Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
66
Νομισματική πολιτική για την ανάπτυξη και ο ρόλος των τραπεζών
Δ
ιανύουμε μια βαθιά κρίση, μοναδική στα μεταπολεμικά ιστορικά χρονικά. Μια κρίση που αποδιαρθρώνει το οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό εποικοδόμημα. Η προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης έχει θέσει τη χώρα σε μια παρατεταμένη περίοδο προσαρμογών και διαρθρωτικών αλλαγών που αλλάζουν την καθημερινότητα πολιτών και επιχειρήσεων. Ωστόσο, οι αλλαγές αυτές δεν είναι εύκολο να συναρθρώσουν μιαν εναλλακτική προοπτική για την ελληνική οικονομία που θα εγγυάται ότι το μέλλον δεν θα αποτελεί την αναπαραγωγή των λαθών του στρεβλού παρελθόντος. Την ίδια στιγμή εγείρονται τεράστιες αντιστάσεις έναντι οποιασδήποτε προσπάθειας για αλλαγή από τους φορείς που υπηρέτησαν και υπηρετήθηκαν από το πεπαλαιωμένο σύστημα που παρήγαγε την κρίση. Ένα είναι σίγουρο. Για την υπέρβαση της σημερινής ολιστικής κρίσης η χώρα χρειάζεται αλλαγές παντού. Στην παραγωγική δομή της οικονομίας, στο πολιτικό σύστημα, στο σύστημα κοινωνικής προστασίας και πρόνοιας όσο και στο σύστημα αξιών
* Email:i.tsam@aegean.gr
Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΜΟΥΡΓΚΕΛΗΣ Διδάκτωρ της Οξφόρδης και επίκουρος καθηγητής της Διεθνούς Οικονομικής στο Παν/μιο Αιγαίου
και στην ιδεολογία που διαπνέει τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους, τους θεσμούς και το κράτος. Απαιτείται η κυριαρχία της ιδεολογίας της δημιουργίας και της παραγωγικότητας έναντι της ιδεολογίας του κρατιστικού παρασιτισμού, που ενσωματώνει τις δράσεις και τα όνειρα μιας κοινωνίας, και κυρίως των νέων ανθρώπων, στην προοπτική της κομματικά εξαρτώμενης πελατειακής συσχέτισης με έναν υπερτροφικό και άεργο δημόσιο τομέα. Ένα δημόσιο τομέα που καταρρέει, λειτουργώντας σε βάρος της ίδιας της κοινωνίας των πολιτών και παρασύροντας στο έρεβος το σύγχρονο ελληνικό οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό σχηματισμό. Το πλαίσιο της εφαρμοζόμενης πολιτικής έχει τοποθετηθεί σαφέ-
στατα από τη φιλοσοφία της συγκρότησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.), στην οποία και συλλειτουργούμε. Είναι μέσα σε αυτή τη διάρθρωση σχέσεων μεταξύ νομισματικού και πραγματικού τομέα της οικονομίας, όσο και μεταξύ κράτους και αγορών που έχουν σχεδιασθεί οι προβλέψεις του μνημονίου ή του μεσοπρόθεσμου πλαισίου δημοσιονομικής στρατηγικής. Το πλαίσιο αυτό χαρακτηρίζεται από την αδρανοποίηση του ρόλου της νομισματικής πολιτικής και την ουδετεροποίηση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) στην αντιμετώπιση της κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό ότι καθ' όλη τη διάρκεια της κρίσης η ΕΚΤ ουδόλως απομακρύνθηκε από το στόχο της καταπολέμησης του πληθωρισμού και τη διατήρηση της σταθερότητας σε ένα ευρωπαϊκό οικονομικό περιβάλλον που μαστίζεται από ύφεση (με την εξαίρεση της Γερμανίας). Συνέπεια αυτού, από το 2008 και στο διάστημα της κρίσης η προσφορά χρήματος στην Ε.Ε. δεν αυξήθηκε πέραν του 20% και το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ περιορίστηκε μόλις κατά 0,5%, και αυτό μετά την πιστοποίηση της προοπτικής ύφεσης στην Ε.Ε. και τη μείωση του μέσου ευρωπαϊκού πληθωρισμού. Την ίδια στιγμή που ο έτερος τραπεζικός πυλώνας της παγκόσμια οικονομίας, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ (Fed), περιόρισε το βασικό επιτόκιο στο 0,25% και υπερδιπλασίασε την προσφορά αμερικανικών δολαρίων. Οι μόνες κινήσεις της ΕΚΤ όλο αυτό το διάστημα
αφορούν στην αγορά, από τη δευτερογενή αγορά, ομολόγων κρατώνμελών της Ε.Ε. και αυτό στις φάσεις της επιθετικής πτώσης των τιμών τους, και την πολιτική της «αποστειρωμένης» χρηματοδότησης (sterilized lending), που εξαντλείται ουσιαστικά στην κεφαλαιακή (μέσω δανεισμού) ενίσχυση των τραπεζών για τη μη εκδήλωση των προβλημάτων κεφαλαιοποίησης που αντιμετωπίζουν, χωρίς αυτή η χρηματοδότηση να καταλήγει στην πραγματική οικονομία. Ωστόσο, αυτές οι κινήσεις απλώς περιόρισαν την εκδήλωση της κρίσης χωρίς να αναστρέψουν κάποιες εξελίξεις. Με εξουδετερωμένη τη νομισματική πολιτική η αντιμετώπιση της κρίσης μετέθεσε το βάρος της χρηματοδότησης στο δημοσιονομικό τομέα. Με άλλα λόγια, η απόφαση για τη χρηματοδότηση κράτουςμέλους γίνεται αποκλειστικά με τη μεταβίβαση των αναγκαίων ποσών από τα πλεονασματικά κράτη στα –εκάστοτε– ελλειμματικά. Με τον τρόπο αυτό ο «δανειστής ύστατης προσφυγής» του συστήματος γίνεται το σώμα των φορολογούμενων Ευρωπαίων πολιτών και ιδιαίτερα εκείνων που προέρχονται από πλεονασματικά κράτη, ενώ η απόφαση της χρηματοδότησης μετατίθεται στα εθνικά κοινοβούλια των κρατώνμελών. Πέρα από τη μετάθεση της χρηματοδότησης αλλά και της απόφασης για αυτήν σε δημοσιονομικά μέτρα, η εξουδετέρωση του νομισματικού τομέα μεταθέτει το βάρος της προσαρμογής των προβληματικών
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ • 26
67
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
Γιάννησ Τσαμουργκέλησ
68
οικονομιών και άρα και της Ελλάδας στην πραγματική οικονομία. Με τον τρόπο αυτό οι διαρθρωτικές αλλαγές περιορίζονται στη δημοσιονομική προσαρμογή και την αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, όσο και στην άρση των αγκυλώσεων στη λειτουργία των επιμέρους αγορών, και δεν επεκτείνονται στο νομισματικό τομέα και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Το χειρότερο όμως είναι ότι εντέλει οι διαρθρωτικές αλλαγές και οι προσαρμογές καταλήγουν να προωθούνται σε ένα περιβάλλον πιστωτικών περιορισμών και έλλειψης ρευστότητας, που εκδηλώνεται με υψηλά επιτόκια χορηγήσεων και φραγμούς στην έγκριση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών ανεξαρτήτως των υψηλών επιτοκίων. Η δε ενίσχυση των τραπεζών είτε από το δημόσιο προϋπολογισμό είτε μέσω του δανείου από την τρόικα είτε μέσω της διοχέτευσης ρευστότητας από την ΕΚΤ καταναλώνεται σε εσωτερικές διαχειρίσεις των ισολογιστικών στοιχείων τους και δεν διοχετεύεται στην πραγματική οικονομία (sterilized lending, Goodfriend, 1988). Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις συνθήκες δημοσιονομικών περιορισμών που επιβάλλει η αναγκαιότητα καταπολέμησης των ελλειμμάτων και του χρέους αποστερεί την οικονομία από κάθε δυνατότητα χρηματοδότησης και καθιστά ιδιαίτερα δυσχερείς τις συνθήκες μέσα στις οποίες προγραμματίζονται και εφαρμόζονται οι διαρθρωτικές αλλαγές. Ουσιαστικά η κοινωνία κα-
λείται να υιοθετήσει και να εφαρμόσει τις μεγάλες και τόσο αναγκαίες αλλαγές που μετασχηματίζουν την καθημερινότητα και απελευθερώνουν παραγωγικές δυνάμεις σε ένα περιβάλλον ολοένα διογκούμενης ανεργίας, σχεδόν ανύπαρκτων ευκαιριών απασχόλησης και ευρύτερης οικονομικής καχεξίας. Ο εναλλακτικός δρόμος βασίζεται σε ένα διαφορετικό συνδυασμό πολιτικών. Με σταθερό γνώμονα τις διαρθρωτικές αλλαγές, την εξυγίανση και τον πλήρη ανασχεδιασμό του δημόσιου και του ευρύτερα δημόσιου τομέα, τη θέσπιση κανόνων και την ενίσχυση των θεσμών που θα κατοχυρώνουν την ελεύθερη και ανταγωνιστική λειτουργία των αγορών, η διαφορετικότητα της πρότασης έγκειται στην ενεργοποίηση της νομισματικής πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, η εναλλακτική προσέγγιση υιοθετεί τη διοχέτευση ρευστότητας στην οικονομία με μέριμνα για μείωση των επιτοκίων χορηγήσεων και για διευκόλυνση της πρόσβασης των επιχειρήσεων σε χρηματοδότηση, ώστε να διαμορφωθεί ένα περιβάλλον που θα βοηθά την επιχειρηματικότητα τόσο στην προσπάθεια επιβίωσης σε συνθήκες δημοσιονομικής κρίσης όσο και στην προσπάθεια δημιουργίας νέων μονάδων βασισμένων σε καινοτόμες προτάσεις και προσεγγίσεις για την παραγωγή νέων προϊόντων και υπηρεσιών.
1. Το λάθος Το μεγάλο λάθος του «μνημονί-
ου»1 είναι ότι δεν περιείχε την παραμικρή πρόβλεψη για την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα και κάποια μέριμνα για τη μείωση του κόστους χρήματος και τη βελτίωση των όρων ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις. Με τον τρόπο αυτό και με δεδομένη την αδυναμία χάραξης αυτόνομης συναλλαγματικής πολιτικής λόγω της ένταξής μας στο ευρώ, μετέθεσε όλο το βάρος της προσαρμογής στη λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση. Άρα η προσαρμογή της πραγματικής οικονομίας εξαρτιόταν ολοκληρωτικά από την ταχύτητα της εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, το εύρος της μείωσης του κόστους παραγωγής και εν γένει των τιμών για όσο διάστημα είναι αναγκαίο μια τέτοια υποτίμηση να πριμοδοτεί την απουσία θεσμικής και ποιοτικής ανταγωνιστικότητας. Πιο συγκεκριμένα, η χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα από τα πιστωτικά ιδρύματα της χώρας μετά το Φεβρουάριο του 2008, που έτρεχε με 23%, περιορίζεται ολοένα και από το Δεκέμβριο του 2010 κινείται με αρνητικούς ρυθμούς. Ουσιαστικά μιλάμε πλέον για καθαρή μείωση της ρευστότητας. Την ίδια στιγμή τα επιτόκια έχουν αυξηθεί κατά το τελευταίο έτος μέχρι και 22%. Ωστόσο, με αυτή την τακτική των υψηλών επιτοκίων και της απόσυρσης της ρευστότητας, φερέγγυοι δανειολήπτες
1
δεν προσέρχονται στις τράπεζες (Stiglitz και Weiss, 1981), περιορίζοντας τον κύκλο εργασιών των τραπεζών αλλά και της οικονομίας γενικότερα. Επιπλέον, οι τράπεζες εγκλωβίζονται ολοένα και περισσότερο με πελάτες υψηλού ρίσκου και μεγαλύτερου κόστους παρακολούθησης, που εντέλει τις εξωθεί να επιβάλλουν υψηλότερο επιτόκιο, ικανό να απορροφήσει τον αυξανόμενο κίνδυνο των επισφαλειών (Williamson, 1987), ενώ παράλληλα επιδεικνύουν ολοένα μικρότερη διαθεσιμότητα για δανειοδοτήσεις – προοπτική που υποθάλπει τον κίνδυνο της κατάρρευσης (Mankiew, 1986). Σε αυτό συμβάλλει και η απαξίωση των ενεχύρων και εξασφαλίσεων των τραπεζών που προκύπτει από την ίδια τη συσταλτική συμπεριφορά τους (Kiyotaki και Moore, 1997). Έτσι, καταλήγουμε σταδιακά σε μια συστημική αφαίμαξη της ρευστότητας που απομοχλεύει την οικονομία και επιδεινώνει τον κίνδυνο του χαρτοφυλακίου των δανείων, ενώ αυξάνει τις τραπεζικές επισφάλειες και τις απαιτούμενες προβλέψεις έναντι αυτών. Οι τράπεζες, πιεζόμενες από τη δυσμενέστερη θέση τους, περιορίζουν ακόμα περισσότερο τη χρηματοδότηση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και ένας ευρύτερος κύκλος απομόχλευσης της αγοράς και περιορισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων ξεκινάει.
Πέρα από τη μη δέσμευση των κυβερνήσεων της χώρας για την απαγόρευση λήψης οριζόντιων μέτρων περικοπής μισθών και συντάξεων.
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ • 26
69
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
Γιάννησ Τσαμουργκέλησ
70
Όμως σε αυτό το καθεστώς της δυναμικής μείωσης της ρευστότητας στην οικονομία και με δεδομένη τη συμμετοχή μας στο ευρώ –όπου έναντι των χωρών-μελών της Ε.Ε. και βασικών εμπορικών εταίρων έχουμε σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία– κάθε μείωση της ρευστότητας μετατρέπεται σε πολλαπλάσια απαίτηση μείωσης των τιμών και των μισθών. Σε διαφορετική περίπτωση οι τιμές των παραγόμενων προϊόντων γίνονται απαγορευτικές στις διεθνείς αγορές και εξαρθρώνουν τις εξαγωγές. Άρα ασκούνται σωρευτικά μεγαλύτερες δυνάμεις (και άρα απαιτήσεις) μείωσης των μισθών και του κόστους παραγωγής. Η κρίση μεγαλώνει, παρατείνεται και τροφοδοτείται τόσο από την πλευρά της περιορισμένης ζήτησης όσο και από την πλευρά της προσφοράς με τον δυναμικό αποπληθωρισμό τιμών των συντελεστών παραγωγής. Σαφέστατα, σε ένα τέτοιο περιβάλλον μια αύξηση των τιμών της ενέργειας ή του μη μισθολογικού κόστους εργασίας, για παράδειγμα, επαυξάνει τις απαιτήσεις της μείωσης των μισθών. Στο πλαίσιο αυτό, η μη μέριμνα για την αντιμετώπιση των πιέσεων από το νομισματικό τομέα, τον περιορισμό της ρευστότητας και την αύξηση της απομόχλευσης αποτελεί τεράστιο λάθος, που μετατρέπει την οικονομική κρίση όχι απλώς σε κοινωνική κρίση αλλά σε κοινωνική αποδιάρθρωση εξαιτίας της επίτασης και της παράτασης της εισοδηματικής ανέχειας. Πολύ περισσότερο, κα-
θώς είναι δεδομένα τα ολιγοπωλιακά χαρακτηριστικά του τραπεζικού συστήματος της χώρας. Έτσι, η απουσία μέτρων αναδιάρθρωσης του χρηματοπιστωτικού τομέα, που θα μπορούσε να μετριάσει την πίεση της απομόχλευσης, μετατρέπεται σε «διαρθρωτική» ανεπάρκεια οποιουδήποτε προγράμματος παραγωγικής αναδιάταξης της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα ενόψει του στρατηγικού ρόλου των τραπεζών στη συγκρότηση του ελληνικού οικονομικού υποδείγματος και μάλιστα με στρεβλωτικές συνέπειες. Το μνημόνιο και οι εμπνευστές του δεν διέγνωσαν τη διαρθρωτική ιδιαιτερότητα του ολιγοπωλιακού τραπεζικού συστήματος στην ελληνική οικονομία. • Δεν κατανόησαν το καθεστώς συγκριτικά υψηλού κόστους χρήματος υπό το οποίο καλούνται να λειτουργήσουν οι ελληνικές επιχειρήσεις και τις επιβαρυντικές συνέπειες του φαινομένου στις αρνητικές φάσεις του οικονομικού κύκλου. • Δεν αντιλήφθηκαν τη διαπλοκή του τραπεζικού συστήματος με το πολιτικό σύστημα, που επέτρεψε και επιτρέπει την πολλαπλασιαστική διεύρυνση των πελατειακών κομματικών-πολιτικών σχέσεων. • Δεν αναγνώρισαν τον ενεργό ρόλο του τραπεζικού συστήματος στη διάχυση και επιτάχυνση των φαινομένων της κρίσης, ιδιαίτερα μετά την εμφάνισή της. Στο πλαίσιο αυτής της μη πιστο-
ποίησης και αναγνώρισης είναι σαφές ότι δεν πρότειναν ή δεν έλαβαν την παραμικρή μέριμνα για την αλλαγή του.
1.α. Υψηλό κόστος χρήματος Βασικό κριτήριο για την αποτίμηση της αποτελεσματικότητας του τραπεζικού και εν γένει του χρηματοπιστωτικού συστήματος μιας χώρας είναι η υποστήριξη που παρέχει το χρήμα στην ανάπτυξη και την κοινωνική ευημερία του συνόλου των πολιτών. Αυτό το κριτήριο αποτίμησης δεν είναι άλλο από το κόστος με το οποίο επιβαρύνουν οι τράπεζες μια συναλλαγή. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε μια οικονομία με μηδενικό πληθωρισμό. Για να δούμε ποιος είναι ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος, πρέπει να εξετάσουμε εάν μια συναλλαγή αξίας €100 τελικά στοιχίζει στους συναλλασσόμενους €101 ή 105. Όσο μεγαλύτερο είναι το τελικό κόστος σε σχέση με την αρχική συναλλαγή, τόσο πιο αντιαναπτυξιακό είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Άμεσες συνέπειες είναι η ανάσχεση των επενδύσεων και η υψηλή επιβάρυνση των δανειοληπτών. Η ελληνική οικονομία διάγει την πορεία της βεβαρημένη με κόστος χρήματος, σταθερά υψηλότερο από το μέσο όρο που ισχύει στις υπόλοιπες χώρες μέλη της Ε.Ε. Από την εξέταση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου –που συνίσταται στη διαφορά των σταθμισμένων επιτοκίων
2
Έκθεση του Διοικητή 2010.
χορηγήσεων σε σχέση με των καταθέσεων– έχουμε ένα καλό προσεγγιστικό δείκτη του κόστους των χρηματοδοτικών συναλλαγών που επιβάλλουν οι τράπεζες. Πιο συγκεκριμένα, συγκρίνοντας το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο στην Ελλάδα και στα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ φαίνεται ότι στη χώρα μας το κόστος των συναλλαγών είναι μεγαλύτερο από αυτό στη ζώνη του ευρώ καθ' όλη τη χρονική περίοδο από την ένταξη της χώρας σε αυτή, ασχέτως των διακυμάνσεών του. Χαρακτηριστικά, όπως καταγράφεται στο διάγραμμα 1, η διαφορά κυμαίνεται κοντά στο 50% –ιδιαίτερα κατά την τελευταία περίοδο– που υποδηλώνει ότι κατά μέσο όρο, η επιβάρυνση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων στη χώρα μας είναι 1,5 φορά μεγαλύτερη.2 Μάλιστα, γίνεται σαφές ότι διανύουμε περίοδο επιδείνωσης της διαφοράς. Η αύξηση των επιτοκίων και του κόστους χρήματος σε περιόδους περιορισμένης ζήτησης αποτελεί ισχυρή ένδειξη ελληνικού τραπεζικού παράδοξου και ολιγοπωλίου. Σε περίοδο μείωσης της ρευστότητας, από το 2008 μέχρι το 2010, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο αυξήθηκε από 2,5% στο 2,7%. Η ένδειξη τραπεζικού ολιγοπωλίου ενισχύεται περισσότερο εάν λάβουμε υπόψη μας τη διάρθρωση του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα σε σχέση με τα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Χαρακτηριστικά, στην Ελλάδα
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ • 26
71
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
Γιάννησ Τσαμουργκέλησ
72
δραστηριοποιούνται 66 τράπεζες και τραπεζικά ιδρύματα, την ίδια στιγμή που σε συγκρίσιμες χώρες όπως η Νορβηγία, η Φινλανδία, η Αυστρία ή η Δανία ο αριθμός αυτός είναι τουλάχιστον υπερδιπλάσιος, ενώ η ίδια τάση παρουσιάζεται και στις οικονομίες κρατών όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία ή η Ισπανία (βλέπε πίνακα 1). Μόνο η Ιρλανδία, από το τυχαίο δείγμα, παρουσιάζει μικρό αριθμό τραπεζών ανάλογο με της Ελλάδας. Η διαφορετικότητα της ελληνικής περίπτωσης οφείλεται στον περιορισμένο αριθμό των ξένων τραπεζών, μικρών τραπεζικών ομίλων και συνεταιριστικών τραπεζών (για την Ελλάδα η διάρθρωση για το 2008 παρατίθεται στον πίνακα 4). Με δεδομένες τις δυσκολίες εισόδου στην ελληνική χρηματοπιστωτική αγορά όσο και εξόδου από αυτήν, η συγκεντροποίηση και το υψηλό κα-
θαρό περιθώριο επιτοκίου, αλλά και η τάση ενίσχυσής του σε περιόδους ύφεσης, ενισχύουν την άποψη περί ολιγοπωλιακής διάρθρωσης του τραπεζικού συστήματος και, συνεπαγόμενα, της υπέρμετρης μεταφοράς κοινωνικού πλεονάσματος στις τράπεζες.
1.α.i. Υψηλό κόστος λειτουργίας Βασικό παράγοντα που επηρεάζει το επιτοκιακό περιθώριο με βάση το οποίο λειτουργούν οι τράπεζες αποτελεί το κόστος λειτουργίας και οι δαπάνες προσωπικού. Στην Ελλάδα η συγκριτική παράθεση δεικτών λειτουργικής αποτελεσματικότητας σε σχέση με άλλες συγκρίσιμες χώρες της Ε.Ε. (βλ. γράφημα 1) καταδεικνύει ότι υπάρχει σημαντικό περιθώριο για τη μείωση τόσο των δαπανών προσωπικού όσο και των λοιπών λειτουργικών δαπανών πλην των εργα-
Διάγραμμα 1. Καθαρό επιτοκιακό περιθώριο Ελλάδας και χωρών της ζώνης του ευρώ. Τραπεζικοί Όμιλοι.
Πηγή: «Έκθεση για την Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα» ΤτΕ (Ιούλιος 2010), πίνακας IV.2.
ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ • 26
Τραπεζικά ιδρύματα και τράπεζες
Μέσος αριθμός καταστημάτων ανά τράπεζα
Μέσος αριθμός καταστημάτων ανά 10.000 κατοίκους
ΕΛΛΑΔΑ
66*
62,1
3,65
ΝΟΡΒΗΓΙΑ
147
8,3
2,57
ΦΙΝΛΑΝΔΙΑ
333
3,5
2,19
ΑΥΣΤΡΙΑ
867
4,9
5,11
ΔΑΝΙΑ
101
18,6
3,45
338
114,4
6,04
1816
20,6
4,55
ΓΑΛΛΙΑ ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΙΤΑΛΙΑ
795
43,0
5,73
ΙΣΠΑΝΙΑ
286
159,7
10,08
ΙΡΛΑΝΔΙΑ
42
21,3
2,03
Πηγές: Τράπεζα της Ελλάδος, «Έκθεση για τη Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα», Ιούλιος 2010, OECD Stat extracts, Income Statement & Balance Sheet. All banks. EUROSTAT, total population. Επεξεργασία του γράφοντος. Σημείωση:* Τα στοιχεία του 2010 δεν λαμβάνουν υπόψη το καθεστώς πτώχευσης στο οποίο ετέθησαν τρεις συνεταιριστικές τράπεζες την άνοιξη του 2012.
Γράφημα 1
Σειρά 1: Λειτουργικά έξοδα/Σύνολο Ενεργητικού. Σειρά 2: Δαπάνες Προσωπικού/Σύνολο Ενεργητικού. Στοιχεία OECD Stat extracts, Income Statement & Balance Sheet και ΤτΕ.
τικών. Ειδικότερα εάν ληφθεί υπόψη το μεγάλο μέσο κόστος διαχείρισης του ενεργητικού που χαρακτηρίζει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το
οποίο επισημαίνει την περιορισμένη αποτελεσματικότητα στη διαχείριση κεφαλαίων από αυτό.
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
Πίνακας 1. Αριθμός τραπεζικών ιδρυμάτων και ποιοτικά χαρακτηριστικά. Δείγμα κρατών-μελών Ε.Ε., έτος 2008.
73
Γιάννησ Τσαμουργκέλησ
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
1.β. Τραπεζικό και πολιτικό σύστημα. Βίοι παράλληλοι
74
Ένα από τα βασικά ζητήματα της παρεκτροπής της ελληνικής οικονομίας, πέραν της δημοσιονομικής εκτροπής, ήταν η υπερβάλλουσα ρευστότητα που ουσιαστικά πλαισίωσε τους όρους για τη δημιουργία της φούσκας της τελευταίας δεκαετίας, με κορύφωση το διάστημα μετά το 2004. Την εν λόγω περίοδο η εκτίναξη των τιμών των ακινήτων, η εκτίναξη της παραοικονομίας και όλων εκείνων των παθογενειών που τροφοδότησαν και τροφοδοτήθηκαν από το πελατειακό πολιτικό σύστημα στηρίχθηκαν στην τεράστια ρευστότητα που διοχετεύθηκε στο σύστημα από τις τράπεζες. Σε αυτό δεν συνέβαλε αποκλειστικά το χαμηλό κόστος χρήματος αλλά και ο περιορισμός των πιστοδοτικών κριτηρίων, που πολλές φορές λειτούργησαν σε παραλληλία με την επίσημη παραβίαση των κανόνων λειτουργίας της οικονομίας, καταλήγοντας ουσιαστικά στην επίσημη χρηματοδότηση της παραοικονομίας και συμβάλλοντας σε μια επίσημη λειτουργία ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η χρηματοδότηση της αγοράς ακινήτων που έγινε από τις τράπεζες στις εμπορικές αξίες και ενώ ήταν γνωστό ότι τα συμβόλαια αγοράς συντάσσονταν στις αντικειμενικές αξίες, που σε μέσες τιμές κυμαίνονταν στο 50% με 60% των εμπορικών. Στο διάγραμμα 2 καταγράφεται η πορεία των χρηματοδοτήσεων των
τραπεζών προς τη στεγαστική πίστη ως ποσοστό του ΑΕΠ. Γίνεται σαφές ότι τα στεγαστικά-επισκευα στικά δάνεια έφθασαν στην προ κρίσης περίοδο περί το 35% του ΑΕΠ, που κατατείνει στο συμπέρασμα ότι περί το 17% του ΑΕΠ αποτέλεσε την επίσημη χρηματοδότηση που παρείχαν οι τράπεζες προς το παραοικονομικό κύκλωμα που συνδέεται με τον κατασκευαστικό κλάδο. Επιπλέον από το διάγραμμα και πιο συγκεκριμένα από τη διακύμανση των χρηματοδοτήσεων γύρω από την τάση γίνεται σαφές ότι η χρηματοδότηση της στεγαστικής πίστης και περαιτέρω της παραοικονομίας ακολουθεί προκυκλική συμπεριφορά. Ουσιαστικά η χρηματοδότηση υπερβαίνει τη γενική τάση στις θετικές περιόδους του οικονομικού κύκλου, συμβάλλει στον πληθωρισμό τιμών και συντείνει στη διαμόρφωση της «φούσκας». Η διοχέτευση ρευστότητας στο σύστημα με συνέπειες στη διόγκωση της πληθωριστικής διαδικασίας και της παραοικονομίας καταγράφεται και από το εύρος των ακάλυπτων επιταγών ως ποσοστό του ΑΕΠ (διάγραμμα 3). Μια ακάλυπτη επιταγή αντιπροσωπεύει πολλαπλάσιες συναλλαγές από το αναγραφόμενο ποσό, καθώς αποτελεί επί το σύνηθες μια μεταχρονολογημένη συναλλαγή η οποία στο μεσοδιάστημα χρησιμοποιείται στην αγορά σαν χρήμα, με μια απλή οπισθογράφηση. Δυστυχώς τα επίσημα στατιστικά στοιχεία που εκδίδονται από την αρμόδια υπηρεσία ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ κα-
ταγράφουν μια απλήρωτη επιταγή ή συναλλαγματική με βάση το ποσό που αναγράφεται σε αυτή και δεν υπάρχει ο αριθμός των οπισθογραφήσεων επί αυτών. Με την απλουστευτική και ιδιαίτερα συντηρητική υπόθεση ότι κάθε επιταγή φέρει τουλάχιστον τρεις υπογραφές, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι μέσω της μοναδικής πατέντας των μεταχρονολογημένων επιταγών, που
έχει πλήρως επισημοποιήσει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, καταλήγουμε σε μια ακόμα πηγή χρηματοδότησης της οικονομίας-παραοικο νομίας της τάξης του 3% με 5% του ΑΕΠ. Είναι ευνόητο ότι η πιθανή εκδοχή αύξησης του μέσου αριθμού των οπισθογραφήσεων μας οδηγεί σε πολλαπλάσια του 1,5% του ΑΕΠ ποσά ρευστότητας που διοχετεύθηκαν ανεπισήμως στο σύστημα.
Διάγραμμα 2. Στεγαστικά δάνεια ως % του ΑΕΠ
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ • 26
75
Πηγή: Στατιστικό Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας ΤτΕ, Ελληνική Στατιστική Αρχή.
Διάγραμμα 3 Ακάλυπτες επιταγές και απλήρωτες συναλλαγματικές ως ποσοστό του ΑΕΠ
Πηγή: ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ, Ελληνική Στατιστική Αρχή. Επεξεργασία γράφοντος.
Γιάννησ Τσαμουργκέλησ
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
1.β.i. Τράπεζες και χρηματοδότηση δημόσιου τομέα
76
Ένα άλλο κριτήριο συσχέτισης του τραπεζικού με το πολιτικό σύστημα είναι αυτό της χρηματοδότησης του δημοσίου και ευρύτερου δημοσίου τομέα από τις τράπεζες. Από το διάγραμμα 4, όπου καταγράφεται το ύψος αξίας των ομολόγων που κατείχαν οι βασικές ελληνικών συμφερόντων τράπεζες (Εθνική, Alpha, Eurobank, Πειραιώς) στα χαρτοφυλάκιά τους στο τέλος έτους, γίνεται σαφής η διαρκής ενίσχυση των λειτουργιών του κράτους κατά την επίμαχη δεκαετία. Μάλιστα ο δανεισμός μεγαλώνει ραγδαία κατά το τελευταίο διάστημα, όπου με βάση το σχετικό σχολιασμό από την ΤτΕ αυτό οφείλεται στη χρήση των ομολόγων ως ενεχύρου για τη χρηματοδότηση
από την ΕΚΤ και μάλιστα με άλλοθι το γεγονός ότι αυτό απετέλεσε μια γενικευμένη τακτική των ευρωπαϊκών τραπεζών. Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι τα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. που μετέχουν στο ευρωσύστημα δεν είχαν τον ίδιο βαθμό επιβάρυνσης του δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ, ούτε δημοσιονομικά ελλείμματα εκτροπής. Το ίδιο συμπέρασμα χρηματοδοτικής στήριξης του Δημοσίου προκύπτει και από την εξέταση των σωρευτικών υπολοίπων τραπεζικών δανείων προς τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα (διάγραμμα 5). Μάλιστα εκεί γίνεται πασιφανές και το τεράστιο λάθος της απόφασης και έμπρακτης στήριξης του Δημοσίου από τις τράπεζες με την παράλληλη μείωση θέσεων στον ιδιωτικό τομέα στην εκδή-
Διάγραμμα 4 Χρηματοδότηση πολιτικού συστήματος Άνοιγμα τραπεζών σε ελληνικά ομόλογα (ΕΤΕ, Alpha, Eurobank, Πειραιώς)
Πηγή: Ενημερωτικά Δελτία Τραπεζών.
ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ • 26
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
Διάγραμμα 5
Πηγή: Στατιστικό Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας ΤτΕ.
λωση και εξέλιξη της κρίσης. Πολύ περισσότερο με την ταχύτατη κλιμάκωση των επιτοκίων χορηγήσεων, η οποία όπως προαναφέρεται και καταγράφεται χαρακτηριστικά στο διάγραμμα 6, κατέληξε στην οξεία άνοδο του επιτοκιακού περιθωρίου, που όχι μόνο περιόρισε τη ρευστότητα της οικονομίας αλλά οδήγησε και σε μεγάλη άνοδο τους κόστους εξυπηρέτησης των δανείων, με αποτέλεσμα την περαιτέρω απορρόφηση ρευστότητας από το σύστημα αλλά και την αύξηση του κόστους παραγωγής.
1.γ. Κρίση και τράπεζες. Μια ιδιότυπη σχέση Ωστόσο, η αντιμετώπιση της κρίσης από τις ελληνικές τράπεζες δεν ακολουθεί τον ευρωπαϊκό κανόνα αλλά συγκροτεί μάλλον μια ιδιοτυ-
77 πία. Παρατηρώντας, για παράδειγμα, το ύψος των επιτοκίων δανεισμού για νέα δάνεια προς επιχειρήσεις σε άλλες συγκρίσιμες με την Ελλάδα χώρες στον πίνακα 2, συνάγουμε εύκολα το συμπέρασμα ότι η χώρα μας και η Κύπρος καταγράφουν τα υψηλότερα. Πολύ περισσότερο, όταν στον πίνακα 3 εξετάζουμε τα επιτόκια των υφιστάμενων δανείων προς επιχειρήσεις στις τρεις χώρες της Ε.Ε. υπό επιτήρηση, γίνεται ακόμα σαφέστερη η διαφορά της Ελλάδας, που επιβαρύνει με υψηλό κόστος χρήματος στην οικονομία με σχεδόν 8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με 3,5 ποσοστιαίες μονάδες στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία, παρά το γεγονός ότι η απόκλιση των επιπέδων πληθωρισμού (από 3% μέχρι 3,3%) δεν δικαιολογεί την παρατηρούμενη απόκλιση των επιτοκίων.
Γιάννησ Τσαμουργκέλησ
Πίνακας 2. Επιτόκιο δανεισμού για ΝΕΑ δάνεια προς επιχειρήσεις Έτος 2011
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
Δάνεια μέχρι 1 εκατ. €
78
Δάνεια άνω του 1 εκατ.
Δεκ. 2009
Δεκ. 2010
Δεκ. 2009
Δεκ. 2010
Βέλγιο
2,42
2,63
1,63
1,95
Γαλλία
2,71
2,65
1,94
2,19
Γερμανία
3,36
3,76
2,57
2,78
Ελλάδα
4,70
6,32
3,24
4,95
Ιρλανδία
3,32
3,87
2,50
3,12
Πορτογαλία
4,95
5,92
3,27
4,44
Ισπανία
3,63
3,78
2,16
2,57
Ιταλία
2,95
3,18
1,78
2,56
Κύπρος
6,00
6,64
5,47
6,18
Πηγή: Κεντρικές Τράπεζες.
Διάγραμμα 6
Πηγή: Στατιστικό Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας ΤτΕ.
Έτσι αντικειμενικά καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα, η απορρόφηση κοινωνικού πλεονάσματος από τις τράπεζες κινείται σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από το μέσο ευρωπαϊκό και αντικειμενικά καταλαμβάνει τις υψηλότερες θέσεις
στην κατάταξη των καθαρών εσόδων από τόκους και παράλληλες εργασίες ως ποσοστό του ΑΕΠ (Πίνακας 4). Ωστόσο τα κέρδη από την εκμετάλλευση της προνομιακής θέσης των τραπεζών στην ελληνική οικονομία δεν έτυχαν της καλύτερης
ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ • 26
Πληθωρισμός
Επιτόκιο 5ετές
Ελλάδα
3,3
7,78
Ιρλανδία
3,0
3,44
Πορτογαλία
3,2
3,52
Πηγή: Κεντρικές Τράπεζες.
Πίνακας 4. Καθαρά έσοδα από τόκους και παράλληλες εργασίες % ΑΕΠ 2009 Βέλγιο
4,1
Δανία
5
Αυστρία
3,3
Φινλανδία
2,7
Γαλλία
5,2
Γερμανία
4,3
Ιταλία
5
Ιρλανδία
10,6
Ολλανδία
7,5
79
Ισπανία
6,9
Ελλάδα
6,7
Πηγή: OECD Stat extracts, Income Statement & Balance Sheet.
δυνατής διαχείρισης. Όπως φαίνεται στον πίνακα 5 (αλλά και όπως συνάγεται από τους προηγούμενες πίνακες με τη συγκριτική παράθεση των επιτοκίων χορηγήσεων στα κρίσιμα έτη εκδήλωσης της κρίσης 20082009), στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες οι τράπεζες ακολούθησαν πολιτική περιορισμού του κόστους χρηματοδοτήσεων, ώστε να συνεισφέρουν στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, με συνέπεια την καταγραφή ζημιογόνων χρήσεων. Παράλληλα, ακολούθησαν συνετή πολιτική λήψης σημαντικών προβλέψεων για την εξυγίανση του χαρτοφυλακίου.
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
Πίνακας 3. Πληθωρισμός και επιτόκιο δανεισμού για δάνεια (υφιστάμενα) προς επιχειρήσεις. Έτος 2011
Τις ίδιες χρονιές στην Ελλάδα το περιβάλλον υψηλών επιτοκίων και υψηλής κερδοφορίας των τραπεζών κατέληγε απλώς σε κέρδη και περιορισμένες προβλέψεις.
2. Τι θα έπρεπε να γίνει; Από τα παρατιθέμενα παραπάνω προκύπτει ευλόγως ότι το ελληνικό τραπεζικό, σύστημα δεν είναι ανταγωνιστικό ενώ παράλληλα είναι ιδιαίτερα αναποτελεσματικό και ακριβό αυξάνοντας σημαντικά το κόστος χρήματος και συντείνοντας στην επίταση της κρίσης και την επιμήκυνση
Γιάννησ Τσαμουργκέλησ
Πίνακας 5. Κέρδη (μετά από φόρους) & προβλέψεις 2ετίας 2008-2009 σε εκατ. ευρώ Καθαρά κέρδη
Προβλέψεις
21
14
Αυστρία
5-1,5
12,4
Ιρλανδία
-23
42,6
Ολλανδία
-11
28
Ελλάδα
3,3
6,1
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
Βέλγιο
80
Πηγή: OECD Stat extracts, Income Statement & Balance Sheet.
της διάρκειάς της. Η συστηματική απομόχλευση της οικονομίας από το καθεστώς πιστωτικών περιορισμών που δημιουργούν η έλλειψη ρευστότητας και τα υψηλά επιτόκια διευρύνεται και επιβαρύνεται από την ολιγοπωλιακή διάρθρωση του τραπεζικού συστήματος, όσο και από τις συνέπειες της παράλληλης λειτουργίας με το πολιτικό σύστημα μέσω της χρηματοδότησης της παραοικονομίας και την προκυκλική συμπεριφορά του. Έτσι καταλήγει να συντείνει στη λειτουργία ενός φαύλου κύκλου δυναμικής ύφεσης, όπου ο περιορισμός της ζήτησης επιφέρει την απαξία των περιουσιακών στοιχείων, την επιβάρυνση των προβληματικών χαρτοφυλακίων δανείων των τραπεζών και, περαιτέρω, την αύξηση των επιτοκίων και τη μείωση των χορηγήσεων, αποκλιμακώνοντας την αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων και ούτω καθεξής. Ο μόνος τρόπος ανακοπής αυτού του φαύλου κύκλου της δυναμικής ύφεσης που παράγει η απομόχλευση της οικονομίας είναι η διοχέτευση ρευστότητας στην αγορά. Η εφαρμογή των μέτρων του μνημονίου και του μεσο-
πρόθεσμου σχεδίου δημοσιονομικής στρατηγικής θα πρέπει να συμπληρωθεί με μέτρα νομισματικής χαλάρωσης και παροχή διευκολύνσεων ρευστότητας από την ΕΚΤ στις ελληνικές τράπεζες που θα καταλήγουν στην πραγματική οικονομία. Μια τέτοια αλλαγή, που είναι πολιτικά επιβεβλημένη, απαιτεί την αλλαγή του καταστατικού της ΕΚΤ, ώστε να προσβλέπει στην αντιμετώπιση της ανεργίας και στην ανάπτυξη της Ε.Ε. παράλληλα με τη στόχευση της αντιμετώπισης του πληθωρισμού, να επιτρέπει την έκδοση ευρωομολόγου παράλληλα με τη μείωση του βασικού επιτοκίου, που θα διευκολύνει την άμεση χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Παράλληλα, πρέπει να υιοθετηθεί ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο για την ενίσχυση του ανταγωνισμού στον χρηματοπιστωτικό κλάδο της χώρας, με στόχο τη συστημική μείωση του κόστους του χρήματος και την αύξηση της ρευστότητας με διευκόλυνση της πρόσβασης των επιχειρήσεων και των επιχειρούντων σε χρηματοδότηση. Δεν είναι δυνατόν η υπέρβαση της κρίσης να αφήσει ανέπαφο το στρε-
ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ • 26
2.α. Αντικυκλικότητα και όχι προκυκλικότητα Το τραπεζικό σύστημα θα έπρεπε να λειτουργήσει αντικυκλικά και να διοχετεύσει ρευστότητα με μικρό κόστος στις επιχειρήσεις τις δύσκολες περιόδους του οικονομικού κύκλου. Αντίθετα, στις θετικές περιόδους θα έπρεπε να λειτουργεί στην κατεύθυνση της «αποθέρμανσης» της οικονομίας, αυξάνοντας το κόστος χρήματος και περιορίζοντας τη χρηματοδότηση. Ουσιαστικά στη σημερινή περίοδο οικονομικής κρίσης το τραπεζικό σύστημα θα έπρεπε: • Να δώσει ρευστότητα στο σύστημα • Να μειώσει το κόστος χρήματος • Να «χρηματοδοτήσει» τις μεταρρυθμίσεις και την πραγματική οικονομία • Ακόμα και να γράψει ζημιές στην περίοδο προσαρμογής. Το πλαίσιο των πολιτικών αλλαγών που θα κατατείνουν στην αλλαγή του ρόλου των τραπεζών στην ελληνική οικονομία αναλύεται σε άμεσα μέτρα και μεσοπρόθεσμαμακροπρόθεσμα μέτρα και κινούνται όλα στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης του ολιγοπωλιακού χαρακτήρα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος.
2.β. Άμεσα μέτρα Το άμεσο πρόβλημα της οικονομίας είναι η τεράστια μείωση της ρευστότητας και οι όροι πιστωτικών περιορισμών που ταλανίζουν την επιχειρηματικότητα. Η στήριξη της ρευστότητας σε άμεσο χρόνο είναι δυνατό να γίνει μόνο με διαχείριση του κόστους χρήματος, με δεδομένα τα προβλήματα χαρτοφυλακίου και εντέλει επάρκειας ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, τα οποία είναι αποτέλεσμα των ζημιών που προκάλεσαν το «κούρεμα» του ελληνικού χρέους αλλά και οι σωρευμένες επισφάλειες λόγω της κρίσης και της ευρύτερης αποδόμησης των επιχειρήσεων που βασίσθηκαν εν πολλοίς στη φούσκα των χρηματοδοτήσεων της τελευταίας δεκαετίας. Κάτι τέτοιο είναι δυνατό να γίνει με τη διαχείριση των επιτοκίων καταθέσεων, τα οποία στη συνέχεια θα επιφέρουν (επιβάλουν) τον περιορισμό των επιτοκίων χορηγήσεων ακόμα και δίχως να θιγεί το επιτοκιακό περιθώριο. Η δυνατότητα παρέμβασης και μείωσης των επιτοκίων καταθέσεων παρέχεται από δύο διαφορετικές πλευρές: Α. Από το γεγονός ότι το Δημόσιο εγγυάται τις καταθέσεις έως €100.000, που επιτρέπει την απαίτηση της διαφορετικής τιμολόγησης του κινδύνου απόδοσής τους από πλευράς των τραπεζών και άρα τον έλεγχο του επιτοκίου καταθέσεων μέχρι αυτού του ύψους. Β. Από το γεγονός ότι τράπεζες με πρόβλημα φερεγγυότητας και επάρκειας κεφαλαίων προχωρούν ανεξέλεγκτα προ-
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
βλό σημερινό τραπεζικό σύστημα που καταλήγει σε σημαντικά και σταθερά υψηλότερο και αντιαναπτυξιακό κόστος χρήματος για τις ελληνικές επιχειρήσεις σε σχέση με τον αντίστοιχο ευρωπαϊκό μέσο όρο.
81
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
Γιάννησ Τσαμουργκέλησ
82
σφέροντας υψηλά επιτόκια καταθέσεων, σε μια προσπάθεια προσέλκυσης κεφαλαίων που να χρηματοδοτούν τις εργασίες τους. Αυτή η τακτική λειτουργεί ως άλλοθι γενικευμένης αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων από το σύνολο των τραπεζών, που όμως καταλήγει σε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση των επιτοκίων χορηγήσεων και τελικά σε αύξηση του επιτοκιακού περιθωρίου. Από την άλλη, τα υψηλά επιτόκια καταθέσεων από τις μη φερέγγυες τράπεζες και η προσέλκυση καταθέσεων θα μπορούσε να θεωρηθεί παραπλάνηση του αποταμιευτικού κοινού με την ανοχή της ΤτΕ, καθώς έλκουν κεφάλαια παρά την υψηλή πιθανότητα μη ανταπόκρισης στις αναλαμβανόμενες υποχρεώσεις απόδοσης.
2.β.i. Διαχείριση ρευστότητας Η κεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν μπορεί να γίνει άνευ ουσιαστικών όρων. Και δεν αναφερόμαστε στο δικαίωμα ψήφου των μετοχών που θα ανήκουν στο Δημόσιο, όσο στην ουσιαστική δέσμευση των τραπεζών να κατευθύνουν κεφάλαια και να χρηματοδοτήσουν επιχειρηματικές δραστηριότητες σε τομείς και περιοχές προτεραιότητας, ανεξαρτήτως περιθωρίων βραχυχρόνιου κέρδους αλλά με
3,4
μακρόπνοη προοπτική και κυρίως με σχεδιασμό. Δεν είναι δυνατόν να συζητάμε για καινοτομία και τη στήριξή της όταν όλοι γνωρίζουμε ότι η σχέση του τραπεζικού συστήματος με τη χρηματοδότηση της καινοτομίας είναι μηδενική. Το ίδιο ισχύει για την επιχειρηματικότητα των νέων στις δραστηριότητες κατεξοχήν ενδιαφέροντός τους, όπως η πληροφορική ή ο θαλάσσιος ή ο εναλλακτικός τουρισμός κ.λπ. Το τραπεζικό σύστημα συγκεντροποιημένο και ολιγοπωλιακό, όπως και κάθε ανάλογο τραπεζικό σύστημα, δεν βοηθά την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα αλλά επικεντρώνει τις δραστηριότητες σε παραδοσιακά επιχειρηματικά σχήματα, ισχυρές οικονομικές μονάδες και χρηματοδοτήσεις με ενέχυρα και εξασφαλίσεις που τελικά αναπαράγουν τα ίδια συμφέροντα και τις ίδιες οικονομικές και παραγωγικές δομές.3 Η αλλαγή σε αυτή την αντίληψη πρέπει να γίνει τώρα. Είναι η μεγάλη ευκαιρία το τραπεζικό σύστημα να ωθηθεί σε σύγχρονες αντιλήψεις χρηματοδότησης της επιχειρηματικότητας και όχι της ισχυρής επιχείρησης, ώστε να καταστεί από ογκόλιθος αγκύλωσης και καθυστέρησης σε πυλώνα της ανανέωσης του οικονομικού συστήματος.
Ο Ross Levine στη μελέτη «Bank-Based or Market-Based Financial Systems: Which is Better?» (Finance Department, University of Minnesota, December 2000) και οι Franklin Allen και Douglas Gale στο έργο τους «Comparative Financial Systems: A Survey» του 2001 (University of Pennsylvania, Center for Financial Institutions Working Papers) παρουσιάζουν εκτενείς έρευνες για τη σχέση των τραπεζικών συστημάτων που βασίζονται στις αγορές (market based) με την καινοτομία και την επιχειρηματικότητα, σε αντίθεση με τη σχέση που αναπτύσσεται σε συστήματα τα οποία οικοδομούνται γύρω από τράπεζες και τα ειδικά συμφέροντά τους (bank based).
2.γ. Μεσοπρόθεσμα μέτρα. Από οικονομία συμφερόντων σε οικονομία αγορών Η ελληνική οικονομία είναι διαρθρωμένη σε αγορές που οικοδομήθηκαν και οργανώθηκαν γύρω από επιχειρηματικά συμφέροντα και επιχειρήσεις. Δεν υπάρχει σχεδόν καμία επιμέρους κλαδική αγορά που να μην οργανώθηκε γύρω από τα συμφέροντα κάποιων ισχυρών επιχειρήσεων ή μέσα σε ένα κλειστό σύστημα ειδικών συντεχνιακών συμφερόντων. Μια αντίστοιχη διάρθρωση παρατηρείται και στον τραπεζικό και ευρύτερα χρηματοοικονομικό κλάδο. Σε συνέχεια αυτού του συστήματος οι εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές διαδραματίζουν τυπικό ρόλο και έργο. Η επιχειρηματικότητα περιορίζεται, όπως και η καινοτομία και η ανανέωση των επιχειρήσεων4. Από την άλλη, οι καταναλωτές στερούνται δικαιωμάτων και καταναλωτικών επιλογών, ενώ επιβαρύνονται με ιδιαίτερα ισχυρό και υψηλό διαρθρωτικό πληθωρισμό τιμών. Η εναλλακτική οργάνωση των αγορών είναι πλέον περισσότερο από αναγκαία. Με κέντρο τις ισχυρές εποπτικές και ρυθμιστικές αρχές οι αγορές πρέπει να ανοίξουν, διασφαλίζοντας την απρόσκοπτη πρόσβαση (είσοδο και έξοδο) των επιχειρήσεων, και να λειτουργήσουν πλήρως ανταγωνιστικά, χωρίς ειδικά προνόμια και συμφέροντα. Επιπλέον, πρέπει να προχωρήσουμε σε θεσμούς διάχυσης της πληροφόρησης με ευθύνη των εποπτικών αρχών, ώστε να αυξηθεί η γνώση των φορέων της οικονομίας
που διευκολύνει τις αποφάσεις, αλλά και να περιορισθούν ο ρόλος και η σημασία των ενδιάμεσων μεσολαβητικών υπηρεσιών που επιφέρουν πληθωριστικές πιέσεις και τελικά στρεβλώνουν την κατανομή των μέσων παραγωγής σε σχέση με τις κοινωνικά άριστες προτεραιότητες. Σε αυτό το πλαίσιο και ειδικότερα για τον τραπεζικό κλάδο οι κατευθύνσεις των αλλαγών πρέπει να είναι διττές. Από τη μια να κατατείνουν σε περιορισμό του ρόλου των τραπεζών και την ανάπτυξη των θεσμών που θα επιτρέπουν τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων απευθείας από τους επενδυτές. Από την άλλη να προωθούν την αύξηση του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, ώστε να περιορίζεται το κόστος του χρήματος και παράλληλα να διευκολύνεται η πρόσβαση σε χρηματοδότηση.
2.γ.i. Μεγάλη εξάρτηση της ιδιωτικής οικονομίας από τις τράπεζες Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής περίπτωσης είναι η μεγάλη εξάρτηση της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα. Στον πίνακα 6 καταγράφονται μεγέθη εταιρικής χρηματοδότησης σε δείγμα χωρών σε σχέση με το ΑΕΠ, όπως αυτά προέρχονται μέσω δανείων τραπεζών, αλλά και μέσω των εναλλακτικών χρηματοδοτικών πηγών, δηλαδή, μέσω εταιρικών ομολόγων και μέσω ιδίων κεφαλαίων που συγκεντρώνονται από τις χρηματιστηριακές αγορές. Επίσης, παρατίθεται το ποσοστό των κεφαλαίων που δε-
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ • 26
83
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
Γιάννησ Τσαμουργκέλησ
84
σμεύονται από τις τράπεζες για τη λειτουργία τους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Η εξέταση των στοιχείων αυτών γίνεται για τα έτη 1999 και 2009. Είναι χαρακτηριστική η σημαντική αύξηση του ενεργητικού των τραπεζών σε σχέση με το ΑΕΠ μετά την κρίση σε όλες τις χώρες της Ε.Ε., σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, όπου παρατηρείται σχετική σταθερότητα. Το γεγονός υποδηλώνει τη διεύρυνση της εξάρτησης των ευρωπαϊκών οικονομιών από το τραπεζικό σύστημα. Επίσης σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. παρατηρείται αύξηση του τραπεζικού δανεισμού προς τις επιχειρήσεις σε σχέση με το ΑΕΠ, με την εξαίρεση της Γερμανίας, όπου ο τραπεζικός δανεισμός προς τις επιχειρήσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ περιορίσθηκε, με παράλληλη αύξηση της αξίας των εταιρικών ομολόγων ως προς το ΑΕΠ. Πάντως στις ΗΠΑ ο τραπεζικός δανεισμός των επιχειρήσεων περιορίσθηκε δραστικά, ενώ αυξήθηκε η αξία των εταιρικών ομολόγων. Συμπερασματικά, η εξάρτηση των επιχειρήσεων και ευρύτερα της οικονομίας από τις τράπεζες έχει περιορισθεί δραστικά την τελευταία δεκαετία στις ΗΠΑ, ενώ η ίδια τάση παρατηρείται στη Γερμανία. Αντίθετα, στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. η εξάρτηση από το τραπεζικό σύστημα έχει διευρυνθεί, με κορυφαία την περίπτωση της Ιρλανδίας (γεγονός που την οδήγησε στην οξύτατη κρίση και στην εποπτεία). Ειδικότερα για την Ελλάδα έχουμε διεύρυνση της εξάρτησης της οικονομίας από τις τράπε-
ζες σε ποσοστό ίσο ή μεγαλύτερο από αυτό που επικρατεί στις χώρεςμέλη της Ε.Ε. Η εξάρτηση αυτή κατοπτρίζεται και στην αύξηση του επιπέδου του δανεισμού των επιχειρήσεων ως ποσοστού του ΑΕΠ. Ωστόσο η περιορισμένη αύξηση του δανεισμού προς τις επιχειρήσεις (ιδιαίτερα εάν αφαιρέσουμε τις επιχειρήσεις που ελέγχονται από το Δημόσιο) σε σχέση με την αύξηση του ενεργητικού των τραπεζών υποδηλώνει την ισχυρή (όσο και προβληματική) διεύρυνση των τραπεζικών εργασιών σε δραστηριότητες στεγαστικής και καταναλωτικής πίστης. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 1999 η χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις ήταν το 72,6% του συνόλου της χρηματοδότησης προς τον ιδιωτικό τομέα, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό το 2009 βρέθηκε μόλις στο 52,08%. Την ίδια περίοδο η στεγαστική πίστη υπερδιπλασιάσθηκε, από 15,4% στο 32,26% της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα, και η καταναλωτική πίστη αυξήθηκε από το 9% στο 14,4% του συνόλου της χρηματοδότησης του ιδιωτικού τομέα, συντείνοντας στην αύξηση του πληθωρισμού ζήτησης μέσω της αύξησης των δανειοδοτούμενων καταναλωτικών δαπανών και της παραοικονομικής δραστηριότητας μέσω της χρηματοδότησης του κυκλώματος της οικοδομής – στέγασης. Παρά τη σημαντική αύξηση στη χρηματοδότηση μέσω εταιρικών ομολόγων, το συνολικό ποσό παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, ενώ η πρακτική
της διακράτησή τους από τις τράπεζες και της μη διάθεσή τους στο επενδυτικό κοινό επιδεινώνει την εικόνα εξάρτησης των επιχειρήσεων από το τραπεζικό σύστημα.
2.γ.ii. Αντιμετώπιση του τραπεζικού ολιγοπωλίου Από την άλλη, μια ευέλικτη και υποστηρικτική νομισματική πολιτική, η οποία σχετίζεται με την προσπάθεια αντιμετώπισης διαθρωτικών αδυναμιών που επιβαρύνουν τόσο το κόστος λειτουργίας των τραπεζών όσο και τις συνθήκες ανταγωνισμού, παραμένει στη σφαίρα των εθνικών επιλογών και αντικείμενο κυβερνητικών παρεμβάσεων φορολογικού ή δημοσιονομικού χαρακτήρα. Τέτοιες παρεμβάσεις μπορεί να αφορούν σε θέσπιση φορολογικών κινήτρων για την έκδοση εταιρικών ομολόγων ή τη μετατροπή τραπεζικών δανείων σε εταιρικά ομόλογα με την παράλληλη διάθεσή τους στο ευρύ κοινό μέσω του χρηματιστηρίου. Μια τέτοια πολιτική θα διευρύνει τις επιλογές αποταμίευσης του κοινού, ενώ θα περιορίσει σημαντικά την εξάρτηση των επιχειρήσεων και εν γένει της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα. Έτσι, θα απεγκλωβίσει κεφάλαια των τραπεζών και θα τις υποχρεώσει να αναζητήσουν - διευκολύνουν τη χρηματοδότηση νέων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Τέλος, θα ενισχύσει τη διαφάνεια των επιχειρηματικών συναλλαγών και τον απεγκλωβισμό των επιχειρήσεων από την αδιαφάνεια της τραπεζικής εξάρτησής τους.
Επιπλέον, μέσω φορολογικών κινήτρων είναι δυνατός ο περιορισμός των λειτουργικών δαπανών των τραπεζών, π.χ. μέσω συστήματος φορολόγησης επί των κερδών που θα λαμβάνει υπόψη και το εύρος της καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου αλλά και το ενεργητικό ανά τράπεζα. Επίσης, μέσω κινήτρων επί της φορολόγησης των τραπεζών είναι εφικτός ο επηρεασμός των κατευθύνσεων χρηματοδότησης των τραπεζών σε επιλεγμένους κλάδους ή σε καινοτόμες και εξωστρεφείς επιχειρηματικές δραστηριότητες. Παράλληλα, εκτιμάται ως ιδιαίτερα αποτελεσματική η θέσπιση κινήτρων για την ανάπτυξη εταιρειών επιχειρηματικών συμμετοχών μη ελεγχόμενων από τραπεζικά κεφάλαια και η ενίσχυση των κεφαλαίων αλλά και της οργανωτικής υποδομής ανάλογων φορέων δημόσιου ενδιαφέροντος. Καταλύτης είναι η αύξηση των τραπεζικών ιδρυμάτων που λειτουργούν στη χώρα. Για παράδειγμα, με κίνητρο φοροαπαλλαγών για την περίοδο εγκατάστασης όσων προέρχονται από το εξωτερικό ή με την αναθεώρηση του πλαισίου που αφορά στη δημιουργία ιδιωτικών τραπεζικών ιδρυμάτων με τη μορφή Ανώνυμης Εταιρείας (ΠΔ/ΤΕ 2471/10.4.2001), σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, ώστε να απαιτούνται αναλογικά λιγότερα κεφάλαια από αυτά που απαιτούνται σήμερα και που είναι τα ίδια ανεξαρτήτως γεωγραφικής εμβέλειας των τραπεζικών δραστηριοτήτων. Επίσης θα πρέπει να γίνει αναθεώρηση του
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
ΔΙΕΘΝΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ • 26
85
Γιάννησ Τσαμουργκέλησ
Πίνακας 6. Αξία ως % του ΑΕΠ ενεργητικού τραπεζών, τραπεζικών δανείων προς επιχειρήσεις, εταιρικών ομολόγων και κεφαλαιοποίησης Ελλάδα
Ιρλανδία
Ε.Ε.
Γαλλία
Γερμανία
Ιταλία
Ισπανία
ΗΠΑ
Ενεργητικό τραπεζών (4)
107
282
181
180
195
122
144
99
Δάνεια προς εταιρείες (1)
31
45,2
37,2
39,8
49,8
43,1
12,6
Εταιρικά ομόλογα (2)
0,02
3,6
7,6
0,7
1,0
4,4
25,7
Το (η) Ευρώ (πη) και η Ελλάδα
1999
86
Κεφαλαιοποίηση Χρηματιστ. (3)
85
114
90
111
72
66
77
193
Ενεργητικό τραπεζών (4)
185
927
313,1
358
262
227
296
102
Δάνεια προς εταιρείες (1)
38,6**
225
51,9
43,4
37,6
56,6
88,7
3,5
Εταιρικά ομόλογα (2)
1,09
13,8
0,9
12,4
2,2
5,8
48,7
33
27
71
38
30
86
127
2009
Κεφαλαιοποίηση Χρηματιστ. (3)
Πηγή: (1) Κεντρικές Τράπεζες και ECB, (2) Bank of International Settlement, (3) International Federation of Stock Exchanges. (4) OECD. Σημείωση:* Τα στοιχεία του πίνακα για το 1999 και τις περιπτώσεις της ευρωζώνης, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας και των ΗΠΑ προέρχονται από Ehrmann κ.ά. (2001). ** Με βάση τα στοιχεία της ΕΚΤ. Επεξεργασία του συγγραφέα.
πλαισίου διοίκησης των συνεταιριστικών τραπεζών, ώστε να δημιουργούνται πιο εύκολα αλλά και να λειτουργούν με διαφανείς και φερέγγυους όρους τραπεζικής. Τέλος, παραμένει πάντα ενεργός ο ρόλος της πολιτικής πίεσης στις τράπεζες και το τραπεζικό σύστημα για μεγαλύτερο ανταγωνισμό, διαφάνεια συναλλαγών και εθνικά προσδιορισμένη συμβατότητα των επιχειρηματικών τους επιλογών.
Βιβλιογραφία – Ehrmann M., Gambacorta L., MartinezPages J., Sevestre P. and A. Worms (2001). “Financial systems and the role
of banks in monetary policy transmission in the euro area”. Deutsche Bundesbank, Discussion Paper 18/01. – Goodfriend M. “Comment on Financial Structure and Aggregate Economic Activity: An Overview” by Mark Gertler. Journal of Money, Credit and Banking, Vol. 20, No. 3 (August 1988, Part 2), 589-593. – Kiyotaki N. and J. Moore, “Credit Cycles”, The Journal of Political Economy, Vol. 105, Issue 2 (Apr. 1997), 211-248. – Mankiew, N.G. “The Allocation of Credit and Financial Collapse”. Quarterly Journal of Economics 101 (August 1986), 455-70. – Stiglitz, J. and A. Weiss. “Credit Rationing in Markets with Imperfect Information”. American Economic Review 71 (June 1981), 393-410.