Χρ. Τσουραμάνη
ΤΟ
ΕΓΚΛΗΜΑ
• στη θεωρία, • στην πραγματικότητα και • στον κινηματογράφο
Με τη συνεργασία των: Ι. Γουσέτη Μ.Στ. Ζεάκη Μ.Ε. Κορολή Μ. Λεμπέση Β. Μεντή Μ. Μπαρπάτση
2
ΑΘΗΝΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α.- ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ 1.- Έννοια 2.- Τυπολογία 3.- Ερμηνεία 4.- Αντιμετώπιση με βάση τις απόψεις της Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας Εργασίες Β.- ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ 1.- Καταγραφή 2.- Εγκληματολογικές Στατιστικές 3.- Έρευνες απόψεων κοινού 4.- Προβολή από τον τύπο. Εργασίες
Γ.- ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ 1.- Ταινίες εγκλημάτων : έννοια και διακρίσεις 2.- Ταινίες εγκλημάτων και Πολιτισμική Εγκληματολογία
3
3.- Από το παρελθόν στο παρόν α. – Οι γκανγκστερικές ταινίες β.- Οι ταινίες με κατά συρροήν δολοφόνους (Serial Killers) γ.- Οι ταινίες φυλακής
4.- Οι ταινίες εγκλημάτων στη διδασκαλία της Εγκληματολογίας α.- Η χρήση κινηματογραφικών ταινιών στην εκπαιδευτική διαδικασία β.- Διδασκαλία εγκληματολογικών μαθημάτων με τη χρήση ταινιών εγκλημάτων γ.- Ταινίες εγκλημάτων που αναφέρονται σε διδακτικά αντικείμενα της Εγκληματολογίας.
5.- Ανάλυση του περιεχομένου 16 επιλεγμένων ταινιών εγκλημάτων
4
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Το έγκλημα είτε σαν επιστημονικό αντικείμενο είτε σαν καθημερινό Κοινωνικό Πρόβλημα ή ακόμα και σαν το επίκεντρο της υπόθεσης μιας κινηματογραφικής ταινίας ή ενός λογοτεχνικού έργου, αποτελεί ένα από τα πιο δημοφιλή θέματα όλων των εποχών. Στις μέρες μας το γεγονός αυτό το διαπιστώνουμε, τόσο από το σημαντικό αριθμό εγκληματολογικών συγγραμμάτων, περιοδικών και λογοτεχνικών έργων σχετικού περιεχομένου, στον οποίο μπορεί να μας οδηγήσει
μια
απλή
βιβλιογραφική
αναζήτηση
σε
οποιαδήποτε
ηλεκτρονική βάση δεδομένων, όσο και από την καθημερινή αρθρογραφία των ΜΜΕ, αλλά και από την πληθώρα των σχετικών ταινιών που προβάλλονται στους κινηματογράφους και στα τηλεοπτικά κανάλια. Με βάση τα παραπάνω παρατηρούμε λοιπόν, πως το έγκλημα με σκοπό την πολύπλευρη κατανόησή του είναι δυνατό να προσεγγισθεί σε τρία παράλληλα επίπεδα δηλ. : α.- στο θεωρητικό, όπου εξετάζεται σαν το βασικό αντικείμενο της επιστήμης της Εγκληματολογίας, β.- στο πραγματικό, όπου η εξέτασή του αφορά την παρουσίασή του στο ευρύ κοινό, μέσα από την καταγραφή του από τις επίσημες στατιστικές, από τις έρευνες της κοινής γνώμης και από την αρθρογραφία των ΜΜΕ και γ.- στο φανταστικό, όπου μπορεί να το δει κανείς μέσα από λογοτεχνικά έργα αλλά και κινηματογραφικές ταινίες που το έχουν σαν θέμα τους.. Την τριπλή αυτή προσέγγιση επιχειρούμε στις τρεις θεματικές ενότητες του βιβλίου αυτού.
5
Έτσι, στην π ρ ώ τ η από αυτές, ασχολούμαστε με την παράθεση θεωρητικών απόψεων που αφορούν την έννοια του εγκλήματος, τη διάκρισή του σε κατηγορίες (τυπολογία), την ερμηνεία του και την αντιμετώπισή
του
(την
τελευταία
με
βάση
τις
απόψεις
της
Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας τις οποίες θεωρούμε ιδιαίτερα ρεαλιστικές). Στη δ ε ύ τ ε ρ η ενότητα το έγκλημα το προσεγγίζουμε ως ένα κοινωνικό πρόβλημα της χώρας μας, αναφερόμενοι στις πηγές πληροφόρησης του μεγάλου κοινού για τις διαστάσεις και την εξάπλωσή του, οι οποίες συμβάλλουν σημαντικά στη διαμόρφωση των σχετικών απόψεών του. Στις πηγές αυτές περιλαμβάνουμε τις επίσημες κρατικές εγκληματολογικές στατιστικές, τις δημοσκοπικές έρευνες και τα δημοσιεύματα του γραπτού και του ηλεκτρονικού τύπου, τα οποία αποτελούν ένα δείγμα της γενικότερης «προβολής» του εγκλήματος από τα ΜΜΕ. Στη τ ρ ί τ η τέλος, ενότητα από το χώρο του φανταστικού επιλέξαμε το τμήμα του που σχετίζεται με τις κινηματογραφικές ταινίες, αφήνοντας το τμήμα της λογοτεχνίας σε μία πιθανή μελλοντική αυτοτελή ενασχόλησή μας. Έτσι, στην ενότητα αυτή αναφερόμαστε ειδικότερα : α.- Στον προσδιορισμό της έννοιας των κινηματογραφικών ταινιών εγκλημάτων (crime films/movies) και στις διακρίσεις τους, β.- Στην ιδιαίτερη σχέση των ταινιών εγκλημάτων και στην ανάδειξή τους ως ξεχωριστού αντικειμένου μελέτης μέσω της Πολιτισμικής Εγκληματολογίας, γ.- Σε μια ιστορική αναδρομή που αφορά τρία από τα σημαντικότερα είδη των ταινιών εγκλήμάτων δηλ. τις γκανγκστερικές ταινίες, τις ταινίες με κατά συρροή δολοφόνους και τις ταινίες φυλακής, του αμερικάνικού – κυρίως - κινηματογράφου, ο οποίος έχει ασχοληθεί σε αξιοσημείωτα μεγάλη έκταση με αυτά,
6
δ.- Στη χρήση των κινηματογραφικών ταινιών εγκλημάτων για τη διδασκαλία εγκληματολογικών μαθημάτων στην ανώτατη εκπαίδευση και ε.- Στην από εγκληματολογική – κυρίως - άποψη ανάλυση του περιεχομένου 16 επιλεγμένων ταινιών εγκλημάτων, που πιστεύουμε πως μπορούν να αποτελέσουν «οδηγούς μελέτης» (study guides) και για άλλες ταινίες του είδους αυτού. Με το βιβλίο αυτό φιλοδοξούμε να επιτύχουμε δύο σκοπούς: α.- Να δώσουμε στην εκπαιδευτική κοινότητα ένα διδακτικό εγχειρίδιο που θα περιλαμβάνει θέματα των οποίων η διαπραγμάτευση δεν είναι ιδιαίτερα διαδομένη στη χώρα μας όπως π.χ. η αναφορά θέσεων και απόψεων της Περιβαλλοντικής και της Πολιτισμικής Εγκληματολογίας αλλά και η προσέγγιση του εγκλήματος από τον κινηματογράφο, η οποία μπορεί να αποτελέσει και ένα χρήσιμο βοήθημα στα χέρια του διδάσκοντος εγκληματολογικά μαθήματα και β.- Να ανοίξουμε ένα βήμα διαλόγου με τους αναγνώστες μας, οι οποίοι επιθυμούν να μας πουν αυτά που εμείς παραλείψαμε να πούμε αλλά και να σχολιάσουν καλόπιστα τα όσα γράψαμε. Είναι αναμφισβήτητο ότι η συγκεκριμένη κριτική θα ενισχύσει τον επιστημονικό διάλογο, κάτι που αποτελεί και τη βασική μας επιδίωξη. Για το λόγο αυτό κάθε τμήμα των δυο πρώτων ενοτήτων συνοδεύεται από ερωτήσεις ενώ υπάρχουν και προτάσεις για εργασίες στο τέλος της καθεμιάς από αυτές. Στην τρίτη ενότητα, η ίδια τακτική ακολουθήθηκε στο πέμπτο τμήμα της και ειδικότερα στο τέλος της ανάλυσης κάθε ταινίας που αυτό περιλαμβάνει. Επειδή δε επιθυμούμε ο διάλογος αυτός να είναι συνεχής και ζωντανός και εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι το Διαδίκτυο μπορεί να βοηθήσει προς την κατεύθυνση αυτή, δημιουργήσαμε ένα blog στη διεύθυνση : http://crimetsouramanis.blogspot.com όπου θα μπορούν οι αναγνώστες μας να καταθέτουν τα δικά τους σχόλια και τις υποδείξεις τους για τα όσα αναφέρονται στο βιβλίο αυτό.
7
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπογράμμίσουμε με έντονα γράμματα ότι στην παρούσα συγγραφική μας προσπάθεια μου είχαμε τη χαρά και την ευχαρίστηση να περιβαλλόμαστε από μια ομάδα νέων,άξιων και φερέλπιδων συνεργατών οι οποίοι και ανέλαβαν να διεκπεραιώσουν όπως θα διαπιστώσουν οι αναγνώστες μας - σημαντικό τμήμα της. Χωρίς την πολύτιμη συμβολή τους το έργο αυτό δεν θα μπορούσε σε καμμία περίπτωση να ολοκληρωθεί. Θα πρέπει λοιπόν, από τη θέση αυτή να ευχαριστήσουμε για την υψηλού επιπέδου συνεργασία τους τις : • Ιωάννα
Γουσέτη,
Κοινωνιολόγο,
Υποψήφια
Διδάκτορα
Εγκληματολογίας στο Πάντειο Παν/μιο, η οποία έγραψε τις αναλύσεις έξι ταινιών εγκλημάτων (βλ. ενότητα Γ5) και είχε την επιμέλεια της έκδοσης του βιβλίου αυτού, • Μάρθα Λεμπέση, Κοινωνιολόγο, Υποψήφια Διδάκτορα Εγκληματολογίας στο Παν/μιο Αθηνών, η οποία έγραψε το τμ. 2 της Γ’ Ενότητας και ανέλυσε τρεις ταινίες εγκλημάτων (βλ. Ενότητα Γ5), • Μαρίνα – Ευγενία Κορολή, Νομικό, Υποψήφια Διδάκτορα Νομικής στο Παν/μιο Αθηνών, η οποία ανέλυσε τέσσερις ταινίες εγκλημάτων (βλ. Ενότητα Γ5) • Βιβή Μεντή, Κοινωνιολόγο, η οποία έγραψε το τμ. 3β της Γ’ Ενότητας και ανάλυσε μία ταινία εγκλήματος (βλ. Ενότητα Γ5) • Μαρία Μπαρπάτση, Κοινωνική Ανθρωπολόγο, υπεύθυνη για το τμ. 3α της Γ’ Ενότητας και τη • Μαρία – Στέλλα Ζεάκη, τεταρτοετή φοιτήτρια του τμ. ΕΜΜΕ του Παν/μίου Αθηνών, που έγραψε το τμ. 3γ της Γ’ Ενότητας καθώς και την ανάλυση μιας ταινίας (βλ. Ενότητα Γ5).
8
Υπενθυμίζοντας στους αναγνώστες μας ότι αναμένουμε την κριτική τους στο blog το οποίο για το λόγο αυτό δημιουργήσαμε, θα θέλαμε κλείνοντας να ευχαριστήσουμε τον εκδότη μας Βασίλη Κατσαρό για τη φιλοξενία που πρόθυμα έδωσε σε μια ακόμα συγγραφική μας προπάθεια.Αθήνα, Αύγουστος 2009 Χ.Τ. xtsouram@teimes.gr
9
Α.- ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ
10 1
1.- Έννοια. Ο Γάλλος κοινωνιολόγος Emile Durkheim (1978) υποστήριξε την άποψη ότι οπουδήποτε υπάρχουν άνθρωποι εκεί υπάρχουν έγκλημα και εγκληματίες: «Το έγκλημα υπάρχει σε όλες τις κοινωνίες…Δεν υπάρχει κοινωνία η οποία δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα της εγκληματικότητας. Εκείνο που αλλάζει είναι η μορφή του, έτσι οι πράξεις που παίρνουν τον χαρακτηρισμό αυτό δεν είναι παντού οι ίδιες, θα υπάρχουν όμως παντού και πάντοτε άνθρωποι των οποίων η συμπεριφορά θα επισύρει ποινικές κυρώσεις σε βάρος τους… Απλά λοιπόν εκείνο το οποίο θα πρέπει να θεωρηθεί σαν κάτι το φυσιολογικό είναι η ύπαρξη της εγκληματικότητας»
Τι
είναι
όμως
έγκλημα;
Μια
επισκόπηση
της
σχετικής
βιβλιογραφίας φανερώνει την μη ύπαρξη ομοφωνίας σχετικά με τον ακριβή προσδιορισμό της έννοιας αυτής. Συγκεκριμένα την έννοια του εγκλήματος μπορούμε να την συναντήσουμε: Α.- Σε κάποιο γλωσσικό λεξικό. Έτσι π.χ. στην ηλεκτρονική έκδοση του Μείζονος Ελληνικού Λεξικού το έγκλημα ορίζεται ως, “….βαριά παράβαση του γραπτού ή άγραφου νόμου – μεγάλη απερισκεψία, ολέθρια ενέργεια”.
Β.- Στην επιστήμη της Κοινωνιολογίας. Το έγκλημα θεωρείται στην περίπτωση αυτή ως ένα από τα θέματα που ενδιαφέρουν τη συγκεκριμένη επιστήμη και γι’ αυτό επιχειρείται ο εννοιολογικός του προσδιορισμός. Έτσι βλέπουμε π.χ. στο Online Dictionary of Social Sciences (http://bitbucket.icaap.org/dict.pl), να αναφέρεται ότι έγκλημα είναι,
11 1 “…κάθε μορφή ανθρώπινης συμπεριφοράς η οποία θεωρείται από το νόμο σαν εγκληματική και για την οποία προβλέπεται κάποια ποινική κύρωση”.
Επίσης προσδιορισμός της έννοιας του εγκλήματος γίνεται και σε Εγχειρίδια Γενικής Κοινωνιολογίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι στο έργο «Κοινωνιολογία – Οι Βασικές Έννοιες» των Αμερικανών Κοινωνιολόγων Μ. Hughes και C. Kroehler που κυκλοφόρησε πρόσφατα (2007) και σε ελληνική μετάφραση, το έγκλημα (σελ.309) ορίζεται ως, “….μια μορφή περέκκλισης που απαγορεύεται από το νόμο.” Ακόμη οι Κοινωνιολόγοι βλέπουν το έγκλημα και σαν Κοινωνικό Πρόβλημα. Στην περίπτωση αυτή η έννοια που του δίνουν έχει να κάνει με το τι θεωρούν ότι είναι Κοινωνικό Πρόβλημα. Ενδεικτικά και πάλι θα αναφέρουμε τον Αμερικανό Κοινωνιολόγο Ε. Sullivan (2000 : 294 – 331) ο οποίος υποστηρίζει πως το έγκλημα αποτελεί Κ.Π. γιατί είναι μια κοινωνική κατάσταση που απειλεί μεγάλες κοινωνικές ομάδες – τα ενδεχόμενα θύματά του - των οποίων η κοινωνική επιρροή στηρίζεται στην ευρεία προβολή που τους γίνεται και στο συνεπακόλουθο ενδιαφέρον των διαμορφωτών της κοινωνικής πολιτικής γι’ αυτά. Το έγκλημα προσβάλλει βασικές αξίες των θυμάτων του – π.χ. ζωή, τιμή, ιδιοκτησία κλπ. - ενώ οφείλεται σε ανθρώπινη δραστηριότητα και μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο με την άσκηση αντεγκληματικής πολιτικής που συνεπάγεται συλλογική (διωκτικών αρχών, πολιτών) δράση. Γ.- Στη Νομική επιστήμη. Στην περίπτωση αυτή ο ορισμός του εγκλήματος στηρίζεται στον προσδιορισμό που κάνει σε αυτό ο εκάστοτε ισχύον Ποινικός Νόμος μιας χώρας. Έτσι π.χ η νομική έννοια του εγκλήματος όπως αυτή προσδιορίζεται στο ά. 14 & 1 του Ελληνικού Ποινικού Κώδικα είναι πως, «Έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο.»
12 1
Δ.- Στην επιστήμη της Εγκληματολογίας. Σύμφωνα με τον Sutherland, (1934 :11) «Η Εγκληματολογία περιλαμβάνει το σύνολο των γνώσεων που αφορούν στο κοινωνικό πρόβλημα του εγκλήματος» αλλά και κατά τον Αλεξιάδη (2004 : 9) η Εγκληματολογία έχει «…..ως αντικείμενο έρευνας και μελέτης το έγκλημα ως ατομικό βιοκοινωνικό γεγονός και ως κοινωνικό φαινόμενο…..». Επομένως θα λέγαμε ότι η επιστήμη της Εγκληματολογίας είναι εκείνη που κατά κύριο λόγο “νομιμοποιείται” να προσδιορίσει και
την έννοια του βασικού της
αντικειμένου δηλ. του εγκλήματος.. Σύμφωνα δε με το Sage Dictionary of Criminology (2006:78) η από εγκληματολογική σκοπιά απάντηση στο ερώτημα του “τι είναι έγκλημα;” εξαρτάται από το σε ποιο από τα πολλά χαρακτηριστικά του εγκλήματος δίνει κανείς έμφαση αλλά και από τη σχετική θεωρητική κατεύθυνση που αυτός ακολουθεί. Αποδεχόμενοι την παραπάνω θέση σταχυολογούμε μερικούς από τους ορισμούς του εγκλήματος που έχουν κατά καιρούς διτυπωθεί τόσο από ξένους όσο και από Έλληνες εγκληματολόγους. Έτσι, ο Sutherland (1934 : 18) είναι από τους πρώτους που έδωσε ένα σύντομο, και συνάμα ρεαλιστικό με τα σημερινά δεδομένα ορισμό του εγκλήματος, υιοθετώντας βασικά τη θέση της νομικής επιστήμης. Διετύπωσε λοιπόν την άποψη ότι, “Το έγκλημα είναι μια παράβαση του νόμου.” Ο Sykes (1956 :20) αντίθετα υποστήριξε ότι : “Το έγκλημα δεν είναι η απλή παράβαση των νομικών κανόνων που είναι διαφορετικοί τοπικά και χρονικά. Αντίθετα το έγκλημα θα πρέπει να προσδιορισθεί ως κάθε είδος συμπεριφοράς που είναι αντίθετη στην ευημερία μιας κοινωνίας.....”.
O Siegel (2003:18) επιχειρώντας να κάνει συγκερασμό διαφόρων κοινωνιολογικών απόψεων αναφέρει ότι :
13 1 “Το έγκλημα είναι μια παράβαση κοινωνικών κανόνων συμπεριφοράς όπως αυτοί ερμηνεύονται και διατυπώνονται από έναν ποινικό κώδικα, ο οποίος αποτελεί δημιούργημα ατόμων τα οποία κατέχουν την κοινωνική και πολιτική εξουσία. Τα άτομα δε που παραβαίνουν τους κανόνες αυτούς τιμωρούνται από την κρατική εξουσία, στιγματίζονται κοινωνικά και χάνουν και την κοινωνική τους θέση.”
Ο συγγραφέας στη συνέχεια δικαιολογώντας την παραπάνω άποψή του παρατηρεί ότι, «…ο ορισμός αυτός συνδυάζει τις απόψεις της θεωρίας της συναίνεσης που δέχεται ότι τα εγκλήματα προσδιορίζονται από το νόμο, με εκείνες της θεωρίας της σύγκρουσης η οποία δίνει έμφαση στην πολιτική εξουσία και τον (κοινωνικό) έλεγχο καθώς και με εκείνες της θεωρίας της κοινωνικής διαντίδρασης που αφορά στον κοινωνικό χαρακτηρισμό/στίγμα. Με βάση τον παραπάνω ορισμό το έγκλημα αποτελεί (ταυτόχρονα) ένα πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό χαρακτηριστικό της σύγχρονης ζωής.»
Ο Schmalleger (2004 : 16) εξειδικεύοντας περαιτέρω το θέμα της ανάμειξης της κρατικής εξουσίας στον προσδιορισμό του εγκλήματος υποστηρίζει ότι το έγκλημα αποτελεί, “….Μια ανθρώπινη συμπεριφορά η οποία συνιστά παράβαση των ποινικών νόμων μιας πολιτείας, της ομοσπονδιακής κυβέρνησης ή μιας τοπικής εξουσίας η οποία έχει τη δυνατότητα να ψηφίζει τέτοιους νόμους.”
Ο Felson (2006 : 35- 36) εκ των θεμελιωτών της θεωρίας της “καθημερινής δραστηριότητας” (routine activity theory), κινούμενος στα ίδια περίπου με τον προηγούμενο πλαίσια, επιχειρώντας να δώσει έναν περιεκτικό (comprehensive) – όπως αναφέρει - ορισμό του εγκλήματος διατυπώνει την άποψη ότι έγκλημα είναι, “….. κάθε συγκεκριμένη συμπεριφορά η οποία από σημαντικό αριθμό κυβερνήσεων απαγορεύεται ειδικά και τιμωρείται επίσημα .”
Από τους Έλληνες συγγραφείς, προσδιορισμό της έννοιας του εγκλήματος έχουμε αρχικά από τον Γαρδίκα (1966). Η άποψή του, που στηριζόταν σε ανάλογη άποψη του Garofalo, ήταν ότι το το «πραγματικό» όπως το ονόμασε, έγκλημα ήταν,
14 1
“…… εν ορισμένη τινί κοινωνία ανθρώπων η βλαβερά πράξις, ήτις τιτρώσκει το εν τη κοινωνία ταύτη υπάρχον (απαραίτητον δια την υπόστασιν και διατήρησήν της) κοινόν ηθικόν συναίσθημα φιλαλληλίας.»
Νομικό ορισμό του πραγματικού εγκλήματος – κατά τον Αλεξιάδη (ό.π. σελ. 39) – έδωσε και ο Καρανίκας (1966) ο οποίος το όρισε ως, “….πάσα προσβολή ή διακινδύνευση των εννόμων αγαθών.” Προχωρώντας περισσότερο και διευκρινίζοντας σαφέστερα τη συγκεκριμένη έννοια ο Αλεξιάδης (όπ.παρ. σελ. 42 -3) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, “…..μπορούμε να ορίσουμε ως «πραγματικό έγκλημα»
κάθε εκδήλωση
ανθρώπινης δράσης, η οποία είναι επικίνδυνα αντικοινωνική.”
Λαμβάνοντας υπόψη την ορθότητα του συνόλου των παραπάνω ορισμών της έννοιας του εγκλήματος, δεδομένου ότι αποτελούν την επιστημονικά λογική απόρροια της οπτικής γωνίας από την οποία το προσεγγίζουν οι παραπάνω συγγραφείς και επιχειρώντας να κάνουμε έναν κατά το δυνατόν εφικτό συγκερασμό τους θεωρούμε ότι θα μπορούσαμε να δεχθούμε ότι το έγκλημα αποτελεί : «Ανθρώπινη
συμπεριφορά
η
οποία
έχει
χαρακτηρισθεί
ως
παρεκκλίνουσα σε συγκεκριμένη κοινωνία και για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και η οποία παράλληλα απαγορεύεται και τιμωρείται από τον ποινικό νόμο που ισχύει στην κοινωνία αυτή για την παραπάνω χρονική περίοδο.» Η τοποθέτησή μας αυτή αποτελεί συνέπεια των εξής παρατηρήσεών μας : 1.- Παρεκκλίνουσα συμπεριφορά είναι εκείνη η οποία δεν ακολουθεί τους κανόνες που αποδέχεται ένα σημαντικό μέρος των ατόμων μιας κοινωνίας και γι΄ αυτό χαρακτηρίζεται από αυτά ως τέτοια. Η έννοια δε της κοινωνίας αφορά «….μια ομάδα ανθρώπων οι οποίοι ζουν στην ίδια
15 1
περιοχή και μοιράζονται κοινό πολιτισμό.» (Hughes – Kroehler, 2007 : 152). Παρεκκλίνουσα είναι π.χ. η συμπεριφορά του δολοφόνου, του βιαστή, του ληστή, αλλά και του μοιχού ή του «σπασίκλα» φοιτητή (Thio, 2008). 2. – Η εγκληματική συμπεριφορά αποτελεί ένα είδος παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς. Η συμπεριφορά π.χ. του δολοφόνου, του βιαστή και του ληστή υπάγεται στην κατηγορία αυτή, κάτι που δε συμβαίνει πάντα με τη συμπεριφορά του μοιχού και ποτέ μέχρι σήμερα, με εκείνη του «σπασίκλα» φοιτητή. 3.- Το χαρακτηρισμό ενός είδους παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς ως εγκληματικής κάνει ο ισχύον σε μια κοινωνία ποινικός νόμος. Το τι θεωρείται φόνος, βιασμός ή ληστεία περιγράφεται αναλυτικά από τον ποινικό νόμο, πράγμα που γίνεται και στην ποινικοποίηση της μοιχείας και θα γινόταν στην έστω και απίθανη – με τα σημερινά δεδομένα – ποινικοποίηση της συμπεριφοράς του «σπασίκλα» φοιτητή. 4.- Οι συγκεκριμένοι όμως χαρακτηρισμοί είναι σχετικοί δεν έχουν δηλ. δια-τοπική και δια-χρονική ισχύ, δεδομένης της πολυπλοκότητας των
αντιλήψεων των διαφόρων κοινωνιών για την έννοια της
παρέκκλισης αλλά και, των ποινικών νόμων που τις διέπουν. Με τον τρόπο αυτό στην Α κοινωνία για τη Β χρονική περίοδο μπορεί να επιτρέπονται ή να απαγορεύονται κοινωνικά ή/και νομικά οι φόνοι που γίνονται για λόγους τιμής, ο βιασμός στο γάμο να θεωρείται ή όχι ποινικό αδίκημα, οι ληστές να θεωρούνται «λαϊκοί ήρωες» ή εγκληματίες, η μοιχεία να θεωρείται ποινικά κολάσιμη πράξη ή μόνο λόγος διαζυγίου, ο δε «σπασίκλας» φοιτητής αδιάφορος κοινωνικά και νομικά ή ψυχοπαθητική προσωπικότητα που προοιωνίζεται τη μελλοντική συμμετοχή του ακόμα και σε ποινικά αξιόποινες πράξεις.
16 1
Με βάση τα παραπάνω διατυπώνουμε λοιπόν την άποψη, πως το ερώτημα «τι είναι έγκλημα» θα πρέπει να συγκεκρινοποιηθεί περαιτέρω τοπικά και χρονικά και να διαμορφωθεί ως εξής: - Τι είναι έγκλημα στην κοινωνία Α για το χρονικό διάστημα β – γ; ή να γίνει, - Η Α ανθρώπινη συμπεριφορά αποτελεί έγκλημα για την κοινωνία Β κατά το χρονικό διάστημα δ – ε; Eπομένως για να απαντήσουμε στο ερώτημα, για το εάν μια ανθρώπινη συμπεριφορά αποτελεί έγκλημα θα πρέπει να γνωρίζουμε: α.- Σε ποια συγκεκριμένη κοινωνία εκδηλώθηκε, β.- Σε ποιο χρονικό διάστημα αναφερόμαστε, γ.- Αν η συμπεριφορά αυτή θεωρείται τότε, από τη συγκεκριμένη κοινωνία ως παρεκκλίνουσα και δ.- Αν το είδος αυτό της παρέκκλισης απαγορεύεται και τιμωρείται από τον ισχύοντα στη συγκεκριμένη κοινωνία, τη χρονική περίοδο που μας ενδιαφέρει, ποινικό νόμο. Ερωτήσεις 1.- Σχολιάστε καθένα από τους αναφερόμενους ορισμούς της έννοιας του εγκλήματος. 2.- Αναφέρατε είδη ανθρώπινης συμπεριφοράς που τα θεωρείτε «εγκλήματα» άσχετα με το αν την ίδια άποψη με εσάς έχει γι αυτά, ο νόμος της χώρας σας ή το κοινωνικό σύνολο στο οποίο ανήκετε. 3.- Γνωρίζετε κάποια ανθρώπινη συμπεριφορά που σε όλες τις γνωστές μέχρι σήμερα κοινωνίες και κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες να θεωρήθηκε ως «έγκλημα»; 4.- Η διεπιστημονική προσέγγιση και ο συνεπακόλουθος διαφορετικός – κατά κάποιο τρόπο - εννοιολογικός προσδιορισμός του εγκλήματος εξυπηρετεί κάποιο σκοπό;
17 1
2.- Τυπολογία. Όπως είδαμε παραπάνω ο όρος «έγκλημα» είναι ιδιαίτερα ευρύς και περιλαμβάνει στους κόλπους του κάθε είδος τοπικά και χρονικά ποινικοποιημένης παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς, η οποία έχει στην αφετηρία της μια απλή εξύβριση και μπορεί να καταλήγει στη διακίνηση ναρκωτικών που γίνεται σε διεθνές επίπεδο. Ανάλογη διαφοροποίηση παρατηρούμε τόσο στους δράστες όσο και στα θύματα των διαφόρων εγκληματικών πράξεων. Σε κάθε περίπτωση μπορούν να διαπιστωθούν ιδιορρυθμίες που οφείλονται στις πράξεις και τα πρόσωπα που εμπλέκονται σ’ αυτές έτσι ώστε ο συλλήβδην προσδιορισμός τους με όρους γενικούς όπως «έγκλημα» και «εγκληματίας» να μην μας βοηθούν να τους αποδώσουμε την κοινωνική απαξία που τους αξίζει. Αναγκαία επομένως καθίσταται η διάκρισή τους σε διάφορες κατηγορίες με κριτήριο όχι μόνο την αντίθεσή τους με το νόμο αλλά και άλλα κοινά, κατά κατηγορία, χαρακτηριστικά (Mieth T., McCorkle R., Listwan S., 2006 : 1 – 7). Οι τυπολογίες των εγκλημάτων αποτελούν συστήματα κατάταξής τους σε διάφορες κατηγορίες. Κάθε κατηγορία περιλαμβάνει μια ομάδα εγκλημάτων τα οποία έχουν κάποια κοινά χαρακτηριστικά. Έτσι γίνεται λόγος για εγκλήματα βίας, που έχουν σαν χαρακτηριστικό τους τη χρήση βίας από το δράστη, για εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, τα οποία έχουν σαν κοινό χαρακτηριστικό τους την αφαίρεση από το θύμα πραγμάτων που του ανήκαν (κλοπή, ληστεία) κλπ.
18 1
Οι τυπολογίες αυτές άλλοτε είναι απλές και άλλοτε είναι περίπλοκες. Σε όλες τις περιπτώσεις η χρησιμότητά τους εντοπίζεται στο ότι με τον τρόπο αυτό μπορούν να μελετηθούν καλύτερα τα διαφορετικά χαρακτηριστικά
καθενός
εγκλήματος
αλλά
και
εκείνα
των
πρωταγωνιστών του, δράστη και θύματος. Σύμφωνα δε με τον Schmalleger (2004 : 291), “Μια τυπολογία εγκλημάτων τα κατηγοριοποιεί λαμβάνοντας υπόψη μια συγκεκριμένη διάστασή τους, στις οποίες περιλαμβάνεται ο νομικός προσδιορισμός τους, το κίνητρο του δράστη, η συμπεριφορά του θύματος, οι περιστάσεις εκδήλωσης τους, και τα χαρακτηριστικά του δράστη τους.”
Αρχικά θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως η κατάταξη των εγκλημάτων σε διάφορες κατηγορίες που κάνει ο νόμος μπορεί να στηρίζεται στη ποινή που απειλείται γι’ αυτά και η οποία υποδηλώνει και τη βαρύτητά τους για τον ποινικό νομοθέτη ή να λαμβάνει σαν κριτήριό της το έννομο αγαθό εναντίον του οποίου στρέφονται.. Μια πρώτη διάκριση των εγκλημάτων με βάση τη βαρύτητά τους και την εξαιτίας της επιβαλλόμενη γι’ αυτά ποινή, κάνει το ά. 18 του Ποινικού μας Κώδικα. Έτσι σύμφωνα με αυτό: «Κάθε πράξη που τιμωρείται με την ποινή του θανάτου ή της κάθειρξης είναι κακούργημα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με φυλάκιση ή με χρηματική ποινή ή με περιορισμό σε σωφρονιστικό κατάστημα είναι πλημμέλημα. Κάθε πράξη που τιμωρείται με κράτηση ή πρόστιμο είναι πταίσμα.»
Με κριτήριο δε το απειλούμενο έννομο αγαθό στον Ελληνικό Ποινικό Κώδικα
(Ειδικό Μέρος, ά. 134 – 459), έχουμε διάφορες
κατηγορίες εγκλημάτων όπως, - εγκλήματα
κατά της ελεύθερης άσκησης των πολιτικών
δικαιωμάτων (ά. 157 – 166), - εγκλήματα σχετικά με το νόμισμα (ά. 207 – 215Α), - κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα (ά. 254 – 289), - εγκλήματα κατά της ζωής (ά. 299 – 307),
19 1
- εγκλήματα κατά της προσωπικής ελευθερίας (ά. 322 – 335), - εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής (ά. 336 – 353), - εγκλήματα κατά της τιμής (ά. 361 – 369), - εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας (ά. 372 – 384α) κλπ. Στη συνέχεια θα πρέπει να σημειώσουμε πως η από εγκληματολογική άποψη, διάκριση σε κατηγορίες των διαφόρων εγκλημάτων, μπορεί να λαμβάνει υπόψη τόσο το νομικό προσδιορισμό τους – που τη διευκολύνει και στη συγκέντρωση σχετικών στατιστικών στοιχείων – ή και να γίνεται με εγκληματολογικά σημαντικά κριτήρια. Σε αυτά τα τελευταία συμπεριλαμβάνεται μεταξύ άλλων ο τρόπος τέλεσής τους (εγκλήματα βίας ή εξαπάτησης, με όπλα ή χωρίς), η συχνότητα τέλεσής τους (περιστασιακά ή κατά συρροήν), ο χρόνος και ο τόπος τέλεσής τους (εποχικά εγκλήματα, εγκλήματα των πόλεων και της υπαίθρου), ο δράστης τους (εγκλήματα ατόμων ή επιχειρήσεων), το θύμα (εγκλήματα με ή χωρίς θύμα) κλπ. Βεβαίως έχουμε και ανάλογες τυπολογίες δραστών όπως π.χ. περιστασιακοί – επαγγελματίες, ανήλικοι, υπερήλικοι, ψυχικά ασθενείς, υπότροποι, τοξικομανείς, αλκοολικοί, αλλοδαποί, πολιτικοί (Αλεξιάδης, 2004 : 214) και θυμάτων όπως π.χ. εντελώς αθώων, εχόντων μικρό βαθμό συμμετοχής στη θυματοποίησή τους, εξίσου υπευθύνων με τους δράστες, περισσότερο υπευθύνων από τους δράστες, αποκλειστικά υπευθύνων για τη θυματοποίησή τους, κατά φαντασίαν (Mendelsohn, 1956). Λαμβάνοντας υπόψη τις διάφορες τυπολογίες των εγκλημάτων άλλων συγγραφέων (Siegel 2003 : 316 – 413, Schmalleger 2004 : 289 – 462, Miethe et al., 2006 : 21 – 142, Hughhes – Kroehler 2007: 310 - 322), πιστεύουμε ότι θα μπορούσαμε να προχωρήσουμε στην κατάταξη των διαφόρων εγκλημάτων στις ακόλουθες κατηγορίες:
20 2
α) κοινά ή παραδοσιακά (traditional crimes), β) κατά της ηθικής τάξης ή χωρίς θύματα (against the moral order or victimless crimes), γ) οικονομικά ή του “λευκού κολάρου” (white-collar crimes), δ) των εγκληματικών οργανώσεων (Ε.Ο.) (organized crime) ε) τρομοκρατίας (terrorism), στ) ψηφιακά ή του κυβερνοχώρου (digital or cybercrimes) ζ) μίσους (hate crimes) και η) κρατικά ή κυβερνητικά (state crimes). Στην πρώτη από τις παραπάνω κατηγορίες των κοινών ή παραδοσιακών εγκλημάτων (traditional crimes)
περιλαμβάνονται
αξιόποινες πράξεις, οι οποίες, ξεκινούν από απλές πταισματικές παραβάσεις – π.χ. η διατάραξη ησυχίας (ά. 417 Π.Κ.), η άρνηση αποδοχής νομισμάτων (ά. 452 Π.Κ.) και καταλήγουν σε σοβαρές κακουργηματικές πράξεις – π.χ. η ανθρωποκτονία με πρόθεση (ά. 299 Π.Κ.), ο βιασμός (ά. 336 Π.Κ.), η ληστεία (ά. 380 Π.Κ.), η κλοπή (ά. 372 Π.Κ.) κλπ.-. Τα εγκλήματα αυτά περιλαμβάνονται κατά κανόνα, στον εκάστοτε ισχύοντα βασικό ποινικό νόμο των διαφόρων κρατών και στους ειδικούς ποινικούς νόμους που συνήθως τον συνοδεύουν. Θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως τα σοβαρότερα από αυτά δηλ. οι κακουργηματικές πράξεις, - ιδίως δε αυτές που τελούνται με τη χρήση βίας - αποτελούν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος της πολιτείας, αλλά και των ΜΜΕ. Αυτό οφείλεται και στο γεγονός ότι πρόκειται για εγκλήματα που απειλούν υψίστης σημασίας έννομα αγαθά του ατόμου όπως η ζωή, η τιμή και η περιουσία του. Παράλληλα, αυτά συγκροτούν τον πυρήνα της κατά τον κοινό νου έννοιας της εγκληματικότητας. .
Στη επόμενη κατηγορία ανήκουν τα λεγόμενα εγκλήματα κατά της
ηθικής τάξης (crimes against the moral order) ή εγκλήματα χωρίς θύματα (victimless crimes). Σύμφωνα με τον Edwin M. Schur (Schur,
21 2
1965), τέτοια εγκλήματα έχουμε στις περιπτώσεις εκείνες που ένα παράνομο αγαθό (ναρκωτικές ουσίες) ή μια παράνομη υπηρεσία (πορνεία/σεξ μεταξύ συναινούντων ενηλίκων, διακίνηση πορνογραφικού υλικού, απαγορευμένα τυχερά παιχνίδια) αποτελούν αντικείμενο συναλλαγών χωρίς όμως φανερά να προξενείται βλάβη σε κάποιο τρίτο πρόσωπο, αλλά ενδεχόμενα μόνο στον ίδιο το «δράστη». Τέτοιοι «δράστες/θύματα» στις περιπτώσεις αυτές μπορεί να είναι οι χρήστες ναρκωτικών,
τα
εκδιδόμενα πρόσωπα και οι πελάτες τους, οι
συμμετέχοντες σε παράνομα τυχερά παιχνίδια κλπ. Η αιτιολογική βάση της καθιέρωσης των πράξεων αυτών ως αξιοποίνων έγκειται στο ότι κάθε έννομη τάξη έχει το δικαίωμα να προφυλάξει τα ήθη των υποκειμένων σε αυτήν ατόμων προάγοντας με αυτόν τον τρόπο την κοινωνική συνοχή και συναίνεση. Γιατί όμως να μην έχει κάθε άτομο την ελευθερία να κάνει κάτι που βλάπτει μόνο το ίδιο; Η απάντηση είναι ότι οι επιπτώσεις της συμπεριφοράς του αυτής δεν αφορούν μόνο στο ίδιο αλλά και το άμεσο – τουλάχιστον – κοινωνικό
του
περιβάλλον
(βλ.
π.χ.
οικογένεια
του
χρήστη
απαγορευμένων ουσιών, του εκδιδόμενου ατόμου, του χαρτοπαίχτη κλπ). Από την άλλη πλευρά όμως δε θα πρέπει να παραβλεφθεί και το ότι η ενασχόληση του συστήματος της Ποινικής Δικαιοσύνης με τους συγκεκριμένους “εγκληματίες” του στερεί – τουλάχιστον χρονικά -τη δυνατότητα να ασχοληθεί περισσότερο με άλλα πιο σοβαρά για το κοινωνικό σύνολο εγκλήματα. Η νομιμοποίηση ακόμη κάποιων από τις παραπάνω ιδιωτικού ενδιαφέροντος πράξεις, θα μπορούσε να αποφέρει φορολογικά έσοδα στο κράτος. Η παραμονή τους εξάλλου, στην παρανομία βοηθάει ενδεχόμενα και την ανάπτυξη των σχετικών δραστηριοτήτων του Οργανωμένου Εγκλήματος προσπορίζοντας στους ασχολούμενους με αυτό τεράστια – και αφορολόγητα, συνάμα – κέρδη.
22 2
Στην τρίτη από τις παραπάνω κατηγορίες υπάγονται τα οικονομικά ή εγκλήματα του λευκού κολλάρου (white-collar crimes) (Κουράκης κ.ά., Ι,ΙΙ,ΙΙΙ, 2007, Siegel 2003 : 388 – 405, Benson M., Simpson S., 2009). Η συζήτηση γι’ αυτά ξεκίνησε στις ΗΠΑ από τον Edwin Sutherland το 1940 (Amer.Soc.Rev.,5: 1-12) Ο Sutherland, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον του στον δράστη και όχι στην πράξη – «προσωποπαγής» αντίληψη σε αντίθεση με τη στη συνέχεια επικρατήσασα «πραγματοπαγή» - διετύπωσε την άποψη πως άτομα που ανήκαν στις υψηλές κοινωνικοοικονομικές τάξεις, μέσα στο πλαίσιο των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων, παρέβαιναν κανόνες του ποινικού νόμου. Τα άτομα αυτά ο Sutherland τα ονόμασε εγκληματίες του λευκού κολάρου (white-collar criminals). Στον αντίποδα ήσαν οι παραβάτες του νόμου που προέρχονταν από τις κατώτερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις, οι εγκληματίες με το μπλε κολάρο (blue-collar criminals), όπως τους αποκάλεσε, στηριζόμενος στο ότι συνήθως φορούσαν, λόγω της εργασίας τους, μπλε φόρμα ενώ οι προηγούμενοι για τον ίδιο λόγο φορούσαν λευκό πουκάμισο. Η άποψη αυτή του Sutherland συνέδεσε την οικονομική εγκληματικότητα με το επάγγελμα του δράστη, δεδομένου ότι σε αυτήν ανήκαν τα εγκλήματα που έκανε κάποιος εξαιτίας της επαγγελματικής του απασχόλησης, ενώ δεν είχαν καμία σχέση με αυτήν οι ιδιωτικές παράνομες δραστηριότητές του. Ο Sutherland βέβαια, ως δράστες οικονομικών εγκλημάτων θεώρησε κατά κύριο λόγο, τους επιχειρηματίες και γενικά τα άτομα που κατείχαν υψηλή κοινωνικοοικονομική θέση. Άλλοι επιστήμονες όμως, όπως οι Clinard και Quinney, δέχθηκαν ότι σε αυτούς ανήκαν όλοι οι επαγγελματίες εφόσον παρέβαιναν το νόμο μέσα στο πλαίσιο των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων. Με τον τρόπο αυτό έγινε πλέον λόγος για επαγγελματικά εγκλήματα (occupational crimes).
23 2
Η δεύτερη όμως τάση μελέτης των οικονομικών εγκλημάτων διαπνεόμενη από την «πραγματοπαγή» αντίληψη για τη θεώρησή τους, επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην πράξη αυτή καθ’ εαυτήν και όχι πια, στον δράστη. Έτσι προσδιορίζεται πλέον μια σειρά αξιόποινων πράξεων – χωρίς να έχει σημασία ποιος τις κάνει - που συνιστούν τα λεγόμενα οικονομικά εγκλήματα ή τα εγκλήματα που ανήκουν στην οικονομική παραβατικότητα (Τσουραμάνης, 1996). Ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η φοροδιαφυγή, οι παραβάσεις των νόμων του ανταγωνισμού, οι αθέμιτες προμήθειες και καταχρήσεις χορηγήσεων κρατικών ή διεθνών οργανισμών, οι εταιρείες φαντάσματα,
οι
πλαστογραφήσεις,
οι
δωροδοκίες
κρατικών
αξιωματούχων, η εξαπάτηση των καταναλωτών, τα περιβαλλοντικά εγκλήματα
(Τσουραμάνης,
2008),
η
απατηλή
διαφήμιση,
οι
χρηματιστηριακές και οι τραπεζικές απάτες, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, (Αλεξιάδης, 2004 : 241 – 246, Δημήτραινας, 2002 ) κλπ. Προχωρώντας, επισημαίνουμε πως σημαντική θέση ανάμεσα στους δράστες των οικονομικών εγκλημάτων στη σημερινή εποχή κατέχουν οι επιχειρήσεις,
οπότε
αναφερόμαστε
πλέον
στα
εγκλήματα
των
επιχειρήσεων (corporate crimes),(Glasbeek, 2003). Οι επιχειρήσεις με την συνεχώς αυξανόμενη συμμετοχή τους στα οικονομικά πεπραγμένα όχι μόνο μιας χώρας αλλά και πολλών (πολυεθνικές), επιδιώκουν την αύξηση των κερδών τους, την οποία σε αρκετές περιπτώσεις επιτυγχάνουν παραβαίνοντας τη σχετική νομοθεσία (Jamieson, 1994). Η σχετική εγκληματική δραστηριότητα υποβοηθείται σημαντικά από την οικονομική διαφθορά - δωροδοκία των μελών πολλών κυβερνήσεων. Τα εγκλήματα των επιχειρήσεων συνήθως, διαπράττονται από τα διευθυντικά τους στελέχη για όφελος των εταιρειών τους αλλά και για προσωπικό τους όφελος. Μπορούμε δε να τα διακρίνουμε σε τέσσερις κατηγορίες : εγκλήματα σε βάρος των υπαλλήλων τους, σε βάρος των
24 2
πελατών τους, σε βάρος της κυβέρνησης και σε βάρος του περιβάλλοντος. (Thio, 2008 : 489 - 99). Ειδική κατηγορία των οικονομικών εγκλημάτων αποτελούν τα περιβαλλοντικά ή «πράσινα» εγκλήματα (environmental crimes) (Thio, 2008 : 497 – 8, Ζαραφωνίτου, 1996). Η σημασία τους στο σημερινό οικολογικά συνεχώς υποβαθμιζόμενο περιβάλλον του πλανήτη μας είναι προφανής. Για την ακριβή έννοιά τους έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Έτσι, μεταξύ άλλων, οι McLaughlin και Muncie (2006:46) θεωρούν ως περιβαλλοντικό έγκλημα την : “Παράνομη ή επιβλαβή συμπεριφορά η οποία απειλεί, βλάπτει ή καταστρέφει το φυσικό περιβάλλον.”.
Σχετικά με τις διάφορες κατηγορίες των “πράσινων” εγκλημάτων θα πρέπει να σημειώσουμε πωςσύμφωνα με την άποψη του United Nations Interregional Crime and Justice Institute (UNICRI) η οποία έχει υιοθετηθεί
από
τη
νομοθεσία
των
περισσοτέρων
χωρών
που
ενδιαφέρονται πραγματικά για την προστασία του πλανήτη, αυτά μπορεί να είναι : • Η παράνομη απόρριψη των οικιακών αποβλήτων, • η κυκλοφορία και η απόρριψη τοξικών αποβλήτων και πυρηνικών υλικών, • η απογύμνωσητων δασών, • η μόλυνση του περιβάλλοντος , • η παράνομη εμπορία ουσιών που μειώνουν την ποσότητα του όζοντος στην ατμόσφαιρα και, • το παράνομο εμπόριο και η λαθροθηρία ειδών του ζωϊκού βασιλείου που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν (Soyland, 2000 : 316 – 19)).
25 2
Τα περιβαλλοντικά εγκλήματα διαπράττονται τόσο από μεμονωμένα
άτομα
(ιδιώτες)
όσο
και
από
επιχειρήσεις.
Οι
περιβαλλοντικές παραβάσεις των δευτέρων που ανήκουν στην κατηγορία των εγκλημάτων των επιχειρήσεων (business or corporate crimes) δημιουργούν και τα σοβαρότερα οικολογικά προβλήματα, πράγμα που οφείλεται στον εκτεταμένο κύκλο των εργασιών τους. Στη χώρα μας ο βασικός Ν . 1650/1986 όπωςισχύει σήμερα, προβλέπει τόσο ποινικές όσο και διοικητικές κυρώσεις αλλά, καθιερώνει ταυτόχρονα και την αστική ευθύνη για όποιο φυσικό ή νομικό πρόσωπο προκαλέσει τη ρύπανσηή την υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Η τέταρτη κατηγορία αφορά στα εγκλήματα που διαπράττονται από τις Εγκληματικές Οργανώσεις και τα οποία αποτελούν τον κύκλο του λεγόμενου
“Oργανωμένου
Eγκλήματος”
(Organized
Crime)
(Παπαθεοδώρου 2002 : 110 – 186, Χλούπης 2005: 41 – 85, Schmalleger 2004 : 382 – 398, Thio, 2008 : 544 - 557). Ειδικότερα: Ως εγκληματική οργάνωση θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε μια ομάδα τουλάχιστον τριών ατόμων, που έχει συγκροτηθεί με σκοπό τη διάπραξη εγκλημάτων για κάποιο χρονικό διάστημα, είτε σε εθνικό είτε σε διεθνές (διασυνοριακό/υπερεθνικό) επίπεδο (Χλούπης 2005) και η οποία διαθέτει αυστηρή ή χαλαρή ιεραρχική δομή και συγκεκριμένους κανόνες
λειτουργίας.
(βλ.
διάφορους
ορισμούς
στο
http://www.organized-crime.de/OCDEF1.htm ). Σχετικά με την οργανωτική δομή των εγκληματικών αυτών οργανώσεων (Ε.Ο.) θα πρέπει να πούμε πως με βάση τη διεθνή εμπειρία αυτές διακρίνονται σε δυο κατηγορίες : η πρώτη κατηγορία περιλαμβάνει Ε.Ο. που έχουν οργανωτική δομή αυστηρή και συγκεκριμένη, που προσεγγίζει εκείνη μιας μεγάλης επιχείρησης και οι οποίες επεκτείνουν τη δράση τους κατά κανόνα, σε βάθος χρόνου. Χαρακτηριστικά παραδείγματα Ε.Ο. της κατηγορίας αυτής αποτελούν η Αμερικανική, η
26 2
Σικελική και η Ρωσική Μαφία, η Ιαπωνική Γιακούζα,
οι Κινέζικες
Τριάδες κ.α. Αντίθετα, η οργανωτική δομή των Ε.Ο. της δεύτερης κατηγορίας είναι χαλαρή, ευκαιριακή και αυθόρμητη και αφορά στην τέλεση από τα μέλη της μιας σειράς συγκεκριμένων εγκληματικών πράξεων – όπως π.χ. κλοπών, διαρρήξεων, ληστειών τραπεζών – με περιορισμένη χρονικά και τοπικά δράση. Χαρακτηριστικά παραδείγματα της κατηγορίας αυτής Ε.Ο.
αποτελούν
οι
διάφορες
μικροσυμμορίες
κακοποιών
που
απασχολούν τα καθημερινά αστυνομικά δελτία. Ευνόητο είναι πως η πρώτη από τις κατηγορίες αυτές των εγκληματικών οργανώσεων παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον λόγω της επικινδυνότητάς της που πηγάζει από την οργανωτική της δομή, τη συχνά διεθνή δράση της και τη μεγάλη διάρκειά της και γι’ αυτό θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας σε αυτήν. Κλασική περίπτωση της κατηγορίας αυτής είναι η αμερικανική Μαφία, η μακροβιότερη και πλέον διάσημη παγκοσμίως για τη δράση της της Ε.Ο. Η οργανωτική δομή της μελετήθηκε, μεταξύ άλλων, επιστημονικά και από τον Cressey (1969). Οι παράνομες δραστηριότητες των οργανώσεων αυτών, όπως έχει διαπιστωθεί από πλήθος σχετικών ερευνών αλλά και από τις σχετικές αναφορές των διωκτικών αρχών, αφορούν: Α.- Στην πώληση παράνομων αγαθών και υπηρεσιών, όπως π.χ. το λαθρεμπόριο ναρκωτικών, ποτών, τσιγάρων, κλεμμένων οχημάτων και όπλων, τα παράνομα τυχερά παιχνίδια, τα τοκογλυφικά δάνεια καθώς και την πορνεία, και πλέον και την παιδική πορνογραφία στο Διαδίκτυο. Β.- Την παροχή «προστασίας» σε επιχειρήσεις δηλ. την απόσπαση χρημάτων από νόμιμους επιχειρηματίες για να μην προξενήσουν υλικές ζημιές στις εγκαταστάσεις των επιχειρήσεων τους ή για να μην
27 2
προξενήσουν σωματικές βλάβες στους ίδιους ή σε μέλη της οικογένειάς τους. Γ.- Την παράνομη διακίνηση μεταναστών από τις χώρες του τρίτου κόσμου προς τη δύση, -“human trafficking”- κυρίως γυναικών - με σκοπό την σεξουαλική τους εκμετάλλευση - και παιδιών για την πώληση των ίδιων ή
των οργάνων τους, αλλά και ανδρών με σκοπό την
εκμετάλλευση της εργασίας τους, και Δ.- Τη διεύθυνση νόμιμων επιχειρήσεων με σκοπό το «ξέπλυμα βρώμικου χρήματος» (Αλεξιάδης, 2004 : 215 – 246). Τέτοιες επιχειρήσεις είναι συνήθως καζίνα, νυχτερινά κέντρα, ξενοδοχεία αλλά και
τραπεζικές,
επενδυτικές,
αθλητικές,
οικοδομικές,
μεσιτικές,
ασφαλιστικές κ.ά. επιχειρήσεις. Σημαντικό μερίδιο στη επιτυχημένη πορεία των παράνομων δραστηριοτήτων των Ε.Ο. καταλαμβάνουν οι διασυνδέσεις τους με άτομα της πολιτικής εξουσίας και του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης (αστυνομικούς, δικαστές, εισαγγελείς, δικηγόρους) των χωρών στις οποίες δρουν και οι οποίες αναδεικνύουν τη διαφθορά τους (Αλεξιάδης, 2004 : 235 – 40). Παράλληλα, και το γεγονός της αυξημένης ζήτησης που εξακολουθούν να έχουν στο ευρύ κοινό τα παράνομα προϊόντα και οι υπηρεσίες που προσφέρουν, συμβάλλει ιδιαίτερα στη συνεχή αύξηση των κερδών τους. Ακόμη και η ελεύθερη διακίνηση προσώπων και πραγμάτων στο πλαίσιο των σημερινών διεθνών συναλλαγών, καθώς και οι διευκολύνσεις που προσφέρει η σύγχρονη τεχνολογία
στον τομέα των επικοινωνιών (όπως π.χ. το Διαδίκτυο)
εξυπηρετούν σημαντικά τη δράση τους και δυσχεραίνει στο έπακρο τις προσπάθειες των διωκτικών αρχών για την εξάρθρωσή τους (Winslow R., Zhang S., 2008 : 425 – 480, Maguire M., Morgan R., Reiner R., 2002 : 878 - 913).
28 2
Σχετικά με τις Ε.Ο. στη χώρα μας θα πρέπει να πούμε ότι η βασική σχετική νομοθετική πρόβλεψη αναφέρεται στο τροποποιημένο με το Ν. 2928/2001, ά.187 Π.Κ.
.
Η πέμπτη κατηγορία αφορά στα εγκλήματα της τρομοκρατίας (terrorism), την οποία ο Laqueur (Laqueur, 1977: 133) προσδιορίζει ως: «…τη χρήση βίας από μια ομάδα, για την επίτευξη πολιτικών σκοπών που στρέφεται κυρίως κατά της κυβέρνησης μιας χώρας και λιγότερο συχνά εναντίον κάποιας άλλης ομάδας, κοινωνικής τάξης ή πολιτικού κόμματος…».
Οι εγκληματικές πράξεις που τελούνται, όπως υποστηρίζει ο Leiser, (Leiser, 1997: 118), «…έχουν σκοπό να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα απελπισίας ή φόβου στο κοινό καθώς και να κλονίσουν την πίστη των πολιτών στο σύστημα διακυβέρνησής τους και να τους κάνουν να πιστεύσουν πως βρίσκεται σε κίνδυνο ακόμη και η προσωπική τους ασφάλεια…».
Οι εγκληματικές αυτές πράξεις είναι συνήθως ανθρωποκτονίες, σωματικές βλάβες και απαγωγές πολιτικών, δικαστών και επιχειρηματιών καθώς και ληστείες Τραπεζών, αεροπειρατείες, εμπρησμοί και εκρήξεις βομβών, όπως π.χ. η δράση των «Ερυθρών Ταξιαρχιών» στην Ιταλία στη δεκαετία του ΄70, της «Αλ Κάϊντα» σε διεθνή κλίμακα, της «17 Νοέμβρη»
και
του
«ΕΛΑ»
παλαιότερα
και
τελευταία
του
«Επαναστατικού Αγώνα» και της «Σέχτας Επαναστατών» στην Ελλάδα κλπ. (Βιδάλη 1997, Μπόση 1999, Κασιμέρης 2002, Γαλάνης Γ. Τριανταφυλλίδου – Γαλάνη Σ. 2003, Ναπολεόνι Λ., 2003, Conklin 2004: 57 -8, Schmalleger 2004 : 319 - 28). Στην επόμενη κατηγορία των εγκλημάτων που αναφέρουμε παραπάνω περιλαμβάνονται
τα
ψηφιακά
εγκλήματα
ή
εγκλήματα
του
κυβερνοχώρου (digital crimes or cybercrimes) (Barret 1997, Denning 2000, Furnel 2004, Tσουραμάνης, 2005, Thio, 2008 : 559 - 589). Ειδικότερα γι’ αυτά θα πρέπει να επισημάνουμε τα ακόλουθα:
29 2
Ως ψηφιακό έγκλημα (digital crime) θα μπορούσε να θεωρηθεί :“Kάθε παράνομη πράξη για τη διάπραξη, αλλά και για την αντιμετώπιση της οποίας θεωρείται απαραίτητη η γνώση της ψηφιακής τεχνολογίας.”
Τα ψηφιακά εγκλήματα διαφέρουν από τα παραδοσιακά εγκλήματα στα εξής χαρακτηριστικά σημεία: • Στηρίζονται στην υψηλή τεχνολογία, • διαπράττονται συνήθως από μακρινή απόσταση, • ο εντοπισμός του ψηφιακού εγκληματία είναι τεχνολογικά περίπλοκος, • αποδίδουν μεγάλα κέρδη με μικρό κίνδυνο ανακάλυψης του δράστη τους, • ο αριθμός των θυμάτων τους συγκρινόμενος με εκείνο των παραδοσιακών εγκλημάτων είναι κατά πολύ μεγαλύτερος • οι οικονομικές απώλειες που προξενούνται στα “ψηφιακά” θύματα είναι πολύ μεγαλύτερες από εκείνες των θυμάτων των παραδοσιακών εγκλημάτων, και • στο μεγαλύτερο μέρος τους δεν καταγράφονται από καμμία επίσημη αρχή, δηλ. ο “σκοτεινός αριθμός” τους είναι ιδιαίτερα σημαντικός. “Τόπος” τέλεσής τους είναι ο αποκαλούμενος κυβερνοχώρος. Γι’ αυτό θα μπορούσαν να ονομασθούν και «εγκλήματα του κυβερνοχώρου». Το σύνολο επομένως, των ψηφιακών εγκλημάτων που τελούνται στον κυβερνοχώρο (cyberspace) συνιστούν την ψηφιακή εγκληματικότητα (digital criminality). Τα ψηφιακά εγκλήματα, θα μπορούσαμε να τα χωρίσουμε σε δύο μεγάλες υποκατηγορίες με κριτήριο τα μέσα τέλεσης και εξιχνίασής τους. Έτσι έχουμε,:
30 3
α.- Τα γνήσια ψηφιακά εγκλήματα τα οποία τελούνται αλλά και εξιχνιάζονται, αποκλειστικά και μόνο με τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας και β.- τα
παραδοσιακά εγκλήματα τα οποία τελούνται αλλά και
εξιχνιάζονται, τόσο με την υποστήριξη της ψηφιακής τεχνολογίας όσο και χωρίς τη βοήθειά της. Με βάση τη διάκριση αυτή στην πρώτη από τις παραπάνω κατηγορίες θεωρούμε ότι μπορεί να υπαχθούν : 1.- H χωρίς νόμιμη εξουσιοδότηση είσοδος σε Η/Υ (hacking), 2.- η κλοπή, η παραποίηση και η καταστροφή αρχείων Η/Υ, 3.- η προσωρινή ή οριστική διακοπή της λειτουργίας συστήματος Η/Υ που αποτελεί συνέπεια της λεγόμενης
“επίθεσης άρνησης παροχής
υπηρεσιών” (Denial of Service Attack – DoS) 4.- η διασπορά κακόβουλων προγραμμάτων (όπως, ιών (virus), σκουληκιών (worms), Δούρειων Ιππων (Trojan Horses – Trojans), dialers κλπ.), και 5.- η πειρατεία λογισμικού, δηλ. προγραμμάτων Η/Υ, που αφορά στην παράνομη αντιγραφή τους και την εν συνεχεία διάθεσή τους στην αγορά – και μέσω του Διαδικτύου - σε πολύ χαμηλότερη τιμή από εκείνη του πρωτοτύπου. Στη δεύτερη κατηγορία των παραδοσιακών εγκλημάτων που τελούνται και με τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας, πιστεύουμε ότι μπορεί να υπαχθούν: 1.- Διάφορα κοινά εγκλήματα. Σαν τέτοια μπορούμε να αναφέρουμε π.χ. την κλοπή ενός Η/Υ ή τμημάτων του – μνήμης, μητρικής κλπ.- ή περιφερειακών του – εκτυπωτών, σκάνερς κλπ.- Στην κατηγορία αυτή ανήκουν επίσης και εγκλήματα που τελούνται με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου (e–mail) ή ιστοσελίδων (websites), όπως απάτες (π.χ. Νιγηριανή απάτη, “ψάρεμa¨/phishing mail), εξυβρίσεις,
31 3
εκβιασμοί,
δυσφημίσεις,
πωλήσεις
απαγορευμένων
προϊόντων
(ναρκωτικών, μη εγκεκριμένων φαρμάκων), παροχή υπηρεσιών call-girls, η κυκλοφορία πορνογραφικού υλικού – που αφορά κυρίως ανηλίκους (παιδική πορνογραφία) – καθώς και η παρενόχληση χρηστών με ανεπιθύμητα διαφημιστικά μηνύματα (spamming). Εδώ υπάγονται επίσης, κατά τη γνώμη μας και οι προσβολές της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι ανταλλαγές πληροφοριών μέσω του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου μεταξύ τρομοκρατικών οργανώσεων αλλά και εγκληματικών οργανώσεων καθώς και το ηλεκτρονικό ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. 2.- Η κατασκοπεία είτε αυτή χαρακτηρίζεται σαν βιομηχανική ή σαν κρατική ή σαν πολιτική, και 3.- οι υποκλοπές τηλεφωνικών συνομιλιών που έχουν σαν συνέπεια την προσβολή του προσωπικού απορρήτου των συνομιλούντων. Στην επόμενη κατηγορία υπάγονται τα εγκλήματα μίσους (hate or bias crimes) τα οποία σχετίζονται με την άσκηση οποιασδήποτε μορφής βίας εναντίον ανθρώπων εξαιτίας της φυλής, της θρησκείας, του χρώματος, της εθνικότητάς τους (=ρατσιστικά εγκλήματα) και του σεξουαλικού τους προσανατολισμού (= ομοφοβικά εγκλήματα), (Conklin 2004: 54 -7, Siegel 2003 : 345 -7). Τέλος, τα κρατικά ή κυβερνητικά εγκλήματα (State crimes) (Green – Ward, 2004) είναι εκείνα στα οποία η κρατική εξουσία παραβαίνει την εσωτερική της νομοθεσία ή τις υποχρεώσεις της που προκύπτουν από διεθνείς συμβάσεις που έχει ήδη επικυρώσει. Στα εγκλήματα αυτά περιλαμβάνονται οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η αστυνομική βαρβαρότητα, τα βασανιστήρια, τα εγκλήματα πολέμου, οι γενοκτονίες, η διαφθορά των κρατικών αξιωματούχων, το κρατικό λαθρεμπόριο όπλων, η κρατική τρομοκρατία κλπ.
32 3
Ερωτήσεις 1.- Σε ποιο/α από τα εγκλήματα των διαφόρων προαναφερθεισών κατηγοριών πιστεύετε ότι θα πρέπει να προβλέπονται από το νόμο, οι αυστηρότερες ποινές; Γιατί; Θα δεχόσαστε την επιβολή της θανατικής ποινής στον δράστη κάποιου από αυτά; Γιατί; 2.- Ποιο/α από τα παραπάνω εγκλήματα προβάλλονται περισσότερο από τα ελληνικά ΜΜΕ; Γιατί; 3.- Υπάρχει κατά τη γνώμη σας οργανωμένο έγκλημα «υψηλού επιπέδου» στη χώρα μας; Αν ναι, ποιες είναι οι μορφές του; Που το αποδίδετε, κατά κύριο λόγο; 4.- Διαπράττονται εγκλήματα μίσους στην Ελλάδα; Αν ναι, ποια είναι κυρίως, τα θύματα; 5.- Πιστεύετε ότι θα πρέπει να θεωρείται αξιόποινη η συμπεριφορά των δραστών/θυμάτων στα εγκλήματα «κατά της ηθικής τάξης»; Γιατί;
33 3
3.- Ερμηνεία. Ένας από τους βασικούς στόχους της επιστήμης που μελετά τη συμπεριφορά που γεννά το έγκλημα (εγκληματική συμπεριφορά) δηλ. της Εγκληματολογίας είναι η ανάπτυξη και η διαμόρφωση θεωριών που αναφέρονται
στην
αιτιολογία
του,
δηλ.
στον
εντοπισμό
των
παραγόντων/αιτίων που το προκαλούν. Σημαντικός αριθμός τέτοιων θεωριών έχουν υποστηριχθεί από την καθιέρωση της Εγκληματολογίας ως επιστήμης μέχρι σήμερα (βλ. σχ. μ.ά. Siegel 2003 : 106 – 315, Moyer 2001, Schmalleger 2004 : 107 – 286, Σπινέλλη 2005 : 176 - 290). Οι συγκεκριμένες θεωρίες μπορεί να διακριθούν σε δύο ευρείες κατηγορίες. Ειδικότερα και σύμφωνα με τον Αλεξιάδη (όπ.παρ. : 46), «Οι θεωρίες και οι απόψεις, οι οποίες αποδίδουν το έγκλημα σε συγκεκριμένα αίτια ή παράγοντες ταξινομούνται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, τις ακόλουθες: α. Μονο - παραγοντικές θεωρίες: (στις οποίες) …..εντάσσονται……όλες οι θεωρίες , οι οποίες αποδίδουν το έγκλημα σε ενιαία ή ομοιογενή αίτια (δηλ. είτε βιολογικά, είτε ψυχολογικά, είτε κοινωνικά κλπ)……. β. Πολύ – παραγοντικές θεωρίες :
…..κατατάσσονται διάφορες συνθετικές
απόψεις…..(που) ….Δέχονται δηλ. ότι σε κάθε περίπτωση διάπραξης εγκλήματος συντρέχουν από κοινού (απλώς με διάφορο βαθμό επίδρασης στοιχεία από τον ανθρώπινο
σωματικό-ψυχολογικό
οργανισμό
και
από
το
κοινωνικό
περιβάλλον….»
Πρώτοι οι εκπρόσωποι της κλασικής σχολής της εγκληματολογίας προσπάθησαν να ερμηνεύσουν την εγκληματική συμπεριφορά. Οι
34 3
σχετικές απόψεις στηρίχθηκαν αρχικά στον Ιταλό Cesare Beccaria, ο οποιος πίστευε πως οι άνθρωποι είναι εγωϊστές και ενδιαφέρονται μόνο για τον εαυτό τους και για το λόγο αυτό θα πρέπει να φοβούνται την τιμωρία που θα τους επιβληθεί αν παραβαίνουν τους νόμους. Για να αποτραπούν λοιπόν, από τη διάπραξη εγκλημάτων θα πρέπει οι ποινές που θα τους επιβάλλονται να έχουν την ανάλογη βαρύτητα. Ο υποψήφιος ανθρωποκτόνος, βιαστής, ληστής κλπ. αν γνωρίζει πως τον περιμένει η θανατική ποινή για την πράξη του, ίσως να μην την επιχειρήσει ποτέ. Επομένως, κατά τον Beccaria οι εγκληματίες επιλέγουν οι ίδιοι την αξιόποινη συμπεριφορά τους και ο έλεγχος του εγκλήματος εναπόκειται στις κρίσεις των δικαστηρίων με τις ποινές που επιβάλλουν στους παραβάτες των νόμων. Αντίστοιχες θέσεις διετύπωσε και ο έτερος μεγάλος διανοητής της κλασικής σχολής, ο Άγγλος φιλόσοφος Jeremy Bentham. O Bentham πίστευε πως οι άνθρωποι επιλέγουν τις πράξεις τους με κριτήριο την ευχαρίστηση που τους προκαλούν και τη δυνατότητα που τους δίνουν για να αποφύγουν ό,τι τους προξενεί πόνο και τους κάνει δυστυχισμένους. Ο νόμος θα πρέπει να επιδιώκει την απόλυτη ευτυχία του κοινωνικού συνόλου. Επειδή δε η τιμωρία είναι από τη φύση της ένα κακό, η ύπαρξή της δικαιολογείται μόνον εάν θα εμποδίσει το μεγαλύτερο κακό από εκείνο που η ίδια συνεπάγεται. Για το λόγο αυτό θα πρέπει : α.- Να στοχεύει στην πρόληψη όλων των εγκλημάτων. β.- Όταν δεν μπορεί να αποτρέψει ένα έγκλημα να είναι ικανή να πείσει τον υποψήφιο δράστη να διαπράξει ένα λιγότερο σοβαρό έγκλημα από εκείνο που είχε αρχικά σχεδιάσει. γ.- Να εξασφαλίσει
ότι ο εγκληματίας δε θα χρησιμοποιήσει
περισσότερη βία από’ όση είναι απαραίτητη για τη διάπραξη του εγκλήματός του, και
35 3
δ.- Η έννομη τάξη να προλάβει το έγκλημα με όσο το δυνατό λιγότερο οικονομικό κόστος. Οι απόψεις αυτές της κλασικής σχολής υπερκεράσθηκαν από τις απόψεις των θετικιστών εγκληματολόγων που επεκράτησαν από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά και οι οποίες απέδωσαν την εγκληματική συμπεριφορά σε εσωτερικούς – βιολογικά, ψυχολογικά χαρακτηριστικά του ατόμου - και σε εξωτερικούς παράγοντες – φτώχεια, εκπαίδευση, οικογενειακό περιβάλλον κλπ. –. Οι παράγοντες αυτοί θεωρήθηκε ότι την προκαλούσαν και έδειχναν είτε ότι ο εγκληματίας προκαθορίσθηκε από τη φύση είτε ότι ήταν προϊόν των συνθηκών του περιβάλλοντός του ή και των δύο. Αρχικά στο πλαίσιο της θετικιστικής σχολής της εγκληματολογίας, οι λεγόμενες οργανικές (βιολογικές) θεωρίες αιτιολόγησαν την εγκληματική συμπεριφορά με βάση κάποια βιολογικά γνωρίσματα των εγκληματιών που κατά τη γνώμη των υποστηρικτών τους, ήσαν διαφορετικά από τα αντίστοιχα των μη εγκληματιών. Αυτά μπορεί να είναι τα χαρακτηριστικά του προσώπου (Cesare Lombroso), η σωματική κατασκευή (E. Kretschmer), η κληρονομικότητα (Lange, Christiansen, Goring), ο αριθμός των χρωμοσωμάτων τους (P. Jacobs, W. Price, P. Whatmore, T. Sarbin, J. Miller, H. Witkin,) (Αλεξιάδης, όπ. παρ.: 47 56). Στο πλαίσιο εξετάσθηκε επίσης η σχέση της εγκληματικής συμπεριφοράς του και με διάφορους άλλους βιολογικούς παράγοντες όπως η τεστοστερόνη, η αδρεναλίνη, η σερετονίνη, η ανεπαρκής ή μη ισορροπημένη διατροφή του, η υπογλυκαιμία, οι διάφορες αλλεργίες και το κάπνισμα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης κλπ. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών δεν κατάφεραν να δείξουν μια αδιαμφισβήτητη σχέση ανάμεσα στους παράγοντες αυτούς και στην
36 3
εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς των ατόμων (Schmalleger, 2004 : 140 – 169). Οι οργανικές/βιολογικές θεωρίες επειδή αφενός μεν έχουν μια μάλλον έντονη ρατσιστική απόχρωση, αφετέρου δε δεν έχουν επιβεβαιωθεί και εργαστηριακά, δεν γίνονται σήμερα ευρέως αποδεκτές. Οι πρόσφατες όμως επιστημονικές ανακαλύψεις στο χώρο της γενετικής – π.χ. η αποκρυπτογράφηση του ανθρώπινου DNA, (μια και έχει υποστηριχθεί ότι πιθανόν το DNA των εγκληματιών να είναι διαφορετικό από εκείνο των φιλόνομων πολιτών) - ίσως αποδείξουν ότι οι μέχρι σήμερα σχετικές εκτιμήσεις που απορρίπτουν τον «εκ γενετής εγκληματία» θα πρέπει να επανεξετασθούν (Rowe, 2002), με γνώμονα σε κάθε περίπτωση την επιστημονική εγκυρότητα, αξιοπιστία και δεοντολογία. Οι ψυχολογικές - ψυχαναλυτικές θεωρίες έδωσαν έμφαση στα ψυχολογικά χαρακτηριστικά των εγκληματιών πιστεύοντας ότι αυτά τους οδηγούν
στην
εκδήλωση
εγκληματικής
συμπεριφοράς.
Έτσι
διατυπώθηκαν απόψεις σύμφωνα με τις οποίες οι εγκληματίες ήσαν άτομα μειωμένης διανοητικής ικανότητας (Dugdale) ή νευρωτικά (Freud) ή κυριαρχούμενα από συναισθήματα μειονεκτικότητας (Adler, Δ. Μωραϊτης). Η μη επιβεβαίωσή τους από σχετικές επιστημονικές έρευνες έχει καταστήσει επιφυλακτική την επιστημονική κοινότητα όσον αφορά στην αποδοχή τους (Glick, 1995: 106, Αλεξιάδης, όπ.παρ. 56 - 61). Οι κοινωνιολογικές θεωρίες θεώρησαν τον εγκληματία σαν ένα προϊόν του κοινωνικού περιβάλλοντος, υποστηρίζοντας ότι η επίδραση που δεχόταν από αυτό συντελούσε αποφασιστικά στην εκδήλωση της αντικοινωνικής
συμπεριφοράς
του.
Έτσι
π.χ.
τον
είδαν
αποστασιοποιημένο από τους κοινωνικούς του δεσμούς (οικογένεια, θρησκεία, εκπαίδευση - Hirshi), να μαθαίνει την «τέχνη» του εγκλήματος μέσα από τη συναναστροφή με διάφορες προσωπικές ομάδες (Ε. Sutherland), να ζει σε οικολογικά υποβαθμισμένες
περιοχές των
37 3
μεγάλων αστικών κέντρων (Οικολογική σχολή του Chicago), να προσπαθεί να αποκτήσει πλούτο και κύρος με μη κοινωνικά αποδεκτά μέσα (R. Merton), ως προϊόν του καπιταλισμού (Μαρξιστικές και Νέο – μαρξιστικές θεωρίες) κλπ. Δέχτηκαν ακόμα το ότι η δράση του συντελούσε στην κοινωνική αποδιοργάνωση, παίρνοντας έτσι και μια «λειτουργιστική» απόχρωση (Bonn, 1984: 158, Αλεξιάδης, ό.π.: 61 – 77, Siegel, 2003 : 176 – 280, Winslow – Zhang, 2008 : 102 - 162). Όπως προηγούμενα αναφέρθηκε, παρατηρείται συγκερασμός των απόψεων και των τριών παραπάνω κατηγοριών (Αλεξιάδης, ό.π.: 77 80) με βάση τον οποίο η εγκληματική συμπεριφορά είναι απόρροια των ιδιαίτερων βιολογικών καταβολών των εγκληματιών, της ιδιάζουσας προσωπικότητάς τους καθώς και της επίδρασης που ασκεί σ’ αυτούς το εγκληματογόνο περιβάλλον στα πλαίσια του οποίου δραστηριοποιούνται. Ενδιαφέρουσες στην προκειμένη περίπτωση είναι ακόμα και οι απόψεις, που συνδυάζουν τις βασικές θέσεις των κοινωνιολογικών θεωριών της σύγκρουσης και της κοινωνικής αλληλεπίδρασης / στιγματισμού
και
οι
οποίες
υποστηρίζουν
ότι
το
έγκλημα
«δημιουργείται / κατασκευάζεται» από το νόμο. Ο Quinney, θεμελιωτής και υπέρμαχος της θέσης αυτής, πιστεύει πως το έγκλημα δεν αποτελεί είδος συμπεριφοράς, αλλά είναι μια κρίση που γίνεται (ή μια ετικέτα/στίγμα που δίνεται) από κάποιους και αφορά τις πράξεις και τα χαρακτηριστικά κάποιων άλλων. Η «κρίση» αυτή γίνεται από εκείνους που έχουν την εξουσία στα χέρια τους και οι οποίοι χαρακτηρίζουν κάποιες πράξεις που δεν εξυπηρετούν τα δικά τους συμφέροντα σαν εγκλήματα και εκείνους που τις διαπράττουν σαν εγκληματίες. Με τον τρόπο αυτό, τι είναι έγκλημα το καθορίζουν οι εκάστοτε κρατούντες που έχουν τη δυνατότητα να νομοθετούν, ενώ ποιος είναι ο εγκληματίας είναι θέμα που εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια που
38 3
έχει για να «απονέμει» τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό / ετικέτα το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης (αστυνομία, εισαγγελία, δικαστήρια, σωφρονιστικά καταστήματα / φυλακές), στα καθήκοντα του οποίου περιλαμβάνεται και η εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών επιταγών (Quinney, 1970). Χαρακτηριστική εφαρμογή των απόψεων αυτών βλέπουμε στη λειτουργία του συστήματος απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης (Δασκαλάκης κ.ά., 1983). Ολοκληρώνοντας, και για συμπλήρωση των ήδη αναφερθέντων γενικών θεωρητικών κατευθύνσεων για την ερμηνεία της εγκληματικής συμπεριφοράς, παραθέτουμε στη συνέχεια ένα συνοπτικό Πϊνακα που αναφέρει τις κάθε είδους σχετικές (θεωρητικές) τοποθετήσεις με βάση αφενός μεν τη χρονολογική σειρά εμφάνισής τους και αφετέρου το κίνητρο (motive) στο οποίο αποδίδουν την εγκληματική συμπεριφορά. Ο Πίνακας αυτός βρίσκεται στην ιστοσελίδα του Αμερικανού καθηγητή Εγκληματολογίας του Austin Peay State University, Dr. Tom O’ Connor (http://www.apsu.edu/oconnort/criminology.htm#UNITS). (Τον Πίνακα μετέφρασε στην ελληνική γλώσσα η Ι. Γουσέτη, υποψ. Διδ. Εγκληματολογίας.) . ΘΕΩΡΙΑ Δαιμονολογία (5000 π.Χ.-1692 μ.Χ.) Αστρολογία (3500 π.Χ.-1630 μ.Χ.) Θεολογία (1215 π.Χ.-σήμερα) Ιατρική (3000 π.Χ.- σήμερα) Εκπαίδευση (1642-σήμερα) Ψυχιατρική (1795- σήμερα) Ψυχανάλυση (1895- σήμερα) Κλασσική Σχολή (1690) Θετικιστική Σχολή (1870)
ΚΙΝΗΤΡΟ Δαιμονοληψία Επίδραση των αστέρων, των πλανητών κ.λπ. στην ανθρώπινη συμπεριφορά Θεϊκή βούληση Φυσική ασθένεια Μαθησιακές δυσκολίες / κακοί εκπαιδευτικοί Ψυχική ασθένεια Απώθηση / ασυνείδητη ενοχή/μηχανισμοί άμυνας Ελεύθερη βούληση / ωφελιμισμός Ντετερμινισμός / ετεροκαθορισμός ανθρώπινης
39 3
Φρενολογία (1770-1875) Χαρτογραφική Σχολή (1800σήμερα) Διανοητική Κατάσταση (1895σήμερα) Οστεοπάθεια (1892-σήμερα) Χειροπρακτική (1895-present) Μίμηση (1843-1905) Οικονομικές Προσεγγίσεις (1818σήμερα) Μελέτη Περίπτωσης (1909σήμερα) Κοινωνική Εργασία (1903σήμερα) Κοινωνιολογία (1908-σήμερα) Ευνουχισμός (1907-1947) Οικολογική προσέγγιση (1927σήμερα) Transexualism (1937-1969) Ψυχοχειρουργική (1935-1959) Πολιτισμική σύγκρουση (19381980) Διαφορικός συγχρωτισμός (1939σήμερα) Ανομία (1938-σήμερα) Διαφορικές ευκαιρίες (1961σήμερα) Αλλοτρίωση (1938-1975) Ταυτότητα (1942-1980) Ταύτιση (1950-1955) Συγκράτηση (1961-1971) Ιδρυματοποίηση (1940-1970) Σύσταση Συμμορίας (1927σήμερα) Τροποποίηση Συμπεριφοράς
συμπεριφοράς Εγκεφαλικές ανωμαλίες Γεωγραφική περιοχή / κλίμα Διανοητική καθυστέρηση / χαμηλό I.Q. Ανωμαλίες οστών ή κλειδώσεων Δυσλειτουργία της σπονδυλικής στήλης / νεύρων Νόμοι μίμησης που καθορίζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά Φτώχεια / οικονομική ανάγκη / καταναλωτισμός Συναισθηματική / κοινωνική ανάπτυξη Κοινωνικές / προσωπικές σχέσεις Κοινωνικοί / περιβαλλοντικοί παράγοντες Έκκριση ανδρογόνων Περιβαλλοντικοί παράγοντες Ανωμαλίες φύλου Δυσλειτουργίες πρόσθιου λοβού Σύγκρουση διαφορετικών κανόνων συμπεριφοράς, ηθών, εθίμων κ.λπ. Εκμάθηση προτύπων εγκληματικής συμπεριφοράς Αποτυχία ταύτισης με κανονιστικά πρότυπα συμπεριφοράς εξαιτίας έλλειψης κοινωνικά αποδεκτών μέσων ή/και στόχων Απουσία νόμιμων ή κοινωνικά αποδεκτών ευκαιριών Απογοήτευση / κοινωνική απομόνωση Εχθρική συμπεριφορά / κρίσεις / αίσθηση ομοιότητας Θεώρηση διάσημων εγκληματιών ως ηρώων Εσωτερική συγκράτηση απέναντι σε εξωτερικούς πειρασμούς (Επανα)Κοινωνικοποίηση στην υποκουλτούρα της φυλακής Ανάγκη αποδοχής, κύρους, ένταξης σε ομάδα Προγραμματισμός επιβράβευσης-
40 4 (1938-1959) Κοινωνική Άμυνα (1947-1971) Καθοδηγούμενη ομαδική αλληλεπίδραση (1958-1971) Διαπροσωπική ωριμότητα (19651983) Κοινωνιομετρία (1958-1969) Δυσλειτουργικές Οικογένειες (1958-σήμερα) Έγκλημα λευκού περιλαιμίου (1945-σήμερα)
τιμωρίας Εύκολοι στόχοι / απουσία πρόληψης εγκλήματος Απουσία ατομικής ευθύνης Υποπολιτισμικές αντιδράσεις Θέση στην εσωτερική δομή των κοινωνικών ομάδων Προβληματικές ενδοοικογενειακές σχέσεις Επαγγελματική δραστηριότητα
Θεωρία Ελέγχου (1961-σήμερα)
Χαλάρωση, κατάλυση κοινωνικών δεσμών / εκλογίκευση εγκληματικής συμπεριφοράς
Θεωρία της έντασης (1954σήμερα)
Οργή, αποστέρηση, ανισότητα
Υποπολιτισμοί (1955-σήμερα)
Θεωρία ετικέτας (1963-1976) Εκλογίκευση (1957-1990) Εκτροπή (1964-1984) Ομάδες Αναφοράς (1953-1978) Θ. των εξηρτημένων αντανακλαστικών (1953-1980) Reality Therapy (1965-1975) Gestalt Therapy (1969-1975) Διαδραστική ανάλυση (19611974) Μαθησιακή ανικανότητα (19521984) Βιοδυναμική (1955-1962) Διατροφή (1979-σήμερα) Μεταβολισμός (1950-1970) Βιοανάδραση (1974-1981) Βιοκοινωνική Εγκληματολογία (1977-1989)
Επανακοινωνικοποίηση σε πρότυπα εγκληματικής συμπεριφοράς / ανάγκη αποδοχής, αναγνώρισης κ.λπ. Δημιουργικός ρόλος κοινωνικής αντίδρασης / αυτο-εκπληρούμενη προφητεία Δικαιολόγηση εγκληματικής συμπεριφοράς / τεχνικές εξουδετέρωσης Αίσθηση ότι ζεις σε δύο κόσμους Ομάδες φανταστικής υποστήριξης Ερεθίσματα από απρόοπτες καταστάσεις Αποτυχία αντιμετώπισης πραγματικότητας Αντίληψη μικρού τμήματος μιας «μεγάλης εικόνας» Μη επικοινωνία μεταξύ του έσω γονέα – εφήβου - παιδιού Σχολική αποτυχία Απουσία προσαρμογής με το περιβάλλον Μη ισορροπημένη πρόσληψη μετάλλων και βιταμινών Προβληματικό σύστημα μεταβολισμού Ακούσιες αντιδράσεις στο άγχος Αλληλεπίδραση περιβαλλοντικών και βιολογικών παραγόντων
41 4 «Νέα Εγκληματολογία» (19731983) Θεωρία σύγκρουσης (1969σήμερα) Ριζοσπαστική Εγκληματολογία (1976-σήμερα) Κριτική Εγκληματολογία (1973σήμερα) Αριστερός Ρεαλισμός (1984σήμερα) Εγκληματική Προσωπικότητα (1976-1980) Θ. των εγκληματικών διαδρομών (1979-present) Φεμινισμός (1980-σήμερα) Θεωρία της χαμηλής αυτοεκτίμησης (1993-σήμερα) Θεωρία της Γενικής Έντασης (1994-σήμερα)
Κυριαρχία κοινωνικά ισχυρών / κοινωνική καταπίεση Εγκληματοποίηση Ασάφεια θεωρίας / πράξης Το έγκλημα ως κατασκευή των κοινωνικά κυρίαρχων ομάδων Καταπίεση εργατικής τάξης 53 σφάλματα σκέψης Σημαντικά γεγονότα / κομβικά σημεία Πατριαρχική κοινωνική δομή Παρορμητισμός, ηδονισμός Στρες, διαπροσωπικές σχέσεις
Καταλήγοντας δε ο O’ Connor παρατηρεί πως , “Τα κίνητρα από μόνα τους δεν αρκούν για την ερμηνεία της εγκληματικής συμπεριφοράς. Τα κίνητρα μπορεί να είναι παράγοντες που συμβάλλουν ή προκαλούν την εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς, όπως είναι η παρουσία ενός όπλου ή και η πρόκληση εκ μέρους ενός θύματος.”
Ερωτήσεις 1.- Με ποια/ες από τις παρατιθέμενες θεωρίες μπορείτε να ερμηνεύσετε τη συμπεριφορά των δραστών καθεμιάς από τις κατηγορίες των εγκλημάτων, στις οποίες αναφερθήκαμε την προηγούμενη ενότητα; 2.- Ο εγκληματίας είναι βιολογικό, κοινωνικό ή νομικό «προϊόν»; 3.- Πρέπει να γνωρίζουμε τα αίτια της εγκληματικής συμπεριφοράς; Γιατί; 4.- Στηριζόμενοι στην άποψη του Jean Rostand θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε τον Α που σκότωσε το παιδί του, δολοφόνο, το Ναπολέοντα που αιματοκύλισε την Ευρώπη, κατακτητή και αυτόν που κατά την Παλαιά Διαθήκη κατέστρεψε όλο τον τότε γνωστό κόσμο με τον κατακλυσμό, Θεό. Με ποια από τις αναφερόμενες θεωρίες θα ερμηνεύατε την αναμφισβήτητα (;) εγκληματική συμπεριφορά, καθενός από αυτούς;
42 4 5.- Ποια θεωρία θα σας βοηθούσε να ερμηνεύσετε την εγκληματική συμπεριφορά της «Φόνισσας» του Παπαδιαμάντη;
4.- Αντιμετώπιση με βάση τις απόψεις της Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας. Η αντιμετώπιση του εγκλήματος έχει να κάνει με τα μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής που μπορούν να ληφθούν για τον περιορισμό των περιπτώσεων εμφάνισής του, δεδομένου ότι η οριστική εξάλειψή του αποτελεί μια ουτοπία. Η αντεγκληματική πολιτική κατά τον Αλεξιάδη (όπ. παρ. σελ. 279) αφορά, : “….το σύστημα των βασικών αρχών που διέπουν την επιλογή από την Πολιτεία των κατιδίαν κατευθύνσεων και τη λήψη των μέτρων, που υποδεικνύονται από την εγκληματολογική θεωρία, για την περιστολή του εγκλήματος στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση.”
H αντεγκληματική πολιτική μπορεί να είναι κοινωνική ή ποινική, να αφορά στον εκσυγχρονισμό του συστήματος ποινικής καταστολής, να ασπάζεται την καταργητική τάση ή να επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στην αποκατάσταση της βλάβης που υφίστανται τα θύματα εγκλημάτων (Αλεξιάδης 2004 : 282). Ειδικότερα, όμως, και κατά τη Ζαραφωνίτου (2003 : 11), “Μία από τις βασικότερες διακρίσεις είναι εκείνη μεταξύ κοινωνικής και ποινικής πρόληψης, όπου ως κοινωνική πρόληψη νοείται εκείνη που αποσκοπεί στην «εξαφάνιση των κοινωνικών παραγόντων και συνθηκών που προκαλούν το έγκλημα ή οδηγούν στην εμφάνισή του», ενώ ως ποινική πρόληψη νοείται εκείνη που επιδιώκεται με παρέμβαση του ποινικού νόμου και «επιβολή ποινικών μέτρων και κυρώσεων» και αποσκοπεί είτε στην αποτροπή του συγκεκριμένου ατόμου από την τέλεση μελλοντικών εγκλημάτων (ειδική πρόληψη) είτε στην αποτροπή όλων των πολιτών από εγκληματικές συμπεριφορές (γενική πρόληψη).”
43 4
Η αποτυχία όμως αισθητού περιορισμού της εγκληματικότητας με παρεμβάσεις στους παράγοντες που την προκαλούσαν (γενική κοινωνική πρόληψη) (Felson, 2002 : 1 – 19), έστρεψε και πάλι το ενδιαφέρον των ειδικών στις βασικές αρχές της κλασικής σχολής, οι οποίες θέλουν τον εγκληματία ικανό να επιλέγει ελεύθερα τις πράξεις του, και αποτέλεσαν το υπόβαθρο για την περιστασιακή κοινωνική πρόληψη όπου πλέον γίνεται λόγος για, : «….μέτρα δυσχέρανσης / εξαφάνισης των στόχων, περιβαλλοντικής /χωροταξικής διευθέτησης, επιτήρησης κλπ.», (Ζαραφωνίτου 2003 : 12).
Στο πλαίσιο αυτό, αναπτύχθηκαν στα τελευταία 40 περίπου χρόνια του 20ου αιώνα, διάφορες θεωρίες που εντάσσονται στο χώρο της λεγόμενης
Περιβαλλοντικής
Εγκληματολογίας
(Environmental
Criminology) ή Εγκληματολογίας του τόπου (Place Criminology). Oι θεωρίες αυτές έχουν να κάνουν με τη μείωση των ευκαιριών (opportunities) που παρουσιάζονται στον υποψήφιο δράστη για τη διάπραξη ενός εγκλήματος, αλλά και με στην εκ μέρους της Πολιτείας και των πολιτών – υποψήφιων θυμάτων δυσχέρανση του στόχου του (target hardening) (Lersch 2007 : 71επ.). Ειδικότερα : Η Περιβαλλοντική Εγκληματολογία λαμβάνει, κατά κύριο λόγο, υπόψη της την άνιση γεωγραφική κατανομή εκδήλωσης των διαφόρων εγκλημάτων και προτείνει τον εντοπισμό των ευρύτερων ή στενότερων γεωγραφικών τόπων όπου παρατηρείται έξαρση της εγκληματικότητας, καθώς και τη λήψη μέτρων στους τόπους αυτούς, τα οποία θα καθιστούν τη διάπραξη των εγκλημάτων ιδιαιτέρως δυσχερή για τους υποψήφιους δράστες (Σπινέλλη 2005 : 54 – 58). Οι πρώτες σχετικές απόψεις είχαν προβληθεί από τους Shaw και Mckay, οι οποίοι υποστήριξαν ότι η νεανική εγκληματικότητα δεν ήταν μόνο το αποτέλεσμα εσωτερικών προσωπικών συγκρούσεων, αλλά είχε να κάνει και με τους ιδιαίτερους περιβαλλοντικούς παράγοντες που
44 4
επικρατούσαν
σε
ορισμένες
εύκολα
αναγνωρίσιμες,
λόγω
της
οικολογικής τους υποβάθμισης, περιοχές μιας πόλης. Το συμπέρασμά τους ήταν πως η παραβατική συμπεριφορά των ανηλίκων ήταν το αποτέλεσμα της “αποκόλλησής τους από τις συμβατικές ομάδες”, η οποία οφειλόταν στην κοινωνική αποδιοργάνωση που επικρατούσε στις οικολογικά
υποβαθμισμένες
περιοχές
μιας
πόλης,
στις
οποίες
κατοικούσαν. Αυτές ήταν και οι βασικές θέσεις της γνωστής στην Εγκληματολογία ως «Οικολογικής Σχολής» του Σικάγο (Lersch, 2004: 36 – 69, Ζαραφωνίτου, 2002: 134-146). Το θέμα επανήλθε το 1961 από την Jane Jakobs η οποία διερεύνησε τη σχέση του φυσικού περιβάλλοντος με το έγκλημα (Jakobs, 1961). Η άποψη που διετύπωσε ήταν ότι η λιγότερη ανωνυμία και απομόνωση των κατοίκων των αστικών περιοχών θα ήταν δυνατό να οδηγήσει στη μείωση της εγκληματικότητας που παρατηρείται σε αυτές. Ο C. Ray Jeffrey, δέκα χρόνια αργότερα το 1971 (Jeffrey, 1971) υποστήριξε ότι με επεμβάσεις στην αρχιτεκτονική μορφή των πόλεων θα επιτευχθεί μείωση της εγκληματικότητας – “Crime Prevention Through Environmental Design
/CPTED
–
Πρόληψη
του
Εγκλήματος
μέσω
του
Περιβαλλοντικού Σχεδιασμού” -. Το αμέσως επόμενο έτος, ο Oscar Newman (Newman, 1972) έκανε λόγο για το «χώρο ασφαλούς διαμονής» ή «προστατεύσιμο χώρο» (defensible space). Και οι δύο συμφώνησαν
ότι με τις κατάλληλες
αρχιτεκτονικές επεμβάσεις στη δομή των πόλεων, η εγκληματικότητά τους θα μειωθεί. Η θεωρία του Newman στηρίχθηκε σε τέσσερις βασικές έννοιες : της εδαφικότητας (territoriality), της επιτήρησης (surveillance), των εικόνων (imageς), και των ασφαλών ζωνών (safe zones). Ειδικότερα: 1.- Η εδαφικότητα (territoriality) αναφέρεται στο αίσθημα της ιδιοκτησίας που έχουν τα άτομα για το χώρο διαμονής τους (=έδαφος που
45 4
τους ανήκει). Είναι κάτι ανάλογο με αυτό που παρατηρήθηκε και στα ζώα σχετικά με το δέσιμό τους με χώρο τους (Ardrey, 1971). Σύμφωνα δε με την άποψη αυτή, τα άτομα θεωρούν την περιοχή που κατοικούν σαν δική τους αποκλειστικά και γι’ αυτό πιστεύουν πως θα πρέπει να την υπερασπίζονται απέναντι σε κάθε τρίτο εισβολέα. Με τον κατάλληλο σχεδιασμό που θα περιλαμβάνει πραγματικά αλλά και συμβολικά σύνορα θα μπορούν να τον περιχαρακώνουν έτσι ώστε να τους δίνεται το αίσθημα της απόλυτης κυριαρχίας σε αυτόν. Έτσι, μια οικογένεια που έχει αυτό το αίσθημα όσον αφορά την κατοικία της, θα μπορεί να την υπερασπισθεί καλύτερα από μια άλλη που δεν το έχει. Το γεγονός αυτό μπορεί να λειτουργήσει και σε συλλογική βάση, με την έννοια ότι μπορεί να παρατηρηθεί στους ιδιοκτήτες γειτονικών κατοικιών και θα αφορά όχι μόνο τη δική τους κατοικία αλλά και εκείνη των γειτόνων τους. 2.- H επιτήρηση (surveillance) συνδέεται με την δυνατότητα των κατοίκων μιας περιοχής να παρακολουθούν το χώρο τους. Η πιθανότητα να δει κανείς ένα έγκλημα την ώρα που γίνεται, αυξάνεται από τη στιγμή που ο χώρος της πιθανής τέλεσής του παρακολουθείται από όσον το δυνατόν περισσότερα άτομα. 3.- Οι εικόνες (images) αφορούν στα χαρακτηριστικά της εμφάνισης ενός κτιρίου. Οι πιθανοί δράστες θα αποτραπούν ή θα ενθαρρυνθούν από την εξωτερική εικόνα που παρουσιάζει ένα κτίριο και οι ένοικοί του. Η συγκεκριμένη έννοια συνδέεται στενά με τη θεωρία των «Σπασμένων Παραθύρων» του Wilson. Εάν η εξωτερική εμφάνιση του κτιρίου δείχνει φροντίδα γι’ αυτό από τους ενοίκους του, το γεγονός αυτό είναι εμφανές στους πιθανούς δράστες. Σύμφωνα με τη θεωρία των «Σπασμένων Παραθύρων», εάν ένα παράθυρο ενός κτιρίου είναι και φαίνεται σπασμένο και δεν επιδιορθωθεί σύντομα, αυτό θα κάνει τους περαστικούς
να
υποθέσουν
ότι
το
συγκεκριμένο
κτίριο
έχει
εγκαταλειφθεί από τους ενοίκους του και ότι, η πρόσβαση σε αυτό δεν
46 4
ελέγχεται από κανένα. Έτσι, σύντομα και άλλα παράθυρα θα σπάσουν και στο χώρο αυτό θα τελούνται αξιόποινες πράξεις. Το ακριβώς αντίθετο θα συμβεί όμως, σε ένα κτίριο που δεν φαίνεται και δεν είναι εγκατελελειμμένο από τους ενοίκους του. 4.- Οι ζώνες ασφαλείας (safe zones) αφορούν στην ασφαλή θέση ενός κτιρίου σε σχέση με τους δρόμους, τα πάρκα και εν γένει το φυσικό του περιβάλλον. Ο Newman συνδυάζοντας τα παραπάνω υποστήριξε την άποψη ότι με την ενθάρρυνση του συναισθήματος της εδαφικότητας των κατοίκων μιας περιοχής, την αυξημένη δυνατότητά τους να επιτηρούν το χώρο τους, την αποφυγή του χαρακτηρισμού της περιοχής τους ως ανεξέλεγκτα προσβάσιμης στον καθένα, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν ζώνες ασφαλούς διαμονής που θα αποτελούσαν προστατεύσιμους (defensible) ιδιωτικούς χώρους, στους οποίους οι πιθανότητες να διαπραχθεί κάποιο έγκλημα θα ήσαν αισθητά μειωμένες. Το επίκεντρο της θεωρίας αυτής αποτελεί ο ανεπίσημος κοινωνικός έλεγχος. Δημιουργώντας και αναγνωρίζοντας τη σχέση ανάμεσα στο περιβάλλον του ατόμου και το έγκλημα, η κοινωνία ασκεί πίεση προκειμένου να αποτρέψει την παράβαση των κανόνων της. Η συλλογιστική πάνω στην οποία στηρίζεται είναι ότι ο προστατεύσιμος χώρος θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα του ανεπίσημου κοινωνικού ελέγχου, πράγμα που θα οδηγήσει και στη μείωση των εγκλημάτων που θα μπορούν να διαπραχθούν σε αυτόν. Με βάση το παραπάνω πλαίσιο, διεξήχθησαν διάφορες έρευνες στις οποίες ωστόσο διαπιστώθηκε όμως, ότι ρόλο στην αύξηση της εγκληματικότητας έπαιζαν ρόλο και άλλοι - περίπου σχετικοί – παράγοντες, όπως,: - ο φόβος για το έγκλημα που είχαν οι κάτοικοι μιας περιοχής, - το χαμηλό εισόδημά τους,
47 4
- το ύψος των κτιρίων της περιοχής, - η προσβασιμότητα σε αυτήν, - ο αριθμός των ανήλικων κατοίκων της, - η αστάθεια ως προς το χρόνο που ορισμένα κτίρια κατοικούνταν ή όχι κλπ. Στα μειονεκτήματα της θεωρίας του Newman καταλογίστηκε επίσης το γεγονός ότι θεώρησε δεδομένη την επιτήρηση μιας περιοχής από τους κατοίκους της, η οποία όμως στην πραγματικότητα αποτελεί το βασικό καθήκον της αστυνομίας. Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε πως η παραπάνω θεωρία παρά τις αμφισβητήσεις που υπήρξαν όσον αφορά στην κατά γράμμα ισχύ της, έδωσε το έναυσμα για να ελεγχθεί και η «συμβολή» του τόπου του εγκλήματος σε συνδυασμό με το χρόνο της εμφάνισής του. Οι βασικές όμως θεωρίες που διατυπώθηκαν στα πλαίσια της Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας ήσαν οι θεωρίες της
“λογικής
επιλογής” (rational choice theory) (Siegel, 2003 : 106 – 136) , της “καθημερινής δραστηριότητας“ (routine activity theory) (Felson, 2002) και του “εγκληματικού προτύπου” (crime pattern theory) (Brantingham & Brantingham, 1981,1991,1998a,1999, Lersch, 2007 : 90 – 97) . Για καθεμία από αυτές ισχύουν σε γενικές γραμμές τα ακόλουθα. : Σύμφωνα με τη θεωρία της “λογικής επιλογής”, η οποία διατυπώθηκε αρχικά από τον πολιτικό επιστήμονα James Q. Wilson, (Wilson, 1975), η εγκληματική συμπεριφορά εκδηλώνεται όταν ο φορέας της αποφασίζει να διακινδυνεύσει – τουλάχιστον την ελευθερία του παραβαίνοντας το νόμο, αφού προηγουμένως έχει λάβει σοβαρά υπόψη του τόσο παράγοντες που τον αφορούν προσωπικά (personal factors), όπως π.χ. τις οικονομικές του ανάγκες, την εκδίκηση που θέλει να πάρει από κάποιον, τη διάθεσή του για περιπέτεια και για διασκέδαση όσο και παράγοντες που αφορούν στο στόχο του (situational factors) δηλ. το
48 4
πόσο καλά αυτός φυλάγεται και το πόσο αποτελεσματική είναι η τοπική αστυνομία στη δίωξη των παραβατών του νόμου. Προτού αποφασίσει για τη διάπραξη ενός εγκλήματος ο “λογικός εγκληματίας” εκτιμά δηλ. τις πιθανότητες που υπάρχουν για τη σύλληψή του, τη σοβαρότητα της ποινής που απειλεί ο νόμος γι’ αυτό, καθώς και τα πιθανά κέρδη που θα του αποφέρει. Κατ’ αντιδιαστολή, δε θα εκδηλώσει την εγκληματική συμπεριφορά αν εκτιμήσει ότι τα οικονομικά του οφέλη από αυτήν θα είναι πολύ μικρά έως ανύπαρκτα, όπως κι εάν η φύλαξη του στόχου του είναι τόσο καλή, που οι πιθανότητες της σύλληψής του, να είναι ιδιαίτερα αυξημένες. Η απόφαση του λογικά σκεπτόμενου εγκληματία εξαρτάται και από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του στόχου του – π.χ. οικονομική αξία, ευάλωτο χαρακτήρα – αλλά επίσης και από το κατά πόσο ο ίδιος έχει την ικανότητα να τον “κτυπήσει”. Στην περίπτωση αυτή, επιλέγει τον “κατάλληλο”, για τις γνώσεις, δεξιότητες και εμπειρία του, στόχο. Παράλληλα, εκτιμά το χρόνο και τον τόπο τέλεσής του εγκλήματος, έτσι ώστε να το διαπράξει με επιτυχία αλλά και να διαφύγει από τους ενδεχόμενους διώκτες του. Τα παραπάνω συνεπάγονται, βέβαια, και την απαραίτητη ψυχολογική του προετοιμασία. Το 1979, οι Cohen και Felson διετύπωσαν τη θεωρία της «καθημερινής δραστηριότητας» (Routine Activity Theory). Σύμφωνα με αυτή το έγκλημα είναι το αποτέλεσμα της τοπικής και χρονικής σύμπτωσης τριών παραγόντων: α.- Ενός αποφασισμένου να το διαπράξει δράστη (a motivated offender), β.- ενός κατάλληλου στόχου (a suitable target), και γ.- της απουσίας αποτελεσματικής φύλαξης του στόχου αυτού (the absence of a capable guardian). Για παράδειγμα, εάν ο ιδιοκτήτης ενός καινούργιου αυτοκινήτου (“κατάλληλος στόχος”) αφήσει τα κλειδιά του πάνω στη μηχανή και ο
49 4
ίδιος μπει να ψωνίσει σε παραπλήσιο κατάστημα (“απουσία φύλαξης του στόχου”) και βρίσκεται σε περιοχή υψηλής εγκληματικότητας ή(όπου κυκλοφορούν πιθανοί δράστες (motivated offenders), οι πιθανότητες να κλαπεί το αυτοκίνητό του είναι αυξημένες. Το ίδιο αυξημένες υποστηρίζεται πως είναι οι πιθανότητες π.χ. να πέσει θύμα βιασμού ή ληστείας αντίστοιχα, μία νεαρή γυναίκα ή ένας καλοντυμένος άντρας (suitable target), που κυκλοφορούν μόνοι σε μια κακόφημη περιοχή της πόλης με ανεπαρκή αστυνόμευση (absence of a guardian), και όπου η παρουσία υποψήφιων ληστών ή βιαστών (motivated offenders) είναι ιδιαίτερα πιθανή. Η αποδοχή της θεωρίας αυτής έχει άμεση εφαρμογή στη λήψη μέτρων πρόληψης της εγκληματικότητας. Tα μέτρα αυτά θα πρέπει να στοχεύουν στο να «αχρηστευθεί» τουλάχιστον ο ένας από τους τρεις παραπάνω παράγοντες, δηλ. είτε να αποθαρρυνθεί ο υποψήφιος δράστης, είτε ο στόχος να πάψει να είναι κατάλληλος, είτε ο τόπος να φυλάσσεται επαρκώς (Felson, 2002). Το 1981 οι Paul και Patricia Brantingham (Brantingham & Brantingham, 1981. 1991, 1998a, 1999) συνδυάζοντας τις προηγούμενες απόψεις, διετύπωσαν τη θεωρία του εγκληματικού προτύπου (Crime Pattern Theory). Σύμφωνα με αυτή, ένα έγκλημα αποτελεί τη χρονική και τοπική σύγκλιση τριών «παραγόντων» : ενός νόμου που το προβλέπει, ενός δράστη και ενός στόχου. Σύμφωνα με τους Brantingham, η περιβαλλοντική εγκληματολογία σε αντίθεση με την παραδοσιακή, επικεντρώνει το ενδιαφέρον της σε αυτό καθεαυτό το εγκληματικό γεγονός. Τα ερωτήματα δε στα οποία καλείται να απαντήσει είναι : - πότε (χρόνος) και που (τόπος) ένα έγκλημα μπορεί να συμβεί, - ποιες είναι οι κινήσεις που κάνουν ο υποψήφιος δράστης και το πιθανό θύμα /στόχος, που τους οδηγούν τελικά να βρεθούν στον ίδιο τόπο, το ίδιο χρονικό σημείο,
50 5
- τι ήταν εκείνο που τους οδήγησε στην επιλογή του συγκεκριμένου τόπου, και - πώς οι δράστες και τα θύματα κατανέμονται γεωγραφικά σε πόλεις, προάστια πόλεων και σε αγροτικές περιοχές. Οι απαντήσεις που θα δοθούν στα ερωτήματα αυτά καθορίζουν και τα μέτρα πρόληψης της εγκληματικότητας που θα πρέπει να λαμβάνονται κατά περίπτωση. Κατά τους Brantingham τα πρότυπα (patterns) των εγκλημάτων που διαπράττονται σε συγκεκριμένες περιοχές μιας πόλης, καθώς και σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα μπορούν να μας δείξουν την αλληλεπίδραση των ατόμων που εμπλέκονται σε αυτά (δηλ. τόσο των δραστών όσο και των θυμάτων) με το περιβάλλον τους. Παράλληλα, θα μας βοηθήσουν να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα σχετικά με τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται στις περιοχές αυτές για την τέλεση εγκλημάτων. Σε γενικές γραμμές, με την θεωρία αυτή επιδιώχθηκε να ληφθεί
υπόψη,
στα
πλαίσια
της
άσκησης
αποτελεσματικής
αντεγκληματικής πολιτικής σε τοπικό επίπεδο, η συμβολή της τοπικής και χρονικής κινητικότητας των εμπλεκομένων (δραστών και θυμάτων) σε μια εγκληματική πράξη. Όπως και η θεωρία της “καθημερινής δραστηριότητας”, και η θεωρία των P. & P. Brantingam, στηρίζεται στην ύπαρξη τριών βασικών και αλληλοσυνδεόμενων παραγόντων που ευνοούν την εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς δηλ. τα κομβικά σημεία δραστηριοτήτων (activity nodes ή απλά nodes), τις διαδρομές (pathways) και τα άκρα (edges). Ειδικότερα, προσδιορίζοντας την έννοια του πρώτου από τους παράγοντες αυτούς οι συγγραφείς αναφέρουν πως πρόκειται για τους τόπους εκείνους στους οποίους ένα άτομο περνάει σε ημερήσια βάση το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του, ασκώντας τις συνηθισμένες
51 5
καθημερινές του δραστηριότητες. Οι τόποι αυτοί (activity nodes) επομένως περιλαμβάνουν την κατοικία, την εργασία, το σχολείο, τους χώρους διασκέδασης (π.χ. μπαρ, καφετέριες, κινηματογράφους, πάρκα αναψυχής), τα καταστήματα που το άτομο αυτό πηγαίνει για ψώνια κλπ. Σχετικά με τον παράγοντα των ¨διαδρομών¨ (pathways), οι συγγραφείς αναφέρουν ότι πρόκειται για τις διαδρομές τις οποίες κάνει το άτομο για να πάει από το ένα στο άλλο στα κομβικά σημεία όπου βρίσκονται οι τόποι των καθημερινών δραστηριοτήτων του. Οι διαδρομές αυτές, λοιπόν, περιλαμβάνουν δρόμους, λεωφόρους, πεζοδρόμια, μονοπάτια κλπ. Αυτές οι διαδρομές μπορούν να γίνονται από τους ενδιαφερόμενους με τα πόδια, με δημόσιο ή με το ιδιωτικό τους μεταφορικό μέσο. Εφόσον δε τα άτομα τις κάνουν πολύ συχνά γίνονται ιδιαίτερα οικείες σε αυτά, όσες ιδιομορφίες κι αν διαθέτουν. Ο τρίτος παράγοντας στον οποίο αναφέρθηκαν οι P. & P. Brantingham ήταν τα ¨άκρα¨ (edges). Αυτά, κατά τη γνώμη τους, ήσαν τα τοπικά όρια/σύνορα (boundaries) τα οποία δεν μπορεί κανείς να διασχίσει εύκολα. Τα σύνορα αυτά είναι φυσικά ή νοητά, υπάρχουν δηλ. στο μυαλό του ατόμου. Τα πρώτα περιλαμβάνουν γέφυρες, ποτάμια, δάση και οποιαδήποτε φυσικά ¨εμπόδια¨. Τα δεύτερα περιλαμβάνουν περιοχές στις οποίες κάποιος φοβάται να πάει πιστεύοντας πως εκεί δεν θα είναι ασφαλής επειδή γνωρίζει π.χ. ότι δρουν κάποιες συμμορίες ή συχνάζουν τοξικομανείς. Σημειώνεται πως αρκετά εγκλήματα – όπως ληστείες, ρατσιστικές επιθέσεις και κλοπές καταστημάτων - είναι πιθανό να διαπραχθούν σε κοντινά σημεία από τα παραπάνω φυσικά όρια, δεδομένου ότι δράστες άγνωστοι μεταξύ τους και προερχόμενοι από διαφορετικές περιοχές, συμβαίνει συχνά να συνεργάζονται περιστασιακά στο ύψος των ορίων αυτών. Οι τρεις αυτοί παράγοντες συντελούν, σύμφωνα με τους παραπάνω συγγραφείς, στο να θεωρήσουν τα άτομα ότι μια περιοχή την γνωρίζουν
52 5
άριστα, αποτελεί δηλ. γι’ αυτά έναν ¨οικείο χώρο¨ (awareness space), με τον οποίο είναι απόλυτα εξοικειωμένα με το σύνολο σχεδόν των χαρακτηριστικών του. Το χώρο αυτό τον αισθάνονται απόλυτα ¨δικό¨ τους και κινούνται με μεγάλη άνεση μέσα στα όριά του. Σύμφωνα με τη θεωρία που μας απασχολεί στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό που ισχύει για όλα τα άτομα ισχύει και για τους δράστες εγκλημάτων, οι οποίοι κατά την άποψη αυτή δρουν στους ¨οικείους τους χώρους¨, επειδή είναι απόλυτα εξοικειωμένοι με αυτούς. Αυτό σημαίνει πως οι παράνομες δραστηριότητές τους λαμβάνουν χώρα είτε στις περιοχές που συχνάζουν καθημερινά (nodes), είτε όταν πηγαινοέρχονται σε αυτές (pathways) και πάντοτε βέβαια μέσα ή κοντά στα τοπικά τους όρια (edges). Η άποψη αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι ένας εγκληματίας που δρα έξω από τον ¨οικείο του χώρο¨ διακινδυνεύει τη σύλληψή του από τις διωκτικές αρχές, επειδή δεν γνωρίζει το πώς θα διαφύγει. Επίσης, στον μη ¨οικείο του χώρο¨ δεν γνωρίζει ποια από τα μελλοντικά του θύματα είναι περισσότερο ¨ελκυστικά¨ και ευάλωτα. Αυτό σημαίνει ότι θα αφιερώσει πιθανότατα σημαντικό χρόνο για να τα εντοπίσει αλλά και για να διαπιστώσει αν, πως και κατά πόσο αυτά έχουν πάρει κάποιες προφυλάξεις, πράγμα που συντελεί στην αναβολή και ίσως και στην ματαίωση της πράξης του. Οι υποστηρικτές της θεωρίας αυτής συνιστούν για τη μείωση της εγκληματικότητας την αρχιτεκτονική διαμόρφωση των διαφόρων περιοχών με τέτοιο τρόπο ώστε να αποθαρρύνεται ο υποψήφιος δράστης από
το
να
εκδηλώσει
εγκληματική
συμπεριφορά.
Έτσι
π.χ.
συμβουλεύουν τους ειδικούς να κτίζουν σπίτια με μεγάλα παράθυρα. Με τον τρόπο αυτό οι ένοικοί τους θα μπορούν να έχουν καλύτερη εποπτεία των δρόμων έξω από αυτά, με συνέπεια να μπορούν έγκαιρα να εντοπίσουν οποιαδήποτε ύποπτη κίνηση. Ακόμη προτείνουν οι δρόμοι
53 5
μιας πόλης να μη διευκολύνουν την ταχεία κυκλοφορία των οχημάτων, πράγμα που θα μπορούσε να καθυστερήσει τη διαφυγή του οχήματος των δραστών που λήστεψαν μια Τράπεζα κλπ. Εκτιμώντας τις παραπάνω απόψεις θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως για την εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς θεωρούνται απαραίτητες αθροιστικά, οι ακόλουθες προϋποθέσεις που αφορούν κυρίως, το «λογικά σκεπτόμενο» δράστη : α.-Ύπαρξη κινήτρου (motive). Ένα άτομο δεν είναι δυνατό να εμφανίσει οποιαδήποτε εγκληματική συμπεριφορά χωρίς να έχει κάποιο κίνητρο δηλ. χωρίς να πιστεύει πως θα αποκομίσει κάποιο (οικονομικό ή συναισθηματικό π.χ. εκδίκηση) όφελος από αυτή. β.- Δικαιολογία (excuse). Ο δράστης δικαιολογεί στον εαυτό του σχεδόν πάντοτε εκ των προτέρων την εγκληματική του συμπεριφορά, δεδομένου ότι αυτή αποτελεί προσωπική επιλογή ανάμεσα σε άλλες που θα μπορούσε να κάνει. Οι δικαιολογίες που προβάλλονται από τους δράστες δεν είναι απαραίτητο να συμβαδίζουν με τη λογική του «μέσου ανθρώπου». Αρκεί ότι εκείνοι που τις προβάλλουν πιστεύουν πραγματικά σε αυτές. γ.- Εκμάθηση/Γνώση του τρόπου (“know – how”, “modus operandi”, τεχνικών) που θα πρέπει να ακολουθήσει για να διαπράξει το έγκλημα που σχεδιάζει. Αν π.χ. ο υποψήφιος διαρρήκτης δεν ξέρει να σπάει κλειδαριές ή να απενεργοποιεί συναγερμούς, ο υποψήφιος εκ προθέσεως δολοφόνος ή ληστής δεν γνωρίζει τη χρήση όπλων και ο υποψήφιος ψηφιακός εγκληματίας αγνοεί τις αδυναμίες του διαδικτύου, πως θα κάνoυν αντίστοιχα μια διάρρηξη, ένα φόνο, μια ληστεία ή το “σπάσιμο” των κωδικών τραπεζικών λογαριασμών; Στον τομέα αυτό διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο οι φορείς (αντι) – κοινωνικοποίησης (κυρίως φίλοι με ανάλογη δράση στο παρελθόν, ΜΜΕ) με τους οποίους επικοινωνεί ο υποψήφιος δράστης.
54 5
δ.- Κατάλληλη τοπικά και χρονικά ευκαιρία (right opportunity on place and time). Ακόμα κι αν κάποιος έχει κίνητρο, μπορεί να δικαιολογήσει την εγκληματική του πράξη και γνωρίζει και το πώς θα την κάνει,
αποκλείεται να την πραγματοποιήσει τελικά αν δεν του
παρουσιασθεί και η κατάλληλη ευκαιρία (Felson – Clarke, 1998). Aυτή η τελευταία μπορεί να στηριχθεί στην εκτίμηση του δράστη ότι ο στόχος του είναι αφύλακτος (= δεν υπάρχουν σε αυτόν τρίτοι, ανεξάρτητα αν αυτοί είναι αστυνομικοί ή απλοί πολίτες) σε δεδομένη χρονική στιγμή. Το γεγονός αυτό θα καθορίσει τον καταλληλότερο χρόνο για την διάπραξη του εγκλήματος, αλλά και τη μη αυτόφωρη σύλληψή του. Οι βασικές αυτές θέσεις των παραπάνω θεωριών της περιβαλλοντικής εγκληματολογίας αποτελούν το θεωρητικό υπόβαθρο της (κοινωνικής) περιστασιακής πρόληψης του εγκλήματος (Situational Crime Prevention) που υποστηρίχθηκε βασικά από τον Ronald Clarke, καθηγητή του Παν/μίου στις ΗΠΑ και εφαρμόσθηκε αρχικά στην Αγγλία. Σύμφωνα με αυτόν (Clarke R.V.G., 1997 : 12) : «Η περιστασιακή πρόληψη του εγκλήματος ξεκινάει από την ανάλυση των συνθηκών που ευνοούν την αύξηση του αριθμού ειδικών κατηγοριών εγκλημάτων. Υποστηρίζει την εφαρμογή συγκεκριμένων αλλαγών του τόπου/περιβάλλοντος όπου τελούνται τα διάφορα εγκλήματα με σκοπό τη μείωση των ευκαιριών που οδηγούν στην εκδήλωσή τους. Με τον τρόπο αυτό δίνει έμφαση στον τόπο/περιβάλλον εκδήλωσης εγκλημάτων και όχι σε εκείνους που τα
διαπράττουν. Κεντρικό αντικείμενο του
ενδιαφέροντός της δεν αποτελεί επομένως το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης αλλά ένα πλήθος δημόσιων και ιδιωτικών οργανισμών και επιχειρήσεων – όπως σχολεία, νοσοκομεία, μέσα μεταφοράς, μεμονωμένα καταστήματα και πολυκαταστήματα, επιχειρήσεις και τηλεφωνικές εταιρείες, τοπικά πάρκα, χώροι αναψυχής, πάμπς και χώροι παρκαρίσματος – των οποίων τα προϊόντα, οι υπηρεσίες και οι εργασίες δημιουργούν ευκαιρίες για την τέλεση ενός μεγάλου αριθμού διαφορετικών εγκλημάτων.».
Θα μπορούσαμε επομένως να πούμε πως το κεντρικό σημείο αναφοράς της συγκεκριμένης προσέγγισης είναι αυτό το ίδιο το
55 5
εγκληματικό συμβάν. Η αιτιολογική της βάση αφορά στη σχέση των πιθανών δραστών με την ευκαιρία (opportunity) που τους παρουσιάζεται για να δράσουν, καθώς και την απόφασή τους να διαπράξουν συγκεκριμένα εγκλήματα σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Σκοπός δε είναι η αποτροπή τέλεσης νέων εγκλημάτων, και όχι η εξιχνίαση ήδη διαπραχθέντων και η τιμωρία των δραστών τους. To πρώτο βήμα για την περιστασιακή πρόληψη αφορά στην ενδελεχή εξέταση του εγκληματικού συμβάντος που θα πρέπει να αντιμετωπισθεί. Έτσι, έχουμε την ανάλυση του εγκλήματος αυτού (crime analysis) η οποία θα πρέπει να δώσει απαντήσεις σε ερωτήσεις όπως : - Ποια είναι τα ακριβή χαρακτηριστικά του προβλήματος; - Τι ακριβώς συμβαίνει; - Πού και πότε εμφανίζεται το πρόβλημα; - Ποιος/οι δημιουργούν το πρόβλημα; - Ποιοι περιβαλλοντικοί παράγοντες συμβάλλουν, έστω και έμμεσα, στην εμφάνισή του; Κομβικό σημείο της ανάλυσης αυτής αποτελεί η κατανόηση της αλληλουχίας των λόγων που οδηγούν τους δράστες (decision making process) στο να διαπράξουν το έγκλημά τους σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο (Cornish & Clarke, 1985; 1986). Η ακριβής δε οριοθέτηση της περιστασιακής πρόληψης εκδηλώνεται με τη λήψη μέτρων με τα οποία,: • θα μειωθούν οι ευκαιρίες, για την διάπραξη συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων, • θα επιχειρείται ο σχεδιασμός, η διαχείριση και η διευθέτηση των χώρων / περιβάλλοντος, στους οποίους έχει σημειωθεί έξαρση της εγκληματικότητας, με τρόπο συστηματικό και μόνιμο και
56 5
• το έγκλημα στους χώρους αυτούς θα καταστεί πιο δύσκολο και πιο επικίνδυνο και με μικρές πιθανότητες ατιμωρησίας για τον υποψήφιο δράστη, σύμφωνα και με τη δική του εκτίμηση. Για την επίτευξη των παραπάνω, ο Clarke προτείνει πλέον, είκοσι πέντε (25) “τεχνικές” (Lersch, 2007 : 180 -3). Με αυτές, και όσον αφορά στην σχέση του τόπου πιθανής δράσης με τον υποψήφιο δράστη, θα πρέπει να επιδιωχθεί,: 1. Η αύξηση της προσπάθειας αυτού του τελευταίου για να επιτύχει το σκοπό του, πράγμα που μπορεί να γίνει π.χ. με την τοποθέτηση συστημάτων συναγερμού σε κατοικίες ή σε χώρους εμπορικών συναλλαγών (δυσχέρανση στόχου), 2. η αύξηση των κινδύνων καταγραφής του όπως π.χ. με την τοποθέτηση
ηλεκτρονικών
καμερών
σε
χώρους
που
έχει
παρατηρηθεί η συχνή παρουσία του, 3. η μείωση των κερδών που αναμένει από την παράνομη πράξη του, όπως π.χ. με την αφαίρεση του ιδιαίτερα μεγάλης αξίας ψηφιακού ραδιοφώνου – DVD/R του αυτοκινήτου από τον ιδιοκτήτη του όταν δεν το κινεί, και 4. η δημιουργία σε αυτόν αισθημάτων ενοχής ή ντροπής εξ αιτίας και της ευρύτερης κοινωνικής του αποδοκιμασίας, για την πράξη του και την εν γένει συμπεριφορά του. Στον Πίνακα που ακολουθεί παρουσιάζονται οι 25 αυτές τεχνικές. (Η μετάφραση είναι της Μ.Λεμπέση, υποψ. διδ. Εγκληματολογίας).
Οι είκοσι πέντε τεχνικές της περιστασιακής πρόληψης κατά τον Clarke. - Προσαρμοσμένο από το Cornishe & Clarke (2003 : 90) -
Εντείνουμε την προσπάθεια 1. •
•
•
2. • • •
3.
• • •
4. • • •
5. • •
•
Δυσχεραίνουμε την επίτευξη του στόχου Τοποθέτηση ειδικών αντικλεπτικών στηλών που κλειδώνουν το τιμόνι του αυτοκινήτου, συναγερμών και αντικλεπτικών μηχανισμών που ακινητοποιούν το αυτοκίνητο Αντικλεπτικά συστήματα ασφαλείας σε καταστήματα και οικίες Ανθεκτική στην πλαστογράφηση και στην παραποίηση συσκευασία τυποποιημένων προϊόντων Ελεγχόμενη πρόσβαση/είσοδος στις εγκαταστάσεις Θυροτηλέφωνα εισόδου Ηλεκτρονική κάρτα πρόσβασης Συσκευές ελέγχου χειραποσκευών
Εξονυχιστική εξέταση των ατόμων που εξέρχονται Εισιτήρια απαραίτητα για την έξοδο Ειδικά έγγραφα απαραίτητα για την έξοδο (εξιτήριο) Ηλεκτρονικές ετικέτες προϊόντων
Απομάκρυνση των παραβατών Κλείσιμο δρόμων και κεντρικών αρτηριών Ξεχωριστές τουαλέτες ανδρών και γυναικών Μη συγκέντρωση νυχτερινών κέντρων και μπαρ σ’ έναν συγκεκριμένο τόπο
Έλεγχος των μέσων/όπλων «Έξυπνα» όπλα Απενεργοποίηση και αχρήστευση κλεμμένων κινητών τηλεφώνων Περιορισμός και έλεγχος στις πωλήσεις ειδών για
Αυξάνουμε τους κινδύνους
Μειώνουμε τα ωφέλη, τις ανταμοιβές
Μειώνουμε τις προκλήσεις
Εξαλείφουμε τις δικαιολογίες και τα προσχήματα
6. Επέκταση της φύλαξης • Λήψη προφυλάξεων ρουτίνας: π.χ. βγαίνουμε έξω το βράδυ με παρέα, αφήνουμε σημάδια στην οικία μας ότι κάποιος βρίσκεται μέσα όπως αναμένω φως, έχουμε μαζί μας τηλέφωνο. • Περιπολίες από άτομα της γειτονιάς (Neighborhood watch)
11. Κάλυψη των 57 5 στόχων • Παρκάρισμα των αυτοκινήτων εκτός δρόμων • Μη προσδιορισμός του φύλου του ατόμου στους τηλεφωνικούς καταλόγους • Μη επισημασμένα φορτηγά μεταφοράς ράβδων χρυσού
16. Μείωση των απογοητεύσεων και του άγχους • Αποτελεσματικές σειρές αναμονής και ευγενικές και εξυπηρετικές υπηρεσίες • Επέκταση των καθιστικών • Απαλή μουσική και χαμηλός φωτισμός
21. Θέτουμε ξεκάθαρους κανόνες • Συμβόλαια ενοικίασης • Κώδικες παρενόχλησης • Εγγραφή πελατών που διαμένουν στο ξενοδοχείο
7. Ενίσχυση και εκμετάλλευση της φυσικής επιτήρησης • Βελτίωση του φωτισμού των δρόμων • Οργάνωση και σχεδιασμός υπερασπίσιμων χώρων • Υποστήριξη δικτύου τηλεφωνικών θαλάμων 8. Μείωση της ανωνυμίας των προσώπων • Έκδοση ταυτοτήτων για όλους τους οδηγούς ΤΑΧΙ • Έλεγχος αδειών • Σχολικές ενδυμασίες
12. Μετακίνηση/μεταφορά των στόχων • Φορητά ραδιοκασετόφωνα αυτοκινήτου • Καταφύγια και στέγες φροντίδας γυναικών • Προπληρωμένες κάρτες για τηλεφωνήματα με χρέωση
17. Αποφυγή διαφωνιών και αντιπαραθέσεων • Περιορισμός των οπαδών των αντίπαλων ομάδων σε ξεχωριστές θύρες • Μείωση του συνωστισμού στα νυχτερινά κέντρα και τα μπαρ • Προσδιορισμός των ναύλων των TAXI
22. Τοποθέτηση σήμανσης και οδηγιών • «Απαγορεύεται το παρκάρισμα» • «Ιδιωτική περιουσία» • «Πυροσβεστική φωλιά»
13. Ταυτοποίηση των περιουσιακών στοιχείων • Καταγραφή και σημείωση των περιουσιακών στοιχείων • Άδεια κυκλοφορίας οχήματος και μαρκάρισμα συγκεκριμένων περιοχών του οχήματος • Τοποθέτηση ετικέτας στα ζώα του κοπαδιού ενός κτηνοτρόφου 14. Διακοπή του κανονικού ρυθμού των αγορών • Παρακολούθηση της λειτουργίας των ενεχυροδανειστήριω ν • Έλεγχος των μικρών αγγελιών των εφημερίδων • Χορήγηση αδειών για τους μικροπωλητές
18. Μείωση της συναισθηματικής φόρτισης/διέγερσης • Έλεγχος της βίαιης πορνογραφίας • Ενίσχυση της σωστής φίλαθλης συμπεριφοράς μέσα και έξω από τα γήπεδα • Απαγόρευση του φυλετικού στιγματισμού
23. Αφύπνιση της συνείδησης • Τοποθέτηση ραντάρ στους δρόμους για έλεγχο της υπερβολικής ταχύτητας • Υπογραφές για παράπονα και διαμαρτυρίες πελατών • «Η μικροκλοπή από κάποιο κατάστημα είναι κλοπή»
19. Εξουδετέρωση της πίεσης των συνομηλίκων • «Οι βλάκες πίνουν αλκοόλ και μετά οδηγούν» • «Είναι σωστό το να λες και ΟΧΙ» • Διασκορπισμός και όχι απομόνωση των παιδιών που προκαλούν φασαρίες στο σχολείο
24. Ενίσχυση και στήριξη της υπακοής και της συμμόρφωσης • Εύκολος έλεγχος στις βιβλιοθήκες • Δημόσια αποχωρητήρια • Κάδοι απορριμμάτων
15. Άρνηση/μη αναγνώριση προνομίων • Εμπορικές ετικέτες με μελάνη • Καθαρισμός των graffiti • Ειδικά σαμαράκια στους δρόμους για μείωση της ταχύτητας
20. Αποθάρρυνση της μίμησης • Ταχύτατη αποκατάσταση κτηρίων και χώρων που έχουν υποστεί βανδαλισμούς • Τοποθέτηση ειδικών τσιπς στις τηλεοράσεις
25. Έλεγχος των ψυχοτρόπων ουσιών και του αλκοόλ • Καλός εξαερισμός σε κέντρα διασκέδασης και μπαρ • Διαμεσολάβηση σερβιτόρων • Συναντήσεις και
9. Αξιοποίηση της διαχείρισης του χώρου • Σύστημα παρακολούθησης μέσω κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης (CCTV) σε τρένα, διώροφα λεωφορεία, σε αποβάθρες, σταθμούς. • Παρουσία δύο υπαλλήλων στα αποχωρητήρια • Επιβράβευση των ατόμων που συμμετέχουν σε επιτροπές επαγρύπνησης για την τήρηση της τάξης 10. Ενίσχυση της επίσημης επιτήρησης • Κάμερες παρακολούθησης • Συναγερμοί • Φύλακες ασφαλείας
58 5
Η σοβαρότερη κριτική που έχει ασκηθεί στην περιστασιακή πρόληψη αφορά
στο
ενδεχόμενο
της
μετακίνησης
(displacement)
του
εγκληματικού συμβάντος σε άλλο περιβάλλον που πλέον, το ευνοεί. Η μετακίνηση αυτή μπορεί να είναι: - Χρονική, οπότε το έγκλημα διαπράττεται σε άλλη χρονική στιγμή που ο δράστης θεωρεί πλέον κατάλληλη, - τοπική, οπότε αλλάζει ο τόπος τέλεσής του, - του στόχου, οπότε προσβάλλονται στόχοι περισσότερο ευάλωτοι, - τακτικής, οπότε οι δράστες προσφεεύγουν σε ένα διαφορετικό modus operandi, - του δράστη, οπότε τον συλληφθέντα δράστη τον αντικαθιστά κάποιος άλλος, και - του είδους του εγκλήματος, οπότε οι δράστες επιλέγουν ένα άλλο είδος εγκλήματος μια και είχαν αποτύχει με το προηγούμενο (Felson & Clarke, 1998, Barnes 1995). Ωστόσο, όπως παρατηρείται από την Hesseling (1995), η οποία ανέλυσε 55 προγράμματα περιστασιακής πρόληψης,: “…..η μετακίνηση δεν είναι αναπόφευκτη αλλά και εάν συμβαίνει είναι βασικά περιορισμένη.» -
Ερωτήσεις 1.- Είναι τελικά σημαντικός κατά τη γνώμη σας ο ρόλος του τόπου και του χρόνου στην τέλεση αλλά και στην αποτροπή ενός εγκλήματος; 2.- Σχολιάστε καθεμία από τις θεωρίες που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής εγκληματολογίας. 3.- Πιστεύετε ότι πράγματι μόνο η «ευκαιρία κάνει τον εγκληματία»;
59 5 4.- ΕΑΝ «Δράστης (με Κίνητρο + Δικαιολογία + Γνώση) + Κατάλληλη Τοπικά και Χρονικά Ευκαιρία = Εγκληματική Συμπεριφορά;» ΤΟΤΕ ποια μέτρα θα πρέπει να ληφθούν για τον περιορισμό της; 5.- Σχολιάστε τις 25 τεχνικές περιστασιακής πρόληψης που προτείνει ο R. Clarke. Λαμβάνεται κάποια από αυτές για να αποτρέψετε τη θυματοποίησή σας; Μπορείτε να προτείνετε κάποια άλλα ανάλογα μέτρα;
ΕΡΓΑΣΙΕΣ
•
Μέσα από ηλεκτρονικά ελληνικά ειδησεογραφικά sites που μπορείτε να βρείτε, π.χ. στη διεύθυνση www.mme.gr, καταγράψτε τις ειδήσεις 20 – 30 ημερών του προηγούμενου ή του τρέχοντος έτους που αφορούν εγκλήματα που διαπράχθηκαν στη χώρα μας. Επιλέξτε στη συνέχεια 10 – 15 από αυτά και : α.- Ερμηνεύστε τη συμπεριφορά του/των δράστη/ών με βάση μια ή περισσότερες από τις θεωρίες που αναφέραμε και β.- Αναφέρατε ποια/ες από τις 25 τεχνικές περιστασιακής πρόληψης του R. Clarke, θα μπορούσε να είχε ακολουθήσειι κάθε θύμα των εγκλημάτων αυτών για να αποτρέψει τη θυματοποίησή του.
2.-
Μέσω μιας μηχανής αναζήτησης (www.google.com, www.yahoo.com) βρείτε τους δικτυακούς τόπους 3 – 5 ΜΚΟ που έχουν την έδρα τους σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου και οι οποίες ασχολούνται με την πρόληψη του εγκλήματος ή με την παροχή βοήθειας σε θύματα. Στη συνέχεια περιγράψτε την οργανωτική δομή καθεμιάς από αυτές, καθώς και τις δραστηριότητές τους.
3.- Με ένα ερωτηματολόγιο 10 περίπου ερωτήσεων που θα απευθύνετε σε 20 τουλάχιστον συμφοιτητές σας, διερευνείστε τις απόψεις τους για το ποια συμπεριφορά των ιδίων και των καθηγητών τους, θεωρούν παρεκκλίνουσα.
60 6
4.- Περιγράψτε και συγκρίνατε το περιεχόμενο των διαδικτυaκών τόπων της ΕΛ.ΑΣ, της INTERPOL, της EUROPOL και του FBI. 5.- Βρείτε, περιγράψτε και αξιολογείστε το περιεχόμενο 10 ελληνικών ή ξένων δικτυακών τόπων που αναφέρονται είτε στους ανήλικους σαν δράστες και θύματα εγκλημάτων είτε στη θανατική ποινή είτε στα εγκλήματα μίσους. -
61 6
Β.- ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
62 6
1.- Η καταγραφή Ο συνολικός αριθμός των εγκλημάτων που διαπράττονται σε ορισμένη
τοπικά
και
χρονικά
κοινωνική
ομάδα
συνιστά
την
εγκληματικότητα (Αλεξιάδης, 2004:92) που καταγράφεται σ’ αυτή. Η εγκληματικότητα διακρίνεται σε: • εμφανή και • αφανή. Στην πρώτη υπάγονται όλα τα εγκλήματα που καταγράφονται από την αστυνομία (δήλη εγκληματικότητα) και τα δικαστήρια (δικαστικά διαπιστούμενη εγκληματικότητα). Η καταγραφή αυτή γίνεται γνωστή στο ευρύ κοινό και στους ειδικούς μέσα από τις σχετικές στατιστικές της δικαιοσύνης, από ερευνητικές εργασίες που δημοσιεύονται σε εξειδικευμένα επιστημονικά περιοδικά, αλλά και από τα ΜΜΕ. Στην αφανή εγκληματικότητα ανήκουν όλα εκείνα τα εγκλήματα που για διάφορους λόγους δεν έγιναν ποτέ γνωστά σε οποιονδήποτε τρίτο εκτός από τους πρωταγωνιστές τους (δράστες και θύματα). Η αφανής εγκληματικότητα καταγράφεται, όπως είναι εύλογο μόνο σε σχετικές επιστημονικές έρευνες. Η επικρατούσα άποψη δέχεται πως η αφανής εγκληματικότητα είναι πολύ μεγαλύτερη από την εμφανή, ιδίως σε ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων όπως τα ενδοοικογενειακά εγκλήματα, τα εγκλήματα κατά των ηθών και τα οικονομικά εγκλήματα. Αυτό συμβαίνει επειδή τα εγκλήματα των δυο πρώτων από τις κατηγορίες αυτές σε πολλές περιπτώσεις, δεν καταγγέλλονται από τα θύματα, της δε τρίτης επειδή δύσκολα αποκαλύπτονται από τις διωκτικές αρχές. Με βάση τις παρατηρήσεις μας αυτές θα πρέπει να υποθέσουμε πως αν θέλουμε να απαντήσουμε σε ερωτήματα που αφορούν στην
63 6
εγκληματικότητα (αύξηση, μείωση, εξάπλωση κλπ.), τα σχετικά δεδομένα θα πρέπει να αναζητηθούν : α.- στις επίσημες κρατικές ή διακρατικές στατιστικές, β.- στις επιστημονικές έρευνες, και γ.- στην ειδησεογραφία των ΜΜΕ. Στη συνέχεια θα κάνουμε μια προσπάθεια αξιολόγησης της εγκυρότητας των στοιχείων που μας προσφέρουν οι πηγές αυτές,. Για το λόγο αυτό είναι αναγκαίο να διερευνήσουμε βασικά, την αξιοπιστία του συντάκτη τους. Η επίσημη διαπίστωση της διάπραξης ενός εγκλήματος, καθώς και η τιμωρία εκείνου που το έκανε, γίνονται από το Σύστημα απονομής της Ποινικής Δικαιοσύνης (Δασκαλάκης, 1983, Siegel 2003 : 458 – 586, Conklin 2004 : 337 - 367) το οποίο είναι και ο αρμόδιος φορέας παροχής των στοιχείων που αφορούν στις συγκεκριμένες δραστηριότητές του. Σε αυτό, όπως είναι γνωστό, εντάσσονται: • η Αστυνομία, • η Εισαγγελική αρχή, • τα Ποινικά Δικαστήρια, και • τα Σωφρονιστικά καταστήματα (φυλακές) (Κουράκης, 2005). Τα τέσσερα αυτά τμήματα του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης είναι και τα αρμόδια να συντάσσουν στατιστικά δελτία για τις υποθέσεις που χειρίζονται, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να διαβιβάσουν στην κεντρική κρατική στατιστική υπηρεσία για την περαιτέρω επεξεργασία τους. Η διαδικασία η οποία, σε γενικές γραμμές, λαμβάνει χώρα στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η ακόλουθη: Ας υποθέσουμε π.χ. ότι ο Κ αφαίρεσε από τον Α το πορτοφόλι του χωρίς τη θέληση αυτού του τελευταίου. Τότε η πράξη αυτή θα πρέπει:
64 6
α.- Να καταγγελθεί από το θύμα Α στην Αστυνομία, η οποία θα κάνει και τον αρχικό νομικό χαρακτηρισμό της, ως κλοπής αν η αφαίρεση έγινε χωρίς τη χρήση βίας ή ως ληστείας αν έγινε με τη βία. Η ίδια στη συνέχεια θα επιδιώξει την αποκάλυψη της ταυτότητας και κατόπιν τη σύλληψη του φερόμενου ως δράστη Κ και θα διαβιβάσει τη σχετική δικογραφία, που θα έχει στο μεταξύ σχηματίσει, στην Εισαγγελία μαζί με τον συλληφθέντα – ενδεχομένως - δράστη. Η καταγγελθείσα
και
χαρακτηρισθείσα ως αξιόποινη – αρχικά - πράξη θα καταχωρηθεί στο «βιβλίο συμβάντων» της αστυνομικής υπηρεσίας το οποίο αποτελεί την πηγή σύνταξης του σχετικού στατιστικού δελτίου. Η συγκεκριμένη πράξη, άσχετα με το πώς θα την αντιμετωπίσουν τα υπόλοιπα τμήματα του συστήματος – μπορεί π.χ. η καταγγελία του θύματος Α να θεωρηθεί ψευδής από την Εισαγγελία και η υπόθεση να τεθεί στο αρχείο της ή στο Δικαστήριο ο φερόμενος ως δράστης να απαλλαγεί - καταγράφεται ως έγκλημα στις αστυνομικές στατιστικές, δηλ. ως κλοπή ή ληστεία ανάλογα με το χαρακτηρισμό που της έκανε το αστυνομικό όργανο που ασχολήθηκε με αυτή. β. - Ο Εισαγγελέας παραλαμβάνοντας τη δικογραφία την εξετάζει και είτε ασκεί ποινική δίωξη κατά του φερόμενου ως δράστη, αποδεχόμενος τις κατ’ αυτού κατηγορίες της Αστυνομίας, είτε στην αντίθετη περίπτωση τον αφήνει ελεύθερο. Στην πρώτη από τις περιπτώσεις αυτές αποφασίζει για το εάν η υπόθεση θα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω – οπότε διατάσσει τη διενέργεια προανάκρισης ή κύριας ανάκρισης - ή παραπέμπει τον δράστη να δικασθεί στο αρμόδιο δικαστήριο σε συγκεκριμένη ημερομηνία. Σε συνεννόηση δε με τον ανακριτή και σύμφωνα με τις επιταγές του νόμου μπορεί να τον αφήσει ελεύθερο – με όρους ή χωρίς - ή να διατάξει την προφυλάκισή του μέχρι την ημερομηνία της δίκης του. Φυσικά και θα μπορούσε να συνταχθεί και στην προκειμένη περίπτωση στατιστικό δελτίο το οποίο θα απεικόνιζε τις
65 6
παραπάνω ενέργειες της Εισαγγελικής αρχής και οι οποίες θα αφορούν άτομα που κατηγορήθηκαν για κάποια αξιόποινη πράξη (στατιστικές κατηγορηθέντων ή φερομένων ως δραστών). γ. Το αρμόδιο δικαστήριο μέσα στο πλαίσιο της ποινικής δίκης που ακολουθεί (Ζησιάδης, 2000), κρίνει αν ευσταθούν οι κατηγορίες που απαγγέλθηκαν στον φερόμενο ως δράστη και εφόσον τις αποδεχθεί θα του επιβάλλει την ποινή που ορίζει ο νόμος ο οποίος προέβλεψε το έγκλημά του ή αν έχει αμφιβολίες για την ενοχή του θα τον αθωώσει. Εάν η ποινή που επιβλήθηκε στον δράστη είναι χρηματική και την πληρώσει αφήνεται ελεύθερος, αν δεν την πληρώσει οδηγείται σε σωφρονιστικό κατάστημα (φυλακή), όπου οδηγείται και αν η ποινή του είναι στερητική της ελευθερίας και εφόσον βέβαια, δεν είναι εξαγοράσιμη ή εφέσιμη και δεν προβλέπεται αναστολή της εκτέλεσής της μέχρι την εκδίκαση της έφεσης (Καράμπελας, 1992). Και στην προκειμένη περίπτωση, συντάσσονται στατιστικά δελτία τα οποία όμως δεν
αφορούν
πλέον
τις
εγκληματικές
πράξεις
αλλά
τους
κατηγορούμενους οι οποίοι καταδικάστηκαν και μάλιστα με αμετάκλητη δικαστική απόφαση (στατιστικές καταδικασθέντων). δ.- Τα σωφρονιστικά καταστήματα (φυλακές) είναι το μέρος όπου ο δράστης εγκλήματος που καταδικάστηκε από το αρμόδιο δικαστήριο σε ποινή με την οποία του στερείται η ελευθερία του (φυλάκιση, κάθειρξη) θα εκτίσει την ποινή του αυτή (Σπινέλλη - Κουράκης, 1995, Welch, 1996). Τα σωφρονιστικά καταστήματα συντάσσουν στατιστικά δελτία στα οποία καταχωρούνται οι έγκλειστοι σε αυτά, οι οποίοι συνήθως διακρίνονται σε υπόδικους και κατάδικους. Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, θα λέγαμε ότι τα επίσημα κρατικά στατιστικά δεδομένα που συντάσσονται με βάση τις αναφορές των τμημάτων του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης δυνατό να περιλάβουν :
είναι
66 6 •
Τις πράξεις που η αστυνομία χαρακτήρισε αρχικά ως αξιόποινες αλλά και άλλες οι οποίες στη συνέχεια είτε από τον Εισαγγελέα είτε από τα δικαστήρια δεν θεωρήθηκαν και τελικά αξιόποινες, δεδομένου ότι είχαν παραγραφεί ή οφείλονταν σε ψευδή καταγγελία του θύματος ή και στον υπερβάλλοντα ζήλο αστυνομικού οργάνου.
• Τους κατηγορηθέντες κατά των οποίων η Εισαγγελία άσκησε ποινική δίωξη επειδή τους θεώρησε βάσιμα ως πιθανούς δράστες εγκλήματος, αλλά και τους
κατηγορηθέντες των οποίων π.χ. ο
αρμόδιος εισαγγελέας λόγω της ευθυνοφοβίας του, δεν έβαλε την προφανώς αβάσιμη σε βάρος τους καταγγελία στο αρχείο, αλλά την παρέπεμψε για κρίση στο ακροατήριο, • Τους καταδικασθέντες από τα δικαστήρια τελεσίδικα με τη διεξαγωγή μιας άψογης τυπικά και ουσιαστικά δίκης, αλλά και τους καταδικασθέντες,
που
αργότερα
η
απόφαση
με
την
οποία
καταδικάστηκαν αποδείχθηκε ότι ήταν προϊόν δικαστικής πλάνης, και • τους κρατουμένους που καταδικάστηκαν από τα δικαστήρια μόνο σε στερητική της ελευθερίας ποινή, και από αυτούς μόνον εκείνους που εφόσον αυτή ήταν εξαγοράσιμη δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να την εξαγοράσουν. Παράλληλα θα πρέπει να λάβουμε υπόψη και τις ηθελημένες στρεβλώσεις του συστήματος αυτού που προκαλούνται από τη διαφθορά κάποιων από εκείνους που το υπηρετούν και εξαιτίας των οποίων τα στοιχεία που παρέχει για την εγκληματικότητα είναι ακόμα περισσότερο ανακριβή. Έτσι, και εφόσον υπεισέρχονται παράγοντες που επηρεάζουν οποιονδήποτε από εκείνους – αστυνομικούς, εισαγγελείς, δικαστές, δικηγόρους, διευθυντές φυλακών, δικαστικούς και σωφρονιστικούς υπαλλήλους - που παίρνουν τις κρίσιμες αποφάσεις για την πρόοδο μιας υπόθεσης, υπαγορεύοντάς τους αποφάσεις που εξυπηρετούν τα δικά τους
67 6
και μόνο συμφέροντα, είναι προφανής η δυσλειτουργία του συστήματος εξαιτίας της οποίας, : - κατασκευάζονται και υποστηρίζονται ανυπόστατες κατηγορίες, - ένοχοι αθωώνονται ή δε δικάζονται ποτέ, - αθώοι καταδικάζονται χωρίς ουσιαστικό έλεγχο της σε βάρος τους κατηγορίας, - ποινές δεν εκτίονται ποτέ ή διακόπτεται η έκτισή τους με την απόδραση των κρατουμένων εξαιτίας των ανεπαρκών μέτρων φύλαξής τους (Σαμαράς, 2008) κλπ. Όλα αυτά συμβάλλουν φυσικά στην παραπέρα στρέβλωση της εικόνας της εγκληματικότητας που δίνουν οι στατιστικές εγκληματικότητας, οι οποίες όμως, αποτελούν και τη μοναδική επίσημη καταγραφή της (Mosher, Miethe, Phillips, 2002). Όπως δε χαρακτηριστικά παρατηρεί και η Σπινέλλη, (2005 : 169), “ ….. Ουδείς αμφισβητεί την αξία των ορθών και βάσιμων εγκληματολογικών στατιστικών. Πολλοί όμως αμφισβητούν τη χρησιμότητα των αναξιόπιστων στατιστικών.
Επίσης,
πολλοί
φαίνεται
να
δέχονται
ότι
οι
ελλειμματικές
εγκληματολογικές στατιστικές είναι προτιμότερες από την έλλειψη οποιωνδήποτε στοιχείων……. “
Ανεπίσημη καταγραφή της εγκληματικότητας - κυρίως της αφανούς - γίνεται στο πλαίσιο επιστημονικών ερευνών με τη χρήση ερωτηματολογίων, τα οποία απευθύνονται στο ευρύ κοινό, το οποίο καλείται να απαντήσει ανώνυμα για την άμεση ή έμμεση συμμετοχή του στην τέλεση κάποιας/ων αξιόποινης/ων πράξης/ων, έχοντας είτε το ρόλο του δράστη είτε εκείνο του θύματος. Στην πρώτη περίπτωση κάνουμε λόγο για έρευνες “αυτοομολογούμενης εγκληματικότητας”(self report studies), ενώ στη δεύτερη για “ θυματολογικές έρευνες ”(victimization surveys), (Conklin, 2004 : 36 – 44, Σπινέλλη, 2005: 139 – 40, Ζαραφωνίτου, 2004: 40-44).
68 6
Η με τη χρήση ερωτηματολογίων μέτρηση των στάσεων και των απόψεων του κοινού για την εγκληματικότητα που χρησιμοποιούν εταιρίες δημοσκοπήσεων, θα μπορούσε επίσης, να αποτελέσει μια ανεπίσημη καταγραφή των αντιλήψεών του γι’ αυτή. Τα πορίσματα των ερευνών αυτών θα ήταν δυνατόν να θεωρηθούν χρήσιμα και για το νομοθέτη, αφενός μεν για να διαπιστώσει την αποτελεσματικότητα ή μη, μέτρων αντεγκληματικής πολιτικής που ήδη έχει λάβει αφετέρου δε για να του “υπαγορευθούν” και κάποια άλλα μέτρα, η αποδοχή των οποίων θα κάνει το συγκεκριμένο κοινό να αισθανθεί περισσότερο ασφαλές, από τον κίνδυνο του εγκλήματος που πιστεύει ότι το απειλεί. Φυσικά, η εγκυρότητα και η αξιοπιστία των οποιονδήποτε ευρημάτων σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις έχει να κάνει με την ακριβή ή μη τήρηση των σχετικών μεθοδολογικών κανόνων (Sparks 1985, Mosher C., Miethe T., Phillips D., 2002, Messner S., 2004 : 19 – 44, Ζαραφωνίτου 2004, Σπινέλλη 2005 : 135 – 173). Τέλος, με τη διάδοση την οποία έχουν στην εποχή μας και τα ΜΜΕ και δεδομένου ότι οι ειδήσεις που αναφέρονται σε εγκλήματα προκαλούν το έντονο ενδιαφέρον του κοινού – δηλ. “πουλούν” – θα λέγαμε πως μία ανεπίσημη καταγραφή της εγκληματικότητας γίνεται και από αυτά. Αν ληφθεί δε υπόψη και ο συχνά εντυπωσιακός τρόπος προβολής τους από ορισμένα ΜΜΕ, θα λέγαμε πως αυτά τα τελευταία αποτελούν την κύρια βάση πάνω στην οποία στηρίζονται και οι κοινωνικές
αναπαραστάσεις
(Λαμπροπούλου,
1999)
και
ο
συνεπακόλουθος φόβος του μέσου πολίτη (Ζαραφωνίτου, 2002, Ζαραφωνίτου 2004) για το έγκλημα και τους πρωταγωνιστές του. Λαμβάνοντας υπόψη τις μέχρι στιγμής επισημάνσεις μας για την επίσημη ή μη καταγραφή της εγκληματικότητας θα προχωρήσουμε στη συνέχεια στην παράθεση, :
69 6
α.- Δεδομένων για την εγκληματικότητα τη χώρα μας, που καταγράφουν οι επίσημες ελληνικές εγκληματολογικές στατιστικές των τελευταίων ετών, β.- πορισμάτων ερευνών μέτρησης στάσεων και απόψεων του ελληνικού κοινού για την εγκληματικότητα στη χώρα μας, όπως αυτές δημοσιοποιήθηκαν από τα ΜΜΕ για λογαριασμό των οποίων και έγιναν, και γ.- ειδήσεων εγκλημάτων, όπως αυτές είδαν το φως της δημοσιότητας μέσα από τους δικτυακούς τόπους ελληνικών εφημερίδων πανελλήνιας κυκλοφορίας. Με την παράθεση όλων αυτών σκοπεύουμε να παρουσιάσουμε το περιεχόμενο κάποιων από τις πηγές, από τις οποίες μπορεί να συγκεντρώσει κανείς στοιχεία που θα τον βοηθήσουν να σχηματίσει μια όσο το δυνατό πιο ακριβή εικόνα της πραγματικότητας του εγκλήματος όπως αυτή καταγράφεται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. – Ερωτήσεις •
Για ποιο λόγο μας ενδιαφέρει η καταγραφή της εγκληματικότητας μιας χώρας;
•
Γιατί τα θύματα οικονομικών εγκλημάτων, δεν καταγγέλλουν σε όλες τις περιπτώσεις, τη θυματοποίησή τους στην αστυνομία;
•
Ποια / ες από τις πηγές που αναφέρουμε θεωρείτε περισσότερο έγκυρη και αξιόπιστη; Γιατί;
•
Η αποποινικοποίηση αξιόποινων πράξεων μπορεί να συμβάλλει στην πραγματική μείωση της εγκληματικότητας;
•
Υπάρχουν άλλες πηγές από τις οποίες θα μπορούσε να διαμορφώσει κανείς την άποψή του για την εγκληματικότητα στη χώρα μας;
70 7
2.- Εγκληματολογικές στατιστικές. Οι ελληνικές εγκληματολογικές στατιστικές αφορούν στις δραστηριότητες
της
Αστυνομίας,
των
Δικαστηρίων
και
των
Σωφρονιστικών καταστημάτων (Σπινέλλη, 2005 : 145 επ., Ζαραφωνίτου, 2004: 35-40).. Η Αστυνομία καταγράφει τις αξιόποινες πράξεις που τελέσθηκαν στη χώρα μας και υπέπεσαν, στην αντίληψή της, τα Δικαστήρια καταγράφουν
τους
καταδικασθέντες
με
αμετάκλητη
δικαστική
απόφαση, ενώ τα Σωφρονιστικά καταστήματα καταγράφουν τον αριθμό των καταδίκων και των υποδίκων που φιλοξενούν. Οι καταγραφές αυτές γίνονται σε ετήσια βάση. Τα σχετικά δεδομένα μπορεί να τα ανaζητήσει κανείς και στο Διαδίκτυο. Έτσι, τις αστυνομικές στατιστικές της ΕΛ.ΑΣ. θα τις βρει στο δικτυακό της τόπο (www.astynomia.gr), ενώ τις δικαστικές και τις σωφρονιστικές στατιστικές θα τις συναντήσει στο site της ΕΣΥΕ (www.statistics.gr)
και
στο
site
του
Υπουργείου
Δικαιοσύνης
(www.ministryofjustice.gr). Ειδικότερα : Στον παραπάνω δικτυακό τόπο της ΕΛ.ΑΣ. παρουσιάζονται, : 4. Στατιστικά Στοιχεία της Εγκληματικότητας για όλη την Επικράτεια 5. Στατιστικά στοιχεία EUROSTAT 6. Στατιστικά Στοιχεία της Εγκληματικότητας Γ.Α.Δ.Α. 7. Στατιστικά Στοιχεία Ναρκωτικών για όλη την Επικράτεια 8. Στατιστικά Στοιχεία Εμπορίας Ανθρώπων 9. Στατιστικά Στοιχεία Τροχαίας 10. Στατιστικά Στοιχεία για Ποδοσφαιρικές - Αθλητικές εκδηλώσεις 11. Στατιστικά Στοιχεία για Παραβάσεις σχετικές με είδη Πυροτεχνουργίας 12. Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα - 2004, και 13. Έκθεση για το Οργανωμένο Έγκλημα στην Ελλάδα - 2005.
71 7
Ειδικότερα, και τώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές, στα «Στατιστικά στοιχεία Εγκληματικότητας για όλη την Επικράτεια» παρουσιάζονται : •
Έκθεση για την εγκληματικότητα για το Α΄ εξάμ. του 2009 για όλη την Επικράτεια.
•
Στατιστικά στοιχεία της εγκληματικότητας από το έτος 1991 έως το Α’ εξάμηνο του έτους 2008 για όλη την Επικράτεια.
Τμήματα της παραπάνω έκθεσης, όπως και τους Στατιστικούς Πίνακες, έτσι όπως έχουν δημοσιευθεί στο παραπάνω δικτυακό τόπο της ΕΛ.ΑΣ., παραθέτουμε στη συνέχεια. …………………………………………………………………………… «Εξέλιξη εγκληματικότητας κατά το Α΄ εξάμηνο 2009 –
(Αύγουστος 2009) ΓΕΝΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ Οι ληστείες και οι κλοπές – διαρρήξεις είναι αστικό φαινόμενο. Άνω του 80% των περιπτώσεων διαπράττονται στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της Χώρας (εξαστισμός, ετερογένεια του πληθυσμού, δυνατότητα αποφυγής σύλληψης δράστη, περιορισμός κοινωνικής ολοκλήρωσης). Η ανάγνωση των στατιστικών στοιχείων εγκληματικότητας πρέπει να λαμβάνει υπόψη και παράγοντες όπως: 1. Συνεχής βελτίωση του συστήματος καταγραφής των εγκλημάτων (οριοθέτηση παραμέτρων / βελτίωση μηχανοργάνωσης). 2. Αυξημένα ποσοστά εξιχνίασης καθώς και πληρέστερη επαγγελματική επάρκεια αστυνομικών ως προς την καταγραφή και το χαρακτηρισμό εγκληματικών πράξεων. 3. Επιμέρους (κοινωνικούς) παράγοντες (οικονομική πίεση, αμοραλιστικές συμπεριφορές, κίνητρο χρηματικού κέρδους). 4. Σε εγκλήματα όπως οι απάτες, τα ναρκωτικά, τα όπλα, η αρχαιοκαπηλία, η
72 7 αύξηση των συλλήψεων ή/και των υποθέσεων που εξιχνιάζονται, σημαίνουν δραστηριοποίηση της Αστυνομίας (και ανακάλυψη δραστών). Εξέλιξη βασικών δεικτών εγκλημάτων: Εξετάζοντας τους βασικούς δείκτες εγκλημάτων στην Ελλάδα (κατά της ζωής και της ιδιοκτησίας) το Α΄ 6μηνο του 2009 διαπιστώνονται τα εξής: • Κλοπές- διαρρήξεις: Κατά το Α’ 6μηνο του 2009 διαπράχθηκαν 335,76 κλοπές- διαρρήξεις ανά 100.000 κατοίκους. Από το σύνολο των κλοπών- διαρρήξεων (36.813), η πλειοψηφία τους αφορά αφαίρεση αντικειμένων από σταθμευμένα ΙΧΕ αυτοκίνητα (11.330, ποσοστό 30,8%) και σε μικροκλοπές σε δημόσιους χώρους (2.517, ποσοστό 6,8%) που αποτελούν το 37,61% του συνόλου των κλοπών. • Κλοπές τροχοφόρων: Κατά το Α’ 6μηνο του 2009 διαπράχθηκαν 114,74 κλοπές τροχοφόρων ανά 100.000 κατοίκους. Από το σύνολο των κλοπών τροχοφόρων (12.580), η πλειοψηφία τους αφορά κλοπές μοτοσικλετών – μοτοποδηλάτων (7447, ποσοστό 59%). • Ληστείες: Κατά το Α’ 6μηνο του 2009 διαπράχθηκαν 22,69 ληστείες ανά 100.000 κατοίκους. Από το σύνολο των ληστειών (2.488), η πλειοψηφία αφορά σε ληστείες με αφαίρεση κινητών τηλεφώνων και μικροποσών (508, ποσοστό 20,4%), που ανήκουν στην κατηγορία των μικροεγκλημάτων του δρόμου. Επίσης διαπράχθηκαν 202 ληστείες τραπεζών, 208 ληστείες σε σούπερ μάρκετ και 71 ληστείες πρατηρίων υγρών καυσίμων. • Ανθρωποκτονίες: Κατά το Α΄ 6μηνο του 2009 διαπράχθηκαν 72 ανθρωποκτονίες, δηλαδή 0,66% ανθρωποκτονίες ανά 100.000 κατοίκους. Η πλειοψηφία των ανθρωποκτονιών διαπράττεται στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα της Χώρας (46, ποσοστό 64%). Σε 27 ανθρωποκτονίες αποκαλύφθηκε το κίνητρο τους, εκ των οποίων οι 18 έχουν ως αιτία προσωπικές διαφορές, δηλαδή στις περισσότερες προϋπάρχει σχέση μεταξύ δράστη και θύματος. (Σημειώνεται ότι ο μαθηματικός λόγος ανά 100.000 κατοίκους είναι από τους
73 7 πλέον χαμηλότερους στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με σαφή (θετική) διαφορά από τις λοιπές ανεπτυγμένες χώρες. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει αναφορικά με το ποσοστό συμμετοχής των αλλοδαπών δραστών στα εξιχνιασθέντα εγκλήματα που είναι υψηλό, ιδίως στα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας και κατά προσώπων. Συγκεκριμένα: • Στις ληστείες 49,46% (έναντι 50,54% συμμετοχής των ημεδαπών), • στις κλοπές- διαρρήξεις 50,87%, • στις ανθρωποκτονίες 37,57%, • στους βιασμούς 48,36%. • στα εγκλήματα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης το ποσοστό συμμετοχής ξεπερνά τους ημεδαπούς δράστες (55,13%)., • σχεδόν αποκλειστικότητα στη δράση παρουσιάζουν οι αλλοδαποί στην παραχάραξη (98,78%), στις πλαστογραφίες (95,67%) και στις παραβάσεις πνευματικής ιδιοκτησίας (90,72%). Αποτελεσματικότητα στον τομέα των εξιχνιάσεων : Στον τομέα των εξιχνιάσεων οι δείκτες βρίσκονται σε πολύ ικανοποιητικό επίπεδο, εμφανίζοντας υψηλά ποσοστά σε όλα τα εγκλήματα, γεγονός που αποδεικνύει την αποτελεσματικότητα της Αστυνομίας. Σε πολλά εγκλήματα, ο αριθμός των εξιχνιασθέντων υποθέσεων αυξήθηκε σε σύγκριση με το περασμένο έτος. Συγκεκριμένα: • Το ποσοστό εξιχνίασης στις κλοπές-διαρρήξεις έφτασε στο 18,46% έναντι 15,65% το Α’ 6μηνο του 2008, δηλαδή αύξηση των εξιχνιασθέντων κλοπώνδιαρρήξεων κατά 2,81%. • Από το σύνολο των κλαπέντων οχημάτων έχουν εξιχνιασθεί – ανευρεθεί 5.812 περιπτώσεις, ήτοι ποσοστό 45,83%, έναντι 5.262 περιπτώσεων το Α΄ εξάμηνο 2008. • Από το σύνολο των ληστειών εξιχνιάστηκαν 725, ήτοι ποσοστό 27,48%, έναντι 574 ληστειών το Α΄ εξάμηνο 2008. Από τις 202 τελεσμένες ληστείες τραπεζών έχουν εξιχνιασθεί οι 108, ήτοι ποσοστό 53,46%, έναντι 51 ληστειών που εξιχνιάστηκαν το έτος 2008 (ποσοστό 36,69%). • Στις ανθρωποκτονίες το ποσοστό εξιχνίασης παρέμεινε και το τρέχον έτος σε υψηλό επίπεδο (72,22% έναντι 70,37% το Α΄ εξάμηνο 2008).
74 7 • Παρέμεινε αυξημένη η αποτελεσματικότητα σε ότι αφορά στην εξιχνίαση υποθέσεων ληστειών και κλοπών που διαπράττονταν από οργανωμένες εγκληματικές ομάδες, κυρίως στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. • Εξιχνιάσθηκαν υποθέσεις παλαιότερων ετών (ανθρωποκτονίες, ληστείες, κλοπές, κ.α.), οι οποίες οδήγησαν στην αποκάλυψη και σύλληψη των δραστών. • Εξιχνιάστηκαν σοβαρές υποθέσεις, όπως η απαγωγή του επιχειρηματία ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ, η εξάρθρωση εγκληματικής ομάδας TRAFFICΚING, κ.α. • Εξαρθρώθηκαν εγκληματικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνταν στη παράνομη μετανάστευση, στη διακίνηση ναρκωτικών και στο εμπόριο ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση, πολλές εκ των οποίων είχαν διασυνοριακό επίπεδο δράσης. • Εξαρθρώθηκαν εγκληματικές ομάδες οι οποίες είχαν διαπράξει μεγάλο αριθμό ενόπλων ληστειών σε υποκαταστήματα τραπεζών, σούπερ μάρκετ, υποκαταστήματα ΕΛΤΑ, κ.α. Εξάρθρωση Εγκληματικών Οργανώσεων: 1.- Απόλυτα επιτυχημένη υπήρξε η ανακάλυψη και σύλληψη των μελών δομημένης και με διαρκή δράση ομάδας, τα οποία είχαν συστήσει Εγκληματική Οργάνωση που διέπραττε κακουργηματικές πράξεις (ανθρωποκτονίες, αρπαγές, εκβιάσεις) και εν συνεχεία δραστηριοποιούντο για τη νομιμοποίηση των παράνομων κερδών τους (money laundering). Ειδικότερα: Όπως διαπιστώθηκε, τα μέλη της εγκληματικής ομάδας, πέραν της αρπαγής γνωστού εφοπλιστή, «αναλάμβαναν» τη διάπραξη κακουργημάτων έναντι αμοιβής, τα επονομαζόμενα «συμβόλαια», τα οποία εκτελούσαν μετά από εντολές που δίνονταν με κινητά τηλέφωνα από τους αρχηγούς τους, που είναι κατάδικοι των Φυλακών. Συνελήφθησαν δέκα (10) άτομα, ενώ στην ίδια εγκληματική οργάνωση, συμμετείχαν και άλλα έξι (6) άτομα, εκ των οποίων πέντε (5) είναι κρατούμενοι των φυλακών. Οι έρευνες συνεχίζονται για τον εντοπισμό του κρησφύγετου, στο οποίο κρατήθηκε ο εφοπλιστής και των σημείων στα οποία βρίσκονται κρυμμένα τα χρήματα, που αποκόμισαν από την αρπαγή. 2.-Επιτεύχθηκε και το τρέχον έτος αύξηση των υποθέσεων σεξουαλικής
75 7 εκμετάλλευσης κατά 49,09% (246 υποθέσεις έναντι 165) ως αποτέλεσμα της δραστηριοποίησης των Αστυνομικών Υπηρεσιών. Χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη υπόθεση εξάρθρωσης πολυμελούς εγκληματικής ομάδας στην Αττική που δραστηριοποιούνταν στην οικονομική και σεξουαλική εκμετάλλευση αλλοδαπών γυναικών. (TRAFFICKING) Ειδικότερα, την 07-07-2009, το Τμήμα Καταπολέμησης Εμπορίας Ανθρώπων, σε ευρύτατης κλίμακας αστυνομική επιχείρηση, στην οποία συμμετείχαν περισσότεροι από εκατόν πενήντα (150) Αστυνομικοί της Δ/νσης Ασφαλείας Αττικής και της Ομάδας “Δ”, εξάρθρωσε μία από τις μεγαλύτερες εγκληματικές οργανώσεις, που δραστηριοποιούνταν στην οικονομική και σεξουαλική εκμετάλλευση αλλοδαπών γυναικών στη χώρα μας. Κατά τη διάρκεια της επιχείρησης, ελέγχθηκαν ταυτόχρονα οκτώ (8) νυχτερινά κέντρα, τέσσερις (4) οίκοι ανοχής, δύο (2) σκάφη και έγιναν έρευνες σε δέκα (10) οικίες, ενώ προσήχθησαν περισσότερα από διακόσια (200) άτομα. Συνελήφθησαν είκοσι πέντε (25) μέλη της οργάνωσης, μεταξύ των οποίων και τέσσερις (4) αστυνομικοί και κατηγορούνται σαράντα δύο (42) άτομα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι οι δράστες συγκρότησαν δομημένη διεθνική εγκληματική οργάνωση ή εντάχθηκαν σ’ αυτή, σε διάφορα χρονικά διαστήματα, με διαρκή δράση και διακριτούς ρόλους, υπό την μορφή “τομέων-πυρήνων”, με σκοπό την οικονομική και γενετήσια εκμετάλλευση αλλοδαπών γυναικών, από χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, σε νυκτερινά κέντρα διασκέδασης (strip-tease), παράνομους οίκους ανοχής και ερωτικά ραντεβού, επενδύοντας τα παράνομα έσοδα σε νόμιμες επιχειρήσεις στη χώρα μας. Η εγκληματική οργάνωση, είχε διαρθρωθεί και λειτουργούσε, σε πέντε (5) “ τομείςπυρήνες ”, με σκοπό, ακόμη και σε περίπτωση εντοπισμού ή σύλληψης μελών της από τις διωκτικές αρχές, να μην είναι δυνατή η πλήρης εξάρθρωσή της. Στον α’ τομέα-πυρήνα περιλαμβάνονταν, οκτώ (8) νυκτερινά κέντρα διασκέδασης (strip-tease), ένα αντίστοιχο κέντρο διασκέδασης στη Γερμανία και προετοίμαζε την λειτουργία δύο ακόμη κέντρων διασκέδασης αυτού του τύπου, στην περιοχή του Περιστερίου-Αττικής και στη Ρόδο. Τα νυκτερινά κέντρα διασκέδασης (strip-tease), φαίνονταν να ανήκουν σε διάφορες εταιρείες και ο αρχηγός της εγκληματικής οργάνωσης, δε φαινόταν σε καμία επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία σχετίζεται με τα ανωτέρω κέντρα
76 7 διασκέδασης και είχε αναθέσει την διαχείρισή τους σε δύο υπαρχηγούς της οργάνωσης, οι οποίοι είχαν αναλάβει τη διαχείριση των νυκτερινών κέντρων διασκέδασης (strip-tease), των οίκων ανοχής και την αποστολή γυναικών σε ερωτικά ραντεβού. Στον β’ τομέα-πυρήνα περιλαμβανόταν, η εκμετάλλευση τουλάχιστον δώδεκα (12) παράνομων οίκων ανοχής στο Κέντρο των Αθηνών, οι οποίοι φαίνονταν να είναι ιδιοκτησίας διαφόρων προσώπων. Στον γ’ τομέα-πυρήνα περιλαμβανόταν, ο εντοπισμός-προμήθεια των γυναικών- τις οποίες, μέλη της οργάνωσης εντόπιζαν στις χώρες προέλευσης, μέσω αγγελιών στον τοπικό τύπο ή μέσω ιστοσελίδων που διαθέτουν στο διαδίκτυο, και σε συνεργασία με Ρωσικές, Τσεχικές, Πολωνικές και Ρουμανικές εγκληματικές οργανώσεις και γραφεία ευρέσεως εργασίας. Τις γυναίκες-θύματα νομιμοποιούσαν στη χώρα μας, ανά περίπτωση, με την έκδοση πλαστών διαβατηρίων, αιτήσεων πολιτικού ασύλου και εικονικούς γάμους και τις εξανάγκαζαν να εκδίδονται ή να παρέχουν υπηρεσίες που αποσκοπούν στη γενετήσια διέγερση. Στον δ’ τομέα-πυρήνα, περιλαμβανόταν, η παροχή «προστασίας» από ελέγχους των διωκτικών αρχών και προκειμένου να επιτύχουν τους ανωτέρω στόχους τους, δηλαδή τη μη διασύνδεσή τους με τις παράνομες δραστηριότητες, ενέταξαν ως μέλη της εγκληματικής οργάνωσης εν ενεργεία και αποστρατεία Αστυνομικούς, οι οποίοι είχαν αναλάβει επί πληρωμή να ενημερώνουν την εγκληματική οργάνωση, για επικείμενες επιχειρήσεις της Αστυνομίας σε βάρος τους ή σε βάρος των νυκτερινών κέντρων ή των παράνομων οίκων ανοχής και να συντονίζουν την έκδοση αδειών διαμονής και εργασίας των γυναικών, μέσω συγκεκριμένων Αστυνομικών Υπηρεσιών. Στον ε’ τομέα-πυρήνα περιλαμβανόταν, η νομιμοποίηση των παράνομων εσόδων, τα οποία συγκεντρώνονταν από διάφορους “ταμίες” της εγκληματικής οργάνωσης, ανά τομέα παράνομων δραστηριοτήτων, και δίδονταν στον αρχηγό της εγκληματικής οργάνωσης, σε εβδομαδιαία ή καθημερινή βάση. Τα κέρδη από τις παράνομες δραστηριότητες νομιμοποιούνταν-«ξεπλένονταν», μέσω διαφόρων εταιρειών, εμπορίας αυτοκινήτων, αγοράς πολυτελών σκαφών, μίας καφετέριας και αγοράς νυχτερινών κέντρων. ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ
77 7 • Και το τρέχον έτος επιτεύχθηκε αύξηση των υποθέσεων ναρκωτικών κατά 18,91% (6.170 έναντι 5.489), ως αποτέλεσμα της δραστηριοποίησης των αρμόδιων Υπηρεσιών Δίωξης Ναρκωτικών. Κατηγορήθηκαν 8.060 άτομα έναντι 7.530 ατόμων το αντίστοιχο διάστημα του 2008. Επισημαίνεται ότι από τις αρχές του τρέχοντος έτους καταρτίστηκε και έχει τεθεί σε εφαρμογή το νέο Σχέδιο Δράσης κατά των Ναρκωτικών της Ελληνικής Αστυνομίας (2009-2012), στο πλαίσιο του Εθνικού Σχεδιασμού της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής (2009-2012). Το νέο πρόγραμμα έχει ως στρατηγικό στόχο τη μείωση της προσφοράς και τον περιορισμό της διακίνησης των ναρκωτικών στο σύνολο της Ελληνικής επικράτειας. Το εν λόγω Επιχειρησιακό Πρόγραμμα εφαρμόζεται συνδυαστικά με το εφαρμοζόμενο Πρόγραμμα Πολιτικής Δημόσιας Τάξης και Ασφάλειας (20082010) που προαναφέρθηκε. ------------------------------------------------------------------------------------------------------
ΠΙΝΑΚΑΣ 1 των ανθρωποκτονιών (τελ/καν, αποπ/ρες, εξιχ/καν, δράστες) στην επικράτεια τα έτη 1991-2007 και 2008 (6μηνο) ΔΡΑΣΤΕΣ
ΤΕΛΕΣ ΤΗΚΑΝ
ΑΠΟΠ ΕΙΡΕΣ
ΣΥΝΟΛΟ
ΕΞΙΧΝΙΑ ΣΤΗΚΑΝ
ΗΜΕΔΑΠΟΙ
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
ΣΥΝΟΛΟ
1991
138
93
231
177
204
25
229
1992
137
124
261
209
231
34
265
78 7 1993
150
104
254
192
257
34
291
1994
133
131
264
203
244
34
278
1995
151
134
285
199
228
40
268
1996
169
149
318
227
241
62
303
1997
203
147
350
200
222
81
303
1998
154
119
273
200
201
66
267
1999
154
134
288
200
175
97
272
2000
146
104
250
206
214
62
276
2001
132
145
277
215
185
92
277
2002
94
115
209
216
187
91
278
2003
116
134
250
218
189
113
302
2004
111
121
232
203
193
64
257
2005
132
128
260
204
195
91
286
2006
110
123
233
196
203
92
295
2007
139
135
274
202
195
103
298
64
78
142
97
93
73
166
2008
*: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 1991-1997 ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛ.ΑΣ. ΚΑΙ 19982008 ΑΠΌ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΔΑ/ΑΕΑ
7
ΠΙΝΑΚΑΣ 2 των απατών (τελ/καν, αποπ/ρες, εξιχ/καν, δράστες) στην επικράτεια τα έτη 1991-2007 και 2008 (6μηνο) ΔΡΑΣΤΕΣ
ΤΕΛΕΣ ΤΗΚΑΝ
ΑΠΟΠ ΕΙΡΕΣ
ΣΥΝΟΛΟ
ΕΞΙΧΝΙΑ ΣΤΗΚΑΝ
ΗΜΕΔΑΠΟΙ
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
ΣΥΝΟΛΟ
1991
584
3
587
317
408
14
422
1992
591
1
592
339
400
18
418
1993
478
4
482
313
427
15
442
1994
506
3
509
314
390
16
406
1995
484
5
489
316
406
15
421
1996
539
5
544
364
419
32
451
1997
566
3
569
352
422
42
464
1998
432
7
439
275
314
41
355
1999
598
22
620
355
364
81
445
2000
768
32
800
540
533
59
592
2001
884
42
926
534
530
62
592
2002
788
33
821
409
478
78
556
2003
841
26
867
456
420
91
511
2004
872
45
917
443
568
104
672
2005
950
73
1023
531
533
80
613
2006
994
106
1100
613
538
104
642
2007
988
68
1056
445
415
104
519
2008
594
36
630
210
193
88
281
*: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 1991-1997 ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛ.ΑΣ. ΚΑΙ 1998-2008 ΑΠΌ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΔΑ/ΑΕΑ
8
ΠΙΝΑΚΑΣ 3 των παρ.Ν.περί αρχαιοκαπηλείας (τελ/καν, αποπ/ρες, εξιχ/καν, δράστες) στην επικράτεια τα έτη 1991- 2007 και 2008 (6μηνο) ΔΡΑΣΤΕΣ
ΤΕΛΕΣ ΤΗΚΑΝ
ΑΠΟΠ ΕΙΡΕΣ
ΣΥΝΟΛΟ
ΕΞΙΧΝΙΑ ΣΤΗΚΑΝ
ΗΜΕΔΑΠΟΙ
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
ΣΥΝΟΛΟ
1991
221
4
225
185
250
15
265
1992
225
3
228
187
261
18
279
1993
240
1
241
204
245
36
281
1994
239
1
240
195
210
28
238
1995
194
1
195
156
219
31
250
1996
148
1
149
127
203
13
216
1997
138
1
139
109
149
21
170
1998
56
1
57
42
70
4
74
1999
95
1
96
72
105
16
121
2000
82
3
85
64
109
8
117
2001
82
4
86
81
126
6
132
2002
118
3
121
107
135
19
154
2003
102
5
107
96
130
8
138
2004
60
1
61
50
82
8
90
2005
75
75
58
83
6
89
2006
92
3
95
83
112
11
123
2007
75
1
76
66
100
3
103
2008
49
49
41
63
3
66
*: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 1991-1997 ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛ.ΑΣ. ΚΑΙ 1998-2008 ΑΠΌ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΔΑ/ΑΕΑ
8
ΠΙΝΑΚΑΣ 4 των βιασμών (τελ/καν, αποπ/ρες, εξιχ/καν, δράστες) στην επικράτεια τα έτη 1991-2007 και 2008 (6μηνο) ΔΡΑΣΤΕΣ
ΤΕΛΕΣ ΤΗΚΑΝ
ΑΠΟΠ ΕΙΡΕΣ
ΣΥΝΟΛΟ
ΕΞΙΧΝΙΑ ΣΤΗΚΑΝ
ΗΜΕΔΑΠΟΙ
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
ΣΥΝΟΛΟ
1991
179
64
243
165
207
29
236
1992
190
86
276
188
216
39
255
1993
204
66
270
175
201
38
239
1994
188
70
258
150
162
29
191
1995
171
63
234
155
166
25
191
1996
144
39
183
117
118
34
152
1997
166
51
217
150
149
41
190
1998
140
54
194
144
124
52
176
1999
162
75
237
173
136
47
183
2000
168
77
245
188
180
66
246
2001
154
55
209
158
127
54
181
2002
166
56
222
168
141
64
205
2003
160
75
235
176
121
97
218
2004
191
64
255
189
138
87
225
2005
177
71
248
176
134
69
203
2006
182
89
271
219
144
92
236
2007
185
64
249
168
114
107
221
2008
107
43
150
107
78
55
133
*: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 1991-1997 ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛ.ΑΣ. ΚΑΙ 1998-2008 ΑΠΌ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΔΑ/ΑΕΑ
8
ΠΙΝ ΑΚΑΣ 5 των εκβιάσεων (τελ/καν, αποπ/ρες, εξιχ/καν, δράστες) στην επικράτεια τα έτη 1991-2007 και 2008 (6μηνο) ΤΕΛΕΣ ΤΗΚΑΝ
ΑΠΟΠ ΕΙΡΕΣ
ΔΡΑΣΤΕΣ
ΣΥΝΟΛΟ
ΕΞΙΧΝΙΑ ΣΤΗΚΑΝ
ΗΜΕΔΑΠΟΙ
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
ΣΥΝΟΛΟ
1991
124
124
121
148
2
150
1992
235
235
228
263
3
266
1993
267
1
268
259
300
5
305
1994
82
2
84
75
92
5
97
1995
88
4
92
80
103
7
110
1996
83
2
85
67
87
7
94
1997
135
2
137
108
111
37
148
1998
118
3
121
103
139
24
163
1999
112
9
121
107
155
58
213
2000
102
14
116
106
147
96
243
2001
71
7
78
72
83
36
119
2002
98
13
111
134
172
33
205
2003
105
16
121
113
146
43
189
2004
100
11
111
88
116
45
161
2005
96
16
112
96
131
34
165
2006
111
18
129
108
147
50
197
2007
112
19
131
105
131
51
182
2008
49
13
62
47
66
14
80
*: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 1991-1997 ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛ.ΑΣ. ΚΑΙ 1998-2008 ΑΠΌ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΔΑ/ΑΕΑ
8
ΠΙΝΑΚΑΣ 6 των παρ. Ν.περί επαιτείας (τελ/καν, αποπ/ρες, εξιχ/καν, δράστες) στην επικράτεια τα έτη 19912007 και 2008 (6μηνο) ΤΕΛΕΣ ΤΗΚΑΝ
ΑΠΟΠ ΕΙΡΕΣ
ΔΡΑΣΤΕΣ
ΣΥΝΟΛΟ
ΕΞΙΧΝΙΑ ΣΤΗΚΑΝ
ΗΜΕΔΑΠΟΙ
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
ΣΥΝΟΛΟ
1991
138
138
138
129
19
148
1992
200
200
200
176
30
206
1993
437
437
435
416
33
449
1994
642
642
642
596
72
668
1995
497
497
497
454
69
523
1996
639
639
633
525
242
767
1997
907
907
900
733
446
1179
1998
409
409
354
107
302
409
1999
496
502
460
172
365
537
2000
511
511
511
213
480
693
2001
608
609
605
208
637
845
2002
394
394
388
160
355
515
2003
380
380
379
193
255
448
2004
277
277
276
121
178
299
2005
445
446
444
129
350
479
2006
268
268
261
70
220
290
2007
503
503
499
70
468
538
2008
277
277
277
78
231
309
6 1
1
*: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 1991-1997 ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛ.ΑΣ. ΚΑΙ 1998-2008 ΑΠΌ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΔΑ/ΑΕΑ
8
ΠΙΝΑΚΑΣ 7 των παρ. Ν.περί ζωοκλοπής (τελ/καν, αποπ/ρες, εξιχ/καν, δράστες) στην επικράτεια τα έτη 1991-2007 και 2008 (6μηνο) ΔΡΑΣΤΕΣ
ΤΕΛΕΣ ΤΗΚΑΝ
ΑΠΟΠ ΕΙΡΕΣ
ΣΥΝΟΛΟ
ΕΞΙΧΝΙΑ ΣΤΗΚΑΝ
ΗΜΕΔΑΠΟΙ
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
ΣΥΝΟΛΟ
1991
571
4
575
43
58
2
60
1992
629
1
630
64
71
8
79
1993
684
7
691
66
85
14
99
1994
691
691
70
86
6
92
1995
533
5
538
66
76
9
85
1996
598
1
599
66
91
8
99
1997
695
5
700
67
71
18
89
1998
869
6
875
65
38
59
97
1999
931
5
936
83
68
55
123
2000
603
6
609
55
46
20
66
2001
502
7
509
73
60
36
96
2002
551
8
559
58
75
27
102
2003
483
9
492
90
54
43
97
2004
456
7
463
37
46
16
62
2005
506
8
514
43
50
16
66
2006
469
5
474
34
34
12
46
2007
490
9
499
42
31
13
44
2008
283
4
287
26
23
10
33
*: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 1991-1997 ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛ.ΑΣ. ΚΑΙ 1998-2008 ΑΠΌ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΔΑ/ΑΕΑ
8
ΠΙΝΑΚΑΣ 8 των κλοπών-διαρρήξεων (τελ/καν, αποπ/ρες, εξιχ/καν, δράστες) στην επικράτεια τα έτη 1991-2007 και 2008 (6μηνο) ΔΡΑΣΤΕΣ
ΤΕΛΕΣ ΤΗΚΑΝ
ΑΠΟΠ ΕΙΡΕΣ
ΣΥΝΟΛΟ
ΕΞΙΧΝΙΑ ΣΤΗΚΑΝ
ΗΜΕΔΑΠΟΙ
1991
41628
1310
42938
6152
7242
7242
1992
40924
1167
42091
7841
7053
7053
1993
43634
887
44521
5962
7273
7273
1994
46299
755
47054
5455
6989
6989
1995
60398
1160
61558
5746
7603
7603
1996
63216
483
63699
5053
5532
5532
1997
67971
506
68477
5256
6065
6065
1998
60863
527
61390
7729
3870
3139
7009
1999
49006
805
49811
7701
3983
2929
6912
2000
46233
908
47141
8154
4625
2597
7222
2001
45689
1160
46849
7815
5036
2214
7250
2002
48365
1276
49641
10536
5210
2527
7737
2003
49352
1657
51009
8803
5507
2447
7954
2004
42397
1536
43933
8273
5026
1985
7011
2005
44100
2464
46564
8465
5291
2020
7311
2006
49403
2224
51627
10438
5655
2401
8056
2007
58472
2638
61110
10051
5751
3471
9222
2008
33576
1675
35251
5509
3006
2281
5287
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
ΣΥΝΟΛΟ
*: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 1991-1997 ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛ.ΑΣ. ΚΑΙ 1998-2008 ΑΠΌ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΔΑ/ΑΕΑ
8
ΠΙΝΑΚΑΣ 9 των κλοπών τροχοφόρων (τελ/καν, αποπ/ρες, εξιχ/καν, δράστες) στην επικράτεια τα έτη 19912007 και 2008 (6μηνο) ΤΕΛΕΣ ΤΗΚΑΝ
ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ
ΣΥΝΟΛΟ
ΕΞΙΧΝΙΑ ΣΤΗΚΑΝ
1991
8572
81
8653
1010
1992
8528
7
8535
1199
1993
9645
15
9660
1557
1994
10284
5
10289
1234
1995
12658
20
12678
1113
1996
12448
50
12498
547
1997
16517
38
16555
853
1998
23511
28
23539
1999
22854
43
2000
18941
2001
ΔΡΑΣΤΕΣ ΗΜΕΔΑΠΟΙ
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
ΣΥΝΟΛΟ
8822
193
162
355
22897
9001
245
113
358
122
19063
8542
1417
450
1867
19025
135
19160
8609
1428
425
1853
2002
17801
88
17889
8442
1299
473
1772
2003
18629
163
18792
8876
1170
353
1523
2004
17478
164
17642
7953
1104
300
1404
2005
17552
322
17874
7983
994
330
1324
2006
20216
224
20440
8428
1036
361
1397
2007
22516
183
22699
9288
1019
413
1432
2008
10975
100
11075
5245
607
284
891
*: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 1991-1997 ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛ.ΑΣ. ΚΑΙ 1998-2008 ΑΠΌ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΔΑ/ΑΕΑ
8
ΠΙΝΑΚΑΣ 10 των παρ. Ν.περί λαθρεμπορίου (τελ/καν, αποπ/ρες, εξιχ/καν, δράστες) στην επικράτεια τα έτη 1991-2007 και 2008 (6μηνο) ΔΡΑΣΤΕΣ
ΤΕΛΕΣ ΤΗΚΑΝ
ΑΠΟΠ ΕΙΡΕΣ
ΣΥΝΟΛΟ
ΕΞΙΧΝΙΑ ΣΤΗΚΑΝ
ΗΜΕΔΑΠΟΙ
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
ΣΥΝΟΛΟ
1991
98
1
99
99
139
6
145
1992
198
198
198
284
9
293
1993
145
145
143
175
27
202
1994
195
195
191
234
15
249
1995
163
163
154
189
45
234
1996
186
186
170
115
108
223
1997
220
220
199
137
112
249
1998
445
445
404
181
289
470
1999
398
398
319
168
174
342
2000
520
521
355
186
233
419
2001
549
549
350
194
212
406
2002
464
7
471
362
226
220
446
2003
560
3
563
493
210
360
570
2004
293
36
329
191
96
120
216
2005
277
38
315
205
125
132
257
2006
170
170
147
109
62
171
2007
100
100
73
69
22
91
2008
78
78
68
62
22
84
1
*: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 1991-1997 ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛ.ΑΣ. ΚΑΙ 1998-2008 ΑΠΌ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΔΑ/ΑΕΑ
8
ΠΙΝΑΚΑΣ 11 των ληστειών (τελ/καν, αποπ/ρες, εξιχ/καν, δράστες) στην επικράτεια τα έτη 1991-2007 και 2008 (6μηνο) ΔΡΑΣΤΕΣ
ΤΕΛΕΣ ΤΗΚΑΝ
ΑΠΟΠ ΕΙΡΕΣ
ΣΥΝΟΛΟ
ΕΞΙΧΝΙΑ ΣΤΗΚΑΝ
ΗΜΕΔΑΠΟΙ
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
ΣΥΝΟΛΟ
1991
1036
171
1207
334
543
59
602
1992
1305
214
1519
577
909
139
1048
1993
1292
213
1505
544
932
129
1061
1994
1093
164
1257
341
564
128
692
1995
1417
183
1600
308
586
168
754
1996
1417
70
1487
323
436
98
534
1997
1878
89
1967
383
374
181
555
1998
2125
97
2222
609
516
326
842
1999
1889
140
2029
695
603
344
947
2000
1581
108
1689
570
616
241
857
2001
1735
142
1877
614
570
279
849
2002
1992
127
2119
756
642
310
952
2003
2083
153
2236
863
710
273
983
2004
2339
187
2526
780
553
321
874
2005
2084
203
2287
825
587
300
887
2006
2463
155
2618
919
595
407
1002
2007
2823
204
3027
1031
648
442
1090
2008
1764
110
1874
572
321
286
607
*: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 1991-1997 ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛ.ΑΣ. ΚΑΙ 1998-2008 ΑΠΌ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΔΑ/ΑΕΑ
8
ΠΙΝΑΚΑΣ 12 των ληστειών τραπεζών (τελ/καν, αποπ/ρες, εξιχ/καν) στην επικράτεια τα έτη 1994-2007 και 2008 (6μηνο) ΤΕΛΕΣΤΗΚΑΝ
ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ
ΣΥΝΟΛΟ
1994
44
3
47
30
1995
52
2
54
29
1996
40
4
44
22
1997
34
1
35
8
1998
118
7
125
24
1999
59
4
63
20
2000
64
3
67
30
2001
58
4
62
18
2002
141
6
147
56
2003
209
8
217
67
2004
171
17
188
46
2005
180
17
197
99
2006
219
14
233
84
2007
293
10
303
85
2008
141
7
148
51
*: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΔΑ/ΑΕΑ
ΕΞΙΧΝΙΑΣΤΗΚΑΝ
9
ΠΙΝΑΚΑΣ 13 των παρ. του Ν. περί πνευμ. ιδιοκτησίας (τελ/καν, αποπ/ρες, εξιχ/καν, σύνολο δραστών) στην επικράτεια τα έτη 1998-2007 και 2008 (6μηνο) ΤΕΛ
ΑΠΟΠ
ΣΥΝΟΛΟ
ΕΞΙΧΝ
115
ΔΡΑΣΤΕΣ ΗΜΕΔ
ΑΛΛΟΔ
ΣΥΝΟΛΟ
106
102
14
116
1998
115
1999
617
1
618
557
387
152
539
2000
817
6
823
602
337
297
634
2001
1234
10
1244
943
503
518
1021
2002
2002
2
2004
1609
555
1206
1761
2003
2219
6
2225
1825
328
1860
2188
2004
1900
1
1901
1532
243
1479
1722
2005
2443
14
2457
1953
341
1704
2045
2006
1872
1872
1583
242
1456
1698
2007
969
3
972
810
147
763
910
2008
585
3
588
528
76
511
587
*: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΠΙΝΑΚΕΣ ΠΟΥ ΤΗΡΟΥΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΔΔΑ/ΑΕΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ 14 των παρ. Ν.περί πλαστογραφίας (τελ/καν, αποπ/ρες, εξιχ/καν, δράστες) στην επικράτεια τα έτη 1991- 2007 και 2008 (6μηνο) ΤΕΛΕΣ ΤΗΚΑΝ
ΑΠΟΠ ΕΙΡΕΣ
ΔΡΑΣΤΕΣ
ΣΥΝΟΛΟ
ΕΞΙΧΝΙΑ ΣΤΗΚΑΝ
ΗΜΕΔΑΠΟΙ
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
ΣΥΝΟΛΟ
1991
397
397
389
426
72
498
1992
405
405
398
468
55
523
1993
352
353
348
370
47
417
1994
412
412
340
401
69
470
1995
312
312
287
260
78
338
1996
280
2
282
222
233
71
304
1997
280
1
281
226
216
108
324
1998
962
3
965
924
222
996
1218
1999
1642
9
1651
1485
250
1504
1754
2000
1786
3
1789
1700
266
1802
2068
2001
1837
10
1847
1714
401
1668
2069
2002
3208
4
3212
3139
532
3240
3772
2003
2899
5
2904
2818
494
2787
3281
2004
3997
9
4006
3863
466
3767
4233
2005
3997
63
4060
3850
568
3652
4220
2006
3610
11
3621
3321
418
3607
4025
2007
6943
7
6950
6846
380
7043
7423
2008
3814
5
3819
3778
176
4393
4569
1
*: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 1991-1997 ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛ.ΑΣ. ΚΑΙ 1998-2008 ΑΠΌ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΔΑ/ΑΕΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ 15 των παρ. Ν.περί σεξ/κης εκμετάλλευσης (τελ/καν, αποπ/ρες, εξιχ/καν, δράστες) στην επικράτεια τα έτη 1991-2007 και 2008 (6μηνο) ΔΡΑΣΤΕΣ
ΤΕΛΕΣ ΤΗΚΑΝ
ΑΠΟΠ ΕΙΡΕΣ
ΣΥΝΟΛΟ
ΕΞΙΧΝΙΑ ΣΤΗΚΑΝ
1991
973
1
974
945
1103
1992
877
1
878
873
1091
1993
1140
3
1143
1140
1304
1994
678
4
682
673
826
1995
468
5
473
458
622
1996
564
564
498
733
1997
690
699
633
990
1998
444
444
390
325
242
567
1999
577
3
580
485
397
184
581
2000
272
1
273
272
382
356
738
2001
438
15
453
427
567
421
988
2002
407
2
409
399
449
322
771
2003
431
431
398
502
286
788
2004
413
413
358
468
305
773
2005
452
1
453
395
402
269
671
2006
468
3
471
359
475
245
720
2007
311
1
312
239
304
244
548
2008
165
165
137
208
141
349
9
ΗΜΕΔΑΠΟΙ
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
ΣΥΝΟΛΟ
*: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 1991-1997 ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛ.ΑΣ. ΚΑΙ 1998-2008 ΑΠΌ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΔΑ/ΑΕΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ 16 των παρ. Ν.περί Οπλων (τελ/καν, αποπ/ρες, εξιχ/καν, δράστες) στην επικράτεια τα έτη 1991-2007 και 2008 (6μηνο) ΔΡΑΣΤΕΣ
ΤΕΛΕΣ ΤΗΚΑΝ
ΑΠΟΠ ΕΙΡΕΣ
ΣΥΝΟΛΟ
ΕΞΙΧΝΙΑ ΣΤΗΚΑΝ
1991
1055
2
1057
1018
1174
1992
1061
3
1064
1018
1154
1993
1031
1031
969
1091
1994
1020
1021
955
1091
1995
1157
1157
1027
1178
1996
1339
1
1340
1178
1398
1997
1542
1
1543
1311
1568
1998
1369
43
1412
1156
997
233
1230
1999
1436
15
1451
1151
1161
155
1316
2000
1830
7
1837
1589
1766
232
1998
2001
2113
9
2122
1852
1900
311
2211
2002
2108
13
2121
1841
1871
281
2152
2003
1994
11
2005
1709
1747
308
2055
2004
1830
32
1862
1473
1461
243
1704
2005
2156
33
2189
1744
1726
344
2070
2006
1862
22
1884
1439
1410
265
1675
2007
2384
11
2395
1830
1714
449
2163
2008
1266
2
1268
1000
903
324
1227
1
ΗΜΕΔΑΠΟΙ
ΑΛΛΟΔΑΠΟΙ
ΣΥΝΟΛΟ
*: ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ 1991-1997 ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΌ ΤΗΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛ.ΑΣ. ΚΑΙ 1998-2008 ΑΠΌ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΔΔΑ/ΑΕΑ
ΠΙΝΑΚΑΣ 17 των παρακάτω εγκλημάτων, και αναλογία σε 100.000 κατοίκους αυτών τα έτη 2000-2007 και 2008 (6μηνο) στην επικράτεια
2000
2001
2002
2003
2004
2005
2006
2007
2008
Ανθρωποκτονίες
1,33
1,20
0,86
1,06
1,01
1,20
1,00
1,27
0,58
Απάτες
7,00
8,06
7,19
7,67
7,95
8,66
9,07
9,01
5,42
Αρχαιοκαπηλεία
0,75
0,75
1,08
0,93
0,55
0,68
0,84
0,68
0,45
Βιασμοί
1,53
1,40
1,51
1,46
1,74
1,61
1,66
1,69
0,98
Εκβιάσεις
0,93
0,65
0,89
0,96
0,91
0,88
1,01
1,02
0,45
Επαιτεία
4,66
5,55
3,59
3,47
2,53
4,06
2,44
4,59
2,53
Ζωοκλοπή
5,50
4,58
5,03
4,41
4,16
4,62
4,28
4,47
2,58
Κλ.Διαρρήξεις
421,68
416,72
441,12
450,13
386,69
402,22
450,59
533,31
306,24
Κλ.Τροχ/ρων
172,76
173,52
162,36
169,91
159,41
160,09
184,38
205,36
100,10
29,21
33,95
27,46
52,90
46,14
43,59
40,14
42,77
16,26
4,74
5,01
4,23
5,11
2,67
2,53
1,55
0,91
0,71
Ληστείες
14,42
15,82
18,17
19,00
21,33
19,01
22,47
25,75
16,09
Ναρκωτικά
70,34
89,25
90,26
97,15
76,07
89,34
84,70
80,13
47,26
Ν. περί όπλων
16,69
19,27
19,23
18,19
16,69
19,66
16,98
21,74
11,55
Πλαστογραφία
16,29
16,75
29,26
26,44
36,46
36,46
32,93
63,33
34,79
7,45 11,25 18,26 20,24 17,33 22,28 17,07 8,84 Στο δικτυακό τόπο της ΕΣΥΕ δημοσιεύονται στατιστικά στοιχεία
5,34
Κυκλ.Παρ/γμένων Λαθρεμπόριο
Πνευμ.Ιδιοκτησία Σεξ.Εκμ/ση
2,48
3,99
3,71
3,93
3,77
4,12
4,27
2,84
που αφορούν στους καταδικασθέντες από τα ελληνικά δικαστήρια και αντίστοιχα στοιχεία για τους τροφίμους των ελληνικών σωφρονιστικών καταστημάτων, καταδίκους και υποδίκους. Για τους καταδικασθέντες παρουσιάζονται στατιστικά δεδομένα για τα έτη 1998 – 2006 (χρονοσειρές), όπου αναφέρονται : 1. Διαπραχθέντα αδικήματα και καταδικασθέντες, 2. καταδικασθέντες για πλημμέλημα ή κακούργημα, 3. καταδικασθέντες για πλημμέλημα ή κακούργημα κατά είδος επιβληθεισών ποινών και αναμορφωτικών ή θεραπευτικών μέτρων ανηλίκων, 4. καταδικασθέντες για πλημμέλημα ή κακούργημα κατά γενικές κατηγορίες αδικημάτων, 5. καταδικασθέντες
κατά
οικογενειακή
κατάσταση
και
επίπεδο
εκπαίδευσης, 6. καταδικασθέντες κατά ηλικία και φύλο, 7. καταδικασθέντες κατά τόπο τέλεσης της πράξης, 8. υπότροποι, κατά επιβληθείσες ποινές και ομάδες ηλικιών, 9. υπότροποι κατά γενικές κατηγορίες αδικημάτων, και 10. υπότροποι κατά οικογενειακή κατάσταση και επίπεδο εκπαίδευσης .
1,50
96
Ειδικότερα δε για το έτος 2006 οι σχετικοί Πίνακες, αφορούν: •
Καταδικασθέντες κατά κατηγορίες αδικημάτων και επιβληθείσες ποινές,
•
ανήλικους υποβληθέντες σε αναμορφωτικά, θεραπευτικά μέτρα ή σωφρονιστικό
περιορισμό
και
ενήλικοους
υποβληθέντες
σε
περιορισμό εντός ψυχιατρικού καταστήματος, •
ανήλικους υποβληθέντες σε αναμορφωτικά, θεραπευτικά μέτρα ή σωφρονιστικό περιορισμό,
•
καταδικασθέντες ανήλικους κατά γενικές κατηγορίες αδικημάτων, ηλικία, φύλο και γεωγραφικό διαμέρισμα τελέσεώς τους,
•
καταδικασθέντες κατά κατηγορίες αδικημάτων και γεωγραφικό διαμέρισμα τελέσεώς τους,
•
καταδικασθέντες κατά κατηγορίες αδικημάτων και ομάδες ηλικιών,
•
καταδικασθέντες
κατά
κατηγορίες
αδικημάτων,
οικογενειακή
αδικημάτων
και
κατάσταση και βαθμό εκπαίδευσης, •
καταδικασθέντες
κατά
κατηγορίες
γενικές
κατηγορίες επαγγελμάτων, •
καταδικασθέντες κατά κατηγορίες αδικημάτων και θέση στο επάγγελμα,
•
καταδικασθέντες κατά πρωτοδικείο και είδη δικαστηρίων,
•
καταδικασθέντες κατά γενικές κατηγορίες αδικημάτων και είδη Δικαστηρίων,
•
καταδικασθέντες
κατά
γενικές
κατηγορίες
αδικημάτων
και
επιβληθείσες παρεπόμενες ποινές, και •
καταδικασθέντες κατά ηλικία και επιβληθείσες ποινές.
Ενδεικτικά από αυτούς, παραθέτουμε τους επόμενους δύο Πίνακες :
97 VII: 10. ∆ιαπραχθέντα αδικήµατα και καταδικασθέντες : 2000- 2006
Ετος
Σύνολο αδικηµάτων
2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006
369.137 439.629 441.138 441.839 405.627 455.952 463.750
Κακουργήµατα
Αναλογία επί 100.000 ατόµων (1)
Σύνολο
3.749 4.308 4.304 4.293 3.928 4.436 4.453
4.444 4.867 4.695 5.131 5.350 5.672 6.276
Αναλογία επί 100.0 00 4 5 4 8 4 6 5 0
Πληµµελήµατα Σύνολο 364.693 434.762 436.443 436.708 400.277 450.280 457.474
Αναλογία επί 100.000 ατόµων (1)
Καταδικασθέντες για κακούργηµα πληµµέληµα κατά το ίδιο έτος (2)
3.704 4.260 4.258 4.243 3.876 4.381 4.393
58.816 59.262 66.061 73.161 74.188 56.923 50.157
Πηγή : ΕΣΥΕ 2006
VII: 11. Καταδικασθέντες για πληµµέληµα ή κακούργηµα : 2000- 2006 Ετος 2000 2001 2002 2003 2004 2005 2006
Σύνολο 58.816 59.262 66.061 73.161 74.188 56.923 50.157
Αρρενες Θήλεις Αριθµός Αναλογία % Αριθµός Αναλογία % 51.360 7.456 12,7 87,3 51.991 87,7 7.271 12,3 57.785 87,5 8.276 12,5 64.038 87,5 9.123 12,5 65.056 87,7 9.132 12,3 50.054 87,9 6.869 12,1 43.900 87,5 6.257 12,5
Πηγή : ΕΣΥΕ 2006 Τέλος, και όσον αφορά στις σωφρονιστικές στατιστικές έχουν δημοσιευθεί Πίνακες που αφορούν στους καταδίκους για τα έτη 1998 2006 και Πίνακες που αφορούν τους υπόδικους των ιδίων ετών. (Βλ. σχετ.http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/PAGE-themes? p_param=A0603).
Ερωτήσεις
98 •
Γιατί οι στατιστικές της ΕΛ.ΑΣ. παρουσιάζουν δεδομένα που αφορούν μόνο ορισμένες κατηγορίες εγκλημάτων;
•
Ποια μειονεκτήματα διακρίνετε στις επίσημες ελληνικές στατιστικές της ΕΛ.ΑΣ., των δικαστηρίων και των Σωφρονιστικών καταστημάτων;
•
Για ποια / ες από τις κατηγορίες εγκλημάτων που έχουμε αναφέρει, δεν παρέχουν στοιχεία οι στατιστικές της δικαιοσύνης;
•
Θα έπρεπε να έχουμε στη διάθεσή μας ή όχι στατιστικά δεδομένα που αφορούν και τα θύματα εγκλημάτων; Γιατί;
•
Σχολιάστε το περιεχόμενο της Έκθεσης και καθενός από τους παρατιθέμενους στατιστικούς πίνακες της ΕΛ.ΑΣ. και της ΕΣΥΕ. -
3.- Έρευνες απόψεων του κοινού.
99
Το ευρύ κοινό έχει απόψεις για όλα τα κοινωνικά προβλήματα, και φυσικά και το κοινωνικό πρόβλημα της εγκληματικότητας δεν αποτελεί εξαίρεση Οι έρευνες που καταγράφουν τις απόψεις αυτές, διενεργούνται από εταιρίες δημοσκοπήσεων και γίνονται μετά από παραγγελία εφημερίδων, περιοδικών ή ραδιοτηλεοπτικών σταθμών ή και αυτοτελώς από δικτυακούς τόπους, με σκοπό να παρουσιασθούν και να σχολιασθούν από ειδικούς για το κοινό τους. Έρευνες στάσεων (Ζαραφωνίτου, 2008: 24-29) διεξάγονται επίσης και από κρατικούς ερευνητικούς φορείς, όπως π.χ. πανεπιστημιακά ή αυτοτελή ερευνητικά κέντρα, τα επίσημα πορίσματά των οποίων δημοσιεύονται σε σχετικά επιστημονικά περιοδικά και αντίστοιχους δικτυακούς τόπους, τα οποία είναι προσιτά στο μικρότερο, σε σχέση με το προηγούμενο, επιστημονικό κοινό τους. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν λαμβάνουν και ευρύτερη δημοσιότητα από τις επιστημονικές στήλες των παραπάνω ΜΜΕ. Και στις δυο αυτές περιπτώσεις το ευρύ κοινό προσλαμβάνει την εικόνα της συνολικής εγκληματικότητας μέσα από το σχετικό φιλτράρισμα
(μοντέλο
των
“Gate-keepers/πυλωρών”-
Λαμπροπούλου, 1999 : 33 – 4) που διενεργείται από τα ΜΜΕ, και με βάση αυτήν διαμορφώνει σε σημαντικό βαθμό και τις σχετικές στάσεις και απόψεις του. Στη συνέχεια, και με σκοπό να εκτιμήσουμε και εμείς τον τρόπο με το οποίον δημοσιοποιούνται τα πορίσματα ερευνών για την εγκληματικότητα στη χώρα μας, από κάποια από τα εγχώρια ΜΜΕ, θα παραθέσουμε - ενδεικτικά - ρεπορτάζ εφημερίδων πανελλήνιας κυκλοφορίας
που αφορούν μια παλαιότερη και τρεις πρόσφατες
έρευνες – δημοσκοπήσεις του είδους αυτού.
100
--------------------------------------------------------------------------------------Α.- «Η εγκληματικότητα έγινε το νέφος της Αθήνας!»
Η εγκληματικότητα είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι Αθηναίοι. Η έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρεία Ινστιτούτο V-PRC για «ΤΑ ΝΕΑ», μολονότι ολοκληρώθηκε πριν από την επέμβαση της αστυνομίας στην οδό Νιόβης, για τη σύλληψη του Σορίν Ματέι, καταγράφει το κλίμα ανησυχίας και ανασφάλειας των κατοίκων της πρωτεύουσας από τη ραγδαία αύξηση της εγκληματικότητας. Το 19% των κατοίκων της Αθήνας αναγορεύουν αυθόρμητα την εγκληματικότητα σε κυριότερο ζήτημα ανησυχίας, υποσκελίζοντας τα πιο κλασικά προβλήματα που μέχρι πρόσφατα κατέγραφαν οι έρευνες, όπως η ρύπανση του περιβάλλοντος, η ανεργία και το κυκλοφοριακό. Με ιδιαίτερη έμφαση αναφέρονται στην εγκληματικότητα οι μεσαίες και κυρίως οι μεγάλες ηλικίες: Στους άνω των 65 ετών η εγκληματικότητα συγκεντρώνει το 25,5% των απαντήσεων με μεγάλη απόσταση από το δεύτερο πρόβλημα που είναι η ρύπανση του περιβάλλοντος (15,5%). ΚΑΙ Η ΑΝΕΡΓΙΑ Αντίθετα για τις νεώτερες ηλικίες (18 έως 34 χρόνων) ως μείζον πρόβλημα αναδεικνύεται η ανεργία με ποσοστό περίπου 22,5%, ενώ η εγκληματικότητα έρχεται στην τρίτη θέση με 14,5%, στο ίδιο περίπου επίπεδο με τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Διαφοροποιήσεις ως προς την κατανομή των απαντήσεων για τα σημαντικότερα προβλήματα παρατηρούνται επίσης και αναλόγως με την ιδεολογική τοποθέτηση. Η εγκληματικότητα συγκεντρώνει ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά στα άτομα που αυτοτοποθετούνται στη Δεξιά και Κεντροδεξιά (μεταξύ 23% και 24%), ενώ αντίθετα στον χώρο της Αριστεράς και Κεντροαριστεράς η ανησυχία επικεντρώνεται περισσότερο στην ανεργία και τη ρύπανση του περιβάλλοντος (περίπου 20%), ενώ η εγκληματικότητα περιορίζεται γύρω στο 15%. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αυξημένες αναφορές στην εγκληματικότητα που καταγράφονται στον Δήμο Αθηναίων τον διαφοροποιούν σαφώς από τους δύο άλλους μεγάλους δήμους, τον Πειραιά και τη Θεσσαλονίκη. Στον Πειραιά μόνο το 5,7% δηλώνει αυθόρμητα ότι η εγκληματικότητα αποτελεί το σημαντικότερο πρόβλημα και το αντίστοιχο ποσοστό στη Θεσσαλονίκη είναι 8,6%. ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ Για τους κατοίκους της Αθήνας εκτός από την εγκληματικότητα, τη μόλυνση του περιβάλλοντος και την ανεργία, κατά σειρά σημαντικό πρόβλημα θεωρείται και το κυκλοφοριακό που συγκεντρώνει ποσοστό 14,7%. Σε απόσταση απ' αυτά τα προβλήματα ακολουθεί η καθαριότητα (8,4%), ενώ η παρουσία των ξένων στην Αθήνα αναγορεύεται στο σημαντικότερο πρόβλημα από το 7,9% των ερωτηθέντων. Από τα υπόλοιπα θέματα, το 7,1% απάντησαν ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η έλλειψη ελεύθερων χώρων και πρασίνου, το 5,1% υποστηρίζουν ότι το πιο σημαντικό είναι ο θόρυβος και το 4,2% θεωρούν τη
101 στάθμευση. Σε ποσοστό 1,1% χαρακτηρίζουν την απουσία χώρων άθλησης ως το σημαντικότερο πρόβλημα της πρωτεύουσας, το 0,3% τα ενοίκια, ενώ σε ποσοστό 0,6% απάντησαν ότι η Αθήνα δεν παρουσιάζει κανένα σημαντικό πρόβλημα. Απ' όσους ερωτήθηκαν το 0,3% δήλωσαν ότι δεν γνωρίζουν ή δεν απάντησαν.»
ΤΑ ΝΕΑ 28 – 9 - 98 -------------------------------------------------------------------------------------------------------
Β.- «Αγανακτισμένοι και φοβισμένοι οι πολίτες ζητούν σκληρότερα κατασταλτικά μέτρα και κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου. Φωνή λαού για την εγκληματικότητa»
Το φόβο των πολιτών έναντι της έξαρσης της εγκληματικότητας και της βίας και τη στροφή τους προς αυστηροποίηση των νόμων αποτυπώνουν νέες δημοσκοπήσεις, οι οποίες είδαν το φως της δημοσιότητας σε κυριακάτικα φύλλα εφημερίδων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών τάσσεται υπέρ αυστηρότερων νόμων, αστυνομικών παρεμβάσεων μέσα στα πανεπιστημιακά ιδρύματα και άλλων μέτρων, για τα οποία έχουν εκφραστεί φόβοι ότι μπορεί να περιστείλουν ατομικές και δημοκρατικές ελευθερίες. Μέτρα-σοκ ζητούν οι πολίτες Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τα αποτελέσματα πανελλαδικής τηλεφωνικής δημοσκόπησης της εταιρείας Alco, η οποία διεξήχθη στο διάστημα 18-20 Μαρτίου σε δείγμα 1.000 ατόμων, για λογαριασμό του «Πρώτου Θέματος», το 77,5% των ερωτηθέντων τάσσεται υπέρ της λήψης σκληρότερων μέτρων για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, το 62% συμφωνεί με την «ποινικοποίηση της κουκούλας», το 75,8% ζητά να παρεμβαίνει η Αστυνομία όταν εντός χώρων των πανεπιστημίων διαπράττονται εγκληματικές πράξεις και το 72,3% τάσσεται υπέρ της ταχύτερης απέλασης και επαναπροώθησης λαθρομεταναστών. Από τα παραπάνω, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ερωτηθέντων (53,2%) δηλώνει ότι αυτό που την ανησυχεί περισσότερο -ακόμα και από την οικονομική κρίση!- είναι η εγκληματικότητα. Σημειώνεται ότι για την κατάσταση στην ΕΛ.ΑΣ. τις μεγαλύτερες ευθύνες οι πολίτες τις επιρρίπτουν στον πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή (50,6%) και ακολουθούν ο υπουργός Εσωτερικών Π. Παυλόπουλος (13,7%) και ο αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικών Χ. Μαρκογιαννάκης (10%). Καταγραφή φόβου Αντίστοιχη εικόνα προκύπτει και από πανελλαδική τηλεφωνική δημοσκόπηση της εταιρείας Public Issue, που πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 19-20 Μαρτίου σε δείγμα 522 ατόμων, για την «Καθημερινή της Κυριακής». Έτσι, το 61% δηλώνει ότι αισθάνεται ανασφαλές στη γειτονιά που κατοικεί, το 88% θεωρεί ότι η κατάσταση στο
102 ζήτημα της εγκληματικότητας έχει χειροτερεύσει, το 47% εκτιμά ότι η αστυνόμευση στις γειτονιές έχει επιδεινωθεί, το 59% δηλώνει ότι εμπιστεύεται από λίγο έως καθόλου(!) την Αστυνομία για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, το 86% πιστεύει ότι τα φαινόμενα βίας στην ελληνική κοινωνία έχουν αυξηθεί και το 81% θεωρεί πιθανό να υπάρξουν περιστατικά ένοπλης βίας. Παράλληλα, το 49% τάσσεται υπέρ της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου (το 44% τάσσεται υπέρ της διατήρησής του), το 42% θεωρεί ότι η Αστυνομία πρέπει να παρεμβαίνει σε πανεπιστημιακά ιδρύματα όταν σε αυτά γίνονται διαδηλώσεις και καταλήψεις και το 59% συμφωνεί με την «ποινικοποίηση της κουκούλας». Αμφιβολίες για τα μέτρα Επίσης, το 49% θεωρεί ότι οι κάμερες στους δρόμους περισσότερο προστατεύουν τα δικαιώματα των πολιτών (το 38% πιστεύει ότι τα παραβιάζουν), και το 39% δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα στην τήρηση του νόμου και της τάξης, έναντι ποσοστού 36% που θεωρεί ως μείζον ζήτημα την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτών. Ωστόσο, οι ερωτηθέντες εμφανίζονται διχασμένοι ως προς την αποτελεσματικότητα των μέτρων που εξαγγέλθηκαν για την καταπολέμηση της βίας και της εγκληματικότητας, με το 41% να θεωρεί ότι μάλλον δεν θα έχουν αποτέλεσμα και το 38% να πιστεύει ότι θα έχουν. Επίσης, το 34% τάσσεται υπέρ μιας πιο σκληρής Αστυνομίας, ενώ το 53% πιστεύει ότι κάτι τέτοιο δεν θα κάνει την ΕΛ.ΑΣ. πιο αποτελεσματική. Για το ίδιο θέμα, σε πανελλαδική τηλεφωνική δημοσκόπηση της RASS, που πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 17-20 Μαρτίου σε δείγμα 2.003 ατόμων, για το «Παρόν», το 91,1% ανησυχεί για την έξαρση της εγκληματικότητας και το 70,7% συμφωνεί με τη λήψη αυστηρών μέτρων καταστολής.
CITYPRESS 23 – 3 – 2009 -------------------------------------------------------------------------------------------------------
Γ.- «Ζητείται ευνομούμενη δημοκρατία» Ανασφαλείς και φοβισμένοι, οι πολίτες συμφωνούν στις αυστηρότερες ποινές χωρίς να απεμπολούν δικαιώματα και ελευθερίες. Του Κωνσταντινου Zουλα Η πλειονότητα των πολιτών για πρώτη φορά τάσσεται υπέρ της κατάργησης του πανεπιστημιακού ασύλου, ενώ συμφωνεί και με την αυστηροποίηση των ποινών σε όσους συλλαμβάνονται να παρανομούν με κουκούλες. Την ίδια στιγμή ωστόσο αμφιβάλλει αν τα νέα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση θα έχουν σημαντικά αποτελέσματα στην αντιμετώπιση της αυξανόμενης βίας. Αυτά είναι μερικά μόνον από τα πολύ σημαντικά ευρήματα της νέας έρευνας της Public Issue (για λογαριασμό της «Κ» και του ΣΚΑΪ), η οποία κατά τα άλλα επιβεβαιώνει αυτό που όλοι υποψιαζόμασταν: Με την αύξηση της εγκληματικότητας που οι πολίτες διαπιστώνουν σε ποσοστό 88%, δηλώνουν ανασφαλείς και φοβισμένοι αναδεικνύοντας
103 τη γενίκευση της ανομίας σε σοβαρότατο πλέον πρόβλημα της χώρας. Παράλληλα δε ουδόλως ικανοποιημένοι εμφανίζονται και με τον τρόπο που γίνεται η αστυνόμευση στο κέντρο των πόλεων και στις γειτονιές, στοιχείο που καταδεικνύει πόσο αναγκαία και άμεση κρίνεται από τους πολίτες η πλήρης αναδιοργάνωση των Σωμάτων Ασφαλείας. Είναι πράγματι εντυπωσιακό ότι μετά τα τελευταία γεγονότα, για πρώτη φορά η πλειονότητα -το 49% των ερωτηθέντων- κρίνει ότι «δεν πρέπει να υπάρχει καν πανεπιστημιακό άσυλο». Αντίθετη άποψη εκφράζει το 44%, ενώ υπενθυμίζεται ότι προ διετίας τα ποσοστά στο ίδιο ερώτημα ήταν εντελώς αντεστραμμένα, με το 51% των ερωτηθέντων να αρνείται την κατάργηση του ασύλου και μόνον το 40% να επιθυμεί την οριστική άρση του. Αστυνομία και ΑΕΙ Ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό σήμερα (70%) τάσσεται υπέρ της επέμβασης της αστυνομίας εντός των ιδρυμάτων, με το 24% μάλιστα να υποστηρίζει ότι αυτό πρέπει να γίνεται και χωρίς την άδεια των πρυτανικών αρχών, όπως προβλέπει ο (ανεφάρμοστος ακόμη) νόμος, όταν διαπιστώνονται κακουργηματικές πράξεις. Αναλόγως μεγάλο ποσοστό (59%) συμφωνεί και με τη λεγόμενη «ποινικοποίηση της κούκουλας», με μόνον το 26% να διαφωνεί. Είναι αξιοσημείωτο δε ότι με την αυστηροποίηση των ποινών σε όσους κρύβουν τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους συμφωνεί ακόμη και η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ (51%), οι οποίοι κατά τα άλλα δυσπιστούν με τα υπόλοιπα μέτρα που εξήγγειλε η κυβέρνηση. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, οι πολίτες διχάζονται όταν τους τίθεται το ερώτημα αν προτάσσουν την αυστηρή εφαρμογή του νόμου και της τάξης (39%) ή θεωρούν υπέρτερη προτεραιότητα την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των πολιτών (36%). Η αύξηση ωστόσο της ανησυχίας των πολιτών για τα αλλεπάλληλα κρούσματα βίας και εγκληματικότητας επιβεβαιώνεται και από σειρά άλλων απαντήσεων που δίνουν. Στο ερώτημα, για παράδειγμα, «αν πρέπει η αστυνομία να γίνει πιο σκληρή για να είναι πιο αποτελεσματική», το 34% απάντησε θετικά, όταν μόλις τον προηγούμενο Δεκέμβριο την ίδια άποψη είχε διατυπώσει μόνον το 25%. Οι κάμερες ασφαλείας Αντιστοίχως, θετικά εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν οι ερωτηθέντες και τον ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν οι κάμερες ασφαλείας για την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας, καθώς το 49% απαντά ότι περισσότερο προστατεύουν τα δικαιώματα των πολιτών, παρά ότι τα παραβιάζουν που υποστηρίζει το 38%. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, θα πρέπει να προβληματίσει σοβαρότατα την κυβέρνηση ότι ακόμη και για τα νέα μέτρα που εξήγγειλε, το 41% των πολιτών δεν κρίνει ότι θα φέρουν αποτέλεσμα (το 38% υποστηρίζει το αντίθετο), στοιχείο που συνδέεται άμεσα με τη δυσπιστία με την οποία εδώ και καιρό αντιμετωπίζεται η ελληνική αστυνομία: Το 59% των πολιτών υποστηρίζει ευθαρσώς ότι δεν την θεωρεί ικανή -«δεν την εμπιστεύεται»- να αντιμετωπίσει την εγκληματικότητα. Το 59% όχι μόνον του συνόλου
104 των ερωτηθέντων, αλλά και εκείνων που δηλώνουν ότι ψήφισαν τη Ν.Δ. στις εκλογές του 2007...
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 22- 3 - 2009
--------------------------------------------------Δ.- «Γενικά Συμπεράσματα της Έρευνας για την εγκληματικότητα»
- Οι περισσότεροι Έλληνες πολίτες θεωρούν ότι η εγκληματικότητα βρίσκεται σε χειρότερα επίπεδα σε σύγκριση με έναν χρόνο πριν, τόσο σε επίπεδο χώραςα, όσο και σε επίπεδο γειτονιάς. Πάντως, φαίνεται ότι η αλλαγή είναι λιγότερο αντιληπτή στη γειτονιά, αφού σε αυτό το επίπεδο τα ποσοστά που δείχνουν αύξηση της εγκληματικότητας είναι κάπως χαμηλότερα. - Πιο ανήσυχοι για την αύξηση της εγκληματικότητας είανι εκείνες οι κατηγορίες του πληθυσμού που νιώθουν και πιο ευάλωτοι από αυτή, όπως οι έχοντες μεγαλύτερη ηλικία, οι γυναίκες και οι ευρισκόμενοι σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. - Συγκρίνοντας το αίσθημα ασφάλειας σε διαφορετικές καταστάσεις, οι ερωτηθέντες φέρονται να νιώθουν την περισσότερη ανασφάλεια, περπατώντας στους δρόμους το βράδυ, αλλά και όταν βρίσκονται μέσα στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Και στην περίπτωση αυτή, οι έχοντες μεγαλύτερη ηλικία, οι γυναίκες και οι ευρισκόμενοι σε δυσκολότερη οικονομική κατάσταση νιώθουν τη μεγαλύτερη ανασφάλεια. - Πάντως, οι πολίτες νιώθουν μεγαλύτερη ανασφάλεια μέσα στην πόλη, ενώ θεωρούν ότι εκτός Αττικής μάλλον θα είναι καλύτερη η κατάσταση. Λόγοι αύξησης της εγκληματικότητας - Ένας βασικός λόγος για την αύξηση της εγκληματικότητας φαίνεται ότι είναι η έλλειψη αξιών, και όχι τόσο πρακτικοί λόγοι, όπως είναι οι μικρές ποινές ή τα ναρκωτικά. Όμως, οι έχοντες μεγαλύτερη ηλικία ρίχνουν την ευθύνη σε σημαντικό ποσοστό στα ναρκωτικά και την τηλεόραση. Οι αλλοδαποί μετανάστες επίσης θεωρούνται από τους ερωτηθέντες υπεύθυνοι για την αύξηση της εγκληματικότητας από μία σημαντική πλειοψηφία του δείγματος. - Πιο συγκεκριμένα, οι ερωτηθέντες θεωρούν ότι η τηλεόραση, μέσω του τρόπου που προβάλλει τις ειδήσεις που αφορούν την εγκληματικότητα, αυξάνει την ανασφάλεια που αισθάνονται οι πολίτες. Συμπεράσματα για τις κάμερες παρακολούθησης και την Ασφάλεια στο Διαδίκτυο - Οι ερωτηθέντες εμφανίζονται διχασμένοι ως προς την χρήση και την αξιοποίηση των καμερών που ήδη βρίσκονται εγκατεστημένες στους δρόμους, αλλά και ως προς την ενδεχόμενη αποτελεσματικότητά τους. Σε γενικές γραμμές, οι έχοντες μεγαλύτερη
105 ηλικία και οι ερωτηθέντες πιο δεξιάς ιδεολογίας είναι υπέρ της χρησιμοποίησης καμερών παρακολούθησης, ενώ οι νεότεροι και πιο αριστεροί τοποθετούνται αρνητικά. - Σε γενικές γραμμές, το μεγαλύτερο μέρος των ερωτηθέντων εναντιώνεται και θεωρεί αναποτελεσματική την εκμετάλλευση προσωπικών δεδομένων των χρηστών του Διαδικτύου. - Πιο αρνητικές στα μέτρα του ηλεκτρονικού ελέγχου είναι οι ομάδες του πληθυσμού, οι οποίες είναι και πιο δραστήριες, αλλά συγχρόνως και πιο εξοικειωμένες με τις νέες τεχνολογίες και το Διαδίκτυο, δηλαδή οι νεότερες ηλικίες και οι έχοντες υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης. Συμπεράσματα για την Αστυνομία - Σε γενικές γραμμές οι Έλληνες πολίτες δεν είναι ικανοποιημένοι από την Ελληνική Αστυνομία, και ως εκ τούτου δεν αισθάνονται ασφαλείς. Οι ερωτηθέντες εκφράζουν ότι θέλουν από την αστυνομία ισχυρότερη παρουσία και πιο άμεση ανταπόκριση. - Γενικά, περισσότερο δυσαρεστημένοι με την Αστυνομία είναι οι ερωτηθέντες που έχουν πιο αριστερή ιδεολογία, καθώς και αυτοί που βρίσκονται σε δυσκολότερη οικονομική κατάσταση. - Συμπερασματικά, οι πολίτες δείχνουν ότι νιώθουν ένα μεγάλο βαθμό ανασφάλειας στην καθημερινότητά τους, ο οποίος αυξομειώνεται κάπως ανάλογα με τα σημερινά κοινωνικοοικονομικά και δημογραφικά χαρακτηριστικά. - Σε γενικές γραμμές, οι ερωτηθέντες δεν είναι ικανοποιημένοι από την κατάσταση της αποτελεσματικότητας της Αστυνομίας, και θεωρούν ότι υπάρχει ανάγκη βελτίωσης της αστυνόμευσης σε πολλούς τομείς. Οι πιο πολλοί δεν πιστεύουν ότι το κράτος προχωρεί σε ουσιαστικές βελτιώσεις για την προστασία τους, και είναι επιφυλακτικοί απένταντι σε προτεινόμενα μέτρα, τα οποία δεν έχουν ενδεχομένως ακόμη εφαρμοστεί (έλεγχος στο διαδίκτυο, κάμερες παρακολούθησης). - Οι πολίτες περιμένουν για νέες προτάσεις από το κράτος και την Αστυνομία για την προστασία τους. - Ως γενικό συμπέρασμα προκύπτει ότι οι ερωτηθέντες, όπως σαφώς φαίνεται και από την τιμή του αντίστοιχου Δείκτη, δεν έχουν εμπιστοσύνη στην Αστυνομία. - Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το γεγονός ότι, ενώ οι πολίτες δεν έχουν εμπιστοσύνη στην αστυνομία και τους χειρισμούς της έναντι της εγκληματικότητας, εν τούτοις είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν με την Αστυνομία και θεωρούμε ότι αν τη Πολιτεία δώσει τη δέουσα προσοχή σε αυτό το εύρημα της μελέτης, ίσως της δοθεί η ευκαιρία να λάβει μέτρα, τα οποία με την ενεργή συμμετοχή των πολιτών και της τοπικής κοινωνίας, θα αποδώσουν. - Ως αποτελεσματικά μέτρα, για τη βελτίωση της αποδοτικότητας της Αστυνομίας, οι ερωτηθέντες ως πρώτο μέτρο προτείνουν την ειδική εκπαίδευσης των αστυνομικών κατά του οργανωμένου εγκλήματος και στη συνέχεια τις περιπολίες.
106 - Όσον αφορά ειδικότερα την καλύτερη αστυνόμευση της περιοχής τους, οι πολίτες προτείνουν πρώτα τις πεζές περιπολίες αστυνομικών και μετά τη χρήση περιπολικών. - Οι ερωτηθέντες ζητούν από την Αστυνομία άμεση ανταπόκριση σε μία κλήση τους, καθώς όμως απαιτούν στη συνέχεια και ανάλογη κάλυψη των αστυνομικών από την Πολιτεία. Ταυτότητα της έρευνας Περίοδος έρευνας: 21/4/2009 έως 15/5/2009 Πληθυσμός: 18 ετών και άνω Δείγμα: 1180 άτομα Περιοχή: Νομός Αττικής Τύπος: Ποσοτική έρευνα, με τηλεφωνικές συνεντεύξεις και χρήση δομημένου ερωτηματολογίου Τυπικό στατιστικό σφάλμα: +- 2,85% Επιστημονικός υπεύθυνος έρευνας: Καθηγητής Επαμεινώνδας Πανάς
ΤΟ ΒΗΜΑ 24 – 6 – 2009 -----------------------------------------------------------------------------------------
Ερωτήσεις 1. Σχολιάστε τα πορίσματα καθεμιάς από τις παρατιθέμενες έρευνες. 2. Έχετε απαντήσει ποτέ σε ερωτήματα τέτοιας έρευνας; Αν ναι, οι απαντήσεις σας πόσο ειλικρινείς ήσαν; 3. Θα πρέπει ο νομοθέτης που θεσπίζει μέτρα αντεγκληματικής πολιτικής να λαμβάνει υπόψη του και τα πορίσματα των ερευνών αυτών; Γιατί; 4. Πιστεύετε πως η παρουσίαση των πορισμάτων των ερευνών αυτών με τον τρόπο που γίνεται από τα ΜΜΕ, αυξάνει ή μειώνει τον φόβο του κοινού για το έγκλημα; 5. Τον δικό σας φόβο για το έγκλημα τον επηρεάζει ή όχι η ανάγνωση των πορισμάτων αυτών; Γιατί;
107
4. – Προβολή από τον τύπο. Τα «εγκληματικά νέα» (crime news), όπως διεθνώς έχει επικρατήσει να αποκαλούνται οι ειδήσεις που αφορούν εγκληματικές
108
πράξεις, καταλαμβάνουν ένα σημαντικό μέρος από την ύλη του γραπτού και του ηλεκτρονικού τύπου. Το ενδιαφέρον των αναγνωστών, γι’ αυτές θεωρείται δεδομένο. Οι ελληνικές εφημερίδες, λοιπόν, δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση Έτσι, θεωρούμε ότι και αυτές αποτελούν μια από τις πηγές από όπου μπορεί κανείς να αντλήσει πληροφορίες για την εγκληματικότητα στη χώρα μας. Η αξιοπιστία δε και η εγκυρότητα που συνοδεύουν κάθε είδηση που δημοσιεύεται στον τύπο, δεν νομίζουμε ότι διαφοροποιείται αισθητά και στις «εγκληματικές ειδήσεις». Στη συνέχεια λοιπόν, και προκειμένου να ολοκληρώσουμε την εικόνα που εμφανίζει το έγκλημα στην ελληνική πραγματικότητα, θα παραθέσουμε μια σειρά «εγκληματικών ειδήσεων», όπως αυτές τις αλιεύσαμε από τους δικτυακούς τόπους των καθημερινών εφημερίδων πανελλήνιας κυκλοφορίας : «ΤΑ ΝΕΑ», «ΤΟ ΒΗΜΑ», «ΤΟ ΕΘΝΟΣ», «Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», «Η ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ» και η σκανδαλοθηρική «ESPRESSO». Σημειώνεται ότι οι εφημερίδες αυτές διαθέτουν στην ηλεκτρονική τους έκδοση σχετική «μηχανή αναζήτησης» ειδήσεων, τις οποίες έχουν δημοσιεύσει στο παρελθόν.
1.- «Πρόκειται για ανθρωποκτονία διά στραγγαλισμού» ΟΙ ΔΥΟ έμπειροι ιατροδικαστές Εμμανουήλ Νόνας και Φίλιππος Κουτσάφτης, οι οποίοι διενήργησαν τη δεύτερη νεκροτομή, δεν πίστευαν στα μάτια τους όταν είδαν το πτώμα του άτυχου λοχία Σπύρου Ρωμιόπουλου. Τα σημάδια του βίαιου θανάτου, όπως είπαν, ήταν έντονα και εμφανή. Το σώμα του ήταν γεμάτο μώλωπες, έφερε πολλαπλές κακώσεις, ενώ στο λαιμό του είχε έντονα τα σημάδια της κακοποίησης που επέφερε το θάνατό του. Στο πόρισμα που συνετάχθη κατά την πρώτη νεκροτομή αναφερόταν ότι ο θάνατος του στρατιώτη οφειλόταν σε εγκεφαλικό και πνευμονικό οίδημα και ότι είχαν ληφθεί σπλάγχνα προκειμένου να γίνει τοξικολογική εξέταση για να διερευνηθεί αν ο θάνατος οφείλεται σε δηλητηρίαση από χρήση φαρμακευτικών ή ναρκωτικών ουσιών.
109 Στην πρώτη έκθεση, όπως μας είπε ο ιατροδικαστής κ. Φ. Κουτσάφτης, δεν γινόταν καμία αναφορά στους μώλωπες και κυρίως στις εξωτερικές κακώσεις στο λαιμό που έφερε το θύμα. Οι δύο ιατροδικαστές κ.κ. Νόνας και Κουτσάφτης, που διενήργησαν κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, το απόγευμα του Σαββάτου, τη δεύτερη νεκροτομή στο πτώμα του στρατιώτη, είναι κατηγορηματικοί. «Τα σημάδια στο λαιμό δίνουν την εικόνα του ασφυκτικού θανάτου» δηλώνει ο ιατροδικαστής κ. Εμ. Νόνας. Ο δεύτερος ιατροδικαστής κ. Φίλιππος Κουτσάφτης, που διενήργησε τη νεκροτομή, συμπληρώνει: «Πρόκειται για ανθρωποκτονία διά στραγγαλισμού με τα χέρια. Υπήρχαν πολλαπλές κακώσεις, οι περισσότερες προθανάτιες, στο κεφάλι, στο λαιμό, στο θώρακα και στα άκρα. Υπήρχαν σημάδια άμυνας στις δύο παλάμες. Οι δράστες δεν αποκλείεται να ήταν περισσότεροι από ένας». Ο κ. Κουτσάφτης, εξετάζοντας το πτώμα, βρήκε και τραύμα στα γεννητικά όργανα. Η διάγνωση των δύο ιατροδικαστών, που άφηνε αιχμές για συνάδελφό τους που διενήργησε την πρώτη νεκροτομή, προκάλεσαν την οργισμένη αντίδραση του προέδρου του Δ.Σ. του Νοσοκομείου Αλεξανδρούπολης κ. Ιάκωβου Χριστοφοράκη. «Δεν υπήρξε κανένας δόλος ούτε από την πλευρά τη δική μας ούτε από την πλευρά του Στρατού», μας λέει ο κ. Χριστοφοράκης. «Το πτώμα του φαντάρου μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο μας στις 8.30 το βράδυ της Πέμπτης. Δηλαδή είχαν περάσει 31 ώρες από τότε που υπολογίζεται ότι επήλθε ο θάνατος και είχε αρχίσει η αποσύνθεση. Τη νεκροτομή διενήργησε μια έμπειρη ιατροδικαστής, επιμελήτρια στο νοσοκομείο μας, η κ. Ελένη Ζιγγελίδου, παρουσία του βοηθού της Νίκου Δουλγερή και ενός στρατιωτικού γιατρού. Όπως με διαβεβαίωσαν, δεν υπήρχαν κακώσεις που να προδίδουν εγκληματική ενέργεια. Το μόνο που υπήρχε ήταν ένα σημάδι στο φρύδι και αυτό προκλήθηκε κατά την πτώση. Οι μώλωπες που διέγνωσαν στη συνέχεια οι δύο ιατροδικαστές έγιναν κατά την ταρίχευση του πτώματος και είναι μεταθανάτιοι». Ιδιαίτερα οξύς ήταν ο κ. Κουτσάφτης στην απάντηση που έδωσε στον πρόεδρο του Νοσοκομείου: «Δεν εξετάσθηκε καθόλου η επίμαχη περιοχή στο λαιμό που αποδεικνύει τον βίαιο ασφυκτικό θάνατο. Αυτά που αναφέρει ο κ. Χριστοφοράκης υπερβαίνουν τα όρια της ελαφρότητας και της ημιμαθείας.»
ΤΑ ΝΕΑ 23 – 6- 1997
2.- «Της αφαίρεσε τη ζωή, για να πάψει να πονάει» Πίσω από το έγκλημα και πριν από την τιμωρία, οι δικαστές αναζήτησαν την αιτία που οδήγησε τον Κωνσταντίνο Καψάλη στα εβδομήντα του χρόνια να αφαιρέσει τη ζωή της πολυαγαπημένης του συζύγου Βασιλικής, θέλοντας όπως έχει υποστηρίξει ο ίδιος να την απαλλάξει από τους φρικτούς πόνους που τη βασάνιζαν λόγω μεταστατικού καρκίνου των οστών. Τα μέλη του δικαστικού συμβουλίου (Διονυσία Μπιτσούνη
110 πρόεδρος, Γιώργος Καλτσάς και Ελένη Κλωνάρη μέλη) χωρίς να αγνοήσουν τη βαρύτητα της πράξης προσέγγισαν με ιδιαίτερη ευαισθησία την υπόθεση και αποφάσισαν την παραπομπή του 70χρονου σε δίκη ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας για ανθρωποκτονία από πρόθεση αναγνωρίζοντάς του όμως ότι την ετέλεσε ευρισκόμενος σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής. Είναι από τις λίγες εκείνες περιπτώσεις που ο εισαγγελέας κ. Μιχάλης Δεληγιάννης, με βάση μόνο το ανακριτικό υλικό, αναγνωρίζει τη τραγικότητα όλων των εμπλεκομένων προσώπων και θίγει ευθέως στην πρότασή του το θέμα της ευθανασίας, αφήνοντας όμως την τελική κρίση στους δικαστές που θα εκδικάσουν την υπόθεση όταν φτάσει στο ακροατήριο. «Είναι γεγονός επισημαίνει χαρακτηριστικά ο εισαγγελέας ότι πρόκειται για μία τραγική περίπτωση για τον θύτη, το θύμα, αλλά και τους συγγενείς τους, που θέτει επί τάπητος το μεγάλο πολυσυζητημένο, αλλά και ακανθώδες από πάσης απόψεως ζήτημα της ευθανασίας». Ήταν ξημερώματα της 15ης Μαρτίου 2001. Ο Κωνσταντίνος Καψάλης μέσα στο διαμέρισμά του, στο Παγκράτι, εκεί που είχε μοιραστεί με τη σύζυγό του ευτυχισμένες στιγμές, πήρε τη μοιραία απόφαση. Ο κατηγορούμενος ευρισκόμενος σε κατάσταση βρασμού ψυχικής ορμής αναφέρεται στο υπ' αριθμόν 4530/2001 βούλευμα αποφάσισε να σκοτώσει τη σύζυγό του, προκειμένου να την απαλλάξει από τους φρικτούς πόνους που τη βασάνιζαν, συνεπεία μεταστατικού καρκίνου των οστών. Θέλησε να δώσει τέλος στο μαρτύριό της τερματίζοντας και τη δική του ζωή. Ακούγοντας τα βογκητά της κατάκοιτης συζύγου του τον κατέλαβε πανικός, οίκτος και τάση αυτοκαταστροφής. Μετέφερε στο δωμάτιό του μία μπουκάλα υγραερίου και στη συνέχεια οδήγησε με τη βία τη σύζυγό του. Στην προσπάθειά του αυτή έσφιξε με τα χέρια του περισσότερο τον λαιμό της και επήλθε ο θάνατός της από στραγγαλισμό. Πιστεύοντας όμως ότι εκείνη είναι ακόμη ζωντανή, έκλεισε την πόρτα και τα παράθυρα, πέταξε τα πόμολα, πήρε ηρεμιστικά και αλκοόλ, άνοιξε τη φιάλη του υγραερίου και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Οι συγγενείς που τους αναζήτησαν αργότερα ανησύχησαν, έσπασαν την πόρτα και μετέφεραν σε κωματώδη κατάσταση στο νοσοκομείο τον κατηγορούμενο, ο οποίος σώθηκε χάρη στις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών. Στάθηκαν στο πλευρό του Από την πρώτη στιγμή που αποκαλύφθηκε το έγκλημα, η κόρη του Τατιάνα, αλλά και οι συγγενείς της συζύγου του στάθηκαν στο πλευρό του 70χρονου και αποδείχθηκαν γι' αυτόν οι ιδανικότεροι μάρτυρες υπεράσπισης
ΤΑ ΝΕΑ 2 – 1 - 2002
3.- «Άγρια δολοφονία στα Εξάρχεια» Άγρια δολοφονία-μυστήριο έγινε χθες στις 2:15 το μεσημέρι στη συμβολή των οδών Τοσίτσα και Τσαμαδού στα Εξάρχεια. Νεκρός από τις σφαίρες αγνώστου έπεσε ένας 28χρονος Έλληνας, ηλεκτρολόγος στο επάγγελμα. Όπως έγινε γνωστό, το θύμα είχε
111 μόλις επιβιβαστεί στην μικρού κυβισμού μοτοσικλέτα του όταν δέχθηκε μια σφαίρα στον αυχένα από το όπλο (πιθανότατα tokarev) ενός άγνωστου άνδρα, ο οποίος του είχε στήσει καρτέρι στη γωνία του πεζόδρομου της Τσαμαδού. Λίγο νωρίτερα, σύμφωνα με αυτόπτες μάρτυρες, είχε προηγηθεί λογομαχία μεταξύ θύτη και θύματος. Ο άτυχος 28χρονος έπεσε στο οδόστρωμα βαριά τραυματισμένος. Αυτό, ωστόσο, δεν ήταν αρκετό για το δράστη, ο οποίος πήγε πάνω από τον 28χρονο και τον πυροβόλησε άλλες δύο φορές στο κεφάλι, δίνοντάς του τη χαριστική βολή! Αμέσως μετά τη δολοφονία ο δράστης επιβιβάστηκε σε μια μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού και εξαφανίστηκε προς άγνωστη κατεύθυνση. Μέχρι αργά χθες το απόγευμα, πάντως, δεν είχε διευκρινιστεί αν υπήρχε και κάποιος συνεργός που περίμενε στη μοτοσικλέτα. Το θύμα διακομίστηκε με ασθενοφόρο στην Πολυκλινική Αθηνών, όπου απλά διαπιστώθηκε ο θάνατός του. Λίγη ώρα μετά τη στυγερή δολοφονία, μία μοτοσικλέτα παρόμοια με αυτή που χρησιμοποίησαν οι δράστες βρέθηκε εγκαταλειμμένη στην οδό Ερμού. Η μοτοσικλέτα δεν είχε πινακίδες και όπως αποδείχθηκε ήταν κλεμμένη. Με γερανό της ΕΛ.ΑΣ. μεταφέρθηκε στα εγκληματολογικά εργαστήρια της Ασφάλειας προκειμένου να εξεταστεί και να διαπιστωθεί αν όντως ήταν αυτή που χρησιμοποίησαν οι δράστες. Η μοτοσικλέτα εντοπίστηκε έπειτα από τηλεφώνημα που έκαναν περίοικοι στην Άμεση Δράση τονίζοντας πως την άφησε εκεί ένα ύποπτο άτομο. Πίσω από τη στυγερή δολοφονία, ωστόσο, υπάρχει ένα σκοτεινό παρασκήνιο με άγνωστες προεκτάσεις. Σύμφωνα με πηγές ενημέρωσης, ο νεαρός ήταν γνωστός στον αντιεξουσιαστικό χώρο με το προσωνύμιο «Billy ο ηλεκτρολόγος» και σύμφωνα πάντα με τις ίδιες πληροφορίες στο παρελθόν είχε προσαχθεί στη Γενική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής έπειτα από επεισόδια που είχαν προκαλέσει αναρχικοί στο κέντρο της Αθήνας. Επιπλέον, αστυνομικές πηγές τόνιζαν χθες πως ο 28χρονος δεν είχε απασχολήσει ποτέ τις διωκτικές αρχές για υποθέσεις ναρκωτικών ή άλλες υποθέσεις του κοινού Ποινικού Δικαίου. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, φαίνεται πως το τελευταίο χρονικό διάστημα ο νεαρός είχε δημιουργήσει εχθρούς. Ανεξάρτητες πηγές ενημέρωσης ανέφεραν χθες πως πριν από περίπου μία εβδομάδα ο 28χρονος είχε έναν έντονο διάλογο με ένα άγνωστο άτομο σε καφετέρια της πλατείας Εξαρχείων. Οι ίδιες πηγές, μάλιστα, ανέφεραν πως λίγες στιγμές πριν φύγει από το σημείο ο άγνωστος άνδρας απείλησε το νεαρό πως σύντομα θα τον σκοτώσει!.. Το στοιχείο αυτό κάνει τους αστυνομικούς της Ασφάλειας που ερευνούν την υπόθεση να μιλούν -σε πρώτη φάση τουλάχιστον- για δολοφονία με κίνητρο τις προσωπικές διαφορές μεταξύ θύτη και θύματος.
ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ
27 - 5 - 2009
4.- «Προθεσμία μέχρι την Τετάρτη ζήτησε και πήρε η 52χρονη»
112 Προθεσμία μέχρι μεθαύριο ζήτησε και πήρε από τον ανακριτή Γρεβενών η 52χρονη, η οποία κατηγορείται ότι μαζί με τα δύο παιδιά της δολοφόνησε τον σύζυγό της πριν από ένα χρόνο, στο Δοτσικό Γρεβενών. Ο εισαγγελέας άσκησε σε βάρος της 52χρονης και του 18χρονου γιου της ποινική δίωξη για ανθρωποκτονία από πρόθεση, ενώ από τις δικαστικές Αρχές εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και κινήθηκαν οι διαδικασίες για την έκδοση στην Ελλάδα και της 20χρονης κόρης της, η οποία βρίσκεται στη Γερμανία. H απίστευτη εγκληματική ιστορία, ασυνήθιστη για τα ελληνικά δεδομένα, συγκλονίζει τα Γρεβενά. H 52χρονη σκότωσε, μαζί με τα παιδιά της, το σύζυγό της, Ζήση Σιώζο, και κοιμήθηκαν δίπλα στο σκοτωμένο σύζυγο και πατέρα σα να μην συμβαίνει τίποτα. Στη συνέχεια έκρυψαν για τρεις μέρες το πτώμα και έπειτα, αφού το έθαψαν, τον δήλωσαν ως αγνοούμενο. Η δολοφονία αποκαλύφθηκε στις 16 Ιουλίου, ακριβώς ένα χρόνο μετά από την ημερομηνία που η 52χρονη είχε δηλώσει την εξαφάνιση του άνδρα της στην Αστυνομία. Για τη διαλεύκανση της υπόθεσης έβαλε το χεράκι της η Αγγελική Νικολούλη από την εκπομπή «Φως στο τούνελ».
ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ 20 – 7 - 2009
5.- «Κατηγορείται για άλλους 10 βιασμούς» Νέοι βιασμοί, που έχει διαπράξει ο 54χρονος «δράκος» του Κιθαιρώνα που συνελήφθη προχθές, προκύπτουν καθημερινά από την προανάκριση. Σύμφωνα με την Αστυνομική Διεύθυνση Βοιωτίας εξακριβώθηκε ότι ο 54χρονος έχει βιάσει άλλες δέκα γυναίκες στην ευρύτερη περιοχή της Βαρυμπόμπης. Οι αστυνομικοί πιστεύουν ότι ο 54χρονος πιθανόν να έχει βιάσει περισσότερες γυναίκες, αλλά κάποιοι από τους βιασμούς ενδέχεται να μην έχουν καταγγελθεί. Ο δράστης επέλεγε κοπέλες χρήστες ναρκωτικών, τις οποίες παρέσυρε με την υπόσχεση ότι θα τους προμήθευε δωρεάν τις δόσεις τους. Στη συνέχεια όμως τις έδενε και τις μετέφερε στον Κιθαιρώνα ή άλλες ερημικές περιοχές όπου τις βίαζε και τις εγκατέλειπε δεμένες, αδιαφορώντας για το αν θα ζούσαν ή θα πέθαιναν.
«ΤΟ EΘΝΟΣ» 25 – 10 - 2007
6.- «Δίωξη σε ιερέα για απόπειρα βιασμού 20χρονου» Η καταγγελία έγινε από τους γονείς στο αστυνομικό τμήμα της Στυλίδας και στη συνέχεια οι αστυνομικοί εντόπισαν τον ιερέα σε ξενοδοχείο της περιοχής.
113 Στα χέρια της αστυνομίας έπεσε ιερέας από την Θεσσαλονίκη ο οποίος κατηγορείται ότι την Παρασκευή το βράδυ σε περιοχή της Στυλίδας παραπλάνησε και οδήγησε 20άχρονο με διανοητικά προβλήματα σε ερημική περιοχή προσπαθώντας να ικανοποιήσει τις ορέξεις του. Η καταγγελία έγινε από τους γονείς στο αστυνομικό τμήμα της Στυλίδας και στη συνέχεια οι αστυνομικοί εντόπισαν τον ιερέα σε ξενοδοχείο της περιοχής, συνελήφθη και σχηματίστηκε σε βάρος του δικογραφία. Το μεσημέρι ο εισαγγελέας της Λαμίας άσκησε δίωξη σε βάρος του ιερωμένου για κακουργηματικές πράξεις και παραπέμφθηκε στον ανακριτή απ' όπου πήρε προθεσμία για να απολογηθεί την ερχόμενη Τρίτη
«ΤΟ ΕΘΝΟΣ» 25 - 7- 2008
7.- «Ομαδικός βιασμός και άγριος ξυλοδαρμός ηλικιωμένης στο Μεσολόγγι» .Δεν χωράει ανθρώπινος νους την κτηνωδία αγνώστων δραστών στο χωριό Κατοχή του Μεσολογγίου, όπου μια άτυχη 83χρονη γυναίκα βρέθηκε χθες το πρωί άγρια δολοφονημένη και βιασμένη. Μια γυναίκα, που τη βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού και οι γείτονες ανησύχησαν όταν η ηλικιωμένη δεν τους άνοιγε και αφού παραβίασαν την πόρτα μπήκαν στο σπίτι για να βρεθούν μπροστά στο αποτρόπαιο θέαμα της ηλικιωμένης γυναίκας νεκρής και γυμνής στο κρεβάτι της. Σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις της ιατροδικαστού, ο θάνατος της 82χρονης προήλθε από τα βάναυσα χτυπήματα που είχε δεχθεί στο κεφάλι και στο σώμα, αλλά και από βιασμό που υπέστη. Πιθανώς, μάλιστα, οι δράστες να ήταν περισσότεροι του ενός. Ασφαλέστερα συμπεράσματα θα βγουν σήμερα με τη διενέργεια νεκροτομής που θα πραγματοποιηθεί στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Ρίου, ενώ εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι από το σπίτι της ηλικιωμένης δεν είχε αφαιρεθεί το παραμικρό αντικείμενο.
ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ 7 - 4 – 2009
8.- «28 χρόνια στον "βιαστή της ζεστής σοκολάτας» Σε ποινή κάθειρξης 28 ετών καταδικάστηκε χθες για τα εγκλήματά του ο 44χρονος ομογενής Γιάννης Ξυδιάς από το Ανώτατο Δικαστήριο στη Μελβούρνη. Πρόκειται για τον «βιαστή της ζεστής σοκολάτας», ο οποίος εδώ και μία 20ετία «ψάρευε» τα θύματά του από chat rooms και όταν του δινόταν η ευκαιρία, έριχνε ναρκωτικά στη σοκολάτα
114 ή τον καφέ τους προκειμένου να τα βιάζει ανενόχλητος! Αν και ο καταδικασθείς ομολόγησε την ενοχή του για τις 86 κατηγορίες που του είχαν απαγγελθεί, στις οποίες περιλαμβάνονταν 25 βιασμοί και 61 σεξουαλικές επιθέσεις την περίοδο 1991-2006, είπε στο δικαστήριο πως τα θύματά του βρίσκονταν σε κατάσταση μέθης. Όπως λέχθηκε κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, ο δράστης αρχικά νάρκωνε τις άτυχες γυναίκες χρησιμοποιώντας το ηρεμιστικό Rohypnol και στη συνέχεια προέβαινε στο βιασμό τους, τον οποίο βιντεοσκοπούσε. Κάτι που αποδείχτηκε και από τα δεκαεπτά οπτικά αρχεία που κατέσχεσε η αστυνομία όταν τον συνέλαβε. Η δικαστής Μέρλνι Γουόρεν ανακοινώνοντας την ποινή στον κατηγορούμενο δήλωσε πως ο δράστης εξευτέλιζε τα θύματά του «σαν να ήταν κούκλες από κουρέλια», ενώ πρόσθεσε πως ενώ ο Ξυδιάς παρουσιαζόταν σαν ένας ταπεινός και χαμηλών τόνων άνθρωπος, στα επίμαχα βίντεο εμφανιζόταν ως ένας στερημένος, διαβολικός χαρακτήρας. Στο δικαστήριο κατέθεσε και ο ψυχίατρος δρ. Ντάνιελ Σάλιβαν που είπε πως λόγω του ότι ο κατηγορούμενος για διάστημα άνω των τριών ετών είχε πρόσβαση στο Rohypnol, είναι πολύ πιθανόν να το χρησιμοποίησε για να ναρκώσει τα θύματά του. Σύμφωνα πάντως με τον συνήγορο υπεράσπισής του Βαν Ντε Γιελ, ο 44χρονος ομογενής είχε σχεδόν βιολογική εμμονή με τις γυναίκες, ενώ «έβλεπε τον εαυτό του ως πορνοστάρ και προσπαθούσε να δημιουργήσει εικόνες για την κάμερα». Παράλληλα υποστήριξε πως ο πελάτης του είναι διανοητικά καθυστερημένος, απλοϊκός και παθητικός άνθρωπος - γεγονός που επιβεβαίωσε και ο δρ. Σάλιβαν. Από την πλευρά της πάντως η δημόσια κατήγορος, μεταξύ άλλων, τόνισε πως τα θύματα έχουν πάθει νευρικό κλονισμό, ενώ έγινε γνωστό πως ήδη μία από τις κοπέλες κατέθεσε αγωγή για αποζημίωση για τα όσα βίωσε. Στο δικαστήριο ήταν και η πρώην φίλη του Τζόσι, η οποία έκλαιγε ακατάπαυστα, καθώς άκουγε λεπτομέρειες από τη δράση του Ξυδιά. Τρελός γλεντζές, αγαπούσε το sex Ο «βιαστής της ζεστής σοκολάτας» είχε προτίμηση στις συμπατριώτισσές του, αφού πολλά από τα θύματά του ήταν ελληνικής καταγωγής, μεταξύ 20-30 χρόνων. Η διπλή ζωή του ομογενούς κατά περίεργο τρόπο δεν είχε γίνει αντιληπτή ούτε από την επί εννέα χρόνια σύντροφό του, αλλά ούτε και από τους γονείς του, με τους οποίους ζούσε κάτω από την ίδια στέγη. Η Τζόσι, που διατηρούσε πολυετή σχέση μαζί του, γνώριζε -όπως δήλωσε- πως ο αγαπημένος της ήταν ζωηρός και γυναικάς και πως έκανε εφήμερες σχέσεις κάθε φορά που χώριζαν. Σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε όμως να φανταστεί πως ήταν βιαστής. «Γνωριστήκαμε το 1998 μέσω ενός chat room. Ήταν τρελός γλεντζές και αγαπούσε το σεξ. Του άρεσε να βιντεοσκοπεί τις ερωτικές μας περιπτύξεις. Όταν τον γνώρισα ήταν εμφανίσιμος, γυμνασμένος και πολύ γοητευτικός. Ήταν σεφ και είχε ένα όμορφο σπορ αμάξι. Κάναμε σχέση, μάλιστα τα Χριστούγεννα μου πήρε και δαχτυλίδι. Εγώ επέμενα να παντρευτούμε, αλλά αυτός δεν ήθελε» είπε η Τζόσι. Ο πατέρας του μάλιστα Νίκος Ξυδιάς επιμένει πως ο Γιάννης είναι το καλύτερο παιδί και δεν είναι βιαστής! Ο ίδιος ο δράστης στην πρώτη απολογία του -όπου εμφανίστηκε χωρίς δικηγόροισχυρίστηκε: «Είναι αστείο το πώς ήρθαν τα πράγματα. Τη μία μέρα έχεις σχέση μαζί
115 τους και την άλλη σε διώκουν». Όπως πολύ προκλητικά είπε, «είναι γυναίκες από μία άσχημη περίοδο της ζωής μου, με τις οποίες δεν θέλω να έχω καμία επικοινωνία»
ESPRESSO 1 – 7 - 2009
9.- «Ποινική δίωξη για βιασμό 17χρονης Βρετανίδας» Ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος ασκήθηκε σε βάρος 23χρονου Βρετανού υπηκόου, για βιασμό 17χρονης συμπατριώτισσας του. Η υπόθεση πήρε το δρόμο της δικαιοσύνης μετά από καταγγελία που έκανε η ανήλικη Βρετανίδα τουρίστρια την Τρίτη, στον Αστυνομικό Σταθμό Φαληρακίου. Μετά την καταγγελία, στις 6:50 το πρωί, ο 23χρονος συνελήφθη. Σύμφωνα με όσα ανακοινώθηκαν από την αστυνομία, η 17χρονη κατήγγειλε πως στη 1:30 τα ξημερώματα, αφού διασκέδασε σε μπαρ του Φαληρακίου, στο οποίο εργαζόταν ο 23χρονος, πήγαν μαζί με σε παραλία της περιοχής όπου ο Βρετανός ήρθε σε συνουσία μαζί της παρά τη θέληση της. Χθες το μεσημέρι ο 23χρονος προσήχθη ενώπιον της Αντεισαγγελέα Πλημμελειοδικών Ρόδου Ευαγγελίας Σπυριδωνίδου η οποία και άσκησε ποινική δίωξη σε βαθμό κακουργήματος σε βάρος του και τον παρέπεμψε στον ανακριτή. Ο Βρετανός που αρνείται την κατηγορία, ζήτησε και πήρε προθεσμία να απολογηθεί για σήμερα.
«ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ» 9 – 7 - 2009
10. -
«……..Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ του Συνδέσμου Βιομηχάνων είχε απαχθεί το βράδυ της 9ης Ιουνίου, ενώ επέστρεφε στο σπίτι του στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Οι απαγωγείς που είχαν καλυμμένα τα πρόσωπά τους με κουκούλες, υπό την απειλή όπλων ανάγκασαν το ανδρόγυνο να βγει από το αυτοκίνητο, άρπαξαν τον πρόεδρο του ΣΒΒΕ και τον μετέφεραν οδηγώντας οι ίδιοι το αυτοκίνητό του σε ερημική περιοχή στη Θέρμη Θεσσαλονίκης, όπου και χάθηκαν τα ίχνη του. Επί 13 ημέρες ο κ. Μυλωνάς κρατήθηκε όμηρος στα χέρια των απαγωγέων, οι οποίοι ύστερα από μαραθώνιες τηλεφωνικές επαφές που είχαν με την οικογένειά του κατάφεραν να αποσπάσουν λίτρα 12 εκατ. ευρώ. Οι έρευνες της Αστυνομίας στράφηκαν από την πρώτη στιγμή σε γνωστούς κακοποιούς. Επιπλέον, οι ομοιότητες της απαγωγής του βιομηχάνου Αλέξανδρου Χαΐτογλου τον Δεκέμβριο του 1995- υπόθεση για την οποία καταδικάστηκαν ερήμην οι αδελφοί Παλαιοκώστα- με την απαγωγή Μυλωνά οδήγησαν τις αρχές στην υπόθεση ότι και η απαγωγή Μυλωνά ήταν έργο του Βασίλη Παλαιοκώστα. Στο σενάριο της εμπλοκής του Παλαιοκώστα στην απαγωγή συνέκλιναν και οι ηχητικές αναλύσεις των τηλεφωνημάτων των απαγωγέων, κατά τις οποίες φέρεται να αναγνωρίστηκε η φωνή
116 του. Επιπλέον, όπως ήταν γνωστό, οι πρώτες διαπραγματεύσεις με την οικογένεια είχαν γίνει μέσω ηχητικού υλικού (CD) που άφησαν οι απαγωγείς σε εκκλησία της Λάρισας (όπου δραστηριοποιείται και φέρεται ότι έχουν ομάδα συνεργατών οι αδελφοί Παλαιοκώστα), ενώ πρόσφατα αποκαλύφθηκε ότι οι απαγωγείς τηλεφωνούσαν στην οικογένεια του ομήρου για να διαπραγματευθούν την παράδοσή του και από το κέντρο της Αθήνας». ΤΑ ΝΕΑ 21 – 8 – 2008
11. «……….O 73χρονος εφοπλιστής Περικλής Παναγόπουλος είχε απαχθεί το πρωί της 12ης Ιανουαρίου, την ώρα που είχε ξεκινήσει από το σπίτι του στο Καβούρι με προορισμό το γραφείο του. Τρεις κουκουλοφόροι, αφού έκλεισαν τον δρόμο στο αυτοκίνητο του εφοπλιστή με ένα κλειστό φορτηγάκι και ένα τζιπ, απείλησαν τον ίδιο και τον οδηγό του με καλάσνικοφ. Τους υποχρέωσαν να επιβιβαστούν στο φορτηγάκι και στην περιοχή του Κορωπίου έκαψαν το τζιπ και το φορτηγάκι για να μην αφήσουν ίχνη, άφησαν τον οδηγό και εξαφανίστηκαν μαζί με τον εφοπλιστή. Ο κ. Παναγόπουλος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας και είχε ανάγκη από συγκεκριμένη φαρμακευτική αγωγή. Ύστερα από διαπραγματεύσεις- στις οποίες πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε η σύζυγος του εφοπλιστή, Κατερίνα Παναγοπούλου- οι δράστες παρέλαβαν λύτρα 30.000.000 ευρώ και άφησαν ελεύθερο τον εφοπλιστή τα ξημερώματα της 20ής Ιανουαρίου. Οργανωμένοι. Η απαγωγή του Περικλή Παναγόπουλου είναι η πλέον οργανωμένη που έχει γίνει ποτέ στην Ελλάδα. Οι δράστες είχαν προβλέψει να αποφύγουν όλα τα λάθη τα οποία είχαν οδηγήσει στη σύλληψη συμμοριών απαγωγέων κατά το παρελθόν και είχαν καταφέρει να ακολουθήσουν πιστά το σχέδιό τους. Είναι ενδεικτικό ότι είχαν κάψει τα αυτοκίνητα με τα οποία μετέφεραν τον εφοπλιστή και τον οδηγό του μέχρι το Κορωπί, όπου αφέθηκε ελεύθερος ο οδηγός με το μήνυμα ότι ο κ. Παναγόπουλος δεν είχε να φοβηθεί για τη ζωή του, εφ΄ όσον η οικογένειά του κατέβαλε τα λύτρα. Οι διαπραγματεύσεις ήταν εξ ίσου σκληρές, με τους απαγωγείς να λαμβάνουν μέτρα ώστε να παραμείνουν ασύλληπτοι. Το μόνο στοιχείο που είχαν τότε οι αστυνομικοί ήταν ο τόπος στον οποίο βρίσκονταν σε δύο επικοινωνίες τους με την οικογένεια: βρίσκονταν σε περιοχές των Μεσογείων. Η έκκληση. Στο τελικό στάδιο, την παράδοση των λύτρων, οι υποδείξεις τους προς την κ. Παναγοπούλου και οι απαιτήσεις τους ήταν βασανιστικές. Κορυφαία στιγμή στην αγωνία της οικογένειας ήταν όταν πέντε ημέρες μετά την απαγωγή οι δράστες διέκοψαν τη γέφυρα επικοινωνίας με τους συγγενείς του εφοπλιστή και χρειάστηκε να κάνει δραματική έκκληση από την τηλεόραση η κ. Παναγοπούλου: «Τηλεφωνήστε μου, απευθυνθείτε σ΄ εμένα και θα τα βρούμε» ήταν το μήνυμά της, που είχε συγκινήσει αλλά αποδείχθηκε και αποτελεσματικό, αφού τις δύο επόμενες ημέρες δόθηκαν οι οδηγίες για την παράδοση των λύτρων, σε δύο δόσεις. Την επομένη της έκκλησης της κ. Παναγοπούλου προς τους απαγωγείς η Αστυνομία απομακρύνθηκε από το σπίτι του εφοπλιστή. Μία ημέρα αργότερα η κ. Παναγοπούλου παρέδωσε το πρώτο μέρος των λύτρων. Λίγες ώρες πριν από την απελευθέρωση του εφοπλιστή, η σύζυγός του είχε δώσει και τα υπόλοιπα χρήματα που είχαν απαιτήσει οι απαγωγείς. Ο Περικλής Παναγόπουλος
117 αφέθηκε ελεύθερος στην περιοχή του Ασπροπύργου: πρόκειται για μια περιοχή που γνωρίζουν καλά ορισμένοι εκ των θεωρούμενων απαγωγέων». ΤΑ ΝΕΑ 4 – 7 - 2009
12. – « ………..ΜΕ ΠΑΡΟΜΟΙΑ μεθοδολογία, μπλόκο και σκηνοθετημένο τροχαίο, έδρασαν τα μέλη της συμμορίας και στην απαγωγή του επιχειρηματία Γιάννη Ζώνα, τον Οκτώβριο του 2001. Μια επίσης απαγωγή- θρίλερ καθώς ο απαχθείς παρέμεινε για δύο μήνες όμηρος στο κρησφύγετο της συμμορίας, σε νοικιασμένο γι΄ αυτό τον σκοπό σπίτι στα Σπάτα. Με ένα σκηνοθετημένο τροχαίο στον παράδρομο της συμβολής της Λεωφόρου Κηφισού με την οδό Πέτρου Ράλλη, οι τρεις δράστες απήγαγαν τον επιχειρηματία ενώ επέστρεφε από τη δουλειά του στο σπίτι του, στην Εκάλη. Ένα μικρό φορτηγάκι έπεσε πάνω στο τζιπ του επιχειρηματία και το ακινητοποίησε. Ο επιχειρηματίας ανυποψίαστος σταμάτησε ώστε να ανταλλάξει στοιχεία. Και σε αυτήν την επιχείρηση της αρπαγής μετείχαν τρεις δράστες που έδρασαν με ταχύτητα. Φορούσαν καπέλα τζόκεϊ και γυαλιά. Ο ένας χτύπησε τον επιχειρηματία στο κεφάλι και οι άλλοι τον έσπρωξαν στο πίσω μέρος του βαν. Του έδεσαν στη συνέχεια τα μάτια και τον μετέφεραν στο κρησφύγετο. Οι πρώτες διαπραγματεύσεις άρχισαν ύστερα από τρεις ημέρες και οι απαγωγείς αρχικά ζήτησαν από τους γονείς τού ομήρου το υπέρογκο ποσόν του ενός δισ. δραχμών. Ο πατέρας του επιχειρηματία έκανε την καταγγελία της απαγωγής στην Ασφάλεια, ζητώντας να μην αναμειχθεί στις έρευνες. Σκληρές διαπραγματεύσεις Οι απαγωγείς, όπως και στην περίπτωση του μεγαλοεφοπλιστή, ήταν ιδιαίτερα σκληροί και άκαμπτοι στις διαπραγματεύσεις. Ρισκάροντας, κράτησαν όμηρο τον επιχειρηματία για δύο μήνες ώσπου ο πατέρας του να τους παραδώσει το συμφωνημένο ποσόν των 500 εκατ. δρχ. σε δολάρια. Και τότε αλλού είχε γίνει η παράδοση των χρημάτων- σε απόμερο σημείο της Λεωφόρου Κηφισού, ενώ ο απαχθείς απελευθερώθηκε στην περιοχή της Παλλήνης. Οι επικοινωνίες με τα κινητά τηλέφωνα και τα σημαδεμένα χαρτονομίσματα της απαγωγής οδήγησαν τις αρχές Ασφαλείας λίγους μήνες μετά την απελευθέρωση του ομήρου σε δύο μέλη της συμμορίας. Για την απαγωγή συνελήφθησαν ο Χριστ. Λασιθιωτάκης, σεσημασμένος για εκβιασμούς, καθώς και ένας Ιρανός συνεργός του. Πίσω από την υπόθεση της απαγωγής είχε εκτιμηθεί από τότε ότι βρισκόταν ο Βλαστός, ο οποίος και κίνησε τα νήματα. Τότε είχαν γίνει λάθη ως προς τις επικοινωνίες με τα κινητά και με το μοίρασμα των λύτρων. Λάθη που, όπως φαίνεται, ξεπεράστηκαν στις επόμενες απαγωγές».
ΤΑ ΝΕΑ 8 – 7 – 2009
118
13.- «Εξαρθρώθηκε μεγάλο κύκλωμα με πλαστά και εικονικά τιμολόγια» Όργιο φοροδιαφυγής, που προσεγγίζει τα 360 εκατ. ευρώ, εντόπισε η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων στο οποίο εμπλέκονται γνωστές αλυσίδες ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών ειδών καθώς και super market. Η φοροδιαφυγή αφορά τη χρήση πλαστών εικονικών στοιχείων από επτά επιχειρήσεις οι οποίες ελάμβαναν τα παράνομα παραστατικά από 13 εκδότριες επιχειρήσεις που παρουσίαζαν συναλλακτική δραστηριότητα με εταιρείεςφαντάσματα στην Ε.Ε. Στις επτά γνωστές αλυσίδες θα καταλογιστούν πρόστιμα ύψους 114 εκατ. ευρώ. ενώ στις 13 εκδότριες εταιρείες θα επιβληθούν πρόστιμα ύψους 246 εκατ. ευρώ. Οι λήπτριες εταιρείες κατόρθωναν με τον τρόπο αυτό να έχουν υψηλή επιστροφή ΦΠΑ, ενώ ταυτόχρονα, όπως αναφέρουν στελέχη της ΥπΕΕ μέσω των εικονικών παραστατικών (τα τιμολόγια περνούσαν από αρκετές χώρες της Ε.Ε. μέχρι να χαθούν τα ίχνη) παρουσίαζαν υψηλή αξία αγορών και κόστος πωληθέντων. Σύμφωνα με πληροφορίες, η έκθεση ελέγχου θα αποσταλεί και στην Επιτροπή Ανταγωνισμού, δεδομένου ότι μέσω της διαδικασίας αυτής οι επτά εταιρείες επιτύγχαναν να μειώνουν σημαντικά τις τιμές λιανικής, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αθέμιτος ανταγωνισμός. Εκτός από την επιβολή των ανωτέρω προστίμων, ύψους 114 εκατ. ευρώ, από την Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων αναμένεται να επιβληθούν και άλλα πρόστιμα από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Οι συναλλαγές αυτές, όπως αναφέρουν στελέχη της ΥπΕΕ, έχουν συνήθως ως αντικείμενο την εμπορία κινητών τηλεφώνων, την εμπορία εξαρτημάτων ηλεκτρονικών υπολογιστών κ.λπ. Από σχετικές μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί στην Ε.Ε. προέκυψε ότι οι περισσότερες απάτες στον τομέα των ενδοκοινοτικών συναλλαγών διενεργούνται μέσω των εξής μηχανισμών: α) Ψευδείς ενδοκοινοτικές παραδόσεις εμπορευμάτων σε άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε., χωρίς να χρεωθεί ο ΦΠΑ στο τιμολόγιο (όπως άλλωστε προβλέπεται), ενώ στην πραγματικότητα τα εμπορεύματα είτε έχουν πωληθεί στην εσωτερική αγορά και ο ΦΠΑ δεν έχει αποδοθεί είτε έχουν ληφθεί εικονικά τιμολόγια αγορών από την εσωτερική αγορά και στη συνέχεια ζητείται η επιστροφή του ΦΠΑ αυτών. β) Ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών από άλλο κράτος-μέλος, οι οποίες είτε δεν καταχωρίζονται στα βιβλία και δηλώνονται στις οικείες δηλώσεις, είτε δηλώνονται με διαφορετική αξία. γ) Παρόμοια με τη φοροδιαφυγή στις ενδοκοινοτικές συναλλαγές είναι η απάτη που αφορά ψευδείς εξαγωγές προς τρίτες χώρες (εκτός Ε.Ε.), όπου χρησιμοποιούνται παραποιημένα έγγραφα (διασαφήσεις). δ) Απάτη τύπου «Καρουζέλ». Στην περίπτωση αυτή γίνεται μετακύλιση του φόρου εισροών μέσω διαδοχικών πωλήσεων της μιας επιχείρησης προς την άλλη (στροβιλισμός της συναλλαγής). Χρησιμοποιούνται διάφορες επιχειρήσεις (στις οποίες συνήθως συμμετέχουν τα ίδια άτομα) και τελικά κάποια ή κάποιες από αυτές δεν αποδίδουν τον φόρο και εξαφανίζονται
119
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 27 – 5 - 2009
14.- «Χρέωναν μεγάλα ποσά σε πιστωτικές κάρτες-κλώνους» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Στοιχεία ταυτότητας πολιτών και αριθμούς πιστωτικών καρτών, πιθανότατα προϊόντα υποκλοπών, από χώρες της Ευρώπης, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Κολομβία, τις ΗΠΑ, την Ιαπωνία, το Χονγκ Κονγκ κι άλλα κράτη χρησιμοποιούσαν τα μέλη μεγάλου διεθνούς κυκλώματος με έδρα τη Θεσσαλονίκη και τη Χαλκιδική και εγκέφαλο από την ΠΓΔΜ προκειμένου να χρεώνουν μεγάλα ποσά σε πλαστές πιστωτικές κάρτες. Πολύμηνες έρευνες Οι διωκτικές αρχές της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής, έπειτα από πολύμηνη προσπάθεια και έρευνες σε τέσσερα κτίρια των δύο νομών, συνέλαβαν συνολικά 13 άτομα «τέκνα της παγκοσμιοποίησης στην απάτη», όπως είπε χαρακτηριστικά ανώτερος αξιωματικός της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης και εντόπισαν αγορές προϊόντων, το ύψος των οποίων ξεπερνάει τα 260.000 ευρώ με τη χρήση τουλάχιστον 84 πλαστών πιστωτικών καρτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τους 13 συλληφθέντες ηλικίας 2152 ετών μόνο ο ένας είναι Έλληνας, ενώ οι υπόλοιποι είναι υπήκοοι ΠΓΔΜ και Βουλγαρίας. Όπως ανέφερε ο διευθυντής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης κ. Δημ. Παπαδόπουλος, ο 53χρονος εγκέφαλος του κυκλώματος λάμβανε μέσω Διαδικτύου δεδομένα πιστωτικών κρατών από διάφορες χώρες του κόσμου. Μέσω συνεργατών του από τη Βουλγαρία προμηθευόταν πλαστές ταυτότητες με τις φωτογραφίες μελών του κυκλώματος. Με τα αναγραφόμενα στοιχεία ο ίδιος και συνεργοί του κατασκεύαζαν πλαστές πιστωτικές κάρτες – «κάρτες κλώνους» όπως τις χαρακτηρίζουν οι αστυνομικοί– τις οποίες είτε πωλούσαν σε τρίτους είτε χρησιμοποιούσαν οι ίδιοι για αγορές προϊόντων μεγάλης χρηματικής αξίας. Ο ίδιος ο εγκέφαλος ομολόγησε ότι εξαγόραζε από το εξωτερικό τα δεδομένα των τραπεζικών καρτών. Από την έρευνα που έχει γίνει, εκτιμάται ότι τα δεδομένα αυτά προέρχονταν είτε από υποκλοπές που γίνονταν σε ΑΤΜ είτε από τα αντίτυπα της χρέωσης των πιστωτικών καρτών σε καταστήματα του εξωτερικού. Οι αστυνομικοί της Θεσσαλονίκης παρ’ όλο που έχουν «εμπειρία» από ανάλογες ηλεκτρονικές απάτες (την τελευταία διετία συνέλαβαν 44 άτομα για υποθέσεις skimming) δεν είναι ακόμη σε θέση να μιλήσουν με ακρίβεια για την έκταση της απάτης. Ανάμεσα στα κατασχεθέντα βρίσκεται κι ένας πλήρης μηχανισμός κατασκευής πλαστών καρτών, «υψηλής αξιοπιστίας μηχάνημα», που αποτύπωνε τα ανάγλυφα στοιχεία ή και λογότυπα ξένων τραπεζών. Οι αστυνομικοί, ερευνώντας τα σπίτια σε Ν. Μουδανιά, Ν. Τρίγλια Χαλκιδικής και Θεσσαλονίκη που χρησιμοποιούσαν τους τελευταίους 18 μήνες τα μέλη του κυκλώματος, βρήκαν 101 πλαστές πιστωτικές κάρτες χωρίς στοιχεία (κενές), 186 με πλήρη στοιχεία, 209 λευκές με μαγνητική ταινία και 10 πλαστές ταυτότητες. Ποινικές διώξεις
120 Στην Ελλάδα τα μέλη του κυκλώματος, εκτός από τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, είχαν επεκτείνει τη δραστηριότητά τους σε διάφορες περιοχές. Ο εισαγγελέας άσκησε εις βάρος των μελών του κυκλώματος ποινικές διώξεις για κακουργηματική απάτη από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, εγκληματική οργάνωση, νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα, παραβίαση προσωπικών δεδομένων και τους παρέπεμψε να απολογηθούν στον ανακριτή.
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 12 – 6 – 2009
16. – «……Με την κατηγορία της σύστασης συμμορίας, η οποία φέρεται ότι έχει διαπράξει περισσότερες από 72 κλοπές και διαρρήξεις στην ευρύτερη περιοχή της Χαλκιδικής, κατηγορούνται τέσσερις νεαροί, ηλικίας από 18 έως 22 ετών. Σύμφωνα με την Αστυνομία, οι δράστες ομολόγησαν, ότι τους τέσσερις τελευταίους μήνες διέπραξαν τις κλοπές, διαρρήξεις σε σπίτια και καταστήματα στα Νέα Μουδανιά και σε παραθαλάσσιες περιοχές στην Κασσάνδρα και τη Σιθωνία. Αποκόμισαν 8.000 ευρώ σε μετρητά, καθώς επίσης κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρικά είδη, τιμαλφή και άλλα αντικείμενα, συνολικής αξίας 19.000 ευρώ, τα οποία πούλησαν στη Θεσσαλονίκη. Η προανάκριση συνεχίζεται για να διαπιστωθεί αν στο ίδιο χρονικό διάστημα διέπραξαν κλοπές και σε άλλες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας.»
ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ 9 – 4 – 2009
17. – «…….την εξάρθρωση σπείρας τα μέλη της οποίας έκλεβαν φορτηγά, τα οποία στη συνέχεια χρησιμοποιούσαν σαν… πολιορκητικούς κριούς, προκειμένου να σπάνε τζαμαρίες καταστημάτων και να αφαιρούν εμπορεύματα, έφτασε η ΕΛ.ΑΣ. Ειδικότερα, στην Αρτέμιδα Αττικής συνελήφθησαν δύο Έλληνες 23 και 15 ετών αντίστοιχα, οι οποίοι σε συνεργασία με δύο ακόμα Έλληνες (24 και 15 ετών, αντίστοιχα) οι οποίοι αναζητούνται, είχαν συστήσει συμμορία, που το τελευταίο δίμηνο είχε διαπράξει δέκα κλοπές σε καταστήματα στην ευρύτερη περιοχή της Βορειοδυτικής Αττικής, πάντα με τον ίδιο τρόπο. Με τη σχηματισθείσα εις βάρος τους δικογραφία οδηγήθηκαν στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Την ίδια στιγμή, στα χέρια της αστυνομίας έπεσαν δύο αλλοδαποί, ένας Ιρακινός και ένας Καζάκος, ηλικίας 30 και 50 ετών αντίστοιχα, το απόγευμα της Πέμπτης από αστυνομικούς του Τμήματος Ασφαλείας Ομονοίας, με την κατηγορία της κατοχής και διακίνησης ναρκωτικών. Σε έρευνα της αστυνομίας βρέθηκαν και κατασχέθηκαν όπιο βάρους 47,8 γραμμ., ακατέργαστη κάνναβη βάρους 42,9 γραμμ., μικροποσότητα ναρκωτικής ουσίας ICE, καθώς και 295 ευρώ και 401 δολάρια. Οι συλληφθέντες, με τη σχηματισθείσα δικογραφία, οδηγήθηκαν χθες στον εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών. Τέλος, η… απάντηση της ΕΛ.ΑΣ. στην αύξηση της εγκληματικότητας ήταν η πραγματοποίηση μιας έκτακτης επιχείρησης-σκούπα στο κέντρο της Αθήνας, στο πλαίσιο της πρόληψης και αντιμετώπισης της εγκληματικότητας. Στη διάρκεια της επιχείρησης ελέγχθηκαν 510 άτομα, 130 οχήματα, 50 δίκυκλα και 45 καταστήματα. Προσήχθησαν 86 άτομα και έγιναν 71 συλλήψεις. Από τους συλληφθέντες, 10 είναι για
121 παράβαση του νόμου περί ναρκωτικών, 2 για όπλα, 2 για καταδικαστικές αποφάσεις και οι υπόλοιποι για παραβάσεις του νόμου περί αλλοδαπών και περί εκδιδόμενων προσώπων». ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ 9 – 5 – 2009
18.-
«…………Αθήνα - Τίρανα με… Πόρσε. Οι κλοπές πολυτελών οχημάτων έχουν γίνει μάστιγα για την ελληνική πρωτεύουσα. Στην Κακαβιά οι τελωνειακοί υπάλληλοι έμειναν με το… στόμα ανοικτό, όταν η… Αθηναία κόκκινη Πόρσε διέσχισε και έκοψε με ταχύτητα τις αυτόματες μπάρες που χώριζαν τις δυο χώρες. Αστυνομικοί καταδίωκαν τον οδηγό της και εκείνος για να γλιτώσει έκανε την κίνηση…ματ και βρέθηκε με τους τέσσερις τροχούς στο αλβανικό έδαφος και χωρίς βέβαια να έχει τις ανάλογες επιπτώσεις από τους ένστολους γείτονες. Θύμα κλοπής όμως είχε πέσει και αστυνομικός διευθυντής που είδε τη λιμουζίνα του να κυκλοφορεί στους Αγίους Σαράντα και το Δέλβινο. Ύστερα από διαπραγματεύσεις οι δράστες… ενέδωσαν και έδωσαν πίσω το αυτοκίνητο. Ποιος όμως είδε το… διάβολο και δεν φοβήθηκε; Η οικία του ανώτερου αξιωματικού ήταν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο με τις φυλασσόμενες εγκαταστάσεις της πυροσβεστικής υπηρεσίας στην περιοχή όπου διέμενε. Η Μερσεντές «φιλοξενείται» πλέον εκεί στο πάρκιγκ του πυροσβεστικού σώματος για παν ενδεχόμενο… Η Εφη Γαϊτάνου είναι στέλεχος διαφημιστικής εταιρείας στο Μαρούσι και της συνέβη ό,τι καθημερινά παθαίνουν δεκάδες ιδιοκτήτες. «Είχα παρκάρει το Vitara μου έξω από την εταιρεία μου. Γύρισα το μεσημέρι να το πάρω για να γυρίσω στο σπίτι αλλά στη θέση του βρήκα άλλο σταθμευμένο. Στην αρχή νόμισα πως είχα παρκάρει σε διαφορετικό σημείο, διαψεύστηκα όμως πολύ γρήγορα και πήρα το δρόμο για το τοπικό αστυνομικό τμήμα για να κάνω την καταγγελία της κλοπής». Η «Α.τ.Κ.» φέρνει στο φως της δημοσιότητας χαρακτηριστικές περιπτώσεις κατοίκων της Αττικής και όχι μόνο που… αναισθητοποιήθηκαν στον ύπνο τους από Αλβανούς κακοποιούς και έχασαν τα πανάκριβα οχήματά τους μέσα σε μια νύχτα… Το αξίας 170.000 € Χάμερ, έκανε φτερά Ο κατασκευαστής Αποστόλης Κουδούνας χρόνια ονειρευόταν να αποκτήσει ένα πανάκριβο τζιπ μ’ όλα τα κομφόρ, θέλοντας έτσι να κάνει και ένα μοναδικό δώρο στον εαυτό του, για τους κόπους μιας ζωής που είχαν ως αποτέλεσμα να εξελιχθεί σ’ έναν επιτυχημένο επιχειρηματία. Το Χάμερ του 57χρονου εντοπίστηκε στις πλαγιές του Αλεποχωρίου, περιοχή που στη συνέχεια έγινε γνωστή μετά την καταδίωξη του διαβόητου ληστή Βασίλη Παλαιοκώστα που επέβαινε σε πολυτελές τζιπ ενώ εκεί είχε και το κρησφύγετό του.
122 Η έδρα της εταιρείας του κ. Κουδούνα είναι στο Αίγιο αλλά ο ίδιος στις λίγες ώρες που του απομένουν για ξεκούραση προτιμά να περνά τα ήσυχα βράδια στη μονοκατοικία του στο Δερβένι Κορινθίας και αντί για τους ενοχλητικούς θορύβους των αυτοκινήτων να ακούει το κύμα που κυριολεκτικά χτυπά στην αυλή του σπιτιού του. Όλα κυλούσαν καλά ώσπου μια… ωραία πρωία ξυπνώντας διαπίστωσε πως το Χάμερ του, αξίας 170.000 € είχε κάνει φτερά. Τι είχε συμβεί;… «Ποντικοί» εισέβαλαν από το μπαλκόνι και έριξαν στον ίδιο και τη σύζυγο του αναισθητικό σπρέι, την ώρα του ύπνου τους. «Πείσμωσα -λέει στην ‘‘Α.τ.Κ.’’ Ο κ. Κουδούνας- διέθεσα ένα σωρό χρήματα για να βρω το τζιπ μου. Στην αρχή έμαθα πως εθεάθη σε πλοίο της γραμμής με προορισμό την Ιταλία, μέσω του λιμανιού των Πατρών. Στη συνέχεια, έφτασα μέχρι την Αλβανία, ταξίδεψα από πόλη σε πόλη. Εκεί μου είπαν πως πράγματι ένα σπάνιο Χάμερ κυκλοφορεί σαν… φάντασμα. Αν και δεν το βρήκα στην γειτονική χώρα δεν απογοητεύτηκα, γύρισα πίσω αλλά είχα ανοικτές τις… κεραίες μου». Η τύχη του επιχειρηματία τού χαμογέλασε λίγο καιρό μετά. Ο πιλότος ελικοπτέρου ασφαλιστικής εταιρείας που πετούσε για την ομαλή διεξαγωγή του «Ράλλυ Ακρόπολις» διέκρινε το μεγάλο όχημα να είναι σκεπασμένο με κλαδιά σε ορεινή περιοχή του Αλεποχωρίου. Από… ψηλά ήταν ολοφάνερο ότι κάποιος ήθελε να κρύψει αυτό το τζιπ. Ειδοποιήθηκε η αστυνομία που δεν άργησε να φτάσει και να αποδώσει στον ιδιοκτήτη το απόκτημά του. Με αναισθητικό σπρέι πήραν το «Καγιέν» και το… χρυσό ρολόι Ο Γιώργος Μενούχος είναι μεσίτης και με την οικογένειά του ζει σε μία μεζονέτα στη Βούλα. Μέσα σε ενάμιση χρόνο του έκλεψαν από το πάρκιγκ του δύο μεγάλα τζιπ. Οι ληστές χτύπησαν με την ίδια κλασική μέθοδο του αναισθητικού σπρέι εν ώρα ύπνου. Το τελευταίο τζιπ ήταν Πόρσε Καγιέν, ενώ το πρώτο ένα BMW Χ5. Ο κ. Μενούχος μίλησε στην «Α.τ.Κ.» για την περιπέτειά του: «Οι δράστες σκαρφάλωσαν από το μαντρότοιχο, ανέβηκαν στην κρεβατοκάμαρα και χωρίς να καταλάβω τίποτα, ούτε εγώ ούτε η γυναίκα μου, πλησίασαν στο κομοδίνο και μου άρπαξαν το χρυσό μου ρολόι αξίας 25.000 €. Στο σαλόνι είχα αφήσει τα κλειδιά του πάρκιγκ και του αυτοκινήτου. Όταν ξύπνησα αμέσως κατάλαβα ότι με έκλεψαν για δεύτερη φορά αφού δεν είδα το ρολόι μου που κάθε βράδυ το αφήνω στο ίδιο σημείο». Το Χ5 δεν βρέθηκε ποτέ αλλά το Πόρσε Καγιέν εντοπίστηκε 440 χλμ. μακριά στη διαδρομή για την Αλβανία, χάρη στην παρατηρητικότητα ενός αστυνομικού που ήταν εκτός υπηρεσίας και έπαιζε χαρτιά σε καφενείο. «Ο αστυνομικός ήταν σε ρεπό και έπαιζε κολτσίνα -μας λέει ο κ. Μενούχος- οι ληστές για να μη κινήσουν τις υποψίες, είχαν παρκάρει το τζιπ πίσω από το αστυνομικό μέγαρο της Ηγουμενίτσας και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή να το οδηγήσουν στα σύνορα με την Αλβανία. Συμπτωματικά ο αστυνομικός όταν είχε δηλωθεί η κλοπή και είχε αποσταλεί σήμα σ’ όλη τη μεθόριο, συγκράτησε τον αριθμό της πινακίδας, έφυγε
123 από το καφενείο και πήγε στην υπηρεσία του να το διαπιστώσει. Τον ευχαριστώ πάρα πολύ…». Με κονβόι στο δρόμο για τη «χώρα των… αετών» Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην Αλβανία. Τα κλεμμένα αυτοκίνητα που προέρχονται κυρίως από τα Βόρεια και Νότια προάστια της Αττικής μεταφέρονται στην επονομαζόμενη χώρα των αετών, όχι… πετώντας αλλά οδηγώντας και τις περισσότερες φορές από δύσβατα μονοπάτια των ελληνοαλβανικών συνόρων. Η… φαντασία αυτών των κακοποιών περισσεύει. Καλούνται να διανύσουν περίπου 500 χλμ. και προτιμούν να ρισκάρουν λίγες αλλά… αποδοτικές φορές με τη μέθοδο που αποκαλούν κομβόι. Αξιωματικός της Ασφάλειας Αττικής μας αναφέρει ότι: κλέβουν τρία ή και τέσσερα οχήματα και με δικούς τους οδηγούς κατευθύνονται κομβόι για την Ήπειρο. Μπροστά υπάρχει προπομπός που ενημερώνει τους υπόλοιπους για τα μπλόκα που υπάρχουν στο οδικό δίκτυο. Ο μεγάλος τους φόβος είναι στο Μεσολόγγι και στο Αγρίνιο, όπου γίνονται τακτικά έλεγχοι. Συνήθως η μεταφορά γίνεται βράδυ για να υπάρχει το περιθώριο των ελιγμών. Αν γι’ αυτούς παραστεί ανάγκη και εντοπιστούν, εγκαταλείπουν το κλεμμένο αυτοκίνητο και την κοπανούν με τα πόδια. Σημασία έχει να μην συλληφθούν και αποκαλυφθούν και τα υπόλοιπα μέλη της σπείρας. Στα σύνορα οι διωκτικές αρχές για να αποτρέψουν την παράνομη διέξοδο κατά το τελευταίο της στάδιο, σκάβουν με μπουλντόζες λάκκους στα επίμαχα σημεία. Έχει παρατηρηθεί όμως το φαινόμενο ειδικά στη λωρίδα της Σαγιάδας οι λαθρέμποροι να τοποθετούν ακόμη και κορμούς μεγάλων δέντρων για να καλύψουν αυτό το κενό… Πιο εύκολα βρίσκεις κλεμμένο αυτοκίνητο παρά… νύφη Από τη στιγμή που τα κλεμμένα οχήματα πατήσουν σε ξένο έδαφος, γίνεται αλλαγή πινακίδων. Χρησιμοποιούνται πλαστές αλβανικές, Ιταλικές ή ακόμη και βελγικές πινακίδες. Διασχίζοντας δρόμους, ακόμη και στα πιο απομακρυσμένα χωριά, το βλέμμα του επισκέπτη, ανάμεσα στις φτωχογειτονιές, καθηλώνεται στα πανάκριβα αυτοκίνητα που είναι κατά βάση Μερσεντές, λόγω της ανθεκτικότητάς τους στους κακοτράχαλους δρόμους. Η πιο εύποροι κάτοικοι έχουν αδυναμία στα Χάμερ. Το τζιπ αυτό με τα φιμέ τζάμια είναι και η σφραγίδα των λαθρεμπόρων. Στην Αλβανία λένε πιο εύκολα βρίσκεις ένα κλεμμένο αυτοκίνητο παρά… νύφη. Το σίγουρο όμως είναι ότι οι υποψήφιοι γαμπροί διαγωνίζονται για το ποιος διαθέτει το καλύτερο αυτοκίνητο, ανεξάρτητα από το αν στερούνται πολύ πιο σημαντικά πράγματα στη ζωή τους. Υπάρχουν βέβαια και τα μεσαίας κατηγορίας αυτοκίνητα που μπαίνουν στο στόχαστρο των κακοποιών…….» ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ 17 – 5 - 2009
124
19. – «Όλο και πιο βίαιες οι ληστείες Οι κακοποιοί, χωρίς να συναντούν αντίσταση, πυροβολούν ακόμη και εν ψυχρώ» Άλλη μια νύχτα τρόμου με δύο ένοπλες ληστείες, η μία με νεκρό, έφερε η έκρηξη της εγκληματικότητας που καταγράφεται τον τελευταίο μήνα. Δύο άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους σε ληστείες ενώ αυξάνονται τα βίαια περιστατικά με χρήση όπλων από κακοποιούς. Στη λίστα θυμάτων των επιθέσεων- τουλάχιστον 30 ληστείες σε ένα μήνα- προστίθενται και 9 πολίτες, ανάμεσά τους και ηλικιωμένοι, που τραυματίσθηκαν από πυροβολισμούς ή ξυλοκοπήθηκαν από ληστές για να τους αρπάξουν χρήματα ή να ληστέψουν ταμεία τραπεζών και καταστημάτων. Η ώρα ήταν λίγο μετά τις οκτώ προχθές το βράδυ, όταν δυο ένοπλοι εισέβαλαν στο κατάστημα με είδη δώρων σε δρόμο των Πατησίων στο οποίο εργαζόταν 30χρονος από το Μπανγκλαντές. Οι δράστες τον απείλησαν και τον υποχρέωσαν να τους παραδώσει όσα χρήματα (800 ευρώ) είχε στο ταμείο. Ο υπάλληλος προσπάθησε να αντιδράσει και ο ένας από τους δράστες τον πυροβόλησε στην κοιλιά. Βαριά τραυματισμένος μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, όπου τα ξημερώματα παρά τις προσπάθειες των γιατρών υπέκυψε στα τραύματά του. Λίγες ώρες αργότερα, δυο διαρρήκτες εισέβαλαν σε μονοκατοικία στα Μέγαρα. Οι ένοικοι κοιμούνταν και οι δράστες άρπαξαν κινητά τηλέφωνα, κοσμήματα και όσα χρήματα βρήκαν. Φεύγοντας έπεσαν πάνω στον γιο της οικογένειας που επέστρεφε στο σπίτι και οι δράστες τον πυροβόλησαν, χωρίς ευτυχώς να τον τραυματίσουν. Επιβιβάσθηκαν σε αυτοκίνητο που οδηγούσε συνεργός τους και διέφυγαν. Έντονη χρήση βίας Σύμφωνα με αστυνομικές πηγές, τα περιστατικά ένοπλων ληστειών όπου οι κακοποιοί χρησιμοποιούν τα όπλα τους, ακόμη και εν ψυχρώ- χωρίς να συναντήσουν κάποια αξιόλογη αντίσταση από τα θύματά τους έχουν αυξηθεί κατακόρυφα, ενώ διαπιστώνεται όλο και πιο έντονη χρήση βίας. Χαρακτηριστικά είναι δυο περιστατικά αυτό τον μήνα στην Αγία Παρασκευή και στο Κερατσίνι. Στην πρώτη περίπτωση δράστης ήταν ένας κλέφτης αυτοκινήτων ο οποίος δεν δίστασε να ρίξει στον δρόμο και να τραυματίσει μια γυναίκα όταν τον αντιλήφθηκε να κλέβει το αυτοκίνητό της. Για λίγα ευρώ άγνωστοι ξυλοκόπησαν άγρια έναν ηλικιωμένο για να τον ληστέψουν. Από τις 30 ληστείες που έχουν σημειωθεί τον Οκτώβριο, οι 10 ήταν σε υποκατάστημα τραπεζών. Τρεις από τις ληστείες έγιναν με βαριοπούλα, γεγονός που δεν αποκλείει την επανασύσταση και επανεμφάνιση της οργανωμένης συμμορίας η οποία τα τελευταία χρόνια είχε διαπράξει πολλές ληστείες υποκαταστημάτων τραπεζών. Στόχος κακοποιών έγιναν και καταστήματα ΠΡΟΠΟ, κυρίως τα βράδια του Σαββάτου όταν τα ταμεία είναι γεμάτα από εισπράξεις, μικρά καταστήματα, ενώ δυο οικογένειες στο Περιστέρι και στα Μέγαρα βρέθηκαν αντιμέτωπες με ληστές. ΤΑ ΝΕΑ 29 – 10 – 2008
20.- «Πρωταγωνιστής σε συμμορία ληστών αστυνομικός» ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟ ρόλο, συμμετέχοντας σε όλες σχεδόν τις ληστείες τραπεζών και δημόσιων οργανισμών της «συμμορίας με τα τζόκεϊ», είχε ένας 41χρονος
125 υπαρχιφύλακας, ο οποίος υπηρετούσε σε υπηρεσία του Αρχηγείου της ΕΛ.ΑΣ. Η συμμορία εξαρθρώθηκε, ο αστυνομικός μαζί με άλλους πέντε συνεργούς του συνελήφθησαν, ενώ αναζητείται ένας 27χρονος Αλβανός. Η συμμορία με τα τζόκεϊ, όπως έχει διαπιστωθεί από τις αστυνομικές έρευνες, έχει διαπράξει από πέρσι τον Δεκέμβριο 26 ένοπλες ληστείες σε υποκαταστήματα τραπεζών και δημόσιους οργανισμούς, αρπάζοντας από τα ταμεία 370.815 ευρώ και 5.187 δολάρια. Οι κάμερες ασφαλείας των υποκαταστημάτων τραπεζών που κατέγραψαν τις κινήσεις τους και ένα ταξί, το οποίο είχε νοικιάσει ένας από τους εμπλεκομένους και χρησιμοποιούσαν για τη διαφυγή τους, ήταν τα στοιχεία που αξιοποίησαν οι αξιωματικοί της Ασφάλειας για να εξαρθρώσουν τη συμμορία. Η αντίστροφη μέτρηση για τους ληστές άρχισε την περασμένη Παρασκευή το μεσημέρι, όταν διέπραξαν ληστεία στο υποκατάστημα της ΡRΟ ΒΑΝΚ στο Παλαιό Φάληρο. Την ώρα που οι ληστές ήταν μέσα στο υποκατάστημα εκπυρσοκρότησε το όπλο του ενός, χωρίς ευτυχώς να τραυματισθεί κανείς από υπαλλήλους και πελάτες. Έφοδος Λίγες ώρες αργότερα σε έφοδο της Αστυνομίας συνελήφθη ο αστυνομικός και τέσσερις συνεργοί του και στην κατοχή τους βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 30.610 ευρώ, μεταξύ των οποίων και τα προσημειωμένα χρήματα της ληστείας της ΡRΟ ΒΑΝΚ, πέντε πιστόλια, καπέλα τύπου τζόκεϊ, καθώς και το ταξί που χρησιμοποιούσαν για τη διαφυγή τους. Στο κρησφύγετο βρέθηκαν χειρόγραφες σημειώσεις με λίστα των υποκαταστημάτων που επρόκειτο να ληστέψουν και λεπτομέρειες για τον σχεδιασμό των ληστειών. Μετά την εξάρθρωση του βασικού πυρήνα της συμμορίας, συνελήφθη στη Μύκονο ένας 35χρονος, μέλος της συμμορίας ΤΑ ΝΕΑ 27 – 4 – 2009
21.- «Ένα τρακάρισμα αποκάλυψε 20 ληστείες» ΣΤΟΝ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ οδηγήθηκε χθες ο 43χρονος πρώην πρωταθλητής αγώνων μοτοσυκλέτας ο οποίος συνελήφθη προχθές ύστερα από ένοπλη συμπλοκή με αστυνομικούς στα Πατήσια, όταν προσπάθησε να ξεφύγει με τη μοτοσυκλέτα του, η οποία δεν είχε αριθμό κυκλοφορίας. Στη διάρκεια της καταδίωξης τράκαρε με το περιπολικό και συνελήφθη. Το όπλο που βρέθηκε στην κατοχή του «αποκάλυψε» στα εργαστήρια της Αστυνομίας τη δράση του σε ένοπλες ληστείες σούπερ μάρκετ. Από τις μέχρι τώρα έρευνες και τη βαλλιστική εξέταση στα εργαστήρια της Αστυνομίας προέκυψε ότι τον τελευταίο χρόνο είχε διαπράξει ληστείες και εξετάζεται η συμμετοχή του σε τουλάχιστον είκοσι. Οι έρευνες της Αστυνομίας συνεχίζονται με προσοχή, για να διαπιστωθεί αν ο 43χρονος πρώην πρωταθλητής εμπλέκεται και σε άλλες ποινικές υποθέσεις, ενώ αναζητείται ο συνεργός του. Με τη δικογραφία που σχηματίσθηκε με τις κατηγορίες της απόπειρας ανθρωποκτονίας, ληστείας κατά συρροή, παράνομης οπλοφορίας- οπλοχρησίας οδηγήθηκε στον εισαγγελέα. Μέχρι την απολογία του θα παραμείνει κρατούμενος στην Αστυνομία. Ο 43χρονος ήταν στο παρελθόν από τους πιο γνωστούς οδηγούς μοτοσυκλέτας, είχε λάβει μέρος σε αγώνες και είχε κερδίσει διακρίσεις. Τα τελευταία χρόνια ήταν ιδιοκτήτης καταστήματος εμπορίας μοτοσυκλετών.
126 ΤΑ ΝΕΑ 17 – 6 – 2009
22.- «Οι πρωταγωνιστές της αδίστακτης συμμορίας» ……….Η ελληνική μορφή της «cosa nostra» τα έχει όλα… Κωδικές ονομασίες, καλά δομημένη οργάνωση, «άκρες» με πρόσωπα-κλειδιά, πληροφοριοδότες που τους ενημέρωναν για τις κινήσεις των διωκτικών αρχών, μέλη αδίστακτα που για την επίτευξη των εγκληματικών τους σκοπών προέβαιναν, ακόμα, και στις πιο αποτρόπαιες εγκληματικές ενέργειες, από δολοφονίες και απαγωγές μέχρι την τοποθέτηση εκρηκτικών μηχανισμών και το ξέπλυμα «μαύρου χρήματος»… Πριν από δέκα ημέρες, η μεγαλύτερη, ίσως, εγκληματική οργάνωση που έχει ποτέ υπάρξει στη χώρα μας έπεφτε στα χέρια των διωκτικών αρχών. «Κλειδί» στην εξάρθρωση του ελληνικού συνδικάτου του εγκλήματος αποτέλεσαν οι χιλιάδες τηλεφωνικές επικοινωνίες, οι οποίες καταγράφηκαν από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών, σε 96 ψηφιακούς δίσκους. Στις συνομιλίες αυτές τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης χρησιμοποιούν κωδικές ονομασίες και ψευδώνυμα, σχεδιάζουν τις εγκληματικές ενέργειες που επιθυμούν να πραγματοποιήσουν και κάνουν αναφορές σε επιχειρηματίες, διευθυντές φυλακών, σε γενικούς υπουργείων, σε πρώην και νυν βουλευτή, σε γιο πρώην υπουργού, αρχιφύλακες, κοινωνικούς λειτουργούς, δικηγόρους, σε γιατρό που τους έφτιαχνε «μαϊμού-πιστοποιητικά», αστυνομικούς εν ενεργεία ή απότακτους και στελέχη της ΚΥΠ, οι οποίοι λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες τους. Τα μέλη του συνδικάτου του εγκλήματος αποτελούν πέντε κρατούμενοι των φυλακών, μεταξύ των οποίων ο Παναγιώτης Βλαστός, ο Γιάννης Σκαφτούρος και ο Βασίλης Στεφανάκος, με συνεργούς άτομα υπεράνω υποψίας, όπως ο Γιώργος Τρομπούκης, εργολάβος δημόσιων έργων, οι οποίοι σχεδίαζαν να αιματοκυλήσουν, κυριολεκτικά, το Πανελλήνιο. Όποιος έμπαινε εμπόδιο στα εγκληματικά σχέδιά τους γινόταν αμέσως στόχος, όπως ο Γιώργος Γούσιος που δολοφονήθηκε από το ελληνικό συνδικάτο του εγκλήματος το Σεπτέμβριο του 2008. Για την επίτευξη των εγκληματικών τους σκοπών είχαν συνεργούς εκτός των φυλακών, νεαρούς στην ηλικία αλλά με πολλές προοπτικές στην εγκληματική δράση, όπως ο Απόστολος Πετράκης, ο οποίος φέρεται να είχε ηγετικό ρόλο στην απαγωγή του Περικλή Παναγόπουλου. Συνεργοί των κακοποιών, όμως, φέρονται να είναι και οι γυναίκες τους, καθώς και η σύζυγος του Π. Βλαστού, Ι. Χήρα και η φίλη του Γιάννη Σκαφτούρου, Π. Γεωργά. Συνολικά 16 άτομα αποτελούσαν το στενό πυρήνα της ελληνικής μορφής της «cosa nostra», οι οποίοι κατηγορούνται ότι έχουν διαπράξει τα αδικήματα του μισού ποινικού κώδικα. Τα πρόσωπα που φέρονται να έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο, όμως, είναι τρία: Παναγιώτης Βλαστός, Γιώργος Τρομπούκης, Απόστολος Πετράκης. Η συμμετοχή στο ελληνικό συνδικάτο του εγκλήματος, του εργολάβου Δημοσίων Έργων, Γιώργου Τρομπούκη, έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. O εργολάβος από τον Ασπρόπυργο κατάφερε από το 1996 και μετά να εκτοξεύσει την επιχειρηματική δραστηριότητα. Ειδικότερα από το 2000 μετά ανέλαβε μια σειρά από μεγάλα δημόσια έργα, κατασκεύασε τους αεροδιαδρόμους στο «Ελευθέριος Βενιζέλος» ως υπεργολάβος της γερμανικής κατασκευάστριας εταιρείας, το Εφετείο Αθηνών, έλαβε μέρος στα μεγαλύτερα Ολυμπιακά Εργα, όπως, επίσης, στην Εγνατία Οδό, την Αττική Οδό, κατασκεύασε την προέκταση της Λ. Κύμης και τις γραμμές του τραμ στη Ν. Σμύρνη. Αυτή ήταν η επίσημη επαγγελματική του δραστηριότητα… Από τις
127 συνομιλίες του με τον Παναγιώτη Βλαστό φανερώνεται η άλλη η παραβατική, καθώς ο Γ. Τρομπούκης είναι αυτός που εμφανίζεται να κινεί απ’ έξω από τις φυλακές τα νήματα λόγω των… υψηλών του γνωριμιών. Λαλίστατος ο εργολάβος στις εκατοντάδες σελίδες των απομαγνητοφωνημένων συνομιλιών, αναφέρεται στις υποτιθέμενες υψηλές του γνωριμίες σε μια προσπάθεια να δείξει ότι είναι ισχυρός. Από την άλλη, στην απολογία του επέλεξε το ρόλο του θύματος, υποστηρίζοντας ότι φοβόταν τον Βλαστό, τον οποίο, όμως, σε άλλο σημείο χαρακτηρίζει μη ευφυή και του αποδίδει ρόλο μεσολαβητή στο «ξέπλυμα» του βρόμικου χρήματος. Σε κάθε περίπτωση ο Γ. Τρομπούκης δεν κατάφερε να δώσει πειστική απάντηση γιατί τόσο καιρό συνομιλούσε σχεδόν καθημερινά μαζί του και συναινούσε στους εγκληματικούς σχεδιασμούς του. Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με πληροφορίες, σε έλεγχο που έγινε από τις αρμόδιες οικονομικές υπηρεσίες στην εταιρεία του Τρομπούκη φέρεται να εντοπίστηκαν 6 εκατομμύρια ευρώ σε πλαστά τιμολόγια. Ένα ακόμη στοιχείο -που εάν ισχύει- θα περιληφθεί στην ογκωδέστατη δικογραφία και θα πρέπει να δικαιολογήσει ο εργολάβος από τον Ασπρόπυργο. Το όνομα του Παναγιώτη Βλαστού δεν είναι καινούριο στον κατάλογο των μεγαλύτερων κακοποιών της χώρας μας, καθώς θεωρείται ένας από τους «σκληρούς» των ελληνικών φυλακών. Ο Παναγιώτης Βλαστός έχει κατηγορηθεί στο παρελθόν για όλες σχεδόν τις εγκληματικές ενέργειες που προβλέπει ο ποινικός κώδικας, ανθρωποκτονίες, απόπειρες ανθρωποκτονιών, ληστείες, κλοπές κ.λπ. Οι αδελφοί Βλαστοί το 1994 φέρονται να εμπλέκονται στη δολοφονία του Γεράσιμου Ναστούλη στο Χαϊδάρι. Το 1998 ο αδελφός του Κώστας πέφτει νεκρός μετά από αιματηρή συμπλοκή των αδελφών Βλαστών με αστυνομικούς στη Καλλιθέα. Λίγους μήνες αργότερα άγνωστοι δολοφονούν τον αδελφό του Μάρκο. Ο Παναγιώτης Βλαστός έμεινε μόνος στην παρανομία… Αυτό που τον τρέφει από τότε, όμως, είναι το μίσος του για το θανάσιμο εχθρό του, τον ισοβίτη Κώστα Ναστούλη, τη δολοφονία του οποίου σχεδίαζε μέσα από τις φυλακές. Ο 34χρονος Απόστολος Πετράκης είναι ο άνθρωπος που, σύμφωνα με τον εφοπλιστή Περικλή Παναγόπουλο, αλλά και τον συγκατηγορούμενο του Γιώργο Τρομπούκη, υποστήριζε ότι είχε ηγετικό ρόλο στην απαγωγή του εφοπλιστή. Ο ίδιος κρατά καλά κλειστό το στόμα του. Στις δέκα μόνο γραμμές της απολογίας του αρκέστηκε να πει ότι δέχεται μόνο την κατοχή ποσότητας κοκαΐνης και αρνείται τις υπόλοιπες κατηγορίες. «Κάνω χρήση του δικαιώματος σιωπής που μου παρέχεται από το νόμο» είπε στην ανακρίτρια… Ο Απόστολος Πετράκης αποφυλακίστηκε τον Οκτώβριο του 2008, τέσσερις μήνες μετά, κατά το κατηγορητήριο, απήγαγε τον εφοπλιστή και δέκα μήνες μετά επιστρέφει στις φυλακές ως μέλος της ελληνικής μορφής της «cosa nostra». Στην απολογία του δήλωσε ότι είναι άνεργος. Για χρόνια, όμως, εργαζόταν ως οδηγός επιχειρηματία και διατηρούσε επιχείρηση εισαγωγής αυτοκινήτων. ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ 12 – 7 - 2009
23.- ΟΙ ΞΕΝΕΣ ΜΑΦΙΕΣ ΠΟΥ ΔΡΟΥΝ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ ΜΕ ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ!…
128 Σύμφωνα με στοιχεία που αναφέρονται στις επίσημες εκθέσεις των Αρχών για το οργανωμένο έγκλημα, οι πλέον αδίστακτες και σταθερές από τις ξένες μαφίες που δρουν στη χώρα μας είναι οι: αλβανική, που δραστηριοποιείται στη διακίνηση ναρκωτικών, σε ληστείες και κλοπές. Η τουρκική, ιρακινή, κινέζικη και πακιστανική, που εκτός των άλλων, επιδίδονται κυρίως στην παράνομη μετανάστευση. Η βουλγαρική που ασχολείται και με παραχάραξη-πλαστογραφία. Η ουκρανική και η ρώσικη, που πέρα από τα υπόλοιπα, ειδικεύτηκαν στο λαθρεμπόριο τσιγάρων. Και η ρουμανική, στο εμπόριο ανθρώπων και στις κλοπές. Όπως μάλιστα τονίζουν αρμόδιοι αστυνομικοί, οι ομάδες αυτές είναι χειρότερες από τους Έλληνες κακοποιούς, δεν λογαριάζουν ούτε στο ελάχιστο την ανθρώπινη ζωή και σκοτώνουν χωρίς να νιώθουν τίποτα… Και να, τι συμβαίνει στα άδυτά τους: Ρώσικη μαφία: Πρόκειται κυρίως για μέλη των αδίστακτων εγκληματικών συνδικάτων «Κουργκάνσκαγια», «Ταμπόφσκαγια», «Μαλισέβσκαγια» και «Καζάνσκαγια», καθώς και μερικών άλλων που διαλύθηκαν στην πρώην Σοβιετική Ένωση και επανασυγκροτήθηκαν με νέες μορφές ή ονόματα στο ελληνικό έδαφος. Πολλοί από τους δολοφόνους τους, προέρχονται από τις τάξεις της KGB. Αρκετοί από αυτούς διαμένουν σε παραθαλάσσιες βίλες μεταξύ Βουλιαγμένης και Σουνίου, εμφανίζονται ως ευυπόληπτοι επιχειρηματίες και στελέχη εταιρειών και ζουν εύπορα. Ξεκίνησαν αρχικά με τη διακίνηση γυναικών στην πορνεία και την «προστασία» των μπαρ. Συνέχισαν με την απόκτηση ζωνών επιρροής σε περιοχές νυχτερινών κέντρων και προχώρησαν με τα «συμβόλαια θανάτου». Μόνον που… οι επίλεκτοι εκτελεστές βρέθηκαν να έχουν… ελληνική ιθαγένεια. Έτσι, ο Αλεξάντερ Σολόνικ, μέλος της «Κουργκάνσκαγια», πρώην πράκτορας της KGB, δραπέτης των φυλακών της Μόσχας, δρούσε με ελληνικό διαβατήριο και το όνομα Κεσσίδης!. Έμενε σε πολυτελή σπίτια στο Λαγονήσι, μέχρι το 1997, που τον βρήκαν στραγγαλισμένο. Αλλά και ο Τροπολόφσκι που συνελήφθη στην Ολλανδία, εκδόθηκε στην Ελλάδα, γιατί τα χαρτιά του τον εμφάνιζαν ως…ομογενή μας! Ο Βλαντιμίρ Σελιβέστροβ, καταζητούμενος για φόνους στη χώρα του και συλληφθείς το 1998 στο Μενίδι, διέθετε επίσης πιστοποιητικό ελληνικής ιθαγένειας!…Ο τρομερός Βλαντιμίρ Ταταρένκοφ, εκτός από την ιθαγένεια διέθετε και ελληνικό διαβατήριο, με το όνομα Βλαδίμηρος Ντερμουτσίδης! Τα ίδια και ο Σεργκέι Κότοβιτς, πρώην ταγματάρχης του ρωσικού στρατού που δολοφόνησε έναν Γεωργιανό στην Αθήνα. Όσο για τον Ιγκόρ Ρίνγκιν, μέλος της «Ταμπόφσκαγια», καταζητούμενο για τρεις τουλάχιστον φόνους, εμφανιζόταν στη χώρα μας ως επιχειρηματίας και διέμενε σε πανάκριβο διαμέρισμα της Βούλας. Φυσικά, είναι να απορεί κανείς: Ποιοι και πόσοι από τον κρατικό μηχανισμό της εποχής εκείνης και με ποιο αντάλλαγμα, παρείχαν διευκολύνσεις σε τέτοιους εγκληματίες;…
129 Αλβανική μαφία: Ελέγχει το 80% της διακίνησης χασίς στην Ελλάδα, αλλά και υψηλό ποσοστό των άλλων ναρκωτικών. Το 20% των γυναικών που εκπορνεύονται γύρω από την Ομόνοια, ανήκει σε αυτήν. Έχει την πρωτοπορία στην αγοραπωλησία παιδιών γα επαιτεία. Εξέλιξε και αύξησε το φαινόμενο των απαγωγών στη χώρα μας και στα μειονοτικά μέρη της Β’ Ηπείρου. Άλλωστε, πρωτοδίδαξε τις απαγωγές λεωφορείων. Πρωταγωνιστεί σε κλοπές και ληστείες. Έκαψε ολόκληρες οικογένειες ομοεθνών της, τους βασάνισε και τους σκότωσε σε ελληνικό έδαφος. Λεηλάτησε παραμεθόρια χωριά. Οι πιο επικίνδυνοι αρχηγοί της ήταν οι: Γρηγόρι Σέρτζο, Φιλίπ Ντανχίλι, Άρταν Χότα, Ιλία Τζανάκ, Βασίλης Κόκας και Ηλία Μπιράτσκ. Τούρκικη μαφία: Εδώ το «παιχνίδι» είναι χοντρό με βαθύτερες βλέψεις. Οι σχέσεις της τουρκικής παρανομία με τη χώρα μας έχουν να κάνουν με το δουλεμπόριο. Η μαφία «ψαρεύει» λαθρομετανάστες από το Ιράν, το Ιράκ, το Πακιστάν και την Ινδία, δωροδοκώντας κρατικά όργανα, ώστε τα καραβάνια να περνούν είτε οδικώς είτε αεροπορικώς από την Τουρκία. Κατόπιν προωθεί τους λαθρομετανάστες μέχρι τα μικρασιατικά παράλια ή τα σύνορα. Στην πρώτη περίπτωση τους παραλαμβάνει με πλοία και τους «αδειάζει» στα νησιά. Στη δεύτερη, ειδοποιεί με κινητά τηλέφωνα τους Έλληνες συνεργάτες της να παραλάβουν το «εμπόρευμα» από καθορισμένα περάσματα των συνόρων ή του Έβρου. Κι όλο αυτό με πολλαπλά οφέλη, όπως: 1. Τα κέρδη, χιλιάδες ευρώ ημερησίως, καλύπτουν ακόμη κι αυτά της διακίνησης ναρκωτικών. 2. Το τουρκικό δημόσιο κερδίζει από την εισροή συναλλάγματος. 3. Μέσα στα σακίδια των λαθρομεταναστών και εν αγνοία των θυμάτων τους, κρύβουν ναρκωτικά. 4. Πρόκειται για ένα ακόμη σαμποτάζ, που εξαντλεί την Ελλάδα, τουλάχιστον οικονομικά. Για όλους αυτούς τους λόγους, η Τουρκία όπως και η Αλβανία, δεν συνεργάζονται στην αντιμετώπιση του λαθρεμπορίου. Ρουμάνικη μαφία: Έχει επιδοθεί ιδιαίτερα σε διαρρήξεις και ριφιφί στο κέντρο της Αθήνας και τα πλούσια προάστια και στέλνει τα κλοπιμαία, μέσω τουριστικών γραφείων της, στη Ρουμανία. Τα μέλη της οπλοφορούν, είναι σκληρά, αδίστακτα και άριστα οργανωμένα. Ο Αντριάν Ρομποτάν, αρχηγός 20μελούς σπείρας, ρήμαξε μέσα σε δύο χρόνια 200 καταστήματα. Οι Ντανιέλ και Μιχάι Μπαλτάριου, έκλεψαν περισσότερα από 100 σπίτια στα βόρεια προάστια. Ο Νταν Μπαμπόνιου και η συμμορία του, άνοιγαν αυτοκίνητα και μαγαζιά. Η ομάδα του Οκεσόιου Τσίκου, έκανε δεκάδες κλοπές. Όπως και ο πρώην παίκτης του Παναθηναϊκού, Ντάνουτ Λούπου, που συνελήφθη ως αρχηγός δεκαμελούς σπείρας. Αλλά δεν σταμάτησαν εκεί. Ο Ρουμάνος κακοποιός Μάριουμ Πόρουμπ, άνοιξε πυρ κατά των αστυνομικών στους δρόμους της Αθήνας. Το 1998 ο Σορίν Ματέι πρωταγωνίστησε στο θρίλερ της οικογένειας Γκινάκη. Παράλληλα με αυτά, εισάγουν γυναίκες για πορνεία κι έχουν εκπαιδευτεί στην τέχνη της «αφαίμαξης» των ΑΤΜ. Βουλγάρικη μαφία: Λιγότερο ξακουστή, πέραν της πλαστογραφίας, επιδίδεται στο εμπόριο ναρκωτικών και λευκής σάρκας. Ο μεγαλέμπορας σκληρών ναρκωτικών ουσιών, Ογκνιάν Ανατάσοφ πάντως, κατάφερε, πριν το 2000, να δραπετεύσει από τις φυλακές Κασσάνδρας, αλλά συνελήφθη στη Βουλγαρία. Η ελληνική αστυνομία τον κατηγόρησε για 15 υποθέσεις εμπορίας ναρκωτικών. Η Ουκρανή Λέσια Λαζάρ αναγκάστηκε να κόψει τα χέρια της και να καλέσει από το
130 μπαλκόνι τους περαστικούς σε βοήθεια, γιατί την κρατούσε φυλακισμένη και την εξέδιδε η Βουλγάρα Ταμπάκοβα. Βούλγαροι μαφιόζοι επίσης, απήγαγαν παλαιότερα δύο Έλληνες ζητώντας λύτρα, για την προμήθεια γυναικών που θα δούλευαν σε μπαρ. Τέλος, υπάρχουν και τα κυκλώματα που δραστηριοποιούνται σε γέννες-παραγγελία, αγορά και πώληση βρεφών. Κινέζικη μαφία: Έχει την έδρα της στη Θεσσαλονίκη, για να συντονίζει καλύτερα τη μεταφορά των λαθρομεταναστών, διά μέσου της Fyrom και της Τουρκίας. Παράλληλα, διακινεί ναρκωτικά και όπλα κινεζικής προέλευσης, ενώ υπολογίζεται ότι ελέγχει περισσότερα από 3.000 εμπορικά καταστήματα κινεζικών συμφερόντων στη χώρα μας. Κι όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται σε έκθεση της Αστυνομίας: «Εκτιμάται ότι οι κινεζικές εγκληματικές ομάδες θα αποτελέσουν μελλοντική απειλή στα εγκλήματα της παράνομης μετανάστευσης και του λαθρεμπορίου. Ήδη έχει διαπιστωθεί αύξηση των παράνομων μεταναστών από την Κίνα στην Ελλάδα, με τη βοήθεια κινεζικών εγκληματικών ομάδων, οι οποίες έχουν ιδιαίτερο γνώρισμα την άσκηση σκληρής βίας προς τους διακινούμενους». Σπείρες εκτελεστών Σχεδόν όλες οι μαφίες όμως και κυρίως οι βαλκανικές, ξεκίνησαν με τις πληρωμένες εκτελέσεις ανθρώπων, για λογαριασμό τρίτων. Κι όπως έχει επισημάνει ο καθηγητής Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νέστορας Κουράκης: «Παρότι τα πρώτα συνδικάτα του εγκλήματος αυτού του είδους, αν και στα πρότυπα ξένων χωρών, δημιουργήθηκαν από Έλληνες -το 1986 η ”εταιρεία δολοφόνων” και το 1996 η ομάδα του Αντώνη Δίπλα -τα τελευταία χρόνια οργανώθηκαν και σπείρες εκτελεστών από τα πρώην κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού. Αποτέλεσμα αυτού, ήταν να επέλθει κάθετη πτώση στις τιμές των συμβολαίων θανάτου, οπότε και αύξηση της συγκεκριμένης μορφής εγκληματικότητας»… ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ 19 – 7 - 2009
24.- «Συλλήψεις για ναρκωτικά» Μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών διακινούσε στην Ελλάδα 29χρονος Αλβανός, ο οποίος συνελήφθη χθες το απόγευμα από αστυνομικούς της Δίωξης Ναρκωτικών στην Αθήνα Μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών διακινούσε στην Ελλάδα 29χρονος Αλβανός, ο οποίος συνελήφθη χθες το απόγευμα από αστυνομικούς της Δίωξης Ναρκωτικών στην Αθήνα. Στην κατοχή του βρέθηκαν και κατασχέθηκαν 88 κιλά και 315 γραμμάρια ακατέργαστης κάνναβης, δύο κιλά και 135 γραμμάρια ηρωίνης, ένα πιστόλι κρότου αερίου με πέντε φυσίγγια, μια ηλεκτρονική ζυγαριά και ένα ΙΧ αυτοκίνητο που χρησιμοποιούσε για τη μεταφορά ναρκωτικών. Επίσης, συνελήφθη 25χρονος Αλβανός, στην κατοχή του οποίου βρέθηκαν και κατασχέθηκαν δώδεκα κιλά και 105 γραμμάρια ακατέργαστης κάνναβης, μια ζυγαριά ακριβείας, 2.310 ευρώ και άλλα αντικείμενα.
131 Και οι δύο οδηγήθηκαν σήμερα στον εισαγγελέα. ΤΟ ΕΘΝΟΣ 5 – 5 - 2009
25.- «Σύλληψη για ναρκωτικά» Ο συλληφθείς ενέχεται στην καλλιέργεια 426 δενδριλίων χασίς, τα οποία είχαν εντοπιστεί, το 2004, μαζί με 7.300 γραμμάρια αποξηραμένης κάνναβης, σε δασική περιοχή Ποσότητα αποξηραμένης κάνναβης, βάρους τεσσεράμιση κιλών, έφερε επάνω του 44χρονος Αλβανός, που εντοπίσθηκε από αστυνομικούς της Δίωξης Ναρκωτικών σε αγροτοδασική περιοχή του δήμου Καλαμάτας και συνελήφθη. Από την προανάκριση προέκυψε ότι ο συλληφθείς ενέχεται στην καλλιέργεια των 426 δενδριλίων χασίς, τα οποία είχαν εντοπιστεί, στις 18 Σεπτεμβρίου του 2004, μαζί με 7.300 γραμμάρια αποξηραμένης κάνναβης, στη δασική περιοχή «Κλήμα» του χωριού Πηγάδια. Ο 44χρονος οδηγήθηκε στον εισαγγελέα Καλαμάτας. Προανάκριση διενεργεί το τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών Καλαμάτας. ΤΟ ΕΘΝΟΣ 12 – 5 – 2009
26.- «Ένας νεκρός κάθε ώρα από ναρκωτικά» Κατά μέσο όρο ένας πολίτης της ΕΕ πεθαίνει κάθε ώρα από υπερβολική δόση, ενώ οι θάνατοι από ναρκωτικά στην Ευρώπη ανέρχονται σε 7.000-8 000 ετησίως. Περίπου 12 εκατομμύρια άνθρωποι στην EE κάνουν χρήση ή έκαναν κάποια στιγμή στο παρελθόν χρήση κοκαΐνης. Κατά μέσο όρο ένας πολίτης της ΕΕ πεθαίνει κάθε ώρα από υπερβολική δόση, ενώ οι θάνατοι από ναρκωτικά στην Ευρώπη ανέρχονται σε 7.000-8 000 ετησίως. Για να αντιμετωπίσει αυτό το σοβαρό πρόβλημα ναρκωτικών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε σήμερα μια νέα πρωτοβουλία ευαισθητοποίησης και ενημέρωσης του κοινού με τίτλο ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΓΙΑ ΤΑ ΝΑΡΚΩΤΙΚΑ (EAD), που έχει ως κύριο στόχο να κινητοποιήσει την κοινωνία και να αυξήσει την ευαισθητοποίηση όσον αφορά τα ναρκωτικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η EAD θα βασιστεί στην αρχή της «επιμερισμένης ευθύνης», και θα ενθαρρύνει τον καθένα ? ομάδες ή άτομα, επαγγελματίες, ή απλά κάθε μέλος της κοινωνίας ? να υποσχεθεί ρητά και να αναλάβει δέσμευση για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών με κάποιο τρόπο. Σήμερα, ο κ. Barrot, Αντιπρόεδρος της Επιτροπής, παρουσία του κ. Νίκου Aλιάγα, δημοσιογράφου/τηλεοπτικού αστέρα, και του Jerzy
132 Owsiak δημοσιογράφου/κοινωνικού αγωνιστή, κήρυξε επίσημα την έναρξη της EAD κατά τη διάρκεια εκδήλωσης υψηλής προβολής με τη συμμετοχή περίπου 120 φορέων από την ΕΕ. Ο Αντιπρόεδρος Barrot, Επίτροπος αρμόδιος για τη δικαιοσύνη την ελευθερία και την ασφάλεια, δήλωσε: «Μία από τις δηλωμένες προτεραιότητες του νέου σχεδίου δράσης της ΕΕ για τα ναρκωτικά (2009-2012), του οποίου η EAD αποτελεί κύρια δράση, είναι να ενθαρρύνει τις οργανώσεις και τους πολίτες να αναλάβουν ενεργό ρόλο. Στο πλαίσιο της EAD, απευθυνόμαστε στους Ευρωπαίους στην καθημερινή τους ζωής προσφέροντάς τους τα μέσα τόσο για να εκφράσουν τις απόψεις τους όσο και για να αναλάβουν δράση» Σήμερα, 21 οργανώσεις και άτομα έχουν υπογράψει δήλωση δέσμευσης στο πλαίσιο της EAD. ΤΟ ΕΘΝΟΣ 26 – 6 – 2009
27.- «Διαστροφή υπεράνω υποψίας» ……Από μια μητέρα που βρήκε την 11χρονη κορούλα της να κάθεται γυμνή μπροστά στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή στο δωμάτιό της άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την αποκάλυψη της δράσης του κατηγορούμενου ως ανθρωπόμορφου τέρατος που θεωρείται βάσει της δικογραφίας της αστυνομίας ότι ηδονιζόταν βλέποντας μικρά κορίτσια να χαϊδεύονται για χάρη του μπροστά στις κάμερες των κομπιούτερ τους. Η πρωτοφανής υπόθεση παιδικής πορνογραφίας μέσω του Ίντερνετ με πρωταγωνιστή τον 40χρονο Γ.Τ., που συγκλονίζει την κοινή γνώμη μετά την αποκάλυψη ότι ο φερόμενος ως διεστραμμένος παιδόφιλος όχι μόνο έβλεπε, αλλά παράλληλα βιντεοσκοπούσε και διακινούσε τις γυμνές φωτογραφίες από τα 11χρονα κορίτσια και σε άλλους χρήστες του Διαδικτύου, ήρθε στο φως της δημοσιότητας μετά την επ' αυτοφώρω σύλληψή του από τους άνδρες της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος της Ασφάλειας και το σχηματισμό της σχετικής σε βάρος του δικογραφίας στην Εισαγγελία. Η επικίνδυνη όμως δράση του ευυπόληπτου στελέχους μεγάλης αντιπροσωπίας αυτοκινήτων και πατέρα δύο ανήλικων παιδιών (ενός κοριτσιού και ενός αγοριού κάτω των δέκα ετών) είχε ξεκινήσει, κατά τους αστυνομικούς, τουλάχιστον πριν από δύο μήνες. Τότε ήταν που εισέβαλε σε μια «παιδική» ηλεκτρονική κουβεντούλα πέντε συμμαθητριών ιδιωτικού δημοτικού σχολείου της Γλυφάδας και άρχισε να βάζει σε εφαρμογή το σατανικό σχέδιό του. Παμπόνηρος, όπως φαίνεται ότι ήταν, δεν εμφανίστηκε στην παρέα ως σαραντάρης άνδρας, αλλά ως 17χρονη μαθήτρια της δευτέρας τάξης λυκείου από τη Χίο και με το ψευδώνυμο (nickname) «marina_19». Η ηλεκτρονική συνομιλία, για το καλό -όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια- των γονέων, γινόταν μέσω του γνωστού προγράμματος ανταλλαγής άμεσων μηνυμάτων (MSN Messenger) και αφού κέρδισε την εμπιστοσύνη των 11χρονων κοριτσιών άρχισε σιγά-σιγά, ως «έμπειρη έφηβος», να τις «συμβουλεύει» για διάφορα θέματα σεξ.
133
Ξεκίνησε από τα πιο απλά, το πώς να γνωρίσουν το σώμα τους, και προχώρησε στο να τους δίνει οδηγίες για το τι να κάνουν για να ανάβουν τα αγόρια. «Βγάλε το μπλουζάκι σου και δείξε μου το στήθος σου» έγραφε στις ηλεκτρονικές συνομιλίες ο σάτυρος και ζητούσε από τις μικρές συνομιλήτριές του να ακολουθούν τις «συμβουλές» του μπροστά στην κάμερα (web camera) του υπολογιστή τους προκειμένου να… ελέγχει αν το κάνουν σωστά. Για να τις πείσει δε ότι αυτό που έκαναν δεν ήταν κακό, τους είχε στείλει κι ένα βίντεο με μια νεαρή γυναίκα που χάιδευε το σώμα της, ένα άλλο μ’ ένα ζευγάρι που έκανε έρωτα κι ένα τρίτο που έδειχνε πώς είναι το ανδρικό μόριο. Οι μικρούλες, μάλιστα, βλέποντας το βίντεο της νεαρής γυναίκας νόμισαν ότι επρόκειτο για την ίδια τη «Marina» και είχαν ξανοιχτεί μαζί της. Όλα αυτά μέχρι που στα τέλη Απριλίου μια μητέρα μπήκε στο δωμάτιο της κόρης της και την είδε γυμνή μπροστά στον υπολογιστή. Η γυναίκα υποψιάστηκε ότι κάτι έτρεχε και όταν έμαθε τι συνέβαινε, ειδοποίησε τις μητέρες των τεσσάρων φίλων και συμμαθητριών της κόρης της. Αμέσως όλες οι μητέρες κινητοποιήθηκαν και ανακάλυψαν το διεστραμμένο «παιχνίδι» της 17χρονης «Marinas». Ωστόσο, μόνο οι δύο από αυτές -μια διοικητική υπάλληλος δημόσιου νοσοκομείου και μια ιδιοκτήτρια φροντιστηρίου- βρήκαν το κουράγιο να περάσουν το κατώφλι των γραφείων του τμήματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, στις 5 Μαΐου, και να καταγγείλουν το περιστατικό. Αμέσως οι αξιωματικοί της Δίωξης ήρθαν σε ηλεκτρονική επικοινωνία με την εταιρεία στην Αμερική που διαχειρίζεται την υπηρεσία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και μέσα σε τέσσερις ώρες είχαν την απάντησή τους τόσο για το ποια ήταν η εταιρεία παροχής υπηρεσιών Ίντερνετ όσο και για το ποια ήταν η ηλεκτρονική διεύθυνση (IP address) του αποστολέα. Έτσι έφθασαν στον 40χρονο ο οποίος, όπως προέκυψε, ενεχόταν και σε παλιότερη υπόθεση διακίνησης υλικού παιδικής πορνογραφίας. Σε έρευνα στο σπίτι του, μάλιστα, εκτός από έξι σκληρούς δίσκους, δύο φορητούς εξωτερικούς δίσκους και 391 CD, βρήκαν και πέντε τυπωμένες σελίδες εκ των οποίων στις τρεις υπήρχαν γυμνές φωτογραφίες της μιας ανήλικης, με συνέπεια να συλληφθεί εντός των πλαισίων του αυτοφώρου. Ο 40χρονος οδηγήθηκε χθες στην Εισαγγελία, που παρέπεμψε την υπόθεση σε περαιτέρω διερεύνηση από τον 19ο τακτικό ανακριτή, από τον οποίο ο κατηγορούμενος -που στο μεταξύ κρατείται- ζήτησε και πήρε προθεσμία για να απολογηθεί. Τα αδικήματα που τον βαραίνουν είναι προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας και πορνογραφία ανηλίκων μέσω Διαδικτύου κατά συρροή και κατά συνήθεια ESPRESSO 3 – 6 – 2009
28.- «Αράχνη για 39 παιδόφιλους νυχτερίδες» Η επιχείρηση-αράχνη της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος είχε στήσει ιστό χιλιομέτρων σε δώδεκα πόλεις της Ελλάδος. Ύστερα από συνεχείς εφόδους σε σπίτια ανυποψίαστων παιδόφιλων οι «ηλεκτρονικοί ράμπο» κατάφεραν να παγιδέψουν και να συλλάβουν είκοσι άτομα και να σχηματίσουν δεκαεννιά δικογραφίες. Μία ακόμα αναμέτρηση με τα επικίνδυνα... φαντάσματα του Διαδικτύου που τη μέρα
134 προσποιούνταν τις αθώες περιστερές και τη νύχτα μεταμορφώνονταν σε ανατριχιαστικές νυχτερίδες, τελείωσε χθες το μεσημέρι. Ο πόλεμος όμως κατά των ανώμαλων του Διαδικτύου και το ανηλεές κυνηγητό τους συνεχίζεται από τις αστυνομικές αρχές πάντα στο επίπεδο της διεθνούς συνεργασίας... Η επιχείρηση «spider web» (αράχνη του Διαδικτύου) δυστυχώς επιβεβαίωσε τους φόβους των αξιωματικών για την καθημερινά αυξανόμενη ηθική κατάπτωση μερίδας της κοινωνίας μας, αφού ανάμεσα στους εμπλεκόμενους της υπόθεσης αποδείχθηκε ότι ήταν μεγαλοξενοδόχος, βιομήχανος, καθηγητής Λυκείου, διευθυντής ΟΑΕΔ, αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, δικαστικός επιμελητής, πυροσβέστης και οδηγός σε σχολικό ιδιωτικού δημοτικού εκπαιδευτηρίου. Όλοι τους «ευυπόληπτοι» πολίτες, που τη νύχτα «καρφώνονταν» μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών τους και τριγύριζαν στον κυβερνοχώρο για να βρουν και να «κατεβάσουν» διεστραμμένα βίντεο στα οποία εικονίζονταν να κακοποιούνται σεξουαλικά παιδιά ηλικίας από ενός έως δέκα ετών. Αρκετά από τα βίντεο και τις φωτογραφίες που είχαν αποθηκεύσει στα κομπιούτερ τους οι δράστες ήταν, όπως προέκυψε, σαδομαζοχιστικού περιεχομένου με τα «άγουρα» σώματα των παιδιών ματωμένα. Γι’ αυτόν το λόγο οι διεστραμμένοι χρήστες «βαφτίστηκαν» από τους αστυνομικούς «νυχτερίδες». Όπως το συγκεκριμένο θηλαστικό που δρα νύχτα και εάν είναι σαρκοφάγος αναζητά… αίμα. Η επιχείρηση, όπως είχε αποκαλύψει η «Espresso» πριν από δέκα ημέρες, άρχισε ύστερα από ενημέρωση των αστυνομικών από τις γερμανικές αρχές ότι από έρευνές τους προέκυψε πως ανάμεσα στους χιλιάδες χρήστες που εντόπισαν να ανταλλάσσουν από τις 3 Ιουλίου υλικό παιδικής πορνογραφίας με το πρόγραμμα διαμοιρασμού αρχείων «Edonkey 2000», βρήκαν και 170 ηλεκτρονικά ίχνη από χρήστες της χώρα μας. Με τη βοήθεια των εταιρειών παροχής υπηρεσιών Διαδικτύου και ανίχνευση των ιχνών, οι αστυνομικοί δεν άργησαν να ανακαλύψουν την ταυτότητα τριάντα εννιά ατόμων που έμεναν σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Πτολεμαΐδα, Βόλο, Ηράκλειο, Χανιά, Αμαλιάδα, Νεμέα, Μονεμβασία, Πρέβεζα και Κέρκυρα. Έτσι, οι άνδρες των δύο τμημάτων της Δίωξης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη άρχισαν την μια έφοδο πίσω από την άλλη. Το υλικό που συγκέντρωσαν εξέπληξε ακόμα και τους ίδιους: Κατασχέθηκαν 87 σκληροί δίσκοι, πέντε φορητοί υπολογιστές και μεγάλο πλήθος CD και DVD με υλικό παιδικής πορνογραφίας χωρητικότητας 35.000 GB που ισούται με βίντεο περίπου 200 ωρών και κοντά στις 70.000 φωτογραφίες. ΕΥΥΠΟΛΗΠΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΣΤΗΝ... «ΠΑΡΕΑ» ΜΕ ΤΟ ΑΡΡΩΣΤΗΜΕΝΟ ΥΛΙΚΟ Η κοινωνική διαστρωμάτωση των διεστραμμένων παιδόφιλων είναι ένα ιδιαίτερο στοιχείο που προσθέτει γνώσεις στη Δίωξη Ηλεκτρονικού Εγκλήματος για την εγκληματική συμπεριφορά των σύγχρονων δραστών του Διαδικτύου. Μετά την εξάρθρωση του πολυδαίδαλου κυκλώματος διακίνησης παιδικής πορνογραφίας, τα επαγγελματικά και οικογενειακά χαρακτηριστικά των παιδόφιλων έχουν προβληματίσει την αστυνομία και για μία ακόμα φορά έχουν θορυβήσει την κοινή γνώμη.
135 Ανάμεσα στους συλληφθέντες ξεχωρίζουν ένας 56χρονος βιομήχανος, ένας 55χρονος καθηγητής Λυκείου, ένας 47χρονος πυροσβέστης και ένας 25χρονος φοιτητής Γεωπονικής. Ανάμεσα σε εκείνους εναντίον των οποίων σχηματίστηκε δικογραφία σοκάρει η περίπτωση 29χρονου έφεδρου αξιωματικού του Πολεμικού Ναυτικού, 42χρονου δικαστικού επιμελητή, ενός διευθυντή υποκαταστήματος του ΟΑΕΔ και ενός οδηγού σχολικού λεωφορείου ο οποίος μετέφερε μικρά παιδιά. Μπορεί τρεις από αυτούς, όπως έλεγαν χθες οι αστυνομικοί, να «κάηκαν» από την κατοχή ενός και μόνο αρχείου και να συμπεριλήφθησαν στη μεγάλη δικογραφία, ωστόσο οι υπόλοιποι φαίνεται πως ήταν έντονα εθισμένοι στις αποκρουστικές εικόνες της σεξουαλικής κακοποίησης ενός παιδιού από ενήλικες. Στα κομπιούτερ τους βρέθηκε μεγάλο υλικό αρχείων, ενώ αρκετά από αυτά τα είχαν αποθηκεύσει σε ψηφιακούς δίσκους για να τα παρακολουθούν, πιθανώς, και στην τηλεόρασή τους με τη βοήθεια των σύγχρονων DVD players. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του 56χρονου βιομηχάνου που έχει εταιρεία στο Μενίδι. Στο κομπιούτερ του σπιτιού του βρέθηκαν τουλάχιστον 10.000 αρχεία με υλικό παιδικής πορνογραφίας, ενώ κατασχέθηκαν ακόμα έντεκα σκληροί δίσκοι υπολογιστή και ένας ψηφιακός δίσκος με δέκα βίντεο. Με τη συμπεριφορά του, μάλιστα, όπως έλεγαν οι αξιωματικοί, έδειξε ότι ήταν συνειδητοποιημένος θεατής ανάλογων εικόνων διαστροφής. «Όταν τον συναντήσαμε, μας αντιμετώπισε με αέρα και άνεση. Το χαμόγελό του όμως πάγωσε όταν απλά του είπαμε ότι θα ερευνήσουμε τον υπολογιστή του. Ήξερε τι επρόκειτο να βρούμε», τόνιζε συγκεκριμένα χθες αξιωματικός της επιχείρησης. Ήρεμο βρήκε η αστυνομία και τον 25χρονο φοιτητή της Γεωπονικής στη Νέα Ιωνία, ο οποίος είχε τις περισσότερες συνδέσεις και τη μεγαλύτερη ανταλλαγή αρχείων από όλους τους υπολοίπους. Ο σπουδαστής τη μέρα ασχολιόταν με δέντρα και τη νύχτα φαίνεται ότι παρακολουθούσε τα βίντεο και μετά τα έσβηνε, αφού στους πέντε σκληρούς δίσκους που κατασχέθηκαν βρέθηκαν μόνο 200 αρχεία. Εκείνος πάντως που το… χαιρόταν ιδιαίτερα φαίνεται πως ήταν ένας 43χρονος τεχνικός υπολογιστών στο Μαρούσι, αφού στο σπίτι του βρέθηκε, πλην των απαγορευμένων βίντεο, και μια σακούλα με ένα κιλό και τριάντα γραμμάρια ακατέργαστης κάνναβης (φούντας). Ένα και μόνο αρχείο βρέθηκε στο κομπιούτερ του 47χρονου πυροσβέστη που μένει στη Νίκαια και υπηρετούσε στο σταθμό Καλλιθέας, άλλο ένα στον υπολογιστή 45χρονου τεχνικού Η/Υ στην Παλλήνη και μόλις τρεις φωτογραφίες στο κομπιούτερ 43χρονου ιδιωτικού υπαλλήλου στο Μαρούσι. Είναι οι μόνοι που διώκονται σε βαθμό πλημμελήματος. Όλοι οι υπόλοιποι κατηγορούνται για κατοχή και διακίνηση σε βαθμό κακουργήματος. Εξάλλου, με το ειδικό πρόγραμμα που χρησιμοποιούσαν, ο καθένας μπορούσε να μπει στα αρχεία τους και να πάρει ό,τι επιθυμούσε. Ακόμα και τα σκληρά βίντεο στα οποία εικονίζονταν μικρά αγόρια να είναι δεμένα πισθάγκωνα και να μετέχουν σε σαδομαζοχιστικά όργια. ESPRESSO 25 – 6 – 2009
136
29.- «Τι προκύπτει από την έκθεση της Επιτροπής Καταπολέμησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες» Όλη η χώρα ένα (μαύρο) πλυντήριο Ενώ το ξέπλυμα χρήματος λαμβάνει τεράστιες διαστάσεις, η αρμόδια υπηρεσία δεν μπορεί να χειριστεί τον όγκο των υποθέσεων ΣΕ ΕΝΑ ΑΠΕΡΑΝΤΟ πλυντήριο έχει μεταβληθεί η Ελλάδα, όπου το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος φαίνεται πλέον να λαμβάνει τερατώδεις διαστάσεις. Το 2008, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της αρμόδιας Επιτροπής Καταπολέμησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας- η οποία διαδέχθηκε την Αρχή της οποίας προΐστατο ως το περασμένο καλοκαίρι ο επίτιμος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου κ. Γ. Ζορμπάς-, οι αναφορές και οι καταγγελίες ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Οι επιχειρήσεις νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές ενέργειες αυτό το διάστημα υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, όταν γίνονταν 800-900 αναφορές κατ΄ έτος. Το 2008 καταγράφηκαν 1952 αναφορές για ύποπτες συναλλαγές, με στόχο την ανακύκλωση κεφαλαίων που προέρχονταν από εγκληματικές δραστηριότητες. Οι ελεγκτές, ούτως ή άλλως λίγοι για να αντιμετωπίσουν τέτοιο όγκο υποθέσεων, είχαν αρκετές πολύπλοκες υποθέσεις να ξεδιαλύνουν. Oι μπερδεμένες συναλλαγές της Μονής Βατοπαιδίου με τα πρόσωπα που αναμείχθηκαν στις αγοραπωλησίες και στην εκμετάλλευση των ακινήτων, οι σχέσεις ομάδας μπράβων με μια εταιρεία, δήθεν, επενδύσεων, οι ύποπτες σχέσεις εταιρειών με λαθρεμπόριο τσιγάρων και τα καρτέλ της κοκαΐνης είναι τέσσερις από τις πιο σημαντικές υποθέσεις που κλήθηκε να ερευνήσει το 2008 η επιτροπή για την καταπολέμηση του μαύρου χρήματος. Τόσο μεγάλα είναι το πλήθος και ο όγκος των υποθέσεων ώστε οι αρμόδιοι για το ξέπλυμα χρήματος απευθύνθηκαν στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής ζητώντας βοήθεια, αφού, όπως ανέφεραν χαρακτηριστικά, «καθένας από εμάς ασχολείται κάθε χρόνο με 250 υποθέσεις, μία δηλαδή για κάθε εργάσιμη ημέρα». Χωρίς έλεγχο τέσσερις στις πέντε υποθέσεις Η Επιτροπή, όπως προκύπτει από την έκθεσή της, αδυνατεί να σταματήσει τα ελληνικά πλυντήρια του χρήματος. Και δεν φαίνεται να έχει καμία δυνατότητα και να τα ελέγξει, είτε γιατί οι διωκτικοί μηχανισμοί αδιαφορούν είτε απλώς γιατί... δεν επαρκούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τις περίπου 900 αναφορές που έγιναν το 2007 για παράνομες οικονομικές δραστηριότητες, έμειναν ανέλεγκτες στα συρτάρια, ούτε λίγο ούτε πολύ, οι 678 υποθέσεις. Ερευνήθηκε, δηλαδή, μόλις μία στις πέντε υποθέσεις. Άλλες 220 καταγγελίες παραμένουν ως σήμερα εκκρεμείς από το 2006. Όλη την προηγούμενη περίοδο από τη σύσταση της Αρχής, το 1999, σε εκκρεμότητα παρέμεναν από πέντε ως το πολύ 30 υποθέσεις κάθε χρόνο. Στην έκθεση σημειώνεται ότι, αντί 50 υπαλλήλων με τους οποίους προβλέπεται να είναι στελεχωμένη η Επιτροπή, έχουν προσληφθεί μόλις 18 υπάλληλοι. Η Ελλάδα, λόγω της
137 υστέρησης αυτής, τέθηκε προ δύο ετών σε διαδικασία αυξημένης επιτήρησης από τη FΑΤF (Financial Αction Τask Force Οn Μoney Laundering), την αρμόδια για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος ευρωπαϊκή υπηρεσία. Η θέση της Ελλάδος σε διαδικασία αυξημένης επιτήρησης επιβεβαιώθηκε στη συνεδρίαση της FΑΤF τον περασμένο Ιούνιο στο Λονδίνο. Ωστόσο τον Οκτώβριο του 2008, σε άλλη συνεδρίαση της FΑΤF στη Βραζιλία, αποφασίστηκε να εξέλθει προσωρινά η Ελλάδα από τη διαδικασία επιτήρησης, εν όψει όμως ενός γενικού ελέγχου των ελληνικών υπηρεσιών, που θα πραγματοποιηθεί τον ερχόμενο Ιούνιο. «Η Επιτροπή έχει υποβαθμιστεί ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα. Ειδικά μετά την αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου, που ουσιαστικά είχε στόχο την αντικατάσταση του κ.Ζορμπά.Πολλές από τις υποθέσεις που χειριζόταν έχουν μείνει ημιτελείς από τότε» επισημαίνει ο αντιπρόεδρος της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, βουλευτής Καστοριάς του ΠαΣοΚ κ. Φ. Πετσάλνικος. Ενδεικτικό της δυσχέρειας των Αρχών να ελέγξουν αυτούς που «καθαρίζουν» χρήμα από εγκληματικές δραστηριότητες είναι ότι, αν και με τον νέο νόμο έχει ζητηθεί να στέλνουν αναφορές για ύποπτες συναλλαγές τα καζίνα, τα ενεχυροδανειστήρια, δικηγόροι και συμβολαιογράφοι, τους τελευταίους μήνες από αυτές τις «πηγές» απεστάλησαν μόνο δύο αναφορές! Οι υπόλοιπες περιπτώσεις εντοπίστηκαν μέσω των κλασικών διαύλων, της Αστυνομίας, των τραπεζών και των χρηματιστηριακών αρχών. «Σημαντικό πρόβλημα παραμένει η “αγορά” κερδισμένων δελτίων Προ-Πο, Λόττο, Τζόκερ και Στοιχήματος» σύμφωνα με τους επιθεωρητές, παρ΄ ότι είναι γνωστό ότι η μέθοδος αυτή έχει επανειλημμένως χρησιμοποιηθεί για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές ενέργειες. Η λύση για την ακύρωση αυτής της μηχανής, σύμφωνα με τους ελεγκτές της Επιτροπής, βρίσκεται στην ονομαστικοποίηση των δελτίων τυχερών παιγνίων κατά την κατάθεσή τους, αλλά ούτε αυτή η ρύθμιση έχει προχωρήσει. Η κομπίνα με τα κερδισμένα δελτία Η κομπίνα είναι γνωστή και έχει εφαρμοσθεί κατά το παρελθόν και στην περίπτωση του μεγάλου ελληνοκολομβιανού καρτέλ κοκαΐνης, με πρωταγωνιστή τον επιχειρηματία Αλέξανδρο Αγγελόπουλο. Ανάλογη μηχανή είχε στηθεί και από κυκλώματα διεφθαρμένων αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., που ξέπλεναν έσοδα από οικονομικά εγκλήματα αγοράζοντας κερδισμένα δελτία. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δίκτυο συνεργατών όσων θέλουν να «καθαρίσουν» βρώμικο χρήμα προσεγγίζει νικητές του Τζόκερ, του Στοιχήματος και άλλων τυχερών παιχνιδιών του ΟΠΑΠ ή ιδιωτικών εταιρειών. Οι συνεργάτες λοιπόν όσων έχουν θέσει σε λειτουργία το «πλυντήριο μαύρου χρήματος» αγοράζουν από τους πραγματικούς κερδισμένους τα τυχερά δελτία, δίνοντάς τους έξτρα αμοιβή. Στη συνέχεια εμφανίζονται στον ΟΠΑΠ ή στις ιδιωτικές εταιρείες και εισπράττουν τα κέρδη, αποκτώντας και την απόδειξη με την οποία νομιμοποιούν τα παράνομα έσοδά τους. Πώς αποκαλύφθηκε η μηχανή; Τις υποψίες κίνησε το φαινόμενο διάφοροι εμπλεκόμενοι σε ξέπλυμα χρήματος να κερδίζουν πολλές φορές τον χρόνο Τζόκερ και άλλα τυχερά παιχνίδια, καταρρίπτοντας βεβαίως κάθε νόμο πιθανοτήτων……..» ΤΟ ΒΗΜΑ 18 – 4 – 2009
30.- «ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ
138
Ετσι κλέβουν την Εφορία πολίτες και επιχειρήσεις» Δέκα τρόποι που μηχανεύονται φορολογούμενοι για να γλιτώσουν φόρους «Χίλιους τρόπους» έχουν ανακαλύψει φορολογούμενοι και επιχειρήσεις για να κλέβουν συστηματικά την Εφορία όταν υποβάλλουν τις φορολογικές τους δηλώσεις είτε μέσω ταχυδρομείου είτε ηλεκτρονικά. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από στοιχεία που έχει συγκεντρώσει η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (ΤΑΧΙS) και η Υπηρεσία Ειδικών Ελέγχων (πρώην ΣΔΟΕ) και δημοσιεύει σήμερα «Το Βήμα». Στην Ελλάδα η φοροδιαφυγή τα τελευταία χρόνια έχει γιγαντωθεί με αποτέλεσμα τα δημόσια έσοδα να βρίσκονται πέραν των άλλων λόγων (οικονομική κρίση, αναποτελεσματικοί έλεγχοι, κτλ.) στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης μη έχοντας άλλη επιλογή και αφού πρώτα επέβαλε σειρά φοροεισπρακτικών μέτρων σε ιδιοκτήτες ακινήτων, αυτοκινήτων, χρηστών κινητών τηλεφώνων, κτλ., στρέφει πλέον το ενδιαφέρον του σε αυτό που λέγεται «πάταξη της φοροδιαφυγής». Όπως αναφέρει στο «Βήμα» ανώτερος παράγοντας του υπουργείου Οικονομίας, πλέον, με την τεχνολογία που υπάρχει και με τα συστήματα διασταυρώσεων που χρησιμοποιούνται από το σύστημα ΤΑΧΙS είναι πολύ δύσκολο κάποιος να φοροδιαφεύγει και να μην ελεγχθεί κάποια στιγμή. Ωστόσο, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες επιχειρήσεις, ακόμη κι αν γνωρίζουν ότι θα εντοπιστούν, φοροδιαφεύγουν συστηματικά και αυτό διότι τα πρόστιμα που τους επιβάλλονται είτε είναι αρκετά χαμηλά είτε για διάφορους λόγους (πτωχεύσεις, μεταβιβάσεις περιουσιακών στοιχείων, κτλ.) δεν πληρώνονται ποτέ. Σύμφωνα με τον ίδιο παράγοντα, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που ενώ έχουν κοινοποιηθεί από την ΥΠΕΕ προς τις εφορίες διάφορες φορολογικές παραβάσεις οι τελευταίες αργούν χαρακτηριστικά να προχωρήσουν στην επιβολή των προστίμων με αποτέλεσμα οι φοροφυγάδες να λαμβάνουν τα μέτρα τους και στο τέλος να μην πληρώνουν ούτε ένα ευρώ. Βάσει των υπολογισμών που έχουν γίνει, από το σύνολο των φορολογικών και άλλων βεβαιωμένων παραβάσεων, μόλις το 15% αυτών εισπράττονται από το Δημόσιο σε διάστημα από τρία ως πέντε έτη. Τώρα γίνονται προσπάθειες τα ποσά αυτά να εισπραχθούν μέσα σε τρεις μήνες. Σύμφωνα με στοιχεία ελέγχων, αρκετοί φορολογούμενοι που δουλεύουν ως μισθωτοί σε δύο διαφορετικές επιχειρήσεις - που η μια μπορεί να είναι και ο δημόσιος τομέαςδεν δηλώνουν συστηματικά τα εισοδήματα της δεύτερης δουλειάς. Εδώ και μερικά χρόνια όμως και λόγω του γεγονότος ότι οι επιχειρήσεις υποβάλλουν ηλεκτρονικά στο σύστημα ΤΑΧΙS συγκεντρωτικές καταστάσεις Φόρου Μισθωτών Υπηρεσιών, η ΓΓΠΣ είναι σε θέση να εντοπίσει τους φορολογούμενους που «ξέχασαν» να δηλώσουν τη δεύτερη μισθωτή εργασία. Ορισμένοι φορολογούμενοι για να έχουν σημαντική επιστροφή φόρου ή για να μην πληρώσουν καθόλου φόρο τη μια χρονιά δηλώνουν στους κωδικούς «003» και «004» ότι έχουν τέσσερα παιδιά, την επόμενη χρονιά κανένα και την τρίτη χρονιά επτά παιδιά! Επίσης, παρατηρείται το φαινόμενο ορισμένοι φορολογούμενοι (στην πλειονότητά τους άγαμοι) να δηλώνουν εισόδημα ακριβώς 13.000 ευρώ ή 14.000 ευρώ και αντίστοιχα
139 ένα ή δύο τέκνα, έτσι ώστε να μην προκύπτει φόρος για βεβαίωση, αφού τα ποσά αυτά εμπίπτουν στα όρια του αφορολόγητου, ενώ σε περιπτώσεις διαζυγίου- διάστασης τα τέκνα δηλώνονται «λανθασμένα» και από τους δύο γονείς. Άλλοι, ενώ έχουν πάρει στεγαστικό δάνειο για αγορά δεύτερης ή εξοχικής κατοικίας, εμφανίζουν τους τόκους του δανείου τους ως πρώτης κατοικίας για να έχουν έκπτωση από τον φόρο 20% ή και παραπάνω αν πρόκειται για παλαιό δάνειο. Έτσι, εξετάζεται από το υπουργείο Οικονομικών η περίπτωση να ζητείται η συνδρομή των τραπεζών προκειμένου να γίνουν επαληθεύσεις των στοιχείων που αναγράφονται στις φορολογικές δηλώσεις. Έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο κάποιοι να επισυνάπτουν πλαστές βεβαιώσεις τραπεζών ότι το δάνειο αφορά πρώτη κατοικία, ενώ αρκετοί στους τόκους του δανείου προσθέτουν παρανόμως και το κεφάλαιο που έχουν πληρώσει για στεγαστικό δάνειο πρώτης κατοικίας για να τύχουν μεγαλύτερης επιστροφής. Κομπίνες μέσω εταιρειών Όπως αναφέρει αρμόδιος παράγοντας της ΥΠΕΕ, καθημερινά εντοπίζονται εταιρείες οι οποίες έχουν συσταθεί από άγνωστα πρόσωπα και σε θέσεις προέδρων, διευθυνόντων συμβούλων, κτλ., τοποθετούνται υπέργηροι ή άτομα που είναι χρήστες ναρκωτικών ή οφειλέτες σε τράπεζες. Άλλα τεχνάσματα φοροδιαφυγής που έχουν διαπιστωθεί είναι να δημιουργείται εταιρεία με μετοχικό κεφάλαιο, παραδείγματος χάριν, 50.000 ευρώ, στη συνέχεια να παίρνει ο λογιστής τα παραστατικά ότι έχει κατατεθεί το κεφάλαιο σε κάποιον τραπεζικό λογαριασμό και αφού γίνει η σύσταση της εταιρείας και λάβει τις ανάλογες βεβαιώσεις από την Εφορία στη συνέχεια παίρνει τα χρήματα από τον συγκεκριμένο λογαριασμό και τα τοποθετεί σε άλλο λογαριασμό για να ανοίξει και άλλες εταιρείες με την ίδια μεθοδολογία. Αυτό γίνεται κατά πρώτον για να μπει η εταιρεία σε διάφορα προγράμματα επιχορηγήσεων. Και δεύτερο για να έχουν μπλοκ επιταγών και να εκδίδουν μεταχρονολογημένες επιταγές, τις οποίες χρησιμοποιούν ως εγγύηση για να παίρνουν δάνεια χωρίς να έχουν καμία επιχειρηματική δραστηριότητα. Ο τρίτος και πιο σημαντικός λόγος είναι για να λαμβάνουν ή να εκδίδουν πλαστά και εικονικά τιμολόγια και να εξασφαλίζουν με τη γνωστή μέθοδο «καρουζέλ» επιστροφή ΦΠΑ ή μειωμένο φόρο εισοδήματος, αφού εμφανίζουν υψηλές δαπάνες, οι οποίες στην ουσία ποτέ δεν έχουν γίνει……….» ΤΟ ΒΗΜΑ 26 – 7 – 2009
Ερωτήσεις 1. Σχολιάστε από εγκληματολογική άποψη το περιεχόμενο καθεμιάς από τις παραπάνω ειδήσεις.
140 2. Στις ειδήσεις με τους αριθ. 10,11,12,16,17 και 18, επιλέξτε εσείς τον τίτλο τους και αιτιολογείστε την επιλογή σας. 3. Την εγκυρότητα των παραπάνω ειδήσεων, την κρίνετε, από το περιεχόμενό τους ή από το «όνομα» της εφημερίδας από την οποία προέρχονται; 4. Διαβάζοντας τις ειδήσεις αυτές ποια είναι η άποψη που διαμορφώνετε για το μέγεθος και το είδος της εγκληματικότητας στην Ελλάδα; 5. Λαμβάνοντας υπόψη την τυπολογία των εγκλημάτων που έχουμε αναφέρει, κατατάξτε τα εγκλήματα που αναφέρουν οι παραπάνω ειδήσεις σε κάποια/ες από τις σχετικές κατηγορίες.
ΕΡΓΑΣΙΕΣ 1. Με βάση τις ελληνικές στατιστικές της Δικαιοσύνης δημιουργείστε το δημογραφικό πορτραίτο εκείνου που καταδικάστηκε στη χώρα μας για Ανθρωποκτονία και Ληστεία τα έτη 1976 και 2006. Στη συνέχεια σχολιάστε τα ευρήματά σας.
2. Επισκεφθείτε το δικτυακό τόπο http://www.nationmaster.com/cat/cricrime και περιγράψτε τα στατιστικά δεδομένα που αναφέρονται σε αυτόν, για την εγκληματικότητα των διαφόρων χωρών.
3. Σε μια από τις μηχανές αναζήτησης Google ή Bing δώστε τον όρο” “crime statistics”. Από τα αποτελέσματα που θα έχετε, επιλέξατε 5 δικτυακούς τόπους με σχετικό στατιστικό περιεχόμενο, περιγράψτε και σχολιάστε το περιεχόμενό τους.
141 4. Περιγράψτε και σχολιάστε το περιεχόμενο του δικτυακού τόπου του Bureau
of
Justice
Statistics
(http://www.ojp.usdoj.gov/bjs/),
του
Υπουργείου Δικαιοσύνης των ΗΠΑ ή τον αντίστοιχο του Υπουργείου Εσωτερικών
της
Μεγάλης
Βρετανίας
(http://www.homeoffice.gov.uk/crime-victims/crime-statistics/).
5. Από
το
δικτυακό
τόπο
των
ΗΕ
(UN)
(http://www.uncjin.org/Statistics/statistics.html) επιλέξτε και περιγράψτε το περιεχόμενο δυο τουλάχιστον από τα sites που αναφέρονται σε αυτόν.
6. Αναζητείστε στο Διαδίκτυο στατιστικά δεδομένα που αφορούν είτε στη διεθνή τρομοκρατία είτε στη διακίνηση ναρκωτικών είτε το trafficking προσώπων, για την τελευταία πενταετία. Στη συνέχεια σχολιάστε τα δεδομένα σας.
142
Γ.- ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΟΝ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟ
1.- Ταινίες εγκλημάτων : έννοια και διακρίσεις.
Οι στάσεις και οι απόψεις που διαμορφώνουν διαχρονικά, τα μέλη μιας κοινωνίας για το εγκληματικό φαινόμενο – δηλ. την εγκληματική πράξη, τους πρωταγωνιστές της (δράστη και θύμα) καθώς και την αντιμετώπισή της –
είναι απόρροια τόσο της άμεσης όσο και της
143
έμμεσης “εμπλοκής” τους σε αυτό. Άμεση “εμπλοκή” με το έγκλημα έχουν οι πρωταγωνιστές του, καθώς και εκείνοι που εκφράζουν την επίσημη κοινωνική αντίδραση σε αυτό δηλ. οι απασχολούμενοι στο σύστημα της απονομής της ποινικής δικαιοσύνης (αστυνομικοί, εισαγγελείς, δικαστές, δικηγόροι, σωφρονιστικοί υπάλληλοι κλπ). Οι υπόλοιποι πολίτες έχουν έμμεση “εμπλοκή”, δεδομένου ότι όσα γνωρίζουν για το συγκεκριμένο θέμα, προέρχονται από τις σχετικές αφηγήσεις των προηγουμένων αλλά και τρίτων προσώπων (μαρτύρων) που ήσαν παρόντα κατά το χρόνο της εκδήλωσής του. Με βάση δε τα σημερινά δεδομένα, ο συνηθέστερος τρόπος με τον οποίο γίνονται κοινωνοί των αφηγήσεων αυτών είναι τα ΜΜΕ (τύπος, τηλεόραση, ραδιόφωνο, διαδίκτυο), η λογοτεχνία (Smith, 1987, Ruggiero, 2003, Ζαραφωνίτου, 2008: 85-98), και ο κινηματογράφος (Sorlin, 2006).Τα εγκλήματα που παρουσιάζονται σε όλα αυτά μπορούν να αποτελέσουν παραδείγματα είτε από το χώρο του πραγματικού είτε από το χώρο του φανταστικού, για όποιον επιθυμεί να μελετήσει την εγκληματική συμπεριφορά και τους τρόπους αντιμετώπισής της. Ας έλθουμε όμως στον κινηματογράφο που αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο στο τρίτο αυτό τμήμα της εργασίας μας απεικονίζεται το έγκλημα. Είναι φυσικά, γνωστές σε όλους οι ταινίες εγκλημάτων (crime films/movies). Πως όμως αυτές προσδιορίζονται ειδικότερα; Σε ποιες κατηγορίες διακρίνονται; Στο πρώτο από τα παραπάνω ερωτήματα μια ενδιαφέρουσα πρώτη απάντηση
μπορούμε
να
βρούμε
στην
διαδικτυακή
Wikipedia
(http://en.wikipedia.org/wiki/Crime_film), σύμφωνα με την οποία ‘crime film”: “… είναι μια ταινία που αφορά στις διάφορες όψεις του εγκλήματος και του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης.”
144
Σύμφωνα, επίσης, με τη Nicole Rafter, οι κιν. αυτές ταινίες προσδιορίζονται εννοιολογικά ως εκείνες, : “…..που επικεντρώνονται κατά κύριο λόγο στο έγκλημα και στις συνέπειές του” (Rafter, 2006: 6).
Έναν ευρύτερο και χρονικά νεότερο ορισμό της έννοιας αυτής παραθέτει η Kirsten Moana Thompson (Thompson, 2007: 2), σύμφωνα με τον οποίο μια ταινία εγκλήματος, : “…..έχει σαν βασικό της θέμα τη διάπραξη ενός εγκλήματος ή/και δίνει έμφαση στη διερεύνησή του, τη δίωξη (των δραστών), την πρόληψή του ή/και την τιμωρία (των δραστών)….”
Είναι εμφανές ότι ο τρίτος από τους παραπάνω ορισμούς είναι περισσότερο λεπτομερής και αναλυτικός και θα λέγαμε ότι διευκρινίζει τις “…συνέπειες….” των εγκλημάτων που περιγράφονται στις ταινίες αυτές. Με τις παραπάνω τοποθετήσεις διαφωνεί ο Leith, ο οποίος υποστηρίζει την άποψη ότι οι συγκεκριμένες ταινίες του Αμερικανικού κινηματογράφου δεν αποτελούν από μόνες τους μια ειδικότερη κατηγορία κινηματογραφικών ταινιών στην οποία είναι δυνατόν να εντοπισθούν και διάφορες υποκατηγορίες, αλλά αντίθετα μπορούν να υπαχθούν ανάλογα με το περιεχόμενό τους σε κάποιο από τα άλλα ήδη, υφιστάμενα είδη. Η υπαγωγή τους σε ένα είδος (genre) το οποίο έχει ως αντικείμενό
του
την
περιγραφή
του
εγκληματικού
περιβάλλοντος/πολιτισμού (criminal culture), είτε επικεντρώνεται στους δράστες, είτε στα θύματα ή στην τιμωρία τους, διευρύνει κατά τον συγγραφέα επικίνδυνα το περιεχόμενο του είδους αυτού και καθιστά την αυτοτελή εξέτασή του μάλλον δυσχερή. Η σχετική δε διάκριση που επιχειρείται μπορεί να αποβλέπει στο να επικεντρώσει απλά και μόνον την προσοχή των μελετητών σε ταινίες που περιγράφουν εγκλήματα, και
145
όχι στο ότι οι ταινίες αυτές αποτελούν ένα ξεχωριστό είδος σε σχέση με τα ήδη υπάρχοντα. (Leith, 2002:17). Με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να διατυπώσουμε την άποψη πως οι ταινίες εγκλημάτων είναι εκείνες οι οποίες ασχολούνται αφενός μεν με δράστες και θύματα εγκλημάτων, αφετέρου δε με τη λειτουργία του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Στη συνέχεια και προκειμένου να απαντήσουμε στο δεύτερο από τα ερωτήματά μας, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως είναι χαρακτηριστική η διάκριση των ταινιών εγκλημάτων σε πέντε βασικές κατηγορίες, που επιχειρείται από τη Rafter (όπ. παρ. σ. 61 επ.) και με κριτήριο το ειδικότερο περιεχόμενό τους,. Eιδικότερα δε, και κατά την άποψή της, οι κατηγορίες αυτές αναφέρονται, : α.- στα αίτια του εγκλήματος (“the causes of crime”), π.χ. οι ταινίες Trainspotting (1996) και Maria Full of Grace (2000), β.- σε ειδεχθείς, κατ’ εξακολούθηση και γενικά ψυχοπαθείς δολοφόνους (“slasher, serial killer and psycho movies”), π.χ. οι ταινίες The Texas Chainnsaw Massacre (1974), Silence of Lambs (1990) και (Seven (1995), γ.- στη δράση αστυνομικών (“cop and detective films”), π.χ. οι ταινίες Dirty Harry (1971), The Untouchables (1987), δ.- στη διαδικασία της ποινικής δίκης (“crimimal law films”), π.χ. οι ταινίες The Accused (1988), Presumed Innocent (1990) και Trial by Jury (1994) και ε.- στις φυλακές και στη θανατική ποινή (“prison and execution films”) π.χ. οι ταινίες The Shawshank Redemption (1994), The Green Mile (1999) και The Life of David Gale (2003). Στις κατηγορίες αυτές, η συγγραφέας προσθέτει και διάφορες υποκατηγορίες (όπως π.χ. “gangster movies, film noir, female lawyer films, female cop films, heist movies, drug abuse films, organized crime
146
movies, sex-crime films” κλπ.), γεγονός που υποδηλώνει το εύρος του σχετικού είδους (genre). Στη μελέτη της για τις ταινίες εγκλημάτων, η Thompson (όπ. παρ. σ. 26 επ.) τις διαχωρίζει σε τέσσερις “χρονολογικές” κατά κάποιο τρόπο κατηγορίες”, σε καθεμία από τις οποίες αφιερώνει μάλιστα και ιδιαίτερο κεφάλαιο. Έτσι, στην π ρ ώ τ η από τις κατηγορίες αυτές περιλαμβάνονται ταινίες στις οποίες το έγκλημα παρουσιάζεται σαν αίνιγμα που χρειάζεται λύση (“crime as a puzzle”), η οποία δίνεται από κάποιον ερασιτέχνη/ιδιώτη “αστυνομικό”. Σε αυτές, κατά τη συγγραφέα, ανήκουν: - τα whodunit (“ποιος το έκανε”) films, στα οποία τη λύση αυτή θα τη δώσει ένας ιδιωτικός αστυνομικός στηριζόμενος στην εξυπνάδα του, στις προηγούμενες
εμπειρίες
του
και
στην
κοινή
λογική.
Εδώ
περιλαμβάνονται ταινίες με πρωταγωνιστές γνωστούς ήρωες της κλασικής αστυνομικής λογοτεχνίας, όπως ο Σέρλοκ Χόλμς, ο Ηρακλής Πουαρό και η Μις Μάρπλ, - τα αστυνομικά δράματα τύπου CSI (forencsic drama CSI), όπου καλείται και ο θεατής να λύσει το αίνιγμα, με τα μέσα που διαθέτει η επιστημονική αστυνομία, και - οι ταινίες ληστειών (heist films) στις οποίες προσφέρεται στο θεατή η “ευχαρίστηση” του να παρακολουθήσει το σχεδιασμό και τη διάπραξη ενός ριψοκίνδυνου για το δράστη εγκλήματος, όπως μιας ληστείας τράπεζας, μιας διάρρηξης χρηματοκιβωτίου κλπ. Στη δ ε ύ τ ε ρ η κατηγορία ανήκουν οι ταινίες στις οποίες τη λύση του εγκλήματος την αναλαμβάνει ένας επαγγελματίας αστυνομικός (“professional crime solver”) και σε αυτή περιλαμβάνονται οι ταινίες με ήρωες αστυνομικούς που διώκουν μέλη συμμοριών (gangsters) και οι οποίες εμφανίζονται από τη δεκαετία του 1930 και φτάνουν μέχρι τη δεκαετία του 1970,.
147
Στη τ ρ ί τ η κατηγορία υπάγονται οι ταινίες που πρωτοεμφανίζονται στη δεκαετία του 1980 και υποδηλώνουν την επανεμφάνιση του film noir του μεσοπολέμου, που παρουσιάζουν τις νέες μορφές εγκληματικότητας και στις οποίες κυριαρχεί το ερωτικό θρίλερ και τα δικαστικά δράματα. ς, Τέλος, η τ έ τ α ρ τ η κατηγορία αφορά ταινίες που αναφέρονται στους κατ’ εξακολούθηση δολοφόνους (π.χ. The Silence of the Lamps, 1991). Σε αυτήν επίσης περιλαμβάνονται και οι ταινίες που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν σαν «μεταμοντέρνες» λόγω των τεχνικών που χρησιμοποίησαν οι δημιουργοί τους Quentin Tarantino (π.χ. στις “Reservoir Dogs (1992”) και “Pulp Fiction (1994”) και David Lynch (π.χ. στις “Blue Velvet (1986)” και “Inland Empire (2006)”). Διακρίσεις των ταινιών εγκλημάτων βλέπουμε και στην Wikipedia (όπ.παρ.) Οι κατά τη γνώμη μας, σπουδαιότερες από αυτές είναι οι παρακάτω, τα δε παραδείγματα που τις ακολουθούν αφορούν κυρίως, χολιγουντιανές παραγωγές: 1.- Ταινίες συμμοριών (mob films), στις οποίες οι πρωταγωνιστές είναι μέλη συμμοριών ή της Μαφίας. Παράδειγμα οι ταινίες : Goodfellas, The Godfather, Public Enemies, Once Upon A Time In America, Road to Perdition, White Heat, Bugsy, Carlito's Way και Pulp Fiction. 2.- Αστυνομικές ταινίες (police procedural films), στις οποίες δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στη δράση της αστυνομίας.
Χαρακτηριστικά
παραδείγματα οι ταινίες: He Walked By Night (1948), Stray Dog (1949), In the Heat of the Night (1967), Madigan (1968), Klute and The French Connection (both from 1971), The Usual Suspects (1995), Lone Star (1996), and Blood Work (2002). 3.- Ταινίες με ντετέκτιβς (detective films), όπου επαγγελματίες ιδιωτικοί ερευνητές προσλαμβάνονται από κάποιον για να εξιχνιάσουν ένα φόνο ή να βρουν κάποιον που εξαφανίστηκε. Παράδειγμα ταινίες όπως οι : The
148
Maltese Falcon (1941), The Big Sleep (1946), Kiss Me Deadly (1955), Harper (1966), Chinatown (1974), Twilight (1998 film) (1998). 4.- Αστυνομικές κωμωδίες (crime comedies), ένας υβριδικός τύπος ταινιών με στοιχεία από κωμωδία και έγκλημα, όπου διακωμωδείται συνήθως κάποιος ανίκανος εγκληματίας. Εδώ ανήκουν και οι λεγόμενες «μαύρες κωμωδίες».
Παράδειγμα οι ταινίες : Lock, Stock and Two
Smoking Barrels, In Bruges and Mafia!. 5.- Ταινίες θρίλερ με εγκλήματα (crime thrillers), στις οποίες η αίσθηση της αγωνίας που διαπερνάει το θεατή είναι το αποτέλεσμα κάποιου/ων εγκλημάτων. Τέτοιες ταινίες είναι και οι : Seven and Running Scared. 6.- Ταινίες τρόμου με εγκλήματα (crime horrors), στις οποίες η διάπραξη κάποιου/ων εγκλήματος/ων – συνήθως φόνων – παίζει το σημαντικότερο ρόλο. Εδώ υπάγονται και οι ταινίες που αφορούν στη δράση δολοφόνων κατά συρροή (serial killers films). Σχετικά παραδείγματα αποτελούν οι ταινίες : Red Dragon, Silence of the Lambs, Hannibal, Hannibal Rising που αφορούν τα εγκλήματα του Hannibal Lecter. 7.- Film noir, ένα είδος δημοφιλέστατων αστυνομικών ταινιών των δεκαετιών του ΄30, του ΄40 και του ΄50. Κλασσικά παραδείγματα των ταινιών αυτών αποτελούν το Maltese Falcon (1941) και Gun Crazzy (1949), ενώ σαν neo-noir μπορεί να θεωρηθεί το The big Sleep(1978). 8.- Ταινίες ληστειών ή κλοπών (heist ή caper films), οι οποίες περιγράφουν τις προσπάθειες μιας ομάδας εγκληματιών να κάνει μια κλοπή ή μια ληστεία, καθώς και ό,τι επακολουθεί μετά την πράξη τους. Σχετικά παραδείγματα αποτελούν οι ταινίες : Oceans 11, 12, 13, Dog Day Afternoon και The Sting. 9.- Ταινίες “ηρωϊκής αιματοχυσίας” (heroic bloodshed), προερχόμενες από το Ηong Kong που αναφέρονται στην αιματηρή και βίαιη δράση των κινεζικών τριάδων. Παραδείγματα οι ταινίες, Boiled.
The Killer και Hard
149
10. – Δικαστικά δράματα (legal dramas), οι οποίες αφορούν κάποιο έγκλημα και την παραπέρα διερεύνησή του από τα δικαστήρια, όπως π.χ. οι ταινίες 12 Angry Men and A Time To Kill. 11.- Ταινίες για τη Γιακούζα, την Ιαπωνική Μαφία,(jakuza films) όπως π.χ. οι ταινίες Drunken Angel, Battles Without Honor and Humanity και Ichi the Killer. 12.- Ταινίες φυλακής (prison films), που όπως λέει και το όνομά τους αναφέρονται στη ζωή των πρωταγωνιστών τους στις φυλακές, όπως π.χ. οι ταινίες Shawshank Redemption και Escape from Alcatraz και 13.- Ταινίες που αναφέρονται σε αληθινά εγκλήματα (true crime films), όπως π.χ. οι ταινίες Public Enemies, Bonnie & Clyde, Goodfellas και Dog Day Afternoon. –
2.- Ταινίες εγκλημάτων και Πολιτισμική Εγκληματολογία. της Μάρθας Λεμπέση
Οι ταινίες εγκλήματος/ων (crime films) αντικατοπτρίζουν τις ιδέες που έχουμε για θεμελιώδη κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά ζητήματα ενώ την ίδια στιγμή, διαμορφώνουν τους τρόπους που σκεφτόμαστε αυτά
150
τα ζητήματα. Όταν μελετάμε τη σχέση που υπάρχει ανάμεσα στις ταινίες εγκλήματος και την κοινωνία, διακρίνουμε μία δυναμική αλληλεπίδραση ανάμεσα στη ζωή και την τέχνη. Έτσι στις μέρες μας γίνεται λόγος για την τέχνη που δεν καθρεφτίζει μόνο τη ζωή, αλλά την κατασκευάζει και την αναπαράγει (Brisset και Edgley, 1990: 2). H ταινία λοιπόν, εικόνα ή όχι της πραγματικότητας, ντοκουμέντο ή μυθοπλασία με αυθεντική πλοκή ή με καθαρή επινόηση, δεν παύει να αποκαλύπτει την κοινωνία και τις διάφορες πτυχές της, τα κοινωνικά γεγονότα και κατ’ επέκταση και το έγκλημα (Burstein στον Stoehr, 2002: 141-156 και Krackauer, 1977). Παρόλο που οι ταινίες παίζουν κεντρικό ρόλο στη δημιουργία αναπαραστάσεων
και
συλλήψεων
εγκληματολόγοι
παραδοσιακά
τις
σχετικά έχουν
με
το
έγκλημα,
αγνοήσει,
οι
μένοντας
προσκολλημένοι σε μία στενή προοπτική των κοινωνικών επιστημών που δίνει ελάχιστη προσοχή στην διαντίδραση ανάμεσα στο έγκλημα και την κουλτούρα (Tzanelli, Yar and O’ Brien, 2005: 97-117). Ελάχιστοι μελετητές προσπάθησαν να εξηγήσουν την ιδιαίτερη έλξη που ασκούν στο κοινό οι ταινίες με εγκλήματα κρατώντας πλήρως απορροφημένα τα εκάστοτε ακροατήριά τους, ή να αναλύσουν τους τρόπους με τους οποίους οι ταινίες αυτές κατασκευάζουν τους κόσμους μας, τα ιδανικά μας και τους κανόνες αποδεκτής συμπεριφοράς. Οι ταινίες με θέμα το έγκλημα (crime films) συνεισφέρουν στην κατασκευή των εννοιών του εγκλήματος και της δικαιοσύνης, του αγαθού και του κακού, την ίδια ώρα που τα απεικονίζουν, γεγονός που ταυτίζεται και με τη φύση της έλξης τους. Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα αποτελεί η δουλειά των Tzanelli, Yar and O’Brien στην οποία αναφέρουν ότι: «….οι λαϊκοί λόγοι περί εγκλήματος και οι επαναδραματοποιήσεις του εγκλήματος είναι πραγματικοί ως προς τις συνέπειές τους και αποτελεσματικοί ως προς την κυκλοφορία του πλαισίου κατανόησης του εγκλήματος και της
151 παραβατικότητας. Αλλά πολύ περισσότερο από αυτό, είναι αποτελεσματικοί στο να θέτουν την εγκληματική δραστηριότητα σ’ ένα σταυροδρόμι όπου συναντιόνται και ευρύτεροι λόγοι περί οικογένειας, φύλου, περί αποτυχίας και επιτυχίας, νομιμότητας ρόλων, ηθικής και ακόμη περισσότεροι. Συγκεκριμένες επαναδραματοποιήσεις... σίγουρα πηγάζουν από λαϊκές ιδεολογίες και αντιλήψεις για το έγκλημα και τους εγκληματίες, αλλά επίσης παρέχουν συγκεκριμένες αλλοιώσεις στο περιεχόμενο αυτού του πλαισίου ( Tzanelli, Yar και O’ Brien, 2005: 97-117).»
Ο Thomas Leitch απ’ την πλευρά του στο βιβλίο του “Crime Films” εξηγεί ότι: «….. η κεντρική λειτουργία μιας ταινίας εγκλήματος είναι ότι επιτρέπει στους θεατές να βιώσουν υποκατάστατες συγκινήσεις της εγκληματικής συμπεριφοράς ενώ την ίδια στιγμή τους αφήνει ελεύθερους να καταδικάσουν αυτή τη συμπεριφορά, οποιοδήποτε πρόσωπο και αν την υιοθετεί, ως ανήθικη (Leitch, 2002: 114).»
Επίσης καταλήγει στο ότι κανείς δεν μπορεί να συλλάβει την διπλή αυτή δράση με το να εστιάζει μόνο σε μία υποκατηγορία ταινιών όπως για παράδειγμα στις γκανγκστερικές ταινίες ή στις ταινίες φυλακής· μόνο όταν υπάρχει συνολική εικόνα από ολόκληρη την έκταση των ταινιών εγκλήματος αναδύεται το μοντέλο αυτό (Leitch, 2002). Ενώ το συνολικό ζήτημα των ταινιών εγκλήματος παραμελήθηκε μέχρι πολύ πρόσφατα, το ίδιο δεν έγινε με κάποιες δημοφιλείς υποκατηγορίες κινηματογραφικών ταινιών. Έτσι υπάρχει ένα διόλου ευκαταφρόνητο σώμα ερευνητικών εργασιών και σχολίων επάνω στις αστυνομικές ταινίες, στις γκανγκστερικές ταινίες, στα δικαστικά δράματα και στις ταινίες νουάρ. Κι ενώ οι συγκεκριμένες υποκατηγορίες ταινιών εγκλήματος έχουν λάβει σημαντική προσοχή, άλλες έχουν περάσει σχεδόν απαρατήρητες, σαν να μην υπάρχουν, αφήνοντας το έδαφος πρόσφορο και ανοιχτό σε εκείνους που ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με την ανάλυση ταινιών που περιστρέφονται γύρω από την εγκληματική παράνοια (σχιζοφρένεια και φόνος), τους πολλαπλούς φόνους (κατ΄
152
εξακολούθηση δολοφονίες, μαζικές δολοφονίες), την οικογενειακή βία, τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, το έγκλημα της ληστείας, το πολιτικό έγκλημα, τα σεξουαλικά εγκλήματα, την τρομοκρατία, την επιτήρηση, τη γυναίκα στη φυλακή και την εξιχνίαση εγκλημάτων. Αφού λοιπόν οι ταινίες εγκλήματος αναδεικνύουν από μόνες τους σημαντικά θέματα προς μελέτη και ολοένα και πληθαίνουν οι επιστημονικές φωνές που υποστηρίζουν ότι οι ταινίες εγκλήματος στην πραγματικότητα, δεν συνιστούν ένα πρόβλημα αλλά μία απάντηση (αντίδραση) (Rafter N., 2006: 15) σε προβλήματα, έναν εύληπτο τρόπο θέσεως ερωτημάτων και αξιολόγησης λύσεων, την ίδια στιγμή που ερευνητές προερχόμενοι από διάφορους κλάδους και επηρεασμένοι από το παράδειγμα της κοινωνικής ανθρωπολογίας αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο την ερευνητική τους αξία και στρέφουν την προσοχή τους προς
αυτή
την
κατεύθυνση
κάνουν
την
ενασχόληση
με
το
κινηματογραφικό πεδίο επίκαιρη και απαραίτητη. Επίσης το κενό που συνεχίζει να υπάρχει ανάμεσα στις κινηματογραφικές σπουδές και την εγκληματολογία όλα δείχνουν ότι δύναται να γεφυρωθεί μέσω της πολιτισμικής εγκληματολογίας (η ανάδυση του νέου κλάδου της Πολιτισμικής Εγκληματολογίας ενός νέου τομέα έρευνας που στοχεύει στην κατανόηση του τρόπου που οι κοινωνικές ομάδες αντιλαμβάνονται και δημιουργούν τη γνώση τους για το έγκλημα (Ferrell and Sanders, 1995: 10) σε συνδυασμό με την έντονη ερευνητική κινητικότητα που παρατηρείται στο χώρο της ανάλυσης ταινιών με θέμα το έγκλημα, (O’ Brian et al., 2005: 17-35, Tzanelli et al., 2005: 97-117, Rafter στον Freeman, 2005: 339-357, Rafter, 2006, King, 1999, Brown, 2003, Chermak, 2002) αλλάζουν τα δεδομένα και πλέον παρατηρείται μία ολοένα και μεγαλύτερη αναγνώριση του κινηματογραφικού χώρου ως
153
χρήσιμου ερευνητικού πεδίου για τη διεξαγωγή εγκληματολογικών ερευνών. Διότι όπως αναφέρει και η Rafter, «…εάν ορίσουμε την εγκληματολογία ως την επιστήμη εκείνη που μελετά το έγκλημα και τους εγκληματίες, γίνεται ξεκάθαρο ότι η ταινία είναι μία από τις κύριες πηγές μέσα από την οποία οι άνθρωποι αντλούν τις ιδέες τους για τη φύση του εγκλήματος» (Rafter, 2007: 403-420).
Η σχέση των ταινιών με θέμα το έγκλημα με την ιδεολογία, με κάποιες πτυχές σκέψης και την πραγματική συμπεριφορά, φωτίζεται από την εργασία της κοινωνιολογίας της κουλτούρας και του πολιτισμού. Στα μέσα της δεκαετίας του 80, οι κοινωνιολόγοι άρχισαν να απορρίπτουν την παραδοσιακή θέαση του πολιτισμού ως ενός ενιαίου σώματος απόψεων, συνηθειών, εθίμων, στόχων και θεσμών, το οποίο γίνεται αποδεκτό σχεδόν ομοιόμορφα από όλα τα μέλη μίας ομάδας. Αντ’ αυτού υιοθετούν μια οπτική της κουλτούρας ως μιας αποθήκης ή «ενός κιβωτίου εργαλείων», αυτό που ο κοινωνιολόγος Paul Di Maggio ορίζει ως , «….ένα σακούλι από πιθανότητες και καταλήξεις: ένα πότ-πουρί από διαμεσολαβημένες αναπαραστάσεις, ένα ρεπερτόριο τεχνικών» (Di Maggio, 1997: 267).
Αυτή η νέα άποψη προσδοκά ότι τα άτομα και οι ομάδες θα ερμηνεύουν τις ταινίες διαφορετικά, ότι οι ερμηνείες τους θα ποικίλουν μέσα στο χρόνο και ότι οι θεατές θα παίρνουν από τις ταινίες διαφορετικά ψήγματα από πολιτισμικές πληροφορίες (Rafter, 2006: 4). Αν και η νέα κοινωνιολογία της κουλτούρας δεν πραγματεύεται τις κινηματογραφικές ταινίες άμεσα, αφήνει να εννοηθεί ότι οι ταινίες παρέχουν ψήγματα πολιτισμού και ότι αυτός ο πολιτισμός δύναται να βρεθεί τόσο στα «κεφάλια» των μεμονωμένων θεατών όσο και στην ευρύτερη συλλογική συνείδηση. Επιπλέον προτείνει να χρησιμοποιούμε αυτά τα πολιτισμικά ψήγματα επιλεκτικά, διαλέγοντας μερικά για να
154
κατασκευάσουμε αυτό που η κοινωνιολόγος Ann Swidler αποκαλεί «στρατηγικές ενέργειας» (Swidler, 1986: 273-286). Σε αυτές τις στρατηγικές ενέργειας είναι που βρίσκουμε τη σύνδεση ανάμεσα στον πολιτισμό και τη συμπεριφορά. Βασιζόμενοι λοιπόν στην Swidler και σε άλλους θεωρητικούς που εντρυφούν στο συγκεκριμένο θέμα, μπορούμε επομένως να συνοψίσουμε ότι οι ταινίες εγκλημάτων είναι πηγές πολιτισμού προσιτές και διαθέσιμες σε όλους, συμπεριλαμβανομένων και των εγκληματιών που αντλούν από αυτές πληροφορίες για το πώς να «είναι» εγκληματίες. Η πολιτισμική εγκληματολογία βασιζόμενη στα παραπάνω αναδύεται ως ένα νέο παράδειγμα έρευνας που στοχεύει στην κατανόηση του πώς οι κοινωνικές ομάδες αντιλαμβάνονται και δημιουργούν τη γνώση τους για το έγκλημα (Ferrell and Sanders, 1995). Λαμβάνοντας υπόψη τις δημιουργικές διεργασίες και τις συναισθηματικές επιρροές καθώς επίσης και τις ίδιες τις παράνομες συμπεριφορές, η πολιτισμική εγκληματολογία προσεγγίζει το έγκλημα ως μία πηγή, εκείνη την πηγή που παράγει τις εικόνες του εγκλήματος στα ΜΜΕ, της αιτιολόγησής του και του ελέγχου του. Η πολιτισμική εγκληματολογία, μέσα από τα λόγια δύο θιασωτών της, «…..προσπαθεί να κατανοήσει έναν κόσμο στον οποίο ο δρόμος γράφει τα σενάρια στην οθόνη και η οθόνη γράφει τα σενάρια του δρόμου» (Hayward and Young, 2004: 259-273).
Η πολιτισμική εγκληματολογία υπογραμμίζει επίσης την έλξη που ασκεί η παρανομία και την ευχαρίστηση που απορρέει από το απαγορευμένο.
Από όλες αυτές τις απόψεις λοιπόν, υπόσχεται να
επεκτείνει και να αναζωογονήσει το έδαφος της παραδοσιακής εγκληματολογίας μέσα από τη μελέτη και την ανάλυση προϊόντων πολιτισμού, όπως είναι οι κινηματογραφικές ταινίες. Η πολιτισμική
155
εγκληματολογία είναι τοποθετημένη ορθά ώστε να ενθαρρύνει τις ανταλλαγές ιδεών μεταξύ των ειδικών των κινηματογραφικών ταινιών και των εγκληματολόγων, εκπληρώνοντας την υπόσχεσή της να διευρύνει τη μελέτη «…..όχι μόνο των εικόνων αλλά των εικόνων των εικόνων, της αίθουσας με τους ατελείωτους αναπαραστατικούς καθρέφτες» (Ferrell and Sanders, 1995).
Μπορούμε να ανακαλύψουμε αμέτρητες περιπτώσεις όπου οι ταινίες ευρύτερα και πιο ειδικά οι ταινίες με θέμα το έγκλημα και η καθημερινή ζωή απεικονίζουν ατέλειωτα η μια την άλλη, σχηματίζοντας ακολουθίες εικόνων που αντιγράφουν η μια την άλλη, αποκαλύπτοντας τους τρόπους με τους οποίους ο εαυτός μας και οι ταινίες αλληλοδιαπερνούν το ένα το άλλο. Έτσι θα ήμαστε περισσότερο ικανοί να προσέξουμε τους εαυτούς μας να βλέπουν κάτι. Πιο ειδικά, η πολιτισμική εγκληματολογία βασισμένη στις προοπτικές των πολιτισμικών μελετών, της μεταμοντέρνας θεωρίας, της κριτικής θεωρίας, και της κοινωνιολογίας της διαντίδρασης και αντλώντας στοιχεία από την εθνογραφική μεθοδολογία ανάλυσης των κειμένων και των μέσων μαζικής επικοινωνίας, τονίζει θέματα εικόνας, νοήματος, και αναπαράστασης στην αλληλεπίδραση του εγκλήματος και στον ελέγχου του (Ferrell, 1997: 395). Ερευνά τους πολλούς τρόπους με τους οποίους οι πολιτισμικές δυναμικές εμπλέκονται με τις εγκληματικές πρακτικές και τον έλεγχο του εγκλήματος στη σύγχρονη κοινωνία∙ με άλλα λόγια, η πολιτισμική εγκληματολογία δίνει έμφαση στην κεντρικότητα του νοήματος και της αναπαράστασης στην κατασκευή του εγκλήματος ως εφήμερου γεγονότος, ως - υποπολιτισμικής προσπάθειας και ως κοινωνικού ζητήματος. Κάτω από αυτή την οπτική, το κατάλληλο θέμα μελέτης στην εγκληματολογίας υπερβαίνει τις παραδοσιακές ιδέες αντιλήψεις για το έγκλημα και για την εγκληματογένεση, ώστε να
156
περιλάβει εικόνες παράνομων συμπεριφορών και συμβολικών επιδείξεων της εφαρμογής του νόμου∙ κατασκευές του εγκλήματος και της εγκληματικής συμπεριφοράς που προέρχονται από τον λαϊκό πολιτισμό (popular culture)∙ και τα κοινά συναισθήματα
που κινητοποιούν
εγκληματικά γεγονότα, προσλήψεις της εγκληματικής απειλής και τις προσπάθειες για έλεγχο του εγκλήματος. Αυτή η ευρύτερη πολιτισμική οπτική, οι πολιτισμικοί εγκληματολόγοι διατείνονται, επιτρέπει στους μελετητές και στο κοινό να αντιληφθούν καλύτερα το έγκλημα ως μία ανθρώπινη δραστηριότητα με νόημα και να εισχωρήσουν πιο βαθιά στα αμφισβητούμενες πολιτικές του ελέγχου του. Σε ένα θεμελιώδες επίπεδο η πολιτισμική εγκληματολογία με αυτό τον τρόπο ενσωματώνει τις γνώσεις της εγκληματολογίας της κοινωνιολογικής κατεύθυνσης, προσανατολισμένη στην εικόνα και στο μοντέλο που προσφέρεται από το επιστημονικό πεδίο των πολιτισμικών σπουδών. Μέσα από αυτή την ευρεία σύγκλιση της εγκληματολογικής και πολιτισμικής σκέψης, η πολιτισμική εγκληματολογία αναδύθηκε από μία
περισσότερο
περίπλοκη
σύγκλιση
της
κοινωνιολογίας,
της
εγκληματολογίας με την πολιτισμική ανάλυση. Στις μέρες μας, οι πολιτισμικοί εγκληματολόγοι έχουν αρχίσει να ενοποιούν στις εργασίες τους λογικές από τον μεταμοντερνισμό και τον καταργητισμό και εργαζόμενοι επάνω στο «συμβολικό», στη συμβολική αλληλεπίδραση, άρχισαν να ερευνούν την κυκλική κίνηση των εικόνων, την αίθουσα με τους
αναπαραστατικούς
καθρέφτες,
που
όλο
και
περισσότερο
προσδιορίζει την πραγματικότητα του εγκλήματος και της δικαιοσύνης. (Hayward, Morrison and Presdee, 1998: 259-273, Crime, Media, Culture: An International Journal, 1999). Με τον ίδιο τρόπο που το θεωρητικό πλαίσιο της πολιτισμικής εγκληματολογίας βρίσκεται στο πεδίο των πολιτισμικών σπουδών, της
157
κριτικής θεωρίας και της θεωρίας της διαντίδρασης, ανάλογα και οι μέθοδοι που ακολουθεί βασίζονται στο νατουραλιστικό case study (εθνογραφικές μεθόδους). Οι πολιτισμικοί εγκληματολόγοι έχουν ενσωματώσει και χρησιμοποιούν μία ποικιλία μεθόδων ανάμεσα στις οποίες βρίσκονται η κειμενική, η σημειωτική και η εικονική ανάλυση. Ενώ ερευνούν τα καθημερινά νοήματα του εγκλήματος και του ελέγχου του, οι πολιτισμικοί εγκληματολόγοι έχουν με αυτό τον τρόπο προσπαθήσει πολύ να επισυνάψουν αυτά τα ευρισκόμενα νοήματα μέσα στα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο. Σε έναν σύγχρονο κόσμο που είναι φτιαγμένος από την ατέρμονη κυκλοφορία εικόνων και συμβόλων, για παράδειγμα οι συμβατικοί δυϊσμοί του «αληθινού - πραγματικού» και της «αναπαράστασης» φαίνεται να έχουν όλο και λιγότερο νόημα – και έτσι η πολιτισμική εγκληματολογία δίνει έμφαση στη διαπερατότητα των εικόνων καθώς ρέουν ανάμεσα στα μέσα μαζικής επικοινωνίας και στις εγκληματικές υποκουλτούρες, και στα όργανα ελέγχου του εγκλήματος και, ομοίως, τον πρωτεύοντα ρόλο της εικόνας και της ιδεολογίας στην κατασκευή της εικόνας του εγκλήματος και των πολιτικών και πρακτικών ελέγχου του εγκλήματος. Ακολουθώντας αυτή τη γραμμή της ανάλυσης, η πολιτισμική εγκληματολογία προτείνει ότι η καθημερινή ποινική δικαιοσύνη έχει γίνει στις μέρες μας με πολλούς τρόπους ένα θέμα ενορχηστρωμένης δημόσιας έκθεσης και μία προοδευτική αστυνόμευση των προσλήψεων του κοινού σχετικά με θέματα εγκλήματος και εγκληματικής απειλής. Αλλαγές, όπως και αυτή, φαίνεται να αντικατοπτρίζουν διαδοχικά και άλλες διαστάσεις της σύγχρονης ζωής, ανάμεσα στις οποίες είναι η ανάδυση μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της εικόνας και της κατανάλωσης, την ένταση ανάμεσα στα τελευταία σύγχρονα μοντέλα της κοινωνικής ενσωμάτωσης και του κοινωνικού αποκλεισμού και τις αβέβαιες δυναμικές της προσωπικής και
158
της πολιτισμικής ταυτότητας μέσα σε αυτές τις διευθετήσεις (Young, 1997: 389-414). Μέσα
από
τη
θεωρητική
τους
εργασία
οι
πολιτισμικοί
εγκληματολόγοι έχουν ρητά αμφισβητήσει τις συμβατικές πρακτικές της εγκληματολογίας και της ποινικής δικαιοσύνης σε δύο μέτωπα. Η πρώτη αμφισβήτηση αναφέρεται στην περιοχή των μεθόδων και τρόπων δράσης τους. Κατευθύνοντας την πολιτισμική κριτική τους στις πρακτικές της σύγχρονης
εγκληματολογίας
και
της
ποινικής
δικαιοσύνης,
οι
πολιτισμικοί εγκληματολόγοι επεσήμαναν έναν τρόπο γραφής που δίνει προτεραιότητα στην κομψότητα και τις υποσχέσεις, μία κουλτούρα κοινωνικής επιστήμης «αμερόληπτης συσκότισης», που ενεργεί με τέτοιον τρόπο ώστε να διατηρήσει μία επίφαση αντικειμενικής ουδετερότητας. Σε αντιδιαστολή, οι πολιτισμικοί εγκληματολόγοι επισήμαναν
το
επικίνδυνο
τέτοιου
είδους
κωδίκων
πολιτικών
αναπαραστάσεων – κωδίκων που λειτουργούσαν τόσο στην ιστορική ανάδυση της εγκληματολογίας όσο και στη σύγχρονη άνοδο της ποινικής δικαιοσύνης, ως επιδείξεις - δείκτες πολιτισμού που καλύπτουν τις διανοητικές συμμαχίες με τις πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις. Σχετικά, οι πολιτισμικοί εγκληματολόγοι έχουν επισημάνει το ρόλο αυτής της άρρηκτης εγκληματολογικής κουλτούρας στην εξυγίανση εκείνου που διαφορετικά θα παρουσιαζόταν το πιο δεσμευτικό κύριο θέμα: έγκλημα, βία, ενοχή, παράβαση. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι πολιτισμικοί εγκληματολόγοι επιχείρησαν να ανανεώσουν το εγχείρημα της εγκληματολογίας και να διατηρήσουν κάτι από τον ανθρωπιστικό της προσανατολισμό, μέσα από τρόπους και μεθόδους έρευνας και παρουσίασης, σχεδιασμένων για δέσμευση και αποτέλεσμα. Σύμφωνα με το ύφος και τη λεπτή διαφορά που προσφέρεται από την εθνογραφική έρευνα, η πολιτισμική εγκληματολογία περιέλαβε την ανάπτυξη
159
βιογραφικών και αυτοβιογραφικών τρόπων γραφής, την ενσωμάτωση υποβλητικών χρονογραφημάτων αντλούμενων από το λαϊκό πολιτισμό, και τον συνυπολογισμό οπτικών υλικών και ανάλυσης οπτικών ντοκουμέντων. Αυτές οι μέθοδοι και οι τρόποι, επισημαίνουν οι πολιτισμικοί
εγκληματολόγοι,
προσφέρουν
έναν
πιο
ειλικρινή
απολογισμό της ανάμειξης των εγκληματολόγων με τις πολιτικές του εγκλήματος και του ελέγχου του. Η δεύτερη αμφισβήτηση των πολιτισμικών εγκληματολόγων είχε κατεύθυνση το χώρο της θεωρίας και της μεθόδου. Οι πολιτισμικοί εγκληματολόγοι υποστηρίζουν ότι οι μέθοδοι διεξαγωγής εκτιμητικών ερευνών και η ανάλυση ποσοτικών δεδομένων – κυρίαρχοι τρόποι έρευνας
της
θετικιστικής
(αντικειμενιστικής)
κουλτούρας
της
εγκληματολογίας και της ποινικής δικαιοσύνης – παραμένουν κυρίαρχοι όχι μόνον εξαιτίας της εσωτερικής τους μελετητικής αξίας, αλλά και εξαιτίας της μεγάλης χρησιμότητας τους στη δημιουργία του τύπου των δεδομένων που είναι απαραίτητα για τη διαχείριση του συστήματος απονομής
της
ποινικής
δικαιοσύνης.
Στην
πραγματικότητα,
οι
πολιτισμικοί εγκληματολόγοι εγείρουν αντιρρήσεις διότι τέτοιοι τρόποι έρευνας παραμένουν χρήσιμοι μόνο μέσα σε αυτό το διαχειριστικό πλαίσιο, γιατί είναι άνευ νοήματος, και αυτό γιατί αντλούν από το έγκλημα το εγκατεστημένο νόημά του και τον θελκτικό συμβολισμό, αφήνοντας πίσω μόνο τα κατάλοιπα της στατιστικής ανάλυσης. Παρομοίως, η θεωρία της ορθολογικής επιλογής και παρεμφερείς εγκληματολογικές θεωρίες, δομημένες πάνω στις υποθέσεις της εργαλειακής λογικής, χάνουν, από την οπτική της πολιτισμικής εγκληματολογίας, την ουσία της καθημερινής εγκληματικότητας: την ικανοποίηση, την πρόκληση, το θυμό και τη διακινδύνευση. Όπως και άλλες απλουστευτικές προσεγγίσεις, τέτοιες θεωρίες μπορεί να στηρίζουν
160
ισχυρισμούς για ατομική ευθύνη και τιμωρητική δικαιοσύνη και μέσα σε αυτό το πλαίσιο να βρίσκουν καταφύγιο οι τρέχουσες πρακτικές της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά δύσκολα μπορούν να ερμηνεύσουν την εγγενή αισθησιακότητα, τον παραλογισμό και την ασάφεια του ίδιου του εγκλήματος (Ferrell, 2000). Καταλήγοντας θα λέγαμε ότι προερχόμενη από την κριτική εγκληματολογία, η πολιτισμική εγκληματολογία με τις πρακτικές και τους στόχους της είναι μία σύγχρονη εναλλακτική εγκληματολογία. Με τις αρχές της να εμφορούνται από διαφορετικές σχολές και με την έμφαση να δίνεται στο νόημα, στη διαμεσολαβημένη αναπαράσταση και στον τρόπο μεθόδου και δράσης, μπορεί ο εγκληματολογικός αυτός τρόπος σκέψης να προσφέρει αφενός μεν την πιθανότητα σημαντικής εξάπλωσης της αναλυτικής εμβέλειας αφετέρου δε το ουσιαστικό πεδίο δράσης μελλοντικών μελετητών της εγκληματικής συμπεριφοράς. -. Βιβλιογραφία Brisset D., και Edgley C. (eds), Life as Theatre: A Dramaturgical Sourcebook, 2nd ed, Aldine de Cruyter, New York 1990. Brown M., Penological Crisis in America: Finding Meaning in Imprisonment PostRehabilitation, Phd diss., Indiana University 2003. Burstein M., «Epistemology and the Philosophy of Cinema» στον Stoehr, K. L., Introduction: Integrating Images and Ideas, McFarland & Company, Inc., Publishers, Jefferson, North Carolina and London 2002. Chermak S., Searching for a Demon: The Media Construction of the Militia Movement, Boston, MA: Northeastern University Press, 2002. Crime, Media, Culture: An International Journal, Sage, London 1999. Di Maggio P., Culture and Cognition, Annual Review of Sociology 23, 1997. Ferrell J., and Sanders C. R. (eds), Cultural Criminology, Boston, Northeastern University Press, 1995. Ferrell J., Cultural Criminology, Annual Review of Sociology, 25 (1), 1997.
161 Ferrell J., Cultural Criminology, Blackwell Encyclopedia of Sociology, 2000. Ferrell J., Hayward K., Morrison W. and Presdee M., (eds) Cultural Criminology: Some Notes on the Script. ‘’Theoretical Criminology’’ 8 (3), 1998. Hayward K., and Young J., Cultural Criminology: Some notes on the Script, Theoretical Criminology 8 (3) 2004. King N., Heroes in Hard Times: Cop Action Movies in the U.S. Philadelphia, PA: Temple University Press 1999. Krackauer S., Η θεωρία του κινηματογράφου, Κάλβος, Αθήνα 1977. Leitch T., Crime Films: Genres in American Cinema, Cambridge University Press, Cambridge 2002. O’ Brien et al., The Spectacle of Fearsome Acts: Crime in the Melting Plot in Gangs of New York’, Critical Criminology 13 (1) 2005. Rafter N., Crime, Film and Criminology: Recent Sex-Crime Movies, Theoretical Criminology 11(3) 2007. Rafter N., Shots in the Mirror: Crime Films and Society, 2nd ed., New York: Oxford University Press 2006. Rafter Ν., Badfellas, in Freeman Michael (ed.) Law and Popular Culture, Oxford: Oxford University Press 2005. Swidler A., Culture in action: Symbols and Strategies, American Sociological Review 51, 1986. Tzanelli R., Yar M., and O’ Brien M., Exploring Crime in the American Cinematic Imagination, Theoretical Criminology 9 (1), 2005. Young J., Merton with energy, Katz with structure: The sociology of vindictiveness and the criminology of transgression, ‘’Theoretical Criminology’’ 7 (3), 1997.
3.- Από το παρελθόν στο παρόν. Η πλούσια παραγωγή αλλά και η αξιοσημείωτη ποιότητα των ταινιών εγκλημάτων που χαρακτηρίζονται σαν “γκανγκστερικές”
162
(gangster films), σαν
“ταινίες με κατά συρροή δολοφόνους” (Serial
Killer films) και σαν “ταινίες φυλακής” (Prison films) θεωρούμε πως μας επιβάλλουν μία ξεχωριτή ιστορική αναδρομή στα είδη αυτά.
α.- Οι γκανγκστερικές ταινίες
της Μαρίας Μπαρπάτση Η εγκληματικότητα στις Η.Π.Α. του 19ου αιώνα σχετίζονταν με τους παράνομους στην Άγρια Δύση∙ ληστές όπως ο Τζέσε Τζέιμς και ο Μπουτς Κάσιντι, θεωρήθηκαν λαϊκοί ήρωες, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τις συμμορίες “Hole-in-the-Wall” και “Wild Bunch”. Όμως στα ανατολικά, στις μεγάλες πόλεις, με την αύξηση του πληθυσμού των μεταναστών, συμμορίες όπως οι Dead Rabbits, Shirt Tails, Plug Uglies και Roach Guards πολεμούσαν μεταξύ τους για τον έλεγχο των περιοχών στους δρόμους της Νέας Υόρκης, όπως περιγράφει η ταινία του Σκορσέζε Συμμορίες της Νέας Υόρκης (Gangs of New York, 2002). Ανάμεσα στις συμμορίες των δρόμων της Νέας Υόρκης κυριαρχούσαν οι κοινότητες των Ιρλανδών, των Ιταλών και των Κινέζων μεταναστών∙ οι Κινέζοι μετανάστες έφεραν μαζί τους και τις Κοινωνίες των Τριάδων, που μετέπειτα ονομάστηκαν Τονγκ, απόκρυφες αιρέσεις με θρησκευτικές ρίζες, οι οποίες απέκτησαν πρόσβαση σε αυτές τις αναπτυσσόμενες πόλεις. Όταν το έγκλημα έγινε πιο οργανωμένο, στις αρχές του 20ού αιώνα, απέκτησε και μεγαλύτερη δύναμη. Με τον πουριτανικό νόμο της Ποταπαγόρευσης του 1920, η πώληση και η κατανάλωση του αλκοόλ γίνονταν από τον υπόκοσμο και οι εγκληματίες και οι λαθρέμποροι ευδοκιμούσαν. Οι Ιρλανδοί και οι Ιταλοί συγκρούονταν για τον έλεγχο
163
της Νέας Υόρκης και του Σικάγου. Μάλιστα, στο Σικάγο έλαβε χώρα η μεγαλύτερη γκαγκστερική θηριωδία, τέσσερα χρόνια μετά τον Πόλεμο της Μπίρας. Στις 14 Φεβρουαρίου του 1929, ο Αλ Καπόνε («Δημόσιος κίνδυνος Νο1») προσέλαβε πέντε πιστολάδες, κάποιοι από τους οποίους ήταν μεταμφιεσμένοι σε αστυνομικούς και οι οποίοι γάζωσαν με σφαίρες επτά Ιρλανδούς γκάνγκστερς. Τα θύματα ανήκαν στη συμμορία North Siders του Μπαγκς Μοράν. Είχαν συγκεντρωθεί στην αποθήκη που ο Μοράν χρησιμοποιούσε για το λαθρεμπόριό του, στην οδό Νορθ Κλαρκ, προκειμένου να σχεδιάσουν τον αφανισμό του Αλ Καπόνε, όταν χτύπησαν οι δολοφόνοι. Ως αποτέλεσμα της Σφαγής της Ημέρας του Αγίου
Βαλεντίνου,
ο
Σικελός
γκάνγκστερ
«Λάκι»
Λουτσιάνο
δημιούργησε την ομάδα «Murder Incorporated», μια ομάδα μέσα στους κόλπους του οργανωμένου εγκλήματος με τους δικούς της κανόνες, η οποία σκότωνε εκείνους τους μαφιόζους που παραβίαζαν τον κώδικα της «σιωπής». Τα μέλη της ομάδας πίστευαν ότι έκαναν χάρη στην πόλη. Όπως λέει ο ανερχόμενος γκάνγκστερ που υποδύεται ο Τζέιμς Γουντς στην ταινία Κάποτε στην Αμερική (Once Upon a Time in America, 1984), όταν του είπαν ότι το είδος του εγκλήματος που εφάρμοζε ήταν μια αρρώστια, απάντησσε πως, : «Η χώρα αυτή βρίσκεται ακόμα στην ανάπτυξή της… μερικές αρρώστιες είναι καλύτερα να τις περνάει κανείς όσο είναι νέος». Α.- Δεκαετία του 1930 Η δεκαετία του 1930 αποτέλεσε το αποκορύφωμα για τις γκανγκστερικές ταινίες, με επικεφαλής την Warner Bros Studios. Μέχρι τότε υπήρχε μια σημαντική βωβή ταινία εγκλήματος, του σκηνοθέτη Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ που διαδραματιζόταν στο Σικάγο με τίτλο Underworld (Οι Νύχτες του Σικάγου) (1927). Στη Γερμανία, ο Φριτζ Λανγκ είχε σκηνοθετήσει την ταινία M (Ο Δράκος του Ντύσελντορφ) (1931), όπου ο υπόκοσμος και το τμήμα ανθρωποκτονιών του Βερολίνου
164
ενώνουν τις δυνάμεις τους προκειμένου να εντοπίσουν έναν δολοφόνο παιδιών, τον οποίο υποδύεται ο Πίτερ Λόρι. Ο αρχικός τίτλος της ταινίας ήταν Murderers Among Us (Δολοφόνοι Ανάμεσά μας), αλλά ο τίτλος άλλαξε όταν οι Ναζί αισθάνθηκαν ότι αναφερόταν στη διείσδυσή τους στη γερμανική κοινωνία. Ο δολοφόνος περιγράφεται ως «κίνδυνος που συχνά κρύβεται πίσω από μια φιλική μάσκα», και η αίσθηση της παράνοιας, καθώς ο φόνος και οι υποψίες εξαπλώνονται σ’ ολόκληρη την πόλη
σαν
επιδημία,
ζωντανεύει
παραστατικά
την
απεικόνιση
εγκληματικότητας των πόλεων, από τον Λανγκ. Όμως με την έλευση του ήχου, το κινηματογραφικό αυτό είδος που εστίαζε στα τοπικά θέματα της λαθρεμπορίας, του εκφοβισμού, του πολέμου ανάμεσα στις συμμορίες, των απαγωγών και των φόνων απογειώθηκε πραγματικά στις Η.Π.Α. Το πιο μοδάτο είδος ταινιών εκείνη την εποχή ήταν οι ταινίες εγκλήματος που είχαν να κάνουν με το Μπρόντγουεϊ, οι οποίες αναφέρονταν στις σχέσεις ανάμεσα στον υπόκοσμο και στον κόσμο του θεάτρου. Η σχετικά πρόσφατη προσθήκη του ήχου έδωσε τη δυνατότητα στο κοινό να ακούσει τα μουσικά νούμερα σε ταινίες όπως οι : The Lights of New York (Τα Φώτα της Νέας Υόρκης) (1928), Tenderloin (1928 – η οποία είχε να κάνει με λαθρεμπόρους και όχι με δολοφόνους), Broadway (1929), Broadway Thru a Keyhole (1933), στο οποίο τα κορίτσια της χορωδίας ανεβαίνουν τη σκάλα προς το καλλιτεχνικό στερέωμα με τη συνοδεία μαφιόζων. Την επιρροή αυτών των πρώϊμων γκανγκστερικών μιούζικαλ μπορεί να τη διαπιστώσει κανείς σε ολόκληρη την πορεία των ταινιών εγκλήματος: Στην ταινία The Girl Can’t Help It (1956), για παράδειγμα, η Τζέιν Μάνσφιλντ παίζει την παράφωνη φιλενάδα ενός γκάνγκστερ, την οποία ο μαφιόζος Έντμοντ Ο’Μπράιεν πιστεύει ότι μπορεί να μεταμορφώσει σε αισθησιακή τραγουδίστρια. Όμως, στη δεκαετία του 1930, τρεις ταινίες εγκλήματος γρήγορα εδραίωσαν μια πιο σκληρή πλευρά του είδους και εξασφάλισαν την
165
παγκόσμια δημοτικότητά του. Η καθεμία από αυτές περιέγραφε την εκπληκτική άνοδο και τη δραματική πτώση ενός εγκληματία και όλες τους έκαναν σταρ τους πρωταγωνιστές τους. Ο Έντουαρντ. Τζ. Ρόμπινσον πρωταγωνίστησε ως Σίζαρ Ενρίκο Μπαντέλο, με το ψευδώνυμο Ρίκο στην ταινία Ο Άρχων του Εγκλήματος (Little Caesar, 1930). Το φιλμ τελειώνει με τον θάνατο του Ρίκο στα σκαλιά της εκκλησίας και την κλασική τελευταία του ατάκα: «Παναγία μου… αυτό είναι το τέλος του Ρίκο;». Ο χαρακτήρας του Ρίκο βασίστηκε στον Αλ Καπόνε, ο οποίος την ίδια χρονιά καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή∙ προς υπεράσπισή του είπε ότι δεν πίστευε ότι θα έπρεπε να πληρώνει φόρους για τα παράνομα έσοδά του. Το δεύτερο, και καλύτερο, από τα τρία φιλμ ήταν ο Εχθρός της Κοινωνίας (Public Enemy, 1931) του Γουίλιαμ Α. Γουέλμαν, με τον Τζέιμς Κάγκνεϊ να υποδύεται τον Ιρλανδό σκληροτράχηλο Τομ Πάουερς, χαρακτήρα ο οποίος βασίστηκε εν μέρει στον Ντιόν Ο’Μπάνιον, συνεργάτη του Μπάγκσι Μοράν. Και αυτή η ταινία ολοκληρώθηκε με το θάνατο του κακοποιού: το χειροπόδαρα δεμένο πτώμα του Πάουερς παραδίδεται στο κατώφλι της μητέρας του. Το τρίτο και πιο αντιφατικό από τα τρία φιλμ ήταν ο Σημαδεμένος, Η Ντροπή Ενός Έθνους (Scarface, Shame of a Nation, 1932), του σκηνοθέτη Χάουαρντ Χοκς με τον Πολ Μούνι να υποδύεται τον Τόνι Καμόντε και τον Τζορτζ Ραφτ στο ρόλο του πιστού του συντρόφου Γκουίντο Ρινάλντο. Βασισμένο στο μυθιστόρημα του Armitage Traill και σε σενάριο των Ben Hecht W.R. Burnett παρουσιάστηκε ως μια ακόμα συγκαλυμμένη βιογραφία του Αλ Καπόνε. Ο Χοκς είχε προβλήματα με τους λογοκριτές σχετικά με τη βία της ταινίας (μια εκδοχή της τελειώνει με τον απαγχονισμό του Καμόντε) και η προβολή της στις αίθουσες αναβλήθηκε για ένα χρόνο. Ο Hecht δέχτηκε την επίσκεψη των πρωτοπαλήκαρων του Καπόνε, οι οποίοι είχαν ακούσει ότι η ιστορία αφορούσε το αφεντικό τους. Ο Hecht κατάφερε να
166
τους πείσει ότι η ιστορία ήταν βασισμένη σε άλλους μαφιόζους και ο τίτλος «Σημαδεμένος» ήταν απλός ένα κόλπο για να προσελκύσει τους θεατές. Στον Αλ Καπόνε μάλιστα, άρεσε τόσο πολύ η ταινία που αγόρασε και τη δική του κόπια. Με την επιτυχία των τριών αυτών ταινιών, ακολούθησαν πολλές μιμήσεις, αν και λίγες ήταν ισάξιές τους. Σε αντίθεση με τους αντιμαχόμενους ήρωες και κακοποιούς της Άγριας Δύσης, οι κακοί γκάνγκστερς ήταν εντελώς ανήθικοι: η βία είναι ύπουλη και η προδοσία συνηθισμένο φαινόμενο. Ο κώδικας τιμής που υπήρχε στις ταινίες για την Άγρια Δύση απουσιάζει εντελώς από τις ταινίες εγκλήματος. Ο θάνατος προέρχεται από πισώπλατη μαχαιριά ή από ενέδρα, και στη ζούγκλα της πόλης δεν υπάρχουν κανόνες. Αποτελούσε ειρωνεία το γεγονός ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1930 οι άντρες αυτοί θεωρούνταν ήρωες. Τα επόμενα χρόνια ο Τζέιμς Κάγκνεϊ γύρισε δύο ακόμα ταινίες, που σήμερα θεωρούνται κλασικές. Η πρώτη, Κολασμένες Ψυχές (Angels With Dirty Faces, 1938), αποτελεί μια από τις πιο δημοφιλείς του ταινίες. Πρόκειται για μια ιδιαίτερα ηθική εκδοχή της ιστορίας «ανόδου και πτώσης», στο τέλος της οποίας ο πρωταγωνιστής πεθαίνει στην ηλεκτρική καρέκλα. Στη συνέχεια, ο Κάγκνεϊ γύρισε την ταινία Η Πόλη του Αίματος (The Roaring Twenties, 1939). Θέμα της ταινίας ο τρόπος με τον οποίο οι οικονομικοί παράγοντες και η ανεργία που ακολούθησαν τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο ώθησαν τους άντρες στο έγκλημα. Την περίοδο εκείνη, το μετέπειτα είδωλο των ταινιών εγκλήματος Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ έκανε τις πρώτες του εμφανίσεις σε δεύτερους ρόλους στις ταινίες της Warner Το Απολιθωμένο Δάσος (The Petrified Forest, 1936) και Η Πόλη του Αίματος (The Roaring Twenties, 1939), πάντα στη σκιά του πρωταγωνιστή, γεγονός που τον πίκραινε ιδιάιτερα. Υπήρχαν επίσης πολλές παρωδίες του είδους, όπως οι ταινίες Lady Killer (1933) και Ένα
167
Ασήμαντο Έγκλημα (A Slight Case of Murder, 1938), όπου οι Κάγκνεϊ και Ρόμπινσον
αντίστοιχα
διακωμωδούν
τη
δική
τους
εικόνα
ως
γκάνγκστερς, ενώ ο Μπάστερ Κίτον γύρισε την ταινία What? No Beer? (1933), μια παρωδία με θέμα τους λαθρεμπόρους. Μετά την επιτυχία των ταινιών Αδιέξοδο (Dead End, 1937) και Κολασμένες Ψυχές (Angels With Dirty Faces, 1938), η τσακαλοπαρέα με το όνομα Dead End Kids ξεκίνησε τη μόδα των ταινιών σχετικά με τις νεανικές
συμμορίες.
Αυτές
κυμαίνονταν
από
δράματα
έως
χοντροκομμένες κωμωδίες και κωμικές ταινίες τρόμου. Μιμητές της παρέας Dead End Kids αποτελούσαν η σειρά «Little Tough Guy» (Little Tough Guy − 1938, Code of the Streets − 1939, You’re Not so Tough − 1940 και έξι ακόμα περιπέτειες), η East Side Kids (με 22 ταινίες όπως η Spooks Run Wild – 1941) και η Bowery Boys (που γύρισαν 48 ταινίες από το 1946 έως το 1958). Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 και μετά, και εξαιτίας της αυστηρής λογοκρισίας, εμφανίστηκαν στη μεγάλη οθόνη οι κυβερνητικοί πράκτορες (G-men, government agents) προκειμένου να χαλιναγωγήσουν τη δύναμη των γκάνγκστερ, με επικεφαλής τον Κάγκνεϊ στο ρόλο του Τζέιμς “Brick” Davies στην ταινία G-Men (Νύχτες Αγωνίας) η οποία ήταν βασισμένη στο βιβλίο «Public Enemy No. 1» του Γκρέγκορι Ρότζερς. Η ταινία βγήκε στις αίθουσες τον Απρίλιο του 1935, αποτέλεσε μεγάλη εμπορική επιτυχία και ακολούθησαν πολλές συνέχειες και ανάλογές της ταινίες όπως οι : Public Hero Number One (1935), Counterfeit (1936 – με την εμφάνιση των πρακτόρων του υπουργείου οικονομικών T-men), Trapped by G-Men (1937), When G-Men Step In (1937) και Border G-Man (1938). Β.- Δεκαετία του 1940 Όπως όλοι οι ήρωες από τον Τσάρλι Τσαν έως τον Τζιν Ότρι (Gene Autry), έτσι και κατά τη διάρκεια των χρόνων του πολέμου, οι
168
κινηματογραφικοί αστυνομικοί συνήθως μάχονταν τους Ναζί και όχι τους συνηθισμένους αντιπάλους τους, τους γκάνγκστερς. Αξιοσημείωτες αστυνομικές ταινίες ήταν οι ταινίες T-Men (1948) και Border Incident (1949) του σκηνοθέτη Άντονι Μαν. Παρ’ όλα αυτά, οι γκανγκστερικές ταινίες έκαναν την επάνοδό τους. Μερικά από τα πιο τρανταχτά παραδείγματα αποτελούν οι ταινίες Lady Scarface (1941), Johnny O’Clock (1947) και Dillinger (1945), με πρωταγωνιστή τον Λόρενς Τίρνεϊ (Lawrence Tierney), που μετέπειτα κράτησε τον ρόλο του αφεντικού στην ταινία Reservoir Dogs (1992). Το 1949 ο Τζέιμς Κάγκνεϊ παίζει τον πιο σημαντικό ρόλο της καριέρας του, εκείνον του Κόντι Τζάρετ στην ταινία Ο Μεγάλος Αμαρτωλός (White Heat, 1949). Μαζί με την οικονομική ύφεση και την απαισιοδοξία που έφερε ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος αυξήθηκε η δημοτικότητα ενός άλλου κινηματογραφικού είδους, του φιλμ νουάρ, στο οποίο πρωταγωνιστούν το μυστήριο, οι στοιχειωμένοι αντιήρωες και οι μοιραίες γυναίκες (femmes fatales). Ο βασικός αντρικός ρόλος στα φιλμ νουάρ ήταν πολλές φορές κάποιος ιδιωτικός ερευνητής ή αστυνομικός, που μπλέκεται σε έναν ιστό δύναμης, διαφθοράς και ψεμμάτων. Αυτός ο ασφυκτικός ιστός της ίντριγκας συχνά αντανακλάται στο φωτογραφικό στιλ των ταινιών, με σκοτεινές σκιές και απειλητική ατμόσφαιρα, που θυμίζει τις ταινίες τρόμου της Universal ή τον γερμανικό εξπρεσιονισμό. Όμως, πολλές φορές αυτό οφειλόταν στη λιτότητα που επέβαλλε ο πόλεμος. Οι ήρωες έχουν μια μοιρολατρική επίγνωση της τύχης τους, κάτι που ταίριαζε στις σκοτεινές ιστορίες οι οποίες πολύ συχνά είχαν απαισιόδοξο τέλος. Συχνά, το ανατριχιαστικό μυστήριο προερχόταν από μια μοιραία γυναίκα, η οποία ακολουθώντας το δικό της πεπρωμμένο φέρνει τον ήρωα αντιμέτωπο με τη δική του μοίρα. Πολλές φορές οι ιστορίες ξεδιπλώνονται με την τεχνική του φλασμπάκ, το παρελθόν είναι κάτι από το οποίο οι ήρωες θέλουν να ξεφύγουν, να ξεχάσουν, και όχι κάτι που το
169
νοσταλγούν. Κάποια από αυτά τα φιλμ νουάρ δεν αποτελούσαν τίποτα παραπάνω από ένα μελόδραμα γυρισμένο με υπερβολικό στιλ. Κάποια άλλα, όμως, έχουν αντέξει στο πέρασμα του χρόνου και θεωρούνται κλασικά έργα. Παραδείγματα είναι οι ταινίες: Με Διπλή Ταυτότητα (Double Indemnity, 1944), Η Γαλάζια Ντάλια (The Blue Dahlia, 1946), Βουβός Πόθος (The Spiral Staircase, 1946), Αριστοκράτες του Εγκλήματος (The Big Combo, 1955), Ο Άρχων του Τρόμου (Touch of Evil, 1958). O Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ σημάδεψε τη δεκαετία του 1940, ξεφεύγοντας από τους δεύτερους και αδιάφορους ρόλους των κακών που έπαιζε μέχρι τότε και υποδυόμενος πλέον τον σκληροτράχηλο άντρα που για πολλούς αποτελεί τον ορισμό του ντετέκτιβ στη μεγάλη οθόνη: Ο ρόλος του Σαμ Σπέϊντ στο φιλμ Το Γεράκι της Μάλτας (The Maltese Falcon, 1941) του Ντάσιελ Χάμετ. Μετά την Καζαμπλάνκα (Casablanca, 1942), o Μπόγκαρτ επέστρεψε στο είδος με την ταινία Ο Μεγάλος Ύπνος - Πάθος και Αίμα (The Big Sleep, 1946), όπου υποδύθηκε τον ιδιωτικό ντετέκτιβ Φίλιπ Μάρλοου των ιστοριών μυστηρίου του Ρέϊμοντ Τσάντλερ. Η ταινία αυτή αποτελεί και την πιο διάσημη ενσάρκωση του συγκεκριμένου ήρωα. Και ο ίδιος ο Τσάντλερ ενεπλάκη στην κινηματογραφική βιομηχανία και συμμετείχε στη συγγραφή του σεναρίου των ταινιών Διπλή Ταυτότητα (Double Indemnity) και Μπλε Ντάλια (Blue Dahlia). Άλλες ταινίες μυστηρίου εκείνης της περιόδου ήταν Η Μάσκα του Δημητρίου (The Mask of Dimitrios, 1944) και Γιατί Εσκότωσα (The Glass Key, 1942). Η καλύτερη μεταφορά έργου του Τσάντλερ ήταν η ταινία Ραντεβού με τον Θάνατο (Farewell My Lovely, 1944 – που στις Η.Π.Α. κυκλοφόρησε με τον τίτλο Murder, My Sweet), με την Κλερ Τρέβορ στο ρόλο της κυρίας Γκρέιλ και τον πρώην αστέρα της μουσικής Ντικ Πάουελ στο ρόλο του Μάρλοου. Οι αφίσες για τα φιλμ νουάρ, όπως και
170
τα θέματά τους, ήταν πολύ στιλάτες, με σύννεφα καπνού, όπλα, μυστηριώδεις γυναίκες και ιστούς αράχνης. Η μοιραία γυναίκα ήταν το πιο σημαντικό στοιχείο στις ταινίες εγκλήματος της δεκαετίας του 1940. Όπως γράφει η αφίσα της ταινίας Ραντεβού με τον Θάνατο (Farewell My Lovely), «Ξεχάστε αυτό το συναίσθημα… Έχει τον φόνο μέσα της!». Άλλες ταινίες της δεκαετίας αυτής είχαν ως κεντρικό χαρακτήρα κάποιον μαφιόζο, και μερικές απ’ αυτές είχαν και μια δόση από φιλμ νουάρ: Ο Δραπέτης της Σιέρα (High Sierra, 1941) με τον Χ. Μπόγκαρτ, Αμάρτημα του Παρελθόντος (Out of the Past, 1947 – επίσης με τον τίτλο Build My Gallows High) με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ, και Το Φιλί του Θανάτου (Kiss of Death, 1947 – που αξίζει για την συγκλονιστική ερμηνεία του Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ στην πρώτη του εμφάνιση στο ρόλο του Τόμι Ούντο). Το φιλμ Key Largo (1948), με την εκπληκτική ερμηνεία του Έντουαρντ Τζ. Ρόμπινσον, ενώ στην κινηματογραφική εκδοχή του 1946 του διηγήματος του Έρνεστ Χέμινγουεϊ “The Killers” (Οι Φονιάδες) είχαμε το καυτό ζευγάρι της Άβα Γκάρντνερ και του Μπαρτ Λάνκαστερ (στο ντεμπούτο του στον κινηματογράφο). Άλλες ταινίες ήταν οι: Ο Νόμος των Γκάνγκστερ (Force of Evil, 1949), Πανικός στους Δρόμους (Panic in the Streets, 1949 – στην οποία η βουβωνική πανούκλα
αντιπροσωπεύει
την
εξάπλωση
του
εγκλήματος),
με
κεντρικούς χαρακτήρες ένα ντουέτο τύπου Μπόνι και Κλάιντ. Γ.- Δεκαετία του 1950 Στο Χόλιγουντ, τη δεκαετία του 1950, η επιτυχία της ταινίας Η Ζούγκλα της Ασφάλτου (The Asphalt Jungle, 1950) έδωσε ώθηση σε ένα νέο κινηματογραφικό είδος του νουάρ, στις ταινίες με θέμα τις ληστείες. Άλλα παραδείγματα αποτελούν οι ταινίες Armoured Car Robbery (1950), Crime Wave (1953), 5 Against the House (1955 – που αφορά τη ληστεία ενός καζίνου), Violent Saturday (1955), και η διάσημη ταινία Το Χρήμα της Οργής (The Killing, 1956) του Στάνλεϊ Κιούμπρικ με θέμα τη ληστεία
171
ενός ιππόδρομου. Στη Γαλλία, η ταινία Ριφιφί (Rififi, 1955) θέτει νέα πρότυπα σε αυτό το είδος, με τη σιωπηλή 30λεπτη ληστεία κοσμημάτων. Τη δεκαετία αυτή αναγεννήθηκε το είδος της γκανγκστερικής βιογραφίας, όπου πλέον χρησιμοποιούνται τα αληθινά ονόματα των χαρακτήρων. Στην ταινία The Bonnie Parker Story (1958), η Ντόροθι Προβάιν (Dorothy Provine) ενσάρκωσε την ομώνυμη ηρωίδα, η οποία σύμφωνα με την αφίσα ήταν μια «Μια μάγισσα της θορυβώδους δεκαετίας του ’20 που κάπνιζε πούρα» − η εγκληματική δραστηριότητα της Πάρκερ ξεκίνησε το 1932. Άλλοι εγκληματίες ενσαρκώθηκαν στη μεγάλη οθόνη όπως στις ταινίες Baby Face Nelson (1958), Machine-Gun Kelly (1958) και Al Capone (1959). Στη δεκαετία αυτή ο Χ. Μπόγκαρτ έκανε τις τελευταίες τους δουλειές με τις ταινίες The Enforcer (1951), Έπεσαν σκληρά (The Harder They Fall, 1956 – η τελευταία του ταινία) και The Desperate Hours (1955), μια ταινία όπου ο ηθοποιός επέστρεψε στο ρόλο του κακού, ρόλο που υποδύθηκε κυρίως στη δεκαετία του 1930. Επίσης, στην ίδια χρονική περίοδο υπάρχουν και αξιόλογες bmovies, ταινίες από τις εταιρείες RKO όπως οι : (Roadblock [1951], The Narron Margin [1952]), United Artists (Kansas City Confidential, 1952) και Republic (Hoodlum Empire, 1952). Οι αστυνομικοί παρέμεναν παρόντες, αλλά για λίγο ήταν δύσκολο να καταλάβει κανείς με ποιανού το μέρος ήταν. Αυτό ήταν ένα χαρακτηριστικό των ταινιών του Χόλιγουντ τη συγκεκριμένη δεκαετία, στην οποία επικρατούσε μια ασταθής πολιτική ατμόσφαιρα. Ο μεγάλος Τζον Γουέιν περιπλανιόταν στην πόλη ως Big Jim McClain (1952), ένας κυβερνητικός
πράκτορας
για
τις
αντιαμερικανικές
ενέργειες,
προσπαθώντας να ξεριζώσει τους κομμουνιστές από τη Χαβάη. Επίσης και το φιλμ I Was a Communist for the FBI (1951) κινιόταν στο ίδιο κλίμα. Οι ταινίες Η Μεγάλη Κάψα (The Big Heat, 1953) και Αριστοκράτες του Εγκλήματος (The Big Combo, 1955) κατηγορήθηκαν
172
και οι δύο για τη βιαιότητά τους. Ο Όρσον Oυέλς στην ταινία του Ο Άρχων του Τρόμου (Touch of Evil, 1958) απεικονίζει τη διαφθορά της αστυνομίας σε μια ήσυχη, βρώμικη, μεξικανική μεθοριακή πόλη, η οποία πιθανότατα θα ωφελούνταν αν είχε για σερίφη της κάποιον σαν τον Τζον Γουέιν. Στη δεκαετία του 1950 υπήρχαν και κάποιες παράξενες ταινίες εγκλήματος, με πιο περίεργη την ταινία του Ρόμπερτ Όλνριτς Φίλησέ με μέχρι θανάτου (Kiss Me Deadly, 1955). Υποτίθεται πως ήταν η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Μίκι Σπιλέϊν με θέμα την αναζήτηση ενός κιβωτίου γεμάτου ναρκωτικά, την οποία ο Όλντριτς μετέτρεψε σε κάτι πολύ διαφορετικό, στιλάτο και επίκαιρο. Στην ταινία αυτή, ένα κιβώτιο που περιέχει μια ατομική βόμβα χρησιμοποιείται ως μεταφορά για έναν επικείμενο πυρηνικό πόλεμο και το
τέλος
του
κινηματογραφικό
ανθρώπινου είδος
:
είδους, τα
δημιουργώντας
καταστροφολογικά
ένα
φιλμ
νέο νουάρ
επιστημονικής φαντασίας. Από τη συμμορία των Dead End Kids και μετά, η νεανική παραβατικότητα κράτησε απασχολημένους τους αστυνομικούς στις ταινίες Crime in the Streets (1956) και Rumble on the Docks (1956), με αποκορύφωμα την ταινία West Side Story (1961), στην οποία περιγράφεται μουσικοχορευτικά ο πόλεμος ανάμεσα στις νεανικές συμμορίες. Στη δεκαετία του 1950 γυρίστηκαν και αρκετές κωμικές γκανγκστερικές ταινίες, αν και το χιούμορ πολλές φορές έβγαινε δύσκολα. Μόνο δύο ταινίες πέτυχαν το στόχο αυτό. Η πρώτη ήταν η βρετανική ταινία Η Συμμορία των Πέντε (Ladykillers, 1955), όπου πέντε πονηροί ληστές παριστάνουν μια μουσική μπάντα και σχεδιάζουν τη ληστεία τους ενώ μένουν στο σπίτι μιας αξιολάτρευτης γριούλας, της κυρίας Γουίλμπερφορς. Μεταξύ των κακοποιών είναι οι Πίτερ Σελερς και Χέρμπερτ Λομ, οι οποίοι ξαναβρέθηκαν στις ταινίες του Ροζ Πάνθηρα,
173
ενώ τον αρχηγό της σπείρας, τον Καθηγητή Μάρκους, υποδύεται ο Άλεκ Γκίνες. Στην ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ Μερικοί το Προτιμούν Καυτό (Some Like It Hot, 1959), δύο άνεργοι μουσικοί, ο Τόνι Κέρτις και ο Τζακ Λέμον, καταδιώκονται από έναν γκάνγκστερ και για να γλιτώσουν μεταμφιέζονται σε γυναίκες και κρύβονται στο γυναικείο μουσικό θίασο της Σουίτ Σου, στον οποίο η κεντρική τραγουδίστρια είναι η γλυκιά Σούγκαρ Κέιν (Μέριλιν Μονρόε). Στο ρόλο του γκάνγκστερ «Σπατς Κολόμπο», ένας σταρ από τη δεκαετία του 1930, ο Τζορτζ Ραφτ. Δ.- Δεκαετία του 1960 Με την επικράτηση της τηλεόρασης και τη μεγάλη αύξηση του τηλεοπτικού κοινού, το κοινό του κινηματογράφου συρρικνώθηκε κατά τη δεκαετία του 1960 και οι καλύτεροι εκπρόσωποι του είδους ήταν οι τηλεοπτικές παραγωγές όπως οι Αδιάφθοροι (The Untouchables), με τον Ρόμπερτ Στακ στο ρόλο του αδιάφθορου Έλιοτ Νες και η σειρά Danger Man (που στην Αμερική παίχτηκε με τον τίτλο Secret Agent) με τον Πάτρικ Μακ Γκούχαν (Patrick McGoohan) στο ρόλο του Τζον Ντρέικ. Ήταν τέτοια η επιτυχία τους που δημιουργήθηκε και μια συνέχεια της σειράς Οι Αδιάφθοροι με τίτλο The Scarface Mob (1959), ενώ δύο έγχρωμα επεισόδια της σειράς Danger Man (‘Koroshi’ και ‘Shinda Shima’) ενώθηκαν και έγιναν ταινία (η οποία κυκλοφόρησε στις Η.Π.Α. με τον τίτλο Koroshi το 1969). Το 1962, η United Artists μετέφερε στη μεγάλη οθόνη το βιβλίο του Ιαν Φλέμινγκ «Δρ Νο» με τον Σον Κόνερι στο ρόλο του βρετανού υπερπράκτορα Τζέϊμς Μποντ. Η ταινία και οι συνέχειες της αποτέλεσαν παγκόσμιες εισπρακτικές επιτυχίες. Ο Μποντ ήταν ένα καινούργιο είδος ήρωα – ευγενικός και εκλεπτυσμένος∙ κτηνώδης, έξυπνος και τεχνολογικά
εξοπλισμένος.
Αντικατέστησε
τον
ποταπό
ιδιωτικό
ντεττέκτιβ και τον εκρηκτικό κυβερνητικό πράκτορα ως ένα νέο είδος πανέξυπνου αντι-ήρωα. Στις Η.Π.Α., αυτός ο τρόπος φυγής από την
174
πραγματικότητα αποτέλεσε αντίδοτο στην κατάθλιψη που ακολούθησε τη δολοφονία του Προέδρου Κένεντι στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Οι ταινίες του Μποντ ξεκίνησαν τη δική τους βιομηχανία κατασκοπικών ταινιών. Οι πιο επιτυχημένες ήταν δύο ταινίες με ήρωα τον Ντέρεκ Φλιντ στις οποίες πρωταγωνιστούσε ο Τζέιμς Κόμπερν (Our Man Flint [1966] και Ιn Like Flint [1967]), τέσσερις ταινίες με τον Ντιν Μάρτιν στο ρόλο του ματ Χελμ (The Silencers [1966], Murderers Row [1966], The Ambushers [1968] και The Wrecking Crew [1969]) βασισμένες στα βιβλία του Ντόναλντ Χάμιλτον, και μια επιτυχημένη αναβίωση του Μπούλντογκ Ντράμοντ στην εξωτική ταινία Deadlier Than the Male (1967 – και η λιγότερο καλή συνέχειά της με τίτλο Some Girls Do το 1969). Στην αμερικανική τηλεόραση υπήρχαν οι σειρές The Man from UNCLE (στην οποία ο Ίαν Φλέμιγκ έδωσε στον ήρωα το όνομα Ναπολέων Σόλο), I Spy (Εγώ ο Κατάσκοπος) (με τους Μπιλ Κόσμπι και Ρόμπερτ Καλπ στους ρόλους δύο μυστικών πρακτόρων που παριστάνουν τους διάσημους τενίστες), Mission Impossible (Επικίνδυνες Αποστολές) και η σειρά Get Smart! (μια αμερικανική παρωδία του Μποντ από τον Μελ Μπρουκς). Όταν δεν προσπαθούσαν να μιμηθούν την επιτυχία των ταινιών Μποντ, οι ταινίες εγκλήματος στη δεκαετία του 1960 κυριαρχούνταν από ένα νέο είδος ευρωπαϊκού κινηματογράφου που βασίστηκε στον αμερικανικό κινηματογράφο του εγκλήματος. Κύριοι εκπρόσωποί του ήταν σκηνοθέτες από το γαλλικό νέο κύμα (τη «νουβέλ βαγκ»). Στην ταινία Τα 400 χτυπήματα (Les Quatres Cents Coups, 1959 – με αγγλικό τίτλο The 400 Blows) ο Φρανσουά Τριφό παρουσιάζει τη νεανική παραβατικότητα με έναν ποιητικό, συγκινητικό τρόπο. Η ταινία του Λικ Γκοντάρ Χωρίς Ανάσα (A Bout de Souffle, 1959 − Breathless) περιγράφει τη σχέση ανάμεσα σε μια νεαρή αμερικανίδα που ζει στο Παρίσι και σε έναν μικροαπατεώνα. Η ταινία επιστημονικής φαντασίας του Γκοντάρ
175
Alphaville (1965) σατιρίζει τις γαλλικές κατασκοπικές ταινίες, όπως εκείνες με πρωταγωνιστή τον Έντι Κονσταντίν στο ρόλο του μυστικού πράκτορα Λέμι Κόσιον· όμως, ήταν ο Ζαν-Πιερ Μελβίλ εκείνος που δημιούργησε τις καλύτερες γαλλικές γκανγκστερικές ταινίες της δεκαετίας, όπως οι ταινίες Le Deuxiemme Souffle (1996 – Second Breath) και Le Samourai (1967) με τον Αλέν Ντελόν στο ρόλο ενός εκτελεστή. Και ο ιταλικός κινηματογράφος έχει να παρουσιάσει αξιόλογες γκανγκστερικές ταινίες εκείνης της περιόδου όπως οι Salvatore Guiliano (1962), Wake Up and Kill (1966), The Violent Four και Day of the Owl (και οι δύο παραγωγής του 1968). Όσον αφορά τη διεθνή σκηνή, ακόμα και η Ιαπωνία δημιούργησε τη δική της βιομηχανία αστυνομικών ταινιών θρίλερ, στις οποίες δόθηκε η ονομασία “Yakuzas”, από τις οποίες ξεχωρίζουν δύο ταινίες της εταιρείας Nikkatsu Studio σε σκηνοθεσία του Seijun Suzuki: Tokyo Nagaremono (1966 – Tokyo Drifter) και Koroshi no Rakuin (1967 – Branded to Kill). Οι ταινίες εγκλήματος στην Αμερική άρχισαν να δείχνουν επιρροές τόσο στο στιλ όσο και στην αφήγησή τους από τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο, ιδίως οι ταινίες Μπόνι και Κλάϊντ και Ο Επαναστάτης του Αλκατράζ (Point Blank, 1967), ένα υπαρξιακό δράμα εκδίκησης με τον Λι Μάρβιν. Και οι δύο αυτές ταινίες σηματοδότησαν μια ξαφνική αύξηση της βίας στη μεγάλη οθόνη της Αμερικής όπως στις ταινίες Johnny Cool (1963), The Killers (1964), Madigan, Bullit, Coogan’s Bluff και The Detective (όλες το 1968). Στις Η.Π.Α., οι βιογραφικές γκανγκστερικές ταινίες ήταν ακόμα δημοφιλείς, από τις ταινίες Ma Barker’s Killer Bro (1960) και The Rise and Fall of Legs Diamond (1960) έως τη The St Valentine’s Day Massacre και την εκπληκτικά επιτυχημένη Μπόνι και ΚλάΪντ (και οι δύο του 1967). Υπήρξε επίσης και η ταινία The George Raft Story (1961 – η
176
οποία κυκλοφόρησε και ως Spin of a Coin). Όμως οι βιογραφίες έγιναν όλο και πιο σπάνιες στη δεκαετία του 1970 με σημαντικότερες τις ταινίες Dillinger (1973) με τον Ουόρεν Όουτς στον ομώνυμο ρόλο, Melvin Purvis-G-Man (1974 – που κυκλοφόρησε και ως The Legend of Machine Gun Kelly) και η συνέχειά της The Kansas City Massacre (1975 - και οι δύο προορίζονταν αρχικά για την τηλεόραση), Capone (1975 – με τον Μπεν Γκαζάρα στον ομώνυμο ρόλο) και η ταινία The Private Files of J. Edgar Hoover (1977). Η δεκαετία του 1960 ήταν μια εποχή στην οποία το να είναι κανείς «διεθνής κλέφτης κοσμημάτων» ήταν πολύ αξιόλογο επάγγελμα. Έτσι, οι ταινίες αυτού του είδους (caper) έγιναν υπερβολικά δημοφιλείς· αποτελούσαν πιο ανάλαφρες, έξυπνες και λιγότερο πιστευτές εκδοχές των ταινιών με ληστείες όπως τα φιλμ Η Ζούγκλα της Ασφάλτου (The Asphalt Jungle) και Το Χρήμα της Οργής (The Killing). Πρώτη σημαντική ταινία αυτού του είδους το φιλμ Η Συμμορία των Έντεκα (Ocean’s Eleven), 1960), όπου έντεκα φίλοι από το στρατό ληστεύουν πέντε καζίνο σε μια νύχτα. Η τάση αυτή συνεχίστηκε σε όλη τη δεκαετία και στη δεκαετία του 1970. Καλύτερο παράδειγμα αποτελεί η βρετανική παραγωγή The League of Gentlemen (1960), η ταινία Top Kapi (1964) που γυρίστηκε στην Κωνσταντινούπολη με πρωταγωνίστρια τη Μελίνα Μερκούρη και η κλασική ταινία Ληστεία αλά Ιταλικά (The Italian Job, 1969). Στις ταινίες με ληστείες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου περιλαμβάνονται οι: Operation Sa Gennarro (1966), Operation Sain Peter’s (1967), After the Fox (1966), Grand Slan (1967), They Came to Rob Las Vegas (1968) και The Sicilian Clan (1969). Επίσης, στις Η.Π.Α. γυρίστηκαν πολλές εντυπωσιακές παραγωγές όπως οι ταινίες: Assault on a Queen (1966), The Biggest of Them All (1967) και Υπόθεση Τόμας Κράουν (The Thomas Crown Affair, 1968). Ε.- Δεκαετία του 1970
177
Η μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία αυτού του είδους ταινιών με ληστείες ήταν η ταινία των μεγάλων αστέρων Το Κεντρί (The Sting, 1973), η οποία ακολούθησε την ταινία του Τζορτζ Ρόι Χιλ Οι Δυο Ληστές (Butch Cassidy and the Sundance Kid, 1969). Οι Πολ Νιούμαν και Ρόμπερτ Ρέντφορντ υποδύονται δύο απατεώνες στο Σικάγο (τους Χένρι Γκόντορφ και Κιντ Χούκερ) που στήνουν ένα έξυπνο κόλπο για να ληστέψουν τον μαφιόζο Ντόιλ Λόνεγκαν, τον «Μεγάλο Μικ» (Ρόμπερτ Σο). Ακολούθησε μια δεύτερη ταινία The Sting II (Το Κεντρί 2) (1983) με τους Τζάκι Γκλίσον και Μακ Ντέιβις στους ρόλους των Νιούμαν και Ρέντφορντ. Αναμφίβολα οι μεγαλύτερες εισπρακτικές επιτυχίες του των ταινιών εγκλήματος τη δεκαετία του 1970 ήταν οι ταινίες Ο Νονός μέρος 1 και 2 (Godfather Part 1 και 2, 1972 και 1974), των οποίων η επιρροή και η επιτυχία ήταν τεράστιες. Η πρώτη ταινία ήταν βασισμένη στο μπεστ σέλερ του Μάριο Πούτζο και οι παραγωγοί πόνταραν στο ότι θα είχαν ένα έτοιμο κοινό, αλλά έτσι κι αλλιώς η επιτυχία της ταινίας ήταν εγγυημένη. Επιπλέον, και οι τέσσερις ταινίες που βραβεύτηκαν με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας την τετραετία 1971-1974 ήταν όλες τους ταινίες εγκλήματος: Ο άνθρωπος από τη Γαλλία (The French Connection), Ο Νονός (The Godfather), Το Κεντρί (Τhe Sting), και Ο Νονός Μέρος 2ο (The Godfather Part II), αποδεικνύοντας την αναγέννηση και τη δημοτικότητα του είδους. Στη δεκαετία του 1970, επανήλθαν στη μόδα και οι ιδιωτικοί ντετέκτιβς. Έτσι, έχουμε τον Τζέιμς Γκάρνερ στο ρόλο του ντετέκτιβ Marlowe (1969), που αποτελεί μια σύγχρονη εκδοχή του μυθιστορήματος του Ρέιμοντ Τσάντλερ “The Little Sister” («Η Μικρή Αδελφή»), και τον Ουόρεν Όουτς στην ταινία Τσάντλερ (1971), ταινία για τον ίδιο τον συγγραφέα. Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ έπαιξε για μια περίοδο τον Μάρλοου στις ταινίες 10 φόνοι για τον ντετέκτιβ Μάρλοου (Farewell, My Lovely,
178
1975) και Ο μεγάλος ύπνος (The Big Sleep, 1978). Στην ταινία του Ρόμπερτ Άλτμαν Μια Σφαίρα, Ένα Αντίο (The Long Goodbye, 1973) έχουμε τον Έλιοτ Γκουλντ στον ρόλο του ατημέλητου Μάρλοου της δεκαετίας του 1970. Το φιλμ του Άλτμαν ήταν ένας προάγγελος της καθημερινής απειλής και του καθημερινού φόβου που απεικόνισε ο Ρομάν Πολάνσκι στην ταινία του Τσαϊνατάουν (Chinatown, 1974), το με διαφορά καλύτερο φιλμ της δεκαετίας με ήρωα έναν ιδιωτικό ντεντέκτιβ, με τον Τζακ Νίκολσον στο ρόλο του Τζέι Τζέι Γκίτις που ερευνά την υπόθεση μιας εταιρείας Ύδρευσης και Ηλεκτρισμού. Όλες οι παραπάνω ταινίες είχαν τα συνηθισμένα χαρακτηριστικά ενός φιλμ νουάρ – η μοιραία γυναίκα που προσλαμβάνει τον ήρωα, η σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης ψυχής, το στοιχείο του μυστηρίου – και πρόσθεσαν μια μεταμοντέρνα γνώση στην υπόθεση∙ αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην περίπτωση της ταινίας Μία σφαίρα, ένα αντίο (The Long Goodbye), ένα φιλμ που ενόχλησε πολλούς θαυμαστές του Τσάντλερ. Στη δεκαετία του 1970 στη μόδα ήταν οι ταινίες με ιστορίες που διαδραματίζονταν στις δεκαετίας του 1920 και του 1930, με αυθεντικά σκηνικά. Έτσι έχουμε ταινίες όπως το παιδικό μούζικαλ Ανήλικοι Ριφηφήδες (Bugsy Malone, 1976), και κωμωδίες όπως η ταινία Lucky Lady (1975). Υπάρχουν και άλλες πιο σοβαρές ταινίες όπως οι : The Grissom Gang (1971) και Thieves Like Us (1974 – ριμέικ του They Live by Night -1948) και βιογραφίες στις οποίες κυριαρχεί η βία, όπως οι : A Bullet for Pretty Boy, Bloody Mama (και οι δύο παραγωγής του 1970), Dillinger (1973) και Big Bad Mama (1974). Στη Γαλλία, ο Αλέν Ντελόν έγινε μεγάλος διεθνής σταρ λόγω της ρετρό γκανγκστερικής ταινίας Borsalino (1970). Η καλύτερη ιταλική ταινία του είδους τη δεκαετία του 1970 ήταν η ταινία του Φραντσέσκο Ρόζι Δολοφονίες Διακεκριμένων (Cadaveri Eccellenti, 1976 – Illustrious Corpses)∙ βασισμένο στο μυθιστόρημα του Leonardo Sciascia “Il
179
Contesto” (με αγγλικό τίτλο “Equal Danger”) (1971) με τον Λίνο Βεντούρα στο ρόλο του επιθεωρητή Ρόγκας που ερευνά μια μυστηριώδη σειρά φόνων δικαστών. Ο Ρόζι σκηνοθέτησε επίσης και τις ταινίες The Mattei Affair (1972) και Lucky Luciano (1973), με επίκαιρα και βασισμένα σε πραγματικά γεγονότα σενάρια που ενδιέφεραν το ιταλικό κοινό. Ο πιο αξιόπιστος σταρ του είδους τη δεκαετία του 1970 ήταν ο Τσαρλς Μπρόνσον, του οποίου οι ταινίες ήταν παγκόσμιες εισπρακτικές επιτυχίες. Ήταν ένας από τους δέκα πιο εμπορικούς κινηματογραφικούς αστέρες κατά την περίοδο 1973-76∙ το 1975 ήταν τέταρτος στην κατάταξη των πιο εμπορικών ηθοποιών, μετά τους Ρόμπερτ Ρέντφορντ, Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και Αλ Πατσίνο. Γύρισε πολλές ταινίες δράσης, όπως και ταινίες εγκλήματος, και πολλές φορές συμπρωταγωνιστούσε με τη σύζυγό του Τζιλ Άιρλαντ. Η ταινία Φάκελος Βαλάτσι (The Valachi Papers, 1972) ήταν βασισμένη στην αληθινή ιστορία του Τζόζεφ Βαλάτσι, ενός μαφιόζου που το 1963 προέβη σε αποκαλύψεις σχετικά με τη δράση της μαφίας. Η ταινία Η Πόλη της Βίας (Violent City, 1970) αφορούσε την ιστορία εκδίκησης ενός εκτελεστή στην περιοχή της Νέας Ορλεάνης και η ταινία Ο Εκτελεστής της Νύχτας (Death Wish, 1974) αποτελούσε την απόλυτη ταινία αυτοδικίας. Ο Μπρόνσον γύρισε επίσης τις ταινίες Συμβόλαιο Θανάτου (Cold Sweat, 1971), Ο Μαύρος Κύκλος (The Stone Killer, 1973), Μίστερ Ματζέστικ (Mr Majestyk, 1974), Ο Άνθρωπος με τα Ατσαλένια Νεύρα (Breakout ,1975) και Το Μούτρο (The Mechanic, 1972). Με την αστυνομική ταινία Ο Επιθεωρητής Κάλαχαν (Dirty Harry) με τον Κλιντ Ίστγουντ και το θρίλερ εκδίκησης Συλλάβετε τον Κάρτερ (Get Carter) με τον Μάικλ Κέιν, το 1971 ήταν μια χρονιά σταθμός για τις ταινίες
εγκλήματος.
Την
ίδια
χρονιά
ο
Ρίτσαρντ
Ράουντρι
180
πρωταγωνίστησε στην ταινία Shaft στον ομώνυμο ρόλο, ανοίγοντας τον δρόμο στις ταινίες δράσης με πρωταγωνιστές μαύρους ήρωες. Η ταινία Ο Επιθεωρητής Κάλαχαν ήταν η επιτομή ενός νέου είδους ταινιών εγκλήματος με πρωταγωνιστές σκληρούς αστυνομικούς, είδος που ακολουθήθηκε από τις ταινίες Ο Άνθρωπος από τη Γαλλία (The French Connection, 1971) του Ουίλιαμ Φρίντκιν με τον Τζιν Χάκμαν στο ρόλο ενός αστυνομικού της δίωξης ναρκωτικών που προσπαθεί να εξαρθρώσει ένα κύκλωμα εμπορίας ναρκωτικών και Ο Άνθρωπος από τη Γαλλία 2 (French Connection II, 1975). Η ταινία Badge 373 (1973) βασίστηκε στην ίδια ιστορία. Μια άλλη εκδοχή αυτού του είδους ήταν η ταινία που βασίστηκε σε αληθινή ιστορία Serpico (1973) με τον Αλ Πατσίνο στον ομώνυμο ρόλο του αντισυμβατικού αστυνομικού που προσπάθησε να ξεσκεπάσει τη διαφθορά ενός αστυνομικού τμήματος της Νέας Υόρκης. Υπήρξαν και άλλες ταινίες εγκλήματος στη δεκαετία του 1970 αναφορικά με τις συμμορίες, όπως η Επίθεση στο Σταθμό 13 (Assault on Precinct 13, 1976) του Τζον Κάρπεντερ και Οι Μαχητές (The Warriors, 1979) του Ουόλτερ Χιλ. Το 1973 γυρίστηκε η καλτ ταινία Ορκίστηκα Εκδίκηση (White Lightning) με τον Μπαρτ Ρέινολντς ο οποίος πρωταγωνίστησε το 1977 και στην ταινία Ο Ατσίδας και το Λαγωνικό (Smoky and the Bandit) με εντυπωσιακές σκηνές δράσης. Στ. - Δεκαετία του 1980 Στη δεκαετία του 1980, με τη μείωση του κινηματογραφόφιλου κοινού, οι γκανγκστερικές ταινίες της εποχής ήταν λιγότερο επιτυχημένες από τις αντίστοιχες της προηγούμενης δεκαετίας. Η ταινία Δυο Καθάρματα στην Ίδια Πόλη (City Heat, 1984) (με τους Κλιντ Ίστγουντ και Μπαρτ Ρέινολντς), η προβληματική παραγωγή του Cotton Club (1984 –από την ίδια ομάδα των Ρόμπερτ Έβανς και Φράνσις Φορντ Κόπολα που γύρισαν τον Νονό) και η ταινία Ο Σικελός (The Sicilian
181
1987 – με τον Κρίστοφερ Λαμπέρ στο ρόλο του Σαλβατόρε Τζουλιάνο) έδωσαν αγώνα επιβίωσης στο box-office. Η απόλυτη ρετρό γκαγκστερική ταινία της δεκαετίας ήταν η ταινία Κάποτε στην Αμερική (Once Upon A Time in America, 1984) του Σέρτζιο Λεόνε με τα αυθεντικά σκηνικά και κοστούμια της εποχής∙ δυστυχώς όμως και αυτή η ταινία υπήρξε εμπορική αποτυχία. Η καλύτερη ταινία του είδους την δεκαετία του 1980 με διαφορά ήταν η ταινία Οι Αδιάφθοροι (The Untouchables, 1987) του Μπράιαν Ντε Πάλμα, βασισμένη στην ομώνυμη τηλεοπτική σειρά, με τον Κέβιν Κόστνερ στο ρόλο του Έλιοτ Νες και τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο στο ρόλο του Αλ Καπόνε. Επρόκειτο για μια επιστροφή στην κλασική μορφή του είδους με την συγκλονιστική μουσική του Ένιο Μορικόνε και την εκπληκτική ερμηνεία του Σον Κόνερι στο ρόλο του ιρλανδού αστυνομικού Τζέϊμς Μαλόουν, ερμηνεία που βραβεύτηκε με Όσκαρ Β΄ανδρικού ρόλου. Ειδικοί στον τομέα
τους,
οι
Αδιάφθοροι
ήταν
μια
πραγματική
οργάνωση
αποτελούμενη από εννέα πράκτορες οι οποίοι στην ομιχλώδη περίοδο της αστυνομίας του Σικάγου την εποχή της
Ποτοαπαγόρευσης ήταν
πραγματικά αδιάφθοροι. Οι κακοί τύποι είχαν και εκείνοι την τιμητική τους στην περίοδο του ’80. Η ταινία Ο Ανθρωποκυνηγός (Manhunter, 1986 – επίσης με τον τίτλο Red Dragon [Ο Κόκκινος Δράκος]) ήταν η πρώτη από μια σειρά ταινιών με κατά συρροήν δολοφόνους με αποκορύφωμα την ταινία Η Σιωπή των Αμνών (The Silence of the Lambs, 1991) με τον Άντονι Χόπκινς στο ρόλο του Δρος Χάνιμπαλ «Ο Κανίβαλος» Λέκτερ, ο οποίος κυριολεκτεί όταν λέει «έχω έναν φίλο για φαγητό». Οι υπηρέτες του νόμου τη δεκαετία του 1980 ήταν επίσης δημοφιλείς, είτε ως φουτουριστικοί μηχανικοί αστυνομικοί του μέλλοντος στην ταινία Robocop (1987), είτε ως αιματοβαμμένοι αστυνομικοί στις b-movies, όπως η ταινία Μανιακός Μπάτσος (Maniac
182
Cop, 1988) του Γουίλιαμ Λάστιγκ. Υπήρχαν σκληροί αστυνομικοί όπως ο Μπαρτ Ρέινολντς στην ταινία Η Βρώμικη Μηχανή του Επιθεωρητή Σάρκυ (Sharky’s Machine, 1981) και μοναχικοί αστυνομικοί όπως ο Έντι Μέρφι στην ταινία Ο Μπάτσος του Μπέβερλι Χιλς (Beverly Hills Cop, 1984). Ο “βρώμικος” Επιθεωρητής Κάλαχαν εμφανίστηκε ξανά στις ταινίες Βρώμικος Χάρι (Sudden Impact, 1983) και Στοίχημα Θανάτου (The Dead Pool, 1988). Το 1988, ο Ρόμπερτ Γκίντι γύρισε την ταινία Ο Εκτελεστής του Υποκόσμου (The Exterminator). Στη δεκαετία του 1980, οι ταινίες με αστυνομικούς - φιλαράκια μετατράπηκαν σε μια μορφή τέχνης. Οι ομάδες που πολεμούσαν το έγκλημα ήταν συνηθισμένες στην τηλεόραση, και πραγματικά δεκάδες ήταν εκείνες που ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για να κερδίσουν την αγάπη του κοινού, όπως οι σειρές Στάρσκυ και Χατς (Starsky and Hutch), Οι Άγγελοι του Τσάρλυ (Charlie’s Angels),Οι Αστυνομικίνες (Cagney and Lacey), Οι Σκληροί του Μαϊάμι (Miami Vice), Α-Team, Dempsey και Makepeace. Στη μεγάλη οθόνη, είχαμε αστυνομικούς που συνεργάζονταν με απατεώνες – για παράδειγμα, ο Έντι Μέρφι και ο Νικ Νόλτε στην ταινία 48 Ώρες (48 Hours, 1982). Άλλη κατηγορία ήταν η συνεργασία αστυνομικών που ήταν πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Το πιο επιτυχημένο παράδειγμα με διαφορά είναι η ταινία Φονικό Όπλο (Lethal Weapon, 1987) με τον Μελ Γκίμπσον και τον Ντάνι Γκλόβερ, με την οποία ξεκίνησε η πιο δημοφιλής συνεργασία ανάμεσα σε αστυνομικούς στη μεγάλη οθόνη τα τελευταία χρόνια. Η πιο σημαντική βιογραφία εγκληματία στη δεκαετία του 1980 ανήκει στον Μπράιαν Ντε Πάλμα, ο οποίος ξαναγύρισε τον Σημαδεμένο, Η Ντροπή του Έθνους (1932) του Χάουαρντ Χοκς. Με τον Όλιβερ Στόουν στη διασκευή του σεναρίου και τον Αλ Πατσίνο στο ρόλο του Τόνι Μοντάνα, ενός Κουβανού που προσπαθεί να “πιάσει την καλή” στις Η.Π.Α. και τελικά γίνεται βαρόνος των ναρκωτικών στο Μαϊάμι, η ταινία
183
κυκλοφόρησε απλά με τον τίτλο Ο Σημαδεμένος (Scarface). Η ταινία είναι εκπληκτική (σε φωτογραφία του Τζον Α. Αλόνζο της Τσαϊνατάουν) και ο Πατσίνο παίζει τον κεντρικό χαρακτήρα με νεύρο και ένταση, όμως η καταθλιπτική μουσική, οι αντιπαθητικοί χαρακτήρες και η σκληρή βία της ταινίας βαραίνουν την ιστορία. Η αυτούσια, χωρίς περικοπές, έκδοση του Σημαδεμένου είναι ίσως η πιο βίαιη ταινία εγκλήματος που έχει ποτέ γυριστεί. Σε μια σκηνή στην αρχή της ταινίας βλέπουμε τον Μοντάνα και τους τρεις άντρες που τον συνοδεύουν να φτάνουν στο διαμέρισμα μιας κολομβιανής συμμορίας για να αγοράσουν κοκαΐνη, αλλά προδίδονται. Ο επικεφαλής των αντιπάλων τους αποδεικνύεται κάθε άλλο παρά ένας γλυκός Κολομβιανός και μια πολύ αιματοβαμμένη σκηνή ακολουθεί. Το τέλος όμως είναι εκείνο που εξασφαλίζει την κακή φήμη της ταινίας. Κρυμμένος στην έπαυλή του, με τους προσωπικούς του σωματοφύλακες, ο Μοντάνα περιμένει. Μια αντίπαλη συμμορία ναρκωτικών διεισδύει και ακολουθεί η σκηνή της αιματοχυσίας που μοιάζει με εκείνη στην ταινία του Πέκινπα Άγρια Συμμορία (The Wild Bunch, 1969). Ο Μοντάνα στρέφει ενάντια στους εισβολείς το αυτόματο όπλο του έως ότου σκοτώνεται. Στο τέλος της πρωτότυπης ταινίας ο Τόνι Καμόντε (Πολ Μούνι) πεθαίνει δίπλα σε μια πινακίδα που γράφει «Ο Κόσμος είναι Δικός σου»∙ εδώ, το γεμάτο σφαίρες πτώμα του Μοντάνα πέφτει στην πισίνα όπου βρίσκεται ένα κακόγουστο άγαλμα με μια υδρόγειο που έχει το σύνθημα «Ο Κόσμος είναι Δικός σου». Στη Γαλλία υπήρξε μια ξεχωριστή αναβίωση των ταινιών με αστυνομικούς με την ονομασία Policiers, με πιο επιτυχημένη εμπορικά την ταινία La Balance (1982) σε σκηνοθεσία του αμερικανού Μπομπ Σουέιμ. Όμως οι πρωταγωνιστές απέχουν πολύ από τους στιλάτους αντίστοιχους ήρωες της δεκαετίας του ΄60 και του ’70∙ τώρα είναι ατημέλητοι, φορούν τζιν και γουόκμαν αντί για μπορσαλίνο. Υπήρξε επίσης ένα καινούργιο Νέο Κύμα που περιελάμβανε ταινίες όπως η
184
Ντίβα (Diva, 1980) του Ζαν-Ζακ Μπενέξ και η καλτ ταινία του Λικ Μπεσόν Μια Νύχτα στον Υπόγειο (Subway, 1985), οι οποίες ήταν ιδιαίτερα δημοφιλείς στις καλλιτεχνικές αίθουσες της Μ. Βρετανίας∙ κάθε φοιτητής έπρεπε να είχε κρεμασμένες στον τοίχο του τις αφίσες της Νύχτας στον Υπόγειο και της Μπεατρίς Νταλ στην ταινία Μπέτυ Μπλου (Betty Blue). Υπάρχουν πολλές παρωδίες και κωμωδίες στη δεκαετία του 1980, αλλά παρά την εμπορική επιτυχία τους δεν είχαν διάρκεια. To 1984, κυκλοφόρησε η ταινία Η Μεγάλη των Μπάτσων Σχολή (Police Academy) και λόγω της τεράστιας εμπορικής επιτυχίας της ακολούθησαν αμέτρητες φρικτές συνέχειές της. Η Τιμή των Πρίτζι (Prizzi’s Honor) και οι Εξυπνάκηδες (Wise Guys)
- και οι δύο παραγωγής του 1986 -
διακωμώδισαν με επιτυχία τον κόσμο της Μαφίας, ενώ στην ταινία Τα Σκληρά Καρύδια (Tough Guys, 1986) βλέπουμε τους Κερκ Ντάγκλας και Μπαρτ Λάνκαστερ στους ρόλους δύο γερασμένων γκάνγκστερς που αποφυλακίζονται ύστερα από τριάντα χρόνια και αντιμετωπίζουν έναν τελείως διαφορετικό κόσμο από εκείνον που ήξεραν. Η ταινία Johnny Dangerously (1984) απέτυχε να παρωδήσει την ταινία του Κάγκνεϊ Ο Εχθρός της Κοινωνίας, οι Δυο Ατσίδες (Dragnet) προσπάθησαν να σατιρίσουν τις παλιές αστυνομικές σειρές, ενώ οι Τρελές Σφαίρες (Naked Gun) συνέχισαν από εκεί που σταμάτησε η πολύ πιο αστεία τηλεοπτική σειρά Police Files, με τον Λέσλι Νίλσεν να υποδύεται τον αστυνομικό Φρανκ Ντρέμπιν που προσπαθεί να αποτρέψει την απόπειρα δολοφονίας της Βασίλισσας Ελισάβετ κατά τη διάρκεια της επίσκεψής της στις Η.Π.Α. Ακολούθησαν δύο συνέχειες: Τρελές Σφαίρες 2 ½ (The Naked Gun 2 ½: The Smell of Fear, 1991) και οι Τρελές Σφαίρες 33 1/3 (The Naked Gun 33 1/3: The Final Insult, 1994). Ζ.- Δεκαετία του 1990
185
Τη δεκαετία του 1990, δύο ήταν οι κυρίαρχοι σκηνοθέτες στις ταινίες εγκλήματος: Ο Μάρτιν Σκορσέζε και ο Κουέντιν Ταραντίνο. Ο Σκορσέζε είχε γυρίσει την ιδιαίτερα σημαντική ταινία Κακόφημοι Δρόμοι (Mean Streets) το 1973 και επέστρεψε με το αριστούργημά του Τα Καλά Παιδιά (GoodFellas, 1990), ενώ ακολούθησαν και οι ταινίες Καζίνο (Casino, 1995) και οι Συμμορίες της Νέας Υόρκης (Gangs of New York, 2002). Ο Ταραντίνο σκηνοθέτησε την ταινία Reservoir Dogs το 1991, η οποία προκάλεσε θορυβώδεις αντιδράσεις όταν προβλήθηκε το 1992. Η ασταμάτητη δράση σε στιλ Τζον Γου, οι αναφορές στην κουλτούρα της εποχής, οι κοφτεροί διάλογοι και η νοσταλγική ποπ μουσική που συνέθετε το σάουντρακ της ταινίας ήταν στοιχεία αρκετά για να αποκτήσει η ταινία το φανατικό της κοινό. Η ταινία που ακολούθησε, το Pulp Fiction (1994), κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Κανών. Ο Ταραντίνο έγραψε επίσης τα σενάρια για την ταινία του Τόνι Σκοτ
Ιλιγγιώδης Έρωτας (True Romance, 1993) και την ταινία του
Όλιβερ Στόουν Γεννημένοι Δολοφόνοι (Natural Born Killers, 1994), στην οποία βλέπουμε το πρωταγωνιστικό ζευγάρι Μίκι και Μάλορι Νοξ (που υποδύονται ο Γούντι Χάρελσον και η Τζούλιετ Λιούις) να προβάλλονται από τα ΜΜΕ ως αστέρες. Και οι δύο ταινίες σημάδεψαν την εποχή της MTV επαναξιολόγησης της μυθολογίας των Μπόνι και Κλάιντ. Στη δεκαετία του 1980, οι ταινίες εγκλήματος από το Χονγκ Κονγκ, σκηνοθετημένες από τον Τζον Γου και τον Ρίνγκο Λαμ, έγιναν καλτ σε όλο τον κόσμο και μετέτρεψαν σε αστέρι πρώτου βαθμού τον Chow Yun Fat. Τη δεκαετία του 1990, ο Γου γύρισε στο Χονγκ Κονγκ την ταινία Ο τιμωρός του Χονγκ Κονγκ (Hard Boiled, 1992) και στη συνέχεια πήγε στην Αμερική όπου γύρισε το Σπασμένο Βέλος (Broken Arrow, 1996), περιγράφοντας τη ληστεία ενός ύπουλου βομβιστή και τα Αδίστακτα Πρόσωπα (Face Off, 1997), ένα από τα πιο περίεργα φιλμ εγκλήματος που γυρίστηκαν στο Χόλιγουντ. Εδώ, ο πράκτορας του FBI
186
Σον Άρτσερ (Τζον Τραβόλτα) εντοπίζει τον κακοποιό Κάστορ Τρόι (Νίκολας Κέιτζ), ο οποίος είχε σκοτώσει πριν από πέντε χρόνια τον γιο του. Κατά τη διάρκεια του ανθρωποκυνηγητού οι δύο ήρωες κυριολεκτικά αλλάζουν μεταξύ τους πρόσωπα, αλλά σε μια ψυχολογική αλλαγή, ο ένας παίρνει τη ζωή του άλλου, με τον αστυνομικό σε κάποια στιγμή να παγιδεύεται στη φυλακή μη μπορώντας να αποδείξει την πραγματική του ταυτότητα. Οι βιογραφικές ταινίες εγκλήματος πήραν μια ενδιαφέρουσα τροπή με την ταινία Ντικ Τρέισι (Dick Tracy, 1990) βασισμένο στο ομώνυμο κόμικ, με τους πρωταγωνιστές του αγνώριστους από το βαρύ μακιγιάζ. Πρωταγωνιστούσαν ο Γουόρεν Μπίτι στο ρόλο του Ντικ Τρέισι, η Μαντόνα στο ρόλο της τραγουδίστριας Μπρέθλες Μαχόνεϊ και ο Αλ Πατσίνο ως γκάνγκστερ Μπιγκ Μπόι Καπρίς. Ο Μπίτι πρωταγωνίστησε και στην ταινία Μπάγκσι (Bugsy, 1991) στο ρόλο του γκάνγκστερ του τίτλου Μπάγκσι Σίγκελ. Στη Μεγάλη Βρετανία, η ιστορία των μαφιόζων αδελφών Ρόνι και Ρέγκι Κρέι που τρομοκρατούσαν το Λονδίνο μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη με την ταινία Οι Αδελφοί Κρέι (The Krays, 1990) και πρωταγωνιστές τους Γκάρι και Μάρτιν Κεμπ του συγκροτήματος του ’80 Spandau Ballet. Τη δεκαετία του 1990 γυρίστηκε η ταινία Con Air (1997), μεταφορά της ταινίας Riot in Cell Block 11, και ο Γουόλτερ Χιλ προσπάθησε να μεταφέρει το βιβλίο ‘Red Harvest’ γυρίζοντας την ταινία Ο Τελευταίος Επιζών (Last Man Standing, 1996). Πιο ενδιαφέρουσα ήταν η σκοτεινή, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της ταινίας Copland (1997) με τον Σιλβέστερ Σταλόνε στο ρόλο ενός ασήμαντου αστυνομικού που προσπαθεί να «κολυμπήσει με τα μεγάλα ψάρια» στην πόλη, όπου η διαφθορά έχει εξαπλωθεί. Το δυνατό καστ της ταινίας συμπληρώνουν ο Χάρβεϊ Καϊτέλ, ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο και ο Ρέι Λιότα. Η ταινία Boyz ‘N
187
the Hood (1991) ήταν η Public Enemy για τη γενιά της ραπ. Πράγματι, το πιο διάσημο ραπ γκρουπ της δεκαετίας του ’80 πήρε το όνομα Public Enemy. Το 1990, γυρίστηκε το τρίτο και τελευταίο μέρος του Νονού (Godfather Part III) και ακολούθησαν οι ταινίες Υπόθεση Καρλίτο (Carlito’s Way, 1993) και Ντόνι Μπράσκο (Donnie Brasco, 1997). Στην πρώτη, μια ακόμα βιογραφική γκαγκστερική ταινία του Ντε Πάλμα, ο Αλ Πατσίνο υποδύεται τον Καρλίτο Μπριγκάντε, έναν Πορτορικανό γκάνγκστερ της δεκαετίας του 1970, και ο Σον Πεν τον δικηγόρο του Ντέιβιντ Κλέϊνφελντ (φορώντας μια περούκα στιλ Αρτ Γκαρφάνκελ). Η ταινία Ντόνι Μπράσκο είναι βασισμένη σε αληθινή ιστορία· ο Τζόνι Ντεπ υποδύεται τον ομώνυμο χαρακτήρα, που στην πραγματικότητα ονομάζεται Τζο Πιστόνε, έναν μυστικό πράκτορα του FBI, ο οποίος μαθαίνει τον τρόπο λειτουργίας της Μαφίας από τον Λέφτι Ρουτζιέρο, τον οποίο υποδύεται ο Αλ Πατσίνο. Αναμφίβολα το πιο αναμενόμενο κινηματογραφικό ζευγάρι από τότε που η Μπόνι συνάντησε τον Κλάιντ ήταν ο Αλ Πατσίνο και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο που πρωταγωνίστησαν στο σύγχρονο θρίλερ του Μάικλ Μαν Ένταση (Heat, 1995 – διασκευή της δικής του τηλεταινίας με τίτλο L.A. Takedown [1989]). Στην Ένταση βλέπουμε τη λιγότερο εκλεπτυσμένη απόπειρα ένοπλης ληστείας στην ιστορία των ταινιών εγκλήματος, με τον Ντε Νίρο και την παρέα του να αναποδογυρίζουν ένα τεθωρακισμένο όχημα πέφτοντας πάνω του με ένα φορτηγάκι. Ο Ντε Νίρο υποδύεται τον Νιλ Μακάλεϊ, έναν ληστή που ετοιμάζει την τελευταία του δουλειά· ο Πατσίνο είναι ο Βίνσεντ Χάνα, ο αστυνομικός που τον καταδιώκει, με μια σύζυγο που είναι συνέχεια κάτω από την επήρρεια μαριχουάνας και Προζάκ. Στην Ένταση διγράφονται πολλά τέτοια προσωπικά προβλήματα: διαλυμένοι γάμοι, θετές κόρες που αποπειρώνται να αυτοκτονήσουν και διαλυμένες οικογένειες. Ο Ντε Νίρο
188
και ο Πατσίνο μοιράζονται μαζί δύο σκηνές: η πρώτη είναι ένας διάλογος που γίνεται μεταξύ τους σε μια καφετέρια, εκεί που ο ένας δείχνει τον σεβασμό του προς τον άλλον, και η τελική σκηνή του κυνηγητού και της ανταλλαγής πυροβολισμών στην περιοχή του αεροδρομίου του Λος Άντζελες. Ο Μαν σκηνοθετεί επίσης μια εκπληκτική σκηνή ανταλλαγής πυροβολισμών μετά από μια αποτυχημένη ληστεία τράπεζας: ο Πατσίνο και η βαριά οπλισμένη ομάδα του στήνουν ενέδρα στον Μακάλεϊ και τους τρεις συνεργάτες του στους δρόμους του Λος Άντζελες. Μόνο ο Μακάλεϊ και ένα ακόμα μέλος της συμμορίας του (που υποδύεται ο Βαλ Κίλμερ) καταφέρνουν να δραπετεύσουν. Οι άτυχοι σε αυτή την ανταλλαγή πυροβολισμών είναι οι αθώοι περαστικοί καθώς όλοι οι συμμετέχοντες φορούν αλεξίσφαιρα γιλέκα. Στα ατού της ταινίας η έξοχη μουσική του Έλιοτ Γκόλντενθαλ άψογα εκτελεσμένη από το Kronos Quartet. Η καλύτερη ταινία εγκλήματος της δεκαετίας ααυτής ήταν η ταινία του Κέρτις Χάνσον Λος Άντζελες Εμπιστευτικό (L.A. Confidential, 1997), μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του μυθιστορήματος του Τζέιμς Ελρόι, όπου στο χωνευτήρι του Λ. Άντζελες μπαίνει η πολιτική, ο Τύπος, οι διασημότητες, ο φόνος και η διαφθορά. Υπήρξαν επίσης αρκετά επιτυχημένα εμπορικά θρίλερ και οι συνέχειες τους, στα οποία βλέπουμε ληστείες και κλοπές σε ένα ευρύτερο πλαίσιο δράσης, όπως Πολύ Σκληρός για να Πεθάνεις (Die Hard, 1988), Πολύ Σκληρός για να Πεθάνεις 2 (Die Hard 2, 1990), Speed (1994), Die Hard With a Vengeance (1995), Επικίνδυνες Αποστολές (Mission: Impossible, 1996), Speed 2: Cruise Control (1997) και Επικίνδυνες Αποστολές 2 (Mission: Impossible 2, 2000). Οι ταινίες αυτές βασίζονται ιδιαίτερα στις εκπληκτικές σκηνές δράσης και στα σπέσιαλ εφέ για να προσελκύσουν την προσοχή του κοινού. Για παράδειγμα, στο Speed, ένα από τα καλύτερα παραδείγματα του είδους, ο Κιάνου Ριβς έρχεται αντιμέτωπος
189
με έναν εκβιαστή (Ντένις Χόπερ) ο οποίος έχει παγιδεύσει με βόμβα ένα λεωφορείο και ζητάει λύτρα 3,7 εκατομμύρια δολάρια από την πόλη του Λ. Άντζελες. Το λεωφορείο πρέπει να έχει σταθερή ταχύτητα 50 μίλια την ώρα, αλλιώς θα ανατιναχθεί. Ο Ριβς και η Σάντρα Μπούλοκ αναλαμβάνουν να οδηγήσουν το λεωφορείο σε μια τρελή κούρσα που .κόβει την ανάσα Όσον αφορά τον ευρωπαϊκό κινηματογράφο έχουμε την παραγωγή της ταινίας εγκλήματος Νικίτα (La Femme Nikita, 1990) του Λικ Μπεσόν, την ιστορία μιας γυναίκας επαγγελματία δολοφόνου. Ο Μπεσόν γύρισε στις Η.Π.Α. την ταινία Λεόν (Leon, 1994) με τον Ζαν Ρενό στο ρόλο ενός εκτελεστή που συνεργάζεται με τη 12χρονη Νάταλι Πόρτμαν για να εκδικηθούν τον διεφθαρμένο αστυνομικό (Γκάρι Όλντμαν) που σκότωσε τον πατέρα της. Στη Μεγάλη Βρετανία έχουμε τις εγχώριες επιτυχίες του είδους με τις ταινίες του Γκάι Ρίτσι Δύο Καπνισμένες Κάννες (Lock, Stock and Two Smoking Barrels, 1998) και Αρπαχτή (Snatch, 2000). Οι Δύο Καπνισμένες Κάννες συνδυάζουν τη σκληρότητα του Συλλάβετε τον Κάρτερ και την γοητεία της Ληστείας αλά Ιταλικά (Italian Job) και οδήγησε στη δημιουργία μιας μίνι τηλεοπτικής σειράς. Η ταινία Αρπαχτή ήταν καλύτερη με πρωταγωνιστές που είχαν περιγραφικά ονόματα όπως Turkish (Τούρκος), Frankie Four Fingers (Φράνκι o Τετραδάχτυλος) και Brick Top, σε μια ιστορία με στημένους αγώνες πυγμαχίας και ληστείες κοσμημάτων. Το σλόγκαν ήταν «Κλέβεις πέτρες και σπας κόκαλα». Στη συνέχεια ο Ρίτσι γύρισε την ταινία Revolver (2005). Η.- Οι Αστυνομικοί του 21ου Αιώνα Ξεκινώντας ο καινούργιος αιώνας, οι ταινίες εγκλήματος συνεχίζουν να ποικίλλουν. Συνεχώς εκπλήσσουν το κοινό με ανατροπές και αλλαγές αποδεικνύοντας έτσι πόσο εύκαμπτο, ευπροσάρμοστο και
190
ανακυκλώσιμο είναι το είδος. Μερικά διαφορετικά μεταξύ τους παραδείγματα: Σε Εξήντα Δευτερόλεπτα (Gone in 60 Seconds, 2000) με τον Νίκολας Κέιτζ να κλέβει αυτοκίνητα, αλλά, όπως και το ριμέικ της ταινίας Ληστεία Αλά Ιταλικά (The Italian Job, 2003), ήταν αποτυχία. Έχουμε επίσης την ταινία του Σπίλμπεργκ Πιάσε με Αν Μπορείς (Catch me If You Can, 2002) με τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο στο ρόλο ενός γοητευτικού απατεώνα που αλλάζει συνεχώς ρόλους και τον Τομ Χανκς στο ρόλο του πράκτορα του FBI που βρίσκεται στο κατόπι του. Ο Σέιν Μπλακ, σεναριογράφος του Φονικού Όπλου, σκηνοθέτησε το νεο-νουάρ φιλμ Φιλιά και Σφαίρες (Kiss Kiss Bang Bang, 2005) με τους Βαλ Κίλμερ και Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε η Αμαρτωλή Πόλη (Sin City, 2005), ένα μονόχρωμο, βίαιο φιλμ νουάρ βασισμένο στο κόμικ του Φρανκ Μίλερ, με τους Μπρους Γουίλις, Κλάιβ Όουεν και Μίκι Ρουρκ. Στην ταινία Ερωτικό Κτήνος (Sexy Beast, 2000) παρακολουθούμε έναν πρώην κακοποιό (Ρέι Γουίνστον) που έχει αποσυρθεί στην Ισπανία, όταν η ζωή του διαταράσσεται με τον ερχομό του Ντον Λόγκαν (Μπεν Κίνγκσλεϊ), ίσως τον πιο επιθετικό και τρομακτικό βρετανό κακοποιό που εμφανίστηκε ποτέ στην μεγάλη οθόνη∙ δεν είναι να απορεί κανείς γιατί ο Γουίνστον υποφέρει από εφιάλτες στους οποίους τον κυνηγάει να τον σκοτώσει ένα γιγαντιαίο κουνέλι ρομπότ. Στην ταινία Κεχαριτωμένη Μαρία (Maria Full of Grace, 2004) παρακολουθούμε την ιστορία μιας έφηβης κολομβιανής που κάνει λαθρεμπόριο ναρκωτικών «φιλοξενώντας» προφυλακτικά γεμάτα ηρωίνη μέσα στο στομάχι της. Η ταινία είναι μια συμπαραγωγή της Κολομβίας και των Η.Π.Α. Η ταινία του Στίβεν Σόντεμπεργκ Τράφικ (Traffic, 2000), βασισμένη σε μια μίνι τηλεοπτική βρετανική σειρά, εξετάζει το λαθρεμπόριο ναρκωτικών στα μεξικανικά σύνορα∙ η ταινία κέρδισε το Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Στη συνέχεια ο σκηνοθέτης γύρισε την ταινία Η
191
Συμμορία των 11 (Ocean’s Eleven, 2001), μία από τις πιο έξυπνες ταινίες του είδους. Μια άλλη ταινία του είδους που έγινε μεγάλη επιτυχία ήταν η Υπόθεση του Τόμας Κράουν (The Thomas Crown Affair, 1999), παρουσιάζοντας μια από τις πιο μπερδεμένες πλοκές στην ιστορία του σινεμά, μια τάση που ξεκίνησε με την ταινία Οι Συνήθεις Ύποπτοι (The Usual Suspects, 1995). Το μιούζικαλ Σικάγο (Chicago, 2002) αναφέρεται στην δεκαετία του 1920. Στην ταινία αυτή η Ρενέ Ζελβέγκερ (Ρόξυ Χαρτ) και η Κάθριν Ζέτα Τζόουνς (Βίλμα Κέλι) υποδύονται δύο τραγουδίστριες του καμπαρέ οι οποίες εμπλέκονται σε μια υπόθεση φόνου, βασισμένη σε αληθινή ιστορία. Η ταινία, με το αυθεντικό γκανγκστερικό περιβάλλον που δημιουργεί, είναι εμπνευσμένη από τα ομοειδή μιούζικαλ που παρουσιάζονταν στο θέατρο. Μια από τις καλύτερες πρόσφατες ταινίες εγκλήματος είναι η Πόλη του Θεού (City of God, 2003) σε σκηνοθεσία του Φερνάντο Μεϊρέγιες. Γυρισμένη στην χειρότερη παραγκούπολη του Ρίο ντε Τζανέιρο, που ειρωνικά ονομάζεται η Πόλη του Θεού, αφηγείται την ιστορία της βίας των συμμοριών στους δρόμους και τον πόλεμο ανάμεσα στις συμμορίες ναρκωτικών που κατέστρεψε την πόλη τη δεκαετία του ’70. Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ο Γουίνστον Ροντρίγκεζ, γνωστός ως Ρόκετ, ένας νεαρός άντρας που ονειρεύεται να γίνει φωτογράφος, μια καριέρα που θα του επιτρέψει να ξεφύγει από τις φτωχογειτονιές. Ο αδελφός του σκοτώνεται στην αρχή της ταινίας∙ τα περισσότερα από τα άλλα παιδιά δεν καταφέρνουν να ξεφύγουν και καταλήγουν στο έγκλημα. Ο πιο περιβόητος και αιμοδιψής είναι ο L’il Ze και ο σύντροφός του Μπένε, που πουλάει ναρκωτικά στην πόλη. Ο μόνος τους ανταγωνιστής είναι ο «Κάροτ» που συνεργάζεται με τον Κνοκάουτ Νεντ, έναν τοπικό ήρωα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον L’il Ze. Με ιστορίες που έχουν τίτλο ‘Η Ιστορία του Τρυφερού Τρίο’, ‘Φλερτάροντας με το Έγκλημα’ και η
192
‘Ιστορία του Κνοκάουτ Νεντ’, και με την αφήγηση του Ρόκετ, η Πόλη του Θεού κάνει μια αναδρομή στις βιογραφίες «ανόδου και πτώσης» του εγκλήματος, όπως κάνουν και οι ταινίες Ο Εχθρός της Κοινωνίας και Τα Καλά Παιδιά, αλλά με έναν πιο αυθεντικό τρόπο, με την έντονη δράση της, τις ληστείες και το εμπόριο ναρκωτικών (με την υπέροχη φωτογραφία του Σεζάρ Τσαρλόνε). Για να αντισταθμίσει την βία και τη σκληρότητα της ταινίας, ο Μεϊρέγιες παρουσιάζει και την έντονη νυχτερινή ζωή της πόλης με τραγούδια του Τζέιμς Μπράουν. Η αρχική σκηνή με το κυνηγητό της κότας είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές σκηνές στην ιστορία του σύγχρονου σινεμά, καθώς μια συμμορία παιδιών, με το όνομα Runts, κυνηγούν μια άτυχη κότα μόνο και μόνο για να έρθουν αντιμέτωποι με τους αστυνομικούς στην επόμενη γωνία. Η Πόλη του Θεού είναι μια ταινία που κόβει την ανάσα, αλλά και ασυμβίβαστη∙ δεν μοιάζει με καμία άλλη ταινία εγκλήματος. Για τις ταινίες εγκλήματος μπορεί να πει κανείς πολλά πράγματα ακόμη. Με την ιστορική αναδρομή που επιχειρήσαμε προσπαθούμε να του δώσουμε το έναυσμα για να πάει παρακάτω, να διερευνήσει δηλ. τους λόγους της αμείωτης, δημοτικότητας του είδους αυτού των κινηματογραφικών ταινιών, από την εμφάνισή του μέχρι σήμερα,. – (Υ.Γ – Βασική πηγή για τις πληροφορίες που αναφέρονται σστο παραπάνω κείμενο απετέλεσαν οι σελ. xi – xxvi του βιβλίου του Howard Hughes, “Crime Wave - The filmgoers guide to the great crime movies”, London, I.B. Tauris, 2006.)
β.- Οι ταινίες με κατά συρροή δολοφόνους (Serial Killers films).
της Βιβής Μεντή
193
Το κομμάτι αυτό, στο πλαίσιο μιας προσέγγισης του κινηματογράφου από την πολιτισμική εγκληματολογία, έχει σκοπό να περιτρέξει κάποιες κινηματογραφικές απόψεις γύρω από το ζήτημα της παρουσίασης
των
κατά
συρροή
ανθρωποκτονιών,
όπως
την
αναπαριστούν ταινίες από όλες, σχεδόν, τις δεκαετίες του 20 αιώνα. Η άποψη του Marshall Mc Luhan (γνωστού φιλοσόφου που χάρισε στις επιστήμες της επικοινωνίας και του πολιτισμού τη φράση «το μέσο είναι το μήνυμα») είναι, ότι για να καταλάβουμε τα μέσα μαζικής επικοινωνίας -στα οποία συγκαταλέγεται και ο κινηματογράφος-, και συνεπώς τα προϊόντα τους, πρέπει να αναλύσουμε τα αποτελέσματα τους πάνω στον κοινωνικό χώρο που λειτουργούν, δηλαδή εκεί που μεταδίδουν το μήνυμα τους.
Για το λόγο αυτό οι ταινίες που
επελέγησαν 1 είχαν σαν κριτήριο την αποδοχή τους από το κοινό και την αντίδρασή του στο περιεχόμενό τους. Επελέγησαν ταινίες που είναι γνωστές στους κινηματογραφόφιλους του είδους αλλά και σε ευρύτερο κοινό, έστω και ως τίτλοι (πχ. «Η σιωπή των αμνών», «Psycho»). Ένα δεύτερο κριτήριο που λήφθηκε υπόψη ήταν η κινητοποίηση και η αντίδραση του κοινού - ταινίες που προκάλεσαν οξύτατες συζητήσεις και προσέλκυσαν την προσοχή ακόμα και όσων αδιαφορούσαν για τις ταινίες αυτού του περιεχομένου (πχ. «Peeping Tom», «Cruising»). Τέλος έγινε μια προσπάθεια (ανάλογη της έκτασης που αντιστοιχεί στο κεφάλαιο αυτό) να παρατεθούν ταινίες οι οποίες επισημαίνουν έναν μετασχηματισμό -λόγου χάρη την εμφάνιση μιας νέας τάσης- όχι τόσο σε ό,τι αφορά στη χρήση των εικαστικών μέσων (εικόνα, ήχος, λόγος, ιδιαίτερες τεχνικές κινηματογράφησης κτλ), αλλά κυρίως στο πώς έγινε
1
Ομολογουμένως δύσκολη επιλογή από μια λίστα 1048 ταινιών με αντικείμενο κατά συρροή δολοφόνους (παραπέμπω τους φανατικούς του είδους στην ηλεκτρονική διεύθυνση : http://www.imdb.com/keyword/serial-killer/)
194
αντιληπτός αυτός ο μετασχηματισμός στην εποχή του και πώς εξελίχθηκε ή ερμηνεύθηκε αργότερα. Η ταινία αποτελεί ένα είδωλο του κόσμου, ένα μύθο που δίνεται με οπτικοακουστικούς συμβολισμούς. Κάθε ταινία ακόμα κι αν δεν έχει προβληθεί ποτέ, θα μας ενδιέφερε ως μέσο προσέγγισης μιας εποχή, ως μαρτυρία μιας νοοτροπίας. Η προβολή στις αίθουσες προσδίδει στις ταινίες νέα σημασία, αυτή του αντικειμένου κοινωνικής συναλλαγής το οποίο προκαλεί συσσωματώσεις, εξυπηρετεί ως πρόσχημα για συζητήσεις και ασκεί επιρροή. Ως προϊόντα, οι ταινίες, μπορούν να κεφαλαιοποιηθούν ως οχήματα διανοητικών τάσεων εισερχόμενα στο ερευνητικό πεδίο του ιστορικού ή του κοινωνιολόγου του πολιτισμού. Δίχως αμφιβολία βασικό σημείο της προβληματικής αυτής είναι η σύγκλιση που υπάρχει ανάμεσα σε πολλές ταινίες σε διαφορετικές εποχές –κοντινές ή μακρινές μεταξύ τους. Ό,τι θα παρέμενε αδιάφορο, αν ανακαλύπταμε κάποιο μεμονωμένο ίχνος του σε ένα μόνο έργο, προσλαμβάνει άλλες διαστάσεις από τη στιγμή που διαμορφώνεται σε σειρά. Δεδομένου ότι οι έρευνες της ομαδικής ψυχολογίας δεν έχουν προχωρήσει αρκετά ώστε να μπορέσουμε να συμπεράνουμε κάτι για τη φύση των συναισθημάτων ή των παρορμήσεων που μετεγγράφονται σε ένα συλλογικό έργο, θα περιοριστούμε στην κοινωνιολογική προσέγγιση τους. Για την ολοκλήρωση της οποίας πρέπει να τονιστεί πως ο κινηματογράφος μιας εποχής πρέπει να μελετάτε ως σύνολο, ως συλλογή ταινιών με κοινά χαρακτηριστικά κι όχι ως παράθεση ή διαδοχή ξεχωριστών ταινιών – για το λόγο αυτό επισημαίνουμε πως εδώ, λόγω της περιορισμένης έκτασης, προκύπτει μόνο η αφορμή για μια επί μέρους τέτοια μελέτη. Το ξεχωριστό αντικείμενο της παρούσας μελέτης μας είναι ο “κατά συρροή δολοφόνος”, γνωστός παγκοσμίως ως «serial killer», ο οποίος αποτελείι
μια
προσφιλή
μορφή
του
αμερικανικού
-κυρίως-
195
κινηματογράφου. Έχει απασχολήσει πολλές φορές τους δημιουργούς του Hollywood και τους έχει αντίστοιχα χαρίσει εμπορικές επιτυχίες. Η απεικόνιση της πιο ακραίας δολοφονικής προσωπικότητας, αυτής ενός κατά συρροή δολοφόνου, ποικίλει ανάλογα με την εποχή και τον σκηνοθέτη. Αντανακλά τις απόψεις του σκηνοθέτη για το έγκλημα και τον εγκληματία και προδίδει τη δεξιοτεχνία του. Σχεδόν πάντα όμως συνδέεται, στα πλαίσια της επίδρασης ενός μη πλήρως κατανοητού κινηματογραφικού συλλογικού υποσυνειδήτου, με την ψυχοπαθολογία. Η ψυχιατρική από την πλευρά της διερευνά τη σχέση της ψυχοπαθολογίας με το έγκλημα. Οι ψυχώσεις (όπως η σχιζοφρένεια και η μανιοκατάθλιψη)
και
οι
νευρώσεις
(όπως
ο
ψυχαναγκασμός)
παρουσιάζουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σχέση με την τέλεση ανθρωποκτονιών. Η δράση πολλών κατά συρροή δολοφόνων ενισχύεται από στοιχεία ψυχώσεων ή νευρώσεων της προσωπικότητας τους. Η ψύχωση και η νεύρωση έχουν σαν συνέπεια μια μη ‘φυσιολογική’ αντίληψη της πραγματικότητας ή μια αποτυχημένη επεξεργασία ενός βιώματος που οδηγεί σε στρεβλή ερμηνεία του περιβάλλοντος. Όμως στη βάση αυτή έχουν γίνει παρανοήσεις και έχουν δημιουργηθεί στερεότυπα που έχουν ταυτίσει την ψυχική νόσο με τη βία και την επικινδυνότητα. Η τρομολαγνεία και ο διασυρμός όσων, με τον ένα ή άλλο τρόπο, συνδέονται με την ψυχική ασθένεια φαίνεται να αποτελεί σύνηθες φαινόμενο στα λαϊκά έντυπα. Ο «ψυχοπαθής δολοφόνος», ο «μανιακός βιαστής», «ο δράκος», είναι μερικοί μόνο από τους πιο στομφώδεις χαρακτηρισμούς που έχουν χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή στυγερών εγκλημάτων και αποσκοπούν στη συγκινησιακή διέγερση που προκαλεί η υποτιθέμενη επικινδυνότητα του ψυχικά ασθενή. Η κινηματογραφική παραγωγή, ειδικά οι ταινίες που λόγω της εμπορικής τους απήχησης προβάλλονται
στην
τηλεόραση,
αλλά
και
προγράμματα
που
απευθύνονται σε ένα ευρύ κοινό (όπως «σαπουνόπερες» ή σειρές
196
κοινωνικού περιεχομένου), επιβεβαιώνουν την προτίμηση των ΜΜΕ στη στερεοτυπική απεικόνιση του ψυχικά ασθενή. Ειδικά η σχιζοφρένεια, σε σχέση με το ιδιαίτερο αντικείμενο που μελετάμε στο κεφάλαιο αυτό, αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση στις αναπαραστάσεις του κοινού νου. Πληθώρα εικόνων «ψυχοπαθών δολοφόνων» ταυτίζει συνειρμικά τον εγκληματία-δολοφόνο με τον άνθρωπο που έχει σχιζοφρένεια. Έχει δημιουργηθεί έτσι αντανακλαστικά στην κοινή συνείδηση μια θεωρητική κατασκευή – ομπρέλα που καλύπτει με την αιτιολογία της σχιζοφρένειας, ή της ψυχικής νόσου εν γένει, κάθε μη κατανοήσιμη, ακραία παρεκκλίνουσα, σκληρή ή μυστηριώδη συμπεριφορά. Έτσι λοιπόν, κατά συρροή δολοφόνοι κακοποιημένοι, ψυχροί, σαδιστές,
εκδικητικοί,
αντικοινωνικοί,
με
παραισθήσεις
και
παραληρήματα, με εμμονές γύρω από το σεξ ή την κυριαρχία και τον έλεγχο, έχουν γίνει γνωστοί στην ιστορία του κινηματογράφου. Ας δούμε λοιπόν τα πράγματα από την αρχή: Το 1931 μόλις έχουμε την πρώτη ταινία που περιγράφει τη δράση ενός κατά συρροή δολοφόνου. «Ο δράκος του Ντύσελντορφ» - ο πρωτότυπος τίτλος της ταινίας είναι «Μ», από τη γερμανική λέξη moerder – είναι μια από τις καλύτερες ταινίες του Φριτς Λανγκ. Ένας νεαρός άνδρας, με σχιζοειδή προσωπικότητα, δολοφονεί μικρά παιδιά και προκαλεί τρόμο και πανικό στο Ντύσελντορφ. Η πολιτεία πιέζει την αστυνομία να αναλάβει δράση. Ο ένοχος εντοπίζεται από τους ανθρώπους του υποκόσμου, συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο ομόφωνα από το λαϊκό δικαστήριο το οποίο έχει συσταθεί για να τον κρίνει.
Στην ταινία αυτή ο Λανγκ καταφέρνει άψογα να
ισορροπήσει τα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα του δολοφόνου. Από τη μια η πορεία του προσδιορίζεται από τις κοινωνικές συνθήκες από τη μιζέρια και τη φτώχεια, από την ασφυκτική πίεση του κοινωνικού
περιβάλλοντος,
από
τον
αναπόφευκτο
έλεγχο
των
197
κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους και ειδικότερα της αστυνομίας, μα και του αδυσώπητου υπόκοσμου. Από την άλλη, η διαδρομή του δολοφόνου καθορίζεται κι από το υποσυνείδητό του, από τις βίαιες και σαδιστικές ορμές του, από το τυφλό πάθος και το διεστραμμένο πόθο του, που τον εξαναγκάζουν να κακοποιεί μικρά παιδιά και να τα σκοτώνει. Μια από τις ελάχιστες ταινίες που κρατάει τόσο καλά την ισορροπία ανάμεσα στους κοινωνικούς και ατομικούς-ψυχολογικούς παράγοντες του εγκλήματος. Το 1943 ο Alfred Hitchcock, του οποίου η προσφορά στο είδος είναι διαχρονικά αξιομνημόνευτη, δημιουργεί την ταινία «Shadow of a doubt»( η ελληνική απόδοση του τίτλου είναι «Το χέρι που σκοτώνει» ). Πρωταγωνιστής είναι ο ‘θείος Τσάρλυ’ ο οποίος αποπλανεί, δολοφονεί και ληστεύει «εύθυμες χήρες». Ενώ η αστυνομία είναι στα ίχνη του καταφέρνει να την παραπλανήσει με τη βοήθεια της ανιψιάς του και της τύχης η οποία τον ευνοεί όταν ο ντέντεκτιβ που τον καταδιώκει ερωτεύεται την ανιψιά του. Μια και στον Χίτσκοκ αρέσουν τα μυστικά διαλέγει να αποδώσει δικαιοσύνη με έναν δικό του τρόπο. Η δολοφονική δράση του «θείου» παραμένει μυστική, δε συλλαμβάνεται ποτέ και η οικογένεια της αδελφής του αποφεύγει το σκάνδαλο που ούτε που υποψιαζόταν και συνεχίζει να τον θαυμάζει. Βέβαια η ηθική του σκηνοθέτη δε μπορούσε να του επιτρέψει να διαφύγει και να συνεχίσει το ‘έργο’ του οπότε και του ‘χαρίζει’ έναν θάνατο με τιμές (εδώ η ειρωνεία του είναι πολύ λεπτή). Τέλος, ο έρωτας έχει τη θέση που του αξίζει σε μια Χιτσκοκική ταινία χαρίζοντας ένα ευτυχισμένο τέλος στο ζευγάρι. Ριμέικ της ταινίας πραγματοποιήθηκε το 1958 με τον τίτλο «Step Down to Terror». Επίσης το 1944 έχουμε την ταινία «Arsenic and Old Lace» (με τον ελληνικό τίτλο «Αρσενικό και παλιά δαντέλα»), βασισμένη στη μαύρη θεατρική κωμωδία που έγραψε το 1939 ο Άγγλος θεατρικός συγγραφέας
198
Joseph Kesselring. Η ταινία γυρίστηκε το 1941 και προβλήθηκε το 1944. Προσεγγίζει με έναν διαφορετικό τρόπο, αυτόν του μαύρου χιούμορ, την δολοφονική παράνοια δυο γεροντοκορών αδερφών, οι οποίες πιστεύουν πως επιτελούν θεάρεστο έργο με το να ξεκουράζουν μοναχικούς ηλικιωμένους άνδρες -στους οποίους νοικιάζουν δωμάτιο στο σπίτι τουςπροσφέροντας τους ένα ποτήρι σπιτικό κρασί που περιέχει υδροκυάνιο και στρυχνίνη. Ο ανιψιός των δυο θείων, o Mortimer Brewster, ένας θεατρικός παραγωγός που μισεί το θέατρο, προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με την αστυνομία του Μπρούκλιν. Το παρανοϊκό αλλά και δολοφονικό προφίλ της οικογένειας ολοκληρώνεται με τους δυο αδερφούς του Mortimer. Ο ένας νομίζει πως είναι ο Τέντυ Ρούσβελτ και περνάει το χρόνο του σκάβοντας αναχώματα για το κανάλι του Παναμά στο υπόγειο του σπιτιού – αυτά τα αναχώματα χρησιμοποιούν οι θείες για να θάβουν τα πτώματα στο υπόγειο. Ο άλλος αδελφός είναι ένας ψυχοπαθής δολοφόνος που έχει υποβληθεί σε σειρά πλαστικών χειρουργικών επεμβάσεων προκειμένου να μην είναι αναγνωρίσιμος από την αστυνομία. Ακόμα μια ταινία την ίδια χρονιά, το «Bluebeard» (ο «Κυανοπώγων») περιστρέφεται γύρω από τον διαβόητο στραγγαλιστή που έδρασε στα τέλη του 19ου αιώνα, έναν αυστριακό αριστοκράτη ο οποίος στη διάρκεια του μεσοπολέμου σκοτώνει τις γυναίκες του και διατηρεί τα πτώματα τους σε ψυγείο στο κελάρι. Μοντέρνα, για την εποχή της, εκδοχή του μύθου του Κυανοπώγωνα. Μια κλασική πλέον ταινία serial killer γυρίζεται το 1947 με τον Charlie Chaplin, που υποδύεται έναν δολοφόνο χηρών γυναικών
- τον
«Monsieur Verdoux» («ο κύριος Βερντού»). Το σενάριο είναι του ίδιου του Charlie Chaplin, βασίζεται όμως σε μια ιδέα του Όρσον Ουέλες εμπνευσμένη από την υπόθεση του κατά συρροή δολοφόνου, Henri Desire Landru. Ο πρωταγωνιστής, ένας γοητευτικός μεσόκοπος άντρας
199
με άψογους, αριστοκρατικούς τρόπους παντρεύεται ευκατάστατες ηλικιωμένες κυρίες προκειμένου να τις κληρονομήσει, αφού τις δολοφονήσει. Το κίνητρο του είναι να μπορέσει να εξασφαλίσει μια άνετη ζωή στην πραγματική του γυναίκα και το παιδί τους, τους οποίους υπεραγαπά. Έχουμε να κάνουμε με έναν εντελώς κυνικό, επαγγελματία δολοφόνο. Η προσέγγιση αυτή γίνεται πιο ενδιαφέρουσα αν σκεφτεί κανείς ότι προέρχεται από τον άνθρωπο που ως τότε ξέραμε ως καλόκαρδο και χαριτωμένο. Στην πραγματικότητα, την εποχή εκείνη - ο κόσμος έχει μόλις βγει από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και είναι μισοκατεστραμένος και σοκαρισμένος από τη βόμβα της Χιροσίμα – ο Charlie Chaplin έχει χάσει την πίστη του στους ανθρώπους, στην ηθική και στην πρόθεσή τους να κάνουν καλό. Αυτό υπογραμμίζεται στο τέλος της ταινίας, στη δίκη του Βερντού ο οποίος λέει: «Όταν κάποιος σκοτώσει δέκα αθώους είναι απεχθές κτήνος και καταδικάζεται σε θάνατο. Όταν, σ' έναν πόλεμο, σκοτώσει εκατοντάδες ή χιλιάδες είναι ηρώας και παρασημοφορείτaι.» Μα αυτός “εκτελεί διαταγές", θα μου πείτε. Ε, τότε, ας εκτελέσουν αυτούς που δίνουν τις διαταγές. Τους στρατηγούς ή τους κυβερνήτες των χωρών. Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια ότι ένας κατά συρροή δολοφόνος είναι αθώος. Καλό είναι όμως να μη ξεχνάμε πως, όσο απεχθής κι αν είναι αυτός, είναι ο "τελευταίος τροχός της άμαξας", πως υπάρχουν πολύ χειρότεροι δολοφόνοι εκεί έξω. Αν λάβουμε υπόψη μας λοιπόν, αυτή την ιστορική επικαιρότητα που ‘γέννησε’ αυτήν την ταινία έχουμε ένα κοινωνικό σχόλιο, ευαίσθητο όσο ποτέ άλλοτε, που μας θυμίζει πως η βία είναι κομμάτι της ανθρώπινης φύσης και άρα να μην σοκαριζόμαστε από τη δολοφονική μανία ενός ανθρώπου και τον βλέπουμε σαν υπερφυσικό ον. Το 1949, o κακοποιός πρωταγωνιστής Cody Jarrett της ταινίας «White Heat» («Ο Μεγάλος Αμαρτωλός») σκοτώνει επτά ανθρώπους κατά τη διάρκεια της ταινίας. Ο Cody είναι ένας παρανοϊκός,
200
επιληπτικός, μεγαλομανής και αυτοκαταστροφικός
εγκληματίας που
δραπετεύει από τη φυλακή και οδηγεί την παλαιά του συμμορία σε μια ληστεία σε ένα εργοστάσιο χημικών και ο οποίος έχει ιδιαίτερη αδυναμία στην σκληροτράχηλη μητέρα του. Από την πλευρά του «καλού» έχουμε σ΄ αυτήν την ταινία έναν μυστικό αστυνομικό που έχει διεισδύσει στη συμμορία του πρωταγωνιστή και προσπαθεί να μη χάσει την σωματική του ακεραιότητα και τη ζωή του. Το περιβόητο ζευγάρι «Bonnie and Clyde», στην ομώνυμη ταινία που γυρίστηκε το 1967, σκοτώνει περίπου 12 άτομα στα πλαίσια της γκανκστερικής τους δράσης με απώτερο σκοπό τη ληστεία. Η δικαιοσύνη για τα αδίστακτα εγκλήματά τους, αποδίδεται με το θάνατό τους. Το 1960 ο Alfred Hitchcock με το «Psycho» (η ταινία είναι επίσης γνωστή στα ελληνικά ως «Ψυχώ», η λέξη είναι συντόμευση της λέξης psychosis που σημαίνει ‘ψύχωση’) μπαίνει στο πάνθεον των δημιουργών ψυχολογικών ταινιών τρόμου και ο - επινοημένος από τον Ρόμπερτ Μπλόχ σ΄ ένα του μυθιστόρημα - χαρακτήρας του Νόρμαν Μπέιτς είναι το πρότυπο όλων των πιο πρόσφατων κινηματογραφικών κατά συρροή δολοφόνων. Ενώ στο βιβλίο του Μπλόχ, ο Νόρμαν είναι μεσήλικας, κοντός και παχουλός, στην ταινία ο πρωταγωνιστής είναι ψηλός κι αδύνατος έτσι ώστε να κερδίσει τη συμπάθεια των θεατών και να ξυπνήσει αισθήματα τρυφερότητας. Είναι ντροπαλός και μπορεί να γίνει στοργικός σε όποιον τον πλησιάζει και φροντίζει τους πελάτες του μοτέλ του. Όμως, σε ένα μεγάλο μέρος του μυαλού του έχει αρνηθεί την πραγματικότητα και την έχει αντικαταστήσει με τη φαντασίωση. Μη μπορώντας να αντέξει τις ενοχές για το θάνατο που προκάλεσε στη μητέρα του και όντας καλός, υπάκουος και προσκολλημένος γιος, φέρει την προσωπικότητα της δεσποτικής μητέρας του μέσα του και λατρεύει το ταριχευμένο σώμα της. Ακούει τις διαταγές και τις επιθυμίες της, οι οποίες του “υπαγορεύουν” πως όλες οι γυναίκες είναι σατανικές. Γι’ αυτό
201
το λόγο ο Νόρμαν σκοτώνει νεαρές όμορφες γυναίκες που ‘απειλούν’ να μπουν ανάμεσα στον ίδιο και τη μητέρα του. Το τέλος της ταινίας τον βρίσκει
στο
ψυχιατρείο
κυριευμένο
ολοκληρωτικά
από
την
προσωπικότητα της μητέρας του. Ένας τέτοιος χαρακτήρας, με τόση παράνοια, τόσο βάθος στα ψυχολογικά του τραύματα, ο οποίος αγαπήθηκε τόσο πολύ (η δημοτικότητα του υπήρξε τόσο μεγάλη που αναφέρεται πως σε μια έρευνα που έγινε στις ΗΠΑ αναφέρεται πως 90 Αμερικάνοι στους 100, σε ηλικία πάνω από 12, γνώριζαν την ιστορία της ταινίας) δε θα μπορούσε να ξεφύγει από τους παραγωγούς του Hollywood. Έτσι λοιπόν έχουμε μια σειρά από ταινίες Psyco 2, Psycho 3, Psycho 4 (το 1983, 1986 και 1990 αντίστοιχα), όλες με τον ίδιο πρωταγωνιστή – Antony Perkins. Στο δεύτερο κινηματογραφικό κεφάλαιο του μύθου του Νόρμαν Μπέιτς παρακολουθούμε τον απεγκλεισμό του από το ψυχιατρείο και τη δυσκολία της επανένταξής του, εξαιτίας της χρόνιας απομόνωσης του στο ίδρυμα αλλά και της δυσπιστίας των κατοίκων του χωριού. Βρίσκει κάποιους όμως, που τον δέχονται καλοπροαίρετα, αφού ακόμα κι οι ψυχίατροι τον θεωρούν θεραπευμένο. Όταν όμως έρχεται κοντά συναισθηματικά με μια νεαρή κοπέλα η μητέρα του επανέρχεται. Στην τρίτη ταινία ο Νόρμαν ερωτεύεται μια πρώην μοναχή. Είναι δυο ψυχές που υποφέρουν κι έχουν την ψευδαίσθηση ότι βρίσκουν αμοιβαία ανακούφιση. Ο
Νόρμαν όμως δεν έχει χάσει τη δολοφονική του
λειτουργία κι είναι πάντα αιχμάλωτος της μητέρας του, οπότε η κατάληξη θα είναι άσχημη. Για κάποιο λόγο βέβαια το Hollywood επιμένει να θέλει να δώσει μια σύντροφο στον Νόρμαν. Στο Psycho 4 παντρεύεται την ψυχίατρο του. Στο επίκεντρο αυτής της ταινίας είναι οι ψυχολογικές διεργασίες που συνέβησαν στην παιδική ηλικία και στην εφηβεία του Νόρμαν και η σχέση του με τη μητέρα του, Νόρμα Μπέιτς. Την οποία γνωρίζουμε πλέον κανονικά. Μέσα από την πολύχρονη
202
ενασχόληση με τον Νόρμαν Μπέιτς, το Hollywood μεταφέρει περίπου το εξής μήνυμα: οι δολοφόνοι δεν σταματούν ποτέ να σκοτώνουν κι οι ψυχικά ασθενείς δε θεραπεύονται. Επίσης το 1960 έχουμε μια αρκετά ιδιαίτερη και ενδιαφέρουσα ταινία. Το «Peeping Tom» («Ο Ηδονοβλεψίας», αγγλικής παραγωγής ταινία αυτή τη φορά) είναι μια ταινία που χαρακτηρίστηκε «μπροστά από την εποχή της» -μια συντηρητική Αγγλία- μια και ήταν αρκετά θαρραλέα και η οποία προκάλεσε σάλο και θύελλα αντιδράσεων με την θεματολογία της και τον υπόγειο παραλληλισμό της που αφορά μια μεγάλη κατηγορία ανθρώπων που έχουν ηδονοβλεπτικές τάσεις. Το τελευταίο προκύπτει από το γεγονός πως η ταινία σε όλη της τη διάρκεια είναι μια έμμεση μελέτη πάνω στον ίδιο τον κινηματογράφο και τη λειτουργία του. Ο ήρωας - δολοφόνος έχει μια απόλυτη εξάρτηση από την κάμερά του, την οποία κουβαλά παντού μαζί του, ακόμα κι όταν βγαίνει το βράδι για ποτό, - δουλεύει σαν φωτογράφος σε κινηματογραφικό στούντιο - οπότε υπάρχουν και σκηνές γυρισμάτων μέσα στην ταινία. Η εμμονή του είναι να κινηματογραφεί τα θύματά του την ώρα που πεθαίνουν. Και συγχρόνως, ως “καλός” ηδονοβλεψίας, κινηματογραφεί τα πάντα στο δρόμο, στη δουλειά, παντού, από αθώα φιλιά ζευγαριών σε παγκάκια μέχρι φάσεις της αστυνομικής έρευνας ή τις στιγμές της ανακάλυψης των πτωμάτων που ο ίδιος αφήνει πίσω του. Η προσωπική του ζωή είναι προβληματική. Μοναχικός, δειλός, με ανύπαρκτες σχέσεις με γυναίκες, το μόνο που θέλει είναι να κλειστεί σπίτι του τη νύχτα για να δει και να ξαναδεί τα πρωτόγονα snuff movies που ο ίδιος έχει γυρίσει. Με μια όχι τόσο απόλυτη έννοια και χρήση, ο κινηματογράφος είναι ένα είδος ηδονοβλεπτισμού - εφόσον εν γνώσει μας βυθιζόμαστε σε έναν κόσμο ψευδαισθήσεων όπου αναπαρίσταται, περιγράφεται ή αναλύεται η αληθινή ζωή εξώ από τη σκοτεινή αίθουσα του κινηματογράφου. Όσον αφορά το ψυχολογικό προφίλ του δολοφόνου μας σκιαγραφείτε από
203
αρκετά παιδικά τραύματα τα οποία εκδηλώνονται με μια αρρωστημένη εμμονή που δημιουργεί φαντασιώσεις ανάμεικτες με σεξ, φόβο και εκδίκηση. Έτσι το 1968 εμφανίζεται η πρώτη ταινία του είδους, απευθείας εμπνευσμένη από αληθινά γεγονότα. Ασχολείται με τη δράση του «Στραγγαλιστή της Βοστόνης» για αυτό έχει και τον ομώνυμο τίτλο «The Boston Strangler».
Η ταινία δεν αποδίδει απόλυτα ρεαλιστικά τα
γεγονότα που αφορούν τον στραγγαλιστή, Albert de Salvo, ενώ στο τέλος φανερώνονται ξεκάθαρα οι προθέσεις του σκηνοθέτη να παρουσιάσει το δράστη σαν ένα συμπαθητικό αλλά με βαθειά ψυχολογικά διαταραγμένη προωπικότητα, άνθρωπο. Του αποδίδει το ακαταλόγιστο και επιρρίπτει ευθύνες στην κοινωνία προσπαθώντας να την ευαισθητοποιήσει γύρω από το θέμα της έγκαιρης πρόληψης της εγκληματικότητας των βίαιων ατόμων. Τρια χρόνια αργότερα, το 1971, έχουμε μια άλλου τύπου ιδεολογική αναπαράσταση του κατά συρροή δολοφόνου Scorpio. Στην ταινία «Dirty Harry» (ο «Βρώμικος Χάρυ»), ο αστυνομικός Harry καταδιώκει έναν αντιπαθητικό τοξικομανή με σχεδόν σατανική προσωπικότητα που είναι υπεύθυνος για σειρά σεξουαλικών εγκλημάτων. Το 1972 στο «Frenzy» («Φρενίτις») ο Alfred Hitchcock έχει κέφια και δημιουργεί μια ταινία με μαύρο χιούμορ της οποίας η υπόθεση βασίζεται στο μυθιστόρημα με τίτλο ''Goodbye Picadilly , Farewell Leicester Square'' του Arthur La Bern. Η αγαπημένη του προβληματική περί αθωότητας και ενοχής επαναφέρει στο προσκήνιο το θέμα της φαινομενικής ενοχής και της δικαστικής πλάνης. Ένας απένταρος, αυτάρεσκος και οξύθυμος άντρας κατηγορείται για μια σειρά φόνων γυναικών από κάποιον που τις σκοτώνει με τη γραβάτα του. Μια σειρά συμπτώσεων και ατυχιών (όπως ότι η πρώην γυναίκα του είναι ένα από τα θύματα του δολοφόνου με τη γραβάτα) περιπλέκει τα πράγματα στο
204
δικαστήριο. Ο Χίτσκοκ όμως δε θα μπορούσε να αφήσει το δολοφόνο ήσυχο μέσα στο πλήθος να απολαμβάνει την ενοχή του… Το 1980 το «Cruising» («Το ψωνιστήρι») ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών στην gay κοινότητα, υπέστη περικοπή 40 λεπτών ώστε να μπορέσει να κυκλοφορήσει στις αίθουσες και πήρε κακές κριτικές. Η ιστορία αναφέρεται σε έναν gay κατά συρροή δολοφόνο που σκότωνε τους ερωτικούς του παρτενέρ. Η προσωπικότητα του δολοφόνου δεν είναι μεστή, αδιόρατα υπάρχει υπαινιγμός μιας ισχυρής πατρικής φιγούρας και τραύματος απόρριψης από εκείνον. Η σκέψη και τα κίνητρα του δολοφόνου παραμένουν άγνωστα. Το 1986, στην ταινία «Manhunter» («O Ανθρωποκυνηγός»), που είναι βασισμένη στη νουβέλα του Thomas Harris ‘Red Dragon’, έχουμε την πρώτη κινηματογραφική μας συνάντηση με τον Hannibal Lecter – τον θρύλο όλων των κατά συρροή δολοφόνων. Ο πράκτορας του FBI, Will Graham, αναζητά τον ένοχο που δολοφόνησε δυο οικογένειες και καταφεύγει στη βοήθεια ενός κατά συρροή δολοφόνου, του Lecter, ώστε να μπορέσει να κατανοήσει τον τρόπο σκέψης του δράστη. Το 1990 στο «Henry: Portrait of a Serial Killer» («Χένρυ: Tο Πορτραίτο ενός κατά Συρροή Δολοφόνου») έχουμε μια συνάντηση ανάμεσα
στους
υποθετικούς
δολοφόνους
του
φανταστικού
κινηματογράφου και στα πιο κτηνώδη εγκληματολογικά χρονικά. Η ταινία αφηγείται τις πραγματικές δραστηριότητες του κατά συρροή δολοφόνου Henry Lee Lucas και του συνεργού του Otis Toul. Ο αριθμός των εγκλημάτων που ομολόγησε ο Loucas ήταν τόσο μεγάλος που σε κάθε πηγή αναφέρεται διαφορετικός. 1991 «The Silence of the Lamps» («Η Σιωπή των αμνών») Μια ταινία σταθμός στο είδος. Μέσα σε μόλις 17 λεπτά συνολικής παρουσίας έκανε το κοινό να ανατριχιάσει και να γοητευτεί από τον Hannibal Lecter – για την ερμηνεία του οποίου χάρισε στον Hopkins το όσκαρ.
205
Μια πράκτορας του FBI, η Κλαρίς Στάρλινγκ, αναγκάζεται να ζητήσει από τον παρανοϊκό- ιδιοφυή ψυχίατρο Χάνιμπαλ Λέκτερ (ο οποίος βρίσκεται στη φυλακή για δολοφονίες και κανιβαλισμό) να τη βοηθήσει στη σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ ενός άλλου παρανοϊκού κατά συρροή δολοφόνου που σκοτώνει κοπέλες, προκειμένου να τον εντοπίσει. Ο Μπάφαλο Μπιλ (αυτό είναι το ψευδώνυμο του δολοφόνου) είναι ένας συνδυασμός τριών πραγματικών δολοφόνων: του Εντ Γκέιν ο οποίος έβγαζε το δέρμα από τις γυναίκες θύματα του και έφτιαχνε ρούχα, του Τεντ Μπάντι, που προσέλκυε τα θύματα του στο φορτηγάκι του με τον τρόπο που συμβαίνει και στην ταινία και του Γκάρι Χέντνικ που κρατούσε τις γυναίκες που απήγαγε σε ένα πηγάδι στο υπόγειο του. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον και καινούργιο στοιχείο της ταινίας είναι ότι ένας κατά συρροή δολοφόνος συνεργάζεται με την αστυνομία και βοηθάει στον εντοπισμό ενός άλλου συναδέλφου του και είναι η πρώτη φορά που παρακολουθούμε τη διαδικασία του προσδιορισμού του ψυχολογικού προφίλ του δράστη. Το 1995 έχουμε μια ακόμη αγαπημένη ταινία του είδους, το «Seven» («7»). Αριστοτεχνικό θρίλερ που καθηλώνει και προκαλεί ρίγη με τις σκηνές αλλά και το σκεπτικό του. Ο κατά συρροή δολοφόνος της ταινίας είναι απόλυτα παραδομένος στην ψύχωση του, η ζωή του περιστρέφεται γύρω από την οργάνωση των φόνων που κάνει με βάση ένα ιδιαίτερο τελετουργικό το οποίο βασίζεται στα 7 θανάσιμα αμαρτήματα. Σκοπός του δολοφόνου είναι να ‘διδάξει’ τον κόσμο και να μεταφέρει ένα μήνυμα ‘ηθικής’. Από αυτή την άποψη ο Serial killer της ταινίας έχει ειρμό τη σκέψη του και συνέπεια στις πράξεις του, ενώ προκαλεί την αστυνομία να ακολουθήσει τα βήματά του, αφήνοντας σημάδια. Το κλίμα της ταινίας είναι βαρύ και μάλλον θλιβερό και απαισιόδοξο, με έναν παράφρονα να αντιμετωπίζει με τον δικό του τρόπο την έκπτωση των ηθών και με τον έναν αστυνομικό να ετοιμάζεται να βγει στη
206
σύνταξη κουρασμένος και πικραμένος από όλα αυτά που έχει δει. Ο νεαρός αστυνομικός, κάπως αλαζονικός και χωρίς τρόπους, ο οποίος μαζί με τον πρώτο αναλαμβάνει την επίλυση των δολοφονιών, φαίνεται να είναι γεμάτος όρεξη να παλέψει με το έγκλημα. Όμως, το τέλος της ταινίας σοκάρει τους πάντες. Ο δολοφόνος υποπίπτοντας στο αμάρτημα του «φθόνου» αποκεφαλίζει την όμορφη γυναίκα του νεαρού αστυνομικού κι
εκείνος με τη σειρά του τον σκοτώνει με επτά
πυροβολισμούς από την «οργή» του. «Copycat» («Μοντέλο για φόνο»). Άλλη μια πολύ ενδιαφέρουσα ταινία την ίδια χρόνια. Σ’ αυτήν την ταινία έχουμε να κάνουμε με έναν ακόμα ευφυέστατο αλλά διαταραγμένο κατά συρροή δολοφόνο που μιμείται τους φόνους διάφορων κατά συρροή δολοφόνων του παρελθόντος. Η Helen Hudson, μια εγκληματολόγος ειδικευμένη στους κατά συρροή δολοφόνους, η οποία είναι παραιτημένη και κλεισμένη στο σπίτι της μετά από μια απόπειρα δολοφονίας εναντίον της, ξαναβρίσκει το θάρρος της ασχολούμενη με τη νέα υπόθεση. 1999 «The Bone Collector» («Συλλέκτης οστών»). Αυτή τη φόρα μια νεαρή γυναίκα αστυνομικός κυνηγάει τα ίχνη ενός παρανοϊκού κατά συρροή δολοφόνου, κάτω από τις οδηγίες ενός πεπειραμένου αστυνομικού, ειδικευμένου στη συλλογή στοιχείων από τον τόπο του εγκλήματος, ο οποίος είναι σχεδόν παράλυτος και καθηλωμένος στο κρεβάτι εξ’ αιτίας ενός ατυχήματος. Ο δολοφόνος είναι πολύ ευρηματικός στον τρόπο που σκοτώνει τα θύματά του και έχει τη συνήθεια να κρατάει ένα κομμάτι κόκαλο από κάποιο μέρος του σώματος τους. Του αρέσει πολύ επίσης να παίζει με την αστυνομία και να την κατευθύνει στην επόμενη του κίνηση αφήνοντας μηνύματα. Ο απώτερος σκοπός του όμως είναι να σκοτώσει τον αστυνομικό με τον οποίο έχει προηγούμενα.
207
1999 «Summer of Sam» («Το καλοκαίρι του Σαμ»), σε σκηνοθεσία Σπάικ Λι. Νέα Υόρκη, καλοκαίρι του 1977. Υψηλή θερμοκρασία, διακοπές
στην
ηλεκτροδότηση,
τρομακτική
αύξηση
της
εγκληματικότητας κι ένας κατά συρροή δολοφόνος στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων. Ο Τύπος τον αποκαλεί «Γιο του Σαμ» και διαμορφώνει ένα κλίμα μαζικού φόβου και παράνοιας. Η αστυνομία, ανίκανη να βρει το δολοφόνο, ζητά βοήθεια από τη Μαφία που ελέγχει τις γειτονιές. Το κυνήγι της «μάγισσας» ξεκινά. Ο Βίνι, κάτοικος της εν λόγω γειτονιάς και κομμωτής στο επάγγελμα, παντρεμένος με την Ντιόνα, την οποία διαρκώς απατά, χωρίς εκείνη να το αντιλαμβάνεται, θα βρεθεί στη δίνη των γεγονότων και θα δει τη ζωή του να αλλάζει δραματικά με το πέρασμα ενός καλοκαιριού που σημάδεψε τη ζωή των Νεοϋορκέζων. Ο σκηνοθέτης Σπάικ Λι, ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος και μαχόμενος διαρκώς κατά των φυλετικών διακρίσεων, με αφορμή τις δολοφονίες που διέπραξε στην πραγματικότητα την εποχή εκείνη ο Ντέιβιντ Μπέρκοβιτς, - ο πραγματικός «γυιός του Σαμ» - σκηνοθετεί μια ταινία για τη διαφθορά στις συνοικίες των λευκών μεταναστών της Νέας Υόρκης, αλλά και για την επίδραση των μέσων ενημέρωσης στην ψυχολογία της μάζας. Το 2000 με το «American Psycho» έχουμε έναν νέο τύπο κατά συρροή δολοφόνου, έναν γιάπη της Wall Street που εργάζεται στην εταιρεία του πατέρα του ζώντας την υλιστική και καταναλωτική ζωή του σαν πετυχημένος χρηματιστής το πρωί αλλά το βράδυ μεταμορφώνεται σε ψυχωτικό δολοφόνο. Οι χρονιές 2001 και 2002 σφράγισαν το μύθο του Hannibal. Την πρώτη χρονιά έχουμε την ταινία «Hannibal» στην οποία συναντάμε τον Lecter ανανεωμένο, μετά την διαφυγή του από τη φυλακή της «Σιωπής των αμνών», να ασχολείται με την ιστορία της τέχνης στη Φλωρεντία. Ένα από τα θύματα του που κατάφερε να γλιτώσει και η αγαπημένη του
208
Clarice Starling τον καταδιώκουν. Όμως ο Hannibal είναι το πρόσωπο που δημιούργησε η μυθοπλασία για να αποδείξει πως κάθε τι σκοτεινό και βάρβαρο φαίνεται να επικοινωνεί με βαθύτερα ένστικτά μας που το καθιστούν οικείο, θελκτικό, ακόμα και αγαπητό. Αυτός είναι πολύ απλά, ο λόγος που ο μοναδικός μεσήλικας, μορφωμένος, καλλιεργημένος, παντογνώστης, ευφυής, κανίβαλος δολοφόνος που γνωρίζουμε δε θέλουμε ποτέ να συλληφθεί και οι κινηματογραφικοί παραγωγοί μας κάνουν τη χάρη. Το 2002 έχουμε μια επιπλέον εξαιρετική ταινία, η οποία είναι ουσιαστικά remake της ταινίας «Manhunter» (1986) και χρονολογικά υποτίθεται πως τοποθετείται πριν τη «Σιωπή των αμνών» αφού στο «Red Dragon» («Ο Κόκκινος Δράκος») η πρώτη σκηνή που βλέπουμε είναι αυτή του τραυματισμού και της σύλληψης του Hannibal από τον πράκτορα του FBI, Will Graham. Ο Lecter διαυγής και ήρεμος(όπως πάντα) μέσα από το υψίστης ασφαλείας κελί του βοηθά τον πράκτορα Graham να συλλάβει έναν κατά συρροή δολοφόνου που σκοτώνει οικογένειες και οι εφημερίδες αποκαλούν «Tooth Fairy» εξαιτίας των δαγκωμάτων που κάνει στα θύματά του. Ο νεαρός κατά συρροή δολοφόνος είναι ένας παρανοϊκός με μια αρρωστημένη φαντασίωση κατά την οποία διανύει διάφορα στάδια εξέλιξης μέχρι να γίνει ο «Κόκκινος Δράκος». Μεγάλο ενδιαφέρον ακόμα δίνει η ταινία στο ψυχολογικό του προφίλ, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα που δεν έχει καταφέρει ακόμα να ξεπεράσει με τη γιαγιά του η οποία του δημιούργησε φοβερές ενοχές και ανασφάλεια για την εμφάνισή του. Έχουμε να κάνουμε με έναν άρρωστο ψυχικά δολοφόνο που τρομάζει με τη σκληρότητά του αλλά και δημιουργεί αμφιθυμικά συναισθήματα όταν τον βλέπουμε να αναπτύσσει έναν τρυφερό-ερωτικό δεσμό με μια τυφλή κοπέλα. Φαίνεται να έχει ανάγκη αυτή την επαφή και να παλεύει για χάρη της κοπέλας με την παράνοια του που του υπαγορεύει σε κάποια
209
στιγμή να τη σκοτώσει, χάρη όμως στο συναίσθημα, επιβάλλεται στον εαυτό του. Τελικά μετά από μια παρεξήγηση, αίρει ξανά την εμπιστοσύνη του προς τους ανθρώπους αφού νομίζει πως εκείνη τον πρόδωσε. Το 2004 με την ταινία «Monster» («Το τέρας») έχουμε επί της οθόνης την πρώτη γυναίκα κατά συρροή δολοφόνο. Η ιστορία, χωρίς ντοκυμαντερίστικο ύφος, αναφέρεται στην περίοδο των εννέα μηνών κατά τους οποίους η Aillen Lee Wuornos σκότωσε επτά άνδρες. Στην ταινία αυτή μπορεί εύκολα κανείς να διακρίνει και αναλύσει τα αμφιλεγόμενα κίνητρα της πρωταγωνίστριάς της. Το 2007 έχουμε την ταινία «Zodiac» (είναι δύσκολο να αποδοθεί ο τίτλος στα ελληνικά, η λέξη αναφέρεται στο ζωδιακό κύκλο). Η ταινία είναι βασισμένη στο βιβλίο του δημοσιογράφου Robert Graysmith και έχει σκηνοθετηθεί από το σκηνοθέτη του “Seven”. Η ιστορία είναι αλήθινή και αφορά ένα σαδιστή δολοφόνο που παίζει με τα θύματά του και σκορπά τον τρόμο στην Αμερική στα τέλη του 1960 και αρκετό διάστημα στις αρχές του 1970. Τα πρώτα άτυχα θύματα είναι ένα νεαρό ζευγάρι. Ακολουθεί άλλος ένας φόνος, κι έπειτα το αστυνομικό τμήμα του Σαν Φρανσίσκο παραλαμβάνει ένα σημείωμα στο οποίο ο δολοφόνος υπόσχεται ότι θα συνεχίσει το μακάβριο χόμπι του. Επίσημα, κατηγορήθηκε ότι διέπραξε 6 φόνους, αλλά ο ίδιος ισχυριζόταν ότι ήταν υπεύθυνος για 37. Τα στοιχεία που βρέθηκαν από την αστυνομία τον συνδέουν με 50 φόνους. Δεν τον συνέλαβαν ποτέ. Η ταινία εστιάζει στα πρόσωπα που προσπάθησαν να ανακαλύψουν τη ταυτότητα του κατά συρροή δολοφόνου που αυτοαποκαλείτο 'Zodiac'. Ένας σκιτσογράφος που έχοντας εμμονή με την επίλυση μυστικών κωδικών θα αποκτήσει μανία με το θέμα και θα αποκοπεί από την οικογένειά του, ένας αστυνομικός που προσπαθεί αλλά συνειδητοποιεί κάποια στιγμή τα όριά
210
του κι έναν δημοσιογράφος που οδηγήθηκε στη καταστροφή από το ποτό αποτελούν βασικά τοιχεία της ταινίας αυτής.. Στην πραγματικότητα πολλοί θεωρήθηκαν ύποπτοι για τους φόνους που διέπραξε ο Zodiac. Οι επικρατέστεροι, ανάμεσά τους, ήταν ο Arthur Leigh Allen, ένας παιδεραστής που πέθανε το 1992 σε ηλικία 58 ετών, λόγω κακής υγείας και ο Theodore Kaczynski, πρώην μέλος της συμμορίας του Charles Manson, τον οποίο υπέδειξε ο ίδιος του ο αδελφός, ως τον Zodiac. Παρ’ όλο που η αστυνομία διεξήγαγε εξονυχιστικούς και εξαντλητικούς ελέγχους, δεν προέκυψε τίποτα που να συνδέει τους δύο υπόπτους με τις δολοφονίες που διέπραξε ο Zodiac. Όπως η υπόθεση του Τζακ του Αντεροβγάλτη, έτσι και αυτή του Zodiac, μπαίνει στο αρχείο μέχρι η αστυνομία να καταφέρει να αναπτύξει ένα πλήρες προφίλ DNA που να ταιριάζει με κάποιον ύποπτο. Μέχρι τότε, όπως ακριβώς συνέβη και με τον Τζακ, η φαντασία θα οργιάζει, το μυστήριο θα παραμένει άλυτο και ύποπτοι θα ανακαλύπτονται διαρκώς, ακόμα ανάμεσα και στα πιο απίθανα πρόσωπα. 2007 «Hannibal Rising» («Χάνιμπαλ, η αρχή»). Σ αυτή την ταινία που είναι βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Thomas Harris γίνεται προσπάθεια να κατανοήσουμε τις αιτίες και τα γεγονότα που οδήγησαν τον μικρό Hannibal να γίνει ο «κανίβαλος» Lecter. Βλέπουμε την κόλαση που περνάει όταν οι Γερμανοί σκοτώνουν την οικογένεια του, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, πριν γίνει ο ίδιος κόλαση για άλλους. Ο ήρωας εδώ κινείται μεταξύ συμπάθειας, φόβου και αδιαφορίας -δεν έχει την αίγλη του παρανοϊκού, ευφυούς και εκλεπτυσμένου ψυχίατρου-δολοφόνου που γνωρίσαμε νωρίτερα, ούτε έχει το διεισδυτικό και ταυτόχρονα άδειο βλέμμα του Antony Hopkins που χάρισε μια τέλεια φυσική εμφάνιση στον Hannibal. Επιπλέον η ερμηνεία των δολοφονικών και κανιβαλιστικών του τάσεων, η οποία στηρίζεται στο παιδικό ψυχικό
211
του τραύμα, τον καθιστά ανθρώπινο και απεκδύει το -σχεδόν μεταφυσικό- μυστήριο που τον κάλυπτε. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Δεληολάνης Γ. (2007), Πολιτική του τρόμου, Αθήνα, future Geberth J. V., (1993), Πρακτική έρευνα ανθρωποκτονιών, Αθήνα, Κάκτος Innes Brian, (2004), Το προφίλ του εγκληματικού νου, Αθήνα, Κοχλίας Leth Th., (2002), Crime Films, London, Cambridge University Press. Μπέρι-Ντι Κρίστοφερ, (2007) Επάγγελμα: κατά συρροή δολοφόνος, Αθήνα, Lector Ντάγκλας Τζον, Μαρκ Ολσέικερ, (2003), Στο μυαλό των σίριαλ κίλερς – η ψυχολογία στην υπηρεσία της δίωξης εγκλήματος, Αθήνα, Μελάνι Ραφαηλίδης Β., (1996), Φιλμοκατασκευή, μια μέθοδος ανάγνωσης του φιλμ, Αθήνα, Αιγόκερως Rafter N., (2000), Shots in the Mirror : Crime Films and Society, London, Oxford University Press Schechter H., Everitt D., (2006), The A to Z encyclopedia of serial killers, New York , Pocket Books Seltzer Mark, (1998), Serial killers : death and life in America's wound culture, New York, Routledge Sorlin P. (2004), Κοινωνιολογία του κινηματογράφου, μτφρ. Μαρκέτου Π. Αθήνα, Γρηγόρης ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ http://en.wikipedia.org/wiki/Boston_Strangler http://en.wikipedia.org/wiki/The_Boston_Strangler_(film) http://www.trutv.com/library/crime/serial_killers/notorious/boston/ index_1.html http://www.allserialkillers.com/boston_strangler.htm http://eglima.blogspot.com/2007/01/i.html
γ.- Οι ταινίες φυλακής (Prison Films)
της Μαρίας – Στέλλας Ζεάκη Ο όρος «ταινίες φυλακής» (prison films or movies) δεν είναι συνηθισμένος καθώς δε χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη όπως οι
212
όροι «μιούζικαλ», «Western», «κομεντί». Ωστόσο, ταινίες όπως οι : The Shawshank
Redemption,
American
History
X,
Brubaker,
τις
χαρακτηρίζουμε με τον όρο αυτό. Λίγοι κριτικοί κινηματογράφου έχουν γράψει για τις ταινίες φυλακής και κανένας δεν έχει προσπαθήσει να προσδιορίσει το είδος αυτών των ταινιών. Αυτό ίσως δικαιολογεί και το για ποιο λόγο έχoυν γραφτεί τόσο λίγα σχετικά, παρά το γεγονός ότι στον Αμερικάνικο κινηματογράφο έχουν γυριστεί πάνω από τριακόσιες ταινίες τέτοιου είδους, από το 1910 μέχρι σήμερα. Πάντως το σπουδαιότερο ζήτημα στην προκειμένη περίπτωση είναι το πόσες σκηνές μιας ταινίας πρέπει να τοποθετούνται στη φυλακή ούτως ώστε η ταινία να χαρακτηριστεί σαν «ταινία φυλακής». Αυτό που κάνει μια ταινία «ταινία φυλακής» ίσως διαφέρει από θεατή σε θεατή. Ενδεικτικά, μια ταινία χαρακτηρίζεται σαν τέτοια, αν ένας από τους κεντρικούς
της ήρωες περνάει αρκετό χρόνο στη
φυλακή και αυτός ο χρόνος προβάλλεται στην οθόνη. Επιπλέον, η πλοκή της ταινίας θα πρέπει να περιστρέφεται γύρω από αυτό τον χρόνο στη φυλακή ή την προσπάθεια αποφυγής επιστροφής σε αυτή. Με αγωνιώδη τρόπο, απεικονίζεται η προσπάθεια που καταβάλλει ο Derek στην ταινία American History X (1998) για να προστατέψει τον μικρότερο αδερφό του από τους κύκλους του νεοναζισμού. ‘Εχοντας υπάρξει ο ίδιος ηγέτης νεοναζιστικής ομάδας κι έχοντας εκτίσει την ποινή του στη φυλακή ως συνέπεια της δράσης του, αναθεωρεί τα «πιστεύω» του αφού μέσα στη φυλακή έρχεται σε επαφή με τις φυλετικές μειονότητες που αρχικά μισούσε. Εγκαταλείπει επομένως κάθε ναζιστική αντίληψη και τάση απομακρύνει
και
επίθεσης και το μοναδικό του μέλημα είναι να τον
μικρότερο
αδερφό
του
απ’ όλα
αυτά,
προστατέυοντας παράλληλα την οικογένειά του από τους κινδύνους που επιφυλάσσει ο φανατισμός κι ο νεοναζισμός.
213
Κεντρικό θέμα στις ταινίες αυτές είναι η φυλακή ως καθεστώς, ως σύστημα με αδιαπέραστους κανόνες που επιβάλλονται αμείλικτα. Η συνέπεια μιας τέτοιας μηχανιστικής απεικόνισης της τιμωρίας είναι να υπερτονιστεί ο ατομικός αγώνας για επιβίωση και ο ενυπάρχων απάνθρωπος χαρακτήρας της φυλάκισης. Η μονοτονία της ζωής στη φυλακή συχνά απεικονίζεται από τις αυστηρά περιορισμένες κινήσεις των κρατουμένων. Οι συγκεκριμένες ταινίες μεταφέρουν προς τα έξω το σύστημα που επικρατεί μέσα από τη φυλακή δείχνοντας στο ευρύ κοινό τις ταλαιπωρίες που υφίστανται οι κρατούμενοι στη καθημερινή τους διαβίωση. Τέτοιες σκηνές υπάρχουν σε ταινίες των δεκαετιών του ’30 και του ’40 όπως στις Numbered Men (1930), Men Without Souls (1940) καθώς επίσης και σε πρόσφατες ταινίες όπως στις Dead Man Walking (1995) και The Shawshank Redemption (1995). Σε πολλές τέτοιου είδους ταινίες, επαναλαμβάνονται σκηνές με κρατούμενους που κάνουν τις ίδιες κινήσεις. Αυτή η επανάληψη εξυπηρετεί αφενός μεν τη σύνδεση μεταξύ σκηνών αφετέρου δε τονίζει στο κοινό τη μονοτονία της φυλακής. Στην ταινία American History X, για παράδειγμα, ο θεατής βλέπει αρκετά συχνά σκηνές από την αυλή με τα όργανα γυμναστικής που είναι συγκεντρωμένοι οι κρατούμενοι. Ενώ στην ταινία Brubaker, οι κρατούμενοι σε επαναλαμβανόμενες σκηνές φαίνονται να εργάζονται σαν σκλάβοι. Αυτή η μονοτονία της κίνησης όχι μόνο υπογραμμίζει την αυστηρά περιορισμένη ρουτίνα της φυλακής αλλά επεκτείνει και τη μηχανιστική της εικόνα. Η κίνηση των κρατουμένων σε αντίθεση με τη σταθερή ησυχία ανάμεσα στους τοίχους της φυλακής, αντικατοπτρίζει τις λειτουργίες μιας μηχανής : οι φυλακισμένοι είναι τα γρανάζια που θέτουν σε κίνηση τον μεγάλο μηχανισμό της τιμωρίας.
214
Στις ταινίες, η κάμερα διαδραματίζει καίριο ρόλο καθώς τα πλάνα που «τραβάει», καδράρουν τις σκηνές κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξυπηρετούν τις ιδέες του σκηνοθέτη για τα συναισθήματα του κοινού. Η κάμερα κάνει πανοραμική λήψη στις σκάλες, τις πόρτες των κελιών, στις αυλές, τους χώρους της φυλακής δίνοντας έμφαση στη βιομηχανική φύση των ιδρυμάτων αυτών και κατ’ επέκταση στους άκαμπτους κανόνες της μηχανής. Στην ταινία The Shawshank Redemption (1995), η κάμερα σπάνια είναι ακίνητη και με τη χρήση travelling που ακολουθούν τις κινήσεις των ηθοποιών και των κομπάρσων δίνεται η δυνατότητα στον θεατή να κατανοήσει πλήρως τα γεγονότα. Στην κορύφωση όμως της δράσης ο περιγραφικός φακός γίνεται πιο προσωπικός και με τη χρήση αρκετών champ-contre-champ και κοντινών πλάνων η ταινία αποκτά μια διαφορετική δυναμική. Σ’ αυτό βέβαια βοηθάει και η χρήση voice over. Κατ’ αυτό τον τρόπο, σ΄ όλη τη διάρκεια της ταινίας η σύνταξη των πλάνων ακροβατεί ανάμεσα στην απλή περιγραφή και στην πλήρη ψυχολόγηση των χαρακτήρων. Αν και χρησιμοποιήθηκαν αρχικά για να εικονογραφήσουν την αδικία, οι σκληροί κανόνες της φυλακής εξυπηρετούν στο να αναδεικνύουν τη σκληρή διαδικασία του ποινικού συστήματος. Από τα πρώτα λεπτά της ταινίας Brubaker (1980), υπάρχουν σκηνές και πλάνα που παρουσιάζουν τις δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης: άθλιο φαγητό, ξυλοδαρμοί, βιασμοί. Η χρήση όρων όπως: «το κάλεσμα στην πόρτα» ή «το τηλεφώνημα» ή ακόμα κι ένα στιγμιαίο πλάνο ηλεκτρικής καρέκλας σοκάρουν τον θεατή. Επιπλέον, το γεγονός ότι οι κρατούμενοι τρώνε χαμηλής ποιότητας φαγητό καθώς πουλιέται στη μαύρη αγορά και το ότι οι ίδιοι χρησιμοποιούνται στις τοπικές επιχειρήσεις σαν σκλάβοι ευαισθητοποιεί το κοινό κάνοντάς το να αναλογιστεί όλα όσα διαδραματίζονται στις φυλακές.
215
Μερικές ταινίες μεταφέρουν πολιτικά μηνύματα σχετικά με τις αδικίες που γίνονται στους κρατούμενους. Αυτό συνέβη κυρίως στις ταινίες της δεκαετίας του ’30 με τις φυλακές να απεικονίζονται ως σύμβολο του συστήματος – την αιτία της απόγνωσης και οικονομικής ύφεσης στην Αμερική της εποχής. Ταινίες όπως οι Hell’s Highway (1932) και Blackwell’s Island (1939) σκιαγραφούν τη φυλακή ως «την απόλυτη μεταφορά της κοινωνικής παγίδευσης» με έμφαση στο πώς η ωμότητα των φυλακών αποστερεί την ατομικότητα από τους άντρες. Η αναπαράσταση της φυλακής ως μηχανής στον κινηματογράφο είναι βασική στις ταινίες φυλακής γιατί από αυτή την ιδέα πηγάζουν τα άλλα θέματα : απόδραση από τη μηχανή, ξέσπασμα εναντίον της, ο ρόλος της μηχανής στην αναμόρφωση των κρατουμένων, η είσοδος των νέων κρατουμένων στη μηχανή. Οι ταινίες φυλακής συχνά υπογραμμίζουν την εμπειρία στη φυλακή – συγκεκριμένα την απάνθρωπη διαδικασία που μετατρέπει τους ανθρώπους σε φυλακισμένους, αριθμούς και στατιστικές. Αυτή η διαδικασία ξεκινάει όταν ο νέος κρατούμενος πρωτομπεί στη φυλακή: βγάζει τα ρούχα του τα οποία τοποθετούνται σε ένα κουτί, φοράει τη στολή του κρατούμενου και σπρώχνεται βίαια στο κελί του. Τέτοιες παρόμοιες σκηνές υπάρχουν σχεδόν σε όλα τις ταινίες αυτές αναδεικνύουν
τη
φυλακισμένο.
Στο
μεταμόρφωση The
του
Shawshank
κατάδικου Redemption
σε
και
έγκλειστο
(1995),
όπου
παρατηρείται μια ψυχολογική κυρίως προσέγγιση των γεγονότων σε αντίθεση με άλλες ταινίες που σχετίζονται με φυλακές, απεικονίζονται ανάγλυφα οι συναισθηματικές αναταράξεις και οι σκέψεις των κρατουμένων σε καταστάσεις όπου το μάτι θεατή δεν έχει συνηθίσει· η πρώτη νύχτα για έναν νεοεισαχθέντα κρατούμενο είναι πολύ δύσκολη. Νιώθει μόνος, ότι δεν ανήκει στον χώρο της φυλακής, ίσως κλάψει. Η πρώτη νύχτα για τον Andy ήταν τρομακτική, αλλά ο εσωστρεφής
216
χαρακτήρας του δεν φανέρωσε τίποτα. Ίσως πιο συμβολικό είναι το κόψιμο των μαλλιών όπως απεικονίζεται και στην αρχή της ταινίας Brubaker (1980) και καταδεικνύει την προσβολή στην ελευθερία και την προσωπική αυτονομία καθώς αποτελεί την πιο αξιοσημείωτη -οπτικάδιαφορά μεταξύ ενός κρατούμενου και ενός ελεύθερου άνδρα. Η γρήγορη και μηχανική υλοποίηση αυτών των κανόνων αποσκοπώντας στην είσοδο ενός νέου τρόφιμου επαληθεύει τη συντονισμένη και καθιερωμένη φύση της φυλακής. Η μηχανή ξεκινάει να λειτουργεί. Ως κινηματογραφόφιλος, ο θεατής έχει περιορισμένη γνώση για τις φυλακές και γι’ αυτό τον λόγο όταν ένας χαρακτήρας μπαίνει στη φυλακή, μοιράζεται μαζί του εξίσου την άγνοια και τον φόβο του. Ως μονάδα του κοινού, είναι ευάλωτος στο άγριο καθεστώς της έγκλειστης ζωής, τους αμείλικτους φύλακες και στα κλειστοφοβικά κελιά. Ο κινηματογράφος είναι ενήμερος για την άγνοια των θεατών και συχνά τη χρησιμοποιεί για να προκαλέσει τη συμπάθεια για τον νέο κρατούμενο, όπως στο The Shawshank Redemption (1995) που προαναφέρθηκε. Μέρος της διαδικασίας όταν πρωτομπαίνει στη φυλακή, είναι ο νέος τρόφιμος
να
συναντά
τη
βία
από
τους
φύλακες
και
τους
συγκρατούμενούς του -σκηνές που υπάρχουν σε όλες σχεδόν τις ταινίες αυτές. Φυσικά, πολλά ακόμα ζητήματα είναι κύρια στις “prison movies” –ένα από αυτά είναι η απόδραση, όπως ευφυέστατα αποκαλύπτεται στη The Shawshank Redemption (1995) με τον σκαμμένο διάδρομο πίσω από της αφίσα της Rita Hayworth. Η σταθερή μάχη με την εξουσία της φυλακής επίσης είναι ένα άλλο ζήτημα που χαρακτηρίζει τις ταινίες που εξετάζουμε. Το μη αναμενόμενο, παρατηρείται στην ταινία Brubaker (1980) όπου ο νέος διευθυντής των φυλακών Wakefield, ο Brubaker, αποσκοπώντας στην πλήρη αναβάθμιση του σωφρονιστικού ιδρύματος και των συνθηκών
217
διαβίωσης που επικρατούν σε αυτό, καταλήγει να κερδίζει την εμπιστοσύνη των κρατουμένων και να συνεργάζεται μαζί τους ενάντια στη διαφθορά του πολιτικού συστήματος. Επίσης, η απροκάλυπτη ανυπακοή των κρατουμένων είναι κεντρικό θέμα στις ταινίες αυτού του είδους. Κάποιες φορές η διαμάχη είναι σωματική και άλλες φορές οι κρατούμενοι κερδίζουν μικρές νίκες κατά του συστήματος όπως στην ταινία The Shawshank Redemption (1995) που πέτυχαν να εκπέμπουν μουσική στον προαύλιο χώρο μέσω των ηχείων από το γραφείο του διευθυντή. Επιπλέον, η διαφθορά που συνεχίζεται ακόμα και μέσα στο σωφρονιστικό ίδρυμα είναι φανερή στις ταινίες αυτές. Χαρακτηριστική είναι η διακίνηση ναρκωτικών στην ταινία American History X (1998) με την οποία διακυβεύονται πολλές «χάρες» καθώς «είναι πολιτική» όπως αναφέρεται. Και είναι μηδαμινή η εξουδετέρωση αυτής της διαφθοράς με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται μια παράδοση στις φυλακές και το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Woody, ο ξυλέμπορος στην ταινία Brubaker: «Everything is tradition». Τα prison films συμβάλλουν στη γνωστοποίηση προς το κοινό της κατάστασης που επικρατεί στο σύνολο σχεδόν των σωφρονιστικών ιδρυμάτων. Οι εικόνες που προβάλλουν, ευαισθητοποιούν το κοινό και το κάνουν να αναλογιστεί πως η στέρηση αναγκών και ανθρώπινων δικαιωμάτων πολλές φορές χρησιμοποιείται ως μέθοδος ελέγχου και διοίκησης τέτοιων ιδρυμάτων. Η βία κυριαρχεί στην κορωνίδα των αξιών για να συμπληρωθεί το χάσμα ανάμεσα στο πώς είναι και στο πώς πραγματικά πρέπει να είναι ένα σωφρονιστικό ίδρυμα. Οι φυλακές πρέπει να αποτελούν σωφρονιστικά ιδρύματα όχι με την έννοια της φυλακίσεως ή της τιμωρίας, ούτε να αποσκοπούν στην εκδίκηση του θύματος ή την απομάκρυνση του εγκληματία ως επικίνδυνου για την κοινωνία. Τα σωφρονιστικά ιδρύματα οφείλουν να στοχεύουν στην
218
αναμόρφωση του εγκληματία ιδωμένου ως παραβάτη του νόμου και στην ομαλή επανένταξή του στην κοινωνία. Βοήθησαν οι ταινίες αυτές τελικά σττο να αλλάξει κάτι προς το καλύτερο στις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων στις φυλακές; Θα λέγαμε, μάλλον, όχι. Οι μεταβολές που έγιναν - όπου έγιναν – δεν βελτίωσαν την κατάσταση, γενικότερα. Υπάρχει ένας τουλάχιστον λόγος για αυτή την αποτυχία. Οι σσυγκεκριμένες ταινίες απλά και μόνον εκμεταλλεύτηκαν τις άσχημες εικόνες
της
φυλάκισης
για
τις
κινηματογραφικές
αξίες
της
συναισθηματικής διέγερσης, του σοκ και του σασπένς. Αυτές οι ταινίες ήταν αδιάφορες σε οποιαδήποτε γενική μεταρρυθμιστική στάση. Ωστόσο παρά την εμφανή αποτυχία των ταινιών φυλακής να αλλάξουν το σωφρονιστικό σύστημα, η δημοτικότητά τους είναι αναμφισβήτητη και ο θέλγητρό τους είναι απροσδιόριστο. Παρόλα αυτά, αυτό το είδος ταινιών έχει επιζήσει –πόσο μάλλον ευδοκιμήσει-. Πιο προσιτές στο κοινό, οι ταινίες αυτές δίνουν μια ευκαιρία στον θεατή να έρθει σε επαφή με τον κόσμο του εγκλήματος, να κινηθεί σε κύκλους παρανομίας από την ασφάλεια του καναπέ, να δει τον υπερβολικό σαδισμό της έγκλειστης ζωής και να συμπονέσει τους κρατούμενους που επαναστατούν ενάντια στην απάνθρωπη μεταχείριση. Αυτή η εμπειρία του θεατή ενθαρρύνεται θετικά από τα prison films: το κοινό φυλακίζεται μαζί με τους κρατούμενους, ακούει προσεκτικά τα σχέδια απόδρασης που καταστρώνονται και παρακολουθεί τους τρόφιμους καθώς γυμνάζονται στον προαύλιο χώρο της φυλακής. Ίσως ως υποκατάστατο, από τούτο το κίνητρο ηδονοβλεψίας, οι ταινίες φυλακής να αντλούν τελικά, τη δύναμή τους. -
219
5.- Ανάλυση του περιεχομένου 16 επιλεγμένων ταινιών.
220
Α.- ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΩΑΝΝΑ ΓΟΥΣΕΤΗ 1.- “Das Experiment” (Το Πείραμα) Α.- Γενικά Χώρα Προέλευσης: Γερμανία Πρώτη Προβολή: 2001 Διάρκεια: 119’ Σκηνοθεσία: Oliver Hirschbiegel Σενάριο: Mario Giordano, Cristoph Darnstädt, Don Bolhinger Cast: Bleibtreu Moritz (Tarek Fahd, κρατούμενος Νο 77) Berkel Christian (Steinhoff, κρατούμενος Νο 38) Möhring Wotan Wilke (Joe, κρατούμενος Νο 69) Dohnanyi von Justus (Berus, δεσμοφύλακας) Tempelhoff von Nicki (Kamps, δεσμοφύλακας) Dierkes Timo (Eckert, δεσμοφύλακας) Selge Edgar (Dr. Klaus Thon, επικεφαλής πειράματος) Sawatzki Andrea (Dr. Jutta Grimm)
Β.- Αποσπάσματα κριτικών “...What impressed me is how effective the movie was, even though the outcome is a foregone conclusion.” R. Ebert, Chicago Sun-Times (October 25, 2002) “The entertainment value of ‘Das Experiment’ is based on the genetic predisposition toward bullying machismo, and the fact that the role of guard will ultimately pull anyone into the undertow.” E. Mitchell, The New York Times (September 18, 2002)
Γ.- Κινηματογραφική Πλοκή
221
Είκοσι άνδρες αποφασίζουν να συμμετάσχουν σε πείραμα, αντικείμενο διερεύνησης του οποίου αποτελεί η ανθρώπινη συμπεριφορά στο κλειστό περιβάλλον της φυλακής. Μετά από κλήρωση, δώδεκα εκ των συμμετεχόντων λαμβάνουν το ρόλο του κρατουμένου, ενώ οι υπόλοιποι οχτώ το ρόλο του δεσμοφύλακα. Οι δεσμοφύλακες καλούνται, από τους επιστημονικούς υπευθύνους του πειράματος, να διατηρήσουν την τάξη στην εικονική φυλακή χωρίς τη χρήση βίας. Αυτό άλλωστε αποτέλεσε και το κεντρικό αντικείμενο μελέτης του εν λόγω πειράματος, δηλαδή η διερεύνηση του εάν το περιβάλλον της φυλακής είναι αυτό που τροφοδοτεί βίαιες συμπεριφορές
ή εάν η βία αποτελεί συστατικό
στοιχείο της προσωπικότητας. Η κινηματογραφική αυτή ταινία βασίζεται στο μυθιστόρημα του Mario Giordano “Black Box”, το οποίο πραγματεύεται τα τεκταινόμενα στο πλαίσιο ενός πραγματικού πειράματος, που διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο Stanford των ΗΠΑ το 1971, από τον Καθηγητή Ψυχολογίας Philip Zimbardo και τους συνεργάτες του. Δ.- Κεντρικοί χαρακτήρες Tarek Fahd: πρόκειται για τον κρατούμενο Νο. 77. Ο Tarek είναι ένας νεαρός άνδρας, ο οποίος εργάζεται ως οδηγός ταξί, και αποφασίζει να δηλώσει συμμετοχή στο πείραμα με απώτερο στόχο να καταγράψει τα τεκταινόμενα και να τα «πουλήσει» στα ΜΜΕ. Ο στόχος του αυτός είναι που τον καθιστά και τον πιο ατίθασο κρατούμενο. Είναι εκείνος που γελοιοποιεί εξ’ αρχής την όλη κατάσταση, αμφισβητεί την εξουσία των δεσμοφυλάκων, και παρακινεί εξεγέρσεις εντός της εικονικής φυλακής. Είναι, επίσης, ο κρατούμενος που βιώνει τις περισσότερες βίαιες αντιδράσεις εκ μέρους των δεσμοφυλάκων, οι οποίοι τον κακοποιούν σε λεκτικό, ψυχολογικό και σωματικό επίπεδο.
222
Berus: πρόκειται για τον πιο «σκληροπυρηνικό» εκ των δεσμοφυλάκων. Είναι ένας άνδρας μέσης ηλικίας, ο οποίος εργάζεται ως πιλότος και στον οποίο αποδίδονται, μέσω της κινηματογραφικής πλοκής, χαρακτηριστικά οριακής προσωπικότητας. Ο ίδιος βιώνει το ρόλο του δεσμοφύλακα με υπέρμετρη υπευθυνότητα, σοβαρότητα και συνέπεια, επαναφέροντας και τους «συναδέλφους» του στην τάξη, όταν εκείνοι επιδεικνύουν χαλαρότητα. Αποτελεί, επίσης, τον εμπνευστή και βασικό εφαρμοστή των «πειθαρχικών μέτρων» αντιμετώπισης της ανυπακοής των κρατουμένων. Dr. Klaus Thon: είναι ο Καθηγητής-επιστημονικός υπεύθυνος του πειράματος. Παρουσιάζεται ως φιλόδοξος επιστήμονας, ο οποίος ακροβατεί στα όρια της επιστημονικής-ερευνητικής δεοντολογίας. Η προβληματική τροπή που φαίνεται να λαμβάνει το πείραμά του σχεδόν εξ’ αρχής, δεν τον οδηγεί στη λήξη της ερευνητικής διαδικασίας, έως ότου η κατάσταση αποδειχθεί μη ελεγχόμενη. Dr. Jutta Grimm: πρόκειται για τη μοναδική γυναικεία φιγούρα εντός της εικονικής φυλακής. Ανήκει στην ομάδα των επιστημόνωνσυνεργατών του Καθηγητή Thon. Αντιλαμβάνεται και επισημαίνει έγκαιρα τις προβληματικές διαστάσεις που ανακύπτουν κατά την εξέλιξη της ερευνητικής διαδικασίας, χωρίς να καταφέρει να πείσει τον Καθηγητή να λήξει το πείραμα. Όταν η κατάσταση γίνεται οριακή ανεξέλεγκτη, ένας εκ των «δεσμοφυλάκων» αποπειράται να τη βιάσει. Ε. Από κινηματογραφική σκοπιά Στο πλαίσιο της κινηματογραφικής ταινίας, ως συμμετέχοντες στην έρευνα παρουσιάζονται άνδρες νεαρής και μέσης ηλικίας, οι οποίοι δραστηριοποιούνται σε διάφορους επαγγελματικούς χώρους, στην εκτός της εικονικής φυλακής ζωή τους. Στο πραγματικό πείραμα, αντίθετα, έλαβαν μέρος μόνο φοιτητές. Ωστόσο, η προαναφερθείσα επιλογή του σεναρίου θα μπορούσε να θεωρηθεί ως
223
στοιχείο δραματοποίησης, υπό την έννοια πως στοχεύει στην κατάδειξη του ότι οι συμμετέχοντες προέρχονταν από διάφορα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, κι άρα πως οι συμπεριφορά που ανέπτυξαν κατά την εξέλιξη της ερευνητικής διαδικασίας δε σχετίζεται με τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά. Ο τόπος όπου διαδραματίζονται τα τεκταινόμενα στοχεύει, προφανώς, στην κατά το δυνατό επαρκέστερη απόδοση του κλειστού περιβάλλοντος της φυλακής, ώστε να εκπληρωθούν οι ερευνητικοί στόχοι. Πρόκειται συγκεκριμένα για ένα χώρο άχρωμο με κλειστοφοβική ατμόσφαιρα. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει η εν λόγω κινηματογραφική απεικόνιση του περιβάλλοντος της φυλακής εντοπίζεται στις στερεοτυπικές αντιλήψεις που τη χαρακτηρίζουν, δεδομένου ότι διαμορφώθηκε από άτομα στερούμενα άμεσης εμπειρίας και επαφής με το χώρο αυτό. Ο εξοπλισμός που δίδεται στους συμμετέχοντες κατά την έναρξη του πειράματος χαρακτηρίζεται από σημαίνοντες συμβολισμούς. Από τη μια μεριά, οι δεσμοφύλακες φορούν την καθιερωμένη στολή, ωστόσο οι επιστημονικοί υπεύθυνοι του πειράματος τονίζουν πως κάποια αξεσουάρ αυτής, όπως το γκλοπ, απαγορεύεται να χρησιμοποιηθούν, εφόσον οι «φύλακες» θα έπρεπε να διατηρήσουν την τάξη χωρίς τη χρήση βίας. Είναι αξιοσημείωτο ότι, στο πλαίσιο του πραγματικού πειράματος, οι δεσμοφύλακες φορούσαν γυαλιά ηλίου, μέσω των οποίων οι επιστημονικοί υπεύθυνοι στόχευαν στην αναπαράσταση του απρόσωπου χαρακτήρα της εξουσίας. Τη στολή των κινηματογραφικών κρατουμένων, από την άλλη μεριά, αποτελεί ένα λευκό πανωφόρι, στο οποίο αναγράφεται ο αριθμόςταυτότητά τους εντός της «φυλακής». Μέσω αυτής της επιλογής, μοιάζει να αποδίδονται στο πλαίσιο της ερευνητικής διαδικασίας τα στοιχεία της ομοιομορφίας και ανωνυμίας, τα οποία χαρακτηρίζουν
224
και το περιβάλλον των πραγματικών φυλακών, όπως διαπιστώνεται και ερευνητικά. Αξίζει να σημειωθεί πως και στο πραγματικό πείραμα η στολή των κρατουμένων ήταν πανομοιότυπη, σε μια χρονική περίοδο, ωστόσο, κατά την οποία στα αμερικανικά σωφρονιστικά ιδρύματα
δεν
υφίσταται
αντίστοιχος
τύπος
ενδυμασίας
των
κρατουμένων. Οι προαναφερθείσες ιδιαιτερότητες αναφορικά με την εμφάνιση τόσο των κινηματογραφικών όσο και των πραγματικών ερευνητικών υποκειμένων μπορεί να θεωρηθεί πως στοχεύουν στην ένταση των τεκταινομένων και την επιβάρυνση του κλίματος, ώστε να αντισταθμιστεί το ερευνητικό μειονέκτημα του περιορισμένου χρόνου διεξαγωγής του πειράματος. ΣΤ.- Εγκληματολογική προσέγγιση Στο πλαίσιο της εν λόγω κινηματογραφικής ταινίας τίθεται μια σειρά ζητημάτων εγκληματολογικού ενδιαφέροντος. Ενδεικτικά, θα μπορούσαν να αναφερθούν το θέμα της εγκληματολογικής έρευνας και τα σχετικά με αυτήν ζητήματα μεθοδολογίας και δεοντολογίας, το ζήτημα της βίας και των παραγόντων, καθώς και του πλαισίου εκδήλωσής της, η αναπαράσταση του περιβάλλοντος της φυλακής. Οι ακόλουθες παρατηρήσεις αποτελούν ένα είδος εισαγωγής στα προαναφερθέντα εγκληματολογικά θέματα, και κατ’ επέκταση άξονες περαιτέρω μελέτης και ανάπτυξής τους:
Το πείραμα ως μέθοδος διερεύνησης της κοινωνικής
πραγματικότητας στοχεύει στην αντικειμενική και ακριβή μέτρηση των κοινωνικών φαινομένων, βασιζόμενο στη λογική της αιτιότητας. Υπό αυτήν την έννοια, αποτελεί πρότυπη επιστημονική μέθοδο για τον έλεγχο αιτιωδών συσχετίσεων 2, για τον έλεγχο δηλαδή της 2
Κυριαζή, Ν., (2002). Η Κοινωνιολογική Έρευνα: κριτική επισκόπηση των μεθόδων και των τεχνικών. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 147.
225
υπόθεσης πως ο παράγοντας χ (ανεξάρτητη μεταβλητή) αποτελεί γενεσιουργό αίτιο του παράγοντα ψ (εξαρτημένη μεταβλητή). Στο πλαίσιο της κοινωνικής έρευνας, και προς επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων, απαραίτητη προϋπόθεση για τη διενέργεια ενός πειράματος αποτελεί η συγκρότηση τουλάχιστον δύο ομάδων, εκ των οποίων η μια (πειραματική ομάδα) εκτίθεται σε κάποιο ερέθισμα, και ο ερευνητής καταγράφει τα αποτελέσματα αυτής της έκθεσης στη συμπεριφορά της ομάδας. Στη συνέχεια καταγράφεται και η συμπεριφορά της δεύτερης ομάδας (ομάδα ελέγχου), η οποία όμως δεν έχει εκτεθεί σε ανάλογο ερέθισμα. Εάν οι συμπεριφορές των δύο ομάδων παρουσιάσουν διαφοροποιήσεις στατιστικά σημαντικές, τότε ως αιτία αυτών των διαφοροποιήσεων θεωρείται το προαναφερθέν ερέθισμα3. Το επιστημολογικό υπόβαθρο της εν λόγω ερευνητικής μεθόδου εντοπίζεται στο πεδίο της θετικιστικής διδασκαλίας, στο πλαίσιο της οποίας θεωρείται εφικτή η επίτευξη ερευνητικής αντικειμενικότητας και η ανάδειξη νομοτελειακών σχέσεων αιτίου-αιτιατού 4. Η θέση αυτή σχετίζεται με την αντιμετώπιση της κοινωνικής πραγματικότητας, στο πλαίσιο αυτό, ως στατικής και μονοσήμαντης5. Η εφαρμογή της πειραματικής μεθόδου στο πλαίσιο των κοινωνικών επιστημών προσκρούει σε ζητήματα δεοντολογίας, πρωτίστως διότι τα ερευνητικά υποκείμενα τα αποτελούν άνθρωποι. Έτσι, ως ελάχιστες εγγυήσεις από τους σχετικούς κώδικες δεοντολογίας τίθενται, σε γενικές γραμμές, η διασφάλιση της μη υλικής ή ηθικής βλάβης των ερευνητικών υποκειμένων, η συγκατάθεσή τους για συμμετοχή στην έρευνα, οι εξ’ αρχής αμοιβαίως αποδεκτές συμφωνίες σχετικά με τα 3
Βλ. ό.π., σ. 151. Βλ. Χάιδου, Α., (1998). Θετικιστική Εγκληματολογία: αιτιολογικές προσεγγίσεις του εγκληματικού φαινομένου. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. 5 Βλ. Κυριαζή, 2002, ό.π., σσ. 91-93. 4
226
χρονικά όρια της ερευνητικής διαδικασίας, τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμμετεχόντων κ.λπ.
Κεντρικό ζήτημα ενδιαφέροντος του κινηματογραφικού
πειράματος, και κατ’ επέκταση της κινηματογραφικής ταινίας, αποτελεί το ζήτημα της βίας. Ειδικότερα, τίθεται υπό διερεύνηση το ζήτημα της προέλευσης της βίας ή των γενεσιουργών παραγόντων του φαινομένου αυτού. Επιπρόσθετα, στο πλαίσιο αυτής της διερεύνησης η βία δεν αντιμετωπίζεται ως φαινόμενο αναπτυσσόμενο σε ατομικό επίπεδο, αλλά ως συλλογική συμπεριφορά. Ο συλλογικός χαρακτήρας της συμπεριφοράς αποτυπώνεται στο γεγονός πως εκφράζεται από μια ομάδα ατόμων που έχουν κάποιο κοινό σκοπό ή βιώνουν όμοιες καταστάσεις (πλήθος). Η ερμηνεία της εκδήλωσης βίαιης συμπεριφοράς σε συλλογικό επίπεδο
έχει
διενεργηθεί
στη
βάση
διαφόρων
θεωρητικών
προσεγγίσεων, εκ των οποίων κεντρικής σημασίας είναι η θεωρία της μεταδοτικότητας (contagion theory), η θεωρία της σύγκλισης (convergence theory), η θεωρία του παροδικού κανόνα (emergentnorm theory) και η θεωρία του παιγνίου (game theory).6 Ειδικότερα, στο πλαίσιο της θεωρίας της μεταδοτικότητας η συλλογική βία προσλαμβάνεται ως παράλογη συμπεριφορά ενός πλήθους, καθώς υποστηρίζεται πως αντίστοιχη συμπεριφορά δε θα εκδηλωνόταν από τα μεμονωμένα άτομα που συνθέτουν το πλήθος αυτό. Ως εξήγηση του εν λόγω «παραλογισμού» προτείνεται άλλοτε η μίμηση (LeBon), άλλοτε η ταύτιση με τον αρχηγό του πλήθους (Freud) κι άλλοτε η χαλάρωση της λογικής σκέψης των δρώντων υποκειμένων, η οποία οφείλεται στις αλυσιδωτές αντιδράσεις του πλήθους (Blumer). Υπό το πρίσμα της θεωρίας της σύγκλισης, η συλλογική βία θεωρείται ως απόρροια της σύνδεσης κοινών, αλλά κρυφών, επιθυμιών των 6
Βλ. Τσουραμάνης, Χρ., (2003). Σύγχρονα Κοινωνικά Προβλήματα: η ελληνική πραγματικότητα. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, σσ. 173-175.
227
ατόμων που συνθέτουν το πλήθος προς ανάπτυξη αντίστοιχων συμπεριφορών. Σύμφωνα με τη θεωρία του παροδικού κανόνα, η βίαιη συμπεριφορά σε συλλογικό επίπεδο αποτελεί μια μορφή διευθέτησης της διασαλευθείσας τάξης, η οποία προκλήθηκε από τη «συνάντηση» πολλών και διαφορετικών απόψεων για την εκδήλωση κατάλληλης συμπεριφοράς σε δεδομένο τόπο και χρόνο. Τέλος, στο πλαίσιο της θεωρίας του παιγνίου, η συλλογική βία προσλαμβάνεται ως ορθολογική συμπεριφορά, με την έννοια πως οι «δράστες» αξιολογούν τις ζημίες και τα οφέλη των πράξεών τους και δρουν
αναλόγως.
Υποστηρίζεται,
επίσης,
πως
αντίστοιχες
συμπεριφορές δεν εκδηλώνονται σε ατομικό επίπεδο από όσους συμμετέχουν στο πλήθος, εξαιτίας του φόβου των επαπειλούμενων της βίαιης συμπεριφοράς συνεπειών.
Το ερευνητικό ενδιαφέρον τόσο του κινηματογραφικού
όσο και του πραγματικού πειράματος εστιάζεται στο ζήτημα των συνθηκών, υπό τις οποίες μια ομάδα ατόμων εκδηλώνει βίαιη συμπεριφορά. Τα δύο μέρη του «διλήμματος» που τίθεται μέσω της ερευνητικής υπόθεσης αφορούν αφενός στην ατομική προέλευση των αιτίων εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς και αφετέρου στο κοινωνικό περιβάλλον ως γενεσιουργό παράγοντα της βίας. Στο πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής, οι συμμετέχοντες στην έρευνα παρουσιάζονται ως προερχόμενοι από διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά πεδία. Μοιάζει, έτσι, η απάντηση στον προαναφερθέντα προβληματισμό να επικεντρώνεται στις συνθήκες του κοινωνικού περιβάλλοντος, οι οποίες διαμορφώνουν το πλαίσιο εκδήλωσης βίας, κι όχι στα ατομικά χαρακτηριστικά των δρώντων υποκειμένων. Ο
Neil
Smelser,
συγκεκριμενοποίησης
σε
μια
προσπάθεια
των
γενεσιουργών
της
καταγραφής βίας
και
συνθηκών,
228
διατύπωσε το 1962 ένα μοντέλο, αποτελούμενο από τις ακόλουθες έξι γενικής φύσεως υποθέσεις7. Πρώτον, δομική συντελεστικότητα η οποία αφορά στις συνθήκες που καθιστούν της βίαιη συμπεριφορά του πλήθους πιθανή, αλλά όχι αναγκαία. Δεύτερον, δομική ένταση η οποία αποτελεί ένα πρόβλημα που αντιμετωπίζουν συλλογικά τα μέλη του πλήθους. Τρίτον, η διαμόρφωση γενικευμένης πεποίθησης στο πλήθος, η οποία αφορά στο κοινό του πρόβλημα και επιβάλλει την αντίδρασή του. Τέταρτον, μια πράξη που θα λειτουργήσει ως αφορμή για την εκδήλωση της βίαιης συμπεριφοράς. Πέμπτον, κινητοποίηση των συμμετεχόντων προς δράση, η οποία παρακινείται συνήθως από τον αρχηγό του πλήθους. Έκτον, η απουσία ή αδυναμία των φορέων του κοινωνικού ελέγχου να καταστείλουν τη συλλογική βίαιη δράση. Σύμφωνα με το Smelser, για να λειτουργήσει ως εξηγητικό πλαίσιο της βίας το προαναφερθέν μοντέλο, θα πρέπει να συντρέχουν και τα έξι προαναφερθέντα στάδια. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί πως τέτοιου τύπου προσπάθειες τυποποίησης
της
ανθρώπινης
συμπεριφοράς
θα
πρέπει
να
αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα, καθώς παραγνωρίζουν το ενεργητικό ρόλο του υποκειμένου στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς του.
Στο πλαίσιο της κινηματογραφικής ταινίας, διενεργείται
προσπάθεια αναπαράστασης του κλειστού περιβάλλοντος της φυλακής και των συνθηκών του. Η διερεύνηση αντίστοιχων θεμάτων, όπως η διαμόρφωση της υποκουλτούρας της φυλακής, οι τρόποι ένταξης
κάποιου
σε
αυτήν,
αποτέλεσαν
κεντρικά
ζητήματα
ενδιαφέροντος της επιστήμης της Εγκληματολογίας, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1950.
7
Βλ. ό.π., σσ. 175-176.
229
Βάσει τη θεώρησης του περιβάλλοντος της φυλακής είτε ως κλειστού είτε ως ανοικτού, οι θεωρητικές προσεγγίσεις της υποκουλτούρας της φυλακής μπορούν να ομαδοποιηθούν σχηματικά σε δύο κατηγορίες8. Σύμφωνα με το λειτουργικό μοντέλο, η φυλακή προσλαμβάνεται ως κλειστό περιβάλλον στο πλαίσιο του οποίου διαμορφώνονται ιδιαίτερες αξίες, κανόνες, κώδικες συμπεριφοράς και ευρύτερα μορφές άτυπου κοινωνικού ελέγχου, οι οποίες ρυθμίζουν τη συμβίωση μεταξύ κρατουμένων, δεσμοφυλάκων, διοίκησης κ.λπ. Σύμφωνα με το μοντέλο της πολιτισμικής μεταφοράς, το περιβάλλον της φυλακής, και η κουλτούρα που το χαρακτηρίζει, αποτελούν απόρροιες εξωγενών παραγόντων, όπως οι ταυτότητες των ατόμων που συγκροτούν το εν λόγω περιβάλλον. Κατά τα τέλη της δεκαετία του 1960, διαμορφώθηκε και μια συνθετική θεώρηση του εν λόγω ζητήματος, ως αποτέλεσμα σχετικών ερευνητικών διαπιστώσεων, σύμφωνα με την οποία η υποκουλτούρα της φυλακής μορφοποιείται στη βάση τόσο προϊδρυματικών ατομικών εμπειριών όσο και εμπειριών που αποκτώνται εντός των τειχών της.
Ζ.- Θέματα για συζήτηση
Πώς αξιολογείτε τη χρήση της πειραματικής μεθόδου στο πεδίο
των κοινωνικών επιστημών και ειδικότερα της Εγκληματολογίας; Ποια τα πλεονεκτήματά και ποια τα μειονεκτήματά της; Ποιο το επιστημολογικό της υπόβαθρο;
O επιστημονικός υπεύθυνος του πραγματικού πειράματος,
Καθηγήτης Philip Zimbardo, απαντούσε στις κριτικές που ασκήθηκαν στο ερευνητικό του εγχείρημα, πως το ηθικό έρεισμα που μπορεί να προκύπτει αντισταθμίζεται από τα οφέλη των ερευνητικών πορισμάτων. Κατά τη γνώμη 8
Βλ. Λαμπροπούλου, Ε., (1994). Κοινωνικός Έλεγχος του Εγκλήματος. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, σσ. 245-252.
230 σας, το ρητό «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» μπορεί να εφαρμοστεί σε επιστημονικό επίπεδο; Αιτιολογήστε τη θέση σας.
Ποια ή ποιες από τις θεωρητικές προσεγγίσεις της βίαιης
συμπεριφοράς σε συλλογικό επίπεδο, οι οποίες προαναφέρθηκαν , θεωρείτε πως αποτυπώνονται μέσω της κινηματογραφικής πλοκής της συγκεκριμένης ταινίας; Κατά τη γνώμη σας, ποια από τις εν λόγω θεωρίες προσεγγίζει επαρκέστερα το φαινόμενο της συλλογικής βίας; Αιτιολογήστε την απάντησή σας.
Το μοντέλο του Smelser για τη συγκεκριμενοποίηση των
συνθηκών, υπό τις οποίες προβλέπεται η εκδήλωση βίας, θα μπορούσε να εφαρμοστεί στο πλαίσιο της παρούσας κινηματογραφικής ταινίας; Πώς αξιολογείτε αντίστοιχα μοντέλα ομαδοποίησης και κατηγοριοποίησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς; Ποιοι οι στόχοι τους και σε ποιες παραδοχές βασίζονται;
Το περιβάλλον της φυλακής στην κινηματογραφική ταινία και οι
συνθήκες εντός του, απεικονίζονται ως μορφοποιούμενες βάσει εσωτερικών ή εξωτερικών του περιβάλλοντος παραμέτρων; Τελικά, ποια απάντηση δίδεται, μέσω
της
κινηματογραφικής
πλοκής,
στον
κεντρικό
ερευνητικό
προβληματισμό σχετικά με το εάν η βία απορρέει από ενδο-ατομικούς παράγοντες ή από τις συνθήκες του κοινωνικού περιβάλλοντος; Ποια είναι η δική σας θέση;
Θ.- Εργασίες 1.- Συγκεντρώστε και μελετήστε, μέσω του διαδικτύου έναν ικανό αριθμό δημοσιογραφικών άρθρων σχετικών με εξεγέρσεις κρατουμένων σε ελληνικές φυλακές κατά τα τελευταία δέκα χρόνια. Φροντίστε τα δημοσιεύματα να προέρχονται από διαφορετικής ποιότητας και περιεχομένου εφημερίδες. Καταγράψτε τις ομοιότητες και τις διαφοροποιήσεις που παρατηρείτε ως προς την παρουσίαση των περιστατικών αναφορικά με τους δράστες, τις αιτίες της συμπεριφοράς τους, την έκβαση της εξέγερσης, την αντιμετώπισή της κ.λπ. Σχολιάστε τα ευρήματά σας.
231 2-. Συγκεντρώστε, μέσω του διαδικτύου, μια σειρά κωδίκων ερευνητικής δεοντολογίας, οι οποίοι αφορούν τόσο στις κοινωνικές όσο και στις θετικές επιστήμες. Επισημάνετε τα κοινά τους σημεία και τις διαφοροποιήσεις τους. Σχολιάστε τους λόγους των διαφοροποιήσεων.
2.- “Inherit the wind” Α.- Γενικά Χώρα προέλευσης: ΗΠΑ Πρώτη Προβολή: 1960 Διάρκεια: 128’ Σκηνοθεσία: Stanley Kramer Σενάριο: Jerome Lawrence, Robert E. Lee Cast: Spencer Tracy (Henry Drummond) Fredric March (Matthew Harrison Drummond) Gene Kelly (E. K. Hornbeck) Dick York (Bertram T. Cates) Donna Anderson (Rachel Brown)
B.- Αποσπάσματα Κριτικών “ ... Inherit the wind is a film that rebukes the past when it might also have feared the future.” R. Ebert, Chicago Sun-Times (January 28, 2006) “Approachable, dramatic, occasionally funny, and beyond its Hollywood trappings actually intellectually engaging.” I. Lindley, Edinburgh University Film Society (March 5, 2001)
Γ.- Κινηματογραφική Πλοκή Ο καθηγητής B. T. Cates συλλαμβάνεται και δικάζεται με την κατηγορία της διδασκαλίας της θεωρίας του Δαρβίνου για την εξέλιξη
232
των ειδών, η οποία θεωρείτο εγκληματική πράξη σύμφωνα με νόμο της αμερικανικής πολιτείας στην οποία ζούσε, και κατά τον οποίο απαγορευόταν η αναπαραγωγή κάθε θεωρίας αντίθετης με τη βιβλική διδασκαλία περί Δημιουργίας. Την υπεράσπιση του κατηγορουμένου αναλαμβάνει ο επιφανής δικηγόρος Henry Drummond, ο οποίος παρουσιάζεται ως αγνωστικιστής. Τα έξοδα της υπεράσπισης του καθηγητή αναλαμβάνει να πληρώσει εφημερίδα, η οποία καλύπτει την υπόθεση. Στη θέση της πολιτικής αγωγής βρίσκεται ο αυτόχθων Matthew Harrison Brady, επίσης, διαπρεπής δικηγόρος, με έντονη πολιτική δράση και συντηρητική κοσμοθεωρία. Η δίκη εκτυλίσσεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να γεννά την απορία εάν κατηγορείται τελικά ο Cates ή το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση. Ο συνήγορος του κατηγορουμένου, πάντως, αποχωρεί από την αίθουσα του δικαστηρίου, μετά το τέλος της δίκης, κρατώντας τόσο το σύγγραμμα του Δαρβίνου όσο και τη Βίβλο. Η ταινία του Stanley Kramer βασίζεται σε αληθινή ιστορία, γνωστή ως “monkey trial”. Η εν λόγω δίκη έλαβε χώρα το 1925 στην πολιτεία Tennessee. Δ.- Κεντρικοί Χαρακτήρες
Bertram T. Cates: πρόκειται για το νεαρό καθηγητή μέσης
εκπαίδευσης, τον οποίο βαρύνει η κατηγορία της διδασκαλίας θεωριών, οι οποίες αντίκεινται στη βιβλική διδασκαλία για τη Δημιουργία. Ο εν λόγω χαρακτήρας ενσαρκώνει τη φωνή της αντίδρασης και τη διαφορετικότητα, στο πλαίσιο μιας κλειστής, συντηρητικής κοινωνίας. Ωστόσο, η σχέση που παρουσιάζεται πως αναπτύσσει με το δεσμοφύλακα, κατά τη διάρκεια της κράτησής του, αλλά και με τους μαθητές του, οι οποίοι εξακολουθούν να του συμπαραστέκονται, υποδηλώνουν πως επρόκειτο μάλλον για αγαπητό πρόσωπο στην
233
κοινότητα, πριν τη σύλληψή του. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί, επομένως, πως η διαφοροποίηση του απέναντι στον αξιακό κώδικα της κοινότητας υπήρξε αρκετή για να τον καταστήσει «αποδιοπομπαίο τράγο», γεγονός μέσω του οποίου καταδεικνύεται η σημασία του άτυπου κοινωνικού ελέγχου στο πλαίσιο μιας κλειστής κοινωνίας. Ο ίδιος, πάντως, κατά την απολογία του επισημαίνει πως οι ενέργειες του θα εξακολουθούν να είναι σύμφωνες με τις ιδέες του.
Henry
απεσταλμένος
Drummond:
γνωστής
είναι
εφημερίδας
ο
στην
διαπρεπής
δικηγόρος,
αμερικανική
πολιτεία,
προκειμένου να αναλάβει την υπεράσπιση του κατηγορουμένου. Γνωστός
αγνωστικιστής
στο
ευρύ
κοινό,
διεγείρει
αντιδράσεις
αποδοκιμασίας στην κοινότητα με την άφιξή του. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως αναπαριστά την άλλη όψη του νομίσματος σε σχέση με τον κατηγορούμενο καθηγητή, με την έννοια πως η κοινωνική του θέση του παρέχει τη δυνατότητα της ελεύθερης έκφρασης των θέσεών του. Η διαφοροποίησή του απέναντι στις κοινωνικο-ιδεολογικές αντιλήψεις της κοινότητας τον καθιστά, βέβαια, μη ευπρόσδεκτο, ωστόσο δεν τον καθιστά αντικείμενο του επίσημου κοινωνικού ελέγχου. Μοιάζει, επίσης, να ενσαρκώνει τη «λύση» στο φιλοσοφικό ψευδο-δίλλημα μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, όταν μετά τη λήξη της ακροαματικής διαδικασίας αποχωρεί από την αίθουσα, κρατώντας τόσο τη Βίβλο όσο και το σύγγραμμα του Δαρβίνου, καθώς κι όταν επισημαίνει, κατά τη διάρκεια της δίκης, “an idea is a greater monument than a cathedral”.
Matthew Harrison Brady: θα μπορούσε να επισημανθεί πως
ο συγκεκριμένος χαρακτήρας αναπαριστά το «μέσο» αστό Αμερικανό της δεκαετίας του 1960. Οικογενειάρχης, επιτυχημένος επαγγελματίας, με συντηρητική πολιτική τοποθέτηση, έντονη θρησκευτική συνείδηση κι έναν διάχυτο εγωκεντρισμό. Πρόκειται για τον πολιτικό ενάγοντα στην υπόθεση του Cates, ο οποίος, κι ως αυτόχθων, γίνεται δεκτός κατά την
234
άφιξη του στην πολιτεία με τιμές και επευφημίες. Ωστόσο, δε θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως το ύφος της ενσάρκωσης του συγκεκριμένου ρόλου δημιουργεί στο θεατή συναισθήματα αποστροφής ή αγανάκτησης προς το εν λόγω πρόσωπο. Το κυρίαρχο συναίσθημα είναι, μάλλον, η συμπάθεια απέναντι στο πρόσωπο που απεικονίζεται ως εν πολλοίς γραφικό. Πιο απλά, ως το άτομο με το οποίο διαφωνείς, αλλά δε μπορείς και να του θυμώσεις. Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, ο Brady μοιάζει να ενσαρκώνει το κατεστημένο που βαθμηδόν ανατρέπεται. Ο ίδιος, άλλωστε, κατά την τελευταία συνεδρίαση του δικαστηρίου υποστηρίζει τις απόψεις του, κυριολεκτικά, μέχρι θανάτου…
E. K. Hornbeck: αποτελεί την ενσάρκωση των ΜΜΕ στο
πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής, χωρίς να αποτυπώνει τις αρνητικές τους επιρροές, εφόσον είναι το πρόσωπο που έφτασε στην πολιτεία για να βοηθήσει το «διαφορετικό», τον «αδύναμο». Άλλωστε, ως λειτουργική χρησιμότητα των ΜΜΕ, δια στόματος Hornbeck, προβάλλεται η ακόλουθη, “it is the duty of a newspaper to comfort the afflicted and afflict the comfortable”. Θα μπορούσε να σημειωθεί πως ο συγκεκριμένος χαρακτήρας αποτελεί την αναπαράσταση ενός διάχυτου κυνισμού, ο οποίος αγγίζει τα όρια του μηδενισμού, σε μια χρονική περίοδο, κατά την οποία κλονίζονται το υφιστάμενο αξιακό σύστημα και οι νόρμες στο δυτικό κόσμο. Ε.- Από Κινηματογραφική Σκοπιά
Η κινηματογραφική πλοκή μοιάζει να αναπτύσσεται στη
βάση μιας διχοτομικής προσέγγισης της κοινωνικής πραγματικότητας, η οποία παρουσιάζεται ως τέτοια σε δύο «τόπους», από τη μια μεριά τη συγκεκριμένη πολιτεία κι από την άλλη την αίθουσα του δικαστηρίου. Η εν λόγω προσέγγιση της κοινωνικής πραγματικότητας αποτυπώνει,
235
ενδεχομένως, αφενός την καθεστηκυία τάξη της αμερικανικής κοινωνίας του 1960, χαρακτηριζόμενη σε γενικές γραμμές από έναν συντηρητισμό ποικίλης ύλης, ηθικό, πολιτικό, ιδεολογικό, θρησκευτικό και αφετέρου την απαρχή ενός γενικευμένου κλίματος αμφισβήτησης κατά την προαναφερθείσα χρονική περίοδο, χαρακτηριστικότερη αποτύπωση του οποίου αποτελεί, ίσως, η διαμόρφωση μιας σειράς κινημάτων προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Έτσι, στην κινηματογραφική πολιτεία έρχεται ένας καθηγητής να ταράξει, μέσω της «ανατρεπτικής» του διδασκαλίας, τα ήρεμα ή/και λιμνάζοντα νερά της κοινωνικής ζωής μιας πληθυσμιακής ομάδας, αποτελούμενης επί το πλείστον από ανθρώπους φτωχούς, με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο και συντηρητική κοσμοθεωρία. Η κοινότητα δεν ανέχεται τη «διαφορετικότητα», έτσι αδυνατώντας να την αφομοιώσει, την «εξοστρακίζει». Το αντίπαλον δέος αποτελούν οι προοδευτικοί αστοί από τη μεγαλούπολη, δημοσιογράφος και δικηγόρος, οι οποίοι αναλαμβάνουν την υπεράσπιση του κατηγορουμένου, στο πλαίσιο της δικαστικής αίθουσας σε άμεσο επίπεδο και στο πλαίσιο μιας κοινωνικής πραγματικότητας «υπό μετάβαση» σε λανθάνον επίπεδο.
Η προαναφερθείσα διχοτομική αντιμετώπιση της κοινωνικής
πραγματικότητας διατηρείται και στο πλαίσιο της δικαστικής αίθουσας, αμβλύνοντας ωστόσο έως ένα βαθμό το χάσμα μεταξύ των «αντίπαλων στρατοπέδων». Σε αυτήν την περίπτωση, από τη μια μεριά εξακολουθεί να βρίσκεται ο προοδευτικός δικηγόρος Drummond, συνήγορος του κατηγορουμένου κι από την άλλη ο πολιτικός ενάγων Brady, άτομο με συντηρητικό
ιδεολογικο-πολιτκό
υπόβαθρο,
αντίστοιχης
όμως
κοινωνικο-οικονομικής προέλευσης. Μοιάζει, έτσι, να λανθάνει η θέση πως η κοινωνική αναταραχή της εν λόγω χρονικής περιόδου δεν περιοριζόταν κατ’ ανάγκη σε συγκεκριμένα κοινωνικο-πολιτικά πεδία.
236
Περαιτέρω, ο τρόπος που διαδραματίζονται τα τεκταινόμενα εντός της δικαστικής αίθουσας δίνει την εντύπωση πως το αντικείμενο της εκδίκασης ακροβατεί μεταξύ της υπόθεσης του κατηγορουμένου και του δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση. Η αναπαράσταση της δικαιοσύνης στο πλαίσιο αυτό διαμορφώνεται, άλλωστε, τόσο στη βάση αρκετών σκηνών στις οποίες «πρωταγωνιστεί» η τυφλή θεά όσο και της ανάμειξης της πολιτικής εξουσίας κατά την έκδοση της δικαστικής απόφασης.
Στο πλαίσιο της εν λόγω κινηματογραφικής ταινίας,
εγείρονται προβληματισμοί γύρω από ποικίλα φιλοσοφικά και υπαρξιακά ζητήματα, τα οποία με τη σειρά τους χαρακτήρισαν τις ανησυχίες μιας ολόκληρης γενιάς, κλυδωνίζοντας την κοινωνική πραγματικότητα της δεκαετίας του 1960 στο δυτικό κόσμο, όπως έχει ήδη επισημανθεί. Η πολεμική που αναπτύσσεται εντός της δικαστικής αίθουσας μεταξύ Drummond και Brady αναπαριστά το διαχρονικό ψευδο-δίλλημα μεταξύ θρησκείας και επιστήμης. Ο κυνισμός του Hornbeck κατά την έκθεση των απόψεών του γύρω από την ανθρώπινη φύση αποτυπώνει μια σειρά υπαρξιακών προβλημάτων, τα οποία συνυπάρχουν διαχρονικά με τον ίδιο τον άνθρωπο. Το εάν δίδεται λύση σε όλα αυτά, στο πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής, θα αποτελούσε μάλλον ρητορικό ερώτημα, καθώς αποτελεί ζήτημα ερμηνείας, του οποίου ωστόσο κεντρικό σημείο θα μπορούσε να είναι η τελευταία σκηνή της ταινίας. Στ- Εγκληματολογική Προσέγγιση Στο πλαίσιο της υπό μελέτη κινηματογραφικής ταινίας τίθεται μια σειρά ζητημάτων εγκληματολογικού ενδιαφέροντος. Ενδεικτικά, θα μπορούσαν να αναφερθούν τα ζητήματα της εννοιολογικής οριοθέτησης του εγκλήματος, ο ρόλος του άτυπου και του επίσημου κοινωνικού ελέγχου στη διαδικασία αναγωγής μιας συμπεριφοράς σε εγκληματική και το χαρακτηρισμό ενός ατόμου ως εγκληματία, το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο πλαίσιο της άσκησης της αντεγκληματικής
237
πολιτικής, ο ρόλος των ΜΜΕ στη διαμόρφωση της κοινωνικής αναπαράστασης του εγκληματικού φαινομένου. Οι ακόλουθες παρατηρήσεις αποτελούν τρόπον τινά εισαγωγή στις προαναφερθείσες εγκληματολογικές προβληματικές, και κατ’ επέκταση άξονες για την περαιτέρω μελέτη και ανάπτυξή τους:
Στο πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής, η υπό εκδίκαση
εγκληματική πράξη αφορά στη διδασκαλία θεωριών, οι οποίες αντίκεινται στη διδασκαλία της Βίβλου για τη Δημιουργία, και κατ’ επέκταση ως εγκληματίας χαρακτηρίζεται ο καθηγητής, ο οποίος τις διδάσκει. Πιθανότατα, στις μέρες μας, η «εγκληματοποίηση» της γνώσης να μοιάζει απίθανη ή αδύνατη, ωστόσο αν σκεφθεί κανείς πως η παρούσα κινηματογραφική ταινία βασίζεται σε αληθινή ιστορία, καθώς και το ζήτημα της λογοκρισίας εν γένει, θα κατανοήσει το στοιχείο της σχετικότητας στο πλαίσιο της δημιουργίας των ποινικών νόμων. Η εν λόγω σχετικότητα αφορά στο γεγονός πως οι ποινικοί νόμοι «γεννιούνται, ζουν, και πεθαίνουν». Υπάρχουν, για παράδειγμα, συμπεριφορές οι οποίες κρίνονταν ως εγκληματικές πριν μερικές δεκαετίες στη χώρα μας, όχι όμως πια· υφίστανται, επίσης, συμπεριφορές οι οποίες σε ένα γεωγραφικό σημείο χαρακτηρίζονται ως εγκληματικές, ενώ σε κάποιο άλλο όχι, κατά την ίδια χρονική περίοδο. Καθίσταται, επομένως, σαφές πως το έγκλημα είναι μια συμπεριφορά που ορίζεται ως τέτοια, από όσους έχουν κάθε φορά την εξουσία της απόδοσης του εγκληματικού ορισμού9. Ωστόσο, η απόδοση του εγκληματικού ορισμού σε μια συμπεριφορά θα πρέπει να πηγάζει από κάπου. Στο πλαίσιο της επιστήμης της Εγκληματολογίας, έχουν επισημανθεί, σε γενικές γραμμές, δύο πιθανές τέτοιες πηγές. Πρόκειται αφενός για τη θέση κατά την οποία η 9
Βλ. Δασκαλάκης, Η., (1985). Η Εγκληματολογία της Κοινωνικής Αντίδρασης. Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, σ. 31.
238
νομοθετική εξουσία αφουγκράζεται την προϋφιστάμενη απόρριψη μιας συμπεριφοράς από το κοινωνικό σώμα και την αναγάγει σε εγκληματική, γνωστή και ως «συναινετικό κοινωνικό πρότυπο» 10, αφετέρου δε η θέση σύμφωνα με την οποία η εγκληματοποίηση μιας συμπεριφοράς στοχεύει στην προστασία των συμφερόντων ορισμένων, κοινωνικά ισχυρών, ομάδων κι όχι στο σύνολο του κοινωνικού σώματος, γνωστή ως «συγκρουσιακό κοινωνικό πρότυπο»11.
Ο
κατηγορούμενος
Cates,
ο
καθηγητής
της
«απαγορευμένης» διδασκαλίας, αντιμετωπίζεται από την πλειονότητα των συμπολιτών του με αποδοκιμασία και εχθρότητα. Ωστόσο, υφίστανται
στοιχεία
στην
κινηματογραφική
πλοκή
τα
οποία
υποδηλώνουν πως πριν την σύλληψή του δεν αντιμετωπιζόταν με αυτόν τον τρόπο, όπως για παράδειγμα η σχέση του με το δεσμοφύλακα, η συμπαράσταση των μαθητών του, το γεγονός του αρραβώνα του με την κόρη του ιερέα της κοινότητας. Η απορριπτική στάση μεγάλης μερίδας των κατοίκων της περιοχής απέναντι στον καθηγητή μετά τη σύλληψή του, συνθέτει αυτό που ορίζεται ως «άτυπη κοινωνική αντίδραση» στο πλαίσιο της επιστήμης της Εγκληματολογίας. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για τις συλλογικές στάσεις απέναντι στον ποινικό νόμο, το έγκλημα και τον εγκληματία 12. Ως προς το ζήτημα της προέλευσης της άτυπης κοινωνικής αντίδρασης, έχουν διατυπωθεί δύο προσεγγίσεις, οι οποίες πηγάζουν από το συναινετικό πρότυπο κοινωνίας και από το συγκρουσιακό κοινωνικό πρότυπο, τα οποία προαναφέρθηκαν. Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, η άτυπη κοινωνική αντίδραση προϋφίσταται της επίσημης, και κατά συνέπεια στον ποινικό νόμο αποτυπώνεται αυτή η προϋπάρχουσα αποδοκιμασία μιας συμπεριφοράς. Κατά την άλλη 10
Ό.π., σσ. 47-54. Ό.π., σσ. 60-75. 12 Ό.π., σ. 25. 11
239
άποψη, η άτυπη κοινωνική αντίδραση διαμορφώνεται με βάση τα συλλογικά στερεότυπα του εγκλήματος και του εγκληματία, όπως παράγονται από την επίσημη κοινωνική αντίδραση. Υπό αυτό το πρίσμα, υποστηρίζεται πως η πρώτη λειτουργεί κι ως νομιμοποιητικό έρεισμα της δεύτερης.13
Η κινηματογραφική ταινία ξεκινά με τη σύλληψη του
καθηγητή Cates, ο οποίος στη συνέχεια φυλακίζεται προσωρινά και δικάζεται. Η εν λόγω διαδικασία συνθέτει αυτό που ορίζεται ως «επίσημη κοινωνική αντίδραση» στην επιστήμη της Εγκληματολογίας. Η επίσημη κοινωνική αντίδραση απέναντι σε μια μη ανεκτή κοινωνικά συμπεριφορά και στο δράστη της δεν είναι μόνο ποινικού χαρακτήρα. Υφίστανται κι άλλες μορφές επίσημου κοινωνικού ελέγχου, όπως είναι για παράδειγμα τα αστικά δικαστήρια, τα ψυχιατρικά ιδρύματα κ.λπ. 14 Σε ό,τι αφορά στην επίσημη ποινική κοινωνική αντίδραση επισημαίνεται πως η άσκησή της διενεργείται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο έχει γενικό κι αφηρημένο χαρακτήρα και αφορά όχι στο γεγονός, αλλά στο ενδεχόμενο εκδήλωσης μιας μη ανεκτής κοινωνικά συμπεριφοράς. Πρόκειται, με άλλα λόγια, για τη δημιουργία του ποινικού νόμου. Το δεύτερο επίπεδο αφορά στο δράστη μιας μη ανεκτής κοινωνικά συμπεριφοράς ή στο χαρακτηρισμό κάποιου ως εγκληματία, κι όλες τις συνέπειες που επισύρει ο εν λόγω χαρακτηρισμός.15
Η άφιξη του δικηγόρου Drummond στην αμερικανική
πολιτεία, με σκοπό την υπεράσπιση του κατηγορουμένου καθηγητή, καθώς και του δημοσιογράφου Hornbeck, ως απεσταλμένου της εφημερίδας, η οποία κάλυπτε την εκδικαζόμενη υπόθεση και ανέλαβε το χρηματικό κόστος της υπεράσπισης του Cates, αποσκοπεί, όπως αναφέρεται συχνά στο πλαίσιο της κινηματογραφικής ταινίας, στη 13
Ό.π., σσ. 25-26. Ό.π., σ. 25. 15 Ό.π., σ. 24. 14
240
διασφάλιση της προστασίας των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και την τέλεση μιας «δίκαιης δίκης». Τα ανθρώπινα δικαιώματα αποτελούν το πεδίο της οριοθέτησης της κρατικής μέριμνας και δραστηριότητας, η οποία αποσκοπεί στην αντιμετώπιση του εγκλήματος και του εγκληματία, με άλλα λόγια της αντεγκληματικής πολιτικής16. Η εν λόγω οριοθέτηση διενεργείται, ή θα πρέπει να διενεργείται, σε όλες τις φάσεις άσκησης της αντεγκληματικής πολιτικής17. Έτσι, μπορεί να αφορά στο στάδιο πριν την εκδήλωση μιας εγκληματικής συμπεριφοράς ή στις πολιτικές πρόληψης, οι οποίες θα πρέπει να έχουν γενικό χαρακτήρα, να μην υπερβαίνουν τα λογικά και αναγκαία όρια ελέγχου της ζωής του ατόμου κ.λπ. Μπορεί ακόμα να αφορά στην άσκηση της αντεγκληματικής πολιτικής μετά την τέλεση ενός ποινικού αδικήματος· παραδείγματα τέτοιας οριοθέτησης αποτελούν οι αρχές «καμιά ποινή χωρίς δίκη», «αν υπάρχει αμφιβολία στις αποδείξεις εξίσου υπέρ του κατηγορουμένου ή εξίσου κατά του κατηγορουμένου, αθωώνεται ο κατηγορούμενος», καθώς και οι αρχές της εκδίκασης των εγκλημάτων μόνο σε ποινικά δικαστήρια, της συμμετοχής του λαϊκού στοιχείου στην εκδίκαση των εγκλημάτων, αλλά και μετά την καταδίκη του κατηγορουμένου η διασφάλιση του συνταγματικά επιτρεπόμενου περιορισμού του ατομικού δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας, μόνον αυτού και κανενός άλλου ατομικού δικαιώματος.
Ο ρόλος των ΜΜΕ, ως πηγή ενημέρωσης γύρω από το
εγκληματικό φαινόμενο, τίθεται στο επίκεντρο της κινηματογραφικής πλοκής, εφόσον τα έξοδα της υπεράσπισης του κατηγορουμένου αναλαμβάνει εφημερίδα, η οποία καλύπτει την υπόθεση, η παρουσία των δημοσιογράφων εντός της δικαστικής αίθουσας γίνεται αισθητή, επισημαίνεται η δυνατότητα που παρέχει η ραδιοφωνική μετάδοση της 16
Βλ. Αλεξιάδης, Στ., (1996). Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα, σσ. 236-237. 17 Ό.π., σσ. 237-241.
241
δίκης για να εισακουστούν οι θέσεις των διαδίκων στο ευρύ κοινό. Τα ΜΜΕ δε συμβάλλουν, βέβαια, μόνο στην ενημέρωση του κοινού για το εγκληματικό φαινόμενο, αλλά και στη διαμόρφωση της κοινωνικής αναπαράστασης του φαινομένου. Η επιστήμη της Εγκληματολογίας έχει ασχοληθεί εκτενώς με το ρόλο των ΜΜΕ στη διαμόρφωση της κοινωνικής απεικόνισης του εγκλήματος, του εγκληματία και του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε ερευνητικό επίπεδο. Η εν λόγω ενασχόληση συντείνει, σε γενικές γραμμές, στο συμπέρασμα πως η μιντιακή περιγραφή του εγκληματικού συμβάντος και του δράστη είναι επιφανειακή, αποσπασματική και δραματοποιημένη, ενώ εστιάζει επί το πλείστον
στην
ατομοκεντρική
παρουσίαση
του
τελευταίου,
παραλείποντας τη θέση προβληματισμών γύρω από το κοινωνικό πλαίσιο18. Επισημαίνεται, βέβαια, πως η εν λόγω επίδραση των ΜΜΕ δε θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μονομερής. Η σχετική μελέτη βασίζεται άλλωστε συνήθως στο δίπολο πομπού-δέκτη του μηνύματος. Ωστόσο, το γεγονός πως η πλειονότητα του κοινού έχει ελάχιστες εμπειρίες άμεσης θυματοποίησης, καθιστά το ρόλο των ΜΜΕ καθοριστικό ως προς την διαμόρφωση και τη διάδοση της γνώσης για το εγκληματικό φαινόμενο 19. Ζ.- Θέματα για συζήτηση
Η επίδραση της θεωρίας του Δαρβίνου για την εξέλιξη των ειδών,
κατά το 19ο αιώνα, δεν εξαντλείται στο πεδίο των θετικών επιστημών, αλλά επεκτείνεται και στις κοινωνικές επιστήμες. Σε ό,τι αφορά στη επιστήμη της Εγκληματολογίας, η επιρροή της δαρβινικής θεωρίας εντοπίζεται αρχικά στις θέσεις της Ιταλικής Θετικής Σχολής, και συγκεκριμένα στις προσεγγίσεις του πρωτεργάτη αυτής C. Lombroso. Ο Ιταλός ψυχίατρος, υπό την προαναφερθείσα 18
Ζαραφωνίτου Χρ., (2004). Εμπειρική Εγκληματολογία. 2η έκδ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 244. Λαμπροπούλου, Ε., (1994). Η Κατασκευή της Κοινωνικής Πραγματικότητας από τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας: Η περίπτωση της βίας και της εγκληματικότητας. 2η έκδ. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σ. 83. 19
242 επιρροή, διατύπωσε την θέση πως ο εγκληματίας θα πρέπει να αποτελεί ένα ιδιαίτερο ανθρωπολογικό είδος, η ιδιαιτερότητα του οποίου αφορά στη μη ομαλή εμβρυακή του εξέλιξη και κατ’ επέκταση στη βιολογική του κατωτερότητα. Η θέση αυτή συνθέτει αυτό που ο Lombroso χαρακτήρισε «γεννημένο εγκληματία» 20. Στο πλαίσιο αυτό, το έγκλημα αντιμετωπίζεται ως παθολογικό φαινόμενο, επιδεκτικό μέτρησης και πρόβλεψης, τα αίτια του οποίου αναζητούνται στη βιολογική κατάσταση του ατόμου21. Πώς αξιολογείτε την προαναφερθείσα εγκληματολογική προσέγγιση ως προς την ορθότητά της; Πιστεύετε πως τέτοιου τύπου προσεγγίσεις της εγκληματικής συμπεριφοράς εξυπηρετούν σκοπιμότητες καθαρά επιστημονικού χαρακτήρα ή και άλλες; Κι αν ναι, ποιες; Θεωρείται πως η επιστημονική πρόοδος συμβάλλει στην ενδυνάμωση ή στην απόρριψη αντίστοιχων θεωρητικών σχημάτων και ερευνών;
Με γνώμονα τα τεκταινόμενα στην κινηματογραφική ταινία, ποιο
συμπέρασμα συνάγεται αναφορικά με το ζήτημα της κατασκευής του ποινικού νόμου; Αποτελεί ζήτημα κοινωνικής συναίνεσης ή σύγκρουσης συμφερόντων ή κάτι άλλο; Ποια είναι η δική σας θέση ως προς το εν λόγω ζήτημα; Τεκμηριώστε την άποψή σας.
Πώς προβάλλεται, στο πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής, ο
ρόλος τόσο του άτυπου όσο και του επίσημου κοινωνικού ελέγχου ως προς την αναγωγή μιας συμπεριφοράς σε εγκληματική και το χαρακτηρισμό ενός ατόμου ως εγκληματία; Και ποια η σχέση μεταξύ των δύο όψεων του κοινωνικού ελέγχου; Ποια είναι η δική σας άποψη απέναντι σε αυτά τα ζητήματα; Τεκμηριώστε τη θέση σας.
Στο
πλαίσιο
επιστημολογικών
αναλύσεων
των
κοινωνικών
επιστημών, έχει διατυπωθεί η θέση πως η δυτική σκέψη στηρίζεται σε δυϊσμούς, για παράδειγμα καλό/κακό, σωστό/λάθος, άνδρας/γυναίκα, επιστήμη/θρησκεία, υποκείμενο/αντικείμενο, άνθρωπος/ζώο, λογική/συναίσθημα, οι οποίοι συμβάλλουν στην πρόσληψη του διαφορετικού ως αντίθετου και κατ’ επέκταση στη διαστρέβλωση
της
κοινωνικής
κ.λπ.
πραγματικότητας.
Μέσω
της
κινηματογραφικής ταινίας τίθεται το «δίλημμα» μεταξύ επιστήμης και θρησκείας. Ποια 20
άποψη
προβάλλεται
εν
τέλει
ως
συμπέρασμα
στο πλαίσιο
της
Lombroso, C., (1876). L’ Uomo Delinquente. Milano: Hoepli. Βλ. Χάιδου, Α., (1996). Θετικιστική Εγκληματολογία: Αιτιολογικές προσεγγίσεις του εγκληματικού φαινομένου. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 26. 21
243 κινηματογραφικής πλοκής της συγκεκριμένης ταινίας, κατά τη γνώμη σας; Ποια είναι η δική σας θέση ως προς το ζήτημα αυτό και γιατί;
Ο δικηγόρος της υπεράσπισης Drummond επισημαίνει αρκετές
φορές πως το μόνο που ζητά εκ μέρους του πελάτη του είναι μια «δίκαιη δίκη». Πριν λίγα χρόνια, στο πλαίσιο της ελληνικής επικαιρότητας, η εν λόγω φράση υπήρξε αρκετά «δημοφιλής», κατά την εκδίκαση της υπόθεσης της οργάνωσης 17 Νοέμβρη. Καταδεικνύεται, έτσι, ο διαχρονικός και διαπολιτισμικός χαρακτήρας του εν λόγω αιτήματος. Κατά τη γνώμη σας, καταπατώνται τα δικαιώματα του κατηγορουμένου στο πλαίσιο της υπό μελέτη κινηματογραφικής δίκης; Κι αν ναι, ποια είναι τα δικαιώματά του αυτά;
Πώς προβάλλεται, κατά τη γνώμη σας, ο ρόλος των ΜΜΕ στο
πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής ως προς τη διαμόρφωση και διάδοση της γνώσης γύρω από το εγκληματικό φαινόμενο; Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με την εν λόγω παρουσίαση και γιατί;
Η.- Εργασίες 1- Αναζητείστε, μέσω σχετικής βιβλιογραφίας, αρθογραφίας κλ.π, έντυπης και ηλεκτρονικής, σύγχρονες εγκληματολογικές προσεγγίσεις με βιολογικό υπόβαθρο. Ποιες είναι οι ομοιότητες και ποιες οι διαφοροποιήσεις τους από τη λομπροζιανή θεωρία; Υπάρχουν, κατά τη γνώμη σας, πλεονεκτήματα στις εν λόγω προσεγγίσεις; Κι αν ναι, ποια; Υπάρχουν μειονεκτήματα και ποια είναι αυτά; 2.- Με ένα ερωτηματολόγιο 3 – 5 ερωτήσεων διερευνείστε τις απόψεις ατόμων του περιβάλλοντός σας σχετικά με την αποδοχή ή μη των απόψεων του Δαρβίνου και του Λομπρόζο. Σχολιάστε τα ευρήματά σας. 3.- Επιλέξτε μια ποινική υπόθεση του πρόσφατου παρελθόντος, η οποία απασχόλησε την ελληνική επικαιρότητα. Συγκεντρώσετε και μελετήστε έναν ικανό αριθμό δημοσιευμάτων, τα οποία αφορούν στην υπό μελέτη υπόθεση. Μέσω της διερεύνησης αυτής, αξιολογείστε την τήρηση ή μη των προαναφερθεισών συνταγματικά
κατοχυρωμένων
εγγυήσεων
υπέρ
κατηγορουμένων, τεκμηριώνοντας τις θέσεις σας.
του
κατηγορούμενου/των
244
3.- “The Accused”
Α.- Γενικά Χώρα προέλευσης: ΗΠΑ Πρώτη προβολή: 1988 Διάρκεια: 111’ Σκηνοθεσία: Jonathan Kaplan Σενάριο: Tom Topor Cast: Foster Jodie (Sarah Tobias) McGillis Kelly (Kathryn Merphy) Coulson Bernie (Ken Joyce) Rossi Leo (Cliff ‘Scorpio’Albrecht) Hearn Ann (Sally Fraser) Antin Steve (Bob Joiner) Brown Woody (Dunny)
Β.- Αποσπάσματα κριτικών “I wonder who will find the film more uncomfortable – men or women? … for some men, the movie will reveal a truth that most women already know. It is that verbal sexual harassment…is a form of violence…” R. Ebert, Chicago Sun-Times (October 14, 1988) “In setting the scene, The Accused draws provocative but forced parallels between violent crime and America’s notion of fun and game” R. Kempley, Washington Post (October 14, 1988)
Γ-. Κινηματογραφική πλοκή Η Sarah Tobias (Jodie Foster) ένα βράδυ, μετά από κάποιο καβγά με το σύντροφό της, πηγαίνει στο μπαρ όπου εργάζεται η φίλη της Sally (Ann Hearn). Αφού έχει καταναλώσει αρκετή ποσότητα αλκοόλ και μαριχουάνας, χαλαρώνει, χορεύει και φλερτάρει με του θαμώνες. Η κατάληξη της βραδιάς επέρχεται με τον ομαδικό βιασμό της Sarah.
245
Την υπόθεσή της αναλαμβάνει η Kathryn Merphy (Kelly McGillis),
η
οποία
τελικά
έρχεται
σε
συμβιβασμό
με
τους
κατηγορουμένους. Ο συμβιβασμός αφορά στην καταδίκη τους μεν, όχι για το αδίκημα του βιασμού δε, με ποινή φυσικά πολύ μικρότερη από αυτήν που επισύρει ο βιασμός. Η Kathryn αποφασίζει να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο, καθώς η προσωπική και κοινωνική ζωή της Sarah είναι τέτοιας
«ποιότητας»
(ποινικό
μητρώο,
χρήση
αλκοόλ
και
τοξικοεξαρτησιογόνων ουσιών κ.λπ.), ώστε η εν λόγω εξέλιξη μοιάζει η καλύτερη δυνατή λύση, σύμφωνα και με την επαγγελματική εμπειρία της Kathryn. Η Sarah νοιώθει προδομένη και αρκετά θυμωμένη με την εν λόγω εξέλιξη, και γνωστοποιεί τα συναισθήματά της αυτά στην Kathryn. Εκείνη αποφασίζει να τη βοηθήσει, στρεφόμενη αυτήν τη φορά εναντίον όσων παρακολούθησαν και ενθάρρυναν το βιασμό. Σύμμαχος των δύο γυναικών σε αυτήν την προσπάθεια υπήρξε ο φίλος ενός εκ των δραστών, ο οποίος ήταν αυτόπτης μάρτυρας, και συνέβαλε καταλυτικά με την κατάθεσή του στην επιτυχή για τη Sarah έκβαση της υπόθεσης. Δ.- Κεντρικοί χαρακτήρες Sarah Tobias: πρόκειται για το θύμα του βιασμού. Η Sarah είναι μια νεαρή γυναίκα, η οποία εργάζεται ως σερβιτόρα και συζεί με κάποιον νεαρό υποτιθέμενο μουσικό – στην πραγματικότητα έμπορο ναρκωτικών – με τον οποίο η συμβίωση δε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ομαλή. Η συμπεριφορά της Sarah παρουσιάζεται εν πολλοίς ως «παρεκκλίνουσα» από τα κοινώς αποδεκτά «γυναικεία»
πρότυπα.
Καταναλώνει
αλκοόλ
και
τοξικοεξαρτησιογόνες ουσίες, έχει βεβαρημένο ποινικό παρελθόν, η σχέση της με το άλλο φύλο παρουσιάζεται ως χαρακτηριζόμενη από «χαλαρότητα και πρόκληση». Μετά τη θυματοποίησή της, η στάση της απέναντι στην αντιμετώπιση της υπόθεσής της, αλλά
246
και της ίδιας, τόσο από τους φορείς του επίσημου όσο και του άτυπου
κοινωνικού
ελέγχου,
παρουσιάζεται
ως
ιδιαιτέρως
δυναμική. Kathryn Merphy: αποτελεί την δεύτερη κεντρική γυναικεία φιγούρα της κινηματογραφικής ταινίας. Η Kathryn είναι μια νεαρή γυναίκα, με ανώτερη μόρφωση, υψηλή κοινωνικο-οικονομική θέση, και επιτυχημένη στο πλαίσιο των επαγγελματικών της δραστηριοτήτων. λειτουργώντας
Αναλαμβάνει αρχικά
την
περισσότερο
υπόθεση ως
της
Sarah,
επαγγελματίας,
διατηρώντας μια λανθάνουσα δυσπιστία απέναντι στο θύμα, σχετιζόμενη με το κοινωνικό και το ατομικό του υπόβαθρο. Στη συνέχεια, η σχέση των δύο γυναικών λαμβάνει έναν περισσότερο ανθρώπινο χαρακτήρα, καταδεικνύοντας πως όσα τις χωρίζουν ίσως να είναι λιγότερο ουσιαστικά απ’ όσα τις ενώνουν. Ken Joyce: πρόκειται για έναν από τους δράστες του βιασμού. Το ενδιαφέρον του εν λόγω χαρακτήρα αφορά βασικά στο κοινωνικοοικονομικό του υπόβαθρο. Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για έναν νεαρό
φοιτητή με υψηλή ακαδημαϊκή επίδοση και ένα πολλά
υποσχόμενο επαγγελματικό μέλλον. Προέρχεται από «καλή» και οικονομικά εύρωστη οικογένεια, η οποία του εξασφαλίζει μια ικανότατη υπεράσπιση για τις κατηγορίες που τον βαρύνουν. Η απεικόνιση του εν λόγω χαρακτήρα κατ’ αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να θεωρηθεί κι ως μέσο άμβλυνσης των στερεοτύπων σχετικά με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των δραστών βίαιων εγκλημάτων, τα οποία αφορούν κατά βάση άτομα προερχόμενα από χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα. Bob Joiner: πρόκειται για έναν ακόμη εκ των δραστών. Είναι αυτός, ο οποίος αρχικά κρατά ακινητοποιημένη τη Sarah, ενώ ο φίλος του τη βιάζει. Ο ίδιος προχωρά στο βιασμό μετά από την
247
έντονη παρότρυνση του «πλήθους», η οποία συνοδεύεται κι από σχόλια αναφορικά με τον ανδρισμό του Bob. Το ενδιαφέρον του εν λόγω
χαρακτήρα
εστιάζεται
στην
κατάδειξη
του
ψευδο-
σεξουαλικού χαρακτήρα του εγκλήματος του βιασμού και την ανάδειξη του εξουσιαστικού του υποβάθρου . Cliff ‘Scorpio’Albrecht: αποτελεί, κατ’ αρχάς, το θαμώνα του μπαρ
ο
οποίος
παρακολουθεί
τον
ομαδικό
βιασμό
και
ενορχηστρώνει τη διαδικασία της παρότρυνσης των δραστών, μέσα από επευφημίες χειροκροτήματα κ.λπ. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, σηματοδοτεί τον άτυπο κοινωνικό έλεγχο, όταν συναντά τη Sarah, μετά το συμβάν του βιασμού, σε κάποιο δισκοπωλείο και τη φλερτάρει. Εκείνη χωρίς να τον έχει αναγνωρίσει, προσπαθεί να τον αποφύγει. Ο Cliff την ακολουθεί κατά την έξοδο της από το δισκοπωλείο, και χρησιμοποιώντας υβριστικά και ταπεινωτικά γι’ αυτήν σχόλια, αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Το εν λόγω περιστατικό παρουσιάζεται, άλλωστε, ως καθοριστικής σημασίας για τη δικαστική συνέχεια της υπόθεσης της Sarah. Bob Joiner: πρόκειται για το φίλο του «κολεγιόπαιδου», δηλαδή ενός εκ των δραστών, ο οποίος αν κι υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας του βιασμού, ωστόσο παρουσιάζεται ως η μόνη ανδρική φιγούρα που δε συμμετέχει με κάποιο τρόπο στο όλο συμβάν. Είναι, επίσης, το άτομο που πραγματοποιεί ανώνυμο τηλεφώνημα στην αστυνομία για να καταγγείλει το βιασμό, ενώ έκτοτε σιωπά. Όταν η Kathryn ανακαλύπτει πως ήταν παρών κατά την τέλεση του αδικήματος, τον πλησιάζει προκειμένου να του ζητήσει να καταθέσει υπέρ της Sarah. Εκείνος, αρχικά, αρνείται από φόβο. Η συνάντηση και συνομιλία του, ωστόσο, με τη Sarah ήταν αρκετές για να αλλάξει γνώμη. Ε.- Από κινηματογραφική σκοπιά
248
Το
ενδιαφέρον
των
δύο
κεντρικών
χαρακτήρων
της
κινηματογραφικής ταινίας θεμελιώνεται στη βάση των αντιθέσεών τους σε άμεσο επίπεδο, αλλά και των ομοιοτήτων τους σε λανθάνον επίπεδο. Από τη μια μεριά, η Sarah, το θύμα του βιασμού,
είναι
μια
γυναίκα
όμορφη,
μικροκαμωμένη,
συναισθηματικά ασταθής. Ο «παρεκκλίνων» χαρακτήρας της κινηματογραφικής της απεικόνισης αφορά στην εκδήλωση μη κοινωνικά αποδεκτών «γυναικείων» συμπεριφορών εκ μέρους της, όπως η κατανάλωση αλκοόλ και τοξικοεξαρτησιογόνων ουσιών, η προκλητική εμφάνιση, η χαλαρή στάση απέναντι στο άλλο φύλο. Από την άλλη μεριά, η Kathryn η οποία αντιπροσωπεύει ως ένα βαθμό τον επίσημο κοινωνικό έλεγχο, ως νομικός, ενσαρκώνεται από μια γυναικά γοητευτική, επιτυχημένη σε επαγγελματικό επίπεδο, δυναμική τόσο εμφανισιακά όσο και σε επίπεδο συμπεριφοράς. Ωστόσο, η εν λόγω κινηματογραφική απεικόνιση θα μπορούσε να προσληφθεί επίσης ως «παρεκκλίνουσα» από τις στερεοτυπικές
αντιλήψεις
περί
αποδεκτών
«γυναικείων»
συμπεριφορών, στο βαθμό που ο προαναφερθείς δυναμισμός προσλαμβάνεται περισσότερο ως εγγενές στοιχείο της «ανδρικής» συμπεριφοράς, λαμβανομένης υπόψη και της χρονολογίας δημιουργίας και προβολής της κινηματογραφικής ταινίας (1988). Ωστόσο, η προαναφερθείσα, εκ διαμέτρου αντίθετη, κινηματογραφική
αναπαράσταση
των
δύο
γυναικών
χαρακτηρίζεται από σταδιακή άμβλυνση με την εξέλιξη της κινηματογραφικής
πλοκής.
Υπό
αυτό
το
πρίσμα,
ως
ενδεικτικότερη σκηνή θα μπορούσε να τεθεί εκείνη κατά την οποία, ενώ οι δύο γυναίκες αναμένουν την ετυμηγορία των ενόρκων, η Sarah που πιστεύει στα ζώδια λέει στην Kathryn, η οποία φυσικά δεν πιστεύει σε αυτά, πως της έβγαλε τον
249
αστρολογικό της χάρτη, ο οποίος δείχνει λαμπρή επαγγελματική σταδιοδρομία. Η Kathryn ρωτά τη Sarah, τι δείχνει ο δικός της χάρτης, κι εκείνη της απαντά πως πρόκειται για αισθηματικά κατά βάση ζητήματα. Η Kathryn αναρωτιέται εάν και στο δικό της αστρολογικό χάρτη περιλαμβάνονται τέτοια ζητήματα. Κεντρικό
χαρακτηριστικό
ως
προς
την
κινηματογραφική
απεικόνιση των δραστών του βιασμού αποτελεί η προέλευσή τους από διαφορετικά κοινωνικά πλαίσια. Ρητά βέβαια, γνωστοποιείται μόνο το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο του Ken, ο οποίος είναι φοιτητής και προέρχεται από οικονομικά εύρωστη και κοινωνικά σεβαστή οικογένεια. Ωστόσο, τόσο η εμφάνιση του άλλου δράστη (εμφάνιση cowboy), όσο και η γνωριμία του με τους θαμώνες, παραπέμπει
στη
θεώρησή
του
ως
αυτόχθονα
επαρχιώτη,
ασχολούμενου με αγροτικές εργασίες. Ο τρίτος δράστης θα μπορούσε να προσληφθεί, όπως καταδεικνύουν τα σχόλια των θαμώνων κατά την τέλεση του βιασμού, ως μοναχικό άτομο, αντιμετωπιζόμενο στο πλαίσιο του άτυπου κοινωνικού ελέγχου ως ο «περίεργος» της περιοχής, για τον οποίο η τέλεση του βιασμού αποτελεί μέσο απόδειξης του ανδρισμού του προς τους συντοπίτες του. Η προαναφερθείσα κινηματογραφική αναπαράσταση των δραστών του βιασμού θα μπορούσε, έτσι, να θεωρηθεί κι ως μέσο άμβλυνσης των σχετικών στερεοτύπων, εφόσον καταδεικνύει διαφοροποιήσεις άλλοτε σε επίπεδο συμπεριφοράς κι άλλοτε σε επίπεδο κοινωνικής προέλευσης. Ο τρόπος με τον οποίο «στήνεται» κινηματογραφικά το συμβάν του βιασμού θα μπορούσε να θεωρηθεί κι ως λανθάνον σχόλιο ως προς τα κίνητρα του εν λόγω εγκλήματος, και συγκεκριμένα ως απόρριψη της πρόσληψής του ως συμπεριφοράς με σεξουαλικό
250
υπόβαθρο. Κατά την τέλεση του βιασμού, κάποιοι από τους θαμώνες του μπαρ λειτουργούν ως «κοινό», το οποίο επευφημεί, χειροκροτά, κα παροτρύνει τους δράστες να συνεχίσουν. Από αυτούς, ωστόσο, ουδείς συμμετέχει άμεσα στην τέλεση του εγκλήματος. Μέσω δε των λεγομένων του «κοινού» κατά τη διαδικασία της παρότρυνσης, αναδεικνύεται περισσότερο μια ανάγκη
κυριαρχίας
κι
εξουσιασμού
του
θύματος,
παρά
σεξουαλικής ικανοποίησης . Στ.-Εγκληματολογική προσέγγιση Στο πλαίσιο της παρούσας κινηματογραφικής ταινίας τίθεται μια σειρά ζητημάτων εγκληματολογικού ενδιαφέροντος. Ενδεικτικά, θα μπορούσαν να αναφερθούν το έγκλημα του βιασμού, η απεικόνιση του θύματος και του ρόλου του εντός του εγκληματογενετικού πλαισίου,
η
αναπαράσταση
των
δραστών
του
βιασμού,
η
αντιμετώπιση του θύματος στο πλαίσιο της επίσημης και της άτυπης κοινωνικής αντίδρασης, οι συνέπειες της εγκληματικής αυτής πράξης για το θύμα και τέλος, η ποινική αντιμετώπιση του συγκεκριμένου εγκλήματος. Οι ακόλουθες παρατηρήσεις αποτελούν ένα είδος εισαγωγής στις προαναφερθείσες
προβληματικές,
και
κατ’
επέκταση
άξονες
περαιτέρω μελέτης και ανάπτυξής τους:
Η εγκληματολογική έρευνα γύρω από το μέγεθος του
εγκλήματος του βιασμού, τα χαρακτηριστικά του, αλλά και τα χαρακτηριστικά των εμπλεκομένων σε αυτόν καταλήγει σε πορίσματα με έντονες διαφοροποιήσεις, συχνά δε και αντιφάσεις, οι οποίες απαιτούν την κριτική αντιμετώπιση των παρουσιαζομένων ως φαινομενολογίας του εγκλήματος του βιασμού στοιχείων. Κάποια εκ
των εν λόγω ερευνητικών
αποτελεσμάτων
που
αποδεικνύονται ως περισσότερο σταθερά στο χώρο και το χρόνο,
251
είναι τα εξής: το γυναικείο φύλο του θύματος και το ανδρικό φύλο του δράστη, η τέλεση από άτομο γνωστό στο θύμα κατά τις πρωινές και μεσημβρινές ώρες, το μικρό ποσοστό καταγγελίας του αδικήματος, ο υψηλός σκοτεινός αριθμός22. Η σχετικότητα των εν λόγω ερευνητικών πορισμάτων, ωστόσο, εδράζεται σε μεγάλο βαθμό στη ρευστότητα της εννοιολογικής οριοθέτησης
του
βιασμού,
η
οποία
σχετίζεται
με
τους
προβληματισμούς που απορρέουν από το νομικό ορισμό του εγκλήματος αυτού. Έτσι, υποστηρίζεται, για παράδειγμα, πρώτον πως η θεώρηση του βιασμού ως εγκληματικής πράξης τελούμενης αποκλειστικά από άνδρες ή/και άτομα συγκεκριμένης ηλικίας, σχετίζεται με τον τρόπο που ορίζεται νομοθετικά το εν λόγω έγκλημα. Δεύτερον, πως σε κάποιες περιπτώσεις ο νομοθετικός ορισμός αποκλείει τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος του βιασμού, όπως όταν αυτό τελείται μεταξύ συζύγων. Τρίτον, πως η προϋπόθεση της κολπικής διείσδυσης που εντοπίζεται στην πλειονότητα των σχετικών νόμων ανά τον κόσμο, αποκλείει το χαρακτηρισμό άλλων συμπεριφορών σεξουαλικής κακοποίησης ως βιασμών 23. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, άλλωστε, της σημασίας του νομικού ορισμού του βιασμού αποτελεί το γεγονός πως στο παρελθόν θεωρούνταν ως έγκλημα κατά της ιδιοκτησίας (του πατέρα ή συζύγου του θύματος), ενώ σήμερα ανάγεται σε έγκλημα κατά της γενετήσιας ελευθερίας24. Μπορεί, έτσι, να υποστηριχθεί πως ο νομικός ορισμός αποτελεί εν πολλοίς απόρροια της ευρύτερης κοινωνικο-πολιτισμικής εξέλιξης μιας κοινωνίας.
22
Βλ. Ellis, L., (1989). Theories of Rape: inquires into the causes of sexual aggression. Hemisphere Publishing Corporation, σ. 3-7. 23 Ό.π., σ. 2. 24 Τσαλίκογλου, Φ., (1996). Μυθολογίες Βίας και Καταστολής. 2η έκδ. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση, σ. 95.
252
Η θεωρητική αντιμετώπιση του δράστη του εγκλήματος του βιασμού θεμελιώνεται στη βάση προσεγγίσεων, οι οποίες στοχεύουν στην ανάδειξη των εγκληματογόνων παραγόντων που οδηγούν στο πέρασμα στην πράξη. Συνοπτικά,οι εν λόγω θεωρητικές προσεγγίσεις θα μπορούσαν να διακριθούν στις ψυχοπαθολογικές θεωρίες και στις κοινωνιολογικές θεωρίες. Στο πλαίσιο των πρώτων, τα αίτια του βιασμού αναζητούνται στα ατομικά χαρακτηριστικά του δράστη, ο οποίος παρουσιάζεται άλλοτε ως πάσχων από απωθημένο σύμπλεγμα ευνουχισμού ή σεξουαλικής ανεπάρκειας, άλλοτε από ενδοψυχικές συγκρούσεις και κοινωνική απομόνωση, άλλοτε ως θύμα σεξουαλικής κακοποίησης κατά την παιδική του ηλικία.25 Η κριτική που ασκείται στις εν λόγω θεωρίες εδράζεται στα αποκαλυπτικά πορίσματα των ερευνών θυματοποίησης, στο πλαίσιο των οποίων έχουν διαπιστωθεί τα ακόλουθα: ο «μέσος» βιαστής δεν ανταποκρίνεται στην εικόνα του ψυχοπαθή εγκληματία, υφίσταται ένας υψηλός αριθμός μη επισημασμένων δραστών που προέρχεται από την κοινωνική κατηγορία των «φυσιολογικών» ευυπόληπτων πολιτών, η πλειονότητα των βιασμών τελείται από γνωστά προς το θύμα άτομα και κατά τη διάρκεια της ημέρας.26 Οι κοινωνιολογικές θεωρίες, από την άλλη μεριά, αναζητούν τα αίτια του βιασμού στις συνθήκες του κοινωνικού περιβάλλοντος του δράστη. Υπό αυτό το πρίσμα, υποστηρίζεται πως η εν λόγω συμπεριφορά αποτελεί άλλοτε απόρροια μιας βίαιης υπο-κουλτούρας που χαρακτηρίζει συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες, προερχόμενες επί το πλείστον από χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα, άλλοτε επακόλουθο της αποστέρησης που βιώνει το άτομο κατά τη 25 26
Βλ. ό.π., σσ. 99-105. Ό.π.
253
σεξουαλική του απόρριψη, και ειδικότερα σε κοινωνικά πλαίσια που χαρακτηρίζονται από κάποιο βαθμό σεξουαλικής απελευθέρωσης. 27 Η κριτική που έχει ασκηθεί στις προαναφερθείσες θεωρητικές προσεγγίσεις εδράζεται αφενός στον προβληματισμό γύρω από τους λόγους της υπερ-εκπροσώπησης στις επίσημες στατιστικές της εγκληματικότητας ατόμων προερχόμενων από κατώτερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, τα οποία ενδέχεται να μη σχετίζονται αποκλειστικά με την διάπραξη περισσότερων αδικημάτων εκ μέρους τους, αλλά και με τις πρακτικές των φορέων του επίσημου κοινωνικού ελέγχου (αστυνομία, ποινικά δικαστήρια) και αφετέρου στη θεώρηση της πράξης του βιασμού ως εγγενώς σεξουαλικής πράξης, όταν σχετικά ερευνητικά δεδομένα αναδεικνύουν τη σημασία παραγόντων, όπως η οργή και η ανάγκη εξουσιασμού του θύματος28. Τόσο η επιστημονική όσο και η κοινωνική αναπαράσταση του
θύματος του βιασμού καταδεικνύουν μια από τις σημαίνουσες ιδιαιτερότητες του εν λόγω εγκλήματος σε σχέση με άλλες εγκληματικές πράξεις, η οποία αφορά στον εντονότερο στιγματισμό του θύματος σε σχέση με το δράστη. Η κοινωνική αντανάκλαση της παρατήρησης αυτής αφορά στην έννοια του «αξιόπιστου» θύματος. Στο πλαίσιο αυτό, τα άτομα που αποκλίνουν από κοινώς αποδεκτά σε κοινωνικό επίπεδο πρότυπα συμπεριφοράς, για παράδειγμα οι εκδιδόμενες γυναίκες, οι σεξουαλικά δραστήριες γυναίκες, δε θεωρούνται ως αξιόπιστα θύματα βιασμού29. Σε επιστημονικό επίπεδο, η προαναφερθείσα πρόσληψη εντοπίζεται στην έννοια του «συμμετοχικού» θύματος, σύμφωνα με την οποία το θύμα συμμετέχει ενεργά στη διαδικασία θυματοποίησής του30. 27
Βλ. ό.π., σσ. 106-112. Βλ. ό.π. 29 Βλ. ό.π., σσ. 113-115. 30 Βλ. Αρτινοπούλου, Β. & Μαγγανάς, Α., (1996). Θυματολογία και Όψεις Θυματοποίησης. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σσ. 28-29. 28
254 Η θεώρηση του βιασμού ως σεξουαλικής πράξης θα μπορούσε να
υποστηριχθεί πως βασίζεται σε κοινωνικά κυρίαρχες μυθολογίες, οι οποίες σχετίζονται με τη σεξουαλικότητα γυναικών και ανδρών. Η πρώτη αφορά στην ιδέα περί «μαζοχιστικής γυναικείας φύσης», η οποία έχει υποστηριχθεί και σε επιστημονικό επίπεδο 31. Σύμφωνα με αυτήν, ο μαζοχισμός προσλαμβάνεται ως έκφραση της ψυχοσεξουαλικής γυναικείας ωριμότητας. Με άλλα λόγια, η παθητικότητα της γυναίκας σε συμπεριφορικό επίπεδο προσλαμβάνεται ως αιτιατό βιολογικών παραγόντων. Μέσω της εν λόγω θεώρησης, ωστόσο, παραγνωρίζεται η σημασία των παραγόντων του κοινωνικού περιβάλλοντος ως προς τον προσδιορισμό του περιεχομένου της ταυτότητας του φύλου. Η έτερη μυθολογία αφορά στην «αδάμαστη ανδρική σεξουαλική ορμή»32. Στο πλαίσιο αυτό, πράξεις όπως ο βιασμός προσλαμβάνονται ως μέσα εκτόνωσης μιας επείγουσας βιολογικής ανάγκης. Και η εν λόγω μυθολογία υποστηρίχθηκε σε επιστημονικό επίπεδο. Ωστόσο, μια εκ των κραυγαλέων αποδείξεων της αναξιοπιστίας της θέσης αυτής αποτελούν τα υψηλά ποσοστά προσχεδιασμού του εγκλήματος του βιασμού33. Ο Groth όρισε το βιασμό ως «ψευδο-σεξουαλική πράξη»,
αποσκοπώντας στην κατάδειξη της χρήσης της σεξουαλικότητας στο πλαίσιο αυτό ως μέσο για την έκφραση οργής και την εκδήλωση εξουσιαστικών τάσεων. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει πως «ο βιασμός είναι ... ένα σχήμα σεξουαλικής συμπεριφοράς που συσχετίζεται πολύ περισσότερο με την κοινωνική θέση, την εχθρότητα, την εξουσία, παρά με την αισθηματική ηδονή ή τη σεξουαλική 31
Βλ. Τσαλίκογλου 1999, ό.π, σσ. 117-121. Βλ. ό.π., σσ. 122-124. 33 Βλ. και σχετκή έρευνα του M. Amir. Amir, M., (1971). Patterns of Forcible Rape. Chicago: University Press. 32
255
ικανοποίηση. Είναι μια σεξουαλική συμπεριφορά στην πρωταρχική υπηρεσία μη σεξουαλικών συμπεριφορών»34. Οι ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες του βιασμού για το θύμα έχει παρατηρηθεί πως είναι σοβαρότερες σε σύγκριση με τις αντίστοιχες άλλων μορφών εγκληματικής συμπεριφοράς. Στο πλαίσιο της
σχετικής
εμπειρικής
διερεύνησης,
ως
μετα-τραυματικά
συμπτώματα αναφέρονται οι απόπειρες αυτοκτονίας, οι φοβίες, η αϋπνία, οι σεξουαλικές δυσλειτουργίες, η κατάθλιψη, η ανικανότητα ανάπτυξης κοινωνικών επαφών ή ομαλής λειτουργίας των ήδη υπαρχουσών στο πλαίσιο της οικογένειας, της εργασίας, του φιλικού περιβάλλοντος. Οι προαναφερθείσες συνέπειες αποδεικνύονται, επίσης, καταλυτικός παράγοντας μη καταγγελίας του βιασμού, σε συνδυασμό με το φόβο πιθανής αντεκδίκησης του δράστη35.
Έχει
υποστηριχθεί
στη
βάση
σχετικών
ερευνητικών
πορισμάτων πως υφίσταται μια διάχυτη κουλτούρα ανοχής του βιασμού σε διαχρονικό και διαπολιτισμικό επίπεδο, με την έννοια πως το θύμα προσλαμβάνεται ως υπεύθυνο για την τέλεση του συγκεκριμένου εγκλήματος, ακόμη και στο πλαίσιο του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης36. Σε ό,τι αφορά στην Αστυνομία, οι προβληματισμοί που απορρέουν από τη σχετική εμπειρική διερεύνηση εστιάζουν στο ζήτημα της διακριτικής ευχέρειας των διωκτικών αρχών αναφορικά με την αρχειοθέτηση ή όχι των υποθέσεων, την αντιμετώπιση των θυμάτων, ιδιαίτερα όταν αυτά παρεκκλίνουν από τα κοινώς αποδεκτά πρότυπα
34
Groth, N., (1972). Men who Rape. New York: Plenum Press, σ. 13. Βλ. Τσιγκρής, Α., (1999). Λήψη Αποφάσεων και Ενεργοποίηση των Μηχανισμών του Ποινικού Συστήματος. Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας, σσ. 95-100. 36 Τσαλίκογλου 1996, ό.π., σσ. 115-116. 35
256
συμπεριφοράς, την ανεπάρκεια σε επίπεδο σχετικών γνώσεων των αστυνομικών για την ορθή αντιμετώπιση τέτοιων υποθέσεων κ.ά.ό. 37 Η ακροαματική διαδικασία κατά την ποινική δίκη έχει χαρακτηριστεί ως «δευτερογενής θυματοποίηση» για το θύμα, καθώς καλείται να ανακαλέσει και να περιγράψει ενώπιον αγνώστων την οδυνηρή εμπειρία του βιασμού. Η επιδείνωση αυτής της διαδικασίας θεωρείται συσχετιζόμενη πρώτον με το αρνητικό κλίμα που αναπτύσσεται απέναντι στο θύμα, εφόσον υφίσταται σε μεγάλο βαθμό ένα είδος κοινωνικού ελέγχου της σεξουαλικής του συμπεριφοράς και της ευρύτερης κοινωνικής και προσωπικής του ζωής, κυρίως από τους συνηγόρους υπεράσπισης, δεύτερον με τις καθυστερήσεις στη διαδικασία, εξαιτίας για παράδειγμα αναβολών της εκδίκασης, τρίτον με την πιθανή δημοσιότητα που μπορεί να λάβει η υπόθεση, δεδομένου και του αυξημένου ενδιαφέροντος που εκδηλώνουν τα ΜΜΕ απέναντι σε τέτοιου τύπου εγκλήματα38. Ζ.- Θέματα για συζήτηση
Ο τρόπος παρουσίασης της Sarah ως θύματος βιασμού στο πλαίσιο της
κινηματογραφικής πλοκής, φέρει τα χαρακτηριστικά αυτού που ορίστηκε προηγουμένως ως «μη αξιόπιστο θύμα»; Αιτιολογήστε την απάντησή σας.
Ποιες είναι οι διαφορές και ποιες οι ομοιότητες στον τρόπο
αναπαράστασης
των
δύο
κεντρικών
γυναικείων
χαρακτήρων
της
κινηματογραφικής ταινίας; Πώς αιτιολογείται τις εν λόγω κινηματογραφικές απεικονίσεις;
Ποια παρουσιάζονται μέσω της κινηματογραφικής πλοκής ως αίτια
τέλεσης του βιασμού; Η εν λόγω προβολή παραπέμπει σε κάποια εκ των εγκληματολογικών θεωρητικών προσεγγίσεων που σημειώθηκαν παραπάνω; Ποια είναι η δική σας θέση ως προς τον εν λόγω ζήτημα; 37 38
Βλ. Τσιγκρής 1999, ό.π., σσ. 154-160. Ό.π., σσ. 162-167.
257
Πώς θα σχολιάζατε την έννοια του «συμμετοχικού θύματος»;
Πού πιστεύετε ότι οφείλεται η κυρίαρχη αντίληψη κατά την οποία η
γυναίκα αποτελεί το θύμα του βιασμού κι ο άνδρας τον δράστη;
Πώς προβάλλεται η αντιμετώπιση του κινηματογραφικού θύματος από
τους φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου; Η εν λόγω παρουσίαση σε ποια σημεία ταυτίζεται και σε ποια αποκλίνει από τις σχετικές εγκληματολογικές ερευνητικές διαπιστώσεις;
Ποια
στοιχεία
συνθέτουν
την
παρουσίαση
της
ακροαματικής
διαδικασίας κατά την εκδίκαση της υπόθεσης του βιασμού; Ποια από αυτά αντανακλούν αντίστοιχα πορίσματα της εγκληματολογικής έρευνας;
Με ποιους τρόπους πιστεύετε πως θα μπορούσε να αμβλυνθεί η
«δευτερογενής θυματοποίηση» που αποδεδειγμένα βιώνουν τα θύματα βιασμού κατά την παραπομπή της υπόθεσης στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης;
Στο πλαίσιο των σύγχρονων μέτρων αντεγκληματικής πολιτικής για
τους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων, παρατηρείται μια γενικευμένη αυστηροποίηση, η οποία αντανακλάται σε πρακτικές όπως η δημοσιοποίηση των ατομικών στοιχείων των δραστών μέσω βάσεων δεδομένων προσβάσιμων στο ευρύ κοινό. Συμφωνείτε ή διαφωνείτε με τέτοιου τύπου πρακτικές και γιατί; Ποια θα προτείνατε ως καταλληλότερη ποινή για δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων, και ποια σκοπιμότητα θα πρέπει να χαρακτηρίζει τις εν λόγω ποινές;
Η.- Εργασίες 1.- Συγκεντρώστε έναν ικανό αριθμό δημοσιευμάτων σχετικών με υποθέσεις βιασμού, προερχόμενων από έντυπα διαφορετικής ποιότητας. Καταγράψτε τον τρόπο παρουσίασης των συμβάντων και των χαρακτηριστικών των εμπλεκομένων. Εξετάστε εάν ο τρόπος παρουσίασης αντανακλά περισσότερο τα στερεότυπα και τη μυθολογία που περιβάλλει το εν λόγω αδίκημα ή εάν χαρακτηρίζεται από μια περισσότερο κριτική προσέγγιση του ζητήματος. Τέλος, συσχετίστε την εν λόγω παρουσίαση με την πηγή από την οποία αυτή προέρχεται.
258 2.-Καταγράψτε τις μεταβολές που συντελέστηκαν κατά την τελευταία εικοσαετία στο νομοθετικό πλαίσιο αναφορικά με το έγκλημα του βιασμού στη χώρα μας. Εξετάστε τις ομοιότητες και τις διαφοροποιήσεις μεταξύ προγενέστερων νομοθετικών πλαισίων και του ισχύοντος. Σχολιάστε τις παραδοχές που εμπεριέχονται στις εν λόγω νομοθετικές ρυθμίσεις. 3.- Με ένα ερωτηματολόγιο 5 – 7 ερωτήσεων καταγράψτε τις απόψεις συμφοιτητών
και
συμφοιτητριών
σας
για
το
εάν
και
κατά
πόσο
«συμμετέχει/προκαλεί» ένα θύμα βιασμού τη θυματοποίησή του. Στη συνέχεια να θέσετε ως επίκεντρο του σχολιασμού των απαντήσεων που θα λάβετε, το φύλο και την κοινωνική προέλευση των ερωτηθέντων. -
4.- “The Hurricane”/ Ο Τυφώνας Α.- Γενικά Χώρα προέλευσης: ΗΠΑ Πρώτη προβολή: 2000 Διάρκεια: 145’ Σκηνοθεσία: Norman Jewison Σενάριο: Rubin ‘Hurricane’ Carter, Sam Chaiton Cast: Washington Denzel (Rubin ‘Hurricane’ Carter) Shannon Vicellous Reon (Lezla Martin) Unger Deborah Kara (Lisa Peters) Schreiber Liev (Sam Chaiton) Hannah John (Jerry Swinton) Hedaya Dan (Det. Sgt Della Pesca)
Β.- Αποσπάσματα κριτικών “The Hurricane is not a documentary but a parable, in which two lives are saved by the power of the written word” R. Ebert, Chicago Sun-Times (January 7, 2000)
259 “The Hurricane is a strong personal story that weakens only when it reaches clumsily for political significance … is about a 20-year battle inside one mind, an about how a man became a hero simply by surviving” M LaSalle, San Francisco Chronicle (January 7, 2000)
Γ.- Κινηματογραφική πλοκή Η κινηματογραφική αυτή ταινία πραγματεύεται, χωρίς να αποτελεί όμως ντοκιμαντέρ, την πραγματική ιστορία του Αφρο-αμερικανού μποξέρ Rubin ‘Hurricane’ Carter, ο οποίος κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε σε τρις ισόβια κάθειρξη για τριπλή δολοφονία, κατά την περίοδο που η επαγγελματική του σταδιοδρομία βρισκόταν στο απόγειό της. Η κινηματογραφική πλοκή περιλαμβάνει αναφορές στη δύσκολη παιδική ηλικία του «Τυφώνα», την εμπλοκή του με το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης σε νεαρή ηλικία, τις προσπάθειες του να απεμπλακεί, τον αγώνα του να αποδείξει την αθωότητά του μετά την πρωτοβάθμια εκδίκαση της υπόθεσής του. Ωστόσο, κεντρικό σημείο εστίασης αποτελεί το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ενώ έχει παραιτηθεί από κάθε προσπάθεια απόδειξης της δικαστικής πλάνης, αρχίζει να επικοινωνεί με ένα νεαρό αγόρι, τον Lezla, ο οποίος τον «γνώριζει» αρχικά μέσα από το αυτοβιογραφικό του βιβλίο. Έτσι, για τον έγκλειστο στη φυλακή Rubin ‘Hurricane’ Carter η ελπίδα μοιάζει να έρχεται από «έξω». Ο Lezla, μαζί με τρεις ανθρώπους, οι οποίοι αποτελούν κατά κάποιον τρόπο την ανάδοχη οικογένειά του, αναλαμβάνουν να ερευνήσουν τη υπόθεση εκ νέου, σχεδόν 20 χρόνια μετά την τέλεση του εγκλήματος. Τελικά, η αλήθεια αποκαθίσταται, η δικαιοσύνη αποδίδεται κι ο «Τυφώνας» αθωώνεται. Δ.- Κεντρικοί χαρακτήρες Rubin ‘Hurricane’ Carter: αποτελεί τον κεντρικό χαρακτήρα, εφόσον η κινηματογραφική ταινία πραγματεύεται την ιστορία της
260
ζωής του Αφρο-αμερικανού μποξέρ, εστιάζοντας στο ζήτημα της δικαστικής του περιπέτειας. Η κινηματογραφική αναπαράσταση του «Τυφώνα» θεμελιώνεται στη βάση μιας ατομοκεντρικής προσέγγισης, στο πλαίσιο της οποίας αποδίδεται ιδιαίτερη σημασία τόσο σε στοιχεία της προσωπικότητάς του, όπως η επιμονή, ο δυναμισμός,
η
τελειομανία
όσο
και
σε
συμπεριφορικά
χαρακτηριστικά, όπως η επιθετικότητα, η υπεράσπιση των αδυνάτων και η τρυφερότητα. Η εστίαση της κινηματογραφικής πλοκής αφενός μεν στην «εμμονή» του Rubin να «φτιάξει τη ζωή του» βασιζόμενος αποκλειστικά στον εαυτό του, αφετέρου δε στη δικαστική πλάνη, η οποία αποκαλύπτεται με τη βοήθεια κάποιων ανθρώπων μέχρι πρότινος άγνωστων στον πρωταγωνιστή, μοιάζει να στοχεύει στην κατάδειξη της σημασίας της αλληλοβοήθειας στο πλαίσιο των ανθρωπίνων σχέσεων. Lezla Martin: πρόκειται για το αγόρι, το οποίο συντονίζει την προσπάθεια της αποκάλυψης της δικαστικής πλάνης και της αθώωσης του πρωταγωνιστή. Ο Lezla μαθαίνει την ιστορία του «Τυφώνα», διαβάζοντας την αυτοβιογραφία του, και ταυτίζεται με αυτόν εφόσον τους χαρακτηρίζει κοινό κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο. Το νεαρό αγόρι σηματοδοτεί την ελπίδα για τον Rubin, σε μια περίοδο κατά την οποία ο ίδιος έχει πάψει να αγωνίζεται κι έχει αποδεχθεί την έκβαση της υπόθεσής του. Lisa Peters, Sam Chaiton, Jerry Swinton: είναι οι άνθρωποι που συμβάλλουν καταλυτικά στην αθώωση του «Τυφώνα», τον οποίο
γνωρίζουν
μέσω
του
Lezla.
Στο
πλαίσιο
της
κινηματογραφικής πλοκής, γνωστοποιείται η τυχαία γνωριμία τους με το νεαρό αγόρι και η απόφασή τους να το πάρουν μαζί τους στον Καναδά, όπου και διαβιούν, προκειμένου να αναλάβουν την
261
εκπαίδευσή του, την οποία δε δύναται να του παράσχει η οικογένειά του. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως η εν λόγω κινηματογραφική
αναπαράσταση
αντανακλά
την
«λευκή,
μορφωμένη, προοδευτική πλευρά» της αμερικανικής κοινωνίας. Det. Sgt Della Pesca: πρόκειται για τον αστυνομικό, ο οποίος διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο τόσο στην καταδίκη του Rubin για την τριπλή δολοφονία όσο και εν γένει στην εμπλοκή του με το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης. Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας προβάλλεται ως ρατσιστής, διεφθαρμένος αστυνομικός, ο οποίος αναπτύσσει ένα είδος εμμονής με την παραμονή του Rubin στη φυλακή, εφόσον τον θεωρεί ως «κίνδυνο» για την κοινωνία. Υπό αυτό το πρίσμα, μοιάζει να αναπαριστά την πληθυσμιακή μερίδα των
ακραία
συντηρητικών,
μικρο-
και
μεσο-αστών
της
αμερικανικής κοινωνίας. Ε.- Από κινηματογραφική σκοπιά Ο τρόπος παρουσίασης της σχέσης του Rubin και του Lezla εστιάζει στα κοινά χαρακτηριστικά αυτών των δύο ανθρώπων, τους οποίους φαινομενικά χωρίζουν πολλά. Το χρώμα του δέρματος, το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο, τα δύσκολα παιδικά χρόνια, το προβληματικό οικογενειακό περιβάλλον συνθέτουν την κοινή προέλευση των δύο χαρακτήρων. Ωστόσο, το μέλλον του Lezla δε φαίνεται πως θα λάβει την ίδια τροπή με αυτό του
Rubin. Μέσω της εν λόγω παρουσίασης αναδεικνύεται η
σημασία των συνθηκών του κοινωνικού περιβάλλοντος στο πλαίσιο της πορείας ζωής ενός ατόμου, και κατ’ επέκταση η αμφισβήτηση του εκ διαμέτρου αντίθετου επιχειρήματος, κατά το οποίο τα πεπραγμένα κάποιου αποτελούν αποκλειστικά απόρροια ενδο-ατομικών παραμέτρων. Τη θέση αυτή, στο πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής, πρεσβεύει ο αστυνομικός Della Pesca,
262
χαρακτηρίζοντας επανειλημμένως το Rubin ως «επικίνδυνο στοιχείο» για το κοινωνικό σύνολο. Η κινηματογραφική αναπαράσταση του αστυνομικού Della Pesca αντανακλά το ρατσισμό και το ακραίο συντηρητισμό μιας μερίδας της αμερικανικής κοινωνίας, αλλά και του δυτικού κόσμου εν γένει. Στο πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής αναπαριστά επιπρόσθετα τους φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος
και
τον
καταλυτικό
ρόλο
που
δύνανται
να
διαδραματίσουν στο πλαίσιο της παρατεταμένης εμπλοκής ενός ανθρώπου στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης. Ωστόσο, ο αποσπασματικός τρόπος παρουσίασής του δεν επιτρέπει τη σε βάθος κατανόηση και ερμηνεία του εν λόγω χαρακτήρα, απεικονίζοντας εν πολλοίς τη στάση του απέναντι στον Rubin ως «ανεξήγητη εμμονή». Παρόμοια με την προαναφερθείσα παρατήρηση, θα μπορούσε να σημειωθεί και για τον τρόπο προβολής των Lisa Peters, Sam Chaiton, Jerry Swinton. Η εν λόγω παρουσίαση εστιάζει στην προσπάθειά τους να αποφυλακιστεί και να αθωωθεί ο Rubin, χωρίς ωστόσο να δίδονται περαιτέρω στοιχεία γι’ αυτούς, τα οποία θα μπορούσαν να διαφωτίσουν ενδεχομένως το υπόβαθρο της στάσης τους. Η επιδερμική προσέγγιση του τρόπου ζωής τους και της απόφασης τους να «υιοθετήσουν», κατά κάποιον τρόπο, το Lezla αποδίδει ως ένα βαθμό τη προοδευτική, αστική πλευρά της αμερικανικής κοινωνίας, δυσχεραίνοντας ωστόσο την ανάδειξη της κοσμοθεωρίας
που
χαρακτηρίζει
τέτοιου
τύπου
στάσεις,
συμπεριφορές κι ενέργειες. ΣΤ.- Εγκληματολογική προσέγγιση Στο πλαίσιο της εν λόγω κινηματογραφικής ταινίας, αναφύεται μια σειρά ζητημάτων εγκληματολογικού ενδιαφέροντος. Ενδεικτικά, θα
263
μπορούσαν να αναφερθούν οι κοινωνικές αναπαραστάσεις σχετικά με τους παράγοντες που οδηγούν στην εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς, η σημασία της κοινωνικής αντίδρασης ως προς το στιγματισμό ενός ατόμου ως εγκληματία, το ζήτημα της δικαστικής πλάνης, η σκοπιμότητα της ποινής, ο ρόλος του επίσημου κοινωνικού ελέγχου στο χαρακτηρισμό ενός ατόμου ως εγκληματία, το κλειστό περιβάλλον της φυλακής και οι συνέπειές του. Οι ακόλουθες παρατηρήσεις αποτελούν ένα είδος εισαγωγής στις προαναφερθείσες προβληματικές και κατ’ επέκταση άξονες περαιτέρω μελέτης και ανάπτυξής τους: Η κινηματογραφική πλοκή δίνει τη δυνατότητα στο θεατή να διαπιστώσει εξ αρχής τη δικαστική πλάνη που υφίσταται στην υπόθεση του Rubin ‘Hurricane’ Carter. Ωστόσο, προκειμένου να δικαιολογηθεί η καταδίκη του, από αυτούς που παρουσιάζονται ως υπέρμαχοί της, παρατίθεται μια σειρά «αποδεικτικών» στοιχειών της «επικινδυνότητάς» του. Σε μια προσπάθεια ομαδοποίησής τους, θα μπορούσαν να σημειωθούν το οικογενειακό και το κοινωνικο-οικονομικό του υπόβαθρο, το πολιτισμικό πλαίσιο ανάπτυξής του, το χρώμα του και το ποινικό του μητρώο. Στο πλαίσιο της επιστήμης της Εγκληματολογίας, η προσπάθεια ερμηνείας της εγκληματικής συμπεριφοράς μέσα από την διακρίβωση των αιτίων/παραγόντων που οδηγούν κάποιον στο έγκλημα,
αποτελεί
προσεγγίσεων
και
κεντρικό ερευνών
μέλημα που
των
συνθέτουν
θεωρητικών το
λεγόμενο
«παράδειγμα στην πράξη»39. Σε επιστημολογικό επίπεδο, οι κεντρικές παραδοχές του εν λόγω εγκληματολογικού ρεύματος αφορούν, σε γενικές γραμμές, πρώτον στην πρόσληψη του εγκληματία ως διαφορετικού από τον μη εγκληματία, άλλοτε σε 39
Βλ. Δασκαλάκης, Η., (1985). Η Εγκληματολογία της Κοινωνικής Αντίδρασης. Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, σσ. 9-14.
264
επίπεδο βιολογικής ή/και ψυχολογικής κατάστασης άλλοτε σε επίπεδο κοινωνικής προέλευσης. Δεύτερον, στην πεποίθηση πως υφίσταται
δυνατότητα
ανάδειξης
των
προαναφερθέντων
παραγόντων εγκληματογένεσης μέσω αντικειμενικών ερευνητικών μεθόδων. Σε μεθοδολογικό επίπεδο, βασικές παραδοχές του εν λόγω παραδείγματος αποτελούν πρώτον η εστίαση στο ατομικό επίπεδο, εφόσον στο επίκεντρο της εγκληματολογικής μελέτης τίθεται το δρών υποκείμενο ή ο εγκληματίας και δεύτερον η αιτιοκρατική συλλογιστική, σύμφωνα με την οποία υφίστανται συγκεκριμένες/οι
αιτίες/παράγοντες,
οι
οποίοι
οδηγούν
ντετερμινιστικά στην εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς.40 Στο
πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής, αναπτύσσεται
ανάγλυφα η διαδικασία κατά την οποία ένα συμβάν ορίζεται ως έγκλημα κι ένα άτομο χαρακτηρίζεται ως εγκληματίας, όχι εξαιτίας κάποιας εσωτερικής ιδιότητας της πράξης, αλλά ανάλογα με τη σημασία που τους αποδίδεται σε κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Πιο συγκεκριμένα, στην εν λόγω κινηματογραφική ταινία αποκαλύπτεται στο θεατή πως ο Rubin δεν διέπραξε το έγκλημα, ωστόσο
καταδικάζεται
γι’
αυτό.
Στο
πλαίσιο
της
εγκληματολογικής σκέψης, η εν λόγω αναφορά παραπέμπει στην έννοια
της
εγκληματοποίησης
και
στην
εγκληματολογική
προσέγγιση της ετικέτας, στο πλαίσιο της οποίας υποστηρίζεται πως το έγκλημα κι ο εγκληματίας στερούνται νοηματικής αυθυπαρξίας, αποτελώντας απλώς σημείο αναφοράς της επίσημης ή της άτυπης κοινωνικής αντίδρασης. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον Η. Becker, έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της εν λόγω προσέγγισης, «παρέκκλιση δεν είναι μια ιδιότητα της 40
Βλ. αντί άλλων. Ζαραφωνίτου, Χρ., (2004). Εμπειρική Εγκληματολογία. 2η έκδ. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, Χάιδου, Α., (1996). Θετικιστική Εγκηματολογία: αιτιολογικές προσεγγίσεις του εγκληματικού φαινομένου. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
265
πράξης που διαπράττει το πρόσωπο, αλλά μάλλον μια συνέπεια της εφαρμογής από άλλους των κανόνων και κυρώσεων στον παραβάτη. Ο παρεκκλίνων είναι κάποιος στο οποίο εφαρμόσθηκε επιτυχώς αυτή η ετικέτα. Παρεκκλίνουσα συμπεριφορά είναι η συμπεριφορά που οι άνθρωποι έτσι ετικετάρουν»41. Στο πλαίσιο της εγκληματολογικής σκέψης, έχει υποστηριχθεί πως
η απόδοση του στίγματος της ποινικής καταδίκης κατασκευάζει την ιδιότητα του εγκληματία42. Υπό αυτήν την έννοια, ως στιγματισμός ορίζεται η διαδικασία εγκαθίδρυσης αρνητικής κοινωνικής ταυτότητας, εδώ εγκληματικής, βάσει της οποίας θα αναθεωρηθεί όλος ο πρότερος βίος του ατόμου, στο οποίο απονέμεται43. Στο πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής, ωστόσο, η εν λόγω θέση δεν επαληθεύεται πάντα. Ο Rubin θεωρείται από κάποιους ως «επικίνδυνος» εγκληματίας, αντίθετα κάποιοι άλλοι πιστεύουν στην αθωότητά του. Η σχετική εγκληματολογική έρευνα, πάντως, καταδεικνύει τις σοβαρές συνέπειες που επισύρει το στερεότυπο του εγκληματία. Ως στερεότυπο ορίζεται η ποιοτική κρίση απέναντι σε άτομα, πράγματα, γεγονότα, η οποία πηγάζει από μη προσωπικές/άμεσες εμπειρίες του υποκειμένου 44. Οι προαναφερθείσες
συνέπειες
αφορούν,
συνοπτικά,
στην
αναδρομική θεώρηση του ατόμου βάσει του εγκληματικού στίγματος και στη θεμελίωση της κρίσης περί επικινδυνότητας ως προς την υποτροπή. Στο
πλαίσιο
του
εγκληματολογικού
«παραδείγματος
της
κοινωνικής αντίδρασης»45 υποστηρίζεται, μεταξύ άλλων, ο δημιουργικός ρόλος της επίσημης κοινωνικής αντίδρασης ως προς 41
Βλ. Becker, H., (2000). Οι Περιθωριοποιημένοι. Μτφρ. Α. Κουτζόγλου & Β.Γ.Ι. Μπουρλιάσκος. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. 42 Δασκαλάκης 1985, ό.π., σ. 146. 43 Ό.π. 44 Ό.π., σ. 148. 45 Βλ., ό.π., σσ. 18-22.
266
τον καθορισμό του μεγέθους και της φαινομενολογίας της εγκληματικότητας σε δεδομένο τρόπο και χρόνο46. Επισημαίνεται, με άλλα λόγια, πως οι εγκληματικές συμπεριφορές και οι εγκληματίες που καταγράφονται στις επίσημες στατιστικές της εγκληματικότητας, μελετώνται από τους εγκληματολόγους και συμβάλλουν στη διαμόρφωση του συλλογικού στερεοτύπου του εγκληματία, μπορεί να αποτελούν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των δράσεων και των επιλογών των φορέων του επίσημου κοινωνικού ελέγχου του εγκλήματος, δηλαδή της αστυνομίας, των ποινικών
δικαστηρίων,
των
σωφρονιστικών
ιδρυμάτων.
Ο
σημαίνων ρόλος που δύνανται να διαδραματίσουν οι εν λόγω φορείς ως προς την εμπλοκή κάποιου στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης αποτυπώνεται εναργέστατα στην περίπτωση της δικαστικής πλάνης47. Στο πλαίσιο της κινηματογραφικής ταινίας, για παράδειγμα, παρουσιάζεται ένα άτομο το οποίο ενώ δεν έχει διαπράξει αδίκημα, ωστόσο παραμένει στη φυλακή για διάστημα είκοσι ετών και πλέον, καθώς και ο ρόλος της επίσημης κοινωνικής αντίδρασης στη «διαιώνιση» της ποινικής του εμπλοκής. Ο εγκλεισμός ως ποινική κύρωση αποτελεί σχετικά σύγχρονο
θεσμό εφόσον παγιώνεται κατά το δεύτερο μισό του 18 ου αιώνα, υπό τις φιλοσοφικές και κοινωνικές επιδράσεις της γαλλικής επανάστασης στο πλαίσιο των οποίων η ελευθερία τίθεται ως ύψιστο αγαθό48. Η φυλακή ως θεσμός, και κατ’ επέκταση η στερητική της ελευθερίας ποινή, στοχεύει αφενός στη διατήρηση της κοινωνικής τάξης μέσα από την απομάκρυνση όσων τη διασαλεύουν από το 46
Βλ. Λαμπροπούλου, Ε., (1994). Κοινωνικός Έλεγχος του Εγκλήματος. Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση. Ό.π., σσ. 22-27. 48 Χάιδου, Α., (2002). Το Σωφρονιστικό Σύστημα. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 47. 47
267
κοινωνικό σώμα αφετέρου στη βελτίωση αυτών των τελευταίων ώστε να είναι σε θέση να επανενταχθούν ομαλά στην κοινωνία, μετά την έκτιση της ποινής τους. Ωστόσο, σε επιστημονικό επίπεδο, έχει υποστηριχθεί πως οι προαναφερθείσες σκοπιμότητες είναι αντιφατικές, με την έννοια πως η κοινωνική επανένταξη δε μπορεί να επιτευχθεί μέσω του αποκλεισμού του ατόμου από το κοινωνικό σύνολο, έστω κι αν διενεργείται για ορισμένο χρονικό διάστημα49. Η φυλακή τόσο ως θεσμός όσο και ως ποινική κύρωση έχει δεχθεί,
κατά καιρούς και κατά τόπους, πολλές και ποικίλες κριτικές. Εκ των σημαντικότερων θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι αναφορές σχετικά με τις συνέπειες του εγκλεισμού, όπως έχουν καταγραφεί στο πέρασμα του χρόνου από την εγκληματολογική έρευνα. Στο πλαίσιο αυτό, κεντρικής σημασίας έννοια αποτελεί ο ιδρυματισμός, ο οποίος ορίζεται ως η κοινωνικοποίηση του ατόμου στο πλαίσιο της
υποκουλτούρας
«αποκοινωνικοποίησή»
της
φυλακής,
του
από
το
και
η
βαθμιαία
ελεύθερο
κοινωνικό
περιβάλλον50. Οι συνέπειες αυτής της «κοινωνικοποίησης» είναι σοβαρές τόσο σε ατομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Ο βαθμός και η έντασή τους, ωστόσο, σχετίζονται με το είδος του επιβαλλόμενου περιορισμού (προσωρινή κράτηση ή καταδίκη), το είδος της ποινικής κύρωσης (φυλάκιση ή κάθειρξη), τη χρονική της διάρκεια και την προσωπικότητα του εγκλείστου. Σε ατομικό επίπεδο, οι συνέπειες του εγκλεισμού μπορεί να αφορούν είτε στη σωματική υγεία του ατόμου, εφόσον στερείται ζωτικής σημασίας διαδικασιών, όπως η έκθεση στον ήλιο και τον φρέσκο αέρα, η σωματική άσκηση, η υγιεινή κ.λπ., είτε στη ψυχική υγεία του εγκλείστου, εφόσον ο ετεροκαθορισμός που 49 50
Ό.π., σσ. 47-48. Ό.π., σ. 50.
268
υφίσταται το άτομο σε επίπεδο δράσης, και σε συνδυασμό με την απώλεια
προσωπικών
αντικειμένων
και
κατ’
επέκταση
προσωπικής ταυτότητας, αποδεικνύονται καθοριστικοί παράγοντες ανάπτυξης
βίαιων
συμπεριφορών,
και
κατά
συναισθημάτων
βάση
αυτοκαταστροφικών
απελπισίας,
ψευδαισθήσεων
κ.λπ.51 Σε κοινωνικό επίπεδο, ο εγκλεισμός επιφέρει σταδιακή αποξένωση από το κοινωνικό περιβάλλον, εντείνοντας το φαύλο κύκλο κοινωνικοποίησης
στην
υποκουλτούρα
της
φυλακής
και
«αποκοινωνικοποίησή» από την κουλτούρα του ελεύθερου κοινωνικού περιβάλλοντος. Η εν λόγω αποξένωση επέρχεται με τη βαθμιαία χαλάρωση των δεσμών του εγκλείστου με το οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον, αλλά και τη συχνά πλήρη απουσία δημιουργικών δραστηριοτήτων εντός της φυλακής.52 Ζ.- Θέματα για συζήτηση Ποιοι παράγοντες παρουσιάζονται ως γενεσιουργοί της εγκληματικής συμπεριφοράς από τους υπέρμαχους της ενοχής του «Τυφώνα» στο πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής; Κατά τη γνώμη σας, οι εν λόγω παράγοντες ή κάποιοι εξ αυτών είναι εγκληματογόνοι; Αιτιολογείστε τη θέσης σας. Ποια είναι η άποψή σας απέναντι στις έννοιες και τις διαδικασίες «εγκληματογένεση» και «εγκληματοποίηση», όπως ορίστηκαν παραπάνω; Υφίστανται κάποια επιστημονικά επιχειρήματα από αυτά που τις συνθέτουν, με τα οποία να συμφωνείτε περισσότερο; Πιστεύετε πως μπορεί να ισχύσει «συνύπαρξη» και των δύο στο πλαίσιο της ερμηνείας του εγκληματικού προβλήματος, κι αν ναι τι μπορεί να προσφέρει; Όπως προαναφέρθηκε, η καταδίκη του Rubin ‘Hurricane’ Carter για ένα φορτισμένο σε επίπεδο συλλογικής αναπαράστασης έγκλημα, όπως η 51 52
Βλ., ό.π., σσ. 52-53. Βλ., ό.π., σσ. 53-57.
269 δολοφονία και μάλιστα η πολλαπλή δολοφονία, δεν επέσυρε το στιγματισμό του από το σύνολο της τοπικής, αλλά κι εν γένει της αμερικανικής κοινωνίας, αλλά από μια μερίδα αυτής. Μάλιστα υπήρξαν κατά καιρούς αρκετοί διάσημοι καλλιτέχνες, αθλητές κ.ά., οι οποίοι εξέφραζαν δημόσια την πίστη τους στην αθωότητά του και συνεπικουρούσαν στον αγώνα για την αθώωσή του. Πιστεύετε πως ο προαναφερθείς διχασμός σε επίπεδο κοινωνικών στάσεων σχετίζεται αποκλειστικά με στοιχεία που αφορούσαν στη ποινική υπόθεση του Rubin ‘Hurricane’ Carter ή/και σε εξω-νομικά στοιχεία; Αναπτύξτε τη θέση σας. Ποια είναι η άποψή σας απέναντι στην ερευνητική διαπίστωση περί δημιουργικού
ρόλου
της
επίσημης
κοινωνικής
αντίδρασης
στη
διαμόρφωση του μεγέθους και της φαινομενολογίας της καταγεγραμμένης εγκληματικότητας; Στο πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής, υφίστανται σχετικές αναφορές; Αν ναι, αναφέρατε και σχολιάστε τις. Μέσα από την προβαλλόμενη στάση όσων επιθυμούσαν την καταδίκη του «Τυφώνα» στην κινηματογραφική ταινία, ποια στοιχεία αποδίδονται ως σκοπιμότητα της ποινής; Κατά τη γνώμη σας, ποια είναι η σκοπιμότητα της στερητικής της ελευθερίας ποινής; Υποστηρίζεται, συχνά, τόσο σε επιστημονικό επίπεδο όσο και σε κοινωνικό, πως ο σωφρονισμός ως στόχος του εγκλεισμού είναι ανέφικτος. Ωστόσο, η φυλακή ως θεσμός και ως ποινή είναι η μακροβιότερη και ανθεκτικότερη στις κριτικές . Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτή η διαχρονικότητα; Πώς εξηγείτε την κινηματογραφική επιλογή του Rubin ‘Hurricane’ Carter να μείνει στην απομόνωση, παρά να δώσει στους σωφρονιστικούς υπαλλήλους τα προσωπικά του αντικείμενα και να ντυθεί με τη στολή των κρατουμένων; Κατά τη γνώμη σας, σε τι αποσκοπούσε η παρελθοντική πρακτική στο πλαίσιο της οποίας οι κρατούμενοι φορούσαν στολές, στις οποίες αναγραφόταν ο αριθμός τους; Ο Rubin ‘Hurricane’ Carter έζησε πάνω από είκοσι έτη εντός της φυλακής. Στο πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής, ποια αναπαρίστανται ως σημάδια ιδρυματισμού του; Κατά τη γνώμη σας, και σύμφωνα με τις προαναφερθείσες σχετικές διαπιστώσεις της εγκληματολογικής έρευνας,
270 ποια στοιχεία αμβλύνουν και ποια εντείνουν τη διαδικασία της ιδρυματοποίησης στη συγκεκριμένη περίπτωση;
Η.- Εργασίες 1.- Αναζητείστε δημοσιεύματα σχετικά με περιπτώσεις δικαστικής πλάνης. Φροντίστε η μια ομάδα δημοσιευμάτων να αφορά κάποιο διάσημο άτομο και η άλλη ομάδα έναν απλό πολίτη. Συγκρίνατε της εν λόγω αναφορές τόσο σε επίπεδο ποιότητας της παρουσίασης όσο και σε επίπεδο έκτασης της παρουσίασης. Διατυπώστε και σχολιάστε τα συμπεράσματα της παρατήρησής σας. 2-. Αναζητείστε στο διαδίκτυο άρθρα, επιστημονικές αναλύσεις, βιβλία, κι άλλα δημοσιεύματα σχετικά με την υπόθεση του Rubin ‘Hurricane’ Carter. Ποιοι αναδεικνύονται, μέσα από την λεπτομερειακή επισκόπηση και την κριτική προσέγγιση των πηγών αυτών, ως καθοριστικής σημασίας πολιτισμικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί, πολιτικοί κ.λπ. παράγοντες ως προς την έκταση την οποία έλαβε η συγκεκριμένη υπόθεση; Σχολιάστε τα ευρήματά σας.
5.- “The Woodsman”/Ο Ξυλοκόπος Γενικά ΗΠΑ 2004, διάρκεια: 87’ Σκηνοθεσία: Nicole Kassell Σενάριο: Steven Fechter, Nicole Kassell Cast: Bacon Kevin (Walter) Bratt Benjamin (Carlos) Eve (Mary-Kay) Def Mos (Sgt Lucas)
271 Pilkes Hannah (Robin) Sedgwick Kyra (Vicki) Κριτικές “... The Woodsman does not try to force too much compassion on us or to advance any plea on Walter’s behalf apart from the recognition of his humanity.” A. O. Scott, New York Times (December 24, 2004) “The Woodsman is not an easy film to view. While it humanizes Walter, it definitely does not romanticize him.” R. Propes, Independent (2005)
Α.- Πλοκή Μετά από έκτιση 12ετούς ποινής στη φυλακή για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων κοριτσιών, ο Walter (Kevin Bacon) απολύεται υπό όρους. Ξεκινά μια νέα ζωή, διαμένοντας σε ένα μικρό διαμέρισμα κοντά σε δημοτικό σχολείο και εργαζόμενος ως ξυλουργός. Ο Walter παλεύει με τους προσωπικούς του δαίμονες, ζώντας μια ήρεμη ζωή. Συνάπτει ερωτική σχέση με τη Vicky (Kyra Sedgwick) μια συνάδελφό του, στην οποία αποκαλύπτει τα «μυστικά» του. Η κοινωνική επανένταξή του δυσχεραίνεται από τον αποκλεισμό που βιώνει τόσο στο οικογενειακό όσο και στο εργασιακό περιβάλλον του, ενώ βρίσκεται πάντα υπό την επίβλεψη του αστυνομικού Lucas (Mos Def). Η συναναστροφή με ένα 11χρονο κορίτσι και η ανακάλυψη ενός παιδόφιλου, ο οποίος βρίσκει τα θύματά του στο σχολείο απέναντι από το σπίτι του Walter λειτουργούν ως καθρέφτης του εαυτού που προσπαθεί να αφήσει πίσω του. Β.- Κεντρικοί Χαρακτήρες
272
Walter: πρόκειται για τον πρωταγωνιστή, ο οποίος έχοντας
εκτίσει μέρος της ποινής του για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκων κοριτσιών, αποφυλακίζεται υπό όρους και προσπαθεί να επανενταχθεί στη κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτής της προσπάθειας, φαίνεται να στοχεύει στη διαμόρφωση ενός ήρεμου τρόπου ζωής, εργαζόμενος σαν ξυλουργός σε μια εταιρία, συνάπτοντας ερωτική σχέση με μια συνάδελφό του, κάνοντας ψυχανάλυση και αποφεύγοντας τη δημιουργία νέων γνωριμιών. Υπομένοντας
καρτερικά
τις
απορριπτικές
συμπεριφορές
του
οικογενειακού και επαγγελματικού του περιβάλλοντος, καθώς και του αστυνομικού που έχει αναλάβει την επιτήρησή του, μοιάζει να «τεστάρει» τον αυτοέλεγχό του. Η γνωριμία του με την 11χρονη Robin παρουσιάζεται ως καταλύτης της μετέπειτα πορείας της ζωής του, παρέχοντας ως ένα βαθμό απάντηση στο εναγώνιο ερώτημά του «θα γίνω φυσιολογικός;»
Vicky: η συνάδελφος του Walter, η οποία αποτελεί και το
άτομο που του συμπαραστέκεται εμπράκτως στην προσπάθειά του να επανενταχθεί. Μαθαίνει σχεδόν εξ’ αρχής το «μυστικό» του, το οποίο αποδέχεται και συνεχίζει τη σχέση της μαζί του. Η Vicky δεν απεικονίζεται ως «συνηθισμένη» περίπτωση γυναίκας· εργάζεται σε ένα χώρο αποτελούμενο κατά βάση από άνδρες, εντός του οποίου η συμπεριφορά της προσιδιάζει περισσότερο σε «ανδρικά» παρά σε «γυναικεία» στερεότυπα. Η Vicky είναι, επίσης, μια γυναίκα θύμα σεξουαλικής κακοποίησης στο πλαίσιο της οικογένειάς της, στοιχείο δραματοποίησης, το οποίο θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί ως καθοριστικό αναφορικά με την απόφασή της να αποδεχθεί τον Walter. Άλλωστε, η ίδια παροτρύνοντάς τον να της αποκαλύψει το μυστικό του, επισημαίνει ότι, «….δεν σοκάρομαι εύκολα».
Carlos: πρόκειται για τον κουνιάδο του Walter, ο οποίος
αποτελεί αφενός μεν το μοναδικό συγγενή με τον οποίο έχει επαφές,
273
αφετέρου δε το «συνεκτικό κρίκο» ανάμεσα στο Walter και την αδελφή του. Έτσι, κατά ένα τρόπο ο Carlos αναπαριστά το οικογενειακό περιβάλλον του εγκληματία στο πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής, ο οποίος στηρίζει το Walter στο σημείο που η «…αρρώστιά του», όπως τη χαρακτηρίζει, δεν τον αγγίζει.
Stg Lucas: είναι ο αστυνομικός-υπεύθυνος για την
επιτήρηση του Walter. Υπό αυτήν την ιδιότητα, θα μπορούσε να ιδωθεί ως η «εκπροσώπηση» της επίσημης κοινωνικής αντίδρασης στο πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής. Κυνικός και εχθρικός απέναντι στο Walter, μοιάζει να θεωρεί την πιθανότητα επιτυχούς επανένταξης του πρωταγωνιστή μάλλον περιορισμένη. Η συμπεριφορά του απέναντι στο Walter μεταβάλλεται, όταν ο πρωταγωνιστής έρχεται αντιμέτωπος με έναν παιδόφιλο που δρα στο σχολείο απέναντι από το σπίτι του.
Robin: η 11χρονη παρατηρεί τα πουλιά στο πάρκο και
γνωρίζει τον Walter σε έναν από τους περιπάτους της. Μέσω του συγκεκριμένου χαρακτήρα τίθεται το ζήτημα του θύματος και του ρόλου του στο πλαίσιο της εγκληματικής πράξης. Το κορίτσι με το κόκκινο παλτό σηματοδοτεί για τον πρωταγωνιστή μια διττή επιλογή, την υποτροπή ή την αντιμετώπιση του δαίμονά του. Όταν αντιλαμβάνεται ότι το νεαρό κορίτσι κακοποιείται σεξουαλικά από τον πατέρα του, ο Walter παίρνει τις αποφάσεις του. Γ.- Από κινηματογραφική σκοπιά
Ο
πρωταγωνιστή,
ξυλοκόπος,
πέραν
παραπέμπει
και
του στο
επαγγέλματος γνωστό
του
παραμύθι
«Κοκκινοσκουφίτσα», στο πλαίσιο του οποίου ο ξυλοκόπος σώζει την κοκκινοσκουφίτσα από τον «κακό λύκο» που θέλει να τη φάει. Θα μπορούσε, έτσι, να υποστηριχθεί πως το επάγγελμα του Walter, η γνωριμία του με τη Robin, ένα 11χρονο κορίτσι, στο οποίο αρέσει να
274
κάνει βόλτες στο πάρκο, φορώντας ένα κόκκινο παλτό, αποτελούν αλληγορικές αναφορές στο γνωστό παραμύθι. Οι εν λόγω αναφορές θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν και ως μια προσπάθεια άμβλυνσης των εχθρικών στάσεων που δημιουργεί το ζήτημα της παιδοφιλίας και συγκεκριμένα ο δράστης ανάλογων πράξεων, εφόσον η κινηματογραφική ταινία αποσκοπεί προφανώς στην παρουσίαση της πλοκής από την οπτική γωνία του εγκληματία.
Ο πρωταγωνιστής συνάπτει ερωτικές σχέσεις με μια
συνάδελφό του, η οποία παραμένει σ’ αυτήν τη σχέση, όταν μαθαίνει από τον ίδιο πως είχε καταδικαστεί για σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκων κοριτσιών. Η απόφαση αυτή της Vicky θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μη ρεαλιστική εξέλιξη από πλευράς σεναρίου, ωστόσο η Vicky δεν αποτυπώνεται στο πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής με γνώμονα τα συλλογικά στερεότυπα της «γυναικείας» συμπεριφοράς. Εργάζεται σε ένα ξυλουργείο, με άνδρες στην πλειονότητά τους συναδέλφους, απέναντι στους οποίους η στάση της υποδηλώνει την επιθυμία της να αποτινάξει τα στερεότυπα περί θηλυκότητας, στο πλαίσιο του επαγγελματικού περιβάλλοντος. Αποκαλύπτει, επίσης, στο Walter πως είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά σε νεαρή ηλικία από άτομα της οικογένειάς της. Δ. - Εγκληματολογική προσέγγιση. Στο πλαίσιο της εν λόγω κινηματογραφικής ταινίας τίθεται μια σειρά ζητημάτων τόσο κοινωνιολογικού όσο και εγκληματολογικού ενδιαφέροντος. Ενδεικτικά, θα μπορούσαν να αναφερθούν το ζήτημα των στιγματιστικών συνεπειών της ποινής για το άτομο που καταδικάσθηκε, το ζήτημα της υποτροπής, η έννοια του θύματος και η σημασία της στο πλαίσιο του εγκλήματος, το ζήτημα της παιδοφιλίας και ο χαρακτήρας της αντεγκληματικής πολιτικής απέναντι σε σεξουαλικά εγκλήματα.
275
Οι
ακόλουθες
παρατηρήσεις
αποτελούν
εισαγωγή
στις
προαναφερθείσες προβληματικές και κατ’ επέκταση άξονες περαιτέρω μελέτης και ανάπτυξής τους:
Στο πλαίσιο της επιστήμης της Εγκληματολογίας, έχει
υποστηριχθεί η θέση πως ο στιγματισμός, ως η διαδικασία εγκαθίδρυσης αρνητικής κοινωνικής ταυτότητας, που συνοδεύει το άτομο μετά από την καταδίκη του για εγκληματική συμπεριφορά και το συνακόλουθο στερεότυπο, το οποίο αποτελεί ποιοτική κρίση για κάποιο άτομο, αντικείμενο ή έννοια, η οποία διαμορφώνεται έξω από την προσωπική εμπειρία του υποκειμένου, δεν συνεπάγονται μόνο την ανάπτυξη εχθρικών στάσεων απέναντι στον εγκληματία για το συγκεκριμένο έγκλημα που διέπραξε, αλλά οδηγούν και στην αναδρομική ανατροπή ολόκληρης της κοινωνικής του ταυτότητας. Υπό αυτήν την έννοια, ο Mischel σημειώνει πως «δεν είναι τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας που εξηγούν το έγκλημα, αλλά βρισκόμενοι μπροστά σε ένα έγκλημα αναγκαζόμαστε, προκειμένου να το εξηγήσουμε,
να
κατασκευάσουμε
τα
χαρακτηριστικά
της
προσωπικότητας»53,
Το ζήτημα της υποτροπής, τα ποσοστά της οποίας
αποδεικνύονται
ερευνητικά
υψηλά
σε
περιπτώσεις
σεξουαλικών
εγκλημάτων, όπως ο βιασμός, η παιδεραστία κ.λπ., έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την Εγκληματολογία. Σε αυτό το πλαίσιο, τα υψηλά ποσοστά υποτροπής ερμηνεύονται από τη μια μεριά μέσω της θέσης περί ψυχοπαθολογίας των δραστών, διαμορφώνοντας και ως προς το ζήτημα της αντιμετώπισής τους ατομοκεντρικά και θεραπευτικά πρότυπα. Από την άλλη μεριά, υποστηρίζεται πως η υποτροπή σε τέτοιες περιπτώσεις σχετίζεται με το στίγμα που αποδίδεται σε κοινωνικό επίπεδο στους εν λόγω 53
εγκληματίες.
Αυτό
παρεμποδίζει
πιθανές
διεξόδους
προς
Βλ. Δασκαλάκης, Η., (1985). Η Εγκληματολογία της Κοινωνικής Αντίδρασης. Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας.
276
διαμόρφωση μιας συμβατικής ζωής για το δράστη μέσω της εργασίας, της οικογενειακής και της οικονομικής του αποκατάστασης.
Η
Θυματολογία
ως
κλάδος
της
επιστήμης
της
Εγκληματολογίας αναπτύσσεται κατά τις δεκαετίες 1940-1950, αν και η επιστημονική ενασχόληση με το θύμα του εγκλήματος ξεκινά με την γέννηση και ανάπτυξη της Εγκληματολογίας κατά το 19 ο αιώνα. Στο πλαίσιο αυτό, διαμορφώθηκαν διάφορα ρεύματα σκέψης, των οποίων η επιχειρηματολογία εκτείνεται από την έννοια του «συμμετοχικού θύματος»
(θετικιστική
θυματολογία),
στο
πλαίσιο
της
οποίας
υποστηρίζεται η ατομική ευθύνη του θύματος στην εγκληματική πράξη έως την έννοια του «αθώου θύματος» (θυματολογία της κοινωνικής αντίδρασης), η οποία αφορά κατά βάση στα θύματα των εγκλημάτων σωματικής ή σεξουαλικής βίας.54
Κατά
τις
τελευταίες
δεκαετίες
του
20ου
αιώνα,
διαμορφώθηκε μια τάση αντεγκληματικής πολιτικής, γνωστή και ως “restorative justice”, στο πλαίσιο της οποία το θύμα λαμβάνει ενεργό ρόλο στην ποινική διαδικασία. Ειδικότερα στο πλαίσιο των σεξουαλικών εγκλημάτων, η εν λόγω πρακτική περιβλήθηκε από θετικό κλίμα. Η σύγχρονη αντεγκληματική πολιτική απέναντι σε τέτοιου τύπου εγκλήματα στο δυτικό κόσμο, και ειδικότερα στις ΗΠΑ, λαμβάνει έναν αμφιλεγόμενο χαρακτήρα, καθώς επικεντρώνεται εκ νέου στο δράστη αντίστοιχων πράξεων. Στο πλαίσιο αυτό, ενδεικτικά αναφέρουμε τον νομοθέτημα “Megan’s Law” της πολιτείας California των ΗΠΑ, σύμφωνα με το οποίο τα στοιχεία (ονοματεπώνυμο, ηλικία, τόπος διαμονής κ.λπ.) του εκάστοτε αποφυλακισθέντα δράστη σεξουαλικών εγκλημάτων θα είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο.55 54
Βλ. Αρτινοπούλου, Β., Μαγγανάς, Α., (1996). Θυματολογία και Όψεις Θυματοποίησης. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. 55
Βλ. Ζαραφωνίτου, Χρ., (2008). Τιμωρητικότητα: σύγχρονες τάσεις, διαστάσεις και εγκληματολογικοί προβληματισμοί. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη.
277
Ε.- Ερωτήσεις
Ο Walter αναρωτιέται συχνά στο πλαίσιο της κινηματογραφικής
πλοκής εάν θα γίνει «φυσιολογικός». Στο πλαίσιο της επιστήμης της Εγκληματολογίας, έχει υποστηριχθεί πως ο εγκληματίας αποτελεί ιδιότυπη ατομική περίπτωση είτε σε βιολογικό και ψυχολογικό επίπεδο είτε σε κοινωνικό επίπεδο. Στον αντίποδα αυτής της θέσης, υποστηρίζεται πως εγκληματίας είναι αυτός που συλλαμβάνεται, δικάζεται και καταδικάζεται για την παράνομη πράξη του, καθώς κάποιοι άνθρωποι διαπράττουν εγκλήματα, ωστόσο δεν τους αποδίδεται οι «ετικέτα» του εγκληματία, εφόσον τα εγκλήματά τους δεν εξιχνιάζονται. Ποιά από τις δύο θέσεις θεωρείτε ορθότερη και γιατί; Στο πλαίσιο της κινηματογραφικής ταινίας, ποια εκ των δύο προαναφερθεισών θεωρητικών θέσεων θεωρείτε πως υποστηρίζεται;
Στο πλαίσιο της ταινίας, ποια γεγονότα θα αξιολογούσατε ως
καθοριστικά ως προς το γεγονός της μη υποτροπής του πρωταγωνιστή; Σε επιστημονικό επίπεδο, ποια θέση αντανακλάται μέσω της ταινίας απέναντι στο ζήτημα της υποτροπής;
Πώς θα χαρακτηρίζατε την αντεγκληματική πολιτική απέναντι στα
σεξουαλικά εγκληματία, όπως προβάλλεται στο πλαίσιο της ταινίας;
Θεωρείτε πως ο τρόπος που παρουσιάζονται τα τεκταινόμενα στην
ταινία επιδρά στη στάση που αναπτύσσει ο θεατής απέναντι στον πρωταγωνιστή; Αν ναι, ποια στοιχεία της δραματουργίας θα χαρακτηρίζατε ως κομβικά σε αυτό το πλαίσιο;
Στ.- Εργασίες 1.- Αναζητείστε στο διαδίκτυο 6 – 8 δικτυακούς τόπους που αναφέρονται σε θέματα αντιμετώπισης της παιδεραστίας και προχωρήστε στο σχολιασμό τους. 2.- Με ένα μικρό ερωτηματολόγιο 5 – 7 ερωτήσεων, διερευνείστε τις απόψεις ατόμων του φιλικού σας περιβάλλοντος για την κοινωνική απαξία της παιδεραστίας στη χώρα μας και για τις δυνατότητες που πιστεύουν πως υπάρχουν
278 στη σημερινή ελληνική κοινωνία για την πλήρη επανένταξη σε αυτήν ενός παιδεραστή, η υπόθεση του οποίου απασχόλησε για κάποιο χρονικό διάστημα τα ελληνικά ΜΜΕ. Σχολιάστε τα ευρήματά σας. -
6.- “Monster” Α.- Γενικά Χώρα προέλευσης: ΗΠΑ Πρώτη Προβολή: 2003 Διάρκεια: 109’ Σκηνοθεσία: Patty Jenkins Σενάριο: Patty Jenkins Cast: Theron Charlize (Aillen Lee Wuornos) Rici Cristina (Selby) Dern Bruce (Thomas) Tergesen Lee (Vincent Corey) Corley Annie (Donna) Wilson Scott (Horton) Vince Pruitt Taylor (Gene)
Β.- Αποσπάσματα κριτικών “...There are no excuses for what she does, but there are reasons, and the purpose of the film is to make them visible”. R. Ebert, Chicago Sun-Times (January 1, 2004) “It’s got the energy of shocksploitation trash, the insights of shrewd psychological drama”. P. Bradshaw, Guardian/Observer (April 2, 2004)
Γ.- Κινηματογραφική πλοκή Η Aileen Wuornos, μια εκδιδόμενη γυναίκα η οποία ζει σε κατάσταση ανέχειας και στο περιθώριο, γνωρίζει και ερωτεύεται τη νεαρή Selby. Η γνωριμία και ερωτική σχέση των δυο γυναικών φαίνεται
279
να αντιμετωπίζεται από την Aileen ως «σανίδα σωτηρίας». Η απόρριψη, με την οποία αντιμετωπίζει τη σχέση αυτή το οικογενειακό περιβάλλον της Selby, αναγκάζει τις δυο γυναίκες να κάνουν μόνες μια νέα αρχή. Οι «σύννομες» προσπάθειες της Aileen για ένα νέο ξεκίνημα μένουν ανεκπλήρωτες, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στην πορνεία, ώστε να παρέχει «τα προς το ζην» στη σύντροφό της. Ένα βράδυ η Aileen δολοφονεί κάποιον «πελάτη», ο οποίος την κακοποίησε. Σε διάστημα εννέα μηνών δολοφονεί επτά άνδρες-πελάτες, τους οποίους και ληστεύει. Όταν φτάνει η «ώρα της κρίσης», η Selby την εγκαταλείπει. Η κινηματογραφική ταινία βασίζεται στην αληθινή ιστορία της κατά συρροή δολοφόνου Aileen Wuornos, η οποία καταδικάστηκε για έξι φόνους ανδρών-πελατών της και εκτελέστηκε το 2002. Δ.- Κεντρικοί χαρακτήρες κατά
Aileen Wuornos: πρόκειται για μια εκδιδόμενη γυναίκα, συρροή
δολοφόνο
ανδρών-πελατών.
Παρόλο
που
η
κινηματογραφική πλοκή εστιάζει στο διάστημα της ζωής της κατά το οποίο διέπραξε τις δολοφονίες, επισημαίνονται και κάποια στοιχεία για την παιδική της κυρίως ηλικία, όπως η εγκατάλειψη από τους γονείς της, η προβληματική σχέση με τα αδέλφια της και ο βιασμός της σε νεαρή ηλικία. Η Aileen αναπαριστά μια σειρά ζητημάτων, στο πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής, όπως τη γυναίκα-δράστη, το θύμα που γίνεται θύτης, την εκδιδόμενη γυναίκα, την τρυφερή σύντροφο και τη γυναίκα που προσπαθεί να «φτιάξει» τη ζωή της. Ωστόσο, η απόδοση του συγκεκριμένου χαρακτήρα θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως κινείται μεταξύ συμπάθειας και αποδοκιμασίας.
Selby: πρόκειται για τη νεαρή σύντροφο της Aileen. Η
γυναίκα αυτή σηματοδοτεί για την πρωταγωνίστρια τη διέξοδο από τον πρότερο προβληματικό βίο της. Στο πλαίσιο της κινηματογραφικής
280
πλοκής, απεικονίζεται ως ένα πλάσμα εγωκεντρικό και εξαρτώμενο από τους γύρω της. Το σχόλιο αυτό αποτυπώνεται στην αντίδρασή της, όταν μαθαίνει για την εγκληματική δραστηριότητα της Aileen, καθώς και στον τρόπο που ενεργεί όταν στενεύει ο κλοιός γύρω της, προδίδοντας τη Wuornos.
Vincent Corey: είναι το πρώτο θύμα της Aileen. Η
«γνωριμία» του θεατή με το Vincent είναι αρκετά σύντομη. Βρίσκει την Aileen στο δρόμο και κατευθύνονται μαζί σε ερημική τοποθεσία, όπου την κακοποιεί και αποπειράται να τη δολοφονήσει. Ωστόσο, εκείνη καταφέρνει να γλιτώσει και ευρισκόμενη σε κατάσταση πανικού τον σκοτώνει. Από τα λίγα στοιχεία που δίνονται στο θεατή για το Vincent, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί βίαιος και μισογύνης. Αξίζει να σημειωθεί πως κατά τη δίκη της πραγματικής Aileen, δεν της αναγνωρίστηκε το στοιχείο της νόμιμης άμυνας για τη συγκεκριμένη δολοφονία, με αποτέλεσμα να κριθεί ένοχη τον Ιανουάριο του 1992. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους, δημοσιογράφος του NBC αποκάλυψε πως το εν λόγω (πρώτο) θύμα της Aileen είχε εκτίσει κάθειρξη δέκα ετών για βιασμό σε άλλη πολιτεία των ΗΠΑ.
Horton: πρόκειται για τον τελευταίο άνδρα που δολοφονεί η
Aileen. Το συμβάν αυτό αποδίδεται μέσα από έντονα στοιχεία δραματοποίησης, καθώς ο άνδρας αυτός επιθυμεί να βοηθήσει την Aileen. Εκείνη, ωστόσο, προχωρεί στη δολοφονία του, όταν ο Horton βλέπει ένα περίστροφο στην τσάντα της. Η εν λόγω δολοφονία, στον αντίποδα αυτής του πρώτου θύματος, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως αναπαριστά τα «ωφελιμιστικά» κίνητρα των εγκληματικών πράξεων της Aileen. Ε.- Από κινηματογραφική σκοπιά
Σύμφωνα με τη Rafter, ένα εκ των κεντρικότερων
χαρακτηριστικών
των
ταινιών
που
πραγματεύονται
σεξουαλικά
281
εγκλήματα αφορά στην ασάφεια που περιβάλει τους χαρακτήρες του θύτη και του θύματος56. Υπό αυτήν την έννοια, ο εγκληματίας αναπαρίσταται συχνά και ως θύμα, και αντίστροφα. Σε ένα πρώτο επίπεδο, η Wuornos μοιάζει ως μη κατάλληλη περίπτωση ως προς την υποστήριξη ενός τέτοιου επιχειρήματος, ωστόσο σε πολλά σημεία της ταινίας διαμορφώνεται έστω και με λανθάνοντα τρόπο η προαναφερθείσα θεώρηση. Ενδεικτικά θα μπορούσαν να αναφερθούν, τα κίνητρα των εγκλημάτων της τα οποία εκτείνονται από νόμιμη άμυνα έως δολοφονίες με απώτερο στόχο τη ληστεία, η σκληρότητα που επιδεικνύει συχνά σε επίπεδο κοινωνικής συμπεριφοράς σε συνάρτηση με τα θλιβερά παιδικά της χρόνια, η τρυφερότητα με την οποία αντιμετωπίζει τη σύντροφό της σε αντίθεση με την αναλγησία που επιδεικνύει απέναντι στα θύματά της.
Η εν λόγω κινηματογραφική ταινία βασίζεται σε αληθινή
ιστορία. Ωστόσο με γνώμονα το γεγονός πως δεν αποτελεί ντοκιμαντέρ, θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως χαρακτηρίζεται από αρκετά στοιχεία δραματοποίησης. Ως το ενδεικτικότερο, ίσως, παράδειγμα θα μπορούσε να θεωρηθεί η τελευταία δολοφονία που διαπράττει η Aileen, η οποία δικαιώνει κατά μια έννοια και τον τίτλο της ταινίας.
Στο πλαίσιο των συλλογικών στερεοτύπων για τον
εγκληματία, το φύλο του είναι εν πολλοίς «καθορισμένο». Το σχόλιο αυτό επιβεβαιώνεται εν μέρει και από τον τρόπο που χειρίστηκαν τα ΜΜΕ την περίπτωση της
Aileen Wuornos, αποδίδοντάς της το
χαρακτηρισμό “America’s first female serial killer”. Με άλλα λόγια, αντιμετωπίζοντάς την ως «εξαίρεση στον κανόνα». Ωστόσο, ο τρόπος με τον
οποίο
παρουσιάζεται
ο
συγκεκριμένος
χαρακτήρας
στην
κινηματογραφική ταινία θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο σχολιασμού. Συγκεκριμένα,
το
γεγονός
πως
η
συμπεριφορά
της
Aileen
χαρακτηρίζεται έντονα από στοιχεία που αποδίδονται περισσότερο στους 56
Rafter, N., (2007). Crime, film and criminology: Recent sex-crime movies. Theoretical Criminology, vol. 11(3), ό.π. 3, σ. 410.
282
άνδρες σε κοινωνικό επίπεδο. Αν κι ο αντίλογος σ’ αυτήν την παρατήρηση, θα μπορούσε να είναι πως μέσω του κινηματογραφικού χαρακτήρα αποδίδεται απλώς ένα υπαρκτό πρόσωπο. ΣΤ.- Εγκληματολογική προσέγγιση Στο πλαίσιο της υπό μελέτη κινηματογραφικής ταινίας τίθεται μια σειρά ζητημάτων εγκληματολογικού ενδιαφέροντος. Ενδεικτικά, θα μπορούσαν να αναφερθούν το ζήτημα των αιτίων της εγκληματικής συμπεριφοράς, η απεικόνιση της γυναίκας ως δράστη, το ζήτημα της πορνείας, η αναπαράσταση του κατά συρροή δολοφόνου και η θανατική ποινή. Οι ακόλουθες παρατηρήσεις αποτελούν τρόπον τινά εισαγωγή στις προαναφερθείσες εγκληματολογικές προβληματικές και κατ’ επέκταση άξονες για την περαιτέρω μελέτη και ανάπτυξή τους:
Στο πλαίσιο της κινηματογραφικής πλοκής, η εκδιδόμενη
Aileen δολοφονεί επτά άνδρες-πελάτες. Ωστόσο, τα παρουσιαζόμενα ως κίνητρά της διαφέρουν από δολοφονία σε δολοφονία. Στην πρώτη περίπτωση, η Aileen σκοτώνει έναν άνδρα, ο οποίος την κακοποίησε και αποπειράθηκε να τη δολοφονήσει. Σε άλλες περιπτώσεις, δολοφονεί άνδρες-πελάτες με απώτερο σκοπό να τους ληστέψει. Λίγο πριν συλληφθεί, δολοφονεί έναν άνδρα, ο οποίος επιθυμεί να τη βοηθήσει, όμως βλέπει κατά λάθος ένα περίστροφο στην τσάντα της. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως ο τρόπος που προσεγγίζεται το ζήτημα της ερμηνείας της εγκληματικής συμπεριφοράς στο πλαίσιο της ταινίας δεν είναι απολύτως ξεκάθαρος. Μοιάζει, έτσι, η πρωταγωνίστρια ως εγκληματίας να αντιμετωπίζεται με αμφιθυμία από τη δημιουργό της ταινίας. Στο πλαίσιο της επιστήμης της Εγκληματολογίας, το ζήτημα της εξήγησης της εγκληματικής συμπεριφοράς υπήρξε κομβικό από τις απαρχές της. Σε μια προσπάθεια συνοπτικής ομαδοποίησης των
283
πολυάριθμων θεωριών επί του θέματος μπορεί κανείς να διακρίνει τα εξής
τρία
πλαίσια.
Πρόκειται,
αρχικά,
για
την
ωφελιμιστική
προσέγγιση57, η οποία διατυπώθηκε από την κλασσική σχολή του ποινικού δικαίου, στο πλαίσιο της οποίας ο εγκληματίας προσλαμβάνεται ως «κανονικό» άτομο, το οποίο αξιολογώντας τα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα των πράξεών του, ενεργεί αναλόγως. Υπό το πρίσμα του εγκληματολογικού
θετικισμού,
το
έγκλημα
και
ο
εγκληματίας
αντιμετωπίζονται ως απόρροιες παθολογίας, η οποία έχει άλλοτε βιολογικό ή/και ψυχολογικό και άλλοτε κοινωνικό υπόβαθρο 58. Ενώ, στο πλαίσιο του παραδείγματος της κοινωνικής αντίδρασης59, η συγκρουσιακή κοινωνική δομή αντιμετωπίζεται ως μέσο παραγωγής και αναπαραγωγής του εγκλήματος και του εγκληματία.
Στο επίκεντρο της υπό ανάλυση κινηματογραφικής ταινίας
βρίσκεται ο εγκληματίας ως άτομο. Η κινηματογραφική πλοκή, μάλιστα, αφορά στην εξιστόρηση των τεκταινομένων από την οπτική γωνιά της πρωταγωνίστριας. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί πως στα συλλογικά στερεότυπα αναφορικά με τα ατομικά χαρακτηριστικά του εγκληματία, το φύλο του είναι αρσενικό. Ωστόσο, το δρών υποκείμενο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι γυναίκα. Βέβαια, με γνώμονα τα συλλογικά στερεότυπα για το γυναικείο φύλο, θα μπορούσε να παρατηρηθεί πως η Aileen δεν αποτελεί «τυπική περίπτωση γυναίκας». Επομένως, φαίνεται πως η προβαλλόμενη «παρέκκλιση», στο πλαίσιο αυτό, είναι διττή, από τη μια μεριά αφορά στην εγκληματική συμπεριφορά, από την άλλη αφορά στα ατομικά χαρακτηριστικά του δράστη και συγκεκριμένα στο φύλο του.
57
Βλ. Φαρσεδάκης, Ι., (1996). Στοιχεία Εγκληματολογίας. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 83. Βλ. Χάιδου, Α., (1996). Θετικιστική Εγκληματολογία. Αιτιολογικές Προσεγγίσεις του Εγκληματικού Φαινομένου. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη. 59 Βλ. Δασκαλάκης, Η., (1985). Η Εγκληματολογία της Κοινωνικής Αντίδρασης. Αθήνα-Κομοτηνή: Εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλας. 58
284
Στην Εγκληματολογία το ζήτημα της γυναίκας ως δράστη μελετάται συστηματικά από τη δεκαετία του 1970 και εξής, οπότε και διαμορφώνεται η λεγόμενη φεμινιστική εγκληματολογία. Η κριτική που ασκείται
από τους
φεμινιστές
εγκληματολόγους
απέναντι
στην
«κρατούσα» εγκληματολογία, αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα, εδράζεται σε δύο σημεία. Πρώτον, υποστηρίχθηκε πως στο πλαίσιο των κυρίαρχων κάθε φορά εγκληματολογικών παραδειγμάτων, το θέμα της εγκληματικής συμπεριφοράς της γυναίκας απουσιάζει από τις θεωρητικές προσεγγίσεις και τις έρευνες (invisibility). Δεύτερον, επισημάνθηκε πως ακόμη κι όταν το συγκεκριμένο ζήτημα τίθεται ως αντικείμενο εγκληματολογικής μελέτης, διενεργείται βάσει στερεοτυπικών και σεξιστικών θέσεων (distortion), με αποτέλεσμα η γυναίκα εγκληματίας να αντιμετωπίζεται ως «διπλά παρεκκλίνουσα».60
Η γνωριμία του θεατή με την πρωταγωνίστρια αφορά στο
χρονικό διάστημα της ζωής της, κατά το οποίο αναπτύσσει εγκληματική δραστηριότητα.
Ωστόσο,
μέσω
της
κινηματογραφικής
πλοκής,
παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τον πρότερο βίο της και συγκεκριμένα
για
την
παιδική
Πληροφορούμαστε, έτσι, πως η
και
εφηβική
της
ηλικία.
Aileen βιώνει από νωρίς τη γονική
εγκατάλειψη και μεγαλώνει σε ένα βίαιο περιβάλλον, το οποίο και εγκαταλείπει σε νεαρή ηλικία. Έκτοτε προκειμένου να κερδίσει τα προς το ζην γίνεται ιερόδουλη. Στο πλαίσιο αυτό, έρχεται συχνά αντιμέτωπη με το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, ενώ όταν αποφασίζει να αλλάξει πορεία ζωής, ο πρότερος «μη έντιμος» βίος της μοιάζει να την εγκλωβίζει. Το ζήτημα της πορνείας έχει απασχολήσει την Εγκληματολογία, τόσο σε θεωρητικό όσο και σε ερευνητικό επίπεδο, από τις πρώτες 60
Βλ. Smart., C., (1976). Women, Crime and Criminology. A feminist critique. Routledge & Kegan Paul.
285
κιόλας δεκαετίες εμφάνισης της επιστήμης αυτής στη σύγχρονη μορφή της. Πιο συγκεκριμένα, σε επίπεδο θεωρίας, κατά τα τέλη του 19 ου αιώνα, οπότε
και
κυριαρχεί
ο
θετικισμός,
το
ζήτημα
της
πορνείας
αντιμετωπίζεται ατομοκεντρικά, και κατά συνέπεια η εκδιδόμενη γυναίκα θεωρείται ως παθολογική περίπτωση. Η παθολογία της αφορά είτε στην υπερσεξουαλική της φύση είτε στη διανοητική της μειονεξία. Κατά τις πρώτες δεκαετίες του 20 ου αιώνα, ο θετικισμός εξακολουθεί να κυριαρχεί, λαμβάνοντας όμως μια περισσότερο κοινωνική κατεύθυνση. Η απήχηση των μαρξιστικών θεωριών στο πλαίσιο της εγκληματολογικής θεωρίας αποτυπώνεται, σε ό,τι αφορά στην προσέγγιση της πορνείας, στην εξήγηση της κοινωνικής προέλευσης της πλειονότητας των εκδιδομένων γυναικών από χαμηλά κοινωνικο-οικονομικά στρώματα. Η απομάκρυνση
από
ατομοκεντρισμό,
τον
επιστημολογικό
διενεργείται
στο
και
πλαίσιο
το
μεθοδολογικό
της
φεμινιστικής
εγκληματολογίας από τη δεκαετία του 1970. Υπό αυτό το πρίσμα, η πορνεία αντιμετωπίζεται ως η πιο χαρακτηριστική έκφανση της υφιστάμενης, στο ευρύτερο κοινωνικό πεδίο. καταπίεσης της γυναίκας. 61 Η Aileen, σε επίπεδο τυπολογίας, αποτελεί μια κατά συρροή
δολοφόνο. Η ιστορική μελέτη του “serial murder” καταδεικνύει την αυξημένη εστίαση στο εν λόγω ζήτημα, τόσο σε κοινωνικό όσο και σε επιστημονικό επίπεδο, από τη δεκαετία του 1980 και εξής. Σε κοινωνικοπολιτικό
επίπεδο,
κατά
την
προαναφερθείσα
χρονική
περίοδο,
αναπτύσσεται ο νεο-φιλελευθερισμός και οι πολιτικές του τύπου «νόμος και τάξη»62. Σε επιστημονικό επίπεδο, και συγκεκριμένα στο πλαίσιο της επιστήμης της Εγκληματολογίας, αναπτύσσεται αφενός η γνωστή ως administrative criminology, της οποίας πρωτεύον μέλημα αποτελεί η 61
Βλ. Bary, K., (1995). The Prostitution of Sexuality. New York University Press. Jenkins, P. Catch me before I kill more: Seriality as Modern Monstrosity. Cultural Analysis, vol. 3, σσ. 1-17. 62
286
διαμόρφωση ενός άμεσου και αποτελεσματικού κοινωνικού ελέγχου, αφετέρου
αναβιώνουν
οι
ατομοκεντρικές
εγκληματολογικές
προσεγγίσεις, οι οποίες εδράζονται στη θέση περί κοινωνικής παθολογίας ή/και ψυχοπαθολογίας του δράστη, σε κάθε περίπτωση πάντως στη μελέτη της εγκληματογένεσης, βασικά, σε ατομικό επίπεδο.63 Σύμφωνα με τον Phillip Jenkins, το αυξημένο ενδιαφέρον που συγκεντρώνει το συγκεκριμένο έγκλημα και ο εγκληματίας από τη δεκαετία του 1980, σε κοινωνικό και μιντιακό επίπεδο, εδράζεται σε μια μυθολογία, απόρροια σε μεγάλο βαθμό του υφιστάμενου κοινωνικοπολιτικού πλαισίου, η οποία συντίθεται από τα ακόλουθα στοιχεία. Πρώτον, το στοιχείο της μανίας64: σε αυτό το πλαίσιο ο serial killer δεν αντιμετωπίζεται ως μανιακός μόνο επειδή δολοφονεί κατ’ επανάληψη, αλλά και επειδή δε μπορεί να αυτοελεγχθεί ως προς την εκδήλωσης της συγκεκριμένης εγκληματικής συμπεριφοράς. Απεικονίζεται, έτσι, ως κατά ένα τρόπο «εθισμένος» στο έγκλημα. Η εν λόγω απεικόνιση αποτέλεσε
τη
βάση
του
επιστημονικού
επιχειρήματος
περί
ψυχοπαθολογίας του serial killer, το οποίο τροφοδότησε σε πολλές περιπτώσεις και τη σχετική νομοθεσία. Δεύτερον, το στοιχείο της επανάληψης 65: εξ ορισμού ο συγκεκριμένος εγκληματίας επαναλαμβάνει την εγκληματική του δράση αρκετές φορές. Το στοιχείο της επανάληψης, σύμφωνα με τον Jenkins, διαδραματίζει σημαίνοντα ρόλο στη σχετική μυθολογία, καθώς αναδεικνύει την ανικανότητα προς επιλογή για τον εγκληματία, η οποία αποτελεί θεμέλιο λίθο της ελεύθερης βούλησης και κατ΄ επέκταση της ανθρώπινης φύσης.
63
Tierney, J., (1996). Criminology: Theory and Context. Prentice Hall/Harvester Wheatsheaf, σσ. 226237. 64 Jenkins, ό.π. 6, σ. 8. 65 Jenkins, ό.π. 6, σ. 9.
287
Τρίτον, το στοιχείο της απουσίας κοινωνικών δεσμών 66, οι οποίοι θα απέτρεπαν πιθανότατα το δράστη από την εκδήλωση εγκληματικής συμπεριφοράς. Το τέταρτο στοιχείο της εν λόγω μυθολογίας αφορά στην παθολογία του δράστη67, η οποία συνάγεται από το γεγονός της φαινομενικά αναίτιας ή/και απάνθρωπης εγκληματικής του δράσης. Το πέμπτο στοιχείο αφορά στην άντληση ευχαρίστησης 68 από την εγκληματική δράση του serial killer, και το οποίο σύμφωνα με το Jenkins σχετίζεται αφενός με την πρόσληψη αυτών των εγκλημάτων ως βασικά σεξουαλικών και με το στερεότυπο που αφορά στο ανδρικό φύλο του δράστη. Τέλος, το έκτο στοιχείο της εν λόγω μυθολογίας αφορά στην αυξημένη βιαιότητα69 που επιδεικνύουν οι serial killers στο πλαίσιο των εγκλημάτων τους, και η οποία αντιμετωπίζεται ως ένδειξη ατομικής παθολογίας.
Παρόλο που η κινηματογραφική πλοκή εστιάζει στο
διάστημα κατά το οποίο η πρωταγωνίστρια διαπράττει τις εγκληματικές της ενέργειες, παρέχονται στο θεατή πληροφορίες και για την τύχη της, μετά τη σύλληψή της. Η Aileen κρίθηκε ένοχη για έξι δολοφονίες και καταδικάστηκε σε θανατική ποινή. Η
ποινή
αποτελεί
κεντρικό
ζήτημα
εγκληματολογικού
ενδιαφέροντος. Σε νομοθετικό επίπεδο, ως ποινές ορίζονται τα μέτρα τα οποία απειλούνται στο νόμο και επιβάλλονται από δικαστήριο στο δράστη εγκλήματος70. Οι ποινές, υπό αυτήν την έννοια, εντάσσονται στην κατασταλτική αντεγκληματική πολιτική, απώτερος στόχος της οποίας είναι η περιστολή του εγκλήματος, είτε μέσω του εκφοβισμού που μπορεί 66
Jenkins, ό.π. 6, σ. 10. Jenkins, ό.π. 10. 68 Jenkins, ό.π. 6, σσ. 10-11. 69 Jenkins, ό.π. 6, σ. 11. 70 Αλεξιάδης, Σ., (1996). Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Σάκκουλα, σσ. 217-218. 67
288
να ασκήσει η επαπείληση και επιβολή της ποινής (γενική πρόληψη), είτε μέσω της αχρήστευσης του δράστη, είτε μέσω της κοινωνικής του επανένταξης (ειδική πρόληψη)71. Οι ποινές μπορούν να καταταχθούν σε κλίμακα, στην κορυφή της οποίας βρίσκεται η θανατική ποινή, και ακολουθούν οι σωματικές ποινές, οι ποινές κατά της ελευθερίας, οι ποινές κατά της τιμής, οι ποινές κατά της περιουσίας του δράστη. Υποστηρίζεται συχνά πως η κατάταξη των ποινών σε κλίμακες βασίζεται στο βαθμό αυστηρότητάς τους. Ωστόσο, τέτοιου τύπου κατατάξεις σχετίζονται περισσότερο με την πρόσληψη και αντιμετώπιση της ποινής σε ιστορικο-κοινωνικό επίπεδο, καθώς και με την αξία που λαμβάνουν τα ατομικά αγαθά κατά καιρούς και κατά τόπους72. Με γνώμονα τα προαναφερθέντα, καθίσταται σαφές πως η σκοπιμότητα της θανατικής ποινής είναι η ανταπόδοση, και το προσβαλλόμενο αγαθό η ζωή του εγκληματία. Η διατήρηση της εφαρμογής της θανατικής ποινής ή/και η αναβίωσή της σε διάφορα γεωγραφικά μήκη και πλάτη, καθώς και η ευρύτερη αυστηροποίηση της κατασταλτικής αντεγκληματικής πολιτικής δεν είναι άσχετη με τις υφιστάμενες κάθε φορά πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις. Η κατάρρευση του συμμετοχικού προτύπου αντεγκληματικής πολιτικής (1980) και η ανάπτυξη μιας «νέας κουλτούρας ελέγχου», συσχετιζόμενη με τις τιμωρητικές στάσεις του κοινωνικού σώματος μπορούν, επιγραμματικά έστω, να τεθούν ως πλαίσιο ανάπτυξης της σύγχρονης καταστολής73.
71
Βλ. Λαμπροπούλου, Ε., (1994). Κοινωνικός Έλεγχος του Εγκλήματος. Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση, σσ. 121-159. 72 Αλεξιάδης, 1996, ό.π., σσ. 220-221. 73 Βλ. Ζαραφωνίτου, Χρ., (2008). Τιμωρητικότητα. Σύγχρονες τάσεις, διαστάσεις και εγκληματολογικοί προβληματισμοί. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σσ. 13-20.
289
Ζ.- Θέματα για συζήτηση
Κατά τη γνώμη σας, ποια προβάλλονται ως αίτια της εγκληματικής
συμπεριφοράς της πρωταγωνίστριας στην υπό ανάλυση κινηματογραφική ταινία; Η εν λόγω προβολή σε ποια ή ποιες εγκληματολογικές θεωρίες παραπέμπει; Ποια είναι η δική σας θέση απέναντι σ’ αυτό το ζήτημα; Τεκμηριώστε τις θέσεις σας.
Ο τρόπος που προβάλλεται η γυναίκα ως δράστης μέσω της
κινηματογραφικής πλοκής επιβεβαιώνει ή διαψεύδει το επιχείρημα της φεμινιστικής εγκληματολογίας, σύμφωνα με το οποίο η εν λόγω απεικόνιση, είτε σε επιστημονικό είτε σε κοινωνικό επίπεδο, διενεργείται στη βάση στερεοτυπικών και σεξιστικών θέσεων (distortion); Τεκμηριώστε τη θέση σας.
Με ποιον τρόπο θα χαρακτηρίζατε την πορνεία; Ποια εξήγηση θα
δίνατε για την ύπαρξη της συγκεκριμένης «αγοράς», και κατ’ επέκταση των εκδιδομένων προσώπων και των πελατών τους; Αιτιολογείστε τη θέση σας.
Η μυθολογία, η οποία κατά το Jenkins, χαρακτηρίζει την
επιστημονική και μιντιακή αναπαράσταση των serial killers αποτυπώνεται ή όχι μέσω της κινηματογραφικής πλοκής στη συγκεκριμένη ταινία; Αναπτύξτε τη θέση σας.
Ποια είναι η θέση σας αναφορικά με το ζήτημα της θανατικής
ποινής; Πώς εξηγείται την επιβίωση ή/και την αναβίωση της εν λόγω ποινής στις ανεπτυγμένες κοινωνίες δυτικού τύπου;
Η.- Εργασίες 1.- Αναζητείστε μέσω του διαδικτύου άλλες περιπτώσεις serial killers. Εξετάστε και καταγράψτε τις τυχόν ομοιότητες και διαφορές στις εν λόγω περιγραφές, ως προς τα ατομικά, κοινωνικά κ.ά. χαρακτηριστικά δράστη και θύματος, το πλαίσιο διάπραξης των εγκληματικών πράξεων κ.λπ. Ποια αναδεικνύονται ως κεντρικά συμπεράσματα μέσω των εν λόγω περιγραφών; 2.- Αναζητείστε μέσω του scholar.google.com 2 – 3 έρευνες, οι οποίες πραγματεύονται το ζήτημα των στάσεων του κοινού απέναντι στο ζήτημα της θανατικής ποινής. Στη συνέχεια σχολιάστε τα αποτελέσματά τους.
290
3.- Αναφέρατε τρία επιχειρήματα υπέρ και τρία κατά της κατάργησης της επιβολής της θανατικής ποινής σε serial killers και σε τρομοκράτες. Τεκμηριώστε τις θέσεις σας.
Β.- ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΡΙΑ – ΣΤΕΛΛΑ ΖΕΑΚΗ
The Sleepers Α. Βασικά στοιχεία Χώρα προέλευσης: Η.Π.Α. Πρώτη προβολή: 1996 Διάρκεια: 147 min Σκηνοθεσία: Barry Levinson Σενάριο: Lorenzo Carcaterra (book) Barry Levinson (screenplay) Ηθοποιοί: Robert De Niro (father Bobby) Dustin Hoffman (Denny Snyder) Brad Pitt (Michael Salivan) Kevin Bacon (Son Nokes) Jason Patric (Shakes Carcaterra) Ron Eldard (John Rily) Billy Crudup (Tommy Markano) Vittorio Gassman (King Benny) Minnie Driver (Carol Martinez) Β.- Κριτικές
291 « Sleepers is as well-acted as it is deftly-crafted. There are those who may be disconcerted by the intensity of the reform school scenes (nothing overly graphic is shown, but much is implied). Levinson takes us through every phase of the boys' torture so that, when the time comes, we can understand and sympathize with their need to emulate the hero of their favorite book, The Count of Monte Cristo, and exact decisive retribution. » James Berardinelli, ReelViews « It explores whole lives, capturing terror, shame, vulnerability and the burning, fleeting satisfaction of retribution. And it leaves its audience speechless. » Rob Blackwelder, SPLICEDWire «Spanning two decades and with a star studded cast all at the top of their form, Levinson's Sleepers is a phenomenal film experience. » Steve Rhodes, Internet Reviews Γ. - Κινηματογραφική πλοκή
Τέσσερα νεαρά αγόρια μεγαλώνουν στο Hell’s Kitchen βιώνοντας ξέγνοιαστα την παιδική τους ηλικία. Ένα μεσημέρι, μια συνηθισμένη κλοπή που κάνουν καταλήγει να γίνει ατύχημα στο οποίο ένας μεσήλικας τραυματίζεται σοβαρά, γεγονός που καταδικάζει τους τέσσερις φίλους σε φυλάκιση στο Αναμορφωτήριο Wilkenson Center στη Νέα Υόρκη. Οι ξυλοδαρμοί, ο ξεφτιλισμός και η σεξουαλική κακοποίηση από τους τέσσερις φύλακες που έχουν οριστεί να τους προσέχουν, αλλάζουν τον χαρακτήρα των μικρών παιδιών και τη ζωή τους προς το χειρότερο. Δεκατρία χρόνια αργότερα, η τυχαία συνάντηση μ’ έναν απ’τους φύλακες σε μπαρ, αφυπνίζει την επιθυμία τους για εκδίκηση. Οργανώνεται έτσι μια καλοστημένη δίκη με συμπαραστάτες και υποστηρικτές όλους τους ντόπιους του Hell’s Kitchen. Το αποτέλεσμα της αγωνιώδους δίκης επιφέρει μετά από ένταση, την κάθαρση στους ήρωες και στους θεατές συνάμα. Δ. Κεντρικοί χαρακτήρες Shakes Carcaterra
292
Είναι ο εσωτερικός αφηγητής της ιστορίας. Ένα από τα τέσσερα νέα παιδιά. Διατηρεί πιο στενή σχέση με τον ιερέα Bobby και ψάχνοντας δουλειά απευθύνεται στον King Benny, τον πλούσιο της περιοχής. Είναι αυτός που κλέβει το hot dog και καταδικάζεται με τη μικρότερη ποινή (ενός έτους). Στη φυλακή αποφεύγει – όπως και οι φίλοι του - τις επισκέψεις από τους δικούς του. Στην τάξη είναι συνεπής μαθητής. Σαν ενήλικας, εργάζεται σε μια εφημερίδα καταγράφοντας τις ώρες κινηματογραφικών ταινιών. Όταν ξεκινάει η εκδίκηση, έχει αμφιβολίες για τη στημένη δίκη. Τις αναμνήσεις της σεξουαλικής κακοποίησης τις έχει θάψει – όπως όλη η παρέα - τόσο βαθιά, που ελάχιστα θυμάται. Η δίκη τον κάνει να τις επαναφέρει στην επιφάνεια. Μετά τη δίκη, παίρνει προαγωγή στην εφημερίδα. Michael Salivan Ο πιο ευαίσθητος. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή που χάνει επίτηδες σε ένα ματς της γειτονιάς, για να δώσει χαρά στο ανάπηρο κορίτσι – την αδελφή του αντίπαλου. Στη φυλακή, κάποια στιγμή ξεσηκώνει τους νεαρούς κατάδικους να μην «υποδουλωθούν»
στον
ποδοσφαιρικό
αγώνα
φύλακες-
κρατούμενοι. Η έκβαση του αγώνα βρίσκει αφ’ενός τα παιδιά νικητές, αφ’ετέρου τον
Michael στην απομόνωση, άγρια
ξυλοδαρμένο από τους φύλακες. Ενήλικας, παρουσιάζεται ως βοηθός εισαγγελέα. Μόλις μαθαίνει τη δολοφονία του φύλακα από τους φίλους του, αναλαμβάνει κατήγορος. Ενάγει τους φίλους του σε ανοιχτό δικαστήριο. Αναλαμβάνει την υπόθεση «όχι για να κερδίσει, αλλά για να χάσει». Προτιμάει να θυσιάσει την επαγγελματική του καριέρα για να σώσει τους φίλους του. Κάνει ό,τι είναι αναμενόμενο από έναν βοηθό εισαγγελέα που επιζητεί την καταδίκη. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οργανώνει μια στημένη δίκη
293
παίζοντας σε δύο ταμπλώ: ως εισαγγελέας και συνήγορος ξεσκεπάζει τους φύλακες του αναμορφωτηρίου Wilkenson και κρατάει κρυφό το κίνητρο του Τζον και του Τόμι από τα μάτια του δικαστηρίου και τον κοινωνικό περίγυρο. Έχει αναλάβει μεγάλο βάρος καθώς αν όλα πάνε καλά οι φίλοι του θα σωθούν, αν όμως συμβεί το αντίθετο, θα χρεωθεί το ρόλο του προδότη αφού οι κατηγορούμενοι δε γνωρίζουν πως αυτός κινεί τα νήματα και δικαίως τον θεωρούν τέτοιον. Ωστόσο, η αθώωση χαρίζει σε όλους ικανοποίηση
και
δικαίωση.
Ο
Michael
παραιτείται
και
εγκαθίσταται σε μια μικρή πόλη στην αγγλική επαρχία ως ξυλουργός. John Rily Ως παιδί, του άρεσε η ζωγραφική και ήθελε να γίνει ιερέας. Στη φυλακή κλαίει κάθε βράδυ. Όταν βγαίνει, ιδρύει με τον Tommy Markano τη συμμορία West Side Boys. Καταλήγει να είναι ένας εγκληματίας που σκοτώνει ή ληστεύει κατά βούληση ή παραγγελία. Αλκοολικός και ναρκομανής, είναι ευέξαπτος και πολύ βίαιος. Στην ταινία, αναφέρεται πως μια φορά σκότωσε έναν μηχανικό επειδή του πήρε την ουρά. Αυτό το γεγονός επιβεβαιώνει την ανησυχία του ιερέα Bobby πως «η φυλακή καταστρέφει τον άνθρωπο. Τον κάνει να μη νοιάζεται πια». Συναντώντας τυχαία τον φύλακα Son Nokes μετά από χρόνια σε ένα μπαρ, τον πυροβολεί μαζί με τον Tommy εκφράζοντας έντονα την επιθυμία του για εκδίκηση. Διατηρεί σχέση με την Carol Martinez. Tommy Markano Ο πιο ήπιος και χαμηλών τόνων της παρέας. Φοβάται όμως το ίδιο με τους υπόλοιπους στο αναμορφωτήριο. Μαζί με τον John πυροβολούν τον φύλακα στο μπαρ και βρίσκονται κατηγορούμενοι
294
για μια ακόμη φορά στο εδώλιο. Στο τέλος αθωώνονται και επιστρέφει με τον John στη συμμορία που είχαν ιδρύσει. Carol Martinez Το κορίτσι της παρέας. Μικρή ήταν κλεισμένη στον εαυτό της αλλά ένιωθε άνετα με τα τέσσερα αγόρια. Στην πορεία, εργάζεται ως κοινωνική λειτουργός στο νότιο Μπρονξ. Δε μειώνεται το ενδιαφέρον της γι’αυτούς με το πέρασμα των χρόνων. Υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ τους, γεγονός που φαίνεται από την παιδική ηλικία όταν την έβαζαν να φυλάει τσίλιες έως και την ενήλικη ζωή τους όταν ο Σέικς την εμπιστεύεται για τη δίκη, μιλώντας της για την κακοποίησή τους στη φυλακή και επίσης για τον ψευδομάρτυρα που χρειάζονται. Μετά τη δίκη, επιστρέφει στο επάγγελμά της. Ανύπαντρη μητέρα, μεγαλώνει ένα δωδεκάχρονο γιο που ονομάζεται Τζον Τόμας Μάικλ Μαρτίνεζ και τον φωνάζει Σέικς. Father Bobby Πατρική φιγούρα καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας. Προτού γίνει ιερέας, ήταν μικροκακοποιός και γι’ αυτό γνωρίζει αρκετά καλά αυτόν τον χώρο. Γι’ αυτό προσπαθεί να προστατέψει τα τέσσερα παιδιά και να τα βάλει στον σωστό δρόμο. Όταν οι τέσσερις νέοι καταδικάζονται, κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του αξιοποιώντας τις δημόσιες σχέσεις του για να ελαφρύνει την ποινή τους. Στη φυλακή τους επισκέπτεται σταθερά καθώς τα παιδιά τον θεωρούν φίλο. Εν όψει της δίκης, αφού βρίσκεται σε δύσκολη θέση, καταφεύγει σε ψευδορκία για να αθωωθούν ο Τζον και ο Τόμας, δείχνοντας ακόμα και στο τέλος ό,τι θα έκανε τα πάντα για να τους προστατέψει. Fat Mancho Ένας από τους κατοίκους του Hell’s Kitchen και ιδιοκτήτης ενός ψιλικατζίδικου της περιοχής. Στην ταινία παρουσιάζεται στον ρόλο
295
του θυμόσοφου: του απλού ανθρώπου που διατυπώνει ψήγματα λαϊκής σοφίας. Οι συμβουλές του είναι αρκετά χρήσιμες για τους μικρούς. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή που ο Michael αστοχεί επίτηδες στο παιχνίδι, για να δώσει χαρά στο ανάπηρο κορίτσι. Ο fat Mancho τους λέει: «Μην είστε μαλακοί. Ο δρόμος είναι το πιάτο της ζωής κι εσείς τα ορεκτικά. Το να είσαι μαλακός είναι συνήθεια. Θα σας φάει». Αξίζει επίσης να σημειωθούν και τα λόγια του όταν συμβουλεύει τον Σέικς τις ημέρες που εξελίσσεται η δίκη: «Η δικαιοσύνη του δρόμου μετράει. Το δικαστήριο είναι για τους πλούσιους με τα λεφτά και τα κοστούμια. Αν έχεις μετρητά, αγοράζεις τη δικαιοσύνη. Στον δρόμο όμως η δικαιοσύνη δεν έχει τιμή. Είναι τυφλή εκεί που κάθεται ο δικαστής, αλλά δεν είναι τυφλή εδώ έξω». King Benny Ο πλούσιος της περιοχής με το «στυλ και τον αέρα» που εμπνέει τον σεβασμό στους κατοίκους του Hell’s Kitchen. Για τα παιδιά αποτελεί πρότυπο όταν μαθαίνουν ότι ήταν εκτελεστής και περίμενε οχτώ χρόνια για να εκδικηθεί κάποιον. Στον King Benny απευθύνεται ο Σέικς για να βγάλει τα πρώτα του χρήματα, στον ίδιο απευθύνεται και στη συνέχεια της ταινίας για να πετύχει η δίκη. Η οικονομική του ευχέρεια και οι δημόσιες σχέσεις του διευκολύνουν την έκβαση της δίκης και την εκδίκηση των τεσσάρων φίλων σε πολλά επίπεδα: υποχρεώνει τον αλκοολικό δικηγόρο Ντάνι Σνάιντερ να αναλάβει την υπεράσπιση, δωροδοκεί τους δύο από τους τέσσερις μάρτυρες της δολοφονίας για να μην καταθέσουν και φροντίζει έμμεσα για τη φυλάκιση και τον θάνατο των δύο από τους τέσσερις φύλακες.
Δικηγόρος Danny Snyder
296
Αποτυχημένος δικηγόρος που έχει εθιστεί στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά. Έχει το «γνώθι σαυτόν». Οι αμφιβολίες και οι ενδοιασμοί του φαίνονται χαρακτηριστικά όταν λέει: «Είμαι αλκοολικός. Είναι υπόθεση φόνου. Δεν είναι για μένα». Ωστόσο, η αυστηρότητα του King Benny «Μην παρασυρθείς, μην πίνεις και μη χάσεις» τον δεσμεύουν να ανταπεξέλθει στις προσδοκίες όλων. Οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις του δίνονται έτοιμες και καταφέρνει να φέρει εις πέρας τη στημένη πορεία της δίκης. Φύλακας Son Nokes Ο υπεύθυνος των τεσσάρων φυλάκων του δεύτερου ορόφου της πτέρυγας Γ στο αναμορφωτήριο Wilkinson. Ο πιο σκληρός και βίαιος από όλους. Χαρακτηρίζεται από παιδοφιλία και αρέσκεται στο να ξυλοκοπεί και να κακοποιεί σεξουαλικά τους τέσσερις νεαρούς φίλους. Ακόμα κι όταν οι ενήλικες πλέον Τζον και Τόμας τον αναγνωρίζουν, εκείνος δεν μετανοεί για τη βίαιη συμπεριφορά του, δικαιολογώντας
την
ως
εξής:
«ήσαστε
φοβισμένοι
και
τρομοκρατημένοι και ήθελα να σας κάνω σκληρούς και δυνατούς». Απωθημένα μιας δικής του άσχημης παιδικής ηλικίας όπου ο πατέρας του, τον είχε μάθει να υπακούει σε κανόνες και πειθαρχία. Στην ανυπακοή «γινόταν χαμός», αναφέρει χαρακτηριστικά ο φύλακας. Ε. Από κινηματογραφική σκοπιά Η ταινία χωρίζεται σε τρεις θεματικές ενότητες.
Στην πρώτη ενότητα ξεδιπλώνεται η παιδική ηλικία των τεσσάρων
φίλων. Παιχνίδια, εφηβικές ανησυχίες, αταξίες, ξεγνοιασιά και ανέμελη καθημερινότητα χαρακτηρίζουν τη ζωή τους στη γειτονιά του Hell’s Kitchen. Ιδωμένοι από τον θεατή ως άλλοι «Τομ Σώγερ», οι μικροί ήρωες κερδίζουν από την αρχή της ταινίας την προσοχή του κοινού. Ακόμη και οι αταξίες τους φαντάζουν αθώες μέσα από τα φωτεινά και όλο κίνηση ζωηρά πλάνα.
297
Η
δεύτερη
θεματική
ενότητα
εκτυλίσσεται
μέσα
στο
Αναμορφωτήριο Αρρένων Wilkenson. Σκούρα και μουντά χρώματα χαρακτηρίζουν τα πλάνα, ενώ οι συχνές κινήσεις trolling της κάμερας στους υπόγειους διαδρόμους καλλιεργούν στον θεατή μια αίσθηση ανασφάλειας, φόβου και αγωνίας για το τι πρόκειται να συμβεί. Κάτι που αντιπροσωπεύει και την ψυχική κατάσταση των τεσσάρων φίλων μέσα στο αναμορφωτήριο.
Η τρίτη θεματική ενότητα αφορά την απονομή της δικαιοσύνης
στο δικαστήριο και τον δρόμο. Όσον αφορά την απονομή της δικαιοσύνης στα πλαίσια του νόμου, χρησιμοποιούνται νομικοί όροι και οι διάλογοι κάποιες φορές είναι κοφτοί, πάντα όμως γρήγοροι για να εξυπηρετούν την γοργή εξέλιξη της δίκης. Σημαντικό τέχνασμα είναι αυτό της επιβράδυνσης: ο αλκοολικός και ανασφαλής δικηγόρος Denny Snyder έχοντας τον φόβο «μην πει ή κάνει κάτι λάθος», διαβάζει αργά και προσεχτικά τις έτοιμες ερωτήσεις που του έχουν δοθεί. «Είναι ψυχοβγαλτικό» παρατηρεί εύστοχα η Carol στο δικαστήριο και είναι ό,τι ακριβώς θέλει να πετύχει και ο σκηνοθέτης. Να παρατείνει την αγωνία του θεατή και να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του. «Σασπένς» το αποκαλούν οι κριτικοί κινηματογράφου. Όσον αφορά τη δικαιοσύνη στο δρόμο, αποτυπώνεται επαρκώς στα λόγια του fat Mancho: «Η δικαιοσύνη του δρόμου μετράει. [...] Αν έχεις μετρητά, αγοράζεις τη δικαιοσύνη. [...] Είναι τυφλή εκεί που κάθεται ο δικαστής, αλλά δεν είναι τυφλή εδώ έξω». Όπως προαναφέρθηκε, ο fat Mancho είναι ο θυμόσοφος της πλοκής που αντιπροσωπεύει τον απλό λαό σε τέτοιες περιπτώσεις και σίγουρα είναι προσιτή φιγούρα στο τηλεοπτικό κοινό που αποτελείται κυρίως από τα λαϊκά στρώματα. Ο King Benny παρουσιάζεται ως ο «από μηχανής θεός» που με τα χρήματά του μπορεί και εξαγοράζει μέρος της δικαιοσύνης για το επιθυμητό αποτέλεσμα της δίκης. Ως συμβολική παρομοίωση μπορεί να ιδωθεί η
298
σκηνή όπου ο King Benny ταϊζει με ψίχουλα τα περιστέρια. Τα αγαπά γιατί του αρέσει «που δε μιλούν» («they don’t speak»).
Πατρική φιγούρα στη διάρκεια όλης της ταινίας αποτελεί ο
πατέρας Bobby, ο οποίος ήρεμα προσπαθεί να κρατά στον σωστό δρόμο τα τέσσερα παιδιά. Η γαλήνη που χαρακτηρίζει την ομιλία και συμπεριφορά του διατηρεί σε ισορροπία και την ψυχολογική κατάσταση του θεατή που έχει διαταραχθεί από τις σκηνές βίας. Ο «πατέρας Bobby» ως ιερέας και πατρική φιγούρα που συμπαραστέκεται στα παιδιά, αποπνέει έναν αέρα αισιοδοξίας στα μουντά και σκοτεινά πλάνα του σωφρονιστικού ιδρύματος και την αγωνιώδη εξέλιξη της δίκης.
Ως προοικονομία μπορεί να χαρακτηριστεί η αναφορά στο
παρελθόν του King Benny. Τα παιδιά μαθαίνουν ότι ήταν εκτελεστής και περίμενε οχτώ ολόκληρα χρόνια μέχρι την κατάλληλη στιγμή. Μετά από οχτώ χρόνια εκδικήθηκε εκείνον που του είχε σπάσει τα δόντια στο παρελθόν. Η υπομονή και η εκδίκησή του ενέπνευσε το σεβασμό προς το άτομό του στη γειτονιά του Hell’s Kitchen. Αρκετά εύστοχη είναι και η σκηνή στη φυλακή, στην τάξη όπου ο δάσκαλος χαρίζει στον Shakes το βιβλίο “Κόμης Μοντεκρίστο». Είναι το αγαπημένο βιβλίο του μικρού γιατί ο ήρωας του βιβλίου περιμένει χρόνια για την εκδίκησή του και «δεν αφήνει κανέναν να τον νικήσει». Αναφορά στον Κόμη Μοντεκρίστο και την άσβεστη φλόγα για εκδίκηση γίνεται και από τον Michael όταν αναλαμβάνει την υπόθεση και προσπαθεί να πείσει και τον Shakes. Του μιλάει για τη «γλυκιά και διαρκή εκδίκηση» όπως τη διαβάζει ο ίδιος στο προαναφερθέν βιβλίο κάθε βράδυ.
Τραγική ειρωνία αποτελεί η σκηνή ακριβώς μετά το τέλος της
δίκης, όπου ο δικηγόρος Michael και ο Shakes αγοράζουν απ’ έξω από το δικαστήριο hot dog. Ο Shakes ζητάει μάλιστα χαρτοπετσέτες ˙ ήταν το τέχνασμα για να κλέψει τον πωλητή εκείνο το καλοκαίρι του ’67 που
299
καταδικάστηκαν. Χρησιμοποιείται η τεχνική του κύκλου: η αφήγηση ξεκινάει και τελειώνει σχεδόν με παρόμοιο περιστατικό.
Τραγική ειρωνεία αποτελεί και η σκηνή κατά την οποία ο ένας από
τους τέσσερις νέους παρακολουθεί τις ειδήσεις που παρουσιάζουν τα εξωτερικά γεγονότα. Όση ώρα παρακολουθεί τα φεμινιστικά κινήματα και τις διαμαρτυρίες των γυναικών για ισότητα, στο μέσα δωμάτιο η μητέρα του δέχεται άγριο ξύλο από τον σύζυγό της. ΣΤ. Από εγκληματολογική σκοπιά
Το φαινόμενο της ενδοοικογενειακής βίας απεικονίζεται στα
πρώτα λεπτά της ταινίας. Γυναίκες που υφίστανται σωματική και ψυχική βία από τους συζύγους τους, μα ωστόσο δεν αντιστέκονται και υπομένουν
βουβά. Αναφέρει ο εσωτερικός αφηγητής
πως «η
ενδοοικογενειακή βία είναι καθημερινό φαινόμενο στο Hell’s Kitchen. Κανείς όμως δεν παίρνει διαζύγιο κι ελάχιστοι χωρίζουν. Ο νόμος της εκκλησίας είναι πανίσχυρος. Για να τελειώσει ένας γάμος, κάποιος πρέπει να πεθάνει».
Οι εξελίξεις της ταινίας περιστρέφονται γύρω από τον νόμο
του αίματος. Πρώτη μικρή αναφορά για τη δύναμη του «νόμου» αυτού γίνεται για έναν έμπορο ναρκωτικών από άλλη γειτονιά, μια παρτίδα του οποίου σκότωσε τον 12χρονο γιο ενός Πορτορικανού λαθρεμπόρου. Το αποτέλεσμα ήταν ο πρώτος έμπορος να κρεμαστεί καθώς «δεν επιτρέπονταν τα εγκλήματα εις βάρος των κατοίκων της γειτονιάς. Η τιμωρία ήταν πολύ αυστηρή και κάποιες φορές οριστική». Με αυτή την ανεξάρτητη από την πλοκή αναφορά, ο αφηγητής θίγει σοβαρά ζητήματα: αφ’ ενός το ζήτημα των ναρκωτικών και δη στους ανήλικους (παραβατικότητα ανηλίκων) και αφ’ετέρου το ζήτημα των μεταναστών που καταφεύγουν σε εγκληματική συμπεριφορά (είτε βίαιες αντιδράσεις είτε εύκολο χρήμα μέσω της διακίνησης ουσιών) καθώς δεν έχουν βρει τις προσδοκώμενες συνθήκες από τη χώρα υποδοχής. Αξίζει να
300
σημειωθούν τα λόγια του αφηγητή: «Στο Hell’s Kitchen ζούσε μείγμα ανθρώπων: Ιρλανδοί, Ιταλοί, Πορτορικανοί και Ανατολικοευρωπαίοι εργάτες. Σκληροί άνθρωποι με σκληρές ζωές». Ο νόμος του αίματος όμως φαίνεται να ασκεί και ιδιαίτερη έλξη στους τέσσερις ανήλικους όταν μαθαίνουν για την εκδίκηση του King Benny έπειτα από οχτώ χρόνια. Το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» φαίνεται να είναι το νέο Ευαγγέλιο για τους τέσσερις φίλους που μέχρι την έκβαση της δίκης, το μόνο που αποζητούν είναι «γλυκιά και διαρκή εκδίκηση [...] και να πάρουν όλοι μια γεύση [...] καθώς είναι η ώρα να πληρωθούν τα χρέη [...] και να βάλουν ένα τέλος, γιατί είναι η δική τους η ώρα».
Η
παραβατικότητα
ανηλίκων
που
προαναφέρθηκε
παρατηρείται επίσης από τα τέσσερα νέα παιδιά όταν οι αταξίες της αθώας παιδικότητάς τους σταματούν μόλις ξεκινούν οι κλοπές και η συνεργασία με τον King Benny για «θελήματα» δικά του.
Το
Αναμορφωτήριο
Αρρένων
Wilkinson
απεικονίζει
επαρκώς –ωστόσο off the record- κάποια από τα σωφρονιστικά ιδρύματα των σημερινών κοινωνιών. «Απ’έξω φαίνεται όπως οι διευθυντές του θέλουν: σαν ένα καλό σχολείο ή πανεπιστήμιο» είναι η πρώτη εντύπωση του εσωτερικού αφηγητή, η οποία σχεδόν αμέσως διαψεύδεται: άσκοποι ξυλοδαρμοί, απομόνωση χωρίς τροφή και φως, κάψιμο με τσιγάρο. Η αναμόρφωση δεν είναι ουσιώδης και – όπως παρουσιάζεται στην ταινίαγια τους φύλακες δε στοχεύει στην ομαλή επανένταξη του νεαρού παραβάτη πίσω στην κοινωνία. Αντιθέτως, ο κρατούμενος «είναι ένα ζώο γι’αυτούς»(όπως αναφέρεται στο διάλογο μεταξύ Μάικλ και συγκρατούμενού του, Ρίζο). Αξίζει σ’αυτό το σημείο να τονιστούν κάποια ακόμη λόγια του αφηγητή: «Στο Wilkinson δεν υπήρχαν αθώα παιδιά. Όλοι ανήκαν εκεί μέσα και εξέτιαν τη 2η ή 3η ποινή τους. Όλοι βίαιοι και λίγοι μετάνιωναν
301
για ό,τι είχαν κάνει. Κι όσο για αναμόρφωση, ξεχάστε το.» Αυτά τα λόγια μας παραπέμπουν στην έρευνα που είχε διεξάγει ο Ν. Κουράκης το 1993 σε ανήλικους κρατούμενους. Στις αρχές του 2000 διεξήχθη 2 η έρευνα σύμφωνα μα την οποία καταγράφηκε το φαινόμενο της υποτροπής
και
επιστροφής
ποσοστού
αυτών
στις
φυλακές.
Καταδεικνύεται λοιπόν πως το ζήτημα της αληθινής αναμόρφωσης χρήζει ενδελεχούς διερεύνησης ούτως ώστε οι φυλακές και κάθε είδους ίδρυμα να εκπληρώνει τον σκοπό που έχει αναλάβει: τον σωφρονισμό του εγκληματία ή παραβάτη και την επιστροφή του στο κοινωνικό σύνολο και όχι την απομόνωσή του ως επικίνδυνου για την κοινωνία.
Εκτός από τους ξυλοδαρμούς και τη βία στις φυλακές,
αναδύεται ακόμη ένα έντονο κοινωνικό φαινόμενο, μάστιγα της εποχής. Πρόκειται για την παιδοφιλία και την παιδεραστία. Στη συγκεκριμένη ταινία, ο φύλακας υποχρεώνει αρχικά τον ανήλικο να ξεντυθεί. Χωρίς να τον έχει αγγίξει σωματικά, ο φύλακας ικανοποιεί την ανάγκη της ηδονοβλεψίας του μπροστά στη θέα του εφηβικού αγορίστικου σώματος. Στη συνέχεια της ταινίας, απεικονίζονται έντονα τα περιστατικά άγριας σεξουαλικής κακοποίησης των τεσσάρων παιδιών από τους τέσσερις φύλακες. Δεν πρόκειται μόνο για απλή σεξουαλική συνεύρεση. Τα παιδιά υφίστανται
συνεχείς
βιασμούς
με
παράλληλο
ξυλοδαρμό
τους,
ικανοποιώντας έτσι τις διαστροφικές ιδέες των φυλάκων. Ίσως είναι απωθημένα της δικής τους άσχημης παιδικής ηλικίας, όπως στην περίπτωση του φύλακα Son Nokes που ο πατέρας του «…τον είχε μάθει σε κανόνες και πειθαρχία. Η ανυπακοή έφερνε χαμό, μπορεί να μην ήταν ωραία αλλά σίγουρα έμαθε πολλά». Οι βλάβες όμως που παθαίνουν οι τέσσερις νέοι-θύματα της παιδεραστίας, δεν είναι μόνο σωματικές. Ο ψυχικός βιασμός τους είναι ακόμη μεγαλύτερος. Κατέληγαν «….ο καθένας στο κελί του. Ο καθένας με τον πόνο του και τους δαίμονές του». Συγκλονιστική είναι η κουβέντα
302
του Michael προς τον Shakes για να τον εμψυχώσει να προχωρήσουν στη δίκη «Κοιμάσαι ακόμα με το φως ανοιχτό;»
Ο Michael προκειμένου να εκδικηθεί τους φύλακες,
οργανώνει την καλοστημένη δίκη. Φιλοδοξεί «…να καταστρέψει τους φύλακες. Το Wilkinson. Το σύστημα». Προχωρά ακόμη και στο ποινικό αδίκημα της ψευδορκίας.
Τέλος, να σημειώσουμε ότι οι John και Tomas από την
παρέα των τεσσάρων φίλων, όταν αποφυλακίστηκαν ίδρυσαν τη συμμορία West Side Boys. Ένα ακόμη κοινωνικό πρόβλημα που ταλανίζει κάθε κοινωνία, κάθε εποχή: η δημιουργία συμμοριών που εκδηλώνουν βίαιες αντιδράσεις με ή δίχως συγκεκριμένο στόχο. Ερωτήσεις – Θέματα προς συζήτηση Για ποιο λόγο οι τέσσερις μικροί φίλοι καταφεύγουν στις μικροκλοπές. Συζητήστε τα αίτια της παραβατικότητας των ανηλίκωναυτών. Που οφείλεται κατά τη γνώμη σας, η παιδοφιλική τάση και η σεξουαλική κακοποίηση που διαπράττουν οι φύλακες στους ανήλικους της ταινίας; Το Αναμορφωτήριο Αρρένων Wilkenson «απ’έξω φαίνεται όπως οι διευθυντές του θέλουν: σαν ένα καλό σχολείο ή πανεπιστήμιο». Πώς είναι στην Ελλάδα σήμερα τα σωφρονιστικά ιδρύματα ανηλίκων; Στο Ε.Κ.Κ.Ν. Αυλώνα, παράλληλα με το σχολείο, λειτουργούν επιπρόσθετες δραστηριότητες όπως θέατρο, παραδοσιακοί χοροί, μουσική, ομάδες ζωγραφικής και χαρακτικής. Πιστεύετε ότιοι δραστηριότητες αυτές μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην ομαλή κοινωνική επανένταξη των ανήλικων παραβατών των νόμων; Για ποιο λόγο ο δικηγόρος Michael Salivan θυσιάζει την καριέρα του; Καταστρέφει όντως «τους φύλακες, το Wilkenson, το σύστημα» όπως ο
303 ίδιος έχει την πρόθεση να κάνειί μόλις αναλαμβάνει τη συγκεκριμένη υπόθεση;
Γ.- ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΡΙΝΑ – ΕΥΓΕΝΙΑ ΚΟΡΟΛΗ 1.- “Anatomy of a Murder”/Η Ανατομία ενός φόνου Α.- Γενικά Χώρα προέλευσης: ΗΠΑ Πρώτη προβολή: 1959 Διάρκεια: 161’ Σκηνοθεσία: Otto Preminger Σενάριο: John D. Voelker (μυθιστόρημα), Wendell Mayes (σενάριο) Είδος : Δικαστικό δράμα. Cast: James Stewart (Paul Biegler) Lee Remick (Laura Manion) Ben Gazzara (Υπολοχαγός Frederick Manion) Arthur O'Connell (Parnell Emmett McCarthy) Eve Arden (Maida Rutledge) Kathryn Grant (Mary Pilant)
304
Joseph N. Welch (Δικαστής Weaver) George C. Scott (Asst. State Atty. Gen. Claude Dancer) Orson Bean (Dr. Matthew Smith) Russ Brown (George Lemon) Murray Hamilton (Alphonse Paquette) Brooks West (Dist. Atty. Mitch Lodwick) Ken Lynch (Det. Sgt. James Durgo) John Qualen (Deputy Sheriff Sulo) Howard McNear (Dr. Dompierre) Alexander Campbell (Dr. W. Gregory Harcourt) Β.- Αποσπάσματα κριτικών “After watching an endless succession of courtroom melodramas that have more or less transgressed the bounds of human reason and the rules of advocacy, it is cheering and fascinating to see one that hews magnificently to a line of dramatic but reasonable behavior and proper procedure in a court. Such a one is "Anatomy of a Murder".” B. Crowther, New York Times (July 3, 1959) “The picture is superbly photographed by Sam Leavitt in black and white, though there's nothing black and white about the movie's morality.” Ph. French, The Observer (April 17, 2005) “Surrounded in controversy on its release in 1959, time has blunted much of the film's daringly ironic take on notions of guilt and innocence. Yet it still stands as a telling commentary on 50s America” J. Russell, BBC (April 10, 2005)
Γ-. Κινηματογραφική πλοκή Η ζωή του Paul Biegler, ενός δικηγόρου της πολιτείας του Michigan, κυλά ήρεμα με κεντρική ασχολία το ψάρεμα και χωρίς μεγάλες επαγγελματικές επιτυχίες στο ενεργητικό του. Το κλίμα αυτό
305
ανατρέπεται όταν ο Paul αναλαμβάνει την υπεράσπιση του υπολοχαγού Frederick Manion, τον οποίο βαρύνει η κατηγορία ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως του Barney Quill, ιδιοκτήτη ενός μπαρ στην περιοχή όπου διαμένει ο δράστης. Ο υπολοχαγός δεν αρνείται την κατηγορία, υποστηρίζει όμως ότι στην πράξη του ωθήθηκε από προηγούμενη προκλητική ενέργεια του θύματος και συγκεκριμένα από το βιασμό και το άγριο ξυλοκόπημα της συζύγου του δράστη από το θύμα. Η υπερασπιστική γραμμή που αποφασίζει να ακολουθήσει ο Paul είναι αυτή της “temporary insanity” – προσωρινής διατάραξης πνευματικών λειτουργιών - του πελάτη του και γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποιεί
την
έκθεση
ενός
ψυχιάτρου
πραγματογνώμονα.
Εντωμεταξύ, και όσο γνωρίζει καλύτερα τόσο τη σύζυγο όσο και τον υπολοχαγό, διαπιστώνει ότι η σύζυγος του δράστη προκαλεί τους πάντες με κάθε της κίνηση και ο ίδιος ο υπολοχαγός είναι ένας ζηλότυπος άνδρας με βίαιες τάσεις. Η ιατροδικαστική εξέταση της συζύγου του δράστη δεν αποδεικνύει το βιασμό, όπως όμως καταθέτει ο ιατροδικαστής πραγματογνώμων στη δίκη, δεν μπορεί και να τον αποκλείσει. Ο Paul χρειάζεται ένα ισχυρό αποδεικτικό στοιχείο ή έναν ιδιαίτερα αξιόπιστο μάρτυρα προκειμένου να ευοδωθούν οι προσπάθειές του. Η μάχη μεταξύ των δυο πλευρών – υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής - είναι σκληρή και ο πρωταγωνιστής χρησιμοποιεί πολλά τεχνάσματα – όχι μόνο νομικής, αλλά και υποκριτικής φύσεως - για να κερδίσει τις εντυπώσεις. Η μαρτυρία που αποδεικνύεται αποφασιστική, όμως, δεν έρχεται παρά την τελευταία στιγμή από ένα άτομο που αφ’ ενός μεν εξ αρχής είχε δείξει ότι δεν έχει καμία πρόθεση να συνδράμει το έργο του Biegler και αφ’ ετέρου δε είναι εξαιρετικά αξιόπιστο, όταν η κατάθεσή του αποκαλύπτει επιβαρυντικά στοιχεία για το θύμα της δολοφονίας που αποδεικνύουν ουσιαστικά τον ισχυριζόμενο από την πλευρά της
306
υπεράσπισης βιασμό της συζύγου του δράστη. Πρόκειται για την ίδια την κόρη του Barney Quill, δηλαδή του θύματος. Οι ένορκοι δεν μπορούν πλέον παρά να αθωώσουν το δράστη λόγω «προσωρινής διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών». Δ.- Κεντρικοί χαρακτήρες Paul Biegler: δικηγόρος μικρής επαρχιακής πόλης. Η αγαπημένη του ασχολία είναι το ψάρεμα, στο οποίο επιδίδεται συχνά, καθώς η δουλειά δεν πάει πολύ καλά. Το ίδιο και τα οικονομικά του. Τα χρήματα που του έχουν απομείνει δεν αρκούν ούτε για το μισθό της γραμματέως του, Maida. Με αυτά τα δεδομένα και ύστερα από προτροπή του φίλου του Parnell, γίνεται ο συνήγορος υπεράσπισης ενός ανθρώπου που κατηγορείται για φόνο πρώτου βαθμού – κατά την αμερικανική ορολογία -, ανθρωποκτονία εκ προθέσεως κατά το ελληνικό δίκαιο. Είναι η πρώτη του υπόθεση ανθρωποκτονίας. Η εμπειρία του γενικώς δεν είναι αξιόλογη, ούτε έχει σημαντικές επιτυχίες να επιδείξει. Παρ’ όλ’ αυτά οι χειρισμοί του στην υπόθεση αποκαλύπτουν ένα κοφτερό δικηγορικό μυαλό, έναν δικηγόρο με μεγάλες δυνατότητες. Μπροστά στις γνώσεις και την εμπειρία των δικηγόρων της πολιτικής αγωγής, επιδεικνύει τη ρητορική του δεινότητα, αλλά κυρίως το υποκριτικό του ταλέντο. Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει. Laura Manion: είναι η σύζυγος του δράστη της ανθρωποκτονίας και το θύμα του βιασμού κατά τα λεγόμενά της, που όμως δεν φαίνεται να υποστηρίζει η ιατροδικαστική εξέταση. Ούτε, όμως, τα διαψεύδει. Πρόκειται για μια γυναίκα ιδιαιτέρως ελκυστική και ερωτική που ξέρει να προκαλεί κάθε άνδρα όχι μόνο με το ντύσιμό της, τον τρόπο που περπατά και γενικότερα τις κινήσεις του σώματός της, αλλά και με το βλέμμα και τις λέξεις που χρησιμοποιεί. Θέλει να δείχνει ανεξάρτητη και τολμηρή, στην
307
πραγματικότητα όμως φοβάται τον άνδρα της και τον αγαπά. Εμφανίζεται λίγο επιπόλαιη και ανώριμη. Την ώρα που ο σύζυγός της είναι στη φυλακή και περιμένει να δικαστεί και η αξιοπιστία της ίδιας ως μάρτυρος μαζί με την ιστορία της περί βιασμού τίθενται υπό αμφισβήτηση, βγαίνει με άλλους άνδρες, προκλητικά ντυμένη, πίνει και προκαλεί. Είναι η γυναίκα που θα έκανε ίσως τα πάντα
προκειμένου
να
βρίσκεται
στο
επίκεντρο
του
ενδιαφέροντος. Υπολοχαγός Frederick Manion: είναι ο ένοχος του εγκλήματος, σύζυγος της Laura και στρατιωτικός. Είναι ένας γοητευτικός νέος άνδρας που, όμως, ζηλεύει αφόρητα τη σύζυγό του. Η πρώην σύζυγός του τον εγκατέλειψε για έναν άλλο άνδρα, κατά τα λεγόμενά του, και σίγουρα δεν προτίθεται να επιτρέψει να συμβεί το ίδιο και με τη νέα του σύζυγο. Εμφανίζεται κυνικός και είρων απέναντι στο δικηγόρο που αναλαμβάνει την υπόθεσή του, προσπαθεί να χειριστεί το θέμα ως στρατιωτικός και να έχει τα πάντα υπό τον έλεγχό του. Φαίνεται να είναι σίγουρος για τον εαυτό του, δεν μετανιώνει για την πράξη του και θεωρεί ότι ήταν μάλλον επιβεβλημένη. Διατηρεί σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της ταινίας
ένα
χαρακτηριστικό
μειδίαμα,
αποκαλυπτικό
του
χαρακτήρα του και της υπεροψίας που τον διακατέχει απέναντι στους ανθρώπους που τον περιστοιχίζουν. Το προσωπείο αυτό, όμως, τον εγκαταλείπει κάθε φορά που θεωρεί ότι προσβάλλεται η φήμη της συζύγου του ή ότι αδικείται ο ίδιος. Δυο ξεσπάσματα – ένα στη φυλακή εναντίον ενός συγκρατουμένου του και ένα δεύτερο
ενώπιον
του
δικαστηρίου
εναντίον
του
ίδιου
συγκρατουμένου ο οποίος ψευδομαρτυρεί - αποκαλύπτουν τον αδύναμο και ατίθασο χαρακτήρα του.
308
Parnell Emmett McCarthy: πρόκειται για τον μέθυσο φίλο και συνάδελφο του πρωταγωνιστή. Είναι αρκετά μεγαλύτερός του σε ηλικία και παρ’ ότι καταλαμβάνει τη θέση του μέντορά του κάποιες φορές, στην πλειονότητα των περιπτώσεων μάλλον ακούει τι έχει να του πει ο Paul παρά το αντίστροφο. Είναι ο ηθικός υπαίτιος που ο Paul αναλαμβάνει αυτήν την υπόθεση και το κάνει όχι μόνο για το φίλο του που το τελευταίο διάστημα δεν φαίνεται να είναι πολύ επιτυχής στον επαγγελματικό τομέα, αλλά ίσως λίγο και για τον ίδιο του τον εαυτό. “I may be a lawyer again”, μονολογεί όταν ο Paul του ζητά – όπως ήταν αναμενόμενο - τη συνδρομή του στην υπόθεση. Maida Rutledge: η γραμματέας του Biegler που τελεί και χρέη οικονόμου, όπως φαίνεται, κάποιες φορές, μιας και ο Biegler είναι εργένης. Η ειρωνεία συνδυασμένη με χιούμορ είναι και το δικό της όπλο που το χρησιμοποιεί κατά κύριο λόγο, απέναντι στον εργοδότη της. Χαρακτηρίζεται σαρδόνια από πολλούς κριτικούς και ο χαρακτηρισμός της αυτός δικαιώνεται σε πολλά σημεία της ταινίας. Ο παρακάτω διάλογος μεταξύ αυτής και του Paul αποδεικνύει τα παραπάνω: Paul: You’ re fired. Maida: You can’t fire me until you pay me. Δικαστής Weaver: στην πραγματική του ζωή δικηγόρος στο επάγγελμα και όχι ηθοποιός. Αυτός άλλωστε είναι ο μόνος ρόλος που έπαιξε στον κινηματογράφο. Προσπαθεί να κρατήσει τις ισορροπίες και τα καταφέρνει αρκετά καλά. Είναι σοβαρός και γίνεται σεβαστός, ενώ ταυτόχρονα διατηρεί την αίσθηση του χιούμορ. Η πρόταση που απευθύνει προς έναν εκ των μαρτύρων ο οποίος με την κατάθεσή του προκαλεί γέλια στο ακροατήριο, κάνει αισθητή την ικανότητα του δικαστή Weaver να περνάει το μήνυμά
309
του και να καθιστά σαφές ό,τι θέλει να πει, ακόμη και μέσω του χιούμορ του ή μιας ανεπαίσθητης – ή κάποιες φορές αισθητής ειρωνείας: “Just answer the questions, Mr. Paquette. The attorneys will provide the wisecracks”. Τον ρόλο που κατέχει – ή πρέπει να κατέχει - ο δικαστής κατά τη γνώμη του στην όλη διαδικασία, συνοψίζει στα ακόλουθα: “One judge is quite like another. The only differences may be in the state of their digestions or their proclivities for sleeping on the bench. For myself, I can digest pig iron. And while I might appear to doze occasionally, you will find that I am easily awakened, particularly if shaken gently by a good lawyer with a nice point of law.” Ε.- Από κινηματογραφική σκοπιά Η ταινία διαδραματίζεται στην περιοχή και το δικαστήριο όπου είχε εκδικαστεί στην πραγματικότητα μια παρόμοια με αυτή του σεναρίου υπόθεση ανθρωποκτονίας το 1952 – επτά χρόνια πριν την ταινία - στην οποία είναι άλλωστε βασισμένο το μυθιστόρημα του John D. Voelker ο οποίος υπήρξε ο συνήγορος υπεράσπισης στην πραγματική αυτή υπόθεση. Αυτό που παρατηρεί κανείς απ’ τα πρώτα κιόλας λεπτά της ταινίας είναι ότι δεν πρόκειται για άλλο ένα συμβατικό δικαστικό δράμα. Οι όροι που χρησιμοποιούνται από την αρχή της ταινίας είναι νομικά ορθοί και όχι απλοποιημένοι ώστε να είναι κατανοητοί και η επεξήγησή τους αποτελεί κυριολεκτικά ορισμούς που θα μπορούσε κανείς να βρει σε εγχειρίδια ποινικού δικαίου. Η διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου δεν είναι διανθισμένη με νομικές ανακρίβειες προκειμένου να γίνει είτε πιο απλή είτε πιο ελκυστική, όπως συνήθως γίνεται στα λεγόμενα “courtroom films”. Ακόμη και ένας νομικός, δεν θα βρει σφάλματα στα νομικά ζητήματα που εγείρονται στο υπό ανάλυση κινηματογραφικό έργο. Η παραπάνω διαπίστωση δεν είναι δύσκολο να αιτιολογηθεί. Βασισμένη η ταινία στο
310
μυθιστόρημα του Robert Traver – ψευδώνυμο του δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Michigan John D. Voelker - και με έναν δικηγόρο κατ’ επάγγελμα αντί για ηθοποιό στο ρόλο του δικαστή, πρόκειται για μια ταινία που δεν μπορεί παρά να είναι άρτια από άποψη νομικών στοιχείων και ιδιαίτερα αληθοφανής. Μάλιστα ο ίδιος ο δικαστής John D.Voelker έκανε την επιμέλεια όλων των νομικών λεπτομερειών κατά τη μεταφορά του βιβλίου του στη μεγάλη οθόνη. Θα μπορούσε κάποιος, φυσικά, να διατυπώσει την άποψη ότι γίνεται κουραστική η πολύωρη ενώπιον του δικαστηρίου διαδικασία. Οι σκηνές που διαδραματίζονται εκτός της αίθουσας του δικαστηρίου δεν αρκούν ώστε να μετριάσουν τα αμέτρητα λεπτά δίκης. Παρ’ όλ’ αυτά, το ενδιαφέρον του θεατή παραμένει αμείωτο, καθώς όχι μόνο οι διάλογοι των δικηγόρων των δυο πλευρών, αλλά και η ερμηνεία τουλάχιστον του James Stewart δεν αφήνουν σε κανένα σημείο κενό έντασης. Ο αυξημένος ρεαλισμός της ταινίας κάμπτεται ίσως σε έναν βαθμό – επιτρεπτό αναμφίβολα βάσει των κινηματογραφικών δεδομένων - από την εμφάνιση της τελευταίας μάρτυρος υπεράσπισης, της ίδιας της κόρης του θύματος. Είναι μάλλον προφανές ότι κάτι τέτοιο είναι πολύ δύσκολο να συμβεί σε μια πραγματική δίκη, ιδίως αν όντως η κόρη με τον πατέρα της είχαν μια αρμονική σχέση, όπως αυτή που διαφαίνεται στην ταινία να είχαν τα δυο αυτά κινηματογραφικά πρόσωπα. Το στοιχείο αυτό πάντως δεν κάνει την ταινία να χάσει καθόλου από τη ρεαλιστικότητά της και τη ζωντάνια της που την κατατάσσουν στην έβδομη θέση μεταξύ των καλύτερων δικαστικών δραμάτων, με βάση τη σχετική κατάταξη του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου (American Film Institute). Στ.- Εγκληματολογική προσέγγιση Τα ζητήματα ποινικού και εγκληματολογικού ενδιαφέροντος που τίθενται στην ταινία “Anatomy of a Murder” είναι βασικά δυο – τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας και του βιασμού -, αλλά παράλληλα
311
εξετάζεται και μια πληθώρα άλλων ζητημάτων, όπως η διατάραξη πνευματικών λειτουργιών ως λόγος άρσης του καταλογισμού της πράξης στο δράστη, ο ρόλος των πραγματογνωμόνων – ιατροδικαστών και ψυχιάτρων-
στην
όλη
διαδικασία,
ο
ρόλος
των
ενόρκων,
η
ψευδομαρτυρία και άλλα ζητήματα που θα προπαθήουμε να αναλύσουμε στη συνέχεια. Η ανθρωποκτονία διακρίνεται βάσει του ελληνικού δικαίου σε εκ προθέσεως – όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 299 Ποινικού Κώδικα - και σσε εξ αμελείας – άρθρο 302 ΠΚ. Η πρόθεση μπορεί να διακριθεί περαιτέρω σε άμεσο, έμμεσο και ενδεχόμενο δόλο. Στην πρώτη περίπτωση – τον άμεσο δόλο-, ο δράστης προέβλεψε και επεδίωξε το αποτέλεσμα της πράξης του. Στην δεύτερη – τον έμμεσο δόλο -, η πράξη του είχε άλλον στόχο, γνώριζε όμως ότι για να επιτευχθεί αυτός ο άλλος στόχος, θα πρέπει να επέλθει και το αξιόποινο αποτέλεσμα και το αποδέχθηκε. Στην τρίτη περίπτωση – και πλέον προβληματική ως προς τη διάκρισή της από την ενσυνείδητη αμέλεια, τον ενδεχόμενο δόλο -, ο δράστης διέβλεψε ως πιθανό το αξιόποινο αποτέλεσμα της πράξης του, ήλπισε ωστόσο ότι θα μπορέσει να το αποφύγει. Με βάσει αυτά τα δεδομένα η ανθρωποκτονία που παρουσιάζεται στην προκειμένη ταινία είναι
μια
ανθρωποκτονία
εκ
προθέσεως,
ενδεχομένως
με
την
ελαφρυντική διάκριση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 299 ΠΚ, αυτή του βρασμού ψυχικής ορμής. Στο αμερικάνικο δίκαιο τα νομικά δεδομένα είναι διαφορετικά. Η συγκεκριμένη ανθρωποκτονία χαρακτηρίζεται ως “first degree murder”, δηλαδή ως ανθρωποκτονία πρώτου βαθμού. Η ανθρωποκτονία εκ προθέσεως πρώτου βαθμού χαρακτηρίζεται βασικά από την ύπαρξη προμελετημένου σχεδίου και την κακόβουλη πρόθεση – “premeditation and malice aforethought”. Αντιστοιχεί στην πρώτη παράγραφο του άρθρου 299 του ελληνικού ΠΚ.
312
Αναφορικά με το έγκλημα του βιασμού – άρθρο 336 ΠΚ -, οι νομικές αναφορές δεν είναι τόσες πολλές μέσα στο έργο. Μία, όμως, και μόνη αρκεί για να διαφωτίσει πολλές πτυχές αυτού του εγκλήματος. Όταν ο συνήγορος υπεράσπισης εξετάζει ως μάρτυρα τον ιατροδικαστή που εξέτασε τη σύζυγο του δράστη προκειμένου να διαπιστώσει τη βασιμότητα των ισχυρισμών της περί βιασμού της από το θύμα, τον ρωτά αν διαπίστωσε το βιασμό. Ο μάρτυρας απαντά αρνητικά, καθώς δεν υπήρχαν ίχνη σπέρματος στο σώμα του θύματος. Η κρίσιμη ερώτηση, όμως, είναι η επόμενη, το κατά πόσον αυτό το πόρισμα αποκλείει το ενδεχόμενο του βιασμού. Ο ιατροδικαστής δίνει, απαντώντας, τον ορισμό της συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης, λέγοντας ότι αυτή ορίζεται ως η σεξουαλική πράξη που αντίκειται στη θέληση του θύματος, ακόμη και αν η πράξη δεν φθάσει στην ολοκλήρωσή της από την πλευρά του θύτη – ώστε δηλαδή να υπάρχουν ίχνη σπέρματος. Η παραπάνω διαπίστωση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο για την κατανόηση του αδικήματος του βιασμού. Το κέντρο βάρους δεν τοποθετείται στο δράστη και κατά πόσον αυτός ολοκλήρωσε την πράξη του ή όχι, αλλά στο θύμα και την προσβολή που αυτό υπέστη. Υπ’ αυτή την έννοια, ακόμη και η ελάχιστη χρονικά προσβολή που αποτελεί συνουσία
στοιχειοθετεί
το
έγκλημα
του
βιασμού.
Ιδιαίτερα
χαρακτηριστική είναι, επίσης, η τάση της κοινωνίας να θεωρεί λιγότερο αξιόπιστες τις μαρτυρίες θυμάτων βιασμού, όταν προέρχονται από γυναίκες που θα μπορούσαν κατά κάποιον τρόπο – οποιονδήποτε - να θεωρηθούν προκλητικές. Η δικαιολογητική βάση της ποινικοποίησης της συγκεκριμένης συμπεριφοράς δεν είναι η εξώγαμη συνουσία καθ’ αυτή, αλλά η τέλεσή της χωρίς τη συναίνεση του θύματος, με χρήση βίας ή απειλής. Υπ’ αυτό το πρίσμα η συμπεριφορά του θύματος διαδραματίζει ρόλο μόνο τη στιγμή της πράξης, δίνοντας ή όχι τη συναίνεσή του για την τέλεση της ασελγούς πράξης από την πλευρά του θύτη.
313
Πέρα από τα δυο βασικά αυτά θέματα, θίγεται σε πολύ κεντρικό άξονα ένα άλλο ζήτημα που κατέχει ιδιαίτερη βαρύτητα σε όλο το σύστημα
ποινικής
δικαιοσύνης
και
αυτό
είναι
η
δυνατότητα
καταλογισμού της πράξης στο δράστη της. Η υπερασπιστική γραμμή που ακολουθείται υπέρ του υπολοχαγού και δράστη της ανθρωποκτονίας είναι αυτή της “temporary insanity” – προσωρινής διατάραξης πνευματικών λειτουργιών, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 34 ελληνικού ΠΚ. Σε μια σκηνή με μεγάλο νομικό ενδιαφέρον, ο Biegler έχει επισκεφθεί στις φυλακές τον πελάτη του και του αναλύει υπό ποιες προϋποθέσεις κατά το νόμο παραμένει ο δράστης ατιμώρητος. Η πρώτη περίπτωση είναι να αίρεται το άδικο της πράξης –“legally justifiable action”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο συνήγορος. Στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να αποδεικνύεται – για παράδειγμα - άμυνα. Εφ’ όσον αυτός ο όρος δεν συντρέχει στην προκειμένη περίπτωση, επιλέγεται η άρση του καταλογισμού. “I must have been mad. I must have been crazy. Like somebody else was doing the shooting”, αναφέρει χαρακτηριστικά ο υπολοχαγός. Ο ρόλος του ψυχιάτρου πραγματογνώμονα είναι σε αυτό το σημείο ιδιαίτερα σημαντικός. Αυτός είναι που θα κρίνει αν ο δράστης βρισκόταν πράγματι σε κατάσταση διατάραξης των πνευματικών του λειτουργιών ή όχι. Η έκθεσή του φυσικά δεν δεσμεύει το δικαστήριο, αλλά είναι εξαιρετικά σημαντική, ιδίως στις περιπτώσεις δικαστηρίων στη σύνθεση των οποίων περιλαμβάνονται ένορκοι, όπως στην προκειμένη. Η διατάραξη
των
πνευματικών
λειτουργιών
διακρίνεται
σε
δυο
αποτελέσματα: την ανικανότητα του δράστη να αντιληφθεί το άδικο της πράξης του ή την ανικανότητά του να ενεργήσει σύμφωνα με την αντίληψή του για το άδικο αυτό. Ο ένας ψυχίατρος κατά την κατάθεσή του υποστηρίζει ότι ο υπολοχαγός θα πυροβολούσε το θύμα του, ακόμη και αν ήταν σε θέση να
314
διακρίνει το σωστό απ’ το λάθος – “right and wrong”. Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο ψυχίατρο, δεν μπορούσε να αποφύγει να διαπράξει το έγκλημα. Αυτό ακριβώς – σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο -, η έλλειψη της ικανότητας να συμμορφωθεί με το δίκαιο, έστω και αν το διακρίνει, αίρει τον καταλογισμό της πράξης. Ένα ακόμη πολύ σημαντικό ζήτημα που διαφαίνεται στην ταινία είναι ο ρόλος των ενόρκων σε ένα ποινικό δικαστήριο. Οι απόψεις που έχουν διατυπωθεί υπέρ και κατά του θεσμού αυτού είναι ποικίλες και οι συνδυασμοί μεταξύ ενόρκων και δικαστών διαφέρουν από κράτος σε κράτος – μεταξύ φυσικά αυτών στα οποία υπάρχει ο θεσμός. Το βασικότερο επιχείρημα κατά της ύπαρξης ενόρκων είναι η έλλειψη νομικών γνώσεων από μέρους τους. Το αντεπιχείρημα είναι ότι τις γνώσεις αυτές τις παρέχει ο δικαστής που βρίσκεται πάντα παρών – έστω και τελικά περισσότερο ως συντονιστής, παρά ως όργανο απονομής δικαιοσύνης. Το κεντρικό επιχείρημα υπέρ των ενόρκων είναι ότι δεν έχουν την “επαγγελματική διαστροφή” του δικαστή. Με διαφορετικά λόγια, δεν έχουν συνηθίσει να βλέπουν και να αντιμετωπίζουν τέτοιες καταστάσεις και προσεγγίζουν το θέμα με μεγαλύτερη ευαισθησία, όπως απαιτείται στις υποθέσεις με ποινικές προεκτάσεις και άρα που επηρεάζουν άμεσα την κατάσταση – δικαίωμα στην ελευθερία και τη ζωή, αν πρόκειται για χώρες όπου δεν έχει καταργηθεί η θανατική ποινή, όπως κάποιες πολιτείες της Αμερικής - του κατηγορουμένου. Ο συνάδελφος του Biegler, Parnell Emmett McCarthy, δίνει με τον πιο γλαφυρό τρόπο κάποιες σκέψεις για το θεσμό των ενόρκων: “Twelve people go off into a room: twelve different minds, twelve different hearts, from twelve different walks of life; twelve sets of eyes, ears, shapes, and sizes. And these twelve people are asked to judge another human being as different from them as they are from each other. And in their judgment, they must become of one mind - unanimous. It's one of the
315
miracles of Man's disorganized soul that they can do it, and in most instances, do it right well. God bless juries.” Μια σημαντική παρατήρηση ως προς την αξιολόγηση των εγκλημάτων γίνεται από το συνήγορο υπεράσπισης, ο οποίος με αυτόν τον τρόπο εισάγει ένα ζήτημα με πολλαπλές προεκτάσεις. Στην επίμονη προσπάθεια της πολιτικής αγωγής να αποκλείσει από την ακροαματική διαδικασία το θέμα περί βιασμού της συζύγου του δράστη από το θύμα, ο συνήγορος υπεράσπισης παρατηρεί: “The prosecution would like to separate the motive from the act. Well, that's like trying to take the core from an apple without breaking the skin.” Με αυτήν την παρομοίωση ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να καταδείξει την τεράστια σημασία του κινήτρου μιας πράξης στην κατανόησή της. Είναι πράγματι αλήθεια ότι το κίνητρο μπορεί να φωτίσει την πράξη και να διαδραματίσει κάποιες φορές καθοριστικό ρόλο στην επιβολή της ποινής. Από την άλλη πλευρά, πάντως, υπάρχει και ο αντίλογος ότι ασχέτως του κινήτρου, το έννομο αγαθό που επλήγη παραμένει το ίδιο. Ο νόμος δεν αναγνωρίζει παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις τη σημασία του κινήτρου στην τέλεση της πράξης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα πάντως περίπτωσης όπου το κίνητρο του δράστη παίζει σημαντικό ρόλο είναι στο ελληνικό δίκαιο, η κλοπή. Συγκεκριμένα, στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου του άρθρου 377 του ελληνικού ΠΚ, ορίζεται ότι αν η πράξη – κλοπή ή υπεξαίρεση αντικειμένου πράγματος ευτελούς αξίας - τελέστηκε από ανάγκη για άμεση χρήση ή ανάλωση του αντικειμένου της κλοπής ή υπεξαίρεσης, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει την πράξη ατιμώρητη. Το σκεπτικό αυτό – της βαρύτητας του κινήτρου - χρησιμοποιείται και στη διάταξη του ά. 300 ΠΚ, όπου ορίζεται ότι όποιος αποφάσισε και εκτέλεσε ανθρωποκτονία ύστερα από σπουδαία και επίμονη απαίτηση του θύματος και από οίκτο γι’ αυτόν που έπασχε από ανίατη ασθένεια
316
τιμωρείται με φυλάκιση. Η ποινή διαφοροποιείται σημαντικά από την κλασσική περίπτωση ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως – που αποτελεί, άλλωστε, και η πράξη αυτή -, καθώς αυτή τιμωρείται με ισόβια ή πρόσκαιρη κάθειρξη. Το κίνητρο εδώ είναι ο οίκτος και μέσω αυτού διυλίζεται και κρίνεται η απαξία της πράξης του δράστη ως σημαντικά κατώτερη από αυτή όπου το κίνητρο είναι διαφορετικό. Αν και παρεμπιπτόντως, στην ταινία “Anatomy of a Murder” δεν παραλείπεται να εισαχθεί και το στοιχείο της χρήσης παρανόμων μέσων και μεθόδων προς ανεύρεση ψευδομάρτυρα. Συγκεκριμένα, όταν εμφανίζεται ένας μάρτυρας, συγκρατούμενος του κατηγορουμένου, και καταθέτει ψευδείς διαλόγους – κατά τον κατηγορούμενο - μεταξύ αυτού και
του
υπολοχαγού,
ο
συνήγορος
υπεράσπισης
τοποθετείται,
υποστηρίζοντας ότι προφανώς του δόθηκαν από την πολιτική αγωγή υποσχέσεις
για
ελάφρυνση
της
ποινής
του
προκειμένου
να
ψευδομαρτυρήσει. Το φαινόμενο κλήσης ως μάρτυρα συγκρατούμενου του κατηγορουμένου είναι μάλλον σπάνιο στην πραγματικότητα, ώστε ο συγκεκριμένος τρόπος ανεύρεσής του να μην έχει πρακτική αξία σχολιασμού. Γενικότερα, πάντως, η χρήση ψευδομαρτύρων είναι ένα μελανό σημείο για μια δίκαιη δίκη που, όμως, δυστυχώς είναι υπαρκτό. Κλείνοντας, το ενδιαφέρον προκαλεί η σχέση που έχει – ή πρέπει να έχει - ο συνήγορος υπεράσπισης με τον κατηγορούμενο. Αγαπημένο θέμα ρομαντικών δικαστικών δραμάτων είναι μια γυναίκα δικηγόρος που αναλαμβάνει να υπερασπιστεί έναν άδικα κατηγορούμενο και φυσικά μετά τη νίκη στο δικαστηρίου, καταλήγουν να γίνουνζευγάρι. Το θέμα αυτό αναμφίβολα απασχολεί όσους ασχολούνται με τη δικηγορία, καθώς κάποιες φορές δεν είναι καθόλου εύκολο να χαραχθεί η διαχωριστική γραμμή μεταξύ επαγγελματικής σχέσης ή σχέσης που ενέχει και άλλα στοιχεία. Πάνω σε αυτές τις σκέψεις, μια ίσως κυνική, αλλά απολύτως αληθινή άποψη παρέχει ο συνάδελφος του πρωταγωνιστή σ’ αυτόν:
317
Paul Biegler: I don’t know if I’m the right lawyer for him. He’s hostile. Parnell Emmett McCarthy: You don’t have to love them, just defend them. Ζ.- Θέματα για συζήτηση Πώς θα χαρακτηρίζατε το έγκλημα του στρατιωτικού με ελληνικούς όρους; Έγκλημα πάθους, εν βρασμώ ψυχής ή προμελετημένη ανθρωποκτονία εν ψυχρώ; Τι χαρακτηριστικά αποδίδετε στο καθένα; Πώς ορίζεται ο βιασμός μέσα στην ταινία; Πιστεύετε ότι τελέσθηκε πράγματι το έγκλημα του βιασμού εις βάρους της Laura; Μια προκλητική – με την εμφάνισή της ή συμπεριφορά της - γυναίκα που πέφτει θύμα βιασμού, είναι το ίδιο άξια προστασίας στους κόλπους της ποινικής δικαιοσύνης με μια άλλη; Η κοινωνική αντίληψη επ’ αυτού συνάδει με τις εγκληματολογικές θεωρίες; Ποιοι μάρτυρες εμφανίζονται ως πιο αξιόπιστοι σε μια ποινική δίκη; Κατά τη γνώμη σας, θα πρέπει να επιτρέπονται όλα τα αποδεικτικά μέσα σε περιπτώσειςν ποινικών αδικημάτων σε βαθμό κακουργήματος; Γνωρίζετε κάποια απαγορευμένα αποδεικτικά μέσα κατά το ελληνικό δίκαιο; Ο ρόλος των ενόρκων: Συμφωνείτε με το θεσμό; Σε τι έκταση θα πρέπει να χρησιμοποιούνται; Ποια είναι τα πλεονεκτήματα και ποια τα μειονεκτήματα των ενόρκων τους σε σχέση με τους επαγγελματίες δικαστές; Στην προκειμένη περίπτωση θεωρείτε ότι η ετυμηγορία τους ήταν δίκαιη ή όχι; Αιτιολογήστε την απάντησή σας. Ποιοι παράγοντες θεωρείτε ότι επηρεάζουν περισσότερο τους ενόρκους κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας;
Η.- Εργασίες
318 1.- Με ένα μικρό ερωτηματολόγιο (8 – 10 ερωτήσεων) ζητείστε τη γνώμη ατόμων του φιλικού σας περιβάλλοντος για τη κρισιμότητα του ρόλου των δικαστών, των ενόρκων και των συνηγόρων υπεράσπισης και πολιτικής αγωγής στα ελληνικά δικαστήρια. Σχολιάστε στη συνέχεια τα ευρήματά σας. 2.- Με ένα ερωτηματολόγιο 4 – 6 ερωτήσεων διερευνήστε τις απόψεις ατόμων του περιβάλλοντός σας για τη «συμβολή» ή όχι ενός θύματος βιασμού στη θυματοποίησή του από κάποιο άγνωστο ή γνωστό του πρόωπο.
2.- “…And Justice for All”/ Δικαιοσύνη για όλους Α.- Γενικά Χώρα προέλευσης: ΗΠΑ Πρώτη προβολή: 1979 Διάρκεια: 119’ Σκηνοθεσία: Norman Jewison Σενάριο: Valerie Curtin, Barry Levinson Cast: Al Pacino (Arthur Kirkland) Jack Warden (Δικαστής Francis Rayford) John Forsythe (Δικαστής Henry T. Fleming) Lee Strasberg (Sam Kirkland) Jeffrey Tambor (Jay Porter) Christine Lahti (Gail Packer) Sam Levene (Arnie) Robert Christian (Ralph Agee) Thomas G. Waites (Jeff McCullaugh) Larry Bryggman (Warren Fresnell) Dominic Chianese (Carl Travers) Craig T. Nelson (Frank Bowers) Victor Arnold (Leo Fasci)
319
Β.- Αποσπάσματα κριτικών “Norman Jewison's new comedy about the bitter awakening of an idealistic young Baltimore lawyer, ". . . and Justice for All," pretends to be about the shortcomings in our judicial system, but it's really an extended introduction in how to lose control, have a nervous breakdown, go crazy, commit suicide and perform other antisocial acts.” V. Canby, New York Times (October 19, 1979) “"...and Justice for All" has been so many things and struck so many tones by the ending that it's not a statement, it's an anthology.” R. Ebert, Chicago Sun-Times (January 1, 1979) “[…] years after watching it you'll have no idea what the central trial was all about... but you'll certainly remember that, whatever it was, it was out of order!” Chr. Null, Filmcritic.com (March 21, 2008)
Γ-. Κινηματογραφική πλοκή O Arthur Kirkland (Al Pacino) είναι ένας σχετικά νέος – με 12 χρόνια ενεργούς δικηγορίας - και αδιάφθορος δικηγόρος της Βαλτιμόρης. Βρίσκεται κατηγορούμενος και πρέπει να περάσει από το πειθαρχικό συμβούλιο λόγω της απρεπούς συμπεριφοράς του απέναντι στο δικαστή Henry T. Fleming (John Forsythe), όταν ο δεύτερος αρνείται στον πρώτο την ευκαιρία να υπερασπιστεί τον πελάτη του, Jeff McCullaugh (Thomas G. Waites), και τον στέλνει στη φυλακή – παρά την αθωότητά του - λόγω κάποιας δικονομικής παρατυπίας που διαπιστώνει. Της επιτροπής δεοντολογίας που εξετάζει τον Arthur Kirkland για μια άλλη υπόθεση αποτελεί μέλος η Gail Packer (Christine Lahti) με την οποία ο πρωταγωνιστής συνάπτει ερωτική σχέση, παρά την ιδιομορφία της επαγγελματικής τους σχέσης λόγω της θέσης της δεύτερης. Ένα βράδυ που περνούν μαζί στο σπίτι του, έρχεται απρόσκλητος και σε κακή
320
ψυχολογική κατάσταση ο συνάδελφος και καλός του φίλος, Jay Porter (Jeffrey Tambor), ο οποίος μόλις έχει μάθει ότι ένας από τους πελάτες του που κατάφερε να απαλλάξει από τις κατηγορίες ανθρωποκτονίας, χτύπησε ξανά με μια ακόμη πιο φρικτή διπλή ανθρωποκτονία αυτή τη φορά. Μια από τις επόμενες ημέρες και ενώ ο Arthur μεταφέρει τον Jay στο νοσοκομείο εξαιτίας μιας κρίσης του στο δικαστήριο, παρακαλεί έναν συνάδελφό του, τον Warren Fresnell (Larry Bryggman), να τον αντικαταστήσει στη δίκη του πελάτη του Ralph Agee (Robert Christian), ενός μαύρου τραβεστί με πολύ εύθραυστο χαρακτήρα που κατηγορείται για συμμετοχή σε ληστεία. Ο Warren Fresnell, όμως, ξεχνιέται, δεν εμφανίζεται στη δίκη κι ο Ralph στέλνεται στη φυλακή, όπου και αυτοκτονεί. Παράλληλα, ο Jeff McCullaugh που βρίσκεται άδικα στη φυλακή δεν αντέχει άλλο την κατάσταση και δημιουργεί ένα βίαιο επεισόδιο. Ο Arthur φθάνει γρήγορα στις φυλακές, τον καθησυχάζει, αλλά ένας αστυνομικός θεωρώντας μια κίνησή του επικίνδυνη τον πυροβολεί θανάσιμα. Η πίεση που νιώθει ο Arthur γίνεται πλέον αβάσταχτη, όταν ο δικαστής Henry T. Fleming (John Forsythe) κατηγορείται για βιασμό και επιλέγει ως συνήγορο υπεράσπισής του τον Arthur με το σκεπτικό ότι καθώς η διαμάχη τους είναι γνωστή, η υπεράσπισή του από τον συγκεκριμένο δικηγόρο θα είναι πιο πειστική. Ο Arthur δέχεται απειλές, αναγκάζεται να τον υπερασπιστεί, πείθεται για την αθωότητά του μέχρι λίγο πριν τη δίκη που ανακαλύπτει κάποια επιβαρυντικά στοιχεία για τον εξέχοντα πελάτη του. Ο δικαστής παραδέχεται την ενοχή του στον Arthur, αλλά συνεχίζει να έχει αλαζονική συμπεριφορά όχι μόνο απέναντι στο συνήγορό του, αλλά ακόμη και απέναντι στο θύμα του όταν συναντιούνται στην αίθουσα του δικαστηρίου.
321
Ξεκινώντας η δίκη, ο Arthur εμφανίζεται να υπερασπίζεται πράγματι τον εντολέα του. Στην πορεία, όμως, ξεσπά σε ένα παραλήρημα που ουσιαστικά αφορά όχι μόνο τον συγκεκριμένο δικαστή και τη συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά όλη τη σαθρότητα του συστήματος. Δ.- Κεντρικοί χαρακτήρες Arthur Kirkland: είναι ο κύριος χαρακτήρας της ταινίας, ο αδιάφθορος δικηγόρος που βρίσκεται αντιμέτωπος με όσα δεν ήθελε ποτέ να δει. Πιστεύει ακόμη στην ιδέα της δίκαιης απονομής της δικαιοσύνης και προσπαθεί να την προάγει. Οι προσπάθειές του δυστυχώς πέφτουν συχνά στο κενό με αποτέλεσμα κάποιες φορές τραγικό για τους πελάτες του και κατά συνέπεια και για τον ίδιο. Η προσωπική του ζωή φαίνεται ομαλή, αλλά οι σκέψεις και οι έγνοιες που γεννά η επαγγελματική του δραστηριότητα δεν μένουν στο γραφείο, αλλά τον ακολουθούν σε κάθε του βήμα. Ενώ φαίνεται στην πορεία της ταινίας να συμβιβάζεται με τη διεφθαρμένη όψη του επαγγελματικού χώρου στον οποίο κινείται, μια δυνατή έκρηξη στο τέλος της ταινίας, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας με κατηγορούμενο για βιασμό τον δικαστή Henry T. Fleming, ανατρέπει την πορεία των πραγμάτων, γεννά ποικίλα ερωτηματικά αναφορικά με τη λειτουργία του συστήματος, το σημείο της διαφθοράς στο οποίο αυτό έχει φθάσει, την ίδια την ψυχολογική κατάσταση του πρωταγωνιστή, αλλά και αφήνει να διαφανεί μια ελπίδα για δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης, όπως ο Arthur την οραματίζεται. Δικαστής Francis Rayford: ο δικαστής Francis Rayford εμφανίζει δυο πρόσωπα στην ταινία: από τη μια πλευρά είναι ο αξιοσέβαστος και σοβαρός δικαστικός λειτουργός που απονέμει δικαιοσύνη και από την άλλη ένας άνθρωπος που μέσα από ριψοκίνδυνα παιχνίδια και ατέρμονες συζητήσεις προσπαθεί να
322
βρει το νόημα της ζωής και της ύπαρξής του. Σε μια από τις πτήσεις του με ελικόπτερο κατά τις οποίες δοκιμάζει ως πού μπορεί να φθάσει χωρίς να ανεφοδιάσει καύσιμα, είναι μαζί του και ο Αrthur. Το ελικόπτερο προσγειώνεται ανώμαλα μέσα στο νερό λόγω έλλειψης καυσίμων με τον δικαστή να απολαμβάνει κάθε στιγμή και τον Αrthur να προσπαθεί να συνέλθει από το σοκ. Ο διάλογος μεταξύ των δυο ανδρών είναι αποκαλυπτικός σχετικά με τα παραπάνω: Δικαστής Rayford: I found out what the meaning of life is. Arthur: What's that? Δικαστής Rayford: It sucks. Δικαστής Henry T. Fleming: πρόκειται για τον δικαστή με τον οποίο από την αρχή της ταινίας ο πρωταγωνιστής έχει μια προβληματική σχέση. Ο δικαστής Fleming είναι στους τύπους αυστηρός, αλλά φροντίζει να απολαμβάνει – μάλλον με το παραπάνω - τα προνόμια που του δίνει η θέση του. Οι κατηγορίες που τον βαρύνουν για το βιασμό μιας νεαρής κοπέλας αποδεικνύονται αληθείς, καθόλου όμως δεν φαίνεται να είναι μετανιωμένος, δείχνοντας με τη συμπεριφορά του και τα λεγόμενά του να περιφρονεί τη δικαιοσύνη, να θεωρεί ότι δικαιοσύνη είναι ό,τι ορίζουν οι εκάστοτε δικαστές σύμφωνα με τα προσωπικά τους συμφέροντα.
Συμβολίζει
τη
διαφθορά
του
συστήματος,
καταδεικνύει ότι οι διαδικασίες μπορεί να είναι σαθρές μέχρι τον ίδιο τους τον πυρήνα. Αυτό προσπαθεί να καταδείξει ο πρωταγωνιστής,
όταν
στη
δίκη
του
δικαστή
Fleming,
χαρακτηριζόμενος ως “out of order” από τον δικαστή Rayford, απαντά: “You're out of order! You're out of order! The whole trial is out of order! They're out of order!”.
323
Sam Kirkland: είναι ο παππούς του πρωταγωνιστή που ζει σε γηροκομείο. Αποτελεί την έμπνευσή του, σ΄ εκείνον διηγείται όσα τον απασχολούν και δεν παραλείπει ποτέ να τον επισκέπτεται. Ο ίδιος ξεχνά – λόγω του προχωρημένου της ηλικίας του - ότι ο εγγονός του είναι ήδη δικηγόρος. Η παρακάτω συζήτηση μεταξύ ενός καλού φίλου του Sam, του Arnie, και του Arthur είναι αποκαλυπτική τόσο για τη νοητική, αλλά και τη ψυχολογική κατάσταση του παππού του πρωταγωνιστή, όσο όμως και για τα συναισθήματα του ίδιου. Arnie: He keeps telling us you're going to make a great lawyer. Arthur Kirkland: I wish he could remember that I AM a lawyer. Arnie: Sometimes he does, sometimes he doesn't, what's it matter? He's still proud of you. Jay Porter: είναι συνάδελφος και φίλος του Arthur. Ασχολείται και εκείνος με ποινικές δίκες, συνεπώς υπερασπίζεται συχνά ενόχους. Είναι υπερήφανος για τις επιτυχίες του, αλλά πιο πολύ για μια δίκη όπου κατάφερε να απαλλάξει τον πελάτη του από τις κατηγορίες για ανθρωποκτονία – παρ’ ότι κι ο ίδιος ήξερε ότι είναι ένοχος. Όταν μαθαίνει ότι ο ίδιος αυτός άνθρωπος, που χάρη σ’ αυτόν δεν καταδικάστηκε, δολοφονεί με άγριο τρόπο δυο μικρά παιδιά,
αρχίζει
η
συναισθηματική
και
ψυχολογική
του
κατάρρευση. Ξυρίζει το κεφάλι του, συμπεριφέρεται περίεργα, ώσπου μια μέρα παθαίνει μια κρίση στο δικαστήριο και αρχίζει να πετά πιάτα στους φρουρούς που προσπαθούν να τον συλλάβουν, αλλά και σε άλλους δικηγόρους και δικαστές που έχουν μαζευτεί στη σκηνή. Συμβολίζει το τίμημα που πρέπει να πληρώσει ένας δικηγόρος που ασχολείται με ποινικές υποθέσεις για τις επιτυχίες του. Η φύση του επαγγέλματός του είναι τέτοια που πρέπει να υπερασπιστεί ενόχους. Μέχρι ποίου σημείου θα πρέπει να φθάνει
324
αυτή η υπεράσπιση είναι ένα ερώτημα που δεν είναι εύκολο να απαντηθεί, ιδίως όταν ακριβώς αυτές οι υποθέσεις – υπεράσπιση ενόχων με βαριές κατηγορίες - είναι αυτές που προσφέρουν αναγνώριση και χρήμα. Gail Packer: μια νέα όμορφη δικηγόρος, μέλος της επιτροπής που κρίνει υποθέσεις δεοντολογίας των δικηγόρων και από την οποία εξετάζεται ο πρωταγωνιστής. Συνάπτει ερωτική σχέση μαζί του και εμφανίζεται μάλλον ως η πιο ισορροπημένη και λογική ανάμεσα στους
υπολοίπους
συμπρωταγωνιστές
της.
Δεν
αργεί
να
αποκαλυφθεί ότι δυσκολεύεται να αφήσει τα συναισθήματά της να διαφανούν και ως εκ τούτου έχει δυσκολία δέσμευσης. Ίσως είναι αυτό που την διαφυλάσσει από τη συναισθηματική κατάρρευση που απειλεί σχεδόν όλους τους υπολοίπους στον κύκλο του πρωταγωνιστή. Ε.- Από κινηματογραφική σκοπιά Σε πολλές κριτικές χαρακτηρίζεται η συγκεκριμένη ταινία ως κωμωδία ή σάτιρα. Στην πραγματικότητα, όμως, έχει πολλά περισσότερα χαρακτηριστικά
ενός
ψυχολογικού
δράματος,
ιδίως
για
όσους
σχετίζονται υπό οποιαδήποτε ιδιότητα με τους χώρους ενός δικαστηρίου – ως δικαστικοί λειτουργοί, δικηγόροι, κατηγορούμενοι ή και ως εκπρόσωποι της πολιτικής αγωγής. Οι πρωταγωνιστές βρίσκονται όλοι ενώπιον δύσκολων επιλογών και αποφάσεων. Από τις δικές τους επιλογές, σωστές ή λανθασμένες κρίσεις, καλούς ή κακούς χειρισμούς εξαρτάται η ελευθερία ή και η ίδια η ζωή σε τελική ανάλυση ανθρώπων που για κάποιο λόγο δικαίως ή αδίκως βρέθηκαν στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Καθημερινώς τόσο οι δικηγόροι όσο και οι δικαστές έχουν να αντιμετωπίσουν ηθικά διλήμματα και συναισθηματικά αδιέξοδα.
325
Ο καλύτερος φίλος του πρωταγωνιστή πληρώνει ακριβά το τίμημα της μεγαλύτερης δικηγορικής του επιτυχίας. Είναι κατά μια έννοια υπεύθυνος για τη φρικτή δολοφονία δυο μικρών παιδιών – με τους δικούς του εξαιρετικούς χειρισμούς αθωώθηκε ο δολοφόνος τους για να συνεχίζει το αποτρόπαιο έργο του. Ο συναισθηματικός και ψυχολογικός του κόσμος καταρρέει. Η κλιμάκωση της κατάρρευσής του είναι θεαματική. Δοσμένη κινηματογραφικά έχει εξωτερικά στοιχεία από τα οποία μπορεί να γίνει αισθητή. Στην πραγματικότητα, φυσικά, η κατάρρευση αυτή μπορεί να γίνεται χωρίς να είναι σε κανέναν εμφανής – ιδίως στο ίδιο το άτομο που καταρρέει. Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής βρίσκεται μπροστά σε ένα τεράστιο δίλημμα: οφείλει να υπερασπιστεί έναν δικαστή με τον οποίο έχει ούτως ή άλλως πολλές διαφωνίες, γιατί αλλιώς ο δικαστής αυτός θα τον τιμωρήσει μέσω των γνωριμιών του και δεν θα μπορέσει ποτέ ξανά να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου. Αποφασίζει να τον υπερασπιστεί, θεωρώντας άλλωστε ότι είναι αθώος και ότι η κατηγορία του βιασμού μιας νεαρής κοπέλας δεν ευσταθεί. Παρ’ ότι θεωρεί ότι ο πελάτης του είναι αθώος, έχει το ηθικό δίλημμα ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που δεν εκτιμά. Παρ’ όλ’ αυτά το προσωπικό του συμφέρον – να διατηρήσει το δικαίωμά του να ασκεί δικηγορία - υπερισχύει. Το πραγματικό δίλημμα, όμως, δεν είναι αυτό. Το πραγματικό δίλημμα ενώπιον του οποίου βρίσκεται ο πρωταγωνιστής δεν έρχεται παρά αρκετά αργά στην ταινία, όταν ο Arthur τυχαία ανακαλύπτει ότι τελικά ο δικαστής έχει όντως τελέσει το βιασμό για τον οποίο κατηγορείται. Τώρα τα πράγματα λαμβάνουν τελείως διαφορετική τροπή. Δεν πρόκειται πλέον απλώς για το δίλημμά του να υπερασπιστεί έναν άνθρωπο με τον οποίο διαφωνεί σε διάφορα θέματα. Πρόκειται για την υπεράσπιση ενός ενόχου. Η κατάρρευση του φίλου του είναι πρόσφατη και ο ίδιος δεν απέχει πολύ πια απ’ την ίδια κατάσταση. Μπαίνει στο
326
δικαστήριο και ξεκινά την αγόρευσή του κάνοντας όλους – και το κοινό φυσικά - να πιστέψουν ότι είναι πιστός στο δικηγορικό του λειτούργημα και υπερασπίζεται τον εντολέα του. Μια ταινία, όμως, οφείλει να έχει διδακτικό χαρακτήρα και έτσι ο πρωταγωνιστής ξεσπά αποκαλύπτοντας όλα όσα ξέρει, αλλά και διανθίζοντας τόσο τον πελάτη του όσο και το γενικότερο πλαίσιο υπό το οποίο τελείται η δίκη με προσωπικές του κρίσεις και σκέψεις. Εξίσου χαρακτηριστική και άξια μελέτης είναι η συμπεριφορά του δικαστή Fleming. Σε μια σκηνή βρίσκεται να κάθεται στο περβάζι έξω από το παράθυρο του γραφείου του που βρίσκεται αρκετά ψηλά στο κτήριο και να απολαμβάνει το κολατσιό του. Σε άλλη σκηνή παίζει ρώσικη ρουλέτα μόνος του, ενώ τέλος η αγαπημένη του ασχολία είναι να πετάει με ελικόπτερο επιχειρώντας κάθε φορά να δει πόσο μακριά μπορεί να φθάσει χωρίς να το ανεφοδιάσει με καύσιμα. Οι σκηνές αυτές δεν είναι προφανώς τυχαίες, ούτε είναι βέβαια ρεαλιστικές. Αποτελούν μια εξαιρετική αλληγορία για την ψυχική και συναισθηματική κατάσταση του συγκεκριμένου ατόμου. Ο κινηματογράφος χρειάζεται φυσικά υπερβολές για να περάσει τα μηνύματά του. Ο συγκεκριμένος ήρωας βρίσκεται σε μια συναισθηματική απάθεια. Στο επάγγελμά του έχει βιώσει τόσο έντονες στιγμές, καθημερινά λαμβάνει αποφάσεις για τη ζωή ανθρώπων και ζητήματα που σε κάποιον άλλο θα φαινόντουσαν βαρύνουσας σημασίας αποτελούν τη ρουτίνα του δικαστή Fleming. Από κάπου πρέπει κι εκείνος, όμως, να αντλεί στιγμές έντασης. Έτσι θέτει σε κίνδυνο την ίδια του τη ζωή, νιώθοντας ότι έτσι γίνεται πιο ζωντανός, αλλά κατανοώντας βαθύτερα και το νόημά της. Στ.- Εγκληματολογική προσέγγιση Ποικίλα είναι τα ζητήματα εγκληματολογικού ενδιαφέροντος που τίθενται στην ταινία. Το βασικότερο είναι αυτό που υπονοήθηκε ήδη παραπάνω, η ηθική δηλαδή που θα πρέπει να διέπει τους επαγγελματίες
327
του δικαίου – δικηγόρους και δικαστές. Η υπό συζήτηση ταινία αποτελεί μια αυστηρή κριτική για τη διαφθορά τόσο στους κόλπους της δικαστικής εξουσίας όσο και μεταξύ των δικηγόρων. Δυστυχώς η πραγματικότητα σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, δεν διαφέρει δραματικά από τα παρουσιαζόμενα στην ταινία. Η απονομή της δικαιοσύνης εμφανίζεται να εξαρτάται από προσωπικά συμφέροντα και συμπάθειες ή αντιπάθειες. Οι ατομικές διαμάχες επιδρούν σε αποφάσεις και επηρεάζουν την τύχη ανθρώπων που δεν έχουν τελικά καμία σχέση με τη διαμάχη της οποίας γίνονται θύματα. Η ηθική κατέχει βαρύνουσα σημασία εξάλλου στην υπερασπιστική τακτική που ακολουθεί ο συνήγορος υπεράσπισης. Σε κύκλους εξωνομικούς ακούγεται συχνά η άποψη ότι κάποιοι άνθρωποι δεν είναι άξιοι υπεράσπισης. Ιδίως σε περιπτώσεις στυγνών εγκλημάτων ή στις περιπτώσεις που ο δράστης δεν δείχνει να μετανοεί, εκφράζεται συχνά η γνώμη ότι ο δικηγόρος που τον υπερασπίζεται είναι ανήθικος. Αυτό, όμως, αντιτίθεται ολικά στη βασική δομή του συστήματος δικαιοσύνης. Κάθε άνθρωπος δικαιούται μια δίκαιη δίκη και άρα μια αξιοπρεπή υπερασπιστική γραμμή. Σαφώς το αγαθό του θύματος που επλήγη από την πράξη του δράστη υπερέχει συνήθως σε σχέση με το αγαθό του δράστη που θα πληγεί με την καταδίκη του. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί το γεγονός ότι η τιμωρία θα πρέπει να είναι η λιγότερο επαχθής, αλλά ταυτοχρόνως και αποτελεσματική υπό την έννοια του σωφρονισμού, της ειδικής, αλλά και της γενικής πρόληψης. Στην υπό ανάλυση ταινία, τίθεται πολύ έντονα το ζήτημα του τρόπου υπεράσπισης ενόχων. Θα πρέπει ο συνήγορος να προσπαθεί απλώς να προασπίσει τα ανθρώπινα δικαιώματα του πελάτη του από τυχόν παραβιάσεις; Θα πρέπει να επιδιώκει την όσο το δυνατόν ελαφρύτερη
τιμώρησή
του
ή
μήπως
δικαιολογείται
–
λόγω
επαγγελματικής ιδιότητας και πίστης στον πελάτη του - να υποστηρίζει
328
ψευδείς μαρτυρίες και δηλώσεις, επιδιώκοντας ακόμη και την απαλλαγή ενός ενόχου από κάθε τιμωρία; Η ταινία χωρίς να θέτει φυσικά το ζήτημα αυτό σε νομική βάση και χωρίς να το κρίνει νομικά ως ορθό ή όχι, δεν παραλείπει να καταδείξει με γλαφυρό μάλιστα τρόπο τις δραματικές συνέπειες που μπορεί να έχει η θέση κατά μέρος των ηθικών αξιών από την πλευρά ενός δικηγόρου προκειμένου να αθωώσει τον ένοχο πελάτη του. Κρίνοντας το παραπάνω ζήτημα έξω από τους κόλπους του κινηματογράφου και της ωραιοποίησης ή δραματοποίησης που παρέχεται σ’ αυτούς, ένα είναι βέβαιο: το καθήκον αληθείας που βαρύνει τους συνηγόρους ενώπιον των δικαστικών λειτουργών, αλλά από την άλλη πλευρά το καθήκον πίστης στον πελάτη τους δεσμεύουν εξίσου έναν δικηγόρο. Αναμφίβολα πρόκειται για δυο αρχές που συχνά εμφανίζονται να συγκρούονται. Στην πραγματικότητα, όμως, αλληλοσυμπληρώνονται. Ο συνήγορος υπεράσπισης έχει καθήκον να υπερασπιστεί τον πελάτη του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο εν όψει των πραγματικών περιστατικών που τον βαρύνουν. Η γραμμή που τέμνει και διαχωρίζει την καλύτερη δυνατή υπεράσπιση βάσει των δεδομένων από την κατασκευή ψευδών μαρτυριών και γεγονότων μπορεί στα κινηματογραφικά δεδομένα να είναι διακριτή. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι συχνά τόσο ανεπαίσθητη, ώστε ούτε ο ίδιος ο συνήγορος που χειρίζεται την υπόθεση και ουσιαστικά θέτει τη διαχωριστική αυτή γραμμή να είναι σε θέση να διακρίνει αν το συμφέρον του πελάτη του είναι εύλογο ή καταπατά αρχές πιο άξιες προστασίας. Ένα δεύτερο ζήτημα που τίθεται στην ταινία “…And Justice for All” είναι αυτό των συνθηκών κράτησης. Δυο παράλληλες με την κύρια ιστορίες – αυτή του μαύρου τραβεστί Ralph Agee και αυτή του άδικα κρατουμένου Jeff McCullaugh - ασκούν ευθέως κριτική στις συνθήκες αυτές. Στην πρώτη περίπτωση ο Ralph Agee αυτοκτονεί την ίδια μέρα
329
που στέλνεται στη φυλακή. Δεν προλαβαίνει συνεπώς να βιώσει τις συνθήκες που επικρατούν εκεί, αλλά τα όσα έχει ακούσει σε συνδυασμό με τον ευαίσθητο χαρακτήρα του και το γεγονός ότι είναι τραβεστί, καθιστούν τη φύλαξή του αβάσταχτη. Το φαινόμενο κρατουμένων που αυτοκτονούν στα κελιά τους δεν είναι κινηματογραφικό εύρημα ούτε κάτι σπάνιο στις πραγματικές φυλακές. Αληθεύουν δυστυχώς συχνά οι υπόνοιες που εκφράζονται ότι κάποιες δολοφονίες από συγκρατούμενους εμφανίζονται επίσης ως αυτοκτονίες. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί και τον αριθμό των πραγματικών αυτοκτονιών. Στη δεύτερη ιστορία του Jeff McCullaugh, ένας διάλογος μεταξύ αυτού και του Arthur είναι χαρακτηριστικός ενός θλιβερού, αλλά δυστυχώς πραγματικού φαινομένου των φυλακών. Ο Arthur επισκέπτεται τον πελάτη του στις φυλακές, όπου τον βρίσκει σε άσχημη κατάσταση. Ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος: Arthur: Jeff, what happened? Jeff McCullaugh: Some... somebody beat me up... Arthur: Why? Jeff McCullaugh: I dunno, I didn't ask. Και σε άλλο σημείο, ο ίδιος κρατούμενος: “They raped me... lotsa times... and other stuff, too”. Το φαινόμενο της βίας στις φυλακές είναι δυστυχώς μια θλιβερή πραγματικότητα για όλα σχεδόν τα κράτη, αναμφίβολα πάντως για τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου διαδραματίζεται η ταινία, αλλά και την Ελλάδα. Στη βάση του το φαινόμενο δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί υπό το πρίσμα ενός πολύ απλοϊκού συλλογισμού: οι άνθρωποι που βρίσκονται στη φυλακή βρίσκονται εκεί ακριβώς επειδή επέδειξαν κάποιου είδους εγκληματική συμπεριφορά, η οποία πολύ συχνά εμπλέκει φαινόμενα βίας. Έχουν συνεπώς ήδη χρησιμοποιήσει βία και είναι εξοικειωμένοι με αυτή. Απ’ την άλλη πλευρά, οι φυλακές είναι χώροι που δημιουργούν από τη φύση τους αυξημένη καταπίεση και όχι
330
σπάνια οργή. Τα αρνητικά αυτά συναισθήματα συσσωρευμένα από ανθρώπους με βίαιο παρελθόν είναι πιο πιθανό να ξεσπάσουν σε βίαιες εκρήξεις παρά σε συναισθηματική κατάρρευση, η οποία φυσικά δεν αποκλείεται ακόμη και παράλληλα με τις εκρήξεις αυτές. Η άσκηση βίας άλλωστε μέσα στις φυλακές εξυπηρετεί και συντηρεί φαινόμενα ιεραρχίας των κρατουμένων, όπως οι ίδιοι μεταξύ τους τα θέτουν και τα επιβάλλουν. Οι βιασμοί – ατομικοί ή ομαδικοί συχνά δεν ικανοποιούν μόνο μια παρόρμηση και φυσιολογική ανάγκη ανθρώπων οι οποίοι στερούνται τη σεξουαλική επαφή, αλλά κυρίως τελούνται με σκοπό την επιβολή τους στο θύμα. Κάθε νέος κρατούμενος θα βιαστεί από τους παλαιότερους, εκτός και αν είναι πιο επικίνδυνος, καθώς η ιεραρχία με κριτήριο το χρόνο κράτησης και την ηλικία του κρατουμένου κάμπτεται από το κριτήριο της βαρύτητας της πράξης. Φυσικά τα δυο αυτά στοιχεία σε πολλές περιπτώσεις συγκλίνουν. Η ιστορία του Jeff McCullaugh εισάγει στην ταινία και το σημαντικότατο θέμα του θεσμού της προφυλακίσεως. Ο συγκεκριμένος θεσμός έχει γίνει πολλάκις αντικείμενο συζητήσεων και στη χώρα μας, όπου εμφανίζεται συχνά να καταστρατηγείται και να επιβάλλεται όχι στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος, αλλά όπου το επιβάλλει η κοινή γνώμη. Τα κριτήρια έχουν πάψει να είναι όσα ορίζει το οικείο άρθρο και είναι η απήχηση που έχει ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος και το έγκλημα που φαίνεται να διέπραξε, στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και κατ’ επέκταση στο ευρύ κοινό. Στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για έναν αθώο άνθρωπο ο οποίος κρίνεται προφυλακιστέος και στέλνεται σε φυλακές με ήδη
καταδικασθέντες,
όπως
άλλωστε
ισχύει
και
πέραν
των
κινηματογραφικών πλατό. Εκεί οι συνθήκες που επικρατούν είναι τέτοιες που ο κάθε κρατούμενος έχει δυο επιλογές: ή την αφομοίωση με σκοπό την επιβίωση ή την εξέγερση. Αυτό που συμβαίνει συνήθως είναι το πρώτο με αποτέλεσμα άνθρωποι που δεν έχει κριθεί καν ακόμη κατά
331
πόσον διέπραξαν πράγματι το έγκλημα για το οποίο κατηγορούνται, να υιοθετούν εγκληματικές συμπεριφορές εντός των φυλακών. Το Hollywood επέλεξε τη δεύτερη λύση, καθώς – αν και όχι τόσο συχνά εμφανιζόμενη - είναι σαφώς πιο θεαματική και ιδιαίτερα διδακτική. Η εξέγερση, φυσικά, που προκαλείται από την αγανάκτηση ενός αθώου που βρίσκεται μεταξύ εγκληματιών στην ταινία δεν αποβαίνει σε όφελος του ίδιου, καθώς ένας αστυνομικός πυροβολεί τον προφυλακισθέντα κατηγορούμενο, θεωρώντας κάποια κίνησή του ύποπτη. Το μήνυμα που διαφαίνεται εδώ, ότι δηλαδή μια ζωή μέσα στις φυλακές καταλήγει να είναι λιγότερο άξια προστασίας από μια έξω από αυτές, δεν αποτελεί παρέκκλιση από όσα επικρατούν στην πραγματικότητα, ακόμη κι αν όλοι οι θεωρητικοί συμφωνούν ως προς το αντίθετο. Η ιστορία του Ralph Agee θέτει, επίσης, άλλο ένα ζήτημα ιδιαιτέρου ενδιαφέροντος από εγκληματολογικής απόψεως· αυτό της κατηγοριοποίησης συγκεκριμένων προφίλ δραστών, όπως επίσης και συγκεκριμένων προφίλ θυμάτων. Ο Ralph Agee είναι μαύρος και μάλιστα
τραβεστί.
Ο
ίδιος,
προσπαθώντας
να
εξηγήσει
την
αδικαιολόγητη σύλληψή του, εφ’ όσον καμία σχέση δεν είχε με τη ληστεία που έγινε, όπως ισχυρίζεται, λέει χαρακτηριστικά: “See what happened was it was time to come down on a nigger. It's like smoking, they've got to have a nigger every 20 minutes”. Όσο και αν αυτό δεν ταιριάζει καθόλου σε μια ευνομούμενη πολιτεία, όπου όλοι οι άνθρωποι έχουν τα ίδια δικαιώματα, δεν παύει να είναι γεγονός ότι κάποιες κατηγορίες ανθρώπων είναι πιο ευάλωτες στη σύλληψη – ακόμη και για εξακρίβωση στοιχείων - απ’ ότι άλλες. Φυσικά οι αλλοδαποί, αλλά και οι μαύροι Αμερικανοί στην Αμερική, όπως και οι ομοφυλόφιλοι ανήκουν στις ομάδες αυτές. Ενόψει της διαπίστωσης αυτής μπορεί κάποιος γρήγορα να διαμορφώσει την άποψη ότι οι δυνάμεις καταστολής του εγκλήματος
332
διέπονται από ρατσιστικές διαθέσεις και γι’ αυτό παρατηρείται αυτό το φαινόμενο. Δεν αποκλείεται και αυτό κάποιες φορές. Σε κάθε περίπτωση, όμως, μια τόσο γενική διαπίστωση είναι ακριβώς τόσο λανθασμένη όσο λανθασμένη είναι και η προδιάθεση ότι ένας μαύρος είναι πιο επιρρεπής στο έγκλημα από έναν λευκό. Αν κοιτάξει κανείς βαθύτερα την παρούσα προβληματική, θα κατανοήσει ότι δεν πρόκειται για τίποτα παραπάνω από τη θεωρία των σπασμένων παραθύρων – “broken windows theory” και τη συναφή υπό μια σκοπιά θεωρία της “ετικέτας”. Σύμφωνα με την πρώτη θεωρία, τα παιδιά που μεγαλώνουν σε περιοχές υποβαθμισμένες – όπου τα σπίτια έχουν μεταξύ άλλων σπασμένα παράθυρα -, έχουν τάση προς παρεκκλίνουσες συμπεριφορές και συνεπώς το κράτος οφείλει να φροντίζει να μην υπάρχουν “broken windows” και ό,τι αυτά συμβολίζουν, σε καμία γειτονιά. Σύμφωνα με τη δεύτερη θεωρία, τα άτομα που εμφάνισαν κάποια στιγμή μια συμπεριφορά που θεωρήθηκε ή και ήταν παρεκκλίνουσα και κατεγράφησαν ως άτομα με παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, τείνουν να επιβεβαιώνουν την “ετικέτα” που τους προσδόθηκε (“δευτερογενής παρέκκλιση”). Η συνάφεια των δυο θεωριών εντοπίζεται στο γεγονός ότι πρόκειται και στις δυο περιπτώσεις για έναν φαύλο κύκλο, από τον οποίο δύσκολα μπορεί κάποιος να ξεφύγει. Όταν η κοινωνία θεωρεί εκ των προτέρων κάποιον πιο επιρρεπή προς το έγκλημα από κάποιον άλλο και τον αντιμετωπίζει ως τέτοιο, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι ο άνθρωπος αυτός θα προβεί σε επιβεβαίωση των προσδοκιών του κοινωνικού συνόλου. Πρόκειται βασικά για ένα ψυχολογικό παιχνίδι που βασίζεται στην ανάγκη του ανθρώπου να ξεχωρίζει για κάτι, να είναι γνωστός και να ανήκει σε μια ομάδα. Όταν πριν το ίδιο το άτομο καταλήξει σε ποια ομάδα θέλει να ανήκει, οι άνθρωποι γύρω του το έχουν ήδη κατατάξει, είναι πολύ πιθανό να μείνει και να ενσωματωθεί πράγματι στη συγκεκριμένη ομάδα. Από τα παραπάνω καθίσταται περισσότερο από
333
σαφές πόσο βαρύνουσας σημασίας είναι ο ρόλος των αστυνομικών αρχών, γενικότερα όσων εμπλέκονται με τη δίωξη και την καταστολή του εγκλήματος, αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας από την οποία ξεκινούν τις περισσότερες φορές οι διάφορες κατηγοριοποιήσεις. Το ακριβώς αντίστροφο φαινόμενο – της κάλυψης εγκληματικών συμπεριφορών που προέρχονται από άτομα κύρους - καυτηριάζει εξίσου η υπό συζήτηση ταινία. Όταν ένας δικαστής γίνεται εγκληματίας – στην προκειμένη περίπτωση βιαστής - έχει στη διάθεσή του τον καλύτερο δικηγόρο της πόλης, στη θέση του δικαστή βρίσκεται κάποιος φίλος του ή τουλάχιστον γνωστός και η κοινωνία δυσπιστεί απέναντι στις κατηγορίες που τον βαρύνουν. Το σύστημα λειτουργεί έτσι ώστε ο άνθρωπος αυτός να μην καταδικαστεί. Δικλείδες ασφαλείας και ρήτρες διαφυγής λειτουργούν αρμονικά για να βρουν το τέλειο άλλοθι και την απροσπέλαστη
υπεράσπιση.
Το
κυριότερο
όπλο
αυτού
του
κατηγορουμένου είναι η αναγνώρισή του, η θέση του, η κοινωνική του τάξη. Προκειμένου να επιτευχθεί τελικά η ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης πρέπει να βρεθεί κάποιος να καταρρίψει κάποιον από αυτούς τους μύθους, να μην φοβηθεί για τη δική του θέση και να τολμήσει να υπερασπιστεί την αλήθεια. Το ζήτημα αυτό είναι κυρίαρχο σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Προς ικανοποίηση του κοινού το έγκλημα τελικά δεν συγκαλύπτεται και η τάξη αποκαθίσταται έστω και με βίαιο τρόπο. Κατά πόσον η κινηματογραφική εξέλιξη των πραγμάτων συμπίπτει και με την πραγματικότητα είναι ένα ζήτημα μάλλον ιδιαιτέρως αμφίβολο. Τέλος, στην ταινία παρουσιάζεται ο θεσμός του “plea guilty”, όπως έχει καθιερωθεί στο αμερικανικό δίκαιο. Ο θεσμός αυτός είναι άγνωστος στο ελληνικό και τα περισσότερα δυτικοευρωπαϊκά δίκαια. Πρόκειται για τη διαπραγμάτευση της ποινής του κατηγορουμένου στην περίπτωση που ο ίδιος ομολογήσει την ενοχή του. Το ελληνικό δίκαιο
334
γνωρίζει ελαφρυντικές περιστάσεις που είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε μείωση της ποινής του κατηγορουμένου, όπως ο πρότερος έντιμος βίος, η ειλικρινής μετάνοια, η καλή συμπεριφορά για διάστημα μακρό μετά την τέλεση της πράξης του. Η ομολογία δεν συμπεριλαμβάνεται σε μια από αυτές τις ελαφρυντικές περιστάσεις και σίγουρα δεν αποτελεί άνευ άλλου λόγο μείωσης της ποινής. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίο εμφανίζεται να γίνεται η συμφωνία του “plea guilty” από την ταινία: στους διαδρόμους λίγο πριν τη δίκη με το συνήγορο και το δικαστή να “παζαρεύουν” κυριολεκτικά τα χρόνια ή τους μήνες. Η σκοπιμότητα του θεσμού αυτού είναι σαφής: οικονομία της δίκης. Το ζήτημα της ηθικής ορθότητας του παραπάνω θεσμού είναι τελείως διαφορετικό και ίσως αυτό ακριβώς καυτηριάζει η τόσο κυνική του απεικόνιση στην υπό ανάλυση ταινία. Ζ.- Θέματα για συζήτηση
Ποιο είναι το πρότυπο του “καλού δικηγόρου”, όπως αυτό
παρουσιάζεται στην ταινία; Ποιο θα πρέπει να είναι αυτό το πρότυπο, κατά τη γνώμη σας;
Το λειτούργημα του δικηγόρου έχει δημόσιο χαρακτήρα. Πιστεύετε ότι θα
πρέπει υπ’ αυτήν την έννοια να περιορίζεται και ως προς την προσωπική του ζωή και τις επιλογές που κάνει; Πώς κρίνετε τη σχέση του Arthur με τη Gail υπ’ αυτό το πρίσμα; Πώς παρουσιάζονται οι συνθήκες κράτησης στις φυλακές των Ηνωμένων Πολιτειών; Τα παρουσιαζόμενα στην ταινία επιβεβαιώνουν όσα γνωρίζετε από τη σχετική ειδησεογραφία;
Πώς κρίνετε το θεσμό της προφυλακίσεως; Μπορείτε να σκεφτείτε
τρόπους για να βελτιωθεί, ώστε να συνεχίσει η κοινωνία να επωφελείται από τα θετικά του στοιχεία, αλλά να μην έχει ταυτόχρονα αρνητική επίδραση στον κατηγορούμενο;
335 Πιστεύετε πως ένα σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης αν κι αυτόπου παρουσιάζεται στην ταινία απονέμει πραγματικά δικαιοσύνη ή όχι; Γιατί; Ποιο κρίνετε ισχυρότερο και γιατί: το καθήκον αληθείας ή το καθήκον πίστης στον πελάτη ενός δικηγόρου; Ποια μπορεί να είναι η επιρροή επικράτησης γενικεύσεων στα πρότυπα προφίλ των θυτών και των θυμάτων;
Ποια είναι η γνώμη σας για την ηθική του θεσμού της ομολογίας της
ενοχής - “plea guilty”;
Η.- Εργασίες 1.- Από τα σχετικά αρχεία του πειθαρχικού συμβουλίου ενός ελληνικού δικηγορικού συλλόγου βρείτε για 1 – 2 έτη, τα πραγματικά περιστατικά της συμπεριφοράς δικηγόρων που θεμελιώνουν πειθαρχικά τους παραπτώματα. Στη συνέχεια προχωρείστε στο σχολιασμό τους. 2.- Προσπαθήστε να βρείτε άρθρα στον τύπο για περιστατικά βίας που έχουν εκδηλωθεί σε φυλακές της Ελλάδας κατά τα τελευταία 10 χρόνια και συγκρίνατέ τα με όσα παρουσιάζονται στην ταινία. 3.- Αναζητείστε πραγματικές υποθέσεις δικηγόρων, δικαστικών λειτουργών ή απλών πολιτών που είδαν το φως της δημοσιότητας τα τελευταία 10 χρόνια στη χώρα μας, και οι παραπέμφθηκαν σε δίκη με κακουργηματικές κατηγορίες. Ποια ήταν η έκβαση της δίκης στις περιπτώσεις αυτές; Υπήρξε διαφοροποίηση της ποινικής τους μεταχείρισης που κατά τη γνώμη σας οφειλόταν στις ιδιότητές τους;
3.- “Presumed Innocent” Α.- Γενικά Χώρα προέλευσης: ΗΠΑ Πρώτη προβολή: 1990
336 Διάρκεια: 127’ Σκηνοθεσία: Alan J. Pakula Σενάριο: Scott Turow (μυθιστόρημα), Frank Pierson (σενάριο), Alan J. Pakula (σενάριο) Cast: Harrison Ford (Rusty Sabich) Brian Denneby (Raymond Horgan) Raul Julia (Sandy Stern) Bonnie Bedelia (Barbara Sabich) Paul Winfield (Δικαστής Larren Lyttle) Greta Scacchi (Carolyn Polhemus) John Spencer (Detective Lipranzer) Joe Grifasi (Tommy Molto) Tom Mardirosian (Nico Della Guardia) Anna Maria Horsford (Eugenia) Sab Shimono (‘Painless’ Kumagai) Bradley Whitford (Jamie Kemp) Christine Estabrook (Lydia ‘Mac’ MacDougall) Michael Tolan (Mr. Polhemus) Madison Arnold (Sgt. Lionel Kenneally)
Β.- Αποσπάσματα κριτικών “A magician deliberately orchestrates his audience's suspicions as a means of concealing the real tricks of his trade. Scott Turow accomplished something very similar with ''Presumed Innocent,'' his spellbinding courtroom novel in which the narrator finds himself accused of having murdered a seductive co-worker.” J. Maslin, New York Times (July 27, 1990) “"Presumed Innocent" has at its core one of the most fundamental fears of civilized man: the fear of being found guilty of a crime one did not commit.” R. Ebert, Chicago Sun-Times (July 27, 1990) “Based on the bestseller by Scott Turow, this jurisprudent tragedy feels as old as Samson and Delilah, and as patriarchal. […] it is a solid whodunit.”
337 R. Kempley, Washington Post (July 27, 1990)
Γ-. Κινηματογραφική πλοκή Ο Rusty Sabich, μεσήλικας αντιεισαγγελέας, γοητεύεται από τη νεαρά Carolyn Polhemus που αναλαμβάνει καθήκοντα στην υπηρεσία που υπηρετεί ο ίδιος. Η Carolyn δεν διακρίνεται μόνο για τις ικανότητές της στην εργασία της, αλλά και για την ιδιαίτερη γοητεία που εκπέμπει. Μια παράνομη σχέση μεταξύ της νεαρής Carolyn και του παντρεμένου Rusty δεν αργεί να δημιουργηθεί, το ίδιο γρήγορα, όμως, διαλύεται, καθώς η Carolyn βρίσκει το νέο της εραστή στο πρόσωπο του προϊστάμενου του Rusty, εισαγγελέα Raymond Horgan. Όταν η Carolyn βρίσκεται άγρια δολοφονημένη στο διαμέρισμά της, ο Horgan αναθέτει την υπόθεση στον Rusty. Ο Rusty δυσκολεύεται να αναλάβει την υπόθεση, καθώς τα συναισθήματά του για την Carolyn δεν έχουν σβήσει, αλλά δεν μπορεί και να αρνηθεί, εφόσον φυσικά δεν επιθυμεί να αποκαλυφθεί η σχέση του με το θύμα. Έτσι ξεκινά την έρευνα η οποία καταδεικνύει ξεκάθαρα τον ίδιο ως κύριο ύποπτο. Ασκείται δίωξη κατά του Rusty για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και του αφαιρείται φυσικά η υπόθεση. Αυτομάτως, όχι μόνο χάνει την στήριξη που είχε από τον προϊστάμενό του Horgan, αλλά αυτός στρέφεται εναντίον του αποκαλύπτοντας την παράνομη σχέση του και υποστηρίζοντας ότι ο ίδιος ο Rusty επέμεινε να αναλάβει την υπόθεση προκειμένου να αποκρύψει τα ενοχοποιητικά στοιχεία. Ο πρωταγωνιστής δεν αργεί να καταλάβει ότι βρίσκεται παγιδευμένος και μάλιστα από κάποιον που γνωρίζει καλά τις διαδικασίες έρευνας της εισαγγελίας. Αυτή είναι η βασική υπερασπιστική γραμμή του ενώπιον του δικαστηρίου και κατορθώνει πραγματικά να αθωωθεί λόγω αμφιβολιών. Η απόφαση του δικαστηρίου βασίζεται στο
338
τεκμήριο αθωότητας, για το οποίο προϊδεάζει άλλωστε και ο τίτλος της ταινίας. Ο Rusty, όμως, που υποπτεύεται ότι η παγίδα είχε στηθεί μέσα από την υπηρεσία του, βρίσκεται προ μεγάλης εκπλήξεως, όταν ανακαλύπτει, κάνοντας δουλειές στον κήπο του, ένα τσεκούρι με ίχνη αίματος και τρίχες του θύματος. Η ιδέα να καταστρέψει την οικογένειά του, αφήνοντας τον γιο του χωρίς μητέρα, δεν του επιτρέπει να αποκαλύψει τα ενοχοποιητικά στοιχεία, τα οποία καταστρέφει ο ίδιος. Η ταινία κλείνει με τη φωνή του Rusty να ηχεί πάνω από τις κενές θέσεις των ενόρκων στο δικαστήριο: “There was a crime. There was a victim. And there is punishment.” Δ.- Κεντρικοί χαρακτήρες Rusty Sabich: ο μεσήλικας οικογενειάρχης αντιεισαγγελέας που πέφτει θύμα της γοητείας της νεαρής Carolyn Polhemus. Δείχνει να είναι υπόδειγμα τόσο στην εργασία του όσο και στην οικογένειά του. Κι όμως, το πάθος του γι’ αυτήν τη γυναίκα θα τον φέρει αντιμέτωπο με το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης και ακόμη περισσότερο με τη σύζυγο και τον γιο του. Διατηρεί την ψυχραιμία του και την αξιοπρέπειά του και κυρίως τη διαύγεια που χρειάζεται για να διαφύγει από την παγίδα που του έχει στηθεί. Μέσα από το ψυχρό προσωπείο ενός αντιεισαγγελέα αφήνεται να διαφανεί μια έντονη ευαισθησία και τα παράφορα συναισθήματα που τον πλημμυρίζουν. Όταν ανακαλύπτει ότι δολοφόνος της πρώην ερωμένης του είναι η ίδια η σύζυγός του, επικρατεί η ψυχρή λογική και η επιθυμία να διατηρήσει την οικογένειά του ενωμένη, Raymond Horgan: ο προϊστάμενος εισαγγελέας που πιέζει τον Rusty να αναλάβει την υπόθεση της δολοφονίας της Carolyn. Είναι ο ίδιος που αργότερα υποστηρίζει ότι ο Rusty είναι αυτός που άσκησε
πίεση
προκειμένου
να
αναλάβει
την
υπόθεση,
339
υποστηρίζοντας έτσι τη θέση ότι ο Rusty είναι ο δολοφόνος. Ο Horgan αποδεικνύεται διπρόσωπος και μάλλον χωρίς αρχές. Δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει ψεύδη προκειμένου να αποκομίσει ο ίδιος κάποιο κέρδος. Γι’ αυτόν τίποτα δεν έχει μεγαλύτερη σημασία από την προσωπική του ανέλιξη. Όλα τα υπόλοιπα γύρω του είναι δευτερεύοντα. Barbara Sabich: η χαμηλών τόνων σύζυγος του Rusty. Είναι προδομένη, πληγωμένη και παρ’ όλ’ αυτά δεν υψώνει ούτε καν τον τόνο της φωνής της παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις. Δείχνει να έχει κατανόηση, να στηρίζει τον σύζυγό της, παρ’ ότι γνωρίζει καλά ότι την απατούσε με το θύμα για το οποίο έχει ακόμη συναισθήματα. Η παρουσία της σε όλη τη διάρκεια της ταινίας είναι σχεδόν ανεπαίσθητη. Είναι ίσως η τελευταία που θα υποπτευόταν κάποιος, είναι, όμως, όντως η δολοφόνος της Carolyn. Με αξιοπρόσεχτη ψυχρότητα και λεπτομερή σχεδιασμό εκτέλεσε το έγκλημά της και δημιούργησε όλα τα στοιχεία που χρειάζονταν για να φανεί ως σεξουαλικό έγκλημα. Μόνο που δεν υπολόγισε το ενδεχόμενο – όπως η ίδια υποστηρίζει στο σύζυγό της, όταν αυτός ανακαλύπτει τα ενοχοποιητικά στοιχεία- να κατηγορηθεί ο Rusty για το έγκλημά της. Δικαστής Larren Lyttle: η προσωπικότητά του δικαιολογεί τη θέση του στην έδρα του δικαστηρίου. Προσπαθεί να φανεί αντικειμενικός, δεν εντυπωσιάζεται από δικηγορικά τεχνάσματα και μεγαλόσχημα λογύδρια, αναζητά πραγματικά την αλήθεια σε μια υπόθεση που λαμβάνει πολιτικές διαστάσεις πέραν της κρινόμενης
ανθρωποκτονίας.
Με
μια
πολύ
προσεχτικά
διατυπωμένη θέση, απαλλάσσει τον κατηγορούμενο, κάνοντας χρήση του τεκμηρίου αθωότητας. “After yesterday, there is no proof of motive here. There is no evidence that there ever was an
340
intimate relationship between the defendant and Ms. Polhemus. There is no proof so far as I am concerned to give a reasonable person grounds to believe that they had carnal relations on the night of her death. In point of fact, there's not one shred of direct proof that Mr. Sabbich murdered Ms. Polhemus. So under these circumstances, I cannot allow this trial to continue.” Carolyn Polhemus: νεαρή, ικανή και γοητευτική, δεν αργεί να δημιουργήσει αναστάτωση στην υπηρεσία της με την άγρια δολοφονία της. Συνάπτει σχέση με τον πρωταγωνιστή τόσο γρήγορα όσο τη διαλύει. Φαίνεται να μην έχει συναισθήματα για κανέναν παρά μόνον για τον εαυτό της. “I like you Rusty, but I think it's over... It's just not right for me. It's over...”, με τη φράση αυτή εγκαταλείπει τον εραστή της που είναι φανερό ότι έχει αναπτύξει συναισθήματα γι’ αυτήν. Την ψυχρότητά της, την υπολογιστική της λογική, αλλά και την απιστία του εραστή της, την πληρώνει αργότερα με το βαρύτερο τίμημα : την ίδια της τη ζωή. Ε.- Από κινηματογραφική σκοπιά Πρόκειται
για
τη
μεταφορά
στη
μεγάλη
οθόνη
ενός
μυθιστορήματος του Scott Turow, όπως άλλωστε συμβαίνει συχνότατα με τα δικαστικά δράματα, στην κατηγορία των οποίων κατατάσσεται και η εν λόγω ταινία. Διάφοροι κριτικοί την έχουν χαρακτηρίσει ως δικαστικό θρίλερ. Η διαφωνία αυτή ωστόσο ως προς την κατάταξή της παίζει μικρό ρόλο στη φύση της ταινίας, η οποία σε κάθε περίπτωση είναι δικαστική. Το μεγαλύτερο μέρος της διαδραματίζεται γύρω ή μέσα σε μια αίθουσα δικαστηρίου και οι βασικοί ήρωες είναι δικηγόροι και εισαγγελείς. Η έκφραση “a prosecutor is prosecuted” είναι πιο γλαφυρή στην αγγλική γλώσσα προκειμένου να καταδειχθεί η ειρωνεία της
341
ποινικής δίωξης ενός εισαγγελέα. Από κινηματογραφικής απόψεως, το στοιχείο αυτό της ειρωνείας δίνεται από πολύ νωρίς, από τις πρώτες κιόλας λέξεις της ταινίας, που ακούγονται από το στόμα του Sabich: “I'm a prosecutor. I'm part of the business of accusing, judging and punishing. I explore the evidence of a crime and determine who is charged, who is brought to this room to be tried before his peers. I present my evidence to the jury and they deliberate upon it.” Ο ίδιος αυτός άνθρωπος είναι που θα βρεθεί στο εδώλιο του κατηγορουμένου και μάλιστα για ένα έγκλημα που δεν έχει διαπράξει. Μια ιδιαίτερη νότα στην ταινία δίνει ο χαρακτήρας του πρωταγωνιστή. Σε ολόκληρη σχεδόν την ταινία είναι σκυθρωπός και σοβαρός. Το χαμόγελό του δεν σχηματίζεται παρά μόνο από πικρία. Δίνει την εικόνα ενός επαγγελματία χωρίς άλλες προεκτάσεις. Κι όμως μια γυναίκα καταφέρνει να τον συγκλονίσει σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί να τη βγάλει από το μυαλό του. Παρ’ ότι γνωρίζει καλά ποια είναι και πώς του έχει φερθεί, θρηνεί για το χαμό της σιωπηλά, αλλά διαρκώς. Στην ίδια προβληματική εντάσσεται και ο χαρακτήρας της συζύγου του. Επίσης αινιγματική, σιωπηρή και χαμηλών τόνων, αποκαλύπτει μια δύναμη κατά κυριολεξία εγκληματική. Δίνει την εντύπωση της άβουλης συζύγου που δέχεται όλα τα παραστρατήματα του συζύγου της προκειμένου να διατηρήσει την φαινομενική γαλήνη του σπιτιού της. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι μια γυναίκα ικανή για όλα, όπως αποδεικνύεται στο τέλος της ταινίας. Εξίσου αξιοσημείωτη πτυχή της ταινίας είναι οι σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των εργαζομένων στην εισαγγελία. Η πολιτική διαμάχη, οι προσωπικές βλέψεις και οι επαγγελματικοί εγωισμοί είναι αρκετοί για να καταλυθεί εσωτερικά το αίσθημα δικαίου και να μην διστάζουν να κατηγορούν έναν αθώο, έστω κι αν γνωρίζουν την αθωότητά του ή εν πάση περιπτώσει δεν γνωρίζουν μετά βεβαιότητας την
342
ενοχή του. “Don't you understand what is happening here? If you don't find me a killer there is no office!”, λέει ο Horgan στον Sabich, αναθέτοντάς του την έρευνα της δολοφονίας της Carolyn Polhemus. Το σημαντικότερο είναι να βρεθεί ένας ένοχος και να κλείσει η υπόθεση, ακόμη και αν τελικά δεν πρόκειται για τον πραγματικό ένοχο, αλλά για ένα εξιλαστήριο θύμα. Στη σκοτεινή αυτή πτυχή της δικαιοσύνης λαμπρό παράδειγμα αποτελεί ο δικαστής Larren Lyttle. Οι κινήσεις του και οι δηλώσεις του είτε από την έδρα είτε ενώπιον του μικρού κύκλου των δικηγόρων και του κατηγορουμένου αποσκοπούν μονάχα στην αποκάλυψη της αλήθειας με αναντίρρητη και απόλυτα σεβαστή βάση τους κανόνες της ποινικής δικονομίας, όπως τους προσδιορίζει ο νομοθέτης. Ακόμη και αν κάποια στιγμή φαίνεται να ευνοεί τη μια πλευρά, αυτό δεν συμβαίνει παρά μόνο λόγω του συμπτωματικού γεγονότος ότι την πλευρά αυτή τυχαίνει να ευνοεί ο κανόνας του οποίου ο δικαστής απαιτεί την αυστηρή εφαρμογή. Η απόφασή του να θέσει σε εφαρμογή την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας καταδεικνύει την καθαρή νομική του σκέψη. Η φράση με την οποία τερματίζει τη δίκη φανερώνει την έντονη αίσθηση ευθύνης που φέρει για ό,τι διαδραματίζεται εντός του δικαστηρίου στην έδρα του οποίου προεδρεύει: “Mr. Sabbich, you are discharged, sir. And I cannot begin to tell you how sorry I am that any of this has taken place. Not even the pleasure of seeing you free can make up for this, this disgrace to the cause of justice.” Στ.- Ποινική/εγκληματολογική προσέγγιση Μεγάλο ενδιαφέρον από εγκληματολογικής απόψεως παρουσιάζει η υπό συζήτηση ταινία αναφορικά με τον τρόπο διεξαγωγής μια έρευνας, καθώς και της αξιολόγησης των στοιχείων που προκύπτουν από αυτή. Η αξιολόγηση των καταθέσεων των πραγματογνωμόνων είναι ένα πρακτικό ζήτημα μεγάλης σημασίας. Στις περιπτώσεις που το δικαστήριο
343
συναπαρτίζεται από ενόρκους, η κατάθεση του πραγματογνώμονα μπορεί να αποδειχθεί βαρύνουσας σημασίας, ίσως και πέραν του αναμενόμενου ή
νομικά
ορθού.
Η
δικαστική
εκτίμηση
της
έκθεσης
πραγματογνωμοσύνης χρήζει μεγάλης προσοχής. Λόγω των ειδικών γνώσεων των πραγματογνωμόνων σε σχέση με τους υπόλοιπους λειτουργούς της δίκης, οι εκθέσεις τους απολαμβάνουν συνήθως μεγάλης αποδοχής. Παρ’ όλ’ αυτά η αποδεικτική εκτίμηση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης διέπεται από την αρχή της ελεύθερης εκτίμησης των αποδείξεων. Στη χώρα μας πάντως γίνεται νομολογιακά δεκτό ότι η απόρριψη της γνωμάτευσης των πραγματογνωμόνων θα πρέπει να συνοδεύεται από πλήρη αιτιολογία. Το κυριότερο ζήτημα, όμως, τίθεται από τον ίδιο τον τίτλο της ταινίας: “Presumed Innocent”. Πρόκειται για το τεκμήριο αθωότητας, όπως αυτό έχει επικρατήσει στο νομικά πολιτισμένο κόσμο, ή αλλιώς η αρχή που συμπυκνώνεται στη φράση «αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου». Το τεκμήριο αθωότητας προβλέπεται ρητά στο άρθρο 6 § 2 της Ευρωπαϊκής Συνθήκης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου του 1950 (ΕΣΔΑ). Το εν λόγω άρθρο στη δεύτερη παράγραφο προβλέπει ότι κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα πρέπει να θεωρείται αθώο μέχρι αποδείξεως της ενοχής του βάσει του νόμου. Η αρχή αυτή περιλαμβάνεται και σε πολλά άλλα διεθνή ή και εθνικά κείμενα. Όμοια διατύπωση χρησιμοποιείται στο άρθρο 48 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως και στο άρθρο 11 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που υιοθετήθηκε το 1948 από τη Γενική Συνέλευση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Πολύ νωρίτερα στο άρθρο 9 της επαναστατικής γαλλικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789 είχε διατυπωθεί η ίδια αρχή.
344
Το τεκμήριο αθωότητας θεωρείται ότι προέρχεται από τη λατινική νομική αρχή “ei incumbit probatio qui dicit, non qui negat”, που σημαίνει “το βάρος αποδείξεως φέρει αυτός που ισχυρίζεται, όχι αυτός που αρνείται”. Στο νεότερο νομικό κόσμο η αρχή αυτή εισήχθη πλήρως το 1895 στις Ηνωμένες Πολιτείες με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της υποθέσεως Coffin v. United States (156 U.S. 432; 15 S. Ct. 394). Στην εν λόγω απόφαση, ο δικαστής είπε τα εξής: “Το τεκμήριο αθωότητας είναι το συμπέρασμα που συνάγεται από το νόμο προς όφελος του πολίτη, δυνάμει του οποίου όταν κάποιος δικάζεται επί ποινικών κατηγοριών, πρέπει να αθωωθεί, εκτός και αν αποδεικνύεται η ενοχή του”. Την ίδια αυτή αρχή αντανακλά η ακόλουθη στιχομυθία μεταξύ του Δελφίνου και του Ιουλίου Καίσαρα. Λέγεται ότι σε μια ποινική δίκη, ο κατηγορούμενος αρνείτο την ενοχή του και ταυτόχρονα τα στοιχεία που είχαν συλλεχθεί δεν ήταν επαρκή για την καταδίκη του. Τότε ο Δελφίνος αναφώνησε απευθυνόμενος στον Ιούλιο Καίσαρα: “Αν αρκεί η άρνηση [των κατηγοριών], τι θα απογίνει με τους ενόχους;” για να λάβει την απάντηση του Καίσαρα “Αν αρκεί η κατηγορία, τι θα απογίνει με τους αθώους;”. Άλλος Ρωμαίος αυτοκράτορας, ο Τραϊανός, έλεγε “Satius enim esse impunitum relinqui facinus nocentis quam innocentem damnari”, δηλαδή είναι προτιμότερο να αφεθεί ατιμώρητη η πράξη του ενόχου, παρά να καταδικασθεί ένας αθώος. Την άποψη αυτή αναδιατύπωσε πολύ αργότερα ο Blackstone στο περίφημο έργο του “Commentaries on the Laws of England” που εκδόθηκε μεταξύ 17651769 (2 Bl. Com. c. 27, σελίδα 358), όπου γράφει ότι “ο νόμος θεωρεί ότι είναι προτιμότερο να γλιτώσουν δέκα ένοχοι παρά ένας αθώος να υποφέρει”. Το τεκμήριο αθωότητας έχει κατ’ ουσίαν τρεις εκφάνσεις. Κατά πρώτον, στο ποινικό σύστημα δικαιοσύνης το βάρος αποδείξεως φέρει
345
όχι ο κατηγορούμενος, αλλά ο κατήγορος. Με άλλα λόγια, ο εισαγγελέας είναι αυτός που πρέπει να παρουσιάσει ενώπιον του δικαστηρίου τα στοιχεία που αποδεικνύουν την ενοχή του κατηγορουμένου και υποστηρίζουν τις κατηγορίες που του έχει απαγγείλει. Εξάλλου, ο κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να καταθέσει ή να καλέσει μάρτυρες υπεράσπισης. Η άρνηση του κατηγορουμένου να καταθέσει, να απαντήσει σε κάποια ερώτηση ή να υποβληθεί σε κάποια εξέταση –πχ. εξέταση DNA- δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του. Τέλος, το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος παρουσιάζεται ενώπιον του δικαστηρίου και διορίζει συνήγορο υπεράσπισης από μόνο του δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη ενοχής. Είναι αξιοσημείωτο να ειπωθεί ότι το τεκμήριο αυτό και η κατανομή του βάρους αποδείξεως ισχύει μόνο στο σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης. Στις αστικές υποθέσεις, κάθε αντίδικος υποχρεούται να προσκομίσει ενώπιον δικαστηρίου τα στοιχεία εκείνα που αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του. Βάσει
της αγγλικής ορολογίας, η ενοχή θα πρέπει να
αποδεικνύεται “beyond any reasonable doubt”, πέραν δηλαδή κάθε λογικής αμφιβολίας. Η φράση αυτή αποτελεί ακριβώς το μέτρο βάσει του οποίου κρίνεται κατά πόσον η απόδειξη ενοχής είναι επαρκής για την καταδίκη του κατηγορουμένου ή όχι. Απλοί ενδείκτες, ανεπαρκείς αποδείξεις και αθεμελίωτοι ισχυρισμοί δεν μπορούν να οδηγήσουν σε καμία περίπτωση στην καταδίκη του κατηγορουμένου. Η ενοχή του θα πρέπει να αποδεικνύεται μετά βεβαιότητας. Ακριβώς σε αυτό το δεδομένο στηρίζεται άλλωστε η διαφοροποίηση στη διατύπωση μεταξύ της αθώωσης και της απαλλαγής λόγω αμφιβολιών. Στην πρώτη περίπτωση, τα στοιχεία που συνελέχθησαν και παρουσιάστηκαν ενώπιον δικαστηρίου απέδειξαν την αθωότητα του κατηγορουμένου ώστε οι κατηγορίες να εμφανίζονται παντελώς ασταθείς και να καταρρίπτονται.
346
Στη δεύτερη περίπτωση, μπορεί να παραμένει η πιθανότητα ενοχής στο μυαλό των δικαστικών λειτουργών, αλλά τα στοιχεία δεν είναι επαρκή για να σχηματιστεί η βεβαιότητα, η δικανική πεποίθηση που απαιτεί η καταδίκη. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν πάντως ότι προκειμένου να καταδικαστεί κάποιος κατηγορούμενος θα πρέπει να μην παραμένει καμία αμφιβολία ως προς την ενοχή του. Σε αυτήν την περίπτωση θα ήταν πρακτικά αδύνατο να καταδικαστεί κανείς, γιατί ακόμη και η έλλειψη ομολογίας από την πλευρά του θα μπορούσε να θεωρηθεί αμφιβολία. Ακριβώς σε αυτό το σημείο τοποθετείται η λεπτή γραμμή που διαχωρίζει την πιθανότητα –που είναι ανεπαρκής για την καταδίκη- από τη βεβαιότητα ενοχής. Με άλλα λόγια, το τεκμήριο αθωότητας εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που οι αμφιβολίες είναι τόσες ώστε να μην μπορεί σε καμία περίπτωση να σχηματιστεί βεβαιότητα, πεποίθηση ενοχής στο μυαλό ενός λογικού ανθρώπου. Με θετική διατύπωση, η καταδίκη επέρχεται παρ’ όλ’ αυτά στις περιπτώσεις που οι αμφιβολίες δεν μπορούν να επηρεάσουν την πεποίθηση ενός λογικού ανθρώπου περί της
ενοχής
του
κατηγορουμένου.
Η
λέξη
“reasonable”
δεν
χρησιμοποιείται τυχαία στη φράση αυτή. Η δικανική πεποίθηση που πρέπει να σχηματιστεί προκειμένου να καταδικαστεί ο κατηγορούμενος δεν πρέπει να είναι νομική, αλλά ηθική, η πεποίθηση δηλαδή που σχηματίζεται στο μυαλό ενός λογικού ανθρώπου και όχι ενός επαγγελματία νομικού. Η επικράτηση του τεκμηρίου αθωότητας ως βασική αρχή δικαίου στα περισσότερα σύγχρονα κράτη δεν σημαίνει αυτόματα και την κατάργηση δυσμενών συνεπειών για τους κατηγορουμένους πριν την απόδειξη της ενοχής τους. Σε αρκετά συστήματα, μεταξύ των οποίων και το ελληνικό μέχρι το 1981, ισχύει ο θεσμός της προφυλακίσεως. Ο θεσμός αυτός αποτελεί στην ουσία παραβίαση των δικαιωμάτων του
347
κατηγορουμένου, καθώς επιβάλλει μια ποινή πριν αποδειχθεί η ενοχή. Στο ελληνικό νομικό σύστημα, ο θεσμός της προφυλακίσεως έχει αντικατασταθεί με το θεσμό της προσωρινής κρατήσεως. Δυστυχώς, όμως, παρατηρείται συχνά το φαινόμενο καταστρατήγησης του εν λόγω κανόνα δικαίου με αποτέλεσμα υπόδικοι να διαβιούν επί μακρό χρονικό διάστημα υπό τις ίδιες συνθήκες κρατήσεως με τους καταδίκους και χωρίς ουσιαστικές διαφορές από αυτούς. Εξάλλου σε κράτη που διατηρείται ακόμη η πρακτική των βασανιστηρίων,
οι
κατηγορούμενοι
υπόκεινται
στο
μέσο
αυτό
απόσπασης πληροφοριών που ουσιαστικά αποτελεί προτιμώρηση για την πράξη για την οποία κατηγορούνται, ακόμη και αν τελικά αποδειχθεί ότι δεν την έχουν τελέσει. Γενικότερα, είναι αξιοσημείωτο ότι παρ’ ότι η νομική επιστήμη κάνει βήματα προς τη θεσμοθέτηση και την προάσπιση των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου, πολύ συχνά η κοινωνία αντιστέκεται σθεναρά στην αποδοχή του γεγονότος ότι συχνότατα οι εκπρόσωποι του κράτους στην ποινική δίωξη, οι εισαγγελείς, σφάλουν και εμπλέκουν αθώους πολίτες στους τροχούς της ποινικής διαδικασίας. Ζ.- Θέματα για συζήτηση
Πώς κρίνετε τη στάση του εισαγγελέα Sabich στην υπόθεση της
δολοφονίας της συναδέλφου του Carolyn Polhemus όσο είναι αυτός επικεφαλής; Πρέπει ο επικεφαλής της έρευνας να έχει πράγματι την ευχέρεια να κρίνει τι είναι σημαντικό να ελεγχθεί και τι όχι ή κάποιοι βασικοί έλεγχοι πρέπει να γίνονται ούτως ή άλλως και σε κάθε περίπτωση;
Υπάρχουν, κατά τη γνώμη σας, μάρτυρες που πρέπει να θεωρούνται
εκ προοιμίου αξιόπιστοι ή αναξιόπιστοι; Γνωρίζετε αν, κατά το ελληνικό δίκαιο, αποκλείονται από τον κύκλο των μαρτύρων κάποια άτομα και, αν ναι, ποια;
Πώς πρέπει να αξιολογούνται οι καταθέσεις πραγματογνωμόνων, κατά
τη γνώμη σας, και τη βαρύτητα πρέπει να κατέχουν στη διαδικασία αποδείξεως;
348
Ποια αποδεικτικά μέσα φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα και
γιατί;
Σε ποια κατηγορία εγκλημάτων κατατάσσεται η δολοφονία της
Carolyn Polhemus βάσει των στοιχείων που βρίσκονται στον τόπο του εγκλήματος;
Ποια είναι τελικά η φύση του εγκλήματος, όπως αποκαλύπτεται στο
τέλος της ταινίας;
Κατά τη γνώμη σας, μπορεί μια υγιής προσωπικότητα να προβεί σε
ένα τέτοιο σχεδιασμένο έγκλημα και αν ναι, υπό ποιες συνθήκες;
Μπορεί να δικαιολογηθεί η διάπραξη ενός εγκλήματος και αν ναι, σε
ποιες περιπτώσεις;
Η δικαιολογητική βάση της διάπραξης του εγκλήματος της Barbara
Sabich είναι ικανοποιητική για το σύστημα δικαίου; Για την κοινή γνώμη;
Μια γυναίκα που είναι ικανή να διαπράξει μια ανθρωποκτονία είναι
κατάλληλη να διαπαιδαγωγήσει τα παιδιά της;
Πώς κρίνετε την απόφαση του Rusty να μην καταδώσει τη σύζυγό
του;
Ποιο στοιχείο –όταν αυτά συγκρούονται- πρέπει να κυριαρχεί σε μια
πολιτεία ώστε αυτή να ευημερεί; Η δικαιοσύνη ή η ανατροφή των παιδιών κι η διαφύλαξη της οικογενείας;
Συνδέονται τα δυο αυτά στοιχεία με κάποια σχέση; Αυτή η σχέση
είναι αμφίδρομη ή μίας κατευθύνσεως;
Πώς κρίνετε την τελική απόφαση του δικαστή; Εσείς θα απαλλάσσατε
τον κατηγορούμενο ή όχι;
«Είναι προτιμότερο να αθωωθούν δέκα ένοχοι παρά να καταδικαστεί
ένας αθώος». Ποια είναι η γνώμη σας αναφορικά με την παραπάνω διατύπωση;
Ποιο είναι το μέτρο βάσει του οποίου μπορεί να κριθεί το κατά πόσον
η απόδειξη ενοχής είναι επαρκής για την καταδίκη του κατηγορουμένου ή όχι;
Η.- Εργασίες
349 1.- Από τη νομολογία του Αρείου Πάγου των τελευταίων δέκα ετών βρείτε αποφάσεις
που αφορούν τη θεματολογία της ταινίας και προβείτε στο
σχολιασμό τους.
4.- “The Life of David Gale” Α.- Γενικά Χώρα προέλευσης: ΗΠΑ Πρώτη προβολή: 2003 Διάρκεια: 130’ Σκηνοθεσία: Alan Parker Σενάριο: Charles Randolph Είδος : Ταινία για τη θανατική ποινή. Cast: Kevin Spacey (David Gale) Kate Winslet (Bitsey Bloom) Laura Linney (Constance Harraway) Gabriel Mann (Zack Stemmons) Elizabeth Gast (Sharon) Matt Craven (Dusty Wright) Jim Beaver (Duke Grover) Leon Rippy (Braxton Belyeu) Rhona Mitra (Berlin) Β.- Αποσπάσματα κριτικών “Its heart is in the right place, for sure, but its script needs to be in a rewrite place.” Chr. Hewitt, St. Paul Pioneer Press (February 20, 2003) “The direction is by the British director Alan Parker, who at one point had never made a movie I wholly disapproved of. Now has he ever.”
350 R. Ebert, Chicago Sun-Times (February 21, 2003) “Frankly, the film's real surprise is that it doesn't collapse under the weight of its sanctimonious posturing and howling pretension.” M. Dargis, Los Angeles Times (February 21, 2003)
Γ-. Κινηματογραφική πλοκή Ο David Gale (Kevin Spacey) είναι καθηγητής φιλοσοφίας σε πανεπιστήμιο του Τέξας, παντρεμένος, έχει ένα γιο και αποτελεί μέλος μιας οργάνωσης που μάχεται κατά της θανατικής ποινής. Στην ομάδα αυτή βασικό μέλος, συνάδελφος και καλή φίλη του Gale είναι η Constance Harraway (Laura Linney). Ο γάμος του Gale βρίσκεται στα πρόθυρα της διάλυσης και ο καθηγητής αρχίζει να πίνει. Σε ένα πάρτι με καλεσμένους αρκετούς φοιτητές του, έχοντας καταναλώσει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ, εμπλέκεται σε ερωτικές περιπτύξεις με μια φοιτήτριά του η οποία τον προκαλεί ήδη από τον πανεπιστημιακό χώρο. Η ίδια φροντίζει η ερωτική τους πράξη να φανεί ως βιασμός (του ζητά να της σκίσει το εσώρουχο, να τη δαγκώσει, να γίνει βίαιος, ενώ εκείνη του καταφέρει τραύματα με τα νύχια της – όλες οι αποδείξεις που χρειάζεται η αστυνομία για να βεβαιωθεί ότι πρόκειται για βιασμό). Την επόμενη κιόλας ημέρα η εν λόγω φοιτήτρια καταγγέλλει πράγματι τον καθηγητή για βιασμό, στη συνέχεια, όμως, αποσύρει την καταγγελία και φεύγει από την πόλη. Η έστω και στην πορεία αποσυρμένη καταγγελία πάντως είναι αρκετή ώστε ο Gale να χάσει τη θέση του στο πανεπιστήμιο και μαζί το σεβασμό των ανθρώπων γύρω του. Στιγματίζεται ως βιαστής, δυσκολεύεται να βρει νέα θέση εργασίας, παρά τα αυξημένα προσόντα του και τον διώχνουν από την οργάνωση κατά της θανατικής ποινής. Ο πρώην σεβάσμιος οικογενειάρχης καθηγητής πανεπιστημίου είναι πλέον ένας άνεργος αλκοολικός βιαστής. Η μόνη που του συμπαραστέκεται είναι η Constance. Κάποια στιγμή o
351
Gale διαπιστώνει ότι η Constance πάσχει από λευχαιμία και δεν της απομένει πολύς καιρός ζωής. Της συμπαραστέκεται ηθικά, παρ’ ότι κι ο ίδιος δεν μπορεί να ανταπεξέλθει σε ό,τι αντιμετωπίζουν. Η φιλική τους σχέση λαμβάνει μια διαφορετική τροπή – οι δυο φίλοι βρίσκονται να κάνουν έρωτα -, χωρίς να την μετατρέπει στην πραγματικότητα σε ερωτική σχέση. Όταν η Constance βρίσκεται νεκρή στο διαμέρισμά της, γυμνή, με το σπέρμα του Gale στο κορμί της και γεμάτη μώλωπες, ο πρωταγωνιστής κατηγορείται για βιασμό και ανθρωποκτονία πρώτου βαθμού και καταδικάζεται στην εσχάτη των ποινών. Λίγες ημέρες πριν οδηγηθεί στο θάνατο, αποφασίζει να διηγηθεί την ιστορία του σε μια νέα δημοσιογράφο, την Bitsey Bloom (Kate Winslet). Σύντομα η Bitsey ανακαλύπτει ότι ο Gale δεν είναι ένοχος, αργεί, όμως, να καταλάβει ότι δεν πρόκειται καν για ανθρωποκτονία και άρα δεν χρειάζεται να βρει τον πραγματικό ένοχο. Η τελευταία σκηνή της ταινίας αποκαλύπτει στη νεαρή δημοσιογράφο και στο κοινό – για όσους δεν το έχουν συνάγει νωρίτερα - ότι η παγίδα στην οποία φαινόταν να έπεσε ο Gale δεν ήταν στημένη γι’ αυτόν, αλλά από αυτόν – μαζί με θύμα και ένα τρίτο πρόσωπο - για το σύστημα επιβολής ποινών. Δ.- Κεντρικοί χαρακτήρες David Gale: είναι ένας πετυχημένος και αγαπητός καθηγητής φιλοσοφίας που αγωνίζεται κατά της θανατικής ποινής. Δεν συμβιβάζεται και συχνά δυσκολεύεται να συγκρατήσει τον εαυτό του. Γι’ αυτό είναι γνωστός και εξαιτίας αυτού του λόγου, χάνει κάποιες φορές τις εντυπώσεις, όπως σε έναν δημόσιο διάλογο με τον Κυβερνήτη του Τέξας με θέμα τη θανατική ποινή. Η έλλειψη αυτοελέγχου τον οδηγεί στην κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ, ιδίως μετά την εγκατάλειψή του από τη σύζυγό του η οποία φυσικά παίρνει μαζί της και τον ανήλικο γιο τους και στη
352
συνέχεια του απαγορεύει κάθε επαφή μαζί του – ακόμη και να μιλούν στο τηλέφωνο. Παρά τις αδυναμίες και τα πάθη του – απ’ τα οποία είναι αναμφίβολα γεμάτος -, είναι και παραμένει ιδεολόγος και ευαίσθητος σε ό,τι συμβαίνει γύρω του. Όταν μαθαίνει ότι η μοναδική του στην πραγματικότητα φίλη και συναγωνίστρια, Constance, δεν έχει παρά λίγο χρόνο ζωής μπροστά της, προσπαθεί να στηρίξει τον εαυτό του για να στηρίξει και εκείνη. Αναπτύσσουν μια σχέση πιο στενή απ’ ότι πριν και αποφασίσουν και οι δυο να θυσιαστούν για τα πιστεύω τους. Bitsey Bloom: είναι νέα, όμορφη και δυναμική. Φαίνεται ότι – παρά το νεαρό της ηλικίας της- τα επιτεύγματά της στη δημοσιογραφία είναι γνωστά και η αξία της αναγνωρισμένη. Επιλέγεται από τον ίδιο τον πρωταγωνιστή για να δώσει την τελευταία του συνέντευξη. Γίνεται μάρτυρας ολόκληρης της ζωής του, κάθε λεπτομέρειας που τον οδήγησε εκεί που βρίσκεται όταν τον συναντά: πίσω από τα σίδερα της φυλακής. Μαθαίνει όλες τις λεπτομέρειες, εκτός από μια: ποιος είναι τελικά υπεύθυνος για το θάνατο της Constance αν όχι ο Gale; Ενώ στην αρχή παρουσιάζει ένα ίσως αντιπαθητικό προφίλ, μιλάει απότομα και αποπαίρνει τον μαθητευόμενο δημοσιογράφο που έχει μαζί της στην αποστολή, στην πορεία της ταινίας αποδεικνύεται ότι είναι μια γυναίκα που θα έθετε σε κίνδυνο ακόμη και τον ίδιο της τον εαυτό προκειμένου να σώσει τα πιστεύω της, να αποτρέψει για παράδειγμα την εκτέλεση ενός αθώου ανθρώπου. Οι ανακαλύψεις που κάνει είναι όλο και πιο δύσκολες για’ κείνην, αλλά πιο πολύ τη βαρύνει το γεγονός ότι δεν πρόλαβε να σώσει τον διάσημο κατάδικο. Η τελευταία σκηνή της ταινίας δίνει τη λύτρωση, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο ίδιος δεν ήθελε να σωθεί, όλα ήταν μέσα στο σχέδιο.
353
Constance Harraway: είναι μια γλυκιά, μάλλον αδύναμη – τουλάχιστον οπτικά - γυναίκα που όμως μάχεται για τα ιδανικά της. Έχει αφιερώσει τη ζωή της στον αγώνα κατά της θανατικής ποινής και – όπως αποκαλύπτει στον Gale - αυτό που μετανιώνει στη ζωή της είναι ότι δεν έκανε αρκετό σεξ. Πάσχει από λευχαιμία, αλλά είναι υπερήφανη ώστε να το αποκαλύψει έστω στον καλύτερό της φίλο και συναγωνιστή, Gale. Όταν ο ίδιος το ανακαλύπτει, η σχέση τους γίνεται πιο στενή, μπορούν να μιλούν πιο ανοιχτά και έτσι αποκαλύπτει η ίδια σκέψεις και συναισθήματα που αλλιώς θα έμεναν κρυμμένα. Δεν αντιμετωπίζει τον αγώνα της σαν δουλειά ούτε τους ανθρώπους που προσπαθεί να σώσει σαν άλλον έναν κατάδικο. Ξεσπάει, καταρρέει, κλαίει κάθε φορά που αποτυγχάνει να σώσει κάποιον από τη θανατική ποινή. Και είναι πολλοί αυτοί που δεν έχει καταφέρει να σώσει… Zack Stemmons: πρόκειται για τον μαθητευόμενο δημοσιογράφο που ακολουθεί την Bitsey Bloom στο Τέξας και να τη βοηθήσει στη συνέντευξη με τον David Gale. Η Bitsey καθιστά σαφές από την αρχή ότι η παρουσία του δεν της είναι ευχάριστη και ότι δεν θα του επιτρέψει να αναμειχθεί στο άρθρο της. Ο ίδιος κρατά τις ισορροπίες, διατηρώντας την ψυχραιμία του και παραμένοντας στο ύψος του, ακούγοντας την Bitsey να του μιλά υποτιμητικά και να τον απορρίπτει. Όταν τελικά εκείνη χρειάζεται τη βοήθειά του, είναι δίπλα της και κάνει τα πάντα προκειμένου να της παράσχει ό,τι χρειάζεται και να την κρατήσει ασφαλή. Άθελά του δίνει στην Bitsey τη λύση σ’ αυτό που ψάχνει: το ποιος ευθύνεται για το θάνατο της Constance. Braxton Belyeu: είναι ο δικηγόρος του Gale. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που συλλέγει ο Zack, πρόκειται για έναν δικηγόρο χωρίς ιδιαίτερες ικανότητες, μάλλον αποτυχημένο. Στις δίκες που
354
έχει εκπροσωπήσει τον Gale έχει χάσει παταγωδώς, μη έχοντας προβάλλει βασικά επιχειρήματα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ελάφρυνση της ποινής, τουλάχιστον από θανατική σε ισόβια κάθειρξη. Η φυσιογνωμία του, όμως, δεν ταιριάζει απόλυτα με το προφίλ του. Δείχνει να παρατηρεί και να ξέρει περισσότερα πράγματα απ’ όσα λέει. Ο θεατής πρέπει να περιμένει μέχρι το τέλος της ταινίας για να διαπιστώσει ότι οι δικαστικές αποτυχίες του Belyeu στην υπόθεση Gale ίσως να μην ήταν τόσο τυχαίες ή λόγω της έλλειψης προσόντων του. Ίσως ο Belyeu είναι τελικά πιο ικανός και πιστός σε οράματα απ’ όσο θα πίστευε κανείς. Ε.- Από κινηματογραφική σκοπιά Οι κριτικές που έλαβε η συγκεκριμένη ταινία μπορούν μόνο να αποθαρρύνουν κάποιον από το να τη δει. Παρ’ ολ’ αυτά, οι πρωταγωνιστές καταφέρνουν να κάνουν την ταινία ενδιαφέρουσα και το θέμα της ακόμη περισσότερο. Μπορεί σκηνοθετικά ή ακόμη και από άποψη σεναρίου να υπάρχουν κενά και ασάφειες ή ζητήματα αμφιλεγόμενα και μη ρεαλιστικά, αλλά το νόημα που προσπαθεί να περάσει η ταινία είναι αυτό που την καθιστά αξιόλογη και ξεχωριστή. Η πτώση του πρωταγωνιστή David Gale είναι κατακόρυφη και ως εκ τούτου στερείται ρεαλιστικότητας ίσως. Οι σχέσεις του κι οι αντιδράσεις του, όμως, με τους ανθρώπους γύρω του – το γιο του, τη σύζυγό του που τον εγκαταλείπει, τη συναγωνίστρια και φίλη του, Constance, ακόμη και με τον ίδιο του τον εαυτό - είναι αληθινές και γνήσιες. Εξίσου αξιόλογη είναι η προσέγγιση της ψυχολογίας ενός ασθενούς στο τελευταίο στάδιο, με άλλα λόγια ενός ανθρώπου που ξέρει ότι η ζωή του πλησιάζει στο τέλος της. Στο σημείο αυτό υπάρχει ένας πολύ ενδιαφέρον παραλληλισμός που πρέπει κανείς να διακρίνει μέσα στην ταινία. Τόσο ο David όσο και η Constance γνωρίζουν ότι σύντομα θα πεθάνουν. Ο David γνωρίζει
355
μάλιστα και την ακριβή ημερομηνία. Ο τρόπος που ο καθένας αντιμετωπίζει
αυτήν
την
πραγματική
κατάσταση
είναι
τελείως
διαφορετικός. Αυτό δεν πηγάζει μόνο από το γεγονός ότι πρόκειται για δυο διαφορετικές προσωπικότητες, όπως εύλογα θα σκεφτόταν κανείς, αλλά κατά βάση από το γεγονός ότι πρόκειται για διαφορετική αιτία θανάτου. Η Constance πρόκειται να πεθάνει λόγω μιας ασθένειας, κατά της οποίας δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Τα ψυχολογικά στάδια που περνάει – όπως αναλύονται στη συζήτηση μεταξύ του David και της Constance - αφορούν ανθρώπους που νοσούν. Αντίθετα, ο David γνωρίζει τον επίσημο – τουλάχιστον - λόγο γιατί πρέπει να πεθάνει, ακόμη κι αν δεν γνωρίζει την πραγματική αιτία. “All I can tell you is that by this time tomorrow I'll be dead. I know when. I just cannot say why.”, καταθέτει χαρακτηριστικά στη δημοσιογράφο που καλείται να ανακαλύψει το γιατί μέσα σε 24 ώρες. Η τελική έκβαση της ταινίας είναι ίσως συγκινητική, αλλά μάλλον όχι πολύ πειστική. Ας μην θέσουμε υπό αμφισβήτηση την ύπαρξη ανθρώπων που είναι τόσο ιδεολόγοι και πιστοί στα ιδανικά τους που θα θυσίαζαν την ίδια τους της ζωή – χωρίς να βρίσκονται ενώπιον επικείμενου κινδύνου, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται εν βρασμώ ψυχής - προκειμένου να επιτύχουν το στόχο τους. Αυτό που τίθεται οπωσδήποτε υπό αμφισβήτηση είναι η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος, το κατά πόσον δηλαδή η εκτέλεση ενός αθώου – στην οποία τελικά ο ίδιος οδηγεί τον εαυτό του - θα έχει ως αποτέλεσμα στην κατάργηση της θανατικής ποινής. Στην ίδια την ταινία, στις τελευταίες στιγμές, εξαγγέλλονται από την πλευρά των πολιτικών αρχών οι προσπάθειες που θα καταβληθούν προκειμένου να συλληφθεί ο ένοχος της εκτέλεσης ενός αθώου. Το σύστημα συνεπώς δεν μπορεί – ή δεν θέλει - να δει ότι ένοχος είναι το ίδιο, γιατί η δικαιοπολιτική του στήριξη καταρρέει και προσπαθεί να βρει αποδιοπομπαίο τράγο.
356
Η ελπίδα του κοινού ίσως εναπόκειται στην καλή θέληση του Κυβερνήτη του Τέξας να κρατήσει το λόγο του απέναντι στον Gale, στον οποίο είχε υποσχεθεί να καταργήσει τη θανατική ποινή αν μπορούσε να του κατονομάσει έναν αθώο που εκτελέστηκε. Γι’ αυτό, άλλωστε, η συνολική αλήθεια – ότι και ο Gale γνώριζε τι συνέβαινε - αποκαλύπτεται μόνο στη δημοσιογράφο και με σκοπό την αποκατάσταση της ψυχικής της γαλήνης και τον εφησυχασμό της συνείδησής της. Σε διαφορετική περίπτωση, θα αποκαλυπτόταν ότι η εκτέλεση ενός αθώου ήταν παγίδα στημένη για να πέσει ο Κυβερνήτης και όχι πραγματικό σφάλμα του συστήματος. Στ.- Εγκληματολογική προσέγγιση Το κυρίαρχο ζήτημα εγκληματολογικού ενδιαφέροντος που τίθεται στην ταινία δεν είναι άλλο φυσικά από την εσχάτη των ποινών, τη θανατική ή κεφαλική, όπως συνηθίζεται να λέγεται (death / capital punishment) ποινή. Ο ήρωας βρίσκεται
τελικά να θυσιάζεται
προκειμένου να σωθούν άλλες ζωές, δίνοντας βάση στα λεγόμενα του Κυβερνήτη του Τέξας – της πολιτείας όπου διαδραματίζεται η ταινία - ότι αν βρεθεί έστω και ένα όνομα εκτελεσθέντος άδικα, αυτός θα καταργήσει τη θανατική ποινή. Το ζήτημα, όμως, από εγκληματολογικής τουλάχιστον άποψης δεν είναι τόσο απλό. Η αστοχία του συστήματος δεν είναι το μόνο ισχυρό επιχείρημα κατά της θανατικής ποινής που προσβάλλει την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη στον πυρήνα της. Το περιοδικό Economist είχε γράψει κάποτε: «Tο ποσοστό αποτυχίας σε ό,τι αφορά την εσχάτη των ποινών είναι 1 προς 7. […] Aν το δικαστικό σύστημα των HΠA ήταν αεροπορική εταιρεία, της οποίας ένα στα επτά αεροπλάνα έπεφτε, τότε οι ομοσπονδιακές αρχές, σίγουρα θα της είχαν πάρει την άδεια». Το βασικότερο επιχείρημα που χρησιμοποιούν οι υπέρμαχοι της ποινής του θανάτου είναι ότι η ζωή - το αγαθό για την προσβολή του
357
οποίου κατά βάση επιβάλλεται η ποινή αυτή - είναι το ύψιστο αγαθό και όταν προσβάλλεται με τέτοιο βάναυσο και άδικο τρόπο, πρέπει να τιμωρείται ο ένοχος αναλόγως. Η ζωή του ενόχου που αφαιρεί η Πολιτεία δεν έχει την ίδια αξία, αφού πρόκειται για άτομα «έκφυλα», «ανώμαλα», «θηριώδη» κατά τους χαρακτηρισμούς κάποιων συγγραφέων. Εξάλλου, η επιβολή της θανατικής ποινής παραδειγματίζει, εμπεδώνει το αίσθημα της ασφάλειας και ικανοποιεί το περί δικαίου συναίσθημα, δίνοντας διέξοδο στην αγανάκτηση της κοινής γνώμης, σύμφωνα με τις απόψεις του Μ. Συμπεθέρου. Η εκτέλεση των ενόχων από την Πολιτεία, όταν δηλαδή η ίδια η κοινωνία παίρνει στα χέρια της την υπεράσπιση και την εκδίκηση των αθώων, είναι ο μόνος τρόπος για να αποφευχθούν περιστατικά αυτοδικίας. Η θανατική ποινή θέτει την ανθρώπινη ζωή στην ανώτερη βαθμίδα αξιών και η κατάργησή της μαρτυρεί την απαξίωσή της. Σύμφωνα με τον Diderot: «Ακριβώς επειδή η ζωή είναι το πιο μεγάλο αγαθό, καθένας συναινεί στο ότι η κοινωνία έχει το δικαίωμα να την αφαιρεί από αυτόν που την αφαίρεσε από άλλους». Σύμφωνα με τον Kant, «οποιοδήποτε άδικο κακό κάνεις σε κάποιον άλλο ανάμεσα στους ανθρώπους είναι ένα κακό που κάνεις στον ίδιο σου τον εαυτό». Επιπλέον, σύμφωνα με το επιχείρημα του χρυσού κανόνα, όπως το διατύπωσε ο Pojman, δεν θα έπρεπε να κάνουμε στους άλλους ό,τι δεν θα θέλαμε να κάνουν σε ‘μας. Σημαντικό επιχείρημα υπέρ της θανατικής ποινής, που λειτουργεί ως αντίκρουση στη θέση των πολεμίων της ότι εκτελούνται και αθώοι, είναι ότι η θανατική ποινή έχει πράγματι ποσοστό λάθους, αλλά αυτός δεν είναι λόγος να καταργηθεί, εφ’ όσον επιτελεί τόσο σημαντικό έργο. Το ίδιο, άλλωστε, συμβαίνει και με πολλά άλλα μέσα που χρησιμοποιεί η κοινωνία. Παραδείγματος χάριν, τα αυτοκίνητα είναι αιτία να χάνουν τη ζωή τους πολλοί αθώοι άνθρωποι κάθε χρόνο. Παρ’ όλ’ αυτά,
358
εξακολουθούμε να τα χρησιμοποιούμε, ακριβώς επειδή θεωρούμε πως το κέρδος μας απ’ τη χρήση τους είναι μεγαλύτερο από τις απώλειες. Υποστηρίξιμη είναι και η άποψη ότι η θανατική ποινή αποτελεί κέρδος και για τον ίδιο τον κατάδικο, αφού διατηρεί την αξιοπρέπειά του, γλιτώνοντάς τον από την εξαχρείωση στην οποία τον οδηγεί η μακροχρόνια στερητική της ελευθερίας ποινή. Οι περισσότεροι από εμάς θα προτιμούσαμε μια σύντομη ζωή υψηλού επιπέδου από μια μακρά με χαμηλή ποιότητα. Όπως και να’ χει, το σίγουρο είναι, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της ποινής του θανάτου, πως είναι προτιμότερο να θανατώνεται ένας δολοφόνος παρά να κινδυνεύουν άλλοι αθώοι από αυτόν. Με το να μένουν στη ζωή άνθρωποι που στέρησαν με βίαιο και άδικο τρόπο τη ζωή από αθώους συνανθρώπους τους, καλλιεργείται μια ανασφάλεια στην κοινωνία. Οι πολίτες νιώθουν απροστάτευτοι και το περί δικαίου συναίσθημά τους μένει ανικανοποίητο. Με την παραδοχή φυσικά ότι θα μπορούσε η κοινωνία να κινδυνέψει εκ νέου από έναν ήδη καταδικασθέντα για ανθρωποκτονία, αποτελεί ουσιαστικά παραδοχή αποτυχίας του σωφρονιστικού συστήματος. Επιπλέον, η θανατική ποινή λειτουργεί αποτρεπτικά. Όταν επίκειται μια τόσο σκληρή τιμωρία, ο επίδοξος εγκληματίας σκέφτεται πολύ καλά πριν διαπράξει το έγκλημά του. Άρα, επιτελεί διπλό ρόλο: τιμωρίας και πρόληψης. Συνεπώς, αποφεύγονται εγκλήματα και διαφυλάττονται οι ζωές αθώων ανθρώπων. Σημαντικό, επίσης, επιχείρημα των υποστηρικτών της εσχάτης των ποινών – όσο και κυνικό - είναι η αποτροπή επιβάρυνσης του κράτους και κατά συνέπεια κάθε φορολογούμενο πολίτη με έξοδα στέγασης και φύλαξης ενός επικίνδυνου εγκληματία που δεν προσφέρει απολύτως τίποτα στην κοινωνία, όπου ζει.
359
Πράγματι, η ζωή είναι το ύψιστο αγαθό. Σε αυτό συμφωνούν υπέρμαχοι και πολέμιοι της θανατικής ποινής. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, όμως, είναι απόλυτο. Δεν μπορούμε να υπολογίζουμε την αξία της ζωής του κάθε ανθρώπου με αριθμούς. Ακόμη, όμως, και αν μπορούσαμε - οι περισσότεροι μάλλον έχουμε στη συνείδησή μας τη ζωή κάποιων ανθρώπων ως πολυτιμότερη από κάποιων άλλων - ποιος θα ήταν ο κατάλληλος κριτής γι’ αυτήν τη στάθμιση; Όπως αναφέρει εύστοχα ο Albert Camus, κανείς μεταξύ μας δεν μπορεί να αναγορεύσει τον εαυτό του σε απόλυτο κριτή και να επιβάλει την εσχάτη των ποινών στον χειρότερο των ενόχων, γιατί κανείς ανάμεσά μας δεν μπορεί να προσποιηθεί ότι είναι ο απόλυτος αθώος, ακολουθώντας κατά μια έννοια το χριστιανικό ρητό «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Όπως εύλογα παρατηρεί ο Ν. Κουράκης, τόσο οι υπέρμαχοι της θανατικής ποινής, όσο και οι πολέμιοι χρησιμοποιούν το επιχείρημα του σεβασμού προς την απόλυτη αξία της ανθρώπινης ζωής και της απαγόρευσης προσβολής της από διαφορετική οπτική γωνία: οι μεν υπέρμαχοι από τη γωνία του θύματος, οι δε πολέμιοι από αυτήν του θύτη. Η θεμελιώδης διαφορά, όμως, που αποτελεί ακράδαντο επιχείρημα κατά της απάνθρωπης αυτής πρακτικής, είναι ότι στην περίπτωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας θύτης είναι ένας απλός πολίτης, ένα μεμονωμένο άτομο. Στην περίπτωση επιβολής της θανατικής ποινής θύτης γίνεται η ίδια η Πολιτεία. Μάλλον είναι εύκολα αντιληπτό το πόσο μεγάλη είναι η ηθική αναξιότητα της πράξης αυτής απ’ την πλευρά της Πολιτείας. Επιπλέον, το κράτος δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή, γιατί δεν είναι αυτό που τη δίνει. Ίσως πράγματι ο δράστης να αξίζει να θανατωθεί. Αλλά με βάση ποια εξουσιοδότηση μπορεί το κράτος να τον εκτελέσει; Απαιτείται ειδική εξουσιοδότηση, που σίγουρα αδυνατούμε να λάβουμε με τα ανθρώπινα μέσα που διαθέτουμε.
360
Όσον αφορά το ότι η θανατική ποινή ενισχύει το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών, αυτό είναι ένας μύθος. Η ύπαρξη θανατικής ποινής αποτελεί ουσιαστικά σημείο θεοποίησης του κράτους απέναντι στον ανίσχυρο πολίτη του. Ποια ασφάλεια, λοιπόν, βιώνει ο πολίτης, όταν διάγει το βίο του σε μια κοινωνία, όπου ο ίδιος ο άνθρωπος γίνεται μέσο για την επίτευξη σκοπών, μετατρέπεται από υποκείμενο σε αντικείμενο του δικαίου; Ευρέως διαδεδομένη είναι, επίσης, η αντίληψη ότι η εκτέλεση ενός καταδίκου κοστίζει λιγότερο από την κράτησή του σε σωφρονιστικό ίδρυμα. Η αντίληψη αυτή είναι ανακριβής. Η σύγκριση φυσικά δεν γίνεται αποκλειστικά ανάμεσα στα έξοδα που απαιτούνται για μια εκτέλεση και σ’ αυτά που θα καταβληθούν κατά τη διάρκεια της κράτησης ενός κατάδικου. Πρόκειται για μια ευρύτερη σύγκριση ανάμεσα σ’ ένα δικαιικό σύστημα με ποινή θανάτου και σ’ ένα χωρίς αυτήν. Στο πρώτο είναι ακριβότερη η διαδικασία στο ακροατήριο, καθώς και η έφεση, ενώ η σωφρονιστική διαδικασία αποτυγχάνει. Η εφημερίδα Dallas Morning News υπολόγισε ότι μια καταδίκη σε θάνατο κοστίζει τελικά στο δημόσιο 2,3 εκατομμύρια δολάρια, ποσό τριπλάσιο απ’ όσο θα κόστισε μια 40ετής κράτηση σε φυλακές ύψιστης ασφαλείας. Τα ποσά αυτά φυσικά μεταβάλλονται, όσο η επιστήμη ανακαλύπτει νέους τρόπους εκτελέσεως, με λιγότερα έξοδα! Πολύ βασικότερο επιχείρημα απ’ αυτό είναι το κατά πόσον η θανατική ποινή λειτουργεί όντως αποτρεπτικά κι έτσι παύει να έχει την απαξία την απλής εκδίκησης - πράγμα αδικαιολόγητο από την πλευρά της Πολιτείας - και αποκτά ένα δυνατό σημείο που είναι αυτό της αποτροπής των εγκληματιών από το να τελέσουν αξιόποινες πράξεις. Σε συντριπτικό ποσοστό οι έρευνες και οι στατιστικές δείχνουν ότι τα ποσοστά εγκληματικότητας δεν διαφέρουν ανάμεσα σε χώρες, όπου εφαρμόζεται η ποινή του θανάτου και σε αυτές που δεν εφαρμόζεται ή
361
ακόμη χειρότερα, συνήθως αυξάνονται στις χώρες όπου αυτή διατηρείται. Όπως εξηγεί ο Albert Camus, ποτέ ο φόβος του θανάτου δεν αποθάρρυνε τον εγκληματία από την τέλεση της πράξης του, καθώς τα ένστικτα δεν είναι σταθερά, ούτε βρίσκονται σε ισορροπία, όπως είναι ο νόμος και θέλει να είναι κι αυτά. Βάσει ερευνών, έχει αποδειχθεί ότι ο εγκληματίας δεν φοβάται το θάνατο παρά μόνο μετά την καταδίκη του, όχι όμως πριν το έγκλημα. Εξάλλου, οι περισσότεροι αντιμετωπίζουν αυτήν την απειλή, όπως τον κίνδυνο ενός ατυχήματος στο δρόμο λόγω επικίνδυνης οδήγησης: θεωρούν ότι δεν πρόκειται ποτέ να τους συμβεί. Φυσικά αυτή η αντίληψη βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της σε εγκλήματα που τελούνται σε βρασμό ψυχής, υπό την επήρεια ουσιών ή με κίνητρο την εκδίκηση. Στα ίδια πορίσματα είχε καταλήξει και ο Θουκυδίδης, στη δημηγορία του Διοδότου, πριν από είκοσι πέντε αιώνες. Σύμφωνα με τον μεγάλο ιστορικό, «κανείς δεν εξετέθη εις τον κίνδυνον εγκληματικής επιχειρήσεως, ενώ επίστευεν, ότι θ’ αποτύχη.» Ο Ανδρουλάκης στο άρθρο του «Επί της εκφοβιστικής λειτουργίας της θανατικής ποινής» γράφει: «Εάν ο θάνατος αθώων συνεπεία δικαστικής πλάνης είναι άδικος, εξ ίσου άδικος είναι και η υπό των εγκληματιών δολοφονία αθώων. Το ερώτημα κατά ταύτα είναι: ποία ποινή περιορίζει εις το ελάχιστον τον αριθμόν των αθώων φονευμένων (συνεπεία εγκλήματος ή εκτελέσεως θανατικής ποινής); […] Η μέχρι τούδε επιστημονική έρευνα δεν έχει αποδείξει θετικώς την εκφοβιστικήν υπεροχήν της θανατικής ποινής έναντι της ισοβίου καθείρξεως». Ίσως το σημαντικότερο επιχείρημα κατά της θανατικής ποινής είναι, όπως το διατύπωσε ο Adolf Süsterhenn, ότι σ’ αυτήν τη ζωή δεν υπάρχει εκατό τοις εκατό σιγουριά. Όσο διατηρείται η θανατική ποινή, ο κίνδυνος να εκτελούνται αθώοι δεν μπορεί να εξαλειφθεί. Από το 1973,
362
117
κρατούμενοι
έχουν
αφεθεί
ελεύθεροι
στις
ΗΠΑ,
αφού
αποκαλύφθηκαν αποδείξεις ότι ήταν αθώοι για τα εγκλήματα για τα οποία είχαν καταδικαστεί σε θάνατο. Σε μια έρευνα που διεξήχθη το 1985 από τον Hugo Adam Bedau και τον Michael Radelet, αποκαλύφθηκε ότι από τα 7000 άτομα που εκτελέστηκαν στις ΗΠΑ στα έτη 1900-1985, τα 25 ήταν αθώα. Όπως το θέτει ο John Maxton, μέλος του αγγλικού Κοινοβουλίου, αν επιτρέψουμε να εκτελεστεί ένα αθώο άτομο, ηθικά διαπράττουμε το ίδιο - ή κατά κάποιο τρόπο και χειρότερο έγκλημα με το πρόσωπο που διέπραξε την ανθρωποκτονία. Και φυσικά στην περίπτωση της θανατικής ποινής, δεν υπάρχει δυνατότητα αποκατάστασης της αδικίας. Αυτό είναι το σημαντικότερο επιχείρημα κατά της ποινής θανάτου, σύμφωνα με τον
Paul
Bockelmann. Ο Victor Hugo γράφει ότι η γκιλοτίνα του θυμίζει τον Lesurques, τον τροχό που ονομάζεται Calas, την πυρά που ονομάζεται Jeanne d’ Arc, το ποτήρι με το κώνειο του Σωκράτη, το σταυρό του Ιησού. Όπως εξηγεί ο Albert Camus, όταν ο Hugo γράφει ότι γι’ αυτόν η λαιμητόμος ονομάζεται Lesurques, δεν εννοεί ότι όλοι όσοι έχουν καταδικαστεί, καταδικάστηκαν άδικα, όπως ο Lesurques, αλλά ότι αρκεί ένας Lesurques για να ατιμαστεί η θανατική ποινή για πάντα. Πρέπει να σημειωθεί, ακόμη, ότι, όπως υποστηρίζει ο Sellin στο έργο “La peine capitale et le procès pénal” αν δεν υπήρχε η θανατική ποινή, η ακροαματική διαδικασία θα ήταν πιο γαλήνια και η προσέγγιση της αλήθειας πιο σίγουρη, αφού διαφορετικά οδηγείται σε έναν ανταγωνισμό γύρω από τη ζωή ενός ανθρώπου μεταξύ υπεράσπισης και κατηγορούσας αρχής. Όσον αφορά το φόβο των υποστηρικτών της θανατικής ποινής ότι αν δεν θανατωθούν οι εγκληματίες, θα κινδυνεύουν απ’ αυτούς κι άλλοι αθώοι πολίτες, η απάντηση είναι ότι η κατάργηση της θανατικής ποινής δεν σημαίνει ότι οι θανατοποινίτες θα αφεθούν ελεύθεροι. Αυτό που απαιτείται, φυσικά, είναι βελτίωση των συνθηκών
363
στα σωφρονιστικά ιδρύματα και η δυνατότητα ορθής φύλαξής τους και -στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό - απασχόλησής τους. Η θανατική ποινή ακυρώνει το σκοπό της τιμωρίας που είναι η βελτίωση του ατόμου, ο σωφρονισμός του. Οι υπέρμαχοι της θανατικής ποινής έχουν θέσει πολλάκις το ερώτημα τι νόημα έχει για την κοινωνία, αλλά και για τον ίδιο τον κρατούμενο να παραμείνει στη φυλακή όλη του τη ζωή. Το νόημα είναι πολλαπλό. Κατ’ αρχήν, δεν θα έχει επιβαρυνθεί η Πολιτεία με τη θανάτωση ενός ατόμου, ακόμη κι αν αυτό είναι πράγματι ένοχο για κάποιο σοβαρό αδίκημα. Δεύτερον, παρέχεται η δυνατότητα στο σωφρονιστικό σύστημα να επιτελέσει το έργο του, να οδηγήσει το άτομο στη μετάνοια, στη συνειδητοποίηση, στο σωφρονισμό του. Αξίζει, επίσης, να αναφερθεί ότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, που άνθρωποι μέσα στη φυλακή προσέφεραν αξιόλογο έργο - καλλιτεχνικό, λογοτεχνικό ή άλλο. Κλείνοντας, ο σημαντικότερος «λογικός λόγος» κατά της θανατικής ποινής είναι ότι δεν υπάρχει «λογικός λόγος» που να την δικαιολογεί, όπως πολύ παραστατικά το θέτει ο Paul Bockelmann. Κι όπως λέει ο Laurence Thibault, «η θανατική ποινή δεν έχει νόημα, εφ’ όσον δεν γνωρίζουμε τι υπάρχει μετά θάνατον. Πρόκειται, λοιπόν, για μια απροσδιόριστη ποινή.» Ένα, επίσης, πολύ σημαντικό ζήτημα που εμφανίζεται στην ταινία είναι ο στιγματισμός που ενδέχεται να προκαλέσουν κατηγορίες εις βάρος κάποιου προσώπου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ως τελεσθέν έγκλημα και αντιστοίχως επιρριφθείσα κατηγορία χρησιμοποιείται αυτό του βιασμού. Είναι ίσως πράγματι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά εγκλήματα που οδηγούν σε στιγματισμό. Εξίσου, όμως, κατηγορίες για ανθρωποκτονία, ληστεία, σωματική βλάβη μπορούν κάλλιστα να επιφέρουν τα αρνητικά αποτελέσματα της σύνδεσης ενός ατόμου με μια συγκεκριμένη πράξη, ακόμη κι αν το άτομο αυτό δεν την έχει τελέσει.
364
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας κατηγορείται για βιασμό από μια φοιτήτριά του με την οποία το προηγούμενο βράδυ έχει έρθει σε ερωτική επαφή με τη συναίνεσή της και μάλιστα κατόπιν ανάληψης πρωτοβουλίας εκ μέρους της. Η εν λόγω φοιτήτρια στη συνέχεια αποσύρει την καταγγελία της και εγκαταλείπει την πόλη. Ο καθηγητής δεν δικάζεται με τη νομική έννοια του όρου, αλλά η ετυμηγορία έχει ήδη βγει. Η καταδίκη του έχει ήδη επέλθει και προέρχεται από την κοινωνία. Και δυστυχώς η καταδίκη της κοινωνίας είναι σχεδόν πάντα ισόβια. Το φαινόμενο αυτό φυσικά δεν εμφανίζεται μόνο σε περιπτώσεις άδικης κατηγορίας, που άλλωστε δεν είναι οι συχνότερες στην πραγματική ζωή. Το φαινόμενο αυτό κάνει αισθητή την παρουσία του σε έναν κύκλο προσώπων που κάθε άλλο παρά την περιφρόνηση από τον περίγυρό τους και την περιθωριοποίηση χρειάζονται. Λόγος γίνεται για τους πραγματικούς δράστες και στη συνέχεια τους αποφυλακισθέντες. Το ζήτημα που θίγεται είναι πραγματικά τεράστιο και θα μπορούσε να αποτελεί το θέμα μιας ολόκληρης ξεχωριστής μελέτης. Στην ελληνική έννομη τάξη – όπως και στις περισσότερες ευρωπαϊκές -, το νόημα της προσωπικής κράτησης είναι διπλό: εξυπηρετεί αφ’ ενός σκοπούς γενικής κι αφ’ ετέρου ειδικής πρόληψης. Με τον όρο γενική πρόληψη εννοούμε την παρεμπόδιση τέλεσης εγκληματικών πράξεων από πλευράς του κοινωνικού συνόλου μέσω του παραδειγματισμού του από την ποινή που επιβλήθηκε στο μέλος του συνόλου αυτού που τέλεσε ήδη μια τέτοιου είδους πράξη. Ειδική πρόληψη σημαίνει την αποφυγή τελέσεως νέων εγκλημάτων από τον ίδιο τον κρατούμενο, τόσο αποκόπτοντάς τον από το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο και άρα στερώντας του πρακτικά τη δυνατότητα να εγκληματήσει – αρνητική λειτουργία ειδικής πρόληψης - όσο και κάνοντάς τον να κατανοήσει το άδικο της πράξης του και να απέχει συνειδητά και εκούσια από την τέλεση παρομοίων πράξεων – θετική λειτουργία της ειδικής πρόληψης.
365
Στο σημείο αυτό η έννοια της ειδικής πρόληψης αποκτά χαρακτηριστικά σωφρονισμού. Το πρόβλημα που εμφανίζεται, όμως, πολύ συχνά – όχι μόνο στην Ελλάδα,
αλλά
σε
πολλά
κράτη
παγκοσμίως
-
είναι
ότι
οι
αποφυλακισθέντες αποτυγχάνουν να ενταχθούν ομαλά στους κόλπους της κοινωνίας, με θλιβερό αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός φαύλου κύκλου ανατροφοδότησης των φυλακών με αποφυλακισθέντες που απέτυχαν στην ένταξή τους. Στο φαινόμενο αυτό οδηγεί όχι μόνο η συμπεριφορά του κοινωνικού συνόλου απέναντι σε ανθρώπους που έχουν επιδείξει εγκληματικό παρελθόν – η επίδραση δηλαδή του φαινομένου του στιγματισμού -, αλλά και η κατάσταση που επικρατεί στα ελληνικά και όχι μόνο σωφρονιστικά καταστήματα. Αυτό που λέγεται συχνά – ότι η φυλακή είναι για τους φυλακισμένους το μεγαλύτερο σχολείο εγκλήματος - δεν απέχει σημαντικά από την πραγματικότητα, ίσως μάλιστα την αντικατοπτρίζει με μεγάλη ενάργεια. Σε μια προσπάθεια ανάλυσης του φαινομένου της θυματοποίησης του θύτη εντός και εκτός των σωφρονιστικών ιδρυμάτων, παρατηρούνται τα εξής. Το κοινωνικό σύνολο, μη έχοντας εμπιστοσύνη στα κρατικά συστήματα σωφρονισμού, αδυνατεί να εντάξει στους κόλπους του το άτομο που έχει εκτίσει την ποινή του και επιθυμεί να επαναπροσδιορίσει τη θέση του ως νομιμόφρων πολίτης. Αποτέλεσμα αυτής της αρνητικής στάσης της κοινωνίας απέναντι στη συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων είναι οι υψηλοί δείκτες ανεργίας μεταξύ των αποφυλακισθέντων, ακόμη και αυτών που έχουν τα κατάλληλα εφόδια προς εύρεση εργασίας. Η ανεργία που πλήττει τους αποφυλακισθέντες δεν μπορεί φυσικά να αποδοθεί εξ ολοκλήρου στην απροθυμία των εργοδοτών να τους απασχολήσουν, αλλά οφείλεται συχνότατα είτε στα ελλιπή προσόντα τους – γιατί είχαν επιδοθεί στην εγκληματική τους δράση και δεν είχαν φροντίσει γι’ αυτό ή γιατί η συμπτωματική τους εγκληματική ενέργεια
366
που τους οδήγησε στην καταδίκη έλαβε χώρα σε νεαρή ηλικία με αποτέλεσμα να μην υπάρχει η ουσιαστική δυνατότητα προς τούτο - είτε και σε δική τους απροθυμία να εργασθούν. Είναι γνωστό ότι ένας από τους παράγοντες αύξησης της εγκληματικότητας παγκοσμίως είναι η ανεργία. Απ’
την
άλλη
πλευρά,
τα
σωφρονιστικά
καταστήματα
συγκεντρώνουν καταδικασθέντες για όλων των ειδών τις αξιόποινες πράξεις. Η ανταλλαγή πληροφοριών, πρακτικών και εμπειριών μεταξύ τους είναι μια αναπόφευκτη διαδικασία με απόρροια τον εφοδιασμό τους με γνώσεις που ίσως τους φανούν «χρήσιμες» μετά την αποφυλάκισή τους. Η διαδικασία αυτή είναι συνήθως πιο έντονη στα σωφρονιστικά ιδρύματα ανηλίκων. Η συντριπτική πλειοψηφία των ατόμων που βρίσκονται σε εγκλεισμό είναι στην ηλικία της εφηβείας, μια ηλικία που ούτως ή άλλως συνδέεται με έντονες Ζ.- Θέματα για συζήτηση Σας βρίσκει σύμφωνουςή όχι η απόφαση του δικαστηρίου για επιβολή της θανατικής καταδίκης; Ποια χαρακτηριστικά της πράξης ή του δράστη οδήγησαν στη συγκεκριμένη ετυμηγορία, κατά τη γνώμη σας; Σχολιάστε το χρόνο αναμονής κάποιου θανατοποινίτη έως την εκτέλεσή του. Τι αποτελέσματα μπορεί να έχει η αναμονή αυτή στην ψυχολογική και πνευματική κατάσταση του καταδίκου; Σχολιάστε τα επιχειρήματα του Κυβερνήτη του Τέξας έναντι των επιχειρημάτων του David Gale στον μεταξύ τους διάλογο. Μπορεί να νοηθεί σωφρονισμός μέσω μιας καταδίκης σε θανατική ποινή; Είναι αποτελεσματική η επιβολή της θανατικής ποινής όσον αφορά τη γενική πρόληψη κατά του εγκλήματος; Ποιος θα πρέπει να είναι ο ρόλος των δημοσιογράφων σε πολύκροτες δίκες; Μπορούν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να επηρεάσουν την τελική έκβαση μιας δίκης;
367 Πώς στιγματίζει τον φερόμενο ως δράστη η κατηγορία για βιασμό; Σε ποια έκταση θα πρέπει τέτοιου είδους υποθέσεις να λαμβάνουν δημοσιότητα; Θα πρέπει – και αν ναι, με ποιο τρόπο - να προστατεύεται η ταυτότητα τόσο του δράστη όσο και του θύματος βιασμού;
Η.- Εργασίες 1.- Αναζητείστε μέσω του google scholar άρθρα που αναφέρονται στη θανατική ποινή. Στη συνέχεια επιλέξτε κάποια από αυτά που είναι είτε υπέρ είτε κατά της επιβολής της. Σχολιάστε τα εκατέρωθεν αντικρουόμενα επιχειρήματα. 2.- Με ένα ερωτηματολόγιο 3 – 5 ερωτήσεων διερευνείστε και στη συνέχεια σχολιάστε τις απόψεις ατόμων του περιβάλλοντός σας για τη θανατική ποινή. 3.-
Στο δικτυακό τόπο www.nationmaster.com αναζητείστε στατιστικά
στοιχεία για τη θανατική ποινή σε διάφορες χώρες. Σχολιάστε τα ευρήματά σας. 4.- Αναζητείστε
δυο τουλάχιστον ταινίες από τον Ευρωπαϊκό ή τον
Αμερικανικό κινηματογράφο που αναφέρονται είτε στη θανατική ποινή είτε στο βιασμό. Στη συνέχεια προχωρήστε στην από εγκληματολογική άποψη ανάλυσή τους. -
Γ. - ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΡΘΑ ΛΕΜΠΕΣΗ 1.- Τhe Scarface/ Ο Σημαδεμένος Α. –Γενικά74 ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΣ ΤΙΤΛΟΣ: “Scarface” ΤΙΤΛΟΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ: «Ο Σημαδεμένος» ΕΙΔΟΣ ΤΑΙΝΙΑΣ: Crime movie/ Γκανγκστερική ΕΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ: 1983 ΧΩΡΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ: Η.Π.Α. 74
Πηγές: www.cine.gr & www.imdb.com
368
ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΒΟΛΗ (ΕΛΛΑΔΑ): 1984 ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 170΄ ΓΛΩΣΣΑ: ΑΓΓΛΙΚΑ (ΥΠΟΤΙΤΛΟΙ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ) ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Brian De Palma ΣΕΝΑΡΙΟ: Oliver Stone/ Howard Hawks CAST: Al Pacino (Tony Montana) Steven Bauer (Manolo Ray / Manny) Michelle Pfeiffer (Elvira Hancock) Mary Elizabeth Mastrantonio (Gina Montana) Robert Loggia (Frank Lopez) Miriam Colon (Mama Montana) F. Murray Abraham (Omar Suarez) Paul Shenar (Alejandro Sosa) Harris Yulin (Bernstein) Β. –Αποσπάσματα κριτικών SCARFACE, 1983 crime epic directed by Brian de Palma, is not only a reflection, but the icon of certain age. Upon its original release, it was seen as box office flop and almost universally panned by critics. But more two decades later, it is known as the film that tells everything people should know about 1980s. - Dragan Antulov a.k.a. Drax http://film.purger.com/ - Filmske recenzije na hrvatskom/Movie Reviews in Croatian http://www.ofcs.org/ - Online Films Critics Society The story is involving and sad. It is the best film about the American Dream and a man who didn't really have much of a soul inside, ever made. Tony Montana wanted the world, and when he finally got what he wanted, he realized that even the world was not enough. - John Ulmer Webmaster of The Movie Portal http://www.wiredonmovies.com/
Γ. –Κινηματογραφική πλοκή
369
Η ταινία παρακολουθεί την πορεία της ζωής του Tony Montana, ενός φτωχού κουβανού μετανάστη, στην προσπάθειά του, ν’ αποκτήσει και να απολαύσει τα αγαθά του «αμερικανικού ονείρου». «Αγαθά» που περνούν μέσα από την αναρρίχησή του, στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος. Η ταινία μας αφηγείται γλαφυρά όλη την ιστορία του, την άνοδο, τη δόξα, τον πλούτο και την πτώση. Αφού περάσει από όλα τα απαραίτητα στάδια του εξευτελισμού και της απόλυτης ένδειας, θα αρπάξει την ευκαιρία που του παρουσιάζεται και τόσο καιρό περιμένει για μια καλύτερη ζωή – για την ακρίβεια θα αρπάξει τις ευκαιρίες – και θα φτάσει στην κορυφή, την κορυφή όλων των παράνομων δρασηριοτήτων.75 Τα πάθη του, όμως και οι μεγάλες φιλοδοξίες του, θα αποβούν μοιραίες και καταλυτικές για τη ζωή του. Η καταστροφή θα είναι αναπόφευκτη. Το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας, ο Tony Montana, στην αρχή γίνεται πρωτοπαλίκαρο του Frank Lopez που είναι μεγαλέμπορος ναρκωτικών. Ο Tony καταφέρνει να βάλει στην άκρη το αφεντικό του και να συνεργαστεί με τα κολομβιανά καρτέλ. Καταφέρνει να γίνει πανίσχυρος, αλλά στο τέλος θα πληρώσει το σκληρό τίμημα. Δ. – Κεντρικοί χαρακτήρες Tony Montana (Al Pacino) - Η ηθική κατάπτωση και ο εγωκεντρισμός σε όλο του το μεγαλείο. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο νεαρός γκάνγκστερ, που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηθικών αρχών την οποία δεν ξέρουμε που να την καταλογίσουμε: στο γεγονός ότι αποτελεί έναν παραστρατημένο ήρωα που τον έχει απαρνηθεί και η ίδια του η μητέρα, ή ένα θαυμάσιο κακό; Δύσκολα μπορεί τελικά να χαρακτηρίσει κανείς με βεβαιότητα τον Tony Montana, είναι ψεύτης, αλλά έχει και ηθικές αρχές. Εξαπατά τους άλλους αλλά μένει πιστός σε αυτούς που θέλει. Είναι αγροίκος, σκληρός και άξεστος στη συμπεριφορά του αλλά έχει 75
Βλ. Χατζηαθανασίου Πάνος, Πλοκή για την ταινία Scarface, στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.cine.gr
370
και ευαίσθητες πτυχές (την αδερφή του που υπερπροστατεύει και το γεγονός ότι αρνείται να σκοτώσει παιδιά). Manolo Ray / Manny (Steven Bauer) Ο φίλος, συνοδοιπόρος και έπειτα συνεργάτης του Tony Montana. Ένας χαρακτήρας αφελής, αστείος με περιορισμένες ικανότητες που φαίνεται να εξαρτάται απόλυτα από τον Tony. Ένας γκάνγκστερ χαμηλότερης βαθμίδας με πιο ευαίσθητο και ανθρώπινο πρόσωπο που δε φαίνεται να εκμεταλλεύεται τον φίλο του, που τον υπακούει τυφλά, που ανέχεται την απαράδεκτη συμπεριφορά του και την καχυποψία του και που τελικά τολμά να έρθει σε σύγκρουση μαζί του μόνο για μία γυναίκα, γεγονός που του στοιχίζει την ίδια του τη ζωή. Elvira Hancock (Michelle Pfeiffer) Η πανέμορφη και διψασμένη για εξουσία και δύναμη γυναικεία φιγούρα που αλλάζει συντρόφους ανάλογα με το ποιος έχει τα χρήματα και τη δύναμη στο χώρο της παρανομίας, που μπορεί σε πρώτη εντύπωση να φαίνεται αδίστακτη, υπερόπτης και σκληρή αλλά κάτω από την επίφαση της επίπλαστης ανίκητης προσωπικότητάς της κρύβεται μία ευαίσθητη, μοναχική και με τρομερές ανασφάλειες γυναίκα που πνίγεται στην ανία μιας ζωής χωρίς σκοπό, που ψάχνει να βρει ένα υποτυπώδες στήριγμα στα ναρκωτικά και στην κατάχρηση του αλκοόλ. Frank Lopez (Robert Loggia) Ο κλασικός έμπειρος γκάνγκστερ μέσης ηλικίας με την ευγενική συμπεριφορά και την φινετσάτη εμφάνιση που τίποτα δεν μαρτυρά την ανάμειξή του με τον υπόκοσμο, που διευθύνει τις νόμιμες
επιχειρήσεις
του
(αντιπροσωπεία
ομάδα)
που
αυτοκινήτων,
αθλητική
και
χρησιμοποιεί τους ανθρώπους του για να του κάνουν τις «βρώμικες» δουλειές. Αυτός ο άνθρωπος δέχεται τον Μontana στην ομάδα του, τον συμβουλεύει, του μαθαίνει τον τρόπο που
371
γίνονται οι παράνομες δουλειές και τελικά έρχεται σε σφοδρή σύγκρουση μαζί του όταν αισθάνεται ότι απειλείται η εξουσία του, η δύναμή του από μία νέα και ανερχόμενη δύναμη. Ύπουλος και εκδικητικός προσπαθεί να εξοντώσει τον Montana με πλάγιους τρόπους επιδεικνύοντας μία απίστευτη δειλία στο να τον αντιμετωπίσει κατά μέτωπο, αλλά η έλλειψη αυτή θάρρους και ειλικρίνειας είναι που θα του στοιχίσει την ίδια του τη ζωή από μία νέα γενιά γκάνγκστερς που δεν ξέρει τι πάει να πει ευγένεια και τρόπος και που ξέρει να τελειώνει τις «βρώμικες» δουλειές μόνη της. Bernstein (Harris Yulin) Η κλασική φιγούρα του διεφθαρμένου αστυνομικού είναι απαραίτητη για να συμπληρωθεί το παζλ των χαρακτήρων
μιας
γκανγκστερικής
ταινίας.
Ο
Bernstein
εμφανίζεται ξαφνικά μέσα στην ταινία, η συμπεριφορά του είναι ιδιαίτερα προκλητική και ανήθικη, φαίνεται ιδιαίτερα έμπειρος στον τρόπο που θέτει τις εκβιαστικές του προτάσεις και τις χρηματικές του απαιτήσεις. Είναι ιδιαίτερα άπληστος. Είναι ένα διπρόσωπο όν που κινείται στο περιθώριο ανάμεσα στον νόμο και την παρανομία, με προκλητική άνεση. Με τον τρόπο που μιλάει στον Montana εκχυδαΐζει το λειτούργημά του υποβιβάζοντάς το σε μία απλή επιχειρηματική συνδιαλλαγή προκειμένου να μην εφαρμοστεί ο νόμος, εγείρει ερωτήματα και σκέψεις γύρω από το ποιος τελικά είναι ο εγκληματίας και σε τι διαφέρει αυτό το άπληστο, αμείλικτο διεφθαρμένο αστυνομικό όργανο από τον άπληστο και αμείλικτο εγκληματία-γκάνγκστερ δικαιώνοντας εν μέρει την επιλογή του γκάνγκστερ να τον σκοτώσει. Ε. –Από κινηματογραφική σκοπιά Η ανατρεπτική ταινία του Brian De Palma επικεντρώνεται σε τρεις πράξεις στην άνοδο και την πτώση ενός Κουβανού βαρόνου του
372
εγκλήματος και της κοκαΐνης, του Τony Montana (Al Pacino), ο οποίος έχτισε τη δική του αυτοκρατορία του εγκλήματος στο Μαϊάμι της δεκαετίας του’80. Η πόλη αυτή στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ήταν το αντίστοιχο του Σικάγου την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Ο ήρωας μαζί με το φίλο του Manuel Ray (Steven Bauer) διαφεύγουν από την Κούβα και με σκοπό να πραγματοποιήσουν το δικό τους «αμερικάνικο όνειρο». Μεταφορά (remake) της ομότιτλης ταινίας του Howard Hawks (1932) και η οποία αφορούσε τον Al Capone, στη σύγχρονη τότε εποχή του ’80, η συγκεκριμένη κινηματογραφική παραγωγή είναι βασισμένη σε ιστορικά γεγονότα: ο Fidel Castro το Μάιο του 1980, μετά από συμφωνία με την Αμερική, επέτρεψε σε μερικούς Κουβανούς να πάνε στους συγγενείς τους που ήταν εγκατεστημένοι στις Η.Π.Α.. Σε εβδομήντα δύο ώρες, 3.000 πλοία πήγαν στην Κούβα στο λιμάνι Μαριέλ. Σύντομα όμως έγινε σαφές ότι ο Κάστρο ανάγκαζε τους καπετάνιους να πάρουν μαζί τους όχι μόνο τους συγγενείς αλλά και τροφίμους των φυλακών. Από τους 125.000 πρόσφυγες που πήγαν στη Φλόριντα, κάπου 25.000 εκτιμάται ότι είχαν ποινικό μητρώο. Αρχικά ανατέθηκε στον Brian De Palma η προσαρμογή του σεναρίου της ταινίας του ’32. Επειδή όμως, η πορεία και η εξέλιξη της ιστορίας δεν τον ικανοποιούσε, ο
Brian De Palma εγκατέλειψε την
προσπάθεια, για να αναλάβει λίγο αργότερα πάλι τα σκηνοθετικά ηνία και να ολοκληρώσει την κινηματογραφική παραγωγή με τη βοήθεια του σεναριογράφου Oliver Stone. Μάλιστα για τον σεναριογράφο ο Σημαδεμένος αποτέλεσε «έναν αποχαιρετισμό στην κοκαΐνη. Με είχε φτάσει μέχρι την κόλαση αλλά πήρα την εκδίκηση μου γράφοντας γι’ αυτή».76 Το σενάριο λοιπόν περιστρέφεται γύρω από τη δράση του «μηήρωα»77, Tony Montana καθώς ολόκληρο το έργο αποτελεί τη βιογραφία 76 77
Βλ. Αυγερινού Ε. Κριτική από μελή του Cine.gr, στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.cine.gr Οι πρωταγωνιστές των ταινιών εγκλήματος ανάλογα με το βαθμό εγκληματικότητας
373
του. Ο Tony Camonte του πρώτου «Σημαδεμένου» (1932), αποτελώντας την κινηματογραφική εκδοχή του Al Capone παραμένει ελκυστικός χαρακτήρας (ήρωας) παρόλη την ασχήμια του και την πρωτόγονη βιαιότητα
του
χαρακτήρα
του.
Αποδεικνύεται
ισχυρότερος
και
δυνατότερος από την ίδια τη ζωή, φοβερός, απόκοσμος στην απληστία και τη θρασύτητα που τον χαρακτηρίζει επιτυγχάνει το στόχο του και ανυψώνει τον εαυτό του πάνω από τις φτωχές μάζες της σκοτεινής πόλης. Ο Tony Montana του δεύτερου «Σημαδεμένου» (1983), έχοντας ως πρότυπο τον πρώτο Tony, είναι δύσκολο να αποτελέσει αντικείμενο θαυμασμού, είναι ένας μη-ήρωας. Φαίνεται μικρότερος, αδύναμος σε σχέση με την ίδια του τη ζωή και καθίσταται ασήμαντος στις πολυπληθείς πρώτες σκηνές και στο τεράστιο κέντρο προσφυγικού καταυλισμού στο οποίο αναγκαστικά εγκαθίσταται Η ταινία για πολλούς σε κάποια σημεία ίσως να μην πείθει ιδιαίτερα σκιαγραφώντας έναν κεντρικό χαρακτήρα γκάνγκστερ του οποίου κάποιες πτυχές έρχονται σε αντίθεση με τον τύπο του γκάνγκστερ που προβάλλουν οι κλασικές ταινίες του γκανγκστερικού είδους, όπως στην σκηνή όπου ο Montana (Al Pacino) αποκτά «συνείδηση» και αρνείται να σκοτώσει έναν δημοσιογράφο που απειλεί με αποκάλυψη των παράνομων επιχειρήσεων του πρώτου, επειδή έχει μαζί του και την οικογένειά του. Ή η προσπάθεια του Montana (Al Pacino), ως υπερπροστατευτικού μεγάλου αδερφού, να κάνει το καλύτερο για την αδερφή του Gina (Mary Elizabeth Mastrantonio), ξεχασμένο σύμβολο της δικής του χαμένης αθωότητας, η οποία δεν κατορθώνει να ξεφύγει
Βαθμός εγκληματικότηταςΤύπος ήρωαΟ καλός- καλός τύποςΕπίσημος ήρωαςΟ κακός-καλός τύποςΈκνομος ήρωας (αντιήρωας)*Ο περιθωριοποιημένος ήρωαςΟ εγκληματίας ήρωαςΟ μη-καλόςκακός τύποςΟ μη-ήρωας*Ο όρος αντιήρωας έχει χρησιμοποιηθεί παραδοσιακά για να δηλώσει έναν χαρακτήρα που αντιστρέφει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του παραδοσιακού ήρωα χωρίς όμως να αρνείται την ιδέα του ηρωισμού. Βλ. Rafter N., Shots in the Mirror. Crime Films and Society, 2nd ed., Oxford University Press, Oxford New York 2006, σ. 208
374
της ήδη προδιαγεγραμμένης άσχημης μοίρας της και της διαφθοράς που την περικλείει. Η ταινία υπέστη αρκετά μοντάζ και αρκετές βίαιες σκηνές κόπηκαν, με αποτέλεσμα να χαρακτηριστεί ως υπερβολικά βίαιη από αρκετά μέσα ενημέρωσης αλλά το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό όλων αυτών των βίαιων σκηνών ήταν το άπλετο και λαμπερό φως που περιείχαν εν αντιθέσει με τις σκοτεινές και ζοφερές σκηνές των κλασικών ταινιών νουάρ και των γκανγκστερικών ταινιών. Η δράση αποτελεί τεχνική που δεσπόζει, κυρίως λόγω του ότι τα στοιχεία του σεναρίου την απαιτούν (βία και αιματηρές καταδιώξεις), ενώ η σκηνογραφία είναι πλούσια σε συμβολισμούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το τέλος του έργου, όπου ο πρωταγωνιστής ευρισκόμενος στο απόγειο της δύναμής του βρίσκεται μερικούς πόντους πάνω από μια υδρόγειο τυλιγμένη με τη φράση «ο κόσμος είναι δικός σου». Πάντως εκείνο που την διακρίνει και πρέπει να σημειωθεί είναι η καθολική έλλειψη «θετικών» χαρακτήρων και ο ωμός ρεαλισμός που εντοπίζεται ιδιαίτερα στις σκηνές βίας. 78 ΣΤ. –Εγκληματολογική προσέγγιση Στο πλαίσιο της υπό μελέτης κινηματογραφικής ταινίας τίθεται μία σειρά ζητημάτων εγκληματολογικού ενδιαφέροντος. Ενδεικτικά, θα μπορούσαν
να
αναφερθούν
το
ζήτημα
της
οργανωμένης
εγκληματικότητας και των δραστηριοτήτων της, ιδιαίτερα της εμπορίας ψυχοτρόπων ουσιών, η περίπτωση της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών από τα άτομα, το θέμα των παραγόντων εγκληματοποίησης και της κοινωνικής πραγματικότητας του εγκλήματος. Οργανωμένο έγκλημα Στις προσπάθειες ορισμού του οργανωμένου εγκλήματος υπήρξαν ανέκαθεν αμφισβητήσεις και αντικρουόμενες απόψεις, κυρίως λόγω των διαφορών στους τρόπους προσέγγισης των πτυχών του προβλήματος από 78
Βλ. Αυγερινού Ε. Κριτική από μελή του Cine.gr, στην ηλεκτρονική διεύθυνση www.cine.gr
375
διαφορετικά πρόσωπα και διαφορετικές χώρες. 79 To οργανωμένο έγκλημα αναφέρεται σε μεγάλους γραφειοκρατικούς οργανισμούς που παρέχουν παράνομα αγαθά και υπηρεσίες τα οποία έχουν δημόσια ζήτηση και εμφανίζεται όταν το κράτος ποινικοποιεί ορισμένες δραστηριότητες, όπως είναι π.χ. τη χρήση ναρκωτικών, τις οποίες ένα συγκεκριμένο τμήμα της κοινωνίας ζητά και είναι διατεθειμένο να πληρώσει για να αποκτήσει (κοινωνιολογικός ορισμός). 80 Το ουσιαστικό χαρακτηριστικό του όρου «οργανωμένο έγκλημα» είναι αυτό που υποδηλώνει μία διαδικασία ή μέθοδο διάπραξης εγκλημάτων και όχι ένα προσδιορισμένο τύπο εγκλήματος, αλλά ούτε και ένα προσδιορισμένο τύπο εγκληματία. Αρκετές χώρες, όπως ΗΠΑ, Καναδάς, Γερμανία, έχουν υιοθετήσει τους δικούς τους ορισμούς για το οργανωμένο έγκλημα. Στην Ε.Ε., αντιθέτως, επιλέγησαν κάποια κριτήρια συγκεκριμένης μορφής, έντεκα τον αριθμό (11). Για να επιλεγεί μία εγκληματική οργάνωση πρέπει να πληροί τουλάχιστον έξι (6) από αυτά τα κριτήρια εκ των οποίων τα τέσσερα είναι υποχρεωτικά (αυτά είναι παρακάτω στους αριθμούς 1, 3, 5 και 11). Τα κριτήρια αυτά είναι τα ακόλουθα81: 1. Η οργάνωση να αποτελείται πάνω από δύο μέλη. 2. Κάθε μέλος να έχει ένα συγκεκριμένο καθήκον. 3. Τα μέλη να έχουν δουλέψει μαζί για ένα σημαντικό ή ακαθόριστο χρονικό διάστημα. 4. Οι δραστηριότητες της οργάνωσης να εκτελούνται με βάση ένα καθορισμένο σετ κανόνων. 5. Η οργάνωση να είναι ύποπτη τέλεσης σοβαρών αδικημάτων.
79
Βλ. Adanoli S., Dr. Hiola A., Savona E., Zofi P., Organized Crime around the World, Trento/HEUNI, Tammer –Paino, Tempere, 1998, 117, σ. 4 80 Βλ. Hughes M. and Kroehler C. J., Κοινωνιολογία οι βασικές έννοιες, μτφ. Χρηστίδης Γ., εκδ. Κριτική, Αθήνα 2007, σ. 316-317 81 Βλ. Bruggeman W., Η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος: δυνατότητες, προβλήματα και ευκαιρίες, με ειδικότερη έμφαση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μτφ. Στεργιούλης Ε., ΠοινΔικ 3/2000 (Έτος 3ο), σ. 22
376
6. Οι δραστηριότητες της οργάνωσης να καλύπτουν περισσότερες από μία χώρα. 7. Η χρήση βίας ή εκφοβισμού να αποτελεί μέρος των μεθόδων δράσης της οργάνωσης. 8. Η οργάνωση να χρησιμοποιεί επιχειρησιακές δομές ή παρόμοιες δομές για τον έλεγχο των κερδών της. 9. Η οργάνωση να ενέχεται σε δραστηριότητες ξεπλύματος χρήματος. 10.Η οργάνωση να στοχεύει να επηρεάσει πολιτικούς, ΜΜΕ, δημόσιες διοικήσεις και τη νομική κοινότητα της οικονομίας της χώρας. 11.Οι δραστηριότητες της οργάνωσης να εστιάζονται στην αποκόμιση οφελών ή εξουσίας. Επειδή όμως η κινηματογραφική ταινία αναφέρεται και αντλεί στοιχεία
από
την
αμερικανική
κοινωνία
κρίνεται
σκόπιμο
να
παραθέσουμε τον αμερικανικό ορισμό του οργανωμένου εγκλήματος όπως παρουσιάστηκε από τον Πρόεδρο της Επιτροπής (η επιτροπή “Katzenbach”)
για την Εφαρμογή του Νόμου και τη Διοίκηση της
Δικαιοσύνης (Commission on Law Enforcement and Administration of Justice): (1)Το οργανωμένο έγκλημα είναι μία κοινωνία που αναζητά τρόπους λειτουργίας μακριά από τον έλεγχο των Αμερικανών πολιτών και των κυβερνήσεών τους. Περιλαμβάνει χιλιάδες εγκληματιών, οι οποίοι εργάζονται στο πλαίσιο μιας δομής τόσο περίπλοκης όσο και οι δομές των άλλων μεγάλων επιχειρήσεων και υπόκεινται σε νόμους που εφαρμόζονται πιο σκληρά από εκείνους των νόμιμων κυβερνήσεων. (2)Οι ενέργειές του δεν είναι αυθόρμητες αλλά μάλλον αποτέλεσμα περίπλοκων συνωμοσιών, οι οποίες υπάρχουν πολλά χρόνια και στοχεύει στο να κερδίσει το οργανωμένο έγκλημα τον έλεγχο σε όλους
377
τους χώρους της ανθρώπινης δραστηριότητας, προκειμένου να συσσωρεύσει τεράστια χρηματικά ποσά.82 Το 1986, ο Πρόεδρος της Commission on Organized Crime επικέντρωσε την προσοχή του στις δομικές, οργανωτικές πλευρές του οργανωμένου εγκλήματος: Το οργανωμένο έγκλημα είναι το συλλογικό αποτέλεσμα της διάπραξης της γνώσης και των δραστηριοτήτων τριών συστατικών: των εγκληματικών ομάδων (η καθεμία από τις οποίες έχει στον πυρήνα της άτομα που συνδέονται μεταξύ τους με φυλετικούς, γλωσσικούς και εθνικούς δεσμούς), των πρακτικών (άτομα που προστατεύουν τα συμφέροντα της ομάδας), και των ειδικών (άτομα που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους για να αυξήσουν τα συμφέροντα της ομάδας.83 Οι δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος - Εμπόριο ψυχοτρόπων ουσιών Το
οργανωμένο
έγκλημα
θεωρείται
μία
επιχείρηση
πολλών
δισεκατομμυρίων δολαρίων τα κέρδη του οποίου ετησίως εκτιμώνται επίσημα ότι ισούνται με το άθροισμα των κερδών των δέκα μεγαλύτερων βιομηχανιών. Όμως, τίποτα δεν είναι βέβαιο, τα παραπάνω αποτελούν εκτιμήσεις.84 Ως πολύ επικερδής επιχείρηση όμως, το οργανωμένο έγκλημα παρέχει στους φιλόδοξους Αμερικανούς της κατώτερης κοινωνικής τάξης και στους μετανάστες την ευκαιρία για συμμετοχή στο αμερικανικό όνειρο, δηλαδή να γίνουν πλούσιοι και ισχυροί. Η «επιχείρηση» του οργανωμένου εγκλήματος στηρίζεται κυρίως στις ακόλουθες 82
προσοδοφόρες
μορφές
εγκληματικής
δραστηριότητας:
Βλ. President’s Commission on Law Enforcement and Administration of Justice, The Challenge of Crime in a Free Society, Avon, New York 1968, σ. 437 όπως αναφέρεται στον Thio A., Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά, εκδ. 4η, μτφ. Μπαρμπάτση Μ., επιμέλεια Τσουραμάνης Χ., εκδόσεις Έλλην, Αθήνα 2003, σ. 387 83 Βλ. President’s Commission on Organized Crime, The Impact: Organized Crime Today, 1986, σ. 24 όπως αναφέρεται στον Thio A., Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά, εκδ. 4η, μτφ. Μπαρμπάτση Μ., επιμέλεια Τσουραμάνης Χ., εκδόσεις Έλλην, Αθήνα 2003, σ. 387 84 Βλ. Clark R, Crime in America, σ. 57 όπως αναφέρεται στον Thio A., Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά, εκδ. 4η, μτφ. Μπαρμπάτση Μ., επιμέλεια Τσουραμάνης Χ., εκδόσεις Έλλην, Αθήνα 2003, σ. 390
378
αγοροπωλησίες
παράνομων
αγαθών
και
υπηρεσιών
(εδώ
περιλαμβάνεται και το εμπόριο ψυχοτρόπων ουσιών), κλοπές και γενικότερες παράνομες δραστηριότητες (πώληση «προστασίας σε καταστήματα, υπαλλήλων
ληστείες, και
ανθρωποκτονίες),
διεύθυνση
καθόλα
διαφθορά
νόμιμων
δημοσίων
επιχειρήσεων.
Αποκτώντας μία νόμιμη επιχείρηση ο γκάνγκστερ στοχεύει στην επίτευξη ορισμένων σκοπών: να εδραιώσει μία νόμιμη πηγή εισοδήματος για την πληρωμή των φόρων, να επενδύσει «βρώμικα» χρήματα (από των πώληση παράνομων δραστηριοτήτων ή προϊόντων) επιχειρήσεις
που
θα
του
αποφέρουν
νόμιμο
σε νόμιμες
κέρδος
και
να
χρησιμοποιήσει τη νόμιμη επιχείρηση ως βιτρίνα, προκάλυψη για την εκτέλεση των παράνομων σχεδίων του. 85 Όσον αφορά τα ναρκωτικά, οι οργανωμένοι εγκληματίες λειτουργούν για το ανώτερο κέρδος με τον μικρότερο κίνδυνο παρέμβασης των διωκτικών αρχών. Περιορίζουν τις δραστηριότητές τους στην εισαγωγή των ναρκωτικών και τη χονδρική τους πώληση, αφήνοντας τους ανεξάρτητους προμηθευτές να αναλάβουν την επικίνδυνη δουλειά της πώλησης των ναρκωτικών στο δρόμο. Το εμπόριο των ναρκωτικών είναι η πιο επικερδής πηγή εισοδήματος για το οργανωμένο έγκλημα, γι’ αυτό δεν προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις αποκαλούμενες «νέες Μαφίες» που έκαναν την εμφάνισή τους στις ΗΠΑ, ιδιαίτερα μετά το 1980 - που αποτελούνταν από Αφροαμερικανούς, Κουβανούς, Ισπανούς και Ασιάτες – βασίζονταν στη διακίνηση ναρκωτικών ως την κύρια πηγή του εισοδήματός τους. 86 Ποιοι είναι οι «κύριοι» του οργανωμένου εγκλήματος – Το προφίλ ενός γκάνγκστερ
85
Βλ. Thio A., Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά, εκδ. 4η, μτφ. Μπαρμπάτση Μ., επιμέλεια Τσουραμάνης Χ., εκδόσεις Έλλην, Αθήνα 2003, σ. 393 86 Βλ. Massing Μ., The New Mafia, New York Review of Books, December 3, 1992, σ. 9
379
Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες στην ακαδημαϊκή βιβλιογραφία να σκιαγραφηθεί
το
προφίλ
των
εγκληματιών
του
οργανωμένου
εγκλήματος.87 Όσον αφορά τις προσωπικές τους ιδιότητες, - 1ον οι εγκληματίες του οργανωμένου εγκλήματος δεν είναι λιγότερο έξυπνοι από τους συμβατικούς ανθρώπους και ο βαθμός της ευφυΐας εξαρτάται κυρίως από το συγκεκριμένο ρόλο τον οποίο το άτομο παίζει στην εγκληματική οργάνωση.88 Ανεξάρτητα όμως από την ευφυΐα, αυτό που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα όσων συμμετέχουν σε μία εγκληματική οργάνωση είναι θα μπορούσαμε να πούμε το γεγονός ότι επιδιώκουν μία καριέρα με την ίδια προσοχή και διαδικασία όπως κάθε επιτυχημένος επιχειρηματίας. Όπως γράφει ο κοινωνιολόγος James O’Kane: Η δουλειά τους, οι συνήθειές τους οι ικανότητές τους και τα κίνητρά τους διαφέρουν ελάχιστα από τα δικά μας στη συμβατική κοινωνία89· - 2ον οι οργανωμένοι εγκληματίες δεν είναι κατ’ ανάγκην ψυχολογικά ασταθή άτομα που αναπτύσσουν μια ιδιαίτερα βίαιη και άγρια συμπεριφορά. Η άποψη αυτή συχνά βασίζεται στο επιχείρημα ότι οι εγκληματίες όχι μόνο διαπράττουν φόνους και άλλες άγριες πράξεις, αλλά παρουσιάζονται να το κάνουν αυτό με ειδεχθείς και σαδιστικούς τρόπους. Χωρίς να αποκλείουμε την ύπαρξη τέτοιων σαδιστών στους κόλπους του οργανωμένου εγκλήματος πρέπει να τονίσουμε ότι δεν μπορούμε να προβούμε αβίαστα σε γενικεύσεις για όλα τα μέλη του. Για τους περισσότερους οργανωμένους εγκληματίες, η βία είναι απλώς το
87
Βλ. Homer F.D., Guns and Garlic: Myths and Realities of Organized Crime, Ind.: Purdue University Press, West Lafayette 1974, σσ. 46-93 88 Οι αρχηγοί και εκείνα τα άτομα που ανήκουν στις ανώτερες βαθμίδες της οργάνωσης είναι γενικά έξυπνοι επιχειρηματίες, ικανοί να διευθύνουν πολλές και περίπλοκες επιχειρήσεις. Εκείνοι που βρίσκονται στα κατώτερα στρώματα είναι γενικά λιγότερο ευφυείς. Βλ. Homer F.D., Guns and Garlic: Myths and Realities of Organized Crime, Ind.: Purdue University Press, West Lafayette 1974, σσ. 4693 89 Βλ. O’ Κane J. Μ., The Crooked Ladder: Gangsters, Ethnicity and the American Dream, N.J.: Transaction, New Brunswick 1992, σ. 147
380
μέσο, μία “επιχειρηματική” πράξη, μία δεδομένη πρακτική η οποία εκτελείται προκειμένου να επιτευχθούν ορισμένοι στόχοι 90· - 3ον
οι οργανωμένοι εγκληματίες, επειδή ανήκουν σε μία
υποκουλτούρα που συγχωρεί και ανέχεται το έγκλημα, γενικά δε θεωρούν ότι είναι εγκληματίες ή γκάνγκστερς με την έννοια ότι είναι ηθικά κατακριτέοι. Αν συνηθίσεις να διαπράττεις εγκλήματα, δε θεωρείς αυτές τις πράξεις εγκληματικές. 91 Πολλοί οργανωμένοι εγκληματίες θεωρούν
τις
παράνομες
δραστηριότητές
τους
ως
δουλειά,
χρησιμοποιώντας τη δικαιολογία ότι απλώς πωλούν αγαθά και υπηρεσίες τις οποίες συνηθισμένοι και ευυπόληπτοι πολίτες ζητούν.92 Όσον αφορά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά Τρία κοινωνικά χαρακτηριστικά έχουν συσχετιστεί με τους οργανωμένους εγκληματίες: η εθνικότητα, η κοινωνική τάξη και η ηλικία. Η εθνικότητα: η δημοφιλής άποψη θέλει τους Ιταλοαμερικανούς να κυριαρχούν ακόμα στις δραστηριότητες του οργανωμένου εγκλήματος. Η ύπαρξη όμως κινέζικων συμμοριών, τα δίκτυα ναρκωτικών των Κολομβιανών και των Κουβανών, και τα κυκλώματα παραγωγής και διακίνησης λαθραίων οινοπνευματωδών ποτών από λευκούς του αμερικανικού Νότου έρχονται να θέσουν υπό αμφισβήτηση την παραπάνω άποψη. Μολονότι συνδέουμε συνήθως το οργανωμένο έγκλημα με διάφορες μειονοτικές ομάδες, η σύνδεση της μετανάστευσης με την υψηλότερη εγκληματικότητα είναι λανθασμένη. Οι ισπανόφωνοι μάλιστα μετανάστες εμφανίζουν χαμηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας από τους αμερικανούς πολίτες.93 90
Βλ. Thio A., Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά, εκδ. 4η, μτφ. Μπαρμπάτση Μ., επιμέλεια Τσουραμάνης Χ., εκδόσεις Έλλην, Αθήνα 2003, σ. 399 91 Όπως ένας υψηλόβαθμος γκάνγκστερ κατέθεσε κάποτε στο Κονγκρέσο, βλ. Thio A., Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά, εκδ. 4η, μτφ. Μπαρμπάτση Μ., επιμέλεια Τσουραμάνης Χ., εκδόσεις Έλλην, Αθήνα 2003, σ. 399 92 Βλ. Block H. A., Geis G., Man, Crime and Society, Random House, New York 1962, σσ. 244-245 93 Βλ. Hagan J. and Palloni A., “Sociological Criminology and the Mythology of Hispanic immigration and crime”, Social Problems, 46(4) 1999, σσ. 617-32.
381
Η κοινωνική τάξη: οι οργανωμένοι εγκληματίες τυπικά προέρχονται από φτωχές οικογένειες. Βέβαια στις μέρες μας η αύξηση στην εκλέπτυνση και την πολυπλοκότητα των εγκληματικών δραστηριοτήτων, αποτέλεσμα της διείσδυσης του οργανωμένου εγκλήματος στις νόμιμες επιχειρήσεις, έχει οδηγήσει περισσότερους ανθρώπους της μεσαίας κοινωνικής τάξης στο να αναμειχθούν και αυτό.94 Η ηλικία: οι περισσότεροι αρχηγοί του οργανωμένου εγκλήματος είναι μιας κάποιας ώριμης ηλικίας. Το γεγονός αυτό συχνά δημιουργεί συγκρούσεις μεταξύ των μεγαλύτερων και των νέων μέσα στην εγκληματική οργάνωση, επειδή οι ανυπόμονοι νεαροί (τα αποκαλούμενα πρωτοπαλίκαρα) δεν μπορούν να ανέβουν εύκολα στις ηγετικές θέσεις. Οι νέοι πρέπει να μείνουν και να παλέψουν μέσα στην οργάνωση και πολλές φορές οφείλουν εξοντώσουν τον προηγούμενο αρχηγό για να πάρουν τη θέση του.95 Επίσης υπάρχουν βασικές διαφορές στη στάση και στη συμπεριφορά των διαφόρων γενεών μέσα σε μία εγκληματική οργάνωση. Οι νέοι έχουν την τάση να είναι καινοτόμοι, ριψοκίνδυνοι και να δρουν περισσότερο παρορμητικά και απερίσκεπτα, να αμφισβητούν τους κανόνες των μεγαλύτερων και εμπειρότερων του οργανωμένου εγκλήματος και παρουσιάζουν μια μεγαλύτερη ροπή προς τη βία.96 Ο
Αμερικανικός
τρόπος
επιτυχίας
–
Μετανάστες
και
οργανωμένο έγκλημα. Μόνο όταν ένα σύστημα πολιτισμικών αξιών προβάλλει πάνω απ’ όλα, συγκεκριμένους στόχους για επιτυχία ως κοινούς για ολόκληρο τον πληθυσμό, ενώ η κοινωνική δομή αυστηρά περιορίζει ή εμποδίζει ολοκληρωτικά την πρόσβαση στους αποδεκτούς τρόπους για την επίτευξη αυτών των στόχων, για ένα σημαντικό μέρος του ίδιου αυτού 94
Βλ. Thio A., Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά, εκδ. 4η, μτφ. Μπαρμπάτση Μ., επιμέλεια Τσουραμάνης Χ., εκδόσεις Έλλην, Αθήνα 2003, σ. 401 95 Βλ.Homer F.D., Guns and Garlic: Myths and Realities of Organized Crime, Ind.: Purdue University Press, West Lafayette 1974, σ. 92 96 Βλ. How the Mob Really Works, Newsweek, January 5, 1981, σ. 38
382
πληθυσμού (ουσιαστικά, την κατώτερη κοινωνική τάξη), τότε προκύπτει μιας μεγάλης κλίμακας παρεκκλίνουσα συμπεριφορά τους. 97 Μάλιστα όπως αναφέρει πιο συγκεκριμένα ο Merton η σύγχρονη αμερικανική κουλτούρα συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από μία έντονη έμφαση στον πλούτο ως βασικό σύμβολο επιτυχίας, χωρίς μία αντίστοιχη έμφαση στις νόμιμες οδούς για την επίτευξη αυτών των στόχων. 98 Η αμερικανική κοινωνία με το να ενθαρρύνει, από τη μία τις υψηλές φιλοδοξίες και να μην παρέχει, από την άλλη, ευκαιρίες για επιτυχία, στην πραγματικότητα ωθεί τα άτομα στην παρέκκλιση (το έγκλημα). Έτσι πολλά άτομα της κατώτερης κοινωνικής τάξης απορρίπτουν τη χρήση των νόμιμων μέσων και χρησιμοποιούν αθέμιτα μέσα για την ευόδωση των προσπαθειών τους για επιτυχία και χρήματα, που έχουν μάθει να αποδέχονται. Αυτή η μορφή παρεκκλίνουσας προσαρμογής του Merton την καινοτομία (innovation) θα μπορούσαμε να πούμε ότι ανιχνεύουμε στον νεαρό φτωχό Κουβανό μετανάστη ο οποίος φτάνει στις ΗΠΑ με σκοπό να κάνει πραγματικότητα το «Αμερικανικό όνειρο» σε αυτή τη χώρα όπου πρώτα πρέπει να κάνεις χρήματα, έπειτα και αφού έχεις κάνει χρήματα αποκτάς τη δύναμη και στο τέλος αφού έχεις δύναμη έχεις και τις γυναίκες.99 Οι περισσότεροι κοινωνιολόγοι πιστεύουν ότι οι διάφορες εθνικές εγκληματικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται στις ΗΠΑ είναι προϊόντα της αμερικανικής κοινωνίας. Η πιο διάσημη μάλιστα κοινωνιολογική απόπειρα ερμηνείας του πώς το οργανωμένο έγκλημα προέρχεται από τις ΗΠΑ είναι η θεωρία του Daniel Bell για την «περίεργη σκάλα» επιτυχίας.100 Πιο συγκεκριμένα ο Bell θεωρεί το οργανωμένο έγκλημα ως «έναν αμερικάνικο τρόπο ζωής» για τους φτωχούς αλλά φιλόδοξους, ιδιαίτερα για εκείνους μετανάστες σε αστικές 97
Βλ. Merton R. K. Social Theory and Social Structure, Free Press, New York, 1957, σ. 121 Βλ. Merton R. K. Social Theory and Social Structure, Free Press, New York, 1957, σ. 139 99 Λόγια από την ταινία: Tony Montana 100 Βλ. Bell D., The Εnd of Ideology, Free Press, New York 1962, σσ. 127-150 98
383
φτωχογειτονιές. Γίνεται λοιπόν σαφής νύξη ότι το οργανωμένο έγκλημα υπάρχει, επειδή υπηρετεί μια θετική λειτουργία για την κοινωνία, επιτρέποντας στους φιλόδοξους Αμερικανούς της κατώτερης κοινωνικής τάξης να επιτύχουν. «Το έγκλημα, στη γλώσσα των κοινωνιολόγων έχει ένα “λειτουργικό” ρόλο στην κοινωνία και ο αστικός τρόπος να βγάλει κανείς χρήματα με παράνομα μέσα – η οργανωμένη παράνομη δραστηριότητα για συνεχές κέρδος, παρά οι μεμονωμένες ατομικές παράνομες πράξεις – είναι μία από τις περίεργες σκάλες κοινωνικής κινητικότητας της αμερικάνικης ζωής»101. Μάλιστα πηγαίνοντας ακόμα πιο πέρα ο Bell παρατηρεί ότι δεν υπάρχει τίποτα καινούριο στη χρήση βίας από τους Αμερικανούς, στην προσπάθεια τους να ανέβουν τα σκαλιά της επιτυχίας. Υπάρχει ένας ιστορικός δεσμός μεταξύ των φιλόδοξων φτωχών Αμερικανών του παρόντος και εκείνων του παρελθόντος ως προς το ότι βασίζονται σε εγκληματικά μέσα για την επίτευξη της επιτυχίας. 102 Χρήση ψυχοτρόπων ουσιών Πώς μπορούμε να έχουμε μία σωστή αντίληψη για την παράνομη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών; Θα πρέπει να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι η αντίδραση της κοινωνίας όσον αφορά στις ψυχοτρόπες ουσίες διαφέρει στο χρόνο και στο χώρο. Επιπλέον, η παράνομη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών δεν είναι ένα μονοδιάστατο φαινόμενο 103 και εντάσσεται στα λεγόμενα εγκλήματα χωρίς θύμα, διότι κανείς από τους εμπλεκομένους δεν θεωρείται θύμα104 και στην προκειμένη περίπτωση αν κάποιος υποφέρει αυτός είναι ο ίδιος ο παραβάτης.
101
Βλ. Bell D., The Εnd of Ideology, Free Press, New York 1962, σσ. 129 «Οι πρωτοπόροι του αμερικάνικου καπιταλισμού δεν ήταν απόφοιτοι της Σχολής του Harvard στη διοίκηση επιχειρήσεων. Οι πρώτοι άποικοι και οι ιδρυτικοί πατέρες που έφτιαξαν κοπάδια, ορυχεία και άλλες περιουσίες, συχνά το έκαναν κερδοσκοπικά και με σημαντική χρήση βίας...Πιο πρόσφατα, αυτοί που ήρθαν αργότερα (δηλ οι οργανωμένοι εγκληματίες) επιδίωξαν την επιτυχία με ανάλογες σκληρές τακτικές.» Βλ. Bell D., The Εnd of Ideology, Free Press, New York 1962, σσ. 148 103 Βλ. National Commission on Marijuana and Drug Abuse, Drug Use in America, Government Printing Office, Washington D. C. 1973, σσ. 30-32, 94-98. 104 Βλ. Schur E., Crimes without Victims, NJ: Prentice Hall, Englewood Cliffs 1965. 102
384
Ποιες είναι οι επιπτώσεις των διάφορων παράνομων ναρκωτικών; Ως διεγερτικό η κοκαΐνη οξύνει τις αισθήσεις, προκαλεί χαρά, ενισχύει την αυτοπεποίθηση και δίνει ενέργεια. Προκαλεί επίσης εθισμό σε μεγάλο βαθμό. Όμως, όπως και άλλες παράνομες ψυχοτρόπες ουσίες, η κοκαΐνη μπορεί να γίνει ιδιαίτερα επικίνδυνη, εάν χρησιμοποιείται σε μεγάλες δόσεις ή για εκτεταμένη χρονική περίοδο. Μπορεί να προκαλέσει αϋπνία, αδυναμία,
μεγάλη
οξυθυμία,
παράνοια
και
άλλα
συμπτώματα
ψύχωσης.105 Ποιοι είναι πιθανό να κάνουν χρήση ψυχοτρόπων ουσιών; Έρευνες που έχουν γίνει έχουν δείξει ότι τα άτομα που ανήκουν στις φτωχές μειονότητες είναι πιο ευάλωτα και άρα είναι πιο πιθανό να χρησιμοποιήσουν ναρκωτικά, Όμως όπως διευκρινίζεται αυτό δεν ισχύει για όλες ανεξαιρέτως τις ψυχοτρόπες ουσίες μιας και υπάρχουν ψυχοτρόπες ουσίες (όπως η κοκαΐνη) των οποίων η τιμή είναι απαγορευτική για άτομα χαμηλού εισοδήματος και επομένως οι χρήστες τους ανήκουν στα εύπορα κοινωνικοοικονομικά στρώμα. Κατά συνέπεια η εικόνα που προβάλλεται στην ταινία, του εύπορου βαρόνου της κοκαΐνης που εθίζεται και ο ίδιος σε αυτή δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση. Ποιες είναι οι αιτίες που οδηγούν στη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και στον εθισμό σε αυτές; Υπάρχουν περισσότερες από σαράντα θεωρίες για κάποια πλευρά της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών. Αυτές οι θεωρήσεις μπορούν να διαιρεθούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες : τις βιολογικές, τις ψυχολογικές και τις κοινωνιολογικές. Στην προκειμένη περίπτωση θα αναφερθούμε σ’ εκείνη τη θεωρητική ερμηνεία που μπορούμε να πούμε ότι ανιχνεύεται μέσα στην κινηματογραφική πλοκή και είναι ένα θεωρητικό σχήμα που αποτελεί μία πολυπαραγοντική σύνθεση κοινωνιολογικών και ψυχολογικών παραγόντων χρήσης ψυχοτρόπων 105
Βλ. Thio A., Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά, εκδ. 4η, μτφ. Μπαρμπάτση Μ., επιμέλεια Τσουραμάνης Χ., εκδόσεις Έλλην, Αθήνα 2003, σ. 464.
385
ουσιών. Οι κοινωνικοί παράγοντες που ωθούν πιο άμεσα τους ανθρώπους προς την κατεύθυνση της χρήσης ψυχοτρόπων ουσιών μπορούν να βρεθούν σε διάφορες θεωρίες για την παρέκκλιση, όπως στη θεωρία του κοινωνικού ελέγχου106, στης θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού107, στη θεωρία της κοινωνικής μάθησης108, στη θεωρία της δομικής έντασης109, στη θεωρία της παρεκκλίνουσας ευκαιρίας110 και στη θεωρία της παρεκκλίνουσας υποκουλτούρας. Συνεπώς : 1) η απουσία δεσμών με συμβατικά άτομα ή θεσμούς, όπως με τους γονείς, τους εργοδότες ή με την εργασία και την οικογένεια, 2) η σχέση με φίλους που χρησιμοποιούν ναρκωτικά, 3) το να ανήκει κανείς σε μια υποκουλτούρα στην οποία χρησιμοποιούν ναρκωτικά ή σε μια ομάδα που είναι προσανατολισμένη στη χρήση ναρκωτικών, 4) η εύκολη πρόσβαση στα ναρκωτικά, 5) η δοκιμή ναρκωτικών σε νεαρή ηλικία,111 ανταποκρίνονται στα παραπάνω. Υπάρχει όμως και ένας επιπλέον παράγοντας που επηρεάζει μόνο τους φτωχούς και ιδιαίτερα όσους ανήκουν σε φτωχές μειονότητες. Ανίκανοι να συμμετέχουν στην ισχυρή οικονομία, οι άνθρωποι αυτοί αναγκάζονται να αναπτύξουν μια εναλλακτική παράνομη οικονομία που βασίζεται στις ψυχοτρόπες ουσίες, στο πλαίσιο της οποίας να αναπτυχθούν ως έντονα ενεργοί και σκληρά εργαζόμενοι επιχειρηματίες,
106
Βλ. Hirschi T., Causes of Delinquency, University of California Press, Berkeley and Los Angeles, 1969. 107 Βλ. Sutherland E. H., Cressey D. R., Criminology, 10th ed., Lippincott, Philadelphia 1978, σσ. 77-98 108 Βλ. Akers R. L. Deviant Behavior: A social learning approach, 3rd ed., Wadsworth, Belmont, Calif. 1985. 109 Βλ. Merton R. K., Social Theory and Social Structure, rev. ed., Free Press, New York 1957, Cohen Α. Κ., Delinquent Boys, The Structure of the Gang, Free Press, Glencoe Ill., 1955. 110 Βλ. Cloward R. C., and Ohlin L. E., Delinquency and opportunity: A theory of Delinquent Gangs, Free Press, Glencoe Ill., 1960. 111 Βλ. Goode Ε., Drugs in American Society, 3rd ed., Alfred A. Knopf, New York 1989, σσ. 63-77, Marcos A. A., Bahr S.J., Johnson R.E., Test of Bonding/Association Theory of Adolescent Drug Use, “Social Forces”, Vol. 65, 1986, σσ. 135-169, Elliott R. E. et al., Explaining Delinquency and Drug Use, Sage, Beverly Hills, Calif. 1985, Kaplan H. B. et al., Escalation of Marijuana Use: Application of a General Theory of Deviant Behavior, “Journal of Health and Social Behavior”, Vol. 27, 1986, σσ. 44-61
386
διακινώντας ναρκωτικά, διαπράττοντας εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, κατά της ανθρώπινης ζωής ενώ χρησιμοποιούν ναρκωτικά.112 Οι ψυχολογικοί παράγοντες από την άλλη πλευρά δεν μπορούν να παραβλεφθούν. Έτσι : 1) η παρότρυνση από τα θετικά αποτελέσματα των ψυχοτρόπων ουσιών που βιώνουν οι χρήστες τους, 2) η φτωχή αντίληψη για τον εαυτό τους, ο χαμηλός αυτοσεβασμός, η απόρριψη του εαυτού, τα συναισθήματα κατάθλιψης, αδυναμίας
ή απελπισίας, 3) το να είναι
κάποιος αντισυμβατικός και επαναστάτης, 4) η δεκτικότητα στην αβεβαιότητα, στον κίνδυνο ή σε νέες εμπειρίες και 5) το να περιμένουν από τα ναρκωτικά να ενισχύσουν την κοινωνική τους θέση ή να ανακουφίσουν τα προβλήματα τις ζωής τους, 113 παίζουν όλα αυτά μαζί αλλά και το καθένα ξεχωριστά το ρόλο τους. Τα κλινικά στοιχεία περαιτέρω δείχνουν ότι τα άτομα που αντιμετωπίζουν ένα ορισμένο προσωπικό πρόβλημα
τείνουν
να
προτιμούν
ένα
συγκεκριμένο
ναρκωτικό. Για το λόγο αυτό εκείνοι που αισθάνονται συχνά μελαγχολία, κούραση, πλήξη ή συστολή επιλέγουν την κοκαΐνη, επειδή τους δίνει ενεργητικότητα, αυτοπεποίθηση και κοινωνικότητα.114 Παράγοντες
εγκληματοποίησης
και
η
κοινωνική
πραγματικότητα του εγκλήματος (Turk & Quinney) Στο σημείο που ο Montana εξηγεί ότι η κοινωνία έχει ανάγκη από άντρες σαν κι αυτόν, για να μπορούν οι άνθρωποι να τον δείχνουν με το χέρι τους και να λένε «να ο κακός» ώστε να συνεχίζουν οι ίδιοι να νιώθουν μακάριοι και δικαιωματικά οι αθώοι και οι καλοί και αμφισβητώντας στη συνέχεια το κατά πόσο τελικά είναι οι καλοί λέγοντας «...Καλοί; Δεν είστε καλοί, απλώς ξέρετε να κρύβεστε, να λέτε
112
Βλ. Hanson B., et al., Life with Heroin: Voices from the Inner City, Health, Lexington, Mass. 1985. Βλ. Jurich A. P. and Polson C. J., Reasons for Drug Use: Comparison of Drug Users and Abusers, “Psychological Reports”, Vol. 55, 1984, σσ. 371-378 114 Βλ. Khantzian E. J., The Self-Medication Hypothesis of Addictive Disorders: Focus on Heroin and Cocaine Dependence, “American Journal of Psychiatry”, Vol. 142, 1985, σσ. 1259-1264. 113
387
ψέματα.»,
στο μυαλό μας έρχεται η θεωρία του
Turk περί
εγκληματοποίησης. Ο Austin Turk προσπαθεί να κατανοήσει την εγκληματικότητα προσπαθώντας να ανακαλύψει πώς κάποια άτομα καταφέρνουν να αποκτήσουν ένα εγκληματικό status.115 Η απόκτηση του εγκληματικού status από ένα άτομο δεν εξαρτάται απ’ αυτό που κάνει, περισσότερο εξαρτάται από το χαρακτηρισμό ενός ατόμου ως εγκληματία από τις αρχές και το νόμο. Το να ορίζεται κάποιος ως εγκληματίας σημαίνει την εγκληματοποίησή του. Άρα, η εγκληματοποίηση περιλαμβάνει τη σύγκρουση ανάμεσα στις αρχές και τα υποκείμενα, ιδιαίτερα εάν οι αρχές θεωρούν ένα νόμο πολύ σημαντικό και σπουδαίο, με συνέπεια την εγκληματοποίηση των υποκειμένων από τις αρχές.116 Εάν συνοψίσουμε τα λόγια του πρωταγωνιστή θα δούμε ότι σύμφωνα με αυτόν οι πολιτικοί προτιμούν να πολεμούν τα ναρκωτικά, αγωνίζονται για την ποινικοποίηση των ναρκωτικών, γιατί χρειάζονται «μαύρα πρόβατα» σαν τον ίδιο για να στηρίξουν τις προεκλογικές τους εξαγγελίες, να δικαιολογήσουν την αστυνομική βιαιότητα και να βοηθήσουν να καλύψουν τις δικές τους δολοπλοκίες. Σύμφωνα με τον Montana, oι ισχυροί δεν χρειάζεται καν διαφθαρούν για να πλουτίσουν από το οργανωμένο έγκλημα. Επίσης το ότι φτάνει στο σημείο να καταφερθεί ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα («...ξέρεις τι είναι καπιταλισμός, να σε πηδάνε») και να κατονομάσει αυτούς που κατά τη γνώμη του φταίνε («...Αυτοί φταίνε. Οι τραπεζίτες, οι πολιτικοί αυτοί θέλουν την παράνομη κόκα. Για να βγάζουν λεφτά και ψήφους ... και πολεμούν του κακούς. Αυτοί είναι οι κακοί. Αυτοί πηδάνε τους πάντες και τα πάντα!») βρίσκοντας τους υπαίτιους ανάμεσα σε εκπροσώπους του καπιταλιστικού συστήματος (τραπεζίτες και πολιτικούς) μας θυμίζει 115
Βλ. Turk A., Conflict and Criminality, “American Sociological Review”, Vol. 31, 1966, σσ. 338352. 116 Βλ. Thio A., Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά, εκδ. 4η, μτφ. Μπαρμπάτση Μ., επιμέλεια Τσουραμάνης Χ., εκδόσεις Έλλην, Αθήνα 2003, σ. 102
388
στοιχεία από τη συγκρουσιακή θεωρεία του Richard Quinney, περί μιας κοινωνικής πραγματικότητας του εγκλήματος.117 Ο Richard Quinney με τη σειρά του θεωρεί ότι «το ποινικό δίκαιο χρησιμοποιείται από την πολιτεία και την άρχουσα τάξη για την επιβίωση του καπιταλιστικού συστήματος, και όσο η καπιταλιστική κοινωνία αποτελείται περαιτέρω από τις δικές τις αντιφάσεις, το ποινικό δίκαιο θα χρησιμοποιείται όλο και περισσότερο στην προσπάθεια διαφύλαξης της εσωτερικής τάξης».118 Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, υπάρχουν τέσσερις παράγοντες που εκτός των άλλων βοηθούν στη σταθεροποίηση της εγκαθιδρυμένης νομικής τάξης, καθώς επίσης και της κυρίαρχης τάξης. Πρώτον, η κυρίαρχη τάξη ορίζει ως εγκληματικές εκείνες τις συμπεριφορές που απειλούν τα συμφέροντά της. Δεύτερον, η κυρίαρχη τάξη εφαρμόζει αυτούς τους νόμους, για να εξασφαλίσει την προστασία των συμφερόντων της. Τρίτον, τα μέλη της υφιστάμενης τάξης υποχρεώνονται από τις δυσμενείς συνθήκες της ζωής τους να εμπλακούν σε ενέργειες, οι οποίες έχουν οριστεί ως εγκληματικές. Και τέταρτον, η κυρίαρχη τάξη χρησιμοποιεί αυτές τις εγκληματικές πράξεις ως τη βάση για την κατασκευή και τη διάδοση της ιδεολογίας του εγκλήματος. Σύμφωνα με αυτή την πεποίθηση η υφιστάμενη τάξη περιλαμβάνει τα πιο επικίνδυνα στοιχεία της κοινωνίας. 119 Ζ. –Θέματα για συζήτηση •
Για τον de Palma η βία και το έγκλημα είναι «...αρρώστια, κοινωνική αρρώστια που μεταδίδεται από κάποιους ανθρώπους, από τύπους σαν το “Σημαδεμένο”».120 Σχολιάστε την άποψη αυτή.
117
Βλ. Spitzer S., Toward a Marxian Theory of Deviance, “Social Problems”, Vol. 22, 1975, σσ. 638651. 118 Βλ. Quinney R., Critique of legal order: Crime Control in Capitalist Society, Little, Brown, Boston 1974, σ. 16 119 Thio A., Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά, εκδ. 4η, μτφ. Μπαρμπάτση Μ., επιμέλεια Τσουραμάνης Χ., εκδόσεις Έλλην, Αθήνα 2003, σσ. 103-104 120 Ashbrook J., Brian De Palma, Pocket Essentials, London 2000, σ. 13
389 •
Πώς πιστεύεται ότι νοηματοδοτεί ο ίδιος ο πρωταγωνιστής τη βίαιη συμπεριφορά του; Της αποδίδει εγκληματικό περιεχόμενο ή όχι;
•
Οι κινηματογραφικές αναφορές στο εθνικοφυλετικό και κοινωνικό υπόβαθρο των πρωταγωνιστών, σε τι αποσκοπούν κατά τη γνώμη σας; Ποιες εγκληματολογικές προσεγγίσεις θυμίζουν οι εν λόγω αναπαραστάσεις;
•
Ποιοι αναδεικνύονται, μέσω της κινηματογραφικής πλοκής, ως γενεσιουργοί
παράγοντες
της
εγκληματικής
δραστηριότητας
μιας
οργανωμένης εγκληματικής ομάδας; •
Οι κινηματογραφικές ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος (του Tony Montana και του Frank Lopez) πληρούν τα κριτήρια εκείνα που τις κατατάσσουν στον ορισμό της οργανωμένης εγκληματικότητας όπως αυτή δίδεται από την Ε. Ε.;
•
Μπορείτε να ανιχνεύσετε τις αιτίες που ωθούν τον Tony Montana να αθετήσει τον βασικό κανόνα
του οργανωμένου εγκλήματος «ποτέ μη
φτιάχνεσαι από δικό σου πράγμα» και να κάνει συστηματική χρήση κοκαΐνης και εκείνες που επηρεάζουν τη σύζυγό του Elvira Hancock, ως προς τη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών; Πιστεύετε ότι αιτίες είναι ακριβώς οι ίδιες ή παρατηρείτε και κάποιες διαφοροποιήσεις;
Η. –Εργασίες 1.-
Εκμεταλλευτείτε τις δυνατότητες του διαδικτύου και μάθετε πολλά και
ενδιαφέροντα πράγματα για το οργανωμένο έγκλημα, μπείτε στον παρακάτω ιστότοπο http://www.organized-crime.de/OCDEF1.htm και καταγράψτε όσο το δυνατόν περισσότερους ορισμούς περί οργανωμένης εγκληματικότητας βρείτε. Σχολιάστε
την
ποικιλομορφία
που
παρατηρείται
στην
οριοθέτηση
της
συγκεκριμένης εγκληματικής συμπεριφοράς. Κατά τη γνώμη σας τι προβλήματα ανακύπτουν και ποιες συνέπειες συνεπάγεται αυτή η πλημμυρίδα ορισμών; 2.-
Εάν
σας
ενδιαφέρει
περισσότερο
η
κατάσταση
της
οργανωμένης
εγκληματικότητας στις Η.Π.Α επισκεφτείτε τον ιστότοπο http://www.organizedcrime.de/yhome05.htm και σε συνδυασμό με μία περιήγηση στην ιστοσελίδα του F.B.I. http://www.fbi.gov/ συγκεντρώστε όσα περισσότερα στοιχεία μπορείτε για το οργανωμένο έγκλημα στις Η.Π.Α. Καταγράψτε τα κυριότερα σημεία της σύγχρονης ιστορίας τους στις Η.Π.Α και σημειώστε τα σημαντικότερα
390 χαρακτηριστικά του σήμερα (στατιστικά, δραστηριότητες, συλλήψεις, εξιχνίαση, πολύκροτες υποθέσεις κ.α.) και σχολιάστε τα.
2.-The Untouchables; Οι Αδιάφθοροι Α. –Γενικά121 ΑΥΘΕΝΤΙΚΟΣ ΤΙΤΛΟΣ: “The Untouchables” ΤΙΤΛΟΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ: «Οι Αδιάφθοροι» ΕΙΔΟΣ ΤΑΙΝΙΑΣ: Crime movie/ Γκανγκστερική ΕΤΟΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ: 1987 ΧΩΡΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ: Η.Π.Α. ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΒΟΛΗ (ΕΛΛΑΔΑ): 30 Οκτωβρίου 1987 ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119 min ΓΛΩΣΣΑ: ΑΓΓΛΙΚΑ (ΥΠΟΤΙΤΛΟΙ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ) ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Brian De Palma ΣΕΝΑΡΙΟ: David Mamet ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΟΠΟΙΟ ΒΑΣΙΣΤΗΚΕ Η ΤΑΙΝΙΑ: Oscar Fraley and Eliot Ness ΒΡΑΒΕΙΑ: Η ταινία κέρδισε Oscar δεύτερου αντρικού ρόλου με τον Sean Connery ως Jim Malone. CAST: Kevin Costner: Sean Connery: Charles Martin Smith: Andy Garcia: Robert De Niro: 121
Eliot Ness Jim Malone Agent Oscar Wallace Agent George Stone/ Giuseppe Petri Al Capone
Πηγές: www.cine.gr & www.imdb.com
391
Richard Bradford: Jack Kehoe: Brad Sullivan: Billy Drago: Patricia Clarkson: Peter Aylward: Don Harvey:
Police Chief Mike Dorsett Walter Payne George Frank Nitti Catherine Ness Lt. Anderson Officer Preseuski
Β. –Αποσπάσματα κριτικών “An absolute classic. These three words describe this masterpiece. De Palma and his supreme cast give us what we want. An intense drama about good and bad.” -Henrik Nielsenhttp://www.imdb.com/user/ur0250801/’comments “A smashing work(…)vulgar, violent, funny and sometimes breathtakingly beautiful”. -The New York Times gave the movie a glowing review.
Γ. –Κινηματογραφική πλοκή Σικάγο, Η.Π.Α., εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Ένας ιδεαλιστής ομοσπονδιακός πράκτορας γραφείου, απόλυτα προσηλωμένος στην ιδέα της εξυγίανσης της πόλης, ένας σταυροφόρος (όπως τον αποκαλούν τα Μ.Μ.Ε.) του νόμου, ο Elliot Ness, καλείται να συλλάβει τον Al Capone και να τον οδηγήσει στη δικαιοσύνη. Στην αρχή αδύναμος να σταματήσει το κύμα διακίνησης παράνομου αλκοόλ στο Σικάγο (μιας και οι αστυνομικές δυνάμεις είναι διεφθαρμένες και οι πάντες μέσα σε αυτή την πόλη φαίνονται να είναι στην υπηρεσία των γκάνγκστερς), ο Ness βρίσκει βοήθεια και καθοδήγηση στο πρόσωπο ενός μεγαλύτερου και έμπειρου αστυνομικού του δρόμου, του Jim Malone (Sean Connery), ο οποίος τον πείθει ότι χρειάζεται να καταπατήσει ορισμένους νόμους εάν θέλει στο τέλος να καταφέρει να ρίξει από το θρόνο του τον αρχιμαφιόζο γκάνγκστερ Al Capone (Robert De Niro) αφού οι συμβατικές μέθοδοι της
392
αστυνομίας αποτυγχάνουν λόγω της διαφθοράς των ίδιων των αστυνομικών. Ο Ness λοιπόν, ακολουθώντας τη συμβουλή του συγκροτεί μια ομάδα τεσσάρων ατόμων της απολύτης εμπιστοσύνης του και μαθαίνει να χρησιμοποιεί εξίσου βίαιες και πλάγιες μεθόδους με τον Capone. Η ομάδα του απαρτίζεται από τον ίδιο, τον μεσήλικα και έμπειρο ιρλανδό αστυνομικό, ένα νεαρό αστυνομικό με ιταλικό αίμα και έναν ειδικό στα οικονομικά εγκλήματα. Αυτοί λοιπόν, οι τέσσερις εκπρόωποι του νόμου θα πρέπει να ορθώσουν το ανάστημά τους απέναντι σε μία πόλη εχθρική γεμάτη πληρωμένους δολοφόνους. Οι μάχες είναι σκληρές, η αναμέτρηση αμφίρροπη και η έκβασή της αμφίβολη. Δ. – Κεντρικοί χαρακτήρες. Eliot Ness (Kevin Costner) Ο τίμιος ομοσπονδιακός πράκτορας γραφείου που φαίνεται να μην έχει καμία επαφή με τη σκληρή πραγματικότητα, ο οποίος ξεκινάει τη δική του προσωπική «σταυροφορία» ενάντια στο οργανωμένο έγκλημα και στον γκάνγκστερ Al Capone. Γεμάτος όνειρα, όρεξη για δουλειά και πεπεισμένος για τη σημασία του λειτουργήματος του, εμφανίζεται ως ο αδιάφθορος ήρωας που θα σώσει το Σικάγο από τους γκάνγκστερς. Ο σεναριογράφος Mamet θεωρεί ότι ο Eliot Ness αποτελεί περισσότερο μία προσωποποίηση της δύναμης της ηθικής παρά ότι είναι εκπρόσωπος ενός ανθρώπινου χαρακτήρα. Βέβαια στο τέλος αυτό που κυριαρχεί είναι η ανθρώπινη διάσταση του χαρακτήρα του με τις αδυναμίες του αφού τελικά δεν μπορεί να παραμείνει πιστός στις αξίες του για να επιτύχει το στόχο του, τη σύλληψη του Capone, και φτάνει να χρησιμοποιήσει τα ίδια όπλα με αυτόν, τη βία και την εν ψυχρώ εκτέλεση ανθρώπων. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Ness δεν παραμένει στο ύψος των περιστάσεων της ηθικής και των ιδανικών του, παρουσιάζεται αδύναμος και όταν αυτά αμφισβητούνται δεν έχει το θάρρος να τα στηρίξει στην
393
πράξη και αφήνει αυτούς που κατηγορεί να τον παρασύρουν σ’ έναν σκληρό κύκλο βίας. Jim Malone (Sean Connery) Ο Ιρλανδο-Αμερικανός έμπειρος αστυνομικός του δρόμου που αποδέχεται την πρόταση-πρόκληση του Ness και γίνεται το δεξί του χέρι στον αγώνα ενάντια στο οργανωμένο έγκλημα, αποδεικνύεται το σημαντικότερο πρόσωπο της ομάδας μιας και γνωρίζει τα πάντα γύρω από τους γκάνγκστερς και από τις παράνομες δουλειές τους. Ο Malone είναι ο πραγματιστής αστυνομικός που ξέρει πώς να πολεμήσει το οργανωμένο έγκλημα με την εμπειρία του (shoot fast and shoot first), με την αυθεντικότητα του χαρακτήρα του, τη σκληρότητα την αποκτημένη από την καθημερινή επαφή με το έγκλημα, με την αγωνιστικότητά του που παραμένει αμείωτη μέχρι το τέλος της δικής του ζωής (Never stop fighting till the fight is done). Δε φαίνεται να φοβάται κανέναν και τίποτα αλλά πίσω από την σκληρότητα του χαρακτήρα του παραμένει το πιο ανθρώπινο πρόσωπο της ταινίας. Agent Oscar Wallace (Charles Martin Smith) Ο πολύτιμος πράκτορας γραφείου ο Oscar Wallace ο οποίος είναι και λογιστής αποτελεί χαρακτηριστική καρικατούρα ενός ανθρώπου που δεν έχει καμία επαφή με το έγκλημα και με τη σκληρότητα του κόσμου του εγκλήματος που προσπαθεί να το πολεμήσει με τη βία αλλά που ξέρει πολύ καλά ότι ο μόνος τρόπος για να συλλάβουν τον Capone δεν είναι τα όπλα και η βία αλλά ένας αναίμακτος τρόπος, η φοροδιαφυγή. Al Capone (Robert De Niro) Ο σκληρός, επιβλητικός και δανδής γκάνγκστερ που εμφανίζεται ελάχιστα μέσα στην ταινία, λέγοντας σποραδικά ορισμένες ατάκες, αλλά η μορφή του στοιχειώνει ολόκληρη την κινηματογραφική πλοκή. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η συγκεκριμένη κινηματογραφική δουλειά παρουσιάζει ψήγματα του επιβλητικού χαρακτήρα ενός ευφυούς
394
ανθρώπου που κατάφερε να γίνει εκατομμυριούχος σε πολύ νεαρή ηλικία δίνοντας έμφαση στο οξύθυμο και νευρικό του χαρακτήρα και στην μη προνοητικότητα του που του στοίχησε την ίδια του την ελευθερία. Ε. –Από κινηματογραφική σκοπιά «Οι Αδιάφθοροι» είναι μία κλασική κινηματογραφική ιστορία που απεικονίζει τη μάχη του κακού ενάντια στο καλό δοσμένη με όρους γκανγκστερικής ταινίας χωρίς να εστιάζει κατ’ αποκλειστικότητα στις ηθικές συγκρούσεις. Ο σκηνοθέτης Brian De Palma δημιούργησε ένα κινηματογραφικό έργο γεμάτο βία που αναδεικνύεται μέσα από τις δημιουργικές κινήσεις της κάμερας, την ίδια στιγμή που το ευφυές σενάριο του David Mamet αποφεύγει ικανότατα τα κινηματογραφικά κλισέ σε κάθε σκηνή. Υπάρχει μία πραγματική αίσθηση για το τι επιφυλάσσει η μοίρα σε προσωπικό επίπεδο για τον κάθε χαρακτήρα του έργου, γεγονός που έρχεται σε ωραία αντίθεση με την ενυπάρχουσα (εγγενή) ματαιότητα των πραγμάτων που επιβάλλεται (ισχυροποιείται) από
το
κοινωνικό
περιβάλλον
της
«Ποτοαπαγόρευσης».
Η
κινηματογραφική ταινία είναι βασισμένη στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Eliot Ness (που το έγραψε μαζί με τον Oscar Fraley) και στην σχετική τηλεοπτική σειρά του 1959 - 63. ΣΤ. –Εγκληματολογική προσέγγιση Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης κινηματογραφικής ταινίας τίθεται μια σειρά ζητημάτων εγκληματολογικού ενδιαφέροντος. Ενδεικτικά, θα μπορούσαν να αναφερθούν το ζήτημα του ορισμού του εγκλήματος μέσα από το παράδειγμα του νόμου περί «ποτοαπαγόρευσης» στις Η.Π.Α., η περίπτωση της οργανωμένης εγκληματικότητας και των ανθρώπων που πρωτοστατούν σε αυτή, οι αποκαλούμενοι γκάνγκστερς, και των τρόπων που χρησιμοποιεί η αστυνομία για να αντιμετωπίσει τους ανθρώπους του οργανωμένου εγκλήματος σε μία εποχή (Σικάγο, δεκαετία του ‘30) όπου η βία του οργανωμένου εγκλήματος αντιμετωπίζεται με τη βίαιη
395
κατασταλτική αντίδραση των οργάνων του νόμου και της τάξης. Ειδικότερα: Η Ποτοαπαγόρευση (ο νόμος ενάντια στην παρασκευή και πώληση αλκοολούχων ποτών). Η ιστορία της απαγόρευσης κατανάλωσης αλκοόλ στις Η.Π.Α ξεκινάει κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της αποικιοκρατίας με τους Πουριτανούς που στην αρχή καταδίκαζαν μόνο την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ αλλά μέσα στους επόμενους τρεις αιώνες άρχισαν να αντιτίθενται και στο ίδιο το ποτό, όπως ήταν αντίθετοι και σε άλλες μορφές απόλαυσης.122 Η αντίθεση τους στη χρήση αλκοόλ ήταν η ίδια με τη σημερινή αντίθεση σε κάθε χρήση ψυχοτρόπων ουσιών και έτσι, στις αρχές του 19ου αιώνα, οι απόγονοι των πρώτων Πουριτανών, ξεκίνησαν μία εκστρατεία για την απόλυτη αποχή. Αυτή η εκστρατεία αποχής, που πήρε παραπλανητικά το όνομα «η κίνηση για την εγκράτεια» 123, έφτασε στο αποκορύφωμα της με τη θέσπιση της 18 ης τροπολογίας (γνωστότερης ως «Ποτοαπαγόρευσης» “νόμος Βόλστεντ”) το 1919 με σκοπό την εξοικονόμηση δημητριακών για τη διατροφή του πληθυσμού 124. Μέσα στα επόμενα 14 χρόνια, το αλκοόλ και η μέθη όχι μόνο δεν εξαφανίστηκαν από τις Η.Π.Α. αλλά και νέες μορφές εγκληματικής συμπεριφοράς (το οργανωμένο έγκλημα) αναδύθηκαν επωφελούμενες τα κέρδη από το παράνομο εμπόριο οινοπνευματωδών ποτών. Έτσι λοιπόν,
η
εφαρμογή
της
«Ποτοαπαγόρευσης»
αποτέλεσε
μία
καταστροφική αποτυχία που ανακλήθηκε τελικά από την 21 η Τροπολογία του 1933.125 Αν και εμφανίστηκε ως μία μεταρρυθμιστική κίνηση που 122
Βλ. Wilkinson R., The Prevention of Drinking Problems, Oxford University Press, New York 1970, σ. 8. 123 Λόγω της Γυναικείας Χριστιανικής Ένωσης για την Εγκράτεια βλ. Thio A., Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά εκδ. 4η, μτφ. Μπαρμπάτση Μ., επιμέλεια Τσουραμάνης Χ., εκδόσεις Έλλην, Αθήνα 2003, σ. 521. 124 Βλ. Κωστόπουλος Δ., «Το Σικάγο της ποτοαπαγορευσης- Η «πρωτεύουσα» των γκάνγκστερ του Μεσοπολέμου», Ιστορικά Θέματα, τεύχος 76, Σεπτέμβριος 2008, σσ. 83-93. 125 Βλ. Gusfield J. R., “Status Conflicts and the Changing Ideologies of the American Temperance Movement”, όπ. α. στους Pittman D. J. and Snyder C. R. eds., Society, Culture and Drinking Patterns, Wiley, New York 1962, σ. 101-120.
396
ευαγγελιζόταν τη βελτίωση των συνθηκών ζωής της αστικής τάξης, για τους περισσότερους ερευνητές η «Ποτοαπαγόρευση» γεννήθηκε από μία προσπάθεια ελέγχου εκείνου του μέρους της κοινωνίας που ήταν το πιο ανίσχυρο. Στην αρχή είχαμε την αριστοκρατία του πλούτου που επιθυμούσε να ελέγξει την εμφάνιση της δημοκρατίας και στη συνέχεια την αναδυόμενη κυρίαρχη μεσαία τάξη που χρησιμοποίησε το κίνημα της εγκράτειας, για να υποκινήσει την προκατάληψη και τη διάκριση στους Ιρλανδούς, Γερμανούς και Ιταλούς μετανάστες και την αστική κατώτερη τάξη. Όμως, όταν η «Ποτοαπαγόρευση» έγινε πραγματικότητα, μία καινούρια ομάδα είχε αρχίσει να εμφανίζεται στο προσκήνιο, μία καινούρια μεσαία τάξη η οποία δεν ήταν αντίθετη στη μετριοπαθή χρήση του αλκοόλ και η οποία ώθησε τελικά στην κατάργηση της σχετικής τροπολογίας
και
στην
αποποινικοποιήση
της
συγκεκριμένης
συμπεριφοράς.126 Τι είναι έγκλημα; Εξετάζοντας κανείς την περίπτωση της «Ποτοαπαγόρευσης» στις Η.Π.Α. έρχεται αντιμέτωπος με δύο ζητήματα, πρώτον με τη ρευστότητα που διακρίνει τον ορισμό του εγκλήματος αφού παρατηρούμε μία συμπεριφορά που αποτελούσε έγκλημα στις Η.Π.Α, από το 1919-1933, να μην αποτελεί έγκλημα από το 1934 και έπειτα και επιπλέον εκείνη την περίοδο άλλες χώρες, άλλοι πολιτισμοί να μην αναγνωρίζουν την ίδια συμπεριφορά ως εγκληματική και δεύτερον με την σημαντική πτυχή της ποινικοποίηση της πράξης από το νόμο. Σύμφωνα με τον Φαρσεδάκη 127 τρία είναι τα στοιχεία που συνθέτουν το εγκληματικό φαινόμενο: ο κανόνας (ποινικός νόμος), η παράβαση (έγκλημα) και η κύρωση (ποινή). Οι ανθρώπινες κοινωνίες για
να επιβιώσουν καθιερώνουν κανόνες
συμπεριφοράς υποχρεωτικούς, οι οποίοι αν προβλέπουν σε περίπτωση 126
Βλ. Thio A., Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά εκδ. 4η, μτφ. Μπαρμπάτση Μ., επιμέλεια Τσουραμάνης Χ., εκδόσεις Έλλην, Αθήνα 2003, σσ. 521-522. 127 Βλ. Φαρσεδάκης Ι., Στοιχεία Εγκληματολογίας, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1996, σ. 14.
397
παραβίασής τους επιβολή ποινών, τότε τους ονομάζουμε ποινικούς νόμους. Οι ποινικοί νόμοι λοιπόν είναι αυτοί που αναγορεύουν απαγορευμένες συμπεριφορές σε εγκλήματα. Οι ποινικοί νόμοι δεν είναι σταθεροί. Αλλάζουν κατά τη διάρκεια ζωής κάθε κοινωνίας, ανάλογα με την πολιτική, κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική εξέλιξη. Στις σύγχρονες μορφές του απρόσωπου κράτους ο ποινικός νόμος καθίσταται ή επιχειρείται να καταστεί εργαλείο κυριαρχίας στα χέρια ενός τμήματος της κοινωνίας, εκείνου που καταφέρνει κάθε φορά να έχει την πολιτική εξουσία. Η πολιτική εξουσία αποτελεί, έτσι την απαραίτητη μεταβλητή για τη θέσπιση των ποινικών νόμων.128 Σύμφωνα λοιπόν με τον ελληνικό Ποινικό Κώδικα (ά.14 & 1) «έγκλημα είναι πράξη άδικη και καταλογιστή στο δράστη της, η οποία τιμωρείται από το νόμο.» Επόμενος, ανεξάρτητα από την πληθώρα εγκληματολογικών ορισμών περί εγκλήματος, («έγκλημα είναι η εκδήλωση ανθρώπινης δράσης η οποία είναι επικίνδυνα αντικοινωνική (...)»129 «είναι παρεκκλίνουσα συμπεριφορά που προσβάλλει τις αξίες που κατά τις κοινωνικο-πολιτικές αντιλήψεις μίας κοινωνίας είναι βασικές για τη συνέχιση της ύπαρξής της (...)» 130) που πάντα κάτι παραπάνω έχουν να μας πουν περί εγκλήματος μιας και μπορούν και ξεπερνούν τα στενά όρια του νόμου, κανείς δεν πρέπει να παραβλέπει και την πρακτική φύση τους θέματος διότι αν δεν ερχόταν το κράτος να ποινικοποιήσει κάποιες συμπεριφορές έγκλημα τυπικά δεν θα υπήρχε. Οι εγκληματολογικοί ορισμοί του Οργανωμένου εγκλήματος. Στις προσπάθειες ορισμού του οργανωμένου εγκλήματος υπήρξαν ανέκαθεν
αμφισβητήσεις
και
αντικρουόμενες
απόψεις. 131
Η
διατύπωση ενός ακριβούς και κοινής αποδοχής ορισμού προσκρούει 128
Βλ. Δασκαλάκης Η., Η Εγκληματολογία της Κοινωνικής Αντίδρασης, Αθήνα 1985, σ. 30. Βλ. Αλεξιάδης Στ. Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας, εκδ. Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1996 σ. 50. 130 Βλ. Γιωτοπούλου-Μαραγκοπούλου Α., Εγχειρίδιο Εγκληματολογίας. Μέρος Α’ Εισαγωγικά, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1984, σ. 41. 131 Βλ. Adanoli S., Dr. Hiola A., Savona E., Zofi P., Organized Crime around the World, Trento/HEUNI, Tammer –Paino, Tempere, 1998, 117, σ. 4 129
398
σε πολλές αντικειμενικές δυσκολίες. Η διαφορετικότητα με την οποία εμφανίζεται το συγκεκριμένο φαινόμενο από χώρα σε χώρα, καθώς και η έλλειψη εμπειρικών δεδομένων, αποτελούν τα πιο σημαντικά εμπόδια στην προσπάθεια των ερευνητών για μία σαφή οριοθέτηση της οργανωμένης εγκληματικότητας.132 (βλ. σχετ. αναφορά στην ανάλυση που κάνουμε στην ταινία “O Σημαδεμένος”). Οι
τομείς
δραστηριοποίησης
της
οργανωμένης
εγκληματικότητας. Στη θεωρία αναφέρονται η διακίνηση ψυχοτρόπων ουσιών, τα εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, η οικονομική εγκληματικότητα, η πλαστογραφία,
η
μεταφορά
λαθρομεταναστών,
τα
εγκλήματα
περιβάλλοντος, οι κλοπές, οι ανθρωποκτονίες, το ξέπλυμα «βρώμικου» χρήματος, το λαθρεμπόριο όπλων, η διαφθορά των δημοσίων υπαλλήλων και η διεύθυνση καθόλα νόμιμων επιχειρήσεων κλπ.. 133 Η διαφοροποίηση, που έχει παρατηρηθεί, είναι, ότι αυτές οι ομάδες δεν επιδίδονται στην διάπραξη μιας και μόνο κατηγορίας εγκλημάτων, αλλά συνήθως διαπράττουν μια σειρά από διαφορετικά εγκλήματα, τα οποία σε συνδυασμό επιφέρουν την επίτευξη του τελικού τους σκοπού. Επίσης η τέλεση αυτών των εγκλημάτων διενεργείται μέσα στο πλαίσιο οργανωμένων δικτύων, που εκμεταλλεύονται την ελαστικότητα των νομοθεσιών, την ρευστότητα των οικονομικών δεδομένων για την ανάπτυξη και την εδραίωση της δυναμικής τους.134 Επειδή στην κινηματογραφική ταινία που μας απασχολεί, παρουσιάζεται πολύ έντονα η διαφθορά των δημοσίων υπαλλήλων (αστυνομικών οργάνων και πολιτικών προσώπων) επισημαίνουμε 132
Βλ. Βαθρακοκοίλης Α., Το Οργανωμένο έγκλημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ. 32. 133 Βλ. Kube E., σε Meyerhofer and Jehle, Organisierte Kriminalität, σ. 19 όπ. α. στον Βαθρακοκοίλη Α., Το Οργανωμένο έγκλημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, ΑθήναΚομοτηνή 2001, σ. 32. 134 Βλ. Koch, Reiners and Strörzer, Kriminalistik, 1997, σ. 5 όπ. α. στον Βαθρακοκοίλη Α., Το Οργανωμένο έγκλημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ. 32
399
ιδιαίτερα το βασικό ρόλο της συγκεκριμένης δραστηριότητας του οργανωμένου εγκλήματος. Μελετώντας κανείς τη σχετική βιβλιογραφία παρατηρεί ότι το οργανωμένο έγκλημα για να εξασφαλίσει την επιτυχία του σε όλες τις παράνομες δραστηριότητές του παρίσταται επιτακτική ανάγκη να καταφεύγει στημ εξαγορά των συνειδήσεων (διαφθορά) των κατά περίπτωση κατάλληλων δημοσίων υπαλλήλων. Οι εγκληματίες του οργανωμένου εγκλήματος συνήθως, στοχεύουν στους εφαρμοστές του νόμου (αστυνομία), τους πολιτικούς και τους δημοσίους υπαλλήλους που εργάζονται σε επιθεωρησιακές ή ρυθμιστικές υπηρεσίες. 135 Ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται η διαφθορά των παραπάνω υπαλλήλων είναι η δωροδοκία ή στην περίπτωση των πολιτικών, η παράνομη οικονομική ενίσχυση της προεκλογικής τους εκστρατείας. Οι θεωρίες για το οργανωμένο έγκλημα. 1. Η «μαρξιστική» προσέγγιση πρεσβεύει ότι το Οργανωμένο έγκλημα αποτελεί απαύγασμα του καπιταλιστικού συστήματος. Μέσα από την κοινωνική πάλη των τάξεων οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις επιδιώκουν την κερδοκοπία και έτσι μορφοποιείται από την παραπάνω θεωρία το Οργανωμένο έγκλημα ως μια συνεργασία μεταξύ των μελών του και των πολιτικών και των αστυνομικών οργάνων, προκειμένου να αποκομίσουν υπερβολικά κέρδη μέσω της εκμετάλλευσης των ασθενέστερων τάξεων. 136 2. Για τη «λειτουργική» θεωρία η οργανωμένη εγκληματικότητα πρέπει να προσεγγίζεται απλά σαν μια «μέθοδος», μέσω της οποίας συστήνονται
και
δημιουργούνται
επιβιώνουν
και
παράνομες
εδραιώνονται
θέσεις
επιχειρήσεις
και
ισχύος
την
για
εκπλήρωση εγκληματικών σκοπών.137 135
Βλ. Block Α. Α., The Βusiness of Crime, Boulder Col.: Westview 1991, σ. 11. Βλ. Schneider, Jura 1984, όπ. α. στον Βαθρακοκοίλη Α., Το Οργανωμένο έγκλημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ. 29. 137 Βλ. Schneider, Kriminologie, σ. 54 όπ. α. στον Βαθρακοκοίλη Α., Το Οργανωμένο έγκλημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ. 30. 136
400
3. Σύμφωνα με μία άλλη θεωρία η εμφάνιση του Οργανωμένου Εγκλήματος αποδίδεται στις δομικές αδυναμίες και ελλείψεις της κοινωνίας. Όταν το κράτος απουσιάζει, είτε όταν παρατηρείται ασυμφωνία της συμπεριφοράς του με το «κοινό αίσθημα» τότε το δίκτυο υπηρεσιών και παροχών που οργανώνουν και προωθούν αυτές οι ομάδες έρχεται να καλύψει και αναπληρώσει αυτά τα κενά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, κατά τους εκπροσώπους αυτής της θεωρίας, είναι η γέννηση της Cosa Nostra, με την επιβολή της «ποτοαπαγόρευσης».138 4. Για τους Francis και Elisabeth Ianni, το Οργανωμένο Έγκλημα είναι ένα παραδοσιακό, ανεπίσημο κοινωνικό μόρφωμα, το οποίο γεννιέται και αναπτύσσεται μέσα από συγκριμένες μορφές συμπεριφοράς και κοινωνικοπολιτικές αξίες. 139 5. Μερικοί άλλοι συγγραφείς κάνουν μία προσπάθεια να εξηγήσουν το φαινόμενο, αποδίδοντας στα μέλη των οργανωμένων ομάδων μια συμπεριφορά προσανατολισμένη σε επιδιώξεις οικονομικού χαρακτήρα,
διακρίνοντας
την
έννοια
του
Οργανωμένου
Εγκλήματος από αυτή της συμμορίας.140 6. Ο Block διακρίνει τα συνδικάτα του οργανωμένου εγκλήματος σε δύο κατηγορίες : 1.στα «επιχειρησιακά συνδικάτα»,
που
ασχολούνται με την παράνομη οικονομική δραστηριότητα και 2. στα «συνδικάτα ελέγχου», τα οποία επιδιώκουν την μετατροπή ορισμένων περιοχών, σε τομείς αποκλειστικής δικαιοδοσίας τους.141 138
Βλ. Βαθρακοκοίλης Α., Το Οργανωμένο έγκλημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ. 30 139 Βλ. Schneider, Jura 1984, σ. 175 όπ. α. στον Βαθρακοκοίλη Α., Το Οργανωμένο έγκλημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ. 29 140 Βλ. Paoli σε Ruggiero, The New European Criminology, σ. 264 όπ. α. στον Βαθρακοκοίλη Α., Το Οργανωμένο έγκλημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ. 31. 141 Βλ. Ruggiero, Organized and Corporate Crime in Europe, σ. 40 όπ. α. στον Βαθρακοκοίλη Α., Το Οργανωμένο έγκλημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ. 31.
401
7. Τέλος, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούμε και στη θεωρία του Daniel Bell για την «περίεργη σκάλα» επιτυχίας. 142 Πιο συγκεκριμένα ο Bell θεωρεί το οργανωμένο έγκλημα ως «έναν αμερικάνικο τρόπο ζωής» για τους φτωχούς αλλά φιλόδοξους, ιδιαίτερα για εκείνους τους μετανάστες που μένουν σε αστικές φτωχογειτονιές. Γίνεται λοιπόν σαφής νύξη, ότι το οργανωμένο έγκλημα υπάρχει, επειδή υπηρετεί μια θετική λειτουργία για την κοινωνία, επιτρέποντας στους φιλόδοξους Αμερικανούς της κατώτερης κοινωνικής τάξης να επιτύχουν. «Το έγκλημα, στη γλώσσα των κοινωνιολόγων έχει ένα “λειτουργικό” ρόλο στην κοινωνία και ο αστικός τρόπος να βγάλει κανείς χρήματα με παράνομα μέσα – η οργανωμένη παράνομη δραστηριότητα για συνεχές κέρδος, παρά οι μεμονωμένες ατομικές παράνομες πράξεις – είναι μία από τις περίεργες σκάλες κοινωνικής κινητικότητας της αμερικάνικης ζωής»143. Μάλιστα πηγαίνοντας ακόμα πιο πέρα ο Bell παρατηρεί ότι δεν υπάρχει τίποτα καινούριο στη χρήση βίας από τους Αμερικανούς, στην προσπάθεια τους να ανέβουν τα σκαλιά της επιτυχίας. Υπάρχει ένας ιστορικός δεσμός μεταξύ των φιλόδοξων φτωχών Αμερικανών του παρόντος και εκείνων του παρελθόντος ως προς το ότι βασίζονται σε εγκληματικά μέσα για την επίτευξη της επιτυχίας.144 Το
οργανωμένο
έγκλημα
την
εποχή
της
«Ποτοαπαγόρευσης». Ομόφωνα έχει γίνει αποδεκτό ότι η «Ποτοαπαγόρευση» αποτέλεσε πολύ σημαντικό γεγονός για την έκρηξη της δράσης των οργανωμένων 142
Βλ. Bell D., The Εnd of Ideology, Free Press, New York 1962, σσ. 127-150 Βλ. Bell D., The Εnd of Ideology, Free Press, New York 1962, σσ. 129 144 «Οι πρωτοπόροι του αμερικάνικου καπιταλισμού δεν ήταν απόφοιτοι της Σχολής του Harvard στη διοίκηση επιχειρήσεων. Οι πρώτοι άποικοι και οι ιδρυτικοί πατέρες που έφτιαξαν κοπάδια, ορυχεία και άλλες περιουσίες, συχνά το έκαναν κερδοσκοπικά και με σημαντική χρήση βίας...Πιο πρόσφατα, αυτοί που ήρθαν αργότερα (δηλ οι οργανωμένοι εγκληματίες) επιδίωξαν την επιτυχία με ανάλογες σκληρές τακτικές.» Βλ. Bell D., The Εnd of Ideology, Free Press, New York 1962, σσ. 148 143
402
ομάδων στις Η.Π.Α.. Η πόλη του Σικάγου υπήρξε η γενέτειρα των πρώτων οργανωμένων συμμοριών, αφού θεωρούνταν το λίκνο του παράνομου εμπορίου και του αλκοόλ.145 Οι συμμορίες αυτές υπήρξαν μορφώματα, τα οποία εξελίχθηκαν στην περιβόητη Cosa Nostra, τη μετεξέλιξη
της
Σικελικής
Μαφίας.
Μετα
την
άρση
της
«Ποτοαπαγόρευσης» (1933) η εγκληματική αυτή οργάνωση διεύρυνε τους τομείς δράσης της, στα τυχερά παίγνια, την πορνεία, τη διακίνηση ψυχοτρόπων ουσιών και την εκβιαστική παροχή προστασίας σε επιχειρηματίες και καταστηματάρχες. Επιπλέον η «Ποτοαπαγόρευση» ανήγγειλε μια καινούρια εποχή στο οργανωμένο έγκλημα και αυτό γιατί πριν την «Ποτοαπαγόρευση», οι εγκληματικές ομάδες ήταν κυρίως τοπικές όσον αφορά στο πεδίο και την έκταση των δραστηριοτήτων τους, ενώ κατά τη διάρκεια της «Ποτοαπαγόρευσης» και μετά, οι ιταλικές συμμορίες προχώρησαν πέρα από τον τοπικό τους χαρακτήρα και άρχισαν να ελέγχουν τις εγκληματικές
δραστηριότητες
εκτεταμένων
περιοχών. 146
Η
«Ποτοαπαγόρευση» το κατάφερε αυτό, κάνοντας το λαθρεμπόριο των οινοπνευματωδών ποτών μια πολύπλοκη και με μεγάλη διαβάθμιση επιχείρηση. «Το παράνομο ποτό έπρεπε να παρασκευαστεί, να μεταφερθεί και να διανεμηθεί σε χιλιάδες μέρη λιανικής πώλησης. Το επιτυχημένο λαθρεμπόριο ποτών απαιτούσε πολύπλοκες επιχειρήσεις (...) τεράστιες αποθήκες, γρήγορα φορτηγά και προστασία από τους κλέφτες. Απαιτούσε τη δωροδοκία και την συνεργασία των δημοσίων υπαλλήλων, των πολιτικών και της αστυνομίας. Από τη στιγμή που το ποτό ερχόταν από τον Καναδά και την Ευρώπη, απαιτούσε διεθνείς και διαπολιτειακές σχέσεις.»147 145
Βλ. Βαθρακοκοίλης Α., Το Οργανωμένο έγκλημα και οι τρόποι αντιμετώπισής του, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2001, σ. 26. 146 Βλ. Homer F. D., Guns and Garlic: Myths and Realities of Organized Crime, όπ. α. στον Thio A., Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά εκδ. 4η, μτφ. Μπαρμπάτση Μ., επιμέλεια Τσουραμάνης Χ., εκδόσεις Έλλην, Αθήνα 2003, σ. 395. 147 Βλ. Hills S. L., Demystifying Social Deviance, McGraw-Hill, New York 1980, σ. 89.
403
Τέλος, η «Ποτοαπαγόρευση» κάλυψε με το μανδύα μιας κάποιας νομιμότητας και ευϋποληψίας το οργανωμένο έγκλημα. Με την εγκαθίδρυση
της
«Ποτοαπαγόρευσης»,
ένα
μεγάλο
τμήμα
του
πληθυσμού κατάλαβε ότι χρειαζόταν τις υπηρεσίες των γκάνγκστερς. Η συνενοχή των πελατών με τους λαθρέμπορους ποτών έκανε πολύ δύσκολη την εφαρμογή του νόμου. Στην πράξη μάλιστα οι πράκτορες του νόμου κατέληγαν να δωροδοκούνται από τον υπόκοσμο. Έτσι λοιπόν, οι άλλοτε απεχθείς γκάνγκστερ έγιναν αποδεκτοί από τη συμβατική κοινωνία σε τέτοιο βαθμό που το 1930 η Δημοσιογραφική Σχολή Medill του Σικάγο, ανακήρυξε τον Al Capone ως μία από τις δέκα «εξέχουσες προσωπικότητες του κόσμου».148 Η Βία - Η αστυνομική βία. Βία θεωρείται «...η χρήση φυσικών ή ψυχολογικών μέσων που αποσκοπούν να κάμψουν την αντίσταση του προσώπου που δέχεται μια εντολή και αρνείται να υπακούσει.»149, «...η συμπεριφορά που έχει ως στόχο στο να προκαλέσει πόνο ή σωματική βλάβη σε κάποιο πρόσωπο ή στο να καταστρέψει κάποια πράγματα.»150 Μέσα στην κινηματογραφική ταινία η βία είναι το κυρίαρχο στοιχείο. Μέσα σε μία βίαιη πόλη (η πόλη του Σικάγου την εποχή της «ποτοαπαγόρευσης»
ήταν
επικίνδυνη
όσο
μία
πόλη
κατά
τον
Μεσαίωνα151) όπου η βία είναι καθημερινό φαινόμενο, οι βίαιες συμμορίες έχουν τον έλεγχο και οι εκπρόσωποι της έννομης τάξης (η αστυνομία) παρουσιάζονται ανίκανοι να της αντιμετωπίσουν, εάν δεν χρησιμοποιήσουν τα ίδια τα όπλα του οργανωμένου εγκλήματος δηλαδή τη βία. Επομένως μέσα από την κινηματογραφική πλοκή αναδύεται το 148
Βλ. O’Kane J. M., The Crooked Ladder: Gangsters, Ethnicity and the American Dream, Transaction, New Brunswick, N. J., 1992, σσ. 77-78. 149 Βλ. Τσαούσης Δ., Χρηστικό Λεξικό Κοινωνιολογίας, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1984. 150 Βλ. Sullivan T., Introduction to Social Problems, Allyn & Bacon, Boston 2000 όπ. α. στον Τσουραμάνη Χ., Σύγχρονα Κοινωνικά Προβλήματα, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2003, σ. 164. 151 Βλ. Κωστόπουλος Δ., «Το Σικάγο της ποτοαπαγορευσης- Η «πρωτεύουσα» των γκάνγκστερ του Μεσοπολέμου», Ιστορικά Θέματα, τεύχος 76, Σεπτέμβριος 2008, σσ. 83-93.
404
πάντα επίκαιρο ζήτημα των ορίων άσκησης της βίας από την πλευρά της αστυνομίας όταν πρόκειται να αντιμετωπίσει εγκληματίες. Υπάρχουν δικαιολογίες στην υιοθέτηση «βρώμικων» τακτικών από την αστυνομία στον αγώνα της για την καταπολέμηση του εγκλήματος; Στην προκειμένη περίπτωση ο σκοπός (η καταπολέμηση του εγκλήματος και η διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης) αγιάζει τα μέσα δηλαδή τη βία ή δημιουργείται ένας ατέλειωτος κύκλος βίας που δεν οδηγεί πουθενά αφού σε μία πολιτισμένη (όπως θέλει να αποκαλείται) σύγχρονη κοινωνία υπάρχει πάντα κάποιος εναλλακτικός τρόπος ώστε να αντιμετωπιστεί μία αρνητική κατάσταση; Σίγουρα η βία γεννά βία γι’ αυτό και η εντολή «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος» θεωρείται στις μέρες μας παρωχημένη και δυσλειτουργική αφού διογκώνει το πρόβλημα παρά οδηγεί στην επίλυσή του. Εξάλλου οι ανθρώπινες κοινωνίες σε αυτό διακρίνονται από τις ομαδοποιήσεις των ζώων όπου επικρατεί ο «νόμος της ζούγκλας». Βέβαια το να ρίχνουμε το ανάθεμα στην αστυνομία και στα όργανά της για τη βίαιη συμπεριφορά που υιοθετεί σε κάποιες περιπτώσεις ή να θεωρούμε από την άλλη ότι δεν υφίσταται καν τέτοιο πρόβλημα (αφού έτσι πρέπει να δρα) δεν είναι και οι ορθότερες αντιδράσεις, γιατί ας μη ξεχνάμε ότι την άσκηση των αστυνομικών καθηκόντων την αναλαμβάνουν άνθρωποι (και όχι υπεράνθρωποι) οι οποίοι υπό την επίδραση ορισμένων παραγόντων (όπως την έκθεσή τους σε υπερβολική πίεση και σε κινδύνους που απειλούν την ίδια τους τη ζωή, τον υπερβολικό φόρτο εργασίας τους, την ανεπαρκή εκπαίδευσή τους, τον μη ψυχολογικό έλεγχο κ.α.) δύνανται να ασκήσουν - ας μας επιτραπεί η έκφραση - υπέρμετρη βία αν τελικά υπάρχουν κάποια όρια εντός των οποίων δικαιολογείται η βία. Η αστυνομία ανήκει στους φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου και σ’ αυτήν έχει ανατεθεί η προστασία του κοινωνικού συνόλου
405
από εγκληματικές πράξεις και η διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης 152. Έχει χαρακτηρισθεί ο «φύλακας» του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης και έχει μια πολιτικά ιδιαίτερα ευαίσθητη κοινωνική λειτουργία, εφόσον αποτελεί τον κύριο φορέα κρατικής εξουσίας με τη μορφή άσκησης φυσικής βίας.153 Η αστυνομία δρα λοιπόν κυρίως, κατασταλτικά και επειδή έχει το νόμιμο δικαίωμα χρήσης της φυσικής βίας έχουμε την εμφάνιση φαινομένων που χαρακτηρίζονται από την υπερβολή στη χρήση της φυσικής βίας και αποτελούν ενέργειες κοινωνικά κατακριτέες και ποινικά διωκόμενες. Η αστυνομία πάντα εξέφραζε την πολιτική εξουσία, πάντα δρούσε ως φύλακας του εκάστοτε συστήματος και της εκάστοτε καθεστηκυίας τάξης και εξαιτίας του γεγονότος ότι έχει βάσει νόμου την εξουσία να χρησιμοποιεί φυσική βία έχουμε το φαινόμενο της κατάχρησης αυτής της εξουσίας – της νομιμοποιημένης χρήσης φυσικής βίας – και την εκδήλωση φαινομένων υπερβολικής βίας από τα όργανά της. Επομένως ο όρος «αστυνομική βία» χρησιμοποιείται για να περιγράψει την υπερβολική χρήση φυσικής βίας, τη θανάσιμη βία (deadly force) (που αναφέρεται στην περίπτωση που το αστυνομικό όργανο πυροβολεί και σκοτώνει έναν ύποπτο που προσπαθεί είτε να αποφύγει τη σύλληψη, ή επιτίθεται στο θύμα ή στον ίδιο τον αστυνομικό154), τον εξαναγκασμό, τις προσβολές, τις λεκτικές επιθέσεις και τις απειλές από τα όργανα της αστυνομίας κατά τη διάρκεια άσκησης των καθηκόντων τους.
Ζ. –Θέματα για συζήτηση
«Είναι αδύνατο να κερδίσεις τον αγώνα ενάντια στο έγκλημα χωρίς να παραβιάσεις κάποιους κανόνες». Σσχολιάστε την άποψη αυτή.
Την περίοδο της «ποτοαπαγόρευσης» στις Η.Π.Α. έγκλημα αποτελούσε η παρασκευή και η εμπορία οινοπνευματωδών ποτών. Σκεφτείτε και
152
Βλ. Ζαραφωνίτου Χ., Εμπειρική Εγκληματολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1993 Βλ. Λαμπροπούλου Ε., Ο Κοινωνικός Έλεγχος του Εγκλήματος, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1994, σ. 203 154 Βλ. Siegel L. J., Criminology, 9th ed., Thompson - Wadsworth, Belmont 2006, σ. 538. 153
406 αναφέρατε και άλλες ανάλογες συμπεριφορές που ήταν ποινικοποιημένες πριν από κάποια χρόνια και έχουν πάψει πλέον να θεωρούνται εγκλήματα.
Τελικά, τι είναι έγκλημα; Ό,τι ορίζει ο νόμος (έννοια του νομικού εγκλήματος) ή η έννοια του πραγματικού εγκλήματος βρίσκεται πέρα από έναν στενό νομικό ορισμό;
Μέσα στην ταινία πώς απεικονίζονται οι γκάνγκστερς, με ποιες δραστηριότητες καταγίνονται;
Από τα λεγόμενα του Al Capone αντιλαμβάνεστε ότι ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του εγκληματία;
Από τις θεωρίες περί οργανωμένης εγκληματικότητας ποια θεωρείται ότι βρίσκεται
πιο
κοντά
στην
κινηματογραφική
πραγματικότητα
του
οργανωμένου εγκλήματος στο Σικάγο της «ποτοαπαγόρευσης».
Όλη η ταινία περιστρέφεται γύρω από τις προσπάθειες καταπολέμησης του οργανωμένου εγκλήματος στην πόλη του Σικάγου την εποχή του μεσοπολέμου. Με ποιον τρόπο γίνεται η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος; Θεωρείται ότι είναι αποτελεσματικός ο τρόπος αυτός; Προτείνεται και άλλους εναλλακτικούς τρόπους.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ο Eliot Ness με την ομάδα του ήταν η διαφθορά τόσων των κρατικών οργάνων όσο και των αστυνομικών υπαλλήλων. Ποιες αιτίες πιστεύεται ευνοούν το φαινόμενο της διαφθοράς; Προτείνεται λύσεις για την αντιμετώπισή του.
Η. –Εργασίες
Διαβάστε το βιβλίο του Tucker Kenneth, «Eliot Ness and the Untouchables: The Historical Reality and the Film and Television Depictions». Jefferson, North Carolina: McFarland & Company, 2000. ISBN 0-7864-0772-7 και του Russo, Gus. «Το συνδικάτο : Η ιστορία της αμερικανικής μαφίας με αποδείξεις και ονόματα: Ο Αλ Καπόνε και τα απόκρυφα μυστικά της συμμορίας του Σικάγο» (μετάφραση Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος. - 1η έκδ. Αθήνα : Ηλέκτρα, 2005. - 735σ. · 21x14εκ.) και παρουσιάστε το οργανωμένο
έγκλημα
στην
πόλη
του
Σικάγου
την
εποχή
της
«ποτοαπαγόρευσης» και έπειτα συγκρίνετέ το με τις σύγχρονες ομάδες του οργανωμένου εγκλήματος που δρουν σήμερα στις Η.Π.Α..
407
Ο Al Capone είναι υπαρκτό πρόσωπο, συγκεντρώστε όσες περισσότερες πληροφορίες μπορείτε για τη ζωή και τη δράση του και συγκρίνετε τες με το πρόσωπο που παρουσιάζεται στη συγκεκριμένη κινηματογραφική παραγωγή και στη ταινία του Howard Hawks Ο Σημαδεμένος (1932).
3.- The Black Dahlia / H Μαύρη ΝΤάλια Α. – Γενικά Τίτλος της ταινίας στην Αμερική: “The Black Dahlia” Τίτλος της ταινίας στην Ελλάδα: «Η Μαύρη Ντάλια» Είδος: Crime film (ταινία εγκλήματος)/ Νουάρ Δράμα Χώρα προέλευσης: Η.Π.Α. Πρώτη προβολή: 2006, Φεστιβάλ της Βενετίας Διάρκεια: 121 λεπτά Σκηνοθεσία: Brian de Palma Σενάριο: Josh Friedman Οι χαρακτήρες (cast): Josh Hartnett (Dwight “Bucky” Bleichert) Scarlett Johanson (Kay Lake) Aaron Eckhart (Lee Blanchard) Hilary Swank (Madeline Linscott) Mia Kirshner (Elisabeth Short “The Black Dahlia”) Mike Starr (Det. Russ Millard) Fiona Show (Ramona Linscott) Patrick Fischler (Deputy DA Ellis Loew) John Kavanagh (Emmett Linscott) William Finley (George Tilden) Anthony Russell (Morrie Friedman) Pepe Serna (Dos Santos) Angus Macinnis (Capt. John Tierney) Rachel Miner (Martha Linscott) Jemima Rooper (Lorna Mertz)
408 Χαρακτηριστικό στοιχείο της ταινίας: Εμπνευσμένη από τον πιο διάσημο ανεξιχνίαστο ειδεχθή φόνο στην ιστορία της πολιτείας της Καλιφόρνια και βασισμένη στο διάσημο αστυνομικό μυθιστόρημα του James Ellroy “The Black Dahlia”.
B. -Αποσπάσματα κριτικών The tragedy of Black Dahlia is that there is no finality for anyone – solving the “mystery”, so to speak, counts for next-to-nothing. Ellroy experience lingers and De Palma likewise understands that that there is no telling where, when or how the ghosts of our life will haunt us. Keith Urlich-Slant magazine, 2006 The union of Brian De Palma and murdered woman known as Black Dahlia should have been a marriage in movie…hell…In the Black Dahlia though, that life haw been drained from the filmmaking, much as the blood drained from the victim’s body. Manohla Dargis-The New York Times, September 2006
Γ. -Κινηματογραφική πλοκή Λος Άντζελες, δεκαετία του ’40. Η Elisabeth Short (Mia Kirshner), ένα νεαρό κορίτσι, φτάνει στο Χόλλυγουντ με το όνειρο να γίνει διάσημη και γίνεται...όταν η ειδεχθής δολοφονία της, το 1947, την κάνει πρωτοσέλιδο ως «Μαύρη Ντάλια». Κατακρεουργημένη βρίσκεται σε μία αλάνα στα περίχωρα του Λος Άντζελες, προκαλώντας αποτροπιασμό τόσο στις αστυνομικές αρχές, όσο και στους ρεπόρτερ της εποχής έσπευσαν να καλύψουν το συμβάν. Το εγκληματολογικό τμήμα της Αστυνομίας της Πόλης των Αγγέλων αναθέτει την υπόθεση, σε δύο υπέρ του δέοντος φιλόδοξους αστυνομικούς, τον Dwight “Bucky” Bleichert (Josh Hartnett) και τον Lee Blanchard (Aaron Eckhart), που ήδη έχουν δημιουργήσει, στα πρώτα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια, έναν θρύλο γύρω απ’ το όνομά τους λόγω του πρότερου βίου τους, ως πρωταθλητές πυγμαχίας. Καθώς βυθίζονται όλο και περισσότερο στο μυστήριο του αποτρόπαιου εγκλήματος και όσο περισσότερο πλησιάζουν στο να ανακαλύψουν το ποιος πραγματικά ευθύνεται για το φόνο της νεαρής
409
στάρλετ, τόσο περισσότερο αντιλαμβάνονται πως περιβάλλονται από έναν κόσμο διαφθοράς. Ο πρώτος αστυνομικός, ο Lee Blanchard, εξοικειωμένος ήδη με αυτόν τον διεφθαρμένο κόσμο και έχοντας ενδώσει στις προσταγές του (έχει ιδιοποιηθεί λεφτά από μεγάλη ληστεία τράπεζας) δεν καταφέρνει να επιβιώσει ενώ ο δεύτερος αστυνομικός, Dwight “Bucky” Bleichert, αντιστεκόμενος, συνειδητοποιεί ότι η ερωτική του σύντροφος, Madeline Linscott (Hilary Swank), είχε κάποια σχέση με το θύμα και με τη δολοφονία του συναδέλφου και συνεργάτη του και έτσι βρίσκει κατά κάποιον τρόπο την άκρη του νήματος για σωρεία αποκαλύψεων συνωμοσιών και διαφθοράς μέσα στις τάξεις της αστυνομίας. Δ. –Κεντρικοί χαρακτήρες Dwight
“Bucky”
Bleichert:
Κεντρικός
πρωταγωνιστής,
αστυνομικός και «κυνηγός της αλήθειας» αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να καθοδηγήσει το μπερδεμένο κινηματογραφικό νουάρ σύμπαν της «Μαύρης Ντάλιας» προκειμένου να βρει την κρίσιμη και ζωτικής σημασίας απάντηση στο μεγάλο γιατί που αιωρείται και να ανακαλύψει το τι πραγματικά συμβαίνει εδώ, την αλήθεια, το δολοφόνο της
Elisabeth Short και του συνεργάτη του Lee
Blanchard. Ως χαρακτήρας ο «κος Πάγος» (προσωνύμιο που του αποδίδεται από τις εφημερίδες) είναι ένας ψυχρός (ανέκφραστος), μελαγχολικός τύπος ανθρώπου, παγιδευμένος σ’ έναν αδύναμο χαρακτήρα που δύσκολα δύναται να επιβληθεί στους άλλους που παρουσιάζονται να ασκούν επάνω του εξουσία (ο συνεργάτης του Lee Blanchard, ο εισαγγελέας Ellis Loew, η Madeline Linscott και η Kay Lake) με αρκετά στοιχεία αγαθοσύνης και πραγματικής άγνοιας του διεφθαρμένου και σκληρού κόσμου στον οποίο έχουν μάθει να κινούνται οι συνάδερφοί του. Παρόλα αυτά ο “Bucky” έχει ή κατά τη γνώμη μου αποκτά κατά τη διάρκεια της ταινίας,
410
εκείνα τα χαρακτηριστικά που δομούν την τυπική νουάρ φιγούρα του σκληροτράχηλου ντετέκτιβ ο οποίος ζώντας μέσα σ’ έναν βίαιο κόσμο όπου η κάθε υπόθεση είναι ένας διαρκής κίνδυνος για τη ζωή του πρέπει να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο ακόμα και τις γροθιές του για να επιβιώσει και να εξιχνιάσει το έγκλημα. Γίνεται λοιπόν
αρκετά
σκληρός
και
βίαιος,
μέσα
στην
ταινία
παρουσιάζεται να καταφεύγει στη χρήση σωματικής βίας για να συλλάβει κάποιους «κακοποιούς», παρουσιάζεται να σκοτώνει κάποιους άλλους, τολμάει να ασκήσει βία ενάντια και στον ίδιο του
τον
συνεργάτη
όταν
αντιλαμβάνεται
ότι
τον
έχει
χρησιμοποιήσει και του έχει πει ψέματα και στο τέλος δεν σταματά ακόμα και όταν απέναντί του βρίσκεται μία πολύ όμορφη γυναίκα, η
Madeline Linscott, την οποία τιμωρεί πυροβολώντας την
εκδικούμενος για τη δολοφονία του συνεργάτη του. Lee Blanchard: Ο διεφθαρμένος αστυνομικός, ο «κυνηγημένος (the hunted). Συνεργάτης και μετέπειτα αχώριστος φίλος του Dwight “Bucky” Bleichert, είναι ο άνθρωπος που ουσιαστικά τον φέρνει στα κεντρικά της Αστυνομίας του Λος Άντζελες και στα εντάλματα. Αντιπροσωπεύει καλύτερα την τυπική φιγούρα του σκληροτράχηλου
ντετέκτιβ
του
νουάρ
αναγνώσματος
που
χρησιμοποιεί τη βία ως μέσο εξιχνίασης των αστυνομικών υποθέσεων και επίλυσης των προβλημάτων και ο οποίος έχει αναπτύξει ένα ολόκληρο πλέγμα σχέσεων με τον υπόκοσμο και τη μαφία προκειμένου να αντλεί πληροφορίες για να είναι πιο αποτελεσματικός στο έργο του (τις συλλήψεις κακοποιών). Ο «κος Φωτιά» λοιπόν είναι ένας οξύθυμος, εθισμένος στις αμφεταμίνες βίαιος αστυνομικός του οποίου ο αμοραλισμός και η υπέρμετρη φιλοδοξία φαίνεται να έχουν δημιουργήσει τη δική του προσωπική φυλακή, το προσωπικό του βάρος από το οποίο δεν δύναται να
411
ξεφύγει. Και αυτό πώς, οδηγώντας τον σε παράνομες ενέργειες στον παρελθόν για την απόκτηση προσωπικού οφέλους και χρημάτων, και άρα συντελώντας στη δημιουργία εκείνου του «στοιχειωμένου παρελθόντος» που τον καταδιώκει. Έτσι λοιπόν ο Lee ενσαρκώνει τον «κυνηγημένο» χαρακτήρα της τυπικής ταινίας νουάρ. Είναι ένας άνδρας κυνηγημένος από το διεφθαρμένο παρελθόν του που απειλεί να καταστρέψει το παρόν του (αποφυλάκιση του απατεώνα που είχε κλείσει στη φυλακή και είχε ιδιοποιηθεί τα λεφτά από τη ληστεία που είχε διαπράξει), και από το οικογενειακό του παρελθόν (δολοφονία της αδερφής του) που φαίνεται να τον κατατρύχει και να τον οδηγεί με ακρίβεια στην απόκτηση μιας αδικαιολόγητης εμμονής με τη δολοφονία της «Μαύρης Ντάλιας» και τελικά στον προσωπικό του αφανισμό. Καθώς βυθίζεται στις έρευνες της υπόθεσης της δολοφονίας χάνει την επαφή του με τον εξωτερικό κόσμο, περιθωριοποιείται κατά κάποιον τρόπο, αποξενώνεται ακόμα και από τη σύντροφό του, από τον συνεργάτη του και αντιμετωπίζει μία δυσκολία στο να συνδεθεί και να επικοινωνήσει μ’ ένα σύμπαν που όλα δείχνουν ότι κυβερνάται από την τύχη και που του φαίνεται εντελώς παράλογο. Μάλιστα περιφρονώντας και δείχνοντας απείθεια σε αυτόν τον παραλογισμό εκρήγνυται και έρχεται σε σφοδρή αντιπαράθεση με τον εισαγγελέα και προϊστάμενο του Ellis Loew (με το κατεστημένο της αστυνομικής οργάνωσης) για την υπόθεση της «Μαύρης Ντάλιας» και αποχωρεί οριστικά από την αστυνομική δράση, αν και εκείνη τη στιγμή δεν το ξέρει μιας και στη συνέχεια η εν ψυχρώ δολοφονία του έρχεται να επισφραγίσει την οριστική ρήξη του με τον διεφθαρμένο βίαιο νουάρ κόσμο. Madeline Linscott: Η «μοιραία γυναίκα» (“femme fatale”), η «σκοτεινή κυρία», η «γυναίκα αράχνη» όπως αναδύεται μέσα από τον
412
παρανοϊκό, κλειστοφοβικό και καταδικασμένο νουάρ κόσμο της ταινίας. Μια γυναίκα που είναι εντυπωσιακή, επιβλητική, σεξουαλική αλλά συνάμα αδίστακτη και επικίνδυνη για τους ανδρικούς χαρακτήρες της ταινίας, ιδιαίτερα για τους δύο πρωταγωνιστές της, τον Dwight “Bucky” Bleichert και τον Lee Blanchard. Η συμπεριφορά της σε όλη την ταινία είναι προκλητική με την άκρατη σεξουαλικότητά της να υπερτονίζεται αγγίζοντας τα όρια της σεξουαλικής ασυδοσίας. Είναι μία ατίθαση, ισχυρή προσωπικότητα που κινείται μόνη της τα βράδια ακόμη και στα πιο κακόφημα μπαρ, καπνίζει, οδηγεί αμάξι και έχει οικονομική άνεση. Είναι μία γυναίκα αδέσμευτη που αλλάζει συνεχώς ερωτικούς συντρόφους, που παρουσιάζεται να μην έχει φραγμούς στις σεξουαλικές της προτιμήσεις (συχνάζει σε μπαρ για ομοφυλόφιλες γυναίκες, συνάπτει ερωτικές σχέσεις και με τον υποτιθέμενο πατέρα της) και η οποία ντύνεται και κυκλοφορεί πάντα με μαύρα στενά ρούχα, οπτικό στοιχείο που παραπέμπει στο «κακό» στη «γυναίκα αράχνη» την αδυσώπητη «μαύρη χήρα» που σκοπός της είναι να εξολοθρεύσει το αρσενικό που θα μπει εμπόδιο στο δρόμο της. Πράγματι η Madeline δε διστάζει ούτε στιγμή και δε φαίνεται να φοβάται τίποτα. Σχεδιάζει και διαπράττει την εν ψυχρώ δολοφονία του αντρικού χαρακτήρα (του αστυνομικού Lee) που μπαίνει εμπόδιο στα σχέδια της, δεν μεταπείθεται εύκολα, δεν ησυχάζει, προκαλεί και παραμένει ανεξάρτητη ακόμα και όταν έρχεται αντιμέτωπη με την ίδια της την καταστροφή και παρά τον αναπόφευκτο θάνατό της (από τον αστυνομικό Dwight “Bucky” Bleichert) αφήνει πίσω της ζωντανή την εικόνα της ισχυρής, συναρπαστικής και ανεπανάληπτης γυναίκας που αψηφά τον αντρικό έλεγχο. Παραμένει λοιπόν πιστή στην ανεξαρτησία της από τον αντρικό έλεγχο, δεν αφήνει τον εαυτό της να αλλάξει για χάρη του ήρωα Dwight “Bucky” Bleichert, δεν
413
παραδέχεται τίποτα, δε μετανιώνει για τίποτα, ούτε για την δολοφονία που έχει διαπράξει και βέβαια δεν αφήνεται να συλληφθεί από την αστυνομία εμμένοντας στη προκλητική της στάση και προκαλώντας εν μέρει το θάνατό της. Αρνείται να θέση υπό περιορισμούς την ελευθερία της, η ίδια ορίζει τον εαυτό της και αντιστέκεται με όλο της το είναι στον ήρωα που θέλει να τη βάλει πίσω στη θέση της να την τιμωρήσει. Kay Lake: Η «γυναίκα τροφός». Η γυναίκα που έχοντας πέσει θύμα αντρικής εκμετάλλευσης (πρώην εταίρα που έσωσε ο αστυνομικός Lee Blanchard και εν συνεχεία προστάτευε) ακολουθεί πιστά τη σιωπή, δέχεται ότι αποτελεί το ηδονοβλεπτικό ερωτικό αντικείμενο που υπόκειται σιωπηλά και αναντίρρητα στη φετιχιστική διαδικασία. Είναι συμβιβασμένη με την ιδέα της ερωμένης, του ηδονικού λυτρωτικού σώματος και δε διεκδικεί τίποτα, γι’ αυτό και δεν είναι παντρεμένη με τον αστυνομικό Lee Blanchard. Είναι η γυναικεία φιγούρα που αποτελεί στην ταινία το κέντρο ενός ιδιότυπου ερωτικού τριγώνου (Lee Blanchard, Dwight “Bucky” Bleichert και Kay Lake) που κάθεται υπομονετικά στο σπίτι και περιμένει την εξέλιξη των γεγονότων στα οποία παρουσιάζεται
αδύναμη
να
παρέμβει.
Έτσι
αποδέχεται
μοιρολατρικά τον θάνατο του αστυνομικού Lee Blanchard και περιμένει υπομονετικά τον αστυνομικό Dwight “Bucky” Bleichert να επιστρέψει τελικά σε αυτή λειτουργώντας ως απάνεμο λιμάνι γι’ αυτόν. Ramona Linscott: Η παρανοϊκή δολοφόνος της «Μαύρης Ντάλιας». Η παραπαίουσα πλούσια κυρία της «καλής κοινωνίας» που όντας εγκλωβισμένη σ’ έναν γάμο συμφέροντος όπου η παντελής έλλειψη αγάπης, σεβασμού και κατανόησης αποτελούν την καθημερινότητά της, καταφεύγει στο φόνο εν μέρει για να
414
απελευθερωθεί από μία αφόρητη σχέση με έναν άντρα δυνάστη που προσπαθεί να τη θέσει υπό την κατοχή του, να την ελέγξει σαν να ήταν αντικείμενο ιδιοκτησίας και που την έχει οδηγήσει στην τρέλα. Ο γάμος της είναι συνδεδεμένος με τη δυστυχία, την ανία και την απουσία ρομαντικής αγάπης γεγονός που την έχει ωθήσει στο να αναζητήσει τον έρωτα στο πρόσωπο κάποιου άλλου άντρα, στην προκειμένη περίπτωση στο πρόσωπο του φίλου του άντρα της George Tilden, με τον οποίο όπως παρουσιάζεται στην ταινία έχει αποκτήσει και παιδί, την κόρη τη Madeline Linscott. Ο άντρας (Emmett Linscott) της ανεχόμενος αυτή την κατάσταση κάνει τα πάντα για να καταστρέψει τη ζωή του αντίζηλού του (όπως παρουσιάζεται στην πλοκή της ταινίας φέρει την αποκλειστική ευθύνη για την παραμόρφωσή του προσώπου του George Tilden) και στη συνέχεια να πληγώσει τη γυναίκα του αγοράζοντας για τον George Tilden τη «Μαύρη Ντάλια». Αυτή λοιπόν η ενέργεια είναι που ουσιαστικά οπλίζει το χέρι αυτής της γυναίκας δίνοντας την αφορμή να βγουν στην επιφάνεια η απωθημένη καταπίεση, η παράνοια και η ερωτική ζήλια και να τη μεταμορφώνουν σε μία αδίστακτη δολοφόνου ενός αθώου θύματος, της Elisabeth Short. Elisabeth Short “The Black Dahlia”: Το θύμα. Η «Μαύρη Ντάλια» είναι το βουβό πρόσωπο της ιστορίας που αν και νεκρή είναι πάντοτε παρούσα και παρεμβαίνει στην πλοκή της ταινίας μέσα από τα ασπρόμαυρα βίντεο παρουσιάζοντας τον εαυτό της και ασκώντας καταλυτική επιρροή στους δύο αστυνομικούς. Αναδημιουργήθηκε από τη φαντασία του συγγραφέα και απεικονίστηκε από τον σκηνοθέτη με τέτοιον τρόπο ώστε να κινείται μεταξύ χυδαιότητας, υποκρισίας και της καλοσύνης. Μία γυναικεία φιγούρα που εξισώνεται με την κλασσική “femme fatale” (μοιραία γυναίκα) λόγω της ακόρεστης ερωτικής της
415
επιθυμίας και της ελεύθερης περιπλάνησής της μακριά από οικογενειακές συμβάσεις και δεσμεύσεις, στοιχειώνει στην κυριολεξία τους δύο αστυνομικούς καθοδηγώντας την εξέλιξη της πλοκής της ιστορίας και σημαδεύοντας για πάντα τη ζωή και των δύο. George Tilden: Ο ερωτικός σύντροφος της Ramona Linscott, o πραγματικός πατέρας της Madeline Linscott και συνεργός και των δύο στις δολοφονίες που διέπραξαν (της Elisabeth Short “The Black Dahlia” και του αστυνομικού Lee Blanchard). Η παραμορφωμένη βουβή ανθρώπινη φιγούρα, με τα πρωτόγονα χαρακτηριστικά και με τις ιδιαίτερες γνώσεις χειρουργικής, του οποίου η παθητικότητα και η αντι-κοινωνικότητα τον έχουν μεταμορφώσει στην οθόνη σ΄ ένα απομονωμένο ανδρείκελο που άγεται και φέρεται από δύο ισχυρές γυναίκες, τη Ramona Linscott και τη Madeline Linscott. Ε. –Από κινηματογραφική σκοπιά Η κινηματογραφική ταινία «Η Μαύρη Ντάλια» αποτελεί μία νεονουάρ έγχρωμη απόπειρα απεικόνισης μιας κοινωνικής πραγματικότητας μιας άλλης εποχής που περιστρέφεται γύρω από το έγκλημα (με την ευρύτερη έννοια του όρου και όχι μόνο με μία συγκεκριμένη μορφή εγκληματικής δραστηριότητας την ανθρωποκτονία), τα κυρίαρχα κίνητρα της εγκληματικής δραστηριότητας, τον φθόνο και την απληστία και δεν ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την εξιχνίασή του φόνου (“who done it”). Η ταινία παραδίδει το έγκλημα στους ανθρώπους που έχουν λόγο για να το διαπράξουν και δεν το κάνουν μόνο για να μας φορτώσουν μ’ ένα πτώμα που αναζητά το δολοφόνου του μέσα από γρίφους. Βέβαια στην ταινία τίθεται το ερώτημα ποιος είναι ο δολοφόνος αλλά ο τρόπος που τίθεται και απαντιέται δε θεωρείται ότι λύνει το πρόβλημα. Η πορεία προς τη λύση του αινίγματος σημαδεύεται από καταλυτικές αποκαλύψεις,
416
όσων αφορά τη φύση των ηρώων αλλά και των κοινωνικών δομών. Οι ισορροπίες που διαταράχθηκαν δεν επανέρχονται εντελώς και ένα μέρος του ρήγματος παραμένει αγεφύρωτο. Στην ερώτηση ποιος είναι ο δολοφόνος η απάντηση είναι γένους θηλυκού. Οι δράστες είναι γυναίκες η μοιραία γυναίκα (femme fatale) Madeline Linscott και η παρανοϊκή καταπιεσμένη σύζυγος Ramona Linscott, διότι το έγκλημα, στην προκειμένη περίπτωση το έγκλημα της ανθρωποκτονίας δεν είναι αντρική υπόθεση. Είναι ένα κλασσικό παραμύθι εμμονής (με τους δύο αστυνομικούς να αποκτούν μια σχεδόν αρρωστημένη εμμονή με μία νεκρή γυναίκα και με την εξιχνίαση του φόνου της) που συμπυκνώνει τις τρεις διαφορετικές ιστορίες (το ερωτικό τρίγωνο Lee Blanchard, Dwight “Bucky” Bleichert και Kay Lake, τη ζωή της Madeline Linscott και της οικογένειας Linscott, και τη ζωή της Elisabeth Short “Black Dahlia”) με κοινό παρανομαστή τη δολοφονία της «Μαύρης Ντάλιας». Είναι μία κινηματογραφική απόπειρα που προσφέρει έναν καθαρά μυθοπλαστικό απολογισμό μιας διάσημης αποτρόπαιας και ακόμα άλυτης περίπτωσης δολοφονίας που χρησιμοποιείται ως πρόσχημα για να φτιαχτεί στη μεγάλη οθόνη μία τοιχογραφία του μεταπολεμικού Λος Άντζελες και να αναδειχθούν τα επίπεδα διαφθοράς που επικρατούσαν στην μεγάλη αμερικανική πόλη εκείνη την περίοδο (τέλη ’40). Είναι μία πεσιμιστική ταινία που μιλάει για το βάναυσο θάνατο, για ανθρώπους παγιδευμένους σε ανεπιθύμητες καταστάσεις (όπως για παράδειγμα ο αστυνομικός Lee βρίσκεται παγιδευμένος από τη μία στο διεφθαρμένο παρελθόν του και από την άλλη παγιδευμένος από την εμμονή του για την υπόθεση της «Μαύρης Ντάλιας», ο αστυνομικός
Dwight “Bucky” βρίσκεται
παγιδευμένος από το ερωτικό του πάθος μία «μοιραία γυναίκα», τη Madeline Linscott, η δολοφόνος της «Μαύρης Νταλιας», η Ramona Linscott βρίσκεται παγιδευμένη σ’ έναν τυπικό συμφεροντολογικό γάμο
417
και τέλος και η «Μαύρη Ντάλια» παρουσιάζεται δέσμια των προσωπικών της φιλοδοξιών και της άκρατης σεξουαλικότητάς της), που πασχίζουν ενάντια στο τυχαίο, στην αδυσώπητη μοίρα που είναι καταδικασμένοι. Ο κόσμος της «Μαύρης Ντάλιας» απεικονίζεται εγγενώς διεφθαρμένος, βίαιος, ζοφερός και αβέβαιος. Δεν υπάρχει μέσα στην ταινία καλή - σωστή απόφαση ή κακή - λάθος απόφαση κι έτσι τα ηθικά διλήμματα που αναδύονται μέσα από την πλοκή είναι περισσότερο ασαφή,
διφορούμενα
και
με
αυτή
την
έννοια
σχετικά.
Οι
πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες κατά κόρο κυνηγούν στόχους που δεν είναι βασισμένοι σε ξεκάθαρες ηθικές αρχές (προσωπικό πλουτισμό και άνεση του αστυνομικού Lee μέσω της ιδιοποίησης χρημάτων από ληστεία, καριέρα, δόξα, δημοσιότητα μέσω της συνεργασίας του με τον υπόκοσμο) και είναι περισσότερο πρόθυμοι να αφήσουν το αποτέλεσμα να αγιάσει τα μέσα (χρήση βίας στην καταπολέμηση του εγκλήματος, καταπολέμηση
του
εγκλήματος
με
το
ίδιο
το
έγκλημα).
Οι
πρωταγωνιστές, οι αστυνομικοί ντετέκτιβ δρουν και ζουν μέσα σε αυτό τον βίαιο κόσμο, η κάθε υπόθεση είναι ένας διαρκής κίνδυνος γι’ αυτούς, είναι κυνικοί, βίαιοι, ατομικιστές και οι γυναίκες που αποτελούν πρόσωπα κλειδιά στην εξέλιξη της ιστορίας ορίζονται με ανδρικούς όρους στο νουάρ ανδροκρατούμενο σύμπαν της «Μαύρης Ντάλιας». Οι γυναίκες είτε λοιπόν είναι επικίνδυνες, ερωτικά μοιραίες δηλαδή “femme fatale” (Madeline Linscott) είτε είναι εξαρτημένες, παθητικές και υπομονετικές σύντροφοι (Kay Lake). Η ταινία «Η Μαύρη Ντάλια» κινούμενη μέσα στα πλαίσια των νουάρ
συμβάσεων
ακολουθεί
αυτή
την
αφηγηματική
πλοκή
αποδεικνύοντας τα μυστικά της γυναικείας σεξουαλικότητας και της αντρικής επιθυμίας μέσα από το διπολικό πλαίσιο της υποταγής και της κυριαρχίας και στο τέλος παρουσιάζει την άρρηκτη ηθική να
418
ανταμείβεται και το κακό, εν απουσία μετάνοιας και επανόρθωσης, να τιμωρείται αυστηρά ώστε να επανέλθει εν μέρει η τάξη των πραγμάτων που έχει διαταραχθεί. ΣΤ. –Εγκληματολογική προσέγγιση Στο πλαίσιο της υπό μελέτης κινηματογραφικής ταινίας τίθεται μια σειρά ζητημάτων εγκληματολογικού ενδιαφέροντος. Ενδεικτικά, θα μπορούσαν να αναφερθούν το ζήτημα της ανθρωποκτονίας και το προφίλ του ανθρωποκτόνου, με ιδιαίτερες αναφορές στο φύλο (η γυναίκα ανθρωποκτόνος), στην ψυχοπαθολογική προσωπικότητα του δράστη (ο μύθος του ψυχοπαθή ανθρωποκτόνου), στο εγκληματογενές κίνητρο της ερωτικής
ζήλιας
και
τέλος
στις
τεχνικές
εξουδετέρωσης
της
εγκληματικής πράξης από το δράστη με τον υποβιβασμό της προσωπικότητας του θύματος και την απόδοση ευθυνών σε αυτό (ευθύνη για την πρόκληση της εγκληματικής πράξης). Επίσης μέσα στην ταινία θίγονται τα ζητήματα της διαφθοράς στις τάξεις της αστυνομίας και σκιαγραφείται το προφίλ του διεφθαρμένου οργάνου της τάξης, και της κατάχρησης εξουσίας από τα όργανα του νόμου με ιδιαίτερη έμφαση στην αστυνομική βία. Τέλος, μέσα στην ταινία θίγονται και ζητήματα ευρύτερης παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς όπως είναι η γυναικεία πορνεία και η πορνογραφία, η γυναικεία ομοφυλοφιλία και ο αλκοολισμός. Οι
ακόλουθες
παρατηρήσεις
αποτελούν
εισαγωγή
στις
προαναφερθείσες προβληματικές και κατ’ επέκταση άξονες περαιτέρω μελέτης και ανάπτυξης τους: Ανθρωποκτονία.
Το
έγκλημα
της
ανθρωποκτονίας
έχει
χαρακτηριστεί ως το σοβαρότερο των εγκλημάτων διότι θίγει το θεμελιώδες αγαθό της ανθρώπινης ζωής. Στη συνείδηση μάλιστα του κοινού, οι όροι έγκλημα και εγκληματίας παραπέμπουν ξεκάθαρα
στο
έγκλημα
της
ανθρωποκτονίας
και
τον
419
ανθρωποκτόνο αντίστοιχα. Επιπλέον, αποτελεί το μοναδικό έγκλημα βίας χωρίς συμπαγές κίνητρο 155. Η έλλειψη συμπαγούς κινήτρου, η ποικιλομορφία των τρόπων τέλεσης, η σοβαρότητα του διακυβευόμενου αγαθού, η μεγάλη δημοσιότητα και η δημοσιοποίηση, το αδιαμφισβήτητο ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και η αύξηση της ανασφάλειας και του φόβου του κοινού απέναντι στο έγκλημα, καθιστούν την ερευνητική του προσέγγιση άκρως ενδιαφέρουσα για τους ερευνητές που στρέφονται πλέον και στη μελέτη του κινηματογράφου και των εικόνων της ανθρωποκτονίας που προβάλλονται μέσα από αυτόν. o Γυναίκα και ανθρωποκτονία. Η αλήθεια είναι ότι αν κάποιος
μελετήσει της εγκληματολογικές στατιστικές θα παρατηρήσει ότι υπάρχει μία υποεκπροσώπιση των γυναικών δραστών, ιδιαίτερα στις
στατιστικές
των
βίαιων
εγκλημάτων.
Μάλιστα
στις
περισσότερες ανθρωποκτονίες οι πρωταγωνιστές είναι άντρες, ο θύτης και το θύμα. Εάν ένας άντρας και μία γυναίκα εμπλακούν σε μία φονική σύγκρουση, είναι πολύ πιθανό ο άντρας να είναι ο θύτης και η γυναίκα το θύμα. Κάποιοι ερευνητές προσπαθώντας να εξηγήσουν αυτό το φαινόμενο έχουν κάνει λόγο για «παράγοντες που περιορίζουν την εγκληματική δραστηριότητα των γυναικών, όπως
είναι
η
κοινωνικά
αποδεκτή,
παθητική,
εξαρτημένη
συμπεριφορά των γυναικών σε σχέση με την εξίσου κοινωνικά αποδεκτή
επιθετική,
εξουσιαστική
συμπεριφορά
των
ανδρών»156.Υπάρχει το πολιτισμικό στερεότυπο που θέλει τη γυναίκα λιγότερο επιθετική, καθόλου βίαιη, με πράο χαρακτήρα, και που δεν έχει καμία σχέση με τη φυσική κράση και την 155
Βλ. Άγγελος Τσιγκρής, Το έγκλημα της ανθρωποκτονίας στην Ελλάδα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, Εκδ. Σάκκουλα, 2002, σ. 21, Χρ. Τσουραμάνης, Ο φόνος στην Ελλάδα, Αθήνα –Κκομοτηνή, Σάκκουλας, 1998. 156 Βλ. Κ. Σπινέλλη, Εγκληματολογία. Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, Αθήν – Κομοτηνή, Σάκκουλας 1985, σ. 154
420
ιδιοσυστασία της γυναίκας που είναι αρκετά δυνατή σωματικά για να διαπράξει κάθε είδους βίαιο έγκλημα. Στις λιγοστές υποθέσεις, στις οποίες ο θύτης είναι γυναίκα, υπάρχει διαφορά στην επιλογή των θυμάτων σε σχέση με τις αντίστοιχες ανθρωποκτονίες στις οποίες ο θύτης είναι άντρας. Σε αντίθεση με τους άντρες - θύτες, οι οποίοι είναι πιο πιθανό να σκοτώσουν άτομα του ιδίου φύλου, οι γυναίκες - θύτες είναι πιθανότερο να σκοτώσουν άτομα του αντίθετου φύλου. Επίσης οι γυναίκες προβαίνουν σε μία ανθρωποκτονία για τελείως διαφορετικούς λόγους από εκείνους που συμμερίζονται οι άντρες-δράστες. Οι γυναίκες βασικά σκοτώνουν για την προσωπική τους προστασία ή σε περίπτωση αυτοάμυνας, Η βία εκ μέρους των γυναικών είναι πρωτίστως αμυντική, σ’ αντίθεση με τη βία των αντρών, η οποία είναι επιθετική157. Τελικά γιατί οι γυναίκες σκοτώνουν; Έχει υποστηριχθεί, χωρίς να έχει εμπειρικά αποδειχθεί, ότι η απογοήτευση της γυναίκας στο πλαίσιο του ρόλου τον οποίο επιτελεί, σε συνδυασμό με την καταπίεσή της από τις πατριαρχικές δομές που επικρατούν, την ωθούν στην εκδήλωση της εγκληματικής συμπεριφοράς 158. Συχνά, η απογοήτευση, η αποτυχία και η μη συναισθηματική ολοκλήρωση στο πλαίσιο του γάμου προκαλούν νευρώσεις και κατάθλιψη στη γυναίκα - σύζυγο και σε συνδυασμό με άλλες καταστάσεις, όπως είναι για παράδειγμα
η
επιθετική
αντίδραση,
μπορούν
να
καταστούν
εγκληματογενείς159. Επίσης, έχει υποστηριχθεί ότι η ολοένα αυξανόμενη απελευθέρωση των γυναικών και οι αλλαγές που έχει επιφέρει στο πλαίσιο του γυναικείου ρόλου έχουν συντελέσει στην
157
Βλ. Margo Wilson and Martin Daly, “Who Kills in Spouse Killings? On the Exceptional Sax Ratio of Spousal Homicides in the United States,” Criminology, Vol. 30 (1992), σ. 208 158 Βλ. H. J. Schneider, Kriminologie, Berlin -New York: Walter de Gruyter, 1987, σ. 571 159 Βλ. A. Yotopoulos – Marangopoulos, The peculiarities of female criminality and their causes. A human rights perspective, London: Esperia 1992, σ. 121 επ.
421
εμφάνιση μιας νέας γυναικείας εγκληματικότητας που χαρακτηρίζεται από βίαιη συμπεριφορά (η θεωρία του νέου θηλυκού εγκληματία)160. o Ψυχοπαθολογία και ανθρωποκτονία. Στο πλαίσιο της θετικιστικής εγκληματολογίας (της εγκληματολογίας του περάσματος στην πράξη) όπου αναζητούνται οι παράγοντες εκείνοι που οδηγούν ένα άτομο στο έγκλημα, έχουμε και εκείνες τις θεωρίες που ενοχοποιούν την ψυχοπαθολογική δομή της προσωπικότητας του δράστη (ψυχώσεις και νευρασθένειες) για την εκδήλωση βίαιης συμπεριφοράς.
Στην
πραγματικότητα
όμως
μελέτες
των
τελευταίων ετών έχουν ανατρέψει αυτή την κατάσταση. Οι ειδικοί λοιπόν, πλέον κάνοντας λόγο για το μύθο του σχιζοφρενή δολοφόνου διατείνονται ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που εμφανίζουν
κάποια
νευρασθένεια
ή
κάποια
ψύχωση
δεν
παρουσιάζουν μεγαλύτερη ροπή προς το έγκλημα και τη βία. Είναι πιο πιθανό να υιοθετήσουν μία συμπεριφορά που είναι περισσότερο επιβλαβής για τον εαυτό τους παρά για τους άλλους και άρα δεν έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες από τους υπόλοιπους φυσιολογικούς ανθρώπους να σκοτώσουν ή να επιτεθούν στους άλλους161. o
Ανθρωποκτονία από ερωτική ζήλια. Για τον Γάλλο Εγκληματολόγο Etienne de Greeff που ασχολήθηκε με τα εγκλήματα από έρωτα αναλύοντας και περιγράφοντας τη διαδικασία του περάσματος στην εγκληματική πράξη, η ερωτική ζήλεια αποτέλεσε κυρίαρχο κίνητρο διάπραξης ανθρωποκτονιών από έρωτα. Μάλιστα ο Γάλλος
εγκληματολόγος
απαρίθμησε
και
ανέλυσε
τις
εγκληματογενείς ζήλιες δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στη ζήλεια από συναισθηματική τύφλωση, που ωθεί τον ανθρωποκτόνο στη 160
Βλ. Ανθοζωή Χάιδου, Θετικιστική Εγκληματολογία, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη 1996, σσ. 273-274 Βλ. L. Templin, The Criminality of Mentally Ill: A Dangerous Misconception, American Journal of Psychiatry, Vol. 142 (1985), σ. 593-598 161
422
διάπραξη του εγκλήματος ασκώντας το δικαίωμά του στην ιδιοκτησία162. Επίσης ο Etiene de Greeff έκανε λόγο και για το ωφελιμιστικό έγκλημα πάθους που αποσκοπεί στην εξαφάνιση της ενοχλητικής ύπαρξης που αποτελεί σύμφωνα με τα λεγόμενά του μία πράξη εκδίκησης, πράξη απόδοσης δικαιοσύνης και δεν έχει νόημα όσον αφορά το μέλλον163. o Τεχνικές εξουδετέρωσης του εγκληματογόνου αποτελέσματος από το δράστη. Σύμφωνα με τη θεωρία των G. Sykes και D. Matza μία από τις πέντε βασικές τεχνικές εξουδετέρωσης είναι και η άρνηση του θύματος. Ο δράστης θεωρεί το θύμα άξιο για ό,τι υπέστη από την παράνομη πράξη, το θύμα προσλαμβάνεται από το δράστη ως αντικείμενο-πράγμα (res) που μπορεί να το κάνει ό,τι θέλει164. o Ανθρωποκτονία και αυτοκτονία. Σε αυτή την περίπτωση έχουμε ένα άτομο το οποίο πρώτα σκοτώνει κάποιον και έπειτα αυτοκτονεί. Στην εγκληματολογία υπάρχουν δύο αντικρουόμενες απόψεις για τη φύση των ανθρωποκτονιών που συνοδεύονται από την αυτοκτονία του δράστη. Μια άποψη είναι κοινωνιολογικής κατεύθυνσης και τις αντιμετωπίζει ως μορφή κανονικότητας και η άλλη είναι ψυχιατρικής κατεύθυνσης και τις θεωρεί σύμπτωμα αντικανονικότητας. Σύμφωνα λοιπόν με την πρώτη άποψη, ο θύτης - αυτόχειρας είναι ένα φυσιολογικό άτομο, επειδή ύστερα από το φόνο είναι ικανός να αισθανθεί τύψεις, όπως ακριβώς θα περιμέναμε να αισθανθεί ένα φυσιολογικό άτομο, μετά από μία τέτοια απεχθή πράξη. Αντίθετα, στην δεύτερη άποψη το άτομο θεωρείται ψυχωτικό, διότι δεν αισθάνεται τύψεις, αλλά αντίθετα
162
Βλ. Etienne de Greeff, Έρωτας και εγκλήματα από έρωτα, μεταφ. Ηρώ Σαγκονίδη – Δασκαλάκη, Αθήνα, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 159 επ. 163 Βλ. Etienne de Greeff, όπ. π, σ. 220 164 Βλ. David Matza, Delinquency and Drift, John Wiley, Berkeley, 1964
423
προσδοκά την επανένωσή του με το θύμα στον άλλο κόσμο και αυτοκτονεί, για να πετύχει τον στόχο αυτό165. Η κατάχρηση εξουσίας από τα αστυνομικά όργανα. Όταν οι
αστυνομικοί υπάλληλοι διαπράττουν μία παρεκκλίνουσα πράξη, κάνοντας κατάχρηση εξουσίας τους, συνήθως πράττουν με αυτό τον τρόπο για κάποιον από τους τρεις ακόλουθους σκοπούς: Ο ένας είναι η απόκτηση χρημάτων ή κάποιων άλλων οικονομικών ή επαγγελματικών ωφελειών. Ο δεύτερος είναι η διατήρηση της εξουσίας τους και του γοήτρου τους. Και τέλος ο τρίτος σκοπός είναι η επίδειξη υπεροψίας προς τους πολίτες166. o Η αστυνομική διαφθορά. Ως αστυνομική διαφθορά ορίζεται η άμεση κατάχρηση της αστυνομικής εξουσίας σε σχέση με την ενδεχόμενη ή σαφή (ρητή) συναλλαγή με τρίτους, μέσα ή έξω από την οργάνωση της αστυνομίας. Επίσης περιλαμβάνει τις ενέργειες που μπορεί να γίνουν ή την έλλειψη ενεργειών (αδράνεια) προς όφελος ενός εσωτερικού ή εξωτερικού «διαφθορέα» με σκοπό την αποκόμιση κάποιου οφέλους (οικονομικού ή μη) και τη μη τήρηση των κανονισμών ή των νόμων από το αστυνομικό προσωπικό με σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένων αποτελεσμάτων. Σε αυτό τον ορισμό της διαφθοράς λοιπόν δεν περιλαμβάνονται οι ενέργειες εκείνες που σχετίζονται με την αστυνομική βία καθώς και η διάπραξη εγκλημάτων από τα αστυνομικά όργανα (π.χ. ληστεία, ανθρωποκτονία κ.α.)167. o
Το φαινόμενο της αστυνομικής βίας. Η αστυνομία ανήκει στους φορείς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου, γιατί σε αυτήν έχει ανατεθεί η προστασία του κοινωνικού συνόλου από
165
Βλ. Wolfgang, Patterns, σ. 277-278, T. L. Dorpat, “Suicide in Murderers,” στο Wolfgang, ed., Studies, σ. 197 166 Βλ. “End of a ‘Sleazy’ Affair,” Newsweek, March 22, 1982, σ. 36 και David Gergen, “Profiles in Privilege,” U.S. News & World Report, October 14, 1991, σ. 104 167 Βλ. J. Miller., Police Corruption in England and Wales: An assessment of current evidence, Home Office Report 11/03
424
εγκληματικές πράξεις και η διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης168. Έχει χαρακτηριστεί ο «φύλακας» του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης και πέραν τούτο έχει μία πολιτικά ιδιαίτερα ευαίσθητη κοινωνική λειτουργία, εφόσον αποτελεί τον κύριο φορέα κρατικής εξουσίας που φέρει το νόμιμο δικαίωμα άσκησης φυσικής βίας169. Η αστυνομία δρα λοιπόν κυρίως κατασταλτικά και επειδή είναι επιφορτισμένη με το νόμιμο δικαίωμα χρήσης της φυσικής
βίας
έχουμε
την
εμφάνιση
φαινομένων
που
χαρακτηρίζονται από την υπερβολή στη χρήση της φυσικής βίας (κατάχρηση αυτής της εξουσίας) και αποτελούν ενέργειες κοινωνικά κατακριτέες και ποινικά διωκόμενες. Ο όρος λοιπόν αστυνομική
βία
χρησιμοποιείται
για
να
περιγράψει
την
υπερβολική χρήση σωματικής βίας (ξυλοδαρμός, κακοποίηση, ανθρωποκτονία) τον βίαιο εξαναγκασμό, τις προσβολές, τις λεκτικές επιθέσεις και τις απειλές από τα όργανα της αστυνομίας στα πλαίσια άσκησης των καθηκόντων τους170. Ερμηνείες: Ποιες είναι όμως οι αιτίες της παρεκκλίνουσας συμπεριφοράς των αστυνομικών οργάνων. Σύμφωνα με τον Lieberman η βασική αιτία είναι η πληθώρα των ασαφών νόμων, η οποία δυσκολεύει τον έλεγχο της κρατικής δραστηριότητας και των οργάνων της καθώς και στην έλλειψη ικανοποιητικών αποδοχών για την αξιοπρεπή διαβίωσή τους 171. Ο κοινωνιολόγος Douglas αποδίδει με τη σειρά του το φαινόμενο στην αύξηση της κυβερνητικής εξουσίας, της γραφειοκρατίας και των κανονισμών
168
Βλ. Χρ. Ζαραφωνίτου, Εμπειρική Εγκληματολογία, Αθήνα, Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 1993, σ. 159 Βλ. Ε. Λαμπροπούλου, Ο Κοινωνικός Έλεγχος του Εγκλήματος, Αθήνα, Εκδ. Παπαζήση 1994, σ. 203 170 Βλ. Arthur Kobler, “Police Homicide in a Democracy,” Journal of Social Issues 31, Winter 1976, σ. 166 και Nikki Meredith, “Attacking the Roots of Police Violence,” Psychology Today, May 1984, σ. 22 171 Βλ. Jethro Lieberman, How the Government Breaks the Law, Baltimore, Md.: Penguin, 1973, σ. 177 169
425
που προκάλεσε η επανάσταση του προνοιακού καθεστώτος 172. Τέλος οι κοινωνιολόγοι Ermann και Lundman αποδίδουν την παρεκκλίνουσα συμπεριφορά των αστυνομικών οργάνων στο πλαίσιο των εργασιακών τους καθηκόντων στην πολυπλοκότητα της κυβερνητικής οργάνωσης. Λόγω της πολυπλοκότητας αυτής, υπάρχει μία έλλειψη πληροφόρησης, επαρκούς εκπαίδευσης, κατάρτισης και ευθύνης για το πώς πρέπει να ασκούν το έργο τους τα αστυνομικά όργανα, η οποία άμεσα τα οδηγεί στην παρέκκλισή τους173. Γυναικεία πορνεία και πορνογραφία. Η πορνεία, ο έρωτας με
αντάλλαγμα το χρήμα, είναι νόμιμη στην Ευρώπη και σε πολλές άλλες χώρες. Αντίθετα, δεν είναι νόμιμη στις Η.Π.Α. εκτός από κάποιες πόλεις της Νεβάδα174 γι’ αυτό θα ήταν λάθος μας να αποδώσουμε σε αυτή τη συμπεριφορά την ετικέτα ‘’εγκληματική’’ και θα προτιμήσουμε τον όρο παρεκκλίνουσα συμπεριφορά που εκφράζει τη σχετικότητα (ρευστότητα) του χαρακτηρισμού αυτής της συμπεριφοράς ανάλογα με το κοινωνικοπολιτικό και πολιτισμικό σύστημα μέσα στο οποίο λαμβάνει αυτή χώρα. Το ζήτημα βέβαια, που απασχολεί την Εγκληματολογία είναι και το πώς ερμηνεύεται αυτή η συμπεριφορά με τρία θεωρητικά σχήματα να είναι τα επικρατέστερα. Η λειτουργική θεωρία ισχυρίζεται ότι η πορνεία υπάρχει, επειδή ενθαρρύνεται από το σύστημα των ηθικών κανόνων της κοινωνίας και επειδή προστατεύει τη σεξουαλική ηθική της ευϋπόληπτης γυναίκας175. Σύμφωνα με τη φεμινιστική 172
Βλ. Jack Douglas, “A Sociological Theory of Official Deviance and Public Concerns with Official Deviance,” στο Jack Douglas and John Johnson, eds., Official Deviance: Readings in Malfeasance, and other Forms of Corruption, Philadelphia: Lippincott, 1977, σσ. 395-410 173 Βλ. David Ermann and Richard Lundman eds., Corporate and Governmental Deviance: Problems of Organizational Behavior in Contemporary Society, 4th ed., New York: Oxford University Press, 1992, σσ. 7-18 174 Βλ. Alex Thio, Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά, 4η εκδ., μτφ. Μπαρμπάτση Μ., επιμ. Τσουραμάνης Χ., Αθήνα: Εκδ. Έλλην, 2003, σ. 260 175 Βλ. Kingsley Davis, “Sexual Behavior,” in Robert Merton and Robert Nisbet, eds., Contemporary Social Problems, 3rd ed., New York: Harcourt Brace Jovanovich, 1971, σσ. 347-350
426
θεωρία, το πατριαρχικό σύστημα μέσω της ανισότητας των δύο φύλων ενθαρρύνει την πορνεία, δημιουργώντας ζήτηση και προσφορά, ενώ η πορνεία με τη σειρά της ενισχύει την πατριαρχία. Επομένως για τη φεμινιστική θεωρία η πορνεία είναι μια μορφή ανθρώπινης δουλείας176. Τέλος, η κοινωνικοψυχολογική θεωρία προτείνει τρεις ομάδες παραγόντων, στην προσπάθεια να ερμηνεύσει τους λόγους για τους οποίους ορισμένες γυναίκες είναι πιο πιθανό να γίνουν πόρνες: i) τους παράγοντες που προδιαθέτουν μία γυναίκα στην πορνεία (το περιβάλλον από το οποίο προέρχεται η γυναίκα και το οποίο δύναται να επηρεαστεί από γεγονότα όπως το «διαλυμένο σπίτι», η ελευθεριότητα των γονέων, η ανοχή της πορνείας από το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον), ii) τους παράγοντες που ελκύουν μία γυναίκα στην πορνεία (τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που έχει η καριέρα της πόρνης: τα μεγάλα κέρδη, η εύκολη και συναρπαστική ζωή κ.λ.π.) και iii) τους παράγοντες που ωθούν μια γυναίκα στην πορνεία (η οικονομική πίεση, η ανυπαρξία
ευκαιριών
για
την
πραγματοποίηση
κάποιων
φιλοδοξιών και ονείρων κ.λ.π.)177. Η διανομή αμιγώς σεξουαλικών υλικών – δηλαδή η πορνογραφία – στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στις μέρες μας δεν διώκεται ποινικά με κάποιες εξαιρέσεις (π.χ. ανήλικοι πρωταγωνιστές). Η κοινή γνώμη, βέβαια, αντιτίθεται τόσο στη διανομή όσο και στη χρήση της πορνογραφίας. Όμως, η πορνογραφία υπάρχει παντού και οι περισσότεροι άνθρωποι, ιδιαίτερα οι άντρες, έχουν γίνει χρήστες της. Η Εγκληματολογία στρεφόμενη προς τη μελέτη του συγκεκριμένου ζητήματος έχει εστιάσει το ενδιαφέρον της στη φύση της πορνογραφίας, αλλά και ακόμα περισσότερο στις 176
Βλ. Christine Overall, “What’s Wrong with Prostitution? Evaluating Sex Work,” Signs, Vol. 17 (1992), σ. 724 177 Βλ. Harry Benjamin and R. E. Masters, Prostitution and Morality, New York: Julian, 1964, σσ. 9091
427
επιπτώσεις της στα άτομα. Στα πλαίσια αυτής της προβληματικής έχουν επικρατήσει τρεις θεωρητικές απόψεις και οι οποίες βασίζονται σε αντίστοιχα ερευνητικά πορίσματα. Η συντηρητική άποψη που χαρακτηρίζει την πορνογραφία επιβλαβή για την κοινωνία, αποδίδοντας σε αυτή αύξηση της επιθετικότητας των ατόμων, των φαινομένων σεξουαλικής βίας και των σεξουαλικών εγκλημάτων178. Η φιλελεύθερη άποψη που δεν αποδέχεται την εγκληματογόνο επίδραση της πορνογραφίας, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να τονίζει την ωφελιμιστική της επίδραση αφού δρα εκτονωτικά, απελευθερώνοντας τα άτομα από τους σεξουαλικούς ενδοιασμούς τους και περιορισμούς τους179. Τέλος, για τη φεμινιστική θεωρία η πορνογραφία είναι επιζήμια για τις γυναίκες, επειδή προάγει τη βία και τις διακρίσεις εις βάρους τους, μετατρέποντάς τες σε αντικείμενα ηδονής 180. Γυναικεία
ομοφυλοφιλία,
αμφιφυλοφιλία.
Οι
περιστασιακή
περισσότεροι
ομοφυλοφιλία
ερευνητές
ορίζουν
και την
ομοφυλοφιλία ως την αίσθηση σεξουαλικής επιθυμίας για άτομα του ιδίου φύλου ή ως τη σεξουαλική εμπειρία με άτομα του ιδίου φύλου ή ως ένας συνδυασμός αυτών των δύο181. Ως συμπεριφορά στις μέρες μας δεν είναι ποινικά κολάσιμη εφόσον αφορά συναινούντα ενήλικα άτομα, εγείρει όμως αρνητική αντίδραση από τα μέλη της ευρύτερης κοινωνίας και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα
παρεκκλίνουσας
συμπεριφοράς
χωρίς
θύμα182,
περιπτώσεις δηλαδή όπου ο δράστης και το θύμα της συμπεριφοράς ταυτίζονται. Εξ ου και καθίσταται ιδιαίτερα 178
Βλ. Cynthia Gentry, “Pornography and Rape: An Empirical Analysis”, Deviant Behavior, Vol. 12 (1991), σσ. 277-288 179 Βλ. Daniel Linz and Neil Malamuth, Pornography, Newbury Park, Calif.: Sage, 1993, σσ. 6-16 180 Βλ. Isabel Wilkerson, “Foes of Pornography and Bigotry Join Forces,” New York Times, March 12, 1993, σ. Α12 181 Βλ. Alfred Kinsey, Wardell Pomeroy and Clyde Martin, Sexual Behavior in the Human Male, Philadelphia: Saunders, 1948, σ. 639 182 Βλ. E. Shur, Crimes without victims, Prentice –Hall, Englewood, Cliffs, New Jersey, 1965
428
προβληματικός ο προσδιορισμός του κοινωνικού κόστους από το οποίο απορρέει η ανάγκη άσκησης διαφόρων μορφών κοινωνικού ελέγχου, κυρίως στο βαθμό που το θιγόμενο αγαθό θα πρέπει να προσδιοριστεί με αναφορά στο κοινωνικό σώμα και όχι στο ίδιο το άτομο – δράστη183. Ξεχασμένη από τους θεσμικούς φορείς, την ομοφυλοφιλία τη γνωρίζουμε κυρίως μέσα από τα στερεότυπα που κοινοποιούν τα προϊόντα μαζικής κουλτούρας (κινηματογράφος, τηλεόραση κ.α.) και αν και λησμονημένη υφίσταται σαν αντικείμενο
κοινωνικού
ελέγχου
και
ως
τέτοιο
παράγει
αποτελέσματα. Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της γυναικείας ομοφυλοφιλίας; Οι ομοφυλόφιλες γυναίκες μοιάζουν σε κάποια σημεία με τις ετεροφυλόφιλες και διαφέρουν σε κάποια άλλα. Όπως και οι ετεροφυλόφιλες γυναίκες έχουν κοινωνικοποιηθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να δεσμεύονται σε μακροχρόνιες σχέσεις, να έχουν καλές σχέσεις με τους ετεροφυλόφιλους και να επιθυμούν να γίνουν μητέρες. Όμως, σε αντίθεση με τις ετεροφυλόφιλες, είναι λιγότερο πιθανό να παίζουν τον παραδοσιακό γυναικείο ρόλο και είναι πιθανό να είναι ανεξάρτητες και αφοσιωμένες στη δουλειά τους. Τέλος, οι έρευνες έχουν δείξει ότι οι γυναίκες ομοφυλόφιλες δεν περπατούν, μιλούν, μοιάζουν και ντύνονται σαν άντρες, μάλιστα είναι τόσο θηλυπρεπείς όσο και οι συμβατικές γυναίκες184. Οι περιστασιακές ομοφυλόφιλοι. Ορισμένες γυναίκες εμπλέκονται σε ομοφυλοφιλικές πράξεις σε περιπτώσεις που η ευκαιρία παρουσιάζεται
από
μόνη
της.
Είναι
κατά
βάση
άτομα
ετεροφυλόφιλα, θεωρούν τους εαυτούς τους ετεροφυλόφιλους και μπορούν 183
να
εγκαταλείψουν
τις
ομοφυλοφιλικές
τους
Βλ. Αφροδίτη Κουκουτσάκη, Χρήση ναρκωτικών και Ομοφυλοφιλία, Αθήνα, Εκδ. Κριτική 2002, σ.
20 184
Βλ. John Dunkle and Patricia Francis, “The Role of Facial Masculinity/Femininity in the Attribution of Homosexuality,” Sex Role, Vol. 23 (1990), σσ. 157-167
429
δραστηριότητες, εάν οι περιστάσεις το απαιτούν ή το επιτρέπουν. Όμως αναγκάζονται να μπουν ή μπαίνουν στον πειρασμό να καταφύγουν στην ομοφυλοφιλία λόγω των συνθηκών της ζωής τους185. Οι αμφιφυλόφιλες είναι εξίσου ετεροφυλόφιλες και ομοφυλόφιλες. Σύμφωνα με τη διαδεδομένη πεποίθηση, οι αμφιφυλόφιλες είναι κατά βάση ετεροφυλόφιλες που επιθυμούν να ζήσουν ερωτικές περιπέτειες ή ουσιαστικά ομοφυλόφιλες που είναι απρόθυμες να παραδεχτούν
την
πραγματική τους
σεξουαλική
τάση.
Οι
αμφιφυλόφιλες δεν θεωρούν τους εαυτούς τους ούτε ετερόφυλους ούτε ομοφυλόφιλους, αλλά θεωρούν ότι είναι εντελώς ξεχωριστά άτομα μ’ ένα τρίτο είδος σεξουαλικής ταυτότητας186. Αλκοολισμός.
Αποτελεί μία ακόμα μορφή παρεκκλίνουσας
συμπεριφοράς που περιλαμβάνει τον εθισμό στο αλκοόλ και τη πρόκληση προβλημάτων στο ίδιο το άτομο (κύρωση του ύπατος, απώλεια
μνήμης,
καρδιακή
ανεπάρκεια
και
σεξουαλική
ανικανότητα)187 και στις σχέσεις του με τους άλλους (η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ έχει επίσης συνδεθεί με τραυματισμούς και θανάτους από τροχαία ατυχήματα, με εγκλήματα που σχετίζονται με το αλκοόλ και με βίαια εγκλήματα) 188. Ποιες είναι οι αιτίες που οδηγούν στον αλκοολισμό; Οι γιατροί θεωρούν τον αλκοολισμό ως μία ασθένεια που δημιουργείται από κάποια προβλήματα μέσα στον ανθρώπινο οργανισμό (όπως π.χ. η διατροφική ανεπάρκεια, μία γενετική ανωμαλία κ.λ.π.)189, οι ψυχολόγοι αποδίδουν τον 185
Βλ. Warren Blumenfeld and Diane Raymond, Looking at Gay and Lesbian Life, Boston: Beacon, 1993, σσ. 82-84 186 Βλ. Anastasia Toufexis, “Bisexuality: What Is It?” Time, August 17, 1992, σ. 49 187 Βλ. “Drinking Danger,” Time, May 12, 1986, σ. 86 188 Βλ. Claude Steele, Barbara Critchlow and Thomas Kiu, “Alcohol and Social Behavior II: The Helpful Drunkard,” Journal of Alcohol and Drug Education, Vol. 31 (1985), σσ. 65-83 και John Donovan, “Young Adult Drinking-Driving: Behavioral and Psychological Correlates,” Journal of Studies on Alcohol, Vol. 54 (1993), σσ. 600-613 189 Βλ. James Donovan, “An Etiologic Model of Alcoholism,” American Journal of Psychiatry, Vol. 143 (1986), σσ. 5-6 και Constance Holden, “Genes, Personality and Alcoholism,” Psychology Today,
430
αλκοολισμό
στην
αλκοολική
προσωπικότητα,
η
οποία
περιλαμβάνει αντικοινωνικότητα, την ανάγκη εξάρτησης από άλλους
και
την
ανάγκη
για
δύναμη190,
ενώ
για
τους
κοινωνιολόγους, ο αλκοολισμός αναπτύσσεται εξαιτίας μιας κοινωνικής κατάστασης στην οποία ψυχολογικά ευάλωτοι άνθρωποι πιέζονται από φίλους τους που πίνουν, ή από μία κουλτούρα που ενθαρρύνει τους ανθρώπους να χρησιμοποιούν το αλκοόλ, για να απαλύνουν τα προσωπικά τους προβλήματα191. Ζ. –Θέματα προς συζήτηση Πώς απεικονίζεται στο πλαίσιο της ταινίας η γυναίκα ανθρωποκτόνος; Σε τι διαφέρουν οι δύο γυναίκες ανθρωποκτόνοι της ταινίας; Πώς απεικονίζεται το θύμα, Η Μαύρη Ντάλια; Αντιλαμβάνεστε κάποιου είδους στιγματισμό του θύματος; Αν ναι, που νομίζεται ότι οφείλεται αυτό; Πώς παρουσιάζεται η οργάνωση της αστυνομίας, ως προς την αντιμετώπιση των εγκληματικών πράξεων; Θεωρείται ότι μέσα από τη συγκεκριμένη κινηματογραφική απεικόνιση προβάλλεται το κατασταλτικό έργο της αστυνομίας ή η προληπτική της δράση; Κατά τη γνώμη σας η εικόνα της αστυνομίας όπως αναδύεται μέσα από τον κινηματογραφικό φακό είναι θετική ή αρνητική; Αιτιολογείστε την άποψή σας. Πώς σκιαγραφείται το προφίλ του διεφθαρμένου αστυνομικού; Κατά τη γνώμη σας το ζήτημα της διαφθοράς μέσα στην ταινία περιορίζεται μέσα στην οργάνωση της αστυνομίας ή λαμβάνει και ευρύτερες κοινωνικές διαστάσεις; Μέσα στην ταινία η αστυνομική βία παρουσιάζεται ως μία νόμιμη πρακτική ή ως κάτι παράνομο και κατακριτέο;
Πώς αντιλαμβάνεστε τη δολοφονία της γυναίκας femme fatale από τον αστυνομικό; Θεωρείται δικαιολογημένη την ενέργειά του; Γιατί;
January 1985, σσ. 38-44 190 Βλ. George Valliant and Eva Milofsky, “The Etiology of Alcoholism: A Prospective Viewpoint,” American Psychologist 37 (1982), σ. 494-503 191 Βλ. Harrison Trice, Alcoholism in America, New York: McGraw-Hill, 1966, σσ. 42-61
431 Ποια θέση αντανακλάται μέσω της ταινίας αναφορικά με το ζήτημα της γυναικείας
ομοφυλοφιλίας;
Προσδιορίστε
τα
άτομα
στα
οποία
επισυνάπτεται αυτό το χαρακτηριστικό και διερευνείστε τη σχέση τους με το έγκλημα. Πώς προσεγγίζεται μέσω της ταινίας το ζήτημα της πορνείας και της γυναικείας πορνογραφίας; Ποια γυναικεία φιγούρα παρουσιάζεται ως πόρνη και ποια είναι η σχέση της με το έγκλημα;
Η. –Εργασίες 1. – Αναζητείστε δικτυακούς τόπους οι οποίοι αναφέρονται στα θέματα της ταινίας και προχωρήστε στο σχολιασμό του περιεχομένου τους. 2. Αναφέρατε και σχολιάστε τρία τουλάχιστον επιχειρήματα υπερ και τρία κατά της ελεύθερης κυκλοφορίας πορνογραφικού υλικού στα ΜΜΕ, που είναι προσβάσιμα μόνο σε ενήλικα άτομα. Με ένα ερωτηματολόγιο 8 - 10 ερωτήσεων διερευνείστε τις απόψεις ατόμων του περιβάλλοντός σας για ττις πόρνες, τους πελάτες τους και τους εκμεταλλευτές τους. Σχολιάστε τα ευρήματά σας.
Ε. ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΗ ΜΕΝΤΗ THE BOSTON STRANGLER / Ο ΣΤΡΑΓΓΑΛΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΒΟΣΤΟΝΗΣ ΓΕΝΙΚΑ ΧΩΡΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ : ΗΠΑ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΒΟΛΗ
:
1968
Σκηνοθεσία: Richard Fleischer Σενάριο:
Steven Fechter, Nicole Kassell
Cast:
Albert DeSalvo : Tony Curtis John S. Bottomly : Henry Fonda
Α.- Κινηματογραφική πλοκή
432
Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1962 κι ενώ η Αμερική πανηγύριζε για τις κατακτήσεις της στο διάστημα, η Βοστόνη συγκλονιζόταν από τη δράση ενός κατά συρροή δολοφόνου o οποίος στραγγάλιζε τα θύματά του. Σε διάρκεια μικρότερη των δυο χρόνων, δηλαδή μέχρι περίπου το τέλος του 1963, 13 θύματα έχασαν τη ζωή τους. Τα θύματα ήταν όλα γυναίκες, στην αρχή ηλικιωμένες, μοναχικές γυναίκες κι έπειτα νεαρές όλων των φυλών και των κοινωνικών τάξεων. Όλες τους πριν ή μετά το στραγγαλισμό τους κακοποιήθηκαν ή βιάστηκαν, με διάφορους τρόπους. Τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης της εποχής σκύβουν πάνω από το θέμα με σκοπό να ενημερώσουν αλλά και να φοβίσουν τον κόσμο προκειμένου να λυθεί το μυστήριο του στραγγαλιστή της Βοστόνης και να σταματήσει η δολοφονική του δράση. Τα θύματα φαίνεται πώς γνώριζαν ή άνοιγαν οικιοθελώς την πόρτα τους στον δράστη. Η τοπική αστυνομία κάνει υπερπροσπάθειες για να βρει το στραγγαλιστή. Συστήνεται μια ομάδα ομοπονδιακών πρακτόρων, με επικεφαλής τον αναπληρωτή υπουργό και νομικό John S. Bottomly, η οποία με τη συνεργασία συναδέλφων τους από τα αστυνομικά τμήματα της Βοστόνης, οργανώνει επιχειρήσεις για να πλησιαστεί κάθε ύποπτος και να ανακριθεί. Ζητείται μέχρι και η βοήθεια μέντιουμ. Στο δεύτερο μισό μέρος της ταινίας γνωρίζουμε το δράστη. Βλέπουμε έναν άνδρα, τον Albert DeSalvo, τη στιγμή που πάει να βιάσει μια κοπέλα να παθαίνει σύγχυση κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη. Το θύμα αρπάζει την ευκαιρία και αντιδρά δαγκώνοντας τον στο χέρι, τότε εκείνος τη χτυπάει με τις γροθιές του στο πρόσωπο και φεύγει αφήνοντας την αναίσθητη. Το περιστατικό αυτό οδηγεί στη σύλληψή του. Στο δικαστήριο αρνείται να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο με το επιχείρημα ότι δεν έκανε τίποτα ώστε να χρειάζεται υπεράσπιση και αδυνατεί να θυμηθεί και να καταλάβει γιατί βρίσκεται εκεί.
433
Παραπέμπεται από το δικαστή στο νοσοκομείο για να εξετασθεί από ψυχιάτρους ώστε να εξακριβωθεί η ικανότητα του να αντιμετωπίσει μια δίκη. Ο ψυχίατρος στην διάγνωσή του αναφέρει πως ο ασθενής έχει πολλαπλή προσωπικότητα. Φαίνεται μάλλον αδύνατο ο DeSalvo να παρεπεμπευθεί σε δίκη αλλά ο Bottomly επιμένει ότι πρέπει να συζητήσει μαζί του προκειμένου να επιβεβαιώσει τις υποψίες του ότι αυτός είναι ο στραγγαλιστής. Κατά τη διάρκεια των συζητήσεων τους ο DeSalvo αρχίζει να θυμάται τι έχει κάνει και χάνει την επαφή του με την πραγματικότητα. Β.- Από κινηματογραφική σκοπιά Η πλοκή της ταινίας, στο πρώτο μέρος της, περιστρέφεται γύρω από τη διαχείριση της ‘δολοφονικής’ επικαιρότητας από τα ΜΜΕ και τη σύσταση & δράση της ομοσπονδιακής ομάδας που ερευνά τους στραγγαλισμούς. Στο δεύτερο μέρος της η ταινία περιστρέφεται γύρω από το δράστη. Στην ταινία ο δράστης παρουσιάζεται να έχει πρόβλημα ισχυρής διαταραχής προσωπικότητας. Έχει δυο προσωπικότητες εκ των οποίων η μια φαίνεται να είναι υπεύθυνη για τους βιασμούς και τους στραγγαλισμούς, ενώ η άλλη συνιστά έναν έντιμο και ήσυχο οικογενειάρχη. Όταν, με την πίεση του Bottomly, ο DeSalvo θυμάται έναν από τους στραγγαλισμούς που διέπραξε χάνει την επαφή του με τον κόσμο. Όλο αυτό το χτίσιμο της προσωπικότητας του δράστη είναι περισσότερο κινηματογραφικό παρά αληθινό. Ο δράστης, από το σημείο της σύλληψής του που τον γνωρίζουμε καλύτερα, φαίνεται συμπαθής στον θεατή. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης διαλέγει να μη δείξει σε καμία σκηνή το δράστη να κακοποιεί ή να στραγγαλίζει κάποιο θύμα του. Δεν παραπέμπει καθόλου σε φοβερό και τρομερό κακοποιό που βιάζει και στραγγαλίζει γυναίκες, γιατί τις μισεί ή θέλει να τις εκδικηθεί. Αντίθετα αγαπάει τη γυναίκα του και τα παιδιά του και
434
στενοχωριέται που δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτόν κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του στο νοσοκομείο. Ο De Salvo παρουσιάζεται σαν ένας διανοητικά άρρωστος άνδρας. Στο πλαίσιο της γενικότερης ευαισθητοποιημένης κοινωνικά προσέγγισης, η οποία παραβλέπει εντελώς την προσωπική ευθύνη για την επιλογή
της
υιοθέτησης
της
εγκληματικής
συμπεριφοράς,
xαρακτηριστικό είναι και το σημείωμα του σκηνοθέτη στο τέλος της ταινίας: «Ο Albert DeSalvo, κρατούμενος επί του παρόντος στη Μασαχουσέτη δε διώχθηκε ή δικάστηκε για τους στραγγαλισμούς της Βοστόνης. Η ταινία τελείωσε, αλλά η ευθύνη της κοινωνίας για την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία των βίαιων ατόμων που κυκλοφορούν ανάμεσά μας δεν έχει αρχίσει ακόμα…» Γ.- Εγκληματολογική προσέγγιση Στην ταινία αυτή, όπως και σε κάθε αληθινή περίπτωση κατά συρροή δολοφονιών, έχουμε να κάνουμε με έναν τύπο εγκλήματος που επαναλαμβάνεται από τον ίδιο δράστη. Για να μελετήσουμε καλύτερα το αντικείμενο μας, θα διαχωρίσουμε τους τέσσερις βασικούς παράγοντες που εμπλέκονται σ΄ ένα έγκλημα, οι οποίοι παρουσιάζονται και στην ταινία. : Συγκεκριμένα : α.- Ο Δράστης Στη συγκεκριμένη ταινία έχουμε έναν ιδιαίτερο τύπο εγκληματία τον κατά συρροή δολοφόνο, ο οποίος διαπράττει ένα επίσης ιδιαίτερο τύπο εγκλήματος - το σεξουαλικό έγκλημα. Με τον όρο «κατά συρροή δολοφόνος» (γνωστό στη διεθνή βιβλιογραφία με τον αγγλικό όρο ‘serial killer’) περιγράφουμε το άτομο εκείνο που διαπράττει ανθρωποκτονίες κατ’ εξακολούθηση κατά τη διάρκεια μιας εκτεταμένης χρονικής περιόδου -τουλάχιστον 30 ημερώνεβδομάδων, μηνών, ακόμα και χρόνων.
435
Χαρακτηριστικά των ανθρωποκτονιών αυτών είναι η έλλειψη σαφούς κινήτρου του δράστη και ο ιδιαζόντως ειδεχθής τρόπος διάπραξής τους. Ο τρόπος δράσης -modus operandi- ενός κατά συρροή δολοφόνου είναι πανομοιότυπος - δηλαδή ποια θύματα διαλέγει, πώς τους επιτίθεται, πώς τα σκοτώνει κλπ. Η μέθοδός του μπορεί να εξελιχθεί και να τροποποιηθεί ανάλογα με την πάροδο του χρόνου και την εμπειρία που συνήθως αποκτά. Υπάρχουν στοιχεία όμως που παραμένουν σταθερά, και τα οποία παραπέμπουν στον τρόπο σκέψης του δράστη και προδίδουν τη συναισθηματική και διανοητική του κατάσταση. Ένα από τα κύρια αυτά στοιχεία είναι η «υπογραφή» του. Ως «υπογραφή» θεωρείται κάτι ιδιαίτερο που κάνει χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο για την επιτυχή πραγματοποίηση του εγκλήματος. Αυτό μπορεί να είναι κάτι από το θύμα που κρατάει ο δολοφόνος σαν ενθύμιο (μπορεί να είναι και κάποιο μέλος του σώματός του !) ή ο τρόπος που τοποθετεί το θύμα του. Η υπογραφή είναι κάτι το οποίο προσφέρει συναισθηματική ολοκλήρωση στο δράστη. Οι κατά συρροή δολοφόνοι είναι συνήθως άτομα με έντονα διαταραγμένη προσωπικότητα. Στην ψυχιατρική ορολογία μπορεί να χαρακτηριστούν ως άτομα είτε με ψυχωτική, είτε με ψυχοπαθητική προσωπικότητα. Είναι πιο ακριβής όμως ο χαρακτηρισμός σεξουαλικά ψυχοπαθητικοί ή ψυχοπαθητικοί σεξουαλικοί σαδιστές, μια και στην πραγματικότητα οι κατά συρροή δολοφόνοι εκείνοι που δρουν κάτω από την ώθηση και τον εξαναγκασμό μιας πιθανής ψύχωσης είναι σπάνιο φαινόμενο. Ένα παράδειγμα αυτού του τύπου ήταν ο Τζόζεφ Κάλινγκερ, ένας υποδηματοπώλης, ο οποίος ισχυρίστηκε ότι είχε εντολές από το Θεό να σκοτώσει. Οι περισσότεροι τελούν εις γνώση της εγκληματικότητας τους και έχουν σίγουρα επίγνωση της πραγματικότητας, γι’ αυτό και οργανώνουν τα εγκλήματα τους με τέτοιο τρόπο ώστε να μην προδίδεται η ταυτότητα τους και μπορούν να ξεφεύγουν από την αστυνομία. Για το λόγο αυτό συνήθως οι φόνοι σταματούν ξαφνικά είτε επειδή ο δράστης
436
πέθανε ή επειδή μπορεί να συνελήφθει για κάποια άλλη αιτία. Το μόνο ‘όπλο’ που μπορεί να χρησιμοποιήσει η αστυνομία για τον εντοπισμό τους είναι η σκιαγράφιση του προφίλ τους. Δηλαδή η προσπάθεια ψυχιάτρων και ψυχολόγων μέσα από ενδελεχή παρατήρηση του modus operandi και των ιχνών που αφήνουν στους τόπους των εγκλημάτων τους, να κατανοηθεί ο τρόπος σκέψης και η ενγένει προσωπικότητά τους. Αυτό θα βοηθήσει την αστυνομία να επικεντρώσει τις έρευνες της σε συγκεκριμένους ανθρώπους οι οποίοι ανταποκρίνονται σε αυτό το προφίλ. Η σκιαγράφηση του ψυχολογικού προφίλ (criminal profiling) ενός δράστη έχει αντικειμενικό σκοπό να προσφέρει στην Αστυνομία συγκεκριμένες πληροφορίες ως προς τον τύπο και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ατόμου που θα μπορούσε να διαπράξει το συγκεκριμένο πρόβλημα, με απώτερο σκοπό αυτό να διευκολύνει τον εντοπισμό του ανάμεσα σε δεκάδες υπόπτους. Οι Ρέσλερ και Ντάγκλας (από τους πρώτους που διαμόρφωσαν τεχνικές στη σκιαγράφηση του προφίλ στο FBI)
υποστηρίζουν πως εφαρμόζουν διαδικασίες που
θεμελιώνονται πάνω σε κοινωνιολογικές και ψυχολογικές βάσεις. Οι τεχνικές αυτές μπορεί να αποδειχθούν πολύτιμο εργαλείο όμως θα πρέπει πάντα να χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με τις δοκιμασμένες ερευνητικές τεχνικές οι οποίες εφαρμόζονται στις ανθρωποκτονίες. Στην πράξη, οι περιπτώσεις που μπορεί να φανεί ιδιαίτερα χρήσιμη η σκιαγράφηση του προφίλ του δράστη είναι αυτές των εγκλημάτων τα οποία
κατά
την
τέλεση
τους
παρουσιάζουν
κάποιας
μορφής
ψυχοπαθολογία. Οι κυριότερες μορφές ψυχοπαθολογίας που συναντάμε σε εγκλήματα είναι: τα σαδιστικά βασανιστήρια στις σεξουαλικές επιθέσεις, η εκσπλάχνιση, οι μεταθανάτιες κακώσεις, οι αναιτιολόγητοι εμπρησμοί, οι δολοφονίες με ακρωτηριασμούς από σεξουαλική παρόρμηση, οι τελετουργικές δολοφονίες και οι βιασμοί.
437
Οι παράγοντες που μπορούν να προσδιορισθούν από τη σκιαγράφηση
του
ψυχολογικού
προφίλ
της
εγκληματικής
προσωπικότητας είναι : η ηλικία, το φύλο, η φυλή, η οικογενειακή κατάσταση, ο δείκτης νοημοσύνης, οι σχολικές επιδόσεις, ο τρόπος ζωής κατά το παρελθόν και το παρόν, η κοινωνική προσαρμογή, ο τύπος και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας, η συμπεριφορά, η εμφάνιση, η συναισθηματική
προσαρμογή,
αποδιοργάνωσης,
παθολογικά
πιθανές
ενδείξεις
χαρακτηριστικά
διανοητικής συμπεριφοράς,
επαγγελματική απασχόληση, εργασιακές συνήθειες, σχέση τόπου κατοικίες με τον τόπο του εγκλήματος, κοινωνικοοικονομική κατάσταση, σεξουαλική προσαρμογή, είδος σεξουαλικής διαστροφής ή διαταραχής (αν υπάρχει), κίνητρο. Για παράδειγμα, το -αληθινό- γεγονός ότι όλα τα θύματα του στραγγαλιστή της Βοστόνης άνοιγαν οικιοθελώς την πόρτα του σπιτιού τους (και μάλιστα σε περίοδο που ο φόβος ήταν έντονος λόγω της γνωστοποίησης της δράσης του από τα ΜΜΕ) παραπέμπει στο συμπέρασμα ότι ο δράστης ήταν εμφανίσιμος, καλοβαλμένος, ευγενικός και χρησιμοποιούσε ένα επιχείρημα που αποδέχονταν όλες οι γυναίκες – θύματα του. Σε αναφορά που παρουσίασαν το 1984, στην International Association of Forensic Sciences, ο ειδικός σε θέματα κατά συρροή δολοφόνων, πράκτορας του FBI, Robert Kessler και οι συνεργάτες του, οι δράστες αυτοί εμφανίζουν στην πλειονότητά τους, τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: -Είναι λευκοί άνδρες, -Ο δείκτης νοημοσύνης τους είναι αρκετά υψηλός, -Παρά τον συχνά υψηλό δείκτη νοημοσύνης τους είναι κακοί μαθητές στο σχολείο, εργάζονται δε για μικρά συνήθως χρονικά διαστήματα σε διαφορετικούς εργοδότες ως ανειδίκευτοι εργάτες,
438
-Προέρχονται από διαλυμένες οικογένειες. Τυπικά έχουν εγκαταλειφθεί σαν παιδιά από τον πατέρα τους και έχουν μεγαλώσει με μια δεσποτική μητέρα, -Στην οικογένεια τους παρατηρούνται περιστατικά ψυχικών νοσημάτων και αλκοολισμού, -Μισούν τους γονείς τους, -Συνήθως έχουν κακοποιηθεί -σωματικά, ψυχολογικά και σεξουαλικάως ανήλικοι από μέλος της οικογένειάς τους, -Πολλοί από αυτούς υπήρξαν τρόφιμοι αναμορφωτικών καταστημάτων ως ανήλικοι και σε νεαρή ηλικία παρουσίασαν συμπτώματα ψυχικών νοσημάτων, -Το ποσοστό των αποπειρών αυτοκτονίας μεταξύ τους ήταν υψηλό, -Υπήρξαν από νεαρή ηλικία ηδονοβλεψίες, φετιχιστές και τους άρεσε η σαδομαζοχιστική πορνογραφία, Για να κατανοηθεί καλύτερα ο τρόπος σκέψης και δράσης τους δημιουργήθηκαν κάποιες κατηγορίες, οι οποίες προέκυψαν από την παρατήρηση
και
κατηγοριοποίηση
των
εγκλημάτων
που
έχουν
διαπραχθεί. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε 4 τύπους κατά συρροή δολοφόνων σύμφωνα με το σκοπό που μπορούμε να διακρίνουμε και τον τρόπο του εγκλήματος. Ο πιο κοινός τύπος είναι ο «ηδονιστής ή σαδιστής». Ορίζεται ως ο δολοφόνος που είναι επιρρεπής να επαναλαμβάνει τα εγκλήματα και ακρωτηριάζει ή παρενοχλεί τα θύματά του για να πετύχει σεξουαλική ικανοποίηση. Ο ηδονιστής αναπτύσσει
επιθετική δραστηριότητα
προκειμένου να αντλήσει ικανοποίηση. Η λαγνεία, η έξαψη και ο έλεγχος είναι υποκατηγορίες στα ηδονιστικά εγκλήματα. Οι ηδονιστές δολοφόνοι που παρακινούνται από την λαγνεία τροφοδοτούνται από τη σεξουαλική τους επιθυμία και είναι πιθανό να σταματήσουν να σκοτώνουν όταν/αν
439
το σεξ πάψει να είναι σημαντικό για αυτούς. Επίσης σκοτώνουν εξ’ αιτίας της ικανοποίησης που λαμβάνουν από την άσκηση της απόλυτης βίας. Χρησιμοποιώντας το μαχαίρι ή στραγγαλίζοντας τα θύματά τους, τα διαμελίζουν σαν επίλογο της πράξης τους. Οι ηδονιστές δολοφόνοι που αναζητούν και παρακινούνται από την έξαψη και τον ερεθισμό, θέλουν τα θύματα τους ζωντανά για να αντιλαμβάνονται την ταπείνωση και τον εξευτελισμό πριν τα σκοτώσει. Η τρίτη και τελευταία υποκατηγορία των ηδονιστών δολοφόνων είναι εκείνοι που τους ενδιαφέρει ο έλεγχος. Η βασική τους ικανοποίηση είναι να διασκεδάζουν ελέγχοντας και παίζοντας με τη ζωή των θυμάτων τους. Είναι η μοναδική περίπτωση όπου μπορεί ο δολοφόνος να γνωρίζει το θύμα. Ο δεύτερος τύπος κατά συρροή δολοφόνου είναι ο «οραματιστής». Στην πραγματικότητα, πρόκειται για άτομα με βαρείες ψυχώσεις, τα οποία συχνά ακούνε φωνές που τους υπαγορεύουν να διαπράξουν τα εγκλήματα. Δρουν αυθόρμητα για αυτό και συνηθίζουν να αφήνουν πολλά φυσικά στοιχεία στον τόπο του εγκλήματος, τα οποία προδίδουν την οργή τους. Σκοτώνουν τα θύματά τους μέσα σε λίγα λεπτά με οποιοδήποτε μέσο είναι διαθέσιμο. Ο «ιεραποστολικός» κατά συρροή δολοφόνος δεν εμφανίζει ψυχωτική συμπεριφορά αλλά ο εσωτερικός εαυτός του νιώθει την ανάγκη να λυτρώσει τον κόσμο από αυτούς που θεωρεί ανάξιους. Η εσωτερική ψύχωση του ατόμου αυτού καθιστά τα θύματα υποκατάστατα προκειμένου να διορθώσει μέσω αυτών την αδικία που θεωρεί ότι έχει υποστεί στο παρελθόν. Ο «ιεραποστολικός» δολοφόνος είναι αρκετά οργανωμένος, με οργανωμένη σκηνή εγκλήματος και δικό του φονικό μέσο.Ο τελευταίος τύπος δολοφόνου είναι αυτός τον οποίο ενδιαφέρει αποκλειστικά ο έλεγχος και τη δύναμη πάνω στο θύμα. Στήνει ενέδρα στα θύματά του, είναι απόλυτα οργανωμένος και είναι ο πιο αποτελεσματικός.
440
Οι κατά συρροή δολοφόνοι κατά τη διάρκεια της ‘δολοφονικής τους καριέρας’ περνούν από διάφορα στάδια και φάσεις. Ενδεικτικά, για να μελετηθεί η ζωή τους και να καταστούν κατανοητές οι λειτουργίες και οι καθοριστικές λεπτομέρειες που τους οδήγησαν στο έγκλημα, έχουν εντοπιστεί 4 φάσεις. Το ξεκίνημα είναι η φάση όπου οι φαντασιώσεις και οι εμμονές εγκαθίστανται στην πραγματικότητα του ατόμου και γίνονται μέρος τη. Η φάση αυτή είναι πολύ δύσκολο να γίνει αντιληπτή και να προσδιοριστεί. Στη δεύτερη φάση, της αναζήτησης, ο δολοφόνος αρχίζει να ψάχνει τα θύματά του. Στη συνέχεια η τρίτη φάση περιλαμβάνει τη διαδικασία σαγήνευσής των θυμάτων και τον εγκλωβισμό τους στα χέρια του δολοφόνου.Η τέταρτη φάση είναι εκείνη κατά την οποία διαπράττεται ο φόνος.Η πέμπτη και τελευταία αφορά την κατάθλιψη εξ’ αιτίας της απώλειας της ηδονής που επέρχεται μετά τον φόνο και πυροδοτεί ξανά το ξεκίνημα. Δεν υπάρχει κάποια επαρκής θεωρία ή ερμηνεία που να καλύπτει ικανοποιητικά το βασανιστικό ερώτημα «γιατί σκοτώνουν;». Έχουν οι κατά συρροή δολοφόνοι έλλειψη ηθικών φραγμών; Ή παρακινούνται από κάτι ανεξιχνίαστο; Οι πιο πολλοί επιστήμονες που έχουν ασχοληθεί με το θέμα υποστηρίζουν ότι οι κατά συρροή δολοφόνοι έχουν σαφή αντίληψη της πραγματικότητας και δεν είναι παράφρονες. Στην κοινή λογική είναι βαθειά ριζωμένο το αίσθημα πως ο άνθρωπος που διαπράττει τέτοιες κτηνώδεις πράξεις είναι ψυχικά ή πνευματικά άρρωστος. Πάντως επίσημα μόνο στο 5% των περιπτώσεων έχει διαγνωστεί ψυχική ασθένεια (βαριά ψύχωση ή σχιζοφρένεια). Ακόμα όμως και η ύπαρξη κάποιας ψυχικής διαταραχής δεν αρκεί για να απαλλάξει τον δράστη από την ευθύνη. Αν εκείνος δεν έχει σοβαρές παραισθήσεις, ώστε να μην καταλαβαίνει τι κάνει και να μην έχει συναίσθηση τι σημαίνουν οι πράξεις του στον πραγματικό κόσμο, τότε επιλέγει ελεύθερα να κάνει ή
441
να μην κάνει το κακό. Οι κατά συρροή δολοφόνοι δείχνουν απαράμιλλο ζήλο να πείσουν το δικαστήριο για την αθωότητά τους ή δέχονται την ποινή λέγοντας πως τους αξίζει για το κακό που έκαναν, απλά δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς – είναι άτομα ιδιαιτέρως χειριστικά προκειμένου να πετύχουν το σκοπό τους, για αυτό και γίνονται πειστικοί, διαθέτοντας ποικιλία τεχνικών, ώστε να προσεγγίζουν τα θύματά τους. «Οι πραγματικά τρελοί είναι εύκολο να συλληφθούν. Οι κατά συρροή δολοφόνοι δεν είναι» (Τζον Ντάγκλας) Τέλος, όσον αφορά στο είδος του εγκλήματος που διαπράττουν -το σεξουαλικό έγκλημα- πρέπει να επισημάνουμε ότι οι κατά συρροή δολοφόνοι τοποθετούν τη σεξουαλική πράξη σε δεύτερη μοίρα. Γι’ αυτούς η μέγιστη ικανοποίηση είναι η εξουσία ζωής και θανάτου και ο έλεγχος που έχουν πάνω στο θύμα, διεγείρονται από την αγριότητα της πράξης τους μέρος της οποίας είναι η σωματική, σεξουαλική και ψυχολογική κακοποίηση του θύματος. Παρ’ όλα αυτά οι κατά συρροή δολοφονίες ανήκουν στην κατηγορία των σεξουαλικών εγκλημάτων, μάλιστα εμπεριέχουν στοιχεία σχεδόν από όλα τα εγκλήματα που συνιστούν την κατηγορία αυτή, τα οποία είναι τα εξής: διαπροσωπικές βίαιες αντιπαραθέσεις – βιαιοπραγίες ή επιθέσεις , επιθέσεις μετά βιασμού και/ή παρά φύσιν συνουσία και επιθέσεις κατ’ εξοχήν έντονου διαστροφικού χαρακτήρα οι οποίες αναφέρονται ευρέως ως εγκλήματα πάθους ή δολοφονίες από ψυχωτικά άτομα. Η σεξουαλική ενόρμηση του ανθρώπου διακρίνεται σε ενστικτώδη, φυσιολογική και συναισθηματική. Οι σεξουαλικές συμπεριφορές είναι επίκτητες και δια μέσου αυτών το άτομο διαμορφώνει την προσωπική του άποψη για το τι αποτελεί σεξουαλική ικανοποίηση και τι είναι κοινωνικά αποδεκτό στο περιβάλλον το οποίο ζει. Ο καθορισμός της αποδεκτής και της μη αποδεκτής συμπεριφοράς εξαρτάται από στατιστικούς,
πολιτιστικούς,
θρησκευτικούς
και
υποκειμενικούς
442
παράγοντες. Η υποκειμενική άποψη περί σεξουαλικής ικανοποίησης μπορεί να μη συμβαδίζει με τα αποδεκτά πρότυπα. Το γεγονός αυτό όμως δεν εμποδίζει το άτομο να εκφράσει τις σεξουαλικές του ανάγκες εξ’ αιτίας της ισχυρής σεξουαλικής ενόρμησης. Έτσι λοιπόν προκύπτουν ποικίλες σεξουαλικές συμπεριφορές. Οι συμπεριφορές αυτές είναι επιλήψιμες όταν έχουν κάποιο θύμα ή διαταράσσουν την κοινή ευημερία. Κατά τον Κόλμαν οι σεξουαλικές παρεκκλίσεις περιγράφονται ως «πράξεις οι οποίες γίνονται χωρίς τη συναίνεση του ατόμου ή αποτελούν σεξουαλική κακοποίηση αυτού, όπως επίσης και αυτές που μπορούν να χαρακτηριστούν ως προβληματικές από την άποψη ότι διαταράσσουν την κοινή ευημερία. Οι κυριότερες σεξουαλικές παρεκκλίσεις είναι: η ηδονοβλεψία, ο σεξουαλικός σαδισμός, η επιδειξιομανία, η αιμομιξία και ο βιασμός, η παιδοφιλία και ο μαζοχισμός. β. - το θύμα Χαρακτηριστική και αποκαλυπτική για τον τρόπο σκέψης του κατά συρροή δολοφόνου είναι η επιλογή των θυμάτων. Ο κάθε δολοφόνος έχει τη δική του «ομάδα-στόχο» - πόρνες, άντρες που αναζητούν περιστασιακό ομοφυλοφιλικό σεξ, άντρες που συχνάζουν σε κακόφημες γειτονιές μεγάλων πόλεων, φοιτήτριες που μένουν σε πανεπιστημιακά campus, παιδάκια που συχνάζουν στη γειτονία ή παίζουν στο πάρκο. Γνωρίζοντας το πού, πώς, πότε και γιατί επιλέχθηκε ένα θύμα μπορούμε να συμπεράνουμε πολλά για το δράστη. Γενικότερα επίσης εκτιμάται και το ρίσκο που ήταν διατεθειμένος να πάρει ο δράστης ανάλογα με τις συνθήκες της επίθεσής του. Ο Ted Bundy σκότωνε κτηνωδώς φοιτήτριες με μακριά καστανά μαλλιά. Ο David Berkowitz (γνωστός ως «Γιος του Σαμ») μισούσε όλες τις γυναίκες. Ο John Wayne Gacy διασκέδαζε άρρωστα παιδιά στο νοσοκομείο με το κοστούμι του κλόουν Πόγκο. Στραγγάλιζε τα παιδάκια χρησιμοποιώντας τα τρικ του κλόουν. Οι κατά συρροή δολοφόνοι
443
διαλέγουν θύματα που είναι ευάλωτα, όπως πόρνες, άστεγους, μετανάστες ή παιδάκια. Συχνά τα θύματα έχουν συμβολική αξία για τον δολοφόνο και μέσω της μεθόδου του φόνου μπορεί να αποκαλυφθεί αυτό το νόημα και η φαντασίωση που τους οδηγεί στο έγκλημα, ή απλά η επιλογή του θύματος αποκαλύπτει κάποια στοιχεία της προσωπικότητας του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του στραγγαλιστή της Βοστόνης (τα 5 πρώτα θύματα του ήταν ηλικίας 55, 68, 65, 75, 67 αντίστοιχα) ο άγριος βιασμός μιας σχετικά μεγάλης σε ηλικία γυναίκας, για παράδειγμα, υποδηλώνει ότι ο δράστης είναι νεαρός, ίσως και έφηβος, χωρίς μεγάλη εμπειρία, χωρίς αυτοπεποίθηση και απαιτήσεις. Ακόμα μπορούμε να αναζητήσουμε και το συμβολισμό των μεγαλύτερων σε ηλικία γυναικώνθυμάτων. Σύμφωνα με τη φροϋδική ψυχολογία, η οποία επικεντρώνει την ανάλυση της στα τραύματα της παιδικής ηλικίας και στις σχέσεις μεταξύ του παιδιού και των γονιών ,
ο δράστης που κακοποιεί
σεξουαλικά μεγαλύτερες γυναίκες πιθανώς τις διαλέγει ως υποκατάστατα της μητέρας του. Συνήθως οι δράστες αυτοί είχαν έντονη σχέση με τη μητέρα τους, που κινείτο στα όρια της καταπίεσης - ή ακόμα και κακοποίησης - και του ερωτισμού ο οποίος οδηγούσε στην ενοχή. Η αλλαγή της επιλογής των θυμάτων του στραγγαλιστή παρουσιάζει ενδιαφέρον. Συνήθως οι κατά συρροή δολοφόνοι συνηθίζουν να επιλέγουν και να προσκολλώνται σε έναν συγκεκριμένο τύπο θύματος. Υπάρχει πιθανότητα όμως η αλλαγή αυτή να σηματοδοτεί εξέλιξη και ψυχοσεξουαλική ενηλικίωση του δράστη. Διαλέγοντας νεαρότερες γυναίκες πιθανώς παύει να αναζητά τη μητέρα του για να την εκδικηθεί (στα πρόσωπα των θυμάτων που κακοποιούσε με ερωτικό και σαδιστικό τρόπο)
και διαλέγει γυναίκες
- πιθανώς της ηλικίας του – για να
συνεχίσει τη φαντασίωση που τον διεγείρει. Η διαφοροποίηση αυτή, όμως, συνυπολογίζοντας και τις διαφορές στην εμφάνιση, ακόμα και στη
444
φυλή, των θυμάτων του στραγγαλιστή δεν διαγράφει ένα σαφές προφίλ κατά συρροή δολοφόνου. Αξίζει να σημειώσουμε πως σαφής ομοιότητες στον τρόπο δράσης και στα χαρακτηριστικά των θυμάτων υπήρξαν μεταξύ του δεύτερου, τρίτου και τέταρτου θύματος. γ. - Η Αστυνομία Αντιμετωπίζοντας την αστυνομία ως το κυριότερο όργανο του επίσημου κοινωνικού ελέγχου μπορούμε να διακρίνουμε στις μεθόδους της αντανακλάσεις της επίσημης αντεγκληματικής πολιτικής. Η Αμερική κυρίως στα μέσα στη δεκαετίας του ’60 και μετά άρχισε να προβληματίζεται έντονα για τα ορατά και ανησυχητικά υψηλότερα ποσοστά εγκληματικότητας που παρουσίαζε, σε σχέση με άλλες χώρες. Η ανασφάλεια που συνδεόταν με την εγκληματικότητα, αναδείχθηκε σε σημαντικό κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα. Το ζήτημα αυτό εγείρει προβληματισμούς για την οριοθέτηση των πολιτικών σκοπιμοτήτων μακριά από την δράση της αστυνομίας και γενικότερα την άσκηση της αντεγκληματικής πολιτικής – και δεν περνάει απαρατήρητο από την ταινία η οποία στο σημείο αυτό αποδίδει αρκετά ρεαλιστικά τα πραγματικά γεγονότα. Ο νέος υπουργός δικαιοσύνης της Μασαχουσέτης, Edward Brooke (το 1964) δηλώνει ότι η υπόθεση του στραγγαλιστή είναι η υπ’ αριθμόν ένα προτεραιότητα του. Η δήλωση του αυτή εμπεριείχε πολιτικό ρίσκο στην περίπτωση που δεν κατάφερνε ποτέ να συλλάβει το στραγγαλιστή. Για το λόγο αυτό κι επειδή η υπόθεση ήταν ήδη στη δικαιοδοσία πέντε διαφορετικών αστυνομικών τμημάτων, αποφάσισε να συστήσει μια ομοσπονδιακή ομάδα που συντόνιζε την έρευνα και θα απασχολούσε προσωπικό αποκλειστικά για την υπόθεση του στραγγαλιστή. Η συνεργασία αυτή ενοποιούσε τις πληροφορίες και τις προσπάθειες και μείωνε σημαντικά τις πιθανότητες να κρατηθούν μυστικά στοιχεία από κάποιο αστυνομικό τμήμα για λόγους ανταγωνισμού προς άλλο.
445
Επιπλέον η κίνηση αυτή είχε κατευναστική λειτουργία προς τον τύπο – ο οποίος είχε ξεκινήσει μια σταυροφορία εναντίον της αστυνομίας της Βοστόνης, κατηγορώντας την για αδιαφορία και ανικανότητα. Το Γραφείο Έρευνας για τον Στραγγαλιστή, όπως έγινε γνωστή η ομάδα, είχε πολλά να κάνει πριν φτάσει σε κάποιο αποτέλεσμα. Έπρεπε να συγκεντρώσει, να οργανώσει και να αφομοιώσει πάνω από 37 χιλιάδες σελίδες υλικού, που προέρχονταν από τα αστυνομικά τμήματα που είχαν ασχοληθεί με την υπόθεση. Η ομάδα των ψυχιάτρων έπρεπε να αναπτύξει το προφίλ του ανθρώπου που θα μπορούσε να έχει κάνει τους φόνους, ενώ εκείνη των ιατροδικαστών είχε βρει σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους φόνους των μεγαλύτερων σε ηλικία γυναικών από εκείνους των νεότερων. Για αυτό το λόγο αποφάσισαν ότι δεν ήταν δυνατόν ένα και μόνο πρόσωπο να είχε διαπράξει όλους τους φόνους. Με άλλα λόγια επρόκειτο για αντιγραφείς. Κάτω από την απελπισμένη επιθυμία να βρεθεί ο δράστης και μετά από εισήγηση του Bottomly, ο Brooke έδωσε τελικά τη συγκατάθεσή του για μια ριψοκίνδυνη κίνηση: δέχτηκε να χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες του Peter Hurkos, ενός διάσημου ολλανδού μέντιουμ. Δύο ιδιωτικές εταιρίες πλήρωσαν για την αμοιβή και τα έξοδα του Hurkos. Ήταν δύσκολος άνθρωπος για να δουλέψει κανείς μαζί του και τελικά μπλέχτηκε σε περιπέτειες όταν υποδύθηκε έναν πράκτορα του FBI. O Hurkos υπέδειξε έναν ύποπτο, κάποιον που το Γραφείο Έρευνας για τον Στραγγαλιστή είχε
192
ήδη ανακρίνει. Ο ύποπτος ήταν ένας πωλητής
παπουτσιών με ιστορικό πνευματικής αστάθειας. Εντούτοις δεν βρέθηκε το παραμικρό στοιχείο που να τον συνδέει με τους φόνους. Η αξιοπιστία του Γραφείου προσβλήθηκε εξαιτίας του Hurkos. Είναι εύκολα κατανοητό πως όλη αυτή η αγωνιώδης, και αρκετά σημαντικής πολιτικής σημασίας, επιθυμία για αποτελεσματικότητα 192
446
πιθανώς να πίεσε πρόσωπα και καταστάσεις. Η σύλληψη και εκδίκαση (αυτό δε το βλέπουμε στην ταινία) του στραγγαλιστή της Βοστόνης πραγματοποιήθηκε παρά τις διάφορες αμφιβολίες – στο σημείο αυτό έτυχε η ευτυχής συγκυρία με την σύλληψη του DeSalvo να σταματήσουν και οι στραγγαλισμοί. δ.- Το κοινό & τα ΜΜΕ Στην ταινία φαίνονται καθαρά οι αντιδράσεις των πολιτών όταν αποκαλύπτεται από τα ΜΜΕ, ότι ένας κατά συρροή δολοφόνος δρα ανεξέλεγκτος στην πόλη τους. Οι κοινωνικές επιπτώσεις του εγκλήματος αναφέρονται χαρακτηριστικά όπως τις παρουσιάζουν οι πολίτες με τις δηλώσεις τους στα ΜΜΕ. Στα πλαίσια του φόβου τους λαμβάνουν μέτρα αυτοπροστασίας -αγοράζουν όπλα και συστήματα ασφαλείας-, ή περιορίζουν την κοινωνική τους ζωή προκειμένου να εκτεθούν λιγότερο στον κίνδυνο. Η απειλή και ο φόβος του εγκλήματος επηρεάζει και αλλάζει την καθημερινότητα των πολιτών. Άνθρωποι που μέχρι τώρα άφηναν αδιάφορη την αστυνομία μπαίνουν στο στόχαστρο. Αίρονται προσωπικά
δεδομένα
και
άτομα
με
σεξουαλικές
παρεκκλίσεις
θεωρούνται από την αστυνομία πιθανοί ύποπτοι, σε ένα κλίμα του «όλοι είναι ύποπτοι». Σε περιόδους όπου γνωστοποιείται από τα ΜΜΕ κάποιο έγκλημα ο τυπικός αλλά και ο άτυπος κοινωνικός έλεγχος αυξάνονται – σε περίπτωση δε σειράς εγκλημάτων εντείνονται με φρενήρεις ρυθμούς. Τα περισσότερα μεγάλα αστυνομικά τμήματα έχουν ένα γραφείο πληροφόρησης του κοινού, στελεχωμένο από αξιωματούχους ή εκπροσώπους των ΜΜΕ οι οποίοι ενεργούν ως εκπρόσωποι του τμήματος και διατηρούν συχνή επικοινωνία με τα ΜΜΕ. Στην Αμερική, οι περισσότερες πολιτείες -όπως και η ομοσπονδιακή κυβέρνηση- έχουν συγκεκριμένη νομοθεσία γύρω από την παροχή πληροφοριών στα ΜΜΕ. Η νομοθεσία αυτή διέπεται από κάποιες αρχές οι οποίες έχουν σα στόχο
447
να συστήσουν μια στρατηγική που θα λαμβάνει υπόψη της τη νομική και ανθρωπιστική παράμετρο της υπόθεσης παρέχοντας συγχρόνως πλήρη και έγκυρη ενημέρωση. Γενικά τα ΜΜΕ, αποτελώντας το συνδετικό κρίκο της αστυνομίας με τον έξω κόσμο, είναι ικανά να διοχετεύσουν στο κοινό πληροφορίες κατευθυνόμενες από την ίδια την αστυνομία οι οποίες θα βοηθήσουν την έρευνα. Ωστόσο όσο το ενδιαφέρον του κοινού για πληροφόρηση μεγαλώνει τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες τα ΜΜΕ να διαταράξουν τις ισορροπίες και να εμπλακούν στη συλλογή πληροφοριών με άσχημο τρόπο. Ψάχνουν ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες παίρνοντας συνεντεύξεις από μάρτυρες ή από συγγενείς των θυμάτων, φωτογραφίζουν το πτώμα, τον ύποπτο, τους ερευνητές κτλ. Τέλος, προβλήματα μπορεί να δημιουργηθούν και κατά την απονομή δικαιοσύνης στην περίπτωση που τα ΜΜΕ, έχοντας στήσει ήδη λαϊκά δικαστήρια, δημιουργούν ένα κλίμα ενοχής ή αθωότητας του υπόπτου που, με συναισθηματισμούς και υπερβολές, επηρεάζει την αντικειμενικότητα. Ένα επιπλέον πρόβλημα που προκύπτει με την προβολή της βίας, γενικότερα, από τα ΜΜΕ είναι ότι η απεικόνιση βίαιων συμπεριφορών συμβάλλει στην εκμάθηση και τη δημιουργία ανάλογων προτύπων. Στη συγκεκριμένη
περίπτωση,
των
κατά
συρροή
δολοφονιών
που
προβάλλονται από τα ΜΜΕ, έχει παρατηρηθεί ότι εκμεταλλευόμενοι κάποιες πληροφορίες για τα εγκλήματα που δημοσιοποιούνται, κάποιοι επίδοξοι δολοφόνοι ακολουθούν τον ίδιο τρόπο δράσης –προκύπτουν δηλαδή κάποιοι μιμητές που εκμεταλλεύονται την ύπαρξη ενός ανεξέλεγκτου δράστη και ελπίζουν να καταλογιστούν σε εκείνον και τα δικά τους εγκλήματα. Η αστυνομία ασφαλώς ελέγχει, κατά το δυνατό, τις πληροφορίες που διαρρέει αλλά δεν είναι δύσκολο σε τέτοιες περιπτώσεις οι καταστάσεις να περιπλακούν. Ήδη στην περίπτωση του
448
στραγγαλιστή της Βοστόνης παραμένει πάντα η υποψία ότι οι δράστες να ήταν δυο και να ακολουθούσαν -τυχαία ή μη- τον ίδιο τρόπο δράσης. δ. Η αληθινή ιστορία μετά την ταινία Τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης του στραγγαλιστή της Βοστόνης, κυρίως σε ό,τι αφορά το δράστη, δεν αποδίδονται με ακρίβεια στην ταινία. Στην πραγματικότητα η αστυνομία από την αρχή δεν ήταν σίγουρη πως οι 13 στραγγαλισμοί ήταν έργο ενός μόνο δράστη. Οι περισσότεροι από τους γιατρούς που ορίστηκαν από το κράτος για να εκτιμήσουν την υπόθεση υποστήριζαν πως οι φόνοι είχαν διαπραχθεί από δυο διαφορετικούς ανθρώπους. Επίσημα όμως οι 11 φόνοι αναγνωρίστηκαν ως πράξεις του «στραγγαλιστή της Βοστόνης». ε. Θέματα για συζήτηση Πώς μπορεί κατά τη γνώμη σας να αποφευχθεί η κατάχρηση της διάγνωσης ψυχικής νόσου στα δικαστήρια σαν κύριο στοιχείο υπεράσπισης των δολοφόνων; Μπορεί μια τέτοια διάγνωση να απαλλάξει το δράστη από κάθε ευθύνη, θεωρώντας τον ως υποκεινούμενο από ανεξέλεγκτες δυνάμεις, για τα εγκλήματα του ; Πώς θεωρείται ότι θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ένας κατά συρροή δολοφόνος από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης αλλά και από το σοφρωνιστικό σύστημα στη συνέχεια. Ποιες διαφοροποιήσεις θα μπορούσαν να υπάρξουν στο ζήτημα της αντιμετώπισης στην περίπτωση που πιστοποιείται ψυχική νόσος; Πιστεύετε πώς υπάρχει τρόπος πρόληψης και αποφυγής των κατά συρροή ανθρωποκτονιών; Πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο; Πώς σχολιάζετε τη στάση του κοινού σε σχέση με την ενημέρωση του για τη δράση του κατά συρροή δολοφόνου από τα ΜΜΕ; Πιστεύετε πως είναι δικαιολογημένη ή υπερβολική η αντίδραση του;
449 στ. Εργασίες Αναζητήστε στο διαδίκτυο άλλες περιπτώσεις κατά συρροή δολοφόνων και απομονώστε τα ατομικά, ψυχολογικά χαρακτηριστικά του δράστη από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά και τις κοινωνικές συνθήκες που τον περιέβαλαν. Σε ποια συμπεράσματα σας οδηγεί αυτός ο διαχωρισμός ως επικρατέστερα χαρακτηριστικά (σε ποιότητα, ένταση και συχνότητα); Παρατηρείται κάποιον συσχετισμό των χαρακτηριστικών αυτών;
ΣΤ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΡ. ΤΣΟΥΡΑΜΑΝΗ
ENRON – THE SMARTEST GUYS IN THE ROOM (2005) - Έτος Παραγωγής: 2004 - Διάρκεια: 90' - Υπότιτλοι: Ελληνικά - Γλώσσες: Αγγλικά Σκηνοθέτης : ΑΛΕΞ ΓΚΙΜΠΝΕΥ Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό : Ταινία - Ντοκιμαντέρ
Α.- Κινηματογραφική πλοκή Στην ταινία αυτή - ντοκιμαντέρ ο σκηνοθέτης Α. Γκίμπνεϊ παρουσιάζει ένα από τα μεγαλύτερα επιχειρηματικά σκάνδαλα που καταγράφηκαν μέχρι σήμερα στις ΗΠΑ, το σκάνδαλο της εταιρίας ΕΝΡΟΝ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΝΡΟΝ αποκρύπτοντας τις ζημιές της με ψευδείς λογιστικές εγγραφές , ανέβασαν τη μετοχή της στα ύψη έτσι ώστε να φαίνεται κερδοφόρα, εξαπατώντας με τον τρόπο αυτό τους επενδυτές αναφορικά με την πραγματική οικονομική κατάσταση της εταιρίας τους. Από το «φούσκωμα» αυτό επωφελήθηκαν φυσικά, οι ίδιοι στις σχετικές
450
χρηματιστηριακές τους συναλλαγές. Στη συνέχεια η εταιρία δεν μπορούσε
να
αντεπεξέλθει
στις
υποχρεώσεις
της,
οπότε
και
αποκαλύφθηκαν οι απατηλές λογιστικές εγγραφές και οδηγήθηκε σε πτώχευση αφού προηγουμένως τα υψηλόβαθμα στελέχη της είχαν αποκομίσει με τον τρόπο αυτό, περισσότερα από 1 δις. δολ., τα οποία ανήκαν στους μετόχους – επενδυτές και στους εργαζομένους σε αυτή. Η ταινία έχει σαν βάση της το best – seller “The Smartest Guys in the Room” των δημοσιογράφων του οικονομικού περιοδικού Fortune, Μπέθανι Μακ Λιν και Πίτερ Έκλαντ και παράλληλα παρουσιάζει αποκαλυπτικά βίντεο που περιέχουν μαρτυρίες στελεχών της ΕΝΡΟΝ. Ο σκηνοθέτης ανέφερε τα παρακάτω γι’ αυτή : “Μέσα από τη γραφή του Μπέθανι και του Πίτερ διαπίστωσα ότι η ιστορία της ΕΝΡΟΝ ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό επιχειρηματικό σκάνδαλο. Ήταν ένα ανθρώπινο δράμα με τη συναισθηματική δύναμη μιας ελληνικής τραγωδίας – εμποτισμένης με γερές δόσεις μαύρου χιούμορ. Ένιωσα ότι η ταινία θα μου έδινε μια ευκαιρία να αποκαλύψω μερικά από τα σημαντικότερα θέματα της αμερικανικής κουλτούρας, τη σκληρότητα του οικονομικού μας συστήματος και το πόσο εύκολα μπορεί αυτό να νοθευτεί υπέρ των ισχυρών. Με συνήρπασε ο βαθμός στον οποίο τα υψηλόβαθμα στελέχη της ΕΝΡΟΝ λειτουργούσαν σαν κινηματογραφιστές ταινίας επιστημονικής φαντασίας: απλώς επινοούσαν πράγματα. Είχαν τρομερή επιδεξιότητα στο να κάνουν την ιστορία της ΕΝΡΟΝ να φαίνεται τόσο πειστική, ώστε όλοι να θέλουν να την πιστέψουν. Ο Σκίλινγκ ήταν ειδικός στο χειρισμό της δημόσιας παραπλάνησης.» Β.- Το σκάνδαλο της ΕΝΡΟΝ μέσα από τον τύπο. 1.- «Μήνυση κατά της Ενρον 01-02-2002 Φωνή της Αμερικής ▪ Greek
451 «…….Eκατοντάδες νύν και πρώην υπάλληλοι της χρεοκοπημένης Αμερικανικής εταιρίας εμπορίας ενέργειας, Ενρον, υπέβαλαν αυτή τη βδομάδα μήνυση σε ομοσπονδιακό δικαστήριο ζητώντας ανάκτηση των απωλειών που υπέστησαν με το να επενδύσουν στο συνταξιοδοτικό πρόγραμμα της εταιρίας. Η ομάδα των υπαλλήλων κατονομάζει σαν κατηγορουμένους τους πρώην διευθύνοντες συμβούλους της Ενρον Κέννεθ Λαίη και Τζέφφρυ Σκίλλινγκ, τον πρώην διευθυντή οικονομικών υπηρεσιών Αντριου Φάστοου, τους λογιστές της Ενρον, την εταιρεία ορκωτών λογιστών Αρθρουρ Αντερσεν, καθώς και τη Νόρθερν Τράστ Κορπορέησιον, που διαχειριζόταν το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα της Ενρον. Η Ενρον αντιμετωπίζει, εξ άλλου, μηνύσεις που έχουν υποβάλει μέτοχοι της εταιρίας, οι οποίοι έχασαν δισεκατομμύρια. δολάρια με την κατάρρευσή της. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών διενεργεί έρευνα σχετικά με τις δραστηριότητες της εταιρίας. Στη Βρετανία, εν τω μεταξύ, η κυβέρνηση των Εργατικών υφίσταται πιέσεις για να διερευνήσει τις φημολογούμενες διασυνδέσεις του εργατικού κόμματος με την Ενρον και την Αρθουρ Αντερσεν. Φιλελεύθεροι Δημοκρατικοί έχουν ζητήσει βουλευτική έρευνα για τις «στενές, όπως λένε, σχέσεις» του κόμματος με τις δύο αυτές εταιρίες. Το ειδησεογραφικό πρακτορείο Ρώυτερ μεταδίδει ότι ο επίσημος εκπρόσωπος του Βρετανού πρωθυπουργού Τόνυ Μπλαίρ δήλωσε πως στελέχη της Ενρον είχαν συναντηθεί με τέσσερις διαφορετικούς υπουργούς βιομηχανίας από το 1997, πού ανέλαβε την εξουσία το Εργατικό κόμμα. Πάντως, ο εκπρόσωπος αρνήθηκε την κατηγορία ότι η Ενρον είχε επηρεάσει τη Βρετανική ενεργειακή πολιτική. Αυτή τη βδομάδα, εξ άλλου, η Ενρον ανακοίνωσε ότι προσέλαβε νέο πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο για να αναπληρώσει τον Κέννεθ Λαίη που παραιτήθηκε την περασμένη εβδομάδα εν μέσω καταιγισμού διαξιφισμών για τις οικονομικές πρακτικές της εταιρίας. Το διοικητικό συμβούλιο της Ενρον ανέθεσε στον Στήβεν Κούπερ, ειδικό αναδιοργάνωσης επιχειρήσεων, να οδηγήσει την εταιρία ανάμεσα στις συμπληγάδες της μεγαλύτερης χρεοκοπίας στην ιστορία. Η εξέλιξη αυτή ανακοινώθηκε καθώς επιτροπές του αμερικανικού Κονγκρέσσου διενεργούν έρευνα για το αν τα ανώτατα στελέχη της Ενρον σχημάτισαν πολύπλοκους συνεταιρισμούς σε μια προσπάθεια να αποκρύψουν χρέη εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων……
2.- «Κατηγορίες κατά Κένεθ Λέη, δημιουργού της Ένρον - 08-07-2004 Φωνή της Αμερικής ▪ Greek ………Δικαστήριο του Τέξας απήγγειλε σήμερα κατηγορίες εναντίον του πρώην προέδρου του ενεργειακού κολοσσού Ένρον, Κένεθ Λέη. Η Ένρον κατέρρευσε πριν τρία χρόνια λόγω λογιστικού σκανδάλου. Ο Κένεθ Λέη, που δηλώνει αθώος, παραπέμφθηκε στη δικαιοσύνη κατηγορούμενος για τη χρεωκοπία της εταιρείας. Ο Κένεθ Λέη ήταν στην ουσία ο δημιουργός της Ένρον, την οποία από μικρή πετρελαϊκή εταιρεία του Τέξας που ήταν κατάφερε να την ανυψώσει σε ενεργειακό γίγαντα. Ο ηλικίας 62 χρονών Λέη ήταν κάποτε το χαϊδεμένο παιδί της Γουώλ Στρήτ.
452 Τώρα το γόητρό του έχει κηλιδωθεί ανεπανόρθωτα καθώς κατηγορείται για απάτη και για παράνομες επενδυτικές συναλλαγές. Η Ένρον κατέρρευσε το 2001 , όταν αποκαλύφθηκε πως τα λογιστικά στοιχεία που παρουσίαζε ήταν απατηλά, δεδομένου ότι είχε παρουσιάσει σαν κέρδη απώλειες ύψους πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. Οι μέτοχοι της εταιρείας, που είχε φτάσει στα ύψη σε μικρό χρονικό διάστημα και έχαιρε εκτίμησης, είδαν τις μετοχές τους να πέφτουν κατακόρυφα. Πάνω από 5.000 άνθρωποι, οι περισσότεροι στην περιοχή του Χιούστον, έχασαν τη δουλειά τους όταν η εταιρεία χρεοκόπησε. Η κατηγορούσα αρχή, στην προκειμένη περίπτωση η κυβέρνηση, συγκέντρωνε επί δύο χρόνια στοιχεία σε σχέση με το μεγαλύτερο στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών επιχειρηματικό σκάνδαλο. Τον περασμένο Φεβρουάριο απαγγέλθηκαν κατηγορίες για απάτη εναντίον του πρώην στελέχους του διοικητικού συμβουλίου της Ένρον, Τζέφρεϋ Σκίλινγκ. Παρόμοιες κατηγορίες απαγγέλθηκαν και εναντίον του κύριου αρμόδιου για τα οικονομικά της εταιρείας Αντριου Φάστοου. Ο κ. Φάστοου δικάστηκε και δήλωσε ένοχος. Ο κ. Σκίλινγκ δεν έχει ακόμα δικαστεί. Το σκάνδαλο Ένρον επηρέασε αρνητικά και την εταιρεία Άρθρουρ Άντερσον. Η εταιρεία αυτή κρατούσε τα βιβλία του ενεργειακού κολοσσού και ήταν η πρώτη που έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για τις ύποπτες πρακτικές της. Ο Κένεθ Λέη, ο μισθός του οποίου το 2000 ήταν πάνω από 8 εκατομμύρια δολάρια, εθεωρείτο κάποτε πανίσχυρος επιχειρηματίας. Επί πλέον, ασκούσε μεγάλη επιρροή στην αμερικανική πολιτική. Να σημειωθεί πως ήταν ένας από τους κύριους δωρητές στην προεκλογική εκστρατεία του προέδρου Μπους το 2000. Ένα χρόνο μετά από την κατάρρευση της Ένρον χρεωκόπησε και η Worldcom, που ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη αμερικανική εταιρεία στον τομέα των τηλεπικοινωνιών. Μετά από το δεύτερο αυτό σκάνδαλο το Κογκρέσο ενέκρινε νομοσχέδιο, που απαιτεί από τις αμερικανικές εταιρείες να εφαρμόζουν αυστηρότερους ελέγχους στα λογιστικά τους βιβλία……»
3.- «Σκάνδαλο πιο μεγάλο απ' το εδώλιο - ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 05/02/2006 «……….Ενρον η δίκη. Ετσι ονομάζεται το αληθινό σίριαλ που ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα στο Χιούστον του Τέξας. Προβλεπόμενη διάρκεια, το λιγότερο τέσσερις μήνες. Πρωταγωνιστές και κατηγορούμενοι, ο τέως πρόεδρος της εταιρείας Κένεθ Λέι και ο τέως γενικός διευθυντής Τζέφρι Σκίλινγκ, οι οποίοι απειλούνται με ισόβια. Στόχος, να απαντηθεί πώς και γιατί «βάρεσε ξαφνικά κανόνι» μια από τις μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες, παρουσιάζοντας την ίδια στιγμή πλαστά στοιχεία που την έδειχναν ακμάζουσα. Ή «πώς», σύμφωνα με τη δήλωση ενός από τους δημόσιους κατήγορους, «μια εταιρεία διέπραξε το έγκλημα του αιώνα». Ηταν 2 Δεκεμβρίου του 2001 όταν η Ενρον, ο γίγαντας στον αμερικανικό ενεργειακό τομέα, κήρυξε αιφνιδιαστικά πτώχευση, αφήνοντας στο δρόμο 21.000 εργαζόμενους από 40 χώρες κι εκτεθειμένους χιλιάδες άλλλους επενδυτές. Το νέο έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Η Ενρον παρουσίαζε ετήσιο τζίρο 101 δισ. δολάρια. Ηταν η έβδομη μεγαλύτερη εταιρεία στις ΗΠΑ και σταθερά για έξι χρόνια (1996-2001) «η
453 πιο καινοτόμα της Αμερικής», σύμφωνα με το «Forbes». Στην πραγματικότητα η Ενρον, την οποία ίδρυσε ο Κένεθ Λέι το 1985 συγχωνεύοντας δύο μικρότερες εταιρείες, είχε καταντήσει μια τεράστια φούσκα με χρέη 40 εκατ. δολ., τα οποία καλύπτονταν χάρη σε άριστα μαγειρεμένα λογιστικά στοιχεία κι ένα ολόκληρο δίκτυο από εταιρείες-φαντάσματα. Το σκάνδαλο τότε είχε μεγάλο αντίκτυπο στην κυβέρνηση Μπους, καθώς ο Λέι ήταν προσωπικός φίλος του πλανητάρχη και χρηματοδότης της προεκλογικής του εκστρατείας. Και δεν ήταν αυτό το μόνο στοιχείο. Για τα επόμενα δύο χρόνια ο επιχειρηματικός κόσμος κλονίστηκε από πρωτοφανή σκάνδαλα διαφθοράς, με πρωταγωνιστές διευθυντικά στελέχη εταιρειών που πλούτιζαν με παράνομα μέσα εις βάρος εργαζομένων κι επενδυτών. Μετά την Ενρον ακολούθησαν η WorldCοm, η Tyco, η Adelphia, η περίπτωση της Μάρθα Στιούαρτ... Το Κογκρέσο υποχρεώθηκε να θεσπίσει ειδικό νόμο που επιβάλλει εξονυχιστικούς ελέγχους στα οικονομικά των εταιρειών. Ομως, στην εποχή του άγριου και ανεξέλεγκτου καπιταλισμού, τέτοιοι νόμοι είναι μάλλον ημίμετρα. «Ο νόμος αποτελεί αναμφισβήτητα ένα βήμα προόδου, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ένας έξυπνος και δολοπλόκος διευθυντής επιχείρησης δεν θα βρει τρόπο να καλύψει την αλήθεια», σχολιάζει ο Τζον Κόφι, καθηγητής δικαίου στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, προσγειώνοντάς μας στην πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό αυτής της λογικής της ζούγκλας είναι το σκεπτικό της υπεράσπισης των δύο κατηγορούμενων της Ενρον, οι οποίοι θα προσπαθήσουν να αποδείξουν ότι ακολούθησαν «επιθετικές» λογιστικές μεθόδους αλλά όχι παράνομες. Αν τελικά αθωωθούν, τον επόμενο χρόνο θα πρέπει να προταθούν για Οσκαρ Α' ανδρικού ρόλου και η αμερικανική Δικαιοσύνη για Οσκαρ καλύτερης σκηνοθεσίας…..»
4.- «Νέα καταδίκη για την Enron Πεντέμισι χρόνια για απάτη στο πρώην λογιστή της 16 Νοε. 2006 (http://news.pathfinder.gr/world/news/357318.html ) …………Σε ποινή κάθειρξης πεντέμισι ετών για απάτη καταδικάσθηκε χθες Τετάρτη ο πρώην επικεφαλής του λογιστικού τμήματος του ενεργειακού κολοσσού, Enron Corporation. Η εταιρία κατέρρευσε το 2001 προκαλώντας αναταραχή στις αμερικανικές και διεθνείς χρηματαγορές Σε ποινή κάθειρξης πεντέμισι ετών για απάτη καταδικάσθηκε χθες Τετάρτη ο Ρίτσαρντ Κόσι, πρώην επικεφαλής του λογιστικού τμήματος του ενεργειακού κολοσσού, Enron Corporation. Ο Κόσι, κάτοικος Τέξας, ομολόγησε την ενοχή του στην δίκη του, που έγινε στο Χιούστον. Η καταδίκη του πρώην στελέχους της Ένρον προστίθεται σε αρκετές άλλες. Η εταιρία κατέρρευσε λίγο πριν συμπληρωθούν τρεις
454 μήνες από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, προκαλώντας αναταραχή στις αμερικανικές και διεθνείς χρηματαγορές. Τον περασμένο μήνα, ο πρώην διευθύνων σύμβουλος της Ένρον Τζέφρι Σκίλινγκ καταδικάσθηκε σε ποινή 24 ετών κάθειρξης για το ρόλο του στην απάτη. Η δίκη των στελεχών της εταιρίας για απάτη και συνομωσία άρχισε τον Ιανουάριο εφέτος, 4 χρόνια μετά την έναρξη της έρευνας μιας ειδικής ομάδας πρακτόρων του FBI, της αμερικανικής επιτροπής κεφαλαιαγοράς (SEC) και των φορολογικών αρχών. Τα στελέχη της εταιρίας κατηγορούνται ότι παραποιούσαν τα στοιχεία για τις οικονομικές της επιδόσεις
Γ.- Εγκληματολογικές παρατηρήσεις. Η εξαπάτηση του επενδυτικού κοινού αναφορικά με την οικονομική
κατάσταση
μιας
επιχείρησης
εισηγμένης
στο
χρηματιστήριο και της οποίας οι μετοχές αποτελούν αντικείμενο χρηματιστηριακών συναλλαγών, συνιστά οικονομικό έγκλημα. Στο έγκλημα αυτό δράστης είναι η επιχείρηση και ειδικότερα τα στελέχη της που δημιουργούν την απατηλή εικόνα της και θύματα το κοινό που εμπιστεύεται τη μετοχή της. Τα οικονομικά εγκλήματα (White – Collar crimes) συνδέθηκαν αρχικά με τους δράστες που ήσαν άτομα με υψηλή κοινωνική θέση
και
τα
διέπρατταν
επαγγελματικών/επιχειρηματικών
στο τους
πλαίσιο
των
δραστηριοτήτων
(“προσωποπαγής αντίληψη”). Στη συνέχεια δε με αυτή καθεαυτή τη πράξη, όπου μια σειρά αξιόποινων πράξεων – όπως η χρηματιστηριακή απάτη που μας απασχολεί στην προκειμένη περίπτωση - θεωρήθηκαν σαν τέτοια ανεξάρτητα με το ποιος ήταν ο δράστης τους (“πραγματοπαγής αντίληψη”). Οικονομικά εγκλήματα διαπράττονται εκτός από τα φυσικά πρόσωπα και από τις επιχειρήσεις. Στην περίπτωση αυτή τα διαπράττουν τα ανώτερα διευθυντικά στελέχη τους (executives) με σκοπό να προσκομίσουν όφελος στις επιχειρήσεις τους αλλά και κυρίως στον εαυτό τους. Αυτή είναι και η περίπτωση της ΕΝΡΟΝ. Τα οικονομικά εγκλήματα των επιχειρήσεων θα μπορούσαμε να τα διακρίνουμε σε πέντε κατηγορίες : Α.- Σε εκείνα που γίνονται
455
σε βάρος των υπαλλήλων τους (π.χ. μη τήρηση των κανόνων της εργατικής νομοθεσίας που αφορούν τις συνθήκες υγιεινής και ασφαλείας), Β.- Σε εκείνα που γίνονται σε βάρος των πελατών τους (π.χ. κυκλοφορία επικίνδυνων προϊόντων και τροφίμων, απάτες
που
αφορούν
την
οικονομική
τους
κατάσταση,
παραπλανητική διαφήμιση και παραβιάσεις της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας), Γ.- Σε εκείνα που γίνονται κατά της Πολιτείας (π.χ. φοροδιαφυγή, τελωνειακές παραβάσεις, δωροδοκίες κρατικών λειτουργών) Δ.- Σε εκείνα που γίνονται κατά των ανταγωνιστών τους (π.χ. βιομηχανική κατασκοπία, συκοφαντική δυσφήμιση, παραβιάσεις του copywright) και Ε.- Σε εκείνα που αφορούν τη ρύπανση/μόλυνση του περιβάλλοντος. Εφόσον
δεχόμαστε
την
υπευθυνότητα
των
ανώτερων
διευθυντικών στελεχών για την παραβατική συμπεριφορά των επιχειρήσεων θα μπορούσαμε να υποθέσουμε πως οι ακόλουθοι παράγοντες έχουν πιθανότατα συμβάλλει στην εκδήλωσή της: α.Η απληστία για το κέρδος, που διακρίνει τα στελέχη αυτά και η οποία βοηθάει την ιεραρχική άνοδό τους, β.- Η πλήρης γνώση του οικονομικού περιβάλλοντος στα πλαίσια του οποίου θα κινηθούν, γ.- Η ευκαιρία που θα τους δοθεί στο κατάλληλο χρονικό σημείο και στον κατάλληλο τόπο και δ.- Ο ασθενέστερος κοινωνικός έλεγχος που είναι απόρροια της λιγότερο - ηθελημένα ή μη -, αυστηρής
εφαρμογής
των
νόμων
από
τους
ελεγκτικούς
μηχανισμούς, στις περιπτώσεις των οικονομικών εγκλημάτων. Η εκτίμηση της βαρύτητας των παραγόντων αυτών θα προσδιορίσει τις κατευθύνσεις της ακολουθητέας αντεγκληματικής πολιτικής, που θα αποτρέψει παρόμοια φαινόμενα με εκείνο της ΕΝΡΟΝ.
456
Δ.- Θέματα για συζήτηση 1. Έχουν η υπόθεση της ΕΝΡΟΝ και το αναφερόμενο ως «έγκλημα του ελληνικού χρηματιστηρίου» κάποια κοινά σημεία και εάν ναι, ποια είναι αυτά; 2. Δικαιολογείτε ή όχι τις ενέργειες των διευθυντικών στελεχών μιας εταιρίας με τις οποίες «φουσκώνουν» τη χρηματιστηριακή αξία της μετοχής της, εφόσον ανήκετε, α.- στους υπαλλήλους της, β.- στους ήδη μετόχους της, γ.- στο επενδυτικό κοινό, δ.- στο γενικό κοινό και ε.- στην αρχή που την φορολογεί; 3. Αν την ίδια μέρα αποκαλυφθουν ένα οικονομικό έγκλημα τύπου ΕΝΡΟΝ και μία ιδιαζόντως ειδεχθής ανθρωποκτονία (π.χ. πατέρας αποκεφάλισε την τοξικομανή κόρη του), σαν είδηση ποιο από τα δύο αυτά περιστατικά θα κάλυπτε κυρίως, τα πρωτοσέλιδα των ελληνικών εφημερίδων πανελλήνιας κυκλοφορίας και ποιο τα κεντρικά δελτία ειδήσεων των αντίστοιχων καναλιών της ΤV; Γιατί; 4. Η παραβατική συμπεριφορά των επιχειρήσεων είναι ένα αναγκαίο κακό ή ένα αντιμετωπίσιμο πρόβλημα του καπιταλιστικού συστήματος; Αν είναι το πρώτο ποια μέτρα προτείνετε για την αντιμετώπισή του; Αν όμως είναι το δεύτερο μήπως θα πρέπει να αλλάξουμε το σύστημα με κάποιο καλύτερο και αν ναι, ποιο είναι αυτό;
Ε.- Εργασίες 1.- Να βρείτε τους δικτυακούς τόπους
που αφορούν τους ελεγκτικούς
οργανισμούς που υπάρχουν στη χώρα μας για την αντιμετώπιση της παραβατικότητας των επιχειρήσεων. Στη συνέχεια περιγράψτε το περιεχόμενό τους. 2.- Από τους παραπάνω δικτυακούς τόπους κατγράψτε για διάστημα ενός χρόνου τις επιχειρήσεις (ελληνικές και ξένες) που καταδικάστηκαν για κάποια παράβαση. Σχολιάστε τα ευρήματά σας.
457
Sorlin P. (2004), Κοινωνιολογία του κινηματογράφου, μτρφ. Μαρκέτου Π. Αθήνα, Γρηγόρης
Βιβλιογραφία Αλεξιάδης Στ., (2006), Εγκληματολογία, Αθήνα - Θεσσαλονίκη, Αφοί Σάκκουλα Aedrer R., (1971), The Territorial Imperative, NY, Dell. Barnes G., (1995), Defining and Optimizing displacement στο Eck D.Weisberg (eds) Crime and Place (pp 95 – 114), Monsey, Willow Tree Press. Βιδάλη Σ., (1997), Η Τρομοκρατία στην Ιταλία κατά τη δεκαετία του ‘70 — Εγκληματολογική και Σωφρονιστική προσέγγιση, Εγκληματολογικά 10, ΑθήναΚομοτηνή, Σάκκουλας. Beccaria C., (χ.χρ.), Περί αδικημάτων και ποινών, μτφρ. Aδ. Κοραής, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη. Bonn, R.L., (1984), Criminology, New York, McGraw-Hill. Bortner, M.A., (1984), “Media Images and Public Attitudes Toward Crime and Justice” στο R. Surette (ed.),Justice and the Media : Issues and Research, σελ. 15 – 30, Springfield, IL., Thomas. Brantingham P., Brantingham P., (1991), Environmental Criminology, 2nd ed., Prospect Heights, Waveland Press. Brezina T., eds. (2008), Teaching Criminology – A Collection of Syllabi, Assignments, and Other Resources, Washington DC, American Sociological Association. Γαρδίκας Κ., (1966), Εγκληματολογία, Τ. Α’, Αθήνα,Αφοί Δ. Τζάκα Γαλάνης Γ., Τριανταφυλλίδου Στ. – Γαλάνη, (2003) , Τρομοκρατία – Νέα μορφή πολέμου; Αθήνα, Παπαζήση. Γεωργούλας Στρ. (επιμ.), (2007), Η εγκληματολογία στην Ελλάδα σήμερα – Τιμητικός Τόμος για τον Στέργιο Αλεξιάδη, Αθήνα, ΚΨΜ. Carabine E., Iganski P., Lee M., Plumme K., and South N., (2004), Criminology : A Sociological Introduction, London, Routledge.
458 Clarke R.V.G., (1997), Situational Crime Prevention : Successful Case Studies, 2nd ed., Albany, N.Y., Harrow & Heston. Clifford M., (1998), Environmental Crime Enforcement, Policy and Social Responsibility, Gaithesburg, Aspen. Conklin J. E., (2004), Criminology, 8th. Ed., Boston, Pearson. Cornish D., Clark R.V., (eds), (1986), The Reasoning Criminal: Rational Choice Perspectives on Offending, New York, Springer-Verlag. Cook K.L., Bacot H., (1993), Movies in the classroom : Popular images of criminal justice, criminology, and the law, J. of Criminal Justice Education, 4:1, 199 – 209. Δασκαλάκης Η. κ.ά., (1983), Απονομή της ποινικής δικαιοσύνης στην Ελλάδα, Αθήνα,ΕΚΚΕ. Δημήτραινας, Γ.Ν. (2002), Ξέπλυμα βρώμικου χρήματος : Ζητήματα εφαρμογής του ν. 2331/1995, Αθήνα : Νομική Βιβλιοθήκη. Denning D., (2001), Πληροφοριακός Πόλεμος & Ασφάλεια Πληροφοριών των Επιχειρήσεων, μτφρ.- επιμ. Χρ. Τσουραμάνης, Αθήνα, Ιων. Durkheim Ε., (1978), Οι κανόνες της κοινωνιολογικής μεθόδου, μτφρ.-επιμ. Λ. Μουσούρου, Αθήνα, Gutenberg. Felson M., (2002), Crime and everyday life, London, Sage. ----------- (2006), Crime and Nature, London, Sage Felson M., Clarke R.V., (1998), Opportunity Makes the Thief – Practical theory for crime prevention, Police Research Series, Paper 98, London, Home Office. Furnell S., (2002), Cybercrim e— Vandalazing the Information Society, Boston, Addison –Wesley και σε ελληνική έκδοση, Κυβερνοέγκλημα – Καταστρέφοντας την Κοινωνία της Πληροφορίας, (2004), μτφρ. Φ. Μηλιώνη, επιμ. Χρ. Τσουραμάνης, Αθήνα,Παπαζήση. Glasbeek H., ((2002), Wealth by Stealth :Corporate Crime, Corporate Law and the Perversion of Democracy, Toronto, Between the Lines. Glick L., (1995), Criminology, Boston, Allyn & Bacon Green P., Ward T., (2004), State Crime – Governments, Violence and Corruption, London, Pluto Press. Hagan F. A., (2009), Crime Types and Criminals, London, Sage. Hesseling R. (1995), “Displacement: A Review of the Empirical Literature.” In Crime. Prevention Studies, edited by R.Clarke, 197-230)
459 Hughes H., (2006), Crime Wave : The filmgoers’ guide to the great crime movies, New York, Tauris. Hughes M., Kroehler C.J., (2007), Κοινωνιολογία – ΟΙ βασικές έννοιες, μτφρ. Γ. Χρηστίδης, επιστ. επιμ. Θ. Ιωσηφίδης, Αθήνα, Κριτική. Jeffrey C. R. , (1971), Crime Prevention Through Environmental Design, London, Sage. Jacobs J, (1993,) Death and Life of Great American Cities (Reissue),New York, Modern Library. Jamieson K., (1994), The Organisation of Corporate Crime – Dynamics of Antitrust Violation, London, Sage. Κανάκης Ι., (1989), Διδασκαλία και μάθηση με σύγχρονα μέσα διδασκαλίας, Αθήνα, Γρηγόρης. Καράμπελας Λ., (1992), Η Υπεράσπιση στην Ποινική Δίκη —Η Υπεράσπιση του Κατηγορουμένου, Τόμοι 1 & 2, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη. Καρανίκας Δ., (1966), Εγκληματολογία, β’ έκδδ., Θες/νίκη – Αθήνα, Αφοί Σάκκουλα. Κασιμέρης Γ., (2002), Η Επαναστατική Οργάνωση 17Ν, Αθήνα, Καστανιώτης. Κορκόβελου Α., (2007), Κινηματογράφος και εκπαιδευτική πράξη, Πρακτικά Ημερίδας,Δήμος Χολαργού, (http://www.syllogosperiklis.gr/ekdiloseis/2007/cine_ekpaid/cine_ekpaid_praktika.ht ml) Κουκουτσάκη Α., (2006), Εικόνες Φυλακής, Αθήνα, Πατάκης Κουράκης Ν., (εκδ. επιμ.), (1994,2000), Αντεγκληματική Πολιτική 1, ΙΙ, ΑθήναΚομοτηνή,Σάκκουλας. ----------- (1997), Ποινική Καταστολή, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας. ----------- (2004), Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Τ. Ι,ΙΙ,ΙΙΙ Αθήνα - Κομοτηνή, Σάκκουλας. --------------- (1991), Εγκληματολογικοί Ορίζοντες, Α’ & Β’, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας. Κρανιδιώτη Μ., (1995), Η κλοπή σε καταστήματα, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας. Laqueur W., (1977), Terrorism — A Study of National and International Violence, Boston,
Little,
Brown
Λαζόπουλος Α., (1995), Αστυνομική Πρακτική, Αθήνα.
&
Co.
460 Λαμπροπούλου Ε., (1999), Η κατασκευή της κοινωνικής πραγματικότητας και τα ΜΜΕ – Η περίπτωη της Βίας και της Εγκληματικότητας, δ΄εκδ., Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα. Leith, T., (2002), Crime Films, Cambridge, Cambridge Univ. Press. Lersch K.M., (2004), Space, Time and Crime, North Carolina, Carolina Academic Press. Lynch M., (1990), The greening of Criminology: a perspective for the 1990’s, The
Critical Criminologist, 2. Maguire M., Morgan R., Reiner R., (2002), The Oxford Handbook of Criminology, 3rd.ed., Oxford University Press. Mendelsohn B., (1956), The Victimology στο Schafer S., The Victim and his Criminal:A Study of Fuctional Responsibility, NY, Random House.
Miethe T.D., McCorkle R.C., Listwan S.J., (2006), Crime Profiles, 3rd ed., L.A. Roxbury
Mosher C.J, Miethe T.D., Phillips D.M., (2002), The Mismeasure of Crime, London, Sage. Μπόση Μ., (1999), Ζητήματα Ασφάλειας στη Νέα Τάξη Πραγμάτων, Αθήνα, Παπαζήσης. Moyer I. L., (2001), Criminological Theories – Traditional and Nontraditional Voices and Themes, London, Sage. Μηλιώνη Φ., (2008), Η χρήση των νέων τεχνολογιών στη διδασκαλία της εγκληματολογίας, στο «theartofcrime», 9, http://www.theartofcrime.gr/ Newman O., (1973), Defensible Space; Crime Prevention Through Urban Design, London, MacMillan. Οικονομίδης Αρ., (2002), Δικαιοσύνη — Κοινωνία, Προβληματισμοί & Οράματα, Αθήνα, Π.Ν. Σάκκουλας. Πανούσης Γ., (1987), Η διδασκαλία των Εγκληματολογικών Επιστημών στα Τμήματα Νομικής, στη σειρά «Σύγχρονα Νομικά Μελετήματα, 7, Αθήνα – Κομοτηνή, Σάκκουλας. ----------------., (1988 & 2000), Φυσιογνωμική (μια σύγχρονη εγκληματολογική προσέγγιση), Αθήνα - Κομοτηνή, Σάκκουλας. ------------Σάκκουλας.
(1989), Η Σωφρονιστική μεταρρύθμιση στην Ελλάδα, Αθήνα - Κομοτηνή,
461 Παραδείση Μ., (2006), Κινηματογραφική αφήγηση και παραβατικότητα στον ελληνικό κινηματογράφο, Αθήνα, Τυπωθήτω. Παπαθεοδώρου Θ., (2002), Δημόσια Ασφάλεια & Αντεγκληματική Πολιτική, Αθήνα – Νομική
Βιβλιοθήκη.
Parker D, (1998), Fighting Computer Crime — A New Framework for Protecting Information,
New
York,
Jogh
Wiley
&
Sons
Inc.
Quinney R., (1970), The Social Reality of Crime, Boston, Little, Brown & Co. Rafter N., (2006), Shots in the Mirror, New York, Oxford Univ. Press Reiman J., (2004), The rich get richer and the poor get prison – Ideology, Class and Criminal Justice, Boston, Pearson. Rosow, E., (1978), Born to Lose, New York, Oxford University Press. Rowe D., (2002), Biology and Crime, Los Angeles, Roxbury. Ruggiero V., (2003), Crime in Literarure – Sociology of Deviance and Fiction, London, Verso. Σαμαράς Κ., (2008), Καταζητείται, Αθήνα, Κέδρος. Schur E., (1965), Crimes Without Victims – Deviant Behavior and Public Policy, Englewood Cliffs, N.J., Prentice-Hall, Inc. Siegel L.J., (2003), Criminology, 8th ed., Belmont CA, Wadsworth - Thomson Smith B.A., (1987), Literature in Criminal Justice Education, J. of Criminal Justice, 15 : 137 – 144. Sorlin P., (2006), Κοινωνιολογία του Κινηματογράφου, μτφρ. Π.Μαρκέτου, επιστ.επιμ. Χρ. Δερμετζόγλου, Αθήνα, Μεταίχμιο. Soyland S., (2000), Criminal Organisations and Crimes Against the Environment, Turin, UNICRI. Stark R., (2001), Sociology, 8th ed., Belmont, Calif., Wadsworth Στεφανή Ε., (2007), 10 Κείμενα για το Ντοκιμαντέρ, Αθήνα, Πατάκης. Σιδηρόπουλος Θ., (2000), Εισαγωγή στο Δίκαιο του Ηλεκτρονικού Εμπορίου, Θεσσαλονίκη, Αφοί Κυριακίδη. Schmalleger F., (2004), Criminology Today – An Integrative Introduction, 3rd ed., New Jersey, Pearson – Prentice Hall. Σπινέλλη Κ.Δ. (2005), Εγκληματολογία – Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, Αθήνα – Κομοτηνή, Σάκκουλας Σπινέλλη Κ. - Κουράκης Ν., (1995), Σωφρονιστική Νομοθεσία, Ελληνική - Διεθνής, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.
462 Sullivan T.J., (2000), Introduction to Sociaal Problems, 5th ed., Boston, Allyn & Bacon. Surette R., (1992), Media, Crime, and Criminal Justice : Images and Realities, Pacific Grove, CA : Brooks / Cole. Sutherland E., (1934), Principles of Criminology, 2nd ed.,Philadelphia, J.B. Lippincott Sykes Gr., (1978), Criminology, New York, Harcourt Brace Jovanovich, Inc. Thio A., (2008), Παρεκκλίνουσα Συμπεριφορά, 2η ελλ. έκδ.,μτφρ. Μ. Μπαρπάτση, επιμ. Χρ. Τσουραμάνης, Αθήνα, Ελλην. Thomson K.M., (2007), Crime Films – Investigating the Scene, London, Wallflower. Τσουραμάνης Χρ.(1990), Ανάλυση εγκλημάτων — Εγκληματολογική προσέγγιση, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας ------------------- (1992), Η Ληστεία — Εγκληματολογική / Κοινωνιολογική ανάλυση, Σύγχρονα Νομικά Μελετήματα 29, Αθήνα-Κομοτηνή, Σάκκουλας. ----------------
(1996), Οικονομική Παραβατικότητα, Αθήνα, ‘Ελλην.
----------------
(1998), Ο Φόνος στην Ελλάδα, Εγκληματολογική θεώρηση, Αθήνα-
Κομοτηνή, Σάκκουλας. ------------------- (2003), Κοινωνικά Προβλήματα – Η ελληνική πραγματικότητα, Αθήνα, Παπαζήση. ----------------
(2005), Ψηφιακή Εγκληματικότητα – Η (αν)ασφαλής όψη του
Διαδικτύου, Αθήνα, Κατσαρός. Τσουραμάνης Χ., Χαϊνάς Ε. (2007), Η Εγκληματολογία στο Διαδίκτυο, σειρά Media +Έγκλημα 14, Αθήνα – Κομοτηνή, Σάκκουλας. Χλούπης Γ., (2005), Διασυνοριακό & Υπερεθνικό Οργανωμένο Έγκλημα, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη. Welch M., (1996), Corrections - A Critical Approach, New York, The McGraw Hill Companies, Inc. Winslow R.W., Zhang S.H., (2008), Criminology – A Global Perspective, New Jersey, Pearson – Prentice Hall. Ζαραφωνίτου Χρ., (2003), Πρόληψη της εγκληματικότητας σε τοπικό επίπεδο, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη. --------------------
(2004), Εμπειρική Εγκληματολογία, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη.
463 -------------------
(2008), Τιμωρητικότητα – Σύγχρονες τάσεις, Διαστάσεις και
Εγκληματολογικοί Προβληματισμοί, Αθήνα, Νομική Βιβλιοθήκη. Ζησιάδης Β., (2001), Η Οικονομική Εγκληματικότητα, Αθήνα Θεσ/νίκη, Σάκκουλας.