4 minute read
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ἡ Γραφή, λόγος Θεοῦ διὰ γραφίδος ἀνθρώπων, βεβαιούμενος καὶ διὰ σημείων, θαυμάτων, ὑπερβάσεων τῶν φυσικῶν νόμων, ὄχι δὲ μόνον τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀλλ᾽ ἐν παντὶ καιρῷ καὶ σήμερον, παιδιόθεν συνεκίνει καὶ ἔθελγε τὴν ψυχήν μου ἰδιαιτέρως, καὶ ἦτο ἀνάγνωσμα, μελέτημα καὶ ἐντρύφημά μου. ὩὭς σπουδαστής, θεολόγος καὶ φιλόλογος ἐμελέτησα πολλὰ βιβλία καὶ τῆς θύραθεν καὶ τῆς χριστιανικῆς γραμματείας, ἀλλ᾽ οὐδὲν ἐθαύμασα ὅσον τὴν Γραφήν, ἰδίως τὸ Εὐαγγέλιον. Ἡ Γραφή, διὰ νὰ χρησιμοποιήσω φρασιολογίαν τῆς, ὑπέρκειται καὶ ὑπερῆρε πάσας τὰς γραφάς.
Μελετῶν καὶ ἐρευνῶν τὴν Γραφὴν ἡρμήνευσα πολλὰ δυσνόητα χωρία της, καὶ κατὰ τὸ παρελθὸν ἐξέδωσα εἰς τρεῖς τόμους ἔργον ὑπὸ τὸν τίτλον «Ἑρμηνεία δυσκόλων χωρίων τῆς Γραφῆς». Ἐπαΐοντες δέ, Ἱεράρχαι, Καθηγηταὶ Πανεπιστημίου, ᾿Ακαδημαϊκοὶ καὶ ἄλλοι, ἐξετίμησαν καὶ ἔκριναν τὸ ἔργον μὲ λίαν ἐπαινετικοὺς λόγους. ἸΑλλ᾽ οἱ ἔπαινοι δὲν ἀνήκουν εἰς ἐμέ, ἀνήκουν εἰς τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος μὲ ἐφώτισε διὰ τὴν ἀνακάλυψιν κεκρυμμένων νοημάτων εἰς τὸν λόγον του καὶ τὴν ἑρμηνείαν χωρίων, τὰ ὁποῖα ἦσαν σταυροὶ τῶν ἕρμηνευτῶν.
Advertisement
Ἄλλοτε τὸν λόγον μου, ὅτι τὸ Ἅγιον Πνεῦμα ἐφώτισεν καὶ ἐμὲ τὸν ἐλάχιστον, διὰ νὰ ἑρμηνεύσω δύσκολα χωρία τῆς Γραφῆς, ὡρισμένοι, ἐπιπολαίως ἢ καὶ ἐμπταθῶς ἐκφραζόμενοι, ἐχαρακτήρισαν ὡς λόγον ἐγωιστικόν. ᾿Αλλὰ τί ἔπρεπε νὰ εἴπω, διὰ νὰ εἶνε ὁ λόγος μου ταπεινός; Ὅτι ἡρμήνευσα δυσερμήνευτα χωρία τῆς Γραφῆς χωρὶς τὸν φωτισμὸν τοῦ Ἅγίου Πνεύματος, ἀλλὰ διὰ τῆς ἰδικῆς μου δυνάμεως; Ἢὅτι διὰ τὴν ἑρμηνείαν δυσερμηνεύτων χωρίων τῆς Γραφῆς μὲ ἐφώτισεν ὁ Σατανᾶς; Ὁ Σατανᾶς δὲν φωτίζει, ἀλλὰ σκοτίζει. Δυστυχῶςεἰς ὡρισμένους πλεονάζει ἡ ταπεινολογία. Ἐπίσης ὡρισμένοι, εὐκόλως κρίνοντες καὶ εὐκολώτερον ἐπικρίνοντες, ἐπειδὴ διετύπωσα νέας ἑρμηνείας, ἐξαττολ ὕύουν ἐναντίον μου τὴν κατηγορίαν, ὅτι δὲν σέβομαι τοὺς Πατέρας. Δεινὴ συκοφαντία αὐτὴ ἡ κατηγορία. Μελετῶ καὶ θαυμάζω τοὺς Πατέρας διὰ τὴν ἁγιότητα καὶ τὴν σοφίαν των, καὶ μὲ προφορικὸν καὶ γραπτὸν λόγον ὑπερασπίζω τοὺς Πατέρας,
ἰδίως ἔναντι τῆς λεγομένης «Μεταπατερικῆς Θεολογίας» ἀναξίων καὶ ἀνοήτων ἐκπροσώτπων τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς Θεολογίας. ᾿Αλλ᾽ ὁ φωτισμὸς τοῦ Αγίου Πνεύματοςδὲν εἶνε ἀποκλειστικὸν προνόμιον τῶν Πατέρων. Εἰς τὰ ζητήματα τῆς Πίστεως οἱ Πατέρες συμφωνοῦν ((οπβεηδι5 Ραΐγμηι), καὶ κανεὶς εἰς τὰ ζητήματα τῆς Πίστεως δὲν δύναται νὰ διαφωνῇ πρὸς τοὺς Πατέρας. ᾿Αλλ᾽ εἰς τὰς ἑρμηνείας πολυσημάντων λέξεων καὶ δυσνοήτων χωρίων τῆς Γραφῆς εὑρίσκομεν καὶ διαφωνίας μεταξὺ τῶν Πατέρων, αἱ ὁποῖαι ὅμως δὲν θίγουν τὴν Πίστιν. ᾿Ακόμη διαπιστώνομεν, ὅτι καὶ ὁ αὐτὸς Πατὴρ τώρα μὲν ἑρμηνεύει οὕτως ἕν χωρίον καὶ ἄλλοτε ἄλλως. Μετὰ τοὺς Προφήτας καὶ τοὺς ᾿Αποστόλους οὐδεὶς ἀλάθητοςεἰς τὸν λόγον, διὸ καὶ πολεμοῦμεν τὸν Πάπαν, ὁ ὁποῖος διεκδικεῖ τὸ ἀλάθητον. Πρέπει δὲ νὰ σημειωθῇ καὶ νὰ τονισθῇ, ὅτι οἱ Πατέρες προπάντων καὶ κυρίως ἐστηρίζοντο εἰς τὴν Γραφήν. Καὶ δὲν εἶνε λοιπὸν προτεσταντικὸν τὸ νὰ δίδῃ τις τὴν προτεραιότηταεἰς τὴν Γραφήν, ἀλλ᾽ εἶνε Πατερικὸν καὶ Ὀρθόδοξον. Ἂς σημειωθῇ δὲ καὶ τοῦτο, ὅτι ἔκ τινων χωρίων τῆς Γραφῆςδιὰ τῶν ἑρμηνειῶν, τὰς ὁποίας δίδομεν εἰς αὐτά, προκύπτουνκαὶ νέα ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τῶν δογμάτων τῆς Πίστεωςκαὶ ἐναντίον αἱρετικῶν.
Ἡ Γραφὴ εἶνε μεταλλεῖον ἀνεξάντλητον. Μετὰ δὲ τὴν ἔκδοσιν τῶν τριῶν τόμων τοῦ ἔργου «Ἑρμηνεία δυσκόλων χωρίων τῆς Γραφῆς» προέκυψαν καὶ ἄλλαι ἑρμηνεῖαι, αἱ ὁποῖαι περιλαμβάνονται εἰς τὸν παρόντα τέταρτον τόμον. Καὶ βεβαίως μέχρι τὴν Δευτέραν Παρουσίαν ὁ Θεὸς θὰ τιμᾷ πιστοὺς καὶ ταπεινοὺς δούλους του ἀποκαλύπτων εἰς αὐτοὺς μυστικὰ νοήματα τοῦ λόγου του.
Τὰς πλείστας τῶν νέων ἑρμηνειῶν ἔχομεν ἐνσωματώσειεἰς Μετάφρασιν τῆς Καινῆς Διαθήκης εἰς σεμνὴν δημοτικὴν γλῶσσαν. Ἡ Μετάφρασις ἔτυχε θερμοτάτης ὑποδοχῆς ὑπὸ τοῦ πιστοῦ λαοῦ, ἐκρίθη δὲ μὲ τοὺς ὡραιοτέρους λόγους καὶ ὑπὸ λογίων Ἱεραρχῶν. ᾿Αλλὰ δὲν ἐνεκρίθη καὶ δὲν ἐχρησιμοποιήθη ἐπισήμως ὑπὸ τῆς Διοικούσης Ἐκκλησίαςδι᾿ εὐνοήτους λόγους σκοπιμότητος... Εἰς μέλλουσαν ἔκδοσιν τῆς Μεταφράσεως τῆς Καινῆς Διαθήκης θὰ ἐνσωματώσωμεν αὐτὴν καὶ τὰς ὑπολοίπους νέας ἑρμηνείας. Ἐπὶ τῇ βάσει εἰς δὲ τῶν νέων ἑρμηνειῶν, ὅσων θὰ κριθοῦν ἀποδεκταί, Ἑλληνικαὶ
9
καὶ ξέναι μεταφράσεις τῆς Γραφῆς, θήκης, πρέπει εἰς πολλὰ χωρία ν᾿ καὶ ἰδίως τῆς Καινῆς ἀναθεωρηθοῦν. Δια͵Περαίνων τὸν παρόντα πρόλογον καὶ πρὸς τὸ πέρας βα-δίζων τῆς παρούσης ζωῆς, ἂς ἐπιτραπῇ νὰ περιαυτολογή-σω ὀλίγον. Ἂν ἡ διέλευσίς μου ἐκ τῆς παρούσης ζωῆς ἔχῃἀξίαν, αὐτὴ ὀφείλεται προπάντωνεἰς τὴν πρωτοτυπίαν τοῦθεολογικοῦ καὶ δὴ ἑρμηνευτικοῦ καὶ μεταφραστικοῦ ἔργουμου. Λυποῦμαιδέ, διότι αὐτὸ τὸ ἔργον, τὸ ὁποῖον ἐπετελέ-σθη μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἐνήργησενεἰς ἐμὲ λόγῳτῆς πολλῆς ἀγάπης μου πρὸς τὴν Γραφήν, δὲν ἔχει ἀξιοποιηθῆ ὑπὸ τῶν διοικούντων τὴν Ἐκκλησίαν δι᾽ εὐνοήτους λόγους σκοπιμότητος, ὡς ἤδη εἴττομεν. ᾿Αλλ᾽ ἐλπίζω, ὅτι εἰς τὸ μέλλον, καὶ δὴ μετὰ τὴν ἀναχώρησίν μου ἀπ᾽ αὐτὸν τὸν κόσμον, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀναχώρησιν ἐχθρῶν μου, ἀνθρώπων