ΞΕΝΙΟΣ ΔΙΑΣ – ΡΕΘΥΜΝΟ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
ΞΕΝΙΟΣ ΔΙΑΣ – ΡΕΘΥΜΝΟ Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
ZEUS XENIOS – RETHYMNON THE CONTRIBUTION OF TOURISM TOWARDS URBAN DEVELOPMENT
ΧΡΥΣΑΝΘΗ ΚΕΛΕΚΗ ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ | ΑΡΙΑΔΝΗ ΒΟΖΑΝΗ
ΑΘΗΝΑ | ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ | 2020
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
10
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
15
ΡΕΘΥΜΝΟ - ΤΑΞΙΔΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ – ΤΑΞΙΔΙ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗΣ
17
ΑΣΤΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ ΣΕ ΔΙΑΡΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ, ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ
19
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ
21
ΜΙΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΔΙΨΑ
25
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ, ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
27
ΤΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟ ΒΛΕΜΜΑ ΥΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ
31
‘HOMO TORNACENSE’
35
ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ
39
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ, ΑΣΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΡΗΤΙΚΟ ΧΩΡΟ
41
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ
45
ΚΡΗΤΗ. ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ ΕΠΙ ΧΑΡΤΟΥ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΓΝΩΡΙΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ
49
ΡΕΘΥΜΝΟ. Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΞΕΝΙΟΥ ΔΙΑ ΓΥΡΙΖΕΙ ΣΕΛΙΔΑ
53
ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΕΤΕΡΟΤΟΠΙΑΣ
59
Η ΕΤΕΡΟΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΥ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟΥ, ΕΝΑ ΑΣΤΙΚΟ ΜΩΣΑΪΚΟ ΠΕΡΙΦΡΑΞΕΩΝ
61
ΑΣΤΙΚΟΣ ΠΟΥΑΝΤΙΓΙΣΜΟΣ
65
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΡΕΘΥΜΝΟ
103
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΕΡΟΣ, ΕΠΙ ΓΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΘΑΛΑΣΣΗΣ
105
ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ, Η ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΜΙΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΠΟΛΗΣ
107
ΡΕΘΥΜΝΟ, ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΚΔΟΧΕΣ
111
Η ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ ΩΣ ΦΥΛΑΚΑΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΜΝΗΜΟΝΙΚΗΣ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ
113
Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΣΚΗΝΙΚΟ
115
Η ΝΕΑ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ‘ΕΝΔΥΜΑ’ ΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΥ
121
Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ
127
ΑΠΟΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΤΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ
131
ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΧΥΣΗ ΣΤΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΜΕΤΩΠΟ
147
Ο ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΩΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΙ ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΙ
151 153
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΤΩΝ 60s
155
ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ, ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΕΣ
159
ΣΧΕΣΕΙΣ ΔΙΠΟΛΙΚΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ
167
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΠΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΦΕΡΟΥΣΑ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ
1169
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
173
ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ ΤΟΠΟΥ
175
ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΤΙ; Ο ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ
177
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
183
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΙΚΟΝΩΝ
193
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
13
Αντικείμενο μελέτης της παρούσας ερευνητικής εργασίας είναι η διερεύνηση της αστικής εξέλιξης της μικρής μεσογειακής πόλης του Ρεθύμνου με κεντρικό ήρωα της αφήγησης τον τουρισμό, που μαζί με αυτήν αλλάζει μορφές στο χρόνο και το χώρο και διαμορφώνει ανάγκες και συνειδήσεις. Η παρατήρηση αεροφωτογραφιών αποτέλεσε αφορμή για την επιλογή του θέματος, λόγω της διαπίστωσης του εύρους της διάχυσης των ξενοδοχειακών μονάδων στην αστική επιφάνεια. Μία επιφάνεια που φαντάζει διάστικτη από γαλανά στοιχεία, πισίνες - σημαδούρες, θα αποτελέσει βάση για το ταξίδι που θα ακολουθήσει. Η προσέγγιση του θέματος θα γίνει μέσω διαρκών ελιγμών ανάμεσα σε δύο κλίμακες μικρο-μάκρο και κατ’ επέκταση και σε δύο διαφορετικά επίπεδα θέασης. Το πρώτο αφορά το επίπεδο της ματιάς ενός παρατηρητή που γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Ρέθυμνο, ενώ το δεύτερο αφορά μια πιο αποστασιοποιημένη προσέγγιση. Μία προσέγγιση από τη θέση του απομακρυσμένου - και ει δυνατόν αντικειμενικού παρατηρητή - που συγκεντρώνει πληροφορίες μέσα από τη μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας και εξάγει συμπεράσματα βάσει διεπιστημονικών αναφορών. Το Ρέθυμνο αποτέλεσε χωνευτήρι πολιτισμών μέσω κατακτητών που βρέθηκαν στο πέρασμα των αιώνων στην περιοχή, σημάδια των οποίων μπορούμε να διαβάσουμε στο αστικό παλίμψηστο. Ωστόσο, η περίοδος που θα μας απασχολήσει στη συνέχεια αφορά την μεταπολεμική φάση της πόλης. Μετά από μια μακρά περίοδο ύφεσης που ακολουθεί τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, το Ρέθυμνο εξελίσσεται δυναμικά υπό την κυριαρχία μιας νέας παγκόσμιας δύναμης· των πολυεθνικών τουριστικών εταιρειών που, πλέον, σε μεγάλο βαθμό κινούν τα νήματα στον μεσογειακό χώρο. Παρακολουθώντας, έτσι, την εξέλιξη της πόλης θα αναγνωρίσουμε τα στοιχεία που οργανώνονται και θεσμοθετούνται από τις διαφορετικές ιδεολογίες των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών ομάδων που συμμετέχουν ενεργά στη λήψη των αποφάσεων σχετικά με το παρόν και το μέλλον της. Τέλος, θα διακρίνουμε ως βασικό ζητούμενο για το Ρέθυμνο του σήμερα την αποδοχή και στη συνέχεια υπέρβαση της δεδομένης κατάστασης, με γνώμονα τους κοινωνικούς επαναπροσδιορισμούς και τον σε βάθος σεβασμό στην ιστορία και το περιβάλλον του. Μία συνθήκη δηλαδή που θα επανακαθορίσει την φαινομενικά χαοτική μορφή της πόλης και θα της επιτρέψει να αναγεννηθεί μέσα από τα ετεροτοπία της. Μακριά από την έως τώρα παθητική αποδοχή των προσεκτικά οργανωμένων κυρίαρχων αφηγήσεων. Πετυχαίνοντας, έτσι, την ουσιαστική συνύπαρξη στο χώρο των μονίμων κατοίκων και των επισκεπτών, η οποία θα ορίζεται από την αξία της χρήσης του και όχι από την ανταλλακτική του αξία (Lefebvre, 2007, σ. 330).
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
01
02
17
ΡΕΘΥΜΝΟ - ΤΑΞΙΔΙ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ – ΤΑΞΙΔΙ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗΣ Λίγους μήνες πριν, πήρα το αεροπλάνο και επέστρεψα, για άλλη μια φορά - έστω και για λίγο - στον τόπο καταγωγής μου, το Ρέθυμνο. Ξέρεις ότι έχεις επιστρέψει όταν αφού χορτάσεις στοργικές αγκαλιές με συγγενείς και ανταλλάξεις χαιρετισμούς με φίλους και γνωστούς, περπατώντας τον παραλιακό με ρυθμική συνοδεία τον γνώριμο παφλασμό του κύματος στο πλάι σου, αντικρίσεις για πολλοστή φορά στο βάθος του ορίζοντα τη Φορτέτζα. Αυτή η γραμμή ανάμεσα στο πάνω και στο κάτω είναι τόσο βαθιά χαραγμένη στην μνήμη μου, που μοιάζει να γεννηθήκαμε μαζί. Δεν έχει σημασία τι χρώμα γεμίζει τα εκατέρωθεν αυτής επίπεδα, το σίγουρο είναι ότι για πολλά χρόνια το συνεχές αυτό όριο αποτελεί σταθερά στη ζωή μου. Μέσα από τις σελίδες ενός βιβλίου (Solnit, 2017, σ.17) που ταξίδεψα πρόσφατα τις σκέψεις μου, γνώρισα μια φυλή, τους ‘Wintu’, στη γλώσσα των οποίων ο εαυτός προσδιορίζεται μονάχα σε αναφορά με τον υπόλοιπο κόσμο. Όταν ένας ‘Wintu’ ανηφορίζει στο ποτάμι, τότε οι λόφοι είναι στα δυτικά και ο ποταμός στα ανατολικά και ένα κουνούπι τον τσιμπάει στο δυτικό χέρι. Στην επιστροφή, οι λόφοι παραμένουν στα δυτικά, αλλά τη στιγμή που θα ξύσει το τσίμπημα, θα ξύσει το ανατολικό του χέρι. Στην ιδιαίτερη αυτή γλώσσα, που δυστυχώς τείνει να ξεχαστεί, ο εαυτός δεν είναι ποτέ χαμένος. Για τους ‘Wintu’ ο κόσμος είναι η σταθερά και ο εαυτός είναι άμεσα σε αυτόν εξαρτώμενος. Τίποτα δεν τον διαχωρίζει από το περιβάλλον του. Κάπως έτσι κι εγώ ‘κατηφορίζοντας’ προς τη ‘Xώρα’ γνωρίζω, ότι στο Βορρά έχω τη θάλασσα και στο νότιο χέρι μου το Ρέθυμνο. Το Ρέθυμνο που σαν κορδέλα μοιάζει να ξετυλίγεται πλάι στο κύμα. Μια πόλη που αν την παρατηρήσεις από ψηλά μοιάζει με το βόα που κατάπιε έναν ελέφαντα - εικόνα δανεισμένη από ένα άλλο αγαπημένο βιβλίο που είχα την ευκαιρία να διαβάσω πριν χρόνια. Μόνο που στη θέση του εξογκώματος είναι η καρδιά και η ιστορία της, με το ενετικό κάστρο της Φορτέτζας και τον ιστορικό πυρήνα της παλιάς πόλης. Ενώ εκεί που θα συναντούσες την προβοσκίδα και την ουρά του αιωνόβιου γίγαντα της παιδικής διήγησης, συναντάς τα σύγχρονα όρια της πόλης στα δυτικά και ανατολικά, αντίστοιχα. Το ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι, ότι αν κάποιος κοιτάξει πολύ προσεκτικά θα διαπιστώσει ότι ο ελέφαντας στην προκειμένη ιστορία είναι πουά(!), καθώς μπλε και γαλάζια στίγματα σαν πινελιές εξπρεσιονιστών καλύπτουν την κατά τ’ άλλα καφέ-γκρι επιδερμίδα του.
03
19
ΑΣΤΙΚΟ ΣΚΗΝΙΚΟ ΣΕ ΔΙΑΡΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ, ΑΦΟΡΜΗ ΓΙΑ ΜΙΑ ΝΕΑ ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ Ακολουθώντας ως προτροπή τη χιλιοειπωμένη απόδοση της δήλωσης του Marcel Proust ότι “το πραγματικό ταξίδι της ανακάλυψης δεν περιλαμβάνει το να ψάχνει κανείς για νέα τοπία, αλλά να έχει νέα μάτια” (Προυστ, 2008), στο κείμενο που θα ακολουθήσει θα προσπαθήσω να ταξιδέψω στον τόπο της καταγωγής μου μέσω της ανάλυσης, όχι τόσο του ελέφαντα, αλλά των παράξενων αυτών κυανών στοιχείων που τον πλαισιώνουν. Δεν είναι παράξενο για τον περιπατητή που δεν μπορεί να ‘δει’ τον ‘ελέφαντα’, πόσο μάλλον τις κουκίδες. Μόνο τα θαλασσοπούλια ήταν μέχρι τώρα μάρτυρες του φαινομένου, αλλά δε συγχρωτίζονται, απαραίτητα, με τους Ρεθεμιώτες. Μακριά από το αδιάκριτο βλέμμα του περαστικού, ‘αμέτρητες’ πισίνες, κάθε σχήματος γεμίζουν με νερό και ζωντάνια το καλοκαίρι, ενώ αδειάζουν και βουβαίνονται στο πέρασμά του. Από την άλλη, η χρόνια παλινδρομική κίνηση στον άξονα Ανατολή – Δύση χαρίζει απλόχερα εικόνες από το ύψος του ματιού του παρατηρητή. Με την θάλασσα στο βόρειο χέρι, πολύχρωμες προσόψεις με ξενόγλωσσες πινακίδες στο νότιο και κοινό παρονομαστή εκατέρωθεν τη χαρακτηριστική εξωτική μυρωδιά της αντιηλιακής καρύδας κατά τους μήνες του καλοκαιριού μπορεί κανείς να κατευθυνθεί προς το κέντρο της πόλης. Και στην επιστροφή, όταν οι μέρες έχουν πια μικρύνει η εικόνα αλλάζει. Τα στηθαία που το καλοκαίρι διακοσμούν πολύχρωμες πετσέτες θαλάσσης, τώρα στέκουν τυλιγμένα με πλαστικούς μουσαμάδες και οι ξεθωριασμένες από τον ήλιο φωτεινές πινακίδες με τις φωτογραφίες από τα λογής λογής ‘παραδοσιακά’ εδέσματα, έχουν αποσυρθεί στα ενδότερα. Το σκηνικό μεταλλάσσεται περιοδικά και όλοι οι Ρεθεμιώτες δείχνουν να είναι πλήρως εξοικειωμένοι με τη συνθήκη. Το χειμώνα η πόλη συρρικνώνεται στα απολύτως απαραίτητα, για την καθημερινή λειτουργία της, τετραγωνικά. Αν φανταστεί κανείς το ίχνος της κίνησης των κατοίκων της σαν ένα νήμα κουβαριού που ξετυλίγεται στους δρόμους της, θα δει πυκνώματα προς το κέντρο και αραιώματα στα άκρα. Οι κάτοικοι που συνήθως χαρακτηρίζουμε ως ‘μόνιμους’, ακολουθούν σαν υπνοβάτες προκαθορισμένες διαδρομές στο αστικό τοπίο. Σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι τις καθημερινές, με την επιλογή της διαδρομής να υπακούει στην ανάγκη μετάβασης από μία αφετηρία σε ένα προορισμό καθημερινής σκοπιμότητας. ‘Ελεύθερο θέμα’ στις σχόλες. Υπάρχουν παρόμοιες διαδρομές που αντίστοιχα τείνουν να ακολουθούν οι περιοδικοί κάτοικοί της. Εκεί που η πόλη συναντά τη θάλασσα, μια λεπτή ‘φλούδα’ κτισμάτων που το καλοκαίρι καταλαμβάνονται από φυλές κυρίως της δυτικής Ευρώπης, ‘προστατεύει’ τους μόνιμους κατοίκους από τον τσουχτερό βοριά και τα διαβρωτικά σταγονίδια της θαλασσινής αρμύρας τον χειμώνα.
04
21
Θυμάμαι τον παππού μου μερικά χρόνια πριν, να κουνάει σκεπτικός το κεφάλι του λέγοντάς μας για τη νονά του την Κριτσίναινα που κάπου στα τέλη του 50 τους απέτρεψε από το να αγοράσουν χωραφάκι στην ακτή, λέγοντας γεμάτη απορία “την άμμο φιλιότσε θα πας ν’ αγοράσεις”; Εκεί στην άμμο, λοιπόν, χτίστηκαν λίγο αργότερα ‘παλάτια’ προς τέρψη των αισθήσεων του Ιβάν, της Κάρολ και της Ούρσουλας. Εκεί που άλλοτε οι ψαράδες άπλωναν τα δίχτυα τους και οι γεωργοί φρόντιζαν τα μποστάνια τους, τώρα καλλιεργούνται ιστορίες και βελτιώνονται υποδομές, ώστε να φιλοξενηθεί ο ‘μη παραγωγικός’ χρόνος των τουριστικών ροών. Δεν είναι περίεργο που ακόμη και για τον σύγχρονο παρατηρητή που είναι πλέον εξοικειωμένος με την εικόνα της γης από ψηλά μέσω αμέτρητων ψηφιακών ‘πτήσεων’, το μάτι ακόμη και αν καταφέρει να αντικρίσει τον ‘ελέφαντα’, δυσκολεύεται να διακρίνει τα μπλε σημειακά στοιχεία που τον διαπερνούν. Αντίστοιχους σχηματισμούς μπορεί να δει κανείς καθόλο το μήκος της βόρειας ακτογραμμής, όπου και συναντάται η κατακερματισμένη λαϊκή μικρογεωγραφία των τουριστικών δραστηριοτήτων του νησιού. Πισίνες διαφορετικών περιγραμμάτων, σε όλες τις αποχρώσεις του ουρανού, μαρτυρούν την έκταση που καταλαμβάνει στο τοπίο η βιομηχανία της προσωπικής απόδρασης από την καθημερινότητα και των θετικών ονείρων του καλοκαιριού. Με δεδομένο ότι στην Ελλάδα το 90% των τουριστικών υποδομών χωροθετούνται κατά μήκος των ακτών (Doukakis, 2005), ο σύγχρονος περιηγητής μοιάζει να είναι βασικός παράγοντας διαμόρφωσης του παράκτιου αστικού και περιαστικού τοπίου, όπου η μονοκαλλιέργεια του τουρισμού έχει βρει γόνιμο έδαφος τις τελευταίες έξι δεκαετίες. Εκεί που άλλοτε τα κρινάκια της θάλασσας γέμιζαν τα ‘σεπέρια’, τώρα γκαζόν και φοίνικες φτάνουν μέχρι την άμμο. Εκεί που άλλοτε ‘γεράνια’ τραβούσαν νερό από τα πηγάδια για να ‘φουντώσουν’ τα περβόλια, τώρα υδάτινα δοχεία διαμορφώνουν τοπία μαζικής κατανάλωσης υψηλών προδιαγραφών. Τοπία μιας διττής ετερότητας όσον αφορά την παραγωγή των αφηγήσεων του αξιομνημόνευτου και του φαντασιακού της κατοίκησής τους. Η πορώδης αυτή τοπιογραφία αποτέλεσε προσωπική πώρωση τους τελευταίους μήνες και βάση για την οργάνωση της έρευνας που ακολουθεί. Παρότι έχει γίνει προσπάθεια προσέγγισης του ζητήματος σε μία λογική αντιμετώπισης των δεδομένων κατά το δυνατόν σφαιρικότερα, η ιδιαιτερότητα του θέματος, αλλά και η πολυπλοκότητα και η συναρτησιακή σχέση όλων των μεταβλητών του δυσχεραίνει τόσο την κατανόηση, όσο και την ανάλυσή του*.
* Όπως, ίσως, θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, ορισμένα ζητήματα έχουν αναλυθεί περισσότερο από άλλα. Το γεγονός αυτό μπορεί να οφείλεται στο βαθμό που ένα ζήτημα κρίνεται σημαντικό για την εξέλιξη της παρούσας διάλεξης, δεδομένου ότι δεν έχουν όλα τα θέματα το ίδιο εύρος κάλυψης σε σχέση με την υπάρχουσα βιβλιογραφία, αλλά και στην αποδοχή ότι το βάθος της έρευνας και ανάλυσης των στοιχείων της δε θα μπορούσε παρά να είναι ανάλογο του πεπερασμένου χρονικού διαστήματος της εκπόνησής της.
Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ 01
05
25
ΜΙΑ ΠΑΝΑΡΧΑΙΑ ΔΙΨΑ Η πανάρχαια και πανανθρώπινη δίψα για το ταξίδι της ανακάλυψης προσαρμοζόμενη στις κατά καιρούς κοινωνικό-οικονομικές συνθήκες, παρακολουθεί τις εξελίξεις του Πολιτισμού, φθάνοντας σήμερα στα πλαίσια του γιγαντισμού και της μαζικότητας της παγκοσμιοποίησης να αποδίδεται με τον διεθνή όρο Τουρισμός (Αρχοντάκης, 2013, σ. 147). Η βασική ιδέα και ίσως η πρώτη αναφορά στο φαινόμενο του τουρισμού κάνει την επίσημη εμφάνισή της σε μία από τις πρώτες καταγραφές του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Στον τρίτο στίχο της Οδύσσειας ο Όμηρος μας λέει ότι ο κεντρικός ήρωας “πολλών δ’ανθρώπων ίδεν άστεα και νόον έγνω”. Ο πολυμήχανος Οδυσσέας ως ξενιτεμένος ονειρεύεται το ταξίδι του νόστου. Ωστόσο, στην πορεία της αφήγησης περιηγείται γνωρίζοντας πλήθος τόπων και διαφορετικών πολιτισμών.
06
07
08
27
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΟ ΟΝΕΙΡΟ, ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ Ο τουρισμός είναι μία μεταβαλλόμενη έννοια, ένα πολυσχιδές κοινωνικό φαινόμενο με σημαντικές οικονομικές πολιτιστικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις. Η Ελλάδα προικισμένη με προνομιακή γεωγραφική θέση, ιδανικές κλιματολογικές συνθήκες, τοπία απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς και μοναδική πολιτισμική κληρονομιά αποτελεί βασικό διεθνή τουριστικό προορισμό. Την περίοδο του Grand Tour του 17ου αιώνα, στην αρχική φάση της ανάπτυξής του, ο τουρισμός αποτελούσε μέσο διαπολιτισμικής εξοικείωσης για την προνομιούχα ελίτ της Βρετανίας που επιθυμούσε να γνωρίσει ‘απάτητους’ τόπους και να αναμετρηθεί με τα φυσικά στοιχεία τους. Παράλληλα βέβαια τα ταξίδια αυτά της ανακάλυψης αποτέλεσαν “προάγγελο της αποικιοκρατικής επέλασης της Ευρώπης” (ο.π. σ. 150). Τρεις αιώνες αργότερα, τις δεκαετίες του 20 και του 30 οι εξορμήσεις προς τα παράλια εστιάζουν κυρίως στην αναψυχή, ενώ αφορούν κυρίως και πάλι αριστοκράτες που ξοδεύουν ευχάριστα το χρόνο τους σε πολυτελή θέρετρα (Στενού, 2019). Το 1936 ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Leon Blum νομοθετεί για πρώτη φορά την άδεια μετ’ αποδοχών. Έτσι, για 15 μέρες το χρόνο διασφαλίζεται για όλους, στο πλαίσιο ενός αναδυόμενου κράτους πρόνοιας, το δικαίωμα στο ξέγνοιαστο μαύρισμα δίπλα στη θάλασσα (ο.π.). Στο δικαίωμα αυτό θέτει τις βάσεις η μετέπειτα σταδιακή μεταμόρφωση του τουρισμού σε βιομηχανία θετικών ονείρων όπου η πίστη στην απόδραση από τη ρουτίνα και την κατήφεια που παράγει η καθημερινότητα είναι αυτοσκοπός. Για τους ξένους ο τουρισμός αρχικά ήταν απόλυτα συνδεδεμένος με τις κλασικές αρχαιότητες. Άλλωστε, “το να πάει κανείς στη Μεσόγειο στα μέσα του καλοκαιριού, χωρίς να αναζητά καλλιτεχνικά και αρχιτεκτονικά μνημεία, θεωρούταν τρέλα, μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, οι οποίες έφεραν μαζί τους τη λατρεία του ήλιου και του μαυρίσματος” (Hobsbawm 2000). Για τους δε ντόπιους - όπου οι πρώτες διατάξεις για άδεια μετ’ αποδοχών εγκρίνονται το 1945 και το 1955 για τον ιδιωτικό τομέα και το δημόσιο τομέα, αντίστοιχα - ήταν συνώνυμος των ιαματικών λουτρών της Αιδηψού και του Λουτρακίου (Στενού, 2019). Ωστόσο, ο ρομαντικός χαρακτήρας της ταξιδιωτικής εμπειρίας του προνομιούχου ταξιδιώτη του παρελθόντος, υπό τη λογική της αλλαγής habitus και της γνωριμίας με εκτός του συνηθισμένου καθημερινού πλαισίου τοπία και πολιτισμούς των παρελθόντων αιώνων, δεν αποτελεί πλέον το κυρίαρχο ζητούμενο.
09
29
Η τουριστική βιομηχανία σήμερα προωθεί μια λιγότερο υπαρξιακή διαδικασία που απευθύνεται σε μια ευρύτερη πληθυσμιακά βάση επίδοξων συλλεκτών εμπειριών. Ενώ το πολιτιστικό στοιχείο, πλέον, συμπεριλαμβάνεται ως έξτρα επιλογή σε οικονομικά πακέτα διακοπών απόλαυσης και ξεκούρασης. Αφουγκραζόμενη τις σύγχρονες ανάγκες της παγκόσμιας ζήτησης κατασκευάζει αισθητικά πρότυπα τοπίων του φαντασιακού, που ανακυκλώνουν παγωμένες στο χρόνο στιγμές της ιστορίας τους. Οι τοπικές κοινωνίες υποδοχής ακολουθούν, στήνοντας για τους τουρίστες σκηνικά ‘αυθεντικής’ εμπειρίας. Παρότι - υπό συνθήκες - ο τουρισμός μπορεί να συμβάλει στο σχηματισμό και τη διατήρηση της μνημειακότητας ενός τόπου και στην ανάδειξη της δυναμικής αυθεντικότητάς του, στους μαζικούς προορισμούς ο επισκέπτης συνήθως ανακαλύπτει “προσομοιώσεις της τοπικής εξωτικής πραγματικότητας” (Λουκάκη, 2007, σ. 152), καθώς επιλέγει την εμπειρία του απόλυτου lifestyle και της προσωπικής άνεσης σε ένα ασφαλές και ελεγχόμενο περιβάλλον.
10
31
ΤΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟ ΒΛΕΜΜΑ ΥΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ Προς αυτή την κατεύθυνση συνέβαλαν καταλυτικά πολιτικές μάρκετινγκ που υπόσχονται μυθικές αποδράσεις στους εκάστοτε τόπους της απόλαυσης, διαπλάθοντας τεχνηέντως το τουριστικό βλέμμα. Η εικονογραφία των αφισών του βασικού φορέα άσκησης πολιτικής του ελληνικού οργανισμού τουρισμού ΕΟΤ διαχρονικά εμπεριείχε και συγκροτούσε συγκεκριμένες εκδοχές εκείνου που σε κάθε περίοδο κρίνεται ως εθνικά επιθυμητό και εξαγώγιμο. “Μια πρόχειρη επισκόπηση του υλικού προώθησης του ελληνικού τουρισμού που παράγει η Ελλάδα τα τελευταία εκατό περίπου χρόνια αρκεί για να πιστοποιήσει κανείς, ότι τα δύο κεντρικότερα μηνύματα είναι αφενός η περίλαμπρη αρχαιότητα και αφετέρου η εξίσου εντυπωσιακή νεωτερικότητα της χώρας” (Πλάντζος, 2015, σ. 201). Η αφίσα που επιλέγεται αρχικά ως βασικό εργαλείο τουριστικής προώθησης, έχει σαφώς μια χρηστική αξία, ωστόσο αποτελεί παράλληλα φορέα συμβολικού νοήματος , αλλά και ιστορικού εφόσον εξεταστεί υπό το πρίσμα του ιστορικού πλαισίου στο οποίο δημιουργήθηκε. Σύμφωνα με τους Gunther Kress και Theo Van Leewen η δεξιά πλευρά μιας διαφημιστικής εικόνας αφορά τις βασικές πληροφορίες, το μήνυμα με το οποίο καλείται να ταυτιστεί ο θεατής, ενώ η αριστερή πλευρά απεικονίζει το ήδη γνώριμο. Αντίστοιχα, στην περίπτωση που η εικόνα χωρίζεται οριζόντια στο ανώτερο τμήμα της συναντάμε την υπόσχεση του προϊόντος, το ιδεατό, ενώ στο κάτω την οπτικοποίηση του πραγματικού, της πληροφορίας. Η δε ευθεία γωνία λήψης, η μετωπικότητα δηλαδή στην παρουσίαση του θέματος προσβλέπει στην άμεση εμπλοκή του θεατή, εντείνοντας παράλληλα τη σπουδαιότητα του εικονιζόμενου θέματος (Kress & Van Leeuwen, 2006, σ. 181, 186). Υπό αυτή την προσέγγιση, στη λογική πλέον της μεταφοράς μας εγγύτερα στον τόπο των γενεθλίων μου, έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς μια χαρακτηριστική της εποχής των αρχών της δεκαετίας του 70 αφίσα που καλεί, το γερμανικής, εν προκειμένω καταγωγής φιλοθεάμον κοινό, να επισκεφτεί την Κρήτη. Σε μια μετωπική σύνθεση - μοντάζ ζωγραφικής και φωτογραφικής απεικόνισης έχουμε στα αριστερά να φιγουράρει περήφανα ως διεθνώς αναγνωρίσιμο σύμβολο της ελληνικής αρχαιότητας ο αναστηλωμένος από τον Sir Arthur Evans κίονας του Μινωικού ανακτόρου της Κνωσού με φόντο στα δεξιά ένα αυστηρά μοντέρνο, με καθαρές γραμμές και κυβιστικές φόρμες νεόδμητο ξενοδοχείο.
11
33
“Είναι η εποχή κατά την οποία η Ελλάδα ανασυγκροτείται υπό το ενθαρρυντικό, όσο και άτεγκτο βλέμμα της Δύσης, αποκτώντας την απαραίτητη υποδομή, ώστε οι ομορφιές του ελληνικού τοπίου, φυσικού και δομημένου, να καταστούν ευκολότερα προσβάσιμες για ένα διεθνές κοινό με αυξανόμενες απαιτήσεις” (Πλάντζος, 2015, σ. 202). Στο πάνω μέρος της αφίσας παρουσιάζεται η υπόσχεση του προϊόντος. Το δε κείμενο στο κάτω μέρος έρχεται να ολοκληρώσει την απόδοση της προωθούμενης πληροφορίας. Μετά το πού και το τι αποκαλύπτεται το πότε. Πότε είναι ιδανική εποχή για να επισκεφτείς έναν τέτοιο παράδεισο; “Irgendwo in Kriti ist immer saison”. Μα - προφανώς - κάθε εποχή είναι εξαιρετική για να βρεθείς την Κρήτη, καθώς κάθε εποχή είναι κατάλληλη για ονειρικές αποδράσεις σε ένα νησί που “ο ήλιος πάντα λάμπει φωτεινός και η θάλασσα είναι πάντα γαλανή και γαλήνια”. (Τερκενλή, 2015, σ. 193) Για έξι τουλάχιστον μήνες το χρόνο η Κρήτη ‘φοράει τα καλά της’ και παρασύρεται από την αυθυποβολή της αισιοδοξίας του επισκέπτη. Ο ελεύθερος χρόνος, έτσι, διαπλάθεται σε τουριστικό προϊόν σύμφωνα με τον πολιτικό προσανατολισμό της χώρας. Προϊόν που εξάγεται, αλλά και καταναλώνεται από τους αυτόχθονες. “Πρόκειται για μία κερδοφόρα διαδικασία που συγχρόνως αλλάζει τις σχέσεις μεταξύ χώρου και τόπου μεταξύ κίνησης και βιώματος” (Κύρτσης, 2015, σ. 121). Έτσι, σε πολλές περιπτώσεις στην κατηγοριοποίηση των οποίων θα μπορούσε να ενταχθεί και το Ρέθυμνο συμφέροντα οικονομικά ή και πολιτικά, ιδιωτικά, ή και δημόσια κρατούν δέσμια τα ζητήματα τοπίου. Ως αποτέλεσμα το αστικό τοπίο δεν αποτελεί απαραίτητα “συλλογικό αγαθό για τους περισσότερους αστούς Έλληνες των μεταπολεμικών δεκαετιών” (Τερκενλή, 2015, σ. 189).
12
35
‘HOMO TORNACENSE’ Πάνω στην επιδερμίδα του ‘μπλε πλανήτη’ ο άνθρωπος έχει περπατήσει πολύ μεγάλες αποστάσεις και σίγουρα θα μπορεί να πει ιστορίες για ταξίδια σε διαφορετικές τοποθεσίες ανά την υφήλιο, άξια μνημόνευσης. Με εργαλείο την οπτική από το επίπεδο του εδάφους το άτομο συνδέεται με τη ζωή της κάθε νέας πόλης, μιας πόλης που σαν τη Σεχραζάτ αφηγείται σειρές ιστοριών και μνήμες που σκηνογραφούνται κατά τη διάσχιση του καθημερινού χώρου. Ως σύγχρονο ανάλογο του βιομηχανικού εργάτη στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ‘Homo Tornacense’, o σύγχρονος, δηλαδή, τουρίστας, θα μπορούσε να αποτελέσει ταυτόχρονα το κρυπτογράφημα, αλλά και τον αποκωδικοποιητή, όσον αφορά την πολιτικο-κοινωνική και ιστορική ανάλυση της ανθρωπόκαινου εποχής που διανύουμε. Στη ‘σκιά’ της φιγούρας αυτής θα αναλυθεί η σημερινή εικόνα του αστικού, τουριστικού εν προκειμένω, τοπίου της πόλης του Ρεθύμνου. Το αστικό τοπίο σήμερα αποτελεί την έκφραση της συλλογικής μνήμης μιας κοινωνίας. Ξεκινώντας από τη γονική εστία το άτομο βιώνει αισθητηριακά και νοητικά την καθημερινότητά του σε σχέση με τους οικείους προς αυτό ανθρώπους και τόπους. Ο εξωτερικός κόσμος, έτσι, δια μέσω ποικίλων ερεθισμάτων και ποιοτήτων εισβάλλει αβίαστα στην υποκειμενικότητα καθορίζοντας υπαρξιακές νοηματοδοτήσεις. Όπως αναφέρει ο Christian Norberg Schultz “η άποψη ότι το τοπίο προσδιορίζει θεμελιώδη υπαρξιακά νοήματα, ή περιεχόμενα, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι οι περισσότεροι άνθρωποι νιώθουν ‘χαμένοι’ όταν πηγαίνουν σε έναν ‘ξένο’ τόπο” (Schultz, 2009, σ. 51). Πώς όμως αντιλαμβάνεται έναν τόπο ο μόνιμος κάτοικος και πώς ο μεταμοντέρνος “Φλανέρ” της εποχιακής βραχύχρονης κατοίκησης; Ή όπως θα αναρωτηθεί και η εικαστικός Αννέτα Σπανουδάκη, “πόσο χρόνο χρειάζεται να σταθεί κανείς σε ένα σημείο για να παρατηρήσει το χώρο γύρω του χωρίς να χαρακτηριστεί τουρίστας, ή απλώς θεατής; Ώρες; Μέρες; Βδομάδες”; (Σπανουδάκη, 2015, σ. 66)
13
37
Πόσο συμπίπτουν οι υποκειμενικότητες των κατοίκων και των σύγχρονων ‘σταφυλάδων’ που διαβιούν, συγκατοικούν υπό μια έννοια για λίγους μήνες κάθε χρόνο στην πόλη του Ρεθύμνου; Σε ποιο πλαίσιο μπορεί να υπάρξει σύγκληση της εμπειρίας του ατόμου που έχει την ευκαιρία να βιώσει κατά τη διάρκεια του ηλιακού έτους την περιοδική αυξομείωση της φιγούρας της σκιάς του σε σχέση με την παροδική παρουσία αυτού που λούζεται από τις σχεδόν κατακόρυφες ακτίνες του καλοκαιρινού ήλιου; Αυτό που θα επιδιωχθεί, στη συνέχεια, μέσω της συγκεκριμένης έρευνας, δε θα είναι η ανάλυση της υποκειμενικότητας των μόνιμων και μη κατοίκων της πόλης του Ρεθύμνου. Παρότι στοιχεία αυτής μπορεί να διαπερνούν το κείμενο, η προσέγγιση που ακολουθείται θα αφορά περισσότερο την περιγραφή και ανάλυση του συνόλου των χαρακτήρων που μέσω του δικού τους, κάθε φορά, ρόλου συμβάλλουν στην διαμόρφωση του αστικού σκηνικού.
ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ 02
14
41
ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ, ΑΣΤΙΚΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΡΗΤΙΚΟ ΧΩΡΟ Όπως διαπιστώσαμε, οι έντονες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ειδικότερα, δε, για τον ελλαδικό χώρο από τις αρχές της δεκαετίας του ‘50, συνέβαλαν καθοριστικά στη δραματική αλλαγή της τοπικής αστικής φυσιογνωμίας. Ως βασικοί συντελεστές προς αυτή την κατεύθυνση εμφανίζονται “η απρόσμενη και απρογραμμάτιστη οικιστική ανάπτυξη” [...] “η παράλληλη ανάπτυξη της βιομηχανίας, του εμπορίου και των συγκοινωνιών, καθώς και η αλματώδης ανάπτυξη του τουρισμού” (Ζήβας, και συν., 1998, σ. 3). Τα παραπάνω φαινόμενα δεν αποτελούν ξεχωριστή, ή ιδιάζουσα περίπτωση της Ελλάδας. Στον ευρύτερο Μεσογειακό χώρο - βασικό πόλο έλξης του διεθνούς τουρισμού - μπορούμε να συναντήσουμε δεκάδες μικρότερα, ή και μεγαλύτερα αστικά, ή ημιαστικά κέντρα στα οποία η επίδραση του τουρισμού είναι εμφανώς ισχυρή. Οι δε αστικοί πυρήνες που είναι ισχυρά συνδεδεμένοι με την ιστορία, εκδηλώνουν εντονότερα αλλαγές στη φυσιογνωμία τους. Εστιάζοντας στο τοπικό επίπεδο, διαπιστώνουμε ότι η μεσοπολεμική Κρήτη σφραγίζεται ανεξίτηλα από την ανταλλαγή των πληθυσμών, την ανάδειξη του μινωικού πολιτισμού και το όραμα του αστικού εκσυγχρονισμού. Στη βάση της ανάπτυξης της εγχώριας τουριστικής ατμομηχανής πόλεις και ύπαιθρος γίνονται άμεσα αποδέκτες της προσπάθειας ευθυγράμμισης της νήσου με την εθνική, αλλά και αργότερα την ευρωπαϊκή πολιτική. “Στην αυγή της μεταπολεμικής Ανασυγκρότησης ο σχεδιασμός του ελληνικού τουρισμού ξετυλίχθηκε προοδευτικά, όντας σημαίνον τμήμα του αμερικανικού Σχεδίου Μάρσαλ” (Αίσωπος Γ. , 2015) Ο πόλεμος, αποτέλεσε τομή όσον αφορά την εξέλιξη του τουριστικού φαινομένου, καθώς οδήγησε σε τολμηρούς σχεδιασμούς, ενώ παράλληλα πολλές κοινωνικές σχέσεις μεταλλάσσονται. “Η δεκαετία του ‘60 θα φέρει στο προσκήνιο τον αρχετυπικό δυισμό της αρχιτεκτονικής μεταξύ παράδοσης και εκμοντερνισμού, τοπικότητας και διεθνισμού” (Κωτσάκη, 2014, σ. 142). Ωστόσο, για την Κρήτη ο διάλογος μεταξύ αρχιτεκτονικής και παρελθόντος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, δεδομένου ότι οι τοπικές αρχαιότητες της δυναστείας του Μίνωα ανακαλύφθηκαν μόλις στις αρχές του 20ου αιώνα, ενώ το νησί ανέκαθεν αποτελούσε τόπο - χωνευτήρι πολιτισμών της λεκάνης της Μεσογείου.
15
43
Την ίδια περίοδο υπό έντονο μεταρρυθμιστικό κλίμα, όσον αφορά τον πολεοδομικό σχεδιασμό και “ενόψει της τουριστικής προοπτικής ανατέθηκε στην Αμερικανική εταιρεία Frank E. Basil η εκπόνηση σχετικής μελέτης” (Λουκάκης & Μωραΐτου, 2014, σ. 55) για πλήθος περιοχών στην μεγαλόνησο. Ωστόσο, λίγο αργότερα, την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας, μέσω αποσπασματικής αναπτυξιακής πολιτικής σηματοδοτείται ρήξη με το παρελθόν. Συνέπεια της πολιτικής αυτής ήταν η καταστροφή σημαντικού τμήματος του ιστορικού αρχιτεκτονικού αποθέματος στο νησί, καθώς και η υπερίσχυση της τουριστικής ανάπτυξης, “μέσω πολιτικών κινήτρων, ένα πρότυπο άναρχης και αντιφατικής πολιτικής που κατατρύχει τις προσπάθειες της χώρας μέχρι σήμερα” (ο.π.).
16
45
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΕΡΙΗΓΗΤΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ Μεταπολεμικά, ο τουρισμός αποτελεί, ίσως, το μεγαλύτερο εγχείρημα οικονομικού και κοινωνικού εκμοντερνισμού της χώρας. Ως αποτέλεσμα είχε την μετατροπή της σύγχρονης Ελλάδας σε ισχυρό τουριστικό προϊόν (Βαρβαρέσος, 2013), με εκατομμύρια τουριστών να την επισκέπτονται ετησίως, λόγω κυρίως της ποικιλομορφίας και του πλούτου των φυσικών της πόρων, αλλά και της μεγάλης πολιτιστικής της κληρονομιάς. Η Ελλάδα στις αρχές του 20ου αιώνα ξεκινά δειλά τη μακροχρόνια σχέση της με τον τουρισμό, δίνοντας έμφαση στην ιστορία και την πολιτιστική της παρακαταθήκη μέσω του περιηγητισμού. Οι ταξιδιωτικές αναφορές από τους δυτικούς περιηγητές που μεταφέρουν μέσω προσωπικών ημερολογίων και δημοσιεύσεων στον ευρωπαϊκό τύπο τις καταγραφές των ταξιδιών τους, εστιάζουν στην λατρεία του ελληνικού τοπίου και δη των μνημειακών του ‘εξάρσεων’. Στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ιδρύεται το γραφείο Ξένων και Εκθέσεων, διάδοχος του οποίου θα αποτελέσει αργότερα ο ΕΟΤ, ενώ τη δεκαετία του ‘30 μέσω μιας για πρώτη φορά κρατικά οργανωμένης εκστρατείας μία σύμπραξη καλλιτεχνών εικονογραφεί πολυτελή έντυπα διαφήμισης τόσο του ιστορικού παρελθόντος, όσο και των φυσικών καλλονών του ελληνικού τοπίου. Το εθνικό τουριστικό προϊόν περνάει έτσι σε μία νέα εποχή, καθώς μέσω των προωθητικών εντύπων γίνεται οικείο και αναγνωρίσιμο πριν την κατανάλωσή του. Ο Β’ παγκόσμιος Πόλεμος μεταπλάθει τόσο τη χώρα, όσο και τη φυσιογνωμία των μεταπολεμικών ταξιδιωτών. Το σχέδιο Μάρσαλ συνδέεται με την επείγουσα αντιμετώπιση των αναγκών του ελληνικού κράτους προσδιορίζοντας παράλληλα βασικές στρατηγικές ως προς την οργάνωση της τουριστικής πολιτικής. Σύμφωνα με τον Π. Τσάρτα, η ανάπτυξη του τουρισμού από το 1950 μέχρι και σήμερα μπορεί να χωριστεί σε τρία στάδια (Τσάρτας, 2010). Το πρώτο στάδιο αφορά την περίοδο 1950-1965, το δεύτερο την περίοδο 1965-1985 και το τρίτο την ανάπτυξή του την περίοδο 1985 έως και το σήμερα. Το πρώτο στάδιο ουσιαστικά αναφέρεται σε μία περίοδο “όπου κυριαρχούσαν αυτόνομοι περιηγητές τουρίστες σε υποτυπώδεις υποδομές και ήταν μια περίοδος βασισμένη στον πολιτιστικό τουρισμό και τον τουρισμό διακοπών” (ο.π.). Οι περισσότεροι τουρίστες επισκέπτονται τόπους αρχαιολογικού ενδιαφέροντος, ενώ περιορίζουν τη βάση τους, σχεδόν αποκλειστικά, στα γεωγραφικά πλαίσια της πρωτεύουσας, καθώς η δυνατότητα πρόσβασης στην υπόλοιπη Ελλάδα, λόγω έλλειψης υποδομών, την περίοδο αυτή ήταν προβληματική. Το 1961 ξεκινά το πρώτο πενταετές πρόγραμμα τουριστικής ανάπτυξης, που στόχο θέτει τον αναπροσανατολισμό
47
των εθνικών προσπαθειών στην ανάδειξη πέραν του μνημειακού πλούτου της προβολής του φυσικού τοπίου της χώρας, μέσω της ανάπτυξης του θαλάσσιου τουρισμού και τη στόχευση σε ευρύτερα οικονομικά στρώματα υποψήφιων επισκεπτών. Στο δεύτερο αναπτυξιακό στάδιο, όπου ο τουρισμός εξελίσσεται σε υπολογίσιμο τομέα της ελληνικής οικονομίας, τίθενται οι βάσεις του οργανωμένου τουρισμού διακοπών. Όσον αφορά τα κίνητρά του η πλάστιγγα γέρνει πλέον προς το μοντέλο της ξεκούρασης και της αναψυχής, με τους τουρίστες να κάνουν στο ενδιάμεσο γρήγορες ξεναγήσεις στον αρχαιολογικό πλούτο της χώρας, έχοντας εκ των προτέρων οργανώσει τις διακοπές τους μέσω πρακτορείων. Η περίοδος παραμονής των αλλοδαπών τουριστών αυξάνεται, γεγονός που επιβάλει τη δημιουργία σύγχρονων υποδομών σε επίπεδο καταλυμάτων, και την οργάνωση διασύνδεσης των τουριστικών προορισμών. Έτσι, μέσω κρατικών επενδύσεων σε υποδομές και επιχειρήσεις, οι τουριστικές περιοχές πολλαπλασιάζονται σε όλη την παραλιακή ζώνη και τη νησιωτική περιφέρεια. Την περίοδο της δικτατορίας η ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα, ωστόσο, γίνεται συστηματικά σε ανορθολογικές επενδύσεις, χωρίς ουσιαστικό αναπτυξιακό χωροταξικό σχεδιασμό. Στο τελευταίο αναπτυξιακό στάδιο παρατηρούμε την κυριαρχία του βιομηχανοποιημένου μαζικού τουρισμού, που συμβάλλει στην εμφάνιση προβλημάτων στον αστικό και περιαστικό χώρο, λόγω της άναρχης ανάπτυξης. Οι τουρίστες εισέρχονται στην χώρα κάνοντας χρήση οικονομικών πτήσεων charter, κατευθυνόμενοι αμεσότερα προς τον τελικό προορισμό τους, με συνέπεια την εν μέρει περιθωριοποίηση της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, που μετατρέπονται σε απλούς σταθμούς και πύλες εισόδου των τουριστικών ροών. Η περίοδος αυτή, στη λογική του διεθνούς ανταγωνισμού, χαρακτηρίζεται από μία συνεχή προσπάθεια αναβάθμισης του τουριστικού προϊόντος, που οδηγεί σε νέες ειδικές, ή εναλλακτικές μορφές τουρισμού. Πλέον, παρατηρείται αύξηση των οργανωμένων, αλλά και αυτόνομων ταξιδιών των Ελλήνων στο εσωτερικό της χώρας, ενώ μετά την ανάληψη των Ολυμπιακών του 2004 η Αθήνα αναγεννάται ως διεθνής τουριστικός προορισμός. Ακολουθεί, ωστόσο, η κρίση στην Ευρώπη με συνέπεια τη μείωση της τουριστικής δαπάνης και τη στροφή των ενδιαφερόμενων προς καταλύματα μεσαίων κατηγοριών και σε self-catering επιλογές. Η μεγάλη αλλαγή θα επέλθει όμως κυρίως λόγω της εμφάνισης νέων μεθόδων οργάνωσης της ταξιδιωτικής εμπειρίας μέσω ηλεκτρονικών πλατφορμών, που θα δώσουν επιπλέον δυνατότητες εξατομικευμένων προσεγγίσεων του τόπου προορισμού.
17
18
49
ΚΡΗΤΗ. ΑΠΟΤΥΠΩΣΕΙΣ ΕΠΙ ΧΑΡΤΟΥ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΓΝΩΡΙΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΠΟ Η Κρήτη έχει μακραίωνη τουριστική ιστορία, φιλοξενώντας αρχικά προσκυνητές κατά το μεσαίωνα και επισκέπτες με ανησυχίες αρχαιολογικού, φυσιοδιφικού, περιηγητικού, οικονομικού και στρατιωτικού ενδιαφέροντος μετά την περίοδο της αναγέννησης (Λουκάκη, 2007, σσ. 394-395). Άμεσο αποτέλεσμα των διερευνητικών αυτών ταξιδιών είναι η παραγωγή χαρακτικών και απεικονίσεων* πλήθους τοποθεσιών που παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον για το σύγχρονο μελετητή του νησιού, καθώς μεταφέρουν πολύτιμες πληροφορίες ,τόσο ως προς ανθρωπογενές, αλλά και το φυσικό περιβάλλον, όσο και
*Από τον 15ο ως τις αρχές του 18ου αιώνα το νησί της Κρήτης χαρτογραφείται σε όλα τα σημαντικά νηολόγια. Στη συνέχεια κατά τη μακρόχρονη πολιορκία του από τους Οθωμανούς παράγονται και διασώζονται πλήθος περιγραφικών κειμένων και εικονογραφήσεις. Έτσι, το 1618 η τοπογραφία και η μορφολογία των περιχώρων του Ρεθύμνου αποτυπώνονται με επιδέξια χρήση του χρώματος στους χάρτες του Fr. Basilicata. Το 1686 ο Γερμανός χαράκτης και ζωγράφος J. von Sandrart ‘αιχμαλωτίζει’ την κινητικότητα των καραβιών στο λιμάνι της πόλης, ενώ ο Olfert Dapper δύο χρόνια μετά στο ιστορικο-γεωγραφικό σύγγραμμά του “Archipel” καταθέτει τη δική του εμπειρία της περιτειχισμένης πόλης, με τη θάλασσα και τη Φορτέτζα να αποτελούν το προσκήνιο της σύνθεσης. Σε λεύκωμα του Φλαμανδού χαράκτη Jacob Deeters του 1690 με απεικονίσεις πόλεων και λιμένων από την Αδριατική θάλασσα ως την Ινδία συναντάμε μία ακόμη προσπάθεια χαρτογράφησης εστιασμένη περισσότερο στην περιοχή του ακρωτηρίου όπου αναπτύσσεται την εποχή αυτή η πόλη του Ρεθύμνου. Την πρώτη ‘ρεαλιστική’ άποψη του Ρεθύμνου από την ακτή στα ανατολικά του εικονογραφεί το 1700 ο Γάλλος γιατρός και βοτανολόγος J.Pitton de Tournefort. Το 1700 ο αυστριακής καταγωγής Franz Wilhelm Sieber είναι ο πρώτος ευρωπαίος ταξιδιώτης που περιηγείται στην Κρήτη και στη συνέχεια παραδίδει πολύτιμες πληροφορίες για την Οθωμανική διοίκηση, την καθημερινότητα των ντόπιων, τις γλωσσικές τοπωνυμικές ιδιαιτερότητες και την πλούσια χλωρίδα του νησιού. Ο Βρετανός οικονομολόγος Robert Pashley, γένος παλαιάς οικογένειας του Γιορκ το 1833 με τη μεσολάβηση του Sir Francis Beaufort, ναύαρχου του αγγλικού πολεμικού ναυτικού ταξιδεύει στην Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και την Κρήτη. Κατά την τετράμηνη παραμονή του στο νησί σε συνεργασία με τοπικούς οδηγούς κατορθώνει την ταύτιση σημαντικών αρχαιολογικών τοποθεσιών, καταγράφει γεωργικές πρακτικές, τοπικά έθιμα και δεισιδαιμονίες. Στο χρονικό του βρίσκουμε πλούσια εικονογράφηση που ζωντανεύει την περιήγησή του. Μία ακόμη άποψη του Ρεθύμνου από τα ανατολικά καθώς και στιγμιότυπα από το ήσυχο τοπίο γύρω από την πόλη δίνει σε ακουαρέλα το 1864 ο Άγγλος συγγραφέας και παραγωγικότατος τοπιογράφος Edward Lear. Ο τελευταίος περιηγητής που συνδύασε ταξιδιωτικό και ερευνητικό βλέμμα ήταν ο Ιταλός αρχαιολόγος Giuseppe Gerola. Στο μνημειώδες τετράτομο έργο του Monumenti Veneti Nell’ isola di Creta του 1905 βρίσκουμε εκτεταμένες αναφορές στα ιδιωτικά και δημόσια μνημεία του Ρεθύμνου. (Βιγγοπούλου, 2014).
19
20
51
ως προς την απόδοσή τους στο χαρτί, βάσει των επιστημονικών, αισθητικών και γεωπολιτικών ενδιαφερόντων της εκάστοτε εποχής (ο.π. σ.239). Οι παρεχόμενες πληροφορίες ποικίλουν, λόγω των διαφορετικών στόχων των συγγραφέων, της διαφορετικής ιστορικής περιόδου στην οποία τοποθετούνται, αλλά και του προσωπικού ύφους του καθένα, Ωστόσο, οι γραφικές αυτές αποδόσεις του Κρητικού τόπου αποτέλεσαν το πρώτα έντυπα και εικονογραφημένα μέσα για την παρουσίαση του νησιού στο ευρύτερο κοινό. Παρότι οι περιοχές των δύο μεγάλων πόλεων του Ηρακλείου και των Χανίων είναι ευνοημένες ως προς την ποσότητα της παρεχόμενης πληροφορίας, πλήθος περιγραφικών κειμένων και εικονογραφήσεις διασώζονται και για την περιοχή του Ρεθύμνου.
21
53
ΡΕΘΥΜΝΟ. Η ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΟΥ ΞΕΝΙΟΥ ΔΙΑ ΓΥΡΙΖΕΙ ΣΕΛΙΔΑ Λίγα μόλις χρόνια πριν την καθολική επέλαση της ψηφιοποιημένης εικονικής τουριστικής εμπειρίας του σήμερα οι ‘συστάσεις’ του ταξιδιώτη με έναν νέο τόπο γινόταν μέσω βιβλιοδετημένων ξεναγών. Θα είχε ενδιαφέρον, λοιπόν, να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του τουριστικού φαινομένου στο Ρέθυμνο ξεκινώντας από την ανάγνωση αποσπάσματος από τον πρώτο τουριστικό οδηγό του Ρεθύμνου, που κυκλοφόρησε το 1967, όταν ο ξενοδοχειακός κλάδος του νησιού ήταν ακόμη στα σπάργανα. “Ο νομός Ρεθύμνης, η περιοχή της ειρηνικής ελιάς με τους γραφικούς κόλπους και τις δαντελωτές ακρογιαλιές του με τους πράσινους λόφους και τα κατάξηρα βουνά είναι ένας υπέροχος τόπος, όπου το μάτι ξεκουράζεται στο γαλάζιο της θάλασσας, στο πράσινο της κρητικής γης και στη γρήγορη εναλλαγή του τοπίου. Από τη μία στροφή του δρόμου στην άλλη η γαλήνια εικόνα με τα αμπέλια, τα περιβόλια, τους ελαιώνες και τους οπωρώνες, με τους απλούς και φιλόπονους δουλευτές της γης, χάνεται και προβάλλει ένα φαράγγι άγριο, σμιλευμένο στο βράχο. Εκεί, ένας σβέλτος και περήφανος βοσκός φυλάγει το κοπάδι του ανάμεσα σε ουρανό και γη, ένα κομμάτι από τη φύση”. [..] “Ταξιδιώτες στο Ρέθυμνο δεν έρχονται πάρα πολλοί. Μπορεί να πει κανείς πως το Ρέθυμνο δεν έκανε καμία προσπάθεια να τους προσελκύσει. Κλεισμένο στον εαυτό του ζει με τις αναμνήσεις ενός παλιού καιρού και διατηρεί με φυσικότητα όλα τα ήθη και έθιμα που άλλες εποχές εδημιούργησαν. Ωστόσο, αρκετοί ξένοι ανακαλύπτουν στην κυριολεξία το Ρέθυμνο. Οι περισσότεροι έρχονται από το Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο, αν και σε πολλούς αρέσει το ήπιο κλίμα του χειμώνα και η φθηνή ζωή του”. (Γιουμπάκης & Τζεκάκης, 1967) Το απόσπασμα αυτό από τις πρώτες σελίδες του τουριστικού οδηγού, μοιάζει να περιγράφει την περιοχή του Ρεθύμνου λίγο πριν γυρίσει σελίδα στην ιστορία της, ‘παρθένα’ - προς το παρόν - και ‘ανέγγιχτη’ από τις ξενικές επιρροές, καθώς αποτελεί άγνωστο ακόμη στίγμα στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη. Μέχρι την στιγμή αυτή τα ξενοδοχεία, υπό τη λογική της περιγραφής ως τέτοιων των οικημάτων που προορίζονταν για την φιλοξενία επισκεπτών - ξένων, ήταν λιγοστά στο Ρέθυμνο. Το πρώτο ξενοδοχείο ύπνου και φαγητού ήταν το ‘Ελευθερία’ του 1899 (Στρατιδάκης, 2014). Στον ίδιο δρόμο στην οδό Τσάρου - νυν Αρκαδίου - συναντάμε λίγο αργότερα το ξενοδοχείο ‘Αρκάδι’. Ενώ σε διαφήμιση του 1911 του ξενοδοχείου “Ακταίον” διαβάζουμε ότι πρόκειται για χώρο φιλοξενίας: “τελείως επιπλωμένον μετ’ αιθούσης καπνιστηρίου και καμαριέρα καθαρή και πρόθυμη” (Εκκεκάκης, 1997).
22
55
Τα ξενοδοχεία της εποχής - απόρροια της άφιξης των ρωσικών στρατευμάτων - δεν πληρούσαν τις συνθήκες των ξενοδοχείων που έχουμε σήμερα στο μυαλό μας, όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά “ο Νομάρχης Ρεθύμνης την 1/6/1904 εκδίδει διαταγή μετά από έλεγχο που έκανε ο αστυνομικός γιατρός και διαπίστωσε ότι υπάρχουν πλήθος παραβάσεις υγιεινής και διατάσσει μέτρα, ώστε να αποκατασταθούν στοιχειωδώς οι όροι υγιεινής”. (Παπαδάκης, 2014) Ακολουθεί τη δεκαετία του ‘20 το ξενοδοχείο “Παράδεισος” (Τσουδερός, 1995, σ. 171), ενώ μετά την απελευθέρωση από τα κατοχικά γερμανικά στρατεύματα κάνουν την εμφάνισή τους τα “Αχίλλειον” του Πελοπίδα Χατζηδάκη, “Των εμπόρων” του Ζωνού, ενώ αργότερα προστέθηκαν και τα ξενοδοχεία “του Ψαρού”, το “Ακροπόλ Παλλάς” των αδελφών Δομαζάκη και το “Βαλαρή”. Οι πρώτοι τουρίστες της δεκαετίας του 50 ήταν οι λεγόμενοι “Παραγγελιοδόχοι”. Έμεναν στα λιγοστά ξενοδοχεία της πόλης καταφθάνοντας τις αρχές κάθε εποχής ως εκπρόσωποι των εμπορικών επιχειρήσεων της Αθήνας και των μεγάλων πόλεων της χώρας. “Η παρουσία τους ήταν πάντα αντιληπτή διότι διέφεραν από τους ντόπιους κυρίως στο ντύσιμο. Κυκλοφορούσαν συνήθως με κουστούμια και πάντοτε με γραβάτα. Στα χέρια τους μετέφεραν μεγάλες παραφουσκωμένες δερμάτινες τσάντες όπου ήταν αποθηκευμένα τα δειγματολόγια των εμπορευμάτων τα οποία διακινούσαν και τα τεφτέρια τους”. (Ποθουλάκης, 2014, σσ. 48-49) Ωστόσο, ως το πρώτο, υπό τη σύγχρονη έννοια, τουριστικό ξενοδοχείο στην παραλία της πόλης λειτούργησε το 1963 το “Ξενία”, μέλος του δικτύου αντίστοιχων εγκαταστάσεων σε όλη την Ελλάδα. Αρχικά με 30 κλίνες και έπειτα από την επέκτασή του το 1966 αποτέλεσε βασικό πυρήνα συγκέντρωσης της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της πόλης (Στρατιδάκης, 2013, σ. 82). Στις αρχές της δεκαετίας του 70 τα ξενοδοχεία στο Ρέθυμνο φτάνουν ‘αισίως’ τα 8 (Αρχοντάκης, 2013, σ. 135). Την περίοδο αυτή συζητιέται η ανάθεση σε γερμανική εταιρεία της δημιουργίας ξενοδοχείου και καζίνου μέσα στο φρούριο της Φορτέτζας, το σπουδαιότερο ίσως μνημείο της πόλης, η οποία, ωστόσο, δε θα προχωρήσει (Παπαδάκης, 2014, σ. 218). Η πατρίδα του Ξένιου Δία τιμώντας τη φιλοξενία ανέπτυξε σημαντικά τον ξενοδοχειακό κλάδο μετά το 1970 και πλέον αποτελεί έναν ώριμο τουριστικό προορισμό. Στα μέσα της δεκαετίας αρχίζουν τη λειτουργία τους οι πρώτες μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες. Κάνοντας ριζική μεταστροφή από το εμπόριο του πρωτογενούς τομέα στον τουρισμό, η ντόπια μεταπρατική τάξη εκμεταλλεύεται την αναξιοποίητη γη, το ιδιωτικό κεφάλαιο, τη δημιουργία των πρώτων βασικών υποδομών μεταφορών, αλλά και τις ιδιαίτερα ευνοϊκές κρατικές ενισχύσεις της περιόδου της επταετίας και επενδύει στη δημιουργία μεγάλων μονάδων, οι οποίες μέσω της συμβολής του αεροδρομίου του Ηρακλείου λειτούργησαν εξαρχής σε διεθνές επίπεδο (Παπαδάκη-Τζεδάκη, 1997).
Μέσω της ενδογενούς τοπικής ανάπτυξης ο τουρισμός από την δεκαετία του 70 και μετά αποτελεί τον πλέον δυναμικό τομέα της οικονομίας με την τοπική κοινωνία να μετασχηματίζεται αργά, αλλά σταθερά, από γεωργική σε τουριστική*. Η ανάπτυξη της τουριστικής βιομηχανίας συνέβαλε δυναμικά στην ανακοπή του μεταναστευτικού ρεύματος τόσο προς άλλες περιοχές της χώρας, όσο και για το εξωτερικό και κυρίως στην παλιννόστηση σημαντικού αριθμού ντόπιων που είχαν μεταναστεύσει τις προηγούμενες δεκαετίες (ΠαπαδάκηΤζεδάκη, 1997, σ. 231). Από τις αρχές της δεκαετίας του 80 ξεκινάει να παρατηρείται αλματώδης ανάπτυξη στον τουριστικό τομέα. Προς την κατεύθυνση αυτή συμβάλλει η οργάνωση ενός διευρυμένου δικτύου εθνικών και επαρχιακών δρόμων σε επίπεδο νησιού, το οποίο αναπτύσσεται με έμφαση στο βόρειο τμήμα του. Την δεκαετία αυτή δρομολογείται και η απευθείας ακτοπλοϊκή σύνδεση του νομού του Ρεθύμνου με τον Πειραιά, καθώς μέχρι τότε η σύνδεση γινόταν μόνο μέσω των λιμένων του Ηρακλείου και της Σούδας των Χανίων, τα οποία και αποτελούν τα κύρια λιμάνια του νησιού. Όσον αφορά την αεροπορική σύνδεση με την Αθήνα, αυτή συνεχίζει να εξυπηρετείται μέσω των τριών αεροδρομίων στο Ηράκλειο, στα Χανιά και στη Σητεία. Φτάνοντας στο σήμερα, ο νομός του Ρεθύμνου χαρακτηρίζεται από έντονη χωρική πόλωση μεταξύ του νότιου και βόρειου τμήματός του, καθώς το δεύτερο αναπτύσεται δυσανάλογα σε σχέση με το πρώτο. Όσον αφορά την ανάπτυξη των τουριστικών δραστηριοτήτων έχουμε την πλειονότητα των επιχειρήσεων, σε ποσοστό που αγγίζει το 80%, να είναι εγκατεστημένες στην πόλη και στην παράκτια έκταση στα ανατολικά αυτής. Η σημερινή τουριστική υποδομή στην Κρήτη μπορεί να εξυπηρετήσει μεγάλο εύρος προτιμήσεων, μέσω ξενοδοχειακών μονάδων όλων των κατηγοριών, μεγάλης και μεσαίας δυναμικότητας, αλλά και μικρότερων ιδιόκτητων οικογενειακών διαμερίσματων ή οργανωμένων κατασκηνώσεων. Ο τουρισμός αποτελεί την κύρια οικονομική δραστηριότητα στην περιοχή, ενώ τα τελευταία χρόνια συνεχίζει να διεισδύει στον αστικό χώρο με νέες μεθόδους μέσω βραχυχρόνιων μισθώσεων διαμερισμάτων και οικιών που μέχρι πρότινος προορίζονταν για τους μόνιμους κατοίκους της πόλης. Στο νησί δραστηριοποιείται συνδυαστικά το τοπικό με το διεθνές κεφάλαιο, με τις εταιρείες της GRECOTEL και την πολυεθνική τουριστική εταιρεία TUI AG να ρυθμίζουν σε μεγάλο ποσοστό την τουριστική δραστηριότητα στον νομό του Ρεθύμνου (Λουκάκη, 2007, σ. 395).
* Ενδιαφέρον παρουσιάζει το σταθερά υψηλό ποσοστό της απασχόλησης στο δήμο Ρεθύμνης, όσον αφορά τον τριτογενή τομέα με 66,05% το 1991 68.66% το 2001 και 65,11% 2011, αλλά και η αντίστοιχα μειούμενη συμμετοχή στον πρωτογενή τομέα παραγωγής με 6,80% 1991 και 5,80% το 2011 η οποία σε νομαρχιακό είναι μεγαλύτερη με 33,10% το 1991 έναντι 14,40% το 2011 (Επιμελητήριο Ρεθύμνης, 2019).
57
Σε ορισμένες περιοχές της Κρήτης η τουριστική δραστηριότητα, δυστυχώς, έχει ήδη οδηγήσει στην υπέρβαση της φέρουσας ικανότητάς τους, με δυσμενή αποτελέσματα για το φυσικό, αλλά και το ανθρωπογενές περιβάλλον (Μελισσουργός & Τσακοπούλου, 2016). Όσον αφορά, δε, στο χαρακτήρα της οργανωμένης τουριστικής φιλοξενίας “μέχρι σήμερα, το σημαντικότερο ποσοτικά τμήμα της τουριστικής αγοράς στην Περιφέρεια Κρήτης αποτελεί ο τουρισμός διακοπών ο οποίος βασίζεται στα 4S (Sea, Sun, Sand, Sex)” (ο.π.). Τα τελευταία χρόνια καθώς παρατηρείται στροφή στις προτιμήσεις των τουριστών σε περισσότερο ενεργητικές μορφές επίσκεψης, ο κλάδος πέραν του μαζικού τουρισμού αναπτύσσει σταδιακά νέες εναλλακτικές. Το σύγχρονο διαδικτυακό προφίλ για την πόλη του Ρεθύμνου περιγράφει έναν προορισμό πασπαρτού, που συνδυάζει στοιχεία ‘άγριας’ φυσικής ομορφιάς, και αγνής κρητικής φιλοξενίας, με την παράδοση και τη μνημειακότητα να αποτελούν βασικό ‘background’ σε κάθε διαφημιστική προσέγγιση. Ένας προορισμός, που λούζεται από το έντονο φως του ελληνικού καλοκαιριού και που το γαλάζιο του ουρανού συναγωνίζεται το μπλε της θάλασσας στο πλάι πολυτελών ταμιευτήρων νερού εξωτικών θερέτρων. Τα τελευταία χρόνια στο παιχνίδι της ‘αποπλάνησης’ και της διεύρυνσης της τουριστικής περιόδου, αλλά και της αύξησης του κομματιού της τουριστικής πίτας, εισέρχονται ετήσιες διοργανώσεις, όπως φεστιβάλ θεάτρου, μουσικής και γιορτές που προωθούν τοπικά προιόντα και την φιλοσοφία της κρητικής διατροφής, η επίδραση των οποίων προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης του πολιτιστικού τουρισμού μένει να κριθεί στο μέλλον.
ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΤΟΠΙΑ ΕΤΕΡΟΤΟΠΊΑΣ 03
23
61
Η ΕΤΕΡΟΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΥ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟΥ, ΕΝΑ ΑΣΤΙΚΟ ΜΩΣΑΪΚΟ ΠΕΡΙΦΡΑΞΕΩΝ Σήμερα, τα ξενοδοχεία στο Ρέθυμνο, όπως και σε πολλές άλλες παράκτιες μεσογειακές πόλεις, είναι συνήθως περίκλειστοι χώροι και χωροχρονικές ενότητες, όπου επικρατεί η παράξενη αίσθηση του να βρίσκεσαι ταυτόχρονα μέσα και έξω. “Ου-τοπ(ι)ακοί παράδεισοι με τροπικά χαρακτηριστικά” (Τερκενλή, 2015, σ. 194). Αποτελούν απομονωμένα καταφύγια, τόπους - τομές στο χρόνο της συνεχούς καθημερινότητας, που παρότι τοποθετούνται εντός, ή στα πέριξ της πόλης και χρησιμοποιούν τα ίδια δομικά υλικά και τεχνικές κατασκευής, λειτουργούν σαν κατώφλια πίσω από τα οποία τόσο ο χρόνος, όσο και ο χώρος έχουν ετεροπικά χαρακτηριστικά. Στη συνέχεια, σε μία προσπάθεια να παρουσιάσουμε την σχέση των υποδομών παραθερισμού και αναψυχής υπό το πρίσμα των αντιθέσεων που αυτά εκφράζουν ως μορφή, αλλά και ως περιεχόμενο στον χωροκάναβο της πόλης του Ρεθύμνου, θα επιχειρήσουμε μία ανάλυση του τουριστικού φαινομένου βάσει των 6 αρχών ετεροτοπίας του Φουκώ. Ο τόπος που εντός του περιγράμματος της εκάστοτε ιδιοκτησίας περιγράφεται ως παραθεριστικός, αποκόπτεται από το τοπικό κοινωνικό γίγνεσθαι και για κάποιους μήνες τον χρόνο μπαίνει σε mode: ‘εξωτική ατμόσφαιρα’, ασχέτως της δεδομένης γεωγραφικής τοποθεσίας. Ή ακόμη κι αν γίνονται προσπάθειες διασύνδεσης με το τοπικό, αυτές αναλώνονται στις κιτς αναπαραστάσεις παραδοσιακών, ή καλύτερα παραδοσιακότροπων διαδικασιών του παρελθόντος, όπου οι κρητικές στολές συνυπάρχουν αρμονικά με αρχαιοελληνικά ιμάτια και φτερωτά σανδάλια προς τέρψη των στερεοτυπικών αντιλήψεων των τουριστών, ή ίσως των γηγενών περί των τουριστών. Οργανώνεται, λοιπόν, ένα φαντασιακό χωρίς ουσιαστικές κοινωνικές και πολιτισμικές ρίζες. Στην προσπάθεια οργάνωσης χώρων υποδοχής του φαντασιακού ο παράκτιος κόσμος μετατρέπεται σε τοπίο - καταναλωτικό προϊόν με φολκλορικά στοιχεία. Οι ετεροτοπίες, σύμφωνα με τον Φουκώ, έχουν διαφορετική κοινωνική λειτουργία κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Έτσι κι εδώ ένας τόπος που στο παρελθόν φιλοξενούσε την παραγωγή, τώρα μετατρέπεται σε τόπο κατανάλωσης. Η καθημερινή ζωή των κατοίκων του παρελθόντος στο Ρέθυμνο απέχει, έτσι, πολύ από την περιοδική κατοίκηση των σύγχρονων επισκεπτών. Μιλάμε επίσης για τοπία ετερότητας, την στιγμή που μπορούν να αντιπαραβάλλονται ασύμβατα χωρικά στοιχεία στον ίδιο χρόνο. Κάμερες και Wi-Fi παράλληλα με ενδυματολογικές επιλογές που παραπέμπουν σε πιο πρίμιτιβ καταστάσεις. Αυτοκινητάκια του γκολφ μεταφέρουν λουόμενους στην παραλία. Κολυμβητικές δεξαμενές, δεξαμενές νερού - πόσιμου μέχρι την στιγμή της χλωρίωσής του - τοποθετούνται λίγα μέτρα από τη θάλασσα σε ένα τόπο το μέλλον του οποίου κατά τα άλλα απειλείται άμεσα από το φαινόμενο της ξηρασίας.
24
63
Ως μικρές παραδεισένιες οάσεις στο όριο, ή εντός του αστικού ιστού, οι ετεροτοπίες των θερέτρων, αντιστρέφουν τις χειμερινές αστικές κατοικήσεις, ενθυλακώνοντας χρονικές ασυνέχειες. Καλοκαιρινές διακοπές. Ο συμβατικός χρόνος διακόπτεται, τόσο ως προς το χρόνο της εργασίας, τον παραγωγικό χρόνο, όσο και ως προς το χρόνο της πόλης. Ο χρόνος που ισχύει στο συμβατικό χώρο της πόλης, εντός των ορίων του ξενοδοχείου σταματά. Μπαίνοντας κανείς είναι σα να εισέρχεται σε ένα προσεκτικά σκηνοθετημένο κόσμο, στον οποίο οι καθημερινές συμβάσεις εξοστρακίζονται. Ένας μικρόκοσμος διαλειμματικής εμπειρίας οργανώνεται προς τιμήν του επισκέπτη. Και η αστική καθημερινότητα διακόπτεται παράλληλα. Η πόλη αλλάζει όψη, ‘φοράει τα γιορτινά’ της και χορεύει στους ρυθμούς της εισαγόμενης ευδαιμονίας. Παραμερίζοντας ζητήματα και διαφορές, ο τοπικός πληθυσμός και σύσσωμες οι τοπικές πολιτικές δυνάμεις ακολουθούν παρτιτούρες με ύμνους στην πατροπαράδοτη φιλοξενία - ευχή και κατάρα - αυτού του τόπου. Ο διαχωρισμός από τον έξω κόσμο είναι ξεκάθαρος, καθώς η πρόσβαση στα ξενο-δοχεία είναι ελεγχόμενη. Οι μικροί αυτοί επίγειοι παράδεισοι και ονειρικοί προορισμοί δεν απευθύνονται σε όσους δεν πληρώσουν το απαραίτητο αντίτιμο για την εισαγωγή τους. Ωστόσο, ο ηθελημένος περιορισμός στην προσβασιμότητα είναι βασικό χαρακτηριστικό μιας ετεροτοπίας. Ακόμα και ‘τα μπάνια του λαού’* (όπου λαός βλ. ενδημικό είδος) οριοθετούνται, καθώς η αμμουδιά μεταξύ Μαΐου και Οκτωβρίου κατακλύζεται από επιμελώς οργανωμένες συστοιχίες ομπρελών με ασορτί σετ ξαπλώστρες, που απευθύνονται κυρίως στους ενοίκους των ξενοδοχειακών μονάδων, που την περίοδο αυτή νομίμως εκμεταλλεύονται την κατά τ’ άλλα κοινόχρηστη περιοχή του αιγιαλού. Η τελευταία αρχή, που σύμφωνα με τον Φουκώ δίνει έμφαση στις ετεροτοπίες είναι το γεγονός ότι μετεωρίζονται ανάμεσα σε δύο οριακές και αντίθετες καταστάσεις. Οι αντιθέσεις σε επίπεδο κατοίκησης είναι προφανείς. Στην περίπτωσή μας ο ένας πόλος είναι το αστικό τοπίο και ο άλλος η χωροχρονική ασυνέχεια του ξενοδοχείου, ο χειμώνας με το καλοκαίρι, ο παραγωγικός χρόνος απέναντι στον ελεύθερο χρόνο, το καθημερινό στρες σε αντιπαραβολή με την ξεγνοιασιά και την ηρεμία, ο ρεαλισμός κόντρα στο όνειρο.
* Κάποια στιγμή στη δεκαετία του ‘80, όταν ρωτήθηκε ο αείμνηστος Ανδρέας Παπανδρέου κατά πόσο πρόκειται να προκηρύξει εκλογές εντός του καλοκαιριού απάντησε αυθόρμητα: «έ , να μη χαλάσουμε και τα μπάνια του λαού».
25
65
ΑΣΤΙΚΟΣ ΠΟΥΑΝΤΙΓΙΣΜΟΣ Στην περιφέρεια Κρήτης, σύμφωνα με το Ξενοδοχειακό Επιμελητήριο της Ελλάδας, συγκεντρώνεται το 16% του ξενοδοχειακού δυναμικού της χώρας (ΙΤΕΠ, 2019, σελ.15). Στο Ρέθυμνο, ο επισκέπτης έχει την δυνατότητα να διαλέξει από πλήθος προσφερόμενων εναλλακτικών για την διαμονή του. Σαν γήινες ενσαρκώσεις του παραδείσου οι υπαίθριοι χώροι των ξενοδοχείων μοιάζουν με περίκλειστα άλση, ή κήποι σε περίοπτη θέση των όποιων χωροθετείται η πισίνα, ή οι πισίνες. Σε σχέση, δε, με αυτές τις χωρικές υποδομές, τους υδάτινους ποικιλόμορφους υποδοχείς οργανώνεται ο προσανατολισμός του επισκέπτη, καθώς μαζί με τη θάλασσα αποτελούν τις βασικές τοπογραφικές αναφορές του. Οι ιδιαίτερες αυτές υπαίθριες λουτρικές εγκαταστάσεις σε συμβολικό επίπεδο μπορούν να αποδοθούν ως η καρδιά της βαριάς βιομηχανίας της περιοχής. Οι ρευστοί αυτοί υποδοχείς της καταναλωτικής διάθεσης των τουριστών, όπου γύρω και μέσα τους ξοδεύεται ευχάριστα ο ελεύθερός τους χρόνος, έχουν ‘στιγματίσει’ τον χωροκάναβο της πόλης. Με μεγέθη ανάλογα της κατηγορίας, της δυναμικότητας και της θέσης της μονάδας φιλοξενίας* διατάσσονται στον χώρο της πόλης, αλλά και στα περίχωρα αυτού με πυκνότητες που αυξάνονται όσο απομακρυνόμαστε από το κέντρο της. Πόσο νερό άραγε εξατμίζεται κάθε σεζόν από τις κατοπτρικές επιφάνειες των μπλε αυτών πώρων επί του εδάφους; Θα μπορούσε οι πισίνες πέρα από τον ορισμό τους ως ανθρώπινες κατασκευές αποθήκευσης νερού για την ψυχαγωγία των εκάστοτε λουόμενων, ασχέτως της κατά περίπτωση λιγότερο, ή περισσότερο σύνθετης μορφολογία τους να αποτελέσουν καμβά για την συμβολική και εννοιολογική απεικόνιση θεμελιωδών ζητημάτων της εποχής; Το σίγουρο είναι πως η διασπορά των υβριδικών αυτών τόπων αποδεικνύει ότι οι τουριστικές υποδομές έχουν εξελιχθεί σε οικονομικά κέντρα, η έκταση των οποίων αρχίζει να ανταγωνίζεται την ίδια την πόλη την οποία και προοριζόταν να εξυπηρετήσει αρχικά.
* Όσο κατευθυνόμαστε προς τα ανατολικά της παραλίας του Ρεθύμνου οι ξενοδοχειακές μονάδες - τουριστικά συγκροτήματα παίρνουν τη μορφή ‘μικρών οικισμών‘, αναπτύσσονται σε οικοπεδα μεγάλης έκτασης και οι μεγάλες δυναμικότητές τους ευνοούν τη δημιουργία αντίστοιχα μεγάλων σε επιφάνεια κολυμβητικών δεξαμενών. Τα ξενοδοχεία ‘πόλης’ στα πλαίσια της παλιάς και της νέας πόλης, δεν παρουσιάζουν την ίδια δυνατότητα, καθώς τα προσφερόμενα τετραγωνικά είναι σαφώς λιγότερα εντός του πυκνού αστικού ιστού.
26
27
28
29
30
31
32
33
34
35
36
37
38
39
40
41
42
43
44
45
46
47
48
49
ΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ 03
50
51
52
53
54
55
56
57
58
59
60
ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΡΕΘΥΜΝΟ 04
61
105
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ ΑΠΟ ΑΕΡΟΣ, ΕΠΙ ΓΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΘΑΛΑΣΣΗΣ Η προσέγγιση της πόλης του Ρεθύμνου σήμερα γίνεται από αέρος μέσω των αερολιμένων των Χανίων και του Ηρακλείου. Όσον αφορά τις χερσαίες συνδέσεις ο Βόρειος Οδικός Αξονας της Κρήτης (Β.Ο.Α.Κ.) στα βόρεια παράλια του νησιού αποτελεί την βασική αρτηρία διασύνδεσης του Ρεθύμνου με τα μεγάλα αστικά κέντρα των περιφερειακών ενοτήτων των Χανίων, του Ηρακλείου και του Λασιθίου. Η παλιά εθνική οδός μέσω του ανατολικού τμήματός της αποτελεί σύνδεση με την επαρχία Μυλοποτάμου, ενώ μέσω του δυτικού με την επαρχία Αγ. Βασιλείου. Το Ρέθυμνο δεν διαθέτει τακτική ακτοπολοική διασύνδεση για το επιβατικό κοινό με την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι θαλάσσιες συνδέσεις γίνονται μέσω του λιμένα της Σούδας σε απόσταση 60χιλ. προς τα δυτικά, από όπου και εκτελούνται καθημερινά δρομολόγια προς Πειραιά, είτε από το λιμάνι του Ηρακλείου, που απέχει 65χιλ. προς τα ανατολικά από όπου εκτελούνται καθημερινά δρομολόγια προς Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Ρόδο και Σαντορίνη. Στο δυτικό τμήμα του λιμένα του Ρεθύμνου γίνονται φορτοεκφορτώσεις εμπορικών πλοίων, ενώ τόσο στο ανατολικό, όσο και στο δυτικό, δίνεται η δυνατότητα πρόσδεσης κρουαζιερόπλοιων. Στη μαρίνα στα ανατολικά γίνεται λιμενισμός μικρών τουριστικών σκαφών, ενώ στο ενετικό λιμάνι γίνεται λιμενισμός μικρών αλιευτικών σκαφών.
ΠΑΛΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ
ΒΟΡΕΙΟΣ ΟΔΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ ΚΡΗΤΗΣ (Β.Ο.Α.Κ.)
200m
1897-1940
1948
1965 62
107
ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ, Η ΑΚΤΙΝΟΓΡΑΦΙΑ ΜΙΑΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΠΟΛΗΣ “Η μορφή της πόλης είναι πάντα η μορφή μιας εποχής και στη μορφή μιας πόλης συνυπάρχουν πολλές εποχές. Ακόμα και στη διάρκεια της ζωής ενός ανθρώπου η πόλη γύρω του αλλάζει όψη και οι αναφορές σ’ αυτήν δεν είναι πάντα οι ίδιες” (Aldo Rossi, 1991, σ.67). Το Ρέθυμνο αποτελεί μία μεσογειακή πολιτεία με ενδιαφέρουσα ιστορία, την οποία παρακολουθεί πιστά και η αστική διαμόρφωσή της. Οι κατακτητές, που στο παρελθόν άφησαν το στίγμα τους στην περιοχή, αφήνουν στις επόμενες γενιές ως παρακαταθήκη πλήθος αλλαγών και ανακατατάξεων, τόσο σε κοινωνικό - πολιτιστικό, όσο και σε αρχιτεκτονικό - πολεοδομικό επίπεδο. Στη συνέχεια θα παρακολουθήσουμε την πολεοδομική εξέλιξη της πόλης στο χρόνο μέσα από τις εθνικές πολιτικές που περιγράφει το ισχύον κάθε φορά νομοθετικό πλαίσιο. Το ιστορικό κέντρο αποτελεί μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του 40 το κύριο πολεοδομικό συγκρότημα της πόλης. Σε αυτό ο σύγχρονος παρατηρητής μπορεί να διακρίνει τα πολλαπλά επίπεδα των σχεδίων του παρελθόντος, οι αλληλοεπικαλύψεις των οποίων δίνουν τη σύνθεση της εικόνας του σήμερα. Το πρώτο ρυμοτομικό σχέδιο θεσμοθετείται το 1930 (ΦΕΚ228Α 1930) (Δεληγιαννάκης, 2005, σσ. 37-38) στο οποίο λόγω της έντονης πολεοδομικής εξέλιξης που παρουσιάζεται μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο εντάσσονται περιοχές της υφιστάμενης εκτός των τειχών τότε πόλης. Το 1948 βασιλικό διάταγμα (ΦΕΚ62Α 1948) ορίζει το οικοδομικό σύστημα της πόλης ως συνεχές και ως μέγιστο αριθμό ορόφων τους τρεις. Ωστόσο, οι μεγάλες διανοίξεις δρόμων που προβλέπει για την εξυγίανση της παλιάς πόλης δεν υλοποιούνται. Τη δεκαετία του 60 το σχέδιο πόλης επεκτείνεται προς το Νότο. Τους πρώτους μήνες της Στρατιωτικής Δικτατορίας η παλιά πόλη κηρύσσεται “ιστορικός διατηρητέος τόπος” (ΦΕΚ606/13/30/10/67) και λίγα χρόνια αργότερα, το 1971, χτίζεται η πρώτη πολυκατοικία μέσω αντιπαροχής (ο.π. σ.43). Έχει, δε, προηγηθεί η ψήφιση του αναγκαστικού νόμου Α.Ν.395/68, που αυξάνει τους συντελεστές δόμησης, ενώ το φαινόμενο της αστυφιλίας και η οικονομική πρόοδος αρχίζει να ασκεί έντονες πιέσεις. Όσον αφορά τη διαχείριση του αστικού χώρου σε μία προσπάθεια αξιοποίησης του ιστορικού κέντρου το 1973 γίνεται μελέτη από τους Μουτσόπουλο και Ζέρβα για την προστασία και ανάδειξη της παλιάς πόλης (Μουτσόπουλος, και συν., 1973). Το Ρέθυμνο σιγά-σιγά αλλάζει όψη. Διανοίγονται νέοι δρόμοι, κατασκευάζονται έργα κοινωνικής ανασυγκρότησης όπως το νέο Γενικό Νοσοκομείο, το λιμάνι και ο περιφερειακός δρόμος της Φορτέτζας. Τη δεκαετία του 70 το Ρέθυμνο άρχισε να ξεχύνεται προς τα ανατολικά με άξονα το παραλιακό μέτωπο. Με
1986
1986
1988 63
109
προεδρικό διάταγμα του 1978 (ΦΕΚ634Δ) οι συντελεστές δόμησης ανά περιοχή κυμαίνονται από 1,2 έως 1,8, οι επιτρεπόμενοι όροφοι στην παλιά πόλη παραμένουν στο μέγιστο δύο, στην επαφή με την παλιά πόλη ζώνη φτάνουν τους τρεις, ενώ στις υπόλοιπες περιοχές τους τέσσερις. Την ίδια χρονιά η παλιά πόλη ανακηρύσσεται παραδοσιακός οικισμός (ΦΕΚ594Δ 1978). Οι δύο βασικοί παράγοντες που θα δώσουν ώθηση στην ανάπτυξη της πόλης είναι πλέον η ανάπτυξη του τουρισμού και η ίδρυση του Πανεπιστημίου Κρήτης. Γωγραφικοί και δημογραφικοί λόγοι επέβαλαν να λειτουργήσει ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ιδρύμα στο νησί του οποίου “το ιδρυτικό διάταγμα δημοσιεύτηκε το 1973. Έδρα του Πανεπιστημίου ορίστηκε το Ρέθυμνο, όπου αποφασίστηκε να παραμείνει η ενιαία ακόμα τότε Φιλοσοφική Σχολή και να εγκατασταθεί στο Ηράκλειο η Σχολή Θετικών Επιστημών”. (Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2020) Περνώντας στη δεκαετία του 80 οι προσπάθειες πολεοδομικής ανασυγκρότησης ξεκινούν στον ελλαδικό χώρο με την ψήφιση του νόμου 1337/83. Ωστόσο, η εφαρμογή του στο Ρέθυμνο έγινε με δυσκολία, καθώς η ρυμοτόμηση μεγάλων ιδιοκτησιών που προορίζονταν για τουριστική αξιοποίηση ξεσήκωσε τις έντονες αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας. Η αποφυγή του πολιτικού κόστους είχε ως αποτέλεσμα την άναρχη δόμηση των προαστίων στα οποία σήμερα συναντάμε ελλείψεις σε κοινόχρηστους και κοινωφελείς χώρους*. Μετά το προεδρικό διάταγμα του 1985 (ΦΕΚ30Δ/1987), που αναθεωρεί το ρυμοτομικό της παλιάς πόλης και καθιερώνει ειδικούς όρους δόμησης, το 1986 εγκρίνεται με υπουργική απόφαση Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο (ΓΠΣ) (ΦΕΚ453Δ/1986) και ένα χρόνο αργότερα εγκρίνονται Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου (ΖΟΕ) (ΦΕΚ720/1987), (ΦΕΚ394Δ/1989). Μία εικοσαετία αργότερα, το 2013, γίνεται επέκταση και αναθεώρηση του ΓΠΣ (ΦΕΚ 348ΤΑΑΠΘ/2013) και εξετάζεται από τη δημοτική αρχή η μελλοντική επέκταση του σχεδίου πόλεως προς το Νότο με νέο όριο τη Νέα Εθνική Οδό.
* Σύμφωνα με πληροφορίες από την πρώην Διευθύντρια Τεχνικών Υπηρεσιών Ρεθύμνου κα. Γεωργία Κελέκη, η έντονη αντίδραση από τη μεριά των ιδιοκτητών για την εισφορά σε γη ανάγκασε το Δήμο (ο οποίος, παράλληλα, αντιμετώπιζε οικονομική αδυναμία για την καταβολή αποζημιώσεων), να εγκρίνει τροποποιήσεις του σχεδίου πόλης, που μείωναν, ή και εξαφάνιζαν τους κοινόχρηστους χώρους στην περιοχή των επεκτάσεων. Ουσιαστικά, η πολεοδόμηση των ανατολικών προαστίων (εξαιρουμένου τμήματος του οικισμού των Περιβολίων) δεν προχωρά, λόγω της δυσαρέσκειας που προκύπτει στην τοπική κοινωνία από την πρόταση ρυμοτόμησης μεγάλων ιδιοκτησιών, που προορίζονταν για τουριστική αξιοποίηση. Γεγονός που συμβάλει στην άναρχη δόμηση μίας περιοχής, που εξελίσσεται χωρίς κοινόχρηστους χώρους και σε πολλά σημεία χωρίς δρόμους πρόσβασης προς το παραλιακό μέτωπο.
ΡΕΘΥΜΝΟ, ΧΩΡΟΧΡΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΕΚΔΟΧΕΣ 05
ΡΕΘΥΜΝΟ
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
64
ΧΑΝΙΑ
65
66
113
Η ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ ΩΣ ΦΥΛΑΚΑΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΜΝΗΜΟΝΙΚΗΣ ΣΤΡΩΜΑΤΟΓΡΑΦΙΑΣ Το Ρέθυμνο σήμερα δομείται μέσα από το τρίπτυχο των υποδιαιρέσεών του: παλιά πόλη - νέα πόλη - προάστια. Παρακάτω, θα αναλύσουμε την επίδραση των τουριστικών ροών στον αστικό χώρο υπό τη λογική των συγκεκριμένων συστατικών υποκειμένων. Η παλιά πόλη του Ρεθύμνου ως αποτέλεσμα υβριδικής συνένωσης αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής και τοπικής αισθητικής, διατηρεί σε μεγάλο βαθμό αναλλοίωτη την πολεοδομική μορφή της τελευταίας πεντηκονταετίας της ενετοκρατίας. Πρόκειται για το πιο καλοδιατηρημένο αναγεννησιακό μνημειακό σύνολο της χώρας (Λουκάκη, 2007, σ. 355) με αστικές κατοικίες που διατηρούν την κάτοψη των ενετικών παλατιών, εντάσσοντας παράλληλα στην αρχιτεκτονική τους ποικιλία εκφράσεων εναρμονισμένων με τις τοπικές, χωρικές και κλιματικές συνθήκες. Παρατηρώντας κανείς τους χάρτες του Francesco Basilicata από τα τέλη του 19ου αιώνα για τις πόλεις του Ρεθύμνου, των Χανίων και του Ηρακλείου, μπορεί να διαπιστώσει την έντονα τονισμένη ταύτιση των δύο τελευταίων με τη στρατιωτική τους λειτουργία, μέσω ισχυρών φρουριακών διαμορφώσεων, που πλαισιώνουν τον αστικό τους πυρήνα. Το Ρέθυμνο, αντίθετα, “αιωρείται ανάμεσα στις διαλεκτικές σχέσεις πόλη - φρούριο και φύση – πολιτισμός” (ο.π. σ.373). Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας (1646 - 1898) η βασική πολεοδομία της πόλης των ενετικών χρόνων διατηρείται. Ωστόσο, μέσω εκτενών προσθηκών οικοδομικών τετραγώνων στα ανατολικά του φρουρίου της Φορτέτζας και κατά μήκος της αμμουδιάς στα νότια του ενετικού λιμανιού, η πρόσβαση προς τη θάλασσα μειώνεται αισθητά. Παράλληλα, η έως τότε δυτικότροπη πολιτεία αποκτά ηλιακούς και χαμάμ, ενώ στο χαμηλό μέχρι πρότινος ορίζοντά της υψώνονται ραδινοί μιναρέδες (ο.π. σ.375). Μετά το τέλος της τουρκοκρατίας το Ρέθυμνο, όπως περιγράφεται γλαφυρά από τον Παντελή Πρεβελάκη, αποτελεί μία “αρχοντοξεπεσμένη Πολιτεία” (Πρεβελάκης, 2009) που βρίσκεται, δυστυχώς, σε παρακμή. Ακολουθεί η γερμανική κατοχή, όπου οι βομβαρδισμοί, σε σχέση με τις γειτονικές πόλεις των Χανίων και του Ηρακλείου, προκαλούν σαφώς μικρότερης έκτασης καταστροφές στην πόλη (Λουκάκη, 2007). Μέσω των προσπαθειών της τοπικής αυτοδιοίκησης και της συνεχούς συμβολής της αρχαιολογικής υπηρεσίας των τελευταίων δεκαετιών διατηρούνται μνημεία, τόσο της ενετικής, όσο και της μεταγενέστερης οθωμανικής φάσης του οικισμού. Η αντιληπτική εικόνα του μεσαιωνικού πυρήνα, σήμερα οργανώνεται ως ‘την πολιτισμένη αστική νησίδα’ της πόλης· ως το φύλακα της αστικής μνημονικής και μνημειακής στρωματογραφίας της, καθώς συχνά η ερμηνεία του παρελθόντος του Ρεθύμνου γίνεται μέσω εξιδανίκευσης των θεωρήσεων του.
67
115
Η ΠΟΛΗ ΩΣ ΣΚΗΝΙΚΟ Καθώς αλλάζουν οι καιροί, αλλάζουν και οι άνθρωποι. Τα γεμάτα υγρασία πυκνοδομημένα και στενά σοκάκια του ιστορικού κέντρου δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες και τα όνειρα του Ρεθεμνιώτη, ήδη από τα μέσα του προηγούμενου αιώνα. Την αρχή έκαναν οι πιο ευκατάστατοι κάτοικοι μετακινούμενοι σταδιακά προς τη νέα πόλη και τα προάστια αυτής. Κάποιοι πάλι προτίμησαν να προσαρμόσουν τις νέες τους ανάγκες με προσθήκες μπαλκονιών και πανωσήκωματα, εκσυγχρονίζοντας έτσι αυτάρεσκα την ιστορική αισθητική. Ωστόσο, “μαζί με τους κατοίκους της η παλιά πόλη έχασε σιγά-σιγά και πολλές από τις ιστορικές λειτουργίες της. Απέκτησε, όμως, όλο και περισσότερα μπαρ, εστιατόρια, καφετέριες, χρυσοχοεία και κάθε λογής τουριστομάγαζα” [...] “Η παλιά αρχιτεκτονική κληρονομιά αποκτά έτσι νέα αξία”. (Τσαντίλης, 2005) Η εισβολή νέων χρήσεων στο ιστορικό κέντρο των σύγχρονων πόλεων, χρήσεων άμεσα συνδεδεμένων με την ψυχαγωγία και τον τουρισμό είναι, άλλωστε, ένα γνωστό και ως ένα βαθμό αναπόφευκτο φαινόμενο. Έτσι, και στην περίπτωση του Ρεθύμνου, η τουριστική ανάπτυξη - το λάβαρο των προγραμματικών δηλώσεων της αυτοδιοίκησης από την εποχή της διακυβέρνησης της ‘εθνικής επαναστάσεως’ για τη διάσωση και ανάδειξη του ιστορικού πυρήνα της πόλης - πλέον, μέσω της ανεξέλεγκτης εγκατάστασης, της μαζικότητας και της μονολειτουργικότητάς της, υποβιβάζει αυτοκαταστροφικά την παλιά πόλη σε τουριστικό σκηνικό. Μέσω μιας ιδιαίτερης ενδημικής διαδικασίας εξευγενισμού η παλιά πόλη “μετατρέπεται σε θεματικό αρχαιολογικό πάρκο ελεύθερο από αισθητικά ‘δυσάρεστα’ στοιχεία της καθημερινότητας, όπου απομακρύνονται οι πνευματικές λειτουργίες της πόλης, εκδιωκόμενες από υποκατάστατά τους” (Λουκάκη, 2007, σ. 404) στο βωμό της υπερτουριστικοποίησης.
68
117
Όπως αναφέρει ο κοινωνιολόγος Dean MacCannell, οι τουρίστες μετατρέπουν την θέα ενός τόπου σε θέαμα (MacCannell, 1999, σσ. 43-48, 155-160). Οι άλλοτε ιεροί τόποι των απανταχού ιθαγενών αποτελούν την ‘ινσταγκραμική Μέκκα’ των υπερπόντιων επισκεπτών τους. Πλέον, στη λογική της ανατροφοδότησης της ‘τουριστικής ηδονοβλεψίας’, συχνά, στην ατζέντα της προετοιμασίας των τόπων - προορισμών εντάσσεται η εκ των προτέρων οργάνωση φωτογενών σκηνικών, σύμφωνα με τις σύγχρονες τάσεις της διεθνούς βιομηχανίας του τουρισμού. Έτσι, μέσω ειδικά σκηνοθετημένων θεματικών βραδιών υπό την υπόκρουση ποτ-πουρί μουσικών επιλογών, που συνδυάζουν το συρτάκι του Ζορμπά με τον κρητικό πεντοζάλη, ενισχύονται στερεοτυπικά κλισέ περί της αυθεντικής ελληνικότητας και της τοπικής ιδιαιτερότητας*.
* Ενδιαφέρον έχει η περιγραφή του Νίκου Μολδοβανίδη, όσον αφορά τις ‘ελληνικές βραδιές’ σε ξενοδοχείο του Ρεθύμνου την δεκαετία του 80, που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στον τοπικό τύπο. “Οι πρώτες ελληνικές βραδιές που θυμάμαι, εκεί στο 1985, πω πω πέρασαν 35 χρόνια, ήταν σε ρουφ γκάρντεν γνωστού ξενοδοχείου της πόλης μας. Ακόμα είναι γνωστό το Roof Garden του. Ο Τάσος, συμπαθέστατος μπάρμαν τότε, μετά εξελίχθηκε σε ξενοδόχο, είχε όλα τα προσόντα. Καθαρός, ωραία ποτά, αλλά επιπροσθέτως στις ελληνικές βραδιές χόρευε ένα καταπληκτικό ζεϊμπέκικο με φινάλε το σήκωμα του τραπεζιού με τα δόντια. Το χειροκρότημα έπεφτε σύννεφο. Αργότερα εμπλουτίσαμε το χορό με μπλε οινόπνευμα. Χόρευε το ζεϊμπέκικο και του έκαναν ένα κύκλο με το οινόπνευμα βάζοντας φωτιά. Περίπου 3 μπουκαλάκια μπλε οινόπνευμα δημιουργούσαν έναν κύκλο φωτιάς και αντιλαμβάνεστε ότι το κοινό παραληρούσε. Σημειωτέον, ότι το ζεϊμπέκικο ειδικά, αλλά και το χασαποσέρβικο οι τουρίστες το χορεύουν μεν, αλλά σαν τσαλαπετεινοί”. […]”Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας έπρεπε να είναι ο ύμνος τους Ελληνικού τουρισμού. Αυτό μαζί με το Ζορμπά, αλλά και το άγαλμα του Πουλόπουλου ήταν τα τρία τραγούδια που είμαι σίγουρος ότι ακούστηκαν σε όλες τις βραδιές ανά την Ελλάδα. Η Ευδοκία μάλιστα με το μπλε οινόπνευμα ήταν το σήμα κατατεθέν. Μετά αλλάξαμε λίγο και προσθέσαμε και international ρεπερτόριο για να μπορεί η ηλικιωμένη πελατεία να χορεύει και λίγο βαλς ή έστω έναν ταγκό. Αυτή ήταν η εικόνα της διασκέδασης στην ελληνική ξενοδοχεία ως τα μέσα του 90”. (Μολδοβανίδης, 2020)
69
70
71
121
Η ΝΕΑ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΤΟ ‘ΕΝΔΥΜΑ’ ΤΟΥ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΙΣΜΟΥ Το Ρέθυμνο, ως τυπικό παράδειγμα παραθαλάσσιας πόλης κάτω από τις έντονες πιέσεις της αστικοποίησης και της έντονης τουριστικής ανάπτυξης των τελευταίων 50 χρόνων εξελίσσεται δυναμικά εκτός των τειχών του ιστορικού του κέντρου. Ταυτόχρονα, εξίσου δυναμικά, σε μεγάλο τμήμα της παλιάς πόλης ολοένα και εγκαθίστανται επιχειρήσεις στα πλαίσια των λειτουργιών της αναψυχής, του εμπορίου και του τουρισμού με άμεσο αντίκτυπο την υποχώρηση της λειτουργίας της κατοικίας. Στη μορφή της σύγχρονης πόλης μπορεί κανείς να διακρίνει τα αποτυπώματά της σύγχρονης εποχής, ενώ παράλληλα σε αυτή μπορούν να συνυπάρχουν πολλές εποχές του παρελθόντος, ή όπως λέει ο Μάρκο Πόλο “από το κύμα των αναμνήσεων που πάει και έρχεται η πόλη βρέχεται σαν σφουγγάρι και φουσκώνει” (Calvino, 2004, σ. 28). Η όψη του Ρεθύμνου αλλάζει άρδην μετά τη δεκαετία του ‘70, καθώς ξεπηδούν σε μίμηση της πρωτεύουσας οι πρώτες πολυκατοικίες, μέσα σε μία περίοδο που η οικονομία του τόπου έχει αρχίσει να δρέπει τους πρώτους καρπούς από την πρόσφατη ένταξή του στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη. Οι μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες που κάνουν την εμφάνισή τους στην Ανατολική παραλία του Ρεθύμνου θα αποτελέσουν στη συνέχεια αρχιτεκτονικούς φάρους για τη διάχυση μοντερνιστικών και κυρίως μεταμοντέρνων στοιχείων στην τοπική αρχιτεκτονική. Μία πανσπερμία νέων μορφών θα κάνει, έτσι, την εμφάνισή της στον αστικό χώρο. Το μοντέρνο ξενοδοχείο “El Greco” προηγείται και λίγο αργότερα ακολουθεί το “Rithymna”, το οποίο μέσω της μεταμοντέρνας και νεοπαραδοσιακής του αντίληψης “επιδίωξε να προτείνει μία συνολική άποψη αυθεντικότητας και διδακτικής αισθητικής με τη μεταγλωττισμένη μίμηση λαογραφικών και παραδοσιακών στοιχείων τα οποία εισήχθησαν στη μεγάλη έκταση που καταλαμβάνει” (Λουκάκη, 2007, σ. 397). Στοιχεία που συναντάμε τόσο στις όψεις των κτιρίων, όσο και στις επιμέρους τοπιακές διαμορφώσεις που τα πλαισιώνουν. Τη δεκαετία του ‘90 το Ρέθυμνο παρουσιάζει τον μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης στο νησί (ο.π. σ.399), ενώ την περίοδο αυτή τα στοιχεία της μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής διαχέονται στο νέο τμήμα της πόλης. Σύμφωνα με την Α. Β. Λουκάκη μπορούμε πλέον να διαπιστώσουμε δύο μεταμοντέρνες διαλέκτους στο Ρέθυμνο. Η πρώτη συναντάται σε μεγάλο αριθμό τουριστικών καταλυμάτων, αλλά και σε ιδιωτικές κατοικίες στις περιαστικές ζώνες. Χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης μορφοπλαστικής προσέγγισης αποτελούν ο δανεισμός στοιχείων της ενετικής περιόδου, όπως η χρήση τόξων και ο τονισμός των ανοιγμάτων, αλλά συχνά και η
72
123
παράλληλη χρήση τουρκικών στοιχείων όπως τα σαχνισιά. ‘Ετσι, εκφράζεται μία νεοπαραδοσιακή αρχιτεκτονική που πλέον δίνει έμφαση και στη χρήση του χρώματος, στοιχείο, ωστόσο, που δε συναντάμε συχνά στο ιστορικό κέντρο. Η δεύτερη διάλεκτος αναφέρεται στην εξάπλωση μιας “υβριδικής στιλιστικής ομοιογένειας” (Λουκάκη, 2007, σ. 404), στη βάση της μετανεωτερικότητας, στα όρια της νέας πόλης. Συναντάται σε αστικές κτιριακές δομές της νέας πόλης, όπως κατοικίες, κτίρια γραφείων και τουριστικά καταλύματα, στο ισόγειο των οποίων συχνά οργανώνονται χώροι καταστημάτων και αναψυχής, που ‘ξεφυτρώνουν’ κατά μήκος των γραμμικών αναπτύξεων του μαζικού υπεροπτικού τουρισμού της παλιάς και νέας Εθνικής Οδού. Μέσω της χρήσης των υλικών της λεγόμενης σύγχρονης, ‘συμβατικής κατασκευής’, τα κτίρια πλαισιώνονται από μιμήσεις του βενετσιάνικου λεξιλογίου και μεταμοντέρνα στοιχεία, όπως επενδύσεις με εμφανή τούβλα, μίμηση πέτρινης τοιχοποιίας, οδοντωτές διατάξεις υαλότουβλων, αετώματα και στρογγυλά ανοίγματα. Δίνεται, γενικότερα, έμφαση στα περιγράμματα των ανοιγμάτων και των γείσων, ενώ χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό το μέταλλο σε στέγαστρα και προβόλους και το έντονο χρώμα σε ζώνες, ή σε επιλεγμένους όγκους. Διαπιστώνεται έτσι, ότι η αισθητική της τοπικής τουριστικής ανάπτυξης εκφράζεται μέσω μιας ιδιαίτερης “μεταμοντέρνας γλωσσολαλιάς” (ο.π. σ.46) στο Ρέθυμνο. Ωστόσο, για κάθε αρχιτεκτονική φόρμα και για κάθε τοπιακή προοπτική μπορεί να αναζητηθεί, όπως είδαμε, το πλαίσιο των εθνικών αρχών, των κοινωνικών παραμέτρων και των επιχειρημάτων ‘νομιμοποίησης’ και ‘ανήκειν’ των τοπικών παραγόντων που θα τις καθορίσουν. Καθώς, οι αντιπαραθέσεις περί εθνικής και τοπικής ταυτότητας και η αντίληψη περί μνημειακότητας και της σημασίας του πολιτισμού αφορούν καθοριστικούς παράγοντες, όχι μόνο για τη δυναμική χωρική ανάπτυξη του Ρεθύμνου, αλλά και του ευρύτερου δικτύου των σύγχρονων ελληνικών πόλεων. Οι δύο παράλληλες πολεοδομικές διαδικασίες της παραγωγής “μεταμοντέρνου τοπίου στο νέο τμήμα της πόλης” […] “που εκφράζει την κυριαρχούσα τουριστική οικονομία και αφετέρου η παραγωγή μνημειακότητας και ο αστικός εξευγενισμός στην κρητικό-βενετσιάνικη παλιά πόλη” (Λουκάκη, 2001), θα αποτελέσουν σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές διαδικασίες που θα αφήσουν το στίγμα τους στον αστικό χώρο του Ρεθύμνου.
73
74
75
76
Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΜΕ ΤΗΝ ΘΑΛΑΣΣΑ 06
77
ΗΡΑΚΛΕΙΟ
78
ΧΑΝΙΑ
79
ΡΕΘΥΜΝΟ
80
131
ΑΠΟΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΤΙΚΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ Το Ρέθυμνο βρίσκεται σε καίρια θέση των βόρειων παραλίων της Κρήτης ανάμεσα στον Χάνδακα - νυν Ηράκλειο - και τα Χανιά. Οι μεγαλύτερες αυτές πόλεις κατέχουν θέση υποχώρησης με το Ρέθυμνο αντίθετα να διαφοροποιείται γεωγραφικά, εισχωρώντας στο μπλε της θάλασσας. Η σύνδεση του Ρεθύμνου με τη θάλασσα αποτέλεσε διαχρονικά βασικό αναπτυξιακό παράγοντα της πόλης*. Ποια είναι όμως η σχέση των σύγχρονων Ρεθυμνιωτών με το στοιχείο της θάλασσας; Πώς οργανώνεται ο αστικός συντελεστής της κατοικίας** σε σχέση με το αστικό σύνολο στο παραλιακό μέτωπο της πόλης του σήμερα; Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, οι αλλαγές στην αρχιτεκτονική της πόλης επηρέασαν σαφώς την αρχιτεκτονική της κατοικίας μέσω της μίμησης των στυλ των μεγάλων ξενοδοχειακών μονάδων. Ωστόσο, στην περίπτωση του Ρεθύμνου έχει ενδιαφέρον η ανάλυση της χωρικής οργάνωσης της λειτουργίας της κατοικίας στον αστικό και περιαστικό χώρο σε συνάρτηση με την ανεξέλεγκτη ανέγερση τουριστικών καταλυμάτων και την ανταγωνιστική σχέση, που οι δύο αυτές ανεξάρτητες λειτουργίες εκδηλώνουν, όσον αφορά τη θέα και την πρόσβαση στη θάλασσα.
* Την περίοδο των Ενετών το μοντέλο της εξωστρεφούς, ανοιχτής πόλης προς τη θάλασσα ήταν κυρίαρχο. Η οθωμανική κυριαρχία που θα ακολουθήσει, αντιθέτως, σφραγίζει τους δρόμους που οδηγούσαν σε αυτή στα πρότυπα της ανάπτυξης του ισλαμικού χώρου (Στρατιδάκης, 2014, σ. 106). Στη συνέχεια, οι Ρώσοι, επιδιώκουν τον επαναπροσανατολισμό της πόλης προς τη θάλασσα, μέσω πλήθους συμβολικών και πολεοδομικών κινήσεων, όπως τη διάνοιξη δρόμων, τη δημιουργία της προκυμαίας και την επίχωση θαλάσσιου τμήματος για τη δημιουργία παραλιακής πλατείας (Στρατιδάκης, 2013, σσ. 17-18). ** Στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου του Aldo Rossi “Η Αρχιτεκτονική της Πόλης”, ο συγγραφέας αναλύει την περιοχή της κατοικίας, ως αστικό συντελεστή, μέσω παραδειγμάτων πόλεων δύο αντίθετων πόλων - του μεσογειακού χώρου και περιοχών του βορρά - καθώς όπως λέει “η μελέτη του χώρου κατοικίαςμπορεί να είναι μια καλή μέθοδοςγια τη μελέτη της πόλης και αντίστροφα” (Aldo Rossi. 1991).
81
133
Ο κύριος Πάλομαρ στο ομώνυμο διήγημα του Ίταλο Καλβίνο “βλέπει ένα κύμα να ‘ρχεται από μακριά, να μεγαλώνει, να πλησιάζει, να αλλάζει σχήμα και χρώμα, να τυλίγεται στον εαυτό του, να σπάει, να εξαφανίζεται, να αναρρέει” (Calvino, 2007, σ. 17). Αυτή η εικόνα της υδάτινης επιφάνειας με τις αμέτρητες εναλλαγές σε χρωματισμούς κατά τη διάρκεια της ημέρας και τους μαγευτικούς καθρεπτισμούς τα απάνεμα απογεύματα, κυριαρχεί αντιληπτικά στο παραλιακό τοπίο του Ρεθύμνου. Ένα τοπίο, που μέσω των συνεχών κυματισμών και της αέναης κίνησης μεταμορφώνεται συνεχώς. Ο χρόνος εδώ αντικατοπτρίζεται στις εναλλαγές της διάθεσης της θάλασσας, με το ρυθμό να δίνεται από τον συνεχή παφλασμό των κυμάτων της. Ήχος γνώριμος, καθησυχαστικός και ζωογόνος, η ένταση του οποίου προσδιορίζει τόσο τη διάθεση της, όσο και το στίγμα του παρατηρητή της στο χώρο. Το ζήτημα, βέβαια, είναι, ότι αν ο κύριος Πάλομαρ ήταν μόνιμος κάτοικος Ρεθύμνου, πιθανότατα η παρατήρηση των κυματισμών δε θα ήταν εφικτή από το παράθυρο της οικίας του. Στο τοπίο του παραλιακού μετώπου της πόλης δεσπόζει η θάλασσα, ο ουράνιος θόλος και ο ορίζοντας ως απότοκος της ένωσης αυτών των δύο. Ενώ, κατά μήκος της ακτής τρεις είναι οι βασικές ζώνες που επηρεάζουν μέσω της μεταβλητότητάς τους την αντίληψη του χώρου, ανάλογα με την ώρα της ημέρας και την εποχή του έτους. Η αμμουδιά, ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος και οι κτιριακές εγκαταστάσεις στο όριο της πόλης. Η έντονη κινητικότητα του καλοκαιριού δίνει τη θέση της στην αίσθηση της απεραντοσύνης και της αυθεντικής αγριάδας του τοπίου, όταν πια κοντά στο τέλος του φθινοπώρου αποσυρθεί το τουριστικό κύμα και οι μακρινές οπτικές φυγές δε διακόπτονται από ομπρέλες και καθίσματα θαλάσσης. Κατά μήκος της ακτής, εκατέρωθεν του ακρωτηρίου, που φιλοξενεί το φρούριο της Φορτέτζας, ως ψηφίδες του μωσαϊκού των όψεων της πόλης εμφανίζονται πολυκατοικίες, καταστήματα εστίασης, ειδών λαϊκής τέχνης και αναμνηστικών και πλήθος τουριστικά καταλύματα, μια λειτουργία που τα τελευταία χρόνια μέσω της βραχυχρόνιας μίσθωσης καταλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο των μπαλκονιών που ‘βλέπουν’ προς τη θάλασσα. Η παραθαλάσσια επιδερμίδα της πόλης σαφώς ετεροκαθορίζεται από τις ανάγκες και επιθυμίες της διεθνούς τουριστικής βιομηχανίας, που έχει εγκατασταθεί τις τελευταίες δεκαετίες στο νησί. Το τοπίο διαφοροποιείται ως προς την πυκνότητα του δομημένου χώρου και την κλίμακα των κτιρίων, καθώς τα ξενοδοχειακά συγκροτήματα μεγαλώνουν σε όγκο και έκταση όσο πλησιάζουμε στα άκρα του εξωαστικού σχηματισμού.
82
135
Η αλλαγή τις τελευταίες δεκαετίες στον προσανατολισμό της πόλης και στη διαμπερότητα αυτής, όσον αφορά το θαλάσσιο μέτωπο, αποτυπώνεται μέσω του γλαφυρού λόγου της καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Ελένης Καπετανάκη Μπριασούλη, μόνιμου κατοίκου του Ρεθύμνου, σε πρόσφατο άρθρο της στον τοπικό τύπο: “Στην προκυμαία η γενιά μου έκανε βόλτες, έτρωγε πατάτες και έπινε ούζα, ψαράδες μπάλωναν τα δίχτυα και τα κύματα κατάτρωγαν τις πλάκες της, όταν φουρτούνιαζε η θάλασσα και λυσσομανούσε ο βοριάς. Το Ρέθυμνο είχε στραμμένο το πρόσωπό του στη θάλασσα, που το όριζε και το καθόριζε μορφολογικά και λειτουργικά. Τα σπίτια και τα καταστήματα της προκυμαίας ήταν διαμπερή, η πόλη επικοινωνούσε με τη θάλασσα. Θάλασσα και προκυμαία, εμβληματικά στοιχεία και αναπόσπαστα κομμάτια της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής, ζυμώνονταν, ζούσαν και συνομιλούσαν μεταξύ τους, ήταν ένα, το Ρέθυμνο”. (Καπετανάκη - Μπριασούλη, 2020) Τρεις γενιές μετά, η λειτουργία της αναψυχής και οι τουριστικές χρήσεις κυριαρχούν, τόσο στα ισόγεια, όσο και στους ορόφους των κτιρίων της παραλιακής ζώνης, στο κέντρο και στα προάστια του Ρεθύμνου. Οι μόνιμοι κάτοικοι μετατοπίζονται στα μετόπισθεν οικοδομικά τετράγωνα μακριά από τη θαλασσινή αλμύρα. Νέοι ένοικοι, αλλά και ιδιοκτήτες νέμονται την περιοχή, χαράσσοντας το μέλλον της, φέρνοντας μαζί τους νέες αντιλήψεις και πυκνές φυτεύσεις φοινίκων, που σε γραμμική διάταξη συμβάλλουν στην εξωτική εικονογράφηση του κρητικού τουριστικού προορισμού. Η δε παραλιακή οδός, όσο κατευθυνόμαστε προς τα ανατολικά και τα δυτικά όρια του οικισμού απομακρύνεται από τη θάλασσα αφήνοντας ως χωρικό μεσάζοντα και πάλι οικοδομές προσανατολισμένες κυρίως στη φιλοξενία των εποχικών επισκεπτών. Ανά αποστάσεις κάθετοι δρόμοι στα όρια των ιδιοκτησιών αποτελούν τις μοναδικές διόδους εκτόνωσης προς το αμμώδες τμήμα της παραλίας, καθιστώντας την επαφή και τη χρήση της από όλους περισσότερο θεωρητική δυνατότητα, παρά πραγματική επιλογή. Δεδομένου ότι “ο χώρος της κατοικίας είναι ένας αστικός συντελεστής, ο οποίος προέχει στη σύνθεση της πόλης”, καθώς “αποτυπώνει σε κάθε περίοδο τον πολιτισμό και συνθέτει ως μονάδα το σύνολο της πόλης” (Στεφανάκης, 2015, σ. 113), η κατανομή της στον αστικό χώρο του Ρεθύμνου, μέσω της προώθησης εξοστρακιστικών πολιτικών δεν μπορεί παρά να προκαλεί ευρύτερους προβληματισμούς.
83
84
85
86
87
88
89
90
91
92
93
147
ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΔΙΑΧΥΣΗ ΣΤΟ ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΜΕΤΩΠΟ Η πολεοδομική εικόνα που παρουσιάζει σήμερα το Ρέθυμνο αφορά μία παράκτια πόλη, που αναπτύσσεται χωρικά ακολουθώντας γραμμική πορεία μεταξύ των ορίων της θάλασσας προς το βορρά και του Βόρειου Οδικού Άξονα (ΒΟΑΚ) προς το νότο, που αποτελεί τη βασική αρτηρία διασύνδεσης του Ρεθύμνου με τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα των Χανίων, του Ηρακλείου και του Αγ. Νικολάου. Πυκνοδομημένη, σε συνεχές σύστημα δόμησης και με κύρια μορφή στέγασης τις πολυκατοικίες, η νέα πόλη αγκαλιάζει την πολεοδομική ενότητα της παλιάς πόλης, του χωρικού πυρήνα που συγκεντρώνει σε μεγάλο βαθμό τα κέντρα εμπορίου, διοίκησης, πολιτισμού και ψυχαγωγίας. Έκδηλες είναι σαφώς οι διαφοροποιήσεις, τόσο μορφολογικά σε αρχιτεκτονικό επίπεδο, όσο και πολεοδομικά σε επίπεδο ρυμοτομικής οργάνωσης του χώρου, των δύο αυτών περιοχών, με την παλιά πόλη να παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη από τις περιόδους της ενετοκρατίας. Πέραν του ιστορικού πυρήνα, που αποτελεί πόλο έλξης για τους εποχικούς επισκέπτες, ο παράκτιος χώρος δέχεται τις μεγαλύτερες κατεξοχήν πιέσεις του τουριστικού φαινομένου. Στο παρελθόν, οι ακτογραμμές της Κρήτης, για μεγάλες περιόδους υπό την απειλή των πειρατικών επιδρομών ήταν εγκαταλελειμμένες, καθώς ήταν “μέρη επικίνδυνα, στα οποία έρχονταν τρομαγμένοι αγρότες να καλλιεργήσουν τη γη στα γρήγορα και να φύγουν” (Λουκάκη, 2007, σ. 201). Καθώς, όμως, η ιστορία γυρίζει σελίδα, η σύγχρονη ‘εισβολή’ γίνεται από ένα νέο είδος πειρατών με πολύχρωμα πουκάμισα και ποικιλόμορφα σανδάλια. Οι ντόπιοι δεν τρέχουν πλέον να ζητήσουν προστασία στους ορεινούς όγκους του νησιού, αντιθέτως οργανώνουν χώρους υποδοχής για κάθε γούστο και βαλάντιο δίπλα στη θάλασσα. Ως συνέπεια των παραπάνω έχουμε την εντατική και συχνά άναρχη δόμηση της ακτογραμμής του Ρεθύμνου, ένα φαινόμενο, που ωστόσο, αφορά την ευρύτερη παραλιακή ζώνη της Κρήτης. Οι δομές που συναντάμε εδώ είναι μεγάλες, ή μεσαίες τουριστικές μονάδες πλαισιωμένες από αυτόνομες κατασκευές μικρότερων οικογενειακών επιχειρήσεων με τις χαρακτηριστικές χειρόγραφες κατά τις προηγούμενες δεκαετίες και πλέον φωτεινές επιγραφές των Rooms-to-let, Bar και Mini Market. Το μείγμα των τελευταίων δίνει, συνήθως, και το χαρακτήρα της περιοχής, καθώς αποτελούν τον ενδιάμεσο χώρο του ιδιάζοντα αυτο-οργανωμένου δημόσιου χώρου της.
ΠΛΑΤΑΝΙΑΣ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΜΙΣΙΡΙΩΝ ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΠΕΡΙΒΟΛΙΩΝ ΚΟΥΜΠΕΣ
ΠΑΛΙΑ ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ
Β.Ο.Α.Κ.
94
95
149
“Ο παράκτιος χώρος δεν είναι εξαρχής σχεδιασμένος. Προκύπτει από μία οργάνωση του τουριστικού παράγοντα, ο οποίος έκτιζε ανάλογα με τις ανάγκες του, όπου έβρισκε διαθέσιμη γη, ικανοποιώντας τα ποιοτικά στάνταρ για τουριστικές μονάδες εσωτερικά, χωρίς όμως να μπορεί, ούτε και να ενδιαφέρεται να προσδιορίσει και να καθορίσει τον χώρο ανάμεσα στις μονάδες και στα αυτόνομα τουριστικά κτίρια, ο,τι, δηλαδή, ονομάζουμε δημόσιο χώρο της περιοχής”. (Κεφαλογιάννης, 2014, σ. 51) Η πολεοδομική δομή των περιοχών των Περιβολίων, των Μυσσιρίων, του Πλατανιά μέχρι και την Σκαλέτα στα ανατολικά της πόλης, αλλά και της περιοχής του Κουμπέ στα δυτικά, οργανώνεται υποτυπωδώς γύρω από την παράλληλη με την ακτή παλαιά εθνική οδό, που εξυπηρετεί τις βασικές κινήσεις διασύνδεσης με το κέντρο της πόλης και τον ΒΟΑΚ, για τη σύνδεση με το υπόλοιπο νησί. Τα κέντρα των παλαιότερων αυτών οικισμών, οι οποίοι πλέον συνενώνονται μέσω της τουριστικής ανάπτυξης, δεν μπορούν βεβαίως να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των υπερδιογκωμένων πληθυσμών τους κατά την θερινή περίοδο. Κινούμενοι παράλληλα προς την ακτή μπορούμε να ‘διαβάσουμε’ μια γραμμική συνέχεια, ενώ εκατέρωθεν του δρόμου δεν μπορούμε να ορίσουμε ως χώρους αναφοράς δημόσια κτίρια, ή οργανωμένες πλατείες. Τα, δε, στενά πεζοδρόμια αποτελούν το μοναδικό χώρο περιπάτου για τους επισκέπτες που θα αποφασίσουν να βγουν εκτός των τειχών των καταλυμάτων τους. Όπως μπορούμε συνεπώς να διαπιστώσουμε, ο δημόσιος χώρος αποτελεί, στην περίπτωση αυτή, το αρνητικό, το ‘απολειφάδι’, αυτό που έμεινε, δηλαδή, από το σχεδιασμένο ιδιωτικό χώρο των τουριστικών εγκαταστάσεων.
Ο ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΩΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΗ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΑ 07
96
153
ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΚΑΙ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟΙ ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΙ Μετά τη χρεοκοπία του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου στα πλαίσια της ανασυγκρότησης της χώρας και με κονδύλια από το σχέδιο Μάρσαλ, ξεκινάει οργανωμένα η προσπάθεια προώθησης του εθνικού τουριστικού προϊόντος. Το πρόγραμμα του ΕΟΤ για ανέγερση των ξενοδοχείων ‘Ξενία’ αποτελεί την οραματική απάντηση της Ελλάδας σε σχέση με την οργάνωση του λεξιλογίου ενός νέου κτιριακού αποθέματος που προσανατολίζεται στη φιλοξενία και την αναψυχή του διεθνούς κοινού, που προσκαλείται να επισκεφτεί τον τόπο. Ο τουρισμός, ωστόσο, σε περιοχές με αρχαιολογικό πλούτο όπως η Κρήτη αναπόφευκτα συναρτάται με το προϋπάρχον ιστορικό κτιριακό τους απόθεμα. Έτσι, αναζητούνται αρχιτεκτονικές λύσεις, οι οποίες προσαρμοζόμενες στις ιδιαίτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες μπορούν να συνδιαλέγονται πάνω σε ζητήματα αρχιτεκτονικής, πόλης, ιστορίας και μνήμης. Την περίοδο αυτή στον ελλαδικό χώρο, σύμφωνα με τις διεθνείς τάσεις, ξεκινάει η επανάχρηση ιστορικών κελυφών και οργανώνονται μελέτες αστικών αναπλάσεων μέσω της προστασίας και ανάδειξης των ιστορικών κέντρων. Έτσι, η αρχιτεκτονική έκφραση συνεχίζει να τροφοδοτεί τη λαϊκή παράδοση, αλλά πλέον με αναφορά σε δομές που εμφανίζουν χαρακτηριστικά κατάλληλα για την πλαισίωση τουριστικών εγκαταστάσεων (Κωτσάκη, 2014, σ. 150).
97
155
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ ΤΩΝ 60s Όσον αφορά την τουριστική αξιοποίηση του Ρεθύμνου τη δεκαετία του 60 θα αναφερθούμε σε τρεις ξεχωριστές προτάσεις από δύο διαπρεπείς αρχιτέκτονες που μέσω της παράθεσής τους ενσαρκώνουν τις αντιθέσεις στην αρχιτεκτονική αντίληψη της εποχής. Αντιθέσεις επί των θεμάτων της λεγόμενης ‘μεσογειακότητας’, της σχέσης, δηλαδή, της αρχιτεκτονικής με την ιστορία και το φυσικό περιβάλλον ενός τόπου και δη του ελληνικού τοπίου. Η πρώτη κατατίθεται από τον αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτο και αφορά την πολεοδομική μελέτη του Πλακιά στα νότια παράλια του νομού, με στόχο την τουριστική αξιοποίηση της ευρύτερης περιοχής του οικισμού. Βάσει αυτής, ελικοειδής κάλυψη από πλάκες που τοποθετούνται πάνω από το λιμάνι του οικισμού επεκτείνει τα όριά του προς το λόφο, καθώς σε αυτές δομούνται τυπολογίες προκάτ οικιστικών μονάδων. Η πρόταση αποκτά την χαρακτηριστική της κατακορυφότητα μέσω του σχεδιασμού του ξενοδοχείου “Λιακωτά”, δυναμικότητας 1200 κλινών, που οργανώνεται στους απόκρημνους βραχώδεις σχηματισμούς στην άλλη πλευρά του κόλπου. Ο βράχος ως προϋπάρχων φέροντας οργανισμός θα φιλοξενήσει σημειακά αναρτούμενα επί αυτού επίπεδα υποδοχής, στα οποία θα φιλοξενηθούν οι αυτόνομες μονάδες του ξενοδοχειακού συγκροτήματος. ‘Έκτοτε, η ουτοπική μελέτη του Ζενέτου θα αποτελέσει επανειλημμένα θέμα συζήτησης στους αρχιτεκτονικούς κόλπους σε σχέση με τον προτεινόμενο τρόπο διαχείρισης του φυσικού και πολιτιστικού τοπίου της περιοχής. Η πρόταση, που λόγω της ιλιγγιώδους κατακορυφότητάς της θα μπορούσε να περιγραφεί ως φουτουριστική απόδοση των μοναστηριών του Άθω (Φιλιππίδης, 84, σ. 366), θα παραμείνει, ωστόσο, στα χαρτιά. Την ίδια τύχη θα έχει και η μελέτη που γίνεται για τον οικισμό της Αγίας Γαλήνης, που βρίσκεται ομοίως στα νότια παράλια του νομού σε απόσταση 48 χιλιομέτρων προς τα ανατολικά του Πλακιά. Η πρόταση παρουσιάζει αντίστοιχα πρωτοποριακά - και ιδιαιτέρως τεχνολογικά προωθημένα χαρακτηριστικά - καθώς προτείνει την οργάνωση των λειτουργιών του οικιστικού συνόλου πάνω σε οριζόντια επίπεδα - πλάκες οπλισμένου σκυροδέματος - που ακολουθούν τις ισοϋψείς καμπύλες του εδάφους μέσω πολυγωνικών σχηματισμών. Σε πλήρη αντίθεση με την υπερ-μοντέρνα και δυναμική θεώρηση της αρχιτεκτονικής του Τάκη Ζενέτου την ίδια περίοδο ο αρχιτέκτονας Δημήτρης Πικιώνης αναζητά την αρμονική συνύπαρξη του παρόντος με το ιστορικό παρελθόν της πόλης του Ρεθύμνου, στα πλαίσια της μελέτης για την τουριστική αξιοποίηση του εμβληματικού του φρουριακού σχηματισμού στο λόφο του Παλαιόκαστρου. Ο Πικιώνης οραματίζεται ένα έργο πνοής για το Ρέθυμνο, πνευματικού και συμπληρωματικά τουριστικού χαρακτήρα, που προτείνεται να υλοποιηθεί μέσω αναστηλώσεων, αλλά και μέσω κατασκευής νέων κτιρίων.
© ΒΑΡΟΥΞΑΚΗ ΕΛΙΝΑ 2019
98
157
Δίνοντας στο έργο τον τίτλο “κέντρο έλξεως τουριστών” / “ελεγκτικό κέντρο”, εντός της φρουριακής οχύρωσης σχεδιάζει πνευματικό κέντρο, υποστώο με τοιχογραφίες θεματολογίας κρητικού δράματος, υπαίθριο θέατρο, κέντρο χορού / club, αναψυκτήριο, ξενώνες φιλοξενίας διανοουμένων και καλλιτεχνών και υπόγεια W.C. Ως παράλληλα υποστηρικτικά έργα προτείνει την κατασκευή λιμανιού, τη σύνδεση του Ρεθύμνου με τη Φορτέτζα και την κατασκευή πλαζ. Μπορεί σήμερα η πρόταση αυτή να φαντάζει ‘βέβηλη’ σε σχέση με το ιστορικό απόθεμα στο οποίο εντάσεται, ωστόσο, την περίοδο της μελέτης του Πικιώνη, ο ΕΟΤ δεν αντιμετώπιζε τα μεσαιωνικά μνημεία ως αρχαιολογικά μνημεία. Συνεπώς, η προσθήκη νέων κτιρίων με τουριστικό προσανατολισμό δεν ήταν απαγορευτική. Λίγο αργότερα, η θεώρηση αυτή αλλάζει και όλοι οι αρχαιολογικοί χώροι ανακηρύσσονται αρχαιολογικά μνημεία, γεγονός που αποτελεί κύριο λόγο για τη μη υλοποίηση και αυτής της πρότασης (Βαρουξάκη, 2019) και την επί μακρόν παραμονή της στα συρτάρια του αρχείου της Τεχνικής Υπηρεσίας του Δήμου Ρεθύμνης.
99
159
ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΦΟΡΕΑΣ, ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΤΗΤΕΣ Προ της δεκαετίας του ‘60, τόσο το κεντρικό κράτος, όσο και οι ίδιοι οι κάτοικοι της παλιάς πόλης - λόγω της σημαντικής της υποβάθμισης - δε δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το μνημειακό απόθεμά της. Χαρακτηριστικό ως προς αυτή την κατεύθυνση είναι το γεγονός ότι το ρυμοτομικό σχέδιο του 1947 επέβαλε ρυμοτομήσεις των προσόψεων των κτισμάτων της. Οι δημοτικές αρχές, ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας αγωνίζονται δυναμικά, παρά τις αντίξοες συνθήκες, σε τοπικό και εθνικό επίπεδο και εν τέλει πετυχαίνουν την ανακήρυξη της παλιάς πόλης ως προστατευόμενο μνημείο. Παράλληλα, απαγορεύεται για δύο χρόνια η δόμηση εντός των ορίων της, ενώ προωθείται μελέτη για την ανάδειξή της. Γίνονται στη συνέχεια οι πρώτες αναστηλωτικές επεμβάσεις στο φρούριο της Φορτέτζας, που μέχρι τότε ανήκει σε δημόσιους φορείς (ΕΟΤ, ΥΠΠΟ), η οποία έρχεται πλέον στην δικαιοδοσία του δήμου μέσω εξαγοράς και παραχώρησης (Αρχοντάκης, 2013, σ. 138). Η δημοτική αρχή οραματιζόμενη το μέλλον της πόλης, διέγνωσε ότι θα ήταν εποικοδομητικότερη μία συμπληρωματική σχέση με το Ηράκλειο, το γειτονικό νομό στα όρια του οποίου συναντά κανείς μινωικά μνημεία τεράστιας ιστορικής σημασίας, όπως την Κνωσό, τη Φαιστό, και τη Γόρτυνα (Αρχοντάκης, 2013, σ. 147). Έτσι, προωθεί ως κέντρο βάρους, όσον αφορά την ανάδειξη της τοπικής μνημειακότητας, το ήδη ανακηρυγμένο ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο της παλιάς πόλης. Μνημείο που “δεσπόζει σε όλη την Κρήτη στον τομέα των μεσαιωνικών, αναγεννησιακών στοιχείων” (ο.π.) και που ως τρίπτυχο σε συνδυασμό με το ενετικό φρούριο και το ενετικό λιμάνι θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει βασικό πόλο έλξης για την πόλη υπό τη μορφή μιας “αστικής γεωγραφίας μνημειακότητας” (ο.π.). Το Ρέθυμνο, την περίοδο αυτή, λίγο πριν ο τουρισμός αλλάξει για πάντα την πορεία της πόλης στο χρόνο, αποτελεί ένα αποτελματωμένο και άγνωστο στίγμα στον παγκόσμιο χάρτη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο τότε - και επί σειρά ετών - δήμαρχος Ρεθύμνου Δημήτρης Αρχοντάκης “εκείνη την εποχή η πόλη βρισκόταν στο σημείο μηδέν. Θα θυμάμαι πάντα ένα διευθυντή του ΕΟΤ που όταν του συστήθηκα ως δήμαρχος Ρεθύμνης με ρώτησε αν είναι ωραία η Μυτιλήνη. Είχε κάνει σύγχυση Ρεθύμνης - Μηθύμνης. Και έχω ακόμα την ταινία που περιέβαλλε το δελτίο της ΕΛΠΑ που μου έστειλαν με το ταχυδρομείο και έγραφε τη διεύθυνσή μου: Ρέθυμνο, Χανιά Κρήτης. Τόσο γνωστό ήταν το Ρέθυμνο. Ακόμη και σε φορείς που κατά τεκμήριο ήξεραν γεωγραφία”. (ο.π. σ. 135).
100
163
Το πρώτο επιχειρησιακό πρόγραμμα του Δήμου Ρεθύμνης με τίτλο “Ιεράρχησις αναγκών πόλεως Ρεθύμνης” του 1969 προσανατολίζεται ξεκάθαρα προς την τουριστική ανάπτυξη του τόπου. Σε αυτό διαβάζουμε ότι “μέγα μέρος των απαιτούμενων έργων υποδομής είναι δυνατόν να τεθούν εις την ιδιωτικήν πρωτοβουλίαν. Προς την κατεύθυνση αυτήν κατεβλήθη συστηματική προσπάθεια κατά το παρελθόν έτος”. [...] “Δια να κατανικηθή ο δισταγμός των επιχειρηματιών και του κοινού και δια να αρχίση η διαδικασία της τουριστικής αναπτύξης, είναι αναγκαίαν να πραγματοποίηση ο δήμος εν τουλάχιστον σημαντικόν έργον τουριστικής υποδομής. Είναι πιθανόν ότι εντός του 1969 θα καταστή δυνατή η κατασκευή της πλαζ Ρεθύμνης” (ο.π. σ.141). Και κάπως έτσι κατασκευάζεται η πρώτη οργανωμένη πλαζ της Κρήτης και χτίζεται η βάση για τη συνεχή συνεργασία δημοσίου και ιδιωτικού φορέα για την ανάδειξη του Ρεθύμνου σε σύγχρονο τουριστικό κέντρο. Σιγά-σιγά, ειδικά μετά τις μεγάλες ροές από την Κοινότητα, η οικονομία του Ρεθύμνου εκδηλώνει ξεκάθαρα ανοδική πορεία και οι Ρεθεμιώτες ανακτώντας την εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του τόπου τους, σταματούν να αγοράζουν διαμερίσματα στην Αθήνα και ξεκινούν σε διευρυμένη πλέον κοινωνική βάση τις επενδύσεις στον τόπο τους (ο.π.). Ο Δήμος Ρεθύμνης μέσω του οράματος του δημάρχου του προσανατολίζει τους στόχους του πάνω στο αναπτυξιακό δίπολο τουρισμός - πανεπιστήμιο Κρήτης και οργανώνει μεθοδικά τις κινήσεις του προς την κατεύθυνση αυτή. Η τοπική αυτοδιοίκηση του Ρεθύμνου τα χρόνια που ακολουθούν συμβάλλει καθοριστικά στην τριτογενοποίηση της πόλης, στηρίζοντας εμπράκτως την ιδιωτική πρωτοβουλία στο επίπεδο της τουριστικής αναπτυξιακής προσπάθειας. Παράλληλα, όντας σε θέση να αποσπά κονδύλια από το ελληνικό κράτος και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα παίρνει “πρωτοβουλίες για τη διαμόρφωση της αστικής, ιστορικής, μνημονικής και αισθητικής ταυτότητας και για την οικονομική ευρωστία της πόλης”. (Λουκάκη, 2007, σ. 393)
ΣΧΟΛΙΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ
101
165
Οι βλέψεις, ωστόσο, της τοπικής αυτοδιοίκησης και των τοπικών ιδιωτικών παραγόντων δεν ήταν πάντα κοινές. Ως ΄fun fact΄- όπως θα έλεγαν και οι φίλοι μας οι αγγλοσάξονες- ενδιαφέρον θα είχε να αναζητηθούν οι θέσεις που καταλαμβάνουν οι δημόσιες σχολικές μονάδες - ασχέτως επιπέδου εκπαίδευσης - στον πολεοδομικό χάρτη του Ρεθύμνου. Γρήγορα διαπιστώνεται ότι με εξαίρεση των δύο δημοτικών σχολείων που ανεγείρονται προ του 1930 εντός και στο όριο της παλιάς πόλης -το Τούρκικο σχολείο (1796), νυν 1ο δημοτικό και το 3ο δημοτικό (1928) αντίστοιχα - τα υπόλοιπα σχολικά συγκροτήματα της πόλης χωροθετούνται αποκλειστικά σε θέσεις νοτιότερα του βασικού άξονα κυκλοφορίας που την διασχίζει από ανατολή σε δύση. Ουσιαστικά, η παραλιακή ζώνη βορείως του άξονα αυτού προβάλλει σθεναρά αντιστάσεις ως προς την τοποθέτηση ‘οχλουσών δραστηριοτήτων’ αυτού του τύπου. Μια οικιστική ζώνη που σύμφωνα με τα επιχειρήματα των τοπικών ιδιωτικών παραγόντων χαρακτηρίζεται ως τουριστική, εξοστρακίζει κάθε μορφή σχολικής εγκατάστασης. Καθώς, οι επενδυτικές προσπάθειες στον τουριστικό κλάδο και το όραμα του οικονομικού οφέλους, σε κάθε περίπτωση που γίνεται πρόταση για την εξυπηρέτηση των εν λόγω περιοχών σε εκπαιδευτικό επίπεδο, αποτελούν ανασταλτικό παράγοντα για την υλοποίηση των σχεδίων της τοπικής αυτοδιοίκησης*.
* Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της πρότασης για ανέγερση του 14ου δημοτικού σχολείου στην κεντρική και ταχέως αναπτυσσόμενη, τη δεκαετία του ‘80, περιοχή της Καλλιθέας. Όπως διαβάζουμε στα πρακτικά του δημοτικού συμβουλίου στις 22/7/1987 προτείνεται από τις δημοτικές αρχές οικόπεδο έκτασης 7780τ.μ. που βρίσκεται στο οικοδομικό τετράγωνο Ο.Τ.29 για την ανέγερση δημοτικού σχολείου, δεδομένου, ότι ο μαθητικός πληθυσμός της περιοχής δεν είναι δυνατόν να εξυπηρετηθεί από τις υπάρχουσες κτιριακές υποδομές, οι οποίες παρεμπιπτόντως συγκεντρώνονται σε περιοχές βορειότερα της νέας Εθνικής Οδού. Τον επόμενο μήνα του ίδιου έτους, την κατά πλειοψηφία απόφαση του δημοτικού συμβουλίου υπέρ της ανέγερσης του σχολείου (10/87) θα ακολουθήσει ένσταση των τότε ιδιοκτητών της εν λόγω /οικοπεδικής έκτασης (1084/87). Ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιχειρηματολογία των εκπροσώπων της ιδιωτικής εταιρείας που προορίζει το οικόπεδο για τουριστική επένδυση. Ένα από τα βασικά επιχειρήματα αποτελεί η άποψη ότι “η θέση που βρίσκεται το οικόπεδο είναι το κέντρο της τουριστικής περιοχής της πόλεως, ασυμβίβαστο με τη λειτουργία δημοτικού σχολείου, γιατί αφενός μεν θα παρενοχλούνται οι τουρίστες από τις φωνές των παιδιών, αλλά και το σπουδαιότερο η άμεση επαφή των παιδιών με τους τουρίστες θα έχει φοβερή επίδραση στο ήθος, την ηθική και την διαπαιδαγώγηση των παιδιών”, ενώ παρακάτω συνεχίζουν με τη διαπίστωση πως “είναι φανερό ότι το όφελος που θα προκύψει για την πόλη και την εθνική οικονομία είναι τεράστιο”. Αφήνοντας το όφελος για την πόλη να κριθεί από τον ιστορικό του μέλλοντος, σήμερα, στο οικοδομικό τετράγωνο 29, κατά τους καλοκαιρινούς μήνες οι τουρίστες παρενοχλούνται μόνο από τις φωνές των δικών τους παιδιών. Μετά την ένσταση τον χώρο μεταξύ άλλων καταλαμβάνει ξενοδοχειακή μονάδα, γεγονός που καταδεικνύει τις αναπτυξιακές προτεραιότητες σε σχέση με την παραγωγή χώρου στο παραλιακό μέτωπο του Ρεθύμνου. Η σύγκρουση επενδυτών και αυτοδιοίκησης στην περίπτωση αυτή έχει συνεπώς ξεκάθαρο νικητή: Τουρισμός - Εκπαίδευση, 1-0.
ΣΧΕΣΕΙΣ ΔΙΠΟΛΙΚΗΣ ΕΞΑΡΤΗΣΗΣ 08
102
169
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΠΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΦΕΡΟΥΣΑ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ Το Ρέθυμνο είναι μία επαρχιακή πόλη, ο μόνιμος πληθυσμός της οποίας, σύμφωνα με την απογραφή του 2011, ανέρχεται σε 34.300 κατοίκους. Μαζί με αυτούς αν προσθέσουμε τους 10.500 των εγγεγραμμένων φοιτητών του πανεπιστημίου Κρήτης (Πανεπιστήμιο Κρήτης, 2015), που επίσης διαβιούν στο Ρέθυμνο, ο πληθυσμός του Ρεθύμνου αγγίζει τις 44 χιλιάδες, κατά τους χειμερινούς μήνες. Το καλοκαίρι, βέβαια, όπως αναμένεται ο μεγαλύτερος αριθμός των φοιτητών θα επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του. Η δυναμικότητα σε κλίνες των ξενοδοχειακών μονάδων της πόλης - προσεγγιστικά- αγγίζει τις 30.000, ενώ αν συνυπολογιστούν στο νούμερο αυτό και οι προσφερόμενες κλίνες των ενοικιαζόμενων δωματίων, των πολυτελών βιλών και των χώρων υπό καθεστώς βραχυχρόνιας μίσθωσης, το σύνολο των προσφερόμενων κλινών διπλασιάζεται*. Ο παραπάνω υπολογισμός μπορεί να δώσει και πάλι προσεγγιστικά ως δεδομένο ότι την περίοδο της τουριστικής κίνησης του καλοκαιριού ο πληθυσμός αυξάνεται πολλαπλασιαζόμενος με ένα συντελεστή της τάξης του 1.4. Το Ρέθυμνο, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι μία πόλη ακορντεόν. Τι γίνεται όμως κατά την περίοδο της φιλοξενίας όλων αυτών των σύγχρονων ‘περιηγητών’; Πώς μια πόλη που οριακά εξυπηρετεί τον μόνιμο πληθυσμό της, καλείται να ‘προσφέρει τον εαυτό της’ κατά την περίοδο των υψηλότερων θερμοκρασιακών μετρήσεων; Είναι γεγονός, ότι τα τελευταία χρόνια ο προσδιορισμός της χωρητικότητας ενός τουριστικού τόπου απασχολεί σημαντικά την επιστημονική κοινότητα, με στόχο να ελεγχθεί η χωρίς όρια τουριστική ‘ανάπτυξη’ και εκμετάλλευση των φυσικών και πολιτιστικών αγαθών που διαθέτει η κάθε χώρα και η κάθε πόλη, ή οικισμός. Η χωρητικότητα ενός τουριστικού τόπου, ή η φέρουσα ικανότητά του διαμορφώνεται σε σχέση με τους παράγοντες της έντασης των τουριστικών χρήσεων επί αυτού. Παράγοντες όπως η διαχείριση των τοπικών πόρων, η φυσική χωρητικότητα της περιοχής, η περιβαλλοντική επιβάρυνση του τοπικού οικοσυστήματος, αλλά και ο παράγοντας της ψυχολογικής αντοχής που αφορά στο επίπεδο ικανοποίησης των επισκεπτών, λόγω πιθανής συμφόρησης από την υπερβάλλουσα προσφορά. Η, δε, υπερκάλυψη της φέρουσας ικανότητας εκδηλώνεται μέσω της εμφάνισης φαινομένων κορεσμού και κατ’ επέκταση απαξίωσης της τουριστικής περιοχής (Σαράτσης & Πολύζος, 2015).
* Σύμφωνα με προσεγγιστικά στοιχεία της Αντιδημάρχου Πολιτισμού και Τουρισμού του Ρεθύμνου, κας Πέπης Μπιρλιράκη.
103
171
Όπως είδαμε σε προηγούμενη ενότητα, η άναρχη οικοδόμηση και οργάνωση του παραλιακού μετώπου, ιδίως στις περιοχές του ανατολικού ορίου της πόλης, αλλά και η συνεχής επιβολή των επιχειρηματικών ‘θέλω’, τόσο στα πλαίσια της νέας, όσο και της παλιάς πόλης, σε συνδυασμό με την κατακόρυφη πληθυσμιακή αύξηση που εκδηλώνεται την περίοδο του καλοκαιριού, δυστυχώς, οδηγούν την πόλη ολοένα και συχνότερα στα όριά της. Με τον τουρισμό στο Ρέθυμνο να ‘ξεχειλίζει’ τις τελευταίες δεκαετίες προς τους γύρω οικισμούς και εν αναμονή από τον ιστορικό του μέλλοντος της αποτίμησης της περιβαλλοντικής παρέμβασής του στο φυσικό τοπίο, επί του παρόντος, μπορεί εύκολα να διαπιστωθεί η κατά τους θερινούς μήνες έντονη αύξηση των απαιτήσεων πάνω στους περιβαλλοντικούς, αρχαιολογικούς και αρχιτεκτονικούς πόρους της πόλης. Η υφαρμύρωση των παράκτιων υδροφορέων από την υπεράντληση που εντείνεται κατά την τουριστική περίοδο, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά ζητήματα της περιοχής. Συχνό, άλλωστε, είναι και το φαινόμενο της διακοπής παροχής νερού στις περιοχές πέριξ της τουριστικής βόρειας ζώνης τους μήνες αιχμής, καθώς οι ξενοδοχειακές μονάδες με τους παραδείσιους κήπους και την εκτεταμένη χρήση στοιχείων νερού αποδεικνύονται άνισοι υδροβόροι καταναλωτές απέναντι στα τοπικά νοικοκυριά. Ένας τόπος, που σταθερά στο χρόνο διατηρεί, κατά τ’ άλλα, ιερούς δεσμούς με παραδόσεις, ήθη και έθιμα άρρηκτα δεμένα με το φυσικό τοπίο, ο τόπος όπου ο κρηταγενής Δίας δεν είναι αθάνατος, αλλά αναγεννιέται ετήσια ως θεός της βλάστησης (Σακελλαράκης, 1995), διαπιστώνεται ότι πλέον αποθεώνει αβίαστα το σύγχρονο βιοποριστικό πρότυπο του τουριστικού μοντέλου, που καταναλώνει λαίμαργα τα τοπικά ‘φιλέματα’. Έτσι, “μέσα από το αίτημα για αειφορία, η φύση και ο πολιτισμός μετατρέπονται σε κεφάλαιο, αναπαράγονται σκόπιμα και ενσωματώνονται στην εμπορευματική λογική” (Λουκάκη, 2007, σ. 405). Μέσω της ανεξέλεγκτης επενδυτικής δραστηριότητας το τοπίο υποβαθμίζεται, γεγονός που εγείρει θέματα απουσίας προγραμματισμού σε σχέση με το νόημα και το περιεχόμενο της έννοιας της προόδου και της ακόρεστης επιβολής του διεθνούς και του τοπικού κεφαλαίου. Μέσω της εμπορευματοποίησης σχέσεων και αξίων, οδηγούμαστε στο τουριστικό παράδοξο της αυτοκαταστροφής της αντιληπτικής εικόνας του τόπου. “Η πόλη γίνεται τόπος κατανάλωσης, αλλά και πεδίο κατανάλωσης του τόπου” (Lefebvre, 2007, σ. 8). Θυσιάζοντας στο βωμό του υλικού κέρδους τα στοιχεία της αυθεντικότητας και της τοπικής ιδιαιτερότητας, η προσφορά του τοπικού προϊόντος γίνεται προσφορά τουριστικού προϊόντος ‘φασόν’, πανομοιότυπου με αυτό που καταναλώνεται σε πλήθος άλλους παρόμοιους προορισμούς της μεσογειακής λεκάνης. Βέβαια, σύμφωνα με την λαϊκή ρήση “όποιος κατουράει στην θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι”. Εφόσον δεν επέλθουν αλλαγές στην προσέγγιση του ζητήματος, σύντομα, ο σύγχρονος επισκέπτης που στέκεται κριτικά απέναντι στα ισοπεδωτικά χαρακτηριστικά του τουριστικού πακέτου των 4s, θα στρέψει το βλέμμα του προς άλλους προορισμούς. Προς προορισμούς που σέβονται το χώρο και τον τόπο.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
104
175
ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΕΘΛΙΟΥ ΤΟΠΟΥ “Το να αντιλαμβάνεται δεν είναι να βιώνει κανείς μια σειρά εντυπώσεων, που συνοδεύονται από μνήμες ικανές να τις ρυθμίσουν. Είναι να βλέπει, ενώ βρίσκεται μπροστά σε ένα σύνολο δεδομένων, την εγγενή σημασία χωρίς την οποία καμμία επίκληση στην μνήμη δεν θα ήταν δυνατή. Να θυμάται κανείς δεν είναι να εστιάζει τη συνείδησή του σε μία αυτοσυντηρούμενη εικόνα του παρελθόντος, είναι να ορμά βαθιά μέσα στον ορίζοντα του παρελθόντος και να διανύει βήμα, βήμα τα συμπλέγματα των προοπτικών, ώσπου, οι εμπειρίες, που εκείνο συνοψίζει, να απελευθερώνονται στο χρονικό τους πλαίσιο. Να αντιλαμβάνεται κανείς, δεν είναι να θυμάται”. (Maurice, 2005, σ. 26) Στα προηγούμενα κεφάλαια προσπάθησα να κάνω μια πορεία ‘στον’ και ‘προς’ τον τόπο μου. Να μάθω, αφού πρώτα προσπαθήσω να ‘ξε-μάθω’ και να ξανα-μάθω αμέσως μετά. Να ψάξω με κλειστά μάτια να δω αυτά που χρόνια βρίσκονται μπροστά μου, γύρω μου, μέσα μου. Αυτά που δεν τα συνειδητοποιείς καν, που περνάνε απαρατήρητα παρότι στέκονται εκεί, στο πλάι σου. Προσπάθησα να ξανανοίξω έπειτα τα μάτια μου και να δω -κατάματα αυτή τη φορά - τις αφηγήσεις της πολιτείας του Ρεθύμνου. Κοιτώντας όχι μόνο μέσα από τα κείμενα διθυραμβικών περιγραφών του παρελθόντος, αλλά αναζητώντας παράλληλα την α-λήθεια πίσω από αυτές, προσπάθησα να αναθεωρήσω την προσωπική εμπειρία μεσω της δοκιμής των ορίων του εδραιωμένου αξιομνημόνευτου του τόπου μου. Μέσω της επιλογής μιας ιδιαίτερης πολιτισμικής θεώρησης, υπό το πρίσμα, δηλαδή, του αστικού αποτυπώματος της τουριστικής περιοδικής κατοίκησης και με εφαλτήριο τις διάσπαρτες υδάτινες δεξαμενές του πολύχρωμου μωσαϊκού της πόλης του Ρεθύμνου, προσπάθησα να προσεγγίσω εκ νέου, τόσο τις προσωπικές, όσο και τις συλλογικά εδραιωμένες θεωρήσεις γύρω από το “πνεύμα του τόπου” (Schultz, 2009) μου. Το να εξοπλίζεται κανείς με την ετοιμότητα να αποδεχθεί και να αντιμετωπίσει εναλλακτικές προσεγγίσεις παίζει σημαντικό ρόλο σε μία διαρκώς εξελισσόμενη πραγματικότητα που απαιτεί ευελιξία και προσαρμοστικότητα. Τελικά το γύρω μας αλλάζει και απορροφάται από εμάς, ή είμαστε εμείς οι ίδιοι που μεταλλασσόμαστε και αφομοιωνόμαστε από αυτό;
105
177
ΚΑΙ ΤΩΡΑ, ΤΙ; Ο ΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΠΟΛΛΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΑΦΗΓΗΣΗΣ Όπως διαπιστώσαμε, η επέλαση του μαζικού τουρισμού δημιουργεί ασυνέχειες στον αστικό ρυθμό και τη φυσιογνωμία της πόλης του Ρεθύμνου, καθώς η σχεδόν κατά αποκλειστικότητα κατανομή του δημόσιου χώρου στο θέαμα, την εστίαση και την αναψυχή καθιστά την οικονομική του απόδοση, μέγιστο δέλεαρ τόσο για τους ντόπιους, όσο και για τους ξένους επενδυτές. Οι πισίνες που αποτέλεσαν το σημείο εκκίνησης του ταξιδιού μας στο χώρο και το χρόνο της πόλης του Ρεθύμνου, ως τόποι, ως χωροχρονικές αστικές αντιστίξεις αποτελούν τους δείκτες της σύγχρονης πολιτισμικής πολυπλοκότητας και των ειδικών κοινωνικών συνθηκών μέσα στον αστικό ιστό του σήμερα. Σε πρώτο επίπεδο ανάλυσης, οι πισίνες αποτελούν τη χωρική υποδήλωση της εξάπλωσης του τριτογενή τομέα της οικονομίας εντός του αστικού ιστού. Αν θεωρήσουμε ότι ο τουρισμός είναι ο ‘ξενιστής’ στο αστικό σώμα, οι πισίνες υπό μία έννοια αποτελούν τις εστίες της εξάπλωσής του. Ωστόσο, μέσω μιας διαφορετικής ανάγνωσης του τόπου, μιας εκ νέου συλλογικής αναδιατύπωσης των δεδομένων του, όπου οι προτεραιότητες αναθεωρούνται προς όφελος της μελλοντικής συνέχειας της πόλης, οι ετεροτοπικοί αστικοί θύλακες των ξενοδοχειακών υποδομών θα μπορούσαν να αποτελέσουν ενεργούς καταλύτες, μέσω της ενεργοποίησης των οποίων θα μπορούσαν να κινηθούν πρωτότυπες διαδικασίες επανιδιοποίησης της πόλης του Ρεθύμνου. Σύμφωνα με τον Σ. Σταυρίδη “Οι ετεροτοπίες είναι πραγματικοί χώροι, που υπάρχουν σε πραγματικές κοινωνίες και κατοικούνται με τρόπους που παρεκκλίνουν απ’ ο,τι οι κοινωνίες θεωρούν και επιβάλλουν ως κανονικό” (Σταυρίδης, 2018, σ. 106) Παρότι λοιπόν αποτελούν χώρους με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, που τις απομονώνουν από το ευρύτερο σύνολο, παρουσιάζουν ταυτόχρονα και χαρακτηριστικά που τις καθιστούν διαπερατές σε αυτό. Ακριβώς αυτή η ελαστικότητα, τα “ωσμωτικά σύνορα” της αστικής παρουσίας τους θα μπορούσε να να τις καταστήσουν εστίες εξάπλωσης του ‘ιού της αλλαγής’. Οι ετεροτοπίες θα μπορούσε, δηλαδή, να αποτελέσουν το ιδανικό συνθετικό εργαλείο για τη μεταμόρφωση του Ρεθύμνου από πόλη της μονοκουλτούρας της αναψυχής σε πόλη των κοινών. Η αναπτυξιακή διαδικασία στο μέλλον ίσως πάψει να δίνει μεγάλες υποσχέσεις μόνο σε σε ποσοτικό επίπεδο και να σταθεί στοχαστικά απέναντι στην ουσιαστική αξία, τόσο της πολιτιστικής ιστορίας, όσο και της περιβαλλοντικής ιδιαιτερότητας της πόλης. Ίσως έτσι να καλλιεργηθεί μια ανανεωτική προσέγγιση, όσον αφορά την οικειοποίηση του αστικού τοπίου.
Αντλώντας ουσιαστικές ιδέες από την αστική μνημειακότητα, ίσως μπορέσουμε να οραματιστούμε το Ρέθυμνο ως την πόλη - έργο τέχνης του Henry Lefebvre (Lefebvre, 2007, σ. 252), δημιουργώντας δημόσιους χώρους, όπου το ‘λογίζεσθαι’ και το ‘παίζειν’ (Huizinga, 1980) θα καταλαμβάνουν εξίσου τα τετραγωνικά τους. Χώρους ανοιχτούς σε αλληλοσυσχετίσεις και συζητήσεις οι οποίες να αναζητούν το κατάλληλο πλαίσιο για την φιλοξενία τους. Μέσω, έτσι, της ανταλλαγής του βλέμματος στον παρόντα χωρο-χρόνο μπορεί να επιχειρηθεί η απάντηση ερωτημάτων σχετικά με το λόγο των πολλών στο πλαίσιο μιας νέας αστικής αφήγησης, αλλά και σχετικά με τη θέση του πολίτη σε ένα νέο μοντέλο δημιουργίας του σύγχρονου αστικού τοπίου. Άλλωστε, ο αστικός σχεδιασμός είναι μια διαδικασία επί μιας δεδομένης και υπάρχουσας κατάστασης στα πλαίσια μιας κοινότητας με ιδιαίτερες καταβολές και ιδιοσυγκρασία και υπό συνθήκες εργαλείο για την επίτευξη ενός επιθυμητού κοινωνικού μετασχηματισμού (Τερζόγλου, 2009, σ. 235). Μέσω, έτσι, της διερευνητικής συνδιαλλαγής με τον υφιστάμενο κόσμο - με τις δεδομένες πολιτικές και πολιτιστικές συνδηλώσεις - μπορούμε να εξορμήσουμε προς εύρεση νέων ενδεχόμενων, μέσω της αποδοχής και οικειοποίησης του χάους μας, όπως δηλώνει ο αρχιτέκτονας R. Koolhaas. “Έχουμε παραδοθεί στην αισθητική του χάους – του χάους μας. Όμως, με την τεχνική σημασία του όρου χάος είναι αυτό που συμβαίνει όταν τίποτα δεν συμβαίνει. Όχι κάτι που μπορεί να σχεδιάσει, ή να οικειοποιηθεί κανείς. Είναι κάτι που διεισδύει, δεν μπορεί να παραχθεί […] Αν είναι να υπάρξει μια νέα πολεοδομία […] δεν θα είναι μόνο, ή ως επί το πλείστον, ένα επάγγελμα, αλλά ένας τρόπος σκέψης, μια ιδεολογία: η αποδοχή αυτού που υπάρχει. Μέχρι τώρα φτιάχναμε κάστρα στην άμμο, τώρα κολυμπάμε στη θάλασσα που τα παρέσυρε”. (Koolhaas, 1995, σσ. 969, 971) Ο σύγχρονος αστικός χώρος ασχέτως του αν αποτελεί, ή όχι τουριστικό προορισμό, αποτελεί μια πνευματική και κοινωνική μορφή, που διακρίνεται από τα στοιχεία του ταυτοχρονισμού, της συγκέντρωσης και της συνάντησης. Αποτελεί αναφαίρετο ανθρώπινο δικαίωμα, σημείο σύγκλισης διαφορετικών καταστάσεων και σχέσεων, είναι μια ποιότητα που γεννάται από συγκεντρώσεις αντικειμένων, μα κυρίως υποκειμένων σε συνάρτηση με τον χρόνο της επαφής τους. Αποτελεί επίσης αγαθό, που βρίσκεται στην προσωρινή φύλαξή μας και που η δράση μας πιθανώς απειλεί με οριστική καταστροφή. Ο τουρισμός στην αφήγηση που διατρέχει το κείμενο της συγκεκριμένης έρευνας, άλλοτε μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται ως το αίτιο και άλλοτε - στις αμέσως επόμενες παραγράφους - να ενσαρκώνει το αιτιατό. Σίγουρα, πάντως, αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο προσπαθήσαμε να παρακολουθήσουμε τον χρωστήρα της ιστορίας να περιγράφει το ίχνος των ξεχωριστών μεταμορφώσεων της πόλης του Ρεθύμνου. Μέσω μιας αλυσίδας γεγονότων που κορυφώνονται στο παρόν, η ιστορία αυτή μοιάζει περισσότερο να περιγράφει στιγμές κομβικές, σημεία καμπής στον χρόνο, στιγμές ατομικών, αλλά και συλλογικών επιλογών.
179
Στιγμές που καθόρισαν το παρελθόν και το παρόν αυτής της πόλης. Τι γίνεται όμως με το μέλλον της, θα είναι το Ρέθυμνο μία ευτυχισμένη πόλη; Και τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την πόλη και τους κατοίκους της; Την αναζήτηση του “ιδανικού τοπίου και της Αρκαδίας* ως συνθήκης της ανθρώπινης ευδαιμονίας”(Λουκάκη, 2007, σ. 30), μήπως; Ή μήπως όχι; Μία από τις αόρατες πόλεις του συγγραφέα Ίταλο Καλβίνο που περιγράφει στον Κουμπλάι Χαν ο Μάρκο Πόλο, είναι η Ζηνοβία. Προς το τέλος της περιγραφής της ο Μάρκο Πόλο διαπιστώνει ότι “είναι μάταιο να ορίσουμε αν η Ζηνοβία πρέπει να ταξινομηθεί στις ευτυχισμένες, ή τις δυστυχισμένες πόλεις. Δεν είναι σε αυτά τα δύο είδη που έχει νόημα να χωρίζουμε τις πόλεις, μα σε άλλα δύο: εκείνες που συνεχίζουν μέσα από τα χρόνια και τις αλλαγές να δίνουν μορφή στις επιθυμίες και εκείνες στις οποίες οι επιθυμίες, είτε κατορθώνουν να αναιρέσουν την πόλη, είτε να αναιρεθούν οι ίδιες” (Calvino, 2004, σ. 58). Μεταφέροντας τη διαπίστωση αυτή στα δεδομένα του Ρεθύμνου, έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε πώς η νέα γενιά κάτω από τις σημερινές συνθήκες μιας πολύπλευρης, αλλά όχι και απρόσμενης κρίσης θα επιχειρήσει να στερεώσει τα θεμέλια της μελλοντικής πόλης του Ρεθύμνου. Πάνω σε ποιους άξονες και ποιες αρχές θα επιλεχθεί να δομηθεί η σχέση της τουριστικής οργάνωσης των αστικών ποιοτήτων, έτσι ώστε ο τουρισμός -το κατά κάποιους “ιδιότυπα ευτελές υλικό πλήρωσης της μάζας της πόλης” (Τέλλιος, 2011) του σήμερα - να μπορέσει να μετασχηματιστεί σε φέρον στοιχείο του μελλοντικού αστικού οργανισμού; Πώς θα μπορέσει να συνδράμει ουσιαστικά στο όνειρο μιας νέας κατοίκησης;
* Η Αρκαδία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ιδανικού τόπου του ελλαδικού χώρου, η οποία έχει συμβολοποιηθεί μέσω του ομώνυμου μύθου, ως γη αιώνιας ευδαιμονίας, ως παράδεισος. Η εξιδανίκευση αυτή του ελληνικού τοπίου ξεκίνησε τον 16ο αιώνα μέσω της προσπάθειας των ρομαντικών να βρουν τον τόπο που θα τους προσφέρει την πολυπόθητη ‘επιστροφή στη φύση’, στη λογική της πληρότητας και της απλότητας των πρωτόπλαστων (Καπετάνιος, 2013).
106
181
Ο τουρισμός, αποτελεί μία βιομηχανία θετικών ονείρων. Στην περίπτωση του Ρεθύμνου τα όνειρα αυτά στο παρελθόν ξεπέρασαν το πλαίσιο των ενδόμυχων αναζητήσεων ενός εσωτερικού μονόλογου και μεταπήδησαν στο ευρύτερο πλαίσιο των συλλογικών ονείρων. Ίσως, λοιπόν, στο μέλλον, τα όνειρα αυτά να εξελιχθούν στη βάση της ανάπτυξης μίας ουσιαστικής και αμφίδρομης σχέσης. Βάσης όπου ο σύγχρονος ταξιδευτής και ο φιλόξενος ντόπιος, αναγνωρίζοντας την σημασία της βίωσης του χώρου και του τόπου, της οπτικής συγκίνησης, αλλά και της ιστορικής αντήχησής του, θα αποτελέσουν τους συνδημιουργούς μιας νέας αστικής αφήγησης. Ίσως, δε, κάποια στιγμή στο μέλλον, όταν η αυλαία της τουριστικής σεζόν πέσει, οι κενοί τόποι της υποδοχής των επισκεπτών του καλοκαιριού να μεταμορφωθούν σε κοινούς τόπους για την ανασύνθεση νέων αρχειοθετήσεων της μνήμης του κατακερματισμένου σώματος της πόλης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
185
Caillois, R. (2001). Les jeux et les hommes. Τα παιχνίδια και οι άνθρωποι. (Ν. Κούρκουλος, Μεταφρ.) Αθήνα: Εκδόσεις του εικοστού πρώτου. Calvino, I. (2004). Οι Αόρατες Πόλεις. (Χ. Ανταίος, Μεταφρ.) Αθήνα: Καστανιώτη - Εικοστός Αιώνας. Calvino, I. (2007). Η ανάγνωση ενός κύματος. Στο I. Calvino, Πάλομαρ. Αθήνα: Καστανιώτη. Craig, A. (2007). The Bedolina map - An exploratory network analysis. Layers of Perception. Proceedings of the 35th International Conference on Computer Applications and Quantitative Methods in Archaeology, (σσ. 366371). Berlin. Ανάκτηση Μάρτιος 2020, από http://archiv.ub.uni-heidelberg.de/propylaeumdok/512/1/11_04_ alexander_bedolina.pdf De Certeau, M. (1984). The Practice of Everyday Life. (S. Rendall, Μεταφρ.) London: University of California Press. Ανάκτηση Μάιος 2020, από https://monoskop.org/images/2/2a/De_Certeau_Michel_The_Practice_of_ Everyday_Life.pdf Doukakis, E. (2005, June 3). Coastal Vulnerability and Risk Parameters. Ανάκτηση από Ewra.net: https://www. ewra.net/ew/pdf/EW_2005_11-12_01.pdf Huizinga, J. (1980). Homo Ludens, a study of the play element in culture. Boston: Routledge & Kegan Paul Limited. Koolhaas, R. (1995). What Ever Happened to Urbanism. Στο R. Koolhaas, S, M, L, XL (σσ. 959-971). New York: The Monicelli Press. Ανάκτηση Ιούνιος 2020, από https://monoskop.org/File:Koolhaas_Rem_1995_Whatever_ Happened_to_Urbanism.pdf Kress, G., & Van Leeuwen, T. (2006). Reading Images. The Grammar of Visual Design (2η Έκδοση εκδ.). London & New York: Routledge. Lefebvre, H. (2007). Δικαίωμα στην πόλη, χώρος και πολιτική. (Δ. Δημόπουλος , Επιμ., Π. Τουρνικιώτης, & Κ. Λωράν, Μεταφρ.) Αθήνα: Κουκίδα. Lynch, K. (1990). The Image of the City. Massachusetts: M.I.T. Press. MacCannell, D. (1999). The tourist: A New Theory of Leisure Class. Los Angeles: University of California Press. Maurice, M. P. (2005). Phenomenology of perception. Routledge Classics. Ανάκτηση Ιούνιος 2020, από https:// voidnetwork.gr/wp-content/uploads/2016/09/Phenomenology-of-Perception-by-Maurice-Merleau-Ponty.pdf
Ruscha, E. (2013, Σεπτέμβριος 12). Ed Ruscha photography books. (Tateshots, Επιμελητής) Ανάκτηση Μαιος 25, 2020, από youtube.com/watch?v=0xboX5cvlzw Sadler, S. (2005). Archigram: Architecture without architecture. Cambridge: MIT Press. Ανάκτηση Μάιος 2020, από https://monoskop.org/images/f/ff/Sadler_Simon_Archigram_Architecture_without_Architecture.pdf Schultz, C. N. (2009). Genius Loci. Το πνεύμα του τόπου. Μια φαινομενολογία της αρχιτεκτονικής. (Α. Πεχλιβανίδου - Λιακατα, Επιμ., & Μ. Φραγκόπουλος, Μεταφρ.) Αθήνα: Πανεπιστημιακές εκδόσεις. Solnit, R. (2017). A field guide to getting lost. Edinburgh: Canongate Books. Sperling, M. (2017, Φεβρουάριος 4). The pool of Hockney’s pool paintings. Apollo, the international art magazine. Ανάκτηση Ιούνιος 2, 2020, από http://www.apollo-magazine.com/david-hockney-pool-paintings Urry, J., & Larsen, J., (2011). The tourist gaze 3.0. Λονδίνο: Sage. Wunderlich, F. (2008, Φεβρουάριος). Walking and Rhythmicity: Sensing Urban Space. Journal of Urban Design, 13(1), σσ. 125-139. Ανάκτηση Μάιος 2020, από https://discovery.ucl.ac.uk/id/eprint/1314823/1/ Wunderlich_1314823_Walking%20and%20rhythmicity_Matos_edited&proofread1.pdf Αθανασίου, Α. (2016). Η ποιητική της μνήμης, η πολιτική του αξιομνημόνευτου. Σκέψεις με αφορμή το έργο εις το όνομα της Λήδας Παπακωνσταντίνου. Στο Π. Φωκαϊδης, & Α. Χρονάκη (Επιμ.), Θέσεις της μνήμης (σσ. 4757). Αθήνα: Νήσος. Αίσωπος, Γ. (2001). Μια συζήτηση με τον Bernard Tschumi. Στο Γ. Αίσωπος, Η σύγχρονη ελληνική πόλη. Αίσωπος, Γ. (2015). Ο ελληνικός τουρισμός στα πρώτα του βήματα: Τόποι, τοπία και εθνικός εαυτός. Στο Γ. Αίσωπος, Τοπία τουρισμού: Ανακατασκευάζοντας την Ελλάδα (Tourism Landscapes. Remaking Greece). Αθήνα: Δομές. Αρχοντάκης, Δ. (2013). Η γέννηση του ρεθεμνιώτικου τουρισμού. Στο Δ. Αρχοντάκης, Παλιά Πόλη. Από υποβαθμισμένο γκέτο, μοχλός ανάπτυξης του Ρεθύμνου (σσ. 135-167). Ρέθυμνο. Βαρβαρέσος, Σ. (2013). Οικονομική του τουρισμού. Εννοιολογικές,θεωρητικές και μεθολογικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Προπομπός. Βαρουξάκη, Ε. (2019). Ελκτικό κέντρο: η μελέτη Πικιώνη για το φρούριο της Φορτέτζας,. Αθήνα: ΕΜΠ Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών.
187
Βιγγοπούλου, Ι. (2014). TRAVELOGUES Με το βλέμμα των Περιηγητών: Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη. Ανάκτηση από el.travelogues.gr: http://el.travelogues.gr/page.php?view=60 Βόβολης, Θ., & Κονομή, Μ. (2015). Θέμα Ελληνικής εθνικής συμμετοχής PQ 2015. Νέες Χωρικότητες: Παραστατικές τέχνες και υπαίθριος/ανοιχτός χώρος. Ημερίδα: Νέες χωρικότητες. Παραστατικές τέχνες και υπαίθριος/ανοιχτός χώρος (σσ. 12-17). Αθήνα: Ελληνικό Θέατρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Ελλάδος. Γιουμπάκης, Μ., & Τζεκάκης, Μ. (1967). Ρέθυμνο - Τουριστικός οδηγός. Ρέθυμνο. Δεληγιαννάκης, Μ. (2005). Νομός Ρεθύμνου. Χωρικές Παρεμβάσεις. Ρέθυμνο: Καλαϊτζάκης. Εκκεκάκης, Γ. Π. (1997, Αύγουστος 5). Προιστορία των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων στο Ρέθυμνο 1850-1890. Ρεθεμιώτικα Νέα. Επιμελητήριο Ρεθύμνης. (2019). Περίγραμμα αναπτυξιακού προφίλ περιφερειακής ενότητας Ρεθύμνου. Ρέθυμνο: Επιμελητήριο Ρεθύμνης. Ζήβας, Δ. Α., Μαίστρου, Ε., Κελέκης, Σ., Ψύχης, Φ., Παρασκευοπούλου, Α., & Ρήγα, Α. (1998). Ρέθυμνο. Λειτουργική φυσιογνωμία και προστασια της Παλιάς Πόλης. Αθήνα: Ε.Μ.Π. Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Τομέας Αρχιτεκτονικού Σχεδιασμού. Ινστιτούτο Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων ΙΤΕΠ. (2019). Εξελίξεις στα Βασικά Μεγέθη της Ελληνικής Ξενοδοχίας 2019. Ανάκτηση από grhotels. Ξενοδοχειακό επιμελητήριο Ελλάδος: https://www.grhotels.gr/wpcontent/uploads/2020/02/01_Hotel-Performance_Presentation_2019_17feb20_final.pdf Καπετανάκη - Μπριασούλη, Ε. (2020, Άυγουστος 26). Goodnet.gr. Ανάκτηση από Η γενιά της προκυμαίας στέλνει μήνυμα στη γενιά του «αμμώδους τμήματος της χερσαίας ζώνης λιμένος Ρεθύμνου»: https://www. goodnet.gr/blog-reader/i-genia-tis-prokumaias-stelnei-minuma-ti-genia-tou-ammodous-tmimatos-tischersaias-zonis-limenos-rethumnou.html Καπετάνιος, Α. (2013, Δεκέμβριος 18). Το ελληνικό τοπίο. Η εξιδανίκευση του ελληνικού τοπίου. Ανάκτηση από greek Architects.gr: https://www.greekarchitects.gr/site_parts/articles/print.php?article=8266&language=gr Κεφαλογιάννης, Ν. (2014). Τουρισμός και αστική διάχυση στο παράκτιο μέτωπο της βόρειας Κρήτης. Στο Α. Κωστάκη, Κρήτη 1913 -2013. Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία μετά την Ένωση (σσ. 50-53). Χανιά: Πνευματικό Κέντρο Χανίων - ΣΑΔΑΣ. Κύρτσης, Α.-Α. (2015). Ανασυγκρότηση και ο εκμοντερνισμός του τουριστικού βλέμματος. Στο Γ. Αίσωπος,
Α. Νικολοβγένης, & Ε. Οικονόμου (Επιμ.), Τοπία τουρισμού. Ανακατασκευάζοντας την Ελλάδα (Α. Ζαφειρίου, Μεταφρ., σσ. 120-135). Αθήνα: Δομές. Κωτσάκη, Α. (2014). Η ανανέωση της αρχιτεκτονικής | Η συγκρότηση του μοντερνιστικού λεξιλογίου. Στο Α. Κωτσάκη, Κρήτη 1913 - 2013 Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία μετά την Ένωση (σσ. 142-145). Χανιά: Πνευματικό Κέντρο Χανίων - ΣΑΔΑΣ. Λουκάκη, Α. Β. (2001). Μεταμοντερνικές ταυτότητες στο Ρέθυμνο: αναγεννησιακός πολιτισμός και τουριστικές αξιοποιήσεις της μνήμης. Τόπος(17). Ανάκτηση από Academia.edu. Λουκάκη, Α. Β. (2007). Μεσογειακή Πολιτιστική Γεωγραφία και Αισθητική της Ανάπτυξης. Η Περίπτωση του Ρεθύμνου. Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου - Α. Καρδαμίτσα. Λουκάκης, Π., & Μωραΐτου, Ι. Α. (2014). Η πολεοδομική και χωροταξική ‘άνοιξη’ τη δεκαετία του 1960 στην Κρήτη. Στο Α. Κωτσάκη, Κρήτη 1913 - 2013, Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία μετά την Ένωση (σσ. 54 - 58). Χανιά: Πνευματικό Κέντρο Χανίων - ΣΑΔΑΣ. Μαλάγαρη, Α., & Στρατιδάκης, Χ., (1995). Ρέθυμνο. Οδηγός για την πόλη. Αθήνα: Ανάγραμμα ΕΠΕ. Μελισσουργός, Γ., & Τσακοπούλου, Κ. (2016). Ανθρώπινο δυναμικό και τουριστική ανάπτυξη: Η περίπτωση του Ρεθύμνου και της Νάξου. Στο Γ. Μελισσουργός, Κ. Τσακοπούλου, Λ. Λαμπριανίδης, Γ. Καυκαλάς, & Θ. Καλογερέσης (Επιμ.), Χωρική ανάπτυξη και ανθρώπινο δυναμικό. Νέες θεωρητικές προσεγγίσεις και η εφαρμογή τους στην Ελλάδα. Αθήνα: Κριτική. Μολδοβανίδης, Ν. (2020, Ιούλιος 18). Το ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας του ελληνικού τουρισμού: Goodnet.gr. Ανάκτηση από Goodnet.gr: https://www.goodnet.gr/blog-reader/to-zeimpekiko-tis-eudokias-tou-ellinikoutourismou.html Μουτσόπουλος, Ν., Ζέρβας, Γ., Αδαμογιάννης, Ε., Μοροπούλου, Τ., Ροδολάκης, Ν., Γκανούλης, Ι., Πάσχος, Ι. (1973). Μελέτη Προστασίας και Αναδείξεως της Παλαιάς Πόλεως Ρεθύμνης. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Όμηρος. (1978). Ομήρου Οδύσσεια. (Ζ. Σιδέρης, Μεταφρ.) Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων. Ανάκτηση Ιούλιος 2020, από https://www.ebooks4greeks.gr/%ce%bf%ce%bc%ce%b7%cf%81%ce%bf% cf%85-%ce%bf%ce%b4%cf%85%cf%83%cf%83%ce%b5%ce%b9%ce%b1-3 Πανεπιστήμιο Κρήτης. (2015, Φεβρουάριος 25). Πανεπιστήμιο Κρήτης. Στοιχεία και αριθμοί. Ανάκτηση από
189
www.uoc.gr: http://www.uoc.gr/university/elements-numbers/facts-figures.html Παπαδάκης, Χ. Α. (2014). Οίκοι ανοχής στην “πολιτεία της ανοχής”. Ρέθυμνο: Γραφικές Τέχνες Καραγιαννάκη. Παπαδάκη-Τζεδάκη, Σ. (1997). Ενδογενής τουριστική ανάπτυξη στο Ρέθυμνο: Ανάπτυξη, ή Υπανάπτυξη; Μια κοινωνικο-οικονομική και ιστορική προσέγγιση. Σχολή Φιλοσοφική, Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Επιστημών. Τομέας Κοινωνιολογίας. Ρέθυμνο: Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ανάκτηση Μάρτιος 202 0, από http:// thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/11001 Πλάντζος, Δ. (2015). Σκηνές από την ελληνική ετεροτοπία. Στο Γ. Αίσωπος, Α. Νικολοβγενης, & Ε. Οικονόμου (Επιμ.), Τοπία τουρισμού. Ανακατασκευάζοντας την Ελλάδα (Α. Ζαφειρίου, Μεταφρ., σσ. 200-211). Αθήνα: Δομές. Ποθουλάκης, Δ. Π. (2014). Για το Ρέθεμνος που λέγαμε. Ρέθυμνο: Κρητικός Τύπος Κρι-Κρι. Πρεβελάκης, Π. (2009). Το χρονικό μιας πολιτείας. Αθήνα: Εστία. Προυστ, Μ. (2008). Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Η φυλακισμένη (Τόμ. V). (Π. Πούλος, Επιμ., & Π. Ζάννας, Μεταφρ.) Αθήνα: Εστία. Σακελλαράκης, Γ. (1995). Εισαγωγή στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ηράκλειο: Βικελαία Βιβλιοθήκη. Σαράτσης, Γ., & Πολύζος, Σ. (2015). Τουριστική χωρητικότητα και κύκλος ζωής των τουριστικών περιοχών: Η περίπτωση του Ν. Μαγνησίας. Αειχώρος. Κείμενα Πολεοδομίας, Χωροταξίας και Ανάπτυξης(21), σσ. 82-106. Σπανουδάκη, Α. (2015). Νέες Χωρικότητες: Παραστατικές τέχνες και υπαίθριος/ανοιχτός χώρος. Ημερίδα: Νέες χωρικότητες. Παραστατικές τέχνες και υπαίθριος/ανοιχτός χώρος (σσ. 66-67). Αθήνα: Ελληνικό Θέατρο του Διεθνούς Ινστιτούτου Ελλάδος. Σταυρίδης, Σ. (2018). Κοινός χώρος. Η πόλη ως τόπος των κοινών. Αθήνα: Angelus Novus. Στενού, Μ. (2019, Οκτώμβριος 2). Χωρικοί μετασχηματισμοί απο παραθεριστικές πρακτικές: ΤΕΕ ΤΚΜ Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας. Τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας. Ανάκτηση από teetkm.gr: https://www.teetkm.gr/%C F%87%CF%89%CF%81%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%AF-%CE%BC%CE%B5%CF%84%CE%B1%CF%8 3%CF%87%CE%B7%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CE%AF-%CE%B1%CF%80%CF%8C-%CF%80%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%B8%CE%B5%CF%81/ Στεφανάκης, Σ. (2015). Ο αστικός ιστός ως χωρική απεικόνιση της εξουσίας. Η περίπτωση του Ρεθύμνου. Χανιά: Πολυτεχνείο Κρήτης, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών.
Στρατιδάκης, Χ. (2014). 370 Μνημειακά κενά στην ιστορική τοπογραφία του Ρεθύμνου. Ρέθυμνο: Συλλόγος Κατοίκων Παλιάς Πόλης Ρεθύμνου. Στρατιδάκης, Χ. Κ. (2013). Ρέθυμνο και θάλασσα: Μια ιστορική σχέση (1η Έκδοση εκδ.). Ρέθυμνο: Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Ρεθύμνου. Τέλλιος, Α. Δ. (2011). Η χειραφέτηση της πολυκατοικίας. Στο Α. Δ. Τέλλιος, Συνεκδοχές. Αρχιτεκτονική, εικόνα, χωρική αναπαράσταση (σσ. 27-32). Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. Τερζόγλου, I. (2009). Ιδέες του χώρου στον 20ο αιώνα. Αθήνα: Νήσος. Τερκενλή, Θ. (2015). Τουρισμός και τοπίο: Το ιστορικό της Ελλάδος. Στο Γ. Αίσωπος, Α. Νικολοβγενης, & Ε. Οικονόμου (Επιμ.), Τοπία τουρισμού. Ανακατασκευάζοντας την Ελλάδα (Α. Ζαφειρίου, Μεταφρ., σσ. 184-197). Αθήνα: Δομές. Τσαντίλης, Δ. (2005, Ιούνιος). Οικολογική Επιθεώρηση. Μηνιαίο ηλεκτρονικό περιοδικό για τη φύση, το περιβάλλον και την τοπική οικολογία. Ανάκτηση Ιούλιος 2020, από Ρέθυμνο. Το σκηνικό, το χάος και τα προάστια: https://www.oikologos.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=240:0220&catid=78:ci ty&Itemid=231 Τσάρτας, Π. (2010). Ελληνική τουριστική ανάπτυξη. Χαρακτηριστικά, διερευνήσεις, προτάσεις. Αθήνα: Κριτική. Τσουδερός, Γ. Ε. (1995). Αφιέρωμα στην ιστορία της Κρήτης και ειδικότερα του Ρεθύμνου. Ρέθυμνο: Ραδάμανθης. Φιλιππίδης, Δ. (1984). Νεοελληνική Αρχιτεκτονική. Αθήνα: Μέλισσα.
ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΕΙΚΟΝΩΝ
195
01 | Η ΓΡΑΜΜΉ ΑΝΆΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΆΝΩ ΚΑΙ ΤΟ ΚΆΤΩ | κολάζ | Χ.Κελέκη 02 | ΤΟ ΡΈΘΥΜΝΟ ΞΕΤΥΛΊΓΕΤΑΙ ΠΛΆΙ ΣΤΟ ΚΎΜΑ | κολάζ | Χ.Κελέκη 03 | ΈΝΑΣ ΕΛΈΦΑΝΤΑΣ ΜΕ ΜΠΛΕ ΠΙΤΣΊΛΕΣ | κολάζ | Χ.Κελέκη | πηγή υπόβαθρου: https://rethymnohotels.gr/
wp-content/uploads/2018/03/HDR_0002-1.jpg 04 | ΠΑΛΑΤΙΑ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ | κολάζ | Χ.Κελέκη 05 | ΟΔΥΣΣΕΑΣ, Ο ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΥΡΙΣΤΑΣ | κολάζ | Χ.Κελέκη | πηγή υπόβαθρου: https://www.ebooks4greeks.gr/
wp-content/uploads/2019/01/%CE%9F%CE%BC%CE%B7%CF%81%CE%BF%CF%85-%CE%9F%CE%B4%CF %85%CF%83%CF%83%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CE%91-%CE%A9.jpg 06 | Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥ GRAND TOUR ΚΑΙ Η ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΚΑΔΙΑΣ. ET IN ARCADIA EGO | κολάζ | Χ.Κελέκη
| πηγή υπόβαθρου: https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/d/df/Nicolas_Poussin_-_ Et_in_Arcadia_ego_%28deuxi%C3%A8me_version%29.jpg/300px-Nicolas_Poussin_-_Et_in_Arcadia_ ego_%28deuxi%C3%A8me_version%29.jpg 07 | ΟΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΑ 30s | κολάζ | Χ.Κελέκη | πηγή υπόβαθρου: https://preview.redd.
it/6ftdn9uimvt01.jpg?width=960&crop=smart&auto=webp&s=149a50661e0555682e3f5506beed2f00750a59 3c 08 | 1936. EN VACANCE. ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΟ ΞΕΓΝΟΙΑΣΤΟ ΜΑΥΡΙΣΜΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΦΑΚΟ ΤΟΥ H.BRESSON | κολάζ | Χ.Κελέκη | πηγή υπόβαθρου: https://content.magnumphotos.com/wp-content/
uploads/2019/04/cortex/par169573.jpg 09 | ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ: ΜΑΣ ΤΕΛΕΙΩΣΕ Ο ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ | κολάζ | Χ.Κελέκη 10 | ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΜΑΡΚΕΤΙΝΓΚ: ΔΙΑΠΛΑΘΟΝΤΑΣ ΤΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟ ΒΛΕΜΜΑ | κολάζ | Χ.Κελέκη 11 | ΑΦΙΣΑ ΕΟΤ ΜΕ ΤΙΤΛΟ: IRGENDWO IN KRITI IST IMMER SAISON | πηγή: http://www.gnto.gov.gr/el/
posters?page=1#ad-image-10 12 | DONA TORNACENSE | κολάζ | Χ.Κελέκη 13 | ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΤΗΤΩΝ ΝΤΟΠΙΩΝ ΚΑΙ ‘ΣΤΑΦΥΛΑΔΩΝ’ | κολάζ | Χ.Κελέκη 14 | ΤΡΟΥΜΑΝ ΠΕΣ ΑΛΕΥΡΙ, ΕΝΑ ΚΡΙ-ΚΡΙ ΣΕ ΓΥΡΕΥΕΙ | κολάζ | Χ.Κελέκη | πηγή υπόβαθρου: https://1.bp.blogspot.
com/-uO0tNpYY8eg/WCrQbdNr_NI/AAAAAAAC8Z4/FF3Tffk6LV4KN0Q9MOzPSU2IhgUUZjL_ACLcB/s1600/ krikri2.jpg 15 | ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ, ΜΝΗΜΕΙΑΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ | κολάζ | Χ.Κελέκη | πηγές υπόβαθρου: (01) Κωτσάκη, Α.
(2014). Κρήτη 1913 - 2013 Αρχιτεκτονική και Πολεοδομία μετά την Ένωση. Χανιά: Πνευματικό Κέντρο Χανίων - ΣΑΔΑΣ. (02) https://cdn.britannica.com/74/81874-050-D8E373B9/Toreador-Fresco-Crete-bull-MinoanKnossos-people-c-1550-bce.jpg 16 | ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ | πηγή: https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/0/02/Greek_
ID_Card-Front.jpg 17 | 1688. DAPPER OLFERT. VESTING VAN RETIMO | πηγή: https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Vesting_
van_Retimo_-_Dapper_Olfert_-_1688.jpg 18 | 1690. JACOB PEETERS. RETIMO | πηγή: https://el.m.wikipedia.org/wiki/%CE%91%CF%81%CF%87%CE%B
5%CE%AF%CE%BF:Retimo_-_Peeters_Jacob_-_1690.jpg 19 | 1717. JOSEPH PITTON DETOURNEFORT. RETIMO | πηγή: http://travelogues.gr/archive/fullsize/4e7919717707
5e123f3a299c6599ba8d.jpg 20 | 1984. EDWARD LEAR. THE CRETAN JOURNAL, ATHENS – DEDHAM, DENISE HARVEY & COMPANY. RETHYMNON, 6.30 P.M., 7 MAY. | πηγή: http://english.travelogues.gr/archive/fullsize/4aef0e35bc1a8b7bf966b3a30c8dd971.
jpg 21 | ΞΕΝΙΟΣ ΔΙΑΣ-ΣΒΕΛΤΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΗΦΑΝΟΣ ΒΟΣΚΟΣ | κολάζ | Χ.Κελέκη | Φωτογραφικό αρχείο Χ.Κελέκη 22 | Ο ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΟΔΟΧΟΣ | κολάζ | Χ.Κελέκη 23 | Η ΕΤΕΡΟΤΟΠΙΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟΥ ΦΑΝΤΑΣΙΑΚΟΥ | κολάζ | Χ.Κελέκη 24 | Η ΠΟΛΗ ΧΟΡΕΥΕΙ ΣΤΟΥΣ ΡΥΘΜΟΥΣ ΤΗΣ ΕΙΣΑΓΟΜΕΝΗΣ ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑΣ | κολάζ | Χ.Κελέκη | πηγή υπόβαθρου:
https://www.collater.al/wp-content/uploads/2017/05/17439356_282815865482641_8647283958863626240 _n.jpg 25 | POOL POINTILISM | κολάζ | Χ.Κελέκη 26 | ΔΙΑΣΠΟΡΑ ΠΙΣΙΝΩΝ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ | χάρτης | Χ.Κελέκη | πηγή υπόβαθρου: http://gis.
ktimanet.gr/wms/ktbasemap/default.aspx
197
27 - 60 | ΡΕΘΥΜΝΟ. ΧΕΡΣΑΙΕΣ, ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΚΑΙ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ | χάρτης | Χ.Κελέκη 61 | ΡΕΘΥΜΝΟ. ΧΕΡΣΑΙΕΣ, ΘΑΛΑΣΣΙΕΣ ΚΑΙ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΕΣ ΣΥΝΔΕΣΕΙΣ | χάρτης | Χ.Κελέκη 62 | ΡΕΘΥΜΝΟ. ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ, 1897 - 1965 | χάρτης | Χ.Κελέκη 63 | ΡΕΘΥΜΝΟ. ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ, 1985 - ΣΗΜΕΡΑ | χάρτης | Χ.Κελέκη 64 | Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ, FRANSESCO BASILICATA | χάρτης | πηγή: https://3.bp.blogspot.com/-
yVX37gxMgq8/Vz8hzpmaKeI/AAAAAAAAOsA/0jdFrsOQnzMR-OXoF4L8vNRDX2qlvLQTACLcB/s640/%25CE% 25A7%25CE%25AC%25CF%2581%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2582%2B%25CF%2584%25CE%25B7 %25CF%2582%2B%25CF%2580%25CF%258C%25CE%25BB%25CE%25B7%25CF%2582%2B%25CF%2584 %25CE%25BF%25CF%2585%2B%25CE%25A7%25CE%25AC%25CE%25BD%25CE%25B4%25CE%25B1%25 CE%25BA%25CE%25B1..jpg 65 | Η ΠΟΛΗ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ, FRANSESCO BASILICATA | χάρτης | πηγή: https://3.bp.blogspot.com/-mfAVPYC2ZfQ/
Vz8q_mUZb_I/AAAAAAAAOt8/soOEv5SvxrIb29MB6P5ckoTvOCBl-xnCgCLcB/s640/%25CE%25A7%25CE%25 AC%25CF%2581%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2582%2B%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25B9% 2B%25CE%25AC%25CF%2580%25CE%25BF%25CF%2588%25CE%25B7%2B%25CF%2584%25CE%25B7% 25CF%2582%2B%25CF%2580%25CF%258C%25CE%25BB%25CE%25B7%25CF%2582%2B%25CF%2584% 25CF%2589%25CE%25BD%2B%25CE%25A7%25CE%25B1%25CE%25BD%25CE%25AF%25CF%2589%25C E%25BD..jpg 66 | Η ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ, FRANSESCO BASILICATA | χάρτης | πηγή: https://3.bp.blogspot.com/-
OiFCoAGPARM/Vz8opoitmTI/AAAAAAAAOtI/DiJTmfbKp-Yog-21j9xOUas41d0UVlp-gCLcB/s640/%25CE%25A 7%25CE%25AC%25CF%2581%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2582%2B%25CF%2584%25CE%25B7%25 CF%2582%2B%25CF%2580%25CF%258C%25CE%25BB%25CE%25B7%25CF%2582%2B%25CE%25BA%25 CE%25B1%25CE%25B9%2B%25CF%2584%25CE%25B7%25CF%2582%2B%25CE%25A6%25CE%25BF%25 CF%2581%25CF%2584%25CE%25AD%25CF%2584%25CE%25B6%25CE%25B1%25CF%2582%2B%25CF% 2584%25CE%25BF%25CF%2585%2B%25CE%25A1%25CE%25B5%25CE%25B8%25CF%258D%25CE%25BC %25CE%25BD%25CE%25BF%25CF%2585.%2B.jpg 67 | Η ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ ΩΣ ΘΕΜΑΤΙΚΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΠΑΡΚΟ | κολάζ | Χ.Κελέκη 68 | ZORBA LE GREC, ΓΑΛΛΙΚΗ ΑΦΙΣΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΚΟΓΙΑΝΝΗ | πηγή: https://www.telerama.
fr/sites/tr_master/files/styles/movie_cover_145x197/public/a1c431e1-0037-4e66-b7df-36fa23b0a311_2.
jpg?itok=NhJv8Lri 69 | ΙΝΣΤΑΓΚΡΑΜΙΚΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΜΕ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ ΡΕΘΥΜΝΟΥ | κολάζ | Χ.Κελέκη 70 | ΟΙ ΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΣΑΡΙΔΕΣ ΚΥΒΕΡΝΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΠΟΛΗ | φωτογραφικό αρχείο Χ. Πλυμάκη 71 | Η ΠΟΛΗ ΒΡΕΧΕΤΑΙ ΣΑ ΣΦΟΥΓΓΑΡΙ ΚΑΙ ΦΟΥΣΚΩΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΚΥΜΑ ΤΩΝ ΑΝΑΜΝΗΣΕΩΝ | κολάζ | Χ.Κελέκη 72 | ΡΕΘΥΜΝΟ: ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΓΛΩΣΣΟΛΑΛΙΑΣ | κολάζ | Χ.Κελέκη | πηγή υπόβαθρου: Μαλάγαρη,
Α., & Στρατιδάκης, Χ., (1995). Ρέθυμνο. Οδηγός για την πόλη. Αθήνα: Ανάγραμμα ΕΠΕ.
73 | ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ “EL GREECO” | πηγή: https://lh3.googleusercontent.com/proxy/HVRKa4fRND0rUzfJUkWD-
LXESLDdO5cBUP5kuMfyt3ag6RF3G7A4_NlDafU8jLifoP3Ps_tWNvdfZHyjXdfLqtGG902nyKcKML8s_ Oko0w2o6Nxb6e22LlJBj3RHbUaqS2nIuLUR09cZYG5zVYTKdVM 74 | ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟ “RITHYMNA” | πηγή: https://lh3.googleusercontent.com/proxy/qkKjR_
XloPPpOfkwVibi8ncSD6JjXZmkxst5FM_Qhybru7RvflPTzVTF1H_1dLi97_uDsIUn5rebRztUlntLpIkkRsLT_ qrxDKwAWSNJ-E05wcKoLn_Ot0x4PhUFopbgdr3c_sot8mIWKQdr60FWVnehstuedhnrH2fOh3-LiRt4RIA 75 | ΚΤΙΡΙΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ | φωτογραφικό αρχείο Χ.Κελέκη 76 | ΚΤΙΡΙΟ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ | φωτογραφικό αρχείο Χ.Κελέκη 77 | ΘΑΛΑΣΣΑ-ΘΑΛΑΣΣΑ | πηγή: https://res.cloudinary.com/fleetnation/image/private/c_fit,w_1120/g_
south,l_text:style_gothic2:%C2%A9%20Ryan%20Clark%20,o_20,y_10/g_center,l_watermark4,o_25,y_50/ v1579941243/vty8nhbj9qjz8jtjpoa2.jpg 78 | ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ | πηγή: http://gis.ktimanet.gr/wms/ktbasemap/default.aspx 79 | ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΧΑΝΙΩΝ | πηγή: http://gis.ktimanet.gr/wms/ktbasemap/default.aspx 80 | ΑΕΡΟΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΡΕΘΥΜΝΟΥ | πηγή: http://gis.ktimanet.gr/wms/ktbasemap/default.aspx 81 | Ο ΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ ΚΑΙ Η ΑΡΕΤΟΥΣΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΔΟΥΝ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΙ ΤΟΥΣ | κολάζ |
Χ.Κελέκη | πηγές υπόβαθρου: (01) https://www.sothebys.com/content/dam/stb/lots/L08/L08006/L08006142-lr-1.jpg (02) https://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/5/56/Erotokritos_and_Arethousa.jpg 82 | ΡΕΘΥΜΝΟ: ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΝΟΤΟ | χάρτης | Χ.Κελέκη
199
83 - 92 | Η ΧΑΜΕΝΗ ΔΙΑΜΠΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗΣ ΕΠΙΔΕΡΜΙΔΑΣ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ | κολάζ | Χ.Κελέκη | πηγή
υπόβαθρου: https://tripinview.com 93 | ΕΝΑ ΝΕΟ ΕΙΔΟΣ ΠΕΙΡΑΤΩΝ ΕΙΣΒΑΛΕΙ ΣΤΟ ΡΕΘΥΜΝΟ | κολάζ | Χ.Κελέκη 94 | ΧΑΡΤΗΣ ΠΡΟΑΣΤΙΚΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΡΕΘΥΜΝΟΥ | χάρτης | Χ.Κελέκη 95 | Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΧΩΡΟΣ ΩΣ ΤΟ ΑΠΟΜΕΙΝΑΡΙ ΤΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΣΤΟΝ ΠΑΡΑΚΤΙΟ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΡΕΘΥΜΝΟΥ |
φωτογραφικό αρχείο Χ.Κελέκη 96 | ΠΡΟΥΠΑΡΧΟΝ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΠΟΘΕΜΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ | 97 | ΑΓ. ΓΑΛΗΝΗ, ΠΛΑΚΙΑΣ. ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΡΕΘΥΜΝΗΣ. ΜΕΛΕΤΕΣ Τ. ΖΕΝΕΤΟΥ | κολάζ |
Χ.Κελέκη | πηγές υπόβαθρου: https://takiszenetos.tumblr.com/ 98 | ‘ΕΛΓΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ’: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΙ ΟΡΑΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΤΟ ΝΟΜΟ ΡΕΘΥΜΝΗΣ. ΜΕΛΕΤΗ Δ.ΠΙΚΙΩΝΗ | κολάζ |
Χ.Κελέκη | πηγή υπόβαθρου: https://www.archetype.gr/blog/arthro/i-meleti-pikioni-gia-to-frourio-tisfortetzas-rethimnou 99 | ΤΟΠΙΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ. ΚΕΝΤΗΜΑΤΑ ΣΕ ΦΟΝΤΟ ΜΝΗΜΕΙΑΚΟ | κολάζ | Χ.Κελέκη 100 | ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟ ΔΙΠΟΛΟ, ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ - ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ | κολάζ | Χ.Κελέκη | πηγές υπόβαθρου:(01) https://ir0.
mobify.com/1360/https://www.ktirio.gr, (02) φωτογραφικό αρχείο Χ.Κελέκη 101 | ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ-ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ: 1-0 | κολάζ | Χ.Κελέκη 102 | ΡΕΘΥΜΝΟ, ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΑΚΟΡΝΤΕΟΝ | Πηγή: https://www.flickr.com/photos/toomanytribbles/6460648545/ 103 | ΤΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΕΙ ΛΑΙΜΑΡΓΑ ΤΑ ΤΟΠΙΚΑ ’ΦΙΛΕΜΑΤΑ΄ | φωτογραφικό αρχείο
Χ.Κελέκη 104 | CECI N’EST PAS UNE PISCINE | κολάζ | Χ.Κελέκη 105 | EXODUS, OR THE VOLUNTARY PRISONERS OF ARCHITECTURE: THE ALLOTMENTS, MOMA, 1972 | πηγή: http://
socks-studio.com/img/blog/Exodus4-800x590.jpeg 106 | ΑΦΙΣΑ ΤΗΣ ΤΑΙΝΙΑΣ “PLEASANTVILLE” | πηγή: https://media-cache.cinematerial.com
ΑΘΗΝΑ | ΣΧΟΛΗ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ | 2020