ΜΙΑ ΑΛΛΙΩΤΙΚΗ ΩΡΑΙΑ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ…
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσε η πριγκίπισσα Αουρόρα, σε εμάς γνωστή και ως ‘’Η Ωραία Κοιμωμένη’’. Έμενε στο παλάτι από μικρή, όμως δεν είχε ποτέ ούτε χτυπήσει, ούτε γρατζουνιστεί. Ποτέ δεν είχε πάθει τίποτα. Ήξερε ότι κάποιος την προστάτευε όμως δεν το παραδεχόταν. Κάποιος μυστήριος άνθρωπος την παρακολουθούσε συνεχώς, προστατεύοντάς την. Είχε γίνει η σκιά της. Είχε βάλει στόχο να ανακαλύψει ποιος ήταν ο προστάτης και φύλακάς της. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο σε αγωνία. Μία μέρα περιπλανιόταν μόνη της μέσα στο σκοτεινό δάσος που ήταν αρκετά μακριά από το παλάτι. Περπατούσε στα σοκάκια, πηδούσε ποτάμια και έτρεχε πέρα δώθε. Ήταν η πρώτη φορά που έβγαινε μόνη της από το παλάτι χωρίς να ειδοποιήσει κανέναν αλλά ήξερε ότι δεν είχε πολύ χρόνο- σίγουρα ο πατέρας της θα έστελνε φρουρούς για να την ψάξουν. Ξαφνικά, άκουσε έναν περίεργο θόρυβο. Στο έδαφος, βρήκε ένα κλειδί. Αναρωτήθηκε τι να ξεκλείδωνε αυτό το κλειδί και γιατί βρέθηκε μπροστά της από το
πουθενά. Έβαλε το κλειδί στην τσέπη της και αφού κοίταξε τριγύρω μήπως έβλεπε κάποιον άνθρωπο στον οποίο μπορεί να ανήκε το περίεργο αντικείμενο συνέχισε να προχωράει όλο και πιο βαθιά στο δάσος. Άρχισε να σκοτεινιάζει. Ξαφνικά, είδε μια σκιά να την ακολουθεί. Άραγε, ποιος να ήταν; Φώναξε: «ποιος είναι εκεί;». Και τότε αντίκρισε μια γυναίκα πίσω από κάποιους θάμνους. «Ποια είσαι;», την ρώτησε. «Εσύ είσαι αυτή που με προστατεύει από την ώρα που γεννήθηκα; Εσύ είσαι εκείνη που έχει γίνει η σκιά μου όπου κι αν πάω;». Η γυναίκα δεν απάντησε. «Βγες. Μην φοβάσαι», της είπε η ατρόμητη πριγκίπισσα. Και τότε, η γυναίκα είπε «Αν με δεις, θα τρομάξεις εσύ». Και εκείνη τη στιγμή η γυναίκα εμφανίστηκε μπροστά στην Αουρόρα που στην πραγματικότητα, είχε αρχίσει να τρομάζει. Με όλο της το κουράγιο, την ρώτησε ποιο είναι το όνομά της. Αποκαλύφθηκε ότι την έλεγαν Μαλέφισεντ. Της είπε ότι το κλειδί που κρατούσε στα χέρια της ξεκλείδωνε ένα μυστικό βασίλειο.Ο βασιλιάς Αρθούρος του
απέναντι παλατιού προσπαθούσε χρόνια να βρει το κλειδί και να ξεκλειδώσει το βασίλειο. Μόλις μάθαινε ότι η Αουρόρα είχε το κλειδί, θα της το έπαιρνε πάση θυσία. Γι΄ αυτό έπρεπε να το κρύψει καλά. Ο βασιλιάς είχε βάλει παντού φρουρούς και αργά ή γρήγορα, θα το έβρισκαν. Ταυτόχρονα και η βασιλική μάγισσα έψαχνε μέσα από την κρυστάλλινη σφαίρα της. Καθώς έφευγαν από το δάσος, η Μαλέφισεντ της είπε ότι δεν ήταν ασφαλή να γυρίσουν στο παλάτι έπρεπε να την πάει στο δικό της σπίτι που ήταν στην άλλη πλευρά της πόλης. Όμως συνέβη αυτό που η Μαλέφισεντ δεν ήθελε με τίποτα να συμβεί, ένας φρουρός του βασιλιά Αρθούρου τις είδε με το κλειδί και ειδοποίησε και τους υπόλοιπους φρουρούς και τότε τους ζήτησαν να παραδοθούν και να τους δώσουν το κλειδί. Η Μαλέφισεντ αρνήθηκε και προσπάθησε για άλλη μια φορά να προστατέψει την πριγκίπισσα. Άρχισε πόλεμος μεταξύ του βασιλιά και της πριγκίπισσας. Εκείνη συγκέντρωσε στρατό να πολεμήσει και να νικήσει τον βασιλιά Αρθούρο.
Αλλά η μάγισσα του Βασιλιά είχε ετοιμάσει ένα σατανικό φίλτρο που όποιος το έπινε θα έπεφτε σε βαθύ ύπνο και μόνο η αληθινή αγάπη θα τον ξυπνούσε. Η μάγισσα έβαλε στο νερό της πριγκίπισσας τρεις σταγόνες από το μαγικό φίλτρο. Την ώρα της μάχης, όταν η Αουρόρα ήπιε λίγο νερό βυθίστηκε σε βαθύ ύπνο. Η Μαλέφισεντ την πήγε στο παλάτι, το οποίο μετά κλείδωσε για να μην μπει κανένας εχθρός μέσα. Ο πόλεμος τελείωσε όταν μαθεύτηκε η είδηση ότι η πριγκίπισσα πέθανε. Η Μαλέφισεντ, τις επόμενες μέρες έφερε στο παλάτι εκατοντάδες πρίγκιπες για να ξυπνήσουν την πριγκίπισσα Αουρόρα, όμως κανένας δεν κατάφερε να την ξυπνήσει. Η Μαλέφισεντ στεναχωρήθηκε πάρα πολύ που η πριγκίπισσα μπορεί να έμενε έτσι για πάντα και έκατσε δίπλα της κλαίγοντας και την φίλησε στο μάγουλο. Τότε, σαν από θαύμα, η πριγκίπισσα ξύπνησε και την αγκάλιασε καθώς ένιωθε πως ήταν σαν μητέρα της. Της έδωσε το κλειδί και της είπε να το φυλάξει εκεί που κανένας δεν θα μπορούσε να το
βρει. Πίστευε ότι δεν ήταν ακόμα η ώρα να ξεκλειδώσουν το μυστικό βασίλειο. Από εκείνη τη μέρα, η Μαλέφισεντ έμεινε για πάντα στο παλάτι μαζί με την πριγκίπισσα Αουρόρα, χωρίς να χρειάζεται πια να κρύβεται. Και αν αναρωτιέστε τι έγινε με τον βασιλιά Αρθούρο, δεν έψαξε για το κλειδί ποτέ ξανά. Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. Η συγγραφέας: Κλειώ Βαρδάκη