυτής είναι η ανάγνωση και κατανόηση της αντίληψης του ελληνικού τοπίου από τον δυτικό πολιτισμό, κατά την περίοδο της συγκρότησης του ελληνικού κράτους, καθώς και η συσχέτιση της με ό,τι μπορούμε να περιγράψουμε ως ΄ελληνικότητα, ως ιδιαίτερη ελληνική ταυτότητα. Επιπλέον φιλοδοξία της έρευνας αυτής, αποτελεί η αρχή της κατανόησης του τρόπου με τον οποίο οι ‘περί τοπίου΄ αυτές απόψεις αφομοιώνονται από τους Έλληνες διανοητές και καλλιτέχνες κατά την περίοδο του 1930. Η κατανόηση της αφομοίωσης απόψεων από τη λεγόμενη γενιά του ’30 είναι απαραίτητη προκειμένου να γίνει αναφορά στοιχειωδώς έστω, στη διαμόρφωση των απόψεων για την ‘εθνική’ ιδιαιτερότητα και το ‘εθνικό’ τοπίο σε περιόδους εγγύτερες προς εμάς. Είναι προφανές ότι ανάμεσα στις δύο αυτές περιόδους αναφοράς, δηλαδή το τέλος του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου αιώνα αφενός, την περίοδο δηλαδή η οποία συνδέεται με το κεντρικό ιστορικό γεγονός της Ελληνικής επανάστασης και ελληνικής απελευθέρωσης και με την περίοδο του 1930 αφετέρου, μεσολαβεί ένα ιστορικό κενό, Εντούτοις, θα επιχειρήσουμε τον συσχετισμό, θεωρώντας αυτές τις δύο περιόδους ως τις κεντρικότερες για να χαρτογραφήσουμε συνολικά το θέμα κεντρικού ενδιαφέροντος.
13
1.2 | Αφορμή
εικ. 1. Κολάζ του Οδυσσέα Ελύτη γιa το ελληνικό τοπίο
«[…] το τοπίο δεν είναι, όπως το αντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο, απλώς, σύνολο της γης, φυτών και υδάτων, είναι η προβολή της ψυχής ενός λαού επάνω στην ύλη» υπογραμμίζει ο Ελύτης[1], κάτι που πραγματοποιεί και σε αυτό το κολάζ. Με την επιλογή τεχνοτροπίας και θέματος προβάλλει στο τοπίο τους βασικούς όρους της ‘εθνικής’ ιδιαιτερότητας, τη μνήμη και την ιστορία, την θρησκεία, τα γεωγραφικά χαρακτηριστικά και την έννοια της ελληνικότητας. Αυτή λοιπόν η παρατήρηση του Ελύτη αποτέλεσε τοποθέτησησταθμό, και καταλύτη όσον αφορά στο ενδιαφέρον προς τη γενιά του, την αναγνώριση και την ερμηνεία των στόχων της σε σχέση με το ‘εθνικό’ τοπίο.
[1] Οδυσσέας Ελύτης, Τα δημὀσια και τα Ιδιωτικά, Εκδοόσεις Ίκαρος, 1990
14
1.3 | Σκοπιμότητα Ήδη όπως αναφέρθηκε και τονίστηκε προηγούμενα, είναι σαφές πως η αντίληψη για το ελληνικό τοπίο δεν αποτελεί υπόθεση μονάχα των Ελλήνων. Αντίθετα αποτελεί πνευματικό παράγωγο της ευρωπαϊκής ιστορίας συνολικότερα. Η συγκεκριμένη διαπίστωση, οδηγεί στο συμπέρασμα πως η αντίληψη αυτή δεν περιορίζεται απλώς σε θέματα εθνικής ιδιαιτερότητας, αλλά προσπαθεί να υποστηρίξει ως επιχείρημα, καθολικότερα, την υπόδειξη μιας ευρύτερης πολιτιστικής και πολιτικής ταυτότητας, η οποία χαρακτηρίζει τον ευρωπαϊκό και Δυτικό πολιτισμό συνολικά. Βασικό στοιχείο αυτής της ταυτότητας είναι η πολιτική και οικονομική συνθήκη ανάπτυξης της αστικής τάξης, η οποία υποστηρίζεται αφενός και αποδίδει αφετέρου συγκεκριμένα στοιχεία πολιτιστικής και πολιτισμικής παραγωγής. Στα πλαίσια αυτά, η σχέση διαλόγου μεταξύ της ευρωπαϊκής διανόησης και των Ελλήνων της διασποράς, καταρχάς, και του ελληνικού κράτους μετά την απελευθέρωση του στη συνέχεια, χαρακτηρίζεται από αμφίπλευρη επιρροή. Αναζωπυρώνεται και εξελίσσεται μέσα από την πνευματική παραγωγή, την ανάκαμψη της καλλιτεχνικής δημιουργίας από τη γενιά του ’30. Σκοπός της μελέτης μας είναι η διερεύνηση της αμφίδρομης αυτής σχέσης, από τη σκοπιά των όσων αφορούν στην αφομοίωση των ιδεών και τη διεκπεραίωση των στόχων των καλλιτεχνών.
15
1.4 | Μεθοδολογία Για την εκπόνηση της έρευνας αυτής, απαιτείται πρώτιστα να προσδιοριστούν οι βασικοί όροι – κλειδιά της αναζήτησης. Οι όροι αυτοί δεν είναι άλλοι από το ίδιο το τοπίο, έπειτα και πιο συγκεκριμένα το ελληνικό τοπίο. Με γνώμονα την κατανόηση των εννοιών, θα πραγματοποιηθεί η προσπάθεια καταγραφής και αποκωδικοποίησης των προσλαμβανουσών των καλλιτεχνών της γενιάς του ‘30. Θα παρουσιαστεί πώς (1) η προσφορά του Φιλελληνισμού στο ζήτημα του τοπίου, (2) τα ιδεολογήματα των Ευρωπαίων και (3) η στροφή προς το ελληνικό τοπίο θα αποτελέσουν τα εφόδια αυτής της γενιάς. Έμφαση δίνεται στο σημείο αυτό, στο βλέμμα των περιηγητών όσον αφορά στο τοπίο της Ελλάδας, που αποτελεί ένα από τα βασικότερα πνευματικά τους εφόδια, πλαισιώνοντας όσα προηγούμενα αναφέρθηκαν. Κρίσιμη σε αυτό το σημείο θεωρείται η ανάγνωση και μελέτη της σχέσης της αρχαίας Ελλάδας με την Ευρώπη. Έπειτα θα κατευθυνθούμε προς τη γνώση και τη ανάλυση των στόχων των καλλιτεχνών, με βασικό όπλο το έργο τους, αλλά και με την ανάλογη παρακολούθηση και κατανόηση της σχέσης τους, τόσο με την ‘εθνική’ ταυτότητα και την ιδιαιτερότητά της, όσο και με το ιδεολόγημα της ελληνικότητας.
.
16
.
2.0 | Τοπίο και ελληνικό τοπίο: πολιτιστική και πολιτική συνθήκη
2.1 | Ιστορική αναδρομή 2.1.1 | Η περίοδος της Ιταλικής Αναγέννησης και η αναφορά της στο Ελληνικό Τοπίο Μέρος των αναζητήσεων και των καλλιτεχνικών ανησυχιών της εποχής της Ιταλικής Αναγέννησης, αποτελεί η απεικόνιση και η ερμηνεία του τοπίου. Κατά την περίοδο, αυτή τίθενται οι βάσεις του νεότερου Δυτικού πολιτισμού και κατ’ επέκταση, ως μέρος της βάσης αυτής, αναπτύσσεται το ενδιαφέρον για τα τοπιακά πρότυπα και τις τοπιακές αξίες. Οι κοινωνικές ανακατατάξεις, και μεταρρυθμίσεις και σημαντικότερα (1) η δημιουργία της αστικής τάξης και των παραγωγικώνοικονομικών όπως και των πολιτιστικών-αισθητικών της προτύπων γενικά, που οδηγούν σε νέες αντιλήψεις για τη διαμόρφωση και τη χρήση του χώρου, όπως και (2) η ανάπτυξη και αναβάθμιση της αγροτικής οικονομίας γενικότερα, συμβάλλουν στην ενασχόληση με το εξωαστικό τοπίο μέσω αρχιτεκτονικών κατασκευών αγροτικών επαύλεων (villas) που συνοδεύονται από τοπιοτεχνικές διαμορφώσεις. Παράλληλα το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις αναπλάσεις δημοσίων χώρων υπογραμμίζει, με ισχυρό τρόπο, το ενδιαφέρον για το αστικό τοπίο, για την κοινωνική αίγλη που η κοινωνία της εποχής προσπαθεί να επιτύχει. Την ισχυροποίηση της πρόθεσης αυτής, αναλαμβάνει η συσχέτιση της κοινωνικής και πολιτικής προβαλλόμενης εικόνας, με την Κλασική Ελληνική αρχαιότητα, άμεση συσχετισμένη με τις τοπιακές επεμβάσεις και τα επιμπερους αναπαραστατικά τους στιχεία. Σημαντικός σταθμός στην εξέλιξη της θεώρησης του τοπίου είναι επιπρόσθετα η εκκίνηση του ρεύματος των χαρτογραφήσεων, αρχικά από τους ναυτικούς, σε μία περισσότερο εμπειρική, ‘ερασιτεχνική’ απόδοση και μετέπειτα από πιο εξειδικευμένους χαρτογράφους. Βασική επιδίωξη των εν λόγω χαρτογραφήσεων, είναι η σαφήνεια στην απόδοση της συμπυκνωμένης πληροφορίας, που περιλαμβάνει στοιχεία της ιδιαίτερης πολεοδομικής συγκρότησης πόλεων, αλλά 21
που κυρίως προβαίνει στην απεικόνιση του φυσικού ανάγλυφου, για τον εκάστοτε τόπο, που η πολιτιστική-χαρτογραφική επεξεργασία του τον καθιστά ‘τοπίο’. Ήδη από την Αναγέννηση έχουμε τις πρώτες χαρτογραφήσεις με αντικείμενο την ελληνική γη, οι οποίες παραθέτουν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και συνέπεια στοιχεία, ως επί το πλείστον, για τον ελληνικό θαλάσσιο-νησιωτικό χώρο, τις ελληνικές ακτογραμμές και τις παραθαλάσσιες περιοχές. Ίσως μιλάμε για τις πρώτες απεικονίσεις ελληνικού τοπίου από την σκοπιά ενός Ευρωπαίου, που στην πραγματικότητα αποτελεί μία πρώτη επαφή και επικοινωνία του με τον τότε υπό διαμόρφωση ελληνικό χώρο. Τα κίνητρα για τις αναζητήσεις αυτές θα αναλυθούν σε κεφάλαιο που ακολουθεί. Αν αυτή η ‘επιστημονική’ καταγραφή περιγράφει την πρακτική πλευρά της προσέγγισης του ελληνικού τόπου-τοπίου, τότε η άλλη πλευρά της αφορά το ενδιαφέρον για την η ελληνορωμαϊκή και η ελληνιστική αρχαιότητα, την περιγραφή και αναφορά στα πρότυπα και τα ιδεώδη τους. Ενδιαφέρον που συνδέεται με την προσπάθεια αναπαραγωγής των έργων της αρχαιότητας και των προτύπων της.
εικ.2. Hypnerotomachia Poliphili (1499), Francesco Colonna αναφορά στην Ελληνική Αρχαιότητα.
εικ.3. Villa Farnese, Ιταλία
22
2.1.2 | Η περίοδος του Γαλλικού Μπαρόκ και η αναφορά της στο Ελληνικό Τοπίο Το Γαλλικό Μπαρόκ του 17ου αιώνα, συνδέεται με την προσπάθεια αντιμεταρρύθμισης της καθολικής εκκλησίας όπως και με την ανάπτυξη εξαιρετικά ισχυρών καθεστώτων απόλυτης μοναρχίας, η οποία επηρεάζει την οργάνωση της ανώτερης τάξης ελέγχου, τα μέλη της βασιλικής αυλής και τους ευγενείς. Θα παρακολουθήσουμε εκτενέστερα τα αίτια και τη διαδικασία αποκόλλησης της κοινωνίας από την εκκλησία. Οι τοπιακές χειρονομίες, όπως είναι επόμενο αυτή την εποχή, που αφορούν κυρίως στο σχεδιασμό του τοπίου, συνάδουν με την ενίσχυση του βασιλικού καθεστώτος και της επιβλητικής του κυριαρχίας. Οι φημισμένοι κήποι του μπαρόκ, όπως αυτοί του παλατιού των Βερσαλλιών, δεν προορίζονται για την αναψυχή του μονάρχη και της βασιλικής αυλής. Κύριο στόχο έχουν να προβάλουν την βασιλική αίγλη και ισχύ προς τους κατώτερους ευγενείς και την ανερχόμενη, υπό συγκρότηση, αστική τάξη προς τους οποίους στρέφεται η βασιλική κυριαρχία, ενώ ανάλογη στάση επιβολής προβάλεται και προς την ίδια τη φύση. Οι τοπιακές προσεγγίσεις της περιόδου, αυστηρότατα γεωμετρικές, έχουν χαρακτηριστεί ‘πολιτικό θέατρο’, προορισμένο να προβάλλει με έκδηλο και απτό τρόπο την εξουσία και κυριαρχία του βασιλιά ή ευρύτερα του αναπτυσσόμενου ‘λογικού’ οργανωτικού πνεύματος που ακόμη και την ίδια τη φύση είναι σε θέση να ορίσει, και μάλιστα με αυστηρότατο τρόπο. Παρά την αυστηρότητα αυτή εντούτοις, ξένη βέβαια προς ότι μπορούμε να υποθέσουμε προς το ειδυλλιακό αρχαίο τοπίο, η κηποτεχνία του Μπαρόκ επιμένει να αναφέρεται στα ελληνικά τοπία της αρχαιότητας και στη μυθική αλληγορία. Προσπαθεί δηλαδή και η περίοδος αυτή, να στηριχθείς πολιτικά και πολιτιστικά στο πολιτικό και πολιτιστικό κύρος της Ελληνικής αρχαιότητας, το οποίο επιστρατεύεται για να αποδώσει το επιθυμητό κύρος επιβολής. 23
Αλλά, κατά την περίοδο αυτή, ο Γαλλικός χώρος αποτελεί επιπλέον τον κεντρικό χώρο ανάπτυξης μιας νέας φιλοσοφικής τάσης, η οποία περιγράφεται από τον όρο «ρασιοναλισμός». Πρόκειται για τη θεώρηση εκείνη που επιχειρεί να στηρίξει τις νέες φιλοσοφικές και επιστημονικές θεωρήσεις, στο κεντρικό στοιχείο της λογικά συγκροτημένης σκέψης κατά το πρότυπο του μαθηματικού, γεωμετρικού, ευκλείδειου αποδεικτικού λόγου. Σημασία σύμφωνα με την άποψη αυτή έχουν οι όροι της νοητικής οργάνωσης, ενώ αντίθετα η εμπειρία απωθείται σε δεύτερο επίπεδο. Η προσέγγιση του φυσικού όπως και του κοινωνικού χώρου, συνδέεται με τον κεντρικό λογικό έλεγχο, με τη συνέπεια της γεωμετρίας, η οποία αποδίδεται ανάμεσα σε άλλα με τον σχεδιασμό των βασιλικών κήπων. Τα πάντα μπορούν να αναχθούν στη λογική σκέψη και οι αυστηρές αρχές, με τη συνέπεια της ευκλείδειας γεωμετρίας, βρίσκουν αντίκτυπο στον σχεδιασμό των κήπων της εποχής, προβάλλοντας τη βασιλική, πολιτική, και στρατιωτική ισχύ.
εικ.4. Vaux-le-Vicomte, Γαλλία
εικ.5. Vaux-le-Vicomte, Γαλλία
24
2.1.3 | Ο Διαφωτισμός, η ανάπτυξη της Αγγλικής Αρχιτεκτονικής Τοπίου και η συσχέτισή τους με την αναφορά στο Ελληνικό Τοπίο Η επίδραση του Διαφωτισμού και οι θεωρήσεις των καλλιτεχνών των Κάτω Χωρών διαμορφώνουν κατ’ ουσία την αντίληψη της Αγγλίας του 18ου αιώνα για το τοπίο. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο αγροτικό αστικό τοπίο και στη μαγεία της φύσης, σε σχέση με την οποία διαμορφώνεται και το σχεδιασμένο τοπίο, επιχειρώντας να μοιάσει με το φυσικό, να γίνει δηλαδή φυσικό τρόπο. Η αγγλική κοινωνία της περιόδου, απελευθερώνεται από τα παλιότερα φεουδαλικά πρότυπα τα αντίστοιχα στερεότυπα συμπεριφοράς, σε μια προσπάθεια δημιουργίας και παγίωσης δημοκρατικότερων προτύπων και μηχανισμών. Το ενδιαφέρον για την απεικόνιση του τοπίου, σχεδιασμένου και μη, για τη γη, τη θάλασσα και το φως, απογειώνεται. Η προσπάθεια κατάρριψης των παλιότερων κοινωνικών ορίων, διαφαίνεται και στις καλλιτεχνικές προσδοκίες. Επικρατούν θέματα που αναπαριστούν το φυσικό τοπίο με την ασάφεια και ακαθοριστία που αυτό εμπεριέχει. Η φύση αποτελεί βασική πηγή έμπνευσης και παράγει αισθητική ποιότητα, με απόλυτα αυθόρμητο και «φυσικό τρόπο», απλώς, ως υπάρχει και αναπτύσσεται. Το ελληνικό τοπίο ενισχύει τις κατευθύνσεις αυτές, με την αναφορά του στο δημοκρατικό πολίτευμα, τα πολιτισμικά δρώμενα και το γόητρο της ελληνικής αρχαιότητας. Η λάμψη του πραγματικού ελληνικού τοπίου παραμένει βέβαια άγνωστη, ως προς τη σύγχρονή της κατάσταση, αναγκασμένη να στηριχθεί σε καλλιτεχνικές εικασίες, συνυφασμένες με το κυρίαρχο ρεύμα του Νεοκλασικισμού, προορισμένου και αυτού να προβάλει τα αρχαία δημοκρατικά πρότυπα και την αντίστοιχή τους πολιτιστική παραγωγή. Με την έννοια αυτή ο Νεοκλασικισμός υποχρεώνεται να στραφεί προς την Ανατολή, να ‘ταξιδέψει’ νοερά και στη συνέχεια πραγματικά προς το φυσικό ελληνικό τοπίο. Τοπίο βέβαια το οποίο, και από την άποψη της κυριαρχίας υπάγεται στην Οθωμανική Ανατολή, αφού ο Ελληνικός χώρος αποτελεί μέρος της Οθωμανικής 25
αυτοκρατορίας. Στο πλαίσιο αυτό, το ελληνικό τοπίο εξιδανικεύεται, επικαλείται το όραμα της αρκαδικής ουτοπίας, αποβαίνει σύμβολο ειδυλλιακής ψυχικής κατάστασης, χώρο αμιγούς απόλαυσης και ελευθερίας, πολιτικής και συνάμα ερωτικής. Είναι τόπος ουτοπικός που αντιπροσωπεύει την ιδανική δημοκρατική κοινωνία και τα αιτούμενα νέα κοινωνικά ήθη στην απόλυτη αρμονία τους με τη φύση . Η ιδανική αυτή κατάσταση αρμονίας και απόλαυσης με τα ουτοπικά της χαρακτηριστικά είναι αυτή που θα περιγραφεί ως «αρκαδική ουτοπία». Συμπερασματικά η δημοκρατική φυσιογνωμία της ελληνικής αρχαιότητας προβάλλεται ως πρότυπο της νεότερης Δυτικής πολιτιστικής πολιτικής φυσιογνωμίας, με στόχο την κοινωνική και πολιτική πρόοδο. Στο πλαίσιο αυτό το Ελληνικό Τοπίο εμφανίζεται με ειδυλλιακό χαρακτήρα, πρότυπο ευτυχισμένης διαβίωσης που διαθέτει όμως κα χαρακτήρα πολιτικής αναφοράς .
εικ.6. Painshill Park, Αγγλία Ασαφή όρια τοπιακών διαμορφώσεων
26
εικ.7. Le Petit Hameau of Marie-Antoinette at Versailles (1809), John Claude Nattes Ασαφή όρια τοπιακών διαμορφώσεων
2.1.4 | Ρομαντισμός και Κλασικισμός Στη διάρκεια του 19ου αιώνα βιώνεται ένας ριζικός επαναπροσδιορισμός της σχέσης των κοινωνιών με τη φύση και το τοπίο. Το ανεπεξέργαστο τοπίο ενσωματώνεται στις τοπιακές παρεμβάσεις, οι οποίες περισσότερο ακόμη από τον προηγούμενο αιώνα, επιθυμούν να καταστούν ανεπεξέργαστες και αυτές. Το τεχνητό-σχεδιασμένο συγχέεται με το φυσικό και τα όρια τους είναι πλέον ασαφή και ακαθόριστα. Ταυτόχρονα οι αστικές κοινωνίες, αστικές πολιτικά και αστικές με την έννοια της σύνδεσης τους με τις πόλεις, προχωρούν στη δημιουργία δημόσιων πάρκων, με σκοπό την προσφορά στους πληθυσμούς των πόλεων υγιεινότερων συνθηκών διαβίωσης και φυσικότερης αναψυχής . Η επιστροφή όμως αυτή στη φυσική μορφή του τοπίου, διαθέτει σημασία ευρύτερη. Συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια του Δυτικού ανθρώπου να επιστρέψει στις φυσικές του ρίζες του, να απορρίψει ή έστω να διορθώσει έναν στρεβλό πολιτισμό. Αλλά η επιστροφή αυτή θα συσχετιστεί επίσης και με την αναφορά των Δυτικών κοινωνιών στις ‘εθνικές’ τους καταβολές. Η χρονική περίοδος του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από τις διαμάχες μεταξύ των κρατών της Ευρώπης, με κύρια αίτια τους τη διεκδίκηση νέων εδαφών και τον καθορισμό και συγκρότηση των σαφών ορίων των συνόρων τους. Οι συνθήκες αυτές έχουν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσουν ένα ακαθόριστο αίσθημα απειλής μεταξύ των εμπλεκομένων Δυτικών κρατών (Ροζάκης, 1983)που επιχειρούν να στηρίξουν την ιδιαιτερότητά τους με την αναφορά στον ‘εθνικό’ λαϊκό πολιτισμό και την ‘εθνική’ ιδιαιτερότητα κάθε κράτους, συσχετισμένη βέβαια με την ισχυροποίηση της νέων αστικής κατεύθυνσης πολιτευμάτων Οι εθνικές αυτές ιδιοτυπίες, [που όταν δεν υπάρχουν ‘κατασκευάζονται’, ενισχύονται και αποδίδονται με λαογραφικού ενδιαφέροντος αναζητήσεις, αλλά επίσης με το υπόβαθρο του ‘μητρικού’ ή ‘πατρώου΄ εθνικού εδάφους, που συνδέεται με πραγματικές αναφορές ή με κατασκευασμένα στερεότυπα τοπίου. 27
Το ‘εθνικό’ ελληνικό τοπίο, σχηματοποιημένο ήδη και ιδεολογικά συγκροτημένο από τον Δυτικό πολιτισμό, ήταν αναμενόμενο να αποτελέσει, στο πλαίσιο αυτό υπόβαθρο αναφοράς της ιδιαίτερης πλέον ελληνικής εθνικής ταυτότητας, συσχετίζοντας παλαιότερες, αρχαίες αναφορές και στοιχεία της λαϊκής παράδοσης. Αν ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται ως ο “χρυσός αιώνας δημιουργίας και ολοκλήρωσης” των ‘εθνικών’ κρατών στην Ευρώπη και οι Ρομαντικοί υπολογίζονται ως οι πρώτοι εκφραστές της ‘εθνικής’ ιδιαιτερότητας (Ροζάκης, 1983, σ. 93), ταυτόχρονα ο Δυτικός χώρος εξακολουθεί να διατηρεί το ενδιαφέρον του για την ελληνική αρχαιότητα, ενδιαφέρον που λογικά εμφανίζεται εντονότερο στον ελληνικό χώρο και στους ελληνικής καταγωγής διανοητές. Επομένως η επανασύνθεση του τοπίου από τον Ρομαντισμό, στον ελληνικό χώρο, στηρίζεται επομένως αφενός στον ‘εθνικό’ λαϊκό πολιτισμό και αφετέρου στην αρχαία αναφορά. Επιπλέον αναφέρεται αφενός στην εθνική’ ενότητα και αφετέρου σε μια ταυτότητα γενικότερη, αυτήν του νεότερου Δυτικού πολιτισμού συνολικά και της υποθετικής σύνδεσής του με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και την αρχαία πολιτική πραγματικότητα. Αν με τον πρώτο συσχετισμό τα αγροτικά ήθη ανυψώνονται σε μορφή ιδεώδη διότι είναι ακριβώς αυτά που εξασφαλίζει τη λαϊκή παράδοση, προφυλάσσοντας τα ήθη, τα έθιμα καθώς και τα πολιτισμικά δεδομένα μιας ιδιαίτερης εθνικής ταυτότητας, με την δεύτερη ο ελληνικός χώρος αποτελεί περιοχή αρχαίου κλέους . Τόσο η πρώτη, όσο η δεύτερη προσέγγιση συγκλίνουν στην περιγραφή του, ως εθνικού χώρου που αναζητά την ελευθερία του. Αυτής η διπλής ιδεολογικής κατεύθυνσης, της συσχετισμένης με τον Ρομαντισμό, σύγκριση έχει ως αποτέλεσμα τον Φιλελληνισμό, που στις έντεχνες εκφράσεις του απευθύνεται άμεσα στο Ελληνικό τοπίο. Τοπίο που συσχετίζει, στην περίοδο αυτή, τα ερείπια των αρχαίων μνημείων, εκφράσεις του λαϊκού, πολιτισμού και βέβαια το φυσικό υπόβαθρο.
.
28
εικ.8. Αρχαία στο νησί των Κυθήρων (1808), Antoine Laurent Castellan
εικ.9. Ο Οιδίπους και η Σφίγγα, JeanAuguste-Dominique Ingres (1808)
εικ.10. Βροχή ατμός και ταχύτητα. the western railway. Ουίλλιαμ Τέρνερ
.
3.0 | Περιήγηση στην Ελλάδα
3.1 | 18ος αιώνας. Οι περιηγητές: Ο Babin, ο Spon, ο Guillet Ήδη από τον 18ο αιώνα η θέση της Ελλάδας, και συγκεκριμένα της Αθήνας, βρίσκεται στο επίκεντρο και περνά από τρείς, αν μπορεί να το ορισθεί, φάσεις. Αρχικά η αναγνώριση και συστηματική ενασχόληση με το τοπίο της πόλης, στη συνέχεια η αξιολόγηση και σύγκριση της με όλες τις ισχυρές πόλεις της εποχής, όπως η Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη και η Ιερουσαλήμ, που συνεπάγεται το θαυμασμό προς την αρχαιότητα και την ανθεκτικότητα της, και τέλος η “αναστήλωση” και παλινόρθωση της παλαιάς πόλης, η ανασηματοδότηση δηλαδή της πολιτιστικής, πολιτισμικής και κοινωνικής διάστασης της. Αλλά ο ελληνικός χώρος έχει ήδη αρχίσει να αποτελεί χώρο πραγματικό. Το κέντρο ενδιαφέροντος του δυτικού πολιτισμού και της Ευρώπης για την Ελλάδα και το τοπίο της, μετατοπίζεται έτσι από την ουτοπική Αρκαδία στην εμβληματική Αθήνα, μια νέα πόλη, μια νέα Αθήνα, γεμάτη βέβαια με ερείπια και υπολείμματα της αρχαιότητας, τοποθετημένα όμως στην παρούσα πραγματικότητα της. Ο Jacque-Paul Babin μας παρέχει μια από της πιο εμπεριστατωμένες, περιηγητικού χαρακτήρα αναφορές για την Ελλάδα και πιο στοχευμένα για την Αθήνα, η οποία παρουσιάζεται ως νεότερη πόλη σύμφωνα με την σύγχρονή της Ευρώπη. Ο νέος αυτός ρόλος της Αθήνας, την εντάσσει αυτόματα στην διαδικασία σύγκρισης με άλλες μεγάλες πόλεις της εποχής, όπως η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη, σε αυτή τη σύγκριση όμως θα γίνει αναφορά εκτενέστερα στη συνέχεια. Ο Babin σχολιάζει αρνητικά την ύπαρξη βιβλιογραφικού ελλείματος με πληροφορίες και περιγραφές για την Αθήνα και υπογραμμίζει πως το κενό αυτό θα πρέπει να καλυφθεί το συντομότερο. Η Αθήνα κατά την γνώμη του, αξίζει να διεκδικήσει μια θέση στην κορυφή του νεότερου κόσμου, κάτι που οφείλει στην αίγλη των αρχαιοτήτων της και στη θέση της έναντι στους βαρβάρους και τους αγρίους, δηλαδή τη θέση της Ευρώπης΄, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει. Κατά κάποιο τρόπο ταυτίζει την θέση της Ελλάδας με αυτή της σύγχρονής του Ευρώπης, τόσο ως προς την ποικιλία των κοινωνιών όσο και της ιστορικής εξέλιξης αυτών. 33
Παράλληλα, για τον Babin η γεωγραφική θέση της Αθήνας διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανάδειξη της. Συγκεκριμένα, η αμφιθεατρική διάταξη των τεσσάρων βουνών γύρω της, στο λεκανοπέδιο, την εξυψώνουν σε μνημείο και η πόλη αποκτά νέα σημασία. «Η τοποθεσία της μου φάνηκε πολύ ωραία και πολύ
εικ.11. Απεικόνηση της Αθήνας από τον Jacob Spon.
προνομιούχος», αναφέρει χαρακτηριστικά ο sieur Du Loir στο έργο του το οποίο είχε αναφερθεί στην Ελλάδα σχεδόν είκοσι χρόνια νωρίτερα από τον Babin. Εάν διαβάσει κανείς τα δύο κείμενα, θα διαπιστώσει με ευκολία πως σε πολλά σημεία σχολιάζονται εκτενώς κοινά πράγματα. Αλλά ενώ θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για αντιγραφή, σταδιακά διαπιστώνουμεπως δίνεται έμφαση σε διαφορετικά στοιχεία. Ο Du Loir βασίζεται στην αρχαία αίγλη και επιλέγει κυρίως εκείνη να αναδείξει, υιοθετώντας,ί με αυτό τον τρόπο, έναν ΄συγκαταβατικό’ σεβασμό για την σύγχρονή του Ελλάδα. Αντίθετα ο Babin αντιστρέφει τους ρόλους και οδηγείται στην πιστοποίηση του αρχαίου μεγαλείου μέσα από τα σπουδαία κατάλοιπά του, που δεν είναι άλλα από τα ερείπια του. Στο σημείο αυτό μπορούμε να αναφερθούμε στην παρατήρηση του Jacob Spon για την Αθήνα ειδικότερα. [...] θα δείτε (σχολιάζει ο Spon) πως είναι ακόμη μια πόλη αρκετά μεγάλη και αρκετά ωραία, παρά την πολύ προχωρημένη ηλικία της, και παρά τους πολέμους, από τους οποίους είχε τόσο συχνά καταστραφεί. [2]
34
[2] J. Spon, Preface, 1974.
Αυτή η διατύπωση του Spon, και «συγκεκριμένα ως προς τα επίθετα ‘μεγάλη’ και ‘ωραία’, αποτελεί στερεοτυπική αντίληψη για όρους και περιγραφές γαλλικών πόλεων της εποχής», προσθέτει η Νάσια Γιακωβάκη[3]. Ύστερα από την παρότρυνση και την άποψη του Babin, ο Spon θέτει νέους όρους αξιολόγησης για την παρούσα κατάσταση και την ύπαρξη αυτής της πόλης. Οι δύο τους εδραιώνουν μια νέα σχέση εκτίμησης και σεβασμού προς το παρόν της πόλης, και στιγματίζουν το καθιερωμένο προυπάρχων σχήμα, δηλαδή η περιφρόνηση “mepris” θα την περιγράψει πάλι η Γιακωβάκη. Ο Γάλλος συγγραφέας, αναιρώντας τα όσα προηγουμένως έχουν υποδηλωθεί, θεσμοθετεί έτσι μια νέα στάση απέναντι στην περιφρόνηση, μια στάση θαυμασμού. Φτάνουμε στο σημείο δηλαδή να ασχολούμαστε με την επιβίωση της Αθήνας και των αρχαιοτήτων της, παρά τις καταστροφές και τους πολέμους που έχει υποστεί. Η πόλη ως συνολική τοπιακή συνθήκη,ως σύμπλεγμα νεότερων κατασκευών, μνημείων και εδαφικού υποβάθρου, αποτελεί ζωντανό παράδειγμα ανθεκτικότητας και με την ιδιότητά αυτή, γίνεται πρόδρομος της νέας γνώσης, ενώ ωθεί προς μία κατεύθυνση ουσιαστικής παρατήρησης του υπάρχοντος κόσμου.
εικ.12. Ο Jacob Spon και ο George Wheler επισκέπτονται ερείπια της αρχαίας Αθήνας (1689)
[3] Νάσια Γιακωβάκη, Ευρώπη μέσω Ελλάδας, μια καμπή στην Ευρωπαϊκή αυτισυνείδηση 17ος-18ος αιώνας σελ. 281.
35
Ο όγκος των ευρωπαϊκών κειμένων που αναφέρονται στην περιήγηση στην Ελλάδα, δεν επικεντρώνεται αποκλειστικά σε παραδείγματα ανθρώπων που έχουν επισκεφτεί τον τόπο και η εμπειρία τους είναι βιωματική, αλλά ξεφεύγει από αυτό το πλαίσιο προς κατευθύνσεις φανταστικών ή έστω έμμεσων αφηγήσεων. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί εν προκειμένω το έργο του Andre Georges Guillet, ο οποίος δεν έχει ποτέ πραγματοποιήσει επίσκεψη και επί τόπου παρατήρηση (in situ) στην Ελλάδα, μολαταύτα συντάσσει το κείμενό του, βασισμένος στην υποτιθέμενη μαρτυρία του αδερφού του. Συγκεκριμένα αναφέρει πως το δικό του κείμενο δεν είναι παρά η μαρτυρία αυτή, την οποία απλώς ο ίδιος έχει επιμεληθεί και διανθίσει. «όσον αφορά τον αριθμό των Κατοίκων, εξεπλάγην γι’ αυτό που είχα διαβάσει και είχα ακούσει να επαναλαμβάνεται χίλιες φορές, ότι η Αθήνα είναι μια Έρημος»[4]. Για άλλη μια φορά διαπιστώνεται ότι η Αθήνα δεν είναι αφανισμένη όπως φημολογείται, αλλά υπάρχει και επιβιώνει. Υπό το βλέμμα αυτού του παρατηρητή, η Αθήνα και κατ’ επέκταση η Ελλάδα είναι σε θέση ‘αναστήλωσης’ και είναι έτοιμη να ζήσει το «νέο βίο». Όποιος έρθει αντιμέτωπος με τη θέα της πόλης αυτής, ανακαλεί την αίγλη και τα θαύματα της αρχαιότητας καθώς ένα αίσθημα ευλάβειας τον καταλαμβάνει. «Η νέα Αθήνα τώρα πλέον ανακαλεί (δεν αναιρεί, δεν ακυρώνει) την παλαιά. Όπως ο τίτλος του βιβλίου του θέλει: η Αθήνα είναι αρχαία και νέα».[5] Ο Guillet υποστηρίζει πως η συνάντηση με την πόλη θα είναι μια εμπειρία με ακραία συναισθηματική φόρτιση, βιωματική και η ένταση αυτή οφείλεται στο ‘αίσθημα της ευλάβειας’ που αποπνέει ο τόπος. Σκοπός του, είναι να ενημερώσει και να προωθήσει την προοπτική παλινόρθωσης της πόλης και η ανάδειξη μια νέας λειτουργίας της, ως τόπο προσκυνήματος, ως ιερό τοπίο αναφοράς του νεώτερου Δυτικού πολιτισμού. «Πρόκειται για το πρώτο σημάδι ‘ιεροποίησης’ της Αθήνας, μιας ‘ιεροποίησης’ στο πλαίσιο βεβαίως της εκκοσμίκευσης»[6]. εικ.13. Χάρτης των Αθηνών. Επισημαίνονται κάποια σημαντικά μνημεία στην πόλη. Guillet.
36
[4]Guillet George, Athenes ancientne et nouvelle, 1675. [5], [6] Νάσια Γιακωβάκη, Ευρώπη μέσω Ελλάδα, μια καμπή στην Ευρωπαϊκή αυτισυνείδηση 17ος-18ος αιώνας σελ. 285.
3.2 | Η αντίληψη των περιηγητών για το ελληνικό τοπίο 19ος αιώνας Είναι πάρα πολύ ενδιαφέρον να διαπιστωθεί ο τρόπος με τον οποίο εισάγεται στην δυτική σκέψη το ενδιαφέρον για το ελληνικό τοπίο ακόμα και καθ΄ υπέρβαση του αρχικού παλαιότερου ενδιαφέροντος, όπως συμβαίνει και με τα αντίστοιχα χαρακτηριστικά του ιταλικού τοπίου. «Πρέπει να έχει γνωρίσει κανείς τον ελληνικό αιθέρα, τον ελληνικό ήλιο και το χαρακτήρα της ελληνικής γης για να μπορέσει να σχηματίσει μια ιδέα της ομορφιάς αυτού του θεάματος. Ακόμη και αυτή η νότια Ιταλία και Καλαβρία, η Απουλία και η Σικελία δεν δίνουν καμία απ’ αυτά τα μακρινά ελληνικά τοπία, τελικά σε έργα τέχνης εικαστικά, μουσικά και λογοτεχνικά, όπου οι πλουσιότερες κορυφογραμμές σαν αγάλματα του Φειδία και του Πραξιτέλη, πλασμένες από καθαρά και ολόγλυφα, διαγράφονται μέσα σε μια πολυχρωμία που τίποτα δεν μπορεί να παραβληθεί μαζί της σε αρμονία, ελευθερία και ποικιλία αποχρώσεων, μεταπτώσεων και παιχνιδιών του φωτός. Πραγματικά μονάχα στην Ελλάδα υπάρχουν μακρινά τοπία, οροσειρές και συγκεντρωμένοι βράχοι και ο Ιταλικός ουρανός δεν είχε ποτέ το άπειρο θέλγητρο του ελληνικού ουρανού, αυτού του χώρου φωτός, που τόσο ωραία τον χαρακτηρίζουν οι λέξεις λαμπρότατος αιθήρ» συμπληρώνει αργότερα ο Leo von Klenze, στα 1838. Τοπίο, ας το τονίσουμε, δεν είναι μόνο η απεικόνιση του υπαρκτού χώρου. Στη σύνθεσή του, εμπλέκεται η σχέση του υπαρκτού χώρου με τον άνθρωπο και τη φύση, με αυτό που αυτός αντιλαμβάνεται και αισθάνεται με την παρουσία του στο συγκεκριμένο τόπο, η επίδραση που έχει ο μύθος και η ιστορία του. Οι ευρωπαίοι καλλιτέχνες αυτή την περίοδο του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, φαίνεται να έχουν αντιληφθεί αυτή την παράμετρο αντιμετώπισης του τοπίου. Σε συνδυασμό μάλιστα, μετά τα μέσα 37
του 19ου αιώνα, με την περιέργεια για την κατάσταση της Ελλάδας που τώρα ανθίζει, κυρίως για την Ελλάδα όπως αυτή υπάρχει μετά την επανάσταση, όπου τα ίχνη της Οθωμανικής κυριαρχίας είναι ακόμη νωπά στη γη της. Με αυτό το σκοπό και αυτή την περιέργεια, πραγματοποιούν επισκέψεις στη χώρα για να ανακαλύψουν ιδίοις όμμασι την πνευματικότητα του ελληνικού τοπίου. Η επίσκεψη των περιηγητών στα ελληνικά εδάφη συμβάλλει καταλυτικά σε μία εικαστική αναβάθμιση. Η προσπάθεια απεικόνισης της πλούσιας φύσης και του λαμπερού ήλιου ανάγει το ταξίδι αυτό σε μία σπουδαία διανοητική εμπειρία, όμοια της οποίας δεν έχει προηγηθεί.
εικ.14.Χαρτης των Αθηνών 1683 Wheler
Ας ξεκινήσουμε από την έναρξη αυτής της νέας στάσης. Η βίωση του ελληνικού τοπίου κατά τον 18ο αιώνα χαρακτηρίζεται κυρίως από νοσταλγική διάθεση, ενώ βασική εμφανίζεται η αναζήτηση του αρχαίου γοήτρου και της κλασικής υπεροχής που έκδηλα εμφανίζονται στα μνημεία-ίχνη τους και τα τοπόσημα. Πολλοί είναι εκείνοι οι οποίοι απαξιώνουν το φυσικό τοπίο και τοποθετούν τα ιστορικά ερείπια σε τοποθεσίες φανταστικές, κάτι που υποστηρίζεται και από το γενικότερο κοινωνικό ευρωπαϊκό πλαίσιο της εποχής. Παρότι δίνεται ιδιαίτερη σημασία και έμφαση στην ατμόσφαιρα των έργων, όπου αποδίδεται η μοναδική αίσθηση του ελληνικού πνεύματος, οι αναπαραστάσεις είναι υποκειμενικές, γεμάτες αλληγορία και νοηματικά φορτισμένες, όπως α πό τον H.W.Williams. Το ενδιαφέρον των καλλιτεχνών όμως, στρέφεται σταδιακά και με αργό ρυθμό σε στοιχεία της ελληνικής πραγματικότητας, στην καθημερινότητα της, στους ανθρώπους της και στις φυσικές της 38
ομορφιές. Η στροφή όμως αυτή πραγματοποιείται πάντα υπό τους όρους της κλασικής αρχαιότητας και της φυσικής ομορφιάς χωρίς να απαρνιέται, να λησμονεί ή να αμφισβητεί κανένα από τα ανωτέρω στοιχεία. Με την εκδήλωση και την ολοκλήρωση της Ελληνικής Επανάστασης, θα σημειώσουμε πως η σημαντική αυτή ιστορική ρήξη, κατέχει πλέον πρωταρχικό ρόλο στη θεματολογία των τοπογραφιών, ενδυναμώνοντας τις φιλελεύθερες συνειδήσεις και τον ηρωισμό και εντάσσοντας τον παράγοντα της θρησκείας στις επιδιώξεις των απεικονίσεων. Πληθώρα από εικονογραφημένα λευκωμάτα από ευρωπαίους καλλιτέχνες και περιηγητές κατά τον 19ο αιώνα, εκδίδονται με στόχο την αποσαφήνιση της ελληνικής ιδιαίτερης ταυτότητας και αυθεντικότητας. Το ζήτημα αυτό που πραγματεύεται η Ευρώπη την ίδια εποχή, δρα συμπληρωματικά ως προς τα προγενέστερα, όπως εκείνα του 18ου αιώνα που είχαν κεντρικό τους άξονα την αρχαιογνωσία και το θαυμασμό της αίγλης του αρχαίου πολιτισμού.
39
3.3 | Ελλάδα και Ανατολή. «Λεβάντε» Η Ελλάδα βρίσκεται στο μεταίχμιο δύο ηπείρων, της Ασίας και της Ευρώπης, είναι το φυσικό διάσελο ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Βρίσκεται στα σύνορα όχι μόνο γεωγραφικών ορίων, αλλά και των διαφορετικών αντιλήψεων και εκφράσεων της πνευματικότητας. Αποκαλείται με δύο ονόματα, Hellas και Greece[7] .Η Ελλάδα είναι κατά κάποιο τρόπο δισυπόστατη. Είναι μία χώρα με ρίζες και καταγωγή από τον Δυτικό κόσμο, με βασικές εκφράσεις στον πολιτισμό της ελληνικής αρχαιότητας με τα ιδεώδη που τον συνοδεύουν. Η σύγχρονη πραγματικότητά της όμως την εντάσσει στον Ανατολικό κόσμο, που αποτελεί το παρόν της γεωγραφικά. Καθ΄ υπερβολήν η Ελλάδα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πρώτη και συνάμα τη τελευταία χώρα της Ευρώπης. Η σημασία των περιηγητών και των τοπογραφιών τους για την αποκρυστάλλωση και διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας είναι προφανώς μεγάλης σημασίας για τη ροή των τοπιακών αναφορών, όσον αφορά στην αναπαράστασή τους. Δεν αποτελούν, οι τοπογραφίες αυτές, μόνον εικαστικό έργο αλλά και πηγή πληροφοριών πολιτισμικού ενδιαφέροντος. Ας τονίσουμε επιπλέον το αυτονόητο. Ακόμη και αγνοώντας τους λόγους δημιουργίας των τοπιογραφιών αυτών από τους Ευρωπαίους γίνεται αντιληπτή η συμβολή τους στη δημιουργία του φυσικού ελληνικού σκηνικού της νεότερης Ελλάδας. εικ. 15. Άποψη του Παρθενώνα με το Οθωμανικό τζαμί. Ανώνυμο.
[7] Για τους ευρωπαΐους του 19ου αιώνα η Ελλάδα ήταν μια χώρα Βαλκανική υπό υην οθωμανική κυριαρχία, αυτή είναι η χώρα των Γραικών (Greece). Παράλληλα η Δύση ονομάζει Hellas τη χώρα που έχει κληρονομήσει την Αρχαία Ελλάδα.
40
Ίσως να ήταν σκόπιμο να αναλογιστούμε τι σημαίνει «Ευρωπαϊκός Πολιτισμός», από που πηγάζει αυτός ο όρος και πως επηρεάστηκε. Τι εννοούμε ως «Πολιτισμό της Ευρώπης»; Ποιοι οι όροι ανάπτυξής του; Ποια στοιχεία ωθούν στην ιδεολογική του συγκρότηση; Τότε ίσως έρθουμε πιο κοντά στην ερμηνεία των παραπάνω παρατηρήσεων και στις συνέπειες τους στην Ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα, πολιτισμό και την Δυτική κοινωνικοπολιτική κατάσταση. Γιατί υπάρχει τέτοιο ενδιαφέρον για το ελληνικό τοπίο και για την Ελλάδα γενικότερα; Ποια η σχέση της αρχαίας Ελλάδας με την Ευρώπη και τον πολιτισμό που έχει αναπτύξει; Γιατί κατά τον 20ο αιώνα πλέον συντάσσεται το γνωστό έργο Τhe Legacy of Greece και τι σχέση έχει με τις αξίες και τα πρότυπα των αιώνων που προηγούνται;
.
41
.
4.0 | Αρχαία Ελλάδα = Ευρώπη= Πολιτισμός
Στην πορεία της έρευνας θεωρήθηκε δεδομένη η άρρηκτη σύνδεση μεταξύ της αρχαίας Ελλάδας με τον Ευρωπαϊκό πολιτισμό, καθώς και η αμοιβαία σχέση τους, από το παρελθόν μέχρι και το παρόν. Αξίζει να παρακολουθήσουμε τη διαδικασία σύνδεσης αυτών των δύο και την κοινής τους πορείας στο πλαίσιο του πολιτισμού και, πιο συγκεκριμένα, εκείνης της ανάπτυξης του πολιτισμού που μας ενδιαφέρει, που δεν είναι άλλος από το Δυτικό πολιτισμό. Η περιηγητική παράδοση προς την Ελλάδα, δημιουργείται κυρίως από το αμείωτο, εκείνη την εποχή, ενδιαφέρον των ευρωπαίων για το νεότερο ελληνισμό, ένα ενδιαφέρον που βασίζεται στην πολύεδρη σχέση της Ευρώπης με την αρχαία Ελλάδα και τη συνέχεια της. Σε αυτό το σημείο γεννάται ο όρος «ελληνική κληρονομιά» ο οποίος δεν αναφέρεται παρά στην παρακαταθήκη που έχει αφήσει και εξακολουθεί να αφήνει στον πολιτισμό, στο Δυτικό ή ακόμη και στον παγκόσμιο πολιτισμό, η αρχαία Ελλάδα.
4.1 | The Legacy of Greece Οι συλλογικοί τόμοι με τίτλο The Legacy of Greece, ο πρώτος το 1922 και ο δεύτερος το 1981, υπό την επίβλεψη του Richard Livingstone και του Moses Finley αντίστοιχα, έρχονται να ενισχύσουν τις απόψεις για τη συσχέτιση της ελληνικής κληρονομιάς με την Ευρώπη και να φωτίσουν, ως ανασκόπηση αυτό που επι σειρά αιώνων έχει προηγηθεί. Βέβαια από την μια έκδοση στην άλλη, καθώς μεσολαβεί μια απόσταση από την αρχή έως το τέλος του 20ου αιώνα, υπάρχει μια μετατόπιση στην εννοιολογική προσέγγιση του θέματος η οποία άλλωστε είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Ο Finley στο έργο του υπογραμμίζει, σε ύστερη εκδοχή, πως η κληρονομιά αποτελεί ένα φιλτραρισμένο αποτέλεσμα των αρχαίων εικόνων και προσλήψεων της αρχαιότητας. Αρνείται την παραδοχή ύπαρξης της «αληθινής ελληνικής κληρονομιάς» και, υποστηρίζει, πως οι ιστορικές φάσεις της Ευρώπης δεν ταυτίζονται, όπως μας φαίνεται εκ των υστέρων προφανές, με την αρχαιότητα αποκλειστικά. «Η κατανόηση τόσο της ελληνικής αρχαιότητας όσο και της πρόσληψής της από τον νεότερο κόσμο δεν συνδέεται (ή ορθότερα επιδιώκει να μην συνδέεται) με αξιακές κρίσεις. Με άλλα λόγια, το έργο που επιμελείται ο Finley αποδέχεται, ως επί της αρχής τουλάχιστον, την ιστορικότητά του», την πλασματική, ιδεολογικάκαθορισμένη εκφορά, σχολιάζει η Γιακωβάκη .[8] Η έκδοση του 1922, με επιρροές από το κείμενο του Gilbert Murray «The Value of Greece to the Future of the Word», στην έκδοση του Livingstone, για την αξία της Ελλάδας για το μέλλον του κόσμου, αντιτίθεται στην παραπάνω παραδοχή. Ο Livingstone χαρακτηριστικά αναφέρει στον πρόλογο του. «Παρά τις πολλές διαφορές, καμία εποχή δεν είχε στενότερη συγγένεια με την αρχαία Ελλάδα από την δική μας˙ καμία δεν είχε στηρίξει τη βαθύτερη ζωή της τόσο πολύ στα ιδεώδη που οι Έλληνες έφεραν στον κόσμο. Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται. Ωστόσο, αν ο 20ος αιώνας έψαχνε στο παρελθόν με τον εγγύτερο του πνευματικό συγγενή, θα τον έβρισκε στον 5ο και στους επόμενους προ χριστού αιώνες. Ξανά και ξανά, καθώς μελετάμε την ελληνική σκέψη και γραμματεία, πίσω από το πέπλο που έχουν υφάνει η απόσταση και ο χρόνος, το πρόσωπο που βρίσκουμε ενώπιον μας είναι το δικό μας, νεότερο, [8] Ν. Γιακωβάκη, Ευρώπη μέσω με λιγότερες γραμμές και ρυτίδες στα χαρακτηριστικά του και με Ελλάδα, μια καμπή στην Ευρωπαϊκή αυτισυνείδηση 17ος-18ος αιώνας σελ. μεγαλύτερη αποφασιστικότητα στα μάτια του. Για αυτούς τους 19. λόγους εμείς είμαστε σήμερα σε θέση, όπως καμία άλλη εποχή ως 45
τώρα δεν ήταν, να κατανοήσουμε την αρχαία Ελλάδα, να διδαχτούμε από τα μαθήματα που δίνει και, μελετώντας τα ιδανικά και την τύχη των ανθρώπων, με τους οποίους έχουμε τόσα και τόσα κοινά, να κερδίσουμε μεγαλύτερη δύναμη, ώστε να κατανοήσουμε και να αξιολογήσουμε και την δική μας εποχή. Αυτό το βιβλίο –το πρώτο του είδους του στην Αγγλία – έχει ως σκοπό να μεταδώσει κάποιες ιδέες για το τι οφείλει ο κόσμος στην Ελλάδα σε διάφορα πεδία του πνεύματος και της νόηση, όπως επίσης και για το τι ακόμη μπορεί να μάθει από αυτήν». Αν λοιπόν ο Finley υποστηρίζει μια ανεξαρτησία αξιών ανάμεσα στη νεότερη Δύση και την αρχαία αναφορά ο Murray αποκαλύπτει το αντίθετο. [9] Αν αποδεχθούμε τη θέση του Murray τότε στην αναζήτηση της καταγωγής, κατά τον 18ο αιώνα, θεσμοθετείται η προέλευση των ηθών και των γνώσεων των Ευρωπαίων μέσα από το τρίγωνο της Ευρώπης, της αρχαίας και της νεότερης Ελλάδας. Η συγγένεια μεταξύ αυτών τείνει να θεωρείται φυσική στις συνειδήσεις, σύμφωνα με τα στερεότυπα και τις καθιερωμένες αλήθειες. Η συνάρτηση Ευρώπης και Ελλάδας δεν είναι σταθερή, δεν υπάρχει σκέλος αμετάβλητο. Τα δύο σκέλη είναι μεταβλητά και κυμαινόμενα, και η σχέση τους τροφοδοτεί και σχηματοποιεί και τις δύο έννοιες. Η Ευρώπη ανακαλύπτει την ταυτότητα της και τα ιδανικά που αυτή περικλείει, λαμβάνει ιστορικά χαρακτηριστικά υπό συγκεκριμένες συνθήκες και οδηγείται στην αυτοσυνείδηση. Το ερώτημα όμως του «πότε γεννάται η Ευρώπη» δεν μπορεί να απαντηθεί αυτομάτως, παρότι συνειρμικά στο νου φέρνει την Αρχαία Ελλάδα. Ο Ισπανός ιστορικός Josep Fontana αποδίδει την έννοια της Ευρώπης σε τρεις διαφορετικές εκδοχές. Η πρώτη αφορά στην γεωγραφική τοποθέτηση της, σε μια γεωγραφική διαίρεση του κόσμου δηλαδή, σε μια ήπειρο. Η δεύτερη στην «εμφάνιση ορισμένων πολιτισμικών μορφωμάτων». Τέλος, η τρίτη αναφέρεται στην έκφραση ταυτότητας συλλογικότητας. Η τελευταία θεωρείται ίσως και η πιο σημαντική, διότι χωρίς αυτή δεν θα υπήρχε λόγος ύπαρξης των προηγούμενων δύο. Η καθιέρωση της Ευρώπης και της ευρωπαϊκής κυριαρχίας, σχετίζεται προφανώς και με το μέρος του κόσμου που θεωρείται μηΕυρώπη, με τις έξω-ευρωπαϊκές πραγματικότητες δηλαδή, όπως η Οθωμανική Αυτοκρατορία ή ο Νέος Κόσμος. Δημιουργούνται δύο σκοπιές, η «εσωτερική» και η «εξωτερική» σε θρησκευτικό, πολιτικό, επιστημονικό, βιομηχανικό επίπεδο. Μέσω της «επινόησης» της Ευρώπης επιλύονται οι εσωτερικές διαμάχες και ισχυροποιείται η κυριαρχία της, με σκοπό τον αυτοπροσδιορισμό της. «Το πέρασμα από αυτή την αδρανή αξιακά γεωγραφική έννοια σε μια έννοια Ευρώπης [...] αποτελεί σύνθετο και πολύπλοκο ιστορικό φαινόμενο ˙ ανήκει δε, ασφαλώς στη χορεία των φαινομένων εκείνων που σχηματίζονται μέσα από αργές διαδικασίες και για τα οποία οι αιτίες τόσο για την εμφάνισή όσο και για την επικράτησή τους, είναι 46
[9] R.W. Livingstone, Preface, Greek Ideals and Modern Life, Οξφόρδη, 1935. [10] Ν. Γιακωβάκη, Ευρώπη μέσω Ελλάδας, μια καμπή στην Ευρωπαϊκή αυτισυνείδηση 17ος-18ος αιώνας, σελ. 41.
περισσότερες από μία ή, καλύτερα, περισσότερες από πολλές».[10] Η Ευρώπη πριμοδοτείτε από την διάδοση της Χριστιανοσύνης στα κοινά τους γεωγραφικά όρια, διαφοροποιείται και απαγκιστρώνεται όμως από τα όρια αυτής με μια πολυσχιδή διαδικασία. Μια λέξη που έχει συνδεθεί άρρηκτα με την Ευρώπη, και πλέον θεωρείται εξαρτημένη από αυτήν, είναι ο «πολιτισμός-civilasation». Δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί τυχαία η επινόηση αυτής της λέξης σε αντίστοιχη περίοδο κατά τον 18ο αιώνα. Ίσως να ήταν συμπληρωματική έννοια της Ευρώπης, ίσως να εκμαιεύτηκε μέσω αυτής, αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως το δίδυμο αυτό οδηγούσε σε έναν και μόνο πολιτισμικό όρο, την πρόοδο. Οι χώρες τις Ευρώπης χαρακτηρίζονται πολιτισμένες στο καθιερωμένο φρασεολόγιο της Αγγλίας και της Γαλλίας ήδη από το 1770, σε ένα έδαφος προετοιμασμένο για την εξισωτική συνάρτηση Ευρώπη=πολιτισμός
εικ. 16. Η αρπαγή της Ευρώπης, πίνακας του Τιτσιάνο
47
Οι υπόλοιπες ήπειροι, η βαρβαρότητα και η άγρια κατάσταση αποτελούν το αρνητικό του πολιτισμού και της Ευρώπης κατά συνέπεια, η οποία συσχετίζεται με τις θετικές αξίες και η γεωγραφική της κάλυψη ισοδυναμεί με την νεωτερική συνείδηση και την κριτική. Είναι εντυπωσιακό πως η υπεροχή της Ευρώπης σε αυτό το σημείο δεν είναι μόνο έναντι των άλλων ηπείρων, αλλά και έναντι του παρελθόντος της. Η ενότητα της Ευρώπης, η οποία κατά κάποιο τρόπο διαδέχεται αυτή του Χριστιανισμού, διαφοροποιείται βάση των νέων αναγκών και δυνατοτήτων. Η κυρίαρχη διαφορά τους είναι ως προς την θρησκεία και την εξουσία που κατέχει η Ευρώπη σε κοινωνικό επίπεδο. Για τον Samuel Purchas, Άγγλο εξερευνητή, στα 1625, η Ευρώπη πορεύεται στην οδό του Ιησού Χριστού και θα κατακτήσει τα Ουράνια μέσω της Θείας Αλήθειας και όχι μέσω των Μαθηματικών Αρχών, ενώ στη διάρκεια του 18ου αιώνα ο Χριστιανισμός παρουσιάζεται στο τέλος του καταλόγου των πεδίων όπου πρωταγωνιστεί η Ευρώπη και η οποία εκθειάζεται, ως επί το πλείστον, για τα κοινωνικά της επιτεύγματα. «Άλλωστε μικρή σημασία έχει αν η Ευρώπη είναι η πιο μικρή από τα τέσσερα μέρη του κόσμου ως προς την έκταση του εδάφους, αφού είναι η σπουδαιότερη όλων ως προς το εμπόριο,, τη ναυτιλία, τα φώτα και την εργατικότητα των λαών της, τη γνώση των τεχνών, των επιστημών και των επιτηδευμάτων, και το σημαντικότερο, εξαιτίας του χριστιανισμού, του ποιου η ευεργετική ηθική δεν αποσκοπεί παρά στην ευδαιμονία της κοινωνίας. Σε αυτή τη θρησκεία οφείλουμε ένα ορισμένο πολιτικό δίκαιο ως προς τη διακυβέρνηση και ένα ορισμένο
48
δίκαιο ως προς τον πόλεμο, που η ανθρώπινη φύση δεν θα φτάσει ποτέ να αναγνωρίσει ˙ ενώ μοιάζει να μην έχει άλλο σκοπό παρά την μακαριότητα μιας άλλης ζωής, η θρησκεία αυτή μας κάνει ωστόσο ευτυχισμένους και σε τούτη».[11] Πρόκειται για την ισχύ της ηπείρου σε αντιδιαστολή με τις υπόλοιπες και με το ίδιο της το παρελθόν και αυτό το διαπιστώνουμε και από ένα άλλο πολύ σημαντικό λήμμα περί Ευρώπης, αυτό του Bryzen de la Martiniere, που χρονολογείται γύρω στο 1726-29. Στο λήμμα αυτό δεν χρησιμοποιείται η θεολογική γλώσσα και σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η μελέτη των γραμμάτων , των τεχνών, των επιστημών το οποίο συνολικά λειτουργεί υποστηρικτικά ως προς την ισχύ της ηπείρου. Ο Γάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος Μοντεσκιέ στο λήμμα του Το πνεύμα των νόμων, αποδίδει στα συστατικά γνωρίσματα του νέου αυτοπροσδιορισμού, τη γεωγραφική υπόσταση της Ευρώπης. Τα κλιματολογικά και φυσικά χαρακτηριστικά του εδάφους, δηλαδή η γεωγραφία της, προσδίδουν σημαντικές ποιότητες στην κοινωνική και πολιτική ανάλυση. «Χάρη σε αυτά καθίσταται, κατ’ αυτόν, δυνατή και σφυρηλατείτε η ενότητα και η συνοχή της τόσο στο κοινωνικό/πολιτικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο, σφυρηλατείτε δηλαδή η θεμελιώδης προϋπόθεση για την υπεροχή της». [12] Αλλά αυτή η γεωγραφική αναφορά, συσχετισμένη με ποιότητες πολιτιστικές αποδόδει ακριβώς τις χαρακτρηιστικές ιδιότητες του τοπίου, του πολιτιστικού ή πολιτισμικού τοπίου της Ευρώπης που η καταγωγή του εδράζεται, όπως επίμονα προσπαθούμε να αποδείξουμε στην φαντασιακή ή πραγματική συσχέτιση της νεότερης Δύσης με το Ελληνικό τοπίο. [11] Encyclopedie, Παρίσι 1756, τ. 6, σελ. 211-212, συγγραφέας του σχετικού λήμματος είναι ο Chevalier de Jaucourt. [12] Ν. Γιακωβάκη, Ευρώπη μέσω Ελλάδας, μια καμπή στην Ευρωπαϊκή αυτισυνείδηση 17ος-18ος αιώνας, σελ. 59.
49
4.2 | «Η Διαμάχη μεταξύ των Αρχαίων και Νεότερων» «Η Διαμάχη μεταξύ Αρχαίων και Νεότερων», όπως συμβατικά έχει επικρατήσει να ονομάζεται η σύγκρουση μεταξύ των καθηλωμένων στον δυτικό μεσαίωνα και των αντιπάλων τους από τον 17ο αιώνα ήδη, με τη σειρά της αποδεικνύει με έναν ιδιόμορφο τρόπο την καθιέρωση του νέου αυτοπροσδιορισμού και της υπεροχής της Ευρώπης. Μέρος της αφορμής για την έναρξη αυτής της Διαμάχης στάθηκε το τέλος των συμβόλων της εποχής των «αρχαίων», όπως η χρήση της γαλλικής γλώσσας σε επίσημα έγγραφα έναντι της λατινικής, τη λεγόμενη και «ιερή» γλώσσα, που μέχρι εκείνη τη στιγμή κυριαρχούσε, όπως για παράδειγμα συνέβη στην Συνθήκη του Ράσταντ. Η πολυγλωσσία και η επικράτηση των ζωντανών και ομιλούμενων γλωσσών σημαίνουν για την Ευρώπη πως δεν είναι μια συνέχεια ή «μια απλή εκκοσμικευμένη μεταμφίεση της Χριστιανοσύνης» αλλά ένα φαινόμενο συσχετισμένο με την αυτοσυνειδησία της. Πιο αναλυτικά δεν πρόκειται για ένα γλωσσικό φαινόμενο αλλά για ένα κοινωνικό, πολιτικό, ιστορικό. Η γαλλική εκδοχή της διαμάχης, θέτει στο σκέλος των «αρχαίων» τον χριστιανικό/μεσαιωνικό κόσμο και στους «νεότερους» όσους απομακρύνονται από αυτές τις αρχές, μέσω της “Querelle des anciens et des Modernes” της περιόδου του 1660-1717. Η διεργασία της Διαμάχης αυτής αφορά στην αναμέτρηση αντίρροπων τάσεων με σκοπό την δημιουργία νέων εξισορροπήσεων, τόσο σε λογοτεχνική, καλλιτεχνική υπεροχή όπως και σε πολύ βαθύτερα νοήματα, όπως είναι αυτά της φυσικής φιλοσοφίας και των κοσμοθεωριών, ξεπερνώντας τα χωρικά και χρονικά πλαίσια της διαμάχης. Κατά τον A. Pagden, αντικείμενο της διένεξης αποτελούν «οι αντιτιθέμενες 50
ερμηνείες για την εξέλιξη» ενώ ο Gilbert Highet χρόνια αργότερα, το 1949 δηλαδή, στο βιβλίο του για την κλασσική παράδοση της Δυτικής λογοτεχνίας αναφέρεται στην διαμάχη ως «μια μάχη του μεγάλου πολέμου που κρατάει 2.000 χρόνια τώρα, και ακόμη συνεχίζεται, του πολέμου μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού, μεταξύ αυθεντικότητας και αυθεντίας»[13]. Αντίστοιχα γόνιμη αντιπαράθεση της «Νέας Επιστήμης» και της ουμανιστικής παιδείας της αναγεννησιακής περιόδου συναντάμε στην αγγλική εκδοχή της διένεξης των «αρχαίων» με τους «νεότερους» στο έργο του Richard Foster Jones, στα 1936, Ancients.
εικ.17. Ο Θάνατος του Σωκράτη, 1787 , Ζακ-Λουί Νταβίντ.
[13] Gilbert Highet, The Classical Tradition, Greek and Roman Infuences on Western Literature, Οξφόρδη 1949, σελ 261. [14] Ν. Γιακωβάκη, Ευρώπη μέσω Ελλάδας, μια καμπή στην Ευρωπαϊκή αυτισυνείδηση 17ος-18ος αιώνας, σελ. 76. [15] A.Pagden, European encounters with the New World, Νιου Χέιβεν, 1993
«Γι’ αυτό που δεν υπάρχει αμφιβολία, παρά τις αμφιλεγόμενες εκτιμήσεις της εποχής ως προς την έκβαση της Διαμάχης Αρχαίων και Νεότερο, εκείνης δηλαδή του τέλους του 17ου αι., είναι η λειτουργία της: οι ίδιοι οι όροι με τους οποίους λαμβάνει χώρα, ανεξαρτήτως του ερωτήματος ποιο από τα δύο στρατόπεδα κερδίζει τις εντυπώσεις στα επιμέρους πολεμικά επεισόδια, σηματοδοτούν την επικράτηση, τον θρίαμβο των Νεότερων και, μαζί με αυτόν, τον ανεπανόρθωτο κλονισμό του status των Αρχαίων»[14]. Επόμενη στην διαδοχή, λοιπόν, είναι μία περίοδος απαξίωσης της παράδοσης και απόιεροποίησης της γνώσης στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής χειραφέτησης από της βιβλικές γραφές των αρχαίων. Η γνώση που παρέχεται εκ της αρχαιότητας αντιμετωπίζεται πλέον ως καθεστώς αυθεντίας, και όχι ως «το συνολικό επίτευγμα μια ομάδας ιστορικών προσώπων»[15]. Η Αρχαιότητα που φθίνει εν τέλει, στις αρχές του 18ου αιώνα, είναι εκείνη της θεολογικής γνώσης. Η νεωτερική εκδοχή αποζητά ίση αντιμετώπιση ως προς την ανθρώπινη εμπειρία, επισημαίνοντας πως αντίστοιχης κλίμακας έργα μπορεί να παραγάγει και η ίδια διότι πρόκειται για την ίδια πρώτη ύλη: Ανθρώπινος νους. Αποδέχεται 51
την σημασία και την μεγαλειότητα των Αρχαίων αποφεύγει, όμως, να τα εκθειάσει ή να τα προσκυνήσει. Ο αρχαίος κόσμος τοποθετείται πλέον στο παρελθόν, και η θεωρία της προόδου και της εμπειρίας πειράματος έρχεται στο προσκήνιο. Σημαντικό βήμα για την εγκαθίδρυση του νεότερου κινήματος, είναι η ανάδειξη του ανθρώπινου δυναμικού της εποχής του. Τώρα, επινοούνται οι νέοι ήρωες, οι «πρώτοι Νεότεροι άνθρωποι». Στην κορυφή της λίστας των ανθρώπων αυτών, συναντάται ο Χριστόφορος Κολόμβος, ο οποίος σύμφωνα με τη σύγχρονή του δήλωση ανακάλυψε την Ασία, η σημερινή Αμερική. Η πράξη αυτή, αργότερα δηλαδή κατά τον 19ο αιώνα, θεωρείται μια βαθιά τομή ανάμεσα σε δύο κόσμους, το μεσαιωνικό και το «νεότερο». Μέσα από όλη αυτή την αντιπαράθεση και τις διαφορετικές τις φάσεις η διαμάχη θα καταλήξει να είναι μια νέα κατάσταση ερμηνείας και πρόσληψης του αρχαίου κόσμου, και θα ελαχιστοποιηθεί η κριτική και μαχητική στάση απέναντί του. Ένας άλλος προβληματισμός ο οποίος εμφανίζεται ως επακόλουθο της έριδας είναι ο σχηματισμός αντίληψης περί της «ουμανιστικής παράδοσης» και της αναγεννησιακής γνώσης και επιστήμης. Η λέξη αναγέννηση, όπως και ο όρος ουμανισμός με την σημερινή τους κατανόηση είναι όροι που διαδόθηκαν μεταγενέστερα, ύστερα από φιλοσοφικές και ιστορικές συζητήσεις και στις οποίες αποδίδεται και η ισχύς τους. Η ταύτιση των ιδεών με έννοιες όπως πνευματική καλλιέργεια, ανθρωποκεντρική έρευνα και τέχνη, καλλιέργεια των γραμμάτων και γενικότερα η ανάπτυξη, πραγματοποιείται αρκετά χρόνια αργότερα, και επιφυλάσσει αρκετούς κινδύνους. Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση, είναι πως την ίδια περίοδο καλλιεργείται άλλη μια διένεξη μεταξύ λογίων και πνευματικών ανθρώπων, που τους διαχωρίζει σε erudits (πολυμαθείς) και philosophes (φιλοσόφους). Η βασική διαφορά μεταξύ αυτών εντοπίζεται στον τρόπο ανάγνωσης και επεξεργασίας της γνώσης. Πιο συγκεκριμένα οι philosophes εστιάζουν την προσοχή τους στην ευρύτερη γνώση και περιφρονούν την σχολαστική, ανούσια λεπτομερειακή κρίση σε σχέση με τις πηγές, ενώ οι erudits αναζητούν την ακρίβεια και μέσω διασταύρωσης πληροφοριών την λεπτομερειακή εξέταση των πηγών. Οι μεν βασίζονται στην μνήμη και στα γεγονότα, οι δε στον ορθό λόγο και στην κριτική σκέψη[16]. Συμπερασματικά σε αυτή τη απομάκρυνση από τον αρχαίο κόσμο και την απο-ιεροποίηση του, την περίοδο του 1700, θα δούμε μια δυναμική εισβολή της αρχαίας Ελλάδας στην «ευρωπαϊκή σκηνή».
52
[16] Ν. Γιακωβάκη, Ευρώπη μέσω Ελλάδας, μια καμπή στην Ευρωπαϊκή αυτισυνείδηση 17ος-18ος αιώνας, σελ. 93.
Η διαμάχη ιδεών που παρακολουθήσαμε παραπάνω συσχετίζεται άμεσα με την σύγκρουση και αντιπαράθεση του ιδεατού εξιδανικευμένου τοπίου με το πραγματικό ή τις σχετικά πραγματιστικότερες αναφορές του. Έτσι το ιδεατό τοπίο συνδέεται αφενός με μια υποδειγματική αρχαιότητα και αφετέρου, πέραν της ιστορίας, με την παράδοση και τον αναπτυσσόμενο νεότερο πολιτισμό. Φυσικά το πραγματικό τοπίο υφίσταται αλλοιώσεις χάριν της προσαρμογής του σε ιδανικά πρότυπα ή σε εθνικά στερεότυπα, που επιχειρούν να ενισχύσουν την ιδιαίτερη ταυτότητα του. Η σύγκριση του ελληνικού τοπίου με το παρελθόν του και την αρχαιότητα συντελεί στον προσδιορισμό του ως ευρωπαϊκού πρότυπου, ενώ η αμεσότερη αναφορά σε αυτό και στη γηγενή παράδοση παραπέμπει περισσότερο σε αιτήματα εθνικής ταυτότητας.
.
εικ.18. George Lambert (1700-1765) A Pastoral Landscape with Shepherds and Their Flocks, 1744
53
.
5.0 | Φιλελληνισμός
«Η διερεύνηση του φιλελληνισμού μας οδηγεί σε ένα πλούσιο κόσμο ιδεών, μας φέρνει κοντά σε ένα πολύκλαδο ιδεολογικό κίνημα, που συνδέεται άμεσα με πολλές ρίζες και με άλλα επιμέρους πνευματικά αλλά και πολιτικά κινήματα. Ο σκληρός πυρήνας, το βασικό στοιχείο, το πρώτο και μεγάλο υπόστρωμά του, είναι αναμφίβολα ο απέραντος από την Αναγέννηση και έπειτα διαρκώς εντεινόμενος θαυμασμός των Ευρωπαίων προς τους αρχαίους Έλληνες, ο θρεμμένος από την κλασσική παιδεία θαυμασμός, που σε πολλούς συγγραφείς, ιδίως περιηγητές, όταν περιγράφουν τους τόπους ή τα μνημεία που βλέπουν, ξεχειλίζει σε ένα παραλήρημα λατρείας και λυρισμού», επισημαίνει ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος. Όλα τα παραπάνω, όπως για παράδειγμα η περιηγητική εμπειρία και η αναγωγή των πολιτιστικών προτύπων σε κλασικά ιδεώδη της ελληνικής αρχαιότητας, ωθούν την Ευρώπη και τη Δύση σε μια συνθήκη αλληλεγγύης και σεβασμού προς την Ελλάδα. Αν όχι την Ευρώπη στο σύνολό της, σίγουρα ένα μεγάλο μέρος της και κυρίως ανθρώπους του πνευματικού Δυτικού χώρου και κάποιες φορές ανθρώπους με πολιτική ισχύ. Οργανώνεται έτσι ένα κίνημα με στόχο την στήριξη και την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ένα κίνημα που ο σαφής πολιτικός προσδιορισμός του δεν του στερεί το ενδιαφέρον του για το τοπίο, ως πραγματική ή εξιδανικευμένη συνθήκη αναφοράς.
56
5.1 | Περίοδος της Επανάστασης του 1821 Το πνεύμα της επανάστασης και ο αγώνας των Ελλήνων για την ελευθερία, ευαισθητοποιούν πολλούς Ευρωπαίους καθώς και δίνουν λαβή για την παρατήρηση των πολιτικών δρώμενων της εποχής. Σπουδαίοι Φιλέλληνες όπως ο Λόρδος Βύρων, γνωστός ως τις ημέρες μας για το έντονο πάθος του για τον ελληνικό πολιτισμό, ενέπνευσαν και συνάρπασαν συμπαρασύροντας πολλούς ακόμη Ευρωπαίους, γεγονός με αντίκτυπο την υποστήριξη και την ενίσχυση των κληρονόμων της Αρχαίας Ελλάδας. Ο πόλεμος στην Ελλάδα δεν πρεσβεύει μόνο την επιθυμία και ανάγκη για την απελευθέρωση, μα είναι αφορμή για κάτι πολύ παραπάνω από αυτό. Είναι πόλεμος για την ελευθερία, για το φιλελευθερισμό, με τον εννιολογικό προσδιορισμό της εποχής και την ουσιαστική και απεριόριστη πνευματική αναγέννηση. Η νέα Ελλάδα, με τη ζωντάνια και τον ηρωισμό της, που άμεση σχέση έχουν με τα χαρακτηριστικά τοπία της, γίνεται αφετηρία για αναπαραστάσεις εμβληματικών σκηνών που στόχο έχουν τη διαμαρτυρία και την ένδειξη συμπαράστασης και αλληλεγγύης των κρατών.
57
5.2 | Αίτια Τα αίτια του κινήματος μπορούν να αναχθούν σε πολιτικούς, ιδεολογικούς, ακόμη και προσωπικούς λόγους. Φιλοδοξίες και όνειρα, στερεότυπα προηγούμενων ετών και η επίδραση και ταύτιση του ιδεατού της εθνικής ενότητας του Ρομαντισμού της ίδιας περιόδου της Ευρώπης, συμπληρώνουν τα αίτια ίδρυσης του κινήματος. Βέβαια μεγάλο μερίδιο στην ενασχόληση με την σύγχρονη Ελλάδα έχει και το λογοτεχνικό και εικαστικό έργο των περιηγητών που ανακάλυπταν τότε την, σύμφωνα με τους Ευρωπαίους, «Ανατολική» Ελλάδα. Πρόκειται βέβαια για μια ιστορικά εξειδικευμένη εκδοχή αυτού του ενιδφέροντος, καθώς με διευρυμένη έννοια «Φιλελληνική» διάθεση θα μπορούσαμε να πούμε ότι αναγνωρίζουμε ήδη, όπως εκτεταμένα περιγράψαμε προηγούμενα, από την εποχή της Αναγέννησης.
58
εικ.19. Η άφιξη του λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι, 1861, Θεόδωρος Βρυζάκης.
5.3 | Οι Φιλέλληνες και το ελληνικό τοπίο στην τέχνη Η θεματολογία των έργων κατά την περίοδο του κινήματος του Φιλελληνισμού, η οποία ιστορικά -χρονικά συμπίπτει με αυτή του Ρομαντισμού, κινείται στα πλαίσια του ηρωισμού και της απελευθέρωσης, της καθημερινότητας και της σκληρότητάς της. Η απόδοση του τόπου δεν γίνεται εμφανώς ή με αυτοσκοπό. Δεν θα μπορούσε όμως να εκλείπει η έννοια της ελληνικής γης, το αποτύπωμα του πολιτισμού της σε αυτή, και η σχέση με τους ανθρώπους της. Γίνεται στροφή στη νέα Ελλάδα, μια Ελλάδα των δύο κόσμων, όπου συνυπάρχουν οι χριστιανοί και μουσουλμάνοι, ο δυτικός και ο ανατολικός πολιτισμός, προάγοντας την προσπάθεια για εθνική ταυτότητα. Η Ελλάδα βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ηπείρους, και η μια εκ των δύο αντιμετωπίζει καθοριστικές εσωτερικές ανακατατάξεις. Στο πλαίσιο αυτό, ο κατ’ εξοχήν φιλέλληνας Γάλλος ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά πρωτοστατεί στην παραγωγή ενός πρωτότυπου έργου, το οποίο δεν εκθειάζει το γόητρο και την αίγλη την Ελληνιστικών και Ελληνορωμαϊκών χρόνων, αλλά επικεντρώνεται στην ενίσχυση και τη θωράκιση του ιδεολογήματος της ανθρωπιστικής παιδείας και του ανιδιοτελούς αγώνα με στόχο την ελευθερία. Η παραγωγή ενός τέτοιου έργου είναι πρωτοφανής και διαφέρει παρασάγγας από τις προσεγγίσεις των προγενέστερων αλλά και των σύγχρονων της εποχής του έργων. Στο έργο του αναπαριστά την ελληνική γη χωρίς να σημειώνει το παραμικρό ενδιαφέρον για τη στείρα απεικόνιση, αλλά τον αφορά κυρίως η απόδοση της σκληρής πραγματικότητας και των γεγονότων του πολέμου, και ο αντίκτυπός τους στον τόπο και το τοπίο. Για τον Ντελακρουά σημασία δεν έχει η Ακρόπολη , αλλά το Μεσολόγγι. Θα τολμήσουμε να πούμε πως η Δύση αισθάνεται υποχρεωμένη να διαβάσει την Ελλάδα, ενώ μπορούμε να επισημάνουμε και την αντίστροφη σχέση που αναπτύσσεται με χαρακτηριστικό τρόπο στην ελληνική τέχνη του 19ου αιώνα. 59
εικ.20. Η σφαγή της Χίου, 1822, Ευγένιου Ντελακρουά.
εικ.21. Το όνειρο του Λόρδου Βύρωνα, πίνακας εμπνευσμένος από το ποίημα «Το όνειρο» του Λόρδου Βύρωνα, 1827.
εικ.22. Η μάχη του Γκιαούρη και του Χασάν, 1827, Ευγένιος Ντελακρουά.
60
5.4 | Περίοδος από την επανάσταση μέχρι αρχές του 20ου αιώνα, (19ος αιώνας). Κατά την περίοδο του 19ου αιώνα τα θέματα των Ελλήνων καλλιτεχνών ριζώνουν βαθιά στην ελληνική επανάσταση. Σε αυτή την περίοδο δεν απαντώνται θέματα σχετικά με το Βυζάντιο και την ανώνυμη ελληνική λαϊκή τέχνη. Πολλοί ασχολούνται με την εθνική ανάσταση και το μεγαλείο της χώρας μέσα από συνθέσεις ιστορικές και ηθογραφικές, όπως για παράδειγμα ο Νικηφόρος Λύτρας. Σε αντίθεση ο Βικέντιος Λάντζας με γραφικό τρόπο εμμένει στην αρχαιότητα και τα ερείπια που κοσμούν την Αθήνα , την Ελλάδα και τους ανθρώπους της. Τοπιογραφίες από τον Κωνσταντίνο Βολανάκη ερμηνεύουν τον τόπο με γενικότερες αντιλήψεις και στοχασμούς του ζωγράφου, με ύφος ειδυλλιακό. Στο ίδιο μοτίβο κινείται και ο Ιωάννης Αλταμούρας, μαθητής του Βολανάκη με θαλασσογραφίες προσπαθώντας να αποδώσει την πρωτόγνωρη αίσθηση της ειρήνης και της ελευθερίας.
.
εικ.23. Η Ακρόπολη, 1860, Βικέντιος Λάντσας.
εικ.24. Θαλασσογραφία, Αλταμούρας.
.
6.0 | Η αναγνώριση τοπίου ως πολυεπίπεδη εγγραφή του νεότερου πολιτισμού
6.1 | Γενιά του ’30 Όπως εύκολα γίνεται κατανοητό, με την όρο η γενιά του ’30, σίγουρα δεν υποδηλώνεται μονάχα η ομάδα ατόμων που χρονικά η γέννησή τους τοποθετείται σ’ αυτή τη δεκαετία. Συγκεκριμένα, με τους όρους «γενιά του τριάντα», περιγράφεται μία εννοιολογική ενότητα, που κατά πολύ ξεπερνά τη φιλολογική προσέγγιση του όρου. Κάτ’ ουσίαν, πρόκειται για την αναφορά σε ανθρώπους, που το έργο τους αναπτύσσεται και λαμβάνει χώρα σε αυτή τη δεκαετία, μεταξύ δηλαδή 1920 και 1930. Επιπλέον δε, σ ΄αυτό το σημείο, πρέπει να επισημανθεί ότι δε θα ήταν ορθό να χαρακτηριστεί η γενιά του 30 ως κάποιου είδους κίνημα, γιατί οι εκπρόσωποί της δεν ακολουθούν πιστά κάποια ιδέα με κοινό πρόγραμμα όπως θα ήταν αναμενόμενο στην περίπτωση του κινήματος. Ίσως να είναι ορθότερο να υιοθετήσουμε τον όρο «ρεύμα», το ρεύμα της γενιάς του ‘30. Μεταξύ των εκφράσεων της γενιάς, απαντώνται πολλές και σημαντικές διαφορές ως προς τις κατευθύνσεις, αλλά και ως προς στις αισθητικές επιλογές και αντιλήψεις, τέλος, ποικίλουν σημαντικά και οι μεταξύ τους ιδεολογικές τοποθετήσεις. Οι λόγοι για τους οποίους γίνεται μία σχετικά ευρεία ομαδοποίηση στους εκφραστές της γενιάς του ’30 είναι ως επί το πλείστον ιστορικοί και κοινωνικοί. Ο Κώστας Στεργιόπουλος εντοπίζει τα αίτια συγχώνευσης ως εξής :«εκείνο που συνδέει τους εκπροσώπους της, διαχωρίζοντάς τους από τους προηγούμενους και τους επόμενους, είναι η ιστορική στιγμή και η στιγμή που έρχονται να διαδραματίσουν το ρόλο τους στα γράμματα, το τι συμβαίνει εκείνη την ώρα στον ιστορικό χώρο και τι επικρατεί στον πνευματικό και λογοτεχνικό, και ιδίως το γεγονός ότι μεγάλωσαν και ανδρώθηκαν ζώντας τα ίδια κοινά για όλους περιστατικά και αναπνέοντας την ίδια ατμόσφαιρα και το ότι ξεκίνησαν και συμπορεύτηκαν έχοντας περίπου το ίδιο φορτίο ζωής. Έτσι κι οι τυχόν μεταξύ τους ομοιότητες όταν δεν πρόκειται για όμοιες επιδράσεις και ιδιοσυγκρασιακές συγγένειες, οφείλονται ως ένα βαθμό στο πνεύμα της εποχής [...] Οι εκπρόσωποι μιας γενιάς, 65
εξάλλου, μπορεί να εκφράζουν διαφορετικές αισθητικές τάσεις και ν’ ακολουθούν διαφορετικές κατευθύνσεις»[14]. Συνεπώς, αναφερόμαστε σε ένα γενικότερο κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό πλαίσιο το οποίο αναζητά τρόπο εξέλιξης και δρόμο προόδου. Παρότι οι κύριοι διανοητές, ο Τερζάκης, Ελύτης, Θεοτοκάς, Σεφέρης, της γενιάς είναι πεζογράφοι και ποιητές και παρότι η μεγαλύτερη αλλαγή και ρήξη, μέχρι εκείνη την εποχή, εκφράστηκε κυριαρχικά σε λογοτεχνικό επίπεδο, η γενιά του 30 φέρει στους ώμους της το μεγάλο βάρος της ευθύνης του επαναπροσδιορισμού της ‘εθνικής’ ταυτότητας και της επέκτασής της στην πνευματική παραγωγή της περιόδου συνολικότερα. Έτσι η «εποχή του μεσοπολέμου», όπως ονομάζεται για την ιστορία της αρχιτεκτονικής η περίοδος, δε διερευνά μόνο την αξία της νεότερης παράδοσης, αλλά σε έργα όπως αυτό του Κ. Δοξιάδη, με ακτινοβολία μάλιστα παγκόσμια, τη σημασία και τους λόγους που η αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική αποτελεί στοιχείο θαυμασμού. Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη Φώτο Πολίτη σε εποχές αβεβαιότητας, όπως η περίοδος που διανύει η νεοσύστατη τότε Ελλάδα, είναι χρέος μας να μην καταστρέψουμε τις πυξίδες μας. Η επιστροφή στις ρίζες, ο σεβασμός και η κατανόηση της παράδοσης, αλλά και της παλιότερης ιστορίας, είναι οι στυλοβάτες του λαϊκού και εθνικού πολιτισμού. Ήταν κατά κάποιο τρόπο αναγκαία συνθήκη στην οποία έπρεπε να ανταπεξέλθει αυτή η ομάδα εκφραστών. Η πολιτική κατάσταση στη χώρα, δηλαδή την περίοδο μετά την μικρασιατική καταστροφή που σηματοδοτεί την λήξη της σχέσης της Ελλάδας με την Ανατολή και η αστάθεια του δημοκρατικού πολιτεύματος ενισχύουν την ανάγκη για συγκρότηση «εθνικής» ταυτότητας. Αξίζει σε αυτό το σημείο να υπογραμμιστεί, πως η πλειοψηφία των διανοητών της γενιάς πραγματοποίησαν σπουδές στο εξωτερικό, ως επί το πλείστον στη Γαλλία και την Αγγλία, και επομένως έχουν σε προσωπικό και εμπειρικό επίπεδο έρθει αντιμέτωποι με τα ρεύματα του μοντέρνου, της νεοτερικότητας που εκείνη τη στιγμή επικρατεί στους κόλπους της Ευρώπης. Αν και επηρεάζονται από το περιβάλλον αυτό όμως, ενεργούν εξελικτικά, θέτουν σε μεγάλο βαθμό στη βάση κάθε ενέργειας και πράξης ελληνικούς όρους, χωρίς έτσι η δράση τους να πέφτει στο πολύ επικίνδυνο ολίσθημα του άκριτου και άκαρπου μιμητισμού. Πραγματοποιείται τότε μία σαφής προσπάθεια συμπόρευσης με το δυτικό πνεύμα, προσπάθεια ελληνική όμως, σε τροχιά παράλληλη με εκείνη που έχει διαγράψει το εξελιγμένο πλέον ευρωπαϊκό και δυτικό κοινωνικοπολιτικό και πολιτιστικό υπόβαθρο. Είναι σαφές πως τίποτα δε μπορεί και δε θα επιτευχθεί με τη μίμηση και την άκριτη ξενομανία. Χρειάζεται να οροθετηθεί μια σαφής ταυτότητα της Ελλάδας, που να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στη σύγχρονη εξελιγμένη πραγματικότητα, που να βασίζεται όμως στη μοναδικότητα και την ιδιαιτερότητά της χώρας αυτής, όπως έχει 66
υπάρξει στο λαμπρό παρελθόν της,. Χρησιμοποιώντας τα εφόδια που προσφέρει το παρελθόν, να χαράξει πορεία στο παρόν που πρέπει να δομηθεί τώρα και που θα δώσει βάσεις για το μέλλον. Είναι ίσως αυτή η απαίτηση ελληνικότητας που θα διεκδικήσει την εγκυρότητά της στην ειλιρινέστερη ίσως δυνατή μαρτυρία, στην επικουρία της ελληνικής γης, στη στήριξη του φωτεινού ελληνικού τοπίου. Το έργο της γενιάς του ’30 λοιπόν, που γεννιέται σε ένα ιδιαζόντως ταραγμένο πολιτικό περιβάλλον, εδράζεται στη βασική πρόθεση της διαλόγου με το παρελθόν τους και την εύρεση του πραγματικού και μοναδικού στίγματος, που θα είναι ικανό να καθορίσει το παρόν και να στηρίξει και να προλογίσει το μέλλον της γενιάς τους. Οι κοινωνικές συνθήκες είναι εκείνες που αναγκάζουν κατά βάση τους στοχαστές και καλλιτέχνες να ορίσουν οι ίδιοι την εθνική τους ταυτότητα, προκειμένου να τους επιτραπεί να αποκτήσουν όραμα. Πρέπει να ανασηματοδοτηθεί το παρόν και να απεμπλακεί από την ιστορία, την αίγλη της αρχαίας Ελλάδας καθώς και την πιο πρόσφατη ιστορία. Δε μπορεί αλλά και δεν πρέπει να απορρίψει τις ισχυρές καταβολές των διάφορων και ποικίλων χρονικών σημείων της βαριάς και σημαίνουσας ιστορίας, όμως με βάση αυτή, οφείλει να δομήσει το δικό της νέο μύθο, αντάξιο του παρελθόντος, αντάξιο όμως και του σύγχρονου παρόντος, με το δικό του, αμιγώς, αυθεντικό στοιχείο. Από πολλούς θεωρείται τυχερή γενιά γιατί είχε στη διάθεσή της το κατάλληλο έδαφος για να «εκσυγχρονιστεί» με τους δικούς της όρους. Αυτή την ανάγκη εντοπίζει και υπογραμμίζει με χαρακτηριστικό τρόπο στο έργο του ο Ελύτης. Για να απαντήσει στην ανάγκη αυτή σκηνοθετεί με νέους όρους την ελληνικότητα του Αιγαίου, του Αιγιακού τοπίου, αποκαλύπτοντας και υμνώντας το φως της Ελλάδας. Έτσι, ένα από τα αιτήματα των μελών της γενιάς, ίσως το κρισιμότερο, είναι να επαναπροσδιορίσουν την ερμηνεία της ελληνικότητας, μια έννοια που με περίτεχνο τρόπο μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε αναδείξει ο Δυτικός πολιτισμός, με ποικίλες εκφράσεις, όλες βέβαια υπό το πρίσμα των δυτικών όρων. Μια ακόμη κατευθυντήρια επιδίωξη είναι η διαδραστική επικοινωνία με τα δρώμενα του πολιτισμικού δυτικού χώρου, ώστε να πραγματοποιηθεί ο εκσυγχρονισμός του Ελληνικού χώρου και, με μία κάπως φιλόδοξη ματιά, ιδανικά, η υπέρβαση και των παρωχημένων ελληνικών στερεοτύπων και της δυτικής επιβολής. Παράλληλα βέβαια, επιχειρείται η σημαντική απόπειρα αναζήτησης της ειλικρίνειας στην έκφραση και της καλλιτεχνικής γνησιότητας της κάθε εκφραστικής προσπάθειας. Σύμφωνα με την εθνοκεντρική, εν προκειμένω την ελληνοκεντρική αντίληψη το ελληνικό στοιχείο υπερτερεί έναντι όλων των άλλων εθνικών στοιχείων και είναι αυτό που πρέπει να επικρατήσει στον 67
ελληνικό χώρο και να διαφυλαχθεί αιώνια. Στην περίπτωση της γενιάς του 30 όμως, δε θα μπορούσε να καταλογιστεί ένας στείρος ελληνοκεντρισμός και εθνοκεντρισμός που βέβαια θα έπληττε ιδιαίτερα τον ορίζοντα της σκέψης και της έκφρασης περιορίζοντάς την καθολικά. Οι εκφραστές της γενιάς του 30 στήριξαν τη βασική έκφραση και δράση τους στη διατήρηση και διαφύλαξη των διεθνών σχέσεων και το γόνιμο διάλογο μεταξύ τους. Η ελληνικότητα είναι έννοια προφανώς και αενάως μεταβαλλόμενη, σε διαρκή διάδραση με τις συνθήκες και δεν αποτελεί απόλυτη και σταθερή αξία. Βέβαια στην καλύτερη κατανόηση την έννοιας της ελληνικότητας, θα βοηθούσε καταλυτικά, η σχολαστική μελέτη των έργων για να γίνουν πιο σαφείς οι προσδιορισμοί. Για παράδειγμα, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τον Εγγονόπουλο ελληνολάτρη, όμως είναι ο ίδιος εκείνος που αποποιείται αυτόν τον χαρακτηρισμό, σε μεταγενέστερα και πιο εξελιγμένα έργα του, με σαφείς ξένες επιρροές και επιδράσεις. Στη συνολική επομένως έκφραση της γενιάς, δε μπορεί να καταλογιστεί το στοιχείο της άκριτης αντιδραστικότητας , της φανατικής μισαλλοδοξίας που οδηγεί σε ολοκληρωτικές απόψεις και εκφράσεις. Υπάρχει γόνιμη εθνοκεντρική τοποθέτηση, που δεν αφορά στην υπέροχή της Ελλάδας σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο και πολιτισμό, αλλά που αναφέρεται στο ενδιαφέρον της τοποθέτησης των ελληνικών εσωτερικών ντόπιων στοιχείων, της ελληνικής υπογραφής δηλαδή στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, προκειμένου να ανασυσταθεί ένας νεοτερικός Ελληνικός πολιτισμός και να δομηθεί, ας επιτρέψουμε σε οικείους όρους μια νεοτερική αναφορά στο «θεόκτιστο» μεν αλλά νεοτερικό Ελληνικό τοπίο.
εικ.25. Κολάζ του Οδυσσέα Ελύτη, σύμβολα ελληνικότητας.
68
Το έθνος πλέον δεν ορίζεται γεωγραφικά, αλλά τα σύνορά του είναι πνευματικά και διευρύνονται συνεχώς σε μόνιμο διάλογο με τα υπόλοιπα έθνη. Με τον όρο γενιά υποδηλώνεται μια αποκοπή από την υπάρχουσα κατάσταση, όμως οι στόχοι της δεν είναι άλλοι από το να συνδέσουν το παρόν με το παρελθόν χωρίς να σταθούν στο παρελθόν φορώντας παρωπίδες. Η ελληνικότητα που προβάλλει η γενιά, προσπαθεί να αναδείξει την αρχετυπική μορφή της. Με το πέρασμα του χρόνου στοχεύει να διαφυλάξει αναλλοίωτα τα στοιχεία της ελληνικής ιδιομορφίας και να εξασφαλίσει την ισότιμη σχέση της με την Ευρώπη. Ώστε το τοπίο δεν είναι λοιπόν μια συγκεκριμένη εδαφική συνθήκη μόνο αλλά ένας καταγωγικό συμβολισμός, αρχετυπικός και υποστηρικτικός μιας νέας αρχής ταυτόχρονα.
[17] Δημητρης τζιοβας, ελληνικότητα και γενια του 30, Cogito, τ.10, 2010.
69
εικ.26. Τοπιακή διαμόρφωση Δημήτρη Πικίωνη στο λόφο Φιλοπάππου.
6.2 | Ελληνικότητα : περιγραφή μιας πραγματικής κατάστασης. Η ελληνικότητα έχει σχεδόν ταυτιστεί με την γενιά του ’30 και με το ελληνικό τοπίο. Οι σχέσεις τόπου και κοινωνικών, πολιτικών, περιβαλλοντικών και πολιτιστικών δεδομένων διαμορφώνουν υο τοπίο της Ελλάδας. Η ερμηνεία του τοπίου της σύμφωνα με το πνεύμα του ευθύνονται για την ανάδειξη του σε κάτι ευρύτερο και υψηλότερο, το εθνοτοπίο. Σύμφωνα με τον Δημήτρη Τζιόβα θα χωρίσουμε τους τρόπους ανάγνωσης του παρελθόντος από τους Έλληνες ανθρώπους των γραμμάτων σε τέσσερις κατηγορίες. Η πρώτη είναι η «συμβολική ή αρχαιολογική», κατά την οποία πρέπει να γεφυρωθεί το χάσμα παρελθόντος παρόντος, μέσω της αναβίωσης των κλασικών ιδεατών προτύπων. Η δεύτερη, «ρομαντική ή οργανική», είναι μια νοσταλγική εμπειρία για την χαμένη αυθεντικότητα και την ανάπτυξη λαογραφικού υλικού για την Ελλάδα, με απτό τρόπο. Η τρίτη, «αισθητική ή μοντερνιστική», ίσως αποτελεί συνέχεια της δεύτερης αλλά αναφέρεται σε μια αισθητική και υφολογική συνέχεια της μεταφορικής αντιστοιχίας. «Εφόσον το παρελθόν ενοικεί στο παρόν υφολογικά και αισθητικά, τότε η συνέχεια είναι υποδόρια και συνεπώς δεν διατρέχει κάποιον κίνδυνο από την αμφισβήτηση του παρελθόντος και της παράδοσης»[17]. Και τέλος η τέταρτη, ορίζεται ως «ειρωνική, κριτική και μεταμοντερνίστική». Είναι η φάση απομυθοποίησης όπου το παρελθόν αποτελεί αποσιωπημένη πτυχή [18] Δημητρης τζιοβας, ελληνικότητα και του παρόντος. γενια του 30, Cogito, τ.10, 2010. 70
Το τρίτο σχήμα δείχνει να έχει ιδιαίτερη σχέση με την ελληνικότητα. Συνοπτικά συνδυάζει την πρώτη και την δεύτερη κατηγορία, την μνημειακή στιβαρότητα δηλαδή με την ζωντανή παροντικότητα. Μας ενδιαφέρει η ουσία του αρχέτυπου, τονίζοντας όμως την παροντική εξέλιξη και ανάπτυξη. «H αρχετυπικότητα, ως ένα είδος βαθιάς δομής και εκδοχή του αισθητικού-µοντερνιστικού σχήματος, που ανέφερα παραπάνω, συνδυάζει τη σταθερότητα µε την ανακύκληση, την αναφορά στην παράδοση χωρίς να αποκλείει τη γόνιμη ανανέωση, γιατί η αρχετυπική προσέγγιση εξασφαλίζει µεν το προαιώνιο χωρίς να παγιδεύεται στη στατικότητα. Ίσως αυτή η αναζήτηση του αρχετυπικού, στις διάφορες εκδοχές και εκφάνσεις του, θα μπορούσε να µας δώσει το κλειδί για να κατανοήσουμε πώς προέκυψε το όλο ζήτημα της ελληνικότητας στη δεκαετία του 1930» [18]. Η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως τοπίο και όχι ως μνημείο συμπληρώνει ο Αντώνης Καπετάνιου στο άρθρο του για το ελληνικό τοπίο. Σχολιάζει τοπία που ζουν μέσα από την κοινωνία τους και από την απλουστευμένη μορφή τους. Η ιστορική πλευρά και η ενέργεια των Ελλήνων προσδίδουν ξεχωριστή σημασία στο πνεύμα του τόπου. Γίνεται προσπάθεια να εξισορροπηθεί η σχέση τόπου ανθρώπου και ειδικότερα με τον τόπο στην θέση του πομπού σε επιχείρηση μετάδοσης χαρακτηριστικών του στον άνθρωπο. Ο Ελύτης υποστηρίζει πως ««το Αιγαίο είναι από ύλη ή πνεύμα (δεν έχει σημασία), οδηγημένα στο ουσιώδες. Είναι το παν για ότι πιθανόν το ακατάληπτο αντιπροσωπεύει, είναι η διάυγεια: η δυνατότητα να βλέπεις μέσ’ απ’ το πρώτο και το δεύτερο και το τρίτο και το πολλοστό επίπεδο μιας και μόνης πραγματικότητας το μονοδιάστατο και συνάμα πολύφθογγο σημείο της μεταφορικής τους σημασιολογίας».
71
Συνολικά δηλαδή αντιλαμβανόμαστε πως την ελληνικότητα ως μια αλληλεπίδραση παρόντος- παρελθόντος, ιστορικού- αισθητικού, Ελλάδας- Ευρώπης. Στην έρευνα μας μας απασχολεί περισσότερο το τρίτο σκέλος της συνομιλίας της ελληνικότητας με την Ευρώπη. Στην δεκαετία του 30 παρακολουθούμε μια προσπάθεια εξοικείωσης με τον ευρωπαϊκό ελληνισμό. Η γενιά προσπαθεί να αποστάξει από το παρελθόν τις αναλλοίωτες ιδιαιτερότητες της ελληνικής ιδιοπροσωπίας για να εφοδιαστεί με στοιχεία που θα προωθήσουν τον ισότιμο διάλογο της με την Ευρώπη. Αντιπαραθέτει ελληνικό και ευρωπαϊκό ελληνισμό με σκοπό την αμοιβαία ανταλλαγή πολιτισμικών στοιχείων επι ίσοις όροις. Προσπαθεί να ξεδιαλύνει το διαχρονικό και το γνήσιο, να ισορροπήσει τη νεοτερικότητα με την παράδοση, ώστε να ανταποκριθεί στον διάλογο που συμμετέχει με την Ευρώπη. Συμπερασματικά η αρχετυπική και αισθητική αντίληψη για το ελληνικό παρελθόν είναι αυτή που συνδέει την γενιά του ‘30 με την ελληνικότητα και όχι η ελληνοκεντρική διάθεση. Αυτή ακριβώς η ιδιαίτερη διάσταση αναφοράς χαρακτηρίζει και τη σχέση της γενιάς του ’30 με το Ελληνικό τοπίο. Τοπίο ενός έρημου παράλιου Ελληνικού τόπου που ενοικείται από τον λαικό πολιτισμό σύγχρονο και παλιότερο, όπως και από την παράδοση, αλλά και από τη βυζαντινή αναφορά και «εποπτεύεται» από τον αρχαίο κούρο, όπως στο κολλάζ του Ελύτη.
.
72
73
74
.
7.0 | Συμπεράσματα
Στην προσπάθεια που πραγματοποιήθηκε προκειμένου να γίνει σε βάθος ανάγνωση του ελληνικού τοπίου και της σημασίας αυτού για το Δυτικό πολιτισμό, παρουσιάστηκαν σημαντικές ιστορικές φάσεις, κρίσιμες για την Ευρώπη και την Ελλάδα. Οι αναφορές στο αρχαίο και νεότερο ελληνικό τοπίο συνέβαλαν στην αναζήτηση εννοιών και αναφορών για την ιστορική εξέλιξη και των δύο και της Ευρώπης και της Ελλάδας. Έγινε σε βάθος πέρασμα από την επιφανειακή γνώση και αναγνώριση τοπιακών χειρισμών σε βαθύτερη κατανόηση του πολιτικού και κοινωνικού πλαισίου εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα. Στη συνέχεια εντοπίστηκαν οι βασικοί λόγοι και τα κίνητρα που εξανάγκασαν σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις και κυρίως καθόρισαν τη ροή των ιστορικών εξελίξεων από την σκοπιά της Ευρώπης περί τον 17ο , 18ο και 19ο αιώνα και εν τέλει αλλάζοντας οπτική γωνία, δηλαδή από τη σκοπιά των Ελλήνων για τη δημιουργία ελληνικού τοπίου και εθνικής ιδιαιτερότητας. Το ζήτημα της κυριαρχίας, η κοινωνικοπολιτική επικράτηση και επέκταση, σαφώς απασχολεί την Ευρώπη κατά τη διάρκεια της πολυτάραχης περιόδου του 17ου έως το 19ο αιώνα. Το διάστημα αυτό είναι καταλυτικό για τον καθορισμό της επικράτειας και της ισχύος των Ευρωπαϊκών χωρών. Η Ευρώπη αναγνωρίζει την πληθώρα ιδεών και προτύπων που περιέχει ο ελληνικός πολιτισμός και επιδιώκει να συνδεθεί μαζί του με διάφορες προσεγγίσεις, όπως ο περιηγητισμός και με την οργάνωση του κινήματος του Φιλελληνισμού, ως ένδειξη εξιδανίκευσης της Ελλάδας σεβασμού προς αυτή, που σαφέστερα διαφαίνεται στις εκφράσεις πνευματικού και καλλιτεχνικού χαρακτήρα. Η Ελλάδα διαθέτει σημαντικό πολιτιστικό και πολιτισμικό πλούτο που την καθιστά ικανή να επιβιώσει πολιτιστικά και πνευματικά ισχυρή από την πολυετή Οθωμανική κυριαρχία και να σταθεί στα πόδια της με πιο ισχυρό υπόβαθρο, πολυπολιτισμικό αυτή τη φορά. Αυτή τη δυναμική του ελληνικού πολιτισμού, που παραμένει ακλόνητη πάνω από τις εγγραφές των άλλων πολιτισμών και των πολιτισμικών στοιχείων, συνειδητοποιούν οι εκπρόσωποι της γενιάς του ’30 και θέτουν ως στόχο τους την ανάδειξη και υπέρβαση των δυτικών πνευματικών προτύπων. Αλλά αν αυτή η πολιτισμική, πολιτιστική, πολιτική και πνευματική ίσχύς έχει τόπο ζωής, αν κατοικεί σε τόπο, τότε είναι αυτή που συνολικά, μαζί με τον τόπο ζωής της συνιστά το Ελληνικό τοπίο.
.
77
8.0 | Παράρτημα
Οι όροι που αναπτύσσονται παρακάτω, κρίνονται ως απαραίτητο γνωσιακό πεδίο για την παρακολούθηση της ανωτέρω διάλεξης. Η διαδικασία επιλογής των κάτωθι επεξηγούμενων όρων, υπήρξε ιδιαιτέρως ευρεία, προκειμένου οι αναγνώστες, είτε αυτοί τυγχάνουν οικειότητας με την ορολογία και το αντικείμενο μελέτης, είτε διόλου σχετικοί, να μπορούν να παρακολουθήσουν ανατρέχοντας σε αυτό. Τα παρακάτω επεξηγούμενα πεδία , περιλαμβάνουν, πέρα από ορολογία αποκλειστικά, διάφορες ονομασίες η και τοπωνυμίες που θα αποτελέσουν εφόδιο, τόσο για την ανάγνωση του τεύχους, όσο και για την παρακολούθηση της προφορικής εκπόνησης της διάλεξης. Ο Ιωάννης Αλταμούρας (Φλωρεντία ή Νεάπολη Ιταλίας, 1852 – Σπέτσες, Μάιος 1878) ήταν Έλληνας ζωγράφος του 19ου αι., ο οποίος διακρίθηκε κυρίως για τις θαλασσογραφίες του. Ο Απόστολος Βακαλόπουλος (Βόλος, 11 Αυγούστου 1909 Θεσσαλονίκη, 10 Ιουλίου 2000) ήταν ιστορικός, συγγραφέας και πανεπιστημιακός. Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης ή Βολονάκης (Ηράκλειο Κρήτης, 17 Μαρτίου 1837 - Πειραιάς, 29 Ιουνίου 1907) ήταν ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ζωγράφους του 19ου αιώνα. Θεωρείται ο “πατέρας της θαλασσογραφίας”. Ο Λόρδος Βύρων (αγγλικά George Gordon Byron, 6th Baron Byron, Λορντ Μπάιρον), (22 Ιανουαρίου 1788 - 19 Απριλίου 1824), ήταν Άγγλος ποιητής, από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ρομαντισμού και από τους σημαντικότερους φιλέλληνες. Πέθανε στο Μεσολόγγι από υψηλό πυρετό.
Ο Γεώργιος Γεμιστός (1355 1452), που επέλεξε για τον εαυτό του το παρώνυμο Πλήθων, ώστε να θυμίζει το όνομα Πλάτων, ήταν Έλληνας φιλόσοφος. Γεννήθηκε στη Κωνσταντινούπολη και αργότερα, όταν οι ιδέες του άρχισαν να γίνονται στόχος κάποιων σκληροπυρηνικών του Οικουμενικού Πατριαρχείου (που εξόντωσαν τον μαθητή του Ιουβενάλιο), εγκαταστάθηκε με την φιλοξενία του φίλου του, αυτοκράτορα Μανουήλ του Β΄ Παλαιολόγου, στο Δεσποτάτο του Μυστρά.
την Ελλάδα. Μελέτες της έχουν δημοσιευτεί σε επιστημονικά περιοδικά και συλλογικούς τόμους. Το Ευρώπη μέσω Ελλάδας είναι το πρώτο της βιβλίο.
Ο Νίκος Εγγονόπουλος του Παναγιώτου (21 Οκτωβρίου 1907 31 Οκτωβρίου 1985) ήταν Έλληνας καθηγητής του Ε.Μ. Πολυτεχνείου, ζωγράφος, σκηνογράφος και ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους της γενιάς του ‘30, ενώ αποτέλεσε και έναν από τους κύριους εκφραστές του υπερρεαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Το έργο του περιλαμβάνει ακόμα μεταφράσεις, Η Νάσια Γιακωβάκη είναι κριτικές μελέτες και δοκίμια. ιστορικός, η οποία ολοκλήρωσε τις σπουδές της στην φιλοσοφική σχολή Αθήνας και Ιωαννίνων. Ο Οδυσσέας Ελύτης (Ηράκλειο Σημέρα διδάσκει Νεότερη Κρήτης 2 Νοεμβρίου 1911 - Αθήνα Ευρωπαϊκή Ιστορία στο τμήμα 18 Μαρτίου 1996), (πραγματικό Ιστορίας Αρχαιολογίας και ονοματεπώνυμο Οδυσσέας Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Αλεπουδέλλης), ήταν ένας από τους Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και στο σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, τμήμα Θεατρικών Σπουδών του μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. ‘30. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα Βραβείο Ποίησης και το 1979 με επικεντρώνονται στη μελέτη του το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, Ευρωπαϊκού διαφωτισμού και ο δεύτερος και τελευταίος μέχρι στην διαμόρφωση της δημόσιας σήμερα Έλληνας που τιμήθηκε σφαίρας στην Ευρώπη και με βραβείο Νόμπελ. Γνωστότερα
79
ποιητικά του έργα είναι τα Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί κ.α. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν, ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλάμβανε ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Έργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, Αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης. Ο Γιώργος Θεοτοκάς (27 Αυγούστου 1905 - 30 Οκτωβρίου 1966) ήταν Έλληνας λογοτέχνης και δικηγόρος. Αποτέλεσε έναν από τους εκπροσώπους και τους κορυφαίους διανοητές της γενιάς του ’30. Ο Βικέντιος Λάντσας (Vicenzo Lanza, Βενετία, 1822 – Αθήνα, 1902) ήταν Ιταλός ζωγράφος και καθηγητής που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Ελλάδα.
Ο Νικηφόρος Λύτρας (Πύργος Τήνου, 1832 – Αθήνα, 13 Ιουνίου 1904) ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες ζωγράφους και δασκάλους της ζωγραφικής κατά τον 19ο αιώνα. Θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Σχολής του Μονάχου και πρωτοπόρος στην διαμόρφωση της διδασκαλίας των Καλών Τεχνών στην Ελλάδα. Η πολυσήμαντη τέχνη του καλύπτει τα τρία τέταρτα του πρώτου αιώνα της ελληνικής αναγέννησης.
80
Ο Χριστόφορος Κολόμβος (ισπανικά: Cristóbal Colón, Κριστομπάλ Κολόν), (μεταξύ 26 Αυγούστου και 31 Οκτωβρίου 1451 – 20 Μαΐου 1506) ήταν Γενοβέζος θαλασσοπόρος χαρτογράφος, ναύαρχος και αντιβασιλιάς, διάσημος επειδή ανακάλυψε την Αμερική το 1492.
Κέντρου Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Σπουδών του Πενεπιστημίου. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής σε πολλά πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής και διευθύνει τη σειρά μεταφράσεων ελληνικής λογοτεχνίας στα αγγλικά που εκδίδεται από το Κέντρο Βυζαντινών, Οθωμανικών και Νεοελληνικών Ο Ευγένιος Ντελακρουά (γαλλικά: Σπουδών του Πανεπιστημίου του Ferdinand Victor Eugène Dela- Birmingham. croix),(26 Απριλίου 1798 - 13 (16 Αυγούστου 1863) ήταν μεγάλος O Άγγελος Τερζάκης Γάλλος ρομαντικός ζωγράφος του Φεβρουαρίου 1907 – 3 Αυγούστου 19ου αιώνα, που επηρέασε την 1979) ήταν Έλληνας λογοτέχνης της ζωγραφική συμβάλλοντας στην γενιάς του ’30 και δοκιμιογράφος. ανάπτυξη του ιμπρεσιονισμού. Έγραψε διηγήματα, μυθιστορήματα Εμπνεύστηκε από ιστορικά γεγονότα και θεατρικά έργα. Πολύ αξιόλογο όπως η Ελληνική και η Γαλλική είναι το δοκιμιακό του έργο: Επανάσταση, καθώς και από ένα αυτός και ο Θεοτοκάς είναι οι κύριοι εκφραστές του θεωρητικού ταξίδι του στο Μαρόκο. προβληματισμού και των αναζητήσεων της ανανεωτικής Ο Κώστας Στεργιόπουλος (19262016, Αθήνα) ήταν βραβευμένος γενιάς του ’30. Έλληνας συγγραφέας, πεζογράφος, κριτικός και ποιητής της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, καθηγητής πανεπιστημίου.
Ο Γιώργος Σεφέρης (Βουρλά, Σμύρνη 13 Μαρτίου 1900 – Αθήνα 20 Σεπτεμβρίου 1971) ήταν Έλληνας διπλωμάτης και ποιητής και ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με βραβείο Νομπέλ. Είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και εκ των δύο μοναδικών Ελλήνων βραβευμένων με Νόμπελ Λογοτεχνίας, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη.
.
Sir Moses I. Finley , (20 Μαΐου 1912 – 23 Ιουνίου 1986), Αμερικάνος ακαδημαϊκός και μελετητής των κλασσικών γραμμάτων. Το πιο αξιοσημείωτο έργο του είναι το The Ancient Economy (1973), στο οποίο υποστηρίζει πως το πολιτκό καθεστώς και η αστική ιδεολογία διέπονται την οικονομία της αρχαιότητας και όχι τόσο τα ορθολογικά οικονομικά κριτήρια. Είναι επιμελητής στον δεύτερο τόμο του The Legacy of Greece (1981).
Ο Δημήτρης Τζιόβας γεννήθηκε στα Ιωάννινα το 1957 και είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών Josep Fontana, γεννημένος στη στο Πανεπιστήμιο του Birmingham Βαρκελώνη το 1931, είναι Ισπανός της Αγγλίας. Την περίοδο 2000- ιστορικός. 2003 διετέλεσε Διευθυντής του Gilbert Arthur Highet (Ιούνιος
22, 1906 – Ιανουάριος 20, 1978) Άγγλο-Αμερικανός από τη Σκωτία, ακαδημαϊκός, συγγραφέας, ιστορικός και κλασσικιστής, ο οποίος υπήρξε υπεύθυνος του τμήματος λατινικών και ελληνικών σπουδών στο Columbia University (1971). Αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στη διδαδκαλία, καθώς επίσης και στη συγγραφή πληθώρας βιβλίων και άρθρων με βασικό του στόχο την συμφιλίωση του πολίτη με την έννοια του πολιτισμού, γεγονός που φαίνεται και από σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών και περιοδικών λαϊκής απήχησης. Richard Foster Jones (Ιούλιος 7, 1886–Σεπτέμβριος 12, 1965) ήταν καθηγητής Αγγλικών στο Stanford University και υπεύθυνος του τμήματος Αγγλικών Σπουδών στο ίδιο πανεπιστήμιο. Το ερευνητικό του έργο επικεντρώθηκε στην πρώιμη Αγγλική λογοτεχία (Sir Francis Bacon), ιστορία της επιστήμης και αναλύσεις των κειμένων του Jonathan Swift. O Leo von Klenze (1784-1864), ήταν Γερμανός νεοκλασικός αρχιτέκτονας, ζωγράφος και συγγραφέας. Σχεδίασε και κατασεκύασε πολλά νεοκλασικά κτίρια στο Μόναχο. Με την κατασκευή στην Königsplatz σχεδίασε ίσως το γνωστότερο σύγχρονο ελληνιστικό αρχιτεκτονικό σύνολο. O Λέο φον Κλέντσε δεν ήταν μόνον αρχιτέκτονας, αλλά επίσης καταξιωμένος ζωγράφος και συντάκτης. Πέθανε το 1864 και θάφτηκε στο Alter Südlicher Friedhof του Μονάχου. Εργάστηκε αρχικά στο Παρίσι, έγινε αρχιτέκτονας του Λουδοβίκου της Βαυαρίας και σχεδίασε για τον Όθωνα της Ελλάδος και τον Τσάρο
της Ρωσίας το Νέο Ερμιτάζ. Στην Ελλάδα είναι γνωστός για τα σχέδια ανακτόρων στην Ακρόπολη και στην σημερινή τους θέση, αν και τελικά υλοποιήθηκαν τα σχέδια του Φρίντριχ φον Γκέρτνερ. Sir Richard Winn Livingstone (23 Ιανουαρίου 1880, Liverpool – 26 Δεκεμβρίου 1960, Oxford) ήταν Βρετανός μελετητής κλασσικών γραμμάτων, παιδαγωγός και ακαδημαϊκός ο οποίος ανέλαβε δοιηκιτκή θέση στο Corpus Christi College το 1933. Προώθησε της κλασσικές φιλελεύθερες τέχνες. Ήταν ο επιμελητής έκδοσης του The Legacy of Greece το 1922. George Gilbert Aimé Murray, (2 Ιανουαρίου 1866 – 20 Μαΐου 1957) Αυστραλός-γεννημένος στην Αγγλία, μελετητής των κλασικών γραμμάτων και διανοούμενος, έχει ασχοληθεί εκτενώς με την γλώσσα και τον πολιτισμό της Αρχαίας Ελλάδας, θεωρείται πιθανών η επικρατέστερη αυθεντία στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Anthony Robin Dermer Pagden (Μάιος 27, 1945) είναι αρθρογράφος και καθηγητής Πολιτικής επιστήμης και ιστορίας στο πανεπιστήμιο της California, Los Angeles. Samuel Purchas (1577 – 1626), Άγγλος κληρικός, έχει δημοσιεύσει αρκετούς τόμους από αναφορές περιηγητών σε ξένες χώρες. Jacob Spon, γαλλ. Jacques Spon, 1647-1685, υπήρξε Γάλλος ιατρός και πρωτοπόρος αρχαιολόγος και ένας από τους πρώτους που μελέτησε τα ελληνικά αρχαιολογικά μνημεία.
.
Η Αναγέννηση ενέπνευσε ένα κίνημα που τοποθετείται προσεγγιστικά ανάμεσα στο 14ο και το 17ο αιώνα, και ξεκίνησε στην Ιταλία κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, από όπου και εξαπλώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης ως ονομασία της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, μα με μεγαλύτερη ελευθερία, καθώς το κύμα των αλλαγών που επήλθαν δεν εξαπλώθηκε με την ίδια ταχύτητα σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ως πολιτιστικό κίνημα, επέφερε την άνθηση της λογοτεχνίας, της επιστήμης, της τέχνης, της θρησκείας και της πολιτικής επιστήμης, καθώς και την αναβίωση της μελέτης κλασικών συγγραφέων, την ανάπτυξη της γραμμικής προοπτικής στη ζωγραφική και τη σταδιακή, αλλά ευρέως διαδιδόμενη, μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση. Παραδοσιακά, αυτή η πνευματική μεταμόρφωση είχε ως αποτέλεσμα να θεωρείται η Αναγέννηση γέφυρα μεταξύ του Μεσαίωνα και της Σύγχρονης Εποχής. Αν και κατά την Αναγέννηση έλαβαν χώρα επαναστατικές καινοτομίες σε πολλά πνευματικά πεδία, καθώς και κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές, είναι ίσως περισσότερο συνυφασμένη με τα ρεύματα που διαμορφώθηκαν στο χώρο της τέχνης, αλλά και τη συμβολή παν-επιστημόνων όπως ο Λεονάρντο ντα Βίντσι και ο Μιχαήλ Άγγελος, οι οποίοι ενέπνευσαν τον όρο Homo Universalis (Καθολικός Άνθρωπος). Κατά γενική παραδοχή η Αναγέννηση έχει τις ρίζες της στη Φλωρεντία, στην περιοχή της Τοσκάνης, κατά το 14ο αιώνα. Έχουν προταθεί πολυάριθμες θεωρίες σχετικά με την προέλευση και τα χαρακτηριστικά της γνωρίσματα, οι οποίες εστιάζονται σε ποικιλία
81
παραγόντων που περιλαμβάνουν τις κοινωνικές και πολιτικές ιδιαιτερότητες της πόλης κατά την εποχή εκείνη, η οποία βρισκόταν υπό την καθοδήγηση της επιφανούς και ισχυρής οικογένειας των Μεδίκων. Η Αναγέννηση έχει μακρά και περίπλοκη ιστοριογραφία, ενώ οι ιστορικοί διαφωνούν σχετικά με τη χρησιμότητα της λέξης ως οριοθέτησης μιας περιόδου της ιστορίας. Ορισμένοι μελετητές αμφισβητούν πως η Αναγέννηση ήταν ένα «βήμα πολιτιστικής προόδου» σε σχέση με το Μεσαίωνα, χαρακτηρίζοντάς την, αντίθετα, ως περίοδο απαισιοδοξίας και νοσταλγίας για την Κλασική Αρχαιότητα, ενώ άλλοι επικεντρώνονται στα σημεία που καθιστούν τη μία εποχή συνέχεια της άλλης. Ο όρος Αρκαδική ΟυτοπίαArcadia αναφέρεται σε ένα όραμα κτηνοτροφικής βουκολικής ζωής άρρηκτα συνδεδεμένης με τη φύση σε απόλυτη αρμονία με αυτή. Ο όρος, ο οποίος καθιερώθηκε περί τον 16ο αιώνα, προέρχεται από την ομώνυμη ελληνική περιοχή της Πελοποννήσου, με τα χαρακτηριστικά στοιχεία του άγριου ορεινού τοπίου και τον αραιού πληθυσμού των κτηνοτρόφων, τα οποία αποτυπώνονται σε πληθώρα ζωγραφικών πινάκων κα. Χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα ως ποιητικό συνώνυμο για μία ειδυλλιακή θεώρηση της παρθένας άγριας φύσης και της ουτοπικής ιδέας για μία παραδείσια, ιδανική ζωή κοντά στη φύση η οποία όμως έχει χαθεί. Το αρκαδικό τοπίο απεικονίζεται συνήθως σε ορεινά μυθικά και φαντασιακά τοπία τα οποία κατοικούνται από βοσκούς αποκομμένους από τον πολιτισμό της νεότερης εποχής. Η έννοια εμφανίζεται και στην
82
αναγεννησιακή μυθολογία, που συνήθως φαίνεται να συμβαδίζει με τα ουτοπικά ιδεώδη, αλλά διαφέρει στην θεώρηση ότι περιγράφει μία κατάσταση ανέφικτη και άπιαστη.
αρχέτυπο < ελληνιστική κοινή
ἀρχέτυπον, ουδέτερο του ἀρχέτυπος < αρχαία ελληνική ἀρχή + τύπος (< τύπτω). το πρότυπο, το υπόδειγμα
απεκάλεσαν «Siècle des lumières», θεωρώντας εαυτούς ως φωτοδότες. Ο Διαφωτισμός παρατηρήθηκε αρχικά στη Γαλλία και αργότερα στις χώρες της Ευρώπης αλλά και έξω απ’ αυτή, προετοιμάζοντας παράλληλα το έδαφος για τη Γαλλική Επανάσταση. Οι διαφωτιστές πρέσβευαν τον ορθολογισμό και την πίστη στην πρόοδο, αξιώνοντας αλλαγές σε όλες τις πτυχές της ανθρώπινης δράσης, στους πολιτικοκοινωνικούς θεσμούς, την οικονομία, την εκπαίδευση και τη θρησκεία. Τάχθηκαν υπέρ της ατομικής ελευθερίας και ενάντια στην τυραννική διακυβέρνηση και την καταπίεση που ασκούσε η Εκκλησία. Βασικός φορέας των νέων ιδεών που έφερε ο Διαφωτισμός ήταν η ανερχόμενη αστική τάξη που μέχρι εκείνη την εποχή παρέμενε αποκλεισμένη από το σύστημα της απολυταρχίας. Ανάμεσα στους σημαντικούς εκφραστές του Διαφωτισμού τοποθετούνται ο Βολταίρος και ο Μοντεσκιέ. Οι Διαφωτιστές Ντενί Ντιντερό, Ζαν λε Ροντ ντ’ Αλαμπέρ και Ζαν Ζακ Ρουσσώ συγκρότησαν το ιδεολογικό υπόβαθρο του Διαφωτισμού στην Εγκυκλοπαίδεια. Παράλληλα ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ διατύπωνε τη θεωρία του Κοινωνικού Συμβολαίου, προτρέποντας σε μια Ευρώπη που θα υποστήριζε τα δικαιώματα του ανθρώπου.
Η Γενιά του Τριάντα των ελλήνων λογοτεχνών δημιουργήθηκε μέσα σε ένα πνευματικό κλίμα που το χαρακτηρίζει από την μια η ανανέωση της ποίησης και από την άλλη, οι αναζητήσεις στο χώρο της πεζογραφίας. Τα ρεύματα του υπερρεαλισμού και του μοντερνισμού επηρεάζουν τους λογοτέχνες της περιόδου, ενώ κάποιοι πεζογράφοι εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τον ρεαλισμό. Οι ποιητές υιοθετούν τον ελεύθερο στίχο και οι πεζογράφοι εγκαταλείπουν το διήγημα και καλλιεργούν το μυθιστόρημα. Μεγάλοι ποιητές της περιόδου αναδείχτηκαν ο Γιώργος Σεφέρης, ο Οδυσσέας Ελύτης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Καββαδίας κ.α. ενώ σπουδαίοι πεζογράφοι ο Στρατής Μυριβήλης, ο Γιώργος Θεοτοκάς, ο Κοσμάς Πολίτης, ο Στρατής Δούκας,ο Φώτης Κόντογλου ο Ηλίας Βενέζης ο Μ. Καραγάτσης, ο Άγγελος Τερζάκης. Ο όρος «Γενιά του Τριάντα» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την ομάδα των νεωτεριστών ποιητών και μυθιστοριογράφων που συνεργάστηκαν στην έκδοση του Ο Δυτικός πολιτισμός είναι περιοδικού Τα Νέα Γράμματα (1935- κυρίως ο πολιτισμός της Ευρώπης, της Βορείου Αμερικής και παλαιών 1944). αγγλοσαξονικών αποικιών όπως η Ο Διαφωτισμός αποτελεί Αυστραλία (ο λεγόμενος δυτικός σημαντικό πνευματικό κίνημα, που κόσμος, ή η Δύση). Ιστορικά, βάση τοποθετείται στα τέλη του 17ου του δυτικού πολιτισμού υπήρξε αιώνα και αρχές του 18ου, τον η σύνθεση του ελληνορωμαϊκού οποίο οι ίδιοι οι Γάλλοι Διαφωτιστές πολιτισμού της Αρχαιότητας με
τον χριστιανισμό. Από την χρονική περίοδο της Αναγέννησης κι έπειτα, η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία αρχικά και η παγκοσμιοποίηση σήμερα έχουν εξαπλώσει τον δυτικό πολιτισμό σε όλη τη Γη. Στην Ασία, η διάδοση της δυτικής πολιτισμικής επιρροής ήρθε σε αντιπαράθεση με τις τοπικές πολιτισμικές παραδόσεις του Ισλάμ και της Άπω Ανατολής. Πολιτισμικές ανταλλαγές όμως φαίνεται να είχαν υπάρξει και νωρίτερα, όπως π.χ. η επιρροή του ινδουισμού σε ορισμένες σχολές της ελληνιστικής φιλοσοφίας, ή η αλληλεπίδραση ισλαμικής Μέσης Ανατολής και χριστιανικής Ευρώπης κατά τον Μεσαίωνα. Η Ελληνική Επανάσταση ή Επανάσταση του 1821 ήταν η ένοπλη εξέγερση των Ελλήνων εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με σκοπό την αποτίναξη της οθωμανικής κυριαρχίας και τη δημιουργία ανεξάρτητου εθνικού κράτους. Ο κλασικισμός είναι ένα πολιτισμικό, αισθητικό και καλλιτεχνικό κίνημα της Γαλλίας, αλλά και ευρύτερα της Ευρώπης, του 17ου και 18ου αιώνα (από το 1660 εώς και το 1715). Γνώρισε μεγάλη άνθιση κατά τον 18ο αιώνα και εκφράστηκε σε όλες τις μορφές της τέχνης: την αρχιτεκτονική, τη μουσική, τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία (κυρίως τη θεατρική). Αντικατέστησε το μπαρόκ και έδωσε τη θέση του στον ρομαντισμό, πριν γνωρίσει μία νέα άνθηση με τον νεοκλασικισμό. Η μπαρόκ αρχιτεκτονική εμφανίζεται στις αρχές του 17ου αιώνα στην Ιταλία και γρήγορα εξαπλώνεται και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Δανείζεται το αισθητικό
λεξιλόγιο της αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής και το χρησιμοποιεί με έναν πιο θεατρικό, πιο ρητορικό και πιο επιδεικτικό, εκφράζοντας τον θρίαμβο της απολυταρχικής εξουσίας και της εκκλησίας. Νέες αρχιτεκτονικές αντιλήψεις για το χρώμα, το φως και τη σκιά χαρακτηρίζουν το μπαρόκ. Σε γενικές γραμμές η μπαρόκ αρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται από την άφθονη και υπερβολική χρήση των υλικών, παιχνιδιών σκιάς και φωτός, καθώς και χρώματος. Ο Νεοκλασικισμός (Από τα Ελληνικά νέος και κλασικός ) είναι το όνομα που δόθηκε σε δυτικά πολιτισμικά κινήματα των εικαστικών τεχνών, της λογοτεχνίας, του θεάτρου, της μουσικής και της αρχιτεκτονικής, τα οποία αντλούν έμπνευση από της κλασική τέχνη και τον πολιτισμό της αρχαίας Ελλάδας ή της αρχαίας Ρώμης. Το κύριο ρεύμα του νεοκλασικισμού συνέπεσε με τον 18ο αι. και επεκτάθηκε στις αρχές του 19ου αι. ως ανταγωνιστικό ιδίωμα του ρομαντισμού. Σε ό,τι αφορά στην αρχιτεκτονική, το στιλ επιβίωσε έως τον 20ό αιώνα. Οθωμανική περίοδος στην Ελλάδα ή Τουρκοκρατία ονομάζεται η χρονική περίοδος κατά την οποία η Οθωμανική αυτοκρατορία ασκούσε κυριαρχία στον χώρο της σημερινής Ελλάδας και γενικά σε πολλές περιοχές κατοικούμενες, σε μικρό ή μεγάλο βαθμό, από Έλληνες. Ο ορθολογισμός (ή ρασιοναλισμός) είναι η συνολική φιλοσοφική κατεύθυνση που αποδέχεται ως γνώμονα και αφετηρία της γνώσεως τη λογική σκέψη. Σύμφωνα με
τους ορθολογιστές φιλοσόφους, η γνώση μας για τον κόσμο προέρχεται κυρίως από τον ίδιο τον ορθό λόγο και τα βασικά του στοιχεία που μπορούν να αναζητηθούν στο νου μας. Από την περίοδο του Διαφωτισμού ο ορθολογισμός συνδέεται συνήθως με την εισαγωγή των μαθηματικών μεθόδων στη φιλοσοφία, αρχικά με το έργο των Ντεκάρτ, Λάιμπνιτς και Σπινόζα. Με
τον
όρο
αναγεννησιακός Ουμανισμός («Ουμανισμός» σημαίνει «ανθρωπισμός», μεταφορά από το νεολατινικό Humanismus) αναφερόμαστε στην πνευματική κίνηση που εκδηλώθηκε στη δυτική Ευρώπη, κατά το τέλος του Ύστερου Μεσαίωνα, συγκεκριμένα από το 1400 έως και το 1650, με την αρχή της περιόδου της Αναγέννησης. Είναι ρεύμα πνευματικό, που στόχευε στην πολιτιστική και εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του θεοφοβικού μοντέλου που επικρατούσε ως τότε. Χαρακτηρίζεται από την επιστροφή στα αρχαία κείμενα, ως ένα μοντέλο ζωής, γραφής και σκέψης. Γενικότερα ο όρος Humanitas /Ανθρωπιστής νοείται ως ο πολιτισμός που ολοκληρώνοντας τις φυσικές ιδιότητες του ανθρώπου, τον κάνει άξιο του ονόματός του. Αυτή η αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τα αρχαία κείμενα, και η προσπάθεια εξύψωσης του ανθρώπινου πνεύματος στην κριτική και ορθολογική του διάσταση με επιστροφή στις κλασικές πηγές της Ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας ξεκίνησε από τη Φλωρεντία και την Νάπολη. Οι Ανθρωπιστές της Αναγέννησης χαρακτηρίζονται από την βούληση τους να ερευνήσουν αρχαία κείμενα και να αφομοιώσουν τις αξίες
83
του κλασικού κόσμου σε όλα τα επίπεδα, από την τέχνη μέχρι και την μελέτη πρακτικών και φυσικών επιστημών. Στους Ανθρωπιστές της Αναγέννησης επικρατεί η έντονη αίσθηση του ατόμου να κατανοήσει και να αλλάξει τόσο τον εαυτό του όσο και τον κόσμο, αναζητώντας ορθολογικές απαντήσεις και όχι θρησκευτικές. Ως κίνημα αποτελεί την εκβάθυνση ή και την απάντηση που προσέφερε η περίοδος της Αναγέννησης στο ρεύμα του Σχολαστικισμού του Μεσαίωνα.
στην δημιουργία ενός αισθήματος, εκτίμησης, απόλαυσης, ανάκλησης μνημών κ.α. από τη λήψη, αποτύπωση και συνδυασμό των παραπάνω στοιχείων. Το τοπίο μπορεί να αναφέρεται στο φυσικό, το τεχνητό ή το νοηματικό περιβάλλον, έτσι π.χ. μιλάμε για το φυσικό τοπίο, το οπτικό τοπίο, το ακουστικό τοπίο, το μουσικό τοπίο, το χρωματικό τοπίο, το πολιτικό τοπίο, το πολιτιστικό τοπίο κλπ. Με την γενική έννοια του όρου, κάθε άτομο μπορεί να έχει διαφορετική άποψη και αντίληψη για το τοπίο, να αντιλαμβάνεται δηλαδή τα στοιχεία που το συνθέτουν σύμφωνα με τις προσωπικές του εμπειρίες, την καταγωγή του και την αισθητική του. Κοινό χαρακτηριστικό όλων των εννοιών του τοπίου είναι η παρουσία ενός παρατηρητή ο οποίος αντιλαμβάνεται τα μέρη που συνθέτουν το τοπίο ως ένα σύνολο, χρησιμοποιώντας τις αισθήσεις, τη μνήμη και την αντίληψη. Πολλές φορές ένα οπτικό ή ένα ακουστικό ερέθισμα οδηγεί στην αντίληψη ή στην ανάκληση ενός απομνημονευμένου τοπίου, για παράδειγμα ένας κάτοικος της πόλης επισκεπτόμενος την ύπαιθρο και ακούγοντας έναν ήχο π.χ. τα κουδουνίσματα από ένα κοπάδι ζώων, μπορεί να ανακαλέσει τις μνήμες από τον τόπο καταγωγής του και να έχει το συναίσθημα που προκαλεί το φανταστικό τοπίο του χωριού του.
O Ρομαντισμός αποτελεί καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στη Δυτική Ευρώπη. Αναπτύχθηκε αρχικά στη Μεγάλη Βρετανία και τη Γερμανία, για να εξαπλωθεί αργότερα κυρίως στη Γαλλία και την Ισπανία. Καταρχάς αποτέλεσε λογοτεχνικό ρεύμα, ωστόσο επεκτάθηκε τόσο στις εικαστικές τέχνες όσο και στη μουσική. Ακολούθησε ιστορικά την περίοδο του διαφωτισμού και αντιτάχθηκε στην αριστοκρατία της εποχής. Συνδέθηκε μάλιστα ισχυρά, με τις ιδέες του Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Κύριο χαρακτηριστικό του ρομαντισμού αποτελεί η έμφαση στην πρόκληση ισχυρής συγκίνησης μέσω της τέχνης καθώς και η μεγαλύτερη ελευθερία στη φόρμα, σε σχέση με τις περισσότερο κλασικές αντιλήψεις. Στον ρομαντισμό, κυρίαρχο στοιχείο είναι το συναίσθημα αντί της λογικής. Ο όρος Φιλέλληνας (Αρχαία Ελληνική: “Φιλέλλην”, σύνθετη Τοπίο είναι το σύνολο των φίλος + Έλλην), αποτελεί μορφών, του μοτίβου, των χαρακτηρισμό εκείνου που τρέφει χρωμάτων, των ήχων, των βιοτικών ιδιαίτερη αγάπη προς τους Έλληνες και αβιοτικών στοιχείων όπως και κάθε τι ελληνικό που την αυτά, αλληλεπιδρώντας με τις εκδηλώνει όμως δια λόγου ή έργου. γνωστικές και τις συναισθηματικές Στη νεοελληνική καθιερώθηκε να εμπειρίες του ανθρώπου, οδηγούν λέγεται για ξένους υπηκόους που εκδήλωσαν φίλια αισθήματα προς
84
την Ελλάδα, κυρίως κατά τον Αγώνα της ανεξαρτησίας του 1821. Ως ιδεολογικό και πολιτικό κίνημα και ως λογοτεχνικό ρεύμα, αυτή η αγάπη των ξένων αλλά και η δηλούμενη εύνοια και ενδιαφέρον υπέρ των ελληνικών θέσεων, ιδιαίτερα κατά την περίοδο πριν και κατά την Ελληνική Επανάσταση του 1821 με ηθική και υλική συμπαράσταση, καθιερώθηκε να λέγεται Φιλελληνισμός.
.
9.0 |Βιβλιογραφία Βακαλόπουλος Α., Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, θεσσαλονίκη, Βάνιας 1979, 10η έκδοση 1995 Γιακωβάκη, Ν. (2006). Ευρώπη μέσω Ελλάδας. Μια Καμπή στην Ευρωπαϊκή Αυτοσυνείδηση. 17ος- 18ος Αιώνας. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Γλυκοφρύδη- Λεοντσίνη, Α. (2007). Στο Π. Δουκέλλης, Το ελληνικό τοπίο: μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τόπου (σσ. 187-204). Αθήνα: Εστία . Δουκέλλης, Π. (2007). Στο Π. Δουκέλλης, Το ελληνικό τοπίο: μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τόπου (σσ. 13-32). Αθήνα: Εστία. Λεοντίδου, Λ. (2007). Στο Π. Δουκέλλης, Το Ελληνικό Τοπίο: Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Προσληψης του Τόπου (σ. 387). Αθήνα: Εστία. Λουκάκη, Α. (2007). Στο Π. Δουκέλλης, Το Ελληνικό Τοπίο: Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τόπου (σσ. 331-364). Αθήνα: Εστία. Μπελαβίλας, Ν. (2007). Στο Π. Δουκέλλης, Το Ελληνικό Τοπίο: Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τόπου (σσ. 163186). Αθήνα: Εστία. Μωραΐτης, Κ. (2012). Το Τοπίο, Πολιτιστικός Προσδιορισμός του Τόπου. Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Ροζάκης, Χ. (1983). Στο Δ. Γ. Τσαούσης, Ελληνισμός. Ελληνικότητα (σσ. 91-120). Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Τζίοβας Δ., Ο Μύθος της Γενιάς του ‘30, Πόλις. Τσαούσης, Δ. Γ. (1984). Όψεις της Ελληνικής Κοινωνίας του 19ου Αιώνα, : . Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας. Τσιγκάκου, Φ. Μ. (2007). Στο Π. Δουκέλλης, Το Ελληνικό Τοπίο: Μελέτες Ιστορικής Γεωγραφίας και Πρόσληψης του Τόπου (σσ. 205224). Αθήνα: Εστία. 87
Koen, A. (2007). Στο Π. Δουκέλλης, Το ελληνικό τοπίο: μελέτες ιστορικής γεωγραφίας και πρόσληψης του τόπου (σσ. 105-130). Αθήνα: Εστία . Norberg-Schulz, C. (2009). Genius Loci- Το Πνεύμα του Τόπου. Αθήνα: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ.
.
Πηγές εικόνων εικ.1 : https://kars1918.wordpress.com/2011/12/13/odysseas-elytis/ εικ.2 : http://www.fulltable.com/vts/h/hp/hp.htm εικ.3 : https://sanderusmaps.com/en/our-catalogue/detail/166387/ antique-map-with-a-view-of-the-farnese-palace-i-caprarola-(latium)by-braun-and-hogenberg/ εικ.4-5 : https://totemscity.wordpress.com/2011/03/21/vaux-le-vicomte-1656-%E2%80%93-61/ εικ.6 : https://focusedmomentsdotnet.files.wordpress.com/2012/11/ chinesebridgepainshill.jpg εικ.7 : http://media.artfinder.com/works/r/bal/0/1/1/225110_ full_570x395.jpg εικ.8 : https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Jean_Auguste_ Dominique_Ingres_-_Oedipus_and_the_Sphynx_-_WGA11843.jpg εικ.9 : http://el.travelogues.gr/item.php?view=50002 εικ.10 : https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Rain_Steam_and_ Speed_the_Great_Western_Railway.jpg εικ.11 : http://tr.travelogues.gr/item.php?view=32389 εικ.12 : http://eng.travelogues.gr/item.php?view=53765 εικ.13 : http://el.travelogues.gr/item.php?view=50896 εικ.14 : http://www.byzantineathens.com/lambdaalphanuthetaalphasigmamuepsilonnueta-epsiloniotakappaomicronnualpha.html 88
εικ.15 : http://nisafi.blogspot.gr/2012_09_01_archive.html εικ.16 : https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%80%CE %B1%CE%B3%CE%AE_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%95%CF%85% CF%81%CF%8E%CF%80%CE%B7%CF%82#/media/File:Tizian_085.jpg εικ.17 : https://en.wikipedia.org/wiki/File:David_-_The_Death_of_ Socrates.jpg εικ.18 : http://bergercollection.org/index.php?id=5&artwork_id=123 εικ.19 : https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9C%CE%B5%CF%83%CE %BF%CE%BB%CF%8C%CE%B3%CE%B3%CE%B9#/media/File:Lord_ Byron_at_Missolonghi.jpg εικ.20 : https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A3%CF%86%CE%B1%CE %B3%CE%AE_%CF%84%CE%B7%CF%82_%CE%A7%CE%AF%CE%BF %CF%85#/media/File:Eug%C3%A8ne_Delacroix_-_Le_Massacre_de_ Scio.jpg εικ.21 : https://lordosvyronas.wordpress.com/%CF%84%CE%AD%CF %87%CE%BD%CE%B7/#jp-carousel-136 εικ.22 : https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CF%85%CE%B3%CE %AD%CE%BD%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%9D%CF%84%CE%B5% CE%BB%CE%B1%CE%BA%CF%81%CE%BF%CF%85%CE%AC#/media/ File:Eug%C3%A8ne_Ferdinand_Victor_Delacroix_021.jpg εικ.23 : https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B9%CE%BA%CE %AD%CE%BD%CF%84%CE%B9%CE%BF%CF%82_%CE%9B%CE%AC %CE%BD%CF%84%CF%83%CE%B1%CF%82#/media/File:LANTSAS-1. jpg εικ.24 : https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%99%CF%89%CE%AC% CE%BD%CE%BD%CE%B7%CF%82_%CE%91%CE%BB%CF%84%CE %B1%CE%BC%CE%BF%CF%8D%CF%81%CE%B1%CF%82#/media/ File:Altamouras-ioannis-thalassografia.jpeg εικ.25 : http://odysseas-elitis.weebly.com/taualpha-kappaomicronlambdaalphazeta.html
.
εικ.26 : http://boraeinai.blogspot.gr/2014/06/1887-1968.html
89