€ 4,50
yusra ΔΙΜΗΝΙΑΊΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΌ Υπεύθυνοι έκδοσης→ Σπύρος Παπαδόπουλος Χρήστος Σύλλας Σχεδιασμός & δημιουργική επιμέλεια έκδοσης→ Μαρινίκη Μπακάλη
# QUA RANTINE EDITION
03
Notes to Covid-19 → Χρήστος Σύλλας
06
«Εσείς πόσο παραγωγικοί υπήρξατε σήμερα»; → Ανθή Ροζή
10
Forlorn hopes → Ανδρέας Μακρής
16
Ο ζόφος των περιορισμένων εκδοχών → Ναταλία Δαμίγου – Παπώτη
20
“Safety first” → Χρύσα Δεληγιάννη
22
Το έθνος-κράτος, οι φίλοι του και εμείς → Δημήτρης Μ. Μόσχος
30
Ζωή μακριά από το γραφείο → Αλέξανδρος Παπαγεωργίου
32
Δε θέλω κανείς να χαλάει τη φασούλα μου → Μαριάννα Ρουμελιώτη
36
της μύτης μια ακρίτσα → Σπύρος Παπαδόπουλος (το βυτίο)
42
όχι άλλα ημερολόγια καραντίνας → Βίκυ Στρατάκη
44
I Saw a Tiger → Βάσω Λαζαρίδου
54 Aubade → Φίλιπ Λάρκινv (μετάφραση: Γιάννης Γαλιάτσος)
φωτογραφίες | σχέδια: Μυρτώ Αρετάκη |Γιάννης Χαρέμης Γιάννης Νικολόπουλος | Δημήτρης Λάμπρης | Μαριάνα Μπίστη | nefalia | Zirlar Mord Omegon | Μαρία Λουκία Μητράκου (mulumu) Μυρτώ Γρηγορίου | alitikopaidi εξώφυλλο: Μαρινίκη Μπακάλη
@yusra.magazine
@yusra.magazine
Notes to
Covid-19 Χρήστος Σύλλας | κολάζ: Zirlar Mord Omegon
1
2
Μία από τις διαστάσεις που μεγένθυνε ο θρίαμβος της πανδημίας του κορονοϊού, ως ένα συμβάν-υπεραγωγός όπως θα το χαρακτήριζε ο Baudrillard, είναι η μελαγχολική πρόσφυση στο τέλος της ιστορίας, ο εναγκαλισμός με την ιδέα ότι ο κόσμος πλησιάζει σίγουρα στο τέρμα του. Αυτός σήμερα ο υπερ-συσσωρευμένος φετιχισμός του θανάτου κουβαλάει από την πλευρά των καταπιεσμένων την βιασύνη του τέλους, της κούρασης, της απογοήτευσης, της ήττας. Η ανικανότητα να βιωθεί το παρόν με τους επιβαλλόμενους όρους της σκληρής επιβίωσης και όχι μιας ευτυχισμένης, δημιουργικής ζωής. Οι άνθρωποι θα τελειώσουν όταν δεν θα μπορούν να αφηγηθούν την ιστορία τους. Σα να μοιάζουν, κάτωχροι και ισχνοί, με τον «ιστορικό» του Μπένγιαμιν: μόνο εκείνος είχε το χάρισμα να αναζωπυρώνει τη σπίθα της ελπίδας, αν είχε πειστεί απόλυτα «ότι ούτε ακόμη και οι νεκροί δεν θα’ ναι ασφαλείς από τον εχθρό, εάν αυτός νικήσει. Και ο εχθρός αυτός δεν έχει πάψει να νικά».
Τα κράτη του πλανήτη συστήνουν αυτοπεριορισμό, απομόνωση και επιβάλλουν απαγορεύσεις κυκλοφορίας. Το πλανητικό κεφάλαιο επιβάλλει απολύσεις, τηλε-εργασία και εργασία εκτεθειμένη σε (περισσότερο) κίνδυνο. Το κύκλωμα δια-γράφει νέα σχήματα και περιεχόμενα, εμφανίζοντας εμπρόθετα και μή, βραχυκλώματα. Το ανθρώπινο σώμα, ο τρόπος με τον οποίο του απευθύνονται οι κυρίαρχοι είναι ακριβώς η συμπύκνωση της παραπάνω ιστορικής στιγμής. Μείνετε σπίτι, εργαστείτε και μην διαμαρτύρεστε διότι κινδυνεύετε και βάζετε σε κίνδυνο τους γύρω σας. Είναι το σημείο που ταυτότητα και ετερότητα εξολοθρεύονται κάτω από την ισοπεδωτική εξισωτική διάσταση της ιατρικής συνθήκης: όλοι είναι εν δυνάμει φορείς, άρα υπόκεινται στο επείγον της επιτήρησης, της απομόνωσης, του εγκλεισμού και της καταστολής. Το ανοσοποιητικό και το σώμα, περιγράφονται, σχηματοποιούνται και χρησιμοποιούνται στον «μετεορίζοντα» μετασχηματισμό των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων. Όπως παρατήρησε η Emily Martin πρόκειται για «μια προσεκτική ρύθμιση της παραγωγής προσανατολισμένη σε συγκεκριμένες ανάγκες». Η φωνή του Jimmy Hoffa “it’s because a truck brought it to you” αντηχεί το φορντι-
→
4
κό μοντέλο στο παρόν των delivery εργατών και των μεταφορέων, αλλά ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός εξαφανίζει τους παραλήπτες, ανεστραμμένους εργάτες, μέσα σε νέφη υπηρεσιών και ψηφιακών dome. 3
Capitalism is the Virus Το ότι ο καπιταλισμός εξισώνεται με τον ιό και τις προσβλητικές συνέπειες του είναι μια ιατρικοποίηση του λόγου σήμερα – μπροστά στην ευστοχία του συνθήματος όμως, αφήνουμε τις συνδηλώσεις στην άκρη. Το βιολογικό υπόβαθρο (η βιολογική αναπαραγωγή και οι «προσαρμογές» στο περιβάλλον) σε συνάρτηση με τις κινήσεις του κεφαλαίου, τα αναπαραγωγικά μοτίβα και τη φαντασιακή του ισχύ, συνθέτουν ένα πλέγμα σχέσεων εντός του οποίου η κατανόηση της ανθρωπότητας σε σχέση με το οικοσύστημα αλλάζει ραγδαία, τόσο στη βάση της αντίληψης όσο και στη βάση της αλληλεπίδρασης. Οι «φυσιολογικές» κεφαλαιακές συσσωρεύσεις, η «φυσική» διαδικασία της κερδοφορίας, η «βιολογική» αναπαραγωγική λειτουργία του χρήματος (περισσότερο χρήμα, επενδύσεις, ανταγωνιστικότητα) καθορίζουν κυρίαρχα την ανθρώπινη δραστηριότητα εντός των αστικών ιστών, περιφερειακά και στις αγροτικές περιοχές. Η ποιότητα της αγρο-οικονομικής παραγωγής, η διασυνδεσιμότητά της στα διεθνή εμπορευματικά μονοπάτια και η αύξηση της παραγωγικότητας έχουν στενή σχέση με τη λοιμογόνο δύναμη, τη μεταδοτικότητα ιογόνων στελεχών και την εξάπλωση συχνών επιδημιών (R. Wallace).
Το καπιταλιστικό αποτύπωμα στη ζωή του πλανήτη μεταλλάσσει τους ιογενείς κύκλους κατ' εικόνα και καθ ‘ομοίωσίν του. 4 Όλοι το ίδιο είμαστε, σε τούτον τον κοσμάκη και όλοι έχουμε καρδιά λαός και κολωνάκι Μαίρη Λίντα-Μανώλης Χιώτης Μένουμε Σπίτι. Ο ελληνικός εθνικός λόγος του κορωνοϊού είναι ο λόγος των κυρίαρχων αλλά και ο λόγος (κάποιων) κυριαρχούμενων. Είναι παραπλανητικά ενοποιητικός, επιτελώντας διπλή λειτουργία: αφενός δεν ενδιαφέρεται για την τάξη, διότι της υποθέτει μια οριζόντια υλική και ψυχολογική ασφάλεια, αφετέρου βλέπει την τάξη να στηρίζει με αυξημένο κίνδυνο τους τομείς που «κρίνονται» απαραίτητοι. Το ντόπιο κεφάλαιο, εθνικόφρων μέχρι το μεδούλι, ενδιαφέρεται περισσότερο για την ασφάλεια της χώρας στα σύνορα δείχνοντας μια δυσανάλογη εξωστρέφεια σε σχέση με τις κρίσιμες ώρες αναμέτρησης με το bottleneck των ελληνικών νοσοκομείων. Δωρεές όπως αυτή της ΔΕΗ σε μάσκες και ιατρικό υλικό (με χρήματα των φορολογούμενων υπηκόων), επιβεβαιώνουν ότι και αυτή η κρίση πληρώνεται και θα πληρωθεί από την εργατική τάξη: στο πως θα ξε-πληρωθεί όμως, εκεί, εδράζεται όλο το ανθρώπινο σύμπαν της έμπνευσης, της φλογερής φαντασίας, της θαλπωρής της γενικής διάνοιας.
5 Our guilt ruins our pleasure. Our guilt abuses our love. We constantly are driven to search for some atonement for simple acts of love and kindness. Simply sharing our bodies make us feel queer, outcast, unwanted; makes us despise ourselves, despise those like us and in the past has made run after our oppressors for love, approval, support and justification. What must be eliminated is not our behaviorit needs to be savored and multipliedbut our inside feeling of wrongness. Charles “Charley” Shively 1937-2017
Η LBGTQI κοινότητα στέκεται μπροστά στα έργα και τις ημέρες του νέου ιού σαν να πρόκειται για παλιό γνώριμο. Από την σεξουαλική στιγματοποίηση εξαιτίας του AIDS στις αρχές της δεκαετίας του '80 στις ΗΠΑ (αρχικά γνωστό και ως GRID-Gay Realted Immune Defficiency), από την επακόλουθη στρατηγική της εγκληματοποίησης (σε περιπτώσεις «κρουσμάτων» και διάδοσης του ιού σε «αθώους» πολίτες, πραγματοποιούνταν συλλήψεις από αστυνομία που φορούσε κίτρινα προστατευτικά γάντια) μέχρι την ολοκληρωτική κοινωνική εξορία (ιατρικό προσωπικό, οδοντίατροι, νοσοκομεία αρνούνταν να περιθάλψουν φορείς), οι ομοιότητες στη συγκρότηση του κοινωνικού γίγνεσθαι μοιάζουν να αναδύονται με κινηματογραφική ευκολία. Και ενώ η queer παράδοση σμίλεψε την φροντίδα και τη δράση με τη σωματική επαφή και την κοινοτική αλληλεγγύη, η νέα «αποστασιοποίηση» απαγορεύει μαζικότερα τη συλλογική ενέργεια. Και πάλι όμως, οι εστίες της σημερινής πάλης, όπως αντηχούν οι queer αγώνες, εκκινούν από μια απενοχοποιημένη βεβαιότητα για αγάπη και συμβίωση.
→
5
→
+++
6
Ανθή Ροζή
Ένα σημείωμα για τον χρόνο, τον εαυτό και την εσωτερίκευση της εργασιακής ηθικής στον εγκλεισμό
Θ
α έχει γίνει αντιληπτό ως τώρα ότι η ζωή μέσα στην καραντίνα διέπεται από μια γενικευμένη ανησυχία, αυτή του «να κάνουμε πράγματα». Οι έχοντες πρόσβαση στο ίντερνετ, που ζούνε, εργάζονται, κοινωνικοποιούνται και καταναλώνουν μέσω αυτού, εκτίθενται καθημερινά σε άρθρα και λόγο με συμβουλές και τρόπους διαχείρισης της χρονικής αφθονίας. Ο εύλογος προβληματισμός του «τι κάνουμε με όλον αυτόν τον χρόνο», πρόλαβε ήδη να αποικηθεί από κάθε λογής βιομηχανία που ασχολείται με το πώς να εξάγει κέρδος από φαινομενικά αδιάθετες στην κατανάλωση ώρες. Ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν στην Κοινωνία της Κόπωσης, ένα κείμενο δεκαετίας, διαπιστώνει ότι η κοινωνία του 21ου αιώνα δεν αποτελεί μια κοινωνία της πειθάρχησης, αλλά του επιτεύγματος. Τα υποκείμενα, απαλλαγμένα από το θεϊκό μένος και εντός πια του σύγχρονου δημοκρατικού περιβάλλοντος, είναι ελεύθερα να ακολουθήσουν τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντά τους, να διαμορφώσουν τους εαυτούς τους όπως εκείνα θέλουν. Η συνθήκη της καραντίνας συνδυάζει τις δύο παραπάνω τάσεις [πειθάρχηση και επίτευγμα] με τρόπους που δεν θα μπορούσε να είχε
προβλέψει ο Χαν, δημιουργώντας ένα καινοφανές ιστορικά πεδίο πειραματισμού γύρω από τη διαχείριση του εαυτού αλλά και τη διασπορά και τη διάχυση του χρόνου, ειδικότερα αν τον εξετάσουμε υπό το πρίσμα της παραγωγικότητας. Το «δεν πρέπει» της πειθάρχησης, όπως εκφράζεται με τον υγειονομικό λόγο της ατομικής ευθύνης, συναντά για πρώτη φορά τόσο καθαρά το «μπορείς» της σύγχρονης θετικής προσταγής «όλα είναι εφικτά αρκεί να προσπαθήσεις». Τη στιγμή αυτή η ανάλυση του Χαν αποδεικνύεται εκ νέου χρήσιμη· ο λόγος περί θετικότητας, ενισχυμένος από την εντύπωση ότι στον εγκλεισμό όλοι οι εξωτερικοί περισπασμοί έχουν συρρικνωθεί —άλλωστε γιατί να επηρεαστεί κανείς απ’ το ότι ζούμε μια πανδημία με εκατοντάδες χιλιάδες θύματα;—, εσωτερικεύεται ως επιταγή για παραγωγικότητα κι αυτοβελτίωση. Εν μέσω καραντίνας τα άτομα οδηγούνται στο να πιστέψουν ότι πρέπει να διαθέσουν τον «άπλετο χρόνο» τους κυρίως προς δύο κατευθύνσεις: από τη μία, να διατηρήσουν την αποδοτικότητά τους και να καταρτιστούν, να δουλέψουν πάνω σε δεξιότητες που θα τους ωφελήσουν με κάποιον τρόπο στην εργασιακή ζωή μετά την πανδημία. Κι απ’ την άλλη, να συνεχίσουν να καταναλώνουν, μάλιστα εντονότερα απ’ ό,τι, πριν, ελλείψει άλλων ασχολιών, τα προϊόντα που διατίθενται προς πώληση μέσω του ίντερνετ, κι ακόμη περισσότερο, τα προϊόντα της πολιτισμικής βιομηχανίας. Το διπλό αίτημα της κατάρτισης και της κατανάλωσης πολιτισμού καθρεφτίζεται με ευκρίνεια στις διαφημίσεις που έχουν πλημμυρίσει τα social media: τα ποστ για τα σεμινάρια των ΚΕΚ, του πιο σύντομου αστείου της χρονιάς σε μορφή ακρωνυμίου, οι ψηφιακές συνδρομητικές πλατφόρμες, οι δωρεάν ταινίες και παραστάσεις, οι φρενήρεις διαφημίσεις βιβλίων που υπόσχονται να μας βοηθήσουν να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας και, σε μία κάπως μακάβρια κίνηση μάρκετινγκ, διαφημίσεις για την Πανούκλα του Αλμπέρ Καμύ, ώστε βλέμμα και συμβάν να συγχρωτιστούν με ακόμη περισσότερη προφάνεια. Έτσι, ο εσωτερικός μονόλογος διαμορφώνεται ως εξής: «Να συνεχίσουμε κανονικά τη δουλειά», «να κάνουμε και την τηλεκατάρτιση», αν υποθέσουμε ότι η δουλειά υπάρχει ακόμη, ότι δεν καταρρέουμε απ’ την πίεση για εντονότερη απόδοση, ότι δεν επενδύουμε χρόνο κι ενέργεια σε πράγματα που ακυρώνονται, ότι δεν έχει επιβληθεί κάποια συντριπτική μείωση αποδοχών κι ότι η τηλεκατάρτιση δεν κατακρημνίζει ολοκληρωτικά την ύπαρξη του ατόμου απ’ τη ματαιότητα και την αχρηστία της. Ήδη μαζεύτηκαν πολλές υποθέσεις. «Να δούμε ταινίες και σειρές που
°
δεν προλαβαίναμε πριν», «ας δούμε κι αυτή την παράσταση πριν κατέβει», «να διαβάσουμε περισσότερο». Με βάση τον αφύσικα πληθυντικό αριθμό των διατιθέμενων πνευματικών έργων, μπορούμε να στοιχηματίσουμε με κάποια ασφάλεια ότι τουλάχιστον οι μιλένιαλς ζούνε αυτή τη στιγμή το χειρότερο fomo [fear of missing out] της ιστορίας τους. Η ιδέα ότι όλα τα παραπάνω θα [ή πρέπει να] συμβούν μέσα στην καραντίνα περιέχει μέσα της μία θεμελιώδη παρανόηση σχετικά με τον χρόνο· ο χρόνος του εγκλεισμού είναι μονάχα ονομαστικά πολύς. Στην ουσία του, είναι ένας μη-χρόνος, μια ρωγμή πάνω στο πλέγμα του χώρου και του χρόνου. Απουσιάζει η εγκοσμιότητα της εργασίας κι οι κοινωνικές συναναστροφές, η εσωτερική ρύθμιση του οργανισμού από την ομαλή έκθεση στο ηλιακό φως, η διαφοροποίηση των ημερών και ίσως το πιο σημαντικό, η προσωπική διευθέτηση. Δεν πρόκειται για χρόνο που ορίστηκε από τα υποκείμενα ως ανάπαυλα ανάμεσα σε άλλες υποθέσεις, απεναντίας. Έχουμε να διαχειριστούμε έναν χρόνο που εντός του κυλάει το αίμα από ένα ανοιχτό συλλογικό τραύμα χωρίς άμεσες ενδείξεις για επούλωση. Κι ακόμη: χρόνος που δεν διακρίνεται από αξία χρήσης, εγείρει υποψίες στον καπιταλισμό. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσο εμφατικά απουσιάζει η απλούστερη απ’ όλες τις προτροπές: «Χασομέρησε, μην κάνεις τίποτα». Η ανία ως συναισθηματική κατάσταση δεν κοινωνείται παρά μόνο μεταξύ οικείων και συχνά με κάποια συστολή. Κι όμως, η βαρεμάρα προετοιμάζει τις επόμενες κινήσεις του νου, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν την έβλεπε ως «το ονειρικό πουλί που εκκολάπτει το αυγό της εμπειρίας» κι o Μάρτιν Χάιντεγκερ πίστευε ότι αυτή εμφανίζεται όταν αναγκαζόμαστε να αναμετρηθούμε ευθέως με τον χρόνο, χωρίς άλλα πράγματα να μας αποσπούν από το αργό πέρασμά του, κάτι που στην καθημερινή ζωή δεν συμβαίνει επαρκώς. Αν δεν είχαμε εξασκηθεί τόσο πολύ
στην διαρκή επαγρύπνηση, ίσως μπορούσαμε να συλλάβουμε την αναγκαιότητα της απόλυτης ακινησίας μέσα στον εγκλεισμό. Αυτή η ακινησία θα σήμαινε τουλάχιστον μια ανακουφιστική αναστολή της προσπάθειάς μας για συμμόρφωση με την αντίληψη ότι ποτέ δεν είμαστε αρκετοί —αρκετά εξειδικευμένοι, αρκετά παραγωγικοί, αρκετά γρήγοροι. Ο οπωσδήποτε εικονοκλάστης γαμπρός του Μαρξ, ο Πωλ Λαφάργκ, πηγαίνοντας ακόμα πιο μακριά με το κείμενο Το Δικαίωμα στην Τεμπελιά, διέκρινε σ’ αυτή την τελευταία, τη μητέρα των τεχνών, των ευγενών αρετών και δυνητικά το βάλσαμο για όλες τις αγωνίες των ανθρώπων. Κι όταν τελικά το άτομο υποκύψει στον πειρασμό του να μην κάνει τίποτα, αργά ή γρήγορα ο εσωτερικός του μηχανισμός, χρόνια προετοιμασμένος γι’ αυτό το ενδεχόμενο, θα αντιδράσει: Θα κυριευτεί από μελαγχολία κι ένα αίσθημα ανεπάρκειας, προερχόμενο από το ότι ο καιρός κυλάει ξοδεμένος αλόγιστα, κι ότι η ευθύνη είναι αυστηρά προσωπική για την απουσία οποιασδήποτε μετρήσιμης και εξαργυρώσιμης προόδου. Στεκόμαστε στο ιδανικότερο σημείο για να παρατηρήσουμε τη μεταβολή του υποκειμένου [subject] σε project. Αν πρέπει πάντως, ως οφείλουμε, να αναζητήσουμε κάποια ριζοσπαστική προοπτική στη συνθήκη του εγκλεισμού, αυτή ίσως αποκαλύπτεται όταν μετατοπίζουμε το ερώτημα από την ποσότητα του χρόνου στον τρόπο του, στους όρους διευθέτησής του. Ή όπως το θέτει ο Έντουαρντ Τόμσον κλείνοντας το έργο Χρόνος, Εργασιακή Πειθαρχία και Βιομηχανικός Καπιταλισμός: «αν σε ένα αυτοματοποιημένο μέλλον οι άνθρωποι αποκτήσουμε περισσότερο ελεύθερο χρόνο, το πρόβλημα δεν θα τίθεται με το ερώτημα «πώς θα μπορούσαν οι άνθρωποι να καταναλώσουν αυτόν τον επιπλέον ελεύθερο χρόνο» αλλά με το «τι θα μπορούσαν να κάνουν στη ζωή τους αν τους δινόταν αυτός ο, μη διευθετημένος από άλλους, χρόνος». Χρειάζεται πιθανώς να επεξεργαστούμε μια νέα διαλεκτική
σκέψη που θα ενσωματώνει την εμπειρία της καραντίνας ως εργαλείο για την ψηλάφηση ενός καινούργιου πλαισίου διαπραγμάτευσης της εργασίας μέσα στη ζωή, για την διεύρυνση των κοινωνικών σχέσεων, για πλατύτερα δίκτυα αλληλεγγύης, για περισσότερη συμπερίληψη τελικά, μιας και στον εγκλεισμό εξακολουθούν να υπάρχουν προνομιούχοι και φτωχοδιάβολοι. Οι προτροπές για αυτοβελτίωση για κατανάλωση πολιτισμικών παραγώγων πολύ περισσότερο υπάγονται στη λογική του πρόχειρου γεμίσματος του φαινόμενου ως κενού χρόνου και πολύ λιγότερο προσκαλούν σε κάποιον αναστοχασμό πάνω στην κατάσταση που τόσο σαρωτικά μετασχηματίζει τον κόσμο μας. Γιατί η βιαιότερη πλάνη του εγκλεισμού δεν έχει να κάνει με την αντίληψη του χρόνου· έχει να κάνει με αυτή την ανάλατη και βαθιά συντηρητική πεποίθηση, διάχυτη στον κυρίαρχο λόγο, ότι για να έρθουμε σε επαφή με τον αληθινό μας εαυτό, αν πράγματι υπάρχει τέτοιος, πρέπει να φύγουμε μακριά απ’ τους άλλους. Λες κι ο εαυτός πλουτίζει απ’ την κοινωνική αφυδάτωση. Λες κι υπάρχει κάτι που όντως μπορεί να απαλύνει τον χωρισμό των παιδιών απ’ τους γονείς, την απομάκρυνση των φίλων και το ξέκομμα των εραστών, τη σπάνη του ανούσιου περιπάτου στο κέντρο της πόλης, το αδύνατο του να απολαύσεις τη σφύζουσα φύση. Λες κι υπάρχει αληθινό αντίδοτο στη διαπίστωση ότι το χάδι αποτελεί άσκοπη μετακίνηση. Λες κι όλος αυτός ο, κατά τα άλλα πρωτόφαντος και δυναμικός, πληθωρισμός των ψηφιακών αρχείων, των ταινιών και των παραστάσεων μπορεί να ανακόψει τη φόρα ενός άγνωστου κόσμου, συννεφιασμένου και βαρύ, που μας στέρησε την άνοιξη, την πιο υποσχόμενη απ’ τις τέσσερις εποχές, και που μόνο το θολό περίγραμμά του μπορούμε να διακρίνουμε απ’ τα μπαλκόνια μας, στις σειρές των σούπερ μάρκετ και στα πρόσωπα των άλλων πίσω από τις μάσκες.
-++
→
7
→
8
→ Μυρτώ Αρετάκη
→
9
→
10
Forlorn hopes το δέρμα της πόλης από μέσα Ανδρέας Μάκρης | φωτογραφίες: Γιάννης Νικολόπουλος
Μ
ετράω τις μέρες μία μία, κι όμως έχω ξεχάσει πόσος καιρός έχει περάσει. Έφτασα εδώ σαν κυνηγημένος. Δεκατέσσερις ημέρες υποχρεωτικής καραντίνας και περίπου άλλες τόσες απαγόρευσης κυκλοφορίας. Δεν έχω αγγίξει άνθρωπο για ακόμη περισσότερες. Είμαι στο παιδικό μου δωμάτιο. Γύρω από το κρεβάτι μου συνωστίζονται εκατοντάδες αντικείμενα από κάθε πιθανή φάση της ζωής μου. «Τα αντικείμενα έχουν κι αυτά γούβες, κενά, όπως και οι λέξεις. Ένα παρελθόν κοιμάται μέσα τους, όπως στις καθημερινές μας χειρονομίες όταν περπατάμε, τρώμε ή ξαπλώνουμε, όπου υπνώττουν παλιές επαναστάσεις». Σχηματίζουν στρώματα και μαξιλαράκια, μη-συγχρονικότητες που με περικυκλώνουν. Με ενοποιούν την ίδια στιγμή που συμβάλλουν στην περίσπασή μου. Το ένα παράθυρο του δωματίου βλέπει στο δάσος και το άλλο στην πόλη.
φόντο γύρω από τα κεφάλια των συνομιλητών μου στα σκάιπ που κάνω τακτικά. «Αυτή η μηχανή λέγεται μηχανή προσωπότητας, διότι είναι κοινωνική παραγωγή του προσώπου, διότι επιτελεί μια προσώπωση όλου του σώματος, των πέριξ του και των αντικειμένων του, μια τοπίωση όλων των κόσμων και των περιβαλλόντων».
#
#
Είμαι τόσο καιρό εδώ ―πόσο αλήθεια;―, κι ωστόσο δεν έχω κάτσει στιγμή να παρατηρήσω έξω από τα παράθυρα. Τα ξερακιανά πεύκα που ορθώνονται απότομα στην πλαγιά, τις κεραίες στις στέγες που κάθε φορά που επιστρέφω μοιάζουν να πληθαίνουν, τη λίμνη και τα προβατάκια στα νερά της όταν φυσάει. Έχουν όλα τους μετατραπεί σε ταπετσαρία, μια συνέχεια του τοίχου σε πράσινες, γκρι και μπλε αποχρώσεις. Μοιάζουν ανησυχητικά πολύ με το θολωμένο
Κρόιντον, όχι πολύ μετά τις 8 το πρωί, φθινόπωρο ή ίσως άνοιξη. Δευτερόλεπτα πριν βάλει πρώτη και ξεκινήσει για τη δουλειά, ο κ. Μπάλανταϊν παίρνει μια απόφαση: επιστρέφει σαν υπνωτισμένος στο σπίτι και κλείνει οριστικά την πόρτα πίσω του· αυτή ήταν η τελευταία φορά που πέρασε το κατώφλι της. Αυτός είναι ο τρόπος που ξεκινά η σύντομη ιστορία του Τζέι Τζι Μπάλαρντ με τίτλο The Enormous Space. Μαζί με το αυτοκίνητο που ακόμη βομβίζει αναμμένο, ο κ.
# Παρ΄ όλα αυτά, δεν ήθελα να μιλήσω για τα τοπία που αποκαλύπτονται από τα παράθυρα στο παιδικό μου δωμάτιο. «Το αληθινό δεν έχει παράθυρα. Πουθενά το αληθινό δεν κοιτάζει έξω στο σύμπαν. Και το ενδιαφέρον του πανοράματος έγκειται στη θέαση της αληθινής πόλης. Της πόλης μέσα σε μπουκάλι ― της πόλης σε κλειστό χώρο. Αυτό που βρίσκεται εντός του σπιτιού δίχως παράθυρα είναι το αληθινό». Η πρόθεσή μου είναι να μιλήσω για την πόλη μέσα από το σπίτι.
Μπάλανταϊν κλείνει απ' έξω ολόκληρο τον κόσμο. Κατεβάζει το τηλέφωνο, καταστρέφει την αλληλογραφία, αποφεύγει τις επαφές. Το φως, ο αέρας, το ρεύμα και το νερό είναι τα μόνα πράγματα που τον συνδέουν ακόμη με αυτό το «καταπονημένο ολόγραμμα που λέγεται πραγματικότητα». Κατά τ’ άλλα, το σπίτι θα είναι στο εξής ο μοναδικός του κόσμος, πηγή ζωής και συντροφιά. Έχοντας ρίξει το παρελθόν του στο τζάκι και καταναλώσει τις λιγοστές του προμήθειες, ο κ. Μπάλανταϊν παρακολουθεί το σπίτι να αλλάζει, τα δωμάτια να μεγαλώνουν, τις προοπτικές να παρεκκλίνουν, τις κλίμακες να διαλύονται. Ο χώρος και ο χρόνος τον κρατούν στη ζωή. Αυτά, και τα πλάσματα που το σπίτι μπορεί να προσελκύσει: ανυποψίαστα κατοικίδια των γειτόνων, φιλοπερίεργα πουλιά, τον υπάλληλο της συνδρομητικής. Κι εμείς παρακολουθούμε τον κ. Μπάλανταϊν σε αυτή την οικειοθελή του καραντίνα, μήνες ολόκληρους μέσα στο «σχεδόν πλανητικό αχανές του σπιτιού του», μέχρι το σημείο που διαλύεται ο ίδιος. Ο χώρος και ο χρόνος τον απορροφούν. Ο κ. Μπάλανταϊν δεν κατοικεί πια το σπίτι, γίνεται ένα μ' αυτό. # Πάνε κάποια χρόνια που η ίδια η πόλη ως οριοθετημένη οντότητα και ερευνητικό αντικείμενο έχει τεθεί εν αμφιβόλω. Καθώς η πόλη επεκτείνεται και φλερτάρει με άλλες κλίμακες, δίνει μάλλον τη θέση της στο αστικό συνεχές. Ανάμεσα σε άλλους, ο Νιλ
Μπρένερ έχει ονομάσει αυτή τη διαδικασία πλανητική αστικοποίηση. Η έννοια αποπειράται να περιγράψει ένα διευρυμένο πεδίο από μεγάλης κλίμακας αστερισμούς, πυκνώσεις και αραιώσεις, διογκώσεις και συστολές, που συνδυάζουν τις παραδοσιακές δομημένες συσσωρεύσεις με αχανή επιχειρησιακά και υποδομιακά τοπία. Τα τελευταία (εξορυκτικά περιβάλλοντα, μεταφορικά δίκτυα και δίκτυα επικοινωνίας που
τείνει να καταλάβει ολόκληρη τη γη. Δεν μπορεί παρά να σκεφτεί κανείς την Πενθεσίλια, μια από τις τελευταίες αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο, μια πόλη που «είναι μόνο περιφέρεια του εαυτού της και το κέντρο της βρίσκεται παντού. Η ερώτηση που τώρα αρχίζει να βασανίζει το μυαλό σου είναι πιο αγωνιώδης: έξω από την Πενθεσίλια υπάρχει ένα έξω; Ή όσο κι αν απομακρύνεσαι δεν κάνεις άλλο από το να περνάς απ’
Πού είναι τα όρια της πόλης μας; Κατευθύνομαι νοερά προς τα δυτικά για να τα αναζητήσω. Θα μπορούσε να είναι προς οπουδήποτε. Κατεβαίνω τον Κηφισό και στρίβω τελευταία στιγμή δεξιά. Φτάνω στο λιμάνι. Απέναντι, το νησάκι της Ψυττάλειας, όπου καταλήγουν υποθαλάσσια τα μισά από τα λύματα της Αθήνας. Συνεχίζω παραλιακά μέχρι να πάρω τη Λεωφόρο Δημοκρατίας. Στο τέρμα της βρίσκει κανείς το πορθμείο και μερικά
εκτείνονται από ωκεάνια βάθη μέχρι ατμοσφαιρικά ύψη, εφοδιαστικές και βιομηχανικές ζώνες και διάδρομοι) συνιστούν ουσιαστικά την κόλλα που συνδέει μεταξύ τους τους αστικούς ιστούς, καθώς και τον σκελετό που επιτρέπει τον (πλανητικό) μεταβολισμό τους. Μερικές δεκαετίες νωρίτερα, ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης είχε επινοήσει την Οικουμενόπολη για να συλλάβει ακριβώς τον τρόπο που η γραμμικά εξελισσόμενη πόλη
το ένα μεταίχμιο στο άλλο χωρίς να καταφέρνεις να βγεις;». Ο Ανρί Λεφέβρ, ίσως ο πρώτος που θεωρητικοποίησε την αστικοποίηση του παγκόσμιου καπιταλισμού ως μια διαδικασία απορρόφησης των υπαίθριων και αγροτικών περιοχών από τις αστικές, ήδη από τη δεκαετία του ’60, θα έγνεφε λογικά στο δεύτερο. Η πόλη ως mesh.
παροπλισμένα πλοία, αρκούντως σάπια για να έχουν εξοστρακιστεί από τη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη. Ο δρόμος σταματά εκεί· μαζί του εμφανίζεται να σταματά και η πόλη. Αυτή η αίσθηση τέρματος μου θυμίζει εκείνη την παραλία στην ανατολική Σαμοθράκη. Η άσφαλτος φτάνει πάνω από τη θάλασσα και σβήνει γλυκά σε χώμα και βότσαλα. Μου άρεσε να πηγαίνουμε εκείνο το καλοκαίρι, ήταν πολύ καθησυχαστική
#
→
11
αυτή η ψευδαίσθηση ότι κάπου εκεί μπορεί να τελειώνει ο κόσμος. Άλλωστε οι βάθρες δε με ενθουσίασαν ποτέ. Όμως το ξέρω πως η πόλη δεν τελειώνει στο Πέραμα. Καταφεύγω στο γκουγκλ μαπς. Παρακάμπτω το Σχιστό και πιάνω πάλι την ακτογραμμή από τον Σκαραμαγκά. Περνάω από τον Ασπρόπυργο (πέφτω ξανά πάνω στη Λουζιτάνια και τη Ντελέζα, αυτές οι συνοικίες με εκπλήσσουν και με γοητεύουν κάθε φορά) και συνεχίζω στην Ελευσίνα. Στρατιωτικές εγκαταστάσεις, αποθήκες, διυλιστήρια και βιομηχανίες μονοπωλούν το τοπίο. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, ο κέρσορας φτάνει στα Μέγαρα. Ακριβώς απέναντι, το νησάκι της Ρεβυθούσας έχει μετατραπεί στον μοναδικό για την ώρα τερματικό σταθμό υγροποιημένου φυσικού αερίου στην ελληνική επικράτεια. Ακολουθώ αντίστροφα την τροχιά του δεξαμενόπλοιου μέχρι κάποιο λιμάνι στο Τέξας. Κι από κει σε κάποιο κοίτασμα στο υπέδαφος κάποιας ενδοχώρας. Η πόλη μας μοιάζει να μην έχει όρια, παρά μόνο σύνορα: «κάτι προς υπέρβαση, όρια προς υπερπήδηση, ροές προς διοχέτευση, μη κωδικοποιημένοι χώροι προς διείσδυση». Διαβάζει η Αθήνα Ντελέζ;
ένα συρματόπλεγμα και ένας δρόμος από το Νέο Ικόνιο; Οι τρεις προβλήτες του ανήκουν σε άλλη επικράτεια, όλοι το ξέρουν αυτό. Εβδομήντα λιμάνια και είχαν ταξιδέψει σε όλα τους. Είχαν χαζέψει τους γερανούς τους, είχαν περιπλανηθεί στις αποβάθρες τους. Είχαν ακολουθήσει τα κοντέινερ στις αποθήκες μέσα στις οποίες λουφάζαν. Είχαν επιβιβαστεί μαζί τους σε φορτηγά και τρένα, είχαν διανύσει χιλιόμετρα σε υποφωτισμένες εθνικές οδούς και δυσπρόσιτες
# Σύμφωνα με τον Μαρκ Λέβινσον, οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες μοντελοποιήθηκαν με βάση τη ροή του πετρελαίου διαμέσου των αγωγών. Για την επιστήμη και την τέχνη των logistics και τις φαντασιώσεις της, αυτή η λεία απρόσκοπτη κίνηση που δίνει την εντύπωση πως καταργεί την τριβή είναι βέβαια αξιοζήλευτη. Από αυτή την άποψη, η καινοτομία του κοντέινερ στα μέσα του 20 ου αιώνα υπήρξε καθοριστική. Τυποποιημένη,
# Κάποια βράδια που δεν είχαν όρεξη να χαζέψουν τα τρένα, τρύπωναν κρυφά σε μάντρες και αποθήκες. Με τον καιρό είχαν μάθει πού να ψάχνουν για τις στοίβες των κοντέινερ. Πλησίαζαν ψαχουλευτά, φώτιζαν τα εμπορευματοκιβώτια και σημείωναν με κάποια έξαψη όσους περισσότερους αριθμούς ταυτοποίησης μπορούσαν. Σύντομα θα μπορούσαν να τους μεταφέρουν με την ησυχία τους στην αναζήτηση του track-trace. com και, με λίγη τύχη, οι κινήσεις κάθε κοντέινερ για τους τελευταίες έξι μήνες θα ξεδιπλώνονταν στην οθόνη τους. Νινγκμπό, Χονγκ Κονγκ, Σιγκαπούρη, Κόπερ, Βαλένθια, Αμβέρσα, Ρότερνταμ… Λένε πως ο Πειραιάς συνδέεται με εβδομήντα περίπου λιμάνια. Τι κι αν τους χωρίζει
κοιλάδες. Είχαν παρεισφρήσει σε διαμετακομιστικά κέντρα και κέντρα διανομής. Είχαν ακολουθήσει τα ίχνη πίσω σε βιομηχανικά συγκροτήματα και εργοστάσια, ορυχεία και λατομεία. Είχαν βρεθεί σε τμήματα ΙΤ και κέντρα δεδομένων, σε γραφεία R&D και αίθουσες συνεδριάσεων, call centers και χωματερές. Είχαν δει κι άλλες, μικρότερες αποθήκες, λεωφόρους και στενά, βανάκια και δίκυκλα, αμέτρητα καταστήματα και σπίτια. Και ανάμεσα σε όλα αυτά εκατομμύρια σώματα, τα περισσότερα τσακισμένα. Είχαν ταξιδέψει πολύ τα βράδια που δεν είχαν όρεξη. Εξάλλου, τα καλύτερα ταξίδια γίνονται επί τόπου.
ομοιογενής, αρθρωτή, αποδοτική και ανταλλάξιμη, αυτή η σύνθετη συναρμογή ζωντανής και νεκρής εργασίας, πολιτικής, νόμου, ενέργειας και γεωγραφίας διευκόλυνε την καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση με τρόπους προηγουμένως αδιανόητους. Από υποδομιακή σκοπιά, αυτή και ένα πλήθος από εξειδικευμένα λογισμικά, πλατφόρμες, ψηφιακές τεχνολογίες και αισθητήρες που συνδράμουν στην ταχύτητα και την ορατότητα της παγκόσμιας παραγωγής και κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των πληροφοριών τους, ήταν τα αναγκαία υποστυλώματα αυτού που ονο-
μάστηκε επανάσταση των logistics. Κι ωστόσο, η ροή παραμένει εξαιρετικά τυρβώδης. Μπορεί το κοντέινερ να έχει πια διεισδύσει στις πόλεις και τους τόπους τους, να έχει γίνει μαγαζί, σπίτι ή ινσταλέισον, όμως οι εναλλαγές ανάμεσα στις κλίμακες συναντούν ακόμη μεγάλη τριβή. Για παράδειγμα, τα προβλήματα διαλειτουργικότητας ανάμεσα στα κοντέινερ και άλλες, μικρότερες μονάδες φόρτωσης είναι διαβόητα. Κανείς δεν
το γνωρίζει καλύτερα αυτό από έναν φορτοεκφορτωτή ή έναν αποθηκάριο. Υπάρχει ακόμη πολύς χώρος για αποδοτικότητα ― η επανάσταση ήταν ατελής. Η πόλη αναδύεται ως το νέο σύνορο· το ηλεκτρονικό εμπόριο και η αυξανόμενη σημασία του λεγόμενου last mile delivery το καθιστούν σαφές. Αφήνοντας πίσω τη μεταφορά της ροής του πετρελαίου, το οποίο έχει εξάλλου χάσει την αθωότητα και συνεπώς την αίγλη του, τα (city) logistics στρέφονται στην τέταρτη βιομηχανική επανάσταση για να δανειστούν τη νέα τους εικόνα. Το physical internet είναι το όνομα αυτού του οράματος: ένα δίκτυο φυσικής, ψηφιακής και επιχειρησιακής διασύνδεσης όπου τα φυσικά αντικείμενα μεταφέρονται
από το ένα σημείο στο άλλο με τον τρόπο που τα πακέτα δεδομένων ανταλλάσσονται μεταξύ υπολογιστών. Καλύπτοντας το κρίσιμο έδαφος ανάμεσα στο speculative design και το policy making, οι φίλοι του physical internet πειραματίζονται με εκδοχές του λεγόμενου π-container, ενός τέλεια αρθρωτού κουτιού που θα ξεκινά από την κλίμακα του δέματος και σαν λέγκο θα συναρμολογείται ως αυτή του σημερινού κοντέινερ. Κουμπωμένη
πάνω του, μια τετριμμένη τεχνολογία όπως οι RFID αισθητήρες μπορεί να μας κρατά ενήμερους για το τι είναι πού οποιαδήποτε στιγμή. Άραγε πώς βλέπουν και φαντάζονται τα logistics την πόλη; Κατ’ αρχάς, σαν χαράκωμα. Ένα στράτευμα που διεξάγει πόλεμο και χρήζει ανεφοδιασμού. Έπειτα, σαν ένα πλέγμα από γραμμές και σημεία, κόμβους και ακμές, τέλεια αναγνώσιμο και χαρτογραφήσιμο, έτσι που να εξασφαλίζει πρόσβαση παντού. Ο Μπέντζαμιν Μπράτον ξεκαθαρίζει πως η σύγχρονη αστικότητα έγκειται στην πραγματικότητα στη συνύφανση δύο πλεγμάτων και δύο τύπων κίνησης: «Το στρώμα της Πόλης βρίθει από διεπαφές που κινούνται μεταξύ επιτάχυνσης και περίφραξης,
από τη μία φυσικών αντικειμένων που κυλούν διαμέσου μπουκωμένων εφοδιαστικών διαδρομών και από την άλλη πακέτων δεδομένων που ταξιδεύουν ή ακινητοποιούνται μέσα από γυάλινες ίνες και ατμοσφαιρικά ηλεκτρομαγνητικά πεδία». Οι υπόλοιπες μετακινήσεις μπορούν να θεωρηθούν άσκοπες. Ο κ. Μπάλανταϊν μπορεί να μείνει σπίτι. # Στον αντίποδα των logistics, ο Στέφανο Χάρνεϊ λέει: «Αυτό είναι που μαζί με τον Φρεντ Μότεν αποκαλούμε logisticality, την ικανότητα να βρίσκουμε ο ένας την άλλη, να κινούμαστε μαζί, να διαρρηγνύουμε τον κανόνα του νευτώνειου χρόνου και χώρου, να τον διαταράσσουμε, και να νομοθετούμε νέο χρόνο και χώρο για να τον διαταράξουμε ξανά, να συγκεντρωνόμαστε, να αφηνόμαστε από κοινού σε κάποιο καταφύγιο. Ένας λαός ήρθε στον κόσμο δίχως προέλευση. Ένας λαός που ήταν ‘σε επαφή’, και του οποίου η απάντηση στην αντικοινωνική αξίωση για πρόσβαση ήταν παραδόξως και κατ’ ανάγκη ένα ριζικό άνοιγμα της ύπαρξης, μια πρακτική αγγίγματος χωρίς επιφάνεια ή σύνορα ή άκρη, μια πρακτική απτικότητας. Ο Φρεντ κι εγώ καταλαβαίνουμε την απτικότητα ως ένα είδος αφής χωρίς επιφάνεια, το οποίο εξουδετερώνει, εξασθενίζει τον πυρετό της εξατομίκευσης, σε έναν συχνά βίαιο και βέβηλο εξορκισμό. Δεν πρόκειται για καθησυχαστικό άγγιγμα. Ταράζει ακριβώς γιατί είναι στοργικό». # Για τον Μπράτον, η Πόλη είναι ένα από τα έξι στρώματα της Στοίβας, μιας υπολογιστικής μεγαδομής που συμφύρει το σύνολο των κοινωνικοτεχνικών συστημάτων και τεχνολογιών σε πλανητική κλίματα. Γη, Νέφος, Πόλη, Διεύθυνση, Διεπαφή, Χρήστης. Κάπου στη μέση της Στοίβας, η Πόλη είναι οποιαδήποτε μητρόπολη του κόσμου με τα ενεργειακά, οπτικά και φυσικά της δίκτυα. Στην οριζόντια
→
13
→
14
εξάπλωση της πόλης ο Μπράτον προσθέτει μια διάσταση καθετότητας και στρωματοποίησης. Ακόμη σημαντικότερο, τοποθετεί χωρίς επιστροφή την πόλη στη δικαιοδοσία της υπολογιστικής μηχανής. Η πόλη δεν μοιάζει πια απλώς με πληροφοριακό μέσο ή χωρικό software (με τον τρόπο που θα το ήθελε ο Κίτλερ ή η Ίστερλινγκ)· αντ’ αυτού, η πόλη είναι η ίδια πληροφορία, ανήκει σε και οργανώνεται από αυτή. How to run a city like Amazon, and other fables. Σε αυτό το πρόσφατο βιβλίο, 38 φανταστικές ιστορίες προσπαθούν να διερευνήσουν 38 υποθετικές πόλεις που έχουν χτιστεί πάνω στο επιχειρηματικό μοντέλο και τις υποδομές, τις λειτουργίες και τα πρωτόκολλα, την αισθητική και την ποιητική 38 παγκόσμιων ψηφιακών πλατφορμών και άλλων εταιρειών. Η πόλη Facebook, η πόλη Tinder, η πόλη Apple, η πόλη Deliveroo… Δύσκολα μπορεί κανείς να αποφύγει τη σύγκριση με τον Καλβίνο, να μην φανταστεί τον εαυτό του να εξερευνά τις πόλεις-πλατφόρμες με τον τρόπο που οι ταξιδιώτες του εξερευνούσαν τις αόρατες πόλεις. Ακόμη χειρότερα, δύσκολα μπορεί κανείς πλέον να διώξει τη σκέψη πως η πόλη εμφανίζεται και βιώνεται ολοένα περισσότερο σαν app, ή σαν ένα πλήθος από αυτά. Η πόλη ως mess. # Η θεία μου με ευχαριστεί που της έκανα λογαριασμό στο facebook, δεν ξέρει πώς θα την πάλευε στην καραντίνα χωρίς αυτόν. Συμφωνώ απρόθυμα. Νιώθω βέβαια λίγο άσχημα για τη συμβολή μου στον μικρό εθισμό της. Από την άλλη, ας είμαστε ειλικρινείς, ήταν απλώς ζήτημα χρόνου. Δίπλα και πέρα από τον λεγόμενο προσωπικό υπολογιστή έχει πάρει θέση ένας αστερισμός από συσκευές και οθόνες που επιτρέπουν έναν περισσότερο διάχυτο, ‘πανταχού παρόντα’ υπολογισμό. Το σπίτι δεν θα μπορούσε βέβαια να λείπει από αυτή τη συνθήκη που ο Άνταμ Γκρήνφιλντ
έχει ονομάσει everyware· είναι το ίδιο μια οικολογία υπολογιστικών μέσων. Η Γουέντι Τσαν έχει ορίσει τα νέα μέσα ως habitual: δουλεύουν αδιάλειπτα στο μπακγκράουντ και μας συνέχουν μέσω της συνήθειας, παράγοντας αισθήματα βαρεμάρας, ντροπής ή πανικού. Θα έλεγα πως η συγκυρία της πανδημίας έχει φέρει στην επιφάνεια μια ακόμη ιδιότητά τους: τα νέα μέσα αναδύονται επίσης ως critical. Κρίσιμα για τον ψυχισμό, την κοινωνικοποίηση και την αναπαραγωγή μας. Offline is the new luxury ― αν βέβαια κάτι τέτοιο παραμένει δυνατό. Η απουσία από τα μέσα ισοδυναμεί σχεδόν με ‘κοινωνικό θάνατο’, το οποίο ιδωμένο αντίστροφα μοιάζει να επανορίζει το τι σημαίνει ‘κοινωνική ζωή’. Ολοένα περισσότερες δραστηριότητες μεσολαβούνται και αναδιαμορφώνονται ψηφιακά, έτσι που καθετί που δεν παράγει δεδομένα μπορεί να θεωρηθεί άσκοπο. Η πόλη από την κλίμακα του πλανήτη συρρικνώνεται σε αυτή του σπιτιού, του δωματίου, ακόμη και του κρεβατιού. Συνδεδεμένοι με συστήματα επικοινωνίας και εφοδιασμού παραμένουμε στη ζωή. Η πόλη ως μεθ. # Ο Μπράτον ξανά, γράφει για την ποστχιούμαν πόλη και αυτό που ονομάζει κατανεμημένη αίσθηση: «Η προοπτική [των συσκευών] φορητού υπολογισμού, αν τη σκεφτούμε εκτεταμένα, δεν είναι αυτή η τετριμμένη διεύθυνση του εαυτού, αλλά η άνθιση μιας απρόβλεπτης βιοσημείωσης μεταξύ χρηστών που θα είναι πλέον σε θέση να αισθανθούν ο ένας τον άλλον με παράξενους τρόπους. Αυτές μπορεί να είναι άπαξ εμπειρίες, οι οποίες παραμένουν απομονωμένα και απροσδόκητα θραύσματα, ή μπορούν να συνενωθούν σε πιο βαθιές διαδικασίες γύρω από τις οποίες θα αποφασίσουμε ποιοι είμαστε. Εν τω μεταξύ, η συμβατική κατανόηση του ίδιου μας του δέρματος θα καθοδηγεί και θα περιορίζει αυτό που αναμένουμε
από το εκτεταμένο πεδίο της συνθετικής επιδερμίδας ή του φορητού υπολογισμού. Αργά ή γρήγορα, ωστόσο, ενδέχεται να συναντήσουμε φαινόμενα για τα οποία δεν έχουμε επαρκείς λέξεις (όπως ακριβώς έχουμε μια τόσο ελλιπή γλώσσα για τον πόνο, έτσι το γλωσσάρι της αφής παραμένει βουβό) και το δέρμα μέσα στο οποίο ζούμε τώρα θα ξαναφτιαχτεί εκ νέου με καινούριους όρους». # Σε μια παλιότερη εκπομπή του στο τρίτο πρόγραμμα που με έχει σημαδέψει, ο Γιώργος Κοροπούλης μιλά για την κατάσταση αναρρωνύοντος, την ανάκαμψη δηλαδή από μια βαριά ασθένεια. Την περιγράφει ως μια στιγμή κατά την οποία η ζωή ξεαμπαλάρεται μπροστά μας. Ο κόσμος χωρίζεται στα εξ ων συνετέθη και αφήνεται ανοιχτός στην ανακατασκευή του. Με τι μπορεί να μοιάζει η επιστροφή στην πόλη όπως περίπου την ξέραμε; Μια περισσότερο ασφυκτική πόλη είναι βέβαια κάτι παραπάνω από πιθανή. Σε ένα πρόσφατο κείμενό του ο Μπίφο αναλογίζεται μια άλλη πιθανότητα: κι αν όλη αυτή η τρέχουσα υπερφόρτωση σύνδεσης λύσει τα μάγια; Θα μπορούσαμε ίσως να φτάσουμε στο σημείο εκείνο ψυχολογικής ταύτισης όπου το να είσαι ονλάιν ισοδυναμεί με το να είσαι ασθενής. Όπου η υπερβολική έκθεση στις οθόνες παραπέμπει ευθέως σε στιγμές μοναξιάς και φόβου. Τι θα μπορούσε να σημαίνει κάτι τέτοιο για μια δυνατότητα επανεξέτασης της τεχνολογίας και των όρων που αυτή σχετίζεται με την εργασία και την απόλαυσή μας; # Η πόλη πάνω μας ή μια νέα πόλη; Κάπως έτσι φαντάζομαι τον ορίζοντά μας να διακλαδώνει.
→
15
Ο ζόφος των περιορισμένων εκδοχών Μια μικρή ιστορία για τον Τσιόδρα, την εμπιστοσύνη και τις παρήγορες αναμνήσεις συναίνεσης Ναταλία Δαμίγου - Παπώτη
Είδα πρώτη φορά Τσιόδρα λάιβ σήμερα και κρατιόμουν για ώρα να μη γράψω εν θερμώ, αλλά μεγαλώνοντας κρατιέμαι όλο και πιο δύσκολα
γιώτηδες και την εποχή από την οποία προέρχονται ένα κόσμο χωρίς πολιτική αντιπαράθεση, χωρίς πολιτική σχεδόν
η πρώτη λέξη που μου ήρθε στα χείλια είναι κακομοίρης
-ως γνωστόν στο δημοτικό ο κόσμος μας δεν είχε ρήγματα, ή τέλος πάντων δεν μπορούσαμε να τα αντιληφθούμε(παρόλο που, μεταξύ μας, πάντα τα νιώθαμε με το σώμα μας)
είμαστε αυτοί που εμπιστευόμαστε κι αυτός είναι ένας γενικόλογος θεούσος με χαμηλωμένο βλέμμα που μιλάει για «ενωμένους επιστήμονες», για τα νοσοκομεία που είναι «χώροι ιεροί», για την «φριχτή πάλη με τον ανίερο εχθρό» και την «πατρίδα» -αυτή η τελευταία επανερχότανε συνέχεια στο λόγο του με μια θλίψη σχεδόν γλυκιά μα τι εμπιστεύονται στον Τσιόδρα ακριβώς; πιο πολύ απ' όλα η μορφή του μου θύμισε κάτι «καλούς δασκάλους» από τις σκονισμένες αναμνήσεις των μικροσκοπικών δημοτικών στα οποία πήγαμε συγκεκριμένα τον κύριο Παναγιώτη, τον δάσκαλο του άλλου τμήματος, εκείνον που μεγάλωνε μεταξοσκώληκες στο υπόγειο του σχολείου (ούτε καν ήξερα πως στην μνήμη μου υπήρχε ακόμα το όνομα και το πρόσωπό του και το μπορντώ καρό πουκάμισο που αγκάλιαζε την κοιλιά του πριν μπει μέσα στο ξεβαμμένο παντελόνι του) μου άρεσε ο κύριος Παναγιώτης, «ήξερε πράγματα» -ιδίως γεωγραφία- και όταν μας τα εξηγούσε «είχε πολύ υπομονή» αλλά ήταν αφόρητα βαρετός, ήθελες να τον αγαπήσεις και δεν γινόταν, δεν σε άφηνε να σχετιστείς και δεν χαμογελούσε ποτέ, δεν ένιωθες πως συμπαθούσε τα παιδιά αλλά μάλλον πως τα ανεχότανε -ίσως ήτανε κι αυτός ένας καλός χριστιανός απλώς
σκέφτομαι ότι εμπιστεύονται τον Τσιόδρα γιατί τους θυμίζει τους κυρίους Πανα-
και αρκούσε η υπνωτική βεβαιότητα της φωνής του κυρίου Παναγιώτη για να πιστέψουμε ότι όλα θα πάνε καλά με τον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία σίγουρα θα γλιστρούσαν μέσα στις προτάσεις του αναφορές στον θεό και την πατρίδα (τι σκάνδαλο θα αποτελούσε κάθε άλλη περίπτωση!) αλλά ποτέ δεν προσέχαμε το νόημα της κάθε του φράσης ποιος παρακολουθεί και ελέγχει τους αριθμούς του Τσιόδρα, και μόνο η αναφορά τους όμως έχει αυτή την ήπια ηρεμιστική επίδραση της μικροαυθεντίας όταν ήμασταν παιδιά οι αριθμοί ήταν συνώνυμοι μιας κατηγορίας αλήθειας που αποτελούσε το τέλος της σκέψης μήπως εμπιστεύονται τον Τσιόδρα γιατί τους ενεργοποιεί αυτή την παρήγορη ανάμνηση απλότητας γιατί τους κάνει να ξεχνάνε πως αν δεν κοιτάς την συνθετότητα και τους ανταγωνισμούς αυτοί δεν θα πάψουν να υπάρχουν
κοιτάζω τη ζωή μου και δεν βλέπω ούτε έναν άνθρωπο στο παρόν μου που να μοιάζει στον Τσιόδρα - όσοι του έμοιαζαν, έστω λίγο, έχουν πάρει πόδι από χρόνια πώς αντέχουν να ακούνε κάθε μέρα τον κύριο Παναγιώτη τι λέει αυτό για τα μοντέλα της εμπιστοσύνης τους
→
17
→
18
δεν έχει υπάρξει κανένα απγκρέιντ από το δημοτικό;! δεν έχει αλλάξει ο κόσμος τους εκατό φορές από τότε;
κάτω του
ξαφνικά μου περνάει από το μυαλό ότι ο λόγος που συμπαθούσαμε τον κύριο Παναγιώτη ήταν κυρίως γιατί δεν ήτανε μαλάκας και γιατί μιλούσε χαμηλόφωνα
τρέξαμε μακριά από τα καθάρματα και τους Τσιόδρες ελπίζοντας να βρούμε άλλες εκδοχές
βασικά γιατί δεν έμοιαζε σε τίποτα με εκείνο το εξουσιομανές κάθαρμα τον κύριο Χρήστο τον δάσκαλο του άλλου τμήματος μπροστά στον οποίο δεν τόλμαγε να βγάλει κανείς μας κιχ, σταματούσαμε και να αναπνέουμε όταν τον πετυχαίναμε στους διαδρόμους
συνειδητοποιώ κάτι ακόμα, χειρότερο ίσως οι φανς του Τσιόδρα κρέμονται μεν από τα χείλη του δασκαλάκου γιατί ο μηχανισμός με τον οποίο εμπιστεύονται είναι ο μηχανισμός των παιδιών που είχαν υπάρξει τις λαμπρές εποχές της πολιτικής συναίνεσης αλλά επιπλέον αποκαλύπτουν άθελά τους τις δύο κυρίαρχες εκδοχές της μεσήλικης ελληνικής αρρενωπότητας: ή θα είναι κακοποιητές καθάρματα ή κακομοίρηδες μπαμπάδες που κάνουνε καλά τη δουλειά τους, κοινότοποι, μίζεροι, μέτριοι, ψάλτες, πιο βαρετοί και από τον τοίχο ο ζόφος των ακραία περιορισμένων εκδοχών με τις οποίες μεγαλώσαμε λάμπει στο πρόσωπο του Τσιόδρα και στα χαμηλωμένα του ματάκια το ταβάνι του διανοητού μας ήταν τόσο χαμηλό που έπρεπε να σκύβουμε για να χωράμε από
ποιοι είστε όλοι εσείς που εμπιστεύεστε τον Τσιόδρα, τι κάνετε ακόμα εκεί
και τώρα βρήκαμε, έχει πια χρόνια που ξεδιπλώθηκε το συρρικνωμένο σώμα αλλά μια φωτεινή ανοιξιάτικη Κυριακή εν μέσω πανδημίας ανοίξαμε τηλεόραση και είδαμε τον κύριο Παναγιώτη και οι μισοί μας φίλοι τον περιμένουν πώς και πώς και καταλάβαμε ότι μία από τις πιο δύσκολες συνθήκες που μας περιμένει σε αυτή την καινούρια κρίση που θα ζήσουμε σε ένα περιβάλλον ριζικά διαφορετικό από αυτό όπου ζήσαμε την προηγούμενη θα είναι η ασυμβατότητα ανάμεσα στη ζωή μας όπως είναι τώρα και στο πλαίσιο από το οποίο ήρθαμε γιατί εμείς μπορεί να φύγαμε αλλά αυτό παρέμεινε το ίδιο και τώρα που διαβάζουμε μέρα και νύχτα τι γίνεται στην ελλάδα θα έχουμε τον κύριο Παναγιώτη κάθε απόγευμα μέσα στο σαλόνι μας γαμώ το χριστό του.
→ Γιάννης Νικολόπουλος
→
19
→
20
“Safety first” Χρύσα Δεληγιάννη (παιδίατρος κέντρου υγείας Αμοργού)
«Αν δεν μπορείς να κάνεις καλό, προσπάθησε τουλάχιστον να μην κάνεις κακό» Ακροβατώντας ανάμεσα, ενώ ξέρεις ότι δεν έχεις άλλη επιλογή εκτός από το να ισορροπήσεις…όχι ότι και πριν την πανδημία είχες. Η ιατρική σε ένα τόσο μικρό μέρος της γραμμής που την είπαν άγονη, κουβαλάει μέσα της ευθύνη, μοναχικότητα, αγωνία, ομορφιά και την απόλυτη αίσθηση της «κοινότητας». Σε συνθήκη πανδημίας όλα αυτά διογκώνονται και το να βρεθεί ένας ρυθμός λειτουργίας και αποτελεσματικότητας δεν είναι εύκολο, μιας και το σύστημα από μόνο του τα απομακρυσμένα και «προβληματικά», όπως τα ονομάζει, μέρη, τα έχει προ πολλού ξεχασμένα στη σφαίρα του γραφικού τόπου τουριστικής επιχειρηματικότητας κι αυτό δεν βοήθησε ποτέ στην έκτακτη ανάγκη, ούτε και τώρα βοηθάει. Όταν το κράτος μετά από 50 μέρες σου στέλνει 2 (δυο) μάσκες ως υλικό ατομικής προστασίας για να εξετάσεις ασθενείς ύποπτους για λοίμωξη covid19, καταλαβαίνεις αυτομάτως ότι το κράτος αδιαφορεί πλήρως για το αν θα αρρωστήσεις, όπως αδιαφορεί και για το αν θα χρησιμοποιήσεις την αμφίβολης ποιότητας μάσκα δυο και τρεις φορές και θα μεταδώσεις τον ιό σε άλλους ασθενείς, όπως ακριβώς αδιαφορεί και για τους συναδέλφους σου στην πρώτη γραμμή οι οποίοι δουλεύουν με μια μάσκα για κάθε βάρδια των 8-12 ωρών. Αυτή τη στιγμή (σ.σ. το κείμενο γράφτηκε αρχές Απριλίου) στην Ελλάδα 125 υγειονομικοί έχουν νοσήσει, 500 είναι σε καραντίνα εκτός μάχης, ενώ το πρώτο αίτημα του κλάδου παγκοσμίως είναι τα Μέτρα Ατομικής Προστασίας. Κάπως έτσι το “safety first” των χρυσοπληρωμένων σεμιναρίων διάσωσης πήγε περίπατο. Κι αν πολυμιλήσεις, μπορεί (ακόμα) να μην σε απειλούν με απόλυση, όπως γίνεται στις ΗΠΑ, αλλά μεταξύ μας, απαγορεύεται να μιλήσεις κι αν μιλήσεις, τα μικρόφωνα της απογευματινής ενημέρωσης θα σε χαρακτηρίσουν ψεύτη. Διαλέγεις. Ή βουβός ή ψεύτης. Κάποιος/κάποια συνάδελφος από το ΗΒ έγραφε σε μια επιστολή ότι αυτό που βιώνει ψυχολογικά είναι η βαθιά προδοσία και νομίζω ότι αυτό ακριβώς είναι το αποτύπωμα της κατάστασης για εμάς. Είμαστε ήρωες όμως. Είμαστε; Γιατί για μένα ηρωΐδα είναι η φίλη μου που έχασε τη δουλειά της και αντέχει να μου λέει κάθε μέρα στο τηλέφωνο «να προσέχεις σε παρακαλώ».
Ηρωΐδα είναι και η φίλη της που δουλεύει στο ταμείο του σουπερμάρκετ και η άλλη που δουλεύει σε μια εταιρεία που είναι ο ένας πάνω στον άλλον, με ανύπαρκτα μέσα προστασίας. Δεν ξέρω πότε ακριβώς αποφασίσαμε ότι χρειαζόμαστε ήρωες, ίσως και να χρειαζόμαστε αλλά χρειαζόμαστε και άλλα πολλά. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, χρειαζόμαστε ν’ ακούμε τις φωνές μας να απαιτούν τα αυτονόητα και να μην καθόμαστε αποσβολωμένοι μπροστά στη φωνή που ανακοινώνει «27 νέα κρούσματα σήμερα στη χώρα μας και 23 στη Ριτσώνα», ως απλοί αποδέκτες ενός mainstream ρατσισμού που σκάβει όλο και πιο βαθιά, όλο και πιο ύπουλα μέσα στο μεδούλι αυτής της κοινωνίας, καλώντας μας να νομιμοποιήσουμε την κακοποίηση τόσων ανθρώπων που προσπαθούν να επιβιώσουν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Καλώντας μας να σωπάσουμε μπροστά σ’ αυτή τη βία που δεν έχει τελειωμό. Έναν μαραθώνιο τρέχουμε. Από το πόστο και τη θέση του ο καθένας και η καθεμιά. Δεν ξέρει κανείς μας πότε θα ακουστεί ο ήχος της λήξης ή αν θα μας έρθει ένα μήνυμα στο κινητό που θα λέει: τώρα μπορείτε να επιστρέψετε στη ζωή σας. Δεν ξέρουμε ούτε το πώς, ούτε το πότε. Αυτό που ξέρουμε όμως είναι ότι υπάρχει κόσμος που θα στείλει μια μάσκα σε κάποια γιατρό, θα φτιάξει ένα πιάτο φαγητό για έναν άστεγο, θα αφήσει τα πράγματα από το σουπερμάρκετ στο κατώφλι μιας άπορης οικογένειας, θα βρει ρούχα για το νεογέννητο στο στρατόπεδο προσφύγων, θα γράψει ένα πανό να φαίνεται στο μπαλκόνι του, υπάρχει κόσμος που θα διεκδικήσει την Ελευθερία των δρόμων την επόμενη μέρα. Από εκεί αντλούμε δύναμη και διώχνουμε το φόβο. Εξέταζα ένα παιδάκι πριν από μέρες. Τρόμαξε που με είδε με τη στολή, τη μάσκα και τα εξαρτήματα, πέρασε μισή ώρα για να ηρεμήσει, όταν τελειώσαμε με την εξέταση, με είχε πείσει ότι όντως είχα πάει στο κέντρο υγείας με το διαστημόπλοιό μου για να εξετάσω τους καλύτερους φίλους των εξωγήινων, τα άρρωστα παιδάκια, για να βεβαιωθούν ότι είναι καλά. «Αν δεν μπορείς να κάνεις καλό, προσπάθησε τουλάχιστον να μην κάνεις κακό» Μη σωπαίνεις Ν’ αγαπάς και να προσέχεις το διαστημόπλοιό σου
→
21
→
22
Το έθνος-κράτος, οι φίλοι του και εμείς Δημήτρης Μ. Μόσχος | φωτογραφίες: Δημήτρης Λάμπρης
Ι. Τα cliché Σίγουρα στη παρούσα συνθήκη δεν έχει νόημα να γράφει κανείς. Και όμως η δήλωση ότι η απομόνωση, η ψηφιακή και χωρική καταστολή και οι πρωτόγνωρες συνθήκες γενικά οδήγησαν στην έκλειψη κάθε νοήματος δεν είναι παρά μια τετριμμένη δήλωση πλέον, ο μέσος όρος εκατομμυρίων ψηφιακών στάτους. Κάθε τι τετριμμένο, εμπεριέχει νόημα το οποίο όμως έχει περάσει στην λήθη. Έτσι είναι τα φρασεολογικά cliché, μια μορφή γλωσσικής μνήμης που επεκτείνεται τόσο ώστε να θολώσει τη στιγμή της γέννησης
και της λειτουργίας της. Κάτι δεν στερείται νοήματος όταν απλά αυτό κρύβεται, και αυτό καταδεικνύεται εύκολα από το γεγονός ότι αυτά τα cliché γίνονται άμεσα κατανοητά1. Απλά δεν το κάνουν στη 1 Η θέση αυτή, πρώτη φορά διατυπωμένη με σαφήνεια στο δοκίμιο του Nietzsche “Περί αλήθειας και ψεύδους από εξώηθική σκοπιά” (Άπαντα Νίτσε νο, 3, Πανόπτικον, 2014, σ. 161-162) και συνεχίζει στον ύστερο Wittgenstein επιβεβαιώνεται από σύγχρονες κοινωνιο-γλωσσικές μελέτες. Τα cliché λειτουργούν στο ασυνείδητο ως αλήθειες λόγω της υπερ-γενικευμένης χρήσης τους και γιαυτό συνήθως οι ομιλητές αντιστέκονται ιδιαίτερα, πολλές φορές βίαια, στην αμφισβήτηση ή στην προσπάθεια αλλαγής τους.
σφαίρα της συνείδησης και γι’ αυτό εμφανίζονται παραδόξως ως ασάφειες, απόλυτες αλήθειες και επεξηγηματικές έννοιες. Εν ολίγοις όσο εμείς αγνοούμε τα cliché αυτά κάθε άλλο παρά μας ξεχνάνε. Είναι εκεί, δουλεύουν σαν ασταμάτητες μηχανές και επιφέρουν αποτελέσματα, σαν τον βόμβο της μέλισσας πίσω από τα αυτιά μας σε έναν περίπατο. Πίσω από αυτό τον θόρυβο υπάρχει ένα ολόκληρο δίκτυο καλά αρθρωμένων σχέσεων, εξουσιών και στόχων. Το ίδιο ισχύει με τον θόρυβο του κύματος. Το κύμα είναι εκεί, διαρκές και συνεχές, με περιοδικές εντάσεις. Η ζωή στην άκρη της θάλασσας σε οδηγεί γρήγορα να μην παρατηρείς αυτό τον θόρυβο, και σίγουρα θα τον χαρακτηρίζαμε απλά ως «νερό που κουνιέται» στα πλαίσια μιας καθημερινής παρατήρησης. Και όμως το νερό τούτο είναι αποτέλεσμα άπειρων ακόμα μικρομετακινήσεων, μικροδυνάμεων, της κλίσης του βυθού και της ταχύτητας του ανέμου, σχέσεων που μπορούν να περιγραφούν κατά προσέγγιση με κατανοητό τρόπο στην τεράστια πολυπλοκότητα τους. Πίσω από το πιο απλό, και το πιο μικρό κρύβεται το πιο μεγάλο, πίσω από το ανώνυμο πλήθος κρύβεται το επιμέρους πρόσωπο και πίσω από τον αχό υπάρχουν καλά αρθρωμένες φωνές. Η φράση «τίποτα δεν έχει νόημα να γραφτεί πια» σηματοδοτεί περισσότερο την εκκίνηση μιας έρευνας παρά ένα τερματικό γεγονός.
ΙΙ. Το έθνος και οι φίλοι του Μια από τις πιο δύσκολα προσδιορίσιμες έννοιες είναι αυτή του έθνους. Μέσα στον λόγο αποτελεί cliché, είναι σχεδόν αυτονόητο τι εννοείται με αυτή, είτε αρνητικά είτε θετικά. Το έθνος είναι εκεί για να εξηγεί τον ηρωισμό ή τον ρατσισμό, μα ποτέ δεν είναι εκεί για να εξηγηθεί. Δεν αναφε-
ρόμαστε στην αδυναμία ορισμού, ορισμοί υπάρχουν πολλοί στην ανάλογη βιβλιογραφία. Αναφερόμαστε αφενός στην παραδειγματική αδυναμία που έχει αυτή η βιβλιογραφία να συμφωνήσει ακόμα και στα στοιχειώδη ως προς το εθνικό φαινόμενο, αφετέρου στην ίδια την πρακτική ικανότητα του έθνους παρά την εντελώς ακαθόριστη και ιστορικά και λογικά αμφίβολη υπόσταση του, να επιφέρει ιδιαίτερα πρακτικά αποτελέσματα και καλά οργανωμένες καταστάσεις στο εσωτερικό του 2 . Διευθύνει και πειθαρχεί τις αντιφάσεις των αστικών σχέσεων και μάλιστα εμφανίζεται πολλές φορές να τις ξεπερνά. Ίσως εδώ αξίζει να σταθούμε. Εμφανίζεται να τις ξεπερνά. Πως εμφανίζεται, σε ποιο υποκείμενο και πως τι ξεπερνά; Κάτι εμφανίζεται πρώτα απ’ όλα στο βλέμμα και αυτό που κοιτά είναι πάντα το ίδιο το υποκείμενο μέσα από μια εξιδανίκευση. Αυτή η εξιδανίκευση, ενσταλαγμένη στο άτομο από ένα πλήθος διατομικών και θεσμικών διαδικασιών οι οποίες ξεκινούν πριν έρθει αυτό στη ζωή, συγκροτείται στην μακρά διάρκεια του ιστορικού χρόνου. Περνούν μέσα από την τυποποιημένη γλώσσα ως φορέα αφηγήσεων και αναγνώρισης, την οικογένεια, το φύλο, τον τρόπο που ντυνόμαστε, το πως περπατάμε, στις εφημερίδες και τα ΜΜΕ, στην οικειότητα που νιώθουμε με ένα σωρό νόρμες κοινωνικότητας, στο αρχιτεκτονικό στιλ και τους συμβολισμούς του, στην διαμόρφωση του εδάφους από το κράτος. Το μνημείο: ένα σύμβολο που ορθώνεται πάνω στο χώμα και μπροστά του οι γενιές υποκλίνονται υποκύπτοντας και πεθαίνοντας. Άλλο παράδειγμα το λιμάνι: το στόμα του έθνους, η οπή της τροφής του εμπορίου και ταυτόχρονα η επίδειξη της ικανότητας να έχει δύναμη, ο στόλος που ξεχύνεται από μέσα όπως τα δόντια, το στόμα 2 Οι εξωτερικές λειτουργίες του έθνους-κράτους είναι επίσης μια πολύ σημαντική πτυχή την οποία δεν πρέπει να αγνοούμε. Όμως εδώ δεν έχουμε χώρο να το πραγματευτούμε.
τρώει μα και δαγκώνει, κόβει κομμάτι από άλλους. Το έθνος φτάνει στα αστικά δικαιώματα, στους αντιπροσωπευτικούς κρατικούς θεσμούς και στις ευτελείς μα ουσιώδεις μικροελευθερίες που αυτοί μας παρέχουν, και τέλος στην οικονομική κερδοφορία όλων των παραπάνω. 3 Είναι ένα γιγάντιο πλέγμα μικροεξουσίας με θεσμοθετημένες και μη στιγμές. Το έθνος είναι οικονομικό, θεσμικό, υποδομιακό και επιθυμητικό ταυτόχρονα. Είναι ένα πλέγμα σχέσεων που περικυκλώνει, σαν να υπάρχει πάντα πριν από το υποκείμενο, σε μια μεγαλύτερη χρονική και χωρική κλίμακα από αυτό και έτσι φτάνει να θεωρείται αυθύπαρκτο. Το ίδιο καθορίζει τα επιμέρους χωρίς ποτέ να μπορεί να ιδωθεί στην ολότητα του ώστε να καθοριστεί, παραμένει ασαφές. Εμφανίζεται στην συνείδηση μονάχα στο τέλος, όταν έχει ήδη συγκροτηθεί μακροϊστορικά και εγγραφεί στο ασυνείδητο. Αν το έθνος είναι τόσο σφιχτά δεμένο, τουλάχιστον στην γένεση του με τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, (τουλάχιστον σε αυτό υπάρχει μια συμφωνία) και προέρχεται από το σύνολο των μορφών κοινωνικοποίησης της αστικής κοινωνίας, ως προς τι την ξεπερνά; Η εξιδανίκευση παράγει το αίτημα για Ιδεώδες, επενδυμένο με απόλαυση, μια εικόνα τέλειας κοινότητας την οποία συλλογικά προσπαθούμε να πραγματοποιήσουμε και στην οποία ανήκουμε 4. Βέβαια το ποια θα είναι αυτή η εικόνα δεν είναι δεδομένο, είναι αντικείμενο συγκρούσεων εντός της εθνικής αφήγησης και εντός των θεσμών του κράτους. Αυτή η πλευρά του έθνους δεν είναι ελάσσονα. Αποτελεί την διείσδυση της οικονομίας και των θεσμών μέσα στα βάθη της ψυχής, αποτελεί την κινητήρια δύνα3 Eugene O’Brien, “The epistemology of nationalism”, Irish Studies Review, 1996 5:17, σσ. 15-20 4 Etienne Balibar, “The Nation Form”,Review (Fernand Braudel Center), vol. 13, no. 3, 1990, σσ.345-351
→
23
→
24
μη για να σηκωθεί το άτομο να πάει στη μίζερη δουλειά ή να ανεχθεί τις μειώσεις μισθών για «το κοινό καλό της χώρας». Εκτός από τον μισθό του απολαμβάνει και το Ιδεώδες, την ορατότητα που αυτό του εξασφαλίζει. 5 Κυρίως απολαμβάνει ακριβώς την απαγκίστρωση από το άμεσο οικονομικό συμφέρον, ακριβώς την ίδια την μείωση του μισθού του. Η απόλαυση της άμεσης συμμετοχής στο συλλογικό εθνικό σώμα βιώνεται σαν μερική απελευθέρωση από την ιδιοτέλεια της αστικής κοινωνίας στην οποία περιλαμβάνεται και η μισθωτή εργασία. 6 Έτσι ο μερικός ιδιώτης εξυψώνεται ηθικά, νιώθει ότι εξασκεί μια ανώτερη ανιδιοτελή πρακτική και η απόλαυση που λαμβάνει από αυτή την εξύψωση μπορεί- για λίγο καιρό, που συνήθως είναι αρκετός όμως- να εξισορροπήσει την οικονομική ζημία 7. Αυτό είναι η βάση του έθνους, η εθνική επιθυμία. Μέσω του έθνους δεν εκφράζεται απλά η ταξική κυριαρχία με κεκαλυμμένο τρόπο. Αντιθέτως εκφράζεται με λιβιδικό τρόπο η επιθυμία η τάξη να ξεπεραστεί και να διατηρηθεί ταυτόχρονα.
Το έθνος με το σύνολο των πλευρών του είναι ένας πολυμήχανος μετατροπέας, η χρηματική ροή (μορφές κεφαλαίου) γίνεται επιθυμητική (λίμπιντο, συμβολικό κεφάλαιο) και μετά, αν είσαι αρκετά καλός, ξαναγίνεται χρηματική ροή σε κάποιο βαθμό. Η μία μορφή μπορεί να συμπληρώνει την άλλη όταν αποτυγχάνει. Να ποιοι είναι οι φίλοι του έθνους, αυτοί που έχουν μάθει όλους τους πιθανούς, συνειδητούς και ασυνείδητους τρόπους να ερωτοτροπούν και να συναλλάσσονται μαζί του, και που εξακολουθούν να καταφέρνουν να το κάνουν. Όχι τυχαία, οι υπουργοί, τα αφεντικά, το χρήμα, τα δημόσια κτήρια εξουσίας, η αστυνομία αποκτούν στον κοινό νου πολλές φορές ομόλογα χαρακτηριστικά: είναι αντικείμενα ερωτικής διέγερσης. Πρέπει να κατανοήσουμε ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι καταπιεσμένοι. Βιώνουν την ελευθερία και την απόλαυση που τους αναλογεί στο υπάρχον πλαίσιο σχέσεων που τους συγκρότησε. Και γι’ αυτό την υπερασπίζονται.
Έτσι οι συνήθεις κριτικές, συνήθως υπερβολικά και πρόχειρα «υλιστικές» που στηλιτεύουν το έθνος και την εθνική κινητοποίηση ως ιδεολογική παραποίηση των ταξικών συμφερόντων (τα οποία έχουν υλικό, οικονομικό χαρακτήρα) αποτυγχάνουν να δουν αυτό που συνήθως ο οπαδός του εθνικισμού βλέπει καθαρά: ότι η εθνική επιθυμία δεν αποτελεί μεγάλη απόκλιση από την γενική ωφελιμιστική αρχή της αστικής κοινωνίας και της χρηματικής συναλλαγής. Αποτελεί καλύτερα μια μετάφραση της, πολύ πιο άμεσα εκμεταλλεύσιμη από τον μισθό, γίνεται μια μετάφραση του υλικού νομίσματος σε ψυχικό, λιβιδικό.
ΙΙΙ. Εμείς
5 Stavrakakis, Chrysoloras, “(I can’t get no) enjoyment: lacanian theory and analysis of nationalism”, Psychoanalysis, culture and society, (2006) 11, σ. 144-163 6 Μια άλλη, συνολικότερη και ριζοσπαστική μορφή απελευθέρωσης από αυτό είναι φυσικά και η κομμουνιστική πάλη. Αλλά αυτό είναι ξεχωριστό θέμα. 7 Αυτή η ειδική πλευρά του έθνους είναι που επιστρατεύεται στις πολεμικές διαδικασίες και στον εθνικά προσανατολισμένο ‘ουδέτερο πολιτικά” εθελοντισμό. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αν και το έθνος έχει οικονομικά-κρατικά αίτια, ταυτόχρονα έχει την φοβερή ιδιότητά να εμφανίζεται ως υπεράνω αυτών.
Δεν είμαστε μια αντίπαλη κατάσταση στο έθνος-κράτος μα μια αντίρροπη διαδικασία σε αυτό. Οι οικονομικοί, θεσμικοί και λιβιδικοί προσδιορισμοί του έθνους είναι μηχανισμοί που διαρκώς εργάζονται μα δεν μπορούν να αποικίσουν το σύνολο του κόσμου. Κάποιες στιγμές της κοινωνικής και βιολογικής κίνησης μένουν απέξω, αφού το έθνος-κράτος είναι στην τελική του στιγμή μια μηχανή οριοθέτησης. Πάντα κάτι περισσεύει. Το έθνος-κράτος για να λειτουργήσει πρέπει διαρκώς κάποιες επιθυμίες, κάποιες πιθανότητες και διαδικασίες, κάποιους ανθρώπους που είναι φορείς αυτών, να τους αποκλείει, να τους απωθεί. Με αυτό τον αποκλεισμό όμως δημιουργεί διαρκώς το αντίθετο του. Παρά τις γιγαντιαίες δυνάμεις που κινητοποιούνται προς τη κατεύθυνση της κοινωνικής ομοιογένειας, ελέγχου και της συγκρότησης προϋποθέσεων για την συνέχεια της οικονομικής συσσώρευσης, η ίδια η καπιταλιστική μηχανή είναι μια διαρκής αντίφαση, ένα παράδοξο που περιοδικά αποκαλύπτει ότι “δεν φέρει εντός της την αναγκαία νομιμοποίηση της”. Κάπου-κάπου οι καλά σφυρηλατημένες επιθυμίες και εξιδανικεύσεις ματαιώνονται τελείως, κάπου η οικονομική
υπόσχεση της «συλλογικής ανάπτυξης» κεφαλαίου και εργασίας από κοινού αποτυγχάνει να συγχρονιστεί, και οι ανάγκες πιέζουν προς διαφορετικές κατευθύνσεις, κάπου οι μικροελευθερίες και οι μικροπειθαρχίσεις των δικαιωμάτων έρχονται σε εσωτερική αντινομία. Όλο και περισσότερο συσσωρεύονται όλο και πιο πολλές ματαιώσεις. Αν η εργασία κάθε είδους είναι αναχαιτισμένη επιθυμία, διάπλαση 8 (της επιθυμίας), τότε οι αντιφάσεις οδηγούν κάθε είδους μηχανισμό, την
έθνους-κράτους ως ύστατη επιλογή. Τα cliché καταρρέουν και οι άνθρωποι προκαλούνται από την ροή των πραγμάτων να φτιάξουν κάτι νέο, να ξαναεπινοήσουν τον εαυτό τους θεωρητικά και πρακτικά πέρα από τους υπάρχοντες περιορισμούς. Αυτό το ουτοπικό πάθος δεν είναι η ονειροπόληση για κάτι αδύνατο. Είναι η επιθυμία για υπέρβαση αυτού που θεωρείται δεδομένο και αποτυχημένο, το να καλείς ένα νέο έδαφος 9. Είναι το να θες να ενωθείς χωρίς να κυριαρ-
σε αυτά τα σημεία είμαστε Εμείς. Η αμφισβήτηση αυτών των βασικών πτυχών του έθνους-κράτους αποτελεί ακόμα και σαν σκέψη μεγάλο αμάρτημα, γι’ αυτό και οι φίλοι του έθνους το ενδύουν συνήθως με την γλώσσα του θρησκευτικού πουριτανισμού. Είναι η καταλληλότερη γλώσσα. Αν Εμείς μεταχειριζόμαστε αντίστοιχα μια σχεδόν αποκαλυπτική ρητορική δεν είναι γιατί πιστεύουμε θρησκευτικά σε κάτι τέτοιο. Αυτή γλώσσα, όντως απότοκο της θρησκείας, είναι η καταλ-
οικονομική, επιθυμητική, επικοινωνιακή εργασία κοκ να αποτυγχάνουν να δημιουργήσουν το αντικείμενο τους και να κρατήσουν υπό έλεγχο την επιθυμία. Εκεί οι αγώνες για κάτι ριζικά νέο ξεσπούν, και η πραγματική άρνηση της ιδιοτέλειας της αστικής κοινωνίας παίρνει την μορφή συλλογικής σύγκρουσης με αυτή. Εκεί βρίσκει και την έκφραση της η πιο ωμή καταστολή από την πλευρά του
χήσεις στον άλλο καθώς ο άλλος σου εμφανίζεται όχι ως μέσο για έναν σκοπό (όπως βλέπει ο ιδιώτης το κόσμο γύρω του ή το έθνος συνολικά τα μέλη του, τους ιδιώτες) αλλά ως ένας νέος κόσμος10. Ο κόσμος που έρχεται επιθυμεί μονάχα να αποκλείσει όλες τις διαδικασίες αποκλεισμού σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Αυτό είναι όλο και όλο. Αυτές και αυτοί που βρεθήκαμε
ληλότερη να εκφράσει τα οράματα του τέλους, στην προκειμένη του τέλους του έθνους-κράτους, τα οποία από την σκοπιά μας φαντάζουν μακρινά και κοντινά ταυτόχρονα. Καμιά φορά, η ανθρωπότητα με μια τόλμη που αψηφά τα πάντα, ορμά ολοταχώς προς το απαγορευμένο αμάρτημα.11
8 Ηegel, Φαινομενολογία. 115-116 στο Gesammelte Werke, b.9. Meiner, 1980. στο ελληνικό, μτφ. Γ. Φαράκλα σ. 195
9 Deleuze&Guattari, What is philosophy?, Columbia University press, 1994, σσ. 101 10
Αυτόθι. σσ. 16-17
11 Ελαφρά παραποίηση του στίχου του Οράτιου “Audax omnia perpeti Gens humana ruit per vetitum nefas” από το τρίτο μέρος της πρώτης ωδής του.
→
25
encountering social distancing Μαριάνα Μπίστη
Η µόνη διέξοδος; Ο τρόπος να εκτονώσεις τις σκέψεις σου; Κάν’το ξανά και ξανά. Ξανά και ξανά. Μέχρι να εκτονωθεί αυτό που σε τρώει. Μέχρι να ξεράσεις το δηλητήριο των σκέψεων σου. Σκέψου αυτή, αυτόν. Νιώσε άσχηµα που σκέφτεσαι αυτόν. Κάποιες φορές δεν επιλέγουµε αυτό που µας ερεθίζει τον εγκέφαλο. Ντροπή! Δεν έπρεπε να το σκέφτεσαι αυτό. Μισό λεπτό! Γιατί δεν πρέπει; Κάν’το ξανά και ξανά. Υγεία είναι! Κάν’το µέχρι να εξαντληθείς. Έχεις να κάνεις δουλειά. ΞΥΠΝΑ! Μισο λεπτό να το ξανακάνω. Νικάω το άγχος µου. Έρχοµαι σε επαφή µε τις πιο ενδόµυχες σκέψεις µου. Μηδέν δύναµη! Δεν πειράζει, πάµε άλλη µια φορά και θα κοιµηθείς ήσυχα.. Κάν’το ξανά και ξανά. Ώσπου να σιχαθείς! Ξετύλιξε το νήµα τον σκέψεων σου και ακολούθησε το ώσπου να φτάσεις στον πάτο του εγκεφάλου σου. Αν δεν ανακαλύψω πρώτα τον εαυτό µου, πώς θα ανακαλύψω εσένα;
→ Nefalia
→
30
Ζωή μακριά από το γραφείο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου
«Ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι τίποτα περισσότερο από τη συνέχιση της εργασίας με σκοτεινά μέσα.» Theodor Adorno, Free Time, 1977 “You don’t gotta go to work, work, work, work But you gotta put in work, work, work, work” Fifth Harmony, Work From Home, 2016
Οι φίλοι μου λένε ότι έχουν χάσει τις μέρες, αλλά εγώ δεν έχω τέτοιο πρόβλημα. Τις θυμάμαι καλά, δεν χάνω το μέτρημα, ξέρω κάθε μέρα τι μέρα είναι. Τώρα που οι μέρες χύνονται η μία μέσα στην άλλη για να σχηματίσουν μια μεγάλη σβουνιά ακατέργαστου χρόνου, η δική μου βδομάδα παίρνει μορφή και σχήμα μέσα από τη δουλειά. Δουλειά στο σπίτι. Δουλειά στο λάπτοπ. Δουλειά που αγαπώ. Δουλειά που σπάει το φράγμα του εργάσιμου χρόνου και ξεχύνεται μέσα στη μέρα μου, εισχωρεί σε όλα όσα αγαπώ και τους δίνει μορφή μετρήσιμη, τα ποσοτικοποιεί. Δουλεύω γράφοντας για σινεμά και τηλεόραση. Αυτό έχει πολλά καλά, αλλά έχει κι ένα βασικό κακό. Μόλις σας το είπα. Νιώθω πως η δουλειά μου έχει ανατιμηθεί. Ο κόσμος ψάχνει να δει ταινίες και σειρές, επειδή έχει αυξηθεί ο ελεύθερος χρόνος του. Αυτή η αύξηση όμως δεν ήρθε όπως θα το θέλαμε. Δεν ήρθε ως διεκδίκηση ενός χρόνου έξω από την εργασία, ως απαίτηση της σχόλης και της τεμπελιάς, ως αποσύνδεσης της ζωής από τη δουλειά. Ήρθε βίαια, αναγκαστικά, με φόβο και διαταγές. Είναι ένας ελεύθερος χρόνος που μοιάζει βάσανο, απ’ ό,τι μου λένε οι φίλοι μου. Για να την παλέψεις σε έναν τέτοιου είδους ελεύθερο χρόνο, τόσο στιγματισμένο από τον εξαναγκασμό, χρειάζεσαι πρόγραμμα. Χρειάζεται πειθαρχία, προσήλωση, μετρησιμότητα. Στο τέλος της ημέρας θα πρέπει να μπορείς να ρωτήσεις τον εαυτό σου: «Ήμουν καλός σήμερα;» Και μετά να του
δώσεις μια απάντηση που θα τον ικανοποιήσει. Ήδη από το δοκίμιο που περιέχει την φράση με την οποία ξεκίνησα αυτό το κείμενο, ο Adorno έγραφε πως ο ελεύθερος χρόνος παίρνει μορφή από τις ίδιες δυνάμεις απ’ τις οποίες θέλουν να διαφύγουν οι προλετάριοι. Υπάρχει, λοιπόν, ένα σημείο κατά το οποίο ο ελεύθερος χρόνος τείνει προς το αντίθετό του. Αυτός ο ελεύθερος χρόνος περιέχει έναν παραλογισμό στον πυρήνα του: ο άνθρωπος ζητάει από τον εαυτό του να είναι δημιουργικός και παραγωγικός. Να κάνει περισσότερα πράγματα, να επιθυμεί περισσότερα πράγματα, να καταναλώνει περισσότερα πράγματα. Κι υπάρχουν γαμώτο τόσες ταινίες και σειρές να δεις, τόσα βιβλία να διαβάσεις, τόσες μουσικές να ακούσεις, τόσα events να μοστράρεις. Οι άνθρωποι διχάστηκαν ανάμεσα στο FOMO και το JOMO αλλά ξέχασαν το burnout, την ιδιαίτερη κόπωση του ελεύθερου χρόνου. Η δουλειά μου είναι να δίνω σχήμα σε αυτήν την κόπωση. Οι προτάσεις ταινιών και σειρών είναι τα νέα κωλόχαρτά της καραντίνας. Μαζεύουμε πράγματα που θα δούμε, αλλά ποτέ δεν προλαβαίνουμε. Το σπίτι του binge-watching έμοιαζε με το βασίλειο του ελεύθερου χρόνου, αλλά σε συνθήκες πανδημίας μεταμορφώθηκε γρήγορα στο panic room της καραντίνας, το πυρηνικό καταφύγιο του social distancing. Ο χρόνος ξεχειλώθηκε, μου λένε. Αν κάποτε έμοιαζε με θεραπεία, τώρα μοιάζει εξίσου με ασθένεια. Σκέφτομαι ξανά το Safe του Todd Haynes. Απ’ όλες τις «επίκαιρες» (μπλιαχ) ή «προφητικές» (μπλιαχ) ταινίες που συζητιούνται αυτόν τον καιρό, είναι η μόνη που με νοιάζει πραγματικά. Σύμφωνα με τον δημιουργό, η ταινία είναι με την πλευρά της ασθένειας και όχι με την πλευρά της θεραπείας. Κατά μία έννοια, το να είσαι με την πλευρά της ασθένειας σημαίνει να είσαι με την πλευρά του χρόνου. Αυτές τις βδομάδες που έχουν περάσει, ένα πράγμα έχω κάνει βασικά. Βλέπω The Office. Από την αρχή, ολόκληρο. Για πρώτη φορά απ’ όταν τέλειωσε, εδώ και 7 χρόνια δηλαδή. Με άλλα λόγια: δεν πηγαίνω στο γραφείο, δουλεύω από το σπίτι, βλέπω The Office. Ο Adorno θα ήταν πραγματικά περήφανος. Νιώθω μια παράξενη πίεση να είμαι πιο παραγωγικός, να επικοινωνώ πιο πολύ, να καταπιάνομαι με περισσότερα. Κι αφού η δουλειά είναι το γράψιμο κι ο χώρος του είναι το ίντερνετ, όλα αυτά αναγκαστικά μεσολαβούνται από την εργασία. Σ’ αυτές τις συνθήκες hi-tech μοναξιάς, ακόμα
κι η επικοινωνία μοιάζει με δουλειά. Πρέπει να μιλήσω και μ’ αυτόν, και μ’ εκείνη, και να απαντήσω σε αυτό το σχόλιο, και να ρωτήσω τους φίλους μου τι κάνουν, και να τσακωθώ με αγνώστους, και να καθησυχάσω κάποιον που νομίζει ότι έχει δέκατα, και να προλάβω να αγαπήσω και να αγαπηθώ λίγο. Ευτυχώς, υπάρχει το The Office, αυτή η αμήχανη μελαγχολική ποίηση της καθημερινής μας τραγικωμωδίας. Είναι το happy place μου αυτήν τη στιγμή. Έχω αμέτρητες ταινίες που θέλω να δω, έχω πολλά βιβλία που περιμένουν αδιάβαστα, αλλά δε μπορώ να συγκεντρωθώ σε τίποτα. Θέλω να φτιάχνω λίστες για άλλους και να βλέπω The Office. Θέλω να νιώσω καλά και το ίδιο επιθυμώ για εσάς. Θέλω να τελειώσει όλο αυτό και ταυτόχρονα δεν θέλω να επιστρέψω στην κανονικότητα. Από τη μία ελπίζω πως ο κόσμος θα είναι ίδιος μετά, από την άλλη φοβάμαι πως ο κόσμος θα είναι ίδιος μετά. Κι αυτή η διαλεκτική ελπίδας και φόβου τορπιλίζεται στα θεμέλιά της από μια φωνή που ρωτάει: «Μετά; Ποιο μετά;» Όπως ο Paco Ignacio Taibo II μίλαγε για όσα θα ονομάζαμε πατρίδα αν αυτή η λέξη δεν ήταν βουτηγμένη στο αίμα, έτσι κι εγώ σκέφτομαι αυτά που θα ονομάζαμε ευκαιρία αν η συγκυρία δεν έφερνε μαζί της τόσο φόβο, πόνο και θάνατο. Νιώθω ότι έχουμε μια βαθιά ψυχική ανάγκη διαταραχής, μια αλλοτριωμένη και φετιχοποιημένη επιθυμία για κάτι διαφορετικό, για μια ζωή που να μοιάζει αλλιώς. Αφού ακόμα δε μπορούμε να την επινοήσουμε μαζί, με δικούς μας όρους, αυτή η ανάγκη καλύπτεται διεστραμμένα με καταστροφές, με πλανητικές συμφορές, με απαίσια συμβάντα που φεύγουν από τον έλεγχό μας. Αυτό καταστρέφει την ίδια την επιθυμία, την τρώει από μέσα. Στο τέλος, φοβάσαι την ίδια την επιθυμία. Κι επιστρέφεις σ’ αυτά που απλά σε κάνουν να νιώθεις καλά, ασφαλής, ήρεμος. The Office. Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, η ψυχή μας κρέμεται από μία κλωστή. Σε λίγο πλησιάζει το επεισόδιο που φεύγει ο Michael Scott, αποχωρώντας σιωπηλά, κοιτώντας γλυκά τους ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα ότι είναι η τελευταία φορά που τον αντικρίζουν. Δεν ξέρω αν θα το αντέξω.
→
31
32
Σε τι φάση της καραντίνας σε πετυχαίνει άραγε αυτό το κείμενο; πόσες φάσεις έχει η καραντίνα; έχει φάσεις η καραντίνα; (απαραίτητο ντισκλείμερ: δεν υπάρχει σωστό και λάθος, ο χρόνος είναι σχετικός, δεν ακολουθείται στα αλήθεια χρονολογική σειρά, δεν ακολουθούνται κανόνες, όλα είναι αποδεκτά, η καραντίνα δεν είναι ευκαιρία και αναγνωρίζω πως μιλάω από την προνομιούχα θέση του ανθρώπου που έχω σπίτι να μείνω, πήρα επίδομα, έχω φαΐ να φάω)
Φάση 1.
Μαριάννα Ρουμελιώτη
Δε θέλω κανείς να χαλάει τη φασούλα μου
→
Το σπίτι πολύ καθαρό. Μικρές ανακατατάξεις στο σπίτι και εφαρμογή του σχεδίου «να πλυθούν όλα τα άπλυτα». Μαγειρεύουμε κάθε μέρα. Τρώμε υγιεινά, παίρνουμε πολυβιταμίνες και μέταλλα. Και εχινάκεια για το ανοσοποιητικό. Στο πλύσιμο χεριών τραγουδάμε το happy birthday δυνατά. Ένα κρύωμα που γύρισε σε ιγμορίτιδα με κάνει συνεχώς να αναρωτιέμαι αν τα συμπτώματα μου είναι αυτά του κορονοϊού. Η διάσπαση προσοχής μου με εμποδίζει από το να ολοκληρώσω σειρές και ταινίες που δεν είναι crime, sci-fi ή το modern family. Στα τσατρουμς, που έχουν αυξηθεί και κάποια αναστηθεί μετά από πολύμηνη σιωπή, στέλνονται απανωτά λινκς και ποστς σχετικά με τον ιό. Κάθε φορά που βγαίνω έξω, νιώθω πως γυρνάω λίγο πιο άρρωστη. Και ξαναμπαίνω σε αυτό το τριπάκι του ιγμορίτιδα ή κορονοϊός; Ο ιός είναι τόσο δικός μας που τον φωνάζουμε κορονοβάιρους και έχει και δικό του jingle. Τα βράδια κοιμάμαι αργά, τα πρωινά ξυπνάω νωρίς. Δεν κοιμάμαι το ίδιο καλά. Ούτε ένα μεσημεριανό ναπ. Κατεβάζω houseparty και zoom. Τα πρωινά κάνω τσιγάρο με τις φίλες μου, η κάθε μια στο παραθυράκι της στην πλατφόρμα. Έχω δει ΌΛΟ το Netflix προ καραντίνας, δε μπορεί θα ανεβάσουν καινούριο υλικό να γουστάρουμε, σκέφτομαι. Βιώνω το τέλος του FOMO. Που και που μέσα στη μέρα θυμάμαι πως ο λόγος που είμαι σπίτι δεν είναι γιατί έχω ρεπό αλλά γιατί πανδημία. Άκου εκεί πανδημία. Το τιζούμερεμαλακα είναι η αγαπημένη μου έκφραση. Το σύνθημα μου είναι ζώ χωρίς σουτιέν και τύψεις.
Φάση 2. Το σπίτι παραμένει καθαρό και συμμαζεμένο. Τα πράγματα από το σουπερμάρκετ περνάνε από απολύμανση. Τα μπουφάν και τα παπούτσια βγαίνουν μπαλκόνι, τα ρούχα του σουπερμάρκετ πλένονται στους 60, να σκοτωθεί λένε ο ιός. Είμαι εγώ για τέτοιες συνήθειες; Μαγειρεύουμε κάθε μέρα, τρώμε υγιεινά, παίρνουμε πολυβιταμίνες και μέταλλα. Η εχινάκεια για το ανοσοποιητικό είναι υπερβολή, τη σταματήσαμε. Τα δέκατά μου παραμένουν, αλλά η φαρμακολογία της ωρλ έχει αρχίσει και πιάνει. Η διάσπαση προσοχής πάει καλύτερα, είδα μια σεζόν, ακόμα κόβω ταινίες στη μέση. Cinobo, σε γνώρισα σε λάθος περίοδο. Netflix συνεχίζω να σε έχω δει όλο και δεν κάνεις τίποτα για αυτό. Το πρώτο vogue function online, το πρώτο μεταμεσονύχτιο party online, ασταμάτητα live στο ig, online pilates, online yoga, ζω στην οθόνη μου. Υπάρχει μια φωνούλα που λέει «επιτέλους». Houseparty το πρωί, zoom το βράδυ, instagram και Facebook όλη μέρα. Στο κινητό κατεβάζω sims. Διαρκεί μια μέρα. Όχι, παραείναι. Οι πιλάτες γίνονται περπάτημα χιλιομέτρων. Ούτε ένα μεσημεριανό ναπ. Ακόμα τα νούμερα έχουν ένα κάποιο ενδιαφέρον. Στις ειδήσεις θάνατος και τρόμος και λοιμωξιολόγοι. Τα μέιλ από τη σχολή είναι μια πίεση που δεν αντέχω. Ψυχή και σώμα αντιστέκονται με κάθε τρόπο σε οτιδήποτε παραγωγικό και δημιουργικό. Μη μου χαλάτε τη φάση, μην μου ζητάτε τίποτα. (χτυπάει πόδι κάτω). Δεν θέλω τίποτα να διαταράσσει το πλοπ μου. (πλοπ: ο ήχος που κάνει το σώμα μου όταν πέφτει με πάταγο σε όποια μαλακή επιφάνεια). Το παιδάκι μέσα μου είναι αδιανόητα χαρούμενο με αυτή την τεμπελιά χωρίς ενοχές και όρια. Αν το ακούσω προσεκτικά, φωνάζει ζήτω η καραντίνα.
Φάση 3.
Φάση 4.
Το καθάρισμα του σπιτιού κάνει κοιλίτσα. We are not flattening the curve here. Οι κρίσιμες βδομάδες μεταφέρονται. Θα είμαστε όλο τον απρίλιο μέσα, θα είμαστε το μάιο μέσα, άλλοι λένε τον ιούνιο, πόσο θα είμαστε μέσα, πάτε μωρέ καλά; Τα τσατρουμς γυρνάνε στα κλασσικά τους. Είμαι επιτέλους υγιής αλλά ο καιρός χάλασε και οι βόλτες κόπηκαν. Η μέση κάπως κουράστηκε από τη ξάπλα, η ψυχή όχι. Κανένα μεσημεριανό ναπ, αρχίζω να πιστεύω πως μάλλον δεν το χρειάζομαι. Τώρα κοιμάμαι ακόμα πιο αργά, ξυπνάω επίσης πιο αργά. Οι υποχρεώσεις παρόλη την ολική μου άρνηση παραμένουν να με πιέζουν, δεν έχω άλλη επιλογή λένε, μη χάσω και το εξάμηνο σκέφτομαι μετά, ξεκινάνε τα μαθήματα online. Αισθάνομαι ότι το τρίωρο μάθημα μου κόβει όλη την ημέρα. Αναρωτιέμαι πως προλάβαινα τόσα πράγματα σε μια μέρα. Περνάει πιο γρήγορα η μέρα τι στο διάολο; Τα lives συνεχίζονται αλλά τίποτα δεν είναι σαν έναν 4ωρο καφέ που γίνεται ποτό στα εξάρχεια. Όλα αυτά που μου λείπουν θα γίνουν σύντομα, έτσι λέω.
Το σπίτι στα προ-καραντίνας. Παπλωματάκι μόνιμο στον καναπέ, νιπτήρας συνεχώς με πιατάκια, πλύνε εσύ να μαγειρέψω εγώ, ντίλς που γίνονται από βαρεμάρα. Τα ντελίβερι είναι γεγονός. Αντίο διάσπαση, καλώς ήρθες Μαριάννα προ καραντίνας. Και κάπως καταφέρνω να χορταίνω ξύσιμο αλλά και να κάνω μάθημα και θεραπεία και διάβασμα και ταινίες. Απλά να, όταν τελειώνω το μάθημα θα ‘θελα να πιώ ένα ποτό με τους φίλους μου. Βγαίνω μπαλκόνι για τσιγάρο ή βγάζω βόλτα το σκύλο. Λυπάμαι, δεν είναι το ίδιο. Αυτή η καραντίνα είναι απελευθερωτική πρώτα από όλα για τα βυζιά μου και μετά για τη ψυχή μου. Δε ξέρω πώς θα βγούμε, πότε θα βγούμε και αν θέλω να βγούμε χωρίς όρους. Δεν θα αρρωστήσουμε όλοι μαζί, αλλά μάλλον θα κολλήσουμε οι περισσότεροι. Κείμενα και ποστς που λένε πότε θα βγούμε, πόσο υποφέρει η οικονομία, τι είπε ο χαρδαλιάς και ο τσιόδρας, μείνε παραγωγικός στην καραντίνα δεν περνάνε το πάσο. Τικ Τοκ: τέτοια συμπερίληψη και τρασίλα δεν έχω συναντήσει σε σόσιαλ μίντιουμ. Τι πραγματάκι είσαι εσύ;. Και κάπως έτσι κυλάει η ζωή στην καραντίνα. Χωρίς σουτιέν και ενοχές. Τρώω όσο θέλω, κοιμάμαι όσο θέλω (η αλήθεια είναι πως θέλω περισσότερο αλλά ένα μικρό fomo για το φως του ήλιου με κρατάει λίγο πίσω σε αυτό), ξύνομαι όσο θέλω, διαβάζω όσο θέλω, χαζεύω όσο θέλω, αν δεν πέθαινε κανείς και έβγαινα όσο ήθελα θα σε αγαπούσα για πάντα καραντίνα. Όχι γιατί ήσουν ευκαιρία να τα κάνω όσο ήθελα (εξάλλου έχω στήσει όλη μου τη ζωή στο να μπορώ να τα κάνω όλα αυτά έτσι κι αλλιώς), αλλά γιατί σταμάτησαν οι άλλοι να τα κάνουν και έτσι πέθαναν και οι τελευταίες τύψεις μου. Η επόμενη μέρα δε με απασχολεί και αυτό είναι ότι πιο απελευθερωτικό μπορούσα να νιώσω μετά από ένα μήνα+ καραντίνας. Όλα θα γίνουν. Και αυτό θα περάσει. Και αν δεν περάσει, θα είμαστε μέρος τους τέλους. Αλλά προς το παρόν να πούμε, στα αλήθεια να παραδεχτούμε πόσο πραγματικά καταπληκτικό πράγμα είναι να έχεις το προνόμιο να βαριέσαι.
→ Zirlar Mord Omegon
της μύ της μια ακρίτσα
Σπύρος Παπαδόπουλος (το βυτίο)
Υ
πάρχει μια άποψη που λέει ότι η πανδημία μας προσφέρει το μάθημα της σημασίας των δημόσιων συστημάτων υγείας. Κάποιοι μάλιστα βιάστηκαν να πουν ότι τώρα είναι η στιγμή που και οι νεοφιλελεύθεροι θα ανακαλύψουν τα καλά της κρατικής παρέμβασης. Ήδη βέβαια σήμερα χανόμαστε στις απειράριθμες αναλύσεις για την κρίση που έρχεται, για τα μνημόνια που ετοιμάζονται, για λιτότητες κλπ. Ο Colin Crouch, πολιτικός επιστήμονας και κοινωνιολόγος, λέει ότι «δεν είναι το τέλος μιας εποχής, αντιθέτως, είναι η συνέχεια του θατσερισμού σε νέα άκρα». Κάποιοι άλλοι επισημαίνουν ότι με την πανδημία έρχεται σε πρώτο πλάνο το μεγαλείο της επιστήμης – της ιατρικής και της βιολογίας. Ο Byung-Chul Han λέει ότι «στην Ασία δεν είναι οι επιδημιολόγοι που αγωνίζονται κατά της πανδημίας, αλλά οι επιστήμονες υπολογιστών και οι ειδικοί στα μεγάλα δεδομένα». Έπειτα διαβάζουμε διάφορα στοιχεία. Εκατομμύρια κάμερες, co-
rona-apps, το health app της Κίνας, το StayHomeSafe app του Χονγκ Κονγκ, το TraceTogether app της Σιγκαπούρης. Συνεργασία apple και google για τη δημιουργία ενός app που μέσω του Bluetooth των συσκευών θα επιτρέπει την ιχνηλασία των επαφών, drones στην Κίνα, που σε εντοπίζουν άμα βγεις αδικαιολόγητα απ’ το σπίτι, applications που ενημερώνουν τους διπλανούς σου σε λεωφορεία, στη δουλειά, στο δρόμο ότι είσαι πιθανός φορέας του ιού, ότι βρέθηκες στο τάδε κτίριο ή στην τάδε θέση στο συγκεκριμένο Μέσο Μαζικής Μεταφοράς. Μια 11η Σεπτεμβρίου on steroids λέει ο Ron Deibert, του πανεπιστημίου του Τορόντο. (Εντάξει εμείς εδώ στέλνουμε sms και μπάτσοι κόβουν κλήσεις. Καθείς και τα όπλα του) Κάποιοι αντιμετωπίζουν την πανδημία σα να είναι μια υπόθεση διαχείρισης μετα-δεδομένων. Απ’ την άλλη μεριά, η συ-συγγραφέας του DATA feminism, Catherine D’Ignazio σχολιάζει την πανδημία ως μια περίπτωση ελλιπών δεδομένων. Δεν γίνονται όσα
τεστ πρέπει και ειδικά ορισμένοι πληθυσμοί αποκλείονται ή δυσκολεύονται περισσότερο να έχουν πρόσβαση στα τεστ (αλλά και στην περίθαλψη). * What else could we do, for the doors were guarded, What else could we do, for they had imprisoned us, What else could we do, for the streets were forbidden us, What else could we do, for the town was asleep? What else could we do, for she hungered and thirsted, What else could we do, for we were defenceless, What else could we do, for night had descended, What else could we do, for we were in love? Curfew - Paul Eluard * Κάποιος άλλος θα μπορούσε να πει ότι έχουμε την πανηγυρική οπισθοχώρηση στην πιο κλειστή ερμηνεία του σπιτιού. Ο θρίαμβος του εξατομικευμένου μέσα, του αντιδραστικού family over everything. Η Άντζελα Δημητρακάκη γράφει ότι «πληκτρολογούμε απομονωμένες για απώλειες κοινωνικές. Γράφουμε χωριστά, σε περιβάλλοντα πυρηνικής οικογένειας». Πράγματι, το μένουμε σπίτι λειτουργεί και σαν μια (αγριεμένη) μετωνυμία για μια σειρά από μηνύματα, που πολλές φορές λίγη σχέση έχουν με τα του ιού. Το σαλόνι ως κάστρο, το εσωτερικό του διαμερίσματος ως η επιτομή της ασφάλειας. Ίσως να μην είναι τυχαίο λοιπόν που το βάρος της πειθούς του διαφημιστικού μηνύματος ανέλαβαν να κουβαλήσουν άνθρωποι σαν τον Σπύρο Παπαδόπουλο ή τον Θοδωρή Αθερίδη. Δηλαδή, το πρόσωπο που κατεξοχήν συνδέεται με την ιδέα ότι τα σαββατόβραδα μπορούμε να διασκεδάσουμε απ’ το σαλόνι γύρω από ένα εικονικό τραπέζι διασήμων που πίνουν και τραγουδάνε. Και το πρόσωπο που με την γλυκιά τηλεοπτική του μετριοπάθεια μπορεί να μιλάει, συνδέοντας το euro
2004, τα σύνορά μας και τον «χουλιγκανισμό» του Ερντογάν. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο διάφορες κινήσεις αλληλεγγύης που συνέβησαν και που συνεχίζουν να συμβαίνουν αυτό τον καιρό έχουν τόσο μεγάλη αξία, γιατί δείχνουν το όριο του μένουμε σπίτι και βέβαια το σπάνε. * «Θα περίμενε κανείς ν’ αφιερώνονται μυθιστορήματα στη γρίπη· επικά ποιήματα στον τυφοειδή πυρετό· ωδές στην πνευμονία· λυρικοί στίχοι στον πονόδοντο. Κι όμως όχι (..) η λογοτεχνία κάνει το παν για να ισχυριστεί ότι το σώμα είναι ένα στρώμα λείου γυαλιού μέσα από το οποίο η ψυχή κοιτά απευθείας κι ολοκάθαρα, και, εκτός από ένα δύο πάθη όπως ο πόθος κι η απληστία, το σώμα είναι μηδενικό, αμελητέο και ανύπαρκτο. Ωστόσο ισχύει το απολύτως αντίστροφο. Όλη μέρα, όλη νύχτα, το σώμα εκδηλώνεται· παραδίνεται μαλακό στη φθορά ή αντιστέκεται αιχμηρό σαν μαχαίρι, παίρνει χρώμα ή το χάνει, λιώνει σαν το κερί με τις ζέστες του Ιούνη, πήζει σαν το ξύγκι με τις ομίχλες του Φλεβάρη». Πώς είναι να είσαι άρρωστος – Virginia Woolf * Έχουμε ακόμη την επιστροφή (αν έφυγε ποτέ) της πολεμικής ρητορικής σε σχέση με τον ιό και την ασθένεια. Τσιόδρας και Χαρδαλιάς καθημερινά, ο ένας με σοβαρό και σεμνό και ο άλλος με σοβαρό και τραμπουκικό ύφος, μας βομβαρδίζουν με πληροφορίες για τον αόρατο εχθρό, ενώ δεν παραλείπουν να προσδιορίσουν με ακρίβεια τι βρίσκεται απέναντι στον αόρατο εχθρό, αυτό το περίφημο και στενό εμείς, που συνοψίζεται στη λέξη πατρίδα. Εμείς, η πατρίδα μας, η Ελλάδα, βρίσκεται σε πόλεμο και πριν τον ιό. Πρώτα ενάντια στην Τουρκία και τους μετανάστες κι έπειτα απέναντι στον ιό, εμείς είμαστε σε εμπόλεμη κατάσταση απ’ την αρχή της χρονιάς. Και είμαστε περήφανοι γιατί πήραμε τα όπλα και βγήκαμε για περιπολίες στα σύνορα, γιατί φτιάξαμε τα δικά μας black sites στον Έβρο,
γιατί εφαρμόσαμε υπεύθυνα το social distancing, γιατί την ώρα της πανδημίας δε σταματήσαμε να στοιβάζουμε πίσω από τοίχους φυλακισμένους και μετανάστες. Ναι, λαϊκίζω ελαφρά, αλλά όλα μπερδεύονται γλυκά στο μίξερ του εθνικού παροξυσμού και εμείς βγαίνουμε δυνατότεροι από ποτέ στοιχισμένοι πίσω από την εθνική πολεμική αφήγηση. Τσιόδρας, Χαρδαλιάς και Μητσοτάκης μαζί με τις, πάντα λυσσασμένες για τάξη και προκοπή, τηλεοπτικές περσόνες μας μαλώνουν και μας ταχταρίζουν, μας χαϊδεύουν και μας απειλούν, μας καθησυχάζουν και μας πανικοβάλουν, ανάλογα με το ζητούμενο στην εξέλιξη της αφήγησης. «Ζούμε λοιπόν σαν μια εσωτερική μητέρα να μας ελέγχει συνεχώς, εμποδίζοντας μας να αγγίξουμε κάτι ή να δοκιμάσουμε κάτι άλλο», λέει ο ψυχαναλυτής Σαράντης Θανόπουλος. * Διαβάζουμε άρθρα με τίτλους του στιλ: οι μιλένιαλς είναι η νέα χαμένη γενιά. Στις ΗΠΑ λέει ζήσανε ήδη μια οικονομική κρίση και τώρα ετοιμάζονται για την επόμενη. Σε μεγάλο ποσοστό οι μιλένιαλς δουλεύουν στην εστίαση ή είναι μπλοκάκηδες, επισφαλείς, μετέωροι. Στην Ελλάδα προφανώς ισχύουν περίπου τα ίδια. Ζούμε μια διαρκή κρίση, η οποία έχουμε ξεχάσει πότε ξεκίνησε, και μάλλον κάπως μάθαμε να (συ)ζούμε με τον οικονομικό ζόφο. Αλλά, αν τα γεγονότα της τελευταία δεκαετίας-δεκαπενταετίας ήταν, μεταξύ άλλων, για πολλούς η αφορμή για την αναδιάταξη των προτεραιοτήτων και την αλλαγή του βλέμματος – αχ η ζωή μαγική – η σημερινή συνθήκη (όχι η κρατική επιβολή, αλλά η πραγματικότητα του ιού) τείνει να καταργεί το βασικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο έγινε αυτή η αναδιάταξη - τη συλλογική ζωή. Εκεί, δηλαδή στο social distancing και την απομόνωση, μαζί φυσικά με τον αναπόφευκτο φόβο, εντοπίζεται αυτό που η πανδημική πραγματικότητα θέτει υπό διακινδύνευση. Την ένταση της επιθυμίας, τα κοινά βήματα στο
→
37
→
38
δρόμο, τη δυνατότητα κοινού πένθους και τη δυνατότητα συλλογικής φροντίδας. * Why ‘s everybody look so strange? Why ‘s everybody look se pretty? Galaxy 500 - Strange * Ο καθένας με τον πανικό του. Κάποιος σκέφτεται την ασθένεια και κάποιος νιώθει μέσα του, τους πνεύμονές του να καταρρέουν. Κάποιος λυγίζει μετρώντας Μ.Ε.Θ. και την ικανότητα του ΕΣΥ να ανταποκριθεί. Κάποιος ιδρώνει από ανησυχία για κάποιον άλλον. Κάποιος δεν αντέχει το μέσα, μέσα, μέσα. Κάποιος απελπίζεται μπροστά στον επερχόμενη οικονομική δυσκολία, λειώνει προκαταβολικά για την ζόρικη ανεργία. Όλοι οι φόβοι είναι προσκεκλημένοι στο τραπέζι κι όλοι έχουν το δικαιολογημένο μερίδιό τους στην ψυχούλα μας. Τις προάλλες με έπιασε κρύος ιδρώτας όταν διάβασα ένα σχόλιο κάποιου, που δεν γνωρίζω, σε ένα facebook status κάποιου που δεν επίσης δεν γνωρίζω, που έλεγε με το πιο casual ύφος του κόσμου και τι έγινε μωρέ θα φοράμε μάσκες για τα επόμενα δυο χρόνια. Δεν είναι ότι η ατζαμοσύνη μου καθιστά σχεδόν αδύνατο το σωστό και ασφαλές βάλε-βγάλε της μάσκας. Δεν είναι ότι με ενοχλεί το λαστιχάκι στο πίσω μέρος του κεφαλιού ή ότι μου τη σπάει αυτή η ανακύκλωση της ανάσας. Διαβάζοντας αυτό το σχόλιο ενός αγνώστου κάποια στιγμή στις 4 μιας νύχτας φαντάστηκα αμέσως την πραγματικότητα δύο χρόνων με μάσκες. Και καθώς η φαντασία μου εκείνη τη στιγμή δεν περιλάμβανε χρώματα και ντιζαϊνιές και χιουμοριστικές εκδοχές, είδα μόνο αυτές τις κλασικές φτηνιάρικες άσπρες
μάσκες. Και καθώς αυτό το σχήμα και αυτό το χρώμα πολλαπλασιαζόταν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, έσκασε σα βόμβα μέσα μου αυτό που κρυβόταν, αυτό που χανόταν κάτω από τόνους προστατευτικού υλικού. Το πρόσωπο. Και αντανακλαστικά, η αόρατη μονταζιέρα (του προσωπικού μου επικολυρισμού) έπιασε δουλειά. Τεράστια χαμόγελα, στραβωμένα στόματα, δόντια λευκά και δόντια κίτρινα, τσιγάρα που σιγοκαίγονται καθώς κρέμονται στα χείλη, δαγκωμένα ποτήρια, κόλλα από πεπόνι στην άκρη των χειλιών, γλώσσα πάνω στο παγωτό, σφραγίσματα που αποκαλύπτονται με ένα σπαστικό γέλιο, μουστάκι από γάλα, τεράστιες μύτες – γαλλικές μύτες – ποντιακές μύτες – της μύτης μια ακρίτσα, ο τρόπος που τα χείλη ρουφάνε από το καλαμάκι. Και όταν τελείωσαν όλα αυτά, ξαπλωμένος, αναρωτιόμουν αν είμαι εκτός τόπος και χρόνου και αν η πανδημία μ’ έχει κάνει ανόητο εντελώς. Ο πανικός για τις μάσκες, μια νύχτα καραντίνας, αυτός έτυχε να με τσακίσει.
→ Γιάν νης Νικολόπουλος
→
39
μέσα έξω
Μαρία Λουκία Μητράκου (mulumu)
→
42
Όχι άλλα ημερολόγια καραντίνας Βίκυ Στρατάκη
Τ
ο δίδαγμα για την ψυχαγωγία αυτές τις εβδομάδες: περισσότερες ταινίες και λιγότερες σειρές. To δεύτερο δίδαγμα είναι πως αντί για βιντεοσκοπημένες θεατρικές παραστάσεις καλύτερα να διαβάσει κάποιος τα φοβερά ημερολόγια του Αλμοδοβάρ και να πάρει πολλές καλές ιδέες για προβολές. Τα κείμενα του Αλμοδοβάρ δεν εξιστορούν μόνο πιπεράτα περιστατικά μιας ζωής που οδεύει σιγά σιγά προς το τέλος της (έτσι τουλάχιστον νιώθει ο ίδιος ο σκηνοθέτης), αλλά ξεχειλίζουν από το πάθος και τη λατρεία για τις ταινίες και τους καλλιτέχνες που προτείνει. Δεν πρόκειται για μια λίστα και για αναφορές τις οποίες γκουγκλάρει και απλά παραθέτει- όλα ρέουν αυθόρμητα και συνδέονται και αυτό μόνο ένας πραγματικά ευρυμαθής καλλιτέχνης που αγαπά όχι μόνο το σινεμά αλλά και το χορό, το θέατρο, τη μουσική και τους πολλαπλούς τρόπους που όλα αυτά συνδέονται μπορεί να κάνει. Και αγαπά αφοσιωμένα και τους ίδιους τους καλλιτέχνες και τη ζωή επίσης. Εντοπίζει τις συνάφειες και αποκαλύπτει τις νοητές του διαδρομές στην (ποπ και όχι μόνο) κουλτούρα, αλλά όχι για να γίνει ένας κυνικός meta-επιδειξίας. Είναι άνθρωπος μιας γενιάς που δημιουργούσε αυθεντικούς δεσμούς με τα έργα και τους ανθρώπους που καθόρισαν την προσωπικότητα του και το έργο του. Πόσο σπάνιο είναι αυτό σήμερα; Ρητορική ερώτηση, αλλά μια ενδεικτική απάντηση για μένα είναι η αποστροφή ακόμα και ανθρώπων
που εκτιμώ για παλιές ταινίες, που δε θέλω απλά να πω κλασικές αλλά περισσότερο διαχρονικές και μοντέρνες και που έθεσαν τα θεμέλια για τις αφηγήσεις που λατρεύουμε σήμερα. Σαν τις ταινίες του ΖανΠιερ Μελβίλ δηλαδή, όχι μόνο γιατί αναφέρει το κύκνειο άσμα του Un Flic (1972) ο Αλμοδοβάρ, αλλά γιατί είναι όλες εξαιρετικές. Ο κόσμος του Ζαν-Πιερ Μελβίλ είναι μονοδιάστατα αντρικός, ξεκάθαρα μισογυνικός (και τρανσφοβικός), ενώ στα νουάρ του η βία απέναντι στις γυναίκες είναι κάτι
και ο Καουρισμάκι- ειδικά στην οικονομία στην κινηματογραφική γλώσσα. Και όλοι όσοι γυρίζουν crime films -στην ατμόσφαιρα, από τον παράδοξο σαμουράι του Ghost Dog του Τζάρμους μέχρι τo σιωπηλό χαρακτήρα του Ryan Gosling στο Drive. Επίσης, κάτι που πάντα έχει ενδιαφέρον είναι τα δάνειο και τα αντιδάνεια στον κόσμο των κινηματογραφικών ειδών. Ο Μελβίλ παίρνει ένα αμερικάνικο είδος (σχεδόν αλήθεια αυτή η θέση, μιας το γαλλικό νουάρ πατάει με το ένα πόδι στη
κάζουαλ- εξάλλου οι γυναίκες είναι αυτές που συχνά προδίδουν τους ήρωες χωρίς ενδοιασμούς. Βλέποντας τα νουάρ του Μελβίλ είναι ξεκάθαρο πόσα του χρωστάει ο Ταραντίνοειδικά στους διαλόγους και την πλοκή των πρώτων του ταινιών αλλά
γαλλική pulp αστυνομική λογοτεχνία) ,το καλιμπράρει και το φθάνει σε ένα επίπεδο συμβολικής και στυλιστικής αφαίρεσης τόσο στο σενάριο όσο και στην εικόνα. Οι ήρωες είναι όσο πιο μοναχικοί γίνεται, όσο πιο στιλάτοι γίνεται και ο φαταλισμός τους, η
παράδοση στη μοίρα απόλυτη. Οι αντίστοιχοι Αμερικάνοι ήρωες των νουάρ είναι, ας το παραδεχτούμε, σχεδόν φλώροι ή/ και βλάχοι μπροστά τους. Πέρα από την τελειοποίηση του νουάρ αρχετύπου, αυτό που εντυπωσιάζει είναι το aπραγματικό σασπένς στην πλοκή μέσω της θαυμαστής σεναριακής οικονομίας, που σε συνδυασμό με το άψογο ντεκουπάρισμα αλλά και την ζηλευτή σκηνοθεσία των ηθοποιών δημιουργούν ένα σύμπαν απόλυτα μοντέρνο και άχρονο. Μοντέρνο, αλλά απόλυτα αναλογικό. Τα τηλέφωνα στα μπαρ και τα τηλέφωνα με κέρματα που χρησιμοποιούνται ως τα βασικά μέσα επικοινωνίας είναι μέρος μιας πραγματικότητας που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Μου θύμισε τις εποχές που ψάχναμε τον πατέρα μου στα καφενεία για να τον εντοπίσουμε και αυτός ο τρόπος επικοινωνίας, η τυχαιότητα και η επιλεκτική διαθεσιμότητα έχει κάτι το τελείως ξεπερασμένο πια σε σχέση με το άγχος απέναντι στη διαρκή διαθεσιμότητα. Η γοητεία της εντελώς τυχαίας συνάντησης έχει κάπως χαθεί και αυτό δεν είναι πολύ κινηματογραφικό- μόνο σε ταινίες «εποχής» μπορεί να σταθεί πια η επίκληση σε ένα τέτοιο σεναριακό τέχνασμα. Το μίνι αφιέρωμα στο Μελβίλ και πέντε από τις ταινίες του, μου αποκάλυψε ένα βαθιά μηδενιστή σκηνοθέτη που βλέπει τους ήρωές του με περισσή τρυφερότητα, σαν πουλιά με τσακισμένα φτερά που κάνουν μια μάταιη απέλπιδα προσπάθεια να πετάξουν. Και αν τα Le Doulos, Le Circle Rouge και Un Flic είναι νουάρ παραλλαγές, το Léon Morin, Priest είναι μια μικρή έκπληξη, μια από τις παραδοξότητες στη φιλμογραφία του. Άξονα της ταινίας αποτελεί η παρουσία της Εμανουέλ Ριβά, μιας γυναίκας και ηθοποιού που δεν μπορεί ήδη από τότε να μπει στα καλούπια θηλυκότητας τύπου Μπαρντό=
γατούλα ή Ντενέβ-= ψυχρή μοιραία ξανθιά και φέρνει μια αυτενέργεια σχεδόν μπροστά από την εποχή της- όπως προχωρημένη για την εποχή (1961) είναι και η κατά βάση αντικληρική στάση του Μελβίλ. Ο πυρήνας της ταινίας είναι φυσικά ο πόθος της Ριβά αλλά και όλων των γυναικών του χωριού για τον ιερέα Μπελμοντό. Η σεξουαλική ένταση που διατρέχει τις σκηνές του και φυσικά το ίδιο το στόρι παραμπέμπει ευθέως στην επιλογή της Phoebe Waller-Bridge να εστιάσει τη δεύτερη σεζόν του Fleabag στον πόθο της για τον hot priest. Τη δυναμική σχέση/ σύγκρουση που δημιουργεί αυτή η σεναριακή επιλογή, τη χημεία ανάμεσα στο ζεύγος των χαρακτήρων, αλλά και τη λανθάνουσα επιθυμία του θεατή να ενδώσει ο ιερέας επιτέλους στην ακαταμάχητη γυναίκα που κυριαρχεί στην οθόνη είναι σαν να την ξεπατίκωσε η Phoebe Waller Bridge από τον Μελβίλ. Μια άλλη εξαίρεση και ενός άλλου τύπου γυναικείο χαρακτήρα περιγράφει ο Μελβίλ και στο Army of Shadows, μια ιστορία για τη γαλλική αντίσταση στην οποία είναι γενικά παραδεκτό πως συμμετείχε ο Μελβίλ, αν και o
Γερμανός βοηθός του και μετέπειτα σημαντικός σκηνοθέτης του Νέου Γερμανικού Σινεμά Volker Schlöndorff ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχουν στοιχεία πως ο εβραϊκής καταγωγής σκηνοθέτης όντως ήταν μέλος της αντίστασης. Το Army of Shadows συνδυάζει το χιτσκοκικού επιπέδου σασπένς με φωτογραφία στο ίδιο πνεύμα και (ίσως) οριακά κατώτερη του Κονφορμιστα (1970) του Μπερτολούτσι που ακολούθησε ένα χρόνο μετά, υπερτονίζοντας τα ψυχρά μπλε και τα ξεθωριασμένα γκρι. Όχι τυχαία, το 2006 που προβλήθηκε αποκατεστημένη στις ΗΠΑ κατέκτησε την πρωτιά σε πολλές λίστες κριτικών για την καλύτερη ξένη ταινία, μιας και το 1969 θάφτηκε από τα Cahiers du Cinema ως φιλογκωλική και δεν βρήκε σπουδαία διανομή εκτός Γαλλίας (το περιοδικό αποκατέστησε την ταινία πολύ αργότερα). Ο χαρακτήρας της Σιμόν Σινιορέ ως εξέχουσας σημασίας μέλος ενός αντιστασιακού πυρήνα είναι τουλάχιστόν εντυπωσιακός σε μια ταινία που αρχικά φαίνεται αποκλειστικά ανδρική υπόθεση. Αν κάτι είναι κοινό με τα νουάρ του σκηνοθέτη είναι η αντιηρωική φύση των χαρακτήρων. Δεν είναι ήρωες, είναι απλά κάποιοι άνθρωποι που κάνουν μια συγκεκριμένη επιλογή σχεδόν μοιρολατρικά- δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, δεν είναι στη φύση τους να συνταχθούν με τον ναζισμό και το κίνητρο γίνεται περισσότερο υπαρξιακό παρά πολιτικό. Για το Μελβίλ, τόσο οι αντιστασιακοί όσο και οι γκάνστερ (με τους οποίους ο θεατής χωρίς αμφιβολία ταυτίζεται, σε αντιδιαστολή με τους εκπροσώπους του νόμου και του κράτους) είναι άτομα θέσει και φύσει αντισυστημικά και το τέλος τους παραμονεύει από την αρχή αναπόδραστο.
→
43
→
44
I Saw a Tiger Βασιλική Λαζαρίδου
Η σκηνή φωτίζεται ψυχρά και ένα κανονάκι χύνει μια κίτρινη στρογγυλή δέσμη φωτός στο κέντρο. Η Β εμφανίζεται μέσα στον φωτεινό κύκλο σέρνοντας μαζί της ένα μικρόφωνο στερεωμένο σε ένα σταντ μικροφώνου. Το ακουμπάει μέσα στον κύκλο, τα χέρια της πέφτουν στο πλάι, κλείνει τα μάτια και αφήνει το κεφάλι της να κρεμαστεί απ’ τον σβέρκο της, σαν νεκρό.
Β
Αυτό είναι ένα τραγούδι για το αυτοκίνητό μου.
Τζαζ τύμπανα σε τρία τέταρτα. Ο χορός, πέντε άτομα ντυμένα στα μαύρα με κόκκινα μαντίλια απλωμένα πάνω στα πρόσωπά τους, ξεδιπλώνονται αμφιθεατρικά πίσω της και τραγουδούν στον ρυθμό συριστικά και τριβόμενα σύμφωνα. Οι ήχοι κουμπώνουν και μοιάζουν σαν τραίνο με ατμομηχανή, απ’ τα παλιά με τους ρυθμιστές ροής και το έμβολο. ΧΟΡΟΣ Σσσς, σσς. Φφφ, φφ. Σσσς, σσς. Φφφ, φφ. Σσσς, σσς. Φφφ, φφ. Σσσς, σσς. Φφφ, φφ. Β (αργά, αισθησιακά, τονίζοντας την εκφορά) Τι – Γρρρ – Ης Τι – Γρρρ – Ης Κάθε συλλαβή συνοδεύει μια παραστατική κίνηση. Στο «Τι» τα χέρια βρίσκονται ανάποδα, με τις παλάμες να βλέπουν τον ουρανό, λίγο πιο πάνω απ’ το ύψος της λεκάνης. Στο «Γρρρ» οι παλάμες και τα δάχτυλα γίνονται γαμψά νύχια σαρκοφάγου αρπακτικού και υψώνονται στο επίπεδο των ώμων. Στο «Ης» με τα χέρια ακόμα σαν νύχια, όλοι κάνουν ένα επιτόπιο πηδηματάκι.
Β
Αυτό που μου λείπει είναι το αμάξι μου. Αυτό που μου λείπει είναι το αμάξι μου. Αυτό μου λείπει. Δεν είναι κανένα καλό ή γρήγορο αυτοκίνητο, όχι. Ούτε το ‘χουμε και τόσο… (ψάχνει την λέξη) Προσεγμένο! Ίσα ίσα. Ίσα ίσα. Ίσα ίσα. ΧΟΡΟΣ (στον ίδιο ρυθμό) Ίσα ίσα. Ίσα ίσα. Ίσα ίσα. Β Αυτό που μου λείπει. Είναι να μπαίνω στο αμάξι μου. Να κάθομαι μέσα. Χωρίς να βάζω μπροστά, χωρίς να ξεπαρκάρω. Να κάθομαι μέσα. Καμιά φορά, όταν είμαι στο κλίμα, βάζω και μουσική. Το αμάξι μου δεν έχει mp3, ούτε cd έχει. Το αμάξι μου έχει ΡΑΔΙΟΚΑΣΕΤΟΦΩΝΟ. Παύση από όλους]]. Β (αυστηρά) Ναι, το αμάξι μου έχει ραδιοκασετόφωνο είπα. Η μουσική ξαναρχίζει από το σημείο που σταμάτησε.
→
45
→
46 Β Σας φαίνεται περίεργο αλλά δεν είναι τόσο, είναι παλιούτσικο μοντέλο, μπορεί απ’ τα τελευταία με ραδιοκασετόφωνο εξ ού και καθίσταται σχεδόν συλλεκτικό στα μάτια μου, γι’ αυτό επουδενί δεν θ’ άλλαζα αυτό το γελοίο ραδιοκασετόφωνο με κάτι πιο σύγχρονο ή πιο βολικό ή πιο ντιζαϊνάτο, δεν είμαι τέτοιος τύπος. Προτιμώ την αυθεντικότητα απ’ την βολή αν και το ντιζάιν με απασχολεί αρκετά εδώ που τα λέμε, ίσως όμως μόνο σε θεωρητικό επίπεδο. Αλλά ας μην πολυλογώ για εμένα, αφού είπαμε: αυτό εδώ είναι ένα τραγούδι για το αυτοκίνητό μου. ΧΟΡΟΣ (μαζί με τις κινήσεις) Τι – Γρρρ – Ης Τι – Γρρρ – Ης Β Το αυτοκίνητο. Δεν είναι μόνο δικό μου όταν γράφω μ’ αρέσει να το λέω «μου». Όταν μιλάω γι’ αυτό δεν κάνω το ίδιο, παρατηρώ. Ίσως να φταίει η ευγένεια κι οι τρόποι μου. Ίσως όμως να φταίει και αυτός που είναι απέναντί μου. Ίσως δεν έχω αρκετό θάρρος. Ή ίσως έχω περισσότερη ενσυναίσθηση και υπολογίζω τα συναισθήματα του άλλου, κάπως, λίγο περισσότερο, δεν ξέρω. Δεν ξέρω, ούτε καν. Δεν ξέρω αν έχω περισσότερη ενσυναίσθηση αλλά σίγουρα ξέρω ότι έχω περισσότερο φφφόβο. Αλλά όχι έτσι γενικά κι αόριστα. Έχω σίγουρα περισσότερο φόβο απ’ τους άλλους για το αν με συμπαθούν. Παύση από όλους. Β (ντροπαλά) Ναι, μου αρέσει πολύ πολύ πολύ πάρα πολύ να με συμπαθούν. Η μουσική ξαναρχίζει από το σημείο που σταμάτησε. Β Και συνήθως με συμπαθούν. Πώς θα μπορούσαν να δεν άλλωστε, αφού κάνω αυτή την τόσο γενναία και συγκινητική υπερπροσπάθεια να είμαι εκεί, σε διάφορα σχήματα, σε διάφορα χρώματα, πάντα available και eager, eager, τόσο eager να χωρέσω όπου με βάλεις, να με δώσω, όσο θέλεις «πάρε πάρε έχει κι άλλο», «όχι δε μ’ ενοχλείς, πες μου», «εννοείται μπορώ», «δεν τρέχει μία», «κανένα πρόβλημα», «το ‘χουμε», «καταλαβαίνω». Αν κουράζομαι; Λολ. Κουράζονται μωρέ οι μηχανές; Κι εγώ είμαι μηχανή, μια μηχανή τεράστια και μεγάλη, ροζ και μαλακή σαν σάρκα κάτω από το δέρμα, κι αντέχω όσο λαδώνομαι. Όχι, δεν έχω γιους και κόρες και άρα ούτε ανταλλακτικά έχω. Αυτό είναι ό,τι είναι, ό,τι βλέπεις πληρώνεις, πρόσεχε. Δεν είμαι κάτι σπέσιαλ απαραίτητα – αν θέλεις είμαι – αλλά
είμαι κάτι σταθερό – αν θέλεις πάλι ε, αλλά μόνο για λίγο γιατί μετά μπορεί η επόμενη να θέλει κάτι άλλο και να πρέπει ν’ αλλάξω πάλι, μην παρεξηγηθείς και μην το πάρεις προσωπικά καθόλου σε ικετεύω. Έτσι είναι ο πόλεμος, κάτι κερδίζεις κάτι χάνεις ή για να κερδίσεις μάλλον πρέπει να χάσεις. Σσσαν το σκκάκι και σσσαν τις ψψυχικές ασθθένειες. Παύση απ’ όλους. Αμήχανη σιωπή. Β (ανάλαφρα, αφηρημένα) Είμαι σαν εκείνες τις μηχανές των τραίνων στα γουέστερν, τις κλασσικές με τον ατμό και τα έμβολα. Σσσς, σσς. Φφφ, φφ. ΧΟΡΟΣ Σσσς, σσς. Φφφ, φφ. Σσσς, σσς. Φφφ, φφ. Σσσς, σσς. Φφφ, φφ. Σσσς, σσς. Φφφ, φφ. Η μουσική ξαναρχίζει από το σημείο που σταμάτησε. Β Αλλά σας υποσχέθηκα ένα τραγούδι και δεν έχω τραγουδήσει ντιπ έως τώρα. Σκατά. Έπρεπε να το ‘χω προετοιμάσει καλύτερα, συγγνώμη. Ελπίζω να μην με αντιπαθήσατε απ’ αυτό το ατυχές γεγονός. Θα κάνω το παν για να με συγχωρήσετε, περιμέντε, μη φύγετε! Έχω κι άλλο σχέδιο, έχω κι άλλο, έχω κι άλλο, το σχέδιο Ββββ, έχω το σχέδιο Ββββ στο μυαλό μου. Παρακαλώ! Ακούστε. Και δεν θα χάσετε. Τ’ ορκίζομαι. Ακούτε; Σίγουρα; Κάνει νόημα στον ΧΟΡΟ και στα τύμπανα να σταματήσουν. Πλησιάζει το μικρόφωνο και σφυρίζει το θέμα του The Good, The Bad and The Ugly. Την τρίτη φορά, το ίδιο σφύριγμα ακούγεται από πίσω της κι εκείνη σταματάει ενοχλημένη. Τα τύμπανα ξεκινούν ρυθμό τεσσάρων τετάρτων στους εκατόν εβδομήντα χτύπους το λεπτό. Η Β ξεκινάει να τραγουδάει το I Saw ΑTiger με αισθησιακή φωνή και βαριά προφορά. Τονίζει δυναμικά την δραματική εκφορά όπως είναι σύνηθες στις φολκ ποπ μπαλάντες. Ο ΧΟΡΟΣ κάνει συναισθηματικά φωνητικά και δεύτερες σε κάποιες λέξεις, χτυπώντας παλαμάκια στον ρυθμό. Στην επιφάνεια προβολής πίσω από όλους, παίζουν σε slideshow, φωτογραφίες από στιγμιότυπα της κοινής ζωής του Τίγρη και της Β. Όλοι φέρονται εξωφρενικά μελοδραματικά και τίποτα απολύτως δεν υπονοεί ένα κάποιο νόημα.
→
47
οκτώ εικόνες από τη σονάτα του σεληνόφωτος του Γιάννη Ρίτσου Μυρτώ Γρηγορίου
→
54
ΦΊΛΙΠ ΛΆΡΚΙΝ – AUBADE
(μετάφραση: Γιάννης Γαλιάτσος)
Όλη μέρα δουλεύω και το βράδυ σουρώνω. Στις τέσσερις ξυπνάω μέσα στο σιωπηλό σκοτάδι και κοιτάζω. Σε λίγη ώρα οι άκρες της κουρτίνας θα φυτρώσουν φως. Μέχρι τότε βλέπω αυτό που πάντοτε βρισκόταν εκεί: Τον θάνατο, ακούραστο και μια ολόκληρη μέρα πιο κοντά μου, Κι όλες οι σκέψεις μου παγώνουν, παρεκτός Του πώς και πότε εγώ ο ίδιος θα χαθώ. Άσκοπη διερώτηση: κι όμως η φρίκη Του θανάτου, του να είμαι νεκρός Λάμπει ξανά, και μαγνητίζει, και τρομάζει. Ο νους αδειάζει μπροστά σ’ αυτή τη λάμψη. Δεν μετανιώνει – Το καλό που δεν έγινε, η αγάπη που δεν δώθηκε, ο χρόνος Που ξηλώθηκε, αχρησιμοποίητος – ούτε δυστυχεί, γιατί Θέλει μια ζωή ολόκληρη για να σκαρφαλώσεις μια ζωή μονάχα, Να την καθαρίσεις από το στραβό της ξεκίνημα, κι αυτό ίσως ποτέ· Προς το απόλυτο κενό, παντοτινά, Προς την απόλυτη εξαφάνιση, Εκεί που θα βρισκόμαστε για πάντα χαμένοι. Ούτε εδώ, Ούτε πουθενά αλλού, Σύντομα· φριχτό κι αληθινό. Είναι ένας ιδιαίτερος τρόπος να φοβάσαι Και κανένα κόλπο δεν θα σε βοηθήσει. Ούτε η θρησκεία, που κάποτε προσπαθούσε, Αυτό το απέραντο, σκοροφαγωμένο, κεντημένο με νότες μπροκάρ,
Ραμμένο για να παριστάνει ότι ποτέ δεν θα χαθούμε, Ούτε οι αυταπάτες που λένε Κανένα λογικό πλάσμα Δεν φοβάται κάτι που ποτέ του δεν θα νιώσει, που δεν καταλαβαίνουν Ότι τρέμουμε ακριβώς αυτό – την καμία όψη, τον κανένα ήχο, Την καμία αφή καμία γεύση καμία οσμή, το χωρίς τίποτα να σκεφτείς, Χωρίς τίποτα ν’ αγαπήσεις ή να δεθείς, Το αναισθητικό απ’ το οποίο κανείς ποτέ του δεν ξυπνά. Κι έτσι παραμένει εκεί, στην άκρη του ματιού, Μια μικρή θολή θολούρα, ένα πάγωμα μικρό Που κάθε ώθηση την κάνει ακινησία. Το κάθε τι μπορεί να μη συμβεί: όμως αυτό θα γίνει. Και η συνειδητοποίηση καίει Σαν κλίβανος όταν μας τσακώνει χωρίς ανθρώπους ή ποτό. Το θάρρος δεν σε σώζει: Σώζει τους άλλους απ’ την ανησυχία. Το θάρρος δεν γλίτωσε κανέναν απ’ τον τάφο. Κι αν του κλαψουρίσεις, κι αν τον πολεμήσεις Ο θάνατος δεν αλλάζει. Σιγά-σιγά το φως δυναμώνει και το δωμάτιο αποκτά σχήμα. Μέσα του στέκει, απλό σαν ντουλάπα, αυτό που ξέρουμε, αυτό που πάντα γνωρίζαμε, αυτό που ξέρουμε ότι δεν θα του ξεφύγουμε, Κι όμως δεν μπορούμε να το δεχτούμε. Η μια πλευρά θα πρέπει να υποχωρήσει. Στο μεταξύ, τα τηλέφωνα ζαρώνουν καθως προετοιμάζονται να χτυπήσουν Μέσα σε κλειδωμένα γραφεία, κι όλος ο αμείλικτος, Δαιδαλώδης κόσμος των ενοικίων αρχίζει να ξυπνάει. Ο ουρανός είναι λευκός σαν πηλός, ήλιος πουθενά. Έχει έρθει η ώρα για δουλειά. Οι ταχυδρόμοι πάνε από σπίτι σε σπίτι σαν γιατροί.
→
55