Το Αχυρένιο Κορίτσι

Page 1

Το Αχυρένιο Κορίτσι Μαρία Ροδοπούλου


στους λαβωμένους

σε κελιά λευκά φυλακίζουμε τον νου ποιός έχει το κλειδί, απεγνωσμένα ρωτάμε κι όμως ποτέ δεν ψάξαμε τις τσέπες ...

Λένε πως οι δολοφόνοι γυρνάνε πάντα στον τόπο του εγκλήματος. Έτσι και η λαβωμένη ψυχή. Ποτέ δεν ξεχνά την πρώτη μαχαιριά που δέχθηκε στα σπλάχνα της.


Πως έδυσαν οι αναμνήσεις ... Το πρώτο πράγμα που θυμάμαι είναι το σκοτάδι. Αδιαπέραστο σκοτάδι. Τίποτα μέσα του δεν έκρυβε. Ούτε καν την παρηγοριά ενός ονείρου. Δεν μπορούσα να ξυπνήσω επειδή ποτέ σχεδόν δεν κοιμόμουν παρά μόνο όταν από τον βρώμικο φεγγίτη έμπαιναν σαν κλέφτες, αχνές, κάποιες δεσμίδες φωτός. Για μένα ήταν μικρά θανατηφόρα ξίφη. Οτιδήποτε εκτός του σκοτεινού μου κόσμου έμοιαζε εξωγήινο. Οι φωνές από ψηλά, οι ήχοι, μερικές φορές και οι μυρωδιές ανήκαν σε άλλον πλανήτη. Εγώ ήμουν από την χώρα του Ανύπαρκτου και όλοι οι άλλοι ανήκαν στην χώρα του Ζω. Κάποιες φορές ούρλιαζα με όλη μου την δύναμη πιστεύοντας ότι μπορούσα να σπάσω σε χίλια κομμάτια το σκοτάδι. Μα το μόνο που θρυμμάτιζα ήταν η σιωπή και τότε ακόμα έπρεπε να υπομείνω τον πόνο. Όμως σιγά-σιγά έμαθα να αποζητώ και την τιμωρία. Οτιδήποτε με έβγαζε από το βαθύ κενό ήταν καλοδεχούμενο. Με φωνάζουν Αχυρένια και από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου ζω σε ένα υπόγειο. Από πάνω μένει εκείνη, η δεσμοφύλακάς μου μαζί με την οικογένειά της. Πόσα μερόνυχτα πέρασαν με το να καταπίνω τις φωνές τους , τα γέλια τους, την μικρή ασφαλή, όπως νόμιζαν ζωή τους και να τους καταριέμαι. Ω ναι, ειδικά αυτή που ποτέ δεν μου αποκάλυψε ποια ήταν και γιατί με φυλάκισε στο πιο σκοτεινό δωμάτιο. Το μόνο που με ανακούφιζε ήταν ένα κομμάτι γυαλί που πρόλαβα να κλείσω στην χούφτα μου πριν με χτίσει στο σκοτάδι. Το σώμα μου έχει γίνει ζωντανό μωσαϊκό απελπισίας. Με τον πόνο γιατρεύω πόνο. Στην εποχή της χολέρας ήταν η μόνη ανακούφιση. Χρόνια ελεύθερη τρυγούσε φως ενώ εγώ κατάπινα μίσος. Στα κρυφά μεγάλωσα και νιώθω έτοιμη να βγω από δω μέσα. Η πόρτα που οδηγεί προς τα πάνω, άνοιξε ξαφνικά μπροστά μου. Με ένα χαμόγελο φρίκης την ανοίγω και αρχίζω να ανεβαίνω. Της φωνάζω γελαστή «Έρχομαι, πόρνη. Ετοιμάσου…»


Κάθομαι στην στενή καρέκλα με όρθια την πλάτη. Πίσω μου δεκάδες ρολόγια χτυπούν ασταμάτητα. Ακούω τα βήματά της καθώς ανεβαίνει αργά τα σκαλιά να με περιγελούν. Που και που σταματάει για να κάνει την αγωνία πιο μεγάλη και φωνάζει «Ποια είσαι, σκύλα; Πως σε λένε; Που είσαι, σκύλα;» Oι ίδιες ερωτήσεις. Όσο ακόμα η μέρα της νύχτας διαφέρει και τα μάτια μου κοιτούν έξω από το παράθυρο προς την ζωή που με απαρνήθηκε, όσο ακόμα κρατώ εκείνη έξω που προσπαθεί να με φτάσει γράφω για κείνους και για μένα. Δεν έχω πια πολύ χρόνο. Σε λίγο, όλα κάτοικοι λευκής μέρας που θα διαρκέσει έως ότου δεν θα φοβάμαι να πεθάνω. Θα με πάρουν μακριά γιατί θα πιστέψουν εκείνη. Οι θύμησές μου θα στοιχειώσουν το σπίτι που μαζί ζήσαμε. Τους βλέπω να περνούν από δίπλα μου με κατεβασμένα τα μάτια. Τους μιλώ αλλά και αυτοί ακόμα κώφευσαν. Όμως πρέπει να γράψω τα ονόματά τους πλάι στο δικό μου. Αν ποτέ ξεφύγω , αν δεν ξεχάσω να διαβάζω, μόλις τα δω θα θυμηθώ. Παραμονή Πρωτοχρονιάς ήταν όταν γνώρισα τον Κωνσταντίνο. Ήμουν 25 χρονών, είχα τελειώσει την σχολή Καλών Τεχνών και προσπαθούσα να ολοκληρώσω μια συλλογή από πίνακες για την πρώτη μου έκθεση. Εκείνος, θεολόγος, μόλις 27 χρονών έψαχνε να βρει το εδάφιο που έλειπε από τις προσευχές του. Εκείνη ακόμα δεν είχε βρει την πόρτα του υπογείου όπου την είχα κλειδώσει σαν έγινα 15 χρονών. Τότε που Δαμιανός, ο μεγαλύτερος κατά έξη χρόνια αδερφός μου, είχε κρεμαστεί στο δωμάτιό του με μια κόκκινη γραβάτα του πατέρα μας. Εγώ ήμουν αυτή που τον είχα βρει. Οι γονείς μου έλειπαν από το σπίτι εκείνο το απόγευμα και εγώ μόλις είχα γυρίσει από το φροντιστήριο. Μια θλιμμένη σιωπή που είχε απλωθεί σαν ομίχλη σε όλα τα δωμάτια, με καλωσόρισε. Έμεινα ακίνητη για λίγο στο χολ νιώθοντας στα ρουθούνια μου την παγερή μυρωδιά του θανάτου που ερχόταν από πάνω. Τότε δεν ήξερα την προέλευσή της. Σπρωγμένη από αθωότητα ανέβηκα τις


σκάλες αλλά όταν τις ξανακατέβηκα, χωρίς να θυμάμαι πότε ακριβώς έγινε αυτό, ήμουν πλούσια γνώσεων. Η πόρτα του δωματίου του αδερφού μου ήταν κλειστή και υπέθεσα ότι κοιμόταν ακόμα. Σε άλλη περίπτωση δεν θα τον ενοχλούσα αλλά το ένστικτο με έσπρωξε να ανοίξω την πόρτα του λέγοντας πειρακτικά «Τεμπέλη Δαμιανέ, ακόμα κοιμάσαι; Αυτό είναι το πολύ διάβασμα που έχεις;» O αδερφός μου ήταν φοιτητής αρχιτεκτονικής. Θυμάμαι ακόμα το μεγάλο πάρτι που είχαν δώσει οι γονείς μου, υπερήφανοι που ο Δαμιανός είχε καταφέρει να μπει στην σχολή. Τα λόγια πνίγηκαν στον λαιμό μου. Στην αρχή δεν μπορούσα να κατανοήσω τι συνέβαινε. Είχα κοκαλώσει στο άνοιγμα της πόρτας κοιτάζοντας την φιγούρα του να πηγαινοέρχεται σαν ξεκούρδιστο εκκρεμές. Τότε άνοιξε τα μάτια του και ψιθύρισε με φωνή γεμάτη απόγνωση «Όταν θυμάσαι το παρελθόν για να θρέψεις το μέλλον είναι σαν να κλέβεις στα χαρτιά τον εαυτό σου. Πρόσεχε, μικρή μου. Οι ελεύθερες καταδύσεις που κρατούν πολλή ώρα οδηγούν στον πνιγμό. Και εκεί σε περιμένει εκείνη» «Ποια; Ποια με περιμένει;» «Το αχυρένιο κορίτσι» απάντησε και σώπασε για πάντα με την γλώσσα του να κρέμεται θλιβερά έξω από το νεκρό στόμα. Νομίζω όταν γύρισαν μετά από λίγο οι γονείς μου , μας βρήκαν ακριβώς στην ίδια θέση. Τον αδερφό μου, τραγική απομίμηση χαλασμένου εκκρεμές και μένα στην πόρτα ακίνητη να τον κοιτάζω. Θυμάμαι τον πατέρα που μ’ έσπρωξε με δύναμη από το κατώφλι της πόρτας λέγοντάς μου με μίσος «Το ήξερα πως εσύ θα κατασπάραζες όλα τα παιδιά μου»


Έπεσα κάτω χωρίς να κουνήσω ούτε τα βλέφαρα, με το στόμα ανοιχτό να κυλούνε τα σάλια στο σαγόνι. Έβλεπα σαν σε όνειρο τους γονείς μου που ξεκρέμασαν τον Δαμιανό και την μητέρα που τον πήρε αγκαλιά και τον κουνούσε στην αγκαλιά της, σαν να νανούριζε τον θάνατο, μιλώντας του μέσα από τους λυγμούς της. Ο πατέρας είχε κάτσει στην άκρη του κρεβατιού και με το πρόσωπο στα χέρια έβλεπα το κορμί του να τραντάζεται από σπασμούς θρήνου. Έμεινα κατατονική για δύο μέρες τουλάχιστον. Η δύστυχη μάνα μου δεν έφυγε λεπτό από κοντά μου. Ο γιατρός αφού με εξέτασε είπε ότι ήταν φυσιολογικό μετά το σοκ που είχα υποστεί. Μετά την κηδεία του, την ονειρεύτηκα. Ήταν καθισμένη στην κουνιστή πολυθρόνα που υπήρχε από πάντα στο δωμάτιό μου και με κοίταζε με λύπη. Από τα μάτια της κυλούσαν προνύμφες σκουληκιών και από το στόμα της, που έχασκε σαν άδειος τάφος, έβγαιναν μικρά φίδια αφήνοντας μια κίτρινη ουσία πάνω στο σαγόνι της. Προσπαθούσε ώρα πολλή να μου μιλήσει αλλά πνιγόταν. Ξύπνησα τρομαγμένη με τις κραυγές μου να αντηχούν σε όλο το σπίτι. Η μητέρα έτρεξε στο δωμάτιό μου αλαφιασμένη. Κάθισε στο κρεβάτι και με πήρε αγκαλιά χωρίς να μου πει κουβέντα. Κλαίγαμε μαζί πολλή ώρα μέχρι που κοιμηθήκαμε αγκαλιασμένες. Ακόμα θυμάμαι την τρυφερή μυρωδιά της. Όταν μετά από πέντε χρόνια πέθανε, μαραζωμένη από τον καρκίνο και τον θάνατο του αδερφού μου, ο πατέρας μου πούλησε τα πάντα και αφού με εγκατέλειψε στην αδερφή της μητέρας μου έφυγε μακριά. Δεν είχα ξανά νέα του παρά μόνο όταν μας ειδοποίησαν ότι βρέθηκε νεκρός σε ένα μικρό άθλιο δωμάτιο στον Πειραιά. Είχε αυτοκτονήσει πίνοντας τρία μπουκάλια υπνωτικά χάπια. Δεν λυπήθηκα για τον θάνατό του. Ήταν πάντα δειλός. Πριν γίνουν όλα αυτά, την επόμενη μέρα της κηδείας του αδερφού μου, πήρα το μπλοκ ζωγραφικής και καθισμένη στο γραφείο μου ζωγράφισα ένα δωμάτιο σκοτεινό χωρίς πόρτα. Μέσα του έκλεισα εκείνη. Τότε νόμισα πως είχα για πάντα ξεφύγει από το μίζερο πλάσμα που με κυνηγούσε.


Όταν γνωρίστηκα με τον Κωνσταντίνο είχα σχεδόν ξεχάσει την ύπαρξη της. Και αν καμιά φορά την θυμόμουν έβγαζα στα κρυφά την ζωγραφιά και την κοιτούσα καλά-καλά. Πάντα κλεισμένη εκεί ήταν. Έτσι ελεύθερη βούτηξα στην αγάπη του. Ό,τι έλαβα και ό,τι έδωσα ακόμα δεν έχουν εφευρεθεί λέξεις για να τα περιγράψω. Δώδεκα χρόνια πέρασαν τόσο γρήγορα σαν μια βιαστική χειραψία. Ετοιμοθάνατοι του μέλλοντος, ξοδεύαμε άπληστα τις στιγμές. Όταν γέννησα τα δίδυμα, τον Δαμιανό και την Ελισάβετ, πίστεψα ότι είχα κερδίσει την παρτίδα. Πόσο φαντασμένοι είμαστε εμείς οι άνθρωποι. Ανήμερα Χριστούγεννα έφυγε παίρνοντας μαζί τα παιδιά. Αυτοκινητιστικό δυστύχημα ήταν ο απρόσμενος επίλογος. Γυρνούσε από την εκκλησία με τα παιδιά στο πίσω κάθισμα, όταν ένα φορτηγό ξέφυγε από την πορεία του και έπεσε πάνω τους. Η μοίρα, κακιά μάγισσα, μου γελούσε κατάμουτρα. Ένας παλιός φίλος της μητέρας μου, ιερέας, προσπαθώντας να με παρηγορήσει, μου είπε ότι ήταν θέλημα Κυρίου. Τον χαστούκισα και τον έδιωξα με βλαστήμιες από το σπίτι. «Μισώ τον Θεό σου που νομίζει ότι είναι ο πιο δυνατός απ’ όλους. Μισώ την μασκαρεμένη σου λατρεία. Μισώ εσένα και τους φίλους σου που δημιουργήσατε θεούς θανάτου για να γεμίζετε την κοιλιά σας με τα κόλλυβα των νεκρών» Τώρα πια άνοιξη λένε πως έχουμε, μα όλα γύρω μου μαραμένα. Τους βλέπω έξω από το παράθυρο να μου γνέφουν. Αλλά όταν τρέχω κοντά τους έχουν εξαφανιστεί και στάχτη πυκνή πέφτει από τον ουρανό. Στέκομαι στον γκρίζο κόσμο με τα χέρια ανοιχτά προς σε Εσένα. Αλλά ακόμα και εσύ, Κύριε, με εγκατέλειψες. Το μόνο που μου απομένει είναι να σκαλίσω την μνήμη τους σε αυτό το παλιό γραφείο. Αλλά όταν το δικό μου όνομα πάω να γράψω αρχίζω να τρέμω. Σε παρακαλώ. Όχι ακόμη, όχι τώρα. «Στέρεψαν οι προσευχές για σένα» ψιθυρίζει πίσω μου. Γυρίζω να την αντικρίσω και ένα ουρλιαχτό πνίγεται μέσα μου. Λιποθυμώ στην λήθη αυτής που ήταν. Όταν ξυπνήσω θα είμαι Εκείνη.


Κάποτε ο κόσμος ήταν γεμάτος χρώματα ... Η συμπαγής συνοχή των λευκών πραγμάτων και οι στάλες που άφηνε το τεχνητό φώς πάνω στον τοίχο ήταν η πρώτη εικόνα μόλις ξύπνησα ταραγμένη από ένα θολό όνειρο. Μετά αναρωτήθηκα που ήμουν. Προσπάθησα ν’ ανασηκωθώ αλλά το σώμα αρνήθηκε να κινηθεί. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια. «Aκόμα Εφιάλτη γεννώ» σκέφτηκα φωναχτά και η φωνή αντήχησε περίεργα στο άδειο δωμάτιο. Ανοίγοντάς τα σήκωσα λίγο το κεφάλι και κοίταξα τριγύρω. Κατάλευκο δωμάτιο χωρίς παράθυρα, άδειοι τοίχοι και ένας γυμνός γλόμπος έπνιγε με ανελέητο φως όλον τον χώρο. Ούτε μια μικρή σκιά δεν υπήρχε μέσα της να κρυφτώ. Μόνο οι σταγόνες στον τοίχο. Όμως κι αυτές σε μύρια κομμάτια σπασμένες. Ποιός μπορεί να ξεφύγει από μονόφθαλμες εξόδους; Η πόρτα, απέναντι από το κρεβάτι, χωρίς πόμολο από μέσα. Τέντωσα τ’ αυτιά ν’ ακούσω κάτι, οτιδήποτε που θα έσπαζε την τρομακτική σιωπή που έραβε τις αγωνίες της σε όλο μου το κορμί. Τίποτα δεν ακουγόταν που θα μπορούσε να επενδύσει σε μια ελπίδα ζωής. Κάρφωσα τα μάτια στον γλόμπο. Πάνω του ισορροπούσε μια μικρή αράχνη με μεταλλικά πόδια. Ο θόρυβος που έκαναν τα βήματά της ανακούφισαν λίγο τον φόβο. Έσερνε πάνω στην μικρή της πλάτη το τελευταίο της πλεκτό. Ασημένιο με μια μικρή νυχτοπεταλούδα πιασμένη μέσα του να κάνει κούνια νεκρή. Ψευδαίσθηση κίνησης μέχρι να γίνει το γεύμα της μικρής αδηφάγας αράχνης. Το λάτρεψα αυτό το έντομο. Όχι την πεταλούδα, όχι. Για εκείνην ακόμα θρηνώ. Χίλια πετάγματα είχαν τα φτερά της προγραμματισμένα μα μήτε ένα δεν πρόλαβε να κάνει. Όχι, την μικρή πολέμαρχο αγάπησα. Με τα μεταλλικά πόδια και τις σιδερένιες δαγκάνες , δεν άφησε ποτέ κανέναν να την πιάσει ζωντανή. Έπεσε ηρωικά μια μέρα, που ο γλόμπος έσπασε, στον πυρακτωμένο λαμπτήρα. Τυλίχτηκε στις φλόγες στην στιγμή και από


το μικρό κορμί τίποτα δεν απέμεινε. Ούτε καν τα φτερά της πεταλούδας. Η αράχνη που την έλεγαν Ζαν . Έτσι την είχα ονομάσει. Και ποιό είναι αυτό το κορίτσι; είπα ξαφνικά. Πως το λένε; Ποιά είναι; Πες, αράχνη, τ’ όνομά της. Εκείνο το κορίτσι που έχει λευκό δωμάτιο στο νου φορέσει και προβάρει φως πριν πέσει η αυλαία , πως το λένε; Που είναι; Ένιωσα τον πανικό να με γαντζώνει και με ατσαλένια δάχτυλα να με τραβάει στον γκρεμό. Πνιγόμουν στα λευκά νερά της απελπισίας. Τα πνευμόνια μου γέμισαν δηλητήριο και η γλώσσα μου πρήστηκε μέσα σε αφιλόξενο στόμα. Πως την λένε; ούρλιαξα σε μια προσπάθεια να σωθώ από βέβαιο πνιγμό. Η πόρτα άνοιξε διάπλατα και μέσα από τα θολωμένα μάτια μου είδα μια φιγούρα στ’ άσπρα ντυμένη αθόρυβα να με πλησιάζει. Έτσι είναι ο θάνατος και όχι σκοτάδι όπως λένε, σκέφτηκα και μια γαλήνη με κυρίευσε. Καθώς ένα μικρό τσίμπημα στον καρπό άρχισε να με χτίζει κάστρο στον βυθό, η μικρή αράχνη κατέβηκε γοργά από την μεταξένια γέφυρά της και αθέατη μου ψιθύρισε στ’ αυτί «Αχυρένια, την λένε. Σώπασε. Πουθενά μην το πεις. Εσύ και εγώ μόνο θα ξέρουμε τ’όνομά της. Όλοι οι άλλοι ακόμα την ψάχνουν. Αλλά εκείνη δεν θέλει να φανερωθεί. Γι’ αυτό σου λέω σώπαινε ...» Αφέθηκα να κολυμπώ στα αφρώδη νερά της ανυπαρξίας, ήσυχη που είχα μάθει το όνομα του κοριτσιού. Αχυρένια, ήταν η τελευταία μου σκέψη. Το κορίτσι που δεν θέλει να βρεθεί. Όχι πριν ολόκληρη φαγωθεί από την καρδιά της

Χρόνια ιχνηλατώ μονοπάτια λευκά ...


Δεν θέλω να ξυπνώ. Θέλω για πάντα να επιπλέω δεμένη σ’ αυτό το στρώμα. Δεν γνωρίζω αν είναι μέρα ή νύχτα. Τι εποχή διανύω, παρωδίας νύφη; Το μυαλό μου. Δεν το φτάνω. Δεν με φτάνω. Προσπαθώ να με αγγίξω. ΠΟΙΑ ΕΙΜΑΙ; Εκείνη που ζει κάτω από το κρεβάτι μου. Ποιά είναι και γιατί την μισώ; Κοιτάζω τον τοίχο απέναντι. Είμαι ο Ισμαήλ και αυτός ο Μόμπι Ντικ, η τεράστια λευκή φάλαινα.Τρέμουμε ο ένας τον άλλον. Στην ακινησία μας συστηνόμαστε. Εκείνος έχει δυο σειρές τεράστια άσπρα δόντια και εγώ με αχυρένια πόδια και χέρια. Φυλακισμένοι και οι δυο μας σε άχρωμο τοπίο, αταίριαστοι συγκάτοικοι παίζουμε την μοναξιά μας σε μια ατέλειωτη του χρόνου παρτίδα τένις. Δεν νομίζω ότι κανείς μας επιθυμεί την νίκη. Παρά μόνο το ατέρμονο χτύπημα της σιωπηλής ανταπόδοσης . Νταπ – ντουπ Νταπ – ντουπ Τα πάντα έχουν ήχο. Κάποτε τον βαριέμαι και κάνω διάλλειμα. Θέλω να τον πειράξω , να τον εξοργίσω για να αρχίσει τις φωνές. Τουλάχιστον αυτός μπορεί να ουρλιάξει χωρίς κανένας να τον ακούσει. Του φτιάχνω ένα ρολόι κούκο στην μεγάλη κοιλιά του αλλά είναι χαλασμένο και όλες τις ώρες μονομιάς ανακοινώνει. Μετρώ τους χτύπους από το μηδέν μέχρι το άπειρο. Εκεί χάνομαι και γεμίζει το κεφάλι μου λασπωμένες αναμνήσεις. Ονειρεύομαι τον νεκρό αδερφό της. Τον θυμάμαι να ψαρεύει στο ποτάμι με τους αστράγαλους χωμένους μέσα στην άμμο. Τίναζε το καλάμι μέσα στο νερό και μετά καθόταν πάνω σε μια πέτρα και σφύριζε ανέμελα. Που και που γύριζε και κοίταζε το κορίτσι που ήταν ξαπλωμένο στην όχθη, ντυμένο μόνο με ένα μικροσκοπικό σορτς, γυμνόστηθο απολάμβανε τον ήλιο που τρύπωνε μέσα από τα


φυλλώματα των μεγάλων δέντρων. Τότε, είχε άλλο όνομα το κορίτσι. Κάποιες φορές δεν άντεχε ακουμπούσε με προσοχή το καλάμι στον βράχο και πήγαινε από πάνω της. Σκούπιζε τα χέρια στο τζιν και της χάιδευε τα στήθια τρυφερά. Κατόπιν γονάτιζε και έπαιρνε στο στόμα του τις ρώγες δαγκώνοντας τες τόσο δυνατά που έσταζαν αίμα. Εκείνη αναστέναζε από πόνο ή ηδονή, δεν γνωρίζω την διαφορά μεταξύ τους, και πλέκοντας τα δάχτυλά της στο κεφάλι του τον έφερνε κοντά της ψιθυρίζοντας του στ’ αυτί «Εμείς οι δυο έχουμε ξανασυναντηθεί. Στην προηγούμενη ζωή, εσύ ήσουν που κλείδωνες το αίμα μου στα μάτια σου. Αν μπορούσα θα έβγαζα τα μάτια. Την άβυσσο, ελεύθερα θα κοιτούσαν. Στάχτη στη φωτιά της. Αόμματη θα ψηλάφιζα τις σκιές του κορμιού σου. Με το στόμα θα σε κοιτούσα, με τα δόντια θα σημάδευα όλες τις μυστικές διαδρομές. Kάθε βράδυ, ένα τρόμο θ’ άφηνα στις υγρές βλεφαρίδες. Έτσι θα ήμουν ο μοναδικός εφιάλτης. Η απάντηση στις βραδινές ικεσίες σου. Και εσύ η ματιά μου στην απόγνωση της ηδονής» Κατασκευάζω μικρές ωδές προς την απλότητα των γεγονότων και γίνομαι η συμπαντική Στάση χωμάτινων καταπιέσεων. Πως αλλιώς θα αντέξω την ευθεία γραμμή της αναπνοής;

Ω Παλιό μου Εγώ, πόσο γρήγορα με λησμόνησες ... H ασπροντυμένη φιγούρα, απρόσμενα πάλι, στάθηκε


στο πλάι μου. Ποτέ δεν την ακούω, η αποχαύνωση της μονοτονίας έχει ρίξει σε λήθαργο τις αισθήσεις. Αλλά ακόμα ζω έστω και στα βράχια της απολίθωσης δεμένη. Έσκυψε από πάνω μου και με περιεργάστηκε για ώρα. Την κοίταζα χωρίς να κλείνω ούτε τα βλέφαρά μου. Ούτε ανάσα δεν έπαιρνα. Την φοβάμαι. «Αν είσαι ήσυχη, αν είσαι σιωπηλή θα σ’ ελευθερώσω από τα δεσμά σου. Αρκεί να είσαι ήσυχη. Αρκεί να είσαι σιωπηλή» είπε σιγανά Η φωνή των ματιών μου αντήχησε δυνατή στην προτροπή της. «Γεννήθηκα στην μπότα σαπισμένου ποδιού. Στα ανθρακωρυχεία του φόβου ένα μικρό ασήμαντο πηγάδι. Μέσα μου τα χώματα των άχρηστων ανασκαφών. Μα είμαι ήσυχη. Είμαι σιωπηλή. Δεν αφουγκράζομαι τις κραυγές και δεν ακούνε την σιγή μου. Σκόνη μαζεύω στου τρόμου τα τούνελ. Μα είμαι ήσυχη. Είμαι σιωπηλή. Δεν ανιχνεύω τις κραυγές Και δεν αλέθουν την σιγή μου Μάτι θα μεταναστεύσω σε ένα νεκρό κορμί. Θα είμαι ήσυχη. Θα είμαι σιωπηλή. Δεν θα γδύνω τις κραυγές και δεν θα σκοτώνουν την σιγή μου Είμαι ήσυχη. Είμαι σιωπηλή. Μην σε νοιάζει για τον ραγισμένο νου Το μάτι να φοβάσαι ...» Δεν τόλμησα να σηκωθώ πριν ακούσω την πόρτα να κλείνει σιγανά. Και τότε ακόμη παρέμεινα ξαπλωμένη για μερικά λεπτά. Δοκίμαζα τα δάχτυλα των χεριών μου, των ποδιών μου. Ξανά συστήθηκα με την κίνηση λυγίζοντας τους καρπούς και ανασηκώνοντας τους άκαμπτους μηρούς. Σηκώθηκα αργά-αργά με τα μάτια μου κλειστά. Απολάμβανα την φυγή από τις σιδερένιες άρπαγες του κρεβατιού. Άνοιξα τα μάτια και άρχισα να περπατώ στο κατάλευκο δάσος.


Εκεί όπου η κατάλυση των χρωμάτων αποκτούσε σιγά σιγά τη δική της θέση στην απουσία της πραγματικότητας. Σιωπηλά τα δέντρα λυγίζανε τα κλαδιά τους στο πέρασμά μου. Ένας μικρός λαγός τσακωνόταν με έναν σκίουρο για πεσμένα βελανίδια. Ο λαγός είχε τεντώσει τα μυτερά, κάτασπρα αυτιά, ετοιμοπόλεμος, ενώ ο σκίουρος κράδαινε απειλητικά την φουντωτή ουρά του. Μόλις με είδαν σταμάτησαν. «Να ένα μεγάλο βελανίδι. Μπορείς να κρατήσεις αυτό δικό σου. Και εγώ θα πάρω αυτά τα μικρά μπαγιάτικα. Για να δεις ότι μπορώ μεγαλόψυχος να είμαι» είπε ο λαγός με τραγουδιστή φωνή. Ο σκίουρος κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Δεν βλέπεις; Ακόμα όραμα τροφής είναι. Κινείται ανάμεσα στην παραδοχή και στην απόρριψη. Ούτε το ίδιο δεν έχει αποφασίσει τι είναι. Προτιμώ τα αποδεδειγμένα της φύσης παρά εκείνα που η φαντασία, σκιάχτρα αλήθειας δημιουργεί» «Δεν είμαι τροφή άχρωμων κόσμων ούτε απόδειξης μαριονέτα. Είμαι, απλά, μοντέλο περασμένων καιρών που απέμεινε ξεθωριασμένο για να θυμίζει την ηδονή της όρασης » είπα οργισμένη και η φωνή μου έκανε κι άλλους καρπούς αθόρυβα να πέσουν στο άσπρο χώμα. Και οι δυο τους άρχισαν με βιασύνη να μαζεύουν τους καρπούς χωρίς να μου δίνουν σημασία. Όταν τελείωσαν την μοιρασιά γύρισαν προς το μέρος μου. «Δεν αρκεί να συνθέτεις αισθήματα. Πρέπει και οι νότες να συνταιριάζουν με τις χορδές» είπαν ταυτόχρονα και χάθηκαν ανάμεσα στα στρωμένα μονοπάτια της ανήμπορης απόγνωσης. Για ώρα περπατούσα ανάμεσα στη ξεπλυμένη συσκότιση κουβαλώντας απαλά στις φούχτες μου την μικρή αράχνη. Κοίταζε γύρω της χωρίς να μιλά παρά μόνο έπλεκε τον ιστό της αφηρημένη ανάμεσα στα δάχτυλά μου. «Δεν πιστεύω να είμαι η πεταλούδα σου;» την ρώτησα καχύποπτα.


«Όχι, αλλά φοβάμαι μήπως πιαστώ εγώ στα ξέφτια των χεριών σου. Έτσι χτίζω άμυνες για να γλυτώσω από τα δίχτυα της αναμονής σου» απάντησε σοβαρή και συνέχισε περισσότερο συγκεντρωμένη πια στην κατασκευή φραγμάτων αντιμετώπισης της επερχόμενης πλημμύρας. Φτάνοντας σ΄ ένα ξέφωτο σταθήκαμε και οι δυο μας έκπληκτες. Ένα λευκό κάστρο ορθωνόταν μπροστά μας. Ο πιο ψηλός πυργίσκος του έφτανε ίσαμε τον ουρανό. Σκαλιστά αετώματα με δαίμονες να πολεμούν στρατιές αγγέλων. Το οικόσημό του άστραφτε στην μεγάλη πύλη. Ένας λύκος με κραυγή μαρμαρωμένη κάτω από κάτασπρη σελήνη. Σε έναν από τους πυργίσκους του μια γυναίκα στεκόταν γυμνή με τα χέρια ανοιχτά έτοιμη να πετάξει. Το εφηβαίο της μικρός μαύρος πυρήνας καρφωμένος στο κέντρο του σώματος. Και, ω μυαλό μου πληγωμένο, ένα κατακόκκινο πέπλο ξεκινούσε από την κορφή του κεφαλιού της και απλωνόταν μέχρι την γη. Με κοίταξε και παρόλο που ήταν τόσο ψηλά μπόρεσα να δω τα μάτια της. Μάτια σκοτεινά, κλειδωμένες πόρτες με σπασμένη την κλειδωνιά. Στα μάγουλά της μαργαριταρένια δάκρυα. Προσπαθούσαν να κυλήσουν αλλά παγωμένα έμεναν στο σταρένιο πρόσωπο. Η φωνή της έβγαινε από την απολιθωμένη ψυχή της. «Κέρδισα την αιωνιότητα αλλά έχασα την μνήμη Όλοι αυτοί που έφυγαν αλλά κι εκείνοι που δεν ήρθαν απλόχερα μου δώρισαν την έλλειψη. Στο Χρίσμα λαβωμένη οδηγούμαι χωρίς ποτέ Φωτοστέφανο να ικετέψω. Φώναζα. Ω ναι. Τους φώναζα Δεν είμαι λευκό της γαίας χρώμα Είμαι Αίμα. Είμαι Φωτιά. Δεν είμαι της σιδερένιας λογικής αθώα. Είμαι το μαύρο δρεπάνι της λύτρωσης του νου και το κόκκινο μου πέπλο την τελειότητα ακυρώνει. Στο άψογο κορμί της καμένα όνειρα θ' αφήσω και μια πραγματικότητα στον λαιμό της βυθισμένη.


Να δω πως θα εκτελεί αναπνοής ασκήσεις με το μνημονικό σ' ανάπαυση πυρός.» Με μια βελόνα τρύπησε το δάκτυλο της μονολογώντας "Αναβαθμίζω πόνο σε ηδονή" Ρουφώντας το αίμα από τον δείκτη της άρχισε να τραγουδά «Είμαι της λαγνείας ο ποθητός αρχαιολόγος. Ο στρογγυλός κρίκος επίπεδης αλυσίδας. Κοίτα με ! Είμαι της γλυκύτατης αιδούς η έσχατη φόνισσα.» «Σκοτεινές σκηνές συνθέτει, γυμνή με χέρια στον άνεμο σταυρωμένα στην εξέδρα της οφθαλμαπάτης. Καταδίδει και καταδίδεται, μάρτυρας προστασίας καταθέτει» είπε γελαστή η Ζάν «Η σάρκα σου δική μου όσο πέφτω από τους λαβύρινθους άκαμπτων κρεβατιών πάνω στην κορφή απαγορευμένης λέξης.» «Δεν αρκεί προδοσία να λες, πρέπει αποδείξεις να κρατάς» της φώναξα «Είμαι η απόκρυφη στύση πεινασμένων ημερών Η φανερή απόρριψη αλλά συνάμα η κρυφή αποδοχή του πόθου σου.» συνέχιζε παρά τις κοροϊδευτικές απαντήσεις μας. «Που θα κρυφτείς. Που θα κρυφτείς ;» ρώτησε η Ζαν «Αθέλητος σκλάβος παγερής ηθικής ξαπλώνεις στον τροχό μου αλλά πιστός ακόλουθος της δίψας αποφοιτάς.» «Ακριβό το τίμημα της άνευ όρων παράδοσης» ούρλιαξε ο λύκος. «Είμαι ο Προκρούστης ανομολόγητων προθέσεων. Σώμα θανάσιμα τεντώνω στον μαρμάρινο τάφο των προσδοκιών.»


«Ω ηδονή, πως ξέρεις να γεννιέσαι σε γλώσσα από θανάτου χάδι ακονισμένη» μονολόγησα νιώθοντας το στόμα μουδιασμένο. «Προσμένω σε, με κρίνα ολόλευκα στα χέρια και αίμα στο στόμα μαύρο.» είπε η γυναίκα κοιτώντας με κατάματα. «Ποιός εξάλλου θα καταδικάσει μια, προ πολλών ετών, νεκρή;» είπε κοροϊδευτικά η Ζαν Με το ζόρι άνοιξα τα μάτια μου ακούγοντας θόρυβο και φωνές μακρινές. Έπιασα το μέτωπό μου και μια τρομακτική χαρά με πλημμύρισε που τα δάχτυλα βαμμένα κόκκινα ήταν. Λίγο πριν ανοίξει η πόρτα με πάταγο κοίταξα τον τοίχο μέσα από άλικο πέπλο και γέλασα δυνατά. «Δεν είσαι πια και τόσο άσπιλος, Μόμπι» κατάφερα να πω μέσα από τα γέλια μου.

Και έσονται ο Θάνατος και Εκείνη εις σάρκα μία ...


Υπάρχει ένα σκουλήκι σ’ αυτό το δωμάτιο που με κυνηγά όταν μου φιμώνουν τα μάτια για μην ακούν τους λυγμούς. Ένα μικρό γκρίζο σκουλήκι με 40 δαγκάνες σε όλο του κορμί. Στην αρχή είχε μόνο μία. Αλλά όσο από μένα τρέφεται τόσες περισσότερες γεννά. Σαράντα πύλες που όλες οδηγούν στον ίδιο παγωμένο τόπο. Σέρνεται πάνω στην κοιλιά μου και τρυπώνει μέσα από τον ανοιχτό αφαλό. Στην αρχή ούρλιαζα «Πάρτε το από πάνω μου. Πάρτε το από πάνω μου» Μα κανείς δεν ακούει τις ικεσίες μου. Κανείς δεν το βλέπει. Τυφλοί εθελοντές του πόνου μου, σκληροί ελεήμονες του φόβου μου, γιατί ναρκώνετε την αγωνία μου; Αφήστε τα πεθαμένα σκυλιά στην ησυχία τους αλλά αυτό που προσπαθεί τώρα να με κατασπαράξει μην το τρομάζετε. Όλα καλώς καμωμένα. Ποιός επιθυμεί θάνατο στερημένο από τα δικαιώματα της απόγνωσης; Κάποτε θα βγάλω ένα βιβλίο με τίτλο Τα Σαράντα Θηρία του Θανάτου. Το νικηφόρο σκουλήκι τρώει σιγά - σιγά τα σωθικά μου προσπαθώντας να φτάσει στην καρδιά. Ακόμα δεν τα έχει καταφέρει. Μετακόμισα σε νέο νεκροταφείο χρωμάτων. Στο προηγούμενο βλασφήμησα και με εκταφίασαν οι κυρίαρχοι της πόρτας της εκ των έξω ανοιγόμενης. «Κρατούμαι από τρελά δίποδα θεριά που χύνουν στο μυαλό μου δηλητήριο κρατώντας με ναρκωμένη» εξομολογήθηκα στην Ζαν που με είχε ακολουθήσει κρυμμένη στα μαλλιά μου. «Σωφρονιστές ανάσας με τριχωτά πόδια και άμορφα πρόσωπα με έχουν σιδηροδέσμια στην άπνοη φλέβα τους» «Είσαι ο πίδακας αίματος που αναβλύζει μέσα από τα ταραγμένα χέρια τους. Κοιτάχτηκες τώρα τελευταία;» με ρώτησε η Ζαν σοβαρή.


Σηκώθηκα ανήσυχη. Άνοιξα μια πόρτα που είχα κρύψει στον καινούριο μου Μόμπι. Πίσω της, το μικρό μου μπουντουάρ. Κάθισα στο μικρό σκαμνί ακουμπώντας τα χέρια στο σκαλιστό έπιπλο. Χωρίς ακόμα να με κοιτάξω στον παλιό καθρέφτη πήρα το άρωμα και έβαλα λίγο πίσω από τα αυτιά μου. Η μεθυστική μυρωδιά της γαρδένιας άνοιξε με δύναμη το παράθυρο ανεμίζοντας τις ιβουάρ δαντελένιες κουρτίνες. Σηκώθηκα σιγά στρώνοντας τις πτυχές του θαλασσινού φορέματός μου. Σήμερα φορώ γαλάζια και τα μακριά μαλλιά μου πιασμένα με μια φούξια κορδέλα μυρίζουν χαμομήλια και άνοιξη. Στάθηκα στο παράθυρο εισπνέοντας βαθιά την χαραυγή. Μου χαμογελώ μέσα από την αντανάκλαση στο καθαρό τζάμι. Είμαι όμορφη. Είμαι στο όνειρό του. Κερασένια οπτασία με αλμυρό κουκούτσι. Έχω ένα στο στόμα και το γλείφω επίμονα. Μου θυμίζει έντονα τον ιδρώτα που έσταζε από το μέτωπό του όταν φρόντιζε τον κήπο. Να! Εκεί έξω είναι τώρα. Γυμνός από την μέση και πάνω και σκαλίζει τα παρτέρια. Ο ήλιος ανεβαίνει αργά φωτίζοντας τα γλυκά καστανά μάτια του. Σηκώνει το χέρι του και με χαιρετά. Ω ναι! Τρυφερέ ερωμένε, έρχομαι κοντά σου ... Ρόδα κόκκινα, χρυσάνθεμα κατακίτρινα που ανθίζουν μόνο σε αρμυρογεννημένες ψευδαισθήσεις , δυο μεγάλες κλαίουσες αντικριστές και ένα παγκάκι ανάμεσά τους που με προσκαλεί να ξεκουράσω την ακαθόριστη θλίψη. Όμως στο βάθος του ορίζοντα, θάλασσα ακίνητη. Ένα νησί κείτεται νεκρό στην αγκαλιά της. Το νησί των σαράντα σιωπών. Ξάφνου οι καμπάνες αρχινούν να χτυπούν πένθιμα. Όχι Όχι Δεν θέλω να κοιτάξω προς τα αριστερά. Μην με αναγκάζετε, σας παρακαλώ. Από μόνα τους τα μάτια μου, παντοτινοί αντάρτες θέλησης, στρέφονται στο τέλος του κήπου. Το άγαλμα του πεθαμένου αγοριού είναι πάλι εκεί. Γονατισμένο με τα χέρια σε ικεσία


κοντά στο στήθος του φερμένα. Ένα μαρμαρωμένο κορίτσι στο πλάι του, αιώνια του προσφέρει μια κρυστάλλινη μαργαρίτα. «Όχι Όχι Μην μου καταστρέφετε, μάτια μου, το όνειρο. Που είναι ο γιος μου; Που είναι; Που τον έκρυψες και δεν τον βλέπω; Που είναι η κόρη που εκείνη θα σκότωνε; Που είναι ο κόσμος όλος; Και γιατί πήρε να βραδιάζει αφού ακόμα αυγή γεννιέται;» Νύχτα ζυγώνει ταχιά από το μάρμαρο. Προσπαθώ να κλείσω το παράθυρο αλλά τα χέρια μου παγωμένα πάνω στα πόμολα. Όλα μαραίνονται καθώς το μαύρο σύννεφο από πάνω τους περνά. Τεράστια στάχυα στη θέση τους φυτρώνουν. Και ο αγαπημένος μου καρβουνιασμένο σκιάχτρο με μάτια κατακόκκινα, διαβολικά, την ψυχή μου τρυπούν. Αργά σηκώνει τις παλάμες του και με φωνή που ‘ρχεται από σάπιο λαιμό μου λέει «Τώρα κοιτάξου. Κοιτάξου και θερίσου» Μέσα από τα χέρια του με βλέπω. Αξιολύπητο πλάσμα με κρανίο ξυρισμένο, μάτια βαθουλωμένα, λιπόσαρκο πρόσωπο, άστεγο σχεδόν από σάρκα σώμα ντυμένο με σκοροφαγωμένα σάβανο. Και τα χέρια, ω Θεέ μου, τα χέρια αχυρένια και πάνω του σιγά σέρνονται μαύρα σκαθάρια. «Όχι, όχι, όχι Δεν είμαι εγώ αυτή Δεν είμαι εγώ αυτή, η Αχυρένια είναι» ούρλιαξα. Η Ζαν με έσωσε πάλι. Ήρθε δίπλα στο αυτί μου. «Σώπασε και κλείσε την πόρτα. Θα σε ακούσουν. Και μάθε πια, να συντηρείς τα όνειρα χωρίς να τα μετατρέπεις σ’ εφιάλτη»


Δεν έχω κουράγιο να συρθώ ως το κρεβάτι. Ξαπλώνω στο πάτωμα κουλουριασμένη σε στάση εμβρυακή και αφήνομαι στους λυγμούς. Ίσως μέσα τους πνιγώ. Ίσως μέσα τους το όνειρο, όνειρο παραμείνει.

Tο δωμάτιο με καθρεφτίζει από παντού. Έχω σε κάθε γωνία του χωρέσει αλλά με ξεχειλίζει. Η άγνωστη απέναντί μου επιμένει να ρωτά ποιά είμαι. Είμαι η κυρία επί των αγνώστων, απαντώ περιπαικτικά. Ναι αλλά εγώ προσκάλεσα την άγνωστη που απλώνει τα μη παραληφθέντα στην βροχή για να στεγνώσουν. Εκείνη παγιδευμένη ανάμεσα σε δύο ολόσωμους καθρέφτες προδίδεται από την προοπτική του εκλιπόντος τρίτου. Μακάρια η μνήμη του αλλά ποτέ δεν την ζήσαμε. Έτσι ανάγκας και η όραση πείθεται. Κοιταζόμαστε. Όσο λιγοστεύουμε το χώμα τόσο πληθαίνουν τα μαλλιά. Όσο ελαττώνουμε την σάρκα τόσο κατεβαίνουν τα μαλλιά προς την πέτρα. Σαν εκείνη την κοπέλα που την θάψανε με ζωντανή πλεξούδα. Αλλά διαμαρτυρήθηκαν έντονα οι φαλακροί γείτονες και χωρίς πολλές διαδικασίες την έβγαλαν. Της ξύρισαν το κεφάλι από τα όνειρα και λιώνει ήσυχη πια. Στεκόμαστε πιο άκρη και από την άκρη τους. Προς την αντίθετη κατεύθυνση των συμπληγάδων αντανακλάσεων. Τόσα χρόνια κοιτάζαμε και δεν βλέπαμε. Τώρα απλά μυρίζουμε τα μάτια που κρύβουν την Δαλιδά με σπασμένα ψαλίδια. Δεν πειράζει, είπαμε κοιτώντας πλάγια της απομάκρυνσης. Λύνουμε την κοτσίδα και μόνο η μία μας βρυχάται ελαφρώς καθώς όλοι οι αργοναύτες γκρεμίζονται στην πέτρα με θόρυβο. Ο Σαμψών απέναντι μας θριαμβεύει των μικρών αστεροειδών που έπαιζαν χρόνια κρυφτό στις σκαλωσιές μας.


Και χορεύει σαν τρελός πάνω στα γυαλιστερά ολοκαίνουρια ψαλίδια μας. Γυρίζω την πλάτη στην μόνη έξοδο. Με χέρια βολεμένα στην απελπισία και το βλέμμα ξυρισμένο προσευχών αποπλανώ τον στρατηγικό μάρτυρα. Κάποτε με ανταμείβει. Ανοίγει το τεράστιο στόμα του χαρίζοντας στην παράνοια ένα δαιδαλώδες σιδερένιο λαιμό. Σκουριασμένος με μια όξινη μυρωδιά βγάζει κόκκινη γλώσσα στην αποκοτιά μου. Χιλιάδες μίλια χωρίζουν την δική μου έναρξη από την απέναντι αρχή. Είμαι η γνώριμη ξένη της μακρινής όχθης. Η έλξη του, ακαταμάχητη βαρύτητα, είναι η λιθοβολημένη πτώση στις αναμνήσεις . Ανώφελη ικάρεια πτήση με τους ώμους να λιώνουν από την νοσταλγία. Στα σωθικά του κρυμμένο το δωμάτιο που δεν αρκείται στον εαυτό του. Ανασηκώνει κοροϊδευτικά τα φρύδια στον τρόμο μου και ακονίζει τα νύχια του στο αποκαμωμένο άρωμα των κακοκουρεμένων ονείρων. Αερίζει ξεδιάντροπα τους φαγωμένους μηρούς του με τις εξουθενωμένες αχυρένιες ρώγες μου. Αποκαλύπτει τις μικρές κουρασμένες αίθουσες που τρέμουν ανυπόμονες. Γίνομαι η μονόστηθη λόγχη απεγνωσμένης αποστολής. Η κάθε κάμαρη και ένας ένοικος που κρατά το κλεμμένο στήθος. Η ερώτηση πάντα η ίδια και η απάντηση λανθασμένη. Η τιμωρία είναι η επιστροφή στην γνώριμη αφετηρία. Είμαι η επαναλαμβανόμενη καταδίκη του. Η αμαζόνεια Κατακτήτρια ηττημένων δωματίων. Και το χαμόγελο της δεμένης φυγής μου είναι ο όλεθρος ξέφωτης κακομαθημένης λεωφόρου όπου οι κοφτές ανάσες θαρρούν πως βαθιές είναι.

Πόρνη Μνήμη ζητιανεύει την προσοχή μου ...


Τι θα συμβεί όταν η μνήμη παύει, έστω και για λίγο, να παίζει περίεργα παιγνίδια και στέκεται ξεδιάντροπα γυμνή μπροστά σου την ώρα που παίζεις κρυφτό; Η αϋπνία είναι η αγαπημένη μου σύντροφος μετά την Ζαν. Με έχει γλυτώσει τόσες φορές από τον λήθαργο που μοιάζει να με τραβά προς την εξορία από την μοναδική μου διέξοδο. Υπάρχουν κάποιες φορές που χωρίς λόγο τσακώνεται μαζί μου και αρχίζει να παίζει κρυφτό. Φανταστείτε μια λαμπερή μέρα, ένα πρωινό Ιουλίου που κανένα σύννεφο δεν υπάρχει στον ορίζοντα, όλες οι σκιές διωγμένες από τον ήλιο και παρόλα αυτά κάποιος θρασύς να βρίσκει τρόπο να εξαφανιστεί από μπροστά σας. Δεν μπορείτε να μην πείτε ή να μην σκεφτείτε από μέσα σας “Cojudo de puta madre” Κοιμήθηκα χωρίς να το θέλω. Όταν κοιμάμαι, αυτή βγαίνει έξω. Η μοναδική της έξοδος είναι το όνειρο. Η αναθεματισμένη βρίσκει αμέσως το πόμολο. Λύθηκαν οι δρόμοι και εγώ, 12χρονο κορίτσι με μια κοτσίδα ετοιμόρροπη, τρέχω στον χωματόδρομο αποφεύγοντας επιδέξια τις μικρές λακκούβες γεμάτες λάσπη και νεογέννητα βατράχια. Γυρίνοι, ίδιοι με παθητικά έτοιμα προς θυσία σπερματοζωάρια. Όμως ακόμα είμαι αθώα. Φορώ ένα μπλουτζίν φθαρμένο και μια μακρυμάνικη λευκή μπλούζα γαριασμένη και γεμάτη από τα τρόπαια παιδικής ηλικίας. Στα μουτζουρωμένα, από τις νερομπογιές, δάχτυλά μου τρείς όμορφοι, μεγάλοι βώλοι. Τους κρατώ κάτω από τον ήλιο που βασιλεύει και μέσα τους βλέπω την θάλασσα, την φωτιά, τον ουρανό. Μπορώ να ακούσω τα κύματα που σκάνε πάνω στα βράχια και το κροτάλισμα των κοχυλιών που ξεβράζονται από τα γένια του Ποσειδώνα στην αμμουδιά. Στην παραλία μια παρέα νεαρών αγοριών έχει ανάψει μια μεγάλη φωτιά και ο αδερφός μου, κάθεται λίγο πιο πέρα μόνος του κοιτάζοντας τον ουρανό. Μετράει τ’ αστέρια χωρίς να ξέρει ακόμα ότι κάθε φορά τα ίδια είναι εκεί πάνω.


Ένα από τα μεγαλύτερα αγόρια της παρέας τον πλησιάζει και αφού του χαϊδεύει τρυφερά τα μαλλιά κάθεται δίπλα του. Βλέπω τον Δαμιανό ν’ αποτραβιέται λίγο αλλά αμέσως μετά ακουμπά το κεφάλι στον ώμο του φίλου του. Σαν αυτές τις νυχτερινές πεταλούδες που τόσο φοβούνται την φωτιά κι όμως γύρω από αυτήν συνέχεια πετούν. Προσπερνώ το μεγάλο σπίτι με το βλέμμα ευθεία μπροστά. Δεν θέλω να κοιτάξω. Αλλά ως συνήθως, Ιούδες τα μάτια γυρνούν προς την κατεύθυνση του ακαθόριστου αλλά τρομαχτικού ήχου. Ένας ηλικιωμένος άντρας έχει σταθεί κάτω από μια αμυγδαλιά και κρατώντας το γερασμένο πέος του έξω, καταβρέχει με ηδονή τις ρίζες του μεγάλου δέντρου. Όταν με βλέπει, χωρίς να σταματήσει να κατουράει ανακουφισμένος, σηκώνει το ένα του χέρι και με χαιρετά χαρούμενος. «Όλα τα χρόνια γαμιόμουν, γαμιόμουν , γαμιόμουν χωρίς να χύνω» Μετά μου γνέφει, γερασμένη αρσενική σειρήνα, να πάω κοντά. «Έλα, έλα, έλα. Κοίτα εκεί. Κοίτα…πεινάω…έλα…» Στην άκρη του κήπου ένα ξύλινο αλογάκι κουνιόταν σαν τρελό πέρα δώθε χωρίς να υπάρχει κανείς πάνω του. «Πάντα υπάρχει καιρός για μια βόλτα πάνω στον χαρούμενο Ντορή» λέει γελαστά ο άντρας αποκαλύπτοντας μια σειρά ψεύτικα δόντια φυτεμένα σε κιτρινισμένα ούλα και συνέχισε χαιρέκακα «Ο αδερφός σου ακόμα μαζεύει κουράγιο από τα επίορκα αστέρια αλλά εσείς βρήκατε τον δρόμο» «Έλα, σε περιμένουν τα άλλα παιδιά να τους διαβάσεις τα ποιήματα που δεν θα γράψεις ποτέ και να σου αφηγηθούν τα παραμύθια που δεν πρόλαβαν να διαβάσουν» τελειώνει δείχνοντας μου δύο παιδιά


κρυμμένα κάτω από την ξύλινη βεράντα. Το αγόρι κρατάει στα χέρια του ένα τόπι και το κορίτσι έχει ένα κατάλευκο κοχύλι στο αυτί του. «Προσπαθώ να ακούσω την φωνή της που με καλεί από την μακρινή θάλασσα» μου είπε το κοριτσάκι . «Αλλά αυτός πουλάει ξεβρασμένη νύχτα για να αγοράζει ένα κομμάτι αρμυρής ημέρας» τελείωσε δείχνοντας τον γέρο. «Και εμείς ξεμείναμε εδώ, ενέχυρο για να μπορείς εσύ να παίζεις κρυφτό με το παρελθόν. Για να μπορείς εσύ να τρελαίνεις βήματα και διεξόδους. Για να καταφέρνεις εσύ να πυρπολείσαι στο λευκό και εμείς, εδώ, χρησιμοποιημένα παιγνίδια δικής σου άρνησης. Προσπαθείς να ποιήσεις ζωή μέσα από ανέκδοτες αναμνήσεις» είπε το αγόρι χωρίς να με κοιτάει. Ακούω τους γρύλους και η φωνή τους κοροϊδευτική φτάνει στα πλήκτρα της εξιστόρησης. Θα έπρεπε να καίνε στην πυρά τις λευκές λέξεις. Διπλωμένη με τάξη στο λευκό σκοτάδι σκέφτομαι τους ποιητές που υμνούν με πάθος την ζωή, τον έρωτα και την αναγέννηση. Τις λέξεις που διαφημίζουν κλειδιά πως είναι για να ξεκλειδώνουν τα σκοτεινά δωμάτια, να τ’ αερίζουν από τον οξειδωμένο αέρα πληγωμένων σκέψεων. Τους σκέφτομαι πως θαρρούν τους εαυτούς τους μέλισσες που τρυγούν την ζωή μέχρι το μεδούλι και θέλω να τους συντρίψω μέσα στις παλάμες μου κι ας με τσιμπήσουν θανάσιμα τα κεντριά τους. Πιθύμησα παράθυρο στη νύχτα ν’ ανοίξω και να δω με τα δικά μου μάτια ,άφωνη, χωρίς χορδές εκπαιδευμένες , την ζωή που υποπτεύομαι πως υπάρχει εκεί έξω. Δεν θέλω τα λόγια τους μες στο μυαλό μου διάττοντες ορίζοντες να γεννούν. Κρατήστε, αγαπητοί μου λογοπλόκοι, τις φορεσιές σας. Δωρίστε τες σ’ εκείνους που ποτέ δεν λαβώθηκαν και ξένες ουλές ζητούν στους αγκώνες τους να ράψουν. Χαρίστε τες σ’ εκείνους που ποτέ δεν διάβηκαν ένα δωμάτιο απ’ άκρη σ’ άκρη με μια μικρή αράχνη μόνο για συντροφιά, σκαρφαλωμένη στον γαζωμένο μηρό της απελπισίας. Ω


ναι. Υπάρχουν εκεί έξω άνθρωποι που δανεικά ζητούν. Άποροι αμαρτιών, χέρι κατάλευκο απλώνουν. Αλλά εγώ δεν θα γίνω ο Πάντσο σας, ω αιώνια καταδικασμένοι Δον Κιχώτες που κυνηγάτε την ουρά του ψωριάρικου αλόγου των φαντασιώσεών σας. Το δικό μου μαύρο μουλάρι, τραγωδιών καθαρόαιμο, φτύνει τις ψυχορραγούσες φοράδες σας, άφυλες Δουλτσινέες, και τερματίζει έστω και τελευταίο στους λυγμούς των ραγισμένων λέξεων. Ποτέ του δεν απέφυγε τις σκοτεινές διαδρομές του νου μόνο και μόνο για να το ταΐσουν αμφίβολης ποιότητας σανό. Ούτε εικονικού ονειροπόλου, όνομα διεκδίκησε.

Ποτέ δεν έσκυψαν οι πόρτες όσο κι αν πόθησα ζωή γενναία ...


Θέλω αέρα γήινο ν’ ανασάνω. Σηκώνομαι και κοιτάζω καχύποπτα γύρω μου. Κανείς. Δεν είμαι σίγουρη. Πάντα με παρακολουθούν. Φοβούνται μην τους ξεφύγω. Προπηλακισμένη της αλαζονείας πεινασμένων θεριών, είμαι η ταΐστρα αιματοβαμμένων ήλιων. Ο δορυφόρος που συγκρατεί την ύπαρξη τους. Κι όμως κάποιος κλαίει επίμονα πίσω από τον τοίχο. Ακουμπώ το αυτί μου πάνω στην ψυχρή επιφάνεια. Ναι, έχω δίκαιο! Σώπα, μην κλαίς, άγνωστη ψυχή. Με την αρμύρα σου θεριεύουν όμως μετά ένοχο σε καταβροχθίζουν. Μην κλαίς, αγάπη μου. Σαν έρθει ο κόσμος πίσω θα σε ξανασυναντήσεις. Και ίσως αυτή είναι η ζωή μας τελικά. Όσο μας χάνουν οι άλλοι εμείς να ψάχνουμε να μας βρούμε λησμονώντας πάντα τι έγινε την τελευταία φορά που ανταμωθήκαμε. Και πόσο άσχημα μυρίζει η διαδρομή από την μια μεριά του νου στην απέναντι όχθη του. Είναι όλα αυτά τα προχειροθαμμένα μυστικά που σαπίζουν κάτω από το ανελέητο χαμόγελο της πραγματικότητας ενώ τρέφουμε τις φλέβες με εύπεπτους μύθους. Απλώνω το χέρι μου και διστακτικά χαϊδεύω τρυφερά το άψυχο κορμί σαν να αγγίζω τον ένοικο της διπλανής απόγνωσης. Πέφτει αμαχητί ο τοίχος στο άγγιγμα της επιθυμίας. Περπατώ σε μια παραλία μοναχική με μια κάλτσα φορεμένη στο αριστερό μου πόδι. Το δεξί, γυμνό το γλείφει η γητεύτρα ξεδιπλώνοντας αργά το υδάτινο παιδί της πάνω στο πέλμα μου. Σηκώνω το βλέμμα καθώς δύο ήλιοι στο βάθος βασιλεύουν αγκαλιασμένοι. Παντού ακτή και αλμυρό νερό μέχρι εκεί που σμίγει με τον ορίζοντα που σαν φούστα φαρδιά στα σκέλια του όλο τον πλανήτη κρύβει. Ένας γέρικος γλάρος ξαπλωμένος στην ακροθαλασσιά ξεψυχά αργά. Σκύβω από πάνω του και τον ακούω που ψιθυρίζει «Κι αν στο θάνατο αφέθηκα είναι γιατί στο πλάι τους προσπάθησα ν’ αναπνεύσω. Σαν τον τρελό που με το ζόρι κρατιόταν απ’ της γης το χαμηλό περβάζι. Φοβόταν μη τυχόν πιο κάτω πέσει.


Αλλά είμαι υπομονετικός. Κάποτε μόνοι τους θα γκρεμιστούν παλιά τούβλα απ’ την ανάγκη διαβρωμένα. Και είν’ η θάλασσα πεινασμένη …» «Αλλά πες μου, τον ρώτησα απεγνωσμένη Ποιός ξέχασε για να μπορέσει να μας θυμηθεί;» Έκλεισε τα μάτια του αποκαμωμένος «Είναι η θάλασσα μια έρημος κι αυτή. Ποτέ δεν λησμονεί όσους στην αγκαλιά της παίρνει. Αλλά εσύ, όπως και να ντυθείς, Ερήμωση πάντα τον ίδιο αριθμό θα έχεις στο μέτωπο χαραγμένο. Δύο οι δρόμοι της σιωπηρής πορείας όμως ένα το βραβείο. Και ένα ρούχο μόνο ταιριαστό με το χρώμα των ματιών σου» Ένα τρένο ερχόμενο από το σμίξιμο των ήλιων κυλούσε αθόρυβα πάνω στις υδάτινες ράγες. Γκρίζος καπνός έβγαινε από το φουγάρο του , στα τζάμια του αποτυπωμένοι οι επιβάτες και ο εργοδηγός έκρυβε το πρόσωπό του φορώντας ένα καπέλο με γείσο όπου έγραφε «Τρένο Απόδρασης» Ένα μικρό καβούρι σκαρφάλωσε γρήγορα πάνω στον ώμο μου λέγοντάς μου τραγουδιστά «Μην ανεβείς σ’ αυτό. Ποτέ του δεν άλλαξε διαδρομή. Και η μόνη φυγή που προτείνει είναι μέχρι το σημείο που και οι δυο ήλιοι μαζί βασιλεύουν. Έχει μέσα του αφανίσει όλους τους προορισμούς. Αλλά αν τύχει και γελαστείς να θυμάσαι ότι δεν μπορείς να κατέβεις από εκεί όπου ανέβηκες. Καμιά φορά, οι αποφάσεις είναι μονής κατεύθυνσης. Και όλοι οι επιβάτες του, ρολόγια είναι που ποτέ δεν χτυπάνε σωστά την ώρα ή ποτέ δεν αποφασίζουν να ψάξουν για την έξοδο κινδύνου. Ζουν σε χρόνου παραίσθηση γιατί ποιός έχει πια κουράγιο να ψάχνει


για τις χαμένες ώρες; Ή για εκείνους που ανέβηκαν αλλά πριν το τέρμα είχαν κρεμαστεί στους ίδιους τους, τους λεπτοδείκτες;» Σταθήκαμε και οι δυο σιωπηλοί καθώς το τρένο ξεμάκραινε πάλι προς το τέρμα του κόσμου. «Και εσύ να προσέχεις, μου είπε το καβουράκι, με όλα αυτά τα φύλλα στα μάτια σου. Των αλλότριων τα κλαδιά, θα γευματίζουν συνέχεια το βλέμμα σου και θα γυμνώσει το μέτωπό σου από τις λίγες αλήθειες που του έχουν απομείνει» Ποιές είναι οι αλήθειες που μου απέμειναν εκτός από κείνες που μιαμια αυτοκτονούν στα λευκά δωμάτια της τιμωρίας; Άστεγη διαφήμιση η μνήμη … Πόσα τρένα έχασα στον λαβύρινθο της ζωής μου; Ή μήπως από την αρχή σ’ ένα ανέβηκα που ποτέ του δεν ξεκίνησε; Είμαι η Αριάδνη του Μινώταυρου ή απλά ο μίτος που κανείς δεν ξετύλιξε; Αχ πόσο θα ήθελα πίνακα να με διακοσμήσω στον απέναντι τοίχο. Θα με ονόμαζα «Ματαιότητα» ή το «Κορίτσι κουβάρι» Κάτω απ’ τ’ απόκρημνα βράχια το άνοιγμα μιας σπηλιάς έχασκε σαν στόμα παγωμένο σε μάταιη προσπάθεια ορθοφωνίας. Κρύωνα, πεινούσα και όλο μου το κορμί κολλούσε από την υγρασία του δειλινού και της θάλασσας που ξάφνου έμοιαζε εχθρική έτσι όπως βύζαινε με λαιμαργία τις άκρες της αμμουδιάς. Πολλοί την θαρρούν ζωή μα ένας θάνατος κι αυτή. Μόνιμο υγρό μνήμα με εφήμερους ονειροπόλους που έλκονται από την σειρήνια αγκαλιά της. Τρόπαια αμφίβολης διάρκειας στις ποσειδώνιες χειρολαβές της. Η Ζαν είχε καθίσει στο μέτωπο μου και μασουλούσε σκυθρωπή ένα νωπό φύκι. Βράδιαζε σιγά σιγά και το ήξερα πως για σήμερα τουλάχιστον δεν θα καταφέρναμε να γυρίσουμε πίσω. «Άντε να μπούμε μέσα, είπε η μικρή μου σύντροφος. Με κούρασαν οι μέδουσες σκέψεις σου και θέλω να ξαποστάσω σε μέρος που δεν έχει


πέτρινες υποσχέσεις» Σήκωσα τα μάτια μου προς τα πάνω κοιτάζοντας τα μικρά τριχωτά πόδια της που ήταν γεμάτα τυφλές πυγολαμπίδες. «Πάλι πιστούς αυλικούς συγκέντρωσες» της είπα πειρακτικά παρόλο το βάρος που ένιωθα στο στήθος από τα βελόνια φώτα τους. «Δεν έχει νόημα να έχεις υπηκόους αν δεν μπορείς να τους φας κάποια στιγμή. Αφού βέβαια πρώτα εξαντλήσεις τα δικά τους αποθέματα τροφής» απάντησε χαμογελώντας. Η σπηλιά μύριζε μούχλα και κάτι άλλο απροσδιόριστο. Σαν κάτι να είχε πεθάνει στο μέλλον και η ηχώ του έφτανε στο σήμερα. Τα πιστά δουλικά της φώτισαν τον χώρο με όλη την δύναμη των τυφλών ματιών τους και τότε είδαμε. Στο βάθος της σπηλιάς ένα πλάσμα που δεν ανήκε ούτε σε θάλασσα ούτε σε στεριά στεκόταν ακίνητο και μας κοίταζε. Γύρω στα δύο μέτρα ψηλό, κατάμαυρο με τα στήθια του σκισμένα και τα πνευμόνια του κατακόκκινα να πάλλονται, ταμπούρλα σε ρυθμό διάσωσης οξυγόνου. Το πρόσωπό του θολό, εύπλαστο άλλαζε μορφές κάθε δευτερόλεπτο. Τα χέρια του κατέληγαν σε δύο μεγάλες σαν φτυάρια παλάμες όπου στην κάθε μία ξεφύτρωναν εννέα μακριά πλοκάμια δάκτυλα. Στην πλάτη του είχε φορτωμένο ένα τεράστιο, χοντρό βάτραχο με μαύρα φτερά στα πλακουτσωτά του πόδια. Ένα βασανισμένο γέλιο βγήκε από την μορφή του πλάσματος. Ύψωσε το χέρι σε ένδειξη χαιρετισμού. Η φωνή που βγήκε από το ακαθόριστο στόμα θύμιζε τις αλυσίδες των καταδικασμένων όταν τις σέρνουν ανάμεσα στα αθάνατα κελιά ανισομερών αναλογιών. «Έλα και δες» Στο κάθε του δάχτυλο είχε και από μια μικρή άσπρη κιμωλία. Γονάτισε με κόπο και άρχισε να ζωγραφίζει στον τοίχο της σπηλιάς μικρούς λευκούς κύκλους. Τον έναν μέσα στον άλλον. Κάθε φορά που τελείωνε ένα σχέδιο, μια μακριά γλώσσα ξεπηδούσε από το στόμα του βατράχου και έγλειφε τόσο δυνατά τον κάθε κύκλο που αμέσως ξεθώριαζε.


«Αυτός είναι ο σφετεριστής της πορείας, μας είπε χωρίς να μας κοιτάζει. Ο κάθε κύκλος και ένα επεισόδιο της ζωής σου. Ο πρώτος της γέννησης, ο δεύτερος της παιδικής ηλικίας, ο τρίτος τα χρόνια που αρχίζεις να ματώνεις, ο τέταρτος όταν συνειδητοποιείς πως έχεις πόδια» Δεν τον άφησα να τελειώσει. «Μα ο κάθε κύκλος σβήνει τον προηγούμενο,» φώναξα αγανακτισμένη. Πλησίασα προσπαθώντας να εμποδίσω τον βάτραχο να σβήνει τα δαχτυλίδια μου. «Μην το κάνεις. Λέει ψέματα» φώναξε η Ζαν αλλά ήταν ήδη αργά. Το πλάσμα γρήγορα ζωγράφισε εννέα κύκλους τον έναν μετά τον άλλον. «Τώρα δες» μου είπε. Μόλις κοίταξα, οι κύκλοι άρχισαν να ανοίγουν, ν’ ανοίγουν ολοένα και πιο πολύ. Άρχισαν να με τραβάνε μέσα τους ενώ από το απύθμενο κενό τους έφτανε ένας ήχος σαν λεπίδες που στριφογυρνάνε μανιασμένες. Διψασμένες για σύμπλεγμα και ένωση. Έκλεισα σφιχτά τα μάτια μου. Όταν τα άνοιξα ήμουν πάλι πίσω. Ξαπλωμένη στο λευκό μου κρεβάτι , στο λευκό μου δωμάτιο. Η Ζαν ήταν στο πλάι μου πεσμένη και μόλις πήγα να την σκουντήξω τραβήχτηκε λέγοντας θυμωμένη. «Άσε με. Πάλι μας έριξες στην ανθρωποφάγα δίνη των αντιγόνειων τύψεων» "Μα δεν έχω τύψεις για τίποτα" είπα οργισμένη "Ναι; Γιατί τότε τα χέρια σου είναι γεμάτα αίμα και τα μάτια σου πλημμυρισμένα κυκλώπειες ενοχές;"

Τουλάχιστον, εγώ ανακάλυψα ότι κάπου με έχω χάσει. Εσείς;


Είσαι ο δυνάστης της τρέλας μου, σκέφτομαι. Εκείνος που προστάζει τον Μορφέα στην εξορία. Και όλα ξάφνου μια γεύση τόσο απόκοσμη όσο είναι η επιθυμία. Δεν ξέρω ποιός είσαι ούτε αν ποτέ σε συνάντησα. Μόνο ξέρω πως μέσα από τα σιδερόφρακτα κελιά όλων των δισταγμών σε ένιωσα. Ξύπνια σ’ ονειρεύομαι και τα χέρια μου γίνονται πιλότοι σου Σάρκινη πυξίδα η αφή ... Με ιχνογραφώ μέσα από δανεικές ρώγες δακτύλων. Ποιός είσαι; Υπάρχεις; Δακρυσμένος με κοιτάς από τις φωτογραφίες που δεν τραβήχτηκαν ποτέ. Μπλέκονται οι μύθοι των ματιών σου στα βλέφαρά μου και είμαι τόσο συγχυσμένη. Ω ,τόσο μπερδεμένη που θέλω τόσο πολύ να τους αποστομώσω όλους με μια ερώτηση «Αγαπήσατε;» «Όχι» θα πουν. Ελπίζω ... Μα βασανίζομαι, αγαπημένε ... Πληγώνομαι όταν σκέφτομαι τι θα γίνει αν έστω κι ένας απ’ αυτούς μου πει «ναι». Τότε; Τότε για ποιόν θα πονάω πρώτα; Για σένα , για μένα, γι’ αυτήν ή για εκείνον; Αλλά δεν θα νοιαστώ. Θα κλαίω για όλους μας και όταν κάποτε αγκαλιασμένους και τους τέσσερεις, μας βρουν ίσως δεν θα μας καταδικάσουν Ίσως βρουν μια μικρή, μια ασήμαντη, δικαιολογία για το πως μπορούν τόσοι άνθρωποι , μα τόσο πολλοί άνθρωποι, ν’ αγαπήσουν και ν’ αγαπηθούν Δεν με νοιάζει, ανύπαρκτε ερωμένε, αν με κοιτούν ούτε καν αν χαμογελούν με την αποδεδειγμένη παράνοιά μου. Τι καλύτερο από μια τρελή που απορρίπτει τις συκοφαντίες του λόγου τους. Άκακο μυαλό, αφανισμένο των πεπραγμένων, τι άλλο εκτός από τα στήθια σου μπορείς να βλάψεις;


Θ’ αθωώσω το σώμα. Με χέρια αγνά χαϊδεύω την πληγή μου. Αρρωσταίνω αναρρώνοντας την φαντασία του έρωτα με μοναδικό πρωταγωνιστή εμένα και θεατές τους τέσσερεις τοίχους. Για σένα θα τραγουδήσω. «Όνειρο έρχεσαι , αγαπημένε Όμως εγώ είμαι νύχτα Και η θλίψη μου μεγάλη Πως θα με χωρέσεις Άραγε θα με αναγνωρίσεις; Ω , πόσο απέραντος μου μοιάζεις , άφταστος σαν ουρανός άγνωστο χάδι, μακρινό Δεν μιλάς Καταλαβαίνω Μόνο να... Και τι δεν θα έδινα μέσα σου να κυλήσω Αρκεί να ήμουνα νερό Πάνω σου να κρατηθώ φτάνει χέρια να είχα Να σε φιλούσα , αγάπη μου, αν χείλια είχαν απομείνει στο ρημαγμένο πρόσωπο Γιατί δεν είμαι , δεν ήμουν Δεν ξέρω αν ποτέ υπήρξα


Είμαι νύχτα λευκή, τα πάντα σβήνω Μη με ακουμπάς, σου λέω Πληγωμένο το κορμί, διάφανο από τον πόνο Τι να σου προσφέρει το σιδερένιο μου κρεβάτι Άστρωτο είναι , λέκιασαν τα λευκά σεντόνια Κουρελιάστηκα Φαντάσου! Κάποτε ήταν πρωί ήταν μέρα, ηλιοβασίλεμα και βράδιασμα της πίκρας Μα τώρα Τώρα ποιός θα θελε να με τυλιχτεί Ένα μικρό αχυρένιο κορίτσι κρυμμένο πίσω από κατάλευκα βλέφαρα Ένα ένα τα βγάζω αλλά πάλι αυτά φυτρώνουν Να με κρύβουν , αγάπη μου, από το φως του Φεγγαριού Γέμισε η έρημος φανοστάτες όμως δεν έχω που να ακουμπήσω τη λύπη μου


Με βαρέθηκε η μοναξιά παρόλο που τις νύχτες σκοτώνω ένα-ένα τα ουρλιαχτά των αστεριών Πεθαίνω ξανά και ξανά στα συντρίμμια τους ή κάποτε διηγούμαι παραμύθια στις διψασμένες οχιές αλλά αυτές φεύγουν βιαστικά πριν φτάσω στο τέλος γυρεύοντας κορμούς δέντρων να μπήξουν τα φαρμακερά τους δόντια Μου αρνούνται το δηλητήριό τους γιατί, λένε, πως έκρυψα την όαση Που να’ ξεραν την αλήθεια Αργότερα στρώνω αγκάθια για προσκέφαλο και μετρώ εφιάλτες Πηδούν χαρούμενοι πάνω στα φρύδια Αυλάκια χαράζουν στο μέτωπο με νύχια γαμψά Όχι, όχι , δεν τους γυρεύω Εκείνοι δεν με ξεχνούν Γι’αυτό σου λέω Μην περιμένεις να βρέξει για να δακρύσω Έμαθα να μη βρέχομαι


Ασύμφοροι ουρανοί κρέμονται πάνω από το κεφάλι μου και εγώ έμαθα να μιλώ μόνη μου Τουλάχιστον ακούω την φωνή μου Εσύ ακόμα είσαι μακριά Τόσα γράμματα σου έστειλα Δεν χόρτασες απουσίες; Όμως θα το αντέξω κι αυτό Θυμάσαι τι σου είπα στην αρχή; Νύχτα Λευκή είμαι, αγαπημένε Τα πάντα σβήνω ...»

Κανείς ποτέ δεν συνταίριασε το είδωλό του στα γυαλιστερά παπούτσια μου ....


Χοροπηδώ ανάμεσα στα δεσμά της λογικής και της παράνοιας την ξενοιασιά. Καμιά δεν θα με πάρει στη πλευρά της. Με τις μύτες περπατώ στην μέση χιονισμένης χαράδρας. Κρυώνω όμως τίποτα δεν θα με κάνει να στραφώ στην ζεστασιά της μιας ή στην φωτιά της άλλης. Θα γλείφω τις νιφάδες με την δική μου γλώσσα. Δανεικούς κάλυκες δεν θα χρειαστώ. Και εσύ, τρελή σκιά που κρύβεσαι κάτω από το σκληρό στρώμα, σταμάτα τον τρόμο μου να καταδίδεις. Του αρέσει στα σκοτεινά αδιέξοδα να με παραφυλά. Να με χτίζει στους τοίχους με το μεγάλο στόμα Ετοιμάσου, μου είπε η Ζαν, θα πάμε στο τσίρκο. Ω τι ευτυχία, αναφώνησα και πετάχτηκα από το κρεβάτι. Φόρεσα το μαύρο μου τζίν και τα αστραφτερά γοβάκια μου. Γιατί θα πρέπει να είμαι καλά ντυμένη για να χαρίζω στα πόδια μου ηδονή; Μου αρέσει να καθρεφτίζω πρόχειρο πρόσωπο πάνω τους. Θα το σκάσουμε όμως από το παράθυρο, λέει η μικρή συνωμότρια, γι’ αυτό κάνε ησυχία. Παραμερίζω το δωμάτιο αφού ρίχνω μια ερευνητική ματιά γύρω μου και με την Ζαν γραπωμένη στον ώμο μου πηδώ έξω. Τρέχουμε αλαφιασμένες στον δρόμο και οι περαστικοί κοιτούν με περιέργεια ένα μεταμφιεσμένο κορίτσι και μια αράχνη να τρέπουν σε φυγή την πραγματικότητα. Αχ και να μπορούσα να τους έπαιρνα μαζί μου. Αλλά φοβάμαι πως είναι πια αργά γι ‘ αυτούς. Έπιασε να σουρουπώνει καθώς φτάσαμε στο τσίρκο. Η Ζαν πλήρωσε τα εισιτήρια δίνοντας τρείς μύγες και ένα άφτερο κουνούπι. «Τι κάνω για σένα, είπε. Το φαγητό μου έδωσα αλλά χαλάλι σου» Το ηλιοβασίλεμα γέρνει βαρύ πάνω στην τέντα του παλιού τσίρκου. Μια γυναίκα στέκεται στην μέση ανεβασμένη πάνω σε ξυλοπόδαρα. Τα τροχόσπιτα ορθάνοιχτα και η διευθύντρια, μια γριά με οξυζεναρισμένο μαλλί και χαλαρά μπράτσα ισιώνει τις πιέτες στο πρόσωπό της καθώς μουρμουρίζει «Αναβαθμίζω εκδόσεις ακροβασιών. Προσλαμβάνω θηριοδαμαστές


τεντωμένων σκοινιών απολύοντας τους εργολάβους μεταξωτών διχτυών. Ανάμεσα στις διακεκομμένες ράγες παροπλισμένου σώματος παίζω τις κορίνες της Οντέσσα, της φώκιας ταχυδακτυλουργού» Η Κλώντ, γυναίκα τέρας, στρίβει το μουστάκι της και ανασηκώνει τα σιλικομένα βυζιά μέσα από την βιτρίνα που χωρίζει το κοινό με τους αληθινούς πελάτες. Το τελευταίο της κόλπο είναι να γλύφει με την γλώσσα τον αφαλό της . Ο γελωτοποιός έτοιμος στα παράταιρα παπούτσια του χορεύει στις ζητιάνικες μύτες μιας κλαψιάρας μπαλαρίνας Η γοργόνα στο υδάτινο τανκ ερωτοτροπεί με τον, δεμένο στην ουρά της, παρθένου, Ζίγκφριντ. Οι δύο κύκνοι, νεκροί, έβγαλαν σε δημοπρασία τα ασπρόμαυρα φτερά ανάμεσα στα όμικρον του ονόματός τους. Το στόμα τους ενοικιάζεται για βέβηλες ερωτικές πράξεις. Ο Βρασίδας, ο ψωριάρης ελέφαντας, είναι μόνιμος βιαστής τους. Οι ρινόκεροι δωρίζουν το άτεκνο σπέρμα τους στις Κήρες της πλατείας. Νεκροκάματο η γέννηση ανύπαρκτων χειροκροτημάτων. Και η Νεφέλη, κόρη της μπαλαρίνας και του άθλιου κλόουν, διακοσμεί κρεμασμένη τον πανάκριβο πολυέλαιο, τελευταίο απόκτημα της Γκαάλ λίγο πριν την σκοτώσει ο τελευταίος εραστής της. Κανείς δεν θυμάται αν αιμορράγησε πριν ή μετά τον θάνατό της. Όλοι σοκαρίστηκαν όταν είδαν το χρώμα του αίματός της Ο Χέλγκ, ο αμφίφυλος ερωμένος της, - Κομπέρ της Βραδιάς ανακοινώνει με λυπημένη φωνή «Η Παράσταση είναι αφιερωμένη στην πολυαγαπημένη μας Γκαάλ Ν.» Στην γωνία της σκηνής , ο Αντυ Γ. , το μικρό παρδαλό ερίφιο,


κλαίει μ’ αναφιλητά. Νιώθω το ποπ κόρν να μουδιάζει το στόμα μου και καταπίνω τα δάκρυά του. Πικρός ο θρήνος της σκηνής και εμείς by proxy αυτόχειρες. Μην πίνεις ξένο πόνο, ψιθύρισε η Ζαν. Ακόμα κι αν είναι αληθινός, δικός σου δεν θα γίνει.

Είμαστε φάρμα που εκτρέφει ανθρώπινους αλιγάτορες ...


Πεινώ Πόσο πεινώ, Ζαν. Το φαγητό τους φαρμάκι. Κάτι έχει πεθάνει μέσα στο πιάτο και κρύβεται στο θολό ζουμί. Αλλά μου είπαν ότι αν δεν το τρώω θα με ταΐζουν με βελόνες. Θα γίνω ο φακίρης του σαδισμού τους. Πεινώ... Αυτοί τρώνε φρεσκοψημένο ψωμί και εγώ, το λιμασμένο σκυλί στην πόρτα τους. Ούτε τ’ αποφάγια τους δεν μου πετάνε. Πόσο θα ήθελα μια μέρα να σταθώ πάνω από το τραπέζι τους και να φτύσω χολή ανταπόδοσης στο ζεστό φαί τους. Αλλά ποιός κατάλαβε την πείνα όταν ποτέ δεν πρόλαβε φαί να λαχταρήσει; Έκρυψα το πλαστικό κουτάλι κάτω από το στρώμα μου. Σκέφτηκα ότι κάποτε θα μου χρησιμεύσει. Θα βγάλω μ’ αυτό τα μάτια τους από τις κόγχες και θα τα ταΐσω σ’ αυτό το πεθαμένο που παραμονεύει στη σούπα μου. Όταν γίνουν τροφή των νεκρών θα καταλάβουν ... Ξαπλώνω στο πάτωμα. Περίεργο, πιο μαλακό μου φαίνεται το πλαστικό δάπεδο από το στρώμα στο σιδερένιο κρεβάτι τους. Κλείνω τα μάτια και αφήνω την Ζαν να κόβει τους ιστούς με τις μικρές δαγκάνες της πάνω στο μέτωπό μου. Δοκίμασες ποτέ μύγα; ρωτάει . Μην βιαστείς να αηδιάσεις. Εσείς, οι άνθρωποι είστε αλλοπρόσαλλα πλάσματα. Τρώτε τα πάντα και μετά κατηγορείτε εμάς για το φαγητό μας. Κάνετε γκριμάτσες απέχθειας αλλά σας έχω δει να καταβροχθίζετε με βουλιμία ο ένας τον άλλον. Είστε παμφάγα και επικίνδυνα ζώα. Ο Όλντ Μέιτζορ προσπάθησε να μας ενώσει εναντίον σας αλλά τι τα θες; Πήραμε το μάθημά μας. Πάντα υπάρχει ένας προδότης ανάμεσα μας. Πέστο, πρόνοια της φύσης. Κανένας δεν πλάστηκε από τον Θεό για να κατέχει την εξουσία. Και αυτό είναι που δεν έχει κανένα είδος που περπάτησε ή κολύμπησε ή πέταξε στην γη κατανοήσει. Δεν χρειαζόμαστε εξουσιαστές, δεν είμαστε αρχηγοί. Ήρθαμε για να συγκατοικήσουμε ο ένας δίπλα στον άλλον και όχι ο ένας πάνω στον


άλλον. Τι τραγικό αστείο! Αυτό, οι άνθρωποι το ονομάζουν τροφική αλυσίδα. Είναι κρίμα που ο Ναπολέων, όχι ο τρελός φιλοπόλεμος κροκόδειλός σας αλλά το γουρούνι, αποφάσισε να περπατήσει στα δύο. Ίσως, αν όλοι με τα τέσσερα διασχίζαμε την οικουμένη, να είχαμε γλυτώσει τους κατακλυσμούς και την αποψίλωση της ανθρωπιάς. Ίσως να μην είμαστε για σας ο Μπόξερ που τα πάντα έδωσε αλλά εσείς μέχρι και την σάρκα του πουλήσατε για το κέρδος. Σταμάτα να μιλάς, της λέω. Από τότε που ο κόσμος γέμισε δασκάλους πέθαναν οι μαθητές. Δεν με νοιάζουν τα μαθήματα ούτε το δίδαγμά τους. Εξάλλου, ποιός μπόρεσε ποτέ να κάνει αυτά που δίδαξε και διδάχθηκε; Εμένα με νοιάζει να ικανοποιήσω την πείνα. Προσπαθώ να καλέσω εκείνον που γεννήθηκε για να φέρει την αυγή αλλά στο τέλος χάθηκε στον λαβύρινθο και όσα μήλα είχε σκορπίσει για τους άθλιους θνητούς μόνος του τα έφαγε. Καταλαβαίνεις; Υποχρεώθηκε σε ισόβια κάθειρξη εαυτού. Είναι η αιώνια δύση. Εκείνος θα με ταΐσει. Την νιώθω που βαδίζει πάνω στα κλειστά μάτια. Τα σιδερένια της πόδια βυθίζονται μέσα και αυτά αιμορραγούν χαρούμενα. Νιώθω το αίμα να κυλά στο πρόσωπό μου. Βγάζω την γλώσσα και το περιμένω καθώς υπακούει στην χαραγμένη διαδρομή. Τα πάντα υποτάσσονται στην βαρύτητα. Γι άλλη μια φορά οι τοίχοι γύρω μας διαλύονται. Ανακάθομαι έκπληκτη καθώς βρίσκομαι καθισμένη σ ένα θρανίο. Μια πράσινη αίθουσα γεμάτη με χάρτες. Τρία μεγάλα παράθυρα, στην σειρά, ορθάνοιχτα αφήνουν τις μέλισσες να πηγαινοέρχονται μέσα στην τάξη. Τέσσερεις σειρές θρανία και η κοιλιά τους χάσκει άδεια από μαθητές. Ο πίνακας στέκει αμίλητος όπως πάντα. Το άθλιο πράμα ποτέ δεν απέκτησε δική του γλώσσα. Μέσα από τα δάχτυλα ανθρώπων επιτρεπόταν να μιλήσει. Μπροστά του ένα γραφείο με μια υδρόγειο ακουμπισμένη πάνω του. Τώρα που δεν είναι κανείς εδώ, πως θα μιλήσει; σκέφτομαι τρομαγμένη. Η Ζαν, ως συνήθως, κρύβεται στα μαλλιά μου. Μου έχει πει πόσο ανώφελα είναι τα σκασιαρχεία μου αλλά εγώ δεν την πιστεύω. Όχι ακόμα.


Κοιτάζομαι. Η μητέρα σήμερα μου φόρεσε την καλή μου ποδιά. Μπλέ σκούρα καλοσιδερωμένη με πιέτες. Λευκή κορδέλα στο κεφάλι και τα μαλλιά σφιχτή κοτσίδα. Όπως συνήθως ούτε μια τρίχα δεν επαναστατεί πάνω μου. Ξάφνου τα παράθυρα κλείνουν με θόρυβο. Πηδώ τρομαγμένη. Η γκρίζα πόρτα Η γκρίζα πόρτα Κάτι έχει από πίσω της. Κάτι τρομακτικό Απανωτά χτυπήματα πάνω της και μια φωνή «Άνοιξε Άνοιξε» Ποιός χτυπά την θύρα του κινδύνου; με ρωτά παιγνιδιάρικα η Ζαν. Αν είχε λαιμό θα την είχα στραγγαλίσει. «Α! Ταχιά ζύγωσε η νύχτα το κατώφλι και οι μίμοι σέρνονται πίσω από τις σκιές των περαστικών δυστυχιών» συνεχίζει ακάθεκτη. «Πέρασε, Ω εσύ που αυγή φέρεις» ακούω έκπληκτη τον πίνακα να λέει. Έντρομη βλέπω την πόρτα να ανοίγει και στο κατώφλι της ένας άντρας ντυμένος με παλιομοδίτικα ρούχα κρατά από το χέρι ένα μικρό κορίτσι. Εκείνο φορά μια γαλάζια ποδιά και χαμογελά πονηρά μόλις με βλέπει. Ο άντρας προχωρά προς τον πίνακα χωρίς να μου δώσει σημασία ενώ το κορίτσι κάθεται στο πρώτο θρανίο με τις δύο κοτσίδες της να χοροπηδούν στους ώμους σαν μικρά ανελέητα μαστίγια. Η υδρόγειος στην άκρη του γραφείου αρχίζει να στριφογυρνά σαν τρελή. Ο άντρας ανοιγοκλείνει το στόμα του αλλά η φωνή του βγαίνει ανατριχιαστική μέσα από τον πίνακα «Το μάθημα αρχίζει» λένε οι εγγαστρίμυθες χορδές «Ανοίξτε τα κιούπια με το μέλι Σκορπίστε το κεχριμπάρι στους άπιστους επαίτες


Χύστε το κρασί στους στεγνούς δρόμους Ξεδιψάστε τους λεπρούς και ντύστε στα μετάξια τις κοινές «Μην τυχόν τα γουρούνια δεν αξίζουν μαργαριτάρια στη κεφαλή να φέρνουν, Πατέρα; διακόπτει το κορίτσι με κελαρυστή φωνή «Σώπα μικρή ανόητη, ποιoν τρώς τόσους αιώνες;» «Σπάστε τα γόνατα των ελεούντων Μόνο έτσι θα κατανοήσουν Ξεριζώστε τα χέρια των που οίκτο δίνουν Μόνο έτσι θα κατανοήσουν» «Με άνοστες θυσίες πως θα γεμίσω την κοιλιά μου, ω συ που αυγή φέρεις; Άνοιξε, Πατέρα, τις άδειες κόγχες Τάισε τους πιστούς με τις πράξεις τους Πέρα από τις μαρτυρίες της θάλασσας που κρατεί στην ιδρωμένη μήτρα της κρεμασμένες κόρες και ταριχευμένους γιούς, πλημμύρισε τις κοίτες εχθρικών ποταμών με τα οστά που λειαίνουν έτη και έτη πολέμου των στείρων τέκνων Αμήν!» «Σώπα, Μικρή Ανόητη, ποιoν τρώς τόσους αιώνες;» «Μα αυτή, λέει και ξαφνικά γυρίζει και τεντώνοντας το δάκτυλό της με δείχνει, τρέφεται από το παιδί που σαπίζει μέσα στο κρανίο της. Την είδα! Μια μέρα άνοιξε στα δύο το κεφάλι της και με έκρυψε εκεί μέσα. Ακόμα και την γαλάζια μου ποδιά έφαγε και τώρα φοράει την καλή που μου πήρες όταν ήσουν η μάνα μου. Υποκρίνεται πως είμαι εγώ. Θέλει να ταΐζεις εκείνη για να λιμοκτονήσω εγώ.» «Σώπα, μικρή ανόητη, και απάντησε επιτέλους. Ποιόν τρώς τόσους αιώνες;»


Το κορίτσι σταματά να μιλά βαριανασαίνοντας. Κλείνει τα μάτια της και μάγουλά της γίνονται κατακόκκινα καθώς απαντά ντροπαλά «Τρέφομαι με ανθρώπινους αιρετικούς ανθούς» Η Υδρόγειος σταμάτησε να στριφογυρνά και βγαίνοντας από τους άξονες της κυλά πάνω στο γραφείο. Σε αργή κίνηση την βλέπω που πέφτει κάτω και έρχεται προς το μέρος μου. Σταματά εμπρός μου και η ήπειρος που δεν υπάρχει λέει «Εγώ είμαι που σπέρνω τους ανθούς της και εκείνη ως αντάλλαγμα με παραδίδει σε εγγαστρίμυθους δολοφόνους»

Θέλω να προσευχηθώ αλλά φοβάμαι μήπως εισακουσθώ...


Διασχίζω μονόδρομους τοίχους με διπλής όψης καθρέφτες ικετεύοντας ν’ ακούσω τ’ όνομά μου αλλά τόσο τρομαγμένη μήπως το αναγνωρίσω. Τι περίεργο! Δεν είχα παρατηρήσει έως τώρα το σκοινί που κρέμεται από το ταβάνι. Μακρύ, μαύρο γεμάτο κόμπους. «Για σένα το έφτιαξα» φωνάζει η Ζαν από την άλλη γωνία του δωματίου. Μόλις έφερε το γεύμα της και το τρώει μην τυχόν και προλάβει να λιώσει. «Τα πάντα χαλάνε γρήγορα εδώ μέσα» παραπονιέται. Καρφώνει τα μικρά της μάτια πάνω μου. «Αναρωτιέμαι μήπως φταίς εσύ» με κατηγορεί « Κάποτε συντηρούσα τα πάντα. Μέχρι που πάτησα ένα σκουριασμένο καρφί. Από τότε ότι κυλάει από μέσα μου σάπιο βγαίνει. Φαρμάκι το ιχώρ που χύνεται από το πληγωμένο πόδι. Και ούτε θεοί μήτε δαίμονες μπορούν να με γειάνουν. Πως θεραπεύεις κάποιον που πάσχει από μηδενική αρρώστια; Γέμισε το στόμα με το σάλιο των άλλων και μύρισε θάνατο η ψυχή. Ανεπαρκείς οι προσπάθειες διάσωσης. Κι όσο αδειάζω τόσο χορταίνω με φίδια τα σωθικά μου. Το τίποτα μου είναι αρκετό και το καθόλου με καλύπτει.» Κοιτάζω το σκοινί. Με προκαλεί. «Άντε ντε! Σκαρφάλωσε και λίγο πιο ψηλά από το χαμηλά. Ίσως δεις ότι ο κόσμος είναι διαφορετικός ή ίσως ανακαλύψεις ότι όλα ίδια είναι» τελειώνει κλείνοντάς μου το μάτι Εχθές ήμουν μ’ εκείνον, της εξομολογούμαι, χωρίς να πάρω τα μάτια μου από το σκοινί. Με είχε πάει σε ένα βουνό και αγναντεύαμε όλη την πόλη από πάνω. Αντί να νιώσω χαρά μια θλίψη, πέτρα ασήκωτη στα πόδια μου. Προσπαθούσα να δω μακριά αλλά δεν τα κατάφερνα. Είχε πολύ ζέστη και ένιωθα τον ιδρώτα να κυλάει στα στήθια μου. Προσφέρθηκε να με σκουπίσει με την γλώσσα του. Αντί γι αυτό ανασήκωσα το φουστάνι μου και τον


κατάπιαν οι δαντέλες. Διστακτικά άγγιξα το σπέρμα που φωσφόριζε πάνω στους μηρούς μου. Πόσο λατρεύω, ψυχή μου, να βλέπω το φως του πάνω μου. Ήθελα να το μαζέψω στις φούχτες μου και να ραντίσω όλη την πόλη. Να την δω να ζωντανεύει, να σβήσουν τα φώτα και να βγούνε όλοι στους δρόμους. Ν’ ανηφορίσουν προς το μέρος μας. Μια φορά, Ζαν, να τους ανταμώσω όλους μαζί. Πολύ αργότερα είχαμε γείρει στο χώμα και μετρούσα τα δάκτυλά μου στο στήθος του. Προσπαθούσα να βρω ποιο έλειπε. Εκείνος όλη την ώρα επέμενε να τον κοιτώ στα μάτια. Μα δεν βλέπεις πως δεν έχω μάθει να κοιτώ; του απάντησα οργισμένη χωρίς να σταματήσω το μέτρημα. Ποτέ δεν θα βρεις ποιο λείπει, μου απάντησε λυπημένος Θα χαθείς σε ανώφελες πράξεις. Δεν έχεις σκεφτεί πως ότι έφυγε, στην φυγή ποθεί να μείνει; Θα πεθάνεις ολόκληρη μόνο και μόνο για ένα δάκτυλο, Μελισσάνθη; Έβαλα τα χέρια μου κλείνοντας σφικτά τ’αυτιά μου. «Δεν είναι τ’όνομά μου αυτό. Δεν είναι. Σταμάτα να με γυμνώνεις από τον ρόλο μου συνέχεια.» «θα ξεκουμπώσω την ζωή μέσα σου» είπε αποφασιστικά βάζοντας τα χέρια μου πάνω στο γυμνό στήθος του. Από μια μικρή πληγή στο μέρος της καρδιάς έτρεχε σιγανά αίμα. Οι ρώγες του στολισμένες με δύο μικρές ασημένιες σφαίρες ξεκλείδωσαν τον αφαλό μου από τους ρόλους του. «Πάντα με λυπούσαν, αγαπημένη, οι άνθρωποι με τα σπασμένα ζύγια χαρταετών στα μάτια Όποτε τους συναντώ ακουμπώ το μέτωπο στα σκισμένα φτερά τους και βλέπω όλα τα πετάγματα που δεν έγιναν Θέλω να τους ξεδιψώ από την ακινησία με το αίμα μου»


Τότε ήταν που τραβήχτηκα τρομαγμένη λέγοντας «Δεν μπορείς για αίμα να μιλάς ... Μη μιλάς για το αίμα στα στήθια σου κρυμμένο Το γεύτηκα και βογγώ σα κολασμένη Από πόθο στόμα γεννημένο μύρισα το χρώμα του και σκοτάδι πλάθω Μη μιλάς για το αίμα από δάχτυλα σιωπής κεντημένο το άγγιξα και ορέγομαι θνητούς Άλικες ανάσες στο χιόνι πλέκει ρόγχους χόρτασα κι οσμίζομαι νεκρούς Πλημμύρισαν τα όνειρα οι δαντελένιοι εφιάλτες Μη μου μιλάς για αίμα γιατί σκέφτομαι εσένα Και ζωή έξω από το τυφλό χώμα ποθώ...» Γι αυτό σου λέω, Ζαν, όχι ακόμα. Όχι, δεν θα ανηφορίσω ακόμα το σκοινί σου.

Πάνω μου σπουδάζουν γνώση ...


Εχθές, νομίζω πως ήταν χθες, δεν έχω καταφέρει ακόμα να σταματήσω το ρολόι ν’ αδειάζει μονομιάς τις μέρες, ήρθε στο δωμάτιό μου η γυναίκα με τα λαστιχένια παπούτσια και την γερασμένη ανάσα . Ψηλή, ξερακιανή με την λευκή στολή της, μια προγραμματισμένη στρατιώτης που πολεμά τελειωμένες μάχες. Ποιός μπόρεσε ποτέ να υπερασπιστεί αυτό που δεν πίστεψε; “Σήκω. Είναι η μέρα που θα σε δει το συμβούλιο των γιατρών» μου είπε και χωρίς να ξέρω γιατί, η δήλωση της με γέμισε τρόμο. Άλλη μια γκρίζα αίθουσα όπου οι γιατροί φορώντας ημίψηλα καπέλα και στηθοσκόπια θέλουν όλοι μαζί να αφουγκραστούν την καρδιά μου. Και τι θα γίνει αν εκείνη την στιγμή σταματήσει να χτυπά; Το κεφάλι της ακούστε, λέει ο γιατρός που φορά ένα χρυσό ρολόι στο δεξί του χέρι. Αλλά είναι αργά ... Είμαι σε ένα μαρμάρινο τραπέζι νεκροτομείου. Αναθρέφω έναν νεκρό. Είμαι η πνιγμένη κόρη ματωμένης ζωής. Ένα μικρό ασήμαντο κορίτσι κόκκινης θάλασσας, μια σπάνια γοργόνα ιδιοκτησία νόμιμου σφαγείου. Μέσα μου οι δήμιοι με τα πλαστικά παπούτσια και τους πράσινους σκούφους καμώνονται τους μάρτυρες, φτερούγες τους οι άχρωμες βλεφαρίδες μου. Καρφωμένη η λησμονιά στις καστανές κόρες , ίριδες που αναστέλλουν την αλήθεια, η παραπλάνηση αυτοσκοπός. Ησυχία παρακαλώ! Μη μιλάτε! Οι φοιτητές σπουδάζουν ανθρωπιά πάνω στο άθλιο μάτι μου. Μετά το πέρας της ανατομίας η καντίνα θα προσφέρει δωρεάν αποστειρωμένα στόματα στους κουρασμένους εξερευνητές. «Υπάρχει μια μικρή βελτίωση, λέει ο ένας απ΄αυτούς καθώς ξαναγυρίζω στην γκρίζα αίθουσα. Αλλά ακόμα δεν μπορεί να γίνει απόφοιτος ενοχής» «Κάτι ακόμα, πετάγεται ο κος Χρυσό Ρολόι. Μίλησέ μας για σένα λίγο. Πες μας τ’ όνομά σου. Θυμάσαι ποιά είσαι; Τι έκανες πριν έρθεις γι’ ανάπλαση όρασης; Τι βλέπεις;» «Ω Θεέ μου, σκέφτομαι, πόσο ακόμα θα γαβγίζουν ερωτήσεις; Θέλω να τους απαντήσω πως είμαι η απόλυτη αρμονία του τίποτα αλλά θα καταλάβουν πως ψεύδομαι. Και τ’ όνομά μου; Εάν το πω, σε


υγρή φυλακή θα με κλειδώσουν. Αιώνες πριν αγάπησα εκείνον που τ’ όνομά μου ελεύθερα τρυγούσε. Δεν είχε σημασία αν τα ποτάμια άδειαζαν ή γεμάτα ήταν. Εκείνος ήταν το Παν και εγώ η νύμφη που έγινε θνητή ανακαλύπτοντας το σώμα σε μια και μόνο συλλαβή. Μέχρι που μια νύχτα έπεσα από τα τραχιά του χέρια σε σπηλιά σκοτεινή. Σάπισαν οι καρποί που με τόσο πόνο στους λαγόνες μου έθρεψα. Από τότε με αναζητά αλλά πώς να με βρει όταν τα γράμματα ανακατεμένα είναι και εγώ κρυμμένη σε στέρφα κυψέλη ξέχασα να με διαβάζω» Θα κρυφτώ πίσω από λέξεις που την λαβωμένη στέπα μου δείχνουν. Ποτέ δεν θα μιλήσω για νερό ζωντανό. «Αν κάποτε για μένα σας μιλούσα θα ονειρευόσαστε ατέλειωτους χειμώνες Συντρίμμια οι θνησιγενείς ναοί σας Σκισμένα τα πανό προσωρινών θρησκειών Ασπρόμαυρες διαφημίσεις γραμμένες σε γυμνά κρανία Αν κάποτε για μένα σας μιλούσα σβησμένους ουρανούς θα τραγουδούσατε Στείρες θάλασσες με ορθάνοιχτους βυθούς Νεκρά φεγγάρια κρεμασμένα στα χείλη μιας νεόκτιστης Βαβυλωνίας και τη βροχή ν’αρνείται επίμονα το μελανό στόμα σας ν’αγγίξει Αν κάποτε για μένα σας μιλούσα θα ήταν τον μήνα που πάντα την άνοιξη προδίδει Θα γιόρταζα μαζί σας την Μέρα των Νεκρών και θα σας φίλευα το πολυκαιρισμένο σώμα Αν κάποτε για μένα σας μιλούσα θα πλημμύριζε ο κόσμος αίμα Θα κινδυνεύαμε όλοι μαζί να ξαναπεθάνουμε στην ίδια πραγματικότητα»


Μετά από αυτήν την απάντηση μου δώρισαν έναν Πήγασο. Ανέβηκα στην στιλπνή πλάτη του και γύρισα στο δωμάτιό μου πετώντας ευτυχισμένη που για μια ακόμη φορά είχα φιμώσει την στειρότητα της λογικής τους.

Σε λίμνες ανύπαρκτες με ανακαλύπτω...


Πολλές φορές σαν έρχεται η νύχτα , ω γνωρίζω πότε έρχεται ακόμα κι αν μου την έχουνε στερήσει, φεύγω κρυφά από το δωμάτιό και περιπλανιέμαι στους νεκρούς διαδρόμους. Τους ακούω να με καλούν μέσα από τους τοίχους. Ψιθυριστές φωνές, ακατάληπτα λόγια φυτεύουν στο μυαλό μου. «Μόνο όταν δεις τις αλυσίδες που υπάρχουν στα πόδια σου , μόνο τότε θα μπορέσεις να τις σπάσεις» Υπάρχουν φορές που όλες οι πόρτες μόνο σε πόρτες οδηγούν Η μία πόρτα μετά την άλλη και μετά άλλη και μετά άλλη ... Θεέ μου, πόσες πόρτες μπορεί ο νους να ξεκλειδώσει; Σήμερα είμαι τυχερή, μία από αυτές οδηγεί έξω. Έξω... Είναι πρωί άνοιξης και εγώ περπατώ σ’ ένα καταπράσινο πάρκο. Τι μυρωδιές, τι αρώματα. Γλύκανε η ψυχή μου, Ζαν, και αποζητά. Ω πόσο θέλω έστω και μια φορά, μόνο μια φορά, Ζαν, να προλάβω να διασχίσω απ’άκρη σ’ άκρη την επιθυμία. Μια γριά καθισμένη στο παγκάκι τάιζε ψίχουλα τα περιστέρια. Κάθισα δίπλα της κουρασμένη από το περπάτημα. Έκπληκτη είδα την Ζαν να σκαρφαλώνει στην παλάμη της για να φάει κι αυτή. Η μικρή μου αράχνη που φοβάται περισσότερο από μένα τους ανθρώπους, πρώτη φορά εμπιστεύτηκε κάποιον άλλον. Πως διώχνεις τα όνειρα που έχουν θρονιάσει στην ψυχή σου; την ρώτησα Και γιατί να θέλω να τα διώξω; με ρώτησε έκπληκτη. Αν τα είχα απομακρύνει πως θα είχα κερδίσει το δικαίωμα να θρηνώ αυτά που έφυγαν για πάντα; Για πες μου, Αχυρένια, τι θα έχανα αν δεν είχα; Και συ του λόγου σου, που ανώφελα αναρωτιέσαι, πλέκεις δάχτυλα σιωπής στο πριν. Κάθε φορά που ονειρεύεσαι οδηγείσαι σε θανάσιμη σύγκρουση με το παρελθόν. Ποιά ήσουν και ποιά αρνήθηκες να γίνεις;


«Ήμουν κόρη ράφτρας. Αυτή στρίφωνε καημούς και εγώ καρφίτσωνα δάκρυα στα παιδικά μου γόνατα. Πάντα μες στο αίμα ήταν. Δεν χόρταιναν λακκούβες να καταπίνουν. Όλη η οικογένεια έραβε πίκρα στα λευκά πανιά της φτώχειας. Η αδερφή μου μπάλωνε την στέρηση της ύπαρξης πάνω στο σώμα μας με μια σκουριασμένη σακοράφα και ο αδερφός μου, αχ ο αδερφός μου, ακρωτηρίαζε την ψυχή του σε παγωμένες κάμαρες φορώντας στις φτέρνες κόκκινα στιλέτα και μαύρο μάσκαρα στις βρεγμένες βλεφαρίδες . Ποτέ δεν κατάφερε να γίνει. Τον κοίταζα ώρες και μου θύμιζε πεταλούδα παγιδευμένη στο ασουλούπωτο κορμί κάμπιας. Αχ, αγαπημένε, δεν γνώριζες πως οι πεταλούδες απ’ άλλα σώματα κυοφορούνται; Ο πατέρας, νεκρός καθόταν στο τραπέζι με δάχτυλα κιτρινισμένα από την νικοτίνη ρουφούσε καπνό και ξεφυσούσε αργό θάνατο. Που και που έπινε μονομιάς όλους τους καθρέφτες και ξερνούσε πάνω στα παπούτσια του όλους τους φράχτες που είχε κλειδώσει στις πτυχές του τσαλακωμένου πουκάμισού του. Εγώ πότε-πότε γινόμουν τρόπαιο στα χέρια των βαρβάρων. Στην αρχή με τοποθετούσαν στο πιο ψηλό ράφι. Είχα την πιο τιμητική θέση και όλα τα παλιά βραβεία με φθονούσαν. Γυαλιστερή , χρυσή επιβεβαίωση κατάκτησης. Και γελούσα, ω ψυχή μου πόσο γελούσα, ευτυχισμένη με την διάκριση. Μέχρι που θάμπωνα και τότε πιο κάτω με μετακινούσαν. Όλο και πιο κάτω. Ηττημένη νίκη τίποτα δεν προσφέρεις, με κατηγορούσαν. Δεν γνώριζα πως έπρεπε να με συντηρώ λαμπερή, δεν ήξερα πως τα παράσημα ξεθωριάζουν. Κι έτσι έμενα μόνη στο τελευταίο ράφι κι έκλαιγα. Έκλαιγα , έκλαιγα... Ώσπου μια μέρα άρχισα να γελάω πάλι. Τότε ήταν που με πέταξαν τελείως από την θέση μου.» Απομείναμε και οι τρείς σιωπηλές να κοιτάμε τον ήλιο που άρχισε να δύει πίσω από τα νέφη αζήτητης μνήμης. Λίγο πριν φύγει η γριά χάρισε στην Ζαν ένα κομπολόι. «Όταν θα την δεις να χάνεται στο μέτρημα χτύπα τις χάντρες μεταξύ τους. Είναι θανάσιμη ονειροπαγίδα η σιωπή. Και η μουσική την διώχνει μακριά. Και έχε την στο νου σου, ψέματα με ρούχα αλήθειας ντύνει»


Τελευταία στάση, μικρή μου σύντροφε. Βλέπεις εκείνη την λίμνη; Μέσα της να κοιταχτώ, αχτένιστη με βρήκε το ξεψύχισμα της μέρας. Κοίτα με, Νερό Πόσο εύκολα γλιστρώ στην επιφάνειά σου Άνθρωπος γεννήθηκα μα νούφαρο με προσκαλεί η ομορφιά σου Πως ποθώ, Θεέ μου μέσα του να σκύψω Ένα με το είδωλό μου να γενώ

Θα καταργήσω τα σύνορα της ντροπής τους ...


Πόσο λαχταρώ να κατεβάσω τα φερμουάρ καλοσιδερωμένων παντελονιών και να δω όλα τα πρέπει να χύνονται μέσα από σκέλια ανέραστα Με την κάφτρα του τσιγάρου να σημαδέψω τις ρώγες που ποτέ δεν δάγκωσε η ανάγκη και ν’ αφήσω στον ώμο σημάδι υποταγής στην Πείνα Πάνε μέρες που δεν πίνω τις μικρές κάψουλες που με τόση αγάπη μου δίνουν. Τις βάζω κάτω από την γλώσσα και καμώνομαι πως τις καταπίνω. Μόλις φεύγουν τις κρύβω κάτω από το στρώμα μαζί με το κουτάλι. Θα έρθει στιγμή που θα κάνω το κουτάλι πιστόλι και τα χάπια ατσαλένιες σφαίρες. Τότε θα σκαρφαλώσω στο σκοινί της Ζαν και από εκεί πάνω θα πυροβολώ όλους τους λευκούς βρυκόλακες της ζωής μου. Μέχρι να με πιάσουν θα έχω καταφέρει να σκοτώσω μερικούς. Αλλά την τελευταία θα την έχω για μένα φυλάξει ... Ή ίσως ταΐσω τις γωνίες με την χημική τροφή και ξεδιπλώσω σαν κονσέρβα τον τοίχο. Ξεγυμνωμένο από ντουβάρια δωμάτιο και το σκελετωμένο σώμα που το κατοικεί, αρχαίο εύρημα οδύνης στα καλοταϊσμένα μάτια των περαστικών. «Μην είσαι αφελής» λέει η Ζαν. «Ποτέ δεν αφήνουν την ντροπή εκτός των τειχών να ξεφύγει. Η φιλανθρωπία τους φτάνει μέχρι την πύλη. Πέρα από αυτήν γίνεσαι θήραμα. Ο κάθε ένας από αυτούς κρύβει έναν καταδότη μέσα του. Και μην κοιτάς που λύπη για σένα προσποιούνται. Όλοι ένα κομμάτι σάρκας σου ποθούν» «Τους βλέπω μέσα από τις μισάνοιχτες γρίλιες μεταμεσονύχτιων δισταγμών. Ακούω τις κοφτές ανάσες μέσα από τις αποσιωπημένες ρωγμές της επιθυμίας. Καταπίνω αιχμηρά αντικείμενα. Ω Ζαν, πρέπει να σου πω για το μπαλκόνι που κρεμάνε τις αλήθειες


μαύρες σημαίες. Ριγούν οι ανύπαρκτες σκιές καθώς επενδύω φωνές στην σιγή των πληγών μου. Να σου μιλήσω για το μικρό μωβ δωμάτιο που είχα κρυφτεί μαζί με εκείνον. Νομίζαμε πως θα μπορούσαμε εκεί να ξεχειμωνιάσουμε. Ποιός θα μας πρόσεχε κόκκινες μουτζούρες ανάμεσα στις λουλουδάτες ταπετσαρίες; Που θα κρυφτείς, ένοχο σώμα τώρα που γεύτηκες θηριωδίας σπέρμα και αθέλητα έγειρες πάνω στις διαχωριστικές γραμμές; Κι όμως επέλεξα ... Εκείνη την νύχτα έσκισε τον λαιμό μου με ένα μικρό νυστέρι. Και καθώς αιμορραγούσα μ’ έπινε σ’ ένα ποτήρι κόκκινο κρασί. «Κρασί και αίμα. Πόνος νέκταρ» μου ψιθύριζε. Όταν είδα την πληγή μου στο λαιμό του κατάλαβα. Θυμάμαι πως με πήρε αγκαλιά λέγοντας συνέχεια τ’ όνομά μου. Είχα χαθεί στην πορφυρή κοιλάδα. Με μια πλαστική σακούλα στο κεφάλι περπατούσα μίλια χωρίς ν’ αναπνέω. Ω πόσο ήθελα αλλά δεν με άφηνα, όχι έπρεπε να τιμωρηθώ για όλες τις ανάσες που είχα πάρει αλλά ποτέ δεν είχα αφήσει προς τα έξω να βγουν. Αγκαλιασμένοι κάτω από το νερό που έτρεχε πάνω στα κορμιά μας τον ικέτευα να με αφήσει να πέσω. Αλλά εκείνος κρέμασε την ικεσία μου μαύρο πανί στο μπαλκόνι. Οι αλήθειες, Ζαν, ανασταίνονται σε μικρά μωβ δωμάτια αν καταφέρεις να τους βγάλεις την κουκούλα. Τους βλέπω μέσα από τα πυκνά φύλλα φτηνών εξομολογήσεων. Ακούω τις βαριές ανάσες μέσα από τους διαπεραστικούς τοίχους του ανικανοποίητου. Ξέρω, είμαι το στρώμα που δέχεται την τρομακτική αγάπη τους Είμαι η μυστική παραδοχή της διαστροφής τους ...

Στην άκρη σιδερένιας σκάλας με βρήκε η αυγή να στέκομαι Φοβάμαι μην τα πόδια μου από μόνα τους ζωή αποκτήσουν ...


Είμαι η υπάκουη χορεύτρια του λευκού θεάτρου. Ένας δαίμονας αριστερά και ένας δεξιά φρουροί της θέλησής μου. Dance macabre η μόνη χορογραφία που έμαθα να εκτελώ ανάμεσα στους τριχωτούς μηρούς. Είμαι ο ευνούχος της φαντασίας και υποκλίνομαι στους βαθιά υποκλιθέντες της αφυλίας μου. Τις τελευταίες μέρες ένα μικρό παιδί έρχεται κρυφά στο δωμάτιό μου με μια μεγάλη πολύχρωμη μπάλα θαλάσσης στα χέρια του. Την ακουμπά στην αριστερή γωνία και κάθεται πάνω της ώρες πολλές κάνοντας πέρα δώθε τα πόδια του. Ποτέ δεν μιλά. Απλά κουνιέται και με κοιτάζει χωρίς να ανοιγοκλείνει τα βλέφαρά του. Δεν έχω καταφέρει ακόμα να δω αν είναι αγόρι ή κορίτσι γιατί το βλέμμα μου είναι καρφωμένα στα χέρια του. Γεμάτα αίμα ακουμπούν πάνω στον τοίχο αφήνοντας κατακόκκινα αποτυπώματα. Που και που ανοίγει το στόμα του σαν να θέλει κάτι να μου πει αλλά το μόνο που ακούγεται είναι ο επιθανάτιος ρόγχος της γριάς που μένει στο διπλανό δωμάτιο. Την έχω δει στα κλεφτά. Άθλιο κορμί γερασμένο, λευκά αχτένιστα μαλλιά και το πρόσωπό της χάρτης πολυδιαβασμένος. Η γλώσσα, σε στόμα χωρίς δόντια, ικετεύει μέσα από σαπισμένα ούλα. Τις προάλλες έσκυψα πάνω της για ν’ακούσω τι λέει. «Γνώρισα τόσους πολλούς που πίστευαν ότι τους χρωστούσα μία, τουλάχιστον, λεπτομερή ενημέρωση γύρω από το κυκλικό μου και επέμεναν γι αυτό έστω και αν εγώ, πάντα με αγάπη, μου φίμωνα τα μάτια με το ατελές τους. Έτσι στο τέλος όταν έφευγαν αισθανόμουν υποχρεωμένη να τους εξηγήσω τις πολλαπλές εκδοχές του ενός κύκλου ή κάποτε να κλαίω για όλα εκείνα τα στρογγυλά που χάθηκαν σε μια και μόνο ιστορία που δεν επιθυμούσα μήτε τώρα ποθώ ν' αφηγηθώ ...» Ω Θεέ μου, ας την σταματήσει κάποιος ή ας της δωρίσουν μια ιστορία έστω και ανύπαρκτη.


Άλλοτε πάλι μπαίνει στο δωμάτιο κρατώντας ένα μικρό κουβαδάκι στο ένα του χέρι και στο άλλο ένα κοφτερό μαχαίρι που στάζει σκοτεινιά. Καρφώνει το μαχαίρι με δύναμη στον τοίχο αλλά εκείνος είναι πιο δυνατός και σπάει στα δύο την μουσκεμένη λάμα. Οργισμένος τότε ο μικρός μου επισκέπτης βουτάει το χέρι μες στο κουβαδάκι και με έγχρωμα δάκτυλα γράφει πάνω του τα ίδια λόγια ξανά και ξανά ... «Ματώνω τα ρουθούνια της Νόησης ανακαλώντας όλες τις απαντήσεις πίσω στην αρχική τους πηγή Ερημώνω την Σημασία Είμαι η αντίφαση των πάντων Καμμία αγαλλίαση δεν προσφέρει η απαγγελία κατηγοριών Ανυπεράσπιστος και ωραίος αμαρτωλός ξαπλώνω αναπαυτικά στα στασίδια της Α-δικίας Περιφρονώ τους αιωνίως Πάσχοντες Ευλογώ τους μόνιμους Δολοφόνους τους Στην Αργεντινή ανακήρυξαν Άγια την πόρνη Εστέλλα που ευνούχιζε τους εραστές της πετώντας στις πεινασμένες γάτες τα ισχνά κορδόνια τους Κανείς δεν έμαθε ποτέ πόσα της στοίχισε το Χρίσμα Και αν συνεχίζει την ίδια εργασία Μόνο ο νεαρός που στην γωνιά του δρόμου πουλά μπαγιάτικες μερίδες λογικής τόλμησε να σκύψει στο γόνατό μου Και ν' αποκαλύψει το μυστικό


Όσο θα υπάρχουν ευρηματικοί σκύλοι που επιείκεια εκλιπαρούν την ώρα της επέμβασης τόσο θα δυναμώνουμε στις πλημμυρισμένες κατακόμβες των καρπερών ψευδαισθήσεων » Η Ζαν το φοβάται και κρύβεται στα μαλλιά μου μέχρι να φύγει. Μετά με βοηθάει να σκουπίσουμε τους λεκέδες. Κανείς δεν πρέπει να μάθει ότι στο δωμάτιό μου κρύβεται ένας μικρός φονιάς.

Πόσο ποθώ ύπαρξη μεταχειρισμένη να πουλήσω ...


Αλλά εκείνοι στέκονται στην άκρη με μάτια κατεβασμένα. Τόσο πολύ τους ενοχλεί το χρησιμοποιημένο μου κορμί; Οι δαίμονες που κατακλύζουν το μυαλό μου φταίνε για όλα. Στο αναρρωτήριο της συνεχούς έλλειψης, εικόνες πληρότητας χαράζουν. Έτσι γίνομαι η κάθαρση της προστυχιάς ... Μου αρέσει να βγάζω το νυχτικό μου και γυμνή να με κοιτώ στον καθρέφτη. Τότε έρχεται εκείνη, κρυφά, από πίσω. Ακουμπά τα γυμνά της στήθια στην πλάτη μου και πιάνει τα δικά μου τρυφερά. Αφήνει το κεφάλι της στον ώμο μου και με δαγκώνει παιγνιδιάρικα λέγοντας «ma petite obeah fille» Ύστερα γυρνάω προς το μέρος της και γονατίζω παραδομένη στην ανάγκη. Βυζαίνω από τις ρώγες της, το γλυκό γάλα της αμαρτίας. Στα κελιά της Οδύνης σκαλίζω μηρούς με μαύρα της νύχτας νύχια Βογγητά Σιωπηλά οι πόθοι σιδηροδέσμιοι ματωμένων τοίχων Το ταβάνι Μάτια Διάπλατα Ανοιχτά Μπρούμυτα ξαπλωμένοι Δαίμονες και Διόνυσοι ψάλλουν Ωσαννά Πεταμένες οι Περγαμηνές σε πάτωμα φθαρμένο και εγώ στην γωνιά -κορμί υγρό σε πόνο άρρητο δοσμένο με τις παλάμες καρφωμένες σε γλώσσα πύρινη που γλείφει τις πληγέςΚαίω σε ρέκβιεμ ηδονών τα πάλλευκα φτερά


Αχ τι όμορφα που παίζει του Δάντη ο Αυλός στα ρημαγμένα χείλη Για μένα το Ομοίωμα Σκίζει στους στεγανούς τους τάφους το δωρίζει και καθώς αγκάθινα δεσμά σε λεπτούς αστράγαλους σφαλίζει με τρυφερότητα σε καρπούς κομμένους ψιθυρίζει «Πες τους Νύμφη Σκοτεινής Αυγής για ποιόν σήμερα αιμορραγείς;» Όχι, φωνάζει η Ζαν, μην τους πεις. Πες τους ότι δεν αιμορραγείς. Ότι πάντα είχες αυτό που ήθελες. Πες ότι ποτέ δεν σε γνώρισες. «Να ζω σα να μη σε γνώρισα ποτέ Είμαι ξύπνια σ' ένα μισοκοιμισμένο κόσμο Ανεβάζω στα μάτια ψήγματα υποκρισίας και νύστας Συγκολλώ με το ζόρι στο στόμα ρόζ χαμόγελο και πουά γέλια Μαύρη μάσκαρα στα τσίνορα κόκκινη μπογιά στα μάγουλα Είμαι γελωτοποιός, θηλυκή εφεύρεση κοινωνίας που προσποιείται ότι δεν είναι τσίρκο Να ζω σα να μη σε γνώρισα ποτέ Μιλώ σ' ένα κωφό και γνέφω στον τυφλό Προβάρω την μοχθηρία των στάβλων τους


Αποκολλώ την θέρμη από τις παλάμες Με ενυδατώνω με ξηρασία Είμαι Κάκτος Αγκαθιών ευρεσιτεχνία στον κήπο εικονικής Εδέμ Να ζω σα να μη σε γνώρισα ποτέ Εσένα , μικρό μαύρο κορίτσι, που κρύβεσαι σε αχυρένια στήθια» Όμως, Ζαν, τον ονειρεύτηκα. Κειτόταν εκεί, νεκρός αλλά πάντα όμορφος. Ο bunga ερωμένος μου, άπιστος όπως η κάθε μέλισσα με τα λουλούδια. Μια μικρή λίμνη γύρω από το κεφάλι του μου θύμισε το «sinag sa ulo», χρισμένος άγιος με κόκκινο φωτοστέφανο. Τα μάτια του, γυάλινα, μου αποκάλυπταν πια κάθε μυστικό. Μετά άκουσα την φωνή της. «Μην στεναχωριέσαι, κόρη της πέτρας και του νερού, οι μέλισσες και τα λουλούδια είναι ο κόσμος αλλά εσύ είσαι η γη» Μια μικρή γυναίκα, όχι τόσο νέα ούτε τόσο όμορφη καθόταν στην γωνιά καπνίζοντας μια μικρή πίπα. Αστέρια ξεπηδούσαν από το στόμα της. Και τα μάτια της ...αχ τα μάτια της όλο το σύμπαν. Ω Θεοί, βρήκα την κρυψώνα σας, σκέφτηκα. Ποτέ δεν μου είπε το όνομά της. Ποτέ δεν έμαθα ποιά ήταν, αν ήταν... Αλλά την γνωρίζω, Ζαν. Ω ναι, νομίζω ότι πρέπει κάποια στιγμή στη ζωή μου να ήμουν εκείνη.


Παραπληγικές Φαντασιώσεις μεταδίδω ...

Σήμερα ονειρεύτηκα τον Θεό Ανεβοκατέβαινε την βρεγμένη λεωφόρο πάνω σ’ ένα αναπηρικό καροτσάκι ... Ένα μαύρο γεράκι και μια γκρίζα λύκαινα είναι οι πρωταγωνιστές των μοναχικών ονείρων μου. Απελπισμένα ζητούν ο ένας τον άλλον για να γιατρέψουν τις πληγές τους. Μα πως μπορούν σε έδαφος εχθρικό να ανταμώσουν; Στην άπνοια βυθισμένη προσδοκώ σταύρωση. Όσο το αίμα θα κυλάει ελεύθερο από τις παλάμες μου για σένα, για σας, η ζωή μου δεν θα είναι τίποτα άλλο παρά χάσιμο χρόνου Θυμήσου, ο ορισμός των πραγμάτων στο τέλος σβήνει την έννοια τους. Ό,τι νόμιζες πως κρατούσες στα χέρια σου αποδεικνύεται παραίσθηση. Και οι παραισθήσεις στο τέλος της ημέρας γίνονται κραυγές. Και οι κραυγές γίνονται πάλι ελπίδα. Γιατί ποιός αντέχει τον κύκλο που δεν βρίσκει την ένωση με την αρχή; Ποιός δοκιμάζεται στο παν ημιτελές και δεν αυτοκτονεί; Ξέρω πως αναρωτιέσαι «Πως θα με σβήσω; Πως θα με μηδενίσω για να μπορέσω να με βαθμολογήσω στην θετική κλίμακα των πραγμάτων;» Τι κοινότοπες ερωτήσεις. Γιατί όλες οι αναζητήσεις από ένα σημείο και μετά μοιάζουν με καμένο και ξαναζεσταμένο φαγητό. Όλα γίνονται ένα déjà vu και εσύ ο πρωταγωνιστής που ακόμα και στην ερώτηση γερνάς κι ολοένα γερνάς μέχρι που τίποτα δεν έχει μείνει να περάσεις αντί για σένα στην άλλη μεριά. Ε και; Αχ εσείς φιλόσοφοι της ζωής μου, ρεαλιστές των σκέψεων μου πριν καν ακόμα τις κάνω , για δείτε λίγο πέρα από τα όμορφα μακριά σας δάχτυλα. Ακόμα υπάρχουν νέφη που οι ρώγες σας δεν έχουν νιώσει. Διεκπεραιώνω παραστάσεις. Πίσω από την σχέση αιτίας και αποτελέσματος υπάρχω. Αόρατη διαβαίνω τα δάση της σχετικότητας.


Τι καταργώ; Ή μάλλον τι κρατώ στα χέρια δικαιολογώντας το, πριν και αυτό σαπίσει από τις αμφιβολίες; Γίνομαι η εξουσιάστρια του άλλου μου μισού που θέλει να υποταχτεί σε μένα. Είμαστε δύο. Πάντα το ήξερα. Εγώ και εκείνη. Θέλει να κυριαρχήσει πάνω μου. Ακούω την οργή της , τα ουρλιαχτά της τρόμος καρφωμένος στο μέτωπο. Με μάτια μεσίστια αναζητά. Όμως ποιός μπορεί να ξεχωρίσει την πλευρά που βασιλεύει; Με αναγκάζει να παρακολουθώ τους φόνους της. Ω Κύριε, την βλέπω! Ανάμεσα από τις μισάνοιχτες πόρτες της αδιαφορίας με μίσος μπήγει το μαχαίρι σε στήθια λευκά όπως ήταν τα δικά της κάποτε. Τρέφεται από το ξένο αίμα. Το ένα χέρι της σκοτώνει και το άλλο παραβιάζει την θέληση του σώματος. Γίνομαι θύμα βιασμού από εμένα. Όλα καταρρέουν για να σμίξουν γρήγορα σε ένα συμπυκνωμένο σύμπαν. Συρρικνώνομαι, Ζαν, μέσα μου. Φτάνω στο σημείο που μόνη μου καταβροχθίζομαι. Αλλά δεν φταίω εγώ. Αυτή ευθύνεται. Η Αχυρένια. Χθες, που είχες βγει για κυνήγι, με ανάγκασε να πάω μαζί της. Στον στρατώνα απονεύρωσης σάρκας. Μόλις είχε πάρει να χαράζει, δεν υπήρχε τίποτα γύρω μας. Ερημιά σε απόσταση κόσμου. Μόνο μια γέρικη ιτιά δέσποζε στο ερειπωμένο λιβάδι και ένας παλιός στάβλος με σκοροφαγωμένα ξύλα . Στο κέντρο του πουθενά μια ακατοίκητη ηλεκτρική καρέκλα ούρλιαζε μοναξιά. Μια γυναίκα με το μέτωπο ακουμπισμένο στο χώμα λίγο πιο μακριά ικέτευε μα τα χέρια της δεμένα πάνω από το κεφάλι της σε παραλίγο συνουσία με τον ουρανό. Από πάνω της αλυσίδες σκουριασμένες που έφταναν μέχρι εκεί που η όραση δεν έχει σημασία. Ο άντρας κρεμασμένος σε αυτές με σιδερένιους κρίκους σε όλη την πλάτη προσπαθούσε απεγνωσμένα να φτάσει τα χέρια της. Και όσο περισσότερο τεντωνόταν τόσο σχιζόταν η σάρκα του στους ατσάλινους άρπαγες της αυτοτιμωρίας.


Ένα γυάλινο μικρό δωμάτιο στα δεξιά της, φυλούσε τα νώτα της από την ενοχοποίηση της αυταπάτης. Κλεισμένο, μέσα του, το αγόρι κρατούσε στα χέρια του ένα καράβι με σπασμένα κατάρτια. Η άγκυρα καρφωμένη στα γόνατά του για χαμένους βυθούς θρηνούσε. Το μικρό κορίτσι απέξω χτυπούσε με την μια γροθιά της το γυάλινο τοίχωμα ικετεύοντας το να βγει. Στο άλλο της χέρι κρατούσε ένα ζευγάρι λευκά λουστρίνια. Όταν πέρασα από δίπλα της γύρισε και μου είπε κλαίγοντας «Μητέρα, πες του να βγει. Σε παρακαλώ. Είναι η σειρά μου να παίξω την Χιονάτη» Πήγα να της μιλήσω όταν πρόσεξα πως από τα λευκά της παπούτσια έπεφταν σβησμένα κάρβουνα. Τραβήχτηκα μακριά της τρομαγμένη καθώς το κορίτσι άρχισε να μου χαμογελάει με νόημα. Μια δύναμη ακαθόριστη μ’ έσπρωχνε προς τον στάβλο. Δεν ήθελα να μπω μέσα. Καθώς η παλιά πόρτα άνοιγε θάνατο βογκώντας , ο φόβος που πλημμύριζε την ψυχή μου έμοιαζε με την Λερναία Ύδρα. Όσο τον καθησύχαζα τόσο θέριευε. Δεν ήταν οι νεκροί, Ζαν, όχι δεν ήταν αυτοί ούτε η ομίχλη που είχε απλωθεί πάνω στην ξύλινη κωνική στέγη. Δεν ήταν τα σιδερένια κρεβάτια όπου απολιθώματα παιδιών είχαν απομείνει με την ελπίδα παγωμένη στο στόμα. Όχι, δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά . Τα κοράκια ήταν. Είχαν σταματήσει να κράζουν. Ύαινες είχαν μαζευτεί για το μνημόσυνο της σάρκας. Αλλά δεν φοβήθηκα. Όχι, δεν φοβήθηκα την παρουσία τους. Την σιωπή τους φοβήθηκα Μια μελαχρινή γυναίκα ,περπατούσε στο ταβάνι με τα τέσσερα και ολοένα έλεγε «Κανείς μας δεν περισσεύει. Κανείς μας δεν είναι αρκετός Χρόνια και χρόνια με την γλώσσα μου διάβαινα την ζωή μέχρι που είδα ότι είχα απομείνει χωρίς στόμα στην γέφυρα που τον κόσμο μ’ εμένα ενώνει. Γι΄αυτό σας λέω, κανείς δεν περισσεύει, κανείς δεν είναι αρκετός»


Τίποτα δεν μπορεί να με αγγίξει. Είμαι ασφαλής. Απλά βλέπω μια εκδοχή της πραγματικότητας. Ακόμα δεν έχει συμβεί. Και αν συμβεί; Αν ήδη συμβαίνει και εγώ δεν κοιτάζω; Πάλι απόψεις κατασκευάζεις, μισητή πλευρά μου. Τόσες φορές σου έχω πει να με κοιτάζεις όταν πλάθεις. Εγώ για σένα σκοτώνω και εσύ γυρνάς από την άλλη μεριά το βλέμμα. Ποτέ δεν θα γίνω εσύ αλλά είμαστε Εγώ. Ένας άντρας βγήκε από την ομίχλη και άρχισε να περπατά προς το μέρος μου. Ένα κόκκινο γαρίφαλο στο πέτο του φάνταζε σαν μικρή κόκκινη καρδιά που δεν άντεχε άλλο την απομόνωση στο σώμα. Εκφυλίστηκαν τα κορμιά, αναπόφευκτη θυσία στην επίτευξη του σκοπού. Με ένα τρομερό χαμόγελο στα χείλη του αποτυπωμένο έβγαλε το γαρίφαλο και μου το πρόσφερε. Κομμένα λουλούδια είμαστε, μου ψιθύρισε και η γλώσσα του μαύρη από τον θάνατο που είχε πριν χρόνια γεννηθεί μέσα του. Μας μυρίζουμε μέχρι που η μυρωδιά γίνεται σαπίλα αλλά έχουμε τόσο συνηθίσει στην βρώμα που δεν το καταλαβαίνουμε. Ποτέ δεν μου άρεσαν τα γαρύφαλλα. Τόσο απελπισμένα για μυρωδιά που στο τέλος την δανείζονται. «Δεν θέλω το λουλούδι σου, Ξένε. Αυτήν την φορά μόνη μου θα σωθώ. Και αν δεν τα καταφέρω, ας πέφτω στην αιωνιότητα άοσμη.» Κοντά σε ένα σκουριασμένο αλέτρι κρεμασμένη από τα χέρια η folie a deux μου ενώ ένας άντρας με δερμάτινη μάσκα στο πρόσωπο, μαστίγωνε ρυθμικά την γυμνή πλάτη της. Το αίμα όμως από το αιδοίο της κυλούσε λερώνοντας την λευκή σάρκα των μηρών της. «Κελαρυστό και εύγευστο» έλεγε ο άντρας βογκώντας. Μετά έσκυβε και έγλυφε το αίμα μουγκρίζοντας από ηδονή.


Όταν έμπαινε μέσα της, από τα στήθια της κυλούσε πηχτό γάλα και αναστέναζε όπως στενάζει o ουρανός κάτω από το βάρος ανήμερων πόθων. Δυο μωρά γαντζωμένα στις ρώγες της ρουφούσαν άπληστα τους χυμούς της τιμωρίας. «Διαμελίζω ενοχή και γίνομαι η αντιξοότητα ανεκπλήρωτων φαντασιώσεων. Είμαι η φόνισσα της αυτοσυντήρησης » φώναξε γελώντας η υποτακτική μου μόλις με είδε. «Έχω την εντύπωση πως άρχισες, επιτέλους, να διχοτομείσαι» μου είπε η Ζαν χαϊδεύοντας με τα αραχνένια της δάχτυλα τα μουσκεμένα μου μάγουλα.


Ματωμένα Προικιά το παρελθόν μου ... Η μνήμη είναι ένα ποτήρι αλμυρό νερό. Μου καίει τον λαιμό και τα σωθικά μου γίνονται φύκια ξεβρασμένα στην ακτή που είναι θαμμένα τα πτώματα των αναμνήσεων. Υπάρχει μια αίθουσα όπου οι άχρωμοι άνθρωποι σαν και μένα μπορούν να δουν τηλεόραση ή να παίξουν κάποιο παιγνίδι κάτω από το άγρυπνο βλέμμα νοσοκόμων. Οι τοίχοι έχουν ένα έντονο πράσινο χρώμα, σαν να ξέρασαν όλες οι ελπίδες μαζί. Ένα παράθυρο, με σιδεριές απέξω, προσφέρει ψευδαίσθηση κόσμου ανάμεσα στο γκρίζο και στο απόμακρο. Οι περισσότεροι κοιτάνε το γυάλινο κουτί χωρίς πραγματικά να βλέπουν. Μόνο ένας από αυτούς πότε-πότε σηκώνεται και κολλάει το πρόσωπό του στην οθόνη. Μυρίζει την εικόνα και γρυλίζει τραβώντας το στόμα του έτσι που φαίνονται τα δόντια του. Τον καταλαβαίνω. Είναι το τσακάλι παρίας. Όλοι οι άνθρωποι μέσα στην εικόνα τόσο όμορφοι, τόσο καλοχτενισμένοι και μυρωδάτοι και εκείνος απαγορευμένος λεπρός στην άρια κοινωνία. Εγώ στέκομαι συνήθως όλη την ώρα όρθια μπροστά στο παράθυρο. Κάποιοι παραπονιούνται πως τους ενοχλώ με την σιωπή μου αλλά η δεσμοφύλακάς μου με χτυπάει τρυφερά στον ώμο λέγοντας «Μα σας μιλάει. Εσείς δεν την ακούτε» Δεν της δίνω σημασία. Δεν την εμπιστευόμαστε. Η Ζαν, αυτήν την φορά έχει κρυφτεί στο αυτί μου και μου σιγοτραγουδάει. Ξέρει πόσο μου αρέσει ν’ ακούω μουσική. Είναι η προσωπική μου τροβαδούρος. Με παίρνει ο ύπνος όρθια και τα μάτια μου ορθάνοιχτες πύλες προσκαλούν τα σβησμένα όνειρα. Είμαι στην βεράντα του παλιού σπιτιού μας και χαζεύω τα χρώματα του ουρανού που βάφει ο ήλιος καθώς δύει. Κάθομαι σε μια μεγάλη κούνια ενώ στα γόνατά μου είναι αφημένο το μπλοκ ζωγραφικής με μισοτελειωμένη μια ζωγραφιά. Είμαι μόλις δέκα χρονών αλλά ήδη έχω ανακαλύψει ότι θέλω να γίνω ζωγράφος. Να σχεδιάζω τον κόσμο από


την αρχή ξανά και ξανά. Τα τριζόνια μουρμουρίζουν πάνω στα δέντρα και με νανουρίζουν. Είναι μέσα Ιουλίου και η ζέστη είναι αιχμηρή έστω κι αν η μέρα φτάνει στο τέλος της. Παρακαλούσα τους γονείς μου να πάμε στην θάλασσα το πρωί αλλά μου είπαν ότι ακόμα δεν επιτρεπόταν γιατί δεν είχα συνέρθει από την αρρώστια μου. Ω ναι ήμουν πολύ άρρωστη και το περίεργο είναι ότι δεν θυμάμαι καθόλου πως αρρώστησα ούτε πότε άρχισα να συνέρχομαι. Προσπαθώ σκληρά όμως δεν υπάρχει τίποτα πριν από ένα μήνα. Λες και γεννήθηκα κορίτσι δέκα ετών. Αποκοιμιέμαι στα μαξιλάρια της κούνιας. Υπάρχει μια λίμνη μεγάλη, βαθιά, ασάλευτη με προσκαλεί. Ο αδερφός μου είναι με τον πατέρα μου σε μια βάρκα στ’ ανοιχτά και ψαρεύουν. Τους βλέπω και μου κουνάνε το χέρι γελαστοί. Τους ανταποδίδω τον χαιρετισμό νιώθοντας ευτυχισμένη. Η μητέρα έχει πάει στην πόλη να ψωνίσει και εμείς απολαμβάνουμε την ελευθερία της εξοχής. Βουτάω από την προκυμαία στα ασημένια νερά, κάποιος με κρατάει από το χέρι. Δεν χρειάζεται να κοιτάξω. Πάντα είναι δίπλα μου. «Σήμερα θα πάμε πολύ βαθιά. Πέρα από το σύνορο της ανάσας» Τα πνευμόνια μου, έχουν αρπάξει φωτιά. Προσπαθώ να φωνάξω αλλά το γλυφό νερό κατεβαίνει ορμητικό μέσα μου. «Ο θάνατος ποτέ δεν είναι γαλήνιος. Αλλά τουλάχιστον καταφέραμε να τους ξεγελάσουμε. Χώμα μας περίμεναν όμως εμείς γίναμε σταγόνες» σκέφτομαι και αφήνομαι στην σιωπή. Αλλά ξαφνικά αναπνέω χωρίς να χρειάζομαι οξυγόνο. Γυρνώ προς το μέρος της. Είναι εγώ. Μέσα στα μάτια της με βλέπω και μου χαμογελά γλυκά σφίγγοντας το χέρι μου περισσότερο. Είναι η ψυχή μου και είμαι η σάρκα της. «Κοίτα» μου δείχνει μια μεγάλη καφετιά πέστροφα που περνάει κοιτώντας μας περίεργα. «Πάμε πιο μέσα» φωνάζει χαρούμενη. Και εγώ κουνώ το κεφάλι μου καταφατικά. Ποτέ δεν έχω καταφέρει να της αρνηθώ. Όμως εκείνη


την ώρα νιώθω δυο χέρια να με γραπώνουν δυνατά. Αρχίζω να κλωτσάω και να προσπαθώ να ξεφύγω. Μα δεν έχω δύναμη. Την σπατάλησα στις τελευταίες θνητές ανάσες. «Όχι, μην με παίρνετε μακριά της» φωνάζω και βλέπω τα μάτια της να γεμίζουν απόγνωση καθώς με τραβούν μακριά της. Η απελπισία χύνεται από το στόμα της, τα χέρια μας χωρίζονται. Την βλέπω να προσπαθεί να με πιάσει καθώς στα λιγνά της πόδια τυλίγονται παιγνιδιάρικα τα χόρτα του βυθού. Η λίμνη γίνεται ένας πράσινος, αγκαθωτός φράκτης που μας διαιρεί σε διαφορετικές μεριές. Έτσι διαγράφονται οι προκαθορισμένοι δρόμοι για τα κορίτσια του νερού, προλαβαίνω να σκεφτώ πριν για πάντα με πάρουν από εκείνη. Ξυπνώ τρομαγμένη. Κάποιος τραβά την ρόμπα μου. Κοιτώ κάτω με τα μάτια ακόμα θολά από το νερό του εφιάλτη μου. Ένα μικρό κορίτσι με σπασμένα νύχια και ματωμένα δάχτυλα μου δείχνει τον τοίχο. Τον έχει σκαλίσει με γυμνά χέρια. «Κάνε να σωπάσουν οι φωνές» ψιθυρίζει και τα καστανά μάτια είναι γεμάτα λυγμούς. «ποιές φωνές;» ρωτάω βραχνιασμένη «Αυτές που κρύβονται στους τοίχους. Οι σκιές που νομίζουν ότι μπορούν να δραπετεύσουν από την σφραγισμένη μοίρα τους. Ξέρεις... Σαν εσένα» τελειώνει και ένας ανείπωτος τρόπος σφίγγει την καρδιά μου καθώς βλέπω στην ποδιά της μια πλαστική γοργόνα με δύο κεφάλια. Ακόμα δεν έχω αντικρίσει άνθρωπο που να κρατά σφιχτά, για ώρα πολλή, πέτρες καυτές στα δάχτυλά του. Καίει η ψυχή, ψυχή μου, και ειδικά εκείνη που δυο πνιγμένες μέσα της κρύβει, λέει η Ζαν σκουπίζοντας με τον ιστό της τα δάκρυα μου.


Ακόμα και στα όνειρα εκείνη πεθαμένη είναι Δεν θέλω να κοιμάμαι Δεν θέλω Δεν μπορώ να ακούω την σκουριασμένη φωνή της Όλα άρχισαν σιγά - σιγά να αλλάζουν κατεύθυνση Ίσως πέρασαν 5 χρόνια 10 χρόνια 15 χρόνια 20 χρόνια ίσως από την αρχή ήταν στημένο το στοίχημα αλλά ποτέ δεν ήμουν καλή στην αριθμητική πρόσθεση της αγωνίας Μόνο στην γεωμετρική πρόοδο της απελπισίας Όλα άρχισαν σταδιακά ν' αλλάζουν κατεύθυνση πριν καν συμβεί οτιδήποτε Όταν άκουσα τον λόξυγκα της ψυχής της συνειδητοποίησα την ανεξέλεγκτη οργή που χυνόταν από κάθε πόρο της ύπαρξης Eσύ είσαι μαστουρωμένη χτυπώντας ενέσεις αυτολύπησης και εγώ είμαι νεκρή. Δεν διαφέρουμε και τόσο πολύ, κατέληξε μουρμουρίζοντας τρυφερά στον δείκτη που είχε απαράδεκτα μακρύνει από τα πολλά χρόνια εγκλεισμού στην κάποτε νέα πτέρυγα διότι το παλιό ξενοδοχείο είχε πια τόσους ένοικους που τα πόδια τους έμπαιναν στο διπλανό διαμέρισμα. Και δεν ήταν αυτό που έκανε τους ένοικους να διαμαρτυρηθούν αλλά το να αφήνεις και τα μαλλιά σου να πέφτουν στο δικό τους κρανίο αυτό ήταν μη αποδεκτό.


Έχω θυμώσει Είμαι θυμωμένη. Είμαι πολύ θυμωμένη. Πρώτα ήρθε η έξωση. Όσο και να φώναζα όσο και να χτυπιόμουν όλοι έκαναν πως δεν καταλάβαιναν και συνέχιζαν να χτενίζουν τα ασυνήθιστα μαλλιά μου και να λούζουν το ανιαρό σώμα μου. Δεν είχα δώσει την συγκατάθεσή μου μέχρι που είδα το κατασχετήριο χαρτί στην εξώπορτα κολλημένο. Τότε κατάλαβα πως με διώχνανε. Πως να στο πω; Αθέλητη παρουσία είχα καταντήσει! Φώναξα 3 αχθοφόρους για ένα ημερολόγιο, ένα συρτάρι όπου είχε χρόνια να αεριστεί και για ένα σημάδι φυλακτό στο πορτοφόλι μου. Εγώ πήγα εθελόντρια οριζόντιου σχήματος στην ολοκαίνουργια πτέρυγα. Μόνη. Μόνη μέχρι ο αστράγαλος να αιμορραγήσει γειτονικό αίμα. Δεν θα μιλήσω Δεν μιλώ ίσαμε να περάσουν 5 χρόνια 10 χρόνια 15 χρόνια 20 χρόνια Δεν είμαι πια αίμα Δεν είμαι πια μορφή Δεν είμαι πια θυμωμένη είπα τόσο σιγανά που ο πατέρας έπρεπε να κολλήσει το αυτί του στην μαρμάρινη εσοχή της λογοκριμένης αλληλογραφίας για να με ακούσει Τα μάτια δύο γυψολούλουδα. Σαν εκείνα που θα φορούσα στην πρώτη κοινωνία αν ποτέ είχα το δικαίωμα.


Δύο ανώνυμοι φτερωτοί χρυσογάλαζοι εραστές - ω δεν ξεχωρίζω πια φύλο μην με ρωτάς - πηγαινοέρχονται στα νεογέννητά μου με ζήλο. Στην μύτη κατοικούν οι σμαραγδένιες φίλες μου τώρα πια μύγες. Δεν μπορώ ακόμα να αναλογιστώ το μέγεθος της παράνοιάς μου. Πως μπορούσα εχθρούς να τις έχω όταν ήταν πρωτεργάτες στο συνεργείο καθαρισμού μου; Και το στόμα μου αχ ερωμένη μου ερωμένε μου πατέρα και μητέρα μου το στόμα μου ο πιο λαμπερός χώρος για Up scale party. Όλοι είναι προσκεκλημένοι. Κανείς δεν αφαιρείται. Κανείς δεν προστίθεται. Δεν υπάρχει λόγος. Όλοι παρόντες. Και σου μιλώ χρόνια μετά να μην ανησυχείς Δεν είμαι θυμωμένη Σφύζω από ζωή, πατέρα. Και ούτε καν σκέφτομαι εδώ κάτω στο ολοήμερο φαγοπότι πως είμαι πεθαμένη Ζαν, μην την αφήνεις να έρχεται στο κρεβάτι μου. Ξεσκονίζει τον πόνο μου με τα σκελετωμένα δάκτυλά της.


Η απεγνωσμένη αναζήτηση για νόημα με οδηγεί στην εφεύρεσή του ... Ζω την ανάμνηση εκείνης που δεν κατάφερε να υλοποιηθεί. Καμιά φορά ονειρεύομαι μετρώντας ξανά και ξανά τα ίδια αστέρια. Πως το ξέρεις ότι τα ίδια κάθε φορά μετράς; ρωτά η ακοίμητη σύντροφός μου. Και τότε μια σκέψη έρχεται απρόσκλητη στο μυαλό μου «Ο Δαμιανός ήξερε…Και οι δυο τους γνώριζαν» Την διώχνω κουνώντας το χέρι μου μπροστά από το πρόσωπο. Μια ενοχλητική εικονική μύγα. «Μα κάθε φορά τα όνειρα την ίδια ανωνυμία φέρνουν στις αστραφτερές τους κόψεις. Μικρά επιθυμητά μαχαίρια να μου θυμίζουν τι απαρίθμησα. Και παρόλο που τους λέω ότι σπασμένη λαβή δεν μπορεί λάμα δυνατή να συγκρατήσει, εκείνα άβακας των προσπαθειών γίνονται.» Λιοπύρι και σήμερα η καθοδική λεωφόρος. Αποφάσισα να πάρω λεωφορείο. Με κούρασαν οι ιδιωτικοί τροχοί μεταφοράς. Θα προτιμήσω τα μαζικά μέσα, έτσι ως καλή πολίτης θα ενισχύσω την λαϊκή προσέγγιση του στόχου. Της τελικής αποβίβασης των πραγμάτων. Περιμένω στην στάση γλείφοντας παγωτό ξυλάκι, σοκολάτα με κρέμα μέσα. Γιατί δεν έχει την ίδια γεύση με αυτό που προχθές μόλις αγόρασα; Φοράω τα παλιά μου αθλητικά και το μωβ μαντήλι που μου χάρισε για να κρύβω την ουλή στον λαιμό. «Γιατί πρέπει να την κρύβω;» τον είχα ρώτησα πιο παλιά «Δεν την κρύβεις. Την προστατεύεις» μου είχε απαντήσει αινιγματικά. Όλα τα λεωφορεία που περνούν από μπροστά μου έχουν λάθος πινακίδες. Όχι αυτό, πάει αλλού , όχι εκείνο, επίσης πάει σε άλλη κατεύθυνση. Αλλά μόλις το είδα κατάλαβα. «Νάτο. Αυτό είναι το δικό μου.» Λευκή επιγραφή στο σιδερένιο κούτελο, μεγάλες μπλε καρέκλες, μισογεμάτο. Τέλειο!


Κάνω νόημα. Σταματά, οι πόρτες του ανοίγουν διάπλατα. Μου μιλάνε; Μου λένε κάτι και εγώ δεν το καταλαβαίνω ή το κατανοώ αλλά το απορρίπτω; Αποφεύγω τις βαθιές σκέψεις. Μεσημέρι καταμεσής της λεωφόρου το μόνο που ζητάς είναι η δροσιά και ο προορισμός. Ανεβαίνω. Κάθομαι στην πρώτη θέση. Η οδηγός γυρνά και με κοιτά χαμογελώντας. Κάπου την έχω δει...χμμμ ίσως ναι ή ίσως μοιάζει με οποιαδήποτε μυστηριώδη γυναίκα που έχω συναντήσει στην ζωή μου. «Που πάτε;» την ρωτάω «Κάνουμε όλη την διαδρομή» μου απαντά γελαστή προσφέροντάς μου ένα πράσινο μήλο. «Περίμενα πολλή ώρα αλλά τελικά ήρθατε» είπα λίγο επικριτικά κάνοντας νόημα στην Ζαν να φύγει μέσα από το μήλο μου. Δεν είναι σωστό να τρως τους συντρόφους σου κάνοντας πως δεν τους βλέπεις. Ανεβήκαμε βουνά που πρώτη φορά έβλεπα, περάσαμε μέσα από μονοπάτια δύσβατα. Κάθε φορά απορούσα πως χωρούσε αυτός ο σιδερένιος ελέφαντας να διασχίζει δρομάκια χωρίς να πέφτει στους γκρεμούς που υπήρχαν δεξιά και αριστερά. Κιβωτός γίναμε σε ορμητικά ποτάμια που κατάπιναν σπίτια και αρχαία δέντρα. Αποφύγαμε προφήτες με πύρινη ρομφαία, όπλο θανατηφόρο στα χέρια τους. Παρακάμψαμε σάρκινα χαλάσματα αλλά δεν ξεφύγαμε από κάποιους ζωντανούς. Μαζί τους συγκρουστήκαμε όμως συνεχίσαμε αποφασισμένοι. Ω Κύριε, μέχρι και βράχους ανεβήκαμε και συνεχίσαμε διαβαίνοντάς τους κατά μήκος του άστοργου σώματός τους. Κάθε φορά που σκαρφαλώναμε και έναν από τους πέτρινους κύκλωπες, η οδηγός μου έδινε και ένα μήλο. Μου έκλεινε συνωμοτικά το μάτι λέγοντας μου ‘Η ουσία είναι να μην το σκέφτεσαι. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά λακκούβες, ογκώδεις μεν αλλά λακκούβες’ Υπήρξαν στάσεις που κατέβηκαν αρκετοί γιατί ζαλίστηκαν στην πορεία και η οδηγός φοβούμενη μην λερώσουν το πάτωμα με τα άδεια σωθικά τους, τους κατέβαζε στην πρώτη στάση που συναντούσαμε. Όταν απομακρυνόμαστε, τους κοίταζα και ένιωθα την


καρδιά μου να αιμορραγεί. Αφού είχαν γλυτώσει την επώδυνη διαδρομή γιατί ένιωθα τέτοια λύπη; Μπορείς να φανταστείς λοιπόν, αγαπημένε μου Μόμπι, την θλίψη μου όταν το λεωφορείο έκανε την τελική του στάση στο σημείο όπου είχα επιβιβαστεί. «Αυτό ήταν; Τόση ταλαιπωρία για να φτάσω πάλι στο ίδιο σημείο;» ρώτησα οργισμένη την οδηγό «Αλλά αυτό ζητούσες» μου είπε ξαφνιασμένη «Ίσως δεν το γνώριζες όμως αυτό το λεωφορείο σε πάει εκεί όπου εσύ επιθυμείς ακολουθώντας τον χάρτη σου» Και στο είπα, είπε η Ζαν θυμωμένη, σταμάτα να μετράς τα ίδια όνειρα.


Οι περιφρονημένες υπάρξεις θα σκοτώσουν τους μεγαλόψυχους συμβιβασμούς μου ... Σου βρήκα ένα άλογο για βόλτα, είπε χαμογελαστή η Ζαν κατεβαίνοντας γοργά από την αραχνοΰφαντη αιώρα της. Την κοιτάζω που γλιστρά με χάρη και την ζηλεύω. Μια μέρα θα σκαρφαλώσω και εγώ στον Μόμπι και θα κάνω τσουλήθρα στην άλλη του πλευρά που, μπορεί να μην την έχω δει, όμως γνωρίζω πως υπάρχει. Θα κλείσω τα μάτια και όσο θα κατηφορίζω με ανοιχτές τις γυναικείες μου πλευρές θα νιώθω το δροσερό αεράκι της κατάργησης να μου φιλά το πρόσωπο. Ίσως τότε συμφιλιωθώ μαζί μου. «Nocturne» ψιθυρίζει η Ζαν. Η νύχτα ανακουφίζει την μέρα. Κοιτάζουμε γύρω μας. Βρισκόμαστε στο μέσο μιας κόκκινης ερήμου. Η Σελήνη ανεβαίνει θριαμβευτικά από την αντίθετη μεριά ανεμίζοντας το κόκκινο φουστάνι της. Είμαι η παράνομη κόρη της ανατολής της. Μικροί λόφοι στέκονται σιωπηλοί, ο ουρανός βαθυγάλανος και εκείνο το φωτεινό αστέρι μου κλείνει το μάτι από ψηλά. Ένα μαύρο άλογο χλιμιντρίζει ανυπόμονα. Αφημένος στα κλαδιά μιας απρόσμενης ολάνθιστης ακακίας ένας βιολιστής καίει τα δάχτυλά του στις τεντωμένες αναμνήσεις. Ξέφρενες, σάρκινες πεταλούδες που γεννούν μελίσσια ονείρων πάνω στις χορδές εβένινου βιολιού. Γιατί θυμάσαι; Γιατί αναπολείς; Πόσα μονοπάτια θα σβήσεις για να φτάσεις σε κείνο που από την αρχή αναζητούσες; Τι ποθείς, ψυχή μου; Από πότε άρχισε να νυχτώνει χωρίς να ξημερώνει; Κι όμως, βλέπω πιο μακριά από το βράδυ , ακόμα πιο πέρα και από την έρημο που η Ζαν μου προσφέρει βάφοντάς την με το αγαπημένο μου χρώμα. Είναι χαραυγή στο βάθος του κόσμου, γλυκό απαλό της αυγής χρώμα, θάλασσα γαλάζια σαν τα μάτια που δεν αντίκρισα. Θέλω εκεί να φτάσω αλλά ανάμεσα σε μένα


και στης λύτρωσης το δάκρυ βρίσκεται ένα τεράστιο γήπεδο. Καταπράσινο, χωρίς ανθρώπους να το διαβαίνουν. Μόνο μικρές μαρμάρινες πλάκες σε ατελείωτες σειρές. Εκατοντάδες μνημεία με το όνομά τους χαραγμένο πάνω στην ψυχρή πέτρα. Από κάτω τους, σφραγισμένοι εκείνοι που εις το άπειρον ονειρεύονται. Μπροστά σε ένα από τα θλιβερά ενθύμια γονατισμένα ένα αγόρι με ένα πολύχρωμο τόπι στα χέρια και ένα κορίτσι με μια λευκή κορδέλα στα καστανά μαλλιά της. Αν και τόσο μακριά από μένα ακούν το απότομο σταμάτημα της ανάσας μου. Γυρνούν τα κεφάλια τους και μόλις με βλέπουν σηκώνονται όρθια και αρχίζουν να χοροπηδούν από την χαρά τους. Βλέπω τα πρόσωπά τους θολά, μόνο το χαμόγελό τους είναι διακριτό. Μου φωνάζουν. Ω θεέ μου , φωνάζουν αλλά η φωνή τους καταβροχθίζεται από την απόσταση. Μου δείχνουν την πέτρα που είναι σκαλισμένη αλλά φοβάμαι να κοιτάξω. Δεν θέλω να δω τι γράφει. Αλλά πόσο ποθώ να τρέξω κοντά τους , να τα πάρω αγκαλιά, να τα μυρίσω. Θυμάμαι την μυρωδιά της αναπνοής τους. Σοκολάτα και γιασεμί του καλοκαιριού. Πορτοκάλι και κανέλα του χειμώνα. Τα δύο μικρά μου στάχια που εγώ έσπειρα όμως κάποιος άλλος θέρισε. Ανεβαίνω βιαστικά στο άλογο και το κατευθύνω προς το μέρος τους. Αλλά όσο τρέχουμε τόσο περισσότερο απομακρυνόμαστε. Μέχρι που στο τέλος χάνονται στο βάθος σαν ανάμνηση ή σαν ψέμα ή σαν την ζωή που κουράστηκε να μου γνέφει. Άλικος τόπος, παρηγοριά δεν δίνει παρά μονάχα παίρνει. Ζαν, βοήθησέ με να φτάσω κοντά σε εκείνα τα παιδιά. Μου λένε κάτι πολύ σημαντικό αλλά δεν ακούω. Ένας άντρας πετάγεται μπροστά μου αναγκάζοντας το άλογο να σταματήσει τον καλπασμό. Στέκεται μπροστά μου αμίλητος. Γύρω μας η πλάση ακινητοποιείται. Γυμνός με χρυσαφένιο σώμα και λευκά μάτια. Στο σημείο που έπρεπε να υπάρχει ο ανδρισμός του μια ραφή με μαύρα ράμματα. Σηκώνει το χέρι του και μου δείχνει δύο λόφους στ’ αριστερά του.


«Έλα και δες» λέει ενώ πιάνει τα γκέμια και μας οδηγεί προς τα εκεί. Αρχίζουμε να ανεβαίνουμε αργά. Γεμάτος πεζούλια ο λόφος και πάνω τους καθισμένοι τρεις-τρεις χρυσαφένιοι άντρες ίδιοι με τον οδηγό μας. Με τα χέρια πίσω από την πλάτη έχουν το κεφάλι τους υψωμένο προς τον μωβ ουρανό και το στόμα ανοιχτό. Όλοι γυρνάνε προς το μέρος μας λέγοντας την ίδια φράση «έλα και δες» Ζαν, φοβάμαι … Την ώρα που φτάνω στην κορφή του λόφου μια φρικτή υποψία έχει γραπώσει σφιχτά την καρδιά μου. Ξεπεζεύω με την μικρή σιωπηλή σύντροφο κουρνιασμένη στα χείλη μου. Με χέρια λυμένα οι εκατοντάδες επαίτες δείχνουν τον διπλανό λόφο. «Ήρθες. Τώρα δες» λένε όλοι μαζί. Η Ζαν μου φράζει το στόμα και δεν μπορώ να ουρλιάξω όταν βρίσκω το θάρρος να κοιτάξω. Δύο αυτοκίνητα όρθια στο μπροστινό μέρος τους αριστερά και δεξιά του λόφου. Στα πίσω καθίσματα του καθενός από αυτά το αγόρι και το κορίτσι με χαιρετάνε χαρούμενα. Ανάμεσα στα δύο οχήματα ένας άντρας δεμένος σε ένα στύλο με ένα τεράστιο σωρό ξύλα συγκεντρωμένα στα πόδια του. Μια ριπή δυνατού ανέμου ανασηκώνει το σκούρο ράσο του. Από κάτω γυμνός με τα γεννητικά του όργανα κομμένα, το αίμα τρέχει άφθονο πάνω στα ξύλα. Ξαφνικά αρχίζει να χιονίζει και η Ζαν σκαρφαλώνει από τα χείλη μου και με τα σιδερένια πόδια της κρατά με το ζόρι τα μάτια μου ανοιχτά. Καθώς οι νιφάδες σκεπάζουν γοργά την κόκκινη έρημο ακούω τον δεμένο άνδρα να φωνάζει «Μελισσάνθη! Πόσες φορές θα πρέπει για σένα να πεθάνουμε; Πότε θα στερέψει η ανάγκη; Πότε θα σταματήσει να χιονίζει θάνατο;” Προσπαθώ να μιλήσω αλλά η φωνή πνίγεται στον λαιμό όταν φωτιά ξεπηδά από τον σωρό ξύλα τυλίγοντας τον άνδρα και τα δύο


αυτοκίνητα στις φλόγες. Οι απάνθρωπες κραυγές τους είναι που έσβησαν τα χρώματα. Αυτές οι άναρθρες κραυγές ανείπωτου πόνου είναι που πολλαπλασίασαν το λευκό με το άπειρο. Το ίσον τους, το σύμπαν κενό. Ω Κύριε, γιατί με εγκαταλείπουν πάντα; Μοιρολογώ, γονατίζοντας επιτέλους από την οδύνη. Οι λυγμοί μου, είναι οι μόνοι που σπάνε την σιωπή του χιονιού. Είμαι η κόρη της Απώλειας, ουρλιάζω Όχι , λέει γελώντας η Ζαν, είσαι η παλίρροια που θα παρασύρει την εντοιχισμένη συμπόνια του κόσμου, είσαι η αγαπημένη κόρη του έσχατου. Το γυναικείο σου σπέρμα αφημένο στην κοιλιά των ανδρείκελων θα γεννήσει θεριά. Τα τέκνα σου, ατσάλινο δρεπάνι στην τελική άλωση της οικουμένης, θα ξηλώσουν αργά και χωρίς έλεος το τρίχινο ρούχο της ταπεινοφροσύνης.


Άρχισα να καπνίζω, στα κρυφά, αναμνήσεις ... Που ήσουν τόση ώρα; ρωτάει περίεργη η Ζαν μόλις μπήκα στο δωμάτιο. Αλλά σταματά απότομα τις ερωτήσεις όταν με βλέπει να έχω «εκείνο» το ύφος όπως λέει. Την αγνοώ και φέρνω στο πρόσωπό μου ένα μικρό μωβ μαντήλι. Εισπνέω βαθιά την μυρωδιά του. Λεβάντα και ένας έρωτας παλιός τα συστατικά του αρώματος. Εκείνο που βρίσκουμε, στην πραγματικότητα το ξαναθυμόμαστε. Δημιουργούμε πιστά αντίγραφα της αλήθειας ξεχνώντας την γνήσια πηγή. Στα κρεβάτια καθρεφτισμένων εικόνων, ξαπλώνουμε την αγωνία μας ζητώντας αλλά μην έχοντας το θάρρος να θυμηθούμε. Ήρθε, Ζαν. Τον είδα μετά από τόσο καιρό. Καθίσαμε σ’ ένα απ’ αυτά τα άθλια πλαστικά τραπέζια που χρόνια και χρόνια έχουν φιλοξενήσει πειθαρχημένους αγκώνες . Δίπλα στη πόρτα στεκόταν ένας φρουρός με μάτια αθόρυβα αλλά το στόμα του στιγμή δεν σταμάτησε να μασάει πασατέμπο και να χώνει τα φλούδια στη τσέπη του. Το πιο εκπληκτικό ήταν πως η πόρτα άνοιγε και από μέσα. Είχα ξεχάσει πως αυτά τ’ ανοίγματα δεν είναι μόνο για είσοδο. Στην αρχή δεν μπορούσα να τον κοιτάξω. Παρατηρούσα γύρω – γύρω το δωμάτιο. Μια νεαρή κοπέλα πιο πέρα ξερίζωνε τα μαλλιά της και τα έβαζε στο στόμα της , η ηλικιωμένη γυναίκα που καθόταν απέναντί της προσπαθούσε να την εμποδίσει αλλά εκείνη μούγκριζε και έδειχνε τα δόντια της. Μέχρι που στο τέλος δεν άντεξε να βλέπει την θυσία και έφυγε κλαίγοντας. Η κοπέλα γύρισε προς το μέρος μου και χαμογελώντας πονηρά με στόμα γεμάτο από την ξεριζωμένη ψυχή της είπε σιγανά «Μου είχε πει ότι είχα γεννηθεί χωρίς ψυχή και τώρα που της την δείχνω δεν αντέχει να βλέπει» Πιο πέρα ένας γέρος ντυμένος με μια ξεθωριασμένη γαλάζια πυτζάμα μιλούσε μόνος του χειρονομώντας. Ρωτούσε τον φανταστικό του


συνομιλητή και μετά σώπαινε ακούγοντας τις απαντήσεις με τα χέρια του σφιχτά πάνω στ’ αυτιά. Τότε γύρισα προς το μέρος του και του έπιασα σφιχτά το χέρι. «Είσαι αληθινός;» «Ποιος είναι ψεύτικος;» ρώτησε σιγανά. «Όλοι. Όλοι εδώ μέσα ομοιώματα είναι. Το τραγικό είναι ότι δεν το γνωρίζουν» Σηκώθηκε πάνω και με πήρε στην αγκαλιά του. Μου χάιδεψε τα μαλλιά και με το μαντηλάκι, μου σκούπισε τα μάτια. Δεν είχα καταλάβει ότι έκλαιγα. Μετά το έκρυψε στην τσέπη μου και σκύβοντας ψιθύρισε «Θυμάσαι τι σου έλεγα όταν μαζί κλέβαμε φτερά αγγέλων και προσπαθούσαμε να τα ταιριάξουμε στις άμαθες πλάτες μας; Θυμήσου, Μελισσάνθη» «Θα σου δωρίσω μία ύποπτης προέλευσης νοσταλγία Μνήμης ερωτοτροπούσας το Απραγματοποίητο να μη λησμονήσεις Εσύ , μη ξεχάσεις στις αποσκευές λίγα λίτρα φρέσκου αέρα για τις έσχατες ανάσες των λυγμών Τότε που οι μελλοντικές ελλείψεις των αναμνήσεων Θα μας καταδικάσουν σ’ ένα θάνατο χωρισμό»


«Σου το έλεγα, αγαπημένη. Μην αφήνεις το μέλλον να γίνει λήθη της μνήμης που δεν προλάβαμε να ζήσουμε. Όμως εσύ τους άφησες και τρύπωσαν στα μάτια σου.» «Και μήπως τους αναζήτησα; Εκτάκτως προσγειώθηκαν στο περβάζι μου με στεγνά μάτια και καμένο στόμα μου είπαν πως είχαν χάσει τον προορισμό τους κι ας μου έλεγες εσύ τότε γέρνοντας κουρασμένος πάνω μου Τελειώνει , Μελισσάνθη , κάποτε και εσύ ακόμα ανησυχείς για τα σκονισμένα πρόσωπα Κι όμως γνωρίζεις ότι οι νεκροί δεν θεραπεύονται» Αλλά το ξέρω, Ζαν, πως είναι νεκρός Το ξέρω πως όλοι τους είναι νεκροί. Εγώ, Ζαν; Εγώ; EΓΩ;


Πως θα αποφύγω τον πόνο όλων εκείνων που για πάντα χάθηκαν; Τι να πω για τον φόβο που σέρνεται στους στενούς διαδρόμους με τις κλειστές ανάσες και τα ορθάνοιχτα μάτια; Άρχισε πάλι ο τοίχος να αιμορραγεί Εγώ, ακούραστη Πολυάννα, δένω τις πληγές του. Αλλά φοβάμαι πως πάλι θα προδώσω και θα προδοθώ Πρέπει να ζωγραφίσεις, λέει ξαφνικά ένα βράδυ η Ζαν παρακολουθώντας με να χτενίζω τα μαλλιά μου. Γυρνώ κατάπληκτη προς το μέρος της Δεν ξέρω να ζωγραφίζω, ανόητη αράχνη, της απαντώ γελώντας Ω εσύ όχι, αλλά εκείνη μπορεί, λέει πονηρά και μου δείχνει με ένα νεύμα μια μικρή κάμερα στην γωνία του τοίχου. «Το μόνο που χρειάζεται είναι ένα κομμάτι κάρβουνο. Για να δείξει ότι ακόμα και οι σκιές φυλακίζονται στο μαύρο» λέει δυνατά. «Σώπασε, ανόητη» λέω οργισμένη και σηκώνομαι προσπαθώντας να την φτάσω αλλά εκείνη σκαρφαλώνει γρήγορα από τον ασημένιο της ιστό στην φωλιά της. Την βλέπω που κάθεται ψηλά και βγάζει κοροϊδευτικά την γλώσσα. Πόσο την μισώ. Αναγκάζει το χέρι μας να ζωγραφίζει πάλι. Το σώμα του αγαπημένου Μόμπι μαυρίζει από την απόγνωσή της και το ρολόι του αρχίζει να χτυπά ρυθμικά τα δευτερόλεπτα. Πως θα περάσει η αιωνιότητα τώρα που ο χρόνος απέκτησε υπόσταση; Την νιώθω που τραβά την τελευταία γραμμή και αφήνει ένα μικρό αναστεναγμό. Ζαν, αχ καλή μου Ζαν, τελείωσε. Ανοίγω τα μάτια.


Όχι, καταραμένη, όχι, ουρλιάζω και πετώ με δύναμη το κάρβουνο στο γλόμπο που περπατάει αυτή η άθλια αράχνη. Ένας μικρός θόρυβος που αντηχεί σαν κανονιά σπάει σε χίλια κομμάτια το φως. Η μικρή πολεμίστρια πέφτει στον γυμνό λαμπτήρα και το σώμα της τυλίγεται στις φλόγες πριν προλάβει να αντιδράσει. Σιωπή τυλίγει το δωμάτιο και μόνο τα σιδερένια παπούτσια της Ζαν που πέφτουν στο πάτωμα ακούγονται. Εκείνη έχει στριμωχτεί σε μια γωνιά του κρεβατιού και με κοιτάζει με ορθάνοιχτο το στόμα ενώ από τα μάτια της κυλούν ασταμάτητα δάκρυα. «Ποια είσαι, σκύλα;» φωνάζω και την πλησιάζω σιγά όσο εκείνη προσπαθεί να γίνει αόρατη. «Που θα πας, ανόητη puta;» γρυλίζω. Ορμώ πάνω της και αρχίζω να σφίγγω τον λαιμό της με τα δυο μου χέρια δυνατά. «Που θα κρυφτείς; που θα κρυφτείς πια;» λέω μονότονα. Και καθώς τα μάτια της αρχίζουν να σβήνουν την ακούω που ψιθυρίζει «Τελείωσε το κρυφτό, αγαπημένη» Το κορμί της γίνεται ζυμάρι στα χέρια μου. Αρχίζω να ζαλίζομαι και λίγο πριν λιποθυμήσω κοιτάζω τον πίνακά της. Αποθεώνομαι στα ερείπια αρχαίου θεάτρου Το κεφάλι της Ιφιγένειας φορώ καπέλο, διδάσκομαι την τέχνη της θυσίας Ποιος θέλει να σωθεί σε τόπους που αγέρας δεν φύσηξε παρά μόνο για ξένα πανιά ; Ανώφελα ταξίδια, εαυτέ μου, μόνο και μόνο για να σε χάσεις στην ίδια εξέδρα που σέρνονται


άσπερμοι κομπάρσοι υψηλών αμοιβών Καταναλώνομαι στις σκισμένες αποδείξεις, στα λογιστήρια πενιχρών ρόλων Μήτρα σφραγισμένη καταθέτει την ληγμένη γυναίκα Ποτέ δεν θα την εξαργυρώσω Εκείνη ποτέ δεν χειροκροτήθηκε για τις μεταμφιεσμένες αυτοκτονίες Μάρτυρας χειροτονήθηκε από τους αποτυχόντες αναβάτες Ήταν η μόνη που είχε δει την κατάβαση Θα μπορούσα όμως να κρυφτώ στης Κλυταιμνήστρας τα λευκά πέπλα και κόκκινη Μαγδαληνή ν’ αναδυθώ συντρίβοντας με τα χέρια όλες τις πέτρες του λιθοβολισμού μου Καταραμένη να ‘σαι. Θα σε ξαναβρώ, είναι τα τελευταία μου λόγια. Η ζωγραφιά στον τοίχο με καλεί. Δεν μπορώ ν’ αντισταθώ στο σκοτάδι της. Την μισώ. Θεέ μου, πόσο την μισώ! Με χτίζει γι’ άλλη μια φορά στο δωμάτιο χωρίς πόρτες. Να εύχεσαι να μην ξαναβγώ, σκέφτομαι καθώς περνώ το κατώφλι του σκοταδιού.


Έτσι από το ένα τέλος, σε άλλο τέλος προχωρώ. Τι να την κάνω την αρχή όταν στο ίδιο σημείο κάθε φορά με οδηγεί; Για άλλη μια φορά συνέρχομαι χωρίς να ξέρω που βρίσκομαι. Βογκάω από μέσα μου όταν καταλαβαίνω ότι είμαι πάλι σε ένα λευκό δωμάτιο. Αλλά …όχι, αυτό είναι διαφορετικό. Ανοίγω τα μάτια μου διάπλατα. Στο ένα χέρι μου ένας ορός και στο άλλο κρατώ ένα μικρό μωβ μαντηλάκι. Ένα παράθυρο μεγάλο απέναντί μου μισάνοιχτο φέρνει ένα γλυκό αεράκι. Έξω είναι νύχτα. Ναι, είναι νύχτα και την βλέπω! Παρόλο που έχει τρία κρεβάτια το δωμάτιο είμαι μόνη μου. Ανασηκώνομαι διστακτικά. Παίρνω τον ορό στα χέρια μου και πλησιάζω στο παράθυρο. Το ανοίγω διάπλατα και μένω άφωνη. Πολιτεία ολόκληρη από κάτω. Αυτοκίνητα , φώτα , κόσμος που πηγαινοέρχεται. Οι φωνές τους, θολές, φτάνουν σαν μουσική στ’ αυτιά μου. Και οι μυρωδιές, ακόμα και οι θαμπές μυρωδιές της ασφυκτικά γεμάτης πόλης, φτάνουν στα ρουθούνια μου ως άρωμα γιασεμιού. Η πόρτα ανοίγει ξαφνικά και αναπηδώ τρομαγμένη. Μια γιατρός στέκεται στο κατώφλι και με κοιτά σιωπηλή. Της δείχνω το μωβ μαντηλάκι. «Εσύ;» ρωτάω διστακτικά. Εκείνη χαμογελά πλησιάζοντας με. Πιάνει σφιχτά τα δυο μου χέρια καθώς καθόμαστε στο κρεβάτι. «Μελισσάνθη, είμαι η γιατρός σου. Πες μου, θυμάσαι τι έγινε;» «Θυμάμαι τα πάντα. Εσύ ήσουν η Ζαν μου, ναι;» την ρωτάω. «Όχι. Εσύ ήσουν η Ζαν καλή μου» απαντάει με ένα μικρό χαμόγελο. Σχιζοειδής προσωπικότητα η ετυμηγορία λόγω πένθους και μη αποδοχής της απώλειας. Και η λογική μου, αράχνη με σιδερένια πόδια ύστατη ελπίδα για ένα κορίτσι που είχε τα πάντα χάσει αλλά επέμενε να βαστιέται με το ένα χέρι από το γοητευτικό κενό που ανοιγόταν κάτω από τα πόδια της Είναι πρωί όταν φεύγω με διστακτικά βήματα από το νοσοκομείο. Που θα πάω;


Ένα χρόνο μετά... Πως ζωή θα συνεχίσεις με αποκαμωμένη ψυχή; Έπεσε νύχτα και κουρασμένη αφήνω το πινέλο στην άκρη. Οι μέρες περνούν γοργά σαν να ντρέπονται να σταθούν στα μάτια μου.Και τα χέρια μου είναι ο νους που τρέχει ελεύθερος με χίλια χρώματα πολέμου βαμμένος. Ανοίγω το παράθυρο και ρουφάω το βράδυ γουλιά γουλιά. Νιώθω λυπημένη αλλά δεν είναι κάτι καινούριο. Θαρρώ πως η ζωή μου γεμίζει σιγά - σιγά το λαγήνι της θλίψης. Κλεψύδρα ο χρόνος και ο πόνος, κόκκοι που αδειάζουν από την μια μεριά στην άλλη όμως πάντα μέσα στο ίδιο σώμα κατοικεί. Όλοι μακριά τόσο μακριά που ούτε μέσα από μια φωτογραφία δεν μπορώ να τους φανταστώ. Ο Κωσταντίνος , τα παιδιά μου, οι γονείς μου, ο Δαμιανός...η Μυρτώ... Μου κόβεται η ανάσα. Πιάνω το στήθος μου. Πόνος μαχαιριά σαν κάποιος να μου ‘κλεψε τα πνευμόνια. Γεύομαι νερό γλυφό στο στόμα και μια απόμακρη γεύση μνήμης μουχλιασμένης. Ποιά είναι η Μυρτώ, αναρωτιέμαι. Πως στην ευχή την σκέφτηκα. Δεν γνωρίζω καμιά με αυτό το όνομα. Και όμως γνωρίζεις, ακούω μια μικρή φωνή μέσα μου. Τα δύο «Μ» σας φώναζαν παλιά. Η Ζαν! Όχι αποκλείεται, λέω φωναχτά κλείνοντας το παράθυρο. Μου το είχαν πει ότι θα περνάω φάσεις σύγχυσης. Να μην τρομοκρατούμαι. Όχι όχι δεν φοβάμαι. Ανοίγω το συρτάρι και παίρνω από το πολύτιμο κουτάκι , την λύτρωσή μου μεταμφιεσμένη σε χημικό προιόν.


Ξαπλώνω στο μεγάλο κρεβάτι με τα πόδια ανεβασμένα στο προσκεφάλι. Από τότε που βγήκα από το νοσοκομείο κάθε φορά αλλού κοιμίζω το κεφάλι μου. Ένας ύπνος αθέλητος, βιαστικός κλείνει νου και μάτια και αιωρούμαι μεταξύ κόσμων , αναμνήσεων και γεγονότων που δεν συνέβησαν. Είναι άνοιξη και είμαι στον παραλιακό δρόμο σε αυτοκίνητο με ανοιχτή την οροφή. Μεσημεράκι ηλιόλουστο, γλυκό, δροσερό από την αύρα της θάλασσας που πλημμυρίζει την ψυχή μου. Φοράω ένα μεγάλο καπέλο στα μαλλιά που το κρατώ γελώντας όταν ο αέρας απειλεί να το κλέψει. Είμαι συνοδηγός. Κοιτάω προς την μεριά της ακτής χαζεύοντας τα ιστιοπλοϊκά. Το ραδιόφωνο παίζει το αγαπημένο μας τραγούδι. Dream Οn, Aerosmith. Μια πεταλούδα με καφετιά φτερά κάθεται στο τιμόνι σου. Ακούω το γέλιο σου. «Μελισσάνθη κοίτα. Έχουμε λαθρεπιβάτη» Γυρίζω προς το μέρος σου. Κι όπως πάντα με αντικρύζω. Με κοντά μαλλιά που τα ανακατεύει ηδονικά ο άνεμος και ένα τεράστιο ζευγάρι γυαλιά μοιάζω η ξένοιαστη εκδοχή μου. Και ακούω έκπληκτη την φωνή της Ζαν στο πίσω κάθισμα «Τέλεια μέρα για μια εκδρομή στο πεπρωμένο μας, κορίτσια. Είδες, Μελισσάνθη, πόσο εύκολα μπορείς να δεις την Μυρτώ όταν ανοίγεις την οροφή;» Όταν γυρίζω προς τα πίσω το κεφάλι μου την βλέπω ξαπλωμένη αναπαυτικά στο δερμάτινο κάθισμα με τα σιδερένια πόδια της σταυροπόδι και το στόμα της ανοιγμένο σε ένα τεράστιο γεμάτο λευκά δόντια χαμόγελο «Μα είσαι πεθαμένη» λέω αποσβολωμένη. «Μελισσάνθη μου, η φωτιά δεν μπορεί να με σκοτώσει. Μόνο στο νερό πεθαίνω» απαντά σοβαρά η οδηγός του αυτοκινήτου και η φωνή της λες και έρχεται από τον βυθό.


Τώρα φοβάμαι να την κοιτάξω. Ξέρω πως δεν είναι πια εγώ... Ξυπνάω ιδρωμένη και ανακάθομαι στο κρεβάτι. Μόλις έχει αρχίσει να χαράζει και μια καταχνιά είναι απλωμένη στο δωμάτιο. Σηκώνομαι και βγαίνω στο μπαλκόνι κρατώντας ένα ποτήρι καυτό καφέ στα χέρια μου. Η πόλη κάτω από τα πόδια μου αργοσαλεύει, φίδι που ξυπνά από την νυχτερινή νάρκη. Θα περιμένω να περάσουν οι ώρες μέχρι την συνάντησή που έχω με τον ιερέα της μητέρας μου. Εδώ και ένα χρόνο, μετά την έξοδο από την άνεση της παράνοιας, με βοηθάει ν’ αντιμετωπίσω όλους τους δαίμονες που ο εαυτός μου γεννά. Ως συνήθως τον βρίσκω στην βιβλιοθήκη του με ένα βιβλίο στα χέρια και την αγαπημένη μουσική του, χαλί πίσω από τις λέξεις. Μου γνέφει χαμογελαστός «Καλημέρα. Έλα κάθισε. Μας έχω καφέ γαλλικό και βουτυρένια μπισκοτάκια» Κάθομαι στην άνετη δερμάτινη πολυθρόνα. Στην αρχή πίνουμε τον καφέ μας κοιτώντας έξω από το μεγάλο παράθυρο. Είμαι συνηθισμένη στην σιωπή που υπάρχει μεταξύ μας. Είναι ανακουφιστική και μερικές φορές το νόημά της είναι περισσότερο από εκείνο κάθε συζήτησης. Με ρωτάει πως πήγαινε η προετοιμασία για την πρώτη μου έκθεση μετά την ανάρρωση και μπλεκόμαστε σε συζήτηση για την τέχνη σε συνδυασμό με την μουσική. Λογοφέρουμε φιλικά και γελάμε για το πόσο επίμονοι στις απόψεις μας είμαστε και οι δύο. Κάποια στιγμή σκύβει και μου πιάνει το χέρι «Παραλίγο να το ξεχάσω. Βρήκα κάτι φωτογραφίες των γονιών σου. Μισό λεπτό να τις φέρω» Νιώθω την καρδιά μου να χτυπάει γρήγορα και το στόμα στεγνώνει. Μια αίσθηση επικείμενης καταστροφής χτυπάει την πόρτα διακριτικά.


Όταν κάθεται πάλι απέναντί μου έχω καταφέρει να κρύψω τον φόβο μου σκουπίζοντας τα ιδρωμένα χέρια στο παντελόνι μου. Αρχίζει να μου δείχνει τις φωτογραφίες μία μία. «Ο πατέρας σου και η μητέρα σου όταν τους πάντρεψα» λέει και κοιτάω το ζευγάρι με τα περιστέρια στα μάτια και τα ανοιγμένα λουλούδια στα χείλη. Πόσο ξένοι μου μοιάζουν αυτοί οι χαμογελαστοί νέοι άνθρωποι. Τον ακούω από μακριά που μιλά για εκείνους. Μέχρι που με επαναφέρει στην πραγματικότητα δίνοντάς μου μια φωτογραφία της μητέρας μου με ένα ριχτό λευκό φόρεμα εγκυμοσύνης. Έχει τα μαλλιά της λυτά, το χαμόγελο της γνώσης και της ευτυχίας είναι αποτυπωμένο στο ρόδινο πρόσωπό της. «Όταν ήταν έγκυος σε σένα και στην Μυρτώ» λέει θριαμβευτικά ο κατ’ άγνοια δολοφόνος μου. Και συνεχίζει να μιλάει από το τούνελ της ισοπέδωσης «Όταν γεννηθήκατε, σας φώναζε τα δύο μικρά μου «μ»» Συνεχίζει και μιλά για δυό λεπτά κοιτώντας μελαγχολικά την φωτογραφία. Όταν καταλαβαίνει ότι δεν αντιδρώ σηκώνει το βλέμμα του πάνω μου. Καταλαβαίνω από την έκφρασή του πως δείχνω. Πανιασμένη με τον ιδρώτα να κυλάει από το μέτωπό μου έχω μείνει με κομμένη την ανάσα να κοιτάω το κενό. Την επόμενη μισή ώρα προσπαθεί ο δύστυχος να με επαναφέρει. «Μελισσάνθη, συγγνώμη κόρη μου. Νόμιζα ότι είχε επανέρθει η μνήμη σου.Τι ανόητος , τι ανόητος που είμαι» έλεγε απαρηγόρητος. Ω ναι, φίλε μου, επανήρθε σκέφτομαι και όλο μου το Είναι, ένα τεράστιο πικρό χαμόγελο. Με κοιτάζει απεγνωσμένος καθώς τον αποχαιρετώ βιαστικά. Παρόλο που προσπάθησα να τον καθησυχάσω, γνωρίζει... Δεν θυμάμαι πότε έφτασα στο σπίτι μου.Μέσα από την ομίχλη της μνήμης που βρυχάται στην ψυχή μου, ψάχνω βιαστικά τα συρτάρια. Ένα κλειδί ψάχνω. Ένα συγκεκριμένο που δεν θυμόμουν ποιά πόρτα


άνοιγε. Έχω δρόμο μπροστά μου αλλά εκείνη, υπομονετικά, με περιμένει χρόνια να γυρίσω εκεί.

Η αποδοχή ...

Το μόνο που αποζήτησα, το μόνο που λαχτάρισα, θαμμένο στα υπόγεια του νου. Έφτασε η ώρα να την ελευθερώσω. Ω ναι, είχε έρθει ο χρόνος να σβήσουμε την απόσταση του χωρισμού ... Είναι μεσάνυχτα όταν φτάνω στο ξύλινο σπίτι που οι γονείς μου είχαν αγοράσει όταν γεννήθηκε ο Δαμιανός , δίπλα στην λίμνη. Απόμακρο από τα άλλα σπίτια στέκεται σιωπηλό, σκοτεινό. Και η αναμονή στα ακίνητα νερά της λίμνης κάνει τα δέντρα να σαλεύουν δίχως την παραμικρή πνοή ανέμου. Σβήνω την μηχανή και βγαίνω έξω. Το βλέμμα μου πέφτει στην όχθη της και στην προκυμαία που με προσκαλεί. Λίγη ώρα έμεινε πια, σκέφτομαι και περπατώ προς την μεριά της λίμνης. Ένα ένα βγάζω τα ρούχα μου, περιττές αποσκευές για το συγκεκριμένο ταξίδι. Φτάνω στην άκρη της προκυμαίας και κοιτώ βαθιά στον ορίζοντα. Εκεί είναι το μικρό ακατοίκητο νησί και κοντά του μια βάρκα πλέει με όλους τους αγαπημένους μου. Σιωπηλοί ανυψώνουν το χέρι τους. Τους ακούω στο μυαλό μου. Με καλωσορίζουν. Μου λένε «Έλα και δες» Ακούω το τρίξιμο των γέρικων ξύλων όσο εκείνη περπατά με ανάλαφρα βήματα προς το μέρος μου. Νιώθω το χέρι της που ακουμπά στον ώμο μου και μετά κατεβαίνει προς τα κάτω χαϊδεύοντας όλο το μπράτσο μέχρι που βρίσκει τα δάχτυλά μου. Ένας αναστεναγμός ανακούφισης βγαίνει από τα χείλη μας καθώς τα χέρια πλέκονται σφιχτά το ένα με το άλλο.


Με γυρνά προς το μέρος της και ακουμπά το στόμα της στο δικό μου. Η ανάσα της μυρίζει μέλι θυμαρίσιο. «Θα πάμε βαθιά σήμερα, αγαπημένη;» ρωτάει σιγανά Γνέφω καταφατικά και αισθάνομαι το νερό να με περικυκλώνει. Κλείνω για λίγο τα μάτια νιώθοντας την υδάτινη αγκαλιά να εισχωρεί μέσα μου. Όταν τ’ ανοίγω εκείνη γελάει ευτυχισμένη και με τραβάει από το χέρι «Πάμε. Έχω πολλά να σου δείξω» Ναι, αδερφή μου. Έφτασε η ώρα για το ταξίδι που μας είχαν στερήσει

Τέλος


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.