Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΣ
ΦΡΙΝΤΑ ΜΠΕΝΕΤΟΥ
Η προέλευση του επωνύμου του Το επίθετό του ήταν χαϊδευτικό, υποκοριστικό του Καραΐσκος, που έφερε ο πατέρας του ήρωα, Δημήτριος Ίσκος ή Καραΐσκος, Καράς επειδή ήταν μελαμψός. Πρόκειται για σύνθετη λέξη από το τουρκικό kara (μαύρος) και το παλαιότερο οικογενειακό όνομα Ίσκος. Στην παιδική του ηλικία έλαβε το προσωνύμιο το Καραϊσκάκι δηλαδή το άτυχο Καραϊσκόπουλο, λόγω της ορφάνιας του και της παραμέλησής του από τον πατέρα και τα αδέλφια του. Ο ίδιος υπέγραφε επίσημα Καραΐσκος όπως φαίνεται και στη σφραγίδα του το 1816.
Η δράση του πριν το 1821 Όταν το καλοκαίρι του 1820 πολιορκήθηκε ο Αλή Πασάς που ήταν άνθρωπος από τα σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίστηκε υπέρ του. Αργότερα όμως προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε και απ' αυτούς. Κατάφερε δε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο που τότε θεωρούνταν ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Κατά τους πρώτους μήνες του 1821 προσπάθησε να εξεγείρει σε επανάσταση κατά των Τούρκων στην περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου εκεί ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε πολύ γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις γενόμενες εκεί συμπλοκές.
Η δράση του το 1821 - 1823 Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση, ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου (επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι τους, στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση, τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (που πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρή ηλικία φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε πράγματι το 1821 βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισμένος ακόμη και από τις οθωμανικές αρχές της Λάρισας.
Την 1ην Ιουλίου 1823 ο Μαχμούτ πασάς έστειλε στον Καραϊσκάκη επιστολή:
«Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε».
Η πτώση του Μεσολογγίου (Απρίλιος 1826) αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα για την Επανάσταση στη Δυτική Στερεά. Ο Κιουταχής, αρχηγός των τουρκικών δυνάμεων, στις αρχές Αυγούστου 1826 κατέλαβε την Αθήνα, η φρουρά της οποίας αποσύρθηκε στην Ακρόπολη. Στις κρίσιμες αυτές στιγμές, η ελληνική κυβέρνηση αναγόρευσε τον Γ. Καραϊσκάκη γενικό αρχηγό της Στερεάς Ελλάδας. Με απανωτές νίκες, ο μεγάλος Ρουμελιώτης οπλαρχηγός περιόρισε τους Τούρκους στη Βόνιτσα, τη Ναύπακτο και το Μεσολόγγι. Στην Αττική όμως, τα πράγματα ήταν άσχημα. Ο Κιουταχής επέμενε να καταλάβει την Ακρόπολη, η φρουρά της οποίας, λόγω των συνεχών βομβαρδισμών και των επιδημικών ασθενειών, βρισκόταν σε δυσχερή θέση.Η κυβέρνηση, θεωρώντας ότι μόνο ο Καραϊσκάκης μπορούσε να αναστρέψει την κατάσταση, του έδωσε εντολή να μεταβεί στην Αττική. Μόνο ένας οπλαρχηγός του διαμετρήματος του Καραϊσκάκη μπορούσε να επιβάλει πειθαρχία στο στράτευμα αυτό, κάτι που έγινε.
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ Το μεσημέρι όμως της 22ας Απριλίου, κάποιοι Έλληνες άρχισαν να ακροβολίζονται κατά μήκος της τουρκικής γραμμής στο Νέο Φάληρο. Παρά την προσπάθεια μερικών οπλαρχηγών, μεταξύ των οποίων κι ο Νικηταράς, να δώσουν τέλος στη συμπλοκή, ακολούθησε μάχη.Ο Καραϊσκάκης, που ήταν φιλάσθενος, κοιμόταν όταν άρχισε η μάχη. Ξύπνησε από τους πυροβολισμούς και τον θόρυβο, ανέβηκε στο άλογό του κι έτρεξε στο πεδίο της μάχης, συνοδευόμενος από πολλούς έφιππους αξιωματικούς και το άτακτο ιππικό. Πηγαινοερχόταν σε διάφορα σημεία και μετά από 3 ώρες περίπου η κατάσταση έδειχνε να ομαλοποιείται. Το ισχυρότερο από τα οχυρώματα των Τούρκων ήταν μια μάντρα σε πεδινό έδαφος. Καθώς ο Καραϊσκάκης πήγαινε προς τη μάντρα, δέχτηκε μια σφαίρα στο υπογάστριο.
Αν και κατάλαβε ότι η πληγή του ήταν σοβαρή, συνέχισε έφιππος να «μαζεύει» τους στρατιώτες και τελικά γύρισε στη σκηνή του. Όταν έφτασε στη σκηνή, οι στρατιώτες τον κατέβασαν από το άλογο και τον μετέφεραν στον γιατρό, που διαπίστωσε ότι είχε τραυματιστεί θανάσιμα στη βουβωνική χώρα. Τότε τον πήγαν στο πλοίο των Βρετανών στο Φάληρο, έστρωσαν ένα χαλί στην καμπίνα του Τσορτς και τον τοποθέτησαν εκεί.Ο Καραϊσκάκης κατάλαβε ότι η πληγή του ήταν θανάσιμη. Κάλεσε αμέσως ιερέα, εξομολογήθηκε, μετάλαβε, ζήτησε συγχώρεση απ’ όλους τους παρόντες και ζήτησε να τον θάψουν στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου της Σαλαμίνας. Ο θάνατός του προκάλεσε θύελλα ενθουσιασμού στους αντιπάλους.Το βράδυ της 22ας Απριλίου οι Τουρκαλβανοί φώναζαν στους φρουρούς των ελληνικών θέσεων : «Ωρέ ο Καραϊσκάκης ο γιος της καλόγριας πέθανε. Όλοι να βάλετε μαύρα γιατί άλλον σαν κι αυτόν δεν έχετε».