Τάσος Μπίρης
Κύθηρα Σε δύσκολους τόπους, σε δύσκολους καιρούς η (καλή) αρχιτεκτονική και η ζωή το παλεύουν
Αθήνα Δεκέμβριος 2017
Κείμενα και σελιδοποίηση © Τάσος Μπίρης 2017
Κύθηρα: Σε δύσκολους τόπους, σε δύσκολους καιρούς η (καλή) αρχιτεκτονική και η ζωή το παλεύουν
Ι. Αρχιτεκτονική: Ποια; Πού; Για ποιους; Υπό ποιες συνθήκες; Προτιμώ –όταν και όσο μπορώ– να ψάχνω να βρω ο ίδιος την αρχιτεκτονική, εντοπίζοντας την επί τόπου του έργου. Παρά να μου «σερβίρεται απλόχερα στο πιάτο» από τρίτους, ως έκθεμα σε προστατευόμενους κλειστούς χώρους. Αναζητώ κυρίως σύγχρονα έργα, καλά ή κακά, μικρά ή μεγάλα, γνωστά ή –κυρίως– άγνωστα. Μάλιστα με ενδιαφέρουν ακόμη περισσότερο εκείνα που το «επί τόπου» είναι ο δικός μας τόπος, ιδιαιτέρως σήμερα εν μέσω κρίσεως. Έτσι, με αφορμή ότι «κάποια στιγμή κάτι άκουσα», «κάτι διαισθάνθηκα», «κάτι σκέφτηκα», βρέθηκα – αυτή τη φορά- να το ψάχνω χειμωνιάτικα στα Κύθηρα. ΙΙ. Δύο νέοι αρχιτέκτονες και ο τόπος και τρόπος δράσης τους σε αναφορά με τις συγκεκριμένες συνθήκες. Μια δύσκολη, συνειδητή, προσωπική επιλογή. Στόχος του ξαφνικού ταξιδιού μακριά από το Αθηναϊκό κέντρο ήταν η αναζήτηση ενός συγκεκριμένου αρχιτεκτονικού ίχνους ή πιο σωστά η επανασύνδεσή μου με αυτό. Και τούτο γιατί πρώιμα δείγματα (αρχιτεκτονικής) γραφής των δύο δημιουργών του μου ήταν ήδη γνωστά από την αρχική μας συνάντηση κατά τις σπουδές τους. Να λοιπόν που τώρα θα ξανασυναντιόμουν μαζί τους, αλλά -για πρώτη φορά- και με την πραγματοποιημένη αρχιτεκτονική τους, σε αυτό το –ακροτελεύτιο πριν την Κρήτη– νησί του τόπου. Το εγχείρημα ήταν για μένα μια απρόσμενη (ταυτοχρόνως και πολύ διδακτική) εμπειρία. Εμπειρία αρχιτεκτονική, καθώς και ενός ειδικού τρόπου ζωής, που πραγματοποιούν στο συγκεκριμένο νησί εδώ και 19 χρόνια ο Ανδρέας Μαριάτος –που μεγάλωσε εκεί- και η Δροσιά Μολλά –από την Άνθεια Αλεξανδρούποληςμε πλήρη επαγγελματική δράση στα Κύθηρα πια, από δική της προσωπική επιλογή.
1
Εδώ χρειάζεται να προσθέσω –γιατί έχει νομίζω σημασία σε αναφορά με όλη την αφήγηση μου– ότι η «προσωπική επιλογή», όπως και η συνακόλουθη «επίμονη ανυπακοή» προς τις εκάστοτε «βεβαιότητες» και άνωθεν προερχόμενες «επιταγές», όρισαν εξαρχής το πλαίσιο της –όχι πάντα ειρηνικής– συνεργασίας (!) και των δύο τους με τους δασκάλους τους και όχι μόνο. Ως εκ πεποιθήσεως ανυπάκουοι λοιπόν, οι δύο αρχιτέκτονες δεν μετανάστευσαν στο εξωτερικό λόγω της κρίσεως, όπως –εξ ανάγκης και κατά συρροήν– συμβαίνει πια με τους περισσότερους απόφοιτούς μας. Γεγονός που –φυσικά- έχει ποικίλα θετικά αποτελέσματα, αλλά προκαλεί και ποικίλα ερωτήματα. Ούτε ανέβαλλαν την εισαγωγή τους στην εντόπια επαγγελματική «αρχιτεκτονική έρημο», επεκτείνοντας για ακόμη μερικά χρόνια τη φοιτητική ζωή τους είτε στην Ελλάδα είτε στις προβεβλημένες Σχολές του εξωτερικού. (Άλλες από τις οποίες είναι εξαιρετικές, ενώ άλλες –και στο βαθμό που βαραίνει καθεμία– διδάσκουν ακόμη σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο τις αρχιτεκτονικές «φούσκες» που συνέβαλλαν στη δημιουργία αυτής καθαυτής της κρίσης που σήμερα διώχνει τη νέα γενιά από τον τόπο της). Ούτε πήραν μέρος στον εντόπιο ανταγωνιστικό πρωταθλητισμό της ανάδειξης σε χρόνο μηδέν, των –επίσηςεντόπιων αρχιτεκτονικών «baby-διασημοτήτων» του μέλλοντός μας. Αντιθέτως, ως μέλη της «περίεργης φυλής των ανυπάκουων», η Μολλά και ο Μαριάτος έκαναν ξανά αυτό που έκαναν και στη Σχολή: Δηλαδή, το δικό τους. Όπως κάνουν τα (διαφορετικά) δικά τους και άλλοι ανυπάκουοι, τόσο στην ελληνική περιφέρεια, όσο και στο κέντρο. Και ευτυχώς τούτο συνέβει, όχι από έπαρση ή επιπολαιότητα, αλλά μετά πολλής σκέψεως. (Καθώς και με πίστη και ελπίδα στον τόπο και στις δυνάμεις τους –παίρνω την ευθύνη να προσθέσω, ως προσωπική μου εκτίμηση μετά την πρόσφατη αυτή συνάντηση μαζί τους και με το έργο τους). Αναφέρομαι εδώ στην ιδέα τους να εγκαταλείψουν την Αθηναϊκή Μητρόπολη, με την οποία είχαν απολύτως εξοικειωθεί «όπως το ψάρι στο νερό» κατά τις σπουδές τους και λίγο μετά από αυτές. Και, αντιθέτως, να μετεγκατασταθούν στα Κύθηρα. Ένα πανέμορφο, ταυτοχρόνως και «πανδύσκολο» νησί. Ένας τόπος τραχύς, αραιοκατοικημένος, αραιοκτισμένος, με έλλειμμα ειδικών τεχνολογικών και κατασκευαστικών δυνατοτήτων και παροχών, χωρίς ιδιαίτερες βολές και διευκολύνσεις στον τρόπο ζωής (παρά μόνο κατά την –όχι μεγάλη– τουριστική περίοδο).
Η Μεγαλούπολη
Τα Κύθηρα
Τέλος, τόπος όπου η (έτσι και αλλιώς περιορισμένη) διαδικασία σχεδιασμού και εφαρμογής τρέχουσας σύγχρονης αρχιτεκτονικής γίνεται σχεδόν αποκλειστικά από τους τοπικούς «μηχανικούς» (κυρίως πολιτικούς μηχανικούς και τοπογράφους) και ελάχιστα από τους σχεδόν ανύπαρκτους και αχρείαστους αρχιτέκτονες. Όσο για τον τρόπο άσκησης ειδικά της έντεχνης αρχιτεκτονικής, αυτός συμπυκνώνεται –πλην εξαιρέσεων– στην κατά γράμμα τήρηση ολέθριων «μορφολογικών κανόνων», τοποτηρητές των οποίων είναι οι αδέκαστες τοπικές ΕΠΑΕ. Όλες αυτές οι εμπειρίες απετέλεσαν τα πρώτα βήματα για την εισαγωγή τους στην κοινωνική ζωή και τις παραγωγικές , οικονομικές , πολιτικές και – κυρίως- πολιτισμικές διαδικασίες και δράσεις του τόπου. Διαδικασίες που αποτελούν διαρκές αντικείμενο συζήτησης των κατοίκων μεταξύ τους.
2
Χαρακτηριστικό παράδειγμα κατάλληλου δημόσιου χώρου για τέτοιες συλλογικές καθημερινές επικοινωνίες αποτελεί το εμβληματικό καφενείο «Αστικόν» στην κεντρική πλατεία του «Ποταμού» που είναι το Κεφαλοχώρι της περιοχής.
Το καφενείο-κοινωνικό κέντρο “Αστικόν”.
Σύμφωνα με τις διηγήσεις τους σε αναφορά με αυτά τα πρώτα χρόνια, οι δύο συνάδελφοι ξεκίνησαν να εργάζονται στο νησί ως ελεύθεροι επαγγελματίες την εποχή που ο ντόπιος κάτοικος ανακάλυπτε την αρχιτεκτονική. ( Τουλάχιστον έτσι βαφτίστηκε αρχικά η συλλογική ψύχωση με τη «μορφολόγηση». Ψύχωση η οποία όμως δεν απεδείχθει τόσο ισχυρή , ώστε να της παραδοθεί άνευ όρων). Στην αρχή συνεργάστηκαν με τον Παναγιώτη Γραφάκο, έναν εξαιρετικό υπομηχανικό του Μικρού Πολυτεχνείου, μέσω του οποίου γνώρισαν τους όρους άσκησης του επαγγέλματος στην επαρχία . Όταν ύστερα από 5 χρόνια χώρισαν οι δρόμοι τους με τον Παναγιώτη Γραφάκο , ήρθε ο πρώτη προσωπική ανάθεση από έναν καρδιακό φίλο τους. Και οι δυο αρχιτέκτονες συνεχίζουν την διήγησή τους : «….Και οι επόμενοι όμως (πάντα κάτοικοι – συντοπίτες) ήταν ή έγιναν φίλοι μας. Σε κάθε ένα έργο, βγάζαμε κι από ένα δόντι του «δράκου» με κατάλληλους ελιγμούς ώστε να μην ξυπνήσει. Στα ενοικιαζόμενα του Νίκου, παρά την αρνητική γνωμοδότηση της ΕΠΑΕ παρέμεινε το εμφανές μπετόν. Στου Δημοσθένη χάσαμε τη μάχη για τη στέγη, αλλά μέσα στο κουρνιαχτό κανείς δεν πρόσεξε το κρυμμένο ερκερ. Στου Τάσου, κερδίσαμε με κόλπο την εμφανή πέτρα. Στον Παναγιώτη, ο έγχρωμος σοβάς κέρδισε το λευκό. Στης Ανίτας, το κεκλιμένο δώμα κέρδισε την κεραμοσκεπή, κλπ. Μας πήρε περίπου 10 χρόνια μέχρι οι ζαρντινιέρες, οι «παραδοσιακές καμινάδες», τα φουρούσια, τα πωριά και το πλαστικό λευκό με το μπλέ αλουμίνιο, να μην αποτελούν πια αυτονόητα για όλους μορφολογικά ποθούμενα. Κι όταν άλλαξε το λεξιλόγιο και οι γνωστοί και φίλοι μας, αντί να αναζητούν τα –λεγόμενα- «μορφολογικά στοιχεία», έμαθαν να συζητούν μαζί μας για τον χώρο, το φως, την κίνηση, τότε γεννήθηκε και πραγματικό αίτημα για αρχιτεκτονική – άρα και για τη δική μας δουλειά. Και τότε, ήρθε η κρίση....» Κατέγραψα το παραπάνω αυτοβιογραφικό εδάφιο ακριβώς με τα ίδια τα λόγια των δυο αρχιτεκτόνων. Εντούτοις (και παρά την κρίση ) αυτές οι πρώτες « δύσκολες» αναθέσεις έδωσαν την ευκαιρία για την ουσιαστική εισαγωγή τους στην εφαρμογή της αρχιτεκτονικής στο συγκεκριμένο νησί. Εισαγωγή που – συνακόλουθα-
3
τους έφερε ευθέως αντιμέτωπους με τις «Αρχές» και κυρίως με την παντοδύναμη ΕΠΑΕ: «κόψτε αυτόν τον τοίχο» ή «βάλτε κίτρινες (!) παραστάδες και καμάρες» ή «μικρύνετε τα ανοίγματα σύμφωνα με την αναλογία τόσο επί τόσο»…
Η - κατά το νόμο - προσαρμογή στο τοπίο. Η - κατά το νόμο - προσαρμογή στην αισθητική του τόπου.
Όταν τους άκουσα να μιλούν έτσι (δηλαδή όχι θεωρητικά αλλά βιωματικά ) ειδικά γι’ αυτό το τελευταίο βάσανό τους, θυμήθηκα την –και πάλι ανυπάκουη– κοινωνική συμπεριφορά τους μετά την αποφοίτησή τους. Όταν συμμετείχαν ενεργά στις δράσεις του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, πχ. για τη διαμόρφωση των «νέων μορφολογικών κανόνων για σύγχρονες αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις σε παραδοσιακά σύνολα». Θυμήθηκα επίσης την –προβλεπτική– αντίστασή τους στην προ κρίσεως εντόπια –μιμητική προς τα διεθνή πρότυπα– μανία της υπερβολικής τεχνολογικής και στελεχιακής διόγκωσης κάποιων εντόπιων νέων αρχιτεκτονικών γραφείων τύπου «Team 2100 Famous Architects».Και τούτο –τρομάρα μας– προκειμένου να αναλάβουν τα «GRANDS PROJETS» που σε μεγάλο βαθμό έφεραν την κρίση. Κρίση που χτύπησε και πολλά από αυτά τα φιλόδοξα σχήματα. Ενώ αντιθέτως, η συλλογική ιδέα-πρόταση στην οποία συμμετείχαν ήταν ο θεσμός του «Δικτύου Μικρών Αρχιτεκτονικών Γραφείων», ως –κατά κάποιο τρόπο– «βιοτεχνικών» (και γι’ αυτό πιο εύκολα διαχειρίσιμων) δομών μελέτης και εφαρμογής της αρχιτεκτονικής. Με τα ολιγάριθμα μέλη τους να διατηρούν συνεχή προσωπική σχέση με το αντικείμενο τους, όπως είχε με ανάλογο (και πολύ επιτυχή) τρόπο εφαρμοσθεί κατά την περίοδο του ’60, ως σύστημα απολύτως συμβατό με τις τότε πραγματικές ανάγκες και δυνατότητες του τόπου.
Η συλλογική έκδοση του Δικτύου «Μικρά Αρχιτεκτονικά Γραφεία».
Τέλος, οι δύο αρχιτέκτονες μου μίλησαν και για τις προσωπικές παρεμβάσεις και αλλαγές των ίδιων των χρηστών στη μελέτη και υλοποίηση των έργων τους, που –και αυτές– χρειάστηκε να τις αντιμετωπίσουν παραγωγικά και κυρίως, χωρίς τις εμμονές του «παντογνώστη». Δηλαδή, όχι απλώς χωρίς ζημία για την αρχιτεκτονική και τον κάτοικό της, αλλά –όσο γινόταν– ακόμη και προς όφελος, τόσο της πρώτης, όσο και των δεύτερων.
4
Και πράγματι, το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους αυτής το είδα να «γράφει» κυρίως πάνω στα πρώτα τους έργα μέσω ευρηματικών αντισυμβατικών επιλύσεων, που προσδίδουν από τότε σε αυτά ένα επιπλέον ασυνήθιστο «χάρισμα». Ένα ειδικό προσωπικό σημάδι που χαρακτηρίζει –πιστεύω– κάθε αρχιτεκτονική που «το παλεύει». Που γεννιέται από τα δύσκολα και όχι από τη δοτή ελευθεριότητα του «κάνω ό,τι θέλω» και «ό,τι μου αρέσει». Δεν ήταν λοιπόν εύκολη ούτε γρήγορη η εισαγωγή και ενσωμάτωση τους στο ειδικό αυτό περιβάλλον, τόσο ως κάτοικοι, όσο και ως αρχιτέκτονες. (Ας είχε -τουλάχιστον ο Μαριάτος- περάσει τα παιδικά του χρόνια στα Κύθηρα). Και τούτο γιατί η προηγούμενη ζωή τους στην Αθήνα ήταν αρχικά ισχυρότερη στην αντίληψη της τοπικής κοινωνίας. Και είναι γνωστό πόσο δύσκολα αλλάζει καμιά φορά, ειδικά σε σχέση με την επαγγελματική ιδιότητα, η επιφυλακτικότητα αυτής της κοινής αντίληψης απέναντι σε οποιονδήποτε νεο-εισερχόμενο στον τόπο και τις ποικίλες «ισορροπίες» του.
ΙΙΙ. Το έργο: Μια αρχιτεκτονική περιήγηση, ταυτοχρόνως και ένα αφήγημα ζωής δεκαπέντε χρόνων Καθώς οι περίπατοί μου –πότε κατά μόνας και πότε με τον Ανδρέα και τη Δροσιά– με οδήγησαν σταδιακά από τα παλαιότερα στα νεότερα έργα τους, παρατήρησα ένα ακόμη χαρακτηριστικό σημάδι της αρχιτεκτονικής τους. Ήταν η ένδειξη μιας -βήμα προς βήμα- εξέλιξης, ταυτοχρόνως και μιας ωρίμασης της. Εξέλιξη και ωρίμαση που –πιστεύω– στηρίζονται πια, όχι μόνο σε σκέτη συνθετική ικανότητα, αλλά και σε κάτι ακόμη. Πρόκειται για μια σταδιακά κεκτημένη εμπειρία και γνώση, αναφορικά με ιδέες, τρόπους και τεχνικές για την άσκηση της αρχιτεκτονικής γενικά, αλλά κυρίως ειδικά στον συγκεκριμένο τόπο, από άποψη αισθητική, λειτουργική, κατασκευαστική, οικονομική.
Οι τρεις πρώτες στάσεις της περιήγησης:
Βλ. 1
Βλ. 2
Βλ. 3
Και έτσι, μέσω αυτού του σύνθετου υπόβαθρου, αλλά και της καθημερινής σχέσης με τους αποδέκτες της αρχιτεκτονικής τους, η υλοποίηση και κυρίως η κατοίκησή της να πραγματοποιούνται με αυτόβουλη πια συμφωνία και συμμετοχή και όχι –συνειδητή ή ασυνείδητη– αμφισβήτησή της από την πλευρά των χρηστών, κατά την βίωση της από αυτούς. Είχα τον χρόνο να δω και να ακούσω τους τελευταίους (μόνους ή ως οικογένειες) να ζουν και να μιλούν με φυσικό τρόπο μέσα στα σπίτια τους για την καθημερινότητα, αλλά και την ιστορία αυτών των σπιτιών, θεωρώντας τους αρχιτέκτονες φίλους και μέτοχους της ζωής τους. Ήταν μια σύνθετη κατάσταση που επιβεβαίωνε την αξιοπιστία αυτής της –έμπειρης πια– αρχιτεκτονικής. Κάτι που την έχει αναγάγει σε διακριτό, σεβαστό, δοκιμασμένο, οικείο δεδομένο, όχι μόνο για κάθε κάτοχό
5
της, αλλά και για τον εντόπιο κοινωνικό χώρο στο σύνολό του. Κατά κάποιο τρόπο, όπως συμβαίνει με τα χωράφια, τα δέντρα, τα μαντριά, τα μονοπάτια του νησιού. Ήταν –νομίζω– μια κοινή, σιωπηλή, φυσική αποδοχή, που στην αχανή, αποδομημένη, α-γνωστική «Μεγαλούπολη», ακόμη και ο «πιο καλός» ή «πολυ-διαφημισμένος» σύγχρονος αρχιτέκτονας και το έργο του, είναι αδύνατον (πλην ελάχιστων ιστορικών εξαιρέσεων) να απολαμβάνουν. Παρατήρησα ένα ακόμη χαρακτηριστικό στοιχείο αυτής της αρχιτεκτονικής, όπως το είδα να εξελίσσεται μέσα στο χρόνο. Ήταν η εισαγωγή στις ποικίλες εκφάνσεις της ενός κοινού ιδεολογικού και δομικού κανονιστικού συνθετικού συστήματος. Ειδικότερα σε θέματα κατοικιών, πρόκειται για μια –υπό την παραπάνω διπλή έννοια– αρχιτεκτονική τυπολογία στηριγμένη σε ένα προσωπικό εμπειρικό και γνωσιακό «κεφάλαιο» βασικών αρχών και θέσεων για τον κατοικήσιμο χώρο γενικά, αλλά και ειδικά σε αναφορά με τον συγκεκριμένο τόπο. Έτσι ώστε η ροή των έργων αυτών –παρότι υλοποιημένων σε διαφορετικές στιγμές και υπό σχετικά διαφορετικές απαιτήσεις– να έχει συνέχεια, συνάφεια, νοηματική, αισθητική και τεχνική συνοχή. Λες και καθένα, κατά κάποιο τρόπο, γεννιέται από το προηγούμενο, έχοντας με αυτό μια κοινή ρίζα (με πρωτογενή αναφορά –νομίζω- στο «Διαρκές Ελληνικό Μοντέρνο»). Ταυτοχρόνως όμως, (όπως συνεχώς συμβαίνει με το συγκεκριμένο «ρεύμα») είναι και εξέλιξη προς κάτι νέο που έρχεται. Ας αναφέρω λοιπόν συνοπτικά μερικά από τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της τυπολογίας: (α) Το ισχυρό καθαρό ορθογώνιο παραλληλεπίπεδο σχήμα της συνολικής κτιριακής μάζας ή των επιμερισμών της σε μικρότερες «μονάδες». Είναι επίσης φανερή η επιδέξια διαχείριση του μοναδιαίου κυβιστικού τυπολογικού στοιχείου και των συνδυασμών του στο πλαίσιο ενός ανάλογου συνθετικού μηχανισμού για τη γεωμετρική συγκρότηση του αρχιτεκτονήματος. Συγκρότηση που –πέραν της αισθητικής, της λειτουργικότητας και της κατασκευασιμότητάς του– εξασφαλίζει και την κατάλληλη προσαρμογή του –επίσης αισθητικά, λειτουργικά, τεχνικά– στη δύσκολη, συνήθως εξαιρετικά κεκλιμένη τοπιογραφία του συγκεκριμένου νησιού. (β) Το –επίσης- εξαιρετικά εκτελεσμένο αντιστικτικό στερεομετρικό «παιχνίδι» ανάμεσα στο πλήρες (χτισμένο) και το κενό (άχτιστο), όπου και οι δύο αυτές εκφάνσεις του εξωτερικού και εσωτερικού κατοικήσιμου χώρου (δωμάτια και καθιστικά ή αιθριακές αυλές) συμμετέχουν, συνυπάρχουν, εναλλάσσονται ισάξια, τηρώντας ταυτοχρόνως τον κανόνα του συγκεκριμένου συνθετικού συστήματος. (γ) Η μέγιστη οικονομία, που διέπει τον μηχανισμό λειτουργίας αυτής της τυπολογίας, από άποψη μορφοπλαστικής, λειτουργικής, κατασκευαστικής και –κυρίως– κοστολογικής διαχείρισής της. (δ) Τέλος, η χαρακτηριστική πληρότητα και απλότητα χρήσης του ειδικού, αλλά και πλούσιου «αρχιτεκτονικού συντακτικού» της τυπολογίας. Καθώς επιτρέπει στα στοιχεία του (τα «φέροντα» και τα «μη φέροντα», τα εμφανή και τα αφανή, τα σημεία άρθρωσης και προσαρμογής των στοιχείων αυτών και των κατασκευαστικών λεπτομερειών τους) να συν-λειτουργούν με ένα ειδικό τρόπο μεταξύ τους ως ιεραρχημένα οργανικά μέλη μιας και της αυτής Ολότητας. (Όπως –κατ’ αναλογία– με κατάλληλη χρήση λέξεων, φράσεων, παραγράφων, τελειών, κομμάτων, συνδέσμων, ουσιαστικών, ρημάτων, επιθέτων κλπ. «χτίζεται» ως όλο το νόημα ενός καλογραμμένου κειμένου).
Στάση
1
Μονοκατοικία στα Βιαράδικα Κυθήρων (2009)
6
7
Στάση
2
Μονοκατοικία με εργαστήριο και ξενώνα στην Αγία Πελαγία Κυθήρων (2011)
8
9
Στάση
3
Κτήριο δημοσίων χρήσεων (καταστημάτων και γραφείων) με εσωτερικό αμφιθεατρικό αίθριο, στο Λιβάδι Κυθήρων. (Υπό κατασκευή) Ομάδα μελέτης: Δροσιά Μολλά, Ανδρέας Μαριάτος, Αλεξάνδρα Γιαλούρη.
10
IV. Η επιμονή στην Αρχιτεκτονική (κάποτε) δικαιώνεται, ακόμη και στα «δύσκολα» Κύθηρα της κρίσης. Στάση
4
Ισόγειο συγκρότημα αυτόνομων παραθεριστικών κατοικιών στην περιοχή Καραβά (2015)
Ως επισφράγιση αυτής της επίπονης σταδιακής ωρίμασης των δύο αρχιτεκτόνων, ήρθε επιτέλους και η πρόσφατη μελέτη και υλοποίηση του συγκεκριμένου έργου, που ήταν και η αρχική αφορμή να βρεθώ και εγώ ξανά μαζί τους. Έχοντας –όπως ανέφερα αρχικά– «κάτι», «κάπου», ακούσει περί αυτού στην Αθήνα. Πρόκειται για ένα συγκρότημα πέντε επιπλωμένων διαμερισμάτων (ένα τέταρτο της ώρας μακριά από το χωριό «Καραβάς») που προορίζονται για ενοικίαση κυρίως σε ξένους επισκέπτες του νησιού. Μια σύνθεση που συνιστά ολοκληρωμένη, πολυδιάστατη και πολύ δύσκολη αρχιτεκτονική επέμβαση σε ένα ιδανικό απείραχτο τοπίο.
11
Εδώ όμως η δυσκολία είναι άλλης τάξεως, από ότι στα μέχρι τώρα θέματα που επεξεργάσθηκαν ο Μαριάτος και η Μολλά. Είναι η δυσκολία-πρόκληση να χτίσουν ακριβώς σε αυτές τις ιδανικές συνθήκες. Καθώς ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα μπορούσε εύκολα να τους φέρει στα όρια της οίησης. Όπως συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις, οδηγώντας τον αρχιτέκτονα και την αρχιτεκτονική του, αντί στο καλύτερο, στο χειρότερο. Και εδώ όμως, για ακόμη μια φορά, η ιδιόμορφη παραγωγική ανυπακοή –ακόμη και προς την δική τους βολή– φαίνεται ότι τους έσωσε. Καθώς δεν τους άφησε να αυτο-παγιδευτούν στο (καταπιεσμένο από το διαρκές βάσανο προηγούμενων μη-ιδανικών συνθηκών) γνωστό ξέσπασμα: «Τώρα που είμαστε πια ελεύθεροι (!) θα δείξουμε στον κόσμο τι αξίζουμε (!!)». Οπότε μάλλον έπεται η απώλεια του μέτρου (και του «μπούσουλα, αρχιτεκτονικού και όχι μόνο). Αντιθέτως, οι δύο τους δούλεψαν στις «ιδανικές συνθήκες» με τον ίδιο φυσικό, ήπιων τόνων, μη αγχωμένο επαγγελματισμό, όπως έχουν δουλέψει τόσα χρόνια και στις «μη-ιδανικές». Εντούτοις, εδώ η ωριμότητά τους δεν είναι μόνο επιβεβαιωτική της προηγούμενης κεκτημένης γνώσης τους. Αντιθέτως αποτελεί και βάση για μια αρχιτεκτονική απογείωση προς κάτι απροσδόκητα νέο. Προσοχή! Όχι οποιοδήποτε νέο, «κλεμμένο» από την αγορά της τρέχουσας α-τοπικής «νεωτερικότητας», αλλά ένα Νέο που είναι γέννημα δικό τους, του τόπου τους και –ταυτοχρόνως– της διεθνούς αρχιτεκτονικής εμπειρίας (και μάλιστα με στάθμιση εξαιρετικά επιλεκτικών κριτηρίων). Αυτό το περίεργο γεγονός, ταυτοχρόνως και ερώτημα, είναι μάλιστα και μια από τις αιτίες που κάθισα και έγραψα, με προσοχή και ορθό λόγο και όχι μόνο με συναίσθημα, αυτό το κείμενο. Καθώς δεν έχω εξηγήσει πλήρως στον εαυτό μου πώς ακριβώς έγινε αυτή η απογείωση, ιδιαιτέρως μάλιστα η στοχαστική σύνδεση με την εξελικτική πορεία της διεθνούς αρχιτεκτονικής. Αλλά και πέραν αυτών, πως κάλυψε αυτή η πρόταση με τόση πληρότητα εδώ, «άκρη θεού», πολύ δύσκολα συνθετικά και τεχνικά προβλήματα, όπως: - Τον συνθετικό χειρισμό του πρωτογενούς κυβιστικού σχήματος, μέσω των κανόνων της συγκεκριμένης τυπολογίας (στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως) ώστε, με γνώση και έμπνευση να γεννά μια μικρή «γειτονιά», μια υποδειγματική πρόταση συν-κατοίκησης. Και τούτο, κυρίως γιατί συνδυάζει πρωτογενείς χωρικές δομές ατομικού και συλλογικού βίου, ανάγοντας τες με αξιοσημείωτη συνθετική ικανότητα σε μια, προσωπικής εμπνεύσεως, σύγχρονη λειτουργική, κατασκευαστική και στυλιστική έκφανση τους. Όπως πχ: - Τον «δρόμο», τον «παράδρομο», το «σταυροδρόμι», την «πλατεία», σε συνάρτηση με τον «μικρό αμφιθεατρικό χώρο».
12
- Τα τετραγωνικά αίθρια (αυλές) των σπιτιών, σε άμεση –ανάλογου σχήματος– διατάξεις των εσωτερικών καθιστικών τους.
αντιστικτική
σχέση
με
τις
- Το -προβεβλημένο ως πρώτο «σημείο αναφοράς» για τον εισερχόμενο- πυργοειδές κτίσμα του χώρου της γραμματείας.
- Το απαλό «χώσιμο» της σύνθεσης στη γη, με έμπειρη χρήση του αναλημματικού τοίχου, πότε ως ισχυρή κατευθυντήρια γραμμή (άξονας) και πότε ως μισοκρυμμένη «νύξη» ηπιότατης ανθρώπινης παρέμβασης, που διαχέεται –όπως και η δαπεδόστρωση– στο φυσικό περιβάλλον. - Η κηποτεχνική γλυπτική διαμόρφωση του φυσικού ανάγλυφου και η συσχέτισή του με αυτή τη χθόνια αρχιτεκτονική, με σεβασμό στην υφιστάμενη φυσική φύτευση, αλλά και με κάθε άλλο φυσικό στοιχείο (μεγάλα λιθάρια, φυσικές χωμάτινες εσοχές, εξοχές και ίχνη πάνω στη γη κλπ.)
13
Το “χώσιμο” των κτισμάτων στο φυσικό περιβάλλον. Το μικρό αμφιθέατρο στο κεντρικό πλάτωμα.
Ο σεβασμός στο τοπίο (στη φυσική γλυπτική διαμόρφωσή του, στη φυσική φύτευση, στο φυσικό έδαφος, στα διάσπαρτα μεγάλα λιθάρια.
14
- Οι οπτικές φυγές προς τη θάλασσα και το βουνό, όχι ως επιδεικτικά «ξεχειλωμένα» οπτικά ξεγυμνώματα της φύσεως, αλλά ως ήρεμα, μετά σκέψεως ιεραρχημένα προς τα έσω και έξω, οπτικά κάδρα. - Η γνωστική χρήση των εντόπιων χθόνιων υλικών και της τεχνικής τους: Της λαξευμένης ή αλάξευτης πέτρας, του ξύλου, του μετάλλου, του σοβά, του χαλικιού, του χώματος, του χρώματος. - Και όλα αυτά, με αίσθηση της ανθρωπογενούς, αλλά και φυσικής κλίμακας, να διατρέχονται από ένα κοινό πνεύμα-ρυθμιστή σχέσεων (εντάσεων, υφέσεων, μεγεθών, αναλογιών, υφών, φωτεινότητας, σκιάς, ακόμη και σκότους).
15
- Επιπλέον (όπως ανέφερα προηγουμένως) να διατρέχονται και από ένα –σύμφυτο με το προηγούμενο– κοινό πνεύμα-ρυθμιστή επιρροών από τις καλύτερες στιγμές της πρόσφατης ελληνικής αρχιτεκτονικής εμπειρίας, αλλά και από εκείνες της –επίσης πρόσφατης– διεθνούς πρωτοπορίας (πχ. επιρροές από το πρωτογενές πνεύμα της αρχιτεκτονικής του κανάβου και της «δοκού επί στύλων» του Άρη Κωνσταντινίδη, μέχρι το μινιμαλιστικό στιλιστικό πνεύμα των μεγάλων ελεύθερων καθαρών γραμμών του Alvaro Siza). Να γιατί όλη αυτή η εμπειρία του μικρού ταξιδιού μου και ιδιαιτέρως εκείνη του τελευταίου αυτού έργου, με έκανε να προτιμήσω να μην βγάλω φωτογραφίες με το κινητό (!) αλλά αντιθέτως, να βγάλω χαρτί και μολύβι και να κάνω επιτόπου, στην απόλυτη ερημιά και σιωπή, τα δύο αυτά χειροποίητα σκίτσα που παρουσιάζω. Όπως έκανα και ως νέος σπουδαστής στο μάθημα των αποτυπώσεων επί καθηγεσίας Παναγιώτη Μιχελή. Με μόνη κοντινή συντροφιά την αρχιτεκτονική κάποιων άλλων (από περασμένες εποχές ή –όπως τώρα– δύο νέων συναδέλφων). Αρχιτεκτονική τέτοια που –εν απουσία των αρχιτεκτόνων και των κατοίκων της– να γίνεται και δική σου. Να μπορείς να συμβιώσεις μαζί της έστω και για λίγο, με τόση οικειότητα, με τόση εγγύτητα.
16
V. Επιμύθιο: Η γενεσιουργός ιδιότητα της «Δυσκολίας των συνθηκών» Επιστρέφοντας στην Αθήνα έπεσα σε σκέψη. Συγκεκριμένα συνέχιζα να αναρωτιέμαι: Πώς συνέβη και γεννήθηκε αυτή η παραδειγματική νεανική αρχιτεκτονική, παρά τις (ενδεικτικές και για άλλες περιοχές της ελληνικής περιφέρειας, αλλά και των αστικών κέντρων) δύσκολες συνθήκες αυτού του νησιού. Παρά τη μεγάλη απόσταση και την σχεδόν πλήρη αποκοπή του από τις διεθνείς και εντόπιες «Μητροπόλεις» όπου ανακηρύσσονται, προβάλλονται και επιβάλλονται τα εκάστοτε «διάσημα» αρχιτεκτονικά πρότυπα; Πώς και δεν αφαίρεσαν αυτές οι δυσκολίες τη δυνατότητα από δύο νέους συνάδελφους να βρουν εδώ σημαντικό αντικείμενο για την άσκηση της τέχνης τους και να το υπηρετήσουν με αυτόν τον δόκιμο τρόπο, μάλιστα εν μέσω κρίσεως; Επίσης, πώς έγινε και η αρχιτεκτονική που εφάρμοσαν εδώ έχει αποκτήσει ρίζα, τόσο στο παρελθόν του τόπου, όσο και στο μέλλον του; Πώς κατάφεραν να την κρατήσουν τόσα χρόνια μακριά από το πανηγύρι της τρέχουσας μαζικής αρχιτεκτονικής «ενημέρωσης» και ειδικά εκείνης που παρουσιάζει ανά εβδομάδα νέα «φύκια για μεταξωτές κορδέλες» (εντόπια, αλλά και από το εξωτερικό προερχόμενα); Και τέλος, πώς κατάφεραν να αποκτήσουν οι ίδιοι και το έργο τους την συνειδητή αποδοχή και τον σεβασμό των κατοίκων αυτού του νησιού -κάτι που στην ελληνική μεγαλούπολη είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει; Η απάντηση στην οποία καταλήγω είναι οτι, αυτό που συμβαίνει εδώ είναι ό,τι ισχύει και για κάθε είδους πραγματικά δημιουργική προσπάθεια: Δηλαδή, αυτό που την δυσκολεύει τα μέγιστα, είναι και αυτό που την δυναμώνει τα μέγιστα. Η δυσκολία των συνθηκών του τόπου, των κατοίκων, της σοβούσας κρίσης, της ίδιας της χαοτικής σημερινής εντόπιας και διεθνούς αρχιτεκτονικής «κατάστασης», μπορούν να γίνουν αφορμές για την ανάπτυξη ειδικών τρόπων σκέψης, πράξης και συμπεριφοράς που λειτουργούν ως αντισώματα στις ίδιες τις δυσκολίες που τα γέννησαν. Να ξυπνήσουν άγνωστες ή υπνώτουσες δυνάμεις αντίδρασης και αυτοσυντήρησης του δημιουργικού υποκειμένου, ως ατόμου αλλά και ως μέλους συλλογικοτήτων. Έτσι, με τη δυναμική που γεννά η δυσκολία ενάντια στον εαυτό της, το παιχνίδι της ζωής και της αρχιτεκτονικής υπάρχει περίπτωση να κερδηθεί. Καθώς, υπό την πίεση της ανάγκης (και εφόσον το δημιουργικό υποκείμενο επιμένει να ψάχνει και να δοκιμάζει) η ανθρώπινη διάνοια βρίσκει ρωγμές και κρυμμένες διεξόδους από το οσοδήποτε καλοστημένο ή επιβεβλημένο κυρίαρχο σύστημα. Είτε αυτό λειτουργεί στο μητροπολιτικό κέντρο, είτε στην περιφέρεια. Γιατί παντού, εντός και εκτός του τόπου, με βάσανο και αγώνα, γεννιέται –πάντα όμως μειοψηφούσα– καλή αρχιτεκτονική. Η ισχυρή προσωπική βούληση για δημιουργία, η καλύτερη δυνατή γνώση της αρχιτεκτονικής θεωρίας και εφαρμογής, καθώς και το μεγάλο τίμημα, που πρέπει να καταβληθεί προκειμένου να ξεπεραστούν οι δυσκολίες των συνθηκών, θρέφουν και εντέλει σώζουν την αρχιτεκτονική «γράφοντας» τα σημάδια τους πάνω της, ως πειστήρια της γνησιότητας της. Και έτσι, της προσδίδουν μια πραγματική υπεραξία σε σύγκριση με οτι συμβαίνει με τις αυτοαναφορικές -ανέγγιχτες από τις δυσκολίες του κόσμου τούτου- νευρωτικές «πεντάστερες» αρχιτεκτονικές, που (φυσικά) κυριαρχούν. Και σιγά τον πολυέλαιο!. Αυτό –νομίζω– μας διδάσκει υποδορίως το παράδειγμα του Ανδρέα Μαριάτου και της Δροσιάς Μολλά. Μια τολμηρή ασυνήθιστη πρόταση, (ιδιαιτέρως προς τους νέους), για την άσκηση της αρχιτεκτονικής ως τέχνης, επιστήμης και κοινωνικής δράσης μέσα στη δύσκολη περίοδο της κρίσης. Μια ακόμη πρόταση, ανάμεσα και σε άλλες ανάλογες, που η ίδια η κρίση έχει γεννήσει, και οι οποίες λειτουργούν ως προάγγελοι της -μετά την κρίση- εποχής. Καθώς –επαναλαμβάνω– παντού (στο κέντρο, στην περιφέρεια, εντός και εκτός του τόπου μας, στον χώρο εφαρμογής και διδασκαλίας, στο κοινωνικό και πολιτικό πεδίο, καθώς και σε εκείνο της τέχνης και επιστήμης) η καλή αρχιτεκτονική το «παλεύει» με κρίση ή χωρίς κρίση.
17
Όσο για την ευρέως διαδεδομένη νεύρωση, της (ανά εβδομάδα !) συνεχούς εναλλαγής του εκάστοτε «παλαιού» με το εκάστοτε «νέο» , όπως και εκείνη των άπειρων φαντασιακών εφαρμογών της νέας παραμετρικής γεωμετρικής μορφοπλασίας που γεννά ο υπολογιστής , μην ξεχνάμε τούτο : Ότι ένα μικρό και απλούστατο στη δομή και μορφή του κτίριο στην Βαρκελώνη του 1929 έγινε το έμβλημα της παγκόσμιας σύγχρονης αρχιτεκτονικής, χωρίς να έχει ξεπεραστεί ως ιδέα και εφαρμογή από τότε μέχρι και σήμερα.
Τάσος Μπίρης Αθήνα, 27-06-2017
Υ.Γ.
Ερώτημα - «τεστ», ερμηνείας συμβολισμών:
Πώς αξιολογείτε κατ΄ αντιπαράσταση τις δύο καμπύλες;*
* Μία απάντηση: Ως προς τη μορφή τους εμφανίζονται όμοιες, όχι όμως και ως προς το νόημά τους. Στην πρώτη περίπτωση, η κίνηση της καμπύλης πραγματοποιείται χαλαρά εν κενώ, εκτός οιασδήποτε περιοριστικής συνθήκης ή άλλης δυσκολίας, απαλλαγμένη οιουδήποτε νοήματος πέραν της αυτο-αναφορικότητάς της. Στη δεύτερη περίπτωση, η καμπύλη αγωνίζεται προκειμένου να συσχετιστεί με ένα προϋπάρχον κανονιστικό σύστημα, τον κάνναβο των στύλων και τις καθοριστικές κατευθύνσεις της κατακορύφου και της οριζοντίας. Ενώ ταυτοχρόνως λειτουργεί και ανατρεπτικά (δηλαδή ανυπάκουα) ως προς αυτό. Κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο. Έτσι, η καμπύλη εκφράζει την βούλησή της (δηλαδή, την βούληση του συνθέτη-δημιουργού της) να πετύχει ένα σκοπό, ως απάντηση σε μια ανάγκη. Εδώ, η δυσκολία της αντιμετώπισης των περιοριστικών συνθηκών, θεωρημένων ως γενεσιουργών στοιχείων της σύνθεσης, προσδίδει σε αυτήν ουσιώδη υπόσταση, ανάγοντας την -ενίοτε- στο επίπεδο της ζωντανής Υψηλής Τέχνης. Αντίθετα, η ευκολία της αποφυγής ή υποτίμησης τους θα την έκανε να μοιάζει με σύνθεση, ενώ δεν θα ήταν. Καθώς θα έλειπε το «συν-», αφήνοντας τη «-θέση» έωλη, μόνη και έρημη.
18