Θέατρο ΠΚ
Σπίτι από Γέφυρες του Παύλου Κουρτίδη Musicity.gr / κείμενο Αγγελική Λυμπεροπούλου «Ένα χρόνο μετά όλα έχουν αλλάξει. Τίποτα δεν θυμίζει το σκοτεινό παρελθόν (το τροχόσπιτο). Οι γέφυρες στην παράσταση ζωντανεύουν ρεαλιστικά και είναι αυτές που κινούν τα νήματα μέσα στο σπίτι που μεταλλάσσεται στον μικρόκοσμο του οικοδεσπότη (Μηχαήλ Άνθης) και το σπίτι ξεδιπλώνεται αναζητώντας ένα χέρι βοήθειας ώστε να γεφυρώσει τους κόσμους της λογικής και της τρέλας. Η οργή δεν περιμένει τα προστάγματα της λογικής, κανένα ύψος, κανένα κενό δεν μένει αγεφύρωτο. Με τον επιστημονικό όρο «γέφυρα» ορίζεται η γεφύρωση των ανωτέρων και κατωτέρων λειτουργιών του εγκεφάλου. Λειτουργίες των νεύρων που αναδύονται από την γέφυρα, περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την ακοή, την ισορροπία, τη γεύση, την αφή, τον πόνο του προσώπου,
την
κίνηση
των
ματιών
και
την
έκκριση
σιέλου
και
δακρύων.
Το «Σπίτι από Γέφυρες» δεν είναι σαν όλα τα άλλα... » Έτσι καταγράφεται η περιγραφή της παράστασης. Διαβάζοντάς την πριν την έναρξη, αδημονείς. Διαβάζοντάς την μετά την λήξη, θυμάσαι. Θυμάσαι ηχηρά αποσπάσματα με οδηγό τις πλανώμενες αισθήσεις. Βλέπεις, ακούς, μπορείς σχεδόν να αγγίξεις, ακόμα και να γευτείς νοητά τις γλαφυρές εικόνες που περιγράφονται με τον λόγο, τον ήχο και την κίνηση. Τρεις λέξεις ικανές να ενεργοποιήσουν στο έπακρο τις αισθήσεις, θυμίζοντας ταυτόχρονα ότι «οι αισθήσεις θα πρέπει να συλληφθούν για απάτη κατ' εξακολούθηση», όπως αναφέρει ο οικοδεσπότης στον εναρκτήριο μονόλογο. Το έργο εμφανώς συνδέει το prequel του «Τρελόσπιτου» με την ψυχική πάλη του οικοδεσπότη στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες, να σηκωθεί όταν πέφτει, να μάθει να γελάει στα προβλήματα και να λυτρώνεται. Οι χοροθεατρικές εικόνες, κατασκευασμένες πρωτίστως με την κίνηση, εν συνεχεία με τον λόγο, τη σκηνογραφία, τον
φωτισμό και τη μουσική, πλάθουν ίσως μελαγχολικές ονειρικές εικόνες και την αντανάκλασή τους σε μια χαμένη ζωή, όπου όλα βιώνονται «με αντάλλαγμα ένα κομμάτι μνήμης». Μια ζωή που,
διαμορφωμένη
καθώς
φαίνεται
από
ένα
σύνολο
επιλογών,
ηθελημένων
ή
επιβεβλημένων, νοσταλγεί χαμένες ευκαιρίες γεφύρωσης σχέσεων, μορφών, ανθρώπων.
Αυτό το νοσταλγικό συναίσθημα είναι που αναδύει η ευφάνταστη σύμπραξη των παραστατικών μέσων. Ο χορός χρησιμοποιεί πλήρως συγχρονισμένες τεχνικές δομημένης χορογραφίας και αυτοσχεδιασμού. Μεταξύ αυτών, η σπασμωδική επαναληπτικότητα, η διαρκής κίνηση, η πτώση, η ισορροπία και η αιώρηση, πλάθουν ευρηματικές εικόνες και μορφές που δεν μπορούν παρά να καθηλώσουν τον θεατή σε μια κατάσταση διαρκούς συναισθηματικής έντασης. Εννέα σώματα και πλήθος αποσπασμάτων τους εμφανίζονται και εξαφανίζονται, διατηρώντας διαρκώς ζωντανή τη σκηνή. Οι ήχοι που παράγουν οι ανάσες και τα σώματα καθώς πέφτουν ή εγγίζονται, ακόμα και αυτοί που καλύπτονται από τη μουσική, καταφέρνουν να συνενώνουν τις αισθήσεις του θεατή. Ο λόγος του οικοδεσπότη, λιτός, έντονος, χιουμοριστικός, μελωδικός και με ορμή, συνδέει τις χορογραφημένες κινήσεις με την χαμένη φροντίδα, τους φόβους, τις νοσταλγίες, τα πάθη και τα θέλω του. Η σκηνογραφία έρχεται να ενισχύει έναν υφέρπων σκηνικό σουρεαλισμό. Φυσικά η Γέφυρα λαμβάνει πρωτεύοντα ρόλο. Χώροι και σκηνικά εμφανίζονται, ύπτανται, εναλλάσσονται και καταστρέφονται
ευρηματικά
(ίσως
υπερβολικά),
συμπυκνώνοντας
ουσιαστικά
ετεροκαθορισμένους και αντιθετικούς κόσμους σε μια μικρή σκηνή. Εναλλάσσεται έτσι εν ριπή οφθαλμού στο μυαλό του θεατή η σημασία και η ρευστότητα της σχέσης του μέσα και του έξω, του πάνω και του κάτω.
Τα στοιχεία του φωτισμού και της μουσικής μοιάζουν να παίζουν έναν αμφίσημο ρόλο. Αφ' ενός ενισχύουν τα πεδία χωρικής (φωτισμός) και χρονικής (μουσική) σημαντικότητας, χαρίζοντας μια συνεχή ατμοσφαιρικότητα και διαρκή συναισθηματική ένταση. Αφ' ετέρου, αυτή η φαινομενικά ενισχυτική τους δύναμη, μοιάζει να υπερκαλύπτει φλύαρα σκηνικές δομές και συναισθηματικές καταστάσεις. Ο φωτισμός, ή η στιγμιαία πλήρης έλλειψή του, σχεδόν εκβιάζει ορισμένες οπτικές κατευθύνσεις που ούτως ή άλλως θα είχαν καθηλώσει τον θεατή, ενώ το διαρκές μουσικό χαλί (μια κατά τ' άλλα σαγηνευτική σύνθεση με διακυμάνσεις και καίριες κορυφώσεις που θα μπορούσε να θεωρηθεί όχι ως μέσο, αλλά από μόνη της ως πρωταρχικό στοιχείο μιας παράστασης), φτάνει να ανταγωνίζεται την προαναφερθείσα «μουσική» των σωμάτων, της αγωνίας του λόγου και της ανάσας. Παραδόξως, το πέρας της παράστασης συνοδεύεται από μια περίεργη αισιοδοξία. Οι χιουμοριστικές ατάκες και οι μορφασμοί του οικοδεσπότη, ενώ παλεύει να βρει τον εαυτό του και να διασχίσει, νοητά και έμπρακτα, την υπό κατάρρευση γέφυρα που υποδηλώνει τις δυσκολίες της ζωής, έχουν κάνει τελικά τη δουλειά τους. Έχουν αφήσει το σκεπτικό μειδίαμα στην επιστροφή του γυρισμού. Μήπως τελικά αυτές οι σουρεαλιστικές εικόνες και περιγραφές κάθε άλλο παρά ονειρικές είναι; Μήπως τελικά αποτελούν λυτρωτικές μορφές που μπορούν να μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε τις αγεφύρωτες δυσκολίες της καθημερινότητας, με τα
ασυνείδητα
Ίδωμεν.
πάθη
να
αποτελούν
κινητήριο
δύναμη
να
συνεχίσουμε;