E. ZILSEL, GIORGIO DE SANTILLANA, RUPERT HALL, ALEXANDRE KOYRÉ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΕΣΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 17ΟΥ ΑΙΩΝΑ Τέχνες/τεχνικές, επιστήμη, φιλοσοφία
Μετάφραση, εισαγωγικό σημείωμα, πρόλογος ΖΗΣΗΣ ΣΑΡΙΚΑΣ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος 2016. Ζήσης Σαρίκας, Εισαγωγικό σημείωμα. Από τον Μεσαίωνα στην επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα E. Zilsel, Οι κοινωνιολογικές ρίζες της επιστήμης Giorgio de Santillana, Ο ρόλος της τέχνης στην επιστημονική αναγέννηση Rupert Hall, Ο λόγιος και ο τεχνίτης στην επιστημονική επανάσταση Alexandre Koyré, Η καταγωγή του εκμηχανισμού Alexandre Koyré, Από τον κόσμο του «περίπου» στο σύμπαν της ακρίβειας
ΠΡΟΛΟΓΟΣ 2016 Αποφάσισα να διασώσω (όπως ήταν και όχι αναθεωρημένη) μια πολύ παλιά μου δουλειά σε μορφή pdf, επειδή είναι αδύνατο να βρει κανείς σήμερα το έντυπο στο οποίο είχε κυκλοφορήσει αρχικά. Τα τρία πρώτα και το πέμπτο κείμενο κυκλοφόρησαν τον Μάιο του 1985 ως αφιέρωμα με τον τίτλο «Η επιστημονική επανάσταση» στο περιοδικό Εποπτεία, τεύχ. 101, Αθήνα. Το τέταρτο και το πέμπτο κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκαν στο πολύ δυσεύρετο πλέον βιβλίο που εξέδωσα μαζί τον Βασίλη Κάλφα, Αλεξάντρ Κοϋρέ, Δυτικός Πολιτισμός. Η άνθιση της επιστήμης και της τεχνικής, Ύψιλον, Αθήνα, 1991, ένα μικρό αφιέρωμα στη σκέψη ενός από τους σημαντικότερους, αλλά σχεδόν άγνωστους στο ευρύ κοινό, στοχαστές του 20ου αιώνα. Ο βαθύτερος λόγος είναι η σαγήνη που μου ασκούσε ανέκαθεν η γένεση, η ιστορία και η εξέλιξη των ιδεών και η αλληλεπίδραση/ανατροφοδότηση μεταξύ περιοχών εκδήλωσης και υλοποίησης των διανοητικών συλλήψεων όπως η φιλοσοφία, οι επιστήμες, οι τεχνικές και οι τέχνες. Είναι φανερό ότι αυτός ο χώρος προβληματισμού έχει τεράστιες απαιτήσεις και είναι δυσκολότατο να καλυφθεί ακόμη και σε μικρό μέρος από ένα άτομο. Δυστυχώς, δεν είχα το χρόνο ούτε την ευκαιρία να ασχοληθώ μ’ αυτόν έστω και ελάχιστα. Ωστόσο, εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει για μένα μια προνομιούχα περιοχή άσκησης του νου, μια «οριζόντια» αναζήτηση που μόνο μετά πολύ χρόνο και κόπο μπορεί να γίνει «κάθετη», πολύ προτιμότερη από τις ανά κλάδο αναδιφήσεις ή από έωλες, υπό μορφήν άλματος συνδέσεις, που συχνά αποβλέπουν μόνο στον εντυπωσιασμό (όπως το να συνδέονται πολύ πρόσφατες επιστημονικές θεωρίες και κλάδοι με ορισμένους αρχαίους φιλοσόφους κ.λπ.).
ΖΗΣΗΣ ΣΑΡΙΚΑΣ Εισαγωγικό σημείωμα H τεχνική του Μεσαίωνα και η επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα: Το ιστορικό πρόβλημα και οι θεωρητικές συνεπαγωγές του. Στο αφιέρωμα που ακολουθεί θα γίνουμε μάρτυρες της σπουδαιότητας και των θεωρητικών συνεπαγωγών ενός προβλήματος που απασχόλησε και απασχολεί ακόμη, με αμείωτη ένταση, τους ειδικούς της ιστορίας της επιστήμης και της φιλοσοφίας της επιστήμης. Πρόκειται για το βαθμό στον οποίο επηρεάστηκε η μεγάλη επιστημονική επανάσταση της Δύσης του 17ου αιώνα [1] από την τεχνική που είχε προηγηθεί αυτής και που είχε να παρουσιάσει σημαντικότατα επιτεύγματα στην χρονική περίοδο των ετών 800 ως 1500 μ.Χ., δηλαδή στην περίοδο που ονομάζεται «Μεσαίωνας» [2] Πριν δούμε τις δύο κατηγορίες απαντήσεων που έχουν δοθεί σ’ αυτό το πρόβλημα, είναι σκόπιμο να αναφέρουμε πως η σχέση τεχνικής και επιστήμης άλλαξε ριζικά μετά την επιστημονική επανάσταση του 17ου αιώνα. Αυτό δεν έγινε αμέσως, αλλά με καθυστέρηση 100 περίπου χρόνων, ως την έκρηξη της βιομηχανικής επανάστασης. Από τότε η τεχνική έπαψε να απολαμβάνει την αυτονομία που είχε άλλοτε και υποτάχτηκε οριστικά στις επιταγές της επιστήμης, σε τέτοιο βαθμό που τα όρια μεταξύ αυτής και της εφαρμοσμένης επιστήμης έχουν στενέψει υπερβολικά σήμερα. Η παραδοσιακή τεχνική, η τεχνική η στηριζόμενη στη μέθοδο της δοκιμής και της πλάνης ανήκει πια στο παρελθόν ή είναι αποκλειστικό προνόμιο ορισμένων υπανάπτυκτων (από οικονομική άποψη) χωρών [3]. Κάτι άλλο, που αποτελεί προϋπόθεση εισαγωγής στο πρόβλημα που μας απασχολεί, είναι η τεχνολογική και η επιστημονική φυσιογνωμία του Δυτικού Μεσαίωνα. Η άποψη ότι ο Μεσαίωνας ήταν μια ζοφερή εποχή, μια εποχή πνευματικής αποτελμάτωσης, έχει πάψει πια να υπάρχει, τουλάχιστον στο μυαλό και στα κείμενα των επιστημόνων. Ήταν όμως ευρύτατα διαδεδομένη παλαιότερα, λόγω της εδραίωσης μιας δήθεν «γενικής» εικόνας της εποχής (ώς τον 10ο αι. μ.Χ. τουλάχιστον), που στηριζόταν σε ορισμένα αληθινά στοιχεία: κατά το διάστημα αυτό, η Ευρώπη ήταν μια τεράστια έκταση, σκεπασμένη κατά μεγάλο μέρος από δάση και έλη. Οι άνθρωποι ήταν λίγοι και ελλιπώς διαμορφωμένοι από σωματική άποψη και είχαν μικρό προσδόκιμο ζωής, επειδή η διατροφή τους και οι συνθήκες κατοικίας και υγιεινής ήταν χαμηλής ποιότητας και επειδή ήταν σχεδόν άοπλοι μπροστά στις ασθένειες και τις επιδημίες. Κατοικούσαν σε μικρά χωριά ή σε λίγες πόλεις που έμοιαζαν με χωριά, και χωρίζονταν σ’ εκείνους που πολεμούσαν και κυνηγούσαν, σ’ εκείνους που σπούδαζαν και προσεύχονταν και σ’ εκείνους που δούλευαν. Η συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού ήταν βουτηγμένη στην αμάθεια και στις προκαταλήψεις. Διήγε σκληρή ζωή υποτελούς (ειρωνική πραγμάτωση της επιταγής ora et labora των Βενεδικτίνων μοναχών) και είχε ως μόνη διασκέδαση το μεθύσι και τον συζυγικό έρωτα, που αντιστάθμιζε (λόγω της συχνότητάς του!) το εξαιρετικά μεγάλο ποσοστό της βρεφικής θνησιμότητας.
Η μονομέρεια της γενικής αυτής εικόνας άρχισε να παραμερίζεται με την εμφάνιση σημαντικών μελετών για όλα τα επίπεδα της μεσαιωνικής ζωής. Η απαρίθμηση των διορθωτικών αυτών τροποποιήσεων της εικόνας είναι όμως κάτι που ξεφεύγει από τα όρια της εισαγωγής αυτής. Θα περιοριστούμε στον τομέα που μας ενδιαφέρει επικαλούμενοι την άποψη του Lynn White, ενός από τους σημαντικότερους σύγχρονους μελετητές του Μεσαίωνα. Λέει αυτός: «Αντίθετα απ' ό,τι πίστευε ο Henry Adams, η μεγάλη δόξα του Μεσαίωνα δεν ήταν οι καθεδρικοί ναοί του, τα έπη του, οι ευρείες κατασκευές της σχολαστικής φιλοσοφίας ή η εξαίσια μουσική του· ήταν η οικοδόμηση, για πρώτη φορά στην ιστορία, ενός πολύπλοκου πολιτισμού που στηριζόταν σε μια τεχνολογία που εξοικονομούσε εργασία [4]». Η τεχνική λοιπόν ανάπτυξη του Μεσαίωνα (μια αληθινή τεχνική επανάσταση) μπορεί να προβληθεί ως ιδιάζον χαρακτηριστικό της εποχής, αφού μάλιστα οποιαδήποτε σύγκρισή της με την τεχνική ανάπτυξη προγενέστερων εποχών και πολιτισμών αποδεικνύει την αναμφισβήτητη ανωτερότητά της. Ας δούμε όμως (όσο σχηματικά και απλουστευτικά κι αν γίνει αυτό) τις συνιστώσες της μεσαιωνικής τεχνικής: 1. Η τεχνική του Δυτικού Μεσαίωνα άρχισε με την εισαγωγή ιδεών και εφευρέσεων από την Αρχαία Ρώμη (και κατά συνέπεια την Αρχαία Ελλάδα), το Βυζάντιο, το Ισλάμ, την Ινδία, την Περσία και την Κίνα. Το εκπληκτικό με τη μεσαιωνική τεχνική δεν είναι μόνο η επιδεκτικότητα και η αφομοίωση των ξένων ιδεών, αλλά και ο ενεργητικός πειραματισμός πάνω σ’ αυτές, η διαρκής προσπάθεια προσαρμογής και βελτίωσής τους. Κάτι τέτοιο φαίνεται π.χ. από το παράδειγμα του νερόμυλου. Ο νερόμυλος ήταν από παλιά γνωστός στη Μικρά Ασία, και ο νερόμυλος του κάθετου τύπου ήταν γνωστός στην Περσία του 7ου μ.Χ. αι. Όταν εισήχθηκε στη μεσαιωνική Ευρώπη όμως, υποβλήθηκε σε μια σειρά μετατροπών: επινοήθηκε μία ολόκληρη σειρά ιδιοφυών συστημάτων χάρη στα οποία η περιστροφική κίνηση του νερού μετασχηματιζόταν σ’ έναν αριθμό κινήσεων που έκαναν σφυριά, πρέσες, τρυπάνια ή μυλόπετρες. Το παράδειγμα των μυλωνάδων και των κατασκευαστών υδροτροχών μιμήθηκαν στους τομείς τους και οι σιδηρουργοί, οι αμαξοποιοί, οι λιθοδόμοι, οι ξυλουργοί, οι τεχνίτες χρυσού και αργύρου. 2. Η μεσαιωνική τεχνική χαρακτηριζόταν από τόλμη και έλλειψη αναστολών. Αυτό φαίνεται από την πρακτική της ανατομής του ανθρώπινου σώματος, που ήταν απαγορευμένη σε άλλους πολιτισμούς (με την εξαίρεση της Αιγύπτου), από τη χημεία και από τη μετάλλευση, τη διείσδυση, με άλλα λόγια, στα απόκρυφα έγκατα της γης —ενέργεια που αμφισβητούσε την παμπάλαια απειλή της τιμωρίας εκείνων που θα τολμούσαν να παραβιάσουν τα μυστικά της θείας τάξης (αξίζει να θυμίσουμε εδώ τους αρχαίους μύθους του Ίκαρου και του Προμηθέα). 3.Οι καινοτομίες της μεσαιωνικής τεχνικής αυξάνονταν με το πέρασμα του χρόνου με γεωμετρική πρόοδο και εκδηλώνονταν κυρίως στο χώρο της γεωργίας, της οικοδομικής δραστηριότητας, της ναυσιπλοΐας, της ναυπηγικής, της ξυλουργικής, της λογιστικής, των μεταφορικών μέσων, του πολέμου, των οχυρωματικών έργων και της παραγωγής ενέργειας.
4. Η βαθμιαία μετάβαση των τεχνιτών από την υποτέλεια στους φεουδάρχες άρχοντες στην ελεύθερη εργασία της συγκεντρωμένης αγοράς των πόλεων και η οργάνωσή τους σε συντεχνίες είχε ως αποτέλεσμα, εκτός από την οικονομική, κοινωνική και πολιτική τους άνοδο, και την εξειδίκευσή τους [5] (που είχε ως πρόδρομό της, π.χ. στο Ισλάμ, μόνο την εξειδίκευση του γιατρού και του νομικού). 5. Η τεχνική πρόοδος και το γενικό ενδιαφέρον για την τεχνική βοήθησε τη διάδοση μιας πλούσιας φιλολογίας αφιερωμένης σε μηχανικά προβλήματα. Η διάδοση αυτή δεν θα μπορούσε όμως να γίνει αν δεν μεσολαβούσε η τεχνική εφεύρεση της τυπογραφίας. 6. Με την πάροδο του χρόνου οι τεχνίτες του Μεσαίωνα άρχισαν να διακρίνονται σε δύο κατηγορίες (διάκριση που ολοκληρώθηκε τον 14ο αι.): τους «ανώτερους» και τους «κατώτερους» τεχνίτες. Στην πρώτη κατηγορία ανήκαν άνθρωποι που έκαναν πραγματικούς άθλους στη ζωγραφική, στη γλυπτική, στην αρχιτεκτονική, στην εφαρμοσμένη μηχανική, στη διάνοιξη διωρύγων, στην κατασκευή οχυρωματικών έργων, στη μουσική, στη βλητική, στη μεταλλευτική, στη μεταλλουργία, στις χημικές τέχνες και στην κατασκευή ρολογιών. 7. Οι τεχνικές εφευρέσεις του Μεσαίωνα χωρίζονται σε εφευρέσεις που είχαν κάποιο πρακτικό άμεσο σκοπό και σε εφευρέσεις που γίνονταν, ασυνείδητα έστω, για την ίδια τη χαρά της εφεύρεσης ή που εξυπηρετούσαν μυστικούς ή μαγικούς σκοπούς (στην τελευταία κατηγορία εντάσσονται τα ποικίλα αυτόματα και οι πολυάριθμες απόπειρες κατασκευής μιας «αεικίνητης» μηχανής). Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι η πρώτη κατηγορία εφευρέσεων αποτελούσε τη συντριπτική πλειονότητα. 8. Εκείνο που χαρακτηρίζει με μία λέξη τη μεσαιωνική τεχνική ήταν η εφεύρεση μηχανών, εργαλείων και συσκευών που απέβλεπαν στην εξοικονόμηση εργασίας, στην ενίσχυση της παραγωγικής διαδικασίας και της παραγωγικότητας και, τελικά, στην ελλογίκευση της οικονομικής δραστηριότητας. Το χαρακτηριστικό αυτό διαφοροποιεί το Μεσαίωνα από όλες τις προγενέστερες μορφές κοινωνίας, στις οποίες οι τεχνικοί χρησιμοποιούνταν, στην καλύτερη περίπτωση, για να κατασκευάζουν μηχανές που μόνος τους σκοπός ήταν η ικανοποίηση της αλαζονείας των αυταρχικώνβασιλέων και ηγεμόνων (Βυζάντιο, Ισλάμ) [6]. Η επιστήμη του Μεσαίωνα δεν είχε να επιδείξει, από την άλλη μεριά, προόδους αντίστοιχες μ’ εκείνες της τεχνικής. Ωστόσο, πρόσφατες έρευνες αποκάλυψαν την ύπαρξη μιας συνέχειας και μιας επιμονής για μάθηση και επιστήμη που δεν αρχίζει καθόλου από τον 12ο αι. όπως πίστευαν άλλοτε [7]. Οι «Σκοτεινοί Αιώνες» που κύλησαν μεταξύ της πτώσης της Ρώμης και της επιστημονικής «αναγέννησης» του 12ου αι. δεν ήταν καθόλου σκοτεινοί αν λάβει κανείς υπόψη του τη συνεχή διαδικασία μετάφρασης, αντιγραφής, και ερμηνείας των κειμένων της αρχαίας επιστήμης, που λάμβανε χώρα σε σχολές προσκείμενες σε καθεδρικούς ναούς ή μοναστήρια, παρά τη ρευστότητα και τις αντιξοότητες των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών. Μεταξύ του 5ου και του 12ου αιώνα καλλιεργούνταν σ’ αυτές τις σχολές το Quadrivium, δηλαδή η αριθμητική, η γεωμετρία, η αστρονομία, η μουσική και ενίοτε η ιατρική, και, αργότερα, όταν δημιουργήθηκαν τα πρώτα πανεπιστήμια,
ένας ακραιφνώς μεσαιωνικός θεσμός, άρχισαν να καλλιεργούνται, από το Σαλέρνο και τη Μπολόνια, ώς το Παρίσι, τη Βυτεμβέργη και την Οξφόρδη, οι επτά ελευθέριες τέχνες, στεφανωμένες από τους τρεις βασικούς κλάδους της θεολογίας, της νομικής και της ιατρικής. Κοντολογίς, οι κλάδοι που συνιστούσαν την επιστημονική ταυτότητα του Μεσαίωνα ήταν τα μαθηματικά, η επιστήμη των βαρών, η επιστήμη της κίνησης, η κοσμολογία, η αστρονομία, η οπτική, η επιστήμη της ύλης, η ιατρική και η φυσική ιστορία. Οι κλάδοι αυτοί εξετάστηκαν από τους φιλόσοφους και τους ιστορικούς του αιώνα μας με τους δύο ακόλουθους τρόπους: 1. Οι πρωτοπόροι μεσαιωνολόγοι (ο γάλλος Pierre Duhem, ο αμερικανός Lynn Thorndike, η γερμανίδα Anneliese Maier και o άγγλος Marshall Clagett) [8] προσπάθησαν να δείξουν ότι η μεσαιωνική επιστήμη δεν σήμαινε κατάπνιξη της αληθινής έρευνας και ότι ήταν πρόδρομος της επιστημονικής επανάστασης του 16ου και του 17ου αιώνα. 2. Ή δεύτερη σειρά των μεσαιωνολόγων, που άρχισε να μεγαλώνει εντυπωσιακά σε αριθμό μετά το 1950 [9]προσπαθεί να εξετάσει τη μεσαιωνική επιστήμη αυτόνομα, χωρίς να έχει δηλαδή ως πρωταρχικό στόχο τη διαλεύκανση της σχέσης μεταξύ αυτής και της επιστημονικής επανάστασης του 17ου αιώνα. Αυτό σημαίνει απλώς ότι η σχέση αυτή έχει τοποθετηθεί σε δεύτερη μοίρα, αν ληφθεί υπόψη το ότι η διαρκής αναδίφηση των πηγών της εποχής φέρνει στο φως νέα στοιχεία, που οδηγούν στη διερεύνηση, ακόμη και στον επαναπροσδιορισμό, των ορίων και των διακριτικών γνωρισμάτων της μεσαιωνικής επιστήμης, καθώς και του ρόλου που έπαιξε στην ανάπτυξή της ο Λόγος και το πείραμα. Μετά την αδρή αυτή σκιαγράφηση της μεσαιωνικής τεχνικής και επιστήμης, μπορούμε να περάσουμε στο καθαυτό πρόβλημα που μας ενδιαφέρει: πόσο επηρεάστηκε η επιστημονική επανάσταση του 16ου και του 17ου αιώνα από την τεχνική; Οι απαντήσεις που έχουν δοθεί μέχρι σήμερα στο πρόβλημα αυτό διαφέρουν μεταξύ τους, αλλά μπορούν να καταταχτούν σε δύο ευδιάκριτες κατηγορίες: σε εκείνες που υποστηρίζουν πως η τεχνική προώθησε σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό την επιστήμη και σε εκείνες που υποστηρίζουν ότι η επιστημονική επανάσταση ήταν προϊόν μιας εγγενούς εξέλιξης της επιστήμης. Στις δύο αυτές κατηγορίες ανήκουν ανά ζεύγη και τα κείμενα που παρουσιάζουμε στο αφιέρωμά μας. Αναλυτικότερα: 1. Το πρόβλημα ξεκινάει από την ίδια εκτίμηση: αν θεωρήσουμε ότι η επιστήμη της Δύσης είναι ένας συνδυασμός κατασκευής εννοιών, μαθηματικών, τυπικής λογικής, συστηματικής παρατήρησης και επιτυχημένου πειράματος, μια δραστηριότητα που αποβλέπει στην ακριβή γνώση της πραγματικότητας, κι αν συνυπολογίσουμε το ότι η πρώτη πλήρης μορφοποίησή της έλαβε χώρα τον 17ο αιώνα, τότε πώς μπορούμε να εξηγήσουμε πειστικά το γεγονός της εμφάνισής της αυτήν τη συγκεκριμένη εποχή; Γιατί η επανασύνδεση με την αρχαία ελληνική επιστήμη έγινε μετά τόσους αιώνες και στον γεωγραφικό χώρο της Ευρώπης; Ποιοι ήταν οι λόγοι που εμπόδισαν την ανάπτυξή της π.χ. στην Κίνα; [10] Τα ερωτήματα αυτά, και άλλα συναφή, οδήγησαν πολλούς μελετητές της σύγχρονης επιστήμης σε μια προσπάθεια αποκατάστασης
αιτιακών συνδέσεων μεταξύ αυτής και α) του καπιταλισμού, β) του πουριτανισμού, γ) της εκδίπλωσης της δημοκρατίας, δ) της ανάδυσης του σύγχρονου κράτους, ε) της τεχνικής του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης [11] 2. Όσον αφορά στη μεσαιωνική τεχνική ειδικά, πολλοί στοχαστές, ιδιαίτερα μαρξιστικής κατεύθυνσης, επιχείρησαν να την προβάλλουν ως πρόδρομο της επιστημονικής επανάστασης. Κατ' αυτούς, η ανερχόμενη αστική τάξη της Ευρώπης πριμοδότησε την τεχνική έρευνα με την ελπίδα της δημιουργίας και της επικαρπίας μιας σειράς τεχνικών εφευρέσεων. Το ωφελιμιστικό αυτό κίνητρο παρότρυνε τους τεχνίτες, αλλά και τους επιστήμονες, με αποτέλεσμα την τελική επίτευξη μιας ιδιαίτερης «συνεργασίας» μεταξύ νου και χεριού, που οδήγησε τελικά στην επιστημονική ανακάλυψη και στην εδραίωση της επιστημονικής επανάστασης. Επιπλέον, όπως τονίζει ο Ε. Zilsel, ο τεχνίτης ήταν εκείνος που εγκαινίασε την παρατήρηση και το πείραμα, ενώ ο σχολαστικά λόγιος, ο λάτρης του Γαληνού και του Αριστοτέλη, είχε να επιδείξει μόνο μια ικανότητα προς συστηματική εργασία και επιμελημένη ταξινόμηση του υλικού του αντικειμένου του. Οι προφανείς ατέλειες της άποψης αυτής, που παρανοεί και παραμερίζει εντελώς την επιστημονική ιστορία του Μεσαίωνα, χάνονται σε κάποιο παρακλάδι της, που θεωρεί μόνο τους ανώτερους τεχνίτες προδρόμους της επιστημονικής επανάστασης. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσεται το δοκίμιο του G. de Santillana, ο οποίος υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα του αρχιτέκτονα-μηχανικού. Το έργο του τελευταίου απαιτούσε συνδυασμό πρακτικής και θεωρητικής εκπαίδευσης και χρήση τόσο εργαλείων όσο και κατασκευαστικών αρχών. Έτσι, κατά τον Santillana, ο αρχιτέκτονας-μηχανικός ήταν ο πρωταίτιος της επιστημονικής επανάστασης, επειδή με το έργο του σφυρηλάτησε τον κρίκο που συνέδεσε έκτοτε οριστικά την επιστήμη με την τεχνολογία. Ένα παρόμοιο παράδειγμα προαναγγελίας της επιστημονικής επανάστασης είναι η κατασκευή μηχανικών ρολογιών, που δεν επιτελέστηκε, φυσικά, από επιστήμονες, αλλά από τεχνίτες. Η λειτουργία των πρώτων μηχανικών ρολογιών μπορεί να γίνει κατανοητή από το ακόλουθο απλό σχήμα, όπως το αποκατέστησε και το περιέγραψε ο D.S.L. Cardwell [12]:
Όπως βλέπουμε, ο τροχός είναι εφοδιασμένος με οριζόντιους γόμφους, τοποθετημένους ομοιόμορφα στην περιφέρειά του, και κινείται μέσω ενός βάρους που πέφτει προς τα κάτω (βαριδιού), που είναι τυλιγμένο μ’ ένα σχοινί στον άξονά του. Απέναντι από τον τροχό βρίσκεται ένας κάθετος άξονας, στον οποίο είναι στερεωμένα δύο ελάσματα που σχηματίζουν μεταξύ τους γωνία περίπου 90°, και είναι τοποθετημένα έτσι ώστε να συναντιούνται με τους γόμφους του τροχού. Ο άξονας κρέμεται από ένα σχοινί και στην κορυφή του φέρει μια οριζόντια ράβδο με δύο βάρη στις άκρες της, που μπορούν να μετακινηθούν. Ας υποθέσουμε τώρα ότι ο τροχός κινείται κατά τη φορά του βέλους. Όταν ο πρώτος γόμφος χτυπάει ένα έλασμα, η κίνηση του τροχού ανακόπτεται αμέσως από την αδράνεια του άξονα, της ράβδου και των αντισταθμισμένων βαρών· τότε το κινητήριο βάρος επιταχύνει αργά το σύστημα αυτό ώσπου να παραμερίσει ο γόμφος το έλασμα και να μπορέσει το βάρος για μια στιγμή να πέσει προς τα κάτω ελεύθερα. Εντωμεταξύ όμως, το στρίψιμο του άξονα φέρνει το χαμηλότερο έλασμα ανάμεσα στους γόμφους του τροχού, κι έτσι ο χαμηλότερος γόμφος, που κινείται προφανώς προς την αντίθετη κατεύθυνση από τους γόμφους που βρίσκονται στο πάνω μέρος του τροχού, σχεδόν αμέσως χτυπάει το χαμηλότερο έλασμα. Η κίνηση των αντισταθμιστικών βαρών και της ράβδου ανακόπτεται και η πτώση του κινητήριου βάρους επιβραδύνεται πάλι. Για μια ακόμη φορά, το τελευταίο ασκεί επιταχυντική δύναμη στο έλασμα και στο σύστημα με το οποίο είναι ενωμένο αυτό, τώρα όμως προς την αντίθετη κατεύθυνση: έτσι, το άνω έλασμα μπλέκεται και πάλι ανάμεσα στους γόμφους του τροχού. Η διαδικασία αυτή μπορεί να επαναληφθεί επ’ άπειρον, κι αν υπολογιστούν κατάλληλα οι αναλογίες των αντισταθμιστικών βαρών προς το κινητήριο βάρος και οι αποστάσεις του κινητήριου βάρους από τον άξονα, ολόκληρος ο μηχανισμός μπορεί
να κινείται με μια κανονικά διακοπτόμενη κίνηση. Αξίζει να σημειώσουμε πως το εκπληκτικό της τεχνικής αυτής εφεύρεσης είναι α) η μηχανικής ή κινηματικής φύσης διαίσθηση ότι οι κινήσεις προς αντίθετες κατευθύνσεις των πάνω και κάτω τμημάτων του τροχού μπορούν, μέσω δύο ελασμάτων που σχηματίζουν γωνία 90°, να μετατραπούν στην κυκλική «πέρα δώθε» κίνηση της ράβδου και των αντισταθμιστικών βαρών και β) ο έλεγχος της δυναμικής αρχής κατά την οποία η πτώση του κινητήριου βάρους ανακόπτεται ομοιόμορφα επειδή μεταδίδει επιταχυντική κίνηση στα αντισταθμιστικά βάρη. Όπως λέει επιγραμματικά ο Cardwell, η επιστημονική κατανόηση της θεωρίας που βρίσκεται πίσω από την αρχή αυτή έγινε πολύ αργότερα, στην εποχή του Galileo και του Newton. 3. Στις απαντήσεις που εκφράζονται αρνητικά ως προς τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε η τεχνική στην έκρηξη της επιστημονικής επανάστασης εντάσσονται και τα δοκίμια των R. Hall και Α. Koyré. Ο Hall αναγνωρίζει ότι η επιστήμη διδάχτηκε πολλά από τις τέχνες, αλλά, από την άλλη, επιμένει στα αμιγώς νοητικά-θεωρητικά χαρακτηριστικά των επιστημόνων. Οι τελευταίοι διέθεταν κυρίως μια ικανότητα (και δυνατότητα) προς γενίκευση που έλειπε από τον πρωτόγονο εμπειριστή και τον μάστορα. Επιπλέον, οι επιστήμονες του 17ου αιώνα είχαν φιλοσοφική και όχι τεχνική παιδεία, και οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης που συνέβαλαν στην άνθιση της επιστήμης δεν συνέβαλαν ως επιχειρηματίες που αναζητούσαν το κέρδος, αλλά ως λόγιοι, ως επιστήμονες. Περισσότερο κατηγορηματικές είναι οι απόψεις του Koyré, ο οποίος προσπαθεί, με γοητευτικό τρόπο, να αποκαλύψει τη φύση και το μέγεθος των διαφορών που χωρίζουν τους επιστήμονες από τους τεχνίτες. Κατά τον Koyré, η επιστημονική επανάσταση είναι αποκλειστικά έργο των επιστημόνων, οι οποίοι είναι οι μόνοι αρμόδιοι να θέτουν ερωτήματα και να βρίσκουν απαντήσεις που ξεπερνούν τον κόσμο της καθημερινότητας, τον κόσμο της αισθητής εμπειρίας και του «περίπου», από του οποίου τους όρους δεν μπορούν να ξεφύγουν οι εκπρόσωποι της τεχνικής. Τα ερωτήματα των επιστημόνων οδηγούν σε θεωρητικές κατασκευές που επαληθεύονται ή χρησιμοποιούν για την επαλήθευσή τους κατάλληλα όργανα. Τα επιστημονικά όργανα είναι συνειδητές πραγματώσεις κάποιων θεωριών, διαφέρουν ριζικά από τα εργαλεία των τεχνιτών, και μπορούν να κατασκευαστούν από τους τελευταίους μόνο έπειτα από παραγγελία των επιστημόνων: με άλλα λόγια, οι τεχνίτες είναι ανίκανοι να κατασκευάσουν, στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις και ωθούμενοι από δικά τους κίνητρα και σκοπούς, επιστημονικά όργανα, όπως π.χ. το χρονόμετρο και το τηλεσκόπιο. Είναι φανερό πως το δίλημμα που δημιουργείται από την αντιπαράθεση των απόψεων αυτών, που κάποτε τείνουν να γίνουν αντιδιαμετρικά αντίθετες, δεν μπορεί να διαλυθεί εύκολα. Οπωσδήποτε όμως, η επιστήμη είναι μια ξεχωριστή δραστηριότητα που δεν πρέπει να ταυτίζεται ή να συγχέεται με άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Αυτό δεν σημαίνει, από την άλλη μεριά, πως δεν μπορεί να διατηρεί κάποιες σχέσεις, να έχει κάποιες ομοιότητες ή να συνδέεται σε ορισμένα σημεία με άλλες δραστηριότητες (κι αυτό με την προϋπόθεση ότι οι σχέσεις αυτές μπορούν να. ποικίλουν από την μια ιστορική περίοδο και μορφή κοινωνίας στην άλλη). Με λίγα λόγια, υποστηρίζουμε την άποψη της
σχετικής αυτονομίας της επιστήμης. Οποιαδήποτε εξέταση της τελευταίας θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να στηρίζεται κατά πρώτο λόγο σε μια ανάδειξη των χαρακτηριστικών και αποκλειστικών γνωρισμάτων, σκοπών και επιτευγμάτων της, και, κατά δεύτερο, στην αιτιακή τοποθέτησή της μέσα στο ιδιαίτερο κάθε φορά κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον. Μια τέτοια στάση μπορεί να οδηγήσει σε μια πληρέστερη κατανόηση τόσο της αρχαίας ελληνικής όσο π.χ. και της ευρωπαϊκής επιστήμης του 17ου αιώνα, ενώ παράλληλα αποτρέπει τον κίνδυνο των ακραίων εκτιμήσεων (ολοποιητικού ή απομονωτικού χαρακτήρα) τις οποίες παρατηρούμε ιδιαίτερα έντονα σε σχέση με το ιστορικό πρόβλημα που μας απασχολεί αυτή τη στιγμή [13]. Έτσι, δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε με τους Hall και Koyré πως η συμπεριφορά του πειραματικού επιστήμονα δεν είναι καθόλου μια αυθόρμητη μίμηση των τυχαίων προόδων των «τεχνών» που στηρίζονταν στη μέθοδο της δοκιμής και της πλάνης, και πως η επιστήμη διαφέρει ριζικά τόσο από την τεχνική όσο και από την «τεχνική σκέψη». Διαφωνούμε όμως μαζί τους όταν υποστηρίζουν ότι το κοινωνικό και τεχνολογικό περιβάλλον δεν έπαιξε κανένα ρόλο (ή έπαιξε πολύ μικρό) στη διανοητική αλλαγή που υφίστανται και εκφράζουν οι «σοφοί» από τον 16ο αιώνα και μετά. Η μηχανή ήταν συστατικό στοιχείο της κοσμοαντίληψης των επιστημόνων και οι κατασκευές των ανώτερων τεχνιτών επιζητούσαν και προκαλούσαν τα ερωτήματα, τις αναλύσεις και τις ερμηνείες των πρώτων: με το μηχανικό ρολόι π.χ. η σύλληψη του χρόνου ξεφεύγει από τον κόσμο του κοινού νου και του «περίπου», επειδή ο χρόνος γίνεται ανεξάρτητος από τα συμβάντα του ανθρώπινου βίου· γίνεται, όπως θα έλεγε ο Newton, απόλυτος, αληθινός και μαθηματικός χρόνος. Η εμμονή στον «αμιγή» χαρακτήρα της επιστήμης, αυτή η «πνευματοκρατική» οπτική, συμβάλλει στην αποκατάσταση της αλήθειας για την επιστήμη, αλλά δεν παύει να είναι μια περιορισμένη οπτική, που οφείλεται άλλοτε στις θετικιστικές φιλοσοφίες των φιλοσόφων και ιστορικών της επιστήμης, άλλοτε στην επιθυμία να προστατευτεί η επιστήμη από τις σκοπιμότητες των πολιτικών θεωρήσεων που την εκλαμβάνουν ως χαρακτηριστική ιδιότητα ορισμένων λαών, φυλών ή κοινωνικών τάξεων, και άλλοτε στην ακαδημαϊκή κενοδοξία των φιλοσόφων και των ιστορικών της. Πολύ πιο σοβαρά μειονεκτήματα παρουσιάζουν όμως εκείνες οι απόπειρες αναγωγής της επιστήμης σε άλλες δραστηριότητες (πρέπει να σημειωθεί ότι στις απόπειρες αυτές δεν εντάσσεται το κείμενο του Santillana. Η τοποθέτησή του στην πρώτη κατηγορία απαντήσεων ικανοποιεί απλώς την αναγκαιότητα συστηματοποίησης του υλικού που παρουσιάζουμε). Στην επιθυμία τους να αποκαλύψουν τις κοινωνικές ρίζες της επιστήμης (κάτι αναμφισβήτητο κατά τη γνώμη μας) πολλοί στοχαστές οδηγήθηκαν σε ταυτίσεις στις οποίες υποβόσκουν όλες οι παραδοσιακές διακρίσεις: «μάζα» και «ελίτ», «κυρίαρχοι» και «κυριαρχούμενοι», «χέρια» και «νους» [14].
Έτσι, το αποτέλεσμα δεν είναι μόνον η αμαύρωση της μοναδικότητας της επιστήμης και της δραστηριότητας εκείνων που την ασκούν, αλλά και η λανθασμένη εκτίμηση τόσο των ιστορικών και κοινωνικών συνθηκών στις οποίες λαμβάνει χώρα κάθε φορά αυτή όσο και της ειδικής συμβολής που ενδεχομένως έχουν σ’ αυτήν άλλοι άνθρωποι και άλλες δραστηριότητες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. 1. Για την επανάσταση του 17ου αιώνα, ο αναγνώστης μπορεί να συμβουλευτεί κατά πρώτο λόγο: Herbert Butterfield, Η καταγωγή της σύγχρονης επιστήμης (1300-1800). Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1983 (το ίδιο Ίδρυμα έχει αναγγείλει και την έκδοση του δίτομου έργου του A.C. Crombie, Από τον Αυγουστίνο ώς τον Γαλιλαίο). Κατά δεύτερο λόγο τα βιβλία: John D. Bernal, Η επιστήμη στην ιστορία, τόμοι 2, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα, 1982 (πρόκειται για μια μονόπλευρη, «ορθόδοξη μαρξιστική» ιστορία της Δυτικής επιστήμης), και T.S. Kuhn, Η δομή των επιστημονικών επαναστάσεων, Σύγχρονα θέματα, Θεσσαλονίκη, 1981 (το έργο αυτό δεν αναφέρεται στην ιστορία της επιστημονικής επανάστασης αλλά στο φιλοσοφικό προσδιορισμό των επιστημονικών επαναστάσεων γενικά). 2. Προφανώς από το πρόβλημά μας δεν αποκλείεται η τεχνική που ήταν σύγχρονη με την επιστημονική επανάσταση, δηλαδή η τεχνική του 16ου και του 17ου αιώνα. Η «οριοθέτησή» μας εξυπηρετεί απλώς την καλύτερη έκθεση του προβλήματος. Στην ελληνική βιβλιογραφία δεν υπάρχει ακόμη τίποτε που να πραγματεύεται την ιστορία της τεχνικής, εκτός από κάποια στοιχεία, αναφορές ή κεφάλαια σε «μεγαλόπνοες» και δύσχρηστες ιστορίες του πολιτισμού, ιστορίες της ανθρωπότητας ή γενικές ιστορίες. 3. Για μια εισαγωγή στα προβλήματα που έχουν σχέση με τον χαρακτήρα, τις διασυνδέσεις και ώς ένα βαθμό την ιστορία της τεχνικής, βλ. «Φιλοσοφία της Τεχνολογίας», Εποπτεία, 94, 1984. Στο ίδιο τεύχος παρατίθεται εκτενής βιβλιογραφία για την ιστορία και τη φιλοσοφία της τεχνολογίας. 4. Lynn White, Dynamo and Virgin Reconsidered, Cambridge, Mass., 1968, σ. 70-71. 5. Η εξειδίκευση προϋποθέτει φυσικά τη μαθητεία και κάποιο πρότυπο σύμφωνα με το οποίο πρέπει να διεξάγεται η τελευταία. 6. Αναφερόμαστε εδώ στις τεχνικές καινοτομίες και όχι στις σχετικές βελτιώσεις των ήδη υπαρχόντων εργαλείων και μηχανισμών. 7. Βλ. π.χ. David C. Lindberg (ed.), Science in the Middle Ages, Chicago and London, 1978. 8. Pierre Duhem, Études sur Leonard da Vinci, τόμοι 3, Paris, 1906-13, και Le système du monde, τόμοι 10, Paris, 1913-59. Anneliese Maier, An der Grenze von Scholastik und Naturwissenschaft, Roma 1952· Metaphysische Hintergründe der spätscholastischen Naturphilosophie, Roma, 1955· Die Vorläufer Galileis im 14. Jahrhundert, Roma, 1966· Zwei Grundprobleme der scholastischen Naturphilosophie, Roma, 1951· Zwischen Philosophie und Mechanik, Roma, 1958· Lynn Thorndike, A History of Magic and Experimental Science, τόμοι 8, New York, 192358· Marshall Claggett, Archimedes in the Middle Ages, τόμοι 3, MadisonPhiladelphia, 1964-· The Science of Mechanics in the Middle Ages, Madison, Wis., 1959· Nicole Oresme and the Medieval Geometry of Qualities and Motions, Madison, Wis., 1968. 9. Πρωτοποριακό μπορεί να θεωρηθεί το βιβλίο του A.C. Crombie που αναφέρθηκε στη σημείωση 1. 10. Αυτό το θέμα ειδικά πραγματεύεται ο Joseph Needham στο μνημειώδες έργο του Science and Civilisation in China, Cambridge, 1954-62.
11. Μια καλή εισαγωγή είναι το Leonard Μ. Marsak (ed.), The Rise of Science in Relation to Society, New York, 1964. 12. D.S.L. Cardwell, Technology, Science and History, London, 1972, σ. 12-19. 13. Βεβαίως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το πρόβλημα αυτό δημιουργήθηκε εν μέρει και από τη διαφορά της επιστημονικής επανάστασης του 17ου αιώνα από την αρχαία ελληνική επιστήμη. Για πολλούς η τελευταία δεν είναι επιστήμη ή, στην καλύτερη περίπτωση, είναι προδρομική μορφή της Δυτικής επιστήμης. Επομένως, η τελευταία δεν είναι παρά το γόνιμο πάντρεμα της αρχαίας ελληνικής επιστημονικής παράδοσης και της μεσαιωνικής τεχνικής. Η άποψη αυτή της «τυχαίας» ένωσης ετερόκλητων παραγόντων δεν μας βρίσκει σύμφωνους. 14. Δεν χωράει αμφιβολία πως οι διακρίσεις αυτές είναι αληθινές. Όταν όμως κύριος στόχος οποιασδήποτε έρευνας γίνει η αποκάλυψή τους, τότε το αντικείμενο της έρευνας αυτής μετατρέπεται σε ιδεολογικό (ήτοι παραπλανητικό) όπλο.
Ε. ZILSEL
Οι κοινωνιολογικές ρίζες της επιστήμης [1]
Παρά το ότι υπάρχουν ανεξάρτητοι πολιτισμοί στους οποίους αναπτύχτηκε η επιστήμη και άλλοι πολιτισμοί στους οποίους αυτή λείπει, το ερώτημα σχετικά με την καταγωγή της επιστήμης πρέπει να αναγνωριστεί ως κοινωνιολογικό και να βρει μια απάντηση αν απομονωθούν τα κοινά χαρακτηριστικά των επιστημονικών πολιτισμών σε αντίθεση προς τους μη επιστημονικούς. Δυστυχώς, η ιστορική πραγματικότητα είναι αλλόκοτη, γιατί η πλήρως αναπτυγμένη επιστήμη εμφανίζεται μόνο μια φορά, συγκεκριμένα, στον σύγχρονο Δυτικό πολιτισμό. Αυτό το γεγονός ακριβώς θολώνει το πρόβλημά μας. Είμαστε όλοι πολύ πρόθυμοι να θεωρήσουμε τον εαυτό μας και τον πολιτισμό μας ως φυσικό αποκορύφωμα της ανθρώπινης εξέλιξης. Απ’ αυτή την έπαρση κατάγεται η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος απλώς γινόταν όλο και πιο ευφυής, έως ότου εμφανίστηκαν μια μέρα λίγοι μεγάλοι ερευνητές και πρωτοπόροι οι οποίοι παρήγαγαν την επιστήμη ως τελευταίο στάδιο μιας μονόγραμμης διανοητικής ανόδου. Έτσι, δεν έχουμε συνειδητοποιήσει ότι η ανθρώπινη σκέψη αναπτύχτηκε με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους και ότι ο επιστημονικός είναι απλώς ένας απ’ αυτούς. Ξεχνάμε πόσο θαυμαστή είναι η ίδια ή γέννηση της επιστήμης και μάλιστα σε μια ορισμένη περίοδο και κάτω από ειδικές κοινωνιολογικές συνθήκες. Δεν είναι αδύνατη, πάντως, η μελέτη της εμφάνισης της σύγχρονης επιστήμης ως κοινωνιολογικής διαδικασίας. Αφού η εμφάνιση αυτή έγινε στην περίοδο του πρώιμου ευρωπαϊκού καπιταλισμού, πρέπει να επανεξετάσουμε αυτή την περίοδο από το τέλος του Μεσαίωνα ώς το 1600. Ορισμένοι σταθμοί του επιστημονικού πνεύματος αναπτύχτηκαν πάντως και σ’ άλλους πολιτισμούς, π.χ. στην κλασική αρχαιότητα και, σε κάποιο κατώτερο βαθμό, σε ορισμένους Ανατολικούς Πολιτισμούς και στον Αραβικό πολιτισμό του Μεσαίωνα. Επιπλέον, οι επιστημονικοί και οι ημι-επιστημονικοί πολιτισμοί δεν είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους. Στη σύγχρονη Ευρώπη, οι απαρχές της επιστήμης, ιδιαίτερα, επηρεάστηκαν πολύ από τα επιτεύγματα των αρχαίων μαθηματικών και αστρονόμων και των αράβων γιατρών του Μεσαίωνα. Δεν θα συζητήσουμε όμως αυτή την επίδραση, αλλά τις κοινωνιολογικές συνθήκες που την κατέστησαν δυνατή. Αυτή τη στιγμή δεν μπορούμε να κάνουμε παρά μόνο μια σύντομη και αρκετά απλουστευμένη ανάλυση του θέματος αυτού. Οι λεπτομέρειες και τα αποδεικτικά στοιχεία μένουν για να παρουσιαστούν διεξοδικά μια άλλη φορά. Ι Η ανθρώπινη κοινωνία δεν άλλαξε πολλές φορές τόσο θεμελιακά όσο άλλαξε με τη μετάβαση από τον φεουδαλισμό στον πρώιμο καπιταλισμό. Οι αλλαγές αυτές είναι σε γενικές γραμμές γνωστές. Ωστόσο, ακόμη και σε μια σύντομη έκθεση του προβλήματος, είμαστε
υποχρεωμένοι να αναφέρουμε μερικές απ’ αυτές, γιατί αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για την ανάδυση της επιστήμης. 1. Ή εμφάνιση του πρώιμου καπιταλισμού συνδέεται με μια αλλαγή τόσο στο σκηνικό όσο και στους φορείς του πολιτισμού. Στη φεουδαλική κοινωνία του Μεσαίωνα, οι πύργοι των ιπποτών και τα μοναστήρια της υπαίθρου ήταν τα κέντρα του πολιτισμού. Στον πρώιμο καπιταλισμό, ο πολιτισμός ήταν συγκεντρωμένος στις πόλεις. Το πνεύμα της επιστήμης είναι κοσμικό και όχι στρατιωτικό. Είναι φανερό λοιπόν ότι δεν μπορούσε να αναπτυχθεί μεταξύ των κληρικών και των ιπποτών, αλλά μόνο μεταξύ των κατοίκων των πόλεων. 2. Το τέλος του Μεσαίωνα ήταν μια περίοδος ταχείας προόδου της τεχνολογίας εφευρέσεων. Μηχανές άρχισαν να χρησιμοποιούνται τόσο στην παραγωγή αγαθών όσο και στις πολεμικές επιχειρήσεις. Από τη μια μεριά, αυτό επέβαλε καθήκοντα στη μηχανική και στη χημεία, και, από την άλλη, προώθησε την αιτιακή σκέψη και, γενικά, αποδυνάμωσε τη μαγική σκέψη. 3. Στη μεσαιωνική κοινωνία, το άτομο ήταν δεμένο με τις παραδόσεις της ομάδας, στην οποία ανήκε αναπόδραστα. Στον πρώιμο καπιταλισμό, η οικονομική επιτυχία εξαρτιόταν από το επιχειρηματικό πνεύμα του ατόμου. Στον πρώιμο φεουδαλισμό, ο οικονομικός ανταγωνισμός ήταν άγνωστος. Όταν άρχισε μεταξύ των τεχνιτών και των λιανέμπορων των ύστερων μεσαιωνικών πόλεων, οι συντεχνίες τους προσπάθησαν να τον θέσουν υπό έλεγχο. Αλλά ο ανταγωνισμός αποδείχτηκε ισχυρότερος από τις συντεχνίες. Διάλυσε τις οργανώσεις και κατάστρεψε το συλλογικό πνεύμα του Μεσαίωνα. Ο έμπορος ή ο τεχνίτης του πρώιμου καπιταλισμού, που δούλευε με τον ίδιο τρόπο που δούλευαν και οι πρόγονοί του, ξεριζώθηκε από λιγότερο συντηρητικούς ανταγωνιστές. Ο ατομικισμός της καινούργιας κοινωνίας είναι προϋπόθεση για την επιστημονική σκέψη. Κι ο επιστήμονας επίσης βασίζεται, σε τελευταία ανάλυση, μόνο στα μάτια του και στο μυαλό του, και υποτίθεται πως προσπαθεί να γίνει ανεξάρτητος από την τυφλή πίστη στις αυθεντίες. Χωρίς κριτική δεν υπάρχει επιστήμη. Το κριτικό επιστημονικό πνεύμα (που είναι εντελώς άγνωστο σ’ όλες τις κοινωνίες που δεν έχουν οικονομικό ανταγωνισμό) είναι το πιο ισχυρό εκρηκτικό που έφτιαξε ποτέ η ανθρώπινη κοινωνία. Αν το κριτικό πνεύμα επεκτεινόταν σ’ όλο τον χώρο του σκέπτεσθαι και του δραν, θα οδηγούσε στην αναρχία και στην κοινωνική αποσάθρωση. Στην καθημερινή ζωή αυτό αποφεύγεται χάρη στα κοινωνικά ένστικτα και τις κοινωνικές ανάγκες. Στην ίδια την επιστήμη, οι ατομικιστικές τάσεις αντισταθμίζονται από την επιστημονική συνεργασία. Θα συζητήσουμε το σημείο αυτό αργότερα. 4. Η φεουδαλική κοινωνία κυβερνιόταν από την παράδοση και το έθιμο, ενώ ο πρώιμος καπιταλισμός προχωρούσε με βάση τη λογική. Έκανε υπολογισμούς και μετρήσεις, εισήγαγε τη λογιστική, και χρησιμοποιούσε μηχανές. Ή έλευση του οικονομικού λογικισμού προώθησε την ανάπτυξη έλλογων επιστημονικών μεθόδων. Η εμφάνιση της ποσοτικής μεθόδου, που, ουσιαστικά, δεν υπάρχει στις μεσαιωνικές θεωρίες, δεν μπορεί να διαχωριστεί από το μετρητικό και υπολογιστικό πνεύμα της καπιταλιστικής οικονομίας. Η πρώτη επακριβής έκθεση της τεχνικής του διπλογραφικού συστήματος στη λογιστική περιέχεται στο καλύτερο εγχειρίδιο μαθηματικών του 15ου αιώνα, τη Summa de arithmetica
(Βενετία, 1494)· η πρώτη εφαρμογή του διπλογραφικού συστήματος στα προβλήματα των δημόσιων οικονομικών και διοίκησης έγινε στα άπαντα μαθηματικών του Simon Stevin, πρωτοπόρου στην επιστημονική μηχανική (Hypomnemata mathematica [Λέυντεν, 1608]), και ένα κείμενο του Copernicus για τη νομισματική μεταρρύθμιση (Monetae cudendae ratio [1552] είναι μια από τις πρώτες έρευνες στο νομισματικό σύστημα. Αυτό δεν μπορεί να είναι απλή σύμπτωση. Η ανάπτυξη της πιο λογιστικής επιστήμης, των μαθηματικών, είναι πολύ σφιχτά δεμένη με την προαγωγή του λογικισμού στην τεχνολογία και στην οικονομία. Το σύγχρονο σύμβολο της μαθηματικής εξίσωσης χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά σ’ ένα εγχειρίδιο αριθμητικής του Recorde, αφιερωμένο στους «αρχηγούς και στ’ άλλα μέλη της Συντροφιάς των Τολμηρών στη Μοσκοβία» με την ευχή για «συνεχή αύξηση των κερδών από το ταξίδι τους» (The Whetstone of Witte [Λονδίνο, 1557]). Τα δεκαδικά κλάσματα εισάχθηκαν για πρώτη φορά σ’ ένα φυλλάδιο μαθηματικών του Stevin, που αρχίζει με τα λόγια: «Σ’ όλους τους αστρονόμους, χωρομέτρες, μετρητές ταπήτων, βαρελιών και άλλων πραγμάτων, σ’ όλους τους νομισματοκόπους και εμπόρους, καλή επιτυχία!» (De thiende, [Λέυντεν, 1585]). Πέρα από το ανακάτωμα της πυθαγόρειας και της πλατωνικής μεταφυσικής, τα μαθηματικά κείμενα του 15ου και 16ου αιώνα είναι τα πρώτα που ασχολούνται διεξοδικά με προβλήματα εμπορικής αριθμητικής και με τις τεχνολογικές ανάγκες των μηχανικών του στρατού, των χωρομετρών, των αρχιτεκτόνων και των τεχνιτών. Οι πραγματείες αριθμητικής και γεωμετρίας του Piero de Franceschi, του Luca Pacioli, και του Tartaglia στην Ιταλία, του Recorde και του Leonard Digges στην Αγγλία, του Dürer και του Stifel στη Γερμανία, δείχνουν αυτό το πράγμα. Η κλασική μαθηματική παράδοση (Ευκλείδης, Αρχιμήδης, Απολλώνιος, Διόφαντος) αναζωπυρώθηκε τον 16ο αιώνα επειδή η καινούργια κοινωνία χρειαζόταν τον υπολογισμό και τη μέτρηση. Ακόμη και η ελλογίκευση της δημόσιας διοίκησης και του νόμου έχει το αντίστοιχο της στις επιστημονικές ιδέες. Η χαλαρή κατάσταση του φεουδαλισμού, με τον ασαφή παραδοσιακό του νόμο, αντικαταστάθηκε βαθμιαία από απόλυτες μοναρχίες με κεντρική εξουσία και κανόνες δικαίου. Αυτή η πολιτική και νομική αλλαγή προήγαγε την εμφάνιση της ιδέας ότι οι μεταφυσικές διαδικασίες κυβερνιούνται από λογικιστικούς φυσικούς νόμους καθορισμένους από τον Θεό. Αυτό, πάντως, δεν συνέβη πρίν από τον 17ο αιώνα (Descartes, Huygens, Boyle). ΙΙ. Αναφέραμε κάποια γενικά χαρακτηριστικά της πρώιμης καπιταλιστικής κοινωνίας, που αποτελούν αναγκαίες συνθήκες για την ανάδυση του επιστημονικού πνεύματος. Για να κατανοήσουμε αυτή την ανάπτυξη κοινωνιολογικά, πρέπει να διακρίνουμε τρεις στιβάδες διανοητικής δραστηριότητας στην περίοδο από το 1300 ώς το 1600: τα πανεπιστήμια, τον ουμανισμό, και την εργασία. Στα πανεπιστήμια κυριαρχούσαν ακόμη η θεολογία και ο σχολαστικισμός. Οι πανεπιστημιακοί ήταν εκπαιδευμένοι να σκέφτονται
λογικιστικά, αλλά ήταν ασκημένοι στις μεθόδους του σχολαστικού λογικισμού που διαφέρουν θεμελιακά από τις λογικιστικές μεθόδους μιας αναπτυγμένης οικονομίας. Οι λιανέμποροι ενδιαφέρονταν για τους λογαριασμούς· οι τεχνίτες και οι μηχανικοί για λογικιστικούς κανόνες δράσεως, για λογικιστική διερεύνηση των αιτίων, για λογικιστικούς φυσικούς νόμους. Οι δάσκαλοι, από την άλλη μεριά, έδειχναν ενδιαφέρον για λογικιστικές διακρίσεις και ταξινομήσεις. Η παλιά ρήση, «bene docet qui bene distinguit», είναι τόσο σωστή όσο είναι, από κοινωνιολογική άποψη, μεστή από νόημα. Το επάγγελμα του καθηγητή, παράγει, χάρη στους κοινωνιολογικούς όρους του, ένα ιδιαίτερο είδος λογικισμού, που παρουσιάζεται με παρόμοιες μορφές παντού όπου παλαιοί ιερείς, επιφορτισμένοι με το καθήκον καθοδήγησης των υποψήφιων ιερέων, ελλογικεύουν ασαφείς και αντιφατικές μυθολογικές παραδόσεις του παρελθόντος. Οι Βραχμάνοι στην Ινδία, οι βουδιστές θεολόγοι στην Ιαπωνία, οι άραβεςκαί καθολικοί σχολαστικοί του Μεσαίωνα συμφωνούν ως προς τις μεθόδους τους σε εκπληκτικό βαθμό. Οι εβραίοι ταλμουδιστές ενεργούσαν με τον ίδιο τρόπο, παρόλο που, επειδή δεν ήταν ιερείς εξ επαγγέλματος, ασχολούνταν κυρίως με το τελετουργικό και κανονικό δίκαιο παρά με καθαυτό θεολογικά ζητήματα. Αυτός ο «σχολικός» λογικισμός αναπτύχτηκε σε τερατώδη βαθμό στη βραχμανική σάνκυα-φιλοσοφία (σάνκυα σημαίνει «απαρίθμηση»). Οι ειδικές σχολαστικές μέθοδοι διατηρούνται ως κανόνας όταν οι θεολόγοι ασχολούνται, στην πορεία της κοινωνικής ανάπτυξης, με κοσμικά ζητήματα. Έτσι, στην ινδική γραμματεία, οι Βραχμάνοι που έμπαιναν στην υπηρεσία των πριγκίπων συζητούσαν για την πολιτική και τον έρωτα διακρίνοντας με επιμέλεια και απαριθμώντας τις ποικίλες δυνατότητες της πολιτικής και σεξουαλικής ζωής (Κοτίλια, Βατσαγιάνα). Με ανάλογο σχετικά τρόπο, οι σχολαστικοί του Μεσαίωνα και οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι της Ευρώπης πριν από το 1600, εντρυφούσαν σε λεπτές διακρίσεις, απαριθμήσεις και συζητήσεις. Προσκολλημένοι στις αυθεντίες, επιδοκίμαζαν την παράθεση χωρίων, και διατύπωναν τις γνώμες τους κυρίως με μορφή σχολίων και συμπιλημάτων. Μετά τον 13ο αιώνα, οι λόγιοι άρχισαν να ασχολούνται με κοσμικά θέματα και ορισμένοι απ’ αυτούς επικαλούνταν, κατ’ εξαίρεση, ακόμη και την εμπειρία. Αλλά όταν οι σχολαστικοί καθηγητές ασχολούνταν με κοσμικά γεγονότα δεν διερευνούσαν, κατά κανόνα, τα αίτια και, ποτέ, τους φυσικούς νόμους. Προσπαθούσαν μάλλον να εξηγήσουν τον σκοπό και τα νοήματα των φαινομένων. Προφανώς, οι απόκρυφες ποιότητες και οι αριστοτελικές ουσιώδεις μορφές δεν είναι παρά έλλογικεύσεις της προεπιστημονικής, μαγικής και ανιμιστικής τελεολογίας. Έτσι, μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα τα πανεπιστήμια επηρεάζονταν πολύ λίγο από την ανάπτυξη της σύγχρονής τους τεχνολογίας και από τον ουμανισμό. Το πνεύμα τους ήταν ακόμη κατ’ ουσίαν μεσαιωνικό. Φαίνεται πως είναι γενικό κοινωνιολογικό φαινόμενο το ότι οι αυστηρά οργανωμένες σχολές μπορούν να προβάλουν σημαντική αντίσταση σε κοινωνικές αλλαγές του εξωτερικού κόσμου. Οι πρώτοι εκπρόσωποι της κοσμικής παιδείας εμφανίστηκαν τον 14ο αιώνα στις ιταλικές πόλεις. Δεν ήταν επιστήμονες, αλλά γραμματείς και υπάλληλοι δήμων, ηγεμόνων, πριγκίπων, και του πάπα, που έβλεπαν με φθόνο τα πολιτικά και πολιτισμικά επιτεύγματα του κλασικού παρελθόντος. Αυτοί οι μορφωμένοι υπάλληλοι που διηύθυναν τις
εξωτερικές υποθέσεις των εργοδοτών τους, έγιναν οι πατέρες του ουμανισμού. Οι επιδιώξεις τους απορρέουν από τις συνθήκες του επαγγέλματός τους. Όσο πιό ευρυμαθή και εκλεπτυσμένα ήταν τα γραπτά τους, όσο πιο εύγλωττοι οι λόγοι τους, τόσο περισσότερο κύρος απολάμβαναν οι εργοδότες τους και τόση περισσότερη δόξα αποκτούσαν οι ίδιοι. Γι’ αυτό το λόγο αναζητούσαν την τελειότητα στο στυλ και την αποθησαύριση κλασικής γνώσης. Στους επόμενους αιώνες οι ιταλοί ουμανιστές έχασαν κατά μεγάλο μέρος τις υπηρεσιακές διασυνδέσεις τους. Πολλοί έγιναν ελεύθεροι διανοούμενοι που είχαν ως πάτρονές τους ηγεμόνες, ευγενείς και τραπεζίτες. Άλλοι προσλήφθηκαν ως δάσκαλοι για παιδιά των ηγεμόνων και των πριγκίπων, και πολλοί κατέλαβαν ακαδημαϊκές έδρες και δίδασκαν αρχαία ελληνικά και λατινικά στα πανεπιστήμια. Οι στόχοι τους παρέμειναν ανάλλαχτοι και η έπαρσή τους ως προς την απομνημόνευση και τη μόρφωση και το πάθος τους για δόξα, μεγάλωναν όλο και περισσότερο. Αναγνώριζαν ορισμένους αρχαίους συγγραφείς ως πρότυπα ύφους και ήταν προσκολλημένοι σ’ αυτές τις κοσμικές αυθεντίες τόσο όσο ήταν οι θεολόγοι στις θρησκευτικές αυθεντίες. Παρόλο που και ο ουμανισμός ενεργούσε λογικιστικά, οι μέθοδοί του ήταν διαφορετικές τόσο από το σχολαστικό όσο και από το σύγχρονο επιστημονικό λογικισμό. Ο ουμανισμός ανέπτυξε τις μεθόδους της επιστημονικής γραμματείας, αλλά παραμέλησε την αιτιακή έρευνα και αγνοούσε τους φυσικούς νόμους και την ποσοτική διερεύνηση. Γενικά, ενδιαφερόταν περισσότερο για τις λέξεις παρά για τα πράγματα, περισσότερο για γραμματειακές μορφές παρά για περιεχόμενα. Ο ουμανισμός διαδόθηκε σ’ όλα τα μέρη της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης. Αν και οι επαγγελματικές συνθήκες και οι διανοητικοί στόχοι των ουμανιστών έξω από την Ιταλία ήταν κάπως πιο πολύπλοκοι, συνολικά οι μέθοδοί τους ήταν ίδιες [2]. Οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι και οι ουμανιστές διανοούμενοι της Αναγέννησης ήταν ιδιαίτερα περήφανοι για την κοινωνική τους βαθμίδα. Περιφρονούσαν εξίσου τον αμόρφωτο κόσμο. Απέφευγαν την καθομιλούμενη γλώσσα και έγραφαν μόνο στα λατινικά. Επιπλέον, ήταν συνδεδεμένοι με τις ανώτερες τάξεις και μοιράζονταν τις κοινωνικές προκαταλήψεις των ευγενών, των πλούσιων εμπόρων και των τραπεζιτών· επίσης, περιφρονούσαν τη χειρωνακτική εργασία. Γι’ αυτό το λόγο, υιοθετούσαν την αρχαία διάκριση μεταξύ ελευθέριων και μηχανικών τεχνών: Αυτοί, οι πάτρονές τους και το κοινό τους θεωρούσαν άξια καλοαναθρεμμένων ανθρώπων μόνο τα επαγγέλματα που δεν απαιτούσαν χειρωνακτική δουλειά. Η κοινωνική αντίθεση των μηχανικών και ελευθέριων τεχνών, των χεριών και της γλώσσας, επηρέασε κάθε διανοητική και επαγγελματική δραστηριότητα κατά την Αναγέννηση. Οι γιατροί που είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση, αρκούνταν λίγο πολύ να σχολιάζουν τα ιατρικά κείμενα της αρχαιότητας· οι χειρούργοι που έκαναν δουλειά με τα χέρια, όπως είναι η εγχείρηση και η ανατομή, ανήκαν εκεί όπου ανήκαν και οι κουρείς, και είχαν κοινωνική θέση όμοια μ’ εκείνη των μαιών. Οι διανοούμενοι απολάμβαναν πολύ μεγαλύτερης εκτίμησης από τους καλλιτέχνες. Κατά τον 14ο αιώνα, οι τελευταίοι δεν ξεχώριζαν από τους μπογιατζήδες και τους λιθοξόους, και ήταν οργανωμένοι, όπως όλοι οι τεχνίτες, σε συντεχνίες. Αποσπώνταν βαθμιαία από τους χειροτέχνες, ώσπου έλαβε χώρα ένας διαχωρισμός στην Ιταλία γύρω στα τέλη του
16ου αιώνα. Την εποχή του Leonardo da Vinci (γύρω στο 1500) αυτό δεν είχε γίνει ακόμα. Το γεγονός αυτό φαίνεται καθαρά στα κείμενα των καλλιτεχνών της εποχής, που συζητούσαν ξανά και ξανά το πρόβλημα σχετικά με το αν ή ζωγραφική και ή γλυπτική ανήκαν στις ελευθέριες ή στις μηχανικές τέχνες. Στις συζητήσεις αυτές, οι ζωγράφοι υπογράμμιζαν κατά κανόνα τις σχέσεις τους με τη μόρφωση (ή ζωγραφική χρειάζεται την προοπτική και τη γεωμετρία), προκειμένου να κερδίσουν κοινωνική υπόληψη. Οι εφευρέτες της τεχνολογίας και οι εξερευνητές της γεωγραφίας σπάνια αναφέρονταν από τους ουμανιστές διανοούμενους, επειδή ήταν τεχνίτες και θαλασσινοί. Η μεγάλη πλειονότητα των ουμανιστών δεν έκανε κανένα λόγο γι’ αυτούς. Κι όταν μιλούσαν γι’ αυτούς, το έκαναν με εντελώς απρόσεκτο και λανθασμένο τρόπο. Από την τωρινή σκοπιά, ο πολιτισμός της Αναγέννησης οφείλει τα σημαντικότερα επιτεύγματα στους καλλιτέχνες, στους εφευρέτες και στους εξερευνητές. Μολαταύτα, οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονταν στο περιθώριο της γραμματείας της περιόδου εκείνης. Κάτω από τους πανεπιστημιακούς δασκάλους και τους ουμανιστές διανοούμενους, οι τεχνίτες, οι ναυτικοί, οι ναυπηγοί, οι ξυλουργοί, οι χύτες και οι μεταλλευτές δούλευαν στη σκιά για την πρόοδο της τεχνολογίας και της σύγχρονης κοινωνίας. Επινόησαν τη ναυτική πυξίδα και τα πυροβόλα όπλα· κατασκεύασαν εργαστήρια χαρτοποιίας, συρμάτων και σφραγιδοποιίας· έφτιαξαν υψικαμίνους, και τον 16ο αιώνα εισήγαγαν τις μηχανές στη μετάλλευση. Επειδή ξεπερνούσαν τους περιορισμούς της συντεχνιακής παράδοσης και επειδή έκαναν εφευρέσεις υποκινούμενοι από τον οικονομικό ανταγωνισμό, ήταν, χωρίς αμφιβολία, οι πραγματικοί πρωτοπόροι της εμπειρικής παρατήρησης, του πειραματισμού, και της αιτιακής έρευνας. Ήταν ανεκπαίδευτοι, και συχνά αγράμματοι και γι’ αυτό ίσως δεν γνωρίζουμε σήμερα τα ονόματά τους. Ανάμεσά τους υπήρχαν λίγες ομάδες που χρειάζονταν περισσότερες γνώσεις για τη δουλειά τους απ’ ό,τι οι συνάδελφοι τους και, γι’ αυτό, είχαν καλύτερη μόρφωση. Ανάμεσα σ’ αυτούς τους ανώτερους τεχνίτες σημαντικότεροι είναι οι καλλιτέχνες. Δεν υπήρχε σαφής διάκριση μεταξύ ζωγράφων, γλυπτών, χρυσοχόων, και αρχιτεκτόνων· πολύ συχνά μάλιστα, ο ίδιος καλλιτέχνης δούλευε σε αρκετούς τομείς, αφού, άλλωστε, ο καταμερισμός της εργασίας αναπτύχτηκε πολύ λίγο κατά την Αναγέννηση. Συνέπεια του πράγματος αυτού ήταν η εμφάνιση μιας σημαντικής επαγγελματικής ομάδας κατά τον 15ο αιώνα. Οι άνθρωποι αυτοί μπορούν να ονομαστούν καλλιτέχνες-μηχανικοί, γιατί όχι μόνο ζωγράφιζαν πίνακες, έφτιαχναν αγάλματα και έχτιζαν καθεδρικούς ναούς, αλλά και κατασκεύαζαν ανυψωτικά μηχανήματα, κανάλια και υδροφράκτες, πυροβόλα και φρούρια. Επινόησαν καινούριες χρωστικές ουσίες, ανακάλυψαν τους γεωμετρικούς νόμους της προοπτικής, και κατασκεύασαν καινούρια όργανα μετρήσεως για την εφαρμοσμένη μηχανική και την πυροβολική. Ο πρώτος απ’ αυτούς είναι ο Brunelleschi (1337-1446), ο κατασκευαστής του θόλου του καθεδρικού ναού της Φλωρεντίας. Μεταξύ τών μαθητών του ήταν ο Ghiberti (1378-1455), ο Leone Battista Alberti (1404-72), ο Leonardo da Vinci (1452-1519), και ο Vanoccio Biringucci (πέθανε το 1538), του οποίου το εγχειρίδιο μεταλλουργίας είναι μία από τις πρώτες πραγματείες χημείας που είναι απαλλαγμένη από την αλχημιστική δεισιδαιμονία. Ένας από τους τελευταίους είναι ο Benvenuto Cellini (1500-71), που ήταν χρυσοχόος και γλύπτης· δούλεψε επίσης και ως στρατιωτικός μηχανικός στη
Φλωρεντία. Ο γερμανός ζωγράφος και χαράκτης Αlbrecht Dürer, που έγραψε πραγματείες πάνω στην παραστατική γεωμετρία και την οχυρωματική τέχνη (1525 και 1527), ανήκει σ’ αυτή την ομάδα. Πολλοί καλλιτέχνες-μηχανικοί έγραψαν –στην καθομιλούμενη γλώσσα και για τους συναδέλφους τους– ημερολόγια και άρθρα για τα επιτεύγματά τους. Κατά το μεγαλύτερο μέρος τους, αυτά τα κείμενα κυκλοφορούσαν μόνον ως χειρόγραφα. Οι καλλιτέχνες- μηχανικοί αποκτούσαν τη μόρφωσή τους από τη μαθητεία τους στα εργαστήρια των δασκάλων τους. Μόνο ο Alberti είχε λάβει ουμανιστική παιδεία. Οι χειρούργοι ανήκαν σε μια δεύτερη ομάδα ανώτερων τεχνιτών. Μερικοί ιταλοί χειρούργοι διατηρούσαν σχέσεις με καλλιτέχνες κι αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι η ζωγραφική απαιτεί γνώσεις ανατομίας. Οι κατασκευαστές μουσικών οργάνων ήταν συνδεδεμένοι με τους καλλιτέχνες-μηχανικούς. Ο πατέρας του Cellini, για παράδειγμα, ήταν κατασκευαστής οργάνων, ενώ ο ίδιος ο Cellini ήταν για ένα διάστημα μουσικός στην αυλή του πάπα. Τον 15ο και τον 16ο αιώνα, οι πρόδρομοι του σύγχρονου πιάνου κατασκευάστηκαν από τους εκπροσώπους αυτής της τρίτης ομάδας. Οι κατασκευαστές ναυτικών και αστρονομικών οργάνων και οργάνων μετρήσεως αποστάσεων για τη χωρομέτρηση και την πυροβολική αποτελούσαν μια τέταρτη ομάδα. Αυτοί κατασκεύασαν πυξίδες, αστρολάβους και τετράδες και επινόησαν το αποκλισιόμετρο και το εγκλισιόμετρο κατά τον 16ο αιώνα. Τα όργανα μετρήσεώς τους είναι οι πρόδρομοι των σύγχρονων οργάνων. Μερικοί απ’ αυτούς τους ανθρώπους ήταν θαλασσοπόροι ή πυροβολητές που είχαν αποσυρθεί από την ενεργό δράση· οι χωρομέτρες και οι θαλασσοπόροι, τέλος, θεωρούνταν εκπρόσωποι των μηχανικών τεχνών. Αυτοί και οι κατασκευαστές χαρτών είναι πιο σημαντικοί για την ανάπτυξη της μέτρησης και της παρατήρησης παρά για την ανάπτυξη του πειραματισμού. Αυτοί οι ανώτεροι τεχνίτες είχαν σχέσεις με πολυμαθείς αστρονόμους, γιατρούς και ουμανιστές. Από τους φίλους τους αυτούς άκουσαν για τον Αρχιμήδη, τον Ευκλείδη και τον Βιτρούβιο· ωστόσο, το εφευρετικό τους πνεύμα είχε γεννηθεί μέσα από την επαγγελματική τους ενασχόληση. Οι χειρούργοι και ορισμένοι καλλιτέχνες έκαναν ανατομές, οι χωρομέτρες και οι θαλασσοπόροι έκαναν μετρήσεις, οι καλλιτέχνεςμηχανικοί και οι κατασκευαστές οργάνων ήταν απόλυτα εξοικειωμένοι με τον πειραματισμό και τη μέτρηση, και οι ποσοτικοί τους εμπειροτεχνικοί κανόνες είναι πρόδρομοι των φυσικών νόμων της σύγχρονης επιστήμης. Οι απόκρυφες ποιότητες και οι ουσιώδεις μορφές των σχολαστικών, όπως και ή περιττολογία των ουμανιστών, δεν είχαν καμιά χρησιμότητα γι’ αυτούς. Όλοι αυτοί οι ανώτεροι τεχνίτες είχαν ήδη αποκτήσει σημαντικές θεωρητικές γνώσεις στο χώρο της μηχανικής, της ακουστικής, της χημείας, της μεταλλουργίας, της παραστατικής γεωμετρίας, και της ανατομίας. Αλλά, επειδή δεν είχαν διδαχθεί πώς να προχωρούν συστηματικά, τα επιτεύγματά τους συνιστούν και συλλογή απομονωμένων ανακαλύψεων. Ο Leonardo, παραδείγματος χάριν, προσεγγίζει συχνά με σφαλερό τρόπο μηχανικά προβλήματα που, όπως αποκαλύπτουν τα ημερολόγιά του, τα είχε λύσει σωστά ο ίδιος πριν από χρόνια! Κατά συνέπεια, οι ανώτεροι τεχνίτες δεν μπορούν να ονομαστούν επιστήμονες, αλλά ήταν οι άμεσοι προκάτοχοι της επιστήμης. Φυσικά, η σύγχρονή τους κοινή γνώμη δεν τους θεωρούσε
αξιοσέβαστους σοφούς. Οι δύο συνιστώσες της επιστημονικής μεθόδου ήταν ακόμη διαχωρισμένες πριν από το 1600: η μεθοδική εκγύμναση της διάνοιας ήταν προνόμιο των μορφωμένων ανθρώπων των ανώτερων τάξεων, των πανεπιστημιακών δασκάλων, και των ουμανιστών· ο πειραματισμός και ή παρατήρηση επαφιόταν στους περισσότερο ή λιγότερο πληβείους εργαζόμενους. Ο διαχωρισμός των ελευθέριων και των μηχανικών τεχνών φαίνεται καθαρά στα συγγράμματα της περιόδου. Πριν από το 1550, οι ευυπόληπτοι σοφοί δεν νοιάζονταν για τα επιτεύγματα του νέου κόσμου που είχε μόλις γεννηθεί και έγραφαν στα λατινικά. Από την άλλη μεριά, μετά το τέλος του 15ου αιώνα, δημοσιεύτηκε μια σειρά συγγραμμάτων από «μηχανικούς» στα ισπανικά, τα πορτογαλικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ολλανδικά και τα γερμανικά. Περιλάμβανε πολυάριθμες σύντομες πραγματείες πάνω στη ναυσιπλοΐα, εγχειρίδια μαθηματικών, και διάλογους που ασχολούνταν με προβλήματα εμπορίου, τεχνολογίας και πυροβολικής (συγγραφείς οι Étienne de la Roche, Tartaglia, Dürer, Ympyn), και διάφορα εγχειρίδια περί μεταλλουργίας, οχυρωματικής τέχνης, λογιστικής, παραστατικής γεωμετρίας κατασκευής πυξίδων, κ.λπ. Επιπλέον, υπήρχαν τα χειρόγραφα, αλλά ευρέως διαδεδομένα, κείμενα των ιταλών καλλιτεχνών-μηχανικών. Τα βιβλία αυτά διαβάζονταν επιμελώς από τους συναδέλφους των συγγραφέων τους και από τους έμπορους. Πολλά απ’ αυτά τα βιβλία, ιδίως εκείνα που μιλούσαν για τη ναυσιπλοΐα, επανεκδίδονταν συχνά, αλλά, κατά κανόνα, αντιμετώπιζαν την περιφρόνηση των ευυπόληπτων σοφών. Όσο διατηρούνταν αυτός ο διαχωρισμός, όσο δεν διανοούνταν οι επιστήμονες να χρησιμοποιήσουν τις περιφρονημένες μεθόδους των χειρωνακτών εργαζόμενων, η επιστήμη, με τη σύγχρονη σημασία της λέξης, δεν ήταν δυνατόν να υπάρχει. Γύρω στα 1550, όμως, με την πρόοδο της τεχνολογίας, λίγοι μορφωμένοι συγγραφείς άρχισαν να δείχνουν ενδιαφέρον για τις μηχανικές τέχνες, που είχαν γίνει τόσο σημαντικές από οικονομική άποψη, και συνέγραψαν έργα στα λατινικά και στις ζωντανές ευρωπαϊκές γλώσσες, που αναφέρονταν σε γεωγραφικές ανακαλύψεις, στη ναυσιπλοΐα και στη χαρτογραφία, στη μετάλλευση και στη μεταλλουργία, στη χωρομετρία, στη μηχανική και στην πυροβολική. Τελικά, έσπασε ο κοινωνικός φραγμός μεταξύ των δύο συνιστωσών και της επιστημονικής μεθόδου, και οι μέθοδοι των ανώτερων χειροτεχνών υιοθετήθηκαν από επιστήμονες με ακαδημαϊκή μόρφωση: η πραγματική επιστήμη είχε γεννηθεί. Αυτό ολοκληρώθηκε γύρω στα 1600 με τον William Gilbert (1540-1603), τον Galileo (1564-1642), και τον Francis Bacon (1561-1626). Ο William Gilbert, φυσικός στην υπηρεσία της βασίλισσας Ελισάβετ, ήταν ο πρώτος επιστήμονας με ακαδημαϊκή μόρφωση που εξέδωσε ένα τυπωμένο βιβλίο βασισμένο αποκλειστικά σε εργαστηριακά πειράματα και σε προσωπικές του παρατηρήσεις (De magnete [1600]). Ο Gilbert χρησιμοποίησε και εφηύρε όργανα φυσικής, αλλά δεν εφάρμοσε τα μαθηματικά ούτε διερεύνησε τους φυσικούς νόμους. Όπως κάθε μοντέρνος πειραματιστής, έχει κριτικό πνεύμα. Επιτέθηκε με σφοδρότητα εναντίον του αριστοτελισμού, της πίστης στις αυθεντίες, και της ουμανιστικής περιττολογίας. Η επιστημονική του μέθοδος έλκει την καταγωγή της από χύτες, μεταλλευτές και θαλασσοπόρους, με τους οποίους είχε προσωπικές επαφές. Οι πειραματικές του επινοήσεις και
πολλές άλλες λεπτομέρειες είναι παρμένες από ένα βιβλιαράκι που είχε γράψει στα αγγλικά ο κατασκευαστής πυξίδων Robert Norman, ένας ναυτικός που είχε αποσυρθεί από την ενεργό δράση (1581). Οι σχέσεις του Galileo με την τεχνολογία, τη στρατιωτική εφαρμοσμένη μηχανική και τους καλλιτέχνες-μηχανικούς συχνά υποτιμούνται. Όταν σπούδαζε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Πίζας την προτελευταία δεκαετία του 16ου αιώνα, τα μαθηματικά δεν διδάσκονταν εκεί. Σπούδασε μαθηματικά κατ’ ιδίαν με τον Ostilio Ricci, που ήταν προηγουμένως καθηγητής στην Accademia del Disegno στη Φλωρεντία, μια σχολή που είχε ιδρυθεί είκοσι χρόνια νωρίτερα για νέους καλλιτέχνες και καλλιτέχνες-μηχανικούς. Ιδρυτής της ήταν ο ζωγράφος Vasari. Τόσο η ίδρυση της σχολής αυτής (1562) όσο και η καταγωγή της μαθηματικής μόρφωσης του Galileo δείχνουν ότι η εφαρμοσμένη μηχανική και οι μέθοδοί της βγήκαν σιγά σιγά από τα εργαστήρια των χειροτεχνών και τελικά εισχώρησαν στο χώρο της ακαδημαϊκής εκπαίδευσης. Ως νέος καθηγητής στην Πάδοβα (1592-1610), ο Galileo δίδασκε στο πανεπιστήμιο μαθηματικά και αστρονομία και κατ’ ιδίαν μηχανική και μηχανολογία. Εκείνο τον καιρό έφτιαξε χώρους εργασίας στο σπίτι του, όπου βοηθοί του ήταν χειροτέχνες. Αυτό ήταν το πρώτο «πανεπιστημιακό» εργαστήριο στην ιστορία. Ο Galileo άρχισε τις έρευνές του με μελέτες πάνω στις αντλίες, στη διευθέτηση των ποταμών και στην κατασκευή φρουρίων. Το πρώτο τυπωμένο δημοσίευμά του (1606) περίγραφε ένα όργανο μέτρησης για στρατιωτικούς σκοπούς, το οποίο είχε εφεύρει ο ίδιος. Όλη του τη ζωή τού άρεσε να επισκέπτεται ναυπηγεία και να μιλάει με τους εργάτες. Στο κύριο έργο του τού 1638, τους Discorsi, το σκηνικό του διαλόγου είναι το Οπλοστάσιο της Βενετίας. Το μεγαλύτερό του επίτευγμα –η ανακάλυψη του νόμου των πιπτόντων σωμάτων, που δημοσιεύτηκε στους Discorsi– άρχισε, όπως δηλώνει ο ίδιος, από ένα πρόβλημα της σύγχρονής του πυροβολικής. Ή μορφή της τροχιάς του βλήματος συζητιόταν συχνά από τους πυροβολητές της εποχής. Ο Tartaglia δεν μπόρεσε να δώσει σωστή απάντηση στο πρόβλημα. Ο Galileo, αφού ασχολήθηκε μ’ αυτό σαράντα χρόνια, βρήκε τη λύση συνδυάζοντας πειραματισμούς και μετρήσεις όμοιες μ’ εκείνες που έκαναν οι τεχνίτες και ακαδημαϊκή μαθηματική ανάλυση. Η διαφορετική κοινωνική καταγωγή των δύο συνιστωσών της μεθόδου του —που έγινε και μέθοδος της σύγχρονης επιστήμης— είναι φανερή στους Discorsi, επειδή δίνει τα μαθηματικά πορίσματα στα λατινικά και συζητά τα πειράματα στα ιταλικά. Μετά το 1610, ο Galileo σταμάτησε να γράφει πραγματείες στα λατινικά κι άρχισε να απευθύνεται σε μη επαΐοντες. Τα μεγαλύτερα του έργα είναι γραμμένα πλήρως ή εν μέρει στα ιταλικά. Από τους λογοτέχνες συμπαθούσε μόνο λίγους ποιητές που έγραφαν στα ιταλικά. Ακόμη και το λογοτεχνικό του γούστο φανερώνει την προτίμηση που έδειχνε στον απλό λαό. Η απέχθειά του προς το πνεύμα και τις μεθόδους των σύγχρονων του καθηγητών και ουμανιστών εκδηλώνεται συχνά στις πραγματείες και τις επιστολές του. Η ίδια αντίθεση προς τον ουμανισμό και τον σχολαστικισμό εμφανίζεται και στα έργα του Francis Bacon. Κανένας σοφός πριν απ’ αυτόν δεν επιτέθηκε με τόσο πάθος εναντίον της πίστης στις αυθεντίες και της μίμησης της αρχαιότητας. Ο Bacon εξέφραζε τον ενθουσιασμό του για τους μεγάλους θαλασσοπόρους, τους εφευρέτες, και τους
τεχνίτες της εποχής του· πρόβαλε τα επιτεύγματά τους ως πρότυπα για τους σοφούς. Η κοινή πεποίθηση ότι «είναι εξευτελισμός η έρευνα σε θέματα μηχανικής» είναι «παιδιάστικη» γι’ αυτόν. Η επαγωγή, που ανακηρύσσεται απ’ αυτόν ως η νέα μέθοδος της επιστήμης, είναι προφανώς η μέθοδος εκείνων των ανθρώπων που δούλευαν με τα χέρια τους. Ο Bacon πέθανε από βρογχικά που άρπαξε ενώ πειραματιζόταν παραγεμίζοντας ένα κοτόπουλο με χιόνι, για να δει κατά πόσον αυτό επιδρούσε στη διαδικασία της σήψεως. Αυτό το περιστατικό αποδεικνύει πόσο πολύ περιφρονούσε όλες τις συνήθειες των σύγχρονών του σοφών. Ένα πείραμα αυτού του είδους θεωρούνταν στην εποχή του άξιο ενός μάγειρα ή ενός σφαγέος παρά ενός πρώην Λόρδου Καγκελλάριου της Αγγλίας. Ο Bacon, πάντως, δεν έκανε καμιά σημαντική ανακάλυψη στο χώρο της φυσικής επιστήμης, και τα κείμενά του βρίθουν από ουμανιστική ρητορική, σχολαστικές επιβιώσεις και επιστημονικά λάθη. Είναι όμως ο πρώτος συγγραφέας στην ιστορία της ανθρωπότητας που συνειδητοποίησε πλήρως τη βασική σπουδαιότητα της μεθοδικής επιστημονικής έρευνας για την προαγωγή του ανθρώπινου πολιτισμού. Η πραγματική συμβολή του Bacon στην ανάπτυξη της επιστήμης φαίνεται όταν συγκριθεί με τους ουμανιστές. Οι ουμανιστές δεν ζούσαν από τα έσοδα των βιβλίων τους, αλλά ήταν οικονομικά εξαρτημένοι από τραπεζίτες, ευγενείς και ηγεμόνες. Υπήρχε ένα είδος συμβίωσης μεταξύ αυτών και των πατρόνων τους. Ο ουμανιστής εξασφάλιζε τη ζωή του από τον πάτρονά του, και σε αντάλλαγμα, έκανε τον πάτρονά του διάσημο με τα γραπτά του. Φυσικά, όσο πιό εντυπωσιακά ήταν τα κείμενα των ουμανιστών τόσο πιο διάσημος γινόταν αυτός. Γι’ αυτό το λόγο, η προσωπική δόξα ήταν το επαγγελματικό ιδεώδες των ουμανιστών διανοούμενων. Πολύ συχνά ονόμαζαν τους εαυτούς τους «διανομείς δόξας» και δήλωναν εντελώς ξεκάθαρα ότι η φήμη ήταν το κίνητρο της δικής τους και κάθε διανοητικής δραστηριότητας. Αντίθετα, ο Bacon ήταν πολέμιος του ιδεώδους της ατομικής δόξας. Την αντικατέστησε με δύο νέους στόχους: «την επιβολή ελέγχου πάνω στη φύση» μέσω της επιστήμης και την «προώθηση της μάθησης». Η πρόοδος αντί της δόξας δηλώνει την αντικατάσταση ενός προσωπικού ιδεώδους από ένα αντικειμενικό. Στο έργο του Nova Atlantis ο Bacon περιέγραφε ένα ιδανικό κράτος, στο οποίο η επιστημονική και τεχνολογική πρόοδος επιτυγχάνεται από την προγραμματισμένη συνεργασία των επιστημόνων, από τους οποίους ο καθένας χρησιμοποιεί και συνεχίζει τις έρευνες των προκατόχων και των συναδέλφων του. Οι επιστήμονες αυτοί είναι οι κυβερνήτες της Νέας Ατλαντίδας. Αποτελούν ένα επιτελείο δημοσίων υπαλλήλων οργανωμένων σε εννέα ομάδες σύμφωνα με την αρχή του καταμερισμού της εργασίας. Το ιδεώδες της επιστημονικής συνεργασίας του Bacon προερχόταν προφανώς από τους κατασκευαστές και τους τεχνίτες. Από τη μια μεριά, οι χειρώνακτες εργάτες του πρώιμου καπιταλισμού ήταν συνηθισμένοι να χρησιμοποιούν την πείρα των συναδέλφων και των προκατόχων τους, όπως τονίζει ο ίδιος ο Bacon και, μερικές φορές, ο Galileo. Από την άλλη μεριά, ο καταμερισμός της εργασίας είχε εξελιχτεί στη σύγχρονή του κοινωνία και στην οικονομία ως σύνολο. Ουσιώδης για τη σύγχρονη επιστήμη είναι η ιδέα ότι οι επιστήμονες πρέπει να συνεργάζονται υπέρ της προόδου του καπιταλισμού. Ούτε οι ερίζοντες σχολαστικοί ούτε οι διψασμένοι για
δόξα διανοούμενοι είναι επιστήμονες. Η ιδέα του Bacon είναι ουσιαστικά καινούρια και δεν είχε εμφανιστεί ούτε στην Αναγέννηση ούτε στην αρχαιότητα. Κάπως παρόμοιες ιδέες υποστήριξαν την ίδια εποχή ο Campanella και, περιστασιακά, ο Stevin και ο Descartes. Όπως είναι γνωστό, η Nova Atlantis του Bacon επηρέασε πολύ την ίδρυση επιστημονικών εταιρειών. Το 1654 ιδρύθηκε στο Λονδίνο η Royal Society, το 1663 η Académie française στο Παρίσι· το 1664 παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά τα Proceedings της Royal Society. Κατά την περίοδο αυτή, η συνεργασία των επιστημόνων σε επιστημονικά περιοδικά, εταιρείες, ινστιτούτα, και οργανώσεις προωθούνταν σταθερά. Συνολικά, η υιοθέτηση των μεθόδων των χειρωνακτικά εργαζόμενων στις βαθμίδες των επιστημόνων με ακαδημαϊκή μόρφωση κατά τα τέλη του 16ου αιώνα είναι το αποφασιστικό γεγονός για τη γένεση της επιστήμης. Το ανώτερο στρώμα μπορούσε να συμβάλει με την εξοικείωση που είχε με τη λογική, με την πολυμάθεια, και με το θεωρητικό ενδιαφέρον· το κατώτερο στρώμα μπορούσε να συμβάλει με το αιτιακό πνεύμα, τον πειραματισμό, τη μέτρηση, τους ποσοτικούς κανόνες δράσεως, την περιφρόνηση της αυθεντίας των Σχολών, και την αντικειμενική συνεργασία. III Η παραπάνω εξήγηση της ανάπτυξης της επιστήμης είναι προφανώς ατελής. Η χρηματική οικονομία και τα συνυπάρχοντα στρώματα έμπειρων τεχνικών και κοσμικών επιστημόνων είναι συχνά φαινόμενα στην ιστορία. Γιατί, λοιπόν, η επιστήμη δεν αναπτύσσεται πιο συχνά; Μια σύγκριση με την κλασική αρχαιότητα μπορεί να καλύψει τουλάχιστον ένα κενό στην εξήγησή μας. Ο κλασικός πολιτισμός έκανε επιτεύγματα στη λογοτεχνία, την τέχνη και τη φιλοσοφία που δεν είναι καθόλου κατώτερα από τα σύγχρονα. Παρήγαγε εξαιρετικούς και πολυάριθμους ιστοριογράφους, φιλολόγους και γραμματικούς. Η αρχαία ρητορική είναι ανώτερη από το σύγχρονο αντίστοιχό της τόσο ως προς την εκλέπτυνση όσο και ως προς τον αριθμό εκπροσώπων. Τα επιτεύγματα των αρχαίων είναι σημαντικά στους χώρους της θεωρητικής αστρονομίας και των μαθηματικών, περιορισμένα στο χώρο της βιολογίας, και φτωχά στις φυσικές επιστήμες. Μόνο τρεις φυσικοί νόμοι ήταν γνωστοί στους αρχαίους σοφούς: οι αρχές του μοχλού και του Αρχιμήδη και ο οπτικός νόμος της αντανάκλασης. Στον χώρο της τεχνολογίας, μια διαφορά είναι χτυπητή: στην αρχαιότητα οι μηχανές χρησιμοποιούνταν στον πόλεμο, για την παραγωγή τρικ και «ταχυδακτυλουργιών» και για παιχνίδια· δεν χρησιμοποιούνταν όμως στην παραγωγή αγαθών. Στο σύνολό του, ο αρχαίος πολιτισμός γεννήθηκε από μια μάλλον μικρή σε μέγεθος ανώτερη τάξη που ζούσε από τις προσόδους της. Το κέρδος χρημάτων μέσω της επαγγελματικής εργασίας περιφρονούνταν πάντα από τους κύκλους που καθόριζαν την αρχαία κοινή γνώμη. Ακόμη περισσότερο περιφρονούνταν η χειρωνακτική εργασία. Ακριβώς όπως και στην Αναγέννηση, οι ζωγράφοι και οι γλύπτες άρχισαν να αποσπώνται βαθμιαία από τους χειροτέχνες και να αποκτούν κοινωνική υπόληψη. Μολαταύτα, το κύρος τους ποτέ δεν εξισωνόταν με το κύρος των συγγραφέων και των ρητόρων. Ακόμη και στην εποχή του Πλούταρχου και του
Λουκιανού, οι μεγαλύτεροι γλύπτες της αρχαιότητας αντιμετωπίζονταν ως χειρώνακτες εργάτες και μεροκαματιάρηδες. Σε σύγκριση με τους ποιητές και τους φιλόσοφους, οι καλλιτέχνες αναφέρονταν σπάνια στα συγγράμματα της εποχής, και οι μηχανικοί και οι τεχνολογικοί εφευρέτες σχεδόν καθόλου. Οι τελευταίοι ήταν μάλλον (πολύ λίγα ξέρουμε γι’ αυτούς) ανώτεροι τεχνίτες ή απελευθερωμένοι δούλοι που εργάζονταν ως αρχιεργάτες. Στην αρχαιότητα η σκληρή χειρωνακτική εργασία γίνονταν από τους δούλους. Σε σχέση με το πρόβλημά μας, αυτή είναι η αποφασιστική διαφορά μεταξύ κλασικής και πρώιμης καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι μηχανές και η επιστήμη δεν μπορούν να αναπτυχθούν σ’ έναν πολιτισμό που βασίζεται στην εργασία των δούλων. Οι δούλοι είναι κατά κανόνα ανειδίκευτοι και δεν μπορούν να επιφορτιστούν με τον χειρισμό πολύπλοκων συσκευών και οργάνων. Επιπλέον, η δουλική εργασία μοιάζει να είναι αρκετά φτηνή, πράγμα που σημαίνει ότι καθιστά περιττή την εισαγωγή των μηχανών. Από την άλλη μεριά, η δουλεία καθιστά την κοινωνική περιφρόνηση για τη χειρωνακτική εργασία τόσο ισχυρή που δεν μπορεί να υπερνικηθεί από τους μορφωμένους. Γι’ αυτό το λόγο, η αρχαία διανοητική ανάπτυξη δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το φράγμα μεταξύ γλώσσας και χεριού. Στην αρχαιότητα μόνο οι λιγότερο προκατειλημμένοι σοφοί αποτολμούσαν να κάνουν πειράματα και ανατομές. Πολύ λίγοι σοφοί, όπως ο Ιπποκράτης και οι οπαδοί του, όπως ο Δημόκριτος και ο Αρχιμήδης, έκαναν έρευνες ανάλογες μ’ αυτές που κάνει η σύγχρονη πειραματική και αιτιακή επιστήμη, και ακόμη και ο Αρχιμήδης αισθάνθηκε υποχρεωμένος να απολογηθεί όταν κατασκεύασε πολιορκητικές μηχανές. Όλα αυτά τα δεδομένα και συσχετίσεις έχουν επισημανθεί αρκετές φορές μέχρι τώρα. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η επιστήμη μπόρεσε να αναπτυχθεί πλήρως στο σύγχρονο Δυτικό πολιτισμό επειδή ο ευρωπαϊκός πρώιμος καπιταλισμός στηριζόταν στην ελεύθερη εργασία. Στην πρώιμη καπιταλιστική κοινωνία υπήρχαν πολύ λίγοι δούλοι, που δεν χρησιμοποιούνταν στην παραγωγή, αλλά ήταν είδη πολυτελείας στην κατοχή των πριγκίπων. Προφανώς, η απουσία δουλικής εργασίας είναι είναι αναγκαία αλλά όχι επαρκής συνθήκη για την εμφάνιση της επιστήμης. Και άλλες αναγκαίες συνθήκες μπορούν να βρεθούν, αν κάνουμε μια σύγκριση της πρώιμης καπιταλιστικής κοινωνίας με τον κινέζικο πολιτισμό. Στην Κίνα, η δουλική εργασία δεν ήταν η επικρατέστερη, και η χρηματική οικονομία υπήρχε από το 500 μ.Χ. περίπου. Υπήρχαν επίσης στην Κίνα, από τη μια μεριά, εξαιρετικά έμπειροι τεχνίτες και, από την άλλη, λόγιοι-αξιωματούχοι που αντιστοιχούσαν κατά προσέγγιση στους ευρωπαίους ουμανιστές. Μολαταύτα, η αιτιακή, πειραματική, και ποσοτική επιστήμη, η . προσκολλημένη σε αυθεντίες, δεν εμφανίστηκε στην Κίνα. Ο λόγος που δεν συνέβη αυτό εξηγείται τόσο λίγο όσο λίγο εξηγείται ο λόγος για τον οποίο δεν αναπτύχθηκε ο καπιταλισμός στην Κίνα. Την ακμή της επιστήμης τη μελετούν συνήθως από ιστορικοί που ενδιαφέρονται για τη χρονική διαδοχή των επιστημονικών ανακαλύψεων. Μολαταύτα, η γένεση της επιστήμης μπορεί να μελετηθεί και ως κοινωνιολογικό φαινόμενο. Οι απασχολήσεις των συγγραφέων επιστημονικών έργων και των προκατόχων τους μπορούν να εξακριβωθούν. Η κοινωνιολογική λειτουργία των απασχολήσεων αυτών
και τα επαγγελματικά τους ιδεώδη μπορούν να αναλυθούν. Η χρονική διαδοχή μπορεί να διακοπεί και σημαντικές ως προς το θέμα κοινωνιολογικές ομάδες μπορούν να συγκριθούν με ανάλογες ομάδες σε άλλες περιόδους και άλλους πολιτισμούς – οι σχολαστικοί του Μεσαίωνα με τους ινδούς ιερείς σοφούς, οι ουμανιστές της Αναγέννησης με τους κινέζους μανδαρίνους, οι τεχνίτες και οι καλλιτέχνες της Αναγέννησης με τους συναδέλφους τους της κλασικής αρχαιότητας. Επειδή, στην κοινωνιολογία του πολιτισμού, δεν μπορούν να γίνουν πειράματα, η σύγκριση αναλόγων φαινομένων είναι ουσιαστικά ο μόνος τρόπος εύρεσης και επαλήθευσης αιτιακών εξηγήσεων. Είναι περίεργο πόσο λίγες έρευνες τέτοιου είδους έχουν γίνει. Καθώς οι πολύπλοκες διανοητικές κατασκευές γίνονται αντικείμενο μελέτης συνήθως μόνον από ιστορική άποψη, η κοινωνιολογική έρευνα περιορίζεται, κατά μεγάλο μέρος, σε στοιχειώδη φαινόμενα. Ωστόσο, δεν υπάρχει λόγος να μην εξετάζονται τα πιο σημαντικά και ενδιαφέροντα διανοητικά φαινόμενα με κοινωνιολογικό και αιτιακό τρόπο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Τίτλος πρωτοτύπου: Ε. Zilsel, «The Sociological Roots of Science», American Journal of Sociology, 1941-2. 2. Διαπιστώνουμε εδώ την ύπαρξη ενός μάλλον γενικού κοινωνιολογικού φαινομένου: η κοσμική μόρφωση εμφανίζεται με τη μορφή του ουμανισμού εκεί όπου υπάρχουν επαγγελματίες δημόσιοι υπάλληλοι. Και στην Κίνα επίσης, μετά τη διάλυση του φεουδαλισμού κατά την περίοδο του Κομφούκιου, αναπτύχτηκε μια ομάδα μορφωμένων ανώτερων υπαλλήλων, που κυρίως ενδιαφέρονταν για την τελειότητα στο ύφος και που αναγνώριζαν ως φιλολογικά πρότυπα ορισμένα αρχαία κείμενα. Στην επόμενη περίοδο, για να εισαχθεί κανείς σε μια υπηρεσία, έπρεπε να δώσει εξετάσεις στο ύφος και στη γνώση της αρχαιότητας. Στην Κίνα, ακόμη και η καλλιγραφία ανήκε στα τυπικά προσόντα της ανώτερης μόρφωσης, γιατί τα γράμματα του κινέζικου αλφαβήτου ήταν πολυπλοκότερα από τα ευρωπαϊκά. Κοσμικοί γραμματείς, περήφανοι για το επάγγελμά τους και τη μόρφωσή τους και προσκολλημένοι στα αρχαία πρότυπα, συναντιούνται επίσης στην αρχαία Αίγυπτο και στη νεο-Πάρθια αυτοκρατορία. Στην κλασική αρχαιότητα υπήρχε ένα πλήθος ρητόρων, γραμματικών, φιλολόγων, και φιλοσόφων, που έμοιαζαν με τους ουμανιστές λόγιους της Αναγέννησης.
GIORGIO DE SANTILLANA
Ο ρόλος της τέχνης στην επιστημονική αναγέννηση [1]
... Ο Erwin Panofsky ανέλυσε με πολλή διεξοδικότητα και διορατικότητα τη συμβολή της τέχνης στην επιστήμη σε πολλά πεδία. Είχε δίκιο όταν επέμενε ότι η ανακάλυψη της προοπτικής κυρίως, και των συναφών μεθόδων σχεδιασμού τρισδιάστατων αντικειμένων υπό κλίμακα, ήταν τόσο απαραίτητη για την ανάπτυξη των «παραστατικών» επιστημών στην προ-γαλιλεϊκή περίοδο όσο ήταν το τηλεσκόπιο και το μικροσκόπιο τους επόμενους αιώνες και όσο είναι η φωτογραφία σήμερα. Αυτό ακριβώς συνέβη, στην Αναγέννηση, με την ανατομία. Σ’ αυτό το πεδίο, οι ζωγράφοι, αρχίζοντας από τον Pollauiolo, και όχι οι γιατροί, ήταν εκείνοι που ασχολήθηκαν μ’ αυτήν και μάλιστα ιδίως για σκοπούς διερεύνησης παρά επίδειξης. Για όλα αυτά, δεν μπορώ παρά να δεχτώ την ετυμηγορία του Panofsky: Η τέχνη, από μια ορισμένη στιγμή και μετά, παρέχει τα μέσα μεταβίβασης παρατηρήσεων, που δεν θα ήταν δυνατόν να μεταβιβαστούν από λέξεις, όσο σχετικές με το θέμα κι αν ήταν αυτές, κι όσο πολλές κι αν ήταν. Όσο για μένα, θυμάμαι ένα γράμμα του ζωγράφου Ludovico Cigoli, επ’ ευκαιρία του πατρός Clavius και των παράξενων ιδεών του σχετικά με τη σύσταση της επιφάνειας της Σελήνης από μάργαρο: «Αυτό μου αποδεικνύει πάλι», γράφει αυτός, «ότι ένας μαθηματικός που δεν καταλαβαίνει από σχέδιο, όχι μόνο είναι μισός μαθηματικός, αλλά κι ένας άνθρωπος χωρίς οπτικό πεδίο». Σ’ αυτά τα λόγια ζει ανέπαφο το πνεύμα του Leonardo, αν και γράφτηκαν έναν αιώνα αργότερα. Κι έτσι ξαναγυρίζουμε στον Leonardo. Τούτη τη στιγμή όμως θα αποφύγω να χωθώ στη ζούγκλα του Da Vinci, όπου ο ιστορικός της τέχνης συναντά τον ιστορικό της επιστήμης, όπως ο Stanley τον δόκτορα Livingston [2]. Σ’ αυτό το δοκίμιο, πρόθεσή μου είναι να συγκεντρώσω το ενδιαφέρον μου στην πρώιμη περίοδο που έχει ως επίκεντρό της τον Filippo Brunelleschi (1377-1446). Πιστεύω πως η σπουδαιότητά του δεν έχει αναδειχτεί όσο θα έπρεπε. Μ’ αυτόν βρισκόμαστε στο αρχικό σημείο όπου ο ιστορικός είναι υποχρεωμένος να ξεδιαλύνει τις συγκεχυμένες ιδέες. Ο Brunelleschi γύρω στο 1400 πρέπει να θεωρηθεί τόσο ο πιο δημιουργικός επιστήμονας όσο και ο πιο δημιουργικός καλλιτέχνης της
εποχής του, γιατί τότε δεν υπήρχε τίποτε στη δημιουργική επιστήμη που να μη μπορούσε να το κάνει αυτός. Δεν πρέπει να θέτουμε τη δική μας εικόνα για την επιστήμη ως κριτήριο για το παρελθόν. Ο Brunelleschi φαίνεται πως ήταν εκείνος που χάραξε το δρόμο της επιστήμης για την γενιά του. Ποιος του έδωσε τις αρχικές επιστημονικές του ιδέες; Ήταν ο Manetti ή, όπως υποστηρίζουν άλλοι, ο Toscanelli; Ή κάποιος άλλος; Κάτω από ποιά μορφή; Ένας ιστορικός της τέχνης, ο Pierre Francastel, κάνει κάποιες συγκαλυμμένες κατηγορίες εναντίον των ιστορικών της επιστήμης: «Τόσο λίγα ξέρουμε», λέει, «για την ιστορία της επιστήμης σ’ αυτήν την περίοδο, που χάνουμε τον προσανατολισμό μας». [...] Δεν έχουμε δημιουργήσει ακόμη τεχνικές ανάλυσης γι’ αυτή την ουδέτερη ζώνη που βρίσκεται μεταξύ τέχνης και επιστήμης· έχουμε στη διάθεσή μας πολύ λίγα δεδομένα και κανένα κριτικό εργαλείο, με την εξαίρεση κάποιων οξυδερκών παρατηρήσεων ορισμένων φιλοσόφων, όπως ο Brunschvicg, που επισήμανε σ’ αυτή την περίοδο μια κίνηση από τον «μηχανικισμό» στον «μαθηματικισμό». Και πάλι, τι σημαίνουν πραγματικά αυτές οι λέξεις, και μέσα σε ποιο πλαίσιο; [...] Δύο μεγάλα θέματα έρχονται στο μυαλό όταν σκεπτόμαστε αυτή την αλλαγή που άφησε εποχή. Το ένα είναι η ανάδυση της μοντέρνας έννοιας του φυσικού νόμου υπεράνω και εναντίον της μεσαιωνικής, που εφαρμόζεται στην κοινωνία, και το άλλο η διανοητική «αλλαγή άξονα», που κατέστησε δυνατή μια εξήγηση της φύσης όχι πια με βάση τη μορφή, αλλά με βάση τη μαθηματική συνάρτηση. Γι’ αυτά τα θέματα, η ιστορία της επιστήμης δεν έχει να πει πολλά ως προς την εποχή πριν από τον Galileo και τον Descartes· μπορεί απλώς να επισημάνει τις πολύ γνωστές σχολαστικές απόπειρες. Παραθέτει προφητικές κουβέντες, που, καθώς είναι διάσπαρτες σε τρεις αιώνες, δεν μπορούν να μας οδηγήσουν σε κάποιο συμπέρασμα. Εξακολουθούμε να αναζητούμε το μέρος όπου συνέβη πράγματι το γεγονός στην πρώτη του μορφή. Ας προσπαθήσουμε να προσεγγίσουμε ένα σημείο όπου η τέχνη και η επιστήμη αναντίρρητα ενώνονται. Ο Brunelleschi δημιούργησε τη θεωρία του της προοπτικής με πειραματικά μέσα. Κατασκεύασε το παλιότερο οπτικό όργανο μετά τα ματογυάλια. Έχουμε την περιγραφή του Manetti για τη συσκευή του: ήταν μια ξύλινη πινακίδα με μήκος μισό πήχη, στην οποία αυτός είχε ζωγραφίσει «με τέτοια επιμέλεια, τελειότητα και φροντίδα για το χρώμα, που έμοιαζε με έργο κάποιου μινιατουρίστα», την πλατεία του καθεδρικού ναού της Φλωρεντίας, κοιταγμένη από ένα σημείο τρία πόδια μέσα από την κύρια πόρτα του καθεδρικού. Ό,τι ήταν ανοιχτός ουρανός μέσα στη ζωγραφιά καλύφτηκε με φύλλα από στιλβωμένο ασήμι, «έτσι ώστε ο αέρας και ο ουρανός να αντικατοπτρίζονται με ακρίβεια, και τα σύννεφα να περνούν από κει ακριβώς όπως γεννιούνται από τους ανέμους». Στο μπροστινό μέρος, στο σημείο όπου η κατακόρυφη γραμμή του ορώμενου συναντούσε την απεικονιζόμενη σκηνή, άνοιξε μια τρύπα, όχι πολύ μεγαλύτερη από την κόρη του ματιού, η οποία έβγαινε από την άλλη μεριά. Απέναντι από τον πίνακα, σε απόσταση ενός χεριού, κρέμασε έναν καθρέφτη. Αν κοίταζες μέσα από την τρύπα από το πίσω μέρος του πίνακα την αντανάκλασή του στον κρεμασμένο καθρέφτη, έβλεπες τη ζωγραφιά ακριβώς από το
προοπτικό της σημείο και «νόμιζες πώς έβλεπες την καθαυτό αλήθεια κι όχι μια εικόνα». Το επόμενο βήμα, όπως το βλέπουμε σήμερα, είναι να αντιστρέψεις τη διάταξη της συσκευής και να αφήσεις το φως που περνάει μέσα από την οπή να απεικονίσει από μόνο του την εξωτερική σκηνή πάνω σε μια γυαλισμένη με λάδι χάρτινη οθόνη. Αυτή είναι η camera obscura, όχι ακριβώς εκείνη που περιέγραψε για πρώτη φορά στο 1430 ο Alberti, αλλά η πιο κοντινή της, και πήρε καιρό ώσπου να κατανοηθεί καλά. Αλλά η συνολική αλληλουχία των ιδεών άρχισε με τον Brunelleschi, μεταξύ του 1390 και του 1420. Επομένως, δεν έχουμε μόνο μία συσκευή, αλλά μια σειρά πειραματικών επινοήσεων τεράστιας σημασίας, που συγκρίνονται σε σπουδαιότητα με εκείνη τη συσκευή που εμφανίστηκε δύο αιώνες αργότερα, το τηλεσκόπιο του Galileo. Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Galileo ανακοίνωσε ότι το όργανό του προερχόταν «από τους πολύ λίγο γνωστούς νόμους της προοπτικής», και ότι οι λέξεις αυτές είναι, παρά την ανεπάρκειά τους, αρκετά αποκαλυπτικές. Το καινούργιο πράγμα μπορούσε να γίνει κατανοητό κατ' εκτίμηση μόνον ως ένα ακόμη «προοπτικό όργανο»· και πράγματι το παλιό λατινικό του όνομα ήταν perspicillum, από όπου βγήκε στα αγγλικά το «προοπτικό γυαλί», ένα όνομα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί εξίσου καλά και για τις συσκευές του Brunelleschi. Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο ίδιος ο Copernicus πρότεινε ειλικρινά το σύστημά του ως μία καθαυτό προοπτική κατασκευή: «Πού θα μπορούσε να τοποθετηθεί ο φανός του Σύμπαντος αν όχι στο κέντρο;» Αντίστροφα, υπάρχει ένα «κοπερνίκειο» πνεύμα σχετικά με την προοπτική. Οι άνθρωποι θα απεικονίζονται τόσο μικροί όσο πρέπει να είναι σύμφωνα με την απόσταση στην οποία βρίσκονται. Δεν υπάρχει τίποτε κακό στο να φαίνεσαι μικρός, αν το μυαλό ξέρει τον νόμο της αναλογίας· αντίθετα, οι καλλιτέχνες του Μεσαίωνα πίστευαν ότι η αλλαγή μεγέθους έπρεπε να κρατηθεί μέσα στα όρια της συμβολικής σπουδαιότητας και σχέσης των μορφών με το σύνολο. Αυτό που έκαναν οι επινοήσεις του Brunelleschi είναι από κάθε άποψη εξίσου σημαντικό με το επίτευγμα του τηλεσκοπίου. Αν το τηλεσκόπιο καθιέρωσε το κοπερνίκειο σύστημα ως φυσική πραγματικότητα, και έδωσε στους ανθρώπους μια ιδέα για τον αληθινό αστρονομικό χώρο, οι επινοήσεις του Brunelleschi διένυσαν έναν μακρύ δρόμο ώσπου να καθιερώσουν στη φυσική φιλοσοφία μια νέα ιδέα σχετικά με τη φύση του φωτός. Δεν χρειάζεται να επιμείνω σ’ αυτές τις συνέπειες της camera obscura, γιατί είναι κάτι εμπεριστατωμένο στην ιστορία της επιστήμης. Ο Brunelleschi, δείχνοντας τον παθητικό χαρακτήρα της ιδιότητας της όρασης, έκοψε το δρόμο σε μια μεγάλη σειρά θεωριών, πρωτόγονης, και επίσης πλατωνικής, καταγωγής, που βεβαίωναν ότι η ιδιότητα της όρασης ήταν μια «ενεργός λειτουργία», μια «επέκταση» της ψυχής. Μετά την ανακάλυψη του σχηματισμού μιας εικόνας πάνω σε μια οθόνη, η διαδικασία διαμόρφωσης θεωριών μπορούσε να προχωρήσει καλά για ένα διάστημα, επειδή στηριζόταν σ’ ένα επίκτητο και πολιτισμικό πλέον κεφάλαιο, αλλά τα καλύτερα μυαλά δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν σ’ αυτήν ολόψυχα, και γι’ αυτό ήταν καταδικασμένη σε τελική παρακμή και πτώση.
Όλα λοιπόν ήταν έτοιμα για περαιτέρω επεξεργασία. Για να δούμε την αλλαγή στην εποχή που μας ενδιαφέρει εδώ, αρκεί να συγκρίνουμε τη συνέπεια και τη γονιμότητα της νέας άποψης με τις οπτικές θεωρίες του Ghiberti, παλιού φίλου του Brunelleschi. Υπάρχουν πραγματικά συγκεχυμένες και αβέβαιες υποσημειώσεις στον Alhazen. Ο Ghiberti βλέπει θαμπά το καινούριο πράγμα που ανακάλυψε ο Brunelleschi, αλλά δεν μπορεί να το συλλάβει καλά, και τσαλαβουτά ανάμεσα στο παλιό και στο καινούργιο. Απ’ αυτή την άποψη είναι ο τελευταίος του Μεσαίωνα... Πενήντα χρόνια αργότερα, με τον Piero della Francesca και τον Leonardo, βρισκόμαστε σχεδόν πλήρως μέσα στις νέες ιδέες σχετικά με το φως. Βέβαια, αυτές απέκτησαν επιστημονική ιθαγένεια μόνο το 1620 με τον Benedetto Castelli, αλλά αυτό οφείλεται στο ότι, στη φιλοσοφική θεωρία, το παλιό αργεί πολύ να πεθάνει και το παρόν είναι μια συνύπαρξη πολλών εποχών. [...] Ας γίνουμε για λίγο καθαυτό ιστορικοί. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Μεσαίωνας έδωσε μια θέση στη μουσική μέσα στο Quadrivium [3], ανάμεσα στις Ελευθέριες Τέχνες, όχι όμως στη ζωγραφική. Αν ακολουθήσουμε το σχήμα των επτά Μηχανικών Τεχνών, που θεωρούνταν ωχρή αντανάκλαση των ανώτερων τεχνών, θα βρούμε το lanificium, την armatura, τη navigatio, την agricultura, τη venatio και την theatrica [4]. Το λανάρισμα του μαλλιού και το κυνήγι είναι αναγνωρισμένες τέχνες, αλλά η ζωγραφική και η γλυπτική όχι. Οι παραστατικές τέχνες μένουν σε καθαρά δουλική κατάσταση. Δεν θεωρούνται δραστηριότητα ενός ελεύθερου ανθρώπου. Αυτό δεν είναι απλώς αμέλεια. Ο Habanus Maurus είχε διδάξει πριν από καιρό, στην αρχή του Μεσαίωνα, την πρωτοκαθεδρία της Λέξης. Ο ίδιος ο Dante, που θαυμάζει τον Giotto, δείχνει, με την εξιδανικευμένη χρήση της γλυπτικής στο Καθαρτήριο, ότι τη θεωρεί ένα είδος διδακτικής βοήθειας, ανεβασμένης ίσως σ’ ένα είδος κινηματογραφικού εφέ από το θείο άγγιγμα, αλλά πάντα υποβοηθητικής και διακοσμητικής, ενώ η ποίηση είναι γι’ αυτόν ένα αληθινό φιλοσοφικό μέσο, μια μεταμόρφωση του αντικειμένου με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει κοσμική σημασία. Ακόμη και ο Cennini, που έγραφε στα 1390 και τον διάβασε ο νεαρός τότε Brunelleschi, έδινε στην τέχνη της ζωγραφικής και της γλυπτικής μια επαγγελματική θέση δίπλα στην ποίηση, αλλά πίστευε ότι έπρεπε να ισχύουν γι’ αυτήν οι παλιοί αναλογικοί κανόνες των αρχαίων συμβάσεων. Επιπλέον, κι αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, τόνιζε ότι οι κανόνες αυτοί δεν εφαρμόζονται στη γυναίκα, που δεν έχει συμμετρία αναλογιών, επειδή δεν είναι έλλογη, αλλά καθαρό πράγμα της φύσης. Αυτή είναι ή διανοητική υπόσταση του προβλήματος την εποχή της αιφνίδιας εμφάνισης της πρώιμης Αναγέννησης, και δεν διευκρινίζεται πολύ από τις πρώτες ανήμπορες και αυθαίρετες θεωρητικοποιήσεις ή από τον Βιτρούβιο, τον οποίο όπως φαίνεται, ποτέ δεν μπήκε στον κόπο να διαβάσει ο Brunelleschi. Όσο για την «επιστήμη», αυτή ήταν στα χέρια καθηγητών που καθόλου δεν νοιάζονταν γι’ αυτά τα πράγματα. Πώς μπόρεσαν λοιπόν να φτάσουν σε μια prise de conscience αυτοί οι άνθρωποι; Πώς δημιουργήθηκε ο καινούριος διανοητικός αστερισμός; Το πρόβλημα μπορεί να γίνει σαφέστερο αν αναλογιστούμε το δεύτερο στάδιο, που είναι πολύ πιο οικείο σε μάς. Δύο αιώνες αργότερα, τον καιρό του Galileo, η πάλη μεταξύ της παλιάς και της καινούργιας
μορφής γνώσης είναι κατάφωρη. Ο Galileo είναι ένας αναγνωρισμένος επιστήμονας που ασχολείται με αναγνωρισμένες επιστήμες, τα μαθηματικά και την αστρονομία. Ωστόσο, είναι αναγκασμένος να παλεύει σ’ όλη του τη ζωή με την προκατάληψη που δεν θέλει να του δώσει μια φιλοσοφική θέση. Τον μεταχειρίζονται ως τεχνικό και του στερούν κάθε αρμοδιότητα ενασχόλησης με τα αληθινά αίτια των πραγμάτων, που ανήκουν στον χώρο της κοσμολογίας, όπως πιστεύουν στις σχολές. Όλοι θυμόμαστε πόση πειθώ έπρεπε να ξοδέψει για να δείξει ότι, όταν έχουμε βρει ένα «αναγκαίο», δηλαδή, ένα μαθηματικό, αίτιο, έχουμε ένα αίτιο τόσο αληθινό όσο μπορεί να χωρέσει το μυαλό μας, και δεν χρειάζεται να ψάχνουμε αλλού. Γνωρίζουμε ότι χρειάστηκαν οι συνδυασμένες προσπάθειες του Galileo, του Descartes και του Newton για να καθιερωθεί η νέα ιδέα της φυσικής φιλοσοφίας. Αν ξαναγυρίσουμε τώρα στο 1400 αντί για το 1600, όταν το μεσαιωνικό πλαίσιο ιδεών είχε ακόμη μια επιβλητική και αδιαμφισβήτητη παρουσία, όταν αυτό που ονομάζουμε επιστήμη ήταν μια κρυφή υπόθεση χωρίς δικό της χαρακτήρα. Αν σκεφτούμε αυτή την ομάδα ανθρώπων που δεν είχαν σύνδεση με τα πανεπιστήμια, που είχαν μικρή πρόσβαση σε βιβλία, που δύσκολα περνούσαν για αστοί και που φορούσαν συνεχώς τη δερμάτινη ποδιά της δουλειάς –τότε, δεν έχει κανένα νόημα να μιλάμε αόριστα για ιδιοφυίες· πρέπει να δείξουμε κάποιες συγκεκριμένες δυνατότητες που υποβάσταζαν αυτήν την αιφνίδια δημιουργία ενός νέου κόσμου θεωρητικών συλλήψεων. Η περίοδος στην όποια αναφέρομαι είναι καλά οριοθετημένη· είναι ο 15ος αιώνας, που αρχίζει με το πρώιμο έργο του Brunelleschi και ολοκληρώνεται γύρω στο 1500 με τον Leonardo και τον Luca Pacioli. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, το πρώτο πράγμα ήταν να αποκτήσουν κάποια ιδέα του κοινωνικού τους ρόλου που θα τους επέτρεπε να σκέφτονται νόμιμα. Εδώ μπορούμε να δούμε ότι βρήκαν ένα στήριγμα στην παλιά θεωρία, αφού την επανερμήνευσαν. Γιατί, ακριβώς όπως η ιατρική ισχυριζόταν ότι η επιστήμη-πάτρονάς της ήταν η «physica» (από δώ και τα ονόματα «physic» και «physician») [5], έτσι κι αυτοί οι τεχνίτες είχαν δύο μηχανικές τέχνες, την αρχιτεκτονική και την theatrica, και, πάνω απ’ αυτές, τη μουσική και τα μαθηματικά. Τον καιρό του Pollaiuolo, η αρχιτεκτονική θεωρείται απ’ όλους ελευθέρια τέχνη. Ας σημειώσουμε όμως τη διαφορά. Ο ζωγράφος είχε πίσω του μία μόνο μηχανική τέχνη, την theatrica. Στην πραγματικότητα ήταν προσκολλημένος σ’ αυτήν, κι αυτό δεν θα το ξέραμε αν δεν συγκέντρωνε ο G.R. Kernodle όλα τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη σύνδεση της σκηνογραφικής τέχνης, μ’ όλο το ρεπερτόριό της των σκηνικών αντικειμένων και ενδυμάτων, με το σκηνικό και το φόντο των πινάκων ζωγραφικής [6]. Αυτό έφτασε ώς τον σχεδιασμό πόλεων... αλλά ακόμη κι όταν παρέμεινε καθαρή διακόσμηση, ή σκηνικά ενός θεατρικού έργου, μετατόπιζε τον τόνο από το liber pictus της λατρευτικής τέχνης στις παραγωγές και στη μεγαλοπρέπεια των αναπαραστάσεων της αυλής και της πόλης. Ο Ghirlandaio, ο Benozzo Gozzoli, είναι ονόματα που έρχονται στο μυαλό: αλλά ακόμη και στα έργα του Raphaelo και του Ticiano, το νέο «θεαματικό» στοιχείο είναι ισχυρότερο από τη λατρευτική αφορμή. Αντίθετα, ο αρχιτέκτονας έχει να χειριστεί κάτι εντελώς στέρεο. Χτίζει την πραγματικότητα.
Αυτό μας οδηγεί στον τρίτο παράγοντα, στον καινούριο τύπο πατροναρίσματος από μια νέα άρχουσα τάξη. Είναι σημαντικό το γεγονός ότι ακριβώς την εποχή που ο Brunelleschi διορίστηκε σύμβουλος στην Opera del Duomo (την Επιτροπή Εργασιών για τον καθεδρικό ναό), τα τελευταία εκκλησιαστικά μέλη της επιτροπής αυτής αποσύρθηκαν και έτσι μεταβλήθηκε σε καθαρά λαϊκό σώμα. Από την άλλη μεριά, από τη στιγμή που πήρε την εκτελεστική εξουσία ο Brunelleschi, έδειξε μια καινούρια τεχνοκρατική αυταρχικότητα: απέλυσε όλους τους μάστορες-χτίστες κατηγορώντας τους για κωλυσιεργία και τους επαναπροσέλαβε με τους δικούς του όρους. Δεν ανέβηκε όμως στην κορυφή χωρίς να δώσει μια κρίσιμη μάχη με τη συντεχνία των μαστόρων της Πέτρας και του Ξύλου, που αντιστεκόταν στα σχέδια του και που προσπάθησε να επιτύχει τη σύλληψη του Brunelleschi, ενός παρείσακτου, με το αιτιολογικό ότι δεν πλήρωνε τους φόρους του. Αυτός όμως ζήτησε τη βοήθεια της Επιτροπής Εργασιών και κατάφερε να ρίξει τους σημαντικότερους στη φυλακή. Αυτό ήταν το τέλος της μεσαιωνικής δύναμης εκείνων τους οποίους αποκαλούσε περιφρονητικά «μεγάλους μάστορες του μυστριού»... Εδώ έχουμε λοιπόν για πρώτη φορά έναν νέο τύπο μάστοραμηχανικού, έχουμε έναν άνθρωπο που υποστηρίζεται από το κύρος των μαθηματικών και από τα «απόκρυφα μυστικά της προοπτικής» (ο αστεϊσμός του Galileo για τα δικά του επιτεύγματα είναι σίγουρα έγκυρος στην περίπτωση αυτή). Έχουμε έναν άνθρωπο που η ικανότητά του δεν θεωρείται πως εξαρτάται μόνο από τη μακρόχρονη πείρα και τα μυστικά του επαγγέλματος, αλλά και από τη δύναμη της διάνοιας και τη θεωρητική τόλμη. Έχουμε έναν άνθρωπο που περιγελά και παραμερίζει τη συνηθισμένη σκέψη –μέσω επιτροπής–, που μπορεί να πει τις απόψεις του στα συμβούλια της πόλης και που κατοχυρώνει με πατέντα τις μηχανές του (μια πατέντα του 1421 περιγράφει σε κάπως πρόχειρα λατινικά μια μηχανή «pro trahendo et conducendo super muris Cupolae lapides, macignos et alia opportuna», και μια άλλη, του ίδιου έτους, περιγράφει μια φορτηγίδα εξοπλισμένη με γερανούς). Ο Brunelleschi είναι όντως ο πρώτος επαγγελματίας μηχανικός που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον παλιό «μάστορα χτίστη», τον δεμένο στην παράδοση. Είναι ο πρώτος άνθρωπος που διορίστηκε επαγγελματίας στρατιωτικός μηχανικός από την Signoria [7], και που σχεδίασε τα οχυρωματικά έργα πολλών πόλεων: το έργο του είναι ο προάγγελος του πρώτου σχετικού εγχειριδίου, που γράφτηκε από τον Francesco di Giorgio Martini. Μολαταύτα, ώς το τέλος της ζωής του θεωρούνταν κατά πρώτο λόγο μεγάλος σχεδιαστής και καλλιτέχνης· κι ακόμη περισσότερο, ένας άνθρωπος που έλεγχε τις φιλοσοφικές συνεπαγωγές όσων πραγμάτων έκανε. Ο Donatello μπορεί να ήταν εξοικειωμένος με τους λατίνους κλασικούς· μολαταύτα, θεωρείται τεχνίτης. Ο Brunelleschi δεν ήταν τέτοιος· θεωρείται διανοούμενος. Έπειτα από έναν αιώνα μόνο εμφανίστηκε η μοιραία διάκριση μεταξύ καθαρής και εφαρμοσμένης τέχνης. Εκείνη την εποχή, ο καθαρός καλλιτέχνης μόλις και μετά βίας ήταν διανοούμενος. Τέλος, έχουμε το γεγονός ότι αυτό το σύμπλεγμα των επιτευγμάτων στα οποία έφτασε, κάτω από την αρχηγία του Brunelleschi, μια ομάδα μεγάλων ταλέντων (οι Manetti, Ghiberti, Donatello, Massacciο, Luca della Robia), βρήκε έναν «φιλολογικό»
υποστηρικτή στο πρόσωπο του Leon Battista Alberti (πέθανε το 1472), που έδωσε στις ιδέες τους πλήρη δυνατότητα εισχώρησης στον επίσημο κόσμο των γραμμάτων και του ουμανισμού –κάτι που μόνο ο Galileo μπόρεσε να κάνει αργότερα, χωρίς δεχτεί τη βοήθεια κανενός. Δεν χωράει αμφιβολία πως επρόκειτο για μια εύθραυστη και εφήμερη ένωση. Με την επιμονή του στην «επιστήμη του κάλλους» ο Alberti διαιώνιζε την ακαμψία των μεσαιωνικών κλάδων, με την αρχαία ιδέα τους για τη «μέθοδο» και τις υπαγορεύσεις τους περί του ορθού. Η ένωση κατέληξε να γίνει ακαδημαϊκή κατά την περίοδο που η επιστήμη πετάχτηκε μπροστά με τη δική της ιδέα για τη μέθοδο και την αλήθεια. Αλλά, κατά τη δημιουργική της περίοδο, η ένωση ήταν αληθινή. Ο Alberti απλώς παραφράζει τα λόγια του Brunelleschi, όταν λέει για τη νέα τέχνη της αρχιτεκτονικής: «Ξεθάψαμε ό,τι γράφτηκε στο παρελθόν και ό,τι δεν γράφτηκε ποτέ το βγάλαμε από τον ουρανό: Βρίσκουμε εδώ το πρώιμο αντίστοιχο ή μάλλον την πρώτη δοκιμή εκείνου του «κοινωνικού ρήγματος» που πραγματοποιήθηκε από τη νέα επιστήμη του Galileo μέσω του τηλεσκοπίου. Γύρω στο 1450, όλοι ήξεραν ότι μια καθαρή θεωρία είχε προηγηθεί του συμπλέγματος των επιτευγμάτων που είχε ως κορώνα του τον Τρούλο του καθεδρικού ναού, ο οποίος μπορούσε, όπως λέει ο Alberti, «να κρατήσει κάτω από τη σκιά του όλους τους λαούς της Τοσκάνης». Εντοπίσαμε τέσσερις προϋποθέσεις ή, όπως θα έλεγαν οι διαλεκτικοί συνάδελφοι μας, τέσσερις αντικειμενικές δυνατότητες για μια επιστημονική αναγέννηση. Τολμώ να πω επίσης πως εντοπίσαμε και την καθαυτό επαναστατική συνείδηση. Μολαταύτα, ακόμη κι αν χτενίσουμε τα αρχεία με δόκιμο διαλεκτικό στυλ, δεν θα μπορέσουμε να καταγράψουμε τη γέννηση της σύγχρονης εμπειρικής επιστήμης. Μένουμε στο ερώτημα με το όποιο αρχίσαμε: «Τι ήταν αυτή; Εν ονόματι τίνος πράγματος έγινε;»... Τι μετέδωσαν λοιπόν εκείνοι οι άνθρωποι για τους οποίους μιλούσαμε προηγουμένως; Μετέδωσαν το αίσθημα της μεγάλης αξίας των μαθηματικών, για την οποία εγγυόταν η πλατωνική σοφία· την ελπίδα στα μαθηματικά, που αναζωπυρώθηκε τον επόμενο αιώνα από περίφημους σοφούς όπως ο Bacon και ο Grosseteste· και, κυρίως, τις πεποιθήσεις και τις θαυμαστές εξαγι’ελίες στις οποίες είχε στραφεί στην πορεία των αιώνων ο χριστιανικός πνευματικός μυστικισμός και οι οποίες εκφράζονταν με τη «μεταφυσική του φωτός». Ας αναφέρουμε κάποια παραδείγματα. Μπορούμε να αρχίσουμε με την πλατωνική αναλογία του θεού με τον ήλιο που παρουσιάζεται στο μύθο του Σπηλαίου. Η αναλογία συνεχίζεται ως εξής: εφόσον ο θεός είναι η ζωή της ψυχής, ο φυσικός κόσμος συνέχεται και παίρνει ζωή από τη δύναμη του φωτός και της θερμότητας, που πρέπει με τη σειρά της να είναι το υπέρτατο συστατικό στοιχείο της πραγματικότητας. Δεν θα μπορούσε κανείς να το εκφράσει αυτό καλύτερα από τον Galileo στην Τρίτη του Επιστολή στον Dini το 1615. «Μου φαίνεται πως υπάρχει στη φύση μια ουσία εξαιρετικά πνευματική, δυσδιάκριτη και γρήγορη που, καθώς διαχέεται στο σύμπαν, διαποτίζει ανεμπόδιστα όλα τα μέρη του, θερμαίνει, ζωογονεί και κάνει καρπερά όλα τα ζώντα πράγματα. Το σώμα του ήλιου φαίνεται πως είναι η κύρια υποδοχή της δύναμης αυτής της ουσίας... Μπορούμε να υποθέσουμε εύλογα πως αυτή είναι κάτι παραπάνω από το φως που
βλέπουμε στην πραγματικότητα, γιατί διαπερνά όλα τα σώματα, όσο πυκνά κι αν είναι, όπως η ζέστη, χωρίς να φαίνεται. Μολαταύτα, ενώνεται με το φως ως πνεύμα του και ως δύναμή του, και συγκεντρώνεται στον ήλιο, απ’ όπου βγαίνει δυναμωμένη και λαμπρότερη, κυκλοφορώντας μέσα στο σύμπαν όπως κυκλοφορεί το αίμα μέσα στο σώμα καθώς βγαίνει από την καρδιά. Αν μπορώ να αποτολμήσω μια υπόθεση, πρέπει να είναι «το πνεύμα που αιωρούνταν πάνω από τα νερά», το φως που δημιουργήθηκε την Πρώτη ημέρα της Δημιουργίας, ενώ ο ήλιος φτιάχτηκε μόνο την Τέταρτη...». Αργότερα, ο Galileo επέμενε στην ιδέα ότι το θεμελιώδες υπόβαθρο της πραγματικότητας πρέπει να είναι το ίδιο το φως. Έπειτα απ’ αυτό δεν χρειάζεται να σταθμίσουμε τις ρητές διακηρύξεις πίστης του και τις επιφυλάξεις του απέναντι στον πλατωνισμό. Η θεωρία του φωτός, «ένα βασικό μέσο πρόσβασης στη φιλοσοφική ενατένιση της φύσης», όπως την ονομάζει ο ίδιος, είναι ένα αληθινό πλατωνικό σημάδι. [...] Κατόπιν τούτων, μπορούμε να καταλάβουμε καλύτερα ορισμένα ειδικά χαρακτηριστικά του απροκάλυπτου πλατωνισμού του Alberti. Με τον Ficino είχε γίνει ήδη μια αρχή, και ήταν φυσικό να την προχωρήσει περαιτέρω ο Alberti. Μολαταύτα, το αποτέλεσμα είναι πολύ διαφορετικό από την Schwärmerei του Ficino. Λέει ο Alberti: «Το μεγάλο, το μικρό, το ψηλό, το χαμηλό, το φωτεινό, το σκοτεινό, και όλα αυτά που ονομάζονται συμβεβηκότα των πραγμάτων, είναι τέτοια που κάθε γνώση γι’ αυτά προκύπτει μέσω σύγκρισης και κατ' αναλογίαν...». Μήπως μας θυμίζει αυτό κάτι που ακούσαμε αλλού; Και βέβαια: «Όταν σκεφτόμαστε ή επιδιώκουμε να εισχωρήσουμε στην αληθινή και ενδότερη ουσία των φυσικών ουσιών, ή αρκούμαστε στη γνώση κάποιων συμβεβηκότων τους... Αλλά θα αποκαλύψω ότι, στην πραγματικότητα, δεν καταλαβαίνω περισσότερα για τις ουσίες τέτοιων οικείων πραγμάτων όπως το νερό, η γη ή η φωτιά, απ’ όσα καταλαβαίνω για τις ουσίες της σελήνης και του ήλιου, γιατί ή γνώση αυτή αποκρύπτεται από μας και δεν θα την αποκτήσουμε ώσπου να φτάσουμε σε μια κατάσταση αγιότητας. Αλλά, αν αυτό το οποίο θέλουμε να επιτύχουμε, είναι ή κατανόηση κάποιων συμβεβηκότων ή ιδιοτήτων των πραγμάτων, τότε μου φαίνεται πως δεν χρειάζεται να απελπιζόμαστε επειδή την αποκτούμε με μέσα που ξεπηδούν από τη μέτρηση και τη γεωμετρία (κι αυτό ισχύει είτε ασχολούμαστε με απομακρυσμένα σώματα είτε με σώματα που βρίσκονται δίπλα στο χέρι μας –καμιά φορά μάλιστα ιδίως για τα πρώτα)» [8]. Αυτά γράφει ο Galileo για τις ηλιακές κηλίδες, και η ομοιότητα με τα λόγια του Alberti είναι καταφανής. Ο Galileo κάνει εδώ κάποιες διπλωματικές υποχωρήσεις, επειδή στρέφεται εναντίον του επίσημου συστήματος. Στον Διάλογο, θα προχωρήσει κι άλλο και θα δηλώσει ότι αυτό που ονομάζεται αλλαγή της μορφής μπορεί να μην είναι τίποτε άλλο από μια αναδιευθέτηση σταθερών κομματιών· αργότερα, ο Robert Boyle θα είναι πιο ευθύς σ’ αυτό το σημείο: «Αυτή ή συμβατικότητα των θεμελιωδών συμβεβηκότων [δηλαδή, η διάταξη των συστατικών μερών] που λαμβάνονται μαζί για να δηλώσουν την ειδοποιό διαφορά που συνιστά το σώμα και το διαχωρίζει απ’ όλες τις άλλες μορφές, είναι, με μια λέξη, και επειδή λαμβάνεται ως κάτι συνολικό, η μορφή του.» Βλέπουμε λοιπόν πως η ουσιώδης γνώση δεν είναι γνώση των μορφών, αλλά γνώση της διάταξης και της τοποθέτησης των
κομματιών... Ο Alberti είχε γράψει το μανιφέστο κάποιου πράγματος, χωρίς να καταλαβαίνει πλήρως την αξία του, επειδή οι θεωρητικοί εν μέρει το γνώριζαν και εν μέρει το προφήτευαν, αλλά αυτός –και ο Leonardo– το ονόμαζαν επιστήμη, και όχι μια τέχνη όπως η μουσική. Αυτό είναι τολμηρή πράξη γιατί η επιστήμη είχε οριστεί από παλιά από τις αυθεντίες του Trivium [9] και του Quadrivium. Η καινούρια επιστήμη του φωτός και του χώρου είναι μια επιστήμη των «συμβεβηκότων» ή των ιδιοτήτων: αυτό δεν θα 'χε πιθανώς για τον σχολαστικό κανένα απολύτως νόημα. Μήπως αυτοί δεν γνώριζαν την επίσημη απαγόρευση; Ασφαλώς όχι. Η τρέχουσα γλώσσα του καιρού τους το δείχνει ολοκάθαρα· γι’ αυτό έπρεπε να συνεχίσουν το δρόμο τους παίρνοντας όλες τις αναγκαίες προφυλάξεις στη γλώσσα που μιλούσαν. Δεν ήταν όμως υποχρεωμένοι να έρθουν σε σύγκρουση με το φιλοσοφικό δόγμα, επειδή δεν ήταν απαραίτητο, εκείνη τη στιγμή, να διαλέξουν μεταξύ «ουσίας» και «συμβεβηκότων». Αυτή η σοβαρή επιλογή πρέπει να γίνει από τον Galileo, που αναζητά την αφηρημένη γνώση. Αν αποφασίσει ότι δεν μπορεί να γνωρίσει την ουσία των πραγμάτων, πρέπει να εκφράσει ρητά τον αγνωστικισμό του πάνω σ’ αυτό το θέμα. Ο καλλιτέχνης μπορεί να είναι απόλυτα βέβαιος για την «ουσία» της αναζήτησής του, επειδή αυτή είναι η ίδια του η καλλιτεχνική δημιουργία και τίποτε παραπάνω. Αν αυτή δεν υπάρχει ακόμη, θα υπάρξει σύντομα – γι’ αυτό είναι εντελώς σίγουρος. Ας επαναδιατυπώσουμε το θέμα με τους απλούς όρους του Alberti. Υπάρχει μια επιστήμη, η προοπτική, που στόχος της είναι η σωστή σύγκριση και αναλογία, η προβολή σ’ ένα οπτικό πεδίο (θα δούμε πιο κάτω τι σημαίνουν όλα αυτά· για τον Alberti όμως δεν ήταν τότε απαραίτητη η επίγνωση της σημασίας τους). Μας επιτρέπει, μέσω γεωμετρικών ιδιοτήτων, να ασχοληθούμε με το αντικείμενο, με την ουσία, με την ίδια την αρχιτεκτονική ή καλύτερα με το murare, όπως λέει ο ίδιος ο Alberti, δηλαδή με το έργο ανέγερσης τοίχων τούβλο με τούβλο. Σωστών τοίχων. Αυτό που χρειάζονταν ο Alberti και οι άλλοι ήταν να ξέρουν τι ήταν αυτό που έκαναν και τίποτε άλλο. Φτάσαμε σ’ ένα σημείο όπου μπορούμε να εκτιμήσουμε την κατάσταση. Έχουμε μπροστά μας έναν τύπο γνώσης που αναφέρεται αυστηρά σ’ αυτό που «εμείς οι ίδιοι κάνουμε», σε μια conversia veri et facti, που θα βρει τη θεωρητική της ανάπτυξη από τον Vico τρεις αιώνες αργότερα. Ασφαλώς, δεν μας ενδιαφέρει εδώ αυτή η μελλοντική ανάπτυξη, αλλά η άμεση συνέχεια της conversia αυτής στον Leonardo, τον μελετητή της φύσης. Δεν μπορούμε να λησμονήσουμε ότι ο Leonardo κατέληξε να βάλει όρια στην νόησή του, αφού πρώτα έκανε ακάματη έρευνα σ’ όλα τα επίπεδα για να ανακαλύψει τις βασικές μορφές και τα κύρια ελατήρια της φύσης, μια έρευνα που δε μπορούσε να τον οδηγήσει σε μια αφηρημένη φυσική, γιατί η τελευταία προϋποθέτει πολύ περισσότερα πράγματα: «Εσύ που εξετάζεις τη φύση των πραγμάτων, μην περιμένεις να γνωρίσεις τα πράγματα που οδηγεί η φύση στους δικούς της σκοπούς σύμφωνα με τη δική της τάξη, αλλά να είσαι ευχαριστημένος αν μπορείς να γνωρίσεις την έκβαση των πραγμάτων που σχεδιάζει το μυαλό σου.»
Αυτό είναι το τέλος του δρόμου· ο καλλιτέχνης πρέπει να επιστρέψει σε μια γνώση που δεν είναι γνώση της φύσης. Το σύστημα που επιχείρησε να φτιάξει ο Leonardo διαλύεται και μεταμορφώνεται σε μια μαγεία μορφής και χρώματος που ανεβαίνει ώς τη στρατόσφαιρα. Κανείς όμως δεν μπορεί να αρνηθεί πως τα κατάλοιπα δεν ήταν σημαντικά. Με τη μετατροπή της έννοιας της ουσίας σε κάτι που μπορεί να σχεδιαστεί και να κατασκευαστεί από την επιστήμη τους της αναλογίας, οι μαθηματικοί καλλιτέχνες διέσχισαν την εξαιρετικά μεγάλη απόσταση μεταξύ ουσίας και λειτουργίας. Κάθε απόπειρα γεφυρώματος με τη φιλοσοφία θα οδηγούσε σε πνευματικό αδιέξοδο ή μάλλον σε αποτυχία... Η καινούρια επιστήμη γύρω στο 1430 έχει, όπως αποδείξαμε, τελεστικό χαρακτήρα· δηλαδή, ορίζει το αντικείμενο της έρευνάς της με βάση αυτό που κάνει ή ίδια πάνω σ’ αυτό το αντικείμενο, με τη διαφορά ότι το σύγχρονο αντικείμενο είναι η πειραματική μέθοδος, ενώ το αντικείμενο της επιστήμης αυτής είναι το murare, η μέθοδος οικοδόμησης. Το αντικείμενο αυτό εξετάζεται ως προς τις ιδιότητές του, γίνεται γνωστό και κατανοείται από γεωμετρική, φυσική, λειτουργική, αισθητική, ακόμη και συμβολική άποψη. Εισάγει έναν ανώτατο βαθμό γνώσης. Για το αντιληπτό ακατέργαστο υλικό υπάρχει η γνώση την οποία περιέχει το παρελθόν του πολιτισμού, γιατί το ίδιο υλικό υπήρχε και στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική, πάνω στην οποία ακονίστηκε η κρίση και η κριτική. Αυτό είναι το υλικό που πρόκειται να μεταμορφωθεί τώρα. Η τεράστια ποικιλία των προϋπαρχόντων γοτθικών κτισμάτων είναι μια θαυμαστή μάζα διακοσμητικών ιδιομορφιών, όπου το μάτι πηγαίνει χωρίς κόπο από το μικροσκοπικό επιμέρους στο υπερφυσικό μέγεθος του συνόλου. Η γοτθική δομή είναι, κατά τον Alberti, μια άρνηση της αναλογίας, ένας αναβράζων κόσμος πραγμάτων που τρέχουν σαν αστραπή προς τον ουρανό· πρέπει να επιβάλλουμε σ’ αυτήν έναν κατασκευαστικό νόμο που θα υπακούει στην αναλογία και στην προοπτική: «Α speciebus ad rationes», όπως μεταγράφει ο Ficino την πλατωνική αρχή. Ας το διευκρινίσουμε αυτό κάπως καλύτερα. Για τον καλλιτέχνη, η μορφή έχει εδώ τη λειτουργία του λόγου (ratio) ή της αιτίας για όλα τα είδη, στο βαθμό που δεν υπάρχουν πολλές απόψεις ή μορφές, αλλά η μορφή ή η Ιδέα («concetto»), που δίνεται από τα σχέδια. Η προοπτική μάς δείχνει το πραγματικό μέγεθος ενός πράγματος που φαίνεται μικρό με την απόσταση· η θέση του μέσα στο χώρο προσδιορίζει την αλήθεια και την αμεταβλητότητα του μεμονωμένου αντικειμένου: η προβολή του προσδιορίζει την αληθινή μορφή που είναι μόνιμη μέσα σ’ αυτό. Το διαμόρφωμα και η πραγματικότητα τού επιμέρους μετατίθενται από το πράγμα στον γεωμετρικό χώρο. Σ’ αυτό τον χώρο των ratios λαμβάνει χώρα η πραγματική κατασκευή. Προσπαθώ να παραφράσω όσο το δυνατόν καλύτερα τις ιδέες ενός ανθρώπου που έβλεπε τι συνέβαινε, αλλά κατάλαβε μόνο τις γενικές γραμμές του, κι αυτές θολά. Δεν θα έπρεπε να περιμένουμε κάτι που θα έμοιαζε με θεώρημα. Μολαταύτα, μας προσφέρει διαγράμματα και παραστατικές πυραμίδες, κι ένα σύστημα συντεταγμένων. Μας ζητά να δούμε διαμήκη προοπτική σύμφωνα με τους όρους εκείνης της άλλης αντιστραμμένης πυραμίδας που καταλήγει στο σημείο φυγής που τοποθετείται στον άπειρο κύκλο· εκείνο το μαθηματικό σημείο του
άπειρου το οποίο απορροφά ή μάλλον «συστέλλει» όλες τις μορφές και τις αναλογίες της πραγματικότητας. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως βρισκόμαστε εδώ σε κουζανική επικράτεια, παρόλο που δεν υπάρχει ζήτημα άμεσης επιρροής, γιατί ο Nicolaus Cusanus είχε τις πρώτες ιδέες του το 1433, δηλαδή ακριβώς την εποχή που ο Alberti έγραφε. Αυτό που έχουν από κοινού οι δύο αυτοί άνθρωποι είναι μόνο η ρίζα: μόλις τότε άρχισε να μετασχηματίζεται το μη διατυπωμένο πυθαγόρειο στοιχείο... Ο ίδιος ο Brunelleschi είχε αντιληφθεί πλήρως τη μεταφυσική πλευρά του πράγματος. Αυτό φαίνεται στην κύρια γραμμή έρευνάς του, στην ακάματη προσπάθεια που έκανε σ’ όλη του τη ζωή να επιτύχει μια σύνθεση μεταξύ της διαμήκους προοπτικής, που υπονοεί την υπερβατικότητα, και κεντρικής προοπτικής, που υπονοούσε γι’ αυτόν μια εγγενή οργάνωση του χώρου ή, με φιλοσοφικούς όρους, μια δεσπόζουσα ενύπαρξη. Μπορούμε να παρακολουθήσουμε τα διαδοχικά στάδια της σπουδής αυτής στα μεγάλα του χτίσματα —το San Lorenzo, το Santo Spirito, το Ospedale degli Innocenti. Τέλος, η σύνθεση επιτεύχθηκε ακριβώς το έτος του θανάτου του (1446), με την τοποθέτηση του μεγάλου του Τρούλου. Γιατί, ο τρούλος του καθεδρικού ναού της Φλωρεντίας δεν είναι μόνο η πιο εκπληκτική λύση που έδωσε ο Brunelleschi στόν τομέα της στατικής εφαρμοσμένης μηχανικής, αλλά και η τελική τυπική λύση ενός φιλοσοφικού ζητήματος. Τα τρίγωνά του που συγκλίνουν βαθμηδόν είναι καθαρές γεωμετρικές μορφές που κατευθύνονται προς το άπειρο: κανένας ημισφαιρικός θόλος δεν είχε μπορέσει ώς τότε να κάνει κάτι τέτοιο... Εκείνη τη στιγμή παρουσιάζεται και η αστρονομία σαν να ήθελε να επιβεβαιώσει από τη δική της μεριά την επιστημονική έμπνευση του συνόλου. Ο Paolo Toscanelli, έμπιστος σύμβουλος του Brunelleschi, έφτιαξε, υπό την επιδοκιμασία του φίλου του, ένα ηλιακό ρολόι στο εσωτερικό του τρούλου. Ήταν το τρίτο καινούριο όργανο της σειράς: μια διάτρητη μπρούτζινη πλάκα σφηνωμένη στο φεγγίτη και τοποθετημένη έτσι ώστε οι ακτίνες του ήλιου να χτυπούν μια λωρίδα με διαβαθμίσεις που ήταν γερά στερεωμένη στο δάπεδο. Όπως έγραψε ο Lalande στα 1765, αυτό μετέτρεψε τον τρούλο στο μεγαλύτερο αστρονομικό όργανο που κατασκευάστηκε ποτέ. Είχε μήκος 240 πόδια και επέτρεψε στον Toscanelli να κάνει τις σχετικές με τα ηλιοστάσια μετρήσεις του της έγκλισης της εκλειπτικής, τις όποιες αναφέρει ο Regiomontanus και οι οποίες έδωσαν 23° 30'. Το αποτέλεσμα ϊσως να ήταν τυχερό, αλλά οπωσδήποτε καλύτερο από εκείνο του Regiomontanus (23° 28'). Μήπως όμως προσπάθησα να διαβάσω τη φιλοσοφία και την επιστήμη μέσα από την τέχνη – κάτι που θα αποδοκίμαζαν τόσο οι επιστήμονες όσο και οι ασχολούμενοι με την αισθητική; Πιστεύω πως όχι. Αρκεί να διαβάσουμε τον Alberti για να καταλάβουμε πόσο συνειδητοποιημένοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι σχετικά με την πνευματική τους αναζήτηση. Σε μια εποχή όπου αυτό που εννοούμε εμείς σήμερα ως επιστήμη ήταν εντελώς άγνωστο, όπου το όνομα της επιστήμης μονοπωλούνταν από σχολαστικούς επίσημους, οι οποίοι υποστήριζαν επίσημα ότι τα μαθηματικά δεν είχαν καμιά σχέση με τη φυσική πραγματικότητα, οι άνθρωποι αυτοί συνέλαβαν ένα νέο πρότυπο της επιστήμης βασισμένο στα μαθηματικά, που θα τους παρείχε μια δημιουργική γνώση της πραγματικότητας. Θα πρέπει να υπάρχει κάποιος τρόπος να τοποθετηθεί αυτή η απόπειρα, με τις αληθινές της διαστάσεις,
μέσα στην ιστορία της επιστήμης... Νομίζω ότι φάνηκε πια πως αυτό που είναι αναμεμιγμένο στην ιστορία αυτή είναι οι μεγάλες κατηγορίες της επιστημονικής φιλοσοφίας. Ο Erwin Panofsky χαρακτήρισε το χώρο της κλασικής τέχνης ως «αθροιστικό». Δεν θα μπορούσε να υπάρξει καλύτερος χαρακτηρισμός και για το χώρο του Αριστοτέλη... Αυτό το κοινότοπο είδος χώρου δεν έχει νόημα για τον σύγχρονο άνθρωπο. Ο Panofsky περιγράφει τον χώρο της Αναγέννησης ως «ομογενή». Στη γλώσσα μας θα μπορούσαμε να τον ονομάσουμε μετρικό συνεχές. Είδαμε προηγουμένως τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Είναι κάτι εξαιρετικά γόνιμο που εκφράστηκε με φοβισμένες φράσεις από τον Leonardo. Αυτό δεν έχει σχέση με την κατανόηση της τρισδιαστατικότητας του χώρου. Ο χώρος ήταν τρισδιάστατος για όλους, ακόμη και για τον πιο «μεσαιωνικό» από τους καλλιτέχνες· δεν χτυπούσαν τα κεφάλια τους στις προεξοχές επειδή δεν είχαν αντίληψη του χώρου. Απλώς δεν μπορούσε η τρισδιαστατικότητα να έχει σημασία για την τέχνη τους. Να όμως που απέκτησε σημασία και ενεργοποίησε την αφηρημένη φαντασία. Κανείς δεν τολμούσε να κάνει τις απομακρυσμένες φιγούρες τόσο μικρές όσο φαίνονται: Ο χώρος που τις περιλαμβάνει στη δομή του, πρέπει να αποκαθιστά και να ορίζει τη σημασία τους. «Συνέλαβε με το μυαλό σου το μακρινό και το κοντινό μαζί...». Αυτά είναι λόγια του παλιού Παρμενίδη και χρησίμευσαν ως μεγάλη αρχή εκείνη την εποχή. Αυτή η στέρεη, αυτή η δημιουργική σύλληψη κάνει όλη τη διαφορά. Ο κλειστός χώρος του Αριστοτέλη είναι μόνον η συστηματική ταξινόμηση ενός απλού πλήθους πραγμάτων. Μ’ όποιο τρόπο κι αν κατανοούμε τον καινούριο χώρο, τον χώρο του Cusanus και του Brunelleschi, σίγουρα δεν μοιάζει με τον προηγούμενο. Για τον καλλιτέχνη είναι ένας καθαρός χώρος διάφανου φωτός, που διαρθρώνεται από τη μια άκρη ώς την άλλη από το κεντρικό σχέδιο, ενεργοποιώντας τον νόμο των μορφών απ’ όλες τις σκοπιές μαζί. Ο χώρος αυτός περιγράφεται από τον Cusanus στην περίφημη φράση του, ως «αυτό του οποίου η περιφέρεια δεν είναι πουθενά και το κέντρο παντού». Η φράση αυτή είναι αρκετή για να δείξει τη συνολική σημασία της επανάστασης, επειδή ο Cusanus τη δανείστηκε από την περιγραφή που κάνει για την ψυχή ο «Ερμής ο Τρισμέγιστος». Μια τέτοια μεταφορά των ιδιοτήτων της ψυχής στον κοσμικό χώρο, με έμφαση σε μια «κεντρική προοπτική» της διάνοιας, είναι κάτι που κανένας άνθρωπος του Μεσαίωνα δεν θα τολμούσε να κάνει. Ο χώρος είναι για την καινούργια φαντασία μια μήτρα για άπειρες πιθανές πολυπλοκότητες και καταστάσεις και τάσεις – μια μήτρα που περιμένει μια συνολική δομή ή μάλλον μια πολλαπλότητα δομών. Βρίσκεται στο σωστό δρόμο για να γίνει αυτό που για τον Newton είναι το όργανο της αντίληψης του Θεού, για τον Malebranche η μόνη κατανοητή πραγματικότητα, για τη θεωρία των κεντρικών δυνάμεων ο φορέας εκείνης της ακατανόητης ιδιότητας, της δράσης από απόσταση. Είναι αρκετά πλούσιος για να γεννήσει τη θεωρία των σειρών και των ομάδων, τις φάσεις, τον ηλεκτρομαγνητικό αιθέρα, τη γεωμετρία του Riemann και την αναγωγή όλης της πραγματικότητας από τον Einstein στις ιδιότητες του χωροχρονικού συνεχούς. Για να συνοψίσω, η έρευνά μου θέλει να δείξει ότι δύο από τα σημαντικότερα χαρακτηριστικά της Επιστημονικής Αναγέννησης,
συγκεκριμένα, η πλήρης μεταστροφή από τη μορφή στη λειτουργία, και η ανάδυση ενός «φυσικού νόμου» που δεν είχε καμιά σχέση με τις ανθρώπινες υποθέσεις, έλκουν την καταγωγή τους από έναν ειδικό μετασχηματισμό των τεχνών. Δεν μπορούμε να πούμε ότι προκύπτουν από το ενδιαφέρον των λογίων για τα μαθηματικά, ούτε από την ανάπτυξη των τεχνών, ούτε από κάποια στατιστική συγκέντρωση μικρών αλληλεπιδράσεων μεταξύ των δύο ζωνών. Δουλεύονται και αποκτούν βάσεις την εποχή που οι παραστατικές και οι οικοδομικές τέχνες σχηματίζουν μια καινούρια ιδέα για τον εαυτό τους και προχωρούν σε μια θεωρητική επεξεργασία της καινούριας αυτής ιδέας, με τέτοιο τρόπο που να τη φέρει σε άμεση επαφή με την πραγματικότητα. Αυτή φαίνεται πως είναι η στιγμή της διαμόρφωσης μιας καινούριας τελεστικής σκέψης, που παρέχει κάποιες θεμελιώδεις κατηγορίες στη μόλις δημιουργούμενη επιστημονική σκέψη. Έκανα μια απλή σκιαγράφηση τού προβλήματος. Μένει να κατασκευαστούν τα εργαλεία ανάλυσης του. Ο επιστήμονας και ο ιστορικός της τέχνης συναντήθηκαν πολύ λίγες φορές και πάντα κάτω από ένα πέπλο παρεξήγησης. Προσπάθησα απλώς να κάνω μια έκκληση για συνεργασία σ’ ένα ζήτημα μπερδεμένο και πολύ δύσκολο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Ο τίτλος του πρωτοτύπου είναι: Giorgio de Santillana, “The Role of Art in the Scientific Renaissance”, στο Marshall Claggett (ed.) Critical Problems in the History of Science, The University of Wisconsin Press, 1959. Άλλα βιβλία που έχουν άμεση σχέση με το θέμα του άρθρου είναι: Erwin Panofsky, Studies in Iconology, Ν.Υ., 39. Του ίδιου, Galileo as a Critic of the Arts, The Hague, 1954. Giorgio de Santillana, The Age of Adventure, Boston, 1957. (σ.τ.μ.) 2. Πρόκειται gια τους δύο γνωστούς εξερευνητές της Αφρικής (σ.τ.μ.). 3. Το Quadrivium είναι κατά τον Μεσαίωνα μια υποδιαίρεση των Ελευθέριων Τεχνών που περιείχε τις τέσσερις μαθηματικές τέχνες, δηλ. την αριθμητική, τη μουσική, τη γεωμετρία και την αστρονομία (σ.τ.μ.). 4. Εριουργία, κατασκευή όπλων, ναυσιπλοΐα, γεωργία, κυνήγι, σκηνογραφία (σ.τ.μ.) 5. Μεσαιωνικές ονομασίες της ιατρικής και του γιατρού (σ.τ.μ.). 6. G.R. Kernodle, From Art to Theatre, Form and Convention in the Renaissance, Chicago 1944. 7. Ή ιταλική χωροδεσποτεία (σ.τ.μ.). 8. Discoveries and Opinions of Galileo, μετ. Stillman Drake, New York, 1957. 9. Κατά τον Μεσαίωνα το Trivium περιελάμβανε τη ρητορική, τη γραμματική και τη λογική (σ.τ.μ.).
RUPERT HALL
Ο λόγιος και ο τεχνίτης στην επιστημονική επανάσταση [1]
Ποτέ δεν υπήρξε εποχή όμοια με εκείνη του τέλους του 16ου και του 17ου αιώνα ως προς τη μεγάλη διαφοροποίηση των ανθρώπων που ήταν επικεφαλής του επιστημονικού άθλου [2]. Ένα ποσοστό από εκείνους που συνέβαλαν στη διόγκωση της επιστημονικής βιβλιογραφίας ήταν, υπό μια ευρεία έννοια, επαγγελματίες: το ποσοστό αυτό ήταν αρκετά μεγάλο, επειδή στην ομάδα των επαγγελματιών ανήκαν και πολλές μορφές ήσσονος σημασίας. Μεταξύ αυτών των επαγγελματιών υπήρχαν πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, καθηγητές μαθηματικών, ανατομίας, και ιατρικής· εξω-πανεπιστημιακοί καθηγητές αυτών των ειδικοτήτων, και ιδιαίτερα των εφαρμοσμένων μαθηματικών, και εκείνοι που τους εφάρμοζαν στην πρακτική – γιατροί, χωρομέτρες, ναυτικοί, μηχανικοί κ.ο.κ.· και τέλος οι κατασκευαστές οργάνων, οι οπτικοί, οι φαρμακοποιοί, οι χειρουργοί, και άλλοι επαγγελματίες, παρόλο που η μεγάλη περίοδός τους στην επιστήμη βρίσκεται στον 18ο αιώνα παρά στον 17ο. Οι άνθρωποι αυτοί, που διέφεραν πολύ ως προς την κοινωνική τους προέλευση και τις πνευματικές τους επιτεύξεις, κατείχαν τουλάχιστον θέσεις σε μια αναγνωρισμένη επιστημονική ιεραρχία. Κάποιοι τις είχαν κερδίσει μέσω ακαδημαϊκών σπουδών, άλλοι μέσω προσωπικής μόρφωσης και έρευνας, άλλοι πάλι μέσω της μαθητείας τους και της ενασχόλησης τους μ’ ένα επάγγελμα που είχε στενές σχέσεις με την επιστημονική έρευνα. Όλοι ήταν εκπαιδευμένοι κατά κάποιο τρόπο: άλλοι στα μαθηματικά, στην ιατρική και στην ανατομή, άλλοι στην άσκηση μιας χειρωνακτικής τέχνης. Τώρα, αν κάνουμε μια σύγκριση με τον επιστημονικό νόμο της σύγχρονης εποχής ή μ’ εκείνον του τέλους του Μεσαίωνα, θα βρούμε περίεργη την ευρύτητα που έχει ο ορισμός του επιστημονικού επαγγελματισμού. Μολαταύτα, ακόμη πιο εκπληκτικό είναι το γεγονός ότι πολλές ήσσονες, κι όχι απλώς λίγες διακεκριμένες, μορφές στην ιστορία της επιστήμης του 17ου αιώνα αποτελούν μια ακόμη πιο ετερογενή συλλογή. Μεταξύ αυτών των αληθινών «ερασιτεχνών» της επιστήμης (η διάκριση δεν έχει και πολύ νόημα), κάποιοι, είναι αλήθεια, δέχτηκαν ορισμένες επιστημονικές επιδράσεις σ’ ένα κολλέγιο ή πανεπιστήμιο· μολαταύτα, η δημιουργία ενός σταθερού ενδιαφέροντος σ’ έναν τέτοιο απλό φοιτητή θα ήταν τότε τόσο σπάνια όσο είναι σήμερα η απόκτηση μιας προτίμησης για τη λατινική ποίηση. Λίγοι επίσης, δεν χωράει αμφιβολία γι’ αυτό, ενθαρρύνθηκαν από διορατικούς γονείς ή από ιδιωτεύοντες πάτρονες. Οι υπόλοιποι παραμένουν «ουρανοκατέβατοι»: η εμφάνιση τους στο προσκήνιο πολύ δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί από τις αρχές της «διάδοσης» και του «περιβάλλοντος». Σκέφτεται κανείς ανθρώπους όπως τον William Petty, γιό ενός υφασματέμπορου ,τον Otto von Guericke, δήμαρχο του Μαγδεβούργου, τον John Flammsteed, έναν ανεξάρτητο ευγενή με
μέτρια περιουσία ή, τον πιο περίεργο απ’ όλους, τον Anton van Leeuwenhook, έναν ανειδίκευτο δημοτικό υπάλληλο. Κανένας λοιπόν δεν μπορεί να προβλέψει την κοινωνική κατάσταση ή την προσωπική ιστορία ενός επιστήμονα του 17ου αιώνα. Οποιοσδήποτε άνθρωπος που ήξερε να διαβάζει και να γράφει μπορούσε να γίνει επιστήμονας αν είχε ικανότητες και κλίση κι αν ήταν απαλλαγμένος από τις άμεσες ανάγκες του αγώνα για την επιβίωση. Τα λατινικά δεν ήταν πια ουσιώδη, ούτε τα μαθηματικά, ούτε η πολυμάθεια, ούτε μια καθηγητική έδρα. Το να δημοσιεύεις σε περιοδικά, ακόμη και η εγγραφή σε επιστημονικές εταιρείες ήταν ανοιχτές σε όλους· κανενός ανθρώπου η δουλειά δεν χρειαζόταν τη σφραγίδα της ακαδημαϊκής έγκρισης. Αυτή ήταν η ελεύθερη εποχή ανάμεσα στο μεσαιωνικό Μ.Α. και το σύγχρονο Ph. D. [3] Επειδή την εποχή αυτή δεν υπήρχε συστηματική επιστημονική εκπαίδευση, επειδή μάθαινε κανείς περισσότερα από απλά πανεπιστημιακά μαθήματα, ο άνθρωπος που μορφωνόταν εντελώς μόνος του δεν μειονεκτούσε έναντι των πιο τυχερών συναδέλφων του, που είχαν αποκτήσει πανεπιστημιακή μόρφωση, εκτός ίσως από ορισμένους ειδικούς τομείς όπως ή θεωρητική αστρονομία ή η ανθρώπινη ανατομία. Δεν υπήρχαν φράγματα που εμπόδιζαν την είσοδο στις πιο καινούριες περιοχές εξερεύνησης, όπως στη χημεία, στη μικροσκοπία, στην ποιοτική αστρονομία, όπου χρειάζονταν εξίσου όλοι οι τύποι ικανότητας, πνευματικοί και χειρωνακτικοί. Προφανώς, από στατιστική άποψη, ήταν πιθανότερο να ξεπηδήσει ένας επιστήμονας από τη μικρή αριστοκρατία (αν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτόν τον αμφιλεγόμενο όρο) και ήταν πιθανότερο να είναι ο επιστήμονας αυτός πανεπιστημιακός. Ωστόσο, οι εκτιμήσεις αυτές έχουν κοινωνιολογικό και όχι επιστημονικό χαρακτήρα· αν ή σύσταση της επιστήμης μπορούσε να δεχτεί οποιαδήποτε ικανότητα πρώτης ποιότητας, η δομή της κοινωνίας ήταν τέτοια που ή ικανότητα αυτή μπορούσε να γεννηθεί μόνο σ’ ορισμένες συνοικίες. Είναι απαραίτητο να διασχίσουμε αυτό το γνωστό έδαφος για να δούμε προοπτικά τη διχοτόμηση που μάς απασχολεί, τη διχοτόμηση του τεχνίτη και του λόγιου. Είναι στην ουσία ένας τετραπλός διαχωρισμός – κοινωνικός, πνευματικός, τελεολογικός και μορφωτικός. Σε γενικές γραμμές, διαχωρίζει ανθρώπους μιας κοινωνικής τάξης από ανθρώπους μιας άλλης – αυτούς που κερδίζουν το ψωμί τους από κάποιο επιστημονικό επάγγελμα από εκείνους που δεν κάνουν κάτι τέτοιο. Ξεχωρίζει επίσης εκείνα τα επιστημονικά επιτεύγματα που είναι κυρίως πρακτικά ή τελεστικά από εκείνα που είναι εγκεφαλικά ή εννοιολογικά. Τρίτο, εφιστά την προσοχή στα διαφορετικά αντικείμενα εκείνων που επιδιώκουν κυρίως την πρακτική επιτυχία μέσω της επιστήμης και εκείνων που επιδιώκουν κατά κύριο λόγο την κατανόηση. Και τέλος, αν πάρουμε μόνο την ομάδα που ονόμασα προηγουμένως επαγγελματική, μπορούμε να διακρίνουμε, από τη μια μεριά τους «λόγιους» που μυήθηκαν στην επιστήμη μέσω πανεπιστημιακών ή παρόμοιων σπουδών, και από την άλλη τους «τεχνίτες» που έμαθαν κάτι από την πρακτική επιστήμη μέσα σε μια τέχνη. Αλλά θα πρέπει να προσέχουμε να μη βρίσκουμε εκ διαμέτρου αντίθετα εκεί όπου δεν υπάρχει παρά ένα φάσμα. Το επιστημονικό κίνημα του 17ου αιώνα ήταν εξαιρετικά ποικιλόχρωμο, οι επιτυχίες του απαιτούσαν μιαν απεριόριστη κλίμακα διαφορετικών ικανοτήτων και γι’ αυτό κάθε ειδική ανάλυσή μας πρέπει
να μη στηρίζεται σ’ έναν γενικό συνυπολογισμό. Η πιο ενωμένη, η πιο ομοιογενής ομάδα, η ομάδα που ασκούσε την πιο ισχυρή πνευματική επιρροή ήταν εκείνη των πανεπιστημιακών, που περιελάμβανε τόσο εκείνους που παρέμεναν ως καθηγητές στα πανεπιστήμια όσο και εκείνους που έφευγαν για να ακολουθήσουν άλλο δρόμο στη ζωή. Ορισμένοι από τους πιο αυστηρούς κριτικούς των «Σχολών» της εποχής τους, όπως ο Bacon, ο Descartes ή ο Webster, ήταν και οι ίδιοι προϊόντα των σχολών αυτών. Οι πολέμιοι των αριστοτελικών «μορφών και ποιοτήτων» είχαν ανδρωθεί μέσα σ’ αυτή τη θεωρία· πολλοί μελλοντικοί επιστήμονες βρήκαν ένα έναυσμα στις μαθηματικές σπουδές που απαιτούνταν παντού. Για να επεξηγήσουμε αυτό το σημείο, αξίζει να δούμε την παλαιότερη κατάσταση των μελών της Royal Society (1663). Από τα 115 ονόματα που καταγράφονται, μόνο τα 65 είχαν πάει στο πανεπιστήμιο, ενώ μόνο 16 δεν είχαν πανεπιστημιακή μόρφωση. Τα υπόλοιπα 34 είναι αμφίβολα, αλλά, όπως και να ’χει το πράγμα, οι πρώτοι αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία. Πιο εντυπωσιακός είναι ο εντοπισμός των ονομάτων που έχουν εποπτικά καθήκοντα. Συνολικά είναι 38· τα 32 έχουν πανεπιστημιακή μόρφωση και μόνο τα 6 όχι. Το αν θα ονομάσουμε ή όχι αυτούς τους ανθρώπους «λόγιους» είναι μάλλον ένα πρόβλημα χωρίς ιδιαίτερη σημασία: όλοι τους είχαν κάποιες γνώσεις λατινικών, κάποια εκπαίδευση στα μαθηματικά και κάποια μύηση στη λογική και στη φυσική φιλοσοφία· ένα ποσοστό είχε οπωσδήποτε κάποια εμπειρία των βιολογικών και ιατρικών επιστημών της εποχής εκείνης. Φαίνεται λοιπόν ότι κατά τον 17ο αιώνα η μεσαιωνική σύνδεση της επιστημονικής δραστηριότητας με τα πανεπιστήμια είχε εξασθενήσει, αλλά δεν είχε διακοπεί, παρόλο που γινόταν όλο και λιγότερο ισχυρή καθώς προχωρούσε ο αιώνας. Είχε εξασθενήσει όχι μόνο λόγω του σημαντικού ρόλου που είχαν αρχίσει να παίζουν στην επιστήμη άνθρωποι δίχως ακαδημαϊκή μόρφωση, αλλά και λόγω της μετατόπισης του κέντρου βάρους της επιστημονικής δραστηριότητας από τα πανεπιστήμια, στα οποία ήταν συγκεντρωμένη καθ’ όλη τη διάρκεια του Μεσαίωνα [4] σε νέα ιδρύματα, όπως το Gresham College, στις επιστημονικές εταιρείες που ιδρύονταν στις μεγαλύτερες πόλεις, και στους κύκλους που χαίρονταν την υψηλή προστασία ενός Montmor ή ενός Μέδικου [5]. Αν οι περισσότεροι δημιουγικοί επιστήμονες είχαν παρακολουθήσει ένα πανεπιστήμιο όταν ήταν νέοι, δεν παρέμεναν σ’ αυτό όταν ωρίμαζαν. Επιπλέον, ενώ στο μεσαιωνικό πανεπιστήμιο υπήρχε μικρή απόσταση ανάμεσα στη μόρφωση που δινόταν στον φοιτητή και στις προχωρημένες έρευνες του καθηγητή, κατά τον 17ο αιώνα αυτό δεν συνέβαινε πιά. Στις σχολές του 14ου αιώνα ο διδάσκων καθηγητής προωθούσε τις γνώσεις του μέσα στο γενικό πλαίσιο των ιδεών και μέσω της μελέτης μελέτης αυθεντιών που του ήταν οικείες από την εποχή που σπούδαζε ακόμη. Από την άλλη μεριά, το πανεπιστήμιο του 17ου αιώνα αγνοούσε σχεδόν την παρατηρησιακή και πειραματική επιστήμη. Οι χωρίς προηγούμενο πρόοδοι στην επιστημονική τεχνική, που είχαν γίνει στη φυσική, την αστρονομία, τη βοτανολογία, τη ζωολογία και τη χημεία, δεν γίνονταν προσιτές στους φοιτητές: αυτοί αποκτούσαν καλές σχετικά βάσεις μόνο στα μαθηματικά και στην ιατρική. Ο «καθαρός» μελλοντικός ερευνητής έπρεπε να μάθει τις τεχνικές που χρειαζόταν από την πρακτική, με τη βοήθεια βιβλίων. Και μέσω προσωπικής επαφής μ’ έναν έμπειρο επιστήμονα, ο οποίος
βρισκόταν συνήθως κάπου άλλου. Ίσως ακόμη πιο σοβαρή ήταν η απουσία από τα πανεπιστημιακά μαθήματα των καθοδηγητικών αρχών της επιστημονικής επανάστασης και των ιδεών της νέας φυσικής φιλοσοφίας. Στο τελευταίο τέταρτο του 17ου αιώνα, η καρτεσιανή επιστήμη εμφανιζόταν σ’ ορισμένα γαλλικά κολλέγια, και λιγότερο σ’ άλλες χώρες, αλλά η διάδοση της σκέψης του Galigeo, του Bacon, και των υποστηρικτών της μηχανικής φιλοσοφίας όφειλε πολύ λίγα στις πανεπιστημιακές παραδόσεις. Συμπτωματικά παραδείγματα πανεπιστημιακών δασκάλων που είχαν αποφασιστική επίδραση σ’ ένα κύκλο μαθητών –όπως συνέβη π.χ. με τον John Wilkins στο Madham College, Oxford, και τον Isaac Barrow στο Trinity, Cambridge– δεν αναιρούν το γενικό συμπέρασμα ότι οι δραστηριότητες των διάφορων εταιρειών, βιβλίων, και περιοδικών ήταν πολύ πιο ισχυροί φορείς προσηλυτισμού (αυτό υποστηρίζουν και πολλές προσωπικές βιογραφίες). Όσο υποκινητικός κι αν ήταν ο καθηγητής, οι τυπικές πανεπιστημιακές παραδόσεις ήταν συνήθως συντηρητικές και κοινότοπες: αξίζει να σημειώσουμε ότι οι δύο μεγαλύτεροι επιστήμονες της εποχής, που ήταν επίσης και πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, ο Galileo και ο Newton, φαίνεται πως ήταν μέτριοι δάσκαλοι. Αν τα πανεπιστήμια μπορούσαν να παράγουν λόγιους, δεν ήταν και πολύ κατάλληλα για να δημιουργούν επιστήμονες· ο επιστήμονας έπρεπε να μορφωθεί μόνος του. Πολλοί από εκείνους που έκαναν αυτή τη μετάβαση τη θεωρούσαν εκτροπή από τη συνηθισμένη αντίληψη για την επιστημοσύνη. Τη μόρφωση που εκτιμούσαν βαθιά, μόρφωση στους δικούς τους επιστημονικούς κλάδους, την είχαν αποκτήσει με μεγάλες δυσκολίες. Σίγουρα θα ήταν παράλογο να υποστηρίζουμε ότι ο Newton ήταν λιγότερο αυτοδημιούργητος επιστήμονας από τον Huygens, ή ο Malpighi από τον Leeuwenhook, επειδή ο πρώτος είχε βγει από το πανεπιστήμιο ενώ ο δεύτερος όχι. Δεν σκοπεύω να συζητήσω εδώ την απαρχαίωση των πανεπιστημίων που, απ’ όσο ξέρω, πολύ λίγο ανακόπηκε από την Αναγέννηση όσον αφορά ειδικά στην επιστήμη. Δεν σκοπεύω επίσης να συζητήσω την ανάδυση της σύγχρονης επιστήμης ως απόρριψης του ακαδημαϊκού δόγματος. Καινούριες έρευνες θα μας κάνουν, νομίζω, διστακτικούς να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι οι καινοτομίες και οι κριτικές στις ακαδημαϊκές επιστήμες –την αστρονομία, τη φυσική, την ανατομία–, τις οποίες ονομάζουμε επιστημονική επανάσταση, ήταν προϊόν δυνάμεων και αλλαγών που δρούσαν αποκλειστικά ή κυρίως έξω από τα πανεπιστήμια. Θα δείξουν μάλλον ότι επρόκειτο για μια εσωτερική σύγκρουση: ένα τμήμα ακαδημαϊκών καινοτόμων προσπαθούσε να εκτοπίσει ένα μεγαλύτερο τμήμα ακαδημαϊκών συντηρητικών. Ασφαλώς, αυτό συνέβαινε με τον Vesalius και τους συναδέλφους του ανατόμους, με τον Copernicus, με τον Galileo. Ο ακαδημαϊκός και επαγγελματικός κόσμος ήταν εκείνος που διχάστηκε γύρω από το ζήτημα του απαραβίαστου των γαληνικών, αριστοτελικών ή πτολεμαϊκών θεωριών· αυτές οι διενέξεις μεταξύ μορφωμένων ανθρώπων δεν είχαν σχέση με τον καπιταλισμό ή με την προτεσταντική ηθική. Μόνο προς τα μέσα του 17ου αιώνα επεκτάθηκαν, επειδή οι μορφωμένοι άνθρωποι έγιναν περισσότεροι. Μακροπρόθεσμα –δηλαδή μέσα σ’ έναν αιώνα περίπου– οι καινοτόμοι νίκησαν. Βραχυπρόθεσμα ηττήθηκαν· ο ακαδημαϊκός συντηρητισμός στάθηκε εμπόδιο στην αναγνώριση και στην εφαρμογή των νικών της
επανάστασης σε κάθε επιστήμη για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την αναγνώριση τους από βαθυστόχαστους εξωπανεπιστημιακούς παράγοντες. Ενώ κατά τον 13ο αιώνα οι σχολές είχαν στραφεί προς τους Έλληνες και τους Μουσουλμάνους, παρά την οργάνωση και τη συχνά ανορθόδοξη φιλοσοφία τους, ενώ κατά τον 14ο αιώνα ή ανάπτυξη της μηχανικής, της θεωρητικής και πρακτικής αστρονομίας, των ανατομικών και άλλων ιατρικών σπουδών, είχε κέντρο της αυτούς, κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα η διδασκαλία δεν μπορούσε να προχωρήσει με το βήμα της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Στα μέσα του 16ου αιώνα, τα πανεπιστήμια μπορούσαν ακόμη να αποτελούν την εμπροσθοφυλακή της εκπληκτικής αυτής πνευματικής προόδου· στα χρόνια που ζούσε ο Galileo, η ευκαιρία είχε χαθεί, και παρά τις ανεκτίμητες απόπειρες μεμονωμένων καθηγητών, τα πανεπιστήμια ως θεσμοί εμφανίζονταν επιδεικτικά μόνο ως στρατεύματα κατοχής [6]: ήταν μια φανταστική θέση που δεν ανατράπηκε μέχρι το 19ο αιώνα. Στην πραγματικότητα, οι καινοτόμοι απέτυχαν την κρίσιμη στιγμή να καταλάβουν τα πανεπιστήμια και να τα πάρουν με το μέρος τους ως κέντρα διδασκαλίας και έρευνας σύμφωνα με τον καινούργιο επιστημονικό τρόπο. Υπήρχαν, για παράδειγμα, τον 17ο αιώνα πολλά σχήματα για την οργάνωση της επιστημονικής έρευνας, και για τον εξοπλισμό των παρατηρητηρίων, των μουσείων, των εργαστηρίων κ.ο.κ.: κανένας όμως δεν σκέφτηκε να εισαγάγει τους καινούριους αυτούς θεσμούς σ’ ένα πανεπιστήμιο. Αυτό θεωρούνταν, αντίθετα, φυσικό κατά τον τελευταίο αιώνα και ίσως να θεωρούνταν εξίσου φυσικό κατά τον Μεσαίωνα [7]. Αυτό συνέβη και έγινε ο ακαδημαϊκός τύπος, ο λόγιος, ο σχολαστικός οπαδός του Αριστοτέλη και του Γαληνού, ο Σιμπλίκιος [8], ο καθηγητής που μπορούσε να δει τις τρύπες τού διαφράγματος [9] αλλά όχι τις κηλίδες του ήλιου, περίγελος των επαναστατών της επιστήμης. Η Οξφόρδη και το Καίμπριτζ προκαλούν τα γέλια μας, Η μόρφωσή τους φανερώνει σχολαστικότητα, όπως λέει ή μπαλάντα της εποχής. Αξίζει επίσης να θυμίσουμε το απόσπασμα του Λόγου περί Μεθόδου, στο οποίο ο Descartes εξετάζει με κριτικό τρόπο το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και της μόρφωσης όπως εννοείται αυτό συνήθως: «Για τη φιλοσοφία δεν θα πω τίποτε, εκτός από το ότι, όταν διαπίστωσα ότι καλλιεργήθηκε πάρα πολλά χρόνια από τους πιο διακεκριμένους ανθρώπους, και ότι δεν υπάρχει τίποτε απολύτως στη σφαίρα της που να μην είναι ακόμη υπό συζήτηση, δηλαδή τίποτε απόλυτα σίγουρο, δεν θεώρησα δεδομένο ότι η επιτυχία μου σ’ αυτήν θα ήταν μεγαλύτερη από την επιτυχία των άλλων και, ακόμη, όταν είδα τον αριθμό των συγκρουόμενων απόψεων που είναι δυνατόν να έχουν οι μορφωμένοι άνθρωποι γύρω από ένα και μόνο θέμα, ενώ δεν μπορεί να υπάρχει παρά μια μόνο αληθινή άποψη, θεώρησα σχεδόν ψευδή όλα όσα ήταν απλώς αληθοφανή». Αφού παρατήρησε ότι οι άλλες επιστήμες αντλούσαν τις αρχές τους από τη φιλοσοφία, που ήταν η ίδια αδύναμη, έτσι ώστε «ούτε ή τιμή ούτε τα κέρδη που υπόσχονταν αυτές ήταν αρκετά για να πείσουν
κάποιον να ασχοληθεί με την καλλιέργειά τους», ο Descartes εγκατέλειψε τη μελέτη των γραμμάτων «και αποφάσισε να μην ασχοληθεί με άλλη επιστήμη εκτός από τη γνώση του εαυτού του ή του Μεγάλου Βιβλίου του Κόσμου». Μ’ αυτό μπορεί κανείς να συγκρίνει την έκπληξη του Bacon «που σ’ όλα τα επιφανή κολλέγια της Ευρώπης, τα ιδρύματα κυριαρχούνται από τους επαγγελματίες, και δεν έχει μείνει κανένα για την ελεύθερη καλλιέργεια των τεχνών και των επιστημών». Ο περιορισμός αυτός, δηλώνει ο Bacon, «όχι μόνο έχει μειώσει την ανάπτυξη των επιστημών, αλλά είναι επιβλαβής ακόμη και για τα κράτη και για τις κυβερνήσεις». Η αμερόληπτη αυτή κρίση, που υπάρχει στο πρώτο κεφάλαιο του Advancement of Learning του Bacon, ισχύει και για πολλά ακαδημαϊκά ιδρύματα, που δημιουργήθηκαν δύο αιώνες έπειτα από τη χρονιά που γράφτηκε. Ομολογουμένως η περίοδος κατά την οποία ο Descartes και ο Bacon διαμόρφωσαν αυτές τις δυσμενείς γνώμες ανήκε στις απαρχές της επιστημονικής επανάστασης· δεν υπάρχουν όμως αρκετά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η ακαδημαϊκή μεταρρύθμιση προχώρησε με πιο γρήγορα βήματα στη συνέχεια, και δεν είναι δύσκολο να βρούμε μεταγενέστερες κρίσεις που έχουν το ίδιο νόημα μ’ εκείνες των Descartes και Bacon. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι οι μορφωμένοι συντηρητικοί δεν έβλεπαν καμιά αξία στη μελέτη της επιστήμης. Δεν πρόκειται για μια φιλονικία μεταξύ επιστήμης και ανθρωπιστικών σπουδών, γιατί οι συντηρητικοί ήταν οι ίδιοι δάσκαλοι της επιστήμης, και μάλιστα της αναγεννησιακής επιστήμης. Η επιστήμη τους ήταν αριστοτελική και τυπολατρική· καταδίκαζε τόσο τον κοπερνικισμό όσο και τη μηχανική φιλοσοφία, και εξέφραζε τη δυσπιστία της προς την ιατρική, όπου οι μοντερνιστές που πειραματίζονταν με χημικά παρασκευάσματα και καινούργια φάρμακα όπως τον φλοιό της κιγχόνης, που είχε εισαχθεί από τους Ιησουίτες, και το φυτό yerba mate, που ήταν οπαδοί του Harvey και προσπαθούσαν να επιτύχουν τη μετάγγιση αίματος, αντιμετώπισαν την αντίσταση των καθιερωμένων πανεπιστημιακών τμημάτων των ονομαζόμενων Γαληνιστών, εχθρών κάθε καινοτομίας. Μολαταύτα, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: Η «νέα φιλοσοφία» και επιστήμη αναγκάστηκαν να ριζώσουν έξω από τον ακαδημαϊκό κήπο, όπου και βρήκαν πιο γόνιμο έδαφος. Η ανάπτυξη των νέων επιστημονικών ιδεών και μεθόδων είχε ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των πανεπιστημίων ως δημιουργικών κέντρων και ενίσχυσε, αντί να προκαλέσει, την πτώση του πνευματικού τους κύρους, η οποία είχε αρχίσει με την Αναγέννηση. Και τότε, επίσης, καινούρια κινήματα στο χώρο της μόρφωσης και της επιστημοσύνης ήταν συνδεδεμένα τις δραστηριότητες των μεμονωμένων σοφών τόσο όσο ήταν και με τις δραστηριότητες των πανεπιστημιακών δασκάλων. Υπήρχαν ιδιωτικοί πάτρονες που ενθάρρυναν την καλλιέργεια νεοκλασικών τρόπων γραφής και γλυπτικής όμοιοι μ’ εκείνους που συνέβαλαν στην προαγωγή της επιστήμης κατά τον 17ο αιώνα. Από την Αναγέννηση ήδη, η ακαδημαϊκή παιδεία κατηγορούνταν για την χοντροκοπιά της στις κλασικές γλώσσες, για τους ξενόφερτους αραβισμούς της, για τη χρόνια προσκόλλησή της σε ατελή κείμενα, για την άγονη φιλοσοφία της. Κανένας δεν κατέκρινε την ακαδημαϊκή σχολαστικότητα περισσότερο από τον Erasmus, για να μην αναφέρουμε τον Paracelsus. Ο Bacon λέει ότι «τότε περιφρονήθηκε για πρώτη φορά
ως βαρβαρική η παιδεία των πανεπιστημιακών δασκάλων». Έτσι, όταν επιτέθηκε ο ίδιος εναντίον της λεπτής φιλοσοφικής υφής του σχολαστικισμού –πολλά λόγια για κάτι ασήμαντο– απλώς επανάλαβε μια παλιά φενάκη. Αυτή η εχθρική στάση του σοφού της Αναγέννησης προς τον «βαρβαρισμό» των πανεπιστημίων, που είχαν παραμείνει μεσαιωνικά, είχε, όπως είναι γνωστό, κυρίως γλωσσικό και κειμενικό χαρακτήρα· δεν έθιγε τόσο το περιεχόμενο της σκέψης όσο έθιγε την έκφρασή της, και δεν κλόνισε ιδιαίτερα την εξέχουσα θέση που κατείχαν οι αρχαίοι δάσκαλοι της επιστήμης. Αυτή η πλευρά της Αναγέννησης μπορεί να φανεί καθαρότερα στην ιστορία της ιατρικής κατά το πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Ορισμένα πανεπιστήμια που είχαν χάσει έδαφος ανάκτησαν τις δυνάμεις τους· άρχισαν να διδάσκουν αρχαία ελληνικά και κικερωνικά λατινικά· περισσότερη προσοχή δινόταν στην ιστορία και στη φιλολογία και λιγότερη στη φιλοσοφία, που προϋπόθετε την αντιπαράθεση επιχειρημάτων. Αλλά τα πανεπιστήμια αυτά δεν ανάκτησαν την υπεροχή που είχαν κατά τον Μεσαίωνα ως πολιτιστικά κέντρα –ιδιαίτερα ίσως στη βόρεια Ευρώπη– και οι επιστήμονες του 17ου αιώνα δεν είχαν, κατά κάποια έννοια, παρά να ακολουθήσουν το δρόμο στον οποίο είχαν βαδίσει οι ουμανιστές της Αναγέννησης όταν την απαρνήθηκαν. Το αντικείμενο των προηγούμενων παρατηρήσεών μου είναι η αιτιολόγηση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνομαι τον επιστήμονα του 16ου και 17ου αιώνα: δηλαδή, ως άνθρωπο εκπαιδευμένο όχι απλώς στις πρόσφατες επιστημονικές δραστηριότητες και μεθόδους, αλλά και στη σκέψη του παρελθόντος. Θα ήταν επιπόλαιο να ισχυριστούμε ότι οι περισσότεροι επιστήμονες της εποχής αυτής ανήκαν σ’ αυτό τον τύπο, ότι δεν ήταν τεχνικοί ή αδαείς εμπειριστές. Ασφαλώς, η μόρφωση του Galileo ή του Mersenne ή του Huygens ή του Newton, δεν ήταν εντελώς μόρφωση με τη μεσαιωνική ή την αναγεννησιακή έννοια· οι άνθρωποι αυτοί δεν θα κατείχαν βέβαια τις λεπτολογίες της θωμιστικής φιλοσοφίας ούτε θα ήταν εξοικειωμένοι με τα ψιλολογήματα της αρχαίας ελληνικής σύνταξης· αν όμως υποστηρίζαμε ότι δεν ήταν μορφωμένοι στον τομέα τους, και από τη δική τους σκοπιά, το συμπέρασμα θα ήταν ότι δεν υπήρχε επιστήμονας που να μπορούσε να ονομαστεί μορφωμένος. Προσπάθησα επίσης να σκιαγραφήσω συνοπτικά τον τρόπο με τον οποίο, εκείνη την εποχή, διαχωριζόταν η επιστημονική μόρφωση από άλλους κλάδους μάθησης, χωρίς να κόβει εντελώς τις σχέσεις της με τα ακαδημαϊκά ιδρύματα. Θα μπορούσε κανείς επίσης να θέσει το ερώτημα: σε ποιο βαθμό δημιουργήθηκε το νέο επιστημονικό πνεύμα του 17ου αιώνα από καθαρά «λόγιες» δραστηριότητες – για παράδειγμα, από την εξέλιξη ορισμένων αρχών της λογικής κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, ή από τις δραστηριότητες των επίμονων σπουδαστών της αρχαίας ελληνικής επιστήμης κατά την Αναγέννηση; Οι τελευταίοι ειδικά έριξαν το σπόρο για μια ερμηνεία της επιστημονικής επανάστασης που επικροτούνταν μέχρι πρόσφατα. Σύμφωνα μ’ αυτή την οπτική, ή επιστημονική επανάσταση ήταν ο τελευταίος σταθμός μιας επιστημονικής αναγέννησης που άρχισε κατά τα μέσα του 15ου αιώνα· επίσης, χαρακτηριζόταν κυρίως από την πλήρη εκμετάλλευση των κλασικών επιστημονικών κειμένων, που υποβοηθήθηκε ιδιαίτερα από την εφεύρεση της τυπογραφίας· η επιστημονική αναγέννηση θεωρούνταν «κλασική» αντίδραση προς τη
«γοτθική» βαρβαρότητα του Μεσαίωνα [10]. Στην πραγματικότητα, η ερμηνεία αυτή είναι προέκταση της ερμηνείας του Bacon, την οποία ανάφερα προηγουμένως· ο Bacon δεν μπορούσε να κάνει αυτήν την προέκταση γιατί δεν ήξερε αν θα γινόταν η επανάσταση. Είναι ολοφάνερο πως η οπτική αυτή δίνει πολύ μεγάλη σημασία στη δραστηριότητα των λογίων-επιστημόνων της Αναγέννησης, που εκτός από το ραφινάρισμα και την ανάπτυξη των έργων των πιο έγκυρων αρχαίων συγγραφέων, φώτιζαν πλήρως και άλλους, όπως τον Λουκρήτιο, τον Κέλσο, και τον Αρχιμήδη, των οποίων τα κείμενα δεν είχαν μελετηθεί επαρκώς ώς τότε. Οι αρετές της υπόθεσης αυτής σχετικά με την καταγωγή της επιστημονικής επανάστασης είναι εξίσου φανερές με τις ελλείψεις της. Εφιστά την προσοχή στο βάρος της συμβολής της αμιγούς λογιότητας, και της συμβολής του εντυπωσιακού φιλελληνικού ενστίκτου της Αναγέννησης, στην αλλαγή που συνέβη στην επιστήμη μεταξύ του 1550 και του 1770. Κανένας δεν θα αρνιόταν τη σύνδεση της μηχανικής, σωματιδιακής φιλοσοφίας του 17ου αιώνα με το De natura rerum· ούτε τη σημασία που είχε για την ανατομία η διεξοδική μελέτη του Γαληνού· ούτε θα αρνιόταν ότι η ουσιαστική εκ νέου ανακάλυψη του Αρχιμήδη μεταμόρφωσε τη γεωμετρία, αλλά και την άλγεβρα. Από την άλλη μεριά όμως, είναι φανερό πως τα πράγματα δεν τελειώνουν εδώ. Τα παραδείγματα που ανάφερα δεν είναι τυπικά. Η ιστορία της μηχανικής πριν από τον Galileo, που τόσο επιμελώς δουλεύτηκε από τις αρχές του αιώνα μας, το αποδεικνύει αυτό. Η μεσαιωνική επιστήμη δεν σταμάτησε απότομα από μια κλασική αναβίωση που λεγόταν αναγέννηση: είχε πολλά να προσφέρει (το πόσα πολλά πρέπει να αποτελεί αντικείμενο συνεχούς έρευνας) στη διαμόρφωση της σύγχρονης επιστήμης. Πολύ σημαντικά νήματα της επιστημονικής επανάστασης δεν μπορούν να αναχθούν στην αρχαιότητα, τουλάχιστον μέσα από τα κανάλια της ευρυμάθειας· αυτό μας δείχνουν πολλά παραδείγματα από τις χημικές επιστήμες. Η στηριζόμενη στην αναγεννησιακή ευρυμάθεια ερμηνεία δεν μπορεί να εξηγήσει την αλλαγή στην επιστήμη. Αν κάτι είναι σίγουρο, αυτό είναι ότι η πρόθεση της Αναγέννησης ήταν η μίμηση της αρχαιότητας, και υπάρχουν αποδείξεις ότι αυτό το ιδεώδες συμμερίζονταν και οι λόγιοι-επιστήμονες. Ωστόσο, η επιδίωξη αυτού του ιδεώδους φαίνεται πως διήρκεσε λίγο στην επιστήμη· έπαψε να έχει δύναμη πολύ πριν από το τέλος του 16ου αιώνα. Ποτέ δεν υπήρχε μια αληθινά παλλαδιανή [11] περίοδος στην επιστήμη, και οι περιορισμοί που είχαν τεθεί από τους ίδιους τους Έλληνες ξεπεράστηκαν σχετικά γρήγορα στην Ευρώπη. Το γιατί συνέβη αυτό είναι το ουσιαστικό ερώτημα· η στηριζόμενη στην αναγεννησιακή ευρυμάθεια ερμηνεία δεν μπορεί όμως καθόλου να το αντιμετωπίσει. Μολαταύτα, αν η άποψη αυτή δεν είναι εντελώς άσχετη, μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα στοιχείο μέσα σε μια πολυπλοκότερη ερμηνεία. Η διαφορετική άποψη ως προς τη σπουδαιότητα των λόγιων δραστηριοτήτων (κατά τον Μεσαίωνα αυτή τη φορά), την οποία ανάφερα προηγουμένως, έχει κερδίσει έδαφος πολύ πιο πρόσφατα. Είναι μια άποψη την οποία δεν μπορεί να εκτιμήσει εύκολα, ούτε βέβαια και να κριτικάρει, όποιος δεν είναι ειδικός στον Μεσαίωνα. Ωστόσο, θεωρώ σκόπιμο να εκθέσω τις αρχές της διατρέχοντας τον κίνδυνο της υπεραπλούστευσης: κατά την άποψη αυτή, οι μεσαιωνικοί φιλόσοφοι
ανάπτυξαν μια θεωρία για την έρευνα των φυσικών φαινομένων που ήταν ουσιαστικά εκείνη που εφαρμόστηκε με επιτυχία στην επιστημονική επανάσταση. Αυτό δεν σημαίνει ότι εκείνοι που επεξεργάστηκαν τη θεωρία αυτή ήταν εξίσου περίφημοι με τους διαδόχους τους στο πείραμα ή στην παρατήρηση ή στη χρήση των μαθηματικών· οι εφαρμογές της θεωρίας αυτής –εκτός από τα οπτικά φαινόμενα και την εξέταση της ορμής– φαίνεται πως ήταν λίγες και σποραδικές. Επρόκειτο για μια επιστημονική μέθοδο λογίων, που δικαιολογούνταν από κάποιες επιτυχίες και που περίμενε μόνο τη γενική της εφαρμογή για να μεταμορφώσει τη συνολική διερεύνηση της φύσης· αυτό το πράγμα, η μέθοδος, βρέθηκε κατά τον 16ο και 17ο αιώνα. Και πάλι, η μεγαλύτερη σημασία δίνεται στο ρόλο του λόγιου· μπορεί να πει κανείς πως η επιστημονική επανάσταση είναι άμεση συνέπεια μιας φιλοσοφικής επανάστασης. Είναι φανερό όμως πως υπάρχει κάποια ασυμβατότητα μεταξύ των δύο αυτών εναλλακτικών εκτιμήσεων της υποτιθέμενης συμβολής των λογίων στη γένεση της σύγχρονης επιστήμης. Η μία δίνει έμφαση στο περιεχόμενο, η άλλη στη μέθοδο· αν οι μεσαιωνικές ιδέες περί μεθόδου είναι σημαντικές, τότε η αναβίωση της κλασικής επιστήμης στην Αναγέννηση είναι ασήμαντη, και αντίστροφα. Η μια άποψη εκτοπίζει την άλλη. Νομίζω όμως πως δεν είμαστε υποχρεωμένοι να διαλέξουμε τη μια από τις δυο και πως μπορεί να γίνει ένας συμβιβασμός που να αφήνει χώρο και για τις δύο. Τότε, η μια θεωρία θα φωτίζει καλύτερα ορισμένες πλευρές της ανάπτυξης της επιστήμης κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα, και ή άλλη θα εξηγεί καλύτερα κάποιες άλλες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αλλαγές έμφασης μέσα στο χώρο της κλασικής παράδοσης μπορούν να αποδοθούν, τουλάχιστον ώς ένα σημείο, σε αλλαγές στην ιδέα της μεγάλης μεθόδου, οι οποίες οφείλονταν στον Μεσαίωνα. Ανάφερα προηγουμένως την εκ νέου ανακάλυψη του Λουκρήτιου στα 1417, και τη σύνδεσή της με τη μηχανική φιλοσοφία που εμφανίστηκε δυόμισι αιώνες αργότερα· οι νέες ιδέες γύρω από τη μορφή και τη δομή μιας επιστημονικής θεωρίας μπορεί να είχαν μεγάλη σχέση με την προτίμηση για την ατομιστική, κι όχι για την αριστοτελική, παράδοση της αρχαίας ελληνικής σκέψης. Η πληρέστερη εξοικείωση μ’ αυτά τα κειμήλια της ελληνικής επιστήμης, που ήταν αποτέλεσμα της εμβριθούς μελέτης των κειμένων, και που στήριζε καλύτερα τις πιο πρωτότυπες μεσαιωνικές αντιλήψεις για την επιστημονική μέθοδο, μπορεί να άσκησε μεγαλύτερη πίεση για την περαιτέρω εφαρμογή των αντιλήψεων αυτών. Για παράδειγμα, αν ο Galileo είχε κληρονομήσει, χωρίς να το ξέρει, μια μέθοδο επιστημονικής έρευνας από τους φιλόσοφους του Μεσαίωνα, θα σκεφτόταν (κατά περίσταση) ότι εφάρμοζε μια μέθοδο που είχε χρησιμοποιηθεί με επιτυχία από τον Αρχιμήδη. Η μεσαιωνική άποψη, αν μπορώ να την ονομάσω έτσι, εγείρει με ιδιαίτερα οξεία μορφή το ερώτημα που φαίνεται κρίσιμο για το πρόβλημα που με απασχολεί: Η αποτελεσματική και δημιουργική παρόρμηση, που ώθησε τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν όχι απλώς τη φιλοσοφία και τα δόγματα της μεσαιωνικής επιστήμης, αλλά και τις ελληνικές τους βάσεις, πρέπει να αναζητηθεί στη δυσαρέσκεια των μορφωμένων ανθρώπων προς τους καθιερωμένους τρόπους έρευνας, και προς τις θεωρίες και τις πρακτικές που προέκυπταν απ’ αυτούς;
Κοντολογίς, η επιστημονική επανάσταση ήταν, κατά κύριο λόγο, το προϊόν κάποιας πνευματικής διάψευσης και στειρότητας; Αν πιστέψουμε ότι πράγματι αυτό συνέβη, και ότι οι ίδιοι φιλόσοφοι, λόγιοι και διανοούμενοι που αισθάνονταν αυτή τη διάψευση ήταν εκείνοι που βρήκαν τρόπο να περάσουν σε ένα πιο προσοδοφόρο είδος έρευνας και σε έναν πιο ικανοποιητικό τρόπο επιστημονικής εξήγησης, τότε η ιστορική μας αναζήτηση φτάνει σ’ ένα τέλος. Μπορούμε βέβαια να προσπαθήσουμε να βρούμε από προερχόταν αυτή η διάψευση και τι την έφερε στο φως, όπως μπορούμε να ερευνήσουμε και τους παράγοντες που επέτρεψαν στους μορφωμένους ανθρώπους της επιστήμης να την ξεπεράσουν. Αυτά όμως είναι δευτερεύοντα ζητήματα επειδή έχουμε ήδη αποδείξει τον καίριο ρόλο των ανθρώπων στη δημιουργία του πραγματικού ρήγματος. Δεν χωράει αμφιβολία πως η διάψευση αυτή ήταν υπαρκτή. Εκφράζεται από τον Vesalius, όταν αυτός παραπονιέται –με πόση υπερβολή και αχαριστία αλήθεια– για τη σπατάλη δυνάμεων στην οποία τον οδήγησε η άκριτη εμπιστοσύνη στην ορθότητα του Γαληνού· από τον Copernicus, όταν αυτός μιλάει για τη διαφωνία και τον παραλογισμό των μαθηματικών: «Rem quoque praecipuam, hoc est mundi formam, ac partium eius certam symmetriam non potuerunt invenire, vel ex illis colligere»· και αρκετά φανερά από τον Galileo. Η στάση του τελευταίου είναι η στάση κάποιου που έχει βγει από το νεκρό κύκλο της αρχαίας σκέψης, και που μπορεί, από εμπιστοσύνη προς τη δική του καινούρια γνώση, να λυπηθεί αλλά και να καταδικάσει όσους εξακολουθούν να είναι δεμένοι με τις αλυσίδες της αυθεντίας: «Ω, η ανείπωτη ταπεινότητα των αξιοθρήνητων πνευμάτων! Γίνονται σκλάβοι με τη θέληση τους· δέχονται το απαράβατο των διαταγμάτων· δεσμεύουν τους εαυτούς τους και αυτοαποκαλούνται βέβαιοι και πεπεισμένοι από επιχειρήματα που είναι τόσο «ισχυρά» και τόσο «πειστικά», που αυτοί οι ίδιοι δεν μπορούν να πουν το σκοπό για τον όποιο γράφτηκαν ούτε το συμπέρασμα στο οποίο οδηγούν!... Τι άλλο είναι αυτό από το να βγάζεις έναν χρησμό από ένα κούτσουρο κι ύστερα να περιμένεις απ’ αυτό τις απαντήσεις· να το φοβάσαι, να το σέβεσαι, και να το λατρεύεις;» Τώρα, αυτό που ισχυρίζονται οι μεσαιωνολόγοι είναι ότι μια τέτοια στάση προς την αυθεντία είχε ήδη γεννηθεί κατά τον Μεσαίωνα και ότι δεν ήταν απλώς αρνητική αλλά και δημιουργική. Παραθέτω την αψεγάδιαστη άποψη του δρ. Grombie από την πρώτη σελίδα του βιβλίου του Grosseteste and Experimental Science (Oxford, 1953): «Η σύγχρονη επιστήμη οφείλει πολλά για την επιτυχία της στη χρησιμοποίηση εκείνων των επαγωγικών και πειραματικών τρόπων ενέργειας που αποτελούν αυτό που συχνά καλείται “πειραματική μέθοδος”. H θέση του βιβλίου αυτού είναι ότι ή σύγχρονη, συστηματική κατανόηση των ποιοτικών τουλάχιστον πλευρών της μεθόδου αυτής δημιουργήθηκε από τους φιλόσοφους της Δύσης τον 13ο αιώνα. Αυτοί ήταν εκείνοι που μετάτρεψαν την ελληνική γεωμετρική μέθοδο σε πειραματική επιστήμη του σύγχρονου κόσμου». Γιατί ήταν όμως αναγκαία η επινόηση νέων επαγωγικών και πειραματικών μεθόδων; Ο δρ. Crombie βρίσκει την απάντηση του
ερωτήματος στο πρόβλημα που παρουσιάστηκε στους φυσικούς φιλόσοφους της Δύσης από τα επιστημονικά κείμενα που είχαν γίνει προσιτά σ’ αυτούς προσφάτως: «Πώς είναι δυνατό να φτάσουμε, με τη μεγαλύτερη δυνατή σιγουριά, σε αληθινές προκείμενες για την αποδεδειγμένη γνώση του κόσμου της εμπειρίας, όπως είναι, για παράδειγμα, τα πορίσματα των θεωρημάτων και των αποδείξεων του Ευκλείδη;» Η άποψη αυτή τοποθετεί τη γένεση της επιστημονικής επανάστασης σ’ ένα πολύ υψηλό επίπεδο πνευματικού επιτεύγματος και διατηρείται ακόμη κι αν μετατοπίσουμε την προσοχή μας σ’ ένα πεδίο διαφορετικό κάπως απ’ αυτό του δρ. Crombie, στο πεδίο της ιστορίας της μηχανικής από τον Μεσαίωνα ώς την εποχή του Galileo. Κι εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε όχι μόνο την χτυπητή δυσαρέσκεια προς την αριστοτελική εξήγηση της συνεχούς κίνησης, που θεμελιωνόταν στον πλήρη διαχωρισμό της κινούσας δύναμης από το κινούμενο άψυχο σώμα, και προς ορισμένες άλλες πλευρές της μηχανικής που ήταν αριστοτελικής προέλευσης, αλλά και την ύπαρξη συγκεκριμένων και εν μέρει επιτυχών βημάτων προς περισσότερο ικανοποιητικές έννοιες [12]. Όταν φτάνουμε στο κριτικό σημείο, με τον ίδιο τον Galileo, παρατηρούμε μια υπέροχη πνευματική πάλη, την οποία τόσο καλά ανάλυσε ο καθηγητής Koyré. Αν η τελική νίκη εδώ δεν είναι αποτέλεσμα μιας παρατεταμένης και κοπιαστικής διανοητικής προσπάθειας, τότε είναι δύσκολο να δούμε ποιες επιτυχίες στην επιστήμη μπορούν να αποδοθούν στο Λόγο και στη σκέψη. Η μεσαιωνική κριτική στον Αριστοτέλη ήταν έργο των λογίων. Ωστόσο, οι ίδιοι λόγιοι είχαν καρφωμένη στο μυαλό τους την ιδέα ότι ή πάλη μεταξύ του παλιού και του καινούργιου στην επιστήμη έπρεπε να καταπολεμηθεί. Είναι δύσκολο να βρω έστω και έναν υπέρμαχο της «νέας φιλοσοφίας» που να μη βλέπει τη μοίρα του σ’ αυτά τα λόγια. Υπάρχει όμως ένα σημείο εδώ που χρειάζεται μεγαλύτερη προσοχή και που επιτρέπει στον τεχνίτη να βγει στο προσκήνιο. Γιατί, παρόλο που αναγνωρίζουμε ότι η επιστήμη είναι μια δραστηριότητα των λογίων και η μεταρρύθμιση της επιστήμης έργο των μορφωμένων ανθρώπων, είναι λογικό να ρωτήσουμε αν γεννήθηκε αυθόρμητα στους μορφωμένους η ώθηση για μεταρρύθμιση: Μήπως υποκινήθηκε αυτή από κάτι άλλο; Κάποια ενίσχυση στην υποψία αυτή φαίνεται να ξεπηδά από την έμφαση που δόθηκε στον εμπειρικισμό, όχι μόνο από την ίδια την επιστημονική επανάσταση, αλλά και από τους φιλοσοφικούς προδρόμους της. Έτσι, για να παραθέσω πάλι τον δρ. Grombie: «Το εξέχον επιστημονικό γεγονός του 12ου και του 13ου αιώνα ήταν η αντιπαράθεση του εμπειρικισμού, που προϋπήρχε προ πολλού στις πρακτικές τέχνες της Δύσης, με την ιδέα της λογικής εξήγησης, που περιεχόταν σε επιστημονικά κείμενα προσφάτως μεταφρασμένα από τα ελληνικά και τα αραβικά». Δεν χρειάζεται να επιμείνουμε στο πασίγνωστο ενδιαφέρον που είχαν δείξει λίγοι τουλάχιστον μορφωμένοι άνθρωποι κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα σε καρπούς της εμπειρικής επινόησης, όπως στην μαγνητική πυξίδα, στο σκάλισμα φακών και, κυρίως, στα σημαντικά επιτεύγματα των χημικών και μεταλλουργικών τεχνών [13]. Ομοίως, όλοι είμαστε εξοικειωμένοι με τα επιχειρήματα της βακωνικής σχολής, ότι ο αληθινός έλεγχος –και κατά συνέπεια η πραγματική γνώση– πάνω στις φυσικές διαδικασίες επιτεύχθηκε κυρίως
από τις τέχνες κι όχι από τις επιστήμες, και ότι ο σοφός θα μάθαινε περισσότερα αν δεχόταν να μαθητεύσει κοντά στον τεχνίτη. Όλα αυτά θα μπορούσαν να δημιουργήσουν την εντύπωση ότι τα θεαματικά επιτεύγματα της εμπειρικής τεχνολογίας τράβηξαν την προσοχή των επιστημόνων, προκαλώντας κάποια αμφιβολία για την ορθότητα των μεθόδων τους και οδηγώντας τους να υιοθετήσουν ως ιδανικό της επιστήμης εκείνη την υποταγή του φυσικού περιβάλλοντος στους ανθρώπινους σκοπούς που παλιότερα φαινόταν πως ανήκε μόνο στις τέχνες και τις χειροτεχνίες. Εδώ υπάρχουν δύο θέματα προς συζήτηση. Ένα είναι το γεγονός της τεχνολογικής προόδου, που αντιπαραβλήθηκε από ορισμένους φιλοσοφικούς κριτικούς με τη στασιμότητα της επιστήμης. Το άλλο είναι η αντίδραση των μορφωμένων ανθρώπων απέναντι στην τεχνολογία, κι αυτό κυρίως μας ενδιαφέρει εδώ. Η τεχνολογική πρόοδος δεν ήταν απλώς ένα χαρακτηριστικό στοιχείο του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης: υπήρχε στις αρχαίες αυτοκρατορίες, στον ελληνικό κόσμο, κάτω από τη ρωμαϊκή κατοχή, ακόμη και στους επονομαζόμενους «Σκοτεινούς Αιώνες». Είναι πολύ δύσκολο να βρούμε μια μακρά περίοδο πλήρους τεχνολογικής στασιμότητας στην ευρωπαϊκή ιστορία, παρόλο που οι μεμονωμένες τέχνες περνούσαν προσωρινές περιόδους παρακμής. Φαίνεται πως πάντα υπήρχαν κάπου κάποιοι τεχνίτες που προχωρούσαν εμπρός με τη μέθοδο της δοκιμής και της πλάνης. Με λίγα λόγια, ένας φιλόσοφος της αρχαιότητας είχε τις ίδιες ευκαιρίες με τους διαδόχους του του 16ου και του 17ου αιώνα να εκτιμήσει την επινοητικότητα των τεχνιτών και να βγάλει τα ίδια συμπεράσματα γι’ αυτούς. Πράγματι, οι αρχαίοι συγγραφείς είχαν επίγνωση της σπουδαιότητας των τεχνών στη δημιουργία των μέσων της πολιτισμένης ζωής, και επαινούσαν τα έργα που φανέρωναν δεξιότητα και εφευρετικότητα· εκείνο στο οποίο διέφεραν από τους μοντέρνους ήταν η διατήρηση της διάκρισης μεταξύ του «κατανοώ» και του «φτιάχνω». Δεν κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι οι τέχνες αντιπροσώπευαν κάποιο πρότυπο εμπειρικισμού το οποίο θα έπρεπε να μιμηθεί η φιλοσοφία. Δεν θα έγραφαν αυτά που έγραφε ο Francis Bacon στις εναρκτήριες γραμμές του Novum Organum: «Ο άνθρωπος, ως πρεσβευτής και διερμηνέας της φύσης, κάνει και καταλαβαίνει τόσα όσα του επιτρέπουν οι παρατηρήσεις του πάνω στην τάξη της φύσης, είτε όσον αφορά στα πράγματα είτε όσον αφορά στο πνεύμα. Δεν ξέρει ούτε είναι ικανός να κάνει περισσότερα. Το αβοήθητο χέρι και η κατανόηση που μένει μονάχη της κατέχει λίγη δύναμη... Η γνώση και η ανθρώπινη δύναμη είναι συνώνυμα». Ο φιλόσοφος είναι εκείνος που άλλαξε αυτή τη στάση κι όχι ο τεχνίτης· όσο για την αλλαγή, αυτή είναι κατ' ουσία υποκειμενική. Η επιτυχία του εμπειρικισμού των τεχνών δεν ήταν τίποτε καινούριο στα τέλη του Μεσαίωνα και στις απαρχές της σύγχρονης εποχής, και, αν ο φιλόσοφος συνειδητοποίησε τη σπουδαιότητα του εμπειρικισμού αυτού για την επιστήμη, αυτό δεν έγινε επειδή ή επιτυχία του τελευταίου ήταν πιο εντυπωσιακή τώρα απ’ ό,τι άλλοτε. Πάντα υπήρχε και, γι’ αυτό, ο καθένας μπορούσε να τον δει, αν είχε μάτια να τον δει· η αλλαγή εξαρτιόταν από το πώς τον έβλεπε ο θεατής. Έτσι, είναι παράλογο να υποθέσουμε π.χ. ότι η εισαγωγή του μπαρουτιού και του κανονιού στις πολεμικές επιχειρήσεις ήταν η αιτία μιας αναζωογόνησης του ενδιαφέροντος για τη δυναμική, και ειδικά για τη θεωρία της κίνησης
των βλημάτων, κατά τον 16ο και τις αρχές του 17ου αιώνα. Το αρχαίο πυροβολικό στρέψεως περιελάμβανε εξίσου εντυπωσιακές μηχανές στις μέρες του, για να μην αναφέρουμε τη βαλλίστρα, και τα διάφορα είδη καταπελτών τον Μεσαίωνα. Οι απλούστερες μέθοδοι εκσφενδονισμού βλημάτων –το ανθρώπινο χέρι, η σφεντόνα, το τόξο– θέτουν προβλήματα κινήσεως όμοια μ’ εκείνα που θέτουν πιο πολύπλοκες ή ισχυρές μηχανές· και, όπως ξέρουμε όλοι, η επίκληση της πρωτόγονης αυτής πρακτικής εμπειρίας ήταν η βάση για την ανάπτυξη της έννοιας της ορμής. Οι παλαιότεροι «επιστημονικοί» συγγραφείς έργων γύρω από την πυροβολική των εκρηκτικών υλών, όπως ο Tartaglia, δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να μεταφέρουν την έννοια αυτή στη λειτουργία μιας διαφορετικής μηχανής. Το παράδειγμα αυτό μας θυμίζει ότι είναι απλοϊκό να πιστεύουμε ότι ακόμη και οι μεγάλες επιστημονικές πρόοδοι δημιουργούν, την ίδια στιγμή, ερωτήματα άξια επιστημονικής έρευνας. Η επιστημονική εξέταση των τριών χρήσιμων μορφών σιδήρου –του χυτοσιδήρου, του σφυρήλατου σιδήρου και του χάλυβα– δεν είχε αρχίσει μέχρι τον πρώιμο 18ο αιώνα· η γεωμετρική θεωρία των οδοντωτών τροχών εισήχθηκε πενήντα χρόνια πρωτύτερα· η σοβαρή μελέτη της χημείας της κατασκευής κεραμικών άρχισε λίγο αργότερα. Διαλέγω σκόπιμα παραδείγματα πρακτικής επιστήμης που το καθένα συνδέεται με αξιοσημείωτες εξελίξεις στην υστερομεσαιωνική χειροτεχνία: δηλαδή, αντίστοιχα, με την εισαγωγή της υψικαμίνου· και με την εισαγωγή του συστήματος οδοντωτών τροχών στον ανεμόμυλο, στον νερόμυλο, στο μηχανικό ρολόι και σε άλλες συσκευές· και με την εισαγωγή φίνων, λαμπερά βαμμένων πήλινων ειδών. Για όλα τα παραδείγματα, το χρονικό διάστημα μεταξύ της δημιουργίας μιας νέας χειροτεχνικής δεξιότητας και της πραγματικής εμφάνισης ενός επιστημονικού ενδιαφέροντος γι’ αυτήν, είναι της τάξης των 250 ετών· επιπλέον, το ενδιαφέρον αυτό παρουσιάζεται αφού η επιστημονική επανάσταση είχε πάρει πια το δρόμο της. Αν υπάρχει κάποια αλήθεια στην άποψη ότι το ενδιαφέρον για τις χειροτεχνίες προώθησε μια αλλαγή στις επιστημονικές μεθόδους, είναι επίσης αλήθεια ότι, κάπως αργότερα, η πραγματική επιτυχία της νέας επιστημονικής γνώσης και των μεθόδων της δημιούργησε τη δυνατότητα συστηματικής εξέτασης των μεθόδων των τεχνών, δυνατότητα που δεν υπήρχε προηγουμένως. Θα ήταν non sequitur να υποστηρίζουμε ότι, επειδή ένα σημαντικό ποσοστό τεχνολογικής προόδου πραγματοποιήθηκε κατά τον Μεσαίωνα (όπως γνωρίζουμε εμείς σήμερα), οι λόγιοι της εποχής εκείνης αναγνώρισαν το γεγονός και εκτίμησαν τη σπουδαιότητά του. Σίγουρα, σε πολλές περιπτώσεις δεν το 'καναν – και γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολη η ανασυγκρότηση της ιστορίας της μεσαιωνικής τεχνολογίας. Τα αρχεία που διαθέτουμε για τον Μεσαίωνα είχαν συνταχθεί, κατά μεγάλο μέρος, από λόγιους· η φτώχεια τους σε τεχνολογική τεκμηρίωση –όχι μόνο σχετικά με τη χρήση εργαλείων όπως το τρύπανο και ο τόρνος του ξυλουργού, αλλά και σχετικά με μεγάλες βιοτεχνίες όπως η κατασκευή του χαρτιού και η επεξεργασία του σιδήρου– είναι πολύ εμφανής. Ο ιστορικός της μεσαιωνικής τεχνολογίας εξυπηρετείται καλύτερα από τον καλλιτέχνη παρά από τον γραφιά. Αυτό δεν θα συνέβαινε αν είχαν εντυπωσιαστεί αρκετοί λόγιοι από τον εμπειρικισμό που οδηγούσε στον ανεμόμυλο, στην μαγνητική πυξίδα, στο μηχανικό
ρολόι κ.ο.κ. Όπως κι αν έχει το πράγμα, διστάζω να καταλήξω στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά ενός εμπειρικού επιστήμονα –δηλαδή, ενός επιστήμονα που κάνει παρατηρήσεις και πειράματα για να ανακαλύψει νέες πληροφορίες, αλλά και για να επιβεβαιώσει τις απόψεις και τις ιδέες του– αντλείται από την άμεση μίμηση της στηριζόμενης στη δοκιμή και στην πλάνη, της αμεθόδευτης και τυχαίας προόδου των τεχνών. Αυτό μου φαίνεται πως είναι το ελάττωμα της άποψης που βλέπει τον νέο επιστήμονα του 17ου αιώνα ως ένα είδος υβριδίου μεταξύ του παλιότερου φυσικού φιλοσόφου και του τεχνίτη. Είναι πολύ εύκολο να πούμε πως ο φιλόσοφος σκεφτόταν πολύ και έκανε λίγα, πως ο τεχνίτης έκανε πολλά αλλά δεν είχε ιδέες, και πως ο επιστήμονας είναι κάποιος που σκέπτεται και ταυτόχρονα κάνει. Η χονδροειδής αυτή απλούστευση βοηθά καθόλου όμως στην περιγραφή ή στην εξήγηση μιας πολύπλοκης ιστορικής μετάβασης; Ούτε ο Copernicus, ούτε ο Vesalius, ούτε ο Descartes ήταν πιο κοντά στους τεχνίτες απ’ ό,τι ο Πτολεμαίος, ο Γαληνός ή ο Αριστοτέλης. Ασφαλώς, ο ίδιος ο επιστημονικός εμπειρικισμός είναι φιλοσοφικό κατασκεύασμα, ή τουλάχιστον δημιούργημα των μορφωμένων ανθρώπων –πιστεύω πώς εδώ έχει ένα πολύ ισχυρό επιχείρημα ο δρ. Crombie– και έχει με τις τέχνες την ίδια σχεδόν σχέση που έχει η θεωρία της εξέλιξης με τους εκτροφείς περιστεριών. Είναι ένας πολύ εκλεπτυσμένος τρόπος εξιχνίασης του κόσμου στον οποίο ζούμε· από την άλλη μεριά, η άποψη ότι το άμεσο βούτηγμα στις γνώσεις που είχαν αποκτήσει με την πείρα οι τεχνίτες ήταν το ουσιώδες βάπτισμα που χρειαζόταν πρίν γίνει οποιαδήποτε επιστημονική ανακάλυψη, ήταν ένα στείρο μονοπάτι, από το οποίο βγήκαν ευτυχώς σύντομα οι επιστήμονες του 17ου αιώνα. Σύγχρονες μελέτες δείχνουν ότι το εμπειρικό στοιχείο στην επιστημονική επανάσταση, με την πιο ακατέργαστη, τη λιγότερο φιλοσοφική και την περισσότερο «τεχνική» έννοια του όρου, έχει εξογκωθεί υπερβολικά· επομένως, μας μαθαίνουν να αποδίδουμε όλο και μεγαλύτερη σημασία στις εννοιολογικές και διανοητικές πλευρές της επανάστασης αυτής. Αυτό δεν σημαίνει ότι αρνούμαστε το γεγονός ότι οι δραστηριότητες των τεχνιτών όριζαν ένα μεγάλο τμήμα του φυσικού περιβάλλοντος. Αν, μέσω μιας εσωτερικής μετατόπισης, η προσοχή του φυσικού φιλοσόφου στρεφόταν περισσότερο προς αυτό και λιγότερο προς την δική του συνείδηση και τον περιορισμένο ακαδημαϊκό ορίζοντά του, μπορούσε να μάθει πολλά για το πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος. Καθώς ο Μεσαίωνας παραχωρούσε τη θέση του στην Αναγέννηση, μια εξαιρετικά πλούσια τεχνολογική εμπειρία προσέφερε μεγάλα προβλήματα άξια έρευνας και, επιπλέον, πολλή γνώση των δεδομένων και των τεχνικών. Τα μεγάλα έργα τεχνολογικών περιγραφών και εφευρέσεων που έγιναν από τον Cellini, τον Agricola, τον Biringuccio, τον Palissy, τον Ercker, τον Ramelli και άλλους κατά τον 16ο αιώνα, δεν είχαν σημασία μόνο για την τεχνολογία, αλλά και για την επιστήμη. Οι συγγραφείς αυτοί δεν διέθεταν σημαντικό επιστημονικό περιεχόμενο, αλλά προσέφεραν υλικό και μεθόδους που μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν άλλοι καλύτερα εξοπλισμένοι από φιλοσοφική άποψη απ’ αυτούς. Πράγματι, η επιστήμη οφείλει πολλά στην τεχνολογία: πρέπει όμως να θυμόμαστε πως η ίδια η οφειλή δημιουργήθηκε από τους φυσικούς φιλοσόφους και άλλους ανθρώπους της γνώσης.
Δεν υπάρχει ευθεία απάντηση σε οποιοδήποτε ερώτημα γύρω από τη συνολική φύση της επιστημονικής επανάστασης. Εδώ είναι και πάλι χρήσιμο να υπενθυμίσουμε τη βαθιά διάκριση μεταξύ ακαδημαϊκών επιστημών (αστρονομία, ανατομία, μηχανική, ιατρική) και μη ακαδημαϊκών (πειραματική φυσική, χημεία, βοτανική και ζωολογία, μεταλλουργία) – η δεύτερη ομάδα περιγράφεται μ’ αυτό τον τρόπο επειδή δεν έχει κανονική θέση στις πανεπιστημιακές σπουδές. Αν συγκρίνουμε περιπτώσεις από τις δύο ομάδες, π.χ. την αστρονομία και τη χημεία, βλέπουμε ότι η πρώτη ήταν ήδη από τον Μεσαίωνα πολύ οργανωμένη και είχε μια επεξεργασμένη θεωρητική δομή· χρησιμοποιούσε σχετικά εκλεπτυσμένες τεχνικές, τόσο εργαλειακές όσο και μαθηματικές· η εξονυχιστική κριτική ενός από τα θεμελιώδη αξιώματά της, συγκεκριμένα, της σταθερότητας της γης, άρχισε τον 14ο αιώνα (ή μάλλον πολύ πρωτύτερα), ενώ η δυσαρέσκεια απέναντι στην υπάρχουσα κατάστασή της ήταν ρητή και φανερή πριν από το τέλος του 15ου αιώνα. Μια θεμελιώδης αλλαγή στις ιδέες συνέβη πολύ νωρίς –στα 1543– και την ακολούθησε μεγάλη δραστηριότητα στη συγκέντρωση καινούριου υλικού, που προκάλεσε, με τη σειρά της, νέες δοκιμές στη θεωρία. Όλα αυτά ήταν έργο των μορφωμένων ανθρώπων, και υπήρχε μικρή δυνατότητα συμμετοχής των τεχνιτών· ακόμη κι αν η βασική εφεύρεση του τηλεσκοπίου ήταν εφεύρεση των τεχνιτών, οι επιστημονικές του δυνατότητες ανακαλύφθηκαν από τους λόγιους. Η χημεία αντιπροσωπεύει πολύ διαφορετικό ιστορικό τύπο, στον οποίο δεν ισχύει τίποτε απ’ όσα ισχύουν για την αστρονομία. Δεν υπήρχε οργανωμένη χημική επιστήμη πριν από ένα σχετικά ύστερο στάδιο της επιστημονικής επανάστασης· δεν υπήρχε συνεκτική θεωρία της χημικής μεταβολής και αντίδρασης· δεν υπήρχε σαφώς διατυπωμένη κλασική και μεσαιωνική παράδοση για να αμφισβητηθεί· η σύλληψη της χημείας ως κλάδου της φυσικής φιλοσοφίας άργησε να εδραιωθεί και, πριν από τη μορφοποίηση μιας γενικής θεωρίας, μεσολάβησε ένα στάδιο αργής συγκέντρωσης δεδομένων· και σ’ όλες αυτές τις εξελίξεις ήταν έντονη η επίδραση του εμπειρικισμού των τεχνών. Δεν χωράει αμφιβολία πως ο αριθμός των χημικών φαινομένων που ήταν γνωστός στους τεχνίτες πριν από το 1550 ήταν πολύ μεγαλύτερος από εκείνον που ήταν γνωστός στους λόγιους. Όπως λέει ο καθηγητής C.S. Smith, αυτό συνέβη επειδή οι τεχνίτες είχαν αναπτύξει ποιοτικές αλλά και ποσοτικές τεχνικές ζωτικής σημασίας για την ανάπτυξη της χημείας ω ακριβούς επιστήμης [14]. Μερικές φορές, όταν αφήνει κανείς την ιστορία μιας επιστήμης όπως π.χ. η μηχανική ή η αστρονομία, για να μελετήσει την ιστορία π.χ. της χημείας ή της βιολογίας, έχει την εντύπωση πως μεταφέρεται σ’ ένα εντελώς διαφορετικό χώρο. Δεν αρκεί να πούμε πως ορισμένες επιστήμες αναπτύχτηκαν με πιο βραδύ ρυθμό από άλλες· οι καταστάσεις είναι πραγματικά διαφορετικές και, γι’ αυτό το λόγο, το έργο π.χ. του Lavoisier στη χημεία δεν μπορεί να μπει σε αντιστοιχία με το έργο του Newton στην ουράνια μηχανική ή στην μηχανική. Επομένως, όλες οι γενικεύσεις σχετικά με την επιστημονική επανάσταση απαιτούν εξειδίκευση όταν γίνεται προσπάθεια εφαρμογής τους σε μια ιδιαίτερη επιστήμη. Ίσως μπορώ να διευκρινίσω το σημείο αυτό με τον ακόλουθο τρόπο. Η συμβολή της τεχνικής στην ανάπτυξη της επιστημονικής
γνώσης κατά τον 16ο και τον 17ο αιώνα περιλαμβάνει τα εξής πέντε στοιχεία: 1. την παρουσίαση χτυπητών προβλημάτων άξιων για λογική και συστηματική έρευνα 2. τη συγκέντρωση τεχνολογικών πληροφοριών κατάλληλων για επιστημονική μελέτη 3. την ύπαρξη τεχνικών και μηχανισμών της μανουφακτούρας που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και από την επιστημονική έρευνα. 4. την ανάπτυξη θεμάτων που δεν περιέχονται στην ίδια την οργάνωση της επιστήμης. Η συχνότητα εμφάνισης των στοιχείων αυτών ποικίλει πολύ από επιστήμη σε επιστήμη. Κανένα δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την ανατομία, την ιατρική ή οποιαδήποτε άλλη βιολογική επιστήμη· μόνο το (4) μπορεί να εφαρμοστεί στη μικροσκοπία. Όλες οι επιστήμες δείχνουν αυξανόμενη εξάρτηση από τη δεξιότητα του κατασκευαστή οργάνων. Το (4) είναι κάπως σημαντικό για την αστρονομία, ενώ η μηχανική στηρίζεται πολύ λίγο στο (1) και στο (2). Από την άλλη μεριά, η χημεία χρειάζεται όλα αυτά τα στοιχεία. Προφανώς, το συμπέρασμα που μποροόυμε να βγάλουμε είναι κοινότοπο: οι επιστήμες στων οποίων την ανάπτυξη έπαιξε μεγαλύτερο ρόλο ο εμπειρικισμός είναι εκείνες που επηρεάστηκαν περισσότερο από στοιχεία προερχόμενα από την τεχνική. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι οι εμπειρικές επιστήμες είναι εκείνες που εκθέτουν καλύτερα τη βαθύτητα ή τη φύση της αλλαγής στην επιστημονική σκέψη και εργασία, ούτε ότι ο θεωρητικός ρόλος των σοφών ήταν ασήμαντος σ’ αυτές. Αληθινό είναι μάλλον το αντίθετο: ορισμένοι απ’ αυτούς τους επιστήμονες, όπως π.χ. ο Robert Boyle, που σε πρώτη άποψη φαίνονται πολύ εμπειρικοί στην επιστημονική τους δουλειά και στάση, ήταν στην πραγματικότητα, πολύ αναμειγμένοι στην αναζήτηση γενικών θεωριών και νόμων. Οι ακαδημαϊκές και κυρίως οι μαθηματικές επιστήμες δεν ήταν μόνον εκείνες που προχωρούσαν ταχύτερα, αλλά και θεωρούνταν πρότυπα για τη δομή άλλων επιστημών, όταν έφταναν αυτές σ’ ένα αρκετά ώριμο στάδιο. Μέσα από μια εντεινόμενη διαδικασία εκλέπτυνσης, εκδηλώθηκε ή επιθυμία διαμόρφωσης όλων των φυσικών επιστημών σύμφωνα με το πρότυπο της μηχανικής και της αστρονομίας, και η επιθυμία ερμηνείας όλων των άλλων φαινομένων σύμφωνα με τους όρους των βασικών φυσικών νόμων. Το πρώτο μεγάλο βήμα προς την πραγματοποίηση της φιλοδοξίας αυτής ήταν τα Principia του Newton, ένα έργο που γρήγορα θεωρήθηκε από πολλούς υπέρτατη εκδήλωση της ικανότητας του ανθρώπου για επιστημονική γνώση. Πιστεύω πως θα ήταν λάθος να υποθέσουμε ότι οι επιστήμονες του τέλους του 17ου αιώνα, που είχαν τόσα σημαντικά παραδείγματα μπροστά στα μάτια τους, αρκούνταν να παραμένουν στο επίπεδο του εμπειρικισμού ή της εξιδανικευμένης τεχνικής δεξιότητας, παρόλο που σε πολλούς κλάδους έρευνας ήταν δύσκολο να αποφύγει κανείς εντελώς κάτι τέτοιο. Οι επιστήμονες γνώριζαν ότι οι πιο δυσνόητες και θεωρητικές επιστήμες, στις οποίες ήταν μεγαλύτερη ή συμβολή των μορφωμένων ανθρώπων, αποτελούσαν έναν ανώτερο τύπο. Ίσως μπορώ τώρα να ανακεφαλαιώσω τη θέση που προσπάθησα να υποστηρίξω και να δικαιολογήσω, με τις εξής έξι προτάσεις, που στηρίζονται στο ακόλουθο αξίωμα: μια επιστήμη διακρίνεται μέσω της
συνεκτικής της δομής της θεωρίας και της εξήγησης από έναν όγκο πληροφοριών σχετικά με το πώς είναι φτιαγμένος ο κόσμος. Οι προτάσεις αυτές είναι: 1. Η επιστημονική επανάσταση εμφανίζεται κυρίως ως μια επανάσταση στη θεωρία και στην εξήγηση, είτε τη βλέπουμε με τον πιο γενικό τρόπο, εξετάζοντας τις μεθόδους και τη φιλοσοφία των νέων επιστημόνων, είτε εξετάζουμε τα αποφασιστικά σημεία εξέλιξης κάποιας μεμονωμένης επιστήμης. 2. Υπάρχει μια παράδοση λογικής (ή, γενικότερα, φιλοσοφικής) ενασχόλησης με το πρόβλημα της κατανόησης των φυσικών φαινομένων. Τα τελευταία στάδια της ενασχόλησης αυτής (από τον 13ο ώς τον 17ο αιώνα) είχαν κάποια επίδραση στις στάσεις που τήρησαν οι επιστήμονες του 17ου αιώνα απέναντι σ’ αυτό το πρόβλημα. 3. Μερικές από τις πιο λαμπρές επιτυχίες της επιστημονικής επανάστασης ξεπήδησαν από τον καινούργιο τρόπο με τον οποίο πραγματεύτηκε προβλήματα που είχαν συζητηθεί πολύ από τους λόγιους του Μεσαίωνα. 4. Κάποιες άλλες, εντελώς διαφορετικές από τις προηγούμενες, επιτυχίες έχουν σχέση με τον χειρισμό ορισμένων ειδών φυσικών φαινομένων. Ο επιτυχής αυτός χειρισμός ήταν άγνωστος στους φιλοσόφους προηγουμένως, αλλά συνηθισμένος στην τεχνολογική εμπειρία. 5. Ενώ οι «λόγιοι» έδειχναν διαρκώς αυξανόμενη ετοιμότητα χρησιμοποίησης των πληροφοριών που προέρχονταν από τους τεχνίτες και των ειδικών τεχνικών για την κριτική των καθιερωμένων ιδεών και για την εκ νέου διερεύνηση των φαινομένων που είχαν αναπτύξει οι τελευταίοι, οι τεχνίτες δεν φαίνονται ότι ήταν εξίσου ικανοί ή κατάλληλα εξοπλισμένοι για να κρίνουν ή να κριτικάρουν τις θεωρίες και τις μεθόδους της επιστήμης. 6. Παρόλο που η πρώιμη εκμετάλλευση της παρατήρησης και του πειράματος ως μεθόδων επιστημονικής έρευνας συνδεόταν με την πρακτική του εργαστηρίου, η πρωτοβουλία της υιοθέτησής τους φαίνεται ανήκε στους λόγιους παρά στους τεχνίτες. Απεχθάνομαι τις διχοτομίες: από δύο προτάσεις, πολύ συχνά ούτε ή α ούτε ή β μπορούν να είναι από μόνες τους εντελώς αληθινές. Οι ρόλοι του λόγιου και του τεχνίτη στην επιστημονική επανάσταση είναι συμπληρωματικοί. Ο πρώτος παίζει σημαντικότερο ρόλο, αλλά η πλοκή του έργου θα ήταν πολύ φτωχότερη αν δεν έπαιζε και ο δεύτερος. Η λειτουργία του λόγιου ήταν ενεργητική: ήταν ο μετασχηματισμός της επιστήμης. Η λειτουργία του τεχνίτη ήταν παθητική: ήταν η προσφορά ενός μέρους από το ακατέργαστο υλικό που ήταν απαραίτητο για την πραγματοποίηση του μετασχηματισμού. Η επιστήμη δεν κατασκευάστηκε από τον καθαρό εμπειρικισμό, αλλά ούτε μπορούσε να δημιουργηθεί μόνον από την καθαρή σκέψη. Δεν πιστεύω ότι η επιστημονική επανάσταση ενισχύθηκε από μια ανάγκη για τεχνολογική πρόοδο· από την άλλη μεριά όμως, δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα αν το τεχνολογικό υπόβαθρο ήταν λιγότερο αναπτυγμένο. Αν, όπως πιστεύω, η γένεση της επιστημονικής επανάστασης βρίσκεται στο μυαλό, με την ανάγκη του και την ικανότητά του για εξήγηση, εξίσου αλήθεια είναι ότι
το νεογέννητο κίνημα θα αποδεικνυόταν ασήμαντο, αν δεν συνέβαινε μέσα σ’ έναν κόσμο που πρόσφερε τα μέσα και τα εναύσματα για την επιτυχία του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Τίτλος πρωτοτύπου: Rupert Hall, “The Scholar and the Craftsman in the Scientific Revolution”, στο Marshall Clagett (ed). Critical Problems in the History of Science, The University of Winsconsin Press, 1959. Άλλα έργα που εκφράζουν διαφορετικές απόψεις πάνω στο ίδιο θέμα είναι: J. D. Bernal, The Social Function of Science, London, 1939· G.N. Clark, Science and Social Welfare in the Age of Newton, Oxford, 1941; Marie Boas, The Scientific Renaissance, New York, 1962; B. Hessen, “The Social and Economic Roots, of Newton's Principia”, στο Science at the Crossroads, London, 1931; F.R. Johnson, Astronomical Thought in Renaissance England, Baltimore, 1937; και Ε. Zilsel, “The Origins of Gilbert's Scientific Method”, Journal of the History of Ideas, Volume II, 1941. Χρησιμοποιώ την ελληνική λέξη «τεχνίτης» για να αποδώσω δύο αγγλικές, τις λέξεις craftsman και artisan. Και οι δύο δηλώνουν τη χειροτεχνία που φτάνει ώς την καλλιτεχνία, αλλά και την εξειδίκευση σε κάποια χειροτεχνία. Ο artisan είναι μάλλον ανώτερος από τον craftsman γιατί μπορεί να ταυτιστεί κάποτε με τον καλλιτέχνη. Η ελληνική λέξη «λόγιος» είναι οπωσδήποτε ανεπαρκής για να αποδώσει την αγγλική scholar. Οι εναλλακτικές λύσεις «σοφός» ή «επιστήμονας» θα μπέρδευαν, νομίζω, περισσότερο τα πράγματα. Ο scholar δεν ταυτίζεται με τον scientist (ιδιαίτερα, τον ασχολούμενο με τις φυσικές επιστήμες). Με τη λέξη «λόγιος» εννοούμε εδώ τον ευρυμαθή και κυρίως εκείνον που έχει «κλασική», «γενική» παιδεία ή που είναι εμβριθής μελετητής σε κάποιο τομέα του επιστητού. Κι όλα αυτά μέσα στο εκπαιδευτικό και πνευματικό περιβάλλον της Αναγέννησης κι όχι σ’ εκείνο της σημερινής εποχής, που χαρακτηρίζεται, εκτός των άλλων, και από εκπαιδευτική εξειδίκευση. Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για την λέξη «μορφωμένοι άνθρωποι» που χρησιμοποιώ στη μετάφρασή μου. (σ.τ.μ.) 2. Robert Κ. Merton, “Science, Technology and Society in Seventeenth Century England”, Osiris, IV (1938), 360-632. Αυτή είναι η κυριότερη μελέτη στην κοινωνιολογία της επιστήμης σε μια μόνο χώρα. 3. Το λατινικό Magister Artium (πανεπιστημιακό δίπλωμα) και το σύγχρονο αγγλοσαξονικό Doctor of Philosophy (διδακτορική διατριβή σε οποιοδήποτε κλάδο του επιστητού), (σ.τ.μ.). 4. Ομολογουμένως τα πιο «πρακτικά» τμήματα της επιστήμης, όπως η αλχημεία, η μεταλλουργία, και η χαρτογραφία, είχαν μικρή άμεση εξάρτηση από τα πανεπιστήμια· πρέπει να θυμόμαστε όμως πως στα πανεπιστήμια οφειλόταν η γνώση των βασικών κειμένων των σχετικών μ’ αυτές αλλά και μ’ άλλες, περιοχές. Τα πανεπιστήμια έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των μαθηματικών και αστρονομικών τεχνικών που απαιτούνταν για την εξυπηρέτηση πρακτικών σκοπών. 5. Για τις απαρχές των επιστημονικών εταιρειών: Martha Ornstein, The Role of Sciennfic Societies in the Seventeenth Century, Chicago, 1938; Harcourt Brown, Scientific Organization in Seventeenth Century France, Baltimore, 1934. 6. Γίνεται παραλληλισμός με την προηγούμενη λέξη «εμπροσθοφυλακή» (σ.τ.μ.). 7. Τα πανεπιστήμια είχαν αίθουσες ανατομίας και βιβλιοθήκες, και,
αργότερα, μουσεία και εργαστήρια· τα τελευταία ήταν όμως ιδιωτικά (όπως στη Μπολόνια και την Οξφόρδη) και δεν μπόρεσαν να γίνουν ζωντανά και αναπτυσσόμενα στοιχεία της ακαδημαϊκής ζωής. 8. Το όνομα του γνωστού σχολιαστή των αρχαίων κειμένων χρησιμεύει εδώ ως παράδειγμα (σ.τ.μ.). 9. Εννοείται εδώ ο γνωστός υμένας του ανθρώπινου σώματος (σ.τ.μ.) 10. Για βιβλιογραφικές πληροφορίες σχετικά με τις επιστημονικές δραστηριότητες των σοφών της Αναγέννησης, βλ. George Sarton, The Appreciation of Ancient and Medieval Science during the Renaissance (1450-1600), Philadelphia, 1955. 11. Παλλαδιανή περίοδος υπάρχει στην αρχιτεκτονική της Αναγέννησης (σ.τ.μ.) 12. Εκτός από τις διεξοδικές μελέτες της ιστορίας της μεσαιωνικής μηχανικής από τον Pierre Duhem, την Anneliese Maier και άλλους, υπάρχουν σύντομες αλλά βολικές αναλύσεις (με περαιτέρω βιβλιογραφικές λεπτομέρειες) στα A.C. Crombie, Augustine to Galileo (London, 1952)· René Dugas, Histoire de la mechanique (Neuchatel, 1950). Για τον Galileo και την ορμή, δές Alexandre Koyré, Etudes Galilaennes (Paris, 1939), «Actualités scientifiques et industrielles», 85254. 13. Το κατά πόσο η τεχνολογική πρόοδος της Ευρώπης κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα οφειλόταν μάλλον σε μεταβίβαση παρά σε εντόπια επινόηση είναι κάτι που δεν μας ενδιαφέρει εδώ, επειδή η μεταβίβαση έγινε καθαρά στο επίπεδο της χειροτεχνίας. Βλ. Thomas Francis Carter, The Invention of Printing in China and its Spread Westward, ed. L. Carrington Goodrich (New York, 1955)· Joseph Needham, Science and Civilisation in China (Cambridge, Eng., 1954 -)· 14. Lazarus Ercker's Treatise on Ores and Assaying, tr. Anneliese Grunhaldt Sisco and Cyril Sranley Smith (Chicago, 1951), σ. XV—XIX. Charles Singer et al., A History of Technology (Oxford, 1957) III, 27-28.
ALEXANDRE KOYRÉ Η καταγωγή του εκμηχανισμού1 Η μελέτη της εξέλιξης των στάσεων της φιλοσοφίας και των φιλοσόφων απέναντι στη μηχανή μας οδηγεί, ή μας παραπέμπει, στα προβλήματα του εκμηχανισμού και της τεχνικής προόδου, προβλήματα που η σημασία και το ενδιαφέρον τους δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητα από κανέναν. Γιατί, ακόμη κι αν δεν δεχτούμε, αντίθετα απ' τους μαρξιστές, ότι η εξέλιξη της τεχνικής καθορίζει και εξηγεί όλη την ανθρώπινη ιστορία, ότι αποτελεί το επιχείρημα του οποίου εξαρτημένες συναρτήσεις είναι όλα τα υπόλοιπα, η ηθική και η πολιτική, η φιλοσοφία και η τέχνη, η αλήθεια είναι πως οι βιομηχανικές επαναστάσεις των δύο τελευταίων αιώνων άλλαξαν σε βάθος, και μάλιστα αναστάτωσαν τις συνθήκες και τα γενικά πλαίσια της ανθρώπινης ζωής, και πως αυτές οι αναστατώσεις μας δημιούργησαν μια νοοτροπία και συνήθειες σκέψης πολύ διαφορετικές από κείνες που ήταν κοινές στο Μεσαίωνα και στην Αρχαιότητα. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι, grosso modo, ο βιομηχανικός πολιτισμός «αλλοίωσε» τον κόσμο μας και αντικατέστησε τον φυσικό περιβάλλοντα χώρο, πλαίσιο και ρυθμό της ζωής μ' ένα μηχανικό ρυθμό, ένα τεχνητό πλαίσιο, έναν κατασκευασμένο περιβάλλοντα χώρο2. Και, παράλληλα, η σύγχρονη (moderne) σκέψη βάζει παντού στη θέση του βιολογικού σχήματος εξήγησης το μηχανικό σχήμα εξήγησης. Θα μπορούσαμε να πούμε επίσης -κι ίσως κατά βάθος αυτό να σημαίνει το ίδιο- ότι η προβιομηχανική τεχνική ήταν μια τεχνική προσαρμογής στα πράγματα, ενώ η βιομηχανική τεχνική είναι μια τεχνική εκμετάλλευσης των πραγμάτων. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ακόμα ότι η σύγχρονη τεχνική είναι μια τεχνική δημιουργίας των πραγμάτων3. Πώς και γιατί γεννήθηκε αυτή η τεχνική; Ποια είναι η πηγή και η προέλευση του εκμηχανισμού; Κατά βάθος δεν ξέρουμε τίποτα. Κι αυτό επειδή όλες οι εξηγήσεις, όσο ευλογοφανείς κι αν είναι, επιστρέφουν εκεί απ' όπου άρχισαν, πράγμα που δεν είναι όμως σκανδαλώδες για το πνεύμα. Είναι αρκετά φυσιολογικό να υπάρχουν στην ιστορία -ακόμη και στην ιστορία του πνεύματος- ανεξήγητα συμβάντα, μη αναγώγιμα γεγονότα, απόλυτες ενάρξεις. Οι ρίζες της τεχνικής χάνονται στο σκοτάδι του χρόνου. Είναι πιθανόν όμως να μην έχει προέλευση η τεχνική, όπως δεν έχει και η γλώσσα: ο άνθρωπος είχε πάντα εργαλεία όπως είχε πάντα και γλώσσα. Φαίνεται μάλιστα πως ήταν πάντα ικανός να κατασκευάζει εργαλεία. Γι' αυτό και αντιτάχτηκε στον ορισμό του ανθρώπου με βάση την ομιλία ο ορισμός του ανθρώπου με βάση την εργασία: ο άνθρωπος ως άνθρωπος θεωρήθηκε κατ' ουσίαν faber, κατασκευαστής πραγμάτων, κατασκευαστής εργαλείων4. Επίσης, ούτε η προϊστορία ούτε η εθνογραφία μας επιτρέπουν να παρευρεθούμε στη γέννηση του εργαλείου, αλλά μόνο να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του και τις διαδοχικές βελτιώσεις του. Αν το εργαλείο δεν έχει προέλευση, η μηχανή έχει σίγουρα. Όχι όμως ιστορική προέλευση. Γιατί αν υπήρξαν, αν υπάρχουν ακόμη ανθρώπινες ομάδες τόσο πρωτόγονες ή εκφυλισμένες που να αγνοούν κάθε είδος μηχανών, όλοι οι πολιτισμοί των οποίων την ιστορία μπορούμε να μελετήσουμε, κατείχαν μηχανές, ή τουλάχιστον μηχανισμούς, όπως τον
τροχό του αγγειοπλάστη, τον αργαλειό, την κάμινο, το πιεστήριο, ανυψωτικούς μηχανισμούς κ.λπ., οι οποίοι βρίσκονται, για να το πούμε έτσι, ανάμεσα στο εργαλείο και την καθαυτό μηχανή. Και όλοι αυτοί οι μεγάλοι πολιτισμοί της Αρχαιότητας κατέχουν, αν και σε πολύ μικρό αριθμό, αληθινές μηχανές. Έτσι, το μεγάλο πρόβλημα που απασχολεί τόσο την ιστορία του πολιτισμού όσο και την ιστορία των τεχνικών δεν είναι το να εξηγήσουμε γιατί υπήρχαν μηχανές στην Αίγυπτο, στην Ελλάδα και στη Ρώμη, αλλά, αντίθετα, το να εξηγήσουμε γιατί υπήρχαν τόσο λίγες, το να εξηγήσουμε όχι την πρόοδο αλλά τη στασιμότητα, το να εξηγήσουμε, ιδιαίτερα, πώς και γιατί η αξιοθαύμαστη άνθηση του ελληνικού πολιτισμού δεν προηγήθηκε ούτε συνοδεύτηκε ούτε ακολουθήθηκε από μια αντίστοιχη τεχνική άνθηση. Για να εξηγήσει κανείς αυτό το πραγματικά παράξενο γεγονός, μπορεί να επικαλεστεί την έλλειψη πρώτων υλών, του σιδήρου κατά κύριο λόγο, στον αρχαίο κόσμο. Ο σίδηρος ήταν σπάνιος και ακριβός. Και δίχως σίδηρο πώς να φτιάξεις μηχανές; Αυτό είναι πολύ σωστό αν πρόκειται για σύγχρονες μηχανές. Αιγότερο σωστό αν πρόκειται για απλούστερες μηχανές: η βιομηχανία του 16ου και του 17ου αιώνα κατασκεύαζε τις δικές της με ξύλο, όπως με ξύλο έφτιαχναν και φτιάχνουν ακόμη οι παρόχθιοι πληθυσμοί του Ευφράτη τους τεράστιους αρδευτικούς τροχούς τους. Θα μπορούσε να επικαλεστεί κανείς τη φτώχεια του αρχαίου κόσμου σε ενέργεια, ο οποίος όχι μόνο δεν γνώριζε την ατμομηχανή αλλά ούτε ήξερε να ζέψει καλά τα άλογα του. Επίσης είναι αναμφισβήτητο ότι μόνο η ανακάλυψη της κινητήριας δύναμης της φωτιάς (και η χρησιμοποίηση του άνθρακα στη μεταλλουργία) επέτρεψαν την ανάπτυξη της μεγάλης βιομηχανίας και ότι μόνο τον 11ο αιώνα κάνει την εμφάνιση της η σύγχρονη ιπποσκευή5. Το τελευταίο αυτό σημείο είναι βέβαια σημαντικό: το άλογο είναι πράγματι απαραίτητο για την αποτελεσματική και γρήγορη μεταφορά. Πολύ λιγότερο απαραίτητο είναι όμως για να γυρίσει μια μυλόπετρα ή ένας οδοντωτός τροχός· γι' αυτές τις δουλειές μπορούν να χρησιμοποιηθούν και βόδια. Εξάλλου, σχετικά με το ζέψιμο του αλόγου, είναι πράγματι αρκετά παράξενο το ότι μια τόσο απλή εφεύρεση έγινε τόσο αργά· κανένας ρυμουλκός πλοίου πιθανόν δεν είχε ποτέ την ιδέα να περάσει το σκοινί της ρυμούλκησης στο λαιμό του αλόγου: το περνούσαν από τους ώμους ή από το στήθος. Πώς συνέβη και δεν το παρατήρησε αυτό κανένας από τους οδηγούς των πολεμικών αρμάτων, ή ακόμη, πώς συνέβη και δεν τους έκανε ποτέ να το παρατηρήσουν αυτό κανένας από τους ρυμουλκούς πλοίων του Νείλου; Τέλος, αφού υπήρχε η φτερωτή (τροχός) και ο οδοντωτός τροχός, τίποτε δεν εμπόδιζε τους Ρωμαίους και τους Έλληνες να χρησιμοποιήσουν τις υδραυλικές δυνάμεις· κι όμως, αυτό έγινε μόνο στην αρχή της σύγχρονης εποχής (Temps modernes). Η τεχνική στασιμότητα του αρχαίου κόσμου θα μπορούσε να εξηγηθεί, με τρόπο πολύ βαθύτερο, από ψυχοκοινωνιολογικούς λόγους· δηλαδή θα μπορούσε να θεωρηθεί καθορισμένη από την ίδια τη δομή της αρχαίας κοινωνίας και της αρχαίας οικονομίας: κοινωνία αριστοκρατική, οικονομία θεμελιωμένη στη δουλεία. Αυτή την εξήγηση υιοθετεί ο M. Schuhl, ακολουθώντας τον É. Meyerson. Γράφει ο πρώτος: «Αν δεν κατέφυγαν στις μηχανές... το 'καναν επειδή δεν είχαν ανάγκη να εξοικονομήσουν εργασία· κι αυτό επειδή είχαν στη διάθεση τους πολυάριθμες και φτηνές ζωντανές μηχανές, εξίσου απομακρυσμένες από
τον ελεύθερο άνθρωπο με τα ζώα: τους δούλους». - «Η αφθονία της δουλικής εργασίας καθιστά αντιοικονομική τη μηχανή· εξάλλου το επιχείρημα γυρίζει πίσω σχηματίζοντας έναν κύκλο από τον οποίο δεν κατάφερε να βγει η Αρχαιότητα: διότι η απουσία μηχανών σε κάνει με τη σειρά της να μην μπορείς να αποφύγεις τους δούλους. Επίσης η ύπαρξη της δουλείας... συνεπιφέρει μια ιεραρχία αξιών που προκαλεί την περιφρόνηση της χειρωνακτικής εργασίας». Η περιφρόνηση αυτή, κοινό χαρακτηριστικό των αριστοκρατικών πολιτισμών (αλλά και των άλλων), ήταν τόσο διαδεδομένη στους Έλληνες που, όπως μας θυμίζει ο Schuhl, ο ίδιος ο όρος βάναυσος6, που σημαίνει τεχνίτης, γίνεται συνώνυμο του περιφρονητέος και εφαρμόζεται σ' όλες τις τεχνικές: ό,τι είναι τεχνικό ή χειρωνακτικό αποτελεί ντροπή και παραμορφώνει και σώμα και ψυχή την ίδια στιγμή, το σώμα επειδή η άσκηση ενός καθορισμένου επαγγέλματος παρακωλύει και εμποδίζει την αρμονική ανάπτυξη του, την ψυχή επειδή το επιτήδευμα αποσκοπεί στο να «ικανοποιήσει ό,τι κατώτερο υπάρχει στον άνθρωπο, την επιθυμία για πλούτο...». «Έτσι, η περιφρόνηση που έχουν για τον τεχνίτη επεκτείνεται στον έμπορο: σε σχέση με την ελευθέρια ζωή που περνάει αποκλειστικά και μόνο με φιλόπονη σχόλη (σχόλη, otium), το εμπόριο (neg-otium, ασχολία), οι «δουλειές» έχουν συνηθέστερα αρνητική αξία· η θεωρησιακή ζωή, λέει ο Αριστοτέλης, είναι ανώτερη από τις υψηλότερες μορφές της πρακτικής δραστηριότητας. Η θεώρηση (contemplation)7, θα γράψει ο Πλωτίνος, είναι ο υπέρτατος σκοπός της δράσης· η δραστηριότητα δεν είναι παρά η σκιά, η εξασθένιση, η συνοδεία». «Επίσης, ο μηχανικός και ο πειραματιστής δεν απολαμβάνουν μεγαλύτερης εκτιμήσεως από τον τεχνίτη· η θεωρία αντιτίθεται στην πρακτική και μάταια θα διακηρύξει ο Βιτρούβιος, στην αρχή της πραγματείας του περί αρχιτεκτονικής, την ανάγκη να ενωθούν αυτές οι δύο. Για τον Εύδημο, η μεγάλη αξία του Πυθαγόρα είναι το ότι έκανε τα μαθηματικά ελευθέριο κλάδο, μελετώντας τα από μια οπτική γωνία άυλη και ορθολογική. Και ο Πλούταρχος μας διηγείται πώς θύμωσε ο Πλάτωνας με τον Αρχύτα και τον Εύδοξο, επειδή επιχείρησαν να λύσουν ορισμένα γεωμετρικά προβλήματα, όπως εκείνο του διπλασιασμού του κύβου, με τη βοήθεια μηχανικών συσκευών: «Εξοργισμένος ο Πλάτωνας μ' αυτούς επειδή διέφθειραν και χαλούσαν την αξιοπρέπεια και ό,τι εξαίρετο υπήρχε στη γεωμετρία, κάνοντας την να κατεβεί από τα νοητικά και ασώματα πράγματα στα αισθητά και υλικά πράγματα και επίσης να χρησιμοποιεί υλικά που απαιτούν πολύ πρόστυχα και πολύ χυδαία τη δουλειά του χεριού: από κείνη τη στιγμή, η μηχανική ή τέχνη των μηχανικών χωρίστηκε από τη γεωμετρία και αφού περιφρονήθηκε για πολύ καιρό από τους φιλοσόφους, έγινε μία από τις στρατιωτικές τέχνες»8. Αλίμονο, ακόμη κι όταν έγινε στρατιωτικός ο μηχανικός δεν μπόρεσε να ξεπλυθεί από την ντροπή της μηχανικής. Όπως και ο πολιτικός (civil) συνάδελφος του, του οποίου αναγνώριζαν τη χρησιμότητα, αλλά περιφρονούσαν το επάγγελμα, δεν ήταν κατά βάθος παρά ένας χειρώναξ (μηχανοποιός)9. Επίσης, όπως παρατήρησε ο Diels στην Antike Technik του, «ο Αρριανός δίνει πολλές λεπτομέρειες για την πολιορκία της Τύρου, μνημονεύει τους στρατιώτες που ανέβηκαν πρώτοι στους προμαχώνες, αλλά δεν αισθάνεται την ανάγκη να αναφέρει το όνομα του μηχανικού που επινόησε τις αναγκαίες μηχανές και διηύθυνε τις εργασίες». Και «ο πιο μεγάλος από τους αρχαίους μηχανικούς, ο
Αρχιμήδης, δεν κατάφερε, όπως φαίνεται, να πειστεί ο ίδιος για τη θεμιτότητα των εργασιών του στο χώρο της μηχανικής...» Και ο Πλούταρχος10, αφού έχει πει πρώτα πόσο εκπληκτικές ήταν οι μηχανές που χρησιμοποίησε ο Αρχιμήδης εναντίον των Ρωμαίων, μας πληροφορεί ότι «δεν τις εκτιμούσε κατά τα άλλα ούτε τις υπολόγιζε... επειδή ήταν στην πλειονότητα τους γεωμετρικά παιχνίδια τα οποία είχε κάνει για διασκέδαση, μετά από αίτηση του βασιλιά Ιέρωνα, ο οποίος τον είχε παρακαλέσει να μεταφέρει για λίγο τη γεωμετρία από τη θεωρία των νοητικών πραγμάτων στη δράση των ασώματων και αισθητών πραγμάτων, και να ενεργήσει έτσι ώστε να γίνει ο αποδεικτικός Λόγος κάπως πιο προφανής και πιο ευκολοκατανόητος από τους συνηθισμένους ανθρώπους, αναμιγνύοντας τον μέσω συνεχών πειραμάτων με το προοριζόμενο για χρήση...» «Και μολαταύτα», προσθέτει αυτός, «ό Αρχιμήδης είχε τόσο ανώτερη καρδιά και τόσο βαθύ νου, μέσα στον οποίο υπήρχε ένας κρυμμένος θησαυρός από τόσες γεωμετρικές εφευρέσεις, που δεν καταδέχτηκε ποτέ να αφήσει γραπτό κανένα έργο σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο φτιάχνονται όλες αυτές οι πολεμικές μηχανές... Περιφρονούσε όλη αυτή την επιστήμη της εφεύρεσης και της κατασκευής μηχανών, και γενικά κάθε τέχνη που παρέχει κάτι ωφέλιμο προς χρήση, θεωρώντας το χυδαίο, ταπεινό και αργυρώνητο, και χρησιμοποίησε το πνεύμα του και τις μελέτες του μόνο για να γράψει πράγματα των οποίων η ομορφιά και η λεπτότητα δεν ήταν καθόλου αναμιγμένη με την αναγκαιότητα»11. Έτσι, «η αντίθεση του δουλικού και του ελεύθερου προεκτείνεται από την αντίθεση της τεχνικής και της επιστήμης· και η ίδια η ύπαρξη της δουλείας αποτρέπει, χάρη σ' ένα παράξενο «αντιχτύπημα», τους σοφούς να ασχοληθούν μ' όλες εκείνες τις έρευνες που θα μπορούσαν να έχουν αποτέλεσμα την κατάργηση της: η αναζήτηση πρακτικών εφαρμογών είναι παρέκκλιση, ξεπεσμός»· εξάλλου αυτή η πίστη στην ανωτερότητα της θεωρίας έναντι της πράξεως, η οποία θεωρείται απ' όλους ομόφωνα καθαυτό χαρακτηριστικό του ελληνικού πνεύματος, ενισχύεται και υποστηρίζεται από την πίστη στην ανωτερότητα της φύσης έναντι της τέχνης (η δεύτερη δεν μπορεί παρά να μιμείται την πρώτη, δίχως να φτάνει ποτέ την τελειότητά της· επομένως δεν μπορεί να παράγει παρά ersatz, δηλαδή υποκατάστατα. Επίσης, «ο φιλόσοφος αντιθέτει στην τεχνική πρόοδο την επιστροφή στη φύση (non desiderabilis artificem si sequeris naturam)». Μία εντελώς διαφορετική νοοτροπία αναπτύσσεται στην Ευρώπη από τα τέλη του Μεσαίωνα και ιδίως από την Αναγέννηση. Η vita activa παίρνει ολοένα και περισσότερο το προβάδισμα από τη vita contemplativa, η θεωρία οπισθοχωρεί μπροστά στην πράξιν φυσικά η κίνηση είναι αργή, ιδίως στις αρχές της. «Η περιφρόνηση για τις μηχανικές τέχνες επιβίωσε για πολύ καιρό. Ασφαλώς, ο μηχανικός δεν συγχέεται πια με τον δουλικό· η λέξη αντιτίθεται όμως, όπως και στην Αρχαιότητα, από τη μια με τον ελεύθερο, από την άλλη με τον ευγενή». «Με μια ορισμένη έννοια», γράφει ο Pirenne, «η αρχαία ιδέα της εργασίας ως ανάξιας για τον ελεύθερο άνθρωπο ξαναβρίσκεται στην ιπποσύνη». «Η ιδέα επιβιώνει στη διαίρεση (αντίθεση) των τεχνών σε ελευθέριες και μηχανικές, στην περιφρόνηση που δείχνουν οι γιατροί "οι αναθρεμμένοι από τα παιδικά τους χρόνια από τις ανθρωπιστικές σπουδές, τις ελευθέριες τέχνες και κάθε είδος φιλοσοφίας" για τους χειρουργούς, που ασκούν μια μηχανική τέχνη. Θα μπορούσαμε να
προσθέσουμε ότι επιβιώνει και στην περιφρόνηση που δείχνουν οι ευγενείς για το εμπόριο και τη φιλοπονία κ.λπ. Οι πόλεις γεννιούνται όμως και μεγαλώνουν το εμπόριο και, μετά απ' αυτό, η βιομηχανία αναπτύσσονται· οι συντεχνίες οργανώνονται· οι καθεδρικοί ναοί χτίζονται· οι τεχνικές τελειοποιούνται· η λαιμαριά που επιτρέπει την πλήρη χρησιμοποίηση της κινητήριας δύναμης του αλόγου, κάνει την εμφάνιση της, όπως και το πηδάλιο12 που αλλάζει ριζικά τις συνθήκες της ναυσιπλοΐας (τον 13ο αιώνα) και που θα καταστήσει δυνατή, δύο αιώνες αργότερα, την ανακάλυψη της Αμερικής και τα εξερευνητικά ταξίδια, τα οποία θα επεκτείνουν ξαφνικά τον πλανήτη, θα χαρίσουν αστραπιαία άνθηση στις ανθρώπινες δυνάμεις και θα αδειάσουν στην Ευρώπη τα πλούτη του Νέου Κόσμου. Λίγο νωρίτερα, «οι εξεγέρσεις και οι πόλεμοι, στους οποίους προστίθενται οι λιμοί και οι επιδημίες, προκαλούν κρίσεις, μειώνουν το εργατικό δυναμικό: έτσι εξηγείται το γιατί ο 14ος και ο 15ος αιώνας έπρεπε να καταφύγουν, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, στις μηχανές, στη δύναμη του αέρα και ιδίως στη δύναμη του νερού», η οποία δεν χρησιμεύει πια μόνο στο άλεσμα των σπόρων, αλλά και στη γνάφευση των υφασμάτων, στην κατασκευή του χαρτιού, στην κίνηση της μηχανικής σφύρας των σιδηρουργείων κ.λπ. Τέλος, «η επιστήμη αρχίζει λίγο λίγο να εισχωρεί στο εσωτερικό όλων αυτών των καθαρά εμπειρικών πρακτικών». Ή τουλάχιστον, οι πρακτικοί ισχυρίζονται, περισσότερο ή λιγότερο δικαιολογημένα, ότι η τέχνη τους καθοδηγείται από την επιστήμη. Έτσι ο Β. Palissy βεβαιώνει ότι για να χειριστείς καλά τη φωτιά, χρειάζεται μια «ειδική φιλοσοφία και μια ειδική γεωμετρία». Επίσης, ο Leonardo da Vinci, στρατιωτικός μηχανικός όπως οι μεγάλοι μηχανικοί της Αρχαιότητας, διακηρύσσει την αξία του πειράματος και υποστηρίζει ότι «η επιστήμη της μηχανικής είναι η ευγενέστερη και η χρησιμότερη όλων... Η μηχανική είναι ο παράδεισος των μαθηματικών επιστημών». Ο M. Schuhl επικαλείται πέραν τούτου την «επιστροφή στον Αρχιμήδη»13, την εφεύρεση του πυροβολικού, «το οποίο αρχίζει να μετασχηματίζει τη φυσική την ίδια στιγμή που καταστρέφει τη φεουδαρχία προς όφελος της κεντρικής εξουσίας» και θέτει στους σοφούς το πρόβλημα της βαλλιστικής, από το οποίο θα βγει η νέα επιστήμη της κίνησης του Γαλιλαίου. Φυσικά, όλα αυτά συνδέονται μ' ένα βαθύ κοινωνικό μετασχηματισμό: ανάμεσα στους «gens bien» και στο «gent mécanique» δημιουργείται τον 14ο αιώνα μια καινούργια ομάδα, εκείνη των εμπόρων, που η ισχύς και η επιρροή της δεν σταματούν να μεγαλώνουν. «Είναι η στιγμή όπου ή λέξη négoce αλλάζει σημείο και αποκτά τη θετική αξία που της αρνείται η ετυμολογία». Είναι επίσης η στιγμή όπου το otium (σχόλη) γίνεται «oisiveté» (τεμπελιά). Η διδασκαλία του φερέφωνου του νέου πνεύματος, του πνεύματος που εμψυχώνει τον ανερχόμενο αστικό πολιτισμό, αντανακλά την εξέλιξη των ηθών και της ηθικής. «Ο Bacon κατηγορεί τους φιλοσόφους ότι έζησαν μακριά από τις δουλειές, a negotiis... Ο σκοπός του ηθικολόγου δεν είναι να γράφει μέσα στη σχόλη του πράγματα που θα διαβαστούν κατά τη σχόλη, αλλά να εφοδιάσει με όπλα την ενεργό ζωή»· η αρετή του ανθρώπου της Αναγέννησης δεν είναι πια να ξεφύγει από την τύχη, αλλά να την υποδουλώσει· ο σκοπός της φιλοσοφίας δεν είναι πια να μας διδάσκει να ακολουθούμε τη φύση, αλλά να μας μάθει να την κυριαρχούμε μέσω της τέχνης. Τέλος, «αν ο Αριστοτέλης αντέθετε τις προόδους της καθαρής επιστήμης στη
στασιμότητα των ενεργειών ρουτίνας, ο Bacon υιοθετεί την αντίθετη στάση: ενώ οι φιλόσοφοι έμειναν στο ίδιο σημείο για αιώνες ολόκληρους, οι τεχνικές προόδευσαν και μεταμόρφωσαν τον κόσμο...». Κοντολογίς, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν ο αρχαίος κόσμος δεν ανέπτυξε τον εκμηχανισμό και αν, γενικά, δεν έκανε την τεχνική να προοδεύσει, είναι επειδή θεωρούσε πως αυτό ήταν κάτι χωρίς σημασία. Ακριβώς το αντίθετο ισχύει για τον σύγχρονο κόσμο. Η ψυχοκοινωνιολογική εξήγηση των ριζών του εκμηχανισμού και του βιομηχανικού πολιτισμού που τόσο καλά εκπροσωπείται από τον M. Schuhl, μια εξήγηση πολύ πιο λεπτή και συνεπώς πιο ικανοποιητική απ' όσες μας έχουν δώσει οι μαρξιστές, μου φαίνεται πως περιέχει μεγάλο ποσοστό αλήθειας. Ακόμη κι αν είναι αδύνατον, όπως πιστεύω εγώ, να δοθεί μια κοινωνιολογική εξήγηση στη γέννηση της επιστημονικής σκέψης ή στην εμφάνιση μεγάλων πνευμάτων που προκαλούν επανάσταση στην ανάπτυξη της (οι Συρακούσες δεν εξηγούν τον Αρχιμήδη ούτε η Πάδοβα ή η Φλωρεντία τον Γαλιλαίο), είναι σίγουρο ότι η ανάπτυξη αυτή απαιτεί καθορισμένες κοινωνικές συνθήκες. Η επιστήμη δεν αναπτύσσεται μέσα στο κενό· οι σοφοί είναι άνθρωποι, έχουν ανάγκη να ζήσουν και, όπως το λέει ήδη ο Αριστοτέλης, έχουν ανάγκη από σχόλη. Αλλά για να χρησιμοποιούν οι leisured classes (αργόσχολες τάξεις), ή τουλάχιστον ένα μέρος τους, τη σχόλη τους για την άσκηση της επιστημονικής σκέψης και όχι για χίλια άλλα πράγματα εντελώς άσχετα, πρέπει να φαίνεται επιθυμητή η κατοχή της επιστημονικής γνώσης, ή τουλάχιστον να περιβάλλεται από σεβασμό και κύρος, σε μέλη των leisured classes, ή και σε μέλη άλλων κοινωνικών τάξεων. Μόνο κάτω από τέτοιες συνθήκες μπορούν να δημιουργηθούν επιστημονικές σχολές, χωρίς την ύπαρξη των οποίων η ανάπτυξη της επιστήμης είναι εντελώς αδύνατη: για να προαγάγετε την επιστήμη πρέπει πρώτα να τη μάθετε, και για να τη μάθετε πρέπει να υπάρχει κάποιος για να σας τη διδάξει· αντίστροφα, για να διδάξετε την επιστήμη, πρέπει να υπάρχει κάποιος για να τη μαθαίνει. Μόνο έτσι μπορεί να σχηματιστεί εκείνο το γεμάτο κατανόηση και συμπάθεια περιβάλλον, που χάρη στο ενδιαφέρον του υποστηρίζει, τουλάχιστον ηθικά, την προσπάθεια του σοφού και αποτελεί το κοινό στο οποίο απευθύνεται αυτός. Γιατί, παρ' όλες τις αλαζονικές δηλώσεις που υποστηρίζουν το αντίθετο, δεν μιλάει κανείς όταν δεν υπάρχει κανένας να τον ακούει, και δεν γράφει όταν δεν υπάρχει κανένας να τον διαβάζει. Οι κοινωνιοψυχολογικές συνθήκες που μόλις ανέφερα πραγματοποιούνται όμως πολύ σπάνια στην ιστορία. Οι αριστοκρατικοί πολιτισμοί ή, ακριβέστερα, οι τιμοκρατικοί και οι ολιγαρχικοί, όπως και οι θεοκρατικοί πολιτισμοί, περιφρονούν τη θεωρητική γνώση ή τουλάχιστον δεν ενδιαφέρονται καθόλου γι' αυτήν. Η γνώση την οποία εκτιμούν (επειδή όλοι οι ανθρώπινοι πολιτισμοί αποδίδουν πάντα μια αξία στη γνώση, τουλάχιστον σε μια ορισμένη γνώση), είναι η μαγική γνώση, ή η ιερή γνώση, η γνώση της δύναμης, όχι η γνώση της νόησης, της ανιδιοτελούς θεώρησης, της θεωρίας. Αυτό μας εξηγεί γιατί μπόρεσε να υπάρξει μια επιστήμη στην Ελλάδα κι όχι στη Ρώμη, στην Καρχηδόνα ή στην Περσία. Η κοινωνιολογική θεωρία μας εξηγεί με ικανοποιητικό τρόπο τη συγκεκριμένη δομή της αρχαίας επιστήμης; Μας εξηγεί την τεχνική φτώχεια της Αρχαιότητας; Προσωπικά δεν το πιστεύω. Νομίζω
τουλάχιστον πως χρειάζεται κάποιες επιφυλάξεις και απαιτεί κάποια συμπληρώματα. Έτσι, είναι σίγουρο ότι η υπεραφθονία δουλικών εργατικών χεριών δεν μπορεί παρά να παρεμποδίσει τις προόδους της τεχνικής και ιδίως της τεχνικής σκέψης. Ο άνθρωπος είναι οκνηρό ζώο και, παρά τη γνώμη του Αριστοτέλη, τίποτε δεν απεχθάνεται τόσο όσο την άσκηση της σκέψης. Εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, δεν σκέφτεται παρά μόνο όταν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Έτσι, λίγα έργα υπάρχουν, τουλάχιστον από κείνα που μπορούσε να επιχειρήσει ο αρχαίος κόσμος, για τα οποία η απουσία των μηχανών δεν μπορούσε να καλυφθεί από την ύπαρξη δέκα ή είκοσι χιλιάδων εργατών, είτε είναι αυτοί δούλοι όπως στην Ελλάδα και στη Ρώμη είτε «ελεύθεροι» εργαζόμενοι όπως στην Αίγυπτο ή στην Κίνα. Έτσι είναι δυνατό να σκάψεις κανάλια και σήραγγες, να κινήσεις βουνά, να χτίσεις φράγματα και πυραμίδες, να κόψεις τεράστια κομμάτια γρανίτη και μαρμάρου, να τα στιλβώσεις, να τα διαμορφώσεις κατάλληλα και να τα προσαρμόσεις μεταξύ τους χωρίς να χρησιμοποιήσεις άλλο πράγμα από «γερά μπράτσα» και τις πιο απλές μηχανές: δεν χρειάζονται μηχανικοί εκσκαφείς και ατμοκίνητοι γερανοί. Ακόμη περισσότερο, μπορείς να επιτελέσεις έργα που δεν θα μπορούσε να επιτελέσει καμιά μηχανή, ακόμη και οι πιο σύγχρονες και οι πιο ισχυρές· πράγματι, κανένας γερανός δεν θα μπορούσε να σηκώσει τους κυκλώπειους ογκόλιθους της Ηλιούπολης ή του Καρνάκ. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες είναι λοιπόν πολύ φυσικό να σκέφτεται ο μάστορας το στόχο που πρέπει να πετύχει κι όχι τα μέσα για να τον πετύχει. Εξίσου σίγουρο είναι ότι η ίδια η ύπαρξη της δουλείας δεν μπορούσε να καθορίζει, ή τουλάχιστον να χρωματίζει, ολόκληρη την κοσμοθεωρία του αρχαίου ανθρώπου14, όπως και η απουσία της την κοσμοθεωρία του σύγχρονου ανθρώπου. Για να ενισχύσει κανείς την κοινωνιολογική θέση, θα μπορούσε, θα όφειλε μάλλον, να επιμείνει στην πολύ διαφορετική δομή και το ρόλο της μεσαιωνικής πόλης από τη δομή και το ρόλο της αρχαίας πόλεως. Η δεύτερη, κέντρο πάνω απ' όλα πολιτικής ζωής, αποτελεί το κλειδί και την τέλεια έκφραση του ελληνικού και του ρωμαϊκού πολιτισμού, πολιτισμού αριστοκρατικού και ταυτόχρονα δουλοκτητικού, ενώ η μεσαιωνική πόλη είναι, λόγω των ίδιων των ριζών της, μια πόλη όχι αριστοκρατών αλλά εμπόρων, και αποτελεί μέσα στη μεσαιωνική κοινωνία ένα στοιχείο ασφαλώς αναπόσπαστο, αλλά μολαταύτα ξένο και εχθρικό, ένα στοιχείο που μοιάζει με σφήνα μέσα στην ιεραρχική δομή του αγροτικού φεουδαλισμού: η πόλη είναι ελεύθερη, ο αέρας της είναι ελεύθερος, και η εργασία των τεχνιτών της είναι ελεύθερη (οι συντεχνίες είναι κλειστές για τους δούλους και τους δουλοπάροικους). Η μεσαιωνική πόλη, κι ακόμη περισσότερο η πόλη της Αναγέννησης, δεν είναι μόνο θρησκευτικό και διοικητικό κέντρο, αλλά ιδίως αστικό. Κι αυτό ενισχύεται ακόμη περισσότερο από το ότι τα δύο μεγάλα αποκτήματα του Μεσαίωνα, η λαιμαριά του αλόγου και το πρυμναίο πηδάλιο του πλοίου, αλλάζουν σε βάθος τις συνθήκες της μεταφοράς, και συνεπώς του εμπορίου, και δίνουν στους εμπόρους μια οικονομική και χρηματιστική δύναμη, την οποία ήταν αδύνατο να έχουν στην κλασική (και φυσικά στην προκλασική) αρχαιότητα. Η υπεραφθονία των εργατικών χεριών και η ύπαρξη της δουλείας δεν πηγαίνουν όμως αναγκαστικά μαζί. Αν αυτή η υπεραφθονία είναι χαρακτηριστικό γνώρισμα της αιγυπτιακής οικονομίας (που βασιζόταν άλλωστε στην ελεύθερη εργασία και τη δουλοπαροικία κι όχι στη δουλεία), δεν είναι καθόλου της αρχαίας οικονομίας στο σύνολο της και
ειδικά της οικονομίας του ελληνικού κόσμου. Επίσης, χωρίς να θέλουμε να αμφισβητήσουμε, ή και να μειώσουμε, τη σημασία της δουλείας μέσα στην οικονομία και τη ζωή της ελληνικής πόλεως15, δεν πρέπει να υπερτονίζουμε το ρόλο της και να παρουσιάζουμε την ελληνική κοινωνία σαν μια κοινωνία από otiosi, που ζουν αποκλειστικά από την εργασία των δούλων και περνούν τον καιρό τους στις παλαίστρες και στην αγορά. Οι ελεύθεροι πολίτες της ελληνικής πόλεως (εξαιρουμένης της Σπάρτης και των δωρικών πόλεων της Κρήτης), και ιδιαίτερα οι πολίτες της Αθήνας, ήταν στην πλειονότητα τους αρκετά φτωχοί και κέρδιζαν τη ζωή τους με τον ιδρώτα του προσώπου τους. Ίσως να μην αγαπούσαν την εργασία τους και να προτιμούσαν να πηγαίνουν το πρωί όχι στο συνεργείο ή στο εργαστήρι τους αλλά στο θέατρο· και να ασχολούνται με την πολιτική και τη γυμναστική κι όχι με το επάγγελμά τους. Αλίμονο όμως, δεν είχαν τα μέσα. Ασφαλώς, ορισμένες εργασίες γίνονταν αποκλειστικά απ' τους δούλους. Έτσι μόνο δούλοι εργάζονταν στα ορυχεία. Αλλά, παρά τον Αριστοτέλη, οι υφαντουργοί16 και οι υποδηματοποιοί, οι ξυλουργοί και οι χτίστες, οι σιδηρουργοί και οι αγγειοπλάστες, ήταν ελεύθεροι άνθρωποι, πολίτες ή μέτοικοι. Ελεύθεροι άνθρωποι επίσης, πολίτες, υπηρετούσαν στο στόλο, και οι ναύτες που κωπηλατούσαν στις αθηναϊκές τριήρεις (ένα επάγγελμα πολύ επίπονο, το οποίο αργότερα το ασκούσαν αποκλειστικά δούλοι, φυλακισμένοι και κατάδικοι) ήταν ελεύθεροι άνθρωποι. Η μεγάλη επιτυχία του Περικλή, η εξαιρετική σταθερότητα της εξουσίας του, η τόσο συμπαγής υποστήριξη του από την αθηναϊκή δημοκρατία, εξηγούνται σε μεγάλο βαθμό ακριβώς από το ότι η συγκέντρωση όλων των εργασιών στην Αθήνα, και η αντικατάσταση των στρατιωτικών εισφορών των Συμμάχων από καταβολή φόρου, επέτρεψαν να πλουτίσει η πόλη και να δώσει δουλειά στους πολίτες της, χάρη στα μεγάλα εξωραϊστικά και οχυρωματικά έργα που άρχισαν αμέσως να γίνονται. Ας μην ξεχνάμε επίσης το ρόλο και τη σημασία του εμπορίου στον ελληνικό κόσμο. Αναμφισβήτητα, η ελληνική πόλη δεν ήταν εμπορική, ενώ οι ιωνικές πόλεις και ορισμένες αποικίες ήταν. Έγινε όμως σε βαθμό καθόλου ευκαταφρόνητο. Κι όχι μόνο η Κόρινθος, που αναφέρει ο M. Schuhl, αλλά και.οι Συρακούσες, η Σάμος, και κυρίως η Αθήνα, μεγάλη θαλάσσια δύναμη, εμπορικό και τραπεζικό κέντρο του ελληνικού (ίσως και του μεσογειακού) κόσμου. Η Αθήνα, της οποίας το νόμισμα περνούσε παντού, της οποίας τα πλοία αυλάκωναν τις θάλασσες απ' την Ισπανία ώς την Κριμαία, η Αθήνα, της οποίας η μικρή και φτωχή εδαφική περιοχή δεν μπορούσε να θρέψει τους κατοίκους της και της οποίας η ευημερία και η ίδια η ζωή βασίζονταν στις ανταλλαγές: εισαγωγή σιταριού, ξερών ψαριών, πρώτων υλών εξαγωγή προϊόντων των αμπελιών της, των ελαιώνων της, των εργαστηρίων της. Οι εφοπλιστές και οι έμποροι του Πειραιά ήταν συχνά πολύ σημαντικά πρόσωπα, και η νοοτροπία και η ηθική τους17 βρίσκονταν πολύ πιο κοντά στην «αστική» νοοτροπία και την ηθική των ανθρώπων της Καρχηδόνας (που το κύρος τους ήταν πολύ μεγάλο στον ελληνικό κόσμο) απ' ό,τι στη νοοτροπία των απογόνων της αριστοκρατίας της γης. Όσο για τους αριστοκράτες, ας μην ξεχνάμε ότι στους πιο αριστοκρατικούς πολιτισμούς οι αυθεντικοί αριστοκράτες αποτελούν πάντα μια μικρή μειονότητα. Και ότι στους ευγενείς, πατρικίους, ευπατρίδες, αντιπαρατάσσονται πάντα οι πολύ πιο πολυάριθμες μάζες των κοινών θνητών, των πληβείων, των θητών, των ανθρώπων που
εργάζονται, ταξιδεύουν, κάνουν δουλειές, και συχνά περιουσίες (η αντίθεση μεταξύ ευγενών και μη ευγενών δεν είναι ισοδύναμη με την αντίθεση μεταξύ πλούσιων και μη πλούσιων). Ασφαλώς η νοοτροπία των ανώτερων τάξεων επηρεάζει πάντα το σύνολο. Ωστόσο θα ήταν επικίνδυνο λάθος να ταυτίσουμε τις διάφορες τάξεις. Ακόμη κι αν μας έλεγαν ότι οι τεχνίτες, οι βιομήχανοι, οι έμποροι και οι εφοπλιστές του ελληνικού κόσμου ήταν συχνά, ή μάλλον συχνότερα, μετανάστες, μέτοικοι, αυτό δεν θα άλλαζε καθόλου το πράγμα. Ίσως μάλιστα να απαντούσαμε: αντίθετα. Γιατί το ότι ήταν ξένοι, και συνεπώς αποκλεισμένοι από την πολιτική ζωή της πόλης, ευνοούσε ιδιαίτερα την εισχώρηση τους στην οικονομική ζωή· η οικονομική και βιομηχανική σπουδαιότητα, και μάλιστα η υπεροχή, των ομάδων που βρίσκονται «στο περιθώριο» της κοινωνίας, είναι σταθερό γεγονός στην ιστορία. Όσο για τις διανοητικές και ηθικές ιδιότητες τους, ας μην ξεχνάμε ότι οι μέτοικοι αυτοί (όπως άλλωστε κι ένα μεγάλο μέρος των δούλων) ήταν Έλληνες και ότι δεν είχαν μετατραπεί σε βαρβάρους18 επειδή είχαν μεταναστεύσει από την Εύβοια στην Αθήνα ή από τη Θάσο στην Κόρινθο. Έχω την εντύπωση ότι ο Έλληνας του 4ου αιώνα, φλύαρος, περίεργος για όλα, δρομέας των θαλασσών, έμπορος, πειρατής, τυχοδιώκτης19 -τυχοδιώκτης απασχολημένος πολύ με το να ζει τις περιπέτειες του· για να βρίσκει χρόνο και να μπαίνει στον κόπο να τις γράφει και να τους δίνει λογοτεχνική έκφραση- είναι πάντα ο ίδιος τύπος ανθρώπου που την εμφάνιση του εντοπίζει ο Schuhl τον 6ο αιώνα στις ιωνικές πόλεις της ΜιΑράς Ασίας: «Είναι εξερευνητές, έμποροι, οι οποίοι γίνονται γεωγράφοι και αστρονόμοι για τις ανάγκες της ναυσιπλοΐας· μηχανικοί που θέλουν να επέμβουν στη φύση· εγκυκλοπαιδιστές περίεργοι για το καθετί...» που δανείζονται το εμπειρικό20 από τους γειτονικούς λαούς και δημιουργούν μόνοι τους το ορθολογικό. Και να που φτάσαμε στο πρόβλημα, στο αίνιγμα που καμιά κοινωνιολογική εξήγηση δεν μπορεί να το λύσει: πώς γίνεται και οι τόσο έξυπνοι, ριψοκίνδυνοι, τολμηροί και περήφανοι Έλληνες ναυτικοί (όπως άλλωστε και οι Φοίνικες και οι Καρχηδόνιοι) δεν είχαν πια την ιδέα να αντικαταστήσουν το πηδάλιο-κουπί του πλοίου τους μ' ένα αληθινό πηδάλιο; Ας συνεχίσουμε όμως. Είναι αναμφισβήτητο, τουλάχιστον grosso modo, ότι η αρχαία σοφία επιζητά κατά πρώτο και κύριο λόγο να μας μάθει να αρνούμαστε, να μας μάθει να αποφεύγουμε τα πράγματα που επιθυμούμε ή πιθανό να επιθυμήσουμε: τα καλά πράγματα αυτού του κόσμου· και ότι η σύγχρονη μη σοφία επιδιώκει, αντίθετα, να ικανοποιήσει τις επιθυμίες μας, και μάλιστα να τις προκαλέσει· είναι αλήθεια επίσης ότι η διδασκαλία των φιλοσόφων εκφράζει και αντανακλά το πνεύμα της εποχής τους. Αλλά δεν το εκφράζει κατ' ανάγκην με άμεσο τρόπο. Το αντανακλά συχνά a contrario, διαλεκτικά, για να χρησιμοποιήσω έναν όρο της μόδας. Οι διδασκαλίες των φιλοσόφων, οι διατριβές των ηθικολόγων, τα κηρύγματα και οι διδαχές των θεολόγων παίρνουν τις περισσότερες φορές, αν όχι πάντα, την καθημερινή πραγματικότητα από την ανάποδη· την καταδικάζουν και, στην κλίμακα των αξιών, στους κανόνες συμπεριφοράς, στους παραδεκτούς κοινωνικούς νόμους και θεσμούς αντιτάσσουν τα δικά τους ιδεώδη γι' αυτούς· και όσο πιο μεγάλη είναι η απόσταση ανάμεσα σ' «αυτό που είναι» και «εκείνο που πρέπει να είναι» τόσο πιο βίαια γίνεται αυτό.
Επίσης μου φαίνεται παρακινδυνευμένο να εξομοιώσουμε τη νοοτροπία του Πλωτίνου μ' εκείνη του ρωμαϊκού κόσμου της εποχής του ή τη νοοτροπία του Πλάτωνα (ή του Αριστοτέλη) με τη νοοτροπία των Αθηναίων. Γιατί πριν απ' όλα, αν ο Πλάτων μας διδάσκει να περιφρονούμε τα πλούτη και τη «χρηματιστική», δηλαδή την τέχνη να πλουτίζεις και να κερδίζεις χρήμα, ξέρει πολύ καλά, και μας το λέει, ότι η περιφρόνηση αυτή δεν είναι διαδεδομένη στον κόσμο και ότι αντίθετα το πάθος για πλούτη, η λατρεία του κέρδους, «η αδηφάγα όρεξη για χρυσάφι και χρήμα» δυναστεύει τα πάντα και τους πάντες και είναι ο μοναδικός λόγος για τον οποίο καμιά πόλη δεν θέλει να μπει στον κόπο να επιδιώξει τις επιστήμες και γενικά ό,τι είναι καλόν κάγαθόν· το ίδιο υποστηρίζει και ο Κικέρων όταν λέει ότι omnia re-vertunt ad nummos21. Κι ο Αριστοτέλης άδικα κοπιάζει να μας εξηγήσει ότι η θεωρητική ζωή, ο βίος θεωρητικός, είναι εκείνη που δίνει στον άνθρωπο τη βαθύτερη και υψηλότερη ικανοποίηση: ξέρει πολύ καλά ότι η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων (επειδή ίσως είναι ανίκανη για θεωρητική ζωή) δεν τον ακολουθεί και ότι για την αθηναϊκή νεολαία ο δρόμος που οδηγεί στο ιδανικό της ζωής δεν είναι η φιλοσοφία αλλά η πολιτική δράση: πρόκειται για ένα ιδανικό δύναμης και απόλαυσης και όχι σοφίας. Όσο για την κοινωνική εκτίμηση των «μηχανικών τεχνών», η στάση του Ποσειδωνίου που εκθειάζει την αξία και τη σπουδαιότητα των μεγάλων εφευρέσεων (του τροχού, της αψίδας κ.λπ.) αποδίδοντας τες στους σοφούς του παρελθόντος και που αντιθέτει το επάγγελμα του μηχανικού (machinator) στα «χυδαία» επαγγέλματα (στη χειρωνακτική εργασία), μου φαίνεται να 'ναι πολύ πιο δηλωτική από κείνη του Σενέκα, ο οποίος τον κατηγορεί έντονα γι' αυτήν γιατί, ενώ ο Σενέκας αναπαράγει απλά και καθαρά την κλασική φιλοσοφική παράδοση, ο Ποσειδώνιος καινοτομεί, και σταθμίζει καλύτερα την πραγματικότητα του καιρού του από τον κριτικό του, ο οποίος, για να πούμε την αλήθεια, στις Naturales Quaestiones του παρουσιάζεται υπέρμαχος της θεωρίας της προόδου. Πρόοδος όχι μόνο των επιστημών αλλά και των τεχνικοί. Όπως και ο Λουκρήτιος άλλωστε. Η χειρωνακτική εργασία και οι μηχανικές τέχνες περιφρονούνταν βέβαια. Ωστόσο ο Ιππίας δεν πίστευε ότι γινόταν αξιοπεριφρόνητος ούτε γελοίος (το αντίθετο μάλιστα) όταν καυχιόταν ότι είχε φτιάξει με τα χέρια του ό,τι φορούσε πάνω του, όλα τα μέρη της ενδυμασίας του, από τα σανδάλια ως το χιτώνα. Και ο ίδιος ο Πλάτων, όπως μας θυμίζει ο Schuhl, «είχε εφεύρει ένα υδραυλικό ξυπνητήρι»· πράγμα που αποδεικνύει ότι ο Θαλής δεν ήταν καθόλου ο μόνος φιλόσοφος «που ήταν πολύ προικισμένος στις μηχανικές τέχνες (ενμήχανοι είς τέχνας)»και γνωρίζουμε καλά ότι για την κατασκευή των μύθων του εμπνεύστηκε «από τον τρόπο λειτουργίας των πλανητάριων ή παρόμοιων συσκευών»: πράγμα που προϋποθέτει μια ιδιαίτερη εκτίμηση για την εργασία των «μηχανόποιών». Η εκτίμηση αυτή ήταν άλλωστε πολύ δικαιολογημένη, επειδή η κατασκευή των συσκευών αυτών προϋποθέτει στενή συνεργασία μεταξύ σοφών και τεχνιτών και καθόλου ευκαταφρόνητη τεχνική επιδεξιότητα από τη μεριά των δεύτερων. Είναι αναμφισβήτητο ότι ο μηχανικός, ακόμη και ο στρατιωτικός μηχανικός, δεν είχε πολύ υψηλή κοινωνική θέση και δεν συμμετείχε, ή συμμετείχε λίγο, στη δόξα του στρατιώτη και στα οφέλη του κατακτητή. Για να πούμε την αλήθεια όμως, τα πράγματα άλλαξαν πολύ λίγο απ'
αυτή την άποψη: ο μηχανικός δεν απόλαυσε ποτέ το κύρος του πολεμιστή (εκτός από τον Vauban κανένας άλλος δεν έγινε διάσημος)· οι σύγχρονοι ιστορικοί, ακολουθώντας τους ιστορικούς της Αρχαιότητας, και παρά τον απείρως σημαντικότερο ρόλο της τεχνικής, διατηρούν τα ονόματα των διοικητών και θάβουν τα ονόματα των κατασκευαστών μηχανών στους οποίους όφειλαν οι πρώτοι τις νίκες τους. Δεν πρέπει να ξεγελιόμαστε: το επάγγελμα του μηχανικού (ingénieur) αποσπάστηκε πολύ αργά και πολύ καθυστερημένα από κείνο του μηχανοποιού (mécanicien), κι αυτό στο βαθμό ακριβώς που έπαψε να είναι χειρωνακτικό επάγγελμα κι έγινε διανοητικό επάγγελμα. Είναι αμφίβολο επίσης αν η κοινωνική θέση του σοφού (ή και του φιλοσόφου22) ήταν στον αρχαίο κόσμο πολύ ανώτερη από τη θέση του τεχνικού, του αρχιτέκτονα ή του γλύπτη. Οι αριστοκρατικοί πολιτισμοί, οι στρατιωτικοί πολιτισμοί, περιφρονούν την καθαρή επιστήμη τόσο όσο την τεχνική (αν όχι περισσότερο). Επίσης το επάγγελμα του δάσκαλου ποτέ δεν απολάμβανε ιδιαίτερης εκτίμησης στην Αρχαιότητα (απόδειξη είναι, λ.χ., η κακή φήμη των σοφιστών). Επιπλέον πρέπει να ξεχωρίζουμε τις εποχές. Η κοινωνική κατάσταση του αρχαίου μηχανικού δεν ήταν πολύ υψηλή αλλά ήταν αρκετά επίζηλη. Πράγματι περιείχε πλεονεκτήματα καθόλου ευκαταφρόνητα και δεν ήταν κατώτερη από την κατάσταση ενός μηχανικού της Αναγέννησης. Ένας μηχανικός, ακόμη και πολιτικός μηχανικός, ήταν εντελώς διαφορετικό πράγμα από έναν εργάτη, ακόμη και ανώτερο εργάτη23, και κανένας δεν ήθελε να μπερδεύει τον Κτησίβιο ή τον Ήρωνα ή, δύο αιώνες αργότερα στη Ρώμη, τον Βιτρούβιο μ' έναν απλό χτίστη ή ακόμη και μ' έναν εργολάβο οικοδομών. Είναι επειδή είχε γίνει ή πήγαινε να γίνει ο διαχωρισμός για τον οποίο μίλησα προηγουμένως και η περιφρόνηση για τις «μηχανικές τέχνες» ανταποκρίνεται όλο και λιγότερο στην πραγματικότητα, όπως και στη νοοτροπία των φιλοσόφων. Δεν αποδόθηκε μήπως στον Αριστοτέλη ένα βιβλίο που πραγματευόταν ζητήματα μηχανικής; Και ο Πάππος στη Μαθηματική Συναγωγή του (1, VIII, πρόλογος) μας λέει, εξομοιώνοντας κατά το παράδειγμα του Ήρωνα τη μηχανική με μια ορθολογική θεωρία, ότι «επειδή είναι χρήσιμη για τα πολλαπλά και σημαντικά πράγματα που παρουσιάζονται στη ζωή, αξίζει δίκαια τη μεγαλύτερη δυνατή εύνοια εκ μέρους των φιλοσόφων και αποτελεί τη φιλοδοξία όλων των μαθηματικών». Επίσης ο Βιτρούβιος μας λέει ότι ο μηχανικός πρέπει να είναι «ευφυής και υπάκουος στην επιστήμη: επειδή ούτε η ιδιοφυία δίχως την επιστήμη ούτε η επιστήμη δίχως την ιδιοφυία μπορούν να κάνουν έναν τέλειο καλλιτέχνη. Και να είναι μορφωμένος, επιδέξιος στο σχέδιο, εκπαιδευμένος στη γεωμετρία, να γνωρίζει πολλές ιστορίες, να έχει ακούσει με επιμέλεια τους φιλοσόφους, να ξέρει μουσική, να μην έχει άγνοια της ιατρικής, να γνωρίζει τις αποφάσεις των νομομαθών, να έχει γνώση της αστρολογίας και των νόμων του ουρανού». Η αυτοκρατορική διοίκηση, η οποία για την πολιτική της των δημόσιων έργων (δρόμοι, λιμάνια, ναοί, σχολεία κ.λπ.: η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξε ο μεγαλύτερος οικοδόμος που γνώρισε ποτέ ο κόσμος) χρειαζόταν πολυάριθμο και εξειδικευμένο προσωπικό, μπορούσε να καλύψει και μάλιστα να υπερκαλύψει αυτό το αίτημα. Έτσι, ένα περίφημο διάταγμα του Κωνσταντίνου θεσπίζει την ίδρυση, στην αυτοκρατορία, αληθινών σχολών μηχανικών, των οποίων οι καθηγητές και οι σπουδαστές (νέοι άνθρωποι ταλαντούχοι και καλά προετοιμασμένοι) έπρεπε να
συντηρούνται με έξοδα του κράτους, το οποίο όφειλε να διαθέσει και τις απαραίτητες αίθουσες διδασκαλίας. Επίσης οι ίδιοι και οι γονείς τους εξαιρούνται από τη φορολογία. Οι στρατιωτικοί και πολιτικοί μηχανικοί της Αρχαιότητας έκαναν άλλωστε μια δουλειά πολύ αξιοσέβαστη. Οι πολεμικές μηχανές τους -καταπέλτες και βαλλίστρες -ήταν μηχανές εξαιρετικά δυνατές, πολύ πιο δυνατές από τα κανόνια του 16ου και του 17ου αιώνα. Και οι πίνακες βολής τους, παρόλο που φτιάχνονταν εμπειρικά (όπως άλλωστε κι εκείνοι των πυροβολητών της προ-σύγχρονης και της σύγχρονης εποχής: όπως είπα κάπου αλλού, η βαλλιστική δεν εφευρέθηκε από τους πυροβολητές και τους πυροτεχνουργούς αλλά γι’ αυτούς και μάλιστα εναντίον τους24), ήταν πολύ πιο ακριβείς από τους αντίστοιχους των κανονιέρηδων της Αναγέννησης. Κατά γενικό κανόνα, καθώς διαβάζουμε τα συγγράμματα του Βιτρούβιου ή του Ήρωνα (εξάλλου, όπως μας θυμίζει ο Schuhl, η έκδοση, η μετάφραση και η διάδοση τους ενέπνευσαν και γονιμοποίησαν την τεχνική σκέψη της Αναγέννησης, κι όλος ο κόσμος γνωρίζει την επίδραση του Βιτρούβιου στην αρχιτεκτονική αυτής της εποχής), δεν μπορούμε παρά να θαυμάσουμε την εξαιρετική ευφυΐα που εκφράζουν. Χωρίς να μιλήσουμε για την περίφημη αντλία του Κτησίβιου, τα πιεστήρια τους, οι ανυψωτικές μηχανές τους (γερανοί, βαρούλκα, τροχαλίες) και οι μηχανές μετάδοσης (γρανάζια) και έλξης, οι συσκευές αέρος μαρτυρούν μια συνειδητή εφαρμογή της σκέψης στα προβλήματα. Αυτό κάνει ακόμη πιο εκπληκτικό το γεγονός ότι μπροστά σ' ένα πρόβλημα κεφαλαιώδους και ζωτικής σημασίας για την αυτοκρατορία, το πρόβλημα των μεταφορών, οι μηχανικοί της αυτοκρατορίας, πολιτικοί και στρατιωτικοί μηχανικοί, Έλληνες και Ρωμαίοι, έμειναν άπραγοι, δίχως να μπορούν να βρουν τη λύση. Μπορεί όμως να μην τη βρήκαν επειδή δεν έψαξαν να τη βρουν. Γιατί είναι αλήθεια ότι καμιά φορά, ή και συχνά, βρίσκει κανείς εντελώς άλλο πράγμα απ' αυτό που ψάχνει να βρει· επίσης για να βρεις κάτι πρέπει να ψάχνεις. Δεν νομίζω όμως ότι οι αρχαίοι μηχανικοί έψαξαν πολύ: ανέπτυξαν, βελτίωσαν, επέκτειναν τις παραδοσιακές μεθόδους· σπάνια καινοτόμησαν25. Κατά βάθος ήταν αρχιτέκτονες, και μάλιστα οικοδόμοι, παρά καθαυτό μηχανικοί. Έφτιαξαν αμφιθέατρα και βασιλικές, γέφυρες και δρόμους, λιμάνια και πλοία, αλλά δεν άλλαξαν ούτε τα άρματα που κυκλοφορούσαν ούτε τα πλοία που έμπαιναν στα λιμάνια τους... Δεν μπόρεσαν να δαμάσουν ούτε την υδραυλική δύναμη ούτε εκείνη του ανέμου (ούτε εκείνη του αλόγου), και η ιδιοφυία των μηχανικών της αυτοκρατορίας αφοσιώθηκε και εξαντλήθηκε όχι στην κατασκευή μηχανών, αλλά στην κατασκευή συσκευών που δεν είχαν καμιά πρακτική χρησιμότητα, μηχανισμών που εξασφάλιζαν το αυτόματο άνοιγμα των θυρών όταν η ιερή φωτιά άναβε στο βωμό, ή και απλών παιχνιδιών, όπως η κρήνη η λεγόμενη του Ήρωνα κ.λπ. Αναμφίβολα, στην κατασκευή παιχνιδιών και αθυρμάτων, λιονταριών που βρυχώνταν και πουλιών που έπιναν νερό, έβγαιναν για κυνήγι και χτυπούσαν τα φτερά, σιντριβανιών και κρηνών ξοδεύτηκαν σε μεγάλο βαθμό οι διανοητικές προσπάθειες των μηχανοποιών και μηχανικών του 16ου και του 17ου αιώνα (ακόμη περισσότερο: τον 18ο αιώνα ο Vaucancon, πριν στρέψει την ιδιοφυία του στη βελτίωση των αργαλειών, τη χρησιμοποίησε στην κατασκευή αυτομάτων). Φαίνεται λοιπόν, όσο κι αν αντιβαίνει αυτό στη στοιχειώδη λογική (ο άνθρωπος είναι όμως ζώο με λογική;), ότι στην ανθρώπινη εξέλιξη το περιττό προηγείται του ανα-
γκαίου, το ανώφελο του ωφέλιμου, το διασκεδαστικό του πρακτικού: έτσι οι ωρολογοποιοί του Μεσαίωνα ήξεραν να κατασκευάζουν μηχανές εξαιρετικής πολυπλοκότητας και επινοητικότητας, οι οποίες μπορούσαν να αναπαράγουν την κίνηση των πλανητών, να βάλουν σε κίνηση ανθρώπινες φιγούρες και να κάνουν τις ώρες να χτυπούν με ρυθμικά κουδουνίσματα, αλλά ποτέ δεν μπόρεσαν να κάνουν αυτές τις μηχανές να δείχνουν την ώρα με κάποια ακρίβεια. Η εντύπωση που αφήνουν τα βιβλία για μηχανές του 16ου και του 17ου αιώνα είναι εντελώς διαφορετική. Κι αυτό επειδή αφ' ενός οι μηχανικοί έχουν τώρα πίσω τους τις μεγάλες τεχνολογικές εφευρέσεις (ή, ακριβέστερα, τα μεγάλα αποκτήματα) του Μεσαίωνα: τη λύση του προβλήματος των μεταφορών, τη συνεχώς αυξανόμενη χρησιμοποίηση πηγών μη ανθρώπινης και μάλιστα μη ζωικής ενέργειας (του αέρα και του νερού). Αφ' ετέρου επειδή τα καινούργια προβλήματα που θέτει η ναυσιπλοΐα στους ωκεανούς και η ανάπτυξη της μεταλλουργίας, που υποκινείται ιδιαίτερα από τις στρατιωτικές ανάγκες (η εφεύρεση και η τελειοποίηση των πυροβόλων όπλων και ιδίως του κανονιού), απαιτούν καινούργιες λύσεις26. Και τέλος επειδή η γενική ατμόσφαιρα, το πνευματικό κλίμα του 16ου και του Που αιώνα, κατά τους οποίους γίνονται οι μεγάλες αστρονομικές και γεωγραφικές ανακαλύψεις και επεκτείνεται σε πρωτόφαντο βαθμό ο κόσμος, ωθούν προς την εφεύρεση, προς την αναζήτηση του καινούργιου. Επίσης, τα τεχνικά συγγράμματα του 16ου και του 17ου αιώνα μας παρουσιάζουν, εκτός από περιγραφές και σχέδια υπαρκτών μηχανών (μηχανικών πριονιών, φυσερών, αντλιών κ.λπ., δηλαδή ενεργοποιούμενων από την κινητήρια δύναμη του αλόγου και ιδίως του νερού), ένα πλήθος από σχέδια μηχανών που δεν υπήρχαν ακόμη, αλλά που θα 'ταν δυνατό ή θα 'πρεπε να κατασκευαστούν27. Η κοινωνιοψυχολογική θεωρία έχει δίκιο να επιμένει στη διαφορά (που υπάρχει παρά την κριτική μου και την προσπάθεια μου να ελαφρύνω τα πράγματα) ανάμεσα στη «σύγχρονη» νοοτροπία και εκείνες του Μεσαίωνα και της Αρχαιότητας. Στον αστικό κόσμο που πιστεύει στην πρόοδο και αντικαθιστά ολοένα και περισσότερο τον φεουδαρχικό κόσμο, ο οποίος πίστευε στην παράδοση, δεν ανεβαίνει συνεχώς μόνο η θέση και ο ρόλος της βιομηχανίας και της τεχνικής, αλλά και η κοινωνική θέση και το κύρος του επιστήμονα, του εφευρέτη (και μάλιστα πιο γρήγορα). Κι αυτό μπορεί να εξηγήσει εν μέρει, πάντως περισσότερο από τα υλικά οφέλη που έλπιζαν να αποκομίσουν από τα έργα τους, το γεγονός ότι ο Γαλιλαίος και ο Huygens δημοσίευσαν τις «εργασίες μηχανικής» τους, ενώ ο Αρχιμήδης αρνήθηκε να το κάνει. Γιατί το ίδιο ισχύει και για τογ Descartes, ο οποίος, πιστός στο σημείο αυτό στην παραδοσιακή ηθική, καμάρωνε «που δεν βρισκόταν σε μια κατάσταση που θα τον ανάγκαζε να κάνει επάγγελμα την επιστήμη...» Θα μπορούσε όμως κανείς να ισχυριστεί ότι ο λόγος για τον οποίο ο Γαλιλαίος και ο Huygens δημοσίευσαν τις εργασίες τους, ενώ ο Αρχιμήδης όχι, ήταν το ότι οι εργασίες αυτές διέφεραν ριζικά: οι εργασίες των δύο πρώτων ήταν εργασίες εφαρμοσμένης επιστήμης, ενώ οι εργασίες του δεύτερου απλώς εφαρμογές της επιστήμης28. Όπως κι αν έχει το πράγμα, η σημασία που έχει δοθεί στο γεγονός αυτό από την κοινωνιοψυχολογική θεωρία γίνεται κατανοητή μόνο όταν ξεκινήσουμε από μια ορισμένη λύση του προβλήματος των σχέσεων επιστήμης και τεχνικής.
Είναι σαφές πράγματι ότι η ψυχοκοινωνιολογική εξήγηση της κατάστασης και της στασιμότητας της αρχαίας τεχνικής (και ιδιαίτερα της άγνοιας του εκμηχανισμού) στηρίζεται εξ ολοκλήρου στην υπονοούμενη προϋπόθεση της εξάρτησης της τεχνικής από την επιστήμη. Γιατί μόνο μέσα σ' αυτή την υπόθεση γίνεται κάτι σημαντικό η ψυχολογία του σοφού (και η δομή της επιστήμης) της Αρχαιότητας. Κοντολογίς, η εξήγηση αυτή μας λέει ότι επειδή για συγκεκριμένους ιστορικούς και κοινωνικούς λόγους ο Έλληνας σοφός περιφρόνησε την εργασία και τα «ζητήματα μηχανικής», επειδή δηλαδή η ελληνική επιστήμη δεν έφτιαξε τεχνολογία, η αρχαία τεχνική δεν ξεπέρασε ένα ορισμένο, σχετικά πρωτόγονο, επίπεδο και αναπτύχθηκε τόσο λίγο στην πορεία των αιώνων. Αναμφισβήτητα, η ιστορία της αρχαίας τεχνικής μοιάζει να επιβεβαιώνει την ερμηνεία αυτή. Κι έτσι μοιάζει να δίνει δίκιο στη συγκριτική ανάλυση της επιστήμης και της τέχνης που μας δίνει ο Αριστοτέλης (και ο Πλάτων πριν απ' αυτόν), αντιθέτοντας το καινοτόμο πνεύμα της πρώτης στην παραδοσιαρχική στάση της δεύτερης. Πράγματι, όπως μας εξηγεί επανειλημμένα ο Πλάτων, η τέχνη είναι κατά κάποιο τρόπο από τη φύση της ρουτινιέρικη, επειδή δρα σύμφωνα με κανόνες που δεν καταλαβαίνει και συνεπώς δεν μπορεί να τους κριτικάρει κι ακόμη περισσότερο να τους αλλάξει (παρά μόνο από απροσεξία ή ξέχασμα29). Τίποτε δεν εξηγεί καλύτερα την περίεργη εντύπωση που νιώθουμε διαβάζοντας τον Βιτρούβιο: ενός διανοητικού επιπέδου πολύ .υψηλού και συνάμα πολύ χαμηλού. Είναι επειδή ο Βιτρούβιος αντιγράφει και δεν εφευρίσκει, και επειδή αρκείται να κωδικοποιεί τους κανόνες και να καταγράφει συνταγές. Είναι επειδή ο Βιτρούβιος, παρά τους ισχυρισμούς του, δεν κατέχει «την επιστήμη» και δεν είναι καθόλου ένας σοφός. Ο ρωμαϊκός κόσμος αγνόησε την επιστήμη λόγω του πρακτικού («τεχνικού») πνεύματος του. Και γι' αυτό ήταν τόσο ρουτινιέρικη η τεχνική του. Γι' αυτό επίσης έκανε τόσο λίγες προόδους, εκτός από τον τομέα της αρχιτεκτονικής. Η αριστοτελική (ή πλατωνική) σύλληψη της ριζικής αντίθεσης μεταξύ επιστήμης και τέχνης είναι σίγουρα εξαιρετικά οξυδερκής και βαθυστόχαστη. Φαίνεται μάλιστα να επιβεβαιώνεται, τουλάχιστον ως ένα μέρος, απ' την ιστορία. Γιατί είναι προφανές ότι στην ανθρώπινη ιστορία η τεχνική προηγείται της επιστήμης κι όχι το αντίθετο. Αλλά επειδή η τέχνη δεν παίρνει από την επιστήμη τους κανόνες που ακολουθεί και τηρεί, και επειδή οι κανόνες αυτοί δεν πέφτουν απ' τον ουρανό, είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε μια ανεξάρτητη καταγωγή της τεχνικής, και συνεπώς την ύπαρξη μιας τεχνικής σκέψης, πρακτικής σκέψης, θεμελιακά διαφορετικής από τη θεωρητική σκέψη της επιστήμης. Σκέψη ενεργητική, τελεστική (operative), για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Bacon που έγινε υπέρμαχος της, είναι εκείνη που συνιστά, στο εσωτερικό του κοινού νου, μέσω της πείρας, μέσω του trial and error (της δοκιμής και της πλάνης), τους τρόπους ενέργειας των επαγγελμάτων και τους κανόνες των τεχνών. Κι αυτοί ακριβώς οι κανόνες μεταβιβάστηκαν από γενιά σε γενιά, συσσωρεύτηκαν και συνδυάστηκαν μεταξύ τους και σχημάτισαν αυτόν το θησαυρό εμπειρικής γνώσης (γνώσης προεπιστημονικής, αλλά πάντως γνώσης), ο οποίος επέτρεψε στους ανθρώπους να αναπτύξουν τις τεχνικές και
μάλιστα να τις ανεβάσουν σ' ένα αξεπέραστο επίπεδο τελειότητας πολύ πριν συλλάβουν τη θεωρία τους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η επιστήμη δεν μπόρεσε να στραφεί προς την τεχνική και να κάνει τη θεωρία της πρακτικής- όταν έγινε αυτό, εμφανίστηκε η τεχνολογία, τεχνική επιστήμη και επιστημονική τεχνική που σε σχέση με την εμπειρική τεχνική είναι ό,τι η ελληνική επιστήμη σε σχέση με τη γνώση των Αιγυπτίων χωρομετρών. Επίσης, το πρόβλημα της στασιμότητας (και του σχετικά χαμηλού επιπέδου) της αρχαίας τεχνικής περικλείει στην πραγματικότητα δύο εντελώς διαφορετικά ερωτήματα. α) γιατί η τεχνική σκέψη της Αρχαιότητας δεν προόδευσε όσο θα μπορούσε, δίχως να βγαίνει από τα όρια της τέχνης, δίχως να ανεβαίνει σ' ένα ανώτερο επίπεδο;30 β) γιατί οι επινοητές της επιστήμης δεν την εφάρμοσαν στην πράξιν, μ' άλλα λόγια γιατί η ελληνική επιστήμη δεν ανέπτυξε μια τεχνολογία, της οποίας την ιδέα μολαταύτα διατύπωσε31; Μου φαίνεται ότι σε κανένα απ' αυτά τα ερωτήματα δεν μπορεί να δώσει ικανοποιητική απάντηση η ψυχοκοινωνιολογική θεωρία. Πράγματι, δεν μας εξηγεί ούτε γιατί οι πρακτικοί (των οποίων η κοινωνική κατάσταση ήταν πολύ καλύτερη απ' ό,τι μας λέει) δεν ανέπτυξαν την τεχνική ούτε γιατί οι σοφοί (οι οποίοι πριν απ' όλα δεν ήταν αριστοκράτες) δεν σκέφτηκαν να επεξεργαστούν μια τεχνολογία. Κατά βάθος αυτό δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Στην ιστορία είναι αδύνατο να αποβάλλουμε το γεγονός και να εξηγούμε τα πάντα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Το κείμενο αυτό αποτελεί το δεύτερο μέρος του άρθρου «Les philosophes et la machine» που πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Critique 23 και 26, 1948 και γράφτηκε με αφορμή το βιβλίο του Pierre-Maxime Schuhl, Machinisme et Philosophie, P.U.F., 1947. 2. Δεν πρέπει να ξεχνάμε όμως ότι ο ανθρώπινος περιβάλλων χώρος δεν είναι ποτέ, ή σχεδόν ποτέ, ένας χώρος απόλυτα «φυσικός»· είναι μετασχηματισμένος πάντα, ή σχεδόν πάντα, από τον άνθρωπο. Το χωράφι είναι τόσο λίγο «φυσικό» όσο λίγο είναι και το αλέτρι. Αν αφεθεί μόνη της η φύση, παράγει τη ζούγκλα, την πάμπα και την έρημο. 3. Τίποτε δεν χαρακτηρίζει περισσότερο τη σύγχρονη βιομηχανία από την ολοένα και μεγαλύτερη χρήση υλικών όλο και περισσότερο τεχνητών, υλικών που δεν βρίσκονται ατόφια στη φύση: αρχίσαμε από τα κράματα, το γυαλί, τις πλαστικές ύλες και φτάσαμε στα «τεχνητά στοιχεία». 4. Μπορούμε να αναρωτηθούμε πάντως αν είναι θεμιτή αυτή η αντίθεση και αν η ομιλία και το εργαλείο πηγαίνουν κατ' ανάγκην μαζί. 5. Βλ. R. Lefebvre des Nouettes, L'Attelage. Le cheval de selle à travers les âges, Paris, 1931. 6. βάναυσος = ο εργαζόμενος με τη φωτιά, εργάτης, χειρώνακτας, αποχειροβίοτος. Κατ' επέκταση ταπεινός, ανελεύθερος, χυδαίος (σ.τ.μ.). 7. Ο όρος contemplation χρησιμοποιείται για να μεταφράσει το θεωρείν του Αριστοτέλη, το οποίο αντιτίθεται τόσο στο πράττειν όσο και στο ποιείν. Σε γενικές γραμμές η «θεώρηση» είναι μια δραστηριότητα που δεν αποβλέπει ούτε στη «δράση» ούτε στην «παραγωγή». Η σκέψη είναι θεώρηση μόνο όταν αποβλέπει στον ίδιο τον εαυτό της (σ.τ.μ.). 8. Στην πραγματικότητα ο Πλούταρχος σφάλλει εντελώς όσον αφορά το νόημα της μομφής του Πλάτωνα. Η χάραξη μιας καμπύλης με τη βοήθεια μηχανικών συσκευών σήμαινε για τον Πλάτωνα απόρριψη της γεωμετρικής ανάλυσης του και της μαθηματικής ακρίβειας για χάρη μιας προσέγγισης. 9. Πιστεύω ότι αν μεταφράσουμε το μηχανοποιός ως μηχανικός (ingénieur), παραποιούμε το νόημα του όρου και επομένως τη σημασία των χωρίων που παραθέτουμε. Μηχανοποιός σημαίνει χειρώναξ (manœuvre) ή το πολύ πολύ μηχανοτεχνίτης (mécanicien, machiniste). Ο όρος δηλώνει το μόχθο κι όχι την επινοητικότητα (ingéniosité). Ο όρος ingénieur προέρχεται, αντίθετα, από το λατινικό ingenium (ευφυΐα, αγχίνοια, ταλέντο). Πρέπει να παραδεχτούμε το εξής γεγονός, που μπορεί άλλωστε να εξηγηθεί πλήρως (βλ. Μ. Halbwachs, La Classe ouvrière et les niveaux de vie, Travaux de l'Année sociologique, I, Paris, 1912): κανένας πολιτισμός μέχρι τώρα δεν έχει δώσει αξία στη χειρωνακτική εργασία καθ' εαυτήν, και είναι ελάχιστα πιθανό να γίνει αυτό ποτέ. Αυτό που εκτιμήθηκε και εκτιμάται είναι η επιδεξιότητα, η επινοητικότητα, η γνώση (ή, όταν πρόκειται για φυσική δύναμη, η εξαίρεση: ο Μίλων ο Κροτωνιάτης κ.λπ.), το skill, όχι ο μόχθος. Και οι βιομηχανικές κοινωνίες, καπιταλιστικές ή σοσιαλιστικές, δεν
διαφέρουν απ' αυτή την άποψη από τις άλλες: ο ανειδίκευτος εργάτης, ο unskilled labourer, είναι εξίσου περιφρονητέος στην ΕΣΣΔ και στις ΗΠΑ. 10. Η γαλλική μετάφραση των χωρίων αυτών από τον Μάρκελλο του Πλούταρχου δεν είναι και πολύ πιστή στο πρωτότυπο. 11.Η στάση του Αρχιμήδη δεν είναι ίσως τόσο περίεργη όσο νομίζουν οι Diels και M. Schuhl. Όπως μας υπενθυμίζει πολύ εύστοχα ο M.J. Pelseneer (βλ. «Science pure et science appliquée à la lumière de l'histoire des sciences», στο Alumni, τ. XVI, no 4, Βρυξέλλες, 1947), το ίδιο έκανε και ο μεγάλος Ολλανδός φυσικός H.A. Lorentz, ο οποίος διηύθυνε εργασίες φραγμάτων και υδροφραχτών στις Κάτω Χώρες για είκοσι ολόκληρα χρόνια. 12.Και για τις δύο περιπτώσεις πιστεύω ότι δεν πρόκειται για τοπικές (ευρωπαϊκές) εφευρέσεις αλλά για εισαγωγές από την Ασία. Βλ. Lefebvre des Nouettes, ό.π. 13.Επειδή ο Schuhl μου κάνει την τιμή να με αναφέρει όταν μιλάει για την επίδραση που άσκησε ο Αρχιμήδης τον 16ο αιώνα, θα ήθελα να διευκρινίσω ότι αυτή ασκήθηκε ιδίως με την έννοια της γεωμετρικοποίησης της φύσης και της αντικατάστασης του ποιοτικού κόσμου της αριστοτελικής επιστήμης από έναν ποσοτικό κόσμο. Από την αποδοχή του Αρχιμήδη προέκυψε τον 17ο αιώνα πρώτα η μαθηματική φυσική και μετά ο απειροστικός λογισμός. Η τεχνική επωφελήθηκε μόνο έμμεσα, εκτός ίσως από την περίπτωση του Simon Stevin και του Salomon de Caus. 14.Του Έλληνα και του Ρωμαίου της κλασικής περιόδου. Για την εργασία στην Ελλάδα βλέπε, εκτός από το γνωστό βιβλίο του G. Glotz, Le Travail dans la Grèce antique, Παρίσι, 1920, τα αξιόλογα άρθρα του Μ.Α. Ay-mard, «Hiérarchie du travail et autarcie individuelle dans la Grèce archaïque», στο Revue d'histoire de la philosophie et d'histoire générale de la civilisation, 1943· «L'idée du travail dans la Grèce archaïque», στο Journal de Psychologie, 1948. Το συμπέρασμα είναι ότι η εργασία δεν περιφρονούνταν καθόλου στην αρχαϊκή Ελλάδα. 15.Ξέρουμε ότι η χρησιμοποίηση της δουλικής εργασίας στη βιομηχανία είναι μια ιδιαιτερότητα της κλασικής Ελλάδας (από την οποία την κληρονόμησε και η Ρώμη). Στους μεγάλους ανατολικούς πολιτισμούς η βιομηχανική εργασία ήταν ελεύθερη. 16.Ακόμη και η εργασία του υφαντουργού, την οποία αφήνει ο Αριστοτέλης για τους δούλους και τις γυναίκες, δεν πρέπει να περιφρονούνταν εντελώς. Ο Πλάτων δεν συγκρίνει μήπως τον πολιτικό με τον υφαντουργό; 17.Τυπικός εκπρόσωπος αυτών των μεγαλοαστών του Πειραιά ο Κέφαλος, του οποίου το πορτρέτο ζωγραφίζει με ανεπανάληπτο τρόπο ο Πλάτων στην αρχή της Πολιτείας. 18.Ας μην ξεχνάμε ότι οι μεγάλοι σοφιστές ήταν wandering scholars και ότι ο Πρωταγόρας και ο Αριστοτέλης, όπως και πολλοί άλλοι, δεν ήταν Αθηναίοι πολίτες. 19.Βλ. τις ωραίες εργασίες του T.R. Glover, ιδίως The Challenge of the Greek, Λονδίνο, 1942. 20Αν ο Θαλής και ο Ευπαλίνος είναι μηχανικοί, και μάλιστα στρατιωτικοί μηχανικοί, εξίσου είναι και ο μεγάλος Αρχύτας. 21.Όλα ανάγονται στο χρήμα.
22.Ο ίδιος ο Πλάτων δεν μας μιλάει για την περιφρόνηση της αθηναϊκής κοινωνίας για τη φιλοσοφία; 23.Ο machinator είναι από τον Κικέρωνα ήδη εντελώς άλλο πράγμα από τον operaius. Απόδειξη ότι ο Ποσειδώνιος είχε δίκιο να αντιθέτει το επάγγελμα του μηχανικού στη χειρωνακτική εργασία. 24.Δες το άρθρο μου «La dynamique de Niccolö Tartaglia», La Science au XVIe siècle, Παρίσι, 1960. 25.Είναι δύσκολο να παρουσιάσουμε την τεχνική σκέψη της Σχολής της Αλεξάνδρειας, επειδή δεν έχουμε στη διάθεση μας παρά ελάχιστα αποσπάσματα, που έχουν διασωθεί σε όψιμα και μέτρια ερανίσματα. 26.Ένα από τα προβλήματα που συνέβαλαν ιδιαίτερα στην ανάπτυξη του εκμηχανισμού ήταν εκείνο της άντλησης και της προσαγωγής (ανύψωσης) του νερού. Ενώ ο Ρωμαίος μηχανικός ξεμπέρδευε βάζοντας το νερό να κυλήσει στα υδραγωγεία (λαμπρή αλλά και τεμπέλικη λύση, λύση αρχιτέκτονα κι όχι μηχανικού), πράγμα που του επέτρεπε να αποφύγει το πρόβλημα της ανύψωσης, οι μηχανικοί της Αναγέννησης ασχολήθηκαν ακριβώς μ' αυτό το πρόβλημα. 27.Πρόκειται άλλωστε συχνά για σχέδια μηχανών που δεν μπορούν να λειτουργήσουν: οι μηχανικοί της Αναγέννησης δεν είναι δυνατοί στους υπολογισμούς. 28.Στην πραγματικότητα, στις «εργασίες μηχανικού» του Γαλιλαίου και του Huygens αντιστοιχούν οι εργασίες του Αρχιμήδη στη στατική και την υδροστατική κι όχι οι εφευρέσεις των στρατιωτικών μηχανών. Κι όμως, αυτές οι τελευταίες έθρεψαν το θρύλο του και του εξασφάλισαν τη δόξα του. 29.Η στασιμότητα των αγροτικών τεχνικών, το ρουτινιέρικο πνεύμα του αγρότη σχεδόν παντού στον κόσμο είναι λαμπρή επιβεβαίωση αυτής της θέσης. 30.Οι τεχνικές πρόοδοι του Μεσαίωνα, τόσο στη γεωργία (το αλέτρι) όσο και στη βιομηχανία, οφείλονται στην πρακτική κι όχι στη θεωρία. 31Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε οτι έβαλε τις βάσεις της τεχνολογίας στη θεωρία της των «πέντε δυνάμεων» (των απλών μηχανών), και ότι λόγω αυτού του γεγονότος η αρχαία τεχνική είναι μια ημιεπιστημονική τέχνη.
ALEXANDRE KOYRÉ
Από τον κόσμο του «περίπου» στο σύμπαν της ακρίβειας1 Σ' ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε σ' αυτό το περιοδικό2 υποστήριξα ότι το πρόβλημα της καταγωγής του εκμηχανισμού, παρμένο και από τις δύο του απόψεις, δηλαδή: α) γιατί ο εκμηχανισμός γεννήθηκε τον 17ο αιώνα και β) γιατί δεν γεννήθηκε είκοσι αιώνες νωρίτερα, και συγκεκριμένα στην Ελλάδα, δεν έχει βρει ικανοποιητική λύση, θέλω να πω, λύση που να μη μας παραπέμπει τελικά στο ίδιο το γεγονός. Δεν νομίζω βέβαια πως μπορούμε, στην ιστορία, να καταργήσουμε το γεγονός, αλλά πιστεύω πως μπορούμε να βρούμε μια βολική λύση. Μια λύση που θα μας έκανε να δούμε, ή να καταλάβουμε, ότι η αρχαία ελληνική επιστήμη δεν μπορούσε να προκαλέσει τη γέννηση μιας αληθινής τεχνολογίας. Όταν λείπει η φυσική, η τεχνολογία είναι εντελώς αδιανόητη. Αλλά η ελληνική επιστήμη δεν καλλιέργησε τη φυσική, και δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο, γιατί στη σύσταση της τελευταίας η στατική πρέπει να προηγείται της δυναμικής: είναι αδύνατο να υπάρξει Γαλιλαίος πριν από τον Αρχιμήδη. Χωρίς αμφιβολία, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί γιατί η αρχαιότητα δεν γνώρισε Γαλιλαίο... Αλλά αυτό καταλήγει στην ανάδυση του προβλήματος του τόσο ξαφνικού σταματήματος της μεγαλειώδους ορμής της ελληνικής επιστήμης. Γιατί πήρε τέλος η ανάπτυξη της; Εξαιτίας της κατάπτωσης της πόλης; Εξαιτίας της ρωμαϊκής κατάκτησης; Της χριστιανικής επίδρασης; Ίσως. Μολαταύτα, στο μεσοδιάστημα ο Ευκλείδης και ο Πτολεμαίος μπόρεσαν μια χαρά να ζήσουν και να εργαστούν στην Αίγυπτο. Σε πρώτη ματιά, τίποτε δεν φαίνεται να εμποδίζει την άμεση διαδοχή τους από τον Κοπέρνικο και τον Γαλιλαίο. Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο πρόβλημα μας. Όπως είπα, η ελληνική επιστήμη δεν δημιούργησε αληθινή τεχνολογία3, επειδή δεν καλλιέργησε τη φυσική. Αλλά γιατί δεν το έκανε; Απ' ό,τι φαίνεται, δεν το έκανε γιατί δεν προσπάθησε να το κάνει. Και δεν χωράει αμφιβολία πως δεν προσπάθησε να το κάνει επειδή πίστευε ότι ήταν ανέφικτο. Πράγματι, το να κάνεις φυσική με τη δική μας έννοια του όρου -κι όχι με την έννοια που έδινε στη λέξη ο Αριστοτέλης- σημαίνει ότι εφαρμόζεις στο πραγματικό τις αυστηρές, σαφείς και ακριβείς έννοιες των μαθηματικών και, κυρίως, της γεωμετρίας. Αυτό είναι παράδοξο εγχείρημα διότι η πραγματικότητα, αυτή της καθημερινής ζωής, μέσα στην οποία ζούμε και υπάρχουμε, δεν είναι μαθηματική ούτε καν μαθηματικοποιήσιμη. Είναι ο χώρος του κινούμενου, του ανακριβούς, του «λίγο-πολύ», του «περίπου». Στην πρακτική, πολύ λίγο αξίζει να ξέρουμε -όπως μας λέει ο Πλάτων που θεωρεί τα μαθηματικά την κατεξοχήν επιστήμη- αν τα αντικείμενα της γεωμετρίας έχουν μια πραγματικότητα ανώτερη από εκείνη των αντικειμένων του αισθητού κόσμου· ή -όπως μας διδάσκει ο Αριστοτέλης για τον οποίο τα μαθηματικά δεν είναι παρά μια δευτερεύουσα και «αφηρημένη» επιστήμη- αν τα αντικείμενα της γεωμετρίας έχουν μια «αφηρημένη» ύπαρξη επειδή είναι αντικείμενα της σκέψης: και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει μια άβυσσος μεταξύ των μαθηματικών και της φυσικής πραγματικότητας. Το συμπέρασμα είναι πως όταν θέλουμε να εφαρμόσουμε τα μαθηματικά στη μελέτη της φύσης, πέφτουμε σ' ένα λάθος και
μια παρεξήγηση. Στη φύση δεν υπάρχουν κύκλοι, ελλείψεις ή ευθείες γραμμές. Είναι γελοίο να θέλουμε να μετρήσουμε με ακρίβεια τις διαστάσεις ενός φυσικού όντος: αναμφίβολα, το άλογο είναι πιο μεγάλο από το σκυλί και πιο μικρό από τον ελέφαντα, αλλά ούτε το σκυλί ούτε το άλογο ούτε ο ελέφαντας έχουν διαστάσεις στενά και αυστηρά καθορισμένες: παντού υπάρχει ένα περιθώριο ανακρίβειας, «παιχνιδιού», «λίγο-πολύ» και «περίπου»4. Τούτες εδώ είναι ιδέες (ή στάσεις) στις οποίες έμεινε φανατικά πιστή η ελληνική σκέψη, όποιες κι αν ήταν οι φιλοσοφίες τις οποίες έβγαλε απ' αυτές· ποτέ δεν θέλησε να παραδεχτεί ότι η ακρίβεια μπορούσε να ανήκει σ' αυτόν τον κόσμο, ότι η ύλη του κόσμου αυτού, του δικού μας κόσμου, του υποσελήνιου κόσμου, μπορούσε να ενσαρκώνει μαθηματικά όντα (εκτός αν αναγκαζόταν από την τέχνη)5. Δεχόταν αντίθετα ότι τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά στους ουρανούς, ότι οι απόλυτα και τέλεια κανονικές κινήσεις των σφαιρών και των άστρων ήταν σύμφωνες με τους νόμους της πιο ακριβούς και αυστηρής γεωμετρίας. Αλλά οι ουρανοί δεν είναι γη. Και γι' αυτό το λόγο η μαθηματική αστρονομία είναι δυνατή αλλά η μαθηματική φυσική όχι. Επίσης η ελληνική επιστήμη όχι μόνο κατασκεύασε μια ουράνια κινηματική, αλλά, και για να το κάνει αυτό, παρατήρησε και μέτρησε τον ουρανό με εκπληκτική υπομονή και ακρίβεια, χρησιμοποιώντας υπολογισμούς και όργανα μέτρησης που τα κληρονόμησε ή τα επινόησε. Αντίθετα, ποτέ δεν επιχείρησε να μαθηματικοποιήσει τη γήινη κίνηση και -με μια εξαίρεση μόνο-6 να χρησιμοποιήσει για τη γη ένα όργανο μέτρησης, και μάλιστα να μετρήσει με ακρίβεια οτιδήποτε άλλο εκτός από αποστάσεις. Μέσω όμως του οργάνου μέτρησης καταλαμβάνει τον κόσμο αυτόν η ιδέα της ακρίβειας, και αντικαθίσταται ο κόσμος του «περίπου» από τον κόσμο της «ακρίβειας». Νομίζω πως τίποτε δεν δείχνει πιο καθαρά την απροκάλυπτη αντίθεση του ουράνιου κόσμου και του γήινου κόσμου -του κόσμου της ακρίβειας και του κόσμου του λίγο-πολύ- στην ελληνική σκέψη, και την αδυναμία της τελευταίας να υπερπηδήσει τον ριζικό δυϊσμό, από την ανικανότητα της να συλλάβει ένα ενιαίο μέτρο του χρόνου. Διότι, αν τα όργανα χρόνου του ουρανού, αν ο ουράνιος θόλος με τις αιώνια ομοιόμορφες περιφορές του δημιουργεί -ή καθορίζει- τις αυστηρά ίσες υποδιαιρέσεις του χρόνου, αν λόγω του γεγονότος αυτού η αστρική μέρα έχει ένα εντελώς σταθερό μήκος, δεν ισχύει το ίδιο για το χρόνο της γης, για τον δικό μας χρόνο. Για μας η ηλιακή μέρα αποτελείται από μια μέρα και μια νύχτα, που έχουν μεταβλητό μήκος και υποδιαιρούνται σ' έναν ίσο αριθμό ωρών με εξίσου μεταβλητό μήκος, περισσότερο ή λιγότερο μεγάλο, περισσότερο ή λιγότερο μικρό, ανάλογα με την εποχή, Η αντίληψη αυτή είναι τόσο ριζωμένη στην ελληνική ζωή και συνείδηση που παρατηρείται το εξής παράδοξο: το ηλιακό ρολόι, όργανο που μεταφέρει στη γη το μήνυμα της κίνησης των ουρανών, χάνει την αρχική του λειτουργία και αναγκάζεται να σημειώνει τις περισσότερο ή λιγότερο μακρές ώρες του κόσμου του «περίπου». Αν αναλογιστούμε λοιπόν ότι η έννοια της κίνησης είναι δεμένη αχώριστα με την έννοια του χρόνου, ότι μέσα σε μια και από μια νέα σύλληψη της κίνησης πραγματοποιήθηκε η διανοητική επανάσταση που γέννησε τη σύγχρονη επιστήμη, με την οποία η ακρίβεια του ουρανού κατέβηκε στη γη, καταλαβαίνουμε γιατί η ελληνική επιστήμη, ακόμη κι
αυτή του Αρχιμήδη, δεν μπόρεσε να θεμελιώσει μια δυναμική. Και γιατί η ελληνική τεχνική δεν μπόρεσε να ξεπεράσει το επίπεδο της τέχνης. Η ιστορία του Μεσαίωνα μας παρέχει μια λαμπρή απόδειξη για το ότι η τεχνική σκέψη του κοινού νου δεν εξαρτάται από την επιστημονική σκέψη, παρόλο που μπορεί να απορροφήσει στοιχεία από την τελευταία, ενσωματώνοντας τα στον κοινό νου7, για το ότι μπορεί να αναπτυχθεί, να κάνει εφευρέσεις, να προσαρμόσει σε καινούργιες ανάγκες παλιές ανακαλύψεις, και μάλιστα να κάνει νέες· για το ότι μπορεί να μετασχηματίσει τους κανόνες της τέχνης, αν οδηγηθεί και υποκινηθεί από την εμπειρία και τη δράση, από τις επιτυχίες και τις αποτυχίες· για το ότι μπορεί να δημιουργήσει και να αναπτύξει τα εργαλεία και τις μηχανές· για το ότι μπορεί να δημιουργήσει, με μέσα πολλές φορές στοιχειώδη και μέσω της επιδεξιότητας εκείνων που την εφαρμόζουν, έργα που η τελειότητα τους (για να μη μιλήσουμε για ομορφιά) ξεπερνάει κατά πολύ τα προϊόντα της επιστημονικής τεχνικής (ιδίως των απαρχών της τελευταίας). Πράγματι, αυτά που λέει ο Lucien Febvre σε μια εργασία του8 μου φαίνεται πως έχουν εξαιρετική σημασία για την ιστορία της τεχνικής (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ιστορία της τεχνικής συνδέεται αναπόσπαστα με τη διανοητική ιστορία). «Δεν μιλάμε καθόλου σήμερα ή μιλάμε όλο και λιγότερο (εδώ και αρκετό καιρό μάλιστα) για τη Νύχτα του Μεσαίωνα. Δεν λέμε επίσης πια ότι η Αναγέννηση διέλυσε, ως νικητής τοξότης, τα σκοτάδια του Μεσαίωνα. Κι αυτό γιατί δεν είναι δυνατό να συνεχίζουμε να πιστεύουμε σήμερα εκείνες τις διακοπές για τις οποίες μας μιλούσαν άλλοτε: τις διακοπές που έκανε η ανθρώπινη περιέργεια, τις διακοπές του πνεύματος παρατήρησης και τις διακοπές του εφευρετικού πνεύματος. Κι αυτό γιατί συνειδητοποιήσαμε τελικά ότι θα ήταν γελοίο να αρνηθούμε, χονδροειδώς και αδιάκριτα, κάθε πνεύμα παρατήρησης και κάθε εφευρετικό πνεύμα από μια εποχή που είχε αρχιτέκτονες του μεγέθους εκείνων που σχεδίασαν και έχτισαν τις μεγάλες ρωμανικές βασιλικές: Κλυνύ, Βεζελαί, Σαιν Σερνέν κ.λπ., και τους μεγάλους γοτθικούς καθεδρικούς ναούς: Παρίσι, Σαρτρ, Αμιέν, Ρεμς, Μπουρζ· και τα ισχυρά κάστρα των μεγάλων βαρόνων: Κουσύ, Πιερφόν, Σατώ-Γκαιγιάρ, κι αυτό μαζί μ' όλα τα προβλήματα γεωμετρίας, μηχανικής, μεταφοράς, ανύψωσης, διοίκησης, που δημιουργούν τέτοια κτίσματα, μαζί μ' όλο το θησαυρό των επιτυχημένων πειραμάτων και των καταχωρισμένων αποτυχιών που απαιτεί και τρέφει μαζί μια τέτοια δουλειά. Αν δούμε τα πράγματα από πιο κοντά, οι άνθρωποι που επινόησαν, ή ξαναεπινόησαν, ή υιοθέτησαν και εμφύτευσαν στον πολιτισμό της Δύσης το ζέψιμο των αλόγων με τη λαιμαριά, το πετάλωμα, τον αναβολέα, το κουμπί, το νερόμυλο και τον ανεμόμυλο, την πλάνη, το ροδάνι, την πυξίδα, το μπαρούτι, το χαρτί, την τέχνη της τυπογραφίας κ.λπ. - αυτοί οι άνθρωποι εκπροσωπούν επάξια το εφευρετικό πνεύμα». Οι άνθρωποι του 15ου και του 16ου αιώνα που επινόησαν την οριζόντια ράβδο και τον τροχό διαφυγής των ρολογιών, που τελειοποίησαν τις τέχνες της φωτιάς -και τα πυροβόλα όπλα-, που προκάλεσαν τεράστιες και γρήγορες προόδους στη μεταλλουργία και τη ναυπηγική, που ανακάλυψαν το κάρβουνο και υπέταξαν το νερό στις ανάγκες της βιομηχανίας τους, δεν ήταν, αυτό είναι αυτονόητο, κατώτεροι από τους προκατόχους τους. Το μεγαλειώδες θέαμα αυτής της προόδου, αυτής της συσσώρευσης εφευρέσεων και ανακαλύψεων (και επομένως μιας ορισμένης γνώσης) μας εξηγεί -και εν μέρει δικαιολογεί-
τη στάση του Bacon και των διαδόχων του που αντέτασσαν τη γονιμότητα της πρακτικής διάνοιας στη στειρότητα της αφηρημένης θεωρητικής έρευνας. Αυτές ακριβώς οι πρόοδοι, ιδίως εκείνες που έγιναν στην κατασκευή μηχανών, χρησίμευσαν ως θεμέλιο στον τεχνολογικό οπτιμισμό του Descartes· ακόμη περισσότερο: χρησίμευσαν ως θεμέλιο στην κοσμοαντίληψη του, στη θεωρία του του καθολικού μηχανισμού. Αλλά ενώ ο Bacon καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η διάνοια πρέπει να αρκείται στην καταχώριση, στην ταξινόμηση και την τακτοποίηση των δεδομένων του κοινού νου, και ότι η επιστήμη (ο Bacon δεν κατάλαβε ποτέ τίποτε απ' αυτήν)9 δεν είναι, ή δεν πρέπει να είναι, παρά μια σύνοψη, γενίκευση ή προέκταση της γνώσης που έχει αποκτηθεί μέσα από την πρακτική, ο Descartes βγάζει ένα εντελώς αντίθετο συμπέρασμα, δηλαδή εκείνο της δυνατότητας διείσδυσης της θεωρίας στην πρακτική, δηλαδή της δυνατότητας μεταστροφής της θεωρητικής διάνοιας στον πραγματικό, της δυνατότητας ταυτόχρονης ύπαρξης μιας τεχνολογίας και μιας φυσικής. Δυνατότητα που βρίσκει την έκφραση της και την εγγύηση της στο γεγονός ότι η πράξη της διάνοιας, που κατανοεί τον τρόπο συναρμολόγησης, όπως και τη δομή και τον τρόπο λειτουργίας των πολυάριθμων τροχών μιας μηχανής όταν τη διαλύει και την ξαναφτιάχνει, είναι ακριβώς ανάλογη μ' εκείνη με την οποία κατανοεί τη δομή και τη σύσταση μιας εξίσωσης όταν τη διασπά στους συντελεστές της. Επομένως ο Descartes δεν περιμένει τις προόδους που θα κάνουν τον άνθρωπο «κύριο και κάτοχο της φύσης» από την αυθόρμητη ανάπτυξη των στηριζόμενων στις μηχανές τεχνών από κείνους που τις ασκούν αλλά από τη μεταστροφή της θεωρίας στην πρακτική. Από τη μεριά μου πιστεύω πως η ιστορία ή, καλύτερα, η προϊστορία της τεχνικής επανάστασης του 17ου και του 18ου αιώνα επιβεβαιώνει την άποψη του Descartes: μετά από μια μεταστροφή της επιστήμης στην τέχνη10 η ηωτεχνική11 μετασχηματίστηκε μέσα από τη σύγχρονη μηχανή (παλαιοτεχνική)· διότι αυτή ακριβώς η μεταστροφή ή, μ' άλλα λόγια, αυτή η αρτιγενής τεχνολογία έδωσε στη δεύτερη αυτό που αποτελεί τον καθαυτό χαρακτήρα της και τη διακρίνει ριζικά από την πρώτη, και που δεν είναι τίποτε άλλο από την ακρίβεια. Πράγματι, όταν μελετάει κανείς τα μηχανολογικά βιβλία του 19ου και του 18ου αιώνα12, όταν αναλύει τις υπαρκτές ή απλώς προτεινόμενες μηχανές που μας προσφέρουν οι περιγραφές και τα σχέδια, εκπλήσσεται από τον κατά προσέγγιση χαρακτήρα της δομής τους, του τρόπου λειτουργίας τους, της σύλληψης τους. Έχουμε συχνά περιγραφές τους που περιέχουν ακριβείς μετρήσεις των πραγματικών διαστάσεων τους. Αλλά για καμιά δεν γίνονται «υπολογισμοί». Επίσης, η διαφορά μεταξύ εκείνων που είναι απραγματοποίητες και εκείνων που πραγματοποιήθηκαν δεν συνίσταται στο ότι οι πρώτες ήταν «κακά υπολογισμένες», ενώ οι δεύτερες «καλά». Όλες -με την εξαίρεση ίσως των ανυψωτικών μηχανών και ορισμένων άλλων, όπως ο μύλος, που χρησιμοποιούσαν, ως μέσα μεταφοράς της κινητήριας δύναμης, οδοντωτούς τροχούς, μέσα που απαιτούσαν τον υπολογισμόσχεδιάστηκαν και φτιάχτηκαν «στα γρήγορα», «κατ' εκτίμηση». Όλες ανήκουν στον κόσμο του «περίπου». Και γι' αυτόν το λόγο μόνο οι πιο χονδροειδείς εργασίες της βιομηχανίας, όπως λόγου χάρη η άντληση του νερού, το άλεσμα του σιταριού, το γνέσιμο του μαλλιού, η λειτουργία των καμινευτικών φυσητήρων, μπορούσαν να ανατεθούν στις μηχανές.
Οι πιο λεπτές εργασίες γίνονταν μόνο με το χέρι (και με τη δύναμη) του ανθρώπου. Είπα ότι οι ηωτεχνικές μηχανές δεν ήταν «υπολογισμένες». Αλλά πώς μπορούσαν να είναι; Ας μην ξεχνάμε ή, μάλλον, ας λάβουμε υπόψη μας ότι ο άνθρωπος της Αναγέννησης, ο άνθρωπος του Μεσαίωνα (όπως και ο άνθρωπος της Αρχαιότητας), δεν ήξερε να υπολογίζει. Δεν ήταν συνηθισμένος να το κάνει. Δεν είχε ούτε τα μέσα γι' αυτό. Αναμφίβολα ήξερε13 να κάνει αρκετά καλά αστρονομικούς υπολογισμούς, επειδή η αρχαία επιστήμη είχε επεξεργαστεί και αναπτύξει τις κατάλληλες μεθόδους και μέσα* αλλά δεν ήξερε14 να κάνει αριθμητικούς υπολογισμούς15, επειδή η αρχαία επιστήμη δεν είχε ασχοληθεί καθόλου ή είχε ασχοληθεί λίγο μ' αυτούς. Όπως λέει ο L. Febvre, ο άνθρωπος αυτός δεν διέθετε «καθόλου αλγεβρική γλώσσα. Ούτε γνώριζε τη συνηθισμένη επίσημη αριθμητική γλώσσα. Η χρήση των αριθμητικών σημείων τα οποία ονομάζουμε αραβικά επειδή είναι ινδικά - η χρήση των αριθμητικών σημείων Gobar που ήρθαν στη δυτική Ευρώπη από την Ισπανία ή την Μπαρμπαριά16, δεν ήταν καθόλου γενικευμένη, αν και οι Ιταλοί έμποροι τις γνώριζαν ήδη από τον 13ο και τον 14ο αιώνα. Αν διαδόθηκε γρήγορα η χρήση αυτών των κοινών συμβόλων στα ημερολόγια για εκκλησιαστικούς και στα αλμανάκ για αστρολόγους και γιατρούς, στη συνηθισμένη ζωή προσέκρουσε σε μια δυνατή αντίσταση των ρωμαϊκών μικρογράμματων αριθμητικών σημείων που είχαν τροποποιηθεί ελαφρά. Τα σημεία αυτά εμφανίζονται ταξινομημένα ως εξής: πριν από τις δεκάδες υπήρχε ένα Χ, πριν από τις εικοσάδες δύο Χ, πριν από τις εκατοντάδες ένα C και πριν από τις χιλιάδες ένα Μ· όλα ήταν τόσο άσχημα φτιαγμένα που εμπόδιζαν την τέλεση ακόμη και της πιο στοιχειώδους αριθμητικής πράξης». «Επίσης ο άνθρωπος αυτός δεν έκανε καθόλου πράξεις με το μολύβι, αυτές τις πράξεις που μας φαίνονται τόσο κοινές και τόσο απλές και που έμοιαζαν για τους ανθρώπους του 16ου αιώνα τερατωδώς δύσκολες και καλές μόνο για τη μαθηματική ελίτ. Πριν χαμογελάσουμε, ας θυμηθούμε ότι ο Pascal, στα 1645... επέμενε, στην αφιέρωση της υπολογιστικής μηχανής του στον καγκελάριο Séguier, στη φοβερή δυσκολία των πράξεων με το μολύβι. Οι πράξεις αυτές όχι μόνο μας αναγκάζουν «να κρατάμε ή να σημειώνουμε τα αναγκαία αθροίσματα» -κάτι που οδηγεί σε πολυάριθμα λάθη- αλλά και απαιτούν από τον δύστυχο υπολογιστή «μια βαθιά προσοχή που κουράζει το πνεύμα μέσα σε λίγο χρόνο». Πράγματι, την εποχή του Rabelais οι άνθρωποι λογάριαζαν σχεδόν αποκλειστικά με τη βοήθεια εκείνων των αβακίων που άφησαν, πέρα από τη Μάγχη, το όνομα τους στους υπουργούς Οικονομικών και μ' εκείνα τα αριθμητήρια, τα οποία χειριζόταν με περισσότερη ή λιγότερη γρηγοράδα το Παλαιό Καθεστώς ώς την πτώση του. Οι υπολογισμοί είναι σίγουρα δύσκολοι. Αλλά και κανείς δεν τους κάνει, ή τους κάνει όσο το δυνατό λιγότερο. Τις πιο πολλές φορές κάνει λάθος. Αλλά δεν τον νοιάζει πολύ. Λίγο παραπάνω, λίγο παρακάτω... τι σημασία έχει; Χωρίς αμφιβολία, καμιά. Ανάμεσα στη νοοτροπία του ανθρώπου του Μεσαίωνα (και γενικά του ανθρώπου του «περίπου») και τη δική μας υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά. Ας παραθέσουμε για μια ακόμη φορά τον L. Febvre: ο άνθρωπος που δεν κάνει υπολογισμούς, που «ζει σ' έναν κόσμο όπου τα μαθηματικά είναι ακόμη στοιχειώδη, δεν έχει το λογικό διαμορφωμένο με τον ίδιο τρόπο μ' εκείνον που ζει σε μια κοινωνία εμποτισμένη από την αυστηρότητα των τρόπων μαθηματικής
σκέψης, από την ακρίβεια των τρόπων υπολογισμού, από τη λεπτή ευθύτητα των τρόπων απόδειξης - ακόμη κι αν ο ίδιος είναι αδαής, αμέριμνος ή ανίκανος να λύσει μια εξίσωση ή ένα πρόβλημα περισσότερο ή λιγότερο πολύπλοκο». «Ολόκληρη η σύγχρονη ζωή είναι ποτισμένη από τα μαθηματικά. Οι καθημερινές ενέργειες και οι κατασκευές των ανθρώπων φέρουν το σημάδι τους - ακόμη και οι καλλιτεχνικές μας απολαύσεις και η ηθική μας ζωή υφίστανται την επίδρασή του». Κάτω απ' αυτές τις διαπιστώσεις του Paul Montel κανένας άνθρωπος του 16ου αιώνα δεν θα μπορούσε να προσυπογράψει. Εμάς δεν μας εκπλήσσουν, αλλά εκείνον δεν τον άφηναν (δικαιολογημένα) εντελώς αδιάφορο». Το περίεργο είναι ότι δύο χιλιάδες χρόνια πριν ο Πυθαγόρας είχε δηλώσει ότι ο αριθμός είναι η ουσία των πραγμάτων και η Βίβλος είχε διδάξει ότι ο Θεός θεμελίωσε τον κόσμο πάνω «στον αριθμό, το βάρος, το μέτρο». Όλος ο κόσμος το επανέλαβε - αλλά κανείς δεν το πίστεψε. Κανείς μέχρι να εμφανιστεί ο Γαλιλαίος. Κανείς δεν προσπάθησε ποτέ να προσδιορίσει αυτούς τους αριθμούς, αυτά τα βάρη και αυτά τα μέτρα. Κανείς δεν σκέφτηκε να υπολογίσει, να ζυγίσει και να μετρήσει. Ή, ακριβέστερα, κανείς δεν προσπάθησε ποτέ να ξεπεράσει την πρακτική χρήση του αριθμού, του βάρους, του μέτρου μέσα στην ασάφεια της καθημερινής ζωής -να υπολογίσει τους μήνες και τα ζώα, να μετρήσει τις αποστάσεις και τα χωράφια, να ζυγίσει το χρυσάφι και το σιτάρι- για να τα μετατρέψει σε ακριβές στοιχείο γνώσης. Νομίζω πως δεν αρκεί να λέμε, όπως κάνει ο L. Febvre, ότι ο άνθρωπος του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης στερούνταν τον κατάλληλο υλικό και πνευματικό εξοπλισμό. Είναι αλήθεια πάντως, κι έχει μεγάλη σημασία, ότι «η χρήση των πιο συνηθισμένων σήμερα, των πιο οικείων σε όλους και των πιο απλών άλλωστε οργάνων του ήταν εντελώς άγνωστη. Για να παρατηρήσει δεν είχε παρά τα δύο του μάτια ή, τουλάχιστον, γυαλιά που ήταν υποτυπώδη, επειδή ούτε η οπτική ούτε η υαλοτεχνία ήταν αναπτυγμένες. Δεν υπήρχαν φακοί από γυαλί ή κρύσταλλο, κατάλληλοι να μεγεθύνουν αντικείμενα πολύ μακρινά όπως τα άστρα ή πολύ μικρά όπως τα έντομα ή τα σπέρματα». Είναι αλήθεια επίσης πως δεν λείπουν μόνο τα όργανα μέτρησης, αλλά και η γλώσσα που θα μπορούσε να εκφράσει τα πορίσματα τους: «Δεν υπήρχε σαφής και καθορισμένη ονοματοθεσία ούτε σταθερές (βάρους, μέτρησης κ.λπ.) εγγυημένης ακρίβειας και επικροτούμενες από τη συγκατάθεση όλων. Υπήρχε ένα πλήθος συστημάτων μέτρησης που άλλαζαν από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό. Είτε επρόκειτο για μήκος είτε για βάρος είτε για όγκο. Όσο για τη μέτρηση των θερμοκρασιών, αυτή ήταν αδύνατη. Το θερμόμετρο δεν είχε γεννηθεί και δεν θα γεννιόταν για πολύ καιρό». Μπορούμε μολαταύτα να αναρωτηθούμε αν αυτή η διπλή παράλειψη δεν εξηγείται από τη χαρακτηριστική νοοτροπία, από τη γενική δομή του «κόσμου του περίπου». Απ' αυτή την άποψη, η περίπτωση της αλχημείας μου φαίνεται ότι δίνει μια αποφασιστική απάντηση. Πράγματι, κατά τη διάρκεια της χιλιετούς ύπαρξης της, η αλχημεία ήταν η μόνη από τις επιστήμες των γήινων πραγμάτων που κατάφερε να φτιάξει ένα λεξιλόγιο, μια γραφή κι έναν εννοιακό εξοπλισμό τον οποίο κληρονόμησε και διατήρησε η χημεία μας. Η αλχημεία συγκέντρωσε θησαυρούς παρατηρήσεων, έκανε χιλιάδες πειράματα και κάποιες σημαντικές ανακαλύψεις. Ωστόσο ποτέ δεν έκανε ένα ακριβές πείραμα, γιατί ποτέ δεν το επιχείρησε. Οι περιγραφές των αλχημικών πράξεων δεν
έχουν τίποτε κοινό με τις φόρμουλες των εργαστηρίων μας: μοιάζουν με συνταγές μαγειρικής γιατί είναι εξίσου ανακριβείς και «ποιοτικές», γιατί γίνονται «κατά προσέγγιση». Κι αυτό που σταματά τον αλχημιστή δεν είναι η έλλειψη οργάνων μέτρησης: δεν τα χρησιμοποιεί ακόμη κι όταν τα έχει δίπλα του. Δεν του λείπει το θερμόμετρο, του λείπει η ιδέα ότι μπορεί να γίνει μια ακριβής μέτρηση της θερμοκρασίας. Επίσης αρκείται στη χρησιμοποίηση των όρων του κοινού νου: ζωηρή φωτιά, χαμηλή φωτιά κ.λπ., και δεν χρησιμοποιεί ή σχεδόν δεν χρησιμοποιεί τη ζυγαριά. Και όμως αυτή υπάρχει (είναι η ζυγαριά των χρυσοχόων και των κοσμηματοπωλών) και μάλιστα είναι σχετικά ακριβής. Γι' αυτόν όμως το λόγο δεν τη χρησιμοποιεί ο αλχημιστής: αν τη χρησιμοποιούσε θα ήταν ένας χημικός. Και επιπλέον: η ίδια η ιδέα της χρησιμοποίησης της θα απαιτούσε απ' αυτόν να ήταν ήδη χημικός. Νομίζω πως το ίδιο συμβαίνει με τα οπτικά όργανα, όπως και μ' όλα τα άλλα. Συμφωνώ απόλυτα με τον L. Febvre ως προς τη σπουδαιότητα της απουσίας των οργάνων αυτών, αλλά δεν είμαι εντελώς ικανοποιημένος με την εξήγηση που δίνει γι' αυτήν. Πράγματι, όπως μας λέει ο ίδιος ο L. Febvre, τα γυαλιά χρησιμοποιούνται από τον 13ο αιώνα, και ίσως από τα τέλη του 12ου. Ο μεγεθυντικός φακός ή ο κοίλος καθρέφτης ήταν σίγουρα γνωστοί στην Αρχαιότητα. Τότε πώς γίνεται να μη σκεφτεί κανείς από κείνους που τους κατασκεύαζαν ή από κείνους που τους χρησιμοποιούσαν, για τέσσερις ολόκληρους αιώνες (το τηλεσκόπιο είναι των αρχών του 17ου), να μη σκαλίσει ή να μη βάλει άλλους να σκαλίσουν έναν παχύτερο φακό, με πιο προτεταμένη καμπύλη επιφανείας - και να φτάσει έτσι στο απλό μικροσκόπιο, που δεν εμφανίστηκε παρά στις αρχές του 17ου αιώνα ή στα τέλη του 16ου; Νομίζω πως δεν μπορούμε να επικαλεστούμε την κατάσταση της υαλοτεχνίας. Χωρίς αμφιβολία δεν ήταν περίφημη, και οι υαλοτέχνες του 13ου και του 14ου αιώνα ήταν εντελώς ανίκανοι να κατασκευάσουν ένα τηλεσκόπιο (πολύ αργότερα, κατά το πρώτο μισό του Που αιώνα, οι Ιταλοί υαλοτέχνες ήταν οι μόνοι που μπορούσαν, ή που μπορούσαν να μάθουν17, να φτιάχνουν αστρονομικούς φακούς· μόνο στο δεύτερο μισό του ίδιου αιώνα τους έφτασαν και κάποτε τους ξεπέρασαν οι Ολλανδοί και οι Γερμανοί). Τα πράγματα όμως είναι εντελώς διαφορετικά με το απλό μικροσκόπιο που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια καλά λειασμένη μπίλια γυαλιού: ένας τεχνίτης που μπορεί να φτιάξει φακούς γυαλιών είναι ipso facto, ικανός να φτιάξει κι αυτήν. Επαναλαμβάνουμε πως αυτό που μας δίνει την εξήγηση δεν είναι η τεχνική ανεπάρκεια, αλλά η απουσία της ιδέας18. Η απουσία της ιδέας δεν σημαίνει επίσης επιστημονική ανεπάρκεια. Δεν χωράει αμφιβολία πως η μεσαιωνική οπτική (όπως και η ελληνική οπτική) -αν και ο Al-Hazen και ο Witello είχαν κάνει αξιοσημείωτες προόδους- γνώριζε το γεγονός της διάθλασης του φωτός, αλλά αγνοούσε τους νόμους της: η φυσική οπτική γεννήθηκε μόνο με τον Kepler και τον Descartes. Είναι αλήθεια πάλι πως ο Γαλιλαίος δεν ήξερε πολύ περισσότερα από τον WitelΙο· μολαταύτα, επειδή συνέλαβε την ιδέα, μπόρεσε και να την πραγματοποιήσει. Εξάλλου τίποτε δεν είναι πιο απλό από ένα τηλεσκόπιο ή τουλάχιστον από ένα κανοκυάλι19. Όσο αναληθοφανές κι αν είναι όμως, είναι αλήθεια πως, για τέσσερις ολόκληρους αιώνες, κανείς δεν συνέλαβε την ιδέα να δει τι θα συνέβαινε αν παρατούσε το ζεύγος φακών και έβλεπε, με το ένα μάτι, μέσα από δύο φακούς μαζί.
Ο κατασκευαστής ματογυαλιών δεν ήταν καθόλου οπτικός, ήταν ένας τεχνίτης. Και δεν έφτιαχνε ένα οπτικό όργανο: έφτιαχνε ένα εργαλείο. Επίσης το 'φτιαχνε σύμφωνα με τους παραδοσιακούς κανόνες του επαγγέλματος και δεν ζητούσε άλλα πράγματα. Υπάρχει μια πολύ βαθιά αλήθεια στη μυθική ίσως παράδοση που λέει ότι το πρώτο κυάλι εφευρέθηκε κατά τύχη, στο παιχνίδι του παιδιού ενός Ολλανδού κατασκευαστή ματογυαλιών. Αλλά και για τον άνθρωπο που τα χρησιμοποιούσε, τα ματογυάλια δεν ήταν ένα οπτικό όργανο. Ήταν ένα εργαλείο. Ένα εργαλείο, δηλαδή κάτι που προεκτείνει και ενισχύει τη δράση των μελών μας, των αισθητήριων οργάνων μας (αυτή ήταν και η άποψη της αρχαίας σκέψης)· κάτι που ανήκει στον κόσμο του κοινού νου. Και που ποτέ δεν μπορεί να μας κάνει να ξεπεράσουμε τον κόσμο αυτό. Αντίθετα, αυτή ακριβώς είναι η καθαυτό λειτουργία του οργάνου, που δεν είναι μια προέκταση της αίσθησης αλλά, με την πιο κυριολεκτική και ισχυρή έννοια του όρου, ενσάρκωση του πνεύματος, υλοποίηση της σκέψης. Τίποτε δεν μας δείχνει καλύτερα αυτή τη διαφορά από την ιστορία της κατασκευής του τηλεσκοπίου από τον Γαλιλαίο. Οι Lippertshey και Janssen είχαν ανακαλύψει, χάρη στην τύχη, το συνδυασμό των γυαλιών που οδηγεί στο κανοκυάλι, αλλά αρκούνταν να κάνουν τις απαραίτητες και κατά κάποιο τρόπο αναπόφευκτες βελτιώσεις (το σωλήνα, τον κινητό προσοφθάλμιο φακό) στα ενισχυμένα τους γυαλιά. Αντίθετα, ο Γαλιλαίος μόλις πληροφορήθηκε ότι κατασκευάστηκε το κυάλι από τους Ολλανδούς, έφτιαξε τη θεωρία του. Και, ξεκινώντας απ' αυτή την αναμφίβολα ανεπαρκή θεωρία, αλλά μολαταύτα θεωρία, και βελτιώνοντας διαρκώς την ακρίβεια και την ισχύ των φακών του, κατασκεύασε τη σειρά των προοπτικών γυαλιών του που παρέδιδαν στα μάτια του την απεραντοσύνη του ουρανού. Οι Ολλανδοί κατασκευαστές γυαλιών δεν έκαναν τίποτε παρόμοιο, επειδή ακριβώς δεν είχαν συλλάβει την ιδέα του οργάνου, η οποία ενέπνεε και καθοδηγούσε τον Γαλιλαίο. Επίσης οι σκοποί τους οποίους επιδίωκαν και πραγματοποίησαν ήταν εντελώς διαφορετικοί. Το ολλανδικό κυάλι είναι μια συσκευή με πρακτική σημασία: μας επιτρέπει να δούμε, σε μια απόσταση που ξεπερνάει τις δυνατότητες των ματιών μας, αυτό που είναι προσιτό σ' αυτήν σε μια μικρότερη απόσταση. Δεν φτάνει, δεν θέλει να φτάσει πιο πέρα - δεν είναι τυχαίο το ότι ούτε οι Ολλανδοί εφευρέτες ούτε οι χρήστες του δεν το χρησιμοποίησαν για να δουν τον ουρανό. Αντίθετα, ο Γαλιλαίος κατασκεύασε τα όργανα του, πρώτα το τηλεσκόπιο και μετά το μικροσκόπιο, ωθούμενος από καθαρά θεωρητικές ανάγκες, για να αγγίξει αυτό που δεν υποπίπτει στις αισθήσεις μας, για να δει αυτό που κανείς δεν είδε ποτέ. Η πρακτική χρήση των συσκευών που προκαλούσαν το θαυμασμό των αστών και των πατρικίων της Βενετίας και της Ρώμης δεν ήταν γι' αυτόν παρά ένα υποπροϊόν. Κοντολογίς, η επιδίωξη αυτού του καθαρά θεωρητικού στόχου οδηγεί σε αποτελέσματα που έχουν αποφασιστική σημασία για τη γέννηση της σύγχρονης τεχνικής, της τεχνικής ακριβείας. Γιατί, για να κάνεις οπτικές συσκευές πρέπει όχι μόνο να βελτιώσεις την ποιότητα των φακών που χρησιμοποιείς και να καθορίσεις -δηλαδή να μετρήσεις πρώτα και μετά να υπολογίσεις- τις γωνίες διαθλάσεώς τους, αλλά και να βελτιώσεις το σχήμα τους, δηλαδή να ξέρεις να τους δώσεις μια ακριβή μορφή, μια τέλεια σχεδιασμένη γεωμετρική μορφή και για να το κάνεις αυτό, πρέπει να κατασκευάζεις μηχανές όλο και πιο ακριβείς, μηχανές μαθηματικές
που, όπως και τα όργανα, απαιτούν από το πνεύμα του εφευρέτη τους να έχει αντικαταστήσει τον κόσμο του «περίπου» με τον κόσμο της ακρίβειας20. Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι δεν ήταν καθόλου τυχαίο το ότι ο Γαλιλαίος ήταν εκείνος που επινόησε το πρώτο οπτικό όργανο και ο Descartes την πρώτη σύγχρονη μηχανή - τη μηχανή κοπής παραβολικών φακών. Αλλά αν μέσα στην και από την εφεύρεση του οπτικού οργάνου γίνεται η διείσδυση και αποκαθίσταται η διεπικοινωνία μεταξύ των δύο κόσμων -του κόσμου της αστρικής ακρίβειας και του κόσμου του «περίπου» που βρίσκεται εδώ κάτω-, αν μέσω αυτού του δίαυλου πραγματοποιείται η συγχώνευση της ουράνιας φυσικής και της γήινης φυσικής, μέσω ενός άλλου τεχνάσματος κατορθώνει η έννοια της ακρίβειας να εισαχθεί στην καθημερινή ζωή, να ενσωματωθεί στις κοινωνικές σχέσεις, να μετασχηματίσει, ή τουλάχιστον να τροποποιήσει, τη δομή του ίδιου του κοινού νου, μιλώ για το χρονόμετρο, για το όργανο μέτρησης τον χρόνου. Οι μηχανισμοί μέτρησης του χρόνου εμφανίζονται πολύ αργά στην ανθρώπινη ιστορία21. Κι αυτό εύκολα γίνεται κατανοητό. Ο χώρος είναι κατ' ουσίαν μετρήσιμος, ίσως η ίδια η ουσία του μετρήσιμου, και προσφέρεται σ' εμάς σαν κάτι έτοιμο προς μέτρηση. Αντίθετα, ο χρόνος είναι κατ' ουσίαν μη μετρήσιμος, και μολαταύτα, παρουσιάζεται σ' εμάς σαν να είναι ήδη προικισμένος μ' ένα μέσο μέτρησης, σαν να είναι ήδη κομμένος σε κομμάτια από τη διαδοχή των εποχών και των ημερών, από την κίνηση -και τις κινήσεις- του ουράνιου ρολογιού που η προνοητική φύση φρόντισε να βάλει στη διάθεση μας. Είναι αλήθεια πως τα κομμάτια αυτά είναι κάπως χοντρά, ακανόνιστα, ανακριβή, άνισα: αλλά τι σημασία μπορεί να έχει αυτό στο πλαίσιο της πρωτόγονης ζωής της νομαδικής ζωής ή και της αγροτικής ζωής; Η ζωή ξετυλίγεται ανάμεσα στην ανατολή και τη δύση του ήλιου, με το μεσημέρι ως διαχωριστικό σημείο. Ένα τέταρτο, ή και μια ώρα, πάνω ή κάτω δεν αλλάζουν τίποτε. Μόνο ένας αστικός πολιτισμός, εξελιγμένος και πολύπλοκος, μπορεί να νιώσει την ανάγκη να μάθει την ώρα, να μετρήσει ένα χρονικό διάστημα, επειδή ακριβώς πιέζεται από τις συγκεκριμένες ανάγκες της δημόσιας και της θρησκευτικής ζωής. Μόνο σ' αυτόν εμφανίζονται τα ρολόγια. Παλιότερα, τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Ρώμη, η καθημερινή ζωή ξέφευγε από την ακρίβεια (την πολύ σχετική άλλωστε) των ρολογιών. Η καθημερινή ζωή κινούνταν μέσα στο «περίπου» του βιωμένου χρόνου. Το ίδιο συμβαίνει το Μεσαίωνα. Το ίδιο κι αργότερα. Αναμφίβολα, η μεσαιωνική κοινωνία πλεονεκτούσε έναντι της αρχαίας κοινωνίας γιατί είχε εγκαταλείψει τη μεταβλητή ώρα και την είχε αντικαταστήσει με μια σταθερή ώρα. Αλλά δεν ένιωθε μεγάλη ανάγκη να γνωρίσει αυτή την ώρα. Διαιώνιζε, όπως λέει πολύ ωραία ο L. Febvre, «τις συνήθειες μιας κοινωνίας αγροτών οι οποίοι δέχονται να μην ξέρουν ποτέ την ακριβή ώρα, εκτός κι αν χτυπήσει η καμπάνα (για την οποία δεν ξέρουν βέβαια αν χτυπάει σωστά ή λάθος), και υπολογίζουν κατά κανόνα το χρόνο με βάση τα φυτά, τα ζώα, το πέταγμα κάποιου πουλιού ή το κελάηδημα άλλου». «Γύρω στην ανατολή» ή «γύρω στη δύση». Την εποχή εκείνη η ζωή κυριαρχείται από τα φυσικά φαινόμενα, από την ανατολή και τη δύση του ήλιου -οι άνθρωποι ξυπνούν νωρίς και δεν κοιμούνται αργά22- και η μέρα διαιρείται μάλλον παρά μετριέται από τον ήχο της καμπάνας που λέει τις «ώρες», όχι τις ώρες του ρολογιού αλλά τις ώρες των θρησκευτικών ακολουθιών.
Αρκετοί ιστορικοί, κι όχι ασήμαντοι, επέμεναν άλλωστε στην κοινωνική σημασία αυτής της κανονισμένης διαδοχής των πράξεων και των τελετών της θρησκευτικής ζωής που υπέτασσε τη ζωή, κυρίως στα μοναστήρια, στον αυστηρό ρυθμό της καθολικής λατρείας· ρυθμό που ήθελε, και μάλιστα απαιτούσε, τη διαίρεση του χρόνου σε διαστήματα αυστηρά καθορισμένα, δηλαδή τη μέτρηση του. Στα μοναστήρια, και για τις ανάγκες της λατρείας, γεννήθηκαν και διαδόθηκαν τα ρολόγια. Οι συνήθειες της μοναστικής ζωής, και ιδίως η συνήθεια να συμφωνείς με την ώρα, χύθηκαν έξω από τον περίβολο των μοναστηριών και διαπότισαν και διαμόρφωσαν την κοσμική ζωή κάνοντας την να περάσει από το επίπεδο του βιωμένου χρόνου στο επίπεδο του μετρημένου χρόνου. Υπάρχει σίγουρα πολλή αλήθεια στο περίφημο ρητό του αβά de Thélème, που παραθέτει ο L. Febvre: «οι ώρες έγιναν για τον άνθρωπο κι όχι ο άνθρωπος για τις ώρες». Νιώθουμε να φυσάει μέσα στα λόγια αυτά ο άνεμος της εξέγερσης του φυσικού ανθρώπου εναντίον της επιβολής της τάξης και εναντίον της σκλαβιάς του κανόνα. Ας μην ξεγελιόμαστε όμως: η τάξη και ο ρυθμός δεν είναι μέτρηση, ο διαιρεμένος χρόνος δεν είναι μετρημένος χρόνος. Βρισκόμαστε πάντα μέσα στο περίπου, στο λίγο ή πολύ· είμαστε στο δρόμο, αλλά μόνο στο δρόμο, που οδηγεί στον κόσμο της ακρίβειας. Πράγματι, τα μεσαιωνικά ρολόγια, τα ρολόγια με βαρίδι, που η εφεύρεση τους συνιστά μια από τις μεγάλες δόξες της τεχνικής σκέψης του Μεσαίωνα, δεν ήταν καθόλου ακριβή ή έστω, ήταν πολύ λιγότερο ακριβή από τα ρολόγια ύδατος της Αρχαιότητας, τουλάχιστον κατά την αυτοκρατορική περίοδο. Τα μεσαιωνικά ρολόγια -κι αυτό ισχύει τόσο για τα ρολόγια των μοναστηριών όσο και για τα ρολόγια των πόλεων- ήταν «μηχανές δυνατές και υποτυπώδεις που έπρεπε να τις κουρδίζουν πολλές φορές μέσα στο εικοσιτετράωρο» και που έπρεπε να τις φροντίζουν και να τις επιθεωρούν προσεκτικά. Δεν έδειχναν ποτέ τις υποδιαιρέσεις της ώρας· ακόμη και τις ίδιες τις ώρες τις έδειχναν πάντα μ' ένα περιθώριο λάθους, πράγμα που έκανε πρακτικά αδύνατη τη χρήση τους. Ακόμη και από τους ανθρώπους της εποχής που δεν ήταν πολύ απαιτητικοί. Επίσης, καθόλου δεν αντικατέστησαν τους πιο παλιούς μηχανισμούς. «Σε πολλές περιπτώσεις, οι ώρες δίνονταν, κατά προσέγγιση, από τους νυχτοφύλακες που χρησιμοποιούσαν κλεψύδρες άμμου ή νερού. Αυτοί φώναζαν ψηλά από τους πύργους τις ενδείξεις που έπαιρναν και η νυχτερινή περίπολος τις επαναλάμβανε στους δρόμους». Αλλά αν τα μεγάλα δημόσια ρολόγια του 15ου και του 16ου αιώνα, ρολόγια αστρονομικά και ρολόγια με σχέδια, που τόσο καλά μας περιγράφει ο Willis Milham δεν είναι παρά πολύ απλά· αν είναι, χάρη στη χρησιμοποίηση της οριζόντιας ράβδου και του τροχού διαφυγής, αισθητά πιο ακριβή από τις παλιές μηχανές που είχαν συνεχή κίνηση, είναι, από την άλλη, εξαιρετικά σπάνια, γιατί ο περίπλοκος χαρακτήρας τους κάνει εξαιρετικά δύσκολη και δαπανηρή την κατασκευή τους. Τα ρολόγια αυτά είναι τόσο ακριβά που μόνο οι πολύ πλούσιες μεγάλες πόλεις όπως η Μπρυζ ή το Στρασβούργο ή ο αυτοκράτορας της Γερμανίας και οι βασιλιάδες της Αγγλίας και της Γαλλίας, που προίκιζαν μ' αυτά τις πρωτεύουσες τους, μπορούσαν να επιτρέψουν στον εαυτό τους μια τέτοια πολυτέλεια. Το ίδιο περίπου ισχύει και για τα οικιακά ρολόγια της εποχής: επιτοίχια ρολόγια με βαρίδι, αρκετά χονδροειδή στην κατασκευή τους, μεγάλα κοινά ρολόγια, φορητά ρολόγια με
ελατήριο, που εφευρέθηκαν στις αρχές του 16ου αιώνα στη Νυρεμβέργη από τον Peter Henlein (επιτραπέζια ρολόγια και ρολόγια φορητά). Αυτά είναι ακόμη είδη πολυτελείας - και μάλιστα εξωφρενικής πολυτελείας. Επίσης δεν έχουν πρακτική χρησιμότητα: πράγματι, τα μικρά ρολόγια είναι πολύ λίγο ακριβή* πολύ λιγότερο ακριβή μάλιστα, όπως λέει ο W. Milham, από τα μεγάλα23. Αντίθετα, είναι πολύ όμορφα, πολύ ακριβά και πολύ σπάνια. Όπως μας λέει ο L. Febvre: «Πόσοι ήταν οι τυχεροί που μπορούσαν, τον καιρό του Πανταγκρυέλ, να έχουν ένα «φορητό ρολόι»; Ο αριθμός τους ήταν πάρα πολύ μικρός, αν εξαιρέσουμε τους βασιλιάδες και τους πρίγκιπες. Οι περισσότεροι ένιωθαν περήφανοι και προνομιούχοι αν τύχαινε να έχουν, αντί για αληθινό ρολόι, μια από κείνες τις κλεψύδρες, νερού μάλλον παρά άμμου, των οποίων το εγκώμιο έπλεξε πομπωδώς ο Joseph Scaliger στη δεύτερη Scaligerana: «horlogia sunt valde recentia et praec-larum inventum». Έτσι δεν είναι περίεργο το ότι, κατά τον 16ο αιώνα ή τουλάχιστον κατά το πρώτο μισό του, υπάρχει ακόμη και πάντα ο βιωμένος χρόνος, ο χρόνος του περίπου. Δεν είναι περίεργο επίσης το ότι όσον αφορά το χρόνο -κι όλα τα υπόλοιπα-«αυτό που βασιλεύει στη νοοτροπία των ανθρώπων της εποχής αυτής είναι η ιδιοτροπία, η ασάφεια, η ανακρίβεια. Οι άνθρωποι αυτοί δεν ξέρουν ούτε την ακριβή ηλικία τους: τα ιστορικά πρόσωπα της εποχής μας αφήνουν τη δυνατότητα να διαλέξουμε ανάμεσα σε τρεις ή τέσσερις χρονολογίες γέννησης, που πολλές φορές απέχουν αρκετά χρόνια μεταξύ τους». Οι άνθρωποι αυτοί δεν γνωρίζουν ούτε την αξία ούτε τη μέτρηση του χρόνου. Το τόνισα προηγουμένως: τουλάχιστον στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα. Και τούτο γιατί στο δεύτερο μισό η κατάσταση αλλάζει αισθητά. Αναμφίβολα η ανακρίβεια και το περίπου βασιλεύουν ακόμα. Αλλά, παράλληλα με την ανάπτυξη των πόλεων και του πλούτου τους, ή, αν προτιμάτε, παράλληλα με τη νίκη της πόλης και της αστικής ζωής πάνω στην επαρχία και την επαρχιακή ζωή, διαδίδεται όλο και πιο πολύ η χρήση των ρολογιών. Είναι πάντα πολύ όμορφα, πολύ δουλεμένα, πολύ καλά σμιλεμένα, πολύ ακριβά. Αλλά δεν είναι πια πολύ σπάνια ή, ακριβέστερα, γίνονται όλο και λιγότερο σπάνια. Τον 17ο αιώνα δεν είναι πια καθόλου σπάνια. Από την άλλη, το ρολόι εξελίσσεται, βελτιώνεται, μεταμορφώνεται. Η εκπληκτική δεξιοτεχνία και η ιδιοφυία των ωρολογοποιών (που από τότε ενώθηκαν σε μια ανεξάρτητη και ισχυρή συντεχνία), η αντικατάσταση της οριζόντιας ράβδου από τον ρυθμιστικό τροχό, η εφεύρεση του stackfreed και της ατράκτου που εξομαλύνουν και καθιστούν ομοιόμορφη τη δράση του ελατηρίου, μετατρέπουν ένα καθαρό είδος πολυτελείας σε αντικείμενο πρακτικής χρησιμότητας ικανό να δείχνει τις ώρες με σχεδόν ακριβή τρόπο. Ωστόσο το ρολόι ακριβείας δεν βγήκε τελικά από το ρολόγι των ωρολογοποιών. Το ρολόι των ωρολογοποιών δεν ξεπέρασε ποτέ -και δεν θα μπορούσε ποτέ να ξεπεράσει- το στάδιο του «σχεδόν» και το επίπεδο του «περίπου». Το ρολόι ακριβείας, το χρονομετρικό ρολόι έχει εντελώς διαφορετική καταγωγή. Κατά κανένα τρόπο δεν είναι μια βελτίωση του ρολογιού πρακτικής χρήσης. Είναι ένα όργανο, δηλαδή ένα δημιούργημα της επιστημονικής σκέψης ή, ακόμη καλύτερα, μια συνειδητή πραγμάτωση μιας θεωρίας. Είναι βέβαιο ότι από τη στιγμή που θα πραγματωθεί ένα θεωρητικό αντικείμενο, μπορεί να γίνει πρακτικό αντικείμενο, αντικείμενο τρέχουσας και καθημερινής χρήσης. Είναι
βέβαιο επίσης πως πρακτικές σκέψεις -όπως, στην περίπτωση που μας απασχολεί, το πρόβλημα του καθορισμού του γεωγραφικού μήκους, που η λύση του γινόταν όλο και πιο επιτακτική λόγω της επέκτασης της θαλασσοπλοΐας στους ωκεανούς- μπορούν να εμπνέουν τη θεωρητική σκέψη. Αλλά η χρησιμοποίηση ενός αντικειμένου δεν είναι αυτό που καθορίζει τη φύση του· αυτό που την καθορίζει είναι η δομή του· ένα χρονόμετρο παραμένει χρονόμετρο, ακόμη κι αν αυτοί που το χρησιμοποιούν είναι ναυτικοί. Κι αυτό μας εξηγεί γιατί ανάγονται οι μεγάλες αποφασιστικής σημασίας εφευρέσεις και γιατί οφείλουμε την εφεύρεση του εκκρεμούς ρολογιού και του ρολογιού με σπειροειδές ελατήριο όχι στους ωρολογοποιούς αλλά στους σοφούς, όχι στον Jost Burgi και τον Isaak Thuret, αλλά στον Γαλιλαίο και τον Huygens. Όπως λέει πολύ καλά ο Jacquerod στον πρόλογο του στην εξαίρετη δουλειά που έκανε πρόσφατα ο L. Défossez24 για την ιστορία της επιστήμης της χρονολογίας (δουλειά που η αξία της συνίσταται στο ότι επανατοποθετεί την ιστορία της χρονολογίας μέσα στη γενική ιστορία της επιστημονικής σκέψης και που φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο: Οι σοφοί [και όχι: Οι ωρολογοποιοί] του 17ου αιώνα και η μέτρηση του χρόνου): «Οι τεχνικοί θα εκπλαγούν, και ίσως απογοητευτούν, όταν διαπιστώσουν τον μικρό ρόλο που έπαιξαν σ' αυτή την ιστορία οι πρακτικοί ωρολογοποιοί σε σύγκριση με την τεράστια σπουδαιότητα των ερευνών των σοφών. Αναμφίβολα, οι πραγματοποιήσεις είναι κατά γενικό κανόνα έργο των ωρολογοποιών αλλά οι ιδέες, οι επινοήσεις φυτρώνουν τις περισσότερες φορές στο μυαλό των ανθρώπων της επιστήμης, και πολλοί απ' αυτούς δεν φοβούνται μήπως λερώσουν τα χέρια τους, αλλά κατασκευάζουν οι ίδιοι τις μηχανές και τις συσκευές που συνέλαβαν με τη φαντασία τους». Αυτό το γεγονός, που μπορεί να φανεί παράδοξο, εξηγείται για τον Jacquerod και, φυσικά, για τον Défossez από ένα λόγο πολύ συγκεκριμένο και κατά κάποιο τρόπο διπλό, που μας κάνει να καταλάβουμε γιατί η κατάσταση αντιστράφηκε μερικές φορές κατά τους επόμενους αιώνες»: «Πρώτα πρώτα ο λόγος αυτός συνίσταται στο ότι η ακριβής μέτρηση του χρόνου είναι για την επιστήμη, ιδίως για την αστρονομία και τη φυσική, πολύ πιο απαραίτητη απ' ό,τι για τις καθημερινές ανάγκες και τις κοινωνικές σχέσεις. Αν τα ηλιακά ρολόγια και τα ρολόγια με βαρίδια ήταν κατά τον 17ο αιώνα επαρκή για τις ανάγκες του μεγάλου κοινού, δεν ήταν επαρκή για τους σοφούς». Αυτοί έπρεπε να ανακαλύψουν μια ακριβή μέτρηση. «Για να γίνει όμως αυτή η ανακάλυψη δεν χρειάζονταν οι εμπειρικές μέθοδοι, που ήταν ανίσχυρες, αλλά οι θεωρητικοί, εκείνοι ακριβώς που επεξεργάζονταν την εποχή αυτή τις θεωρίες και εδραίωναν τους νόμους της ορθολογιστικής μηχανικής. Επίσης, οι φυσικοί, οι μηχανικοί, οι αστρονόμοι, και ιδίως οι μεγαλύτεροι απ' αυτούς, ασχολήθηκαν με την επίλυση του προβλήματος, για τον απλό λόγο ότι ήταν οι πρώτοι που ενδιαφέρονταν γι' αυτήν». «Η άλλη όψη του προβλήματος, που έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία, πρέπει να αναζητηθεί στις ανάγκες της ναυσιπλοΐας... Στη θάλασσα, ο προσδιορισμός των γεωγραφικών συντεταγμένων, ο προσδιορισμός του "στίγματος" είναι θεμελιώδης και χωρίς αυτόν δεν μπορεί να γίνει κανένα σχετικά ασφαλές ταξίδι μακριά από τις ακτές. Αν ο προσδιορισμός του γεωγραφικού πλάτους γίνεται εύκολα από την παρατήρηση του ήλιου ή του πολικού αστέρα, ο προσδιορισμός του γεωγραφικού μήκους είναι πολύ δύσκολος»... Αυτός «απαιτεί τη γνώση
της ώρας ενός μεσημβρινού προελεύσεως. Ο θαλασσοπόρος πρέπει να πάρει μαζί του αυτή την ώρα και να τη διατηρεί προσεκτικά. Επομένως του χρειάζεται ένα όργανο που να μπορεί να το εμπιστευτεί». «Τα δύο προβλήματα της μέτρησης και της διατήρησης του χρόνου είναι αξεδιάλυτα δεμένα από τη φύση τους. Το πρώτο λύθηκε από τον Γαλιλαίο και τον Huygens με τη χρησιμοποίηση του εκκρεμούς. Το δεύτερο, που ήταν πολύ δυσκολότερο... βρήκε μια τέλεια λύση με την επινόηση του αντισταθμιστή-σπειροειδούς ελατηρίου». «Κατά τους δύο επόμενους αιώνες έγιναν μόνο βελτιώσεις στις λεπτομέρειες... κι όχι θεμελιώδεις ανακαλύψεις... Είναι ευνόητο ότι από κείνη τη στιγμή η συμβολή των τεχνικών... έγινε πιο απαραίτητη». Συμφωνώ σχεδόν απόλυτα με τους κ. Jacquerod και Défossez ως προς την εξήγηση του ρόλου που έπαιζε η θεωρητική επιστήμη στην εφεύρεση του χρονομέτρου, και γι' αυτό άλλωστε παρέθεσα τόσο εκτενώς τις απόψεις τους. Γι' αυτό αλλά και για τό ότι είναι σπάνιο να συναντήσει κανείς έναν φυσικό κι έναν τεχνικό -ο κ. Défossez είναι ένας τεχνικός της ωρολογοποιίας- που να μην έχουν προσβληθεί από τον ιό της εμπειρικιστικής και θετικιστικής επιστημολογίας, και προξένησε, και προξενεί ακόμα, τόση ζημιά στους ιστορικούς της επιστημονικής σκέψης. Μολαταύτα δεν συμφωνώ εντελώς μαζί τους. Ιδιαίτερα δεν πιστεύω στον πρωταρχικό ρόλο του προβλήματος του γεωγραφικού μήκους· πιστεύω πως ο Huygens θα επιχειρούσε και θα συνέχιζε τις έρευνες του πάνω στην κίνηση εκκρεμούς και την κυκλική κίνηση, πάνω στον ισοχρονισμό και την κεντρόφυγο δύναμη, ακόμη κι αν δεν υποκινούνταν από την ελπίδα να κερδίσει 10.000 λίβρες (τις οποίες άλλωστε δεν κέρδισε), επειδή ακριβώς αυτά ήταν προβλήματα αποφασιστικής σημασίας για την επιστήμη του καιρού του. Γιατί αν σκεφτεί κανείς ότι ο Γαλιλαίος αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει, για να προσδιορίσει την τιμή της επιτάχυνσης κατά τα περίφημα πειράματα του γύρω από το σώμα που κινείται σ' ένα κεκλιμένο επίπεδο, μια κλεψύδρα νερού, κλεψύδρα με πολύ πιο πρωτόγονη δομή από κείνη που είχε στη διάθεση του ο Κτησίβιος· αν σκεφτεί κανείς ότι στα 1647 ο Riccioli αναγκάστηκε να φτιάξει ένα «ανθρώπινο ρολόι»25 για να μελετήσει την επιτάχυνση των σωμάτων υπό ελεύθερη πτώση, θα καταλάβει πόσο ακατάλληλα ήταν τα συνηθισμένα ρολόγια για επιστημονική χρήση και πόσο επιτακτική ήταν, για τη φυσική μηχανική, η εφεύρεση ενός μέσου μέτρησης του χρόνου. Επίσης καταλαβαίνει κανείς γιατί ο Γαλιλαίος ασχολήθηκε με το ερώτημα: τι σημασία έχει η κατοχή τύπων που μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε την ταχύτητα ενός σώματος κάθε στιγμή της πτώσης του σε σχέση με την επιτάχυνση και το χρόνο, όταν δεν μπορούμε να μετρήσουμε ούτε την πρώτη ούτε τον δεύτερο; Αλλά για να μετρήσει κανείς το χρόνο είναι απαραίτητο -αφού δεν μπορεί να τον μετρήσει απευθείας- να χρησιμοποιήσει ένα φαινόμενο που να τον ενσαρκώνει κατάλληλα· αυτό σημαίνει ότι πρέπει να χρησιμοποιήσει είτε μια διαδικασία που ξετυλίγεται με ομοιόμορφο τρόπο (σταθερή ταχύτητα) είτε ένα φαινόμενο που, αν και δεν είναι ομοιόμορφο από μόνο του, αναπαράγεται περιοδικά (ισόχρονη επανάληψη). Προς την πρώτη λύση στράφηκε ο Κτησίβιος διατηρώντας σταθερό το επίπεδο του νερού μέσα στον ένα από τους δύο κώδωνες της κλεψύδρας του: έτσι το νερό έτρεχε μέσα στον άλλο με σταθερή ταχύτητα. Προς τη. δεύτερη λύση στράφηκε ο Γαλιλαίος (και ο Huygens)
όταν ανακάλυψε ότι οι ταλαντώσεις του εκκρεμούς είναι ένα φαινόμενο που αναπαράγεται αέναα. Είναι ολοφάνερο όμως -ή τουλάχιστον θα 'πρεπε να είναι ολοφάνερο- ότι μια τέτοια ανακάλυψη δεν μπορεί να είναι καρπός της εμπειρίας. Είναι ολοφάνερο ότι ούτε ο Κτησίβιος ούτε ο Γαλιλαίος -που κατατάσσονται μολαταύτα από τους ιστορικούς των επιστημών στους εμπειριστές, επειδή δήθεν αποκατάστησαν με το πείραμα κάτι που δεν ήταν δυνατό να αποκατασταθεί απ' αυτό-δεν μπόρεσαν να αποκαταστήσουν με εμπειρικές μετρήσεις ούτε τη σταθερότητα της ροής ούτε τον ισοχρονισμό της ταλάντωσης. Κι αυτό επειδή τους έλειπε εκείνο ακριβώς με το οποίο θα μπορούσαν να τις μετρήσουν μ' άλλα λόγια, το όργανο μέτρησης που η πραγματοποίηση του έγινε δυνατή εκ των υστέρων χάρη στη σταθερότητα της ροής ή στον ισοχρονισμό του εκκρεμούς. Ο Γαλιλαίος δεν ανακάλυψε τον ισοχρονισμό του εκκρεμούς επειδή είχε παρατηρήσει τις αιωρήσεις του μεγάλου πολυελαίου του καθεδρικού ναού της Πίζας (αυτός ο πολυέλαιος τοποθετήθηκε άλλωστε μετά την αναχώρηση του από τη γενέθλια πόλη του). Ωστόσο οι θρύλοι περιέχουν σχεδόν πάντα ένα στοιχείο αλήθειας: ίσως ένα παρόμοιο θέαμα να τον υποκίνησε να ερευνήσει αυτό το φαινόμενο του «πηγαινέλα». Όμως ο Γαλιλαίος ανακάλυψε τον ισοχρονισμό του εκκρεμούς επειδή μελέτησε με μαθηματικό τρόπο, ξεκινώντας από τους νόμους της επιταχυνόμενης κίνησης στους οποίους είχε καταλήξει μετά από μια λογική παραγωγή, την πτώση των βαρέων σωμάτων κατά μήκος των χορδών ενός κύκλου τοποθετημένου κάθετα. Μόνο τότε, δηλαδή μετά τη θεωρητική παραγωγή, μπόρεσε να φτάσει στη σκέψη μιας πειραματικής επαλήθευσης (που στόχος της δεν ήταν καθόλου να επαληθεύσει την πρώτη, αλλά να βρει πώς πραγματοποιείται η πτώση αυτή in rerum natura, δηλαδή πώς συμπεριφέρονται τα πραγματικά και υλικά εκκρεμή που δεν αιωρούνται στον καθαρό χώρο της φυσικής αλλά στη γη και στον αέρα). Και ύστερα, όταν το πείραμα πέτυχε, σκέφτηκε να επιχειρήσει να κατασκευάσει το όργανο που θα καθιστούσε δυνατή την πρακτική χρησιμοποίηση της μηχανικής ιδιότητας της κίνησης εκκρεμούς. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, δηλαδή μέσω μιας καθαρά θεωρητικής μελέτης, ανακάλυψε ο Huygens το λάθος του Γαλιλαίου και απέδειξε ότι ο ισοχρονισμός δεν πραγματοποιείται στον κύκλο αλλά στην κυκλοειδή καμπύλη· καθαρά γεωμετρικοί στοχασμοί του επέτρεψαν να βρει το μέσο πραγματοποίησης -στη θεωρία- της κυκλοειδούς κίνησης. Κι ακριβώς εκείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε σ’ αυτόν, όπως είχε γίνει και με τον Γαλιλαίο, το τεχνικό ή μάλλον τεχνολογικό πρόβλημα της πραγματικής υλοποίησης, δηλαδή της υλικής κατασκευής, του μοντέλου που είχε συλλάβει. Επίσης δεν είναι περίεργο το ότι χρειάστηκε να «μουντζουρώσει τα χέρια του», όπως ο Γαλιλαίος πριν απ' αυτόν ή ο Νεύτων μετά απ' αυτόν. Κι αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να μάθει στους «τεχνικούς» να φτιάξουν κάτι που δεν είχαν φτιάξει ποτέ, και να εντυπώσει στο επάγγελμα, στην τέχνη, καινούργιους κανόνες, τους κανόνες ακριβείας της επιστήμης. Η ιστορία της χρονομετρίας μας παρέχει ένα εντυπωσιακό, ίσως το πιο εντυπωσιακό, παράδειγμα της γέννησης της τεχνολογικής σκέψης που, προοδευτικά, διαποτίζει και μεταμορφώνει την ίδια την τεχνική σκέψη
-και πραγματικότητα- και την ανεβάζει σε μια ψηλότερη βαθμίδα. Αυτό εξηγεί με τη σειρά του το λόγο για τον οποίο οι τεχνικοί, οι ωρολογοποιοί του 18ου αιώνα, μπόρεσαν να βελτιώσουν και να τελειοποιήσουν τα όργανα εκείνα που οι προκάτοχοι τους δεν είχαν καταφέρει να τα επινοήσουν: ο λόγος αυτός είναι ότι ζούσαν μέσα σ' ένα άλλο τεχνικό «κλίμα» ή περιβάλλον»· και ότι ήταν επηρεασμένοι από το πνεύμα της ακρίβειας. Το 'χω πει ήδη αλλά αξίζει να το επαναλάβω: με το όργανο ενσαρκώνεται η ακρίβεια μέσα στον κόσμο του περίπου, στην κατασκευή οργάνων επιβεβαιώνεται η τεχνολογική σκέψη· για την κατασκευή αυτών των οργάνων επινοούνται οι πρώτες ακριβείς μηχανές. Η βιομηχανία της παλαιοτεχνικής εποχής, της εποχής του ατμού και του σιδήρου, της τεχνολογικής εποχής κατά την οποία πραγματοποιείται η εισχώρηση της θεωρίας στην τεχνική, χαρακτηρίζεται τόσο από την ακρίβεια των μηχανών της, που είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής της επιστήμης στη βιομηχανία, όσο και από τη χρησιμοποίηση πηγών ενέργειας και υλικών που δεν παραδίδονται έτοιμα από τη φύση. Και η κατάληψη της πρακτικής από τη θεωρία θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την τεχνική της δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του κ. Friedmann, την τεχνική της νεοτεχνικής βιομηχανίας της εποχής του ηλεκτρισμού και της εφαρμοσμένης επιστήμης. Από τη συγχώνευσή τους χαρακτηρίζεται η σύγχρονη εποχή, η εποχή των οργάνων που έχουν διαστάσεις εργοστασίων και των εργοστασίων που έχουν την ακρίβεια οργάνων.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1. Τίτλος πρωτοτύπου: Alexandre Koyré, «Du monde de Tà peu prés à l'univers de la précision», Critique 28, 1948. (Επ' ευκαιρία των έργων: Lewis Mumford, Technics and Civilisation, New York, Harcourt, 1946· Willis L. Milham, Time and Timekeepers, New York, Mac Millan, 1945· L. Défossez, Les Savants du XVII siècle et la mesure du temps, Lausanne, éd. du Journal suisse d'Horlogerie et de Bizouterie, 1946· Lucien Febvre, Le problème de l'incroyance au XVI siècle, Albin Michel, 1946.) 2. Al. Koyré, «Les philosophes et la machine», Critique 23 καί 26, 1948. (Πρόκειται προφανώς για το άρθρο που μεταφράσαμε αμέσως πριν. σ.τ.μ.) 3. Η ελληνική επιστήμη έβαλε ασφαλώς τις βάσεις της τεχνολογίας με τη μελέτη των «πέντε δυνάμεων», δηλαδή των απλών μηχανών. Αλλά δεν την ανέπτυξε ποτέ. Έτσι, η αρχαία τεχνική παρέμεινε στο προτεχνολογικό, προεπιστημονικό στάδιο παρά την ενσωμάτωση πολυάριθμων στοιχείων της γεωμετρικής και της μηχανικής αρχαίας επιστήμης στην τέχνη. (Η λέξη τέχνη είναι γραμμένη στα ελληνικά στο πρωτότυπο. Δηλώνει τεχνική των Ελλήνων, σ.τ.μ.) 4. Ξέρουμε ότι η γνώμη του Leibniz ήταν πως αυτό δεν ισχύει μόνο για το χώρο των βιολογικών επιστημών αλλά και για το χώρο της φυσικής («Επιστολή στον Foucher», γύρω στα 1668, Philosophische Schriften, éd. Gerhardt, vol. I, σ. 392: «δεν υπάρχει ακριβής μορφή στα σώματα»). Το ίδιο πιστεύουν και οι πιο κοντικοί σ' εμάς Emile Boutroux και Pierre Dunem που επέμειναν στο χαρακτήρα προσέγγισης που έχουν οι νόμοι της μηχανικής. Δες επίσης: G. Bachelard, La Formation de l'esprit scientifique, Paris, 1927, σ. 216 κ.ε. και Α. Koyré, Études galiléennes, Paris, 1939, σ. 272 κ.ε. 5. Τίποτε δεν είναι περισσότερο ακριβές από το σχέδιο της βάσης ή του κιονόκρανου ή του περιγράμματος ενός ελληνικού κίονα· τίποτε δεν είναι καλύτερα υπολογισμένο από τις αντίστοιχες αποστάσεις τους. Μολαταύτα αυτό επιβάλλεται από την τέχνη. 6. Ο Βιτρούβιος μας μεταβιβάζει το σχέδιο ενός θεοδόλιχου που επιτρέπει τη μέτρηση των οριζόντιων και των κάθετων γωνιών και επομένως τον προσδιορισμό των αποστάσεων και των υψών. Επίσης υπάρχει μέθοδος ακριβούς μέτρησης και στο ζύγισμα των πολύτιμων μετάλλων. 7. Ο κοινός νους δεν είναι κάτι εντελώς σταθερό: σήμερα εμείς δεν βλέπουμε πια τον ουράνιο θόλο. Η παραδοσιακή τεχνική σκέψη, οι κανόνες των επαγγελμάτων, η τέχνη μπορεί να απορροφήσει -και το κάνει κατά τη διάρκεια της ιστορίας της- στοιχεία της επιστημονικής γνώσης. Υπάρχει πολλή γεωμετρία (και λίγη μηχανική) στην τέχνη του Βιτρούβιου· το ίδιο ισχύει και για τους μηχανικούς, τους κατασκευαστές και τους αρχιτέκτονες του Μεσαίωνα. Για να μη μιλήσουμε για κείνους της Αναγέννησης. 8. L. Febvre, Le problème de Γ incroyance au XVIe siècle, Paris, 1949. 9. Θυμίζουμε τι είπε γι' αυτόν ο William Gilbert, «He writes philosophy like a Lord Chancelor».
10. Οι δύο λέξεις είναι γραμμένες στα ελληνικά στο πρωτότυπο (σ.τ.μ.). 11. Χρησιμοποιώ εδώ την εξαιρετικά εύστοχη ορολογία του κ. Lewis Mumford, Technics and Civilisation, New York, 1946. (O Mumford χρησιμοποιεί τις λέξεις eotechnics, paleotechnics και neotechnics για να δηλώσει διαφορετικά είδη και στάδια τεχνικής ανάπτυξης. Το αγγλικό eo προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη ηώς και δηλώνει το πολύ πρώιμο. Αναγκάστηκα, για ευνόητους λόγους, να αποδώσω την eotechnics του Mumford με την αδόκιμη ελληνική λέξη ηωτεχνική. Κανονικά θα 'πρεπε να πω «πρωιμότατη τεχνική», σ.τ.μ.). 12. Μια πολύ καλή επισκόπηση της γραμματείας αυτής θα βρει κανείς στο έργο του Th. Beck, Beiträge zur Geschichte des Maschinenbaus, Berlin, 1900. 13. Οι αστρονόμοι ήξεραν. 14. Ο κοινός των θνητών, αλλά ακόμη και οι μορφωμένοι άνθρωποι. 15. Η ελληνική επιστήμη δεν ανέπτυξε τη «λογιστική». Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε τον Αρχιμήδη να υπολογίσει με εκπληκτική ακρίβεια την τιμή του αριθμού π ούτε άλλους μαθηματικούς να κάνουν εξίσου εκπληκτικούς υπολογισμούς. Αλλά αυτοί ήταν μαθηματικοί. Και οι υπολογισμοί τους είχαν επιστημονική αξία. Για τις χρήσεις της καθημερινής ζωής οι άνθρωποι ήταν λιγότερο απαιτητικοί: έκαναν υπολογισμούς με αριθμητήρια. 16. Έτσι ονομάζονταν άλλοτε ορισμένες περιοχές της Βόρειας Αφρικής: η σημερινή Αλγερία, το Μαρόκο και η Τυνησία (σ.τ.μ.). 17. Ο Γαλιλαίος τους το έμαθε. 18. Δεν βλέπει κανείς όταν δεν ξέρει ότι υπάρχει κάτι για να δει, και ιδίως όταν πιστεύει πως δεν υπάρχει τίποτε για να δει. Η καινοτομία του Leeuvenhook συνίσταται ακριβώς στην απόφαση του να δει. 19. Το κανοκυάλι δεν είναι τηλεσκόπιο: ο Γαλιλαίος ήταν εκείνος που μετέτρεψε το πρώτο στο δεύτερο. 20. Με την εφεύρεση και την κατασκευή επιστημονικών οργάνων επιτελέστηκε η τεχνική και τεχνολογική πρόοδος που προηγήθηκε και που κατέστησε δυνατή τη βιομηχανική επανάσταση. Για την κατασκευή επιστημονικών οργάνων δες M. Daumas, Les Instruments scientifiques aux XVII et XVIII siècles, Paris, 1953. 21. Willis Milham, Time and timekeepers, New York, 1945. 22. Επειδή δεν χρησιμοποιούν ακόμη φως το βράδυ. 23. Όσο για τα φορητά ρολόγια, ρολόγια ταξιδιού, ρολόγια τσέπης, όχι μόνο δεν είναι ακριβή, αλλά και περνούν το χρόνο τους στον ωρολογοποιό παρά στον κάτοχο τους. Αυτό μας λέει ο Cardan σ' ένα κείμενο που δεν το έχουν προσέξει οι ιστορικοί της ωρολογοποιίας (και που θα πρέπει να το προσέξουν). Δες Hieronimus Cardanus, De rerum varietate, Ι. IX, κεφ. XLVII, σ. 185 κ.ε., Paris, 1663. 10. L. Défossez, Les Savants du XVII siècle et la mesure du temps, Lausanne, 1946. 11.Δες τα άρθρα μου «Galilée et l'expérience de Pise», Annales de l'Université de Paris, 1936, και «An experiment in measurement», American Philosophical Society, Proceedings, 1952.