[1]
ΜΟΝΑΞΙΑ
Ξ
υπνάς μόνος μια όμορφη μέρα, τώρα που μπήκε και η άνοιξη δεν έχεις δικαιολογία, παίρνεις βιβλία, σημειώσεις, laptop και ό, τι άλλο χρειαστείς και επιλέγεις μια ήσυχη καφετέρια με απαλή μουσική για να δουλέψεις. Δίπλα ένα ζευγάρι, αγκαλιά μιλάει χαμηλόφωνα. Απέναντι ο ηλικιωμένος καλοντυμένος
κύριος προσπαθεί να σερβίρει ευγενικά την επίσης ηλικιωμένη γυναίκα του. Μόλις μπαίνει και ένα ζευγάρι ακόμη με το μωρό τους, προσπαθεί να βρει το κατάλληλο τραπέζι να υπάρχει χώρος για το καροτσάκι του. «Πόσο πιο μόνος αισθάνομαι βλέποντάς τους δυό δυό!» Ξέφυγε το μυαλό μου και τα μάτια μου από τις σημειώσεις και άρχισε να ταξιδεύει. «Παντρεύομαι σε μια εβδομάδα,» όταν της το είπα της ήρθε ξαφνικό της μάνας μου «παιδί μου μικρός είσαι ακόμη τόσο γρήγορα σε μία εβδομάδα»; Της το άφησα τελευταία στιγμή να μην ακούσω γρίνια, αλλά το ίδιο ήταν, τι πριν ένα χρόνο τι πριν μια εβδομάδα. «Η καρδιά μου, πεθαίνω» το πήρε τόσο βαριά ή κόλπο είναι; Το κατάλαβα σε τρείς μέρες, όταν ήρθε το μοιραίο. Γάμος βέβαια δεν έγινε, υπήρχε πένθος αλλά στην διάρκεια αυτή ούτε ο δεσμός έμεινε, έφυγε στην Γαλλία για περαιτέρω σπουδές μου είπε,
έφυγε με άλλο
αίσθημα, μου είπαν. Τότε ήμουν τριάντα επτά μα και τώρα που έφτασα τα πενήντα επτά οι ενοχές κάπου κάπου τσιμπάνε την καρδιά μου. Έχασα και τις δυό μεγάλες αγάπες μου. Επιλογή μου η μοναξιά. Θλιβερή καθημερινότητα, μοναχικές αποφάσεις, μόνος σε κοινωνικές εκδηλώσεις να το παίζω άνετος, του δεν τρέχει τίποτα και το «πιο καλή η μοναξιά», να προσπαθώ να πείσω ποιόν εμένα; ή ποιούς; Εφήμερες περιπέτειες, ανούσιες συντροφιές, τίποτα δεν με γεμίζει, όλα τα βλέπω μάταια, θεατρική επίδειξη ναρκισσισμού «ακόμη είμαι γοητευτικός μα όχι διαθέσιμος». Το κλάμα του μικρού με συνέφερε, πόσα έχασα, πόσα κενά χρόνια! Ούτε μια σειρά δεν έγραψα στις σημειώσεις μου, στην αυτοβιογραφία που σκέφτηκα να γράψω, θέλοντας να βεβαιώσω όλους αυτούς που καλύπτονται πως τα βρήκαν με την μοναχικότητά τους και ξεγελούν τους γύρω τους.Όλοι λένε ψέματα. Γύρισα στην επόμενη σελίδα και πήρα το στυλό. Ας γράψω λοιπόν, «συνταξιούχος τραπεζικός, ευκατάστατος, ετών πενήντα επτά ζητεί κυρία αναλόγως προσόντων, για να καλύψει την μοναξιά του»