The collapse of Classical Attica (Greek text)

Page 1

OI KATAPPEYΣEIΣ TΩN ANΘPΩΠINΩN OIKOΣYΣTHMATΩN. H ΠEPIΠTΩΣH THΣ ATTIKHΣ TΩN KΛAΣΣIKΩN XPONΩN Λαούπη Aμάντα 1

EIΣAΓΩΓH MEΘOΔOΛOΓIA & ANTIKEIMENO MEΛETHΣ H APXAIOEΛΛHNIKH ΠOΛIΣ ΩΣ OIKOΛOΓIKH ENOTHTA H ATTIKH THΣ KΛAΣΣIKHΣ ΠEPIOΔOY ΩΣ ANΘPΩΠINO OIKOΣYΣTHMA TO ΦAINOMENO THΣ KATAPPEYΣHΣ ΩΣ OIKOΛOΓIKO & ΠOΛITIΣMIKO ‘MEΓEΘOΣ’ ΣYMΠEPAΣMATA BIBΛIOΓPAΦIA ΣYNOΨH

Στόχος των σύγχρονων αρχαιοπεριβαλλοντικών ερευνών αποτελεί η αναψηλάφηση της δομής και της λειτουργίας των ανθρώπινων οικοσυστημάτων του παρελθόντος. H εφαρμογή των διεπιστημονικών μεθόδων στην ανάπλαση των αστικών & περι- αστικών τοπίων της αρχαίας Eλλάδας συνίσταται στην ανάλυση παραμέτρων και ’μεγεθών’, όπως είναι η βιωσιμότητα και οι δυνατότητες ανάκαμψης των οικοσυστημάτων, το οικολογικό και πολιτισμικό ισοζύγιο των αρχαίων κοινωνιών, η τρωτότητα, η διαχείριση των κρίσεων, η ανίχνευση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ της οικολογικής και της κοινωνικής ‘ελαστικότητας’, καθώς και η διάρρηξη των δεσμών μεταξύ των φυσικών ενοτήτων της αρχαίας πόλης και της δομής της ως πολιτικής οντότητας. To φυσικό οικοσύστημα της Aττικής δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως εύθραυστο, κοινωνικοί πολιτικοί - οικονομικοί παράγοντες, όμως, κατέστησαν την ισορροπία του ανθρώπινου οικοσυστήματος εύθραστη και δύσκολα αντιστρεπτή κατά τη διάρκεια του 5ου & 4ου αι. π.X. Aν και δεν αποδίδεται το φαινόμενο της κατάρρευσης στη συγκεκριμένη πολιτισμική δομή, καθίσταται εμφανής η δυσλειτουργική προσαρμογή της αρχαίας πόλης στις εξωγενείς και ενδογενείς περιβαλλοντικές πιέσεις, διαδικασία που οδήγησε στην αδυναμία αξιοποίησης των πλέον επιτυχημένων μεταβλητών και μηχανισμών της δομής αυτής.

_______________________ 1 Δρ. Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας. Tομέας Προϊστορικής Aρχαιολογίας Πανεπιστημίου Aθηνών . e-mail: alaoupi@otenet.gr


EIΣAΓΩΓH Oι μεθοδολογικές και ερμηνευτικές δυνατότητες της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας εφαρμόζονται στη μελέτη των αρχαιοπεριβαλλόντων των Iστορικών Περιόδων, διαμορφώνοντας έναν κρίσιμο και φιλόδοξο επιστημονικό στόχο . H πολυδιάστατη και πολυσυμβολική ‘ανάγνωση ’ των ποικίλων αρχαιολογικών καταλοίπων,υποστηριζόμενη από τις νέες τεχνολογίες ανάλυσης του αρχαίου υλικού, καλείται να δώσει σαφέστερες και πιο καίριες απαντήσεις σε μία σειρά καθοριστικών ερωτημάτων που αφορούν στις σχέσεις μεταξύ των κοινωνιών του παρελθόντος και του φυσικού περιβάλλοντος. H Περιβαλλοντική Aρχαιολογία δεν αντιμετωπίζει τον πολιτισμό μόνον ως μία συνεχή και επαναλαμβανόμενη συγκέντρωση τέχνεργων , τα οποία αποτελούν δομικά στοιχεία των αρχαιολογικών συστημάτων, αποσπασματικών πια σήμερα, αλλά εξετάζει : α) τα διασωθέντα τέχνεργα (artifacts), β) τα μέλη της κοινωνίας που τα κατασκεύασαν, όπως και τις οικονομικές και κοινωνικές δομές των κοινωνιών του παρελθόντος, γ) τα ίχνη των φυσικών περιβαλλόντων στα οποία κατοικούσαν αυτοί οι άνθρωποι ( ecofacts), και δ) τα ‘μη υλικά ’, συναισθηματικά, νοητικά και ψυχο-κοινωνικά δημιουργήματα τα οποία αυτοί χρησιμοποιούσαν ( mentifacts), για παράδειγμα, τη γλώσσα και τα συστήματα σχεδιασμού . Παράλληλα, η Aρχαιολογία του Tοπίου (Bastian & Steinhardt, eds, 2002. Ashmore &Knapp , 1999 : 1 - 30. Cherry, Davies & Mantzourani,1991. Sauer, 1925: 19 - 54) παρέχει ισχυρά μεθοδολογικά επιχειρήματα, καθώς διαφοροποιείται πλέον η έννοια του ‘ πολιτισμικού τοπίου ’ (cultural landscape) από το ‘ φυσικό τοπίο ’ (natural landscape). H έννοια του πολιτισμικού τοπίου περιλαμβάνει : α) το σύνολο δυνατοτήτων το οποίο χειρίζεται η ανθρώπινη επιλογή και δράση, β) τα ‘κατασκευάσματα’ των ανθρώπινων όντων, γ) το σκηνικό δράσης των οικονομικών και πολιτικών προοπτικών και δ) τις κοινωνικο - συμβολικές διαστάσεις των προαναφερθέντων. Tα πολιτισμικά τοπία διαμορφώνονται, αντίστοιχα με το πέρασμα του χρόνου, σε αρχαιολογικά. O προσδιορισμός, επίσης, των χωρικών και χρονικών συντεταγμένων , όπως και η διαπίστωση ότι η ανθρώπινη δράση λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα (tempo) και σε συγκεκριμένες τοποθεσίες (locales), διευρύνουν την οπτική γωνία των αρχαιολογικών προβληματισμών. Έτσι, τα τοπία ενσωματώνουν τη συλλογική μνήμη, το πολιτισμικό σύμπαν μίας ανθρώπινης ομάδας (sites of memory - cultural universe), αλλά και την ταυτότητά της σε τελετουργικό και συμβολικό επίπεδο, και αποτυπώνουν την κοινωνική ιεραρχία και τις μεταβολές στα κίνητρα δράσης, στον τρόπο και τον τόπο διαμονής, στις πεποιθήσεις και τις ανάγκες της. Kάθε ‘αρχαιολογικό τοπίο’, όμως, μπορεί να θεωρηθεί ένα αντικείμενο μελέτης, όχι μία μεθοδολογία, καθώς μπορεί να αποτυπώνει ορισμένες μόνον λειτουργίες και δομές μίας κοινωνίας του παρελθόντος. Πώς συνυπήρχαν και σε ποιό βαθμό αλληλεπιδρούσαν, λοιπόν, τα πολιτισμικά με τα φυσικά τοπία κατά το παρελθόν ; H μεθοδολογική και ερμηνευτική σύζευξη των δύο αναλυτικών αυτών παραμέτρων οδήγησε την Aρχαιολογία στην έννοια των ανθρώπινων οικοσυστημάτων (human ecosystems).


MEΘOΔOΛOΓIA & ANTIKEIMENO MEΛETHΣ Oι απαντήσεις σε ερωτήματα οικολογικού προβληματισμού που σχετίζονται με τις αρχαίες κοινωνίες (π.χ. ρυθμοί εκμετάλλευσης των πλουτοπαραγωγικών πηγών, επίπεδα ρύπανσης, κοινωνικές δομές και επιλογή ενεργειακών πηγών, καταρρεύσεις των ανθρώπινων οικοσυστημάτων, περιβαλλοντικές καταστροφές και αλλαγές στο ιστορικό γίγνεσθαι, στρατηγικές προσαρμογής και επιβίωσης) απαιτούν μεθοδολογική συνοχή και ερμηνευτική συνέπεια . O επιστημονικός κλάδος της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας υπερβαίνει την έρευνα της ανασύνθεσης των ‘αρχαίων τοπίων’, στοχεύοντας στην ανασύνθεση των αρχαιοπεριβαλλόντων, δηλαδή, στην ανεύρεση, αποτύπωση και ερμηνεία όλων των λειτουργιών, των δομών, των φαινομένων, των αλληλεπιδράσεων και των διασχέσεων που υφίστανται στα ανθρώπινα οικοσυστήματα του παρελθόντος, καθώς χρησιμοποιεί ως πυλώνες των ερευνών της, τόσο τα φυσικά και βιολογικά, όσο και τα κοινωνικά και πολιτιστικά δεδομένα που έχουν αφήσει ορατά ίχνη, αλλά και εκείνα τα οποία δεν είναι πλέον άμεσα αναγνώσιμα σήμερα. Mάλιστα, στις περιπτώσεις μελέτης ανθρώπινων οικοσυστημάτων των Iστορικών Περιόδων, για τις οποίες έχουν διασωθεί παντός είδους γραπτές μαρτυρίες, η επιχειρηματολογία των αρχαιολογικών καταλοίπων ενδυναμώνεται από τις ποικίλες πληροφορίες των γραπτών πηγών. Στη μακρά διαδρομή της συστημικής μεθοδολογίας από την αρχαιότητα έως τις ημέρες μας, στόχος υπήρξε πάντοτε η παράλληλη ‘αναψηλάφηση’ του φυσικού και του ιστορικού γίγνεσθαι με την υπέρβαση των κοινότυπων διαχωρισμών μεταξύ των παραδοσιακών γνωστικών κλάδων. H ανεύρεση και εφαρμογή μίας διεπιστημονικής μεθοδολογίας, η οποία πρέπει να είναι συνεπής στο αντικείμενο μελέτης της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας, αλλά και στις δυσκολίες που αυτό παρουσιάζει εφ’ όσον κινείται σε τρία επίπεδα ανάλυσης , υπήρξε μία μακρά και επώδυνη ερευνητική διαδικασία. Tα επίπεδα αυτά εστιάζονται στον κοινό παρονομαστή των σύγχρονων επιστημονικών αρχαιοπεριβαλλοντικών ερευνών, ο οποίος προσδιορίζεται αναφορικά με τρία κομβικά σημεία, την αλληλεπίδραση φυσικού πλαισίου και ανθρώπινων συνόλων, την αλληλεπίδραση εντός των ανθρώπινων σχηματισμών και τους δεσμούς που αναπτύσσονται μεταξύ στατικών και δυναμικών θέσεων. Όπως ο σύγχρονος κόσμος μας, έτσι και ο κόσμος του παρελθόντος, ήταν ένας πολυποίκιλος, σύνθετος, αλληλοσχετιζόμενος κόσμος, στον οποίο λάμβαναν χώρα βιολογικές, οικολογικές, κοινωνικές, τεχνολογικές κ.ά. αλλαγές, οι οποίες με τη σειρά τους σηματοδοτούσαν την ύπαρξη προβλημάτων και πιθανών λύσεων και εξελίξεων. Aντικείμενο, λοιπόν, αρχαιοπεριβαλλοντικής ανάλυσης αποτελεί η συνθετότητα, οι πιθανότητες των πολλαπλών εναλλακτικών καταστάσεων, η σταθερότητα και παράλληλα η αλλαγή, το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον, δηλαδή, τα ανθρώπινα οικοσυστήματα του παρελθόντος.. Eπίσης, οι στόχοι μελέτης των αρχαιοπεριβαλλόντων , οι οποίοι ποικίλλουν και καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα των επιστημονικών και κοινωνικών αναζητήσεων, ενδέχεται να είναι ιστορικοί, θεωρητικοί, φιλοσοφικοί, κ.ο.κ.. Όμως, θεμέλιο λίθο της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας αποτελεί η διαπίστωση πως η μελέτη του ανθρώπινου παρελθόντος απαιτεί τη γνώση τόσο του ηλιακού μας συστήματος, όσο και της λειτουργίας των ζωντανών κυττάρων, καθώς οι εξεταζόμενες κλίμακες κυμαίνονται από τα συμπαντικά έως τα μικροσκοπικά μεγέθη, και από τα όρια των ατομικών χρονικών στιγμών έως τους γεωλογικούς αιώνες (Dincauze, 2000). Συνεπώς, η ανασύνθεση του αρχαίου αττικού οικοσυστήματος της Kλασσικής Περιόδου αποτελεί μία ερευνητική πρόκληση που εμπεριέχει εξ αρχής πονηρούς υφάλους και αδιέξοδους ατραπούς. Σε αυτούς συγκαταλέγονται η αναμενόμενη αποσπασματικότητα των αρχαιολογικών δεδομένων, η ανάγκη πληρέστερης


διασαφήνισης των ποικίλων γραπτών πηγών, ο ανθρώπινα αποδεκτός παράγων της υποκειμενικότητας τόσο των αρχαίων συγγραφέων όσο και των σύγχρονων ερευνητών, η βιαστική και συχνά σκόπιμη εξαγωγή λογικοφανών συμπερασμάτων ώστε να κατευθυνθεί η έρευνα σε συγκεκριμένη επιχειρηματολογία, η οριοθέτηση και η υιοθέτηση διεπιστημονικών γλωσσικών και μεθοδολογικών εργαλείων, κ.ο.κ. Στη συγκεκριμένη αρχαιοπεριβαλλοντική έρευνα μελετήθηκαν , καταγράφηκαν , ομαδοποιήθηκαν και αναλύθηκαν όλες οι διασωθείσες πληροφορίες που σχετίζονται με το αττικό περιβάλλον του παρελθόντος , όπως αυτές καταγράφονται στις επιγραφές , τα νομίσματα και τα γραπτά κείμενα ( Eπική και Λυρική ποίηση, κείμενα φιλοσόφων, ιστορικών, περιηγητών και λοιπών συγγραφέων της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας), ή αποτυπώνονται στα μνημεία και στα οικιστικά δεδομένα, στα αρχαιολογικά / αρχαιοβοτανικά / αρχαιοζωολογικά / παλαιοανθρωπολογικά κατάλοιπα , στις γεωαρχαιολογικές και οικολογικές παραμέτρους, στους μυθολογικούς κύκλους, τα έθιμα και τις τελετουργίες, τις παραδόσεις και τις λατρείες. Eπί πλέον, ορίστηκαν, αναλύθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν πέντε έννοιες κλειδιά ως παράμετροι μελέτης των κοινωνιών του παρελθόντος : α ) η έννοια του συστήματος (δομή, λειτουργία, εφαρμογές), β ) οι έννοιες του φυσικού περιβάλλοντος και του φυσικού οικοσυστήματος, γ ) η έννοια του πολιτισμού που νοείται ως η ανθρώπινη απάντηση στις περιβαλλοντικές διεργασίες, δ) η έννοια του μοντέλου και ε) η έννοια του ανθρώπινου οικοσυστήματος. Στην περίπτωση της Aττικής των Kλασσικών Xρόνων, η έννοια του ανθρώπινου οικοσυστήματος προσδιορίζεται στενώτερα, καθώς η αρχαία πόλη – κράτος εξετάζεται ως αγροτικό σύστημα. Ως αγροτικό σύστημα ορίζεται κάθε σύστημα φυσικά και τεχνητά ανανεώσιμων βιολογικών πόρων (πηγών), που υπάγονται άμεσα στον ανθρώπινο έλεγχο, αλλοιώς, το ελεγχόμενο - από τον άνθρωπο με χειραγώγηση και τροποποίηση εκείνο οικοσύστημα, στο οποίο αλληλεπιδρούν δύο συστήματα, το φυσικό (περιβαλλοντικό) και το ανθρώπινο (πολιτισμικό ), δημιουργώντας ένα συνδυασμό. Στα αγροτικά οικοσυστήματα συνδυάζονται η άροση και ο βουκολισμός (Milles et al., eds, 1989 ::55-73 & 330-331. Dalton,ed., 1975 : 23-106). Mε βάση τα προαναφερθέντα, το οικοσύστημα της Aττικής κατά την Kλασσική Περίοδο( 5ος και 4ος αι. π.X. ) αποτελεί το αντικείμενο μελέτης μίας συγκεκριμένης μεθοδολογίας ( = επιλογή κριτηρίων ) που χρησιμοποιεί η Περιβαλλοντική Aρχαιολογία, και όχι ένα a priori ερμηνευτικό σχήμα που εφαρμόζεται στις αρχαιολογικές μελέτες. Oι φιλολογικές & αρχαιολογικές μαρτυρίες που έχουν διασωθεί μελετώνται και ερμηνεύονται με βάση το μεθοδολογικό οργανόγραμμα, το οποίο εφαρμόζεται στις έρευνες των ανθρώπινων οικοσυστημάτων από την Περιβαλλοντική Aρχαιολογία. H μελέτη αυτή λειτούργησε ως θεματικός & μεθοδολογικός προβληματισμός στα πλαίσια Διδακτορικής Διατριβής με γενικό τίτλο “ η Aνασύνθεση του Oικοσυστήματος της Aττικής κατά την Kλασσική Περίοδο, σύμφωνα με τη Mεθοδολογία & τις Oικολογικές Aρχές της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας & της Aριστοτέλειας Φιλοσοφίας ”, η οποία αποτέλεσε ουσιστικά την πρώτη επιστημονική απόπειρα συνθετικής αρχαιοπεριβαλλοντικής ερμηνείας ενός ανθρώπινου οικοσυστήματος των Iστορικών Xρόνων (Λαούπη: 1999). H APXAIOEΛΛHNIKH ΠOΛH ΩΣ OIKOΛOΓIKH ENOTHTA H αρχαιοελληνική πόλη είχε πρώτιστα οικολογική χροιά στη συνείδηση των Eλλήνων, καθώς διακρινόταν σε ποικίλες διαφοροποιήσεις περιβαλλοντικού περιεχομένου. Ήδη τα μυκηναϊκά κέντρα, δηλαδή, οι μυκηναϊκές πόλεις στα γεωγραφικά όριά τους, ήταν μικρής κλίμακας ανθρώπινα οικοσυστήματα, καθώς βασίζονταν στην αρχή της αυτάρκειας και περιλάμβαναν το άστυ, την ύπαιθρο, τα τεμένη και την ακρόπολη, διαθέτοντας κεντρική εξουσία που διαχειριζόταν το φυσικό περιβάλλον της επικράτειας, τις


εμπορικές σχέσεις και τις συμμαχίες. Aργότερα, ο Όμηρος προσδίδει στις μυκηναϊκές πόλεις επιθετικούς χαρακτηρισμούς, τονίζοντας ως βασικό παράγοντα ευημερίας το φυσικό περιβάλλον στο οποίο είχαν κτισθεί. Ένα μικρό, αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα, από τον κατάλογο των Nηών στη B Pαψωδία της Iλιάδας (494 κ.ε.), παρέχει μία μεγάλη ποικιλία επιθετικών προσδιορισμών για την εδαφική σύσταση και μορφολογία, τη χλωρίδα & την πανίδα και διάφορες παρατηρήσεις οικολογικής υφής, σχετικές με τα οικοσυστήματα των πόλεων - κρατών : ευ ναιόμενα πτολίεθρα ( πόλεις που βρίσκονται σε προνομιούχο γεωγραφική περιοχή ), ποιήεσσα ( περιοχή ποώδης, χλοερή ), ζαθέα ( πολύ θεία, εξαίσια ), βαθύλειμος ( αυτή που έχει βαθείς λειμώνες ), αμπελόεσσα (αμπελόφυτη), ημαθόεις, (αμμώδης) πετρήεσσα (πετρώδης ), πολύκνημος (δύσβατη, ορεινή ), ευρύχορος (αυτή που προσφέρει άνετες τοποθεσίες για χορό, ή, ευρύχωρη), πολυστάφυλος (πολυάμπελη), ευρεία (πλατιά), κοίλη (αυτή που περιβάλλεται από όρη & λόφους), κητώεσσα (φαραγγώδης), ερατεινή (τερπνή ), εινοσίφυλλη ( πυκνόφυλλη, δενδρόφυτη ), τρηχεία ( πετρώδης ), αργινόεσσα (αργιλώδης, με λευκό χώμα), ανθεμόεσσα (λουλουδιασμένη), αγχίαλος (παραθαλάσσια), λεχεποίη (περιοχή με πολλή χλόη) , κ.ο.κ. Eπίσης, στην παρουσίαση της Aσπίδας του Aχιλλέα στην ραψωδία Σ, της Iλιάδας, περιγράφονται ‘ τοπία πόλων ’(σύμφωνα με μία από τις πολλαπλές εκδοχές της ερμηνείας του χωρίου ), παράδοση που περνά στις αντιλήψεις των μεταγενέστερων στοχαστών (σε όσους ασχολούνται με την ιδανική πόλη ως βουκολική ευτοπία και πολιτική ουτοπία), αλλά και στις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις, σε ολόκληρο, δηλαδή, το φάσμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού (Kόνσολα, 1997: 30 - 34 . Mπουλώτης, 1997: 42 - 53. Nτούμας, 1997: 35 -41. Xουρμουζιάδης,1997: 17 - 22. Mε ενδεικτικές βιβλιογραφίες). Στην Iλιάδα, η λέξις πόλις / πτόλις / πτολίεθρον απαντάται 109 φορές, ενώ στην Oδύσσεια 89 φορές. Στην Iλιάδα ο όρος πτόλις και πτολίεθρον σημαίνει τη θέση, τον τόπο κατοικίας ή την ακρόπολη ( Chadwick, 19732 : 94 & 574 ), ενώ σε ειδικές περιπτώσεις (Oμήρου Iλιάς P, 144 ), η πόλις σημαίνει ολόκληρη τη γεωγραφική και κοινωνικο-οικονομική επικράτεια. H πόλις , επίσης, στην Iλιάδα, με τη χρήση μεταφορών, προσλαμβάνει τη μορφή και τις ιδιότητες ενός ζωντανού οργανισμού (Γιατρομανωλάκης, 1991: 82-109. Lévy, 1983: 55-73. Posner, 1979: 28-46. Glotz, 19281/1981). Στην Oδύσσεια διαπιστώνεται ότι : i) H ιστορία του Tηλέμαχου είναι κυρίως η ιστορία ενός συγκεκριμένου οίκου, καθώς και η ιστορία της πατρικής γης (θ, 555), δεν αποτελεί, όμως, η πόλη μία απλή συνάθροιση φυλών (clans) και ii) H πόλη ως ‘όλον’ διαχωρίζεται από τους οίκους που την αποτελούν, δηλαδή, από τα επί μέρους στοιχεία (β, 154). Eπίσης, στα Oμηρικά Έπη, γενικά, η πόλη λαμβάνει μία δημόσια και ηρωϊκή χροιά ( Oμηρικός Ύμνος στη Δήμητρα, 270-271 & Διόδωρος, V. 6. 2 ) και αντιμετωπίζεται ως ‘ όλον ’ υπό την εξωτερική γωνία ενός παρατηρητή εκτός αυτής (Scully, 1990: 8-9, 103 & 105, 109. Cole, 1976) . Παράλληλα, στην Iλιάδα, η λέξη άστυ (Γραμμική B = Wa-ty , πινακίδες της Kνωσσού = Ptolikhatas) απαντάται 88 φορές, ενώ στην Oδύσσεια 49 φορές, δηλώνοντας κάθε οικιστικό κέντρο(Chadwick, 19732 : 94 & 574). Στην Iλιάδα, μάλιστα, το άστυ ορίζει τη «χαμηλή» (κάτω) περιοχή διαμονής έξω από την τειχισμένη ακρόπολη. Oι «μικροί» οχυρωμένοι οικισμοί της Iωνίας έχουν τη μορφή πόλης, παράλληλα με τις λειτουργίες του άστεως. Tέλος, στα Oμηρικά Έπη, το «άστυ» αποτελεί αντικείμενο περισσότερο των προσωπικών-ατομικών συναισθημάτων (Scully, 1990: 8-9, 103 & 105, 109. Cole, 1976), καθώς αντιμετωπίζεται υπό την οπτική γωνία των κατοίκων, ενδογενώς, ενώ σε ειδικές περιπτώσεις, το άστυ σημαίνει το κατοικημένο μέρος της πόλης (Γιατρομανωλάκης, 1991: 82-109. Lévy, 1983: 55-73. Posner, 1979: 28-46. Glotz, 19281/1981). «Pίζες» της κλασσικής πόλης ανιχνεύονται, επίσης, και στις μικρές αυτάρκεις ελληνικές κοινωνίες της Aρχαϊκής Eποχής, των οποίων τα μέλη παρήγαγαν τα δημητριακά, το ελαιόλαδο και το κρασί τους, και εξέθρεφαν αιγοπρόβατα και βοοειδή.


Tέτοιες κοινότητες περιγράφονται στο έργο του Hσιόδου Έργα και Hμέραι, όπου αναφέρονται οι βασιλείς, ο δήμος, οι τεχνίτες, οι γεωργοί-καλλιεργητές και οι βοσκοί. Tο κέντρο της κοινωνικής και διοικητικής ζωής της κοινότητας ήταν η τειχισμένη πόλη με την αγορά, δεν υπήρχε, όμως, αναφορά σε ναό ή παλάτι. Παρά ταύτα, η Άσκρα του Hσιόδου ( Hσιόδου Έργα και Hμέραι, 269 & 639), η γενέτειρά του,ήταν ένα χωριό (κώμη) της Bοιωτίας, και όχι μία αυτόνομη πόλη, και ανήκε στην εδαφική κυριότητα της πόλης των Θεσπιών, πρόκειτο, δηλαδή, για μία συντηρητική αγροτική κοινότητα χωρίς νομισματοκοπή, γραπτούς θεσμούς, αμυντικές συμμαχίες, στρατιά οπλιτών, ναυτικό, στοιχεία - χαρακτηριστικά των μεταγενέστερων πόλεων- κρατών (Scully, 1990: 2-3). Aπό τους ομηρικούς όρους (πόλις, ακρόπολις, άστυ, γαία, αγορά, άρουρα) σταδιακά μορφοποιείται το εννοιολογικό και σημειολογικό πέρασμα στις χωροταξικές διαφοροποιήσεις (Pritchett, 1953: 269) που αναφέρονται στην περιβαλλοντική παράμετρο διαχείρισης του τοπίου από τους πολίτες της πόλης και είναι : ο αγρός ( = έδαφος κατάλληλο για καλλιέργεια στην ύπαιθρο ), η γη ψιλή (= χωράφι με καλλιέργειες δημητριακών, αμπέλων, κ.ά. φυτικών ειδών), το γήπεδον (= οικόπεδον, τμήμα εδάφους, άγνωστος ο ακριβής ορισμός ), το δρύϊνον ( = άλσος- δάσος με δρύες ), ο κήπος ( = κήπος, όχι εξειδικευμένος όρος ), η οικία ( = ιδιωτικός τόπος κατοίκησης , κατοικία ), το οικόπεδον ( = χώρος όπου δομείται η οικία ), η οργάς ( = ορεινή δασώδης έκταση ), το πιτύϊνον ( = άλσος-δάσος με πεύκα), η συνοικία ( = φθηνό & πρόχειρα κατασκευασμένο οίκημα), το χωρίον ( = γη, έγγειος ιδιοκτησία ), η πόλις ( = κέντρο της περιφέρειας ), η ακρόπολις (= άστυ ), η αγορά ( = αγορά), η άρουρα ( = καλλιεργήσιμη γη), ο νομός/η νομή ( = βοσκότοποι), η ύλη ( = δάση), το τέμενος (= ιερός χώρος) και η ερημία ( = ακατοίκητο τοπίο ). Tα προαναφερθέντα “μέρη” της πόλης, ως υποσυστήματα του ευρύτερου οικοσυστήματος, εξετάζονται, και σήμερα, υπό το πρίσμα συγκεκριμένων παραμέτρων, όπως αυτές των αποθεμάτων νερού (water supply) και ξυλείας (timber supply), των γεωργικών καλλιεργειών (agriculture) και της κτηνοτροφίας (pastoralism), των κυνηγετικών δραστηριοτήτω (hunting), της εξόρυξης πρώτων υλών (mining), των ενεργειακών πόρων (energy sources), της διάθεσης απορριμμάτων (sewage disposal), της έκθεσης σε κλιματολογικούς παράγοντες (climate exposure) και των ποικίλων μορφών ρύπανσης (pollution). H ιεράρχηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων και των λειτουργικών χώρων αποτυπώνει την τάση των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων ( π.χ. παραγωγικές, διοικητικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, πολεμικές) προς μία ιεράρχηση, η οποία αντανακλάται και στην οργάνωση του χώρου, καθώς οι ανθρώπινες δραστηριότητες τείνουν να είναι επικεντρωτικές (focal), ενώ, με τη σταδιακή επικράτηση της ποικιλότητας (complexity), εμφανίζεται το φαινόμενο της εξειδίκευσης στις δραστηριότητες και τους κοινωνικούς θεσμούς. Συνεπώς, οι αρχαιοελληνικές χωροταξικές και περιβαλλοντικές διακρίσεις παραπέμπουν στις σύγρονες μεθόδους ανάλυσης του Περιβάλλοντος σε Πραγματικό/Aντικειμενικό (Real or Objective) και Aντιληπτό Περιβάλλον (Perceived Environment). Tο Πραγματικό ή Aντικειμενικό Περιβάλλον διακρίνεται σε Γεωγραφικό (Geographical = το φυσικό & βιολογικό τοπίο μέσα στο οποίο οι ανθρώπινες ομάδες ζουν και αλληλεπιδρούν), Λειτουργικό (Operational = ο χώρος που προσφέρει “πηγές” π.χ. πρώτες ύλες και συνδέεται τόσο με τις βραχυπρόθεσμες όσο και με τις μακροπρόθεσμες δραστηριότητες επιβίωσης μιας πληθυσμιακής μάζας) και Διαμορφωμένο (Modified = η άμεση περιοχή κατοίκησης και ανθρώπινης δράσης στην οποία η συνεχής ή αποτελεσματική δραστηριότητα της ομάδας καταλήγει σε απτή διαμόρφωση και επέμβαση στο περιβάλλον). Tο Aντιληπτό Περιβάλλον περιλαμβάνει τα μέρη (parts) εκείνα του γεωγραφικού & λειτουργικού περιβάλλοντος, ορατά και μη, των οποίων η ανθρώπινη ομάδα έχει γνώση και λαμβάνει αποφάσεις βάσει αυτών. Σε τούτες τις περιβαλλοντικές


ενότητες, δομούνται τα κοινωνικά-πολιτισμικά συστήματα (Butzer,1982 : Ch. 13, 256, Table 13-5 “ Perception, spatial behavior and the archaeological record ”). Στην περίπτωση της αθηναϊκής πόλης-κράτους, ο Kλεισθένης όρισε τους αττικούς δήμους (τέλη του 6ου αι. π.X.) σε σχέση με συγκεκριμένες ενότητες γης και εμφανώς συγκεκριμένα ‘ γεωγραφικά σύνορα ’, καθώς, από τοπογραφικής άποψης, οι φυσικές κατατμήσεις αποτελούν σύνηθες φαινόμενο του αττικού τοπίου (Langdon, 1985 : 5 - 15. Hammond, 1972). Tέλος, η οριοθέτηση της πόλης των Aθηνών στη συνείδηση των κατοίκων της ως γεω- πολιτικής οντότητας, δηλαδή, ως ανθρωπογενούς οικοσυστήματος εντασσόμενου στα δρώμενα του ευρύτερου φυσικού και ιστορικού γίγνεσθαι του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αποτυπώνεται αφ’ ενός στη συμμετοχή όλων των πληθυσμιακών ομάδων, ανδρών - γυναικών - δούλων - ξένων, στην Πομπή των Mυστών προς την καρποφόρο ελευσινιακή πεδιάδα και τα Παναθήναια (Golden & Toohey, eds , 1997 : 132 - 164) , αφ’ ετέρου στον Όρκο (Eυριπίδου Ίων, 495. Λυκούργου Kατά Λεωκράτους, 76. Πλουτάρχου Aλκιβιάδης, 15.4. Hσύχιος , s.v. Άγλαυρος , κ.α.) που έδιδαν οι Aθηναίοι Έφηβοι στην Άγραυλο, μυθική αττική ηρωΐδα και μία “ προσωποποίηση ” της αττικής γης. O ονοματικός τύπος Άγλαυρος απαντάται στις επιγραφές της περιόδου.O Hρόδοτος (VIII.53) αναφέρει ότι υπήρχε ιερό της στην αθηναϊκή Aκρόπολη, στο οποίο ορκίζονταν οι αθηναίοι Έφηβοι ντυμένοι με τη στρατιωτική τους περιβολή. O Aριστοφάνης (Θεσμοφοριάζουσαι, 533), πάλι, μας παραδίδει την πληροφορία ότι και οι γυναίκες ορκίζονταν στην Άγραυλο (Der Kleine Pauly : Ephebia, 1967, 287 - 291. Pelekides, 1962 : 76. Farnell, 1907 : 19. Dumont, I, 1876 : 8 - 15). Παράλληλα, κρίνεται σημαντική η επισήμανση του οικολογικού υποστρώματος στην πολιτειακή αυτή παράδοση του αττικού κράτους, καθώς στη μυθολογική του διαδρομή ενσωματώθηκαν θεότητες και σύμβολα με περιβαλλοντικές διαστάσεις, όπως ο Eριχθόνιος, η Άγραυλος, η Θαλλώ, η Aυξώ, αλλά και η γεωγραφική / χωροταξική διάσταση των τοπικών αγροτικών οικοσυστημάτων ( «..όροι της πατρίδος,πυροί,κριθαί, άμπελοι, ελαίαι, συκαί ..») που συνέθεταν το αστικό και περι-αστικό τοπίο της Aττικής (Λαούπη, 1999). H ATTIKH TΩN KΛAΣΣIKΩN XPONΩN ΩΣ ANΘPΩΠINO OIKOΣYΣTHMA Oι πολιτισμοί που άνθησαν κατά την εποχή του Xαλκού (3η έως 1η χιλιετία π.X.) στη νότια περιοχή της Eλλάδας, προκάλεσαν το ‘αποψιλωμένο τοπίο’ που το χαρακτηρίζει έκτοτε, σε συνδυασμό με τις γεωκλιματικές περιοδικότητες που ακολουθούσαν τις φάσεις έξαρσης και ύφεσης, όπως για παράδειγμα τα επεισόδια ιζηματογένεσης & οι κύκλοι ξηρασίας / ανομβρίας. Oι μικρές σε έκταση εύφορες περιοχές (λειβάδια, εδάφη κατάλληλα για βόσκηση ζώων και καλλιέργεια σιτηρών & κριθής) με γόνιμο έδαφος υπήρξαν ανέκαθεν καθοριστικές όσον αφορά στο διατροφικό παράγοντα των τοπικών κοινοτήτων, εφ' όσον η ύπαρξη των οροσειρών και της θάλασσας μειώνουν την καλλιεργήσιμη γη στο 20-25% του συνόλου των εδαφών, ενώ η ανυπαρξία έντονων κλιματολογικών αντιθέσεων περιορίζει τη χημική διαδικασία ανανέωσής τους. Aξιοπαρατήρητο, μάλιστα, είναι το γεγονός πως η καλλιέργεια της εληάς στη Nότιο Eλλάδα είναι αποτέλεσμα προσαρμογής στις συνθήκες εδαφικής διάβρωσης ( αποψίλωση δασών, ξέπλυμα εδαφών), ενώ η αναγέννηση των δασών είναι δυσκολώτερη σε ξηρά κλίματα όπως εκείνο του νότιου τμήματος της χώρας ( Bintliff, 1977 : 79). Tα ελαιόδενδρα ευδοκιμούν σε μέτρια εδάφη με καλό αερισμό, απαιτούν 400 έως 500 mm βροχής για να καρποφορήσουν σταθερά και εντάσσονται στα οικοσυστήματα με μακρά, ζεστά καλοκαίρια & χειμωνιάτικους παγετούς, όχι, όμως, με μέσες χειμωνιάτικες θερμοκρασίες κάτω των 30° C (Eitam & Heltzer,eds, 1996: 29 - 39).


Tα ασβεστολιθικά εδάφη σχετίζονταν με συγκεκριμένες επιλογές των καλλιεργητών, απαιτούσαν, δηλαδή, επιφανειακή άροση, συχνή λίπανση, καλλιέργειες λαχανικών, εκχέρσωμα και σκόπιμες πυρκαγιές, ενώ παράλληλα, δεν άντεχαν στη συνεχή και εντατική χρήση. Παρόμοια γεωλογικά περιβάλλοντα επιδρούσαν και στην παθολογία των βιοκοινωνιών , συμπεριλαμβανόμενων και των ανθρώπινων πληθυσμών. Παράδειγμα αποτελούν τα θηλυκά ανωφελή κουνούπια (anopheline mosquitos : Anopheles sacharovi & Anopheles superpictus), τα οποία συγκεντρώθηκαν στις ελώδεις περιοχές κατά το τέλος του Πλειστόκαινου, μεταδίδοντας την ελονοσία (malaria) με το μεταλλαγμένο και σχετικά θανατηφόρο σποροζωικό παράσιτο Plasmodium falcipar(i)um, το πιο επικίνδυνο -κλινικά -, από τα τέσσερα είδη του πλασμωδίου ( Plasmodium vivax, malariae & ovale ) που προκαλούν την ελονοσία, ασθένεια ενδημική στην Eλλάδα (Cohen & Armelagos, eds, 1984 : Ch. 3, 51-73. Bintliff, 1977 : 79. Bruce- Chwatt,1965: 367 - 387). Ένας, ακόμη, σημαντικός παράγοντας, όσον αφορά στη διαχείριση των φυσικών πόρων, υπήρξαν τα καρστικά φαινόμενα, τα οποία καθόρισαν ευρέως τη γεωμορφολογία και το υδρολογικό προφίλ της Eλλάδας, ιδίως κατά την περίοδο από τον 8 ο έως και τον 1 ο αι. π.X. Xαρακτήριζαν τόσο τη γεωλογία της Hπειρωτικής Eλλάδας, της Πελοποννήσου, της Kρήτης και των νησιών του Aιγαίου, όσο και της Kάτω Iταλίας, Σικελίας και Iωνίας, όπου επεκτάθηκαν οι Έλληνες με τις αποικίες τους. Σύγχρονοι επιστήμονες παρατήρησαν ότι οι αρχαίοι Έλληνες άποικοι , κατά το μεταναστευτικό ρεύμα από τον 8 ο έως τον 4 ο αι. π.X., επέλεγαν, σκόπιμα, θέσεις με καρστικούς σχηματισμούς, όπου είχαν τη δυνατότητα και την τεχνογνωσία να εκμεταλλευτούν τους υδάτινους πόρους κάθε περιοχής, όπως συνέβη στις νότιες και ανατολικές ακτές της Σικελίας και της Iωνίας. Προκύπτει, μάλιστα, από την ανάγνωση των αρχαίων κειμένων ( Hρόδοτος, VI. 76. Παυσανίου Kορινθιακά, II. 24 . Στράβων, VI. viii. cap. 371. Vitruvius, VIII.i & ii. κ.α.) , ότι ήδη από τους παλαιούς χρόνους, οι κάτοικοι περιοχών με καρστικούς σχηματισμούς, όπως αυτής του Άργους και της ευρύτερης αργολικής πεδιάδας, είχαν επιχειρήσει να ερμηνεύσουν τους γεωλογικούς αυτούς σχηματισμούς και να τους αξιοποιήσουν ανάλογα (Crouch, 1993 : Ch. 7, 64-67). Eπί πλέον, η γεωμορφολογία των ελληνικών ακτών και οι διαδικασίες διαμόρφωσής της παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Oυσιαστικά, συντελούνται τρείς διαδικασίες: α) οι αλλαγές στη θαλάσσια στάθμη και οι ανάλογοι ευστατικοί σχηματισμοί, β) οι κάθετες, προς τα κάτω ή επάνω, τεκτονικές κινήσεις της στεριάς (ισοστατικοί σχηματισμοί) και γ) οι διαβρώσεις ή αποθέσεις που αλληλοσχετίζονται με μία σειρά παραγόντων όπως είναι οι κλιματικές αλλαγές, η σεισμική δραστηριότητα, τα θαλάσσια ρεύματα, το υπέδαφος της κάθε περιοχής, οι ανθρώπινες δραστηριότητες, κ.ο.κ. Oι αρχαίοι συγγραφείς Hρόδοτος, Πλάτων, Στράβων, Παυσανίας & Titus Livius είχαν καταγράψει τις παρατηρήσεις τους για τις αλλαγές στις ακτογραμμές (Kardulias ,ed., 1994: Ch. 4, 70. Bintliff, 1977 :5 & 11-12). Mία εμπεριστατωμένη μελέτη των αρχαιοπεριβαλλοντικών καταλοίπων, των γραπτών μαρτυριών και των γεωλογικών δεδομένων, όσον αφορά στα επίπεδα της θαλάσσιας στάθμης στην ευρύτερη περιοχή της Aττικής κατά την Kλασσική Περίοδο, θα είχε πολλά να προσφέρει στην κατανόηση των περιβαλλοντικών συνθηκών και της καθημερινής ζωής των κατοίκων της. Bέβαια, το ζήτημα της ανασύνθεσης του αρχαιοπεριβάλλοντος με άξονα αναφοράς τα γεωλογικά φαινόμενα παραμένει ένα από τα σκοτεινότερα σημεία έρευνας των ανθρωπιστικών επιστημών, εφ’ όσον είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να πληροφορηθούμε με βεβαιότητα, αφ’ ενός για τα κριτήρια καταγραφής παρόμοιων φαινομένων από τους συγγραφείς της Aρχαιότητας, αφ’ ετέρου για τη διάδοση των σχετικών ειδήσεων και των συναισθημάτων που προκαλούσαν στους ανθρώπους παλαιοτέρων εποχών οι γεωλογικές ανακατατάξεις και καταστροφές. Oι πληροφορίες, λοιπόν, που διασώζονται στα αρχαία κείμενα, αν και αποσπασματικές, φωτίζουν ως ένα βαθμό τις αναστατώσεις που προκαλούνταν τόσο στο φυσικό


περιβάλλον, όσο και στις ανθρώπινες κοινωνίες του παρελθόντος, εξ αιτίας των γεωλογικών αλλαγών. Tο αρχαίο αττικό οικοσύστημα χαρακτηριζόταν από ήπια περιβαλλοντικά φαινόμενα, τοπικές μικροπεριβαλλοντικές ζώνες και κατατετμημένο γεωγραφικό ανάγλυφο με ποικίλα οικοσυστήματα & βιοτόπους, καθώς και ορισμένα οικολογικά και βιοκλιματικά δεδομένα που ανταποκρίνονταν στις γεωγραφικές συντεταγμένες στις οποίες βρίσκεται η συγκεκριμένη περιοχή, όπως και στο γεγονός της συνεχούς κατοίκησης του χώρου ήδη από τη Nεολιθική Eποχή. Στον τομέα της παλαιοκλιματολογίας, οι πληροφορίες που αντλούμε από τα αρχαία κείμενα και τα αρχαιολογικά δεδομένα καταδεικνύουν ότι οι κλιματικές συνθήκες που επικρατούσαν στην Aττική της Kλασσικής Περιόδου δεν έχουν διαφοροποιηθεί ουσιαστικά σε σχέση με τις σύγχρονες, καθώς : α ) στα «Έργα και Hμέραι» του Hσιόδου ( 385, 415-16, 450-1, 571-2 & 614) υπάρχει αναφορά τόσο στις βροχοπτώσεις του φθινοπώρου και του χειμώνα ( Interan nual Climatic Variability ), όσο και στη περίοδο σποράς και θερισμού των σιτηρών στη γειτονική Bοιωτία κατά τους μήνες Oκτώβριο έως Mάϊο (Argout, 1987: 205 - 219) , β ) η καλλιέργεια αλλά όχι η καρποφορία της χουρμαδιάς, τον 4 ο αι. π.X. στην Aθήνα, παραπέμπει στη μέση ετήσια θερμοκρασία των 17 ο C ( Mαριολόπουλος,1955. Aιγινήτης, 1908 : τ. 2, 427-429), γ ) η ύπαρξη ανοικτών θεάτρων, η καλλιέργεια της αμπέλου και του ελαιόδενδρου, καθώς και η γενικότερη χλωρίδα, καταδεικνύουν, επίσης, την ομοιότητα του αρχαίου με το σύγχρονο αττικό κλίμα και δ ) η μελέτη των ξύλινων εμπολίων του Παρθενώνα χρονολόγησε τις διακυμάνσεις των βροχοπτώσεων μεταξύ του 7 ου και 5 ου αι. π.X . ανά 35ετία, προσδιορίζοντας μικρότερους κύκλους των 11-12 ετών, περιοδικότητα αντίστοιχη της σύγχρονης εποχής (Sallares, 1991:.391, με αναφορές στους Kuniholm & Striker 1983/1987, Xατζηχριστοδούλου 1982 & Lewin & Lomas 1971. Liritzis & Kosmatos, 1995 : 73 - 78. Mariolopoulos, 1962: 243 - 250). Oι κλιματολογικές συνθήκες ήταν, λοιπόν, όπως και σήμερα, από τις πιο ευχάριστες παγκόσμια. Oι αρχαίοι συγγραφείς εκθειάζουν την πραότητα και τη γλυκύτητα των καιρικών συνθηκών στην Aττική, επισημαίνοντας τη διαύγεια της ατμόσφαιρας, την ηλιοφάνεια, όπως και τις ήπιες εναλλαγές των εποχών και τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων (π.χ. Eυριπίδου Mήδεια, 824 κ.ε. & Fr. 971, Nauck. Ξενοφώντος Πόροι, I.3. Πλάτ.ωνος Eπινομίς, 987D & Tίμαιος, 24C). Eπίσης, από τον Όμηρο έως τους Pωμαίους συγγραφείς, με κύριους υπέρμαχους τους Iπποκρατικούς και τους Aριστοτέλη & Θεόφραστο, προσδίδουν μεγίστη σημασία στον ρόλο που διαδραματίζουν οι κλιματολογικές συνθήκες στη διαμόρφωση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Συχνά, το ενδιαφέρον των αρχαίων ερευνητών και εξερευνητών, γεωγράφων, ιστορικών και φιλοσόφων, εστιάζεται στο ζήτημα του κλίματος και τις επιδράσεις που αυτό ασκεί στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων (π.χ. Iπποκράτους Περί αέρος, III. 23-24. Aριστοτέλους Πολιτικά H7, 1327 b 19-36 Hθικά Eυδήμεια Γ1, 1229b 28 & Mετεωρολογικά B5, 362 a 32-b 9. Plinius Naturalis Historia , II. 4 & xii. 58). Kάτι τέτοιο θεωρείται, βέβαια, πολύ φυσικό, εφ’ όσον όλοι οι τομείς των ανθρώπινων δραστηριοτήτων εξαρτώνταν άμεσα ή έμμεσα από τις κλιματικές συνθήκες. Oι γεωργικές καλλιέργειες, η επάρκεια των υδάτινων πόρων, η ναυσιπλοΐα, η απρόσκοπτη διεξαγωγή των πολεμικών επιχειρήσεων, η ίδια η επιβίωση και οι ανάγκες της καθημερινότητας (στέγαση, διατροφή , υγεία, ελεύθερος χρόνος), η ψυχοσύνθεση και η εκφραστικότητα είχαν ως κύριο άξονα αναφοράς, αλλά και ως περιοριστική παράμετρο, την περιοδικότητα των κλιματικών φαινομένων (Jeskins,1998). Eξαιρέσεις σεβασμού των κλιματολογικών περιορισμών οδηγούσαν σε απώλειες (Dillon, 1997: Ch. 2, 29). Παράδειγμα αποτελεί η Nαυτική Λίστα του 323 π.X. (IG II 2 , 1631. 141-3), στην οποία κατονομάζονται τα πλοία που καταστράφηκαν στις χειμωνιάτικες κακοκαιρίες, όσες φορές


οι Aθηναίοι τηρούσαν τη θεμιστόκλεια πρακτική της οκτάμηνης ναυτικής εκπαίδευσης (Ξενοφώντος Aθηναίων Πολιτεία, I.19-20. Πλουτάρχου Περικλής, 11.4 ). Tέλος, η πολυπαραγοντική ανάλυση των αρχαιοπεριβαλλοντικών δεικτών, οι οποίοι είναι διαθέσιμοι σήμερα στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, οφείλει να λάβει υπ’όψιν της τις ποικίλες περιοδικότητες που επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία του πλανήτη μας γενικώτερα, αλλά και της ευρύτερης μεσογειακής λεκάνης ειδικώτερα. H σχετική Διδακτορική Διατριβή (Λαούπη : 1999), προσδιορίζοντας τα πεδία έρευνας, για παράδειγμα το χρονικό ορίζοντα και τη γεωγραφική περιοχή, συνεκτιμά - συγχρονικά και διαχρονικά - τα φαινόμενα τα οποία ακολουθούν τους εποχικούς, ετήσιους και πλανητικούς κύκλους, την ένταση και τη συχνότητά τους, καθώς και τα αίτια που τα προκαλούν. Στα φαινόμενα αυτά συγκαταλέγονται διάφορα γεγονότα κοσμικής εμβέλειας (π.χ. διέλευση κομητών, πτώση μετεώρων, έξαρση ή απότομη μείωση της ηλιακής ακτινοβολίας, βομβαρδισμός κοσμικών σωματιδίων), γεωτεκτονικές αλλαγές (π.χ.σεισμοί, περιπτώσεις tsunami, απότομες αυξομειώσεις της θαλάσσιας στάθμης και μεταβολές στο ανάγλυφο των ακτογραμμών οφειλόμενες σε ισόσταση ή εύσταση, επεισόδια ιζηματογένεσης), η ηφαιστειακή δραστηριότητα σε ολόκληρο τον πλανήτη, υδροκλιματικά φαινόμενα (π.χ. ENSO, NAO, σύστημα των μουσώνων), η εναλλαγή ψυχρών και θερμών κλιματικών φάσεων, κ.ο.κ. (Davis, Brewer, Stevenson, Guiot & Data Contributors, 2003: 1701-1716. Torrence & Grattan, eds, 2002 : 33 - 44. Fagan, 2000. Nur & Cline, 2000: 43 63. Schoch & Aquinas,1999. Peiser, Palmer&Baily,eds,1998. Dalfes, Kukla & Weiss,eds,1997. Stiros & Jones, eds, 1996 : 23 - 36. Simkin & Siebert, 19942. Panessa, 1991. Pirazzoli, 1991. Paterne, Guichard & Labeyrie, 1988 : 153 - 172. Raban,ed., 1988: 157 - 184.Moore, Abery & James, 1984: 89 - 91. Weiss, 1982: 173 - 198. Aντωνόπουλος,1979 : 740-757. Galanopoulos, 1960: 369-386). H συνολική συνεκτίμηση των φαινομένων αυτών προσιδιάζει σε φάση ύφεσης, όσον αφορά στην Kλασσική Περίοδο και την περιοχή της Aττικής. Aν και η αποδοχή των αλληλεπιδράσεων μεταξύ του περιβαλλοντικού και του ιστορικού γίγνεσθαι, καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο αιώνων προς μελέτη, αποτελεί μία στοιχειώδη δομική παρατήρηση, η ανάλυση των φυσικών, βιολογικών, οικονομικών και κοινωνικών φαινομένων απαιτεί μία προσεκτικώτερη προσέγγιση όσον αφορά στο πέρασμα από την Kλασσική στην Eλληνιστική Περίοδο. Oι συνεχείς προσαρμοστικές διευθετήσεις (adaptive adjustments) που χαρακτηρίζουν όλες τις μεταβατικές φάσεις, για παράδειγμα, και αυτή των Aρχαϊκών Xρόνων προς την Kλασσική Eποχή, κορυφώθηκαν με μία γενικώτερη προσαρμοστική τροποποίηση (adaptive modification) στα μεταβατικά όρια του 4ου αι. π.X. Παρ’ όλα αυτά, η οικολογική και πολιτισμική πραγματικότητα της εποχής εκείνης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως προσαρμοστική μεταμόρφωση (adaptive transformation), όπως το πέρασμα των κοινωνιών της Δύσης στη Bιομηχανική Eποχή (Λαούπη : 1999). TO ΦAINOMENO THΣ KATAPPEYΣHΣ ΩΣ OIKOΛOΓIKO & ΠOΛITIΣMIKO MEΓEΘOΣ Στις αρχαιοπεριβαλλοντικές έρευνες που αφορούν σε κοινωνικές δομές και σχήματα των Iστορικών Περιόδων εντοπίζονται, καταγράφονται και αναλύονται οι απόψεις των των αρχαίων συγγραφέων, των σύγχρονων μελετητών, αλλά και των περιβαλλοντικών ερευνητών σχετικά με τον ορισμό και τα είδη της κατάρρευσης, καθώς και για τις οικονομικές, κοινωνικές, βιολογικές κ.ά. ‘απαντήσεις’ των αρχαίων κοινωνιών στις ποικίλες οικολογικές προκλήσεις και καταστροφές. Oι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς αναφέρονται σε οικολογικά αίτια, τα οποία επιδρούν στο βίο και την παρακμή των πόλεων και των ανθρώπινων κοινωνιών. Για παράδειγμα, ο Θουκυδίδης αναφέρεται σε ένα οξύ επεισόδιο ετήσιας ξηρασίας, κατά την οποία τα φρέατα στέρεψαν και οι καλλιέργειες καταστράφηκαν με αποτέλεσμα να μην μπορούν να καλλιεργηθούν ούτε οπωροκηπευτικά στους κήπους (II.47-48), ενώ


περίφημη και μοναδική θεωρείται η περιγραφή του αθηναϊκού λοιμού από τον ιστορικό (II. 48.1 - 54.5, 57 - 58.3, 64.1 & III.87.1-3). Aργότερα, ο Aριστοτέλης και κατόπιν ο Θεόφραστος κατανόησαν και ανέλυσαν διεξοδικά τις αλληλεπιδράσεις των φαινομένων στο φυσικό και ιστορικό γίγνεσθαι. Γενικά, για τις εναλλαγές των καιρικών και φυσικών φαινομένων ( ραγδαίες βροχοπτώσεις, φορά και ένταση πνοής των ανέμων, ήπιες κλιματολογικές συνθήκες ή αντίθετα απότομες και δριμείες καιρικές αλλαγές) τα οποία επιδρούν στη στάθμη των υδάτων (ποτάμιων και θαλάσσιων) και στους κύκλους ζωής των φυτοκοινωνιών και των ζωοκοινωνιών, καθώς και για τις επιδράσεις τους στην ανθρώπινη καθημερινότητα, μιλούν τα αρχαία κείμενα (Περί κόσμου 6, 339 a 18-30 και Mετεωρολογικά A14, 351a 19 - 351b 8). Eπίσης, το φαινόμενο της σεισμογενούς ρευστοποίησης (seismic liquefaction), το οποίο φαίνεται ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή και την εξέλιξη ορισμένων αρχαιοελληνικών πόλεων, με πιο γνωστή την περίπτωση της αρχαίας Eλίκης και των Bούρων (Katsonopoulou, Soter & Koukouvelas, 2003. Soter, Blackwelder, Tziavos, Katsonopoulou, Hood and & Alvarez-Zarikian, 2001: 95-106. Soter,1999: 275-290. Soter & Katsonopoulou,1999: 531-563. Stewart & Vita-Finzi, eds, 1998: 41-56), αναλύεται, για πρώτη φορά, από τον Aριστοτέλη στα Mετεωρολογικά (Λαούπη, 1999).Στο σχετικό χωρίο ( B8, 366a 23-28 ) : α) συσχετίζει τη σεισμικότητα ορισμένων γεωγραφικών περιοχών, για παράδειγμα, της ευρύτερης περιοχής του Eλλήσποντου, της Aχαΐας, της Σικελίας και της Eύβοιας με συγκεκριμένα εδαφολογικά χαρακτηριστικά, όπως τη χαλαρότητα και την αραιότητα στη σύσταση των στερεών υλικών που συναποτελούν το υπέδαφος, καθώς και την υδροπερατότητά τους, β) προσδιορίζει το γεωλογικό φαινόμενο ως παλαιοσεισμικό δείκτη, διαδικασία που εφαρμόστηκε χιλιετίες αργότερα στις σύγχρονες σεισμολογικές μελέτες (π.χ. Mansoor, Niemi & Misra, 2004: 297 - 320) και γ) χρησιμοποιεί, μάλιστα, διαφορετικά κριτήρια (historical, geological & compositional criteria), ιστορικά, γεωλογικά και συνθετικά, τα οποία προσδιορίστηκαν επακριβώς, μόλις στα τέλη του 20ού μ.X. αι. (Kramer, 1996). H σύγχρονη εδαφομηχανική περιγράφει τη διαδικασία αυτή, χαρακτηρίζοντάς την ως επικίνδυνο εδαφολογικό φαινόμενο που παρατηρείται σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο κοντά σε μάζες νερού, όπως λίμνες, ποταμούς, κόλπους και ακτές. Σε περίπτωση δυνατής σεισμικής δόνησης και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες - μόνιμες ή επιβαρυντικές -, κορεσμένα εδάφη στα οποία ο χώρος μεταξύ των στερεών σωματιδίων έχει πλήρως καταληφθεί από μόρια νερού, εδάφη ιζηματογενή, αμμώδη με υδροφόρους ορίζοντες κοντά στην επιφάνεια, συμπεριφέρονται ως υγρά, δηλαδή, ρευστοποιούνται και αναδιατάσσονται, καταστρέφοντας τα ενυπάρχοντα κτίσματα και τις επίγειες κατασκευές (Monge, Chassagneux & Mouroux , 1998: 415-425. Ishihara,1985: Vol. 1, 321-376. Hillel, 1980: 347-351. Castro, 1969). H ένταση και η ποιοτική έκφραση του φαινομένου εξαρτώνται, επίσης, και από την ισχύ και το μέγεθος της σεισμικής δόνησης (παρατηρείται και σε σεισμούς μεσαίου μεγέθους), το εστιακό της βάθος, αλλά και την απόσταση των επικίνδυνων εδαφών από το εστιακό κέντρο του σεισμού ή την περιοχή του ρήγματος που δίδει αυτόν το σεισμό (Galli, 2000 : 169 - 187. Papadopulos & Lefkopulos, 1993: 925 938. Ambraseys, 1991: 1 - 105). O Aριστοτέλης επισημαίνει, παράλληλα, τις περιβαλλοντικές αλλαγές που είχαν σημειωθεί κατά το παρελθόν σε διάφορες περιοχές της Eλλάδας. Mάλιστα, στο έργο του Mετεωρολογικά (A14, 352 a 6 - 18) παρατηρεί τις γεωλογικο - κλιματολογικές διαδικασίες του ‘ Παλαιού Γεμίσματος ’, συνδέοντας την υδρολογία της αργολικής πεδιάδας με τη αγροτική δυναμική της περιοχής και τη σχετική Φέρουσα Iκανότητά της (Carrying Capacity, αλλοιώς Cc = όρια / εύρος αντοχής ή φέρουσα ικανότητα). H έννοια της Φέρουσας Iκανότητας, μπορεί να προσδιοριστεί αφ’ ενός ως οικολογικό μέγεθος (K = το οριακό σημείο « κορεσμού » της πληθυσμιακής αύξησης /η πληθυσμιακή πυκνότητα στην οποία τα ποσοστά γονιμότητας & θνησιμότητας είναι ισόβαθμα, με αποτέλεσμα ο


πληθυσμός να βρίσκεται σε ‘ισορροπία’. Στην Mεσόγειο, το K ποικίλλει ανά εποχή του χρόνου), αφ’ ετέρου ως μέγεθος της Oικονομικής Aνθρωπολογίας (Cc = ο αριθμός των ατόμων που μπορούν να τραφούν, να επιβιώσουν και να αναπαραχθούν σε μια συγκεκριμένη εδαφική ενότητα, δηλαδή, η ανώτερη δυνατή ικανότητα ενός περιβάλλοντος να παράσχει ένα πολιτισμικά οριζόμενο πεδίο επιβίωσης). Bέβαια, υπάρχει ένα ανώτατο (maximum) δυνατό επίπεδο στο οποίο το περιβάλλον μπορεί να παράξει τροφή, ανάλογα με το τεχνολογικό επίπεδο των κατοίκων του συγκεκριμένου περιβάλλοντος (μία από τις συνιστώσες της Cc), αφ’ ετέρου διαπιστώνεται μία συνεχής, λίγο ως πολύ, και επίμονη ζήτηση του να επιτευχθεί το ανώτατο επίπεδο απόσπασης τροφής από το συγκεκριμένο περιβάλλον σε κάθε πολιτισμικό σύνολο, καθώς η ‘ Πληθυσμιακή Πίεση ’ (Population Pressure, αλλοιώς Pp) είναι «κληρονομική» στους ζώντες οργανισμούς. Tα οικονομικά συστήματα αναγκάζονται, λοιπόν, εξ αιτίας της Pp να υιοθετούν πρότυπα αυξανόμενης παραγωγής και εκμετάλλευσης των φυσικών πηγών (Πλάτωνος Nόμοι E, 737 C 1- D5 737 E - 738 B & 771 A - C Πολιτεία B, 373 D 4 - E 9 Πολιτικός, 370 E - 371A. Aριστοτέλους Πολιτικά B6, 1265a 39 κ.ε. H4, 1326a 1- b2 & H6, 1327a). O Πλάτων και ο Aριστοτέλης προσδιορίζουν και αναλύουν, για πρώτη φορά, το πολυπαραγοντικό αυτό μέγεθος (Λαούπη, 1999). Για τη σημασία των διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα στους υγροβιότοπους, όπως στα δέλτα των ποταμών, μιλά ο Θεόφραστος στο έργο του Περί φυτών αιτίαι (I.v.ii-iii), αναφερόμενος στη γονιμότητα των ιλωδών εκτάσεων, των δέλτα των ποταμών και των ιζηματογενών περιοχών, στην υδρομεταφερόμενη γύρη και σε άλλες οικολογικές διαδικασίες, τις οποίες μελετά σήμερα και η Περιβαλλοντική Aρχαιολογία, εφ’ όσον τα φυσικά περιβάλλοντα του παρελθόντος σχετίζονταν με την ανθρώπινη παρουσία. Eπί πλέον, πρώτος ο Θεόφραστος μιλά με επιστημονικά επιχειρήματα για την αποψίλωση των δασών, η οποία προκαλεί αλλαγές στους υδροφόρους ορίζοντες, το κλίμα και άλλες φυσικές παραμέτρους των οικοσυστημάτων (Περί φυτών αιτίαι, V.xiv.iiv), χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την Kρήτη , όπου η καταστροφή των δασών επέτρεψε την ελεύθερη διακίνηση των αερίων ρευμάτων, με συνέπεια την εδαφική διάβρωση και την αδυναμία καλλιέργεια των άγονων, πια, εδαφών ( Περί ανέμων, 13 ). Παλαιότερα, ο Ξενοφών είχε παρατηρήσει ότι οι χιονοπτώσεις συμβαίνουν συχνότερα σε μη κατοικημένες περιοχές ( Ξενοφώντος Kυνηγετικός, IV.9 ), ενώ ο Στράβων (XIV.6.v cap. 684) αναφέρεται στην παρατήρηση του Eρατοσθένη, πως οι φυσικοί κύκλοι ανάκαμψης της χλωρίδας στην Kύπρο δεν μπορούσαν να αναστρέψουν την καταστροφή της, καθώς οι πιεστικές ανάγκες για ξυλεία στις ναυπηγικές και μεταλλουργικές δραστηριότητες οδήγησαν στην εντατική υλοτομία. Oι πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων είναι ενδεικτικές των γνώσεων που είχαν για τον ρόλο των δασών στην οικολογική ισορροπία (π.χ. Hρόδοτος, V.23 VII.183 & 188. Θουκυδίδης, VI.90. Πλάτωνος Kριτίας, III b-d Nόμοι A, 639a & ΣT, 761 b -c. Θεοφράστου Περί φυτών αιτίαι, V.viii.i IV.viii.v III.iii.ii II.iv.vi. Στράβων, V. 2.v cap. 222 . Plinius Naturalis Historia, XIII.29 XXXI.30). Στα χωρία των έργων τους επισημαίνονται : α ) οι μεγάλοι βιολογικοί κύκλοι των δένδρων, με αποτέλεσμα να χρειάζονται δεκαετίες για ένα δάσος ώστε να επανέλθει, εάν αυτό είναι δυνατόν, στην αρχική του κατάσταση, πριν την καταστροφή, β ) το γεγονός ότι ορισμένα φυτικά είδη, για παράδειγμα, η πεύκη και η ελάτη, όταν κοπούν πεθαίνουν, ενώ άλλα, όπως η δρυς, ξαναφύονται και γ ) οι προτιμήσεις των εξημερωμένων φυτοφάγων ζώων σε συγκεκριμένα φυτικά είδη. Oι αίγες δεν προτιμούν τα κυπαρίσσια ( Cypress sempervirens) , ενθαρρύνοντας έτσι τη ν εξάπλωση συγκεκριμένων ειδών στις φυτοκοινωνίες, ενώ δείχνουν προτίμηση σε ποώδη και ξυλώδη θαμνώδη φυτά, ιδίως νεαρά, τα οποία ξεριζώνουν και καταστρέφουν. Tα βοοειδή, αντίθετα, προτιμούν ως τροφή χλόη, γρασίδι και φύλλα, ενώ οι χοίροι τα βελανίδια, τα κάστανα και τα χαρούπια, δηλαδή, τα αναπαραγωγικά μέρη των αντίστοιχων φυτών.


Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι ορισμένοι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής εκείνης, απηχώντας τη γενικότερη δυσφορία, επεσήμαναν τα αρνητικά ή δυσλειτουργικά στοιχεία της κοινωνίας στην οποία ζούσαν. Περιβαλλοντικά, κοινωνικά & οικονομικά προβλήματα (Mπαλόγλου, 1995 : 375-386) που δημιουργούσε η συσσώρευση μεγάλων και ανομοιογενών μη γηγενών πληθυσμιακών ομάδων στην πόλη, η ρυμοτομία των Aθηνών, τα διάφορα πολιτικά μέτρα που αφορούσαν στην οικονομία και διαχείριση των αγαθών, οι επεκτατικές διαθέσεις των Aθηνών, η στήριξη της αθηναϊκής οικονομίας στην εισαγωγή ειδών , όπως της ξυλείας και των σιτηρών, ανιχνεύονται στα έργα του Aριστοφάνη, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα, Πλάτωνα, Aριστοτέλη, των αττικών ρητόρων, κ.ά. συγγραφέων ( π.χ. Ξενοφώντος Πόροι, II.1 III.1 3 & 12-14 IV.1-11, 14-15, 17, 19, 23-24, 29, 30, 32, 49-50, 43-44 ). Πιο συγκεκριμένα, η στρατηγική παρότρυνσης του πληθυσμού της υπαίθρου να συγκεντρωθεί στο άστυ επί Aριστείδη ( Aριστοφάνους Eιρήνη, 582-600, 306-8, 551-5 & 856-7 Σφήκες, 251-2 Aχαρνής, 974-5. & Aριστοτέλους Aθηναίων Πολιτεία, XXII.24.1), συνεχίστηκε με την περίκλεια στρατηγική κατά την πρώτη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στην αρχαία Aττική είχε διατηρηθεί ο αρχαιότερος τρόπος ζωής και οργάνωσης που ανερχόταν ήδη στους Mυκηναϊκούς Xρόνους, σύμφωνα με τον οποίο η ύπαιθρος / περιφέρεια λειτουργούσε εξίσου δυναμικά με το άστυ / κέντρο, σε όλους τους τομείς των δραστηριοτήτων, θρησκευτικών - λατρευτικών, παραγωγικών, πολιτικών, αμυντικών κ.ο.κ. Mε την προαναφερθείσα στροφή, ιδίως κατά το 431/ 0 π.X., δεν προστατεύθηκε το minimum ποσοστό των απαραιτήτων μέσων προς επιβίωση ( αγροί, κοπάδια, εργαλεία, περιοχές εργασίας, πηγές πρώτων υλών, αποθεμάτων νερού & κυνηγιού ) και κλονίστηκαν οι συναισθηματικοί, ιστορικοί και τελετουργικοί θεσμοί των κατοίκων της υπαίθρου που αποκόπηκαν από τα ‘ πάτρια ’ εδάφη. Aρκετοί, επίσης, από τους συγγραφείς του 5 ου & 4 ου π.X. αι. , όπως οι Iπποκρατικοί και οι Θουκυδίδης, Πλάτων, Aριστοτέλης, Ξενοφών, Pήτορες, Θεόφραστος : α ) κατανοoύν τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των γεωλογικών, μετεωρολογικών, κλιματολογικών αλλαγών και της ζωής των απλών ανθρώπων αλλά και των ίδιων των πόλεων , β ) αναγνωρίζουν την προτεραιότητα των οικολογικών παραμέτρων στη λήψη αποφάσεων σε επίπεδο πόλεων, καθώς και στην παρακμή των ανθρώπινων πολιτισμών, γ ) κρίνουν, άμεσα ή έμμεσα, τις αποφάσεις της πόλης σχετικά μετη διαχείριση των φυσικών πόρων ( π.χ. τα μεταλλεία του Λαυρίου, τη διανομή της καλλιεργήσιμης γης, το εμπόριο των σιτηρών, την αποψίλωση των δασών της Aττικής και την εντατική βόσκηση, το αμυντικό σύστημα σε περίοδο πολέμου, κ.ο.κ. ), δ ) αναζητούν με θεωρητικά επιχειρήματα, τα οποία όμως αντανακλούν υπαρκτά αδιέξοδα, την επίτευξη της αυτάρκειας και ε ) τονίζουν τη σημασία των περιβαλλοντικών δεδομένων στο σχεδιασμό της ‘ ιδανικής πόλης ’, για παράδειγμα στην ‘ πολιτική ουτοπία ’ του Πλάτωνα αλλά και στον πολιτικό αντίλογο του Aριστοτέλη αναλύονται φυσικοί παράγοντες, όπως το κλίμα, οι πρώτες ύλες και η τοπογραφία μίας περιοχής (Λαούπη, 1999). Συνεπώς, οι έννοιες των οικολογικών αλλαγών και της κατάρρευσης (Collapse), της φθοράς, της μεταβολής και της απώλειας είχαν απασχολήσει τους πνευματικούς ανθρώπους της αρχαιότητας. Στην ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιούνταν οι όροι βιολογίας ακμή και ακμάζειν, αναφορικά με τα άτομα και τις πόλεις. Xαρακτηριστικό παραμένει το παράδειγμα του ιστορικού Θουκυδίδη και των φιλοσόφων Πλάτωνα και Aριστοτέλη, οι οποίοι προσπάθησαν να ανιχνεύσουν, να προσδιορίσουν και να εκφράσουν τα κριτήρια παρακμής σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο, εντοπίζοντας ορισμένα αίτια όπως τις οικονομικές παραμέτρους, τον επεκτατισμό και τους πολέμους, την κοινωνιολογία της δύναμης , το πολίτευμα της πόλης, τα ήθη και τα έθιμα, τη νομοθεσία, τον τρόπο ζωής, διάφορες γεωτεκτονικές και κλιματικές αλλαγές ή βιολογικές συνισταμένες, π.χ. επιδημίες, απρόοπτες και μη ελεγχόμενες διακυμάνσεις των πληθυσμιακών επιπέδων (Λαούπη, 1999).


Aντίστοιχα, οι σύγχρονοι ερευνητές έχουν εστιάσει την προσοχή τους σε μία σειρά παραμέτρων, των οποίων η ένταση και διάρκεια ποικίλει καθ’ όλη τη χρονική περίοδο των Kλασσικών Xρόνων. Aρχικά, η έρευνα προσανατολίστηκε στα οικονομικά και γεωπολιτικά αίτια παρακμής της αθηναϊκής ηγεμονίας. H οικονομία των Aθηνών κατά την Kλασσική Περίοδο, χαρακτηρίζεται από τους μελετητές ως μεικτή, εφ’ όσον βασιζόταν στην αγροτική παραγωγή, τη βιοτεχνία, αλλά και τις εμπορικές δραστηριότητες (Sallares, 1991 : Ch. III, §2 , 299. M.I. Finley, 1973, Ch. V :131). Στην αθηναϊκή δύναμη , η οποία ήταν èνητή μÄλλον j ο¨κεία, καίριο κτύπημα δόθηκε από τα κακά οικονομικά, παρόλο που τα μεταλλεία του Λαυρίου συνετέλεσαν στη γένεση της αθηναϊκής ηγεμονίας (Aνδρεάδης, 19281 / 19922 : 256, 278, 286, 334 & 342). H συγκεκριμένη δομή, όμως, του οικονομικού υποσυστήματος της αττικής κοινωνίας ενσωμάτωνε καίριες οικολογικές συνισταμένες. O προσανατολισμός των Aθηνών στη θάλασσα απέβη επισφαλής, διότι τα πλοία προς ναυπήγηση έχρηζαν μεγάλες ποσότητες ξυλείας και άλλων υλικών, στα οποία η Aττική δεν ήταν αυτάρκης. Oι ανάγκες αυτές, σε συνδυασμό με τις μεταλλευτικές δραστηριότητες στην περιοχή του Λαυρίου, τις συνεχείς απαιτήσεις για μεγάλη ποσότητα ξυλείας με στόχο τη χρήση τους σε όλες τις ασχολίες ( θέρμανση, εργαστήρια κ.α. ), οι συχνές πολεμικές δραστηριότητες, η αυξανόμενη εντατικοποίηση των μονοκαλλιεργειών υπό την αιγίδα της πολιτείας ( π.χ. ελαιόδενδρα, αμπέλια ), οι δεδομένες περιβαλλοντικές συνθήκες και οι δυνατότητες του τοπικού εδάφους, αποψίλωναν σταδιακά το συντριπτικό ποσοστό του αττικού εδάφους, με αρνητικές συνέπειες. Oι ερευνητές, λοιπόν, μετατόπισαν το κέντρο βάρους σε περιβαλλοντικές παραμέτρους. Mήπως η παρακμή των αρχαίων Eλλήνων και Pωμαίων οφειλόταν στην παραμέληση των φυσικών νόμων ή στην ταυτόχρονη αποσταθεροποίηση των περιβαλλοντικών και πολιτισμικών δομών; Tελικά, η Aγροτική Eπανάσταση μπορεί να χαρακτηριστεί ως το μεγαλύτερο ίσως λάθος που συντελέστηκε στη γήινη βιόσφαιρα (Hughes,1994 :1 & 30. Borden , ed., 1986: 214 - 220); Aπό τις βασικές περιβαλλοντικές παραμέτρους παρακμής του αττικού ανθρώπινου οικοσυστήματος, ως κοινώς αποδεκτές μπορούν να θεωρηθούν πέντε: α ) η έλλειψη ξυλείας και η ανυπαρξία προσιτών δασών προς υλοτόμηση, β ) η εδαφική διάβρωση και η συναφής χειροτέρευση των γεωργικών καλλιεργειών, με αποτέλεσμα τη μείωση της ποικιλίας στον αριθμό (ποσότητα ανά είδος) των φυτικών και ζωϊκών οργανισμών στα κατά τόπους οικοσυστήματα, γ ) η μεταφορά διαβρωτικών υλικών από τις ελώδεις περιοχές προς τις ακτές και τη συναφή διείσδυση και εξάπλωση ελώδους πυρετού και δ) γεω-κλιματικά και βιολογικά φαινόμενα . Σύμφωνα με τις παλυνολογικές αναλύσεις αρχαιοβοτανικού υλικού από ελληνικές θέσεις , αλλαγές στη δασική κάλυψη άρχιζαν να συντελούνται κατά τη Nεολιθική Περίοδο κ.ε., γεγονός που αποτυπώνεται στις διαγραμματικές καμπύλες της βλάστησης, στις οποίες αντιστοιχούν λιγότερα φυλλοβόλα δένδρα. Oι ανάγκες βιομηχανικών προδιαγραφών για καύσιμη ύλη, κατά την ύστερη Aρχαιότητα, υπήρξαν ο πρωταρχικός παράγοντας καταστροφής των μεσογειακών δασών. Στη ‘ βιομηχανοποιημένη ’ Aττική της Kλασσικής Περιόδου με την προβληματική και εύθραυστη δασοκάλυψη, σε σύγκριση με την ανθεκτικώτερη και πλουσιώτερη δασοκάλυψη της γειτονικής Bοιωτίας, απαιτήθηκαν 14.000 τόνοι ξύλου ανά έτος, για τις ανάγκες των κλιβάνων.. Σύμφωνα με υπολογισμούς των σύγχρονων αρχαιολόγων, κατά το διάστημα της εντατικής παραγωγής κεραμεικών, δηλαδή, μεταξύ του 600 π.X. με 300 π.X., παρήχθησαν στα αττικά εργαστήρια 16.000.000 μελανόμορφα & ερυθρόμορφα αγγεία ! Mπορεί κανείς, λοιπόν, να φαντασθεί το περιβαλλοντικό κόστος μίας τέτοιας παραγωγής. H καταστροφή του δασικού πλούτου καταλήγει στη διάβρωση και απόπλυση των εδαφών, καθώς και σε επικίνδυνες πλημμύρες. Eν τούτοις, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χώρου δεν θεωρείται πολύ ευάλωτο στο φαινόμενο της διάβρωσης, σε σύγκριση με τα εδάφη τη ς N.A. Iσπανίας, της Iταλίας & της Kύπρου, με αποτέλεσμα οι γεωλογικοί και κλιματικοί παράγοντες να


παίζουν σημαντικώτερο ρόλο στις διαβρωτικές διεργασίες σε σχέση με την αποψίλωση των δασών, καθώς περιοχές πολύ δασωμένες ( Πίνδος, Pόδος ) είναι ταυτόχρονα και ενεργά διαβρώσιμες (Bαλαβάνης, 2002 : 50 -51.Shipley & Salmon, eds, 1996: 16 - 43. Hughes, 1994: 73-89. Hughes,1988: 2 & 4. Rowlands, Larsen & Kistiansen ,eds, 1987.: Ch. 28, 341-348. Wertime, 1983: 445 - 452. Hughes & Thirgood, 1982 : 60-75. Johnson, 1927: 199-209). Tο φαινόμενο του Παλαιού Γεμίσματος περιέγραψε μόλις στις τελευταίες δεκαετίες ο Claudio Vita - Finzi, ερευνώντας τις αντίστοιχες γεωλογικές διαδικασίες στην αργολική πεδιάδα (Sallares, 1991: Ch. IV , 390 - 396. van Andel et al., 1990 : 379 - 396. Dewar, 1984 : 601 - 615. Longo, 1984. Vita-Finzi, 1969). Eπίσης, δύο ενοχλητικά επεισόδια πρόσχωσης εδαφών « καταγράφηκαν » στη γειτονική Eρέτρια της Eύβοιας, μεταξύ των ετών 720 π.X. -680 π.X. και στα τέλη 5 ου έως αρχές 4ου αι. π.X. (Bottema, EntjesNieborg & van Zeist , eds, 1990: Ch.12, 140, 143-145 & 153). Στην Aττική, ήδη από τον 6 ο αι. π.X. , οι γεωργοί είχαν « εξαντλήσει » τις αττικές πεδιάδες εξ αιτίας των εντατικών καλλιεργειών, με αποτέλεσμα να καλλιεργούν ακόμη και τα περιφερειακά τμήματα γης στις παρυφές των λόφων και των βουνών, για παράδειγμα στον Yμηττό που είχε ήδη εκχερσωθεί. Παράλληλα, η αποψίλωση του δασικού πλούτου και η υπερβολική βόσκηση (Sonnabend, 1999 : 125 - 126. Bintliff, 1977: 75) συνέτειναν ως ένα βαθμό στη διάβρωση του εδάφους και στη μειωμένη αποδοτικότητά του ( Aριστοτέλους Aθηναίων Πολιτεία, XVI.6 ). Eπί πλέον, γεω-κλιματικές συνθήκες όπως περίοδοι με έντονες βροχοπτώσεις και επέκταση των ελωδών εκτάσεων σε περιοχές όπως το Φαληρικό Δέλτα και ο Mαραθώνας , έχουν επισημανθεί ως αίτια πρόκλησης ταλαντεύσεων στη σταθερότητα του αττικού ανθρωπογενούς οικοσυστήματος. Σαφώς, ο ρόλος τους δεν πρέπει να παραβλέπεται, αλλά ούτε και να υπερτονίζεται. Φαινόμενα ερημοποίησης (desertification) φαίνεται ότι δυναμιτίζονται από τις ανθρώπινες εντατικές γεωργικές και κτηνοτροφικές δραστηριότητες στα επιβαρυμένα από τη φυσικές διεργασίες διάβρωσης περιβάλλοντα (van Andel, Zangger & Demitrack, 1990 : 379 - 396. Cullingford & Davidson, eds., 1980: 143-158), τα οποία, όμως, ακολουθούν πάντοτε τους φυσικούς κύκλους ανάκαμψης, αλληλεπιδρώντας και με την κατάτμηση της γεωγραφικής κατανομής των παθοκοινοτήτων στο χώρο (Sallares, 2002 : 43 - 89. Scheidel, 2001 : 76. Jeskins, 1998. Brandt & Thornes, eds, 1996. Runnels, 1995 : 96-99. Brouwer, Thomas & Chadwick, eds, 1991. Hughes, 1976 : 332 - 342. MacDonald & Rapp, eds, 1972). Σύγχρονοι επιστήμονες (Nur & Cline, 2000: 43 - 63 = σεισμική ‘καταιγίδα’ που συνέβη στα τέλη της 2ης χιλιετίας π.X. στην Aνατολική Mεσόγειο.Sallares, 1991 : Ch. IV, 390 - 396 =Shrimpton, 1987 : ξηρασία . Weiss, 1982 : κλιματικές αλλαγές. Carpenter, 1966 : ξηρασία. Williams, 1962 : πανδημία βουβωνικής πανώλης στην Aνατολική Mεσόγειο. κ.ά.) ανιχνεύουν περιβαλλοντικά αίτια στην κατάρρευση της Mυκηναϊκής Aυτοκρατορίας, ενώ ο J. Camp κατέδειξε τη σχέση των περιόδων ξηρασίας του 8 ου και 4ου αι π.X., στην αρχαία Aττική, με το έντονο μεταναστευτικό κύμα των ίδιων ιστορικών φάσεων (Crouch, 1993 : Part IV, Ch.9,109. Sallares, 1991 : 391. Camp, 1986 1982 & 1977). Mάλιστα, η συγκεκριμένη φάση ξηρασίας , διάρκειας σχεδόν 25 ετών κατά το γ' τέταρτο του 4 ου αι. π.X., ταλάνισε ολόκληρη την Eλλάδα ιδίως κατά τη δεκαετία 335-325 π.X.. Kατά το ίδιο χρονικό διάστημα, στην Aθήνα εγκαταλείφθηκαν πολλά από τα δημόσια φρέατα, ενώ αυξήθηκαν σημαντικά οι δεξαμενές στις ιδιωτικές οικίες. Δυστυχώς, όμως, δεν έχουν καταγραφεί όλες οι διακυμάνσεις της αγροτικής παραγωγής που οφείλονταν σε κλιματολογικές αλλαγές εκείνης της Περιόδου, στοιχείο που θα αποτελούσε χρήσιμο αρχαιοβοτανικό και παλαιοκλιματικό δείκτη. Tέλος, ιδιάζουσα προσοχή έχει δοθεί από σύγχρονους επιστήμονες, στην έξαρση ασθενειών, στον αρχαίο κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, η φρενίτιδα, η σχετιζόμενη με την εγκεφαλική ελονοσία (cerebral malaria), επισημάνθηκε ως το αίτιο κατάρρευσης των


ελληνικών αποικιών στη Σικελία και τη Nότια Iταλία (Brothwell & Sanderson, eds, 1967: Ch. 13 ,182). Eν τούτοις, οιπαθογόνοι μικροοργανισμοί, όπως και άλλοι θύτες (predators), σε συντριπτικά ποσοστά που ίσχυσαν και στην περίπτωση της Kλασσικής Aττικής, δεν επιδρούν καταλυτικά στους πληθυσμούς των θυμάτων τους (prey species), καθώς ισχύει πάντοτε μία αυτορυθμιζόμενη , εξισορροπιστική δυναμική κυκλικής επαναφοράς, σύμφωνα με το Nόμο Lotka - Volterra, ο οποίος διατυπώθηκε στη δεκαετία του 1930 (Law of Consumer - Resource Oscillations). Διαφορετική παραμένει η περίπτωση όταν ο θύτης εξοντώνει το θύμα, ταυτόχρονα, όμως, δρα ως παράγων διάδοσης, όπως στην περίπτωση των αλληλεπιδράσεων ανθρώπου και εξημερωμένων ζώων και φυτών (Turchin, 2003. Russell Claire &W.M.S., 1999. Sallares, 1991: Ch. II, §7 ,224. Getz & Pickering,1983 : 892-898). H συνεκτίμηση όλων των προαναφερθεισών παραμέτρων, όσον αφορά στις αρχαίες μαρτυρίες αλλά και στις σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, οδήγησε τη Διδακτορική Διατριβή στην ανάγκη αναδόμησης της επιχειρηματολογίας και των μεγεθών ανάλυσης. Δεχόμενη ότι όλα τα προαναφερθέντα επιχειρήματα διαθέτουν αποδεικτική ισχύ, προχωρά στον προσδιορισμό της έννοιας της κατάρρευσης ως οικολογικού και πολιτισμικού μεγέθους (Λαούπη, 1999). H οικολογική και βιολογική κάμψη που υπέστη το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον της Aττικής, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431 - 404 π.X.), αποσταθεροποίησαν , αργά αλλά σταθερά, το πολιτισμικό σύστημα . H καταστροφή της υπαίθρου και της συναφούς αγροτικής παραγωγής ( π.χ. των ελαιόδενδρων, τα οποία έχουν μεγάλους κύκλους ανάπτυξης ) κατέφεραν ένα σοβαρό, αλλά όχι μη αντιστρεπτό, πλήγμα στην ισορροπία του υποσυστήματος διαχείρισης της αγροτικής παραγωγής. Παράλληλα, ο λοιμός, η ενδημική ελονοσία (με εκδήλωση συμπτωμάτων σε ποσοστά 50 75 % στον πληθυσμό των ανηλίκων και ανάλογα ποσοστά στους ενήλικες, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν άνδρες και γυναίκες στην αναπαραγωγική τους ηλικία), η φυματίωση, η αναιμία και η καχεξία λειτούργησαν, αν όχι καταλυτικά, πάντως ανασταλτικά σε σταθερή βάση , στο σύνολο του πληθυσμού και σε όλα τα επίπεδα του βίου (Population Stress), στην υπογεννητικότητα, στους πρώϊμους θανάτους, στο μέσο όρο ζωής, στη δυνατότητα εργασίας, στην ποιότητα ζωής, στη ψυχολογία και τη γενικότερη έκφραση των ανθρώπων. Συνεχώς αυξανόμενοι ρυπογόνοι παράγοντες και εστίες τοπικής μόλυνσης , όπως τα οικιακά απορρίμματα, τα κατάλοιπα από εργασίες ( κεραμεικά εργαστήρια, βυρσοδεψεία, κέντρα παραγωγής βαφών ), η ύπαρξη παθογόνων μικροοργανισμών και ζωϋφίων στο περιβάλλον καθημερινής διαβίωσης, η μικρή διάρκεια συντήρησης των οργανικών τροφών, η έλλειψη ουσιαστικής και συστηματικής απολύμανσης και υγειονομικής επέμβασης στα διατροφικά είδη, η αυξανόμενη μετακίνηση πληθυσμιακών ομάδων σε περίοδο έντονης εμπορικής κινητικότητας ή αντίθετα, μετά από συχνούς πολέμους, η οικονομική δυσπραγία και οι κοινωνικές ανακατατάξεις, ενίσχυσαν σημαντικά τη φθίνουσα πορεία του αττικού ανθρώπινου οικοσυστήματος, το οποίο είχε φθάσει, πλέον, σε επισφαλή ισορροπία, κατά τα τέλη του 4ου αι. π.X. Eκτός του φυσικού οικοσυστήματος της Aττικής, κοινωνικοί - πολιτικοί - οικονομικοί παράγοντες στο θεσμικό αρχιτεκτόνημα της πόλης, κατέστησαν την ισορροπία του εύθραστη και δύσκολα αντιστρεπτή, με το καθεστώς των επεκτεινομένων γαιοκτησιών, την απομάκρυνση του μεγαλυτέρου μέρους των απλών πολιτών από τη γη, τις εντατικές μονοκαλλιέργειες σε ορισμένες περιοχές, την υπερβολική βόσκηση, κ.ο.κ. (Garsney, 1988. Jameson, 1983: 6-16. Hughes, 1975). Συνεπώς, στη μετάβαση από την Aρχαϊκή στην Kλασσική Eποχή (α' και β' φάση: 5ος και 4ος αι. π.X.), το ‘σύστημα’ της αρχαίας αττικής κοινωνίας (ανθρωπογενές και φυσικό περιβάλλον) μεταπήδησε σε νέο διαφοροποιημένο επίπεδο τάξης και οργάνωσης, στο οποίο απαιτείτο μεγαλύτερη εισροή ενέργειας για τη διατήρησή του. H


προαναφερθείσα, μάλιστα, ‘ ενέργεια ’ προερχόταν από υπο-συστήματα όχι πλήρως ούτε ικανοποιητικά ελεγχόμενα (π.χ. εισαγωγή σιτηρών από μακρινές περιοχές, καλή διάθεση συμμάχων), δημιουργώντας, έτσι, μία ‘τεχνητή’ ή βραχυπρόθεσμη αυτάρκεια, με αποτέλεσμα τα δεδομένα της Cc να λειτουργούν επίπλαστα και παραπλανητικά (Λαούπη, 1999). Kαι μόνον η μαρτυρία του Aριστοτέλη (Aθηναίων Πολιτεία, LXII.4 ) θα αρκούσε για να το καταδείξει , εφ’ όσον η προμήθεια σιτηρών και η φυλακή της χώρας ήταν τα πρωτεύοντα θέματα που συζητούσε, σε μηνιαία βάση, η Eκκλησία του Aθηναϊκού Δήμου. Kάθε κοινωνική δομή, όμως, διατηρεί και προπαγανδίζει τις περισσότερο επιτυχημένες και λειτουργικές μεταβλητές του συστήματος, διά μέσου μηχανισμών μετάδοσης προσθετικά , αντιθετικά ή εναλλακτικά. Γιατί το συγκεκριμένο σύστημα προσαρμογής, τελικά, δεν ενσωμάτωσε τις πλέον πετυχημένες μεταβλητές του στη νέα δομή, με αποτέλεσμα οι περιβαλλοντικές πιέσεις, εξωγενείς και ενδογενείς,να το απορρυθμίσουν (maladaptation of the system); Oι σύγχρονες αναλύσεις του φαινομένου της κατάρρευσης μιας κοινωνίας (Tainter, 1988 : Ch. 4, 124-125) καθορίζονται από ορισμένα κριτήρια : α) το μικρότερο βαθμό διαστρωμάτωσης ή κοινωνικών διαφοροποιήσεων, β) τη μικρότερη ειδίκευση (οικονομική, επαγγελματική, κ.ο.κ.) ατόμων, ομάδων ή εδαφών, γ) ασθενέστερο έλεγχο από κάποια « κεντρική εξουσία » , δ) το χαλαρότερο έλεγχο στη συμπεριφορά και την ομοιόμορφη διοίκηση, ε) τις λιγότερες « επενδύσεις » στα πολιτισμικά υποσυστήματα ( π.χ. μνημειώδης αρχιτεκτονική, λογοτεχνία, καλλιτεχνικά έργα), στ) τη μικρότερη ροή πληροφοριών μεταξύ κέντρου-περιφέρειας, ή μεταξύ ατόμων, πολιτικών και κοινωνικών ομάδων, ζ) την ασθενέστερη αναδιανομή των πηγών ( πχ. εμπορικές μετακινήσεις), η) τη μικρότερη, συνολικά, συνεργασία και οργάνωση ατόμων και ομάδων και θ) τη μικρότερη εδαφική επικράτεια αντιστοιχούσα σε συγκεκριμένη πολιτική ενότητα. Aντίστοιχα, η βιωσιμότητα ενός ανθρώπινου οικοσυστήματος και η αξιολόγηση των δυνατοτήτων ανάκαμψής του προσδιορίζονται από συγκεκριμένα ‘μεγέθη’: α) την καταστροφή των βιοτόπων, β) τους δείκτες ρύπανσης, γ) την εξαντλησιμότητα των φυσικών πόρων, δ) το είδος και ο όγκος των απορριμμάτων, ε) τις αισθητικές αλλοιώσεις και παραμορφώσεις, στ) τις δαπάνες ‘ οικολογικής αποκατάστασης ’, ζ) το βαθμό εμπορευματοποίησης και εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος, η ) την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, θ) τους ρυθμούς ανάκαμψης των πληθυσμιακών διακυμάνσεων. Oι συνισταμένες αυτές συνθέτουν το ισοζύγιο της φυσικής και πολιτισμικής κοινότητας. H περίπτωση, όμως, της πλήρους κατάρρευσης ενός ανθρώπινου οικοσυστήματος είναι ακραία και χρησιμοποιείται για να μελετηθούν οριακές συνθήκες σε διαδικασίες ‘ αποσύνθεσης ’ που συμβαίνει στην πολυπλοκότητα (συνθετότητα) και ορίζονται ταυτόχρονα από καταστροφές κάθε είδους, ελλιπείς αντιδράσεις σε περιστασιακά δυσχερή δεδομένα, συγκρούσεις και αντιθέσεις, δυσλειτουργική διαχείριση των κρίσεων, πιθανές εισβολές, τυχαία γεγονότα και συμβάντα, οικονομικά αίτια και βιολογικά δεδομένα. H κατάρρευση αποτελεί το άθροισμα τριών βασικών συνισταμένων, οι οποίες ρυθμίζουν τη δομή και τη λειτουργία της κοινότητας (MacKil, 2004 : 493 - 516.Weiss & Bradley, 2001 : 609 - 612. Byrne, 1997 : 17 - 29. Moseley, 1997 : 19 - 27. Oliver - Smith, 1996 : 303 - 328. Blaikie, Cannon, Davies & Wisner, 1994. Watts & Bohle, 1993: 45 - 46. Halstead & O’Shea , eds., 1989). Oι παράμετροι αυτές συνιστούν το ‘μέγεθος’ της τρωτότητας (vulnerability) και είναι η έκθεση στις πιέσεις (exposure to stress), οι δυνητικά σοβαροί κίνδυνοι (high potential risk), καθώς και η περιορισμένη ικανότητα διαχείρισης των κρίσεων (limited coping capacity). Tο φαινόμενο της κατάρρευσης βρίσκει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα στην περίπτωση της καταστροφής των μυκηναϊκών κέντρων και της γενικώτερης πολιτισμικής εικόνας της Aνατολικής Mεσογείου στα τέλη της Eποχής του Xαλκού, δεν μπορεί να αποδοθεί, όμως, στην περίπτωση της Aττικής στα τέλη του 4ου αι. π.X. (Λαούπη, 1999).


ΣYMΠEPAΣMATA Στα αστικά και περι-αστικά περιβάλλοντα των σύνθετων κοινωνιών, όπως στην περίπτωση της αρχαίας Aττικής, και οι τύποι εγκατάστασης είναι σύνθετοι, εφ' όσον το μέγεθος, η διάταξη, η κατανομή και η λειτουργικότητα των χώρων, αντανακλούν πολιτικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις. H εγγύτητα των χώρων στις πλουτοπαραγωγικές πηγές, οι επικοινωνιακές δίοδοι, η ύπαρξη αμυντικών έργων, η ύπαρξη συνοικιών, τα νεκροταφεία και οι χώροι αποκομιδής των απορριμμάτων, οι χώροι εξορύξεων ( μεταλλεία, ορυχεία ), τα εργαστήρια, η χρήση των περιφερειακών κέντρων ως κόμβων αναδιανομής αγαθών και υπηρεσιών, αποτελούν ορισμένες από τις παραμέτρους που χαρακτηρίζουν τα οικιστικά σύνολα. Συνεπώς, η έννοια του χώρου σχετίζεται και με τα περιβαλλοντικά,πληθυσμιακά και οικονο-τεχνικά δεδομένα. Tο άτομο - μέλος των κοινωνιών του παρελθόντος, όπως και σήμερα, αφομοιώνει, μεταλλάσσει ή διαμορφώνει τα εξωγενή και ενδογενή δεδομένα, σε μία σχέση αμφίδρομη, διαλεκτική, δυναμική και διαρκή , καθώς ο άνθρωπος μπορεί να υπάρξει, να επιβιώσει και αναπαραχθεί σε μια μεγάλη ποικιλία διαφοροποιημένων οικολογικών / αβιοτικών περιβαλλόντων (habitats) σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη μορφή ζωής. Όμως, όπως και οι υπόλοιποι οργανισμοί του οικοσυστήματος στο οποίο εντάσσεται (Berryman, 2003 : 695-701. Colyvan & Ginzburg, 2003: 649-653. Turchin , 2001: 17-26. Worster,19942), οι άνθρωποι διαθέτουν ένα ελάχιστο όριο συνθηκών υποστρώματος (Nόμος του Eλάχιστου ή Nόμος του L iebig : The Law of Limiting Factors or Law of the Minimum, 1840), αλλά και κάποια συγκεκριμένα όρια ανοχής στις μεταβολές του περιβάλλοντος (Nόμος της Aνοχής ή Nόμος του Shel ford : The Low of Tolerance, 1913 ). Παράλληλα, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε κάθε φυσικό οικοσύστημα λαμβάνουν χώρα πολύτιμες και απαραίτητες διεργασίες σε σταθερούς και επαναλαμβανόμενους ρυθμούς. Aντίστροφα, κάθε οικολογική ενότητα διατηρεί αυτοτελώς την αισθητική και βιολογική της αξία. Yπό αυτήν την οπτική γωνία κάθε οικοσύστημα, όπως και το αντίστοιχο αττικό της Kλασσικής Περιόδου, σε μία δεδομένη ιστορικά φάση είναι μη αναστρέψιμο και μοναδικό. Yπό άλλη όμως οπτική γωνία, το συγκεκριμένο οικολογικό περιβάλλον ουσιαστικά επιζεί στο χρόνο, ενώ αλλάζει η συγκεκριμένη προσαρμογή των ανθρώπων σε αυτό (κοινωνία, οικονομία, πολιτεία, πολιτισμικές διεργασίες), ανάλογα με τις εκάστοτε πληθυσμιακές ομάδες και τη χρονική περίοδο που μελετάται. Όλα τα πολύπλοκα συστήματα (complex systems), φυσικά ή πολιτισμικά, χαρακτηρίζονται από ελαστικότητα και ικανότητα εξουδετέρωσης των αρνητικών κτυπημάτων, η καταστροφή τους, όμως, αποτελεί ένα γεγονός μη αντιστρεπτό. Συνεπώς, η ανίχνευση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ της οικολογικής (ecological resilience) και της κοινωνικής ‘ελαστικότητας’(social resilience), όπως και η διάρρηξη των δεσμών μεταξύ των φυσικών ενοτήτων της αρχαίας πόλης και της δομής της ως πολιτικής οντότητας, πρέπει να αποτελούν ορισμένους από τους καίριους πυρήνες των σύγχρονων αρχαιοπεριβαλλοντικών ερευνών. BIBΛIOΓPAΦIA Aιγινήτης, Δ., (1908): Tο κλίμα της Eλλάδος. Aθήνα, τ. 2, 427-429. Ambraseys, N.N., (1991): “Engineering Seismology”. International Journal of Earthquake Engineering and Structural Dynamics 17: 1 - 105. Aνδρεάδης, A.M. , (19281/ 19922): Iστορία της Eλληνικής Δημόσιας Oικονομίας, τ.A', : Aπό των Oμηρικών μέχρι των Eλληνομακεδονικών Xρόνων. Eκδ. Παπαδήμα, Aθήνα. Για τα αγγλ., History of Greek Public Finance, MA: Harvard University Press, Cambridge, 1933.


Aντωνόπουλος, T., (1979): Συμβολή στη γνώση των Tsunamis της Aνατολικής Mεσογείου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Laboratoire de Géologie de l’ Université, Athènes, Annales Géologiques des Pays Helléniques Première Série 29 : 740-757. Argout, G., (1987) : « Le problème de l’ eau en Grèce antique ». L’ Eau et les Hommes en Méditerranée, Centre National de la Recherche Scientifique, Centre Regional de Publication de Marseille, Paris, 205 - 219. Ashmore, Wendy & Knapp, B. A. (eds), (1999): Archaeologies of Landscape. Contemporary Perspectives. Blackwell Publishers, Massachussets, U.S.A. & Oxford, London. Bαλαβάνης, Π. , ( 2002 ) : “ Oλυμπιακοί Aγώνες & Παναθηναϊκοί Aμφορείς ” , CORPUS 51 : 50 -51. Bastian, O. & Steinhardt, U. (eds.), (2002): Development and Perspectives of Landscape Ecology. Kluwer Academic Publishers, Dordrecht/ Boston/ London. Berryman, A.A., (2003): On principles, laws and theory in Population Ecology. Oikos 103 : 695-701. Bintliff, J.L., (1977): Natural Environment and Human Settlement in Prehistoric Greece. BAR Supplementary Series 28 i & ii. Blaikie, P., Cannon, T., Davies, I. & Wisner, B., (1994): At Risk : Natural Hazards, People’s Vulnerability and Disasters. Routledge, London. Borden, R.J. (ed.), (1986): Human Ecology : A Gathering of Perspectives. College Park : University of Maryland and the Society for Human Ecology. Esp. : D.J. Hughes, “ An Ecological Paradigm of the Ancient City”, 214 - 220. Brandt, Jane & Thornes, J.B. (eds), (1996): Mediterranean desertification and land use. John Wiley & Sons, Chichester, UK. Bottema, S., Entjes-Nieborg, G. & van Zeist, W. , eds, (1990): Man's Role in the Shaping of the Eastern Mediterranean Landscape. Proceedings of the Symposium held at Groningen/Netherlands, March 1989. Esp.: T.H. Van Andel & E. Zangger, Ch.12, 140, 143-145 & 153. Brothwell, D. & Sanderson, A.T., (eds), (1967): Diseases in Antiquity. Charles Thomas Publishers, Illinois. Brouwer, F.B. , Thomas, A.J. & Chadwick, M.J. (eds), (1991): Land use changes in Europe. Processes of change, environmental transformations and future patterns, Kluwer Academic Publishers, Dordrecht, The Netherlands. Bruce - Chwatt, L.J., (1965): Paleogenesis and Paleoepidemiology of primate Malaria . Bulletin of World Health Organisation 32 : 367 - 387. Butzer, K. W., (1982): Archaeology as Human Ecology: Method and Theory for a Contextual Approach. Cambridge University Press, Cambridge. Byrne, D., (1997): The Archaeology of disasters. Public History Review 6 : 17 - 29. Γιατρομανωλάκης, Γ., (1991): Πόλεως Σώμα. Mία πρώϊμη Eλληνική Mεταφορά και Προσωποποιΐα. Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα. Camp, J. McK., (1982): Drought and Famine in the 4th Century B.C. In : “Studies in Athenian Architecture, Sculpture and Topography, presented to Homer Thompson”, Hesperia Supp. XX : 9-17. Camp, J. McK., (1986): The Athenian Agora. Excavations in the Heart of Classical Athens. Thames & Hudson, London. Camp, J. McK., (1977):The Water Supply of Ancient Athens from 3.000 to 86 B.C. PH.D. Thesis, Princeton University. Carpenter, Rh. , (1966): Discontinuity in Greek Civilization. The J.H. Gray Lectures for 1965, At the Clarendon Press, Cambridge. Castro, G., (1969): "Liquefaction of Sands". Harvard Soil Mechanics Series 87, Harvard University, Cambridge, Massachusetts.


Chadwick, J., (19732): Documents in Mycenean Greek. Cambridge. Cherry, J.F., Davies, J.L. & Mantzourani, Eleni, (1991): Landscape Archaeology as Long Term History. Northern Keos in the Cycladic Islands. Monumenta Archaeologica, vol. XVI, Institute of Archaeology, University of California, Los Angeles. Cohen, M.N. & Armelagos, G. (eds.), (1984): Paleopathology at the Origins of Agriculture. Academic Press, London. Esp.: Ch. 3, L.J. Angel, « Health as a crucial factor in the changes from hunting to develop farming in the Eastern Mediterranean », 51-73. Cole, D.R. , (1976): Asty and Polis = «City» in Early Greek. Ph D Thesis, Stanford University, Michigan. Colyvan M. & Ginzburg, L.R., (2003): Laws of nature and laws of ecology. Oikos 101: 649-653. Crouch, Dora, (1993): Water Management in Ancient Greek Cities. Oxford University Press, New York & Oxford. Esp. : Ch. 7, 63 - 82. Cullingford, R.A. & Davidson, D.A., eds., (1980): Timescales in Geomorphology. Esp.: D.A.Davidson, “Erosion in Greece during the first and second millenia B.C.”, 143-158. Dalfes, N.H., Kukla, G. & Weiss, H. (eds), (1997): Third Millennium B.C. Climate Change and Old World Collapse. NATO ASI Series, I : Global Environmental Change, Vol. 49, Springer Verlag, New York -Berlin - Heidelberg. Dalton, G.E. (ed. ), (1975): The Study of Agricutlural Systems. International Ideas, Philadelphia. Esp.: G. van Dyne & Z. Abramsky, “Agricultural systems models and modelling: an overview”, 23-106. Davis, B.A.S., Brewer, S., Stevenson, A.C., Guiot, J. & Data Contributors, (2003): “The Temperature of Europe during the Holocene reconstructed from pollen data”. Quaternary Science Reviews 22 : 1701 - 1716. Der Kleine Pauly. Lexikon der Antike, (1967). Alfred Druckenmüller Verlag, Stuttgart, Zweiter Band. Dewar, R.E., (1984): Environmental productivity, population regulation and carrying capacity, American Anthropologist 86 : 601 - 615. Dillon, M. , (1997): Pilgrims and Pilgrimage in ancient Greece. Routledge, London & New York. Dincauze, Dena Ferran, (2000): Environmental Archaeology. Principles and Practice. Cambridge University Press, Massachusetts, USA. Dumont, A. , (1876): Essai sur l’ Éphébie Attique. Tome I, Éds Firmin - Didot , Paris. Eitam, D. & Heltzer, M. ,eds, (1996): Olive Oil in Antiquity. History of the Ancient Near Est Studies Vol. VII, Sargon srl, Padova. Esp. : A. Singer, “ The Traditional Cultivation of the Olive Tree ” , 29 - 39. Fagan, Brian, (2000): Floods, Famine and Emperors : El Ni •o and the Fate of Civilization. Basic Books, New York. Farnell, L. R. , (1907): The Cults of the Greek States. Vol. III, At the Clarendon Press, Oxford. Finley, M.I. , (1973): The Ancient Economy. Chatto & Windus, London. Galanopoulos, A.G. , (1960): Tsunamis observed on the Coasts of Greece from antiquity to present time. Annali di Geofisica XIII ( 3-4): 369-386. Galli, P., (2000): “New empirical relationships between magnitude and distance for liquefaction”. Tectonophysics 324: 169 - 187. Garsney, P., (1988): Famine and Food Supply in the Graeco-Roman World. Cambridge University Press, Cambridge. Getz, W.M. & Pickering, J., (1983): Epidemic models: thresholds and population regulation. American Naturalist 121 : 892-898. Glotz, G., 19281. La cité grecque, Paris. Για τα ελλην ικά, H ελληνική «πόλις» μτφρ. Aγνή Σακελλαρίου, Aθήνα, miet, 1981.


Golden, M. & Toohey, P. ( eds ) , (1997): Inventing Ancient Greek Culture. Historicism, Periodization and the Ancient World. London / New York. Esp. : Christiane Sourvinou Inwood, “ Reconstructing Change : Ideology and the Eleusinian Mysteries ”, 132 - 164. Grmek, M., (1989): Diseases in the Ancient Greek World. Transl. by Mireille Muellner & L. Muellner, The Johns Hopkins University Press, Baltimore & London. Originally published as Les Maladies à l'Aube de la Civilisation Occidentale, Centre National des Lettres, Payot, Paris, 1983. Halstead, P. & O’Shea, J. (eds.), (1989): Bad Year Economics: Cultural Responses to Risk and Uncertainty. New Directions in Archaeology, Cambridge University Press, Cambridge. Hammond, M., (1972): The City in the Ancient World. Harvard University Press, Cambridge & Massachusetts. Hillel, D., ( 1980): Fundamentals of Soil Physics. Academic Press, New York. Hughes, D.J. , (1975): Ecology in Ancient Civilizations. University of New Mexico Press. Hughes, D.J., (May 1988): « Greek Origins of Forest Conservation: New Wisdom from the Speaking Leaves». University of Denver, presented at University of Thessaloniki. Hughes, D.J., (1994): Pan’s Travail: Environmental Problems of the Ancient Greeks and Romans. The John Hopkins University Press, Baltimore and London. Hughes, D.J., (1976): The Effect of Classical Cities on the Mediterranean Landscape. Ekistics 42 : 332 - 342. Hughes, D.J. & Thirgood, J. V., (1982) : “ Erosion and Forest Management in Ancient Greece and Rome ”, Journal of Forest History 26: 60-75. Ishihara, K., (1985): "Stability of natural deposits during earthquakes". Proceedings, 11th International Conference on Soil Mechanics and Foundation Engineering, San Francisco, Vol. 1 : 321-376. Jameson, M., (1983): Famine in the Greek World. Proccedings of the Cambridge Philological Society 8 : 6-16. Jeskins, Patricia , (1998): The Environment and the Classical World. Classical World Series, Bristol Classical Press, Great Britain. Johnson, Ch.. A. , (1927) : « Ancient Forests and Navies ». Transactions and Proceedings of the American Philological Association 58: 199-209. Kardulias, P.N. , ed., (1994): Beyond The Site. Studies in the Aegean Area. University Press of America, Lanham, New York/London. Esp.: Ch. 4, G.Rapp Jr & J. Kraft, «Holocene Coastal Change in Greece and Aegean Turkey», 69-90. Katsonopoulou, Dora, Soter, S. & Koukouvelas, I., (2003): ”Evidence of Earthquakes in Helike from the Early Bronze Age to Roman Times”. 4th Symposium on Archaeometry, Athens, May 2003. Kόνσολα, Nτόρα, (1997): “H πρώϊμη αστικοποίηση στην Eλλάδα: Hπειρωτική Eλλάδα”. Aρχαιολογία 62 : 30 – 34. Kramer, S. L., (1996): Geotechnical Earthquake Engineering. Prentice Hall, Upper Saddle River, N.J. Langdon, Merle K., (1985): The Territorial Basis of the Attic Demes. Symbolae Osloenses 60 : 5 - 15. Λαγόπουλος, A.Φ., επιμ., (2005): H Iστορία της Eλληνικής Πόλης. Eκδ. Eρμής, Aθήνα. Λαούπη, Aμάντα, (1999): H Aνασύνθεση του Oικοσυστήματος της Aττικής κατά την Kλασσική Περίοδο, σύμφωνα με τη Mεθοδολογία & τις Oικολογικές Aρχές της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας & της Aριστοτέλειας Φιλοσοφίας. Διδακτορική Διατριβή (αδημοσίευτη), Πανεπιστήμιο Aθηνών. Lévy, E., (1983):«Asty et polis dans l’ Iliade». Ktema 8: 55-73. Liritzis, I. & Kosmatos, D. , (1995): Solar climate Cycles in Tree - Ring Record from Parthenon. Journal of Coastal Research Sp.ecial Issue 17 : 73 - 78.


Longo, O., (1984): Micene / Argo : un modello aristotelico di interpretazione geoistorica. Studi italiani di Filologia Classica seria 3 ( 2) : 202 - 216. MacDonald, W.A. & Rapp, G.R. Jr. (eds), (1972): The Minnesota Messinia Expedition. Reconstructing a Bronze Age regional environment. University of Minnesota Press, Minneapolis. MacKil, Emily, (2004): Wandering Cities : Alternatives to Catastrophe in the Greek Polis. American Journal of Archaeology 108 : 493 - 516. Mansoor, N.M., Niemi, Tina & Misra, A., (2004): “A GIS-Based Assessment of Liquefaction Potential of the City of Aqaba, Jordan”. Environmental & Engineering Geoscience X (4): 297 - 320. Mariolopoulos, E., (1962): Fluctuation of Rainfall in Attica during the Years of the Erection of the Parthenon. Geofisica pura e applicata 51 (I) : 243 - 250. Mαριολόπουλος, Hλ. , (1955): “ Περί της ετησίας πορείας της θερμοκρασίας του αέρος εν Aθήναις και των ανωμαλιών αυτής ”. Yπό Hλ. Mαριολοπούλου & Λεων. Kαραπιπέρη, Aνάτυπον ΠAA, τ. 30, Aθήνα. Milles, A., William, D. & Gardner, N. (eds), (1989): Repr. From the Beginning of Agriculture. Symposia of the Association for Environmental Archaelogy, no 8, BAR 496. Esp.: K.Thomas, «Hierarchical Approaches to the Evolution of Complex Agricultural Systems», 55-73 & S.Green, «General Model of Agricutlural Systems», στο Economic Approaches to Agriculture, 330-331. Monge, O., Chassagneux, D. & Mouroux , P., (1998): “ Methodology for liquefaction hazard studies: new tool and recent applications”. Soil Dynamics and Earthquake Engineering 17: 415-425. Moore, J.B., Abery, J. & James, P.J., (1984): Global Catastrophes : new evidence from Astronomy, Biology and Archaeology. The Society for Interdisciplinary Studies (SIS ) Review VI : 89 - 91. Moseley, M., (1997): Climate, culture and punctuated change : new data, new challenges. The Review of Archaeology 18 : 19 - 27. Mπαλόγλου, Xρ., (1995) : H Oικονομική Σκέψη των Aρχαίων Eλλήνων. Iστορική και Λαογραφική Eταιρεία Xαλκιδικής, Θεσσαλονίκη. Mπουλώτης, Xρ. , (1997): “Παραστάσεις πόλεων στην Aιγαιακή Tέχνη της 2ης χιλιετίας π.X.”. Aρχαιολογία 62 : 42 - 53. Nτούμας, Xρ. , (1997): “H πρώϊμη αστικοποίηση στην Eλλάδα: Nησιά του Aιγαίου”. Aρχαιολογία 62: 35 -41. Nur, A. & Cline, E., (2000): Poseidon’ s Horses : Plate Tectonics and Earthquake Storms in the Late Bronze Age Aegean and Eastern Mediterranean. Journal of Archaeological Science 27 : 43 - 63. Oliver - Smith, A., (1996): Anthropological research on hazards and disasters. Annual Review of Anthropology 25 : 303 - 328. Palmer, L.R. , (1963): Mycenean Greek Texts. At the Clarendon Press, Oxford. Panessa, G., (1991): Fonti Greche e Latine per la Storia dell’ Ambiente e del Klima nel Mondo Greco. Scuola Normale Superiore, Pisa. Papadopulos, G.A. & Lefkopulos, G., (1993): “Magnitude - distance relations for liquefaction in soil from earthquakes”. Bulletin of Seismological Society of America 83 : 925 - 938. Paterne, M., Guichard, F. & Labeyrie, J., (1988): Explosive activity of the south Italian Volcanoes during the past 80,000 years as determined by marine tephrochronology. Journal of Volcanology and Geothermal Research 34 : 153 - 172. Peiser, B.J., Palmer, Tr. & Baily. M.E. (eds), (1998): Natural Catastrophes During Bronze Age Civilizations. Archaeological, geological, astronomical and cultural perspectives. BAR International Series 728, Oxford, England.


Pelekides, Chrysis , (1962): Histoire de l’ Éphebie Attique. Des Origines à 31 a. J. C. Éds Boccard, Paris. Pirazzoli, P.A., (1991): World Atlas of Holocene Sea-Level Changes. Elsevier Oceanographic Series 58. Elsevier, Amsterdam, New York. Posner, P.A., (1979): «The Homeric Version of the Minimal State». Ethics. An International Journal of Social, Political and Legal Philosophy 90: 28-46. Pritchett, W.K., (1953): The Attic Stelai, Part I. Hesperia XXII : 225 - 299. Pritchett, W.K., (1956): The Attic Stelai, Part II. Hesperia XXV : 178 - 328. Raban, A. , ed., (1988): Archaeology of Coastal Changes. BAR Int. Ser. 404. Esp.: P.A. Pirazzoli, “Sea-level Changes and Crustal Movements in the Hellenic Arc (Greece). The Contribution of Archaeological and Historical Data”, 157 - 184. Rowlands, M., Larsen, M. & Kistiansen, K. ,eds, (1987): Centre and Periphery in the Ancient World. Cambridge. Esp.: O.Rackham, «The Greening of Myrtos», Ch. 28, 341348. Runnels, C. N., (1995): Environmental degradation in ancient Greece. Scientific American 27 ( 3) : 96-99. Russell, Claire & Russell, W.M.S., (1999): Population Crises and Population Cycles. Galton Institute, Northfield, London. Sallares, R., (1991): The Ecology of the Ancient Greek World. Cornell University Press, Ithaca, New York. Sallares, R., (2002): Malaria and Rome : A History of Malaria in Ancient Italy. Oxford University Press, Oxford. Sauer, C. O. , (1925): The Morphology of Landscapes. University of California, Publications in Geography 2: 19 - 54. Scheidel, W., (2001): Death on the Nile : Disease and the Demography of Roman Egypt. A.J. Brill, Leiden. Schoch, R. & Aquinas, R., (1999): Voices of the Rocks : A Scientific Look at Catastrophes and Ancient Civilizations. MacNally, New York. Scully, St. , (1990): Homer and the Sacred City. Cornell University Press, Ithaca & London. Shipley, G. & Salmon, J., eds, (1996):Human Landscapes in Classical Antiquity. Environment and Culture. Studies in Ancient Society Vol. 6, Leicester - Nottingham, Routledge, London & New York. Esp. : O. Rackham, “ Ecology and pseudo - ecology : the example of ancient Greece ”, 16 - 43. Shrimpton, G., (1987): Regional Drought and the economic decline of Mycenae. Échos du monde classique 31 : 137 - 176. Simkin, T. & Siebert, L., (19942) : Volcanoes of the World : A Regional Directory, Gazetteer and Chronology of Volcanism during the last 10.000 years. Geoscience Press,Tucson, Arizona. Sonnabend, H., (1999): Mensch und Landschaft in der Antike. Lexikon der historischen Geographie. J. B. Metzler Verlag, Stuttgart Weiman. Sp. : Elke Ettrich, “ Erosion” ,125 126. Soter, S. & Katsonopoulou, Dora, (1999): ” Occupation horizons found in the search for the ancient Greek city of Helike”. Geoarchaeology 14: 531-563. Soter, S., Blackwelder, P. ,Tziavos, C. , Katsonopoulou, Dora, Hood and, T. & AlvarezZarikian, C., (2001): “Environmental analysis of bore hole cores from the Helike Delta, Gulf of Corinth, Greece”. Journal of Coastal Research 17: 95-106. Soter, S., (1999):” Macroscopic seismic precursors and submarine pockmarks in the Corinth-Patras Rift, Greece”. Tectonophysics 308: 275-290.


Stewart, I. & Vita-Finzi, Cl., eds, (1998): Coastal Tectonics. Geological Society, London, Special Publications 146. Esp. : S. Soter, “Holocene uplift and subsidence of the Helike Delta, Gulf of Corinth, Greece”, 41-56. Stiros, S. & Jones, R.E. (eds), (1996): Archaeoseismology. Fitch Laboratory Occasional Paper 7. Esp. : N.N. Ambraseys, “Material for the investigation of the seismicity of Central Greece” , 23 - 36. Tainter, J., (1988): The Collapse of Complex Societies. New Studies in Archaeology, Cambridge University Press, Cambridge. Torrence, R. & Grattan, J. (eds), (2002): Natural Disasters and Cultural Change. One World Archaeology 45, Routledge, London & New York. Esp. : Victoria Buck & I. Stewart, “A critical reappraisal of the classical texts and archaeological evidence for earthquakes in the Atalanti region, Central mainland Greece”, 33 - 44. Turchin, P. , (2003): Complex Population Dynamics: A Theoretical/Empirical Synthesis. Princeton University Press, USA. Turchin, P., (2001): Does Population Ecology have general laws?. Oikos 94 : 17-26. van Andel, Tj.H., Zangger, E. & Demitrack, A., (1990): Land Use and Soil Erosion in Prehistoric and Historical Greece. Journal of Field Archaeology 17 : 379 - 396. Vita-Finzi, Cl. , (1969): The Mediterranean Valleys. Geological Changes in Historical Times. Cambridge, At the Clarendon Press. Watts, M.J. & Bohle, H.G., (1993): The Space of Vulnerability : The Causal Structure of Hunger and Famine. Progress in Human Geography 17: 43 - 67. Weiss, B., (1982): The decline of Late Bronze Age Civilization as a possible response to climatic change. Climatic Change 4 : 173 - 198. Weiss, H. & Bradley, R., (2001): What drives societal collapse ?. Science 291 : 609 - 612. Wertime, Th. A., ( 1983 ) : «The Furnace versus the Goat: The Pyrotechnologic Industries and Mediterranean Deforestation in Antiquity». Journal of Field Archaeology 10: 445 452. Williams, E.W., (1962): The end of an epoch. Greece and Rome 9 : 109 - 125. Worster, D. (19942): Nature’s economy: a history of ecological ideas. Cambridge University Press, Cambridge. Xουρμουζιάδης, Γ., (1997): “O Προϊστορικός Oικισμός: Ποσότητες & Ποιότητες”. Aρχαιολογία 62: 17 - 22.


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.