Αστική Κατοίκηση σε Συντελεσμένο Μέλλοντα

Page 1



ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ | ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΩΝ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ

Τσεκουρά Χριστίνα | Επιβλέπων: Πάνος Δραγώνας

Αστική Κατοίκηση σε Συντελεσμένο Μέλλοντα Οραματικές προτάσεις αστικής κατοίκησης από το παρελθόν, για ένα μέλλον που δεν έχει έρθει ακόμα.

Πάτρα | Οκτώβριος 2019



Προοίμιο Η παρούσα ερευνητική εργασία εκπονήθηκε κατά το διάστημα μεταξύ Μαρτίου 2018 και Οκτωβρίου 2019. Προέκυψε από προβληματισμούς που με απασχόλησαν στη διάρκεια των μέχρι τότε σπουδών μου και μέχρι την ολοκλήρωση της εργασίας αναθεωρήθηκαν, εμπλουτίστηκαν, τροποποιήθηκαν και μου έδωσαν έναυσμα για ακόμα βαθύτερους προβληματισμούς. Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως τον επιβλέποντα καθηγητή μου κ. Πάνο Δραγώνα για την πολύτιμη καθοδήγησή του. Επιπλέον, θα ήθελα να πω ένα μεγάλο ευχαριστώ στη Βασιλίνα για την κριτική ματιά της στη γραφιστική απεικόνισή του τεύχους, στην Αρτέμιδα για τις συμβουλές κατά την τελική φάση και στον Αντώνη για την εμψύχωση και τη “μη-αρχιτεκτονική” κριτική. Πάτρα, Οκτώβριος 2019



Περίληψη Τις δεκαετίες 1960-70 παρατηρείται μια τάση προς τις οραματικές προτάσεις για τις πόλεις του μέλλοντος. Από τη μία, η χαοτική κατάσταση στις πόλεις της εποχής κάνουν φανερή την ανάγκη για αναδιοργάνωση της πόλης. Από την άλλη, οι τεχνολογικές εξελίξεις προσφέρουν νέες προοπτικές στο σχεδιασμό και ωθούν αρχιτέκτονες και πολεοδόμους να αναζητήσουν τις λύσεις μέσα από τολμηρές προτάσεις. Στόχος της παρούσας έρευνας είναι να εντοπιστούν και να συσχετιστούν οι προσεγγίσεις της μελλοντικής πόλης που εμφανίζονται σε επιλεγμένες προτάσεις της εποχής εκείνης, να αναλυθούν τα κύρια χαρακτηριστικά τους και να διερευνηθεί πως αυτά αναμένονταν να επηρεάσουν την κατοίκηση στο μέλλον. Αναζητείται ο τύπος του ανθρώπου που θα συγκροτήσει την κοινωνία των μελλοντικών πόλεων, οι υλικές υποδομές που θα περικλείσουν την κατοίκηση και τα δίκτυα που θα προσφέρουν τις μέγιστες ευκαιρίες μετακινήσεων και επικοινωνίας.



Περιεχόμενα

Εισαγωγή...........................................................................1 1_Πόλη και Κατοίκηση...................................................7 2_Όραμα και Ουτοπία..................................................17 3_Συζητήσεις γύρω από την πόλη στις αρχές του 20ου αιώνα..................................23 4_Σχεδιάζοντας το “κατοικείν” του μέλλοντος..........................................................39 4.1_Άνθρωπος.....................................................43 4.2_Κελύφη...........................................................59 4.3_Δίκτυα............................................................79 Συμπεράσματα...............................................................91 Βιβλιογραφία..................................................................97 Πηγές εικόνων..............................................................101



Εισαγωγή

Αντικείμενο της παρούσας εργασίας είναι η διερεύνηση της έννοιας της κατοίκησης στην πόλη του μέλλοντος, μέσα από οραματικές προτάσεις από τις δεκαετίες 196070. Στόχος είναι να εντοπιστούν και να συσχετιστούν οι προσεγγίσεις της μελλοντικής πόλης που εμφανίζονται σε αυτές τις προτάσεις, να αναλυθούν τα κύρια χαρακτηριστικά τους και να διερευνηθεί πως θα επηρεάσουν την κατοίκηση. Προκειμένου να γίνει αυτό, είναι σημαντικό πρώτα να προσδιοριστεί τι περιλαμβάνει το φαινόμενο της πόλης, ποια είναι τα χαρακτηριστικά του και οι δυνατότητές του. Στη συνέχεια θα πρέπει να αναζητηθεί τι σημαίνει οραματική σκέψη και που βρίσκονται τα όριά της με την ουτοπία. Απαραίτητη είναι η μελέτη των εξελίξεων και των θεωριών γύρω από τις πόλεις τον 20ο αιώνα, ειδικότερα μέχρι τη δεκαετία του 1960, και πως αυτές κατέδειξαν την ανάγκη για ανανέωση των πόλεων και οδήγησαν στο σχεδιασμό οραματικών προτάσεων για την πόλη του μέλλοντος. Μέσα από την ανάλυση των προτάσεων επιχειρείται να εντοπιστούν ποιες ήταν οι νέες κοινωνικές και υλικές δομές που αναμένονταν να ενσαρκώσουν τη μελλοντική πόλη και να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της εποχής, εκμεταλλευόμενες τις νέες δυνατότητες που θα προσέφερε η εξέλιξη της τεχνολογίας. Πιο συγκεκριμένα, κατά την ανάλυση, τίθενται τρία ερωτήματα, σχετικά με τον Άνθρωπο, τα Κελύφη και τα Δίκτυα. Πρώτον, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της μελλοντικής 1


κοινωνίας που θα κατοικήσει τις νέες πόλεις; Όπως πιθανολογείται, ισχυρές αλλαγές θα προκύψουν από την έντονη αυτοματοποίηση και την αύξηση του ελεύθερου χρόνου οι οποίες θα επηρεάσουν τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας αλλά και τα επιμέρους χαρακτηριστικά των μελών της. Έπειτα, πως αυτές οι αλλαγές στην κοινωνία θα επηρεάσουν τις υποδομές της πόλης, κι αντίστροφα, πως θα μπορούσε το ίδιο το περιβάλλον να επηρεάσει τη μελλοντική κοινωνία; Καθώς η κοινωνία θα αποκτήσει νέες ανάγκες και δυνατότητες, θα χρειαστεί να αναδιαμορφώσει το περιβάλλον της σύμφωνα με αυτές. Αλλά το σύστημα αυτό είναι αμφίδρομο, άρα και το ίδιο το περιβάλλον θα επηρεάσει την περαιτέρω λειτουργία της κοινωνίας. Σε αυτό το κομμάτι της ανάλυσης, έμφαση θα δοθεί στην οργάνωση των υλικών υποδομών της πόλης και όχι στη μορφολογία τους. Το τελευταίο ερώτημα της ανάλυσης αφορά σε ένα στοιχείο της πόλης που την εποχή εκείνη αρχίζει να λαμβάνει όλο και μεγαλύτερη προσοχή, τα δίκτυα. Ποιες είναι οι νέες δυνατότητες που αυτά θα αποκτήσουν και πως μπορούν να αξιοποιηθούν στο μέγιστο προς όφελος της μελλοντικής κοινωνίας; Η μελέτη περιλαμβάνει βιβλιογραφική έρευνα σχετικά με το φαινόμενο της πόλης και την έννοια της ουτοπίας. Ακολουθεί ανάλυση επιλεγμένων οραματικών προτάσεων βασισμένη σε κριτικά θεωρητικά κείμενα, κείμενα των ίδιων των δημιουργών και προσωπικές παρατηρήσεις. Η πόλη είναι ένας δυναμικός σχηματισμός υλικών στοιχείων και άυλων σχέσεων και συμβάσεων. Διαχρονικά έχει περιγραφεί, σχηματιστεί, επηρεαστεί και κτιστεί με ποικίλους τρόπους από τον Άνθρωπο αλλά ταυτόχρονα τον έχει επηρεάσει, “πλάθοντάς” τον. Στη σχέση ΑνθρώπουΠόλης υπήρξαν ρήξεις και προβληματικά σημεία, τα οποία κατά την κάθε εποχή εκφράζονταν με οράματα για το μέλλον και περιλάμβαναν αλλαγές στην κοινωνική οργάνωση και τις υλικές υποδομές της. Τα οράματα αυτά άλλοτε εκφράστηκαν με ρεαλιστικούς στόχους και λεπτομερή σχέδια υλοποίησης κι άλλοτε με τολμηρές -ακόμα και ουτοπικές- προτάσεις κοινωνικής ή υλικής αναδιάρθρωσης. Το γεγονός, βέβαια, 2


ότι διαχρονικά οι επιδιώξεις σχετικά με τις πόλεις άλλαζαν, αποδεικνύει αφενός ότι δεν υπάρχει μόνο μια λύση για τα προβλήματα της πόλης, αφετέρου ότι αυτά τα προβλήματα μετατοπίζονται με το πέρασμα του χρόνου και σύμφωνα με τα εκάστοτε δεδομένα. Τη δεκαετία του 1960 εμφανίστηκε μια τάση προς τις οραματικές προτάσεις, προκειμένου να αντιμετωπιστούν ζητήματα των πόλεων που είχαν αρχίσει ήδη να συζητούνται τις προηγούμενες δεκαετίες, σε συνδυασμό με τα τεχνολογικά δεδομένα της εποχής. Μέσα από ευφάνταστα σχέδια και ποικίλα μέσα απεικόνισης, δημοσιεύθηκαν προτάσεις, σε διάφορα στάδια επεξεργασίας, που σκοπό είχαν να καταδείξουν πιθανές προσεγγίσεις για την αστική κατοίκηση στο μέλλον. Πλέον, σχεδόν 60 χρόνια μετά, παρατηρείται ότι πολλά από τα ζητήματα που πραγματεύονται οι οραματικές αυτές προτάσεις εξακολουθούν να είναι επίκαιρα. Σήμερα, έχοντας στη διάθεσή μας ικανότερα τεχνικά μέσα είναι, πιθανότατα, ευκολότερο να επιδιωχθεί ένα όραμα, το οποίο θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Το “μέλλον” για το οποίο μίλησαν τη δεκαετία του ’60 δεν ήταν πάντα σαφώς προσδιορισμένο. Δεν αποκλείεται, επομένως, να κατευθυνόμαστε ακόμα προς αυτό. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αξία της μελέτης αυτών των προτάσεων δεν καθορίζεται μόνο από το πόσο χρήσιμες θα μπορούσαν να είναι σήμερα οι επιμέρους ιδέες τους. Το γενικότερο πλαίσιό τους, ωστόσο, θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο εκκίνησης ενός προβληματισμού σχετικά με τις τωρινές ανάγκες της κατοίκησης στις πόλεις και τα μέσα με τα οποία θα μπορούσε να επιδιωχθεί η ικανοποίηση αυτών των αναγκών. Σημασία πλέον δεν έχει η αναπαραγωγή ή η μίμηση αυτών των προτάσεων, αλλά η διερεύνηση των γενικών αρχών τους, ώστε να φτάσουμε πιο κοντά στο σχηματισμό και την πραγματοποίηση των οραμάτων του δικού μας μέλλοντος. Η εργασία διαρθρώνεται σε 4 κεφάλαια. Το πρώτο περιλαμβάνει ορισμούς και θεωρίες σχετικά με την πόλη και την κατοίκηση, ιδωμένες από δύο διαφορετικές σκοπιές: του φιλοσόφου και κοινωνιολόγου Henri Lefebvre και 3


του αρχιτέκτονα και πολεοδόμου Κωνσταντίνου Δοξιάδη. Και οι δύο τόνισαν την πολυπλοκότητα της πόλης και το δυναμικό της χαρακτήρα. Ο πρώτος τη χαρακτήρισε “έργο τέχνης” αποτελούμενο από ύλη με σημειολογικό νόημα. Ο δεύτερος επιχείρησε να εξηγήσει το σχηματισμό της και τους στόχους για την εξέλιξή της. Σκοπός είναι να τεθεί ένα βασικό υπόβαθρο κατανόησης εννοιών γύρω από την πόλη, τη δημιουργία της και την εύρυθμη λειτουργία της. Το δεύτερο κεφάλαιο εστιάζει στον οραματικό σχεδιασμό και την ουτοπία. Επεξηγείται τι σημαίνουν οι όροι αυτοί καθώς και η μεταξύ τους σχέση. Αναλύεται, επίσης, η συνεισφορά τους στην ανθρώπινη σκέψη και συγκεκριμένα στο σχεδιασμό μελλοντικών πόλεων και κοινωνιών. Προσδιορίζονται οι κίνδυνοι που ενέχονται στο σχεδιασμό ενός οράματος και τι απαιτείται να επιδιωχθεί προκειμένου αυτοί οι κίνδυνοι να ελαχιστοποιηθούν. Το τρίτο κεφάλαιο αποτελεί μια συνοπτική παράθεση γεγονότων-σταθμών του 20ου αιώνα, κυρίως έως τη δεκαετία 1960, καθώς επίσης και μια καταγραφή ιδεών και θεωριών γύρω από την πόλη που αρχίζουν να εμφανίζονται και να συζητούνται εκείνο το διάστημα. Η διερεύνηση αυτή στοχεύει στο να εντοπιστούν οι παράγοντες που οδήγησαν στην “έκρηξη” οραματικών προτάσεων κατά τη δεκαετία 1960. Το τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο καλύπτει την ανάλυση των επιλεγμένων προτάσεων. Η ανάλυση στοχεύει στο να απαντηθούν τα τρία βασικά ερωτήματα της έρευνας και αφορούν στον Άνθρωπο, τα Κελύφη και τα Δίκτυα. Τα τρία αυτά ερωτήματα διαμορφώνουν και τα τρία υποκεφάλαια αυτού του κεφαλαίου. Στο υποκεφάλαιο “Άνθρωπος” αναζητούνται τα χαρακτηριστικά των κατοίκων της μελλοντικής πόλης αλλά και της κοινωνίας την οποία θα συγκροτήσουν. Σημαντικές αλλαγές που προκύπτουν από την εξέλιξη της τεχνολογίας, την αυτοματοποίηση και την ενδεχόμενη έκλειψη της χειρωνακτικής εργασίας δημιουργούν έναν “νέο κάτοικο”. Αυτή η αλλαγή συνεπάγεται επαναπροσδιορισμό ορισμένων συμβάσεων της κοινωνίας της εποχής. Προκύπτουν νέες δυνατότητες και ανάγκες οι οποίες θα πρέπει να καλυφθούν μέσω αλλαγών στην κοινωνική οργάνωση και τις υλικές υποδομές. 4


Το υποκεφάλαιο “Κελύφη” εξερευνά τις μετατροπές στις υλικές υποδομές της πόλης που ο “νέος κάτοικος” θα απαιτήσει. Προκειμένου το υλικό περιβάλλον της πόλης να καλύψει τις ανάγκες του κατοίκου και να του προσφέρει τις μέγιστες δυνατότητες, είναι αναγκαίο να αποκτήσει νέα οργάνωση και να εμπλουτιστεί με νέες ποιότητες. Σημαντικότερη είναι η δυνατότητα προσαρμογής τόσο στους επιμέρους χρήστες, όσο και στις γενικότερες αλλαγές που επιθυμεί η κοινωνία. Ταυτόχρονα, τεχνολογικές καινοτομίες εισάγονται με σκοπό να ενισχύσουν την επίδραση του περιβάλλοντος με άυλα μέσα (ήχοι, προβολές) οι οποίες περιγράφονται άλλοτε με περισσότερη κι άλλοτε με λιγότερη λεπτομέρεια. Η ενσωμάτωσή τους στην πόλη του μέλλοντος και η επιρροή τους στον τρόπο κατοίκησης μελετάται επίσης σε αυτό το κεφάλαιο. Τέλος, η προσοχή στρέφεται στα “Δίκτυα”, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο έντονης συζήτησης και έρευνας εκείνη την περίοδο και κατέδειξαν την έντονη σημασία τους για την πόλη του μέλλοντος. Δεν πρόκειται μόνο για τα φυσικά δίκτυα, αλλά πλέον στη συζήτηση μπαίνουν και τα ηλεκτρονικά δίκτυα, καθώς η διακίνηση πληροφοριών αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία για την πόλη του μέλλοντος. Σημαντική είναι η παράλληλη μελέτη τους, ώστε να διερευνηθεί και το πως αναμένεται να αλληλοεπηρεαστούν.

5


1

6


Πόλη και Κατοίκηση

Σε έναν από τους ορισμούς που έδωσε για την πόλη, ο Lefebvre την περιγράφει ως «το γενικό αποτέλεσμα ενός συνοικισμού, η ένωση ορισμένων χωριών και φυλών εγκατεστημένων σε μια περιοχή».1 Επομένως, αφού οι πόλεις δεν δημιουργήθηκαν από το μηδέν, αλλά αποτέλεσαν εξέλιξη των σχηματισμών που προϋπήρχαν, για να τις μελετήσει κάποιος εκτενώς θα πρέπει να ανατρέξει στην ιστορία αυτών των προηγούμενων σχηματισμών. Ο Κωνσταντίνος Δοξιάδης, πολεοδόμος με διεθνή δράση, εκτός από τα αναρίθμητα σχέδια αναμόρφωσης οικισμών τα οποία υλοποίησε, ασχολήθηκε και με την έρευνα πάνω στο μέλλον των πόλεων. Αυτός ο συνδυασμός θεωρητικού προβληματισμού αλλά και πρακτικής ενασχόλησης με τις πόλεις τον ώθησαν να επιδιώξει την ανάπτυξη ενός νέου επιστημονικού κλάδου, της Οικιστικής. Για να δημιουργήσει τη βάση για τον νέο αυτό κλάδο, ο Δοξιάδης μέσω θεωρητικών αναζητήσεων προχώρησε σε μια σειρά από παραδοχές σχετικά με τη δημιουργία και τη φύση των ανθρώπινων οικισμών. Αρχικά, ορίζει πέντε αρχές για τη δημιουργία ανθρώπινων οικισμών, κάθε μια από τις οποίες αποτέλεσε ένα ξεχωριστό βήμα, συνυφασμένο με την εξέλιξη του ανθρώπου, ήδη από την προϊστορική εποχή. 1  Henri Lefebvre. Writings on Cities (Cornwall: Blackwell Publishers, 1996), 87

7


Όταν ο άνθρωπος κατέβηκε απ’ τα δέντρα και ήρθε σε επαφή με τους γύρω του, δημιούργησε δεσμούς, επεδίωξε, δηλαδή, τη “μεγιστοποίηση των επαφών”. [εικ. 1.1] Το δεύτερο βήμα είναι η “ελαχιστοποίηση της προσπάθειας” [εικ. 1.2] και περιλαμβάνει τη μετακίνηση του ανθρώπου κοντά σε όλα τα αναγκαία γι’ αυτόν στοιχεία ή τη συγκέντρωση αυτών των στοιχείων γύρω του. Αυτή η συγκέντρωση, ωστόσο, δημιουργεί συνωστισμό, άρα και δυσφορία. Για να το αποφύγει αυτό, ο άνθρωπος δημιουργεί έναν προστατευτικό χώρο γύρω του, που θα τον απομονώσει από θορύβους, καιρικές συνθήκες και κινδύνους. Αυτό ο Δοξιάδης το ονομάζει “βελτιστοποίηση του προστατευτικού χώρου”. [εικ. 1.3] Έπειτα, ο άνθρωπος προχωρά στη “βελτιστοποίηση της σχέσης του με τα υπόλοιπα στοιχεία” [εικ. 1.4] δηλαδή κοινωνία, φύση, κελύφη, δίκτυα, για να καταλήξει στο πέμπτο βήμα, τη “βελτιστοποίηση βάσει της σύνθεσης όλων των άλλων αρχών”2 [εικ. 1.5] Κάθε μία από αυτές της αρχές φαίνεται να οδηγεί στην επόμενη, αναδεικνύοντας κάποια ανάγκη που έπρεπε να καλυφθεί. Ωστόσο, μέσα από τη “βελτιστοποίηση της σχέσης του ανθρώπου με τα υπόλοιπα στοιχεία,” δηλαδή την τέταρτη αρχή, που αναφέρεται στα δίκτυα, δεν δημιουργείται κάποια νέα ανάγκη, ώστε να αναζητηθεί μια επόμενη αρχή που θα την καλύψει. Αντ’ αυτού, η πέμπτη αρχή εστιάζει στο συνδυασμό όλων των προηγούμενων, υποδεικνύοντας πως τα τέσσερα αυτά βήματα επαρκούν και πλέον το μόνο που μπορεί να μεταβληθεί είναι τα επιμέρους χαρακτηριστικά τους και η μεταξύ τους σχέση, μέχρι να επιτευχθεί η βέλτιστη δυνατή σύνθεση. Θα μπορούσε, λοιπόν, να προκύψει το συμπέρασμα πως αυτή η διαδικασία, δυνητικά, διαρκεί για πάντα, προσαρμόζοντας τους ανθρώπινους οικισμούς στις ανάγκες της εκάστοτε κοινωνίας, με την παραδοχή ότι η κοινωνία είναι ένα δυναμικό σύστημα. Αυτό το δυναμικό χαρακτήρα, τόσο της πόλης όσο και της κοινωνίας, τον υπογραμμίζει ο Δοξιάδης. Στον ορισμό του Αριστοτέλη ότι «ο σκοπός της πόλης είναι να κάνει τον 2  Κωνσταντίνος Δοξιάδης. “Πέντε αρχές για τη δημιουργία ανθρώπινων οικισμών” (1968) στο Κύρτσης, Α.Α. (επίμ.) Κωνσταντίνος Α.

Δοξιάδης: Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί. (Αθήνα: Ίκαρος, 2006), 46

8


[1.1]

[1.2]

[1.3]

[1.4]

[1.5] [1.1] Μεγιστοποίηση των επαφών [1.2] Ελαχιστοποίηση της προσπάθειας [1.3] Βελτιστοποίηση του προστατευτικού χώρου [1.4] Βελτιστοποίηση σχέσης με τα υπόλοιπα στοιχεία [1.5] Βελτιστοποίηση βάσει της σύνθεσης όλων των άλλων αρχών


Άνθρωπο ευτυχή και ασφαλή» o Δοξιάδης θα διευκρινίσει: «ευτυχή και ασφαλή (…) για ανθρώπινη ανάπτυξη, γιατί η αρχαία πόλη ήταν στατική ενώ η σύγχρονη είναι δυναμική, όπως και ο σύγχρονος κόσμος.»3 Οι πέντε αυτές αρχές, υποστηρίζει, δεν είναι τα μόνα στοιχεία που χρειάζονται για να κατανοήσει κάποιος τους ανθρώπινους οικισμούς, άρα και τις πόλεις. Στο κείμενό του “Μια πόλη που εξυπηρετεί την ανθρώπινη ανάπτυξη”4 που δημοσιεύτηκε το 1968 στο περιοδικό Ekistics συμπυκνώνει όλες τις ιδέες που μέχρι τότε είχε παρουσιάσει σε σεμινάρια και ομιλίες, εκθέτοντας στοιχεία που έχει εντοπίσει αναλύοντας την πόλη. «Η “πόλη” είναι ένας γενικός όρος με τον οποίο συνήθως, αλλά εσφαλμένα, εννοούμε κάθε αστικό οικισμό, από τους μικρότερους ως τους μεγαλύτερους, από τους παραδοσιακούς ως τους νεότερους, εκ των οποίων οι περισσότεροι αναπτύσσονται τώρα με τρόπο δυναμικό και συνεχή, και συνυφαίνονται μέσα σε ένα σύστημα αυξανόμενης πολυπλοκότητας»5 Η πολυπλοκότητα αυτού του συστήματος, εξηγεί παρακάτω, οφείλεται στο ότι υπάρχουν πέντε στοιχεία που απαρτίζουν κάθε μέρος της πόλης (Φύση, Άνθρωπος, Κοινωνία, Κελύφη, Δίκτυα) [Εικ. 1.6] τα οποία, αν και προέκυψαν σε διαφορετικές ιστορικές φάσεις, πλέον αποτελούν ένα σύστημα, “το μόριο της πόλης”. Αν έστω και ένα στοιχείο αυτού του συστήματος αφαιρεθεί, η πόλη σταματά να υπάρχει. Κάθε ένα από αυτά τα πέντε στοιχεία λειτουργεί με πέντε διαφορετικούς τρόπους: ως οικονομικό, κοινωνιολογικό, πολιτικό, τεχνολογικό ή πολιτισμικό φαινόμενο. Προκύπτουν δηλαδή πάνω από 33 εκατομμύρια συνδυασμοί για κάθε 3  Κωνσταντίνος Δοξιάδης, ό.π., 46 4  Κωνσταντίνος Δοξιάδης. “Μια πόλη που εξυπηρετεί την ανθρώπινη ανάπτυξη” (1968) στο Κύρτσης, Α.Α. (επίμ.) Κωνσταντίνος Α.

Δοξιάδης: Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί. (Αθήνα: Ίκαρος, 2006), . 48-52

5  Κωνσταντίνος Δοξιάδης, ό.π., 48 10


[1.6]

[1.7]

[1.8]

[1.9]

[1.10]

[1.6] Τα 5 στοιχεία της πόλης [1.7] Οι συνδυασμοί των στοιχείων σύμφωνα με παράγοντες οικονομικούς, κοινωνιολογικούς, πολιτικούς, τεχνολογικούς ή πολιτισμικούς [1.8] Τα μεγέθη που εμφανίζονται στην πόλη [1.9] Οι συνδυασμοί στοιχείων της πόλης και των μεγεθών [1.10] Οι τέσσερις πλευρές του Ανθρώπου 11


μόριο της πόλης. [Εικ. 1.7] Στις πόλεις εμφανίζονται πολλά διαφορετικά μεγέθη, από αυτό του Ανθρώπου έως αυτό της Γης. [Εικ. 1.8] Συγκεκριμένα, εντοπίζει δεκαπέντε, και καταλήγει στο συμπέρασμα πως οι τρόποι που μπορούμε να κοιτάξουμε την πόλη, λαμβάνοντας υπ’ όψη όλα τα παραπάνω, είναι δισεκατομμύρια ή τρισεκατομμύρια. [Εικ. 1.9] Κι έπειτα, εστιάζει στον Άνθρωπο. Προσπαθώντας να προσδιορίσει την έννοια του “ανθρώπινου”, παρουσιάζει τις τέσσερις πλευρές του Ανθρώπου, δηλαδή το σώμα, τις αισθήσεις, το νου και την ψυχή, σε ένα σκίτσο όπου κάθε μια απ’ τις τέσσερις σχηματίζει μια φυσαλίδα διαφορετικού μεγέθους, με κέντρο τον άνθρωπο. [Εικ. 1.10] Πρώτη και μικρότερη είναι η σφαίρα του σώματος, η οποία περικλείεται από τη σφαίρα των αισθήσεων. Αυτήν περιβάλλει η σφαίρα του νου, ενώ, η τελευταία και μεγαλύτερη σφαίρα είναι αυτή της ψυχής. Ο Lefebvre επίσης εντοπίζει και σχολιάζει την πολυπλοκότητα της πόλης. Χαρακτηρίζει την πόλη ως oeuvre, λέγοντας πως προσεγγίζει περισσότερο ένα έργο τέχνης παρά ένα υλικό προϊόν. Παρόλο που στο πλαίσιο της πραγματοποιείται παραγωγή (ανθρώπων, αντικειμένων, γνώσης, κουλτούρας) αυτό που, τελικά, παράγεται δεν είναι μόνο ένα απτό προϊόν, αλλά ένας συνδυασμός από υλικά και άυλα προϊόντα, αλληλένδετα και αδιαχώριστα. Παρομοιάζει την πόλη με ένα βιβλίο, το όποιο είναι μεν ένα αντικείμενο, αλλά τα κείμενα εντός του φέρουν ένα σημειολογικό νόημα, δίνοντας στο ίδιο το βιβλίο μια παραπάνω διάσταση, πέρα από την υλική του πραγματικότητα.6 Με αυτόν τον χαρακτηρισμό, θεωρεί πως μπορεί να κάνει εύκολα αναγνωρίσιμες τις δυο διαστάσεις της πόλης, την πράξη και το αποτέλεσμα, τις ομάδες και το προϊόν τους, χωρίς να τις διαχωρίσει. Ένα oeuvre δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς να υπάρξουν δράσεις, αποφάσεις, κώδικες. Ταυτόχρονα, δεν μπορεί να μην έχει υλική υπόσταση.7 Προσπαθώντας να περιγράψει τις δύο αυτές πτυχές, 6  Henri Lefebvre. Writings on Cities (Cornwall: Blackwell Publishers, 1996), 102

7  Henri Lefebvre, ό.π., 103 12


την υλική και την άυλη, ορίζει ως “πόλη” (city) την «παρούσα και άμεση πραγματικότητα, πρακτικο-υλικό και αρχιτεκτονικό γεγονός» και ως “αστικό” (urban) μια «κοινωνική πραγματικότητα κατασκευασμένη από σχέσεις που μπορούν να γίνουν αντιληπτές, να κατασκευαστούν και να επανακατασκευαστούν με τη σκέψη.»8 Αυτοί οι ορισμοί, ωστόσο, αν ιδωθούν ανεξάρτητα, δεν κάνουν φανερή την άμεση αλληλεξάρτησή τους, οπότε, υποστηρίζει, θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται με μεγάλη προσοχή.9 Ένας ακόμα σημαντικός ορισμός από τον Lefebvre είναι αυτός της αστικής κοινωνίας, την οποία ορίζει ως «μια κοινωνία που προκύπτει από μια διαδικασία πλήρους αστικοποίησης.»10 Διευκρινίζει πως παρόλο που ο όρος χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει κάθε αστική συσσώρευση, υπάρχουν κοινωνικές σχέσεις (κυρίως σχέσεις παραγωγής) που διαφοροποιούν, για παράδειγμα, την ελληνική “πόλη,” τις ανατολικές ή μεσαιωνικές πόλεις, τις βιομηχανικές πόλεις και τις μεγαλουπόλεις. Ο ίδιος όμως, χρησιμοποιώντας τον όρο της “αστικής κοινωνίας” επιθυμεί να περιγράψει μόνο την κοινωνία που προέκυψε από την κυριαρχία της βιομηχανίας, μέσω της απορρόφησης της αγροτικής παραγωγής.11 Αυτή η διαδικασία ήταν μεν συνεχής, με την έννοια της χρονικής ακολουθίας και της ιστορικής ροής, αλλά εντός της εμφανίστηκαν ασυνέχειες, μικρές ή μεγαλύτερες ρήξεις, προκειμένου να υπάρξει αλλαγή στοιχείων και σχέσεων, άρα εξέλιξη. Όταν οι πρώτες ανθρώπινες ομάδες σχηματίστηκαν και εγκαταστάθηκαν σε ένα κομμάτι γης, σηματοδότησαν και ονόμασαν έναν τόπο. Οι αγρότες, στη συνέχεια τελειοποίησαν την υπάρχουσα τοπογραφία, ορίζοντας σαφέστερα όρια. Κάποιοι από αυτούς τους σχηματισμούς, που τώρα θα ονομάζαμε χωριά, μετεξελίχθηκαν σε πόλεις, κι έπειτα αυτές οι πόλεις “υπέταξαν” και οργάνωσαν τα χωριά.12 8  Henri Lefebvre, ό.π., 103 9  Henri Lefebvre, ό.π., 103 10  Henri Lefebvre. The Urban Revolution (Minneapolis: University of Minnesota Press, 2003), 1

11  Henri Lefebvre, ό.π., 2 12  Henri Lefebvre, ό.π., 7 13


Η διαδικασία που περιγράφει ο Lefebvre δε διαφέρει πολύ από τις ιδέες του Δοξιάδη. Η “μεγιστοποίηση των επαφών” και η “ελαχιστοποίηση της προσπάθειας” είναι κοινό στοιχείο και των δύο απόψεων. Ωστόσο, ο Lefebvre φαίνεται να προσπερνά το βήμα της “βελτιστοποίησης του προστατευτικού χώρου” για να αναφερθεί απ’ ευθείας στην οριοθέτηση του συνόλου του οικισμού. Κι έπειτα συνεχίζει να αντιμετωπίζει τους οικισμούς ως κύτταρα, περιγράφοντας πως συμπτύχθηκαν και διασυνδέθηκαν μεταξύ τους με σχέσεις κυριαρχίας. Διακρίνει τέσσερα στάδια σε αυτή την πορεία του αστικού φαινομένου: την “πολιτική πόλη” (“political city”), την “εμπορική πόλη” (“merchantile city”), τη “βιομηχανική πόλη” (“industrial city”) και την “κρίσιμη ζώνη” (“critical zone”), όπου βρισκόμαστε σήμερα. Υπογραμμίζει πως μεταξύ της εμπορικής και της βιομηχανικής πόλης επιτελέστηκε η μετάβαση από το “αγροτικό” στο “αστικό”. Σημειώνει, επίσης, πως μετά τη βιομηχανική πόλη, η αστικοποίηση, η εξάπλωση του αστικού ιστού, η απομάκρυνση από την ύπαιθρο και η υποταγή της αγροτικής οικονομίας στην αστική, οδήγησαν στο σημερινό “κρίσιμο” στάδιο.13 Μεταξύ αυτών των σταδίων μεσολάβησαν “τυφλά πεδία” (“blind fields”), κατά τη διάρκεια των οποίων οι ρήξεις και οι ασυνέχειες προετοίμαζαν το έδαφος για μια αλλαγή, χωρίς να γίνεται όμως πλήρως κατανοητό από όσους το βίωναν.14 Το πολύπλοκο φαινόμενο της πόλης δημιουργήθηκε και μετεξελίχθηκε στο χρόνο μέσα από μια μακρόχρονη διαδικασία. Μπορεί να μελετηθεί από πολλές σκοπιές, καμία από τις οποίες δεν είναι ικανή να το περιγράψει πλήρως. Σε κάθε στάδιο ανάπτυξής της η πόλη έλυνε τα υπάρχοντα προβλήματα και ενσωμάτωνε νέες δυνατότητες. Πλέον, στόχος είναι να βελτιστοποιηθεί η σχέση του ανθρώπου με τα υπόλοιπα στοιχεία της πόλης, αλλά και να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα των επιμέρους στοιχείων, ώστε να συμβαδίζουν με τα διαρκώς εξελισσόμενα δεδομένα. Επομένως, καθώς το σύστημα είναι δυναμικό, χρειάζεται συνεχής ανατροφοδότηση και επαναπροσδιορισμός των 13  Henri Lefebvre, ό.π., 15 14  Henri Lefebvre, ό.π., 29 14


στοιχείων και των μεταξύ τους σχέσεων. Για να επιτευχθεί αυτό στο μέγιστο βαθμό, χρειάζεται οι υποδομές, υλικές και κοινωνικές, να είναι ευέλικτες και να ενθαρρύνουν την εξερεύνηση των δυνατοτήτων της πόλης.

15


2


Όραμα και Ουτοπία

Η λέξη “ουτοπία” είναι συνδεδεμένη με το αδύνατο, το απραγματοποίητο. Η ετυμολογία της λέξης «ου+τόπος» φανερώνει τη μη ρεαλιστική χροιά της. Ωστόσο, πολλά από τα χαρακτηριστικά της ουτοπίας μπορούν να επηρεάσουν την πραγματικότητα. Οι ακραίες, συνήθως, προτάσεις της ουτοπίας μπορούν να δώσουν κατεύθυνση στην πραγματική κοινωνία. Η ουτοπία σε αυτή την περίπτωση μετατρέπεται σε όραμα, γίνεται δηλαδή ένας εξιδανικευμένος στόχος, στον οποίο αποβλέπει το σύνολο της κοινωνίας και σταδιακά, ενδεχομένως, να καταφέρει σημαντική αλλαγή. «Χωρίς ένα όραμα της ουτοπίας δεν υπάρχει τρόπος να προσδιορίσουμε το λιμάνι προς το οποίο ίσως θέλουμε να σαλπάρουμε.»1 Η Ουτοπία εμφανίζεται πρώτη φορά σαν όρος το 1516, με το λογοτεχνικό έργο του Thomas More2, στο οποίο περιγράφεται μια ιδανική κοινωνία εγκατεστημένη σε ένα νησί που ονομάζεται Ουτοπία. Πρόκειται για Ευτοπία, είναι, δηλαδή, ένας καλός τόπος, και περιγράφεται από τον συγγραφέα σε αντιπαραβολή με τον δικό του, πραγματικό κόσμο. Η Ουτοπία, επομένως, είναι όλα αυτά που η πραγματική κοινωνία της 1  David Harvey, Spaces of Hope (Edinburgh: Edinburgh University Press, 2000), 189

2  Sir. Thomas More, Utopia (New York: Penguin Books, 1984) 17


εποχής του συγγραφέα δεν είναι, ερμηνευμένη μέσα από τη δική του σκοπιά. Αυτή η τεχνική της αντιστροφής των υπαρχουσών καταστάσεων για την αναζήτηση μιας ιδανικής εκδοχής της κοινωνίας είναι ένα τυπικό χαρακτηριστικό της Ουτοπίας. Όπως εξηγεί ο Marcuse3, τα γενικά χαρακτηριστικά ενός επιθυμητού μέλλοντος προκύπτουν από την αντίστροφη ερμηνεία των καταπιεστικών χαρακτηριστικών του παρόντος. Η Ουτοπία, ουσιαστικά, είναι εναλλακτική σε κάθε παγιωμένη κατάσταση που θεωρείται χαοτική. Ο Φατούρος κάνει λόγο για “ουτοπίες”, στον πληθυντικό, καθώς υποστηρίζει πως δεν υπάρχει μόνο ένα είδος ουτοπίας. Στο κείμενο του “Ουτοπίες, αρχιτεκτονική και πόλη”4, παρουσιάζει τέσσερις διαφορετικές κατατάξεις των ουτοπιών: Την ιστορική, την κοινωνική, της ανθρώπινης συμπεριφοράς/ανθρώπινων σχέσεων και την επιχειρησιακή. Σε βαθύτερη ανάλυση, η ιστορική κατάταξη περιλαμβάνει την τυπική ιστορική ουτοπία, την ουτοπία της βουκολικής, αγροτικής ευτυχίας και την ουτοπία της τεχνικής, η οποία με τη σειρά της διαιρείται σε ουτοπία της βιομηχανικής επανάστασης και ουτοπία της τεχνολογίας. Στην κοινωνική κατάταξη έχει επίσης ενδιαφέρον ο επιμέρους διαχωρισμός σε ουτοπίες κοινωνικής, οικονομικής και πολιτικής επιθυμίας και ουτοπίες τεχνολογικής προοπτικής. Ωστόσο, προκειμένου κάποιος να περιγράψει επαρκώς την ουτοπία, δεν αρκεί να επιλέξει μια μόνο κατηγορία από τις παραπάνω, αλλά έναν συνδυασμό, και αυτός είναι ο λόγος, υποστηρίζει, που εμφανίζονται αντιφάσεις και αδιέξοδα. Εντοπίζει και ο ίδιος τη χαρακτηριστική ρήξη με την εκάστοτε κυρίαρχη εξουσία, και τη συχνή επιρροή των επιθυμιών του εμπνευστή τους. Παρατηρεί πως, παρόλο που δεν φτάνουν σε μεγάλο επίπεδο επεξεργασίας, οι εμπνευστές τους είναι βέβαιοι για την αποτελεσματικότητα των προτάσεών τους, σε περίπτωση που πραγματοποιηθούν. Χαρακτηρίζει τις ουτοπίες «μάλλον περιπτώσεις του 3  Frank Cunningham, “Triangulating Utopia: Benjamin, Lefebvre, Tafuri,” City, vol.14, issue 3 (June 2010), 269

4  Δημήτρης Φατούρος. “Ουτοπίες, αρχιτεκτονική και πόλη,” Επιθεώρηση κοινωνικών ερευνών, vol. 79, (1990), 8-18

18


γνωστού», εννοώντας πως, τελικά, όσο μεγάλη αλλαγή κι αν επιδιώκουν να επιτύχουν, δεν προτείνουν πλήρη ανασύνταξη. Για να επεξηγήσει την τελευταία αυτή άποψη, επικαλείται τον Thomas Markus. Σύμφωνα με τον Markus, σχεδόν πάντα οι προτάσεις των ουτοπιστών είναι εκφρασμένες μέσα από έναν χώρο, μια πόλη, ένα κτίριο. Η απτή πραγματικότητα ενός υλικού κατασκευάσματος που περιβάλλει τις ανθρώπινες συμπεριφορές είναι χρήσιμο μέσο για να περιγράψει κανείς τις ίδιες τις ανθρώπινες συμπεριφορές, άρα την ουτοπική κοινωνία, στην προκειμένη περίπτωση. Ωστόσο, τονίζει, υπάρχουν περιορισμοί σε σχέση με τους χώρους που οι ουτοπιστές προτείνουν. Πρώτον, κάνουν χρήση των χώρων, των εικόνων και των εννοιών που έχουν διαθέσιμα την εποχή που δημιουργούν. Δεν μπορούν να ξεφύγουν από αυτούς τους όρους, καθώς δεν μπορούν να γνωρίζουν τι υπάρχει πέρα από τη σύγχρονη πραγματικότητα. Επιπλέον, καθώς δημιουργούν μια πρόταση-αντίδραση στην υπάρχουσα κατάσταση, η οποία είναι ταυτισμένη με το χάος, την αταξία, τις κακές συνθήκες υγιεινής και τη φτώχεια, οδηγούνται στο άλλο άκρο, σχεδιάζοντας την απόλυτη τάξη. Ουσιαστικά, θεωρούν την οργάνωση του χώρου και της κοινωνίας ταυτόσημες, έτσι υπονοούν ότι με ένα ξεκάθαρο σχέδιο πόλης θα επιτευχθεί μια “καθαρή” και οργανωμένη κοινωνία. Παρόλο που οι ουτοπικές προτάσεις παρουσιάζουν μια ιδανική εκδοχή πόλης και κοινωνίας, η ουτοπική πόλη, σαν όρος, δεν ταυτίζεται με την ιδανική πόλη, τουλάχιστον σε μεγάλο μέρος της ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας. Η ουτοπική πόλη (utopian city) προτείνει μια καινοτόμα πολιτική κατάσταση ενώ η ιδανική (ideal city) αποδέχεται την υπάρχουσα κατάσταση και δημιουργεί το βέλτιστο περιβάλλον για τη συντήρησή της.5 Το πόσο σημαντική είναι η υλική υπόσταση της πόλης για την έκφραση της εσωτερικής της οργάνωσης είναι εμφανές και στις δύο περιπτώσεις, είτε η σχεδιαζόμενη πόλη προηγείται, είτε έπεται της πολιτικής οργάνωσης της 5  Ruth Eaton. Ideal Cities: Utopianism and the (Un)Built Environment (New York: Thames & Hudson, 2002), 12

19


κοινωνίας. Εξάλλου, η ίδια η φύση της πόλης δίνει τις βάσεις για έναν αριθμό πιθανών μελλόντων. Οι πόλεις, όντας έργα σε εξέλιξη, “oeuvres”, δεν μπορούν να απαρνηθούν το μοναδικό παρελθόν τους καθώς τους δίνει κατεύθυνση για το μέλλον αλλά δεν προδιαγράφει την πορεία τους. Όπως διατυπώνει ο Alfred North Whitehead, “το παρόν είναι ένα σύμπλεγμα παρελθοντικών μονοπατιών και μελλοντικών κατευθύνσεων.”6 Αυτό το σύμπλεγμα είναι που διαμορφώνει τις εκάστοτε οραματικές προτάσεις, στην προσπάθεια να περιοριστούν αρνητικοί παράγοντες του παρελθόντος και να βελτιωθούν στο μέλλον. «Η ανθρωπότητα πάντα θέτει στον εαυτό της προκλήσεις που μπορεί να φέρει εις πέρας, καθώς, κοιτώντας το ζήτημα προσεκτικότερα, πάντα παρατηρείται ότι η ίδια η πρόκληση εμφανίζεται μόνο όταν οι υλικές συνθήκες για την επίλυσή της ήδη υπάρχουν ή είναι τουλάχιστον στη διαδικασία διαμόρφωσής τους.»7 Αυτή η πρόταση του Marx φαίνεται να υπαινίσσεται ότι, τελικά, καμία πρόταση δεν είναι εντελώς ουτοπική, από τη στιγμή που τίθεται ως στόχος. Ωστόσο, σχολιάζει ο Cunningham8, καθώς οι προκλήσεις και τα μέσα για την υλοποίησή τους δεν είναι ιστορικά εγγυημένα, μια τέτοια δήλωση ενδέχεται να συναινέσει σε ένα status quo, στο οποίο οι προκλήσεις που αναγνωρίζονται, βασίζονται στις υπάρχουσες αξίες, συνήθειες και θεσμούς, χωρίς να αξιολογείται η σημασία της ίδιας της πρόκλησης. Επομένως, στην περίπτωση που όντως επιδιωχθεί να πραγματοποιηθεί μια ουτοπική πρόταση, να τεθούν δηλαδή 6  Frank Cunningham, “Triangulating Utopia: Benjamin, Lefebvre, Tafuri,” City, vol.14, issue 3 (June 2010) 274

7  Karl Marx, Πρόλογος στο Karl Marx & Frederick Engels Selected Works, (New York: International Publishers, 1968) αναφορά στο Frank Cunningham, “Triangulating Utopia: Benjamin, Lefebvre, Tafuri,” City, vol.14, issue 3 (June 2010) 269

8  Frank Cunningham, “Triangulating Utopia: Benjamin, Lefebvre, Tafuri,” City, vol.14, issue 3 (June 2010) 269

20


σε ισχύ, σταδιακά ή με άμεσες αλλαγές, οι τολμηρές προτάσεις της υπάρχει ο κίνδυνος το αποτέλεσμα να είναι παρωχημένο ήδη από τη στιγμή της υλοποίησής του, είτε επειδή βασίστηκε εξαρχής σε ιδέες/αξίες/θεσμούς που βρίσκονταν στη δύση τους, είτε επειδή η διαδικασία υλοποίησης της πρόκλησης διήρκεσε τόσο, ώστε οι κοινωνικές μεταβλητές άλλαξαν, χωρίς να υπάρξει αντίστοιχη αναπροσαρμογή των στόχων. Όταν μια ουτοπική εκδοχή πόλης αρχίζει να σχεδιάζεται, ως αντίδραση στην υπάρχουσα προβληματική πόλη, τίθενται ορισμένοι στόχοι που αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση των αρνητικών φαινομένων και την αύξηση των θετικών. Αν αυτή η ουτοπική πόλη αποσκοπεί στο να δώσει κατεύθυνση για μια πραγματική αναδιοργάνωση της πόλης, χρειάζεται οι στόχοι να έχουν κάποια ρεαλιστική βάση και να εξασφαλίζεται ότι η πρόκληση που θέτουν δεν ανταποκρίνεται σε μια περασμένη κοινωνική οργάνωση. Γι’ αυτό το λόγο, στη διαδικασία στοχοθέτησης, θα πρέπει να μελετώνται προσεκτικά, όσο είναι δυνατόν και οι τρεις χρονικές συνιστώσες – παρελθόν, παρόν, μέλλον – και ανά πάσα στιγμή οι στόχοι να επανεξετάζονται με βάση αυτές.

21


3

22


Συζητήσεις γύρω από την πόλη στις αρχές του 20ου αιώνα Οι πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα αποτέλεσαν σημαντικό σταθμό στην εξέλιξη της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας. Ιδέες και τεχνικές που είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται ήδη από τον 19ο αιώνα, ήρθαν στο επίκεντρο. Από τη μία, οι μεγάλες τεχνολογικές και κατασκευαστικές καινοτομίες πρόσφεραν στους αρχιτέκτονες περισσότερες τεχνικές δυνατότητες και ερεθίσματα για να επιδιώξουν τολμηρότερες προτάσεις, ανανεώνοντας το αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο. Από την άλλη πλευρά, το αστικό φαινόμενο έγινε αντικείμενο μελέτης και συζήτησης, από ειδικούς ποικίλων κλάδων, οι οποίοι προσπάθησαν να εντοπίσουν και να ελέγξουν τις αρνητικές πτυχές του και να βελτιστοποιήσουν τις θετικές. Ένας από τους σημαντικότερους λόγους για τον οποίο το αστικό φαινόμενο ήρθε στο προσκήνιο ήταν η ραγδαία ανάπτυξη της βιομηχανίας και η αστικοποίηση που αυτή προκάλεσε. Η συγκέντρωση μεγάλου πληθυσμού στις πόλεις δημιούργησε την ανάγκη της μαζικής στέγασης, αποξενώνοντας τον κάτοικο από τη διαδικασία δημιουργίας του χώρου διαβίωσής του. Όσο ο κάθε αρχιτέκτονας απευθυνόταν σε έναν, και ενδεχομένως εύπορο, πελάτη ήταν σε θέση να ικανοποιήσει κάθε του επιθυμία και να ταιριάξει το έργο σε αυτόν. Όταν καλείται να σχεδιάσει για χιλιάδες ανθρώπους, δεν μπορεί να λάβει χιλιάδες άτομα ως αναφορά οπότε και δημιουργεί το «μέσο χρήστη», που ταυτίζεται πιο πολύ με τον ίδιο, παρά με 23


κάθε ένα από τα χιλιάδες άτομα τα οποία αντιπροσωπεύει. Μια τέτοια αντιμετώπιση της συλλογικής κατοίκησης, όπως ήταν φυσικό, δημιούργησε στους πραγματικούς κατοίκους δυσκολίες προσαρμογής στο ομοιόμορφο οικιστικό περιβάλλον που ήταν σχεδιασμένο για το μέσο χρήστη. Έτσι, υπήρξαν περιπτώσεις στις οποίες οι κάτοικοι προχώρησαν σε μια αυτοσχέδια μεταποίηση των κατοικιών τους, προσαρμόζοντάς τες στις πραγματικές τους ανάγκες. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του μικρού συγκροτήματος εργατικών κατοικιών που σχεδίασε ο Le Corbusier στην πόλη Pessac της Γαλλίας. Χτισμένο το 1925, το συγκρότημα δημιούργησε αντιδράσεις πριν καν κατοικηθεί, καθώς λόγω κάποιου γραφειοκρατικού προβλήματος καθυστέρησε η εγκατάσταση κατοίκων, δίνοντας τροφή σε φήμες που έλεγαν πως έχει κατασκευαστεί με εσφαλμένες αρχές και γι’ αυτό δεν είναι κατοικήσιμο. Το σημαντικότερο, όμως, γεγονός που συνδέεται με αυτό το κτίριο είναι η εκτενής παρέμβαση των κατοίκων στο συγκρότημα μετά την εγκατάστασή τους. Έκλεισαν ημιυπαίθριους χώρους, μετατόπισαν εσωτερικά χωρίσματα, άλλαξαν τα κουφώματα και μετέτρεψαν τις εξωτερικές όψεις κατά το δικό τους γούστο. Αυτή η τόσο εντατική μεταμόρφωση έκανε ακόμα και τον ίδιο το Le Corbusier να παραδεχτεί πως «πάντα η ζωή είναι αυτή που έχει δίκιο και η αρχιτεκτονική που έχει άδικο».1 H Ada Louise Huxtable, ωστόσο, δεν ερμηνεύει αυτή τη φράση ως παραδοχή του λάθους του δημιουργού, αλλά ως «αναγνώριση της εγκυρότητας της διαδικασίας έναντι της ιερότητας της ιδεολογίας».2 Επισκεπτόμενη στην περιοχή το 1981, συνάντησε μια γειτονιά ζωντανή, με ικανοποιημένους κατοίκους και, παρόλο που τα κτίρια είχαν υποστεί πλήθος αλλαγών μέσα στα 50 χρόνια που μεσολάβησαν από τη δημιουργία τους, υπήρχε ακόμα μια συνεκτική εικόνα. Εννέα χρόνια νωρίτερα, το 1972, ο Philippe Boudon είχε κάνει μια λεπτομερέστατη καταγραφή των αλλαγών που 1  Philippe Boudon, Pessac de Le Corbusier (Paris: Dunod, 1969) 2  Ada Luise Huxtable, “Le Corbusier’s Housing Project – Flexible Enough to Endure,” Architecture View, (15 Μαρτίου 1981) 4

24


[3.1]

[3.2]

[3.3]

Cité Frugès, Le Corbusier, Pessac, France [3.1] Μοντέλο αρχικής πρότασης [3.2] Ενδεικτικά κτίρια συγκροτήματος [3.3] Αντιπαραβολή κατοικίας που διατηρεί τον αρχικό σχεδιασμό (αριστερά) με κατοικία που έχει υποστεί διακοσμητικές προσθήκες Art Deco (δεξιά). [3.4] Επέμβαση στα ανοίγματα και τους ημιυπάιθριους χώρους

[3.4]

25


έγιναν στις κατοικίες, εσωτερικά και εξωτερικά, συλλέγοντας, επίσης, συνεντεύξεις των κατοίκων. Πολλοί έσπευσαν τότε να κατηγορήσουν το συγκρότημα ως αποτυχία, παρόλο που ο ίδιος στο βιβλίο του κατέληγε στο συμπέρασμα ότι «όχι μόνο άφησε στους χρήστες ικανοποιητικό περιθώριο για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους, αλλά κάνοντας το αυτό τους βοήθησε να συνειδητοποιήσουν ποιες ήταν αυτές οι ανάγκες».3 Ακολουθώντας διαφορετική πορεία έρευνας, ο John Habracken είχε ήδη γενικεύσει αυτό που φάνηκε να υπονοεί ο Boudon πως συνέβη στο Pessac. Μέσα από τη μελέτη ιστορικών πόλεων συμπέρανε ότι ο παράγοντας που διαφύλασσε τη ζωντάνια, το δυναμισμό και την ικανότητα συνεχούς αναπροσαρμογής τους ήταν η «ύπαρξη επιμερισμένων δυνάμεων που δρούσαν στη μικρή κλίμακα, δηλαδή σε μια ‘λεπτή άσκηση εξουσίας’ (fine-grained exercise of power) από τη βάση προς την κορυφή, την οποία εξισορροπούσε μια δύναμη ελέγχου στο ανώτερο επίπεδο».4 Και όταν, κατά τη Βιομηχανική Επανάσταση, επαγγελματίες ανέλαβαν ολοκληρωτικά το σχεδιασμό, η ισορροπία αυτή χάθηκε. Ο Habracken, ωστόσο, επιχείρησε να εφαρμόσει αυτή την ιδέα στον αστικό ιστό. Στόχος ήταν η δυνατότητα προσαρμογής των κτιρίων κατοικίας σύμφωνα με τις αλλαγές του τρόπου ζωής των κατοίκων, του μεγέθους και της διάταξης των οικογενειών, των τεχνολογικών στοιχείων. Με τους συνεργάτες του στο SAR ανέπτυξε τις “Υποδομές” (“Supports”). «Μια “Υποδομή” είναι κάθε κτίριο που προορίζεται για να περιέχει έναν αριθμό μονάδων κατοίκησης που μπορούν να προσαρμοστούν μεμονωμένα στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες και επιθυμίες των χρηστών με το

3  Ada Luise Huxtable, ό.π., 4 4  Σάββας Κονταράτος, Ουτοπία και Πολεοδομία (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2014), 241

26


πέρασμα του χρόνου.»5 Σχεδίασαν, δηλαδή, ένα σύστημα με «ζώνες» (zones) σταθερών πλαισίων που ορίζουν κλειστούς και ανοικτούς χώρους, και «περιθώρια» (margins) που έδιναν τη δυνατότητα για μεταποιήσεις και εναλλακτικές λύσεις, θέτοντας όμως ορισμένους περιορισμούς σχετικά με τον αριθμό των δραστηριοτήτων που θα λαμβάνουν χώρα σε κάθε ζώνη. Μέχρι και το 1975 οι προτάσεις τους άσκησαν κάποια επιρροή στον τρόπο που κατασκευάζονταν οι κατοικίες στην Ολλανδία, αλλά καμία από τις θεωρίες τους δεν έγινε πράξη, ώστε να δοκιμαστεί η αποτελεσματικότητά τους. Σημαντικό σταθμό στην πορεία της αρχιτεκτονικής και της πολεοδομίας στις αρχές του 20ου αιώνα αποτελούν τα CIAM (Congrès Internationau d’Architecture Moderne). Η παρουσία τους διήρκεσε από το 1928 έως το 1956, περίοδος που θα μπορούσε να χωριστεί σε τρία στάδια εξέλιξης των συνεδρίων. Το πρώτο στάδιο (1928-1933) περιλαμβάνει δύο συνέδρια, κυρίως θεωρητικού χαρακτήρα, με κύρια ζητήματα τα προβλήματα των ελάχιστων προδιαγραφών διαβίωσης και το βέλτιστο ύψος και απόσταση κτιρίων, για αποτελεσματικότερη χρήση υλικών και γης. Κατά το δεύτερο στάδιο (1933-1947) η προσοχή στρέφεται στην πολεοδομία, και έχει ως προϊόν τη “Χάρτα των Αθηνών”, γραμμένη κατά το CIAM IV σε ένα κρουαζιερόπλοιο που έπλεε στη Μεσόγειο. Η “Χάρτα” είναι ένα κείμενο 111 προτάσεων που προέκυψε από τη συγκριτική μελέτη 34 ευρωπαϊκών πόλεων. Σε αυτή γίνεται αναφορά στις συνθήκες των πόλεων αλλά προτείνονται και πιθανές λύσεις για τη βελτίωσή τους, κάτω από πέντε βασικές κατηγορίες: Κατοικία, Αναψυχή, Εργασία, Μεταφορές και Ιστορικά Κτίρια. Ο γενικευμένος και δογματικός τόνος του κειμένου, ωστόσο, βρήκε αντίθετες φωνές. Τριάντα χρόνια μετά το CIAM IV ο Reyne Banham σχολίασε: «Η πιεστική εκείνη γενικότητα, που δίνει στη Χάρτα των 5  Oktay Ural και Robert Krapfenbauer (ed.) Housing: The Impact of Economy and Technology (New York: Pergamon Press, 1981), 166

27


Αθηνών την εντύπωση μιας δυνάμει παγκόσμιας εφαρμογής, κρύβει πίσω της μια πολύ στενή αντίληψη τόσο για την αρχιτεκτονική, όσο και για την πολεοδομία, που ώθησε τα CIAM: α) σε σχέδια πόλεων με αυστηρά καθορισμένες λειτουργικές ζώνες και ζώνες πρασίνου ανάμεσα σε περιοχές με διαφορετικές λειτουργίες, και β) σε έναν μοναδικό τύπο αστικής κατοικίας, που εκφράστηκε στη Χάρτα με τα εξής λόγια, “ψηλές, αραιοχτισμένες πολυκατοικίες, εκεί όπου υπάρχει ανάγκη στέγασης μεγάλης πυκνότητας πληθυσμού”. Σήμερα, με την απόσταση των τριάντα χρόνων που μας χωρίζει από τότε, αναγνωρίζουμε στην άποψη αυτή μονάχα την έκφραση κάποιας αισθητικής προτίμησης, την εποχή όμως εκείνη είχε το βάρος Θείας Εντολής και ουσιαστικά παρέλυσε κάθε έρευνα για άλλες μορφές κατοικίας.»6 Στον λειτουργικό διαχωρισμό εργασίας, κατοικίας, αναψυχής και κυκλοφορίας, που πρότεινε η Χάρτα των Αθηνών, αντιτάχθηκαν αρχιτέκτονες όπως οι: Jacob (Jaap) Bakema, Aldo van Eyck, Alison και Peter Smithson, Γεώργιος Κανδύλης, Giancarlo de Carlo, Shadrach Woods. Όλοι οι παραπάνω ανέλαβαν να οργανώσουν το 10ο CIAM (CIAM X), γι’ αυτό και έγιναν γνωστοί ως Team X. Υποστήριζαν πως το κύριο πρόβλημα είναι η «ακριβέστερη διασύνδεση υλικής μορφής και κοινωνικοψυχολογικών αναγκών»7 και επεσήμαναν ότι ο αρχιτέκτονας έχει προσωπική ευθύνη σε κάθε δημιουργική του πράξη. Το CIAM X ήταν το τελευταίο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε, και σήμανε το τέλος του τρίτου σταδίου εξέλιξης (1947-1956). Ωστόσο, την εποχή εκείνη δεν ήταν μόνο η Team X που αμφισβητούσε τις πολεοδομικές αρχές του μοντερνισμού, αλλά υπήρξε ένα γενικότερο κλίμα κριτικής που κατεδείκνυε την ανάγκη για ανανέωση των θεωριών σχετικά με την πόλη. Μια από τις γνωστότερες φωνές που εξέφρασαν αυτή την ανάγκη, ήταν της Jane Jacobs, δημοσιογράφου με ειδίκευση στην αρχιτεκτονική. Η Jacobs πίστευε πως η πραγματική 6  Kenneth Frampton, Μοντέρνα Αρχιτεκτονική: Ιστορία και Κριτική, μτφ. Θ. Ανδρουλάκης, Μ. Πάγκαλου (Αθήνα: Θεμέλιο, 2009), 242

7  Σάββας Κονταράτος, Ουτοπία και Πολεοδομία (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 2014), 236

28


ζωή μέσα στις πόλεις θα έπρεπε να μελετάται με τη μέθοδο της δοκιμής και του σφάλματος (trial and error) και όχι ξεκινώντας από αφηρημένες ιδέες με «σκοπό να μετατρέψει τις πόλεις σε πειθαρχημένα έργα τέχνης».8 Μεγάλη ευθύνη έριχνε στους υποστηρικτές των κηπουπόλεων, λέγοντας πως «είχαν υπερτονίσει τις αποτυχίες της μεγάλης πόλης, αγνοώντας συστηματικά όλες τις θετικές πλευρές της περίπλοκης και γεμάτης ένταση μητροπολιτικής ζωής».9 Η τακτική που πρότεινε για την επίλυση των προβλημάτων της πόλης είχε τρία χαρακτηριστικά: 1. Έμφαση στις «διαδικασίες», όχι στα «αντικείμενα» 2. Επίλυση επιμέρους προβλημάτων με επαγωγική πορεία προς τα γενικά 3. Παρατήρηση για παρεκκλίσεις από μέσους όρους, που θα δώσουν ενδείξεις για το πώς λειτουργεί πραγματικά η πόλη Η μελέτη του αστικού φαινομένου που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα, μέχρι τα μέσα του 20ου είχε φτάσει σε ένα αρκετά προχωρημένο επίπεδο. Αρκετοί οραματιστές αρχιτέκτονες και πολεοδόμοι, προκειμένου να ξεφύγουν από τα όρια του μοντερνισμού, ενέταξαν στα σχέδιά τους απλουστευμένα επιστημονικά στοιχεία και αναγωγές, με αποτέλεσμα τα σχέδια αυτά, τελικά, να αποδεικνύονται αφελή και να κλονίζονται εύκολα από τα νέα τεχνολογικά και ανθρωπολογικά δεδομένα. Αυτό κατέδειξε το πόσο περίπλοκο είναι το αστικό φαινόμενο και πως για την κατανόηση και την ανάπτυξή του είναι απαραίτητη η συνεισφορά και η συνεργασία διαφόρων επιστημονικών κλάδων. Η συνεργασία αυτών τον πεδίων οδήγησε στη συνειδητοποίηση ότι ένας οριστικός σχεδιασμός του δομημένου περιβάλλοντος δεν έχει νόημα. Ο σχεδιασμός θα πρέπει να γίνει αντιληπτός ως μια συνεχής διαδικασία που συμβαδίζει και προσαρμόζεται στην ανάπτυξη όλων των τομέων που επηρεάζουν την κατοίκηση. Αποτέλεσμα 8  Σάββας Κονταράτος, ό.π., 238 9  Σάββας Κονταράτος, ό.π., 239 29


της παραπάνω αλλαγής ήταν και η συμμετοχή όλο και περισσότερων κοινωνιολόγων και οικονομολόγων στις ομάδες. Οι ιδέες της Jacobs φαίνεται να αλληλοσυμπληρώνονται με τη μελέτη του αρχιτέκτονα και μαθηματικού Christopher Alexander, o οποίος εξήγησε με μαθηματική λογική τα προβλήματα των πόλεων που η Jacobs εμπειρικά παρατήρησε και εξέφρασε. Ο Alexander, μελετώντας παραδοσιακές ιθαγενείς κουλτούρες, προσπάθησε να συστηματοποιήσει την οργανική διαδικασία μορφοπλασίας που αυτές αυθόρμητα εφάρμοζαν. Επιχείρησε να αναλύσει αυτή τη διαδικασία σε ιεραρχημένα υποσυστήματα, έτσι ώστε επιλύοντας τα επιμέρους προβλήματα να φτάσει σε μια μορφή που θα εξυπηρετεί κάθε απαίτηση, αλλά κατάλαβε πως ένα τέτοιο εγχείρημα είναι πολύ δύσκολο σε πολεοδομικό επίπεδο, λόγω περιπλοκότητας των σχέσεων. Ότι δηλαδή «η πόλη δεν είναι ένα δέντρο». Στο άρθρο του «A City is Not a Tree»10 ονομάζει τις πόλεις που προέκυψαν σταδιακά, στο πέρασμα του χρόνου, “φυσικές πόλεις” (“natural cities”) κι αυτές που σχεδιάστηκαν εξαρχής από πολεοδόμους “τεχνητές πόλεις” (“artificial cities”). Υποστηρίζει πως οι τεχνητές πόλεις πάντα θα παρουσιάζουν μειονεκτήματα σε σχέση με τις φυσικές, από την οπτική του ανθρώπου. Για να κάνει κατανοητή τη θεωρία του εξηγεί την ιδέα της οργάνωσης “δέντρου” (“tree”) και της οργάνωσης “πλέγματος” (“semilattice”). Και οι δύο ιδέες αποτελούν τρόπους συστηματοποίησης μιας συλλογής συνόλων, τους οποίους διατυπώνει με τη μορφή αξιωμάτων.

10  Christopher Alexander, “City is not a Tree,” Architectural Forum, no. 122 (1965): 58-62

30


«Μια συλλογή συνόλων σχηματίζει ένα πλέγμα αν και μόνο αν, όταν δύο αλληλεπικαλυπτόμενα σύνολα ανήκουν στην ίδια συλλογή, τότε και το σύνολο των κοινών τους στοιχείων επίσης ανήκει στη συλλογή.»

[3.5]

«Μια συλλογή συνόλων σχηματίζει ένα δέντρο αν και μόνο αν, για οποιαδήποτε δύο σύνολα που ανήκουν στη συλλογή κάθε ένα από αυτά είναι υποσύνολο του άλλου ή τα δύο αυτά σύνολα είναι διαζευγμένα.»

[3.6]

Για να τονίσει τη διαφορά στην πολυπλοκότητα που παρουσιάζει το δέντρο και το πλέγμα, αναφέρει πως ένα δέντρο με 20 στοιχεία μπορεί να έχει μέχρι και 19 υποσύνολα, ενώ ένα πλέγμα 20 στοιχείων μπορεί να περιέχει περισσότερα από 1.000.000 διαφορετικά υποσύνολα.

31


Περνώντας από τα μαθηματικά στην οργάνωση της πόλης, ισχυρίζεται πως η πολυπλοκότητα που έχουν οι φυσικές πόλεις θα πρέπει να περιγραφεί ως πλέγμα, καθώς τα στοιχεία της οργανώνονται και συνδέονται ποικιλοτρόπως. Στις τεχνητές πόλεις οι πολεοδόμοι επιχειρούν να οργανώσουν τα στοιχεία σαν δέντρο, αποκόβοντας με αυτό τον τρόπο χρήσιμες σχέσεις. Οι σχέσεις αυτές, ωστόσο, θα αρχίσουν να αναπτύσσονται φυσικά μεν, με δυσκολία δε, καθώς η οργάνωση του δομημένου περιβάλλοντος τείνει να τις αποκλείσει. Και άλλες σχέσεις, καθορισμένες από το σχέδιο να βρίσκονται σε στενή σχέση, ενδεχομένως πρακτικά να μην αποδίδουν με τον τρόπο που οι σχεδιαστές τους τις οραματίστηκαν. Ως παραδείγματα των δύο περιπτώσεων δίνει την αποκοπή ενός πανεπιστημιακού campus από την υπόλοιπη πόλη, παρόλο που οι δεσμοί μεταξύ πόλης και πανεπιστημίου είναι σημαντικοί, και, αντίστοιχα, τη συγκέντρωση πολιτιστικών χώρων σε ένα συγκρότημα, παρόλο που οι πιθανότητες να επισκεφθεί κάποιος διαδοχικά ένα θέατρο και μια όπερα είναι ελάχιστες έως μηδαμινές. Και ενώ είναι δυνατόν να περιγράψουμε μια φυσική πόλη μέσω ενός πλέγματος, είναι εξαιρετικά δύσκολο να δημιουργήσουμε εκ του μηδενός μια πόλη που να παρουσιάζει την πολυπλοκότητα ενός πλέγματος. Ο Alexander ισχυρίζεται πως αυτό οφείλεται στην εκ φύσεως αδυναμία του ανθρώπινου εγκεφάλου να οργανώνει τα αντικείμενα σε πολύπλοκα σύνολα, όπως αυτό του πλέγματος. Το μυαλό αυτόματα προσπαθεί να απλοποιεί την πολυπλοκότητα και να οργανώνει τα στοιχεία θέτοντας διακριτά όρια μεταξύ τους. Το ίδιο συμβαίνει και στις μορφές που αντιλαμβάνεται με την όραση. Η “έμφαση στις διαδικασίες και όχι στα αντικείμενα” της Jacobs είναι οι πολύπλοκοι δεσμοί μεταξύ των στοιχείων, που αναφέρει ο Alexander. H “επαγωγική πορεία επίλυσης προβλημάτων” εξασφαλίζει πως το πλέγμα θα αρχίσει να δημιουργείται από τη βάση προς την κορυφή, δίνοντας τη δυνατότητα να συνδέονται στοιχεία μεταξύ τους σχηματίζοντας υποσύνολα που ανήκουν σε περισσότερα από ένα σύνολα. Και τέλος, η “παρατήρηση για αποκλίσεις από μέσους όρους” εξασφαλίζει την προσαρμογή του συστήματος στις πραγματικές ανάγκες της πόλης. 32


Το γεγονός ότι η πολυπλοκότητα της πόλης αναγνωρίστηκε για τα θετικά της στοιχεία δεν αναιρεί, ωστόσο, τα αρνητικά. Ο Δοξιάδης παρατηρεί πως η πόλη έχει χάσει τα “ανθρώπινα” χαρακτηριστικά της. Στη μικροκλίμακα, οι άνθρωποι δε διασχίζουν πλέον τους δρόμους ελεύθερα, αλλά περιορίζονται στο κομμάτι που τους επιτρέπει η κίνηση των αυτοκινήτων. Στη μακροκλίμακα, η ατομική κινητικότητα και η χρήση του αμαξιού έχουν μειώσει τις αποστάσεις, χαλαρώνοντας το αστικό σύστημα. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά έχουν οδηγήσει σε χαμηλές πυκνότητες και ασυνεχή ανάπτυξη. Έτσι, προβλέπει πως αν οι τάσεις αυτές συνεχιστούν «θα εξαλείψουν ακόμα περισσότερες ανθρώπινες αξίες και μπορεί να συνθλίψουν τον Άνθρωπο ή να προκαλέσουν το θάνατο του πολιτισμού του».11 Αντιλαμβάνεται μια σχέση μεταξύ της ανθρώπινης δημιουργικότητας και του φυσικού και κοινωνικού περιβάλλοντος των ανθρώπινων οικισμών. Θεωρεί πως η δημιουργικότητα είναι μια έκρηξη ενέργειας που ενδέχεται να σημειωθεί προς μια κατεύθυνση, κι έπειτα προς κάποια άλλη ή σε πολλά μέρη και προς πολλές κατευθύνσεις ταυτόχρονα. Και όλο το άθροισμα των επιμέρους εκρήξεων δημιουργεί τη συνολική έκρηξη ενέργειας. Με αυτή τη βάση, προσδιορίζει τρία διαφορετικά ενδεχόμενα ως συνέχεια της κατάστασης.12 Στην πρώτη περίπτωση, αν η έκρηξη σημειωθεί σε κενό αέρος, η ενέργεια κάποια στιγμή θα εξαντληθεί και η πηγή της θα σβήσει. [Εικ. 3.7] Δηλαδή, το άτομο που υπέστη αυτή τη δημιουργική έκρηξη, σταδιακά θα χάσει το ενδιαφέρον του και την ενέργειά του και δε θα εκραγεί ξανά. Αντιθέτως, αν η έκρηξη συναντήσει ανυπέρβλητα εμπόδια, όπως για παράδειγμα ένα άτομο που βρίσκεται περιορισμένο από την οικογένεια ή την κοινωνία στην οποία ζει, υπάρχουν δυο επιμέρους ενδεχόμενα εξέλιξης της κατάστασης. Είτε θα εξαντληθεί η πηγή και θα καταλήξουμε στο ίδιο αποτέλεσμα 11  Κωνσταντίνος Δοξιάδης. “Μια πόλη που εξυπηρετεί την Ανθρώπινη Ανάπτυξη” (1968) στο Κύρτσης, Α.Α. (επίμ.) Κωνσταντίνος Α.

Δοξιάδης: Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί. (Αθήνα: Ίκαρος, 2006) 50

12  Κωνσταντίνος Δοξιάδης. “Ανθρώπινη Δημιουργικότητα στην Ανθρώπινη Πόλη” (1968) στο Κύρτσης, Α.Α. (επίμ.) Κωνσταντίνος Α.

Δοξιάδης: Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί. (Αθήνα: Ίκαρος, 2006) 68

33


[3.6]

[3.7]

[3.8]

[3.9]

[3.10]

[3.11]

[3.12]

34

[3.13]

[3.6] Η δημιουργικότητα ως έκρηξη ενέργειας [3.7] Έκρηξη σε κενό αέρος [3.8] Έκρηξη αντιμέτωπη με ανυπέρβλητα εμπόδια [3.9] Στάσιμη κατάσταση εξάντληση πηγής [3.10] Διέγερση πηγής μέσω προκλήσεων [3.11] Μονόπλευρη ισχυροποίηση έκρηξης [3.12] Υποχρέωση πόλης να ισχυροποιήσει την πηγή [3.13] Κατάκτηση ευρύτερων χώρων


με την πρώτη περίπτωση [Εικ. 3.8], είτε η ενέργεια που ανακλάται θα επιστρέφει στην πηγή και θα την ενδυναμώνει μέχρι να είναι σε θέση να σπάσει τα μέχρι τότε ανυπέρβλητα όριά της, με συνέπειες που θα μπορούσαν να κυμαίνονται από την απόλυτη επιτυχία μέχρι την καταστροφική αποτυχία. Και οι δύο προηγούμενες ακραίες περιπτώσεις έχουν ως αποτέλεσμα να χάνεται η επίδραση πολλών δημιουργικών ατόμων για την κοινωνία και να βλάπτεται το σύστημα στο σύνολό του, αλλά και τα μέλη του ξεχωριστά. Ωστόσο, αν τα εμπόδια είναι τόσα ώστε να αποτελούν προκλήσεις αλλά να μπορούν να ξεπεραστούν, ενδέχεται η πηγή σταδιακά να δυναμώνει και να είναι σε θέση να δημιουργήσει ακόμα μεγαλύτερες εκρήξεις. [Εικ. 3.10] Με τις μεγαλύτερες εκρήξεις ξεπερνούνται ακόμα μεγαλύτερα εμπόδια και η διαδικασία τρέφει συνεχώς την πηγή. [Εικ. 3.11] Αυτά τα εμπόδια-προκλήσεις θεωρεί ο Δοξιάδης πως πρέπει να προσφέρει η πόλη στον άνθρωπο, ώστε να του τρέφει τη δημιουργικότητα και να τον προετοιμάζει να μπορεί να αντιμετωπίσει όλο και μεγαλύτερες προκλήσεις. [Εικ. 3.12] Και η τελική, συνολική έκρηξη θα καταφέρει να κυριαρχήσει τόσο στο χώρο των φυσικών αισθήσεων όσο και στο χώρο της διανοητικότητας. [Εικ. 3.13] Αναγνωρίζει, βέβαια, τη γέννηση δύο ερωτημάτων σχετικά με αυτή τη διαδικασία. Από τη μία, είναι όντως εφικτό αυτή η έκρηξη να γίνει προς όλες τις κατευθύνσεις και να ξεπεράσει ακόμα και τα όρια της βιολογικής κληρονομιάς; Κι από την άλλη, μπορεί η πόλη να προσφέρει αυτές τις δυνατότητες σε όλα τα μέλη της και όχι μόνο στα ισχυρότερα; Κι ενώ αυτές οι ιδέες συζητούνται, διαδίδονται και σε μικρό βαθμό δοκιμάζονται στην πράξη, η γενική εικόνα των πόλεων δεν δείχνει να αλλάζει σημαντικά. Η σύγχρονη πόλη πήρε μορφή από την ιστορία και την παράδοση. Οι κοινωνικές αλλαγές που δεν συμβαδίζουν με αλλαγές στην πόλη, την κάνουν να μοιάζει αναχρονιστική, και καμία από τις «θεραπείες» (πολιτικά και κοινωνικά προγράμματα, σχεδιασμός πόλεων, κατεδάφιση φτωχογειτονιών, κατασκευή σύγχρονων εγκαταστάσεων) δεν

35


ήταν επιτυχής, παρατηρεί ο Dahinden.13 Σημειώνει πως υπήρχαν δυνατότητες αναγέννησης των πόλεων, όπως για παράδειγμα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ολόκληρες πόλεις χρειάστηκε να ξαναφτιαχτούν. Εκείνη η περίοδος ήταν πολύ κρίσιμα για την ανάπτυξη νέων ιδεολογιών. Οι πολίτες αμφισβήτησαν το ρόλο της εξουσίας και τις μέχρι τότε κυρίαρχες ιδεολογίες, θέλοντας να απελευθερωθούν από ένα σύστημα που τους αντιμετώπιζε σαν αριθμούς. Προσπάθησαν να επιβεβαιώσουν τις προσωπικότητές τους και να γίνουν ξανά κυρίαρχοι του περιβάλλοντός τους «Η δεκαετία του 1960 έγινε μάρτυρας μιας έκρηξης αυτό-έκφρασης και αντίδρασης ενάντια στην εξουσία και το κατεστημένο στη Βόρεια Αμερική και την Ευρώπη, και κορυφώθηκε στη Γαλλία με τα επαναστατικά γεγονότα του 1968.»14 Οι νέες ιδέες, ωστόσο, έμειναν ως θεωρίες και μανιφέστα, πρώτον, γιατί η κοινωνία φαίνεται να προτιμά την ομοιομορφία και τη σταθερότητα, σε ό,τι αφορά την κατοικία και, δεύτερον, επειδή η κοινωνία, παρά τις αλλαγές που έχει υποστεί, σε γενικές γραμμές παραμένει ίδια, με τις απολυταρχικές και ιεραρχικές κοινωνικές φόρμες της. Οι κάτοικοι στο συγκρότημα του Pessac έκαναν φανερή την επιθυμία τους για προσαρμογή των κατοικιών τους στις ιδιαίτερες ανάγκες τους. To SAR λίγα χρόνια αργότερα επιχείρησε να προσχεδιάσει μια υποδομή που να επιτρέπει αυτή την προσαρμογή. Η Jacobs τόνισε τη σημασία της “δοκιμής και σφάλματος” και της διατήρησης της πολυπλοκότητας της πόλης, ενώ ο Alexander επιχείρησε να εξηγήσει αυτή την πολυπλοκότητα με τρόπο κατανοητό για την ανθρώπινη σκέψη. Το κίνημα του μοντερνισμού, δίνοντας σαφείς και περιοριστικές κατευθύνσεις για την ανάπτυξη των πόλεων, φαίνεται να αποπροσανατόλισε 13  Justus Dahinden. Urban Structures for the Future (New York: Praeger Publishers, 1972) 10

14  Ruth Eaton. Ideal Cities: Utopianism and the (Un)Built Environment (New York: Thames & Hudson, 2002) 217

36


τους πολεοδόμους, απομακρύνοντας τα έργα τους από τη φυσική ροή των πόλεων και τις ανάγκες των κατοίκων. Εντούτοις, ήδη μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα έχει αρχίσει να κλιμακώνεται η συζήτηση για μια πόλη δυναμική, στην οποία η κατοίκηση θα προσαρμόζεται στο χρήστη αλλά και τις γενικότερες εξελίξεις της πολεοδομίας, της αρχιτεκτονικής και της τεχνολογίας. Γίνεται, τελικά, επιτακτική η ανάγκη για μια πόλη που θα “εξυπηρετεί την ανθρώπινη ανάπτυξη”, όπως περιέγραψε ο Δοξιάδης.

37


4

38


Σχεδιάζοντας το “κατοικείν” του μέλλοντος Νέες πόλεις, σαν αντίδραση στην υπάρχουσα, αρχίζουν να παίρνουν θεωρητική μορφή τις δεκαετίες 1960 και 1970 μέσα από τα οραματικά έργα αρχιτεκτόνων. Όπως και στο παρελθόν, τα οράματα για την πόλη που θα αντικαταστήσει την υπάρχουσα εκφράστηκαν με ευφάνταστες ιδέες και τολμηρές προτάσεις, αγγίζοντας άλλοτε την ευτοπία και άλλοτε τη δυστοπία, ή ακόμα και αμφιταλαντευόμενες ενδιάμεσα. Επιχειρούσαν να δώσουν λύση σε κάποια από τα προβλήματα που είχαν εντοπιστεί ως τότε, αλλά και σε προβλήματα που εικάζονταν ότι θα προκύψουν στο μέλλον. Το «μέλλον» δεν προσδιορίζεται σαφώς στις περισσότερες από τις προτάσεις. Δεν γνωρίζουμε, συνεπώς, αν σήμερα ζούμε αυτό το μέλλον ή αν κατευθυνόμαστε προς αυτό. Η τεχνολογία που αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια των τουλάχιστον 50 ετών από τη δημοσίευση των προτάσεων ίσως να ήταν ικανή να υλοποιήσει πολλές από τις εκδοχές της μελλοντικής πόλης σήμερα ή στο άμεσο μέλλον. Οι κοινωνικές συνθήκες, ωστόσο, δεν έχουν ωριμάσει ώστε να μπορούμε να πούμε πως η μετάβαση σε μια μελλοντική πόλη κατά τα πρότυπα του 1960 είναι πιθανή σύντομα. Επιπλέον, οι στόχοι και τα ιδανικά της σημερινής κοινωνίας σχετικά με τις πόλεις, ενδεχομένως διαφέρουν από αυτά της κοινωνίας του 1960 σε βαθμό που να καθιστά την πραγματοποίηση των οραμάτων -ή στοιχείων τους- μη ρεαλιστική ή ακόμα και ανώφελη. Παρατηρώντας όμως ότι η πόλη σαν μορφή και διάρθρωση δεν έχει αλλάξει δραστικά έκτοτε, μια κριτική 39


ανάγνωση των οραματικών προτάσεων αυτών θα μπορούσε να προσφέρει κατευθύνσεις για την πόλη του «δικού μας» μέλλοντος. Στην παρούσα ανάλυση τίθεται η κατοίκηση στο επίκεντρο, χωρίς ωστόσο η έρευνα να περιορίζεται στον χώρο τον κατοικιών. Η ίδια η κατοίκηση, άλλωστε, δεν περιορίζεται στον χώρο της κατοικίας, αλλά περιλαμβάνει όλους τους χώρους στους οποίους ο άνθρωπος χρησιμοποιεί για να αναπτύξει τις δραστηριότητές του. Σύμφωνα με τον Heidegger «το κατοικείν είναι ο τρόπος με τον οποίο οι θνητοί είναι επάνω στη γη».1 Επομένως, επιχειρώντας να προσδιοριστεί το κατοικείν στην πόλη του μέλλοντος, ουσιαστικά επιδιώκεται να κατανοηθεί ο τρόπος με τον οποίο οι μελλοντικοί κάτοικοι θα ζουν μέσα στην πόλη. Το κατοικείν δεν μπορεί να σχεδιαστεί άμεσα, μπορεί όμως να επηρεαστεί, από τα αντικείμενα και τους χώρους που σχεδιάζονται. Βέβαια, ένας σχεδιασμένος χώρος μπορεί να ενθαρρύνει διαφορετικές ενέργειες εντός του, όπως και μια ενέργεια μπορεί να αναπτυχθεί σε διαφορετικών ειδών χώρους. Επομένως, στην ανάλυση αυτή δεν δίνεται τόση σημασία στην ίδια τη μορφή των πόλεων, παρά μόνο όταν βοηθά να περιγραφεί η ενέργεια που αναπτύσσεται εντός τους. Σημασία, δηλαδή, έχουν περισσότερο οι σχέσεις που αναπτύσσονται και ποια ποιοτικά στοιχεία του χώρου μπορούν να τις ενισχύσουν ή να τις καταπιέσουν. «Η κατοίκηση είναι το αποτέλεσμα μιας ενέργειας στην καθημερινή ζωή. Η κατοίκηση είναι μια πράξη, όχι ένα σχήμα.» 2 Τα ερωτήματα που επιχειρούνται να απαντηθούν μέσα από αυτή την ανάλυση είναι τρία: Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της μελλοντικής κοινωνίας και των ανθρώπων που την αποτελούν; Τι είδους υλικές υποδομές θα χρειαστούν 1  Martin Heidegger, Κτίζειν Κατοικείν Σκεπτεσθαι, μτφ. Γιώργος Ξηροπαΐδης, (Αθήνα: Πλέθρον, 2009),

2  John Habracken, “You Can’t Design the Ordinary.” Architectural Design, April 1971

40


για να καλυφθούν οι ανάγκες τους; Πως τα δίκτυα που θα δημιουργηθούν, αξιοποιώντας νέες τεχνολογικές δυνατότητες, θα επηρεάσουν τη μορφή της πόλης και την κατοίκηση σε αυτές; Μέσα από την διερεύνηση των παραπάνω ερωτημάτων, σε κάθε ένα από τα υποκεφάλαια, στόχος είναι να σκιαγραφηθεί η κατοίκηση όπως την οραματίστηκαν στο παρελθόν για ένα μέλλον που ίσως δεν έχει φτάσει ακόμα.

41


4

42


4.1_Άνθρωπος

Οι εξελίξεις στη μελέτη των πόλεων στις αρχές του 20ου αιώνα έφεραν τον κάτοικο στο προσκήνιο, έγιναν η αφορμή να μελετηθούν καλύτερα τα χαρακτηριστικά του και οι προτάσεις αστικής κατοίκησης να προσαρμοστούν στις απαιτήσεις του. Ταυτόχρονα, η εξέλιξη της τεχνολογίας έδειξε το δρόμο για ένα μέλλον στο οποίο η εργασία θα είναι αυτοματοποιημένη και ο άνθρωπος θα έχει πολύ περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Το τελευταίο είναι ένα πολύ σημαντικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου του μέλλοντος, αυτού που προορίζεται να κατοικήσει στις οραματικές πόλεις που σχεδιάζονται το 1960. Η χειρωνακτική εργασία έχει εκλείψει, καθώς οι μηχανές έχουν αναλάβει τα κοπιαστικά επαγγέλματα. Οι κάτοικοι των μελλοντικών πόλεων εργάζονται κυρίως σε θέσεις γραφείου, διαχειριστικές και διοικητικές, ή δεν εργάζονται καθόλου. Σε κάθε περίπτωση, ο ελεύθερος χρόνος και η έλλειψη χειρωνακτικής εργασίας απελευθερώνουν τον κάτοικο του μέλλοντος και του προσφέρουν άπειρες δυνατότητες. Σε πολλές από τις προτάσεις η ελευθερία αυτή συνεπάγεται με ατελείωτη περιπλάνηση, διαρκή κίνηση και δημιουργική διαδικασία συνυφασμένη με την καθημερινή ζωή. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις που αυτή η ελευθερία καθηλώνει τον κάτοικο, προσφέροντάς του μια συνεχή ροή πληροφοριών και υπηρεσίες για κάθε του ανάγκη, με την ευκολία πατήματος ενός κουμπιού. Σημαντική στιγμή αποτέλεσε η εισαγωγή του όρου “Homo 43


Ludens” από τον Johan Huizinga. Ο όρος παρουσιάστηκε πρώτη φορά στο βιβλίο του “Homo Ludens: A study of the play-element in culture”.1 Στον πρόλογο του βιβλίου ο Huizinga περιγράφει πως η αρχική ονομασία του ανθρώπου ως Homo Sapiens, βασισμένο στη λογική που χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος, δεν ήταν ο αντιπροσωπευτικότερος δυνατός όρος. Έτσι σταδιακά άρχισε να κυριαρχεί ο όρος Homo Faber, που σημαίνει Άνθρωπος Κατασκευαστής. Ωστόσο, διευκρινίζει, το παιχνίδι είναι μια εξίσου σημαντική πτυχή της ανθρώπινης φύσης, μαζί με τη λογική και την κατασκευαστική ικανότητα. Έτσι, ο άνθρωπος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως Homo Ludens, ο Παίζων Άνθρωπος.2 Ο Homo Ludens δεν είναι εξέλιξη του Homo Sapiens ή του Homo Faber. Κάθε ένας από αυτούς τους όρους τονίζει μια διαφορετική πτυχή της ανθρώπινης προσωπικότητας. Το παιχνίδι ως χαρακτηριστικό των ανθρώπων, όπως και των ζώων, υπήρχε πάντα. Όπως μάλιστα τονίζει ο Huizinga: «Το παιχνίδι είναι αρχαιότερο από τον πολιτισμό, διότι ο πολιτισμός, όσο ανεπαρκώς κι αν ορισθεί, προϋποθέτει πάντα την ανθρώπινη κοινωνία, και τα ζώα δεν περίμεναν να έλθει ο άνθρωπος για να τα μάθει να παίζουν. Μπορούμε ακόμα να υποστηρίξουμε με βεβαιότητα ότι ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν έχει προσθέσει κανένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό στη γενική έννοια του παιχνιδιού.»3 Οι απόψεις του Huizinga άσκησαν μεγάλη επιρροή στην Καταστασιακή Διεθνή.4 Ισχυρότερο παράδειγμα ήταν η New Babylon, μια πόλη για τον Homo Ludens, σχεδιασμένη 1  Johan Huizinga. Homo Ludens: A study of the play-element in culture. (London: Routledge & Kegan Paul Ltd, 1949)

2  Johan Huizinga, ό.π., ix 3  Johan Huizinga, ό.π., 1 4  Ruth Eaton. Ideal Cities: Utopianism and the (Un)Built Environment. (New York: Thames & Hudson, 2002), 223

44


από τον Constant Nieuwenhuys, καλλιτέχνη και μέλος της Καταστασιακής Διεθνούς. Ο Constant πειραματίζεται με την New Babylon από το 1956 έως και το 1974, ακόμα και μετά την αποχώρηση του από την Καταστασιακή Διεθνή. Σε κείμενο που γράφει το 1974 για τον κατάλογο5 της έκθεσης της New Babylon στο Haags Gemeentemuseum, περιγράφει την πόλη ξεκινώντας από το κοινωνικό μοντέλο που οραματίζεται. Υποστηρίζει πως η εικόνα του περιβάλλοντος αυτής της πόλης θα διαφέρει από οτιδήποτε είχε υπάρξει έως τότε, καθώς ποτέ στην ιστορία δεν ήταν ο άνθρωπος τόσο ελεύθερος να δημιουργήσει. Στη New Babylon, όμως, μόνο ως δημιουργός θα μπορεί ο άνθρωπος να «εκπληρώσει και να φτάσει το υψηλότερο επίπεδο της ύπαρξής του».6 Θεωρεί προφανές ότι ένας ελεύθερος άνθρωπος χρειάζεται να μετακινείται όπου και όποτε θέλει, επομένως δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια σταθερή κατοικία. «Ο καθιστικός άνθρωπος [sic] πεθαίνει,» γράφει ο Constant. «Γινόμαστε για άλλη μια φορά νομάδες, περιπλανώμενοι στη γη, χωρίς να αναζητούμε ξεκούραση, αλλά δυναμική κίνηση.»7 Άρα για να μπορεί να παίζει, να εξερευνά και να κινείται χρειάζεται ένα περιβάλλον που να του δίνει αυτές τις δυνατότητες. Ο ίδιος θα έχει την επιθυμία να αναδιαμορφώνει το περιβάλλον του σύμφωνα με τις νέες του ανάγκες, κι έπειτα να το εξερευνά εκ νέου. Έτσι, καταλήγει, θα παρακολουθήσουμε μια «αδιάκοπη διαδικασία δημιουργίας και ανα-δημιουργίας, η οποία θα συντηρείται από τη γενικευμένη δημιουργικότητα που θα εκφράζεται σε κάθε τομέα δραστηριότητας.»8 5  Constant. “New Babylon: Outline of a Culture” (1974) στο Wigley, Mark. Constant’s New Babylon: The Hyper-Architecture of Desire. (Rotterdam: Witte de With Center for Contemporary Art, 1998), 160-165

6  Constant, ό.π., 160 7  Constant. “On Travelling” (1969) στο Wigley, Mark. Constant’s New Babylon: The Hyper-Architecture of Desire. (Rotterdam: Witte de With Center for Contemporary Art, 1998), 200

8  Constant. “New Babylon: Outline of a Culture” (1974) στο Wigley, Mark. Constant’s New Babylon: The Hyper-Architecture of Desire. (Rotterdam: Witte de With Center for Contemporary Art, 1998), 160

45


Παρά την προσπάθειά του να περιγράψει τη δραστηριότητα του κατοίκου της New Babylon, δεν πίστεψε ποτέ ότι μπορεί να προβλέψει τα χαρακτηριστικά του ή τις επιθυμίες του. «Είναι πιθανό να σχεδιάσουμε μια αρκετά καθαρή ιδέα ενός προς το παρόν ακατοίκητου κόσμου. Είναι πιο δύσκολο να εγκαταστήσουμε σε αυτόν τον κόσμο ανθρώπους που ζουν τόσο διαφορετικά από εμάς: δεν μπορούμε ούτε να επιβάλλουμε, ούτε να σχεδιάσουμε την παιγνιώδη ή εφευρετική τους συμπεριφορά εκ των προτέρων. Μπορούμε μόνο να επικαλεστούμε τη φαντασία μας και να στραφούμε από την επιστήμη στην τέχνη.»9 Οραματίζεται μια μαζική κοινωνία, με μαζική κουλτούρα αλλά πιστεύει ότι σε αυτή υπάρχει τεράστια δημιουργική δυνατότητα, που μέχρι τότε παρέμενε αναξιοποίητη. Έτσι σχεδιάζει τη New Babylon ως μια πόλη στην οποία «είναι πιθανό να ζεις. Και το να ζεις σημαίνει να είσαι δημιουργικός. Η New Babylon είναι το αντικείμενο της μαζικής δημιουργικότητας.»10 Το 1960 διακηρύσσει πως: «Η κουλτούρα του ατομικισμού έχει φτάσει στο τέλος της, οι θεσμοί της έχουν εξαντληθεί. Ο σημερινός στόχος του καλλιτέχνη μπορεί να είναι μόνο το να προετοιμάσει το έδαφος για μια μελλοντική μαζική κουλτούρα. Γιατί αν υπάρχει ακόμα συζήτηση περί κουλτούρας, θα πρέπει να ανταποκρίνεται σε μια μαζική κοινωνία, και τότε τα μέσα μπορούν να αναζητηθούν μόνο μέσα

9  Διάλεξη Constant στο Πανεπιστήμιο Delft, 23/5/1980, απόσπασμα διαθέσιμο

στο

https://stichtingconstant.nl/new-babylon-1956-1974

(τελευταία επίσκεψη: 4/1/2019)

10  Constant, ό.π. 46


από τη μηχανοποίηση.»11 Ωστόσο, η New Babylon δεν θα κατασκευαζόταν με σκοπό να αφυπνίσει τη δημιουργική δυνατότητα της μάζας. Αντιθέτως, θα ήταν αυτή η αφύπνιση που θα δημιουργούσε σταδιακά τις συνθήκες για τη μετάβαση από τη σύγχρονη πόλη, στην πόλη του μέλλοντος. Όπως έγραψε ο Guy Debord: «Στην πραγματικότητα, τίποτα αληθινά καινούργιο δεν μπορεί να αναμένεται μέχρι οι μάζες που δρουν να συνειδητοποιήσουν τις συνθήκες που τους επιβάλλουν όλοι οι τομείς της ζωής και τα πρακτικά μέσα για να τις αλλάξουν.»12 Η νομαδικότητα των κατοίκων είναι άλλο ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της κοινωνίας της New Babylon και είχε απασχολήσει τον Constant άλλη μια φορά στο παρελθόν. Το 1956 κλήθηκε από τον Giuseppe Pinot-Gallizio να σχεδιάσει μια μόνιμη κατασκευή για τη στέγαση Ρομά, στην Alba.13 Σχεδιάζοντας για τους Ρομά ο Constant προβληματίστηκε σε σχέση με τη γενικότερη κατάσταση των πληθυσμών που βρίσκονται παγιδευμένοι «σε μια παράδοξη τοπολογική θέση, ταυτόχρονα εντός και εκτός μιας κυρίαρχης κοινωνικής δομής.»14 Με έμφαση στη ζωή σε εξωτερικό περιβάλλον, απομακρυσμένη από την υπόλοιπη κοινωνία, η Ρομά κοινότητα είχε αποκτήσει το προφίλ του παρία, το οποίο ο Tom McDonough15 παρομοιάζει με αυτό που ο Giorgio Ag11  Constant. “New Babylon” (1960) στο Conrads, Ulrich. Programs and manifestoes on 20th-century architecture. (Cambridge, Mass: MIT Press, 1971), 177

12  Guy Debord. “Introduction to a Critique of Urban Geography.” Les Lèvres Nues, no. 6 (1955)

13  Σάββας Κονταράτος. Ουτοπία και Πολεοδομία (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2014), 261

14  Tom McDonough. “Metastructure: Experimental Utopia and Traumatic Memory in Constant’s New Babylon.” Grey Room, no. 33 (2008) 88

15  Tom McDonough, ό.π., 88


amben ονόμασε Homo Sacer16 (Μισητός Άνθρωπος). Ο Constant, όμως, στην Alba δε σχεδιάζει ένα κατάλυμα έκτακτης ανάγκης, ούτε προσπαθεί να προσαρμόσει τα χαρακτηριστικά της Ρομά κοινότητας στα ιδανικά μιας κοινωνίας μόνιμα εγκατεστημένης σε έναν τόπο. Αντιθέτως, προσπαθεί να μετατρέψει τα χαρακτηριστικά που μέχρι τότε σήμαιναν φυσική στέρηση, σε ευκαιρίες για αισθητηριακό πλούτο. Τον ίδιο αισθητηριακό πλούτο επιθυμεί να προσφέρει μέσω της New Babylon στην κοινωνία του μέλλοντος, που θα χαρακτηρίζεται, όπως και οι Ρομά, από διαρκή μετακίνηση. Αυτή η τεράστια αύξηση των μετακινήσεων και του πληθυσμού θα οδηγήσει σε μια πλήρη αστικοποίηση. Έτσι, ο λαβυρινθώδης ιστός της New Babylon θα καλύψει όλη την επιφάνεια της γης. Σε αυτό το απέραντο περιβάλλον θα “παίζει” o Homo Ludens και πλέον δε θα χρειάζεται την τέχνη, γιατί θα μπορεί να είναι δημιουργικός στην καθημερινή του ζωή.17 Η καθημερινότητά του θα είναι “τέχνη,” άρα η ίδια η έννοια της τέχνης θα χάσει το νόημα που είχε μέχρι τότε. H Catherine de Zegher ερμηνεύει την εισαγωγή της τέχνης στην καθημερινότητα ως «παραγωγή αντικειμένων παρηγοριάς σε έναν κόσμο συνεχούς μετακίνησης και κυμαινόμενων απόψεων προέλευσης και περιεχομένου.»18 Μας δημιουργεί την εικόνα μιας κοινωνίας που προσπαθεί να νικήσει τη δυστυχία στην οποία η ίδια καταδίκασε τον εαυτό της. Αυτό το δυστοπικό ενδεχόμενο το είδε και ο ίδιος ο Constant. Το 1969 γράφει πως αυτοί οι κάτοικοι-νομάδες δεν αποτελούσαν «μια κοινότητα, αλλά ένα ετερογενές σύνολο

16  Giorgio Agamben. Homo Sacer: Sovereign Power and Bare Life, μτφ. Danel Heller-Roazen (Stanford: Stanford University Press, 1998)

17  Fondation Constant, “New Babylon 1956-1974”, διαθέσιμο στο

https://stichtingconstant.nl/new-babylon-1956-1974

(τελευταία

επίσκεψη: 4/1/2019)

18  Catherine de Zegher. “An Homage to Constant”, στο Wigley, Mark. Another City for Another Life: Constant’s New Babylon. (New York: The Drawing Center, 1999), 5

48



ανθρώπων (…) είναι εκτοπισμένοι.»19 Την ίδια χρονιά δηλώνει πως σταματά να επεξεργάζεται την ιδέα της New Babylon και επιστρέφει στο καλλιτεχνικό μέσο που λίγα χρόνια νωρίτερα είχε εγκαταλείψει, τη ζωγραφική.20 Με αυτόν τον τρόπο, προσπάθησε να απεικονίσει μια εκδοχή των κατοίκων, κάτι που τα μέσα που χρησιμοποιούσε ως τότε δεν του επέτρεπαν.21 Οι πίνακές του, ωστόσο, δεν παρουσιάζουν τη New Babylon ως το ειδυλλιακό μέρος της ελεύθερης δημιουργίας όπου περιπλανιέται ο Homo Ludens. Οι σκηνές απεικονίζουν βία και τρόμο, προβλέποντας την καταστροφική κατάληξη του οράματός του. «Όσο απελευθερωτική μπορεί να είχε φανεί η πρώτη παρουσίαση της νέας πόλης σε αντίθεση με την φονξιοναλιστική αρχιτεκτονική, τόσο καταπιεστικός θα μπορούσε να γίνει στο τέλος ο προηγμένης τεχνολογίας λαβύρινθος ‘κατασκευής ατμοσφαιρών’.»22 Το αρχικό όραμα της κοινωνίας του Homo Ludens, με την ελεύθερη μετακίνηση και την ατελείωτη δημιουργία, θρυμματίζεται περίπου είκοσι χρόνια αργότερα, από τις προβλέψεις μιας δυστοπικής εξέλιξής του. Ο ίδιος δηλώνει: «Μέχρι εδώ μπορούσα να φτάσω. Το έργο υπάρχει. Είναι ασφαλώς φυλαγμένο σε ένα 19  Constant. “On Travelling” (1969) στο Wigley, Mark. Constant’s New Babylon: The Hyper-Architecture of Desire. (Rotterdam: Witte de With Center for Contemporary Art, 1998), 200

20  Darren Jorgensen and Laetitia Wilson. “The Utopian Failure of Constant’s New Babylon.” InVisible Culture, issue 27 (2017) διαθέσιμο στο:

https://ivc.lib.rochester.edu/the-utopian-failure-of-constants

-new-babylon/#fnref-6761-20 (τελευταία επίσκεψη: 3/1/2019)

21  Διάλεξη Constant στο Πανεπιστήμιο Delft, 23/5/1980, απόσπασμα διαθέσιμο

στο

https://stichtingconstant.nl/new-babylon-1956-1974

(τελευταία επίσκεψη: 4/1/2019)

22  Catherine de Zegher. “An Homage to Constant”, στο Wigley, Mark. Another City for Another Life: Constant’s New Babylon. (New York: The Drawing Center, 1999), 5

50


μουσείο, περιμένοντας πιο ευνοϊκούς καιρούς όταν κάποτε θα κινήσει ξανά το ενδιαφέρον των μελλοντικών πολεοδόμων.»23 Για τον Yona Friedman, η εξάλειψη της εργασίας σημαίνει πως ο “εργάτης” θα χάσει τη σημασία του και θα μεταμορφωθεί σε “θεατή” ή “πελάτη”.24 Στη Ville Spatiale, που ξεκίνησε να σχεδιάζει το 1958, δίνει έμφαση στη διαρκή μετακίνηση. Επιπλέον, η δημιουργικότητα του κατοίκου μπορεί να διοχετευθεί στην κατασκευή της ίδιας της κατοικίας του. Ουσιαστικά, θέλει να αποσυνδέσει τη διαδικασία της δημιουργίας από τους καλλιτέχνες και τους αρχιτέκτονες και να την κάνει προσβάσιμη από τον κάθε πολίτη. Ούτως ή άλλως, υποστηρίζει, ο χρήστης είναι αυτός που θα υποστεί τις συνέπειες του περιβάλλοντος, άρα θα έπρεπε να έχει ισχυρότερο λόγο στο σχεδιασμό του. Επιπλέον, εφόσον μπορεί να σχεδιάσει το περιβάλλον, θα μπορεί και να το κατασκευάσει, παράγοντας ή επιλέγοντας τα συστατικά του και οργανώνοντάς τα στο χώρο, μια διαδικασία την οποία ο Friedman παρομοιάζει με την μαγειρική τέχνη.25 Ο Constant εγκατέλειψε, τελικά, την προσπάθεια να σχεδιάσει την πόλη του μέλλοντος, καθώς οι αρχικές του παραδοχές τον οδηγούσαν σε ένα δυσάρεστο αδιέξοδο. Ενδεχομένως η απόλυτη ελευθερία δημιουργίας και παιχνιδιού να οδηγούσε αναπόφευκτα στο χάος, και αυτό που χρειαζόταν να ήταν η “δύναμη ελέγχου στο ανώτερο επίπεδο” για την οποία μίλησε ο Habracken, ώστε να εξισορροπήσει την “λεπτή εξουσία από τη βάση προς την κορυφή.” Αυτό θα μπορούσε να είναι ένα σύστημα που να ορίζει βασικούς κανόνες, το οποίο θα αφαιρούσε από τους κατοίκους τη δυνατότητα -αλλά και την υποχρέωση- να αποφασίζουν για 23  Διάλεξη απόσπασμα

Constant

διαθέσιμο

στο

στο

Πανεπιστήμιο

Delft,

23/5/1980,

https://stichtingconstant.nl/new-baby-

lon-1956-1974 (τελευταία επίσκεψη: 4/1/2019)

24  Yona Friedman. “The ten principles of space town planning” (1962) στο Conrads, Ulrich. Programs and manifestoes on 20th-century

architecture. (Cambridge, Mass: MIT Press, 1971), 183

25  Yona Friedman. “Dare to Live” (1970) στο Dahinden, Justus. Urban Structures for the Future. (New York: Praeger Publishers, 1972), 197

51


τα πάντα, δίνοντάς τους μια σταθερά για να χρησιμοποιούν σαν μέτρο αναφοράς. Στη Ville Spatiale ο κάτοικος έχει την ευθύνη για τη δημιουργία της κατοικίας του, έτσι συμμετέχει κι αυτός σε μία δημιουργική διαδικασία στην καθημερινή του ζωή. Ωστόσο αυτή η διαδικασία προκύπτει μέσα από ένα σύστημα που είναι οργανωμένο να του δίνει αρκετές επιλογές, ώστε να έχει ελευθερία, αλλά όχι τόσες ώστε να οδηγηθεί στο χάος. Κάθε χρήστης γνωρίζει τις πιθανές επιπτώσεις των επιλογών του εις βάρος των υπολοίπων χρηστών. Ταυτόχρονα, γνωρίζει και τις επιπτώσεις των επιλογών των υπολοίπων χρηστών στον ίδιο. Γίνεται κατανοητό, λοιπόν, ότι πρόκειται για μια κοινωνία που τα μέλη της δρουν αυτόνομα, αλλά έχοντας στο μυαλό τους το σύνολο. Χτίζουν μια ολότητα, από μικρές μονάδες, κάθε μια αντιπροσωπευτική του χρήστη της. «Σε αυτό το σύστημα, η δημοκρατία ορίζεται ως ένας τύπος οργάνωσης, στον οποίο η πλειοψηφία είναι πάντα σωστή χωρίς η μειοψηφία να είναι λάθος.»26 Παρά τις φαινομενικά μεγάλες ομοιότητες της New Babylon με τη Ville Spatiale, οι δύο προτάσεις έχουν βασικές ιδεολογικές διαφορές, όπως και οι εμπνευστές τους, που γίνονται εμφανείς στον τρόπο που ο κάθε ένας οραματίζεται την κοινωνία για την οποία σχεδιάζει. O Constant και ο Friedman ήρθαν σε επαφή μέσω αλληλογραφίας στις αρχές της δεκαετίας του 1960. O Constant συμφωνούσε με την άποψη του Friedman πως η σύγχρονη πολεοδομία έχει μείνει πίσω σε σχέση με την εξέλιξη της οικονομίας και της κοινωνίας, ωστόσο δεν υποστήριζε ότι μια πόλη έντονης κινητικότητας όπως τη φανταζόταν ο Friedman θα μπορούσε να δώσει λύση. «Η πρότασή σου δεν αντιμετωπίζει εντελώς αυτή την κοινωνική κριτική. Συνεχώς τονίζεις την ιδιωτική κατοίκηση. Αποφεύγεις τη λύση 26  Yona Friedman, ό.π., 200 52


μιας συλλογικής ζωής και ενός πολιτισμού βασισμένου στο παιχνίδι […] έναν τύπο πόλης εντελώς διαφορετικό από τη σημερινή λειτουργική πόλη. Δεν είναι επαρκές το να μεταμορφώσεις την πόλη κατά μια τεχνική ή πρακτική έννοια, αλλά πάνω απ’ όλα κατά μια κοινωνική και πολιτιστική έννοια. Η μελλοντική πόλη δε θα έπρεπε να τονίζει την κατοίκηση (που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η αντίθεση μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού) ούτε την μετατόπιση (αναζήτηση αναγκών), αλλά μια νέα χρήση για τον κοινωνικό χώρο (οικολογία).»27 Ωστόσο, ο Friedman θεωρεί πως ο Constant, ουσιαστικά, επιβάλλει έναν τρόπο ζωής στους κατοίκους της πόλης του. Υποστηρίζει πως το σενάριο του Constant είναι μια πιθανή κατεύθυνση, αλλά δεν μπορεί να προβλεφθεί. Ο σωστός τρόπος γι’ αυτόν είναι να δοθούν οι ευκαιρίες στους κατοίκους να εξερευνήσουν αυτό το ενδεχόμενο, μέσω της δυνατότητας μετακίνησης κι έπειτα να αποφασίσουν οι ίδιοι αν θέλουν να διατηρήσουν αυτή την κατάσταση.28 Ο Constant, βέβαια, σχεδίαζε για μια μελλοντική κοινωνία, που δεν έχει εμφανιστεί ακόμα, άρα η New Babylon θα ήταν, στην ουσία της, μια νέα πόλη, που θα αντικαθιστούσε την υπάρχουσα και θα διέφερε πάρα πολύ από αυτή. Είναι μια αυθεντική ουτοπία, ανταποκρινόμενη στον κλασικό ορισμό του More ή μια πατερναλιστική ουτοπία, καθώς λίγοι γνωρίζουν πως λειτουργεί και μπορούν να την ελέγξουν στο σύνολό της.29 Η χειρωνακτική εργασία θεωρείται παρελθόν και για τους 27  Constant Nieuwenhuys. “Letter from Constant to Yona Friedman,” 10 Απριλίου 1961, στο Wigley, Mark. Constant’s New Babylon: The

Hyper-Architecture of Desire. (Rotterdam: Witte de With Center for Contemporary Art, 1998), 40

28  Manuel Orazi στο Friedman, Yona and Manuel Orazi. Yona Friedman: The dilution of architecture, ed. Nader Seraj. (Zurich: Park Books, 2015), 428 29  Manuel Orazi, ό.π., 429 53


Archigram. Στην Plug-In City, βέβαια, o κάτοικος εργάζεται σε επαγγέλματα γραφείου. Η μετακίνηση προς τον τόπο εργασίας του είναι σύντομη, εντός προστατευμένων σωλήνων και τα γραφεία βρίσκονται σε άμεση σχέση με καταστήματα και χώρους ψυχαγωγίας, ώστε να ενθαρρύνουν τον συνδυασμό δραστηριοτήτων στον ελεύθερο χρόνο.30 Προτείνεται, δηλαδή, η μεγιστοποίηση της αποτελεσματικότητας των δικτύων, ώστε να μειώνεται ο χρόνος μετακίνησης, αυξάνοντας, τελικά, τον ελεύθερο χρόνο. Για τον Τάκη Ζενέτο, ωστόσο, η φυσική παρουσία στο χώρο εργασίας, όταν αυτή δεν είναι χειρωνακτική, δεν είναι παρά «η μεταφορά του σώματός του σαν φορέα πληροφοριών στον τόπο εργασίας του.»31 Αν, όμως, εξασφαλιστούν ικανοποιητικά συστήματα μετάδοσης πληροφοριών, τότε η μεταφορά αυτή θα είναι περιττή, κερδίζοντας χρόνο από τις μετακινήσεις. Ο κάτοικος της Ηλεκτρονικής Πολεοδομίας έχει πρόσβαση σε μια ατελείωτη ροή πληροφοριών. Μπορεί να εργαστεί, να επικοινωνήσει, να ψυχαγωγηθεί, ακόμα και να “ταξιδέψει” μέσα από ηλεκτρονικά συστήματα. Μπορεί να βρίσκεται «πουθενά ή παντού»32 μένοντας εγκατεστημένος σε ένα συγκεκριμένο τόπο, έχοντας, όμως, την ευκαιρία να εξερευνήσει όλο τον υπόλοιπο κόσμο χωρίς να χρειαστεί να μετακινηθεί. Συντελείται, δηλαδή, “μεγιστοποίηση των επαφών” ταυτόχρονα με την βέλτιστη “ελαχιστοποίηση της προσπάθειας.” Ο Ζενέτος περιγράφει σε ορισμένες δημοσιεύσεις την δυνατότητα του κατοίκου να αξιοποιεί μια ποικιλία αθλητικών εγκαταστάσεων και μέσω του παιχνιδιού να γυμνάζεται. Έτσι «ο άνθρωπος της “κοινωνίας της σχόλης”»33 αποκτά κίνητρα για ενεργητική άσκηση, ώστε να αντισταθμίσει τις επιδράσεις της έντονης πνευματικής δραστηριότητας και της 30  Simon Sadler. Archigram: Architecture without Architecture. (Cambridge, MA: MIT Press, 2005), 20

31  Τάκης Ζενέτος. “Ηλεκτρονική Πολεοδομία”, Αρχιτεκτονικά Θέματα, νοl.7 (1973), 112

32  Τάκης Ζενέτος. “Ηλεκτρονική Πολεοδομία”, Αρχιτεκτονικά Θέματα, νοl.8 (1974), 123

33  Τάκης Ζενέτος, ό.π., 123 54


παθητικής ζωής. Ουσιαστικά, διατηρείται η μετακίνηση στη μικρή κλίμακα, και κάθε άλλη μετακίνηση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κυκλοφοριακή συμφόρηση ή θα προϋπέθετε την συγκέντρωση σε αστικούς πυρήνες, αντικαθίσταται από τηλεπικοινωνία. Οι μικρές αποστάσεις που θα μπορούν να καλύψουν οι κάτοικοι ως πεζοί, θα τους προσφέρουν την ευκαιρία να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους, επαναφέροντας μια κοινωνικότητα που σε μεγάλο βαθμό έχει χαθεί από τις μεγαλουπόλεις. «Θα ανταλλάσσουν με αργόσχολη διάθεση τις πολλαπλές εμπειρίες που θα τους προσφέρουν η ανεπτυγμένη τεχνολογία “πληροφορήσεως”, τα κοινωνικά θέματα, το μέλλον, οι νέες ανακαλύψεις. Θα συναντιώνται στους πεζοδρόμους, πάνω από το δάσος, στις πλατείες και τους άλλους χώρους επαφών που παρεμβάλλονται μεταξύ των χώρων διαμονής.»34 Η εικόνα ωστόσο που επικρατεί και για την οποία ξεχωρίζει μέχρι και σήμερα αυτή η πρόταση είναι οι φιγούρες που φαίνονται στα σχέδιά του, οι οποίες δείχνουν να αιωρούνται σε μια κατάσταση έλλειψης βαρύτητας, δεμένες και περιορισμένες μέσα στις φυσαλίδες τους. Κανείς δεν περπατά όρθιος εντός των κατοικιών. Τα σώματα μοιάζουν να βρίσκονται σε μια πρόωρη φάση, σαν να προστατεύονται εντός μιας υπερμεγέθους μήτρας. Τα χαρακτηρίζει μια “υποχωρούσα σωματικότητα.” Όπως περιγράφει η Λυδία Καλλιπολίτη: «Αυτά τα μαλακά, άτονα και παθητικά σώματα απεικονίζουν ένα νέο “σώμα”, που είναι σχεδιασμένο χωρίς πληθωρικές φυσικές λειτουργίες – όπως η υπερβολική κίνηση – αλλά και χωρίς φυσικές υλικές προεκτάσεις – όπως ο

34  Τάκης Ζενέτος, ό.π., 123 55


ρουχισμός και άλλα πρόσθετα αντικείμενα.»35 Έτσι, λοιπόν, σε αυτή την πρόταση του Ζενέτου -την οποία μελέτησε μεταξύ 1952-1962, αλλά ουσιαστικά τον απασχόλησε μέχρι και τον θάνατο του το 1977- εμφανίζεται ένα άλλο είδος ελευθερίας, η “ελευθερία της καθήλωσης.” Ακίνητοι και γυμνοί, οι άνθρωποι μένουν δεμένοι σε μια “καρέκλα στάσης.” Η καρέκλα αυτή, προσαρμοζόμενη στις κινήσεις των μελών, προσφέρει δονήσεις μασάζ για αφύπνιση σκελετού, μυϊκού και νευρικού συστήματος, και διαθέτει συσκευή για έλεγχο θερμοκρασίας, ήχου, προβολών κλπ. Εκεί συντελείται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα: ύπνος, στήριξη, εκπαίδευση, εργασία, ψυχαγωγία, παθητική άσκηση και σεξουαλική επαφή.36 Μέσω του χειρισμού αυτών των συστημάτων που διαθέτει η καρέκλα, ο χρήστης δημιουργεί επιτόπου προσωρινά άυλα μικρο-περιβάλλοντα με τη μορφή μικροκλιμάτων, ήχων και ψηφιακών προβολών. Η καρέκλα δεν είναι απλά μια μηχανική υποδομή, αλλά μια επέκταση του νου και των αισθήσεων.37 Είναι ο βασικός τρόπος επικοινωνίας του με τον υπόλοιπο κόσμο. Άρα η ελευθερία του ανθρώπου από τη χειρωνακτική εργασία ερμηνεύεται από το Ζενέτο ως μείωση της σωματικής δραστηριότητας στο ελάχιστο δυνατό και πλήρη εκμετάλλευση της συνεχούς ροής των πληροφοριών για επικοινωνία εξ αποστάσεως. Ιδανική εξέλιξη για τον ίδιο θα αποτελούσε η δυνατότητα πλήρους ελέγχου της ροής πληροφοριών μέσω της σκέψης του χρήστη. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος, δηλαδή, να αντικαταστήσει πλήρως το πληκτρολόγιο, και η μετάδοση της πληροφορίας να γίνεται μέσω ηλεκτρο-νοητικών κυμάτων.38 Σε αυτές τις χαρακτηριστικές οραματικές προτάσεις, 35  Lydia Kallipoliti. “Cloud Colonies: Electronic Urbanism and Takes Zenetos’ City of the Future in the 1960s”, στο Stuart J., Wilson M., 102nd

ASCA Annual Meeting Proceedings, Globalizing Architecture / Flows and Disruptions (2014), 683

36  Lydia Kallipoliti, ό.π., 683 37  Lydia Kallipoliti. ό.π., 684 38  Lydia Kallipoliti, ό.π., 684 56


λοιπόν, ο κάτοικος, ο Παίζων Άνθρωπος, με τον αυξημένο ελεύθερο χρόνο, είναι ικανός να εξερευνά τον κόσμο και να βρίσκεται παντού, είτε φυσικά, είτε εικονικά. Στη New Babylon και τη Ville Spatiale μπορεί να φτάσει παντού. Στην Ηλεκτρονική Πολεοδομία μπορεί να φέρει τα πάντα δίπλα του, χωρίς να μετακινηθεί. Σε όλες τι περιπτώσεις αυτές, συμπεριλαμβανομένης και της Plug-In City, η πόλη του δίνει τη δυνατότητα να διασκεδάζει, να παίζει, να δημιουργεί και να εξερευνεί. Ακόμα και στις περιπτώσεις που χρειάζεται να δουλεύει, ο ελεύθερος χρόνος υπάρχει και αξιοποιείται προς όφελος της έμφυτης παιγνιώδους διάθεσης που τον χαρακτηρίζει.

57


4

58


4.2_Κελύφη

Το υλικό κομμάτι των πόλεων στις οραματικές προτάσεις έχει δύο κύριους στόχους, που είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται στις συζητήσεις γύρω από τις πόλεις έως τη δεκαετία του 1960: τον έλεγχο των περιβαλλοντικών συνθηκών και την ευελιξία της οργάνωσης των λειτουργιών. Ο πρώτος προκύπτει από την ανάγκη να προστατευθεί ο άνθρωπος από τις συνέπειες της σταδιακής υποβάθμισης του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και για να ελαχιστοποιήσει την επίδραση των καιρικών συνθηκών στις δραστηριότητές του. Ο δεύτερος πηγάζει από την ανάγκη του κατοίκου να παρεμβαίνει στο περιβάλλον του και να το προσαρμόζει στις επιθυμίες του. Εκτός από τις κτιριακές υποδομές, ωστόσο, γίνεται φανερό πως και τα άυλα στοιχεία του περιβάλλοντος μπορούν να συντελέσουν στη διαμόρφωση ποιοτήτων μέσα στην πόλη, που θα ενισχύσουν το υλικό κομμάτι των πόλεων. Έτσι, σημαντικό ρόλο κατέχουν και τα μικροπεριβάλλοντα που δημιουργούνται εντός των κελυφών, είτε προέρχονται από έλεγχο φυσικών στοιχείων, είτε είναι εξολοκλήρου τεχνητά, με τη βοήθεια ηλεκτρονικών μέσων. «Το κύριο πρόβλημα είναι ότι το 50% των ανθρώπων στις Ηνωμένες Πολιτείες ζουν στο 1% της γης. Περισσότεροι μεταφέρονται στις πόλεις κάθε μέρα. (…) Τα συμπτώματα του υπερπληθυσμού είναι η ατμοσφαιρική ρύπανση, η μόλυνση των υδάτων, υψηλά επίπεδα 59


εγκληματικότητας, κακή διάθεση και ασχήμια που εξαπλώνεται, για να αναφέρουμε μερικά.»1 Το απόσπασμα εμφανίζεται στις 18 Φεβρουαρίου 1972 στο editorial του περιοδικού Science, υπό τον τίτλο “Old Cities, New Cities, No Cities.” Τα συμπτώματα που παρατίθενται, είναι ταυτόχρονα και οι συνέπειες του υπερπληθυσμού, τις οποίες υφίστανται οι κάτοικοι ολοένα και πιο έντονα, υποβαθμίζοντας την ποιότητα ζωής τους. Αυτά τα συμπτώματα, ωστόσο, δεν ήταν κάτι καινούριο. Αρκετές δεκαετίες νωρίτερα είχαν γίνει φανερές οι συνέπειες της έντονης αστικοποίησης που προκάλεσε η βιομηχανική επανάσταση. Πολλοί πολεοδόμοι προσπάθησαν να βρουν το αποτελεσματικότερο μοντέλο πόλης που θα συνδύαζε βιομηχανία και υγιείς συνθήκες διαβίωσης, ωστόσο δεν βρέθηκε μια εφαρμόσιμη λύση και το πρόβλημα συνέχισε να κλιμακώνεται. Είκοσι χρόνια πριν τη δημοσίευση του άρθρου, το 1952, ο Joe Colombo, Ιταλός βιομηχανικός σχεδιαστής και αρχιτέκτονας, δημοσιεύει ένα σκίτσο του για μια “Πυρηνική Πόλη” (“Nuclear City”). Σε αυτό παρουσιάζει την τομή της πόλης, που διαρθρώνεται σε αλλεπάλληλα επίπεδα, και χωρίζεται σε τρία κυρίως μέρη: το υπόγειο, το ισόγειο και το υπέργειο. Τοποθετώντας όλες τις ρυπαρές λειτουργίες κάτω από τη γη, αφήνει ελεύθερη την επιφάνεια για την ανάπτυξη χώρων κατοικίας, εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας, και σχεδιάζει αυτό το κομμάτι σαν μια απέραντη ειδυλλιακή πόλη με φουτουριστικά κτίρια και βλάστηση, υπολογίζοντας, επίσης, την ύπαρξη εναέριας κυκλοφορίας. Το υπόγειο τμήμα χωρίζεται σε τρία επιμέρους κομμάτια. Στο κατώτατο βρίσκεται η βιομηχανία και η παραγωγή ενέργειας. Παραπάνω αναπτύσσονται τα δίκτυα μέσων μαζικής μεταφοράς ενώ στο ανώτατο, όπου βρίσκονται τα καταστήματα και τα γραφεία, κινούνται τα οχήματα ιδιωτικής χρήσης. Οι κύριες εστίες μόλυνσης και θορύβου, δηλαδή, έχουν θαφτεί κάτω από το έδαφος. Οι κάτοικοι, αν το επιθυμούν, μπορούν να έχουν πρόσβαση σε αυτά μέσω 1  ‘Old Cities, New Cities, No Cities,’ editorial στο Science, vol. 175 (1972)

60


ανελκυστήρων. Οι βλαβερές τους συνέπειες, ωστόσο, δε φαίνεται να επηρεάζουν με κανέναν τρόπο την υψηλή ποιότητα ζωής της πόλης. Η διαστρωμάτωση των λειτουργιών είναι μια ιδέα που εμφανίζεται σε πολλές προτάσεις της εποχής και φέρει την επιρροή του μοντερνιστικού zoning. Ωστόσο, στην περίπτωση της Nuclear City, ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Colombo δεν επέλεξε αυτή τη διάταξη ώστε να είναι πιο αποτελεσματική η λειτουργία της κάθε ζώνης, αλλά για να προστατεύσει την κύρια ζώνη με την οποία έρχεται σε επαφή ο άνθρωπος, από τις συνέπειες των υπολοίπων αναγκαίων αλλά βλαβερών λειτουργιών. Σε αντίστοιχη λογική απομόνωσης, αλλά με αντίθετη προσέγγιση, το 1971, ο Frei Otto παρουσιάζει την πρότασή του για μια πόλη στην Αρκτική, χωρητικότητας 45.000 κατοίκων. Πρόκειται για μια κυκλική πόλη, διαμέτρου 2km, που εσωκλείεται σε έναν γεωδαιτικό θόλο. Ο θόλος αυτός αποτελείται από συνθετικό ύφασμα και υποστηρίζεται από ένα δίκτυο πολυεστερικών σχοινιών, δημιουργώντας μια προστατευτική μεμβράνη, έναν “φάκελο” (“envelope”). Τονίζοντας πως η Arctic City είναι μια θεωρητική πρόταση, ο Ludwig Glaeser, στον κατάλογο του MoMA αφιερωμένο στον Frei Otto,2 δεν παραλείπει να αναφέρει πως ο Γερμανός αρχιτέκτονας δούλευε για χρόνια την ιδέα των “Πνευματικών Μεμβρανών” (“Pneumatic Membranes”) και έφτασε σε σημείο να έχει λύσει αρκετά από τα πρακτικά τεχνολογικά ζητήματα με τα οποία συνεπαγόταν η κατασκευή τους. Η διατήρηση του θολωτού σχήματος της μεμβράνης, επιτυγχάνεται με την εσωτερική πίεση που δημιουργείται από ένα σύστημα κλιματισμού. Αυτή, ωστόσο, δεν είναι η μόνη λειτουργία του συστήματος. Αξιοποιώντας την πυρηνική ενέργεια που παράγεται κοντά στην πόλη, αλλά εκτός του θόλου, δημιουργεί τις ιδανικές συνθήκες θερμοκρασίας και επάρκειας οξυγόνου για τους κατοίκους. Ταυτόχρονα, η μεμβράνη διαθέτει δυνατότητες φωτισμού και σκίασης, που ελαχιστοποιούν την επίδραση των ακραίων συνθηκών της Αρκτικής, προφέροντας μια μέση κλιματική κατάσταση, 2  Ludwig Glaeser, The work of Frei Otto (New York: The Museum of Modern Art, 1972), 88

61


ικανή να επιτρέψει την ανάπτυξη βλάστησης. Επιλέγεται, λοιπόν, ένας τόπος με ιδιαιτέρως αφιλόξενες για τον άνθρωπο συνθήκες και με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις μετατρέπεται σε μια πόλη που μπορεί να προσφέρει στον κάτοικο ευνοϊκές συνθήκες. Όλα αυτά φυσικά με τεράστιο ενεργειακό κόστος. Σε αντίθεση με την Nuclear City, o Otto, διαχωρίζει την ίδια την πόλη ώστε να την προστατεύσει από τις δυσμενείς συνθήκες. Δηλαδή αντί να περιορίσει τους παράγοντες που υποβαθμίζουν την ποιότητα ζωής της πόλης, περιορίζει τον κάτοικο εντός μιας ελεγχόμενης περιοχής. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό της Arctic City είναι η κατασκευή της ατμόσφαιρας μέσα από τον έλεγχο του φωτισμού και της θερμοκρασίας. Φυσικά και η Nuclear City θα απαιτούσε εγκαταστάσεις φωτισμού, εξαερισμού και παροχής οξυγόνου στα υπόγεια στρώματα, αλλά οι εγκαταστάσεις της Arctic είναι σε θέση να μεταβάλλουν εντελώς το κλίμα της περιοχής, παράγοντας, ουσιαστικά ένα τεχνητό περιβάλλον. Η ευελιξία οργάνωσης των λειτουργιών που στεγάζονται εντός των κελυφών εκφράστηκε κυρίως με τη μορφή σταθερών μεγακατασκευών, με μεταβλητές πληρώσεις, που δίνουν τη δυνατότητα για εύκολες αλλαγές ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες. «Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι μια νέα ανάπτυξη που θα ενσωματώσει τις κοινωνικές με τις αστικές δομές και θα επανενώσει τις διαφορετικές κοινωνικές ομάδες και δραστηριότητες. Ως αποτέλεσμα, η μελλοντική πολεοδομία πρέπει να είναι συνθετική. Πρέπει να εγκαθιστά μια νέα ενότητα μεταξύ αρχιτεκτονικής, οικονομίας, επικοινωνιών και κοινωνικών επαφών. Γι’ αυτό οι σύγχρονοι πολεοδόμοι υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να χτιστούν γιγάντιες, συμπαγείς μεγα-κατασκευές: αντί να διαχέονται σε μια μεγάλη περιοχή οι διαφορετικές κοινωνικές σφαίρες, θα είναι 62



“στοιβαγμένες” η μία πάνω στην άλλη.»3 O Justus Dahinden γράφει αυτό το απόσπασμα το 1972, όταν πολλές οραματικές προτάσεις είχαν ήδη δημοσιευθεί. Εμφανίζει την δημιουργία μεγα-κατασκευών ως αναγκαιότητα, η οποία προέκυψε από την πολυπλοκότητα που απέκτησε η αστική ζωή σε κοινωνικό και χωροταξικό επίπεδο. Πράγματι, η ιδέα των μεγα-κατασκευών εμφανίζεται σε πολλές από τις οραματικές προτάσεις μεγάλης κλίμακας. Η κυριότερη έκφραση αυτής της ιδέας είναι με τη μορφή χωροδικτυώματος πάνω στο οποίο προσαρμόζονται μεταβλητές πληρώσεις ή συμπαγείς κάψουλες – κατοικίες. Για την κατασκευή στέγασης των Ρομά στην Alba, o Constant πρότεινε ένα ενιαίο στέγαστρο με κινητά χωρίσματα και παρόλο που η πρόταση δεν υλοποιήθηκε, αποτέλεσε την αφετηρία για τις πολεοδομικές αναζητήσεις του, στις οποίες προσπάθησε να συνδυάσει τέχνη και τεχνολογία, δίνοντας έμφαση στην επιθυμία των κατοίκων να μεταποιούν τους εύπλαστους χώρους σύμφωνα με τις ανάγκες τους.4 Στη New Babylon, παρόλο που δε σχεδιάζει τις κατοικίες, δημιουργεί ένα “χωρικό σχέδιο” και το δημοσιεύει στο άρθρο του “Another City for Another Life”, στο οποίο απεικονίζει «αναρτημένες συλλογικές κατοικίες, που εκτείνονται πάνω από το έδαφος και ξεχωριστά από την κυκλοφορία, η οποία περνά από πάνω ή από κάτω τους.»5 Περιγράφει, ακόμα, πως το έδαφος θα είναι ελεύθερο για κυκλοφορία και δημόσια μηνύματα. Υπολογίζει πως με την τεχνολογία των νέων υλικών θα μπορούν να δημιουργούνται ελαφριά αλλά προστατευτικά υλικά, τα οποία θα οριοθετούν ευρύχωρες περιοχές, και η πόλη θα μπορέσει να αναπτυχθεί σε πολλαπλά επίπεδα. Αυτά τα διαφορετικά επίπεδα θα συνδέονται με 3  Justus Dahinden. Urban Structures for the Future (New York: Praeger Publishers, 1972), 11

4  Σάββας Κονταράτος. Ουτοπία και Πολεοδομία (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2014), 261

5  Constant Nieuwenhuys. “Another City for Another Life,” Internationale Situationniste, no. 3 (1959), διαθέσιμο στο: https://www.cddc. vt.edu/sionline/si/another.html (τελευταία επίσκεψη: 24/12/2018)

64


ποικίλους τρόπους, ενθαρρύνοντας την “περιπλάνηση” (“derivé”). Τέλος, οι ατμόσφαιρες θα ρυθμίζονται τακτικά και συνειδητά από ομάδες ειδικών, ή όπως τους ονομάζει ο Constant «επαγγελματίες Καταστασιακούς.»6 Αυτή η τάση του προς την πολεοδομία ήταν και ο λόγος που το 1960 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση από την Καταστασιακή Διεθνή, καθώς οι υπόλοιποι συνεργάτες του στην ομάδα πίστευαν πως το να τονιστεί το περιεχόμενο του εγχειρήματός τους μέσω παιχνιδιού και ελεύθερης δημιουργίας της καθημερινής ζωής προηγείται του σχεδιασμού μιας δομής συνόλων ενιαίας πολεοδομίας.7 Στην ίδια λογική των πετασμάτων που διαμορφώνουν κλειστούς χώρους κινείται και η Ville Spatiale. Ο κάθε κάτοικος διαμορφώνει την δική του κατοικία, αλλά όλο αυτό το σύστημα είναι πολύ καλά οργανωμένο. Ο “τυχαίος” σχεδιασμός των διαφορετικών μονάδων θα δημιουργεί μια συνολική εικόνα παρόμοια με αυτή των οικισμών με αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονες. Το πολύχρωμο αποτέλεσμα, λέει ο Friedman, θα μοιάζει με ένα πλήθος ανθρώπων. «Μπορεί κάποια μέλη του πλήθους να μην είναι ελκυστικά, ή άλλα να μην φορούν ελκυστικά ρούχα, αλλά το ίδιο το πλήθος δεν είναι ποτέ μη ελκυστικό.»8 Εκτός από τους συναισθηματικούς παράγοντες που επηρεάζουν τους χώρους που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται από τους χρήστες τους, υπάρχουν και κάποιοι τεχνικοί παράγοντες, που δεν μπορούν να παραλειφθούν και αφορούν στα τεχνικά χαρακτηριστικά των αντικειμένων και τον τρόπο συναρμολόγησης τους. Φέροντας ως παράδειγμα ένα διαμέρισμα, ο Friedman εξηγεί πως τα συστατικά του είναι οι πληρώσεις (διαχωριστικά, τοίχοι) που διακόπτονται σε διάφορα σημεία από τα περάσματα (πόρτες). Το συναισθηματικό περιεχόμενο ενός τέτοιου περιβάλλοντος εξαρτάται κυρίως από τις εμφανείς επιφάνειες των πληρώσεων, ενώ το τεχνικό αφ’ 6  Constant Nieuwenhuys, ό.π. 7  Σάββας Κονταράτος. Ουτοπία και Πολεοδομία (Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2014), 262

8  Justus Dahinden. Urban Structures for the Future (New York: Praeger Publishers, 1972), 200

65


ενός από τα υλικά που χρησιμοποιούνται για τις πληρώσεις, αφ’ ετέρου από τον τρόπο που τα περάσματα ενώνουν διαδοχικούς χώρους. Τα δύο τελευταία χαρακτηριστικά, υποστηρίζει, είναι βασισμένα περισσότερο σε επιστημονικά δεδομένα παρά στο συναίσθημα και τη διαίσθηση, επομένως οι επιλογές είναι αρκετά διακριτές και προβλέψιμες.9 Μεγαλύτερη σημασία δίνει στις συνδέσεις των χώρων, καθώς πιστεύει ότι επηρεάζουν τη ζωή του χρήστη, αλλά δεν θεωρεί ότι η κατάλληλη διάταξη είναι γνωστή μόνο στους ειδικούς (αρχιτέκτονες). Αντίθετα, υποστηρίζει ότι αυτά τα χαρακτηριστικά, που μπορούν εύκολα να εκφραστούν με μαθηματικούς όρους, μπορούν εξίσου εύκολα να γίνουν κατανοητά από οποιονδήποτε. Με λίγα λόγια, τρία πράγματα χρειάζεται να καθοριστούν για να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον από το χρήστη του:10 1. Αποφάσεις σχετικά με τις συνδέσεις χώρων, που προκύπτουν μέσω απλών μαθηματικών πράξεων 2. Αποφάσεις σχετικά με τα τεχνικά χαρακτηριστικά και τα υλικά, που επιλέγονται από φυλλάδια με βιομηχανικά προϊόντα 3. Αποφάσεις σχετικά με το συναισθηματικό περιεχόμενο, που μπορούν να παρθούν από τον κάθε χρήστη Tρία χρόνια πριν τη δημοσίευση αυτού του άρθρου είχε ήδη συλλάβει τη λεπτομερή διαδικασία οργάνωσης μέσω της οποίας θα μπορούσε να υλοποιηθεί το όραμα του, το “Flatwriter.” Το “Flatwriter” είναι, ουσιαστικά, ένας αλγόριθμος, ακολουθώντας τα βήματα του οποίου, ο χρήστης μπορεί να σχεδιάσει την κατοικία του. Μέσω αυτού, επιλέγει το περιβάλλον του, έχοντας στη διάθεσή του ένα ευρετήριο πιθανών επιλογών, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις με τις οποίες συνεπάγονται. Με αυτά τα δεδομένα ο χρήστης παίρνει μια σειρά από αποφάσεις, οι οποίες θα πρέπει να είναι ρεαλιστικές και υλοποιήσιμες. Ταυτόχρονα, ενημερώνεται για τις επιπτώσεις αυτών των επιλογών του στους υπόλοιπους 9  Yona Friedman. “Dare to Live” (1970) στο Dahinden, Justus. Urban Structures for the Future. (New York: Praeger Publishers, 1972), 198

10  Yona Friedman, ό.π., 198 66


χρήστες. Το 1973, με λεπτομερείς οδηγίες του Friedman, φοιτητές του Massachusetts Institute of Technology (MIT) ανέπτυξαν ένα λογισμικό για τον “Flatwriter” το οποίο ονόμασαν “YONA.”11 Εκτός από τα αντικείμενα που ο κάθε χρήστης αγγίζει και μεταχειρίζεται καθημερινά, στο περιβάλλον του υπάρχουν και στοιχεία που δεν μπορεί να φτάσει, ή που σπάνια χρειάζεται να αγγίξει. Αυτά τα στοιχεία, καθώς είναι αντιληπτά μόνο ως εικόνα, θα μπορούσαν να είναι απλώς οφθαλμαπάτες. O Friedman αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο στο μέλλον να μπορούν να δημιουργηθούν ολογράμματα με τη χρήση του φωτός, σε κάθε επιθυμητό μέγεθος, και αυτά να αντικαταστήσουν ή να ενισχύσουν στοιχεία που ο χρήστης αντιλαμβάνεται μόνο μέσω της όρασης. Σταδιακά, θα αρχίσουν να γίνονται οι ίδιοι οι χρήστες σχεδιαστές των ολογραμμάτων, όπως συνέβη και με τα απτά στοιχεία του περιβάλλοντός τους.12 Μια άλλη εκδοχή της σταθερής μεγα-κατασκευής, αλλά με προσέγγιση που κινείται περισσότερο στη λογική των Μεταβολιστών, είναι η Plug-In City των Archigram. Ούτε σε αυτή την περίπτωση οι κατοικίες είναι προσαρμοσμένες στον κάθε χρήστη, αλλά υπάρχει ένα μοντέλο κάψουλα που αναπαράγεται για όλους τους κατοίκους και τοποθετείται στον ιστό της πόλης. Μεγάλοι γερανοί πάνω σε ράγες μεταφέρουν και τοποθετούν τις κάψουλες σε στοίβες, ενώ με τον ίδιο τρόπο οι προμήθειες εισάγονται σε ένα δίκτυο από φρεάτια που καταλήγουν στα μαγαζιά. Οι κάψουλες στηρίζονται σε ένα πλέγμα από σωλήνες υδραυλικών, μαζί με άλλα στοιχεία, όπως φουσκωτά στοιχεία για τη ρύθμιση των καιρικών φαινομένων. Γραμμές συγκοινωνιών ενώνουν τα διάφορα κομμάτια υποδομών.

11  “Flatwriter” στο http://www.yonafriedman.nl/?page_id=238&wppa-album=26&wppa-occur=1&wppa-photo=231

(τελευταία

επίσκεψη:

13/10/2019)

12  Yona Friedman. “Dare to Live” (1970) στο Dahinden, Justus. Urban Structures for the Future. (New York: Praeger Publishers, 1972), 201

67


«Η Plug-In City θα ήταν σαν ένα λιμάνι στην ενδοχώρα, με αγαθά να καταφτάνουν μέσω σιδηροδρόμου και να μεταφέρονται μέσω του ατσάλινου σκελετού, μπαλόνια ελέγχου του καιρού να ανεβοκατεβαίνουν από πάνω, χαρούμενοι ήχοι να διαχέονται μέσα στον ανοιχτό σκελετό από τους χρωματιστούς τομείς ψυχαγωγίας εντός του.»13 Η πόλη μοιάζει με ένα γιγάντιο Meccano set, ένα παιχνίδι συναρμολόγησης με διάτρητα στοιχεία και ενώσεις. Μάλιστα, στο έβδομο τεύχος του περιοδικού Archigram, συμπεριέλαβαν ένα σετ χαρτοκοπτικής με το οποίο ένας αρχιτέκτονας θα μπορούσε να κατασκευάσει μικρά ομοιώματα βιομηχανικών στοιχείων και να τα συνδυάσει δημιουργώντας κάποια κατασκευή.14 Ταυτόχρονα, στα σχέδια υπάρχει και η λογική των Lego, των στοιβαζόμενων κύβων. Εκτός από την συμβολική συνάφεια των Lego με τις κάψουλες-κατοικίες, η σύνδεσή τους έγινε ισχυρότερη όταν σε μία από τις μακέτες που κατασκεύασαν οι Archigram για την εκδοχή του Paddington East, το 1966, εισήγαγαν κομμάτια Lego στον μεταλλικό σκελετό.15 H ομάδα σχεδίαζε εξάπλωση της πόλης πέρα από τη Βρετανία, στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ωστόσο, δεν τους απασχολούσε τόσο η πλάγια εξάπλωση, καθώς μεγάλη σημασία στην Plug-In City έπαιζε και ο οριζόντιος άξονας, με τις στοίβες από κάψουλες. Αυτό που είναι φανερό και στις τομές που σχεδίασαν για την πόλη, είναι πως ήθελαν να εστιάσουν στον διαγώνιο άξονα, δίνοντας τη δυνατότητα τα γεγονότα να «συνδέονται και να αποσυνδέονται κατά βούληση, σαν ένα ατελείωτο συντακτικό.»16 Η μεγαλύτερη επίδραση της σκέψης των Μεταβολιστών φαίνεται από το γεγονός ότι τα διαφορετικά “συστατικά” της πόλης έχουν και διαφορετική διάρκεια ζωής. Έτσι, ο 13  Simon Sadler. Archigram: Architecture without Architecture. (Cambridge, MA: MIT Press, 2005), 18

14  Simon Sadler, ό.π., 19 15  Simon Sadler, ό.π., 19 16  Simon Sadler, ό.π., 19 68


σωληνοειδής σκελετός της πόλης διαρκεί 40 χρόνια, οι πυρήνες των ξενοδοχείων διαρκούν 5 χρόνια και οι κάψουλες κατοίκησης διαρκούν μόλις 3 χρόνια.17 Στην ίδια λογική των διαφορετικών “μεταβολικών κύκλων” κινείται το Plan for Tokyo του Kenzo Tange, σχεδιασμένο το 1960. Το σχέδιο του Tange δεν αποσκοπούσε σε μια τελική, στατική μορφή αλλά οραματιζόταν μια πόλη ικανή για εξωτερική ανάπτυξη και εσωτερική ανανέωση (“external growth and internal regeneration”18) «Εξωτερική ανάπτυξη σημαίνει ότι η οργάνωση της πόλης γίνεται αντιληπτή σαν ένα είδος ανθρωπογενούς φύσης ή ένα σύστημα στη βάση του οποίου η χωρική κατασκευή θα μπορούσε να αναπτυχθεί ελεύθερα. Εσωτερική ανανέωση σημαίνει πως τα συστατικά του συστήματος, δηλαδή, η αρχιτεκτονική, είναι ευέλικτα και μπορούν να προσαρμόζονται σε αλλαγές ενώ το σύστημα σαν σύνολο διατηρεί την ποιότητά του.»19 Με αυτόν τον τρόπο τα συστατικά του συστήματος χωρίζονται σε δύο κατηγορίες ανάλογα με τον κύκλο ζωής τους. Επομένως η διαδικασία δε θα φτάσει ποτέ σε μία τελική κατάσταση αλλά διαρκώς θα μεταβάλλεται, θα ανανεώνεται και θα προχωρά. Ο Fumihiko Maki τόνισε το γεγονός πως για να πραγματοποιηθεί το όραμα του Tange θα έπρεπε να παρθούν αποφάσεις σχετικά με το ποια στοιχεία της πόλης ανήκουν σε ποιο μεταβολικό κύκλο. Γι’ αυτές τις αποφάσεις θα ήταν κυρίως υπεύθυνος ο σχεδιαστής και στην περίπτωση που κάποια τεχνολογική ή κοινωνική αλλαγή έφερνε τα πάνω κάτω στις ανάγκες της πόλης, η μεγα-κατασκευή αυτή θα

17  Simon Sadler, ό.π., 18 18  Zhongjie Lin, “Urban Structures for the Expanding Metropolis: Kenzo Tange’s 1960 Plan for Tokyo,” Journal of Architectural and Planning

Research, 24:2 (2007): 117

19  Zhongjie Lin, ό.π., 117


παρέμενε ως βάρος στην αστική κοινωνία.20 Εισάγοντας τα ηλεκτρονικά μέσα στην κατοικία και χρησιμοποιώντας τα για τη διαμόρφωση της ατμόσφαιρας, οι χώροι μπορούν να προσαρμοστούν τόσο καλά στις απαιτήσεις των χρηστών, ώστε η αρχική τους μορφή να μην είναι πλέον σημαντική. Με τον έλεγχο των ήχων, του φωτός και τη χρήση ολογραμμάτων, για παράδειγμα, θα μπορούσαν να προκύψουν ποικίλες εμπειρίες που ανταποκρίνονται άψογα στις επιθυμίες των κατοίκων, μέσα σε πανομοιότυπα, μαζικά κατασκευασμένα κελύφη. Οι “κυψέλες” που αναρτώνται στην πόλη του Ζενέτου είναι ένα παράδειγμα τέτοιας περίπτωσης. Θολωτά δοχεία αναπαράγονται και τοποθετούνται στο χωροδικτύωμα. Η διαφοροποίησή τους προκύπτει από την χρήση που κάνει ο κάτοικος της κάθε μίας, μέσω ήχων και ψηφιακών προβολών. Αλλά και το ίδιο το δικτύωμα πάνω στο οποίο διαρθρώνεται η πόλη διαφέρει τόσο από τη New Babylon όσο και από τη Ville Spatiale. Στην Ηλεκτρονική Πολεοδομία το χωροδικτύωμα αποτελεί ταυτόχρονα υλική υποδομή στήριξης, αλλά και δίοδο τηλεπικοινωνιών και ροής πληροφορίας. Το σύρμα που χρησιμοποιείται σαν δομικό υλικό “υλοποιεί” (“materializes”) οπτικά τις μεταδόσεις σημάτων που περιέγραψε ο Shannon στην έρευνά του για τα Bell Telephone Laboratories.21 Η πόλη, ουσιαστικά, γίνεται μια “προστατευτική συσκευή” που αποκλείει την επαφή με την υπαρκτή αστική κατάσταση. Με άλλα λόγια, η ίδια η πόλη «δεν έρχεται σε επαφή με καμία άλλη πραγματικότητα πέρα από τον εαυτό της και τις εντός συστήματος σχέσεις των μερών της». Είναι, δηλαδή, «ένα κλειστό σύστημα ή μια αυτό-αναφορική μηχανή.»22 Κάθε μια κυψέλη διαχωρίζει τον κάτοικο από το περιβάλλον του, προσφέροντας του κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης (μέσω ελέγχου της θερμοκρασίας και του οξυγόνου) όπως θα γινόταν σε ένα διαστημικό όχημα. Άρα το 20  Zhongjie Lin, ό.π., 118 21  Lydia Kallipoliti. “Cloud Colonies: Electronic Urbanism and Takes Zenetos’ City of the Future in the 1960s”, στο Stuart J., Wilson M., 102nd

ASCA Annual Meeting Proceedings, Globalizing Architecture / Flows and Disruptions (2014), 678

22  Lydia Kallipoliti, ό.π., 682 70



προστατευμένο περιβάλλον με το οποίο έρχεται σε επαφή ο χρήστης, αντίθετα με την Arctic City, είναι ικανό να στεγάσει μόνο τον ίδιο. Η σωματική επέκταση στην πρόταση του Ζενέτου, η καρέκλα “στάσης,” αποτελεί το μόνο υλικό στοιχείο με το οποίο έρχεται σε επαφή ο κάτοικος. Χάρη σε αυτή επιτυγχάνεται η επιβίωση του και μέσω αυτής είναι σε θέση να ελέγχει τα άυλα στοιχεία του περιβάλλοντός του. Ο καθηλωμένος άνθρωπος είναι ο μόνος που διαμορφώνει τις συνθήκες του περιβάλλοντός του. Είναι σε θέση να δέχεται μηνύματα από το εξωτερικό του περιβάλλον. Ωστόσο, ο ίδιος ελέγχει τη ροή τους, με τον ίδιο τρόπο που ένας τηλεθεατής επιλέγει πότε και τι θα παρακολουθήσει στην τηλεόραση. Αντίθετα, η διαδικασία διαμόρφωσης των συνθηκών για τους Καταστασιακούς έχει τη μορφή μιας γενικευμένης δημιουργίας ατμοσφαιρών, στο σύνολο της πόλης. Η κατασκευή της ατμόσφαιρας και οι δυνατότητες της απασχόλησαν πολύ τα μέλη της Καταστασιακής Διεθνούς. Η ατμόσφαιρα γι’ αυτούς περιελάμβανε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος του ανθρώπου που διαμορφώνουν την αντίληψη του για το χώρο γύρω του, και αντίστοιχα επηρεάζουν τη συμπεριφορά του μέσα ή προς αυτό το χώρο. Αυτό που οραματίζονται να πετύχουν οι Καταστασιακοί ήταν η κατασκευή προσωρινών καταστάσεων που προκύπτουν από «το υλικό σκηνικό της ζωής και τις συμπεριφορές που το γεννούν και το ανατρέπουν».23 Ο κάθε κάτοικος, δηλαδή, μέσω της καθημερινής του συμπεριφοράς/διάθεσης/ κίνησης διαμορφώνει προσωρινά την ατμόσφαιρα στο χώρο γύρω του, επηρεάζοντας τη συμπεριφορά/διάθεση/κίνηση των υπολοίπων κατοίκων, οι οποίοι με τη σειρά τους θα συμβάλλουν στη διαμόρφωση μιας επόμενης ατμόσφαιρας, δημιουργώντας τελικά μια αλληλουχία καταστάσεων. Έτσι, οι Καταστασιακοί εισάγουν τον όρο της “ενιαίας πολεοδομίας” (“urbanisme unitaire”), η οποία περιλαμβάνει τη χρήση τεχνών και τεχνικών μέσων σε πολύ ευρύτερο πλαίσιο από αυτό που τη λάμβανε υπόψιν της η αρχιτεκτονική 23  International Situationiste, Το ξεπέρασμα της τέχνης, μτφ. και επιμ. Ιωαννίδης Γ., (Αθήνα: Ύψιλον, 1999), 42

72


έως τότε. Δηλαδή θα μπορούσε να περιλαμβάνει ακόμα και τους ήχους, τις κινήσεις, τον τρόπο διανομής των προϊόντων. Ταυτόχρονα, όμως, η “ενιαία πολεοδομία” αποκτά δυναμικό χαρακτήρα καθώς σχετίζεται και με τις συμπεριφορές. Επομένως, πλέον, η κατοικία δεν αποτελεί γι’ αυτούς τη μονάδα της πολεοδομίας. Τη θέση της έχει πάρει το “αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα,” δηλαδή «μια σύνθεση όλων των παραγόντων που δημιουργούν μια ατμόσφαιρα ή μια σειρά αντιφατικών ατμοσφαιρών στην κλίμακα της κατασκευασμένης κατάστασης.»24 Ο Constant ονειρεύεται μια νέα εποχή. Υποστηρίζει πως ο άνθρωπος χρειάζεται περιπέτεια και πως σε αντίθεση με όσους αναζητούν αυτή την περιπέτεια στο φεγγάρι, ο ίδιος και οι συνεργάτες του στην Καταστασιακή Διεθνή επιδιώκουν να αλλάξουν τις συνθήκες στη γη. Σε άρθρο που δημοσιεύει το 1959 στο περιοδικό της Καταστασιακής Διεθνούς γράφει: «Οι μελλοντικές πόλεις που οραματιζόμαστε θα προσφέρουν μια αυθεντική ποικιλία αισθήσεων σε αυτή την περιοχή και απρόβλεπτα παιχνίδια θα είναι πιθανά μέσω της εφευρετικής χρήσης των υλικών συνθηκών, όπως τον κλιματισμό του αέρα, τον ήχο και το φως.»25 Σκιαγραφεί, επομένως, την εικόνα της πόλης που επιθυμούν, αλλά όχι με αρκετή λεπτομέρεια, καθώς το αποτέλεσμα θα είναι μια μεταβλητή, διαδραστική κατάσταση. Στο ίδιο άρθρο αναφέρει πως επιθυμούν να κάνουν «μια πιο συνειδητή χρήση των ατμοσφαιρών, ώστε να ανταποκρίνονται σε όλες μας τις ανάγκες.»26 Η προσπάθεια να αποφύγει τη λεπτομερή αποτύπωση φαίνεται και από τα μέσα που χρησιμοποιεί ώστε να περιγράψει τη New Babylon. Το κύριο μέσο έκφρασης είναι οι μακέτες, τις οποίες φωτογραφίζει με διαφορετικές 24  International Situationiste, ό.π., 42 25  Constant Nieuwenhuys. “Another City for Another Life,” Internationale Situationniste, no. 3 (1959), διαθέσιμο στο: https://www.cddc. vt.edu/sionline/si/another.html (τελευταία επίσκεψη: 24/12/2018)

26  Constant Nieuwenhuys, ό.π. 73


συνθήκες φωτισμού και χρωμάτων, ώστε να δώσει έμφαση στην ατμόσφαιρα. Όπως εύστοχα περιέγραψε ο Mark Wigley στο κείμενό του για την έκθεση “Another City for Another Life: Constant’s New Babylon,” τα εκφραστικά μέσα του Constant είχαν σκοπό «να μην αποκαλύψουν πως μοιάζει η New Babylon ωστόσο να προκαλέσουν την επιθυμία γι’ αυτή.»27 Σε κανένα από τα έργα (μακέτες, collages, σκίτσα) που δημιούργησε ο Constant κατά τη διάρκεια των 18 χρόνων που πειραματιζόταν με την New Babylon δεν επεδίωξε να παρουσιάσει τεχνικά χαρακτηριστικά. Απέστρεψε την προσοχή του από τη μορφή και εστίασε στις σχέσεις των χώρων και των κατοίκων με το χώρο. Διερευνούσε, κυρίως, το γενικό πλαίσιο του αποτελέσματος που ήθελε να πετύχει και όχι τον ακριβή τρόπο επίτευξης. Εξίσου μεγάλη σημασία στα άυλα και μεταβλητά στοιχεία της πόλης, έναντι των σταθερών υποδομών, αλλά με πολύ μεγαλύτερη τεχνική λεπτομέρεια, φαίνεται να δίνουν οι Archigram σε αρκετά έργα τους. Η πρώτη φορά που τα έξι κύρια μέλη της ομάδας δούλεψαν συλλογικά, πέρα από τη συνεργασία τους ως εκδότες του περιοδικού Archigram, ήταν για την έκθεση “Living City” στο Institute of Contemporary Arts (ICA) στο Λονδίνο, το 1963. Αυτό που έγινε απόλυτα κατανοητό μέσα από τη “Living City” ήταν η πίστη ότι η κτισμένη μορφή είναι μόνο ένα μέρος της αρχιτεκτονικής εμπειρίας, και πιθανότατα το λιγότερο σημαντικό μέρος. «Όταν βρέχει στην Oxford Street η αρχιτεκτονική δεν είναι πιο σημαντική από τη βροχή, στην πραγματικότητα ο καιρός σχετίζεται πιθανότατα περισσότερο με τον παλμό της Living City ανά πάσα στιγμή.»28 Η μεγάλη διαφορά τους, όμως, με τον Constant είναι 27  Mark Wigley. Another City for Another Life: Constant’s New Babylon, (New York: The Drawing Center, 1999), 31

28  Peter Cook, introduction to Crosby and Brodley, eds., Living Arts, no. 2, σελ. 70, αναφ. στο Simon Sadler. Archigram: Architecture without

Architecture. (Cambridge, MA: MIT Press, 2005), 55

74


πως αυτοί ενσωμάτωναν τεχνολογικές εφευρέσεις ή οράματα για μελλοντικές εφευρέσεις, περιγράφοντας με πιο αναλυτικό τρόπο τις ατμόσφαιρες που θα προκύπταν αν τα σχέδια αυτά υλοποιούνταν. Η διάθεσή τους για αναλυτική περιγραφή φαίνεται, άλλωστε, από το πλήθος των collages που δημοσίευαν, παρουσιάζοντας τη ζωή εντός των χώρων που σχεδίαζαν. Η πρόταση “Living 1990” σχεδιάστηκε το 1967 για να εκτεθεί στο Harrods του Λονδίνου, έπειτα από πρωτοβουλία του Weekend Telegram Magazine. Στόχος ήταν να δημιουργηθεί ένα δείγμα της κατοικίας του μέλλοντος, επηρεασμένη από την τεχνολογία των υπολογιστών. Στο κατάστημα τοποθετήθηκε ένα μοντέλο πραγματικών διαστάσεων ενός διαμερίσματος που προσέφερε αδιανόητες, για την εποχή, δυνατότητες. Παράλληλα, δημιουργήθηκαν επεξηγηματικά σχέδια, που εξερευνούσαν και παρουσίαζαν τις διαφορετικές λειτουργίες του χώρου. Στην πρόταση, το πάτωμα και οι τοίχοι έχουν μεταβλητή σκληρότητα. Έτσι, το ίδιο κομμάτι μπορεί να είναι αρκετά μαλακό ώστε κάποιος να κάτσει και αμέσως μετά αρκετά σκληρό ώστε κάποιος να χορέψει πάνω του. Δύο ρομποτικοί πύργοι (ο Fred και ο James), έχουν ευπροσάρμοστες οθόνες, οι οποίες ορίζουν μικρότερους χώρους μέσα στην κατοικία, όπου κάποιος μπορεί να απομονωθεί και να «περιτυλιχθεί από ένα γεγονός που δημιουργείται μέσω προβολής, φωτός, ήχου και μυρωδιάς.»29 Ένα ακόμα είδος συσκευής, η hover chair, λειτουργεί σαν μεταφορικό μέσο για μικρές αποστάσεις και μπορεί να συνδέσει την κατοικία με την κοντινότερη συγκοινωνία. Υπάρχει απόλυτος έλεγχος τόσο των υλικών στοιχείων του περιβάλλοντος, όσο και των άυλων (προβολών, ήχων, φωτός κλπ.) και από το συνδυασμό τους προκύπτει το άμεσο περιβάλλον με το οποίο έρχεται καθημερινά σε επαφή ο κάτοικος. Τα άυλα χαρακτηριστικά έρχονται να συμπληρώσουν και να εντείνουν την ήδη πολύπλοκη εμπειρία που προσφέρουν τα υλικά στοιχεία και ο κάτοικος κινείται ανάμεσα σε αυτή την ποικιλία ερεθισμάτων, είτε 29  Justus Dahinden. Urban Structures for the Future (New York: Praeger Publishers, 1972), 112

75


μόνος του, είτε με τη βοήθεια της hover chair. Αν τα υλικά χαρακτηριστικά του περιβάλλοντος αντικαθίσταντο σταδιακά από άυλα, αυτό που θα προέκυπτε τελικά θα ήταν ένας εικονικός κόσμος. Η αφή θα ήταν πλέον περιττή, επομένως όλα τα αισθητήρια όργανα που θα χρειαζόταν ο άνθρωπος για να αντιληφθεί το περιβάλλον του, θα βρίσκονταν στο κεφάλι του. Σε αυτή τη λογική κινείται το μοντέλο “TV-Helmet” ή αλλιώς “The Portable Living Room” του Walter Pichler. Ένα επίμηκες κράνος τοποθετείται στο κεφάλι του χρήστη δίνοντάς του τη δυνατότητα να παρακολουθεί προβολές εικονικής πραγματικότητας. Πρόκειται, ουσιαστικά, για μια συσκευή που απομονώνει τον χρήστη από το περιβάλλον του και τον εκθέτει σε ένα διαφορετικό, εικονικό περιβάλλον, προσφέροντας του ένα νέο “σαλόνι”, το οποίο μάλιστα είναι “φορητό.” Ο τίτλος επεξηγεί, με κάποιο σαρκασμό, την κεντρική ιδέα του έργου, που είναι η ψηφιακή αναπαραγωγή των μέχρι τότε φυσικών χώρων, με τρόπο που καθηλώνει τον δέκτη. Το έργο επιθυμεί, επίσης, να δημιουργήσει ερωτήματα σχετικά «με την εμπειρία των μέσων, πολύ πριν ο “ψηφιακός κόσμος” ακόμα ανακαλυφθεί.»30 Η υλική πραγματικότητα των πόλεων είναι μια πτυχή που απαιτεί μεγάλη διερεύνηση προκειμένου να ικανοποιηθούν όλες οι ανάγκες της κατοίκησης που καλείται να καλύψει. Ο πρωταρχικός ρόλος των κτιρίων, να προστατεύσει τον άνθρωπο από τους κινδύνους, ενισχύεται με τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες και είναι δυνατόν να επιτευχθεί ο μέγιστος έλεγχος των συνθηκών προς όφελος του κατοίκου, όπως στην Arctic City. Επιπλέον, προστίθεται η ανάγκη για ευελιξία των υποδομών, ώστε να προσαρμόζονται στις επιθυμίες της εξελισσόμενης κοινωνίας. Η σταθερή μεγακατασκευή με ελαφριές, μεταβλητές πληρώσεις εμφανίζεται σε πολλά από τα έργα της εποχής, με ελαφρώς διαφορετικές προσεγγίσεις. Στη New Babylon ένας κάναβος με πολλαπλά επίπεδα δίνει την ευκαιρία για περιπλάνηση 30  “Embarking into the Virtual World:Walter Pichler’s Futurist

Visions,”

στο

https://www.db-artmag.com/en/58/feature/wal-

ter-pichlers-futurist-visions/, (τελευταία πρόσβαση: 26/12/2018)

76


και πειραματισμό. Μια αντίστοιχη κατασκευή οραματίζεται και ο Friedman για την Ville Spatiale, αλλά ταυτόχρονα σχεδιάζει τον αλγόριθμο σύμφωνα με τον οποίο ο κάθε κάτοικος θα μπορεί να διαμορφώνει την κατοικία του. Η Plug-In City έχει την ικανότητα να αναδιαρθρώνεται μέσα από έναν μηχανισμό που αποτελεί την ίδια την πόλη, ενώ τα στοιχεία της έχουν διαφορετική διάρκεια ζωής. Έμφαση στη διαφορετική διάρκεια των μερών της πόλης έδωσε και ο Tange στο Plan for Tokyo. Έγινε, ωστόσο, αντικείμενο κριτικής, καθώς η άκαμπτη μορφή των στοιχείων με μεγάλη διάρκεια ζωής ενείχε τον κίνδυνο να αναιρεθεί η ζητούμενη μεταβλητότητα. Τα άυλα στοιχεία του περιβάλλοντος μπορούν να ενισχύσουν τα υλικά, κι αυτό είναι κάτι που απασχόλησε πολύ τους Καταστασιακούς, που θεωρούσαν την κατασκευή ατμοσφαιρών σε όλη την έκταση της πόλης πιο σημαντική από την ίδια την υλική υποδομή. Ο κάτοικος που οραματίζεται ο Ζενέτος μπορεί να έχει πλήρη έλεγχο των συνθηκών εντός της κυψέλης του και να κάνει χρήση προβολών και ολογραμμάτων. Αντίστοιχα μικροπεριβάλλοντα μπορούν να δημιουργηθούν και στην πρόταση Living 1990, μέσω των δύο ρομποτικών πύργων με οθόνες προβολών. Η πιο ακραία ερμηνεία της επίδρασης των εικονικών μέσων, ωστόσο, είναι το TV-Helmet, που αντικαθιστά κάθε στοιχείο του χώρου με την εικονική του αναπαράσταση εντός ενός κράνους εικονικής πραγματικότητας, σχολιάζοντας την επικείμενη από-υλοποίηση της πόλης.

77


4

78


4.3_Δίκτυα

Στη Χάρτα των Αθηνών οι λειτουργίες της πόλης ορίστηκαν ως Κατοικία, Ψυχαγωγία, Εργασία και Μεταφορές. Σχετικά με τις Μεταφορές, αποφασίστηκε πως χρειαζόταν να γίνει περαιτέρω έρευνα, ώστε να διαχωριστούν τα είδη τους και κάθε ένα να σχεδιαστεί ξεχωριστά με τρόπο που να βελτιστοποιεί τη λειτουργία του.1 Στα συνέδρια που ακολούθησαν, και μέχρι τη διάλυση του θεσμού το 1957, ακούστηκαν αρκετές φωνές που διαφοροποιούνταν από αυτές τις αποφάσεις της Χάρτας του ’33. H Alison Smithson γράφει πως η παλαιότερη γενιά του 9ου CIAM αποφάσισε ότι «η ζωή αποτυγχάνει στον ιστό των τεσσάρων λειτουργιών» και πως «θέλουμε ένα πιο ευαίσθητο, αποκριτικό δίκτυο.»2 Η συζήτηση γύρω από τα δίκτυα εντείνεται και παρατηρείται στροφή προς ένα σχεδιασμό που τονίζει και επικεντρώνεται σε αυτά. Αυτό γίνεται φανερό τόσο μέσα από τα πειράματα των Ιαπώνων Μεταβολιστών, όσο και Δυτικών αρχιτεκτόνων, όπως ο Louis Kahn και η Anne Tyng. Οι τελευταίοι κάνουν ένα σχέδιο κυκλοφορίας για τη Philadelphia, το οποίο, όπως το περιγράφει ο Wigley, «από1  Congress Internationaux d’Architecture moderne (CIAM). The Athens Charter, 1933. Trans J.Tyrwhitt. (Paris: The Library of the Graduate School of Design, Harvard University, 1946)

2  Alison Smithson. Team 10 Meetings: 1953-1984, Ed. Alison Smithson (New York: Rizzoli, 1991), 9

79


υλοποιεί τη φυσική μορφή της πόλης υπέρ της αμιγούς ροής, σαν ένα ηλεκτρικό κύκλωμα.»3 Από την άλλη, ο Tange και οι συνεργάτες του, Arata Isozaki, Kisho Kurokawa και Adao Watanabe γράφουν συχνά για βιολογία, συμβίωση, cyborgs, κυβερνητική και προσθετικά μέλη. Σταδιακά δημιουργείται ένα δίκτυο πειραματιζόμενων με τα δίκτυα αρχιτεκτόνων, που επικοινωνούν μεταξύ τους μέσω δημοσιεύσεων, συνεδρίων και συνεργασιών.4 Ακριβώς 30 χρόνια μετά το CIAM που γέννησε τη Χάρτα των Αθηνών, πραγματοποιείται το πρώτο Συνέδριο της Δήλου, και αυτό στο κατάστρωμα ενός πλοίου που ταξιδεύει στο Αιγαίο. Το Συνέδριο δεν στόχευε στο να ακυρώσει τις αποφάσεις των CIAM, αλλά να αποτελέσει τη συνέχειά τους και να επεκτείνει την έρευνα που είχαν ξεκινήσει, προς την κατεύθυνση που υποδείκνυαν οι σύγχρονες εξελίξεις. Συμβολικά, καλούν τον Sigfried Giedion, το γενικό γραμματέα των CIAM, και του ζητούν να προσφωνήσει τον τελευταίο λόγο στην τελετή λήξης, σημαίνοντας τη συνέχεια μεταξύ της “Χάρτας των Αθηνών” και της “Διακήρυξης της Δήλου.”5 Ο Δοξιάδης, διοργανωτής του Συνεδρίου, καλεί, ακόμα, δύο ανθρώπους που αναμένονταν να παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στις συζητήσεις, τον Marshall McLuhan και τον Richard Buckminster Fuller. Ο πρώτος, ειδικός στα δίκτυα και την επικοινωνία και έχοντας ήδη δημοσιεύσει ένα πολύ σημαντικό βιβλίο γύρω από αυτό το θέμα, είχε την ευκαιρία κατά τη διάρκεια του συνεδρίου να διερευνήσει τις αρχιτεκτονικές προεκτάσεις του έργου του. Υποστήριζε ότι τα ηλεκτρονικά, είναι στην ουσία βιολογικά, οργανικά συστήματα. Έτσι, και τα δίκτυα επικοινωνιών, είναι προσθετικές επεκτάσεις του σώματος. Σχηματίζουν νέα μέλη του σώματος, άρα δημιουργούν «έναν νέο οργανισμό, ένα νέο χωρικό σύστημα, μια νέα αρχιτεκτονική.»6 Το “πλανητικό

3  4  5  6  80

Mark Wigley, “Network Fever”, Grey Room, no. 4 (2001), 106 Mark Wigley, ό.π., 106 Mark Wigley, ό.π., 89 Mark Wigley, ό.π., 89


χωριό”7 και οι δυνατότητές του δίνουν πολύ μεγάλες ευκαιρίες στους σχεδιαστές. Στο ίδιο συνέδριο ο Fuller υποστήριξε ότι η σύγχρονη εποχή της υπερκινητικότητας έχει κάνει τους μόνιμους οικισμούς και τις γειτονιές να μοιάζουν ξεπερασμένοι.8 Άρα αργά ή γρήγορα η ανάγκη για ένα νέο μοντέλο κατοίκησης θα γίνει επιτακτική. Ο McLuhan έσπευσε να συμφωνήσει, αναρωτώμενος αν «επιλέγουμε ως βασικά προβλήματα πράγματα που πιθανόν πρόκειται να εξαφανιστούν με την άνοδο των επιπέδων πληροφορίας, όπως η συμφόρηση και η αταξία;»9 Με αυτή τη λογική, θα ήταν αποτελεσματικότερο να μελετηθούν πρώτα οι δυνατότητες που προσφέρουν τα νέα πληροφοριακά συστήματα κι έπειτα το πώς αυτά θα διαμορφώσουν την εικόνα της πόλης του μέλλοντος. Τονίζεται, επομένως, η σημασία των δικτύων επικοινωνιών στη βάση της αναζήτησης για την πόλη του μέλλοντος. Οι Smithsons, ήδη από το 1953, είχαν επιμείνει πως «ο δρόμος και το δίκτυο των δρόμων πρέπει να είναι η αρένα όπου ενσαρκώνονται οι κοινωνικές σχέσεις»10 και όχι απλά ένας τρόπος αποτελεσματικής σύνδεσης, όπως είχε περιγραφεί στη Χάρτα των Αθηνών. Όλες οι απόψεις σταδιακά φαίνεται να συγκλίνουν σε μια θέση: τα δίκτυα είναι η πόλη και ο άνθρωπος είναι αναπόσπαστο κομμάτι αυτών των δικτύων.

7  Όρος που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1960 από τον McLuhan για να περιγράψει πως οι άνθρωποι είναι όλο και περισσότερο συνδεδεμένοι μέσω ηλεκτρονικών τεχνολογιών, που εικονικά μειώνουν τις επιδράσεις του χώρου και του χρόνου ώστε η Γη συρρικνώνεται σε ένα διασυνδεδεμένο, μεταφορικό “χωριό.” Πηγή λήμματος: Τ. Gibson & S.J. Murray, “Global Village,” εγκυκλοπαιδικό λήμμα στο Encyclopedia of

Media and Communication, ed. M. Danesi (University of Toronto Press, 2012), 312-313

8  Mark Wigley, “Network Fever”, Grey Room, no. 4 (2001), 112 9  Mark Wigley, ό.π., 112 10  Peter Smithson. “Recollection by Peter Smithson, September 20, 1990” στο Team 10 Meetings: 1953-1984, Ed. Alison Smithson (New York: Rizzoli, 1991), 60

81


«Δεν δημιούργησε η τελευταία τεχνολογία έναν νέο κόσμο για να κατοικήσουμε. Η παγκόσμια πόλη είναι το παγκόσμιο σώμα. Κατοικούμε στο ίδιο μας υπερεκτεταμένο σώμα»11 Το πρώτο μεγάλο βήμα προς την ενσωμάτωση φυσικών και ηλεκτρονικών δικτύων έκαναν οι Archigram. Κι άλλοι σχεδιαστές στο παρελθόν εισήγαγαν τα δίκτυα στα έργα τους (Kahn, Tyng, Tange, Isozaki, Kurokawa), όμως αυτό που αλλάζει σημαντικά στα έργα των Archigram είναι ότι η κίνηση πραγματοποιείται μέσα στον ίδιο τον ιστό. Το δίκτυο αντικαθιστά τον κάναβο. Η κίνηση μεταξύ διασταυρούμενων γραμμών δίνει τη θέση της στη ροή εντός των γραμμών.12 Μέχρι να φτάσουν στο σημείο αυτό, πειραματίστηκαν με πολλές μορφές μετακινήσεων, προσπαθώντας να συλλάβουν την εικόνα της μελλοντικής πόλης, μέσα από ευφάνταστα σκίτσα και κολλάζ. Όπως γράφει ο Sadler: «Θα ήταν εύκολο να παρερμηνευθεί η δουλειά των Archigram ως μια ιδιοτροπία από βιβλία comic. Αυτή η εντύπωση αλλάζει τη στιγμή που γίνεται αντιληπτή υπό το φως της σύγχρονης επίσημης γνώμης για το μέλλον των πόλεων»13 Αναφέρεται στη μελέτη Traffic in Towns, που ανατέθηκε το 1963 στον Colin Buchanan από το Υπουργείο Μεταφορών της Βρετανίας. Το ιδιαίτερο σε αυτή τη μελέτη είναι ότι για πρώτη φορά ο σχεδιασμός και η τοποθέτηση των κτιρίων ερευνάται ταυτόχρονα με τη διαχείριση της κυκλοφορίας. Οι προτάσεις που περιλάμβανε αυτή η μελέτη ήταν λύσεις μερικής αναδιαμόρφωσης ως μέρος μιας μεγάλης, γενικής αναδιαμόρφωσης. Παρόλο που καμία από αυτές τις προτάσεις δεν προσέγγιζε τα φαντασμαγορικά σχέδια των Archigram, κλείνοντας τη μελέτη ο Buchanan και οι 11  Mark Wigley, “Network Fever”, Grey Room, no. 4 (2001), 102 12  Mark Wigley, ό.π., 108 13  Simon Sadler. Archigram: Architecture without Architecture. (Cambridge, MA: MIT Press, 2005), 78

82



συνεργάτες του τόνισαν πως χρειάζεται επιπλέον έρευνα πάνω στα ίδια θέματα που απασχολούσαν και τους Archigram, όπως η “Αστική Μορφή,” η “Κίνηση,” τα “Δίκτυα” και η “Συστήματα Κίνησης.”14 Επιπλέον, έκαναν αναφορά σε νέες μορφές μεταφορών που και οι Archigram παρουσίαζαν στα έργα τους, όπως monorails, hovercrafts, ακόμα και ατομικούς προωθητήρες jet.15 Οι Archigram αργότερα φάνηκαν να διαφοροποιούνται σε σχέση με τον Buchanan, όταν προσπάθησαν να ενσωματώσουν την κίνηση μέσα την αρχιτεκτονική. Αυτό προέκυψε επειδή δεν πίστευαν πως το αυτοκίνητο θα μπορούσε να συνυπάρξει επιτυχώς με την κατοίκηση όπως την οραματίζονταν. Ωστόσο κοινό σημείο και των δύο ομάδων παρέμεινε το συμπέρασμα ότι «η διογκούμενη κινητικότητα είναι ανάλογη με την καλή ποιότητα ζωής και τη δημοκρατία». Συνεπώς, οποιαδήποτε πρόταση για το μέλλον δε θα έπρεπε να προσπαθήσει να περιορίσει την κίνηση, αλλά το αντίθετο.16 Η εικόνα της πόλης, όπως παρουσιάστηκε στα σχέδια της ομάδας δίνει την εντύπωση ενός δυναμικού συνόλου, με τις σιδηροδρομικές γραμμές και τους γερανούς που τις διατρέχουν να εντείνουν την αίσθηση της κίνησης, χωρίς να απεικονίζονται άνθρωποι. Οι διαφόρων ειδών υποδομές είναι διασκορπισμένες σε όλη την έκτασή της, αλλά άμεσα συνδεδεμένες μεταξύ τους, δίνοντας το αποτέλεσμα ενός συμπαγούς συνόλου. «Μια μεγα-κατασκευή αφιερωμένη στη συνεχή κυκλοφορία, με ανακατωμένες λειτουργίες, θολά όρια, έσωσε τη συλλογική κατοίκηση από μια υφέρπουσα απαισιοδοξία περί “αστικοποίησης.”»17 14  Colin Buchanan et al., Traffic in Towns: A Study of the Long-Term Problems of Traffic in Urban Areas (London: HMSO, 1963), σελ. 200, αναφ. στο Sadler, Simon. Archigram: Architecture without Architecture. (Cambridge, MA: MIT Press, 2005)

15  Simon Sadler. Archigram: Architecture without Architecture. (Cambridge, MA: MIT Press, 2005), 79

16  Simon Sadler, ό.π., 80 17  Simon Sadler, ό.π., 14 84


Το ίδιο όραμα για την πόλη-δίκτυο του μέλλοντος μοιράζεται και ο Tange. Προβλέπει πως η Ιαπωνία θα διατηρήσει την “οργανική ζωή” της μόνο αν τελικά μεταμορφωθεί σε μια τεράστια πόλη με δίκτυα φυσικά, κοινωνικά και πληροφοριακά. Δηλαδή μια πόλη με “κεντρικό νευρικό σύστημα.”18 Ωστόσο, το σχέδιό του για το Tokyo εξελίσσεται πολύ διαφορετικά απ’ ότι η Plug-In City. To “κεντρικό νευρικό σύστημα” που προτείνει ο Tange, παίρνει τη μορφή του civic axis, του άξονα κυκλοφορίας που ξεκινά από την υπάρχουσα πόλη και διασχίζει τον κόλπο, επεκτεινόμενο σταδιακά. Από εκεί η κυκλοφορία χωρίζεται σε επιμέρους κάθετες διακλαδώσεις. Αυτό το σύστημα θα μπορούσε να παρομοιαστεί με δέντρο. Στον γραμμικό άξονα που σχεδιάζει, προτείνει ένα κυκλικό σύστημα μετακίνησης, που θα αποτελείται από αλλεπάλληλες “λούπες.” Με αυτόν τον τρόπο θα γίνει ευκολότερη η εξάπλωση του άξονα, καθώς θα συμπληρώνεται κομμάτικομμάτι και κάθε τμήμα που θα προστίθεται θα είναι έτοιμο για χρήση, χωρίς να επηρεάζεται η κατασκευή του επόμενου. Στην αισιόδοξη πρόθεση του Tange εξέφρασε αντίθετη άποψη ο Peter Smithson, ο οποίος σχολίασε πως η συγκέντρωση της κίνησης σε έναν κεντρικό άξονα θα δημιουργήσει τελικά πολυπλοκότητα, με πολλές αχρείαστες λωρίδες κυκλοφορίας.19 Αλλά και ο Christopher Alexander στο κείμενό του “City is not a Tree” κάνει συγκεκριμένη αναφορά στον Tange ως παράδειγμα προς αποφυγή, θεωρώντας πως το μοτίβο του δέντρου είναι μονότονο, άκαμπτο και έχει χάσει τα “ανθρώπινα” χαρακτηριστικά του, άρα είναι καταδικασμένο

18  Mark Wigley, “Network Fever”, Grey Room, no. 4 (2001), 104 19  Zhongjie Lin, “Urban Structures for the Expanding Metropolis: Kenzo Tange’s 1960 Plan for Tokyo,” Journal of Architectural and Planning

Research, 24:2 (2007): 116

85


να αποτύχει.20 Ωστόσο, ο Tange υιοθετεί μια βιολογική αναλογία, όπως και οι περισσότεροι Μεταβολιστές. Συγκρίνει την εξέλιξη της πόλης από ακτινωτή σε γραμμική με την εξέλιξη των ζωντανών οργανισμών λέγοντας: «Όταν οι ζωτικές λειτουργίες των οργανισμών διαφοροποιηθούν και πραγματοποιήσουν την σύνθετη λειτουργία της ζωής, το ακτινωτό μοτίβο εξελίσσεται σε ένα σύστημα παράλληλων γραμμών ομαδοποιημένων γύρω από έναν άξονα που σχηματίζεται από τη σπονδυλική στήλη και τις αρτηρίες.»21 Άρα η πόλη, αφού αναπτύχθηκε σε ικανοποιητικό βαθμό ακτινωτά, έχει έρθει η ώρα να αρχίσει να εξαπλώνεται γραμμικά. Η ιδέα της γραμμικής πόλης δεν ξεκίνησε από τον Tange. Παρόλο που ο ίδιος ισχυριζόταν ότι πρόκειται για μια νέα ιδέα, στην πραγματικότητα, η οργάνωση αυτή είχε εμφανιστεί στο παρελθόν αρκετές φορές, όπως στη Ciudad Lineal του Soria y Mata (1882), στη Cite Industrielle του Tony Garnier (1904), στην Roadtown του Edgar Chambless (1910) και στο σχέδιο για το Αλγέρι του Le Corbusier (1931). Ο λόγος για τον οποίο αυτή η ιδέα επανήλθε στο προσκήνιο μετά τον B’ΠΠ ήταν η ανάγκη για ένα εφικτό μοντέλο ελέγχου της αστικής εξάπλωσης που θα ενθάρρυνε την αποκέντρωση με οργανωμένο τρόπο.22 Η εξάπλωση απασχόλησε και το Yona Friedman αλλά η προσέγγισή του διαφέρει εντελώς από αυτή του Tange. Το 20  Christopher Alexander, “City is not a Tree”, Architectural Forum, no. 122 (1965) διαθέσιμο στο http://en.bp.ntu.edu.tw/wp-content/ uploads/2011/12/06-Alexander-A-city-is-not-a-tree.pdf

(τελευταία

επίσκεψη: 6/1/2019)

21  Kenzo Tange, A plan for Tokyo, 1960: Toward a structural reorganization (Tokyo: Shikenchikusha, 1961), 11

22  Zhongjie Lin, “Urban Structures for the Expanding Metropolis: Kenzo Tange’s 1960 Plan for Tokyo,” Journal of Architectural and Planning

Research, 24:2 (2007): 114

86


πλέγμα της Ville Spatiale εξαπλώνεται σε όλη την επιφάνεια της γης. Δεν υπάρχει πια διαφορά μεταξύ πόλης και χωριού, καθώς οι οικισμοί διασπείρονται στη διαθέσιμη έκταση της υποδομής με ομοιόμορφη πυκνότητα, που εγγυάται τις επιθυμητές συνθήκες ηλιασμού. Το δίκτυο που προκύπτει, επομένως, είναι ένας ομοιόμορφος ιστός που τυλίγει τη γη. Ο Tange διαφωνούσε με την άποψη ότι ένα δίκτυο που εκτείνεται, θεωρητικά, απείρως μπορεί να αποφύγει την τοπικά αυξημένη πυκνότητα. Αντιθέτως, υποστηρίζει πως η δυνατότητα των δικτύων να εξαπλώνονται παντού, ουσιαστικά εντείνει την ανάγκη συγκέντρωσης, γιατί πλέον όποιος δεν έχει πρόσβαση στα δίκτυα, θεωρείται απομονωμένος. Έτσι, για να αποκτήσει πρόσβαση σε αυτά τα δίκτυα πρέπει να μεταφερθεί στον αντίστοιχο χώρο.23 Άρα, σύμφωνα με τη λογική του Tange, η Ville Spatiale θα μπορούσε να επιτύχει την επιθυμητή πυκνότητα μόνο αν υπήρχε τρόπος τα δίκτυα να εκτείνονται στην κυριολεξία παντού. Και αυτό ακριβώς σχεδίασε ο Τάκης Ζενέτος στην Ηλεκτρονική Πολεοδομία. Τα θολωτά δοχεία κατοίκησης και ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός εντός τους είναι συνδεδεμένα σε ένα κοινό δίκτυο όπου πραγματοποιείται διαρκής ροή πληροφοριών. Επειδή ο κάτοικος παραμένει καθηλωμένος, τα φυσικά δίκτυα δεν υφίστανται, παρά μόνο, για τη διακίνηση αγαθών. Τα ηλεκτρονικά δίκτυα “τρέχουν” μέσα στο σκελετό της υποδομής που συγκρατεί τις κάψουλες. Καθώς ο Ζενέτος φαντάζεται πως κάποια στιγμή ο ανθρώπινος εγκέφαλος θα είναι σε θέση να μεταδίδει και να λαμβάνει πληροφορίες και εντολές ασύρματα, υπολογίζει πως τότε ο χειρισμός των λειτουργιών θα γίνεται με τη σκέψη. Οραματίζεται, δηλαδή, μια σταδιακή από-υλοποίηση της μετάδοσης της πληροφορίας. Τα καλώδια και οι υποδομές θα αντικατασταθούν σταδιακά από ηλεκτρο-νοητικά κύματα (“electro-mental waves”), μαγνητικά πεδία και ροή

23  Mark Wigley, “Network Fever”, Grey Room, no. 4 (2001), 105 87


πληροφοριών, “διαλύοντας” την πόλη σε ενέργεια.24 «Με το πέρασμα του χρόνου ο Ζενέτος ανέπτυξε την Πόλη του Μέλλοντος σε έναν διαπλανητικό οργανισμό που θα κατακτούσε την απεραντοσύνη του κόσμου και τελικά θα διαλυόταν στα ηλεκτρομαγνητικά πεδία πληροφοριών.»25 Η μελέτη των δικτύων φαίνεται πως μπορεί να δώσει λύση σε πολλά από τα προβλήματα των πόλεων. Επομένως η βελτιστοποίησή τους θα έπρεπε να προηγείται άλλων παρεμβάσεων στην πόλη, καθώς πρόκειται να επηρεάσει πολλά από τα στοιχεία της πόλης. Είτε πρόκειται για φυσικά, είτε για ηλεκτρονικά, κύριος στόχος τους είναι να ενισχύουν την ευελιξία των πόλεων. Τα γραμμικά δίκτυα δείχνουν σταδιακά να εγκαταλείπονται, καθώς αντιμετωπίζουν την πόλη σαν “δέντρο” και αναζητούνται νέα συστήματα, με αποκορύφωμα την “διάλυση” της πόλης και την αντικατάσταση των υλικών υποδομών από ηλεκτρο-νοητικά κύματα, όπως οραματίστηκε ο Τάκης Ζενέτος.

24  Lydia Kallipoliti. “Cloud Colonies: Electronic Urbanism and Takes Zenetos’ City of the Future in the 1960s”, στο Stuart J., Wilson M., 102nd

ASCA Annual Meeting Proceedings, Globalizing Architecture / Flows and Disruptions (2014), 684

25  Lydia Kallipoliti, ό.π., 682 88



90


Συμπεράσματα

Η πόλη, από τη δημιουργία της, είναι ένα πολύπλοκο και δυναμικό φαινόμενο. Έχοντας τον άνθρωπο στο επίκεντρο των διαδικασιών που στεγάζει, επηρεάζει και επηρεάζεται από τις εξελίξεις της κοινωνίας. Ο τρόπος που οι άνθρωποι κατοικούν στις πόλεις εξαρτάται άμεσα από το περιβάλλον τους. Έτσι, προκειμένου να προσδιοριστεί η αστική κατοίκηση στο μέλλον, μελετήθηκαν οι προτάσεις οραματικών πόλεων, ώστε να διερευνηθεί πως τα χαρακτηριστικά τους αναμένεται να επηρεάσουν το “κατοικείν”. Τα τρία ερωτήματα που τέθηκαν αφορούσαν στον τύπο του ανθρώπου που θα συγκροτήσει την κοινωνία των μελλοντικών πόλεων, τις υλικές υποδομές που θα περικλείσουν την κατοίκηση και τα δίκτυα που θα προσφέρουν τις μέγιστες ευκαιρίες μετακινήσεων και επικοινωνίας. Ο Άνθρωπος, στις οραματικές αυτές προτάσεις, έχει στη διάθεση του πολύ περισσότερο ελεύθερο χρόνο, καθώς η αυτοματοποίηση της χειρωνακτικής εργασίας έχει μειώσει τις ώρες εργασίας, ή σε κάποιες περιπτώσεις την έχει εξαφανίσει εντελώς. Ελεύθερος όσο ποτέ, ζώντας ως Παίζων Άνθρωπος (Homo Ludens), μπορεί να κάνει χρήση του χρόνου του, σε συνδυασμό με τις δυνατότητες που του προσφέρει η πόλη. Το αποτέλεσμα αυτής της ελευθερίας μπορεί να είναι είτε η αέναη κίνηση, είτε η καθήλωση. Στη New Babylon και τη Ville Spatiale κινείται, δημιουργεί και γίνεται υπεύθυνος για το περιβάλλον του, το οποίο αναδιαμορφώνει κατά τις ανάγκες του. Στην πρώτη μπορεί 91


να πειραματίζεται και να δημιουργεί τέχνη στην καθημερινή ζωή. Ζει εντός ποικίλων ατμοσφαιρών, επηρεάζεται και τις επηρεάζει. Στη δεύτερη, η δημιουργικότητά του εκφράζεται με τη διαμόρφωση της κατοικίας του, ώστε να την προσαρμόσει πλήρως στις ανάγκες του. Και στις δύο περιπτώσεις επιχειρείται να αντιστραφεί η επίδραση του “μέσου χρήστη” στο σχεδιασμό, που δημιουργήθηκε όταν υπήρξε ανάγκη για μαζική κατοίκηση και αγνόησε τις επιμέρους ανάγκες των κατοίκων. Ταυτόχρονα η κοινωνία τείνει να γίνει ξανά νομαδική, δίνοντας την ευκαιρία στους κατοίκους να μετακινούνται παντού. Η Ηλεκτρονική Πολεοδομία, ωστόσο, απευθύνεται σε έναν άνθρωπο που οι τεχνολογικές δυνατότητες έχουν καταφέρει να του παρέχουν ό,τι χρειάζεται χωρίς να μετακινηθεί, επομένως βρίσκεται ακίνητος ή κινείται σε μικρές αποστάσεις, πεζός. Αφού μπορεί να βρίσκεται παντού ηλεκτρονικά, μένει απομονωμένος σωματικά. Στις πόλεις που οραματίζονται τη δεκαετία του 1960, λοιπόν, ο κάτοικος φαίνεται να χρειάζεται μια πόλη που να του προσφέρει μια έντονη εμπειρία και τη δυνατότητα να αναπτύσσεται. Πρέπει να είναι ο ίδιος που θα αποφασίζει για το περιβάλλον του και θα το προσαρμόζει στις ανάγκες του. Έτσι, θα αξιοποιεί στο μέγιστο τον ελεύθερο χρόνο που θα έχει πια διαθέσιμο, και το ίδιο το περιβάλλον του θα ενθαρρύνει την εξερεύνηση, φυσική και εικονική. Τα Κελύφη που θα σχηματίσουν αυτό το περιβάλλον είναι κυρίως μεγακατασκευές με μεταβλητές πληρώσεις, καθώς η διάταξη αυτή εξασφαλίζει μεγάλη ευελιξία. Σχεδιάζονται πολλές προτάσεις με τη μορφή μονάδων αναρτημένων σε χωρικό κάναβο. Στη New Babylon συντελείται παιχνίδι ατμοσφαιρών. Στην Ville Spatiale ο κάτοικος, με τη βοήθεια ενός αλγόριθμου σχεδιάζει την κατοικία του. Στην Plug-In City η πόλη αναδιαρθρώνεται μέσω ενός συστήματος μετακινήσεων. Στην Ηλεκτρονική Πολεοδομία η πόλη σχηματίζεται από τα δίκτυα πληροφοριών και αναμένεται να “διαλυθεί” μέσα σε αυτά. Από αυτές τις προτάσεις διαφοροποιείται, ωστόσο το Plan for Tokyo, στο οποίο η μεγακατασκευή διαμορφώνεται από σκυρόδεμα, σε τυποποιημένες μονάδες υποδομών, που συμπληρώνονται από ευέλικτα διαχωριστικά. Η Arctic City, από την άλλη, σχεδιάζεται στο έδαφος, όπως 92


κάθε πόλη ως τότε, με τη διαφορά ότι περιβάλλεται από έναν υπερμεγέθη προστατευτικό θόλο, που την απομονώνει από τις περιβαλλοντικές συνθήκες και δημιουργεί ελεγχόμενο κλίμα εντός της, μαζί με τον έλεγχο του φωτός. Παρατηρείται πως γενικότερα, με την εξέλιξη της τεχνολογίας, τα άυλα στοιχεία του περιβάλλοντος αποκτούν ακόμα περισσότερες δυνατότητες. Οθόνες προβολής, ολογράμματα, ακόμα και εικονική πραγματικότητα, βρίσκονται στη διάθεση των κατοίκων για να ενισχύσουν την εμπειρία της κατοίκησης. Στην πρόταση Living 1990 οι χρήστες μπορούν να χειρίζονται τα άυλα στοιχεία του χώρου με την ίδια ευκολία που χειρίζονται τα υλικά, δημιουργώντας επιμέρους μικροπεριβάλλοντα. Το TV-Helmet φτάνει να προτείνει ακόμα και την ολική αναπαράσταση του οικιακού χώρου μέσω εικονικής πραγματικότητας. Για να αποκτήσει, επομένως, ο κάτοικος τη μέγιστη ευελιξία, αναζητούνται υποδομές που να του επιτρέπουν να παρεμβαίνει και να τις προσαρμόζει. Ταυτόχρονα, οι κατασκευές έχουν χαρακτηριστικά που τον προστατεύουν και δημιουργούν γι’ αυτόν ιδιαίτερες συνθήκες στο περιβάλλον του. Τα Δίκτυα είναι ένα στοιχείο των πόλεων που, όπως έγινε φανερό τόσο στα CIAM όσο και στα Συμπόσια της Δήλου, αναμενόταν να αλλάξει δραστικότερα. Η εξέλιξη της τεχνολογίας και οι προσδοκίες για το μέλλον θα μπορούσαν να δώσουν πρωτοφανείς δυνατότητες στους ανθρώπους. Τα φυσικά δίκτυα εξακολουθούν να υπάρχουν και επιχειρείται να βελτιστοποιηθούν, ικανοποιώντας τόσο την ανάγκη του κατοίκου για μετακίνηση, αλλά και της πόλης για αναδιαμόρφωση των υποδομών, όπως στην περίπτωση της Plug-In City. Το Plan for Tokyo προτείνει γραμμική κίνηση σε κεντρικό άξονα, αλλά γίνεται αντικείμενο κριτικής, κυρίως από τον Christopher Alexander, που υποστήριζε πως μια τέτοια μορφή κίνησης μετατρέπει την πόλη σε “δέντρο”, αφαιρώντας τη ζωντάνια της. Η πραγματική πρόοδος των δικτύων, ωστόσο, γίνεται φανερή με την εισαγωγή των δικτύων πληροφοριών, που είναι σε θέση να επηρεάσουν δραστικά την εικόνα της πόλης, μειώνοντας την ανάγκη για δίκτυα μετακίνησης, αλλά και να μεταβάλλουν την εμπειρία της κατοίκησης, φέρνοντας 93


κάθε σημείο του πλανήτη σε επικοινωνία και μηδενίζοντας τις αποστάσεις. Πάνω σε αυτό βασίζεται η Ηλεκτρονική Πολεοδομία, μεγιστοποιώντας τη χρήση των ηλεκτρονικών δικτύων έναντι των φυσικών. Κάνοντας αυτή την ανάλυση σήμερα και γνωρίζοντας τις εξελίξεις που μεσολάβησαν από την εποχή αυτών των προτάσεων έως τώρα, παρατηρείται πως πολλά από τα χαρακτηριστικά τους υπάρχουν πλέον, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Παρόλο που ο Homo Ludens δεν είναι ακόμα η κυρίαρχη πτυχή του Ανθρώπου, οι δυνατότητες για ψυχαγωγία είναι περισσότερες από ποτέ, οργανωμένες και μη, ενώ τα εξελιγμένα μέσα μετακινήσεων έχουν μειώσει τις φυσικές αποστάσεις. Η ηλεκτρονική επικοινωνία έχει αντικαταστήσει σε μεγάλο βαθμό τη φυσική. Η τεχνολογία έχει δώσει πολλές δυνατότητες στον κάτοικο να διαμορφώσει την ατμόσφαιρα στην οποία ζει. Όλα αυτά προέκυψαν περισσότερο σαν φυσική ανάγκη και σαν αξιοποίηση των νέων χαρακτηριστικών που γίνονται όλο και πιο προσιτά, παρά σαν οργανωμένο σχέδιο αναδιαμόρφωσης. Οι πόλεις ωστόσο εξακολουθούν να εμφανίζουν προβλήματα υπερπληθυσμού, αυξημένης πυκνότητας, κυκλοφοριακής συμφόρησης και αποξένωσης, μεταξύ άλλων. Ταυτόχρονα, η ποιότητα του φυσικού περιβάλλοντος συνεχώς υποβαθμίζεται, απειλώντας ακόμα και τη μελλοντική ύπαρξη του ανθρώπινου είδους και οι πόλεις, καθώς και ο τρόπος ζωής σε αυτές έχουν μεγάλο μέρος της ευθύνης. Ο πληθυσμός, ιδιαίτερα στις πόλεις, προβλέπεται πως θα συνεχίσει να αυξάνεται, επιδεινώνοντας τα όποια προβλήματα παρατηρούνται σήμερα. Ίσως είναι, λοιπόν, η στιγμή να ξεκινήσει μια διαδικασία σταδιακής αναδιαμόρφωσης του υλικού μέρους της πόλης, που θα συμβαδίσει με τις νέες ανάγκες της κοινωνίας. Και οι οραματικές προτάσεις από το παρελθόν, θα μπορούσαν να μας καθοδηγήσουν σε αυτό. Δεν θα είναι ένα άκαμπτο master plan της τελικής μορφής αλλά μια αλληλουχία πειραματισμών κατά την οποία θα ελέγχεται διαρκώς το αποτέλεσμα και όταν χρειάζεται θα επαναπροσδιορίζονται οι στόχοι. Οι οραματικές προτάσεις έχουν καταφέρει να μας δώσουν μια κατεύθυνση, αλλά πλέον έχουμε αρκετά δεδομένα (κοινωνικά, επιστημονικά, 94


τεχνολογικά), τα οποία αναμένεται διαρκώς να αυξάνονται, για να προχωρήσουμε με ρεαλιστικότερους στόχους και να φτάσουμε στις πόλεις του “δικού μας” μέλλοντος.

95


96


Βιβλιογραφία Βιβλία Agamben, Giorgio. Homo Sacer: Sovereign Power and Bare Life, (μτφ. Danel Heller-Roazen) Stanford: Stanford University Press, 1998 Boudon, Philippe. Pessac de Le Corbusier, Paris: Dunod, 1969 Buchanan, Colin et al., Traffic in Towns: A Study of the Long-Term Problems of Traffic in Urban Areas. London: HMSO, 1963 Congress Internationaux d’Architecture moderne (CIAM). The Athens Charter, 1933. Trans J.Tyrwhitt. Paris: The Library of the Graduate School of Design, Harvard University, 1946 Conrads, Ulrich. Programs and manifestoes on 20th-century architecture. Cambridge, Mass: MIT Press, 1971 Dahinden, Justus. Urban Structures for the Future. New York: Praeger Publishers, 1972 Eaton, Ruth. Ideal Cities: Utopianism and the (Un)Built Environment. New York: Thames & Hudson, 2002 Frampton, Kenneth. Μοντέρνα Αρχιτεκτονική: Ιστορία και Κριτική (μτφ. Θ. Ανδρουλάκης, Μ. Πάγκαλου) Αθήνα: Θεμέλιο, 2009 Friedman, Yona and Manuel Orazi. Yona Friedman: The dilution of architecture (ed. Nader Seraj) Zurich: Park Books, 2015 Glaeser, Ludwig. The work of Frei Otto. New York: The Museum of Modern Art, 1972 Harvey, David. Spaces of Hope. Edinburgh: Edinburgh University Press, 2000 Heidegger, Martin. Κτίζειν Κατοικείν Σκεπτεσθαι (μτφ. Γιώργος Ξηροπαΐδης) Αθήνα: Πλέθρον, 2009 Huizinga, Johan. Homo Ludens: A study of the play-element in culture. London: Routledge & Kegan Paul Ltd, 1949 International Situationiste. Το ξεπέρασμα της τέχνης, μτφ. και επιμ. Ιωαννίδης Γ., Αθήνα: Ύψιλον, 1999 Lefebvre, Henri. Writings on Cities. Cornwall: Blackwell Publishers, 1996 Lefebvre, Henri. The Urban Revolution (trans. Robert Bononno, foreword Neil Smith) Minneapolis: University of Minnesota Press, 2003 McDonough, Tom (ed.) Guy Debord and the Situationist International: Texts and Documents. Cambridge, Mass: MIT Press, 2004 97


Sadler, Simon. Archigram: Architecture without Architecture. Cambridge, Mass: MIT Press, 2005 Smithson, Alison (ed.) Team 10 Meetings: 1953-1984. New York: Rizzoli,1991 Tange, Kenzo. A plan for Tokyo, 1960: Toward a structural reorganization. Tokyo: Shikenchikusha, 1961 Ural, Oktay και Robert Krapfenbauer (ed.) Housing: The Impact of Economy and Technology, New York: Pergamon Press, 1981 Wigley, Mark. Another City for Another Life: Constant’s New Babylon. New York: The Drawing Center, 1999 Wigley, Mark. Constant’s New Babylon: The Hyper-Architecture of Desire. Rotterdam: Witte de With Center for Contemporary Art, 1998 Κονταράτος, Σάββας. Ουτοπία και Πολεοδομία. Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2014 Κύρτσης, Α.Α. (επιμ.) Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης: Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί. Αθήνα: Ίκαρος, 2006 Άρθρα Alexander, Christopher. “City is not a Tree,” Architectural Forum, no. 122 (1965): σελ. 58-62 Buckminster Fuller, Richard. “Accommodating Human Unsettlement,” Town Planning Review, no. 49 (1978): σελ. 51-60 Cunningham, Frank. “Triangulating Utopia: Benjamin, Lefebvre, Tafuri,” City, vol.14, issue 3 (June 2010): σελ. 268-280 Debord, Guy. “Introduction to a Critique of Urban Geography.” Les Lèvres Nues, no. 6 (1955) Habracken, John. “You Can’t Design the Ordinary.” Architectural Design, April 1971 Huxtable, Ada Luise. “Le Corbusier’s Housing Project – Flexible Enough to Endure.” Architecture View, (15 Μαρτίου 1981) Διαθέσιμο στο: http://cb13.raimistdesign.com/ wp-content/uploads/2013/09/ALHuxtable-LeCorbusierPessac.pdf (τελευταία επίσκεψη: 11 Οκτωβρίου 2018) Jorgensen, Darren and Laetitia Wilson. “The Utopian Failure of Constant’s New Babylon.” InVisible Culture: An Electronic Journal for Visual Culture, issue 27 (2017) Lin, Zhongjie. “Urban Structures for the Expanding Metropolis: Kenzo Tange’s 1960 Plan for Tokyo,” Journal of Architectural and Planning Research, 24:2 (2007): σελ. 109-124 McDonough, Tom. “Metastructure: Experimental Utopia and Traumatic Memory in Constant’s New Babylon.” Grey Room, no. 33 (2008): σελ. 84-95 Nieuwenhuys, Constant. “Another City for Another Life,” Internationale Situationniste, no. 3 (1959) 98


Wigley, Mark. “Network Fever,” Grey Room, no. 4 (2001): σελ. 82-122 Ζενέτος, Τάκης. “Ηλεκτρονική Πολεοδομία,” Αρχιτεκτονικά Θέματα, vol. 7 (1973): σελ. 112-119 Ζενέτος, Τάκης. “Ηλεκτρονική Πολεοδομία,” Αρχιτεκτονικά Θέματα, vol. 8 (1974): σελ. 122-135 Φατούρος, Δημήτρης. “Ουτοπίες, αρχιτεκτονική και πόλη,” Επιθεώρηση κοινωνικών ερευνών, vol. 79 (1990) Πρακτικά Συνεδρίων Kallipoliti, Lydia. “Cloud Colonies: Electronic Urbanism and Takes Zenetos’ City of the Future in the 1960s”, στο Stuart J., Wilson M., 102nd ASCA Annual Meeting Proceedings, Globalizing Architecture / Flows and Disruptions (2014) Διαθέσιμο στο: http://apps.acsa-arch.org/resources/proceedings/indexsearch.aspx?txtKeyword1=118&ddField1=4 (τελευταία επίσκεψη: 19 Σεπτέμβριου 2018) Εγκυκλοπαίδεια Danesi, M. (ed.) Encyclopedia of Media and Communication. Toronto: University of Toronto Press, 2012 Editorial “Old Cities, New Cities, No Cities,” editorial in Science, vol. 175 (1972) Διαλέξη Constant στο Πανεπιστήμιο Delft, 23/5/1980, απόσπασμα διαθέσιμο στο https://stichtingconstant.nl/new-babylon-1956-1974 (τελευταία επίσκεψη: 4/1/2019) Ιστοσελίδες http://www.yonafriedman.nl/ https://stichtingconstant.nl/ https://ivc.lib.rochester.edu/ https://www.db-artmag.com/

99



Πηγές Εικόνων Κεφάλαιο 1 [1.1]-[1.5] Κύρτσης, Α.Α. (επιμ.) Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης: Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί. Αθήνα: Ίκαρος, 2006, σελ. 46-47 [1.6]-[1.10] Κύρτσης, Α.Α. (επιμ.) Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης: Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί. Αθήνα: Ίκαρος, 2006, σελ. 49 Κεφάλαιο 3 [3.1] http://archi-trouve.blogspot.com/2013/07/rage-against-machine-for-living-corbu.html [3.2] https://www.amc-archi.com/photos/corbu-au-patrimoine-mondial-de-l-humanite,5385/cite-fruges-a-pessac-giron.7 [3.3] http://incrementalhouse.blogspot.com/2008/07/pessac-france-quartiers-modernes-fruges.html [3.4] http://archi-trouve.blogspot.com/2013/07/rage-against-machine-for-living-corbu.html [3.5]-[3.6] Alexander, Christopher. “City is not a Tree,” Architectural Forum, no. 122 (1965) [3.7]-[3.13] Κύρτσης, Α.Α. (επιμ.) Κωνσταντίνος Α. Δοξιάδης: Κείμενα, Σχέδια, Οικισμοί. Αθήνα: Ίκαρος, 2006, σελ. 69

101





Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.