O Βάνκας περίμενε μια απάντηση από τον παππού του απελπισμένα.Μετά από λίγες μέρες, την ώρα που ο Βάνκας δούλευε, κάποιος χτύπησε την πόρτα.Το αφεντικό φώναξε στον Βάνκα να ανοίξει την πόρτα. Εκείνος άνοιξε και είδε τον παππού του.Αμέσως ο Βάνκας κοίταξε το αφεντικό του και παραιτήθηκε.Έτσι ο Βάνκας πήγε στο χωριό του και έζησε για πάντα εκεί. Αλεξανδράκης Στέλιος Α1 ….Ύστερα από μία ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες του σκεφτόμενος τον παππού… Τώρα θα καθόταν στο κρεβάτι του διαβάζοντας το γράμμα του Βάνκα. Το γράμμα θα τον συγκινούσε τόσο πολύ, που δάκρυα θα κυλούσαν στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο… Όμως ο μικρούλης ποτέ δε θα βρισκόταν ξανά με τον παππού… ποτέ δε θα ήταν ελεύθερος... Και όλα αυτά επειδή το γράμμα χάθηκε μέσα στο χιόνι… Ο Βάνκας όμως θα συνέχιζε να ελπίζει. Την επόμενη μέρα το αφεντικό είχε γενέθλια… Στο τσαγκαράδικο μαζευόταν πολύς κόσμος αλλά όχι για να πουν <<Χρόνια σας πολλά!>> και άλλες ευχές, αλλά μόνο και μόνο για να ζητήσουν χάρες τώρα που το αφεντικό ήταν στις καλές του. Τα παιδιά ζητούσαν τα τους φτιάξει τα γεμάτα τρύπες παπούτσια τους χωρίς να πληρώσουν. Οι μεγάλοι ζητούσαν χρήματα. Ο Βάνκας ήθελε κι αυτός να ζητήσει κάτι. Ήξερε τι ήθελε… Μόνο να βρεθεί κοντά στον παππού, τίποτα άλλο. Όμως ο Βάνκας φοβόταν να ρωτήσει. Εκείνο το βράδυ ο μικρός το αποφάσισε· θα του μιλούσε! Και το έκανε.Το αφεντικό εξοργίστηκε και του αποκάλυψε το γράμμα που είχε στείλει ο παππούς: <<Αγαπητέ μου εγγονέ… Έχω να σου ανακοινώσω ένα πολύ δυσάρεστο νέο… Μου διέγνωσαν ότι έχω καρκίνο...Αυτά τα Χριστούγεννα σκεφτόμουνα να τα κάνω ξεχωριστά για εσένα. Μαζί με το γράμμα σου στέλνω ένα ζευγάρι κάλτσες που έπλεξε για εσένα η Όλγα Ιγκνάτιεβνα… Ακόμα το εισιτήριο της ελευθερίας σου σε περιμένει απέναντι από το τσαγκαράδικο στο παλιό μας σπίτι. Καλή σου τύχη, εγγονέ μου… Ο παππούς σου Κωνσταντής>> Ο μικρούλης με δάκρυα στα μάτια ξέφυγε από τα δυνατά χέρια του αφεντικού, που τόση ώρα τον κρατούσαν σφιχτά και βγήκε έξω! Βγήκε και με δάκρυα χαράς τώρα πια αντίκρισε την Όλγα Ιγκνάτιεβνα, που αμέσως τον έσφιξε στην αγκαλιά της δίχως λόγια. <<Θα σε πάρω μαζί μου >> του ψιθύρισε και ένα κύμα αγαλλίασης τον κατέλαβε. Την επόμενη κιόλας μέρα πρωί-πρωί η δεσποινίς Όλγα είχε κανονίσει τα χαρτιά που θα έδινε στο αφεντικό. Όλα ήταν έτοιμα!!! Και το τρένο αναχώρησε για το χωριό…… Δημαρέλη Ειρήνη …Μα ξάφνου ξύπνησε ιδρωμένος και σηκώθηκε από το κρεβάτι του. Σκέφτηκε ότι δεν
είχε γράψει τη σωστή διεύθυνση στο γράμμα. Έτσι ανήσυχος έκανε βόλτες στο μικρό του δωμάτιο. Αποφάσισε πριν καλά καλά ξημερώσει να πάει να περιμένει τα γράμματα για τη διανομή. Έτσι κι έγινε. Πριν χαράξει, o Βάνκας στεκόταν μπροστά από το κουτί με τα γράμματα και περίμενε με ανυπομονησία να ακούσει τα κουδουνάκια από τα έλκηθρα. Λίγο αργότερα άκουσε στο βάθος του δρόμου τις άμαξες να πλησιάζουν…. Αντωνίου Ντίνος
.Ύστερα
από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Ονειρευόταν το πατάρι στο χωριό. Ο παππούς καθισμένος στο πατάρι και τα πόδια του να κρέμονται, διάβαζε προσεκτικά το γράμμα στις δούλες. Ο παππούς τον λυπήθηκε πολύ. Δεν πίστευε στα μάτια του ύστερα απ' όσα διάβασε. Για μέρες τον βασάνιζε η σκέψη του και ειδικά όταν έφερνε στο μυαλό του όλα όσα περνούσε ο μικρός του εγγονός, του ράγιζε η καρδιά. Αποφάσισε λοιπόν να του στείλει γράμμα: Αγαπημένε μου εγγονέ, έλαβα το μήνυμά σου και λυπάμαι πραγματικά για όσα βάσανα περνάς. Μου έχεις λείψει πολύ και στεναχωριέμαι μ' αυτά που μου περιγράφεις, γ'αυτό κι εγώ θέλω να σου πω πως χωρίς δεύτερη σκέψη μπορείς να έρθεις στο χωριό...Για μια καλύτερη ζωή! Ο παππούς Του είχαν πει ότι σε δυο τρεις μέρες το πολύ, ο Βάνκας θα είχε παραλάβει το γράμμα. Όταν λοιπόν έφτασε στο σπίτι στη Μόσχα, το γράμμα ήρθε στα χέρια του αφεντικού του Βάνκα. Με το που το διάβασε, όχι μόνο αρνήθηκε να του επιτρέψει να φύγει, αλλά του είπε κιόλας ότι θα του αυξήσει τις καταναγκαστικές και αφιλοκερδείς εργασίες. Ο Βάνκας βουρκωμένος, λυπημένος και γεμάτος δάκρυα στα μάτια έφυγε μπροστά απ' το αφεντικό του κι έτρεξε στο υπόγειο, στο οποίο του είχαν φτιάξει ένα μικρό και κρύο δωμάτιο που το χρησιμοποιούσε για να ξεκουραστεί, όποτε τον άφηναν. Ο μικρός Βάνκας προσπάθησε να σκεφτεί κάποιο σχέδιο. Επιχείρησε λοιπόν, την επόμενη μέρα, νωρίς το πρωί που το αφεντικό του θα τον έστελνε για δουλειές, εκείνος να πάει στο σταθμό και να πάρει το πρώτο πρωινό τρένο με προορισμό το χωριό. Όλο το βράδυ έμεινε άυπνος. Μόλις ξημέρωσε, βιαστικός και με την ελπίδα ότι η ζωή του από εδώ και πέρα θα άλλαζε πρός το καλύτερο, έφυγε και πήγε στον σταθμό να πάρει το τρένο για το χωριό, που θα ερχόταν σε λίγα λεπτά. Η διάρκεια του ταξιδιού ήταν μιάμιση ώρα ευτυχώς, οπότε δε θα ήταν κουραστικό. Τον πήρε ο ύπνος στο βαγόνι. Μόλις έφτασαν, εκείνος δεν το κατάλαβε. Τα μάτια του ήταν μισάνοιχτα κι ένας ψηλός άντρας τον σκούντηξε λέγοντάς του: "Ξύπνα, έχεις πολλή δουλειά να κάνεις σήμερα..." Σοφία Ανδρεάδη Ο Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη ημέρα ένα καπίκι. Ύστερα σκέφτηκε λίγο, βούτηξε την πένα στο καλαμάρι και έγραψε τη διεύθυνση: Για τον παππού. Στο χωριό. Έξυσε λίγο το κεφάλι του, ξανασκέφτηκε και πρόσθεσε στο φάκελο: Κωσταντή Μακάριτς. Ευχαριστημένος που δεν τον ενόχλησε κανείς, έβαλε το κασκέτο του και, χωρίς να ρίξει πάνω του την ξεσχισμένη γούνα του, έτρεξε γρήγορα για να βρει το πιο κοντινό κουτί, όπου εκεί έριχναν τα γράμματα και από εκεί τα κουβαλούσαν με τρόικες . Καθώς πήγαινε να ανοίξει την πόρτα, είδε το αφεντικό του και εκείνος του έσκισε το γράμμα σε χίλια κομμάτια και άρχισε να τον χτυπά τόσο δυνατά και τόσο πολύ, που τον σκότωσε. Δημοπούλου Νίκη Και όπως ήταν φυσικό, το γράμμα δεν πήγε ποτέ στον παππού. Εκείνα τα Χριστούγεννα ο Βάνκας δε θα τα ξεχνούσε ποτέ. Ήταν τα χειρότερα της ζωής του! Ξυπνούσε κάθε μέρα με λαχτάρα κι ανυπομονούσε να δει τον παππού του να εμφανίζεται. Αυτό δε γινόταν κι έτσι ο πόνος , η κούραση το κρύο και η πείνα γινόταν ακόμη πιο αβάσταχτα. Και αυτό που ο Βάνκας φοβόταν έγινε αμέσως μετά τα Χριστούγεννα. Τον είχαν στείλει σε ένα θέλημα και στην επιστροφή δεν άντεξε. Λιποθύμησε κι έπεσε στο χιονισμένο δρόμο. Σχεδόν αμέσως όμως, δυο στιβαρά χέρια τον σήκωσαν και ήταν αυτά ου θα τον έσωζαν για πάντα. Όταν ξύπνησε βρισκόταν σε ένα μοναστήρι, λίγο έξω από τη Μόσχα. Ο καλόγερος που τον βρήκε πεσμένο στο χιόνι, τον περιέθαλψε και τον πήρε κοντά του για πάντα. Εκεί ο Βάνκας μεγάλωσε ήρεμα σε ένα ζεστό περιβάλλον, έμαθε γράμματα και το κυριότερο, ξαναβρήκε τον αγαπημένο του παππού...
Ζουμής Χρήστος Ύστερα από μια ώρα κοιμόταν με σφιγμένες τις γροθίτσες νανουρισμένος από τις γλυκές ελπίδες του. Είχε μέσα του ένα προαίσθημα, ότι σε λίγες μέρες, ο παππούς του θα ερχόταν να τον πάρει και θα έβαζε χέρι στα αφεντικά του που τον καταπίεζαν. Ο μικρός Βάνκας πέρασε πολλές νύχτες ελπίζοντας τον ερχόμο του παππού του και περνούσε μερόνυχτα ξάγρυπνος για να τον περιμένει. Ένα πρωί, το προαίσθημα του δυνάμωσε, δυνάμωσε τόσο που κοίταξε απο το παράθυρο και τι να δει! Ο παππούς του ήταν στην πόρτα της αυλής. Ο παππούς, χάρη στην γερή του κράση, κατάφερε να ανοίξει την πόρτα της αυλής αλλά του σπιτιού ήταν μισάνοιχτη. Τότε μπήκε στα κρυφά, πήρε τον Βάνκα που έκλαιγε από χαρά και έφυγαν για το χωριό. Βασιλακόπουλος Χρήστος Ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί κι έβαλε το γράμμα. Ύστερα πήγε σπίτι του και προσευχήθηκε στο Θεό να σταλθεί το γράμμα του όσο πιο γρήγορα γίνεται και έκατσε όλο το βράδυ ξύπνιος. Ο Βάνκας είχε τεράστια αγωνία για το γράμμα, αν θα το αποδεχτεί ή όχι. Κάθε τρεις και λίγο προσευχόταν για το κάθε λεπτό που περνούσε, ώσπου ξημέρωσε. Ξαφνικά του χτύπησαν την πόρτα και έτρεξε να την ανοίξει. Όταν άνοιξε, είδε έναν ταχυδρόμο που του είπε <<αυτό είναι για σένα>> και χωρίς να περάσει δευτερόλεπτο άνοιξε το γράμμα. Το γράμμα ήταν από τον παππού του. Έλεγε: <<Εγγονάκι μου Βάνκα, Διάβασα το γράμμα σου και στεναχωρήθηκα και γι’ αυτόν το λόγο είσαι ευπρόσδεκτος στο σπίτι μου . Ετοίμασε τις βαλίτσες σου και έλα>>. Ο Βάνκας πέταξε από τη χαρά του και πήγε τρέχοντας να μαζέψει τις βαλίτσες του. Έφυγε από τη Μόσχα και πήγε στον παππού του και έζησαν μια χαρούμενη και συνηθισμένη ζωή. Καλία Κέβιν … Γρήγορα,
γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα. Ύστερα έκρυψε το καλαμάρι με το μελάνι στο ντουλάπι και ευτυχισμένος πήγε να κοιμηθεί. Δεν μπορούσε όμως γιατί σκεφτόταν το γράμμα και τον παππού. Μακάρι να μπορούσε να τα αλλάξει όλα! Να πήγαινε κοντά του, όπως παλιά! Εκεί που όταν έτοιμος να τον ‘πάρει ο ύπνος’ ακούει το κλάμα του μωρού. Χωρίς να χάσει χρόνο έτρεξε κατευθείαν στην κούνια και άρχισε να την κουνάει αργά – αργά, ώσπου το μωρό να σταματήσει. Έπειτα από λίγα λεπτά το βρέφος ησύχασε και κοιμήθηκε. Ο Βάνκας άκουσε την πόρτα, αφουγκράστηκε και περίμενε λίγο. Πραγματικά, η πόρτα άνοιξε και ακούστηκε μια αντρική φωνή! «Α! Το αφεντικό είναι» σκέφτηκε και κρύφτηκε μέσα σο δωμάτιο του μωρού για να μην τον δει και κρυφοκοιτούσε το αφεντικό του. Ο Βάνκας , όμως άκουσε και μια δεύτερη φωνή, λεπτή και γλυκιά! Τη φωνή μιας γυναίκας και κράτησε την αναπνοή του. Το αφεντικό έδωσε ένα φιλί στο χέρι της γυναίκας και της είπε πως είναι πολύ γοητευτική! Εκείνη γέλασε νευρικά και προσπάθησε να κρατήσει μία απόσταση από αυτόν. Ο Βάνκας την έκανε γύρω στα τριάντα ενώ το αφεντικό του γύρω στα εξήντα! Το αφεντικό την πλησίαζε όλο και περισσότερο ώσπου έφτασαν πολύ κοντά μεταξύ τους! Το παιδί έκλεισε τα μάτια του γιατί δεν ήθελε να δει τη συνέχεια. Δίπλα στην κούνια τον πήρε ο ύπνος. Το επόμενο πρωί ξύπνησε και στις μύτες των ποδιών του βρέθηκε στο Χολ. Μα κάποιος ήταν στην πόρτα, παρατήρησε ο Βάνκας. Απορημένος ανοίγει την πόρτα. Το πρόσωπό του κοκκίνισε, τα μάτια του δάκρυσαν και το χαμόγελό του είχε φτάσει έως τ’ αφτιά (που λέμε)! «Παππού μου! Αγαπημένε μου παππού, ήλθες!» είπε και αγκάλιασε τον άνδρα στην πόρτα, που δεν ήταν άλλος, από τον παππού του. ΄Έτσι παππούς και εγγονός έφυγαν τρισευτυχισμένοι προς το χωριό.
Από τότε η ζωή αυτού του δυστυχισμένου παιδιού, άλλαξε!!! Μαρία Χριστίνα Δημοπούλου Γρήγορα γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί και πέρασε το πολύτιμο μήνυμά του στη χαραμάδα.Οι μέρες περνούσαν και ο Βάνκας, κρατώντας για όπλο την υπομονή του, περίμενε κάποιο γράμμα, κάποιο σημάδι ότι ο παππούς του τον ψάχνει, κι όμως τίποτα. Πέρασαν και άλλες μέρες και το μικρό αγόρι είχε πια πειστεί πως ο παππούς του δεν θα έρθει, πως απλά τον ξέχασε. Ο Βάνκας, περιμένοντας τόσες μέρες να έρθει ο παππούς, είχε μείνει άυπνος, αλλά ο ύπνος τον κέρδισε και τελικά κοιμήθηκε.Καθώς κοιμόταν, άκουσε μια γλυκιά φωνή να του ψιθυρίζει: <<Βάνκα, εγγονάκι μου, έλα σε μένα>>.Ο Βάνκας ξύπνησε απότομα ψάχνοντας για τον παππού του. Έψαξε παντού, στα δωμάτια, στη σοφίτα, μέχρι και στον κήπο, αλλά ούτε ίχνος του παππού. Έτρεξε έξω στον δρόμο να τον ψάξει, έκανε συνέχεια γύρους ώσπου ξαφνικά σταμάτησε. Άκουσε μια άλλη γνωστή φωνή να του λέει: <<Βάνκα,εσύ;>> Γύρισε και τι να δει; Ο παππούς του.Τον πλησίασε γρήγορα και κουλουριάστηκε στην αγκαλιά του, έπεσε στα πόδια του και τον παρακαλούσε να τον πάρει στο χωριό. Ο παππούς του του ζήτησε συγγνώμη που άφησε να υπομείνει όσα ανέφερε στο γράμμα και πως ήρθε να τον πάρει πίσω στο χωριό και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα. Γάκη Αγγελική Ο Βάνκας ευτυχώς είχε σημειώσει τη σωστή διεύθυνση για την κατοικία του παππού του στο μικρό του σημειωματάριο και την έγραψε στο γράμμα. Το γράμμα αυτό, παρόλο που καθυστέρησε, εστάλη στον παππού, ο οποίος μετά από μια εβδομάδα κατόρθωσε να ταξιδέψει στην Μόσχα, όπου βρήκε τον Βάνκα, τον πήρε μαζί του και του πρόσφερε μια άνετη ζωή, καθώς είχε εξοικονομήσει χρήματα από κάποιες σωστές επιχειρηματικές επιλογές του." Διακουμής Γιώργος ...Ο Βάνκας δίπλωσε το γράμμα στα τέσσερα και το έβαλε στο φάκελο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα για ένα καπίκι. Πριν προλάβει να βάλει το γράμμα στην τσέπη του, το αφεντικό του μπήκε μέσα στο μαγαζί και άρχισε να του φωνάζει και να τον ρωτάει για ποιο λόγο χρησιμοποίησε την πένα του και κάθισε στο γραφείο του. Το αφεντικό του άρχισε να τον χτυπάει και του είπε πως θα τον πουλήσει διότι δεν τον αντέχει άλλο.Το επόμενο πρώί το αφεντικό του πήγε να τον πάρει από το μικρό δωματιάκι που κοιμόταν για να τον πουλήσει. Πουθενά όμως ο Βάνκας. Κοίταξε το αφεντικό του παντού μα ο Βανκας είχε εξαφανιστεί.Τότε άρχισε να τον καταριέται και έλεγε πως, όταν τον βρει, θα τον σκοτώσει. Όλα αυτά τα άκουγε ο Βάνκας, μα δε μίλαγε. Περίμενε να φύγει το αφεντικό του για τη δουλειά, ώστε να το σκάσει. Το μεσημέρι η πόρτα βρόντηξε και ο Βάνκας κατάλαβε πως είχε έρθει η στιγμή να το σκάσει. Βγήκε από την κρυψώνα του και σιγά σιγά, μήπως και τον ακούσει κανείς, άνοιξε την πίσω πόρτα του σπιτιού και έφυγε. Μπήκε σ'ένα φορτηγό δίνοντας στον οδηγό όσα λεφτά είχε μαζέψει και του ζήτησε να τον πάει στο χωριό του εκεί που είναι ο παππούς του. Ο Βάνκας έφτασε στο χωριό και είδε τον παππού του. Αμέσως έτρεξε και τον πήρε αγκαλιά. Ήταν η ωραιότερη μέρα της ζωής του, όπως τότε τις παλιές μέρες στο χωριό.Επιτέλους μετά από τόσο καιρό κάτω από την εκμετάλλευση του αφεντικού του, ήταν στο χωριό του, στον παππού του.Ήξερε πως ό,τι και αν συμβεί θα έχει τον παππού του να τον στηρίζει, ήταν επιτέλους ασφαλής μαζί του...
Γραμματικοπούλου Αριστέα