Η κατανόηση του Διαφωτισμού μέσω της Επιστήμης 1. Η βιβλιογραφία για το Διαφωτισμό είναι εξαιρετικά εκτεταμένη. Στη σημερινή μορφή της (οι αντιλήψεις περί Διαφωτισμού πέρασαν από πολλά στάδια 1 ), αυτή η βιβλιογραφία χρωστάει πολλά στον Ernst Cassirer. Οι δύο θεμελιώδεις ιδέες που χαρακτηρίζουν την προσέγγισή του και διαπερνούν μεγάλο μέρος της τρέχουσας ιστοριογραφίας είναι ότι ο Διαφωτισμός είναι μοναδικός και ότι ο Διαφωτισμός είναι ένα κίνημα στο επίπεδο των ιδεών, που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος βλέπει τον κόσμο και τον εαυτό του. Η μοναδικότητα του Διαφωτισμού (τόσο η γεωγραφική όσο και η ιδεολογική) είναι κομβική σε αυτό το πλαίσιο. Ωστόσο, στο φως νεότερων εξελίξεων η συγκεκριμένη αντίληψη έχει υποστεί ριζική αναθεώρηση με αποτέλεσμα πολλοί ιστορικοί να μιλούν, πλέον, είτε για πολλούς Διαφωτισμούς (αναδεικνύοντας τα τοπικά χαρακτηριστικά του καθενός από αυτούς) 2 ή για το Διαφωτισμό ως ιστοριογραφική κατασκευή, η οποία δεν αποτυπώνει επαρκώς τη σύνθετη ιστορική πραγματικότητα του 18ου αιώνα. 3 2. Αν υπάρχει ένας όρος που συμπυκνώνει την ουσία του διαφωτιστικού εγχειρήματος, στο πλαίσιο της τρέχουσας ιστοριογραφίας, αυτός είναι ο όρος «επιστημονικός ορθολογισμός». Ο ορθός λόγος από μόνος του δεν σηματοδοτεί την ουσία του Διαφωτισμού, γιατί κανείς δεν μπορεί ασφαλώς να αρνηθεί ότι ο Πλάτωνας κι ο Αριστοτέλης ήταν ορθολογιστές. Αυτό που διαφοροποιεί το νεότερο ορθολογισμό από τον ιστορικό πρόγονό του είναι η πρόσδεσή του στο άρμα της επιστήμης. Οι ιστορικοί συχνά προσφεύγουν σε μια εξιδανικευμένη εικόνα της επιστήμης (συγκροτημένη σε επίπεδο θεωρητικών αρχών, εσωτερικά συνεπή και μεθοδολογικά ξεκάθαρη) για να
1 Hunt, L. and Jacob, M. (2003), “Enlightenment Studies”, in A.C. Kors, (editor in chief), Encyclopedia of the Enlightenment, Oxford University Press, New York: vol. 1, 418-430. 2
Withers, C.W.J. (2007), Placing the Enlightenment: Thinking Geographically about the Age of Reason, Chicago and London: The University of Chicago Press· Porter, R. and Teich, M. (1981), The Enlightenment in National Context, Cambridge: Cambridge University Press.
3
Chisick, H. (2008), “Looking for Enlightenment”, History of European Ideas, 34: 570–582. Clark, W., Golinski, J., Schaffer, S. (1997), The Sciences in Enlightened Europe, Chicago and London: The University of Chicago Press. Outram, D. (1995), The Enlightenment, Cambridge: Cambridge University Press.
περιγράψουν το πρότυπο σκέψης το οποίο όχι μόνο ενέπνευσε το φιλοσοφικό στοχασμό περί της φύσης, αλλά επαναπροσδιόρισε τη θέση της θρησκείας και αποτέλεσε το υπόδειγμα για την αναδιοργάνωση της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Jonathan Israel, ο οποίος διαχωρίζει το Διαφωτισμό σε radical και moderate. 4 Παρά το γεγονός ότι ο Νεύτωνας ανήκει στο δεύτερο, ο «πραγματικός» Διαφωτισμός είναι ο πρώτος, ακριβώς επειδή συνδέεται με τον υλισμό, ο οποίος προοπτικά αποτέλεσε τη βάση της σύγχρονης επιστημονικής θεώρησης του κόσμου. 3. Ο ιστοριογραφικός δεσμός μεταξύ επιστήμης και Διαφωτισμού καλλιεργήθηκε — ήδη από τα χρόνια του Διαφωτισμού— τόσο από τους υποστηρικτές του όσο και από τους επικριτές του. Οι πολίτες της αυτοαποκαλούμενης δημοκρατίας των γραμμάτων θεώρησαν ότι η απροκατάληπτη έρευνα των φυσικών φαινομένων οδηγεί σε μια μορφή γνώσης, η οποία είναι ικανή να απαλλάξει τα λαϊκά στρώματα όχι τόσο από την άγνοια και την προκατάληψη, όπως γενικά πιστεύεται, όσο από την εξάρτησή τους από την επίσημη Εκκλησία. Όσο η γνώση για τον κόσμο απορρέει από τις Γραφές και μεταδίδεται από τους ανθρώπους της Εκκλησίας, οι άνθρωποι παραμένουν εγκλωβισμένοι σε ένα πλαίσιο, το οποίο διαμέσου της γνώσης αναπαράγει συγκεκριμένες υπερβατολογικές αντιλήψεις, ιδεολογικές δεσμεύσεις και σχέσεις εξουσίας. Αντιθέτως, ο «ορθός λόγος», ως ικανότητα του κάθε ανθρώπου να χρησιμοποιήσει το νου του για να γνωρίσει τον κόσμο, υποβοηθούμενος από τις πρόσφατες κατακτήσεις της φυσικής φιλοσοφίας, δίνει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να διευρύνουν τη γνώση τους και να διεκπεραιώσουν την καθημερινότητά τους χωρίς να εκβιάζονται από το πνευματικό μονοπώλιο της Εκκλησίας. Αυτά συμβαίνουν το 18ο αιώνα, πριν τη Γαλλική Επανάσταση και, ομολογουμένως, με πολλές αντιφάσεις. Στο διακηρυκτικό επίπεδο, πάντως, αποτελούν τη χαρακτηριστικότερη επωδό του Διαφωτισμού. 4. Η «επιστήμη» του Διαφωτισμού είχε ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό: Αφορούσε 4 Israel, J. (2006), “Enlightenment! Which Enlightenment?” Journal of the History of Ideas, 67: 523545. Israel, J. (2001), Radical Enlightenment: Philosophy and the Making of Modernity 1650-1750, New York: Oxford University Press.
περισσότερο την κριτική αναθεώρηση της γνώσης και όχι τόσο την καλλιέργεια του αφηρημένου στοχασμού. Εργαλεία αυτής της κριτικής (που είχε στόχο τους σχολαστικούς προκατόχους των philosophes) ήταν η εμπειρική μελέτη της φύσης, η έμφαση στην πειραματική και τη μαθηματική θεμελίωση και η ταξινόμηση των γνωσιακών δεξιοτήτων του ανθρώπου με ένα ριζικά νέο τρόπο. Τουλάχιστον αυτό ισχυρίστηκαν ορισμένοι από τους χαρακτηριστικότερους εκφραστές του επιστημονικού πνεύματος του Διαφωτισμού. 5 Θεωρητική βάση του όλου εγχειρήματος ήταν η φυσική φιλοσοφία του Νεύτωνα, η οποία θεωρείτο ότι συμπύκνωνε σε ένα ενιαίο μεθοδολογικό και ερμηνευτικό πρότυπο τις προόδους που πραγματοποιήθηκαν στη φυσική φιλοσοφία από την εποχή του Γαλιλαίου μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα. Για το πόσο αντιφατική είναι αυτή η αντίληψη θα συζητήσουμε παρακάτω. Αυτό που έχει σημασία να τονιστεί εδώ είναι το πόσο εύκολα οι στοχαστές του Διαφωτισμού κληροδότησαν τη συγκεκριμένη αντίληψη στους μεταγενέστερους ιστορικούς. Μεγάλο μέρος της τρέχουσας ιστοριογραφίας συνεχίζει να παίρνει τοις μετρητοίς τη συμβολική λειτουργία του Νεύτωνα, όπως αυτή καταγράφηκε στο επιτύμβιο επίγραμμα του Alexander Pope: Nature and Nature’s law lay hid in the Night God said, “Let Newton be” and all was light. Το πνεύμα του νευτωνισμού έδωσε το έναυσμα για την ανάδυση νέων επιστημονικών κλάδων τόσο στις θετικές όσο και στις ανθρωπιστικές επιστήμες. Επίσης, διαμέσου ακριβώς της επιρροής που άσκησε στις ανθρωπιστικές επιστήμες και στο δίκαιο, πρόσφερε ισχυρό έρεισμα στις προσπάθειες των φιλοσόφων να ανασυγκροτήσουν τις κοινωνίες της κεντρικής Ευρώπης σε ορθολογική βάση. 6 5. Η απελευθερωτική δυναμική της επιστήμης του Διαφωτισμού επικυρώθηκε στα χρόνια του μεσοπολέμου από τον Ernst Cassirer. Έχει ενδιαφέρον να επισημανθεί 5
D’Alembert, J. le R. (2005), Προεισαγωγικός λόγος στην Εγκυκλοπαίδεια, μετάφραση Τ. Δημητρούλια, Αθήνα: Πόλις.
6
Reill, P. H. and Wilson, E. J. (2004), Encyclopedia of the Enlightenment, (revised edition), Facts on File Inc., New York: x. Έχει ενδιαφέρον ότι ένα από τα καλύτερα βιβλία για την ιστορία των επιστημών στη διάρκεια του Διαφωτισμού υιοθετεί σε μεγάλο βαθμό αυτές τις αντιλήψεις. Βλ. Hankins, T.L. (1998), Επιστήμη και Διαφωτισμός, μετάφραση Γ. Γκουνταρούλης, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης.
ότι η διδακτορική διατριβή του Cassirer είχε θέμα τα μαθηματικά και τη φιλοσοφία του Descartes ενώ μια από τις πρώτες δημοσιεύσεις του πραγματευόταν τα επιστημονικά θεμέλια της σκέψης του Leibniz. Mε το The Problem of Knowledge in EarlyModern Philosophy and Science (1906-1907) εισάγει για πρώτη φορά στην ιστορία της φιλοσοφίας τα ονόματα των Κέπλερ, Γαλιλαίου, Huygens, Νεύτωνα και Euler. Ως νεοκαντιανός, ο Cassirer θεωρεί ότι η υπέρβαση της μεταφυσικής από τον Καντ θεμελιώνεται στο νέο επιστημονικό ήθος που προέκυψε από την νίκη του esprit systématique επί του esprit de système: Ο Διαφωτισμός αποτελεί κορυφαία στιγμή αυτής της μετάβασης, στο βαθμό που αντικατέστησε οριστικά και ανεπίστρεπτα την αναζήτηση των πρώτων αρχών και των τελικών αιτίων με το στοχασμό που αποσκοπεί στη συστηματική διαχείριση των φυσικών κανονικοτήτων. Σε αυτό το πλαίσιο ο λόγος δεν εκπροσωπεί τη μέθοδο που οδηγεί σε άχρονα μεταφυσικά αξιώματα, αλλά τη διανοητική ενέργεια που επιτρέπει στους φιλοσόφους να στοχαστούν κριτικά την ποικιλία των φαινομένων της πραγματικότητας. 7 6. Ο κεντρική θέση της επιστήμης στο Διαφωτισμό αναγνωρίζεται, όπως σημειώθηκε παραπάνω και από τους επικριτές του Διαφωτισμού. Τόσο στα τέλη του 18ου αιώνα όσο και στα χρόνια του Ρομαντισμού, όλες οι κριτικές που ασκήθηκαν στο Διαφωτισμό διασταυρώνονταν σε ένα κομβικό σημείο: Τον υλισμό. Όχι τόσο την αθεΐα καθεαυτή, η οποία αποτέλεσε περισσότερο όπλο στα χέρια της Εκκλησίας, όσο τον υλισμό ως δυνατότητα εξήγησης των φυσικών φαινομένων με βάση μια αιτιότητα που ενυπάρχει στην ύλη και δεν απαιτεί προσφυγή σε τελικά αίτια ή σε εμπρόθετες εξω-υλικές υποστάσεις. Οι κριτικοί του Διαφωτισμού συνδέουν τον υλισμό με την ηθική έκπτωση που μπορεί να οδηγήσει στην αθεΐα (αυτός και όχι ο σπινοζισμός ευθύνεται για την αθεΐα), στη διασάλευση του κοινωνικού ήθους και στην επανάσταση (αυτός και όχι οι πολιτικές θεωρίες υποτίθεται ότι οδήγησαν στη γαλλική επανάσταση). Τα τρία κεντρικά θέματα της γραμματείας που συνδέεται με την υλιστική θεώρηση του κόσμου είναι τα ακόλουθα: Η φύση και οι ιδιότητες της ύλης, 7
Gordon, D., «Cassirer, Ernst», στο Alan Charles Kors (επιμ.), Encyclopedia of the Enlightenment, © 2002, 2005 by Oxford University Press, Inc. (e-reference edition; 17 June 2006 http://www.oxfordenlightenment.com/t173.e110.html).
Η ύπαρξη και η φύση της ψυχής και Η ελευθερία της βούλησης σε αντιδιαστολή με την αυστηρά υλική αναγκαιότητα των φυσικών νόμων. Ιστορικά, το αφετηριακό σημείο της υλιστικής θεώρησης είναι το έργο του John Toland και θεματικά η δυνατότητα της ύλης να κινείται (the moveability of matter). Ο Toland υπήρξε οπαδός του Νεύτωνα, αλλά αντίθετα από τον τελευταίο πίστευε ότι η δύναμη της παγκόσμιας έλξης αποτελεί πρωτογενή και έμφυτη ιδιότητα της ύλης (ενώ ο Νεύτωνας, πίστευε ότι επρόκειτο για ιδιότητα την οποία είχε εμφυτεύσει ο Θεός στην ύλη). 8 Σε αυτή τη βάση, οι υλιστές φιλόσοφοι του Διαφωτισμού συζήτησαν κατά πόσο η αυτοοργάνωση της ύλης επαρκεί για να εξηγήσει την ποικιλία των παρατηρούμενων φαινομένων, καθώς και την ύπαρξη ανώτερων μορφών οργάνωσης που, ως αποτέλεσμα της σύστασής τους, διαθέτουν την ικανότητα της αίσθησης και της σκέψης. Είναι προφανές, ότι και σε αυτή την περίπτωση, η έκβαση της συζήτησης συνδέεται πρωτίστως με το ρόλο που καλείται να παίξει στο νέο φιλοσοφικό τοπίο η αναδυόμενη επιστήμη. Ένα ενδιαφέρον παράδοξο, ωστόσο, είναι ότι στο πλαίσιο της συγκεκριμένης προβληματικής, η συζήτηση περί της ψυχής τείνει να καταλάβει τη θέση που είχε και στο πλαίσιο της αριστοτελικής παράδοσης: Ξαναγίνεται μέρος της φυσικής φιλοσοφίας. 7. Συνεπώς η επιστήμη, είτε με θετικό είτε με αρνητικό τρόπο, είτε δηλαδή ως ρητή επίκληση στη μεταμορφωτική δυναμική της επιστημονικής ορθολογικότητας είτε ως κόλαφος κατά της ηθικής έκπτωσης που προκαλεί ο επιστημονικός υλισμός, αποτελεί κεντρική κατηγορία του Διαφωτισμού. Με αυτή την έννοια, η ιστορία της επιστήμης μπορεί να συμβάλει αποφασιστικά στη συζήτηση που έχει ανοίξει γύρω από την αναθεώρηση της ιστοριογραφίας του Διαφωτισμού. Η ιστορικοποίηση της επιστήμης —η ιστορική της «αποδόμηση»— μπορεί να θέσει υπό αίρεση τόσο την ενότητα του διαφωτιστικού εγχειρήματος, όσο και την ιδεολογική του συνάφεια με 8
Patiniotis, M. (2005), “Newtonianism”, in the New Dictionary of the History of Ideas (editor in chief: Maryanne Horowitz), Charles Scribner's Sons, Detroit, vol. 4, pp. 1632-1638. Henry, J. (1994), “‘Pray Do Not Ascribe that Notion to Me’: God and Newton’s Gravity”, in J.E. Force and R.H. Popkin (eds.), The Books of Nature and Scripture: Recent Essays on Natural Philosophy, Theology, and Biblical Criticism in the Netherlands of Spinoza’s time and the British Isles of Newton’s time, Dordrecht/Boston/London: Kluwer Academic Publishers: 123-147.
τα πρότυπα της νεωτερικότητας που κυριάρχησαν κατά τον 20ο αιώνα. Αυτό είναι κάτι που γίνεται πλέον, ίσως όχι σε τόσο εκτεταμένη κλίμακα, αλλά πάντως σε αξιοπρόσεκτο βαθμό. 9 Η πρόταση που κάνουμε στον αναγνώστη αυτού του βιβλίου, λοιπόν, είναι να προσπαθήσουμε να δούμε την ιστοριογραφία του «Νεοελληνικού Διαφωτισμού» υπό το πρίσμα της ιστορίας της επιστήμης. Κι αυτό αφενός γιατί η δημαρική ιστοριογραφία αναπαράγει όλα τα εδραιωμένα πρότυπα της παλαιότερης ιστοριογραφίας του Διαφωτισμού (πράγμα που συνεχίζουν να κάνουν και πολλοί σύγχρονοί μας ιστορικοί 10 ) και, αφετέρου, επειδή το βασικό κριτήριο που έχει χρησιμοποιηθεί για την οριοθέτηση του «Νεοελληνικού Διαφωτισμού» είναι το scientific awareness των πρωταγωνιστών του.
Φυλή και αποικιοκρατία Με το ξέσπασμα της αμερικανικής επανάστασης, έγινε φανερό ότι οι αποικίες είναι πιθανό να επιφέρουν στη μητρόπολη τα ίδια ή μεγαλύτερα δεινά από αυτά που η μητρόπολη προκαλεί στους πληθυσμούς των αποικιών. Αυτό ήταν το πνεύμα με το οποίο, ήδη από το 1748, ο Montesquieu σχολίαζε την αναπόφευκτη ηθική κατάπτωση που θα προκαλούσαν εδώ όσα συνέβαιναν εκεί. Και αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο ο Edmund Burke, μεταξύ 1788 και 1795, είχε επιδοθεί σε αγώνα για την καταδίκη της διεφθαρμένης και αυταρχικής διοίκησης του Warren Hastings στην Ινδία. Η προστασία της Ινδίας και των αποικιών εν γένει από τη διαφθορά και την καταπίεση θα συνέβαλε στην υπεράσπιση των πολιτιστικών και κοινωνικών κεκτημένων της μητρόπολης. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο Διαφωτισμός ελάχιστα απομακρύνθηκε από το θεμελιώδες ιδεολογικό υπόβαθρο των πρώιμων αποικιοκρατικών εξορμήσεων. Η αντίληψη που καθοδηγούσε αυτές τις εξορμήσεις ήταν ότι οι «πρωτόγονοι» ή «άγριοι» πληθυσμοί των αποικιών παραχωρούσαν τη γη και τους πόρους τους στους Ευρωπαίους με αντάλλαγμα τον πολιτισμό που έφερναν οι τελευταίοι στον τόπο τους. Υπήρξε, όμως και μια σημαντική μετατόπιση, η οποία συνδέεται με τη θέση που καταλαμβάνει η αναδυόμενη
9
Clark, W., Golinski, J., Schaffer, S. (1997), The Sciences in Enlightened Europe, Chicago and London: The University of Chicago Press.
10 Κιτρομηλίδης, Π. Μ. (1996), Νεοελληνικός Διαφωτισμός, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.
επιστήμη στο ιδεολογικό οπλοστάσιο του Διαφωτισμού. Τι σημαίνει «πολιτισμός»; Για τους τυχοδιώκτες, τους θαλασσοπόρους και τους ιεραπόστολους του 16ου και του 17ου αιώνα, «πολιτισμός» σήμαινε βασικά Χριστιανισμός. Αντιθέτως, για τους ιδεολόγους του 18ου αιώνα, «πολιτισμός» ήταν η επιστήμη. Κι αυτή η (όχι τόσο) λεπτή ιδεολογική μετατόπιση είχε μια σοβαρή συνέπεια στη στάση των φιλοσόφων του Διαφωτισμού, ακόμα και εκείνων, όπως ο Diderot και ο Condorcet, που ήταν ενάντια στην αποικιοκρατία. Η επιστήμη και η συνδεδεμένη με αυτή κοσμική ορθολογική σκέψη ήταν προορισμένες να φέρουν τις «καθυστερημένες» φυλές του ανεξερεύνητου κόσμου στο ίδιο επίπεδο με τους Ευρωπαίους. Το όραμα του Condorcet που εκτίθετο στο Esquisse d'un tableau historique des progrès de l'esprit humain (1795) για έναν κόσμο χωρίς βασιλείς και ιερείς περιελάμβανε, επίσης, Αφρικανούς, Άραβες και άλλους υπανάπτυκτους λαούς, οι οποίοι περίμεναν να λάβουν τα φώτα του πολιτισμού από «εμάς» και να γίνουν μαθητές «μας». Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι ο Ναπολέων έφτασε στην Αίγυπτο το 1798 κουβαλώντας στις αποσκευές του αντιαποικιοκρατικές πραγματείες αλλά και μια ολόκληρη επιστημονική ακαδημία για να τον βοηθήσει στην εκπολιτιστική του αποστολή. 11 Η σχέση του Διαφωτισμού με το «άλλο», ωστόσο, είναι περίπλοκη και αμφίθυμη. Η αντίληψη περί της υποδειγματικής ανωτερότητας της Ευρώπης συνυπάρχει, πολλές φορές μάλιστα στο ίδιο άτομο, με μια ενδόμυχη απαξίωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού και την αναζήτηση του επίγειου Παραδείσου σε ανεξερεύνητες περιοχές του πλανήτη. Τα ταξίδια που πραγματοποιήθηκαν το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στον Ειρηνικό έφεραν την Ευρώπη σε επαφή με έναν κόσμο που από πολλούς θεωρήθηκε το προοίμιο του «πολιτισμένου» παρόντος της. Απέναντι σε αυτή την αποκάλυψη διαμορφώθηκαν δυο διακριτές στάσεις από τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη αντίληψη της εποχής, η ανθρωπότητα είχε μια κοινή φύση, η οποία οδηγήθηκε από το πρωτόγονο στο πολιτισμένο στάδιο μέσα από μια διαδρομή που ήταν κοινή για όλους τους λαούς. Οι λαοί του Ειρηνικού αντιπροσώπευαν, το προηγούμενο στάδιο από αυτό στο οποίο βρισκόταν οι λαοί της Ευρώπης και από αυτή την άποψη αποτελούσαν ένα ζωντανό ανθρωπολογικό εργαστήρι για τη συναγωγή συμπερασμάτων σχετικά με 11 Greene, J. P. and Pagden, A., «Colonialism», στο Alan Charles Kors (επιμ.), Encyclopedia of the Enlightenment, © 2002, 2005 by Oxford University Press, Inc. (e-reference edition; 13 October 2009 http://www.oxford-enlightenment.com/entry?entry=t173.e139-s002).
τις φυσικές αλλά και τις ηθικές διεργασίες που οδήγησαν στη σύγχρονη ζωή. Αυτή η διαπίστωση, μολονότι αναβάθμιζε γνωσιακά το αποικιακό εγχείρημα, δεν μετέβαλε θεμελιωδώς την αντίληψη που είχαν οι Ευρωπαίοι για τους «πρωτόγονους» πληθυσμούς: Σε κάθε περίπτωση —ακόμα κι αν διατηρούμε το σεβασμό μας απέναντι σε αυτό που αντιπροσωπεύει την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας— το μέλλον αυτών των λαών είναι να μοιάσουν στους Ευρωπαίους και η εγκαθίδρυση δίκαιων εμπορικών συναλλαγών μαζί τους οφείλει, σε τελευταία ανάλυση, να αποβλέπει σε αυτό το στόχο. Η άλλη αντίληψη πηγάζει από το έργο του Ρουσσώ και συνδέεται με την έννοια του ευγενούς αγρίου. Ο Ρουσσώ, απαντώντας στο ερώτημα του διαγωνισμού της Ακαδημίας της Dijon, αν η πρόοδος στις τέχνες και τις επιστήμες συνοδεύτηκε από την ηθική βελτίωση της ανθρωπότητας, συνέταξε το 1750 το Discours sur les sciences et les arts όπου συνδέει το σύγχρονο πολιτισμό με την ηθική έκπτωση της κοινωνίας. Σε μεταγενέστερο έργο του, το Discours sur l’origine et les fondements de l’inégalité parmi les hommes (1755) εισάγει την έννοια του «ευγενούς αγρίου». Για πολλούς από τους φιλοσόφους του Διαφωτισμού, ο ευγενής άγριος ως υποκείμενο και ως συλλογικότητα, αντιπροσώπευε όχι την παιδική ηλικία της «πολιτισμένης» ανθρωπότητας, αλλά το είδος του πολιτισμού —αυθόρμητα δίκαιου, εξισωτικού και ευδαιμονικού— στο οποίο έπρεπε να προσβλέπει ο αλλοτριωμένος από τη θρησκεία, τους νόμους και τις κοινωνικές συμβάσεις δυτικός άνθρωπος. 12 Στα τέλη του αιώνα, ο Herder έφερε μια νέα αντίληψη στο προσκήνιο. Μεταξύ 1784 και 1791 δημοσίευσε το έργο Ideen zur Philosophie der Geschichte der Menschheit (Στοχασμοί περί της Φιλοσοφίας της Ιστορίας της Ανθρωπότητας) με το οποίο επιχείρησε να επαναπροσδιορίσει την έννοια του πολιτισμού. Η βασική του ιδέα είναι ότι κάθε πολιτισμική συλλογικότητα δεν αποτελεί προγενέστερη ή μεταγενέστερη μορφή μιας άλλης συλλογικότητας — οι πολιτισμικές συλλογικότητες δεν είναι καν συγκρίσιμες μεταξύ τους. Συνεπώς, η κοινή ανθρώπινη φύση που προϋπέθετε η φιλοσοφία του Διαφωτισμού σε όλες τις εκδοχές της (είτε της παιδικής ηλικίας της ανθρωπότητας είτε του ευγενούς αγρίου) δεν υφίσταται. Ακόμα και η καλών προθέσεων υπαγωγή όλων των λαών σε ένα κοινό πολιτισμικό πρότυπο δεν μπορεί παρά να έχει καταστροφικά αποτε12 Withers, C. W. J. (1999), «Geography, Enlightenment, and the Paradise Question», in Livingstone, D.N. and Withers, C.W.J. (eds.), Geography and Enlightenment, The University of Chicago Press, Chicago and London, pp. 67-92.
λέσματα, όπως συνέβη με τις τερατώδεις αυτοκρατορίες του παρελθόντος. Ποια είναι η σχέση όλων αυτών των αντιλήψεων με την πρακτική της δουλείας; Η δουλεία —πέρα από την εκ των υστέρων καταδίκη της— υπήρξε η θεμελιώδης εμπορική και παραγωγική δραστηριότητα μέσα από την οποία συγκροτήθηκε η παγκόσμια οικονομική δύναμη της Ευρώπης. Σύμφωνα με πολλούς μελετητές, η μαζική μεταφορά αφρικανών σκλάβων στις αμερικανικές φυτείες ζαχαροκάλαμου όχι μόνο υπήρξε ένα από τα επικερδέστερα εμπόρια της προκαπιταλιστικής Ευρώπης, αλλά η ίδια η οργάνωση της εργασίας στα εργοστάσια παραγωγής ζάχαρης αποτέλεσε το πρότυπο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η οργάνωση της σύγχρονης βιομηχανικής εργασίας. 13 Τι θέση έπαιρναν οι φιλόσοφοι του Διαφωτισμού στο θέμα της δουλείας, όταν είναι γνωστό ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας η εμπλοκή με το εμπόριο και την εκμετάλλευση των σκλάβων δεν είχε σοβαρές ηθικές συνέπειες; Όπως και σε πολλά άλλα πράγματα, οι πρόσφατες μελέτες δείχνουν ότι η στάση του Διαφωτισμού απέναντι σε αυτό το ζήτημα είναι αντιφατική και πολύ διαφορετική από την “αναμενόμενη” ηθική καταδίκη. Το ερώτημα ήταν ένα ερώτημα κοινής λογικής: Είναι όλοι οι άνθρωποι ίδιοι; Αν, φέρ’ ειπείν, το κλίμα διαφοροποιεί σε κάποιο βαθμό την ανθρώπινη φύση, όπως παραδέχεται ο Montesquieu, τότε η δουλεία μπορεί να είναι δικαιολογημένη σε κάποιες κλιματικές ζώνες. Από την άλλη, αν η βαθύτερη ανθρώπινη φύση είναι κοινή και συνδεδεμένη με κάποια αναπαλλοτρίωτα φυσικά δικαιώματα, όπως παραδέχεται ο Locke, αλλά και ο ίδιος ο Montesquieu, τότε οφείλουμε να καταγγείλουμε τη δουλεία ως ανήθικη και αντίθετη στο λόγο. Χαρακτηριστική από αυτή την άποψη είναι η καταγγελία της Καθολικής Εκκλησίας από το Βολταίρο, επειδή ακριβώς δεχόταν απροβλημάτιστα τη δουλεία. Σημαντική, ωστόσο, είναι και μια άλλη διάσταση της στάσης απέναντι στη δουλεία, η οποία συνδέεται με ένα μάλλον παραγνωρισμένο τέκνο του Διαφωτισμού, την πολιτική οικονομία. Στοχαστές όπως ο David Hume, ο Benjamin Franklin και ο Adam Smith ήταν αναφανδόν αντίθετοι στη δουλεία όχι τόσο για ηθικούς λόγους όσο εξαιτίας του οικονομικού ανορθολογισμού που χαρακτήριζε το συγκεκριμένο σύστημα. Η εργασία των σκλάβων ήταν ακριβή, από την άποψη ότι το δουλεμπόριο χρειαζόταν μια ολόκλη13 Mintz, S. (1985), Sweetness and Power: The Place of Sugar in Modern History, New York: Viking Penguin. Daniels, J. & Daniels, C. (1988), “The origin of sugarcane roller mill”, Technology and Culture, 29: 493-535.
ρη πολεμική μηχανή να το υποστηρίζει, ενώ η απόδοση των ίδιων των σκλάβων ήταν πολύ χαμηλής ποιότητας. Κάποιοι ιστορικοί διέκριναν τη σημασία αυτών των δηλώσεων από πολύ νωρίς. Ο Eric Williams από τα χρόνια ακόμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου διατύπωσε την άποψη ότι ήταν το ελεύθερο εμπόριο και η μισθωτή εργασία που κατέστησαν τη χρήση της εργασίας των σκλάβων παρωχημένη. Ανασυγκρότησε αντιλήψεις της εποχής, σύμφωνα με τις οποίες η ελεύθερη εργασία στην οποία παρέχονταν κίνητρα αυτοβελτίωσης και ανταποδοτικότητας μπορούσε να παράσχει πολύ υψηλότερης ποιότητας αποτελέσματα από την εργασία των σκλάβων ενώ, ταυτοχρόνως απέβαινε επωφελής και για τους ίδιους τους εργαζόμενους. 14 Υπό το πρίσμα αυτών των ερευνών, το ιστοριογραφικό ερώτημα μετατοπίστηκε από τη σφαίρα των ιδεών και της ηθικής στη σφαίρα της οικονομίας και συγκεκριμένα στη διερεύνηση της σύνδεσης μεταξύ των κινημάτων υπέρ της απελευθέρωσης των σκλάβων και του αναδυόμενου καπιταλισμού. Πολλοί ιστορικοί σήμερα πιστεύουν ότι η ταχύτατη κατάργηση της δουλείας κατά το 18ο και το 19ο αιώνα (ταχύτατη σε σχέση με τους αιώνες που είχε επικρατήσει χωρίς καμιά αμφισβήτηση) είναι αποτέλεσμα ενός συνδυασμού ιδεολογικών, θρησκευτικών και οικονομικών παραγόντων. Ανάμεσα σε αυτούς τους παράγοντες, η ηθική καταδίκη των philosophes, έπαιξε πιθανότατα πολύ μικρό ρόλο. Αντιθέτως, η εντεινόμενη προσπάθεια της αστικής τάξης να εδραιώσει μια εργασιακή πειθαρχία στις μητροπόλεις του καπιταλισμού περισσότερο συναφή με τους ειδικούς όρους αξιοποίησης του κεφαλαίου, φαίνεται ότι έπαιξε σαφώς πιο αποφασιστικό ρόλο. 15
Διαβάζοντας Σε ένα σχετικά πρόσφατο βιβλίο, ο Paul Saenger ισχυρίστηκε ότι η σχέση του δυτικού ανθρώπου με το βιβλίο δεν ήταν η ίδια σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας. Και δεν αναφερόταν στις αλλαγές που επέφερε σε αυτή τη σχέση η τυπογραφία, αλλά σε μια άλλη πιο θεμελιώδη αλλαγή με σοβαρές πολιτισμικές συνέπειες: Το χωρισμό των λέξεων στο 14 Williams, Ε. (1944), Capitalism and Slavery, Chapel Hill, N.C: University of North Carolina Press. 15 Bender, T. (επιμ.) (1992), The Antislavery Debate: Capitalism and Abolitionism as a Problem in Historical Interpretation, Berkeley: University of California Press. Solow, B. L., & Engerman, S. L. (επιμ.) (1987), British Capitalism and Caribbean Slavery: The Legacy of Eric Williams, Cambridge, New York: Cambridge University Press. Turley, D. (1991), The Culture of English Antislavery, 1780– 1860, London, New York: Routledge.
γραπτό λόγο. 16 Σύμφωνα με τον Saenger, ο χωρισμός των λέξεων είναι μια μακρά διαδικασία, η οποία ξεκινά τον 7ο αιώνα από Ιρλανδούς γραφείς, αλλά εδραιώνεται στον ευρωπαϊκό χώρο τρεις αιώνες αργότερα, όταν αρχίζει η συστηματική ανάκτηση της αρχαίας φιλοσοφικής κληρονομιάς από τους διανοούμενους του Μεσαίωνα. Η προσπάθεια των λογίων να ανασυνθέσουν, φιλολογικά και φιλοσοφικά, κείμενα που για πολλούς αιώνες ήταν απροσπέλαστα τούς οδήγησε στη συγκεκριμένη τεχνική επιλογή. Γιατί, όμως, μέχρι τότε δεν είχε θεωρηθεί αναγκαίος ο χωρισμός των λέξεων; Η απάντηση του συγγραφέα είναι ότι από την αρχαιότητα μέχρι το Μεσαίωνα ο χωρισμός των λέξεων ήταν δουλειά του ειδικού, που διάβαζε το κείμενο είτε για τον εαυτό του είτε για κάποιο ακροατήριο —και στις δύο περιπτώσεις φωναχτά. Απλούστατα, το διάβασμα δεν ήταν υπόθεση όλων και, ως εκ τούτου, απαιτούσε κάποιες τεχνικές δεξιότητες, πέρα από τη γνώση της γραφής καθαυτή. Συνεπώς, η προσωπική καλλιέργεια μέσω της ανάγνωσης παρέμεινε επί μακρόν προνόμιο μιας ελίτ, η οποία πέρα από τη γραφή γνώριζε τη γλώσσα σε τέτοιο βαθμό ώστε ήταν σε θέση να διαχωρίσει το συνεχόμενο γραπτό λόγο σε λέξεις και προτάσεις με νόημα. Αν και η εμφάνιση του γραπτού λόγου άλλαξε οριστικά με την τυπογραφία, η συγκεκριμένη κοινωνική συνθήκη άλλαξε στα χρόνια του Διαφωτισμού. Οι πιο πρόσφατες μελέτες για το Διαφωτισμό, εντοπίζουν δύο παράλληλες εξελίξεις, οι οποίες συνέτειναν σε αυτή την αλλαγή. Τη διαφοροποίηση της στάσης των διάφορων κοινωνικών ομάδων απέναντι στην ανάγνωση και τη διαφοροποίηση των διανοούμενων απέναντι στο ζήτημα της συγγραφής. Οι δύο αυτές εξελίξεις είναι αλληλένδετες και είναι εξαιρετικά δύσκολο να αποδώσουμε στη μία ή στην άλλη πρωταγωνιστικό ρόλο. Όσον αφορά τη διαφοροποίηση των διανοούμενων απέναντι στο ζήτημα της γραφής, οι εργασίες του Robert Darnton έφεραν στο προσκήνιο τη γνωστή πλέον Grub Street. Στη διάρκεια του 18ου αιώνα μια όλο και μεγαλύτερη μερίδα εγγράμματων ανθρώπων αρχίζει να κερδίζει τα προς το ζην από την παραγωγή γραπτού λόγου. Ταυτοχρόνως, δημιουργείται ένα ευρύ δίκτυο εκδοτών και βιβλιοπωλών, οι οποίοι αναλαμβάνουν να εκτυπώσουν και να εμπορευτούν τα προϊόντα της διανοητικής εργασίας αυτών
16 Saenger, P. (2000), Space Between Words: The Origins of Silent Reading (Figurae: Reading Medieval Culture), Stanford: Stanford University Press.
των ανθρώπων. 17 Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και ίσως το σημαντικότερο συμπέρασμα της σχετικής βιβλιογραφίας, ότι από τα έργα που εκδίδονται και διακινούνται με αυτό τον τρόπο και τα οποία αποκαλούνται συλλήβδην “φιλοσοφικά”, αυτά που εκπροσωπούν τη φιλοσοφική παραγωγή του Διαφωτισμού είναι ένα ελάχιστο ποσοστό. Οι άνθρωποι νοιώθουν ελεύθεροι να γράψουν για ένα πλήθος ετερόκλητων ζητημάτων, από υλιστικές πραγματείες μέχρι ερμηνείες της Βίβλου και από συλλογές φανταστικών ιστοριών (που περνιόντουσαν για αληθινές) μέχρι πορνογραφικά φυλλάδια. Η απουσία διεθνούς νομοθεσίας για τα πνευματικά δικαιώματα, αλλά και η αυστηρή λογοκρισία σε εθνικό επίπεδο, συνέβαλαν στη δημιουργία ενός εξαιρετικά εκτεταμένου εμπορευματικού δικτύου, το οποίο πολλές φορές κινείται στα όρια της νομιμότητας, προκειμένου να εξασφαλίσει υψηλά ποσοστά κέρδους. Και, σε αυτό το πλαίσιο, είναι αυτονόητο ότι οι εκδότες δεν ενδιαφέρονται, πρωτίστως, να υπηρετήσουν τα ιδεώδη του Διαφωτισμού, αλλά να πλουτίσουν. Από την άλλη, αυτό το ίδιο δίκτυο και, εν τέλει, η αγορά του βιβλίου που προέκυψε πυροδότησε μια πολύ σημαντική αλλαγή στο προφίλ του διανοούμενου. Στα μεσαιωνικά και τα πρώιμα νεωτερικά χρόνια, η γνώση ανταλλάσσονταν πάντοτε στο πλαίσιο μιας αποκλειστικής σχέσης: Είτε του δασκάλου με το μαθητή είτε του αυλικού διανοούμενου με τον πάτρωνά του. Μολονότι στο Διαφωτισμό δεν έλειψαν τέτοιες σχέσεις, ιδιαίτερα του δεύτερου είδους, το πραγματικό νόημα της Grub Street είναι ότι οι άνθρωποι που ήταν σε θέση να παραγάγουν γνώση αισθάνονταν απελευθερωμένοι από το βάρος της αναγκαστικής πατρωνίας. Η εμπορευματοποίηση του διανοητικού τους μόχθου μπορούσε να τους εξασφαλίσει ένα ικανοποιητικό εισόδημα χωρίς να επιβάλει περιορισμούς στην πνευματική τους ελευθερία. Ακόμα περισσότερο: Η αγορά είναι μια έμμεση σχέση η οποία δεν απαιτεί διαπιστευτήρια από κάθε εμπλεκόμενο. Η φυσική απόσταση που χωρίζει το δημιουργό του βιβλίου από τον αποδέκτη των ιδεών του επέτρεψε σε ανθρώπους που, για διάφορους λόγους, δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί ως δάσκαλοι ή ως φιλόσοφοι της αυλής να εισβάλουν μαζικά στο πνευματικό τοπίο. Έχει ενδιαφέρον ότι η συγκεκριμένη αλλαγή σχολιάζεται από τον Καντ στο “Τι είναι
17 Darnton, R. (1982), The Literary Underground of the Old Regime, Cambridge, Mass.: Harvard University Press. Επίσης, του ίδιου (1979), The Business of Enlightenment. Cambridge, Mass.: Harvard University Press και (1996), The Forbidden Best-Sellers of Pre-Revolutionary France. New York: W.W. Norton.
Διαφωτισμός” με εξαιρετικά ευμενή τρόπο: Η δυνατότητα της γραπτής έκφρασης, ανεξαρτήτως αν αυτή ασκείται μέσω εντύπων ή χειρογράφων, αποτελεί την ουσία της Δημοκρατίας των Γραμμάτων. Κι αυτό γιατί η γραπτή έκφραση ορίζει το δημόσιο χώρο, όπου ο κάθε πολίτης μπορεί να κοινοποιήσει ελεύθερα τις προσωπικές του απόψεις, τους κριτικούς στοχασμούς του ή τις πεποιθήσεις του. Η ανεμπόδιστη εναλλαγή των ρόλων του συγγραφέα και του αναγνώστη που επιτυγχάνεται με αυτό τον τρόπο, σηματοδοτεί, κατά τον Καντ, την είσοδο της ανθρωπότητας στην εποχή του Διαφωτισμού. Ένα ενδιαφέρον στοιχείο, το οποίο εισήχθη στην ιστορική έρευνα από τις πιο πρόσφατες μελέτες είναι η χρήση ανθρωπολογικών μοντέλων για την κατανόηση των αλλαγών που αποτελούν το πολιτισμικό και κοινωνικό υπόβαθρο του Διαφωτισμού. 18 Στη θέση της αντίληψης περί αυτοτροφοδοτούμενης διάδοσης των νεωτερικών ιδεών τίθεται το ερώτημα ποιοι διαβάζουν, γιατί διαβάζουν και τι διαβάζουν; Μια από τις πρώτες και πολύ ενδιαφέρουσες απόπειρες να ανιχνευτούν οι αλλαγές στην “ανθρωπολογία” του διαβάσματος γίνεται με τα έργα των Rolf Engelsing και David Hall 19 Η ιδέα είναι ότι στη διάρκεια του 18ου αιώνα, υπάρχει μια μετάβαση από το εντατικό διάβασμα των προηγούμενων αιώνων στο εκτατικό διάβασμα της νεωτερικότητας. Με δεδομένο ότι στα μεσαιωνικά χρόνια και στα χρόνια της πρώιμης νεωτερικότητας ο αναγνώστης ήταν ένας αφοσιωμένος λόγιος, ο οποίος επιθυμούσε να ανακτήσει τη σοφία της αρχαιότητας, η ανάγνωση των ίδιων έργων ξανά και ξανά αποτελούσε τον ενδεδειγμένο τρόπο για να εμβαθύνει στη σκέψη των αρχαίων στοχαστών, καθώς και στον αποκαλυπτικό λόγο της Βίβλου. Αυτό υποτίθεται ότι αλλάζει την εποχή του Διαφωτισμού, που οι άνθρωποι αρχίζουν να διαβάζουν μεγάλο αριθμό έργων με μάλλον πρόχειρο και επιφανειακό τρόπο, καθώς σπεύδουν να επεκτείνουν τις γνώσεις τους με διαρκώς νέα πεδία. Η συγκεκριμένη άποψη, έχει δεχτεί αρκετές κριτικές. Ίσως, όπως σημειώνει και ο Roger Chartier η εικόνα που αποδίδει καλύτερα την πραγματικότητα της εποχής να 18 Darnton, R. (1980), “Intellectual and Cultural History” στο M. Kammen (επιμ.) the Past Before Us: Contemporary Historical Writing in the United States, Ithaca, NY, Cornell University Press: 327-354. 19 Engelsing, R. (1970), “Die Perioden der Lesergeschichte in der Neuzeit: Das statistische Ausmass und die soziokulturelle Bedeutung der Lektüre”, Archiv für Geschichte des Buchwesens, 10: 944–1002. Engelsing, R. (1974), Der Bürger als Leser: Lesergeschichte in Deutschland, 1500–1800, Stuttgart. Hall, D. (1983), “The Uses of Literacy in New England, 1600-1850” στο W. L. Joyce, D. D. Hall, R. D. Brown, and J. B. Hench (επιμ.), Printing and Society in Early America, Worcester, MA, American Antiquarian Society: 1-47.
βρίσκεται πλησιέστερα σε μια διαλεκτική εξισορρόπηση των δύο μορφών ανάγνωσης. 20 Στα χρόνια του εντατικού διαβάσματος υπήρχαν αναμφίβολα πολυμαθείς αναγνώστες, οι οποίοι είχαν εποπτεία μιας ευρύτατης φιλολογικής, φιλοσοφική ή θεολογικής γραμματείας. Αντίστοιχα, στα χρόνια του Διαφωτισμού, έχουμε πλήθος μαρτυριών για έργα, ιδιαίτερα μυθιστορήματα, τα οποία δημιουργούσαν τέτοια εμμονή στους αναγνώστες και τις αναγνώστριές τους, που κατέληγαν να τους απορροφήσουν στο φανταστικό τους κόσμο. Σε κάθε περίπτωση, το βέβαιο είναι ότι η ανάγνωση γνωρίζει τέτοια άνθιση στο Διαφωτισμό και σε τόσο μεγάλο κοινωνικό εύρος, που δημιουργεί σοβαρούς προβληματισμούς στους ιθύνοντες. Ούτε λίγο ούτε πολύ η μόδα της ανάγνωσης ενοχοποιείται περίπου για τα ίδια πράγματα που ενοχοποιήθηκε ο υπολογιστής και το Διαδίκτυο στα τέλη του 20ού αιώνα: Εθισμό, αποκοινωνικοποίηση, σωματική κατάπτωση, διανοητική χαύνωση και ηθικές εκτροπές. Οι άνθρωποι –ανάμεσα σε αυτούς γυναίκες, έμποροι και χωρικοί-- διαβάζουν μανιωδώς, φτιάχνουν φανταστικούς κόσμους ευδαιμονίας ή σοφίας και τολμούν να συμμετάσχουν στη διακίνηση των ιδεών που μέχρι τότε αποτελούσε προνόμιο μιας ολιγομελούς ελίτ. Το εμπόριο των βιβλίων και ο βιοπορισμός των επαγγελματιών συγγραφέων θέτουν στη διάθεσή τους ένα τεράστιο αριθμό βιβλίων και περιοδικών, τα οποία καλύπτουν όλα τα είδη του γραπτού λόγου, από πρακτικές οδηγίες για τους αγρότες μέχρι αισθηματικά μυθιστορήματα και από απόκρυφες υλιστικές διατριβές μέχρι ηθικές πραγματείες και αναλύσεις της τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας. Οι εκδότες και οι βιβλιοπώλες, από την πλευρά τους φροντίζουν να εξασφαλίσουν την φορητότητα των βιβλίων. Οι τεράστιοι κώδικες παραχωρούν τη θέση τους σε μικροσκοπικές για τα δεδομένα της εποχής εκδόσεις, που μπορούν να συντροφέψουν τον αναγνώστη ή την αναγνώστρια στις μετακινήσεις τους ή στις ιδιωτικές τους στιγμές. Ίσως αυτή τη φορητότητα να συνδέεται με την έμφαση που δίνει ο Engelsing στη σημασία της σιωπηρής ανάγνωσης. Μολονότι οι περισσότεροι ιστορικοί αναγνωρίζουν πλέον, ότι η σιωπηρή ανάγνωση δεν αποτελεί κεντρικό στοιχείο της “επανάστασης της ανάγνωσης”, το βέβαιο είναι ότι στα χρόνια του Διαφωτισμού η ανάγνωση μεταφέ-
20 Chartier, R. & Cannizzaro, S. J. “Reading and Reading Practices” στο Alan Charles Kors (επιμ.), Encyclopedia of the Enlightenment, © 2002, 2005 by Oxford University Press, Inc. (e-reference edition; 18 June 2006 http://www.oxford-enlightenment.com/t173.e594.html). Επίσης, Chartier, R. (1987), The Cultural Uses of Print in Early Modern France. Princeton, N.J.: Princeton University Press.
ρεται στην ιδιωτική σφαίρα, παύει να αποτελεί εκδήλωση συμμετοχής σε ένα κοινό γνωσιακό ιδεώδες και συνδέεται στενότερα με τους στόχους, τις προσδοκίες, τις αισθητικές προτιμήσεις, ακόμα και τους πόθους του υποκειμένου. Ο συνδυασμός αυτών των δύο εξελίξεων, της ιδιωτικοποίησης της ανάγνωσης και της μετατροπής του βιβλίου σε εφήμερο αντικείμενο ευνοεί μια πολύ διαφορετική στάση του αναγνώστη απέναντι στο περιεχόμενο των βιβλίων, από αυτή που είχε στο παρελθόν. Ο γραπτός λόγος χάνει σταδιακά την ιερότητά του, γίνεται αντικείμενο υποκειμενικής οικειοποίησης και κριτικού αναστοχασμού. Η ρήξη και η αμφισβήτηση γίνονται ευκολότερες, στο βαθμό που ο συγγραφέας είναι ένα μακρινό πρόσωπο, μια χρηματικά διαμεσολαβημένη σχέση απαλλαγμένη από το βάρος της αυθεντίας. Οι ιδέες έρχονται και παρέρχονται, είναι ελαφριές και διατυπωμένες από ανθρώπους λίγο-πολύ όμοιους με αυτούς που τις διαβάζουν. Η νέα, ενεργητική στάση του αναγνώστη απέναντι στο κείμενο είναι η άλλη όψη της αποστασιοποιημένης, εμπορευματικής σχέσης του συγγραφέα με το βιβλίο. Τελικά, αυτό που αλλάζει στα χρόνια του Διαφωτισμού δεν είναι οι ιδέες καθαυτές. Όχι ότι δεν συμβαίνει μια βαθιά τομή στο περιεχόμενο του φιλοσοφικού στοχασμού στη διάρκεια του 18ου αιώνα. Οι νεότερες ιστορικές μελέτες, όμως, φαίνεται να υποδεικνύουν ότι η διαπίστωση μιας τέτοιας αλλαγή δεν αρκεί για να κατανοήσουμε τη δυναμική της εποχής. Ο κανόνας των μεγάλων στοχαστών ούτε συμπυκνώνει ούτε εξηγεί το Διαφωτισμό. Για να καταλάβουμε το Διαφωτισμό, πρέπει να μελετήσουμε το υλικό, κοινωνικό και ανθρωπολογικό του υπόβαθρο. Η διασταύρωση των συγγραφέων με την ελευθερία της εμπορευματικής κοινωνίας και των αναγνωστών με τον εφήμερο χαρακτήρα του βιβλίου-εμπορεύματος πυροδοτεί μια αλλαγή στάσης, η οποία είναι αυτή που μετατρέπει τις ιδέες σε πραγματική κοινωνική δύναμη.
Ο ελευθεροτεκτονισμός στα χρόνια του Διαφωτισμού Οι πρόσφατες ιστορικές μελέτες για το Διαφωτισμό έχουν αρχίσει να στρέφουν την προσοχή τους στο ρόλο που διαδραμάτισε κατά το 18ο αιώνα ο ελευθεροτεκτονισμός. Είναι γνωστό ότι οι μασονικές στοές αποτελούν μετεξέλιξη των συντεχνιών των κτιστών. Η μετεξέλιξη αυτή πραγματοποιήθηκε στη διάρκεια του 17ου αιώνα και επηρεάστηκε από δύο, κυρίως, παράγοντες:
Πρώτον, την εξάπλωση της ελεύθερης αγοράς και της μισθωτής εργασίας. Οι συντεχνίες των οικοδόμων επλήγησαν από την ανάδυση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και αν επρόκειτο να συνεχίσουν να υπάρχουν όφειλαν να ενσωματώσουν με κάποιο τρόπο τους αστούς που ήταν σε θέση να προσφέρουν δουλειές καθώς και το απαιτούμενο κεφάλαιο για την εκτέλεσή τους. Δεύτερον, οι τέχνες της οικοδομικής, της αρχιτεκτονικής και της οχυρωματικής ήταν στενά συνδεδεμένες με τη γνώση της γεωμετρίας. Το 17ο αιώνα υπήρχαν ήδη πολλοί φυσικοί φιλόσοφοι που χρησιμοποιούσαν τη γεωμετρία για να αποκρυπτογραφήσουν το έργο του μεγάλου αρχιτέκτονα, του ίδιου του Δημιουργού. Αυτοί δεν είχαν, άραγε, θέση στις συντεχνίες των οικοδόμων; Και μάλιστα μια θέση στα υψηλότερα κλιμάκια λόγω ακριβώς της υψηλής μαθηματικής τους εξειδίκευσης. Ως αποτέλεσμα αυτών των δύο παραγόντων από το 17ο αιώνα και κυρίως από τις αρχές του 18ου αιώνα και μετά ο χαρακτήρας των συντεχνιών αλλάζει. Μορφωμένοι αστοί γίνονται μέλη, όχι ως τεχνίτες της πέτρας ή του ξύλου, αλλά ως φορείς μιας γνώσης και μια συμβολικής εξουσίας που συνδέει τη συγκεκριμένη επαγγελματική παράδοση τόσο με τις ευγενείς προεκτάσεις της στο χώρο της φυσικής φιλοσοφίας και της κοσμολογίας όσο και με τις νέες σχέσεις παραγωγής που στηρίζονται στη μισθωτή εργασία. Ο νευτωνισμός ως εξιδανικευμένο πρότυπο της νέας επιστήμης έπαιξε αναμφίβολα σημαντικό ρόλο στην ιδεολογική συγκρότηση των στοών. Δεν είναι τυχαία η παρουσία του John Theophilus Desaguliers, εκ των εκλεκτών του ίδιου του Νεύτωνα, στη μεγάλη στοά του Λονδίνου, η οποία μετά το 1717 αποτέλεσε το σημείο αναφοράς των περισσότερων βρετανικών και ηπειρωτικών στοών. O Desaguliers μαζί με τον J. Anderson συνέταξαν τον κανονισμό της στοάς, που εκδόθηκε το 1723 υπό τον τίτλο The Constitutions of the Free-Masons containing the History, Charges, Regulations, etc., of that most Ancient and Right Worshipful Fraternity, For the Use of the Lodges. Όπως συμβαίνει συνήθως, η επιβίωση του παλαιού μέσα στο νέο, απαιτεί ένα βαθμό συμβολοποίησης και μυστικοποίησης. Έτσι, στο σύνταγμα των Desaguliers και Anderson, οι προηγμένες μαθηματικές δεξιότητες των ανθρώπων που βρίσκονταν στα ανώτερα κλιμάκια της τεκτονικής ιεραρχίας παρουσιάζονται ως κληρονομιά της αρχαίας σοφίας και ιδιαίτερα της διδασκαλίας του Αιγύπτιου ιερέα Ερμή Τρισμέγιστου.
Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι η ακριβής διαδικασία με την οποία μια συντεχνία εργατών μετατράπηκε σε εταιρεία τζέντλεμαν έχει οριστικά χαθεί. 21 Αυτό που έχει σημασία, σύμφωνα με την ιστορικό που έχει μελετήσει το φαινόμενο με τη μεγαλύτερη επιμέλεια, είναι ότι οι μασονικές στοές υπήρξαν από τους θεμελιώδεις θεσμούς του Διαφωτισμού. 22 Η εσωτερική οργάνωσή τους (αντιφατική, όπως και πολλές άλλες εκδηλώσεις του Διαφωτισμού) υπήρξε υπόδειγμα πολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας στη βάση των συνταγματικών αρχών, της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης και της πολιτικής ισότητας. Ξεκινώντας από την Αγγλία, οι ιδέες διαδόθηκαν, μέσω του δικτύου των μασονικών στοών, σε πολλές χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Ταυτοχρόνως, όμως, η διάδοση της μασονίας συνοδεύτηκε από την περαιτέρω ενίσχυση του μυστικιστικού χαρακτήρα των τελετουργιών και τον πολλαπλασιασμό των ιεραρχικών βαθμίδων στην εσωτερική διάρθρωση των στοών. Σταδιακά, η εξάπλωση και η εδραίωσή της εσωτερικής λειτουργίας των στοών έκανε πολλούς ανθρώπους να πιστέψουν ότι επρόκειτο για μια νέα μορφή θρησκευτικότητας και την Καθολική Εκκλησία να τις καταδικάσει. Αυτό με τη σειρά του είχε ως αποτέλεσμα να οδηγήσει στους κόλπους των στοών μεγάλο αριθμό ανθρώπων που συντάσσονταν με την κοινωνική δυναμική της επιστήμης και του κοινοβουλευτισμού. Οι στοχαστές αυτοί δεν ήταν κατ’ ανάγκη υλιστές ή άθεοι, όπως συχνότατα κατηγορήθηκαν από τους συγχρόνους τους, αλλά ήταν σίγουρα φορείς αντιλήψεων που συνδέονταν με την αυτονόμηση του επιστημονικού λόγου και το αίτημα πολιτικής αυτοδιαχείρισης των αστικών στρωμάτων. 23 Μάλιστα, στην Ολλανδία των μέσων του 18ου αιώνα έχουμε εκδηλώσεις όπου ο συντονισμός και η κοινή διοίκηση των στοών μοιάζει να προοιωνίζεται την ανάληψη της πολιτικής διακυβέρνησης από τους αστούς σε εθνικό επίπεδο. 24 Παράλληλα, όπως δείχνουν πρόσφατες μελέτες, τα δίκτυα των μασονικών στοών στον ευρωπαϊκό χώρο και οι διαδρομές των στοχαστών ανάμεσα στα αντίστοιχα κέντρα (φυσικές ή επιστολιμιαίες) αποτέλεσαν έναν 21
Jacob, M. C., “Freemasonry” στο Alan Charles Kors (επιμ.), Encyclopedia of the Enlightenment, © 2002, 2005 by Oxford University Press, Inc. (e-reference edition; 17 June 2006 http://www.oxfordenlightenment.com/t173.e242.html).
22
Jacob, M. C. (1991), Living the Enlightenment: Freemasonry and Politics in Eighteenth-Century Europe. New York, Oxford: Oxford University Press.
23
Jacob, M. C. (1981), The Radical Enlightenment: Pantheists, Freemasons and Republicans, London, Boston, Sydney: G. Allen and Unwin.
24
Jacob, M. C., “Freemasonry”, ό.π.
από τους σημαντικότερους διαύλους διάδοσης των φιλοσοφικών αντιλήψεων, οι οποίες στο όνομα του νευτωνισμού σηματοδότησαν, με ποικίλους τρόπους, την ανάδυση της νεότερης επιστήμης. 25
Πού ήταν οι γυναίκες; Έχουμε συνηθίσει στην απουσία των γυναικών από την ιστορία. Με εξαίρεση τις βασιλικές φιγούρες που σημάδεψαν την πολιτική ιστορία, η γυναικεία επίδραση στην ιστορία του πνευματικού και υλικού πολιτισμού θεωρείται είτε υποδεέστερη είτε ανύπαρκτη. Σε καμία περίπτωση, πάντως, καθοριστική. Και υπάρχει λόγος γι’ αυτό: Εξαιτίας της καταπίεσης και της κοινωνικής περιθωριοποίησης που υφίσταντο από τις έντονα πατριαρχικές κοινωνίες του παρελθόντος, οι γυναίκες παρέμειναν αμόρφωτες και πολιτικά ανίσχυρες. Τι ρόλο έπαιξε, άραγε, ο Διαφωτισμός στην άρση αυτής της καταφανούς κοινωνικής ανισότητας; Σε ποιο βαθμό και με ποιους τρόπους συνέβαλε στην υπονόμευση της ανδρικής μονοκρατορίας στην πνευματική ζωή; Μια από τις πρώτες εργασίες που εξετάζει τη θέση των γυναικών στο πνευματικό τοπίο του Διαφωτισμού είναι η επισκόπηση της Londa Schiebinger, The mind has no sex? Women in the origins of modern science (Harvard University Press, Cambridge, Mass. 1989), όπου παρουσιάζεται ο πρωταγωνιστικός ρόλος των γυναικών στα επιστημονικά σαλόνια του Παρισιού, αλλά και ο συστηματικός αποκλεισμός τους από όλες τις μεγάλες επιστημονικές ακαδημίες. Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη βιβλιογραφία, ο Διαφωτισμός δεν έκανε πολλά για να υπονομεύσει τις έμφυλες διακρίσεις· μάλλον επινόησε νέες τέτοιες διακρίσεις και νέους τρόπους για να εδραιώσει εκείνες που του κληροδότησε το παρελθόν: Οι γυναίκες δεν υπήρξαν ποτέ ισότιμοι πολίτες της Δημοκρατίας των Γραμμάτων. Μια βασική έμφυλη διάκριση που εδραιώθηκε στα χρόνια του Διαφωτισμού είναι η διάκριση ανάμεσα σε συγγραφείς και αναγνώστριες / δασκάλους και μαθήτριες. Ένας σημαντικός αριθμός βιβλίων που αναφέρονται στη φυσική φιλοσοφία και την κοσμολογία (με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το έργο του Fontenelle, Entretiens sur la pluralité des mondes, 1686) έχουν διαλογική μορφή και οι δυο συνομιλητές είναι ένας μορ25
Mazzotti, M. (2004), “Newton for ladies: gentility, gender and radical culture”, British Journal for the History of Science, 37: 119-146.
φωμένος άνδρας και μια έξυπνη γυναίκα — αμφότεροι από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Ο πρώτος μυεί τη δεύτερη στον κόσμο της επιστήμης. Ο άνδρας αντιπροσωπεύει τη βαθιά και αβίαστη γνώση των πιο πρόσφατων επιτευγμάτων της φυσικής φιλοσοφίας, ενώ η γυναίκα αντιπροσωπεύει την ικανότητα του λόγου, όπως αυτή έχει διανεμηθεί σε όλους τους ανθρώπους, αλλά και τον κοινό νου που συλλαμβάνει τον κόσμο μέσα από τη διαίσθηση και τη συνήθεια. Έτσι, ο γυναικείος νους γίνεται το πεδίο αντιπαράθεσης ανάμεσα στο παλιό και στο νέο: Το να κατορθώσει ο άνδρας εισηγητής να υπερκεράσει τους περιορισμούς του κοινού νου και να ενεργοποιήσει/εκλεπτύνει τις νοητικές δεξιότητες που είναι συνδεδεμένες με το λόγο, συνιστά επιβεβαίωση της ανωτερότητας του λόγου και της θεμελιωμένης σε αυτόν επιστήμης. Ταυτοχρόνως, η ομολογία πίστης από τη γυναίκα-μαθήτρια στις νέες αντιλήψεις για τη φύση επικυρώνει την οικουμενικότητα του λόγου, αλλά μαζί με αυτή και την αρσενική φύση της επιστήμης. Εκτός από μαθήτριες, οι γυναίκες προορίζονται για αναγνώστριες. Ο γυναικείος λόγος στα χρόνια του Διαφωτισμού διατυπώθηκε ως αντίδραση στη θεωρία της συμπληρωματικότητας. Με κύριο εκπρόσωπο τον Rousseau και νεοπλατωνική καταγωγή, η θεωρία αυτή αντιλαμβάνεται τα δύο φύλα ως ριζικά διαφορετικά. Το ένα έχει ανάγκη το άλλο για την ολοκλήρωσή του, αλλά τα καθήκοντά τους στην κοινωνία δεν είναι ισότιμα. Οι άνδρες είναι προορισμένοι να διαχειρίζονται τα ζητήματα της δημόσιας σφαίρας και να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων. Οι γυναίκες, από την άλλη, έχουν αποφασιστικό λόγο στην οικιακή σφαίρα και διαχειρίζονται ζητήματα αναπαραγωγής και ανατροφής. Οι θεωρούμενες από πολλούς πρώτες φεμινιστικές πραγματείες γράφτηκαν για να αμφισβητήσουν τη φυσικότητα αυτού του ισχυρισμού (Louise d'Épinay, Les conversations d'Émilie, 1777 και Mary Wollstonecraft, The Vindications of the Rights of Woman, 1792). Παρά τον τολμηρό χαρακτήρα αυτών των κριτικών εγχειρημάτων, ωστόσο, η άρθρωση δημόσιου λόγου εκ μέρους των γυναικών αποτελούσε σοβαρή δοκιμασία για τις ίδιες και για το φύλο τους: Με βάση τη θεωρία της συμπληρωματικότητας, οι εγγράμματες γυναίκες μπορούσαν να ανταλλάσσουν επιστολές μεταξύ τους, αλλά όχι να διατυπώνουν και δημόσια τις απόψεις τους. 26 Η πίεση που δέχονταν από το περιβάλλον τους όταν αποφάσιζαν να αρθρώσουν δημόσιο λόγο, αποτυπώνεται στο απολογητικό «τυπικά γυναικείο» ύφος που έχουν τα γραπτά τους. Αντιθέτως, άντρες 26
Goodman, D. (2009), Becoming a woman in the age of letters, Ithaca, N.Y.: Cornell University Press.
συγγραφείς, όπως ο Rousseau και ο Richardson, οι οποίοι οικειοποιούνταν το γυναικείο λόγο και τον παρουσίαζαν στα έργα τους με τη μορφή επιστολών και εξομολογήσεων θεωρήθηκαν μεγάλοι εξερευνητές της γυναικείας ψυχής: Οι γυναίκες μετατρέπονταν σε αναγνώστριες του δικού τους λόγου. Τα πράγματα δεν ήταν παντού ίδια, ωστόσο. Αν η κατάσταση αυτή χαρακτήριζε το γαλλικό 18ο αιώνα, στην άλλη πλευρά της Μάγχης η γυναικεία κοινωνικότητα γνώριζε μεγαλύτερη ελευθερία. Και εδώ αρκετές γυναίκες προερχόμενες από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα είχαν αποκτήσει αξιόλογη μόρφωση και επιθυμούσαν να εμβαθύνουν την καλλιέργειά τους. Σε αυτό το πλαίσιο, οργανώνονταν συχνά συναντήσεις για τσάι, στη διάρκεια των οποίων ενθαρρύνονταν η ανταλλαγή απόψεων για διάφορα φιλοσοφικά και επιστημονικά θέματα. Οι άντρες μπορεί να απουσίαζαν εντελώς από αυτές τις συναθροίσεις ή να είχαν το ρόλο προσκεκλημένου συνομιλητή. 27 Επίσης, η συγγραφική δραστηριότητα των γυναικών δεν υφίστατο τόσο αυστηρούς περιορισμούς στην Αγγλία. Πολλές γυναίκες έγραψαν για κοινωνικά ζητήματα, όπως η εκπαίδευση των φτωχών και αρκετές από αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διάδοση των πεποιθήσεων για την κατάργηση της δουλείας —η μητρική φιγούρα δικαιολογούσε το ενδιαφέρον τους για τέτοια θέματα. Η πιο χαρακτηριστική μορφή κοινωνικότητας του 18ου αιώνα, που συνδέεται με τη δημόσια παρουσία των γυναικών είναι τα γαλλικά σαλόνια. Τα σαλόνια έκαναν τις γυναίκες όχι μόνο ορατές, αλλά και πρωταγωνίστριες της πνευματικής ζωής του Διαφωτισμού. Ο ρόλος τους δεν ήταν, ασφαλώς, να παράγουν πρωτότυπες φιλοσοφικές και επιστημονικές ιδέες, αλλά να δημιουργούν ένα οικείο περιβάλλον, όπου οι άνδρες πρωταγωνιστές θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε μια ελεγχόμενη από τους κανόνες της ευγένειας ανταλλαγή απόψεων. Χάρη στο μετριασμό της ματαιοδοξίας των philosophes που επιτύγχαναν οι salonnières, δημιουργούνταν οι προϋποθέσεις για γόνιμες συζητήσεις και πρωτότυπες συνθέσεις. Το σημαντικότερο προτέρημα των salonnières, όμως, ήταν ο έλεγχος της δικής τους ματαιοδοξίας και η εθελοντική παραμονή τους στο παρασκήνιο. 28 27
Myers, S. H. (1990), The Blue Stocking Circle: Women, Friendship and the Life of the Mind in Eighteenth-Century England, Oxford: Clarendon Press.
28
Goodman, D. (1994), The Republic of Letters: A Cultural History of the French Enlightenment, Ithaca, N.Y.: Cornell University Press.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Διαφωτισμός συνέβαλε στην ανάδειξη της πνευματικότητας των γυναικών. Παρά τα εμπόδια που αντιμετώπιζαν οι γυναίκες στην άρθρωση δημόσιου λόγου, η θεωρία της συμπληρωματικότητας άφηνε σημαντικά περιθώρια για μόρφωση, καλλιέργεια και έμμεση αναγνώριση της διανοητικής τους συμβολής. Οι γυναίκες ενθαρρύνονταν να ενημερωθούν για τα τελευταία επιτεύγματα της φυσικής φιλοσοφίας, όχι για να γίνουν οι ίδιες μαθηματικοί ή πειραματίστριες (αν και μια από τις σημαντικότερες μαθηματικούς της Γαλλίας ήταν η σύντροφος του Βολταίρου Gabrielle Émilie, marquise du Châtelet) αλλά για να μεταδώσουν στους γιους τους χρήσιμες γνώσεις καθώς και τις ηθικές αρχές που συνδέονταν με τη μελέτη της φύσης στο πλαίσιο της φυσικής θεολογίας. Αυτός ήταν και ο ρόλος των γυναικείων επιστημονικών ακαδημιών. 29 Όσον αφορά τις αναγνωρισμένες επιστημονικές ακαδημίες της εποχής, όμως, όπως η Royal Society, η Académie des Sciences και η Ακαδημία Επιστημών της Πετρούπολης, η συμμετοχή των γυναικών είναι απαγορευμένη, ακόμα κι αν η προστάτις της Ακαδημίας, όπως συμβαίνει στην τελευταία περίπτωση, είναι γυναίκα. Οι γυναίκες δεν έχουν θέση σε αυτούς τους θεσμούς που αντιπροσωπεύουν την πιο οργανωμένη μορφή της επιστημονικής ορθολογικότητας. Όταν η Mary Wollstonecraft έθεσε το ερώτημα αν ο λόγος αποτελεί πανανθρώπινο χαρακτηριστικό ή αποκλειστικά αντρικό χαρακτηριστικό άγγιξε την καρδιά του προβλήματος: Σύμφωνα με τις κρατούσες αντιλήψεις στα χρόνια του Διαφωτισμού, οι γυναίκες διαθέτουν από τη φύση τους ένα διαφορετικό τρόπο να συλλαμβάνουν την πραγματικότητα. Ακόμα κι αν είναι σε θέση να χειρίζονται το λόγο, ο τυπικά γυναικείος τρόπος χαρακτηρίζεται από συναισθηματισμό, συγκατάβαση και διαλλακτικότητα. Στο βαθμό, επομένως, που η κοινωνική κριτική που ασκούν οι philosophes αντλεί τη νομιμότητά της από την αυστηρότητα του λόγου, ο γυναικείος στοχασμός δεν εναρμονίζεται με τις προδιαγραφές της διαφωτιστικής σκέψης. 30 Η νέα φυσική φιλοσοφία γίνεται το πεδίο πάνω στο οποίο χαράζεται η διαχωριστική γραμμή. Η αυστηρότητα του λόγου στην αναδυόμενη επιστήμη αντιπροσωπεύεται από τη συστηματική χρήση των μαθηματικών. Για να εισέλθει κάποιος σε μια επιστημονική ακαδημία πρέπει να είναι σε θέση να χειρίζεται τα μαθηματικά με στιβαρότητα και αμεροληψία, όπως μόνο ένας ά29
Jacob, M.C. and Sturkenboom, D. (2003), “A Women’s Scientific Society in the West: The Late Eighteenth-Century Assimilation of Science”, Isis, 94: 217-252.
30
Outram, D. (1995), The Enlightenment, Cambridge: Cambridge University Press, σ. 89.
ντρας είναι σε θέση να το κάνει. Οι γυναίκες δεν είναι κατάλληλες για τέτοιου τύπου διανοητικά εγχειρήματα. Ο «γυναικείος τρόπος» βρίσκεται πλησιέστερα στην παραδοσιακή μεταφυσική, που προσπαθεί να κατανοήσει τα αίτια των φαινομένων με προσφυγή σε συλλογισμούς και εικοτολογίες. Συνεπώς, οι γυναίκες δεν έχουν θέση στις επιστημονικές ακαδημίες, καθώς η φύση τους απειλεί να υπονομεύσει τη σοβαρότητα και τη συνοχή του επιστημονικού εγχειρήματος. Επιπλέον, μέσα από αυτό τον αποκλεισμό, επικυρώνεται ο αρσενικός χαρακτήρας μιας επιστήμης που στηρίζεται στην αυστηρότητα και την αμεροληψία των μαθηματικών ενώ η παραδοσιακή μεταφυσική συνάπτεται με τη μεροληψία και τη διαλλακτικότητα της θηλυκότητας. 31
Διαφωτισμός και Επανάσταση Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ο Roger Chartier σημείωνε ότι ήταν μάλλον η Γαλλική Επανάσταση που επινόησε το Διαφωτισμό παρά ο Διαφωτισμός που προκάλεσε την Επανάσταση. Η σημασία της παρατήρησής του έγκειται στο ότι αντέστρεψε την εδραιωμένη αιτιακή σύνδεση μεταξύ Διαφωτισμού και Επανάστασης. Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούσαν και πολλοί συνεχίζουν να θεωρούν ότι οι πολιτικές και φιλοσοφικές ιδέες του Διαφωτισμού συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας συλλογικής πολιτικής συνείδησης, η οποία οδήγησε (νομοτελειακά) στη Γαλλική Επανάσταση. Η δήλωση του Chartier φέρνει στο φως την άλλη όψη των πραγμάτων: Θέλοντας να πείσει για τη νομιμότητά της, η Επανάσταση αναζήτησε την ιδεολογική της θεμελίωση σε στοχαστές, όπως ο Rousseau και ο Βολταίρος, στα γραπτά των οποίων αποτυπώνεται η επιθυμία για ρήξη με το Ancien Régime. 32 Ωστόσο, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι πρωταγωνιστές του Διαφωτισμού οραματίστηκαν την Επανάσταση ή ότι την οραματίστηκαν με τον τρόπο που εξελίχθηκε από το 1789 έως το 1799. Για να δεχτούμε κάτι τέτοιο θα πρέπει να ισχύουν δύο προϋποθέσεις, καμιά από τις οποίες δεν βεβαιώνεται από την ιστοριογραφία. Αφενός ότι όλοι οι διακεκριμένοι πολίτες της Δημοκρατίας των Γραμ31
Terall, M. (1997), “Metaphysics, Mathematics, and the Gendering of Science in Eighteenth-Century France” στο W. Clark, J. Golinski, S. Schaffer, The Sciences in Enlightened Europe, The University of Chicago Press, Chicago and London: 246-271.
32
Chartier, R. (1991), The Cultural Origins of the French Revolution, Durham, N.C.: Duke University Press, σ. 5.
μάτων συνέκλιναν σε μια λίγο-πολύ κοινή πολιτική ατζέντα και, αφετέρου, ότι αυτό που συνέβη στη δεκαετία που ακολούθησε τη Γαλλική Επανάσταση αποτελούσε ένα μοναδικό ιστορικό συμβάν, και όχι μια σειρά επαναστάσεων με αποκλίνοντα πολιτικά προγράμματα, όπως θεωρούν σήμερα πολλοί ιστορικοί. 33 Σε αυτή τη βάση, η ιδέα της αιτιακής σύνδεσης ανάμεσα στο Διαφωτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση τείνει να αποτελέσει τις τελευταίες δεκαετίες αντικείμενο ιστοριογραφικής αναθεώρησης. Σε αυτή την αναθεώρηση έρχεται να προστεθεί η συζήτηση σχετικά με η σημασία του όρου «επανάσταση». Όταν ο Κοπέρνικος δημοσίευσε, το 1453, το μνημειώδες κοσμολογικό του σύγγραμμα De Revolutionibus Orbium Coelestium, ο λατινικός όρος revolutio σήμαινε «περιφορά» και μάλιστα την περιφορά των ουρανίων σφαιρών. Αυτό το νόημα διατήρησε χοντρικά μέχρι τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης. Revolutio είναι η κίνηση που ολοκληρώνεται με την επιστροφή στο σημείο εκκίνησης. Άρα, οι ελληνικές λέξεις «επάνοδος» και «περιφορά» αποδίδουν ακριβέστερα το περιεχόμενο του λατινικού όρου. Πολιτικά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει εξεγέρσεις, που αποσκοπούσαν στην αποκατάσταση της πρότερης τάξης, η οποία είχε διαταραχθεί από τις αυθαιρεσίες πολιτικών ή στρατιωτικών ηγεμόνων. Με αυτή του την έννοια αποδίδεται στα ελληνικά ως «στάσις». Στους νεότερους χρόνους, ωστόσο, το σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου διευρύνθηκε και συνδέθηκε με διάφορα πολιτικά γεγονότα, τα οποία επέφεραν σημαντική αναστάτωση στην κοινωνική ζωή. Το αιφνίδιο και το απρόβλεπτο ήταν συνυφασμένα με αυτό το περιεχόμενο, αλλά το κύριο στοιχείο ήταν η μη επιθυμητή εκτροπή από την κανονικότητα. Σε μια εποχή που η ρήξη και η προσδοκία μιας νέας τάξης πραγμάτων δεν αποτελούν ακόμα αυτονόητες αξίες, χρησιμοποιήθηκε (κυρίως στον πληθυντικό) για να περιγράψει γεγονότα που είχαν συμβεί στο παρελθόν και είχαν επισωρεύσει δυστυχίες στους λαούς που τις βίωσαν. 34 Στη διάρκεια του 18ου αιώνα και ιδιαίτερα μετά το 1760, υπήρξαν πολλές «επαναστάσεις». Αντίθετα από ό,τι θα περίμενε κανείς, ωστόσο, οι φιλόσοφοι που αποτελούν τον κανόνα του Διαφωτισμού δεν τήρησαν την ίδια στάση απέναντι σε όλες. Άλλες θεωρήθηκαν έκφραση των ιδεωδών της Δημοκρατίας των Γραμμάτων και άλλες οπισθοδρομικές εκδηλώσεις θρησκευτικού ή πολιτικού συντηρητισμού. Παράλληλα, όμως, 33 34
Outram, ό.π.: 119. Baker, K. M. (1990), Inventing the French Revolution: Essays on French Political Culture in the Eighteenth Century. Cambridge, New York: Cambridge University Press, σ. 203–223.
αυτή την εποχή λαμβάνει χώρα μια σημαντική σημασιολογική μετατόπιση. Σταδιακά το revolutio αποκτά θετικό περιεχόμενο και μεταφέρεται στο παρόν της βιωμένης εμπειρίας. Σε μια εποχή που επικρατεί έντονος διανοητικός και πολιτικός οπτιμισμός, ο όρος επιλέγεται για να δηλώσει τη δράση που πρέπει να αναληφθεί προκειμένου να βγει η κοινωνία από την κατάσταση κρίσης στην οποία βρίσκεται. Το αρχικό νόημα του όρου —της επαναφοράς σε μια προγενέστερη κατάσταση— χρησιμοποιείται εδώ συμπληρωματικά προς τη μεταφορά της ασθένειας: Η «κρίσιμη κατάσταση» στην οποία βρίσκεται η κοινωνία απαιτεί από τα υποκείμενα να αναλάβουν μια σειρά αποφασιστικών πρωτοβουλιών, οι οποίες θα επιφέρουν σε σύντομο χρόνο ένα βαθύ θεραπευτικό μετασχηματισμό. Περιέργως, αυτή η σημασία της επανάστασης δεν αποτυπώνεται για πρώτη φορά στις διακηρύξεις της Γαλλικής, αλλά της Αμερικάνικης Επανάστασης. Το σύνθημα «novus ordo saecularum» εκφράζει την επιθυμία των εξεγερμένων να εγκαθιδρύσουν μια «νέα τάξη στους αιώνες», μια πολιτική διευθέτηση η οποία δεν έχει προϋπάρξει. Ωστόσο, έχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί ότι και σε αυτή την περίπτωση η νεότερη ιστοριογραφία αμφισβητεί την απευθείας σύνδεση μεταξύ Διαφωτισμού και επανάστασης. Όπως παρατηρεί η Dorina Outram, το πιθανότερο είναι ότι οι ιστορίες της Επανάστασης και του Διαφωτισμού τρέχουν παράλληλα στη διάρκεια του 18ου αιώνα. Το σημείο στο οποίο διασταυρώνονται είναι η δημιουργία της δημόσιας σφαίρας, όπου ο πολιτικός λόγος μετατρέπεται σε «κοινή γνώμη». Τελικά, είναι η δυνατότητα έκφρασης των πολιτικών προσδοκιών των υποκειμένων με μαζικούς όρους και όχι η (ούτως ή άλλως ανομοιογενής) πολιτική φιλοσοφία του Διαφωτισμού που κάνει δυνατή την εμφάνιση πρακτικών, οι οποίες είναι σήμερα ταυτισμένες με τη σημειολογία της επανάστασης. 35
35
Outram, ό.π.: 123 και 126-7.