Η ζωή του Χριστού
Τα Χριστούγεννα γιορτάσαμε τη γέννηση του Χριστού μας και λίγες μέρες μετά γιορτάσαμε τη βάπτιση Του στον Ιορδάνη ποταμό από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο. Μετά τη βάπτισή Του, ο Χριστός άρχισε να κηρύττει στους ανθρώπους και να τους μιλάει για τον αληθινό Θεό.
Όλα όσα έλεγε ήταν για να γίνουν οι άνθρωποι καλύτεροι Να αγαπούν το Θεό και να το δείχνουν Τους έλεγε ότι δεν είναι σωστό να λένε ψέματα Δεν μπορούν να σκοτώνουν ο ένας τον άλλο Δεν επιτρέπεται να κλέβουν
Αντίθετα, τους έλεγε πως πρέπει να αγαπάμε ο ένας τον άλλο, αν κάποιος δεν έχει φαγητό να του δίνουμε, αν κάποιος είναι γυμνός να του δίνουμε ρούχα, αν κάποιος είναι στη φυλακή να πάμε να τον επισκεφτούμε και πολλά άλλα.
Ο Χριστός επειδή αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους, γιατί Αυτός τους έφτιαξε, έκανε πολλούς αρρώστους καλά. Ιδιαίτερα αγαπούσε τα παιδιά.
Μάλιστα ανέστησε και δύο νεκρά παιδιά ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
Ο γιός της χήρας της Ναΐν
Η κόρη του Ιαείρου
Μια φορά τον πλησίασαν εκεί που περπάταγε δύο τυφλοί και τους έκανε καλά. Άλλη φορά έναν τυφλό τον έκανε καλά, αφού έβαλε λάσπη στα μάτια του.
Άλλοτε έφεραν στο Χριστό έναν παράλυτο που δεν μπορούσε να περπατήσει, πάνω σε ένα φορείο. Ο Χριστός όμως ήταν μέσα σε ένα σπίτι που είχε πολύ κόσμο και δεν μπορούσαν να μπουν. Οι φίλοι του τον ανέβασαν στη σκεπή και έβγαλαν τα κεραμίδια. Κατέβασαν τον παράλυτο με σκοινιά κάτω στο σπίτι και όταν τους είδε ο Χριστός τον έκανε καλά.
Άλλη μέρα είχε βγει στην εξοχή και τον ακολουθούσε πολύς κόσμος για να ακούει τα λόγια Του. Όταν πέρασε η ώρα ήρθαν οι μαθητές και είπαν στο Χριστό: “Άφησέ τους να φύγουν, γιατί έχει περάσει η ώρα και πρέπει κάτι να φάνε”. Τότε ο Χριστός τους απήντησε: “Δώστε τους εσείς φαγητό”. Οι μαθητές του είπαν: “Δεν έχουμε φαγητό για τόσο κόσμο. Έχουμε μόνο πέντε ψωμιά και δύο ψάρια”.
Ο Χριστός τους ζήτησε να τα φέρουν μπροστά του και αφού τα ευλόγησε, τα έκοψε σε κομμάτια και τους είπε να τα μοιράσουν στον κόσμο. Τότε έγινε κάτι θαυμαστό! Μοίρασαν οι μαθητές σε όλο τον κόσμο φαγητό και περίσσευσαν 12 κοφίνια ψωμιά.
Αυτό το θαύμα μας θυμίζει το πρώτο θαύμα που έκανε ο Χριστός μας, όταν πήγε σε έναν γάμο με τη μητέρα του, την Παναγία μας. Στο γάμο κάποια στιγμή τελείωσε το κρασί. Οι άνθρωποι στενοχωρήθηκαν γιατί δεν είχαν να δώσουν στους καλεσμένους. Η Παναγία μας, όταν το κατάλαβε, είπε στο Χριστό: “Κρασί δεν έχουν”. Και στους υπηρέτες του σπιτιού είπε: “ότι σας πει ο Χριστός να το κάνετε”. Μετά από λίγο ο Χριστός τους είπε να φέρουν τα δοχεία γεμάτα με νερό. Τότε εκείνοι τα έφεραν και ο Χριστός ευλόγησε το νερό και έγινε κρασί.
Δεν ήταν δύσκολο για το Θεό να κάνει το νερό κρασί. Όπως δεν ήταν δύσκολο να περπατήσει πάνω στη θάλασσα. Μάλιστα είπε και στον Πέτρο να περπατήσει, αλλά εκείνος φοβήθηκε και άρχισε να βουλιάζει. Τότε φώναξε: “Κύριε σώσε με”. Και ο Χριστός τον έπιασε από το χέρι και ανέβηκαν μαζί στο καΐκι. Αλλά τον ρώτησε: “Γιατί φοβήθηκες;”.
Κάποια μέρα ήταν με τους μαθητές του στη λίμνη της Τιβεριάδας. Ξαφνικά έπιασε θαλασσοταραχή μεγάλη. Ο Χριστός μας είχε ξαπλώσει στο μπρος μέρος τού καϊκιού και κοιμόταν. Η φουρτούνα μεγάλωνε συνεχώς και οι μαθητές τώρα τρομοκρατημένοι πήγαν και ξύπνησαν το Χριστό: “Ξύπνα, Κύριε, χανόμαστε”. Τότε ο Χριστός μας σηκώθηκε όρθιος και μίλησε στη θάλασσα και της είπε: “Σε διατάζω να ησυχάσεις”. Αμέσως έγινε γαλήνη και οι μαθητές θαύμασαν ότι και η θάλασσα τον υπακούει. Πώς όμως να μην τον ακούσει η θάλασσα, αφού ο Χριστός μας την έφτιαξε;
Άλλη φορά εκεί που περπατούσε στην εξοχή πλησίασαν 10 λεπροί άνθρωποι. Παρακαλούσαν το Χριστό να τους κάνει καλά. Τότε ο Χριστός τους είπε: “Πηγαίνετε να σας δουν οι ιερείς”. Εκείνοι έφυγαν και στο δρόμο θεραπεύτηκαν από τη φοβερή αυτή αρρώστια. Ένας μόνο όμως, όταν το κατάλαβε, γύρισε πίσω στο Χριστό για να τον ευχαριστήσει. Οι άλλοι, όχι.
Όμως όλα αυτά που έκανε ο Χριστός δεν άρεσαν σε κάποιους ανθρώπους, οι οποίοι, από κακία και επειδή ζήλευαν που ο κόσμος ακολουθούσε το Χριστό, ήθελαν να τον σκοτώσουν. Όταν μάλιστα πέθανε ο φίλος του Χριστού, ο Λάζαρος, ο Χριστός μας πήγε στην πόλη Βηθανία λίγο έξω από τα Ιεροσόλυμα. Ο Χριστός είπε στις αδελφές του Λαζάρου να τον οδηγήσουν στον τάφο του και ενώ είχαν περάσει 4 ολόκληρες μέρες που ο Λάζαρος ήταν θαμμένος,
είπε σε κάποιους άνδρες να βγάλουν μπροστά από τον τάφο, που ήταν σπηλιά, την πέτρα που έκλεινε τον τάφο του Λάζαρου και φώναξε: “Λάζαρε, έλα έξω”. Ο Λάζαρος δεμένος με τα σάβανα που τύλιγαν εκείνη την εποχή τους νεκρούς, αναστήθηκε και βγήκε έξω, ολοζώντανος.
Δεν είχε ποτέ κανείς αναστήσει ένα νεκρό που ήταν 4 μέρες πεθαμένος και θαμμένος. Αυτό το μεγάλο θαύμα μαθεύτηκε πολύ γρήγορα και όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ βγήκαν να προϋπαντήσουν το Χριστό μετά βαΐων και κλάδων. Ο Χριστός μπήκε στα Ιεροσόλυμα καθισμένος πάνω σε ένα γαϊδουράκι. Όταν τον είδαν οι άνθρωποι να έρχεται φώναζαν: “Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου”.
Όμως αυτοί που δεν αγαπούσαν το Χριστό τώρα μαζεύτηκαν και άρχισαν να συζητούν, τι θα κάνουν ώστε να τον συλλάβουν και να τον σκοτώσουν. Πλησίαζε η εορτή του Πάσχα των Εβραίων. Ένας μαθητής του Χριστού ο Ιούδας πήγε στους φαρισαίους και τους είπε: “Τι θα μου δώσετε για να σας πω που θα είναι ο Χριστός και να τον πιάσετε;”. Εκείνοι του υποσχέθηκαν 30 αργύρια. Πολύ λίγα χρήματα. Όμως αυτός δέχτηκε, γιατί δεν αγαπούσε το Χριστό αληθινά. Αγαπούσε τα χρήματα.
Ο Χριστός στο μεταξύ είπε στους μαθητές του να ετοιμάσουν να φάνε όλοι μαζί το Πάσχα. Ετοίμασαν οι μαθητές και όταν ήρθε η ώρα, όλοι μαζί κάθισαν να φάνε.
Ο Χριστός μας τότε πήρε σε ένα δοχείο νερό και άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών του. Εκείνοι διαμαρτυρήθηκαν και είπαν ότι εμείς πρέπει, Κύριε, να σου πλύνουμε τα πόδια. Ο Χριστός τότε τους είπε: “Εγώ που είμαι ο Θεός πλένω τα πόδια σας. Εσείς πως πρέπει να φέρεσθε στους άλλους ανθρώπους; Πόσο πρέπει να αγαπάτε ο ένας τον άλλο;”.
Αμέσως μετά κάθισε στο τραπέζι και αφού πήρε στα χέρια Του το ψωμί το ευλόγησε και είπε στους μαθητές: “Λάβετε, φάγετε” – δηλαδή πάρτε και φάτε- “αυτό τώρα δεν είναι ψωμί, αλλά είναι το σώμα μου ”. Έπειτα πήρε το ποτήρι με το κρασί το ευλόγησε και είπε: “Πιείτε από αυτό, γιατί αυτό είναι το αίμα μου που θα χύσω για χάρη σας ”. Αυτό κάνουμε κι εμείς στην Εκκλησία, όταν κοινωνούμε.
Την ώρα του Δείπνου ο Χριστός είπε: “Κάποιος από σας θα με προδώσει ”. Κοιτούσαν οι μαθητές ο ένας τον άλλο. Μάλιστα ρωτούσαν: “Μήπως εγώ, Κύριε;”. Τόλμησε και τον ρώτησε και ο Ιούδας. “Μήπως εγώ, Κύριε;”. Αμέσως μετά το δείπνο ο Χριστός με τους 11 μαθητές πήγαν σε έναν κήπο στη Γεθσημανή, για να προσευχηθεί ο Κύριος. Αυτό το μέρος το ήξερε ο Ιούδας.
Έτσι ενώ ο Χριστός προσευχόταν στο Θεό Πατέρα του λέγοντας να γίνει το θέλημα Του, ακούστηκαν φωνές. Ήταν οι στρατιώτες με τον Ιούδα για να τον συλλάβουν. Μάλιστα ο Ιούδας τους είχε πει: “Θα πιάσετε αυτόν που θα φιλήσω. Εκείνος θα είναι ο Χριστός”. Και πράγματι έτσι έγινε.
Συνέλαβαν το Χριστό και τον πήγαν να τον δικάσουν. Όμως ο Πιλάτος δεν εύρισκε κανένα λόγο για να τον σκοτώσουν. Έδωσε όμως το Χριστό στους στρατιώτες οι οποίοι, αφού τον χτύπησαν πάρα πολύ, του φόρεσαν μια κόκκινη χλαμύδα, ένα ακάνθινο στεφάνι στο κεφάλι Του, του έδωσαν να κρατά ένα καλάμι και τον κορόιδευαν λέγοντας: “Χαίρε ο βασιλεύς των Ιουδαίων”.
Τον έβγαλαν έξω να τον δουν οι Ιουδαίοι. Εκείνοι μόλις τον είδαν άρχισαν να φωνάζουν: “Άρον, άρον σταύρωσον αυτόν”. Ο Πιλάτος τους είπε ότι δεν βρίσκει λόγο για να τον σκοτώσει. Είναι αθώος, δεν έχει κάνει κανένα κακό και θα τον αφήσει να φύγει. Τότε οι Ιουδαίοι τού είπαν: “Αν δεν τον σκοτώσεις, δεν θα είσαι φίλος του καίσαρα, του αυτοκράτορα, δηλαδή”. Αυτός φοβήθηκε και έδωσε τον Χριστό να τον σταυρώσουν, σαν να ήταν κακούργος. Του φόρτωσαν το σταυρό και προχωρούσαν προς το Γολγοθά.
Στο δρόμο ο Χριστός μας δεν άντεξε, έπεσε κάτω. Φώναξαν τότε έναν άνθρωπο τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, που σήκωσε το σταυρό ως το Γολγοθά.
Εκεί σταύρωσαν το Χριστό ανάμεσα σε δύο ληστές. Δύο ανθρώπους που είχαν κλέψει, είχαν σκοτώσει, είχαν κάνει πολλά άσχημα πράγματα. Ο Χριστός δεν είχε κάνει τίποτε άσχημο. Είχε κάνει μόνο καλά. Ο ένας μάλιστα ληστής τον κορόιδευε. Ο άλλος τον μάλωσε λέγοντας: “Τι λες; Εμείς είμαστε άξιοι για όσα τραβάμε. Αυτός όμως δεν έκανε κανένα κακό”. Και γυρίζοντας στο Χριστό του είπε: “Σε παρακαλώ Κύριε, να με συγχωρήσεις και να με πάρεις κοντά σου στη βασιλεία Σου”. Ο Χριστός τον διαβεβαίωσε ότι θα τον έχει μαζί του στον παράδεισο.
Κάτω από το σταυρό ήταν η Παναγία μας, η μανούλα του Χριστού μας και ο Άγιος Ιωάννης, ο μαθητής του Χριστού.
Στις 12 το μεσημέρι της Παρασκευής ο Χριστός φώναξε: “Διψώ”. Ένας στρατιώτης έβαλε σε μια λόγχη ένα σφουγγάρι και του έδωσε να πιεί ξύδι. Τότε είπε ο Χριστός: “Τελείωσε το έργο μου. Πατέρα μου, σε σένα παραδίδω το πνεύμα μου”. Έγειρε το κεφάλι του μόνος του και πέθανε. Τότε έγινε ένας πολύ μεγάλος σεισμός και σκοτείνιασε σε όλη τη γη. Ένας στρατιώτης για να βεβαιωθεί ότι πέθανε ο Χριστός με μια λόγχη του τρύπησε την πλευρά και βγήκε αίμα και νερό.
Δύο μαθητές του Χριστού ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος πήγαν στον Πιλάτο και τον παρακάλεσαν να πάρουν το σώμα του Κυρίου να το θάψουν. Εκείνος τους επέτρεψε. Πήγαν λοιπόν και κατέβασαν το Χριστό από το σταυρό και τον έθαψαν σε έναν τάφο που δεν είχε ταφεί ποτέ κανένας άνθρωπος. Τον έθαψαν, αφού τον τύλιξαν με λευκά πανιά και έριξαν πάνω Του πολλά αρώματα, όπως συνήθιζαν.
Οι Ιουδαίοι ζήτησαν από τον Πιλάτο να βάλει στρατιώτες φρουρούς στον τάφο του Χριστού, μήπως και πάνε και τον κλέψουν οι μαθητές και πουν ότι αναστήθηκε. Και πράγματι έβαλαν. Όμως ο Χριστός έμεινε στον τάφο τρεις μέρες. Από την Παρασκευή μέχρι την Κυριακή.
Τα ξημερώματα της πρώτης ημέρας της εβδομάδας, την Κυριακή, ο Χριστός αναστήθηκε. Μόνος του, διότι αυτός είναι η Ζωή. Πρώτες έμαθαν την Ανάστασή Του οι μαθήτριες που πήγαν στον τάφο Του και δεν τον βρήκαν. Από εκείνη την ώρα και μετά και για 40 ολόκληρες μέρες εμφανιζόταν στους μαθητές Tου, οι οποίοι είχαν τώρα πολύ μεγάλη χαρά.
Καλό Πάσχα
Και Καλή Ανάσταση 64η Περιφέρεια Προσχολικής Αγωγής