Ysterografo Magazine_Issue 135

Page 1


ΣΚΕΨΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΑ



F.F.E.

Oι φίλοι µου είναι κολληµένοι πάνω στο ψυγείο. Σ.Μ.

4


5




Φίλοι από... κα Την ώρα που διασχίζω την οδό Χίου για να πάω στον υπόγειο σταθµό του Χαλανδρίου δεν µπορώ να την προσδιορίσω µε το ρολόι που, έτσι κι αλλιώς, δεν φορώ, παρ’ όλα αυτά όµως, τη γνωρίζω µε ακρίβεια δευτερολέπτου: είναι η ώρα που η κυρία Βαγγελιώ, του παλιού δίπατου µε τις εκατό και βάλε τριανταφυλλιές έχει «σβήσει» µε κρασί ή µε νερό το φαγητό που ετοιµάζει στην κατσαρόλα κι έχει βγει στον κήπο µε την ποδιά να περιποιηθεί τα λουλούδια της. Παρόλο το πάθος µου για τα λουλούδια, ήταν η µυρωδιά από την κουζίνα της που µ’ έκανε να κοντοσταθώ στο κατώφλι της και να παρατηρήσω το σπίτι. Μυρωδιές από κλασικά φαγητά της κατσαρόλας και του φούρνου, που η πολυτέλεια και η γευστική επιτήδευση δεν έχουν καταφέρει να τ’ αποσυνδέσουν από την καρδιά µας, αναδίδονταν από το βασίλειό της: µπριάµ, αγγινάρες αλά πολίτα, κουκιά γιαχνί, φακές, αρνάκι στο φούρνο µε πατάτες... «Αγγινάρες ε;» της είπα την πρώτη φορά που της µίλησα, αφήνοντάς την έκπληκτη. «Γιατί όµως δεν τις σβήνετε µε λεµόνι και τις σβήσατε µε νερό; Αλά πολίτα δεν τις κάνετε; Ε ναι, αλά πολίτα, αφού µύρισα τον άνιθο, τι ρωτάω; Εγώ τον άνιθο βέβαια δεν τον βάζω ποτέ στην αρχή! Να τις σβήνετε µε λεµόνι και µετά να προσθέτε νερό! Καληµέρα σας!». Τη χαιρέτησα και αποµακρύνθηκα µε γρήγορο βήµα, χωρίς να την αφήσω να αρθρώσει λέξη... Η ίδια σκηνή επαναλήφθηκε δυο τρεις µέρες µετά: «Καληµέρα σας! Μα τι ωραία τριαντάφυλλα! Τα λατρεύω ξέρετε. Μµµµ, τι ωραία που µυρίζουν οι φακές. Τίγκα στο δαφνόφυλλο, όµως! Να βάλετε λίγο σκόρδο παραπάνω

να έρθουν στα ίσα τους και, επειδή ψυχανεµίζοµαι πως θα τις κάνετε “κόκκινες”, να τρίψετε µέσα κι ένα καρότο, να σπάσει το δαφνόφυλλο! Τρέχω τώρα, έχω αργήσει! Καληµέρα σας!» της είπα και εξαφανίστηκα. Την επόµενη µέρα όµως µου την είχε στήσει πίσω από µια πορτοκαλί τριανταφυλλιά «Κλεοπάτρα» και πριν προλάβω να σταθώ για να οσφριστώ τον αέρα µε αιφνιδίασε: «Α, εδώ είσαι! Για πες, µου τι µαγειρεύω σήµερα!». «Καλά, το έχω µυρίσει εδώ και δυό τετράγωνα! Αρνάκι στο φούρνο είναι, αλλά βλέπω πως κάνουµε ζαβολίτσες! Βιτάµ στις πατάτες; Τουλάχιστον ένα πακέτο, µην σας πω ότι έχετε βάλει ενάµισι! Όµως, µην ανησυχείτε, δεν θα το πω πουθενά!». Δεν χρειάζεται να πω πόσο µε διασκέδαζε αυτό το παιχνίδι και η έκπληξη στα µάτια της. Προσπαθούσε να εξηγήσει το «θαύµα». «Έλα δω να σου πω κάτι» µου λεγε και µου ‘κοβε κι ένα τριαντάφυλλο, αφού είχε δει πώς τα γλυκοκοίταζα. «Ταχυδακτυλουργός είσαι βρε αγόρι µου, πώς καταλαβαίνεις κάθε φορά τι µαγειρεύω και πώς το µαγειρεύω;». Πάντα σήκωνα τους ώµους και της έλεγα τη µισή αλήθεια: «Όσφρηση κυρία Βαγγελιώ µου! Την όσφρηση και τη γεύση τις έχω πολύ γερές. Ξέρετε πόσο υποφέρω µε την όσφρησή µου σ’ αυτή την πόλη που βρωµάει και ζέχνει;» αλλά δεν την έπειθα. Το µυαλό της είχε πλάσει τις πιο απίθανες ιστορίες, αλλά το προφανές δεν της είχε περάσει καν από το µυαλό. Οι συναντήσεις µας µου οµόρφαιναν τη µέρα, την έβλεπα σαν γιαγιά µου και µάλλον κι εκείνη µ’ εβλεπε σαν τον εγγονό της. Σιγά σιγά και µεταξύ συνταγών και τεστ όσφρησης στα οποία µε υπέβαλλε συνέχεια, είχαµε

8

ανταλλάξει ιστορίες ζωής κι εκτός από τριαντάφυλλα µε κερνούσε και σοκολατάκια και καραµέλες, που έβγαζε από τις τσέπες τις ποδιάς της. «‘Ελα τώρα, πες µου την αλήθεια. Είσαι µάγος, δεν είσαι; Μα πώς κατάλαβες πως το µοσχάρι θα το κάνω κοκκινιστό; Μήπως έχεις βάλει καµία κάµερα στην κουζίνα;» έλεγε κι εγώ γέλαγα. Μέχρι εκείνη την αποφράδα µέρα... Δεν ξέρω τι µου ήρθε. Ίσως φταίει το ότι είχε βγάλει να µου δείξει τις φωτογραφίες των εγγονιών της κι εγώ ήµουν µετά από άσχηµο και αναίτιο ξενύχτι, από αυτά που σε αδειάζουν εντελώς και σου προκαλούν κρίσεις ειλικρίνειας, και έτσι της το ξεφούρνισα: «Κυρία Βαγγελιώ, δεν είµαι ούτε µάγος, ούτε ταχυδακτυλουργός, ούτε κάµερες έχω. Μάγειρας είµαι, γι’ αυτό µπορώ να ξεχωρίσω τις µυρωδιές». Τι ήθελα και το ‘πα; Αγρίεψε! «Μάγειρας;! Δηλαδή, είσαι κάποιος που κάνει ότι ξέρει από µαγειρική και κοροϊδεύει τις νοικοκυρές σαν και µένα και τη Βέφα;! Αµ, καλά το έβλεπα το µούτρο σου για ύποπτο! Χάσου από δω! Μάγειρας! Τι σηµαίνει µάγειρας! Τίποτε δεν σηµαίνει. ΤΙ-ΠΟ-ΤΕ. Και δώσε µου πίσω το τριαντάφυλλο» κι αφού µου άρπαξε από τα χέρια το τριαντάφυλλο, εξαφανίστηκε µέσα στο σπίτι, αφήνοντάς µε εµβρόντητο. Μα τι είχα πει; Μέσα σε µια στιγµή η σχέση µας είχε µεταµορφωθεί σε εχθρική. Τις επόµενες µέρες παραφύλαγε να περάσω απ’ εξω από το σπίτι για να µε βοµβαρδίσει µε ειρωνείες: «Τι µαγειρεύω σήµερα κ. µάγειρα;» κι όταν απαντούσα, φυσικά µου το έβγαζε λάθος. Μια, δυο, τρεις, τα πήρα και εγώ στο κρανίο: «Κυρα-Βαγγελιώ, κοίταξε να δεις, µε όλο το σεβασµό που σου έχω,


ατσαρόλα πάρε απόφαση ότι µαγειρική σαν και µένα δεν ξέρεις κι όταν λέω ότι µαγειρεύεις αρακά µαγειρεύεις αρακά, για να µην αρχίσω τα γαµοκάντηλα πρωί πρωί και σηκώσω τη γειτονιά στο πόδι!». Η διαφαινόµενη φιλία είχε µεταµορφωθεί σε µίσος. Ναι, µίσος. Υπήχαν πρωϊνά που ξύπναγα κακοδιάθετος και γύρευα άνθρωπο για καυγά κι αν δεν µου την είχε στήσει εκείνη στην αυλή, την έστηνα εγώ στο πεζοδρόµιο και την περίµενα να σκάσει µύτη. «Πάλι τσιγαρίζεις µε άνιθο; Δεν τσιγαρίζουµε µε άνιθο καλη µου κυρία λέµε, ό,τι µαλακία σας λέει η Βέφα πάτε και την κάνετε και µετά αυτό το λέτε µαγειρική». «Φύγε από δω αλήτη! Θα φωνάξω την αστυνοµία να σε µαζέψει, να σου απαγορεύσουν να περνάς έξω από το σπίτι µου!». «Ναι, καλά, για πήγαινε στην Αστυνοµία, και θα πάω εγώ στον παπά του Άγιου Αντρέα να του πω ότι την Παρασκευή µαγείρευες µοσχάρι κοκκινιστό και µας το παίζεις και χριστιανή! Οµολόγησέ το! Μοσχάρι κοκκινιστό δεν έφτιαξες παρασκευιάτικα;». «Θα στη φτιάξω εγώ!» έλεγα λίγη ώρα µετά στη συνέταιρό µου ουρλιάζοντας. «Δεν κάνει κανένα αστείο να πάει στην αστυνοµία; Θα την ξεφτυλίσω! Θα πω σ’ όλη τη γειτονιά ότι βάζει βιτάµ, ενάµισι πακέτο παρακαλώ!! Ε-νά-µισι πα-κέ-το βι-τάµ στο αρνί στο φούρνο,το διανοείσαι; Θα πω κι ότι τσιγαρίζει τον άνιθο και ότι βάζει πελτέ στα κοκκινιστά. Θα γελάσει το Κοντόπευκο». Η Μαρία µε κοίταζε έκπληκτη. «Πας καλά άνθρωπέ µου! Τι είναι αυτά; Τι βεντέτα είναι αυτή που έρχεσαι κάθε πρωί βιδωµένος; Η κυρία αυτή δεν ήταν που σου έδινε τα τριαντάφυλλα, που είχατε γίνει φίλοι και τώρα τσακώνεστε;».

Είχα θυµώσει. Η Βαγγελιώ πρώτα έπαιξε το ρόλο της γιαγιάς γιατί µας µυρίστηκε για ψώνια κι όσο κολάκευα τη µαγειρική της ήµουν καλός, αλλά όταν έµαθε πως ήµουν κατά τεκµήριο καλύτερος, δεν το άντεξε. Σκασίλα µου! Αυτό µας έλειπε, σαράντα χρόνια φούρναρης, να ασχολούµαι εγώ, ΕΓΩ, µε την άποψη του κάθε οικιακού µάγειρα. Κι όµως, ασχολιόµουν. Και µ’ ένοιαζε. Και µ’ είχε καταλάβει ένα παιδιάστικο παράπονο. Εγώ, ένας αρχιµάγειρας, κοντοστεκόµουν κάθε πρωί στο κατώφλι της και µύριζα µ’ ευχαρίστηση τις µυρωδιές που έβγαιναν από την κουζίνα της. Της αποκάλυψα την ιδιότητά µου για να µη νοµίζει ότι είχε να κάνει µ’ ενα υπερφυσικό φαινόµενο, δεν ήθελα σεβασµό, ήθελα όµως αναγνώριση του ότι ήµουν έµπειρος τεχνίτης στην τέχνη µου. Εντάξει. Στην τέχνη ΜΑΣ. Κι αυτή µε έβριζε και µε λοιδορούσε µόνο και µόνο επειδή ήµουν επαγγελµατίας κι εκείνη µια οικιακή µαγείρισσα. Μόνο και µόνο επειδή δεν ήµουν η Βέφα! Η ιδέα µου ήρθε ένα βράδυ που µαγείρευα τα δώρα των Χριστουγέννων. Περισσότερο ήταν µια αυθόρµητη κίνηση, που την έκανα χωρίς να την πολυσκεφτώ. Πήρα ένα βαζάκι κονφί κρεµµυδιού, πήδηξα τη µάντρα της και το άφησα στο παράθυρο της κουζίνας, κι από την επόµενη το πρωί έπαιρνα το απέναντι πεζοδρόµιο. Κουραµπιέδες, µελοµακάρονα, ταπεράκια µε διάφορα φαγητά που µαγείρευα: κυνήγι, περίεργες σούπες, κρέατα µε σάλτσες πειραγµένες, φορούσα το παλτό µου µέσα στη νύχτα και τ’ απίθωνα στο παράθυρο της κουζίνας της. «Ε, εσύ! Μάγειρα!» µου φώναξε σήµερα το πρωί, καθώς περπατούσα

9

βιαστικά στο απέναντι πεζοδρόµιο. «Το χοιρινό µε το σέλινο που βρήκα στο παράθυρο ήταν πολύ πολύ ωραίο. Εσύ το έφτιαξες, ε; Πες τώρα την αλήθεια. Ποιος σου έδωσε τη συνταγή; Δικιά σου ήταν;». Δεν χρειάστηκε να το σκεφτώ περισσότερο από ένα λεπτό. Μέσα σ’ αυτή την τρελή πόλη, εγώ ήµουν αυτός που την είχα ανάγκη. Εγώ ήµουν αυτός που χρειαζόµουν µια «γιαγιά» να µε κανακεύει, να µου δίνει καραµέλες και τριαντάφυλλα και να µε σταυρώνει κρυφά και να µε φτύνει για το µάτι µόλις γύριζα την πλάτη µου. Εγώ τη χρειαζόµουν περισσότερο απ’ όσο µε χρειαζόταν εκείνη, οπότε κράτησα την αναπνοή µου, έκανα την καρδιά µου πέτρα και το είπα: «Κυρά-Βαγγελιώ, αυτή δεν ήταν δική µου συνταγή, είναι µια παλιά συνταγή της Βέφας, δεν ξέρω αν τη θυµάσαι». Αµέσως ένα τεράστιο χαµόγελο ανακούφισης φώτισε το πρόσωπό της. Μου έκλεισε το µάτι συνωµοτικά και µου είπε: «Το ήξερα! Σιγά µην ξέρεις εσύ τόσο ωραίες συνταγές! Αύριο το µεσηµέρι να κοιτάξεις να γυρίσεις νωρίτερα, θέλω να φάµε µαζί, θέλω να σου φτιάξω µια δικιά µου συνταγή, να µου πεις τη γνώµη σου». Κι αυτό το «να µου πεις τη γνώµη σου» της κυρίας Βαγγελιώς, αν ήξερα ότι τελικά θα µέτραγε για µένα τόσο πολύ, αν ήξερα ότι θα µ’ εκανε να φουσκώσω σαν δέκα γαλιά µαζί, ίσαµε που θα ‘χα µεταµφιεστεί σαν τη Βέφα νωρίτερα, µόνο και µόνο για να το ακούσω απο το στόµα της... Από το στόµα της κυρίας Βαγγελιώς, της φίλης µου. Αθήναιος, www.greekgastronomer.com


Oxocube + Sugahspank!

Δύο από τα αστέρια της Cast-a-Blast µιλούν για µέρες φιλίας και δηµιουργίας. Την πρώτη φορά που βλέπεις τη Sugahspank! -ειδικά στις φωτογραφίες (φυσικό άφρο µαλλί, σκούρο δέρµα)- νοµίζεις ότι είναι Αφροαµερικανή µιγάδα. Όταν την ακούσεις, η υποψία επιβεβαιώνεται και δύσκολα µπορεί κανείς να σε πείσει ότι είναι Ελληνίδα βέρα, και µάλιστα Πειραιώτισσα. Το ίδιο συµβαίνει και µε τον William. Πορτοκαλί µαλλιά και γένια, δέρµα λευκό βορειοευρωπαϊκό, µόνο που εδώ απλά προδίδονται οι Αγγλοσαξωνικές ρίζες του. Η Γεωργία (aka Sugahspank!) κι ο Oxocube (έτσι υπογράφει ο William) είναι συνεργάτες και φίλοι εδώ και χρόνια. «Γνωριστήκαµε το 2006 που ψάχναµε γραφίστα για την εταιρεία µας, την Cast-a-Blast» λέει η Γεωργία «και εντυπωσιαστήκαµε από τη δουλειά του. Εκτός από εξαιρετικός γραφίστας είναι και πολύ καλός µουσικός, είναι ο πιο ταλαντούχος άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή µου». Ο William κυκλοφόρησε πέρσι έναν απίθανο δίσκο στην Cast-a-Blast, το Duck Soup, ως Ottawa Bros, µε ήχο που παρέπεµπε σε άλλες εποχές. Κυρίως στα ‘70s. Θα µπορούσες να πιστέψεις άνετα το δελτίο Τύπου που µιλούσε για ένα χαµένο blaxploitation αριστούργηµα. Η Sugahspank! έκανε επίσης µία από τις εκπλήξεις της χρονιάς. Ο δίσκος της The Incredible, The Invisible θεωρήθηκε ο καλύτερος ελληνικός του 2008 από αρκετά έντυπα και site, η ελληνική απάντηση στη σύγχρονη soul, και µάλιστα τόσο υψηλού επιπέδου που δεν πιστεύεις στ’ αυτιά σου. «Η πρώτη επίσηµη συνάντηση έγινε στο σπίτι µου» λέει ο William. «Σηµαντικό ρόλο έπαιξε η αναγνώριση ενός CD των Residents, το Duck Soup. Μου έκανε πάρα πολύ µεγάλη εντύπωση που µια κοπέλα ήξερε ένα τέτοιο παλιό, παράξενο κι αρκετά σπάνιο CD». Μιλούν για τη συνεργασία τους που έρχεται τους επόµενους µήνες, ένα άλµπουµ που θα αποκαλύψει τις κοινές τους επιρροές, υπογράφοντας ως Hermaphrodite’s Child. Αστειεύονται και µιλούν

για τα «παιδιά τους». «Θα βγουν σαν τον τραγουδιστή των Simply Red, µε άφρο πορτοκαλί µαλλί» λέει η Γεωργία γελώντας - µε τον όρο «παιδιά» εννοούν τα τραγούδια που ετοιµάζουν, γράφοντας στίχους από κοινού. «Γράφει µια σειρά ο William και µια εγώ και στο τέλος προκύπτει κάτι καταδικό µας». «Στα γενέθλιά µου θα µου φτιάξει µια αφίσα µε την αγαπηµένη του λέξη που είναι η λέξη “συσκότιση” στα γερµανικά (verdunkelung)» συνεχίζει. «Η αγαπηµένη της φράση είναι “τα σπάει” και “γαµώ”» προσθέτει ο William. «Κάνει πολύ ωραία πατατοσαλάτα. Γενικά µαγειρεύουµε πολύ συχνά, βλέπουµε ταινίες και η Γεωργία έχει τη µαγική ικανότητα να ξεθάβει πράγµατα απ’ τα ντουλάπια µου και να φτιάχνει φαγητά µε µυστήριους συνδυασµούς. Αυτοσχεδιάζει. Έχουµε το concept του δεκάλεπτου. Επειδή κατεβάζει πάρα πολλές ταινίες και µουσική, βάζουµε να δούµε κάτι δοκιµαστικά για ένα δεκάλεπτο. Ή να ακούσουµε. Αν δεν µας κάνει, το πετάµε και πάµε σε άλλο. Καταλαβαίνω ότι όσο ασχολείσαι µε τη µουσική τόσο πιο απόλυτος γίνεσαι». «Ο William δεν προωθεί καθόλου τον εαυτό του. Δεν µιλάει ποτέ γι’ αυτά που κάνει» λέει η Γεωργία. «Οι γονείς του έµαθαν ότι κυκλοφόρησε CD από µένα. Δεν δίνει συνεντεύξεις, παρόλο που ζει από τη µουσική και µε καλά λεφτά εδώ και χρόνια. Προσπαθώ να τον πείσω να µην κρατάει στον υπολογιστή του όλα αυτά που κάνει». «Το κοινό µας στοιχείο; Συµφωνούµε σε ταινίες, σε πολιτικές απόψεις. Μας άρεσε το Wall-Ε. Είµαστε σνοµπαρίες γενικά. Το τελευταίο άλµπουµ που άρεσε και στους δυο µας είναι το τελευταίο του Gnarls Barkley. Μας αρέσει πολύ η παλιά µουσική, παλιατζούρες, σκονισµένα πράγµατα…» Μ.Η.

10


www.myspace/oxocube_graphics www.myspace/sugahspankmusic www.myspace.com/theottawabros

Φωτό: Freddie F.

11


Φωτό: Αναστασία Βουτυροπούλου

Σκέφτηκαν ότι αφού τους άρεσε τόσο η φιλία τους, τόσο ίσως να άρεσε και στους άλλους. Οι συζητήσεις και οι σκέψεις τους έγιναν ένα βιβλίο. Τρία χρόνια µετά τη δηµοσίευση του Μήπως και δύο µήνες µετά το θάνατο της Μαργαρίτας Καραπάνου, η Φωτεινή Τσαλίκογλου µιλάει για µια φιλία-«κεραυνοβόλο έρωτα».

Μόνο αγάπη. Είναι παράξενο κι όµως δεν µπορώ να πω µε ακρίβεια πότε και πώς ακριβώς γνωριστήκαµε µε τη Μαργαρίτα. Είναι σαν να την ήξερα από πάντα. Έχω την αίσθηση οτι γνωριζόµαστε από τη γέννησή µας. Αν χρειάζεται όµως να γίνω ακριβής, θα πω ότι αρχικά τη γνώρισα µέσα από το πρώτο της βιβλίο, Η Κασσάνδρα κι ο λύκος. Στη συνέχεια, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, γίναµε αυτό που λέµε «φίλες». Γίναµε καλές φίλες από την πρώτη στιγµή. Δεν ήταν κάτι που χτίστηκε βαθµιαία, ήταν «ήδη χτισµένο» από την αρχή. Στη δεκαετία του ’90 εγώ έγραψα το πρώτο µου µυθιστόρηµα, Η κόρη της Ανθής Αλκαίου, και η Μαργαρίτα έγραψε γι’ αυτό το βιβλίο, όπως επίσης για όλα τα επόµενα µυθιστορήµατά µου. Για µένα αυτό ήταν ένα τροµερό δώρο, ενώ για εκείνην ήταν κάτι τόσο φυσικό, σαν να µου λέει «καληµέρα». Είχε τόση γενναιοδωρία, ειδικά αν σκεφτείς πως ζούµε σε εποχές που οι άνθρωποι δεν είναι διατεθειµένοι να δώσουν τίποτα, τα δίνουν όλα µε το σταγονόµετρο. Έζησα µαζί της µια εµπειρία εξωπραγµατική µιας αµέριστης αγάπης, εµπιστοσύνης, αναγνώρισης έξω από κάθε συναλλαγή. Το µόνο που θα µπορούσα να το παραλληλίσω θα ήταν µε έναν έρωτα χωρίς ηµεροµηνία λήξης, σαν µια µάνα που αγαπά το παιδί της στην αρχή της ζωής και υπάρχει η φαντασίωση µιας αδιασάλευτης και αιώνιας πληρότητας. Είχαµε µια τέτοια σχέση µε διαρκείς εναλλαγές ρόλων. Και η µητέρα δεν µπορεί να υπάρξει χωρίς το µωρό και το µωρό χωρίς τη µητέρα. Μιλάγαµε απίθανες ώρες στο τηλέφωνο. Γιατί ενώ ήµασταν πολύ δια-

φορετικές, είχαµε και τροµερές οµοιότητες. Ας πούµε, είχαµε και οι δυο διαταραχές ύπνου. Όποια κι αν ξύπναγε πρώτη ήξερε ότι η άλλη θα ήταν ήδη ξύπνια. Μιλάγαµε στο τηλέφωνο στις 6.00 η ώρα το πρωί για ό,τι απίθανο µπορείτε να φανταστείτε. Κάποιες φορες µε άκουγε ο άντρας µου να µιλάω και µου έλεγε οτι µεταµορφώνοµαι όταν µιλάω στη Μαργαρίτα. «Είναι σαν να µιλάς σε παιδί 5 χρόνων» µου έλεγε. Μιλάγαµε για τα πάντα, από το πιο ευτελές, ένα φόρεµα ας πούµε, µέχρι την πιο υψηλή πνευµατική σκέψη. Αυτες οι κουβέντες αποτέλεσαν και το έναυσµα για να γράψουµε µαζί το Μήπως. Είµαστε γειτόνισσες µε τη Μαργαρίτα (προσέξτε, ακόµα λέω είµαστε, όχι ήµασταν) και πηγαίναµε κάθε πρωί στον τελευταίο όροφο του St. George Lucabettus. Περιµέναµε απ’ έξω να ανοίξει στις 7.00 το πρωί και µετά καθόµασταν µε το κασετοφωνάκι, µε καφέ και κρουασάν και µιλάγαµε… µιλάγαµε. Σκεφτήκαµε να µοιραστούµε αυτά τα λόγια και µε τους άλλους. Από «συνωµοσία των δύο» να γίνει µια «συνωµοσία των πολλών». Και κάπως έτσι έγινε τελικά. Οταν τελείωσε η αποµαγνητοφώνηση του βιβλίου από την Ωκεανίδα, εγώ έκανα το editing γιατί η Μαργαρίτα δεν χρησιµοποιούσε κοµπιούτερ. Θυµάµαι πως, όταν τέλειωσα, τύπωσα ένα αντίγραφο κι έβαλα απ’ έξω 2 φωτογραφίες µας, έτσι σαν πρόχειρο. Της το έδωσα και της είπα «διάβασέ το» και «θα σε παίρνω τηλέφωνο κάθε τέταρτο να µου λες πώς σου φαίνεται». Την παίρνω στο πρώτο τέταρτο, µου λέει «Φωτεινούλα ειναι αριστούργηµα». Την παίρνω και στο δευτερο τέταρτο ήταν αφοσιωµένη στο διάβασµα, σαν µικρό παιδί χαιρόταν µε αυτό που είχαµε κάνει µαζί, την

12

παίρνω και στο τρίτο, και στο τηλέφωνο απαντά η κοπέλα που είχε στο σπίτι, η Κατερίνα: «Φεύγουµε στο νοσοκοµείο» µου λέει. Είχε πάθει ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Ήταν µια ακόµα φοβερή συγκυρία. Το βιβλίο, το γράψιµο, το διάβασµα ήταν από την αρχή µέχρι το τέλος δεµένα µε τη ζωή και το θάνατό της. Πήγε στο νοσοκοµείο, συνήλθε, αλλά, µετά, νοµίζω πως δεν ήταν πια η Μαργαρίτα που ήταν πριν. Όλα γίνονταν πιο αργά. Το τελευταίο πράγµα που έγραψε ήταν το Μάιο του 2008 ένα γράµµα στην πεθαµένη µητέρα της στο Δεν µ’αγαπάς. Μ’ αγαπάς;, την αλληλογραφία της µητέρα της που εµπιστεύτηκε σε µένα και τον Θανάση Καστανιώτη. Ήταν δύσκολα τα δύο τελευταία χρόνια. Την εβδοµάδα που κυκλοφόρησε το βιβλίο µπήκε ξανά στο νοσοκοµείο. Ήταν και η τελευταία της εβδοµάδα. Μου λείπουν το χιούµορ, η ασυνήθιστη ευφυΐα της και αυτό που σας είπα και πριν: το αφιλοκερδές, γενναιόδωρο βλέµµα της, αυτή η αίσθηση ότι είναι ολόκληρη εκεί για σένα, µια βρεφική αίσθηση πληρότητας. Όλα είναι εδώ. Τίποτα δεν λείπει. Δεν υπάρχει απειλή. Μόνον αγάπη. Νοµίζω τελικά αυτή η συνθήκη βρίσκεται πίσω από το Όλα τα ναι του κόσµου. Στην πραγµατικότητα σε εκείνη χρωστάω την τελευταία µου νουβέλα που δεν µπόρεσε ποτέ να διαβάσει. Όµως λέω και πάλι «µήπως» κάνω λάθος, λέω «µήπως», καθώς µια φράση από ένα έργο του Μπέργκµαν θα ταίριαζε εδώ: «Η αγάπη αγκαλιάζει τα πάντα, ακόµα και το θάνατο». Η Μαργαρίτα είναι εδώ. Αυτά. Ό,τι άλλο κι αν πω θα ειναι κατώτερο των περιστάσεων. Δ.Τ.


13

ÎĽou are not alone, Rob Ryan, This is for You, Sceptre.


Το πρώτο πράγµα που είπε ο Κώστας στη Γιώτα όταν τη γνώρισε ήταν «Το ήξερα ότι θα ‘σουν η πιο ωραία από όλες» σε ένα πάρτι στο Mad. Τη Δήµητρα την είχε γνωρίσει πολύ καιρό πριν στη συναυλία του Tim Booth, φορούσε ένα φιόγκο στο κεφάλι. Οι Γιώτα και Δήµητρα είχαν συναντηθεί πρώτη φορά σε s/m πάρτι. Είχαν αντιπαθήσει η µία την άλλη σφόδρα. Η Δήµητρα φορούσε λουράκι στο λαιµό. Ο Κώστας, η Γιώτα και η Δήµητρα είναι τρεις φίλοι. Καλοί φίλοι. Εκτός από αυτό, είναι υπεύθυνοι για ένα από τα διαδραστικά «δρώµενα» στα µπαρ και στα κλαµπ της Αθήνας -σε αυτά τουλάχιστον που συχνάζουν- ένα παιχνίδι γνωριµιών µε τη βοήθεια µιας κάρτας κι ενός στυλό. Παίρνεις την κάρτα, διαλέγεις κάποιον/κάποια που σου αρέσει και του ζητάς να συµπληρώσει τα κουτάκια πολλαπλών επιλογών («Με θες»; ΝΑΙ-ΟΧΙ, «Εγώ κι εσύ απόψε» σεκς, άγριο σεκς, σκέση, χαµούρεµα, χυλόπιτα, άλλο, «το τηλέφωνό µου είναι…»). Μετά στην επιστρέφει. Από τις απαντήσεις εξαρτάται η έκβαση της βραδιάς, το γέννηµα µιας σχέσης ή απλά µια στιγµιαία απογοήτευση (έχει κι αλλού πορτοκαλιές). Το όνοµα του project: «nu kamaki». «Τα βασικά συστατικά της φιλίας µας είχαν φανεί από την αρχή: το καµάκι και τα πάρτι» λένε. «Τα πιο τρελά πράγµατα τα κάνουµε µεθυσµένοι. Βγάζουµε τα ρούχα µας, κοιµόµαστε στα πεζοδρόµια, στεκόµαστε έξω από τις τουαλέτες και ρωτάµε τους ανθρώπους που µπαινοβγαίνουν αν πηγαίνουν για ψιλό ή χοντρό. Η Γιώτα έσπασε το πόδι της από το χορό σε πάρτι, οι άλλοι δύο ήµασταν εκεί και επί 2 ώρες, προσπαθούσαµε να την πείσουµε να φύγουµε, είχε γλείψει τους πάντες στο πάρτι. Δεν ήθελε να πάει νοσοκοµείο». Kώστας: «Αυτό που µου αρέσει και στις δύο είναι ότι πολλές φορές έχουν καταλάβει τι θέλω να πω ακόµα και όταν τους λέω ψέµατα, το ότι συχνά µου απαντάνε σε ερωτήσεις πριν τις ρωτήσω, ότι έχουµε περάσει καταπληκτικά σε συναυλίες και ταξίδια και ότι µένουν µαζί, οπότε δεν χρειάζεται να τρέχω σε 2 διαφορετικά σπίτια για να τις δω». Δήµητρα: «Η Γιώτα είναι από τα πιο κουλ και συγκροτηµένα άτοµα που έχω γνωρίσει, είναι η φωνή που µου λέει τι λέει η λογική, είναι το συµπλήρωµά µου, έχει ό,τι δεν έχω, είµαστε το άσπρο και το µαύρο που δένουν τόσο καλά µεταξύ τους µε µαγικό τρόπο. Ο Κώστας είναι το πιο ακοµπλεξάριστο και έξυπνο άτοµο που έχω γνωρίσει. Και ετοιµόλογο και πανέµορφο και πανέξυπνο και διακριτικό και το άτοµο µε το οποίο

έχω κυλιστεί καλύτερα στους δρόµους µετά από µεθύσι». Γιώτα: «Το ότι η Δήµητρα βουτάει στο αρωµατικό/πικάντικο πρωινό τσάι τη χτεσινή πίτσα bbq και δεν ντρέπεται καθόλου. Το ότι ο Κώστας, παρόλο που τον θεωρώ από τους πιο έξυπνους ανθρώπους, δεν παύει ποτέ να σε εκπλήσσει µε την κοτσάνα που θα πετάξει σε άσχετη στιγµή, όπως “µαλάκα είµαι ζώον, περίµενα τόση ώρα να δω Στιγµή της Αλήθειας και δεν το έβαζε και σκεφτόµουν να δεις το κόψανε και τώρα είδα ότι το είχα στο Mega”. Τις ατάκες που µου λέει τις σηµειώνω για να τις θυµάµαι. Η συνηθέστερη απορία, δική µου και της Δήµητρας, είναι “αυτόν γιατί είπαµε ότι τον κάνουµε παρέα;”. Από τα καλύτερα πράγµατα που κάνουµε µαζί είναι οι συναντήσεις για brainstorming για ο,τιδήποτε σκεφτεί ο καθένας, από το πού θα πάµε διακοπές ως τι µαγαζί να ανοίξουµε για να πίνουµε τζάµπα. Το καλύτερο είναι όταν κουτσοµπολεύουµε τους άλλους -ακόµα και ανθρώπους που έχουµε δει µία φορά- και φτάνουµε σε σηµείο να βγάζουµε ιστορίες από το µυαλό µας για να καλύψουµε τα κενά της διήγησης. Εκεί είναι που κλαίµε από τα γέλια. Επίσης στα ταξίδια. Αγαπηµένη µας ατάκα “Χάσιµο δικέ µου”. Μάλλον ακουγόµαστε εντελώς καµένοι». «Η ιδέα του Nu Kamaki ξεκίνησε από την ανάγκη να βρεις να πεις κάτι έξυπνο για να κάνεις καµάκι και χαβαλέ στα πάρτι» λέει ο Κώστας. «Το παλιό καµάκι δεν είχε ανταπόκριση, οι χυλόπιτες έπεφταν βροχή, όλοι ήµασταν µουδιασµένοι, ξεκινούσες να πεις µια ατάκα και ξεστόµιζες µια µπούρδα. Ήταν κοινωνική ανάγκη. Όσα χρειαζόµασταν τα είχαµε. Τυπογράφο είχαµε, γραφίστρια είχαµε, δικηγόρο είχαµε, το πράγµα πήγε από µόνο του: κάρτες µε πολλαπλές επιλογές, πας, τη δίνεις και περιµένεις απάντηση. Αν συναντήσεις δυσκολία πας στον επόµενο στόχο. Το πρόβληµα είναι ότι πολλοί δεν έχουν µαζί τους στιλό, γι’ αυτό κυκλοφορούµε πάντα µε στυλό στην τσέπη. Βασικός σκοπός είναι η επίτευξη σεξ (συγκεκριµένα καυτού, ακόλαστου, ζωώδους σεξ). Δεν ξέρω πόσοι έχουν κάνει σεξ µε αυτή - υπάρχει τουλάχιστον ένας φίλος που τις χρησιµοποιεί µε ευλάβεια. Το σίγουρο είναι ότι γνωρίζεις πολλούς ανθρώπους. Θα µπορούσα να πω ότι έχουν γίνει περισσότερες φιλίες παρά σχέσεις». Μ.Η.

14


NU KAMAKI FOR FRIENDS... and more.

Ένας έξυπνος τρόπος να γνωρίσεις φίλους. Κι ό,τι προκύψει!

www.myspace.com/nukamakicards www.facebook.com/pages/NU-KAMAKI/13753176077 Φωτό: Σπύρος Σιµωτάς

15


16


17


Mary Collins is my best friend’s name.

Ο ηθοποιός Θάνος Σαµαράς διηγείται την ιστορία µιας φιλίας. Μόνο που η καλύτερη φίλη του είναι µια πολύτιµη κούκλα. «Ένα πρωί πριν από 10 χρόνια συνάντησα τυχαία το κορίτσι που έµελλε να γίνει η καλύτερή µου φίλη. Ήταν σε κακή κατάσταση, άρρωστη, τα µαλλιά της κοµµένα στη ρίζα, ο λαιµός της σπασµένος και τα πόδια της αποκολληµένα από το σώµα. Τα πονεµένα της κοµµάτια ήταν τακτοποιηµένα πάνω σε µια βρώµικη πετσέτα. Καθώς η ψιλή βροχή πάνω στο λερωµένο της πρόσωπο γινόταν δάκρυα λάσπης, τα µάτια της συνάντησαν τα δικά µου και αµέσως ήξερα τι έπρεπε να κάνω. Η φιλία δεν αγοράζεται, αλλά το κορίτσι που θα γινόταν η καλύτερή µου φίλη κόστισε 1.000 δολάρια. Μετά από αυτήν τη φτηνά λυρική, ψευτο-λογοτεχνική έναρξη της σχέσης µας έβαλα πυρετωδώς σε εφαρµογή όλες µου τις πρακτικές γνώσεις και τεχνικές δεξιότητες και λίγες µέρες αργότερα καθόταν πάνω στον πάγκο του εργαστηρίου µου µια υγιής, αναγεννηµένη κούκλα Blythe του 1972. Μου έδωσε να καταλάβω ότι το όνοµά της είναι Mary Collins, που ήταν το πραγµατικό όνοµα της Bo Derek, και πως ήταν φόρος τιµής προς αυτήν. Από κει κατάλαβα πως θα τα πηγαίναµε περίφηµα. Από τότε η Mary Collins µε συντροφεύει διακριτικά σε όλα µου τα ταξίδια, γυρίσµατα, πρόβες, συχνά µε συντροφεύει σε πάρτι, σε βόλτες, έγινε η µούσα µου στις φωτογραφίες που τραβάω και ενίοτε έχει σιωπηλούς ρόλους στις ταινίες που παίζω. Είναι πολύ δηµοφιλής µε τους φίλους και τις φίλες µου, που συχνά ρωτούν αν είναι καλά και τι κάνει. Η οικογένειά µου τη λατρεύει. Είναι τόσο ζωντανή για µένα όσο και γι’ αυτούς. Περνούµε περιόδους εντάσεων που ο καθένας συγκεντρώνεται στη ζωή του και κάνει διαφορετικά πράγµατα, αλλά σύντοµα αποζητούµε ο ένας τη συντροφιά του άλλου. Έχει συµβεί να της θυµώσω πολύ, όπως επίσης και να πάψει να µου µιλάει. Μέχρι τώρα βρίσκουµε τρόπους να το ξεπερνάµε. Τα τελευταία χρόνια σκέφτοµαι να της ζητήσω να µε παντρευτεί. Αν όµως πει όχι;».

Φωτό: Freddie F.

18


19


ROBERT BRESSON

Au hasard Balthazar. (1966) Ένα από τα µεγαλύτερα αριστουργήµατα του παγκόσµιου κινηµατογράφου, η ταινία του Bresson καταγράφει τις παράλληλες ζωές της Μarie και του αγαπηµένου της φίλου-γαϊδάρου, του Balthazar.

20


«A friend is someone who reaches for your hand and touches your heart». Θα µπορούσε να πει κανείς ότι οι on line friends δεν είναι πραγµατικοί φίλοι σου. Δεν µπορούν να σου πιάσουν το χέρι, να σε αγκαλιάσουν, να σε αγγίξουν όταν έχεις ανάγκη τη σωµατική επαφή. Τίποτα δεν την αναπληρώνει. Από την άλλη, υπάρχουν γνωριµίες στο Ίντερνετ (από το Facebook, το MySpace, τα blog ή απλά από ένα chat σε forum) που µπορούν να σου αλλάξουν τη ζωή. Να σε κάνουν να ανοιχτείς και να µιλήσεις ξεκάθαρα και ειλικρινά, κρυµµένος πίσω από ένα ψευδώνυµο, να ψυχαναλυθείς δωρεάν, να ξεκινήσεις µια φιλία από την αρχή που να είναι στέρεη, ακριβώς επειδή είναι χτισµένη σε γερές βάσεις. Σε κάποιον on line «φίλο» µπορείς να εκµυστηρευτείς όσα δεν θα έλεγες σε κανέναν «πραγµατικό» φίλο, να γελάσεις µαζί του, κι αυτός µε τη σειρά του µπορεί να σε κάνει να αισθανθείς όµορφα από την άλλη άκρη του κόσµου, να συµπάσχει µαζί σου, να χαίρεται, να σε ακούει αδιαµαρτύρητα, να σου δίνει συµβουλές, να σε εµπνεύσει. ΠολλέςΜάνθου on line(www.flickr.com/photos/noitseuq_why) φιλίες εξελίσσονται σε πραγµατικές φιλίες. Σηµασία δεν έχει ο τρόπος που γνωρίζεις κάποιον αλλά το ότι έχεις έναν άνθρωπο που σε νοιάζεται… Μ.Η. Αrtwork: Κωστάντια

21


22


Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών Απ’ τες δεκάµισυ ήτανε στο καφενείον, και τον περίµενε σε λίγο να φανεί. Πήγαν µεσάνυχτα - και τον περίµενεν ακόµη. Πήγεν η ώρα µιάµισυ· είχε αδειάσει το καφενείον ολοτελώς σχεδόν. Βαρέθηκεν εφηµερίδες να διαβάζει µηχανικώς. Απ’ τα έρηµα, τα τρία σελίνια του έµεινε µόνον ένα: τόση ώρα που περίµενε ξόδιασε τ’ άλλα σε καφέδες και κονιάκ. Κάπνισεν όλα του τα σιγαρέτα. Τον εξαντλούσε η τόση αναµονή. Γιατί κιόλας µονάχος όπως ήταν για ώρες, άρχισαν να τον καταλαµβάνουν σκέψεις οχληρές της παραστρατηµένης του ζωής. Μα σαν είδε τον φίλο του να µπαίνει - ευθύς η κούρασις, η ανία, οι σκέψεις φύγανε. Ο φίλος του έφερε µια ανέλπιστη είδησι. Είχε κερδίσει στο χαρτοπαικτείον εξήντα λίρες. Τα έµορφά τους πρόσωπα, τα εξαίσιά τους νειάτα, η αισθητική αγάπη που είχαν µεταξύ τους, δροσίσθηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν απ’ τες εξήντα λίρες του χαρτοπαικτείου. Κι όλο χαρά και δύναµις, αίσθηµα κι ωραιότης πήγαν - όχι στα σπίτια των τιµίων οικογενειών τους (όπου, άλλωστε, µήτε τους θέλαν πια): σ’ένα γνωστό τους, και λίαν ειδικό, σπίτι της διαφθοράς πήγανε και ζητήσαν δωµάτιον ύπνου, κι ακριβά πιοτά, και ξαναήπιαν. Και σαν σωθήκαν τ’ ακριβά πιοτά, και σαν πλησίαζε πια η ώρα τέσσερες, στον έρωτα δοθήκαν ευτυχείς.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης Έργο του David Hockney από τη συλλογή Cavafy in Alexandria

23


Σε κάποιο σηµείο της ζωής µου, στα τέλη της δεκαετίας του ’50, άρχισα να αισθάνοµαι ότι τα άτοµα που γνώριζα µου µετέδιδαν τα προβλήµατά τους. Ένας φίλος ήταν σε βαθµό απελπισίας µπλεγµένος µε µια παντρεµένη, ένας άλλος µου είχε εµπιστευτεί πως ήταν οµοφυλόφιλος, µια γυναίκα που λάτρευα εκδήλωνε σοβαρά συµπτώµατα σχιζοφρένειας. Ποτέ µου δεν είχα νιώσει πως είχα προβλήµατα, γιατί ποτέ δεν είχα προσδιορίσει κάτι ιδιαίτερο, τώρα όµως είχα την αίσθηση ότι αυτά τα προβλήµατα των φίλων µου µεταδίδονταν και σε µένα, σαν τα µικρόβια. Αποφάσισα ν’ αρχίσω θεραπεία σε ψυχίατρο, πράγµα που ήξερα πως έκαναν και πολλοί γνωστοί µου. Ένιωθα ότι θα έπρεπε να προσδιορίσω ορισµένα από τα προβλήµατά µου -αν είχα πράγµατι- αντί να συµµερίζοµαι τα προβλήµατα των φίλων, που δεν ήταν δικά µου. Όταν ήµουν παιδί, έπαθα τρεις νευρικούς κλονισµούς µέσα σε τρία χρόνια, έναν κάθε χρόνο. Έναν στα οχτώ µου, έναν στα εννιά, και τον τρίτο στα δέκα. Οι κρίσεις -ο Χορός του Αγίου Βίτου- άρχιζαν πάντα την πρώτη µέρα των καλοκαιρινών διακοπών. Δεν ξέρω τι σήµαινε αυτό. Περνούσα όλο το καλοκαίρι ακούγοντας ραδιόφωνο, ξαπλωµένος στο κρεβάτι µε την κούκλα µου Τσάρλι Μακ Κάρθυ και µε τις άκοπες κούκλες χαρτοκοπτικής απλωµένες παντού πάνω στα σκεπάσµατα και κάτω από το µαξιλάρι µου. Ο πατέρας µου έλειπε συχνά σε ταξίδια για δουλειές στα ανθρακωρυχεία κι έτσι δεν τον έβλεπα πάρα πολύ. Η µητέρα µου µού διάβαζε, µε την έντονη τσεχοσλοβάκικη προφορά της, όσο καλύτερα µπορούσε, κι εγώ έλεγα πάντοτε: «Ευχαριστώ µαµά», όταν τελείωνε τον Ντικ Τρέισυ, έστω κι αν δεν είχα καταλάβει λέξη. Κάθε φορά που τέλειωνα το χρωµάτισµα µιας σελίδας στο βιβλίο µε τις ζωγραφιές, µου έδινε µια σοκολάτα. Όταν σκέφτοµαι την εποχή που πήγαινα γυµνάσιο στο Μακ Κίσπορτ της Πενσυλβάνια, το µόνο που θυµάµαι στ’ αλήθεια είναι η µεγάλη διαδροµή ως το σχολείο, µέσα από το τσεχοσλοβάκικο γκέτο, µε τις µπάµπουσκες και τις φόρµες της δουλειάς κρεµασµένες στα σκοινιά της µπουγάδας. Δεν ήµουν ιδιαίτερα δηµοφιλής, αν και είχα µερικούς καλούς φίλους. Δεν έκανα πολύ κολλητή παρέα µε κανέναν, παρ’ όλο που νοµίζω πως το ήθελα, γιατί όταν έβλεπα τα παιδιά να λένε τα προβλήµατά τους το ένα στο άλλο, ένιωθα αποκοµµένος. Κανείς δε µου εκµυστηρευόταν τίποτα. Μου φαίνεται πως δεν ήµουν ο τύπος στον οποίον ήθελαν να εκµυστηρευτούν. Κάθε µέρα περνούσα από µια γέφυρα, κι από κάτω υπήρχαν χρησιµοποιηµένα προφυλακτικά. Πάντοτε εκδήλωνα την απορία µου, φωναχτά, σχετικά µε το τι ήταν αυτά τα πράγµατα, κι εκείνοι γελούσαν. Ένα καλοκαίρι, έπιασα δουλειά σ’ ένα πολυκατάστηµα. Φυλλοµετρούσα το Vogue, το Harper’s Bazaar και διάφορα ευρωπαϊκά περιοδικά µόδας για λογαριασµό ενός θαυµάσιου ανθρώπου, του κυρίου Βόλµερ. Έπαιρνα κάπου πενήντα σεντς την ώρα και η δουλειά µου ήταν να ψάχνω για «ιδέες». Δε θυµάµαι να βρήκα καµιά ή να µου ήρθε καµιά. Ο κύριος Βόλµερ είχε γίνει το είδωλό µου, γιατί ήταν από τη Νέα Υόρκη, και αυτό το ’βρισκα συναρπαστικό. Παρ’ όλα αυτά, δε µου πέρασε ποτέ πραγµατικά από το µυαλό να πάω κι εγώ εκεί πέρα. Όταν όµως έγινα δεκαοχτώ χρονών, ένας φίλος µου µε έχωσε µέσα σε µια σακούλα των καταστηµάτων Kroger και µε πήγε στη Νέα Υόρκη. Τότε ήθελα ακόµα να έχω στενή επαφή µε τους ανθρώπους. Ζούσα µε συγκάτοικους, πιστεύοντας ότι θα µπορούσαµε να γίνουµε καλοί φίλοι και να µοιραζόµαστε τα προβλήµατά µας, πάντα όµως ανακάλυπτα ότι το µόνο για το οποίο ενδιαφέρονταν εκείνοι ήταν να βρουν κάποιον για να µοιράζονται το νοίκι. Κάποια εποχή έµενα µε δεκαεφτά διαφορετικά άτοµα σ’ ένα υπόγειο διαµέρισµα στην 103η Οδό και Λεωφόρο Μανχάταν κι ούτε ένας απ’ τους δεκαεφτά δε συµµερίστηκε ποτέ ένα πραγµατικό του πρόβληµα. Και ήταν όλοι τους δηµιουργικά παιδιά -λίγο πολύ ένα καλλιτεχνικό κοινόβιο- γι’ αυτό ξέρω πως θα πρέπει να είχαν πολλά προβλήµατα, εγώ όµως δεν έµαθα ποτέ τίποτα. Πολλές φορές

γίνονταν τσακωµοί στην κουζίνα για το ποιος είχε αγοράσει µια φέτα σαλάµι, αλλά αυτό ήταν όλο. Εκείνο τον καιρό δούλευα πάρα πολλές ώρες, έτσι µάλλον δε θα είχα το χρόνο ν’ ακούσω κάποιο πρόβληµά τους, ακόµα κι αν µου µιλούσαν γι’ αυτό, παρ’ όλα αυτά αισθανόµουν αποκοµµένος και πληγωµένος. Όλη µέρα γύριζα ψάχνοντας για δουλειές και µετά πήγαινα σπίτι και ζωγράφιζα όλη νύχτα. Αυτή ήταν η ζωή µου τη δεκαετία του ’50: ευχετήριες κάρτες και νεροµπογιές και πότε πότε αναγνώσεις ποιηµάτων σε ένα καλλιτεχνικό καφενείο. Αυτό που θυµάµαι περισσότερο από εκείνη την εποχή, πέρα από τις ατέλειωτες ώρες που περνούσα δουλεύοντας, είναι οι κατσαρίδες. Όλα τα διαµερίσµατα στα οποία έµεινα ήταν γεµάτα από δαύτες. Ποτέ µου δε θα ξεχάσω την ταπείνωση που ένιωσα όταν πήγα το ντοσιέ µε τη δουλειά µου στο γραφείο της Κάρµελ Σνόου, στο περιοδικό Harper’s Bazaar. Καθώς άνοιγα το φερµουάρ, µια κατσαρίδα ξεπρόβαλε και πήγε ως κάτω στο πόδι του τραπεζιού. Η Κάρµελ Σνόου µε λυπήθηκε τόσο πολύ που µου έδωσε τη δουλειά. Είχα λοιπόν έναν απίστευτο αριθµό συγκατοίκων. Από τότε, σχεδόν κάθε βράδυ που βγαίνω στη Νέα Υόρκη πέφτω πάνω σε κάποιον που µέναµε µαζί στο ίδιο σπίτι, κι αυτός εξηγεί πάντοτε µε τον ίδιο απαράλλαχτο τρόπο στο συνοδό µου: «Κάποτε µε τον Άντυ µέναµε µαζί». Όταν το ακούω αυτό, γίνοµαι κάτασπρος - εννοώ ακόµα πιο άσπρος. Αφού επαναληφθεί µερικές φορές η ίδια σκηνή, ο συνοδός µου δεν µπορεί πια να καταλάβει πώς είναι δυνατόν να έχω ζήσει µε τόσο πολλούς, ειδικά µάλιστα αφού όλοι µε ξέρουν σήµερα για µοναχικό άνθρωπο. Τώρα, όσοι µε φαντάζονται σαν θαµώνα των πάρτυ της δεκαετίας του ’60, µε έκθεση στα media, που εµφανιζόταν σ’ αυτά µε µια «αυλή» τουλάχιστον έξι ατόµων, θα αναρωτιέται πώς τολµάω να αποκαλώ τον εαυτό µου «µοναχικό άνθρωπο». Γι’ αυτό αφήστε να σας εξηγήσω τι εννοώ και γιατί αυτό ισχύει στ’ αλήθεια. Εκείνη την περίοδο της ζωής µου που ένιωθα εξαιρετικά κοινωνικός και γύρευα επιστήθιους φίλους δεν µπορούσα να βρω παραλήπτες. Κι έτσι, τότε που ήµουν µόνος αισθανόµουν περισσότερο από ποτέ άλλοτε σαν να µην ήµουν µόνος. Τη στιγµή που πήρα την απόφαση πως θα ‘θελα να µείνω µόνος και να µην έχω κανένα να µου µιλάει για τα προβλήµατά του, όλοι, ακόµα και άτοµα που δεν είχα δει ποτέ στη ζωή µου, άρχισαν να µε παίρνουν από πίσω και να µου λένε πράγµατα για τα οποία µόλις είχα αποφασίσει ότι δεν ήταν και πολύ καλή ιδέα να ακούω. Δεν είχα καλά καλά συνειδητοποιήσει πως είµαι µοναχικός, όταν απέκτησα κιόλας αυτό που λένε «οπαδούς». Μόλις πάψεις να θέλεις κάτι, το αποκτάς. Έχω ανακαλύψει ότι αυτό έχει ισχύ αξιώµατος. Επειδή το ένιωθα ότι οι φίλοι µού µετέδιδαν τα προβλήµατά τους, πήγα σ’ έναν ψυχίατρο στο Γκρήνουιτς Βίλατζ και του είπα τα πάντα για µένα. Του είπα την ιστορία της ζωής µου, πως δεν είχα δικά µου προβλήµατα, όµως µε φόρτωναν οι φίλοι µου µε τα δικά τους, κι εκείνος απάντησε ότι θα µου τηλεφωνήσει για να κλείσουµε ένα άλλο ραντεβού και να συζητήσουµε περισσότερο, µετά όµως δε µε πήρε ποτέ. Όπως το σκέφτοµαι τώρα, συνειδητοποιώ πως ήταν αντιεπαγγελµατικό από µέρους του να µου πει ότι θα τηλεφωνήσει και να µη το κάνει. Γυρίζοντας από τον ψυχίατρο, σταµάτησα στο Macy’s, κι έτσι, χωρίς να το έχω στο πρόγραµµα, αγόρασα την πρώτη µου τηλεόραση, µια ασπρόµαυρη RCA 19 ιντσών. Την πήγα στο διαµέρισµα όπου έµενα µόνος, κάτω από τη γέφυρα του ηλεκτρικού στην 75η Οδό Ανατολικά και αµέσως ξέχασα τα πάντα για τον ψυχίατρο. Είχα την τηλεόραση ανοιχτή συνέχεια, ειδικά όταν διάφοροι άνθρωποι µου έλεγαν τα προβλήµατά τους, και ανακάλυψα ότι η τηλεόραση µε αποσπούσε τόσο ώστε τα προβλήµατα που άκουγα δεν µε επηρέαζαν στ’ αλήθεια, κάτι σαν µαγεία. Το διαµέρισµά µου βρισκόταν πάνω από το µπαρ Πιν-απ της Σίρλεϋ, όπου η Μέιµπελ Μέρσερ έβγαινε στην πλέµπα και τραγουδούσε το

Andy+(No) Friends. Ο Andy Warhol ήταν πιο µοναχικός απ’ ό,τι νοµίζετε. 24


«Είσαι τόσο Αξιαλάτρευτος» και η τηλεόραση µε έκανε να τα βλέπω όλα αυτά µε άλλο µάτι. Ήταν ένα πενταώροφο κτίριο µε σκάλες, και αρχικά κρατούσα το διαµέρισµα στον πέµπτο. Μετά, όταν άδειασε ο δεύτερος τον έπιασα κι αυτόν, οπότε είχα δύο ορόφους, αν και όχι συνεχόµενους. Από τότε όµως που αγόρασα την τηλεόραση, έµενα όλο και περισσότερο στον όροφο που την είχα. Ενώ είχα πάρει απόφαση να είµαι µοναχικός, στα επόµενα χρόνια γινόµουν όλο και πιο δηµοφιλής και βρισκόµουν µε όλο και περισσότερους φίλους. Από επαγγελµατική άποψη τα πήγαινα καλά. Είχα δικό µου στούντιο και µερικούς ανθρώπους που δούλευαν για µένα. Αργότερα έγινε ένας διακανονισµός και έµεναν κιόλας στο στούντιό µου. Εκείνο τον καιρό τα πάντα ήταν άνετα, χαλαρά. Μέρα-νύχτα υπήρχαν άνθρωποι στο στούντιο. Φίλοι φίλων. Στο πικάπ ακουγόταν πάντα η Μαρία Κάλλας, γύρω υπήρχαν πολλοί καθρέφτες και παντού άφθονο αλουµινόχαρτο. Είχα ήδη διακηρύξει τις απόψεις µου για την Ποπ Αρτ, οπότε είχα πολλή δουλειά να κάνω, πολλούς µουσαµάδες να τεντώσω. Συνήθως δούλευα από τις δέκα το πρωί ως τις δέκα το βράδυ, πήγαινα σπίτι για ύπνο και γύρναγα το πρωί, όπου, οι ίδιοι άνθρωποι που είχα αφήσει το προηγούµενο βράδυ βρίσκονταν ακόµα εκεί ακατάβλητοι, µε τη Μαρία στο πικάπ και τους καθρέφτες ολόγυρα. Τότε ήταν που άρχισα να συνειδητοποιώ πόσο παράφρονες µπορούν να είναι οι άνθρωποι. Για παράδειγµα, µια κοπέλα µετακόµισε στο ασανσέρ και δεν έβγαινε για µια βδοµάδα, ώσπου αρνήθηκαν να της φέρουν άλλη κόκα κόλα. Δεν ήξερα πώς να τα βγάλω πέρα µε όλη αυτή την κατάσταση. Από τη στιγµή που εγώ πλήρωνα το νοίκι για το στούντιο, θεώρησα ότι επρόκειτο, κατά κάποιον τρόπο, για το δικό µου σκηνικό. Μη µε ρωτήσετε όµως τι νόηµα είχαν όλα αυτά, γιατί ποτέ δεν κατάλαβα. Το µέρος στο οποίο βρισκόταν το στούντιο ήταν καταπληκτικό: 47η Οδός και Τρίτη Λεωφόρος. Βλέπαµε πάντοτε τους διαδηλωτές όταν πήγαιναν προς το κτίριο των Ηνωµένων Εθνών, όλες τις πορείες. Μια φορά πέρασε ο Πάπας από την 47η Οδό µε αυτοκίνητο, πηγαίνοντας προς την εκκλησία του Αγίου Πατρικίου. Ακόµη κι ο Χρουστσόφ πέρασε αποκεί µια φορά. Ήταν ένας ωραίος, πλατύς δρόµος. Στο στούντιο άρχισαν να έρχονται επώνυµοι υποθέτω για να ρίξουν µια µατιά στο πάρτυ που δε σταµατούσε ποτέ: ο Κέρουακ, ο Γκίνσµπεργκ, ο Φόντα και ο Χόπερ, ο Μπάρνετ Νιούµαν, η Τζούντυ Γκάρλαντ, οι Ρόλινγκ Στόουνς. Σε κάποιο µέρος της σοφίτας είχαν αρχίσει να κάνουν πρόβες οι Βέλβετ Αντεργκράουντ, λίγο πριν πραγµατοποιήσουµε µαζί τις παραστάσεις mixed media* και ξεκινήσουµε την περιοδεία µας σε όλη τη χώρα, το 1963. Φαινόταν πως όλα άρχιζαν τότε. Η αντικουλτούρα, η υποκουλτούρα, η ποπ, οι σουπερστάρ, τα ναρκωτικά, τα φώτα, οι ντισκοτέκ - ό,τι θεωρούµε νεανικό και «στη µόδα» µάλλον τότε ξεκίνησε. Πάντα γινόταν κάπου ένα πάρτυ. Αν όχι σε µια υπόγα, τότε σε µια ταράτσα. Κι αν όχι στον υπόγειο σιδηρόδροµο, τότε σε κάποιο λεωφορείο. Κι αν όχι πάνω σε κάποιο πλοίο, τότε στο Άγαλµα της Ελευθερίας. Οι άνθρωποι έβαζαν πάντα τα καλά τους στα πάρτυ. «Όλα τα Αυριανά Πάρτυ» ήταν ο τίτλος ενός τραγουδιού που έλεγαν οι Βέλβετ στο Dom, την εποχή που η Lower East Side** άρχισε να αποβάλλει την εµιγκρέδικη φυσιογνωµία της και να γίνεται της µόδας. «Τι κοστούµια θα φορέσει το φτωχό κορίτσι. Σε όλα τα αυριανά πάρτυ...» Μου άρεσε πολύ αυτό το τραγούδι. Το έπαιζαν οι Βέλβετ και το τραγουδούσε η Νίκο. Εκείνο τον καιρό, το καθετί ήταν εξωφρενικό. Έπρεπε να είσαι πλούσιος για να µπορείς να αγοράζεις ποπ ρούχα από µπουτίκ σαν την Ρaraphernalia ή από σχεδιαστές σαν την Τάιγκερ Μορς. Η Τάιγκερ πήγαινε στο Klein’s and Mays κι αγόραζε ένα φόρεµα των δύο δολαρίων, έβγαζε την κορδέλα και το λουλούδι, το έβαζε στο µαγαζί της και το πουλούσε τετρακόσια δολάρια. Τα κατάφερνε και µε τα αξεσουάρ. Κολλούσε µια ταµπελίτσα πάνω σε κάτι αγορασµένο από το

Woolworth’s και το χρέωνε πενήντα δολάρια. Είχε ένα µυστηριώδες ταλέντο να ξεχωρίζει αυτούς που πήγαιναν στο µαγαζί της µε σκοπό να αγοράσουν πράγµατι κάτι. Μια φορά την είδα να κοιτάζει για ένα δευτερόλεπτο µια καλοντυµένη κυρία και να λέει: «Λυπάµαι, αλλά δεν υπάρχει τίποτα για σας εδώ προς πώλησιν». Ήταν εκείνη που εφηύρε το φουστάνι µε τα ηλεκτρικά φώτα, µε τις δικές του φορητές µπαταρίες. Τη δεκαετία του ’60 όλοι ενδιαφέρονταν για τους άλλους. Σ’ αυτό βοήθησαν λίγο και τα ναρκωτικά. Ξαφνικά, οι πάντες έγιναν ίσοι: οι κοσµικές δεσποινίδες µε τους σωφέρ, οι σερβιτόρες µε τους κυβερνήτες. Μια φίλη από το Νιου Τζέρσεϋ ονόµατι Ίνγκριντ άλλαξε το επίθετό της για χάρη της νέας και κάπως απροσδιόριστης καριέρας της στη σόου µπίζνες. Έδωσε στον εαυτό της το όνοµα «Ίνγκριντ Σούπερσταρ». Είµαι σίγουρος ότι η λέξη αυτή είναι ανακάλυψη της Ίνγκριντ. Ή, τουλάχιστον, καλώ οποιονδήποτε έχει στη διάθεσή του αποκόµµατα µε τη λέξη «σούπερσταρ», που να προηγούνται χρονικά από τον τίτλο της Ίνγκριντ, να µου τα δείξει. Σε όσο περισσότερα πάρτυ πηγαίναµε, τόσο περισσότερο την ανέφεραν οι εφηµερίδες µε αυτό το όνοµα, Ίνγκριντ Σούπερσταρ, κι έτσι ο όρος «σούπερσταρ» άρχισε την πορεία του στα µέσα µαζικής ενηµέρωσης. Η Ίνγκριντ µου τηλεφώνησε πριν από µερικές βδοµάδες. Τώρα δουλεύει µε ραπτοµηχανή. Το όνοµά της όµως παραµένει. Δε φαίνεται απίστευτο; Τη δεκαετία του ’60 όλοι ενδιαφέρονταν για όλους. Τη δεκαετία του ’70 όλοι άρχισαν να παρατάνε όλους. Η δεκαετία του ’60 ήταν Αταξία. Τη δεκαετία του ’70 τη χαρακτηρίζει το κενό. Όταν πήρα την πρώτη µου συσκευή τηλεόρασης, έπαψα να πολυνοιάζοµαι για στενές σχέσεις µε άλλους ανθρώπους. Είχα πληγωθεί πάρα πολύ, όπως πληγώνεται κανείς µόνο όταν νοιάζεται πολύ. Έτσι κατάλαβα ότι πράγµατι νοιαζόµουν πολύ, την εποχή πριν ακόµη ακουστεί τίποτα για «ποπ αρτ» ή «ταινίες αντεργκράουντ» ή «σούπερσταρ». Στα τέλη, λοιπόν, της δεκαετίας του ’50 άρχισε το ειδύλλιό µου µε την τηλεόρασή µου, το οποίο συνεχίζεται ως σήµερα, που έφτασα να παίζω στην κρεβατοκάµαρά µου µε τέσσερις συσκευές ταυτόχρονα. Ωστόσο, δεν παντρεύτηκα παρά το 1964, όταν απέκτησα το πρώτο µου µαγνητόφωνο. Με τη γυναίκα µου, το µαγνητόφωνό µου, είµαστε παντρεµένοι δέκα χρόνια τώρα. Όποτε λέω «εµείς», εννοώ το µαγνητόφωνό µου κι εµένα. Πολλοί άνθρωποι δεν το καταλαβαίνουν αυτό. Με το που απόκτησα το µαγνητόφωνό µου έσβησε κάθε ίχνος συναισθηµατικής ζωής που θα µπορούσα να έχω, ωστόσο ήµουν ευχαριστηµένος που την έβλεπα να χάνεται. Από τότε τίποτα δεν αποτελούσε πια πρόβληµα, γιατί ένα πρόβληµα σήµαινε απλά µια καλή µαγνητοταινία, κι όταν ένα πρόβληµα µετατρέπεται σε µια καλή µαγνητοταινία, παύει πλέον να είναι πρόβληµα. Ένα ενδιαφέρον πρόβληµα ήταν µια ενδιαφέρουσα µαγνητοταινία. Όλοι το ήξεραν αυτό και έδιναν παράσταση για τη µαγνητοταινία. Δεν µπορούσες να διακρίνεις ποια προβλήµατα ήταν πραγµατικά και ποια διογκώνονταν για χάρη της µαγνητοταινίας. Ακόµα περισσότερο, τα άτοµα που σου έλεγαν τα προβλήµατά τους δεν ήταν πια σε θέση να κρίνουν αν πράγµατι είχαν πρόβληµα ή απλά έδιναν παράσταση. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60, νοµίζω ότι οι άνθρωποι ξέχασαν τι σήµαιναν τα συναισθήµατα. Και δε νοµίζω ότι το ξαναθυµήθηκαν ποτέ. Μου φαίνεται ότι από τη στιγµή που θα κοιτάξεις τα συναισθήµατα από µια ορισµένη οπτική γωνία παύεις να τα θεωρείς σαν κάτι το πραγµατικό. Αυτό λίγο-πολύ µου συνέβη κι εµένα. Στ’ αλήθεια δεν ξέρω αν ήµουν ποτέ ικανός να ερωτευτώ, αλλά µετά από τη δεκαετία του ’60 δεν ξανασκέφτηκα ποτέ πια µε βάση τον «έρωτα». Παρ’ όλα αυτά θα µπορούσα να πω πως καταγοητεύτηκα από ορισµένους ανθρώπους. Κάποιο πρόσωπο µε γοήτευσε τη δεκαετία του ’60 περισσότερο από κάθε άλλον που γνώρισα ποτέ. Και η γοητεία που ένιωσα µάλλον πλησίαζε πολύ ένα ορισµένο είδος έρωτα.

Η Φιλοσοφία του Άντυ Γουόρχολ, µετάφραση Ιουλίας Ραλλίδη

25


26

Πατρίτσια + Τόνια.


27

Φωτό: Σκεύη Ερωτοκρίτου

H Tόνια Καστριώτη και η Πατρίτσια Μασουράκη γνωρίστηκαν µέσω µιας κοινής τους φίλης. Άρχισαν να κάνουν κολλητή παρέα, όταν η κοινή τους φίλη «ερωτεύτηκε σφόδρα έναν Ισπανό κι έφυγε για τη Βαρκελώνη». Στην Τόνια αρέσει ότι η Πατρίτσια την ακούει πραγµατικά και µε προσοχή. Στην Πατρίτσια αρέσει ότι η Τόνια «είναι καλός άνθρωπος». Και στις δυο αρέσει να περνάνε χρόνο µαζί. «Προσπαθούµε να κερδίσουµε το χρόνο, να παρατείνουµε κι άλλο αυτό που κάνουµε. Με άλλο ένα κρασάκι, άλλη µια βολτίτσα» µου λέει η Πατρίτσια. Πριν από δυο χρόνια µετακόµισαν στο ίδιο κτίριο, στο Μοσχάτο. Σε άλλους ορόφους µεν, αλλά στο ίδιο σπίτι. Την ίδια περίπου εποχή άρχισαν να αναρωτιούνται τι θα µπορούσαν να κάνουν µαζί ως project, παράλληλα µε την «πρωϊνή» τους δουλειά (η Τόνια δουλεύει σε γραφείο Τύπου και η Πατρίτσια ασχολείται µε τον πολιτισµό και το Ίντερνετ), όταν είδαν οτι αυτό που έλειπε ήταν ένα site για όλα τα δωρέαν πράγµατα στην Αθήνα. Κάπως έτσι γεννήθηκε το www.forfree.gr, που περιέχει οτιδήποτε είναι τζάµπα και γίνεται στην πόλη: από εκθέσεις και προβολές µέχρι συναυλίες κλασικής µουσικής, µαθήµατα αραβικών και λάτιν χορού, εργαστήρια, λίστες για εκπτωτικές κάρτες και στοκατζίδικα, καθώς και τα πιο ασυνήθιστα τζάµπα της Αθήνας (όχι, ούτε εµείς ξέραµε για τα µαθήµατα στην ενορία του Προφήτη Ηλία και τη δεκαπενθήµερη συνέλευση ποδηλατών). Δεν είναι δύσκολο να είσαι κολλητός φίλος, να µένεις στο ίδιο κτίριο και να δουλεύεις και µαζί; Τους έχει βολέψει το γεγονός ότι µένουν πάνω-κάτω («Δεν χρειάζεται να µιλάµε στο τηλέφωνο για να κανονίσουµε επαγγελµατικό ραντεβού»), αλλά παραδέχονται ότι εξαιτίας του forfree τους έχουν «βγει νεύρα». «Πλακωθήκαµε πρόσφατα» λέει γελώντας η Πατρίτσια. «Πολύ όµως! Και το βράδυ είχαµε ραντεβού επαγγελµατικό. Εγώ, εν τω µεταξύ, να είµαι τούρµπο από τα νεύρα µου. Ήµασταν άνω κάτω κι είχε φτάσει η ώρα να φύγουµε. Μου λέει η Τόνια «Σε 5 λεπτά να τα πούµε;». Ξαναβρισκόµαστε, κατεβαίνουµε κάτω να πάρουµε το αυτοκίνητο για να πάµε στη δουλειά και ήµασταν σαν να µην τρέχει τίποτα. Φτάνουµε στο ραντεβού κι ο τύπος µας έχει στήσει. Οπότε, εκεί που περιµέναµε, πάνω στο δεκάλεπτο ξαναρχίζουµε «Τι θα γίνει µε αυτό; Τι θα γίνει µε το άλλο; Κι εκείνη την ώρα εµφανίζεται το ραντεβού, και µας βρίσκει να πλακωνόµαστε κανονικά!» συµπληρώνει η Τόνια. «Όταν είσαι πολύ φίλος µε τον άλλον και γίνεσαι µετα συνεργάτης έχεις κάποιες δικλείδες ασφαλείας. Ακόµα κι όταν συγκρουόµαστε, σκέφτοµαι πως ό,τι κι αν πούµε, µετά θα το ξεχάσουµε. Θα τα βρούµε» Η Πατρίτσια συµφωνεί. «Αν γίνει µια στραβή και πλακωθούµε για τη δουλειά κι αλλάξουµε κουβέντα και µου πει “Α, δεν σου ‘πα γι’ αυτό”, νοµίζω θα ξεχάσουµε αυτόµατα τον καβγά και θα αρχίσουµε να µιλάµε γι’ αυτό». Δ.Τ.

Ξεκίνησαν ως κολλητές, µετακόµισαν στο ίδιο κτίριο, και τέλος αποφάσισαν να δουλέψουν µαζί. Τι συµβαίνει όταν ο φίλος σου γίνεται και συνεργάτης;


My best friend’s wedding. Όταν παντρεύονται οι φίλοι µας, δεν κλαίµε µόνο από τη χαρά µας.

Γνώρισα τη Ρέιτσελ στο Πανεπιστήµιο του St. Andrews, στη Σκωτία, το 1999. Ήµουνα στην κουζίνα της εστίας που θύµιζε µακρόστενο νοσοκοµειακό κουτί και χαρχάλευα κάτι µέσα στο ψυγείο (κάποιο ξινισµένο γιαούρτι που έλεγε πάνω «Despina room C18»; Ένα κοµµάτι τσένταρ;), όταν µπήκαν µέσα τέσσερις κοπέλες. Η Μέρι ήταν από το Κάνσας Σίτι, αλλά είχε πάει σχολείο εσωτερική λίγο έξω από τη Βοστώνη. Εκεί είχε γνωριστεί µε την Τζέσικα, που ήταν από το Λος Άντζελες. Η Τζέσικα µοιραζόταν το δωµάτιό της µε την Κάθριν που ήταν από τη Σκωτία - επίσης προϊόν οικοτροφείου. Η τελευταία ήταν η Ρέιτσελ, ένα από τα 14 παιδιά µιας νέο-χίπι οικογένειας από τη βόρεια Καλιφόρνια. Τη ρώτησα µετά από χρόνια τι θυµόταν από την πρώτη φορά που συναντηθήκαµε. «Ότι φορούσες πράσινη ελεκτρίκ σκιά στα µάτια» µου απάντησε. Με το που τις γνώρισα αποφάσισα ότι θα γίνουν φίλες µου. Τα κατάφερα για τέσσερα χρόνια ήµασταν αχώριστες σε τέτοιο βαθµό που να µας αποκαλούν, πίσω από την πλάτη µας φυσικά, «η µαφία του Τσάταν» (Τσάταν ήταν το όνοµα

της φοιτητικής µας εστίας). Στον τρίτο χρόνο του πανεπιστηµίου η Ρέιτσελ γνώρισε τον Μαρκ. Ο Μαρκ άκουγε death metal, είχε βαµµένα µαύρα νύχια και έκανε παρέα µε αγόρια που φορούσανε µακριές δερµάτινες καµπαρντίνες και παίζανε role playing games. Επίσης του άρεσε να αγορεύει µε ζήλο για τις πρωτόγονες φυλές της Αφρικής και τον πολιτιστικό ιµπεριαλισµό της Δύσης. Με το που τον γνώρισε έγινε άλλος άνθρωπος. Πρώτον έκοψε τα µαλλιά της κοντά και τα έβαψε µελιτζανί (αντίο ξανθές µπούκλες), µετά τρύπησε τη γλώσσα της, τον αφαλό της και το φρύδι της. Τέλος, φορούσε µόνο µαύρα. Το πιο βασικό όµως ήταν πως η σχέση της µε τον Μαρκ λειτούργησε ως καταλύτης για όλα όσα είχε στουµπώσει κατά κάποιο τρόπο µέσα της όλα αυτά τα χρόνια. Μας δήλωσε ότι θέλει να πεθάνει, κλεινόταν σπίτι της για µέρες και δεν σηκωνόταν από το κρεβάτι, πάθαινε κρίσεις πανικού, κι εκείνος πότε ήταν εκεί πότε όχι. Εννοείται ότι τον αντιπαθήσαµε σφόδρα. Όχι µόνο µας είχε κλέψει τη φίλη µας αλλά την είχε κάνει δυστυχισµένη κι επιθετική. Κωλοκαθίκι! Tα πράγµατα

28

αµβλύνθηκαν µε τα χρόνια: τελειώσαµε το πανεπιστήµιο, εκείνοι έµειναν µαζί, o Μαρκ µεγάλωσε, η Ρέιτσελ έγινε λιγότερο δυστυχισµένη. Η φιλία µας συνεχίστηκε κανονικά, όσο κανονικά µπορεί να συνεχιστεί µια φιλία όταν πέντε άνθρωποι µένουν σε άλλες χώρες, µε e-mail, τηλέφωνα και ταξίδια-αστραπή, όπου προσπαθείς στη διάρκεια ενός καφέ να συνοψίσεις όλα όσα σου έχουν συµβεί τον τελευταίο χρόνο - και τα καταφέρνεις. Ήµουν στη δουλειά όταν η Ρέιτσελ µου ανακοίνωσε από το τηλέφωνο πως παντρεύονταν µε τον Μαρκ. Ο γάµος θα γινόταν στη βόρεια Καλιφόρνια σε 10 µήνες. Ήθελα να γίνω παράνυµφος; Ναι, ήθελα. «Συγχαρητήρια» της είπα, «χαίροµαι τόσο για σένα». Στην πραγµατικότητα σκεφτόµουν πως στα 25 είναι πολύ µικρός κανείς για να παντρευτεί και πως ακόµα είχα τις αµφιβολίες µου για τον Μαρκ. Δέκα µήνες µετά έφτασα στην Καλιφόρνια, όπως και οι υπόλοιπες 3 κολλητές φίλες της µαφίας του Τσάταν. Τρεις µέρες πριν το γάµο κανονίσαµε το bachelor party . Τίποτα φοβερό: θα βγαίναµε για φαγητό σε ένα ιταλικό εστιατόριο και θα της


Φωτό: Σπύρος Σιµωτάς

Ο Γιώργος Μάγκας είναι παγκοσµίως γνωστός κλαριντζής. Η Τζούλη Τζινιέρη είναι η σύζυγός του και τραγουδίστρια.

Γιώργος και Λουκάς. Μια φιλία… για πάντα. Και πέρα απ’ το θάνατο.

δίναµε αστεία δωράκια (τίποτα έξαλλο, γνωρίζαµε πως ήταν η πιο πουριτανή από όλες µας). Άργησε σαράντα λεπτά, γκρίνιαζε πως δεν θέλει φωτογραφίες γιατί ντρέπεται, ήθελε να ξεµπερδεύει µια ώρα αρχύτερα και να πάει σπίτι της. Νοµίζω ότι και οι τέσσερις πληγωθήκαµε κάπως, αλλά δεν είπαµε τίποτα. Δεν είπαµε τίποτα ακόµα κι όταν µας παρουσίασε τα φορέµατα των παρανύµφων. Επρόκειτο για τερατώδεις δηµιουργίες: τιρκουάζ γυαλιστερά φορέµατα µε γαλάζιο φουρό και χρυσή ζωνίτσα. Eάν η Σάντρα Ντι από το Grease είχε γεννηθεί στο Άινταχο, θα ήταν σίγουρα το αγαπηµένο της φόρεµα. Ο γάµος θα γινόταν έξω, σε ένα λιβάδι, οπότε έπρεπε να φορέσουµε υφασµάτινες µπαλαρίνες - τις είχε διαλέξει χρυσές για να είναι ασορτί µε τη ζώνη του φορέµατος. Είχαµε µόλις βάλει τα τερατώδη φορέµατά µας, δυο µόλις ώρες πριν την τελετή, όταν εµφανίστηκε η Ρέιτσελ ντυµένη µε το άσπρο τουρτένιο νυφικό της. Από πίσω της τιτίβιζαν οι οκτώ (ναι οκτώ!) αδερφές της, µια κοµµώτρια και η µητέρα της. Η Κάθριν έβαλε τα κλάµατα και την αγκάλιασε λέγοντάς της: «Τι

όµορφη που είσαι!». Εγώ τα έχασα. Εδώ ήταν η φίλη µου η Ρέιτσελ, ντυµένη νύφη - ήταν τόσο εξωπραγµατικό το θέαµα που ήταν σχεδόν αστείο. Ήταν η πρώτη µου φίλη που παντρευόταν. Έβαλα κι εγώ τα κλάµατα, κι η Τζέσικα κι η Μέρι. Ήταν ένα παλιρροιακό κύµα δακρύων που συνεχίστηκε κατά διαστήµατα όλη την ηµέρα, στην τελετή, στο φαγητό, στους σκωτσέζικους παραδοσιακούς χορούς, την ώρα της τούρτας, την ώρα του τελευταίου χορού καθώς και την ώρα που πετούσε η νύφη την ανθοδέσµη (την έπιασε ένα τρίχρονο κοριτσάκι ντυµένο στα κίτρινα). Εκείνη την ηµέρα συνειδητοποίησα γιατί κλαίνε οι άνθρωποι στους γάµους: κυρίως επειδή συγκινούνται γιατί βλέπουν τους ανθρώπους που αγαπούν ευτυχισµένους. Συχνά όµως, όπως και στις κηδείες, οι άνθρωποι κλαίνε για τον εαυτό τους: νοµίζω πως όλες µας ήµασταν αφάνταστα συγκινηµένες, αλλά υπήρχε βαθιά µέσα µας µια µικρή αγκίδα εκνευρισµού: κάποιος µας υποχρέωνε επιτέλους να ενηλικιωθούµε. About bloody time! Δ.Τ.

29

Κυριακή πρωί στη Λιβαδειά, µε ψιλόχιονο, το κρύο τσουχτερό. Το ραντεβού µε τον Γιώργο Μάγκα και την Τζούλη είναι σε κεντρικό ξενοδοχείο. Στις 11 ακριβώς. «Μην αργήσετε» µου λέει στο τηλέφωνο, «έχουµε φτάσει και σας περιµένουµε». Ψάχνουµε στο φουαγιέ, στο καφέ, πουθενά. Περνάνε 15 λεπτά, άφαντοι. Του τηλεφωνώ. «Πού είστε και ξεπαγιάσαµε;» αγριεύει. «Σας είπα εγώ µέσα;». Μας περιµένουν απέναντι ακριβώς από το ξενοδοχείο, σε µια κλούβα-αγροτικό. Παγωµένοι. Αφού µας µαλώνει… ευγενικά, µας ζητάει να µπούµε σε ένα ταξί και να τους ακολουθήσουµε. Κατευθυνόµαστε έξω απ’ την πόλη, στο χωµατόδροµο που πάει στο νεκροταφείο. Η ιστορία που έχουµε να καλύψουµε είναι σχεδόν σουρεαλιστική. Θέλει να γίνουµε µάρτυρες στην καθιερωµένη επίσκεψή του στο φίλο του, το Λουκά (νεκρό από τριακονταετίας). Τυλίγεται στο κόκκινο κασκόλ και προχωράει µπροστά, η Τζούλη µε µας από πίσω. Περπατάµε σε λασπωµένα χώµατα, ανάµεσα στους τάφους, σχολιάζουµε ότι όλοι µια µέρα εδώ θα καταλήξουµε. Όχι στο νεκροταφείο Λειβαδιάς, σε κάποιο νεκροταφείο, anyway. Το µόνο σίγουρο. Μας δείχνει πρόσφατους νεκρούς και µιλάµε για τάφους εκατοµµυρίων. «Αυτός εκεί» µου λέει, «είναι το παιδί που σκοτώθηκε πέρσι το καλοκαίρι στη Μύκονο, µε το µηχανάκι. Τον θυµάσαι»; Όχι, αλλά κρίµα, νέο παιδί. «Κι εδώ δίπλα είναι ο Λουκάς». Είναι ο καλύτερός του φίλος, ο Λουκάς, µας λέει σιωπηλά η Τζούλη. Σε ενεστώτα χρόνο. Είναι. Ο Μάγκας κάνει το σταυρό του και του µιλάει. Δυνατά: «Γεια σου Λουκά, τι κάνεις, είσαι καλά; Η µαµά καλά; Η θεία; Εµείς όλοι καλά, όλα καλά. Κοίτα ποιους σου έφερα, Λουκά, δηµοσιογράφους, ήρθαν να µε βάλουν στο βιβλίο» (δείχνει εµάς και µας συστήνει). Κυριακή πρωί, προσκύνηµα στον Λουκά. Ο Γιώργος ρίχνει λάδι στο καντήλι, το ανάβει και συνεχίζει να του µιλάει. Η Τζούλη µας εξηγεί ότι ο Λουκάς ήταν θεολόγος και έχει πεθάνει απ’ το… 1979. Από τότε ο Γιώργος κάνει αδιαλείπτως επισκέψεις στο φίλο του και του µιλάει. Όπου κι αν βρίσκεται, σε όποιο µέρος της Ελλάδας, την Κυριακή το πρωί έρχεται στον τάφο του για να του παίξει κλαρίνο και να συζητήσουν. (Εξαιρούνται οι Κυριακές περιοδείας στην Αµερική και στην Αυστραλία.) Του µιλάει και ο φίλος. Αν ξεπεράσεις το αρχικό σοκ, είναι συγκινητικό. «Κι εγώ καλά Λουκά, όλοι καλά…». Ο Λουκάς πέθανε ξαφνικά, χωρίς λόγο. Ξύπνησε ένα πρωί, είπε σε όλους, σήµερα εγώ θα πεθάνω, και πέθανε. Ανατριχιαστικό, αλλά µε τέτοιο σκηνικό µας φαίνεται εντελώς φυσιολογικό. Κάνει κρύο, ψιλοβρέχει, εµείς παρακολουθούµε τον Μάγκα που συνοµιλεί µε έναν νεκρό και ακούµε την Τζούλη να µας λέει πόσο καλός άνθρωπος ήταν, πόσο έχει επηρεάσει τον Γιώργο (τον έκανε θρήσκο), πόσο τον έχει διαµορφώσει. Κι ας µην πρόλαβε να τον γνωρίσει… M.H.


ÛÐÃÐÖÊ×¾ÍÃÏÇ ÏÇ ÖÑÐ ËÚ¢ÎÊ ÕÖËÙ ÃÔÚ½Ù ÖÑÛ ÒÇÔÃÕϽÐÑÛ ¥ÍÖÓÄÔÊ. £Ã ÒÑÂÏÇ Öà нà ÏÃÙ. ¨Ã ÆËÍ¢ ÖÑÛ, Öà ÆËÍ¢ ÏÃÙ, ÖÊÙ Lifo. ÛÏÈØоÕÃÏÇ Ðà ÕÛÐÇÔÉÃÕÖÑÂÏÇ ÌÃТ. Ë’ ÃÍÀÏà ½Ðà ÖÇÂÚÑÙ Lifo-­ÕÖÇÔÀÉÔÃÈÑ. ¨Ñ ÆÇÂÖÇÔÑ ÕÖÊ ÕÇËÔ¢. ÑÏ¢Æà - Ñ M. Hulot, Ê ½ÕÒÑËÐÃ, Ñ Ö¢×ÊÙ ÊÖÔÀÒÑÛÎÑÙ - ¾ÖÃÐ ÇÐ×ÑÛÕËÃÕϽÐÊ. £Ã Í¢ÐÑÛÏÇ ½Ðà ÖÇÂÚÑÙ ÇËÆËÍ¢ ÉËà ÖËÙ ÉËÑÔÖ½Ù, Ç¿ÒÃÏÇ. ¢ÎÃÏÇ Í¢ÖØ ÊÏÇÔÑÏÊпÇÙ, ÇÐÊÏÇÔÓÕÃÏÇ ÖÑÐ Í. ¨ÕÃÉÍÃÔÑÛÕË¢ÐÑ ÍÃË ÀÎà ÏËà ÚÃÔ¢. à ÂÕÖÇÔà ÏÃÙ ÕÖÃÏ¢ÖÊÕÃÐ Öà ÖÔÃÉËÍ¢ ÉÇÉÑÐÀÖà ÖÊÙ ×¾ÐÃÙ. « ÇÐ ÏÃ٠͢ÐÇË Í½ÈË…», ÏÑÛ Ç¿ÒÇ Ñ ËÚ¢ÎÊÙ ÃÒÀ ÖÑ ÖÊνÈØÐÑ. ¨Ë ÖÇÂÚÑÙ Ðà ÄÉ¢ÎÑÛÏÇ, ÇÐÓ ÃÒ’ ½ÌØ É¿ÐÑÐÖÃË ÀÎà ÃÛÖ¢;». ¿ÚÇ Æ¿ÍÃËÑ. °ÖÕË ÖÑ ÒÃÉÓÕÃÏÇ ÉËà οÉÑ. ½ÚÔË Ðà ÕÖÃÏÃÖ¾ÕÇË Ê ÑÔɾ. ÑÒÑ¿Ã, ØÕÖÀÕÑ, ÏÃÙ ½ÍÃÐÇ Ðà ÕÖÔÃÈÑÂÏÇ, ½ÕÖØ ÍÃË ÛÒÑÕÛÐÇ¿ÆÊÖÃ, ÌÃТ ÕÖà ÑÛÕËÃÕÖËÍ¢. « ÖÊ ÈËοû, ÏÑÛ ½ÉÔÃÅÇ ÕÇ ½Ðà email, Ñ ËÚ¢ÎÊÙ, ϽÔÇÙ ÏÇÖ¢. ’ ÃÛÖ¾ ×½ÎÑÛÏÇ Ðà ’ÐÃË ÃÈËÇÔØϽÐÑ ÖÑ ÖÇÂÚÑÙ ÏÃÙ. « ÃÖÃÒÎÊÍÖË; Ëƽû, ÖÑÛ ÃÒ¢ÐÖÊÕà ҿÕØ. ÃË ½ÖÕË ½ÉËÐÇ ÖÑ ÖÇÂÚÑÙ ÒÑÛ ÍÔÃÖ¢ÖÇ ÃÛÖ¾ ÖÊ ÕÖËÉϾ ÕÖà ڽÔËà ÕÃÙ. ÒÀ ÖÊÐ ÑÏ¢Æà ÖÑÛ ÇÎÎÊÐËÍÑ free press Lifo. ÒÀ È¿ÎÑÛÙ. Ëà ȿÎÑÛÙ. EÌ»ÎÈ »ÎÏÙ

« . 8/2/2009

«¥ ¦¤¢ « ¥¤ ¤¦ - « «¢¦ £ ¥ ¨¨ ® « «¢¦¥ «¢¦ £ £¥­ ART DIRECTOR ¡ ££ ¨¨ ® « « «¢ ¤ £ ¦ ¤ «¢ ¥ ¦ ££ ® ¨ ¡¦ ¥­ ¦¤ ¥ ¤ ¦ £ ¥ , ¡ ¦ ¨ ¡ ¦ ¨¥­ CHARLIE MAKKOS, ¨¦ ¨¨ ¤«¥ OMA £¨¦ £¨¡£ ¥­, ¥ ­ , ­¨ ¦ ¨ ¤¢ ¤ «¢ ¥ ¦ ®¦ ¨ £ ¥¦ , ® ¦ ¥ ¦ ¨¥¨ ¥­ ¦ ££ ¦ , ¡ ¨ £¨ ¥ ¦ . ¥­¦ , FILEP MOTWARY, ¡¦ ¥ £ ¨ ¨ , ££ ¨¥­ ¡¨ ¨¦ £¨ ­ ¥­, ¡¦ ¥ ¨¦ ¡ ££ ®¦ ¨¥ ¥­ ¥­ ¦¥¤¢ ¥ ¨ £ ¦¥£ ¥­ ¤¥ ¢ ¢ ¦ ¦ ¥­, ¦ ¨ , ¦ ®¥­ ¬ ¥ ¤ ¬¥ ¦ ¢ & ¦« : PROTEAS PRESS LTD




Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.