Ο συμμετοχικός σχεδιασμός στην πόλη

Page 1



Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, Πολυτεχνική Σχολή Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ-ΔΙΑΛΕΞΗ «Ο συμμετοχικός σχεδιασμός στην πόλη: Οι συντελεστές του ως φορείς κοινωνικής συνείδησης και σχεδιασμού.» Ευαγγελοπούλου Χριστίνα Παπαδάκη Σύρμω Υπεύθυνοι Καθηγητές// Σταύρος Δενδρινός, Γεώργιος Πατρίκιος, Νικόλαος Θωμάς Ξάνθη, Ιούλιος 2020


TRACT C I PAT O RY SIGN

///


ABST PA RT I C DES Το θέμα της παρούσας ερευνητικής εργασίας αφορά την αξιολόγηση των συμμετοχικών διαδικασιών καθώς και των συντελεστών που την αποτελούν, στο χωρικό σχεδιασμό σε επίπεδο πόλης. Εντοπίζοντας, αρχικά, τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα που διογκώνονται τις τελευταίες δεκαετίες από την παραγωγή κατακερματισμένου χώρου, προσπαθούμε να αναδείξουμε τα προβλήματα τα οποία αποτυπώνονται στις πόλεις, στο δομημένο περιβάλλον και στην ποιότητα ζωής των κατοίκων. Εξαιτίας της παραγωγής προβληματικού χώρου, που φαίνεται ότι δεν συμπεριλαμβάνει τις επιθυμίες των χρηστών του και καθοδηγείται από τις απαιτήσεις των κυρίαρχων τάξεων, αμφισβητείται όλο και περισσότερο ο τρόπος με τον οποίο ασκείται η αρχιτεκτονική σήμερα. Συνεπώς, δημιουργείται η ανάγκη για μία νέα κατεύθυνση προς μια κοινωνική αρχιτεκτονική, αυτή του συμμετοχικού σχεδιασμού, η οποία βασίζεται στην κοινοτική ζωή προσπαθώντας να βρει λύσεις για κοινωνικά ζητήματα, όπως η βιωσιμότητα, ο δημόσιος χώρος, η κατοικία κ.α. Με αφορμή αυτά τα ζητήματα, λοιπόν, επιχειρείται η διατύπωση προτάσεων επίλυσής τους μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες, οι οποίες δημιουργούν νέες μορφές διαπραγμάτευσης, συνεργασίας και συλλογικότητας μεταξύ των κατοίκων. Η συγκεκριμένη ερευνητική εργασία, μέσω της ανάλυσης τεσσάρων περιπτώσεων συμμετοχικού σχεδιασμού των Bauhäusle, Byker, Park Fiction & Granby Four Streets, επιλέγει να εξετάσει τον τρόπο και τις μεθόδους με τις οποίες εμπλέκεται ο χρήστης και ο ειδικός/αρχιτέκτονας σε μια συμμετοχική διαδικασία. Στόχος είναι να προκύψουν χρήσιμα συμπεράσματα, τα οποία αφορούν τις μεθοδολογίες αυτές που ενισχύουν την ουσιαστική εμπλοκή των ενδιαφερομένων μέσα στον συμμετοχικό σχεδιασμό, τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να δράσει ο αρχιτέκτονας σε αυτή τη διαδικασία, καθώς και τον αντίκτυπο που έχουν αφήσει στην κοινότητα μετά την υλοποίηση τους. Η βιβλιογραφική επισκόπηση και η έρευνα που πραγματοποιήθηκε γύρω από το ζήτημα του συμμετοχικού σχεδιασμού, σε συνδυασμό με την ανάλυση των παραπάνω περιπτώσεων, απάντησαν έως έναν βαθμό στα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κάτοικοι και οι ομάδες πολιτών στη πόλη καθώς και στο τρόπο υλοποίησής τους. Γύρω από αυτό το γενικό πλαίσιο αναγνώρισης μιας βελτιωμένης κοινοτικής ζωής, αναδείχθηκε το δικαίωμα συμμετοχής των χρηστών στο χώρο που τους αφορά, η διαδικασία υλοποίησης ενός σχεδιασμού με έναν πιο δημοκρατικό και συλλογικό τρόπο, η μετάδοση γνώσης και η ενδυνάμωση των σχέσεων μεταξύ των εμπλεκομένων καθώς και η αναθεώρηση του ρόλου του αρχιτέκτονα. Τέλος, οι συντελεστές αυτής της συμμετοχικής διαδικασίας γίνονται φορείς κοινωνικής συνείδησης και σχεδιασμού οι οποίοι ισχυροποιούν τη ανάγκη εκπαίδευσης της κοινωνίας στη συμμετοχή.

/////////

ΠΕ ΡΙΛ Η ΨΗ/

/


ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

01

σ. 05-34

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

σ. 01-04

00 σ. 35-66

02


ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

σ. 67-140

03 ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

σ. 141-150

04

///


/////

Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

Η

παρούσα ερευνητική εργασία αποτελεί μία προσέγγιση του συμμετοχικού σχεδιασμού. Μέσα από τη βιβλιογραφική επισκόπηση του θέματος και την παρουσίαση αντιπροσωπευτικών παραδειγμάτων, θα αναδειχθεί η διαδικασία, η σημασία των συντελεστών και ο ρόλος τους στο συμμετοχικό σχεδιασμό. Στη συγκεκριμένη εργασία ως συντελεστές νοούνται οι: αρχιτέκτονες, σχεδιαστές, μελετητές, αυτόνομες κοινωνικές ομάδες, καλλιτέχνες, πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς.

Η συμμετοχή ως ερευνητική μέθοδος, απασχολεί την ερευνητική κοινότητα από την δεκαετία του ‘30. Ιδίως ο τομέας της κοινωνιολογίας άρχισε να αντιλαμβάνεται τη σημασία της συμμετοχής των ανθρώπων στα κοινά, για την καλύτερη αντιμετώπιση και επίλυση διαφόρων κοινωνικών προβλημάτων. Η αντιμετώπιση αυτών των σύγχρονων προβλημάτων, τα οποία αποκτούν πολυδιάστατο χαρακτήρα, απαιτεί ενναλακτικούς τρόπους σχεδιασμού με έντονη την ανάγκη της συμμετοχικότητας.

01


Ο συμμετοχικός σχεδιασμός δεν αποτελεί μία σύγχρονη μέθοδο πρακτικής αλλά έχει μια μεγάλη ιστορία η οποία ξεκινά από τη δεκαετία του ‘60 και έχει περάσει από διάφορες φάσεις κοινωνικών διεκδικήσεων μέχρι σήμερα. Ο συμμετοχικός σχεδιασμός αποτελεί μια πλατφόρμα επικοινωνίας, μέσω της οποίας επιδιώκεται η αλληλεπίδραση μεταξύ διαφορετικών ομάδων συμφερόντων που έχουν άμεσο ενδιαφέρον ή συμφέρον στα θέματα του σχεδιασμού. Η νέα αυτή προσέγγιση του σχεδιασμού στηρίζεται στη συνεργασία, την αλληλεπίδραση, τη διαπροσωπική επικοινωνία και τη διαπραγμάτευση μεταξύ των εμπλεκομένων μερών, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί πεδίο διεπιστημονικής συνεργασίας. Η κρίση της πόλης σήμερα, αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα για τον άνθρωπο, και βλέπουμε ότι είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Μέσα από την παρατήρηση της πόλης και της κοινωνίας σήμερα τίθεται ο προβληματισμός για το ποιες είναι πραγματικά οι ανάγκες του χρήστη και πως οι κάτοικοι μπορούν να αποκτήσουν μια καλύτερη ποιότητα ζωής βασιζόμενη σε καλύτερες συνθήκες κατοίκησης και πιο ουσιαστικές σχέσεις. Για να μπορέσει ο συμμετοχικός σχεδιασμός σήμερα, να δώσει απαντήσεις γύρω από κοινωνικοπολιτικά ζητήματα που αφορούν την πόλη και τους κατοίκους της, πρέπει να επικεντρωθεί στον τρόπο με τον οποίο εμπλέκεται ο χρήστης καθώς και στον ρόλο που έχει ο αρχιτέκτονας σε αυτή τη κατεύθυνση. Για αυτό το λόγο, η αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων παρέμβασης στα ζητήματα του σχεδιασμού, προέρχεται από γενικότερες απόψεις για την αρχιτεκτονική, το ρόλο του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, το ρόλο του αρχιτέκτονα.

Αφορμή της ερευνητικής μας εργασίας αποτέλεσε η άναρχη μορφή και η λειτουργία του δομημένου περιβάλλοντος στις σύγχρονες μητροπόλεις καθώς και ο τρόπος με τον οποίο δρα ο αρχιτέκτονας και η αρχιτεκτονική στον σχεδιασμό αυτών. Ως φοιτήτριες αρχιτεκτονικής, αναζητάμε μία λύση στα σύνθετα ζητήματα της πόλης και του χώρου, προσεγγίζοντας τα, μέσα από διαδικασίες συμμετοχής. Η συμμετοχική διαδικασία είναι ένα εναλλακτικό εργαλείο σχεδιασμού το οποίο έχει τη δυνατότητα τόσο να βελτιώσει τις κοινωνικές σχέσεις στην πόλη όσο και να ενδυναμώσει τους πολίτες, αποτελώντας ένα μέσο διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους.

Α Φ Ο Ρ Μ Η

02


Μ Ε Θ Ο Δ Ο Λ Ο Γ Ι Α Στο πρώτο κεφάλαιο της ερευνητικής μας εργασίας, γίνεται μια κριτική προσέγγιση γύρω από την προβληματική του δομημένου περιβάλλοντος και γύρω από ζητήματα που αφορούν τις μεταβολές που υφίστανται στην πόλη και στον τρόπο λειτουργίας της. Ακολουθεί μία σύντομη περιγραφή για τον τρόπο που ενεργεί η αρχιτεκτονική και ο αρχιτέκτονας με βάση αυτά τα κοινωνικά ζητήματα και τέλος, επιχειρείται η ανάδειξη της συμμετοχικής αναγκαιότητας γύρω από τις κοινωνικές σχέσεις των κατοίκων και της πόλης, με γνώμονα την έννοια του Δικαιώματος στην πόλη.

03

Στο δεύτερο μέρος, για την καλύτερη κατανόηση του ζητήματος της ερευνητικής μας εργασίας, εστιάζουμε στη έννοια της συμμετοχής, σε θεωρίες βαθμών και τύπων συμμετοχής καθώς και στη σημασία του συμμετοχικού σχεδιασμού. Για αυτό, επιλέγεται στη πορεία να γίνει μία επισκόπηση πρακτικών του συμμετοχικού σχεδιασμού, έτσι ώστε να διαμορφωθεί μία πιο ολοκληρωμένη προσέγγιση για το πώς εμφανίστηκε, εξελίχθηκε και άλλαξε από τη δεκαετία του ΄60 μέχρι σήμερα, κυρίως σε ευρωπαϊκό επίπεδο, και τέλος εξετάζεται ο ρόλος των συντελεστών του για την επιτυχή υλοποίηση αυτής της διαδικασίας.


Ο τρόπος που αλληλοεπιδρούν οι συντελεστές μεταξύ τους κατά τη διάρκεια του συμμετοχικού σχεδιασμού καθώς και οι μεθοδολογίες με τις οποίες επιτυγχάνεται αυτός, θα προσεγγιστεί με τέσσερις περιπτωσιολογικές έρευνες στο επόμενο κεφάλαιο. Αρχικά, γίνεται μία εκτενής ανάλυση του παραδείγματος των φοιτητικών κατοικιών Bauhäusle όπου η φοιτητική κοινότητα σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο κατασκεύασε μέσω μεθόδων ιδιοκατασκευής τους κοιτώνες της αποκτώντας μια κοινοτική ατμόσφαιρα η οποία έχει διατηρηθεί μέχρι και σήμερα. Στη συνέχεια, αναλύεται η συνοικία του Byker ως μία περίπτωση επέμβασης ανάπλασης, με έντονο αναπτυξιακό χαρακτήρα στην περιοχή, κατά την οποία οι προσπάθειες συμμετοχής των κατοίκων στη λήψη αποφάσεων στέφθηκαν με επιτυχία. Ακολουθεί η περίπτωση του κινήματος Park Fiction στη Γερμανία, το οποίο μέσω χρόνιων κινηματικών διεκδικήσεων και σε συνδυασμό με εναλλακτικά εργαλεία συμμετοχικού σχεδιασμού επιδίωξε την δημιουργία ενός δημόσιου πάρκου για τους κατοίκους, το οποίο είναι ενεργό μέχρι και σήμερα. Το κεφάλαιο ολοκληρώνεται με το Granby Four Streets στο Λονδίνο, ως ένα εγχείρημα ανασχεδιασμού κατοικιών σε μικρότερη κλίμακα, όπου η συνεργασία μεταξύ των κατοίκων και των ειδικών είχε θετικά αποτελέσματα.

Σ Τ Ο Χ Ο Ι

Μέσα από τα παραδείγματα του Bauhäusle, Byker, Park Fiction και Granby Four Streets, η συγκεκριμένη εργασία έγινε με στόχο, να διερευνηθούν τα παρακάτω ερωτήματα: 1 Γιατί είναι απαραίτητη η συμμετοχή και τι μπορεί να πετύχει κανείς μέσα από την υιοθέτηση συμμετοχικών προσεγγίσεων; 2 Ποιο είναι το κεντρικό προς διερεύνηση ζήτημα για το οποίο επιδιώκεται η παρέμβαση των συμμετεχόντων από κοινού; 3 Με ποιον τρόπο η διαδικασία λήψης αποφάσεων επηρεάζει τον σχεδιασμό και τους συντελεστές του. 4 Κατά πόσο είναι σημαντική η μεθοδολογία μιας συμμετοχικής διαδικασίας, ώστε να έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στους συμμετέχοντες? 5 Ποιο είναι το αποτέλεσμα και ποια τα οφέλη της συμμετοχικής διαδικασίας στην ποιότητα ζωής των συμμετεχόντων; 6 Άσχετα με την επιτυχημένη ή αποτυχημένη υλοποίηση του έργου, κατά πόσο η συμμετοχική διαδικασία επηρέασε τους συμμετέχοντες και την κοινωνία? 7 Ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος του ειδικού σε αυτή τη διαδικασία? 8 Είναι ο συμμετοχικός σχεδιασμός, εν τέλη, ένας τρόπος επαναπροσδιορισμού του χρήστη και των σχέσεων του με την πόλη?

04



01

ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

A. Οι αρνητικές επιπτώσεις του νεοφιλελευθερισμού στην παραγωγή του χώρου και στο δομημένο περιβάλλον. B. Επισημάνσεις για τις κυρίαρχες πρακτικές της αρχιτεκτονικής σήμερα και το ρόλο του αρχιτέκτονα σε αυτές. Γ. Το δικαίωμα στην πόλη και η ανάγκη για συμμετοχή.


01./ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

[Εικ. 1]

A

υτό το κεφάλαιο αποτελεί μία προσέγγιση της προβληματικής γύρω από το ζήτημα της πόλης και των στοιχείων που τη συνθέτουν. Το ζήτημα του δομημένου περιβάλλοντος, όμως, διακατέχεται από ένα ευρύ φάσμα που ξεπερνά το στόχο αυτής της εργασίας. Η συγκεκριμένη εργασία ασχολείται με το θέμα του συμμετοχικού σχεδιασμού στην πόλη. Για αυτό και κρίθηκε σημαντικό, η δομή αυτού του κεφαλαίου να ξεκινήσει με μία σύντομη κριτική προσέγγιση για το στίγμα που αποτυπώνουν οι μεταβολές στην πόλη και τον τρόπο ανάπτυξής και λειτουργίας της από τις τελευταίες δεκαετίες μέχρι σήμερα. Στη συνέχεια, περιγράφεται η σημερινή θέση της αρχιτεκτονικής και ο ρόλος της στα κοινοτικά ζητήματα της πόλης και τέλος, δίνεται έμφαση στις κοινωνικές σχέσεις που την αποτελούν και πόσο σημαντική είναι η συμμετοχική αναγκαιότητα για την αναδιαμόρφωση αυτών των σχέσεων. Ως οδηγούς για αυτή την κριτική προσέγγιση, χρησιμοποιήσαμε τρεις από τους πιο σημαντικούς θεωρητικούς που ασχολήθηκαν με ζητήματα της πόλης και της καθημερινότητας, εισάγοντας

07


την έννοια του «Δικαιώματος στην πόλη», τους Henry Lefebvre, David Harvey και Jan Gehl. Παρόλο που οι έννοιες και οι παρατηρήσεις των παραπάνω θεωρητικών για τους μετασχηματισμούς στην πόλη, αναφέρονται στις μεταπολεμικές δεκαετίες, η ουσία τους παραμένει σημαντική μέχρι σήμερα.

08


01./ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

[Εικ. 2]

[Εικ. 3]

[Εικ. 4]

09


[Εικ. 5]

Οι αρνητικες επιπτωσεις του νεοφιλελευθερισμου στην παραγωγη του χωρου και στο δομημενο περιβαλλον

Ο αρχικός προβληματισμός της έρευνας μας, αφορά στις επιπτώσεις που έχει φέρει η οργάνωση του δομημένου περιβάλλοντος ως προς την κοινωνία αλλά και στις σχέσεις μεταξύ των κατοίκων. Για να γίνει, όμως, μια εμπεριστατωμένη κριτική πάνω στην δομή του σύγχρονου δομημένου περιβάλλοντος και της πόλης, γίνεται μία ιστορική αφήγηση της μορφής των πόλεων από την περίοδο της Βιομηχανικής Επανάστασης έως τη σύγχρονη πραγματικότητα, σε σχέση με οικονομικά κριτήρια και μοντέλα παραγωγής χώρου που οδήγησαν σε κοινωνικές πολιτισμικές και χωρικές μεταβολές, απομακρύνοντας την πόλη όλο και περισσότερο από την κοινοτική ζωή.

10


01./ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

H κοινωνία στην οποία ζούμε, μοιάζει με τον καιρό να είναι όλο και περισσότερο αφιλόξενη και εχθρική απέναντι στον άνθρωπο. Παρατηρούμε πως ζούμε σε έναν κόσμο που είναι κατά βάση ατομικιστικός. Η ποιότητα ζωής των κατοίκων στην πόλη αλλοιώνεται καθώς η κυρίαρχη τάξη επεμβαίνει με πολύπλευρους τρόπους σε αυτήν, καθορίζοντας έτσι έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Οι πολιτικές και κοινωνικές αστάθειες, καθώς και η ραγδαία εξέλιξη του καπιταλισμού, έχουν καταλήξει να δημιουργούν απρόσωπες σχέσεις μεταξύ των πολιτών. Οι ραγδαίες και ριζοσπαστικές αλλαγές σε πολλαπλά επίπεδα διαλύουν αξίες· οι εξάρσεις των εθνικιστικών κινημάτων δημιουργούν απρόβλεπτες καταστάσεις· οι πόλεμοι απειλούν να καταστρέψουν ιστορικά μνημεία, νεκρώνοντας τις πόλεις και εξαφανίζοντας κομμάτια της ιστορίας. Τα παραπάνω είναι μερικά μόνο από τα ζητήματα που έχουν άμεση σχέση με το χώρο, επιδρούν σε αυτόν και τον μεταλλάσσουν, ενώ πολλές φορές τον σχεδιάζουν αυθαίρετα. Ο χώρος είναι μια πολυδιάστατη έννοια, υπάρχουν πολλοί τρόποι που μπορεί κανείς να σκεφτεί τον χώρο. Επιλέγοντας διαφορετικές εκφάνσεις, προσεγγίζουμε την έννοια του χώρου, βασιζόμενες στον Lefebvre, τον Harvey και τον Jan Gehl οι οποίοι αφιέρωσαν μεγάλο κομμάτι της έρευνας τους στην κατανόηση της παραγωγής του κοινωνικού χώρου. Για παράδειγμα, ο Lefebvre αναλύει «την προβληματική του βιωμένου χώρου, καθώς είναι μία σημαντική πλευρά, και ίσως βασική, μιας γνώσης της αστικής (urbaine) πραγματικότητας. Ενώ, με τη σειρά του ο Harvey, βασιζόμενος στο έργο του Μαρξ, στο βιβλίο του «Social Justice and the city»1 προσεγγίζει το χώρο μέσω της χωρικής διάστασης οικονομικών μηχανισμών του καπιταλισμού. Από εδώ προκύπτει ότι η προβληματική του χώρου ανήκει στη θεωρία και επιστήμη του αστικού (urbain) και, κατά συνέπεια, σε μία πιο πλατιά προβληματική,

11

που άφορα την κοινωνία σαν σύνολο».2 Σε μία από τις υποθέσεις του για τον χώρο, ο Lefevre3 (1977), αναφερόμενος στον καπιταλισμό του 19ου αι. και στην μαζική παραγωγή υλικών μέσων παραγωγής (μηχανές και τα λοιπά) και εργατικού δυναμικού, με σκοπό την αύξηση κατανάλωσης προϊόντων, κατέληξε να χαρακτηρίζει τον χώρο οργανικό και λειτουργικό. Ήταν ο πρώτος που μίλησε για μια γραφειοκρατική κοινωνία με κατευθυνόμενη κατανάλωση και υποστήριξε ότι ο χώρος αποτελεί το περιβάλλον και το μέσο μιας οργανωμένης κατανάλωσης, μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και των συνθηκών παραγωγικής εργασίας αποτελούν


«σκοπό» αυτής κατ’ επέκταση

της κοινωνίας, και της κατανάλωσης.

Επιπλέον για τον ίδιο, ο χώρος, μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα σύνολο υλικών μορφών. Καθορίζει και καθορίζεται από την ανθρώπινη δραστηριότητα, καθώς αποτελεί το πεδίο δράσης της. Μέσω αυτής, ο πολίτηςκάτοικος αντιλαμβάνεται το χώρο και του προσδίδει ατομικά και συλλογικά νοήματα. Οι πόλεις αποτελούνται από κτισμένους και ελεύθερους χώρους, ιδιωτικές και δημόσιες περιοχές, οι οποίες πλαισιώνουν τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων που τις κατοικούν. Ιδιαίτερα οι δημόσιοι χώροι, είναι οι περιοχές στις οποίες εμφανίζονται και αναπτύσσονται

περισσότερο αυτές οι σχέσεις. Ο δημόσιος χώρος, σύμφωνα με τον Jan Gehl4 στο βιβλίο του «Life Between Buildings», μπορεί να χαρακτηριστεί ως η περιοχή ή «ο χώρος ανάμεσα στα κτίρια»5, όπου όλοι έχουμε δικαίωμα πρόσβασης, χωρίς οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια. Είναι οι δρόμοι, οι πλατείες, τα πάρκα, οι παραλίες αλλά και η πρόσβαση στην ποιοτική γνώση, την ψυχαγωγία, τον πολιτισμό.

[Εικ. 6]

12


01./ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Οι έννοιες και οι θεωρήσεις για τον χώρο που αναφέρθηκαν παραπάνω, έχουν άμεση σχέση με το αστικό και το δομημένο περιβάλλον που επιχειρούμε να εξετάσουμε σε αυτό το υποκεφάλαιο. Η πόλη όχι μόνο διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, αλλά σταδιακά διεκδικεί και αποκτά τη δυνατότητα να υπαγορεύει περιεχόμενα και να επιβάλλει μορφές, επιδρώντας στην κατανόηση των κοινωνικών αντιθέσεων που εκδηλώνονται μέσα στο χώρο. Οι πόλεις αποτελούν ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο σύστημα που επηρεάζεται από τις κοινωνικές πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις. Ένα σημαντικό βήμα στην ιστορία των πόλεων, το οποίο καθόρισε τη σημερινή τους μορφή, ξεκίνησε στη Βιομηχανική Επανάσταση. Εκείνη την περίοδο, έλαβαν χώρα οι σπουδαιότερες αλλαγές στις πόλεις, μεταβάλλοντας ριζικά τη μορφή τους, για να υποδεχτούν το οικονομικό και κοινωνικό σύστημα του καπιταλισμού, κατασκευάζοντας κοινωνικά, πολιτιστικά και ιδεολογικά τον σύγχρονο τρόπο ζωής. Η Βιομηχανική Επανάσταση έλαβε χώρα στην Ευρώπη στη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα και είχε ως αποτέλεσμα, όχι μόνο τη μεταβολή της φύσης της εργασίας, αλλά και τη δραματική διαφοροποίηση της οργάνωσης των κοινωνικών σχέσεων, καθώς και του κυρίαρχου έως τότε οικιστικού προτύπου. Αυτό, σε συνδυασμό με τη χρήση νέων τεχνολογιών, οδήγησε στην εξέλιξη του κυκλοφοριακού, της βιομηχανίας και συνεπώς στην ανοικοδόμηση των πόλεων. Το αστικό τοπίο μεταβλήθηκε αρκετά σε σχέση με την μορφή των προ-βιομηχανικών πόλεων, μετά τη συγκέντρωση μεγάλων ομάδων πληθυσμού γύρω από τα βιομηχανικά κέντρα, όπου εκεί εντοπίζονται οι θέσεις εργασίας.

13

Τα νέα χωρικά δεδομένα που προέκυψαν αποδείχθηκαν εξαιρετικά δυσμενή για την αστική τάξη. Η εξουσία κατάφερε να “καθαρίσει” τα κέντρα των πόλεων καθώς δημιουργήθηκαν εργατικές συνοικίες, όπου εμφανίστηκε ο τύπος τής εργατικής κατοικίας καθώς και οι νέοι δημόσιοι χώροι αστικών εξυπηρετήσεων. Το κέντρο τής πόλης και ειδικά οι δημόσιοι χώροι, με την απομάκρυνση της εργατικής μάζας, μετατράπηκαν σε περιοχές κατανάλωσης για την αστική τάξη. Έτσι, το κέντρο κάθε τόπου δεν καθορίζεται πλέον από την αγορά, την εκκλησία ή το δημαρχείο, αλλά από το εργοστάσιο. Δημιουργήθηκε, λοιπόν, ένα σύστημα το οποίο περιείχε πυκνοκατοικημένες περιοχές με έντονη την καθ’ ύψος ανάπτυξή τους, βιομηχανικά κέντρα με μεγάλης κλίμακας παραγωγή, όπου επικρατούσε ο τεχνικός και κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας. «Η Βιομηχανική Επανάσταση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως επικράτηση ενός οικονομικού μοντέλου νέου τύπου, του καπιταλισμού».6 Συνοψίζοντας, όπως δήλωσε και ο Harvey «η πόλη, η οποία προϋπήρχε ως μια ισχυρή πραγματικότητα, μετατρέπεται από συλλογικό έργο σε εμπόρευμα»7, καθώς ο πυρήνας τής αρχαίας πόλης που ήταν εμπορικό, θρησκευτικό, πνευματικό, πολιτικό, παραγωγικό κέντρο, μετατρέπεται σε κέντρο καταναλωτικό. Στη συνέχεια, υποστηρίζει ότι αυτό που αποκαλούμε σήμερα «πόλη» είναι το αποτέλεσμα της από πάνω διαδικασίας που ονομάζουμε αστικοποίηση. «Η διαδικασία της αστικοποίησης, ήδη από τα χρόνια της μεταπολεμικής περιόδου, έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στο δομημένο αστικό χώρο, οι οποίες έχουν οικονομικό, κοινωνικό και περιβαλλοντικό χαρακτήρα. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, τα πιο βασικά στοιχεία της πόλης μεταλλάχθηκαν, ώστε να υπακούσουν στους νόμους της αγοράς.


Η εγκατάλειψη της υπαίθρου, η μετανάστευση, η κερδοσκοπία της γης, η απουσία κρατικής πολιτικής, για παράδειγμά στο ζήτημα της κατοικίας, είναι μερικά από τα θέματα που καθόρισαν την ιδεολογία της “ανάπτυξης”».8 Θεωρεί, λοιπόν, ότι η αστικοποίηση αποτελεί μια βασική διαδικασία του καπιταλιστικού συστήματος. Παρατηρούμε πως οι μετασχηματισμοί των πόλεων συνδέονται με την οικονομική ανάπτυξη καθώς η έννοια της ταυτίζεται με αυτή της κερδοσκοπίας. Σε αυτή τη λογική χάθηκαν οι έννοιες, όπως προστασία του περιβάλλοντος και

προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, και πήρε θέση η αντιπαροχή η οποία έγινε, όχι μόνο το κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα, αλλά και αντίληψη του τρόπου ζωής στο σημερινό παραγωγικό σύστημα. Είναι σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει μια εύκολη απάντηση στο ερώτημα του πως οργανώνεται μια πόλη σαν ένα σώμα αντικαπιταλιστικής πολιτικής. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών, μέσα από τους μετασχηματισμούς των πόλεων έχουν υπάρξει σημαντικές χωρικές και κοινωνικές συνέπειες, οι οποίες πλέον διογκώνονται και αποτυπώνονται στο σύγχρονο δομημένο περιβάλλον.

[Εικ. 7]

14


01./ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

[Εικ. 8]

15


«Η καθημερινή μας ζωή διαδραματίζεται σε ένα χτισμένο/τεχνητό περιβάλλον που καταπιέζει, στις διάφορες κλίμακές του, τις δραστηριότητές μας. Ένα περιβάλλον που παράγεται κι αναπαράγεται, έξω από τον καθένα μας, αλλά που, με τη σειρά του, καθορίζει για μας έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο ζωής. Από την κλίμακα της πόλης, του δρόμου, του τετραγώνου μέχρι το σπίτι μας, αλλά και παραπέρα μέχρι τους χώρους της κατοικίας, τα έπιπλα, τα αντικείμενα κι όλα τα μικροαντικείμενά μας».9 Το δομημένο περιβάλλον και η διαμόρφωση του, είναι συνυφασμένα με έναν τρόπο ζωής βασισμένο στην κατανάλωση και στην εκμετάλλευση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, στην πόλη και στο δημόσιο χώρο, από την κυρίαρχη τάξη. Ο δημόσιος χώρος έχει χάσει το νόημα που του απέδιδε η κοινοτική οργάνωση του παρελθόντος. Ο δημόσιος χώρος είτε εμπορευματοποιείται είτε ερημώνει και δεν αποτελεί πλέον πεδίο πραγματικής επαφής και επικοινωνίας. Η συναναστροφή, σήμερα, πραγματοποιείται μέσα σε χώρους κατανάλωσης υλικών και πνευματικών αγαθών. Οι πλατείες αποτελούν συνήθως είτε περάσματα, αφού δεν υπάρχουν πια υποδομές ένταξης της κοινωνικής ζωής, είτε δομικά στοιχεία ανάδειξης της εξουσίας.

Με αυτόν τον τρόπο η πόλη έχασε την πιο σημαντική λειτουργία της, εκείνη του τόπου συνάντησης. Οι χώροι και οι ανάγκες των κατοίκων, οι χώροι συνάθροισης, δημιουργίας και αλληλεπίδρασης πάσχουν. Ο ίδιος ο πολίτης-κάτοικος, ταυτίζεται πλέον με τον καταναλωτή και η συμπεριφορά του διαμορφώνεται με αυτό. Αυτή η συμπεριφορά, χαρακτηρίζεται από έντονη επιθυμία για κατανάλωση, όχι ως προϋπόθεση για επιβίωση αλλά ως κριτήριο υπεροχής. Η υπεροχή είναι πολύ εύκολο να υιοθετηθεί από την ανθρώπινη συμπεριφορά καθώς και αυτή βασίζεται στην αρχετυπική τάση της κυριαρχίας. Αυτό φυσικά έχει ως αποτέλεσμα την επικράτηση της ατομικής ταυτότητας σε βάρος τής συλλογικής και την εμφάνιση της ανταγωνιστικής συμπεριφοράς. Για τον Harvey10, όλοι αυτοί οι μετασχηματισμοί, οφείλουν να μελετηθούν εκ νέου σήμερα, καθώς διαδραμάτισαν, και συνεχίζουν μέχρι σήμερα να διαδραματίζουν, κεντρικό ρόλο στο συνολικό οικοδόμημα του παγκόσμιου καπιταλισμού, από τη δεκαετία του 1970.

16


01./ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Η οικονομική ανάπτυξη και η διανομή των εμπορευμάτων και των υπηρεσιών μέσα στην πόλη, δεν συνέβαινε ισότιμα αλλά εμπεριείχε τεράστιες χωρικές και κοινωνικές ανισότητες, που αποτυπώνονταν στους περιθωριοποιημένους πληθυσμούς κυρίως μειονοτήτων. Η πόλη αποτελεί ένα πολύπλοκο ζήτημα που πρέπει να εξετάζεται κάθε φορά από διαφορετική οπτική γωνία. Οι σύγχρονες πόλεις, ειδικά μητροπολιτικού χαρακτήρα, είναι δομημένες με τέτοιον τρόπο που ενυπάρχουν μηχανισμοί οι οποίοι παράγουν χωρικές και κοινωνικές ανισότητες, ανισότητες που αποτυπώνονται στους περιθωριοποιημένους πληθυσμούς κυρίως μειονοτήτων. Οι ανισότητες που συναντάμε στις κοινωνικές ομάδες και η καταπίεση που δέχονται συγκεκριμένες ομάδες φαίνεται να είναι αποτέλεσμα των διαδικασιών συσσώρευσης κεφαλαίου και των πολεοδομικών πρακτικών. Ακόμη, είναι ενδογενώς παραγόμενες και αλληλένδετες με το οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού καθώς οι μηχανισμοί αναδιανομής του εισοδήματος προκαλούν τη δημιουργία ομάδων διαφορετικής οικονομικής δυνατότητας. Είναι τουλάχιστον αναμενόμενο πως μια διαδικασία, όπως η αστικοποίηση που στρέφεται γύρω από ιδιωτικά συμφέροντα, θα παράξει από τους ίδιους τους μηχανισμούς της, ανισότητες ως προς το κοινωνικό σύνολο. Όλα αυτά καταλήγουν στο φαινόμενο της αποξένωσης του πολίτη. «Μαζική επικοινωνία, μαζική παραγωγή, μαζική εκπαίδευση είναι το σήμα των σύγχρονων κοινωνιών μας, καπιταλιστικών ή σοσιαλιστικών, και οι δύο μοιάζουν σ’ αυτό το σημείο».11 Καμία επιλογή χωροθέτησης ή πολεοδομικού σχεδιασμού

17

δεν είναι ουδέτερη πολιτικά και κοινωνικά, εμπεριέχει αποφάσεις που τίθενται υπέρ διαφορετικών ομάδων συμφερόντων. Η κεντρική εξουσία επιζητά συνεχώς αυξανόμενο κέρδος, προγραμματίζοντας ή ενισχύοντας την κερδοφόρα ανάπτυξη. Οι πόλεις αποκτούν τον χαρακτήρα των επιχειρηματικών πεδίων, με την εμπορευματοποίηση να κυριαρχεί. Προωθούνται αστικές επενδύσεις μέσω ιδιωτικοποίησης δημόσιας περιουσίας και το περιβάλλον διαμορφώνεται από τους εργολάβους, τους βιομηχάνους και τους οικονομικά ισχυρούς. Το νέο πολεοδομικό σύστημα δεν καθορίζεται πλέον από πολιτικές πιέσεις και κρατικές παρεμβάσεις, αλλά από όρους που χαρακτηρίζουν την αγορά του real estate, όπως το marketing και η διαφήμιση. Η σύγχρονη μεγαλούπολη στηρίζεται στους νόμους του κεφαλαίου, της οικονομίας, στη κερδοσκοπία και στην επιχειρηματική διακυβέρνηση η οποία είναι προσανατολισμένη σε επιχειρηματικά συμφέροντα. Οι μητροπόλεις χαρακτηρίζονται από έντονη διαφορετικότητα και ποικιλομορφία, οι οποίες μεταφράζονται σε χωρικό αποκλεισμό των μειονοτήτων και των ευπαθών ομάδων και αντίστοιχα σε κλειστές περιοχές κατοικίας για κατηγορίες υψηλών εισοδημάτων. Οι χωρικές επιπτώσεις είναι τεράστιες. Οι μητροπόλεις επεκτείνονται ξεπερνώντας προς μια διάχυτη κατάσταση αστικότητας με τεράστιες μητροπολιτικές περιοχές που αποτελούνται από διαφοροποιημένα χωρικά σύνολα, κέντρα των πόλεων, πλούσια και φτωχά προάστια, παραγκουπόλεις και περιφραγμένες κοινότητες πλουσίων. Mεγάλα μέρη του πληθυσμού, που δεν έχουν καν στέγη που ικανοποιεί τις βασικές ανάγκες ζουν σε υποβαθμισμένες περιοχές, που υπάρχουν σε όλες τις πόλεις και όλες τις


« Μαζική επικοινωνία, μαζική

παραγωγή, μαζική εκπαίδευση είναι το σήμα των σύγχρονων κοινωνιών μας, καπιταλιστικών ή σοσιαλιστικών, και οι δύο μοιάζουν σ’ αυτό το σημείο ». - Hassan Fathy

χώρες του κόσμου, με έλλειψη υποδομής σε διάφορα επίπεδα (τεχνολογικό, οικονομικό, πολιτιστικό). Η φτώχεια και οι κοινωνικές και χωρικές ανισότητες οξύνονται μέσα σε μια κατακερματισμένη αστική ενότητα. Με τα μέτρα που ορίζει η πολιτική εξουσία, η ανισότητα στην κατανομή του εισοδήματος και του πλούτου στον ανεπτυγμένο κόσμο συνεχίζει να αυξάνεται, οδηγώντας σε τεράστιες ανισότητες στις συνθήκες διαβίωσης μεγάλων κοινωνικών τμημάτων, προκαλώντας γκετοποίηση και αφήνοντας αδικημένους τους οικονομικά ανίσχυρους. Οι διακρίσεις αυτές και ο αποκλεισμός οδηγούν στη δημιουργία θυλάκων μέσα στην πόλη και αποσκοπούν στον απόλυτο έλεγχό τους από τη μεριά της κεντρικής εξουσίας, μιας και οι ευπαθείς ομάδες αντιμετωπίζονται σαν κίνδυνος για την «κοινωνική συνοχή». Με βάση αυτόν τον οικονομικό και κοινωνικό διαχωρισμό, παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, ένα πρότυπο μοντέλο της αστικής ανάπτυξης, το οποίο έχει εξαπλωθεί σε όλες τις πτυχές της καθημερινής μας ζωής, διαμορφώνοντας την κοινοτική ζωή σήμερα, μια ζωή όλο και πιο απομονωμένη, απρόσωπη, ιδιωτική και χωρίς συλλογικότητα. Με άλλα λόγια, τα μορφολογικά πρότυπα της πόλης λειτουργούν έτσι ώστε να συντηρούν διακρίσεις κοινωνικές και πολιτικές.

το νόημα τους και έχουν μετατραπεί σε χώρους κατανάλωσης ή αποτελούν αστικά κενά. Ο χώρος κατακερματίζεται, καθώς διαχωρίζονται οι καθημερινές του λειτουργίες και χρήσεις και πλέον σαφή όρια χαρακτηρίζουν τις σχέσεις μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου, αποκόπτοντας τη συναναστροφή μεταξύ των κατοίκων.

Η κρίση των μεγάλων πόλεων αποτελεί γεγονός διαπιστωμένο. Μια κρίση πολύπλευρη, όχι μόνο οικονομική, αλλά και κρίση αξιών, κρίση πολιτισμού και τρόπου ζωής. Συμπερασματικά, βασικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης πόλης και του δομημένου περιβάλλοντος, είναι η έλλειψη κοινών χώρων που συντηρούν την κοινοτική ζωή, καθώς έχουν χάσει

18

[Εικ. 9]


01./ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

[Εικ. 10]

Επισημανσεις για τις κυριαρχες πρακτικες της αρχιτεκτονικης σημερα και το ρολο του αρχιτεκτονα σε αυτες

Οι μετασχηματισμοί του χτισμένου περιβάλλοντος, από τη δεκαετία του 1970 μέχρι σήμερα συνεχίζουν να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο στο συνολικό οικοδόμημα του παγκόσμιου καπιταλισμού. Και για αυτό το λόγο βρίσκονται και στην καρδιά των αιτιών της σημερινής κρίσης. Μέσα στη γενικευμένη κρίση αξιών, ιδεών και ιδεολογιών, που βρίσκεται η αρχιτεκτονική στην καθημερινή μας ζωή, στην πόλη μας, στη γειτονιά μας; Ποιος είναι, άραγε ο ρόλος του αρχιτέκτονα και του πολεοδόμου;

19


Μέσα στη γενικευμένη κρίση αξιών, ιδεών και ιδεολογιών, που βρίσκεται η αρχιτεκτονική στην καθημερινή μας ζωή, στην πόλη μας, στη γειτονιά μας; Ποιος είναι, άραγε ο ρόλος του αρχιτέκτονα και του πολεοδόμου;

Μια αρκετά διαχρονική απάντηση σε αυτό το ερώτημα, είναι αυτή του Lefevre (1977) o οποίος δηλώνει ότι «[...]είναι παραγωγοί χώρου... Δεν είναι μόνο τροφοδότες στην και για την αγορά τής κατασκευής. ‘Οπωσδήποτε δεν είναι οι μόνοι παραγωγοί του χώρου. Υπάρχουν κάθε είδους παράγοντες αυτής τής παραγωγής, από τούς προγραμματιστές, τούς τραπεζίτες, τούς χρηματοδότες, ως τίς πολιτικές και διοικητικές αρχές, ως τους εργάτες της οικοδομής και τους χρήστες. Οι αρχιτέκτονες και οι πολεοδόμοι ενεργούν μέσα στο πλαίσιο του υφιστάμενου τρόπου παραγωγής, άλλα έχουν ένα σημαντικό ρόλο. Σ’ αυτούς επαφίεται το μέλλον τής αρχής, σύμφωνα με την όποια ο χώρος έχει μια άξια χρήσης και όχι μόνο μια ανταλλακτική άξια».12

Με την άνοδο της Βιομηχανικής επανάστασης και την επιρροή της αστικοποίησης, εμφανίζεται έντονα το ζήτημα της στέγασης εξαιτίας την συσσώρευσης των αγροτών στην πόλη ώστε να παρέχουν εργατικό δυναμικό στη βιομηχανία. Προκειμένου να μπορέσει να εγκατασταθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα η εργατική τάξη στα κέντρα των πόλεων, οι πολεοδόμοι αλλά και οι αρχιτέκτονες κατά τη διάρκεια του σχεδιασμού επικεντρώθηκαν περισσότερο στο ερώτημα «πως» και όχι στο «γιατί». Η αρχιτεκτονική επηρεάστηκε από τη γραμμή παραγωγής. Το κόστος της κατασκευής ήταν μικρό με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν υπερμεγέθη μπλοκ, τα οποία, κατά συνέπεια δεν κάλυπταν τις στοιχειώδεις ανάγκες του ανθρώπου. Συνεπώς, αυτό αποτέλεσε το τυποποιημένο μοντέλο που ακολούθησε η αρχιτεκτονική πρακτική. Σε όλες τις εποχές, όμως, ο αρχιτέκτονας κατατάσσεται στην κυρίαρχη τάξη και εξουσία. Δεδομένου ότι η κυρίαρχη τάξη είναι αυτή που είχε την οικονομική δυνατότητα να του παρέχει χρήμα, ταυτιζόταν με αυτή, εκπροσωπόντας την και εκπληρώνοντας τις δικές της επιθυμίες και εκφράσεις. Ο αρχιτέκτονας, ανέκαθεν χρησιμοποιούσε τις εκάστοτε τεχνολογικές ιδιαιτερότητες της κάθε εποχής. Τα καθήκοντά του περιορίζονταν στη μελέτη και εφαρμογή της τεχνολογίας κατασκευής κτηρίων (αργότερα και του πολεοδομικού σχεδιασμού, ακόμα αργότερα και του περιβαλλοντικού σχεδιασμού).

20


01./ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Παρόλα αυτά, με την εκπλήρωση των επιθυμιών της άρχουσας τάξης, εξασφάλιζε την επιζητούμενη ισχύ και το εισόδημά του, χωρίς να ενδιαφέρεται για τις επιπτώσεις και τα κίνητρα του έργου του. Ουσιαστικά, με αυτή του τη δράση, ενώ αποτελούσε και αποτελεί γέννημα των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών της εκάστοτε εποχής, βλέπουμε ότι δεν τις λάμβανε υπόψη. Σύμφωνα με τον De Carlo, «η αρχιτεκτονική παρέμεινε προνόμιο των μεγαλοαστών και περιορίστηκε σε σχέσεις μεταξύ πελατών, επιχειρηματιών, ιδιοκτητών γης, κριτικών και αρχιτεκτόνων, σε ένα δίκτυο οικονομικών και ταξικών συμφερόντων και σε ένα πεδίο που απέκλειε οποιαδήποτε οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και αισθητική άποψη που δεν συμμεριζόταν η άρχουσα τάξη. Πήρε μια προνομιούχα θέση στην πλευρά του πελάτη και όχι στην πλευρά του χρήστη. Η «ελίτ» στάση του Μοντέρνου Κινήματος και κατ’ επέκταση η αποστασιοποίησή του από την ευρύτερη κοινωνία και τις βασικές της ανάγκες, οδήγησε στην αντίληψη πως η αρχιτεκτονική είναι περιττή. Το παλιό χάσμα, που οφειλόταν στην ασαφή επαγγελματική υπόσταση του αρχιτέκτονα, διευρύνθηκε με την περαιτέρω απομάκρυνση της αρχιτεκτονικής από την κοινωνική πραγματικότητα».13

«η αρχιτεκτονική παρέμεινε προνόμιο των

- Giancarlo de Carlo

μεγαλοαστών και περιορίστηκε σε σχέσεις μεταξύ πελατών, επιχειρηματιών, ιδιοκτητών γης, κριτικών και αρχιτεκτόνων, σε ένα δίκτυο οικονομικών και ταξικών συμφερόντων και σε ένα πεδίο που απέκλειε οποιαδήποτε οικονομική, κοινωνική, πολιτιστική και αισθητική άποψη που δεν συμμεριζόταν η άρχουσα τάξη. Πήρε μια προνομιούχα θέση στην πλευρά του πελάτη και όχι στην πλευρά του χρήστη. Η «ελίτ» στάση του Μοντέρνου Κινήματος και κατ’ επέκταση η αποστασιοποίησή του από την ευρύτερη κοινωνία και τις βασικές της ανάγκες, οδήγησε στην αντίληψη πως η αρχιτεκτονική είναι περιττή. Το παλιό χάσμα, που οφειλόταν στην ασαφή επαγγελματική υπόσταση του αρχιτέκτονα, διευρύνθηκε με την περαιτέρω απομάκρυνση της αρχιτεκτονικής από την κοινωνική πραγματικότητα». 21


Αντιμέτωποι με τέτοιες προκλήσεις στο περιβάλλον μας, ανακύπτουν ερωτήματα σχετικά με το ρόλο του αρχιτέκτονα στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα: αρκεί να είναι απλώς ένας ειδικός που παρέχει υπηρεσίες αποκλειστικά για τους οικονομικά ισχυρούς; Πώς μπορούν οι αρχιτέκτονες να χρησιμοποιήσουν τις γνώσεις τους για το καλό της πόλης και των κατοίκων της;

[Εικ. 11]

22


01./ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Με τον ταχύτατο πολλαπλασιασμό της “εικονικής” αρχιτεκτονικής στις ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες σε όλο τον κόσμο και την δημιουργία νέων πόλεων από το μηδέν, όπως το Ντουμπάι, οι αρχιτέκτονες συνεχίζουν να επικεντρώνουν το ενδιαφέρον τους όλο και πιο πολύ στην εικόνα της αρχιτεκτονικής και πόσο αυτή θα μπορούσε να είναι ελκυστική σε ένα διεθνές εύπορο πελατολόγιο. Στη δεκαετία του 80, όπως έχει αναφέρει και ο Koolhaas14, η κυριαρχία των αγορών έγινε γενικά αποδεκτή. Αυτό αποτελεί, ουσιαστικά, μια πραγματεία που βλέπουμε να επικρατεί μέχρι και σήμερα. Η κυριαρχία της αγοράς και οι επιπτώσεις του καπιταλισμού και της παραγωγής έχουν μεγάλο αντίκτυπο στην αρχιτεκτονική. Η αρχιτεκτονική έχει χάσει το νόημα της και δίνεται έμφαση στους αρχιτέκτονες που αντιμετωπίζονται ως διασημότητες. Οι σχεδιαστές διαμορφώνουν τη ζωή μας σε κάθε κλίμακα, από την αρχιτεκτονική των πόλεων μας έως τα αντικείμενα και τα συστήματα που χρησιμοποιούμε κάθε μέρα. Ορισμένοι σχεδιαστές στοχεύουν να δημιουργήσουν εμπορικά επιτυχημένα προϊόντα, ενώ άλλοι ελπίζουν ότι το έργο τους θα ωφελήσει την κοινωνία. Μερικοί καταφέρνουν να κάνουν και τα δύο. Όποια κι αν είναι τα κίνητρά τους, επικεντρώνονται στην ικανοποίηση των προσδοκιών των πελατών και στην αντιμετώπιση των φανταστικών αναγκών των χρηστών.

23

Η ομάδα, που ασχολείται με το σχεδιασμό είναι συνήθως απρόσωπη και δουλεύει σε ένα κεντρικό επίπεδο μακριά από τους κατοίκους μιας περιοχής και μακριά από τα προβλήματα τους. Ενώ, όσον αφορά τον σχεδιασμό των πόλεων, οι πόλεις αφήνουν πίσω τους τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και αρχίζουν να μοιάζουν όλο και περισσότερο η μία στην άλλη και στην σύγχρονη μητρόπολη. Όταν αναφερόμαστε στη λέξη χρήστης αναφερόμαστε στον άνθρωπο, στον κάτοικο και στον πολίτη ο οποίος βιώνει αυτόν τον χώρο. Η λέξη χρήστης από μόνη της προσδίδει έναν δευτερεύοντα ρόλο, τον τελικό αποδέκτη της αρχιτεκτονικής διαδικασίας, που προαναφέραμε. Σήμερα, ένα σημαντικό στοιχείο που χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική που παράγεται, εκφράζεται από το γεγονός ότι πολλά από τα κτίρια με μεγαλειώδη μορφολογικά στοιχεία δεν εκφράζουν συλλογικές αρχές και αξίες αλλά εκφράζουν ένα αυτοαναφορικό σύστημα αρχών, την ατομική έκφραση του αρχιτέκτονα. Ένα καλά σχεδιασμένο κτίριο ή ένας καλά σχεδιασμένος δημόσιος χώρος μπορεί να εμπλουτίσει τη ζωή των κατοίκων, ενώ με τη σειρά του ο κακός σχεδιασμός μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στον κόσμο μας. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση ένα κτίριο ή μία αστική ανάπλαση μπορούν να θεωρηθούν καλά σχεδιασμένα αν μπορεί να χαρακτηριστεί χρήσιμη η λειτουργία τους.


[Εικ. 12]

24


25


01./ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

[Εικ. 13]

Βλέπουμε, ότι η σύγχρονη αρχιτεκτονική συνεχίζει σε έναν βαθμό να σχεδιάζει και να κατασκευάζει οπτικά ισχυρά κτίρια, που μπορεί να είναι λειτουργικά αλλά όχι απαραίτητα ποιοτικά για το χρήστη. Φτάνουμε λοιπόν να μιλάμε σήμερα, για την αρχιτεκτονική των Star Architects, «μία αρχιτεκτονική των αρχιτεκτόνων» όπως πολύ γλαφυρά την ονομάζει ο Giancarlo de Carlo.15 Οι αρχιτέκτονες μένουν αμέτοχοι ευθυνών με ισχνούς προβληματισμούς, σχεδιάζουν υλοποιώντας τις απαιτήσεις των πελάτων με οικονομική δύναμη, δίχως να δίνουν προσοχή στις επιθυμίες και τις ανάγκες των χρηστών. Παρατηρούμε μια αρχιτεκτονική, λοιπόν, που απομακρύνεται όλο και περισσότερο από τον κοινωνικό και πολιτικό της ρόλο. Σήμερα οι ανάγκες των ανθρώπων για κατοικία, εργασία και ψυχαγωγία, έχουν πολλαπλούς τρόπους έκφρασης που δεν «χωρούν» πλέον στη μονοσήμαντη λογική των δωματίων για την κατοικία, ή του zoning για την πόλη. Οι διαφορετικοί τύποι οικογενειακών και αστικών σχέσεων απαιτούν πολλαπλότητα στον τρόπο σχεδιασμού.

Στην αρχιτεκτονική, λοιπόν, αλλά και γενικότερα στις κοινωνικές επιστήμες διακρίνονται ποικίλα προβλήματα. Ένα από αυτά τα προβλήματα είναι η πολυπλοκότητα που παρατηρείται στις κοινωνικές σχέσεις, στη σχέση ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής, ενάντια στη διαίρεση και τον κατακερματισμό. «Ο Ali Madanipour υποστηρίζει πως σε μια κατακερματισμένη κοινωνία, όπου επιδιώκονται ατομικά και τεκμηριωμένα συμφέροντα και η μεγάλη κοινωνία και το κράτος της συνδυάζεται με ένα αίσθημα αδυναμίας και αποκλεισμού, απαιτούνται κοινά σχέδια και επιτυχημένες κοινές δράσεις για να φέρουν μια αίσθηση ενδυνάμωσης και ταύτισης με την πολιτική της κοινότητας».16

[Εικ. 14]

26


01./ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Το δικαiωμα στην πoλη και η ανaγκη για συμμετοχh

Η πολύπλευρη ανάπτυξη στην καπιταλιστική κοινωνία που ζούμε, δημιουργεί όλο και πιο άγριες συνθήκες εκμετάλλευσης με αποτέλεσμα την διάλυση της κοινωνίας, την απομόνωση των κατοίκων και την όλο ένα και πιο ουσιαστική υποταγή στο καπιταλιστικό σύστημα. Μέσω αυτής της υποταγής, χάνουμε οποιοδήποτε προνόμιο για να διεκδικήσουμε τις ατομικές και συλλογικές μας ανάγκες, καταλήγοντάς να «τροφοδοτούμε» το σύστημα και να βλάπτουμε τον εαυτό μας. Έχοντας υπόψη τα παραπάνω αδιέξοδα των σύγχρονων πόλεων και τις συνέπειες της οικονομικής, κοινωνικής, πολιτισμικής και περιβαλλοντικής κρίσης, αναζητήσαμε εναλλακτικά εργαλεία κοινωνικής και οικιστικής οργάνωσης και σχεδιασμού, που προκύπτουν απευθείας από τις ανάγκες των ανθρώπων. Μέσα από το αίτημα του Δικαιώματος στην Πόλη, που εισήγαγε ο Lefebvre και υποστήριξε μετέπειτα ο Harvey, και σύμφωνα με την ανάλυση του Jan Gel για τις κοινωνικές σχέσεις που πλαισιώνουν τον δημόσιο χώρο και την πόλη, αναδεικνύεται η ανάγκη για συμμετοχή.

27


[Εικ. 15]

28


01./ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Στο όνομα της κατανάλωσης και της παραγωγής προϊόντων, οι κοινωνικές σχέσεις έχουν αντικατασταθεί από σχέσεις εκμετάλλευσης και σχέσεις οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας. Ιδιαίτερα στις πόλεις, αυτή η εκμετάλλευση καταστρέφει οποιαδήποτε δημιουργική ικανότητα και η έννοια τής «δημιουργίας» περιορίζεται. Ο Henry Lefebvre, με βάση αυτό το γεγονός,

29

συνοψίζει τα εξής επιχειρήματα: «η πόλη και η πραγματικότητα της πόλης, προκύπτουν από την άξια χρήσης. Η Ανταλλακτική άξια, η γενίκευση του εμπορεύματος μέσω της εκβιομηχάνισης τείνουν να καταστρέφουν, υποτάσσοντάς την, την πόλη και την πραγματικότητά της...».17 Όρισε, λοιπόν, την αξία της χρήσης ως έργο και πρώτος από όλους αναζήτησε μια «κοινωνία πόλης» υποστηρίζοντας


[Εικ. 16] πως η πόλη πρέπει να παράγεται από τους κατοίκους της, και όχι από τα κερδοσκοπικά συμφέροντα που την καθιστούν προϊόν. Η ουσία της πόλης ως έργο δεν είναι μόνο χωρική, αλλά και πολιτική. Δεν μιλά μόνο για παραγωγή χώρου αλλά και για δυνατότητα διαχείρισης των κρατικών μηχανισμών παραγωγής χώρου, από τους πολίτες. Ο χώρος ωστόσο, πέρα από τα φυσικά και

τεχνικά στοιχεία που τον παράγουν και τον συνθέτουν -αναλόγως την κλίμακα μπορεί να είναι τα κτήρια, οι δρόμοι, τα πάρκα- συντίθεται, παράγεται και προσδιορίζεται από τους χρήστες του.

30


01./ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Ο Henry Lefebvre, ήταν Γάλλος μαρξιστής φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, ο πρώτος που ασχολήθηκε με την κριτική της καθημερινής ζωής και εισήγαγε την έννοια του Δικαιώματος στην Πόλη. Στο βιβλίο του «Le Droit à la ville»18 (μτφρ. «Το Δικαίωμα στην Πόλη»), δίνει απαντήσεις για την προβληματική σχέση της κοινωνίας με την πόλη και προσεγγίζει μια ουτοπική κοινωνία, με κεντρικό άξονα τον άνθρωπο. Μέσα από αυτό το αίτημα, ο Lefebvre υποστηρίζει ότι πρέπει να στραφούμε προς ένα νέο ουμανισμό19, και να αναζητήσουμε έναν άλλον άνθρωπο, τον άνθρωπο της κοινωνίας πόλης. Οραματίζεται μία αστική πραγματικότητα, που θα έχει μία νέα μορφή, αυτή της συνύπαρξης, και θα συγκεντρώνει πράγματα, ανθρώπους και στιγμές. Αναφέρεται σε μια νέα αστική συνθήκη και αποζητά μια ολόκληρη νέα κοινωνία, ικανή να διεκδικεί. Οραματίζεται μια πόλη δημιούργημα της κοινωνίας της, και σε αντίθεση με την ανάγκη για φυγή από τις πόλεις, που δημιουργεί το δικαίωμα στην φύση, κάνει λόγο για μια ανάγκη παραμονής στις πόλεις και βίωσης του «αστικού», θεωρώντας πως είναι το βασικότερο δικαίωμα των αστών, να βιώνουν την πόλη τους και ένα βήμα παραπέρα, να βιώνουν την πόλη που οι ίδιοι δημιουργούν. Αντίστοιχα, ο David Harvey (βρετανός γεωγράφος), υπέρμαχος του «Δικαιώματος στην Πόλη», προσέγγισε την έννοια του χώρου και της πόλης μέσω της χωρικής διάστασης οικονομικών μηχανισμών του σύγχρονου καπιταλισμού, βασιζόμενος στο έργο του Μαρξ. Επηρεασμένος από το βιβλίο του Lefevre20, σημειώνει ότι ως αίτημα το δικαίωμα στην πόλη είναι κενό περιεχομένου αν δεν οριστεί ποιοι/ές το θέτουν και για ποιο λόγο. Κάνει μία σύγχρονη προσέγγιση πάνω σε αυτή την έννοια και την ορίζει ως εξής: «Το δικαίωμα στην πόλη είναι κάτι περισσότερο από την ελευθερία πρόσβασης του ατόμου στους αστικούς πόρους: είναι το δικαίωμα να αλλάζουμε τους εαυτούς μας μέσω των αλλαγών στην πόλη. Είναι ακόμη, ένα κοινό παρά ατομικό δικαίωμα από τη στιγμή που αυτή η αλλαγή αναπόφευκτα εξαρτάται από μια συλλογική δύναμη προκειμένου να γίνει ο μετασχηματισμός της αστικοποίησης. Η ελευθερία να σχηματίζουμε και να ανασχηματίζουμε τις πόλεις και τους εαυτούς μας, υποστηρίζω πως είναι ένα από τα πιο σημαντικά αλλά και παραμελημένα ανθρώπινα δικαιώματα».21 Αναφέρει, επίσης, ότι το Δικαίωμα στην Πόλη αποτελεί ταυτόχρονα κραυγή και αίτημα. Προτείνει την αντιμετώπιση της αποξένωσης και του μαρασμού μέσα από την δημιουργικότητα, ώστε να δοθεί η ευκαιρία στον πολίτη να γίνει πιο

31

«Το δικαίωμα στην πόλη εί

από την ελευθερία πρόσβα αστικούς πόρους: είναι το τους εαυτούς μας μέσω τω Είναι ακόμη, ένα κοινό παρ από τη στιγμή που αυτή η α εξαρτάται από μια συλλογι να γίνει ο μετασχηματισμό ελευθερία να σχηματίζουμε τις πόλεις και τους εαυτού πως είναι ένα από τα πιο σ παραμελημένα ανθρώπινα


ίναι κάτι περισσότερο ασης του ατόμου στους δικαίωμα να αλλάζουμε ων αλλαγών στην πόλη. ρά ατομικό δικαίωμα αλλαγή αναπόφευκτα ική δύναμη προκειμένου ός της αστικοποίησης. Η ε και να ανασχηματίζουμε ύς μας, υποστηρίζω σημαντικά αλλά και δικαιώματα». - David Harvey

εποικοδομητικός

και

ανοιχτός

σε

διεργασίες.

Η πόλη σχετίζεται πάντα με την κοινωνία, με τον τρόπο λειτουργίας και σύνθεσής της, με τους πολίτες της, με την ιστορία της. Έτσι, η πόλη αλλάζει, όταν αλλάζει και η ίδια η κοινωνία και τα συστατικά της στοιχεία. Εξαρτάται, από σχέσεις αμεσότητας μεταξύ των πολιτών και των κοινωνικών ομάδων που την αποτελούν, χωρίς απαραίτητα να οργανώνει και να ελέγχει αυτές τις σχέσεις. Μεταξύ των κοινωνικών σχέσεων που δημιουργούνται μέσα στην πόλη παράγονται και αναπαράγονται οι ανθρώπινες υπάρξεις. Η πόλη είναι έργο μιας ιστορίας, έργο ανθρώπων και ομάδων μέσα στο κομμάτι αυτής της ιστορίας. Οι άνθρωποι και τα κτίρια ήταν, είναι και θα

συνεχίσουν να είναι συνδεδεμένα. Ο Jan Gehl22, συγγραφέας του «Cities for People»23, για πρώτη φορά το 1971, κάνει την ανάλυσή του για να μιλήσει για τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων με την πόλη και επικεντρώνεται στο πώς χρησιμοποιούνται οι δημόσιοι χώροι και τι μπορούν να κάνουν οι σχεδιαστές και οι αρχιτέκτονες για να τους ενεργοποιήσουν. Η έρευνά του Gehl, αφηγείται την ιστορία των πόλεων και πώς περισσότερες από πέντε δεκαετίες σχεδιασμού με επίκεντρο τα κτίρια, έχουν καταστήσει το δημόσιο χώρο μια ατυχή σκέψη. Ο δημόσιος χώρος, στον οποίο αναπτύσσονται οι ανθρώπινες σχέσεις και δράσεις είναι κρίσιμος για την πόλη και τους κατοίκους της. Είναι ο χώρος, στον οποίο μπορεί κανείς να περπατήσει, να σταθεί, να ανταλλάξει ιδέες, να συμμετέχει, να ενημερωθεί, να ονειρευτεί, να χαρεί την παρουσία του άλλου, να έρθει σε επαφή με τη φύση. Κεντρικό στοιχείο του οράματος του Gehl, για έναν επιτυχημένο δημόσιο χώρο και τον αστικό σχεδιασμό, είναι αυτό που αναφέρεται ως «ανθρώπινη κλίμακα»24. Το μητρώο των αισθήσεων, των ενστίκτων και των αντιδράσεων με τις οποίες οι άνθρωποι διαπραγματεύονται ενστικτωδώς τους χτισμένους και κοινωνικούς τους κόσμους. Οι βασικές αρχές για το σχεδιασμό μιας βέλτιστης βιώσιμης πόλης, που διατυπώνονται στο βιβλίο του «Cities for People», σχετίζεται με την ικανότητά της να εξυπηρετεί ή να συμπληρώνει τις ανθρώπινες ανάγκες, την επιθυμία για κοινότητα, την ικανότητα δημιουργικότητας και τη δυναμική εμπλοκή με τον χώρο. Υπάρχει, λοιπόν, μια σύνδεση της βέλτιστης ανθρώπινης ζωής, στην οποία η κοινωνικότητα είναι το κλειδί. Η πόλη του Gehl, που έχει σχεδιαστεί για τους ανθρώπους, βάζει στο επίκεντρο ενστικτώδη όρια, εκείνους τους χώρους στους οποίους οι άνθρωποι παραμένουν, συγκεντρώνονται και κυρίως αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους και με τα χτισμένα περιβάλλοντά τους. Το επιχείρημα του Gehl εμπλουτίζεται από την αναφορά του στην κοινωνιολογία και την ανθρώπινη ψυχολογία και τη σημασία τους στο σχεδιασμό. Οι πόλεις για τους ανθρώπους οριοθετούν μια σημαντική δυναμική για την αστική ζωή: «μια πόλη επιβιώνει μόνο εάν οι κάτοικοί της κάνουν χρήση των δημόσιων χώρων της σε συνεχή βάση και αυτοί οι κάτοικοι θα το κάνουν μόνο εάν η πόλη είναι καθαρή, ασφαλής και ενδιαφέρουσα για αυτούς».25 Σύμφωνα λοιπόν, με αυτές τις τρείς διαφορετικές προσεγγίσεις του Lefebvre, Harvey και Gehl, για

32


01./ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

την πόλη και την σχέση της με τους ανθρώπους, παραθέτουμε την εξής τοποθέτηση. «Η πόλη, είναι η πιο συνεπής και, συνολικά, η πιο επιτυχημένη προσπάθεια του ανθρώπου να ανακατασκευάσει τον κόσμο στον οποίο ζει ώστε να συμφωνεί με τις επιθυμίες του. Αλλά, αν η πόλη είναι ο κόσμος που δημιούργησε ο άνθρωπος, είναι και ο κόσμος στον οποίο είναι στο εξής καταδικασμένος να ζει. Έτσι, έμμεσά, και χωρίς καμία σαφή αίσθηση της φύσης της αποστολής του, φτιάχνοντας την πόλη ο άνθρωπος ξαναέφτιαξε τον εαυτό του (Robert Park). Το ερώτημα τι είδους πόλη θέλουμε δεν μπορεί να διαχωριστεί από το ερώτημα τι είδους άνθρωποι θέλουμε να είμαστε, τι είδους κοινωνικές σχέσεις αναζητάμε, τι σχέσεις με τη φύση διατηρούμε, ποιο είδος ζωής επιθυμούμε, ποιες αισθητικές αξίες ενστερνιζόμαστε».26

[Εικ. 17]

Ο David Harvey, στο βιβλίο του «Spaces of Hope», κάνει ένα παραλληλισμό, όπου αναφέρει: «φανταστείτε τους εαυτούς μας ως αρχιτέκτονες, όλοι οπλισμένοι με ένα ευρύ φάσμα δυνατοτήτων και δυνάμεων, ενσωματωμένοι σε ένα φυσικό και κοινωνικό κόσμο γεμάτο προβληματισμούς και όρια. Φανταστείτε επίσης ότι μπορούμε και προσπαθούμε να αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο, ως επιδέξιοι αρχιτέκτονες οι οποίοι στρεφόμαστε προς την εξέγερση, την στάση και πρέπει να σκεφτούμε στρατηγικά και πρακτικά τι οφείλουμε να αλλάξουμε και που, πως να το αλλάξουμε, τι και με ποια εργαλεία, καθώς επίσης πρέπει να συνεχίσουμε να ζούμε σε αυτόν τον κόσμο και αυτό είναι το βασικό δίλλημα που αντιμετωπίζει όποιος ενδιαφέρεται για μια προοδευτική αλλαγή».27 Εδώ ο Harvey κάνει μία ταύτιση μεταξύ του ατόμου που ζει σε ένα κόσμο κοινωνικό και φυσικό με τα όρια του αρχιτέκτονα, ο οποίος κατέχει διάφορα εργαλεία, ενός επιδέξιου και επαναστάτη αρχιτέκτονα, όμως, αυτού που ενώ κατέχει αυτά τα εργαλεία, επιλέγει να τα χρησιμοποιήσει διαφορετικά, ανατρεπτικά ακόμα και στρατηγικά προκειμένου να αλλάξει αυτό που οφείλει και επιθυμεί, στοχεύοντας σε αυτή την αλλαγή. Συνεχίζει ο Harvey και αναλύει πως ο αρχιτέκτονας μπορεί και μάλιστα πρέπει να επιθυμεί, να σκέφτεται και να ονειρεύεται τη διαφορά, παράγοντας και δημιουργώντας έτσι οράματα για το τι μπορεί και τι είναι εφικτό να αλλάξει. Ο τρόπος, λοιπόν, με τον οποίον σχεδιάζουμε καλείται να αλλάξει. Αυτή η ανάγκη για αλλαγή στον τρόπο που σχεδιάζουμε τις πόλεις όσο και του ρόλου του αρχιτέκτονα και του χρήστη, πολίτη-κατοίκου δεν προκύπτει αβίαστα. Ο Harvey στην παραπάνω αναφορά προσδίδει την ιδιότητα του αρχιτέκτονα σε όποιον μπορεί να οραματιστεί την αλλαγή, και αυτός ο κάποιος μπορεί να είναι ο οποιοσδήποτε, ακόμα και ο ίδιος ενδιαφερόμενος. Ο καθένας μπορεί να αναλάβει το ρόλο του σχεδιαστή, να παράξει το χώρο, αρκεί να επιτρέψει την αλλαγή της θέσης του. Κατά αυτόν τον τρόπο λοιπόν, προκύπτει η αλλαγή του οράματος για τον κόσμο μας, που κυρίως στις περιόδους που διανύουμε κρίνεται ακόμα πιο επιτακτική. Αυτό προκύπτει λόγω συγκυριών και συνθηκών που έχουν τη βάση τους σε οικονομικές και κοινωνικές διαφοροποιήσεις και αλλαγές.


[Εικ. 18]

Το βασικό λοιπόν ερώτημα που προκύπτει είναι, το πώς μια ομάδα του πληθυσμού, μπορεί να χτίσει τη ζωή της και το χώρο της σε επίπεδο καθημερινής ζωής. Θα πρέπει να βρεθούν οι τρόποι παρέμβασης και οι σχέσεις που οδηγούν σε αλλαγές στη κατοικία, στις αναπλάσεις και στην ανάπτυξη μιας γειτονιάς δημιουργώντας, έτσι, μια νέα ενότητα. Οι αρχιτέκτονες κι οι ειδικοί πρέπει να αναζητήσουν καινούργιες ιδέες και απαντήσεις και έναν επαναπροσδιορισμό στα προβλήματα που θέτει η ίδια η αρχιτεκτονική και οι κοινωνικές επιστήμες. Εξετάζοντας τα ζητήματα της πόλης μέσα από παρατηρήσεις και σκέψεις των ειδικών είναι ο μοναδικός τρόπος να γίνουν βελτιώσεις τόσο στην ίδια την πόλη όσο και στους κατοίκους της. Μέσα από την ανάλυση μας για το «Δικαίωμα στην πόλη» καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η συμμετοχή των ενεργών πολιτών στα ζητήματα του σχεδιασμού αναδεικνύεται σήμερα πιο επίκαιρη από ποτέ. Αυτό που θα μπορούσε, επομένως, να βελτιώσει τον άνθρωπο μακριά από τις εξουσίες δύναμης, εντοπίζεται στην ανάγκη του για ένα κοινό πνεύμα συνύπαρξης και στην δημιουργία μίας αληθινής κοινοτικής ζωής, μέσα από συμμετοχικές και συνεργατικές διαδικασίες. Εκεί που θα πρέπει να εστιάσουμε δηλαδή, είναι στο να κατανοήσουμε έννοιες της συμμετοχής και να προσπαθήσουμε να επαναπροσδιορίσουμε τον εαυτό μας ως ολότητα μέσα από αυτήν την διαδικασία.

34



02

ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Α. Η έννοια της συμμετοχής. Β. Η έννοια της συμμετοχής στο σχεδιασμό. Γ. Η εξέλιξη του συμμετοχικού σχεδιασμού. Δ. Ο ρόλος του αρχιτέκτονα και του χρήστη.


02./ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

[Εικ. 19]

37


Σ

ήμερα βιώνουμε μια βαθιά οικονομική και κοινωνική κρίση η οποία αποτυπώνεται σε όλους τους δημόσιους υπαίθριους και ελεύθερους χώρους των πόλεων καθώς και στην ίδια την κατοικία. Οι ομάδες των πολιτών, οι συλλογικές δράσεις και οι οργανωμένες πρωτοβουλίες καθώς και τα δίκτυα αλληλεγγύης επιχειρούν αλλά δεν καταφέρνουν να επανασυνδέσουν αποτελεσματικά τα άτομα σε κοινωνικές ομάδες με κοινούς στόχους και οράματα. Διαφορετικές αφηγήσεις και τοποθετήσεις για την αντιμετώπιση της κρίσης δημιουργούν διασπορά και όχι πύκνωση των δράσεων ακόμη και όταν αυτές συχνά έχουν κοινές αφετηρίες και ίδιους στόχους. Αναζητώντας τις πρακτικές διεκδίκησης, χωρικής παραγωγής και σχεδιασμού στο αστικό περιβάλλον, στρεφόμαστε στην μελέτη των βασικών αρχών της συμμετοχικής διαδικασίας, εμβαθύνοντας στην έννοια της συμμετοχής, στο ζήτημα του συμμετοχικού σχεδιασμού μέσα από την ιστορική του εξέλιξη και στο ρόλο των συντελεστών στην όλη διαδικασία. Με βάση την κριτική μας ανάλυση στην προβληματική της πόλης και του βιωμένου χώρου, αναδεικνύουμε την ανάγκη για μια εναλλακτική διαδικασία κατά την οποία ο χρήστης θα αποτελεί κεντρικό συντελεστή και παράγοντα στην διαμόρφωση του χώρου για την κοινοτική του ζωή. Εδώ, έρχεται πάλι στην επιφάνεια ο χώρος και η συμβολική του σημασία. Όπως αναφέραμε στο πρώτο κομμάτι της έρευνας μας, ο χώρος, η παραγωγή του χώρου και οι σχέσεις που τον διαμορφώνουν, διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην κρίση των πόλεων και των αξιών που προκαλούνται από την καπιταλιστική ανάπτυξη. Κατά τον σχεδιασμό του χώρου, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπόψιν τα χαρακτηριστικά και τα στοιχεία τα οποία ορίζουν τον άνθρωπο και αφορούν τις ανάγκες του. Τέτοια στοιχεία μπορεί να είναι η πολιτιστική παράδοση στην οποία ανήκει ο χρήστης, η κουλτούρα, οι κοινωνικές σχέσεις που διαμορφώνει, οι απόψεις και οι σχέσεις για το περιβάλλον στο οποίο ζει κ.π.α. Τα παραπάνω στοιχεία αφορούν και διαμορφώνουν όχι μόνο τον άνθρωπο αλλά και κατ’ επέκταση τον πολιτισμό. Μέσα, λοιπόν, από αυτή την πολιτισμική θεώρηση για τον χώρο και την διαμόρφωσή του, στηρίζουμε την σημασία και την ανάγκη για συμμετοχή. Τι είναι όμως πολιτισμός και ποια η σχέση του με την συμμετοχή; «Ο όρος «πολιτισμός» αναφέρεται σε ένα πλαίσιο ανθρώπινης συνύπαρξης και ανταλλαγής, όπου εκείνο το οποίο κατά βάση τίθεται και διακινείται είναι το νόημα της ζωής»1. Ο πολιτισμός και ο κάθε άνθρωπος αποτελούν στοιχεία τα οποία συνδέονται άμεσα μεταξύ τους, δημιουργώντας μία σχέση αλληλεξάρτησης. Δεν νοείται πολιτισμός χωρίς τον άνθρωπο και δε νοείται άνθρωπος χωρίς τον πολιτισμό. Ο ίδιος ο πολιτισμός, έχοντας αυτή την αμφίδρομη σχέση, δεν υφίστανται ουσιαστικά αν δεν παράγεται ως συνέπεια της συμβολής και της συμμετοχής, της συνύπαρξης και της ανταλλαγής μεταξύ των ανθρώπων. Έτσι, καταλαβαίνουμε ότι η συμμετοχική αναγκαιότητα αποτελεί σημαντικό στοιχείο του πολιτισμού και κατ’ επέκταση της κοινωνίας.

38


02./ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ

[Εικ. 20]

39


συμμετέχω < συν + μετέχω

Προτού αναλύσουμε τη σημασία της συμμετοχής και του συμμετοχικού σχεδιασμού καθώς και το ρόλο των συντελεστών για την επιτυχή υλοποίηση της, οφείλουμε να παρουσιάσουμε, πρώτα απ’ όλα το ποιοι είναι «αυτοί» που εμπλέκονται σε μια τέτοια διαδικασία. Σύμφωνα με την Στρατηγέα2, οι εμπλεκόμενοι σε μια συμμετοχική διαδικασία διακρίνονται σε τρεις ευρείες κατηγορίες: τα κέντρα λήψης αποφάσεων, τους επιστήμονες/ειδικούς και το κοινό. Ως κέντρα λήψης αποφάσεων νοούνται τα όργανα της κεντρικής διοίκησης και αυτοδιοίκησης, της δημόσιας διοίκησης, αλλά και κάθε θεσμοθετημένος οργανισμός, τα οποία ασκούν πολιτική και είναι εκλεγμένα ή διορισμένα. Από την άλλη, οι επιστήμονες/ειδικοί σε κάποιο ζήτημα (μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας, δημόσιοι και ιδιωτικοί οργανισμοί, περιβαλλοντικές οργανώσεις, επαγγελματικές εθελοντικές ομάδες κ.ά.) αποτελούν εξειδικευμένες ομάδες με εμπεριστατωμένη γνώση πάνω στο αντικείμενο μελέτης, που σκοπό έχουν την ενημέρωση των κέντρων λήψης αποφάσεων και του κοινού σχετικά με τα τεχνικά ζητήματα ενός προβλήματος κατά τη διάρκεια της συμμετοχικής διαδικασίας. Τέλος, το κοινό απαρτίζεται από ένα σύνολο διαφορετικών ομάδων, οι οποίες διακρίνονται στις ομάδες εστιασμένες στην περιοχή που μελετάται π.χ. τοπική κοινωνία, τοπικοί φορείς, ομάδες πολιτών κ.α. και στις ομάδες εστιασμένες σε ένα θεματικό αντικείμενο της συγκεκριμένης περιοχής π.χ. αγρότες, έμποροι, ιδιοκτήτες γης κ.α.. Στο σημείο αυτό λοιπόν, εμβαθύνουμε στη σημασία και στην έννοια της συμμετοχής η οποία αποτελεί το πρώτο στάδιο της ανάλυσης μας για την κατανόηση του συμμετοχικού σχεδιασμού. Η συμμετοχή ετυμολογικά ορίζεται ως η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συμμετέχω, το να παίρνω μέρος σε μια εκδήλωση ή σε ένα γεγονός, το να δείχνω ενδιαφέρον και συμπαράσταση.

40


02./ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Η έννοια της συμμετοχής έχει απασχολήσει κατά καιρούς διάφορους κοινωνιολόγους και ερευνητές. Για αυτό τον λόγο, αποτελεί έναν πολυσύνθετο όρο, ο οποίος διαμορφώνεται ανάλογα με την οπτική που προσεγγίζεται, τον στόχο της συμμετοχικής διαδικασίας αλλά και με το είδος των συμμετεχόντων που εμπεριέχει. Είναι σημαντικό, όμως, να προσδιοριστούν κάποιες ερμηνείες γύρω από τη σημασία της συμμετοχής ώστε να διαμορφωθούν οι στρατηγικές και μεθοδολογικές πρακτικές για μία σχεδιαστική διαδικασία. Αν και είναι αδύνατον να γίνει αναφορά σε ένα σαφή ορισμό, με οδηγό την Στρατηγέα3, ενδεικτικά αναφέρουμε τους παρακάτω ορισμούς.

[Εικ. 21]

Κατά τους Zwirner και Berger4,

δίνεται ένας γενικός ορισμός με βάση τον οποίο η συμμετοχή αναφέρεται στην εμπλοκή κοινού και ομάδων συμφερόντων (stakeholders)5 στη διαδικασία λήψης αποφάσεων (ομάδες ή μεμονωμένοι πολίτες, φορείς, ομάδες συμφερόντων, μη κυβερνητικές οργανώσεις κ.λπ.), με σκοπό να επηρεάσουν ομάδες συμφερόντων μια απόφαση ή την ίδια τη διαδικασία λήψης «Ως αποφάσεων. Ο συγκεκριμένος ορισμός (stakeholders) νοούνται ομάδες εκπρόσωποι τομέων εισάγει την σημασία της ανακατανομής ή δύναμης ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές δραστηριότητας των οποίων ομάδες και εστιάζει στη διαδικασία λήψης τα συμφέροντα/ενδιαφέροντα αποφάσεων μέσα από μία ισότιμη πρόσβαση επηρεάζονται από τις αποφάσεις των κοινωνικών ομάδων σε αυτή τη διαδικασία. του σχεδιασμού ή επηρεάζουν

άμεσα την υλοποίηση ενός σχεδίου (μη κυβερνητικές οργανώσεις και επαγγελματίες)»

41


Από την άλλη, ο Cernia6,

προσεγγίζει την συμμετοχή με βάση την πολυδιάστατη εμπλοκή του κοινού στην διαδικασία και την ορίζει ως «[...]τη δυνατότητα των ατόμων να αξιοποιούν τις δεξιότητές τους, να συμμετέχουν στα δρώμενα, να διαχειρίζονται τους πόρους και να συμμετέχουν στις αποφάσεις που ορίζουν τη ζωή τους».

Τέλος, ένας ακόμη ορισμός της συμμετοχής δίνεται από τον Cary7,

o οποίος ορίζει τη συμμετοχή ως τον θεμέλιο λίθο της διαδικασίας ανάπτυξης/ ενδυνάμωσης των τοπικών κοινωνιών. Ο ίδιος θεωρεί τη συμμετοχή ως μια δημοκρατική διαδικασία, μέσα από την οποία οι ομάδες έχουν ίση αξία σε όλα τα στάδια του σχεδιασμού, τόσο στο καθορισμό των προβλημάτων και των στόχων όσο και στην ανάληψη αποφάσεων.

Οι τρεις αυτοί ορισμοί, λοιπόν, φαίνεται ότι αφορούν τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις της συμμετοχής, όπου η κάθε μια εστιάζει στο δικό της στόχο και αντικείμενο. Ωστόσο, και οι τρεις αυτοί ορισμοί συνδέονται πάνω σε μία κοινή βάση η οποία επικεντρώνεται στο πρότυπο λήψης αποφάσεων. Έτσι, η έννοια της συμμετοχής σηματοδοτεί την μετάβαση από το μοντέλο λήψης αποφάσεων «από πάνω προς τα κάτω» το οποίο προέρχεται από την αντιπροσωπευτική δημοκρατία8, σε ένα νέο μοντέλο. Το μοντέλο αυτό, το οποίο προέρχεται από την αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου π.Χ. αι., βασίζεται στην συμμετοχική ή άμεση δημοκρατία9, και υιοθετεί μια προσέγγιση «από κάτω προς τα πάνω» στη διαδικασία λήψης αποφάσεων.

42


02./ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Από τη δεκαετία του ‘60 κυρίως, όταν το αίτημα για συμμετοχή άρχισε να εντάσσεται στην θεωρία και την πρακτική διαφόρων κλάδων (κοινωνιολογία, πολιτικές επιστήμες, σχεδιασμός του χώρου κ.ά.), είχαν αντίστοιχα παραχθεί πολλές τυπολογίες και «σκάλες» της συμμετοχής προκειμένου να δώσουν έμφαση στην πρόθεση και την προσέγγιση εκείνων που κινούν τη συμμετοχή. Μία από τις πιο γνωστές είναι η «σκάλα» της Sherry Arnstein10, η οποία περιγράφει τον καθοριστικό ρόλο και την εμπλοκή των πολιτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Διακρίνει οκτώ βαθμίδες συμμετοχής, ομαδοποιημένες σε τρεις ευρύτερες τάξεις ανάλογα με το βαθμό επιρροής των πολιτών στις αποφάσεις, όπου κάθε βαθμίδα της «σκάλας» αντιστοιχεί στην έκταση της δύναμης των πολιτών στον προσδιορισμό του τελικού προϊόντος.

ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ ΕΙΡΗΝΕΥΣΗ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΧΕΙΡΑΓΩΓΗΣΗ

ΑΝΥΠΑΡΚΤΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ

43

ΔΥΝΑΜΗ ΚΑΙ ΕΞΟΥΣΙΑ

ΣΥΜΒΟΛΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ

Στην αμέσως επόμενη βαθμίδα, βρίσκεται η Ενημέρωση (Informing) των πολιτών για τα δικαιώματα, τις ευθύνες και τις επιλογές τους. Σε αυτή τη δραστηριότητα αρχίζει να γίνεται πιο εμφανής η συμμετοχή του κοινού. Οι πολίτες δεν έχουν τη δυνατότητα να επηρεάσουν τη διαδικασία, παρ’ όλο που βοηθούν στη διαδικασία λήψης αποφάσεων μέσω της συμπλήρωσης ερωτηματολογίων, αλλά εμπλουτίζουν τη γνώση των σχεδιαστών για το υπό μελέτη πρόβλημα. Στη συνέχεια, ακολουθεί η Διαβούλευση (Consultation). Σε αυτή τη βαθμίδα οι πολίτες αλληλεπιδρούν με τους ειδικούς καθώς τους δίνεται το δικαίωμα να εκφράσουν την άποψη τους, έχοντας έναν ρόλο συμβουλευτικό. Στο πέμπτο «σκαλί» βρίσκεται η Ειρήνευση (Placation), όπου οι πολίτες, διατηρώντας ένα συμβολικό χαρακτήρα, αρχίζουν να έχουν κάποιο βαθμό επιρροής τόσο, όσο τους επιτρέπουν οι κάτοχοι εξουσίας.

ΕΛΕΓΧΟΣ ΠΟΛΙΤΩΝ

ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ

Οι βαθμίδες αυτές ακολουθούν μία Η «σκάλα» της Arnstein κλιμάκωση από τη «μη συμμετοχή» έως τον απόλυτο έλεγχο του κοινού, η οποία ταυτόχρονα αντιστοιχεί και σε έναν διαφορετικό βαθμό ενδυνάμωσης του στην παραπάνω διαδικασία. Συγκεκριμένα, στις κατώτερες βαθμίδες της «σκάλας», όπου η συμμετοχή του κοινού είναι ανύπαρκτη, τοποθετείται η Xειραγώγηση (Manipulation) και η Θεραπεία (Therapy). Οι βαθμίδες αυτές, χαρακτηρίζονται ως απλή μετάδοση πληροφορίας από τα κέντρα λήψης αποφάσεων και τους σχεδιαστές προς το κοινό, ενώ ταυτόχρονα οι συμβουλευτικές επιτροπές επιχειρούν να πείσουν το κοινό για την επιλογή τους.

[ Διαγραμμα 1]


Στο επόμενο «σκαλοπάτι», η Arnstein κατατάσσει τις Συνεταιρικές σχέσεις (Partnership), όπου οι ειδικοί αναδιανέμονται μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ των πολιτών και των κατόχων εξουσίας και μοιράζονται οι ευθύνες σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων. Η συμμετοχή του κοινού κλιμακώνεται στην έβδομη βαθμίδα της «σκάλας», Δύναμη και εξουσιοδότηση (Delegated power) στην οποία, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των πολιτών και των φορέων μπορούν να οδηγήσουν τους πολίτες να αποκτήσουν κυρίαρχη εξουσία λήψης αποφάσεων. Στην όγδοη και τελευταία βαθμίδα της «σκάλας», βρίσκεται ο Έλεγχος των πολιτών (Citizen control), όπου οι κάτοικοι πλέον παίρνουν τις πρωτοβουλίες και κρατούν τον έλεγχο του προγράμματος.

Με παρόμοιο τρόπο, ο Gramberger11 διακρίνει τρία επίπεδα συμμετοχής ξεκινώντας από την ενημέρωση (information), όπου το κοινό έχει πρόσβαση σε πληροφορίες με πρωτοβουλία των κέντρων λήψης αποφάσεων, συνεχίζει με τη διαβούλευση (consultation), όταν τα κέντρα λήψης αποφάσεων δίνουν και παίρνουν πληροφορία από το κοινό, χωρίς όμως να είναι δεσμευτική η αξιοποίηση της στο πλαίσιο του σχεδιασμού και καταλήγει στην ενεργό συμμετοχή (active participation), όπου το κοινό εμπλέκεται ενεργά στην λήψη αποφάσεων και συνεργάζεται ισότιμα με τα κέντρα λήψης αποφάσεων.

Η συμμετοχή του κοινού λοιπόν σήμερα, για την επίλυση των προβλημάτων που εμφανίζονται από τις ραγδαίες κοινωνικές, οικονομικές, πολιτιστικές, περιβαλλοντικές και άλλες εξελίξεις, κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική. Με μια γενική έννοια, η ουσία της συμμετοχής έχει στόχο την ενημέρωση του κοινού, την καταγραφή των αντιδράσεων του κοινού σχετικά με τις προτεινόμενες ενέργειες ή πολιτικές και την αντιμετώπιση των προβλημάτων με τις καλύτερες λύσεις για όλους. Αυτό που προσθέτει νομιμότητα σε αυτή τη διαδικασία δεν είναι μόνο η ουσία της απόφασης, αλλά και η αντίληψη ότι ο τρόπος με τον οποίο ελήφθη αυτή η απόφαση ήταν δίκαιος, ανοιχτός και δημοκρατικός. Αυτό ισχύει, έστω και αν μερικά άτομα ή ομάδες δεν συμφωνούν με το τελικό αποτέλεσμα. «Οι άνθρωποι έχουν μεγαλύτερο δικαίωμα στην επιτυχία του προγράμματος, εάν έχουν κάποιο ενεργό ρόλο στη δημιουργία του»12. Έτσι, ο ρόλος και η σημασία της συμμετοχής έχει ευρεία αξία στην κοινωνική ζωή. Συνδέεται στενά με αιτήματα της κοινωνίας που αφορούν την εμπλοκή στη διαχείριση των πόρων και τη χάραξη προτεραιοτήτων του κοινωνικού συνόλου. Στοχεύει σε μια δημοκρατική διαδικασία λήψης αποφάσεων με κεντρικό άξονα την ισότιμη κατανομή δύναμης αλλά και έκφρασης των κοινωνικών ομάδων.

«Συχνά η συμμετοχή δεν αποτελεί πραγματική ανακατανομή εξουσίας, αλλά χρησιμοποιείται ως ένας τρόπος να υποστηριχθεί ότι όλοι οι ενδιαφερόμενοι φορείς έχουν ληφθεί υπόψη». - Arnstein (1969)

44


Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ

Ποια είναι η σημασία της συμμετοχής στο σχεδιασμό; 45

Το ζήτημα της συμμετοχής του κοινού, παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο σε επίπεδο έρευνας όσο και σε επίπεδο σχεδιαστικής πρακτικής. Ποια είναι όμως η σημασία της συμμετοχής στο σχεδιασμό; Όπως επισημαίνεται από τον Moser, «η συμμετοχή μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο ως μέσο όσο και ως σκοπός σε μια διαδικασία σχεδιασμού. Στην πρώτη περίπτωση η συμμετοχή νοείται ως η εμπλοκή σε μια διαδικασία (π.χ. συμμετοχή στον σχεδιασμό ή την υλοποίηση ενός μέτρου), ενώ στην δεύτερη η συμμετοχή αποτελεί η ίδια έναν στόχο, μια επιθυμητή κατάσταση η οποία επιτυγχάνεται μέσα από τη συμμετοχή (π.χ. ενδυνάμωση τοπικών κοινωνιών)».13 Η συμμετοχή του κοινού αντικατοπτρίζει μια ευρύτερη διαδικασία που ξεκίνησε από πολλές κυβερνήσεις δυτικών χωρών για την προώθηση του διαλόγου και της διαβούλευσης μεταξύ των πολιτών τους. Έγινε με σκοπό τη βελτίωση των αποτελεσμάτων του πολιτικού συστήματος, τη προώθηση βιώσιμων κοινοτήτων και την υπέρβαση της αντιληπτής έλλειψης δημοκρατίας. Ιδιαίτερα στην εποχή μας, ο ρόλος της συμμετοχής είναι αρκετά κρίσιμος για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προβλημάτων. Οι Rein et al (Στρατηγέα, 2015) με αφετηρία αυτό το γεγονός υποστηρίζουν ότι η συμμετοχική διαδικασία αποτελεί μια «πλατφόρμα επικοινωνίας και συνεργασίας», στην οποία το κοινό και οι ομάδες


[Εικ. 22]

συμφερόντων επικοινωνούν και αλληλοεπιδρούν με τα κέντρα λήψης αποφάσεων και τους σχεδιαστές για τα υπό μελέτη προβλήματα. Στόχος της αλληλεπίδρασης αυτής είναι η μετατροπή «[...] προβληματικών καταστάσεων σε προβλήματα πολιτικής, για τα οποία, μέσα από έναν πολιτικό διάλογο, τίθενται από κοινού στόχοι προς επίτευξη, λαμβάνονται αποφάσεις και αναλαμβάνεται δράση».14 Αυτή η σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ των συμμετεχόντων αποτελεί ταυτόχρονα μια εκπαιδευτική διαδικασία για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη (κοινό και ομάδες συμφερόντων, σχεδιαστές και κέντρα λήψης αποφάσεων). Για να κατανοήσουμε όμως την σημασία της συμμετοχής σε μία διαδικασία σχεδιασμού, οφείλουμε αρχικά να προσδιορίσουμε τι είναι για εμάς ο σχεδιασμός και από ποια οπτική τον προσεγγίζουμε. Ο σχεδιασμός γενικά αναφέρεται σε μια διαδικασία που ξεκινάει με την εμφάνιση της ανάγκης να σχεδιαστεί κάτι (ένα κτίριο, μία γειτονιά, ένα ευρύτερο αστικό σύνολο) και τελειώνει με την ολοκλήρωση της κατασκευής ή υλοποίησης του σχεδιασμού. «Ο σχεδιασμός είναι η παραγωγή της φυσικής μορφής, η δημιουργία κοινωνικών, πολιτιστικών και συμβολικών πόρων και

επίσης, το αποτέλεσμα μίας διευκολυντικής διαδικασίας στην οποία η ενεργοποίηση των πολιτών, ο εθελοντισμός, οι εναλλακτικές λύσεις και οι εξεγέρσεις αποτελούν κεντρικές ιδέες».15 Ασπαζόμενες αυτόν τον ορισμό συνειδητοποιούμε πως μία τέτοια προσέγγιση για να πετύχει πιο κοινωνικά δίκαιους και βιώσιμους αστικούς χώρους, μέσα από διεκδικήσεις και σχέσεις αλληλεπίδρασης, χρειάζεται την ενσωμάτωση μιας ανθρωποκεντρικής έννοιας παραγωγής του χώρου στο σχεδιασμό, ο οποίος ανταποκρίνεται στις ανάγκες και τις φιλοδοξίες των ανθρώπων.

Η συμμετοχή στο σχεδιασμό, λοιπόν, είναι η ενεργός δράση στη διαδικασία του σχεδιασμού, αυτών που άμεσα ή έμμεσα αφορά ο σχεδιασμός. Παραδείγματος χάρη μεμονωμένων ατόμων ενός συγκεκριμένου χώρου όπου τα άτομα αυτά βιώνουν, κατοικούν, επισκέπτονται, εργάζονται. Έτσι, γίνεται όλο και μεγαλύτερη η ανάγκη αναζήτησης συμμετοχικών προσεγγίσεων στην διαδικασία του σχεδιασμού με βασικό παράγοντα τον άνθρωπο. Συγκεκριμένα, η σχέση μεταξύ συμμετοχής και σχεδιασμού έχει εξερευνηθεί με διάφορους τρόπους σε θεωρία και πράξη στον τομέα της ανάπτυξης και ειδικά στο πλαίσιο της αστικής ανάπτυξης. «Η ανάμειξη των χρηστών που βρίσκονται σε διαδικασία σχεδιασμού κατοικιών ή παρεμβάσεων υποδομής υποστηρίχθηκε ως επί το πλείστων ως μέσο για την παραγωγή πιο ανταποκρινόμενων αποτελεσμάτων».16

46


02./ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Ο συμμετοχικός σχεδιασμός περιλαμβάνει τη συμμετοχή και τη συνεργασία των πολιτών, με σκοπό τη διαμόρφωση του τελικού σχεδιαστικού αποτελέσματος. Μιλώντας ειδικά από την πλευρά του κοινού, η εμπλοκή του σε μία τέτοια διαδικασία μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά σε όλα τα στάδια του σχεδιασμού, μέσα από την αξιοποίηση των κατάλληλων συμμετοχικών εργαλείων και προσεγγίσεων. «[...] ενισχύονται το αίσθημα της συν-ευθύνης των πολιτών και της δέσμευσης στις αποφάσεις, η διαφάνεια και η εμβάθυνση της δημοκρατικής προσέγγισης στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, και γίνεται πράξη το όραμα ενός σχεδιασμού από την κοινωνία, [...] με την κοινωνία, [...] για την κοινωνία».17

Λόγω του ότι όλοι οι πολίτες συμμετέχουν και συνεργάζονται καθ’ όλη της διάρκεια του σχεδιασμού, από τη φάση της ανάλυσης έως και τη φάση της πρότασης, το τελικό προϊόν του σχεδιασμού αντικατροπτίζει πλήρως τις επιδιώξεις και τους στόχους της κοινότητας».18

[Εικ. 23]

«Οι διαδικασίες υλοποίησης του συμμετοχικού σχεδιασμού περιλαμβάνουν, επίσης, τον εντοπισμό προβλημάτων και τη διατύπωση προτάσεωνοραμάτων για την περιοχή, όσο και την εκπόνηση μελετών και σχεδίων που αφορούν παρεμβάσεις μικρής και μεγάλης κλίμακας. Λόγω του ότι όλοι οι πολίτες συμμετέχουν και συνεργάζονται καθ’ όλη της διάρκεια του σχεδιασμού, από τη φάση της ανάλυσης έως και τη φάση της πρότασης, το τελικό προϊόν του σχεδιασμού αντικατροπτίζει πλήρως τις επιδιώξεις και τους στόχους της κοινότητας».18 Για να αποτραπεί η εγκατάλειψη ή η καταστροφή του έργου, οι διεκδικήσεις σε μια συμμετοχική διαδικασία σχεδιασμού δεν μπορούν να σταματάνε με την ολοκλήρωση του. Η ομάδα των ατόμων που συμμετέχουν στη διαδικασία θα πρέπει να παραμένει ενωμένη και ενεργή, ώστε να παρακολουθεί τη λειτουργία του έργου που υλοποιήθηκε και να επεμβαίνει όταν υπάρχουν ανάγκες συντήρησης και ανανέωσης. Η συμμετοχή στο σχεδιασμό δηλώνει την ευαισθητοποίηση του κοινού και των σχεδιαστών που εκφράζεται από τη μία ομάδα προς την άλλη. Επιπλέον, ένα σημαντικό στοιχείο που δεν μπορούμε να παραλείψουμε στην ανάλυση αυτής της διαδικασίας, είναι η προσπάθεια διασφάλισης κοινωνικής δικαιοσύνης στη λήψη απόφασης, όπου ο ίδιος ο ειδικός/σχεδιαστής παροτρύνει την έκφραση όλων των απόψεων των εμπλεκόμενων ομάδων. Στο πλαίσιο αυτό, η προσέγγιση του

47


συμμετοχικού σχεδιασμού μπορεί να αποτελέσει επίσης μια διαδικασία ανακατανομής δύναμης μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, με σκοπό την ισότιμη πρόσβαση σε κοινωνικές δομές και πόρους. Παρ’ όλα αυτά, ενώ η συμμετοχή στον σχεδιασμό επιχειρεί σε μία πιο ουσιαστική και ισότιμη συμμετοχή των κοινωνικών ομάδων στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων,

[Εικ. 24]

βρίσκεται πολλές φορές αντιμέτωπη με ένα σύνολο δυσκολιών και προκλήσεων. Αυτές οι δυσκολίες απορρέουν κυρίως από το γεγονός ότι ένας αριθμός ομάδων συμμετεχόντων, με διαφορετικά συμφέροντα, ενδιαφέροντα, απόψεις κ.ά., καλείται να συνεργαστεί με την επιστημονική κοινότητα και τα κέντρα λήψης αποφάσεων για την παραγωγή μιας σειράς σχεδίων που τους αφορούν. Με βάση λοιπόν τα παραπάνω στοιχεία, η συμμετοχή στο σχεδιασμό έχει ως στόχο τη χάραξη μίας κατεύθυνσης με κεντρικό άξονα τις σχέσεις και την αλληλεπίδραση μεταξύ των εμπλεκόμενων ομάδων (κέντρα λήψης αποφάσεων, σχεδιαστές/ειδικοί, κοινό/πολίτες).

“Με την εμπλοκή του κοινου στη διαδικασία του σχεδιασμού, ενισχύονται το αίσθημα της συν-ευθύνης των πολιτών και της δέσμευσης στις αποφάσεις, η διαφάνεια και η εμβάθυνση της δημοκρατικής προσέγγισης στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, και γίνεται πράξη το όραμα ενός σχεδιασμού από την κοινωνία, [...] με την κοινωνία, [...] για την κοινωνία.” Σκοπό έχει την όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτική, για το συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο, καταγραφή των στόχων του σχεδιασμού, ενσωματώνοντας τις αντιλήψεις και απόψεις του κοινού. Παράλληλα, επιδιώκει την ομαλή διεξαγωγή αυτής της διαδικασίας, δίχως συγκρούσεις και διαφωνίες μεταξύ των συμμετεχόντων. «Πρόκειται δηλαδή για μια πλουραλιστική διαδικασία λήψης αποφάσεων, που συνιστά ταυτόχρονα διαδικασία διαρκούς και αμοιβαίας μάθησης όλων των εμπλεκόμενων μερών, κατά την οποία οι συμμετέχοντες αποκτούν γνώση για τον εαυτό τους, για τις μεταξύ τους σχέσεις, τις σχέσεις τους με τα άλλα εμπλεκόμενα μέρη, καθώς και τις αξίες και τις προσδοκίες των υπόλοιπων ομάδων της κοινωνίας».19

48


02./ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

[Εικ. 25]

Η συγκεκριμένη μελέτη για το τί είναι η συμμετοχή και ποια είναι η σημασία της στο σχεδιασμό και στην ανάπτυξη του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, της κοινότητας και γενικότερα της πόλης, προϋποθέτει κατ’ επέκταση, την παρουσίαση κάποιων ορισμών του συμμετοχικού σχεδιασμού που έχουν δοθεί από διάφορους ερευνητές/μελετητές, ώστε να είναι κατανοητός ο όρος, για την εξέλιξη της ερευνητικής μας εργασίας.

“οργανωμένες δημόσιες συζητήσεις οι οποίες οργανώνονται με σκοπό τη διευκόλυνση της επικοινωνίας.” Σύμφωνα, λοιπόν, με τους Renn et al (1993), ο συμμετοχικός σχεδιασμός δύναται να οριστεί «ως οργανωμένες δημόσιες συζητήσεις (forums), οι οποίες οργανώνονται με σκοπό τη διευκόλυνση της λήψης αποφάσεων και επικοινωνίας μεταξύ της κυβέρνησης, των πολιτών, των ομάδων συμφερόντων (stakeholders), των επιχειρήσεων και των επιστημόνων εμπειρογνωμόνων, σχετικά με μία συγκεκριμένη απόφαση ή ένα πρόβλημα».20 Από την άλλη, σύμφωνα με τον Henry Sanoff, ο συμμετοχικός σχεδιασμός ορίζεται ως «μία στάση που αφορά στη δύναμη για

49


“μία στάση που αφορά στη δύναμη για αλλαγή, στη δημιουργία και διαχείριση του περιβάλλοντος των ανθρώπων.” αλλαγή, στη δημιουργία και διαχείριση του περιβάλλοντος των ανθρώπων. Σήμερα οι διαδικασίες συμμετοχικού σχεδιασμού εφαρμόζονται κυρίως στο πεδίο του αστικού σχεδιασμού καθώς και στους τομείς της βιομηχανίας και τεχνολογίας της πληροφορίας. Ο πολίτης εργάζεται προς την κατεύθυνση συλλογικών αποτελεσμάτων κάτι το οποίο περιγράφει ως όραμα, στρατηγικός σχεδιασμός, συνειδητή δημοκρατία, καθώς όλα αποσκοπούν σε δράσεις που διαμορφώνουν και καθοδηγούν τι είναι μια κοινότητα, τι κάνει και γιατί το κάνει».21 Τέλος, ίσως ο πιο περιεκτικός ορισμός είναι αυτός που δίνεται από τους Γιαουτζή και Στρατηγέα, οι οποίοι θεωρούν τον συμμετοχικό σχεδιασμό ως μια «δημοκρατική διαδικασία διαρκούς μάθησης, όπου οι συμμετέχοντες αποκτούν γνώση για τον εαυτό τους, αλλά και τις αξίες και τις απόψεις των άλλων συμμετεχόντων».22 Βλέποντας λοιπόν, τους παραπάνω ορισμούς, συμπεραίνουμε ότι ο συμμετοχικός σχεδιασμός κινείται γύρω από ένα συγκεκριμένο πλαίσιο που αφορά, κατά βάση, τον επαναπροσδιορισμό των σχέσεων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων. Επιχειρεί, μέσα από την ένταξη διαφόρων ομάδων, να δημιουργήσει μια κατάσταση ισορροπίας, όπου όλοι οι συμμετέχοντες στην διαδικασία σχεδιασμού κατανοούν την σημασία που έχει ο ένας για τον άλλον, ανεξάρτητα από το κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο που δραστηριοποιούνται, διαμορφώνοντας έτσι νέες απόψεις και αντιλήψεις. [Εικ. 26]

50


Συμμετοχή

Εμπλεκόμ

Χρήστης

Εμπλοκή

Ισότητα

Συνύπαρξη

Συνεργασία Σχέσεις

Ανάγκη Κοινότητα

Πρωτοβουλία Άποφάσεις

Διάλ Θεσμοί

Πολιτισμός

Άνθρω

Ποιότητα Ζωής

Χώρος

Σχεδιασμός

Παρέμβασ


Αρχιτέκτονας

μενοι Κοινό

η

Συνείδηση

Διαφορετικότητα Αλλαγή

Εμπειρία

Γειτονιά

Επιθυμία

λογος

Διαβούλευση

Δημοκρατία

ωποι

ς

ση

Φορείς

Διεκδικήσεις Δημόσιος Κατοικία

Όραμα Πόλη


02./ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ [Εικ. 27]

53


Σήμερα, βλέπουμε να αποτελούν μια πραγματικότητα, στις περισσότερες χώρες, οι εμπειρίες μιας συμμετοχικής αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας, όπου ομάδες ατόμων ή μαζικοί φορείς ή και δήμοι θέτουν, διεκδικούν και πραγματοποιούν τη συμμετοχή όλων στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος. Ο συμμετοχικός σχεδιασμός, όμως, δεν αποτελεί μια καινούργια ερευνητική προσέγγιση. «Η συμμετοχή των πολιτών στο σχεδιασμό του χώρου που ζουν, είτε δημοσίου είτε ιδιωτικού σε περιπτώσεις κοινωνικών κατοικιών, είναι ένα ζήτημα που συζητήθηκε ιδιαίτερα τις δεκαετίες του 60’, 70’ και 80’».23 Έχει υποστηριχθεί, όμως, ότι οι συμμετοχικές εμπειρίες έχουν τις ρίζες τους στους ουτοπικούς σοσιαλιστές του 19ου αιώνα. Οι «ουτοπιστές»24 στους οποίους αναφερόμαστε ήταν πρόγονοι του κουμμουνισμού ή του φιλελεύθερου σοσιαλισμού και συχνά αναπαριστούσαν, μέσα από το σχέδιο μιας ιδανικής πόλης, το μικρόκοσμο της κοινωνίας που προσδοκούσαν. Την περίοδο μετά τον Γαλλικό Μάη του 68’, ένα δεύτερο κύμα ουτοπικής αρχιτεκτονικής στην Ευρώπη ακολουθεί τις κοινωνικές ουτοπίες του 19ου αι. Εμφανίζεται μια άλλη τάση που αντιμετώπιζε την αρχιτεκτονική ως πολιτική πρακτική, τα Ουτοπικά Γκρουπ, τα οποία χειρίζονταν τις ουτοπίες ως εργαλεία κοινωνικής αλλαγής. Τα κείμενα και οι προτάσεις των αρχιτεκτόνων τείνουν να αλλάξουν τη σχέση κατοίκων και πόλης, προχωρώντας προς την ιδέα συμμετοχής στη διαμόρφωσή της. Παρατηρούνται ποικίλες διεκδικήσεις στη διαμόρφωση του χώρου μέσω συμμετοχικών σχημάτων, κυρίως στην πειθαρχία του αστικού και του πολεοδομικού σχεδιασμού, όσον αφορά τις αστικές αναπλάσεις. «Την ίδια περίοδο, η «επώνυμη» αρχιτεκτονική πρωτοπορία ασχολείται, τόσο με τις ποιότητες της αρχιτεκτονικής χωρίς αρχιτέκτονες, όσο και με τη μετατόπιση του ρόλου του αρχιτέκτονα προς μια κατεύθυνση περισσότερο κοινωνικά ενεργή,

μέσω της οποίας εισάγεται στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό μια εν πολλοίς «απρόβλεπτη» παράμετρος, το κοινό, οι πολίτες».25 Μεγάλο μέρος της ερευνητών επικεντρώθηκε στην μελέτη μιας ευρύτερης κοινοτικής συμμετοχής στην αρχιτεκτονική διαδικασία, η οποία έχει χαρακτηριστεί ως «Κοινοτική αρχιτεκτονική».26 Αυτή η διαδικασία αναπτύχθηκε εκτενώς στη δεκαετία του 1970 στο Ηνωμένο Βασίλειο, με την «έκρηξη» της στα μέσα της δεκαετίας του 1980, επιβιώνοντας περισσότερο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Έτσι, η έρευνα μας επικεντρώνεται στην προέλευση των δραστηριοτήτων και εμπειριών ορισμένων κοινοτικών φορέων Ο όρος «κοινοτική και παραγόντων της αρχιτεκτονική» μπορεί «κοινοτικής αρχιτεκτονα εντοπιστεί στις αρχές νικής» για ζητήματα που σχετίζονται με την της δεκαετίας του 1970 έννοια και τη σημασία όταν ο τότε Πρόεδρος της συμμετοχής της RIBA, Fred Poolστο σχεδιασμό. Η ey, τον χρησιμοποίησε κοινοτική συνείδηση για να αναφερθεί στην στη δεκαετία του παροχή αρχιτεκτονικής 1960, η οποία οδήγησε στην άμεση συμμετοχή στις κοινότητες από τοπικές αρχές. του στον καθορισμό τις του φυσικού περιβάλλοντος και στην αυξημένη αίσθηση κοινωνικής ευθύνης, αποτελούσε ένα νέο κίνημα. Στο πλαίσιο του κινήματος, ιδρύθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ηνωμένο Βασίλειο Κοινοτικά Κέντρα Σχεδιασμού (Community Design Centers – CDCs) που παρείχαν τεχνική και σχεδιαστική βοήθεια σε φτωχές κοινότητες, οι οποίες δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να την αποκτήσουν με άλλο τρόπο. Πολέμησαν εναντίον της ανασυγκρότησης των πόλεων υποστηρίζοντας τα δικαιώματα των φτωχών πολιτών μέσα από τις μεθόδους συμμετοχής των πολιτών. Ξεκίνησαν, δηλαδή, κινήματα «κοινοτικής αρχιτεκτονικής» που απεικόνιζαν ένα νέο είδος αρχιτέκτονα που ενεργούσε ως υποστηρικτής της κοινότητας.

54


02./ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Η έννοια της συμμετοχής του κοινού άρχισε να γίνεται κεντρική ιδέα σε αρκετά έργα. Ο συμμετοχικός σχεδιασμός στην αρχιτεκτονική, όπως εκφράστηκε από τους πρωτοπόρους αρχιτέκτονες του ύστερου μοντερνισμού, έθετε πολλά κοινωνικά ζητήματα που έχουν να κάνουν κυρίως με την απόδοση λόγου στις περισσότερο αδύναμες κοινωνικές ομάδες. Ξεκινώντας, από την δεκαετία του ’60 μια ομάδα από επαγγελματίες αρχιτέκτονες ξεκίνησαν να γράφουν συγκεκριμένα για τον ρόλο των κοινοτήτων στη διαδικασία ανάπτυξης του δομημένου περιβάλλοντος. Ένας από τους πιο σημαντικούς στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ο John Turner, ένας αρχιτέκτονας ο οποίος εργαζόταν σε καταυλισμούς στο Περού την περίοδο 1957-1965. Τα άρθρα του Turner στο περιοδικό Architectural Design27 ταίριαζαν με τις ριζοσπαστικές πνευματικές ιδέες αυτής της δεκαετίας. Ο Turner ανέπτυξε μια συνεκτική και σημαντική προσέγγιση, η οποία επικεντρώθηκε στο ρόλο της κοινότητας, αναπτύσσοντας παράλληλα τις ιδέες του σχετικά με τη φύση της «ιδιο-κατασκευής» στη στέγαση στον αποκαλούμενο «αναπτυσσόμενο κόσμο».

55

[Εικ. 28]


Υιοθετώντας τις προσεγγίσεις του Turner περί «ιδιο-κατασκευής», ο Walter Segal, αρχιτέκτονας από το Ηνωμένο Βασίλειο, εφηύρε μία νέα μέθοδο κατασκευής στη δεκαετία του 1970, γνωστή ως μέθοδος Segal, η οποία βασίστηκε σε κατασκευές ξύλινων πλαισίων. «Σχεδιασμένη αρχικά ως προσωρινή και φθηνή λύση στέγασης για την οικογένειά του, ο Segal αντιλήφθηκε σύντομα την αντοχή και τις δυνατότητές αυτού του συστήματος, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος για αυτούς που θέλουν να χτίσουν το δικό τους σπίτι. Το αρθρωτό αυτό σύστημα, ήταν ευέλικτο στην διαχείριση, ανάλογα με την ερμηνεία του χρήστη, τόσο στην ίδια τη διαδικασία της κατασκευής όσο και κατά τη μελλοντική του χρήση. Σκοπός της «ιδιο-κατασκευής» ήταν η προτροπή του χρήστη να αναλάβει τον έλεγχο του περιβάλλοντός του και η άσκηση μιας κριτικής στην ομοιογένεια της μαζικής στέγασης της εποχής, που δεν άφηνε περιθώριο για συμμετοχή ή έκφραση».28 Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 υπήρξε μια επανεμφάνιση ενδιαφέροντος για την «ιδιο-κατασκευή» στον παγκόσμιο Βορρά, ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ, εν μέρει λόγω οικονομικών, αλλά και οικολογικών πιέσεων.

[Εικ. 29]

Το 1961 ο Ολλανδός αρχιτέκτονας, John Habraken, μέσα από το βιβλίο του «Supports: An Alternative to Mass Housing»29, αναπτύσσει μια παρόμοια σχεδιαστική προσέγγιση όσον αφορά τη στέγαση, υποστηρίζοντας ότι το κράτος θα παρέχει τις υποδομές και οι άνθρωποι θα μπορούν να χτίσουν τη δική τους στέγη, επηρεασμένοι από κάποιες απόψεις από το έργο των «στρουκτουραλιστών».30 Ο Habraken έχει ερευνήσει στρατηγικές για τη συμμετοχή χρηστών και κατοίκων στη διαδικασία κατασκευής όσον αφορά τη συλλογική κατοίκηση. Ανέπτυξε τις αρχικές του ιδέες στα μέσα της δεκαετίας του 1960 σε μια σειρά ευέλικτων έργων στέγασης που αναπτύχθηκαν.

[Εικ. 30]

56


02./ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

[Εικ. 32]

Ένας από τους πρωτοπόρους του συμμετοχικού κινήματος στην Ευρώπη, ο Βέλγος αρχιτέκτονας, Lucien Kroll ενσωμάτωσε στα τέλη της δεκαετίας του 60’(1969) τις ιδέες του Habraken σε δημόσια κτίρια. Έγινε γνωστός για το έργο Maison Medical στο Πανεπιστήμιο του Louvain στα περίχωρα των Βρυξελλών (197076), για το οποίο τον προσέγγισαν οι ίδιοι οι φοιτητές. «Ο Kroll εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να πειραματιστεί με μια αυτο-δημιουργούμενη αρχιτεκτονική, της οποίας τα στοιχεία αναπτύσσονταν αποσπασματικά, μέσα από συζήτηση με τους μελλοντικούς χρήστες. Αντί να επιβάλει ένα αρχικό σχέδιο «από πάνω προς τα κάτω», χρησιμοποίησε ένα μοντέλο (μακέτα) για να τεκμηριώσει το αναπτυσσόμενο σχέδιο, δίνοντας τη δυνατότητα στους φοιτητές να τροποποιήσουν και όχι να αφαιρέσουν».31

[Εικ. 31]

57


Χαρακτηριστικό επίσης παράδειγμα της ίδιας εποχής, όπου είναι εμφανής η κοινοτική συμμετοχή στην κατοικία, είναι αυτό του Άγγλο-Σουηδού αρχιτέκτονα/σχεδιαστή Ralph Erskine, ο οποίος αφοσιώθηκε στην ανάπτυξη των εργατικών κατοικιών «Byker» στο Newcastle (αναλύουμε σε επόμενο κεφάλαιο). Το πνεύμα του Erskine, γενικά, συμπίπτει με αυτό των ουτοπικών ανθρωπιστών, καθώς στην αρχιτεκτονική του κατάφερε να συνδυάσει περιβαλλοντικούς περιορισμούς και κοινωνικές ανησυχίες, διατηρώντας συνεχώς μια μακροπρόθεσμη δέσμευση για τις ανάγκες της κοινότητας.

[Εικ. 34] [Εικ. 33]

Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, η αστική αναταραχή στις ΗΠΑ ήταν παράλληλη με την αυξανόμενη δυσαρέσκεια του κοινού στο Ηνωμένο Βασίλειο, εξαιτίας της πολιτικής απομάκρυνσης των αστικών παραγκουπόλεων και της αντικατάστασής τους με τυποποιημένες πολυώροφες κατοικίες.

Οι ομάδες του Ηνωμένου Βασιλείου ανέπτυξαν δραστηριότητες κοινοτικής εμπλοκής, συμπεριλαμβανομένης της οργάνωσης Support (1976) στο Λονδίνο, η οποία συντόνιζε τη σχεδιαστική βοήθεια σε κοινότητες καθώς και υποστήριζε τα κινήματα των καταληψιών. Οι καταλήψεις, ως κίνημα έγιναν αρκετά διαδεδομένες στο Ηνωμένο Βασίλειο και την ηπειρωτική Ευρώπη, στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και μέχρι τη δεκαετία του 1970. Ένα από τα πιο σημαντικά παραδείγματα αυτού του κινήματος, αποτελεί η «Ελεύθερη πόλη της Κοπεγχάγης» (Kristiania), στην Δανία, η οποία εξακολουθεί να υπάρχει μέχρι και σήμερα σε μια πολύ τροποποιημένη μορφή.

58


02./ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Αυτές οι πρώιμες κοινοτικές αρχιτεκτονικές και σχεδιαστικές κινήσεις σε συνεργασία με τις κοινότητες, εξαρτήθηκαν σε εθελοντική βάση, σε ένα μεγάλο βαθμό αρχικά από μαθητές και ριζοσπαστικούς αρχιτέκτονες/ σχεδιαστές. Ωστόσο, με την ταχεία συνειδητοποίηση της σημαντικότητας των κοινοτικών κινημάτων που εξυπηρετούσαν αυτές οι οργανώσεις, οι κυβερνητικοί φορείς άρχισαν να υποστηρίζουν αυτές τις δραστηριότητες. Ξεκίνησαν επίσης να συμπεριλαμβάνουν τη συμμετοχή ως στοιχείο στην πολιτική (στο Ηνωμένο Βασίλειο).

[Εικ. 35]

«Αυτό οδήγησε σε αύξηση των τοπικών ομάδων πίεσης οι οποίες θα περιλαμβάνονταν στην συνέχεια στη νόμιμη διαδικασία σχεδιασμού».32 Ιδιαίτερα στην δεκαετία του ’70, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, η συμμετοχική διαδικασία αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό, ενώ παράλληλα εμφανίστηκε μια νέα προσέγγιση σχεδιασμού όπου οι επαγγελματίες αντιπροσώπευαν φτωχές κοινότητες.

59


“Αυτή η αρχιτεκτονική πρακτική, υποστήριζε το σχεδιασμό κτιρίων, τα οποία έδιναν προτεραιότητα στους μελλοντικούς χρήστες και όχι στον αρχιτέκτονα.”

Για παράδειγμα, η Κοινοτική Ομάδα Ανάπτυξης (CDG), που ιδρύθηκε το 1969 στη Σχολή Σχεδιασμού του Κρατικού Πανεπιστημίου της Βόρειας Καρολίνας, παρείχε βοήθεια σχεδιασμού σε κοινότητες για τρεις δεκαετίες. Ο Henry Sanoff, ως διευθυντής του CDG, συγκέντρωσε μια πλούσια εμπειρία στο συμμετοχικό σχεδιασμό, την οποία έχει μοιραστεί μέσω πολλών δημοσιεύσεων, καθιερώνοντάς τον ως έναν από τους βασικούς ηγέτες σχεδιασμού κοινοτήτων στις ΗΠΑ. Περνώντας στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, οι συμμετοχικές διαδικασίες εισήχθησαν όλο και περισσότερο στην αρχιτεκτονική, την τέχνη και το θέατρο παράλληλα με ένα μεταβαλλόμενο πολιτικό και πολιτιστικό κλίμα το οποίο ευνοούσε την ατομική αυτονομία και έκφραση. Ένα άλλο παράδειγμα συμμετοχικού σχεδιασμού, που ακολουθεί τους πρωτοπόρους της αρχικής κοινοτικής αρχιτεκτονικής, είναι ο συνεταιρισμός Matrix Feminist Design. «Αυτή η αρχιτεκτονική πρακτική, υποστήριζε το σχεδιασμό κτιρίων, τα οποία έδιναν προτεραιότητα στους μελλοντικούς χρήστες και όχι στον αρχιτέκτονα».33 Η συμμετοχή χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει τα δικαιώματα των γυναικών, και στόχευε στην οικοδόμηση της εμπιστοσύνης μιας αποξενωμένης ομάδας. Με αυτόν τον τρόπο, η συμμετοχή, είχε επίσης συσχετιστεί με το να δίνει φωνή στις περιθωριοποιημένες ομάδες.

Κάπου στα μέσα της δεκαετίας του 1980, λοιπόν, η έννοια της συμμετοχής αποτέλεσε λέξη-κλειδί για την «αειφόρο ανάπτυξη», τις «βασικές ανάγκες» και την «ανάπτυξη ικανοτήτων» και εμφανίστηκε ως λύση για την οικονομική ανάπτυξη, ακριβώς κατά τη διάρκεια της αντιμετώπισης των Προγραμμάτων Διαρθρωτικής Προσαρμογής (SAPs) που είχαν επιβληθεί στον υποανάπτυκτο κόσμο από την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ. Αντίστοιχα, το 1982 το κίνημα RIBA, το οποίο πρωτοεμφανίστηκε το 1970, δημιούργησε το Ταμείο Αρχιτεκτονικής Βοήθειας για να προσφέρει πόρους σε κοινοτικές ομάδες, ώστε να πληρώσουν τέλη για επαγγελματικές υπηρεσίες. Το 1990 ιδρύθηκε η Διεθνής Ένωση για τη Δημόσια Συμμετοχή (IAP2), η οποία επιδίωκε να προωθήσει και να βελτιώσει την πρακτική της συμμετοχής του κοινού σε σχέση με τα άτομα, τις κυβερνήσεις, τους θεσμούς κ.α. που επηρέαζαν το δημόσιο ενδιαφέρον παγκοσμίως.

60


02./ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

[Εικ. 36]

Οι βασικές αξίες για την πρακτική της δημόσιας συμμετοχής, οι οποίες υιοθετήθηκαν και στον συμμετοχικό σχεδιασμό, είναι ότι το κοινό πρέπει να έχει λόγο στη λήψη αποφάσεων σχετικά με ενέργειες που θα επηρεάζουν τη ζωή του. Οι συμμετέχοντες θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους τις πληροφορίες που χρειάζονται για να συμμετάσχουν κατά τρόπο ουσιαστικό και να ενημερώνονται για τον τρόπο με τον οποίο η απόφασή τους επηρέασε το αποτέλεσμα.

61

Συνοψίζοντας, η έννοια της συμμετοχής στο σχεδιασμό, τις δεκαετίες του ’60 και ’70,υιοθετήθηκε από ριζοσπαστικούς επαγγελματίες αρχιτέκτονες και μαθητές, μέσα από πειραματικά projects και ομάδες ενδιαφερόντων και ξεκίνησε να χαράσσει έναν ουσιαστικό δρόμο στην κοινοτική ζωή των ανθρώπων. Η μετάβαση της συμμετοχής στο σχεδιασμό, από αυτές τις δεκαετίες, στις δεκαετίες του ’80 και ’90 γίνεται με την ολοένα και πιο θεσμοποιημένη εφαρμογή της συμμετοχής στην


πολιτική τοπικών και κρατικών φορέων, μέσα από κοινωνικά κινήματα για τα δικαιώματα των ανθρώπων και τη ζωή τους στην πόλη. Φτάνοντας στην εποχή μας, και έχοντας πλέον το θεωρητικό υπόβαθρο μέσα από μία ιστορική αναδρομή για τον ρόλο της συμμετοχής, καταλαβαίνουμε ότι οι συμμετοχικές προσεγγίσεις στο σχεδιασμό είναι αρκετά κρίσιμες ακόμη και σήμερα, μιας και τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα και

τα ζητήματα του βιοτικού επιπέδου που καλείται να αντιμετωπίσει ο άνθρωπος, είναι πιο κρίσιμα από ποτέ. Συγκεκριμένα, όπως είδαμε και παραπάνω, η σχέση μεταξύ συμμετοχής και σχεδιασμού έχει εξερευνηθεί με διάφορους τρόπους σε θεωρία και πράξη ανά τα χρόνια, στον τομέα της ανάπτυξης και ειδικά στο πλαίσιο της αστικής ανάπτυξης. Καθώς, όμως, η παγκοσμιοποίηση

εντείνεται και ο

νεοφιλελευθερισμός, το κράτος απομακρύνεται από οποιαδήποτε πρωτοβουλία για πραγματική συμμετοχή, προωθώντας μία νέα έννοια της συμμετοχής στην κοινωνία που έχει να κάνει με την ατομική ευθύνη για τα ζητήματα που στο παρελθόν, αποτελούσαν ευθύνη του ίδιου του κράτους. Η κοινοτική αρχιτεκτονική με πρωτοβουλία του κράτους αποτελεί παρελθόν. Στη θέση της εμφανίζονται πρωτοβουλίες, όπως θα φανεί και μέσα από τις περιπτωσιολογικές μας μελέτες παρακάτω, είτε από αρχιτέκτονες και φορείς, είτε από τις ίδιες τις κοινότητες, που αναλαμβάνουν να δώσουν άμεσες λύσεις σε επείγοντα, καθημερινά προβλήματα και δημιουργούν δημόσιους και κοινοτικούς χώρους που προσφέρουν έδαφος για διαφορετικές χρήσεις, εμπλέκουν ποικίλες ομάδες ενδιαφερομένων και απεικονίζουν την κριτική στον συνήθη σχεδιασμό του χώρου.

62


02./ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΗ Όπως φαίνεται από την παραπάνω ανάλυση, δύο από τους πιο σημαντικούς συντελεστές που καθορίζουν τόσο την πορεία της διαδικασία του συμμετοχικού σχεδιασμού όσο και το αποτέλεσμά της, είναι αυτοί του ειδικού και του χρήστη. Αναλυτικότερα, στη συμμετοχική διαδικασία συμμετέχουν από τη μια οι χρήστες, οι κάτοικοι, οι «πελάτες» και από την άλλη οι αρχιτέκτονες, οι φορείς, οι διάφοροι επιστήμονες.

Βασιζόμενες στις τελευταίες βαθμίδες στη σκάλα της Arnstein, όπου η συμμετοχή του κοινού είναι ισχυρή, θεωρούμε πως για να είναι ο συμμετοχικός σχεδιασμός «επιτυχημένος» είναι απαραίτητη η ισότιμη συμμετοχή τόσο του ειδικού όσο και του ίδιου του χρήστη. Μέσα από τις ουσιαστικές συμμετοχικές εμπειρίες μια “Αναζητείται μια καινούργια σχέση στο αναζητείται καινούργια σχέση στο δίπολο χρήστη-ειδικού. Δεν αναζητείται δίπολο χρήστη-ειδικού. ακριβώς ένας καινούργιος ρόλος ειδικού Δεν αναζητείται ακριβώς και χρήστη αλλά μια εναλλαγή ρόλων.” ένας καινούργιος ρόλος ειδικού και χρήστη αλλά μια εναλλαγή ρόλων, όπου ο αρχιτέκτονας θα αναγνωρίζει παράλληλα στον εαυτό του το ρόλο του κάτοικου, του πολίτη, του χρήστη δηλαδή, και αντίστροφα ο χρήστης το ρόλο του αρχιτέκτονα. Έτσι, μέσα από το συμμετοχικό σχεδιασμό επαναπροσδιορίζεται η σημασία της πόλης και του σχεδιασμού, η σχέση ανάμεσα στους πολίτες της, η σχέση ανάμεσα στον σχεδιασμό και το χώρο, καθώς δημιουργείται μία νέα πραγματικότητα σχετικά με το ποιοι παίρνουν τις αποφάσεις, ποιοι σχεδιάζουν, για ποιον σχεδιάζουν και με τι στόχους.


[Εικ. 37]

Κατά τη διάρκεια της συμμετοχικής διαδικασίας οι ειδικοί θα πρέπει να αμφισβητούν τον καθορισμένο ρόλο που τους δίνει η πολιτική εξουσία, το ρόλο, δηλαδή, του καθοδηγητή/εξουσιαστή και να αναζητήσουν μια καινούργια αποστολή στην οποία θα πρωταγωνιστήσει σε μία σειρά από διαφορετικούς ρόλους. Ο ρόλος που καλείται να υιοθετήσει είναι αυτός του ερμηνευτή των αναγκών των χρηστών, αυτός του διαμεσολαβητή, του προγραμματιστή που ενεργεί ως εκπαιδευτής, ως «μεσίτης ιδεών, διοργανωτής ή υποστηρικτής, και όχι ως «κύριος-σχεδιαστής».34 Ο ειδικός στην περίπτωση του συμμετοχικού σχεδιασμού θα πρέπει να χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα ως ικανός επαγγελματίας αλλά και ως αποτελεσματικός σύμβουλος. Ο αρχιτέκτονας καλείται να παράξει χώρο μέσω μιας διαδικασίας, μιας παραδοσιακής αρχιτεκτονικής πρακτικής. Αυτή η διαδικασία, έχει μια γραμμική πορεία, αυτή της ανάλυσης της αρχιτεκτονικής ιδέας, της αρχιτεκτονικής πράξης, του σχεδιασμού και του επανασχεδιασμού της τελικής σύνθεσης των σχεδίων της κατασκευής και της υλοποίησης της κατασκευής. Η συμμετοχική διαδικασία, όμως, έχει έναν κυκλικό προσδιορισμό, οπού οι εμπλεκόμενοι ξεκινούν από ένα σημείο, επανέρχονται, ξανασυζητούν, θέτουν στόχους.

Προσεγγίζοντας την πλευρά του χρήστη, καταλαβαίνουμε ότι στο πλαίσιο του συμμετοχικού σχεδιασμού ξαναδίνεται ο λόγος στους κατοίκους. Ο χρήστης, ο σχεδιαστής, ο κατασκευαστής θα πρέπει να συνυπάρχουν ως μία ολότητα. Η ομάδα ή οι ομάδες που συμμετέχουν σε ένα έργο θα πρέπει να καθορίζουν και τους στόχους. «Η συμμετοχή των κοινωνικών ομάδων και των ομάδων ενδιαφερόντων θα πρέπει να ενσωματώνονται στη διαδικασία λήψης απόφασης, αναδεικνύοντας τη στενή αλληλεπίδραση των κέντρων λήψης αποφάσεων και του κοινωνικού συνόλου στη διαδικασία, με την επιστημονική κοινότητα (σχεδιαστές) να διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην μεταξύ τους σχέση».35 Έτσι, είναι ουσιώδης η ένταξη του χρήστη στη διαδικασία σχεδιασμού, καθώς ο χρήστης είναι αυτός ο οποίος μπορεί να μεταφέρει πληροφορίες σχετικά

64


02./ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

με τις ανάγκες του κατά το σχεδιασμό του χώρου που τον αφορά και μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση του. «Χρειάζεται, επομένως, η άμεση επαφή του ειδικού με τον χρήστη και η κατάλληλη μεθοδολογία και πρακτική ώστε τα αναγκαία και ουσιώδη εκείνα στοιχεία, των οποίων ο χρήστης είναι μοναδικός φορέας, να αναδυθούν και να αξιοποιηθούν κατά το σχεδιασμό του χώρου».36 «Η αρχιτεκτονική γίνεται μια εκπαιδευτική ευκαιρία για τον ή τους χρήστες να τοποθετηθούν έναντι της εξελικτικής τους προοπτικής και να διαμορφώσουν τον χώρο ζωής τους».37 Σε σχέση με τις παραπάνω παρατηρήσεις, αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί η άποψη που διατυπώνεται από τον Creighton.38 Σύμφωνα με αυτή, είναι ιδιαίτερα σημαντικό το κοινό να αντιλαμβάνεται ή και να συμμετέχει στις επιλογές που γίνονται στα στάδια διαδικασίας σχεδιασμού. Μπορεί να συμβουλεύει σχολιάζοντας τις εναλλακτικές λύσεις που έχουν δομηθεί στο υπό μελέτη πρόβλημα καθώς και να εμπλέκεται στο σχεδιασμό λύσεων. Αυτό έχει ως πλεονέκτημα μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της συμμετοχής, με τη σταδιακή κατανόηση του κοινού για τη διαδικασία και των επιμέρους αποφάσεων του τελικού προϊόντος. Για παράδειγμα, ο τρόπος που διατυπώνεται ο στόχος μπορεί στην πραγματικότητα να αποκλείει κάποιες κατευθύνσεις ιδιαίτερα σημαντικές για το κοινό. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Creighton, «είναι χρήσιμη η συμμετοχή του κοινού σε όλα τα στάδια της διαδικασίας του σχεδιασμού, έτσι ώστε να συμμετέχει στις επιμέρους αποφάσεις των διαφορετικών σταδίων. Μια τέτοια διαδικασία υποστηρίζει επίσης τη διαφάνεια στη διαδικασία λήψης απόφασης, τη νομιμοποίηση αυτής, αλλά και την αποτελεσματικότερη εφαρμογή της».39

[Εικ. 38]

[Εικ. 39]

65


Εδώ, είναι που ο ειδικός-αρχιτέκτονας αναλαμβάνει ουσιαστική δράση για την ομαλή υλοποίηση της συμμετοχικής διαδικασίας. Ιδιαίτερα, στο πλαίσιο του συμμετοχικού σχεδιασμού, ως μέσο επικοινωνίας μεταξύ των εμπλεκόμενων ομάδων, ο σχεδιαστής-ειδικός καλείται να αντιμετωπίσει διάφορες προκλήσεις οι οποίες αφορούν: το ίδιο το έργο του συμμετοχικού σχεδιασμού, την διαχείριση διαφωνιών και συγκρούσεων μεταξύ των εμπλεκομένων και της τοπικής κοινωνίας που διαδραματίζεται ο σχεδιασμός, τον εμπλουτισμό της γνώσης των εμπλεκομένων με σκοπό την ευαισθητοποίηση τους στα ζητήματα που αναφέρεται ο συμμετοχικός σχεδιασμός και τέλος την ενίσχυση της ενεργούς συμμετοχής στην τοπική κοινωνία. Αναλαμβάνει, δηλαδή, τον ρόλο του συμβούλου, του καταλύτη στο πλαίσιο της συμμετοχικής διαδικασίας, του διαμεσολαβητή μεταξύ των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων για τη διαχείριση των συγκρούσεων, του εκπαιδευτή των ομάδων σε νέες μορφές συμμετοχής, συνεργασίας και κοινωνικής μάθησης και εν τέλει τον συντονιστή όλου του συμμετοχικού εγχειρήματος. Έτσι, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το καθήκον του ειδικού-αρχιτέκτονα είναι να μεταφράσει τις ανάγκες των πολιτών στη γλώσσα του σχεδιασμού.

[Εικ. 40]

[Εικ. 41]

Για έναν αρχιτέκτονα-κάτοικο ή έναν αρχιτέκτονα-χρήστη, η «χρήση» δεν διαχωρίζεται πλέον από τη διαδικασία σχεδιασμού. Πάνω σε αυτή τη θεώρηση ο Jonathan Hill, Άγγλος αρχιτέκτονας, δηλώνει ότι «η αρχιτεκτονική κατασκευάζεται από τη χρήση και από το σχεδιασμό».40 Έτσι, η συνδιαλλαγή του σχεδιαστή-αρχιτέκτονα με τον χρήστη καλείται να πάρει τη μορφή μιας δύσκολης διαδικασίας ανίχνευσης και αναγνώρισης των χαρακτηριστικών του χώρου, στον οποίο ο χρήστης συγκεντρώνει τα στοιχεία της κοινωνικής του ζωής. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, πως δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε τον ρόλο του χρήστη, κατά τη διάρκεια της συμμετοχικής διαδικασίας, από το ρόλο του ειδικού, καθώς αυτοί οι δύο συντελεστές είναι αλληλένδετοι μεταξύ τους. Ο ρόλος, και η εμπλοκή του ειδικού, είναι αυτός που καθορίζει κατά πόσο είναι ουσιαστική η συμμετοχή του χρήστη ή όχι στο σχεδιασμό. Έτσι, με βάση τον επαναπροσδιορισμό του αρχιτέκτονα και του χρήστη, βλέπουμε ότι ο συμμετοχικός σχεδιασμός δεν μπορεί να συνυπάρξει με τον κρατικό/κεντρικό σχεδιασμό, που εκ των πραγμάτων πραγματοποιείται ερήμην των ενδιαφερομένων, ακόμα κι όταν πραγματοποιείται εν ονόματι τους.

66



03

ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ Α. Bauhäusle. Β. Byker. Γ. Park Fiction. Δ. Granby Four Streets.


ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ

[Εικ. 42]

ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

[Εικ. 43]

[Εικ. 44]

69

Σ

την παρούσα εργασία, ασκήσαμε μέχρι στιγμής μια κριτική στα χαρακτηριστικά του σύγχρονου δομημένου περιβάλλοντος, καταδεικνύοντας την διαδικασία παραγωγής και χρήσης του δομημένου χώρου. Μέσα από αυτό, αναγνωρίσαμε την ανάγκη μιας διαφορετικής διαδικασίας σχεδιασμού, περισσότερο συλλογικού, και επιχειρήσαμε να αναδείξουμε τους λόγους και τη σημασία μιας συμμετοχικής διαδικασίας, για την διαμόρφωση μιας κοινοτικής δομής και ζωής. Στη συνέχεια εξετάσαμε τη έννοια της συμμετοχής στον σχεδιασμό καθώς και τις μεθόδους και δυνατότητες του συμμετοχικού σχεδιασμού ως ένα εργαλείο δόμησης σχέσεων συνεργασίας και χώρου. Προκειμένου να αποκτήσουμε καλύτερη εποπτεία στην όλη διαδικασία του συμμετοχικού σχεδιασμού, κρίναμε πως είναι συνετό να εξετάσουμε την διαδρομή του ως μέθοδο σχεδιασμού σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες, μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα. Έπειτα από την παραπάνω θεωρητική μας ανάλυση, στο κεφάλαιο αυτό επικεντρωνόμαστε στη μελέτη τεσσάρων παραδειγμάτων εφαρμογής συμμετοχικού σχεδιασμού, που έχουν ως έδρα τους την Ευρώπη και πιο συγκεκριμένα το Λονδίνο και την Γερμανία. Επιπλέον, θεωρήσαμε συνετό και πιο εμπεριστατωμένο για την έρευνα μας, να μελετήσουμε περιπτώσεις που διαδραματίστηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, όπως του Byker και του Bauhäusle, που αναφέρονται


[Εικ. 45]

στη δεκαετία του 70, και τις περιπτώσεις του Park Fiction και του Granby four streets, που αποτελούν πιο σύγχρονα παραδείγματα. Παράλληλα, τα εγχειρήματα αυτά έχουν την έδρα τους σε διαφορετικές χωρικές κλίμακες (κατοικία, πλατεία, γειτονιά, πόλη), και επιλέγουμε να εξετάσουμε, το αν και πως, αυτός ο παράγοντας επηρεάζει την εφαρμογή του συμμετοχικού σχεδιασμού. Τα τελευταία χρόνια, αποτελούν μια πραγματικότητα στις περισσότερες χώρες οι εμπειρίες μιας συμμετοχικής αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας. Στα παραδείγματα που επιλέξαμε ο συμμετοχικός σχεδιασμός εμφανίζεται ιδιαίτερα σε επεμβάσεις ανάπλασης κυρίως ευαίσθητων και υποβαθμισμένων περιοχών. Αποτελούν πια μια πραγματικότητα κάποιες ομάδες ατόμων ή μαζικοί φορείς ή και δήμοι που θέτουν, διεκδικούν και πραγματοποιούν τη συμμετοχή όλων στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος, όπου ο χώρος δεν είναι αποτέλεσμα ενός ουδέτερου κι απρόσωπου σχεδιασμού αλλά μιας πλούσιας συλλογικής εμπειρίας. Στις περιπτώσεις συμμετοχικού σχεδιασμού που αναλύουμε παρακάτω, διακρίνουμε ομάδες που μπορούν να λειτουργήσουν γύρω από θέματα που προκύπτουν στο αστικό περιβάλλον. Τέτοια θέματα μπορεί να είναι η παρεμπόδιση κατεδαφίσεων παλιών κτιρίων ή συγκροτήματος κτιρίων, κατεδαφίσεις οι οποίες προτείνονται στο όνομα κάποιας

αμφιλεγόμενης ανάπλασης. Οι συλλογικές αυτές ομάδες μπορεί να διεκδικούν μια συνολική παρέμβαση στον προγραμματισμό και τον σχεδιασμό της γειτονιάς ή μιας ολόκληρης περιοχής ή ακόμα και γύρω από το σχεδιασμό και τη λειτουργία ενός κοινόχρηστου ή δημόσιου χώρου.

Αποτελούν πια μια πραγματικότητα κάποιες ομάδες ατόμων ή μαζικοί φορείς ή και δήμοι που θέτουν, διεκδικούν και πραγματοποιούν τη συμμετοχή όλων στη διαμόρφωση του περιβάλλοντος. Αντίστοιχα, στις παρακάτω περιπτώσεις, κάποιες ομάδες διεκδικώντας ένα διαφορετικό τρόπο ζωής στράφηκαν στον τομέα της κατοικίας συμμετέχοντας ενεργά σ’ όλες τις φάσεις, σύλληψη, σχεδιασμός, κατασκευή, λειτουργία προσφέροντας έτσι καινούργιες εμπειρίες σε πολλές κατευθύνσεις (τεχνικές, κοινωνικές, αισθητικές), με την πρόθεση να παρέμβουν σε δύο επίπεδα, οικονομικό και ιδεολογικό. Συγκεκριμένα, οι παρακάτω εφαρμογές αντιπροσωπεύουν χαρακτηριστικά αυτούς τους τρεις διαφορετικούς τύπους επεμβάσεων στους οποίους μπορεί να εφαρμοστεί ο συμμετοχικός σχεδιασμός. Δύο περιπτώσεις αφορούν την ανάπτυξη συγκροτημάτων κατοικιών, μία φοιτητικές κατοικίες και μία την ανάπλαση περιοχής σε πάρκο. Καθένα από αυτά, έχει ακολουθήσει διαφορετική διαδικασία σχεδιασμού, ωστόσο όλα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, την ενεργή συμμετοχή του χρήστη στο σχεδιασμό και στην κατασκευή.

70


Το Bauhäusle είναι ένα πρόγραμμα στέγασης ιδιοκατασκευής φοιτητικών εστιών, που έλαβε χώρα στο Πολυτεχνείο της Στουτγάρδης (Technical University of Stuttgart). Ο σχεδιασμός και η κατασκευή του πραγματοποιήθηκαν εξολοκλήρου από πρωτοετείς φοιτητές αρχιτεκτονικής, πολιτικών μηχανικών, πολεοδόμων και περιβαλλοντολόγων, μεταξύ του 1981 και 1983, υπό την επίβλεψη των καθηγητών και αρχιτεκτόνων Peter Sulzer και Peter Hübner.1 Αφορμή για την σύλληψη της ιδέας του Bauhäusle, αποτέλεσε η έλλειψη στεγαστικής φοιτητικής παροχής στη Στουτγάρδη εκείνο το έτος (1981), κάτι το οποίο ώθησε τους μαθητές να ρωτήσουν εάν θα μπορούσαν να χτίσουν σε πραγματική κλίμακα τα δικά τους σχέδια. Στόχος, ήταν η δημιουργία βιοκλιματικών κατοικιών, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτάρκεια, που θα εκμεταλλεύονται την ηλιακή ενέργεια. Η βασική ιδέα ουσιαστικά, ήταν η κατανόηση, από τους φοιτητές, του κτιρίου και της κατασκευής που σχεδιάζουν και χτίζουν και ταυτόχρονα η συμμετοχή τους ως μελλοντικοί χρήστες σε όλα τα στάδια της υλοποίησης του έργου. Αρχικά, η πρόταση γελοιοποιήθηκε για το ότι ήταν πολύ περίπλοκη και πολύ εκτεταμένη. Παρόλα αυτά, το Πανεπιστήμιο υποστήριξε την ιδέα και σε συνδυασμό με το χρόνιο υφιστάμενο μάθημα του πρώτου έτους, για το σχεδιασμό του δικού τους δωματίου, το έργο υλοποιήθηκε. Σε έναν ειρωνικό υπαινιγμό στο «Bauhaus»2 της δεκαετίας του 1920, οι μαθητές βάφτισαν τον κοιτώνα τους με το όνομα «Bauhäusle».

71

BAUH-

03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ


ÄUSLE

72


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

[Εικ. 47]

Μέθοδος κατασκευής «μέσα από αυτή τη πρώτη επαφή μου με τον Segal, γεννήθηκε και η ιδέα να χτίσουμε ένα ολόκληρο κατάλυμα φοιτητικών εστιών, σχεδιαστές των οποίων θα ήταν οι ίδιοι οι φοιτητές, μετέπειτα κατασκευαστές και τελικά, οι ιδίοι κάτοικοι». Peter Sulzer

73

Οι Sulzer και Hübner, διαβάζοντας για την μέθοδο ιδιο-κατασκευής του Walter Segal (βλ. 2ο Κεφ.) μέσα από διάφορες δημοσιεύσεις του και ενθουσιασμένοι από την ιδιο-κατασκευή που πραγματοποιήθηκε στο Lewisham3, τον κάλεσαν να διεξάγει διαλέξεις στο Πανεπιστήμιο της Στουτγκάρδης και κατόπιν ξεκίνησαν να χτίζουν μαζί πειραματικές κατασκευές στην πανεπιστημιούπολη χρησιμοποιώντας τη μέθοδό του. Συγκεκριμένα ο Peter Sulzer δηλώνει ότι «μέσα από αυτή τη πρώτη επαφή μου με τον Segal, γεννήθηκε και η ιδέα να χτίσουμε ένα ολόκληρο κατάλυμα φοιτητικών εστιών, σχεδιαστές των οποίων θα ήταν οι ίδιοι οι φοιτητές, μετέπειτα κατασκευαστές και τελικά, οι ιδίοι κάτοικοι».4

W a l t e r S e g a l ’s s e l f - b u i l d method. Σχετικά με την μέθοδο του Walter Segal, ο ίδιος εισήγαγε ένα νέο τρόπο χτισίματος στα μέσα του 1960, συνδυάζοντας άμεσα διαθέσιμα υλικά και στοιχεία πλήρωσης, σε τυποποιημένες διαστάσεις των 60x60cm, μέσα σ’ ένα ξύλινο πλαίσιο οριζόντιων και κάθετων στοιχείων. Αυτό το πλαίσιο σχεδιάζεται σε ένα κάνναβο που είναι εύκολο να κατανοηθεί και να χρησιμοποιηθεί από τον οποιονδήποτε.


Κατά τη κατασκευή του, χρησιμοποιούνται τεχνικές ξηρής συναρμολόγησης με μπουλόνια και βίδες, κι έτσι, δίχως τους περιορισμούς μιας κατασκευής με υγρή διαδικασία από μπετόν και τούβλα, είναι δυνατές οι όποιες πιθανές μεταποιήσεις στο έργο. Οι τοίχοι και τα στοιχεία πλήρωσης δεν είναι φέροντα, ενώ όλα τα ανοίγματα μπορούν να τοποθετηθούν σε οποιοδήποτε επιθυμητό ύψος. Αυτό αποδείχθηκε ιδιαίτερα χρήσιμο, για άτομα που δεν έχουν ιδιαίτερα εξασκηθεί σε τεχνικές κατασκευής και αρχιτεκτονικά σχέδια, και μπορούν έτσι να σταθούν στο κτίριο υπό κατασκευή και να αποφασίσουν την τοποθέτηση των ανοιγμάτων βάσει προσανατολισμού και επί τόπου ανάγνωσης του περιβάλλοντος. Αυτή η επί τόπου παρατήρηση καθώς και η ευκολία στην συναρμολόγηση κρίθηκε αναγκαία για την ενεργό συμμετοχή και για την υλοποίηση του Bauhäusle, όπως θα δούμε και παρακάτω. Στο σημείο αυτό, να πούμε ότι ο Walter Segal βοήθησε στο να προσαρμοστεί η μέθοδός του στις προδιαγραφές των διαθέσιμων υλικών στη Γερμανία, τα περισσότερα από τα οποία έγιναν δωρεά στο Πανεπιστήμιο από την κατασκευαστική βιομηχανία της Στουτγάρδης.

[Εικ. 48]

Αν και υπάρχουν ελάχιστοι έως και καθόλου φοιτητές αρχιτεκτονικής που ζουν στο κτίριο σήμερα, οι επισκευές του εξακολουθούν να πραγματοποιούνται από τους κατοίκους του. Με το όνομα «Little Bauhaus», το έργο αποκαλύπτει πώς οι μέθοδοι ιδιο-κατασκευής και η συμμετοχή δίνουν στους χρήστες μια αίσθηση ιδιοκτησίας. Οι δύο δάσκαλοι / αρχιτέκτονες ανέλαβαν έναν εποπτικό ρόλο, αφήνοντας τους μαθητές να πάρουν τις δικές τους αποφάσεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το Bauhäusle να έχει μια κοινόχρηστη ατμόσφαιρα που έχει διατηρηθεί ακόμη και μετά την αποχώρηση των αρχικών φοιτητών-οικοδόμων.

[Εικ. 49]

74


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

[Εικ. 50]

Διαδικασία σχεδιασμού και κατασκευής

Το σχέδιο του Bauhäusle ολοκληρώθηκε σε διάστημα τριών ετών (1981-1983), και πρόκειται για μια «κακοφωνία»5 δωματίων, όπως την αποκαλεί ο Sulzer, η οποία αποδίδεται με διάφορα υλικά και χαρακτηριστικά, χτισμένη κυρίως από τους πρωτοετείς φοιτητές της σχολής. Συγκεκριμένα, το Bauhäusle αποτελείται από ένα κτίριο 500μ2, με κοινόχρηστες λειτουργίες και μια σειρά μικρότερων κτιρίων γύρω του, τα οποία περιλαμβάνουν τα δωμάτια των φοιτητών. Αρχικά οι φοιτητές σκόπευαν να χτίσουν είκοσι δωμάτια, αλλά στο τέλος κατέληξαν σε τριάντα, όλα για τους μαθητές του πρώτου έτους. Τα δωμάτια των φοιτητών ομαδοποιήθηκαν σε γκρουπ των τριών και τεσσάρων, το καθένα από 15 εώς 28μ2 με σκοπό να προκύψουν ενδιάμεσοι χώροι επικοινωνίας, έτσι ώστε να μπορούν να κατασκευαστούν ανεξάρτητα. Αυτό διαίρεσε την ευθύνη του έργου, καθώς η ανάπτυξη του σχεδιασμού και η εκτέλεση κάθε σπιτιού ελέγχονταν από ένα διαφορετικό μέλος του προσωπικού του Πανεπιστημίου. [Εικ. 51]

75


[Εικ. 52]

[Εικ. 53] Η κάτοψη του Bauhäusle βασίστηκε ουσιαστικά σε δύο διαδρόμους, έναν σε κάθε πλευρά του κοινόχρηστου χώρου, οι οποίοι δημιουργήθηκαν με σκοπό να ενώσουν τις μεμονωμένες κατοικίες των φοιτητών. Επειδή οι φοιτητές ήθελαν να ελαχιστοποιήσουν τις εργασίες θεμελίωσης και υδραυλικών εγκαταστάσεων τοποθέτησαν τις κουζίνες και τα μπάνια (2 κουζίνες και 4 μπάνια), που χρειάζονταν την παροχή νερού, στο κέντρο. Το πλάτος των υπνοδωματίων ορίστηκε στα 2.84μ. ώστε να είναι εφικτή η όσο το δυνατόν μικρότερη απαιτούμενη διαδρομή μέχρι το μπάνιο για τις νυχτερινές ώρες. Μάλιστα, οι ίδιοι οι φοιτητές επέμειναν στο να γίνουν οι διάδρομοι θερμαινόμενοι, και οι οροφές τους έλαβαν ανοίγματα για την καλύτερη έλευση φωτός στο εσωτερικό των κοινόχρηστων χώρων.

76


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Το έργο έτρεχε παράλληλα με το εβδομαδιαίο μάθημα διαλέξεων του Sulzer, το οποίο παρακολούθησαν 250 μαθητές σε μια μεγάλη αίθουσα. Το πιο δύσκολο πράγμα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν κατά τη διάρκεια της υλοποίησης του έργου, σύμφωνα με τον Sulzer ήταν ότι «έπρεπε να πιέσουμε τους μαθητές να καθορίσουν ακριβώς τι χρειάζονταν».6 Οι Sulzer και Hübner ζήτησαν από τους φοιτητές να εργαστούν στα δωμάτιά τους για μια εβδομάδα και να απαριθμήσουν τις δραστηριότητες και τις καθημερινές τους συνήθειες. Στις διαλέξεις τους συζητούσαν για θέματα φοιτητικής στέγασης σε χαμηλό κόστος, καθώς και για θέματα προσανατολισμού του έργου, μιας και αντιμετώπιζαν προβλήματα με τους χώρους που είχαν βόριο προσανατολισμό και ήταν σε μειονεκτική θέση σε σχέση με του νότιους. Στη συνέχεια, οι φοιτητές κατασκεύασαν μακέτες, τις οποίες και τοποθέτησαν στην είσοδο της σχολής, και μαζί με τους καθηγητές σχεδίασαν ένα μοντέλο της κοινόχρηστης περιοχής, με σκοπό να έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα για κατασκευαστική μελέτη. Ωστόσο αποδείχθηκε, όπως και σε πολλές περιπτώσεις πελατών ενός αρχιτέκτονα οι οποίοι δεν κατανοούν πλήρως την αίσθηση του χώρου πριν αυτός κατασκευαστεί, πως έτσι κι εδώ η βιωματική εμπειρία των φοιτητών σε πραγματική κλίμακα θα κρινόταν απαραίτητη. Συνεπώς, η διαδικασία σχεδιασμού έλαβε αρκετά ενδιάμεσα διαλείμματα ώστε να μεσολαβεί η δυνατότητα βιωματικής ανάγνωσης του συζητούμενου προς υλοποίηση χώρου. Κομβικό σημείο για την υλοποίηση του έργου, αποτέλεσε η εμπλοκή ορισμένων πεμπτοετών φοιτητών (συνολικά τέσσερις) στη διαδικασία, μίας και οι καθηγητές δεν ήταν σίγουροι αν οι πρωτοετείς φοιτητές θα αφιέρωναν τον προσωπικό χρόνο των διακοπών τους για την υλοποίηση του έργου. Επιπλέον, ήθελαν να σιγουρευτούν και να αποτρέψουν τυχόν κατασκευαστικά ή σχεδιαστικά λάθη στα σχέδια των πρωτοετών φοιτητών. Ωστόσο οι μαθητές, ήρθαν αντιμέτωποι με μια δυσκολία, που αφορούσε τον φωτισμό στα τμήματα που τα κτήρια συναντιόντουσαν, και έπρεπε να πάρουν σημαντικές αποφάσεις και να διαπραγματευτούν μεταξύ τους, κάτι το οποίο προκάλεσε προβλήματα. Το πρόβλημα επιλύθηκε με μία λύση η οποία βρέθηκε γρήγορα, σε μια αναγκαία συνθήκη, προτεινόμενη από τους καθηγητές. Συγκεκριμένα, οι καθηγητές παρότρυναν τους φοιτητές να σχεδιάσουν τα δωμάτιά τους, λαμβάνοντας υπόψιν τις επιθυμίες των γειτόνων τους και να συζητήσουν μεταξύ τους τον επιθυμητό μεταβατικό χώρο συνεύρεσης, σε επίπεδο επαρκούς φωτισμού. Σε αυτό το σημείο ο Sulzer δήλωσε: «Κάθε μαθητής μπορεί να κάνει ό,τι θέλει για να πάρει αυτό που χρειάζεται, αλλά πρέπει να διαπραγματευτεί και με τους άλλους... Πρέπει να υπάρχει σεβασμός».7

77


Η ήπια εμπλοκή των καθηγητών, λοιπόν, αποτέλεσε τον καταλυτικό παράγοντα επίλυσης και διευθέτησης συγκρούσεων στη διαδικασία του συμμετοχικού σχεδιασμού. Ταυτόχρονα, η διάσπαση του προβλεπόμενου συγκροτήματος σε μια σειρά από μικρότερα συγκροτήματα των τριών και τεσσάρων σήμαινε ουσιαστικά την ανακατανομή της ευθύνης σε υποομάδες φοιτητών, και διευκόλυνε ταυτόχρονα την επίβλεψη του καθηγητικού προσωπικού. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, κάθε τμήμα του έργου να αποκτήσει τελείως διαφορετικό χαρακτήρα και αισθητική, αλλά ειδικότερα, για τους ίδιους τους φοιτητές, σήμαινε την είσοδο διαπραγμάτευσης και συναίνεσης, από πλευράς τους, στις μεταξύ τους σχέσεις και ιδέες για τους ενδιάμεσους χώρους. Στο τέλος, αποφασίστηκε μια περιστροφική συμμετρία, η οποία δεν είναι τόσο λογική από άποψη προσανατολισμού, αλλά οι καθηγητές σεβάστηκαν την ιδέα των χρηστών. Οι μαθητές δεν ήταν τόσο ικανοποιημένοι με την μέθοδο του Walter Segal από άποψης προσανατολισμού, ο οποίος χρησιμοποιούσε ορθές γωνίες, και για αυτό εισήγαγαν στα σχέδιά τους διαγώνιούς. Αυτό προκάλεσε προβλήματα φωτισμού, μιας και στη Γερμανία λόγω κλίματος, οι κατασκευές από ξύλο χρειάζονταν μηχανικό έλεγχο, κάτι το οποίο θα αύξανε το κόστος του έργου. Και πάλι αυτό είναι κάτι το οποίο έπρεπε να συζητηθεί με τους καθηγητές/ αρχιτέκτονες που ήταν υπεύθυνοι, διαφορετικά το κτίριο δεν θα μπορούσε να κατασκευαστεί. Εν τέλη, ο μαθητής που σχεδίασε το διαγώνιο δωμάτιο κατέληξε με τον μεγαλύτερο χώρο του κτιρίου κάτι για το οποίο οι Sulzer και Hübner8 δήλωσαν ότι είχαν αντιταχθεί, αλλά στο τέλος τους αποδείχθηκε σχεδιαστικά λογικό. Τέλος, το κτίριο μετά την κατασκευή του, μπήκε σε έναν διεθνή διαγωνισμό σπουδαστών, αλλά οι διευθύνοντες καθηγητές υποστήριξαν ότι από τον τρόπο που περιεγράφηκε από τους μαθητές, φάνηκε ότι δεν κατάλαβαν πλήρως τη διαδικασία σχεδιασμού. Υπήρχε πολύ λεπτομερής δουλειά η οποία αναπτύχθηκε παράλληλα με τη διαδικασία σχεδιασμού. Μάλιστα, ορισμένα περιοδικά έχουν περιγράψει αυτό το έργο ως πλήρες αυτοσχέδιο, αλλά αυτό ο Sulzer το αρνείται κατηγορηματικά δηλώνοντας ότι: «οι μαθητές έκαναν κατασκευαστικά σχέδια μέχρι και σε κλίμακα 1:10».9

[Εικ. 54]

«Η συμμετοχή αλλάζει την ευθύνη του αρχιτέκτονα με πολλούς τρόπους. Ο Peter Hübner και εγώ, πήραμε ένα ρόλο σε αυτήν την περίπτωση, πάνω από το ρόλο του καθηγητή και της απόλυτης ευθύνης για την τοποθεσία του έργου. Εμείς έπρεπε να συζητήσουμε τα πάντα νωρίς με τη διοίκηση πριν κάνουμε κάτι, αλλά βρήκαμε συναδέλφους στη διοίκηση κτιρίων που ήταν ανοιχτοί με το πείραμα». - Peter Sulzer 78


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

«ακόμη κι αν υπήρχε κάποια διαρροή στη στέγη, αυτοί ήταν ικανοί να το επισκευάσουν. Είναι ενθαρρυντικό να βλέπεις πως το πνεύμα της συμμετοχής και της ιδιο-κατασκευαστικής διαδικασίας είναι ζωντανό για γενιές, άγνωστο το για πόσο ακόμα.» - Peter Sulzer 79

[Εικ. 55]


Το συμπέρασμα Μετά την ολοκλήρωση του έργου και την αποφοίτηση των φοιτητών που συμμετείχαν σε αυτό, στα κτίρια αυτά έμειναν μόνο φοιτητές άλλων κλάδων, όπως χημείας, μηχανικών υπολογιστών κ.α. πλην του αρχιτεκτονικού. Όπως αναφέρει και ο Sulzer, «ακόμη κι αν υπήρχε κάποια διαρροή στη στέγη, αυτοί ήταν ικανοί να το επισκευάσουν. Είναι ενθαρρυντικό να βλέπεις πως το πνεύμα της συμμετοχής και της ιδιο-κατασκευαστικής διαδικασίας είναι ζωντανό για γενιές, άγνωστο το για πόσο ακόμα».10 Επομένως, καταλαβαίνουμε πως το Bauhäusle απέδειξε με μεγάλη επιτυχία ότι οι μέθοδοι ιδιο-κατασκευής δίνουν στο χρήστη τη δυνατότητα οικειοποίησης του χώρου του και πως ο τρόπος υλοποίησης μιας συμμετοχικής διαδικασίας μπορεί να μεταδοθεί και σε μεταγενέστερες γενιές.

Ο Sulzer ενθουσιασμένος δήλωσε ότι, «το κτίριο ήταν κάτι παραπάνω από ένα εργαστήριο υλικών και περισσότερο από μία προσωρινά χρησιμοποιήσιμη φοιτητική εστία: ασυναγώνιστη ακόμη και με κτίρια φοιτητικών εστιών σχεδιασμένα από τους καλύτερους αρχιτέκτονες της εποχής, και αυτό είναι κάτι που μεταβιβάστηκε στους διαμένοντες φοιτητές για τις επόμενες δύο δεκαετίες».11

Από την πλευρά των διευθυνόντων αρχιτεκτόνων/ καθηγητών, τόσο ο Sulzer, όσο και ο Hübner βρέθηκαν συμμετέχοντες οι ίδιοι σε ένα έργο σταθμό για την επαγγελματική τους πορεία, καθώς και οι δύο ακολούθησαν περισσότερα projects ιδιο-κατασκευαστικών πρακτικών, όπως κτίρια χορωδίας, εστιών, δημοτικών σχολείων Κατά την ολοκλήρωση του έργου το 1983, η πλήρης και αθλητικών κέντρων. Το Bauhäusle, έγινε συμμετοχή των φοιτητών, στο σχεδιασμό και την κατασκευή πρότυπο και για άλλα τέτοιου είδους projects στην των δικών τους προσωπικών δωματίων, σήμαινε ότι βίωναν Γερμανία, όπως το ESA12 στο Kaiserlautern κ.π.α.. τα πλεονεκτήματα εμπλοκής των χρηστών στο σχεδιασμό, καθώς επίσης μάθαιναν από πρώτο χέρι το σχέδιο από τεχνική και από κατασκευαστική οπτική. Η έμφαση δόθηκε έντονα στην πρακτική γνώση, που κερδίζεται μέσα από την επί τόπου εμπειρία, παρά στην επαγγελματική ή ακαδημαϊκή γνώση. Το κτίριο, ωστόσο, δε προβλεπόταν ως κάτι μόνιμο, αλλά ως μία προσωρινή λύση διάρκειας 15 ετών. Όταν η αυθεντική άδεια των 15 χρόνων έληξε, οι φοιτητές συγκέντρωσαν υπογραφές για την παράτασή του, με έναν μάλιστα από τους αρχικούς συμμετέχοντες φοιτητές του project να διεκδικεί νομική άδεια. Ο Πρόεδρος του Πανεπιστημίου επισκέφθηκε το Bauhäusle και μαζί με τους νέους φοιτητές και τον καθηγητή Peter Hübner, κατασκεύασαν ένα φοιτητικό καφέ δίπλα.

Οι Peter Sulzer και Hübner, ως καθηγητές-αρχιτέκτονες, είχαν έναν εποπτικό ρόλο στην όλη διαδικασία του συμμετοχικού σχεδιασμού, με πολύ μικρή παρέμβαση σε περιπτώσεις που ήταν αναγκαία, αφήνοντας τους φοιτητές να πάρουν υπεύθυνα τις δικές τους αποφάσεις και να κάνουν αντίστοιχα τα δικά τους λάθη. Αυτό, είχε σαν αποτέλεσμα το Bauhäusle να αποκτήσει μία ιδιαίτερη συλλογική ατμόσφαιρα που διήρκησε πολύ περισσότερο μετά την αποχώρηση των αρχικών ενοίκων-σχεδιαστών και μέχρι σήμερα μπορεί κανείς να το αντιληφθεί μέσα από την ίδια τη δομή του συγκροτήματος. Η εμπειρία αυτή επαναπροσδιόρισε τους συμμετέχοντες, καθώς οι φοιτητές ήταν σε θέση να επανεξετάσουν και να υλοποιήσουν τις ιδέες τους, σε μια πρωτοφανή κλίμακα που δεν περίμεναν μέχρι τότε ότι θα συναντήσουν, αλλά και να παρατηρήσουν, το πώς, τα υλικά και οι λεπτομέρειες κατασκευής αποδίδουν τελικά στην πράξη.

[Εικ. 56]


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

81


82


Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα συμμετοχικού σχεδιασμού είναι η περίπτωση της αστικής ανάπλασης του Byker. Πρόκειται για ένα εγχείρημα που βασίστηκε στον κοινωνικό πλουραλισμό και τις εκφραστικές ανάγκες μιας κοινότητας με τη συνεργασία διαφόρων φορέων. Η ανάπλαση, διήρκησε, συνολικά, 10 χρόνια. Συγκεκριμένα, το έργο υλοποιήθηκε από το 1969 έως το 1978, με επικεφαλή αρχιτέκτονα τον Ralph Ershine, ο οποίος επιδίωξε να διατηρήσει το πνεύμα της κοινότητας. Στη διαδικασία συμμετείχαν τόσο οι κάτοικοι όσο και ο Δήμος του Newcastle. Γενικά, η δεκαετία του 1960 είναι μια μεταβατική εποχή στην ιστορία της αρχιτεκτονικής και το έργο ανασυγκρότησης κατοικιών Byker αντικατοπτρίζει καλά αυτήν την εποχή. «Σήμερα, το Byker σχολιάζεται ως χαρακτηριστικό δείγμα μεταμοντέρνας έκφρασης στην αρχιτεκτονική».13 Ο πρωτοποριακός σχεδιασμός του συγκροτήματος κατοικιών έχει επιρροή σε όλη την Ευρώπη και έχει αποδειχθεί ένα πρωτοποριακό μοντέλο λόγω της προσέγγισής του στη συμμετοχή του κοινού.

83

B Y-

03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ


KER

84


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Ιστορία της συνοικίας του Byker

[Εικ. 60]

To Byker είναι μια γειτονιά στην πόλη Newcastle upon Tyne, νοτιοανατολικά της Αγγλίας. Tο 1911, περίπου 50.000 άνθρωποι εγκαταστάθηκαν στην παλιά περιοχή του Byker ώστε να εργαστούν στα ανθρακωρυχεία και στα ναυπηγεία στον ποταμό Tyne. Η περιοχή ξεκίνησε να αναπτύσσεται ραγδαία καθώς αυτή η μεγάλη εισροή πληθυσμού οδήγησε στην ανάγκη για παροχή στέγασης στους εργαζομένους. Μέχρι το 1968 το Byker ήταν μια υποβαθμισμένη εργατική γειτονιά που καταλάμβανε μια έκταση περίπου 800 στρεμμάτων.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ολόκληρη η περιοχή προγραμματίστηκε να ανασυγκροτηθεί στα πλαίσια ενός σχεδίου ανάπτυξης του Newcastle. Οι πολιτικοί ηγέτες της εποχής είχαν ως στόχο να μετατρέψουν το Newcastle στο κύριο διοικητικό κέντρο της Βορειοανατολικής Αγγλίας. Ο Thomas Daniel Smith14, σημαντικός ηγέτης του Διοικητικού Συμβουλίου στο Newcastle την περίοδο 1959-1965, ήταν ο άνθρωπος που βρισκόταν πίσω από το κίνητρο για τον εκσυγχρονισμό της πόλης, επιθυμώντας να τη μετατρέψει στη Brasilia του Βορρά.

85

«Ο Wilfred Burns, υπεύθυνος πολεοδομίας και αστικού σχεδιασμού στο Newcastle, εκπόνησε ένα σχέδιο για την εκκαθάριση των παραγκουπόλεων που βρίσκονταν στην πόλη».15 Ο ίδιος, λοιπόν, πρότεινε ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης που είχε ως βάση το διαχωρισμό της κυκλοφορίας και των πεζών καθώς και την πρόσβαση στην πόλη και θα περιλάμβανε την κατεδάφιση των υφιστάμενων κατοικιών και την κατασκευή αυτοκινητόδρομου. Μέχρι τη δεκαετία του 1960 μεγάλο μέρος των κατοικιών χρειάστηκε

σημαντική επισκευή και αναβάθμιση. Το 1953 το Byker είχε περίπου 1.200 κατοικίες που θεωρούνταν ακατάλληλες για κατοίκηση. «Οι 2.500 κατοικίες που είχαν κατασκευαστεί στα τέλη του 19ου αιώνα ήταν διώροφα κτίσματα από τούβλο, χτισμένα σε μια μονότονη διάταξη με το συνηθισμένο οικοδομικό σύστημα των βρετανικών πόλεων, οι οποίες, όμως, στερούνταν βασικών εξυπηρετήσεων. Οι κάτοικοι είχαν να αντιμετωπίσουν την κακή κατάσταση των κτιρίων, την έλλειψη βασικών χώρων και εξυπηρετήσεων τόσο στον δημόσιο χώρο όσο


[Εικ. 61]

“Το Byker για τους ανθρώπους του Byker”

και στο χώρο της κατοικίας».16

[Εικ. 62]

«Από το 1964 έως το 1968 ενώσεις κατοίκων του Byker άρχισαν να ενεργοποιούνται απαιτώντας την ανάπλαση της περιοχής. Το 1968 η δημοτική αρχή της πόλης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο με βασικό σύνθημα Το Byker για τους ανθρώπους του Byker»17, καθιστώντας σαφές ότι το 80% των κατοίκων ήθελαν να παραμείνουν στο κτήμα και ήταν υπέρ μιας πλήρους αναθεώρησης. Το 1966, όταν ξεκίνησε το έργο κατεδάφισης, ζούσαν στο Byker περίπου 16.000 άνθρωποι.

86


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

[Εικ. 63]

Ο αρχιτέκτονας και η ομάδα μελέτης

Η επίβλεψη για το έργο της ανάπλασης του Byker ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Ralph Erskine18, ο οποίος έμεινε χρόνια στην γειτονιά του Byker, θέλοντας να βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τον τόπο και τους κατοίκους της. Η επιλογή του Ralph Erskine, ως αρχιτέκτονα του έργου, προκλήθηκε από την επιτυχή παρέμβαση του στη γειτονική πόλη, Killingworth, όπου ασχολήθηκε με ένα μικρό συγκρότημα κατοικιών. Ο Erskine, στην αρχή, γοητεύτηκε με την περιοχή και την κοινωνική δυναμική της. Βλέποντας, όμως, τους κατοίκους να εκφράζουν έντονα την επιθυμία τους για κατεδάφιση των υπαρχόντων κτισμάτων και την ανέγερση νέων, θεώρησε αναγκαία την επιμόρφωση των κατοίκων σε ζητήματα χώρου και στην αμφισβήτηση της αισθητικής των αρχιτεκτόνων. Έτσι, η πρώτη κίνηση του Erskine, μαζί με τον συνεργάτη του Vernon Gracie, ήταν να δημιουργήσουν ένα γραφείο στην περιοχή για μόνιμες έρευνες με πολλές ώρες λειτουργίας και πολιτική ανοικτών συνελεύσεων.

87


Το γραφείο των αρχιτεκτόνων ονομάστηκε Architect’s shop και εγκαταστάθηκε τον Σεπτέμβριο του 1969 στην οδό Brinkbury, στο χώρο ενός πρώην γραφείου κηδειών, και για μια δεκαετία έγινε το επίκεντρο της ζωής στη συνοικία. Με την παραμονή του στην περιοχή, ο Erskine ξαναγράφει το πρόγραμμα παρέμβασης, με μια μορφή διακήρυξης αρχών, που εγκρίνεται τελικά από το Δήμο του Newcastle το 1970. Η ομάδα μελέτης, συνολικά, περιλάμβανε πέντε αρχιτέκτονες και έναν κοινωνιολόγο σε μόνιμη βάση και εξαρχής συνεργάστηκε στενά με όλους τους φορείς, τις ομάδες και τους κατοίκους της περιοχής. «Έτσι, παράλληλα με την εξέλιξη της μελέτης, στήθηκε ένα Κέντρο Δράσης (Byker Action Centre) με στόχο την ενεργοποίηση των κατοίκων, κι ένα Συμβουλευτικό Κέντρο για την Οικογένεια (Family Advice Centre)».19 Η ομάδα προσπάθησε να αποβάλει την αναγκαστική επιβολή του σχεδιασμού και επιθυμούσε να ανταποκριθεί στις κοινωνικές ανάγκες των κατοίκων.

[Εικ. 64]

88


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Οι αρχές παρέμβασης μέσα από τη διαδικασία της συμμετοχής

Το κοινοτικό γραφείο σε επίπεδο γειτονιάς και η πολιτική που ακολουθούσε καλώντας τους κατοίκους να μοιραστούν τις απόψεις τους, επέτρεψε την απομυθοποίηση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής πρακτικής. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας συμμετοχής οι αρχιτέκτονες ήταν υπεύθυνοι τόσο για τη διαχείριση όσο και για τις διαδικασίες προώθησης. Ακόμη, λειτούργησαν ως διαμεσολαβητές μεταξύ της κοινότητας και των τοπικών αρχών, γεγονός που προκάλεσε ένα διάλογο γύρω από πολυποίκιλα θέματα και οδήγησε στον σχεδιασμό του τελικού έργου. Τα άτομα που συμμετείχαν στην ομάδα μελέτης κατέληξαν να γίνονται και οι ίδιοι πολίτες της περιοχής. Η ομάδα μελέτης συνειδητοποιώντας τις δυνατές κοινωνικές σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί μεταξύ των κάτοικοι της γειτονιάς, είχε ως θεμελιώδη στόχο να διατηρηθούν ο κοινωνικός χαρακτήρας της περιοχής, οι παραδόσεις και τα χαρακτηριστικά της κοινότητας, τόσο όσον αφορά τις σχέσεις μέσα στην κοινότητα όσο και τις σχέσεις της με τις υπόλοιπες γειτονιές και το κέντρο του Newcastle. Επίσης, επισήμανε πως το πρόγραμμα ανάπλασης του Byker θα έπρεπε να έχει όσο το δυνατόν χαμηλότερο κόστος για τους κατοίκους. Μέσα από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν τα αποτελέσματα των κατοίκων εξέπληξαν τους αρχιτέκτονες. «Οι απαιτήσεις των κατοίκων αφορούσαν καινοτόμα ζητήματα, όπως ανοιχτό σχέδιο και ευέλικτες κατόψεις, χρήση φωτεινών χρωμάτων και απόρριψη της σκοτεινής πλινθοδομής του παλιού Byker».20 Παρ’ όλο που οι κάτοικοι ήταν υπέρ της κατεδάφισης των κατοικιών, οι ίδιοι, όμως, ήθελαν να διατηρηθούν οι εκκλησίες, τα μικρομάγαζα, τα μπαρ, τα κοινόχρηστα λουτρά και τα πλυντήρια, όλους

89


[Εικ. 65

“Το κύριο μέλημα θα είναι οι κάτοικοι που ήδη ζουν στο Byker καθώς και η ανάγκη τους να ξαναχτιστεί, χωρίς να χαθούν οι οικογενειακοί δεσμοί ή αξιόλογοι σύλλογοι ή πρότυπα ζωής” - Ralph Erskine

τόπους, δηλαδή, κοινωνικής συναναστροφής. «Οι κάτοικοι ζητούσαν χώρους λειτουργικούς αλλά ταυτόχρονα χώρους για να συναντούν φίλους και γείτονες, χώρους που να περνούν καλά αλλά και που να έχουν πρακτική χρήση, ήθελαν ιδιωτικότητα και ησυχία και λουλούδια κάτω από τα παράθυρα που δεν υπήρχαν στο παλιό Byker. Ήθελαν ένα καινούργιο σπίτι να ζήσουν, όσο το δυνατό γρηγορότερα, ήθελαν να έχουν λόγο στο σχεδιασμό και τη χωροθέτηση, ήθελαν να έχουν τους παλιούς γείτονες γύρω τους».21

[Εικ. 66]

Το αναπτυξιακό έργο υλοποιήθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε οι ντόπιοι να μπορούν να συνεχίσουν να ζουν στην περιοχή κατά τη διάρκεια της οικοδομικής εργασίας. Η εκκίνηση του έργου σημαδεύτηκε από δυο καθοριστικές αποφάσεις για τη μετέπειτα πορεία του. Σύμφωνα με την πρώτη απόφαση, που αφορούσε το μέγεθος της κατεδάφισης, καθορίστηκε να κατεδαφιστούν 250 κτίσματα σε κάθε φάση και η κατασκευή να πραγματοποιηθεί σταδιακά σε μικρότερα σύνολα κτισμάτων. Οι κάτοικοι, στην αρχή, θα μεταστεγάζονταν σε κενές κατοικίες μέσα στη γειτονιά και δευτερευόντως έξω από αυτήν. Οι κάτοικοι ενθουσιάστηκαν με αυτή την πρόταση καθώς με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να διασφαλιστεί η κοινωνική συνοχή των κατοίκων και ταυτόχρονα θα είχαν τη δυνατότητα να βρίσκονται σε συνεχή επαφή με το έργο. Δεύτερη καινοτομία αποτέλεσε η πρόταση να υπάρξει ένα αρχικό πρόγραμμα που θα λειτουργούσε ως πιλότος.

90


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Η διαδικασία ανασυγκρότησης του Byker ήταν περίπλοκη γι’ αυτό το λόγο πραγματοποιήθηκε ένα δοκιμαστικό πρόγραμμα-πιλότος το οποίο θα λειτουργούσε ως μια άσκηση συμμετοχικού σχεδιασμού, μέσα στην οποία θα δοκιμάζονταν αλλά και θα διαμορφώνονταν κάποια μεθοδολογικά εργαλεία.

Το πρόγραμμα πιλότος στην Janet square

Το πρόγραμμα κατασκευάστηκε σε πραγματική κλίμακα με σκοπό οι κάτοικοι να μπορούν να αντιληφθούν το χώρο, τις διαστάσεις, τα υλικά καθώς και να προτείνουν αλλαγές. Ήταν μια διαδικασία που κράτησε 16 μήνες, από την πρώτη συνάντηση έως την κατοίκηση των κτισμάτων. Το χτίσιμο άρχισε τον Νοέμβριο του 1970 και η συμμετοχή στις διάφορες φάσεις ήταν πολύ μεγάλη. Στο πρόγραμμα συμμετείχαν 46 οικογένειες οι οποίες παρακολουθούσαν το έργο σε καθημερινή βάση. «Σε πρώτη φάση οι αρχιτέκτονες πρότειναν τους βασικούς τύπους, τη μορφή των κατοικιών και τη γενική τους διάταξη ενώ οι κάτοικοι αποφάσισαν για το είδος και την ποιότητα των κοινόχρηστων εξυπηρετήσεων. Σε δεύτερη φάση η ομάδα των κατοίκων χωρίστηκε σε μικρότερες ομάδες, ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, οι οποίες αποφάσισαν για ειδικότερα θέματα στη μικροκλίμακα της κατασκευής της κάθε κατοικίας και των οικοδομικών της λεπτομερειών».22 Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας παρατηρήθηκαν μερικά προβλήματα. Ένα εκ των οποίων ήταν η συνεχής παρουσία των οικογενειών που παρενοχλούσε τη λειτουργία του εργοταξίου, θέτοντας ταυτόχρονα ερωτήματα σε σχέση με την ασφάλεια των κατοίκων. Σύντομα, όμως δόθηκε λύση μέσα από μια επίσημη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε παρουσία της ομάδας μελέτης, των υπευθύνων του Πολεοδομικού γραφείου του Δήμου και των 46 δικαιούχων οικογενειών. [Εικ. 67-68]

91


[Εικ. 69]

Τα πρώτα αυτά ολοκληρωμένα κτίσματα αποτέλεσαν αντικείμενο εκτενών συζητήσεων και μοντέλο βελτίωσης. Σύμφωνα με την πρόταση των αρχιτεκτόνων, οι 46 κατοικίες κατασκευάστηκαν με τούβλα και με λιτή μορφή ώστε να υπενθυμίζουν τη μορφολογία του παλιού Byker. Οι κάτοικοι, γενικά, απέρριψαν όλα όσα είχαν σχέση με τα παλιά κτίρια του Byker και ζήτησαν να αλλάξει η μορφολογία τους, προτείνοντας πιο πολύπλοκες μορφές με χρώματα και διαφορετικά υλικά στην κατασκευή. Η ομάδα των πρώτων αυτών κατοικιών δημιούργησε έναν πυρήνα που μετέφερε την εμπειρία τους τόσο από τη διαδικασία της κατασκευής όσο και από την κατοίκηση των νέων κτισμάτων. Το πρόγραμμα-πιλότος ήταν αρκετά πετυχημένο εργαλείο, καθώς λειτούργησε ως καταλύτης στη διαμόρφωση του έργου.

92


[Εικ. 70]

93


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Το έργο

Με την ολοκλήρωση του προγράμματος-πιλότος σχεδιάστηκε το σύνολο του έργου το οποίο αντικατέστησε τις βικτοριανές παραγκουπόλεις. «Ορίστηκε η σειρά των περιοχών για κατεδάφιση και οργανώθηκαν οι ομάδες κατοίκων για καθεμία.Σε καθεμία από τις ομάδες αυτές συμμετείχουν και 1-2 κάτοικοι από την Janet square, που μετέφεραν την εμπειρία και την κριτική τους».23 Εισάγεται ένα στοιχείο πρωτοφανές για τα δεδομένα της οργανωμένης εργατικής κατοικίας. Οι δικαιούχοι ορίζονταν 6 μήνες πριν την παράδοση των κατοικιών και είχαν τη δυνατότητα να επιλέξουν τη θέση της κατοικίας τους με σκοπό να βρίσκονται κοντά στους συγγενείς ή στους φίλους τους. Το Byker, που βλέπουμε σήμερα, χτίστηκε σε φάσεις μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 70’ και περιλαμβάνει περίπου 2000 σπίτια. Υπάρχει μια τεράστια ποικιλία κτιρίων, το τείχος, οι χαμηλές πολυκατοικίες και οι μεμονωμένες κατοικίες. Το 1971 ξεκίνησαν oι εργασίες, στο βόρειο τμήμα της περιοχής, με το κτίριο «Byker Wall» το οποίο εκτείνεται κατά μήκος του δρόμου. Το τείχος αποτελεί την πιο επαναλαμβανόμενη αρχιτεκτονική εικόνα του Byker. Κατά τη διάρκεια των ανοικτών συνελεύσεων λήφθηκαν αρκετές καθοριστικές αποφάσεις. Το τείχος, εξ’ αρχής, δεν συμπεριλήφθηκε στο συμμετοχικό σχεδιασμό αλλά αποτελεί σχέδιο του Ralph Erskine. Το «Byker Wall» είναι ένα συγκρότημα κατοικιών με κυματιστή μορφή μήκους άνω των 600 μ., με ύψος που κυμαίνεται από πέντε έως οκτώ ορόφους. Ο Erskine επέλεξε το συγκεκριμένο σχεδιασμό με σκοπό το κτίριο να λειτουργεί ως ηχητικό φράγμα από το θόρυβο του αυτοκινητόδρομου καθώς επίσης και ως φράγμα όσον αφορά τους ανέμους, στοχεύοντας έτσι να παρέχει ένα μικροκλίμα σε ολόκληρη τη νότια πλευρά.

94


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Μερικά από τα αντιπροσωπευτικά κτίρια του παλιού Byker, όπως οι υπάρχουσες εκκλησίες, σχολεία ή παμπ, διατηρήθηκαν στις αρχικές τους τοποθεσίες, όπως είχε ζητηθεί από τους κατοίκους. «Οι μεγαλύτερες συζητήσεις μεταξύ των κατοίκων αφορούσαν την κυκλοφορία, τη χρήση ιδιωτικών οχημάτων και τη σχέση τους με τις κατοικίες. Έτσι, οι αρχιτέκτονες σχεδίασαν ένα σχέδιο που θα περιλάμβανε μεγάλα κατοικημένα τετράγωνα, διασταυρωμένα από μία πεζοδρομημένη ζώνη».24 Στο μεγαλύτερο μέρος της ανάπλασης συμπεριλαμβάνεται ένα σύμπλεγμα χαμηλών πολυκατοικιών, στο νότιο τμήμα της περιοχής, με διαμορφωμένους κοινόχρηστους χώρους και χώρους στάθμευσης για τα αυτοκίνητα. Οι χώροι στάθμευσης αυτοκινήτων στο δρόμο οργανώθηκαν περιμετρικά των οικοπέδων και κρύβονταν από τη βλάστηση. «Οι ιδιωτικοί κήποι στη νότια πλευρά του Byker Wall οριοθετούν τους μεγαλύτερους κοινόχρηστους δημόσιους χώρους που χρησιμεύουν στο διαχωρισμό του τείχους από τις χαμηλές πολυκατοικίες. Στο Byker, το μεγαλύτερο μέρος της διάταξης βασίστηκε σε οικιστικές μονάδες ομαδοποιημένες γύρω από μικρές διαμορφωμένες πλατείες. Η διαδοχή των αστικών κενών συνδέεται με ένα δίκτυο πεζοδρόμων, εξοπλισμένων με αστικά έπιπλα, δέντρα και φυτά. Οι δημόσιοι χώροι σχεδιάστηκαν για να ενθαρρύνουν την κοινωνική αλληλεπίδραση, δημιουργώντας μια ευχάριστη ατμόσφαιρα».25 «Μία από τις μοναδικές πτυχές της ανασυγκρότησης του Byker είναι η παρουσία αιθουσών χόμπι (Hobby rooms) που έχουν σχεδιαστεί ειδικά για τους κατοίκους να συνεχίσουν τις δραστηριότητές τους, είτε μεμονωμένα είτε σε ομάδες».26 Υπάρχουν περισσότερες από 64 αίθουσες και φιλοξενούν κοινωνικές εγκαταστάσεις, όπως καταστήματα, εργαστήρια κεραμικής, κηπουρικής, φωτογραφίας κ.α., προσφέροντας έναν μοναδικό χώρο για την αναζήτηση ψυχαγωγικών και ερασιτεχνικών πρακτικών. Οι κοινόχρηστοι χώροι, οι χώροι συσκέψεων και οι «αίθουσες χόμπι» διαμορφώθηκαν σε διαφορετικές τοποθεσίες, διάσπαρτες μεταξύ τους, γύρω από την περιοχή για να βελτιώσουν την κοινή εμπειρία ζωής.

[Εικ. 71]

Εκτός από την περιοχή που υλοποιήθηκε το Πιλοτικό Σχέδιο, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για τη δοκιμή της διαδικασίας της συμμετοχής, υπάρχουν και άλλες γνωστές περιοχές, όπως η Dunn Terrace, η Kendal και η Grace Lee, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το πνεύμα της κοινότητας. Ορισμένες υποπεριοχές είναι πιο επιτυχημένες από άλλες, παρ’ όλα αυτά, το γενικό αποτέλεσμα είναι ότι το Byker έχει μία χαρακτηριστική μορφή που θυμίζει χωριό.

[Εικ. 72]

95


Η περιοχή Dunn Terrace συγκεντρώνει όλα τα στοιχεία που επαναλαμβάνονται στο υπόλοιπο συγκρότημα. Το κυματοειδές περιμετρικό τείχος τελειώνει στο ανατολικό άκρο με το ορόσημο κτίριο, τον πύργο Tom Collins House. Ο πύργος έχει ύψος δώδεκα ορόφων και είναι προσανατολισμένος με τέτοιο τρόπο ώστε να μην σκιάζει τις μονοκατοικίες που βρίσκονται κοντά στη βάση του. Στο ισόγειο, στη νότια πλευρά του πύργου στεγάζονται οι κοινόχρηστοι χώροι: κοινωνικό σαλόνι, αίθουσα με τηλεόραση, χώρος πλυντηρίων και ένα μικρό θερμοκήπιο κοντά στον κήπο. Σε ορισμένους ορόφους υπάρχουν «αίθουσες χόμπι» ή χώροι δραστηριοτήτων καθώς επίσης και δωμάτια - ξενώνες, με ιδιωτική πρόσβαση, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως δωμάτια για ορισμένες κατοικίες. Στο δυτικό άκρο του κτιρίου Byker Wall έχουν χτιστεί τα Link Blocks, με ύψος πέντε ορόφων. Η κριτική των κατοίκων σχετικά με τα κτίσματα της Janet square λήφθηκε σοβαρά υπόψιν, τόσο σε ζητήματα διάταξης χώρων όσο και σε ζητήματα μορφής. Παρατηρείται μια τυποποίηση στα κτίρια. Χαρακτηριστικές είναι οι χρωματιστές προσθήκες που προεξέχουν στην πίσω πρόσοψη του Byker Wall, οι οποίες παρέχουν στους κατοίκους ιδιωτικά μπαλκόνια τα οποία συνδέονται, παράλληλα, με τα υπόλοιπα διαμερίσματα. Όσον αφορά την διάταξη των κατοικιών, είναι εμφανής η ύπαρξη κοινόχρηστων χώρων, στοιχείο συλλογικής κατοίκησης. Οι αρχιτέκτονες, ύστερα από εντολές των κατοίκων, επέλεξαν απλά υλικά, όπως το ξύλο, το μέταλλο και ο σοβάς, καθώς και έντονους χρωματισμούς των υλικών και των επιφανειών. Το πλεονέκτημα της επιλογής απλών υλικών ήταν ότι οποιαδήποτε επισκευή δεν απαιτούσε εξειδικευμένες δεξιότητες και οι ίδιοι οι κάτοικοι θα μπορούσαν να συμμετέχουν στην κατασκευή χρησιμοποιώντας βασικές δεξιότητες DIY. Με την πάροδο των χρόνων, η γειτονιά του Byker πέρασε από διάφορες φάσεις, με την πιο αρνητική φάση να ακολουθεί τη βιομηχανική κρίση που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 επιδρώντας αρνητικά τόσο στις οικογένειες όσο και στον τρόπο με τον οποίο το Συμβούλιο διαχειρίστηκε την περιοχή. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, το Byker υπέστη τα είδη των κοινωνικών προβλημάτων που είναι κοινά σε περιοχές αστικής στέγασης εντός της πόλης, συμπεριλαμβανομένου εγκλημάτων ανηλίκων και βανδαλιστικών δράσεων. Η γειτονιά υποβαθμίστηκε σταδιακά καθώς οι οικογένειες απομακρύνθηκαν - ιδιαίτερα εκείνες που εργάζονται. Μερικά καταστήματα και υπηρεσίες εγκαταλείφθηκαν και επιβιβάστηκαν. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, το 10% των 1.800 κατοικιών ήταν κενές και οι χώροι πρασίνου παραμελήθηκαν. Μεταξύ 1997 και 2006, με την άφιξη ενός νέου συμβούλου στην περιοχή ο οποίος προσπάθησε να αναζωογονήσει την περιοχή, το ποσοστό των κενών κατοικιών έπεσε στο 2%. Ωστόσο, σήμερα, οι περισσότερες από τις «αίθουσες χόμπι» έχουν χάσει το λόγο δημιουργίας τους και παραμένουν κενές ή χρησιμοποιούνται ως χώρους αποθήκευσης. Το 2012, σχηματίστηκε το Byker Community Trust (BCT), ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που στοχεύει στη βελτίωση της διαχείρισης και της κατάστασης των κατοικιών και των κοινόχρηστων χώρων με τη στενή συμμετοχή των κατοίκων της περιοχής, προσπαθώντας να κρατήσει την αίσθηση της συμμετοχής και σήμερα.

[Εικ. 73]

96


D U N N T E R R A C E

97


98


Το συμπέρασμα

Μέσα από την ανάλυση που προηγήθηκε στο παράδειγμα του Byker στο Newcastle παρατηρούμε την επιτυχία του στο σχεδιασμό, αξιολογώντας την επιτυχία ως κοινωνικό πείραμα. Μέχρι σήμερα θεωρείται το πρώτο παράδειγμα μεγάλης κλίμακας στην Αγγλία, όπου εφαρμόστηκε με τέτοια επιτυχία η έννοια της συμμετοχής των χρηστών. Έχει αποδειχθεί ένα πρωτοποριακό μοντέλο για την προσέγγισή του στη συμμετοχή των εμπλεκομένων. Η συγκυρία που οδήγησε στη συνεργασία μιας δημοτικής αρχής, που ήθελε να καινοτομήσει, και μιας ομάδας μελέτης, που έθετε ποιοτικά ερωτήματα και διερευνούσε λύσεις στον χώρο, δεν εμφανίζεται συχνά. Μέσα από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε προτάθηκαν διάφορα εργαλεία επιθυμητής μεθοδολογίας σχεδιασμού. Στο Byker, είναι εμφανείς δύο μορφές συμμετοχής, η πρώτη είναι η συμμετοχή των χρηστών στην επίσημη διαδικασία της αρχιτεκτονικής παραγωγής μέσω του αρχικού πιλοτικού σχεδίου, η δεύτερη είναι η συμμετοχή του αρχιτέκτονα ως δεσμευμένου πολίτη. Ο αρχιτέκτονας, ο οποίος μέσα από την εμπειρία του ως χρήστης μετέφερε τις δεξιότητες και τις γνώσεις του, προώθησε μια άμεση προσωπική εμπλοκή μεταξύ

[Εικ. 75]

99


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

πρακτικής και κοινωνικών ανησυχιών, έχοντας πλήρη ευθύνη απέναντι στην περιοχή και στους συμπολίτες του. Ωστόσο, η παρουσία των αρχιτεκτόνων και η ικανότητά τους να κατευθύνουν τους κατοίκους στις αρμόδιες υπηρεσίες, εξασφάλισαν να αντιμετωπιστούν ζητήματα που διαφορετικά θα είχαν παραλειφθεί. Ήταν ένα παράδειγμα που απέδειξε πως όταν οι άνθρωποι συζητούν και επικοινωνούν μεταξύ τους, προάγεται τεχνική γνώση και τα λάθη ελαχιστοποιούνται. Συνολικά, μέσα από το συμμετοχικό σχεδιασμό είναι εμφανής η προσαρμογή της αρχιτεκτονικής παραγωγής στα χαρακτηριστικά της τοποθεσίας, η διατήρηση των υφιστάμενων κοινωνικών δεσμών αλλά και η μετατροπή ολόκληρου του συγκροτήματος σε ένα σύνολο μικρών κοινοτήτων η κάθε μία με τη δική του ταυτότητα. Όπως προκύπτει από τη λειτουργία αυτών των δύο διαφορετικών, αλλά συνδεδεμένων πρακτικών στο Byker, αυτή η δεύτερη μορφή συμμετοχής ανοίγει ευρύτερο πεδίο για την αρχιτεκτονική πρακτική για να βοηθήσει τη συνεχή προσαρμογή ως απάντηση στις μεταβαλλόμενες κοινωνικές αξίες και ανάγκες με την πάροδο του χρόνου.

[Εικ. 76]

100


101


102


103


104


PA R K

03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

FICT

Το Park Fiction, είναι ένα έργο/κίνημα που ξεκίνησε το 1994 και εξελίχθηκε σε μία εκστρατεία, από την ένωση των κατοίκων της περιοχής γύρω από το Pinnasberg στη συνοικία Altona-Altstadt και από το γειτονικό St. Pauli. Οι κάτοικοι των περιοχών δημιούργησαν την «Ένωση των Ορίων του Λιμανιού» (Hafenrandverein ή Harbour Edge Association) η οποία εναντιώθηκε στην προβλεπόμενη ανάπτυξη της τοποθεσίας του λιμανιού του Αμβούργου σε πολυτελή διαμερίσματα και κτίρια γραφείων και διεκδίκησε μέσα από μία διαδικασία συμμετοχικού και συλλογικού σχεδιασμού, την δημιουργία ενός δημόσιου πάρκου. Το έργο είχε την έδρα του στη γειτονιά St. Pauli του Αμβούργου, μία περιοχή που έχει μεγάλη ιστορία διαδηλώσεων κατά των τοπικών αρχών, με εμφανές το κίνημα των καταληψιών στην δεκαετία του ’80. Στο πλαίσιο της παρατεταμένης παραμέλησης της περιοχής από τις αρχές της πόλης και σε συνδυασμό με τον σχετικό πλούτο του μεγαλύτερου μέρους της Δυτικής Γερμανίας, ο τοπικός ακτιβισμός, στη συνοικία του St. Pauli, αναπτύχθηκε ως ένα αίτημα για το δημόσιο αγαθό ενάντια στην ιδιωτική ανάπτυξη. Με βάση αυτό το αίτημα, η ομάδα του Park Fiction οργάνωσε μια σειρά από δημόσιες δράσεις στο χώρο του λιμανιού και στην πόλη του Αμβούργου όπως συζητήσεις, διαλέξεις, εκθέσεις, θερινές προβολές και συναυλίες με σκοπό να δραστηριοποιήσουν πιο ενεργά τους κατοίκους της περιοχής αλλά και τους συμμετέχοντες που προέρχονται από άλλες περιοχές της πόλης. Η αρχική φάση του έργου χρηματοδοτήθηκε από τους πόρους ενός προγράμματος του πολιτιστικού τομέα της πόλης με το όνομα «τέχνη στο δημόσιο χώρο» («art in public space») και ανέπτυξε την ιδέα μίας «συλλογικής παραγωγής επιθυμιών» («Production of Desires»). Μέσα από αυτή την ιδέα, αναπτύχθηκαν ειδικά εργαλεία και τεχνικές που κατέστησαν τον σχεδιασμό του έργου

105


TION

μία πιο προσβάσιμη σχεδιαστική διαδικασία. Αυτό περιλάμβανε προσωρινές οργανωμένες δράσεις μέσα στο πάρκο, καθώς και την εγκατάσταση ενός κοντέινερ σχεδιασμού («Action Kit») στο χώρο, το οποίο μπορούσε να μετακινηθεί στη γειτονιά και να μαζέψει τις «ευχές» των κατοίκων. Μερικές περαιτέρω δράσεις που εξασφάλισαν ότι το Park Fiction θα γινόταν γνωστό σε διεθνές επίπεδο και θα καθιστούσε πιο δύσκολο για τις τοπικές αρχές, να μπλοκάρουν τις διαδικασίες και τις προτάσεις του έργου, ήταν η ταινία που γυρίστηκε από την Margit Czenki με το όνομα, «Park Fiction - Desire will leave the House and Take to the Streets», καθώς και η παρουσίαση του έργου του Park Fiction μέσα από το ντοκιμαντέρ «Documenta11». Μετά από δέκα χρόνια αγώνων, το πάρκο εγκαινιάστηκε το 2005 με το όνομα «Antonipark» μέσα από τις επιθυμίες και ιδέες των κατοίκων. Το εξαιρετικά ενσωματωμένο πλαίσιο του Park Fiction, υποστηρίζεται ότι δύσκολα θα μπορούσε να εφαρμοστεί αυτούσιο σε άλλες περιοχές παγκοσμίως, αλλά η διαδικασία και οι μέθοδοι που αναπτύχθηκαν καθ’ όλη την απίστευτα χρονοβόρα διάρκεια του έργου (παρουσιάζονται αναλυτικότερα παρακάτω), θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρότυπο και για άλλες καταστάσεις.

106


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Αγώνες και διεκδικήσεις για ένα δημόσιο πάρκο

[Εικ. 80]

107

Ξεκινώντας τη δεκαετία του 1980, οι τοπικές αρχές της πόλης έκαναν προσπάθειες ανάπτυξης στη περιοχή του λιμανιού του Αμβούργου, καθώς θεώρησαν ότι ένα ελκυστικό λιμάνι θα έπρεπε να προσφέρεται στους ντόπιους κατοίκους, επιχειρηματίες και τουρίστες. Ωστόσο, η πώληση της τοποθεσίας για ένα πολυώροφο κτίριο, που άνηκε στην πόλη μεταξύ της Εκκλησίας του Αγίου Παύλου και της παράλιας περιοχής, επικρίθηκε από τους κατοίκους το 1981. Η Επαρχιακή Συνέλευση τελικά απέρριψε αυτήν την πρόταση 10 χρόνια αργότερα εξαιτίας των έντονων διεκδικήσεων από ντόπιους ακτιβιστές. Παρά την απόφαση αυτή, η γερουσία της πόλης ήθελε ακόμα να πουλήσει την παραθαλάσσια τοποθεσία το 1994 και να κατεδαφίσει το παλιό κτήριο του Golden Pudel Club που στεγαζόταν εκεί. Ενώ δεν φαινόταν να υπάρχουν δυνατότητες για επίσημες διαπραγματεύσεις στην αμφισβητούμενη απόφαση της γερουσίας, η πρόταση για την οικοδόμηση ενός πάρκου παρά για την πολυτελή ανέγερση πολυκατοικιών, τέθηκε στην Ένωση Harbour Edge Association στο St. Pauli ή Hafenrandverein. Η πρώην ομάδα ριζοσπαστικών αριστερών καταληψιών ήθελε να χρησιμοποιήσει τις πρακτικές εμπειρίες και επαφές της, από τις καταλήψεις στη δεκαετία του 1980, καθώς και ορισμένους κατοίκους και ιδρύματα της περιοχής, όπως τον οργανισμό GWA27, για την δημιουργία εναλλακτικών κοινωνικών προγραμμάτων. Η Sabine Stövesand, η οποία ενήργησε ως διευθύντρια της GWA από το 1993 εώς το 1999, υποστήριξε το έργο για την δημιουργία του πάρκου, μέσα από το θεωρητικότης υπόβαθρο στην παιδαγωγική και μέσα από την εστίασή της στην κοινωνική εργασία. Επίσης, η εκκλησία της προτεσταντικής περιοχής του St. Pauli, η οποία είχε υποστηρίξει προγράμματα κοινωνικής εργασίας και τοπικής παιδαγωγικήςαπό τον 19ο αιώνα, υποστήριξε το Hafenrandverein και ειδικότερα τη κατασκευή του πάρκου.


[Εικ. 81]

Περαιτέρω τοπική υποστήριξη St. Pauli (πρώην Schule Friedrichstrasse), συγκεντρώθηκε και από το παρακείμενο σχολείο το οποίο θεωρούνταν ότι βρισκόταν σε μια προβληματική περιοχή. Η πρόταση για ένα δημόσιο πάρκο, αντί για ένα πολυώροφο κτίριο, ήταν κάτι το οποίο υποστηρίχθηκε από πολλά διαφορετικά άτομα και ομάδες, που κυμαίνονταν από ενεργά έως μη ενεργά πολιτικοποιημένους. Ταυτόχρονα, η πρόταση για την δημιουργία του πάρκου είχε μεγάλη πολιτική σημασία, δεδομένου της κακής ποιότητα ζωής της περιοχής, των ελάχιστων περιοχών πρασίνου και των δυνητικά μη βελτιώσιμων κοινωνικών συνθηκών στην περιοχή του Αγίου Παύλου. Για αυτό και το έργο του πάρκου φαινόταν κατάλληλο για να αντιταχθεί στην τότε ανάπτυξη της ιδιωτικοποίησης των δημόσιων χώρων. Η συνεργασία της ένωσης των κατοίκων Hafenrandverein με την Εκκλησία, το σχολείο του Αγίου Παύλου και ειδικά με το κοντινό κέντρο γειτονιάς GWA αποδείχτηκε επωφελής επειδή προσέφεραν τη χρήση δωματίων για συναντήσεις και εκδηλώσεις, είδη γραφείου και επαγγελματικές δεξιότητες σε τομείς όπως της κοινωνικής εργασίας και των έντυπων μέσων. Ένα επιπλέον πλεονέκτημα για τις δράσεις του κινήματος, δόθηκε με το δίκτυο μουσικών, καλλιτεχνών και επισκεπτών που σύχναζαν στο Golden Pudel Club28, οι οποίοι υποστήριξαν τις καλλιτεχνικές εκδηλώσεις του Park Fiction με συναυλίες, εκθέσεις και διαλέξεις, που οργανώθηκαν για να αυξήσουν τη δημοτικότηταανέγερσης του πάρκου για τους κατοίκους, τονίζοντας την πολιτιστική συνάφεια του έργου. Η Sabine Stövesand σε συνέντευξή της για το Park Fiction δηλώνει ότι «η συνεργασία μεταξύ ακτιβιστών και ποικίλων ιδρυμάτων της περιοχής, πρόσφερε στερεές υποδομές, αυξημένη συλλογική εμπειρία και μεγάλη επιρροή».29

Στη συνέχεια, το καλοκαίρι του 1995, οι καλλιτέχνες Christoph Schäfer και Cathy Skene30 έγιναν μέλη της ομάδας του Park Fiction και λόγο της εμπειρίας και συνεργασίας τους με συμμετοχικά έργα που εξέταζαν κριτικά την αστική ζωή (1988-1996), έπεισαν τους άλλους ακτιβιστές ότι «απλά η δημιουργία ενός πάρκου ήταν αρκετά «εσωτερική» και δεν αντιπροσώπευε τις ανάγκες και τις επιθυμίες των κατοίκων της περιοχής».31 Για αυτό, οι δύο καλλιτέχνες πρότειναν και ανέπτυξαν μια διαδικασία δημοκρατικού σχεδιασμού για την υλοποίηση του πάρκου, ενθαρρύνοντας την έντονη και δημιουργική συμμετοχή του κοινού, σε αντίθεση με την τυπική διαδικασία πολεοδομικού σχεδιασμού που περιλάμβανε μικρή συμμετοχή του κοινού. Στο σημείο αυτό, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι Schäfer και Skene εμπνεύστηκαν ιδεολογικά από το κίνημα των Καταστασιακών32, συμπεριλαμβανομένων των κειμένων του Henri Lefebvre για την πόλη και της έννοιας της «επιθυμητής παραγωγής» των Gilles Deleuze και Félix Guattari33. Οι Schäfer και Skene υπέβαλαν την ιδέα τους για ένα δημοκρατικά σχεδιασμένο πάρκο ως συμβολή, στο πρόγραμμα Art in Public Spaces, που διευθυνόταν από το Υπουργείο Πολιτισμού του Αμβούργου.

Fun Fact: Η ταινία Pulp Fiction του Quentin Tarantino αποτέλεσε έμπνευση για το όνομα Park Fiction που δόθηκε στο έργο, και διατηρήθηκε μέχρι και την τελική υλοποίηση του πάρκου.


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Τον Οκτώβριο του 1995, η ομάδα του πάρκου διοργάνωσε μια διήμερη σειρά διαλέξεων για τις πολιτιστικές και πολιτικές διαστάσεις του αστικού σχεδιασμού, οι οποίες παρουσιάστηκαν από καλλιτέχνες, ένα κοινωνικό επιστήμονα και από κατοίκους του κοινοτικού κέντρου GWA. Εκεί εξηγήθηκε στους κατοίκους η πρόθεσή της ομάδας για μια δημοκρατική διαδικασία σχεδιασμού για το πάρκο και η σημασία που είχε μια τέτοια διαδικασία για την ίδια την κοινότητα. Η πραγματοποίηση αυτών των διαλέξεων και το πλήθος κόσμου που συμμετείχε, αύξησε την πίεση στη Γερουσία του Αμβούργου για την κατασκευή του πάρκου. Την άνοιξη του 1996, οι πολιτικοί προσέφεραν μία πρόταση που θεωρήθηκε από την ομάδα του Park Fiction ως ένας απαράδεκτος συμβιβασμός. Η πρόταση των τοπικών αρχών περιλάμβανε μικρές, πράσινες περιοχές στα υπόλοιπα τμήματα της γης δίπλα από ένα πολυώροφο κτίριο και την κατεδάφιση των εγκαταστάσεων του Golden Pudel Club. Σε διαμαρτυρία για τις προτεινόμενες αλλαγές από τη Γερουσία του Αμβούργου τον Απρίλιο του 1996, η ομάδα δράσης διοργάνωσε ένα φεστιβάλ με προβολές ταινιών, διαλέξεις, και επιπλέον εκδηλώσεις σε καταστήματα, καφετέριες, μπαρ και ιδρύματα που γειτνίαζαν με την προγραμματισμένη περιοχή του πάρκου, με σκοπό την άμεση επαφή τους με τους κατοίκους και την εκτενέστερη ενημέρωσή τους για τις προθέσεις του κινήματος.

[Εικ. 82]

109


[Εικ. 83]

Αυτό το φιλόδοξο πολιτιστικό φεστιβάλ έκανε την ιδέα κατασκευής του πάρκου πιο δημοφιλή στους κατοίκους και υπογράμμισε τις πολιτιστικές δυνατότητες του έργου. Όλοι οι παραπάνω συντελεστές, προώθησαν την απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού του Αμβούργου, τον Ιούνιο του 1996, για την υποστήριξη της διαδικασίας σχεδιασμού με δημόσια κεφάλαια. Το έργο έγινε αποδεκτό και ο προϋπολογισμός επιβεβαιώθηκε στα 125.000 Deutsche Mark, αλλά στα τέλη του 1996 η χρηματοδότηση αποσύρθηκε, με την δικαιολογία «Διαδικαστικών δυσκολίων». Η επικρατούσα άποψη ήταν ότι οι πολιτικοί δεν ήθελαν να συνδεθούν με τους ακτιβιστές του St. Pauli, μιας και οι τοπικές εκλογές ξεκινούσαν τον επόμενο χρόνο. Τον χειμώνα του 1996, ένα κύμα διαμαρτυριών πέρασε από τον Άγιο Παύλο λόγω του κλεισίματος, για οικονομικούς λόγους, του τοπικού λιμενικού νοσοκομείου. Η ομάδα του Park Fiction αναγνώρισε πώς αυτή η κατάσταση θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να αυξήσει την πίεση στη γερουσία σχετικά με το έργο του πάρκου. Προκειμένου να αποφευχθεί η μεγάλης κλίμακας κοινωνική αναταραχή και να διασφαλιστεί η ευνοϊκή θέση των ψηφοφόρων, η πόλη τελικά κατέστησε διαθέσιμα ειδικά επιδόματα στους κατοίκους στο St. Pauli τον Αύγουστο του 1997. Το πάρκο, επίσης, εγκρίθηκε για προγραμματισμό με κονδύλια από το Υπουργείο Πολιτισμού του Αμβούργου, ωστόσο η οικονομική υποστήριξη για την πραγματική υλοποίησή του δεν ήταν ακόμη δεδομένη. Επομένως, τα μέτρα έκτακτης ανάγκης της τοπικής κυβέρνησης μπορούν να ερμηνευθούν ως απλώς μια βραχυπρόθεσμη λύση για την υποστήριξη της στρατηγικής των εκλογικών εκστρατειών.

110


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

[Εικ. 84]

Παρά την οικονομική αβεβαιότητα για την τελική υλοποίηση του πάρκου, ορισμένα ενεργά μέλη της αστικής ομάδας δράσης συνέχισαν να διεξάγουν την διαδικασία σχεδιασμού. Δημιούργησαν τα προγράμματα συλλογικής παραγωγής επιθυμιών για το πάρκο «Production of Desires» και «Infotainment, lectures on Parks & Politics» («Ενημερωδιασκέδαση, Διαλέξεις στο Πάρκο και Πολιτική»), με σκοπό να αποσπάσουν, να ηχογραφήσουν και να δομήσουν τις επιθυμίες και τις ιδέες των κατοίκων για το πάρκο. Προκειμένου να διευκολυνθεί αυτή η διαδικασία σχεδιασμού, χρησιμοποίησαν ένα κοντέινερ αποστολής (Park Fiction Archive of Independent Urbanism) ως επιτόπιο γραφείο, το οποίο λειτουργούσε κάθε εβδομάδα, από τον Οκτώβριο του 1997 έως τον Απρίλιο του 1998. Έτσι, συλλέχθηκαν πολλές πληροφορίες και υλικό σχετικά με το έργο του πάρκου και πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις με τους κατοίκους. Τα μέλη της επιτροπής του Park Fiction επισκέφθηκαν και άλλες ομάδες που είχαν την έδρα τους στην κοινότητα (εκκλησία, GWA, σχολείο, γηροκομείο κ.α.), για τη μέτρηση ιδεών και απόψεων.

[Εικ. 85]

«Το αρχείο μας ήταν γεμάτο με ιδέες για το πως θα μπορούσε να είναι η πόλη και πρόσφερε πολλές διαφορετικές δυνατότητες που ενίσχυαν άμεσα τη διαδικασία σχεδιασμού» - Christoph Schäfer


Ο Christoph Schäfer, σε μια διάλεξη του για το Park Fiction, στο University’s Skirball Centre της Νέας Υόρκης το 2013, δήλωσε ότι «Το αρχείο μας ήταν γεμάτο με ιδέες για το πως θα μπορούσε να είναι η πόλη και πρόσφερε πολλές διαφορετικές δυνατότητες που ενίσχυαν άμεσα τη διαδικασία σχεδιασμού»34. Η Επιτροπή σχεδιασμού του Park Fiction, αποφάσισε στη συνέχεια να συνδυάσει μεθόδους κοινωνικής και εκπαιδευτικής τέχνης με σκοπό να μπορέσει να γίνει η διαδικασία σχεδιασμού πιο προσιτή, δημιουργική και κατανοητή σε όσο το δυνατόν περισσότερους διαφορετικούς ανθρώπους. Ανέπτυξε δημιουργικά εργαλεία σχεδιασμού, τα οποία στεγάζονταν στην περιοχή που προβλεπόταν το πάρκο. Όπως ένα γραφείο μοντελοποίησης το «Γραφείο Πλαστελίνη» («Plasticine Office»), το «Αρχείο Επιθυμιών» («Archive of Desires»), ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, μια ηχητική περιήγηση, διάφορα ερωτηματολόγια και χάρτες, μια ανοιχτή δημόσια Βιβλιοθήκη με το όνομα «Garden Library» και το «Κοντέινερ σχεδιασμού»35 («Action Kit») (η ομάδα του Park Fiction κατάφερε μέσα από αυτά τα εργαλεία, να συγκεντρώσει περίπου 1300 συνεντεύξεις, 100 σχέδια και επιπλέον 50 μοντέλα από πλαστελίνη). Όλες αυτές οι δραστηριότητες καταγράφηκαν, στη συνέχεια, από τη σκηνοθέτη Margit Czenki36, μέσα από την ταινία της «Park Fiction - Desire will leave the House and Take to the Streets» κάτι το οποίο προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στους κατοίκους της περιοχής για το κίνημα, αλλά και σε όλη την Γερμανία όπου και προβλήθηκε.

112


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

[Εικ. 86]

Όλα αυτά τα εργαλεία, κατέστησαν την διαδικασία σχεδιασμού του Park Fiction ένα διαδραστικό παιχνίδι για όλες τις ηλικίες και κατ’ επέκταση για κάθε είδους κοινωνική ομάδα. Για αυτό το λόγο, αντί να διανέμουν απλά επεξηγηματικά φυλλάδια κειμένου, ώστε να αποκτήσουν διάφοροι πρόσβαση στη διαδικασία, δημιούργησαν ένα χαρτόνι παιχνιδιών το οποίο έδειχνε όλες τις παραπάνω διαφορετικές δυνατότητες σχεδιασμού, για να μπορεί να επιλέξει όποιος θέλει το τρόπο με τον οποίο θα εμπλακεί στη διαδικασία σχεδιασμού. Παρά τις ποικίλες μεθόδους σχεδιασμού και το αυξημένο δημόσιο ενδιαφέρον που δημιουργήθηκε από τις διάφορες δράσεις, ήταν δύσκολο για τους κατοίκους του Αγίου Παύλου να αναπτύξουν ένα κλίμα συναίνεσης μεταξύ τους κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Αυτό μπορεί να αποδοθεί εν μέρει στο γεγονός ότι οι κάτοικοι προέρχονταν από κοινωνικά υπόβαθρα που συνήθως δεν γνώριζαν τις διαδικασίες του δημόσιου σχεδιασμού. Εν τέλη όμως, οι πολλές προτάσεις για το πάρκο δομήθηκαν και ψηφίστηκαν δημοκρατικά σε περιφερειακές συναντήσεις.

[Εικ. 87]

113


Το φθινόπωρο του 1998, ολοκληρώθηκε το τελικό προσχέδιο του πάρκου και ο προϋπολογισμός για την υλοποίησή του υπολογιζόταν από τις τοπικές αρχές της πόλης. Αντί να εγκριθεί το έργο, ξεκίνησαν μακροχρόνιες συζητήσεις μεταξύ της ομάδας του Park Fiction, των κατοίκων και των αρχών σχετικά με την εκτέλεση και χρηματοδότηση. Η ομάδα του έργου επέμεινε, παρά τη μεγάλη καθυστέρηση από τις αρχές, και υποβοηθήθηκε σε μεγάλο βαθμό από το ενδιαφέρον της καλλιτεχνικής κοινότητας παγκοσμίως. Οι διαδικασίες και τα αποτελέσματα του σχεδιασμού του πάρκου προβάλλονταν συχνά σε καλλιτεχνικές διαδηλώσεις σε όλο τον κόσμο, με την ταινία ντοκιμαντέρ της Czenki (βλ. πάνω). Η πρόσκληση της ομάδας του Park Fiction στο γερμανικό ντοκιμαντέρ documenta11, συγκέντρωσε διεθνή φήμη στο έργο και μεγάλη προσοχή στα μέσα ενημέρωσης. Έτσι, εξαιτίας αυτής της διεθνούς προβολής, το έργο χρηματοδοτήθηκε τελικά από την πόλη με 2,4 εκατομμύρια ευρώ και η κατασκευή του πάρκου πραγματοποιήθηκε μεταξύ του 2003-2005, αλλά με αρκετά περιορισμένα σχέδια.

[Εικ. 88]

114


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Το πάρκο

Μετά από 10 χρόνια αγώνων, με συνεχής δράσεις και δυσκολίες με την τοπική κυβέρνηση, η κατασκευή του πάρκου άρχισε να υλοποιείται. Οι ιδέες των κατοίκων και του Park Fiction, αναπτύχθηκαν σε οικοδομήσιμα σχέδια σε συνεργασία με διάφορους αρχιτέκτονες τοπίου. Συγκεκριμένα, το 2003, άνοιξαν δύο στοιχεία του πάρκου: Το νησί Teagarden ή το Palm Tree Island (βασισμένο σε ένα σχέδιο ενός αγοριού με το όνομα Yusuf το 1997) το οποίο διαθέτει τεχνητούς φοίνικες, όπου οι χρήστες μπορούν να τοποθετήσουν τις αιώρες τους και να απολαύσουν την θέα του λιμανιού, και περιβάλλεται από ένα κυκλικό παγκάκι μήκους 40 μέτρων: και το Flying Carpet, ένα υπερυψωμένο κομμάτι γκαζόν σε σχήμα κύματος, το οποίο στα όριά του έχει επένδυση από μωσαϊκό δάπεδο, εμπνευσμένο από την Αλάμπρα και σχεδιασμένο από τη Sabine Stöwesand. Στα επόμενα δύο χρόνια κατασκευάστηκαν μερικά ακόμα από τα ήδη υπάρχοντα σχέδια του πάρκου όπως, ένας επίπεδος χαλύβδινος

115

φοίνικας, το Dog Garden, οι κήποι ενοικιαστών και το πεδίο Tulip Patterned Tartan37 με σχέδια από τον Nesrin Biguen. Παρόλα αυτά υπάρχουν πάρα πολλά σχέδια, τα οποία αποκόπηκαν από τις τοπικές αρχές και παραμένουν κλεισμένα στο αρχείο του Park Fiction (Park Fiction Archive of Independent Urbanism). Λίγο πριν τα εγκαίνιά του το 2003, το Park Fiction διοργάνωσε ένα διεθνές συνέδριο προσκαλώντας διάφορες ομάδες από όλο τον κόσμο που είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν παρόμοιες συναντήσεις και δράσεις στον δημόσιο χώρο. Το Πάρκο εγκαινιάστηκε το 2005 με το όνομα Antonipark με ένα πικνίκ ενάντια στoν εξευγενισμό, μιας και εκείνα τα χρόνια τα ενοίκια της περιοχής του St. Pauli αυξάνονταν δραματικά, καταλήγοντας σε εξώσεις πολλών κατοίκων. Από τις 16 Ιουνίου 2013, το Park Fiction μετονομάστηκε από τους κατοίκους της περιοχής σε GeziPark Hamburg ως χειρονομία αλληλεγγύης στους αγώνες που διαδραματίζονταν τότε στην Κωνσταντινούπολη και στην Τουρκία.



Ο αντίκτυπος του Park Fiction και μετέπειτα διεκδικήσεις Έπειτα από τις διεκδικήσεις του Park Fiction και την υλοποίηση του πάρκου, η περιοχή του λιμανιού καθώς και το κτίριο του Golden Pudel Club σώθηκαν από τις ιδιωτικοποιήσεις των τοπικών αρχών και αποτέλεσαν πλέον ένα δημόσιο χώρο για τους κατοίκους της περιοχής. Το μουσικό κλαμπ και το κοινοτικό κέντρο GWA συνεχίζουν να χρησιμοποιούν το πάρκο για εκδηλώσεις, που ενισχύουν τη ζωντανή και φωτεινή ατμόσφαιρα του δημόσιου χώρου. Η εκκλησία δεν εμποδίζεται από τη θέα όπως θα συνέβαινε με την προτεινόμενη πολυώροφη ανάπτυξη, και ως εκ τούτου παραμένει ένα ιστορικό ορόσημο στα όρια του λιμανιού. Οι κήποι της κοινότητας και το πεδίο jeu-de-boules που βρίσκονται στον κήπο της εκκλησίας έχουν επίσης βελτιώσει τη δημόσια εικόνα της εκκλησίας. Το έργο του πάρκου ήταν μια καλή αναφορά και για τους καλλιτέχνες που συμμετείχαν ενεργά σε αυτό, όπως για τη Sabine Stövesand η οποία ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα καθώς και για τους Schäfer και Czenki, όπου η συνεργασία τους με το Park Fiction ενίσχυσε τη φήμη τους και τους καθιέρωσε ως καλλιτέχνες. Παρόλα αυτά, ένα αρνητικό ζήτημα που αφορά το εγχείρημα και την συνολική κατανόηση της διαδικασίας σχεδιασμού του πάρκου, είναι η ακύρωση του αρχείου Park Fiction Archive of Independent Urbanism από τις τοπικές αρχές. Το αρχείο αυτό, θα μπορούσε να επιτρέψει την ολοκληρωμένη μελέτη αυτής της συνεργασίας μεταξύ ακτιβιστών, κατοίκων και δημόσιων φορέων. Ενώ ο στόχος ενός δημόσιου πάρκου στο St. Pauli ήταν ελκυστικός σε πολλούς ανθρώπους, το αρχείο θα είχε καταστήσει σαφές ότι, παρά τα πολλά θετικά κατά την διεκπεραίωση της διαδικασίας και την πολύπλευρη υποστήριξή του έργου, η πρωτοβουλία του αφοσιώθηκε σε ένα δυσανάλογα μακρύ και γεμάτο διαμάχες έργο για την δημιουργία ενός σχετικά μικρής κλίμακας πάρκου. Παρόλα αυτά, η επιμονή και η καινοτόμος στρατηγική, αποδείχθηκε επιτυχημένη τακτική. Η υποστήριξη, επίσης, από το Υπουργείο Πολιτισμού του

117

Αμβούργου και το ενδιαφέρον της διεθνούς καλλιτεχνικής κοινότητας ήταν εξίσου σημαντικά. Χωρίς το αρχείο, ωστόσο, η ιστορία και η σημασία της ανάπτυξης του σχεδιασμού δεν μπορεί να μελετηθεί και να εξεταστεί διεξοδικά από τις μελλοντικές γενιές. Μετά την ολοκλήρωση του έργου, η ομάδα του Park Fiction διαλύθηκε λόγω εσωτερικών προβλημάτων που προκλήθηκαν εξαιτίας της χρονοβόρας διαδικασίας και της αντίληψης ότι το αποτέλεσμα του πάρκου προήλθε από μία καλλιτεχνική παρά κοινωνική διεκδίκηση. Μόνο οι Schäfer και Czenki εξακολουθούν να συμμετέχουν στο έργο του πάρκου, και αυτοί και άλλα μέλη της πρώην ομάδας υποστηρίζουν αντίστοιχα δίκτυα ακτιβιστών. Αυτές οι ομάδες επωφελούνται από τις εμπειρίες και τις στρατηγικές του έργου του Park Fiction και επικεντρώνουν την προσοχή τους στην κατάσταση της νεοφιλελεύθερης κοινωνίας και στην καταστολή μέσω μη βίαιων κριτικών παρεμβάσεων, υπενθυμίζοντας την ιστορία των προηγούμενων επιτυχημένων πρωτοβουλιών. Χαρακτηριστικά, μία τέτοια παρέμβαση, πραγματοποιήθηκε λίγα χρόνια μετά στις ίδιες γειτονιές, όπου ομάδες κατοίκων της πόλης κατάφεραν μέσω κινητοποιήσεων να σταματήσουν την είσοδο ενός επενδυτή για την ανέγερση πολυτελών διαμερισμάτων. Αυτή ήταν η δεύτερη προσπάθεια ιδιωτικοποίησης και «ανάπλασης» της περιοχής γύρω από το λιμάνι, από τις τοπικές αρχές. Όπως το 1995, έτσι και το 2010, η πρόθεση της κυβέρνησης πυροδότησε ένα κίνημα διαμαρτυριών από τους κατοίκους της περιοχής, μιας και το σχέδιο αυτό ανέγερσης διαμερισμάτων θα έφερνε μαζί του την αύξηση των τιμών στην περιοχή και κατ’ επέκταση το δυσβάστακτο κόστος διαβίωσης για πολλούς από τους κατοίκους (αυτό που ονομάζουμε «gentrification»). Επηρεασμένοι οι κάτοικοι, από τις πρόσφατες δράσεις του Park Fiction και σε συνδυασμό με την δημιουργία του κινήματος «Το Δικαίωμα στην Πόλη» για την πόλη του Αμβούργου, πραγματοποιήθηκαν διάφορες εκδηλώσεις, διαδηλώσεις καθώς


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

και καταλήψεις στα περισσότερα κτίρια των περιοχών, όπου εκεί στεγάστηκαν μετανάστες και πρόσφυγες, προερχόμενοι από διάφορες χώρες της Αφρικής, της Συρίας αλλά και από άλλες εθνικότητες. Τόσο η ιστορία του κινήματος του Park Fiction, όσο και η ύπαρξη του πάρκου ανάμεσα στα κτίρια των καταληψιών, το οποίο αντικατοπτρίζει τους αγώνες και τις διεκδικήσεις τους, πυροδότησαν την εναντίωση των κατοίκων της περιοχής στην ιδιωτικοποίηση των δημοσίων χώρων και τη σημασία αυτών των αγώνων για τις κοινότητες της περιοχής. Έτσι, μέσα από το δίκτυο του «Δικαιώματος στην πόλη» (rechtaufstadt.net), ορισμένα μέλη που ήταν εξοικειωμένα με ζητήματα της τεχνολογίας και με τις διαδικασίες που είχαν πραγματοποιηθεί στο Park Fiction, αποφάσισαν να δημιουργήσουν μέσα σε κάποιους από τους χώρους της κατάληψης ένα fab lab, δηλαδή ένα εργαστήρι, μέσα στο οποίο θα στέγαζαν διάφορα πρότζεκτς. Αυτά τα πρότζεκτς, θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν νέες τεχνολογίες, με σκοπό να παράγουν καθημερινά αντικείμενα τα οποία θα ήταν ανοιχτά στο ευρύ κοινό. Για να ενισχύσουν αυτό το εγχείρημα και να τεστάρουν το κατά πόσο θα έχει ανταπόκριση από τους κατοίκους της περιοχής, κάλεσαν ένα αντίστοιχο fab lab truck από το Άμστερνταμ, ένα κινητό φορτηγό εργαστήρι που χρησιμοποιείται για επιδείξεις και άλλες εκδηλώσεις. Η γειτονιά έδειξε ενθουσιασμό για τις τεχνολογίες αυτού του εργαστηρίου και έτσι υιοθετήθηκε η πρόταση για το άνοιγμα ενός τέτοιου χώρου. Μετά την κατασκευή του (2011), το εργαστήρι, είχε πρόσβαση σε τεχνολογίες όπως 3D printers, laser cutters κ.ά., εργαλεία δηλαδή τα οποία έδωσαν την δυνατότητα στους κατοίκους της περιοχής, όχι μόνο να εκπαιδευτούν αλλά και σε περιπτώσεις ανάγκης να φτιάξουν αντικείμενα καθημερινής ανάγκης και χρήσης ως μέσο αντίστασης. Εν τέλη, μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, αλλά και σε συνδυασμό με την αγωνιστική διάθεση των καταληψιών, οι κάτοικοι

κατάφεραν όχι μόνο να αποτρέψουν τα πλάνα των Αρχών της πόλης, αλλά να χρησιμοποιήσουν ξανά ένα εναλλακτικό εργαλείο σχεδιασμού. Η σημασία της δημιουργίας ενός τέτοιου εναλλακτικού εργαλείου και η υλοποίηση του εργαστηρίου, επανάφερε στο προσκήνιο το δημόσιο διάλογο έναντι της ιδιοκτησίας και το πώς νέες τεχνολογίες και εργαλεία σχεδιασμού θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν μια συζήτηση για «Το Δικαίωμα στην Πόλη» στην πόλη του Αμβούργου. Σήμερα, η δημοφιλής περιοχή του πάρκου χρησιμεύει ως ένα πολύχρωμο περιβάλλον υπο-πολιτισμικής κομψότητας μέσα στον συνεχιζόμενο εξευγενισμό του Αγίου Παύλου. Τα τελευταία χρόνια, περισσότερα πολυώροφα κτίρια και πολυκατοικίες έχουν κατασκευαστεί και τώρα, οι κάτοικοι και οι εργαζόμενοι με υψηλότερο εισόδημα συμπληρώνουν καφετέριες και εστιατόρια δίπλα στο Park Fiction, το οποίο χρησιμοποιείται συχνά ως υπαίθρια τραπεζαρία από τέτοια καταστήματα. Οι περισσότεροι από αυτούς τους νέους κατοίκους και οι επισκέπτες, όμως, δεν γνωρίζουν όλη την ιστορία του πάρκου.

Το έργο του πάρκου ήταν μια καλή αναφορά για τους καλλιτέχνες που συμμετείχαν ενεργά σε αυτό, όπως για τη Sabine Stövesand η οποία ακολούθησε ακαδημαϊκή καριέρα καθώς και για τους Schäfer και Czenki, όπου η συνεργασία τους με το Park Fiction ενίσχυσε τη φήμη τους και τους καθιέρωσε ως καλλιτέχνες. 118


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

[Εικ. 91]

Το συμπέρασμα Συνοψίζοντας, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, έγινε μια προσπάθεια καταγραφής των πρακτικών που ακολουθούν οι κάτοικοι ώστε να διεκδικήσουν και να διαμορφώσουν το χώρο που δραστηριοποιούνται και κατοικούν. Το κίνημα Park Fiction, με την διαμόρφωση του δημόσιου πάρκου Antonipark στο λιμάνι του Αμβούργου, είναι ένας χώρος που δημιουργήθηκε και συνεχίζει να διαμορφώνεται από τα κάτω, παραμένοντας μακριά από κρατικούς ή ιδιωτικούς φορείς, ο οποίος φαίνεται να πληρεί τα χαρακτηριστικά που μας επιτρέπουν να αναφερόμαστε σε αυτό ως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα κοινωνικών κινημάτων στην χώρα της Γερμανίας. Η διαμόρφωση του οφείλεται σε κινηματικές διαδικασίες και η συνέχεια και η ζωντάνια του αναδύεται από τη συλλογικότητα που το διαχειρίζεται, αλλά το πιο βασικό, από τους ανθρώπους που το χρησιμοποιούν. Φιλοξενεί την κοινωνική ζωή των κατοίκων μακριά από λογικές κέρδους και ιδιοκτησίας, λειτουργεί σαν ένα μικρό πάρκο μέσα στην πόλη του Αμβούργου, σαν τόπος παιχνιδιού, περιπάτου, στάσης, συνάθροισης, επικοινωνίας, δημιουργίας δίνοντας ένα νέο νόημα στο δημόσιο χώρο αλλά και στη διαμόρφωση της κοινωνίας και του πολιτισμού.

119

Το πάρκο έχει αποκτήσει σήμερα ένα συμβολικό χαρακτήρα για το κέντρο της πόλης του Αμβούργου, με βασικό χαρακτηριστικό του τη διεκδίκηση του δικαιώματος της πόλης και συγκεκριμένα του δημόσιου χώρου. Μπορεί να αποτελέσει παράδειγμα ανάπτυξης νέων τόπων μέσα από συμμετοχικές διαδικασίες, οι οποίοι αναπτύσσοντας ένα δίκτυο επικοινωνίας θα μπορέσουν να αποτελέσουν τόπους διεκδίκησης, όχι μόνο διαμόρφωσης του χώρου, αλλά και ευρύτερων κοινωνικών ζητημάτων.


[Εικ. 92]

120


121


122


Ένα άλλο παράδειγμα συμμετοχικού σχεδιασμού είναι η περίπτωση της αναβάθμισης μιας συνοικίας στο Liverpool της Αγγλίας. Πρόκειται για το πιο σύγχρονο παράδειγμα που μελετάται στο πλαίσιο αυτής της εργασίας. Το έργο Granby Four Streets περιλαμβάνει την ανακαίνιση δέκα σπιτιών, με σκοπό να ξαναχρησιμοποιηθούν ως οικογενειακές κατοικίες για τους κατοίκους της περιοχής. Πραγματοποιήθηκε από το 2014 έως το 2016 και έγινε, ιδιαίτερα, γνωστό καθώς το 2015 το αρχιτεκτονικό γραφείο Assemble38, το οποίο συνεργάστηκε με την κοινότητα, κέρδισε για πρώτη φορά ένα από τα σημαντικότερα βραβεία τέχνης το Turner Prize.

123

GRANBY 4

03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ


STREETS

124


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

[Εικ. 96]

Η ισ τορία της συνοικίας Granby

Η γειτονιά Granby βρίσκεται στην περιοχή Toxteth στο Liverpool της Αγγλίας και αποτελείται από τέσσερις δρόμους, τους Beaconsfield Street, Cairns Street, Jermyn Street και Ducie Street. Ένας πέμπτος δρόμος, η οδός Granby, συνδέει αυτούς τους τέσσερις δρόμους μαζί. Το τρίγωνο που δημιουργείται, περιλαμβάνει τη γειτονιά Granby Four Streets ήταν αρχικά μια περιοχή με μεγάλους δρόμους και βικτοριανά κτίρια τα οποία τοποθετούνται στη σειρά κατά μήκος των δρόμων. Τα σπίτια, που βρίσκονται στη γειτονιά, κατασκευάστηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα από τον Ουαλλό αρχιτέκτονα Richard Owens, στον οποίο οφείλονται οι περισσότερες κατοικίες στο Liverpool. Οι κατοικίες έχουν διάφορα μεγέθη, χαρακτηρίζονται από τον κλασσικό τύπο «two-up two-down»39 και οι πόρτες τους βλέπουν κατ’ ευθείαν στο πεζοδρόμιο. Στο τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, η περιοχή Toxteth προσέλκυσε πολλούς μετανάστες που

125


μετακόμισαν στο Liverpool και έγινε μια από τις πρώτες πολυπολιτισμικές γειτονιές του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι δρόμοι γύρω από την οδό Granby φιλοξένησαν εμπορικές επιχείρησεις στις οποίες εργάζονταν άνθρωποι από διάφορες εθνικότητες, μετατρέποντας τη γειτονιά σε ένα κοσμοπολίτικό κέντρο της πόλης. Ωστόσο, τη δεκαετία του 70’, με την οικονομική παρακμή της Βρετανίας, η περιοχή βρέθηκε αντιμέτωπη με ιδιαίτερα προβλήματα. Η εργατική τάξη χτυπήθηκε από ένα κύμα μαζικής ανεργίας και ξεκίνησαν οι φυλετικές εντάσεις, γεγονότα που οδήγησαν στη σταθερή μείωση της εμπορικής δραστηριότητας του Granby και στην έλλειψη επενδύσεων. Προς τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η περιοχή φιλοξένησε περίπου 40.000 μαύρους κατοίκους. Το 1981, οι εξεγέρσεις που προκλήθηκαν από τις συγκρούσεις μεταξύ της κοινότητας του, της αστυνομίας και του κράτους έπληξαν τη φήμη της περιοχής. Μετά τις ταραχές του 1981, η περιοχή Toxteth υποβαθμίστηκε, πολλά σπίτια

έμειναν κενά και τα καταστήματα έμειναν εκτός λειτουργίας. Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980, το δημοτικό συμβούλιο της πόλης Liverpool δημιούργησε μια νέα πολιτική με την οποία ξεκίνησε η κατεδάφιση των βικτοριανών κτιρίων. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, περίπου 150 από τα 200 σπίτια στην οδό Granby είχαν αδειάσει. Το 1993 ιδρύθηκε ο σύλλογος Granby Resident Association (GRA) σε μία προσπάθεια να αποτρέψει την κατεδάφιση των σπιτιών στους υπόλοιπους δρόμους. Δημιούργησε ένα χώρο συναντήσεων για την κοινότητα έχοντας ως κύριο θέμα την προστασία των κατοίκων της. Καθ’ όλη τη δεκαετία του 1990, ο σύλλογος άσκησε πιέσεις στο δημοτικό

συμβούλιο για να καταφέρουν να διασωθούν οι τέσσερεις τελευταίοι δρόμοι που είχαν απομείνει. Το 2002, δημιουργήθηκε η πρωτοβουλία Housing Market Renewal (HMR), η οποία ενδιαφερόταν για την κατεδάφιση και την ανακαίνιση των σπιτιών, έχοντας σκοπό να φέρει τις μεσαίες τάξεις σε περιοχές με χαμηλή ζήτηση στην αγορά. Οι ομάδες Granby Resident Association, Welsh Streets Home Group, SAVE Britain’s Heritage συνεργάστηκαν στενά για την εκστρατεία κατά της πρωτοβουλίας HMR. Το 2007, ο σύλλογος GRA σταμάτησε τις δραστηριότητες του, αφήνοντας τους κατοίκους ευάλωτους στα σχέδια της πρωτοβουλίας HMR. Το 2010, τελικά, η κυβέρνηση επέβαλε μέτρα λιτότητας σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο και

[Εικ. 98]

[Εικ. 97]

126


Η ομάδα Granby Four Streets Community Land Trust Το 2010 η συνοικία έφτασε σε ένα σημείο όπου 150 από τα σπίτια της ήταν άδεια και μόνο 50 από αυτά κατοικούνταν. Υπήρχε μια ομάδα κατοίκων οι οποίοι συνέχισαν να πολεμούν ενάντια στις συνεχόμενες απειλές κατεδάφισης. Οι εναπομείναντες κάτοικοι αποφάσισαν να πάρουν τον έλεγχο στα χέρια τους, παίρνοντας την πρωτοβουλία να διαμορφώσουν τη γειτονιά με παρεμβάσεις μικρής κλίμακας. Οι κοινόχρηστοι χώροι ανασυγκροτήθηκαν από διάφορες δραστηριότητες. Αρχικά οι κάτοικοι φυτεύσαν άδεια οικόπεδα ή εγκαταλελειμμένες αυλές και φτιάχνοντας αυτοσχέδιες ζαρντινιέρες στους δρόμους. Επιχείρησαν, επίσης, την δημιουργία μιας υπαίθριας αγοράς, στην αρχή με μερικά τραπέζια μπροστά από τα λιγοστά σπίτια που πουλούσαν οτιδήποτε είχαν ή είχαν φτιάξει στο σπίτι. Οι δραστηριότητες, αυτές, θα αποδείκνυαν ότι η περιοχή ήταν ζωντανή. Μέχρι τότε δεν υπήρχε συγκεκριμένη κατεύθυνση για το μέλλον του Granby Four Streets ούτε από την κυβέρνηση ούτε από το δημοτικό συμβούλιο. Έτσι, οι κάτοικοι, για ακόμη μια φορά, πήραν την πρωτοβουλία

και

δημιούργησαν

τον

επίσημο

οργανισμό

τους.

Το Νοέμβριο του 2011 ιδρύθηκε ο οργανισμός Granby Four Street Community Land Trust (CLT) για να μπορέσουν οι κάτοικοι να αντιμετωπίσουν τα ζητήματα στέγασης και να καταφέρουν να αποκρούσουν τις δυσλειτουργικές πολιτικές στέγασης που ταλαιπωρούσαν τους κατοίκους περίπου 20 χρόνια. Ο οργανισμός ήρθε σε επικοινωνία με το δημοτικό συμβούλιο για να διερευνηθούν λύσεις ώστε να σταματήσει το σχέδιο ανάπτυξης που είχε εγκριθεί. Στην πορεία, με τη συμβουλή της ένωσης SAVE Britain’s Heritage, ο οργανισμός των κατοίκων, προτείνοντας ένα σχέδιο ανακαινίσεων, συνεργάστηκε με την εταιρεία κοινωνικών επενδύσεων Steinbeck Studio η οποία προσέφερε δάνειο 500.000£ για την υλοποίηση του έργου. Από εκείνη τη στιγμή, με τη βοήθεια της χρηματοδότησης, ο δήμος άρχισε να λαμβάνει υπόψιν τους αγώνες των κατοίκων και μεταβίβασε 10 σπίτια στο CLT. Μέσω του ιδρυτή της εταιρείας Xanthe Hamilton, η ομάδα Assemble κλήθηκε να σχεδιάσει την ανακαίνιση των σπιτιών.

[Εικ. 99]

127


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

[Εικ. 100]

128


[Εικ. 101]

129


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

[Εικ. 102]

[Εικ. 103]

130


[Εικ. 104]

Το έργο Granby Four Streets και ο αντίκτυπος του σ την κοινότητα

Το έργο Granby Four Streets είναι ένα έργο, υπό την ηγεσία της κοινότητας και του οργανισμού CLT, για την ανοικοδόμηση της συνοικίας Granby. Οι μικρές παρεμβάσεις που ξεκίνησαν οι κάτοικοι το 2010 απεικόνιζαν το όραμα που είχαν για τη γειτονιά τους. Το έργο Granby Four Streets παρουσιάζει το όραμα αυτό και μεταφράζει τους σκληρούς αγώνες της τοπικής κοινότητας για την ανάπτυξη της περιοχής, η οποία είχε καθυστερήσει από δεκαετίες κακοσχεδιασμένων πρωτοβουλιών αναγέννησης. Η κολλεκτίβα των Assemble κλήθηκαν να σχεδιάσουν το όραμα της κοινότητας με στόχο να επαναφέρουν τα άδεια σπίτια σε χρήση παρέχοντας προσιτή στέγαση. Οι αρχιτέκτονες Assemble κατά τη διάρκεια της συμμετοχικής διαδικασίας έγιναν και οι ίδιοι κάτοικοι της περιοχής. Στα έργα τους υποστηρίζουν τη στενή συνεργασία με τις κοινότητες, έτσι και στο συγκεκριμένο έργο κρατούσαν τόσο το ρόλο του αρχιτέκτονα όσο και του συμβούλου, του μεσολαβητή ιδεών. Παράλληλα, παρείχαν νέες θέσεις εργασίας και την κατάλληλη εκπαίδευση στους κατοίκους, με στόχο την ενεργή συμμετοχή τους σε μια σειρά από δράσεις της ομάδας. Είχαν ως στόχο να αναδείξουν την αξία της αρχιτεκτονικής και της πολιτιστικής κληρονομιάς της περιοχής, στηρίζαν τη συμμετοχή και τη συνεργασία με το κοινό,

131


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

καλλιεργώντας τους το πνεύμα της φαντασίας και της δημιουργικότητας και μαθαίνοντας τους μεθόδους DIY. Οι Assemble ενδιαφερόντουσαν για το πώς οι άνθρωποι μπορούν να αναλάβουν την κυριότητα του δημόσιου χώρου, πώς μπορούν να καταλάβουν πώς συνδυάζονται τα πράγματα, μέσω της μάθησης μέσω της δημιουργίας. Κατανοώντας τις ανάγκες και τις επιθυμίες των κατοίκων, οι αρχιτέκτονες τις μετέφρασαν σε σχέδια και μοντέλα. Οι ιδέες τους ήταν απλές, χωρίς γυάλινες προσόψεις, χωρίς κατεδαφίσεις, με στοιχεία που μπορούσαν να αντιληφθούν εύκολα οι κάτοικοι. Η συνεργασία με την ομάδα των Assemble βοήθησε τους κατοίκους να αναπτύξουν τις ιδέες τους, να διευρύνουν τις φιλοδοξίες τους και γίνουν πιο δημιουργικοί με τον αστικό χώρο. Η μέθοδος DIY προσέφερε μια διαφορετική αξία στα σπίτια γεμίζοντας τα με στιγμές που αντανακλούν την πραγματική επένδυση χρόνου και φροντίδας. Τα βασικά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για τις ανακαινίσεις, όπως πλακάκια μπάνιου, χειρολαβές για τις πόρτες κατασκευάστηκαν στο χώρο εργαστηρίου, συλλέγοντας σπασμένα τούβλα και ερείπια από τα σπίτια.

[Εικ. 105]

132


«10 House Project»

Το έργο «10 House Project» ήταν η πρώτη πρωτοβουλία για την έναρξη της διαδικασίας. Το 2014 ξεκίνησαν οι ανακαινίσεις των βικτοριανών κτιρίων στη οδό Cairns και μέχρι το 2019 είχαν ολοκληρωθεί 11 κατοικίες, εκ των οποίων έξι από τις έντεκα προορίζονται για ιδιοκτησία χαμηλού κόστους και πέντε για ενοικίαση. Οι αρχιτέκτονες, Assemble, συνέβαλαν στη δημιουργία σύγχρονων εσωτερικών χώρων για

τα σπίτια, τα οποία τα καθιστούν εντυπωσιακά τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην άνετη διαβίωσή τους. Το 2015 όταν οι Assemble κέρδισαν το βραβείο Turner, για τη δουλειά τους στη συνοικία Granby, ήταν ένα μεγάλο σημείο καμπής για το έργο καθώς από εκείνη τη στιγμή και έπειτα το δημοτικό συμβούλιο άρχισε να βλέπει τους κατοίκους ως ίσους.

[Εικ. 106]

133


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

«Granby Workshop»

Το χρηματικό ποσό, το οποίο μοιράστηκε η ομάδα των Assemble με την κοινότητα δόθηκε για να δημιουργηθεί το Granby Workshop. Το εργαστήριο ξεκίνησε ως ιδέα για να δημιουργήσουν διάφορα αντικείμενα για να διακοσμήσουν τα σπίτια που ανακαινίζονταν. Ωστόσο, στην πορεία, εξελίχθηκε

σε μια πολύ πετυχημένη επιχείρηση στην οποία οι κάτοικοι πωλούν χειροποίητα είδη σπιτιού, τα οποία κατασκευάζονται στην περιοχή. Κάθε προϊόν που πωλούν είναι μοναδικό και όλα τα κέρδη επιστρέφουν στην επιχείρηση, η οποία εκπαιδεύει και απασχολεί τοπικούς ανθρώπους.

[Εικ. 107]

134


«Granby Winter Garden»

Ένα ακόμη έργο που έγινε στη γειτονιά Granby ήταν το «Granby Winter Garden». Η στρατηγική σχεδιασμού από τους Assemble για το συγκεκριμένο κτίριο ήταν να μετατρέψει τον τυπικό χώρο του κτιρίου σε ένα τόπο όπου θα πραγματοποιούνται δημιουργικές δράσεις για τη γειτονιά. Για αυτό το λόγο ενοποίησαν τα δυο εγκαταλελειμμένα σπίτια στην οδό Cairns, με τους αριθμούς 37 και 39, δημιουργώντας ένα κοινόχρηστο εσωτερικό υπαίθριο κήπο με στούντιο καλλιτεχνών, που περιλαμβάνει χώρους συναντήσεων για την κοινότητα, χώρους εκδηλώσεων και χώρους διαμονής. Το κτίριο είναι προσβάσιμο τόσο στους κατοίκους της γειτονιάς όσο και των γύρω περιοχών. Όπως διαπιστώθηκε, τα δάπεδα των δύο υπαρχόντων σπιτιών είχαν καταρρεύσει, δημιουργώντας δραματικούς εσωτερικούς χώρους τριπλού ύψους και η κατασκευή της πρώτης τοιχοποιίας ήταν εμφανής. Οι Assemble συνεργάστηκαν με τους μηχανικούς Structure Workshop για τη συντήρηση των κτιρίων στη μοναδική τους κατάσταση. Στον οροφή τοποθετήθηκε τζαμαρία ώστε να μπορεί να περνάει το φως μέσα στο κτίριο. «Τη φύτευση στους εσωτερικούς κήπους ανέλαβαν οι κάτοικοι της περιοχής, με επικεφαλή τον κηπουρό Andrea Ku. Η κηπουρική, η δημιουργική δράση και η συλλογικότητα υπήρξαν τα θεμέλια για αυτή τη θετική αλλαγή στην περιοχή και το έργο Winter Garden είναι ένας χώρος για να τιμηθεί αυτή η ιστορία και να υποστηριχθεί η κουλτούρα συλλογικότητας μακροπρόθεσμα.

Ο οργανισμός Community Land Trust κατέχει, σήμερα, 14 ακίνητα στα οποία έχουν ολοκληρωθεί οι εργασίες ανακαίνισης και κατοικούνται ξανά. Η οργάνωση του οργανισμού βασίζεται στις αρχές της δημοκρατίας και η βασική του ιδέα είναι ότι, ως ιδιοκτήτης της γης στην περιοχή, δεν μπορεί να ληφθεί καμία απόφαση από το δημοτικό συμβούλιο χωρίς τα άτομα του οργανισμού. Οι περισσότερες αποφάσεις θα πρέπει να παρθούν πρώτα από το CLT, και δεν θα εκπροσωπούνται από συλλόγους στέγασης και ιδιοκτήτες. Πιστεύουν, έτσι, πως αυτή η οργάνωση παρέχει πιο ισότιμους όρους με το δημοτικό συμβούλιο του Liverpool και τις ενώσεις κατοικιών.

135

[Εικ. 108]

[Εικ. 109]


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

[Εικ. 110]

136


137


03./ ΠΕΡΙΠΤΩΣΕΙΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ

Το συμπέρασμα

Συνοψίζοντας, το Granby Four Streets έχει περιγραφεί ως αυξητικό όραμα για την περιοχή που ενδυναμώνει τη σκληρή δουλειά που έχουν ήδη κάνει οι κάτοικοι της περιοχής και τη μεταφράζει στην ανακαίνιση κατοικιών, δημόσιου χώρου και στην παροχή νέων ευκαιριών εργασίας για τους κατοίκους. Αξιολογώντας τη συμμετοχική διαδικασία, η κολλεκτίβα των Assemble καταφέρνουν, με τις δεξιότητες και τις γνώσεις τους να εγκαθιδρύσουν, με τρόπο υποδειγματικό, ένα κοινό τόπο αμοιβαίας εμπιστοσύνης όπου διαφορετικοί ιδιοκτήτες και επαγγελματίες με διαφορετικές δεξιότητες, νοοτροπίες, προερχόμενοι από διαφορετικά πολιτιστικά και κοινωνικά υπόβαθρα, μπορούν να συνυπάρχουν, να συνεργάζονται και να οραματίζονται. Ο οργανισμός Granby Four Streets CLT, μέσα από τις διεκδικήσεις ενάντια στην κυβέρνηση αλλά και την αμφίδρομη συνεργασία μεταξύ του χρήστη και του ειδικού φαίνεται να είναι πράγματι ένα εμπνευσμένο εναλλακτικό μοντέλο για το πώς θα μπορούσε να λειτουργήσει η κοινωνία σήμερα. Το παράδειγμα των κατοίκων και έργο τους στον μετασχηματισμό της γειτονιάς μας θυμίζει πως το «δικαίωμα στην πόλη» δεν είναι αυτό που πρέπει να παρέχεται από το κράτος, αλλά οφείλει να είναι ένα κάλεσμα για ενεργή δέσμευση με τους χώρους της πόλης μέσω της απαλλοτρίωσης και της συμμετοχής.

138


139


140



04

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ


04./ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Τ

ο ζήτημα της πόλης, του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος και το πρόβλημα της αρχιτεκτονικής δεν είναι απλά αισθητικό ή τεχνικό, είναι ξεκάθαρα πολιτικό και κοινωνικό. Η γενικευμένη κρίση που ζούμε, έχει φέρει στο προσκήνιο κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα τα οποία με την πάροδο του χρόνου διογκώθηκαν, διαμορφώνοντας μια μη βιώσιμη πραγματικότητα, στην οποία η κυρίαρχη τάξη και το κεφάλαιο υπερτερούν, καθορίζοντας αποφάσεις που οδηγούν στη σημερινή διαμόρφωση του χώρου. Οι αρχιτέκτονες οφείλουμε να αποτρέπουμε την παραγωγή κατακερματισμένων χώρων και να επιδιώκουμε τη δημιουργία ουσιαστικών χώρων για την εξέλιξη των καθημερινών ατομικών, συλλογικών, πολιτικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων. Στη δημιουργία, ενός ουσιαστικού χώρου, η συμμετοχή του ίδιου του χρήστη, που πλαισιώνει αυτό το περιβάλλον δεν είναι μόνο αναμφισβήτητο δικαίωμά του αλλά μπορεί να αποτελέσει οδηγό για νέες προοπτικές ενός βιώσιμου πολυπολιτισμικού και δημιουργικού αστικού χώρου.

[Εικ. 114]

Για αυτό τον λόγο, δημιουργήθηκε η ανάγκη για μία πιο συλλογική αρχιτεκτονική, αυτή του συμμετοχικού σχεδιασμού, η οποία είναι άμεσα εξαρτώμενη από το χώρο και ό,τι περιλαμβάνει αυτός (πχ. ανθρώπους, θεσμικό πλαίσιο, βιοτικό επίπεδο ζωής κλπ.), έχοντας ως στόχο να επιλύσει κοινωνικά ζητήματα που τον αφορούν. Βλέποντας το θεωρητικό πλαίσιο και τα παραδείγματα που μελετήθηκαν στο σύνολο τους και εστιάζοντας στον αντίκτυπο του συμμετοχικού σχεδιασμού, συμπεραίνουμε ότι η συμμετοχή των πολιτών, στον σχεδιασμό των χώρων που τους αφορούν.

143


[Εικ. 115]

Παρατηρούμε, επίσης, ότι κρίνεται ουσιαστική μία συμμετοχική διαδικασία, όταν εκπροσωπούνται ισότιμα όλες οι κοινωνικές ομάδες, αποτυπώνονται οι διαφορετικές πραγματικότητες που αυτές προσλαμβάνουν, και εξασφαλίζεται ότι θα εισακουστούν όλες οι απόψεις και θα ληφθούν υπόψη όλα τα συμφέροντα. Έτσι, τα αποτελέσματα που προκύπτουν ενσωματώνουν τις αξίες της κοινωνίας, δεν εμπεριέχουν αποκλεισμούς, και είναι πιο αντιπροσωπευτικά των επιθυμιών, των προτιμήσεων και των αναγκών των πολιτών. Για να λειτουργήσει αυτό το πλαίσιο, ο εκδημοκρατισμός των διαδικασιών σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων, μέσα από τη συμμετοχή, πρέπει να αποτελεί βασικό στόχο και διεκδίκηση των προσεγγίσεων που υιοθετούνται. Τα ισχυρότερα επιχειρήματα υπέρ της συμμετοχικής προσέγγισης υπογραμμίζουν τη συμβολή της στην ενίσχυση της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ενδυνάμωσης των τοπικών κοινοτήτων.

Fiction και Granby Four Streets. Φυσικά, οι συγκρούσεις και οι διαφωνίες δεν λείπουν από αυτές τις διαδικασίες, παρόλα αυτά, είναι βέβαιο ότι χωρίς την ολοκληρωμένη ενημέρωση, την ανταλλαγή απόψεων, την κατάλληλη έρευνα για τις επιθυμίες των κατοίκων αλλά και την υγιή συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων (πολιτεία, πολίτες και φορείς), η συμμετοχή των πολιτών στον σχεδιασμό θα παραμείνει επιφανειακή. Απαραίτητες προϋποθέσεις για την αποτελεσματικότητα των παραπάνω αλλά και τη δημιουργία συμμετοχικής συνείδησης είναι η κατάλληλη εκπαίδευση καθώς και ο εποικοδομητικός διάλογος που θα περιέχει ανταλλαγή απόψεων όλων των κοινωνικών ομάδων.

Εξετάζοντας ορισμένες περιπτώσεις συμμετοχικού σχεδιασμού, οι οποίες σίγουρα δεν αποτελούν μία μεγάλη πληθώρα εμπειριών, διαπιστώσαμε ότι είναι αδύνατον να ορίσουμε συγκεκριμένες ή κοινές τεχνικές και μεθόδους για τη συμμετοχική διαδικασία. Η διαδικασία του συμμετοχικού σχεδιασμού μπορεί να λάβει διαφορετικές μορφές και μπορεί να συμβεί σε διαφορετικά στάδια με πολύ διαφορετικά είδη ενδιαφερομένων. Είναι εμφανές το εύρος των θεμάτων που μπορούν να επηρεάσουν τη συμμετοχή: κυβερνητικές απαιτήσεις, απαιτήσεις χρηματοδότησης και οργάνωση κοινοτήτων αποτελούν μια μικρή επιλογή των μεταβλητών που απεικονίζονται στις εμπειρίες των Bauhassle, Byker, Park

144


04./ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Παρατηρούμε, επίσης, ότι κρίνεται ουσιαστική μία συμμετοχική διαδικασία, όταν εκπροσωπούνται ισότιμα όλες οι κοινωνικές ομάδες, αποτυπώνονται οι διαφορετικές πραγματικότητες που αυτές προσλαμβάνουν, και εξασφαλίζεται ότι θα εισακουστούν όλες οι απόψεις και θα ληφθούν υπόψη όλα τα συμφέροντα. Έτσι, τα αποτελέσματα που προκύπτουν ενσωματώνουν τις αξίες της κοινωνίας, δεν εμπεριέχουν αποκλεισμούς, και είναι πιο αντιπροσωπευτικά των επιθυμιών, των προτιμήσεων και των αναγκών των πολιτών. Για να λειτουργήσει αυτό το πλαίσιο, ο εκδημοκρατισμός των διαδικασιών σχεδιασμού και λήψης αποφάσεων, μέσα από τη συμμετοχή, πρέπει να αποτελεί βασικό στόχο και διεκδίκηση των προσεγγίσεων που υιοθετούνται. Τα ισχυρότερα επιχειρήματα υπέρ της συμμετοχικής προσέγγισης υπογραμμίζουν τη συμβολή της στην ενίσχυση της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ενδυνάμωσης των τοπικών κοινοτήτων. Εξετάζοντας ορισμένες περιπτώσεις συμμετοχικού σχεδιασμού, οι οποίες σίγουρα δεν αποτελούν μία μεγάλη πληθώρα εμπειριών, διαπιστώσαμε ότι είναι αδύνατον να ορίσουμε συγκεκριμένες ή κοινές τεχνικές και μεθόδους για τη συμμετοχική διαδικασία. Η διαδικασία του συμμετοχικού σχεδιασμού μπορεί να λάβει διαφορετικές μορφές και μπορεί να συμβεί σε διαφορετικά στάδια με πολύ διαφορετικά είδη ενδιαφερομένων. Είναι εμφανές το εύρος των θεμάτων που μπορούν να επηρεάσουν τη συμμετοχή: κυβερνητικές απαιτήσεις, απαιτήσεις χρηματοδότησης και οργάνωση κοινοτήτων αποτελούν μια μικρή επιλογή των μεταβλητών που απεικονίζονται στις εμπειρίες των Bauhassle, Byker, Park Fiction και Granby Four Streets. Φυσικά, οι συγκρούσεις και οι διαφωνίες δεν λείπουν

145

από αυτές τις διαδικασίες, παρόλα αυτά, είναι βέβαιο ότι χωρίς την ολοκληρωμένη ενημέρωση, την ανταλλαγή απόψεων, την κατάλληλη έρευνα για τις επιθυμίες των κατοίκων αλλά και την υγιή συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων (πολιτεία, πολίτες και φορείς), η συμμετοχή των πολιτών στον σχεδιασμό θα παραμείνει επιφανειακή. Απαραίτητες προϋποθέσεις για την αποτελεσματικότητα των παραπάνω αλλά και τη δημιουργία συμμετοχικής συνείδησης είναι η κατάλληλη εκπαίδευση καθώς και ο εποικοδομητικός διάλογος που θα περιέχει ανταλλαγή απόψεων όλων των κοινωνικών ομάδων.


[Εικ. 116]

η αμφίδρομη αλληλεπίδραση μεταξύ των εμπλεκομένων είναι ένα από τα απαραίτητα στοιχεία των συμμετοχικών διαδικασιών.

Και στις τέσσερις περιπτώσεις συμμετοχικού σχεδιασμού που αναλύσαμε, η διαδικασία εμπλέκει μια πληθώρα ειδικών, από κοινωνιολόγους και ανθρωπολόγους, μέχρι καλλιτέχνες και αρχιτέκτονες. Ο ρόλος τους δεν υποβιβάζεται, αλλά ταυτόχρονα δεν υπερκαλύπτει το ρόλο των υπόλοιπων εμπλεκόμενων ομάδων. Αποτελούν παραδείγματα πραγματικής συμμετοχής όπου όλες οι επιθυμίες ακούγονται και μέσα από διαδικασίες διαφωνίας μεταξύ των εμπλεκόμενων βγαίνουν τα καλύτερα αποτελέσματα. Στο σημείο αυτό να πούμε ότι, η αμφίδρομη αλληλεπίδραση μεταξύ των εμπλεκομένων είναι ένα από τα απαραίτητα στοιχεία των συμμετοχικών διαδικασιών.

146


04./ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η επικοινωνία μεταξύ του διαχειριστή και όλων των ενδιαφερόμενων μερών πρέπει να υπάρχει καθόλη τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολόγησης σεναρίων ή εξεύρεσης λύσεων. Το γεγονός, λοιπόν, ότι δόθηκε τόση έμφαση στη διαδικασία και κυρίως το ότι η αίσθηση της κοινότητας διατηρείται και συνεχίζεται ακόμη, δίνει την ευκαιρία σε νέους συμμετέχοντες να εμπλακούν στη δημιουργία του. η συζήτηση μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για την ενδυνάμωση του χρήστη. Αναφερόμενες, ειδικότερα, στη διαδικασία λήψης αποφάσεων, θα πρέπει να αναγνωρίζεται η μεγάλη σημασία της συζήτησης, καθώς είναι αυτή που μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία για την ενδυνάμωση του χρήστη. Παρόλα αυτά, στα πλαίσια των συγκεκριμένων πρακτικών που αναλύθηκαν, η συζήτηση δεν αποτελεί μία τετριμμένη διαδικασία που διεξάγεται μόνο με καθιερωμένους τρόπους. Αντιθέτως, ο διάλογος πραγματοποιείται μέσα από συνελεύσεις, συμβούλια γειτονιών, διαδραστικά παιχνίδια, διαλέξεις, προβολές κ.α., διαδικασίες δηλαδή οι οποίες προκαλούν συζητήσεις και αντιπαραθέσεις πάνω σε μία πληθώρα θεμάτων, επιτρέποντας την έκφραση και ανταλλαγή απόψεων στα πλαίσια μίας ζωντανής συζήτησης, που συνεχώς διευρύνεται. Σκοπός των συζητήσεων και των αντιπαραθέσεων είναι μέσα από συγκρουσιακές διαδικασίες συναίνεσης να φτάσουν σε ένα κοινό αποτέλεσμα. Υπάρχουν, όμως, περιπτώσεις που η συζήτηση και οι θεωρητικές αναλύσεις δεν αρκούν για να ενεργοποιηθεί η κοινότητα ή η γειτονιά. Αυτό, το οποίο μπορεί να ενεργοποιήσει την ενδυνάμωση του χρήστη επιτυγχάνεται μέσω του εντοπισμού ενός κοινού χαρακτηριστικού που σχετίζεται με την κοινότητα ή τη γειτονιά του χρήστη, όπως π.χ. μέσω μιας χωρικής παρέμβασης, το οποίο μπορεί να αποτελέσει το μέσο για την έναρξη της συμμετοχικής διαδικασίας. Αυτό το χαρακτηριστικό συσχέτισης μπορεί να φανεί αρκετά αποτελεσματικό όταν η παρέμβαση αφορά κοινωνικά περιθωριοποιημένες κοινότητες, όπως αποδεικνύεται και στα παραδείγματα μελέτης μας.

147

Η ανάδειξη ενός κοινού στοιχείου ενεργοποιεί και ενδυναμώνει την κοινότητα διευκολύνοντας την να συμμετάσχει και επιτρέποντας έτσι την δημιουργία σχέσεων μεταξύ της πολυπολιτισμικής γειτονιάς και των διαφορετικών πολιτισμών, καθώς και μεταξύ της κοινότητας και της δημόσιας σφαίρας. Σε κάθε παράδειγμα μας, είναι διαφορετική η κινητήρια δύναμη για την έναρξη της συμμετοχικής διαδικασίας. Συγκεκριμένα, το Byker ξεκίνησε από το δήμο του Newcastle, ενώ το Bauhassle από κινήσεις φοιτητών και τέλος το Park Fiction και το Granby Four Streets από ενώσεις κατοίκων ύστερα από χρόνια διεκδικήσεων. Για να μπορέσει να εντοπιστεί ο παράγοντας εκείνος που θα ενεργοποιήσει την κοινότητα πολλές φορές ο αρχιτέκτονας χρειάζεται να ζήσει αρκετό καιρό στην περιοχή και να κάνει εκτεταμένη έρευνα μέσα από επαφές με διάφορες οργανώσεις αλλά και με μεμονωμένες προσωπικότητες, κάτι αντίστοιχο δηλαδή με αυτό που συνέβη στην ανάπλαση των κατοικιών στο Byker και στο Granby Four Streets. η αντίληψη των ανειδίκευτων χρηστών σε αρχιτεκτονική παιδεία δεν πρέπει να υποτιμάται Ωστόσο, αυτό που διαπιστώσαμε κατά την εξέταση τους, είναι πως η αντίληψη των «ανειδίκευτων» χρηστών σε αρχιτεκτονική παιδεία δεν πρέπει να υποτιμάται. Τόσο ο χρήστης, όσο και ένας σχεδιαστής/ειδικός του χώρου του, απαρτίζονται από τα βιώματα και τις εμπειρίες τους, είτε ζουν σε αυτόν είτε τον σχεδιάζουν και η γραμμή ισορροπίας ανάμεσα σε αυτούς τους δύο συντελεστές σχεδιασμού, βρίσκεται στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ τους. Μέσα από αυτή τη διαπίστωση, καταλαβαίνουμε ότι οι αρχιτέκτονες πρέπει να λαμβάνουν υπόψιν την αξία των γνώσεων, οι οποίες βρίσκονται εκτός των βασικών επαγγελματικών ικανοτήτων τους, στοιχείο το οποίο πρέπει να τονιστεί πιο ξεκάθαρα στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση. Επιπλέον, τα παραδείγματα που εξετάσαμε αποδεικνύουν, μέσα από την επιβίωσή τους στο χρόνο, πως ο συμμετοχικός σχεδιασμός στη διαδικασία υλοποίησής τους πέτυχε κατά ένα μεγάλο ποσοστό το σκοπό του.


[Εικ. 117]

148


04./ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Στο Byker, σήμερα, δεν είναι μόνο ότι η αρχιτεκτονική του το καθιστά ξεχωριστό, αλλά υπάρχει γενικότερα μια συνειδητοποίηση της ιστορίας της κοινότητας και πως αυτή, εν μέρει, συμμετείχε στη διαδικασία αναδιαμόρφωσης ολόκληρης της περιοχής. Το Bauhäusle συνεχίζει να κερδίζει τη μάχη ενάντια στην υποβάθμιση των στεγαστικών φοιτητικών παροχών, όσο οι φοιτητές νιώθουν ότι αποτελούν κοινότητα. Το πάρκο του Park Fiction ισχυροποιείται μέχρι και σήμερα, ως δημόσιος χώρος για τους κατοίκους, συμμετέχοντας σε δράσεις και διεκδικήσεις κοινωνικών ζητημάτων της πόλης, και τέλος, στη γειτονιά Granby Four Streets, παρόλο που αποτελεί σύγχρονο παράδειγμα, η τοπική κοινότητα έχει καταφέρει να κρατήσει τις κοινωνικές σχέσεις της σε τέτοιο βαθμό ώστε δικαίως να θεωρείται ένα εμπνευσμένο, εναλλακτικό μοντέλο για το πώς μπορεί να λειτουργήσει η κοινωνία σε μία μικροκλίμακα. Μετά την ολοκλήρωση των επεμβάσεων, και στις τέσσερις περιπτώσεις, ο χώρος παρέμεινε ενεργός, με τους κατοίκους παρόντες και δρώντες στην καθημερινότητά τους. Η στρατηγική αυτών των έργων αποτελεί μια διαφορετική προσέγγιση, καθώς εισάγει έννοιες, όπως αυτή της αυτοδιαχείρισης και της ιδιο-κατασκευής. Ο συνδυασμός των παραπάνω διαδικασιών στο σχεδιασμό με τη συγκρότηση δικτύων αντίστασης, όπως για παράδειγμα συνέβη στο Park Fiction και στο Granby Four Streets με τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες και διεκδικήσεις των κατοίκων ενάντια στις δημοτικές αρχές, είναι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να αντισταθούμε στην ιδιωτικοποίηση και τον κατακερματισμό του χώρου και να προτείνουμε ενναλακτικές λύσεις σχεδιασμού. Επιπλέον, η δημιουργία δικτύων και η ανταλλαγή γνώσεων μεταξύ οργανώσεων και εκστρατειών των πολιτών, οι οποίοι βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις, μπορεί να ενισχύσει τους δικούς τους αγώνες. Η έρευνα, που κάναμε, δείχνει ότι οι αγώνες και οι εκστρατείες έχουν αντίκτυπο. Έτσι, παρατηρούμε πως όταν κοινότητες κατοίκων πετυχαίνουν τον σκοπό τους χρησιμοποιώντας μια συγκεκριμένη στρατηγική, αυτό μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για μεταγενέστερες και άλλες ομάδες. Επίσης, όπως έχουν δείξει οι περιπτωσιολογικές μας μελέτες, η υποστήριξη από επαγγελματίες και ειδικούς, όπως οργανωτές της κοινότητας, σχεδιαστές, αρχιτέκτονες, καθηγητές πανεπιστημίου (βλ. Bauhäussle) κ.α., μπορούν να ενισχύσουν τις εκστρατείες και τους αγώνες των πολιτών και να δημιουργήσουν τοπική γνώση του σχεδιασμού εντός της κοινότητας. Σε αυτές τις μελέτες συμμετοχικού σχεδιασμού, που καταπολεμούν την πρόθεση των τοπικών αρχών για την ιδιωτικοποίηση και τον κατακερματισμό του χώρου, βλέπουμε πως αυτή η πρόθεση είτε σταμάτησε είτε καθυστέρησε και πως οι κοινότητες αυτές έχουν καταφέρει να οδηγήσουν ή να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αναγέννηση των γειτονιών τους.

149


Η ανάλυση των παραπάνω παραδειγμάτων, αποδεικνύει λοιπόν, πως οι πρακτικές συμμετοχικού σχεδιασμού, μπορούν να δώσουν μία απάντηση στην επίλυση επειγόντων ζητημάτων διαβίωσης και διεκδίκησης δημοσίου χώρου και κατοίκησης. Παρόλα αυτά, ο περιορισμένος αριθμός αυτών των παραδειγμάτων δεν μπορεί να αποδείξει ότι οι συμμετοχικές διαδικασίες παράγουν απαραίτητα καλύτερο σχεδιασμό. Ωστόσο, δείχνουν ότι ο χρήστης και η ευρύτερη κοινωνική συμμετοχή στην αρχιτεκτονική διαδικασία μπορούν να οδηγήσουν σε κτίρια που ικανοποιούν τους πελάτες και τους χρήστες. Η ανατροπή αυτής της διαδικασίας στην παραγωγή του δομημένου περιβάλλοντος, αποσκοπεί όχι μόνο σε ένα καλύτερο αρχιτεκτονικό αποτέλεσμα αλλά κυρίως στη δημιουργία χώρων που εμπλέκουν δημιουργικά τους πολίτες και επιτελούν τον κοινωνικό και πολιτιστικό τους ρόλο. Αν μη τι άλλο, αυτό που αναζητήσαμε μέσα από τη συγκεκριμένη έρευνα είναι οι διαδικασίες με τις οποίες επιτυγχάνεται η ενδυνάμωση του ρόλου του χρήστη και ποιος πρέπει να είναι ο νέος ρόλος του αρχιτέκτονα που προκύπτει μέσα από αυτές τις συμμετοχικές μεθόδους. Για την συμμετοχική αρχιτεκτονική και ειδικότερα για τον συμμετοχικό σχεδιασμό, αυτό σημαίνει ότι αντί να αντιμετωπίζουμε τα κτίρια και τους χρήστες ως αντικείμενα, θα πρέπει να μεταφέρουμε την προσοχή μας στο περιεχόμενο τους. Για να μπορέσει λοιπόν ο συμμετοχικός σχεδιασμός να ανταποκριθεί στις σημερινές ανάγκες της κοινωνίας δεν αρκεί να αποτελεί απλώς μια δημοκρατική διαδικασία αλλά θα πρέπει να αμφισβητεί έναν μυθοποιημένο ρόλο του ειδικού και του χρήστη, αναζητώντας μια καινούρια σχέση μεταξύ τους. Ανάλογα με την εκάστοτε περίπτωση ο ειδικός καλείται τόσο να επαναπροσδιορίσει τη σχέση του με το χρήστη όσο και τη σχέση του με τους θεσμούς. Καλείται να παίξει το ρόλο του διανοούμενου και του διαμεσολαβητή, όπως συμβαίνει και στις τέσσερις περιπτώσεις μελέτης μας. Ο αρχιτέκτονας ως διανοούμενος είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει την εμπειρία και την τεχνογνωσία του, έτσι ώστε να βοηθήσει στην οργάνωση του χώρου μέσω της δράσης του. Ως διαμεσολαβητής ο ειδικός μπορεί να μεσολαβήσει στη σχέση των κατοίκων της γειτονιάς με την πόλη, είτε στη σχέση της πόλη με τις τοπικές αρχές, θεσμούς νόμους που τους περιορίζουν και να παρέμβει στα θεσμικά πλαίσια αλλάζοντάς τα προς όφελός τους. Οι ρόλοι αυτοί δεν είναι αναγκαστικά διαχωρισμένοι και μπορούν να συνυπάρξουν μέσα σε μία συμμετοχική διαδικασία. Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι προκύπτει ένας νέος ρόλος του αρχιτέκτονα, σύμφωνα με τον οποίο οι ανάγκες της κοινότητας, της γειτονιάς αποκτούν προτεραιότητα. Ο αρχιτέκτονας που στηρίζει μια «από τα κάτω» προσέγγιση οφείλει, πέραν της εξισορρόπησης των

ρόλων των εμπλεκόμενων ομάδων, να δραστηριοποιείται με στόχο την καλλιέργεια αυτής της κουλτούρας, ενθαρρύνοντας τους χρήστες να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες σχετικά με τη διαμόρφωση του χώρου τους. Ο «ειδικός», συμμετέχοντας στην ομάδα ισότιμα με τους υπόλοιπους εμπλεκόμενους, αποκτά ένα ρόλο επικουρικό, αφού μοιράζεται τις γνώσεις και τα εργαλεία που διαθέτει, έτσι ώστε να παραχθεί συλλογικά ένα έργο φιλικό προς τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Συνοψίζοντας, αξιολογώντας τη θεωρητική μας μελέτη αλλά και την ανάλυση των παραδειγμάτων μας, συμπεραίνουμε πως ο συμμετοχικός σχεδιασμός είναι ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο έρευνας καθώς έχει προσφέρει διάφορα οφέλη, όπως την ενδυνάμωση του πολίτη, την προώθηση μίας αίσθησης κοινότητας καθώς και την αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής και της κοινωνίας. Για κάποιους, αυτή η διαδικασία σχεδιασμού, έχει μια πολιτική διάσταση αφού ενδυναμώνει τον πολίτη και προωθεί τον εκδημοκρατισμό. Ξεκινάει και αφορά την κοινότητα και τη κοινωνία έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε και έτσι όπως θα θέλαμε να την επαναπροσδιορίσουμε, χωρίς ωστόσο να σημαίνει ότι τα αποτελέσματα, τα οποία θα επιφέρει, θα εκφράζουν όλους του ανθρώπους ή όλους αυτούς οι οποίοι συμμετείχαν στη διαδικασία. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε σίγουρα, όμως, είναι ότι η αρχιτεκτονική και ο σχεδιασμός από μόνα τους δεν μπορούν αλλάξουν τη κοινωνία. Ο τρόπος ζωής στις σύγχρονες πόλεις, και η εμπορευματοποίηση των χώρων θα αλλάξει ουσιαστικά όταν το υπάρχον πολιτικό και οικονομικό σύστημα ανατραπεί. Όλα τα παραπάνω, όμως, μας δίνουν την ελπίδα να σκεφτούμε ότι η πόλη μπορεί να παραχθεί μέσα από συλλογικές συναντήσεις που δημιουργούν χώρους με νέα νοήματα, νέες αξίες, νέα όνειρα και νέες συλλογικές εμπειρίες.

η πόλη μπορεί να παραχθεί μέσα από συλλογικές συναντήσεις που δημιουργούν χώρους με νέα νοήματα, νέες αξίες, νέα όνειρα και νέες συλλογικές εμπειρίες. 150



/////

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

βιβλιογραφία_ ιστότοποι_ εικονογράφηση_ αναφορές


βιβλιογραφία. 1. Αλεξάνδρα, Σ. [2012], Συλλογικές Δομές και Ατομικές Ερμηνείες του Δημόσιου Χώρου Η «Συμμετοχή» ως καταλύτης στην επικοινωνιακή διάσταση της αρχιτεκτονικής, Ερευνητική εργασία, Πολυτεχνείο Κρήτης, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. 2. Ανδρίτσος, Θ. [2012], Από την Κοινωνική Δικαιοσύνη και την Πόλη στις Εξεγερμένες Πόλεις Μια αναφορά στη ριζοσπαστική γεωγραφία μέσα από το έργο του David Harvey, Διπλωματική εργασία, Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών: Πολεοδομία – Χωροταξία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. 3. Βουλγαρίδου, Ε. [2014], Κριτικές πολεοδομικές προσεγγίσεις για το δικαίωμα στην πόλη και την κοινωνική δικαιοσύνη, Ερευνητική εργασία, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. 4. Βρυχέα, Α. και Λωράν, Κ. [1993], Συμμετοχικός σχεδιασμός, Θεωρητικές διερευνήσεις, Ιστορία των ιδεών και των πρακτικών, Μεθοδολογικές προσεγγίσεις, Αθήνα: ΤΕΕ. 5. Διαμαντούλη, Ε. και Τροβά, Β. [2016], Πολυφωνία 60+1 συμμετοχές, Ερευνητική εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών. 6. Μαϊδάνογλου, Ι. και Μπόνιου, Μ. [2017], Συμμετοχικός Σχεδιασμός και Κοινοτική Διαβίωση, Ερευνητική εργασία, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. 7. Ντρενογιάννη, Α. και ΤζήκαΚωστοπούλου, Π. [2014], Σύγχρονες Πρακτικές Συμμετοχικού Σχεδιασμού Διαδικασίες ενδυνάμωσης του χρήστη και ο νέος ρόλος του αρχιτέκτονα, Ερευνητική εργασία.

153

8. Στρατηγέα, Α. [2015], Θεωρία και Μέθοδοι Συμμετοχικού Σχεδιασμού, Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών. 9. Φαλιάγκας, Κ. [2018], Προτάσεις βελτίωσης των συμμετοχικών διαδικασιών στο χωρικό σχεδιασμό, Διπλωματική εργασία, Σχολή Θετικών Επιστημών & Τεχνολογίας Πάτρας, Περιβαλλοντικός Σχεδιασμός Έργων Υποδομής. 10. Arnstein, S. [1969], «A Ladder of Citizen Participation», Journal of the American Planning Association, pp. 216-224. 11. Blundell, J.P., Petrescu, D. and Till, J. [2005], Architecture and Participation, London and New York: Spon Press. 12. Christopher, A. et al [1975], The Oregon Experiment, New York: Oxford University press. 13. Downs, E. [2017], The Uses and Usefulness of Participation, Thesis, University College London. 14. Frediani, A.A. [2013], «Participation and Development Knowledge, Power and Politics», BU2 Session 2, 08 October, Development Planning Unit, UCL, London 15. Harvey, D. [2013], Εξεγερμένες Πόλεις, Από το Δικαίωμα στην Πόλη στη επανάσταση της Πόλης, Αθήνα: Εκδόσεις ΚΨΜ. 16. Harvey, D. [2000], «Conversations on the plurality of alternatives», Harvey, D., Spaces of Hope, Great Britain: The Cromwell Press, Trowbridge, Wilts, σ. 233-255. 17. Jan, G. [2010], Cities for people, London: Island Press.

18. Jan, G. [2011], Life Between Buildings: Using Public Space, London: Island Press. 19. Jenkins, P. and Forsyth, L. [2010], Architecture, Participation and society, USA and Canada: Routledge. 20. Kopp, A. & Λαζαρίδης, Π. [1976], Πόλη και επανάσταση η πτώχευση της αρχιτεκτονικής: η σοβιετική αρχιτεκτονική και πολεοδομία στα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, σχέδιο εισαγωγής στον προβληματισμό για την οργάνωση του χώρου, Αθήνα: Νέα Σύνορα. 21. Leal, P.A. [2007], «Participation: the ascendancy of a buzzword in the neo-liberal era», Development in Practice, 17 (4-5), pp. 539-548. 22. Βουλγαρίδου, Ε. [2014], Κριτικές πολεοδομικές προσεγγίσεις για το δικαίωμα στην πόλη και την κοινωνική δικαιοσύνη, Ερευνητική εργασία, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. 23. Lefebvre, H. [1977], Το Δικαίωμα στην πόλη Χώρος και πολιτική, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήσης. 24. Lepik, A. [2010], «Small Scale, Big Change: New Architectures of Social Engagement», New York: Museum of Modern Art, pp. 12-22. 25. Longfield, J. [2014], «Echoes of Erskine: reflections on the working life of a citizen architect in Byker», Architectural Research Quarterly, 18, pp. 218233. 26. Pendlebury, J., Townshend, T.G. and Gilroy R.C. [2009], «Social housing as heritage: The case of Byker, Newcastle upon Tyne», in Pendlebury J., Townshend T.G. and Gilroy R.C., Valuing Historic Environmnets, Farnham: Ashgate, pp. 179-200.


ιστότοποι. 27. Per, A.F. and Mozas, J. [2013], «Bulding Moods», Per, A.F., Mozas, J. and Ollero, A.S., 10 Stories of Collective Housing, Graphican Analysis of inspiring masterpieces by a+t research group, Spain: a+t architecture publishers, pp. 376-419. 28. Nasution, M. and Napitupulu, B. K. [2019], Bauhäusle as a Cohousing Project, Master of Infrastructure Planning, University of Stuttgart, Germany. 29. Rios, M. [2008], «Envisioning Citizenship: Toward a Polity Approach in Urban Design», Journal of Urban Design, 13 (2), pp. 213-229. 30. Rühse, V. [2014], «“Park Fiction” A Participatory Artistic Park Project» , North Street Review, Vol. 17, pp. 35-46. 31. Sanoff, H. [2008], «Multiple Views of Participatory Design», Archnet-IJAR, International Journal of Architectural Research, 1 (2), pp. 57-69. 32. Schäfer, C. [2004], «The City is Unwritten: Urban Experiences and Thoughts Seen Through Park Fiction», In Making Their Plans: City Repair, Resource Center, Park Fiction, Can Masdeu, Ed. Brett Bloom and Ava Bromberg, Chicago: White Walls Inc. pp. 38-51. 33. Sendra, P. and Fitzpatrick. D. [2020], Community-Led Regeneration A Toolkit for Residents and Planners, Λονδίνο: UCL Press. 34. Turner, J.F.C. [1976], Housing by People: Towards Autonomy in Building Environments, New York: Pantheon Books. 35. Vall, N. [2013] «Social engineering and participation in Anglo-Swedish housing 1945–1976: Ralph Erskine’s vernacular plan», Planning Perspectives, 28:2, pp. 223-245.

1_www.academia.edu/ 2_www.archdaily.com/778435/assemble-awarded-the-2015-turnerprize-for-granby-four-streetswww. bauhaeusle.de 3_archello.com/project/granby-four-streetsassemblestudio.co.uk/ 4_assemblestudio.co.uk/ 5_cooperativecity.org/2017/10/25/ granby-four-streets-clt/

19_www.liverpoolecho.co.uk/news/ liverpool-news/look-inside-newly-renovated-granby-10104384 20_miesarch.com/work/3583 21_newcastleareas.wordpress. com/byker/ 22_park-fiction.net/ 23_ppcity.eu/ 24_www.researchgate.net/

6_www.britishcouncil.org/arts/cityarts-tour/liverpool/assemble-granby-four-streets

25_www.spatialagency.net/

7_colouringinculture.org/blog/assemble-complexity-uncertainty-scalability/

27_www.thedeveloper.live/places/ places/granby-four-streets-is-not-arags-to-riches-fairytale-

8_cooperativecity.org/2017/10/25/ granby-four-streets-clt/

2 8 _ w w w. t h e g u a r d i a n . c o m / cities/2018/nov/26/a-playground-for-grown-up-kids-insidethe-student-housing-built-by-its-residents-bauhausle-stuttgart

9 _ w w w. d e s i g n w e e k . c o . u k / i s sues/7-13-december-2015/how-architect-and-design-studio-assemblescooped-the-turner-prize/ 10_dialogos.com.cy/otan-ta-kinimata-tis-polis-politikopioun-tin-technologia/ 11_www.designingpolitics.org

26_study.com

29_www.theguardian.com/artanddesign/2015/nov/29/assemble-architecture-collective-london-turner-prize 30_urban-matters.org/projectsbyindividuals/park-fiction

12_www.dezeen.com/ 13_www.fablab-hamburg.org/english/ 14_www.granby4streetsclt.co.uk/ 15_granbyworkshop.co.uk/ 16_greek_greek.enacademic.com 17_www.hamburg.de/sehenswuerdigkeiten/2926780/park-fiction/ 18_www.hamburg.com/alternative/11747608/park-fiction/

154


εικονογράφηση. [01] [Εικ. 1]: www.floornature. com/architectural-photography-awards-2019-winners-15184/

[Εικ. 15]: frenchculture.org/booksand-ideas/7669-commemorating-global-may-68-events

[Εικ. 2]: www.ignant. com/2013/08/26/architecture-of-density/

[Εικ. 16]: www.manhattan-institute. org/gentrification-social-justice-philadelphia-federal-reserve

[Εικ. 3]: www.highreshdwallpapers. com/aerial-city-view/

[Εικ. 17] Jan, G. [2011], Life Between Buildings: Using Public Space, London: Island Press

[Εικ. 4]: www.melboc.com.au/team [Εικ. 5]: lensmagazine.net/michael-wolf-architecture-of-density/ [Εικ. 6]: briefingpapers.co.nz/the-future-of-new-zealand-capitalism/ [Εικ. 7]: gr.pinterest.com/ pin/512917845042163427/ [Εικ. 8]: architizer.com/blog/practice/ materials/copper-cladding/ [Εικ. 9]: www.viewsfromthefield.com/ social-justice-and-the-city-david-harvey/ [Εικ. 10]: www.architecture.com/ awards-and-competitions-landing-page/awards/riba-international-awards/riba-international-prize-2016/heydar-aliyev-center

[Εικ. 18]: www.pinterest.ca/ pin/74379831317329823/

[02] [Εικ. 19]: assemblestudio.co.uk/ about

[ΕΙκ. 28]: www.rightlivelihoodaward. org/laureates/john-f-charlewood-turner/ [Εικ. 29]: periferiesurbanes. org/?p=7959&lang=en [Εικ. 30]: www.spatialagency.net/database/walter.segal [Εικ. 31]: www.domusweb.it/en/architecture/2010/06/30/lucien-kroll-utopia-interrupted.html [Εικ. 32]: www.domusweb.it/en/architecture/2010/06/30/lucien-kroll-utopia-interrupted.html

[Εικ. 21]: greenz.jp/2017/03/03/ park_fiction/?fbclid=IwAR3-Yhf_ifCKUiJvcGY1eYMe54k0-zBPeRlwbcZbyjXva-3qutc6B4gEYR8

[Εικ. 33]: www.chroniclelive. co.uk/news/north-east-news/ gallery/inside-story-how-newcastles-byker-15187009

[Διάγραμμα 1]: Arnstein, S. [1969] «A Ladder of Citizen Participation», Journal of the American Planning Association, pp.217

[Εικ. 34]: en.wikipedia.org/wiki/Freetown_Christiania#/media/File:Christiania_in.jpg

[Εικ. 11]: gr.pinterest.com/ pin/355080751851246284/ [Εικ. 12]: desmena.com/2009/06/ more-about-signature-towers-dubaiby-zaha-hadid/

[Εικ. 23]: assemblestudio.co.uk/ projects/begenungshaus-poppenbuttel-community-centre

[Εικ. 13]: gr.pinterest.com/ pin/460070918153840655/

[Εικ. 24]: futureeverything.org/portfolio/entry/co-creating-a-smart-cityblueprint/

155

[Εικ. 27]: www.arch2o.com/paolo-soleri-arcosanti-architect/

[Εικ. 20]: www.ststworld.com/baltic-way/

[Εικ. 22]: pilot-projects.org/projects/ project/orchard-street-streetscape-design

[Εικ. 14]: www.arch2o.com/morpheus-hotel-zaha-hadid-architects/

[Εικ. 26]: raumlabor.net/emmas-hoftour-2/

[Εικ. 25]: assemblestudio.co.uk/projects/the-cineroleum

[Εικ. 35]: www.spatialagency.net/ database/matrix.feminist.design. co-operative [Εικ. 36]: www.cnu.org/publicsquare/2016/12/27/if-jane-jacobswere-alive-shed-be-fighting-preserveaffordable-housing [Εικ. 37]: issuu.com/10gdf/docs/ cca_nord_issuu?fbclid=IwAR2clSf13O0hTAmLmq1qq4CEPSu6ZsS4KQM_vtiOs8R4KpJJKloRhOABl40 [Εικ. 38]: assemblestudio.co.uk/projects/the-cineroleum


[Εικ. 39]: assemblestudio.co.uk/projects/folly-for-a-flyover [Εικ. 40]: assemblestudio.co.uk/projects/the-cineroleum [Εικ. 41]: raumlabor.net/emmas-hoftour-2/

[03] [Εικ. 42]: www.bauhaeusle.de/gallery. html [Εικ. 43]: assemblestudio.co.uk/projects/granby-four-streets-2 [Εικ. 44]: www.somethingconcreteandmodern.co.uk/building/byker-redevelopment/

[Εικ. 52]: Blundell, J.P., Petrescu, D. and Till, J. [2005], Architecture and Participation, London and New York: Spon Press, σ. 165 [Εικ. 53]: www.bauhaeusle.de/gallery. html [Εικ. 54]: Blundell, J.P., Petrescu, D. and Till, J. [2005], Architecture and Participation, London and New York: Spon Press, σ. 166 [Εικ. 55]: www.bauhaeusle.de/live. html [Εικ. 56]: www.bauhaeusle.de/live. html [Εικ. 57]: www.bauhaeusle.de/live. html

[Εικ. 45]: www.hamburg.com/alternative/11747608/park-fiction/

[Εικ. 58]: www.bauhaeusle.de/live. html

[Εικ. 46]: www.bauhaeusle.de/gallery. html

[Εικ. 59]: www.chroniclelive. co.uk/news/north-east-news/ gallery/inside-story-how-newcastles-byker-15187009

[Εικ. 47]: www.bauhaeusle.de/about. html [Εικ. 48]: www.archdaily. com/780083/walters-way-the-selfbuild-revolution [Εικ. 49]: www.bauhaeusle.de/about. html [Εικ. 50]: www.bauhaeusle.de/index. html [Εικ. 51]: www.theguardian.com/ cities/2018/nov/26/a-playgroundfor-grown-up-kids-inside-the-studenthousing-built-by-its-residents-bauhausle-stuttgart

[Εικ. 60]: Per, A.F., Mozas, J. and Ollero, A.S. [2013], 10 Stories of Collective Housing, Graphican Analysis of inspiring masterpieces by a+t research group, Spain: a+t architecture publishers, pp. 385

[Εικ. 64]: dinosaurworld.tumblr.com/ page/4 [Εικ. 65]: artimage.org.uk/ search/?AdvancedSearchModel. terms=Sirkka-Liisa+Konttinen&AdvancedSearchModel.worksbyarti st=46400331-75e2-4f0e-8f5d -a98982710006#66 [Εικ. 66]: artimage.org.uk/ search/?AdvancedSearchModel. terms=Sirkka-Liisa+Konttinen&AdvancedSearchModel.worksbyarti st=46400331-75e2-4f0e-8f5d -a98982710006#66 [Εικ. 67-68]: dinosaurworld.tumblr. com/page/4 [Εικ. 69]: commons.wikimedia.org/ wiki/File:Byker_Wall_Erskine.jpg [Εικ. 70]: www.chroniclelive. co.uk/news/north-east-news/ gallery/inside-story-how-newcastles-byker-15187009 [Εικ. 71]: www.chroniclelive. co.uk/news/north-east-news/ gallery/inside-story-how-newcastles-byker-15187009 [Εικ. 72]: en.wikipedia.org/wiki/ Byker_Wall#/media/File:Tomcollinshouse_1.jpg

[Εικ. 61]: www.amber-online.com/ collection/byker/

[Εικ. 73]: newcastleareas.wordpress. com/byker/

[Εικ. 62]: www.chroniclelive.co.uk/ news/history/100-years-newcastle-council-housing-16412059

[Εικ. 74]: www.somethingconcreteandmodern.co.uk/building/byker-redevelopment/

[Εικ. 63]: www.ribaj.com/culture/erskine-at-clare-hall

[Εικ. 75]: newcastlephotos.blogspot. com/2009/11/byker-wall.html

156


εικονογράφηση.

[Εικ. 76]: newcastlephotos.blogspot. com/2009/11/byker-wall.html [Εικ. 77]: hodgson-sayers.co.uk/ case-studies/case-study-byker-wallestate-newcastle/ [Εικ. 78]: www.bykerca.org/this-isbyker [Εικ. 79]: commons.wikimedia.org/ wiki/File:Hh-parkfiction.jpg [Εικ. 80]: park-fiction.net/park-fiction-introduction-in-english/ [Εικ. 81]: hamburg.mitvergnuegen. com/tipps/park-fiction-6/ [Εικ. 82]: christophschaefer.net/christoph-schafer-biografie-kurzbiografie/ [Εικ. 83]: park-fiction.net/park-fiction-introduction-in-english/ [Εικ. 84]: park-fiction.net/park-fiction-introduction-in-english/ [Εικ. 85]: park-fiction.net/park-fictiondesires-will-leave-the-house-and-taketo-the-streets/ [Εικ. 86]: park-fiction.net/gezi-parkfiction-hamburg/ [Εικ. 87]: park-fiction.net/gezi-parkfiction-hamburg/ [Εικ. 88]: park-fiction.net/gezi-parkfiction-hamburg/ [Εικ. 89]: www.localplayers.de/places/deutschland/hamburg/hamburg/ sehenswuerdigkeiten-1/park-fictionstatt-pulp-fiction/ [Εικ. 90]: www.cool-cities.com/ park-fiction-14372/

157

[Εικ. 91]: www.fotocommunity. de/photo/park-fiction-st-pauli-sthoeche/6135446 [Εικ. 92]: www.trfihi-parks.com/en/ park-details/9823-Park-Fiction [Εικ. 93]: www.metzger-freiraumplanung.de/projekte/park-fiction-antonipark-hamburg-st-pauli/ [Εικ. 94]: www.constructlab.net/projects/mont-reel/ [Εικ. 95]: assemblestudio.co.uk/projects/granby-four-streets-2 [Εικ. 96]: assemblestudio.co.uk/projects/granby-four-streets-2 [Εικ. 97]: assemblestudio.co.uk/projects/granby-four-streets-2

[Εικ. 107]: www.designweek.co.uk/ issues/7-13-december-2015/how-architect-and-design-studio-assemblescooped-the-turner-prize/ [Εικ. 108]: www.dezeen. com/2019/04/26/assemble-granby-winter-garden-architecture-liverpool/?li_source=LI&li_medium=bottom_block_1 [Εικ. 109]: www.dezeen. com/2019/04/26/assemble-granby-winter-garden-architecture-liverpool/?li_source=LI&li_medium=bottom_block_1 [Εικ. 110]: miesarch.com/work/3583 [Εικ. 111]: assemblestudio.co.uk/ projects/granby-four-streets-2

[Εικ. 98]: assemblestudio.co.uk/projects/granby-four-streets-2

[Εικ. 112]: www.thedeveloper.live/ places/places/granby-four-streets-isnot-a-rags-to-riches-fairytale-

[Εικ. 99]: cooperativecity. org/2017/10/25/granby-four-streetsclt/

[Εικ. 113]: www.thedeveloper.live/ places/places/granby-four-streets-isnot-a-rags-to-riches-fairytale-

[Εικ. 100]: assemblestudio.co.uk/ projects/granby-four-streets-2 [Εικ. 101]: assemblestudio.co.uk/ projects/granby-four-streets-2 [Εικ. 102]: assemblestudio.co.uk/ projects/granby-four-streets-2 [Εικ. 103]: assemblestudio.co.uk/ projects/granby-four-streets-2 [Εικ. 104]: miesarch.com/work/3583 [Εικ. 105]: miesarch.com/work/3583 [Εικ. 106]: miesarch.com/work/3583

[04] [Εικ. 114]: www.radicalphilosophy. com/article/new-geographies-old-ontologies [Εικ. 115]: www.chroniclelive.co.uk/ news/history/classic-chronicle-tyneside-photo-55-13542739 [Εικ. 116]: park-fiction.net/park-fiction-documenta11/ [Εικ. 117]: www.constructlab.net/ projects/the-arch/


αναφορές. 1.

Harvey, D. [1973], Social Justice and the City: Geographies of Justice and Social Transformation, Athens & London: University of Georgia Press

2.

Lefebvre, H. [1977], Το Δικαίωμα στην πόλη Χώρος και πολιτική, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. , σ.202

3.

Ibid.

4.

Jan, G. [2011], Life Between Buildings: Using Public Space, London: Island Press, σ. 15

5.

Ibid.

6.

Ανδρίτσος, Θ. [2012], Από την Κοινωνική Δικαιοσύνη και την Πόλη στις Εξεγερμένες Πόλεις Μια αναφορά στη ριζοσπαστική γεωγραφία μέσα από το έργο του David Harvey, Διπλωματική εργασία, Διατμηματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών: Πολεοδομία – Χωροταξία, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.

7.

Harvey, D. [2009], Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΟΤΗΤΑΣ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΑΡΧΩΝ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΒΟΛΗΣ, Αθήνα: Εκδόσεις Μεταίχμιο

8.

Βρυχέα, Α. και Λωράν, Κ. [1993], Συμμετοχικός σχεδιασμός, Θεωρητικές διερευνήσεις, Ιστορία των ιδεών και των πρακτικών, Μεθοδολογικές προσεγγίσεις, Αθήνα: ΤΕΕ, σ. 31

9.

Ibid. σ. 13

10. Harvey, D. [2013], Εξεγερμένες Πόλεις, Από το Δικαίωμα στην Πόλη στη επανάσταση της Πόλης, Αθήνα: Εκδόσεις ΚΨΜ. 11. Fathy, H. [1968], Nouveau village de Gourna in Architecture d’ Aujourd ‘hui (Boulogne, AA), no 140, pp. 13-17. 12. Lefebvre, H. [1977], Ibid. σ. 322 13. Blundell, J.P., Petrescu, D. and Till, J. [2005], Architecture and Participation, London and New York: Spon Press, pp. 139 14. Παρουσίαση με τίτλο “από το Μοντένρο στο Μεταμοντέρνο” 15. Carlo, G. [2005], Architecture’s Public, in Architecture and Participation, Λονδίνο και Νέα Υόρκη: Taylor & Francis, σ. 13 16. Rios, M. [2008], Envisioning Citizenship: Toward a Polity Approach in Urban Design, Journal of Urban Design,13(2), pp. 214 17. Lefebvre, H. [1977], Ibid. σ. 17 18. Lefebvre, Η. [1968], Le droit à la ville, Paris: Éditions Anthropos

158

[01]

19. «Το 19ο αιώνα ο Μαρξ απέδειξε, ότι οι αισθησιακές ανάγκες όχι μόνο είναι φυσιολογικές αλλά αποτελούν προϊόν της υλικής παραγωγής. Η αλλοτρίωση του ανθρώπου από τον εαυτό του και τους άλλους ανθρώπους, που προέκυψε από τον καταμερισμό της εργασίας, από την κυριαρχία της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και στις καπιταλιστικές συνθήκες, αποτελεί τη βασική αιτία έλλειψης Ουμανισμού. Στον υπαρξιακό ουμανισμό αντιτάχθηκε με πειστικά επιχειρήματα ο μαρξιστικός ουμανισμός, που διακήρυξε ο Μαρξ, αλλά προέβαλαν ο Λούκατς κι ο Λεφέβρ. Ο νέος ουμανισμός αναζητεί συμμάχους για την λύτρωση του ανθρώπου, στην επιστήμη, δηλαδή στον επιστημονικό ουμανισμό, κι αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η επιστήμη από τη φύση της είναι ευεργετική προς τον άνθρωπο κι αποφασιστικός παράγοντας πολιτισμού, και ταυτίζεται με την πρόοδο, στην ιδέα της οποίας πιστεύουν οι φορείς του επιστημονικού πολιτισμού. Η διαμόρφωση ανθρωπίνων σχέσεων δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, όσο οι σχέσεις


αναφορές. 20. παραγωγής παραμένουν καπιταλιστικές, όσο δηλαδή διαρκεί ο παραλογισμός της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο». Dictionary of Greek, [2013], «Ουμανισμός», greek_greek.enacademic.com, [πρόσβαση 05/06/2020]. 21. Lefebvre, Η. [1968], Ibid. 22. Harvey, D. [2013], Ibid. σ.38 23. Ο Jan Gehl είναι Δανός αρχιτέκτονας και αστικός σχεδιαστής, με έδρα την Κοπεγχάγη, του οποίου η καριέρα έχει επικεντρωθεί στη βελτίωση της ποιότητας της αστικής ζωής, επαναπροσανατολίζοντας το σχεδιασμό της πόλης προς τον πεζό και τον ποδηλάτη. Garcia, J. [2013], «A Book Review of “Life Between Buildings: Using Public Space” by Jan Gehl», theglobalgrid.org/how-cities-come-alive-abook-review-of-life-between-buildings/, [πρόσβαση 04/06/2020] 24. Jan, G. [2010], Cities for People, London: Island Press, First edition. 25. Ibid. 26. Stinson, J.G. [2010], Cities for People, www.forewordreviews.com/reviews/cities-for-people/, [πρόσβαση 04/06/2020].

[01]

27. Harvey, D. [2013], Ibid. σ.38

159


1.

Βρυχέα, Α. και Λωράν, Κ. [1993], Ibid. σ. 23

2.

Στρατηγέα, Α. [2015], Θεωρία και Μέθοδοι Συμμετοχικού Σχεδιασμού, Αθήνα: Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, σ. 69

3.

Ibid. σ. 42,43

4.

Zwirner, W. & Berger, G. [2008], Participatory Mechanisms in the Development, Implementation and Review of National Sustainable Development Strategies, European Sustainable Development Network – ESDN, Quarterly Report, September.

5.

«Ως ομάδες συμφερόντων (stakeholders) νοούνται ομάδες ή εκπρόσωποι τομέων δραστηριότητας των οποίων τα συμφέροντα/ενδιαφέροντα επηρεάζονται από τις αποφάσεις του σχεδιασμού ή επηρεάζουν άμεσα την υλοποίηση ενός σχεδίου (μη κυβερνητικές οργανώσεις και επαγγελματίες)», Στρατηγέα, Α. [2015], Ibid. σ. 100

6.

Cernia, [1985], Quoted in IIED (1994), Whose Eden? An Overview of Community Approaches to Wildlife Management, International Institute for Environment and Development (IIED), London.

7.

Cary, J. L. [1989a] (επιμ.), Community Development as a Process, University of Missouri Press, Columbia, USA.

8.

«Η λεγόμενη αντιπροσωπευτική (ή έμμεση δημοκρατία), καθιερώνεται στις σύγχρονες, έννομες τάξεις από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία ή υπεράσπιση, οι άνθρωποι ασκούν τη λήψη αποφάσεων μέσω εκπροσώπων (εκπρόσωποι χρηστών), ειδικά σε περιπτώσεις όπου η συμμετοχή των χρηστών δεν είναι εφικτή». Sanoff, H. [2008], Multiple Views of Participatory Design, Archnet-IJAR, International Journal of Architectural Research, 1(2), pp. 133

9.

«Η υποστήριξη μιας συμμετοχικής δημοκρατίας είναι η έννοια της συλλογικής νοημοσύνης, η οποία έχει προταθεί ως μερικώς υπεύθυνη για ευνοϊκά συμμετοχικά αποτελέσματα σχεδιασμού. Συγκεκριμένα, τα βιβλία Sirianni & Friedland (2005) αναφέρονται σε μια συμβουλευτική δημοκρατία στην οποία οι πολίτες και οι εκπρόσωποί τους συζητούν για τα προβλήματα και τις λύσεις της κοινότητας μέσω της σκέψης και της κρίσης, με την προθυμία να κατανοήσουν τις αξίες και τα συμφέροντα των άλλων σε αναζήτηση αμοιβαίων αποδεκτών λύσεων. Η συνειδητή δημοκρατία εισάγει μια διαφορετική φωνή των πολιτών από εκείνη που συνδέεται με την κοινή γνώμη και απλή ψηφοφορία. Επιδιώκει μια φωνή πολιτών ικανή να αναγνωρίσει τα συμφέροντα άλλων ομάδων, εκτιμώντας την ανάγκη για συμβιβασμούς και δημιουργώντας μια αίσθηση κοινής ιδιοκτησίας». Ibid. pp.60

10. Arnstein, S. [1969] A Ladder of Citizen Participation, Journal of the American Planning Association, pp.217 11. Λινάρδου, Α., Μουντανέα, Κ. Και Παπαδάκη, Η. [2017], Η πόλη έργο χεριών των ανθρώπων, Μεταπτυχιακή εργασία, ΔΠΜΣ Αρχιτεκτονική – Σχεδιασμός του χώρου, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο 12. Sanoff, H. [2008], Ibid. σ. 63 13. Στρατηγέα, Α. [2015], Ibid. σ. 42-43 14. Ibid. σ. 75

[02]

160


αναφορές. 15. Frediani, A.A. [2013], «Participation and Development Knowledge, Power and Politics», BU2 Session 2, 08 Οκτωβρίου, Development Planning Unit, UCL, Λονδίνο, pp. 219-220 16. Ibid. pp. 203 17. Στρατηγέα, Α. [2015], Ibid. σ. 77 18. Σπυράτος, Σ. [2010], Συμμετοχικός Σχεδιασμός και ο Συμβολισμός των Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών. Διπλωματική Εργασία. Βόλος: Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας Τμήμα Μηχανικών Χωροταξίας, Πολεοδομίας και Περιφερειακής Ανάπτυξης, σ. 10 19. Στρατηγέα, Α. [2015], Ibid. σ. 93 20. Renn, O., Webler, T., Rakel, H., Dienel, P. & Johnson, B. [1993], «Public Participation in Decision-making: A Three-Step Procedure», Policy Sciences, 26(3), pp. 189-214 21. Sanoff, H. [2008], Ibid. pp. 57 22. Γιαουτζή, Μ. και Στρατηγέα, Α. [2011]. Χωροταξικός σχεδιασμός: Θεωρία και πράξη, Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική 23. Βρυχέα, Α. και Λωράν, Κ. [1993], Ibid. σ. 34 24. «Ουτοπιστές – ουτοπία, «UTOPIE», έχει ελληνικές ρίζες και αποδίδεται με διπλή σημασία από τον Thomas Morel, ως «ου¬τοπία» (τόπος του πουθενά) και «ευ-τοπία» (ευχάριστος τόπος). «Η ουτοπία δεν είναι απλή και αόριστη έννοια, όπως γλαφυρά χρησιμοποιούμε τον όρο, αντίθετα, είναι ένα συνεκτικό σύστη¬μα ιδανικής κοινωνίας που μπορεί, να συλλάβει η ανθρώπινη λογική, αλλά και που μια διαυγής διάνοια θεωρεί ως το ακριβώς αντίθετο του πραγματικού». Ibid. σ. 57 25. Βαζάκας, Α. [2017], «Ο συμμετοχικός σχεδιασμός ως πολιτική πράξη στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία: Rousseau και συντεχνιακός σοσιαλισμός», Πρακτικά ημερίδας Πόλη – Δημοκρατία – Αρχιτεκτονική, 30 Οκτωβρίου 2017, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Χανιά, Ελλάδα. 26. «Ο όρος «κοινοτική αρχιτεκτονική» μπορεί να εντοπιστεί στις αρχές της δεκαετίας του 1970 όταν ο τότε Πρόεδρος της RIBA, Fred Pooley, τον χρησιμοποίησε για να αναφερθεί στην παροχή αρχιτεκτονικής στις κοινότητες από τις τοπικές αρχές. Αυτός ο ορισμός αμφισβητήθηκε και στην πραγματικότητα επεκτάθηκε σε μεγάλο βαθμό, τις επόμενες δύο δεκαετίες, για να αναφερθεί στην παροχή ενός μεγάλου αριθμού σχετικών επαγγελματικών υπηρεσιών δομημένου περιβάλλοντος, οι οποίες περιλάμβαναν όχι μόνο την αρχιτεκτονική αλλά και τον σχεδιασμό, το τοπίο, την έρευνα ακόμη και την γραφιστική, ώστε οι τοπικές ομάδες να μπορούν να συμμετέχουν ενεργά στην ανάπτυξη του περιβάλλοντος τους. Η κοινοτική αρχιτεκτονική αποτέλεσε πραγματικά μόνο ένα κίνημα, με την έννοια ότι προώθησε ένα φάσμα δραστηριοτήτων στο επάγγελμα του αρχιτέκτονα, τα οποία ενσωμάτωσαν κάποια μορφή ευρύτερης κοινωνικής συμμετοχής στην ανάπτυξη του δομημένου περιβάλλοντος». Jenkins P. and Forsyth L [2010], Architecture, Participation and society, USA and Canada: Routledge, pp. 26

[02]

27. «Το Architectural Design, επίσης γνωστό ως AD, είναι ένα αρχιτεκτονικό περιοδικό με έδρα το Ηνωμένο Βασίλειο που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1930 ως Architectural Design and Construction. Το περιοδικό δημοσιεύεται επί του παρόντος από τον John Wiley & Sons και εκδίδεται από την Helen Castle από το 2001». www. architecturaldigest.com/, [πρόσβαση 04/06/2020] 28. Awan, N., Schneider, T. and Till, J. [2011], Spatial Agency: Other Ways of Doing Architecture, Λονδίνο: Taylor & Francis Ltd, pp. 210.

161


29. Habraken, N.J. [1962], Supports: An Alternative to Mass Housing, London: The Architectural Press 30. «Δομισμός ή στρουκτουραλισμός: Επιστημονική κατεύθυνση στον τομέα της γλωσσολογίας, της εθνολογίας και σε άλλους επιστημονικούς κλάδους, σύμφωνα με την οποία τα φαινόμενα που ερευνώνται από τους κλάδους αυτούς δεν παρατηρούνται μεμονωμένα, αλλά ως στοιχεία μιας δομής, δηλαδή σύμφωνα με τη λειτουργία που επιτελούν στο εσωτερικό του συστήματος στο οποίο ανήκουν». greek_greek.enacademic.com [πρόσβαση 04/06/2020] 31. Blundell, J.P., Petrescu, D. and Till, J. [2005], Architecture and Participation, London and New York: Spon Press pp. 142 32. Jenkins P. and Forsyth L. [2010], Ibid. pp. 26 33. Downs E. [2017], The Uses and Usefulness of Participation, Thesis, University College London, The Bartlett School of Architecture, pp. 9 34. Jenkins P. and Forsyth L. [2010], Ibid. pp. 18-21 35. Στρατηγέα, Α. [2015], Ibid. σ. 120 36. Βρυχέα. Α. [1999], Ibid. σ. 23 37. Ibid. σ. 133 38. Στρατηγέα, Α. [2015], Ibid. σ. 111 39. Creighton, J. [2005], The Public Participation Handbook – Making Better Decisions through Citizens’ Involvement, San Francisco: Jossey-Bass 40. Blundell, J.P., Petrescu, D. and Till, J. [2005], Ibid. pp. 59

[02]

162


αναφορές. 1.

«Ως άνθρωπος της αριστεράς και επί μακρόν μέλος του Κινήματος Ειρήνης, ο Sulzer ισχυρίζεται ότι δεν θα είχε κερδίσει ποτέ την έδρα του στο Πανεπιστήμιο στη Στουτγάρδη το 1969 χωρίς την υποστήριξη των μαθητών μετά τις εκδηλώσεις του 1968. Μπόρεσε να προετοιμάσει τον δρόμο για τον Peter Hübner, και στα τέλη της δεκαετίας του 1970 δίδαξαν μαθήματα μαζί στην κατασκευή κτιρίων». Blundell, J.P., Petrescu, D. and Till, J. [2005], Architecture and Participation, London and New York: Spon Press, pp. 146

2.

«1919-1933, Καλλιτεχνική και αρχιτεκτονική σχολή που ιδρύθηκε από τον Walter Gropius στο Dessau της Γερμανίας. Βασικές αρχές του ήταν η απλότητα, η λειτουργικότητα και η χρηστικότητα, με ιδιαίτερη έμφαση σε γεωμετρικές φόρμες και στο χρώμα. Στόχος της σχολής ήταν η αναβάθμιση των προϊόντων μαζικής παραγωγής.» Διαμαντούλη, Ε. και Τροβά, Β. [2016], Πολυφωνία 60+1 συμμετοχές, Ερευνητική εργασία, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, σελ. 37

3.

«Ξεκινόντας το 1976, το πρόγραμα ιδιο-κατασκευαστικής στέγασης του Walter Segal Self-build στο Lewisham του Λονδίνου έδωσε την ευκαιρία σε νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος να χτίσουν και να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι. Οι 27 οικογένειες που συμμετείχαν στο έργο συνεργάστηκαν με αρχιτέκτονες εκπαιδευμένους από τον Segal, και εκπαιδεύτηκαν σε βασικές μεθόδους δόμησης, για να σχεδιάσουν τα σπίτια τους. Το κόστος κατασκευής μειώθηκε σημαντικά και τα σπίτια έγιναν πιο προσιτά μέσω της χρήσης ενός χρηματοδοτικού μηχανισμού κοινής ιδιοκτησίας. Δεδομένου ότι αυτά τα σπίτια στο Lewisham ολοκληρώθηκαν το 1981, πολλά άλλα τέτοια σπίτια έχουν χτιστεί σε ολόκληρο το Ηνωμένο Βασίλειο». Η περίπτωση του Lewisham στο Λονδίνο, αποδυκνύει ότι, η ενεργός συμμετοχή των κατοίκων έθεσε και τις βάσεις για το χτίσιμο κοινοτικών σχέσεων μεταξύ τους, μέσα από τη διαδικασία συμμετοχής σε όλα τα στάδια διεκπεραίωσης του έργου. Grahame, Α. [2015], «This isn’t at all like London’: life in Walter Segal’s self-build ‘anarchist’ estate», www.theguardian.com/cities/2015/sep/16/anarchism-community-walter-segal-self-build-south-london-estate, [πρόσβαση 17/06/2020]

4.

Blundell, J.P., Petrescu, D. and Till, J. [2005], Ibid. pp. 150

5.

Blundell, J.P., Petrescu, D. and Till, J. [2005], Ibid. pp. 147

6.

Ibid. pp. 166

7.

Ibid. pp. 167

8.

Ibid. pp. 168

9.

Ibid.

10. Ibid. pp. 169

[03]

11. Ibid. pp. 138 12. Οι φοιτητικές κατοικίες ESA βρίσκονται στην πανεπιστημιούπολη του Πολυτεχνείου του Kaiserlautern, και κατασκευάστηκαν μεταξύ των ετών 1981-1987. Το όνομα που δόθηκε -ESA: energy-saving student housing architecture- αναφέρεται στην προσπάθεια στέγασης φοιτητών με μια αρχιτεκτονική που να λαμβάνει υπόψιν της τη μέγιστη δυνατή εξοικονόμηση ενέργειας. Εφορμώμενο από την περίπτωση Bauhäusle, το συγκεκριμένο έργο υποστήριξε την έντονη συμμετοχή των φοιτητών από τομείς αρχιτεκτονικής, πολιτικών μηχανικών και χωροταξικού και περιβαλλοντικού σχεδιασμού, τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην υλοποίηση, ενώ η σημαντική διαφορά τους έγκειται στην οικοδόμηση ενεργειακών κτιρίων, με τη μέγιστη δυνατή αξιοποιήσιμη ποσότητα ηλιακής ενέργειας, καθώς και την ενσωμάτωση χλωρίδας μέσα στο ίδιο το κτίριο κατοικιών. Πρόκειται για έναν κατοικημένο «βιότοπο», γεγονός που προσδίδει στο έργο τον τυπικό χαρακτήρα ενός πράσινου κτιρίου με αστική λειτουργία. Συνοπτικά το έργο βασίστηκε σε δύο αρχές: Αειφορία και ιδέες για βιωσιμότητα και κοινοτική αρχιτεκτονική δομή (κοινόχρηστοι χώροι, συνδεόμενοι κήποι, επαφή με την καλλιέργεια φυτών σε κοινοτικό επίπεδο). esa.wohnheim.uni-kl.de/, [πρόσβαση 17/06/2020]

163


13. Βρυχέα, Α. και Λωράν, Κ. [1993], Συμμετοχικός σχεδιασμός, Θεωρητικές διερευνήσεις, Ιστορία των ιδεών και των πρακτικών, Μεθοδολογικές προσεγγίσεις, Αθήνα: ΤΕΕ, σ. 15 14. «Ο Thomas Daniel Smith ήταν Βρετανός πολιτικός και ηγέτης του Δημοτικού Συμβουλίου του Newcastle τις χρονιές μεταξύ 1959 και 1965. Ήταν γνωστός ως κ. Newcastle και θωρούνταν ριζοσπάστης αριστερός και σύγχρονος στοχαστής. Ήταν ο άνθρωπος πίσω από τον «εκσυγχρονισμό» της πόλης του Newcastle, προσπαθώντας να την αποσπάσει από το βιομηχανικό της παρελθόν, επιθυμώντας να τη μετατρέψει στη Brasilia του Βορρά. Ο κύριος στόχος του ήταν η αστική ανάπλαση, ακόμη και σε βάρος της κατεδάφισης σημαντικών παλαιών κτιρίων. Το 1973, στα τέλη της καριέρας του, συμμετείχε σε δίκη για διαφθορά και η πτώση του έθεσε τέλος στην πολιτική tabula rasa για την ανάπτυξη της πόλης στο Newcastle. Ο Thomas Daniel Smith αντιπροσωπεύει το μεταβαλλόμενο πρόσωπο του μεταπολεμικού Βρετανικού Εργατικού Κόμματος που εκμεταλλεύτηκε τους καιρούς της κερδοσκοπικής ανάπτυξης της αστικής γης. Με τον πολιτικό Thomas Daniel Smith, το Newcastle έγινε η πρώτη αγγλική πόλη που είχε τμήμα πολεοδομίας, με υπεύθυνο τον Wilfred Burns, καθώς επίσης κάλεσε τους Le Corbusier και Arne Jacobsen στο Newcastle να χτίσουν τα πρώτα τους κτίρια στη Μεγάλη Βρετανία. Το 1987 πρωταγωνίστησε στην ταινία T Dan Smith σχετικά με τη ζωή του». Per, A.F., Mozas, J. and Ollero, A.S. [2013], 10 Stories of Collective Housing, Graphican Analysis of inspiring masterpieces by a+t research group, Spain: a+t architecture publishers, pp. 379 15. Per, A.F., Mozas, J. and Ollero, A.S. [2013], 10 Stories of Collective Housing, Graphican Analysis of inspiring masterpieces by a+t research group, Spain: a+t architecture publishers, pp. 379 16. Βρυχέα, Α. και Λωράν, Κ. [1993] Ibid. σ.103 17. Ibid. σ.103 18. «Ο Ralph Erskine γεννήθηκε το 1914 στο Λονδίνο και απεβίωσε το 2005 στη Σουηδία. Σπούδασε αρχιτεκτονική στην Regent Street Polytechnic. Στην αρχή της καριέρας του, εργάστηκε ως υπάλληλος στο γραφείο του Louis de Soissons, για το σχεδιασμό του Welwyn, της δεύτερης πόλης κήπων στην Αγγλία, η οποία ιδρύθηκε το 1920 από τον Ebenezer Howard. Είχε ως ιδανικά τις αρχές της οικογένειας του οι οποίοι ήταν οπαδοί των ιδεών της οργάνωσης Fabian Society, στην οποία συμμετείχαν μη επαναστάτες, σοσιαλιστές, διανοούμενοι. Το 1939 ταξίδεψε στη Σουηδία, όπου έζησε και μεγάλωσε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Η Σουηδία αποτέλεσε μία χώρα με την οποία ταίριαζαν πολύ τα ιδανικά του καθώς ο σουηδικός φονξιαλισμός και το κοινωνικό του περιεχόμενο, του κέντρισαν το ενδιαφέρον. Ο Erskine πειραματίστηκε με σχέδια που εξαρτώνται από τη συμμετοχή των χρηστών και την περιβαλλοντική συμβατότητα. Στις αρχές του 1960 ξεκίνησε να ενδιαφέρεται και να πειραματίζεται για τις κατασκευές και για την υιοθέτηση λύσεων για την εφαρμογή τους σε περιβάλλοντα με ακραίες κλιματολογικές συνθήκες. Το 1963, αποφάσισε να δημιουργήσει το γραφείο του στο νησί Drottningholm, κοντά στη Στοκχόλμη, ένα μέρος όπου δεν ήταν εύκολο να αποκτήσει άδεια, καθώς στην ίδια περιοχή βρισκόταν το παλάτι του 16ου αιώνα που ήταν η θερινή κατοικία της σουηδικής βασιλικής οικογένειας. Ωστόσο, επικράτησε το χαρακτηριστικό του πείσμα και τελικά πέτυχε τον στόχο του, καταφέρνοντας να αναλάβει πληθώρα έργων. Το 1967 επιστρέφει στη Βρετανία καθώς του ζητήθηκε να σχεδιάσει μια σειρά κτιρίων στο πανεπιστήμιο του Cambridge. ‘Ένα ακόμη έργο που ακολούθησε το 1969 ήταν η ανάθεση για την ανάπλαση των κατοικιών Byker. Το πνεύμα του Erskine συμπίπτει με αυτό των ουτοπικών ανθρωπιστών, καθώς στην αρχιτεκτονική του κατάφερε να συνδυάσει περιβαλλοντικούς περιορισμούς και κοινωνικές ανησυχίες, διατηρώντας συνεχώς μια μακροπρόθεσμη δέσμευση για τις ανάγκες της κοινότητας». Per, A.F., Mozas, J. and Ollero, A.S. [2013], 10 Stories of Collective Housing, Graphican Analysis of inspiring masterpieces by a+t research group, Spain: a+t architecture publishers, pp. 378 20. Per, A.F., Mozas, J. and Ollero, A.S. [2013], Ibid. pp. 388

164

[03]

19. Βρυχέα, Α. και Λωράν, Κ. [1993] Ibid. σ.103


αναφορές. 21. Βρυχέα, Α. και Λωράν, Κ. [1993] Ibid. σ.103 22. Ibid. σ.104 23. Ibid. σ.104 24. Per, A.F., Mozas, J. and Ollero, A.S. [2013], Ibid. pp. 391 25. Ibid. pp. 392 26. Longfield, J. [2014], «Echoes of Erskine: reflections on the working life of a citizen architect in Byker», Architectural Research Quarterly, 18, pp. 220 27. «Το GWA εξελίχθηκε από μια πρωτοβουλία φοιτητών για την παροχή καταφυγίου για τους άστεγους και υπήρχε στο St. Pauli από το 1975. Η ομάδα του GWA είχε την άποψη ότι τα προβλήματα των ατόμων επηρεάζονται από τις κοινωνικές δομές και είχαν υποστηρίξει πρωτοβουλίες πολιτών για πολλά χρόνια». Rühse, V. [2014], «“Park Fiction” - A Participatory Artistic Park Project» , North Street Review, Vol. 17, pp. 37 28. Το Golden Pudel Club ήταν ένας τόπος συνάντησης για μουσικούς με πολιτική και κοινωνική κριτική στάση οι οποίοι αποκαλόντουσαν Σχολή του Αμβούργου, αναφορικά με τη νεο-μαρξιστική Σχολή της Φρανκφούρτης. Το μουσικό κλαμπ προσέφερε επίσης στους καλλιτέχνες χώρο για να στεγάζουν τις εκθέσεις και δράσεις τους. Rühse, V. [2014], «“Park Fiction” - A Participatory Artistic Park Project» , North Street Review, Vol. 17, pp. 37 29. Stövesand, S., «...we need concrete utopias as inspiration for change actions», https://www.buergergesellschaft.de, [πρόσβαση 14/10/2020] 30. Η Cathy Skene (1964-) σπούδασε ζωγραφική στην Αγγλία, καθώς και γλυπτική και φωτογραφία στο Αμβούργο. Ο Christoph Schäfer (1964-) σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Καλών Τεχνών του Αμβούργου από το 1985 έως το 1992 με τον Dan Graham, και άλλους. Rühse, V. [2014], «“Park Fiction” - A Participatory Artistic Park Project» , North Street Review, Vol. 17, pp. 39 31. Ibid.

[03]

32. «Η Καταστασιακή Διεθνής ή Σιτουασιονιστική Διεθνής (γαλλικά: Internationale situationniste) ήταν επαναστατική οργάνωση που συγκροτήθηκε στον ευρωπαϊκό χώρο στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950. Η ιδεολογία της βασιζόταν στην ταξική αντίληψη της κοινωνικής συγκρότητησης και στη δικτατορία των εμπορευμάτων πάνω στην πραγματική ζωή των ανθρώπων. Αντλούσε τις ιδέες του μαρξισμού και του συμβουλιακού κομμουνισμού, αλλά και τις επαναστατικές διαστάσεις των πρωτοποριακών καλλιτεχνικών κινημάτων του 20ού αιώνα, όπως ο σουρεαλισμός, ο λετρισμός κ.α. Συστάθηκε από θεωρητικούς καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες, πολιτικούς και άλλους. Η δράση τους επηρέασε την πολιτική γραμμή της άκρας Αριστεράς και των αναρχικών καθώς και τα γεγονότα που ξέσπασαν τον Μάιο του 68 στην Γαλλία. Ήταν μια μικρή ομάδα που αποτελείτο από 40 έως 75 άτομα. Διαλύθηκε το 1972». «Καταστασιακοί και Τέχνη», [2014], rififi.espivblogs.net/files/2014/05/katastasiakoi-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CE%BC%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B1.pdf, [πρόσβαση 15/06/2020] 33. «Ο Gilles Deleuze, έιναι Γάλλος φιλόσοφος και ο Félix Guattari, Γάλλος ψυχαναλυτής και πολιτικός ακτιβιστής, οι οποίοι έγραψαν μαζί μια σειρά από έργα. Τα συναφή έργα τους ήταν τα Capitalism and Schizophrenia, Kafka: Toward a Minor Literature και What is Philosophy?. Το έργο τους Capitalism and Schizophrenia ήταν μια σημαντική επιρροή και, με την κριτική του για την ψυχαναλυτική συμμόρφωση, σηματοδότησε ένα σημαντικό βήμα στην εξέλιξη του μετα-δομισμού. Η έμφαση του στη νομαδική φύση της γνώσης και της ταυτότητας, το τοποθετεί μεταξύ των διαμορφωτικών κειμένων του μεταμοντερνισμού. Οι Stark και Laurie υποστηρίζουν ότι ο Anti-Oedipus (πρώτος τόμος του Capitalism and Schizophrenia) ανταποκρίθηκε επίσης στις αποτυχίες των μαρξιστικών επαναστατικών

165


κινημάτων να καθαρίσουν τον εαυτό τους από τις συνήθιες που επιδιώκουν να ανατρέψουν, συμπεριλαμβανομένης της προκατάληψης, του δογματισμού, του εθνικισμού και των ιεραρχιών εξουσίας». Dosse, F. [2011], Gilles Deleuze and Félix Guattari Intersecting Lives, review, cup.columbia.edu/book/gilles-deleuze-and-felixguattari/9780231145619, [πρόσβαση 15/06/2020] 34. «Park Fiction – Introduction in English», από την ιστοσελίδα του Park Fiction ...die Wünsche werden die ohnung verlassen und auf die Strasse gehen.., park-fiction.net/ park-fiction-introduction-in-english/, [πρόσβαση 15/06/2020] 35. «Το «Action Kit» ήταν ένα κινητό γραφείο σχεδιασμού που γύριζε από γειτονιά σε γειτονιά, το οποίο περιελάμβανε ερωτηματολόγια, πίνακες σχεδιασμού, χάρτες, πλαστελίνη, ένα πανοραμικό σχέδιο του λιμανιού καθώς και φωτογραφική μηχανή και είχε στόχο την ευκολία του ενδιαφερομένου και την απόδωση της ιδέας και επιθυμίας του με όποιον τρόπο τον εξέφραζε καλύτερα». Schäfer, C. [2004], «The City is Unwritten: Urban Experiences and Thoughts Seen Through Park Fiction», park-fiction.net/the-city-is-unwritten-urban-experiences-and-thoughts-seen-throughpark-fiction/, [πρόσβαση 14/06/2020] 36. Η Czenki, ήταν μαχήτρια ακτιβίστρια στο Μόναχο στις αρχές της δεκαετίας του 1970, συμμετείχε σε μία διάσημη ληστεία τραπεζών και, μετά την πρόωρη απελευθέρωσή της από τη φυλακή, απέκτησε εμπειρία στη δημιουργία ταινιών και σε εναλλακτικά κοινωνικά προγράμματα, όπως για παράδειγμα ένα σπίτι για παιδιά στο St. Pauli, το Kinderhaus am Pinnasberg, το οποίο υποστηρίχθηκε επίσης από το Hafenrandverein. Rühse, V. [2014], Ibid. pp. 42 37. «Το μοτίβο τουλίπας είναι μια μυστική αναφορά στην εποχή της τουλίπας στην Τουρκία του 16ου αιώνα, μια εποχή λατρείας στη συλλογική μνήμη για την άνθηση των τεχνών, την ανοχή, την έλλειψη στρατιωτικών φιλοδοξιών και την ανταλλαγή με τη Δύση». Schäfer, C. and Czenki, M. [2011], «Park Fiction», urban-matters.org, [πρόσβαση 09/10/2020] 38. Το γραφείο Assemble είναι μια κολεκτίβα αρχιτεκτόνων, καλλιτεχνών και σχεδιαστών. Έχει ως βάση του το Λονδίνο και ασχολείται με τους τομείς της τέχνης, της αρχιτεκτονικής και του σχεδιασμού. Το γραφείο ιδρύθηκε το 2010, όταν η ομάδα συγκεντρώθηκε για να χτίσει έναν προσωρινό κινηματογράφο, σε συνεργασία με τους κατοίκους, σε ένα εγκαταλελειμμένο βενζινάδικο στο Clerkenwell του Λονδίνου. Το γραφείο επιδιώκει να εμπλέκει ενεργά το κοινό τόσο ως συμμετέχων όσο και ως συνεργάτης στο έργο τους. en.wikipedia.org/wiki/Assemble_(collective), [πρόσβαση 11/10/2020] 39. Ο όρος «Two-Up Two-Down» δίνεται για ένα συγκεκριμένο τύπο κατοικιών. Οι κατοικίες αναπτύσσονται σε δύο επίπεδα με τα δύο κύρια δωμάτια, σαλόνι και κουζίνα, βρίσκονται στο ισόγειο και τα δύο υπνοδωμάτια στον επάνω όροφο. Αυτή η μορφή αρχιτεκτονικής χρησιμοποιήθηκε κυρίως σε βιομηχανικές πόλεις της Βρετανίας μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση. en.wikipedia.org/wiki/Two-up_ two-down, [πρόσβαση 12/10/2020]

[03]

166



Θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε την Εύα, την Ήρα και τη Δήμητρα για την συμβολή τους στην εκπλήρωση αυτής της εργασίας καθώς και τις οικογένειες μας και τους φίλους μας για την στήριξη τους σε αυτή τη δύσκολη διαδρομή!



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.