OIKOΛOΓIKEΣ ΔIAΣTAΣEIΣ THΣ APXAIOEΛΛHNIKHΣ ΠOΛEΩΣ ΣTO APIΣTOTEΛIKO EPΓO. H ATTIKH THΣ KΛAΣΣIKHΣ ΠE

Page 1

AMANTA N. ΛAOYΠH ΔIΔAKTOPIKH ΔIATPIBH OIKOΛOΓIKEΣ ΔIAΣTAΣEIΣ THΣ APXAIOEΛΛHNIKHΣ ΠOΛEΩΣ ΣTO APIΣTOTEΛIKO EPΓO. H ATTIKH THΣ KΛAΣΣIKHΣ ΠEPIOΔOY ΩΣ MONTEΛO ANΘPΩΠINOY OIKOΣYΣTHMATOΣ

ΠANEΠIΣTHMIO AΘHNΩN ΦIΛOΣOΦIKH ΣXOΛH TMHMA APXAIOΛOΓIAΣ & IΣTOPIAΣ THΣ TEXNHΣ IOYNIOΣ 1999


A' MEPOΣ H ATTIKH THΣ KΛAΣΣIKHΣ ΠEPIOΔOY ΩΣ MONTEΛO ANΘPΩΠINOY OIKOΣYΣTHMATOΣ \Ω Φύσι, παμμήτειρα θεa, πολυμήχανε μÉτερ, οéρανία, πρέσβειρα, πολύκτιτε δαÖμον, ôνασσα, πανδαμάτωρ, àδάμαστε, κυβερνήτειρα, παναυγής, παντοκράτειρα, † τιτιμενέα πανυπέρτατε πÄσιν ôφθιτε, πρωτογένεια, παλαίφατε, κυδιάνειρα, âννυχία, πολύπειρε, σελασφόρε, δεινοκάθεκτε, ôψοφον àστραγάλοισι ποδ΅ν ­χνος ε¨λίσσουσα, êγνή, κοσμήτειρα θε΅ν àτελής τε τελευτή, κοινή μbν πάντεσσιν, àκοινώνητε δb μούνη, αéτοπάτωρ, àπάτωρ, âρατή, † πολύγηθε, μεγίστη, εéάνθεια, πλοκή, φιλία, πολύμικτε, δαÉμον, ™γεμόνη, κράντειρα, φερέσβιε, παντρόφε κούρη, αéτάρκεια, δίκη, Xαρίτων πολυώνυμε πειθώ, α¨θερία, χθονία καd ε¨ναλία μεδέουσα, πικρa μbν φαύλοισι, γλυκεÖα δb πειθομένοισι, πάνσοφε, πανδώτειρα, κομίστρια, παμβασίλεια, αéξιτρόφος, πίειρα πεπαινομένων τε λύτειρα. πάντων μbν σf πατήρ, μήτηρ, τροφeς äδb τιθηνός, èκυλόχεια, μάκαιρα, πολύσπορος, ½ριaς ïρμή, παντοτεχνές, πλάστειρα, πολύκτιτε, † ποντία δαÖμον, àιδία, κινησιφόρε, πολύπειρε, περίφρων, àενάωι στροφάλιγγι θοeν ®ύμα δινεύουσα, πάνρυτε, κυκλοτερής, àλλοτριομορφοδίαιτε, εûθρονε, τιμήεσσα, μόνη τe κριθbν τελέουσα, σκηπτούχων âφύπερθε βαρυβρεμέτειρα κρατίστη, ôτρομε, πανδαμάτειρα, πεπρωμένη, αrσα, πυρίπνους, àίδιος ζωc äδ’ àθάνατη τε πρόνοια· πάντα † σοι ε¨σd τa πάντα· † σf γaρ μούνη τάδε τεύχεις. ............................................................................................................................................... Gull. Quandt, Orphei Hymni, Weidmann, Zürich, 1973 10 : Φύσεως, θυμίαμα àρώματα


ΠPOΛOΓOΣ H ανθρώπινη δράση κατά το παρελθόν, ως επιστημονικός στόχος & αντικείμενο της Aρχαιολογίας, βρέθηκε κατά καιρούς στο στόχαστρο ποικίλων αμφισβητήσεων. Θεωρείται, βέβαια, σαφές ότι το κεντρικό πρόβλημα της Aρχαιολογίας, ο άνθρωπος, εξετάζεται με την ίδια προτεραιότητα και από άλλους γνωστικούς κλάδους όπως η Φιλοσοφία, η Ψυχολογία, η Bιολογία, η Iατρική & η Kοινωνιολογία. O γνωστικός, όμως, αυτός τομέας είναι πολύπλευρος, καθώς προσπαθεί να συλλάβει τόσο τις κανονικότητες της ανθρώπινης δράσης, όσο και τα στοιχεία της απροσδιοριστίας-μοναδικότητας της ατομικής & ομαδικής συμπεριφοράς, διά μέσου των υλικών καταλοίπων και όχι άμεσων γεγονότων, διαδικασία η οποία σφραγίζει τον ρόλο του, το ενδιαφέρον και τη χρησιμότητά του. Παράλληλα, το ‘μέγεθος’ που εξετάζεται δεν είναι σταθερό ούτε πάντοτε μετρήσιμο στατιστικά, στη δημιουργία του, δε, συνεισφέρουν ποικίλοι παράγοντες, οικολογικοί, γεωγραφικοί, βιολογικοί, κοινωνικοί, πολιτισμικοί, κ.ο.κ., με αποτέλεσμα, η διεπιστημονική ανάλυση των δεδομένων να καθίσταται απαραίτητη. O στόχος των αρχαιολόγων, στα 25 περίπου τελευταία χρόνια, να ‘επανεντάξουν οικολογικά’ τα αρχαιολογικά ευρήματα ( Greeves, 1989 ), οδήγησε σε μία ‘καινοτομία’ στο χώρο της Aρχαιολογίας, την Oικολογική (Welinder, 1983) ή Περιβαλλοντική ( Shackley, 1985 ) Aρχαιολογία, γνωστή και ως Environmental Archaeology ή Human Ecology ( Butzer, 1982 ). O νέος αυτός κλάδος, αξιοποιώντας τα πορίσματα πολλών επιστημών ( Bιολογίας, Aνθρωπολογίας, Γεωλογίας, Bοτανολογίας, Zωολογίας, Aνθρωπογεωγραφίας, Oικολογίας, Δημογραφίας, Φιλολογίας, Γλωσσολογίας, κ.ά. ) και θεωρώντας πως κάθε πτυχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς σχετίζεται έμμεσα ή άμεσα με το Περιβάλλον, μελετά και τις δύο συνιστώσες που αλληλεπιδρούν στα οικοσυστήματα, την ανθρώπινη ομάδα και το φυσικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους του παρελθόντος. Tα προαναφερθέντα αποτελούν δομικό λίθο της ανά χείρας Διδακτορικής Διατριβής, για την ολοκλήρωση της οποίας θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά, πρώτιστα, την καθηγήτριά μου, Aναπληρώτρια Kαθηγήτρια Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Aθηνών, κα Λίλιαν Kαραλή - Γιαννακοπούλου, για τη μακρόχρονη συμβολή της στο χώρο της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας. Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω τον Aναπληρωτή Kαθηγητή Kλασσικής Aρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Aθηνών, κ. Πάνο Bαλαβάνη, για τις βελτιώσεις που πρότεινε, όσον αφορά στη γραφή του κειμένου, καθώς και την Aναπληρώτρια Kαθηγήτρια Προϊστορικής Aρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Aθηνών, κα Eλένη Mαντζουράνη,για τη συμβουλές της σχετικά με τη δημοσίευση της Διατριβής . Tέλος, ευχαριστίες οφείλονται και στην κα Nίκη Γουλανδρή, πρωτοπόρο στις περιβαλλοντικές μελέτες και ψυχή του ομώνυμου ελληνικού Mουσείου Φυσικής Iστο ρίας, για την εμπνευσμένη πρότασή της να στραφώ σε διεπιστημονικό ερευνητικό αντικείμενο, ήδη από τα χρόνια των μεταπτυχιακών μου σπουδών. Eν τούτοις, ουδείς εξ αυτών δεν θα πρέπει να θεωρηθεί υπεύθυνος για το περιεχόμενο & τη μορφή του κειμένου. Σημ. H υποστήριξη του συγκεκριμένου θέματος της Διδακτορικής Διατριβής έγινε τον Iούνιο του 1999. H παρούσα μορφή της εργασίας αυτής, η οποία προορίζεται για δημοσίευση, περιλαμβάνει τις επισημάνσεις των Kαθηγητών της Eπιτροπής, καθώς και τις νεώτερες έρευνες & τις βιβλιογραφικές παραπομπές των ετών 1999 - 2002. Στο Γ’ Mέρος του Δεύτερου Tόμου, οι Eικόνες ( Part E ) παρατίθενται για διδακτικούς - επεξηγηματικούς λόγους, χωρίς να φέρουν άδεια δημοσίευσης, εφ’ όσον η εργασία δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί.


ΣYNTOMOΓPAΦIEΣ 1. ΣYΓXPONA EPΓA - ΠEPIOΔIKA - EKΔOΣEIΣ & OPΓANIΣMOI AA Archäologischer Anzeiger AAA Aρχαιολογικά Aνάλεκτα Aθηνών AAX Aνθρωπολογικά & Aρχαιολογικά Xρονικά Abhandl. der deut. Akad. Abhandlung der deutschen Akademie ABSA Annual of the British School at Athens ABV J. D. Beazley, Attic Black- figure Vase - Painters ( 1956) AC Antiquité Classique AΔ Aρχαιολογικόν Δελτίον AE Aρχαιολογική Eφημερίς AJA American Journal of Archaeology AJAH American Journal of Ancient History AJP American Journal of Philology AM Mitteilungen des Archäologischen Instituts AMA American Anthropologist AMQ American Antiquity AN American Naturalist Anc. Phil. Ancient Philosophy AP Anthologia Palatina ARA Annual Review of Anthropology ARES Annual Review of Ecology and Systematics ARG Annual Review of Genetics ARV J. D. Beazley, Attic Red- figure Vase - Painters (1963 2 ) ASNSP Annali della Scuola normale superiore di Pisa BAB Bulletin de la Classe des Lettres de l’ Académie Royale de Belgique, Bruxelles, Palais des Académies BAR British Archaeological Reports BCH Bulletin de Correspondance Hellénique BCMD Blood Cells, Molecules and Diseases BMC Rev. Bryn Mawr Classical Review , Bryn Mawr College Bull. Soc. Belge Géogr. Bulletin de la Societé Belge Géographique CA Current Anthropology Calgary The Ancient History Bulletin CH Chiron CIAnt. Classical Antiquity , University of California Press - Berkeley CJ Classical Journal CQ Classical Quarterly CSIRO Commonwealth Scientific & Industrial Organization, Australia (Stace et al. 1968) DHA Dialogues d’ histoire ancienne EHR Economic History Review EIR Eirene EM Ecologia Mediterranea E.Π.K.A. Eφορεία Προϊστορικών & Kλασσικών Aρχαιοτήτων (Eφ. Προΐστ. & Kλασσ. Aρχ.) ETBA Eθνική Tράπεζα Bιομηχανικής Aνάπτυξης FAO Food & Agricultural Organization, UNESCO (1971-1981) FGH Die Fragmente der griechischen Historiker, F. Jacoby ( ed. ), Berlin und Leyden (1923-)


FR A. Furtwängler & K. Reichhold, Griechische Vasenmalerei (1904 - 1932) GAF General Amphora File GRBS Greek Roman and Byzantine Studies HB Human Biology HPth History of Political Thought, Exeter IΓME Iνστιτούτο Γεωλογικών και Mεταλλευτικών Eρευνών IEE Iστορία του Eλληνικού Έθνους ILN (The) Illustrated London News JAS Journal of Archaeological Science JdaI Jahrbuch des deutsches arch΄ologisches Instituts in Athen JFA Journal of Field Archaeology JHS Journal of Hellenic studies JTB Journal of Theoretical Biology MIET Mορφωτικό Ίδρυμα Eθνικής Tραπέζης της Eλλάδος MIT The Massachusetts Insitute of Technology Mitt. des deut. arch. Inst. Mitteilungen des deutsches archaeologischen Instituts Mus. Helv. Museum Helveticum Njb Neue Jahrbücher für Wissenschaft und Jungendbildung , Berlin ΠAA Πρακτικά της Aκαδημίας Aθηνών ΠAE Πρακτικά Aρχαιολογικής Eταιρείας PAL Palaeohistoria Paphs Proceedings of the American Philosophical Society Para J.D. Beazley, Paralipomena (1971) PCPS Proccedings of the Cambridge Philological Society POP Population , Paris PP Parola del Passato, Napoli Proc. Prehist. Soc. Proceedings of Prehistoric Society Proc. RIA Proceedings of the Royal Irish Academy RASC Royal Astronomical Society of Canada RE Paulys Real-Encyklopädie der classischen Altertumswissenschaft REG Révue des Études Grecques RhM Rheinisches Museum für Philologie SCA Storia Geofisica Ambiente SIS Society for Interdisciplinary Studies (1975-) SO Symbolae Osloenses TAPhA Transactions and Proceedings of the American Philological Association UMI University Microfilms International UNESCO United Nations Economic & Scientific Organization USDA United States Department of Agriculture YΠ.ΠO. Yπουργείο Πολιτισμού WA World Archaeology Z.f.Num Zeitschrift für Numismatik, Berlin ZPE Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik 2. CORPUS APXAIΩN EΠIΓPAΦIKΩN MAPTYPIΩN IG Inscriptiones Graecae, Berlin ( 1873- ) IIG R. Dareste, B. Haussoullier & T. Reinach, Recueil des Inscriptions juridiques grecques, Paris ( 1891-1904 ) LSCG F. Sokolowski, Lois sacrés des cités grecques, Paris (1961) SEG Supplementum Epigraphicum Graecum


SIG

G. Dittenberger, Sylloge Inscriptionum Graecorum, Leipzig ( 1915-1924 )

3. APPARATUS CRITICUS add. corr. del. interl. mg. obs. om. rep. sc. scr.

additit correxit delevit interlineariter in margine obscuravit omisit repetivit scripsit scilicet

4. ΓENIKOI OPOI A.D. Anno Domini ( = μ.X. μετά Xριστόν ) AWC Available water capacity = water - stored in the soil - usable by plants (Geology) BA Bορειοανατολικός / -ού, -ή / -ής, -ό, -οί / -ών, -ές, - ά B.C. Before Christ ( = π.X. προ Xριστού ) BΔ Bορειοδυτικός / -ού, -ή / -ής, -ό, -οί / -ών, -ές, - ά Bλ. Bλέπε Co Company ed. - eds / Ed(s)/ editor-editors / Edition (s) éd./ Éd(s) éditeur / Édition(s) et al. et allii Fr. Fragment G6PD Glucose - 6 - phosphate deydrogenase (Biology - Palaeopathology) Hrsg Herausgegeben Inc. Incorporation κ.ε. και εξής LUCC Land- Use Capability Classification (Klingebiel & Montgomery, 1961 : Geology) μ. μέτρο / α (μονάδα μέτρησης μήκους) μ.2 τετραγωνικό μέτρο / α (μονάδα μέτρησης έκτασης επιφάνειας) MH Master Horizons (Category in Soils Taxonomy - Geology) MNI Minimum Number of individual animals (Zooarchaeology) MSL Mean sea-level (Geology - Hydrology - Climatology) MTO Mεσογειακού Tύπου Oικοσύστημα (Ecology) N.A. Nοτιοοανατολικός / -ού, -ή / -ής, -ό, -οί / -ών, -ές, - ά NADPH Erythrocytic nicotinamide - adenine dinucleotide phosphate (Biology - Palaeopathology) NAP Non-arboreal Pollen (Paleobotany - Archaeobotany) NΔ Nοτιοδυτικός / -ού, -ή / -ής, -ό, -οί / -ών, -ές, - ά NEO Near Earth Objects (Astronomy) περ. περίπου R. Richter (Scale - measure in Seismology) RSL Relative sea-level (Geology - Hydrology - Climatology)


Sd surv. transl. var. vER vES vMR vMS Vol. χλμ. χλμ.2 °C °

Subordinary descriptors (Category in Soils Taxonomy - Geology) surveyed translated variation visible Evening rising = achronycal rising ( Astronomy) visible Evening setting = heliacal setting ( Astronomy) visible Morning rising = heliacal rising ( Astronomy) visible Morning setting = cosmical setting ( Astronomy) volume χιλιόμετρο / α (μονάδα μέτρησης μήκους) τετραγωνικό χιλιόμετρο / α (μονάδα μέτρησης έκτασης επιφάνειας) Bαθμοί Kελσίου (κλίμακα μέτρησης θερμοκρασίας) μοίρες ( γεωμετρική κλίμακα )

5. APXAIA EPΓA APIΣTOTEΛHΣ 1. Στο Aριστοτελικό Corpus 2. Στην Ξενόγλωσση Bιβλιογραφική Παράδοση Anal. post. Analytica Posteriora Anal. pr. Analytica Priora Athen. Pol. Athenaion Politeia ( Atheniensis Republica ) De anim. De anima De art. poet. De arte poetica De caelo De caelo De gen. anim. De generatione animalium De interpr. De interpretatione De memor De memor De part. anim. De partibus animalium De sensu De sensu EE (Eud. Eth.) Ethica Eudemeia EN (Nik. Eth.) Ethica Nicomacheia Fragm. Sel. Fragmenta Selecta Hist. anim. Historia animalium Kat. Kategoriae ( ή Cat. = Categoriae ) Metaph. Metaphysica Meteor. Meteorologica ( De mundo ) MM ( Magn. Moral. ) Magna Moralia Oecon. Oeconomica Phys. Physica Pol. Politica Probl. Problemata Protr. Protrepticus Rhet. Ars Rhetorica Soph. El. Sophistici Elenchi Top. Topica 3. Nεώτεροι Mελετητές


-ROSEI NUMERATIO FRAGMENTORUM ( Aristotelis Fragmenta Selecta, Scriptorum Classicorum Bibliotheca Oxoniensis, Oxford University Press, London, 19551/19745, p. 149 ) R2 V. Rose, Berol., 1831 R3 V. Rose, Lips., 1886 p. pagina huius editionis 4. Index Aristotelicus ( Academia Regia Borussica ) αι i e περί A¨σθήσεως καί α¨σθητ΅ν ακ περί \Aκουστ΅ν Aαβ \Aναλυτικά πρότερα Aγδ \Aναλυτικά ≈στερα αν περί \AναπνοÉς αρ περί \Aρετ΅ν καί Kακι΅ν ατ περί \Aτόμων γραμμ΅ν Γ περί Γενέσεως καί ΦθορÄς εν περί \Eνυπνίων ε περί ^Eρμηνείας ζ περί ZωÉς καί Θανάτου Zι περί τά Zÿ΅α îστορίαι Zγ περί Zÿώων γενέσεως Zμ περί Zÿώων μορίων Zπ περί Zÿώων πορείας H \Hθικά Nικομάχεια ημ \Hθικά μεγάλα ηε \Hθικά Eéδήμεια θ περί θαυμασίων àκουσμάτων K Kατηγορίαι κ περί κόσμου μκ περί Mακροβιότητος καί βραχυβιότητος μτ περί MαντικÉς τÉς âν τοÖς ≈πνοις M i e τά Mετά τά Φυσικά μ Mετεωρολογικά μχ Mηχανικά μν περί Mνήμης καί \Aναμνήσεως ζ περί Nεότητος καί γήρως ξ περί Ξενοφάνους κ.λ.π. ο O¨κονομικός O περί OéρανοÜ πν περί Πνεύματος πο περί ΠοιητικÉς Π Πολιτικά π Προβλήματα P τέχνη ^Pητορική ρ ^Pητορική πρός \Aλέξανδρον σ àνέμων θέσεις καί προσηγορίαι Tι Σοφιστικοί öλεγχοι Tα-θ Tοπικά υ περί ≠Yπνου καί âγρηγόρσεως Φ Φυσική àκρόασις φ Φυσιογνωμικά φτ περί Φυτ΅ν


χ ψ f

περί Xρωμάτων περί ΨυχÉς Fragmenta Aristotelica

5. Tα ψευδο-αριστοτελικά συγγράμματα ( σωζόμενα ) Έχουν αποδοθεί στον Aριστοτέλξ, αλλά οι σύγχρονοι ερευνητές ερίζουν περί της γνησιότητάς τους. \Bλ. Iστορία του Eλληνικού Έθνους, Eκδοτική Aθηνών, Aθήναι, 1980, τ. Γ2, σ. 488-489.

APXAIOI EΛΛHNEΣ ΣYΓΓPAΦEIΣ Aκολουθήθηκαν οι συντομογραφίες κατά H. G. Liddell - R. Scott ( A Greek - English Lexicon, Oxford, repr. 1983 ), πλην των ονομάτων του Aισχύλου ( Aισχ. αντί για A. ), Δημοσθένη ( Δημ. αντί για Δ. ), Eυριπίδη ( Eυρ. αντί για E. ), Ξενοφώντα ( Ξεν. αντί για Ξ. ), Πλάτωνα (Πλάτ. αντί για Πλ. ) και Σοφοκλή ( Σοφ. αντί για Σ. ), τα οποία ανευρίσκονται, στη συντριπτική πλειοψηφία των σύγχρονων έργων, με τη μορφή που παρατίθεται στην παρούσα Διδακτορική Διατριβή. Aγαθ. \Aγαθαρχίδης ï Kνίδιος Eρ. Θαλ. περί τÉς \EρυθρÄς Θαλάσσης Aθήν. \Aθήναιος Δειπν. Δειπνοσοφισταί Aισχ. A¨σχίνης Kατά Kτησ. Kατά Kτησιφ΅ντος Kατά Tιμ. Kατά Tιμάρχου Περί Πρεσβ. Περί Πρεσβείας Aισχ. A¨σχύλος Aγ. \Aγαμέμνων Iκ. ^Iκέτιδες Πέρσ. Πέρσαι Προμ. Προμηθεύς Δεσμώτης Aπολλ. \Aπολλόδωρος Aρ. \Aριστοφάνης Aχαρν. \AχαρνÉς Bάτρ. Bάτραχοι Eιρ. E¨ρήνη Eκκλ. \Eκκλησιάζουσαι Θεσμ. Θεσμοφοριάζουσαι Iππ. ^IππÉς Λυσ. Λυσιστράτη Nεφ. Nεφέλαι Όρν. ‰Oρνιθες Πλ. ΠλοÜτος Σφήκ. ΣφÉκες Aρπ. ^Aρποκρατίων Aρρ. \Aρριανός Aνάβ. \Aλεξάνδρου \Aνάβασις


Eπικτ. Διατρ. \Eπικτήτου Διατριβαί Γαλ. Γαληνός Iππ. Γλωσ. Eξ. ^Iπποκράτους Γλωσσ΅ν \Eξήγησις Iππ. Περί Διαίτ. Oξ. Nοσ. ^Iπποκράτους Περί Διαίτης \Oξέων Nοσημάτων Bιβλίον.. Περί Tροφ. Δυν. Περί Tροφ΅ν Δυνάμεων Περί Xρ. Mερ. Περί Xρήσεως τ΅ν Mερ΅ν Yπομν. ^Yπομνήματα E¨ ζÿ΅ον τό κατά γαστρός Iατρ. Oρ. ^Iατρική ^Oρολογία Δημ. Δημοσθένης I \Oλυνθιακός α II \Oλυνθιακός β III \Oλυνθιακός γ IV Kατά Φιλίππου α V Περί τÉς Eίρήνης VI Kατά Φιλίππου β VII Περί ^Aλοννήσου VIII Περί τ΅ν âν Xερρονήσÿω IX Kατά Φιλίππου γ X Kατά Φιλίππου δ XI Πρός τήν \Eπιστολήν XII [Φιλίππου] \Eπιστολή XIII Περί Συντάξεως XIV Περί τ΅ν Συμμορι΅ν XV ^Yπέρ τ΅ν ^Pοδίων \Eλευθερίας XVI ^Yπέρ Mεγαλοπολιτ΅ν XVII Περί τ΅ν πρός \Aλέξανδρον Συνθηκ΅ν XVIII Περί τοÜ Στεφάνου XIX Περί τÉς Παραπρεσβείας XX Πρός Λεπτίνην XXI Kατά Mειδίου XXII Kατά \Aνδροτίωνος XXIII Kατά \Aριστοκράτους XXIV Kατά Tιμοκράτους XXV Kατά \Aριστογείτονος α XXVI Kατά \Aριστογείτονος β XXVII Kατά \Aφόβου α XXVIII Kατά \Aφόβου β XXIX Πρός ‰Aφοβον XXX Πρός \Oνήτορα α XXXI Πρός \Oνήτορα β XXXII Πρός Zηνόθεμιν XXXIII Πρός \Aπατούριον XXXIV Πρός Φορμίωνα XXXV Πρός Λάκριτον XXXVI ^Yπέρ Φορμίωνος XXXVII Πρός Πανταίνετον XXXVIII Πρός Nαυσίμαχον XXXIX Πρός Bοιωτόν περί τοÜ \Oνόματος XL Πρός Bοιωτόν περί Προικός Mητρÿώας XLI Πρός Σπουδίαν


XLII Πρός Φαίνιππον XLIII Πρός Mακάρτατον XLIV Πρός Λεωχάρη XLV Kατά Στεφάνου α XLVI Kατά Στεφάνου β XLVII Kατά Eéέργου καί Mνησιβούλου Ψευδομαρτυρι΅ν XLVIII Kατά \Oλυμπιοδώρου XLIX Πρός Tιμόθεον L Πρός Πολυκλέα LI Περί του Στεφάνου τÉς Tριηραρχίας LII Πρός Kάλιππον LIII Πρός Nικόστρατον LIV Kατά Kόνωνος LV Πρός Kαλλικλέα LVI Kατά Διονυσοδώρου LVII Πρός Eéβουλίδη LVIII Kατά Θεοκρίνου LIX Kατά Nεαίρας LX \Eπιτάφιος LXI \Eρωτικός -Προοίμια -\Eπιστολαί Διογ. Λαέρτ. Διογένης Λαέρτιος Διόδ. Σικ. Διόδωρος Σικελιώτης Διον. Aλικ. Διονύσιος ^Aλικαρνασσεύς Λυσ. Λυσίας Δίων Xρ. Δίων Xρυσόστομος Eπίκτ. \Eπίκτητος Διατρ. Διατριβή ε¨ς \Eπίκουρον Eυρ. Eéριπ(π)ίδης Bάκχ. Bάκχαι Eκ. ^Eκάβη Eλ. ^Eλένη Hλ. \Hλέκτρα Hρ. Mαιν. ^HρακλÉς Mαινόμενος Iκέτ. ^Iκέτιδες Iππ. ^Iππόλυτος Iφ. \Iφιγένεια ( T. = âν Tαύροις & Aυλ. = âν Aéλίδι ) Ίων ‰Iων Kύκλ. Kύκλωπες Oρ. \Oρέστης Φοίν. Φοίνισσαι Hρόδ. ^Hρόδοτος Iστ. ^Iστορίη Hσ. ^Hσίοδος Bατρ. Bατραχομυομαχία Θεογ. Θεογονία Έργ. & Hμ. ‰Eργα καί ^Hμέραι Yπ. ^Yπόθεσις Aσπ. \Aσπίς Fr. Sel. Fragmenta Selecta Hσύχ. ^Hσύχιος Eλλ. Aνθ. ^Eλληνική \Aνθολογία


Θέογν. Θέογνις Eλ. \EλεγεÖαι A καί B Θεόκρ. Θεόκριτος Eιδ. E¨δύλλια Θεόφρ. Θεόφραστος Περί ανέμ. Περί àνέμων Περί πετρ. Περί πετρωμάτων Περί σημ. Περί σημείων Περί φυτ. αιτ. Περί φυτ΅ν α¨τίαι Περί φυτ. ιστ. Περί φυτ΅ν îστορίαι Περί φωτ. Περί φωτιÄς Xαρ. XαρακτÉρες Θουκ. Θουκυδίδης Iουστ. \IουστÖνος Iππ. ^Iπποκράτης Aφορ. \Aφορισμοί Γυν. Γυναικείων βιβλία τρία Eπιδ. \Eπιδημι΅ν βιβλίο A ≤ως Z Eπταμ. Περί \Eπταμήνου Kατ’ Iητρ. Kατ’ \IητρεÖον Kωακ. Προγν. Kωακοί Προγνώσιες Mοχλ. Mοχλικός Nόμ. Nόμος Oκταμ. Περί \Oκταμήνου Όρκ. ≠Oρκος Περί Aγμ. Περί \Aγμ΅ν Περί Aδέν. Περί \Aδένων Περί αέρ. Περί \Aέρων, •δάτων καί τόπων Περί Aιμ. Περί Aîμορροΐδων Περί Aνατ. Περί \AνατομÉς Περί Aρθρ. Περί \Aρθρ΅ν Περί Aρχ. Iατρ. Περί \Aρχαίης \IατρικÉς Περί Aφόρ. Περί \Aφόρων Περί Γον. Περί ΓονÉς Περί Γυν. Φύσ. Περί Γυναικείης Φύσιος Περί Δεσμ. Περί Δεσμ΅ν Περί Διαίτ. Περί Διαίτης Περί Διαίτ. Oξ. Περί Διαίτης \Oξέων (νόθο) Περί Διαίτ. Yγ. Περί Διαίτης ^YγιεινÉς Περί Eβδ. Περί ^Eβδομάδων Περί Eγκ. Eμβρ. Περί \EγκατατομÉς \Eμβρύου Περί Eλκ. Περί ^Eλκ΅ν Περί Eπικ. Περί \Eπικυήσιος Περί Iερ. Nούσ. Περί ^IερÉς Nούσου Περί Kαρδ. Περί Kαρδίης Περί Nούσ. Περί Nούσων βιβλίο A ≤ως Δ Περί Oδοντ. Περί \OδοντοφυϊÉς Περί Oστ. Περί \Oστέων Φύσιος Περί Όψ. Περί ‰Oψιος Περί Παθ. Περί Παθ΅ν Περί Παρθ. Περί Παρθενίων


Περί Σαρκ. Περί Σαρκ΅ν Περί Συρ. Περί Συρίγγων Περί Tέχν. Περί Tέχνης Περί Tόπ. Περί Tόπων τ΅ν κατ’ ôνθρωπον Περί Tροφ. Περί TροφÉς Περί των Eντ. Παθ. Περί τ΅ν \Eντός Παθ΅ν Περί Yγρ. Xρήσ. Περί ^Yγρ΅ν Xρήσιος Περί Φύσ. Aνθρ. Περί Φύσιος \Aνθρώπου Περί Φύσ. Παιδ. Περί Φύσιος Παιδίου Περί Φυσ. Περί Φυσ΅ν Περί Xυμ. Περί Xυμ΅ν Προγν. Προγνωστικόν Προρρ. Προρρητικός Iσ. \IσαÖος II Περί τοÜ Mενεκλέους Kλήρου V Περί τοÜ Δικαιογένους Kλήρου Iσοκρ. \Iσοκράτης I Πρός Δημόνικον II Πρός Nικοκλέα III NικοκλÉς ¦ οî Kύπριοι IV Πανηγυρικός V Φιλιππικός VI \Aρχίδαμος VII \Aρεοπαγιτικός VIII Περί E¨ρήνης IX Eéαγόρας X ^Eλένη XI Bούσιρις XII Παναθηναϊκός XIII Kατά τ΅ν Σοφιστ΅ν XIV Πλαταϊκός XV Περί \Aντιδόσεως XVI Περί τοÜ Zεύγους XVII Tραπεζιτικός XVIII Παραγραφή πρός Kαλλίμαχον XIX A¨γινητικός XX Kατά Λοχίτου XXI Πρός Eéθύνουν Eπ. \Eπιστολαί Kαλλ. Δημήτριος Kαλλατιανός Λυσ. Λυσίας I ^Yπέρ τοÜ \Eρατοσθένους Φόνου \Aπολογία II \Eπιτάφιος τοÖς Kορινθίοις BοηθοÖς III Πρός Σίμωνα \Aπολογία IV Περί Tραύματος âκ Προνοίας, •πέρ οy καί πρός ¬ν (ôδηλον) V ^Yπέρ Kαλλίου ^Iεροσυλίας \Aπολογία VI Kατά \Aνδοκίδου VII \Aρεοπαγιτικός Περί τοÜ ΣηκοÜ \Aπολογία VIII Kατηγορία πρός τούς Συνουσιαστάς Kακολογι΅ν IX ^Yπέρ τοÜ Στρατιώτου X Kατά Θεομνήστου α


XI Kατά Θεομνήστου β XII Kατά \Eρατοσθένους XIII Kατά \Aγοράτου \Eνδείξεως XIV Kατά \Aλκιβιάδου Λιποταξίου α XV Kατά \Aλκιβιάδου \Aστρατείας β XVI ^Yπέρ Mαντιθέου XVII Δημοσίων \Aδικημάτων XVIII Περί τÉς Δημεύσεως (τ΅ν) τοÜ Nικίου \AδελφοÜ \Eπίλογος XIX ^Yπέρ τοÜ \Aριστοφάνους Xρημάτων, πρός το Δημόσιον XX ^Yπέρ Πολυστράτου Δήμου Kαταλύσεως \Aπολογία XXI \Aπολογία Δωροδοκίας \Aπαράσημος XXII Kατά τ΅ν Σιτοπωλ΅ν XXIII Kατά Παγκλέωνος ¬τι οéκ qν Πλαταιεύς XXIV (πρός τήν E¨σαγγελίαν) Περί τοÜ μή δίδοσθαι τÿ΅ àδυνάτω àργύριον XXV Δήμου Kαταλύσεως \Aπολογία XXVI (περί τÉς Eéάνδρου Δοκιμασίας) Kατά Eéάνδρου XXVII Kατά \Eπικράτους καί τ΅ν Συμπρεσβευτ΅ν \Eπίλογος (½ς Θεόδωρος) XXVIII Kατά \Eργοκλέους \Eπίλογος XXIX Kατά Φιλοκράτους \Eπίλογος XXX Kατά Nικομάχου γραμματέως εéθυν΅ν Kατηγορία XXXI Kατά Φίλωνος Δοκιμασίας XXXII Kατά Διογείτονος XXXIII \Oλυμπικός XXXIV Περί τοÜ μή καταλÜσαι τήν πάτριον πολιτείαν \Aθήνησι XXXV \Eρωτικός Mέν. Mένανδρος Δύσκ. Δύσκολος Ξεν. Ξενοφών Aθην. Πολ. \Aθηναίων Πολιτεία Aπολ. \Aπολογία Σωκράτους Aπομν. \Aπομνημονεύματα Eλλ. ^Eλληνικά Iππαρχ. ^Iππαρχικός Kυν. Kυνηγετικός Kύρ. Aναβ. Kύρου \Aναβάσεως Kύρ. Παιδ. Kύρου Παιδείας Λακ. Πολ. Λακεδαιμονίων Πολιτεία Oικ. O¨κονομικός Πόρ. Πόροι Συμπ. Συμπόσιον Όμ. ≠Oμηρος Iλ. \Iλιάς Oδ. \Oδύσσεια Oρφ. \Oρφεύς Aργ. \Aργοναυτικά Παυσ. Παυσανίας I \Aττικά II Kορινθιακά III Λακωνικά IV Mεσσηνιακά V \Hλειακά


VI \Hλειακά VII \Aχαϊκά VIII \Aρκαδικά IX Bοιωτικά X Φωκικά Πίνδ. Πίνδαρος Oλύμπ. (I-XIV) \Oλύμπια Πύθ. (I-XII) Πύθια Nέμ. (I-XI) Nέμεα Ίσθμ. (I-VIII) ‰Iσθμια Fragm. Fragmenta Inc. Loc. Incerti Loci Dub. Dubia vel Spuria Inc. Auct. Incerti Auctoris Eπιν. Ίσθμ. \Eπινίκεια ‰Iσθμια Ύμν. ≠Yμνοι Παιάν (I-XII) Παιάν Παιάν. Παιάνες Διθ. Διθύραμβοι Προσ. Προσÿωδία Παρθ. Παρθέναια Yπορχ. ^Yπορχήματα Eγκ. \Eγκώμια Θρ. ΘρÉνοι Πλάτ. Πλάτων Aλκ. \Aλκιβιάδης (I & II) Aξ. \Aξίοχος (νόθο) Aπολ. \Aπολογία Σωκράτους Γοργ. Γοργίας Δημ. Δημόδοκος (νόθο) Eρ. \Eρυξίας (νόθο) Eπιν. \Eπινομίς Eπιστ. \Eπιστολαί Eραστ. \Eρασταί Eυθύδ. Eéθύδημος Eυθ. Eéθύφρων Θεάγ. Θεάγης Θεαίτ. Θεαίτητος Ίππ. ≠Iππαρχος Iππ. Eλ. ^Iππίας \Eλάσσων Iππ. Mείζ. ^Iππίας Mείζων Ίων ‰Iων Kλειτ. Kλειτοφών Kρατ. Kρατύλος Kριτ. Kριτίας Kρ. Kρίτων Λάχ. Λάχης Λύσ. Λύσις Mενέξ. Mενέξενος Mέν. Mένων Mίν. Mίνως


Nόμ. Nόμοι Όρ. ≠Oροι Παρμ. Παρμενίδης Περί Aρ. Περί \AρετÉς (νόθο) Περί Δικ. Περί Δικαίου (νόθο) Πολ. Πολιτεία Πολιτ. Πολιτικός Πρωτ. Πρωταγόρας Σίσ. Σίσυφος (νόθο) Σοφ. Σοφισταί Συμπ. Συμπόσιον Tίμ. Tίμαιος Φαίδρ. ΦαÖδρος Φαίδ. Φαίδων Φίλ. Φίληβος Xαρμ. Xαρμίδης Πλούτ. Πλούταρχος Aλέξ. \Aλέξανδρος Aλκ. \Aλκιβιάδης Δημ. Δημάρατος Hθ. \Hθικά Θεμ. ΘεμιστοκλÉς Θησ. Θησεύς Kίμ. Kίμων Λυκ. ΛυκοÜργος Περ. ΠερικλÉς Σόλ. Σόλων Σύλλ. Σύλλας Συμπ. Συμπόσιον Πολ. Πολύβιος Iστ. ^Iστορίαι Πολυδ. Πολυδεύκης Oνομ. \Oνομαστικός Πορφ. Πορφύριος Πλωτ. Περί τοÜ Πλωτίνου βίου καί τÉς τάξεως τ΅ν βιβλίων αéτοÜ Aποχ. Περί \AποχÉς Σέξτ. Eμπ. Σέξτος \Eμπειρικός Πυρρ. Yπ. Πυρρώνειοι ^Yποτυπώσεις Σοφ. ΣοφοκλÉς Aντ. \Aντιγόνη Oιδ. O¨δίπους Tύραννος Tραχ. Tραχίνιαι Φιλ. Φιλοκτήτης Σιμπλ. Σιμπλίκιος Στρ. Στράβων Tέλ. Tέλης Aυτ. Περί Aéταρκείας Yπερ. ^Yπερείδης I Kατά Δημοσθένους •πέρ τ΅ν \Aρπαλείων II ^Yπέρ Λυκόφρωνος III ^Yπέρ Eéξενίππου E¨σαγγελίας \Aπολογία πρός Πολύευκον


IV Kατά Φιλιππίδου V Kατά \Aθηνογένους App. Appendix Fragmenta Orationis II Citationes ex Orationibus Deperditis apud Scriptores alios servatae Φιλ. Φιλόχορος Φίλ. Φίλων ï Bυζάντιος Mηχ. Σύντ. Mηχανική Σύνταξις Φώτ. Φώτιος Bιβλ. Bιβλιοθήκη Xρύσ. Xρύσιππος Φυσ. Φυσικά APXAIOI ΞENOI ΣYΓΓPAΦEIΣ Ael. Aelianus Var. Hist. Varia Historia (Ποικίλαι ^Iστορίαι ) Cels. Celsus De med. De medicina Cic. Cicero Acad. Academica De Inv.De Inventione De Leg. Agr. De Lege Agrarie De Leg. De Legibus De Nat. De Natura Deorum De R.P. De Re Publica De Off. De Officiis Epist. Epistulae Fam. Ad Familiares Top. Topica Col. Columella R.R. De Re Rustica Diosc. Dioscuridis Gp. Geoponica (Beckh / Mueller) Hor. Horatius Epod. Epodes Iamb. Iambulus Lucr. Lucretius R.N. De Rerum Naturae Ov. Ovidius Od. Odes Met. Metamorphoses Plin. Plinius Senior HN Naturalis Historia Pomp. Mel. Pomponius Mela Quint. Quintilianus Quint. Curt. Quintus Curtius Sen. Seneca Nat. Quaest. Naturales Quaestiones Sid. Sidonius Tac. Tacitus


Ann. Annales Hist. Historiae Val. Max. Valerius Maximus Varr. Varr R.R. Re Rustica Virg. Virgilius Georg. Georgicon Buc. Bucolicon Aen. Aeneis Vitr. Vitruvius De Arch. De Architectura

r

6. ΔIAΦOPA Corp. Hipp. Corpus Hippocraticum ( οι παραπομπές σύμφωνα με το E. Littré, Έuvres Complètes d’ Hippocrate, I-X, Paris, 1839-1861 ) Προσωκρατικοί ( κατά Diels-Kranz ) A = Fragmenta & B = Testimonia


EIΣAΓΩΓH «.. καd πρέπειν μοι δοκεÖ, καd ™γοÜμαι âλεύθερόν τινα εrναι τοÜτον τeν ôνθρωπο [τeν φιλοσοφοÜντα], τeν δb μc φιλοσοφοÜντα àνελεύθερον καd οéδέποτε οéδενeς àξιώσοντα ëαυτeν οûτε καλοÜ οûτε γενναίου πράγματος..» ( Πλάτ. Γοργ., 485c 4-8 ). O Σύγχρονος Άνθρωπος, παγιδευμένος στη γοητεία των τεχνολογικών του φιλοδοξιών, ανακαλύψεων και επιτευγμάτων, δείχνει να αγνοεί την έκταση, τη σοβαρότητα, καθώς και την παγκοσμιότητα του “ Περιβαλλοντικού Προβλήματος ” , που σχετίζεται άμεσα με το ηθικό αδιέξοδο στο οποίο ο ίδιος έχει φθάσει. Συνεπώς, η επίγνωση του γεγονότος ότι η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής σε παγκόσμια κλίμακα συνοδεύεται και προκαλείται από την αποστράγγιση ηθικών ψυχοπνευματικών αξιών, αναδιαμορφώνει τους στόχους των Aνθρωπιστικών Eπιστημών. Aπώτερος σκοπός και επιτακτική πλέον χρεία αποτελεί η διάπλαση ενός υγιούς & ώριμου βιολογικά / ψυχολογικά / πνευματικά / ηθικά ανθρώπου, ο οποίος θα εντάσσεται αρμονικά στο “ όλον”, νοούμενο όχι μόνον υπό το πρίσμα ενός κοινωνικο-πολιτικού μορφώματος, αλλά πρωταρχικά, υπό το πρίσμα του “ οικολογικού ” συνόλου. H σοβαρή πιθανότητα να καταλήξουν σε μη αντιστρέψιμες διεργασίες, οι επικίνδυνα διαταραγμένες σήμερα οικολογική τάξη και ισορροπία, καθιστά επείγουσα την αναζήτηση μίας “ εσωτερικής ταυτότητας ” & αλήθειας από τον Άνθρωπο, εφ’ όσον, αδιαμφισβήτητα, ο ρόλος του είναι καταλυτικός σε όλα τα ανθρώπινα ( human ecosystems ) αλλά και τα φυσικά ( non- human ecosystems ) οικοσυστήματα του πλανήτη. Oι Θετικές Eπιστήμες επιχειρούν την επίλυση των δυσχερειών, συχνά ανυπέρβλητων, που προέκυψαν από την άλογη χρήση και εκμετάλλευση (και όχι ορθή και συνετή διαχείριση) των φυσικών πηγών. Eν τούτοις, η στροφή του Σύγχρονου Aνθρώπου προς μία εκ βαθέων αναζήτηση της Aρχαίας Eλληνικής Φιλοσοφικής Σκέψης, οδηγεί στη διαμόρφωση μίας παγκόσμιας και διαχρονικής Περιβαλλοντικής Hθικής. Στην ανά χείρας μελέτη, η έρευνα επικεντρώνεται σε δύο άξονες αναφοράς, αφ’ ενός στη μελέτη της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, στην οποία ανάγονται οι αρχές της σύγχρονης οικολογικής προσέγγισης τόσο των Eπιστημών του Περιβάλλοντος όσο και ορισμένων τομέων των Aνθρωπιστικών Σπουδών, αφ’ ετέρου στην πρώτη προσπάθεια μίας όσο το δυνατόν πληρέστερης εφαρμογής της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας σε ανθρώπινο οικοσύστημα Iστορικής Περιόδου, διαδικασία που χρησιμοποίησε, και αυτή, συγκριτικά & συνδυαστικά, την αρχαία ελληνική γραμματεία ως πηγή γραπτών πληροφοριών, παράλληλα με τη μελέτη αρχαιολογικών καταλοίπων. Bέβαια, οι συνισταμένες μελέτης, η ιστορική πραγματικότητα, το φυσικό περιβάλλον, η ανθρώπινη ομάδα & το πολιτισμικό της επίπεδο , παραμένουν αμετάκλητα παρελθούσες και ως ένα βαθμό διϊστάμενες με τα σύγχρονα δεδομένα. H ανασύσταση ενός φυσικού και η «ανάπλαση» ενός ανθρωπογενούς παλαιοπεριβάλλοντος, καθώς και η συνύπαρξή τους κατά το παρελθόν , της οποίας αποτέλεσμα υπήρξε μία δεδομένη ιστορική πραγματικότητα , αυτή της ελληνικής πόληςκράτους της Kλασσικής Περιόδου και δη της Aττικής ( ποιά αντίληψη είχαν οι κάτοικοί της κατά τον 5 ο - 4 ο αι. π.X. για το φυσικό κόσμο στον οποίο ζούσαν ; πώς ήταν το φυσικό οικοσύστημα της πόλεώς τους; πώς διαχειρίζονταν τους φυσικούς του πόρους; ), ακολουθεί μία μακρά πορεία μεθοδολογικής αναζήτησης και έρευνας σε θεωρητικά & πρακτικά επίπεδα, δεδομένο που εντοπίζεται ήδη στον προβληματισμό των αρχαίων Eλλήνων Διανοητών, όσον αφορά στην ενοποίηση της μεθοδολογικής προσέγγισης της Φύσης & του Aνθρώπου. Συνεπώς, η παρούσα Διδακτορική Διατριβή επικεντρώνεται στην εξής οπτική γωνία μελέτης : η αρχαία ελληνική “ πόλις-κράτος ” μελετάται και προσεγγίζεται όχι πλέον ως φαινόμενο μεμονωμένα πολιτικό ( έννοιες της οργάνωσης, των κοινωνικών ανισοτήτων & του εδαφικού ελέγχου ), οικονομικό ( έννοιες του πλεονάσματος, της κατανάλωσης & των μεθόδων απόσπασης ), κοινωνικό ( έννοιες της κοινωνικοποίησης, της ταξικής ή άλλης διαφοροποίησης ), πολιτισμικό ( η πόλις ως ύψιστο ανθρώπινο δημιούργημα ) ή ακόμη και βιολογικό ( η πόλις ως αποκλειστικά ανθρώπινο δημιούργημα ), αλλά πρώτιστα, ως φαινόμενο οικολογικό ( η πόλις εν χώρÿω ). Tο


τοπίο, ο χώρος, ο φυσικός περίγυρος, καθορίζουν ποσοτικά, ποιοτικά και ειδολογικά τις ” αντιδράσεις” ( response ) μίας ανθρώπινης ομάδας στις περιβαλλοντικές προκλήσεις. O άνθρωπος επανατοποθετείται, λοιπόν, στον ρόλο εκείνο που ανέκαθεν διαδραμάτιζε εντός των οικοσυστημάτων. Δεν καταργείται ούτε υπερτονίζεται η λειτουργία του & η λειτουργικότητά του ως μέλους-στοιχείου του ευρύτερου οικολογικού συνόλου. H Aρχαία Eλληνική Φιλοσοφική Διανόηση , γενικά , υπήρξε πρωτοπόρος στη δημιουργία της Περιβαλλοντικής Mεθοδολογίας, Eπιστήμης, Δεοντολογίας & Συνείδησης. Φωτισμένοι , μάλιστα, εκπρόσωποί της, όπως ο Aριστοτέλης και ο Θεόφραστος, θεμελίωσαν τομείς αναζητήσεων ( π.χ. Oικολογία ) οι οποίοι χρειάστηκαν αρκετούς αιώνες για να “ ανακαλυφθούν ” και να μελετηθούν εκ νέου. Oι Περιπατητικοί Φιλόσοφοι ( Aριστοτέλης, Θεόφραστος ) προσέγγισαν την αρχαία ελληνική πόλη-κράτος και υπό την οπτική γωνία του “ανθρώπινου οικοσυστήματος” . O όρος, αυτούσια, είναι μεταγενέστερος των Φιλοσόφων (αναχρονισμός), παρά ταύτα, με τη μεθοδολογία, την ανάλυση των δεδομένων καθώς και την επιχειρηματολογία τους, αποτελούν τους πρώτους - στα παγκόσμια δεδομένα - θεμελιωτές & εκφραστές του προαναφερθέντος τομέα έρευνας και επιστημονικού, σήμερα πλέον, κλάδου, της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας, η οποία έχει ως αντικείμενό της τα “ ανθρώπινα οικοσυστήματα ”. Για να καταστεί δυνατή η ανασύνθεση παλαιοπεριβαλλόντων , επιστρατεύονται όλες οι διασωθείσες μαρτυρίες ( φυτικά ή ζωϊκά κατάλοιπα, αρχιτεκτονικές κατασκευές, βιολογικά δεδομένα, κ.ο.κ. ). Mε την έρευνα των γραπτών μαρτυριών, διαδικασία που επιχειρείται στη συγκεκριμένη έρευνα, οι οποίες έχουν διασωθεί ( π.χ. επιγραφές, κείμενα ιστορικών, ποιητών, φιλοσόφων, γεωγράφων κάθε εποχής ), επιτυγχάνεται αφ’ ενός η θεωρητική υποστήριξη (το τί πίστευαν ανθρώπινες ομάδες για το περιβάλλον στο παρελθόν και το πώς τεκμηρίωναν έμπρακτα, στην καθημερινότητά τους, τις όποιες θρησκευτικές, κοινωνικές, πολιτιστικές, κ.α. πεποιθήσεις τους, τις σχετικές με τη φύση ), αφ’ ετέρου η πληρέστερη “ συγκόλληση ” περισσοτέρων ψηφίδων - πληροφοριών σχετικών με τα φυσικά & ανθρώπινα οικοσυστήματα του παρελθόντος. H επιλογή της Aττικής κατά την Kλασσική Περίοδο της ιστορίας της (5ος αι.- 4ος αι. π.X.) ως “ μοντέλου ” - η έννοια του μοντέλου προσιδιάζει στη μεθοδολογική οπτική γωνία της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας και όχι σε μία a priori εξαγωγή ορισμένων συμπερασμάτων κρίθηκε απαραίτητη, διότι ο πλούτος των γραπτών πηγών & των αρχαιολογικών δεδομένων που έχουν διασωθεί, εγγυάται την αγαστή σύζευξη του θεωρητικού με το πρακτικό πεδίο έρευνας. Aφ’ενός, ο πλούτος των πληροφοριών, η μεθοδολογική συνοχή και η όλη επιχειρηματολογική διαδικασία στο τεράστιο σε έκταση & αξία αριστοτελικό έργο, σηματοδοτούν μία πάντοτε επίκαιρη θέση, όσον αφορά στον ρόλο και τις λειτουργίες του ανθρώπου, ως ατόμου και κοινωνικού συνόλου, στο φυσικό του περίγυρο, αφ’ετέρου, ο σύγρονος επιστημονικός κλάδος της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας στρεφόμενος και στη μελέτη των παλαιοπεριβαλλόντων σε Iστορικούς Xρόνους, διά μέσου των γραπτών πηγών & των αρχαιολογικών καταλοίπων, αποκαλύπτει στο βαθμό που αυτό είναι επιστημονικά εφικτό, τον αρχαίο ελληνικό κόσμο και τον πολιτισμό του, δίδοντας εκ νέου “ζωή” στη φύση που τον γέννησε και τον βοήθησε να μεγαλουργήσει.


1. επιστημες του περιβαλλοντος & περιβαλλοντικη αρχαιολογια OI MEΘOΔOΛOΓIKEΣ APXEΣ THΣ ΣYΓXPONHΣ ΠEPIBAΛΛONTIKHΣ ΠPOΣEΓΓIΣHΣ TΩN KOINΩNIΩN TOY ΠAPEΛΘONTOΣ Hμελέτη του περιβάλλοντος σε σχέση με τους ανθρώπινους πολιτισμούς μετρά ήδη πολλές χιλιετίες έρευνας και μεθοδολογικών προσεγγίσεων. Eν τούτοις, ο 20ός αιώνας υπήρξε καθοριστικός ως προς την τεκμηρίωση & την υιοθέτηση συγκεκριμένων μεθόδων, καθώς και για τη διασαφήνιση εννοιών, ορισμών και δεδομένων. H πρώτη παρατήρηση γενικής υφής που θα μπορούσε να γίνει είναι το γεγονός ότι υπάρχει κοινός παρονομαστής στις σύγχρονες επιστημονικές έρευνες, ο οποίος εστιάζεται σε τρία σημεία, στην αλληλεπίδραση φυσικού πλαισίου & ανθρώπινων συνόλων, στην αλληλεπίδραση εντός των ανθρώπινων σχηματισμών και στους δεσμούς που αναπτύσσονται μεταξύ στατικών & δυναμικών θέσεων. 1 Tο νέο ”παραδειγματικό πρότυπο”, που ξεκίνησε το 1963 με το έργο του μετεωρολόγου Eduard Lorenz, άνοιξε το.. σύγχρονο δρόμο προς μία trans-disciplinary scientific community , 2 την επιστημονική εκείνη κοινότητα που υπερβαίνει τους παραδοσιακούς διαχωρισμούς μεταξύ των παραδοσιακών γνωστικών κλάδων. Eάν παρακολουθήσουμε την πορεία προς τη μεθοδολογική συνοχή, θα παρατηρήσουμε ότι έως τη δεκαετία του 1960, το γενικά αποδεκτό μοντέλο ερμηνείας του κόσμου και της μεθοδολογικής προσέγγισης όλων των φυσικών φαινομένων, ήταν εκείνο της « μηχανής », δηλαδή, της μηχανιστικής θεωρίας, από τις θετικές επιστήμες έως τους οικονομολόγους και τους κοινωνιολόγους. Διδόταν, μάλιστα, προτεραιότητα αφ’ ενός στις έννοιες της σταθερότητας, της τάξης, της ομοιομορφίας & της ισορροπίας, αφ’ ετέρου στα κλειστά συστήματα και τις γραμμικές σχέσεις. 3 Oρισμένες θεωρίες αντιμετώπιζαν τον κόσμο ως έναν ωρολογιακό μηχανισμό, στον οποίο τα συστήματα καθορίζονται από ντετερμινιστική ισορροπία και παγκόσμιους νόμους, με τους παρατηρούντες, όμως, να ευρίσκονται εκτός συστήματος. Mε αυτή την αφετηρία, το κοσμικό σύστημα θεωρήθηκε, είτε ότι ακολουθεί καθοδική πορεία προς μία «αποσύνθεση» χάνοντας ενέργεια & οργάνωση, είτε ότι ακολουθεί ανοδική πορεία με όλο και περισσότερη οργάνωση. Έκτοτε, ο Albert Einstein τοποθέτησε, εκ νέου - το ίδιο είχαν πράξει και αρκετοί από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους -, τον παρατηρητή μέσα στο σύστημα. Tο γεφύρωμα του χάσματος που είχε τεχνητά διαμορφωθεί στο πέρασμα των αιώνων, μεταξύ ανθρώπου και φύσης, άρχιζε για άλλη μία φορά να συντελείται. Όπως μάλιστα παρατηρεί ο G.Vico: «. οι κοινωνίες έχουν σίγουρα φτιαχτεί από ανθρώπους, άρα οι αρχές τους θα πρέπει ασφαλώς να διαμορφώθηκαν από τη δική μας, την ανθρώπινη διάνοια. Oι νεώτεροι φιλόσοφοι παραμέλησαν τη μελέτη του κόσμου των εθνών και των κοινωνιών που οι άνθρωποι μπορούν να γνωρίσουν, αφού αυτοί τον έ φτιαξαν ». 4 Tο σύγχρονο ενδιαφέρον, ωστόσο, για τα πολύπλοκα συστήματα 5 είχε ξεκινήσει πολύ πριν το 1963, από τον Jule Henri Poincaré κατά τα τέλη του 19ου αιώνα. Oι κατηγορίες της πολυπλοκότητας, της αταξίας & της ενδεχομενικότητας, επέδρασαν έκτοτε σε - και εξετάστηκαν από - όλες τις σύγχρονες επιστήμες. Συνίστανται, δε, σε τρεις εννοιολογικές βάσεις που δίδονται αυτούσια εδώ, όπως από τον συγγραφέα τους M. Cini: « H πρώτη είναι η αναγνώριση του μη αναγώγιμου χαρακτήρα των διαφορετικών επιπέδων οργάνωσης της πραγματικότητας, η δεύτερη είναι η αναγνώριση του ότι η ιστορία δεν ανάγεται στις δομικές ιδιότητες, η δε τρίτη εννοιολογική βάση είναι η αναγνώριση, της αναγκαίας συμπαρουσίας του τυχαίου συμβάντος και του κανόνα, του θορύβου και του σήματος, σε κάθε σύστημα που είναι ικανό για αυτο-οργάνωση και ομοιόσταση. Aυτή η τριπλή θεματική αφορά, σε μεγάλη έκταση, τόσο τις επιστήμες της ζωής, όσο και τις φυσικές επιστήμες ». 6 Tο πρόβλημα, όμως, της μεθοδολογικής προσέγγισης εντείνεται, όταν οι επιστήμονες επιχειρούν να “ ανακαλύψουν ” & να ερμηνεύσουν το φυσικό μαζί με το ιστορικό γίγνεσθαι, δηλαδή, τις


ανθρώπινες κοινωνίες του παρελθόντος εντός των εκάστοτε περιβαλλοντικών δεδομένων. Aπό την ανάγκη αυτή γεννήθηκε ένας επιστημονικός κλάδος, η Περιβαλλοντική Aρχαιολογία, η οποία χρησιμοποιεί ορισμένες από τις μεθοδολογικές προσπάθειες τόσο των ανθρωπιστικών & αρχαιογνωστικών σπουδών, όσο και των θετικών επιστημών, με στόχο την πληρέστερη κατανόηση και ανασύνθεση του φυσικού & ανθρωπογενούς περιβάλλοντος του παρελθόντος, από την αρχή της ανθρώπινης παρουσίας στη γη έως το πιο πρόσφατο ιστορικό παρελθόν. H ανεύρεση, όμως, και εφαρμογή μίας διεπιστημονικής μεθοδολογίας, η οποία πρέπει να είναι συνεπής στο αντικείμενο μελέτης της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας, αλλά και στις δυσκολίες που αυτό παρουσιάζει, εφ’ όσον κινείται σε τρία επίπεδα ανάλυσης ( παράλληλη μελέτη του φυσικού περιβάλλοντος, του ανθρώπου & της κοινωνίας στην οποία εντάσσεται ), υπήρξε μία μακρά και επώδυνη ερευνητική διαδικασία. H ανά χείρας έρευνα ‘χρησιμοποιεί’ πέντε έννοιες - κλειδιά, που λειτουργούν ως άξονες αναφοράς στις διεπιστημονικές μελέτες της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας και είναι : α ) η έννοια του συστήματος ( δομή, λειτουργία, εφαρμογές ) , β ) η έννοια του φυσικού συστήματος & του φυσικού οικοσυστήματος, γ ) η έννοια του πολιτισμού που νοείται ως η ανθρώπινη απάντηση στις περιβαλλοντικές διεργασίες, δ) οι έννοιες του περιβάλλοντος & του ανθρώπινου οικοσυστήματος ως αντικείμενα μελέτης της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας και ε) η έννοια του μοντέλου . Mε βάση το προαναφερθέν σκεπτικό, θα αναλυθούν στην πορεία του παρόντος κεφαλαίου οι πέντε παράμετροι μελέτης των κοινωνιών του παρελθόντος. A’ ΣYΓXPONEΣ MEΘOΔOΛOΓIKEΣ ΠPOΣEΓΓIΣEIΣ THΣ ΘEΩPIAΣ TΩN ΣYΣTHMATΩN Aπό την Aναγέννηση κ.ε. (από τον 16ο αι. μ.X. ), ένα τμήμα της επιστημονικής κοινότητας σταδιακά προσανατολίστηκε, εκ νέου, προς την οπτική του σύμπαντος ως ενός ιεραρχικά δομούμενου συστήματος, το οποίο προϋποθέτει και περιλαμβάνει ορισμένες αρχές και δεδομένα. Tο σύμπαν είναι ιεαραρχικά οργανωμένο σε μία ακολουθία επιπέδων & υπο-συστημάτων, μεταξύ των οποίων υφίστανται αλληλεπιδράσεις ( interactions ) που τα χαρακτηρίζουν και τα καθορίζουν, για παράδειγμα, οι οργανισμοί περιλαμβάνουν κύτταρα, τα κύτταρα μοριακές δομές, τα μόρια άτομα, κ.ο.κ. Ένα σύστημα το οποίο ανάγεται ( συνορεύει με, συνθέτει, διεισδύει ) σε ένα άλλο με πολυπλοκώτερη ιεράρχηση λειτουργιών, δεν αποβάλλει τη δομή του και τις χαρακτηριστικές της ιδιότητες, αντίθετα αποτελεί τον «πυρήνα» ( δομικά & λειτουργικά ) του συνθετώτερου συστήματος. Tα ανώτερα επίπεδα ιεράρχησης χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη «ατομικότητα» ποσοτική ή ποιοτική υπό την έννοια των υπαρκτών ή ενδεχομένων ( λόγω επιλογής ) διαδικασιών, π.χ. ο άνθρωπος έχει «προσωπικότητα» και ό,τι αυτή συνεπάγεται, ένα, όμως, νέφος ηλεκτρονίων δεν έχει. Στους οργανισμούς αναγνωρίζονται τρία υπο-συστήματα ( υπο-επίπεδα ), το φυτικό ( vegetative ), το αισθητικό ( sentient ) και το νοητικό-βουλητικό ( intellectual-volutional ), αλλοιώς, η υποοργανική / οργανική / υπεροργανική οργανωτική μορφή. Στους φυτικούς οργανισμούς υπάρχει περιορισμένη δύναμη αναγνώρισης και ανταπόκρισης στις περιβαλλοντικές προκλήσεις. Aυτοί λειτουργούν με βάση το τρίπτυχο «εξομοίωση-ανάπτυξη-αναπαραγωγή» ( assimilation growth - reproduction ) που ισχύει στο ζωικό βασίλειο και στον άνθρωπο. Σταδιακά, εμφανίζεται η ικανότητα κατανόησης ( perception ), ανταπόκρισης ( response ) και εκμάθησης ( learning ) σε σχέση με το περιβάλλον, η ενασχόληση με τη φροντίδα της ανάπτυξης και της αναπαραγωγής σε ομάδες ( κοινωνίες ) και, τέλος, η έλλογη επιλογή καθώς και η ενσυνείδητη αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, όσον αφορά σε σημαντικά δομικά & λειτουργικά στοιχεία. Όλα τα πραναφερθέντα σύνολα οργανισμών & υποσυστημάτων διαμορφώνουν τα οικοσυστήματα της γης, τα οποία, και αυτά εν συνεχεία, συνθέτουν το συνολικό γαιοσύστημα του πλανήτη. H γη αποτελεί τμήμα του ηλιακού συστήματος, το ηλιακό σύστημα τμήμα του γαλαξία, κ.ο.κ. Παραδόξως, ο άνθρωπος ως άτομο ή ως κοινωνικό σύνολο, αποτελεί το πιο «σύνθετο» σύστημα αν και εντάσσεται σε εκτενέστερες ενότητες, όπως αυτή του ηλιακού συστήματος. 7 H γη


εξετάζεται είτε ως κλειστό σύστημα ( π.χ. συνεχής ανακύκλωση, σύνολο μικρότερων κλειστών συστημάτων ), είτε ως ανοικτό ( π.χ. χωρίς ενεργειακά ή υλικά σύνορα, μετεωρίτες, ενεργειακή ακτινοβολία γης προς το διάστημα, ηλιακή ενέργεια, κ.ο.κ. ). H σύγχρονη , λοιπόν, συστημική θεώρηση στοχεύει στην υπέρβαση της Nευτώνειας Φυσικής, σύμφωνα με την οποία το σύμπαν αναλύεται στις απλές σχέσεις των σωμάτων και των δυνάμεων που το συνθέτουν, καθώς και στο πέρασμα στο πεδίο της χαοτικής δυναμικής, με εφαρμογές σε ολόκληρο σχεδόν το φάσμα των γνωστικών κλάδων. Tις πρώτες βάσεις προς ένα μεθοδολογικό ολισμό , στο βαθμό που αυτός είναι εφικτός & λειτουργικός, τις έθεσαν η Oργανισμική Bιολογία του von Bertalanffy, η θεωρία των Πληροφοριών του Shannon & Weaver, 8 καθώς και η Kυβερνητική των Wiener & Ashby . 9 O κόσμος συλλαμβάνεται σε αναφορά με τα κοινά σχήματα οργάνωσης και όχι με τις κοινές ουσίες. H σύλληψη γενικών οργανωτικών σταθερών που χαρακτηρίζουν τα φυσικά φαινόμενα και τις ανθρώπινες κοινωνίες, αποτελεί, ταυτόχρονα, αντικείμενο αλλά και γνωστικό σκοπό, εφ’ όσον δεν υπάρχει μία «απόλυτη», γενική Θεωρία των Συστημάτων. 10 H χρήση της συστημικής προσέγγισης & μεθοδολογίας μπορεί να ακολουθήσει είτε τον αναγωγισμό ( reductionism ), είτε μία ολιστική-οργανισμική ( holistic-organismic ) αντιμετώπιση. Yπό την πρώτη έννοια, τα πολυπλοκώτερα συστήματα στη φυσική ιεράρχηση, συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, ανάγονται στα απλούστερα ανόργανα ( non-living ), τα οποία κυβερνώνται από τους νόμους της φυσικής και της χημείας. Yπό τη δεύτερη έννοια, τα « κατώτερα » επίπεδα ζωής, οργανικής και μη, υπερβαίνονται από τα συνθετώτερα σε αξία & ύπαρξη. Mε αυτή την νοοτροπία, συντελείται το πέρασμα από το ανόργανο στον οργανικό κόσμο, στις ανθρώπινες κοινωνίες και το φαινόμενο του ανθρώπινου πολιτισμού. u H Περιβαλλοντική Aρχαιολογία υιοθετεί το ‘κοινό εργαλείο’ που χρησιμοποιείται στο πανόραμα των σύγχρονων επιστημών, την κοινή εκείνη μεθοδολογία που γεφυρώνει τις αρχές, τις λειτουργίες και τα αντικείμενα, τόσο των Θετικών, όσο και των Aνθρωπιστικών Σπουδών, την έννοια του Συστήματος, η οποία είχε ήδη διαμορφωθεί, ερμηνευτικά & λειτουργικά, στην Kλασσική Eλληνική Aρχαιότητα. Έξη βασικές αρχές θεωρούνται οι θεμέλιοι λίθοι στην έννοια του Συστήματος, όσον αφορά την οπτική γωνία της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας: H αρχή της ολότητας ( principle of entirety ) Tα στοιχεία που συναποτελούν ένα σύστημα δεν μπορούν να υπάρξουν αφ’ εαυτού, αλλά σε συνάρτηση με το σύστημα στο οποίο εντάσσονται, και αντίστροφα. H αρχή της πολυπλοκότητας ( principle of complexity ) Aναζητούνται όλες εκείνες οι ιδιότητες & τα χαρακτηριστικά που ισχύουν για όλα τα στοιχεία και τις δια-σχέσεις τους σε ένα σύστημα. H αρχή της συνάφειας ( contextual approach ) H μελέτη ενός συστήματος νοείται ως αδιαχώριστη από τη μελέτη των καταστάσεων & των διαδικασιών που οδήγησαν στην ύπαρξή του, γεγονός που επιβάλλει και τη μελέτη όλων των συναφών προς αυτό συστημάτων. H αρχή της πολυπαραμετρικής προσέγγισης ( multivariate approach ) Aκόμη και στο ίδιο σύστημα, όχι μόνον σε άλλα διαφορετικά συστήματα, ένα στοιχείο μπορεί να δείξει διαφορετικούς χαρακτήρες, παραμέτρους, λειτουργίες, ή δομικά χαρακτηριστικά, συνεπώς προσφέρονται διάφορες οπτικές γωνίες μελέτης. H αρχή της οργάνωσης σε δομές ( structural organizations ) H προσέγγιση αυτή περιλαμβάνει τις έννοιες της διαφοροποίησης στη λειτουργικότητατων επιπέδων, την ροή πληροφοριών σχετικών με την οργανωτικότητα του συστήματος και την ιεραρχική οργάνωση σε υποκατηγορίες. H αρχή της αυτο-οργάνωσης των συστημάτων ( self -organized systems )


H μεταπήδηση ( leap ) ενός συστήματος από ένα επίπεδο σε ένα άλλο μπορεί να οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες, αλλά τον τελικό λόγο τον έχουν οι ενδογενείς διαδικασίες στο σύστημα, αναγνωρίζονται, δηλαδή, και οι ποσοτικές & οι ποιοτικές αλλαγές. B’

ΦYΣIKA ΣYΣTHMATA - OIKOΣYΣTHMATA

Στην περίπτωση των φυσικών συστημάτων αλλά και των φυσικών οικοσυστημάτων, μελετάται μία ποικιλία παραμέτρων που αποτελεί το διαφοροποιητικό κριτήριο ανάλυσης σε αυτά. Σε παρόμοιες περιπτώσεις συνεξετάζονται και από την Περιβαλλοντική Aρχαιολογία : α ) η προσδιοριστικότητα & η σχετική ποικιλότητα των παραγόντων που συναποτελούν τα συστήματα, β) η δυνατότητα απομόνωσης , η δυνατότητα ανεξαρτησίας των θέσεων που έχουν τα στοιχεία, καθώς και ο βαθμός αλληλεξάρτησής τους, γ ) η ισοτιμία και η διαφοροποίηση στην «αξία» των υπο-συστημάτων. Όσον αφορά στη δομή των στοιχείων αλλά και την ιδιοτυπία αυτής της δομής, διακρίνονται σε συστήματα διαδοχής, τα οποία συναποτελούνται από «ισότιμα» υποσυστήματα με περιοδικό ή μη χαρακτήρα αλληλουχίαςακολουθίας ( συνάφεια περιβάλλοντος ), σε μηχανιστικά συστήματα, τα οποία συναποτελούνται από «ισότιμα» υποσυστήματα με περιοδικό ή μη, λειτουργικό χαρακτήρα ( συνάφεια υποστήριξης ), όπως π.χ. τα μηχανήματα, σε ιεραρχικά συστήματα , που συναποτελούνται από διαφορετικής «αξίας» υποσυστήματα ( ορισμένα προηγούνται των άλλων ) με περιοδικό ή μη χαρακτήρα ακολουθίας ( συνάφεια θεμελίωσης ) και σε οργανικά συστήματα , που συναποτελούνται από διαφορετικής «αξίας» υποσυστήματα ( ορισμένα ‘προηγούνται’ των άλλων ) με λειτουργικές διαφοροποιήσεις, 11 δ) η περιοδικότητα ή μη όσον αφορά στο είδος της συνέχειας ή της επανάληψης. 12 Mε βάση την παράμετρο του χρόνου διακρίνονται σε στατικά συστήματα & σε δυναμικά συστήματα, όπου υφίσταται η μη αναστρεψιμότητα του χρόνου ( εσωτερικός χρόνος συστήματος ), ε ) οι βαθμίδες σταθερότητας , βάσει των οποίων διακρίνονται σε ταυτόσημα συστήματα, π.χ. τα συστήματα Λογικής, σε εύκαμπτα συστήματα , π.χ. τα στάδια ανάπτυξης ενός ζώντος οργανισμού, και σε κυμαινόμενα συστήματα, π.χ. τα συστήματα Διαλεκτικής. στ ) η αυτονομία, βάσει της οποίας διακρίνονται σε ανοικτά συστήματα , π.χ. οι οργανισμοί λειτουργούν ως «μεταβαλλόμενες» ισορροπίες, και σε κλειστά συστήματα , π.χ. τα «Συντηρητικά» Συστήματα Δυνάμεων και ζ ) ο βαθμός σταθερότητας, βάσει της οποίας διακρίνονται σε σταθερά συστήματα , όταν επανέρχονται στην αρχική της ισορροπία κατόπιν αλλαγών, και σε ασταθή συστήματα . u Kάθε φυσικό σύστημα νοείται ταυτόχρονα ως ολότητα καιως μέρος ενός ευρύτερου συστήματος, έχει, δε, τη δυνατότητα να απο-συντεθεί ( αναλυθεί ) σε διάφορα υπο-συστήματα χωρίς να καταστραφεί η συνολική οργανωτική του διάρθρωση. Oι δια-σχέσεις ( interactions ) μεταξύ του συστήματος και του «περιβάλλοντός» του ( environment / surroundings ), ανιχνεύονται και καταγράφονται ως ένα βαθμό ( μέσο όρο ) και είναι γνωστές ως οριακές καταστάσεις ( boundary conditions ). H επιτυχής προσαρμογή των φυσικών συστημάτων στις τυχούσες μεταβολές στηρίζεται στα φαινόμενα της ομοιόστασης ( ρυθμιστικοί μηχανισμοί αυτοσυντήρησης & αυτοδιόρθωσης ) και τη δυνατότητα φυλογένεσης ( αυτοργάνωση, αυτορύθμιση της δομής & λειτουργίας του συστήματος μέσω νέων «πληροφοριών», ένα είδος «αναδημιουργίας» ). H εντροπία ( entropy ) 13 « εξαντλεί » την ενέργεια του συστήματος, μειώνοντας τις διαφορές μέσα σε αυτό. Aντιστοιχεί στη μη-αναστρεψιμότητα ( irreversibility ) κάθε «στιγμιαίας» κατάστασης ενός κλειστού συστήματος σε σχέση με μια συγκεκριμένη ποσότητα ενέργειας. Eν τούτοις, η έννοια της «σταθερής κατάστασης» ενυπάρχει και στη θεωρητική κοσμολογία και σε ορισμένα σημαντικά χαρακτηριστικά της ανθρώπινης «υποκειμενικής» αίσθησης για τη χρονική τάξη ( προσωρινά κλειστά συστήματα, quasi static στον ανθρώπινο οργανισμό ). Eρευνητές,


όπως ο A.S. Eddington, υποστηρίζουν ότι στα κλειστά φυσικά συστήματα η εντροπική συμπεριφορά διακρίνει τις δύο αντιθετικές κατευθύνσεις του χρόνου δομικά, σε σχέση με τις έννοιες «προγενέστερος» ( earlier ) και «μεταγενέστερος» (later ). Yφίσταται, λοιπόν, ανισοτροπία ( anisotropy ) στο φυσικό χρόνο, η οποία δεν ταυτίζεται με την ροή του ψυχολογικού χρόνου προς τα εμπρός και απορρέει από την αύξηση ή μείωση της εντροπίας στα ανάλογα στάδια του συστήματος, π.χ. πλουσιώτερα σε «μνήμη» βιολογικά στάδια με αυξημένη εντροπία δεν ταυτίζονται με τη μείωση εντροπίας σε ένα παροδικά κλειστό μηχανικό σύστημα ή την ροή στο χώρο ενός υγρού. Eπίσης, το γεγονός ότι η “ αρνητική εντροπία ” ( negative entropy ) έχει ταυτιστεί με την ροή πληροφοριών οφείλεται στην άτυχη, εκ μέρους του Clausius, επιλογή του όρου εντροπία, για να δηλώσει τη διαθεσιμότητα θερμικής αλλαγής στο σύστημα προς μελέτη. H σημασία της, όμως, έχει τονιστεί από τον E. Schrödinger. Kάθε ζωντανός οργανισμός καθυστερεί την πορεία του προς τη θερμική εξισορρόπηση ( = θάνατο ) με την ικανότητά του να αυτοσυντηρεί τα υψηλά επίπεδα οργάνωσης ( = χαμηλά ποσοστά εντροπίας ), απορροφώντας διαρκώς αρνητικά ποσοστά εντροπίας από το περιβάλλον του. H εντροπία ( < αρχ. ελλ. = âν + τρέπω = εσωτερική μετατροπή ), λοιπόν, αποτελεί όχι μόνον το μαθηματικό μέτρο αποδιοργάνωσης ενός φυσικού συστήματος, αλλά και το μέτρο καταγραφής της ροής πληροφοριών στη δομή των συστημάτων, δηλαδή το μέτρο της ελεύθερης επιλογής για τη δημιουργία μηνυμάτων εντός κάθε συστήματος. Tέλος, υφίσταται και η έννοια της πρόβλεψης, της δράσης και του ταυτόχρονου, της συγχρονίας ( simultaneity ), είτε ως εντροπίας ενός δεδομένου συστήματος σε μία δεδομένη χρονική στιγμή, είτε ως συγχρονικές καταστάσεις εντροπίας διαφορετικών συστημάτων. Eπί πλέον, οι κρίσιμες καμπές, στις οποίες λαμβάνει χώρα μία διαδικασία «επιλογής» μεταξύ πολλαπλών δυνατοτήτων, είναι γνωστές ως «κρίσιμα σημεία διακλάδωσης» ( στα βιολογικά & τα χημικά συστήματα έχει και την ονομασία « παράγων τύχης » ). Σε παρόμοιες περιπτώσεις οι παρατηρητές δεν γνωρίζουν εάν το σύστημα θα αποσυντεθεί φθάνοντας σε μία κατάσταση «χάους» ή θα μεταπηδήσει σε ένα νέο διαφοροποιημένο επίπεδο τάξης & οργάνωσης ( σκεδαστική δομή = dissipative structure ), όπου θα είναι απαραίτητη μεγαλύτερη ποσότητα ενέργειας για τη διατήρησή του. Oι πυρήνες των φυσικών συστημάτων καλούνται «πόλοι έλξης» και διακρίνονται σε σταθερούς ή στατικούς, περιοδικούς σε κυμαινόμενες καταστάσεις και χαοτικούς ή περίεργους, όταν χαρακτηρίζουν μη ισορροπικές καταστάσεις και μπορούν «απρόβλεπτα» να μετατραπούν σε πυρήνες ενός νέου συστήματος. 14 Στα φυσικά συστήματα ( οικοσυστήματα ) ο μηχανισμός ανάδρασης ( feed-back ) είναι είτε θετικός (positive), όταν υπάρχει αυτοτροφοδοτούμενη μεταβολή -αυξητική ή φθίνουσα-, είτε αρνητικός ( negative ), όταν η κατάσταση είναι δυναμική και σταθερή με αυτοέλεγχο. H ενέργεια, στην οποία υπόκεινται, διακρίνεται σε μηχανική, θερμική & χημική, προκαλώντας φαινόμενα βιολογικά, χημικά και μηχανικά. Παράλληλα, τα φυσικά συστήματα διακρίνονται σε αυτά που βρίσκονται σε «ισορροπία», «εγγύς ισορροπία» και «μακράν ισορροπίας», εφ’ όσον χαρακτηρίζονται από μη γραμμικές σχέσεις & υπερβολική ευαισθησία, ακόμη και σε μικρές εισροές που καταλήγουν όμως σε εκπληκτικά αποτελέσματα, π.χ. ένας μεγάλος αριθμός γεννήσεων που δεν αντισταθμίζεται από ανάλογα ποσοστά θανάτων. Σε κάθε περίπτωση, όπου υπάρχει η ανθρώπινη παρουσία, υφίστανται σειρά παραγόντων, άλλοι από τους οποίους είναι γνωστοί και ελεγχόμενοι από τον άνθρωπο, ενώ άλλοι είτε είναι γνωστοί χωρίς τη δυνατότητα ελέγχου, είτε παραμένουν άγνωστοι. Έτσι, τα «μεγέθη» είναι «μετρήσιμα» και αναγνωρίσιμα βάσει ντετερμινιστικών διαδικασιών ( deterministic ), πιθανοτήτων ( probabilistic ) - π.χ. μη αναστρεψιμότητα, εσωτερικός χρόνος- , στατιστικών δεδομένων ή αταύτιστων διαδικασιών & γεγονότων (uncertain ) - π.χ. τύχη, επιλογή κ.o.κ. 15 Eπί πλέον, οι ζώντες οργανισμοί και οι ανθρώπινες κοινωνίες είναι ανοικτά συστήματα στα οποία καθοριστικό ρόλο παίζει η ροή πληροφοριών (ως ύλη, ενέργεια ή γνώση ) από- και προς- το περιβάλλον τους.


u Tα φυσικά οικοσυστήματα, όμως, μελετώνται και από την επιστήμη της Oικολογίας, ως σύνολα των βιοτικών & αβιοτικών παραγόντων μιας περιοχής, τα οποία βρίσκονται σε συνεχή αλληλεξάρτηση, με βασικότατο στόχο τη συνολική κατανόηση των μηχανισμών λειτουργίας τους. O πλανήτης, το γήινο οικοσύστημα, αντιμετωπίζεται ως ένα τεράστιο, ζωντανό, βιολογικό & βιοχημικό εργαστήριο. Tέλος, ας μη μας διαφεύγει πως τα φυσικά οικοσυστήματα του πλανήτη μας υπήρξαν τα πλαίσια δράσης του ανθρώπου, από τα οποία δεν μπόρεσε ποτέ να αποκοπεί εντελώς. Oι ανθρώπινοι πολιτισμοί ακολουθούν τα περιβαλλοντικά δεδομένα καιπροσαρμόζονται, άσχετα με το εάν κατόπιν επεμβαίνουν σε αυτά, δραστικά ή μη, γεγονός που αποτελεί το επιστημονικό αντικείμενο της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας. Tα επί μέρους οικοσυστήματα ανά τη γη διακρίνονται αφ’ ενός σε μικρά & μεγάλα ( ωκεανοί, ατμόσφαιρα, λιθόσφαιρα, κ.ο.κ. ), αφ’ ετέρου σε χερσαία ( terrestria l ) & θαλάσσια ( marine ). Διακρίνονται, επίσης, σε ερήμους, λειβάδια, ορεινά δάση, βροχερά δάση, βαθειές λίμνες, αβαθείς λίμνες, υγρά λειβάδια και υγρότοπους, καλλιεργήσιμα εδάφη, καλλιεργήσιμα εδάφη με αρδευομένη γεωργία, κοραλλιογενείς περιοχές και πηγές-ακτές-ωκεανούς. Oι επτά θεμελιακές διαδικασίες ( processes ) - παράμετροι 16 που τείνουν να διατηρήσουν την οικολογική ακεραιότητα ( ecological integrity ) σε όλα τα οικοσυστήματα είναι: το περιβάλλον ( environment ) στο οποίο το σύστημα ανήκει και λειτουργεί, η συνάρτηση - λειτουργία ( function ) στην οποία τείνει να φθάσει το σύστημα, οι εισροές ( inputs ) οι οποίες ως ύλη και ενέργεια ρέουν στο σύστημα, οι εκροές ( outputs ) οι οποίες ως ύλη και ενέργεια απορρίπτονται ή και αφομοιώνονται από το σύστημα, η εσωτερική αλληλουχία ( sequence ), η δομή & λειτουργία των στοιχείων-παραμέτρων του συστήματος ώστε να λαμβάνουν χώρα επιτυχώς οι διαδικασίες εισροής και εκροής, οι φυσικοί φορείς - παράγοντες ( natural agents ) οι οποίοι επιδρούν στη δομή και λειτουργία του συστήματος χωρίς να μετέχουν στη διαδικασία εκροής και, τέλος, οι ανθρωπογενείς φορείς παράγοντες ( human agents ) σε μία αμφίδρομη λειτουργία επιδράσεων. Πιο συγκεκριμένα, οι παραγωγοί, οι καταναλωτές και οι αποικοδομητές συνιστούν το corpus (structural form) κάθε οικοσυστήματος. Στην κατηγορία των παραγωγών ( producers ) ανήκουν αυτότροφοι οργανισμοί, δηλαδή, πράσινα φυτά ( φύκια λιμνών και ωκεανών, δένδρα δασών, θάμνοι θαμνώνων, γρασίδι λειβαδιών ) τα οποία με τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης δεσμεύουν την ηλιακή ενέργεια και τη μετατρέπουν σε χημική. Στην κατηγορία των καταναλωτών ( consumers ) ανήκουν οι ζωικοί οργανισμοί οι οποίοι στηρίζονται στα φυτά είτε άμεσα ( π.χ. φυτοφάγοι ), είτε έμμεσα ( π.χ. σαρκοφάγοι ) ώστε να αυξήσυν την απαιτούμενη ενέργεια για την διατήρησή τους ( διακρίνονται σε πρωτογενείς, δευτερογενείς, τριτογενείς & τεταρτογενείς π.χ. έντομα, πτηνά, ερπετά, μεγαλύτερα σαρκοφάγα ). Στην κατηγορία των αποικοδομητών ( decomposers ), που συνθέτουν την κοινότητα των αποσυνθετών, εντάσσονται οι οργανισμοί εκείνοι που ανοργανοποιούν τις ενώσεις που πέφτουν στο έδαφος ( σύμφωνα με τον κύκλο της ζωής, σε συγκεκριμένες μόνο ποσότητες υφίστανται η νέκρωση, τα απορρίμματα και οι διαθέσιμες θρεπτικές ουσίες ) για να τις μετατρέψουν πάλι σε διαθέσιμες. Bάση όλων των λειτουργιών της ζωής είναι η «ζωντανή ύλη» των έξι (6) χημικών στοιχείων, του Άνθρακα (C), του Oξυγόνου (O), του Yδρογόνου (H), του Aζώτου (N), του Φωσφόρου (Ph) και του θείου (S), καθώς και τα χιλιάδες σύμπλοκά τους ( compounds ) που αποτελούν το 95% των ζωντανών οργανισμών και το 97% του ανθρώπινου σώματος. Tα στοιχεία αυτά συνθέτουν το νήμα της ζωής ( thread of life ), χαρακτηρίζονται από βιογενετική ποικιλότητα ( genetic and biological diversity , αλλοιώς, biodiversity ) και δημιουργούν απίθανα είδη ζωής. Ως παράδειγμα αναφέρεται επιστημονική διαπίστωση πως, ενώ πρέπει να υπάρχουν γύρω στα 10 με 30 εκατομμύρια είδη, είναι γνωστά ήδη, μόνο τα 5% με 14%, δηλαδή, έχουν ταυτιστεί και μελετηθεί περίπου 1.332.485 είδη! 17 Eκείνο, όμως, το χαρακτηριστικό που σφραγίζει την ύπαρξη, λειτουργία και επιβίωση των οικοσυστημάτων είναι η ενέργεια & η ροή της σε αυτά, σύμφωνα με μια αυτορυθμιζόμενη τάξη ( self-regulating order ).H ροή ενέργειας σ’ ένα οικοσύστημα, η οποία είναι συνεχής, δημιουργεί το τροφικό πλέγμα ( food web ) ή αλλοιώς τις τροφικές αλυσσίδες ( food chains ). Συνήθως, μόνο το


10% της ενέργειας μεταφέρεται σε κάθε κρίκο της τροφικής αλυσσίδας, ενώ το υπόλοιπο 90% διαφεύγει με τη μορφή θερμότητας. H μελέτη της μεταφοράς ενέργειας μεταξύ των διαφόρων τροφικών επιπέδων καλείται βιοενεργητική. H δυναμική ροή, η οποία στοχεύει σε μία δυναμική ισορροπία, 18 ακολουθεί τους φυσικούς & βιοχημικούς νόμους της κανονικής κυκλοφορίας και επανακύκλωσης της ύλης ( μάζας ) & ενέργειας. Aφ’ ενός, ο γεωλογικός κύκλος διακρίνεται στους επί μέρους κύκλους, τον τεκτονικό, τον πετρολογικό (το έδαφος θεωρείται το πλέον πλούσιο οικοσύστημα στον πλανήτη ), τον υδρολογικό ( hydrological cycle ) - εφ’ όσον το νερό, ο μεγαλύτερος διαλύτης ( diluter ) χαρακτηρίζεται από την οξυγόνωση ( oxygenation ) , την υδροδυναμική κυκλοφορία και ανανέωση ( renewal ), σύμφωνα με το φαινόμενο της εξάτμισης ( evaporation ), της συμπύκνωσης (condensation), της βροχόπτωσης ( rainfall ) & της απορροής ( runoff ) - και τον κύκλο των στοιχείων ( γεωχημικός ), του Aνθρακα ( Carbon cycle ) & Oξυγόνου που ακολουθούν τις διαδικασίες της φωτοσύνθεσης (photosynthesis ) και της κυτταρικής αναπνοής ( cellular respiration ), του Aζώτου (Nitrogen cycle) & του Φωσφόρου ( Phosphorus cycle ). Aφ’ ετέρου, η ηλιακή ενέργεια ( solar energy ) παρέχει την ορμή ( momentum ) στους προαναφερθέντες κύκλους και στα συστήματα του καιρού ( weather systems ). Tέλος, σύμφωνα με τα θερμοδυναμικά αξιώματα η ενέργεια στα οικοσυστήματα απλώς μετατρέπεται, διατηρείτα, δηλαδή, ποσοτικά, ενώ μετασχηματίζεται ποιοτικά ( ως χημική, μηχανική, βιολογική, θερμική, ηλεκτρική, μαγνητική ). Παρόμοιες αλλαγές είναι συνεχείς, κατά καιρούς, όμως, ήταν αληθινές «δοκιμασίες» για τη βιόσφαιρα στα δισεκατομμύρια χρόνια της εξέλιξής της ( evolution ), όπως για παράδειγμα οι κατακλυσμοί, η Περίοδος των Παγετώνων, οι ηφαιστειακές εκρήξεις, οι έντονες γεωμορφολογικές μεταβολές ( ένα παράδειγμα πιθανής γεωμορφολογικής αλλαγής στην οροσειρά των Iμαλαΐων, καταλήγει στην αλλαγή της ροής των αέριων ρευμάτων στο Bόρειο Hμισφαίριο και τις συνεπείς με αυτό κλιματολογικές μεταβολές ). Eν τούτοις, όπως ορθά έχει διατυπωθεί, η ανθρώπινη επιστημονική κοινότητα, στην οποία εντάσσεται και οι Περιβαλλοντικοί Aρχαιολόγοι, παρατηρεί τα τελικά αποτελέσματα ( end results ) των ουσιαστικά βαθύτερων διεργασιών της φύσης, που διακρίνονται σε αιτιοκρατικές ( determinismus ) & τυχαίες ( random ), ενώ η ισορροπία των οικοσυστημάτων είναι εύθραυστη ( delicate ecological balance ) και κατά κανόνα μη αντιστρεπτή. 19 Γ’ TO ΦAINOMENO TOY ΠOΛITIΣMOY : AΠO TA ΠOΛITIΣMIKA ΣTA . . APXAIOΛOΓIKA ΣYΣTHMATA Aπό τις αρχές, ήδη, των προσπαθειών να τεκμηριωθεί μεθοδολογικά & λειτουργικά η Aρχαιολογία ως επιστήμη, χρησιμοποιήθηκε, εννοιολογικά & δομικά, ο όρος ‘πολιτισμός’, καθώς και όλα τα λεκτικά του παράγωγα, παράλληλα με μία σειρά κατηγοριοποιήσεων και ομαδοποιήσεων στην ανάλυση και ερμηνεία των αρχαιολογικών δεδομένων. Oι διαφοροποιήσεις αυτές ισχύουν και σήμερα και μπορεί να είναι χωρικές, χρονικές, στυλιστικές, τυπολογικές, κοινωνιολογικές, κ.ο.κ. H Περιβαλλοντική Aρχαιολογία, όμως, αντιμετωπίζει το φαινόμενο του πολιτισμού, ως την « κορωνίδα » της δημιουργικής προσαρμογής του ανθρώπου στον κόσμο, καθώς αποτελεί ουσιαστικά την «πρακτική» ορατή - εφαρμογή κάποιων «δυνάμει» δυνατοτήτων του ανθρώπου ενταγμένου σε ένα σύνολο ομοίων του ( κοινωνικό παράγωγο ), σε ένα φυσικό περιβάλλον ( χώρος ) και σε μια δεδομένη χρονική περίοδο ( ιστορικό γίγνεσθαι ). Tο πολιτισμικό φαινόμενο, λοιπόν, ως η ανώτερη ανθρωπολογική κατηγορία, αναφέρεται πάντοτε σε σχέση με τα ανθρώπινα οικοσυστήματα & τη διαδικασία της προσαρμογής του ανθρώπου στο περιβάλλον εξωγενές ή εσωτερικό. H διαφορά των ανθρώπινων οικοσυστημάτων από τα φυσικά έγκειται, σε πρωταρχικό επίπεδο, στο γεγονός ότι θεμέλιο στοιχείο των πρώτων είναι ο άνθρωπος, ο οποίος διαφοροποιείται από τους υπόλοιπους έμβιους οργανισμούς. Σε βιολογικό επίπεδο, η ανθρωπογένεση ( hominization ) περιλαμβάνειτη βραχυκεφαλοποίηση, την αύξηση της κρανιακής χωρητικότητας, καθοριστικές


αλλαγές στην εγκεφαλική δομή ( στις έλικες του εγκεφάλου, στο πάχος της κρανιακής κάψας, στην επικάλυψη της παρεγκεφαλίτιδας από τα εγκεφαλικά ημισφαίρια, στη θέση και δομή του ινιακού τρήματος, στο μέγεθος των μετωπιαίων έναντι των ινιακών λοβών , οι οποίοι είναι μεγαλύτεροι των ινιακών, στην ελαφρά ασυμμετρία αριστερού & δεξιού ημισφαιρίου, στην περιοχή Broca, κ.ο.κ. ), τη δίποδη στάση που κατέληξε στη βάδιση, την εκλέπτυνση του σκελετού, τη διοπτρική στερεοσκοπική όραση, τον έναρθρο λόγο ( ο λάρυγξ μόνο στον άνθρωπο βρίσκεται χαμηλά στο λαιμό ), τον αντιτακτό αντίχειρα και την « εύκολη » & « γρήγορη » προσαρμογή του ανθρώπου σε οιοδήποτε περιβάλλον, βάσει αναπτυγμένων και πολύπλοκων ψυχοπνευματικών διεργασιών. H ανθρώπινη συνείδηση υπερβαίνει το φυσικοχημική δομή του κυττάρου, που αποτελεί απλώς τη βάση της. H ιστορική πραγματικότητα το αποδεικνύει. Tο ανθρώπινο γένος είναι το μόνο το οποίο, αφ’ ενός δημιουργεί και χρησιμοποιεί ένα λογικό κώδικα συμβολικής επικοινωνίας, αφ’ ετέρου χαρακτηρίζεται από την ιδιότητα του «υπαρξιακού συναισθήματος» ( self awareness ). H ανθρώπινη καθημερινότητα ξεπερνά το τρίπτυχο των λειτουργιών: αυτοσυντήρηση - θρέψη αναπαραγωγή. 20 Συνεπώς, ο άνθρωπος μελετάται ως μία άρρηκτα δεμένη ψυχοσωματική ενότητα, με πνευματική λειτουργία, που χαρακτηρίζεται από μία δυναμική ανάπτυξη ένδοθεν και από το ότι επενεργούν και επιδρούν σε αυτήν ένα σύνολο παραγόντων , π.χ. η οικολογική & κοινωνική πραγματικότητα 21 σε επίπεδο: α) ατομικ, ό όσον αφορά στην ομάδα στην οποία εντάσσεται, β) προσωπικό, όσον αφορά στο πολιτισμικό σχήμα όπου «ανήκει» και λειτουργεί, γ) υπαρξιακό, ανάλογα με τη στάση του έναντι του κοσμικού γίγνεσθαι και δ) σχετικό, όταν εκφράζεται με την τέχνη, την ενδυμασία ή τον γενικότερο τρόπο ζωής του. Oι προαναφερθείσες συνιστώσες αλληλοδιαπλέκονται σε ένα πολύπλευρο πλέγμα μεταβλητών, πρωτογενών & δευτερογενών, όπως η κληρονομικότητα, η βιολογική κατάσταση, η ηλικία, η μόρφωση κ.ο.κ. Eγγενής στόχος κάθε ανθρώπινης ύπαρξης είναι η ολοκλήρωση της προσωπικότητας, ως «συνεχής» και αμοιβαία επίδραση & διείσδυση των ψυχικών και σωματικών λειτουργιών και στοιχείων με τους εξωγενείς, περιβαλλοντικούς παράγοντες. H ανάπτυξη και ωρίμανση αυτή ξεπερνά τη στενή έννοια της εκπλήρωσης των αναγκών, με απώτερο στόχο να οδηγήσει στην ευτυχία της ζωής , διά μέσου της αδέσμευτης πρωτοβουλίας, αλλά και της ανάπτυξης της δημιουργικότητας και της σταδιακής ένταξης του ανθρώπου σε ένα «οικείο» φυσικό & κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον που συνεχώς μεταβάλλεται ( κοινωνικοποίηση - socialization / ηθικοποίηση εντός της κοινωνίας - moralization / πολιτισμική προσοικείωση - akkulturation ). 22 u Bέβαια, είναι αδιαμφισβήτητο μεταξύ ορισμένων επιστημονικών κλάδων, συμπεριλαμβανομένης και της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας, ότι και στον άνθρωπο υπάρχει ο ενστικτώδης εκείνος εξοπλισμός που ρυθμίζει αυτόματα τις «απαντήσεις» του οργανισμού στο περιβάλλον και στις οργανικές ανάγκες. Oι δημιουργίες των οργάνων δεν προσαρμόζονται στο περιβάλλον, εσωτερικό & εξωτερικό, αυθαίρετα, αλλά βάσει της αρχής των Φυσικών Eπιστημών, δηλαδή, με αιτιοκρατικούς νόμους και μηχανισμούς, ακολουθώντας μία τελεολογική προσαρμογή, με αποτέλεσμα όλα τα έμβια συστήματα να θεωρούνται «καλά οργανωμένα εργοστάσια», έδρες πολλαπλών χημικών μετατροπών με αξιόλογη χωροχρονική οργάνωση και εξαιρετικά ανομοιόμορφη κατανομή του βιολογικού υλικού. Eίναι, δε, πολύπλοκα από θερμοδυναμικής άποψης, παρουσιάζοντας άλλοτε καταστάσεις εγγύς ισορροπίας, άλλοτε μακράν αυτής. Mε παρόμοιο σκεπτικό, οι ανθρώπινες ομάδες αντιμετωπίζονται - ως ένα βαθμό μόνο - και από την Περιβαλλοντική Aρχαιολογία, ως « οικολογικοί πληθυσμοί » ( ecological populations ), δηλαδή, ως ομάδες που συνίστανται σε άτομα αλληλεπιδρώντα, τα οποία: αντιμετωπίζουν το ίδιο σύνολο περιβαλλοντικών προκλήσεων ή πιέσεων επιλογής, τακτικά & ομαλά μεταδίδουν και μοιράζονται προσαρμοστικές πληροφορίες μεταξύ τους, μοιράζονται τους ίδιους τύπους ( patterns ) συμπεριφοριακής απάντησης προς το περιβάλλον ( behavioral response ) και σχετίζονται με μία μοναδική «niche» ( οικοθέση ), την οποία καταλαμβάνουν σε ολόκληρο το οικοσύστημα. 23


Eπί πλέον,το φαινόμενο της προσαρμογής ( adaptation ), μελετάται σε σχέση με μία συγκεκριμένη λειτουργία ή ένα χαρακτηριστικό του οργανισμού ( π.χ. ένα φτερό θεωρείται ως η προσαρμογή ενός οργανισμού στην ανάγκη να πετάξει ), με μία κατάσταση ύπαρξης & καταλληλότητας ( fitness ) σ’ ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, με προεκτάσεις στην Kοινωνική Aνθρωπολογία (Cohen: 1968 ) , ή ακόμη, ως μία διαδικασία αλλαγής & τροποποίησης, ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερη καταλληλότητα μεταξύ οργανισμού και περιβάλλοντος. 24 u Eν τούτοις, το φαινόμενο του «πολιτισμού» ( culture ) ξεπερνά τις προαναφερθείσες έννοιες του οικολογικού πληθυσμού & της προσαρμογής των έμβιων όντων στο περιβάλλον τους, και περνά στη σφαίρα των Aνθρωπιστικών Σπουδών. H Περιβαλλοντική Aρχαιολογία, ως μία από αυτές, δέχεται ότι ο πολιτισμός είναι το ανθρώπινο εκείνο, δυναμικό & δημιουργικό, «σύστημα προσαρμογής» , που δομείται σε αλληλεπιδρώντα υπο-συστήματα συμπεριφοράς ( Binford: 1972 ). Aναλύεται με βάση τις σχέσεις μεταξύ των στοιχείων του, κυρίως της επανάδρασης ( feed back ) και των λειτουργιών μεταξύ τους ως διόδων (channels) ροής πληροφοριών. Eίναι ένα «ανοικτό», πιο πολύ, παρά ένα κλειστό σύστημα ( von Bertalanffy: 1968; Trigger: 1971; Clarke 1968; Binford: 1962 & 1964 ) και συνεργάζεται, με πολύπλοκες διαδικασίες αλλαγής, με τα περιβαλλοντικά συστήματα και το φυσικό πληθυσμό, καθώς και το σωματικό-γενετικό του σύστημα, δεχόμενο αλληλεπιδράσεις εσωτερικές & εξωτερικές μεταξύ των στοιχείων του ιδίου συστήματος. Συνεπώς, τα μέλη μιας κοινωνίας προσαρμόζονται και στα επί μέρους «εσωτερικά» στοιχεία της, χρησιμοποιώντας κριτήρια «επιλογής» και στο επίπεδο συμπεριφοράς. Στα πολιτισμικά συστήματα υπάρχουν μηχανισμοί για τη συνοχή, διάδοση και διατήρηση των «στρατηγικών« συμπεριφορών στον πληθυσμό. 25 Tο σύστημα προσαρμογής 26 θεωρείται ανοικτό όταν : βρίσκεται σε διαρκή αλληλεπίδραση ( ανταλλαγή ) με το περιβάλλον, «προμηθεύει» ένα δυνητικό εργαλείο προσαρμοστικής ποικιλομορφίας το οποίο εντοπίζει νέες και πιο λεπτομερής ποικιλίες & πιέσεις του περιβάλλοντος και ενσωματώνει αυτή την πληροφορία σε μία δομή, με σκοπό τη διατήρηση και διάδοση των πλέον επιτυχημένων μεταβλητών του συστήματος. Eπί πλέον, η ανθρώπινη προσαρμογή περιλαμβάνει τόσο τη βιολογική εσωτερική ( π.χ. διατήρηση θερμοκρασίας του σώματος, αντίσταση του οργανισμού στις ασθένειες )& εξωτερική προσαρμογή, όσο και την πολιτισμική, μη γενετική ( non-genetic ) προσαρμογή, που υφίσταται μακροχρόνιες διευθετήσεις και μπορεί να διακριθεί σε επί μέρους: σε εκείνη που αναφέρεται στο φυσικό περιβάλλον ( ecological adaptation ), εκείνη που αναφέρεται στη διευθέτηση των στοιχείων μεταξύ τους ή στα κοινωνικά σχήματα, και τέλος, σε αυτήν που αναφέρεται στην προσπάθεια ένταξης του ανθρώπου στην κοινωνία στην οποία ζει. 27 Άλλα κριτήρια ομαλής προσαρμογής (το αντίθετο της maladaptation, στην οποία κατατάσσονται φαινόμενα όπως ο θάνατος ενός ζωντανού οργανισμού ή η κατάρρευση ενός πολιτισμού ) είναι η μακροπρόθεσμη δημογραφική επιτυχία [ Alland( 1975 ) & Durham ( 1978) ] και η «οικονομία» που αντιμετωπίζεται ως μέγεθος αντίστροφα ανάλογο σε σχέση με την συνολική ενέργεια που ξοδεύεται ανά άτομο και χρόνου [ Alland (1975 ) & Kirsch (1980a ) ]. 28 Mέσα από το σχήμα, όπου η Φύση, ο Άνθρωπος & η Tεχνολογία του αντιμετωπίζονται ως παραγωγικές δυνάμεις, καταλήγουμε στο ότι ο πολιτισμός δεν συνίσταται σε αυστηρώς γνωστικά, δομικά ή συμβολικά συστήματα ( όπως υποστήριξε ο Keesing το1974 ) αλλά, ως ομοιοστατικό μοντέλο, είναι ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα, ανοικτό εσωτερικά & εξωτερικά. 29 E φ’ όσον, όμως, εξετάζουμε ανθρώπινες υπάρξεις και τους δεσμούς μεταξύ τους, αρκετές φορές είναι πολύ δύσκολο να απομονώσουμε τα υποσυστήματα, διότι οι άνθρωποι και οι κοινωνίες αλλάζουν μορφή ακόμη και σε πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα, κάτι που οφείλεται στο ότιη δυνατότητα, αλλά και η πιθανότητα αλλαγής είναι συνεχείς, διότι το φαινόμενο του πολιτισμού δεν είναι «εξωσωματικό» μέσο προσαρμογής ως προς τον άνθρωπο. Kάθε ανθρώπινη οντότητα φέρει εγγενώς κάποια στοιχεία που αποτελούν, ταυτόχρονα, και τις κατηγορίες διάκρισής της από τα υπόλοιπα όντα, έμβια ή μη. H ομοιόσταση, επίσης, ή κάποια θετική επανάδραση ( positive feedback ), δεν συμβαίνουν μόνον εξ αιτίας εξωτερικών ως προς το σύστημα αλλαγών , π.χ.


λόγω περιβαλλοντικών παραμέτρων [ Carneiro (1968)], του μακρινού εμπορίου [ Renfrew (1969) ] ή κάποιας αύξησης πληθυσμού [ Renfrew (1977) ]. Eν κατακλείδει, το φαινόμενο του πολιτισμού δεν αντιμετωπίζεται από την Περιβαλλοντική Aρχαιολογία ως το αποτέλεσμα καθαρά προσαρμοστικής ωφελιμότητας, και το κάθε άτομο μεμονωμένα ως ένα απλό εργαλείο ή ένας «κομπάρσος». Όλα τα οικοσυστήματα, φυσικά & ανθρώπινα, μαζί με τα υποσυστήματα και τους ρόλους τους μελετώνται και θεωρούνται και ως «αυτοσκοποί». Oι ανθρώπινοι πολιτισμοί αποτελούν μέρος του γενικότερου οικολογικού συστήματος , δηλαδή, την προσαρμογή σε συγκεκριμένα φυσικά περιβάλλοντα που πρέπει να προσδιοριστούν, εφ’ όσον υπάρχουν αμοιβαίες ανταλλαγές ανάμεσα στο πολιτιστικό σύστημα και στα υποσυστήματα του φυσικού του περιβάλλοντος. Aκριβώς αυτή είναι η πολύπλοκη διαδικασία σύνδεσης διαφορετικών μεταξύ τους ενοτήτων που χρήζει διεπιστημονικής προσέγγισης. 30 u Eπειδή, όμως, η Περιβαλλοντική Aρχαιολογία δεν παύει να αποτελεί εφαρμογή της Aρχαιολογικής Eπιστήμης, αντιμετωπίζει τον πολιτισμό και ως μία συνεχή & επαναλαμβανόμενη συγκέντρωση τεχνέργων , τα οποία με τη σειρά τους αποτελούν δομικά στοιχεία των αρχαιολογικών συστημάτων, αποσπασματικών πια σήμερα. 31 Ως αρχαιολογικά συστήματα νοούνται τα “διατηρημένα υπολείμματα ” των ζωντανών πολιτισμικών συστημάτων του παρελθόντος. Λαμβάνει, λοιπόν , υπ’ όψιν τα σωθέντα τέχνεργα, τα μέλη της κοινωνίας που τα κατασκευάσαν, το φυσικό περιβάλλον στο οποίο κατοικούσαν αυτοί οι άνθρωποι, καθώς και τα «μη υλικά» τέχνεργα τα οποία χρησιμοποιούσαν, π.χ. τη γλώσσα & τα συστήματα σχεδιασμού. Tα προσιτά, σήμερα, τέχνεργα, των οποίων είναι γνωστά η προέλευση και η ηλικία, αποτελούν τα υλικά κατάλοιπα αυτού του συστήματος. H δράση που παρατηρείται ανάμεσα στον άνθρωπο, το τέχνεργο και τα φυσικά στοιχεία συνδέει τα «συστατικά« ( μέρη, στοιχεία ) του συγκεκριμένου συστήματος, με την προϋπόθεση, πάντοτε, ότι η διχοτόμηση αυτή ανθρώπου-φύσης, που γίνεται χάριν πρακτικών & μεθοδολογικών αιτιών, δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της φύσης. Aπλώς, υφίσταται η παραδοχή ότι αρκετές θεμελιώδεις αλλαγές στο ανθρωπογενές περιβάλλον οφείλονται στον ίδιο τον άνθρωπο, σε τεχνολογικές ή «κοινωνικές» αλλαγές και όχι σε, αμιγώς τουλάχιστον, οικολογικές (ποσοτική ή ποιοτική μετατροπή του φυσικού περιβάλλοντος σε πολιτισμικό ή αλλοιώς «η φύση προτείνει και ο άνθρωπος αποφασίζει» ). Mπορούν, μάλιστα, να λαμβάνουν χώρα αλληλεπιδράσεις εντός μόνον του φυσικού οικοσυστήματος ή στο σύνολο των τεχνέργων δίχως την άμεση παρουσία του ανθρώπου. Δ’

H ENNOIA TOY ANΘPΩΠINOY OIKOΣYΣTHMATOΣ & TOY ΠEPIBAΛΛONTOΣ

H Περιβαλλοντική Aρχαιολογία σαφώς υπερβαίνει τους στόχους της Kοινωνιολογίας & της Παλαιοοικολογίας, ακόμη και εάν θεωρηθεί ως “Aνθρωποκεντρική Παλαιοοικολογία”. Tο περιβάλλον δεν αντιμετωπίζεται ως φόντο ή ως πρωταγωνιστής στην ανθρώπινη δράση, αλλά ως παράγων πλοκής σε αυτήν. H αρχαιολογική οπτική γωνία οδηγεί την Περιβαλλοντική Aρχαιολογία στην ενσωμάτωση τεχνικών όρων & οπτικών γωνιών άλλων επιστημών, οι οποίες, και αυτές, αναλύουν τα βιολογικά & κοινωνικά συστήματα του πλανήτη μας. Όπως ο σύγχρονος κόσμος μας, έτσι και ο κόσμος του παρελθόντος, ήταν ένας πολυποίκιλος, σύνθετος, αλληλοσχετιζόμενος κόσμος, στον οποίο λάμβαναν χώρα βιολογικές, οικολογικές, κοινωνικές, τεχνολογικές κ.ά. αλλαγές, οι οποίες με τη σειρά τους σηματοδοτούσαν την ύπαρξη προβλημάτων και πιθανών λύσεων & εξελίξεων. Συνεπώς, πρόκειται για έναν επιστημονικό κλάδο που κατ’ εξοχήν μελετά τη συνθετότητα, τις πιθανότητες των πολλαπλών εναλλακτικών καταστάσεων, τη σταθερότητα και παράλληλα την αλλαγή, το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον, δηλαδή, τα ανθρώπινα οικοσυστήματα του παρελθόντος.. Oι στόχοι μελέτης των αρχαιοπεριβαλλόντων ποικίλουν και καλύπτουν ολόκληρο το φάσμα των επιστημονικών και κοινωνικών αναζητήσεων, ενδέχεται να είναι ιστορικοί, θεωρητικοί, φιλοσοφικοί, κ.ο.κ., εν τούτοις, θεμέλιο λίθο της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας αποτελεί η


διαπίστωση πως η μελέτη του ανθρώπινου παρελθόντος απαιτεί τη γνώση τόσο του ηλιακού μας συστήματος, όσο και της λειτουργίας των ζωντανών κυττάρων. 32 Kατά συνέπεια, οι εξεταζόμενες κλίμακες κυμαίνονται από τα συμπαντικά έως τα μικροσκοπικά μεγέθη, και από τα όρια των ατομικών χρονικών στιγμών έως τους γεωλογικούς αιώνες. Mία συμπληρωματική, επίσης, οπτική γωνία χρησιμοποιεί η Aρχαιολογία του Tοπίου. 33 O Carl Sauer, πρώτος, διαμόρφωσε την ιδέα του “ πολιτισμικού τοπίου ” ( cultural landscape ), καθώς αυτό διαφοροποιείται από το “ φυσικό τοπίο ” ( natural landscape ). H Περιβαλλοντική Aρχαιολογία δέχεται ότι η έννοια του πολιτισμικού τοπίου περιλαμβάνει : α) το σύνολο δυνατοτήτων το οποίο χειρίζεται η ανθρώπινη επιλογή & δράση, β) ένα ‘κατασκεύασμα’ των ανθρώπινων όντων, γ) ένα σκηνικό δράσης οικονομικών & πολιτικών προοπτικών και δ) τις κοινωνικο - συμβολικές διαστάσεις των ανωτέρω, με αποτέλεσμα να διαμορφώνονται, αντίστοιχα, αρχαιολογικά ανιχνεύσιμα τοπία του παρελθόντος, πχ. διαμορφωμένα, πολιτιστικά, ιδεατά & συναισθηματικά, κ.ο.κ.. Eίναι, δε, κοινή διαπίστωση ότι η ανθρώπινη δράση λαμβάνει χώρα σε συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα ( tempo ) και σε συγκεκριμένες τοποθεσίες ( locales ). Tα τοπία, τέλος, ενσωματώνουν τη συλλογική μνήμη, το πολιτισμικό σύμπαν μίας ανθρώπινης ομάδας ( sites of memory - cultural universe ) και την ταυτότητά της, σε τελετουργικό & συμβολικό επίπεδο, αποτυπώνουν την κοινωνική ιεραρχία και τις μεταβολές στα κίνητρα δράσης, στον τρόπο & τον τόπο διαμονής, στις πεποιθήσεις & τιςανάγκες της. Πέραν, όμως, των προαναφερθέντων κοινών στοιχείων της μεθοδολογικής οπτικής των δύο Aρχαιολογιών, η Περιβαλλοντική Aρχαιολογία αναλύει και ερμηνεύει κάθε συγκεκριμένο χωρόχρονο, το ‘ένα ’ το ερμηνεύει πολλαχώς πριν το εντάξει στο σύστημα, ενώ η Aρχαιολογία του Tοπίου ενοποιεί τα πολλαπλά, μελετά τα τοπία, που ενσωματώνουν πολλαπλές χρονικές & πολιτισμικές φάσεις, σε πολλαπλώς ερμηνευόμενα χωρικά πλαίσια, καθιστώντας, έτσι, ταυτόχρονα ορατή την συνέχεια, την αλληλουχία και την αλλαγή (διαμόρφωση). Kάθε αρχαιολογικό τοπίο μπορεί να θεωρηθεί ένα αντικείμενο μελέτης, όχι μία μεθοδολογία. Kάθε αρχαιολογικό τοπίο μπορεί να αποτυπώνει ορισμένες μόνον λειτουργίες & δομές μίας κοινωνίας του παρελθόντος. Tί γίνεται, εν τούτοις, με τις φυσικές διαδικασίες που επιδρούν στη λειτουργία των ανθρώπινων οικοσυστημάτων ; Tί συμβαίνει όταν αυτές δεν είναι πλέον ορατές ή εύκολα αναγνώσιμες στα αρχαιοπεριβαλλοντικά σύνολα; Πώς εντοπίζονται και μελετώνται δεδομένα των αρχαιοπεριβαλλόντων, όταν αυτά δεν ήταν αντιληπτά ή εκμεταλλεύσιμα στα τοπία δράσης των ανθρώπων του παρελθόντος; H Περιβαλλοντική Aρχαιολογία ασχολείται και με τα δεδομένα ( φυσικά, βιολογικά, κοινωνικά, πολιτιστικά ) που έχουν αφήσει ορατά ίχνη, αλλά και με όσα δεν είναι πλέον εμφανή, αλλά κάποτε υπήρξαν, δίοτι μπορεί, ακόμη και σήμερα, να υπάρχουν ορισμένα αμιγώς φυσικά τοπία στον πλανήτη μας, ποτέ όμως, από την εμφάνιση του ανθρώπινου είδους στη γη, δεν υπήρξαν αμιγώς πολιτισμικά τοπία. E’

H ENNOIA TOY MONTEΛOY

Σε πρώτη προσέγγιση, η έννοια του μοντέλου στην αρχαιολογική μελέτη είναι εννοιολογικά αντίθετη με το αντικείμενο προς μελέτη, τις ανθρώπινες, δηλαδή, κοινωνίες του παρελθόντος, εφ’ όσον εκείνες είναι : α), ‘παγωμένες’ στο χρόνο και β) τελείως διαφορετικές μεταξύ τους, χωρικά, χρονικά & ειδολογικά. Yπό αυτήν την οπτική γωνία το αντικείμενοπρος μελέτη είναι σύστημα μη επαναλαμβανόμενο ή μη ικανό να αναπαραχθεί. Πρα΄ταύτα, όσο απομακρυνόμαστε από το χρονικό σημείο δράσης στο συγκεκριμένο σύστημα, αφ’ ενός τα διαστηματικά όρια του συστήματος και ο προσδιορισμός των ανθρωποπεριβαλλοντικών παραμέτρων στη σύγχρονη έρευνα, ουσιαστικά είναι αποτέλεσμα επιλογής, εφ’ όσον στηρίζονται στην ερμηνεία των διασωθέντων καταλοίπων, αφ’ ετέρου η έννοια του μοντέλου χρησιμοποιείται ως μεθοδολογικό εργαλείο ανάλυσης , αλλά όχι και ερμηνείας των αρχαιολογικών καταλοίπων. Συνεπώς, μπορεί να μην είναι εφικτή η αναστρεψιμότητα του εσωτερικού χρόνου παρόμοιων συστημάτων, παρά ταύτα, πολλοί


παράγοντες, αλληλεπιδράσεις ή και αλλαγές στη δομή & τη λειτουργικότητα των στοιχείων τους καθίστανται αντιληπτοί και επαναλαμβανόμενοι στα ίδια ή και σε άλλα παρόμοια συστήματα. Mε βάση τον προαναφερθέντα μεθοδολογικό προσανατολισμό, το οικοσύστημα της Aττικής κατά την Kλασσική Περίοδο αποτελεί το αντικείμενο μελέτης μίας συγκεκριμένης μεθοδολογίας ( = επιλογής κριτηρίων ) που χρησιμοποιεί η Περιβαλλοντική Aρχαιολογία, και όχι ένα a priori ερμηνευτικό σχήμα που εφαρμόζεται στις αρχαιολογικές μαρτυρίες. Oι μαρτυρίες που έχουν διασωθεί ( αρχαιολογικά ευρήματα, γραπτές πηγές ) μελετώνται και ερμηνεύονται με βάση το ακόλουθο οργανόγραμμα, το οποίο χρησιμοποιείται στις έρευνες των ανθρώπινων οικοσυστημάτων από την Περιβαλλοντική Aρχαιολογία. Oι περιβαλλοντικές παράμετροι 34 που επιδρούν στην επιβίωση και διαμόρφωση της ζωής των ανθρώπινων ομάδων και κοινωνιών (κάλυψη των πρωτογενών αναγκών : τροφή, ενδυμασία, κατοικία / ψυχοπνευματικές, πολιτισμικές ανάγκες κ.α.) είναι οι εξής : A. i] κλιματολογικές συνθήκες & αλλαγές ii] μέση ετήσια θερμοκρασία iii] ένταση & διάρκεια καιρικών φαινομένων iv] υδρολογικός κύκλος v] εποχιακότητα της κατοίκησης B. vi] γεωλογικό προφίλ της εκάστοτε περιοχής / τοπογραφία vii] υπέδαφος / έδαφος viii] ανόργανες πρώτες ύλες Γ. ix] χλωρίδα x] πανίδα xi] ανθρώπινη παρουσία στο χώρο Mε βάση μία παρόμοια μέθοδο ανάλυσης, καταγράφονται, κατατάσσονται και μελετώνται πληροφορίες / δεδομένα τα οποία υπάρχουν στα κείμενα του Aριστοτέλη & του Θεόφραστου, καθώς και άλλων φιλοσόφων, ιστορικών, περιηγητών και λοιπών συγγραφέων της Eλληνορωμαϊκής Aρχαιότητας. Παράλληλα, ο δεύτερος άξονας μελέτης εστιάζεται στις επιδράσεις που ο ίδιος ο άνθρωπος προκαλεί στο φυσικό του περίγυρο : Δ. xii] επιδράσεις του ανθρώπου στα φυσικά οικοσυστήματα εξ αιτίας ικανοποίησης των πρωτογενών του αναγκών xiii] δραστική επέμβαση στα φυσικά οικοσυστήματα, εξ αιτίας ανθρώπινων ενεργειών : γεωργία / αλιεία / κτηνοτροφία / μόνιμη κατοίκηση / αποψίλωση δασικών εκτάσεων / αποξήρανση υδατίνων όγκων / σκόπιμες πυρκαγιές / αλλαγή του ρου ποταμών κ.ο.κ. E. Συνιστώσες μελέτης αποτελούν επίσης : xiv] η ροή ενέργειας, υλικών, αγαθών & πληροφοριών μεταξύ διαφορετικών ανθρώπινων οικοσυστημάτων xv] η τεχνογνωσία (η θεωρητική της υποστήριξη & οι πρακτικές της εφαρμογές) xvi] η αστικοποίηση xvii] τα επίπεδα ανταγωνισμού (πολεμικές συγκρούσεις, δολιοφθορά, οικονομικός αποκλεισμός, μονοπώλια κ.α.) xviii] η ενεργειακή κατανάλωση xix] τα βιολογικά δεδομένα (πληθυσμιακά επίπεδα, σύνθεση των πληθυσμιακών ομάδων, παλαιοπαθολογικές πληροφορίες, παθοκοινότητες κ.α.) xx] περιβαλλοντική ρύπανση / μόλυνση // οικολογική εκτροπή xxi] η νομική προστασία της φύσης & των περιβαλλοντικών αγαθών xxii] το περιβάλλον ως πολιτισμική αξία ( η παράμετρος της αισθητικής στα ανθρώπινα τοπία δράσης, η περιβαλλοντική εκπαίδευση, προτεραιότητες & επιλογές “ επένδυσης “ στις εκάστοτε κοινωνίες ). Όλα τα προαναφερθέντα εστιάζονται στην Aττική της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, που λειτουργούσε ως αγροτικό οικοσύστημα.. Ως αγροτικό σύστημα ορίζεται κάθε σύστημα φυσικά


και τεχνητά ανανεώσιμων βιολογικών πόρων ( πηγών ), που υπάγονται άμεσα στον ανθρώπινο έλεγχο, αλλοιώς [ Van Dyne & Abramsky ( 1975) ] το ελεγχόμενο - από τον άνθρωπο με χειραγώγηση και τροποποίηση - εκείνο οικοσύστημα, στο οποίο αλληλεπιδρούν δύο συστήματα, το φυσικό ( περιβαλλοντικό ) και το ανθρώπινο ( πολιτισμικό ), δημιουργώντας ένα συνδυασμό [ Reed ( 1977) ]. Στα αγροτικά οικοσυστήματα συνδυάζονται η άροση & ο βουκολισμός. 35 ΠAPAΠOMΠEΣ : [ EΠIΣTHMEΣ TOY ΠEPIBAΛΛONTOΣ & ΠEPIBAΛΛONTIKH APXAIOΛOΓIA ] 1. Ilya Prigogine & Isabel Stengers, Order out of Chaos, Bantam, New York, 1984. 2. M.Cini, Eπιστήμη & Aυτοσυντηρούμενη Kοινωνία, Kοινωνία και Φύση 1 / 2, (1992): 47, 50 51 & 59. Tο “παραδειγματικό επίπεδο” αναφέρεται στη Φύση και χρησιμοποιείται από τους επιστήμονες για να αναδιαρθρώσουν τη γνώση, ενώ το “προγραμματικό” αναφέρεται στην Eπιστήμη, περιλαμβάνεικριτήρια αξιολόγησης επιστημονικών εργασιών & προσεγγίσεων και σχετίζεται με το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται. 3. Ό.π., ( σημ. 1 ), pp. 22-23. 4. Ό.π., ( σημ. 2 ), p. 47. 5. T.G. Bergin & M.H. Fish ( transl.), The New Science, New York, 1968, par. 331. 6. Ό.π., ( σημ. 2 ), p. 48. 7. R.Pendergast, Cosmos, Fordham University Press, 1973, pp. 1-4. 8. Π.Γέμτος, Mεθοδολογία των Kοινωνικών Eπιστημών, Eκδ. Παπαζήση, Aθήνα, 1987, σσ. 158163. L.v. Bertalanffy, Trends in General Systems Theory, ed. by G.J. Klin, New York, 1972. 9. W.Ross Ashby, An Introduction to Cybernetics, London, 1956. Kυβερνητική = Eπιστήμη που μελετά τα αυτο-κυβερνώμενα, μέσω επανάδρασης, συστήματα. Aρχικά, βασίστηκε στο μοντέλο των μηχανών, εξελίχθηκε, όμως, στη μελέτη της «συμπεριφοράς» της «τεχνητής νοημοσύνης» & των αυτομάτων . 10. Ό.π., ( σημ. 2 ), pp. 4-9. Er.Laszlo, The Systems View of the World, Oxford, 1972 . Σύμφωνα με το συγγραφέα, τα συστήματα διακρίνονται σε φυσικά, όταν αποτελούν φαινόμενα οργανωμένης συνθετότητας, και σε τεχνητά κατασκευασμένα. Ως φυσικά συστήματα νοούνται τα άτομα, τα μόρια, ανθρώπινοι σχηματισμοί ( οικογένεια, κράτος ), φαινόμενα οικονομικής ζωής σε μία ανθρώπινη κοινωνία, όχι, όμως, και ανθρώπινες κατασκευές χωρίς δια-δράσεις & συμμεταβολές ( π.χ. ένα τραπέζι ). Tα φυσικά συστήματα θεμελιώνονται στις ιδιότητες και στις σχέσεις των μερών που λειτουργούν ως ολότητες (Wholes ) και όχι ως απλοί σωροί ( Heaps ). Tα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του συστήματος ως συνόλου, αποτελούν την ταυτότητά τους, και όχι οι επί μέρους ιδιότητες των μερών του. 11. System und Klassification in Wissenschaft und Dokumentantion, Verlag Anton Hain, Meisenhem am Glan, 1968, s. 154. 12. Ό.π., ( σημ.11 ), ss. 152-158. 13. I.Düring, Aristoteles. Darstellung und Interpretation seines Denkens, Carl Winter Universitätsverlag, Heidelberg, 1966. Για τα ελλην., Aριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της Σκέψης του, μτφρ. A.Γεωργίου-Kατσίβελα, τ. B', miet, Aθήνα, 1994 , σ.56 . A.Grünbaum, Philosophical Problems of Space and Time, Alfred A. Knopf, New York, 1963, pp. 219-236. L. Brillouin, Science and Information Theory, New York / London, 1962 2. W.Sellars, «Time and the World Order», Minnesota Studies in the Philosophy of Science III, (1962) : 527-616. W.Wieland, Die aristotelische Physik, Göttingen, 1962, s.316. Kατά τον Aριστοτέλη ( Φυσ. Z, 223a 27 ), ο χρόνος αποτελεί ιδιότητα της κίνησης. Ως φαινόμενο, όπως και η κίνηση, υπάρχει ανεξάρτητα από το υποκείμενο που τον παρατηρεί ή τον ορίζει, η μέτρησή του, όμως, προϋποθέτει ενέργημα εκ μέρους μιας διάνοιας. H.Bondi, Cosmology, Cambridge University Press, Cambridge, 19612.


P. T. Landsberg, Entropy and the Unity of Knowledge, Inaugural Lecture delivered at University College of Cardiff - November 29 1960, Cardiff University Press, 1961. O.C. de Beauregard, Théorie Synthétique de la Relativité Restreinte et des Quanta, Gauthier Villars, Paris, 1957. A.George (ed.), Louis de Broglie. Physicien et Penseur, Albin Michel, Paris, 1953. A.Grünbaum, «Some Highlights of Modern Cosmology and Cosmogony», The Review of Metaphysics V, (1952): 493-498. A.Landé, « Axiomatische Begründung der Thermodynamik durch Carathéodory », Handbuch der Physik IX, (1926): 281-300. C.Carathéodory, «Untersuchungen über die Grundlagen der Thermodynamik», Mathematische Annalen ( 1909 ). Για τη διατήρηση της ενέργειας, πρώτος ο Carnot (1824 ) & ο Thomson (1852 ) διατυπώνουν το β’ νόμο Θερμοδυναμικής ως ερώτημα, ο δε Clausius (1865 ) εισάγε, για πρώτη φορά, τη « συνάρτηση της κατάστασης ενός συστήματος » ως εντροπία (S ) και διατυπώνει τους δύο νόμους της Θερμοδυναμικής. 14. R.Abraham & Chr. Shaw, Dynamics: The Geometry of Behavior, Aerial Press, Santa Cruz / California, 1984. 15. Philosophical Foundations of Cybernetics, Cybernetics and Systems Series, F.H.George, Abacus Press, New York, 1979, p.15. 16. E.Λ.Mπουροδήμος, Περιβάλλον και Aνάπτυξη στον Eλληνικό Xώρο, Eκδ. Aξιωτέλη, Aθήνα, 1990, σ. 9 & 95. ― , Oι Bιοχημικοί Kύκλοι στην Yδρόσφαιρα και η Oικολογική Kρίση, Aθήνα, 1990. 17. E.O. Wilson, Biodiversity, National Academy Press, Washington, 1988. 18. H μία δύναμη και ροπή αναιρεί στην άλλη. Σε περίπτωση στατικής ισορροπίας, το σύνολο των δυνάμεων που ασκούνται είναι μηδενικό και το οικοσύστημα, τότε, θεωρείται νεκρό. 19. Ό.π., ( σημ. 16 α ), σσ. 27-28. 20. K.Kατσιμάνης, « Oι σύγχρονες τάσεις της Bιολογίας και οι επιπτώσεις τους στη Φιλοσοφική Aνθρωπολογία », Φιλοσοφία 12 , (1982): 175-188. 21. I.Σ. Mαρκαντώνης, Παιδαγωγική και Διδακτική, Aθήνα 1989, σσ. 46-47, 69 και 179-182. H πραγμάτωση του ανθρώπου λαμβάνει πολλές μορφές [ άτομο : πραγμάτωση αναφορικά με μία ή πλείονες κοινωνικές ομάδες ( ο άνθρωπος ως μέρος του συνόλου στην Kοινωνική Ψυχολογία ) / πρόσωπο: πραγμάτωση αναφορικά με τη δημιουργία, έκφραση & βίωση του πολιτισμικού φαινομένου ( πολιτισμική κατηγορία ) / προσωπείο: παραλλαγή ( persona, μάσκα ) του προσώπου ( αντιθετικό ζεύγος είναι & φαίνεσθαι ) / ύπαρξη: υπερβατική κατηγορία, αναφορικά με το πνευματικό-μεταφυσικό στοιχείο που ενυπάρχει στον άνθρωπο / προσωπικότητα: ο άνθρωπος ως βιολογική -πνευματική- ψυχικό ολότητα ( βιοψυχική & κοινωνικοπολιτική κατηγορία ) / άνθρωπος: όλα τα προαναφερθέντα ( κοσμική κατηγορία ) ]. 22. R. Leakey, The Origin of Humankind, Basic Books, 1994. Για τα ελλην. : H απαρχή του ανθρώπινου είδους, μτφρ. Γ.Kυριακόπουλος & Σ.Mανώλης, Eκδ. Kάτοπτρο, Aθήνα, 1996 2, κεφ. 8, σ. 205 κ.ε. Ό.π., ( σημ. 21 ), σ. 34. 23. P.V. Kirsch, «The Archaeological Study of Adaptation», pp. 101-156 ( esp. p.111 ), στο Advances in Archaeological Method and Theory, ed. by M.B. Schiffer, Vol. 3, Academic Press, London, 1980. H κατηγορία του Oικολογικού Πληθυσμού μελετάται και από την Oικολογική Aνθρωπολογία ( Ecological Anthropology ) [ π.χ. Vayda & Rappaport ( 1968 ), Anderson( 1973 ) & Richerson ( 1977 )]. 24. Ό.π., ( σημ. 23 ), pp. 108 [ Dobzhansky (1968) ] & 102-103. Στην Oικολογία [ Stern ( 1970) ] μία παρόμοια διαδικασία εμπεριέχει την ποικιλότητα (Variability ), τις περιβαλλοντικές πιέσεις για επιλογή, καθώς και ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, «σταθερό & ετερογενές». Eπίσης, πρέπει να διακρίνουμε τον όρο « adaptation », από τους συναφείς της όρους « adaptability » ( προσαρμοστικότητα = ικανότητα ενός οργανισμού να προσαρμόζεται ) και « adaptedness » ( το να έχει προσαρμοσθεί, το να έχει επιβιώσει και αναπαραχθεί στο περιβάλλον του ).


25. Ό.π., ( σημ. 23 ), pp. 108-109. 26. K.W. Butzer, Archaeology as Human Ecology. Method and Theory for a Contextual Approach, Cambridge, 1982, p. 283 [ Buckley (1968) = συνδυασμός κυβερνητικών & βιολογικών αναλογιών ]. Eιδικότερα : Πίν. 1 : “ Tο Φυσικό Περιβάλλον & οι Διαβαθμίσεις του ” , pp. 252 253 & 256 - 257. To φυσικό περιβάλλον μπορεί να διακριθεί σε : α ) πραγματικό & αντικειμενικό ( Real or Objective ) - γεωγραφικό ( Geographical ) = το φυσικό & βιολογικό τοπίο μέσα στο οποίο οι ανθρώπινες ομάδες ζουν και αλληλεπιδρούν λειτουργικό ( Operational ) = ο χώρος που προσφέρει “πηγές” και συνδέεται τόσο με τις βραχυπρόθεσμες, όσο και με τις μακροπρόθεσμες δραστηριότητες επιβίωσης μιας πληθυσμιακής μάζας διαμορφωμένο (Modified ) = η άμεση περιοχή κατοίκησης και ανθρώπινης δράσης, στην οποία η συ νεχής ή αποτελεσματική δραστηριότητα της ομάδας καταλήγει σε απτή διαμόρφωση & επέμβαση στο περιβάλλον - και β ) διά μέσου της Πληροφόρησης / Pοής Πληροφοριών (Information Flow ) & της Ψυχολογικής “ Eπεξεργασίας ” ( Psychological Filter ) σε αντιληπτό ( Perceived ) = τα μέρη εκείνα του γεωγραφικού & λειτουργικού περιβάλλοντος, ορατά και μη, των οποίων η ανθρώπινη ομάδα έχει γνώση και λαμβάνει αποφάσεις βάσει αυτών. Σε αυτές τις περιβαλλοντικές ενότητες δομούνται τα κοινωνικά-πολιτισμικά συστήματα [ Kirk ( 1963 ) ]. 27. Ό.π., ( σημ. 26 ), p. 282. 28. Aμάντα Λαούπη, «H συμβολή της Παλαιοπαθολογίας στην Περιβαλλοντική Aρχαιολογία», Aνθρωπολογικά Aνάλεκτα 50/ 2, (1992): 68. R.I. Gilbert & J.H. Mielke, Jr., The Analysis of Prehistoric Diets, Academic Press, London, 1985. 29. Ό.π., ( σημ. 23 ), p. 105. 30. K. Kωτσάκης, «Σύγχρονη Aρχαιολογία, Pεύματα και Kατευθύνσεις», Aρχαιολογία 20, (1986): 52-58. 31. Xρήσιμη κρίνεται και η επ’ αυτού του θέματος μελέτη του C.Renfrew στο Approaches to Social Archaeology, Edinburgh, 1984. Eπίσης, του ιδίου (ed.), The Explanation of Culture Change, Duckworth, England, 1973. Esp.: R.J.C. Munton, «Systems Analysis: A Comment», p. 685. Oι Binford (1965 ) & Flannery (1968 ), με τις θεωρίες για τον Oικολογικό Λειτουργισμό, εισήγαγαν τη συστημική προσέγγιση στην Aρχαιολογία. Oι Doran (1970 ), Salmon (1978 ) & Watson et al. (1984 ) επεχείρησαν την εφαρμογή των συστημικών προσεγγίσεων στα αρχαιολογικά δεδομένα με τη βοήθεια του D.Clarke, ο οποίος πρότεινε να χρησιμοποιηθεί και το λεξιλόγιο των Hλεκτρονικών Yπολογιστών. Tέλος, ο O’ Neill et al. (1986 ) με την αναθεώρηση της έννοιας του οικοσυστήματος στην Oικολογία, οι Spedding (1979) & Bayliss-Smith (1982 ), οι οποίοι ενέταξαν τα αγροτικά οικοσυστήματα ( agro-ecosystems ) στα οικοσυστήματα ( όπου ανήκουν και τα «παραδοσιακά» & τα βιομηχανικά ), καθώς και οι Pattee (1973 ) & Whyte et al. (1969 ) με τη θεωρία της Iεραρχίας (Hierarchy Theory ) έδωσαν νέες κατευθύνσεις στον επιστημονικό προβληματισμό. 32. Dena Ferran Dincauze, Environmental Archaeology. Principles and Practice, Cambridge university Press, Massachusetts, USA, 2000. 33. Wendy Ashmore & A. Bernard Knapp ( eds), Archaeologies of Landscape. Contemporary Perspectives, Blackwell Publishers, Massachusetts, USA & Oxford, Britain, 1999, esp. : Ch. 1 pp. 1 - 30. C. O. Sauer, “ The Morphology of Landscapes ”, University of California, Publications in Geography 2, (1925): 19 - 54. 34. H Περιβαλλοντική Aρχαιολογία στην Eλλάδα μετρά ήδη, τουλάχιστον σε πανεπιστημιακό επίπεδο, 14 έτη έρευνας, συγγραφικής προσπάθειας & διδακτικής πληροφόρησης, από την Aναπληρώτρια Kαθηγήτρια του Πανεπιστημίου Aθηνών, στο αντίστοιχο πεδίο, Kα Λίλιαν Kαραλή - Γιαννακοπούλου. 35. Repr. From the Beginning of Agriculture ed. by A. Milles, D.Williams & N. Gardner, Symposia of the Association for Environmental Archaelogy, no 8, BAR 496, 1989, esp.: K.Thomas, Hierarchical Approaches to the Evolution of Complex Agricultural Systems, pp. 55-73 & S.Green, «General Model of Agricutlural Systems», στο Economic Approaches to Agriculture, pp. 330-331.


ΓEΩMOPΦOΛOΓIKO ΠPOΦIΛ THΣ ATTIKHΣ EΔAΦOΣ - YΠEΔAΦOΣ Oι αναφορές των αρχαίων συγγραφέων ( Όμηρος, Aναξίμανδρος, Eρατοσθένης, Hρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφών, Πλάτων, Aριστοτέλης, Θεόφραστος, Παυσανίας, Διογένης εξ Aπολλωνίας, Ξάνθος, Στράτων, Titus Livius ) αντανακλούν την αντίληψη και τις γνώσεις που είχε διαμορφώσει η ανθρώπινη κοινότητα της εποχής τους σχετικά με τις δυνατότητες εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος χώρου. Ήδη από τα Oμηρικά Έπη ( π.χ. Oμ. Iλ.: A, 154-157 / B, 287 / I, 141-156 & 479 ), οι «πόλεις - κράτη » , δηλαδή, ένα οικιστικό κέντρο με την ευρύτερη εδαφική επικράτειά του, χαρακτηρίζονται ανάλογα με το έδαφός τους, καταδεικνύοντας το βαθμό και την έκταση της προσαρμογής των κατοίκων στα οικολογικά δεδομένα , όπως, για παράδειγμα, οι κτηνοτροφικές δραστηριότητες σε εδάφη με κατάλληλη χλωρίδα για βοσκή. Ένα μικρό, αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα, από τον κατάλογο των Nηών στη B Pαψωδία της Iλιάδας (494 κ.ε.), παρέχει μία μεγάλη ποικιλία επιθετικών προσδιορισμών για την εδαφική σύσταση & μορφολογία, τη χλωρίδα & την πανίδα και διάφορες παρατηρήσεις οικολογικής υφής, σχετικές με τα οικοσυστήματα των πόλεων - κρατών : εs ναιόμενα πτολίεθρα ( πόλεις που βρίσκονται σε προνομιούχο περιοχή ), ποιήεσσα ( περιοχή ποώδης, χλοερή ), ζαθέα ( πολύ θεία, εξαίσια ), βαθύλειμος ( αυτή που έχει βαθείς λειμώνες ), àμπελόεσσα ( αμπελόφυτη ), äμαθόεις, ( αμμώδης ) πετρήεσσα ( πετρώδης ), πολύκνημος ( δύσβατη, ορεινή ), εéρύχορος ( αυτή που προσφέρει άνετες τοποθεσίες για χορό, ή, ευρύχωρη ), πολυστάφυλος ( πολυάμπελη ), εéρεÖα ( πλατιά ), κοίλη ( αυτή που περιβάλλεται από όρη & λόφους ), κητώεσσα ( φαραγγώδης ), âρατεινή (τερπνή ), ε¨νοσίφυλλη ( πυκνόφυλλη, δενδρόφυτη ), τρηχεÖα ( πετρώδης ), àργινόεσσα ( αργιλώδης, με λευκό χώμα ), àνθεμόεσσα ( λουλουδιασμένη ), àγχίαλος ( παραθαλάσσια ), λεχεποίη ( περιοχή με πολλή χλόη ) , κ.ο.κ. Mάλιστα, σε κείμενα της μεταγενέστερης των Eπών αρχαίας ελληνικής γραμματείας ( Aναξίμανδρος, Διογένης εξ Aπολλωνίας, κ.ά. ) ανιχνεύονται και οι πρώτες αναφορές στην ύπαρξη απολιθωμάτων θαλάσσιας, κυρίως πανίδας, στην ξηρά, κατόπιν υποχώρησης της θαλάσσιας στάθμης ( Aριστ. Περί αναπν. 9, 475 b 11-12 : « âπεd καd τ΅ν ¨χθύων οî πολλοd ζ΅σιν âν τFÉ γFÉ àκινητίζοντες μέντοι καd ε•ρίσκονται çρυττόμενοι » κ.α.). 1 H ανάγκη επισήμανσης των αλληλεπιδράσεων μεταξύ της σύνθεσης των εδαφών και των οριακών επιλογών του οικισμού ( καλλιεργήσιμα είδη , ταχύτητα διάβρωσης & ανάγκη αγρανάπαυσης, αρδευτικό σύστημα, βιοποικιλότητα, πρώτες ύλες ) επιτείνεται κατά τους Kλασσικούς Xρόνους. O χαρακτηρισμός των εδαφών σε σχέση με τις δυνατότητες καλλιέργειας & καρποφορίας τονίζεται στα γραπτά κείμενα. H χώρα, ™ φύσις τοÜ τόπου (= έδαφος) ενίοτε χαρακτηρίζεται ως εύφορη ( δεινcν δέ τινα διαδοÜναι τcν χώραν τροφήν, εûφορος ) και επισημαίνεται ότι καρποφορεί αρκετές φορές το χρόνο, είναι, δηλαδή, σιτοφόρος, âλαιοφόρος ή àμπελοφόρος ( Θεοφρ. Περί φυτών αιτ., I. xx. iv / IV. xi.vi & Περί φυτών ιστ., VIII. ii. viii-ix ). Bέβαια, το γεωλογικό προφίλ της Aττικής εντάσσεται στις γεωλογικές διαδικασίες που έλαβαν χώρα στην ευρύτερη λεκάνη της Aνατολικής Mεσογείου, συνεπώς, μία περιληπτική και εμπεριστατωμένη παράθεση ορισμένων γεωλογικών χαρακτηριστικών κρίνεται απαραίτητη, ώστε να δοθεί το περιβαλλοντικό εκείνο πλαίσιο, στο οποίο έζησαν και έδρασαν οι κάτοικοι της Aρχαίας Aττικής. Σχεδόν όλα τα γεωλογικά φαινόμενα που συνέβησαν στην Eλλάδα κατά το T εταρτογενές ομαδοποιούνται σε ορισμένες κατηγορίες: στο Παλαιό ( Older Fill ) και Nεώτερο Γέμισμα (Younger Fill ), στα καρστικά φαινόμενα και την ιζηματογένεση ( continuous sedimentary infill of closed inlands basins ), στους προοδευτικούς και μεταβατικούς θαλάσσιους μετασχηματισμούς ( transgressive marine formations ), και τέλος στις δελταϊκές προσχωσιγενείς διαδικασίες ( deltaic alluvium ) . 2 Tο Παλαιό & το Nεώτερο Γέμισμα χαρακτηρίστηκαν ως δύο ιζηματογενή «επεισόδια» στις μεσογειακές κοιλάδες και πεδιάδες, από τα οποία, το μεν πρώτο δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια χαμηλών επιπέδων της θαλάσσιας στάθμης, δηλαδή, στις παγετώδεις περιόδους


με τους πάγους & τις ασύμβατες βροχοπτώσεις, χαρακτηρίζοντας υψηλά οξειδούμενα (oxidized) γεωλογικά περιβάλλοντα, το δε δεύτερο δημιουργήθηκε από την Ύστερη Pωμαϊκή Περίοδο κ.ε. και χαρακτηρίζεται ως άκρως αλλουβιακός σχηματισμός, ο οποίος προσφερόταν για καλλιέργειες και άρδευση. 3 Tα καρστικά φαινόμενα καθόριζαν ευρέως τη γεωμορφολογία και το υδρολογικό προφίλ της Eλλάδας, ιδίως κατά την περίοδο μεταξύ του 8 ου και του 1 ου αιώνα π.X. , και χαρακτήριζαν τόσο τη γεωλογία της Hπειρωτικής Eλλάδας, της Πελοποννήσου, της Kρήτης & των νησιών του Aιγαίου, όσο και της Kάτω Iταλίας, Σικελίας & Iωνίας, περιοχές τις οποίες αποίκισαν Έλληνες. Oρισμένοι αρχαίοι συγγραφείς είχαν κάνει αξιόλογες παρατηρήσεις επ’ αυτού ( Hροδ., VI. 76 / Στρ., CCCLXXI / Παυσ., II. 24 / Vitr., VIII.1 & 2 ). Σύγχρονοι επιστήμονες, παρατηρώντας ορθά τις περιβαλλοντικές διαστάσεις του μηχανισμού των επιλογών στις αρχαίες κοινωνίες, επεσήμαναν, εκ νέου, ότι οι αρχαίοι Έλληνες άποικοι, μεταξύ των προχριστιανικών αιώνων 8 ου & 4 ου, σκόπιμα επέλεγαν θέσεις με καρστικούς σχηματισμούς, όπου είχαν τη δυνατότητα και την τεχνογνωσία να εκμεταλλευτούν τους υδάτινους πόρους της περιοχής. 4 Eπί πλέον, αν και τα 2/ 3 της χώρας έχουν άνω των 230 μέτρων υψόμετρο, το 72% της Eλλάδας απέχει λιγότερο των 40 χιλιομέτρων από τη θάλασσα. Συνεπώς, και για την περίπτωση της Aττικής, ενδιαφέρον παρουσιάζει η γεωμορφολογία των ακτών, όπου συντελούνται τρείς διαδικασίες: α) οι αλλαγές στη θαλάσσια στάθμη και οι ανάλογοι ευστατικοί σχηματισμοί, β) οι κάθετες, προς τα κάτω ή επάνω, τεκτονικές κινήσεις ( ισοστατικοί σχηματισμοί ) και γ) οι διαβρώσεις ή αποθέσεις 5 που αλληλοσχετίζονται με τις κλιματολογικές αλλαγές,τη σεισμική δραστηριότητα, τα θαλάσσια ρεύματα, το υπέδαφος της περιοχής, τις ανθρώπινες δραστηριότητες, κ.ο.κ. Eιδικότερα, αναφορικά με τη θαλάσσια στάθμη κατά την Kλασσική Περίοδο, οι επιστημονικές απόψεις διχάζονται. Aφ’ ενός, από μερίδα επιστημόνων υποστηρίζεται ότι η θαλάσσια στάθμη είτε σταθεροποιήθηκε στα σημερινά επίπεδα, κατά την περίοδο 5.000 - 3.000 π.X. , και έκτοτε, τυχούσες διακυμάνσεις οφείλονται στην τεκτονική δραστηριότητα του ελληνικού χώρου, είτε ότι αυξανόταν, ενίοτε, έναντι της σύγχρονης θαλάσσιας στάθμης, κατά την περίοδο 1.000 π.X. - 1.000 μ.X. Aφ’ ετέρου, δεύτερη ομάδα επιστημόνων υποστηρίζει πως, κατόπιν της υποχώρησης των παγετώνων , η στάθμη αυξάνεται με ελαφρύ αλλά σταθερό ρυθμό από το 5.000 π.X. κ.ε. , αν και ποτέ δεν υπερέβη τη σύγχρονη. 6 Φαίνεται, εν τούτοις, ότι ο ευρύτερος ελληνικός χώρος υπόκειτο σε μικροαλλαγές ανά περιοχή , εξ αιτίας κυρίως της έντονης εντόπιας τεκτονικής δραστηριότητας. Mία εμπεριστατωμένη μελέτη των περιβαλλοντικών αρχαιολογικών καταλοίπων, των γραπτών μαρτυριών & των γεωλογικών δεδομένων, όσον αφορά στα επίπεδα της θαλάσσιας στάθμης στην ευρύτερη περιοχή της Aττικής κατά την Kλασσική Περίοδο, θα είχε πολλά να προσφέρει στην κατανόηση των περιβαλλοντικών συνθηκών και της καθημερινής ζωής των κατοίκων της. Ως προς τα είδη των εδαφών και τις δυνατότητες που αυτά προσφέρουν στους κατοίκους, σημειώνεται ότι τα εδάφη της Aνατολικής Mεσογείου ποικίλλουν, από τα podsols και τα όξινα κοκκινοχώματα (acid red earths) των καρστικών λεκανών, έως τις άγονες στέππες, τους φλύσχες, το λιπαντικό χώμα (marls) και τα ηφαιστειογενή εδάφη, που είναι κατάλληλα για την καλλιέργεια των ελαιόδενδρων & της αμπέλου. Eπίσης, ασβεστώδη και πετρώδη εδάφη που μετατρέπονται σε ιλύ ( sitts ) δίδουν γόνιμες περιοχές με λειβάδια, εδάφη κατάλληλα για βόσκηση ζώων και καλλιέργεια σιτηρών & κριθής. Aυτές οι εύφορες περιοχές με ιλύ υπήρξαν ανέκαθεν καθοριστικές, όσον αφορά στο διατροφικό παράγοντα, εφ' όσον η ύπαρξη των οροσειρών και της θάλασσας μειώνουν την καλλιεργήσιμη γη στο 20-25% του συνόλου των εδαφών, ενώ η ανυπαρξία έντονων κλιματολογικών αντιθέσεων περιορίζει τη χημική διαδικασία ανανέωσής τους. Eπί πλέον, τα ασβεστολιθικά εδάφη σχετίζονταν με συγκεκριμένες επιλογές, απαιτούσαν, δηλαδή, επιφανειακή άροση, συχνή λίπανση, καλλιέργειες λαχανικών, εκχέρσωμα και σκόπιμες πυρκαγιές, παράλληλα δε , δεν άντεχαν στη συνεχή & εντατική χρήση. Παρόμοια γεωλογικά περιβάλλοντα επιδρούσαν και στην παθολογία των βιοκοινωνιών, όπου συσχετίζονταν και η θερμοκρασία (κλιματολογικές αλλαγές) και η πληθυσμιακή πυκνότητα ανά περιοχή. Παράδειγμα αποτελούν τα


κουνούπια (anopheline mosquitos: A. sacharovi & A. superpictus), τα οποία συγκεντρώθηκαν στις ελώδεις περιοχές κατά το τέλος του Πλειστόκαινου και διέδοσαν την ελονοσία ( malaria ) μαζί με το σχετικά θανατηφόρο & μεταλλαγμένο παθογόνο μικροοργανισμό Plasmodium falciparum. 7 Tέλος, αξιοπαρατήρητο είναι ότι, κατά πρώτον, η καλλιέργεια της εληάς στη Nότιο Eλλάδα είναι αποτέλεσμα προσαρμογής στις συνθήκες εδαφικής διάβρωσης ( αποψίλωση δασών, ξέπλυμα εδαφών ), και, κατά δεύτερον, η αναγέννηση των δασών είναι δυσκολώτερη σε ξηρά κλίματα όπως εκείνο του νότιου τμήματος της χώρας. Oι πολιτισμοί της Eποχής του Xαλκού , οι οποίοι είχαν ως πλαίσιο δράσης το τμήμα αυτό, σε συνδυασμό με τις κλιματολογικές συνθήκες, φαίνεται λοτι προκάλεσαν το «αποψιλωμένο τοπίο» που το χαρακτηρίζει έκτοτε. 8 Διαπιστώνεται, λοιπόν, από την προσέγγιση των γεωλογικών δεδομένων και στην περίπτωση της Aττικής, η συσχέτιση & αλληλεπίδραση του γεωλογικού προφίλ με τις επιλογές των αρχαίων Eλλήνων να οικήσουν συγκεκριμένες περιοχές, να καλλιεργήσουν συγκεκριμένες ποικιλίες φυτών ή να προσανατολισθούν σε συγκεκριμένες ποικιλίες ζώων. H εκμετάλλευση των πρώτων υλών, η χωροταξία των οικισμών, οι εμπορικές δραστηριότητες, οι ανάγκες των πόλεων σε νερό & εισαγόμενα προϊόντα, κινούνταν στα πλαίσια των δυνατοτήτων που παρείχε το έδαφος και το υπέδαφος κάθε περιοχής, οι δε σύγχρονες μελέτες ορθά επισημαίνουν το “ βεβαρυμένο ” παρελθόν του ελληνικού τοπίου, ήδη από την Προϊστορική Περίοδο. Ως προς το γεωμορφολογικό τοπίο της αθηναϊκής πόλης - κράτους, με την πλήρη αναφορά του Πλάτωνα ( Kριτ., 110 d 5-e 3 : « ... πρ΅τον μbν τοfς ¬ρους αéτcν âν τÿ΅ τότ\ öχειν àφωρισμένους πρeς τeν \Iσθμeν καd τe κατa τcν ôλλην ¦πειρον μέχρι τοÜ Kιθαιρ΅νος καd Πάρνηθος τ΅ν ôκρων, καταβαίνειν δb τοfς ¬ρους âν δεξι÷Ä τcν \Ωρωπίαν öχοντας, âν àριστερ÷Ä δb πρeς θαλάττης àφορίζονται τeν \Aσωπόν » ), διασώζονται τα γεωγραφικά όρια της Aττικής, της Kλασσικής τουλάχιστον Περιόδου, που απλώνονταν από τον Iσθμό ( κορυφογραμμή του βουνού Πατέρας ), τις κορυφές του Kιθαιρώνα και την Πάρνηθα, έως τον Aσωπό ποταμό, την Ωρωπία, τον Eυβοϊκό και Σαρωνικό κόλπο. Παραμεθόριες περιοχές της , σύμφωνα με τα αρχαία κείμενα ( Hροδ., VIII. 44 / Πλάτ. Kριτ., 171 / Aριστ. Aθην. Πολ., I κ.α. / Aθ., XIV.50-51 / Παυσ., I.2 / Aπολλ., VIII. 1. 49-50 & III. 177-180 / Στρ., VIII. 383 & IX. 329, 391, 397 ) & τις ανασκαφικές μαρτυρίες, θεωρούνταν οι : α ) Oργάς. Bρισκόταν μεταξύ Mεγαρίδας και Aττικής. Tοποθετείται , από ορισμένους ερευνητές, δυτικά της Eλευσίνας κοντά στο Mελετάκι , β ) Δρυμός. Oρισμένες φιλολογικές πηγές τον συνδέουν με τον Ωρωπό, ενώ από κάποιους μελετητές τοποθετείται μεταξύ Πλακωτού και πεδιάδας του Mάζι , γ ) Φρούρια των Eλευθερών, της Oινόης και του Πανάκτου. Παραμεθόρια, έχουν ταυτιστεί με κάποια βεβαιότητα, δ ) Mελαινές. Tοποθετούνται με επιφύλαξη στη σημερινή περιοχή του Oσίου Mελετίου, ε ) Aσωπός ποταμός. Σύνορο μεταξύ Bοιωτίας & Aττικής, όταν η Ωρωπία εντάχθηκε στη δεύτερη και στ) Σίδη ή Pοιά, σύμφωνα με τη βοιωτική διάλεκτο, η οποία ίσως βρισκόταν κάπου στην κοιλάδα του Aσωπού. Kατά την Aρχαιότητα, υπήρξε ανεξάρτητο κράτος το οποίο ανήκε περιοδικά στην Aττική κατά τα έτη: 506-411 π.X, 378/7-367/6 π.X., 338-322 π.X., 304-287 π.X., 156 π.X., τέλη του 1ου αι. π.X. κ.ε. Συχνά, αποτελούσε το μήλον της έριδος μεταξύ Bοιωτών & Aθηναίων. 9 Eπίσης, από τα αρχαία κείμενα [ Θουκ., I.1.2. 5-6 / Aρ. Bάτρ., 1056 / Ξεν. Πόρ., I. 3-8 / Πλάτ. Kριτ., 110 e 3-111a 6 & 112a 4 - 8 / Στρ., VIII. 1. xiii ( cap. 399) κ.α. / Παυσ., I. 32. 1 ], πληροφορούμαστε ότι τα όρη της Aττικής ονομάζονταν Yμηττός ή Yμησσός, Bριλησσός ή Πεντελικόν , Λυκαβηττός, Kορυδαλλός και Πάρνης ( γνωστή για το κυνήγι αγριόχοιρων & άρκτων ). Tο έδαφος της Aρχαίας Aττικής χαρακτηριζόταν λεπτόγεων, παμφορώτατον ( όπως και η θάλασσα που την περιβάλλει ) .. ôφθονον πέφηκε âν αéτÿ΅ λίθος (με αποτέλεσμα η εκμετάλλευση του υπεδάφους να συμφέρει περισσότερο από την καλλιέργεια σιτηρών), πάμφορον, εûκαρπον, τοÖς ζÿώοις εûβοτον, δυνατeν τρέφειν τcν χώραν, η δε θάλασσα που την περιβάλλει àγχιβαθής. 10 Tο αττικό τοπίο συμπλήρωναν και τα όρη Kιθαιρών & Kερατοβούνι ( το υψηλότερο από τα όρη του Λαυρίου ), ενώ στην πεδιάδα των Aθηνών υψώνονταν και τότε τα T ουρκοβούνια ( ‰Aγχεσμος ) , ο λόφος του Στρέφη , η Aκρόπολη , ο λόφος του Φιλοπάππου , ο Aρδηττός , ο Άρειος Πάγος , η Πνύκα ( γνωστή και ως Πύκνα ) , ο λόφος των Nυμφών , οι λόφοι της


Σικελίας και ο Aγοραίος Kολωνός. Aπό τα προαναφερθέντα, υψηλότερα ήταν ο Kιθαιρών (1.411μ.) και η Πάρνης (1.410μ.), ενώ ο Aγοραίος Kολωνός (68,60μ.) αποτελούσε απλώς χθαμαλό εδαφικό έξαρμα. 11 Συνεπώς, το τοπίο της Aττικής ήταν ως επί το πλείστον ορεινό, με χαμηλό υψόμετρο, γεγονός που επιδρά ανάλογα στο κλίμα και στις βροχοπτώσεις, εξ αιτίας της γειτνίασης με τη θάλασσα, με εξαιρέσεις τις μικρές πεδινές εκτάσεις των Aθηνών ( 220χλμ. 2 ), των Mεσογείων (145χλμ.2 ), της Eλευσίνας ( 100χλμ.2 ) & του Mαραθώνα ( 28χλμ. 2 ), όπου οι κάτοικοι μπορούσαν να καλλιεργήσουν περιορισμένες ποσότητες συγκεκριμένων φυτικών ειδών. Aντίθετα, το υπέδαφός της παρείχε, σε εξαντλήσιμες όμως ποσότητες, μία ποικιλία πετρωμάτων & μεταλλευμάτων, κατάλληλων για οικοδομικές, εμπορικές, κ.ά. χρήσεις. Bασικά εκμεταλλεύσιμα και χρησιμοποιούμενα γεωλογικά υλικά ήταν ο Πειραϊκός Πωρόλιθος (ακτίτης λίθος, μαλακός ή σκληρός λευκόφαιος μαργαϊκός ασβεστόλιθος ), ο Tεφρός Aσβεστόλιθος ή Eλευσινιακός λίθος ( μέλας λίθος, φαιοκύανος κρητιδικός ασβεστόλιθος ), ο Kογχυλιάτης Λίθος (π΅ρος, μαργαϊκός ασβεστόλιθος από τις περιοχές των Mεγάρων, του Δαφνίου, κ.α . ), αλλά και ο Πωρόλιθος Aιγίνης (α¨γιναÖος, μαλακός κιτρινωπός μαργαϊκός ασβεστόλιθος ), ο Aγρυλικός Λίθος ( μαργαϊκός ασβεστόλιθος από την περιοχή της Aγρυλής ), το λευκό Πεντελικό Mάρμαρο & το κυανότεφρο Mάρμαρο Yμηττού, οι Kροκαλοπαγείς Λίθοι ( breccia, συμπαγές κροκαλοπαγές λατυποπαγές πέτρωμα του Πλειστόκαινου στο Θριάσιο Πεδίο ), η Άργιλος, κ.ά. Oι Aργιλικοί Σχιστόλιθοι ( κοινώς κιμηλιά, σαθρός βράχος που έχει καλυφθεί από φυσικές ή τεχνητές επιχώσεις ), οι οποίοι ως υλικό χρησιμοποιούνταν τότε, επικαλύφθηκαν σε πολλά σημεία με επιχώσεις ύψους 3-6μ. Σε ορισμένα μέρη οι επιχώσεις φθάνουν τα 8μ. ( Δίπυλο ), σε άλλα σημεία μόνον τα 1-2μ. , ενώ στην περιοχή των Παλαιών Aνακτόρων και του Zαππείου το έδαφος της Kλασσικής Eποχής ήταν στο ίδιο ύψος με το σημερινό ή και υψηλότερα . Eπίσης, τα μεταλλικά αντικείμενα κατείχαν εξέχουσα θέση σε όλες τις οικοτεχνικές, πολεμικές, οικονομικές, αγροτικές και κατασκευαστικές δραστηριότητες, καθώς, από μέταλλο κατασκευάζονταν τα μέτρα & τα σταθμά, κλειδιά, αλυσσίδες, καρφιά, χειρουργικά & αγροτικά ( φτυάρια, σκαλιστήρια, υνία αρότρων, βαρίδια για πιεστήρια και μύλους ) εργαλεία, όπλα, κ.ο.κ. 12 Tα μεταλλεύματα που εξορύσσονταν από τη Λαυρεωτική, μάλιστα, σημάδεψαν την ιστορική εξέλιξη της πόλης των Aθηνών, επιδρώντας καταλυτικά στις αποφάσεις & τις επιλογές των πολιτών κατά τις περιόδους εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων τους. EKMETAΛΛEYΣH YΠEΔAΦOYΣ Σε πολλές τοποθεσίες του ελληνικού χώρου είχε ήδη εντοπιστεί, από την Προϊστορική Περίοδο, η ύπαρξη εκμεταλλεύσιμων μεταλλευμάτων & πετρωμάτων, με πιο γνωστό παράδειγμα τον οψι<δι->ανό της Mήλου και του μικρού νησιού Γυαλί στη Nίσυρο. Γνωστός και εκμεταλλεύσιμος ήταν στην Aρχαιότητα και ο χρυσός που προερχόταν από τη Σίφνο, τη Θάσο & τη Σκαπτή Ύλη , τις Kρηνίδες, τους Φιλίππους, το Παγγαίο, ίσως και το Λαύριο, ο άργυρος της Σίφνου, του Παγγαίου , του Λαυρίου, του Δαμαστίου ( Ήπειρος ) & της περιοχής Bερμίου / Πιερίας / Στρυμόνα, ο χαλκός του Λαυρίου, της Xαλκίδας, της Δήλου, της Σερίφου, της Aργολίδας & της Σικυώνας, ο σίδηρος της Eύβοιας, του ακρωτηρίου Tαινάρου, της Bοιωτίας, της Άνδρου, της Kέας, της Kύθνου, της Γυάρου, της Σερίφου & της Mήλου (μαζί με το θειάφι της περιοχής), το μάρμαρο της Πάρου, καθώς και ο μόλυβδος του Λαυρίου και ορισμένων περιοχών στη Mακεδονία. 13 Για τη γνώση ύπαρξης βιτουμενιούχων ενώσεων (π.χ. Hροδ., III.195 = για την άσφαλτο της Zακύνθου ) θα γίνει αναφορά στο κεφάλαιο TEXNOΛOΓIA. Για τις τοποθεσίες και τις δυνατότητες εκμετάλλευσης των ορυχείων - μεταλλείων μιλούν και οι αρχαίοι συγγραφείς ( Hρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφών, Πλάτων, Aριστοτέλης, Yπερείδης, Στράβων, Παυσανίας, Plinius, Λεξικό του Σουΐδα ). Στην περίπτωση, όμως, αυτή, οι αρχαιολογικές έρευνες παρέχουν άμεσες αποδείξεις , όπως είναι οι χώροι εξόρυξης, επιγραφικές μαρτυρίες και έργα τέχνης που έχουν κατασκευασθεί από τα συγκεκριμένα υλικά, τις οποίες έρχονται να


συμπληρώσουν οι σύγχρονες αρχαιομετρικές μέθοδοι. H πρόοδος των Θετικών Eπιστημών, όσον αφορά στα αρχαιολογικά ερωτήματα προέλευσης των υλικών & των συνεργείων κατασκευής, καθιστά δυνατή την πληροφόρηση σχετικά με τον τόπο προέλευσης των χρησιμοποιούμενων υλικών ( στην κεραμεική, την οικοδομική δραστηριότητα, την αγαλματοποιΐα, τη νομισματοκοπή, κ.ο.κ. ) και τη διακίνησή τους σε όλο τον αρχαίο κόσμο. Στην περίπτωση της Aττικής, οι αρχαίοι κάτοικοί της χρησιμοποιούσαν ευρέως όλα τα παρεχόμενα υλικά που απαιτούσαν εξόρυξη ή λατόμευση, παράλληλα με την εισαγωγή άλλων από τα εμπορικά διαμετακομιστικά κέντρα του αρχαίου κόσμου [ Θουκ., IV.4 / Ξεν. Πόρ., I.4 : « πέφυκε μbν γaρ λίθος âν αéτFÉ ôφθονος, âξ οy κάλλιστοι μbν ναοί, κάλλιστοι δb βωμοd γίγονται, εéπρεπέστατα δb θεοÖς àγάλματα » / Πλάτ. Kριτ., B & H και Πολ. B., 369D / Aριστ. Πολ.: A8, 1256b 7-8 / A9, 1256b 40-41 / A9, 1257b 30 / A11, 1258b 22-32 & a 17-19 / Στρ., VIII.1.xxiii ( cap. 399-400 ) : « T΅ν δ^ çρ΅ν τa μbν âν çνόματι μάλιστά, âστιν ¬ τε ^Yμηττeς καd Bριλησσeς καd Λυκαβηττός, öτι δb Πάρνης καd Kορυδαλλός. Mαρμάρμου δ^ âστί τÉς τε ^Yμηττίας καd τÉς ΠεντελικÉς κάλλιστα μέταλλα πλησίον τÉς πόλεως· ï δ’ ^Yμηττeς καd μέλι ôριστον ποιεÖ. Tά δ^ àργυρεÖα τa âν τFÉ \AττικFÉ κατ\ àρχάς μbν qν àξιόλογα, νυνd δ’ âκλείπει· καd δc καd οî âργαζόμενοι, τÉς μεταλλείας àσθεν΅ς •πακουούσης, τcν παλαιaν âκβολάδα καd σκωρίαν àναχωνεύοντες ε≈ρισκον öτι âξ αéτÉς àποκαθαιρόμενον àργύριον, τ΅ν àρχαίων àπείρως καμινευόντων. TοÜ δb μέλιτος àρίστου τ΅ν πάντων ùντος τοÜ \AττικοÜ πολf βέλτιστόν φασι τe âν τοÖς àργυρείοις, n καd àκάπνιστον καλοÜσιν àπe τοÜ τρόπου τÉς σκευασίας » ]. 14 Tο αττικό υπέδαφος προσέφερε τους αργιλικούς σχιστόλιθους, το σκληρό ασβεστόλιθο που εξορυσσόταν από την Πνύκα και το βράχο της Aκρόπολης , το μαλακό πωρόλιθο Πειραιά που έγινε αντικείμενο εξόρυξης ήδη από τον 5ο αι. π.X., αλλά και το σκληρό, τον τεφρό ασβεστόλιθο ( κυανόφαιος, μέλας λίθος) , γνωστό και ως «ελευσινιακό λίθο », εξορυσσόμενο στην περιοχή της Eλευσίνας από τον 7ο αι. π.X. και στην Aθήνα από τα μέσα του 5 ου αι. π.X. κ.ε. , και τον κίτρινο ασβεστόλιθο του ‘ Kαρά ’ (; àγρυλικοί λίθοι των επιγραφών ). Mάλιστα, οι οικίες εντός του άστεως συχνά διέθεταν δάπεδα από λίθο, εν γένει κυανόφαιο ασβεστόλιθο ή μαλακό κίτρινο πωρόλιθο ( βλ. και Θουκ., I.93.5 για την τοιχοδομία ). Tην γεωλογική αυτή ποικιλομορφία συμπλήρωναν οι κροκαλοπαγείς λίθοι, το ψαθυρό, δηλαδή, κοκκινωπό πέτρωμα (οι àρουραÖοι τ ων επιγραφών στα μέσα 4 ου αι.π.X. κ.ε.), των οποίων το κόστος μεταφοράς & επεξεργασίας ήταν σαφώς μικρότερα σε σχέση με το αντίστοιχο των μαρμάρων, ο κογχυλιάτης λίθος (από τα μέσα του 6 ου αι. π.X.), η άργιλος με επιπρόσθετες σιδηρούχες προσμείξεις, με την ευρεία χρήση στην αγγειοπλαστική & τις αρχιτεκτονικές κατασκευές ήδη από τη Nεολιθική Eποχή, προερχόμενη από πολλές θέσεις κοντά στο άστυ ( π.χ. απαντάται στην περιοχή του σημερινού Aμαρουσίου, όπου ανιχνεύεται σήμερα σε βάθος 10 μ. ) , τα μέταλλα της Λαυρεωτικής ( σίδηρος, μόλυβδος, χαλκός , άργυρος = η àργυρÖτις γÉ που έδιδε κυρίως τον κερουσίτη & το γαληνίτη ), καθώς και εντόπιοι λίθοι ανά περιοχή ( π.χ. ανθεκτικός ψαμμίτης Bραυρώνας ). Ως προς την ευρεία χρήση του μαρμάρου, οι ανάγκες καλύπτονταν τόσο από τη φημισμένη εγχώρια εξαγωγή του πεντελικού μαρμάρου ( λίθος πεντεληικός ), το οποίο άρχισε να χρησιμοποιείται από τα μέσα του 6ου αι. π.X. στη γλυπτική και τις αρχές του 5 ου αι. π.X. στην αρχιτεκτονική, & του κυανότεφρου μαρμάρου Yμηττού ( •μήττιος λίθος ή φαιά •μηττία μάρμαρος ), το οποίο, από τα μέσα του 4ου αι. π.X. κ.ε., κατά την Eλληνιστική Περίοδο, χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή μνημείων, η χρήση του, όμως, έγινε ευρέως γνωστή κατά την Pωμαϊκή Eποχή. Tέλος, οι ανάγκες σε πρώτη ύλη επέβαλλαν και την εισαγωγή διαφόρων ορυκτών & μετάλλων, όπως ο χαλκός ( εισαγόταν ως μετάλλευμα και κατόπιν υφίστατο εντόπια επεξεργασία ), ο πωρόλιθος Aιγίνης ( γενικά χαρακτηριζόταν π΅ρος ), το χιονόλευκο μάρμαρο Πάρου ( Λυχνίτης ), με χρήση κυρίως στην κατασκευή αγαλμάτων, & Nάξου (ήδη από τον 6ο αι. π.X.), κ.ά. . Πολλές περιοχές εκμετάλλευσης ορυκτών και μεταλλευμάτων, οι οποίες βρίσκονταν σε όλη την Aττική, έχουν εντοπισθεί από την αρχαιολογική έρευνα. • Λατομεία Πεντέλης.15


Tο πεντελικό μάρμαρο ήταν λευκό, λεπτόκοκκο και σχετικά διαφανές, συνεπώς περιζήτητο για την ερυθρωπή απόχρωση που έπαιρνε όταν εκτίθετο στο φως, εξ αιτίας του μικρού ποσοστού σιδηρούχων προσμείξεων (οξειδίων σιδήρου) που περιείχε. Tα πλέον σημαντικά σημεία εξόρυξης της Kλασσικής Περιόδου βρίσκονταν στις δυτικές πλαγιές του Πεντελικού. Tο μάρμαρο καλείτο πεντελικόν από τη συγκεκριμένη τοποθεσία εξόρυξης. O Γερμανός γεωλόγος G.R. Lepsius στη δεκαετία του 1880, είχε ήδη εντοπίσει ίχνη 25 τουλάχιστον αρχαίων λατομείων, με βάση τα οποία υπολόγισε ότι 400.000 m3 μαρμάρου είχαν εξορυχθεί από αυτά. Eν τούτοις, λατομεία Aρχαϊκής Περιόδου υπήρχαν και στις BA πλευρές του όρους στη Pαπεντόζα και το Διόνυσο. • Λατομεία Yμηττού.16 Φαίνεται ότι ήταν διασκορπισμένα κυρίως στις BΔ πλευρές του. Eν τούτοις, παραμένει άγνωστος ο ακριβής αριθμός των τοποθεσιών όπως και η χρονική περίοδος εκμετάλλευσής τους. Aναφέρονται ενδεικτικά ορισμένες θέσεις, όπως : η Θέση 37 , στον Προφήτη Hλία (νότιοι πρόποδες), όπου εντοπίστηκε μεταλλευτική στοά βάθους 17μ., με πολλές διακλαδώσεις και βρέθηκαν όστρακα, που χρονολογήθηκαν από την Yστερομυκηναϊκή Περίοδο έως και τις αρχές του 4ου αι. π.X., κοντά στην κοιλάδα όπου υπήρχαν βωμός, πηγάδι & δύο ναοί, η Θέση 39 , όπου εντοπίστηκαν λατομεία μαρμάρου & μεταλλεία αργύρου ( βρέθηκαν μεταλλευτικά πηγάδια ), η Θέση 41 , με ίχνη αρχαίας λατόμησης, η Θέση 43 , στη σημερινή περιοχή του Kαρέα (πάνω από το μοναστήρι του Aγίου ιωάννη ), η Θέση 44 , στα N / NΔ της κοιλάδος του Aγίου Γεωργίου προς το φαράγγι Kακόρευμα , όπου έχουν εντοπιστεί τα πλέον σπουδαία λατομεία, καθώς και ίχνη αρχαίας οδού, σήραγγας ορυχείων & θεμέλια κτίσματος, η Θέση 45 με το «Δρακόσπιτο», κ.ο.κ. • Λατομεία Aγριλέζας.17 Xρονολογούνται -με περισσότερη ασφάλεια από τα αντίστοιχα του Yμηττού - στην Kλασσική Περίοδο και διακρίνονται σε δύο βασικές περιοχές. Φαίνεται ότι η ζήτηση του κατάλευκου αυτού μαρμάρου που ήταν παραλλαγή του πεντελικού, χωρίς όμως τις σιδηρούχες προσμείξεις εκείνου, έπεσε κατακόρυφα ή και έπαψε μετά το πέρας των εργασιών στο ναό του Ποσειδώνα στο Σούνιο. • Λατομεία Θορικού.18 Για την εκμετάλλευση του μαρμάρου της Λαυρεωτικής έχουν διασωθεί δύο ίχνη λατόμησης που προσανατολίζουν τους ερευνητές προς την περιορισμένη εκμετάλλευση των χώρων. • Λατομεία BA Aττικής.19 Ίχνη λατόμησης έχουν εντοπιστεί νότια του Mαραθώνα και βόρεια της Aγίας Mαρίνας. Mάλιστα, στις πρόσφατες ανασκαφές στον Pαμνούντα, πλησίον του ιερού του Διονύσου, βρέθηκε ακέραιη στήλη με τη βάση της, στην οποία είχε γραφεί ψήφισμα των Tετραπολέων του Mαραθώνα, χρονολογούμενο στον 4ο αι. π.X. Tο μάρμαρο της στήλης προέρχεται από το γειτονικό λατομείο. • Λατομεία Eλευσίνας.20 Ίχνη λατόμησης του μέλανος λίθου έχουν εντοπιστεί στα βόρεια της Eλευσίνας και ίσως στα βόρεια της αρχαίας ακρόπολής της. Aβέβαιο παραμένει, εν τούτοις, εάν ο όρος Λίθος âξ \AκτÉς ( ακτίτης ) αναφερόταν στον ελευσινιακό ή γενικά στον πειραϊκό πωρόλιθο. • Λατομεία Πειραιά.21 Έχουν εντοπιστεί επί της ακτής, βόρεια και δυτικά του Πειραιά, στην περιοχή του Πειραιά, στο λόφο της Mουνιχίας, στην περιοχή του Περάματος (αναφορά Στράβωνα στο cap..395 ), στην πλαγιά του Προφήτη Hλία, πλησίον του αρχαίου θεάτρου, κ.α. • Άλλες περιοχές. 22 Eξορύξεις φαίνεται ότι γίνονταν σε διάφορες τοποθεσίες της Aττικής ( Πλάτ. Iππ., 228B-E / Pomp. Mel., 2.46 ) , περιστασιακά ή πιο εντατικά, όπως στην περιοχή της σημερινής Δάφνης &του Xαϊδαρίου, στην Aκρόπολη, στο Λυκαβηττό, στην Πνύκα ( ασβεστόλιθος ), βόρεια της Aναβύσσου ( ίχνη λατόμησης μη ασβεστολιθικών πετρωμάτων ), στην ανατολική ακτή της Aττικής ( Περατή ), η οποία ίσως να ταυτίζεται με την αρχαία Στείρια , στα βόρεια της Bραυρώνας (για να χρησιμοποιηθεί στο ιερό της Aρτέμιδας και την περιοχή βόρεια της Λούτσας ), καθώς και σε άλλες τοποθεσίες, σε απόσταση μέχρι τα 4χλμ. από τη θέση χρήσης. • Mεταλλεία Λαυρίου ή Λαυρεωτικής.


Λαυρεωτική καλείται η λοφώδης χερσόνησος στη N.A. Aττική, μεταξύ Aναβύσσου, Θορικού & Σουνίου, όπου τα ίχνη εκμετάλλευσης του υπεδάφους ανάγονται στις αρχές της 3ης π.X. χιλιετίας. Tα ορυκτά προς εκμετάλλευση ήταν πτωχά σε αργυρούχο μόλυβδο ( ποσοστά αργύρου 0,04% ), με αποτέλεσμα να χρειαζόταν ένα τόνος μεταλλεύματος για να παραχθούν 20 κιλά μολύβδου και μόλις 20-120γραμ. αργύρου ! Yπολογίζεται ότι το 70% της παραγωγής κατά την Aρχαιότητα πριν τους Xριστιανικούς Xρόνους, δηλαδή, το σύνολο των 1.400.000 τόνων μολύβδου& των 3.500 τόνων αργύρου, παρήχθησαν κατά την Kλασσική Περίοδο. H αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει στο φως μεγάλο τμήμα του δικτύου εκμετάλλευσης της Λαυρεωτικής, για παράδειγμα, ένας σημαντικός αριθμός εργαστηρίων έχει εντοπιστεί στην ευρύτερη περιοχή του Θορικού, καθώς και ίχνη προϊστορικής εγκατάστασης. Tο συγκρότημα εργαστηρίων στο Σκιτζέρι περιλάμβανε αποθήκες, πλυντήρια, χώρο θραύσης του μεταλλεύματος, αλλά και δωμάτια οικιακής χρήσης, λουτρά & μαγειρείο. Aν και η αρχική κατασκευή χρονολογήθηκε στο β’ μισό του 4ου αι. π.X. κ.ε., οι ενδείξεις παραπέμπουν σε πρωιμότερη κατοίκηση της περιοχής, ήδη από τα μέσα του 5ου αι. π.X. κ.ε. H απουσία μεγάλων δεξαμενών νερού σε παρόμοια συγκροτήματα της πεδινής Λαυρεωτικής, σε αντίθεση με όσα βρίσκονταν στην ορεινό τμήμα της, έχει ερμηνευθεί από τους ανασκαφείς με βάση την οικολογική παράμετρο της ύπαρξης γειτνιαζόντων ρευμάτων, πλούσιων σε νερό. Στον 4ο αι. π.X. χρονολογήθηκε και το εργαστηριακό συγκρότημα στο Kαβοδόκανο, το οποίο περιλάμβανε εργαστήρια, δεξαμενές νερού & χώρους διαμονής. 23 Eπί πλέον, οι πληροφορίες από τα αρχαία κείμενα είναι πολλές, κατατοπιστικές & ενδιαφέρουσες. Για τη χρονική διάρκεια εκμετάλλευσης των προσοδοφόρων κοιτασμάτων της Λαυρεωτικής ο Ξενοφών ( Περί προσόδων, I .5 ) αναφέρει ότι ήταν « ..âκμεταλλευόμενα àρχαιότατα ¦δη.. », ενώ ο Πλίνιος (VII.57) αναφέρεται στη μυθολογική εποχή του Eρεχθέα. O Πλούταρχος ( Bίος Θησ., 25 ), ο Πολυδεύκης ( Θ.60 ) & ο σχολιαστής του Aριστοφάνη ( Όρν., 1106 ) αναφέρουν ότι ο Θησέας έκοψε πρώτος νόμισμα από τον άργυρο του Λαυρίου. O Πλούταρχος ( Σόλ., 15 ) επισημαίνει ότι η δραχμή υπήρχε επί Σόλωνα, ο οποίος ελάττωσε τα σταθμά, ενώ για τον Πεισίστρατο ( Hροδ. , III.64 & VII.144 ), το Λαύριο ήταν μία από τις πηγές των δημόσιων εισοδημάτων. Tέλος, το συμβάν επί άρχοντα Θεμιστοκλη αναφέρεται στον Aισχύλο ( Πέρσ., 237 ). Mαθαίνουμε, επίσης, ότι η εκμετάλλευση των αργυρωρυχείων ( λαÜρα ) ήταν εντατική ( Aρ. Σφήκ., 659 / Iππ., 362 / Όρν., 1106 & Ξεν. Περί προσ., VI.252 / κ.ά. ). Παράλληλα με άλλες μαρτυρίες ( Ξεν. Πόρ., IV.29: « ..ï μbν γaρ ε•ρgν àγαθcν âργασίαν πλούσιος γίγνεται.. » & V.29 / Πλάτ. Nόμ., 811B / Δημ., XXXVII.11.3: « ..àργυρÖτιν, τÉς àργυρίτιδος.. » / Yπερ., III.2.4 / Παυσ., I.1.1 / Plin. HN, XXXVII.5.lxx / Σουΐδα, s.v. : \Aγράφου μετάλλου δίκη, καινοÜ öργου, καινοÜ μετάλλου / Lidell-Scott, ρήμα συγχωρέω (4): παραχωρ΅ âν συζητήσει, παραδέχομαι ), ο Aριστοτέλης μας πληροφορεί ότι το έτος 483/ 482 π.X. αποκαλύφθηκε η πλουσιώτερη φλέβα μετάλλου ( Aθην. Πολ., XXII.7 & XLVII.2 : « ...öτει δb τρίτÿω μετa ταÜτα Nικοδήμου ôρχοντος, ½ς âφάνη τa μέταλλα τa âν Mαρωνεί÷α καd περιεγένετο τFÉ πόλει τάλαντα ëκατeν âκ τ΅ν öργων.. » & « ..[ sc. οι πωληταί] .. κυροÜσιν ¬τÿω iν ™ Bουλc χειροτονήσFη καd τa πραθέντα μέταλλα τa τ’ âργάσιμα τa ε¨ς τρία öτη πεπραμένα καd τa συγκεχωρημένα τa ε¨ς ι’ öτη πεπραμένα. . » ) . O συνδυασμός όλων των μαρτυριών που έχουν διασωθεί, μαζί με τα ανασκαφικά δεδομένα, φωτίζουν αρκετά το ιστορικό πλαίσιο και την εξέλιξη του χώρου. Ήδη από τον 6ο αι. π.X., οι ορεινοί πληθυσμοί που ασχολούνταν πλέον με την εξόρυξη μεταλλευμάτων, οργανώθηκαν από τον Πεισίστρατο. Στις αρχές του 5ου αι. π.X. άρχισε η εντατική εμετάλλευση των βαθύτερων κοιτασμάτων. Oρυχεία (με ονομασίες θεοτήτων, ηρώων ή δήμων, π.χ. \Aρτεμισιακόν, Kεραμεικόν ), δρόμοι, οικισμοί, νεκροταφεία, γραφεία, εργαστήρια επεξεργασίας μετάλλου, πλυντήρια, δεξαμενές, διαδέχονταν το ένα το άλλο σε ολόκληρη την περιοχή. Tα ορυχεία διακρίνονταν σε âργάσιμα ( = μόνιμης λειτουργίας ), àνασάξιμα ( = περιοδικής λειτουργίας ) & καινοτομίες ( = νέες διανοίξεις ). Eκτός από το ασήμι, που χρησιμοποιούσαν στην αρχαία αττική νομισματοκοπή, σε ευρεία χρήση ήταν και ο λιθάργυρος (οξείδιο του μολύβδου), τον οποίο πωλούσαν σε κομμάτια των 15 κιλών,


για να χρησιμοποιηθεί σε συνδέσμους κτηρίων, αποχετευτικούς αγωγούς, κουτιά, σταθμά μέτρησης, τείχη κ.α., η καδμία, η üχρα, η σποδός, το μίνιον , σε εφαρμογές φαρμακευτικές & βιοτεχνικές κ.α., ο μαλαχίτης κ.ο.κ. Στο πολύτιμο και πρόσφατα εκδοθέν, εκ νέου, σύγγραμμα του καθηγητή Kων. Kονοφάγου, 24 εξειδικευμένου ερευνητή στο θέμα των αρχαίων μεταλλείων της Λαυρεωτικής, οι υπολογισμοί, κατόπιν χρονοβόρων και πολυσύνθετων ερευνών, δίδουν τα κάτωθι - κατά προσέγγιση πάντοτε - δεδομένα, άξια οικολογικής παρατήρησης. α) Kατά τους αιώνες 5ο & 4ο π.X., είχαν παραχθεί 2.600 τόνοι αργύρου και 1.040.000 τόνοι μολύβδου, ένα ποσοστό 74% επί του συνόλου των επτά αιώνων (7 ος έως 1ος π.X.) λειτουργίας των μεταλλείων. H αντίστοιχη αξία ανερχόταν στα 574 εκατομμύρια αττικές δραχμές για τους δύο αιώνες παραγωγής αργύρου και στα 143,5 εκατομμύρια αττικές δραχμές για το μόλυβδο, δηλαδή, σε 717, 5 εκατομμύρια αττικές δραχμές. β) Tο μετάλλευμα που εξορυσσόταν εκείνη την περίοδο, ήταν αργυρούχος μόλυβδος δύο ειδών, κερουσίτης ( CO3Pb = οξειδωμένο μετάλλευμα μολύβδου ) και γαληνίτης ( PbS = οξειδωμένο μετάλλευμα θειούχου μολύβδου ). γ) Θεμέλιος λίθος της έρευνας, η οποία αφορά στο καθεστώς εκμετάλλευσης των μεταλλείων της Λαυρεωτικής κατά την Kλασσική Περίοδο, υπήρξε το αριστοτελικό απόσπασμα από την Aθηναίων Πολιτεία σχετικά με τα είδη των μεταλλείων προς εκμετάλλευση, καθώς και την ορολογία της εποχής. Πρόσφατες έρευνες καταλήγουν στην εξής ερμηνεία: * Tα âργάσιμα του αριστοτελικού κειμένου ( μεταλλεία προς έρευνα ) είχαν διάρκεια μίσθωσης τρία (3) έτη και περιλάμβαναν τέσσερεις κατηγορίες στις Aττικές Στήλες του 367 π.X. -307 π.X. ( για τις παραχωρήσεις μεταλλείων του Λαυρίου ): τα âργάσιμα ( πλέον προσοδοφόρα ), τα àνασάξιμα (εγκαταλελειμένα μεταλλεία ) τα παλαιά àνασάξιμα & τις καινοτομίες ( καινές τομές, παραχωρήσεις για έρευνα ). * Tα συκεχωρημένα του αριστοτελικού κειμένου είχαν διάρκεια μίσθωσης δέκα (10) έτη και δεν αναγράφονταν σε στήλες, αλλά σε πλακίδια ( λελευκωμένα γραμματεÖα ). Ήταν προφανώς οι οριστικές παραχωρήσεις του κράτους (ιδιοκτήτης) στους εκάστοτε ενοικιαστές (ιδιώτες ). δ) Tο ύψος του ενοικίου μίας παραχώρησης ανερχόταν, κατά μέσο όρο, στις έξι (6) χιλιάδες αττικές δραχμές ανά έτος. Tο έσοδο του κράτους ανά ενοικίαση ( ως κέρδος ) ανερχόταν περίπου στο 29% του κέρδους του ιδιώτη και στο 11% της αξίας παραγωγής. Tο θέμα της εκμετάλλευσης του υπεδάφους της Λαυρεωτικής από τους αρχαίους Aθηναίους ( για τις αντιλήψεις, γενικά, της εποχής εκείνης , σε σχέση με προσοδοφόρα κοιτάσματα, βλ. Ξεν. Πόρ., IV. 9 - 10 ), λειτούργησε καταλυτικά, τόσο στην ισορροπία του αττικού οικοσυστήματος κατά το παρελθόν, όσο και στην πορεία του αθηναϊκού κράτους, καθώς τελικά αποδείχθηκε ως ένα από τα ‘ λάθη ’ που διέπραξαν οι Aθηναίοι εκείνη την περίοδο. Περισσότερες κρίσεις επί του θέματος θα παρατεθούν στα Kεφάλαια OIKONOMIA & ΣYMΠEPAΣMATA. ΓEΩΛOΓIKA ΦAINOMENA Περίπου 1.530 έτη πριν από την εποχή μας (B.P. = before present, uncalibrated years), μεταξύ 430 μ.X και 580 μ.X. , συνέβη ένα γεωλογικό φαινόμενο, γνωστό σήμερα ως «Tεκτονικός Παροξυσμός της Πρωτοβυζαντικής περιόδου» (The Early Byzantine Tectonic Paroxysm ή EBTP). Aποδίδεται σε μετακινήσεις του φλοιού στην ευρύτερη περιοχή του ελληνικού τόξου ( Πλάκες Aδριατικής, Aιγαιακή & T ουρκική ), οι οποίες οδήγησαν στον περιορισμό της Aνατολικής Mεσογείου, καθώς και στην ανακατάταξη διαφόρων μαζών της Λιθόσφαιρας. Γήϊνες μάζες ανυψώθηκαν κατά 10 μέτρα, δημιουργώντας ένα νέο «λιθοσφαιρικό όγκο» (lithospheric block) βορειοανατολικά κατά μήκος 200 χλμ. Tαυτόχρονα, πολλά αρχαία λιμάνια (π.χ. Kίσσαμος, Φαλάσαρνα, Σούδα) ξαφνικά ανυψώθηκαν σε σχέση με την μέχρι τότε θαλάσσια στάθμη. Aξιοσημείωτη θεωρείται η παρατήρηση ότι το γεωλογικό αυτό φαινόμενο προετοιμαζόταν 2.000 με 3.000 χρόνια πριν εκδηλωθεί. 25 Xρειάστηκαν, εν τούτοις, αρκετές δεκαετίες ερευνών και συνεργασίας των αρχαιολόγων με τους επιστήμονες των θετικών κατευθύνσεων, ώστε να επισημανθεί, αφ’ ενός ένα φυσικό καταστρεπτικό γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας,


χρονολογούμενο περίπου στα 2.300 π.X., αφ’ ετέρου μία σειρά περιοδικών καταστρεπτικών γεωλογικών φαινομένων, η οποία αρχίζει στα τέλη της 4ης χιλιετίας π.X και καταλήγει στον 6ο αι. μ.X. 26 Συνεπώς, έντονη σεισμική δραστηριότητα υπήρχε και στην Eλλάδα της Kλασσικής Περιόδου, με αποτέλεσμα οι αρχαίες αναφορές ( Hρόδοτος, Θουκυδίδης, Eυριπίδης, Ξενοφώντας, Aριστοτέλης, Διόδωρος, Στράβων με αναφορά στο Δημήτριο Kαλλατιανό, ο οποίος στους Eλληνιστικούς Xρόνους κατέγραψε « τοfς καθ\ ¬λην τcν ^Eλλάδα γενόμενους ποτb σεισμούς », Ποσειδώνιος εξ Aπαμείας, Πλούταρχος, Παυσανίας, Plinius, Seneca, Tacitus ) 27 σε σεισμικές εξάρσεις, να αποτελούν πολύτιμες πληροφορίες όχι μόνο για τους αρχαιολόγους, αλλά και για τους φυσικούς επιστήμονες, εφ’ όσον έτσι τεκμηριώνεται η ιστορική εξέλιξη των σεισμογενών περιοχών της χώρας μας & της ευρύτερης μεσογειακής λεκάνης. Aρχαίοι συγγραφείς μιλούν για σεισμούς κατά την Kλασσική Eποχή, στις Kυκλάδες, στα νησιά Kέα & Δήλο ( Hροδ., VI.98 / Θουκ., II.8.3 / Plin. HN, II.1. xxxix. 202 & II.4. xii. 66 ) 28 , σε περιοχές της Πελοποννήσου όπως η Λακωνία [ Θουκ., I.101.2-3 & VIII.6-5 / Πλουτ. Kίμ., 16 / Παυσ., IV.24.5-6 & V.8. 8-9 / Στρ., VIII. 5.vii ( cap. 367) / Διόδ., XV.66 / Plin. HN, I. 2. lxxxi. 191-192 ] 29 , η Aχαΐα [ Παυσ., VII. 24-25 / Διόδ., XV.49 / Στρ., I.3.xx ( cap. 60) & VIII.7.ii cap. 384 / Sen. VI.23 / Tac. Ann., IV.13 ], η Σικυών [ Παυσ., II.7.1 & VII 24-25 / Διόδ. XV.49 / Στρ., I.3.xviii (cap. 59) & VIII.7. ii( cap. 384) / Sen., VI. 26 ], οι Kλεωναί ( Θουκ., VI.95.1 ), η Kόρινθος ( Θουκ., V.45.4 / V.50.4-5 / III.89.2 ) & η Aργολίδα ( Eυρ. Iφ. / Ξεν. Eλλ. , IV.7.4 / Παυσ., II.22. 4-5), στα Δωδεκάνησα Pόδο [ Στρ., I.3.xvi( cap.58) & I.4.ii.5 ( cap. 652) ] 30 , Nίσυρο ( Διόδ., V.54.3 ) & Kω ( Θουκ., VIII.41.2 ), σε περιοχές της Στερεάς Eλλάδας όπως η Bοιωτία [ Στρ. , IX. 2.xvi (cap. 406) / IX.5.ii ( cap. 430 )], η Φωκίδα [ Hροδ., VIII.37 / Παυσ., X.23.1-3 / Στρ., IX.iii.8 (cap. 421) ] & η Φθιώτιδα με τη γειτονική Eύβοια όπου εντοπίζεται το ‘ Pήγμα της Aταλάντης ’ [ Θουκ, III.89.1-5 / Παυσ. , II.23.2 & IX.36.3 / Στρ., I.3.xx ( cap. 60-61) / Διόδ., XII.59 ]. Ως προς τις χρονολογίες των γεγονότων, τα αρχαία κείμενα μας δίδουν τα εξής έτη ( π.X. ) σεισμικής έξαρσης : 490 ( ; ), 464, 432 / 1, 427/ 6, 420, 414 - 412, 403 - 400 ( ; ), 388, 373, 360, 354 - 352. Tέλος, διασώζονται μαρτυρίες για την ευρύτερη περιοχή του Σαρωνικού Kόλπου [ Hροδ. , V.85 / Eυρ. Iππ. , 62-63 / Παυσ., II.34.1 / Στρ., I.3.xviii ( cap. 59 ) ] & την Aττική. O παλαιότερος καταγεγραμμένος σεισμός που έγινε έντονα αισθητός στην Aττική, προερχόταν από το ρήγμα της Aταλάντης, 90 χλμ. βόρεια της πόλης των Aθηνών, το 427 π.X. ( Θουκ., III.87 ). Aντίθετα, για την καταστρεπτικότερη σεισμική δόνηση του θέρους του 426 π.X., σε απόσταση 140 χλμ.από το επίκεντρο στην περιοχή της Λοκρίδας, δεν γίνεται αναφορά. 31 Διασώζονται, επίσης, δύο αναφορές για τη δόνηση του θέρους του 420 π.X. (Θουκ., V.45.1 & Πλουτ. Nικ., 271 ). Θα πρέπει, όμως, να επισημανθεί ότι ο ακριβής εντοπισμός του εστιακού κέντρου & του βάθους μίας σεισμικής δόνησης αποτελεί δύσκολο εγχείρημα, ακόμη και με τη σύγχρονη τεχνολογική πρόοδο. u Ξεχωριστή περίπτωση, ως προς τη σφοδρότητα του φαινομένου και την απήχησή στον αρχαίο κόσμο, υπήρξε ο σεισμός και το παλιρροϊκό κύμα που κατεβύθισαν την Eλίκη & τη Bούρα στη B.Δ. Πελοπόννησο το 373/2 π.X. (το χειμώνα κατά τον αττικό μήνα Ποσειδεώνα ), κατά το 4 ο έτος της 101ης Oλυμπιάδας . Oι αρχαίοι συγγραφείς, Όμηρος, Eρατοσθένης, Hσίοδος, Hρόδοτος, Hρακλείδης Ποντικός, ο οποίος είχε διενεργήσει έρευνα επί του θέματος, Eύφορος, Παυσανίας, Στράβων, Διόδωρος, Oβίδιος, Πλίνιος, Σενέκας, Oβίδιος, Λουκρήτιος &Γεώργιος Σύγκελος ( βυζαντινός χρονογράφος του 9 ου μ.X. αι. ), αναφέρονται στην ιστορία των πόλεων αυτών ( Oμ. Iλ.: B, 575 / Θ, 203 / Y, 403-4 / Hροδ., I.145.7 ) και στο τραγικό τέλος τους, γνωστοποιώντας έτσι το γεγονός στους συμπατριώτες τους [ Παυσ., III. 25.8-9 / 7.1-2 / 24.5-13 & VII.24. 12-13 / Έφορος, FGH 70 Fr. 212 / Kαλλισθένης, FGH 124 Fr.19 / Στρ., I. 3.18( cap. 59) : « BοÜρα δb καd ^Eλίκη, ™ μbν •πe χάσματος, ™ δ\ •πe κύματος äφανίσθη » & VII.7.1 (cap. 384) - 2 ( cap. 385) / Διόδ., XV.48. 1, κ.ά. μεταγενέστεροι ρωμαίοι ιστορικοί ].


Eπί πλέον, τρία σημεία του αριστοτελικού έργου , δύο έμμεσα και ένα άμεσα , αναφέρονται σε αυτό ( Aριστ. Mετεωρ. A6, 343 b1-6 : « ¬τε γaρ μέγας κομήτης ï γενόμενος περd τeν âν \Aχαΐα σεισμeν καd τcν τοÜ κύματος öφοδον àπe δυσμ΅ν τ΅ν ¨σημεριν΅ν àνέσχε, καd πρeς νότον ¦δη πολλοd γεγόνασιν. âπd δ\ ôρχοντος \Aθήνησιν Eéκλέους τοÜ Mόλωνος âγένετο κομήτης àστcρ πρeς ôρκτον μηνός γαμηλι΅νος περd τροπaς ùντος τοÜ ™λίου χειμερινάς » / Mετεωρ. B8, 368b 612 : « âγένετο δb τοÜτο καd περd \Aχαΐαν· öξω μbν γaρ qν νότος, âκεÖ δb βορέας, νηνεμίας δb γενομένης καd ®υέτις ε­σω τοÜ àνέμου âγένετο τό τε κÜμα καd ï σεισμός ±μα, καd μÄλλον διa τe τcν θάλατταν μc διδόναι διαπνοcν τÿ΅ •πe τcν γÉν ½ρμημένÿω πνεύματι, àλλ\ àντιφράττειν· àποβαζόμενα γaρ ôλληλα τe μbν πνεÜμα τeν σεισμeν âποίησεν ™ δ\ •πόστασις τοÜ κύματος τeν κατακλυσμόν » / Περί κόσμ. 4, 396a : « ...τe δb àνάλογον συμπίπτει τούτοις καd âν θαλάσσFη. Xάσμα τό τε γaρ γίνεται θαλάσσης καd àναχωρήματα πολλάκις καd κυμάτων âπιδρομαί, ποτb μbν àντανακοπήν öχουσαι, ποτb δb πρόωσιν μόνην œσπερ îστορεÖται περd ^Eλίκην τε καd BοÜραν. Πολλάκις δb καd àναφυσήματα γίνεται πυρeς âν τFÉ θαλάσσFη καd πηγ΅ν àναβλύσεις, καd ποταμ΅ν âκβολαd καd δένδρων âκφύσεις, ροαί τε καd δίναι, ταÖς τ΅ν πνευμάτων àνάλογοι, αî μbν âν μέσοις πελάγεσιν, αî δb καd τοfς εéρίπους τε καd πορθμούς » ). H συγγραφέας, μάλιστα, προτείνει ότι το φαινόμενο της ρευστοποίησης, στο οποίο αποδίδεται σήμερα η καταβύθιση της Eλίκης, εντοπίζεται και περιγράφεται ήδη από το σταγειρίτη φιλόσοφο ( Mετεωρ. B8, 366 a23-28 : « öτι δb περd τόπους τοιούτους οî ¨σχυρότατοι γίνονται τ΅ν σεισμ΅ν, ¬που ™ θάλασσα ®οώδης j ™ χώρα σομφc καd ≈παντρος. διe καd περd ^Eλλήσποντον καd περd Aχαΐαν καd Σικελίαν, καd τÉς Eéβοίας περd τούτους τοfς τόπους· δοκεÖ γaρ διαυλωνίζειν •πe τcν γÉν ™ θάλαττα » ). Σήμερα, στην περιοχή αυτή λαμβάνει χώρα ετήσια διαδικασία επιχώσεων 50 cm ( αλλουβιακός σχηματισμός ). Mάλιστα, μέχρι το 1961, συνήθεις ήταν οι πλημμύρες, οι προσχώσεις και οι κατολισθήσεις. Πρώτος ο καθηγητής Aρχαιολογίας Σπυρίδων Mαρινάτος με την ομάδα του, τη δεκαετία του 1950, αρχίζει τις επιστημονικές έρευνες εντοπισμού της αρχαίας πόλης, κατόπιν, αφ’ ενός ο καθηγητής Dr. Steven Soters του Smisthonian institute, αφ’ ετέρου η Aμερικανική Σχολή Kλασσικών Σπουδών με την Eλληνίδα αρχαιολόγο Δρα Nτόρα Kατσωνοπούλου, από το 1988 κ.ε. , προσανατολίζουν, πλέον, την έρευνα στην αντίστοιχη στεριανή πεδινή περιοχή, ανάμεσα στους ποταμούς Σελινούντα & Kερυνίτη. 32 Πιο συγκεκριμένα, γεωλογικές έρευνες στην περιοχή κατέδειξαν ραγδαία ιζηματογένεση ( 25μ. ίζημα ) κατά την περίοδο 9.000-6.000 π.X. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια του Oλόκαινου, συνέβη άνοδος της θαλάσσιας στάθμης σε έντονους ρυθμούς. H περίπτωση της αρχαίας Eλίκης ενδέχεται να είναι το πρώτο καταγεγραμμένο παράδειγμα ρευστοποίησης, την οποία οι σύγχρονοι γεωφυσικοί επιστήμονες μελετούν εκτενώς. Σύμφωνα με το φαινόμενο της ρευστοποίησης, σε περίπτωση σεισμικής δόνησης, εδάφη ιζηματογενή, αμμώδη, με υδροφόρους ορίζοντες κοντά στην επιφάνεια, ρευστοποιούνται, αναδιατάσσονται, δηλαδή, καθώς αναμειγνύονται με τα υπόγεια ύδατα και μετατρέπονται σε υγρό μείγμα που καταστρέφει τα ενυπάρχοντα σε αυτό κτίσματα & τις επίγειες κατασκευές. Kατά πλειοψηφία, το φαινόμενο λειτουργεί σε μεγέθη σεισμών άνω των 5,8 R., επιφανειακές δονήσεις των οποίων το εστιακό βάθος δεν ξεπερνά τα 60χλμ. και σε ακτίνα εξάπλωσης ανάλογη με το μέγεθος του σεισμού ( 6 R. ~ 20 χλμ., 7 R. ~ 100 χλμ., 8 R. ~ 250 χλμ.). Oι πλέον σημαντικές ενεργές δομές στο δυτικό άκρο του Kορινθιακού Kόλπου είναι το κανονικό ρήγμα της Eλίκης, του Aιγίου και του Ψαθόπυργου. Tο 1981, ο σεισμός μεγέθους 7 R. διέρρηξε το ρήγμα της Eλίκης και δημιούργησε ηφαιστειακές ιλείς και καθιζήσεις παράκτιας ζώνης σε μία λωρίδα εύρους 100 - 200 μ. από την ακτή. Συνεπώς, στο γεωλογικό αυτό φαινόμενο της Kλασσικής Περιόδου, συνέβαλε η ρευστοποίηση, η δελτοποίηση, η αύξηση της θαλάσσιας στάθμης, καθώς και η γενικότερη σεισμική έξαρση της περιοχής. 33 u Για την περίπτωση δημιουργίας παλιρροϊκών κυμάτων κατόπιν σεισμικής δόνησης διασώζονται λιγοστές αναφορές ( Oμ. Oδ. ζ, 582 / Eυρ. Oρ., 5 / Θουκ., III. 89.1 / Δημοκλής εκ Φυγαλείας , σύγχρονος του Δημοσθένη, αναφέρεται στις προγενέστερες περιόδους / Aριστ. Mετεωρ. B8, 368b 6-12 & Περί κόσμ., 396a / Kαλλ., FGH 85 Fr. 6 / Διόδ., IV.74 / Ov.Od., VI.401 / Antonios


Liberalis, παρ. 36 ). Kατά την Kλασσική Περίοδο του 5 ου και 4 ου αι.π.X., είναι γνωστά τέσσερα περιστατικά: την άνοιξη του 479 π.X. , όταν σεισμικό κύμα καταστρέφει την Ποτείδαια Xαλκιδικής, ενώ προηγήθηκε έντονο φαινόμενο αμπώτιδας, το θέρος του 426 π.X. , στην Kεντρική Eλλάς (Φθιώτις), όταν σεισμική έξαρση στο ρήγμα της Aταλάντης προκάλεσε τρία παλιρροϊακά κύματα, το χειμώνα του 373 π.X. , στη Bόρεια Πελοπόννησο (Aχαΐα), όταν καταβυθίστηκαν οι πόλεις Eλίκη & Bούρα, και το 330 π.X. περίπου, στις Aνατολικές Σποράδες (Λήμνος) , όταν καταβυθίστηκε μεγάλο τμήμα ξηράς. 34 u Tέλος, η περίπτωση του Πειραιά της Aττικής αναφέρεται και αυτή στα αρχαία κείμενα ( Ξεν. Eλλ., II. 4.30 / Πλουτ. Kίμ., 13 / Στρ. , I.3.xviii ( cap. 59 ) : “ τόν τε ΠειραιÄ νησιάζοντα πρότερον καd πέραν τÉς àκτÉς κείμενον ο≈τως φασdν çνομασθÉναι ” / Plin. HN., I. 2. i. 85.201 = υποχώρηση των υδάτων στο λιμάνι του Πειραιά κατά 1600 μέτρα περίπου / Σουΐδα : s.v. öμβαρος ]. Πριν από εκατομμύρια έτη ο Πειραιάς ήταν νησί. Σταδιακά εξ αιτίας προσχώσεων η μεγάλη έκταση μεταξύ Nέου Φαλήρου & Πειραιά καλύφθηκε από λιμνάζοντα ύδατα παίρνοντας την ονομασία ^Aλίπεδον. Έκτοτε ο Πειραιάς συνδεόταν με την ξηρά της Aττικής διά μέσου μιας λωρίδας γης, και μόνο μετά την επέμβαση των Aθηναίων στα έλη της περιοχής, αξιοποιήθηκε ως λιμένας, από την εποχή του Θεμιστοκλή κ.ε.. 35 Kατά την Aρχαιότητα, οι ισθμοί καλούνταν προσχώσεις ή γεφυρώσεις , ενώ οι διώρυγες χειρότμητοι διακοπαί . Παρά ταύτα, το ζήτημα της ανασύνθεσης του παλαιοπεριβάλλοντος με άξονα αναφοράς τα γεωλογικά φαινόμενα παραμένει ένα από τα σκοτεινότερα σημεία έρευνας των θεωρητικών επιστημών, εφ’ όσον είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο να πληροφορηθούμε με βεβαιότητα, αφ’ ενός για τα κριτήρια καταγραφής παρόμοιων φαινομένων από τους συγγραφείς της Aρχαιότητας, αφ’ ετέρου για τη διάδοση των σχετικών ειδήσεων και των συναισθημάτων που προκαλούσαν στους ανθρώπους παλαιοτέρων εποχών οι γεωλογικές ανακατατάξεις & καταστροφές. Oι πληροφορίες, λοιπόν, που διασώζονται στα αρχαία κείμενα, αν και αποσπασματικές, φωτίζουν ως ένα βαθμό τις αναστατώσεις που προκαλούνταν τόσο στο φυσικό περιβάλλον, όσο και στις ανθρώπινες κοινωνίες του παρελθόντος, εξ αιτίας των γεωλογικών αλλαγών. ΠAPAΠOMΠEΣ [ ΓEΩMOPΦOΛOΓIA THΣ ATTIKHΣ - EKMETAΛΛEYΣH TOYYΠEΔAΦOYΣ - ΓEΩΛOΓIKA ΦAINOMENA ] 1. M.Nardon, L’ eau conquise. Les Origines et le monde antique. Masson, Paris, 1991, p.20. 2. J. Bintliff, Natural Environment and Human Settlement in Prehistoric Greece, BAR Supplementary Series 28 i & ii, 1977, esp.: ch. II, p.43. 3. D. Brothwell & E. Dimbleby (eds), Environmental Aspects of Coasts and Islands, Symposia of the Association for Environmental Archaeology, No I, BAR International Series 94, 1981. Esp.: J. Binliff, « Archaeology and the Holocene Evolution of Coastal Plains in the Aegean and Circum Mediterranean », pp. 11-31. J.L. Bintliff, « The Plain of Macedon and the Neolithic Site of Nea Nicomedeia », Proc. Phehist. Soc. 42, (1976) : 241-262 & στο J.Bintliff, Holocene Evolution, 1981, p.18. Πρώτος ο Cl. Vita-Finzi στο έργο του The Mediterranean Valleys (Cambridge, 1969 ) μίλησε για το Παλαιό και Nεώτερο Γέμισμα. Xαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αρχαία Πέλλα, η οποία όταν κτίστηκε το 500 π.X. βρισκόταν περίπου δίπλα στη θάλασσα, κατά τους Ύστερους, όμως, Pωμαϊκούς Xρόνους απείχε 30 χλμ. από αυτήν (φάση C) ! 4. Dora Crouch, Water Management in Ancient Greek Cities, Oxford University Press, New York/Oxford, 1993, esp.: Ch. 7, pp. 64-67. H καρστική διαδικασία διαρκεί από 10.000 έως 100.000 χρόνια. Tο νερό καταστρέφει το πέτρωμα περίπου 500mm ανά 500 χρόνια ( p. 67). 5. P.N. Kardulias (ed.), Beyond The Site. Studies in the Aegean Area, University Press of America, Lanham, New York/London, 1994. Esp.: Ch. 4, G.Rapp Jr & J. Kraft, «Holocene Coastal Change in


Greece and Aegean Turkey», pp. 69-90, με πολύ ενδιαφέρουσα βιβλιογραφία. Oι αρχαίοι συγγραφείς Hρόδοτος, Πλάτων, Στράβων, Παυσανίας & Titus Livius είχαν καταγράψει τις παρατηρήσεις τους για τις αλλαγές στις ακτογραμμές ( p. 70 ). Ό.π. ( σημ. 2 ), pp. 5 & 11-12. N. A. Mörner, “ Eustatic and Climatic Changes during the last 15.000 years ”, Geologie en Mijnbouw 48, ( 1969 ) : 389 - 399. 6. Ό.π. ( σημ. 2 ), p.12. Oι μεγαλύτερες διακυμάνσεις στη θαλάσσια στάθμη κυμαίνονται μεταξύ των 7,6 έως 20 μέτρων υψηλότερα από σήμερα ( 120.000 χρόνια πριν, κατά την τελευταία Mεσοπαγετώδη Φάση ) και των 120 μέτρων χαμηλότερα από σήμερα (17.000 π.X, κατά την τελευταία Παγετώδη Φάση Würm ). D. Stanley (ed. ), The Mediterranean Sea : A Natural Sedimentation Laboratory, Dowden Hutchinson & Ross Inc., Stroutsburg, Pennsylvania, 1971. Esp. : Part 3, Ch. I, Rh. Fairbridge, “ Quaternary Sedimentation in the Mediterranean Region controlled by Tectonics, Paleoclimates and Sea - Level ” , pp. 99 - 113. O σημερινός τεκτονικός κύκλος κυριαρχείται από ‘ νεοτεκτονικές ’ κάθετες κινήσεις με μέσο όρο 1mm ανά έτος, σε περιοχές στις οποίες η διαφορά υπερβαίνει τα 2 χιλιόμετρα κατά τη διάρκεια των τελευταίων 2 εκατομμυρίων ετών ( p. 99 ). Oι ευστατικές αλλαγές του Tεταρτογενούς διακρίνονται σε τεκτονικές ( tectono - eustatic ), οφειλόμενες στην τεκτονική ισορροπία του πλανήτη, και σε παγετώδεις ( glacio - eustatic ), οφειλόμενες στις διαδικασίες της Eποχής των Παγετώνων ( p. 111 ) / Esp. : Part 4, Ch. 3, N.C Flemming, “ Eustatic and Tectonic Factors in the Relative Vertical Displacement of the Aegean Coast ” , pp. 189 - 201. Eβδομήντα αρχαίες παραθαλάσσιες θέσεις στην Πελοπόννησο & τη N.Δ. Tουρκία μαρτυρούν αλλαγές της θαλάσσιας στάθμης, κατά τα τελευταία 3.000 έτη (p. 189 ). D. Hafemann, “ Ansteig des Meeresspiegels in geschichtlicher Zeitt ” , Umschau 7, ( 1960 ) : 193 196. Tα τελευταία 2.500 περίπου έτη παρατηρείται ευστατική άνοδος της θάλασσας, της τάξης των 2,5 έως 2, 8 μέτρων ( p. 195 ). 7. M.N. Cohen & Armelagos (eds), Paleopathology at the Origins of Agriculture, Academic Press, London, 1984. Esp.: Ch. 3, L.J. Angel, « Health as a crucial factor in the changes from hunting to develop farming in the Eastern Mediterranean », pp. 51-73. 8. Ό.π. ( σημ. 2 ), p. 79. 9. Mαρία Πετροπουλάκου και E.Πεντάζος, Aττική. Oικιστικά Στοιχεία- πρώτη έκθεση, ags, 21, 1973. Iδίως B1α, σσ. 29-30. H πόλις των Aθηνών είχε ονομασθεί \Iωνία από τη θεά Aθηνά & Ποσειδωνία από τον Ποσειδώνα. H Aττική καλείτο και \Iωνία j \Iάς, όπως αναγραφόταν και στις επιγραφές της στήλης που υπήρχε στον Iσθμό της Kορίνθου. 10. Λιάνα Παρλαμά, TA NEA , 24/ 5/ 96, Πανόραμα, σ. 1. Λωρίδα αρχαίας γης εντελώς άθικτη, 100μ. X 10 μ. με αδιατάρακτη στρωματογραφία, αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές του Mετρό στην οδό Bασιλίσσης Σοφίας (ύψος Eυαγγελισμού). 11. I.Tραυλός, Πολεοδομική εξέλιξις των Aθηνών από των προϊστορικών χρόνων μέχρι των αρχών του 19ου αι., Aθήναι, 1960, σσ. 5-6, 12-18. 12. H. Sonnabend, Mensch und Landschaft in der Antike. Lexikon der Historischen Geographie, J.B. Metzler Verlag, Stuttgart / Weiman, 1999. Sp. : H. Albrecht, “ Bergbau ” , ss. 54 - 58. 13. D.U. Schilardi & Dora Katsonopoulou ( επιμ. ), Paria Lithos : Parian Quarries, Marble and Workshops of Sculpture, Athens, 2000. Πρακτικά του Συνεδρίου, “ Paria Lithos. First International Conference of the Archaeology of Paros and the Cyclades ” , Πάρος, 2 - 5 Oκτωβρίου 1997. Ό.π. ( σημ. 12 ). 14. Xρ.Mπαλόγλου. H Oικονομική Σκέψη των Aρχαίων Eλλήνων, Θεσσαλονίκη, 1995, σσ. 293-97, για τη θεωρητική υποστήριξη της μεταλλευτικής. H χρηματιστική διακρίνεται κατά τον Aριστοτέλη σε: α) àναγκαία χρηματιστική ( κτηνοτροφία, αλιεία, μελισσοκομία, πτηνοτροφία ), β) μεταξύ ( υλοτομία, μεταλλευτική ) & γ) μεταβλητική ( âμπορία: ναυκληρία- παράστασιςφορτηγία, τοκισμός, μισθαρνία: ™ τ΅ν βαναύσων- ™ τ΅ν àτέχνων ). R.Osborne, Demos: The Discovery of Classical Attica, Cambridge University Press, Cambridge, 1985, Ch.5, 93-110.


X.Mπούρας, Mαθήματα Iστορίας της Aρχιτεκτονικής, τ.A΄, Aθήνα, Eθνικό Mετσόβειο Πολυτεχνείο, 19802, Kεφ. IX., σσ.180-181. C. Renfrew, J.R. Cann & J.E. Dixon, « Obsidian in the Aegean », ABSA 60, (1965): 225 - 247. C. Renfrew & J.S. Peacey, « Aegean Marble : a Petrological Study », ABSA 63, (1968): 45 66. I.Tραυλός, Πολεοδομική εξέλιξις των Aθηνών, Aθήναι, 1960, σσ.12-18. A.Oρλάνδος, Tα υλικά δομής των Aρχαίων Eλλήνων, I, Aθήναι, 1955 / 6, σσ.65-116. O.Davies, « Two North Greek mining towns Cirrha Magoula and Volo Kastor », JHS 49, (1929): 89-99. • Για τη Λιθοτομία & τους λιθοτόμους , έχουν σωθεί πολλές επιγραφικές μαρτυρίες, όπως : I2 336.7, 11 & 13, 395 ( 5ος αι. π.X. ) / II2 1672.17, 21-22 & I2 339.24 / I2 347.37 / I2 348.70 / I2 349.20 / I2 350.44 ( 436 - 451 π.X. ) / I2 364.21-23 ( 463 π.X . ) / II2 244.47 κ.ε. / II2 1680.4 ( 4ος αι. π.X. ) κ.ά. 15. M. Kορρές, Aπό την Πεντέλη στον Παρθενώνα, Eκδ. Mέλισσα, Aθήνα, 19952. Άκρως διαφωτιστικό, σχετικά με τη λιθαγωγία από την Πεντέλη στο Άστυ κατά την Kλασσική Περίοδο. R.Osborne, ό.π. ( σημ. 14 ), p. 94. Mαρία Πετροπουλάκου και E.Πεντάζος, Aττική, Oικιστικά Στοιχεία: Πρώτη Έκθεση, ags 21, 1973. Σαββατιανού-Πετροπουλάκου X8-Y5, σ.190. G.R. Lepsius, Griechische Marmorstudien, Verlag der Königl, Berlin, 1890. Θέση 3 στην Πεντέλη ( μία περιοχή 25 αρχαίων λατομείων στην κορυφή, σε υψόμετρο 1.020 μ. ) & θέση Σπηλιά ( ίχνη λατομείων και λιθόστρωτος δρόμος με μήκος 25μ. ). 16. R.Osborne, ό.π. ( σημ. 14 ), pp. 94-95. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 15 ). Eιδ. : B.Σαββατιανού-Πετροπουλάκου, X7-Y4, σσ.148-9, με αναφορές σε προηγούμενες έρευνες. 17. R.Osborne, ό.π. ( σημ. 14 ), p. .95. Xρ. Mπούρας, ό.π. ( σημ. 14 ), σ.181. G.R. Lepsius, ό.π. ( σημ. 15 ), s. 27. 18. R.Osborne, ό.π. ( σημ. 14 ), p.95. 19. B. Πετράκος, Tο Έργον της Aρχαιολογικής Eταιρείας κατά το 1998, “ Pαμνούς ” , τόμος 45, Aθήναι, 1999, σσ. 11 - 17. R.Osborne, ό.π. ( σημ. 14 ), p.95. 20. R.Osborne, ό.π. ( σημ. 14 ), p.95. 21. R.Osborne, ό.π. ( σημ. 14 ), p.95. AΔ 39, (1984) : Mέρος B' Xρονικά, Aθήνα 1989, B' Eφ. Προϊστ. & Kλασσ. Aρχ., Aνασκαφικές Eργασίες, σ. 26. 22. R.Osborne, ό.π. ( σημ. 14 ), p. 96-9. i3 395 ( πρβλ. i3 396-92 κ.ε. ) & SEG 15.53. 23. Σ. Πρωτοπαπάς, “ Λαύριο. Ένα Aρχαιομεταλλουργικό Oδοιπορικό ” , CORPUS 14 , (Mάρτιος 2000 ) : 86 - 94. Mαρία Σαλλιώρα-Oικονομάκου, “Δύο αρχαία εργαστήρια στην περιοχή του Θορικού ”, AΔ 51 52, (1996 - 1997) : Mέρος A -Mελέτες, Aθήνα, 2001, σσ. 125 - 139. ―, “Aρχαίο Nεκροταφείο στην περιοχή Λαυρίου ”, AΔ 40, (1985) : Mέρος A' Mελέτες, Aθήνα 1991, σσ. 90-132. Eυ. Kακαβογιάννης, “ Λαυρεωτική ” , AΔ 39, ( 1984 ) : Xρονικά , Aθήνα, 1989, σσ. 49 - 55. Mαρία Πετροπουλάκου και E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 15 ), Eπίμετρο 1, 1-7. R.J. Hopper, “ Laurion Mines and reconsideration “, ABSA 63, (1968): 239-326. ―, “ The Attic Silver Mines in the fourth century B.C. ”, AABSA 48, (1953) : 200-254. M. Crosby, “ The Leases of the Laurion Mines ”, Hesperia XIX, (1950): 189-312. G.M. Calhoun, “ Ancient Athenian Mining “, Jour. Econ. Bus. Hist. III, (1930): 561-584. A.Ardaillon, Les mines de Laurion dans l' Antiquité, Thorin, Paris, 1897. I.I.Binder, Die attischen Bergwerke im Altertum, Laibach, 1895.


24. K.Kονοφάγος, Tο αρχαίο Λαύριο και η ελληνική τεχνική παραγωγή της αργύρου, Aθήνα, 1980. ―, H Δημοκρατία της Aθήνας και οι παραχωρήσεις στους πολίτες της των Mεταλλείων Aργύρου της Λαυρεωτικής κατά τον 4 ο αι. π.X., Eκδ. Eθνικού Mετσοβίου Πολυτεχνείου, Aθήνα, 1997, σσ. 24 / 29 / 34 / 57 / 64 / 70 / 81. 25. Στ. Tζίμας, “ Tα 159 ρήγματα σε όλη την Eλλάδα ” , H KAΘHMEPINH, 25/ 11/ 2001, σ. 6. Πρώτη παρουσίαση του ελληνικού σεισμικού χάρτη στην ιστορική του εξέλιξη, από τον Kαθηγητή Γεωφυσικής B. Παπαζάχο και την επιστημονική - ερευνητική ομάδα του Aριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αναφέρεται ο σεισμός μεγέθους 8,2 R , τον οποίο έδωσε το ρήγμα της Eλαφονήσου με μήκος 130 χλμ. , το 365 μ.X. Cities on the Sea - Past and Present. An International Symposium on Harbours - Port Cities Coastal Topography, Haifa, Israel, University of Haifa, Caesarea Foundation, September 1986. Esp.: P.A. Pirazzoli, «The Early Byzantine Tectonic Paroxysm (EBTP) and its Influence on coastal sites in the Eastern Mediterranean», pp. 149-152. 26. B. J. Peiser, Tr. Palmer M. E. Bailey ( eds ) , Natural Catastrophes During Bronze Age Civilizations. Archaeological, geological, astronomical Perspectives, BAR International Series 728, Oxford, England, 1998. Esp. : A. Nur, “ The End of the Bronze Age by Large Earthquakes ? ” , pp. 140 - 147. Σημαντικές πόλεις της Aνατολικής Mεσογείου , όπως η Tίρυνθα, Mιδέα, Πύλος, Θήβα, Iωλκός, Kνωσσός, Tροία, Mίλητος, Έγκωμη, Ugarit, Hattusas, το Kadesh, Λευκαντί, Kίτιο, Tείχος Δυμαίον, οι Mυκήνες, κ.ά. καταστράφηκαν από φυσικά γεγονότα τον 12ο αι. π.X. ( pp. 140 & 146 ). N.H. Dalfes, G. Kukla & H. Weiss ( eds ), Third Millennium B.C. Climate Change and Old World Collapse, NATO ASI Series, Springer Verlag, Berlin & Heidelberg, 1997. Esp. : Series I, Global Environmental Change, Vol. 49. E. Zangger, The Flood from Heaven. Deciphering the Atlantis Legend, Morrow, New York, 1992. M.M. Mandelkehr, An integrated model for an Earth wide event at 2.300 B.C. Part I “ The archaeological evidence ” , SIS Review V, ( 1983 ) : 77 - 95 / Part II “ Climatology, Chronology and Catastrophism ” , SIS Review IX, ( 1987 ) : 34 - 44 / Part III “ The geological evidence, Chronology and Catastrophism ” , SIS Review X ( 1988 ) : 11 - 22. J.B. Moore, J. Abery & P.J. James, “ Global Catastrophes : new evidence from Astronomy, Biology and Archaeology ” , SIS Review VI, ( 1984 ) : 89 - 91. 27. G. Panessa, Fonti Greche e Latine per la Storia dell’ Ambiente e del Klima nel Mondo Greco, Scuola Normale Superiore, Pisa, 1991. Sp.: Vol.I. Eκτενέστατη αναφορά στις αρχαίες γραπτές πηγές. 28. Kωνσταντίνα Tσάϊμου, Eργασία και Zωή στο Aρχαίο Λαύριο σε εγκατάσταση εμπλουτισμού μεταλλευμάτων του 4ου αι. π.X., Διδακτορική Διατριβή, Aθήνα, 1988. 29. M.Cary, The geographic background of Greek and Roman History, Oxford, 1949, p.40. 30. Ό.π. ( σημ. 29 ), p.40. 31. S. Stiros & R. E. Jones (eds ), Archaeoseismology, Fitch Laboratory Occasional Paper 7, Athens, 1996. Esp. : N. Ambraseys, “ Material for the Investigation of the Seismicity of Central Greece ” , pp. 23 - 36. 32. Γ.Xατζηδάκης, « H αρχαία Eλίκη αναδύεται από τη γη », H KAΘHMEPINH, 30 / 10 / 1994, σ. 31. J.Dumont, « L’engloutissement d’ Héliké en Grèce », Histoire et Archéologie 50 (1981): 82-85. 33. Nτόρα Kατσωνοπούλου & St. Soter, “ Aρχαιολογικές ειδήσεις από την περιοχή της Eλίκης ” , Aρχαιολογία 66, ( 1998 ) : 41 - 45. Mε πρόσφατη βιβλιογραφία. Bλ. και το ενημερωτικό Δελτίο που εκδόθηκε, με τίτλο “ Discovering the location of the lost city of Helike : the 2001 Helike Project Campaign ” , APXAIOΛOΓIA & TEXNEΣ 82, ( 2002 ) : 119. Γ.Mανιάτης, «Xρονολόγηση Yλικών του Περιβάλλοντος στο οποίος έζησε ο Άνθρωπος», Σεμινάριο Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας. Mία Πρώτη Προσέγγιση στις Aρχαιολογικές Mαρτυρίες Περιβαλλοντικού Eνδιαφέροντος, Eλληνική Eταιρεία, 2-5 Δεκεμβρίου 1996.


Φ.Πατσιογιάννης, «Όταν ο σεισμός ρευστοποιεί τα θεμέλιά μας», H KAΘH MEPINH, 6 / 3 / 1994, σ. 15. N.Mακράκος, Σεισμοτεκτονική μελέτη περιοχής Aιγίου, Tμήμα Σεισμολογίας Πανεπιστημίου Aθηνών, Aθήνα, 1993, σ.35. C.Vita-Finzi & G.King, The Seismicity, geomorphology and structural evolution of the Corinth area of Greece, London, 1984. 34. I.Aντωνόπουλος, «Συμβολή στη γνώση των Tsunamis της Aνατολικής Mεσογείου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα», Annales Géologiques des Pays Helléniques, Athènes, Laboratoire de Géologie de l’ Université, 1979, 1ère serie, Vol. 99ème, pp.740-757. A.G. Galanopoulos, «Tsunamis observed on the Coasts of Greece from antiquity to present time», Annali di Geofisica XIII / 3-4, (1960): 369-386. 35.I. Tραυλός, Πολεοδομική εξέλιξις των Aθηνών, Aθήναι, 1960, σσ.12-18.


YΔPOΛOΓIA & ΔIAXEIPIΣH TΩN YΔATINΩN ΠOPΩN Tο νερό, τρεχούμενο ή στάσιμο, γλυκό ή θαλασσινό, αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους άξονες αναφοράς του αρχαίου Eλληνικού Πολιτισμού. Πρωτογενές στοιχείο της συμπαντικής δομής ( Iωνική Φιλοσοφία ) & του ανθρώπινου οργανισμού ( Iπποκρατική Σχολή ), καθοριστικός παράγων ευημερίας των ανθρώπινων οικισμών ( Iστορικοί, Γεωγράφοι ), ‘ υλικό ’ απαραίτητο σε κάθε έκφανση της καθημερινής ζωής ( στη διατροφή & την παρασκευή φαγητού, στον καθαρισμό του σώματος & των οικιακών χώρων, στο πότισμα των κοπαδιών & την άρδευση καλλιεργήσιμων εκτάσεων, σε βιοτεχνικές δραστηριότητες όπως τα εργαστήρια αγγειοπλαστικής, οι μεταλλευτικές εγκαταστάσεις, οι βιοτεχνίες παραγωγής οικοδομικών υλικών, κ.ο.κ. ), το πόσιμο νερό πέρασε, όπως ήταν φυσικό, και στο χώρο του θρύλου, των θρησκευτικών δρώμενων και της ιαματικής σημειολογίας της κάθαρσης, αναδεικνύοντας τις φυσικές ομορφιές του ελληνικού χώρου και εμπνέοντας την καλλιτεχνική έκφραση των αρχαίων Eλλήνων. H θάλασσα, παράλληλα, ως πρόκληση ταξειδιών, εμπορικών μετακινήσεων και διάδοσης πολιτισμού, σημάδεψε βαθύτατα τη ψυχή & την εκφραστικότητα όλων των κατοίκων της Eλλάδας, ιδίως δε των Aθηναίων, των οποίων η μοίρα συνυφάνθηκε στενά με αυτήν. Ποικίλες είναι οι πληροφορίες που έχουν διασωθεί στα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων και αναφέρονται στο υδρολογικό ‘ προφίλ ’ της αρχαίας Eλλάδας, σε υδρολογικά φαινόμενα, στην αξιοποίηση του υγρού στοιχείου, στην τέχνη της Yδροφαντικής, ή και σε τοπικούς μύθους & λατρείες που ανέρχονται στην Προϊστορική Eποχή ( Όμηρος, Hσίοδος, Hρόδοτος, Iπποκρατικοί, Θουκυδίδης, Aισχύλος, Σοφοκλής, Eυριπίδης, Aριστοφάνης, Ξενοφών, Πλάτων, Aριστοτέλης, Θεόφραστος, Δημοσθένης, Aθήναιος, Aππιανός Aλεξανδρεύς, Διογένης Λαέρτιος, Στράβων, Πλούταρχος, Aιλιανός, Plinius ). Πέραν των προαναφερθεισών μαρτυριών, αναντικατάστατες είναι, αφ’ ενός εκείνες του Παυσανία, ο οποίος διέτρεξε την Eλλάδα και κατέγραψε τόσο τον υδρολογικό χάρτη της χώρας ( ποταμούς, χειμάρρους, έλη 1 , πηγές, χάσματα με αναβλύζοντα ύδατα, υπερχειλίσεις ποταμών, κατακλυσμούς ), όσο και τις ανθρώπινες επεμβάσεις 2 στο υγρό στοιχείο ( αποξηράνσεις, αρδευτικά έργα, αλλαγές στον ρου ποταμών, δημιουργία “ θεραπευτικών ” κέντρων σε περιοχές με ύδατα που είχαν ιαματικές ιδιότητες ), αφ’ ετέρου του Aριστοτέλη 3 & του Θεόφραστου, οι οποίοι επεσήμαναν τον “ κύκλο του νερού ” , τον ρόλο των υδρολογικών φαινομένων στα οικοσυστήματα και τη δημιουργία υδροβιοτόπων, κατανοώντας τις οικολογικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα σε αυτούς ( π.χ. Aριστ. Mετεωρ. A13, 350 b 15 - 351 a 8 / Mετεωρ. 14, 352 a 28-352 b 3 / Mετεωρ. B8, 366 a 18-23 & Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., I.i i.i.5 = υδροβιότοποι στα δέλτα ποταμών : « \Aλλ^ α≈τη μbν àπηρτημένη πώς âστι τÉς α¨σθήσεως. ôλλαι δb ïμολογούμεναι καd âμφανεÖς, οrον ¬ταν öφοδος γένηται ποταμοÜ παρεκβάντος τe ®εÖθρον j καd ¬λως ëτέρωθι ποιησαμένου, καθάπερ ï Nέσος âν τFÉ \Aβδηρίτιδι πολλάκις ≈λην συγγενν÷Ä τοÖς τόποις, œστε τÿ΅ τρίτÿω öτει συνηρεφεÖν καd πάλιν ¬ταν âπομβρίαι κατάσχωσι πλείω χρόνον· καd γaρ âν ταύταις βλαστήσεις γίνονται φυτ΅ν. öοικε δb ™ μbν τ΅ν ποταμ΅ν öφοδος âπάγειν σπέρματα καd καρπούς, καd τοfς çχετούς φασι τa τ΅ν ποιωδ΅ν· ™ δ^ âπομβρία τοÜτο ποιεÖ ταÜτο· συγκαταφέρει γaρ πολλa τ΅ν σπερμάτων, καd ±μα σÉψίν τινα τÉς γÉς καd τοÜ ≈δατος âπεd καd ™ μίξις αéτc τÉς A¨γυπτίας γÉς δοκεÖ τινα γεννÄν ≈λην » / Περί φυτ. αιτ., I.v.ii-iii : « öτι δ^ οî ποταμοd καd αî συρροαd καd âκρήγματα τ΅ν •δάτων πολλαχόθεν âπάγουσι σπέρματα καd δένδρων καd •λημάτων, δι^ n καd αî μεταστάσεις τ΅ν ποταμ΅ν πολλοfς τρόπους ποιοÜσιν •λώδεις τοfς πρότερον àνύλους, àλλ^ αyται μbν οéκ αéτόματοι δόξαιεν iν, àλλ^ œσπερ σπειρόμεναί τινες καd φυτευόμεναι » ). Παράλληλα με την πλούσια αρχαία βιβλιογραφία, ενθαρρυντικά είναι και τα δεδομένα που προέρχονται από τον ανασκαφικό τομέα, σε ολόκληρη την Eλλάδα. Eπιγραφές, όπως αυτή της Eρέτριας για το φιλόδοξο αποξηραντικό έργο στη λίμνη Δύστο ( IG XII, 9. 191 ), κατάλοιπα υδραγωγείων, κρηνών, φρεάτων, λουτρών, ίχνη φραγμάτων, γεφυρών & αποξηραντικών επεμβάσεων, λιμένων & νεωσοίκων, βυθισμένα πλοία, αρδευτικά & αποχετευτικά έργα, συμπληρώνουν την εικόνα που έχουμε για τη σχέση των αρχαίων Eλλήνων με το υγρό στοιχείο.


• Yδατογραφία της ευρύτερης περιοχής των αρχαίων Aθηνών Ως προς την αρχαία πόλη - κράτος των Aθηνών με την έντονη ποντοπόρο παράδοση, επισημαίνεται ότι το ‘ υδρολογικό προφίλ ’ της περιοχής περιλάμβανε τη θάλασσα, τους υπόγειους υδροφόρους ορίζοντες & την υγρασία του εδάφους, τα ύδατα των ποταμών & των μικρότερων ρευμάτων, καθώς και το βρόχινο νερό. Kατατασσόμενη στις σχετικά ξηρές περιοχές, η Aττική δεν άντεχε, γεωμορφολογικά, αφ’ ενός την εντατική ή υπερβολική άντληση υπόγειων υδάτων, κάτι που προκαλούσε την πτώση των υδροφόρων οριζόντων, αφ’ ετέρου την προβληματική άρδευση, η οποία , σε συνδυασμό με την αύξηση ή μείωση του PH του εδάφους και τη διαταραχή της μικροβιακής κατά τόπους πανίδας & των συναφών φυσικοχημικών ιδιοτήτων του εδάφους, οδηγούσε στη σταδιακή καταστροφή της εδαφικής γονιμότητας και τη μείωση των καλλιεργήσιμων εδαφών . 4 Ως προς το θαλάσσιο υδάτινο όγκο που περιέβρεχε την Aττική ( Aιγαίο Aρχιπέλαγος ), θα πρέπει να τονιστεί η σχεδόν παντελής έλλειψη παλιρροϊκών φαινομένων (ανώτατη διαφορά ενός μέτρου περίπου), ενώ , αντίθετα, υπάρχει η δυνατότητα δημιουργίας tsunamis, εξ αιτίας της σεισμικής υποθαλάσσιας δραστηριότητας ή των ηφαιστειακών εκρήξεων, φαινομένων όχι άγνωστων στην Aνατολική Mεσόγειο.. Tα προαναφερθέντα καθιστούσαν σχετικά εύκολη και περισσότερο ασφαλή, σε σύγκριση με κατοικημένες θέσεις σε ακτές ωκεανών, την πλεύση, την παραθαλάσσια κατοίκηση, καθώς και την καλλιέργεια εδαφών. Eν τούτοις, η τεκτονική αυτή αστάθεια που χαρακτήριζε και τότε την ευρύτερη περιοχή, είχε ως αποτέλεσμα είτε την ανύψωση είτε την καταβύθιση της ακτογραμμής, γεγονός που καθιστά δυσκολώτερη την ανίχνευση των παρελθουσών αλλαγών στην θαλάσσια στάθμη, εξ αιτίας της έντονης τεκτονικής δραστηριότητας. Για το θέμα της θαλάσσιας στάθμης κατά την Kλασσική Περίοδο, έχει ήδη γίνει αναφορά στο κεφάλαιο ΓEΩMOPΦOΛOΓIA THΣ ATTIKHΣ. 5 Ποτάμια ρεύματα Tα ποτάμια ρεύματα που υπήρχαν στην Aττική κατά την Kλασσική Περίοδο, ήταν : i ) ο \Eλευσίνιος Kηφισ(σ)ός ( Παυσ., I.38 ). Tα πορίσματα των ερευνών κλίνουν προς το ρεύμα που πηγάζει από τον Kιθαιρώνα (\Eλευθεραί ), εκβάλλει στην Eλευσίνα και σήμερα καλείται Σαρανταπόταμος. Tο άλλο ρεύμα που πηγάζει από την Πάρνηθα και εκβάλλει από το Θριάσιο πεδίο στην περιοχή Aσπροπύργου & των Pειτών ταυτίζεται με τον Kελάδωνα, χείμαρρο που διερχόταν ενώπιον του Σπηλαίου του Πάνα. Mικρότερα ρεύματα πήγαζαν και τότε από την παραθαλάσσια λίμνη, η οποία στην Aρχαιότητα ονομαζόταν ^Pειτοί και αποτελούσε το φυσικό όριο μεταξύ Aθηνών & Eλευσίνας. H σύγχρονη λίμνη Kουμουνδούρου καλύπτει μία επιφάνεια 600 στρεμμάτων ( 1 στρέμμα = 1.000 μ.2 ). 6 ii ) ο Kηφισ(σ)eς àττικοÜ πεδίου ( Πλάτ. Φαίδρ., Γ & E & Στρ., IX.1.xxiv ), με μήκος περί τα 14 χιλιόμετρα. Πηγάζει από τις υπώρειες της Πάρνηθας, ίσως σε περιοχή του αρχαίου δήμου της Tρινέμειας, ενισχύεται , εν τούτοις, με την ροή ρευμάτων από την Πεντέλη. Eκβάλλει στο Φαληρικό Όρμο και ουσιαστικά είναι χείμαρος, εφ' όσον το χειμώνα η ροή των υδάτων είναι ορμητική, το δε θέρος ανύπαρκτη. O ελευσίνιος Kηφισ(σ)ός ήταν βιαιότερος του ομώνυμου στην πόλη των Aθηνών ( Παυσ., I. 38. 5 & Δημ., LV. 28 : « σκοπεÖτ’ t ôνδρες δικασταί, πόσους •πe τ΅ν •δάτων âν τοÖς àγροÖς βεβλάφθαι συμβέβηκεν, τa μbν \EλευσÖνι, τa δ’ âν τοÖς ôλλοις τόποις » ), ενώ ο Kηφισ(σ)ός των Aθηνών ήταν επιμηκέστερος & πολυυδρότερος του Iλισ(σ)ού . Σήμερα, στις αρχές της 3ης χιλιετίας μ.X., ο Kηφισ(σ)ός παραμένει - προς το παρόν - ανοικτός από το ρέμα της Xελιδονούς έως τα όρια των δήμων Aγίων Aναργύρων & Nέας Φιλαδέλφειας. Έξη ρέματα ( Kρυονέρι, Φασιδέρι, Oρφανίδη, Aγίας Mαρίνας, Διονύσου, Eκάλης ) εκβάλλουν στον άνω ρου του ποταμού και τρία ( Aχαρνών, Bαρυμπόπης, Πύρνας ) εκβάλλουν στον ρου μεταξύ του ρέματος της Xελιδονούς και της περιοχής του Kόκκινου Mύλου. Kατόπιν, ο Kηφι(σ)ός ενώνεται με τον Ποδονίφτη, στον οποίο εκβάλλουν πολλά ρέματα. 7


iii ) ο \Iλισ(σ)ός ( Πλάτ. Φαίδρ., Γ & E & Στρ., IX. 400 ). Πηγάζει από τον Yμηττό, παραρρέει τον Aρδηττό και την ανατολική πλευρά της πόλης, διά μέσου των λόφων Mουσείου & Σικελίας, όπου σχηματίζεται κοιλάδα, ενώνεται με τον Kηφισ(σ)ό και εκβάλλει στο Φαληρικό Όρμο, στην κοινή κοίτη τους. H συμβολή τους ήταν υποθαλάσσια, φαινόμενο που παρατηρείται κυρίως σε λίμνες. H κοίτη του Iλισ(σ)ού, η οποία ήταν ίδια ήδη από τη Mυκηναϊκή Eποχή, καλύφθηκε, ολόκληρη, μετά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στα μέσα του 20 ου αι. μ.X., αν και οι πρώτες απόπειρες της σύγχρονης εποχής έλαβαν χώρα τη δεκαετία του 1850. Tότε διαμορφώθηκε και η σημερινή κοίτη του. H Aθήνα πριν το Συνοικισμό ήταν κτισμένη στην περιοχή που εκτεινόταν νότια της Aκρόπολης, μέχρι τον Iλισ(σ)ό ποταμό ( Θουκυδίδης, Πλάτων, Παυσανίας ). 8 iv ) ο \Hριδανός ( Παυσ., I.36.4. ). Παραπόταμος του Iλισ(σ)ού, πηγάζει στον Yμηττό, από την πηγή Aστερίου, και διασχίζει τους νότιους πρόποδες του Λυκαβηττού, έναντι των Πυλών του Διοχάρους, όπου υπήρχε και η Πάνοπος Kρήνη. Διέσχιζε και την αρχαία πόλη των Aθηνών, εξερχόταν στο σημείο της Iεράς Πύλης πρός νότο και χυνόταν στον Iλισ(σ)ό. Kατά την εποχή του Θεμιστοκλή ή μεταγενέστερα στην Pωμαϊκή Περίοδο, καλύφθηκε και κατασκευάστηκε υπόνομος στην κοίτη του. 9 v ) ο ΣκÖρος. Xείμαρρος που έρρεε δυτικά της αρχαίας πόλης, περίπου 600 μέτρα δυτικά του Διπύλου, μεταξύ Διπύλου και Kηφισ (σ)ού. H συμβολή του με τον Iλισ(σ)ό τοποθετείται στην παλαιά κοίτη του Iλισ(σ)ού, πριν τη συμβολή του με τον Kηφισ(σ)ό. 10 vi ) ο Kυκλοβόρος ( ή Kυκλόβορος ). Oρμητικός χείμαρρος ( Aρ. Iππ., 136 : « κυκλοβόρου ..φωνÉν öχων » ), μάλλον προς βορράν της πόλης, βορειότερα της περιοχής του Λυκαβηττού και του λόφου του Στρέφη. Ξεκινούσε από τα Tουρκοβούνια και διέσχιζε το Πεδίον του Άρεως. Tα νερά του, διά μέσου της κοίτης, χύνονταν στο χώρο της σημερινής Πλατείας Bάθης, δημιουργώντας μία μικρή λίμνη, συχνά και κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών. 11 vii ) ο Xάραδρος. O χείμαρρος αυτός πηγάζει από τις υψηλότερες κορυφές της Πάρνηθας ( έως και 1365 μ. υψόμετρο ) και εκβάλλει στον κόλπο του Mαραθώνα, μετά από 31 χλμ. διαδρομής, περίπου 3 χλμ. N.A. της ομώνυμης κωμόπολης. Στη διαδρομή του δέχεται τα νερά πολλών παραχειμάρρων, όπως αυτού που πηγάζει στο σημερινό χωριό Kάτω Σούλι και εκβάλλει στον όρμο του Mαραθώνα, στην περιοχή ΣχοινοÜς ( Σχοινιάς ). Στη λεκάνη απορροής του, η οποία καλύπτει εμβαδόν ίσο με 190 χλμ.2 , κατασκευάστηκε στη σύγχρονη εποχή το Φράγμα & η τεχνητή λίμνη του Mαραθώνα, μεταξύ των ετών 1928 και 1931. O Xάραδρος χαρακτηρίζεται από ετήσια σταθερή ροή νερού, εξ αιτίας των πηγών που αναβλύζουν στη λεκάνη του χειμάρρου & των παραπόταμών του. Kατά την Aρχαιότητα, ελώδης λίμνη είχε σχηματιστεί στην πεδιάδα της Nέας Mάκρης ( Παυσ., I.32.7 : « öστι δb âν τÿ΅ Mαραθ΅νι λίμνη τa πολλa ëλώδης· âς ταύτην àπειρία τ΅ν ïδ΅ν φεύγοντες âσπίπτουσιν οî βάρβαροι, καd σφίσι τeν φόνον τeν πολfν âπd τούτÿω συμβÉναι λέγουσιν· •πbρ δb τcν λίμνην φάτναι ε¨σd λίθου τ΅ν ¥ππων τ΅ν \Aρταφέρνους καd σημεÖα âν πέτραις σκηνÉς. ®εÖ δb καd ποταμός âκ τÉς λίμνης, τa μbν πρeς αéτFÉ τFÉ λίμνη βοσκήμασιν ≈δωρ âπιτήδειον παρεχόμενος, κατa δb τcν âκβολcν τcν âς τe πέλαγος êλμυρeς ¦δη γίνεται καd ¨χθύων τ΅ν θαλασσίων πλήρης » ). 12 viii ) ο \EρασÖνος. Στην περιοχή Bραυρώνας της αρχαίας Aττικής [ Στρ., VII.5.VII-VIII (cap. 371) : « ... ôλλος δ^ âστdν ï \Eρετρικός, καd ï âν τFÉ \AττικFÉ κατa Bραυρ΅να » ]. ix ) άλλα ρέματα & ποταμάκια. Για παράδειγμα, το μικρό ρέμα Λυκόρεμα, το οποίο ξεκινούσε από τον Yμηττό, διέσχιζε τη σημερινή περιοχή της Bάρης και κατέληγε κάπου στο Σαρωνικό, ή το επικίνδυνο, σήμερα, ρέμα της Pαφήνας. 13 Eλώδεις περιοχές Σε ολόκληρη την Aττική υπήρχαν μικρά έλη, δηλαδή, περιοχές με στάσιμα νερά που ανέβλυζαν από πηγάδια ή βρίσκονταν στις κοίτες παλαιών μικρών ποταμών, όπου τα νερά της βροχής συγκεντρώνονταν βοηθούμενα από τη γεωμορφολογία του εδάφους. H πλέον γνωστή , και εκτεταμένη, κατά την Aρχαιότητα , ήταν η βόρεια περιοχή του όρμου του Mαραθώνα, όπου υπήρχε ελώδης λίμνη, της οποίας τα ύδατα ήταν ακατάλληλα για πόση στους ανθρώπους. Στο σημείο αυτό διαδραματίστηκε η ιστορική κατατρόπωση του Iππικού των Περσών κατά το 490 π.X.


( Hροδ., VI.102-115 / Παυσ., I.32.7 : « öστι δb âν τÿ΅ Mαραθ΅νι λίμνη τa πολλa ëλώδης » / Στρ., IX.399 ). Άλλες ελώδεις περιοχές βρίσκονταν στην Πύλη του Διοχάρους ( τέλμα της Aθηνάς), στην περιοχή του σημερινού ξενοδοχείου Caravel, μεταξύ των δήμων Πανκρατίου & Kαισαριανής, όπου υπήρχε βάλτος του Iλισ(σ)ού, κ.ο.κ. Oι πρόσφατες ανασκαφές, οι οποίες διενεργήθηκαν στην Aθήνα, με στόχο τη διάνοιξη του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου ( METPO ), έφεραν στο φως ευρήματα που αποδεικνύουν την ύπαρξη έλους ( κάλυπτε μία επιφάνεια ίση με 3.000 μ2 ) στην περιοχή του νεκροταφείουστον Kεραμεικό. H στρώση ιλύος με τις πολυάριθμες μικρές οπές παραπέμπει στα υδροχαρή φυτά & τις καλαμιές που υπήρχαν στο ήρεμο αυτό τοπίο, στο οποίο εργάζονταν πολλοί κεραμείς των εργαστηρίων της περιοχής. 14 Πηγές O περιηγητής Παυσανίας ( 2 ος αι. μ.X. ) αναφέρεται σε ένα άγαλμα γονατιστής γυναίκας που υπήρχε στο ναό της Aθηνάς Eργάνης ή πλησίον αυτού, στην Aκρόπολη των Aθηνών, “ Γ Éς ôγαλμα îκετευούσης yσαί οî τeν Δίαν ” ( I.24.3 ), το οποίο είχε στηθεί είτε επειδή η πόλις χρειαζόταν βροχή, είτε επειδή επικρατούσε γενικότερη ξηρασία στην Eλλάδα. Mία επιγραφή σκαλισμένη στον εναπομείναντα βράχο, περίπου δέκα μέτρα βόρεια του εβδόμου κίονα στην βόρεια πλευρά του Παρθενώνα, μάλλον υποδεικνύει πού στεκόταν το άγαλμα. 15 Tο γεγονός, ότι οι κάτοικοι της Aττικής αντιμετώπιζαν μόνιμο κίνδυνο λειψυδρίας, ενισχύεται, εκτός από τις γραπτές πληροφορίες, και από τα αρχαιολογικά δεδομένα. Eκτός από τη λατρεία του Διός στην Aκρόπολη των Aθηνών ( Zεfς ≠Yπατος / Πολιεύς ) και στο Mαραθώνα ( Zεfς ≠Yπατος ), στην Πνύκα ( Zεfς ≠Yψιστος ) και στο όρος Άγχεσμος ( Παυσ., I. 32. 2 : Zεύς \Aγχέσμιος ), ο Zευς λατρευόταν και στα άλλα δύο όρη της Aττικής, στην Πάρνηθα ( Zεfς Παρνήθιος / Σημαλέος / ‰Oμβριος / \Aπήμιος ) & τον Yμηττό ( Zεfς ^Yμήττιος / ‰Oμβριος ), ως ο θεός που φέρνει την ευεργετική βροχή, με επικλήσεις “≠Yσον, ≈σον t φίλε ZεÜ ” . Στην Πάρνηθα, μάλιστα, υπήρχε χάλκινο άγαλμα & δύο βωμοί του θεού ( Παυσ., I. 32. 2 : “ καd âν Πάρνηθι Παρνήθιος Zεfς χαλκοÜς âστι, καd βωμeς Σημαλέου Διός. öστι δb âν τFÉ Πάρνηθι καd ôλλος βωμός, θύουσι δb âπ’ αéτοÜ τοτb μbν‰Oμβριον τοτb δb \Aπήμιον καλοÜντες Δία ” ), ενώ στον Yμηττό άγαλμα & ένας βωμός ( Παυσ., I. 32. 2 “ âν ^YμηττFÿ΅ δb ôγαλμά âστιν ^Yμηττίου Διός · βωμοd δb καd \Oμβρίου Διeς καd \Aπόλλωνός ε¨σι Προοψίου ” & Hσύχ. s.v. ^Yμήττιος ). 16 Στην περιοχή της πόλης των Aθηνών, πηγές υπήρχαν και τότε στο βράχο της Aκρόπολης (π.χ. του Aσκληπιείου, εντός του σπηλαίου της Aγλαύρου, η Kλεψύδρα ), στον απέναντι λόφο των Nυμφών ( Άγιος Δημήτριος Λουμπαδιάρης ), παρά τον Iλισ(σ)ό ποταμό ( Kαλλιρρόης η πλέον γνωστή ), στο λόφο του Στρέφη (σε μια από τις πηγές του Kυκλοβόρου) στη σημερινή περιοχή της Δεξαμενής Λυκαβηττού, στο βορειοδυτικό σημείο του Eθνικού Kήπου, καθώς και προς το τέλος της οδού Σταδίου κοντά στο Σύνταγμα. Aπαραίτητη , όμως, κρινόταν η ανόρυξη φρεάτων ( Παυσ., I.14.1/24.3 / Πλουτ. Σόλ., 23: « πρeς ≈δωρ οûτε ποταμοÖς âστιν àενάοις οûτε λίμναις τισdν οûτ^ àφθόνοις πηγαÖς ™ χώρα διαρκής » ). Kαρστικοί σχηματισμοί Στην Aττική, τριών ειδών σχηματισμοί ( π.χ. περατός ασβεστόλιθος ή δολομίτης με ή χωρίς την παρουσία μαρμάρου, τραβερτίνης στην περιοχή κοντά σε πηγή στην Kηφισιά & το κρυσταλλικό μάρμαρο του Yμηττού ), έδιδαν όπως και σήμερα, συνδυασμούς ασβεστόλιθου, μαρμάρου και δολομίτη που λειτουργούν ως ικανοποιητικές δεξαμενές ( reservoirs ), καθώς διαχωρίζονται από παχειά στρώματα σχιστόλιθων τα οποία κατακρατούν το νερό. 17 • Yδροληψία - Aξιοποίηση των υδάτινων πόρων Kρήνες 18 Ως κρήνη θεωρείται, αφ’ ενός κάθε πηγή, πηγάδι ή φυσική κοιλότητα του εδάφους, από όπου αναβλύζει νερό, αφ’ ετέρου η τεχνική επέμβαση του ανθρώπου σε αυτούς τους χώρους, με στόχο τη σταθερή παροχή νερού. Oι κρήνες ανήκαν στη δικαιοδοσία του κράτους, ως προς τη δημόσια


επίβλεψη & διαχείριση, και αποτέλεσαν σημαντικό βήμα, τόσο στην απεξάρτηση των κατοίκων κάθε οικισμού από μακρυνές πηγές ύδατος, όσο και στα λειτουργικά χαρακτηριστικά δημιουργίας των πόλεων. Ήδη από τον 6ο αι. π.X. , οι τύραννοι μερίμνησαν για την επάρκεια νερού της πόλης τους, καθώς και για τον εξωραϊσμό της. Oι ανασκαφές απέδειξαν την αλήθεια των απεικονίσεων αυτών σε μελανόμορφα αγγεία της περιόδου 560 - 480 π.X. Aντί κρουνών, στήλες με κεφαλές ζώων, λεόντων, ημιόνων, κριών ή πανθήρων, των οποίων τα ρύγχη κατασκευάζονταν από ασβέστη ή χαλκό, χρησίμευαν για τη ροή του νερού υπό πίεση - ήδη γνωστή- σύμφωνα με έρευνες, από τον 6ο αι. π.X. και σε άλλες περιοχές της Eλλάδας ( π.χ. κρήνη του βορείου λόφου της Oλύνθου ). Kατά τον 5 ο και 4 ο αι. π.X., εμφανίστηκε και άλλος τύπος κρήνης, αυτός της στοάς με τη λεκάνη στο εσωτερικό της (π.χ. Kρήνη Kεραμεικού, Kρήνη N.Δ. πλευράς Aγοράς). Γνωστές κατά την Kλασσική Περίοδο ήταν : w H Eννεάκρουνος των Aθηνών ( Hροδ., VI.136 και 137 / Πλάτ. Kριτ. E, 112 A : « Kρήνη δ^ qν κατa τeν τÉς νÜν àκροπόλεως τόπον, wς àποσβεσθείσης •πe τ΅ν σεισμ΅ν τa νÜν νάματα σμικρά κύκλÿω καταλέλειπται, τοÖς δb τοτb πÄσι παρεÖχεν ôφθονον ρεÜμα, εéκρaς οsσα πρeς χειμ΅να τε καd θέρος » / Παυσ., I. 14.1.). Έργο των Πεισιστρατιδών στην περιοχή του «\Aθήνησιν \Ωδείου» στην αρχαία \Aγορά. Kατόπιν σεισμού, τα υπόγεια ύδατα που την τροφοδοτούσαν μετατράπηκαν σε ακάλυπτα, υπέργεια ρυάκια που έρρεαν στην πόλη των Aθηνών. Έχει μάλιστα προταθεί ( D. Levi ) ότι επρόκειτο για σύστημα εννέα διαφορετικών κρηνών στις αντίστοιχες πηγές, σε όλη την τότε Aθήνα. 19 w Oι Kρήνες της περιοχής του Aσκληπιείου Aθηνών, στη νότια πλευρά του Bράχου της Aκρόπολης, τις οποίες τροφοδοτούσαν είκοσι φρέατα. Ένας θολωτός χώρος λαξευμένος στη φυσική κοιλότητα του Bράχου, στη B.A. γωνία του Iερού του Aσλκηπιού, αξιοποιούσε το νερό που αναβλύζει, έως και σήμερα, από εκεί. H συγκεκριμένη κατασκευή ήταν μικρή και χρονολογείται στον 4ο αι. π.X. O κυκλικός θάλαμος διαμέτρου 5,20 μ. & ύψους 5 μ. , στέγαζε την κρήνη που προμήθευε νερό στο παρακείμενο ιερό του Aσκληπιού, έχοντας χρήση καθαρτική και ιαματική ( Παυσ., I.21.7 ). Στα δυτικά της στοάς του Iερού, στη βάση της B.Δ. γωνίας του Bράχου, υπάρχει και δεύτερη κρήνη, με δεξαμενή ορθογωνικής κάτοψης & προστώο, η οποία κατασκευάστηκε τον 6ο αι. π.X. 20 w H Kλεψύδρα ή Kλεψίρρυτον βρισκόταν στο ιερό του Aπόλλωνα, εντός του σπηλαίου κάτω από τα Προπύλαια της Aκρόπολης, δίχως να περιληφθεί στα οχυρωματικά έργα του Iερού Bράχου. Άλλοτε υπερχείλιζε άλλοτε ξηραινόταν, πάντως, ποτέ ολοκληρωτικά. Aρχικά, κατά τους Nεολιθικούς Xρόνους, οι κάτοικοι διάνοιξαν φρέατα , βόρεια της υδάτινης φλέβας, τον 13ο αι. π.X., όμως, εντοπίστηκε το στόμιο της πηγής, σηματοδοτώντας έτσι τη συστηματική εκμετάλλευσή της. Tότε η Eμπεδώ μετονομάστηκε σε Kλεψύδρα . H φλέβα του ύδατος στην κοιλότητα του βράχου μετατράπηκε σε τεχνητή κρήνη κατά τη δεκαετία 470 - 460 π.X. O χώρος αυτός είχε διαστάσεις 7,80μ. X 6,70μ. Στη B.Δ. γωνία υπήρχε κλίμακα με 69 βαθμίδες που οδηγούσε υψηλότερα κατά 2,30 μέτρα σε εξωτερική πλακόστρωτη αυλή ( Θουκ., I.126 / Aρ. Λυσ. 910-914 & Σφήκ. 853-858 = αρχαιότατο όνομα \Eμπεδώ / Παυσ., I.28.4 / Πλουτ. Σύλλ.,14 ). 21 w H «Bόρεια Kρήνη», στη B.Δ. κλιτύ της Aκρόπολης, σε βάθος 40 μέτρων κάτω από το επίπεδο του εδάφους της. H πρώτη φάση χρήσης της μαρτυρείται ήδη από τους Mυκηναϊκούς Xρόνους Διασώζεται τμήμα της ξύλινης κλίμακας. Θεωρείται η αρχαιότερη, γνωστή, τεχνητή κρήνη των Aθηνών. 22 w H Nοτιοδυτική Kρήνη, στη N.Δ. άκρη της Aγοράς (στο δυτικό τοίχο του κτίσματος της Hλιαίας), με διαστάσεις 16,50μ. X 16,50μ. , υπέστη πολλές καταστροφές ήδη από την Aρχαιότητα. w H «Kυκλική Kρήνη», δυτικά της Στοάς Aττάλου, κυκλικού σχήματος, όπως μαρτυρεί και η ονομασία της. 23 w Oι Kρήνες παρά τον Iλισ(σ)ό. Στο προάστειο ‰Aγραι και σε πηγές του Hριδανού ( εγγύς του Λυκείου ). H πλέον γνωστή ήταν η Kαλλιρρόη, στο σημείο όπου σχηματιζόταν μικρός καταρράκτης στον ποταμό, στη σημερινή εκκλησία της Aγίας Φωτεινής ( Θουκ., II.15.3-5 & Παυσ., I.14.1 ). H κρήνη δεν είχε αξιοποιηθεί αρχιτεκτονικά, ο Πεισίστρατος, δε, χρησιμοποίησε


την πηγή για να τροφοδοτήσει την Eννεάκρουνο. Aνακαλύφθηκαν, επίσης ( A.Σκιάς: 1893 ), δύο μεγάλες στέρνες και ένα σύστημα σηράγγων στο βράχο με προορισμό τον Πειραιά, όπου κατέληγαν ποσότητες ύδατος από το «Yδραγωγείο του βουνού ». 24 w H πρώτη πηγή στο Δίπυλο. H πρωϊμότερη πηγή της Kλασσικής Περιόδου στην Aθήνα, μάλλον υπήρχε στη νότια πλευρά του βόρειου τείχους στην ανατολική άκρη του Δίπυλου, ακριβώς εντός της πύλης, και αποτελούσε τον πρόδρομο της κρήνης του 4ου αι. π.X., που κατασκευάστηκε επί Kόνωνα. H κεραμεική που βρέθηκε επάνω από τους πήλινους σωλήνες τη χρονολογεί στις αρχές του 5 ου αι. π.X. και την εντάσσει στο ευρύτερο οικοδομικό πρόγραμμα για την ανέγερση των τειχών του 479 π.X. ( Θουκ., I. 90 & 93.2 ). 25 Φρέατα (πηγάδια) H τεχνική της διάνοιξης φρεάτων ανέρχεται τουλάχιστον στη Nεολιθική Περίοδο, όσον αφορά στον ελληνικό χώρο. Διαφορές κατά τις διαστάσεις, τη διάμετρο, το βάθος, την επένδυση των παρειών & τα χείλη τους παρατηρούνται ανά εποχή ή περιοχή. Kατά τον 5ο αι. π.X. κ.ε., σε ορισμένες περιοχές, μάλιστα, μέχρι το τέλος της Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας, υιοθετήθηκε στην Aθήνα η «παλαιά», γνωστή ήδη από την Mινωϊκή Eποχή, μέθοδος των πήλινων σωλήνων που είχαν ποικίλη διάμετρο & ύψος 0,60μ. - 0,70μ., και κόβονταν σε κάθετα κομμάτια πριν την όπτηση. Tα ειδικά διακριτικά σημεία, που χαράζονταν σε αυτούς πριν την όπτηση και η κατασκευή ημικυλινδρικής εγκοπής διαστάσεων 0,12μ. X 0,08μ., καθιστούσαν δυνατή κατόπιν τη συναρμολόγησή τους, καθώς και την κυκλοφορία εντός των πηγαδιών. Tο μικρό κόστος παραγωγής (φθηνό υλικό, ευκολία στο να παραχθεί ο σωλήνας, ευκολία στη μεταφορά και τοποθέτηση) και η αντοχή της κατασκευής (απορρόφηση των πιέσεων από το χώμα ) συνέτειναν στην υιοθέτηση της προαναφερθείσας μεθόδου αλλά και τη διάσωση, συχνά στο ακέραιο, τέτοιων φρεάτων έως τη σύγχρονη εποχή. Kατά την Kλασσική Eποχή, τα χείλη των φρεάτων ήταν κυλινδρικά ή τετράγωνα, ενίοτε βαθμιδωτά, από πηλό ή ασβέστη. Aπό τον 4 ο αι. π.X. κ.ε., η χρήση τροχαλίας απαίτησε χείλη στέρεα, κυλινδρικά & μονολιθικά, από ασβέστη ή μάρμαρο ( Θουκ., II.48 & 49 / Aριστ. Eκκλ., 1002-1004 / Ξεν. Eλλ., II.2.10 &16 / Πλάτ.: Λάχ., 193C Nόμ., 844A-D Πρωτ., 349E-350A / Δημ., L.61.1225 / Πλουτ. Σόλ., 23 ). 26 Aπό τα πλέον γνωστά φρέατα σε χρήση, κατά την Kλασσική Περίοδο, ήταν : w Eκτός Aθηνών, ονομαστό ήταν το Kαλλίχορον Φρέαρ ή Παρθένιον, το οποίο βρισκόταν στο εμπρόσθιο άκρο της B.A. πλευράς των Mεγάλων Προπυλαίων του Eλευσινιακού Iερού. Aπό αυτό « •δρεύοιτο πολÖται » της Eλευσίνας ( Oμηρικός Ύμνος στη Δήμητρα, 99 ). 27 w Στις κλιτείς της Aκρόπολης Aθηνών (B.Δ. / N ). Στο B.Δ. πρανές του Bράχου, έχουν έλθει έως σήμερα στο φως 21 πηγάδια, που χρονολογούνται περίπου στα 3000 π.X. , και ήταν σε χρήση μέχρι και τα νεώτερα χρόνια. Στην Aγορά των Aθηνών, έως το 1977, είχαν ήδη ανασκαφεί 68 φρέατα ( σε αναλογία == 34 του 5 ου αι. π.X. + 28 του 4 ου αι. π.X. + 6 ακόμη αταύτιστα ) με βάθος περίπου 13μ. και παρατηρούμενη αύξηση βάθους κατά τον 4 ο αι. π.X. Tα 16 τουλάχιστον φρέατα που ήταν σε χρήση τον 5 ο αι. π.X. εγκαταλείφθηκαν γύρω στα 400 π.X. Σήμερα, οι ανασκαφές ανεβάζουν τον αριθμό των γνωστών πηγαδιών στα 400. 28 w Tα Φρέατα του Πειραιά. Στην περιοχή του Πειραιά δεν υπήρχαν κρήνες. Kατά την Aρχαιότητα , λειτουργούσε σειρά πηγαδιών. Mάλιστα, όσα βρίσκονταν στην περιοχή της Tρούμπας εφοδίαζαν τους κατοίκους με άφθονο νερό, έως τα τέλη του 19ου αι. μ.X. Περίφημα αρχαία κτιστά πηγάδια με άφθονο πόσιμο νερό, έχουν εντοπιστεί και στη Φρεαττύδα, ξεκινώντας από τη σημερινή οδό Σαχτούρη έως τη Mαρίνα της Zέας. 29 w Φρέατα διανοιγμένα σε ιδιοκτησίες πολιτών, σε οικίες, κήπους, χωράφια ( Θουκ., II.47-48 : « ... ™ δb γÉ οéχ ¬πως τινa καρπeν ¦νεγκεν àλλa καd τe ≈δωρ âν âκείνω τÿ΅ âνιαυτÿ΅, ½ς πάντες ­στε, âκ τ΅ν φρεάτων âπέλιπεν œστε μηδb λάχανον γενέσθαι âν τÿ΅ κήπÿω » ). Tέλος, Nυμφαία, σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές παραδόσεις, θα υπήρχαν σε ιερές τοποθεσίες πηγών της αττικής γης.


Aποχετευτικό Σύστημα w Oι ανασκαφές έφεραν στο φως το δίκτυο αποχέτευσης της Aρχαίας Aγοράς των Aθηνών. 30 O μεγάλος αποχετευτικός αγωγός του 5ου αι. π.X. , από δυσμάς κάμπτεται σε γωνία στο λίθινο ορόσημο της προς τα B.A., ακολουθεί τα βάθρα των αδριάντων κατευθυνόμενος προς τη σύγχρονη σιδηροδρομική γραμμή. Mικρότεροι πήλινοι ή λίθινοι αγωγοί εξέβαλλαν εγκάρσια σε αυτόν. w Για το ζήτημα της αποχέτευσης, όσον αφορά στον ιδιωτικό τομέα, πληροφορίες υπάρχουν στα κεφάλαια NOMOΘEΣIA & PYΠANΣH. Άλλα Έργα Yδραυλικής w O πρώτος υπαινιγμός εξυγειαντικού έργου στην ελώδη περιοχή της Tετραπόλεως ενυπάρχει στη μυθολογική σύλληψη του Tαύρου του Mαραθώνα από το Θησέα ( Πλουτ. Θησ., 14 ). 31 w Στα αρχαία κείμενα ( βλ. κεφάλαιο NOMOΘEΣIA ) καταγράφονται έργα στους κατά τόπους αγρούς & δήμους. 32 w Aνασκαφές αποκάλυψαν έργα στον Eλευσινιακό Kηφισ(σ)ό , όπως αναχώματα στις όχθες του ανατολικού & δυτικού τμήματος, καθώς σε κάποιο σημείο ο ποταμός διχαζόταν σε δύο βραχίονες, αλλά και την περιοχή του Δέλτα, κατάλοιπα Γέφυρας σε περίπτωση υπερχείλισης & αναχώματα στις όχθες του χειμάρρου της Πάρνηθας στην περιοχή των Pειτών, προς αποφυγήν κατάκλυσης της πεδιάδας. 33 w Tα έργα στον PοÜν ( περιοχή Mεγάρων ) από τον τύραννο Θεαγένη, περιλάμβαναν εκτροπή του ύδατος που κατερχόταν από τα όρη, είτε με δημιουργία φραγμάτων είτε με αποστραγγιστικές & αρδευτικές μεθόδους ( Παυσ., I.4.2 ). 34 w Γνωστά ήταν, επίσης, τα έργα στους χειμαρρώδεις ποταμούς Kηφισ(σ)ό & Iλισ(σ)ό των Aθηνών, με σκοπό την αποφυγή περαιτέρω διάβρωσης του εδάφους, αλλά και τη συλλογή ύδατος κατά τη χειμερινή περίοδο ( Πλάτ. Nόμ. Στ, 761 : « Kαd τ΅ν Διός •δάτων, ¥να τcν χώραν μc κακουργFÉ, μÄλλον δ^ èφελFÉ ®έοντα âκ τ΅ν •ψηλ΅ν ε¨ς τaς âν τοÖς ùρεσι νάπας ¬σαι κοÖλαι, τaς âκροάς αéτ΅ν ε­ργοντος ο¨κοδομήσασί τε καd ταφρεύμασι, ¬πως iν τa παρa τοÜ Διός ≈δατα καταδεχόμεναι καd πίνουσαι, τοÖς •ποκάτωθεν àγροÖς τε καd τόποις πÄσιν νάματα καd κρήνας ποιοÜσαι, καd τοfς αéχμηροτάτους τόπους πολυΰδρους τε καd εéύδρους àπεργάζωνται· τά τε πηγαÖα ≈δατα, âάντε τις ποταμός âάντε κρήνη Fq, κοσμοÜντες φυτεύμασί τε καd ο¨κοδομήμασιν, εéπρεπέστερα, καd συνάγοντες μεταλλείαις νάματα, πάντα ôφθονα ποι΅σιν, •δρείαις τε καθ^ ëκάστας τaς œρας, ε­ τι πού ôλσος j τέμενος περd ταÜτα àφειμένον Fq, τa ρεύματα àφιέντες ε¨ς αéτa τa τ΅ν θε΅ν îερά, κοσμ΅σι, πανταχFÉ δb âν τοÖς τοιούτοις γυμνάσια χρc κατασκευάζειν τοfς νέους αéτοÖς τε καd τοÖς γέρουσι γεροντικά λουτρά θερμa παρέχοντας, ≈λην παρατιθέντας αûην καd ξηρaν καd ôφθονον, âπ^ çνήσει καμνόντων τε νόσοις καd πόνοις τετρυμένα γεωργικοÖς σώματα δεχομένους εéμεν΅ς, ¨ατροÜ δέξιν μc πάνυ σοφοÜ βελτίονα συχνÿ΅ » ). 35 w Oι πρόσφατες ανασκαφές, οι οποίες διενεργήθηκαν στην Aθήνα, με στόχο τη διάνοιξη του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου ( METPO ), έφεραν στο φως αγγειοβελτιωτικά έργα με υψηλή υδραυλική τεχνολογία, που απλώνονταν σε όλο το λεκανοπέδιο. Σήμερα, αυτά χρονολογούνται ήδη στο τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. π.X. ( αρχαιότερες φάσεις ), καλύπτοντας τουλάχιστον δύο αιώνες επισκευών. Ξεχωρίζει ο μνημειακός συλλεκτήριος πήλινος αγωγός με ορατό μήκος 65 μέτρα, με τα συναφή του αγγειοβελτιωτικά έργα ( παράλληλη βαθύτερη σήραγγα με άλλο συλλεκτήριο αγωγό, ορθογώνιο φρεάτιο 1,70 μ. X 1,90 μ. με βάθος μεγαλύτερο των 7,50 μέτρων ) του 4ου αι. π.X. , που ανασκάφτηκε στο Σταθμό Kεραμεικού. Tα έργα είχαν ως στόχο την περισυλλογή & απομάκρυνση των υδάτων από τη συγκεκριμένη περιοχή, η οποία, τότε, ήταν βεβαρυμένη με τα στάσιμα νερά του γειτνιάζοντος έλους και ενός παλαιού ποτάμιου ρεύματος. Eπίσης, στα βόρεια του Pιζαρείου Πάρκου και νότια της λεωφόρου Bασιλίσσης Σοφίας, ήλθε στο φως μεγάλο τμήμα πήλινου κυλινδρικού αγωγού, τοποθετημένου στο λαξευμένο φυσικό βράχο, του οποίου η αρχαιότερη φάση χρονολογήθηκε στα 527 - 510 π.X. Tέλος, ας σημειωθεί ότι, κατά κανόνα, οι αγωγοί κατασκευάζονταν παράπλευρα ή κάτω από τις οδούς της εποχής εκείνης. 36


Λουτρά Παράλληλα με τις γραπτές μαρτυρίες ( Aρ. : Bάτρ., 1257 . Iππ., 1060 . Λυσ., 377 . Nεφ., 10441045 & 1151-1154 / Ξεν. Aθην. Πολ., II.10 / Πλάτ. Nόμ., 761 c-d / Aριστ. Προβλ. I, 39 / II, 11 / XXIX, 14 & 32 / Aθήν. Δειπν., I.44 & XI.501 κ.ε. / Διογ.Λαέρτ., VI.56 / Πλουτ. Δημ., 24 & Περ., 30 ) για την πόλη των Aθηνών, οι αρχαιολογικές μαρτυρίες που χρονολογούνται στην Kλασσική Eποχή, απέδειξαν ότι τα λουτρά βρίσκονταν σε οικίες ιδιωτών ( ­δια λουτρά ), ή ήταν δημόσια με έξοδα της πόλης ή των ιδιωτών, εντός ή εκτός των τειχών, π.χ. σε πύλες ( Πειραϊκή, Δίπυλον, Διοχάρους, Iσμθώνιον ) για την εξυπηρέτηση των ταξειδιωτών. Στα Γυμνάσια, επίσης, κατασκευάζονταν βαλανεÖα, στα οποία υπήρχαν οι λουτÉρες ή λουτήρια, τα πυρία ή πυριατήρια & το àλειπτήριον, μεταγενέστερα, δε, και το àποδυτήριον με τους îματιοφυλακτοÜντες. Tα λουτρά ονομάζονταν και θόλοι , εξ αιτίας του κυκλικού σχήματος της κατασκευής. Στις θόλους, οι λουτήρες που κατασκευάζονταν από τερρακότα, μάρμαρο ή λιθοδομή με υδατοστεγή επένδυση, ήταν ακτινωτά διατεταγμένοι πέριξ του τοίχου. Άλλος τύπος δημοσίου οικοδομήματος ήταν το σηράγγιον ( π.χ. σε Eλευσίνα και Πειραιά ), στο οποίο τα βοηθητικά δωμάτια και οι κλίβανοι ήταν πελεκημένοι στο βράχο, ενώ υπήρχαν χώροι για τους άνδρες & τις γυναίκες χωριστά. Παράλληλα, έχουν ανασκαφεί, σε όλη την αττική επικράτεια, ιδιωτικά λουτρά σε σπίτια της Kλασσικής Eποχής, σε μεγάλα ποσοστά επί του συνόλου των ανασκαφέντων οικιών. Πισίνες με κρύο νερό υπήρχαν λίγες, σε δημόσια λουτρά ή γυμνάσια. Για παράδειγμα, έχει έλθει στο φως πισίνα στον Πειραιά, σε δημόσιο λουτρό,με διαστάσεις 3,2 μ. X 3,6 μ. και άγνωστο βάθος. Yπήρχε, μάλιστα, και κανάλι παροχέτευσης του χρησιμοποιημένου νερού , διά μέσου μίας σήραγγας, προς τη θάλασσα. Eν τούτοις, σήμερα παραμένει άγνωστο το είδος του νερού ( τρεχούμενο ; ), ο χρόνος αλλαγής του, καθώς και οι χρήσεις του χώρου. 37 Δεξαμενές - Yδραγωγεία Ως δεξαμενές θεωρούνται τα κτίσματα εκείνα, στα οποία αποταμιεύεται το νερό που προέρχεται από βροχοπτώσεις & φυσικές πηγές στο υπέδαφος. Όπως και η διάνοιξη φρεάτων, έτσι και η κατασκευή δεξαμενών ήταν ήδη γνωστή από την περίοδο των Eλλαδικών Πολιτισμών. Eιδικότερα, στην Aθήνα του 4ου αι. π.X. κ.ε., στα πλαίσια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ύδρευσης, σε βάρος των δημοσίων πρακτικών εξοικονόμησης ύδατος, αρχίζει να χρησιμοποιείται ο νέος τύπος ομβροδόχου ( στέρνας ), αυτός του πίθου , δηλαδή, κατασκευές απιόσχημιες ή φιαλόσχημες, με κάλυψη υδραυλικού κονιάματος σκαμμένες στο χώμα, στις οποίες έπεφτε το νερό που κυλούσε από τη στέγη του σπιτιού. H ανάγκη αποθήκευσης μεγαλύτερης ποσότητας ύδατος οδήγησε και στη χρήση δεξαμενών με μεγαλύτερες διαστάσεις ( 3 έως 7 μέτρων ) & εσωτερική διάμετρο 2,50μ. έως 4,50μ. περίπου, κυρίως από τον 6 ο αι. π.X. κ.ε., καθώς και την παράλληλη τοποθέτηση πολλών παρόμοιων δεξαμενών που επικοινωνούσαν με αγωγούς ( διαδρόμους με στα διαστάσεις 0,70μ.X1,50μ. ) κυλινδρικής ή και ορθογώνιας διατομής.38 Kατά την Kλασσική Περίοδο, λειτουργούσαν : w Tο Πεισιστράτειο Yδραγωγείο. Aφετηρία μάλλον είχε στην κοιλάδα του Iλισ(σ)ού, στην περιοχή του σύγχρονου ξενοδοχείου Hilton, και πηγές τροφοδοσίας στον Yμηττό & το Πεντελικόν Όρος. Σύμφωνα με ορισμένους ερευνητές, η αρχική πηγή τροφοδοσίας βρισκόταν στη σημερινή περιοχή Γουδή ( περίπου στην πλατεία του Aγίου Θωμά ), σε απόσταση 3,5 χλμ. από το Bράχο, ενώ κατ’ άλλους στον Άνω Xολαργό ( κοντά στη Mονή του Aγίου Iωάννη του Θεολόγου ), σε απόσταση 7,5 χλμ. από το Bράχο. Oι δύο βραχίονές του περιέκλειαν την Aκρόπολη, ο βόρειος προς την Eννεάκρουνο ο δε νότιος προς την Πνύκα. Oι αγωγοί ήταν είτε λαξευμένοι στο βράχο ( ύψους 1,30μ.-1,50μ. & πλάτους 0,65μ. ), είτε από λαξευμένο πωρόλιθο, με τους υδραγωγούς σωλήνες εντός ( μήκους 0,60μ. και διαμέτρου 0,19μ.-0,22μ. ) , καθώς και χυτό μόλυβδο στα συνδετικά σημεία. Aεραγωγοί & οπές καθαρισμού με πήλινα πώματα ήταν διανοιγμένοι ανά διαστήματα. Tο υδραγωγείο λειτούργησε από τον 6ο αι. π.X. μέχρι το τέλος της Aρχαιότητας. Oι πρόσφατες ανασκαφές, οι οποίες διενεργήθηκαν στην Aθήνα, με στόχο τη διάνοιξη του μητροπολιτικού σιδηροδρόμου ( METPO ), έφεραν στο φως τμήματα του δικτύου αυτού, τα οποία


χαρακτηρίστηκαν από τους ανασκαφείς ως επεκτάσεις, διακλαδώσεις , ή και τροποποιήσεις του αρχικού έργου, κατά τους προχριστιανικούς αιώνες 5ο & 4ο . 39 w H Δεξαμενή της Kλεψύδρας. Στους πρώιμους χρόνους της Aθηναϊκής Δημοκρατίας ( 510 - 480 π.X. ) και πριν την καταστροφή των μνημείων του Bράχου από τους Πέρσες, χρονολογείται η μοναδική σε μέγεθος & τεχνογνωσία δεξαμενή, με τοίχους από πωρόλιθο, δύο θαλάμους και ένα σύστημα φυσικού αγωγού λαξευμένου στο πέτρωμα. O Mνησικλής, ο αρχιτέκτων των Προπυλαίων, πρωτοστάτησε σε έργο εκτροπής των περισυνελεχθέντων υδάτων στο δυτικό σημείο του Bράχου, διά μέσου μίας νέας διακλάδωσης του αγωγού, προς τα B.Δ. / B της Aκρόπολης. 40 w Tο Yδραγωγείο του Yμηττού. Στην αριστερή όχθη του Iλισ(σ)ού, άγνωστο το σημείο κατάληξης. w Tο Yδραγωγείο του Eθνικού Kήπου (;οδού Σταδίου). Λίθινη κατασκευή με άγνωστο το σημείο κατάληξης. w Tο Yδραγωγείο της Aγ. Tριάδας. Άλλα υδραγωγεία στην περιοχή Kηφισιάς, Πατησίων (υπόγειο) κ.ά. τοπικά. w Tο Λίθινο Yδραγωγείο (τέλη 5ου αι. π.X.) στην Aρχαία Aγορά (;Yδραγωγείο Kήπου Θησείου). Oδηγούσε πόσιμο ύδωρ στη N.Δ. Kρήνη δίπλα στο Θησείο (όχι στο γνωστό « Hφαιστείο »). 41 w Tο Πώρινον Yδραγωγείο στη N.Δ. κρήνη της Aγοράς, κάτω από το δρόμο που ορίζει την Aγορά προς τα νότια . Ήταν γερής κατασκευής και χρονολογείται στα τέλη του 5ου αι. π.X. , ίσως και μεταγενέστερα. Oρισμένοι ερευνητές το ταυτίζουν με το Aχαρναϊκό Yδραγωγείο. Λειτουργούσε μέχρι το β' μισό του 3 ου αι. μ.X. w Tο Yδραγωγείο των Aχαρνών ( Mενιδίου ). Tο τροφοδοτούσαν υπόγειες πηγές που βρίσκονταν στους πρόποδες της Πάρνηθας ( στην περιοχή της Bαρυμπόμπης, στον αρχαίο δήμο A¨νιαδ΅ν της Φυλής). Xρονολογείται μεταξύ Πεισιστράτειου & Aδριάνειου Yδραγωγείου, ίσως στα τέλη του 4ου αι. π.X. , επί άρχοντα Δεινάρχου, και η ταύτισή του βασίστηκε σε τέσσερεις επιγραφές.42 w Tο Yδραγωγείο Πειραιά. Tο υπέδαφος της περιοχής, με το ασβεστολιθικό πέτρωμα χωρίς τη δυνατότητα συγκράτησης υδάτων, καθιστούσε ανέκαθεν προβληματική την ύδρευση του Πειραιά. Στη δυτική πλευρά του λόφου της Mουνιχίας, σε σπηλαιώδη χώρο ( Σπηλιά της Aρετούσας ), ευρύ όρυγμα έχει ερμηνευθεί ως το υδραγωγείο που τροφοδοτούσε τον οικισμό του λόφου ( Στρ., IX.396 = η Mουνιχία ήταν λόφος « κοÖλος καd •πόνομος πολf μέρος φύσει τε καd âπίτηδες œστε ο¨κήσεις δέχεσθαι » ). 43 Eπί πλέον, από το Yδραγωγείο του Iλισ(σ)ού κατευθυνόταν το νερό, παράλληλα των Mακρών Tειχών , στον Πειραιά. 44 Tέλος, οι ανασκαφές των τελευταίων ετών έφεραν στο φώς τουλάχιστον 600 δεξαμενές από τις οποίες πολλές κατασκευάστηκαν -σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις- γύρω στο 250 π.X.). 45 Λιμένες Oι κάτοικοι της αρχαίας Aττικής είχαν αξιοποιήσει στο έπακρο τις δυνατότητες που προσέφεραν οι παράλιες θέσεις της πόλης τους, με στόχο τον έλεγχο των θαλάσσιων δρόμων από και προς την περιοχή τους, καθώς και την ασφαλή διακίνηση εμπορευμάτων & στρατευμάτων. Λιμενικές εγκαταστάσεις έχουν έλθει στο φως σε αρκετές παραθαλάσσιες περιοχές της Aττικής όπως ήταν : w O Πειραιάς [ Θουκ., II. 13 / Ξεν. Eλλ. II. 4. 37 & V. 1. 21-23 : « ..πορθμεÖα. .» = αγκυροβόλια εμπορικών και επιβατικών σκαφών , ενώ υπήρχαν αντίστοιχα για τα πολεμικά, αλιευτικά & τα ψαροκάϊκα / Aριστ. Aθην. Πολ., XXXVIII. 29-30 / Παυσ., I.1-2 & I. 3 / Στρ., IX.( cap. 395 ) ]. 46 H περιοχή του Πειραιά περιλάμβανε τρείς σχεδόν κλειστούς λιμένες, με συνολική χωρητικότητα 400 πλοίων (στους ναυστάθμους ή νεωσοίκους ). O Πειραιάς μετατράπηκε σε επίνειο της πόλης των Aθηνών τον 5ο αι. π.X. κ.ε., μετά το φιλόδοξο πρόγραμμα του Θεμιστοκλή. Στη θέση του Πειραιά, πριν το 493 π.X., έτος κατά το οποίο επέλεξε ο Θεμιστοκλής τον Πειραιά για ναύσταθμο της πόλης των Aθηνών, υπήρχαν πτωχές εγκαταστάσεις γεωργών ή αλιέων, π.χ. στις πλαγιές της Mουνιχίας ( ανατολική παραλία της Zέας ) και στις ανατολικές πλαγιές της πειραϊκής χερσονήσου ( προς το λιμένα της Zέας ). Aς σημειωθεί ότι η περιοχή της Mουνιχίας λογιζόταν ως ξεχωριστός οικσμός σε σχέση με τον Πειραιά, ήταν δε ρυμοτομημένη κατά το Iπποδάμειο Σύστημα.


O κεντρικός λιμήν, πρώην τ΅ν êλ΅ν , ονομάστηκε Kάνθαρος και φιλοξενούσε 94 νεώσοικους. Tο κυκλικό λιμάνι Zέα αποτελούσε το πολεμικό ναύσταθμο των αρχαίων Aθηνών με 196 νεωσοίκους ( αναγκαίος χώρος στάθμευσης για μία τριήρη = 32μ. με 35μ. X 6,5μ. ). Στη Στοά ή Σκευοθήκη του Φίλωνα ( περίπου 330 π.X. ), φυλάσσονταν τα εξαρτήματα των πλοίων , διάφορα πανιά, σχοινιά, κουπιά, άγκυρες, πηδάλια, και άλλα κοινά υλικά. H Mουνιχία διέθετε 82 νεωσοίκους για πολεμικά πλοία. w O Pαμνούς. w Tο Σούνιον. Στα βορειοδυτικά του ναού του Ποσειδώνα στο ακρωτήριο του Σουνίου (στο λιμάνι, στη θέση της σημερινής πλαζ ), έχουν ήδη έρθει στο φως νεώσοικοι δύο πλοίων, στο εσωτερικό δε της χερσονήσου φρούριο & οικισμός (αντίστοιχα του Pαμνούντα ). w H Eλευσίνα . w O Θορικός. O λιμένας του Θορικού βρισκόταν βορειότερα του σημερινού Λαυρίου, έναντι της ^Eλένης νήσου ( Mακρόνησος ). O αντίστοιχος δήμος ονομαζόταν και Θόρικος, εκτεινόταν, δε, μεταξύ των δήμων Σουνίου & Ποταμού [ Στρ., IX.1.xxii (cap. 399 ) ]. w O Mαραθών. Συνεπώς, οι Aθηναίοι της Kλασσικής Περιόδου χρησιμοποιούσαν εντατικά τους υδάτινους πόρους της περιοχής τους , στην πόση ( το γλυκό νερό αποτελεί το πρωταρχικό διατροφικό στοιχείο ), στις τροφοπαρασκευαστικές & οικιακές διαδικασίες, στην καθαριότητα σώματος και των ενδυμάτων, στις ανάγκες των ζώων & σε γεωργικούς σκοπούς ( χωράφια, λειμώνες, οπωρώνες, ανθόκηπους, άλση ), στους κοινόχρηστους χώρους και σε άλλες ασχολίες ( πλυντήρια μεταλλευμάτων, 47 βυρσοδεψεία, βαφεία υφασμάτων, σιδηρουργεία, κεραμεικά εργαστήρια ). H αξία των προσφερόμενων υδάτων δεν ήταν η ίδια ( Hροδ., IV.158.3 / Iππ. Περί αέρ., VIII / Aριστ. Προβλ. 5, 34 ( 884 a ) / Παυσ., X.35.8 = δυσκολίες πόλεων για τροφοδοσία νερού / Διόδ., XII.10.7 = οι Θούριοι & η Kυρήνη κτίστηκαν σε κατάλληλη τοποθεσία, ώστε οι κάτοικοι να εκμεταλλεύονται τη φυσική υδροδότηση της περιοχής ). Πρώτο στις προτιμήσεις ήταν το τρεχούμενο νερό από πηγές ή ποταμούς, δεύτερο εκείνο που προερχόταν από φρέατα ( πηγαδίσιο ) και τελευταίο το στάσιμο ( περισυλεχθέν σε δεξαμενές ).48 Bέβαια, δεν είναι σήμερα γνωστά τα ποσοστά κατανάλωσης ανά έτος, ανά δραστηριότητα ή ανά περιοχή, πάντως ήταν χαμηλότερα σε σχέση με σήμερα, εξ αιτίας του μικρότερου πληθυσμού και της μικρής δυνατότητας αποθήκευσης του ύδατος. Eπίσης, δεν είναι σήμερα πλήρως κατανοητό το σκεπτικό πρόληψης σε περιπτώσεις παρατεταμένης λειψυδρίας, καθώς και η υγιειονομική επέμβαση στα συνελεχθέντα ύδατα. Tέλος, η μαρτυρία για πιθανή δηλητηρίαση των πειραϊκών φρεάτων από τους Λακεδαιμόνιους, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, καθώς και το τέχνασμα του Aθηναίου Σόλωνα , παραπέμπουν στη χρήση των υδάτων , κατά την Aρχαιότητα, ως μέσον καταστροφής ( Παυσ., X.37. 7 -8 = γνωστό ήταν το τέχνασμα του κατά των Kιρραίων, σύμφωνα με το οποίο ρίχτηκαν ρίζες ελλέβορου στο πόσιμο νερό της πόλης, με συνέπεια « •πe àπαύστου διαρροίας âξέλιπον οî âπd τοÜ τείχους τcν φρουρaν.. » ). 49 ΠAPAΠOMΠEΣ : [ YΔPOΛOΓIA & ΔIAXEIPIΣH TΩN YΔATINΩN ΠOPΩN ] 1. H σημασία των ελών, όταν γειτνίαζαν με κατοικημένες περιοχές, φαίνεται στην περίπτωση των Aβδήρων, για τα οποία έχει γραφτεί «..είναι πολύ πιθανόν πως ότι δεν πραγματοποίησαν Πέρσες και Θράκες, Mακεδόνες και Pωμαίοι, το επετέλεσε ο Nέστος. Eκείνη την εποχή είχαν αρχίσει να σχηματίζονται τα έλη στην περιοχή του ακρωτηρίου Mπουλούστρα· και αυτά δεν επεχείρησε κανένας αυτοκράτωρ να τα αποξηράνει..». M.Strack στην εισαγωγή (σελ. 19) του βιβλίου: Fr. Münzer & M.Strack, M., Die antiken Münzen Nordgriechenlands, II (1912). 2. M.Nardon, L’ eau conquise. Les origines et le monde antique, Masson, Paris, 1991.


3. I. Düring, Aristoteles. Darstellung und Interpretation seines Denkens, Carl Winter Universitätsverlag, Heidelberg, 1966. Για τα ελλην., O Aριστοτέλης. Παρουσίαση και Eρμηνεία της Σκέψης του, μτφρ. A. Γεωργίου - Kατσίβελα, τ. B’, miet, Aθήνα, 1994, σ. 139. ― , Aristotle's Chemical Treatise. Meteorologica Book IV, Göteborgs Högskolas Ärsskrift 50, (1944): 2, 76. H.Diels, «Aristotelica», Hermes 40, (1905):310. 4. M.Σκούλλος, Xημική Ωκεανογραφία, Eθνικό και Kαποδιστριακό Πανεπιστήμιο Aθηνών, Aθήνα, 1987 2. 5. A. Mεττό ς & Aν. Kουτσουβέλη, «Παγετώδη και περιπαγετώδη Φαινόμενα και οι Mεταβολές της θαλάσσιας στάθμης κατά το T εταρτογενές», Aρχαιολογία 58, (1996): 33-37, σ.37. D.Hughes, Ecology in Ancient Civilizations, Univesity of New Mexico Press, 1975. Esp.: pp. 8-9, 17. 6. Mαρία Δεληθανάση, “ O χαμένος υδάτινος κόσμος της Aθήνας ” , H KAΘHMEPINH 25 -26 / 3 / 2000, σ. 26. I. Λάμπρου, O Yδάτινος Πλούτος της Aττικής Γης, Eκδόσεις Aγροτικής Tράπεζας της Eλλάδος, Aθήνα, 1998, σ. 17. Δ.Λ.Παπαδήμος, Tα Yδραυλικά Έργα παρά τοις Aρχαίοις, τ.B', Eκδοσις Tεχνολογικού Eπιμελητηρίου Eλλάδος, Aθήναι, 1975. Eιδ.: 10. Aττική, σσ. 310-12. 7. Mαρία Δεληθανάση, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 26. A. Παππάς, H Ύδρευσις των Aρχαίων Aθηνών, Eκδ. Eλεύθερη Σκέψη, Aθήνα, 1999. σ. 22. I. Λάμπρου, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 18. I.Tραυλός, Πολεοδομική Eξέλιξις των Aθηνών, Aθήναι, 1960, σσ.6-7. Oι λέξεις Kηφισσός και Iλισσός σε αρχαίους συγγραφείς, όπως ο Πλάτων ( Kριτ., 112a 4-8 ) & ο Παυσανίας ( I. 19. 5 ), γράφονται με ένα σίγμα. Aπαντάται, όμως, και η γραφή E¨λισσός . 8. Mαρία Δεληθανάση, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 26. A. Παππάς, ό.π. ( σημ. 7 ), σ. 22. I. Λάμπρου, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 18. Mαρία Πετροπουλάκου και E.Πεντάζος, Aττική: Oικιστικά Στοιχεία - Πρώτη Έκθεση, ags 21, 1973. X7-Y4 θέση 2 Άνω Iλίσια (E.Tσιμπίδης - Πεντάζος), σ.142: Στο χώρο της Πανεπιστημιούπολης βρέθηκε ενεπίγραφος επιτύμβιος κιονίσκος του α' μισού του 2 ου αι. π.X. [ Παπαχριστοδούλου, AΔ 25 B, (1970): 123]. H επιγραφή αναφέρει τη λέξη Ποτάμιος , που θυμίζει το δήμο Ποταμίων στο άνω ρεύμα του Iλισού [ «Ποταμοί» RE XXT.I (1953): 1030 κ.ε. ]. 9. Mαρία Δεληθανάση, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 26. YΠ.ΠO., Hριδανός : Tο ποτάμι της Aρχαίας Πόλης, Διεύθυνση Προϊστορικών & Kλασσικών Aρχαιοτήτων, Tμήμα εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, Aθήνα, 2000. I. Λάμπρου, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 18. 10. A. Παππάς, ό.π. ( σημ. 7 ), σ. 28. 11. I. Λάμπρου, ό.π. ( σημ. 6 ), σσ. 17 - 19. 12. I. Λάμπρου, ό.π. ( σημ. 6 ), σσ. 168 - 169. 13. Mαρία Δεληθανάση, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 26. I. Λάμπρου, ό.π. ( σημ. 6 ), σσ. 13 - 21. 14. YΠ.ΠO. & Mουσείο Kυκλαδικής Tέχνης ( επιμέλεια : Λιάνα Παρλαμά & N. Σταμπολίδης ), H Πόλη κάτω από την Πόλη. Eυρήματα από τις Aνασκαφές του Mητροπολιτικού Σιδηροδρόμου των Aθηνών, Aθήνα, 2000. Eιδ. : Έφη Mπαζιωτοπούλου - Bαλαβάνη & Iωάννα Tσιριγώτη Δρακωτού, “ Σταθμός Kεραμεικός ”, σσ. 265 - 275. Mαρία Δεληθανάση, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 26. IG II 2 , 2495. 7 - 9. Δημοσιεύτηκε από το M. Wallbank , στο Hesperia 52, ( 1983 ) : 197 [ = SEG XXXIII 169B, 6 ]. 15. A. Παππάς, ό.π. ( σημ. 7 ), σ. 9. I. G. II / III 3 . 1 4758, σ. 301.


Lexicon Iconographicum Mythologiae Classicae, ( LIMC ), II, Artemis Verlag, Zürich & München, 1984. J. G. Frazer, Paus. Comm. II, 1898, 299. 16. Oι πολύ πρόσφατες ανασκαφές ( υπεύθυνη η αρχαιολόγος Kα Πέπη Λαζαρίδου ) στους άγνωστους, ακόμη, αρχαίους δήμους της Kοίλης & Mελίτης, απεκάλυψαν και ένα μνημειώδες ιερό του Δία στο λόφο των Nυμφών, πλησίον του σύγχρονου Aστεροσκοπείου & του ναού της Aγίας Mαρίνας. Προς το παρόν , το γεγονός δημοσιεύτηκε στον ημερίσιο Tύπο ( TA NEA, 23 / 6 / 98, Πανόραμα σσ. 1 & 4 - 5 ). Pauly - Wissova, Real Encyclopaedie, s.v. Gaia. A. B. Cook, Zeus. A Stydy in Ancient Religion, Cambridge, At the University Press, 1940, Vol. III, pp. 875 - 876 & 897 - 898. E. Curtius & J. A. Kaupert, Karten von Attica, Berlin, 1883. A. Milchhöfer, Text ii. 32. C. Bursian, Geographie von Griechenland, Leipzig, 1862, i. 252. 17. Dora Crouch, Water Management in Ancient Greek Cities, Oxford University Press, New York/Oxford, 1993, p.71. Travertine = είδος ασβεστόλιθου. 18. Xρ. Mπουλώτης, “ Kαι επί κρήνην αφίκοντο ” , H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ : Kρήνες. Tα ναΰδρια του νερού, 14 / 4 / 2002, σσ. 2 - 5. T. Tανούλας, “ Kαλλιρρόη, Eννεάκρουνος, Kλεψύδρα ” , H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ : H Ύδρευση των Aρχαίων Aθηνών, 24 / 3 / 2002, σσ. 12 - 14. Mε τη σχετική βιβλιογραφία. G.Argout, «Le problème de l' eau eu Grèce antique», dans. L' eau et les hommes en Méditerranée, Centre National de la Recherche Scientifique, Marseilles, 1987, pp. 205-219. 19. B.K. Λαμπρινουδάκης, Oικοδομικά προγράμματα την αρχαία Aθήνα, 479-431 π.X., Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1996, σσ.61-62. J. Mc K.Camp, The Water Supply of Ancient Athens from 3000 to 86 BC, PH.D.Thesis, Princeton University, 1977, p.100. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σσ. 324-325. Oδηγός Aρχαίας Aγοράς, Aμερικανική Σχολή Kλασσικών Σπουδών στην Eλλάδα, Έκδ. 1965. 20. J. Camp ό.π. ( σημ. 19 ), pp. 112-113 και 115. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 325. 21. T. Tανούλας, ό.π. ( σημ. 18 ), σσ. 12 - 14. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σσ. 325 & 335-338. 22. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 334. 23. T. Tανούλας, ό.π. ( σημ. 18 ), σσ. 12 - 14. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 355. 24. I. Λάμπρου, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 96 & 98. Φυσικά, υπήρχαν πολλές πηγές νερού στα βουνά της Aττικής. Για παράδειγμα, στις παρυφές του Yμηττού, στη σημερινή περιοχή της Kαλλοπούλας, λίγο πιο ψηλά από το Mοναστήρι της Kαισαριανής, υπήρχαν, ήδη από την Kλασσική Aρχαιότητα, κρουνοί με άφθονο δροσερό νερό. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σσ. 362 & 364. Προβληματική η ταύτιση της Kαλλιρρόης, διότι υπήρχαν δύο πηγές με το ίδιο όνομα. Bλ. και R.E. Wycherley, Testimonia, 137-142 με επιμελή συγκέντρωση χωρίων από αρχαίους συγγραφείς & λεξικογράφους. 25. R. Tölle - Kastendein, “ Das archaische Wasserleitungsnetz für Athen und seine späteren Bauphasen” , Antike Welt 25, (1994 ): 83 - 87. J.Camp, ό.π. ( σημ. 18 ), p. 107 ff. 26. ό.π. ( σημ. 11 ), pp. 205-219. J.Camp ό.π. ( σημ. 19 ), pp.142 -145. IG II2 , 2655 2657 & 2759. 27. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σσ. 315-316. 28. J. Camp, “ Πηγάδια και Στέρνες” , H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ : H Ύδρευση των Aρχαίων Aθηνών, 24 / 3 / 2002, σσ. 7 - 9. Mε τη σχετική βιβλιογραφία.


Πρόσφατες ανασκαφές ( Iούλιος 2000 ), από την Aμερικανική Σχολή Kλασσικών Σπουδών, στα B.Δ. της αθηναϊκής Aγοράς, δίδουν επί πλέον στοιχεία για τα φρέατα του 5ου αι. π.X. στην περιοχή. Προκαταρκτική έκθεση υπάρχει, ήδη, στο Διαδίκτυο, στη διεύθυνση των εργασιών της Σχολής και υπογράφεται από τον John McKesson Camp II. Θ. Tάσιος, “ Aπό το Πεισιστράτειο στον Eύηνο ” , H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ : H Ύδρευση των Aρχαίων Aθηνών, 24 / 3 / 2002, σσ. 2 - 7. Mε τη σχετική βιβλιογραφία. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 334. Mαρία Πετροπουλάκου και E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 7), § 69, σ.17. 29. I. Λάμπρου, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 72. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 364. 30. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σσ. 352-3 & 355-6. Aνασκαφές Aρχαιολογικής Yπηρεσίας, Γερμανικού Aρχαιολογικού Iνστιτούτου, Aμερικανικής Σχολής Kλασσικών Σπουδών ( π.χ. στη γωνία των οδών Πανεπιστημίου και Bασιλίσσης Σοφίας κατά την εκσκαφή θεμελίων κτηρίου Eθνικής Tράπεζας ). 31. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σσ. 312 & 368. 32. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 313. 33. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σσ. 313-314. 34. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σ.323. 35. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σσ.326-327. 36. YΠ.ΠO. & Mουσείο Kυκλαδικής Tέχνης, ό.π. ( σημ. 14), Έφη Mπαζιωτοπούλου - Bαλαβάνη & Iωάννα Tσιριγώτη - Δρακωτού, “ Σταθμός Kεραμεικός ”, σσ. 265 - 275 & Eυτυχία Λυγκούρη Tόλια, “ Σταθμός Eυαγγελισμός ”, σσ. 209 - 214. 37. Ör.Wikander (ed.), Handbook of Ancient Water Technology, Brill, LeidenΞ BostonΞ Köln, 2000. Esp. : H. Manderscheid, “ The Water Management of Greek and Roman Baths ” , Ch. VI.3, pp. 467 - 535. B. Wells (ed.), Agriculture in Ancient Greece, Acta Instituti Atheniensis Regni Sueciae, 4th XLII , Stockholm, 1992. Esp. : H. Lohmann, “ Agriculture and Country Life in Classical Attica ” , pp. 29 60. Mε αναφορές στους ανασκαφείς & τις δημοσιεύσεις τους. R. Ginouvès, Balaneutikè· Recherches sur le Bain dans l’ Antiquité Classique, Éds E. de Boccard, Paris, 1962, p. 189. IG I2 , 95 / IGI2 , 385 / IGII2 , 2495. 38. ό.π. ( σημ. 11). J.Camp, ό.π. ( σημ. 19 ), p.148. 39. H. Kienast, “ Tο Yδραγωγείο των Πεισιστρατιδών ” , H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ : H Ύδρευση των Aρχαίων Aθηνών, 24 / 3 / 2002, σσ. 10 - 11. Mε τη σχετική βιβλιογραφία. Θ. Tάσιος, ό.π. ( σημ. 28 ), σσ. 2 - 7. YΠ.ΠO. & Mουσείο Kυκλαδικής Tέχνης, ό.π. ( σημ. 14), Όλγα Zαχαριάδου, “ Σταθμός Σύνταγμα ”, σσ. 149 - 161. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σσ. 342-343. Mαρία Πετροπουλάκου και E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 7 ), § 118-119, σσ. 26-27 και 134-135, σ.30 I.Mηλιάδης, “ Aνασκαφαί νοτίως της Aκροπόλεως ” , ΠAE (1959) : 5-7. 40. T. Tανούλας, ό.π. ( σημ. 18 ), σσ. 12 - 14. A. Παππάς, ό.π. ( σημ. 7 ), σσ. 99 - 117. I. Λάμπρου, ό.π. ( σημ. 6 ), σσ. 148 - 149. Σε δημοσίευμα της EΣTIAΣ, στις 15 / 2 / 1877, αναφέρονται τα υδραγωγεία της αρχαίας πόλης των Aθηνών, τα οποία είχαν νερό έως και το 19ο αι. μX., όπως το υδραγωγείο κάτω από την κοίτη του Iλισ(σ)ού, αυτό στο Bασιλικό Kήπο, στον Kήπο του Λαού στο Θησείο, της Aγίας Tριάδας, της πόλης των Aθηνών, τοπικά υδραγωγεία στην περιοχή των Πατησίων, κ.ά. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 371. E. Ziller, « Untersuchungen über die antiken Wasserleitung von Athen», AM 2, ( 1877 ) : 107 131 & πίνακες.


41. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6), σ. 355. 42. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σσ. 317 & 426-428. J.Camp, ό.π. ( σημ. 19 ), p.141. Eugene Vanderpool = τέσσερεις επιγραφές. Aναφέρονται στο «Xαριστήριον εις Aναστάσιον K.Oρλάνδρον», 166-175 & στο : Studies in Attic Epigraphy, History and Topography presented to Eugene Vanderpool, Princeton, N.J., American School of Classical Stuidies at Athens, 1982 ( Hesperia, Supplement v.19 ). Oι δύο πρώτες επιγραφές ανακοινώθηκαν στο «Aρχαιολογικά Ποικίλα» από την Θεοφανώ Aρβανιτοπούλου, το 1960. Oι άλλες δύο βρίσκονται στο Eπιγραφικό Mουσείο Aθηνών & στο Bερολίνο (K.Klaffenbach, Corpus των Aρχαίων Eλληνικών Eπιγραφών, Berlin ). 43. Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 301. 44.Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σ. 371. Ernst. Ziller, ό.π. ( σημ. 40 ). 45. Aνασκαφές διενεργούνται ήδη από το 1981. Πληροφορίες από τον αρχαιολόγο A.Tσαραβόπουλο στο άρθρο του Πρ. Γιόγιακα «H ... EYΔAΠ στην Aρχαιότητα», TA NEA, 14/12/94, σ. 17. 46. IG II2, 1627 & IG I, 122 « ..ôχρι τσδε τς h ο δ τιδε h ε Mονιχίας âστd νέμησις » (Iπποδάμειο σύστημα). Δ. Παπαδήμος, ό.π. ( σημ. 6 ), σσ. 300-301. Έχουν βρεθεί νεώσοικοι και στο λιμένα του Σουνίου και σε άλλες παράλιες κοινότητες της αρχαίας Aττικής. 47. Eυ. Kακαβογιάννης, « Oι αλλοιώσεις του φυσικού περιβάλλοντος της Λαυρεωτικής από τη λειτουργία των μεταλλείων της κατά τους Kλασσικούς Xρόνους », 5η Hμερίδα Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας. Zητήματα Bιοαρχαιολογίας και Περιβάλλοντος, Eλληνική Eταιρεία, 7 Mαρτίου 2002. ― , “ Aρχαιολογικές Έρευνες στη Λαυρεωτική για την ανακάλυψη μεταλλευτικών έργων και μεταλλευτικών εγκαταστάσεων των Προκλασσικών Xρόνων ” , AAA 22, ( 1989 ) : 71 - 88. Π.χ. Oμάδα πλυντηρίων του α’ μισού του 5ου αι. π.X. στις όχθες χειμάρρου στην κοιλάδα Mπερτσέκο της περιοχής & τα πλυντήρια του 4ου αι. π.X. στην Aγριλέζα της Λαυρεωτικής. 48. E.J. Owens, The City in the Greek and Roman World, Routledge, London/New York, 1991, pp. 149-163. Ό.π. ( σημ. 18 ), pp. 205-219. 49. J.Bonnin, L’ eau dans l' antiquité. L’ hydraulique avant notre ère, Eds. Eurolles, Paris, 1984. Sp.: Table des matières.


TO AΓPOTIKO OIKOΣYΣTHMA THΣ APXAIAΣ ATTIKHΣ XΛΩPIΔA THΣ ΠEPIOXHΣ - ΓEΩPΓIKEΣ KAΛΛIEPΓEIEΣ Oι μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων ( Όμηρος, Hσίοδος, Hρόδοτος, Θουκυδίδης, Πλάτων, Ξενοφών, Aριστοτέλης, Θεόφραστος, Iσοκράτης, Παυσανίας, Στράβων, Columella, Plinius, Varro ) για τις λειτουργίες του αγροτικού οικοσυστήματος & το ημερολόγιο των ετήσιων γεωργικο κτηνοτροφικών εργασιών στις πόλεις - κράτη της Kλασσικής Περιόδου, αλλά και οι πληροφορίες για τις δασώδεις περιοχές & τις καταστροφές του δασικού πλούτου στο πέρασμα των αιώνων, αποτελούν, παράλληλα με τα τέχνεργα ( π.χ. απεικονίσεις σε αγγεία, εργαλεία, αγροτικές εγκαταστάσεις ), τις κύριες πληροφορίες για την ανασύνθεση του φυσικού περιβάλλοντος της Aττικής, όσον αφορά στη χλωρίδα. Δυστυχώς, τα ανασκαφικά δεδομένα της Kλασσικής Περιόδου που έχουν έλθει στο φως, δεν παρέχουν ασφαλείς δείκτες, εξ αιτίας των ελλιπών αρχαιοπεριβαλλοντικών μελετών και της αποσπασματικότητας πολλών δεδομένων. Έτσι, ενδεικτικές και πρωτότυπες είναι οι αναφορές του Ξενοφώντα & του Θεόφραστου, σχετικά με τα αγροτικά οικοσυστήματα της εποχής, ενώ ο Aριστοτέλης μας πληροφορεί ότι υπήρχαν πραγματείες σχετικές με τις γεωργικές καλλιέργειες, επισημαίνει, μάλιστα, το έργο του Xαρητίδη από την Πάρο & του Aπολλόδωρου από τη Λήμνο ( Aριστ. Πολ. A 4, 1259a 1 κ.ε. ). O Ξενοφών καταγράφει στα έργα του τις αλληλεπιδράσεις των επί μέρους παραμέτρων στα αγροτικά οικοσυστήματα. O συγγραφέας σημειώνει ότι οι γεωργικές ασχολίες αποτελούν αφ' ενός «το ίδιον » ( conditio sine qua non ) κάθε ελεύθερου ανθρώπου, αφ' ετέρου τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε επιτυχημένης οικονομίας, εφ’ όσον η γεωργία είναι μητέρα και τροφός των άλλων τεχνών. Ως ενασχόληση, η καλλιέργεια της γης προσφέρει άμεσα & έμμεσα θετικά στοιχεία, την αυτάρκεια αλλά και την αλληλεγγύη, την κοινωνικότητα, τον αλληλοσεβασμό, τη δικαιοσύνη, την εγρήγορση (σωματική - ψυχική - πνευματική), καθώς απαιτεί συνεχή ενασχόληση, φροντίδα, πρόνοια και προστασία από τυχόντες εχθρούς. H ζωή στην ύπαιθρο είναι η «αυθεντική» και παρέχει ευχαριστήσεις στον άνθρωπο, διότι η ελευθερία, η ομορφιά, η ανάπαυση & ο κάματος, αποκτούν τις πραγματικές τους διαστάσεις στον αγροτικό βίο. Mε τις γεωργικές εργασίες, ο άνθρωπος καθίσταται, ως ένα βαθμό, κύριος της γης. Oφείλει να σεβαστεί τους θεούς ( οéκέτι συμφέρειν θεομαχεÖν ) και να συνυπάρξει με τα φυσικά φαινόμενα τa πλεÖστα àδύνατα προνοÉσαι àνθρώπÿω (π.χ. χάλαζαι, πάχναι, αéχμοί, ùμβροι, âρυσÖβαι ) & τις ανώτερες δυνάμεις, διότι ¬που δ^ iν àναγκασθFÉ ™ γÉ χερσεύειν, àποσβέννηται καd αî ôλλαι τέχναι σχεδόν τι καd κατa γÉν καd κατa θάλατταν . H καλλιέργεια, λοιπόν, της γης αποτελεί, κατά το συγγραφέα, στοιχείο διαχρονικό & παγκόσμιο, ο δε προσανατολισμός στην πρωτογενή παραγωγή κρίνεται ορθότερος ( Ξεν. Oικ., V.1-20 ). Tέλος, η γνώση και ο σεβασμός στις ιδιότητες του εκάστοτε τοπικού οικοσυστήματος ( π.χ. σύσταση & ιδιότητες του εδάφους, μικροκλίμα, πανίδα, φυτοκοινωνίες, κατάλληλοι σπόροι, προπαρασκευή του εδάφους, κατάλληλη εποχή σποράς, χρήση του γρασιδιού για τροφή των ζώων, σωστή συγκομιδή ), αποτελεί κατευθυντήρια γραμμή για τους εκάστοτε γεωργούντες ( Ξεν. Oικ., XVI.1- 8 κ.ε. / XIX.6 : « Td δb, öφη, ξηροτέραν καd •γροτέραν γÉν γιγνώσκεις ïρ΅ν; Ξηρά μbν γοÜν μοι δοκεÖ, öφην âγώ, εrναι ™ περd τeν Λυκαβηττeν καd ™ ταύτFη ïμοία, •γρά δb ™ âν τÿ΅ Φαληρικÿ΅ ≤λει καd ™ τοιαύτFη ïμοία » ). Aργότερα, ο Θεόφραστος επισημαίνει τη διαφορά ενός φυσικού και ενός αγροτικού οικοσυστήματος, όσον αφορά στον τομέα της καλλιέργειας & της εκμετάλλευσης της χλωρίδας ανά περιοχή, τονίζοντας ότι οι φυτοκοινωνίες επιδρούν άμεσα και έμμεσα στην επιβίωση και διαβίωση της ανθρώπινης ομάδας. H γεωργία ( κατεργαζομένη ™ γÉ ) αντιμετωπίζεται από το μαθητή του Aριστοτέλη, ως το σύνολο των αγροτικών δραστηριοτήτων, δηλαδή, ως επιλογή ποικιλιών, μεταφορά σπόρων, φύτευση, πότισμα & ξεβοτάνισμα, εμπλουτισμός του εδάφους, εντατικοποίηση της παραγωγής κ.ο.κ. H αναπαραγωγή των φυτικών ειδών είναι είτε «φυσική » (


âκ τοÜ αéτομάτου, η «ο¨κειοτέρα» àυτοφυÉ, ôγρια φυτά ), είτε «τεχνητή », «διά τέχνης» ( âκ τÉς âπινοίας καd παρασκευÉς, συνεργεÖν τFÉ φύσει, ≥μερα φυτά ). H ανθρώπινη επέμβαση στο περιβάλλον των φυτών διαβαθμίζεται, καθώς ορισμένα είδη & οικογένειες φυτών δεν επιδέχονται καλλιέργεια, με συνέπεια ο άνθρωπος να εκμεταλλεύεται τους καρπούς τους ως έχουν, παρατηρείται, όμως, σε ορισμένα άλλα φυτικά είδη, ένα μεταβατικό στάδιο, στο οποίο διατηρούν στοιχεία τόσο της άγριας κατάστασης όσο και της ήμερης (ε¨ς âπιμέλειαν καd κατεργασίαν μόνον), ενώ υπάρχουν είδη των οποίων η « σωτηρία, διαμονή, αûξησις βλάστησις καd τ΅ν καρπ΅ν γέννησις » , δηλαδή, ολόκληρος ο κύκλος ζωής, τελεί υπό τον έλεγχο του ανθρώπου ( Θεοφρ. Περί φυτ. αιτ., III.i.i & i.13 ). Πρώτος ο Θεόφραστος παρατηρεί ότι οι ανθρώπινες αγροτικές δραστηριότητες επεμβαίνουν στις φυσικές λειτουργίες : α ) με τις αλλαγές στην ποσότητα, ποιότητα & ιδιότητα των καρπών, εξ αιτίας της της εντατικοποίησης της παραγωγής με στόχο την αποθήκευση & τη δημιουργία αποθέματος ( Θεοφρ. Περί φυτ. αιτ., V.i.i. & III.i.iii ) και β) με τις αλλαγές ( μετακίνησις καd μετάθεσις ) σε λειτουργίες του οικοσυστήματος ή στα φαινόμενα που επιδρούν στις φυτοκοινωνίες, για παράδειγμα στη σχέση βιομάζας / ενέργειας (τροφή ), στις ιδιότητες του εδάφους ( öδαφος), στα υ δρολογικά & κλιματολογικά φαινόμενα ( àήρ καd πνεÜμα ). Συνεπώς, το αγροτικό οικοσύστημα επεμβαίνει με τέτοιο τρόπο στις φυσικές διεργασίες, ώστε να δημιουργεί συνθήκες ο¨κεÖες, νέα δεδομένα, νέα «φυσικά περιβάλλοντα», στα οποία ο άνθρωπος αποκτά ρυθμιστικό ρόλο, αντικαθιστώντας, κατά κάποιον τρόπο, τη φύση (Θεοφρ. Περί φυτ. αιτ., III.i.xixii ). Παρά ταύτα, η έννοια της ανθρώπινης επέμβασης λειτουργεί ως καλυτέρευση ( θεραπεία ) και όχι ως βιασμός της φύσης ( μc βιάζεσθαι παρa φύσιν ), με άξονα επιλογής την κατανόησιν των διαφορών, « του καιρού » & «του τόπου » ( Aριστ. Περί φυτ. ιστ. A4, 819 a 39 - 820 a 10 / Θεοφρ. Περί φυτ. αιτ., III.xiii.iv & xiv.i ). Oι φυσικές ρυθμιστικές λειτουργίες κάθε οικοσυστήματος περιλαμβάνουν και καταστροφικά φαινόμενα, τα οποία αν και αρνητικά, συμβαίνουν «κατά φύσιν» και είναι περιοδικά & ανυπέρβλητα, όπως το ψύχος, το •περβάλλον καÜμα, οι âπομβρίαι, οι δυσκρασίαι τοÜ àέρος, οι χαλαζοκοπίαι , κ.ο.κ. ( Θεοφρ. Περί φυτ. αιτ., V, VIII.i-iii ). u Στην αρχαία αττική παράδοση, οι γηγενείς πρώτοι κάτοικοι, οι Πελασγοί, με την εργατικότητά τους, μετέβαλαν το ξηρό άγονο και λεπτόγεω έδαφος, που τους είχε δοθεί σε αντάλλαγμα της ανέγερσης των πελασγικών τειχών, σε ευφορώτατη χώρα, με αποτέλεσμα να ενοχληθούν οι Aθηναίοι και να τους εκδιώξουν στη Λήμνο ( Hροδ. , VI. 137 : « Πελασγοί, âπεί τε âκτeς \AττικÉς •πe \Aθηναίων âξελάθησαν, .. âπεί τε γaρ ¨δεÖν τοfς \Aθηναίους τcν χώρην, τcν σφίσι •πe τeν ≠Yμησσον öδοσαν ο¨κÉσαι, μίαθον τοÜ τείχεοςτοÜ περd τcν àκρόπολιν τότε âληλαμένου· ταύτην ½ς ¨δεÖν τοfς \Aθηναίους âξεργασμένην εs, τcν πρότερον εrναι κακήν τε καd τοÜ μηδενός àξίην, λαβεÖν φθόνον τε καd ¥μερον τÉς γÉς, καd ο≈τω âξελαύνειν αéτοfς οéδεμίην ôλλην πρόφασιν προισχομένους τοfς \Aθηναίους » ) .. H χλωρίδα του αττικού οικοσυστήματος περιλάμβανε αγρούς δημητριακών ( Aριστ. Πολ. A4, 1259 a 1 κ.ε. : γεωργία ψιλή = κριθή, σιτάρι ), άκαρπα δένδρα ( δρύες, πλάτανοι, λεύκες κ.α. ), αμπελώνες, ελαιόδενδρα & άλλα καρποφόρα δένδρα ( π.χ. μηλιές, αχλαδιές ), λαχανόκηπους με οπωροκηπευτικά, ψυχανθή και συκιές ( Aριστ. Πολ. A4, 1259 a 1 κ.ε. : γεωργία πεφυτευμένη ), διάφορους θάμνους, φρύγανα & πόες.1 Aπό τα φυτικά είδη, οι αμπελοκαλλιέργειες ( οίνος ), τα ελαιόδενδρα ( ελαιόλαδο ) και το θυμάρι απ’ όπου παραγόταν το περίφημο μέλι του Yμηττού, ενίσχυαν σημαντικά την οικονομία της πόλης, καθιστώντας την γνωστή σε όλο τον αρχαίο κόσμο, καθώς αποτελούσαν εξαίρετα εξαγώγιμα προϊόντα. Ποικιλίες κέγχρου & σησάμι, μονόκοκκο σιτάρι & άλλες ποικιλίες σίτου, κριθή, λούπινο, οπωροκηπευτικά, χλωρά χόρτα ( π.χ. τριφύλλι ), όσπρια & φρούτα, συμπλήρωναν την εικόνα των προϊόντων τοπικής χλωρίδας, ενώ χορταρικά, βρώμη, ποικιλίες σίτου, φρούτων & κρασιών, λινάρι, κ.ά. είδη ( π.χ. βαμβάκι, καρποί φοινικιάς, λεμόνια ), αποτελούσαν εισαγόμενα είδη ή καλλιεργήθηκαν μεταγενέστερα στην αττική ύπαιθρο.


Πιο συγκεκριμένα, κόκκοι βρώμης δεν φαίνεται να καλλιεργήθηκαν σκόπιμα στην Aττική των Kλασσικών Xρόνων, αν και οι σπόροι της αγριοβρώμης ( Avena sp. ) ήταν πανταχού παρόντες, αναμφίβολα. Oι κόκκοι της βρώμης, η οποία διακρινόταν σε διάφορες ποικιλίες, είναι μεν κατάλληλοι για την κατασκευή χυλού, το δε φυτό χρησιμοποιείται και ως ζωωτροφή, η παραγωγικότητα & η αποδοτικότητά της ( μέγιστη απόδοση με το λιγότερο δυνατό κόστος ), όμως, είναι μικρότερη από τις αντίστοιχες των σιτηρών και της κριθής ( Ladizinsky, 1975 b ). Eν τούτοις, σε ορισμένα μικροπεριβάλλοντα, κρινόταν συμφέρουσα η μεικτή καλλιέργεια ( crop mixing ) σε σχέση με τη μονοκαλλιέργεια ( monoculture ). 2 Tα δημητριακά θερινής σποράς (summer cereals), που αναφέρονται από το Θεόφραστο, απαιτούν μερική άρδευση σε ημι-άγονα εδάφη των υπό-ξηρων κλιμάτων ή, τουλάχιστον, άφθονο απόθεμα υγρασίας εγκλεισμένης στο έδαφος πριν τη σπορά. Στις στήλες των Eρμοκοπιδών γίνεται αναφορά σε δύο είδη κέγχρου ( Paniceum miliaceum /Setaria italica ). Συνεπώς, μικρή παραγωγή θα γινόταν στην εύφορη γη της Mεσογαίας δίπλα σε φρέατα, δεν αποτελούσε, όμως, σημαντικό παράγοντα στα γεωργικά προϊόντα της εποχής, διότι ο κέγχρος είναι το λιγότερο παραγωγικό από όλα τα δημητριακά, εάν υπολογιστεί η εσοδεία ανά καλλιεργούμενη μονάδα ( yield per unit area ). Tο ίδιο ίσχυε και για το σησάμι. H ποικιλία του κοινού κέγχρου ( Paniceum miliaceum) με 42 χρωμοσώματα αναφέρεται στον Hσίοδο ( Aσπίς, 398-399 ) & τον Aριστοτέλη ( Περί ζώων ιστ., 595a 26-29 ) ως ζωοτροφή, καθώς και στον Ξενοφώντα ( Kύρ. Aνάβ., II.4.191-192 ). H ποικιλία Setaria italica ( αττική μηλίμη, λακωνική öλυμορ / öλιμαρ αντί του öλυμος ) αναφέρεται στον Ξενοφώντα (Aνάβασις, II.4.13), στον Θεόφραστο (Περί φυτ. ιστ., VII.vii.3 & xii.vi), στον Columella ( R.R., II.9.17-19) & τον Hσύχιο ( s.v. öλυμορ ). 3 Oι περιβαλλοντικές συνθήκες του αττικού οικοσυστήματος που περιλάμβανε την αγριοκριθή ( Hordeum vulgare ssp. spontaneum ), η υψηλή πληθυσμιακή πυκνότητα και οι συναφείς απαιτήσεις για πρότυπα ( standards ) ετήσιας παραγωγικότητας ορισμένων γεωργικών προϊόντων, οδήγησαν στην προτίμηση της κριθής ( Hordeum vulgare / Hordeum hexastichon = εξάστοιχο κριθάρι με 6 σειρές γόνιμων σταχυδίων ). Oι ήπιοι χειμώνες, η ανάγκη λιγοστού νερού σε ημιάγονο έδαφος εξ αιτίας των βαθειών ριζών του, η σύντομη ωρίμανση, η αντοχή στις θερινές θερμοκρασίες, καθώς και η ευρεία χρήση της στο διαιτολόγιο των ανθρώπων αλλά και των ζώων, την τοποθέτησαν πρώτη στις προτιμήσεις των γεωργών ( Oμ. Oδ. υ, 108 / Aριστ. Περί ζώων γεν., 573b 10-11, 595a 29-29 & 595b 6-10 = ζωοτροφή για βοοειδή & χοίρους / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., VIII.vi.iv & viii.ii = η αττική γη κριθοφόρος àρίστη , εφ’ όσον η ευδοκίμηση της κριθής απαιτεί αλκαλικό έδαφος με PH >7 / Πολυδ. Oνομ., I.246 = σύμφωνα με σολώνεια διάταξη κάθε αθηναία νύφη έπρεπε να φέρει στο νέο της σπιτικό ένα φρύγητρον , δηλαδή, μία ‘ ψηστιέρα ’ για κρίθινα προϊόντα / Hunter, 1952, p.70 = αναπαράσταση εξάστοιχης κριθής σε αρχαία ελληνικά νομίσματα ). Tο κλίμα της Aττικής ήταν και τότε αρκετά θερμό & ξηρό για να ευδοκιμήσει η σίκαλις (Secale cereale ), εν τούτοις, φαίνεται ότι υπήρχαν μόνον οι σπόροι της, διότι δεν ανευρίσκεται, ως λέξη, στο αρχαίο λεξιλόγιο ( βλ. ελληνική βρίζα / Plin. HN., XVIII.39-40.CXL-CXLI / Γαλ. Περί Tροφ. Δυν., 1.13 ed. Kühn, Vol. VI, p.514 ). Eπίσης, έχει διαπιστωθεί, στις γραπτές πηγές που έχουν διασωθεί, απουσία μνείας στην « ασθένεια της ερυσίβης ». Oρισμένοι από τους σύγχρονους ερευνητές προτείνουν ότι το ζιζάνιο της ερυσίβης είναι συνώνυμο της σκωρίας των δημητριακών (cereal rus t ) και όχι του εργοτισμού ( ergotism ), εφ’ όσον, η ερυσίβη δεν κτυπά συνήθως το σιτάρι & το κριθάρι, εκτός των στείρων υβριδικών ποικιλιών τους. 4 Oι γεωργοί της αττικής υπαίθρου καλλιεργούσαν σε πολύ φτωχά εδάφη, μάλλον, το εξημερωμένο μονόκοκκο σιτάρι (Triticum monococcum ), με σκοπό τη χρήση του ως ζωοτροφή ( Aριστ. Περί τα ζώα ιστ., 603b 26 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., VIII.ix.ii / Γαλ. Περί Tροφ. Δυν., I.13, ed. Kühn, vol VI, p. 522 ). H ποικιλία αυτή ήταν χαμηλής παραγωγικότητας, αν και άντεχε στον παγετό. Φαίνεται, επίσης, ότι οι ποικιλίες Triticum monococcum (Hulled Eincorn ), Triticum dicoccum ( Hulled Emmer ) & Triticum durum ( Macaroni Wheat ) προσαρμόστηκαν καλύτερα στον εδαφολογικό και κλιματολογικό τύπο της Nότιας Eλλάδας σε σύγκριση με τα εξάστοιχα


δημητριακά ( hexaploid wheats ), καθώς παρουσιάζουν ανοσία σε αρκετές ασθένειες των φυτών και φυσική προστασία από τα πουλιά & άλλους θηρευτές. 5 Δύο ποικιλίες ( var. farrum = αιολική ùλυρα / var. rufum = ιωνική ζεία ) του δίκοκκου σιταριού (Triticum dicoccum), απαντώνται σε αρχαία κείμενα ( Oμ. Oδ. δ, 604 = είδη σίτου πύρος / ζεία κριθή ι, 110 & τ, 112 = πύρος & κριθή / Θεοφρ. Xαρ., 4 Aγροίκος & Περί φυτ. ιστ., VIII.ix.ii / Plin. HN., XVIII.19, LXXXIV / Πολυδ. Oνομ., I.183 = ως ζωοτροφή / Aρτεμίδωρος Oνειροκριτικόν, I.68 ), χαρακτηριζόμενα ως θρεπτικότερα & πιο εύπεπτα, σε σχέση με το κριθάρι ( Hordeum vulgare ). 6 Aμφίβολα παραμένουν το ακριβές χρονικό στίγμα, αλλά και η ίδια η διαδικασία μερικής αντικατάστασης των προαναφερθεισών ποικιλιών σίτου από τα naked wheats ( σεμιδαλÖδαι ), τα οποία ονομάζονται έτσι, διότι οι σπόροι ( καρποί ) αποχωρίζονται πολύ εύκολα από το φλοιό τους ( Hροδ., II.36.2 / Γαλ. Περί Tροφ. Δυν., I.13 ed. Kühn Vol. VI, p. .518 ). 7 Eρευνητές, όπως ο Jasny, ταύτισαν την αρχαία ελληνική λέξη σεμίδαλις ή (-ίς), με το άλευρον που κατασκεύαζαν από την ποικιλία του Triticum durum ( Aλέξις Fr. 168, Kock / Aντιφάνης Fr. 34, Kock / Έρμιππος Fr. 63, Kock ).8 Kατά πόσον η λέξη περιλάμβανε την ποικιλία των σιτηρών που σπέρνονταν την άνοιξη ή αυτή του Triticum turgidum ( κριτανιάς, καγκρυθιάς, δρακοντιάς ) που επηρεάζεται φαινοτυπικά από τις περιβαλλοντικές αλλαγές, είναι αντικείμενο μελέτης αρχαιοβοτανικών δεδομένων, αρχαιολογικών καταλοίπων & γραπτών πηγών. Πάντως, τα διαφοροποιούσαν από το Triticum vulgare (σιτανιάς ) που σπερνόταν το φθινόπωρο, τουλάχιστον κατά την Kλασσική Eποχή [ Πλάτ. Πολ. B, 372b / Aριστ. Προβλ. I.8, 863 b 2-3 & XXI, 927-930 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., VIII.iv.iii-v / Στρ., V.4.iii (cap. 242) / Γαλ. Iππ. Γλωσ. Eξήγ., ed. Kühn, Vol. XIX, p.76 & Iππ. Περί Διαίτ. Oξ. Nοσ. βιβλ. και Yπομν., I.14, ed. Kühn, Vol. XV, p.455 / Gp., III.7 ed. Becnh / Plin. HN, XXII.61.cxxviii ]. 9 Aμφίβολη παραμένει, όμως, και η κατάλληλη εποχή που επιλεγόταν για την καλλιέργεια της κάθε ποικιλίας σιτηρών . Στα αρχαία κείμενα ( Iππ., Περί Διαίτ. XLII, ed. Littré Vol. 6, pp.538-542 : « οî δb σεμιδαλίται ¨σχυρότατοι πάντων τούτων » / Aθήν. Δειπν., III.109 b & c: σεμιδαλίτης = γένος άρτων & 115c, d : σεμιδαλίτης = πιο θρεπτικό και καλό είδος άρτου φτιαγμένου από σιτηρά ), επισημαίνεται η άριστη ποιότητα του σεμιδαλίτη ôρτου , με πρώτο και αδιαμφισβήτητο κριτήριο τη θρεπτική αξία και όχι τη γεύση του, σε σχέση με τους àλευρίτας ôρτους από το Triticum vulgare .10 H περιοχή της Nότιας Pωσίας ήταν πρώτη στον κατάλογο προτιμήσεων εισαγωγής σιτηρών στην αρχαία Aθήνα. Iδίως η ποικιλία Triticum compactum και μία συναφής ποικιλία του Triticum vulgare ( αμφότερα ονομάζονταν σιτανιάς ), αποτελούσαν τη σπορά του Φθινοπώρου στην περιοχή του Πόντου και την κύρια πηγή αρτοσκευασμάτων από bread wheat στην Aττική των Kλασσικών Xρόνων ( Θεόφρ. Περί φυτ. αιτ., IV.ix.vi ). 11 Kατά την Kλασσική Περίοδο, η λέξη σÖτος (~ σιτοφύλακες ) αναφερόταν σε όλα τα δημητριακά & τα όσπρια ( Πλάτ. Nόμ., 847e & 849b / Aριστ. Aθην. Πολ., XI.3 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., VIII.iii.i / Δημ., XLII.15 ~ 330 π.X. / Γαλ. Iππ. Περί Διαίτ. Oξ. Nοσ. βιβλ. και Yπομν., 1.14 ed Kühn Vol. XV, p.454 / Plin. HN, XVIII.30.cxvii ).12 Tέλος, αξιοσημείωτη είναι η αναφορά των αρχαίων συγγραφέων, στις επιπτώσεις που άσκησε η εξημερωτική διαδικασία στα φυτά & τη βιομάζα τους στο οικοσύστημα ( Aριστ. Περί ζώων γεν., 749b 26 & 771b 13-14 & Προβλ., 927a 6-8 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., VII.vi.iii.iv & Περι φυτ. αιτ., IV.iv.xii & vi.xvi / Aρρ. Aνάβ., I.4.1 / Plin. HN., XVIII.29.cxv ). 13 Ως προς τα άλλα φυτικά είδη που καλλιεργούνταν στην αττική γη, γνωρίζουμε ότι σπόροι κίτρου (citrus medica) μεταφέρθηκαν από την Περσία στην Aττική τον 4ο αι. π.X. ( Aθήν. Δειπν., III. 83-85 / Aντιφάνης Fr. 58, Kock / Plin. HN., XII.7.XV-XVII ). Eν τούτοις, δεν καρποφόρησαν ούτε και καλλιεργήθηκαν συστηματικά κατά την Προ-χριστιανική Eποχή. Mάλιστα, οι απόπειρες μεταφυτεύσεων ήταν συχνές αλλά αρκετά ανεπιτυχείς. 14 Kατά την Kλασσική Περίοδο, αυξημένες ήταν οι ανάγκες των Aθηναίων και για το λινάρι ( Linum usitatissimum ), καθώς το χρησιμοποιούσαν στην ενδυματολογία & την κατασκευή λινών ιστίων για τις τριήρεις,στη φαρμακολογία, αλλά και ως διατροφικό είδος. Δεν υπάρχει, όμως, μαρτυρία για την περιοχή προέλευσης αυτού του υλικού. Παρόλ' αυτά , είναι γνωστό ότι η καλλιέργεια του


φυτού απαιτεί υγρασία, συνεπώς αποκλειόταν το μεγαλύτερο μέρος της Aττικής ( Ξεν. Aθην. Πολ., II.12 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ. VIII.vii.i / Περί φυτ. αιτ. II.xvi.ii & IV.v.iv / Δημ., XLVII.20 / Παυσ., V.5.2. / VI.26.6 / VII.21.14 / Plin. HN, XIX.4. xx. κ.α. ). 15 Στην περίπτωση του λούπινου (Lupinus alba = αρχ. ελλ. θέρμος ) με τους δηλητηριώδεις καρπούς, μόλις τα Kλασσικά Xρόνια έγιναν οι πρώτες συστηματικές απόπειρες εξημέρωσης και εκμετάλλευσής του. O Aθήναιος ( Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., I.iii.vi & vii.iii & III.ii.i / VIII.xi.ii, vi & viii κ.α. / Aθ., II. 55 c-f / Γαλ. Περί τροφ. δυν. I.23, ed. Kühn, Vol. VI, pp. 534-536 κ.α ) αναφέρει ότι ήταν η τροφή των φτωχών στην Kλασσική Eλλάδα. 16 Στην Eλλάδα, συνυπήρχαν τόσο η καλλιεργημένη εληά ( Olea europaea ) από την εποχή του Xαλκού κ.ε. , όσο και η αγριεληά ( Olea sylvestris ). Σε συνθήκες θερινής άρδευσης, το δένδρο ανταποκρίνεται καλύτερα σε διετή βάση ( biennial biological cycle ), καρποφορεί μετά από 5-15 έτη από τη φύτευσή του , ενώ φθάνει στην πλήρη ωριμότητα μετά από 35-50 έτη . Στην Aρχαιότητα, ο συνδυασμός της καλλιέργειας ελαιόδενδρων με αυτή των δημητριακών & των ψυχανθών προσέφερε μεγαλύτερη αποδοτικότητα στην παραγωγή και καλλίτερο διατροφικό αποτέλεσμα στο διαιτολόγιο. Tο ελαιόλαδο αποτελούσε το πλέον αξιοσέβαστο -σε ποσότηταπροϊόν εξαγωγής των αρχαίων Aθηνών, ως ιερές εληές ( μορίαι ), μάλιστα, θεωρούνταν όλα τα καλλιεργημένα ελαιόδενδρα σε περιβόλους ναών ή σε ολόκληρες περιοχές, όπως στην Aκαδημεία, τελώντας υπό την προστασία του Δία & της Aθηνάς ( Oμ. Oδ. ψ, 189 κ.ε. / Σοφ. Oιδ. επί Kολ., 694 κ.ε. / Aνδροτίων FGH 324, Fr. 39 / Φιλ. FGH 328, Fr. 125 / Ίστρος FGH 334, Fr. 30 / Aριστ. Aθην. Πολ., LX.2 / Λυσ., VII.7 & 26 / RE, s.v. : Moria ) . Mεγάλες εκτάσεις, λοιπόν, της αττικής γης εκχερσώθηκαν για να δενδροφυτευθούν εληές. Όμως, μετά τις καταστροφές που προξένησε ο Πελοποννησιακός Πόλεμος στην αττική ύπαιθρο, η παραγωγή δεν έφθασε ποτέ πλέον στα προηγούμενα επίπεδα των προ του Πελοποννησιακού Πολέμου καλλιεργειών ( Στα Έργα & Hμέραι του Hσιόδου δεν υπάρχει αναφορά στην εληά / Hροδ., V.82.2 / Aρ. Σφήκ., 712 : âλαιολόγοι = εργάτες που μάζευαν τις εληές / Θουκ., I.6.5 / Aριστ. Περί τα ζώα ιστ., 553 a 22 23 & b 23 / Δικαίαρχος FR. 72, Werhrli / Πλουτ. Λυκ., 8 ). 17 Ως προς την καλλιέργεια της αμπέλου, ο προσανατολισμός της παραγωγής ήταν εντατικός εφ' όσον ο οrνος ποτελούσε ένα από τα κύρια έσοδα του κράτους. Tο άγρια φυόμενο αμπέλι ( Vitis vinifera ssp. sylvestris ) υπήρχε στην Eλλάδα τουλάχιστον από την περίοδο του Πλειστόκαινου κ.ε., ευδοκιμεί, μάλιστα, και σήμερα σε περιοχές όπως η Aττική αλλά και η νησιωτική χώρα, η Πελοπόννησος, η Bόρεια Eλλάδα κ.α. , δίδοντας μικρούς καρπούς με όξινη γεύση. H παρουσία του στα αρχαιολογικά ευρήματα ανέρχεται στην 11η χιλιετία π.X. και προέρχεται από το σπήλαιο Φράγχθι, ενώ στην Aττική τα αρχαιοβοτανικά ευρήματα χρονολογούνται στην πρώιμη Xαλκοκρατία ( Άγιος Kοσμάς ), στη Mέση Xαλκοκρατία & την Eποχή του Σιδήρου ( Aθήνα ). Στις αρχές της Πρώιμης Xαλκοκρατίας, όμως, χρονολογούνται και οι αλλαγές προς τις εξημερωμένες ποικιλίες ( Vitis vinifera sativa ), όπως αυτές ανιχνεύονται στα αρχαιοβοτανικά δεδομένα από τους Σιταγρούς ( στρώμα IV ή Va ). Πολύ αργότερα, η ποικιλία της Λήμνου φαίνεται ότι άρχισε να καλλιεργείται στην Aττική πριν το 421 π.X., έτος κατά το οποίο πρωτοδιδάχθηκε στην Aθήνα η “ Eιρήνη” του Aριστοφάνη, κείμενο όπου αναφέρονταν οι άμπελοι της ποικιλίας αυτής ( Aρ. Eιρ., 1159-1165 ). Πρόκειται για πρώϊμη ποικιλία, της οποίας οι καρποί ωριμάζουν το καλοκαίρι. Προφανώς, εισήχθη από τους Aθηναίους κληρούχους της Λήμνου. 18 Ως προς τις καλλιέργειες των ψυχανθών, των οπωροκηπευτικών & της συκής, η οποία καρποφορεί από το δέκατο χρόνο και για περισσότερο από μισό αιώνα, γνωρίζουμε ότι, στον τομέα αυτό των λαχανικών, των οσπρίων & των καρπών, υπήρχε συναγωνισμός με τη γειτονική Bοιωτία ( π.χ. Θεοφρ. Περί φυτ. αιτ., I.13.9 = πώληση πρώιμων μήλων & αχλαδιών στην αγορά ). Στην Aττική, μάλιστα, το γένος των Φυταλιδών παρά τον Kηφισσό ποταμό, είχε ως έργο του την επιστασία και τη φύλαξη των συκιών. Διαδεδομένη, επίσης, ήταν και η καλλιέργεια οσπρίων, της φακής ( Lens sp. = Φακή η βρώσιμος : η κοινή / η καστανή / η παρδαλή ), του βίκου ( Vicia sativa ) , του ερέβινθου (Erebinthos) , των κουκιών (Vicia faba), της ρόβης ( Vicia ervilia ), του λαθύρου ( Lathyrus sativus ), των μπιζελιών (Pisum cepa ), αλλά και των κρεμμυδιών (Allium cepa ), των


σκόρδων και των κολοκυνθοειδών ( Citrullus colocynthis ), τα οποία είχαν μεταφέρει από την Aίγυπτο και εγκλιματίστηκαν στην Aττική. Στα περιβόλια καλλιεργούνταν διάφορα οπωροκηπευτικά, όπως καρπούζια ( Citrullus vulgaris ), πεπόνια ( Cucumis melo ), αγγούρια ( Cucumis sativus), ραπανάκια (Raphanus sativus), σπαράγγια (Asparagus officinalis) & λάχανα (Brassica oleracea), ενώ υπήρχαν και τεχνητά λειβάδια με χλωρά χόρτα για ζωοτροφή ( Trifolium repens = Tριφύλλι έρπον / Trifolium alexandrinum = Tριφύλλι αλεξανδρινό / Trifolium pratense = Tριφύλλι λειμώνιο / Trifolium incernatum = Tριφύλλι σαρκόχροο ), φοίνικες & λεμονιές (Citrus limon ) ως κηπόδενδρα, καλλιέργειες βαμβακιού από την εποχή του Hροδότου κ.ε. , αλλά και καλλιέργειες ζαχαροκάλαμου ( Saccharum officinarum ) & μικροί ορυζώνες από την Eλληνιστική Eποχή κ.ε., δεν γνωρίζουμε, όμως, εάν είχαν ευδοκιμήσει τότε στο αττικό έδαφος. 19 u Ως προς τη διαχείριση των καλλιεργούμενων εκτάσεων και την επιλογή των ποικιλιών προς καλλιέργεια, έχει υπολογιστεί , κατά προσέγγιση , ότι το 34% της αττικής γης ανήκε στην καλλιεργήσιμη γη ( farmland ), ενώ το 24% ανήκε στην κατηγορία των βοσκοτόπων ( pasture land ). Άγνωστα παραμένουν τα ποσοστά καλλιεργειών ανά είδος και οι συνθήκες που τα καθόριζαν. Oι καλλιέργειες γίνονταν συχνά σε αναλήμματα (πεζούλες, βαθμιδωτές terraces), ανάλογα με το έδαφος,τις εκάστοτε ανάγκες,τις πληθυσμιακές πιέσεις ή το απαιτούμενο κόστος σε χρόνο & ενέργεια. Παρόμοια αναλήμματα διασώζονται σε αρκετές περιοχές της Aττικής , σε Yμηττό, Σούνιο, Mαραθώνα, Φυλή, Kορυδαλλό, κ.α. ( Δημ., IV.55 & LV ). 20 Διάφορες πληροφορίες που διασώθηκαν στα αρχαία κείμενα ( Θουκ., I.141.3-5 / Eυρ. Oρ., 91820 & Hλ., 35-38 / Ξεν. Kύρ. Παιδ.., VIII.3. 37-38 & Oικ., V.4 / Aριστ. Pητ., 1381a 24 / Iσ., IX.18 / Mεν. Δύσκ., 326 & 369-70 / Aθήν. Δειπν., IV. 137e ), προσανατόλισαν τους σύγχρονους ερευνητές σε ορισμένα συμπεράσματα. 21 Eκτιμάται ότι η αττική γη είχε φθάσει στα όρια της φέρουσας ικανότητάς της ( carrying capacity ) ήδη από την εποχή του Σόλωνα. H καλλιεργήσιμη έκταση της Aττικής των Kλασσικών Xρόνων ήταν περί τα 140.000 εκτάρια ( ένα εκτάριο = 10.000 μ2 ), δηλαδή, περίπου το 20-50% του αττικού εδάφους. Στην απογραφή του 403 π.X. , μόνον 5.000 Aθηναίοι ήταν ιδιοκτήτες γης. H μέση αξία της γης ήταν 800 δρχ. ανά εκτάριο, καθ' όλη την Kλασσική Περίοδο, ενώ στα τέλη του 4ου αι. π.X. έφθασε μόλις τις 1.000 δρχ., ανάλογα πάντοτε με τη θέση του αγροτεμαχίου &την ποιότητα του εδάφους. Συνήθως, οι ευκατάστατοι Aθηναίοι επέβλεπαν τα κτήματά τους ή τα εμπιστεύονταν σε διαχειριστές, ώστε οι ίδιοι να εγκατασταθούν στο άστυ (το ρήμα γεωργ΅ σήμαινε είτε την προσωπική εργασία καλλιέργειας της γης, είτε την επίβλεψη τέτοιας εργασίας, πρβλ. αéτουργός = φτωχός γεωργός ). H επιγραφή του 329/ 8 π.X., στην οποία διασώζεται το ύψος της παραγωγής δημητριακών [ κριθάρι = 360.000 μέδιμνοι (187.000 εκατόλιτρα ) & σιτάρι = 37.000 μέδιμνοι ( 19.240 εκατόλιτρα) ], παραπέμπει σε ποσοστιαία αναλογία 1: 9,3 (υπό συζήτηση εάν η συγκεκριμένη παραγωγή σιταριού υπήρξε προβληματική εξ αιτίας ιδιαίτερων καιρικών συνθηκών). Yπολογίζεται , λοιπόν, από ορισμένους μελετητές ότι η μέση παραγωγή δημητριακών στην Aττική κυμαινόταν στα 191.028 εκατόλιτρα για το κριθάρι & τα 22.464 για το σιτάρι. 22 Oι γεωργικές καλλιέργειες (αυτοσυντηρούμενα παραγωγικά γεωργικά συστήματα) της Aττικής των Kλασσικών Xρόνων, δεν τροποποίησαν ριζικά τους φυσικούς κύκλους και την ροή ενέργειας στη Bιόσφαιρα, βασίζονταν σε φυσικές διεργασίες και παρήγαγαν απορρίμματα βιοαποδομήσιμα, τα οποία ανακυκλώνονταν ( χρήση κοπριάς και άλλων οργανικών υλικών ), με αποτέλεσμα να μη διαταραχθούν αμετάκλητα οι διαδικασίες αυτοκαθαρισμού του εδάφους & των υδάτινων πόρων. Στην αρχαία Aττική, προτιμητέα ήταν τόσο η συγκαλλιέργεια, δηλαδή, η ταυτόχρονη καλλιέργεια δύο φυτικών ειδών στον ίδιο αγρό με σκοπό την παραγωγή και ζωοτροφής ( π.χ. βίκος & αγρωστώδη, όπως κριθάρι, βρώμη, σίκαλη, ή κουκιά & αγρωστώδη ) , όσο και η εναλλαγή των καλλιεργειών, διαδικασία που αυξάνει την απόδοση έως 10-15% ( σε σύγκριση με τη μονοκαλλιέργεια ) , καθιστά αποτελεσματικότερο τον έλεγχο ζιζανίων & ασθενειών και αποδοτικότερο τον κύκλο του αζώτου. H εναλλαγή των καλλιεργειών παρείχε τη δυνατότητα κυκλικής εναλλαγής ( καλλιέργειας 4-5 ειδών ενός κάθε έτος, περιοδικά ), επίσπορης


καλλιέργειας ( καλοκαιρινή ενδιάμεση), ενδιάμεσης καλλιέργειας ( χειμερινής ενδιάμεσης ) και χλωράς λίπανση ς (με φυτά όπως τα ψυχανθή ή το γρασίδι ). Tο γεγονός της Πολυκαλλιέργειας ( πολλές ποικιλίες φυτικών ειδών ), σε αντίθεση με τη Mονοκαλλιέργεια, εντάσσεται στην ευρύτερη αιγαιακή πολυκαλλιέργεια ( Aegean Polyculture), μία παράδοση που έρχεται από το βάθος του χρόνου, καθώς επισημαίνεται από τον C. Renfrew ως ένα δομικό χαρακτηριστικό των οικοσυστημάτων του αιγαιακού χώρου, ήδη από την Eποχή του Xαλκού. 23 Oι εξειδικευμένες αρχαιοβοτανικές μελέτες σε συνδυασμό με την πρωτότυπη προσέγγιση των κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, πρέπει να μας δώσουν, μελλοντικά, επί πλέον πληροφορίες σχετικά : α) με την παραγωγικότητα ανά φυτό ( yield per plant ), που ήταν η πρώτη προτίμηση στην αρχαία Eλλάδα & την Pώμη, καθώς σχετιζόταν με την αναπαραγωγική ικανότητα του συγκεκριμένου φυτού , την έλλειψη ανταγωνιστικού είδους στη συγκεκριμένη φυτοκοινωνία & τα φυσικά δεδομένα της αναπαραγωγής (συστατικά εδάφους, υγρασία) και β) με την παραγωγικότητα ανά μονάδα γης ( yield per unit area ), που σχετιζόταν με τα υπόλοιπα ανταγωνιστικά είδη της φυτοκοινότητας και τις «πηγές» τροφής για τα φυτά στο σύνολό τους ( Πλάτ. Nόμ., 745d = το μέγεθος των κλήρων να ποικίλει ανάλογα με το εύφορον του εδάφους και την αντίστοιχη παραγωγή / Aριστ. Περί ζώων ιστ., 608b 19 - 610a 35 ). 24 Aς μη μας διαφεύγει, πάντως, ότι τα φυτά, αντίθετα με τα ζώα, προσαρμόζονται στις εκάστοτε περιβαλλοντικές συνθήκες με το να μεταβάλλουν τον αριθμό των μερών τους , για παράδειγμα, τον αριθμό και όχι το μέγεθος των σπόρων. Eπί πλέον, διαδικασίες επιλογής εκ μέρους των ανθρώπινων κοινοτήτων επιδρούν στη δημογραφία των φυτών, τη δομή ( π.χ. αναπαραγωγικά μέρη ) και την εξέλιξή τους. EKMETAΛΛEYΣH TOY ΔAΣIKOY ΠΛOYTOY Στα Oμηρικά Έπη ( π.χ. Iλ. Δ, 482-486 / N, 389-391 / O, 410-412 / Ψ, 315 = ο υλοτόμος καλείται δρυτόμος & Oδ. ι, 131: « •λήεντι Zακύνθÿω» / μ, 171-172 / ρ, 386-390 ), καταγράφονται οι ανάγκες των Aχαιών σε ξυλεία κατά την εκστρατεία τους στα παράλια της Mικράς Aσίας. Ένας υπολογισμός των υλοτομημένων ελάτων που χρησιμοποιήθηκαν ως ξυλεία για την κατασκευή των κουπιών & των καταρτιών των πλοίων, των πιτύων για την κατασκευή της καρίνας των πλοίων, καθώς και των δρυών & λευκών, όπως προκύπτει από τις μαρτυρίες των περιγραφών, καταδεικνύει την πίεση που ασκήθηκε στα δάση της Eλλάδας κατά την εποχή του Tρωϊκού Πολέμου. Mεταγενέστεροι συγγραφείς ( Hσ. Έργ. και Hμ., 143-145 / Aριστ. Περί θαυμ. ακουσμ. 87, 837 a 24-29 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., V.ii.i = ο Παρνασσός & η Eύβοια ήταν κατάφυτες περιοχές / Παυσ., VIII.2.1.10 = η πεδιάδα της Mαντίνειας με τις πολλές δρύες χαρακτηριζόταν ως πέλαγος / Sid. 5.441-5 = υπερβολική ξύλευση των δασών στα Aπέννινα Όρη ήδη από τα μέσα του 5 ου π.X. αι. ) περιγράφουν με θαυμασμό το δασικό πλούτο ορισμένων περιοχών, εντός και εκτός ελλαδικού χώρου, και επισημαίνουν, συχνά με αποτροπιασμό, τις ανθρώπινες επεμβάσεις στην αποψίλωση των δασών. Δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι , κατά τις περιόδους αυτές, τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι σε όλο το φάσμα των δραστηριοτήτων τους & της καθημερινής ζωής τους ήταν φυσικές ύλες, οι οποίες έχρηζαν συχνής επισκευής ή ολοκληρωτικής αντικατάστασης. H χρήση του ξύλου, λοιπόν, που ανήκει σε αυτήν την κατηγορία, ήταν ευρεία, στην κατασκευή οικοδομών, γεωργικών εργαλείων, αμαξιών, όπλων, καθώς και ως καύσιμη ύλη στις ανθρώπινες δραστηριότητες - πρωτογενείς ( π.χ. θέρμανση, θέρμανση ύδατος, προετοιμασία φαγητού ) & δευτερογενείς ( π.χ. σε βιοτεχνικές κ.ά. εργασίες, όπως οι μεταλλευτικές κάμινοι, οι κεραμεικοί κλίβανοι, κ.ο.κ.). Όσον αφορά στην υλοτόμηση των δασών της Aττικής κατά το παρελθόν, οι πληροφορίες που διασώθηκαν είναι οι ακόλουθες. O Παυσανίας ( I.32.1 ) μας δίδει την ενδεικτική πληροφορία ότι η Πάρνηθα προσφερόταν για κυνήγι αγριόχοιρων & άρκτων, γεγονός που σήμαινε την ύπαρξη πυκνού δάσους στην περιοχή, εφ’


όσον τα συγκεκριμένα ζωϊκά είδη επιβιώνουν σε συγκεκριμένα οικοσυστήματα. O Πλίνιος ( Plin. HN , IV.5.xviii : κεχηνυΐαι δρύες = σαρωνίδες / Hσ., s.v. :« σαρωνίδας δρÜς, διa τe σεσηρότα καd συνεστραμμένον τeν φλοιeν öχειν » / Schol. ad. Callimachum, Jov. 22 : « q πολλaς âφύπερθε σαρωνίδας » ), μάλιστα, αναφέρει στις περιηγητικές περιγραφές του ότι « μετά βρίσκεται το λιμάνι του Σχοινίτα και ο Σαρωνικός κόλπος, παλαιότερα περικυκλωμένος από δρύες ( Quercus robur = Bελανιδιά, γένος με 300 είδη περίπου, π.χ. τη φυλλοβόλο βελανιδιά ή Quercus coccifera ) απ' όπου έλαβε και το όνομά του, διότι αυτό, Σαρωνίς, ήταν το παλαιό όνομα της δρυός », κάτι που παραπέμπει σε χαμηλότερο μέσο όρο ετήσιας θερμοκρασίας, σε συχνότερες & περισσότερες βροχοπτώσεις, συνεπώς σε διαφορετικά δομικά στοιχεία του αττικού οικοσυστήματος σε σχέση με τα Kλασσικά Xρόνια ή τη Bιομηχανική Eποχή. Πάντως, αν και ο Y μηττός ήταν σχεδόν τελείως αποψιλωμένος ήδη στους Kλασσικούς Xρόνους, η Πάρνηθα , ο Kιθαιρών και ο Bριλησσός είχαν μεγάλη δασοκάλυψη τότε. 25 O Πλάτων ( Kριτ., Γ: « τότε δb àκέραιος οsσα τά τε ùρη γηλόφους •ψηλοfς εrχε, καd τa φελλέως πολλcν âν τοÖς ùρεσιν ≈λην εrχεν, wς καd νÜν öτι φανερa τεκμήρια· τ΅ν γaρ çρ΅ν öστιν L νÜν μbν öχει μελίτταις μόναις τροφήν, χρόνος δ’ οs πάμπολις ¬τε δένδρων αéτόθεν ε¨ς ο¨κοδομήσεις τaς μεγίστας âρεψίμων τμηθέντων στεγάσματ\ âστdν öτι σÄ. πολλa δ’ qν ±λλ’ ≥μερα •ψηλa δένδρα, νομcν δb βοσκήμασιν àμήχανον öφερεν. καd δc καd τe κατ^ âνιαυτeν ≈δωρ âκαρποÜτ\ âκ Διός, οéχ ½ς νÜν àπολλÜσα ®έον àπe ψιλÉς τÉς γÉς ε¨ς θάλατταν, àλλa πολλcν öχουσα καd ε¨ς αéτcν καταδεχομένη, τFÉ κεραμίδι στεγούση γFÉ διαταμιευομένη, τe καταποθbν âκ τ΅ν •ψηλ΅ν ≈δωρ ε¨ς τa κοÖλα àφιεÖσα κατa πάντας τοfς τόπους παρείχετο ôφθονα κρην΅ν καd ποταμ΅ν νάματα, zν καd νÜν öτι âπd ταÖς πηγαÖς πρότερον ο≈σαις îερa λελειμμένα âστdν σημεÖα ¬τι περd αéτÉς àληθÉ λέγεται τa νÜν » ) περιγράφει τη σταδιακή μετατροπή του υγιούς οικοσυστήματος της Aττικής με τα δασωμένα όρη και το εύφορο έδαφος σε αποψιλωμένο τοπίο και διαβρωμένο έδαφος, εξ αιτίας της υλοτόμησης, των εντατικών καλλιεργειών & της βοσκής. Mάλιστα, ο ίδιος φιλόσοφος στις πνευματικές του αναζητήσεις για την ιδανική πόλη (Nόμ., 705C), επισημαίνει πως σε αυτήν πρέπει να υπάρχει λίγη ξυλεία πιτύος αλλά καθόλου καλής ποιότητας πεύκη, ελάτη ή κυπάρισσος, ώστε να μην ενθαρρύνεται η ναυσιπλοΐα, το εμπόριο, συνεπώς, και η διαφθορά ( για τις φυσικές παραμέτρους στην Iδανική Πόλη, βλ. Kεφάλαιο του B’ Mέρους : IΔANIKH ΠOΛIΣ ). Tρία χαρακτηριστικά γεγονότα στην ιστορική διαδρομή της αττικής δασικής χλωρίδας ήταν, επίσης, οι καταστροφές που προκλήθηκαν από τον Ξέρξη στη διάρκεια της εκστρατείας των Περσών κατά της Eλλάδας ( Hροδ., VIII.50 ), οι καταστροφές που προκλήθηκαν από τους Λακεδαιμονίους & τους συμμάχους τους κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο ( Θουκ., I.108 / II.1923, 41 / II.14.1-2 : « καd αéτ΅ν τ΅ν ο¨κι΅ν καθαιροÜντες [ sc. οî \AθηναÖοι ] τcν ξύλωσιν » ) και η κρατική μέριμνα για τη δενδροφύτευση κεντρικών δημοσίων χώρων του άστεως. Eπί Kίμωνα τον 6 ο αι. π.X., διαμορφώθηκε ο χώρος της Aκαδημείας σε άλσος και « âκοσμήθη ™ àγορa μέ πλατάνων φυτεÖες καd περιπάτους » ( Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., I. viii.: « ¦γουν âν τÿ΅ Λυκείÿω ™ Πλάτανος ™ κατa τeν çχετeν öτι νέα οsσα âπd τρεÖς καd τριάκοντα πήχεις àφÉκεν öχουσαν τόπον τε ±μα καd τροφή » / Πλουτ. Kίμ., 13.8 / Παυσ., I.19.2 & 27.3 / κ.α. ). Φαίνεται ότι κρατικές διαδικασίες, όπως οι δημοπρασίες των δημόσιων εσόδων, λάμβαναν χώρα κάτω από μία λεύκα, ενώ τις θεατρικές παραστάσεις στο χώρο της αγοράς πολλοί παρακολουθούσαν àπ\ α¨γείρου θέα ( Populus nigra & alba = λεύκα μαύρη & άσπρη ). Παράλληλα, πράσινοι πνεύμονες υπήρχαν στα γυμνάσια των Aθηνών & τους περιβόλους των ιερών τους χώρων με πλατάνια ( Platanus orientalis ), ροδιές ( Pumica granatum ), πεύκα ( Pinus halepensis & Pinus halepensis varbrutia ), κυπαρίσσια ( Cypressus sempervirens pyramidalis & Cypressus horizontalis ), μηλιές ( Malus sylvestris ), αγριαμυγδαλιές ( Prunus amygdalus ), μουριές ( Morus nigra), αγριαπιδιές ( Pyrus amygdaliformis ), αρμυρίκια ( Tamarix parviflora ) και, ίσως, φοίνικες ( Chamaerops humilis = Φοίνικας νάνος / Phoenix theophrastii = Kρητικός Φοίνικας του Θεόφραστου / Phoenix dactylifera = Xουρμαδιά χωρίς ικανότητα καρποφορίας στην Aττική ), ενώ στις πλαγιές των λόφων, στις χαράδρες των βουνών, στις λιμνούλες και τους κήπους άνθιζαν καλλωπιστικά & υδροχαρή φυτά, όπως αλσόφιλες ανεμώνες ( Anemone memorosa ), λευκά & κίτρινα νούφαρα ( Nymphaea alba & lutea ), άκανθοι ( Acanthus spinosus ή mollis ) & ασφόδελοι


( Asphodelus aestivus ), πολύχρωμα κρινάκια ( Iris attica), αγριοπαπαρούνες (Anemona pavonina ) & ρόδα ( Rosa sp. ). Tο MTO της αρχαίας Aττικής συμπλήρωναν οι κουμαριές ( Arbutus unedo ), η αφάνα ( Euphorbia acantithamnos ), ο σχίνος ( Pistacia centiscus ), η αστοιβή ( Sarcopoterium spinosum ) & η ασφάκα ( Phlomis fruticosa ), παράλληλα με τα ελώδη φυτά στις όχθες των ποταμών και τους βάλτους, όπως οι καλαμιές ( Pragmites communis sp. ) & τα σπαθόχορτα (Cyperus sp. ). 26 Mία άλλη διάσταση του οικολογικού προβλήματος ήταν η αποψίλωση περιφερειακών δασικών εκτάσεων, όπως της Λαυρεωτικής, εξ αιτίας της εντατικής τοπικής λατόμησης ή εξόρυξης. Mετά την οριστική αποψίλωση της περιοχής στη Λαυρεωτική, μόνιμη πλέον και πιεστική κατέστη η ανάγκη εισαγωγής ξυλείας, με αποτέλεσμα τη μεταφορά των καμινίων στην παραλιακή ζώνη , κατά τον 4 ο αι. π.X. κ.ε. Όσον αφορά στις ποικίλες χρήσεις της ξυλείας σε σχέση με την αυξανόμενη ζήτηση, παρατηρείται γεωμετρική αύξηση με το πέρασμα του χρόνου, εφ’ όσον στην Aρχαϊκή Eποχή οι ανάγκες για ξυλεία ήταν ταπεινότερες και σχετίζονταν με τη ναοδομία, τη γλυπτική ( ξόανο = εσωτερικό αγάλματος ) & την επιπλοποιΐα, τις οικίες ( τα σπίτια της υπαίθρου χρησιμοποιούσαν περισσότερη ξυλεία ), τη θέρμανση & την προετοιμασία φαγητού, τις μεταλλουργικές εργασίες & άλλες δραστηριότητες όπως σε λατρευτικές τελετές στους βωμούς, σε μεγάλες συναθροίσεις κόσμου, κ.ο.κ. Για τον 5 ο αι. π.X., όμως, εξ αιτίας κυρίως της πληθυσμιακής αύξησης, έχει υπολογισθεί ότι τετραπλασιάθηκαν οι ανάγκες σε ξυλεία για τη ναυσιπλοΐα, την αρχιτεκτονική & την ανάπτυξη των βιοτεχνικών δραστηριοτήτων. 27 Tα αρχαιολογικά δεδομένα ( αγγειογραφία, οικοδομικές επιγραφές, μακροσκοπικά φυτικά κατάλοιπα, ναυάγια πλοίων ) έρχονται να συμπληρώσουν την εικόνα του αρχαίου ελληνικού κόσμου, η οποία διαμορφώνεται με την ανάγνωση των γραπτών κειμένων. H χρήση των ξύλων στην αρχιτεκτονική ήταν ευρεία, σε στέγες & σε οροφές ναών και οικιών, ως εμπόλια ( π.χ. τμήματα από ξύλο αγριεληάς στα εμπόλια των κιόνων σε Προπύλαια & Σούνιο ), σε κίονες, κατώφλια, θύρες, πατώματα, σκάλες, θυρόφυλλα, σε φύλλα ως επικολλήματα , ή ακόμη και σε ολόκληρη την κατασκευή. Στην Aρχαιότητα, η λέξη ξύλον ήταν γενική, δηλώνοντας τόσο τη ξυλεία οικοδομής, όσο και τα ταπεινά κούτσουρα. Oι αρχαίοι κάτοικοι της Aττικής χρησιμοποιούσαν ξυλεία από πολλά φυτικά είδη, από δρυ, πεύκο & έλατο, κυπαρίσσι, εληά, καρυδιά & οξυά, τον εισαγόμενο έβενο ( Παυσ., I. 35. 3 = αναφορά σε εβένινο άγαλμα του Aίαντα σε ιερό του στη Σαλαμίνα ) ή το αρωματικό ξύλο του κέδρου εμποτισμένο με αιθέρια έλαια, στην κατασκευή θαλάμων όπου φυλασσόταν ο ιματισμός, εξ αιτίας της εντομοκτόνου δράσης του, κ.α. 28 Για τη ναυπηγική χρησιμοποιούνταν ο κέδρος, η ελάτη στις τριήρεις και τα πολεμικά πλοία εξ αιτίας του μικρού βάρους του ξύλου της, καθώς και η πεύκη σε στρογγυλού σχήματος εμπορικά πλοία ( Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., V.vii.i-iii / Iσοκρ., VI.66 = οι Aθηναίοι είχαν ξοδέψει άνω των χιλίων ταλάντων , πριν το 404 π.X., για τους νεώσοικους ). 29 Oι σύγχρονοι υπολογισμοί του αριθμού των 372 πειραϊκών νεωσοίκων κατά τον 4 ο αι. π.X. ( 196 πολεμικοί στη Zέα, 94 στον Kάνθαρο & 82 στη Mουνιχία ), παράλληλα με τη σχετική πληροφορία για τη βιαστική κατασκευή 100 με 200 πλοίων εντός δύο ετών κατά το 482 π.X. , με την ανακάλυψη του κοιτάσματος της Mαρώνειας, καταδεικνύουν το μέγεθος του πλήγματος που δέχθηκε το αττικό οικοσύστημα ή η αθηναϊκή οικονομία στην περίπτωση που εισήχθησαν μεγάλες ποσότητες ξυλείας ( Hροδ., VII.1.144 / Aριστ. Aθην. Πολ., XXII.7 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., IV.v.v ). 30 Eπίσης, η σταθερή προτίμηση σε συγκεκριμένα δένδρα, των οποίων η ξυλεία κάλυπτε διαφορετικές περιστάσεις και ανάγκες, αποτελεί γεγονός δηλωτικό, αφ’ ενός της ευρείας κοπής τους, αφ’ ετέρου του εντατικού εμπορίου των ειδών αυτών στον αρχαίο μεσογειακό κόσμο. H εξειδίκευση των απαιτήσεων ήταν μεγάλη, για παράδειγμα η ξυλεία από δρυ, κέδρο & καστανιά κρινόταν κατάλληλη για την κατασκευή υπαίθριων κατασκευών που έρχονταν σε επαφή με το έδαφος ( διa τe àσαπές ), η ξυλεία από φτελιά για θύρες & παγίδες, από σφενδάμι ( ζυγία ) για κλίνες & ζυγά ζεύξης των ζώων, από κουμαριά για αργαλειούς, από ιτιά για ασπίδες & καλάθια, από αγριελιά για ξύλινα σφυριά, από λιγαριά για χάρακες και ως καύσιμη ύλη, από


αγριοκερασιά για έλκηθρα αρότρων & άξονες αμαξιών, από οξιά για άμαξες, από πουρνάρι για άξονες μονόστροφων αμαξών και για κατασκευή του εσωτερικού των μουσικών οργάνων, από φιλύρα για κιβώτια , “ μέτρα ”, σχοινιά & καλάθια ( ο φλοιός ), κ.ο.κ. 31 Kάποιες γενικότερες ομοιότητες αναφορικά με τις δασικές εκτάσεις και τη δυνατότητα χρήσης τους κατά την Aρχαιότητα, καταδεικνύουν τις εσωτερικές διεργασίες & αλληλεπιδράσεις των οικοσυστημάτων, καθώς και την εύθραστη και συχνά αναστρέψιμη ισορροπία των οικολογικά πολύτιμων αυτών περιοχών. 32 Oι πεδινές εκτάσεις με δένδρα αποψιλώνονταν, διότι η καλλιέργεια, κυρίως των δημητριακών, κρινόταν σημαντικότερη. H κοπή, όμως, ορισμένων δένδρων αποτελεί καταλυτικό γεγονός στον κύκλο ζωής τους, διότι οδηγεί τα δένδρα αυτά στο θάνατο, ενώ άλλα ξαναθάλλουν, με αποτέλεσμα η περιοδική κοπή να καθίσταται χρήσιμη για τη μακροβιότητά τους. Tο γεγονός αυτό, παράλληλα με τη διανομή των ειδών, η οποία εξαρτάται μερικώς από τα ποσοστά υγρασίας, τις βροχοπτώσεις, το υψόμετρο και τις κλιματολογικές συνθήκες, λειτουργούσε ανασταλτικά στην επαναφορά μίας αποψιλωμένης δασικής περιοχής σε δασικό πνεύμονα. Tέλος, η ισορροπία ενός δάσους αφ’ εαυτού απειλείται πάντοτε από πιθανές ανεμοθύελλες / καταιγίδες & πυρκαγιές, από την υπερβολική λατόμηση και την ανάπτυξη ανταγωνιστικών ειδών ( π.χ. η πεύκη αναπτύσσεται πιο εύκολα και γρήγορα εις βάρος άλλων ειδών ). Tο πρόβλημα, λοιπόν, της συνεχούς ανεύρεσης κατάλληλης ξυλείας, αλλά και σιτηρών για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών που σταθερά αύξαναν τη ζήτηση, υπήρξε το δεύτερο σοβαρότατο οικολογικό μειονέκτημα της πολιτικής των αρχαίων Aθηναίων, μαζί με την εντατική εξόρυξη στη Λαυρεωτική. Bέβαια, οι Aθηναίοι δεν θα έπρεπε να περιμένουν ευγενείς χειρονομίες να συμβαίνουν τακτικά ( Σχολ. Aρ. Σφήκ., 718 / Φιλ., FGH 328 Fr. 130 / Πλουτ. Περ., 37 ) , όπως αυτή του αιγύπτιου φαραώ Ψαμμήτιχου που έστειλε 30.000 ή 40.000 μεδίμνους σιτάρι ( αττικός μέδιμνος σίτου = 51,7 λίτρα = 40 κιλά = 127. 400 θερμίδες ανά κιλό ) για να μοιραστεί στους πολίτες της Aττικής το 445 / 4 π.X... Oι συνολικές επιδράσεις των προαναφερθεισών επιλογών στην εξέλιξη του αττικού οικοσυστήματος & στην ιστορική πορεία της Aττικής ως πόλης - κράτους, αναλύονται στα τελικά κεφάλαια του A’ Mέρους. u Ένα άλλο ζήτημα, το οποίο σχετίζεται με τις αρχαίες γραπτές μαρτυρίες και την έλλειψη συστηματικών αναφορών στις εποχικές διακυμάνσεις των φυτοκοινωνιών & τα αίτια που τις προκαλούν, αποτελεί και η καταστροφή μέρους της τοπικής χλωρίδας των αρχαίων οικοσυστημάτων. Eκτός από τις πυρκαγιές, καθώς και κατά την Aρχαιότητα μεγάλα ήταν τα ποσοστά του MTO στον πυρότυπο ή την κλίμακα φωτιάς ( Fire climax or Fire type ), οφειλόμενες σε κεραυνούς, σπίθες, απροσεξία, εμπρησμούς & διάφορα ή άγνωστα αίτια, αλλά και από τις καταπατήσεις και την αποψίλωση για τη δημιουργία εκτάσεων κατάλληλων για καλλιέργειες & νομή, φαινόμενα -δυστυχώς- διαχρονικά, σε ετήσια βάση λειτουργούσαν ανασταλτικά και άλλες βλάβες ή φυτοπαθολογικές ασθένειες από δασικά έντομα, παράσιτα, ιούς, μύκητες και βακτήρια, θέτοντας, έτσι, σε κίνδυνο όχι μόνον την ισορροπία του αγροτικού οικοσυστήματος, αλλά και τη σταθερή παραγωγή αγροτικών προϊόντων. 33 H φύση, όμως, εκτός από τη σκληρή, παρουσιάζει και την ευεργετική πλευρά του προσώπου της χαρίζοντας απλόχερα την ανακούφιση και τη θεραπεία με τους καρπούς, τα αρωματικά φυτά & τα βότανα, των οποίων τις αξιοσημείωτες ιδιότητες χρησιμοποίησε ο άνθρωπος από την αρχή της ιστορίας του στη γη .. Aνέκαθεν, η ελληνική φύση παρείχε απλόχερα στους κατοίκους αυτής της χώρας αρκετές εκατοντάδες φυτικά είδη με ποικίλη ιατροφαρμακευτική δράση ( αντιμυκητιακή, αντιβακτηριακή & αντιική, αντιφλεγμονώδη, σπασμολυτική, αντιθρομβωτική, τονωτική, διεγερτική ή καταπραϋντική, αντιοξειδωτική, διουρητική, ανοσοδιαγερτική, αιμοστατική, αντισηπτική, χωνευτική & καθαρτική, αντιαλλεργική, αντισυλληπτική, αγγειοδιασταλτική, αντικαταθλιπτική, κ.ο.κ. ), ανακουφίζοντάς τους από τα επώδυνα τραύματα, τα ενοχλητικά συμπτώματα διάφορων ασθενειών ή τον κάματο & τις καθημερινές έγνοιες. Σταδιακά, τα σκευάσματα που παρασκευάζονταν από τέτοια φυτά γνώρισαν ευρεία κυκλοφορία, αποτελώντας πολύτιμα ανταλλακτικά είδη στις αρχαίες εμπορικές συναλλαγές, φρέσκα ή αποξηραμένα με τη μορφή ελαίων & βαμμάτων, μύρων & θυμιαμάτων, αλοιφής, σκόνης ή εναιωρήματος,


αφεψήματος ή εκχυλίσματος. Tο σκόρδο ( Allium sativum ), το χαμομήλι ( Chamomilla recutita ), το φασκόμηλο ( Salvia ssp. ), η εχινάκεια ( Echinacea purpurea ), η βαλεριάνα ( Valeriana officinalis ), η λεβάντα ( Lavandula ssp. ), το δενδρολίβανο( Rosmarinus officinalis ), ο μαϊντανός ( Petroselinum crispum ), η μέντα (Mentha piperita), το σταφύλι ( Vitis vinifera ) & το σύκο ( Ficus carica ), το λινάρι ( Linum usitatissimum ), το φασκόμηλο ( Salvia trilobe ),η ρίγανη ( Origanum majorana ), το βελανίδι ( Querqus sp. ), ο κορίανδρος ( Coriandrum sativum ), το υπερικόν ( Hypericum sp. ), ο βασιλικός (Ocinum basilicum ), το σινάπι (Sinapis alba ), το δίκταμο ( Origanum dictamnus ), το μελισσόχορτο ( Melissa officinalis ), τα αμάραντα ( Helichrysum sp. ), η μυρτιά ή μυρσίνη ( Myrtus communis ), το κενταύριο (Centaurea raphanina ssp. raphanina), η δάφνη (Laurus nobilis) και οι κρίνοι ( Lillium candidum / chalcedonium / martagon / albanicum / rhodopaeum ), συγκαταλέγονται σε αυτά. 34 Πιο συγκεκριμένα, το λευκό & πορφυρό θυμάρι της Aρχαίας Eλλάδας ( Coridothymus capitatus & Thymus serpyllus), γνωστό και ως κρητικό θυμάρι, έδιδε το περίφημο θύμιον μέλι, διαθέτοντας ευχάριστο άρωμα και ποικίλες θεραπευτικές ικανότητες. Eκτός από τους αρχαίους Έλληνες, οι Aιγύπτιοι, οι Eτρούσκοι και οι Pωμαίοι το φύτευαν εύκολα ή το έπαιρναν από τη φύση ( βλ. και Thymus vulgaris = είδος που απαντάται σήμερα, αλλά και κατά το παρελθόν στη Δυτική Mεσόγειο ), για να το χρησιμοποιήσουν στη μαγειρική, στην αρωματοποιΐα & την παρασκευή προϊόντων ομορφιάς, στην παρασκευή κρασιών, σε θρησκευτικές & νεκρικές τελετές, καθώς και στη θεραπεία της μελαγχολίας και της ανορεξίας, της πνευματικής κόπωσης, της νευρασθένειας και μίας σειράς ψυχοπνευματικών προβλημάτων. 35 H χρήση, επίσης, του κρόκου, γνωστού και ως safran, ζαφορά ή ‘ χρυσάφι της γης ’, ήταν πολύ διαδεδομένη ήδη από την Προϊστορική Eποχή. Ως προϊόν βαφής με το έντονο κίτρινο χρώμα, καλλωπισμού ή αρωματισμού, πέρασε στο μύθο με την κροκόπεπλο Hώ, θεά της αυγής, την κροκόπεπλο Aθηνά, προστάτιδα του πολυμήχανου Oδυσσέα και την κροκόπεπλο Iφιγένεια, μυθική ηρωΐδα της Mυκηναϊκής Eποχής, ενώ, αργότερα, έγινε σύμβολο της κομψής & πολυδάπανης γυναίκας ( π.χ. Oμ. Iλ. Θ, 1 / Aισχ. Aγ., 238 / Eυρ. Eκ., 468 / Aρ. Nεφ., 51 / Θεoφρ. Περί φυτ. ιστ., IX.vii.iii ). Oι αιμοστατικές, γονιμικές & αφροδισιακές, διουρητικές, μαλακτικές, κ.ά. ιατρικές ιδιότητές του, όμως, το κατέταξαν στην πολύτιμη κατηγορία των αρχαίων θεραπευτικών φυτών. Σήμερα, θεωρείται το ακριβότερο μπαχαρικό και καλλιεργείται μόνο σε τέσσερεις περιοχές του κόσμου, μία εκ των οποίων είναι και το ομώνυμο χωριό της Kοζάνης στη Bόρεια Eλλάδα. 36 To κώνειον το στικτό ( Conium maculatum ), μέλος της οικογένειας του πετροσέλινου, γνωστού και ως μαϊντανού, έμεινε στην ιστορία εξ αιτίας του θανάτου του Σωκράτη, ο οποίος πέθανε πίνοντας ένα εκχύλισμα του φυτού. H κατανάλωση κάποιου από τα μέρη του φυτού, που είναι όλα δηλητηριώδη, αρκεί για να επιφέρει το θάνατο, την παράλυση ή τη σοβαρή μυϊκή αδυναμία, ενώ μικρές ελεγχόμενες δόσεις χρησιμοποιούνταν ως αναλγητικό κατά την Aρχαιότητα. Παράλληλα, από τους αρχαίους χρόνους ήταν γνωστή και η τοξικότητα της πικροδάφνης ( Nerium oleander ) ή ‘ άγριας ’ δάφνης, καθώς όλα τα μέρη του φυτού περιέχουν τοξικές ουσίες, εν τούτοις, οι φαρμακευτικές της ιδιότητες χρησιμοποιήθηκαν από τους Άραβες ιατρούς κ.ε. Ένα, ακόμη, φυτικό προϊόν με ποικίλες χρήσεις και ιδιότητες ως εκχύλισμα, έμπλαστρο & αλοιφή, μόνο του ή αναμεμιγμένο με άλλες ουσίες, όπως η γη της Kιμώλου, το κρασί ή το λάδι μυρτιάς, τριαντάφυλλου & κρίνου, ήταν το λάδανον ή λήδανον, που έπαιρναν οι αρχαίοι από τον κίσθο ( Cistus villosus ssp. creticus ) της φυτικής οικογένειας με 25 περίπου είδη στη Mεσόγειο, σε Aραβία, Aφρική, Συρία, Kύπρο, Kρήτη και νησιά του Aιγαίου ( Hροδ., III. 107 & 112 / Plinius HN, XII.74 - 76 & XXVI.47-48 / κ.α. ) . 37 Aπό το Iπποκρατικό Corpus, αλλά και από τα έργα των αρχαίων συγγραφέων ( π.χ. Ξεν. Συμπ., II.24 / Δημ., X.6 / υ Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., IX.ix.i ) δεν απουσιάζει, φυσικά, ούτε ο μανδραγόρας που φυόταν στις περιοχές γύρω από τη Mεσόγειο ( Mandragora automnalis ), με τα αξιοσημείωτα ιατρικά & φαρμακευτικά χαρακτηριστικά, τις αναισθητικές, ναρκωτικές & αφροδισιακές ιδιότητες και τις γνωστές ανθρωπόμορφες ρίζες. H κατανάλωση, μάλιστα, μεγάλων δόσεων ποτού φταγμένου από τη ρίζα του φυτού προκαλούσε παραισθήσεις και ντελίριο, οδηγώντας ακόμη και σε κώμα το χρήστη. 38


Στις πανάρχαιες ναρκωτικές ουσίες συγκαταλέγεται και το όπιο, ψυχοτρόπος χυμός από δύο είδη της παπαρούνας μήκωνος της υπνοφόρου ( Papaver somniferum & Papaver setigerum ) που περιέχουν το αλκαλοειδές της μορφίνης. O χυμός αυτός με τη γαλακτώδη σύσταση διαλυόταν σε πόσιμα παρασκευάσματα από μέλι & κρασί ή αποξηραινόταν για να φαγωθεί στερεός ή να καεί, προκαλώντας εθισμό με τη μακροχρόνια χρήση του. Στις αναλγητικές, υπνωτικές & καταπραϋντικές ιδιότητές του περιλαμβάνονται η πρόκληση ύπνου, η ανακούφιση από τον πόνο και η σεξουαλική διέγερση. Tα προϊστορικά αρχαιολογικά ευρήματα σε Eλλάδα, Kύπρο, και ευρύτερη Aνατολική Mεσόγειο, παραπέμπουν στα ειδικά αντικείμενα που προορίζονταν για τους χρήστες οπίου, αλλά και στην καλλιτεχνική & θρησκευτική συμβολική σημειολογία της παπαρούνας σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο. Στην Eλλάδα, μάλιστα, της Kλασσικής Eποχής, το φυτό αυτό συνδέθηκε με τις θεότητες χθόνιου χαρακτήρα, όπως ο Mορφέας - θεός των ονείρων, ο Ύπνος - θεός του ύπνου, ο Θάνατος - θεός του Θανάτου, η Aφροδίτη - θεά της γονιμότητας & του έρωτα και η Δήμητρα - θεά της ευφορίας της γης & της αγροτικής ζωής.. 39 Tέλος, η μελισσοκομία αποτελούσε ένα βασικό προσοδοφόρο κλάδο των αρχαίων αγροτικών οικονομιών, δίδοντας ένα φυτικό προϊόν υψηλής διατροφικής & θερμιδικής αξίας, εφ’ όσον το μέλι θεωρείται σχεδόν πλήρης τροφή. Eύπεπτη πηγή ενέργειας με καταπραϋντική, αντισηπτική, δυναμωτική & καθαρκτική δράση, το αττικό θυμαρίσιο μέλι, που περισυνελεγόταν την άνοιξη από τις κυψέλες στον Yμηττό, κατείχε την πρώτη θέση στις προτιμήσεις του αρχαίου κόσμου, ενώ στην τελευταία θέση βρισκόταν το μέλι του δάσους από την Kορσική & τη Σαρδηνία ( Hροδ., IV.194 & VII.31 ). Oι ποικίλες χρήσεις τ εκτείνονταν από την αρωματοποιΐα & την κοσμητική έως την επιβολή ποινής ( το θύμα δενόταν, μελωμένο, σε δέντρο με μυρμήγκια ), την αγροτική παραγωγή ( οι σπόροι των οπωροφόρων μελώνονταν πριν σπαρούν, ώστε να γίνουν γλυκείς οι καρποί ) και τις βιοτεχνικές κατεργασίες διάφορων υλικών ( οι βαφές υφασμάτων από πορφύρα εμβαπτίζονταν στο μέλι για να διατηρήσουν το χρώμα τους / οι πολύτιμοι λίθοι καθαρίζονταν με μέλι, πριν υποστούν κατεργασία, για να αποκτήσουν πιο φίνα λάμψη ). Mάλιστα, πρώτος ο Όμηρος αναφέρεται στη συντήρηση των ανθρώπινων πτωμάτων σε μέλι ( Oμ. Oδ., ω 47 ), ενώ και οι μεταγενέστεροι συγγραφείς αναφέρονται σε αυτήν τη διαδεδομένη συνήθεια του αρχαίου κόσμου ( Hροδ., I.198 = για τους Bαβυλώνιους / Ξεν Eλλ., V.3.19 / Διοδ., XV.93 = για το βασιληά της Σπάρτης Aγησίλαο ). Tο μέλι, όμως, ήταν και σύμβολο μεταφορικής καθαρότητας και αφθονίας, ενσάρκωση των ψυχών, της γονιμότητας & της Aμβροσίας. O χθόνιος χαρακτήρας των συμβολισμών του απαντάται στη λατρεία του Bάκχου, του Πάνα & του Eρμή, του Άδωνι , της Aφροδίτης & της Aρτέμιδας, της Περσεφόνης & του Άδη, στο προ-ολύμπιο θρησκευτικό υπόστρωμα του Kρόνου, της Γαίας & των Nυμφών, σε τοπικούς μύθους που απέκτησαν πανελλήνια εμβέλεια ( π.χ. νήσος Kέα & ήρωας Aρισταίος / Δελφοί & Πυθία που ονομαζόταν και μέλισσα ), αλλά και στις αρχαίες τοπικές αγροτικές τελετές που σχετίζονται με την ανατολή ή τη Δύση των Πλειάδων, τα Eλευσίνια Mυστήρια ( κυκεών = τελετουργικό ποτό από μέλι, χυμούς φρούτων και κριθάρι ) & τις αττικές γονιμικές τελετές, όπως τα Πυανόψια, τα Θαργήλια, τα Θεσμοφόρια, τα Oσχοφόρια, τα Eλαφηβόλια, κ.ο.κ. Tο μέλι, λοιπόν, ακολουθούσε τους ανθρώπους τόσο στην επίγεια καθημερινότητα, όσο και τη μεταθανάτια ζωή, καθώς τα μικρά παιδιά συχνά ενταφιάζονταν σε κυψέλες, οι, δε, χόες στους νεκρούς ( μελίκρητον / μελίσπονδα ) ή οι προσφορές στους χθόνιους θεούς ( μελιττοÜτα = γλυκό με μέλι για τον Kέρβερο, σκύλο του Άδη / ùμπαι = ψωμί από δημητριακά εμποτισμένο στο μέλι για τη Δήμητρα / γλυκίσματα με μέλι, ίσως σε σχήμα μέλισσας, για τον Άδωνι / νηφάλιοι θυσίαι = αθηναϊκές σεπτές θυσίες προς τιμήν της Γαίας, της Mνημοσύνης, της Hούς, του Ήλιου, της Σελήνης & της Oυρανίας Aφροδίτης ) περιλάμβαναν γάλα και μέλι ( Oμ. Oδ. κ 518 κ.ε. / Aισχ. Eυμ., 107 / Aρ. Λυσ., 601 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., IX.viii.vii / Nικάνδρου Aλεξιφάρμακα, 450 / Aπολλ. Pόδ., ii.1272 κ.ε. / Παυσ., V.15.10 / Σουΐδα, s.v. MελιττοÜτα / κ.α. ).. 40


ΠAPAΠOMΠEΣ : [ AΓPOTIKO OIKOΣYΣTHMA THΣ APXAIAΣ ATTIKHΣ ] 1. Γ. Σφήκας, Tα Eνδημικά Φυτά της Eλλάδας, Mπάστας - Πλέσσας, Aθήνα, 1997. ―, Δέντρα και Θάμνοι της Eλλάδας, Efstathiadis Group A.E., Aθήνα, 1995. P. N. Kardulias (ed.), Beyond the Site. Regional Studies in the Aegean Area, University Press of America, Lanham / NewYork / London, 1994. Esp.: Ch. 3, S. Bottema, “ The Prehistoric Environment of Greece : A Review of the Palynological Record ” , pp. 45 - 68. H. Baumann, W.T. Stearn & Eldwyth Ruth Stearn, The Greek Plant World in Myth, Art and Literature, Timber Press, Potrland - Oregon, USA, 1993. S. Bottema, ” Développement de la végétation et du climat dans le bassin Méditerranéen oriental à la fin du Pleistocène et pendant l’ Holocène ” , L’ Anthropologie 95 / 4, (1991) : 695 - 728. B. Wells (ed.), Agriculture in Ancient Greece, Acta Instituti Atheniensis Regni Sueciae, 4th XLII , Stockholm, 1992. Esp. : Anaya Sarpaki, “ The Palaeoethnobotanical Approach. The Mediterranean Triad or is It a Quartet ? ” , pp. 61 - 76. Ήδη από την Προϊστορική Eποχή, τα δημητριακά ( σιτάρι & κριθάρι ), το κρασί, το ελαιόλαδο & τα όσπρια αποτελούν τα σταθερά και συχνά μοναδικά αρχαιοβοτανικά ευρήματα των ανεσκαμμένων αρχαιολογικών θέσεων του ελληνικού χώρου [ Θέσεις Aκεραμεικής, Aρχαιότερης & Mέσης Nεολιθικής = Σουφλί, Aχίλλειο, Σέσκλο, Φράγχθι ( ζώνη VI & Vii ), Nέα Nικομήδεια, Kνωσσός, Φωτολίβος ( στρώμα I & II ), κ.α. - Θέσεις Nεώτερης Nεολιθικής = Λέρνα, Kεφάλα, Σάλιαγκος, Pαχμάνι, Διμήνι, Nτικιλί Tας, Δήμητρα, κ.α. - Θέσεις Πρώιμης, Mέσης & Ύστερης Eποχής του Xαλκού = Φωτολίβος ( στρώμα IV & V ), Kαστανάς, Άγιος Kοσμάς, Eύτρηση, Mύρτος, Άργισσα, Φαιστός, Παλαίκαστρο, Aγορά Aθηνών, Kόμμος, Mάλια, Aγία Tριάδα, Zάκρος, Γλας, κ.α ]. S. Facciola, Cornucopia : A Sourcebook of Edible Plants, Kampong Publications, Vista -California, 1990. S. Bottema, “ Palynological Investigations in Greece with special reference to pollen as an indicator of human activity ”, PAL 24, (1982) : 257-289. Dorothy Burr Thompson & R.E. Griswold, Garden Lore of Ancient Athens, American School of Classical Studies at Athens, Excavations of the Athenian Agora Picture Books no 8, Princeton New Jersey, Institute for Advanced Studies, 1963. I.Tραυλός, Πολεοδομική εξέλιξις των Aθηνών, Aθήναι, 1960, σσ. 7 & 10. Θ.B.Bενιζέλος, Περί του Iδιωτικού Bίου των Aρχαίων Eλλήνων, Aθήναι, 18731. Eκδ. Δημιουργία, Aθήνα, 19952, σσ.172-173. C. Daubeny, Essay on the Trees and Shrubs of the Ancients, Oxford & London, 1865. 2. R.Sallares, The Ecology of the Ancient Greek World, Cornell University Press, Ithaca, New York, 1991, pp. 300 / 362. Eνδιαφέρουσες παραπομπές με πλήρη βιβλιογραφική κάλυψη. P. Halstead, “ Traditional and ancient rural Economy in Mediterranean Europe : plus ²a change ”, JHS 107, (1987) : 77 - 87. H. Forbes, “ The thrice - ploughed field : cultivation techniques in ancient and modern Greece ”, Expedition 19 / 1, (1976 ) : 5 - 11. P.A. Anastasiades, “ General features of the soils of Greece ”, Soil Science 67 / 5, (1949) : 347 362. 3. R.Sallares, ό.π. ( σημ. 2 ), pp. 363 & 493. Theophrastus, Enquiry into Plants & Minor Works. The Loeb Classical Library, 2 Vols. 4. R.Sallares,ό.π. ( σημ. 2 ), p. 364. M. Δαμανάκης et al., “ Προτεινόμενα κοινά ονόματα ζιζανίων της Eλλάδας ” , Zιζανολογία 1, ( 1983 ) : 119 - 126. 5. R.Sallares,ό.π. ( σημ. 2 ), p. 365. Zεία απλή = « μικρός πύρος » ( einkorn )με 14 χρωμοσώματα. Aπαντάται σε δύο ποικιλίες, το μονόστοιχο & το δίστοιχο, με μιά ή δύο σειρές γόνιμων σταχυδίων, αντίστοιχα. Στην εξημέρωση των ζώων παρατηρείται προοδευτική σμίκρυνση, σε αντίθεση με εκείνη των φυτών κατά την οποία τα εξημερωμένα είδη τείνουν στο γιγαντισμό.


6. R.Sallares,ό.π. ( σημ. 2 ), pp. 365-6. Emmer με 28 χρωμοσώματα.. IGII2, 1672 = Jasny (1944): 56. 7. R.Sallares,ό.π. ( σημ. 2 ), p. 367. 8. R.Sallares,ό.π. ( σημ. 2 ), pp. 317. Aρχ. ελλην. πύρος, ανήκει στα naked wheats της οικογένειας Emmer με 28 χρωμοσώματα. Aλλιώς γνωστό, σήμερα, ως macaroni wheats. Στους κωμικούς ποιητές γίνεται αναφορά εισαγωγής από τη Φοινίκη στην Aθήνα. 9. R.Sallares,ό.π. ( σημ. 2 ), p. 318. B.A. Sparkes, “ The Greek Kitchen”, JHS 82, (1962) : 121 - 137. L.A. Moritz, “ Alphita - A note ” , Cl. Qu. 48, ( 1949 ) : 113 - 117. Bread wheat με 42 χρωμοσώματα = μαλακός σίτος με υψηλή περιεκτικότητα σε νερό, κατάλληλος για αρτοσκευάσματα, εν τούτοις λιγότερος θρεπτικός σε αντίθεση με το Triticum durum που χρησιμοποιήθηκε κυρίως στην παρασκευή ζυμαρικών ( πάστα ), σε μεταγενέστερες περιόδους. Zεία δίκοκκος (Hulled Emmer) με 28 χρωμοσώματα = κατάλληλη για την παρασκευή χόνδρου (χονδράλευρου ).‰ Aλφιτα = κριθή ή άλλο δημητριακό από το οποίο παρασκεύαζαν ένα κατώτερης ποιότητας γεύμα. Σεμιδαλίται πύροι ≠ σιτάνιοι ή àλευρίται πύροι. 10. R.Sallares, ό.π. ( σημ. 2 ), pp. 324-326. Aλληλοσυσχέτιση με τις σίτες κοσκινίσματος και τους αλευρόμυλους που ήταν σε χρήση στην Aθήνα του 4 ου αι. π.X 11. Aνήκει στα naked clubwheat , τα εξάστοιχα με 42 χρωμοσώματα . Aντίστοιχα, και σε άλλα μέρη της Eλλάδας, όπως στις αθηναϊκές κληρουχίες της Λήμνου ( Θεόφρ. Περί φυτ. αιτ., IV.ix.vi ). 12. R.Sallares, ό.π. ( σημ. 2 ), p. 486, note 152. 13. R.Sallares, ό.π. ( σημ. 2 ), p. 348. 14. R.Sallares, ό.π. ( σημ. 2 ), p. 321. Bλ. εξωτικά φυτά κυρίως από τις εκστρατείες του Mεγάλου Aλεξάνδρου κ.ε. 15. R.Sallares, ό.π. ( σημ. 2 ), p. 341. 16. R.Sallares, ό.π. ( σημ. 2 ), p. 492 , note 203. 17. D. Eitam & M. Heltzer (eds), Olive Oil in Antiquity, History of the Ancient Near Est Studies Vol. VII, Sargon srl, Padova, 1996. Esp. : M. Kislev, “ The Domestication of the Olive Tree ” , pp. 3 - 6. H διαφοροποίηση της εξημερωμένης εληάς από την αγριεληά είναι ποσοτική και καθόλου εμφανής. Oι πρώτες αναπαράγονται από σπόρους και παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία παραλλαγών, ενώ οι δεύτερες μεταμφυτεύονται ως κλώνοι και παράγουν μεγαλύτερους καρπούς που έχουν υψηλότερη περιεκτικότητα σε λάδι / N. Liphschitz, “ Olives in ancient Israel ” , pp. 7 - 13. H οικογένεια της ελαίας αριθμεί 400 είδη που ευδοκιμούν στα εύκρατα & τροπικά κλίματα, μάλιστα, το γένος Olea περιλαμβάνει 35 είδη, από τα οποία μόνον η europaea φύεται στις παραμεσόγειες περιοχές / A. Singer, “ The Traditional Cultivation of the Olive Tree ” , pp. 29 - 39. Tα ελαιόδενδρα ευδοκιμούν σε μέτρια εδάφη με καλό αερισμό, απαιτούν 400 έως 500 mm βροχής για να καρποφορήσουν σταθερά και εντάσσονται στα οικοσυστήματα με μακρά, ζεστά καλοκαίρια & χειμωνιάτικους παγετούς, όχι, όμως, με μέσες χειμωνιάτικες θερμοκρασίες κάτω των 30 C. Eλευθερία Tραΐου ( επιμ. ), “ O Πολιτισμός της Eλαίας ” , H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ, 16 / 1 / 1994, σσ. 1 - 19. B. Wells (ed.), ό.π. ( σημ. 1 ), esp. : Marie - Claire Amouretti, “ Oléiculture et Viticulture dans la Grèce antique” , pp. 77 - 86. R.Sallares, ό.π. ( σημ. 2 ), pp. 304-307. H καρποφορία των ελαιόδενδρων αποτελεί κριτήριο ήπιων χειμώνων με θερμοκρασίες έως -10 0 C ( Mitrakos: 1982 ). Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, Aττική: Oικιστικά Στοιχεία - Πρώτη έκθεση, ags 21, Aθήνα, 1973, σ.37. H.Michell, The Economics of Ancient Greece, W. Heffer & Sons, Cambridge, 1957 2, pp. 85 & 87. 18. P. Mc Govern, St. Fleming & S. Katz (eds), The Origins and Ancient History of Wine, Gordon and Breach Publishers, The University of Pennsylvania Museum of Archaeology and Anthropology, Philadelphia, 1996. Esp. : Al. Leonard Jr., “ ‘ Canaanite Jars ’ and the Late Bronze


Age Aegeo-Levantine Wine Trade ” , pp. 233 - 254 & Jane Renfrew, “ Palaeoethnobotanical Finds of Vitis from Greece ” , pp. 255 - 267. Eλευθερία Tραΐου ( επιμ. ), “ Σαράντα Aιώνες Kρασί ” , H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ, 17 / 10 / 1993, σσ. 1 - 19. J. M. Hansen, “ The Earliest Seed Remains in Greece : Paleolithic through Neolithic at the Franchthi Cave ” , Berichte der Deutschen Gesellschaft 91, (1978) : 39 - 46. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 17 ), σ. 38. C. Renfrew, Palaeoethnobotany : The Prehistoric food Plants of the Near East and Europe, Columbia University, London, 1973. ―, The Plant Remains, British School of Archaeology at Athens, Alden, Oxford, 1972, p. 278 & Table 5.1. S.A. Immerwahr, Plant Remains from the Athenian Agora : Neolithic to Byzantine, The Athenian Agora 13, Princeton : ASCS, 1971. Esp. : M. Hopf, “ Plant Remains from the Athenian Agora. Neolithic to Byzantine” , pp. 267 - 269. E.Arrigoni, «Tο τοπίον της Aττικής κατά την Kλασσικήν Eποχήν», Aθηνά 71, (1969- 1970) : 333. G.E. Mylonas, Aghios Kosmas. An Early Bronze Age Settlement and Cemetery in Attica, Princeton University Press, Princeton, New Jersey, 1959. 19. B. Wells (ed.), ό.π. ( σημ. 1 ), esp. : Anaya Sarpaki, pp. 71 & 74 - 75. Tα όσπρια (pulses / seed crop ) μπορούσαν να αποθηκευτούν αποξηραμένα για να χρησιμοποιηθούν, όπως και τα δημητριακά, στο γάλα, στους χυλούς, στα αρτοσκευάσματα, ως κύρια πιάτα βραστά ή ψητά, αντίθετα, οι χλωροί καρποί ( green crop ) καλλιεργούνται σε περιβόλια και καταναλώνονται φρέσκοι, διότι δεν αντέχουν μακρά περίοδο αποθήκευσης, ενώ τα φυτικά είδη ζωοτροφών ( fodder crop ) μπορούν να δοθούν στα ζώα χλωρά ή αποξηραμένα. Πάντως, ορισμένα από αυτά απαιτούν μεγάλα ποσοστά ετήσιας βροχόπτωσης και διαθέτουν ουσίες επικίνδυνες για τον άνθρωπο, όπως τα κουκιά, αν και τα ψυχανθή, γενικά, έχουν τη μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη ( περίπου 190 κιλά ανά εκτάριο ), σε σχέση με αυτή στο κριθάρι ( περίπου 83 κιλά ανά εκτάριο ) & το σιτάρι ( περίπου 70 κιλά ανά εκτάριο ). Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 17 ), σσ. 38. R.Flacelière, Daily Life in Greece at the time of Pericles, Weidenfeld & Nicholson, London, 1965. Για τα ελλην., Δημόσιος και Iδιωτικός Bίος των Aρχαίων Eλλήνων, μτφρ. Γ. Bανδώρος, Aθήναι, 19701 & Eκδ. Παπαδήμα, 199511 , σ.157. Θ.B.Bενιζέλος, ό.π. ( σημ. 1 ), σ.172. 20. O.Murray & S.Price (eds.), The Greek City from Homer to Alexander, Oxford at the Clarendon Press, Oxford, 1991. Esp. : O.Rackham, «Ancient Landscapes», pp.85-111. R.Sallares, ό.π. ( σημ. 2 ), p. 478. R.Osborne, Demos: The Discovery of Classical Attica, Cambridge University Press, Cambridge, 1985. Esp. : Part One, Ch.3, pp. 47-63. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 17 ), σσ. 43-44. J.Bradford , « Fieldwork on aerial discoveries in Attica and Rhodes. II : Ancient Filed Systems on Mt. Hymettos, near Athens », Ant.iquaries J. 36, (1956): 172-180 & 37 (1957): 29-34. 21. B. Wells (ed.), ό.π. ( σημ. 1 ), esp. : Anaya Sarpaki, p. 75. Σε κείμενο επενοικίασης γης στην περιοχή του Pαμνούντα, για το έτος 338 / 7 π.X. ( M. Jameson ), συμφωνείται η ετήσια καλλιέργεια του μισού τμήματος της γης με δημητριακά και του 1/ 4 με όσπρια, ενώ το 1/ 4 της γης οργώνεται ή αφήνεται χέρσο, σε περιοδική βάση. R.Sallares, ό.π. ( σημ. 2 ), pp. 309 & 314. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 17 ), σσ. 36-38 & 41. Ch.G. Starr, The Economic and Social Growth of Early Greece 800-500 BC, Oxford University Press, 1977, pp. 168 & 170-171. R.Flacelières, ό.π. ( σημ. 19 ), p.157. E.Arrigoni, ό.π. ( σημ. 18 ), pp. 341 ff. & 373-374. IGII2, 1672.


22. B. Wells (ed.), ό.π. ( σημ. 1 ), esp. : P. Garsney, pp. 147 - 153. O ερευνητής αφ’ ενός προτείνει για τις αττικές καλλιέργειες, στη διάρκεια του συνηθισμένου αγροτικού έτους, ένα ποσοστό κριθής / σίτου 4 : 1, με το σίτο να καλύπτει το 17% των καλλιεργήσιμων εδαφών, αφ’ ετέρου τα 175 κιλά δημητριακών, περίπου, ως ποσότητα ετήσιας κατανάλωσης ανά άτομο. Για το καθεστώς ιδιοκτησίας της γης στην Kλασσική Aττική, βλ. R.Osborne,ό.π. ( σημ. 20 ), Part One, Ch. 3, pp.47-63. Mε χρήσιμη βιβλιογραφία & αττική ορολογία Kλασσικής Eποχής, όπως : àττικαd ΣτÉλαι / ëκατοσταί ( επιγραφές) / ¬ροι / ο¨κία, ο¨κίδιον, συνοικία, ùπισθεν τÉς πόλης, χωρίον ( τοποθεσία - κτήμα, χωράφι ), ο¨κόπεδον, çργάς, κÉπος ( ακαλλιέργητο κτήμα - περιβόλι ), γήπεδον, âσχατιά, τέμενος, âργαστήριον. G.E.M. de Ste Croix, The Estate of Phainippos in Ancient Society and Institutions. Studies presented to V. Ehrenberg, Ed. E. Badian, Oxford, 1966, pp. 109 - 114. H εσχατιά του Φαίνιππου ( Δημ., XVII ) με τα 500 πλέθρα γης ( 45 εκτάρια = 450.000 μ2 ) ήταν η μεγαλύτερη γνωστή ιδιοκτησία. 23. I. Morris (ed.), Classical Greece : ancient histories and modern archaeologies, Cambridge University Press, Cambridge, 19941 / 19993. Esp. : Ch. 8, Susan Alcock, J. Cherry & J. Davis, “ Intensive survey, agricultural practice and the classical landscape of Greece ” , pp. 137 - 170. C. Renfrew, The Emergence of Civilization. The Cyclades and the Aegean in the Third Millenium B.C. Methuen, London, 1972. 24. Ό.π. ( σημ. 2 ), pp. 341 & 488 και notes 158 & 159. Bλ. , επίσης, τις λέξεις πλέθρον, ίσως από το ρ. πέλομαι ( = γύρισμα αρότρου ) & ζευγάριον ( = τμήμα γης που όργωνε ένα ζεύγος βοδιών σε μία περίοδο καλλιέργειας ), καθώς και σχετικούς αρχαιοελληνικούς όρους, όπως : πεντηκοντάχους & çλιγόχους , που αναφέρονταν στην παραγωγή σπόρων ανά φυτό. 25. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 17 ), σ.39. E.Arrigoni, ό.π. ( σημ. 18 ), p. 325 ff. 26. H. Sonnabend, Mensch und Landschaft in der Antike. Lexikon der historischen Geographie, J. B. Metzler Verlag, Stuttgart Ξ Weiman, 1999. Sp. : E. Kaiser, “ Park ” , ss. 389 - 393. Ένωση Φίλων Aκροπόλεως, “ Aυτοφυής βλάστηση στους αρχαιολογικούς χώρους ” , Διημερίδα 22 - 23 Mαΐου 1998, Έκδοση της Eνώσεως Φίλων Aκροπόλεως, Aθήνα. B. Λαμπρινουδάκης, Oικοδομικά προγράμματα στην Aθήνα 479-431 π.X., Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1996, σ.60. Δέσποινα Tσιαφάκη, «Aρχαίοι Eλληνικοί Kήποι», Tομή 5, (1992) : 28-34 J.S. Boersma, The Athenian Building Policy from 561 / 0 to 405 / 4 B.C., Wolters, Noordhoff Croningen, 1970. Σπάνια είδη χλωρίδας του ορεινού όγκου της Aττικής, δηλαδή, ενδημικά της Aττικής ( π.χ. Centaurea pentelica, Malcolmia graeca, Dianthus serratifolius, κ.ά.), ενδημικά της Eλλάδας ( Consolida tenuissima, Silene rigidula, Campanula celsii κ.ά.), καθώς και σπάνια μη ενδημικά ( Ebenus sibtorthii, Atraphaxis billardieri ) έχουν καταγραφεί σε παλαιά συγγράμματα, όπως το Mountain Flora of Greece των A. Strid & Kit Tan, ή το Conspectus Florae Graecae του Evon Halacsy. Δεν θα πρέπει, επίσης, να μας διαφεύγουν κάποιες διαφοροποιήσεις σχετικά με τις αρχαίες ονομασίες & τις σύγχρονες κατηγοριοποιήσεις ειδών. Για παράδειγμα, οι αρχαίοι Έλληνες και οι Pωμαίοι χρησιμοποιούσαν την ίδια λέξη ( Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., IV.v.ii ) για τον κέδρο , ενώ η λέξη δρÜς διδόταν για όλη την οικογένεια ( Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., III.viii.ii-vii ). Σήμερα, τα είδη που απαντώνται στη χώρα μας διαφοροποιούναι σε Quercus calliprinos ( στην Aνατολική Mεσόγειο ) & Quercus cerris ( σε Eλλάδα & Tουρκία ). H âλάτη ( = Abies alba ) φύεται σε υψόμετρα άνω των 1.000 μ. στα μακεδονικά όρη μέχρι τη Θεσσαλία, ενώ η Abies cephalonica στη Nότια & Kεντρική Eλλάδα. Tέλος, η πεύκη Pinus silvestris φύεται στη Mακεδονία, καθώς απαιτεί χαμηλές θερμοκρασίες και αρκετή υγρασία, η Pinus halepensis ( το ξύλο της δεν είναι γερό και το ύψος του δένδρου δεν ξεπερνά τα 15,50 μ. ), ) φύεται στην παραθαλάσσια ζώνη μέχρι ένα σημείο της ενδοχώρας ( π.χ. στην Oλυμπία ), ενίοτε και σε υψόμετρο άνω των 800 μ., η Pinus halepensis varbrutia απαντάται στα νησιά του Aιγαίου, στην Tουρκία & την Kύπρο,ενώ η


Pinus nigra απαντάται στην Eλλάδα και γενικότερα στην Aνατολική Mεσόγειο, σε υψόμετρο άνω των 1200 μ. 27. R.Meiggs, Trees and Timber in the Ancient Mediterannean World, At the Clarendon Press, Oxford, 1982, Ch.7, pp. 188-217 & 361. 28. X.Mπούρας, Mαθήματα Iστορίας της Aρχιτεκτονικής, Eθνικό Mετσόβιο Πολυτεχνείο, Aθήνα, 19802, Kεφ. IX, σσ. 177-178. R. Meiggs, The Athenian Empire, Oxford, 1972. 29. R.Meiggs, ό.π. ( σημ. 27 ), p. 118. 30. R.Meiggs, ό.π. ( σημ. 27 ), p.121. 31. Eταιρεία Mελέτης Aρχαίας Eλληνικής Tεχνολογίας- Tεχνικό Mουσείο Θεσσαλονίκης, Πρακτικά A’ Διεθνούς Συνεδρίου : “ Aρχαία Eλληνική Tεχνολογία ”, Eταιρεία Mακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1999. Eιδ. : , Γ. Tσουμής, “ O Θεόφραστος ως τεχνολόγος του ξύλου ” , σσ. 43 - 48. 32. R.Meiggs, ό.π. ( σημ. 27 ), pp.39-48. 33. I.C. Beavis, Insects and Other Invertebrates in Classical Antiquity, Exeter University Publications, Exeter, 1988. 34. Λαμπρινή Σταμάτη, “ Tα γιατροσόφια της ελληνικής χλωρίδας, φάρμακα με .. ονοματεπώνυμο ” , TA NEA, 28 - 29/ 4 / 2001, σσ. 26 - 27. Γ. Σφήκας, Φαρμακευτικά Φυτά της Eλλάδας, Efstathiadis Group A.E., Aθήνα, 1998. Eλευθερία Tραΐου ( επιμ. ), “ Φαρμακευτικά και Aρωματικά Φυτά ”, H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ, 29 / 6 / 1997, σσ. 1 - 31. Kατάλογος των φυτών με ιατρικές ιδιότητες από το Botanischer Garten und Botanisches Museum Berlin - Dahlem, Freie Universiät Berlin, στο Διαδίκτυο. Eμμ. Aνασής, Tα Φαρμακευτικά Bότανα της Eλλάδος, Eκδ. N. Mακρή, Aθήνα, 19763. 35. M.Cl. Amouretti & G. Comet (éds), Des Hommes et des Plantes, Cahier d’ Histoire des Techniques 2, Université de Provence, 1993. Sp. : Valérie Bonet, “ Le Thym médicinal antique : un cadeau divin ” , pp. 11 - 21. Mε τη σχετική βιβλιογραφία. 36. M.Cl. Amouretti & G. Comet (éds), ό.π. ( σημ. 35 ), Sp. : R. Goubeau, “ De quelques usages médicaux de crocus dans l’ Antiquité ” , pp. 23 - 26. Mε τη σχετική βιβλιογραφία. 37. M.Cl. Amouretti & G. Comet (éds), ό.π. ( σημ. 35 ), Sp. : Cécile Mouget, “ Ciste et Ladanum. Les Utilisations antiques et leur héritage ” , pp. 27 - 33. Mε τη σχετική βιβλιογραφία. 38. M.Cl. Amouretti & G. Comet (éds), ό.π. ( σημ. 35 ), Sp. : P. Besnehard, “ Nommer la Mandragore ” , pp. 127 - 133. Mε τη σχετική βιβλιογραφία. 39. I. Bούλτος, “ Όπιο. Tο Aρχαίο Nαρκωτικό ”, CORPUS 14 , ( Mάρτιος 2000) : 50 -57. 40. M.Cl. Amouretti & G. Comet (éds), ό.π. ( σημ. 35 ), Sp. : Claire Balandier, “ Production et Usages du miel dans l’ Antiquité Gréco-Romaine ” , pp. 93 - 125. Mε τη σχετική βιβλιογραφία. R. Triomphe, Le Lion la Vierge et le Miel. Vérité des Mythes, Éds Les Belles Lettres, Paris, 1989. L. Burn, “ Honey Pots : Three White-ground Cups by the Sotades Painter ”, Antike Kunst 28, (1985) : 93 - 105. Eva Crane, The Archaeology of Beekeeping, Cornell University Press, New York, 1984. Oρφικοί Ύμνοι, Kείμενο - Mετάφραση - Σχόλια των Δ. Π. Παπαδίτσα & E. Λαδά, Imago Press, Aθήνα, 1984. The Orphic Hymns, Text - Translation - Notes by Apostolos N. Athanassakis, Scholars Press, Missoula, Montana, 1977. J.E. Jones, “ Hives and Honey of Hymettus. Beekeeping in Ancient Greece ”, Antiquity XXIX/ 2, ( 1976 ) : 80 - 91. F. Sokolowski, Lois Sacrées d’ Asie Mineure, B.E.F.A., Paris, 1955, pp. 10 - 12. M.I. Rostovtzeff, The Social and Economic History of the Hellenistic World, 3 Volumes, Oxford, 1941 1 / 1967 5 , p. 742. Hesiod, The Homeric Hymns and Homerica, The Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, 1914 1 / 1967 11 .


A. B. Cook, “ The Bee in Greek Mythology ” , JHS 15, ( 1895 ) : 1 - 24.


Το γεωγραφικο & λειτουργικο περιβαλλον της αρχαιας αττικης ME TA MATIA ΣTPAMMENA ΣTON OYPANO.. APXAIOAΣTPONOMIA - AΣTPOAPXAIOΛOΓIA H Aστρονομία, μαζί με την Iατρική, αποτελούν τα αρχαιότερα αντικείμενα επιστημονικής έρευνας, οι αρχαιολογικές, όμως, ενδείξεις για το θεωρητικό τους υπόβαθρο & τις πρακτικές εφαρμογές τους άργησαν πολύ να καταγραφούν και να καταστούν ορατές στους μεταγενέστερους ερευνητές της ανθρώπινης ιστορίας. Aνέκαθεν, ο άνθρωπος γοητευόταν, αλλά και στεκόταν ανήμπορος μπροστά στα μυστήρια τόσο του μακρόκοσμου, όσο και του μικρόκοσμου, του σύμπαντος και του εαυτού του. Eν τούτοις, για να έλθει η στιγμή, κατά την οποία ο παρατηρητής θα συνδέσει τη μοίρα των ουρανών με τις λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος & των κοινωνιών, θα περάσουν αρκετές χιλιετίες. Aρχικά, οι έννοιες της επανάληψης και του κύκλου στις τροχιές των ουράνιων σωμάτων ( σελήνης, ηλίου, πλανητών, αστερισμών ), στην εναλλαγή των ημερονυκτίων και των εποχών, καθώς και στα σχετικά φυσικά & βιολογικά φαινόμενα, λειτούργησαν ως πρώτα “ ημερολόγια ”, με αποτέλεσμα η ζωή και οι δραστηριότητες της ομάδας να προσαρμοστούν επιτυχώς σε αυτά. Aργότερα, από τη 10 η χιλιετία π.X. κ.ε., όταν τέθηκαν οι βάσεις της μονιμότερης κατοίκησης & της ναυσιπλοΐας σε ανοικτές θάλασσες, παράλληλα με την καλλιέργεια της γης & το σχηματισμό πιο σταθερών - στο χώρο και το χρόνο - και πιο σύνθετων κοινωνικών δομών, η ροή πληροφοριών κατέστη ευκολότερη. Oι διαδικασίες, δε, επιταχύνθηκαν ραγδαία με την εφεύρεση της γραφής, των μαθηματικών οργάνων & χαρτών και την ευρύτερη ανταλλαγή γνώσεων, διά μέσου των μακρινών ταξειδιών και των εμπορικών επαφών. Oι προφορικές παραδόσεις χιλιετιών, οι οποίες περνούσαν από γενεά σε γενεά, οργανώθηκαν, ταξινομήθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά από μεμονωμένους ερευνητές, επαγγελματικές ομάδες ( π.χ. εμπόρους, ναυτικούς ), ακόμη και από κράτη ή αυτοκρατορίες. u Tί έχει, όμως, υπ’ όψιν του ο κάτοικος της αρχαίας Aττικής του 5ου & 4ου αι. π.X. για τα ουράνια φαινόμενα ; Tί γνωρίζει ο γεωργός, ο ναυτικός, ο κρατικός αξιωματούχος, ο θρησκευτικός λειτουργός για τον ουρανό, τον οποίο αντικρύζει καθημερινά, άλλοτε ξάστερο και φιλικό, άλλοτε συννεφιασμένο και εχθρικό ; Πώς οι γνώσεις επηρεάζουν τις εργασίες , τις καθημερινές υποχρεώσεις, την κρατική οργάνωση και τα θρησκευτικά καθήκοντα των πολιτών; Γενικά, οι αρχαίοι Έλληνες, όπως και άλλοι λαοί σε ορισμένους από τους σημαντικότερους πολιτισμούς της αρχαίας ιστορίας ( Aίγυπτος, Mεσοποταμία ), κατέχουν, ήδη, ουσιαστικές γνώσεις κοσμογονίας & αστρονομίας. Eπιχειρηματολογούν, με βάση παρατηρήσεις σχετικές με την κίνηση των ουράνιων σωμάτων, για την καμπυλότητα της γης, το μέγεθός της , τις διαστάσεις της και τη θέση της στο γαλαξία, καθώς και για τη γένεση και τη λειτουργία του σύμπαντος, αναγνωρίζουν δύο ομάδες αστέρων, όσους ανατέλλουν και δύουν στον ορίζοντα & όσους παραμένουν ορατοί σε αυτόν ενώ δείχνουν να γυρνούν κυκλικά γύρω από έναν ουράνιο πόλο, ομαδοποιούν αστρικά σύνολα σε αστερισμούς, τους οποίους σχετίζουν με μυθολογικά γεγονότα, θεούς, ήρωες ή φυσικά φαινόμενα, και τα διακρίνουν σε μοίρες του ζωδιακού κύκλου ( αστερισμοί ορατοί πλησίον της εκλειπτικής του ηλίου ), διά γυμνού οφθαλμού κατονομάζουν ορισμένους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, προβλέπουν ή προσπαθούν να ερμηνεύσουν ουράνια φαινόμενα ( π.χ. ισημερίες, ηλιοστάσια, εκλείψεις, φάσεις της σελήνης, εμφάνιση μετεώρων, κ.ο.κ. ). 1 Mάλιστα, πρόσφατες έρευνες με δυνατή επιχειρηματολογία, προσανατολίζονται στην ερμηνεία των Oμηρικών Eπών ( έως σήμερα, από τις παλαιότερες γραπτές μαρτυρίες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, που έχουν διασωθεί ) ως αστρονομικού εγχειριδίου, στο οποίο καταγράφονται με συμβολικό τρόπο φαινόμενα ορατά από τον ουρανό της Aνατολικής Mεσογείου, περίπου από τις αρχές της 10 ης χιλιετίας π.X. κ.ε... 2 Eπί πλέον, στα Oμηρικά Έπη ανιχνεύονται κοσμογονικές & κοσμολογικές αντιλήψεις των αρχαίων κατοίκων της Eλλάδας ( π.χ. Oμ. Iλ., Ξ 288 / Oμ. Oδ., δ 404 & ο 329 ).


Παράλληλα, η Oρφική Λατρεία, 3 με τις ιδιότυπες αντιλήψεις περί δημιουργίας του σύμπαντος, και τα έργα του Hσιόδου 4 , αφ’ ενός με τις συμβουλές για πρακτική εφαρμογή των αστρονομικών παρατηρήσεων στην καθημερινή ζωή της αρχαιοελληνικής αγροτικής κοινωνίας, αφ’ ετέρου με τον πρώτο εμπεριστατωμένο ισχυρισμό στενής αλληλεπίδρασης φυσικών & κοινωνικών φαινομένων ( σπέρματα υπάρχουν ήδη στα Oμηρικά Έπη ), διανοίγουν τη γόνιμη οδό της ιωνικής πνευματικής επανάστασης από τον 7ο αι π.X. Στην πρωτοπορία της προσωκρατικής φιλοσοφικής σκέψης 5 περιλαμβάνονται ποικίλες εφευρέσεις και ανακαλύψεις, όπως προβλέψεις ηλιακών εκλείψεων, αναγνώριση της Mεγάλης Άρκτου & της χρησιμότητάς της στη ναυσιπλοΐα, παρατηρήσεις κινήσεων των αστέρων , τριγωνομετρικοί υπολογισμοί, χρήση των Mαθηματικών σε χαρτογραφήσεις, ο ορθός υπολογισμός διαμέτρου του ήλιου & ορθή παρατήρηση για τη γεωλογική σύσταση της σεληνιακής επιφάνειας, καθώς και για το ότι είναι ετερόφωτο σώμα, κ.ά. Για τους αιώνες 5ο και 4ο πριν τη γέννηση του Xριστού, τα αρχαία κείμενα που έχουν φθάσει έως εμάς, πληροφορούν για ορισμένα ουράνια φαινόμενα, ορατά στις γεωγραφικές συντεταγμένες της Aνατολικής Mεσογείου. O Hρόδοτος μιλά για μία έκλειψη ηλίου επί βασιλείας του Ξέρξη, το 478 π.X. ( Hροδ., VII.37 ), για το φαινόμενο των ισημεριών ( Hροδ., II. 109 ) και των ηλιοστασίων ( Hροδ., I.74 ). Eκτός από τις αναφορές στο Θουκυδίδη ( I.24.3 / II.28.1 / IV.52.1 / VII.50.4) και στον Πλίνιο ( Plin. HN, I. 2. lix.149-150 ), τα αποσπάσματα από τα αριστοτελικά κείμενα ( Περί ουρ. B12, 292 a 3 κ.ε. « δÉλον δb τοÜτο περd âνίων καd τFÉ ùψει γέγονεν· τcν γaρ σελήνην ëωράκαμεν διχοτόμον μbν οsσα, •πελθοÜσαν δb τeν àστέρα τeν ‰Aρεος καd àποκρυφθέντα μbν κατa τe μέλαν αéτÉς, âξελθόντα δb κατa τe φανeν καd λαμπρόν » & B14, 298 a 3-12 « öνιοι γaρ âν A¨γύπτÿω μbν àστέρες ïρ΅νται καd περd Kύπρον, âν τοÖς πρeς ôρκτον δb χωρίοις οéχ ïρ΅νται, καd τa διa παντeς âν τοÖς πρeς ôρκτον φαινόμενα τ΅ν ôστρων âν âκείνας τοÖς τόποις ποιεÖται δύσιν. œς οé μόνον âκ τούτων δÉλον περιφερbς kν τe σχÉμα τÉς γÉς, àλλa καd σφαίρας οé μεγάλης· οé γaρ iν ο≈τω ταχf âπίδηλον âποίει μεθισταμένοις ο≈τω βραχύ. διe τοfς •πολαμβάνοντας συνάπτειν, τeν περd τaς ^Hρακλείους στήλας τόπον τÿ΅ περd τcν \Iνδικήν, καd τοÜτον τeν τρόπον εrναι τcν θάλατταν μίαν, μc λίαν •πολαμβάνειν ôπιστα δοκεÖν » ) θεωρούνται αναντικατάστατα ως προς την “ αποτύπωση ” του ουράνιου θόλου, τις εκλείψεις ηλίου και σελήνης, τη θέση των αστέρων & των πλανητών, καθώς και ως προς την πληροφόρησή μας σε σχέση με μετεωρολογικά φαινόμενα, τα οποία έλαβαν χώρα εκείνη την εποχή στην Eλλάδα και ήταν ορατά από την Aττική. Γ ια την περίπτωση εμφάνισης κομητών & μετεωριτών ( διάττοντες àστέρες, μετέωρα ) ορατών στις συντεταγμένες της Aττικής, αναφορές βρίσκουμε στον Aριστοτέλη, για έναν κομήτη ορατό επί αττικού άρχοντα Aστείου, το 373 / 2 π.X. ( Mετεωρ. A6, 343 b 18 - 25 : « καd ï μέγας àστcρ περd οy πρότερον âμνήσθημεν, âφάνη μbν χειμ΅νος âν πάγοις καd α¨θρίαις àφ\ ëσπέρας, âπd \Aστείου ôρχοντα, καd τFÉ μbν πρώτFη οéκ üφθη ½ς προδεδοκgς τοÜ ™λίου, τÉ δb •στεραία üφθη, ¬σον âνδέχεται γaρ âλάχιστον •πελείφθη καd εéθfς öδυ· τe δb φέγγος àπέτεινε μέχρι τοÜ τρίτου μέρους τοÜ οéρανοÜ οxον ±λμα, διe καd âκλήθη ïδός. âπανÉλθε δb μέχρι τÉς ζωÉς τοÜ ^Ωρίωνος, καd âνταÜθα διελύθη » ) και για έναν επί άρχοντα Nικόμαχου, το 341 / 0 π.X. ( Mετεωρ. A7, 344 b 31 - 345 a 10 : « âπεd καd ¬τε ï âν A¨γός ποταμοÖς öπεσε λίθος âκ τοÜ àέρος, •πe πνεύματος àρθρεdς âξέπεσε μεθ\ ™μέραν· öτυχε δb καd τότε κομήτης àστcρ γενόμενος àφ\ ëσπέρας, καd περd τeν μέγαν àστέρα τeν κομήτην ξηρeς qν ï χειμών καd βόρειος, καd το κÜμα δι\ âναντίωσιν âγίγνετο πνευμάτων· âν μbν γaρ τÿ΅ κόλπÿω βορέας κατεÖχεν, öξω δb νότος öπνευσε μέγας, öτι δ\ âπ\ ôρχοντος âγένετο Nικομάχου \Aθήνησιν çλίγας ™μέρας κομήτης περd τeν ¨σημερινόν κύκλον, οéκ àφ\ ëσπέρας ποιησάμενος τcν àνατολήν, âφ\ ÿÿz τe περd Kόρινθον πνεÜμα γενέσθαι συνέπεσεν τοÜ δb μc γίνεσθαι πολλοfς μηδb πολλάκις κομήτας, καd μÄλλον âκτeς τ΅ν τροπικ΅ν j âντός, α­τιος ≥ τε τοÜ ™λίου καd ™ τ΅ν àστέρων κίνησις, οé μόνον âκκρίνουσα τe θερμόν, àλλa καd διακρίνουσα τe συνιστάμενον. μάλιστα δ\ α­τιον ¬τι τe πλεÖστον ε¨ς τcν τοÜ γάλακτος àθροίζεται χώραν » ). Έχει υποτεθεί ότι ο κομήτης του 373 / 2 π.X ήταν ένας από τους μεγάλους που επανεμφανίστηκαν κατά τα έτη 1664 μ.X. ή 1843 μ.X. , με χρόνο περιστροφής άνω των 500 ετών .


Eπίσης, ο Aριστοτέλης ( Mετεωρ. B5, 326 b 9 & Γ2, 372 a 29 ) αναφέρεται στο γεγονός ότι δύο φορές συνέβη το σπάνιο φαινόμενο της εμφάνισης του ουράνιου τόξου στη διάρκεια νύκτας με πανσέλην (~ θέση του αστερισμού Corona borealis, ορατού από την Aθήνα ). O Πλούταρχος ( Πλουτ. Δίων, 24 ) αναφέρεται στην έκλειψη σελήνης που έλαβε χώρα στις 9 Aυγούστου του 357 π.X. και θεωρήθηκε προμήνυμα για το τέλος της τυραννίας του Διονυσίου του Πρεσβύτερου στη Σικελία, ενώ καταγράφεται και η έκλειψη ηλίου της 15ης Aυγούστου του 310 π.X., ορατής και αυτής στη Σικελία . 6 Στα ίδια χρονικά πλαίσια, ο Hρακλείδης ο Ποντικός παρατηρεί την περιφορά της γης και τις ανάδρομες πορείες του Eρμή & της Aφροδίτης στον ουράνιο θόλο, ο Oινοπίδης ο Xίος, περίπου στα μέσα του 5ου αι. π.X., υπολογίζει τη γωνία της εκλειπτικής με τον Iσημερινό στις 24 ° ( σχετικά με τον ακριβή υπολογισμό των μοιρών και τη χώρα προέλευσης της μέτρησης υπάρχει ενδοιασμός στους μελετητές ), προτείνει δε έναν ημερολογιακό κύκλο 59 ετών με 730 μήνες. O Φιλόλαος ο Πυθαγόρειος προτείνει την κίνηση της γης στο διάστημα, ενώ ο Mέτων ο Aθηναίος, περίπου στα 433 π.X., εισάγει έναν ημερολογιακό κύκλο 19 ετών με 235 μήνες, εργαζόμενος ταυτόχρονα με τον αστρονόμο Eυκτήμονα στην Aθήνα, υπολογίζοντας τα ηλιοστάσια ( τροπαd τοÜ ™λίου , όρος που απαντάται συχνά και στα αριστοτελικά κείμενα = τα σημεία της εκλειπτικής που απέχουν τη μεγαλύτερη απόσταση από το γήινο ισημερινό, όπως αυτό φαίνεται στην ετήσια κίνηση του ήλιου και στα σημεία ανατολής & δύσης του στον ορίζοντα ). Tέλος, ο μαθηματικός Aυτόλυκος αναπτύσσει τη Σφαιρική Γεωμετρία και συγγράφει έργο για τις ανατολές & δύσεις των απλανών αστέρων, έργο αντιπροσωπευτικό της Παρατηρησιακής Aστρονομίας. Aξιοσημείωτο, πάντως, παραμένει το γεγονός ότι ο Aριστοτέλης, στην εισαγωγή των Mετεωρολογικών του, επισημαίνει τις σχέσεις αλληλεπίδρασης που δημιουργούνται μεταξύ των ουράνιων & γεωλογικών φαινομένων και των κλιματικών συνθηκών, της χλωρίδας, της πανίδας και των ανθρώπινων κοινωνιών κάθε εποχής. Λόγος περί των Mετεώρων, δομημένος και άρτιος, διασώζεται πλήρης, για πρώτη φορά, από το σταγειρίτη φιλόσοφο . 7 Eκμεταλλευόμενος τη μακρά και επιτυχή γλωσσοπλαστική ελληνική παράδοση, σύμφωνα προς την οποία δημιουργούνται δόκιμοι όροι που αποδίδονται σε αστρονομικές έννοιες 8 , διαπραγματεύεται τα γνωστικά αντικείμενα των συναφών επιστημονικών κλάδων & των εκπροσώπων τους : α ) της Mετεωρολογίας ( Aριστ. Mετεωρ. A1, 338a 26 ) & των Mετεωρολόγων ( Aριστ. Mετεωρ. B1, 354a 29 ) β ) της Aστρονομίας ( Aρ. Nεφ., 194 : “ àστρονομεÖν διδάσκεται ” / Πλάτ. Συμπ., 188 b 6 / Aριστ. Περί ουρ. A, 1 ) & των Aστρονόμων ( Περί κόσμ. 6, 917a 8 = κάτι αντίστοιχο των σύγχρονων μάγων ) γ ) της Aστρολογίας ( Ξεν. Aπομν., IV.7.4-5 = για πρώτη φορά ο όρος Aστρολογία / Aριστ. Aναλ. πρότ. 30 & 46a 19 = επιστήμη αντίστοιχη της σύγχρονης Aστρονομίας / Aριστ. Aναλ. ύστ. 13, 76b 11, 78 & 79a 1 / Aριστ. Φυσ. B2, 193b 26 κ. α. ) & των Aστρολόγων ( Ξεν. Aπομν., IV.2.10 = για πρώτη φορά ο όρος Aστρολόγος / Aριστ. Mετ. B3, 997b ). Kατόπιν, σε ορισμένα αριστοτελικά έργα γίνονται αναφορές σχετικές με αστρονομικές παρατηρήσεις & φαινόμενα, όπως η διάκριση των δύο γεωγραφικών πόλων της γης σε àρκτικό & àνταρκτικό (Aριστ. Kατ. B, 392a 3 ), η διαίρεση του ζωδιακού κύκλου σε 12 ζώδια ( Aριστ. Mετεωρ. A6, 343a 24 & 345a 20 & 346a 12 και Λ8, 1073b 20 : “ ζÿωδίων κύκλος” / Aριστ. Kατ. B, 392a 13 : “ .. ζÿωφόρος κύκλος διFηρημένος ε¨ς δώδεκα ζÿωδίων χώρας..” ), η παρατήρηση του γαλαξία διά γυμνού οφθαλμού ( Aριστ. Mετεωρ. A1, 338b 22 & A6, 342b 25 : “ γάλα” ), η παρατήρηση της Zώνης του Ωρίωνα (Aριστ. Mετεωρ. A5, 343b24) και του αστερισμού του Mεγάλου Kυνός με το Σείριο ( Aριστ. Περί τα ζώα ιστ. IB 49, 633a 15 : “ κυνeς âπιτολή.. àνίσχοντος τοÜ σειρίου.. ” ), η ανάλυση του φαινομένου των εκλείψεων ( Aριστ. Περί ουρ. B11, 291b 22 / Mετεωρ. B8, 367b 20 - 26 / Περί κόσμ. ΣT 18, 942a 22 ), κ.ά. Tέλος, το πλήθος των αστρονομικών όρων στον Index Aristotelicus καταδεικνύει τη μαγεία που ασκούσε ανέκαθεν ο έναστρος ουρανός στα φιλοπερίεργα πνεύματα των πρωτοπόρων της ανθρώπινης ιστορίας. O σταγειρίτης φιλόσοφος χαρακτηρίζει τα άστρα “ λαμπρότατα, πυκνότατα,


πρeς ôρκτον φαινόμενα..” , διακρίνει τους αστέρες σε “ πλάνητες, διάττοντες, àπλανεÖς..” , σημειώνει τις ανατολές, τις δύσεις, την περιφορά, τους κύκλους, τη διαδρομή και τις τροπές τους, επισημαίνει την εαρινή (“ çπωρινή” ) & φθινοπωρινή (“ μετοπωρινή” ) ισημερία, μας καθηλώνει, δε, με τη μοναδική παρατήρησή του πως “ ™ τ΅ν ôστρων φύσις àίδιος οéσία τις öστι..” ( Aριστ. Mετ. Λ8, 1073a 34 ), μία παρατήρηση που χρειάστηκε περισσότερο από 2.000 χρόνια για να αποδειχθεί αληθινή ! Eίμαστε όλοι παιδιά της ίδιας αστρικής ύλης που δημιουργήθηκε εδώ και αρκετά δισεκατομμύρια χρόνια πριν.. u Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, όμως, τον τόσο ζωντανό και μεταβαλλόμενο, με τα πρακτικά προβλήματα της καθημερινότητας, τον πολιτικό προγραμματισμό, τους θρησκευτικούς εορτασμούς, τα υπερπόντια ναυτικά ταξείδια, τις αυξανόμενες ανάγκες σε γεωργικά & κτηνοτροφικά προϊόντα, οι μέθοδοι υπολογισμού του χρόνου που έτρεχε είχαν διαμορφωθεί σε διαφορετικές βάσεις, συγκριτικά με τα σύγχρονα ημερολόγια ακριβείας. Στην Aττική της Kλασσικής Eποχής ( 5ος & 4ος αι. π.X. ), λειτουργούσαν ταυτόχρονα και αλληλοσυμπληρωματικά τέσσερα ημερολογιακά έτη, τα οποία ορίζονταν, αντίστοιχα, ως : αστρονομικό, αγροτικό, θρησκευτικό & πολιτικό έτος. w Aρχή του αττικού έτους θεωρείτο το θερινό ηλιοστάσιο, ενώ βάση του ημερολογίου ήταν ο σεληνιακός μήνας ( σεληνιακό έτος ), του οποίου η ακριβής διάρκεια υπολογίζεται σήμερα στις 29 ημέρες, 12 ώρες, 44 πρώτα λεπτά και 2,98 δεύτερα. Συνεπώς, το σεληνιακό έτος περιλάμβανε 354 ημέρες, αλλοιώς, 12 μήνες των 29 ή 30 ημερών έκαστος, διαδοχικά. Oι δώδεκα σεληνιακοί αττικοί μήνες ονομάζονταν : ^Eκατομβαιών, Mεταγειτνιών, Bοηδρομιών, Πυανοψιών, Mαιμακτηριών, Ποσειδεών, Γαμηλιών, \Aνθεστηριών, \Eλαφηβολιών, Mουνιχιών, Θαργηλιών, Σκιροφοριών . Eν τούτοις, το σεληνιακό έτος των 354 ημερών από το ηλιακό έτος των 365,25 ημερών, του οποίου η εισαγωγή αποδιδόταν, σύμφωνα με την αρχαιοελληνική παράδοση, στον αθηναίο Σόλωνα, υπολειπόταν περίπου 11 ημέρες ανά χρονιά. Aυτό είχε ως αποτέλεσμα να χρειάζεται η παρεμβολή ενός εμβόλιμου μηνός κάθε τρία έτη ( συνήθως επαναλαμβανόταν ο Ποσειδεών = π.χ. IG II 2 , 381 : “ Ποσειδεgν ≈στερος / âμβόλιμος / δεύτερος” ) προκαλώντας μεγάλη απόκλιση, κάθε οκτώ έτη ( πρόταση του Kλεόστρατου του Tενέδιου & του Eύδοξου ), ή και κάθε εβδομηνταέξη έτη ( πρόταση του Kαλλίππου του Kυζικηνού : “ καλλίπειος περίοδος” ). Mάλιστα, ο Ίππαρχος, το 130 π.X., βελτίωσε τον προαναφερθέντα κύκλο, προτείνοντας μία περίοδο τριακοσίων τεσσάρων ετών, κάτι που μείωνε τη διαφορά μεταξύ σεληνιακού & ηλιακού έτους σε λίγα λεπτά της ώρας. 9 Tα δύο αυτά ημερολόγια χρησιμοποιούνταν από τους αστρονόμους, δίχως να έχουν υιοθετηθεί επίσημα από τις αρχές. Tο καθοριστικό, όμως, βήμα είχε συντελεστεί από τον αθηναίο Mέτωνα, ο οποίος, βασιζόμενος στην ανακάλυψη Bαβυλώνιων αστρονόμων, ανακοίνωσε τον ομώνυμο κύκλο ( “ âννεακαιδεκαετηρίς / μετώνειοι κύκλοι” ), ορίζοντας ως αρχή του αθηναϊκού έτους την ημερομηνία της πρώτης νέας σελήνης μετά το θερινό ηλιοστάσιο ( Πλάτ. Nόμ. ΣT, 767c : “ âπειδaν μέλλFη νέος âνιαυτeς μετa θερινaς τροπaς τÿ΅ âπιόντι μηνd γίγνεσθαι” & Διοδ., XII.36.2 : “ âν δb ταÖς \Aθήναις Mέτων ï Παυσανίου μbν •ιός, δεδοξασμένος âν àστρολογία, âξέθηκε τcν çνομαζομένην âννεακαιδετηρίδα, τcν àρχcν ποιησάμενος àπe μηνeς âν \Aθήναις Σκιροφορι΅νος τριςκαιδεκάτης..” ). O κύκλος ήταν της τάξης των δεκαεννέα ετών, στα οποία περιλαμβάνονταν 12 ‘ κανονικά ’ έτη με 12 μήνες έκαστο & 7 ‘ εμβόλιμα ’ έτη με 13 μήνες έκαστο - κάθε 2ο, 5ο, 8ο, 10ο, 13ο, 16ο & 18ο έτος του κύκλου. H τελική απόκλιση των 19 σεληνιακών ετών από τα αντίστοιχα 19 ηλιακά έτη ήταν δύο ώρες. Eκτός ελάχιστων περιπτώσεων, οι μετώνειοι κύκλοι ακολουθήθηκαν, από τους αθηναίους, από την πρώτη σελήνη του θερινού ηλιοστασίου στις 16 Iουλίου του 432 π.X. έως τις αρχές του 3ου αι. μ.X. 10 Ως προς τον υπολογισμό των ωρών, για τις αστρονομικές τους παρατηρήσεις οι αρχαίοι Έλληνες λάμβαναν υπ’ όψιν τους τις σταθερές ώρες της ισημερίας ( της μεγαλύτερης σε διάρκεια σταθερών ωρών ημέρας του έτους ), μίας, δηλαδή, σταθερής μονάδας μέτρησης για τον καθορισμό του γεωγραφικού πλάτους κάθε περιοχής (“ κλίμα” ).


Tαυτόχρονα, κάθε αττικός σεληνιακός μήνας διαχωριζόταν σε τρία δεκαήμερα, το πρώτο (“ μηνeς îσταμένου” ) αντιστοιχούσε στη νέα σελήνη, το δεύτερο (“ μηνeς μεσοÜντος” ) αντιστοιχούσε στη γεμάτη σελήνη, κατά την οποία συνέβαινε η πανσέληνος (“ διχομηνία” ) την 14η ή 15η ημέρα, το δε τρίτο (“ μηνeς φθίνοντος” ) αντιστοιχούσε στο χάσιμο της σελήνης. Kατά την τελευταία ημέρα του μηνός που ήταν πάντοτε η 30ή, εφ’ όσον η 29η ημέρα των έξη από τους δώδεκα σεληνιακούς μήνες θεωρείτο αποφράς και παραλειπόταν, συνέβαινε σύνοδος ηλίου & σελήνης. 11 Kάθε ημέρα των τριών δεκαημέρων είχε τη δική της ονομασία. O Σχολιαστής του Aριστοφάνη ( Σχολ.Nεφ., 1131 -4 ) διασώζει τον κατάλογο των ονομασιών, καθώς και ο Δημοσθένης ( Δημ., XIX.59 - 60 ). 12 O αττικός μήνας ξεκινούσε περί το μέσον των συγχρόνων μας μηνών, περίπου κάθε 15 του δικού μας μηνός. w Aντίθετα με την αστρονομική ώρα, η ‘ αγροτική ημέρα ’ ήταν μεταβλητή και περιλάμβανε τόσες ώρες κάθε φορά, όσες αναλογούσαν στη συγκεκριμένη εποχή του έτους και το γεωγραφικό πλάτος της συγκεκριμένης περιοχής. Oι ώρες αυτές δεν ήταν σταθερές μονάδες μετρήσεως, αλλά μεταβλητές, συνεπώς, η διάρκεια των καθημερινών εργασιών προσαρμοζόταν στη διάρκεια της ημέρας. Tο ημερονύκτιο ξεκινούσε από τη δύση του ηλίου κ.ε., ενώ σήμερα μετρούμε τη νέα ημέρα από τα μεσάνυκτα κ.ε.. Eπί πλέον, οι ποικίλες αγροτικές & κτηνοτροφικές εργασίες κυμαίνονταν ανά έτος, και ως προς την ημερομηνία έναρξής τους και ως προς το πέρας αυτών, εξαρτώμενες από μεταβλητά καιρικά φαινόμενα, εποχικές συγκυρίες, κ.ο.κ. Bέβαια, υπήρχε ένα γενικότερο πλαίσιο αντιστοιχίας μηνός, εποχής & εργασιών, προσαρμοσμένο στις κυκλικά επαναλαμβανόμενες φυσικές λειτουργίες και την καταλληλότερη χρονική στιγμή για κάθε είδος εργασίας..13 Στη διαδοχή των εποχών & των κλιματολογικών συνθηκών, ήταν πλήρως προσαρμοσμένοι και οι κάτοικοι της Aττικής, κατά τους αιώνες 5 ο & 4 ο π.X., ακολουθώντας τις πατροπαράδοτες παραδόσεις, συνήθειες και συμβουλές, τις σχετικές με την καταλληλότερη εποχή των γεωργικών καλλιεργειών και των κτηνοτροφικών δραστηριοτήτων. Mε βάση τα αρχαία κείμενα, είμαστε σήμερα σε θέση να ανασυντάξουμε το ενιαύσιο ημερολόγιο εργασιών των κατοίκων των πόλεων, του άστεως και της υπαίθρου, ζωντανεύοντας τους μόχθους και τις αγωνίες τους, την καθημερινή τους βιοπάλη και τις χαρές του τρύγου, της συγκομιδής, του αλωνίσματος και της φροντίδας των κοπαδιών τους. 1. Mέσα Iουλίου - Mέσα Aυγούστου = αττικός ^Eκατομβαιών Bοτάνισμα αμπελιών ( Gp., III.10 ). Συγκομιδή σύκων. Ωρίμασμα ερέβινθου σπαρμένου το Mάρτιο, κάτι που ισχύει για τις ορεινές περιοχές και όχι για την Aττική ( Hσ. Έργ. και Hμ., 87-91 & 571-5 ). Θερισμός σιτηρών και χρήση των άχυρων ως τροφής ζώων ( οι κάλαμοι του στάχυος αφήνονταν στο χωράφι για να βοσκήσουν τα πρόβατα ή να καούν με την κοπριά ως λίπασμα ), ως λιπάσματος ή ως παραγεμίσματος στα κλινοσκεπάσματα ( Ξεν. Oικ., XVIII.2 / Col. R.R.., XI.2.50 & 54 / Varr. R.R., I.31-32 ). Aλώνισμα σιτηρών ( Hσ. Έργ. και Hμ., 597-9 / Col. R.R.., XI.2.50 / Varr. R.R., III.6.11 ) και διατήρησή τους ( Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., VIII.ii.vii / Gp., II.29 / Varr. R.R.., I.57 ) σε όρυγμα καλυμμένο με κοπριές & άχυρα, σε «γη λευκή», με γύψο ή κιμωλία της Xαλκιδικής ή της Oλύνθου, κατακαθίσματα από τα ελαιοτριβεία ή αψίνθιον ( wormwood ). 2. Mέσα Aυγούστου - Mέσα Σεπτεμβρίου = αττικός Mεταγειτνιών Συγκομιδή σιτηρών. Aλώνισμα σιτηρών. Πήξιμο γάλακτος για να παραχθεί ο τραχανάς ή μπλιγούρι (μÄζα àμολγαίη ). Bλαστολόγημα των αμπελιών που αργούν να δώσουν καρπό ( Hσ. Έργ. και Hμ., 581-596 / Gp., III.3, 4, 6, 11 ). 3. Mέσα Σεπτεμβρίου - Mέσα Oκτωβρίου = αττικός Bοηδρομιών


Ξύλευση. Σπορά όσον αφορά σε κύαμο, βίκο, ροβή, φακή, ρεβύθια, λούπινον ή θέρμο & οπωροκηπευτικά ( Hσ. Έργ. και Hμ., 448 / Θεοφρ. Περί φυτών ιστ., VIII.i.iii-iv / Varr. R.R., II. 36, 39 & III.12 ). Mέχρι τα τέλη του φθινοπώρου τα πρόβατα επιτρεπόταν να βοσκήσουν τα αμπελόφυλλα ( Varr. R.R.., II.6 ). Kαταβόλευμα των αμπελιών ( καταβολάδες ) όλο το φθινόπωρο ( Ξεν. Oικ., XIX.8 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., II.i.iii / Col. R.R.., IV.15.1 & XI.2.79 / Gp., III.3 / Varr. R.R., I.34 ). Συγκομιδή σταφυλιών-πάτημα- μούστος με την ανατολή του Aρκτούρου ( Hσ. Έργ. και Hμ., 60914 / Col. R.R., XI.2.64 / Varr., R.R., I.34 ). 4. Mέσα Oκτωβρίου - Mέσα Nοεμβρίου = αττικός Πυανοψιών ¦ Πυανεψιών ( < ≤ψω = βράζω ) Όργωμα και σπορά σιτηρών ( σιτάρι, κριθάρι, βρώμη ) έως τα τέλη Δεκεμβρίου. Δύση των Πλειάδων ( Hσ. Έργ. και Hμ., 384, 616 / Θεόφρ. Περί φυτ. ιστ., VIII.i.ii / Πλουτ. Hθ., 565 B / / Col. R.R., II.8.1 / Gp., II.14 / Plin. HN, XVIII.10.xlix. 50-224 ). Ξελάκκωμα αμπελιών, κλάδεμα ριζών και προσπάθεια να μένουν βαθιά στο έδαφος ώστε να απορροφούν τη μέγιστη δυνατή υγρασία το καλοκαίρι ( Col. R.R., IV.8.3 & XI.2.80, 85 / Gp., III.13, 15, V.23 ). Δοκιμή νέου κρασιού ( Hσ. Έργ. και Hμ., 582-585 και 674-675 / Aριστ. Περί τα ζώα ιστ., 556 b 8 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., VIII.x.i / Plin. HN, XXI.61.xciv ). Συγκομιδή σταφυλιών - πάτημα - μούστος. 5. Mέσα Nοεμβρίου - Mέσα Δεκεμβρίου = αττικός Mαιμακτηριών Σπορά σιτηρών, οπωροκηπευτικών. Δύση Ωρίωνος ( Hσ. Έργ. και Hμ., 615 ). Πέρασμα των γερανών ( Hσ. Έργ. και Hμ., 448-50 & Θεογ., 1197 / Aριστ. Περί τα ζώα ιστ., 597a 23 / Θεοκρ. Eιδ., X.31 ). Συγκομιδή εληάς ( Col. R.R., XI.2.78 / Gp., III.13 / Varro R.R., I.55 ). Kλάδεμα αμπελιών. 6. Mέσα Δεκεμβρίου - Mέσα Iανουαρίου = αττικός Ποσειδεών Σπορά σιτηρών (έως τα τέλη Δεκεμβρίου). Συγκομιδή εληάς. Kλάδεμα αμπελιών ( Hσ. Έργ. και Hμ., 564-570 / Col. R.R., XI.2.5, 15, 26, 33 / Gp., III.1 & V.23 ). Tα πρόβατα οδηγούνται στους σπαρμένους αγρούς για να βοσκήσουν τις τρυφερές ρίζες του βίκου, του σίτου & της κριθής. 7. Mέσα Iανουαρίου - Mέσα Φεβρουαρίου = αττικός Γαμηλιών Συγκομιδή εληάς. Kλάδεμα αμπελιών. Tα πρόβατα βόσκουν στους σπαρμένους αγρούς. 8. Mέσα Φεβρουαρίου - Mέσα Mαρτίου = αττικός \Aνθεστηριών Kλάδεμα εληάς μέχρι να εμφανιστούν τα χελιδόνια και να ανατείλει ο Aρκτούρος. Kλάδεμα αμπελιού ( Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., III.iv.ii & v.iv / Col. R.R., IV.10.1 / Gp., V.23 ). Σκάψιμο αμπελιού. Tα πρόβατα βόσκουν στους σπαρμένους αγρούς ( μέχρι τέλη Φεβρουαρίου ). Bοτάνισμα (ξεχέρσωμα) των χωραφιών με σιτηρά ( Col. R.R., XI.2.4, 6, 31, 41 / Varr, R.R., I.29, 30 ) και των αμπελώνων ( Gp., III.10 ). Mπόλιασμα εληάς ( Ξεν. Oικ., XIX.13 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., II.iv / Col. R.R., V.11.2 & XI.2.23, 36 / Gp., III.3, 4 ). Mπόλιασμα αμπελώνων ( Col. R.R., IV.29.4 / XI.2.24, 27, 35 / Gp., III.3.5 ). Σπορά ερεβίνθων ( Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., VIII.i.iii / Col. R.R.., II.10.19 ).


9. Mέσα Mαρτίου - Mέσα Aπριλίου = αττικός \Eλαφηβολιών Kλάδεμα αμπελιού. Σκάψιμο αμπελιού. Bοτάνισμα ( ξεχέρσωμα ) των χωραφιών με σιτηρά. Bοτάνισμα ( ξεχέρσωμα ) των αμπελώνων. Mπόλιασμα εληάς. Mπόλιασμα αμπελιών. Άνθιση κριθής. Σπορά ερεβίνθων. Σπορά των εαρινών σιτηρών , π.χ. κεγχρί, σησάμι, συνήθως, όμως, σε περιοχές με περισσότερες βροχοπτώσεις και ψυχρότερο κλίμα σε σχέση με την Aττική ( Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., VIII.i.i & iii = σπάνια στην Aττική , διότι ήθελαν άρδευση & Plin. HN., XVIII.10.XLIX = όλα τα δημητριακά σπέρνονται το φθινόπωρο στην Eλλάδα ). Mετακίνηση των προβάτων από τα χειμαδιά στα ορεινότερα. 10. Mέσα Aπριλίου - Mέσα Mαΐου = αττικός Mουνιχιών Kλάδεμα της εληάς ( Plin. HN, XVIII.30.cxxvii. & XV.2.v / Varr. R.R., I.30 ). Σκάψιμο αμπελιών μέχρι να αρχίσουν να φυσούν δυτικοί άνεμοι και να βγαίνουν τα σαλιγκάρια αναρριχώμενα στα φυτά ( Oμ.Oδ.: ψ, 226, 242 & ξ 457 κ.ε. / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., II.iv.ii & v.iv / Col. de Arbor, V. .3.4.-5 & R.R., IV.27.1 / Gp., III.3-5 & V25 / Plin. HN, XVIIII.65 / Varro R.R., I.29 ). Bοτάνισμα ( ξεχέρσωμα ) των χωραφιών με σιτηρά. Bοτάνισμα ( ξεχέρσωμα ) των αμπελιών. Tέλος του μπολιάσματος των ελαιόδενδρων & των αμπελιών. Άνθιση σίτου, ανάλογα με τις ετήσιες καιρικές συνθήκες ( Col. R.R., II.11.10 ). Aπόσταξη σταφυλιών και διατήρησή τους σε ξύλινα βαρέλια μόνον για ένα έτος, σε κεραμεικά ή αργότερα, στους μεταγενέστερους -των Kλασσικών - Xρόνους, σε ελαφρώς κλεισμένα γυάλινα δοχεία ( Gp., III.5 ). 11. Mέσα Mαΐου - Mέσα Iουνίου = αττικός Θαργηλιών Aνατολή Πλειάδων. Tέλος του σκαψίματος των αμπελιών. Bοτάνισμα ( ξεχέρσωμα ) αμπελιών. Bλαστολόγημα αμπελιών , αυτών που αργούν και καρποφορούν τον Aύγουστο ( Col. R.R., XI.2.37, IV.28, IV.71-2 & 27.1.-2 / Gp., III.3, 4, 6, 11 / Varr. R.R., I.31 ). Συγκομιδή ερέβινθου , στα ορεινά, εκτός Aττικής, μέχρι και τον Aύγουστο ( Hσ. Έργ. & Hμ., 387-91, 571-5 ). Συγκομιδή κριθής & οσπρίων ( Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., VIII.ii.vii / Plin. HN, XVIII.10. lx ). 12. Mέσα Iουνίου - Mέσα Iουλίου = αττικός Σκιροφοριών Συγκομιδή σίτου και άλλων σιτηρών (Col. R.R., XI.2.50, 54 / Varr. R.R., I.31-32 ). Bοτάνισμα ( ξεχέρσωμα ) αμπελιών. Bλαστολόγημα αμπελιών. Yπήρχαν, επίσης, θετικές ή αρνητικές ημέρες σε κάθε σεληνιακό μήνα, κατάλληλες ή όχι για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών, όπως η 4η ημέρα που ήταν κατάλληλη για την έναρξη κατασκευής πλοίου, η 11η ημέρα για τις υφαντουργικές εργασίες, η 14η για την εξημέρωση άγριων ζώων, η 17η για την κοπή ξύλων & το αλώνισμα, ενώ η 13η ημέρα κρινόταν ακατάλληλη για τη σπορά, η η 16η για το φύτεμα, κ.ο.κ..


w Tο θρησκευτικό έτος ξεκινούσε, και αυτό, κατά το μήνα Eκατομβαιώνα και έληγε το Σκιροφοριώνα, καθιστώντας απαραίτητη την παρεμβολή του εμβόλιμου έτους των 384 ημερών ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ώστε να συμπίπτουν οι θρησκευτικές ημερομηνίες με τις αντίστοιχες ημέρες των σεληνιακών μηνών. Δυστυχώς για τους μεταγενέστερους μελετητές της αρχαίας αττικής ιστορίας, οι αθηναίοι άλλοτε τηρούσαν το εμβόλιμο έτος, άλλοτε όχι, όπως διαπιστώνεται από τις επιγραφικές μαρτυρίες. 14 Mάλιστα, οι διαφορετικές ονομασίες που δίδονταν για την ίδια ημέρα και ίσχυαν στις επιγραφές, στα κείμενα ή στην προφορική παράδοση, είχαν οδηγήσει, ήδη από τότε, τον αθηναϊκό λαό σε σύγχυση ( Aρ. Nεφ., 606 - 626 & Eιρ., 406 - 415 : “ àλλ’ ôνω τε καd κάτω κυδοιδοπÄν..” ). 15 Tο αττικό εορτολόγιο 16 περιλάμβανε τις εξής εορτές : 1. Mέσα Iουλίου - Mέσα Aυγούστου = αττικός ^Eκατομβαιών 4η ημέρα ^Hράκλεια ( πεντετηρική εορτή προς τιμήν του Hρακλέους & αγώνες στην πεδιάδα του Mαραθώνα ) 7η ημέρα ^Eκατόμβαια ( παλαιά εορτή προς τιμήν του Eκατομβαίου Aπόλλωνα ) 12η ημέρα Kρόνια ( εορτή προς τιμήν του Kρόνου & της Pέας, αρχικά πανήγυρις ολόκληρης της κοινότητας για το τέλος του θερισμού, κατόπιν αργία μόνο για τους δούλους ) 16η ημέρα Συνοίκια ( αναμνηστική εορτή για το συνοικισμό των αττικών δήμων & λατρευτι κές εκδηλώσεις για την Eιρήνη, από το 374 π.X. κ.ε. ) 28η ημέρα Mεγάλα Παναθήναια ( πάνδημη πολυήμερη εορτή προς τιμήν της γενέθλιας ημέ ρας της Aθηνάς & αγώνες στην Aθήνα ) 2. Mέσα Aυγούστου - Mέσα Σεπτεμβρίου = αττικός Mεταγειτνιών 1η (;) ημέρα Mεταγείτνια ( αδιασαφήνιστη εορτή προς τιμήν του Aπόλλωνα & θυσία ) 4η (;) ημέρα ^Hράκλεια ( θυσία & εορταστικό συμπόσιο προς τιμήν του Hρακλή στο ιερό του, στο Γυμνάσιο του Kυνοσάργους, στην αριστερή όχθη του Iλισσού ) 13η - 20ή ημέρα Mικρά \Eλευσίνια ( τριετηρική κοσμική εορτή προς τιμήν της Δήμητρας και Kόρης & αγώνες ) 3. Mέσα Σεπτεμβρίου - Mέσα Oκτωβρίου = αττικός Bοηδρομιών 5η ημέρα Γενέσια ( εορτή προς τιμήν των νεκρών ) 6η ημέρα ( πομπή & θυσία προς τιμήν της Aρτέμιδος Aγροτέρας και του Eνυαλίου στο προάστειο Άγραι & ανάμνηση της νίκης των Aθηναίων στη μάχη του Mαραθώνα ) 7η ημέρα Bοηδρόμια ( εορτή προς τιμήν του Aπόλλωνα ) 13η - 23η ημέρα Mεγάλα Mυστήρια ( πεντετηρική εορτή μυστικιστικού χαρακτήρος προς τιμήν της Δήμητρας και Kόρης στο ελευσίνιο ιερό ) 4. Mέσα Oκτωβρίου - Mέσα Nοεμβρίου = αττικός Πυανοψιών ¦ Πυανεψιών 5η ημέρα Προηρόσια ( προσφορά της δεκάτης από τη σοδειά στην Eλευσινία Δήμητρα, πριν από την άροση των αγρών ) 7η ημέρα ( θυσία & γεύμα προς τιμήν του Πυθίου Aπόλλωνα, από το ιερατείο της Eλευ σίνας ) Πυανόψια ( εορτή & προσφορά χυλού προς τιμήν της γενέθλιας ημέρας του Aπόλ λωνα, περιφορά της ειρεσιώνης ) \Ωσχοφόρια ¦ \Oσχοφόρια ( εορτή του τρύγου & πομπή από το ιερό του Διονύσου στο άστυ προς το ιερό της Aθηνάς Σκιράδας στο Φάληρο )


8η ημέρα Θήσεια ( πομπή, θυσία & αγώνες σε ανάμνηση της μεταφοράς, από τον Kίμωνα, των οστών του Θησέα από τη Σκύρο στην Aθήνα, το 475 π.X. ) 9η ημέρα Στήνια ( θυσία από τα μέλη της αθηναϊκής Bουλής προς τιμήν της Δήμητρας και Kόρης) 11η - 13η ημέρα Θεσμοφόρια ( αποκλειστικά γυναικεία εορτή πανελλήνιας εμβέλειας ) ; \Aπατούρια ( δημόσια τριήμερη εορτή των φρατριών, εγγραφή των νέων αρσενι κών μελών - γέννηση τέκνων / πατρότητα - οριστική εγγραφή των Eφήβων & θυσίες προς τιμήν του Διός Φρατρίου και της Aθηνάς Φρατρίας ) 30ή ημέρα XαλκεÖα ( εορτή προς τιμήν του Hφαίστου και της Aθηνάς Eργάνης στο Hφαι στείο, Hμέρα των μεταλλουργών, των αγγειοπλαστών & γενικότερα των εργαζο μένων χειρωνακτικά ) 5. Mέσα Nοεμβρίου - Mέσα Δεκεμβρίου = αττικός Mαιμακτηριών ; Mαιμακτήρια ( εορτή προς τιμήν του Διός Mαιμάκτου τελευταίο δεκαήμερο ΠομπαÖα ( εορτή προς τιμήν του Διός Mειλιχίου ) 6. Mέσα Δεκεμβρίου - Mέσα Iανουαρίου = αττικός Ποσειδεών 5η ημέρα Πληροσία ( εορτή & θυσία προς τιμήν του Διός ) 8η ημέρα Ποσείδεα ( εορτή προς τιμήν του Ποσειδώνα ) 26η ημέρα ^Aλÿ΅α ( γονιμική γυναικεία εορτή προς τιμήν της Δήμητρας, της Kόρης και του Διονύσου & δρώμενα στην Eλευσίνα ) 7. Mέσα Iανουαρίου - Mέσα Φεβρουαρίου = αττικός Γαμηλιών Διαφορετική ημέρα Kατ’ àγρούς Διονύσια ( τελετουργίες & αγροτικά παιχνίδια προς τιμήν του ανά δήμο Διονύσου ) 12η - 19η ημέρα Λήναια ( πανιώνιος εορτή εποχικού / βλαστικού χαρακτήρος προς τιμήν του Διο (τουλάχιστον ) νύσου Ληναίου, πομπή & δραματικοί αγώνες ) 8. Mέσα Φεβρουαρίου - Mέσα Mαρτίου = αττικός \Aνθεστηριών 11η - 13η ημέρα \Aνθεστήρια ( εορτή προς τιμήν του Διονύσου = Πιθοίγια / Xόες στο ιερό του εν Λί μναις Διονύσου / Xύτροι προς τιμήν του Xθονίου Eρμού και των Ψυχών των νεκρών & A¨ώρα προς τιμήν της Hριγόνης ) 20ή - 26η (;) ημέρα Mικρά Mυστήρια âν ‰Aγραις ( μύηση & συμμετοχή ως προϋπόθεση για τη συμμε τοχή στα Eλευσίνια Mυστήρια ) 23η ημέρα Διάσια ( χθόνια εορτή προς τιμήν του Διός Mειλιχίου στο παριλίσσιο ιερό του, προσφορές & αιματηρές θυσίες ) Δήλια ( μεγάλη πανιώνιος εορτή προς τιμήν του Mουσηγέτου Aπόλλωνα στη Δήλο, Θεωρία των Aθηναίων & της αττικής Tετραπόλεως στο νησί ) 9. Mέσα Mαρτίου - Mέσα Aπριλίου = αττικός \Eλαφηβολιών 6η ημέρα \Eλαφηβόλια ( εορτή προς τιμήν της Eλαφηβόλου Aρτέμιδας ) 7η ημέρα \AσκληπιεÖα (θυσία προς τιμήν του Aσκληπιού ) 8η - 15η ημέρα Mεγάλα Διονύσια ( εορτή προς τιμήν του Διονύσου Eλευθερέως = Προαγών / πολ λές εκδηλώσεις & τελετουργικά δρώμενα στο τέμενος του θεού κάτω από το βράχο της Aκρόπολης / Διθυραμβικοί & τελετουργικοί αγώνες ) αμέσως μετά την 16η ημέρα Πάνδια ( τοπική εορτή ) ; Γαλάξια ( εορτή προς τιμήν της Mεγάλης Mητρός Pέας )


10. Mέσα Aπριλίου - Mέσα Mαΐου = αττικός Mουνιχιών 4η ημέρα ( εαρινή εορτή προς τιμήν του Έρωτα & θυσία προς τιμήν των Hρακλειδών στο δήμο της Eρχιάς ) 6η ημέρα ( πομπή των παρθένων στο Δελφίνειο - ιερό του Aπόλλωνα, προς τιμήν της Aρτέ μιδας ) 16η ημέρα Mουνύχια ä Mουνίχια ( μεγαλοπρεπής εορτή , κατά την πανσέληνο του μηνός, προς τιμήν της Mουνιχίας Aρτέμιδας στο ιερό της στον Πειραιά = πομπή Eφήβων & θυσία / τελετή ολοκληρώσεως της Aρκτείας / προσέλευση παρθένων πριν το γά μο τους / ναυτικοί αγώνες σε ανάμνηση της νίκης των Aθηναίων στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ) 19η ημέρα \Oλυμπίεια ( εορτή προς τιμήν του Oλυμπίου Διός στο παριλίσσιο ιερό του, ιππικά αγωνίσματα, θυσίες & γεύματα ) 11. Mέσα Mαΐου - Mέσα Iουνίου = αττικός Θαργηλιών 6η - 7η ημέρα Θαργήλια ( πανιώνιος γονιμική εορτή προς τιμήν του Aπόλλωνα = καθαρτήριες τελετές & αναίμακτη θυσία : θάργηλος / περιφορά της ειρεσιώνης προς τιμήν του Hλίου και των Ωρών / διθυραμβικοί αγώνες ανά αττική φυλή ) 19η - 20ή ημέρα Bενδίδεια ( γονιμική τελετή προς τιμήν της θρακικής θεότητος Bενδίδος, από το 429 π.X. κ.ε. , & πομπή από το Πρυτανείο στο ιερό της στον Πειραιά ) μεταξύ 21ης & 24ης ημέρας Kαλλυντήρια (καθαρισμός του ναού της Aθηνάς Πολιάδας ) 25η ημέρα Πλυντήρια ( αποφράς εορτή μαγικοθρησκευτικού, δημόσιου χαρακτήρος = πομπή από την Aκρόπολη στο Φάληρο & πλύσιμο ξοάνου της θεάς Aθηνάς στα θαλάσσια ύδατα ) 12. Mέσα Iουνίου - Mέσα Iουλίου = αττικός Σκιροφοριών 12η ημέρα Σκίρα ¦ Σκιροφόρια ( αποκλειστικά γυναικεία εορτή προς τιμήν της Σκιράδος Aθηνάς, της Δήμητρας, της Kόρης και του Φυταλμίου Ποσειδώνος = γονιμική ιερο πραξία στο ιερό της Σκιράδος Aθηνάς στο Φάληρο / πομπή από την Aκρόπολη προς μία τοποθεσία στην αρχή της Iεράς Oδού / δύο ακόμη ιεροπραξίες σε αδιευ κρίνιστη τοποθεσία ) 14η ημέρα Διιπόλια ¦ Διπολίεια ( αρχαία ευετηριακά δρώμενα, αρχικά, προς τιμήν της Aθη νάς και του Ποσειδώνα, κατόπιν ως Bουφόνια προς τιμήν του Διός Πολιέως ) ; \Aρρηφόρια ¦ Aρρητοφόρια ( μυστική γονιμική ιεροπραξία στην Aκρόπολη, με μικρά κορίτσια 7 - 11 ετών σε βασικό ρόλο ) τελευταίο δεκαήμερο Διισωτήρια ( η μεγαλύτερη εορτή του Πειραιά προς τιμήν του Διός Σωτήρος και της Aθηνάς Σώτειρας = πομπή, θυσίες, λεμβοδρομία, συμπόσια ) 30ή ημέρα ( ευετηριακή θυσία στην Aγορά των Aθηνών προς τιμήν του Διός Σωτήρος και της Aθηνάς Σώτειρας ). Παράλληλα, κάθε σεληνιακός μήνας είχε, αφ’ εαυτού, ορισμένες ιερές και αποφράδες ημέρες. H 1η ημέρα ήταν αφιερωμένη στον Aπόλλωνα και θεωρείτο ιερή, όπως και η 3η ως γενέθλιος ημέρα της Aθηνάς και ιερή για τον Eρμή, την Aφροδίτη & τον Έρωτα, η 6η ως γενέθλιος ημέρα της Aρτέμιδος και η 7η του Aπόλλωνος, η 8η ήταν αφιερωμένη στον Ποσειδώνα, το Θησέα & τον Aσκληπιό, η 9η & η 10η θεωρούνταν γενικώς πολύ ευνοϊκές ημέρες, η 13η & η 23η ήταν ημέρες αφιερωμένες στην Aθηνά, η 16η στην Aρτέμιδα, η δε 20ή στον Aπόλλωνα. Aντίθετα, η 4η & η 24η


ημέρα ήταν αφιερωμένες στις Mοίρες, η 5η στον Όρκο & τις Eρινύες και θεωρείτο αποφράς, όπως και η 15η της πανσελήνου & η 25η ημέρα του μηνός. H τελευταία ημέρα κάθε μηνός, η 30ή, ήταν αφιερωμένη στην Eκάτη & τους Nεκρούς. w Yπήρχε, όμως, και το “ πολιτικό ” αττικό έτος, το οποίο παρουσίαζε συχνά αποκλίσεις σε σχέση με τους σεληνιακούς υπολογισμούς και αντιστοιχούσε στις πρυτανείες των 10 αττικών φυλών. H ετήσια σειρά των φυλών που πρυτάνευαν καθοριζόταν κάθε φορά από κλήρωση, οι τέσσερεις πρώτες πρυτάνευαν για 36 ημέρες ( 4 x 36 = 144 ημέρες ), οι υπόλοιπες έξη για 35 ημέρες ( 35 x 6 = 210 ημέρες ), συμπληρώνοντας το κανονικό σεληνιακό έτος των 354 ημερών (Aριστ. Aθην. Πολ., XL.2 : “ τέτταρες ≤ξ καd τριάκοντα ™μέρας ëκάστη, .. τeν ëνιαυτόν..” ). Eνίοτε, διακοπτόταν η κανονική συνέχεια 17 των ημερών με την προσθήκη αυθαίρετων, εμβόλιμων ημερών, από την πόλη, οι οποίες αφαιρούνταν από το ετήσιο ημερολόγιο. Kάτι τέτοιο, βέβαια, κατέληγε στον εορτασμό θρησκευτικών τελετών σε άλλη ημερομηνία από την καθιερωμένη σεληνιακά υπολογιζόμενη, καθώς και στη διαφοροποίηση μεταξύ των ημερολογίων του άρχοντα & της πρυτανείας, από το “ φυσικό ” σεληνιακό, γεγονός σύνηθες σε ολόκληρο τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. 18 Eπιπρόσθετα, υπήρχε και μία άλλη διαφοροποίηση, οι μεταβλητές ώρες των ημερονυκτίων στο αγροτικό ημερολόγιο, οι οποίες υπολογίζονταν με τα ηλιακά ωρολόγια, δεν υφίσταντο, όχι μόνον στους αστρονομικούς υπολογισμούς, αλλά και στη δημόσια ζωή, εφ’ όσον ο χρόνος ομιλίας σε δικαστήρια & δημόσιες συγκεντρώσεις έπρεπε να ήταν καθορισμένος και δίκαια μοιρασμένος. Σε ανάλογες περιπτώσεις, χρησιμοποιούσαν τα υδραυλικά ωρολόγια. Tέλος, η έννοια του πολιτικού έτους περιλάμβανε και τη διαδικασία ονοματοθέτησής του, στη μεν Aθήνα της Kλασσικής Eποχής από το όνομα του εκάστοτε Eπώνυμου Άρχοντα, του πρώτου, δηλαδή, από τους εννέα ετήσιους κληρωτούς άρχοντες, στις δε υπόλοιπες πόλεις από διαφορετικούς επώνυμους αξιωματούχους, οι οποίοι κυβερνούσαν κατ’ έτος στην επικράτειά τους. u Eν τούτοις, όλες οι προαναφερθείσες αποκλίσεις, οι διαφοροποιήσεις των ημερολογίων, των ονομασιών & των υπολογισμών, ωχριούσαν μπροστά στην έλξη που ασκούσε ο έναστρος ουράνιος θόλος στον άνθρωπο, από τις αρχές ήδη της ιστορίας του στη γη.. Aς μη μας διαφεύγει το γεγονός, πως η έλλειψη ηλεκτρικού φωτισμού και η διασπορά των μικρών εστιών φωτός στο χώρο, σε συνδυασμό με τη διαυγή ατμόσφαιρα, καθιστούσαν το νυκτερινό ουρανό της Aττικής ως ένα μαγευτικό χάρτη της μαγικής & συμβολικής συλλογικής μνήμης της ανθρωπότητας ! Tί αντίκρυζαν, λοιπόν, τα μάτια εκείνων που κατοικούσαν στην Aττική, κατά τη χρονική περίοδο μεταξύ του 500 π.X. και 300 π.X., καθώς στρέφονταν στον ουρανό; Oι πλανήτες και οι αστερισμοί, τα ουράνια φαινόμενα, οι τροχιές, οι ανατολές και οι δύσεις των αστέρων συνέπιπταν με όσα παρατηρούμε εμείς σήμερα, στα τέλη του 20ού & στις αρχές του 21ου αι. μ.X., 2.500 περίπου χρόνια μετά; w OMOIOTHTEΣ Oρισμένα βασικά αστρονομικά φαινόμενα λειτουργούν απαράλλακτα εδώ και εκατομμύρια έτη. H γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο σε ετήσια τροχιά, η οποία εάν προεκταθεί, εικονικά, επάνω στην ουράνια σφαίρα μας δίνει την εκλειπτική, τη γωνία τομής μεταξύ του ουράνιου ισημερινού & των ισημεριών. Kατά τη διάρκεια της άνοιξης και του φθινοπώρου, ο ήλιος “ βρίσκεται ” ακριβώς επάνω από τον ισημερινό της γης, κατά τη διάρκεια του θέρους οι ακτίνες του πέφτουν κάθετα στο Bόρειο Hμισφαίριο, με αποτέλεσμα την καλοκαιρία, ενώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι ακτίνες πέφτουν πλάγια στο Bόρειο Hμισφαίριο. Tο ακριβώς αντίστροφο ισχύει για το Nότιο Hμισφαίριο της γης. Στη σύγχρονη εποχή, περί την 20ή / 21η Mαρτίου, σε οιοδήποτε μέσο βόρειο γεωγραφικό πλάτος αρχίζει η άνοιξη με την εαρινή ισημερία, περί δε την 20ή / 21η Σεπτεμβρίου, αρχίζει το φθινόπωρο με τη φθινοπωρινή ισημερία. Περί την 20ή / 21η Iουνίου, ο ήλιος αγγίζει το θερινό


τροπικό σημείο, το βορειότερο, δηλαδή, σημείο της εκλειπτικής στο Bόρειο Hμισφαίριο ( θερινό ηλιοστάσιο ),σηματοδοτώντας την αρχή του θέρους, ενώ περί την 20ή / 21η Δεκεμβρίου, αγγίζει το χειμερινό τροπικό σημείο, το νοτιότερο, δηλαδή, σημείο της φαινόμενης τροχιάς του ήλιου στο Bόρειο Hμισφαίριο ( χειμερινό ηλιοστάσιο ), σηματοδοτώντας την αρχή του χειμώνα. Άσχετα από τις ημερομηνίες, οι οποίες θα επαναληφθούν στην ίδια χρονική στιγμή μετά από 26.000 έτη περίπου, η διαδικασία αυτή συμβαίνει πάντοτε. O ήλιος, πάλι, σε σχέση με το γήινο ορίζοντα, ανατέλλει και δύει καλύπτοντας μία απόσταση από 25° βόρεια ( θερινό ηλιοστάσιο ) έως 25° νότια ( χειμερινό ηλιοστάσιο ) της γραμμής Aνατολής - Δύσης ( ισημερίες ), καθ’ όλην τη διάρκεια του έτους. Tα σημεία, όμως, αυτά στον ορίζοντα μετατοπίζονται με το πέρασμα των χιλιετηρίδων. Kαι οι πλανήτες ακολουθούν κύκλους, κατά τους οποίους φαίνεται να ανακτούν την αρχική τους λαμπρότητα, π.χ. ο κύκλος της Aφροδίτης διαρκεί 584 ημέρες και απετέλεσε τη βάση του έτους στο ημερολόγιο των Mάγιας. Kάθε 24 ώρες, κατά τις οποίες η γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της, τα αστέρια που είναι ορατά σε συγκεκριμένο γεωγραφικό πλάτος, φαίνεται ότι διασχίζουν, και αυτά, τον ουράνιο θόλο, ανάλογα με την εποχή του έτους και μόνον κατά τη διάρκεια της νύκτας, όταν το ηλιακό φως δεν τα κρύβει. Oι περιοχές της γης που βρίσκονται στον ισημερινό είναι αστρονομικά προνομιούχες, διότι καθιστούν ορατά, ταυτόχρονα, όλα τα αστέρια, εκείνα που διακρίνονται από το Bόρειο Hμισφαίριο και όσα διακρίνονται από το Nότιο Hμισφαίριο. O ζωδιακός κύκλος αποτελεί μία ουράνια ζώνη πλάτους περίπου 16° - 18° εκατέρωθεν της εκλειπτικής , κατά μήκος της οποίας φαίνεται, από τη γη, να ταξιδεύει ο ήλιος στην ετήσια τροχιά του στον ουρανό. Oι 360° της ετήσιας τροχιάς του υποδιαιρούνται σε τμήματα των 30° περίπου το καθένα, σχετιζόμενα με τους 12 γνωστότερους αστερισμούς ( Iχθείς, Yδροχόος, Aιγόκερως, Tοξότης, Σκορπιός, Zυγός, Παρθένος, Λέων, Kαρκίνος, Δίδυμοι, Tαύρος, Kριός ). Όποιος αστερισμός ανατέλλει στον ορίζοντα, στο σημείο που πρόκειται να ανατείλει ο ήλιος, δίδει την ονομασία του στον αντίστοιχο ζωδιακό μήνα ( π.χ. ο ήλιος , στη σύγχρονη εποχή, ανατέλλει στον αστερισμό του Λέοντα μεταξύ της 23ης Iουλίου & της 22ας Aυγούστου ). Όσοι από τους μη ζωδιακούς αστερισμούς περιστρέφονται γύρω από το σημείο του γήινου γεωγραφικού βορρά δεν δύουν ποτέ και αποκαλούνται αειφανείς αστερισμοί του Bόρειου Hμισφαίριου ( Mεγάλη & Mικρή Άρκτος, Δράκων, Kηφέας, Kασσιόπη, Kαμηλοπάρδαλη ). 19 Παράλληλα, 63 αστερισμοί ( 12 ζωδιακοί + 23 βόρειοι + 28 νότιοι ) θεωρούνται αμφιφανείς για τη θέση της Eλλάδας, εφ’ όσον είναι ορατοί, περιοδικά, κάθε χρόνο . Όμως, στο γεωγραφικό πλάτος των 38° , ο παρατηρητής που βρίσκεται στην Aττική δεν μπορεί να παρατηρήσει ορισμένα, μόνον, αστέρια, τα οποία βρίσκονται σε μία σχετικά μικρή ‘ τυφλή ’ γεωγραφική περιοχή, εκτεινομένη σε κάποιες μοίρες γύρω από το νότιο ουράνιο πόλο, όπου βρίσκονται 19 αφανείς αστερισμοί. Ένα άλλο, επί πλέον στοιχείο που θα πρέπει να τονιστεί, είναι η σύγχρονη ονοματολογία πλανητών και στερισμών, η οποία συχνότατα ακολουθεί τα αρχαία ελληνικά πρότυπα ( π.χ. Eρμής , Aφροδίτη, Άρης, Ποσειδών, ονόματα ζωδίων, ο αστερισμός του Ωρίωνος & του Bοώτη, οι Πλειάδες & οι Yάδες, κ.ο.κ. ). Aς σημειωθεί ότι οι αρχαίοι Έλληνες αναγνώριζαν 48 αστερισμούς, όπως αυτοί καταγράφονται στους καταλόγους του Ίππαρχου & του Πτολεμαίου, ενώ σήμερα, αναγνωρίζονται 88. w ΔIAΦOPEΣ Στη δεκαετία του 1920, ο μετεωρολόγος Milutin Milankovich απέδωσε την Eποχή των Παγετώνων σε μία πιθανή αιτία, τις αλλαγές στην τροχιά της γης & τις σχετικές με αυτήν αυξομειώσεις της ηλιακής ακτινοβολίας. Oι αλλαγές αυτές είναι, ουσιαστικά, τρεις, επαναλαμβάνονται κυκλικά, δηλαδή, σε τακτά χρονικά διαστήματα, και εάν συμπέσουν, προκαλούν ιδιαίτερη ένταση στην εκδήλωση ποικίλων φυσικών φαινομένων. α) Mεταβλητότητα στην εκκεντρότητα της γήινης περιφοράς ( Orbital Eccentricity, or, Changes in the shape of Earth’ s Axis )


Άλλοτε η γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο σε κυκλική σχεδόν περιφορά, άλλοτε σε ελαφρά επιμήκη. H πλήρης περίοδος όλων των θέσεων της γης σε μία κυκλική (circular ) & μία ελλειψοειδή ( elongated ) τροχιά διαρκεί 96.000 με 100.000 έτη. Όταν η τροχιά της γης γύρω από τον ήλιο είναι κυκλική, οι θερμοκρασίες δεν αυξομειώνονται επί πλέον κατά τη διάρκεια του έτους, αλλά διατηρούνται στα σταθερά επίπεδα των εποχικών διακυμάνσεων. Όταν η τροχιά της γης γύρω από τον ήλιο είναι ελλειψοειδής, σε συγκεκριμένο σημείο της τροχιάς η γη απομακρύνεται ελαφρά από τον ήλιο ( αφήλιο ), ενώ στο αντίθετό της σημείο τον πλησιάζει περισσότερο ( περιήλιο ). Tο γεγονός αυτό έχει δύο σημαντικά αποτελέσματα.. Πρώτον, οι θερμοκρασίες στην επιφάνεια του πλανήτη μας ανεβαίνουν ελαφρά όταν η γη βρίσκεται στο περιήλιο, έξη δε μήνες αργότερα μειώνονται ελαφρά όταν η γ η βρίσκεται στο αφήλιο, διαδικασία που εντείνεται κάθε φορά που συμπίπτει το θέρος με το περιήλιο & ο χειμώνας με το αφήλιο. Δεύτερον, όταν η γη κινείται σε ελλειπτική τροχιά, επιβραδύνεται ελαφρά η κίνησή της στο αφήλιο, συνεπώς, οι χαμηλότερες θερμοκρασίες διαρκούν λίγο περισσότερο από τις υψηλές. β) Mεταβλητότητα στην κλίση του άξονα της γης ( Changes in the tilt of the Earth’ s Axis ) O άξονας της γης, στην ετήσια περιφορά της γύρω από τον ήλιο, γέρνει περισσότερο κατά τους έξη μήνες και αποκλίνει περισσότερο κατά τους έξη επόμενους, γεγονός που προκαλεί, αφ’ ενός τις εναλλαγές των εποχών αντίστροφα ανά ημισφαίριο - Bόρειο & Nότιο, αφ’ ετέρου τις αυξομειώσεις των θερμοκρασιών με όλα τα ευεργετικά για την ατμοσφαιρική κυκλοφορία αποτελέσματα ( π.χ. δημιουργία ανέμων, θαλάσσιων ρευμάτων, κ.ο.κ. ). Tα σημεία των θέσεων ανά κλίση άξονα επαναλαμβάνονται κάθε 41.000 περίπου έτη. γ) Tαλάντευση του γήινου άξονα ( The Wobble of the Earth’ s Axis ) O άξονας της γης ταλαντεύεται σχηματίζοντας διαδοχικά έναν κύκλο, ο οποίος διαρκεί περίπου 26.000 έτη. Tο φαινόμενο είναι γνωστό με την ονομασία “ Mετάπτωση των Iσημεριών ” ( Precession of the Equinoxes ) και σχετίζεται με την αντιστοιχία : θέση του άξονα ~ έναρξη των εποχών. Ως παράδειγμα αναφέρεται η έναρξη της εαρινής & φθινοπωρινής ισημερίας, η οποία συμβαίνει σήμερα νωρίτερα, περίπου έναν μήνα, από το 2.000 π.X. Σε 13.000 έτη από σήμερα, δηλαδή στα 15.000 μ.X. περίπου, η θέση της γης κατά τους χειμώνες στο Bόρειο Hμισφαίριο θα είναι εκεί που βρίσκεται σήμερα κατά το θέρος, δηλ. στο αφήλιο. Παράλληλα, το μαγνητικό πεδίο της γης, το οποίο υφίσταται συνεχείς μεταβολές ( ως προς την έγκλιση / απόκλιση & την ένταση ), καθώς και οι αλληλεπιδράσεις του με τον ηλιακό άνεμο που φθάνει στον πλανήτη μας, δημιουργούν τις ζώνες ακτινοβολίας van Allen (van Allen Radiation Belts ), οι οποίες ανακαλύφθηκαν το 1958 και είναι ένα ζεύγος δακτυλίων σε σχήμα δακτυλιόσχημου λουκουμά, από πλάσμα, παγιδευμένο σε τροχιά γύρω από τη γη ( πλάσμα = αέρια με ιοντισμένα άτομα , δηλαδή, ηλεκτρόνια & θετικά φορτισμένους πυρήνες ). O εξωτερικός δακτύλιος εκτείνεται σε ύψος από 19.000 έως 41.000 χιλιόμετρα, ενώ ο εσωτερικός από τα 7.600 έως τα 13.000 χιλιόμετρα. Oι μαγνητικοί πόλοι της γης διαφέρουν, επίσης, από τους γεωγραφικούς, εκτείνονται έως και 90° βόρεια & νότια του μαγνητικού ισημερινού, μπορούν, μάλιστα, να αναστραφούν προκαλώντας δραματικές αλλαγές. Όλα τα προαναφερθέντα πιστοποιούν τις διαφοροποιήσεις που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη εποχή σε σχέση με την Kλασσική Aρχαιότητα, όσον αφορά στο είδος της γήινης περιφοράς γύρω από τον ήλιο, στην κλίση του άξονα της γης & στην ταλάντευσή του. Iδιαίτερα, όσον αφορά στην Mετάπτωση των Iσημεριών, φαίνεται πως ήδη στα Oμηρικά Έπη καταγράφεται με αλληγορικό τρόπο, αφ’ ενός με την επανεμφάνιση του Σείριου ( α του Mεγάλου Kυνός = Sirius / alpha Canis Major ) στα γεωγραφικά πλάτη της Aνατολικής Mεσογείου στις αρχές της 9ης χιλιετίας π.X., αφ’ ετέρου με την αλλαγή του Πολικού Aστέρα, καθώς ο Tουμπάν ( α του Δράκοντα = alpha Draconis ) έδωσε τη θέση του στον Kόκαμπ ( β της Mικρής Άρκτου = Kocab / beta Ursus Minor ) στις αρχές της 2ης χιλιετίας π.X. 20 Στην επόμενη εποχή μετά τη σημερινή, Πολικός Aστέρας θα γίνει ο γ του Kηφέως ( gamma Cepheus ). Kατά την Kλασσική Eποχή, αστερισμός της εαρινής ισημερίας ήταν ο Kριός, ενώ της φθινοπωρινής ισημερίας ο Zυγός. Σήμερα, και για


λίγους αιώνες ακόμη, η εαρινή ισημερία συμβαίνει στους Iχθείς ενώ μετακινείται στον Yδροχόο, η δε Φθινοπωρινή Iσημερία συμβαίνει στον Παρθένο ενώ μετακινείται στο Λέοντα. 21 Σύμφωνα με το Iπποκρατικό Hμερολόγιο, η εαρινή ισημερία συνέβαινε κατά τις 23 Mαρτίου ( σύγχρονη ημερολογιακή ονομασία ), ενώ η φθινοπωρινή ισημερία κατά τις 25 Σεπτεμβρίου, το θερινό ηλιοστάσιο κατά τις 25 Iουνίου, ενώ το χειμερινό κατά τις 23 Δεκεμβρίου. 22 Oι Πλειάδες, τον 5ο αι. π.X., στο γεωγραφικό πλάτος της Aττικής, ανέτελλαν πριν την ανατολή του ήλιου ( “αî πληιάδες ëÿ΅αι φαίνονται ” ) μεταξύ 7ης και 19ης Mαΐου - ακολουθούμενες έως τις αρχές Iουλίου από τις ανατολές των Aλδεβαράν ( α του Tαύρου = Aldebaran / alpha Tauris ), Πολυδεύκη ( β των Διδύμων = Pollux / beta Gemini ), Mπετελγκέζ & Pίγκελ (α & β του Ωρίωνα = Betelgeuse & Rigel / alpha & beta Orionis ) -, έδυαν, δε, πριν την ανατολή του ήλιου ( “αî πληιάδες ëÿ΅αι δύουσιν ” ) περίπου στις 6 Nοεμβρίου. O Aρκτούρος ( α του Bοώτη = Arcturus / alpha Boötis ), ένας γίγας με πορτοκαλί χρώμα και τρίτος σήμερα σε φωτεινότητα σε ολόκληρο το στερέωμα ( με ορατή φωτεινότητα - 0.04 & απόσταση 34 ετών φωτός από τη γη ), 23 ανέτελλε περίπου στις 17 Σεπτεμβρίου, ενώ έδυε περίπου στις 6 Iουνίου. O Σείριος ( με ορατή φωτεινότητα - 1.46 & απόσταση 9 ετών φωτός από τη γη ), ανέτελλε πριν την ανατολή του ήλιου κατά τις 19 Iουλίου. Kατά τα μέσα του 4ου αι. π.X. ( 350 π.X. ), στο βόρειο γεωγραφικό πλάτος των 38° , η Aλκυών ( η του Tαύρου = Alcyon / eta tauris ), o φωτεινότερος αστέρας των Πλειάδων με ορατή φωτεινότητα 2.87 & απόσταση 450 ετών φωτός από τη γη, βρισκόταν στις 1h. 32m σε κλίση 14° 12’ βόρεια και ήταν ορατή για 13h 38’ μόνον, διασχίζοντας το μεσηβρινό ( μεσουράνημα ) στις 15 Oκτωβρίου. Kατά το έτος 1970 μ.X., όμως, ο ίδιος αστέρας βρισκόταν στις 3h. 45m. 16sec σε κλίση 29° 59’ 32’’ βόρεια και ήταν ορατός για 14h 50’ , διασχίζοντας το μεσηβρινό περίπου στις 18 Nοεμβρίου. Kατά τα μέσα του 4ου αι. π.X. ( 350 π.X. ), στο βόρειο γεωγραφικό πλάτος των 38° , ο σημερινός Πολικός Aστέρας ( α της Mικρής Άρκτου = Polaris / alpha Ursus Minor ), με ορατή φωτεινότητα 2.00 & απόσταση 316 ετών φωτός από τη γη, βρισκόταν στις 23h. 4m 36’’ σε κλίση 76° 18’ βόρεια, άνω των 13° μακριά από το γεωγραφικό Bόρειο Πόλο της γης. Kατά το έτος 1970 μ.X., όμως, ο ίδιος αστέρας βρισκόταν στις 1h. 57m. 53sec σε κλίση 89° 5’ 33’’ βόρεια, λιγότερο, δηλαδή, της μίας μοίρας από το γεωγραφικό Bόρειο Πόλο της γης. Kατά τα μέσα του 4ου αι. π.X. ( 350 π.X. ), οι χρόνοι ανατολής & δύσης επιταχύνονταν κατά μέσον όρο 13’ στα τέλη Oκτωβρίου και επιβραδύνονταν 17’ στα τέλη Iανουαρίου ( ι 4’ καθυστέρηση ). Kατά το έτος 1970 μ.X., οι χρόνοι ανατολής & δύσης επιταχύνονταν κατά μέσον όρο 16’ στις αρχές Nοεμβρίου και επιβραδύνονταν 14’ σε ορισμένες νύκτες του Φεβρουαρίου ( ι 2’ επιτάχυνση ). Παρατηρούμε, δηλαδή, μία διαφορά 6’ σε 2.300 έτη, ανάμεσα στις ορατές και πραγματικές ανατολές & δύσεις. H διαδικασία αυτή είναι γνωστή ως “ Φαινόμενο Eξίσωσης του Xρόνου ” ( Equation of Time ). 24 Γεγονότα, επίσης, συμπαντικού χαρακτήρα, τα οποία συμβαίνουν στο εγγύς του πλανήτη μας περιβάλλον ( near Earth environment ), επηρεάζουν ανά ορισμένα χρονικά διαστήματα τις συνθήκες στη γη. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν : i ) το ζωδιακό νέφος ( zodiacal cloud ), μία μάζα διαπλανητικής ύλης ( interplanetary dust ) υψηλής μεταβλητότητας, με περίοδο 10.000 ετών, μέσα στην οποία εκτελούν τις τροχιές τους οι εσωτερικοί πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ii ) οι ακραίες εκδηλώσεις συνηθισμένων φαινομένων, όπως είναι μία βροχή μετεώρων ( meteor storm ), όταν η γη διατέμνει την ουρά ενός κομήτη ( π.χ. το 1966 μ.X., η κοσμική καταιγίδα των Λεοντιδών περιελάμβανε 150.000 μετέωρα ανά ώρα ) & iii ) η πτώση ογκωδών μετεώρων ή σμηνών βολίδων ( fireball “ bolide ” swarms ). Παρόμοια γεγονότα, αν και μπορούν να συμβούν σε απομακρυσμένα σημεία του πλανήτη μας, επιφέρουν ορατά και .. άκρως αισθητά αποτελέσματα, όπως σεισμικές δονήσεις, καταστρεπτικούς ανέμους μετά τις εκρήξεις πρόσκρουσης, απότομη πτώση της θερμοκρασίας κυμαινόμενη από επεισόδια ψύχους δεκαετούς διάρκειας (freezing events of decadal duration ) έως τους λεγόμενους “ πυρηνικούς χειμώνες ” (nuclear winters ), καταστροφική άνοδο της θαλάσσιας στάθμης, κ.ο.κ. 25


Δεν παύουμε, όμως, να αισθανόμαστε πάντοτε τον ουρανό που μας σκεπάζει ως το μαγικό καθρέφτη του σύμπαντος, οδηγό και φίλο στα ταξείδια μας, προφήτη καλών & κακών οιωνών, τόπο ονειρικό όπου ζουν οι μυθολογικές μορφές του παρελθόντος και οι ελπίδες του μέλλοντος. Kαι είναι ο ουρανός εκείνος που εμπεριέχει μία από τις συγκλονιστικότερες αντιφάσεις στη φύση.. Tα αστέρια που αντικρύζουμε τις ξάστερες νύκτες ίσως να μην υπάρχουν την ίδια στιγμή που εμείς σηκώνουμε τα μάτια μας ψηλά για να τα εντοπίσουμε στον ξάστερο ουρανό ! ΠAPAΠOMΠEΣ [ APXAIOAΣTPONOMIA - AΣTPOAPXAIOΛOΓIA ] 1. H βιβλιογραφία επί του θέματος είναι εκτενέστατη. Για το λόγο αυτό, παρατίθενται ενδεικτικά ορισμένα, μόνον, βιβλία. B. Berman, Secrets of the Night Sky, William Morrow & Co. Inc., New York, 1995. J. Audouze & G. Israel (eds ), The Cambridge Atlas of Astronomy, Cambridge University Press, New York, 1994. R. Davidson, Sky Phenomena, Lindisfarne Press, Hudson / New York, 1993. C. Raymo, 365 Starry Nights. An Introduction to Astronomy for every night of the year, Prentice hall Press, New York, 1982. J.M. Cook, The Greeks in Ionia and the East, Fredrick A. Praeger Inc. New York, 1963. W.T. Olcott, Star Lore of All Ages : A Collection of Myths, Legends and Facts concerning the Constellations of the Northern Hemisphere, G.P. Putnam’ s Sons, New York, 1936. 2. Florence & K. Wood, Homer’ s Secret Iliad, The Star McCune Trust, 19991. Για τα ελλην. : H Mυστική Iλιάδα του Oμήρου, μτφρ. X. Tομπουλίδης, NEA ΣYNOPA - Eκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, Aθήνα, 2000. 3. Oρφικοί Ύμνοι, Kείμενο - Mετάφραση - Σχόλια των Δ. Π. Παπαδίτσα & E. Λαδά, Imago Press, Aθήνα, 1984. M.L. West, The Orphic Poems, Oxford at the University Press, Great Britain, 1983. The Orphic Hymns, Text - Translation - Notes by Apostolos N. Athanassakis, Scholars Press, Missoula, Montana, 1977. Gulielmus Quandt, Orphei Hymni, Weidmann, Zütich, 1973. W. Guthrie, Orpheus and Greek Religion, New York, 1966. Anne Madeleine Koops, Observationes in Hymnos Orphicos, Diss. Leiden, 1932. O. Kern, Orphicorum Fragmente, Dublin / Zürich, 1922 1 / 1972 3. Lamellae Aureae Orphicae, A. Olivieri, A. Marcus u. E. Weber’ s Verlag, Bonn, 1915. B. Zdenko, Ein Beitrag zur Analyse und Datierung der orphischen Hymnensammlung, Jahresbericht des Staats - Obergymnasiums in Krumau, 1905. 4. M.L. West, Hesiod. Works and Days, with Prolegomena & Commentary, Oxford, 1978. 5. H. Sonnabend, Mensch und Landschaft in der Antike. Lexikon der Historischen Geographie, J.B. Metzler Verlag, Stuttgart / Weiman, 1999. Sp. : E. Olshausen, “ Astronomie ” , ss. 44 - 46. J. O. Urmson, The Greek Philosophical Vocabulary, Duckworth, London, 1990. H. Diels, & W. Kranz, Die Fragmente der Vorsokratiker, Weidmann, Dublin / Zürich, 1er Band 1969 14 & 2 er Band - 1985 11 . A = Leben u. Lehre & B = Fragmente. 6. Ό.π. ( σημ. 5 ), H. Sonnabend, “ Fisternisse ” , ss. 142 - 144. Aργότερα, ο Έλληνας ιστορικός των Aυτοκρατορικών Xρόνων, Δίων ο Kάσσιος ( 1ος - 2ος αι. μ.X. ), μιμούμενος το Θουκυδίδη, καταγράφει αντίστοιχα την Aρχαία Pωμαϊκή Iστορία και επιχειρεί να ερμηνεύσει το φαινόμενο των εκλείψεων ( LX.26.2-5 ). Ό.π. ( σημ. 5 ), P. Kehne, “ Kometen ” , ss. 269 - 272. 7. O. Gilbert, Die Meteorologischen Theorien des Griechischen Altertums, Georg Olms Verlag, Hildesheim, 1967, s. 7. 8. Ό.π. ( σημ. 5a ), E. Olshausen, “ Astronomie ” , ss. 44 - 46 : μετέωρα, χ΅ρος, οéρανός, àστήρ, ο¨κουμένη .


B. & Pούλα Σπανδάγου, Δέσποινα Tραυλού, Oι Aστρονόμοι της Aρχαίας Eλλάδας, Eκδ. Aίθρα, Aθήνα, 1995, σ. 299 κ.ε. \Aνεμόσυρις (= θύελλα ), γάλα ( = γαλαξίας ), δρόμος ( = ζωδιακός κύκλος ), μετέωρα ( = ουράνια σώματα & φαινόμενα ), κ.ά. A. A. Barrett, “ Observations of Comets in Greek and Roman Sources before 410 A.D. ” , Journal of RASC 72, ( 1978 ) : 81 - 106. 9. Kωνσταντίνα Mπενίση, “ H Mέτρηση του Xρόνου στην Aρχαία Eλλάδα ” , ΠEPIΣKOΠIO THΣ EΠIΣTHMHΣ 176, ( 1994 ) : 36 - 40. B. Meritt, The Athenian Year, University of California Press, Berkeley / Los Angeles, 1961, pp. 3 & 5. 10. J. Morgan, “ Σύντομη Aνασκόπηση του Yπολογισμού του Xρόνου κατά την Aρχαιότητα ” , APXAIOΛOΓIA & TEXNEΣ 74, ( 2000 ) : 17 - 31. H πανσέληνος μετά το θερινό ηλιοστάσιο, κατά τα έτη 432 π.X. - 395 π.X., δηλαδή κατά τη διάρκεια δύο μετώνειων κύκλων, συνέβαινε πάντοτε κατά το μήνα Iούλιο. 11. M.L. West, ό.π. ( σημ. 4 ). O. Neugebauer, The Exact Sciences in Antiquity, Dover, 19692 , esp. pp. 106 - 109. 12. J. Mikalson, The Sacred and Civil Calendar of the Athenian Year, Princeton University Press, New Jersey, 1975, p.8. [ Oι ονομασίες των ημερών κάθε μηνός ήταν οι εξής: 1η Nουμηνία 2α Δευτέρα îσταμένου 3η Tρίτη îσταμένου 4η Tετράς îσταμένου 5η Πέμπτη îσταμένου 6η ≠Eκτη îσταμένου 7η ^Eβδόμη îσταμένου 8η \Oγδόη îσταμένου 9η \Eνάτη îσταμένου 10η Δεκάτη îσταμένου 11η \Eνδεκάτη, πρώτη μηνός μεσοÜντος 12η Δωδεκάτη, δευτέρα μηνός μεσοÜντος 13η Tρίτη âπί δέκα, μηνός μεσοÜντος 14η Tετράς âπί δέκα, μηνός μεσοÜντος 15η Πέμπτη âπί δέκα, μηνός μεσοÜντος 16η ≠Eκτη âπί δέκα, μηνός μεσοÜντος 17η ^Eβδόμη âπί δέκα, μηνός μεσοÜντος 18η \Oγδόη âπί δέκα, μηνός μεσοÜντος 19η \Eνάτη âπί δέκα, μηνός μεσοÜντος 20ή E¨κοστή, δεκάτη προτέρα, δεκάτη μηνός μεσοÜντος 21η Δεκάτη •στέρα, πρώτη μηνός φθίνοντος 22η \Eνάτη φθίνοντος, âνάτη μετ’ ε¨κάδας, δευτέρα μηνός φθίνοντος 23η \Oγδόη φθίνοντος, çγδόη μετ’ ε¨κάδας, τρίτη μηνός φθίνοντος 24η ^Eβδόμη φθίνοντος, ëβδόμη μετ’ ε¨κάδας, τετράς μηνός φθίνοντος 25η ≠Eκτη φθίνοντος, ≤κτη μετ’ ε¨κάδας, πέμπτη μηνός φθίνοντος 26η Πέμπτη φθίνοντος, πέμπτη μετ’ ε¨κάδας, ≤κτη μηνός φθίνοντος 27η Tετράς φθίνοντος, τετράς μετ’ ε¨κάδας, ëβδόμη μηνός φθίνοντος 28 η Tρίτη φθίνοντος, τρίτη μετ’ ε¨κάδας, çγδόη μηνός φθίνοντος 29η Δευτέρα φθίνοντος, δευτέρα μετ’ ε¨κάδας, âνάτη μηνός φθίνοντος 30ή ≠Eνη καί νέα ]. B. Meritt, ό.π. ( σημ. 9 ), pp. 45 & 58. 13. Allaire Chandor Brumfield, The Attic Festivals of Demeter and their Relation to the Agricultural Year, Arno Press, New york, 1981. 14. B. Meritt, ό.π. ( σημ. 9 ), p. 4. 15. B. Meritt, ό.π. ( σημ. 9 ), pp. 31 & 33. Για παράδειγμα, η πρώτη ημέρα του πολιτικού μηνός, η “ νουμηνία” (IG I2 , 304. 19 & 53 - 54 / IG II2 , 1033. 5 ), στο Θουκυδίδη αποκαλείται “ νουμηνί÷α κατa σελήνην” ( Θουκ., II. 28 ), στον Πλούταρχο “ îερωτάτη ™μερ΅ν ” ( Πλουτ. Hθ., 828 A ), ενώ σε αρκετές επιγραφές διασώζονται παραδείγματα ταυτόχρονου διττού κριτηρίου μέτρησης, “ κατ’ ôρχοντα ..κατa θεόν”. Kάτι τέτοιο είχε ως αποτέλεσμα, συχνά η γέννηση ενός θεού να εορταζόταν σε άλλη ημερομηνία από την καθιερωμένη. K. Pritchett & O. Neugebauer, The Calendars of Athens, Harvard University Press, Cambridge / Massachusetts, 1947, p.15. 16. J. Ferguson, Among the Gods, Routledge, London & New York, 1989. Esp.: Ch. 15, “ The religious life of Athens and Attica ” , pp. 190 - 213 & 219 - 220. H. W. Parke, Festivals of the Athenians, Thames & Hudson, London, 1977. J. Mikalson, The Sacred and Civil Calendar of the Athenian Year, Princeton University Press, New Jersey, 1975. M. Tιβέριος, “ Παναθηναϊκά ” , AΔ 29, (1974 ) : 142 - 153. Iστορία του Eλληνικού Έθνους, Eκδοτική Aθηνών, Aθήνα, τ. Γ2, 1972, σσ. 268 - 269.


Pausanias, Description of Greece, The Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, London, vols. : I, 1918 & 1969/ II, 1926 & 1966 / III, 1933 & 1960 / IV, 1935 & 1961. 17. B. Meritt, ό.π. ( σημ. 9 ), p. 6. 18. J. Morgan, ό.π. ( σημ.10 ), pp. 26 - 27. 19. Hλ. Mαγλκίνης ( επιμ. ), “ Άστρα και Aστερισμοί. O ουρανός του μεσοκαλόκαιρου ” , H KAΘHME PINH / EΠTA HMEPEΣ, 23 / 6 / 2002, σσ. 1 - 31. Florence & K. Wood, ό.π. ( σημ. 2 ), pp. 57 - 61. Xρ. Tομπουλίδης, Oυρανογραφία. H ιστορία των αστερισμών, Eκδ. Λιβάνη, Aθήνα,1993. Σ. Θεοδοσίου & M. Δανέζης, Tα Άστρα και οι Mύθοι τους, Eκδ. Δίαυλος, Aθήνα, 1991. 20. Florence & K. Wood, ό.π. ( σημ. 2 ), pp. 122 - 127. 21.Florence & K. Wood, ό.π. ( σημ. 2 ), pp. 333 / 337 / 340. 22. Iπποκράτης, Άπαντα τα Έργα, Eκδ. A. Mαρτίνος, Aθήνα, 1967, τ. A’ , σσ. 538 & 553. 23. Για έναν εκτενή κατάλογο των φωτεινότερων αστέρων, βλ. το Observer’ s Handbook της RASC. 24. Aristotle, Historia Animalium, Harvard University Press, W. Heinemann Ltd, London, 1970, Vol. II, pp. 390 / 394 / 397 / 400. 25. B. J. Peiser, Tr. Palmer M. E. Bailey ( eds ) , Natural Catastrophes During Bronze Age Civilizations. Archaeological, geological, astronomical Perspectives, BAR International Series 728, Oxford, England, 1998. Esp. : W. M. Napier, “ Catastrophes, Cosmic Dust and Ecological Disasters in Historical Times : The Astronomical Framework ” , pp. 21 - 32.


H ΠANIΔA TOY ATTIKOY OIKOΣYΣTHMATOΣ ZΩΪKA EIΔH & ΣXETIKEΣ ΔPAΣTHPIOTHTEΣ KTHNOTPOΦIA - ΠTHNOTPOΦIA - MEΛIΣΣOKOMIA - KYNHΓI - AΛIEIA Kαθ’ όλη τη μακραίωνη ιστορία του στον πλανήτη, ο άνθρωπος χρησιμοποίησε τα ζώα & τα προϊόντα που έπαιρνε από αυτά ( δέρμα, τρίχωμα, κρέας, οστά, γάλα, λίπος, αξιοποίηση της μυϊκής τους δύναμης ή άλλων χαρακτηριστικών τους ) στο διαιτολόγιό του, στην κάλυψη των αναγκών του για ρουχισμό, εργαλειακό εξοπλισμό & φωτισμό, στην άροση και λίπανση των χωραφιών του, στην παρασκευή φαρμάκων, στις πολεμικές επιχειρήσεις, αλλά και στις ελεύθερες ώρες ή στη διασκέδασή του. Aναπόσπαστο τμήμα της ζωής του, τα άγρια & εξημερωμένα ζώα τον συντρόφευαν πάντοτε, στην καθημερινή του ζωή, στις θρησκευτικές του υποχρεώσεις στους θεούς, συχνά μάλιστα, και στη μεταθανάτια κατοικία του. Όπως είναι φυσικό, λοιπόν, οι συγγραφείς της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας ( Όμηρος, Hσίοδος, Hρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφών, Πλάτων, Aριστοτέλης, Θεόφραστος, Δημοσθένης, Iσοκράτης, Aιλιανός, Στράβων, Παυσανίας, Πλούταρχος, Columella, Γαληνός, Πορφύριος ) αναφέρονται στις ζωοκοινωνίες των οικοσυστημάτων της εποχής τους και την εκμετάλλευση της πανίδας, διακρίνουν, δε, τα ζώα σε ôγρια, θÉρες, âνοικίδια ( συνανθρωπούμενα, ο¨κονομικά ) & τιθά (τιθασευτά, ≥μερα, χειροήθη, ο¨κογενÉ ). Πληροφορίες, που διασώζονται στα κείμενα, μιλούν για τις προτιμήσεις των αρχαίων κατοίκων ανά γεωγραφική περιοχή, στα είδη γάλακτος ( αγελαδινό - κατσικίσιο - πρόβειο κ.ο.κ. ), κρέατος ( προοριζόμενο για για τροφή ή θυσία ) και στα άλλα μέρη των ζώων που χρησιμοποιούνταν ως μεταποιημένη ζωϊκή ύλη ( οστά, κέρατα, δέρμα , μαλλί, νεύρα ), ή στις χρήσεις των εξημερωμένων ζώων σε δραστηριότητες, όπως η φύλαξη, το κυνήγι & η άροση. Σήμερα, όμως, παραμένει πολύ δύσκολο, ακόμη και όταν υπάρχουν οι άμεσες μαρτυρίες των αρχαιοζωϊκών καταλοίπων, να εντοπισθούν οι αναλογίες εξημερωμένων ζώων και κυνηγετικής δραστηριότητας ή η σύνθεση των κοπαδιών ανά κοινότητα , για παράδειγμα, η αναλογία φύλων, η ηλικία σφαγής & ο σκοπός της εκτροφής . H εκτροφή ζώων, η οποία συνυπάρχει, συνήθως, με τις αγροτικές καλλιέργειες στα αγροτικά οικοσυστήματα, από τη φύση της απαιτεί μία εκτενή και σαφή περιοχή δράσης για τη βόσκηση των κοπαδιών, σε σχέση με τη μόνιμη κατοίκηση των οικογενειών που ασχολούνται με αγροτικές δραστηριότητες. Για τις Προϊστορικές και Iστορικές Περιόδους του ελληνικού πολιτισμού, έχουν προταθεί δύο «μοντέλα» που στηρίχθηκαν στις αρχαιολογικές & φιλολογικές μαρτυρίες, καθώς και σε εθνογραφικά παράλληλα: α) ο «αμιγής » νομαδισμός ( long-distance seasonal pastoral transhumance), όπου οι κτηνοτρόφοι, διαχωρισμένοι πλήρως από τα αγροτικά συστήματα, μετακινούνται περιοδικά από τα χειμαδιά στα ορεινά βοσκοτόπια, και αντίστροφα, και β) ο ημινομαδισμός ( mixed farming and helding systems ), όπου οι κτηνοτρόφοι διατηρούν τη μόνιμη κατοικία τους στην αγροτική κοινότητα της ευρύτερης περιοχής, ενώ ασχολούνται περιοδικά με τις αντίστοιχες δραστηριότητες.1 Ως προς την αρχαιοελληνική πόλη, η έρευνα προσανατολίζεται στις δύο προτεινόμενες εκδοχές, οι οποίες αλληλοσυμπληρώνονται. Σύμφωνα με τις μελέτες του Hodkinson (1988), η έλλειψη εδαφών, οι « εντατικές καλλιέργειες » και ο έλεγχος που ασκούσε κάθε πόλη - κράτος στην επικράτειά της καθιστούσαν πρακτικά αδύνατο το νομαδισμό, παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με την ορθή παρατήρηση του Skydsgaard (1988), εφαρμοζόταν ο ημινομαδισμός & η μεικτή οικονομία. H επινομία έδιδε το δικαίωμα χρήσης ενός « κοινού » βοσκότοπου σε κτηνοτρόφους διαφόρων περιοχών. Στην περίπτωση της Aττικής, τα βοσκοτόπια βρίσκονταν στα όρια της πόλης - κράτους με τη Mεγαρίδα & τη Bοιωτία, αλλά και στα βουνά της, σε Πάνηθα, Πεντελικό & Yμηττό ( Σοφ. Oιδ., 1121 κ.ε. / Θουκ., V.42.1 = διαμάχη Aθηναίων & Bοιωτών για βοσκότοπο στο Πάνακτον ). 2 Tέλος, οι έρευνες της Aρχαιοζωολογίας θα μπορούσαν να στραφούν, παρουσιάζοντας, όμως, μεγάλο βαθμό ανασυνθετικής δυσκολίας, και σε ερωτήματα σχετικά με την παραγωγή & χρήση των ζωοτροφών, όπως για τον κατά προσέγγιση προσδιορισμό των ποσοτήτων ζωοτροφών ανά


οικιστική μονάδα, έτος ή άλλο παραγωγικό κύκλο, για την πιθανή ύπαρξη συγκεκριμένου, κοινά αποδεκτού από την κοινότητα, τρόπου εξοικόνησης των ζωοτροφών αυτών, κ.ο.κ. Δυστυχώς, τα αρχαιοπεριβαλλοντικά δεδομένα που διασώζονται σήμερα, από μόνα τους, δεν οδηγούν σε ασφαλή συμπεράσματα τα προαναφερθέντα ερωτήματα για την ανασύνθεση των οικοσυστημάτων των Kλασσικών Xρόνων, με αποτέλεσμα να καθίστανται πολύτιμες οι ποικίλες αρχαίες μαρτυρίες .. u Oρισμένοι από τους σύγχρονους ερευνητές έχουν προτείνει ότι η αρχαία Aττική κατείχε την πρώτη θέση στην παραγωγή προβάτων, από όλη την Hπειρωτική Eλλάδα, ενώ η Mικρά Aσία ( Mίλητος ) & η Aνατολία ( Mυσία - Λυδία - Kαρία ) θεωρούνταν ως το κέντρο της επεξεργασίας μαλλιού στον αρχαίο κόσμο. Στην αττική ύπαιθρο πρέπει να αναπαράγονταν τρεις ράτσες, το μακρύμαλλο πρόβατο που εικονίζεται στη ζωφόρο του Παρθενώνα, το μικρόσωμο βουνίσιο που ήταν διασταύρωση Argali & Mouflon ( όσα μεγάλωναν στα ορεινά δεν είχαν τόσο λεπτό μαλλί όσο εκείνα που έβοσκαν σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο ) και το πρόβατο που ήταν διασταύρωση Mouflon & Merinos. Tο μαλλί τους ήταν γνωστό σε όλη τη Mεσόγειο για την πολύ μαλακή υφή του ( Oμ. Iλ. B, 605 & 696 και Oδ. σ, 30 = πρόβατα της Hπείρου, της Θεσσαλίας, της Aχαΐας & της Aρκαδίας / Hσ. Θεογ., 23 = πρόβατα Bοιωτίας / Hρόδ., VIII. 19 = πρόβατα Mικράς Aσίας, Aττικής & Eύβοιας / Θουκ., II.14.1 κ.ε. = οι Aθηναίοι έστειλαν τα πρόβατα και τα υποζύγια στην Eύβοια και τα κοντινά νησιά, πριν την πολιορκία της Aττικής από τους Λακεδαιμόνιους / Ξεν. Eλλ., IV.6.4 / Iσοκρ., XIV. 31/ Λυκούργου Kατά Λεωκράτους, 145 / Col. R.R., VII.5.1-22 = ασθένειες προβάτων / Var. R.R., II.2.18 / Πλουτ. Σολ., 23 / Σουΐδα: sv. μηλόβοτος χώρα / κ.α. ). 3 Παράλληλα, οι κάτοικοι της Aττικής εξέτρεφαν και αιγοειδή ( ™ α­ξ = Capra hircus η γνήσια ή οικοδίαιτος) . Xέρσα γη, καλάμια του σιταριού (στάχυα), φρύγανα (maquis) & όσπρια καλλιεργούνταν με σκοπό τη ζωοτροφή των αιγοπροβάτων, τα οποία διακρίνονταν σε οικόσιτα της κάθε αγροικίας ( φάρμας ) και σε κοπάδια που έβοσκαν στις νομές (Col. R.R., VII.7 = ασθένειες αιγοειδών ). Oι Aθηναίοι, πριν τη μάχη στο Mαραθώνα, είχαν κάνει τάμα στους θεούς να τους θυσιάσουν τόσα κατσίκια, όσοι θα ήταν και οι αντίπαλοι που θα σκοτώνονταν. H υπόσχεση τηρήθηκε και το τάμα εκπληρώθηκε, καταδεικνύοντας το μεγάλο αριθμό των ζώων που ανήκε στο αθηναϊκό κράτος της εποχής εκείνης ( Ξεν. Kύρ. Aνάβ., III. 2.12 ). Oι Πινακίδες της Πύλου αναφέρονται σε δεκάδες χιλιάδες αιγοπροβάτων, λίγους χοίρους και κανένα βοοειδές, ενώ στην Kνωσσό τα βοοειδή θα ήταν τόσο σπάνια, ώστε να αναφέρονται στους καταλόγους με τα ονόματά τους.. Eπί πλέον, η διάκριση κριών & προβατίνων ανάγεται, τουλάχιστον, στους Mινωϊκούς Xρόνους, εφ’ όσον υπήρχαν, περίπου στα 1500 π.X., διαφορετικά μινωϊκά ιδεογράμματα για τα αρσενικά & τα θηλυκά ζώα. H ομηρική λέξη μÉλον έδωσε τη θέση της στη λέξη οxς ως ονομασία του είδους πρόβατο, ενώ οι λέξεις κριός, οxς & àνίον δήλωναν το αρσενικό, το θηλυκό & το μικρό - έως έξη μηνών του ζώου, αντίστοιχα ( ï àρήν = αμνός ή Ovis & κριός = κριάρι ή Ovis aries). Πάντως, ανεξάρτητα από τις ονομασίες ή τα υποείδη τους, τα αιγοπρόβατα παρείχαν το κρέας για τα γεύματα των θνητών & τις θυσίες στους θεούς ( αρσενικά στους άρρενες θεούς ή θηλυκά στις γυναικείες θεότητες ), το αίμα & το μαλλί τους, το δέρμα, από το οποίο κατασκευάζονταν κυνές, ενδύματα, υποδήματα και ασκοί φύλαξης ελαίου, μελιού, τυριού και οίνου., τα κέρατα & την κοπριά τους, αλλά και το πολύτιμο γάλα τους που μπορούσε να μετατραπεί σε νόστιμα τυριά ή θρεπτικό γιαούρτι ( ομηρικές αναφορές σε κοινωνίες βοσκών όπως ήταν οι Kύκλωπες - Iλ. ρ, 389 - Oδ. σ, 45 / Aρ. Nεφ., 408 κ.ε. ). Tο μαλλί & το λάδι, όμως, τα δύο αυτά βασικά προϊόντα της αρχαίας αττικής οικονομίας, απαντώνταν και στη συμβολική σημειολογία της γέννησης των παιδιών, καθώς οι γονείς αναρτούσαν ένα κομμάτι μάλλινου υφάσματος στην εξώθυρα του σπιτιού όταν αποκτούσαν κοριτσάκι ή ένα κλαδί εληάς εάν αποκτούσαν αγοράκι .. 4 Xοίροι υπήρχαν οικόσιτοι σε φάρμες & σπίτια, εφ’ όσον το κρέας τους ήταν ιδιαίτερα αγαπητό στους αρχαίους Aθηναίους, δεν είναι γνωστό, όμως, εάν υπήρχαν χοιροβοσκοί, όπως ο Eύμαιος στην ομηρική Iθάκη ( Aριστ. Περί ζώων ιστ., 603a 30 - 604a 3 = περιγραφή τριών ασθενειών των χοίρων / Col. R.R., VII.10.1-5 = ασθένειες χοίρων ). 5


Aντίθετα, οι κάτοικοι της Aττικής δεν εξέτρεφαν βοοειδή ( ï βοÜς = Bos taurus, από διασταύρωση του Bos primigenius με πιο μικρόσωμα είδη του Eλλαδικού χώρου κατά την Προϊστορική Eποχή ), εξ αιτίας των εδαφικών συνθηκών και της υπάρχουσας χλωρίδας. Έκαναν, λοιπόν, εισαγωγή από άλλες περιοχές της χώρας, καθώς ονομαστά ήταν τα βοοειδή της Hπείρου, της Θεσσαλίας &της Aιτωλοακαρνανίας. H έλλειψη αυτή σε εντόπια εκτροφή οδηγούσε αφ’ ενός τους ιδιοκτήτες πολύ μικρών αγροτεμαχίων να τα καλλιεργούν σκάβοντας με αξίνη το χώμα, ενώ σε μεγαλύτερα τμήματα γης χρησιμοποιούσαν βόδια για το όργωμα, αφ’ ετέρου τους φτωχότερους να δανείζονται βοοειδή από τους γείτονες γεωργούς ή να τα μοιράζονται μεταξύ τους ( Hσ. Έργ. & Hμ., 405-6, 436-40 , 557-61 & 606-7 / Aριστ. Περί ζώων ιστ., 604a 13-21 = περιγραφή δύο ασθενειών σε βοοειδή / Col., R.R., VI.4-18 = ασθένειες βοών ). Eιδικότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 330 π.X., ο Eύδημος από τις Πλαταιές τιμήθηκε από την Eκκλησία του Δήμου για την ανάληψη ενός σπουδαίου και δύσκολου εγχειρήματος, τη μεταφορά στο άστυ και τη συντήρηση 2.000 βοδιών ( 1.000 ζεύγη ) πριν το μήνα Eκατομβαιώνα, τα οποία θα μετέφεραν λίθους για το κτίσιμο του Σταδίου & του Παναθηναϊκού Θεάτρου. Tέτοια έλλειψη είχαν οι αρχαίοι Aθηναίοι στα ζώα αυτά. 6 Eπίσης, στην αρχαία Aττική γινόταν εισαγωγή αλόγων ( ï ¥ππος = Equus cabalus & γίννος = αριστ. άρρην ίππος ) από την Aρκαδία, την Aργολίδα, την Eπίδαυρο, την Aιτωλοακαρνανία & τη Θεσσαλία ( οστά μικρόσωμου αλόγου που βρέθηκαν σε ταφή της Mυκηναϊκής Περιόδου στο Mαραθώνα Aττικής & οι αναπαραστάσεις στη ζωφόρο του Παρθενώνα παραπέμπουν στην ύπαρξη ενός μικρόσωμου είδους, που είχε τα χαρακτηριστικά του σημερινού σκυριανού ), δηλαδή, από περιοχές γνωστές κατά την Aρχαιότητα για τους ίππους που εξέτρεφαν, αν και οι Aθηναίοι διατηρούσαν αξιόλογη δύναμη Iππικού, για το οποίο πληροφορούμαστε ότι έκανε ασκήσεις στο Φαληρικό Δέλτα, υπήρχε, δε, ήδη από την εποχή του Σόλωνα, και η Tάξη των Iππέων, οι οποίοι υπηρετούσαν στον πόλεμο έφιπποι με προσωπική τους δαπάνη , την îππάδα ( Hροδ., V.63.4 & IX.13.3 = για την ακαταλληλότητα της Aττικής ως προς την εκτροφή αλόγων & τη χρήση του ιππικού / Ξεν. Περί Iππ., IV.4 = η ιπποτροφία ήταν χαρακτηριστικό των πλούσιων της Aρχαίας Eλλάδας / Aριστ. Πολ. Δ3, 1289 b 33-36 & Z4, 1321a και Περί τα ζώα ιστ., 604a 22 - 605a 15 = ασθένειες ίππων / Col. R.R.., VI.30-35 / κ.α. ). Oι σχέσεις, βέβαια, του αλόγου με τον ιδιοκτήτη του ήταν ανέκαθεν στενές & θερμές, όπως αποτυπώνεται, ήδη, στα Oμηρικά Έπη ( π.χ. O. Oδ. ρ, 426 - 442 = τα άλογα του Πάτροκλου θρηνούν για το θάνατο του αφεντικού τους ). 7 Eν τούτοις, στην Aρχαία Aττική εκτρέφονταν όνοι ( ï ùνος = Equus asinus ) & ημίονοι (οéρεÖς ), εξ αιτίας της ευρείας χρησιμοποίησής τους σε διάφορες εργασίες, π.χ. στις μεταφορές καυσόξυλων από την ύπαιθρο στο άστυ ( βάρος μέχρι 70 κιλά ) & την άροση χέρσας γης κατά το θέρος, ή στη διατροφή, είτε από ανάγκη είτε από μόδα της εποχής ( Oμ. Iλ. K, 351-3 / Hσ. Έργ. & Hμ., 453-4 & 816 / Λυσ., IV.1 / Aριστ. Περί ζώων ιστ. ΣT 24, 577b 30 κ.ε. : « ¦δη γάρ τις βεβίωκεν öτη καd çγδοήκοντα, οxον \Aθήνησιν ¬τε τeν νεgν ÿèκοδόμουν. nς καd àφείμενος ¦δη διa τe γÉρας.., œστε âψηφίσαντο μc άπελαύνειν αéτeν τοfς σιτοπώλας àπe τ΅ν τηλι΅ν » = ένα περιστατικό υπέργηρου ημίονου / Iσ., VI.33 & V.43 ). 8 Tα πουλερικά και οι èδικοί & λαλητοί / λάλοι ùρνεις ήταν πολύ αγαπητά στην αρχαία Aττική. Xήνες ( Anser anser ή γκρίζα χήνα, κ.ά. είδη ), που θεωρούνταν ένα από τα πτηνά - σύμβολα της Aφροδίτης, και άλλα πουλερικά εισάγονταν από τη Bοιωτία για οικιακή χρήση ( Hροδ., VI.101 / Aισχ. Eυμ., 866 / Aρ. Aχ., 878 - Eιρ., 1004 - Όρν., 483 / κ.α. ). Oι Aθηναίοι εξέτρεφαν όρτυγες ( ï ùρτυξ = Coturnix coturnix ), πέρδικες ( ™ πέρδιξ = Perdix με είδη ), φασιανούς ( Phasianus colchicus ), κόκορες & κότες ( àλεκτρυών = Gallus gallinaceus : ï àλέκτωρ & ™ ùρνις àλεκτωρίς ) - πτηνά που έφεραν από την Περσία τον 7ο αι. π.X. ( Aρ. Όρν., 277 483 & 708), φραγκόκοτες ( μελεαγρίς = Numidia meleagris & Numida ptilorhyncha sp. ), τις οποίες εξημέρωσαν τον 4 ο αι. π.X., καθώς και περιστέρια . Mάλιστα, τα περιστέρια ( ™ περιστερά = Columba livia κ.ά. είδη) διακρίνονταν σε πέντε είδη (περιστερά, πέλεια - πελειάς, φάσσα- φάψ, ο¨νάς, τρυγών), από τα οποία προτιμούσαν να εκτρέφουν το είδος που ήταν το πλέον εύκολο για εξημέρωση, ή να το εισάγουν από τη Σικελία και την Kύπρο, διότι ήταν το πιο όμορφο & κομψό. Tους κατασκεύαζαν περιστερεώνες ή τα εξέτρεφαν στους κατά τόπους ναούς της Aφροδίτης, της


οποίας και θεωρούνταν αγαπημένα πτηνά, καθώς συμβόλιζαν τη συζυγική τρυφερότητα και φροντίδα ( ( Aριστ., Περί τα ζώα ιστ. , 612 b 32 / Θεοφρ. Xαρ., 5 / κ.α. ). Παράλληλα, σύμφωνα με σχετικές μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων, στην αρχαία Aττική πολλοί επαγγελματίες ( Πολυδ. Oνομ., VII.30, 136 : àλεκρτυονοτρόφοι ), παίδες αλλά και πρεσβύτεροι, εξέτρεφαν και εξεγύμναζαν αλέκτορες ( Aρ. Aχ., 165 & Όρν., 759 / κ.α. ), αφ’ ενός διότι αποτελούσαν το δεύτερο σε προτεραιότητα επιλογής δώρο μετά τους λαγούς, αφ’ ετέρου διότι τους χρειάζονταν συχνά για τους δημόσιους αγώνες κοκορομαχίας, που είχαν θεσπισθεί επίσημα μετά τη μάχη του Mαραθώνα ( Ael. Var. Hist., II.28 ). Συχνά ήταν τα χρηματικά στοιχήματα στα οποία παίζονταν μεγάλα ποσά .Yπήρχαν, επίσης, περδικοτρόφοι, çρτυγοτρόφοι & çρτυγοθÉραι , διότι, εκτός από τις αλεκτρυονομαχίες ( àλεκτρυώνων àγ΅νες ), λάμβαναν χώρα και çρτυγοκοπίαι ( Aρ. Όρν., 1299 ), όπως και μάχες με πέρδικες ( Πλάτ. Nόμ. Z, 789 b 5 κ.ε. : « τρέφουσι çρνίθων θρέμματα âπd τaς μάχας τaς πρeς ôλληλα » / Aριστ., Περί τα ζώα ιστ. , Θ 9 / Παυσ., IX.22.2 /κ.α. ), ακόμη και μάχες μεταξύ γερανών ( Aριστ., Περί τα ζώα ιστ. Θ, 13 ). Όμως, ταυτόχρονα, οι γερανοί, οι πέρδικες και τα ορτύκια ήταν και ο¨κογενÉ πτηνά, τα κρατούσαν, δηλαδή, σε κλουβιά ή τα άφηναν να κυκλοφορούν ελεύθερα στις οικίες ( Aρ. Eιρ., 768 & 789 και Σχολ. / Aθήν. Δειπν., IX. 398d / κ.α. ) , αφιερώνοντάς τους επιγράμματα ( Jacobs Anth. gr. III, p. 65, 69 ). Mάλιστα, σε ερυθρόμορφα αγγεία του 5ου αι. π.X. & στις λευκές ληκύθους του 460-450 π.X,. οι γερανοί απεικονίζονται ως κατοικίδια πτηνά στους γυναικωνίτες ( Παυσ., I. 12. 4 ). Περίφημη ήταν, κατά την Aρχαιότητα, και η οικόσιτη πολυαγαπημένη πέρδικα του Aλκιβιάδη, η οποία τον συντρόφευε κάτω από το μανδύα του και του ξέφυγε , κάποτε, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στην Eκκλησία του Δήμου ( Aρ. Όρν., 1297 & Σχολ. / Πλάτ. Aλκ., I. 16 / Aθήν. Δειπν., XI. 506 / Πλουτ. Aλκ., 10 ). Eπί πλέον, πτηνά που μιμούνταν την ανθρώπινη φωνή, όπως ο κόρακας -σύμβολο του Aπόλλωνα & της Mαντικής του Tέχνης ( ï κόραξ = Corvus Corone sardonious ή Corax corax ), που έκλεβε κομμάτια από τα θυσιαζόμενα ζώα στα τεμένη μακριά από τις πόλεις, η κουρούνα ( ™ κορώνη : Corone / crow = κουρούνα η μελανή & Corvus cornis = κουρούνα η σποδόχρους ), την οποία θεωρούσαν κακό οιωνό και προμήνυμα αλλαγής του καιρού & η καλιακούδα ( ï κολοιός = Corvus monedula ), την οποία θεωρούσαν ‘ κοινωνικό ευεργέτη ’ σε πολλά μέρη της Eλλάδας, διότι έτρωγε τα αυγά & τις νύμφες βλαβερών εντόμων, εκπαιδεύονταν ανάλογα για να απευθύνονται στους επισκέπτες με εκφράσεις χαιρετισμού ( Oμ. Oδ., ε 66 / Hσ. Έργ & Hμ., 745 ). Tέλος, γνωρίζουμε, σήμερα, ότι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν ήδη εξημερώσει, άγνωστο πότε, και εξέτρεφαν στα σπίτια τους τον Πορφυρίωνα ή Σουλτανοπουλάδα ( Porphyrio porphyrio ) της οικογένειας Rallidae, που ζούσε στα έλη & τους υδροβιότοπους της Eλλάδας και σήμερα έχει εκλείψει. Aξιομνημόνευτο είναι και το γεγονός ότι οι αρχαίοι κατέτασσαν στην κατηγορία των ωδικών ζώων ( Θεοκρ., I.52 & Plin. HN, XXXIV.19.8 ) και δύο πολύ γνωστά έντομα, το τζίτζικα & την ακρίδα, τα οποία υπεραγαπούσαν, τα έκλειναν σε βούρλινα κλουβάκια και τους έγραφαν επιτύμβια ποιήματα στα μικροσκοπικά μνήματά τους ( Aρ. Nεφ., 762 & Σχολ. και Σφήκ., 1342 / Πλάτ. Φαίδρ., 262D : « κατ’ ôρουραν àηδών .. προφήτης τ΅ν Mουσ΅ν » = ο τζίτζικας ήταν σύμβολο της αυτοχθονίας των Aθηναίων / Aριστ. Περί θαυμ. ακουσμ., 804a 23 κ.ε. = το τραγούδι του αηδονιού, του τζίτζικα & του γρύλλου είναι λεπτό, πυκνό & λιγυρό / AP, VII.213 = επιτάφιος του Aρχία για ένα τζιτζίκι που σκοτώθηκε από μυρμήγκια και AP, VII.189 190 194 195 197 & 198 = επιτάφιοι & μικρά μνήματα για τους γρύλλους που τραγουδούσαν τα βράδυα στα σπίτια / Θεοκρ., I. 52 - 3 / Πολυδ., IX. 124 ). Tο οικοσύστημα της αρχαίας Aττικής συμπλήρωναν και άλλα πτηνά, τα οποία απαντώνται και σήμερα, όπως η δεκαοκτούρα (Streptopelia decaocto), η κίσσα (™ κίττα = Pica glandaria ) & η καρακάξα ( Pica pica), η τσίχλα (Turdus philomelo), τέσσερα είδη σουσουράδων ( Motacilla sp. ), ο σπουργίτης (Passer domesticus), η καρδερίνα (Carduelis carduelis), κ.ο.κ.. Παράλληλα, έντονη ήταν η παρουσία των μεταναστευτικών & ενδημικών πτηνών, στο τοπίο της αρχαίας Aττικής, με πολλούς φτερωτούς επισκέπτες, όπως οι σπίνοι (Fringilla coelebs), οι κοκκινολαίμηδες (Erithacus rubecula), τα ψαρόνια (Sturnus vulgaris), οι αετογερακίνες (Buteo rufinus), οι κίρκοι ( ï


κίρκος : ο νίσος ή ξεφτέρι της Στερεάς Eλλάδας / Circus nisus & ο εσπέριος ή διαβατικό μαύρο κιρκινέζι = Circus vespertinus ), οι φιδαετοί (Circaetus fallicus), οι νησοπέρδικες (Alectoris chucar) & οι κίχλες ( Turdus philomelos ). 9 Tότε, τα αηδόνια ( ™ àηδών = Erithachus luscinia ή Luscinia megarhynchus ), οι κούκοι (Cuculus canorus) & τα κοτσύφια ( ï κόττυφος / κόσσυφος = ο αριστ. κότσυφας ή Turdus merula & ο μουσικός ή Turdus musicus ) κελαηδούσαν στις όχθες του Iλισσού. Tα χελιδόνια ( ™ χελιδών = η αστική - κοινή χελιδών ή Chelidon urbica /™ àγροδίαιτος ή Hirundo rustica / ™ δρεπανίς ή Riparia riparia/ κύψελος ή Ptyonoprogne rupestris ) έκτιζαν τις φωληές τους στα σπίτια του άστεως, ενώ οι κουκουβάγιες ( ™ γλαÜξ = Strix ή Athena noctua & αριστ. α¨γÿωλιός ή κούκος γκιώνης ή χουχουριστής = Strix aluco ), οι μελισσοφάγοι ( Merops apiaster ) - με το πιο φανταχτερό φτέρωμα μεταξύ όλων των πτηνών της Eυρώπης, οι δρυοκολάπτες (Dendrocopus major, midius, minor, leucotos, κ.ά. τρία είδη στην Eλλάδα ) & οι κορυδαλοί ( Galerida cristata, κ.ά. τέσσερα είδη ) φώλιαζαν στις φυλλωσιές των δένδρων. Oι λευκοτσικνιάδες ( μικρός χιονόλευκος ερωδιός ή Egretta garzetta ), οι αργυροπελεκάνοι ( Pelecanus crispus), οι φλώροι ( Oriolus oriolus )- από τα πιο όμορφα αποδημητικά πουλιά του κόσμου, οι κύκνοι ( Cygnus = βουβόκυκνος ή Cygnus olor & αγριόκυκνος ή Cygnus cygnus / musicus ), οι πάπιες ( νÉττα = Anas με πολλά είδη ), οι πελαργοί ( Ciconia ciconia ) & οι γερανοί ( ï γέρανος ο τεφρόχρους = Grus cinerea ) διέρχονταν από τον ουρανό της περιοχής κατά το μεταναστευτικό τους ταξείδι ή φώλιαζαν στους αττικούς υγρότοπους. Στις ακτές, πάλι, και τους παραθαλάσσιους υδροβιότοπους πετούσαν παρυδάτια πτηνά, όπως βουτηχτήρες ( ™ α­θυια = ζαροπάπι της Tάξης των Nηκτικών ή Puffinus sp. ), αλκυόνες ( ™ àλκυών = Halcedo hispida / halcyon ή kingfisher ), θαλασσαετοί ( Haliaetus albicilla ) & γλάροι ( ï γλάρος ï γελ΅ν = Larus : ασημόγλαρος ή Larus cachinnans & αιγαιόγλαρος ή Larus audouinii , κ.ά. επτά υποείδη στην Eλλάδα ), βουτώντας στα γαλανά νερά για να πιάσουν αφρόψαρα ή άλλους μικροοργανισμούς. Eκτός από τα πτηνά, στους αρχαίους Έλληνες γενικότερα πολύ αγαπητοί ήταν και οι σκύλοι ( ï κύων = Canis familiaris ), ζώο που εξημερώθηκε, πρώτο, από τον άνθρωπο, αρκετές χιλιάδες χρόνια πριν. Tους χρησιμοποιούσαν ως φύλακες της οικίας &των κτημάτων στην ύπαιθρο, ως συντροφιά ( Oμ. Oδ. π, 290 κ.ε. = για τον Άργο ) ή ως συνοδούς σε ταξείδια & κυνηγετικές δραστηριότητες, αποκαλώντας τους και κυνάρια, κυνίδια ή σκυλάκια. Mάλιστα, φρόντιζαν ώστε να αναπαράγεται η « κυνηγετική » ράτσα ( ποδώκεις, ¨χνευτικοί, εûψυχοι ) που ήταν πανάκριβη. Σκύλοι κατάλληλοι για κυνήγι εκτρέφονταν στις περιοχές των Mολοσσών, της ορεινής Aρκαδίας & της Λακωνίας ( Θεοφρ. Xαρ., 5 ), καθώς οι αρχαίοι πίστευαν ότι διασταύρωση λύκου και αλεπούς είχε δώσει το σπαρτιατικό κυνηγετικό σκυλί. Παράλληλα, προσφιλή και διαδεδομένα ήταν τα μελιταÖα κυνίδια, ράτσα που χαρακτηριζόταν από το μικρό μέγεθος, τη φουντωτή, όρθια ουρά & το οξύ ρύγχος. Oι ιδιοκτήτες τέτοιων σκύλων ανέγραφαν στους τάφους των τετράποδων φίλων τους την ράτσα τους ( KΛAΔOS MEΛITAIOS ). Στην Eλληνική Aνθολογία, διασώζονται πολλά επιγράμματα αφιερωμένα στους πιστούς αυτούς φίλους του ανθρώπου [ 9 ( IX ). 83 : « .. οé γaρ âλαφρeς πάντων âστd κυν΅ν ï δρόμος âν πελάγει » & 9 ( IX ). 417 : « .. q ôρα Nύμφαι, Λάμπωνι κταμένων μÉνιν öθεσθ’ âλάφων » βλ. επίσης : Ξεν. Aπομν., II.11 & Kυνηγ., III.1 / Aριστ. Περί τα ζώα ιστ., 604a 4-12 = ασθένειες κυνών / Θεοφρ. Xαρ., 21 / Δίφιλος εκ Σινώπης (εποχή Mενάνδρου) , Tό μνημάτιον M iv 402, 56 ( =μικρός τάφος ίσως ενός οικότροφου σκύλου ) / Πλουτ. Aλκ., 56. 9 : « ^O κÜν τοÜ \Aλκιβιάδους ëβδομήκοντα μν΅ν âωνημένος âτύγχανεν » / Col. R.R..,VII.13.1 ]. Θα πρέπει, επίσης, να τονισθεί η αντιφατική στάση των αρχαίων έναντι του σκύλου. Aφ’ ενός αντιμετωπιζόταν ως ‘ ακάθαρτο ’ ζώο ( Φιλ. FGH , Fr. 1146 = απαγορευόταν η είσοδός του στην Aκρόπολη ), διότι ουρούσε & συνουσιαζόταν σε δημόσιους χώρους, τρεφόταν, δε, συχνά με ψοφίμια, αφ’ ετέρου αποτελούσε κοινό απεικονιστικό μοτίβο στις ταφικές στήλες, από τα τέλη του 6ου αι. π.X. κ.ε., ανάγλυφοι σκύλοι, μάλιστα, στήνονταν ως ταφικά σήματα. Aπό τις αιγυπτιακές δοξασίες του κυνοκέφαλου θεού - φύλακα των νεκρών Όσιρη, έως τα ελληνικά τελετουργικά με μαγικό / χθόνιο / καθαρκτικό / θεραπευτικό χαρακτήρα ( Oμ. Iλ. Ψ, 171 - 7 = « κÜνες τραπεζÉες » θυσιάστηκαν για το νεκρό Πάτροκλο / Kέρβερος = φύλακας του Άδη / θυσίες σκύλων προς τιμήν της Eκάτης & του Άρη - Eνυάλιου στη


Σπάρτη ή της Eιλείθυιας στο Άργος / σκύλοι τριγυρνούσαν στα Aσκληπιεία / ο σκύλος συμβόλιζε τη γη, το άλογο συμβόλιζε το νερό, το λιοντάρι συμβόλιζε τον αιθέρα ), ο σκύλος συνδεόταν στενά με το νεκρό, συνοδεύοντάς τον και υπηρετώντας τον στον άλλο κόσμο ή φυλάσσοντάς τον στον τάφο του .. Tα έθιμα αυτά φαίνεται ότι έρχονται από τους Προϊστορικούς Xρόνους, καθώς αποτελούν κοινό πολιτιστικό πυρήνα σε ολόκληρη την Aνατολική Mεσόγειο, αποκαλύπτοντας πως η ταφή σκύλων, συνδεδεμένη ή όχι με ταφές ανθρώπων, ήταν συχνή στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. 10 Aντίθετα, φαίνεται ότι οι γάτες ( γάττος / α­λουρος / ­κτις γαλÉ ) δεν αντιμετωπίζονταν ως πλήρως οικόσιτα ζώα, καθ’ όλη την Eλληνική Aρχαιότητα, τουλάχιστον πριν την Pωμαϊκή Eποχή. Oι κάτοικοι των σπιτιών απλά τις ανέχονταν, διότι εξολόθρευαν τους ποντικούς, τους αρουραίους & τα φίδια ( Kαλλίμαχου Ύμνος στη Δήμητρα, 111 ). Συχνά, στα επιγράμματα της Eλληνικής Aνθολογίας ( Jacobs, Anth. gr. III, p. 65, 69 ) εκφράζονταν αισθήματα ανακούφισης για τη θανάτωση γατών που έφαγαν το αγαπημένο πτηνό του ιδιοκτήτη τους ή για τον πνιγμό τους, εξ αιτίας του φραξίματος του λαιμού τους από το ράμφος του θύματός τους ! Παρ’ όλα αυτά, η γάτα αποτελούσε σύμβολο της γονιμότητας & της μητρικής στοργής ( Aριστ. Περί τα ζώα ιστ., 540 a = για την αναπαραγωγή της γάτας ), αλλά και του θανάτου των παιδιών & της μεταθανάτιας ζωής, συνδεόταν, μάλιστα, σε μεταφυσικό επίπεδο, με το φως της σελήνης και τις μεταδοτικές ασθένειες, καθώς κυνηγούσε αλλύπητα τα τρωκτικά, ήταν, δε, αφιερωμένη στην Aρτέμιδα - ως προστάτιδα όλων των ζώων θηρευτών - και την Aθηνά (Σουΐδα, s.v. \AθηνÄ τ΅ν α¨λούρων). Πάντως, ο όρoς γαλÉ, στην αρχαία ελληνική γλώσσα, ήταν δηλωτικός για τη γάτα ( Felis silvestris & domestica ) και για την οικογένεια της νυφίτσας (¨κτίς = Mustela vulgaris) &της ενυδρίδας (Lutra vulgaris), ενώ ο όρος α­λουρος αναφερόταν γενικά στα αιλουροειδή, από τα οποία ο γατόπαρδος ( Acinonyx jubatus = cheetah ή hunting Leopard ) ήταν ενδημικό είδος στην Eλλάδα. Πρόκειται για ζώο που είχε εξημερωθεί και διαδοθεί ευρύτατα στα σπίτια των Aθηνών του 4ου αι. π.X., όπως μαρτυρούν οι πολυάριθμες απεικονίσεις ενήλικων τέτοιων ζώων & των κουταβιών τους στην αγγειογραφία της εποχής ! Aγαπητό, επίσης, κατοικίδιο ζώο ήταν και η νυφίτσα ( Aρ. Eκκλ., 792 / Θεοφρ. Xαρ., 16 ). 11 Στο στόχαστρο των αιλουροειδών, των αρπακτικών πτηνών και, φυσικά, του ανθρώπου ήταν τα τρωκτικά, τα οποία πολλαπλασιάζονται ταχύτατα και προκαλούν καταστροφές στη σοδειά & τα αποθηκευμένα τρόφιμα, ενώ μεταδίδουν και μολυσματικές ασθένειες, φαίνεται, μάλιστα, ότι πολλά είδη ζούσαν τότε στο άστυ και την αττική ύπαιθρο, μαύροι αρουραίοι (Rattus rattus), ï μÜς ï σμίνθος ( ποντικός -o κοινός ή οικιακός = Mys musculus / vulgaris / domesticus ) & ï μÜς àρουραÖος / μÜς τ΅ν àγρ΅ν / àγρόμυς (ο ορεινός = Mys rusticus / agrestis / silvaticus / silvestris ), ï μυωξός ( τρωκτικό θηλαστικό των θάμνων & των δασών = Myoxus glis ), κ.ο.κ. 12 Tα αμφίβια και τα ερπετά είχαν, επίσης, έντονη παρουσία στους υγροβιότοπους, στα δάση, αλλά και στις κατοικημένες περιοχές, όπως ορισμένα είδη χαμαιλέοντα που απαντούν στην Eλλάδα ( Chamaeleo africanus = αφρικανικός & Chamaeleo chamaeleon = κοινός ή ευρωπαϊκός ), ενδημικά είδη σαύρας, για παράδειγμα η κυκλαδόσαυρα ( Podacris erhardii ), ο ασκαλαβώτης ( ; Hemydactylus verruculatus ) & η σαύρα των τοίχων ( Lacerta muralis ), οικόσιτες σαλαμάνδρες ( Salamandra maculata ), χελώνες, χερσαίες ( ™ χερσαÖα χελώνη = Testudo graeca ) & νεροχελώνες ( Emys lutaria ), βατράχια ( Order anura με πολλές οικογένειες & είδη ), τα οποία κόαζαν στους καλαμιώνες ή ακίνδυνα σπιτόφιδα ( Elaphe situla ), που ζούσαν σε κήπους, στάβλους και αχυρώνες. 13 Παράλληλα, στα έργα του Aριστοτέλη και των άλλων αρχαίων συγγραφέων ( Όμηρος, Hσίοδος, Hρόδοτος, Πίνδαρος, Iπποκράτης, Aριστοφάνης, Ξενοφών, Πλάτων, Θεόφραστος, Θεόκριτος, Mένανδρος, Eύβουλος, Nίκανδρος, Πλούταρχος, Παυσανίας, Hσύχιος, κ.ά. ), ζωντανεύει ο μικρόκοσμος των εντόμων που ζούσαν στα σπίτια & τους υπαίθριους χώρους. Tα παιδιά έπαιζαν με τις χρυσόμυγες ( μηλολόνθη = Cetonia aurata, κ.ά. μεγαλύτερα μεσογειακά είδη κάνθαρου των Kολεόπτερων ) δένοντάς τες με λινές κλωστές και τραβώντας τες στον αέρα, ενώ τα βράδυα θαύμαζαν τις πυγολαμπίδες ( âρέβινθοι - λαμπυρίδαι = των Kολεόπτερων ) που συγκεντρώνονταν γύρω από το φως. Tζιτζίκια ( ï τέττιγξ - τά τεττιγόνια - οî äχέται , κ.ά. ονομασίες


νοτιοευρωπαϊκών ειδών = Cicada plebeia, orni, fraxini, atra, montana, anulata & flexuosa ), που ήταν ο αγαπημένος μεζές των χελιδονιών & γρύλοι ( ™ τροχαλλίς / τριξαλλίς : Gryllus campestris = ακρίδα των αγρών, Acheta domesticus & Oecanthus spp. =ακρίδα οικιακή και Tettigonia viridissima = μεγάλη ακρίδα των θάμνων ) ακούγονταν και τότε στις ζεστές ημέρες ή στις ξάστερες νύκτες του καλοκαιριού, πολύχρωμες μεταναστευτικές πεταλούδες ( 233 γνωστά είδη σήμερα ) πέταγαν στους αγρούς, ενώ οι αράχνες ( Aranea : Lucosa amentata =àράχναι λειμώνιαι / Tegenaria domestica = àράχναι γλαφυραί - ; φαλάγγια / κ.ά.είδη ) & τα ακούραστα μυρμήγκια ( μύρμηξ - μυρμηδών - βόρμαξ - ¬ρμικας , κ.ά. ονομασίες = Oικογένεια Formicidae με πολλά είδη ενδημικά στην Eυρώπη ), μαζί με τις εργατικές μέλισσες ( Apis sp. των Yμενόπτερων ) που βούϊζαν στα λουλούδια, αποτελούσαν σεβαστά έντομα για τους αρχαίους. Στην Aρχαιότητα, χρήσιμα ήταν και διάφορα είδη σκουληκιών ( γÉς öντερον ή Lubricus sp. = οργανισμοί που ζούν στο χώμα, στη θάλασσα & τα τρεχούμενα νερά / ï σκώληξ ή insect & invertebrate larva ), ως δολώματα ή σε φαρμακευτικές χρήσεις στην ιατρική & την κτηνιατρική. Eιδικότερα, οι βδέλλες, ως παράσιτα, αποτελούσαν απειλή για τη ζωή των κοπαδιών και την υγιεινή των αγροτών, καθώς ζούσαν στα υδάτινα ρεύματα & τα έλη, όπου υπήρχαν πολλά υδροχαρή φυτά, τις χρησιμοποιούσαν, όμως, και για αφαίμαξη στην ιατρική ( λιμνÄτις βδέλλα κ.ά. συνώνυμα = Hirudo medicinalis ). Παράλληλα, απειλή για τα δένδρα ( ελαιόδενδρα, μηλιές, αχλαδιές, συκιές, πεύκα, κυπαρίσσια, κ.ο.κ. ), τις καλλιέργειες ( αμπέλια ) και τις κυψέλες, αλλά και για τα ρούχα, τα οργανικά υλικά και το ξύλο, αποτελούσαν οι κάμπιες των δένδρων ( δασεÖα κάμπη = Lasiocampa otus των Λεπιδόπτερων / ­ουλος - ùνος - πολύπους - μυριόπους = της Oικογένειας Multipedae των Aρθρόποδων κ.ά.είδη ), οι ακρίδες ( àττέλαβος - πάρνοψ - àκρdς μικρά, κ.ά. ονομασίες = Locusta migratoria / Dociostaurus maroccanus / Schistocerca grecaria ), οι σκνίπες ( ­ψ - ­ξ - σκνίψ = των Λεπιδόπτερων ), ο σκώρος (φάλλαινα - πυραύστης - ψώρα - ™πίολος = των Λεπιδόπτερων ), το σαράκι (σÉς - σάραξ - δερμιστής - τριχόβρως = Tinea ), οι τερμίτες (Kalotermes flavicolis & Reticulitermes lucifugus = ενδημικά είδη της Nότιας Eυρώπης ) & διάφορα έντομα ξυλοφάγα ( θρÖπες ξυλοφθόροι : κεράστης = Cossus, των Λεπιδόπτερων / κάραμβος = Lucanus sp., των Kολεόπτερων / τερηδών, κεράμβυξ, κ.ά ). Eν τούτοις, οι κίνδυνοι από έντομα δεν σταματούσαν εδώ. Σκορπιοί ( λευκός - πυρσός - ζοφόεις - καρκινώδης - δίκεντρος - âπτασφόδυλος .. = Scorpius europaeus - maculatus - olivaceus / Buthus occitanus, κ.ά .είδη ), ενοχλητικά κουνούπια (κώνωψ âμπίς = είδη Anopheles, Aedes & Culiseta της Oικογένειας Culicidae ) & αντιπαθείς σφήκες ( àνθρήνη - àγριομέλιττα - σφήξ = Sphegidae ), μύγες ( μυÖα = Musca domestica της Oικογένειας Muscidae / μύωψ - οrστρος = ααλογόμυγα, της Oικογένειας Tabanidae κ.ά είδη ) & απεχθείς κατσαρίδες ( μυλαβρίς - μυλακρίς - τίλφη, κ.ά. ονομασίες = Oικογένεια Blattidae των Δικτυόπτερων ), αλλά και παράσιτα, όπως ψείρες του κεφαλιού και του σώματος ( φθείρ = Pediculus), κοριοί ( ï κόρις = Acanthia lectuaria), τσιμπούρια (κυνοραιστής = Oικογένεια Ixodidae ) & ψύλλοι ( Pulex-Psyllos ), εισέβαλλαν στους εσωτερικούς χώρους και μόλυναν τα τρόφιμα, ή ενοχλούσαν τα ζώα ( αιγοπρόβατα, βοοειδή, ιπποειδή, χοίροι, σκύλοι & πτηνά ) και τους ανθρώπους με τα τσιμπήματά τους - κυρίως τα παιδιά- προκαλώντας οιδήματα, κνησμό, ή, όταν τα είδη ήταν δηλητηριώδη, ακόμη και θάνατο. 14 u H μελισσοκομία γνώριζε αξιοσημείωτη άνθιση, καθώς το “ άκαπνο ” μέλι του Yμηττού και του Λαυρίου ήταν το πλέον ξακουστό του ελληνικού χώρου , διότι το έπαιρναν από τα μελίσσια χωρίς κάπνισμα [ Hροδ., VI.137 / Πλάτ. Nόμ. H, 843e / Aριστ. Περί τα ζώα ιστ. E22, 544a 1 κ.ε. = περιγραφή μελισσοκαλλιέργειας / παραγωγής μελι ού & Θ27, 605b 6-21 = ασθένειες μελισσών / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., VI.ii.iii-iv / Nικάνδρου Aλεξιφάρμακα, 444 - 445 : « ποτb δ’ öργα διαθρύψαιο μελίσσης ôμμιγα ποιπνύων ^Yμηττίδος » / Παυσ., I.32.1 / Πλουτ. Σόλ., 23 / Στρ., VIII.1.xxiii ( cap. 399-400 ) : « T΅ν δ^ çρ΅ν τa μbν âν çνόματι μάλιστά, âστιν ¬ τε ^Yμηττeς καd Bριλησσeς καd Λυκαβηττός, öτι δb Πάρνης καd Kορυδαλλός. Mαρμάρμου δ^ âστί τÉς τε ^Yμηττίας καd τÉς ΠεντελικÉς κάλλιστα μέταλλα πλησίον τÉς πόλεως· ï δ’ ^Yμηττeς καd μέλι ôριστον ποιεÖ. Tά δ^ àργυρεÖα τa âν τFÉ \AττικFÉ κατ\ àρχάς μbν qν àξιόλογα, νυνd δ’ âκλείπει· καd δc καd οî âργαζόμενοι, τÉς μεταλλείας àσθεν΅ς •πακουούσης, τcν παλαιaν âκβολάδα καd σκωρίαν àναχωνεύοντες ε≈ρισκον öτι âξ αéτÉς àποκαθαιρόμενον àργύριον, τ΅ν àρχαίων àπείρως


καμινευόντων. TοÜ δb μέλιτος àρίστου τ΅ν πάντων ùντος τοÜ \AττικοÜ πολf βέλτιστόν φασι τe âν τοÖς àργυρείοις, n καd àκάπνιστον καλοÜσιν àπe τοÜ τρόπου τÉς σκευασίας » / Col. R.R., IX.13 / Plin. HN, XXI.31. lvi-lvii ]. Mάλιστα, σε περιοχές της αττικής υπαίθρου με ακατάλληλες για βοσκότοπο ή γεωργικές καλλιέργειες- εδαφολογικές & υδρολογικές συνθήκες, υπήρχε η εναλλακτική λύση της μελισσοκομίας με κρεμαστές, πήλινες κηρήθρες - αγγεία, όπως αποκαλύπτεται με τα ευρήματα στις ανασκαφές αγροικιών εκείνης της εποχής. 15 u H Eλλάδα εκείνης της εποχής ήταν γεμάτη και από θηράματα .. Eίδη άγριας πανίδας που ζούσαν τότε, όπως ζουν και σήμερα, στα βουνά, στα δάση & τις παρόχθιες απομακρυσμένες περιοχές των πόλεων - κρατών, ήταν διάφορα θηλαστικά, όπως λαγοί (ï λαγώς = Lepus europaeusή capensis /Brown hare), κουνάβια ( Martes foina ) & ασβοί ( Meles meles ). Aγαπητή ασχολία ήταν το κυνήγι λαγών, ελαφιών, αγριόχοιρων και πτηνών ( κιχλών, κοτσυφιών, περδίκων, νησσών, τρυγόνων, ορτυκιών ), εφ’ όσον οι αρχαίοι Aθηναίοι ήταν γνωστοί « πτηνοφάγοι », το οποίο διεξαγόταν σαφώς ως διασκέδαση, κάτι που στα μεταγενέστερα χρόνια της Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας κατέληξε στα circus και τις αρένες. 16 Mάλιστα, σύγχρονοι ερευνητές αποδίδουν στην καθιέρωση της Aθηναϊκής Δημοκρατίας, μετά την εκδίωξη του Iππία το 510 π.X., τη σταδιακή μείωση του « αριστροκρατικού σπορ » του κυνηγιού ( Πλουτ. Kίμ., 52 = ο νεαρός αριστοκράτης Kίμων αφιέρωσε στην Aκρόπολη των Aθηνών το χαλινό του αλόγου του, πριν συμμετάσχει στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ). 17 Eπίσης, είναι γνωστή, σήμερα, η χρήση των ζώων σε ορισμένους φαρμακευτικούς σκοπούς ή κάποια ιατρικά πειράματα, καθώς και στις τελετουργικές θυσίες των αρχαίων προς τους θεούς τους. Διανοητές της εποχής εκείνης, όπως ο Πυθαγόρας, ο Eμπεδοκλής, ο Θεόφραστος, αργότερα ο Πλούταρχος, ο Πορφύριος και οι Πατέρες της Xριστιανικής Eκκλησίας, τοποθετήθηκαν κατά των θυσιών ζώων. Eνδιαφέρουσα παραμένει η επιχειρηματολογία του Πορφύριου, ο οποίος αναφέρει ότι αρχικά η θυσία ζώων αντικατέστησε τις ανθρωποθυσίες, παραμένει, όμως, άδικη - ως προς τα ζώα- η στέρηση της ζωής τους, εφ’ όσον « ζουν » όπως και οι άνθρωποι, και συνιστά την λατρευτική προσφορά φυτών, των οποίων οι καρποί ωριμάζουν και πέφτουν ούτως ή άλλως, αποτελούν, δε, την ανταμοιβή για τον ετήσιο μόχθο της αγροτικής ζωής ( Δημόκριτος, Fr. 257 : « Kατά δb τ΅ν ζÿώων öστιν tν φόνου καd μc φόνου tδε öχει· τa àδικέοντα καd θέλοντα àδικεÖν àθ΅ος ï κτείνων καd πρeς εéεστοÜν τοÜτο öρδειν μÄλλον j μc » / Θουκ. II.21.2-3 / Ξεν. Kύρ.Aνάβ., V.3.10 & Kυνηγετικός / Πλάτ. Nόμ., 822d 1-24 = μεμπτό το κυνήγι / Aποσπάσματα του έργου του Θεόφραστου σώζονται στον Πορφύριο: Περί Eéσεβείας - Bίος Πλωτίνου, 2 - Περί Aποχ., 2.12-13 & 2.22 / Πλουτ. Hθ., 192 C-D / Γαλ. Περί χρ. των μερών, ed. Kühn, Vol. II, p.690 ). 18 u Iδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στο ψάρεμα -με άγκιστρα, δίκτυα, τρίαινες- ή τη περισυλλογή αλιευμάτων από τους αρχαίους, δραστηριότητες πολύ προσοδοφόρες στα γλυκά ή αλμυρά ύδατα της Mεσογείου και των παρευξείνιων περιοχών [ Aθήν., 7ο βιβλίο Σοφιστών & Συμπόσιον = αλφαβητικός κατάλογος ιχθύων / Παυσ., IX.24.2 = για τους ιχθείς και τις εγχέλεις της Kωπαΐδας λίμνης / Στρ., XIV.2.xxi (cap. 653 ) : ùψος = ψαραγορά, ιδιαίτερος χώρος στην αγορά / Πλουτ. Συμπ., 4, κ.ε. / Πολ., I.132 ]. Σήμερα στη Mεσόγειο, εκτός από τα φύκη, τα κοράλλια, τους σπόγγους ( οι απλούστεροι πολυκύτταροι ζωντανοί οργανισμοί ), τα οστρακόδερμα & τα μαλάκια που χρησιμοποιούνται στην παραγωγή πορφύρας, έχουν εντοπισθεί περισσότερα από 500 είδη ψαριών, εκ των οποίων υπολογίζονται σε 120, όσα χαρακτηρίζονται από μείζονα οικονομική σπουδαιότητα (π.x. χέλια, σαρδέλλες, σελάχια, γαλέοι, γαρίδες, αστακοί, μύδια, στρείδια, εχινόδερμα, πέρκες, γατόψαρα ). Στα νερά της Mεσογείου, λοιπόν, ζούσαν τότε, όπως και σήμερα, ορισμένα είδη οξύρρυγχων ( Acipenser sturio ), η μεσογειακή σαρδέλλα ( Engraulis vulgare ), η ελληνική σμέρνα ( Mur aena helena ), ο ξιφίας ( Xiphias gladius ), η αθερίνα (Atherina hepsetus), η γλώσσα ( Solea vulgaris ), η σκορπίνα ( Scorpaena scrofa ), ο σαργός (Sargus vulgaris / Diplodus sargus ), ο σκάρος ( Scarus cretensis ), η τσιπούρα ( Chrysophrys aurate), το σκουμπρί ( Scomber scombrus ) & ο τόνος ( Thynnus vulgaris ), τρία είδη ευρωπαϊκού χελιού ( Anguilla anguilla ), αλλά και γουλιανοί ή γλανίδια ( Silurus aristoteles ), κυπρίνοι ή γριβάδια ( Cyprinus caprio ),


κέφαλοι ( Mugil cephalus ), πέρκες (Serranus scriba ), χάνοι ( Serranus cabrilla ), μπαρμπούνια ( Mullus barbatus ) & λαβράκια (Labrax lupus). Στα νόστιμα εδέσματα ανήκαν, βέβαια, οι αστακοί ( Cancer fluvialis = ποτάμιος & Homarus vulgaris ή Astacus marinus = θαλάσιος ),οι σουπιές (Sepia officinalis ), τα χταπόδια ( Octopus vulgaris ), τα καλαμάρια, τα καβούρια & οι γαρίδες, οι αχινοί ( Echinus esculentus ή αριστ. âχÖνος ï âσθιόμενος ), τα στρείδια ( Ostrea edulis Linné ), τα μύδια ( Mytilus edulis galloprovincialis ), κ.ά. θαλασσινά. Oι αρχαίοι Aθηναίοι μπορούσαν, επίσης, να προμηθευτούν σφουγγάρια ( Spongia sp. ) από τους φαρμακοπώλες, ναυτίλους ( Argonauta argo ) & κήρυκες ( Tritonium nodiferum / Charonia tritonis variegata / Donax trunculus ή σάλπιγξ ™ θαλασσία ) από μικρεμπόρους, ή να μαζέψουν είδη οστρέων κατάλληλων για την παρασκευή πορφύρας, στα νοτιοανατολικά παράλια της Πειραϊκής Xερσονήσου. 19 Kαι μόνον η καταγραφή, η κατάταξη και η μελέτη των θαλάσσιων ζωϊκών ειδών από τον Aριστοτέλη, αρκούν για να ζωντανεύσουν οι ιχθυαγορές της Kλασσικής Aρχαιότητας και να αποτυπωθούν με ζωντάνια & γλωσσική ακρίβεια οι γνώσεις και οι διατροφικές συνήθειες των αρχαίων Eλλήνων σε σχέση με τον κόσμο της θάλασσας. Tα είδη που αναφέρει ο σταγειρίτης φιλόσοφος ( Aριστ., Περί τα ζώα ιστ. Δ ) απαντώνται στο θαλάσσιο οικοσύστημα της Aττικής και την ανοικτή θάλασσα του Aιγαίου .. O Aριστοτέλης λοιπόν, διέκρινε: α] Ta μαλάκια ¦ γένος τ΅ν àναίμων. - Πολύποδες ( χταπόδια ) με πολλά είδη - Γένος τ΅ν σηπι΅ν - Kεφαλόποδα : i ) τευθός ( ï) ή Omma strephes sagittatus & ii ) τευθίδα ή Loligo vulgaris. Πρόκειται για δύο είδη καλαμαριών ( squid, penfish ) που ανήκουν σε δύο διαφορετικές οικογένειες ( Ommastrephidae & Loliginidae), οι οποίες υπάγονται στην υποτάξη των Tευθοϊδών (Teuthoidea). β] Tο γένος των μαλακοστράκων ( Crustacea ). - Te τ΅ν καράβων γένος ( γνωστά, πριν το 1860, ως Crevisse /Crevice, κατόπιν ως Crawfish ) - Te τ΅ν καρκίνων γένος - Te γένος τ΅ν àστακ΅ν - Te γένος τ΅ν καρίδων με τρία είδη, ένα εκ των οποίων είναι και οι γαρίδες. γ] Tα çστρακόδερμα (Testacea) με διάφορα γένη. - Kοχλίαι ( Land-snails) - Kόχλοι ( Sea-snails) & Λιμνόστρεα (Lagoon oysters) - ‰Oστρεα (Shell-fish ). Aρκετές από τις ονομασίες που είχε δώσει ο Aριστοτέλης σε θαλάσσιους οργανισμούς, όπως αυτές των οστρέων, της πορφύρας, των δίθυρων & μονόθυρων, της πίννας, κ.ο.κ., είναι σε χρήση ακόμη και σήμερα διεθνώς. δ] Tο γένος των àκαληφ΅ν (Sea-anemones, stringing-nettles). Tέλος, το γένοςτων \Iχθύων κατονομάζεται και αυτό στον Aριστοτέλη, ο οποίος αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στούς κυπρίνους, τοfς κάπρους j τίς γλανίδες τοÜ \Aχελώου, τcν ôμια, τcν σμύραινα, τοfς κεστρεÖς, τίς χρεμίδες, τοfς λάβρακες, τcν σάλπη, τcν ψÉττα, τeν σαργό, τίς σκομβρίδες, τeν κέφαλο, τeν κωβιό & τeν γαλέο, αλλά και σε άλλα πλάσματα της θάλασσας, όπως στη θαλαττίαν χελώνη ( Emys caspica ή Chelonia caretta ), στη φάλλαινα ή μυστόκητος (Physeter macrocephalus της Mεσογείου ), στη φώκαινα ( Aριστ., Περί τα ζώα ιστ. E2, 540 a 20 κ.ε. = Delphinus phocaena ή Phocoena phocaena ) & τους δελφίνους ( Delphinus delphis = κοινό δελφίνι / Tursiops truncatus = ρινοδέλφινο / Stenella coeruleoalba = ζωνοδέλφινο / Grampus griseus = σταχτοδέλφινο και τρία ακόμη είδη, σχετικά σπάνια - σήμερα - στις ελληνικές θάλασσες ). Eιδικά για τα συμπαθή αυτά θαλάσσια θηλαστικά, μας διασώζει μία πολύ κατατοπιστική πληροφορία : « n συμβαίνει καd âπd τÉς τ΅ν δελφίνων θήρας. ¬ταν γaρ àθρόως περικυκλώσωσι τοÖς μονοξύλοις, ψοφοÜντες âξ αéτ΅ν âν τFÉ θαλάττFη àθρόους ποιοÜσιν âξοκέλλεν φεύγοντας ε¨ς τcν γÉν, καd λαμβάνουσιν •πe τοÜ ψόφου καρηβαροÜντας » ( Aριστ., Περί τα ζώα ιστ. Δ 8, 533b 9 κ.ε ). Eκτός από τη θάλασσα που περιέβρεχε την αττική χερσόνησο και προμήθευε πλούσια αλιεύματα, τα εμπορικά πλοία που προσάραζαν στα λιμάνια της Aττικής έφερναν στους Aθηναίους αλιεύματα από όλη την Eλλάδα και τον τότε γνωστό κόσμο. Φαίνεται ότι γινόταν ‘ εντατική εκμετάλλευση ’ των θαλάσσιων πηγών τροφής, ως αντιστάθμισμα , όμως, στην εντατική αλίευση, λειτουργούσαν ορισμένοι ανασταλτικοί παράγοντες, όπως : α ) οι μέθοδοι που χρησιμοποιούσαν οι ψαράδες, οι οποίες δεν ήταν αμετάκλητα καταστροφικές για το γόνο των ψαριών & την πανίδα του θαλάσσιου βυθού , σε αντίθεση με ορισμένες σύγχρονες, παράνομες μεθόδους ( π.χ. η χρήση εκρηκτικών ), β ) η σχετική τεχνογνωσία ( υλικό κατασκευής διχτυών, αντοχή πλοιαρίων &


χωρητικότητά τους σε εμπόρευμα, δυνατότητες συντήρησης των αλιευμένων ψαριών & σύντομης διάθεσής τους στις αγορές ) και γ ) οι καιρικές συνθήκες, οι οποίες δεν ήταν κατάλληλες για τις αλιευτικές δραστηριότητες, αρκετεές ημέρες του χρόνου. u Συνεπώς, στην Aττική της Kλασσικής Περιόδου, εκτρέφονταν πρόβατα & αιγοειδή σε φάρμες ιδιωτών ή σε βοσκοτόπια κρατικά ( ; ), χοίροι, κότες / κόκορες, πέρδικες, ορτύκια & περιστέρια, όνοι & κουνέλια ( ï κόνικλος / δασύπους = Oryctolucus cunniculus ). Γάτες, νυφίτσες, σκύλοι, ωδικά πτηνά , ποντίκια ( για τη συχνή παρουσία τους στην Aθήνα : Aρ. Eιρ., 740 & Πλ., 537 / Aριστ. Περί τα ζώα ιστ., 556 b 21 - 557 a 32 / Eύβουλος, Fr. 32 Kock ), ακόμη και πίθηκοι, συμπλήρωναν την εικόνα των ζώων που μπορούσε κανείς να συναντήσει στα σπίτια της εποχής εκείνης, ενώ υπήρχαν και βοοειδή, ίπποι, χήνες κ.ά. πουλερικά εισαγωγής. Στην άγρια πανίδα της Πάρνηθας συγκαταλέγονταν η καφετιά αρκούδα ( ™ ôρκτος = Ursus arctus. Bλ. Παυσ., I.32.1 ), αγριόχοιροι ή κάπροι ( ï ôγριος ≈ς / πτέλας / σύαγρος = Porcus aper / Sus scrofa & κάπρος = άρρην αγριόχοιρος ), λύκοι ( ï λύκος = Canis lupus. Bλ. Ξεν. Aπομν., II.9.2 ), ζαρκάδια (™ δορκάς = Capreolus capreolus / Roe deer) & κόκκινα ελάφια ( ™ öλαφος = Cervus elaphus / Red deer ), ενώ αλεπούδες (™ àλωπεκίς = υβρίδιο αλεπούς, υποτιθέμενη διασταύρωση αλεπούς & σκύλου / ™ àλώπηξ = Vulpes ή Canis vulpes ) & τσακάλια ( ï θώς = Canis aureus ) ζούσαν στα ορεινά της Aττικής, μαζί με εντομοφάγα & τρωκτικά θηλαστικά, μυγαλές (Mus araneus με τρία είδη αρουραίων στην Eλλάδα = Corcidura aranea, Sorex vulgaris & Corcidura suaveolens ), ασπάλακες ( Talpa caeca / europaea = mole rat & Mys / Spalax typhlus = blind mole rat ), σκίουρους ( ï σκίουρος = Sciurus vulgaris - ιδιαίτερα αγαπητό στα παιδιά ), κάστορες ( ï κάστωρ ή λάταξ = Castor fiber ) & σκαντζόχοιρους ( ï ≈στριξ ή àκόμυς = Hystrix cristata / ï χερσαÖος âχÖνος = Erinaceus europaeus, κ.ά. δύο είδη ). Πάντως, σημειώνεται η γενική παρατήρηση, πως η άγρια πανίδα της περιοχής ήταν σαφώς πλουσιώτερη σε σύγκριση με τη σύγχρονη, παρουσιάζοντας φθίνουσα τάση στο πέρασμα του χρόνου. Tέλος, αξιοπαρατήρητο είναι και το γεγονός, ότι οι κάτοικοι της Kλασσικής Aττικής είχαν έλθει σε επαφή και με ‘ εξωτικά ’ ζώα & πτηνά . Aπό τον 5ο αι. π.X. κ.ε., πανελλαδικά, οι πίθηκοι ( πίθηκος ) συμβόλιζαν την ασκήμια, αλλά και τα διάφορα βίτσια ( Πινδ. Πυθ., II. 72 - 73 / Φρύνιχου Mονότροπος = Σχολ. Aρ., Όρν. 11 / Aρ. Σφήκ., 1290 & Iππ., 887 : πιθηκίζω, πιθηκισμός / Πλάτ. Iππ. Mείζ., 289 A - B ). Tον 4ο αι. π.X., όμως, σύμφωνα με σχετική μαρτυρία του Θεόφραστου ( Θεοφρ. Xαρ., 5 ), οι Έλληνες ξετρελλαίνονταν να εκτρέφουν κυνοκέφαλους πιθήκους ( Cynocephalus hamadryas), οι οποίοι ήταν γνωστοί στις αρχαίες ελληνικές αναπαραστάσεις, ήδη από την Aρχαϊκή Eποχή. O Aριστοτέλης ( Aριστ. Περί τα ζώα ιστ., 630 b 18 - 21 ) χαρακτηρίζει τον ελέφαντα ως τιθασσότατον και ™μερώτατον, κάνοντας, έτσι, σαφή διάκριση μεταξύ της τιθάσευσης & της εξημέρωσης, ενώ περιγράφει και τον παπαγάλο ( Bιττακός / Ψίττακος = Psittacus cubicularis ), αν και πρόκειται για πτηνό σπάνιο στον ελληνικό χώρο εκείνη την περίοδο. Σπάνια ήταν και τα φλαμίνγκος ( Phinikopteros rube), η στρουθοκάμηλος ( Στρουθοκάμηλος = Struthio ), την οποία γνώριζαν ως ιππευτικό ζώο ( Aρ. Όρν., 271 - 3 = για τα φλαμίνγκος και Aρ. Aχ., 1105 & Όρν., 874 = για τη στρουθοκάμηλο / Ξεν. Kύρ. Aνάβ., I.5.2 = οι αραβικές στρουθοκάμηλοι ήταν γρηγορότερες από τα άλογα ), καθώς και το παγώνι ( Tαώς = Pavo), σε ολόκληρη την Eλλάδα του 5ου & 4ου αι. π.X., πλήν της Σάμου, όπου εκτρεφόταν στο Hραίο ως σύμβολο προς τιμήν της Ήρας ( Aρ. Όρν., 707 / Aθήν. Δειπν., IX. 56 & XIV. 70 / Πλουτ. Περ., 13 ). Mόνο σε κάποιον αττικό δήμο, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι κάτοικοι εξέτρεφαν παγώνια - ως αξιοθέατο γνωστό σε ολόκληρη την Eλλάδα - σε ιδιωτικό ‘ ζωολογικό κήπο ’ με χρηματική είσοδο & ώρες επισκέψεων.. Oι αρχαίοι, επίσης, έκαναν οικόσιτα και διάφορα άλλα ζώα, όπως αρκούδες, ερπετά ή ορισμένα αιλουροειδή, ενώ θηριοδαμαστές, οι οποίοι επεδείκνυαν εξημερωμένες αρκούδες & λιοντάρια, ζώα συνηθισμένα να εκτελούν ποικίλα νούμερα, κατέφθαναν στην Aθήνα και τις άλλες πόλεις της Eλλάδας ( Iσοκρ. , XV. 21 κ.α. ) της εποχής εκείνης. 20


ΠAPAΠOMΠEΣ : [ ΠANIΔA TOY ATTIKOY OIKOΣYΣTHMATOΣ ] 1. N.P. Kardulias, Beyond the Site. Regional Studies in the Aegean Area, University Press of America, New York/London, 1994. Esp.: Ch.16, Claudia Chang , «Sheep for the Ancestors. Ethnoarcheology and the Study of Ancient Pastoralism», pp.353-371. Για τα μοντέλα & την παράθεση των ερευνητών που ασχολήθηκαν με το θέμα, βλ. Claudia Chang, pp. 353 - 371. 2. Ό.π. ( σημ. 1 ), p. 358. I. Morris (ed.), Classical Greece : ancient histories and modern archaeologies, Cambridge University Press, Cambridge, 19941 / 19993. Esp. : Ch. 8, Susan Alcock, J. Cherry & J. Davis, “ Intensive survey, agricultural practice and the classical landscape of Greece ” , pp. 147 - 148. S.Isager & J.E. Skydsgaard, Ancient Greek Agriculture. An Intoduction, Routledge & Kegan Paul, London/New York, 1992. Esp.: Ch.5, pp.99-100. IG II2, 1996 & 2498 = δημόσιος έλεγχος των βοσκότοπων από το αθηναϊκό κράτος ( π.χ. A¨ξωνή & Πειραιεύς ). 3. H. Sonnabend, Mensch und Landschaft in der Antike. Lexikon der historischen Geographie, J. B. Metzler Verlag, Stuttgart Ξ Weiman, 1999. Sp. : H. Grassl, “ Viehwirtschaft ” , pp. 580 - 583. M.L. Ryder, Sheep and Man, Duckworth, London, 1983, pp. 134 - 156 & 728 - 729. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, Aττική: Oικιστικά Στοιχεία -Πρώτη Έκθεση, ags 21, Aθήνα, 1973, σσ.38-39. H.Michell, The Economics of Ancient Greece, W. Heffer & Sons, Cambridge, 1957 2, pp. 68-69. 4. O.Murray & S.Price (eds), The Greek City from Homer to Alexander, Clarendon Press, Oxford, 1991. Esp.: O.Rackham, “Ancient Landscapes ”, pp.107-108. J. Chadwick, The Mycenean World, C.U.P., Cambridge, 1976. M.L. Ryder, “ Parchment : its history, manufacture and composition ” , Journal of the Society of Archivists 2, (1964) : 391 - 439. Διφθέρα από δέρμα αιγοπροβάτου. Θ.B.Bενιζέλος, Περί του Iδιωτικού Bίου των αρχαίων Eλλήνων, Eκδ. Δημιουργία, Aθήνα, 18731 / 19952, σ.177. 5. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 3 ), σ. 38. R.Flacelière,Daily Life in Greece at the time of Pericles, Weidenfeld & Nicholson, London, 1965. Για τα ελλην., O δημόσιος και ιδιωτικός βίος των αρχαίων Eλλήνων, μτφρ. Γ.Bανδώρος, Aθήνα, Eκδ. Παπαδήμα, Aθήνα, 19701 / 199511. 6. Alison Burford, Land and Labor in the Greek World, The Johns Hopkins University Press, Baltimore & London, 1993, pp. 149 - 152. R.Sallares, The Ecology of the Ancient Greek World, Cornell University Press, Ithaca/New York, 1991, p. 312. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 3 ), σ.39. Θ.B.Bενιζέλος, ό.π. ( σημ. 4 ), σσ.176-7. 7. R.Sallares, ό.π. ( σημ. 6 ), pp. 311-312. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 3 ), σ.39. Θ.B.Bενιζέλος, ό.π. ( σημ. 4 ), σ.176. 8. R.Sallares, ό.π. ( σημ. 6 ), p. 312. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 3 ), σ.39. H.Michell, ό.π. ( σημ. 3 ), p.72. Θ.B.Bενιζέλος, ό.π. ( σημ. 4 ), σ.176. 9. I.C. Beavis, Insects and Other Invertebrates in Classical Antiquity, Exeter University Publications, Exeter, 1988. Όταν οι αρχαίοι έλεγαν ότι κρατούσαν τζιτζίκια στα σπίτια τους, αναφέρονταν, κατά κύριο λόγο, σε γρύλλους ( p. 76 ). Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 3 ), σ.39. J. Pollard, Birds in Greek Life and Myth, Thames & Hudson, London, 1977. Mε λεπτομερή αναφορά στις αρχαίες πηγές, ανά είδος.


E.K. Borthwick, “ A Grasshopper’s Diet - Notes on an Epigram of Meleager and a Fragment of Eubulus ” , CQ XVI, ( 1966 ) : 103 - 106. H.Michell, ό.π. ( σημ. 3 ), p. 75 ff. O. Keller, Die antike Tierwelt, Von W. Engelmann Verlag, Leipzig, zweiter Band, 1913. Θ.B.Bενιζέλος, ό.π. ( σημ. 4 ), σ.176. E. Saglio & Ch. Daremberg, Dictionnaire des antiquités grecques et romaines, Éds Hachette, Paris, 1873 - 1917, Vol. I, pp. 700 ff. 10. Leslie Preston Day, “ Dog Burials in the Greek World ” , AJA 88, (1984) : 21 - 32. H ανασκαφή της περιόδου του 1981 στο νεκροταφείο Yπομυκηναϊκής & Πρωτογεωμετρικής Eποχής, το οποίο βρισκόταν στο βουνό επάνω από το σύγχρονο οικισμό Kαβούσι στην περιοχή Bροντά της Aνατολικής Kρήτης, έφερε στο φως οστά πολλών κυνοειδών - κυρίως κουταβιών, που δεν είχαν διαμελιστεί ή σφαγιαστεί, σε λάκκο κάτω από τον ταφικό θάλαμο, παραπέμποντας σε τελετουργικές θυσίες, έθιμο συχνό σε τάφους της Ύστερης Xαλκοκρατίας & της Πρώϊμης Eποχής του Σιδήρου. Bεβαιωμένες ταφές σκύλων σε τάφους ανθρώπων βρέθηκαν σε πολλά μέρη, από την Kύπρο & την Kρήτη, έως τη Θεσσαλία, την Eύβοια & την Πελοπόννησο [ Θόλος B στο Φουρνί Aρχανών ( YM IIIA ; ), Kαρφί ( Yπομυκηναϊκή Περίοδος ), Tάφος στο νεκροταφείο Πασπαλιά στο Bόλο ( 6ος αι. π.X. ), Nεκροταφείο στο Kαλκάνι Mυκηνών ( YE IIIA-B ), Bασιλικός Θολωτός Tάφος στα Δενδρά ( YE IIIA1 ), Aσίνη ( YE IIIA2 ), Περατή Aττικής ( YE IIIΓ1 : 1190 / 85 1100 π.X. ) με καμμένα οστά, Tάφος I στον Άρειο Πάγο Aθηνών ( MΓ I ) με οστά σκύλου μαζί με αποτεφρωμένα οστά γυναίκας 45 - 50 ετών, Tάφος 94 στον Kεραμεικό Aθηνών ( YΓ II: β’ ή γ’ τέταρτο του 8ου αι. π.X. ) με οστά δύο σκύλων και ενός ανθρώπου, Tάφος σκύλου σε στρογγυλό όρυγμα επενδεδυμένο με πηλό - πίσω από τη μεταγενέστερη Στοά Aττάλου στην Aγορά Aθηνών ( 4ος αι. π.X. ) με οστά σκύλου & ένα κόκκαλο μοσχαριού κοντά στο κεφάλι του θαμμένου ζώου, κ.α. ]. Για την τελευταία περίπτωση, βλ. αρχαιολογικό παράλληλο της ταφής σκύλου με το ‘ κόκκαλό ’ του σε τάφο νεαρού αγοριού της 4ης χιλιετίας π.X. στο Al Ubaid [ p. 29, παρ. 44 = ILN ( Sept. 1948 ) : 304, fig. 8 ]. Geraldine C. Gesell, Leslie Preston Day & W.D.E. Coulson, “ Excavations and Survey at Kavousi ” , Hesperia 52, ( 1983 ) : 389 - 420. S.H. Lonsdale, “ Attitudes toward Animals in Ancient Greece ” , Greece and Rome 26, (1979) : 149 - 152. NJ. Zaganiaris, “ Sacrifices de chiens dans l’ Antiquité Classique ” , Platon 27, (1975) : 322 - 329. S. Immerwahr, “ Early Burials from the Agora Cemeteries ” , Excavations at the Athenian Agora, Picture Book 13, Princeton, 1973. B.S. Ridgway, “ The Man - and - Dog Stelai ” , JdI 86, (1971) : 60 - 79. The Fragments of Attic Comedy after Meineke, Bergk and Cock, by J.M.Edmonds, Vol. IIIA, Brill-Leiden, 1961, p. 126. Anthologia Graeca, E. Heimeran Verlag, München, 1er & 2er Band : 1957 2 / 3 er & 4el Band : 1958 1. H.A. Thompson, “ Excavations in the Athenian Agora. 1950 ” , Hesperia 20, ( 1951 ) : 52. J.L. Angel, " Skeletal material from Attica ”, Hesperia 14, (1945 ) : 279 - 363 & Plates XL LIX. Θ. B. Bενιζέλος, ό.π. ( σημ. 4), σ.177. 11. D. Engels, Classical Cats, Routledge, London & New York, 1999, pp. 58 - 64 & 77 - 80. R. de Larouche & J.M. Labat, The Secret Life of Cats, Hauppauge, New York Barrons, 1995. Στην ταφική στήλη της Σαλαμίνης, η οποία χρονολογείται στα 420 π.X., απεικονίζεται κορίτσι με γάτα, για πρώτη φορά ( p. 30 ). J. Clutton Brock, Domesticated Animals from Early Times, University of Texas Press, Austin, 1981, pp. 178 - 180. A. Ashmed, “ Greek Cats ” , Expedition 20 / 3, ( 1978 ) : 45. W.K.C. Guthrie, The Greeks and their Gods, Methuen & Co, London, 1950 / Beacon, Boston, 1955, pp. 99 - 106.


12. R.Sallares, ό.π. ( σημ. 6 ), pp. 263 - 266 & 466 note 374. Για την προβληματική του θέματος σχετικά με την ύπαρξη, και ποιών ειδών ( ; ), ποντικών, αρουραίων, κ.ο.κ., στην αρχαία Aττική και την Eλλάδα γενικότερα, διαπιστώνεται διάσταση απόψεων, εφ’ όσον οι ερευνητές βασίζονται σε διαφορετικά κριτήρια. 13. O. Keller, ό.π. ( σημ. 9 ), zweiter Band, 1913. 14. I.C. Beavis, ό.π. ( σημ. 9 ). Mε λεπτομερή αναφορά στις αρχαίες πηγές, ανά είδος. O. Keller, ό.π. ( σημ. 9 ), zweiter Band, 1913. 15. Mαρία Σαλλιώρα- Oικονομάκου, “Δύο αρχαία εργαστήρια στην περιοχή του Θορικού ”, AΔ 51 - 52, (1996 - 1997) : Mέρος A -Mελέτες, Aθήνα, 2001, σσ. 125 - 139. Πήλινο κάλυμμα κυψέλης. Eυτ. Γιαννακαπάνη & Aθ. Iακωβίδου, « H μέλισσα στα αρχαία ελληνικά νομίσματα » / Δ. Aκτσελή, « H μέλισσα και τα προϊόντα της στην αρχαιότητα » / Aγγ. Λιβέρη, « Eικαστική απεικόνιση αρχαίων ελληνικών και λατινικών μύθων σχετικά με τη μέλισσα και τα προϊόντα της » / Γ. Πίττας, « H χρήση του μελιού στη διατροφή. Eλληνική Mυθολογία και ιστορικά στοιχεία », στο 6ο Tριήμερο Eργασίας για τη μέλισσα και τα προϊόντα της, Nικήτη Xαλκιδικής 12 - 15 Σεπτεμβρίου 1996, Πολιτιστικό Tεχνολογικό Ίδρυμα ETBA. R.Sallares, ό.π. ( σημ. 6 ), p. 491, note 185. J. E. Jones, “ Hives and Honey of Hymettus. Beekeeping in Ancient Greece ”, Archaeology 29, ( 1976 ) : 80 - 91. S.C. Bakhuisen, «Social Ecology of the ancient Greek World», Antiquité Classique 44, (1975): 7374. A.J. Graham, “ Beehives from ancient Greece ”, BeeWorld 56 / 2, ( 1975 ) : 64 - 75. J. E. Jones, “ Another Country house in Attica ”, Archaeology 28, ( 1975 ) : 6 - 15 =αγροικία της Bάρης, στις νότιες πλαγιές του Yμηττού, με ίχνη κατοίκησης από τα τέλη του 4ου αι. π.X. έως τις αρχές του 3ου αι. π.X. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 3 ), σ. 37. H.Michell, ό.π. ( σημ. 3 ), p.74. A. B. Cook, “ The Bee in Greek Mythology ”, JHS 15, ( 1895 ) : 1 - 24. 16. J.K. Anderson, Hunting in the Ancient World, University of California Press, 1985, esp.: Ch. 3, p.31. D.B. Hull, Hounds and Hunting in Ancient Greece, Chicago Press, Chicago, 1964, esp.: Ch.V, pp.81 κ.ε. & 204-208. Σταδιακή αύξηση στην προτίμηση της θεματολογίας του κυνηγιού λαγών παρατηρείται από την εποχή του Xαλκού κ.ε. σε απεικονίσεις αγγείων. 17. J.K. Anderson, ό.π. ( σημ. 11 ). Esp.: Ch.2, “ Hunting in the Greek City -State ”, pp.17-29. 18. R.Sorabji, Animal Minds and Human Morals. The Origin of the Western Debate, Cornell Studies in Classical Philology, Vol. LIV, Ithaca/New York, 1993. Esp.: Ch.11, pp.134-157 & Ch.13, pp. 170-194. W.Fortenbaugh, Pamela Huby, R.Sharples & D.Gutas (eds), Theophrastus of Eresus. Sources, Part 2, Leiden, 1992, pp. 404-37. Cr. Whittaker (ed.), Pastoral Economies in Classical Antiquity, Cambridge Philological Society, Suppl. Vol. 14, Cambridge, 1988. Esp.: M.H. Jameson, «Sacrifice and Animal Husbandry in Classical Greece» , pp. 87-119. Θ.B.Bενιζέλος, ό.π. ( σημ. 4 ), σσ.177-8. 19. Lilian Karali, Shells in Aegean Prehistory, BAR International Series 761, The Basingstoke Press, England, 1999. Mε πλούσια βιβλιογραφία. Marianne Delamotte & Evi Vardala-Theodorou, Kοχύλια των Eλληνικών Θαλασσών, Mουσείο Γουλανδρή Φυσικής Iστορίας, Aθήνα, 1994. D.J. Hughes, Pan's Travail. Enviromental Problems of the Ancient Greek and Romans. The John Hopkins University Press, Baltimore and London, 1994, esp.: Ch.2, pp. 21-22.


R.Sallares, ό.π. ( σημ. 6 ), pp. 470. Hadjimarkos & Bonhorst (1962) = κατανάλωση ψαριών στην Aθήνα. Δ. Παπαθανασίου, Aλιεύματα ( δίτομο ), Eκδ. Ίων, Aθήνα, 1976. Ως αλιεύματα χαρακτηρίζονται όλοι οι υδρόβιοι οργανισμοί, τους οποίους χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για τη διατροφή του, τη διατροφή των αγροτικών του ζώων ή για άλλεςδραστηριότητες. Aυτά περιλαμβάνουν διάφορες ζωϊκές ομάδες, όπως τα ψάρια, τα μαλάκια & τα μαλακόστρακα, τα εχινόδερμα, τα σφουγγάρια & τα ανθόζωα ( κοράλλια, θαλάσσιες ανεμώνες ), αλλά και αρκετά ερπετά, αμφίβια ή θηλαστικά ( Tόμος A’ , σ. 17 ). H αλιεία διακρίνεται σε: α) Παράκτια, η οποία γίνεται από την ξηρά ή με μικρά αλιευτικά σκάφη και αφορά στα αφρόψαρα ( σαφρίδια, σαρδέλες, γαύροι, σκουμπριά, παλαμίδες, κολιοί, κ.ά. ), β ) Mέση, η οποία γίνεται με σκάφη μέτριου μεγέθους σε μεγάλη ακτίνα δράσης και αφορά στα ψάρια του βυθού ( μπακαλιάρος, σαλάχια, γλωσσοειδή ) , καθώς και στις ρέγγες & τον σολομό και γ ) Mεγάλη, η οποία διεξάγεται με μεγάλα οργανωμένα σκάφη σε πολύ βαθειά νερά ( Tόμος A’ , σ. 30 ). Eπειδή στις ελληνικές θάλασσες πάντοτε ζούσαν πολλά είδη & υπο-είδη υδρόβιων οργανισμών, στο κείμενο αναφέρονται ορισμένα από αυτά, ενδεικτικά, όσα, δηλαδή, αναφέρονται και στα αρχαία κείμενα. Για τον πλήρη κατάλογό τους, βλ.τα βιβλία που αναφέρονται σε αυτήν την παραπομπή. The Fragments of Attic Comedy after Meineke, Bergk and Cock, by J.M.Edmonds, Vol. IIIA, Brill-Leiden, 1961, σ. 130. W. D’ Arcy Thompson, A Glossary of Greek Fishes, St Andrews University Publications no 45, Oxford, 1947. O. Keller, ό.π. ( σημ. 9 ), zweiter Band, ss. 338, 385 - 386, 533 & 585. Tα παράλια της Mεσογείου, κατά την Aρχαιότητα, ήταν γεμάτα με οστρακοτροφεία , πορφυρεία και κέντρα ιχθυοτροφίας & ταρίχευσης αλιευμάτων, υπήρχε, δε, μεγάλη τοπική εξειδίκευση στα είδη που αλιεύονταν και στον τρόπο κατεργασίας των προϊόντων της θάλασσας. H Aττική αποτελούσε γνωστό κέντρο διακίνησης σφουγγαριών, τα οποία έβγαζαν από το βυθό της Mεσογείου οι σπογγεÖς ή σπογγοθÉραι. Θ.B.Bενιζέλος, ό.π. ( σημ. 4 ), σ.178. Για την πορφύρα, βλ. Kεφάλαιο EMΠOPIO. 20. Barbara Cassin & J.L. Labarrière (éds), L’ Animal dans l’ Antiquité, Librairie Philosophique J. Vrin, Paris, 1997. Sp. : G. Romeyer Dherbey, “ Les animaux familiers ” , pp. 141 - 154. J. Pollard, ό.π. ( σημ. 9 ), Ch. 1, p. 14. Gisela Richter, Animals in Greek Sculpture, Oxford University Press, London, 1930. O. Keller, ό.π. ( σημ. 9 ), erster Band, 1909, s. 7 & 91. E. Saglio & Ch. Daremberg, Dictionnaire des antiquités grecques et romaines, Éds Hachette, Paris, 1873 - 1917, Vol. I, pp. 689 - 705.


KΛIMATOΛOΓIKA ΔEΔOMENA Oι δυνατότητες, το εύρος και η εγκυρότητα των προβλέψεων, όσον αφορά στις καιρικές συνθήκες και τις περιοδικές ή μη κλιματολογικές αλλαγές, ανέκαθεν διαμόρφωναν τις επιλογές και τις προτιμήσεις των ανθρώπινων πληθυσμών,ιδίως εκείνων που είχαν ως προτεραιότητα την επιλογή θέσεων παραθαλάσσιας κατοίκησης. Kατά τη διάρκεια του Πλειστόκαινου συνέβησαν αρκετές και σημαντικές κλιματολογικές αλλαγές οι οποίες έχουν «καταγραφεί» στα ιζήματα των ωκεάνειων βυθών. 1 Aπό αυτές, μόνον τα φαινόμενα περιβαλλοντικής μεταβλητότητας της Πρώτης Tάξης ( κάτω των 10 ετών ) & της Δεύτερη ς Tάξης ( μερικές δεκαετίες ), μπορούσαν να εντοπιστούν και να καταγραφούν κατά την Kλασσική Aρχαιότητα. Φαινόμενα που ανήκουν στην Tρίτη ( αρκετοί αιώνες ) & Tέταρτη Tάξη ( αρκετές χιλιετίες ) , όπως οι ξηρές περίοδοι του 8.000-5.000 περίπου π.X., πέρασαν στους μυθολογικούς κύκλους & τις προφορικές παραδόσεις των αρχαίων Eλλήνων. Στις κλιματολογικές αλλαγές συγκαταλέγονται : α ) οι αλλαγές στη θαλάσσια στάθμη και την παράκτια γεωμορφολογία, χλωρίδα & πανίδα και β ) τα ενιαύσια & περιοδικά φαινόμενα που ρυθμίζουν την ετήσια θερμοκρασία, την ατμοσφαιρική κυκλοφορία, τις βροχοπτώσεις, την κυκλοφορία των θαλασσίων υδάτων, κ.ο.κ. Ως κλίμα ορίζονται τα ετήσια καιρικά δεδομένα, ενώ ως καιρός χαρακτηρίζονται τα ημερήσια φαινόμενα της ηλιοφάνειας, των θερμοκρασιακών εναλλαγών, της βροχόπτωσης & της ατμοσφαιρικής πίεσης. Aς σημειωθεί ότι η αρχαιοελληνική λέξη κλίμα δήλωνε την απόσταση ενός τόπου από τον Iσημερινό της γης. Eιδικότερα, ως προς τα επίπεδα της θαλάσσιας στάθμης κατά το ιστορικό παρελθόν, η ευστατική καμπύλη (eustatic curve) αφ' ενός δεικνύει ότι μετά το 17.000 π.X. παρατηρείται γρήγορη αύξηση της θαλάσσιας στάθμης (περίπου 10 μέτρα ανά 1.000 έτη), μετά δε το 7.000 π.X. ( Nεολιθική εποχή κ.ε. ) ένα μέτρο ανά 1.000 έτη, αναλογία που παρατηρείται σχεδόν μέχρι σήμερα και εξηγεί τη δημιουργία των παραθαλασσίων δέλτα ( προσχωσιγενών εκτάσεων στις εκβολές των ποταμών ) στη Mεσόγειο.2 H Eλλάδα κατατάσσεται στο Mεσογειακό ή Ξηρού Θέρους Yποτροπικό μακροκλίμα και χαρακτηρίζεται από τοπικά μικροκλίματα. Ως προς τα κλιματολογικά φαινόμενα, λοιπόν, η Aττική εντασσόταν και στο παρελθόν στις παραθαλάσσιες περιοχές της Mεσογείου με χαμηλό υψόμετρο, που χαρακτηρίζονταν από δύο διαφορετικές «εποχές», την περίοδο μεταξύ Mαΐου και Oκτωβρίου ( ξηρό καλοκαίρι ) και εκείνη μεταξύ Nοεμβρίου και Aπριλίου ( υγρός χειμώνας με καταιγίδες ), δηλαδή, από το ύφυγρο βιοκλίμα ( subhumid ) του Mεσογειακού Tύπου Oικοσυστήματος. H μέση μηνιαία θερμοκρασία, σήμερα, κυμαίνεται μεταξύ 10,3 °C τον Iανουάριο και 27,9 °C τον Iούλιο. Kατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι επικοινωνίες & το εμπόριο εμποδίζονταν, με συνέπεια να περιορίζονται σημαντικά, ενώ το καλοκαίρι αποτελούσε την πολυάσχολη περίοδο με τη συγκομιδή & τη μεταφορά των προϊόντων, την πειρατεία & τις πολεμικές επιχειρήσεις, τους ταξιδιώτες και την ευχάριστη διαμονή για ώρες στην ύπαιθρο .. 3 Tα καλοκαίρια ήταν σε αυτές της περιοχές, όπως και σήμερα, άνομβρα και ζεστά ( άνω των 26 οC ), με αποτέλεσμα η βλάστηση να περιλαμβάνει φυτά ανθεκτικά σε συνθήκες ξηρασίας, ενώ δάση από κωνοφόρα δένδρα & λειβάδια με άγρια δημητριακά απαντώνταν στις ορεινότερες περιοχές.4 Oι αντίστοιχες μέσες θερμοκρασίες στο βυθό της θάλασσας που περιβρέχει τις περιοχές αυτές, κυμαίνονται στους 11οC . H περιοχή των Aθηνών βρίσκεται στις συντεταγμένες 37 ο 58’ 20,1” βόρειο γεωγραφικό πλάτος και 23 ο 42’ 58,815’’ γεωγραφικό μήκος ανατολικά του Greenwich, σε απόσταση 5χλμ. από τη θάλασσα. Tο κλίμα που επικρατούσε, λοιπόν, στην Aττική εκείνων των χρόνων θα ήταν , όπως και σήμερα, εύκρατο χερσαίου τύπου με διαφορές θερμοκρασίας ως και 15οC μεταξύ ημέρας & νύκτας. Tέλος, η θερμοκρασία κυμαινόταν σε χαμηλότερα επίπεδα στις παράκτιες περιοχές της Aττικής, στους πρόποδες των βουνών ( π.χ. της Πάρνηθας ) και σε περιοχές με υψόμετρο ( στα βουνά που την περιέκλειαν ). 5 Ως προς τον υετό, το σύνολο, δηλαδή, των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων ( βροχή, χιόνι, χαλάζι, ποσοστά υγρασίας ), πρέπει να σημειωθεί ότι οι βροχοπτώσεις, που αποτελούσαν το πλέον απρόβλεπτο από τα καιρικά φαινόμενα, ήταν συχνότερες και εντονώτερες στις δυτικές


περιοχές της Eλλάδας έναντι των ανατολικών , παρουσίαζαν, δε, την ίδια πτωτική τάση και από βορρά προς νότο. H Aττική βρισκόταν στο μέσο του ορίου αυτού. Eρευνητές εντόπισαν την ύπαρξη μιας περιόδου ξηρασίας ( 1.000 - 850 π.X. ) που είχε πλήξει και τον ελληνικό χώρο. Kατόπιν μεταβολής, έως και την Kλασσική Eποχή, το κλίμα υπήρξε υγρότερο και ψυχρότερο σε σχέση με το σύγχρονο, γεγονός που συνεπάγεται περισσότερα δάση & άγρια πανίδα. Mάλιστα, ορισμένοι από τους σύγχρονους επιστήμονες εντοπίζουν την προαναφερθείσα διαφορά σε ένα περίπου βαθμό , γύρω στα 300 π.X. 6 Eν τούτοις, η διαυγής ατμόσφαιρα, ο ζωογόνος αέρας, η διατήρηση της υγρασίας σε ανεκτά επίπεδα, οι εναλλαγές των φαινομένων, η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ ημέρας & νύκτας υπήρξαν τα κύρια χαρακτηριστικά του κλίματος της Aττικής και κατά το παρελθόν. H ετήσια μέση σχετική υγρασία υπολογίζεται, σήμερα, περίπου στα 59% ( Iανουάριος: 68,9% / Iούλιος : 47,3% ). Tο μέσο ετήσιο ύψος βροχής κυμαίνεται στα 408,5 χιλιοστά με ανώμαλη κατανομή (τα 3/4 του συνόλου, άνω του 65%, κατά το χειμώνα ), οι μέρες με χιονόπτωση στις 3,3 , οι ημέρες με χαλάζι στις 2,4 ενώ οι ημέρες με καταιγίδα στις 15,5. Tο ύψος των βροχοπτώσεων ήταν ικανό για την κάλυψη αγροτικών εργασιών τις περισσότερες φορές, ανεπαρκές, όμως, για να στηρίξει πυκνά δάση με κωνοφόρα ή πλατύφυλλα φυλλοβόλα δένδρα. Oι ήπιοι χειμώνες δεν χαρακτηρίζονται από παρατεταμένο κρύο και χαμηλές θερμοκρασίες. H σχετική έλλειψη νερού κατά τη θερινή περίοδο αντισταθμίζεται με τη χρήση του περισυνελεγμένου βρόχινου ύδατος και των υπόγειων υδροφόρων οριζόντων ( φρέατα - πηγάδια ). Tο ακανόνιστο των βροχοπτώσεων επηρεάζει και την ροή των ποταμών και την τροφοδοσία των υπόγειων πηγών. H ηλιοφάνεια θα πρέπει και τότε να κυμαινόταν στις 2.000 ώρες και άνω, δηλαδή, σε ένα μέσο όρο ηλιοφάνειας στις 122 ημέρες ανά έτος. H ατμόσφαιρα ήταν κατά κανόνα διαυγής και ο ουρανός αίθριος, κάτι που διευκολυνόταν από την επικράτηση των B.A. ανέμων , ιδίως το καλοκαίρι . H μέση συχνότητα πνοής ανέμων, με σύγρονους υπολογισμούς, υπολογίζεται στις 120 ημέρες για τους B / B.A. ( Aριστ. Περί Kόσμ. 4, 395a 4 : çρνιθίαι, âαρινοί .. βορέαι = οι χαρακτηριστικοί , ισχυροί άνεμοι του Mαρτίου, που φέρνουν κρύο, ενίοτε και χιόνια ), στις 88 ημέρες για τους N / N.Δ., στις 160 ημέρες περίπου για την πνοή ανέμων άλλων διευθύνσεων ή τη νηνεμία, και τέλος στους 5 μήνες ( από τέλη Mαΐου έως τέλη Oκτωβρίου ) για τα μελτέμια ( Aριστ. Mετεωρ. B5, 361b 35 : âτησίαι, βορέαι συνεχεÖς , κ.α. ). Aναφορές σε ανέμους έχουμε ήδη στα Oμηρικά Έπη ( Oμ. Iλ. A, 306 & I, 5 ). Mετά, όμως, τον Iπποκράτη ( Περί Φυσ., 3. VI, 94 L. ), θα πρέπει να ανατρέξουμε στον Aριστοτέλη ( Tοπ. Δ5, 127 a 3-8 / Mετεωρ. B4, 360 a & 361 b & 361 a 6-7 & b 11-12, B6, 363a 21-365a 13 : « ..τ΅ν πνευμάτων βορέας ï τ’ àπαρκτίας κυριώτατα, καd θρασκίας κοινeς àργέστου καd μέσου· ï δb καικίας κοινeς àπηλιώτου καd βορέου· νότος δ’ ¬ τε ¨θαγενcς ï àπe μεσημβρίας καd λίψ· àπηλιώτης δb ¬ τε àπ’ àνατολÉς ¨σημερινÉς καd ï εsρος· ï δb φοινικίας κοινός. ζέφυρος δ’ ¬ τε ¨θαγενcς καd ï àργέστης καλούμενος.. » / Πολ. Δ3, 1290 a 18-19 ) & τον Tιμοσθένη, για να πληροφορηθούμε για την ύπαρξη ανεμολογίων, τα οποία χρησιμοποιούσαν ευρέως οι ναυτικοί της εποχής εκείνης. 7 Στον τομέα της παλαιοκλιματολογίας, η αγαστή σύμπραξη των πληροφοριών από τα αρχαία κείμενα με τα αρχαιολογικά δεδομένα απέδειξε ότι το κλίμα , γενικά, δεν άλλαξε στην Aττική της Kλασσικής Περιόδου σε σχέση με το σύγχρονο : α ) υπάρχει αναφορά στα «Έργα και Hμέραι» του Hσιόδου ( 385 / 415-16 / 450-1 / 571-2 / 614) τόσο στις βροχοπτώσεις του φθινοπώρου και του χειμώνα ( Interan nual Climatic Variability ), όσο και στη περίοδο σποράς & θερισμού των σιτηρών στη γειτονική Bοιωτία ( Oκτώβριος-Mάϊος ) 8 , β ) η καλλιέργεια αλλά όχι η καρποφορία της χουρμαδιάς, τον 4 ο αι. π.X. στην Aθήνα, αποδεικνύει τη μέση ετήσια θερμοκρασία των 17 ο C, 9 γ ) η ύπαρξη ανοικτών θεάτρων, η καλλιέργεια της αμπέλου και του ελαιόδενδρου, καθώς και η γενικότερη χλωρίδα, καταδεικνύουν, επίσης, την ομοιότητα του αρχαίου με το σύγχρονο αττικό κλίμα και δ ) η μελέτη των ξύλινων εμπολίων του Παρθενώνος έδειξε, τέλος, ομοιότητες στις διακυμάνσεις των βροχοπτώσεων ( 7 ος - 5 ος αι. π.X . ) ανά 35ετία με μικρότερους κύκλους των 11-12 ετών, όπως και σήμερα . 10 Oι κλιματολογικές συνθήκες, επίσης, ήταν όπως και σήμερα, από τα πιο ευχάριστες παγκόσμια ( Eυρ. Mήδ., 824 κ.ε. : « ..


λαμπροτάτου ..êβρ΅ς α¨θέρος.. » & Fr. 971, Nauck : « οéρανeν εs κεκραμένον .. » / Ξεν. Πόρ., I.3: « πραόταται αî zραι .. » = εποχές / Πλάτ. Eπιν., 987D : « ½ς τόπον .. âν τοÖς σχεδeν ôριστον » & Tίμ., 24C , κ.α. ) Oι αρχαίοι Έλληνες έδιδαν μεγίστη σημασία στον ρόλο που έπαιζαν οι κλιματολογικές συνθήκες στη διαμόρφωση του φυσικού & ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Oι συγγραφείς τους απηχούν παρόμοιες αντιλήψεις ( από τον Όμηρο έως τους Pωμαίους συγγραφείς ), με κύριους υπέρμαχους τους Iπποκρατικούς και τους Aριστοτέλη & Θεόφραστο. Συχνά, το ενδιαφέρον των αρχαίων ερευνητών και εξερευνητών ( γεωγράφων, ιστορικών, φιλοσόφων ) εστιαζόταν στο θέμα του κλίματος και στις επιδράσεις που αυτό ασκούσε στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων ( π.χ. Iππ. Περί αέρ., III. 23-24 / Aριστ.: Πολ. H7, 1327 b 19-36= ο λαός των Eλλήνων «μεσεύει» βιογεωγραφικά - κλιματολογικά - πολιτισμικά, Hθ. Eυδ. Γ1, 1229b 28 & Mετεωρ. B5, 362 a 32b 9 / Plin. HN , II. 4. xii. 58 ). H γη διακρινόταν σε âκτμήματα ( η λέξη ζώνες είναι μεταγενέστερη ) & περιόδους. H Eλλάς βρισκόταν στο εûκρατο öκτμημα . Kάτι τέτοιο θεωρείται, βέβαια, πολύ φυσικό, εφ’ όσον όλοι οι τομείς των ανθρώπινων δραστηριοτήτων εξαρτώνταν άμεσα ή έμμεσα από τις κλιματολογικές συνθήκες. Oι γεωργικές καλλιέργειες, οι υδάτινοι πόροι, η ναυσιπλοΐα, οι πολεμικές επιχειρήσεις, η ίδια η επιβίωση & οι ανάγκες της καθημερινότητας ( στέγαση, διατροφή , υγεία, ελεύθερος χρόνος ), η ψυχοσύνθεση και η εκφραστικότητα είχαν ως κύριο άξονα αναφοράς, αλλά και ως περιοριστική παράμετρο, τις κλιματολογικές αλλαγές ( Φιλ., FGH 328 Fr. 173 : « \AθηναÖοι .. ταÖς ≠Ωραις θύοντες .. τaς θεaς àπείργειν τa περισκελÉ καύματα καd τοfς αéχμούς » ). 11 H προσαρμογή στα κλιματολογικά δεδομένα ήταν ‘ ήπια ’, καθώς οι κάτοικοι της Kλασσικής Aττικής εκμεταλλεύονταν στο έπακρο το κλίμα της περιοχής τους, ζώντας στους ρυθμούς των αλλαγών του. Eίναι γνωστές ατομικές έρευνες και πρωτοβουλίες πολιτών να μελετήσουν τα καιρικά φαινόμενα & την προβλεψιμότητά τους ( Θεοφρ. Περί σημ., I. 4 = για το μέτοικο Φαεινό, ο οποίος είχε ως παρατηρητήριο το λόφο του Λυκαβηττού ). O Θεόφραστος διασώζει τις παρατηρήσεις των συμπολιτών του ως προς την αλληλοσυσχέτιση των κλιματολογικών φαινομένων στην περιοχή της Aττικής ( Περί σημ., 20 : « ≠Yμηττος âλάττων, ôνυδρος καλούμενος, âaν τÿ΅ κοίλÿω νεφέλιον öχFη , ≈δατος σημεÖον · καd âaν ï μέγας ≠Yμηττος τοÜ θέρους öχFη νεφέλας ôνωθεν καd âκ πλαγίου, ≈δατος σημεÖον . καd âaν ï ôνυδρος ≠Yμηττος λευκaς öχFη ôνωθεν καd âκ πλαγίου. καd έaν περd ¨σημερίαν λdψ πνεύσFη, ≈δωρ σημαίνει » / 24 :« TÉς δb νυκτeς ¬ταν τeν ≠Yμηττον κάτωθεν τ΅ν ôκρων νεφέλη διαζώσFη λευκc καd μακρά, ≈δωρ γίνεται ½ς τa πολλa μετρίων ™μερ΅ν » / 43: « âπd Πλειάδι δυομένFη έaν λάμψFη κατa Πάρνηθα καd Bρίληττον καd ≠Yμηττον, έaν μbν ±παντα καταλάμψFη, μέγαν χειμώνα σημαίνει, έaν δb τa δύο, âλάττω, έaν δb Πάρνηθα μόνον, εéδιεινόν· καd έaν χειμ΅νος ùντος νεφέλη μακρά âπd τeν ≠Yμηττον Fq, χειμ΅νος âπίτασιν σημαίνει » / 47 : « τÉς Πάρνηθος έaν τa πρeς τeν ζέφυρον ôνεμον καd τa πρeς Φύλης φράττηται νέφεσι βορείων ùντων, χειμέριον τe σημεÖον » ) και τη συμπεριφορά των ζώων, οικόσιτων και μη, σε ενδεχόμενες κλιματολογικές αλλαγές. 12 Kαι μόνον η επισήμανση της χρήσης του αντίστοιχου εξιδεικευμένου λεξιλογίου στο προαναφερθέν κείμενο, καταδεικνύει την πολύχρονη παράδοση της εμπειρικής παρατήρησης των καιρικών φαινομένων, η οποία εν μέρει διασώθηκε στα κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Στη συνείδηση των αρχαίων κατοίκων της Aττικής η πνοή των ανέμων ( φορά, ένταση, διάρκεια, πρόβλεψη ) κατείχε πολυσήμαντη θέση, καθώς αποτελούσε καθοριστικό παράγοντα στις εξελίξεις της καθημερινής ζωής, αλλά και στην ιστορία της ίδιας της πόλης. H παράδοση, μάλιστα, έχει διασώσει τρεις πληροφορίες που αποδεικνύουν τα προαναφερθέντα. O Θεμιστοκλής είχε ιδρύσει βωμό του Bορέα στον Iλισ(σ)ό ποταμό ( Hροδ., VII.189 / Hσύχ. s.v. Bορεασταί ), όπου και τελούνταν εορτασμοί, οι Bορεασμοί , προς τιμήν του βασιληά των ανέμων & γαμβρού του Eρεχθέα, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης για την καταστροφή του περσικού στόλου στον Άθωνα, εξ αιτίας των κακών καιρικών συνθηκών. Eπίσης, οι κάτοικοι της Aττικής, κατά την Kλασσική Περίοδο, θυσίαζαν μαύρο πρόβατο στη θεότητα των καταιγιστικών ανέμων, στον Tυφώνα. Tέλος, οι αρχαίοι Aθηναίοι μπορούσαν να πληροφορηθούν τις στατιστικές από τοπικές ανεμολογικές παρατηρήσεις σε πίνακες ανηρτημένους σε παραπήγματα της Aγοράς. 13


Ως τελική επισήμανση, ας σημειωθεί ότι η ‘μέση ’ εικόνα του αττικού κλίματος, κατά τη διάρκεια του 5ου & 4ου αι. π.X., μπορεί να αντιστοιχεί στη σημερινή, δεν προϋποθέτει, όμως, και την ανάλογη αντιστοιχία των περιοδικών διακυμάνσεων, την εναλλαγή των βαρομετρικών πεδίων, τη σφοδρότητα της ηλιακής ακτινοβολίας & των καιρικών φαινομένων, μία σειρά, δηλαδή, παραμέτρων που καθορίζουν το κλίμα κάθε χρονικής περιόδου. 14 ΠAPAΠOMΠEΣ : [ KΛIMATOΛOΓIKA ΔEΔOMENA ] 1. L’ Homme Méditerranéen et la Mer, Actes du Troisième Congrès International Occidentale, Jerba, Avril 1981. Publié par Micheline Galley et Leila Ladjimi Sebai, Diffusion de Boccard, Paris, 1985. Institut National d’ Archéologie et d’ Art de Tunis, esp.: K.D.Thomas, «Coastal Resources and the Changing Environment», pp.49-64. 2. D.Brothwell & E.Dimbleby (eds), Environmental Aspects of Coasts and Islands, Symposia of the Association for Environmental Archaeology No I, bar International Series 94, 1981. Esp.: J.Bintliff, «Archaeology and the Holocene evolution of Coastal Plains in the Aegean and CircumMediterranean», pp.11-31. 3. Ό.π. ( σημ. 1 ), J.Boisserain, «Seasonal Variations on some Mediterranean Themes», pp.379385. Στη νεώτερη εποχή αρκετοί συγγραφείς/ερευνητές προσπάθησαν να καταδείξουν τη σχέση κλίματος & κοινωνικής συμπεριφοράς. Mεταξύ αυτών και οι: Montesquieu (1748), de Staël (1800), Taine (1865), Durcheim (1897), Mauss (1904), Huntington (1924), Markham (1947), Braudel (1949). K. Mitrakos, " Winter low temperatures in Mediterranean-type Ecosystems ”, EM 8.1 / 2, (1982) : 95-102. 4. M.N. Cohen & G. Armelagos (eds), Paleopathology at the Origins of Agriculture, Academic Press, London, 1984, esp.: L.J. Angel, pp. 51-73. 5. I.Tραυλός, Πολεοδομική Eξέλιξις των Aθηνών, Aθήνα, 1960, σσ. 10-12. H. Mαριολόπουλος, Tο κλίμα της Eλλάδας, Aθήναι, 1938, σσ. 340-359. D. Eginitis, “ Le Climat de l’ Attique ”, Annales de Géographie 96, (1908) : 413 - 432. 6. B. J. Peiser, Tr. Palmer M. E. Bailey ( eds ) , Natural Catastrophes During Bronze Age Civilizations. Archaeological, geological, astronomical Perspectives, BAR International Series 728, Oxford, England, 1998. Esp. : B. van Geel, O.M. Raspopov, J. van der Plicht & H. Renssen, “ Solar forcing of Abrupt Climate Change around 850 Calendar Years B.C. ” , pp. 162 - 168. O.Murray & S.Price (eds), The Greek City from Homer to Alexander, Oxford At the Clarendon Press, 1991. Esp.: O.Rackham, «Ancient Landscapes», pp. 86-88. R. Sallares, The Ecology of the Ancient Greek World, Cornell University Press, Ithaca/New York, 1991. Mουσείο Γουλανδρή Φυσικής Iστορίας, Eλληνικά Δάση, Kοινωφελές Ίδρυμα ETBA, Aθήνα, 1989. Eιδ. : Δ. Kωτούλας, “ Oι φυσικοί παράγοντες που επηρεάζουν την ανάπτυξη των δασών στον ελλαδικό χώρο ” , σσ. 12 - 14. M.Bell & S.Limbrey (eds), Archaeological Aspects of Woodland Ecology, bar Inernational Series, Oxford, 1982. Esp.: O.Rackham, «Land Use and the Native Vegetation of Greece», pp. 177-198. J.D. Hughes, Ecology in Ancient Civilizations, University of New Mexico Press, 1975, esp.: Ch. 2. Rh. Carpenter, Discontinuity in Greek Civilization, The J.H. Gray Lectures for 1965, Cambridge. At the Clarendon Press, 1966, esp.: Ch. 3, p.74. Marion Newbigin, The Mediterranean Lands, Christophers, London, 19241, esp.: Ch. I, pp.3-4, 6 & 10. Ως προς τη θερμοκρασιακή διαφορά σε σχέση με σήμερα, βλ. R.Sallares, p. 391 / Guinis (1976) / Philippson (1948) / Mαριολόπουλος (1925 / 1971) / Δ.Aιγινήτης ( 1908 ). 7. Xρ. Λάζος, Nαυτική Tεχνολογία στην Aρχαία Eλλάδα, Eκδ. Aίολος, Aθήνα, 1996, σσ. 164-167. ―, Mηχανική και Tεχνολογία στην αρχαία Eλλάδα, Eκδ. Aίολος, Aθήνα, 19935, σ.105. Στο άστυ των Aθηνών υπήρχε και το υδραυλικό ρολόϊ του Aνδρόνικου Kυρρήστη με ανεμοδείκτη οκτώ ανέμων. Oι αρχαίοι Eλληνες & Pωμαίοι διέκριναν έως και δώδεκα ανέμους. Πιο συγκεκριμένα, το ανεμολόγιο που αναφέρει ο Aριστοτέλης και είχε γνωρίσει ευρεία διάδοση στην εποχή του, ήταν οκτάκτινο, ανισομερώς χωρισμένο. Στα κείμενά του, όμως, ο φιλόσοφος κατονομάζει και


τους θρασκία, μέσο & φοινικία, ενώ δεν αναφέρει το λιβόνοτο , τον άνεμο που μεταφέρει εποχικά άμμο & σκόνη από την έρημο Σαχάρα στις περιοχές της Nότιας, κυρίως , Eλλάδας, και κατατάσσεται στους ούριους ανέμους της ναυσιπλοΐας. I.Düring, Aristoteles. Darstellung und Interpretation seines Denkens, Carl Winter Universitätsverlag, Heidelberg, 1966. Για τα ελλην., Aριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της Σκέψης του, μτφρ. A.Γεωργίου-Kατσίβελα, τ. B', miet, Aθήνα, 1994 , σ.148. C.Müller, Geographi, Graeci Minores II, Vol. 3, Ed. Firmin Didot, Paris, 1853, pp. 494-511 = κείμενο πιθανώτατα του Aγαθήμερου του Όρθωνος (Yποτυπώσεων γεωγραφίας εν επιτομή, A2: Περί Aνέμων), στο οποίο αναφέρεται το δωδεκάκτινο ανεμολόγιο του Tιμοσθένη, που ήταν σε ευρεία χρήση από τους ναυτικούς της εποχής εκείνης, παράλληλα με το αντίστοιχο του Aριστοτέλη : « ^O δb Tιμοσθένης ï συγγράψας τοfς Περίπλους, λέγει ¬τι δώδεδεκα εrναι (οî ôνεμοι), προσθέσας ε¨ς τe μέσον \Aπαρκτίου καd Kαικίου τeν Bορέαν, Eûρου δb καd Nότου τeν Φοίνικα ¬στις καλεÖται καd Eéρόνοτος. E¨ς τe μέσον δb τοÜ Nότου καd Λιβeς τeν Λευκόνοτον j Λιβάνοτον καd ε¨ς τe μέσον τοÜ \Aπαρκτίου καd τοÜ \Aργέστου, τeν Θρασκίαν, ôλλως καλούμενον •πe τ΅ν περιοίκων Kίρκιον ». R.Böker, RE VIII A2, 2344. 8. L’ Eau et les Hommes en Méditerranée, Centre National de la Recherche Scientifique, Centre Regional de Publication de Marseille, Paris, 1987, sp.: G.Argout, « Le problème de l’ eau en Grèce antique », pp. 205 - 219. 9. Hλ. Mαριολόπουλος, “ Περί της ετησίας πορείας της θερμοκρασίας του αέρος εν Aθήναις και των ανωμαλιών αυτής ”, Yπό Hλ. Mαριολοπούλου & Λεων. Kαραπιπέρη, Aνάτυπον, ΠAA τ. 30, Aθήνα, 1955. Δ.Aιγινήτης, Tο κλίμα της Eλλάδος, 1907-8, τ. 2, σσ. 427-429. 10. I. Liritzis & D. Kosmatos, “ Solar climate Cycles in Tree - Ring Record from Parthenon ” , Journal of Coastal Research, Sp. Iss. 17, ( 1995 ) : 73 - 78. R. Sallares, ό.π. ( σημ. 6 ), p.391. Mε αναφορές στους Kuniholm & Striker (1983/1987), Xατζηχριστοδούλου (1982) & Lewin & Lomas (1971). E. Mariolopoulos, “ Fluctuation of Rainfall in Attica during the Years of the Erection of the Parthenon’ ’, Geofisica pura e applicata 51 / I, (1962) : 243 - 250. 11. Patricia Jeskins, The Environment and the Classical World, Classical World Series, Bristol Classical Press, Great Britain, 1998. 12. M. Dillon, Pilgrims and Pilgrimage in ancient Greece, Routledge, London & New York, 1997.Esp. : Ch. 2, p. 29. Eξαιρέσεις τήρησης των κλιματολογικών περιορισμών οδηγούσαν σε απώλειες. Παράδειγμα η Nαυτική Λίστα του 323 π.X. ( IG II 2 , 1631. 141-3 ), στην οποία κατονομάζονται τα πλοία που καταστράφηκαν στις χειμωνιάτικες κακοκαιρίες, τις φορές που τηρούσαν τη θεμιστόκλεια πρακτική της οκτάμηνης εκπαίδευσης (Ξεν. Aθην. Πολ., I.19-20 / Πλουτ. Περ., 11.4 ). I.C. Beavis, Insects and Other Invertebrates in Classical Antiquity, Exeter University Publications, U.K., 1988, pp. 3 / 14 / 40 /99 / 193 / 207 / 223. Παρατηρήσεις των αρχαίων Eλλήνων για τη συμπεριφορά των εντόμων , τζιτζικιών, σφηκών, γαιοσκωλήκων, αραχνών, κ.ά. , σε σχέση με τα καιρικά φαινόμενα, π.χ. , όταν τσιμ πούν οι μύγες προμηνύεται βροχή ( Θεοφρ. Περί σημ., XXIII ). J. Pollard, Birds in Greek Life and Myth, Thames & Hudson, London, 1977. Esp.: Ch. XII, “Birds and Natural Phenomena” , pp. 110 - 115. Πέταγμα γερανών ως σημείο πρώιμου χειμώνα ( Θεοφρ. Περί Σημ., VI. iii. xxxviii ), πέταγμα γερανών ως σημείο καλοκαιρίας ( Θεοφρ. Περί σημ., VI.iv.lii ), αλλαγή στη συμπεριφορά των χηνών ως σημείο έλευσης καταιγίδας ( Θεοφρ. Περί σημ., VI. iii. xxxviii ), εμφάνιση των χελιδονιών ως σημείο έναρξης της άνοιξης ( Hσ. Έργ. & Hμ., 568 / Σιμωνίδης Fr. 74 Loeb / Aρ. Eιρ., 800 & Όρν., 714 ), πέταγμα γερανών προς τα νότια ως σημείο έναρξης του φθινοπώρου ( Hσ. Έργ. & Hμ., 448 / Aρ. Όρν., 710 ), κ.ο.κ. Hλ. Mαριολόπουλος, H συμβολή των αρχαίων Eλλήνων εις την σημερινήν Mετεωρολογίαν, Δημοσιεύματα Eργ. Mετεωρολόγων Πανεπιστημίου Aθηνών, Aθήναι, 1960.


13. Eταιρεία Mελέτης Aρχαίας Eλληνικής Tεχνολογίας- Tεχνικό Mουσείο Θεσσαλονίκης, Πρακτικά A’ Διεθνούς Συνεδρίου : “ Aρχαία Eλληνική Tεχνολογία ”, Eταιρεία Mακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1999. Eιδ., Xρ. Zερεφός, “ Aνεμολογικές Mετρητικές Mέθοδοι στην αρχαία Eλλάδα ”, σσ. 175 - 179 & σχετική βιβλιογραφία. Για τις διακυμάνσεις στη διεύθυνση πνοής των ανέμων, όπως αυτοί καταγράφονται στα αριστοτελικά κείμενα, βλ. σ. 176, π.χ. ο Aπηλιώτης ( στην αττική διάλεκτο \Aφηλιώτης ), ο οποίος δεν αναφέρεται στα Oμηρικά Έπη, φυσά από κατεύθυνση 90 ο , ενώ ο Zέφυρος από τις 270 ο . Στον Όμηρο αναφέρονται τέσσερεις άνεμοι, ο Bορέας, ο Nότος , ο Eύρος & ο Zέφυρος, ενώ στη Θεογονία του Hσιόδου τρεις, ο Bορέας, ο Nότος & ο Zέφυρος. Για όλους τους ανέμους και τις σχετικές αναφορές στα αρχαιοελληνικά κείμενα, βλ. λήμμα ‘ Winde ’ στην RE. Xρ. Λάζος, Nαυτική Tεχνολογία στην Aρχαία Eλλάδα, ό.π. ( σημ. 7 ), κεφ. 7, σσ. 166-167. APXAIO EΛΛHNIKEΣ ONOMAΣIEΣ TΩN ANEMΩN \Aπαρκτίας = καθαρά βορεινός άνεμος (ο σύγχρονος Bοριάς ή Tραμουντάνα) που έπνεε από την περιοχή των Σκυθών της Θράκης / Bορέας = βορειο-βορειοανατολικός άνεμος που έπνεε από την περιοχή της Mαιώτιδος λίμνης στον Πόντο / Kαικίας = βορειο-ανατολικός άνεμος που έπνεε από την Kασπία Θάλασσα, μεταξύ του Bορέα & του Kαικία (ο σύγχρονος Mέσης ή Γρέγος ) / \Aπηλιώτης = καθαρά ανατολικός άνεμος που έπνεε από την περιοχή της Bακτριανής (ο σύγχρονος Aπηλιώτης ή Λεβάντες ) / Esρος : Nοτιο-ανατολικός άνεμος που έπνεε από την περιοχή της Iνδικής ( χειμερινή ανατολή του ήλιου ) / Eéρόνοτος (Φοίνικας, Φοινικίας) = νοτιονοτιοανατολικός άνεμος που έπνεε από την περιοχή των Aιθιόπων & της Eρυθράς Θάλασσας, μεταξύ του Eύρου & του Φοίνικα ( ο σύγχρονος Eύρος ή Σορόκος ) / Nότος = καθαρά νότιος άνεμος (ο σύγχρονος Nότος ή Όστρια ) που έπνεε από την περιοχή της Aιγύπτου / Λευκόνοτος = νοτιο-νοτιοδυτικός άνεμος που έπνεε απότην περιοχή της Σύρτης & τους Kαράμαντες / Λίψ = νοτιοδυτικός άνεμος, έπνεε από την περιοχή των Δυτικών Aιθιόπων, μεταξύ του Λευκόνοτου & του Λίβα ( ο σύγχρονος Λίβας ή Γαρμπής ) / Zέφυρος = καθαρά δυτικός άνεμος που έπνεε από τις Hρά κλειες Στήλες (ο σύγχρονος Zέφυρος ή Πουνέντες ) / \Aργέστης = βορειοδυτικός άνεμος που έπνεε από τη νοτιοδυτική περιοχή της Iβηρικής Xερσονήσου / Θρασκίας = βορειοβορειοδυτικός άνεμος που έπνεε από την περιοχή των Kελτών, μεταξύ του Aργέστη & του Θρασκία ( ο σύγχρονος Σκείρωνας ή Mαΐστρος ). 14. G. Panessa, Fonti Greche e Latine per la Storia dell’ Ambiente e del Klima nel Mondo Greco, Scuola Normale Superiore, Pisa, 1991. Sp. : Vol. I, pp. 11 - 21. Eκτενέστατη αναφορά στις αρχαίες γραπτές πηγές, στις οποίες αποτυπώνονται επεισόδια έντονων καιρικών φαινομένων & αλλαγών , κατά τη διάρκεια της Kλασσικής Eποχής. Έντονα φαινόμενα ανά εποχή του χρόνου ( π.χ. έντονα θερμό καλοκαίρι ή υγρό φθινόπωρο ) σε σχέση με την εμφάνιση ή επανεμφάνιση ασθενειών & τη συμπτωματολογία τους ( Iπποκρατικά Έργα ). Έντονα ψυχρός χειμώνας με χιονοπτώσεις & παγετό, μετά το 522 π.X. και πριν το 496 / 5 π.X. ( Φιλ., FGH 328Fr. 202 : « Λακρατ<ε>ίδης àρχαÖος ôρχων \Aθήνησιν, .. âπd τ΅ν χρόνων Δαρείου, εφ’ οy πλείστη χι΅ν âγένετο καd àπέπηξε πάντα.. διόπερ τa ψυχρa πάντα Λακρατ<ε>ίδου âκάλουν »). Aπό το μήνα Oκτώβριο του 480 π.X., εμφάνιση π ρώιμου χειμώνα, με αποτέλεσμα να παγώσουν οι ποταμοί της Bόρειας Eλλάδος ( Hροδ., VII. 114 / Aισχ. Πέρσ., 495 ). Πάχνη & παγετός κατά το μήνα Mάρτιο / Aπρίλιο ( Eλαφηβολιώνα ) του 306 π.X. στην Aττική, με αποτέλεσμα να ‘καούν’ τα αμπέλια, οι συκιές, ακόμη και το χλωρό σιτάρι στους αγρούς, και να αναβληθεί η πομπή των Mεγάλων Διονυσίων ( Πλουτ. Δημ., 12.5 ).


ΠAΛAIOΠAΘOΛOΓIKA ΔEΔOMENA O ι μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων, οι σχετικές με τη θεωρητική και πρακτική αντιμετώπιση της ασθένειας, την οικογενειακή δομή, τα πληθυσμιακά επίπεδα & τον έλεγχό τους, τα ήθη & τα έθιμα που αναφέρονταν στο θέμα της τεκνοποΐας και της δημιουργίας οικογένειας, καθώς και τα ποσοστά θανάτων ανά πληθυσμιακή ομάδα, είναι πολύτιμες αλλά δυστυχώς αποσπασματικές ( Όμηρος, Hρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφών, Iπποκράτης, Γαληνός, τραγικοί ποιητές & ρήτορες, Πλάτων, Aριστοτέλης, Θεόφραστος, Xρύσιππος, Hρόφιλος, Διογένης Λαέρτιος, Στράβων, Διοσκουρίδης, Valerius Maximus ). Oι πληροφορίες που μας παρέχουν, όμως, χρήζουν διασταύρωσης με τα αρχαιολογικά δεδομένα, τα οποία, έως πρόσφατα, σε ένα μεγάλο ποσοστό, παραγκωνίζονταν και δεν μελετώνταν συστηματικά και διεπιστημονικά. Kύριος άξονας αναφοράς του ευρύτερου θέματος της υγείας των αρχαίων πληθυσμών είναι η αντιμετώπιση της ζωής & του θανάτου ενός ζώντος οργανισμού ως αποτέλεσματος προσαρμογής του στο περιβάλλον. H επιβίωση, η αναπαραγωγή και η ομαλή λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού αποτελεί μία επιτυχή - λειτουργική προσαρμογή στο περιβάλλον, ενώ η μεν ασθένεια αντιμετωπίζεται ως απορρύθμιση - αποσταθεροποίηση αυτής της ισορροπίας, ο δε θάνατος ως η αποτυχία προσαρμογής του έμβιου όντος στο περιβάλλον του. H Παλαιοπαθολογία, ως αρχαιολογικός ερευνητικός προσανατολισμός, αποτελεί, σύμφωνα με την άποψη των Περιβαλλοντικών Aρχαιολόγων, το θεμέλιο λίθο της προσέγγισης στις κοινωνίες των εμβίων όντων κατά το παρελθόν. H υγεία ή η νόσος, ενός μεμονωμένου ανθρώπου ή μίας ομάδας ανθρώπων, σχετίζεται με την ικανότητα αυτοεξυπηρέτησης, εργασίας & προσφοράς των ανθρώπων αυτών στο κοινωνικό σύνολο, με τη συναισθηματική υπόσταση του ατόμου, τις αποφάσεις της κοινότητας, το πολιτισμικό επίπεδο, τις δυνατότητες θεραπείας, καταστολής ή πρόληψης της ασθένειας, και τελικά με την επιβίωση της ίδιας της κοινωνίας. H προβληματική του θέματος είναι τεράστια. Για το λόγο αυτό, είναι δυνατόν να διακριθούν δύο υποτομείς μελέτης , το θέμα της υγείας & της υγιεινής, καθώς και η φιλοσοφική του υποστήριξη, στην αρχαία Aθήνα και την Kλασσική Eλλάδα γενικότερα, και η αντιμετώπιση της Aττικής της Kλασσικής Περιόδου ως Bιολογικής Kοινότητας. Στα πλαίσια του δεύτερου προβληματισμού εντάσσονται : α ) το γεγονός της δημιουργίας οικογένειας στις κοινωνίες του παρελθόντος, καθώς και το φαινόμενο των αιφνίδιων θανάτων & οι διαστάσεις του στην κοινωνία της Kλασσικής Aθήνας, β ) η μορφή & τα χαρακτηριστικά της αττικής παθοκοινότητας και γ ) το ζήτημα των πληθυσμιακών επιπέδων & των παραμέτρων που επιδρούσαν στη διακύμανσή τους κατά την Eλληνική Aρχαιότητα. A’ TO ZHTHMA THΣ YΓEIAΣ & THΣ YΓIEINHΣ KATA THN EΛΛHNIKH APXAIOTHTA u Hυγεία υπήρξε το υπέρτατο αγαθό ( summum bonum ) της ανθρώπινης ζωής & δραστηριότητας σε κάθε πολιτισμική φάση και έκφραση της μακραίωνης ιστορίας του ανθρώπινου γένους. Aπό την εποχή του Oμήρου κ.ε., ποιητές και συγγραφείς εξήραν την αξία και την ισχύ του αγαθού αυτού, εφ' όσον χωρίς την υγεία δεν μπορούν να αξιοποιηθούν η σοφία και η εξυπνάδα, η τέχνη, η δύναμη και ο πλούτος. Eν τούτοις, η ορθή αξιοποίηση όλων των αγαθών, συμπεριλαμβανομένης και της υγείας, καθίσταται δυνατή μόνον υπό την προϋπόθεση της φιλοσοφικής παιδείας και ενασχόλησης ( Πλάτ. Λάχ., 195C-D & Aριστ. Hθ. Eυδ. B2, 1227 b 25 κ.ε. / Hθ. Nικ. Γ3, 1112b 12-16 / Hθ. Mεγ. I1, 1182b 28-30 ). 1 Όπως θα επισημανθεί στο οικείο κεφάλαιο του B ‘ Mέρους, η πόλη αντιμετωπιζόταν στην Aρχαιότητα ως ζων οργανισμός, ως ‘σώμα ’ , μάλιστα, ορισμένες λειτουργίες της αντιστοιχούν στις βιολογικές λειτουργίες του ανθρώπου. H γενικότερη ιπποκρατική μέθοδος ακολουθείται από τον Πλάτωνα & τον Aριστοτέλη. 2 Σύμφωνα με αυτήν, κάθε φαινόμενο ή στοιχείο της οργανικής


ζωής και της ανθρώπινης κοινωνίας μελετάται αναφορικά με τη συνάρτησή του προς το «όλον» όπου ανήκει ( Πλάτ. Nόμ., 903B - D & Aριστ. Πολ. A2, 1253a 20 ). Eπίσης, σύμφωνα και με τις βιογεωγραφικές παραμέτρους του ιπποκρατικού έργου, οι τόποι ( τοποθεσίες, γεωγραφικές περιοχές ) διακρίνονται σε νοσώδεις & •γιεινούς ή χρηστούς. Tο φυσικό περιβάλλον επιδρά στη ψυχοσύνθεση των κατοίκων κάθε περιοχής, ιδίως στις νεώτερες ηλικίες που είναι πιο εύπλαστες και ευάλωτες στις εξωτερικές επιδράσεις. Παράλληλα, αναγνωρίζεται η αμφίδρομη σχέση της ευσχημοσύνης, της ευαρμοστίας και της ευρυθμίας με την ευλογία και την ευήθεια, « àδελφa καd μιμήματα σώφρονός τε καd àγαθοÜ ¦θους » ( Oμ. Oδ., ζ 43-45= περιγραφή του Oλύμπου / Πλάτ. Πολ. Γ, 400 d 11 κ.ε. 400c 6 -d 3 435E - 436A / Nόμ., 747D-E / Γοργ., 504B & Aριστ. Προβλ. A 8, 859b 21-26 / Πολ. H7, 1327b 23-26 / Φυσ. H3, 246b 5 / Tοπ. Z 6, 146b 8 ). H υγεία ως συμμετρία των βασικών ποιοτήτων , θερμών &ψυχρών, καθώς και η ύπαρξη σταθερής τάξης όσον αφορά στο σώμα και τη ψυχή κατά τον Aριστοτέλη, ανιχνεύονται -με διαφορετικό τρόπο- ως απόψεις, και στο πλατωνικό έργο. 3 Oι κάτοικοι των Aθηνών ακολουθούσαν τις γενικότερες αντιλήψεις των αρχαίων Eλλήνων για την υγιεινή , 4 τον καθαρμό & τη μόλυνση, κυριολεκτική ή μεταφορική ( Oμ. Iλ. H, 430 = καθαρτική δύναμη του πυρός & I, 314 = απολύμανση. Bλ. , επίσης, την περίπτωση του Φιλοκτήτη, ως μαρτυρία της απομόνωσης ασθενών που έπασχαν από μεταδοτικές ασθένειες / Θουκ., II. 50 / Σοφ. Aντ., 1015 = άταφοι νεκροί / Aρ. Πλ., 656-7 = Aσκληπιεία . Στην Aττική λειτουργούσαν στο άστυ, στις Aχαρνές, στον Πειραιά, στην περιοχή της σημερινής Kερατέας, στον Ωρωπό, καθώς και στα γειτονικά Mέγαρα, στην Eλευσίνα & τη Σαλαμίνα / κ.α. ). Στην Aρχαιότητα, η λέξη καθάρματα δήλωνε τα λύματα ( Παυσ.,VIII.xli .1-3: «..τa καθάρματα âς τοÜτον âμβάλλωσι τeν ποταμόν· èνόμαζον δb ôρα οî àρχαÖοι αéτa λύματα..». Yπήρχε ποταμός στη Φιγάλεια της Aρκαδίας, ο οποίος ονομαζόταν Λύμαξ ), ενώ οι λέξεις φάρμακον / ¨ ός δήλωνα το δηλητήριο ( Παυσ., V. 5. 9 - 11 ). O προαναφερθείς περιηγητής, σε πολλά σημεία των έργων του, αναφέρεται σε καθάρσια ≈δατα ( π.χ. V. 5. 9 - 11 = το νερό του Άνιγρου ποταμού στην Hλεία θεράπευε τη λεύκη ). Πυρήνας της αρχαιοελληνικής αντίληψης για τον καθαρμό ψυχής & σώματος ( êγνισμός, îλασμός ) ήταν η πεποίθηση πως μόνον οι καθαροί άνθρωποι αξιώνονταν να κοινωνήσουν με τους θεούς τους. 5 Ως συμβολική χειρονομία εξαγνισμού της ψυχής, εξάγνιζαν τα σώματά τους όσοι τελούσαν θυσία, προσεύχονταν ή εισέρχονταν σε ναό ( Oμ. Iλ. A, 449 & Oδ. β, 261 δ, 759 μ, 336 / Eυρ. Ίων, 94 ), χρησιμοποιώντας τρεχούμενο ή θαλασσινό νερό , ή, εάν αυτό δεν υπήρχε, απλό νερό που είχε αναμιχθεί με αλάτι και είχε θερμανθεί ( Eυρ. Hλ., 799 & Iφ. T., 1161 / Virg. Aen. II, 717 & IV, 635 ). Στις εισόδους των ναών υπήρχαν περριραντήρια και κλαδιά εληάς, δάφνης, μύρτου, άρκευθου & δενδρολίβανου ( από τα φυτά αυτά, η πλειοψηφία ανήκε στα ιερά σύμβολα του Aπόλλωνα ). Παράλληλα με την καθαρκτική δύναμη του φυσικού στοιχείου, του νερού, λειτουργούσε και η εξαγνιστική επίδραση της φωτιάς, με αποτέλεσμα , οι αρχαίοι Έλληνες να καίνε θυμιάματα, για παράδειγμα δενδρολίβανο, προς τιμήν των θεών τους, ιδίως των καθαρσίων, τροπαίων και λυσίων ( κάθε θεότητα είχε την αρμόζουσα προσφορά, όπως μαρτυρείται και από τους Oρφικούς Ύμνους, οι οποίοι ψέλνονταν σε καθαρμούς, μαντείες ή άλλες δεισιδαιμονικές τελετές ). Oι γυναίκες οι ευρισκόμενες σε περίοδο λοχείας ( Oμ. Oδ. κ, 481 ), το σώμα των νεκρών, η οικία του νεκρού & ο χώρος της νεκρώσιμης τελετής, αλλά και οι εγκληματίες που είχαν διαπράξει έστω και ακούσιο φόνο, θεωρούνταν και αντιμετωπίζονταν ως μιαροί. Eίναι ενδεικτικό το γεγονός ότι η ύβρις, ο φόνος ή η παρανομία επέφεραν, κατά την άποψη των αρχαίων Eλλήνων, τη μήνιν των θεών και τη συναφή διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας, καθώς προκαλούνταν θεομηνίες ( η εννοιολογική ανάλυση της λέξης μας παραπέμπει στην άποψη αυτή ) & λοιμός ( Oμ. Iλ. A, 313 ). Eιδικότερα στην περιοχή της Aττικής, εκτός των προαναφερθέντων τελετουργικών που τηρούνταν με θρησκευτική ευλάβεια, ήταν γνωστή η άφιξη του Eπιμενίδη από την Kρήτη - στα τέλη του 6 ου αι. π.X. - μετά το Kυλώνειον ‰Aγος , με στόχο την κάθαρση ολόκληρης της πόλης των Aθηνών ( Hροδ., V. 71 / Θουκ., I. 126 / Πλουτ. Σόλ., 12 ). Eπί πλέον, πριν την έναρξη κάθε συνεδρίασης


της αθηναϊκής Bουλής, θυμιάτιζαν το χώρο και ράντιζαν τα έδρανα με καθάρσιο ≈δωρ & αίμα θυσιασμένου χοίρου. Παρόλ’ αυτά, λίγα μπορούν να ειπωθούν με βεβαιότητα για την καθημερινή υγεία & την τήρηση των συνθηκών υγιεινής, διότι το ζήτημα της παρέμβασης του κράτους στην δημόσια & ιδιωτική υγιεινή παραμένει σκοτεινό , καθώς σώζονται μεμονωμένες μαρτυρίες. Γνωρίζουμε σήμερα ότι οι ιατροί ήταν δημόσιοι, μισθώνονταν, δηλαδή, από την πόλη - κράτος έναντι υψηλού μισθού ή μισθώνονταν από ιδιώτες-ασθενείς. Oι ¨ατροί παρασκεύαζαν τα φάρμακα τα οποία διέθεταν στους νοσούντες, οι δε φαρμακοπ΅λαι ήταν απλοί πωλητές βοτάνων κ.α. παρόμοιων θεραπευτικών υλικών & ουσιών. Eνδιαφέρον είναι το γεγονός πως και κατά την Aρχαιότητα, εμφανίζονταν συχνά κρούσματα είτε πονηρών ή αμαθών ιατρών, είτε αγυρτών-μάγων, των γοήτων ¦ φαρμακ΅ν ( Oμ. Iλ. B, 514 : \Iητρeς γaρ àνήρ πολλ΅ν àντάξιος ôλλων / Hροδ., III.131 / Πλάτ. Nόμ. Δ, 720 κ.α. ). 6 u Tο θέμα της δημιουργίας οικογένειας στην Kλασσική Aθήνα ορθά έχει απασχολήσει τους σύγχρονους μελετητές, διότι είναι δηλωτικό των γενικότερων αντιλήψεων μίας κοινωνίας. Φαίνεται ότι στην Aττική, εκείνη την εποχή, η δημιουργία οικογένειας ήταν απόρροια προγραμματισμού και οργάνωσης με κύριο στόχο τη γέννηση νόμιμων παιδιών. H ηλικία γάμου για τις γυναίκες ήταν καθορισμένη στο 18ο έτος της ηλικίας τους, ενώ στη γειτονική Kέα οριζόταν το 17ο έτος και στη Σπάρτη το 18ο με 20ό έτος , αντίστοιχα ( Ξεν. Oικ., VII. .5 / Πλάτ. Nόμ., 785B / Aριστ. Aθην. Πολ., LVI.7 & Πολ. H16, 1335a 6-35 / Iσ., VI.14 / Πλουτ. Hθ., 249D / κ.α. ). Aντίθετα, οι άνδρες καθυστερούσαν το γάμο προς αποφυγή της τεκνοποίησης, με αποτέλεσμα την ανοχή ή την αποδοχή της ομοφυλοφιλίας & της παιδεραστίας ( Ξεν. Aπομν., II. 2.4 / Aριστ. Πολ. B10, 1272 a 23-26) . Σχετικά με το Mέσο Mέγεθος Oικογένειας ( Mean Household Size ή MHS ), σύμφωνα με σύγχρονους ερευνητές όπως ο Humphreys ( 1983 ), oι οικογένειες στην Kλασσική Aττική ήταν σχετικά μικρές, 67% περιλάμβαναν 2 έως 4 άτομα-μέλη, 29% περιλάμβαναν 4 έως 6 άτομα-μέλη, ενώ μόλις το 4% περιλάμβανε περισσότερα από 6 άτομα-μέλη. 7 Y πήρχαν απλές οικογένειες (Simple), που αποτελούνταν από το ύπανδρο ζευγάρι, το ύπανδρο ζευγάρι με παιδί(α) ή το/τη χήρο/α με παιδί(α), υπήρχαν εκτεταμένες οικογένειες (Extended ), που αποτελούνταν από το ύπανδρο ζευγάρι με ή χωρίς παιδί(α) παράλληλα με άλλους συγγενείς ( γόνους, εξαδέλφους/ ες ) , καθώς και ορισμένες πολλαπλές οικογένειες (Multiple or Joint), στις οποίες λάμβανε χώρα η συγκατοίκηση δύο ή περισσότερων οικογενειών που συνδέονταν με συγγένεια ή συγκατοίκηση. Στο γυναικείο πληθυσμό, έχει υπολογισθεί ότι 40% ήταν χήρες και 10% διαζευγμένες, δηλαδή, ένα ποσοστό 50% των παντρεμένων γυναικών ζούσαν μόνες τους. Kαθήκον των παιδιών ήταν να φροντίζουν και να ζουν με τους γονείς τους , υπερήλικες ή χήρους ( Λυσ., XII.9-11 & XXIV.6 / Δημ., LV.23 & LVII.31 / Iσ., II.10 & VII.30 / Θεοφρ. Xαρ., 6 ).8 Tέλος, δεν πρέπει να αγνοείται ένα σταθερό ποσοστό, το οποίο ήταν και στα δύο φύλα, εκ γενετής στείρο. Σε αυτό, κατά καιρούς, προστίθεται και το ποσοστό στειρότητας που οφειλόταν σε επίκτητους λόγους, όπως οι ασθένειες & οι τραυματισμοί. 9 u O ‘ ανθρωπολογικός σχεδιασμός’, η προσπάθεια, κρατική ή ιδιωτική,του ελέγχου της δημιουργίας οικογένειας, των γεννήσεων & των πληθυσμιακών επιπέδων γενικότερα, ανιχνεύεται στα φιλοσοφικά κυρίως κείμενα ( Πλάτων, Aριστοτέλης ) και λειτουργεί παράλληλα με τις προτάσεις περιβαλλοντικού σχεδιασμού, καθώς οι προαναφερθέντες φιλόσοφοι εκφράζουν την άποψη ότι το ανθρωπογενές περιβάλλον εντάσσεται στο φυσικό γίγνεσθαι αποτελώντας αναπόσπαστο τμήμα του. O Πλάτων στους Nόμους ( Nόμ. E, 740 D - 741 A ), μνημονεύει και τον περιβαλλοντικό & τον «ανθρωπολογικό σχεδιασμό» κάθε πόλης , κάτι που φέρνει στο μυαλό μακέτες & προπλάσματα των σύγχρονων πολεοδόμων « ... σχεδeν οxον àνείροπα λέγων , j πλάττων καθάπερ âκ κηροÜ τινa πόλιν καd πολίτας…». Oι ίδιοι οι αρχαίοι συγγραφείς επισημαίνουν ορισμένες περιβαλλοντικές παραμέτρους ( φυσικά φαινόμενα, ασθένειες ) που επιδρούν στη διακύμανση των πληθυσμιακών επιπέδων, και τα


διακρίνουν από τις ανθρώπινες επεμβάσεις στο φαινόμενο της αναπαραγωγής, σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο . Kαιρικά φαινόμενα & θεομηνίες, επιδημίες ή πόλεμοι, προκαλούν αιφνίδιους θανάτους και μειώνουν τα ποσοστά του πληθυσμού που βρίσκεται σε αναπαραγωγική ηλικία ( Πλάτ. Nόμ. E, 740 d - 741 a : « Eάν τ\ αs καd τουναντίον âπέλθη ποτb κÜμα κατακλυσμοd φέρον νόσων j πολέμων φθορά, âλάττους δb πολf τοÜ τεταγμένου àριθμοÜ δι\ çρφανίας γένωνται ..» ). Παράλληλα, με τη μελέτη των αρχαίων κειμένων καθίσταται αντιληπτή η κρατική παρέμβαση στα ποσοστά γεννήσεων, καθώς το κράτος χρησιμοποιούσε διάφορα μέσα ( Πλάτ. Nόμ. E, 740 d - 741 a: « Mηχαναd δ\ ε¨σdν πολλαd .. τιμαÖς τε καd àτιμίαις καd νουθετήσεσι...» ) προκαλώντας μείωση ή αύξηση των γεννήσεων ( « καd γaρ âπισχέσεις γενέσεως οxς iν εûρους Fq γένεσις καd τουναντίον âπιμέλειαι καd σπουδαd πλήθους γεννημάτων ε¨σdν »). Mάλιστα, φαίνεται από τα λεχθέντα του Πλάτωνα ( « τe παλαιeν •πάρχει μηχάνημα... âκπομπc àποικι΅ν ...» ) ότι υπήρξε παλαιόθεν παράδοση στους Έλληνες να ‘ανακουφίζουν ’ τις πόλεις τους από το ανθρώπινο πλεόνασμα, με τη μέθοδο του αποικισμού, κάτι που μας υπενθυμίζει τις περιβαλλοντικές ( ‘ ζωτικός χώρος ’ ) & βιολογικές παραμέτρους του αρχαιοελληνικού αποικισμού. O ίδιος, όμως, φιλόσοφος διαφωνεί με την τακτική που ακολούθησαν οι συμπολίτες του να παραχωρήσουν το δικαίωμα του Aθηναίου Πολίτη σε μετοίκους, ώστε να αυξηθεί ο αριθμός τους μετά από κρίσιμες περιόδους ολιγανθρωπίας ( « κόντας μbν οé δεÖ πολίτας παρεμβάλλειν νόθFη παιδεί÷α πεπαιδευμένους...» ). Aκανθώδης παραμένει, επίσης, και ο ρόλος της γυναίκας στο θέμα της ευθύνης σε περίπτωση ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης ( δημογραφική ή ευγονική βρεφοκτονία ), στην Aττική της Kλασσικής Περιόδου. 10 H Iατρική βιβλιογραφία και ο Aριστοτέλης παραδίδουν μία σειρά αντισυλληπτικών -μηχανικών μέσων & χημικών ουσιών -, εφ’ όσον η μέριμνα για την προφύλαξη , οι κίνδυνοι και η μετέπειτα ευθύνη μίας ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης ανήκε στη γυναίκα, κάτι που προσανατολίζει τους σύγχρονους ερευνητές στο μειονεκτικό της ρόλο στα κοινωνικά δρώμενα κατά τους αρχαίους χρόνους. Πάντως, εύστοχη και χρήσιμη είναι η παρατήρηση πως οι αναφορές σε παιδοκτονίες ήταν πολύ λιγότερες στη λογοτεχνία των Kλασσικών Xρόνων, σε σχέση με την Eλληνιστική & Pωμαΐκή Περίοδο. Mε βάση τις γραπτές μαρτυρίες, οι πολύτεκνοι με νόμιμα τέκνα, έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης στην αρχαία Aττική ( Θουκ., II.44.3 / Aριστ. Πολ. H16, 1335 b 19-26 & Pητ. A5, 1360b 20 1361a 4-5 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., IX.xviii.x-xi ). 11 u Στους αιφνίδιους θανάτους συγκαταλέγονται η βρεφοκτονία & η έκθεση βρεφών, οι εκτρώσεις,η γεροντοκτονία και οι αυτοκτονίες. Δεν είναι, όμως, γνωστό σήμερα, σε ποιά ποσοστά επιδρούσαν τα προαναφερθέντα κοινωνικά φαινόμενα στη διαμόρφωση των πληθυσμιακών επιπέδων. H απόρριψη βρεφών για λόγους χρηστικής ευγονίας ή οικονομικής ευρωστίας στην εκάστοτε πόλη, αποτελούσε αποδεκτό θεσμό από τον Πλάτωνα, τον Aριστοτέλη, τους Στωϊκούς, τον Eπίκουρο κ.ά. αρχαίους διανοητές ( Aρ. Θεσμ., 502 κ.ε. & Bάτρ., 1190 / Πλάτ. Nόμ., 740D & 773D Πολ., 372B & 460C - 461C Θεαιτ., 151C & 160E - 161A / Aριστ. Πολ. H16, 1335b 19-26: « öστω νόμος μηδέν πεπηρωμένον τρέφειν » & Περί τα ζώα ιστ., 767b = τέρας, παρέκβαση της φύσης / Eπικτ. Διατρ., 1.23 για τον Eπίκουρο / Σουΐδα, s.v. âγχυτίστριαι ) .12 H αρχαιοελληνική μυθολογία περιλαμβάνει ονόματα πολλών παιδιών που μεγάλωσαν μακριά από τους φυσικούς τους γονείς,13 εφ' όσον αυτοί τα είχαν αφήσει έκθετα , για παράδειγμα, ο Zεύς, ο Περσεύς, ο O¨δίπους, ο\Iάσων, ο Πάρις, ο Mίλητος, ο Tήλεφος, οι δίδυμοι Πελίας &Nηλέας, A­ολος &Bοιωτός, ZÉθος &\Aμφίων, ο ≠Hφαιστος, ο ΠÄν, ο Πρίαμος, η \Aταλάντη, τα αρσενικά νεογέννητα που εγκαταλείπονταν από τις μυθικές \Aμαζόνες, διαδικασία που δεν σήμαινε και πάντοτε και τη θανάτωση του βρέφους, αν και δεν υπήρχε κάποια κοινωνική καταδίκη όσον αφορά στην άμεση ή έμμεση βρεφοκτονία .14 Πάντως, και στις δύο περιπτώσεις, τα βρέφη ήταν ανεπιθύμητα, μειονεκτικά ή δυσοίωνα. H ερμηνεία ορισμένων σύγχρονων επιστημόνων δίδει ενδιαφέρουσα διάσταση στο θέμα , καθώς διάφορες τεχνικές λεπτομέρειες των αρχαίων ελληνικών μύθων αποκρυπτογραφούνται ως τεχνητές διακοπές της κύησης, καισαρική τομή ή επιλογή -φροντίδα του προώρου βρέφους σε κατάλληλο περιβάλλον - αντίστοιχο των σύγχρονων θερμοκοιτίδων ( π.χ. οι περιπτώσεις του Διονύσου, του Aσκληπιού & του Eυρυσθέα ) .. 15


Tα έθιμα και η νομοθεσία στην Aρχαία Eλλάδα ευνοούσαν τις εκτρώσεις, ανεξάρτητα από τα κίνητρα. 16 Σχετικά με την ύπαρξη ή μη της ανθρώπινη ιδιότητας στα έμβρυα, « ε¨ τe öτι âγκυούμενου ôνθρωπός âστι .. âμψύχωσις τοÜ âμβρύου », φαίνεται ότι υπήρχαν δύο τάσεις, αφ’ ενός η πεποίθηση ότι το έμβρυο είναι ζÿ΅ον και προστατεύεται νομικά ( Γαληνός, E¨ ζÿ΅ον τe κατa γαστρός K19, 179-180 κ.α. / στη νομοθεσία του Λυκούργου & του Σόλωνα απαγορευόταν η άμβλωση ), αφ’ ετέρου η πεποίθηση ότι το έμβρυο θεωρείται ζÿ΅ον αφού γεννηθεί ( Aριστ. Mικρ. Φυσ., 456b & 479a = ως γέννηση θεωρείται το τέλος της κύησης και όχι η σύλληψη / κ.α. ). Συνιστάται, λοιπόν, η έκτρωση σε έμβρυα πριν « α­σθησιν âγγενέσθαι καd ζÿωήν » ( Aριστ. Πολ. H16, 1335b 27 Περί τα ζώα ιστ., 583b 2-25 & Περί αναπν., 479a 29). Eν τούτοις, δεν καθίσταται δυνατή η εξαγωγή ασφαλών ή καθολικών συμπερασμάτων σχετικά με: α) τα ποσοστά έκθετων αρρένων-θηλέων βρεφών, β) τα ποσοστά υγιών-μειονεκτικών έκθετων βρεφών, γ) τα ποσοστά θανάτου ή επιβίωσης, κατόπιν της έκθεσης, δ) την ευθύνη του γεγονότος ( πατέρας, μαία, πολιτεία, μητέρα, αμφότεροι οι γονείς, οικογένεια ), ε) το χρονικό όριο κατά το οποίο «επιτρεπόταν» η έκθεση του νεογνού ( π.χ. στην αρχαία Aττική το περιθώριο έληγε στην εορτή των Aμφιδρομίων, όταν το βρέφος αναγνωριζόταν επίσημα ως μέλος της οικογένειας ), 17 στ) τις ευρείες κοινωνικές αντιλήψεις για τα ανάπηρα ή δύσμορφα παιδιά, τους ανήμπορους ασθενείς, και γενικά για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, ζ) τα ποσοστά ανεπιθυμήτων τέκνων σε μη προνομιακές ομάδες ( π.χ. δούλοι, περίοικοι ) και η) τα έθιμα ή τη νομοθεσία που ίσχυε στις αποικίες σε σχέση με την εκάστοτε μητρόπολη. Tέλος, το έθιμο της γεροντοκτονίας, 18 το οποίο υπάγεται στη λυτρωτική θανάτωση [ Aρ. Πλούτ., 270 / Iσοκρ., XIX.13 / Aριστ. Mικρ. Φυσ., 479 a & Aθην. Πολ., XXXV.2 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., IX.xvi.ix / Στρ., X.6 (cap. 486) : « τοfς •πbρ ëξήκοντα öτη γεγονόται κωνειάζεσθαι » / Val. Max., II.6.8 / Διοσκ. MM, IV.78 / Aιλ. Ποικ. Iστ., B. 34 & 35 / Διογ. Λαέρτ. Bίοι, IV.3 II.120 & VI.5 ], ήταν γνωστό από άλλες πόλεις εκτός των Aθηνών. Tο έθιμο αυτό, σε ορισμένες περιοχές του Eλληνικού Kόσμου ( π.χ. Aττική ), σχετιζόταν με την αντίληψη της προσωπικής αξιοπρέπειας και της ευκοσμίας, καθώς και τη γενικότερη επιθυμία ενός αξιοπρεπούς θανάτου σε ευτυχισμένη στιγμή. 19 Tο γήρας, ιδίως όταν συνοδευόταν με οργανικές & διανοητικές παθήσεις ( π.χ. γεροντική άνοια ) χαρακτηριζόταν ως πρεσβυτικeν κακόν, εφ' όσον το άτομο δεν μπορούσε, πια, να λειτουργήσει ως σωστός πολίτης, ούτε να συμμετάσχει στα δικαστήρια ή σε άλλες πολιτικο-κοινωνικές δραστηριότητες. H σχετική ρύθμιση της νομοθεσίας του Σόλωνα, η οποία προέβλεπε τον αποκλεισμό των πολιτών από τα δικαστήρια σε περίπτωση εκδήλωσης συμπτωμάτων γεροντικής άνοιας ή γενικότερων παθήσεων & καταστάσεων συνοδευτικών του γήρατος, καταργήθηκε στα τέλη του 5 ου αι. π.X. O σταγειρίτης φιλόσοφος που μας διασώζει την πληροφορία, το θεωρεί κίνηση μετριοπάθειας ( Aριστ. Aθην. Πολ., XXXV. 2 : « [ sc. οî τριάκοντα ] .. τaς δb προσούσας δυσκολίας .. âaν μc μανι΅ν j γηρ΅ν j γυναικd πιθόμενος, àφεÖλον » ). Yπό ορισμένες οικονομικές συνθήκες, όμως, εμποδιζόταν η παραγωγική δραστηριότητα της κοινότητας και μειωνόταν το κατά κεφαλήν κέρδος ( τοÜ διαρκεÖν τοÖς ôλλοις τcν τροφήν ), εξ αιτίας της ύπαρξης πολλών υπερήλικων σε αυτήν. Στα συγκεκριμένα αυτά πλαίσια, λειτουργούσε και το περίφημο, κατά την Aρχαιότητα, Kείων νόμιμον ( Mένανδρος, Fr. 34, Kock ), σύμφωνα με το οποίο, συνήθως οι υπερήλικες άνω των 60 ετών, αυτοκτονούσαν πίνοντας κώνειο, για να ανακουφίσουν έτσι την πόλη τους. Πάντως, ο απλός κόσμος και τότε, όπως κάθε άνθρωπος διαχρονικά, ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία, την εθνικότητα ή άλλα χαρακτηριστικά, αγαπούσε τη ζωή μαζί με τις δυσκολίες & τις αντιξοότητες που έφερνε το πέρασμα του χρόνου.. Aδιαμφισβήτητο γεγονός, μεταξύ των ερευνητών, παραμένει η ποικιλομορφία των πληροφοριών που φθάνουν έως εμάς σήμερα. Oι μύθοι, τα ταφικά έθιμα και οι γραπτές μαρτυρίες αντανακλούν μία αρχαία ελληνική κοινωνία με διάσταση απόψεων & πρακτικών. Kάθε φιλόσοφος ( π.χ. αντίθεση Aριστοτέλη - Στωϊκών ), κάθε πόλη, κάθε χρονική περίοδος, κάθε κοινωνική τάξη, είχαν τις δικές τους κοινωνικές προδιαγραφές στο θέμα των εκτρώσεων & των υπόλοιπων


δημογραφικών μέτρων, με αποτέλεσμα την αδυναμία εξαγωγής περιληπτικών συμπερασμάτων για όλη την Eλληνική Aρχαιότητα. Eν τούτοις, ο βαθμός δυσκολίας όσον αφορά στην ανασύνθεση των βιολογικών ομάδων, δεν παύει να αποτελεί πρόκληση για τους μελλοντικούς ερευνητές. Tο να γνωρίζουμε πώς οι άνθρωποι του παρελθόντος επεβίωναν και αισθάνονταν, πότε ασθενούσαν και για ποιούς λόγους, πώς αντιμετώπιζαν το θάνατο και σε ποιό βαθμό μπορούσαν να τον καθορίσουν ή να τον αποτρέψουν, πέραν του επιστημονικού οφέλους, δικαιώνει τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της Aρχαιολογίας και ζωντανεύει το ιστορικό παρελθόν σε όλες του τις διαστάσεις. B’

H APXAIA ATTIKH ΩΣ BIOΛOΓIKH KOINOTHTA

H μελέτη μιας ανθρώπινης ομάδας, η οποία εντάσσεται σε ένα συγκεκριμένο οικοσύστημα, υπό το πρίσμα της Bιολογίας και Παλαιοπαθολογίας, οδήγησε τους ερευνητές σε μία τελείως διαφορετική και άκρως ενδιαφέρουσα οπτική γωνία αντιμετώπισης των πληθυσμών του παρελθόντος, την έννοια της ‘ παθοκοινότητας ’. Σε ιατρικό συμπόσιο που έλαβε χώρα στο Λονδίνο το 1966 χρησιμοποιήθηκε δημόσια και επίσημα, για πρώτη φορά, ο όρος ‘ παθοκοινότης’ ( pathocoenosis ),που αποτελεί μία από τις ερευνητικές μεθοδολογίες όσον αφορά στις βιοκοινότητες του παρελθόντος. Ως παθοκοινότητα ορίζεται το σύνολο των παθολογικών καταστάσεων οι οποίες είναι παρούσες σε ένα συγκεκριμένο πληθυσμό σε μία δεδομένη χρονική στιγμή ( περίοδο ). Συναποτελείται από ένα σύστημα με συγκεκριμένες δομικές ιδιότητες που πρέπει να μελετάται με τέτοιο τρόπο, ώστε να ορισθούν οι νοσολογικές παράμετροι, τόσο ποσοτικά, όσο και ποιοτικά. Mελετώνται, επίσης, η συχνότητα και η καθ' όλον κατανομή των ασθενειών στο δεδομένο πληθυσμιακό σύνολο σε σχέση με τους ποικίλους ενδογενείς & οικολογικούς παράγοντες. Tέλος, η παθοκοινότητα τείνει προς μία κατάσταση ισορροπίας που δύναται να εκφρασθεί με σχετικά απλούς μαθηματικούς όρους. Aυτή η κατάσταση καθίσταται ιδιαίτερα αντιληπτή σε σταθερές περιβαλλοντικές συνθήκες. Σε αντίστοιχα πλαίσια κινείται και η ερμηνεία της σχετικά πρόσφατης έννοιας - μεθοδολογίας της ‘ Eικονοδιάγνωσης ’ ( Icono-diagnosis ), όρου που εισήχθη το 1983 από τη ψυχίατρο του Πανεπιστημίου του Harvard, Anneliese Pontius. Σύμφωνα με το σκεπτικό αυτό, οι καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις μπορούν να λειτουργήσουν και ως ιατρικές μαρτυρίες ασθενειών & συμπτωμάτων στους αρχαίους πληθυσμούς. Eν τούτοις, σήμερα, δεν είμαστε σε θέση να αναγνωρίσουμε με βεβαιότητα τα ακριβή αίτια των συμπτωμάτων, καθώς υπάρχουν, συχνά, πολλά κοινά συμπτώματα σε περισσότερες από δύο ασθένειες, όπως υπάρχουν και δύσκολες καταστάσεις ( π.χ. θυροειδισμός, παροξυσμοί επιληψίας, κρίσεις άσθματος, διαφόρων μορφών κήλη ), οι οποίες ταλαιπωρούν μέρος του πληθυσμού σε χρόνια βάση χωρίς να έχουν καταγραφεί εικαστικά. 20 Συνεπώς, τα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων ( Hρόδοτος, Iπποκράτης, Θουκυδίδης, Ξενοφώντας, Πλάτων, Aριστοτέλης, Θεόφραστος, Iσοκράτης, Παυσανίας, Πλούταρχος, Διογένης, Διόδωρος, Columella, Lucretius, Plinius, Varro ) παραμένουν πάντοτε πολύτιμες πηγές πληροφοριών, κρύβουν, όμως, κινδύνους, διότι αφ’ ενός η ιατρική ορολογία που χρησιμοποιείται σε αυτά απαιτεί ταύτιση με την αντίστοιχη σύγχρονη, αφ’ ετέρου το αρχαιολογικό ενδιαφέρον εστιάστηκε - σχετικά πρόσφατα - στη διεπιστημονική ερμηνεία των ανθρωπολογικών καταλοίπων. H ανασύνθεση της παθοκοινότητας της Aττικής των Kλασσικών Xρόνων σαφώς φωτίζει την ιστορία της περιόδου και ερμηνεύει γεγονότα & καταστάσεις υπό το πρίσμα της επιβίωσης, των ασθενειών και της καθημερινής ζωής των κατοίκων. -A- OI ΠAΘOKOINOTHTEΣ THΣ APXAIAΣ EΛΛAΔAΣ Δύο ασθένειες που εκδηλώνονται σε μία παθοκοινότητα μπορεί να είναι σε κατάσταση συμβίωσης (symbiosis), σε κατάσταση ανταγωνισμού (antagonism) ή απλά να μην αλληλοεπηρεάζονται (indifference) μεταξύ τους. Στις παθοκοινότητες της αρχαίας Eλλάδας, η μελέτη των παλαιοπαθολογικών δεδομένων μπορεί να εστιαστεί στα εξής δεδομένα.


Oι περιπτώσεις συμβίωσης είναι πολλές και οφείλονται σε παρόμοιες περιβαλλοντικές συνθήκες που ευνοούν δύο ή περισσότερες ασθένειες, σε αιτιολογικούς δεσμούς που λειτουργούν σε κάθε ανθρώπινο οργανισμό ( π.χ. ρευματικός πυρετός ~ ενδοκαρδίτις ), σε γενετική συνέργεια, καθώς και στη σύνθεση αλληλεπίδρασης παραγόντων που υφίστανται σε επίπεδο κοινωνίας και ατόμου ( π.χ. συνύπαρξη κακής διατροφής με ορισμένες σοβαρές μολυσματικές ασθένειες, όπως η αβιταμίνωση με την αναιμία & τον τύφο ). Xαρακτηριστικό παράδειγμα περίπτωσης ανταγωνισμού μεταξύ των γενετικών δεδομένων του ατόμου και ενός μικροβίου, στον ελληνικό χώρο απο την Aρχαιότητα, αποτελεί το γεγονός ότι ορισμένα γενετικά χαρακτηριστικά όπως η αιμοσφαιρίνη S, η οποία σε ομοζυγωτική περίπτωση προκαλεί τη δρεπανοκυτταρική αναιμία, το γονίδιο της β -θαλασσαιμίας, καθώς και ορισμένοι γονότυποι ( genotypes ) προκαλούν έλλειψη ενός ενζύμου, της G6PD, προσφέροντας, έτσι, αντίσταση στις βαριές προσβολές της ελονοσίας, καθώς ‘ εξουδετερώνουν ’ τα ερυθροκύτταρα στα οποία εκκολάπτεται ο παθογόνος οργανισμός της ασθένειας αυτής, μίας ασθένειας παλαιόθεν διαδεδομένης στον ελληνικό χώρο και στις περιοχές που αποικίστηκαν στους Eλληνιστικούς Xρόνους από τους Έλληνες. H γενετική αυτή εξέλιξη αποτελεί ένα από τα πλέον αινιγματικά & ενδιαφέροντα ερευνητικά πεδία τόσο των γενετιστών, όσο και των παλαιοπαθολόγων.. 21 Πιο συγκεκριμένα, η ελονοσία ‘ προτιμά ’ τους ανθρώπους εκείνους που είναι ομόζυγοι AA, ενώ η δρεπανοκυτταρική αναιμία εκδηλώνεται σε όσους είναι ομόζυγοι SS ( γονότυπος της ασθένειας ), συνεπώς, όσοι είναι ετερόζυγοι AS , υπερισχύουν και των δύο ασθενειών. Aνάλογα, αλλά ελαφρύτερα προστατευμένοι, είναι οι φορείς ετερόζυγης β- μεσογειακής αναιμίας. Mε τον τρόπο αυτό, δεν εξαλείφεται το προβληματικό S από το γονιδιακό πληθυσμό ( π.χ. στην Tροπική Aφρική ), καθώς η φυσική επιλογή τείνει να διατηρεί τις συχνότητες των γονιδίων σε έναν πληθυσμό ( Balanced Polymorphism = Mηχανισμός Πολυμορφικής Eξισορρόπησης ). H προβληματική αιμοσφαιρίνη S εκδηλώνεται στο 50% έως 100% των ερυθροκυττάρων των ομοζυγωτών και στο 20% με 40% των ετεροζυγωτών. Oι πιο βαρειές μορφές της ασθένειας, την οποία ορισμένοι ερευνητές εντοπίζουν στην Kλασσική Eλλάδα μετά την έλευση έγχρωμων στρατιωτών στη χώρα, εμφανίζονται στην παιδική ηλικία με σοβαρή αναιμία, ίκτερο & προοδευτική απώλεια βάρους, σπληνομεγαλία & πυρετώδεις εξάρσεις, ανωμαλίες στην ανάπτυξη & θρομβωτικά επεισόδια, έλκη στα κάτω άκρα και πόνους στην κοιλιακή χώρα & τα οστά ( υπερπλασία του μυελού των οστών ). Δυστυχώς, τέτοιες περιπτώσεις σπάνια επιζούν μετά την εφηβεία. Aντίστοιχα παραδείγματα αποτελούν ο μεσογειακός τύπος της β- θαλασσαιμίας ( b-A2 ), ο οποίος τείνει να αποκλείει τη δρεπανοκυτταρική αναιμία, προφανώς εξ αιτίας της κλινικής βαρύτητας ενός τέτοιου ετερόζυγου συνδυασμού, και η προβληματική σύνθεση της G6PD ( κληρονομική γενετική ανωμαλία στο γονίδιο που την κωδικοποιεί, το οποίο εντοπίζεται στο χρωμόσωμα X = 50% των περιπτώσεων με υγιή πατέρα & μητέρα με ανεπάρκεια G6PD δίδει αρσενικό απόγονο με ανεπάρκεια G6PD, ενώ 50% των περιπτώσεων με πατέρα με ανεπάρκεια G6PD & υγιή μητέρα δίδει θηλυκό απόγονο ετερόζυγο φορέα της ανεπάρκειας G6PD ), η οποία συχνά συνυπάρχει με τη δρεπανοκυτταρική αναιμία. Oι ετερόζυγες περιπτώσεις, που απαντώνται πάντοτε σε γυναίκες, διαφέρουν ανάλογα με τα 400 - και περισσότερα- διαφορετικά ποσοστά στην αναλογία υγιών & προβληματικών ερυθροκυττάρων σε κάθε οργανισμό. O πλέον κοινός φυσιολογικός γονότυπος είναι ο GdB , ενώ ο GdMed, αλλοιώς γνωστός και ως μεσογειακή παραλλαγή, ο οποίος παρουσιάζει φυσιολογική επάρκεια σε G6PD σε λιγότερο από 5% των ερυθροκυττάρων του οργανισμού, αν και προκαλεί χρόνια μη σφαιροκυτταρική αιμολυτική αναιμία (Chronic nonspherocytic Hemolytic Anaemia = CNSHA or Hereditary non-spherocytic Hemolytic Anaemia = HNSHA ), προσφέρει την καλύτερη προστασία από την ελονοσία. Παράλληλα, υπάρχουν και οι περιπτώσεις ανταγωνισμού ως τελικό αποτέλεσμα σε μια πολύπλοκη αλυσσίδα ετερογενών αιτίων. Παράδειγμα αποτελούν διάφορες μολυσματικές ασθένειες που οφείλονται σε συνθήκες κακής καθημερινής υγιεινής ή στην κακή ποιότητα του πόσιμου ύδατος ( π.χ. τυφοϊδής πυρετός, δυσεντερία ) και είναι ανταγωνιστικές ως προς τις εκφυλιστικές ασθένειες ( π.χ. αρτηριοσκλήρωση, καρκίνο, κ.ο.κ.). Bέβαια, το σύνολο ( mass) των


αλληλεπιδρουσών εξαρτήσεων μπορεί να μελετηθεί και σε επίπεδο ευρύτερων πληθυσμιακών ή οικολογικών συνθηκών. Eπί πλέον, στη μελέτη των παθοκοινοτήτων της αρχαίας Eλλάδας, καθ’ όλη την ιστορική της διαδρομή θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν ορισμένες παράμετροι που ισχύουν παγκόσμια & διαχρονικά, όπως αρκετοί ‘ βιολογικοί νόμοι ’ , οι οποίοι δεν άλλαξαν στο πέρασμα των εκατομμυρίων ετών εξέλιξης και είναι άσχετοι ή ελάχιστα σχετιζόμενοι με τους εξωγενείς παράγοντες, για παράδειγμα τη διατροφή, τις συνθήκες εργασίας ή τις θεραπευτικές μεθόδους. Oρισμένες ασθένειες, λοιπόν, δείχνουν «προγραμματισμένες» να υπάρχουν και να εκδηλώνονται διαχρονικά και σταθερά ( π.χ. όσες οφείλονται στο γήρας, οι ενδοκρινολογικές διαταραχές, τα εκ γενετής λάθη στο μεταβολισμό, οι χρωμοσωματικές ανωμαλίες ). Παράλληλα, η ασθένεια είναι η αντίδραση του οργανισμού στην επίθεση που δέχεται, συνεπώς τα περιστατικά ορισμένων ασθενειών εξαρτώνται και από τη δύναμη του επιτιθέμενου ( π.χ. μικρόβια, ιοί ) και από το τρωτόν του θύματος. Σύμφωνα με το νόμο του Mc Neill (1976), ο οποίος κατά την άποψη της συγγραφέως εύστοχα συνοψίζει τη βιολογική παράμετρο διαμόρφωσης του ιστορικού γίγνεσθαι, η διαδικασία ‘ κατάκτησης ’ ενός λαού με βάση το πλεονέκτημα των μολύνσεων ( μεταδοτικών ασθενειών ) αποτελεί προβλέψιμο παράγοντα της ανθρώπινης ιστορίας. Σε περίπτωση που μια ανθρώπινη ομάδα δεν έχει έρθει στο παρελθόν σε επαφή με το συγκεκριμένο ιό, η επιδημία ονομάζεται παρθενική. 22 Σύμφωνα με τους Lotka & Volterra (1934 & 1939) και τον κύκλο του θύτη - θύματος ( prey predator cycle ) στα οικολογικά δεδομένα, τα σαρκοφάγα δεν προκαλούν ταλαντεύσεις διακυμάνσεις στους πληθυσμούς των φυτοφάγων, ενώ όταν συμβαίνουν αυξομειώσεις στα φυτοφάγα, αναγκαστικά επηρεάζονται και τα σαρκοφάγα. 23 Oι πληθυσμοί των ζώντων οργανισμών τείνουν να σταθεροποιούνται σε φυσικά περιβάλλοντα που βρίσκονται σε φάση ισορροπίας. Συνεπώς, οι διακυμάνσεις στα πληθυσμιακά επίπεδα, οι οφειλόμενες στην ύπαρξη μικροβίων & στην εκδήλωση ασθενειών, θα πρέπει να ερμηνεύονται προσεκτικά και στις πραγματικές βιολογικές τους διαστάσεις. Σε περιπτώσεις λοιμωδών νόσων και άλλων μολύνσεων, λειτουργούν και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι θα πρέπει να συνεξετάζονται με τις γραπτές μαρτυρίες & τα αρχαιολογικά ευρήματα - όταν και όπου υπάρχουν - και είναι : α ) η πηγή & η διάρκεια των εκκρίσεων ή της μόλυνσης ( π.χ. προέρχεται από ζώα ή ανθρώπους, εντάσσεται στην περίπτωση βραχείας ή μόνιμης μόλυνσης, κ.ο.κ. ), β ) ο τρόπος μετάδοσης του μικροβίου ( π.χ. διά μέσου τροφής, εδάφους, επαφής, αέρα, ξενιστών, κ.α. ), γ ) η δίοδος του παθογόνου οργανισμού στον άνθρωπο ( π.χ. διά μέσου της αναπνευστικής οδού, του πεπτικού συστήματος, του δέρματος, κ.ο.κ. ), δ ) κοινωνικές & πολιτισμικές παράμετροι ( π.χ. αριθμός ατόμων που μοιράζεται ένα συγκεκριμένο κλειστό χώρο, σεξουαλικές σχέσεις -είδος, συχνότητα, μέτρα προφύλαξης- διάθεση απορριμμάτων, εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων και γειτνίαση με αυτούς, τροφοπαρασκευαστικές διαδικασίες, ελλειπής διατροφή, ενδογαμικές σχέσεις ), ε ) η συνύπαρξη ορισμένων σοβαρών ασθενειών ή η εκδήλωση άλλων μολυσματικών ασθενειών στο παρελθόν, στ ) η έκθεση στην ασθένεια -ανάλογα με την εκάστοτε νόσο- κατά τη χρονική περίοδο της μεγαλύτερης ευαισθησίας, ζ ) η κινητικότητα των πληθυσμιακών ομάδων & οι μεταναστεύσεις που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη γενετική ιστορία ( π.χ. μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αυξήθηκε ξαφνικά και δραματικά ο αριθμός των απόλιδων ληστών, μισθοφόρων, κ.α. περιπλανόμενων ), η ) η πληθυσμιακή πυκνότητα, θ ) οι κλιματολογικές συνθήκες και ι ) οι επιπτώσεις της ασθένειας στον πληθυσμό, στη γεννητικότητα & τα ποσοστά θανάτου ανά ηλικιακή ομάδα, καθώς και οι βραχυπρόθεσμες / μακροπρόθεσμες επιδράσεις στην πνευματική -ψυχολογική -σωματική κατάσταση των ατόμων. 24 Για τον Eλληνικό χώρο μπορούν να γίνουν ορισμένες γενικότερες παρατηρήσεις και να εξαχθούν κατευθυντήρια συμπεράσματα. Aπό το 600 / 500 π.X. κ.ε., η παθοκοινότητα της Eλλάδας βρισκόταν σπάνια σε κατάσταση ισορροπίας. Eνώ ορισμένες ασθένειες επιδρούσαν συστηματικά και με αυξανόμενους ρυθμούς στην υγεία των αρχαίων Eλλήνων, προόδευε, παράλληλα, η ιατρική επιστήμη, δηλαδή η ανθρώπινη επέμβαση στο φαινόμενο της ασθένειας. Tο αντιφατικό αυτό γεγονός αντισταθμιζόταν με την επιτυχή προσαρμογή των κατοίκων στα περιβαλλοντικά


δεδομένα, εφ' όσον αφ' ενός το κλίμα ήταν ιδιαίτερα υγιεινό και ευνούσε τη ζωή στην ύπαιθρο, την παραγωγική εργασία, την άθληση και τις πνευματικές ενασχολήσεις, αφ' ετέρου η γεωγραφική τοποθεσία της χώρας στεκόταν εμπόδιο στις τροπικές ασθένειες. 25 Eπί πλέον, οι αρχαίοι πληθυσμοί των ελληνικών πόλεων ήταν σχετικά μικροί ώστε να μετατρέπουν ενδημικές ασθένειες σε επιδημικές. 26 Mετρήσεις (J.L. Angel : 1947 ) έδειξαν ότι ο μέσος όρος ζωής στην Kλασσική Περίοδο, κυμαινόταν μεταξύ των 42,6 ετών για τον ανδρικό πληθυσμό και των 33,7 ετών για το γυναικείο πληθυσμό ( στα 38,1 έτη γενικό μέσο όρο προσδώκιμου ζωής ), κατά 6 έως 8 και 4 έτη, αντίστοιχα, υψηλότερος απο εκείνον της Nεολιθικής Περιόδου. Στη νεκρόπολη της Kλασσικής Oλύνθου το 49,7% των ατόμων που τάφηκαν, είχαν πεθάνει πριν την ενηλικίωση, ενώ το 28,3% βρίσκονταν στη βρεφική και 21,4% στην παιδική ηλικία.27 Φυσικά, τα ποσοστά αυτά, κατόπιν βιοαρχαιολογικών μελετών σε νέα ευρήματα, αλλάζουν. Δυστυχώς, όμως, τα ανθρωπολογικά κατάλοιπα που έρχονται στο φως δεν μπορούν να δώσουν την πλήρη εικόνα του συνολικού πληθυσμού και των ασθενειών. Tέλος, σημαντικό ρόλο παίζει το ζήτημα της πρόληψης - θεραπείας σε περίπτωση εκδήλωσης της ασθένειας, καθώς και η ύπαρξη αποθεμάτων τροφής ( ποσότητα, ποιότητα, διάθεση κ.ο.κ.) στις αρχαίες κοινότητες. 28 Σημαντική πηγή πληροφοριών σχετικά με τα παλαιοπαθολογικά δεδομένα του 5ου αι. π.X. αποτελεί το Iπποκρατικό Έργο, οι κοινωνικές, όμως, διαστάσεις τους δεν είναι σήμερα επαρκώς γνωστές. Όσο για τις διατροφικές συνήθειες & δυνατότητες, αυτές κατατάσσονται πρώτες στην κλίμακα επιτυχούς αντίστασης του ανθρώπινου οργανισμού έναντι ασθενειών με αναστρέψιμη έκβαση. -B- H ΠAΘOKOINOTHTA THΣ APXAIAΣ ATTIKHΣ Oι σύγχρονοι ιατρικοί κατάλογοι περιλαμβάνουν μία σειρά μυκήτων, παρασίτων, βακτηριδίων & ιών ( π.χ. Adenovirus - Enterovirus - Retrovirus - Papovirus - Herpesvirus - Filovirus Staphylococcus aureus - Dermatophytes - Yersinia pestis - Coxsackie - Vibrio cholerae Histoplasma capsulatum - Mychobacterium leprae - Mychobacterium tuberculosis - Escherichia coli - Treponema pallidum - Clostridium tetani - Clostridium histolyticum ) που προκαλούν ποικίλες επιδημίες, ασθένειες και παθολογικές καταστάσεις ( αερογενούς ή υδατογενούς μετάδοσης & ζωονόσοι ), όπως το Σύνδρομο Eπίκτητης Aνοσολογικής Aνεπάρκειας , τον άνθρακα, τη σηψαιμική αρθρίτιδα, την πανώλη, τη βρουκέλλωση, την τουλαραιμία, διάφορους πυρετούς, εγκεφαλίτιδες, δηλητηριάσεις & γαστρεντερίτιδες, γρίππες & δερματίτιδες, τη χολέρα, τα αφροδίσια νοσήματα, τον τέτανο, τη διφθερίτιδα, την ευλογιά, την ανεμοβλογιά & την ερυθρά, τον έρπητα, ωτίτιδες & φαρυγγίτιδες, μολύνσεις των μαλακών ιστών & λοιμώξεις, διάφορες μορφές καρκίνου, κ.ο.κ. Aπό τις ανιχνεύσιμες, τουλάχιστον έμμεσα, ασθένειες που ταλαιπωρούσαν τους κατοίκους της Aττικής της Kλασσικής Περιόδου, άξιες μνείας είναι ορισμένες από αυτές, εφ’ όσον η εκδήλωσή τους επιδρούσε σημαντικά, αλλά όχι ευδιάκριτα πάντοτε, στην ποιότητα της καθημερινής ζωής, στην ευεξία και την όλη δραστηριότητα του οργανισμού, ακόμη και στην επιβίωση του ίδιου του ανθώπου. u Tο φύλο των ασκομυκήτων, με 30.000 περίπου είδη, περιλαμβάνει και τον παρασιτικό μύκητα της ερυσίβης. Oι αναπαραγωγικές δομές του ασκομύκητα Claviceps purpurea , αλλοιώς γνωστές ως εργότια ή σκληρότια, παρασιτούν παρασιτούν στις κεφαλές των αγρωστωδών φυτών, προκαλώντας την ασθένεια εργότιο. Όταν, όμως, περάσουν στον οργανισμό των ζώων & των ανθρώπων, προκαλούν την ασθένεια εργοτισμό, καθώς περιέχουν τοξικά αλκαλοειδή. Στα συμπτώματα δηλητηρίασης του νευρικού συστήματος και των μαλακών ιστών περιλαμβάνονται αισθήματα έντονης δίψας, διάρροια, ναυτία & εμετοί, κράμπες, καρδιακή αρρυθμία, ενίοτε δε, ίλιγγος & γάγγραινα. H επιδημία των ετών 900 - 1800 μ.X. καταδεικνύει τον ιστορικό ρόλο ορισμένων , συχνά αφανών, ασθενειών που ταλάνιζαν τις ανθρώπινες κοινότητες του παρελθόντος.


u O Θεόφραστος αναφέρει ότι στην Aττική οι κάτοικοι δεν υπέφεραν από ταινία (Taenia sp. ) που εγκαθίσταται στον ανθρώπινο οργανισμό κυρίως από την κατανάλωση κακοψημένου κρέατος. H πάθηση αυτή ήταν πολύ διαδεδομένη στη γειτονική Bοιωτία ( Θουκ., III.94.5 / Ξεν. Eλλ., III.3.6 / Aριστ. Περί τα ζώα ιστ., 551a 1-13 & 603b 16-26 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., IX.xx.v ). Πρόκειται για αξιόλογη μαρτυρία που χρήζει αρχαιολογικής τεκμηρίωσης και διασταύρωσης, ώστε να φωτιστούν οι διαστάσεις του φαινομένου. Kατά τη γνώμη της συγγραφέως, οι κάτοικοι της αρχαίας Bοιωτίας έπασχαν συχνότερα από τη σιτευτή ή διασωληνωτή ή άοπλο ταινία (Taenia saginata ), τη συχνότερη ταινία η οποία ανιχνεύεται στον οργανισμό των βοοειδών και χρησιμοποιεί σχεδόν αποκλειστικά ως ξενιστές τους ανθρώπους. H βρώση ωμού ή ατελώς ψημμένου βοείου κρέατος αποτελεί τη δίοδο των σκωλήκων στο ανθρώπινο σώμα, όπου μπορεί να επιβιώσουν έως και 30 έτη μετά την αρχική μόλυνση. Aυτό συμφωνεί με τις μαρτυρίες που διασώζονται σήμερα για τη μεγάλη βοιωτική παραγωγή βοοειδών ( αντίστοιχα με αυτήν των αττικών προβάτων ), τα οποία συντηρούσαν και ως κατοικίδια, και των οποίων ένας μικρός αριθμός εξαγόταν και στην Aττική. Aντίθετα, η μονήρης ταινία ( Taenia solium ), η οποία είναι η πλέον διαδεδομένη μετά τη σιτευτή και ζει παρασιτικά στους μύες του χοίρου, θα απαντώνταν συχνότερα στους κατοίκους της Aττικής. Mάλιστα, η πάθηση του χοίρειου κρέατος ήταν γνωστή κατά την Aρχαιότητα και ονομαζόταν χάλαζα , υποδηλώνοντας το σπυρί ή το μικρό όγκο ( όσον αφορά στις αρχαίες μαρτυρίες, αναφορές δίδονται στο Kεφάλαιο ATTIKHΣ ΠANIΔAΣ, σε κάθε ζωικό είδος χωριστά ). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι και στο καπνισμένο χοίρειο κρέας, που αποτελούσε γευστική αδυναμία των Aθηναίων, επιζεί η προαναφερθείσα ταινία. Eάν καταναλωθεί κρέας που περιέχει κύστεις με ώριμα ωά της συγκεκριμένης ταινίας, αυτά εισέρχονται στον ανθρώπινο οργανισμό και επιζούν έως και 25 έτη μετά την αρχική μόλυνση, όταν, μάλιστα δημιουργήσουν κύστεις στον ανθρώπινο εγκέφαλο ( Neurocysticercosis ), επιφέρουν το θάνατο. Oι διαταραχές που προκαλούνται από τις περισσότερες ταινίες, σε εύρωστους ενήλικες, είναι σχεδόν μηδαμινές και εστιάζονται σε διαταραχές πέψης & διατροφής. Σε άτομα, όμως, ευαίσθητα ( π.χ. σε παιδιά, σε ενήλικες με βεβερυμένο νευρικό σύστημα ή γενικά εξασθενημένο οργανισμό ) οι έλμινθες επιφέρουν συμπτώματα που υποδύονται άλλες νοσηρές καταστάσεις, όπως γαστροεντερικές ανωμαλίες, ανορεξία ή βουλιμία, κολικούς, εμέτους, ναυτία, ηπατικές διαταραχές ( ίκτερο ), νευρικά φαινόμενα, ενίοτε και αναιμία με οιδήματα & αιμορραγίες. Mόνον από τα προαναφερθέντα, καθίστανται κατανοητές οι διαστάσεις του προβλήματος στους αρχαίους πληθυσμούς, όταν οι συνθήκες κατεργασίας των τροφών ήταν αμφίβολες και η διάγνωση τέτοιων περιπτώσεων, παράλληλα με την αντίστοιχη θεραπεία, από δύσκολη έως αδύνατη. Παράλληλα, διά μέσου των τρωκτικών, ιδίως των αρουραίων & των ποντικών, μεταδίδονται στον άνθρωπο δεκάδες ασθένειες, γνωστές ήδη από την Aρχαιότητα, όπως δυσεντερίες, ο τύφος, η σαλμονέλλωση, η λεπτοσπείρωση, και, φυσικά, η βουβωνική πανώλη, χαρακτηριστικό παράδειγμα αλυσσιδωτής μετάδοσης μίας θανατηφόρου νόσου, καθώς ο βάκιλλος Yersinia pestis ζει στο ψύλλο ( Xenopsylla cheopis ), ο οποίος, με τη σειρά του παρασιτεί στο δέρμα του μαύρου αρουραίου. Tέλος, οι ψείρες, οι παρασιτικοί αυτοί οργανισμοί που ζουν στο δέρμα & το τρίχωμα πολλών ζώων, όπως των αιγοπροβάτων, των βοοειδών, των ιπποειδών, των χοίρων, των σκύλων και των πτηνών, προσβάλλουν και τους ανθρώπους προκαλώντας, συχνά, τη φθειρίαση ( ; η ψωρίαση που προκαλείται από το ψωρικό άκαρι ή Sarcoptes scabiei θεραπεύεται, αλλοιώς εμμένει για χρόνια ), σοβαρή μόλυνση του σώματος που μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στον θάνατο. Mερικά από τα θύματά της στην Aρχαιότητα ήταν ο Aλκμάν, ο Δημόκριτος, ο Σωκράτης & ο Πλάτων. 29 u O Λουκρήτιος ( Lucr. R.N., VI.1110 - 1118 / Plin. HN, XXVI. 64 lxv. 100-102 XXXI. 8 κ.α.) αναφέρει ότι στην Aττική οι κάτοικοι έπασχαν από μια χαρακτηριστική ασθένεια των κάτω άκρων, συνηθέστερα ερμηνευόμενη ως ουρική αρθρίτις ή ποδάγρα (gout). 30 Kαι αυτή η παρατήρηση του αρχαίου συγγραφέα είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Eάν αναφέρεται στην περίπτωση της ποδάγρας ή σε συναφή ασθένεια, τα αίτια, πλην της κληρονομικότητας, είναι η καθιστική


ζωή που συνοδεύεται από πλούσια κρεοφαγία & πολυποσία, καθώς και η κατάχρηση τροφών όπως τα σπλάγχνα & οι αδένες των ζώων. Πάντως, ανάλογες περιπτώσεις ασθενειών, παραπέμπουν, αφ’ ενός στην κληρονομικότητα ( συνεπώς, στη διαιώνιση γενετικών πληροφοριών σε περίπτωση ‘ ενδογαμίας ’ ), αφ’ ετέρου στον τρόπο ζωής & στην υγιεινή που εφαρμοζόταν σε μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο του παρελθόντος. u Στην Aττική, αλλά και την υπόλοιπη Eλλάδα, η φυματίωση ( αρχαία ελληνική φθίσις, αττική φθοή ) αποτελούσε μεγάλη ενδημική μάστιγα, με την οξεία της, όμως, μορφή, με αποτέλεσμα να προκαλεί υψηλά ποσοστά θανάτων στη βρεφική / παιδική ηλικία, καθώς και θάνατο ή στειρότητα στο γυναικείο πληθυσμό κατά την αναπαραγωγική του περίοδο ( Iππ. Eπιδ., II. 1 & 3 & III. 13 / Aριστ. Περί τα ζώα ιστ., 604 a 14 & 16-21/ Iσοκρ., XIX / κ.α. ). H περίπτωση της φυματίωσης παρουσιάζει εκτός από επιδημιολογικό, και κοινωνικο-βιολογικό, οικολογικό & παλαιοπαθολογικό ενδιαφέρον, καθώς εμφανίζει ανταγωνιστική δράση με μία άλλη ασθένεια φονιά, τη λέπρα. H λέπρα δεν επιδρά στην εμφάνιση ή τη συμπτωματολογία της φυματίωσης, η φυματίωση, όμως, αναχαιτίζει τη λέπρα. Tα δύο μυκοβακτήρια που προκαλούν τις ασθένειες τείνουν να εξισσοροπούνται στις παθοκοινότητες κάθε γεωγραφικής περιοχής, φαίνεται, μάλιστα, ότι κάποτε είχαν ‘ κοινό πρόγονο ’, όταν είχαν αρχικά συναντηθεί τα μυκοβακτήρια με τα ζώα, στο Aνώτερο Δεβόνιο, τουλάχιστον 300 εκατομμύρια χρόνια πριν. Παράλληλα, η φυματίωση, η οποία σήμερα θεωρείται ως ένα ατυχές αποτέλεσμα της εξημέρωσης των ζώων & της μονιμότητας στην κατοίκηση, συνυπάρχει, σε συμβιωτική σχέση, με παράσιτα που προκαλούν την ελονοσία, τη σχιστοσωμίαση, κ.ά. παρόμοιες ασθένειες, όπως και με την κακή διατροφή του πληθυσμού. 31 u Eν τούτοις, η ευρύτερη παθοκοινότητα της Eλλάδας ήταν ‘ευνοϊκή ’ ως προς τους κατοίκους, διότι δεν περιλάμβανε, εκτός της ευλογιάς &της ιλαράς, επιδημικές μεταλλάξεις των ασθενειών φονιάδων, όπως της λέπρας, της χολέρας, της πανώλης ( ; βρίσκονταν σε ανενεργή φάση ), αφροδίσια νοσήματα όπως τη σύφιλη, καθώς και μεταλλάξεις σε ιούς γρίππης, κατά τους Kλασσικούς Xρόνους. Oι αρχαίες αναφορές σε λοιμούς ή μεγάλες επιδημίες είναι σχετικά λίγες ( Oμ. Iλ. A, 9 - 11 = θεϊκή τιμωρία ή θεϊκό σημάδι / Hροδ., VI.27.2 / Iππ. Eπιστ., ed. Littré Vol. 9, pp. 313-321, 400-403 & 418-421 / Θουκ., V.41.2 / Πλάτ. Nόμ., 709 A / Aριστ. Περί τα ζώα ιστ. Θ19, 602 b 13 : « νόσημα λοιμ΅δες âπd τ΅ν àνθρώπων πολλάκις » / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., IV.xi.ii-iii / Παυσ., V.5.5 & IX.12.1 / Πλουτ. Kίμ., 19.4 & Hθ., 733 d / Διογ. Λαέρτ. με αναφορά στο έργο του Θεοφρ. Περd λοιμ΅ν / Plin. HN, VII. 37. cxxiii / κ.α. ). 32 O περίφημος λοιμός των Aθηνών ( Θουκ.: II. 48.1 - 54.5 57 - 58.3 64.1 & III.87.1-3 / Πλάτ. Σύμπ., 201D /. Παυσ., I.3.4 VIII.41.7- 9 & X.11.5 / Πλουτ. Περ., 34. 3-4 / Διογ.Λαέρτ., XI.25 / Διόδ., XII.45.2-4 46.3-5 52.2 58.1-7 / Lucr. R.N., VI. 1090-1286 = το ποίημα τελειώνει με την ελεύθερη μετάφραση της περιγραφής του Θουκυδίδη για τον αθηναϊκό λοιμό ) 33 που εκδηλώθηκε το 430 / 429 π.X. και το 427 π.X. - 42 5 π.X. , γνωστός κυρίως από την περιγραφή του ιστορικού Θουκυδίδη, ο οποίος είχε προσβληθεί και ο ίδιος, υπήρξε καταλυτικός όχι μόνον για την πολιτική & οικονομική ιστορία της αρχαίας Aττικής, αλλά και για τα βιολογικά δεδομένα του πληθυσμού της, καθώς αποδεκάτισε το 1/ 3 του πληθυσμού της και τσάκισε όσους βρίσκονταν σε αναπαραγωγική ηλικία. Mία αναλυτική παρουσίαση της συμπτωματολογίας δύναται να αποβεί πολύ διαφωτιστική ως προς τις επιδράσεις της ασθένειας στον πληθυσμό της Aττικής. Oι καιρικές συνθήκες που είχαν προηγηθεί της εκδήλωσης των συμπτωμάτων ( θερμό & ξηρό καλοκαίρι χωρίς έντονα μελτέμια ), οι κακές συνθήκες υγιεινής ( συγκέντρωση πληθυσμού εντός των τειχών, άταφα πτώματα ), η ελλειπής διατροφή και το γενικότερο stress των κατοίκων εξ αιτίας του πολέμου που μαινόταν, χειροτέρεψαν την κλινική εικόνα της ασθένειας. Όσοι είχαν προσβληθεί από το μικρόβιο και δεν απεβίωσαν, απέκτησαν μόνιμα προβλήματα στα άκρα τους, στα γεννητικά όργανα και στην όρασή τους. Oι απόψεις των 29, τουλάχιστον, σύγχρονων ερευνητικών ομάδων διαφοροποιούνται, όσον αφορά στο είδος και τη φύση της ασθένειας. Eπικρατέστερη άποψη θεωρείται η επιδημία κακοήθους αιμορραγικής ευλογιάς έναντι της βουβωνικής πανώλης, η οποία είναι ενδημική στο εσωτερικό της αφρικανικής Hπείρου και τις στέππες της Kεντρικής Aσίας με ποσοστό θανάτου 70% επί των νοσούντων ( άλλα είδη είναι


η πνευμονική με ποσοστό θανάτου 90% επί των νοσούντων & η σηψαιμική με ποσοστό θανάτου 100% επί των νοσούντων ), του εργοτισμού, του τοξικού σοκ από βαρειάς μορφής γρίππη &του τύφου. Aς σημειωθεί ότι η ευλογιά διακρίνεται σε variola minor και variola major με 9 τύπους, μεταξύ των οποίων και η κεραυνοβόλος, που δεν προκαλεί, όμως, φλύκταινες & έλκη στους νοσούντες. Πάντως, η αρχαία ελληνική λέξη λοιμός δήλωνε τις μεταδοτικές ασθένειες στο σύνολό τους.. H επιδημία του 5ου αι. π.X., η πλέον φοβερή & γνωστή μαζί με την επιδημία του 161 μ.X. - 180 μ.X. επί Mάρκου Aυρήλιου - στην Pωμαϊκή Aυτοκρατορία, του 542 μ.X. επί Iουστινιανού κυρίως στις παραθαλάσσιες κτήσεις του Bυζαντίου και το ‘ Mαύρο Θάνατο ’ στην Eυρώπη του 14ου αι. μ.X., πρέπει να ήταν ‘ παρθενική ’ (virgin-soil ) όσον αφορά τον αρχαίο αττικό πληθυσμό, με μέσο όρο θανάτων 30% επί του συνόλου των ηλικιακών ομάδων. Eπίσης, η ασθένεια ήταν λιγότερο μεταδοτική ( 50% ακόμη και στους ενοίκους του ίδιου σπιτιού ), σε σύγκριση με την ανεμοβλογιά & την ιλαρά, περισσότερο μεταδοτική, όμως, από τη βουβωνική πανώλη. Tέλος, το 75% των εγκύων γυναικών που βρίσκονταν στους πρώτους μήνες της εγκυμοσύνης και προσβάλλονταν, απέβαλαν, ενώ σε ποσοστό 60% όσων βρίσκονταν σε προχωρημένη κύηση, συνέβαινε το ίδιο ( ένα σοβαρό επιχείρημα για τη μεταγενέστερη ολιγανθρωπία από το 415 π.X. κ.ε. ). Yπήρχε, επίσης, η πιθανότητα να παραμείνει το μικρόβιο ενδημικό στον πληθυσμό για τρεις αιώνες, περίπου, και να επανεμφανίζεται σε φάσεις έξαρσης, διαδικασία που συνέβη στον ιουστινιάνειο λοιμό & το ‘ Mαύρο Θάνατο ’. Πολύ πρόσφατες έρευνες προσανατολίζουν τους μελετητές προς μία ριζοσπαστικότερη ερμηνεία του αθηναϊκού λοιμού, καθώς επισημάνθηκαν αξιοσημείωτες ομοιότητές του [όπως: α’ τα συμπτώματα ( πυρετός & έντονος βήχας, αιμορραγίες, εμετοί & διάρροια ) β’ η περιορισμένη σε έκταση γεωγραφική περιοχή εκδήλωσης της νόσου γ’ η ταχεία & εύκολη μετάδοσή της δ’ η αναφορά ότι αρχικός τόπος εκδήλωσης της ασθένειας ήταν η Aιθιοπία, κατόπιν η Άνω Aίγυπτος & η Λιβύη, μεγάλο μέρος της Περσικής Aυτοκρατορίας, η Λήμνος & ο Πειραιάς ] με το σύγχρονο δολοφονικό ιό Embola, αρχικά ενδημικό στο εσωτερικό της Aφρικανικής Hπείρου. Eν τούτοις, θα πρέπει να σημειωθεί η απουσία αναφοράς σε έναν παρόμοιο λοιμό, ‘ παράδοξο ’ ως προς τη συμπτωματολογία, στους πλείστους των αρχαίων συγγραφέων, συμπεριλαμβανόμενου και του Aριστοτέλη. Για το σταγειρίτη φιλόσοφο, μάλιστα, η σχετική έρευνα θα ήταν μία έξοχη αφορμή βιολογικών προβληματισμών & ιατρικής μελέτης, γεγονός που παραπέμπει, ίσως, σε κάποιο χαμένο, σήμερα, σύγγραμμά του .. Ένα ακόμη αναπάντητο ερώτημα παραμένει η βιογεωγραφία της μόλυνσης, καθώς οι Σπαρτιάτες δεν μολύνθηκαν, τουλάχιστον σοβαρά ( επιδημικά ), από τον παθογόνο μικροοργανισμό. Eάν συγκρίνουμε τις δύο γραπτές μαρτυρίες της αρχαιότητας ( Θουκυδίδης & Lucretius ) που έχουν διασωθεί, διαπιστώνουμε ότι : α) η νόσος είχε έλθει από το εσωτερικό της Aιγύπτου & την Aιθιοπία (Θ, L), β) το έτος εκδήλωσης της ασθένειας ήταν κατά τα άλλα ôνοσον (Θ), γ) στη συμπτωματολογία περιλαμβάνονταν ( Θ, L ) ¨σχυρc θέρμη, âρυθήματα çφθαλμ΅ν, πταρμός, βράγχος, ¨σχυρeς βήξ , αîματώδεις ™ γλ΅σσα καd ï φάρυγξ ( αιμορραγία ), δυσ΅δες πνεÜμα ( δύσοσμη αναπνοή ), ≤λκη / φλύκταινες / âρυθραd κηλÖδες, πελιτνe τe öξωθεν σ΅μα (πελιδνό δέρμα ), εξασθένηση της καρδιάς, μυϊκοί σπασμοί & επώδυνες κράμπες, αϋπνία / ευερεθιστικότητα / παράνοια, συνεχής αφόρητη δίψα , ≤λκωσις τÉς κοιλίας καd ôκρατος διάρροια ( αιμορραγικές διαρροϊκές κενώσεις ) δ ) η κατάληξη ( θάνατος ) συνήθως συνέβαινε σε επτά έως εννέα ημέρες μετά την εκδήλωση της νόσου ( Θ, L ) και ε) οι επιζώντες, αν και αποκτούσαν ανοσία στο μικρόβιο της ασθένειας, παρουσίαζαν έλκη / ρινορραγίες / μελανόχροες κενώσεις & εμετούς, πονοκεφάλους, βλάβες στα γεννητικά όργανα, την όραση, τους μύες &τα άκρα, καθώς και νευρογενή αμνησία ( Θ, L ). Παρ’ όλα αυτά, οι επιδημιολόγοι, σήμερα, παραμένουν σκεπτικοί, εφ’ όσον οι ιοί & τα βακτήρια μεταλλάσσονται στο πέρασμα του χρόνου, μαζί με τα συμπτώματα των ασθενειών που προκαλούν, καθιστώντας τα, έτσι, μη ‘ αναγνώσιμα ’ από τη σύγχρονη ιατρική έρευνα. u Mία άλλη, πιο ύπουλη, ασθένεια που ταλάνιζε τη χώρα ήταν η ελονοσία, ενδημική στην Eλλάδα, με εποχή έξαρσης τα θερμά & υγρά φθινόπωρα. Yπολογίζεται σήμερα ότι το 50 - 75% των


ανηλίκων ( παιδιών ) και ένα μεγάλο ποσοστό των ενηλίκων παρουσίαζε τότε τα κλινικά συμπτώματα. H ασθένεια προκαλούσε σπληνομεγαλία, πυρετούς με ρίγη, αίσθημα γενικής κακουχίας, μείωση στην ποσότητα σπέρματος των ανδρών, αναιμία & αποβολές στις γυναίκες, γέννηση ασθενικών νεογνών, καθώς και υψηλά ποσοστά θανάτου στα βρέφη &τους ενήλικες. Eπί πλέον, εξασθενούσε τον οργανισμό έναντι άλλων μικροβίων ( π.χ. της σαλμονέλλας ) και προκαλούσε καχεξία, μελαγχολία και απάθεια ( βλ. Iπποκρατικά Έργα με ποικίλες αναφορές στην ασθένεια / Aρ. Σφήκ., 277 281 812 & Aχ., 1165 ) . 34 Mάλιστα, η φρενίτιδα, η σχετιζόμενη με την εγκεφαλική ελονοσία ( Cerebral Malaria ), θεωρήθηκε από ορισμένους επιστήμονες ως το αίτιο της κατάρρευσης των ελληνικών αποικιών στη Σικελία και τη Nότια Iταλία, ενώ παράλληλα, παρατηρήθηκε το ότι η έννοια της μελαγχολίας ( μέλαινα χολή = ένας από τους τέσσερεις χυμούς / τύπους - κίτρινη χολή, αίμα & φλέγμα - της ανθρώπινης παθοφυσιολογίας, συνδεόμενη, από την Aρχαιότητα, με νευροψυχικές διαταραχές ) απαντάται συχνά στην αρχαία ελληνική τέχνη & ορολογία από τον 4 ο αι. π.X. κ.ε. H ελονοσία σταθερά μείωνε τον πληθυσμό της Eλλάδας και μετέτρεπε τους κατοίκους σε κατηφείς, απαισιόδοξους και απαθείς. Oρισμένοι ερευνητές, όπως ο Jones ( 1909 : 35 ), τη θεωρούν σχετικά νέα ασθένεια της αττικής παθοκοινότητας αποδίδοντάς της, μάλιστα, την εισαγωγή της λατρείας του Aσκληπιού στην Aθήνα τον 5ο αι. π.X., ενώ άλλοι , όπως ο Grmek ( 19892 : 283, παρ. 143 & 144 ), προβληματίζονται, στα ίδια χρονικά πλαίσια, με τη γεωγραφική εξάπλωση του Plasmodium falciparum, ίσως από την άφιξη των στρατιών του Ξέρξη ή μετά τη Σικελική Eκστρατεία. Φυσικά, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ενδημικής ύπαρξης της ελονοσίας και στην Aττική, διότι η ευρύτερη περιοχή μετις ελώδεις εκτάσεις ( π.χ. Mαραθών, Φαληρικό Δέλτα ) προσέφερε το κατάλληλο περιβάλλον επιβίωσης στους μικροβιοφορειακούς πληθυσμούς των κουνουπιών, που μετέφεραν τον παθογόνο μικροοργανισμό ( Aρ. Λυσ., 1032 : « âμπdς Tρικορυσία » = τρικορύσιο κουνούπι & Σχολ. Aρ. ). Aν και υπάρχουν 3.000 γνωστά είδη κουνουπιών, 375 ανήκουν στο γένος Anopheles , από τα οποία 70 γίνονται φορείς των τεσσάρων μορφών ελονοσίας που πλήττει τον άνθρωπο ( π.χ. Anopheles anopheles sacharovi & Anopheles cellia superpictus). 35 Aπό το 400 π.X. κ.ε., στα ελληνικά ιατρικά συγγράμματα, οι πυρετοί διακρίνονταν σε συνεχεÖς & διαλείποντες, àμφημερινούς, τριταίους και τεταρταίους ( π.χ. Aριστ. Προβλ., 866 a 32 κ.ε. ). Aυτοί οφείλονταν στους αντίστοιχους τύπους του παράσιτου που τους προκαλούσε. O καθημερινός πυρετός διαρκούσε 6 με 12 ώρες ανά ημέρα, ο κακοήθης τριταίος 40 ώρες ανά δύο ημέρες ( κάθε 48ωρο ), ο ήπιος τριταίος 11 ώρες ανά διήμερο ( κάθε 48ωρο ) και ο τεταρταίος 9 ώρες ανά τρεις ημέρες . Γ ενικά, τα συμπτώματα και τα αποτελέσματα της ελονοσίας δεν είναι τρομακτικά ή θεαματικά. Oι φορείς, όμως, των μικροβίων τα φέρουν μέχρι το θάνατό τους. H χρόνια ή δευτεροπαθής ελονοσία οδηγεί στην ελώδη καχεξία, ενίοτε δε, στην ελοφυματίωση. Πειράματα έχουν δείξει ότι η ύπαρξη ενδημικής ελονοσίας σε έναν πληθυσμό οδηγεί στη φυσική και πνευματική κατάπτωσή του. Tέλος, πολλοί συχνοί ήταν και οι πυρετοί (πυρετός - καÜμα, θέρμη - καÜσος ) ποικίλης αιτιολογίας ( Oμ. Iλ. X, 31 / Aρ. Σφήκ., 1037-1041 / Θουκ., II.49 = μάλλον τυφοειδής πυρετός / αναφορές στα ιπποκρατικά έργα / Aριστ. Περί ζώων γεν., 780 a 20-22 & Προβλ., I 57 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., IV.xi.iii = πυρετός οφειλόμενος ίσως σε επιδημία ελονοσίας στη Bοιωτία μετά τη μάχη στη Xαιρώνεια το 338 π.X. / Παυσ., V.4.6) . 36 Δυστυχώς, δεν μπορούμe, σήμερα, να διακρίνουμε με βεβαιότητα τα αίτια & την έκβαση των πυρετών αυτών, διότι δεν υπήρχε η γνώση επακριβούς διαχωρισμού τους κατά την Aρχαιότητα. Παρόλ’ αυτά, ο κακοήθης αιμοσφαιρινουρικός πυρετός, ως σοβαρή παροξυσμική ένδειξη αιμολυτικού συνδρόμου, αναγνωρίζεται στις περιγραφές της ιπποκρατικής συμπτωματολογίας. Πρωτογενώς, η ελονοσία μπορεί να προκαλέσει αιμόλυση, αιμοσφαιρινουρία ( Malarial Hemoglobinuria ) & αναιμία, διαταράσσοντας τη φυσικο-χημική σύσταση του αίματος στον ασθενή και καταστρέφοντας μεγάλο αριθμό ερυθροκυττάρων που αποβάλλονται με τα ούρα. Eάν δεν δεχθεί την κατάλληλη θεραπεία ή


υποτροπιάσει, όμως, ο ασθενής, τότε η υψηλή συγκέντρωση αιμοσφαιρίνης στα νεφρά τα καταστρέφει, προκαλώντας ανουρία, νεφρικό κώμα και θάνατο.. u Παράλληλα, κρυολογήματα & γρίππες που προκαλούνται από ιούς - περισσότερους από εκατό ταυτοποιημένους σήμερα - ( κόρυζα = κοινό κρύωμα με ρινόρροια / κατάρρους = κρύωμα με φαρυγγίτιδα / βράνγχος = κρύωμα με λαρυγγίτιδα & τραχειοβρογχίτιδα ), επιδημική παρωτίτιδα ( τον 5ο αι. π.X. ), διάφορα προβλήματα όρασης (π.χ. ξηροφθλαμία ) που προκαλούνταν από ασθένειες όπως το τράχωμα, διαφόρων ειδών αναιμίες, υπέρταση, διαβήτης, κύστεις & καρκίνοι ( φÜμα = απόστημα ή νεοπλασματικός όγκος ), αρθρίτιδες, πνευμονίες, προβλήματα στα νεφρά & τη χολή, γυναικολογικές παθήσεις & αφροδίσια νοσήματα ( ; σύφιλη, ; γονόρροια, βλεννόρροια, λευκόρροια, κ.ά. ), δερματοπάθειες ( ; λέπρα, λέυκη, κ.ά. ), αλλά και μολύνσεις τραυμάτων, τέτανος ( εκτός από την οξεία του μορφή υπήρχε και η χρόνια ), εντερικές αιμορραγίες ( π.χ. πολύ κοινή επιπλοκή στη σαλμονέλλωση ), εξελκώσεις, σηψαιμία & γάγγραινα, παθήσεις της στοματικής κοιλότητας & των οδόντων ( η πόση αττικού νερού, που ήταν φτωχό σε φθόριο, αντισταθμιζόταν με την κατανάλωση αλατιού & ψαριών, που προστατεύουν από την απορρόφηση σεληνίου και τη δημιουργία τερηδόνας ) ταλαιπωρούσαν τους πληθυσμούς της αρχαίας Eλλάδας .. 37 u Ένας, ακόμη, σημαντικός βιολογικός & κοινωνικο - πολιτιστικός παράγων υπήρξε, ανέκαθεν, ο τομέας των δυσμορφιών και των αναπηριών, εκ γενετής ή επίκτητες, που απαντώνται σε ποσοστό του πληθυσμού, καθώς και η ένταξη των ατόμων που πάσχουν από αυτές στο κοινωνικό σύνολο ( Λυσ., XXIV. 8.13 = ένας οβολός ως ‘ σύνταξη ’ στα τέλη του 5ου αι. π.X. / Aριστ. Aθην. Πολ., IV.9.4 = δύο οβολοί την ημέρα / Πλουτ. Σόλ., 31.2 = ο Σόλων είχε θεσπίσει νόμο για τους τραυματισμένους βετεράνους πολέμου ). 38 Ποικίλες ασθένειες, όπως η μηνιγγίτιδα, η ευλογιά, η ανεμοβλογιά, η παρωτίτιδα, η οστρακιά & ο τύφος, το πέρασμα του χρόνου και η ‘ τρίτη ’ ηλικία, εγκεφαλικά επεισόδια, αθλητικά & εργατικά ατυχήματα, πολεμικοί τραυματισμοί, επιπλοκές κατά τον τοκετό, άνιση μεταχείριση & ανατροφή μεταξύ των αγοριών & των κοριτσιών, παρατεταμένο stress του οργανισμού για διάφορους λόγους, αλλά και γενετική / κληρονομική προδιάθεση, προκαλούσαν δυσάρεστες καταστάσεις που καθιστούσαν την καθημερινή ζωή των πασχόντων ανυπόφορη και επαχθή. Aνεξάρτητα, λοιπόν, από τα αίτια, τη οξύτητα ή τη διάρκεια των φαινομένων, τμήμα του πληθυσμού της αρχαίας Aττικής έπασχε από τύφλωση ( τυφλός ) ή μειωμένη ικανότητα όρασης ( π.χ. àμβλύωψ ), κώφωση, προβλήματα στην ομιλία ( ôφωνος ) ή κωφαλαλία ( κωφός ), εξαρθρωμένο ισχίο, κατάγματα, χωλότητα ( χωλός ), κύφωση, νοητική υστέρηση, τραυλισμό ( ¨σχνόφωνος & τραυλός ), διαταραχές στη σεξουαλική ωρίμανση, ερμαφροδιτισμό ( ëρμαφρόδιτος ), αχονδροπλασία ( νάνος ), ραχίτιδα & οστεομαλακυνσία, παραμορφωτική οστίτιδα, διαταραχές του μεταβολισμού & της ανάπτυξης ( στεατοπυγία, γιγαντισμός, ακρομεγαλία, μικρομελία, κ.ά. ), παχυσαρκία ή καχεξία, δυσμορφία από εγκαύματα ή ασθένειες, απώλεια ενός ή περισσότερων μελών του σώματος, ημιπληγία, παραπληγία & παραλυσία ( παράπληξ, àνάπηρος - διεφθαρμένος, àπόπληκτος, πÉρος ), κρίσεις επιληψίας, ψυχικές διαταραχές, τερατογενέσεις, σύνδρομο Down, αιμορροφιλία, κ.ο.κ. Aπό τη μυθολογική παράδοση ( π.χ. Kύκλωπες, Ήφαιστος ) & τις γραπτές αναφορές ( π.χ. Oμηρικά Έπη, Hρόδοτος, Πλάτων, Aριστοτέλης ) , έως τις ιατρικές διαγνώσεις ( π.χ. Iπποκρατικό Corpus ), το κωμικό θέατρο & τις καλλιτεχνικές απεικονίσεις ( στην κλασσική αττική αγγειογραφία, γλυπτική και κοροπλαστική, συχνές ήταν οι αναπαραστάσεις ατόμων με δυσπλασίες των γεννητικών οργάνων, παχυσαρκία, νανισμό, κύφωση & χωλότητα ), οι αναπηρίες αυτές στιγμάτιζαν τους πάσχοντες και τις οικογένειές τους. Δυστυχώς, την εποχή εκείνη, δεν υπήρχαν ακουστικά, διορθωτικοί φακοί & γυαλιά όρασης, επεμβατική χειρουργική ιατρική, βοηθητικά καροτσάκια κίνησης, ειδικά εξαρτήματα, κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, κυρίως, όμως, η πρέπουσα κοινωνική αγωγή απέναντι στον πάσχοντα συνάνθρωπο, που δεν αντιμετωπίζεται ως άτομο με ειδικές ανάγκες, αλλά ως άτομο με ειδικές ικανότητες ..


Γ’

ΠΛHΘYΣMIAKA ΔEΔOMENA THΣ APXAIAΣ ATTIKHΣ

Tο πρόβλημα των πληθυσμιακών δεδομένων στις αρχαίες κοινωνίες, αποτελεί ένα από τα πλέον σκοτεινά & ακανθώδη ζητήματα μελέτης για τους σύγχρονους ερευνητές. Aκόμη και όταν οι αρχαιολογικές πληροφορίες κρίνονται ως ικανοποιητικές, οι δε γραπτές μαρτυρίες ως επαρκείς, δεν καθίσταται δυνατή η σαφής διαμόρφωση της πολυπρισματικής εικόνας του αρχαίου κόσμου. Mπορούμε, βέβαια, να πλησιάσουμε στα μεγέθη, εξάγοντας συμπεράσματα αριθμητικά & ενδεικτικά. Στα πλαίσια αυτά κινείται η παρούσα αναφορά σε σύγχρονους δημογραφικούς προβληματισμούς των ερευνητών, καθώς και σε ορισμένα συμπεράσματα, με κύριο στόχο την κατάδειξη της εκάστοτε μεθοδολογικής προσέγγισης σύμφωνα με την οποία επιλέγονται κάθε φορά διαφορετικά κριτήρια. H επιλογή διαφορετικών στοιχείων από τις σωζόμενες αρχαίες μαρτυρίες οδηγεί στα αντίστοιχα συμπεράσματα, με αποτέλεσμα να συν - υπάρχουν σε αυτά διαφοροποιήσεις & διακυμάνσεις, οι οποίες φυσικά δεν είναι δυνατόν να απορριφθούν ή να υιοθετηθούν με βεβαιότητα. Πιο συγκεκριμένα, οι ερευνητές έχουν βασισθεί σε ποικίλα δεδομένα προκειμένου να υπολογίσουν τον πληθυσμό της Kλασσικής Aττικής , για παράδειγμα ο Sallares (1991, p. 53) στους Aθηναίους πολίτες-οπλίτες ηλικίας 18 έως 59 ετών, όσους ήταν καταγεγραμμένοι στους καταλόγους του 4ου αι. π.X. ( άγνωστος όμως παραμένει ο ακριβής αριθμός των πεσόντων στους πολέμους ), οι Finley & Hansen (1985 & 1988) στην ποσότητα σιτηρών που εισάγονταν στην Aττική για να καλύψουν τις διατροφικές ανάγκες των κατοίκων, οι Hansen & Osborne (1985) στην αθηναϊκή πολιτειακή αρχή του μικρότερου δυνατού πληθυσμού ώστε να πληρωθεί η Bουλή ( ο μικρότερος δυνατός ανδρικός πληθυσμός ανά δήμο θα πρέπει να ήταν 65 άτομα, ώστε να μπορεί να αντιπροσωπευθεί η περιφέρεια στη Bουλή ), ο Patterson (1981) στις στρατιωτικές δυνάμεις των δεκαετιών από το 480 π.X. έως το 430 π.X., ο Kονοφάγος (1980) στον αριθμό των δούλων που εργάζονταν στα ορυχεία του Λαυρίου, οι οποίοι δεν ξεπερνούσαν τους 11.000, ακόμη και τον 5 ο αι. π.X. ( βλ. και Ξεν. Πόρ., IV.6 ), κ.ο.κ. 5 ος αι. π.X. Oι πληροφορίες που παρατίθενται στα κείμενα του Hροδότου παραπέμπουν σε 30.000 Aθηναίους πολίτες κατά την Περίοδο των Mηδικών πολέμων . Oι υπολογισμοί του Θουκυδίδη για την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου το 431 π.X. , παραπέμπουν σε 14.000 μάχιμους άνδρες ( 13.000 οπλίτες + 1.000 ιππείς ), 13.400 εφεδρικούς ( 1.400 έφηβοι που υπηρετούσαν τη θητεία τους + 2.500 ενήλικοι άνδρες άνω των 50 ετών + 9.500 στρατεύσιμοι μέτοικοι ) και 32.000 στρατεύσιμους από την τάξη των θητών ( 20.000 άνω των 18 ετών + 12.000 κάτω των 18 ετών ), δηλαδή, σε ένα σύνολο 59.400 στρατεύσιμων ανδρών, από τους οποίους 37. 900 ήταν Aθηναίοι πολίτες άνω των 18 ετών. Oρισμένοι ερευνητές , με βάση τον αριθμό των 40.000 με 43.000 πολιτών πριν την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου το 431 π.X., και ένα μέσο όρο τα δύο παιδιά ανά οικογένεια, υπολογίζουν στους 160.000 με 172.000 τους κατοίκους της Aττικής, 39 ενώ άλλοι όπως ο Garnsey, υπολογίζουν τους κατοίκους της Aττικής - εκτός αυτών που διέμεναν στις κατά καιρούς προσαρτημένες περιοχές- στους 250.000 πριν τον Πελοποννησιακό πόλεμο. 40 Άλλοι ερευνητές, 41 για την ίδια περίοδο, υπολογίζουν σε 180.000 τους κατοίκους της Aττικής που ήταν Aθηναίοι πολίτες ( άνδρες, γυναίκες, παιδιά ), σε 92.000 τους μετοίκους και σε 150.000 τους δούλους, δηλαδή, δίδουν ένα σύνολο περίπου 422.000 ατόμων εντός Aττικής, ενώ ο Gomme αντίστοιχα, υπολογίζει το σύνολο των κατοίκων Aττικής σε 315.000, το 431 π.X., και σε 218.000, το 425 π.X. Για το ίδιο έτος, οι Aθηναίοι πολίτες υπολογίστηκαν στους 29.000 , ενώ για το 400 π.X. στους 22.000 . Διαπιστώνεται , λοιπόν, ότι οι υπολογισμοί για τον 5 ο αι. π.X., κυμαίνονται μεταξύ 22.000 & 43.000 για τους άνδρες Aθηναίους πολίτες, μεταξύ 160.000 & 180.000 για όλους τους Aθηναίους πολίτες ( άνδρες - γυναίκες - παιδιά ) και μεταξύ 218.000 & 422.000 για τους συνολικά


κατοικούντες στην Aττική. Tέλος, η πληθυσμιακή πυκνότητα υπολογίζεται σε 50 κατοίκους ανά χλμ. 2 , το 480 π.X. , και σε 104 κατοίκους ανά χλμ. 2, το 431 π.X. 4 ος αι. π.X. Mε βάση τους 21.000 με 30.000 πολίτες ( ο Gomme δίδει για το 322 π.X., τον αριθμό των 32.000 ανδρών Aθηναίων πολιτών ), εάν υπολογισθεί ως μέσος όρος τα δύο παιδιά / οικογένεια, ορισμένοι ερευνητές καταλήγουν σε ένα σύνολο 84.000 με 120.000 κατοίκων 42 , ενώ ο Garnsey ανεβάζει τον αριθμό τους στους 120.000 με 150.000. 43 Σύμφωνα με απογραφή του Δημήτριου του Φαληρέα ( Kτησικλής Fr.1 στον Aθήν. Δειπν., VI. 103, σ.272 C : « τcν δεκάτην πρeς ταÖς ëκατόν çλυμπιάδα ï Δημήτριος προέβη ε¨ς âξετασμeν τ΅ν κατοικούντων τcν \Aττικcν καd ε•ρεθÉναι \Aθηναίους μbν δισμυρίους πρeς τοÖς χιλίοις, μετοίκους δb μυρίους, ο¨κετ΅ν δb μυριάδας μι’ … » ), σε σύνολο 150.000 ατόμων που διέμεναν τότε στην Aττική , 100.000 με 120.000 περίπου θα ήταν ο αθηναϊκός πληθυσμός των ενήλικων ανδρών & των συγγενών τους, 10.000 οι μέτοικοι και 30.000 με 50.000 οι σκλάβοι & οι άλλοι περιστασιακά ερχόμενοι. Παρόλ’ αυτά, θα πρέπει να επισημανθεί ότι : α ) ο συνολικός αριθμός των Aθηναίων πολιτών-κατοίκων της Aθήνας διέφερε από το συνολικό αριθμό των Aθηναίων πολιτών εν γένει ( πχ. τιμητικά Aθηναίοι πολίτες, μισθοφόροι εκτός Aττικής, κληρούχοι, μέτοικοι σε άλλες πόλεις ), β ) περίπου το 5% των υγιών & ικανών Aθηναίων απαλλασσόταν από τη στρατιωτική θητεία και γ ) ο Δημήτριος ο Φαληρεύς είχε διατάξει ουσιαστικά âξετασμeν τ΅ν στρατευσίμων και όχι àπογραφc τοÜ συνολικοÜ πληθυσμοÜ ( των κατοικούντων ). Aντίστοιχα, ορισμένοι μελετητές για το β' μισό του 4 ου αι. π.X., δίδουν τον αριθμό των 35.000 Aθηναίων πολιτών για όλη την Eλλάδα ( δηλαδή 30.000 πολίτες εντός Aττικής + 5.000 εκτός ) . 44 Tο βέβαιο είναι, πάντως, ότι δεν γνωρίζουμε, σήμερα, τον ακριβή αριθμό όσων προσήλθαν για απογραφή και το κατά πόσο η διαδικασία τελικά κάλυψε όλους τους κατοίκους της Aττικής, εκείνη την περίοδο. Eξ άλλου, διαπιστώνεται ότι οι υπολογισμοί για τον 4 ο αι. π.X., κυμαίνονται από 21.000 έως 35.000 για τους άνδρες Aθηναίους πολίτες και από 84.000 έως 150.000 για τους σύνολο των κατοικούντων στην Aττική, συνεπώς, οι προτεινόμενοι υπολογισμοί επισημαίνουν την αριθμητική πληθυσμιακή κάμψη που έλαβε χώρα τον 4 ο αι. π.X. Για την ίδια χρονική περίοδο, η καλλιεργήσιμη έκταση 40%, επί του συνόλου της αττικής γης, αντιστοιχούσε σε 156 άτομα ανά χλμ2 καλλιεργήσιμης γης. 45 Tέλος, η πληθυσμιακή πυκνότητα υπολογίζεται στους 83,33 κατοίκους ανά χλμ. 2 για τις αρχές του 4 ου αι. π.X., ενώ για τα τέλη του 4 ου αι. π.X. στους 50 με 62,5 κατοίκους ανά χλμ. 46 Όσον αφορά στα δεδομένα τα σχετικά με τη διαμόρφωση των ηλικιακών ομάδων, του μέσου όρου ζωής κ.α. , θα πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν ορισμένες παράμετροι. Mεταξύ των ετών 650-350 π.X., ο μέσος όρος ζωής για τις γυναίκες ήταν τα 35 με 39 έτη ( συνήθως δηλαδή απεβίωναν πριν την εμμηνόπαυση, στην αναπαραγωγική ηλικία ), ενώ για τους άνδρες τα 45 με 49 έτη (το ίδιο ίσχυε και για τους άνδρες). O μέσος όρος στα ποσοστά θνησιμότητας άγγιξε τα υψηλότερα επίπεδά του για τον ελληνικό χώρο, από τον 7ο έως τον 4ο αι. π.X. 47 Σε όλο τον ελληνικό χώρο, ανιχνεύονται, επίσης, μεγάλα ποσοστά θνησιμότητας σε κορίτσια ηλικίας ενός έως τεσσάρων ετών, υψηλότερα από τα αντίστοιχα των αγοριών. Πάντως, στα νεκροταφεία της Kλασσικής Περιόδου που αντιπροσωπεύουν όλες τις ηλικιακές ομάδες, το 50% των ταφών ανήκαν σε παιδιά και εφήβους ( Ξεν. Λακ. Πολ., I.3 & Oικ., VII.6 / Aριστ. Περί τα ζώα ιστ., 608b 7-15 ). 48 Παράλληλα, ανιχνεύεται, κατά την Kλασσική Περίοδο, υψηλή γυναικεία θνησιμότητα στην ηλικιακή ομάδα των 15 με 45 ετών, δηλαδή στη γόνιμη φάση της ( Eυρ. Iφ.T., 1464 - 1467 / Aριστ.: Περί ζώων γεν., 775 a 13-16 & 32-37 Περί τα ζώα ιστ., 582a 21-24 & 583b 26-28 Περί μακρ., 466b 15-16 & 467a 31-32 / Πλουτ. Λυκ., 17 ). 49 Tέλος, στην Aθήνα του 4ου αι. π.X. κάθε έτος θα πρέπει να έφθαναν στην ηλικία των 20 ετών, δηλαδή στην ενηλικίωση, 450 με 500 άνδρες πολίτες ( Θουκ., IV.94.1 = η μαρτυρία του ιστορικού


αναφέρεται στον 5 ο αι. π.X. και χρησιμεύει ως συγκριτικό κριτήριο / Δημ., IV.21 / Aριστ. Aθην. Πολ., XLII.3 ). Eν τούτοις, και να είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, σήμερα, τον ακριβή αριθμό των κατοίκων μίας αρχαίας κοινότητας, θα έπρεπε να στρέψουμε τον προβληματισμό μας πολύ μακρύτερα.. Ποιές βιολογικές, κοινωνικές ή άλλες ομάδες διαφοροποιούνται σε αυτόν τον πληθυσμό; Ποιές περιβαλλοντικές, οικονομικές ή πολιτιστικές διεργασίες διαμορφώνουν τις διαφοροποιήσεις αυτές; Ποιά είναι τα αίτια & οι συνθήκες θανάτου κάθε ξεχωριστού ανθρώπου; Ποιές ήταν οι βιολογικές & πολιτισμικές αντιδράσεις των κοινοτήτων του παρελθόντος στις ασθένειες και τα συναφή προβλήματα που δημιουργούσαν στην επιβίωση και πρόοδο της ομάδας; Έτσι, η Aρχαιολογία υπερβαίνει τις οργανικές αναλογίες και προσεγγίζει διαλεκτικά το φαινόμενο της εξέλιξης, είτε αυτό αναφέρεται σε οικολογικά δεδομένα, είτε σε κοινωνικο-πολιτικές διεργασίες. 50 ΠAPAΠOMΠEΣ : [ ΠAΛAIOΠAΘOΛOΓIKA ΔEΔOMENA ] 1. L.Edelstein, Ancient Medicine, Selected Papers of Ludwig Edelstein, ed. by O.Temkin & C. Lilian Temkin, transl. into English by C.Lilian Temkin, Baltimore, 1967. Esp.: «The Relation of Ancient Philosophy to Medicine» , pp. 349-366. Bλ. του ιδίου σχετικό άρθρο στο Bulletin of the History of Medicine 26, (1952) : 299 - 316. 2. K.I. Δεσποτόπουλος, “ O Iπποκράτης και η Φιλοσοφία ” , Φιλοσοφία 15/ 16, (1985/ 86) : 143155. 3. I. Düring, Aristoteles. Darstellung und Interpretation seines Denkens, Carl Winter Universitätsverlag, Heidelberg, 1966. Για τα ελλην., O Aριστοτέλης. Παρουσίαση και Eρμηνεία της Σκέψης του, μτφρ. A.Γεωργίου-Kατσίβελα, τ. B’, miet, Aθήνα, 1994, σ.22. 4. Angélique Panayotatou, L’ Hugiène chez les Anciens Grecs, Paris, 1923. 5. A. Pαγκαβής, Λεξικόν της Eλληνικής Aρχαιολογίας, τ. B’ , Eκδ. A. Kωνσταντινίδη, Aθήνα, 1889 1 / Συλλεκτική Έκδοση, Eκδ. Bιβλιόραμα - Eπικαιρότητα, Aθήνα. 6. K. Γεωργακόπουλος, Aρχαίοι Έλληνες Iατροί, Iασώ, Aθήνα, 1998, ειδ. σ. 23. H Aγνοδίκη η Aθηναία, μαθήτρια του διάσημου ιατρού Hρόφιλου, ασκούσε - με μεγάλη επιτυχία- το λειτούργημα της γυναικολόγου στην Aθήνα του 4ου αι. π.X. Για χάρη της, μετά από δύο δίκες, αναθεωρήθηκε ο νόμος που απαγόρευε την άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος από γυναίκες & δούλους ( Yγίνου Fabulae , 274). Στο ίδιο βιβλίο περιλαμβάνεται πλήρης γενική & αναλυτική βιβλιογραφία σχετικά με τα αρχαία έργα του μεγάλου Iπποκράτη και τη σύγχρονο σχολιασμό τους ( σσ. 233 - 282 ). A. Krug, Heilkunst und Heilkult : Medizin in der Antike, Beck Verlag, München, 1993 2. Για τα ελλην. : Aρχαία Iατρική. Eπιστημονική και Θρησκευτική Iατρική στην Aρχαιότητα, μτφρ. Eλένη Mανακίδου & Θ. Σαρτζής, Eκδ. Παπαδήμα, Aθήνα, 1997 3. Mε αρκετή βιβλιογραφία . A.M. Aνδρεάδης, Iστορία της Eλληνικής Δημοσίας Oικονομίας : Aπό των Oμηρικών μέχρι των Eλληνομακεδονικών χρόνων, Eκδ. Παπαδήμα, Aθήνα, 19281 / 1992. Για τα αγγλ., History of Greek Public Finance, MA: Harvard University Press, Cambridge, 1933. Για τις αμοιβές των ιατρών, βλ. σσ. 310-311. R.Pohl, De graecorum medicis publicis, 1905. Θ.B. Bενιζέλος, Περί του Iδιωτικού Bίου των Aρχαίων Eλλήνων, Aθήναι, 1873 & Eκδ. Δημιουργία, Aθήνα, 1995, σσ. 291-294. 7. R.Sallares, The Ecology of the Ancient Greek World, Ithaca, New York, 1991. Esp. : Ch.II, § 4, p. 140. 8. Ό.π. ( σημ . 7 ). Bλ. και Gallant ( 1991 ) για τον αρχαιοελληνικό οίκο. J.D. Willigan & Katherine A. Lynch, Sources and Methods of Historical Demography, Academic Press, London & New York, 1982, Ch. 8, Table 8.1, p. 184. T.P.R. Laslett R. & Wall (eds), Household and family in Past Time, Cambridge University Press, Cambridge, 1972, p.31. Oρισμένοι από τους τύπους των οικογενειακών δομών, σύμφωνα με τα Cambridge Groups for the History of Population and Social Structure , είναι : Mονήρης (Solitaries ) = χήρος/α, ανύπανδρος/η ή άγνωστης συζυγικής σχέσης


Xωρίς οικογένεια (No family ) = διαφόρων σχέσεων συγκατοίκηση Πυρηνική Oικογένεια (Simple Family Household ) = ύπανδρο ζευγάρι με ή χωρίς παιδί που ζεί μόνο, χήρος/α με παιδί Πολυμελής Oικογένεια ( Extended Family Households ) = ύπανδρο ζευγάρι με ή χωρίς παιδί που ζεί με τους γονείς ή άλλους συγγενείς Πολλαπλή Oικογένεια ( Multiple Family Households ) = ύπανδρο ζευγάρι με νόμιμο παιδί που ζει μαζί με γονείς, θείους, ανήψια, μαθητευόμενους, υπηρέτες, ταξειδιώτες, άλλα νόθα τέκνα, κ.ο.κ. 9. Ό.π. ( σημ . 7 ), Ch.II, § 4, p.148. O συγγραφέας αναφέρει ένα ποσοστό στειρότητας 3 - 5 % σε κάθε γενιά, ενώ επισημαίνει την άποψη του Corvisier (1985), ο οποίος προτείνει ότι οι γυναίκες της Kλασσικής Aθήνας ήταν στείρες σε ποσοστό 10% . Aμφότερα τα ποσοστά δεν δύνανται να τεκμηριωθούν με βεβαιότητα, είναι, όμως, ενδεικτικά. J.D. Willigan & Katherine A. Lynch, ό.π. ( σημ. 8 ), Ch. 18, Fig. 18.1, p. 355. W.H. Mosley (ed.), Nutrition and Human Reproduction, Plenum Press, New York, 1978, esp. p. 6. Bιολογικοί & συμπεριφοριακοί παράγοντες που επιδρούν στη διαμόρφωση των ποσοστών γονιμότητας στον πληθυσμό αλλά και στην επιβίωση των νεογνών &των βρεφών είναι η εκ γενετής στειρότητα, η κακή ή ελλειπής διατροφή, η χρόνια ή επίκτητη ανικανότητα, ο θάνατος του/της συζύγου, διάφορες ξαφνικές ασθένειες ή παθήσεις των αναπαραγωγικών οργάνων, πρόωροι τοκετοί, θάνατοι των παιδιών ( όλων των ηλικιακών φάσεων έως την εφηβία ), η εκούσια αγαμία, η ηλικία σεξουαλικής ωρίμανσης, τα μέσα αντισύλληψης, οι εκτρώσεις, οι πρακτικές θηλασμού & η βρεφοκτονία. 10. E.Γαλανάκης, H λυτρωτική θανάτωση στην αρχαιότητα, Διδακτορική Διατριβή, Iωάννινα, 1996, σ. 198. Mε πλούσια βιβλιογραφική τεκμηρίωση. 11. Ό.π. ( σημ. 7 ), Ch.II, § 4, p. 136. J.D. Willigan & Katherine A. Lynch, ό.π. ( σημ. 8 ). E.A. Wrigley, Population and History, New York World University Library, 1969, esp. p. 15. 12. Mαίρη Aδαμοπούλου, “ O .. Kαιάδας της Aρχαίας Aγοράς ” , TA NEA / OPIZONTEΣ, 22 / 7 / 2002, σ. 25 / 7. Tα οστά εκατοντάδων βρεφών θαμμένων σε πηγάδι βάθους περίπου 22 μ., κοντά στη βόρεια πλευρά του Hφαιστείου στην Aρχαία Aγορά των Aθηνών, χρονολογήθηκαν, από τους ανασκαφείς, στην Eλληνιστική Περίοδο ( 2ος αι. π.X. ). H μελέτη τους από τις αμερικανίδες ανθρωπολόγους, συνεργάτιδες του Eργαστηρίου Wiener της Aμερικανικής Σχολής Kλασσικών Σπουδών στην Aθήνα, πρόκειται να δώσει πολύ ενδιαφέροντα & διαφωτιστικά στοιχεία, στο μέλλον. A. Cameron, «The Exposure of Children and Greek Ethics», Classical Review 46, (1932) : 105114. 13 . Ό.π. ( σημ. 10 ), σ. 27. 14. Ό.π. ( σημ. 10 ), σσ. 41-44, 56, 88-89 & 97. Aς σημειωθεί ότι αφ' ενός η λέξη βρέφος αναφερόταν και στα νεογνά των ζώων ( Hροδ., III.153 ), αφ' ετέρου λέξεις όπως öμβρυον, βρέφος, παÖς, παιδίον , κ.ο.κ. δεν προσδιόριζαν επακριβώς την ηλικία του μωρού - μόνον ορισμένα επίθετα ( π.χ. àρτιγέννητος, âπιμαστίδιος, àποκεκυημένος ). Tο ίδιο ισχύει και για τις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις. Eπί πλέον, σε χρήση ήταν και όροι όπως κρύψαι ( Oμ. Iλ. Σ, 397 ), âν àδήλω κατακρύψουσιν ( Πλάτ. Πολ., 460 C ), παÖς âκκείμενος ( Παυσ., VII. 17.11 ), âκτιθέασιν ( Θεμίστιος, 325 a ), âς âρημίαν ρίψαι, àποκτινυύναι. H μυθολογική χροιά της βρεφοκτονίας περιλάμβανε τη θυσία βρεφών, τη βρεφοφαγία και τις ποικίλες περιπτώσεις βρεφοκτονίας ( π.χ. από μανία, για λόγους εκδίκησης, κ.ο.κ. ). 15. Ό.π. ( σημ. 10 ), σσ. 56 - 75. H άποψη παρατίθεται από το συγγραφέα, ενώ δίδονται παράλληλα οι σχετικές απόψεις και άλλων σύγχρονων ερευνητών, που ερμηνεύουν, υπό αυτή την οπτική γωνία, ανάλογα περιστατικά της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. 16. A. Kινδύνης, Δοκίμιον Mαιευτικής των Aρχαίων Eλλήνων Iατρών, Aθήνα, 1982, σ. 98. 17. J.W. Jones, The Law and Legal Theory of the Greeks. An Introduction, Oxford University Press, Oxford, 1956, p. 288. 18. Ό.π. ( σημ. 10 ), σσ. 82-85.


Ό.π. ( σημ. 7 ), Ch.II, § 4, p. 179. 19. A. van Hoof, From Aytothanasia to Suicide. Self - killing in Classical Antiquity, Routledge, London, 1990, p. 38. S. C. Hymphreys & Helen King ( eds ), Mortality and Immortality : the Anhtropology and Archaeology of Death, Academic Press, London, 1981. 20. M. Grmek & Danielle Gourevitch, Les Maladies dans l’ Art Antique, Librairie Arthème Fayard, Paris, 1998, esp. p. 27. Mε ενδιαφέρουσα & εξειδικευμένη βιβλιογραφία. Anneliese Pontius, “ Icono-diagnosis, a medical humanistic approach, detecting Crouzon’ s malformation in Cook Islands’ prehistoric art ” , Perspectives in Biology and Medicine 27, (1983) : 107 - 120. Crouzon’s malformation = dysostose craniofaciale. M. D. Grmek, Diseases in the Ancient Greek World, transl. by Mireille Muellner & L.Muellner, Baltimore / London, 1989. Originally published as Les Maladies à l’ aube de la Civilization Occidentale, Payot, Paris, 1983. Esp. : pp. 3, 8-9 & 12. Aλλοιώς, Biocoenosis ή Ecological Community. Preamble to Constitution of the World Health Organisation, 1946 : “ Ως υγεία ορίζεται η κατάσταση πλήρους φυσικής - πνευματικής - κοινωνικής ευτυχίας, όχι μόνον η απουσία αρρώστιας ή αναπηρίας ”. 21. E. Beutler, B. Westwood, A. Melemed, P. Dal Borgo & D. Margolis, “ Three new Exon 10 G6PD Mutations ” , BCMD 21 / 8, ( April 1995 ) : 64 - 72. Kατάλογος με τις γνωστές παραλλαγές των γονότυπων της G6PD. M. D. Grmek, ό.π. ( σημ. 20 ), pp. 252 - 266. Cl.J. Jolly & R. White, Physical Anthropology and Archaeology, Mac Graw - Hill Inc., U.S.A., 19761 / 19955 , pp. 58 - 63. Carol Laderman, “ Malaria and Progress : some historical and ecological considerations ” , Social Science and Medicine 9, (1975) : 587 - 594. D. Brothwell & T. Sanderson (eds), Diseases in Antiquity, Charles Thomas Publishers, Illinois, U.S.A., 1967. Esp. : Ch. 13, p. 182. A.C. Andrews, “ The bean and Indo-European totemisms ” , American Anthropologist 15, (1949) : 274 - 292. C. Craig & E. Faust, Clinical Parasitology , Kimpton, London, 1945. 22. W. Mc Neill, Plagues and Peoples, Anchor / Doubleday, Garden City / New York, 1976, pp. 69-71. 23. Ό.π. ( σημ. 7 ), pp. 221-222. 24. P.Ucko, Ruth Tringham & G.W. Dimbleby (eds), Man Settlement and Unbanism, England, 1972. Esp.: Section II, R.Boyd, pp. 345-352. P. Mc Kechnie, Outsiders in the Greek Cities in the Fourth Century B.C., London / New York , 1989. Esp.: Ch.4, p. 79, & Ch. 5 101-141. 25. M. D. Grmek, ό.π. ( σημ. 20 ), pp. 91 & 98. H.E. Sigerist, History of Medicine, New York, 1961, Ch. 2, pp. 11-16. 26. Ό.π. ( σημ. 7 ), p. 232. 27. M. D. Grmek, ό.π. ( σημ. 20 ), p. 99. J.L. Angel, " Skeletal Material from Attica ”, Hesperia 14, (1945 ) : 279 - 363 & Plates XL LIX. Για τα κρανία & τα οστά που αποδίδονται σε 119, τουλάχιστον, άτομα και των δύο φύλων και όλων των ηλικιακών ομάδων, τα οποία χρονολογήθηκαν στη Nεολιθική Περίοδο κ.ε., και προέρχονταν από ταφές στην Aγορά των Aθηνών & τον Kεραμεικό, στον Άγιο Kοσμά, στο Θορικό, στο Mαρκόπουλο & τα Σπάτα, ο Angel έδωσε μέσο ύψος για τους άνδρες το 1,62 μ. ενώ για τις γυναίκες το 1,53 μ. περίπου. H μελέτη των 26 κρανίων ( 25 + 1 αμφίβολης χρονολόγησης ), τα οποία προέρχονταν από ταφές στην περιοχή του Kεραμεικού, στην οδό Πειραιώς & Πανεπιστημίου, στην περιοχή μεταξύ του δήμου Aχαρνών & Δεκέλειας και τον Kουβαρά, και χρονολογήθηκαν μεταξύ 650 - 150 π.X., διαμόρφωσε το συμπέρασμα πως στην αρχαία Aττική υπήρχε ανάμειξη των ανθρωπολογικών τύπων, συνεπώς και γενετική ροή, ως φυσικό αποτέλεσμα


περιβαλλοντικών διεργασιών [ 7 Mediterranean ( D ) / 5 Alpine ( C ) / 4 Basic White ( A ) / 4 Nordic- Iranian ( B ) / 4 Mixed Alpine ( E ) / 2 Dinaric- Mediterranean ( F ) ]. Oι Aθηναίοι της Kλασσικής Περιόδου είχαν ελαφρά μακρύτερη μύτη & κατατομή προσώπου, όπως και λίγο μεγαλύτερη σιαγόνα από τους υπόλοιπους Έλληνες της εποχής τους. H αρχαία τέχνη τείνει να επιβεβαιώσει την παρατήρηση αυτή του Angel ( p. 326 ). D.M. Robinson, Necrolynthia 9, Baltimore, 1942, pp. 146-170. 28. Ό.π. ( σημ. 7 ), pp. 224 & 226. 29. D. Engels, Classical Cats, Routledge, London & New York, 1999, p.16. Ό.π. ( σημ. 7 ), p. 226. I.C. Beavis, Insects and Other Invertebrates in Classical Antiquity, Exeter University Publications, Exeter, 1988, esp. pp. 112 - 120. Mε σύγχρονη βιβλιογραφία & αναφορές στην αρχαία ελληνορωμαϊκή γραμματεία. R. Hendrickson, More cunning than Man : A Social History of Rats and Men, Stein and Day, New York, 1983, esp. pp. 40 - 41. M.L. Ryder, Sheep and Man, Duckworth, London, 1983, esp. pp. 777 - 781. Mε κύριους ενδιάμεσους ξενιστές τα αιγοπρόβατα όπου δημιουργούν κύστεις στο συκώτι, τους πνεύμονες και τον εγκέφαλο, διάφορα είδη ελμίνθων ( Tapeworms ) μολύνουν τον οργανισμό των ανθρώπων & των σκύλων ( Bladder worm - larvae of Echinococcus granulosis - Taenia multiceps / Taenia coenurus ). A. Madden, “ Phthiriasis and its Victims ”, SO 57, (1982) : 88 - 89. J. Baker & D. Brothwell, Animal Diseases in Archaeology, Academic Press, London, 1980. D. Brothwell & A.T. Sanderson, (eds), ό.π. ( σημ. 21 ). 30. Ό.π. ( σημ. 7 ), p. 227. Διάκριση παθοκοινοτήτων ανάλογα με το μικροπεριβάλλον στην αρχαία Eλλάδα. 31. Ό.π. ( σημ. 7 ), pp. 236 - 237. M.D. Grmek, ό.π. ( σημ. 20 ), esp. pp. 203 - 207 & 261 - 283. H λέπρα είναι ‘ αρχαιότερη ’ της πανώλης, ήδη από το 25.000 π.X. 32. Ό.π. ( σημ. 7 ), p. 241. 33. P.E. Olson, C.S Hames, A.S. Benenson & E.N. Genovese, “ The Thucydides Syndrome : Ebola dejà vu ? ” , Emerging Infectious Diseases 2 / 2, ( Apr. - Jun. 1996 ) : 1 - 23. Mε τις πιο πρόσφατες σχετικές βιβλιογραφικές αναφορές. H νέα ερμηνεία του λοιμού δόθηκε από την ερευνητική ομάδα του επιδημιολόγου Patrick Olsen του U.S. Navy Balboa Hospital ( San Diego, California, USA ) και μεταδόθηκε αρχικά από την εφημερίδα TA NEA της 21ης Iανουαρίου 1996 και, κατόπιν ανακοίνωσης του Associated Press ( 16 / 1 / 97 ), στο φύλλο της 17ης Iανουαρίου 1997 της προαναφερθείσας εφημερίδας ( βλ. και Zέφη Kληρονόμου, « Aναζητώντας τον Embola », EΛEYΘEPOΣ TYΠOΣ, 21 / 1 / 97, σ. 34 ). O ίδιος, όμως, ερευνητής, σε άρθρο του προς τον εκδότη του περιοδικού [ “ Ebola / Athens Revisited ”, Emerging Infectious Diseases 4 / 1 ], στις 17 Aπριλίου του 1996, αναγνωρίζει ότι o Gayle D. Scarrow , πρώτος, είχε προτείνει παρόμοια διάγνωση [ “ The Athenian Plague : A Possible Diagnosis ” , The Ancient History Bulletin 2 / 1, ( 1988 ) ]. Για τον προβληματισμό αυτό, βλ. επίσης : Constance Holden, “ Ebola : Ancient History of ‘New Disease’ ? ” , Science 272, ( Jun. 1996 ) : 1591 / B. . Dixon, “ Ebola in Greece ? ” , British Medical Journal 313 ( Aug. 1996 ) : 430 / Allison Brugg, “ Ancient Ebola Virus ? ” , Archaeology ( Nov. / Dec. 1996 ) : 28. D. Kagan, The Archidamian War, Cornell University Press, Ithaca & London, 1992. Ό.π. ( σημ. 7 ), p . 246 ff. Alex. D. Langmuir et al., “ The Thucydides Syndrome ” , New England Journal of Medicine 313, ( 1985 ) : 1027 - 1030. J.C.F. Poole & J. Holladay, “ Thucydides and the Plague of Athens ” , Cl. Qu. 29, (1979) : 282 300. Ό.π. ( σημ. 22 ).


P.Ucko, Ruth Tringham & G.W. Dimbleby (eds), ό.π. ( σημ. 24 ), pp. 353-361. Ph. Ziegler, The Black Death, Harmondsworth, London, 1970, esp. p. 20. D. Brothwell & T. Sanderson (eds), ό.π. ( σημ. 21 ). Esp. A.Patrick, Ch. 18, pp. 238-246. Για το θέμα της ταφής των θυμάτων του λοιμού ( Θουκ., II.47.3- 54 ), ας αναφερθούν τα εξής : Donna Kurtz & J. Boardman, Greek Burial Customs, Thames & Hudson, London, 1971. Για τα ελλην., Έθιμα Tαφής στον Aρχαίο Eλληνικό Kόσμο, μτφρ. Oυρανία Bιζυηνού & Θ. Ξένος, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1994 , σ. 91. Στις πρόσφατες εκσκαφικές εργασίες για την κατασκευή του Mητροπολιτικού Σιδηροδρόμου των Aθηνών το 1994, ήλθε στο φως ομαδική ταφή 100 - 150 θυμάτων του λοιμού ( ανδρών, γυναικών & παιδιών ) στον Kεραμεικό, στο νεκροταφείο του αρχαίου Δήμου των Kεραμέων. Kαι μόνον το γεγονός αυτό γεννά ποικίλα ερωτήματα. Π.χ., α ) λάμβανε χώρα ή όχι απομόνωση των θυμάτων και μετά θάνατον; β ) το DNA από το μυελό των οστών - τόσο των ανθρωπολογικών, όσο και των αρχαιοζωολογικών καταλοίπων - πρέπει να μελετηθεί με στόχο την ‘ανάγνωση’ τυχόν γενετικών πληροφοριών του ιού γ ) πρέπει, επίσης, να μελετηθεί εκ νέου το Iπποκρατικό Corpus ώστε να ευρεθεί αναφορά σε παρόμοια συμπτωματολογία. H ανασκαφέας της ταφής του Kεραμεικού, Eλληνίδα αρχαιολόγος της Γ’ Eφορείας Aρχαιοτήτων κα Έφη Mπαζιωτοπούλου Bαλαβάνη, παρουσίασε τα ανασκαφικά δεδομένα της ομαδικής ταφής στην A’ Eπιστημονική Συνάντηση της Γ’ Eφορείας Aρχαιοτήτων, το Mάρτιο του 1996, και ο μελετητής του σκελετικού υλικού, Έλληνας καθηγητής Oρθοδοντικής του Πανεπιστημίου Aθηνών κ. Mανώλης Παπαγρηγοράκης, ανέλαβε την έρευνα [ βλ. επίσης : YΠ.ΠO. & Mουσείο Kυκλαδικής Tέχνης ( επιμέλεια : Λιάνα Παρλαμά & N. Σταμπολίδης ), H Πόλη κάτω από την Πόλη. Eυρήματα από τις Aνασκαφές του Mητροπολιτικού Σιδηροδρόμου των Aθηνών, Aθήνα, 2000. Eιδ. : Έφη Mπαζιωτοπούλου - Bαλαβάνη & Iωάννα Tσιριγώτη - Δρακωτού, “ Σταθμός Kεραμεικός ” , σσ. 271 - 272 / Constance Holden, “ Athenian Plague Probe ” ,Science 274, ( Nov. 1996 ) : 1307 ]. IG II 2 , 4960 a. 34. H βιβλιογραφία είναι ενδεικτική. J.L. Angel, " Ecology and Population in the Eastern Mediterranean ”, WA 4, (1972 ) : 88 105. G.H. Denton & St.C. Porter, “ Neoglaciation ” , Scientific American 222 / 6, ( 1970 ) : 100 - 110. H.M. Giles et al., “ Malaria, Anaemia and Pregnancy ” , Annals of Tropical Medicine and Parasitology 63, ( 1969 ) : 245 - 263. H.G.L. Hammond, “ The campaign and battle of Marathon ”, JHS 88, (1968) : 13 - 57. D. Brothwell & T. Sanderson (eds), ό.π. ( σημ. 21 ), Ch. 13, p. 182. H.G.L.Hammond, “ The battle of Salamis ”, JHS 76, (1956) : 32 - 54. L.W. Hackett, Malaria in Europe. An Ecological Stydy, Oxford University Press, Oxford, 1937. 35. H βιβλιογραφία είναι ενδεικτική. Ό.π. ( σημ. 7 ), pp. 236 & 272 ff. Plasmodium vivax στους 150 C > Vivax Malaria ( benign tertian ), ενώ Plasmodium falciparium στους 190 C > Falciparium Malaria ( malignant tertian ). Yπάρχουν δύο ακόμη περιπτώσεις, σπάνια ή καθόλου ανιχνεύσιμες στον ελληνικό χώρο. A. Grosby, Ecological Imperialism. The Biological Expansion of Europe 900 - 1900, Cambridge University Press, Cambridge, 1986 1. Για τα ελλην., Oικολογικός Iμπεριαλισμός. H Bιολογική επέκταση της Eυρώπης 900 - 1900, μτφρ. Γ. Kουσουνέλος, Eκδ. Kωσταράκη, Aθήνα, σσ. 67 - 69 & 176. M.D. Grmek, ό.π. ( σημ. 20 ), esp. pp. 280 - 283. K.L. Knight & A. Stone, A Catalog of the mosquitos of the World, College Park, Maryland, 1977. L.J. Bruce - Chwatt, “ Paleogenesis and Paleoepidemiology of primate Malaria” , Bulletin of World Health Organisation 32, ( 1965 ) : 367 - 387. H.E. Sigerist, The Sociology of Medicine, Ed. M.L. Roemer, New York, 1960, p. 97. Fr. Prinzing, Epidemics resulting from Wars, At the Clarendon Press, Oxford, 1913.


W.H.S. Jones, Malaria. A neglected factor in the History of Greece and Rome, Manchester, 1909, pp. 35 & 95-100. 36. Ό.π. ( σημ. 7 ), p. 284. M.D. Grmek, ό.π. ( σημ. 20 ), esp. pp. 290 - 291. O ιπποκρατικός καÜσος είναι σύμπτωμα και όχι ασθένεια sui generis, καθώς πυρετός εκδηλώνεται σε διάφορες ασθένειες, όπως η σαλμονέλλωση, η ελονοσία, η οξεία δηλητηρίαση & η σκωληκοειδίτις, η ικτεροαιμορραγική λεπτοσπείρωση, ο τύφος, η πανώλη, ο κίτρινος πυρετός & η επιλόχεια σηψαιμία. D. Brothwell & T. Sanderson (eds), ό.π. ( σημ. 21 ). Esp.: Ch. 11 & Ch. 13, p.182. W.H.S. Jones, ό.π. ( σημ. 35 ), pp. 170-176. Στην Aρχαιότητα ήταν δύσκολο να διαχωρισθούν τα συμπτώματα ελονοσίας και τυφοειδούς πυρετού διότι συχνά, κατά τους φθινοπωρινούς μήνες, εκδηλώνονταν αμφότερα. 37. M.D. Grmek, ό.π. ( σημ. 20 ), esp. pp. 334 - 337, 342 & 349. Mε αναφορές στην αρχαία ελληνο-ρωμαϊκή γραμματεία & τις σύγχρονες μελέτες, ανά ασθένεια. O συγγραφέας επισημαίνει ότι δεν υπάρχει η συμπτωματολογία της ιλαράς στα αρχαία κείμενα των Eλλήνων & Pωμαίων συγγραφέων. Iπποκρατικό Corpus. 38. R. Garland, The Eye of the Beholder. Deformity and Disability in the Graeco-Roman World, Cornell University Press, New York, 1995. Mε αναφορές στην αρχαία ελληνο-ρωμαϊκή γραμματεία & τις σύγχρονες μελέτες, ανά ασθένεια. Véronique Dosen, Dwarfs in Ancient Egypt and Greece, At the Clarendon Press, Oxford, 1993. Esp. : Ch. I, “ Typology of Growth Disorders ” , pp. 7 - 15 & Ch. II, “ Paleopathology ” , pp. 16 21. Aμάντα Λαούπη, Θέματα Παλαιοπαθολογίας, Διπλωματική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Aθηνών, Tομέας Aρχαιολογίας & Iστορίας της Tέχνης, Kατεύθυνση Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας, Aθήνα, 1990. M.D. Grmek, ό.π. ( σημ. 20 ), esp. pp. 24 - 25. M. Michler, Die Klumpfusslehre der Hippokratiker, Steiner, Wiesbaden, 1963, ss. 44 - 52. Iπποκρατικό Corpus. H ιατρική ορολογία της εποχής είναι ασαφής ως προς τα αίτια των δυσπλασιών, όπως και οι γραπτές πηγές, στο σύνολό τους, για την τύχη των δύσμορφων ή ανάπηρων παιδιών. 39. J.L. Bintliff & K. Sbonias (eds), Mediterranean Landscape Archaeology 1 : Reconstructing Past population Trends in Mediterranean Europe ( 3000 B.C. - A.D. 1800 ), Oxbow, Oxford, 1999. P.Garnsey, Famine and Food Supply in the Graeco-Roman World, Cambridge, 1988. Esp.: Part III, Ch. 6, pp. 89-91. Oι αριθμοί που δίδονται στο κείμενο αναφέρονται από τους Beloch ( 1886: Ch. 3 & 1923 : 386-418 ), Gomme (1933), Patterson (1981: Ch. 3) & Hansen (1986). Eπίσης, από τους Ehrenberg (The Greek State, 1969, p. 31), Hammond ( A History of Greece, 1988, p. 84 ) & Beloch (1886: 56-57). H έκταση της Aττικής ήταν 2.526χλμ2 όταν περιλάμβανε τον Ωρωπό και τις Eλευθερές (τέλη 6ου-5ου αι. π.X., περιοδικά τον 4ο αι. π.X.), αλλοιώς υπολογιζόταν σε 2.400 χλμ2. I. Morris, Burial and Ancient Society. The rise of the Greek City-State, Cambridge University Press, Cambridge, 1987. 40. Ό.π. ( σημ. 37 ). 41. Aθηνά Kαλογεροπούλου, «O πληθυσμός της Aθήνας», IEE, τ.Γ1, 101-102. M.Σακελλαρίου, «Δομή και Δυναμική της Aθηναϊκής Kοινωνίας κατά τον 4ο αι. π.X.», IEE, τ.Γ2, 9-10. Πάντως, πολλές αυξομειώσεις θα πρέπει να συνέβαιναν κατά τον 4 ο αι. π.X. 42. Ό.π. ( σημ. 37 ). 43. Ό.π. ( σημ. 37 ). 44. M.H. Hansen, Demography and Democracy, Denmark, 1985, esp.: pp. 65-69. W.S Ferguson, Hellenistic Athens, London, 1911, p. 54.


Για εκτενή βιβλιογραφία , σε σχέση με τα πληθυσμιακά επίπεδα, πριν το ήμισυ του 20 ου αι. μ.X., βλ. A.M. Aνδρεάδης, Iστορία της Eλληνικής Δημόσιας Oικονομίας, τ.A’, Eκδ. Παπαδήμα, Aθήνα 1928 1 / 1992 2, σσ. 360-366 (Πίνακας σ.363). 45. Ό.π. ( σημ. 7 ), esp.: Ch. II, § 2, pp. 50-107 ( p.60 & p. 102 = ο πίνακας που δίδεται για τον υπολογισμό της καλλιεργήσιμης γης. 46. Ό.π. ( σημ. 7 ), Ch. II, § 3, p. 116 & § 4, p.129. Kατά Angel. 47. Fr. Prost, (éd), Armées et Sociétés de la Grèce Classique, Éds Errance, Paris, 1999. Sp. : P. Brulé, “ La Mortalité de Guerre en Grèce Classique : L’ Exemple d’ Athènes de 490 à 322 B.C. ” , pp. 51 - 68. Σύμφωνα με υπολογισμούς του συγγραφέα, το 80% των τραυματισμένων στη μάχη πέθαιναν αυθημερόν, το 6% έως 7% κατέληγε αργότερα, ενώ οι μισοί από όσους επιζούσαν τελικά, κατέληγαν μόνιμα ανάπηροι ( περίπου το 7% ). Aπό τις απώλειες των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων, ο μέσος όρος σε ανθρώπινες ζωές κυμαινόταν από το 5% περίπου των νικητών έως το 14% των ηττημένων, σε μία χερσαία σύγκρουση, ενώ στις ναυτικές μάχες ο μέσος όρος σε ανθρώπινες ζωές κυμαινόταν από το7,5% περίπου των νικητών έως το 25% των ηττημένων. Για την Aττική των ετών 490 π.X. - 322 π.X., ο ίδιος μελετητής υπολογίζει, κατά προσέγγιση, τις πολεμικές συγκρούσεις των αρχαίων Aθηναίων σε 133 και τους νεκρούς σε 75.000 ( μέσος όρος = 447 άνδρες X 168 χρόνια ). Ό.π. ( σημ. 7 ), Ch. II, § 3, p.117 & Ch. II, § 4, p. 130. Finkel (1982) για τα σκελετικά σύνολα από την αρχαία Aθήνα, τα οποία είχε μελετήσει ο Angel. 48. Ό.π. ( σημ. 7 ), Ch.II, § 4, pp. 130-13. Mε ενδείξεις από το Iπποκρατικό Corpus. 49. Ό.π. ( σημ. 7 ), Ch.II, § 3, p. 120. Kατά Gallo (1980 : 460 ), Reinmuth (1971: 480 ) & Πελεκίδη ( 1962 : 600-700 ). 50. J.D. Willigan & Katherine A. Lynch, ό.π. ( σημ. 8 ), Ch. 19, pp. 381 - 392. ΔIATPOΦH Tο θέμα των διατροφικών ειδών & συνηθειών αποτελεί πρωταρχικό σημείο αναφοράς σε κάθε μελέτη του βίου ανθρώπινων ομάδων του παρελθόντος. Tα διατροφικά είδη που προτιμώνταν (θερμιδική & διατροφική τους αξία, ο λειτουργικός τους συμβολισμός ), η συχνότητα κατανάλωσής τους & ο τρόπος παρασκευής τους ( δυσκολία ανεύρεσης των υλικών, καιροσκοπική ή εποχική εκμετάλλευση ορισμένων ειδών, διάρκεια μαγειρέματος, δυνατότητα συντήρησης - αποθήκευσης - αναδιανομής των τροφών ), το κόστος ‘ επένδυσης ’ της κοινότητας στο φαγητό ( shadow prices = οριακές τιμές που δείχνουν το μέγιστο δυνατό κόστος εκ μέρους του λήπτη μίας απόφασης ), τα σχετικά με τη διατροφή ήθη & έθιμα της κοινότητας ( τελετουργικά γευμάτων, θρησκευτικές απαγορεύσεις, δεισιδαιμονίες & λαϊκές παραδόσεις ), αποτυπώνουν όχι μόνον τη σωματική κατάσταση των ανθρώπων της αρχαιότητας ( ευεξία, ενεργητικότητα & καλή υγεία, ή αντίθετα, καχεξία & λιμός ), τις συνθήκες υγιεινής και τις καθημερινές συνήθειές τους, αλλά και το βαθμό στον οποίο κατόρθωναν να υπερβούν τους περιβαλλοντικούς περιορισμούς. Aκόμη, το διατροφικό ζήτημα σχετίζεται άμεσα με τις διαταραχές στη δομή του συστήματος του εκάστοτε οικισμού ή του οικιστικού πλέγματος προς μελέτη, για παράδειγμα, με εποχικές ή μονιμότερες διακυμάνσεις στη βιομάζα των οικοσυστημάτων, με τεχνολογικές αλλαγές, με την αύξηση των πληθυσμιακών επιπέδων, κ.ο.κ. Oι περιορισμένες δυνατότητες ορισμένων εδαφών για συχνές και αποδοτικές καλλιέργειες, οι δυσκολίες διακίνησης των προϊόντων εξ αιτίας του δύσβατου χερσαίου οδικού δικτύου ή των κακών καιρικών συνθηκών στις θαλάσσιες επικοινωνίες, πολεμικές επιχειρήσεις ή άλλοι ανασταλτικοί παράγοντες, κλυδώνιζαν τη σταθερή παροχή διατροφικών ειδών σε όλες τις πληθυσμιακές ομάδες, κατά την Aρχαιότητα. Eπί πλέον, οι δυνατότητες επέμβασης στις τροφές, με στόχο τη διατήρησή τους για μακρό χρονικό διάστημα, αν και δεν ήταν αμελητέες, δεν ήταν, όμως, ούτε απόλυτα ασφαλείς από ιατρικής άποψης, ούτε χρονικά μακροπρόθεσμες, σε σύγκριση με τα σύγχρονα μέσα συντήρησης των τροφίμων.


Παράλληλα, υπάρχει και μία σταθερή και σημαντική περιοριστική παράμετρος στο θέμα των διατροφικών αποτελεσμάτων.. H αφομοίωση των θρεπτικών συστατικών που εμπεριέχονται στις τροφές ποικίλλει, καθώς μικρές ποσότητες από ορισμένα προσλαμβάνοντα απαραίτητα στοιχεία τελικά απορροφώνται ( π.χ. είναι γνωστό ότι μόλις το 10% του προσλαμβανόμενου σιδήρου & το 35% του ασβεστίου κατακρατείται από τον οργανισμό ), ενώ άλλες θρεπτικές ουσίες , όπως τα διάφορα ιχνοστοιχεία ή τα συμπλέγματα βιταμινών ( π.χ. ιώδιο, βιταμίνη C & D, φολικό οξύ), λειτουργούν συνδυαστικά στον ανθρώπινο οργανισμό. Eξ άλλου, πάντοτε ένα μέρος της τροφής χάνεται, είτε εννοούμενο ως ποσότητα, είτε εννοούμενο ως ποιότητα ( θρεπτικά συστατικά ), εξ αιτίας της θερμότητας ή του ψύχους αντίστοιχα, της υγρασίας & της μούχλας, των ζώων που τρέφονται από ακκαθαρσίες, κ.ά. παραγόντων στην παρασκευή και αποθήκευση των τροφών. H συμβολή των γραπτών μαρτυριών ( Όμηρος, Hσίοδος, Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, Hρόδοτος, Aριστοφάνης, Iπποκρατικό Corpus, Πλάτων, Aριστοτέλης, Θεόφραστος, Aλκμέων, Aναξανδρίδης, Aντιφάνης, Eυστάθιος, Έφιππος, Aθήναιος, Γαληνός, Πλούταρχος, Plinius, Vitruvius ) δεν παύει να αποτελεί καθοριστικό βοήθημα για τους σύγχρονους ερευνητές. Tην εικόνα συμπληρώνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα ( κατάλοιπα τροφών, σκεύη τροφοπαρασκευής, ειδώλια, απεικονίσεις σε αγγεία, κ.ά. ), εν τούτοις, αν και έχουν σωθεί αρχαίες συνταγές μαγειρικής, οι αρχαίες γεύσεις και οι προτιμήσεις δύσκολα ζωντανεύουν σήμερα.. Γούστα, συνήθειες, οσμές & γεύσεις ενός διαφορετικού κόσμου, ενός κόσμου που δεν επενέβαινε με τερατώδη τρόπο στα διατροφικά είδη από τις γεωργικές καλλιέργειες, την εκτροφή ζώων, το κυνήγι & την αλιεία, αλλά και ενός κόσμου που δεν γνώριζε αρκετά από τα σύγχρονα διατροφικά είδη ( π.χ. σοκολάτα ). u Διατροφικά Eίδη που καταναλώνονταν στην Aθήνα της Kλασσικής Eποχής 1 Tο φάσμα των ειδών που χρησιμοποιούσαν στη διατροφή τους οι κάτοικοι της Aττικής ήταν ευρύτατο, καθώς γεύονταν την πλειονότητα των κρεάτων, των λαχανικών και γενικά των φυσικών & παρασκευασμένων τροφών ( τροφαί, βρώματα, âδέσματα, âπιτραπεζώματα ). Σε γενικές γραμμές, ακολουθούσαν τις διατροφικές συνήθειες των περισσότερων Eλλήνων της εποχής τους ( Ξεν.: Aπομν., II.7.5 . Συμπ., I.8 . Aνάβ., VII.3.21 . Aθην. Πολ., III.11. VIII.363 . IV.130e . X.428 κ.α. / Πλάτ. Συμπ., A 8 / Aναξανδρίδης, 41 / Aντιφάνης Fr. 142, 172, 301, 302, 305 / Eυστάθιος 245, 24 / Έφιππος, 12 / Aθήναιου Δειπνοσοφισταί / Aρχέστρατος, Mάτρων ο Πιτανεύς ), οι οποίοι χαρακτηρίζονταν μικροτράπεζοι και φυλλοτρ΅γες, καθώς ακολουθούσαν την, ευρύτατα γνωστή στον αρχαίο κόσμο, αθηναϊκή λιτή διατροφή, το àττικηρ΅ς ζÉν. Bέβαια, οι διατροφικές συνήθειες των Eλλήνων ποίκιλλαν , ανά περιοχή και χρονική περίοδο.. Oυσιαστικά, χρησιμοποιούνταν όλες οι μέθοδοι πορισμού τροφής, μεμονωμένα ή συνδυαστικά, όπως μας τους περιγράφει ο Aριστοτέλης ( Πολ. A8, 1256a 18 - 1256b 7 ), ο οποίος διέκρινε τον πορισμό τροφής : α) διa τÉς αéτόφυτος âργασίας, διαδικασία που απαντάται στην πλειονότητα των βίων, στο νομαδικό ( συνακολουθεÖν τοÖς κτήνεσι ), στο γεωργικό ( àπe τÉς γÉς καd τ΅ν ™μέρων καρπ΅ν ), στο ληστρικό ( ζ΅σιν àπe θήρας ), στον êλιευτικό ( ζ΅σιν àφ’ êλιείας, ¬σοι λίμνας, ≤λη, ποταμούς, θάλατταν προσοικοÜσιν ), στο θηρευτικό ( àπ’ çρνίθων j θηρίων àγρίων ), αλλά και στη μεÖξιν βίων & β ) δι\ àλλαγÉς καd καπηλείας. • Aττικό Ύδωρ H Aττική, στην Aρχαιότητα, φημιζόταν για το νερό της, δεν γνωρίζουμε, όμως, εάν η προτίμηση στρεφόταν σε νερό συγκεκριμένης τοποθεσίας ή, επίσης, ποιές ευεργετικές ιδιότητες του αποδίδονταν ( Aντιφάνης, Fr. 179 Kock / Aθήν. Δειπν., II.43b - c κ.ε.: « οé γaρ \Aντιφάνει τÿ΅ κωμικÿ΅ πεπίστευκα λέγοντι κατa πολλa τcν \Aττικcν διαφέρουσαν τ΅ν ôλλων καd ≈δωρ κάλλιστον öχειν » ) . • Oίνος Περίφημη, βέβαια, έχει καταστεί η αγάπη των αρχαίων Aθηναίων για το κρασί, ιδίως αυτό που παρασκεύαζαν από ντόπιες ποικιλίες σταφυλιών στα Mεσόγεια ή το εισήγαγαν από περιοχές του κεντρικού & ανατολικού Aιγαίου ( Nάξο, Iκαρία, Kω, Λέσβο, Pόδο, Xίο ) και της Bόρειας


Eλλάδας ( Θάσο, Mαρώνεια ). Παράλληλα, παρασκεύαζαν κρασί από φρούτα, όπως αχλάδια, κυδώνια, μήλα, ρόδια, σύκα ή τον καρπό από τους φοίνικες, ανακάτευαν μούστο από άγουρα & ώριμα σταφύλια με θαλασσινό νερό ή μέλι, ρητίνες & βάλσαμα, κ.ο.κ. Tα ναυάγια των πλοίων της εποχής μαρτυρούν την εμπορική δραστηριότητα των αρχαίων Eλλήνων στο προϊόν αυτό, καθώς τα αμπάρια τους ήταν γεμάτα με αμφορείς μεταφοράς κρασιού, αγαπημένη συνήθεια των λαών της Mεσογείου ήδη από την Eποχή του Xαλκού. Ένα ευρύ φάσμα από χρωματισμούς ( λευκός, âρυθρός, μέλας, κιρρός ), γεύσεις ( ™δύς, γλυκάζων, λεπτός, àσθενής, κ.λ.π. ) & τρόπους παρασκευής (âφθός, àνθοσμίας, ®ητινίτης, μυρτίτης, êψινθίτης, δαφνίτης, καπνίας, κ.λ.π. ) ικανοποιούσε όλα τα γούστα και τα βαλάντια.. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει, επίσης, ότι το κρασί ενώ δεν περιέχει λιπίδια ή υδατάνθρακες, προσφέρει πρωτεΐνες, ενέργεια και πολύτιμες βιταμίνες ( A, B, C ), ασβέστιο, φώσφορο, ψευδάργυρο & σίδηρο. • Γάλα Στα ιατρικά κείμενα της Kλασσικής Eποχής ( Iππ. Περί διαίτ., II. 9& 15 & Περί διαίτ. οξ., XXXVIII ), διακρίνουμε την προτίμηση σε όλα τα είδη γάλακτος, καθώς καταναλωνόταν το γάλα αλόγου, γαϊδούρας, κατσίκας ( το θεωρούσαν χωνευτικό & καθαρτικό ), αγελάδας και προβάτου ( που ήταν όμως δύσπεπτο ), ενώ σε ειδικές χρήσεις, το βρασμένο γάλα γαϊδούρας ( ως εμετικό ) & το ανθρώπινο ( ως φάρμακο εξωτερικής χρήσης ). Oι διαφοροποιήσεις των ειδών γάλακτος σε συστατικά & θερμιδική αξία φαίνεται ότι ήταν γνωστές στους αρχαίους.. Σύγχρονες βιοχημικές & διαιτολογικές έρευνες αποκαλύπτουν ότι το πρόβειο γάλα έρχεται πρώτο σε περιεκτικότητα λίπους με ποσοστό 7,5%, ακολουθούν το κατσικίσιο με 4,5% & το αγελαδινό με 4% , ενώ το γάλα της φοράδας & της γαϊδούρας είναι τα πλέον άπαχα με 1,5% λιπαρά. Παρόλ’ αυτά, το πρόβειο γάλα περιέχει διπλάσια ποσότητα πρωτεΐνης, σε ποσοστό 5% έναντι του 2,5% του αγελαδινού. Aγαπητό ήταν, επίσης, και το τυρόγαλο ( çρρός ). • Γιαούρτι & Tυροκομικά Προϊόντα Ήταν γνωστή ήδη από την εποχή του Hροδότου η μαλακτική και καθαρτική επίδραση του γιαουρτιού στο πεπτικό σύστημα του ανθρώπου, καθώς και η ευρεία χρήση του βούτυρου ζωϊκής προέλευσης από λαούς με κτηνοτροφική & νομαδική οικονομία, όπως ήταν οι Σκύθες (Hροδ., IV.2 ). Στην Eλλάδα, όμως, παράλληλα με το γιαούρτι, πολύ προσφιλείς ήταν το ελαιόλαδο που επισκίασε τα ζωϊκά λίπη, αλλά και οι ποικιλίες τυριών ( βλ. τυροκνÉστις = ειδικός τρίφτης τυριού : Oμ. Iλ. K, 369 / Iππ. Περί διαίτ. οξ., XXIV & XXIX ), τα οποία παρασκευάζονταν από τους ντόπιους βοσκούς, κυρίως δε, εισάγονταν από περιοχές όπως η Bοιωτία, η Kύθνος ( τυρeς κύθνιος ) & η Σικελία (τυρeς σικελικός ), από τα γνωστότερα, δηλαδή, κέντρα παραγωγής τυροκομικών προϊόντων της Aρχαιότητας. H προτίμηση των αρχαίων στα τυριά, τα οποία αποτελούν διατροφικό είδος υψηλής θρεπτικής & θερμιδικής αξίας, τεκμηριώνεται σήμερα με μετρήσεις, που αποδεικνύουν πως το πρόβειο τυρί περιέχει ορισμένες σημαντικές πρωτεΐνες σε ποσοστό τουλάχιστον 25% , σε σύγκριση με το 15 έως το 20% του κρέατος. • Δημητριακά Όπως αναλύθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο ( XΛΩPIΔA THΣ KΛAΣΣIKHΣ ATTIKHΣ & ΓEΩPΓIKEΣ KAΛΛIEPΓEIEΣ ), αρκετά είδη δημητριακών, όπως το σιτάρι, η κριθή, το λαθούρι, εισάγονταν ή καλλιεργούνταν στην Aττική, με στόχο τη χρήση τους στη διατροφή των κατοίκων. Tα χρησιμοποιούσαν αυτούσια ( π.χ. τe ôλφιτον , χυλό από ωμό ή ξηραμένο στον ήλιο κριθάρι ) ή αναμεμειγμένα με άλλες τροφές, με γάλα, με κρασί ( π.χ. τe àκράτισμα = πρωϊνό που περιλάμβανε ψωμί εμποτισμένο σε άκρατο οίνο, εληές & σύκα ), σε γλυκίσματα και πολλών ειδών άρτους ( Aρ. : Aχαρν., 1084 & 1092 / Eιρ., 199 / Iππ., 160 ). O άρτος κατείχε ιδιαίτερη θέση στην καρδιά και το τραπέζι των αρχαίων Aθηναίων, καθώς η Aττική, μαζί με την περιοχή Σκόλο στη Bοιωτία, τη Θεσσαλία, την Tεγέα & την Kύπρο, αποτελούσε κέντρο αρτοποΐας, του οποίου τα αρτοσκευάσματα ήταν περιζήτητα. Aρχικά οικιακή απασχόληση, από τον 5 ο αι. π.X. κ.ε., η αρτοποιΐα πέρασε στα χέρια των àρτοπωλ΅ν, οι οποίοι


διέθεταν δικό τους χώρο παρασκευής & διάθεσης του προϊόντος, τα àρτοποιεÖα, όπου πωλούσαν μεγάλη ποικιλία ψωμιού, διαφορετική ως προς τα χρησιμοποιούμενα υλικά, το σχήμα ( βλωμιαÖος = τετράγωνος διαιρεμένος σε 8 μέρη & ™μιάρτιος = ημικυκλικός ) και την όπτηση ( àποπυρίας = σε φωτιά, âγκρυφίας = στα κάρβουνα, âσχαρίτης = σε εσχάρα, κριβανίτης = σε κρίβανο, σποδίτης = σε στάχτη ). Φαίνεται ότι και στο θέμα του άρτου υπήρχε διάκριση κατανάλωσης, εφ’ όσον οι καθαροd ôρτοι από αμιγές σιτάρι, όπως το ôλευρον πυρός που ήταν πολύ θρεπτικό ψωμί, ήταν ακριβότεροι και χρησιμοποιούνταν από τους πλούσιους, ενώ , οι μεν ®υπαροί με μεγάλη ποσότητα πίτουρου ήταν φθηνοί και αγοράζονταν από τους φτωχούς, η δε κριθίνη μÄζα ήταν η σταθερή προτίμηση των στρατιωτών & των γεωργών , ακόμη και μετά την καθιέρωση του σίτινου άρτου. • Pίζες & Bολβοί Oι φυτικές τροφές ήταν και αυτές προσφιλέστατες σε όλους τους αρχαίους Έλληνες, κάτι που έχει οδηγήσει τους σύγχρονους διαιτολόγους & ιατρούς στην υιοθέτηση της “ μεσογειακής διατροφής ”, στην οποία χρησιμοποιούνται σε καθημερινή βάση το ελαιόλαδο, τα χορταρικά & τα φρούτα. Oι κάτοικοι της Aττικής χρησιμοποιούσαν στη διατροφή τους σπαράγγια (àσπάραγγος), άγρια λάχανα ( βράκανα ), καρότα ( ï δαÜκος τe καρωτόν ), κρεμμύδια ( κρόμμυα ), λάχανα (κρόμβαι j αî ®αφάνεις ), ράφανο ή ραπάνι / γογγύλι ( ™ ®αφανίς j ®άφυς ), σκόρδα ( σκόροδα, που ήταν ακριβότερα από το κρεμμύδι και χρησιμοποιούνταν ως τροφή κωπηλατών), σέσκουλα ( ποικιλία τεύτλων ). Mάλιστα, με το σκόρδο παρασκεύαζαν και τότε τη γνωστή σκορδαλιά ( σκοροδάλμη ) και ένα συναφή χυλό ( ï μυττωτός ) από αυγά, λάδι, μέλι, τυρί & σκόρδα, κτυπημένα στο γουδί ( θυεία ).. • Όσπρια Aπό το καθημερινό διαιτολόγιο δεν έλειπαν ποτέ τα όσπρια, όπως τα ρεβύθια (âρέβινθοι ), τα κουκιά ( κύαμοι ), τα μπιζέλια ( λάθυροι πίσοι ), οι φακές ( φακή ), ή τα φασόλια ( φάσηλοι ), συνήθως μαγειρεμένα με τη μορφή χυλού ( öτνος ) βρασμένου στο λάδι και αναμεμιγμένου με κρασί, ξύδι, κρόκους αυγών & μέλι, ή με τη μορφή γάρου ( Aθήν. Δειπν., I. 121 = ταρίχευμα από αυγά σκουμπριού, ένα είδος αυγοτάραχου ή χαβιαρίου ) και άλλων ηδυσμάτων. • Xορταρικά & Oπωροκηπευτικά Tο καθημερινό πιάτο συνόδευαν πάντοτε και χόρτα , όπως βλίτα ( βλίτα ), ραδίκια ( κιχώρια ), ή αγριόβρουβες ( τa σισύμβρια ), σαλάτες με μαρούλι ( θρίδαξ ή θριδακίνη ), τσουκνίδα ( κνίδη ), κινάρι ( κυνάρα / κινάρα ή κύναρος = πρόγονος της αγκινάρας ), κολοκύθια ( κολοκύντες ), αγγούρι ( ï / ™ σικυός / Πέπων ï ≥μερος ), σέλινο ( σέλινον ), μελιντζάνες ( âδώδιμος στρύχνος j σολανόν ) κ.ά. οπωροκηπευτικά. • Προσθετικά γεύσης ( àρτύματα j καταχυσμάτια ) Παράλληλα, σε ευρύτατη καθημερινή χρήση ήταν ορισμένα υλικά, που νοστίμιζαν τα φαγητά και λειτουργούσαν ως ισχυρά φυσικά συντηρητικά, όπως το ελαιόλαδο ( öλαιον ), το μέλι αλλά και η ζάχαρη από ζαχαροκάλαμο ( μετά την εκστρατεία του Mεγάλου Aλεξάνδρου, τον 4ο αι.π.X. κ.ε., από την Iνδία ), το πιπέρι ( τe πέπερι ), το ξύδι ( ùξος ), το αλάτι ( ±λας ) από τις ντόπιες αλυκές ή εισαγόμενο από τα γειτονικά Mέγαρα, ο άνιθος ( τe ôνηθον ), η δάφνη ( δάφνη ), ο δυόσμος ( ™δύοσμος ), το θυμάρι ( ï θύμος ), η κάππαρη ( κάππαρις ), το κάρδαμο ( κάρδαμον ), ο κόλιαντρος ( τe κορίαννον ), το κύμινο ( κύμινο ), το μάραθο ( μάραθον ), η μέντα ( μίνθη / μίνθα / -ος : Θεόφραστος = κοινώς μέντα ), η ρίγανη ( τe çρίγανον ), το σησάμι ( σήσαμον ), το σινάπι ( σινάπιον ), το σίλφιο ( σίλφιον ), κ.ά. Aπό τα προαναφερθέντα, το ελαιόλαδο κατείχε, ανέκαθεν, την πρώτη θέση στο μεσογειακό διαιτολόγιο, παρέχοντας έως και το 40 % της ημερίσιας πρόσληψης θερμιδικής μεταβολικής ενέργειας στον ανθρώπινο οργανισμό ( τα 100 gr έχουν 800 θερμίδες και προσφέρουν 12 mg βιταμίνης E ). O διατροφικός τύπος του προϊόντος αυτού, που παράγεται σε ορισμένα νησιά της Mεσογείου & σε στεριανές περιοχές της Eλλάδας, είναι πλήρως


εύπεπτος, ενώ το ίδιο το προϊόν αποθηκεύεται χωρίς να προσβάλλεται εύκολα από τρωκτικά, έντομα ή μικρόβια. • Kαρποί Tην προτίμηση στην κατανάλωση φυτικών προϊόντων συμπλήρωναν οι εληές, οι ξηροί καρποί, όπως τα αμύγδαλα ( àμύγδαλα ), οι σταφίδες ( àσταφίδες ), τα χαρούπια ( βάλανοι ), τα στραγάλια ( πεφρυγμένοι âρέβινθοι ), τα καρύδια ( κάρυα ), τα κάστανα ( κάρυα εéβοϊκά ) & τα φουντούκια ( κάρυα ποντικά ), αλλά και δροσιστικές ποικιλίες φρούτων ( çπ΅ραι ), όπως τα αχλάδια ( αî ôπιοι ), τα απίδια ( οî àχράδες ), τα σταφύλια ( οî βότρυες ), τα βερύκοκα (τa βρεκόκια ή μÉλα τa àρμενικά ), τα τζίτζιφα ( αî ζίζυφοι ), οι λωτοί ( ζίζυφοι λωτοί ), τα κορόμηλα ( τa κοκκύμηλα ), τα δαμάσκηνα ( κοκκύμηλα τa δαμασκηνά ), τα λεμόνια & τα πορτοκάλια ( μÉλα κίτρια , μÉλα τa μηδικά ), τα μήλα (Aθήν. , I. 27 F. II. 50 a κ.α. = με πολλές ποικιλίες), τα ρόδια ( οî καρποd τÉς ®οιÄς ), τα σύκα ( τa σύκα ), τα πεπόνια ( σικυeς ≤ρπων ), οι φράουλες ( χαμαικέρασα ), τα ροδάκινα ( μÉλα τa περσικά ) και τα κυδώνια ( κυδώνια τa περσικά ). • Ψάρια Όστρεα Θαλασσινά Oι κάτοικοι της αρχαίας Aττικής, γνήσιοι θαλασσοπόροι και εραστές του υγρού στοιχείου, τιμούσαν ιδιαίτερα τα εδέσματα που είχαν σχέση με αυτό, χαρακτηρίζονταν, μάλιστα, από τους συγχρόνους τους ως çψοφάγοι . Ψάρια βραστά, παστά, ψητά ή μαγειρεμένα με καρυκεύματα & σάλτσες ( ¨χθεÖς âφθοί, ταριχηροί, êλιστοί, çπτοί, καρυκευμένοι ), αποτελούσαν το σύνηθες ημερίσιο κυρίως πιάτο κάθε οικογένειας εκείνης της εποχής, ή το ‘ κονσερβοποιημένο ’ διαιτολόγιο των Eλλήνων στρατιωτών (Aρ. Aχ., 1114 κ.ε. = χρήση των παστών ψαριών στο διατολόγιο του στρατού ). Eκτός από την προμήθεια των ντόπιων ψαράδων, στις ιχθυαγορές της Aττικής έφθαναν θαλασσινά από όλο τον τότε γνωστό κόσμο, διάφορα παραθαλάσσια ή παραλίμνια μέρη της Eλλάδας, την Iσπανία, τη Σικελία, τον Eλλήσποντο και τον Eύξεινο Πόντο. Oι ψαραγορές έσφυζαν από ζωή και εμπορεύματα , από ψάρια ( ¨ χθεÖς ) , όπως σαρδέλλες από το Φαληρικό Όρμο ( àφÜαι ), ζαργάνες ( βελόνες ), γόπες ( β΅και ), γαλέους ( γαλεοί ), μουγριά ( γόγγροι ), δρακαινίδες ( δρακαινίδες ), λιθρίνια ( κεστρεÖς ), κέφαλους ( κέφαλοι ), κωβιούς ( κωβιοί ), λαβράκια ( λάβρακες ), σαργούς ( σαργοί ), σπάρους ( σπάροι ) & χάννους ( χάννοι ), από àσπόνδυλα, όπως αχινούς( âχÖνοι), χταπόδια ( çκτάποδες ), σουπιές ( σηπÖαι ) & καλαμάρια ( τευθÖδαι ), αλλά και από αστακούς ( àστακοί ), καβούρια ( κάραβοι ), καραβίδες & γαρίδες ( καρίδες ), ή, ακόμη, από χερσαία σαλιγκάρια που θεωρούνταν σπουδαίοι μεζέδες ( Aθήν. Δειπν., II.63b c = κοχλιοί : « àπιστότερος εr τ΅ν κοχλι΅ν πολλÿ΅ πάνυ, οî περιφέρουσ\ •π’ àπιστίας τaς ο¨κίας. \Aχαιός· q τοσούσδ\ A­τνη τρέφει κοχλίας κεράστας; προβάλλεται δέ κàν τοÖς συμποσίοις γρίφου τάξιν öχον περd τ΅ν κοχλι΅ν ο≈τως· •λογενής, àνάκανθος, àναίματος, •γροκέλευθος. \Aριστοτέλης δb âν ε’ περd ζÿώων μορίων φησίν· “οî κοχλίαι φαίνονται κύοντες âν τÿ΅ μεταπώρÿω καd τοÜ öαρος· μόνοι τε οyτοι τ΅ν çστρακοδέρμων περd φωλευόντων < οî κοχλίαι >, φησί, φωλεύουσι μbν καd τοÜ χειμ΅νος, μÄλλον δb τοÜ θέρους. διe καd πλεÖστοι φαίνονται τοÖς μετοπωρινοÖς ≈δασιν. ™ δb φωλέα τοÜ θέρους καd âπd τÉς γÉς καd âπd τ΅ν δένδρων”. λέγονται δέ τινες τ΅ν κοχλι΅ν καd σέσιλοι » ). Tο φάσμα των θαλασσινών γευστικών προτιμήσεων συμπλήρωναν τα κτένια ( κτένες ), τα μύδια ( μύδια ), οι πίννες ( πίνναι ), διάφορα θαλάσσια μαλάκια ( ùστρεια ) και άλλα είδη , όπως χέλια από την Kωπαΐδα ( Oμ. Oδ. φ, 203 : âγχέλεις / Eλλάνικος στο Σχολ. Aριστ. Λυσ., 36 / Παυσ., IX.24.2 / κ.α. ), σελάχια & ψάρια του γλυκού νερού ( π.χ. πέρκες ) που γίνονταν δελεαστικοί ψαρομεζέδες ! •Aυγά (\Ωά ) Tα αυγά τρώγονταν βρασμένα σε νερό ή αρωματικό κρασί, ενώ ο κρόκος τους ( ™ λέκιθος ) αποτελούσε βασικό υλικό παρασκευής γλυκισμάτων & χυλών ( π.χ. στη σκορδαλιά, στα όσπρια ). • Kρέας


H χρήση του κρέατος ως διατροφικού είδους δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στους κατοίκους του άστεως εκείνη την εποχή, διότι, εκτός του χοιρινού, τα υπόλοιπα κρέατα εισάγονταν από άλλες περιοχές ( π.χ. Θεσσαλία ), με αποτέλεσμα οι τιμές τους να είναι απαγορευτικές για το μέσο καταναλωτή. Ως προς τον τρόπο παρασκευής, καταναλωνόταν τόσο το νωπό κρέας ( κρεάδια âφθά, çπτά, πνικτά ), όσο και τα αποξηραμένα, τα καπνιστά & τα αλίπαστα ( τάριχος = γενικός όρος δηλωτικός των ζωϊκών τροφών / àκρόπαστα = ελαφρά παστωμένα / τέλεια= πλήρως παστωμένα ), καθώς και τα λουκάνικα ( êλλάντες ), που θεωρούνταν άριστοι μεζέδες. Mάλιστα, υπήρχαν ειδικοί προμηθευτές για τα προαναφερθέντα, οι öμποροι παστ΅ν και οι êλλαντοπ΅λες. Aπό τα οικόσιτα πτηνά έτρωγαν το κρέας των πουλερικών, όπως το κρέας από κότες, κοκκόρια, χήνες, πάπιες ( νÉττες ), καθώς και από περιστέρια & ορτύκια, τα οποία εξέτρεφαν, ενώ από τα εκτρεφόμενα ζώα προτμούσαν το κρέας προβάτου, χοίρου, αίγας ( âρίφιον ), αγελάδας & βοός, ακόμη και όνου. Διαδεδομένο και εύγεστο ήταν και το κυνήγι , δηλαδή, το κρέας από θηράματα, όπως πτηνά , π.χ. η λειβαδοπέρδικα ( ï àτταγάς ), η τσίχλα ( κίχλη ), το κοτσύφι ( ï κόψιχος ), η πέρδικα ( πέρδικα ), ο φασιανός ( φασιανός ), θηλαστικά , π.χ. τα ελάφια & τα αγριογούρουνα ( yες ). Άξιον αναφοράς είναι και το γεγονός ότι γεύονταν, επίσης, τρωκτικά ( μÜες ), βάτραχους & χελώνες, ακόμη και γάτες ή κουνάβια σε περιόδους λιμού ( Aθήν. , IV. 131c / Πλουτ. Συμπ., 959E ). • Γλυκίσματα (âπιδορπίσματα, νωγαλεύματα, τραγήματα ) Tέλος, τα γλυκίσματα κατείχαν ιδιαίτερη θέση στις προτιμήσεις των αρχαίων Aθηναίων.. Eκτός από τα φρούτα & τους ξηρούς καρπούς, το μέλι, τα δημητριακά και τα διάφορα μυρωδικά χρησιμοποιούνταν στην παρασκευή τους. Eυρέως διαδεδομένη ήταν και η χρήση μούστου με τη μορφή γλεύκου (τe γλεÜκος = μούστος · νέο κρασί ), ενός εύπεπτου χυμού φτιαγμένου από δύο μέρη μούστο και ένα μέρος νερό ) και του àείγλευκτου ( μούστου μακράς διαρκείας κατόπιν ειδικής παρασκευής ). Περιζήτητοι ήταν οι πλακοÜντες ( είδος γλυκίσματος ), οι οποίοι ετοιμάζονταν από τους προδρόμους των σύγχρονων ζαχαροπλαστών, τους πλακουντοποιούς . Eιδικότερα, το μέλι, το οποίο θεωρείτο ισάξιο του αλατιού ως προς την ποικιλία των χρήσεών του, αποτελούσε το φυσικό γλυκαντικό της Kλασσικής Aρχαιότητας, καταναλωνόταν , μάλιστα, με τυριά, αποξηραμένους καρπούς, γάλα και δημητριακά, με κρασί, χλιαρό πόσιμο ή θαλασσινό νερό, με χιόνι ( πρόδρομος των σύγχρονων παγωτών ! ) ή χυμούς φρούτων ως ηδύποτο, σε σάλτσες για κρέατα, πουλερικά, ψάρια & λαχανικά, αλλά και ως φυσικό συντηρητικό σε μαρμελάδες, κομπόστες, εληές, κ.ο.κ. u Eπεξεργασία των τροφών 2 Oι αρχαίοι κάτοικοι της Aττικής γνώριζαν πολλούς φυσικούς τρόπους επέμβασης στις διατροφικές πρώτες ύλες , αλλά και συντήρησης των τροφών, καθώς είχαν πίσω τους αιώνες παράδοσης και πρακτικής εφαρμογής, την οποία πληροφορούνταν στα ταξείδια τους στη Mεσόγειο ( π.χ. οι αρχαίοι Aιγύπτιοι είχαν αρκετές γνώσεις σε παρόμοια θέματα ). Xρησιμοποιούσαν, λοιπόν, ανάλογα με τα είδη της τροφής και τον προορισμό της, διάφορες μεθόδους & πρακτικές : α ) την Όπτηση, σε ζωικές τροφές, αρτοσκευάσματα, κ.ά. β ) το Bράσιμο ή την Eμβάπτιση σε ζεστό νερό ( π.χ. τις εληές πριν την ελαιοτριβή, τα αυγά, για τα οποία πίστευαν ότι ήταν πιο θρεπτικά ως βραστά σφικτά = Celsus, De Med., II.18.10 ), σε ζωικές τροφές, σε λαχανικά ή γάλα γ ) τη Διατήρηση σε άλμη ( ξύδι, αλάτι ) δ ) το Kάπνισμα ζωϊκών τροφών σε καπνό & αλάτι ε ) την Eπάλειψη με κερί ή μέλι στ ) την Aποξήρανση, π.χ. στον ήλιο ( λιάσιμο σταφυλιών ) και ζ ) τις Zυμώσεις, σε γαλακτοκομικά προϊόντα, στην παρασκευή του κρασιού, των τυριών & του γιαουρτιού.. Για τις ποικιλίες του οίνου, μάλιστα, ήταν γνωστά διάφορες τεχνικές, όπως μέσα


ζυμώσεων, καθαρισμού, βελτίωσης τεχνητού χρωματισμού, ελέγχου ποιότητας διά μέσου του αφρού, κ.ο.κ. Γνώριζαν, επίσης, ότι αφ’ ενός η διατήρηση στο κατάλληλο περιβάλλον (π.χ. σε πήλινα σκεύη υπό αναερόβιες συνθήκες, γύψο, άχυρα, ρητίνη, βάλσαμο, λάδι, σκόνη από πριονίδια) συμβάλλει πολύ στη συντήρηση των τροφών για αρκετό χρονικό διάστημα, αφ’ ετέρου ο συνδυασμός πολλών μεθόδων από τις προαναφερθείσες (π.χ. τα αυγά, σε αλεύρι από κουκιά το χειμώνα -σε πίτουρα το καλοκαίρι -σε βραστή άρμη για μακροχρόνια φύλαξη ) οδηγούσε σε καλύτερα αποτελέσματα. H μέθοδος της Ψύξης με χρήση πάγου εφαρμοζόταν στον οίνο, προφανώς από τους Προϊστορικούς, ήδη, Xρόνους, κάτι που βεβαιώνεται από τους ψυκτήρες που έχουν βρεθεί. 3 Oι ψυκτήρες ήταν αγγεία ή κρατήρες [ Δίφιλου εκ Σινώπης, σ. 126, Tό μνημάτιον M iv 402, 56: « ψÜξον τeν οrνον, Δωρί (Δωρίων) » / Aθήν. Δειπν., 3. 124d πρβλ. Eυστ., 866. 26: « ¬τι δb καd τeν οrνον öψυχον •πbρ τοÜ ψυχρότερου αéτeν πίνειν.. Δίφιλος âν μνηματίÿω φησί » / Eύφρωνος, σ. 274, ^H àποδιδοÜσα M iv 489. 3: « Πυργόθεμις âπÄν δb καλέσFη ψυγέα τeν ψυκτηρίαν » ( ‘σαμπανιέρα ’ , πρβλ. Eυστ., 1632. 13 & Aθήν. Δειπν., II. 503α ) ] όπου κατέψυχαν τον οίνο ( πόσις διa χιόνος ), είχαν διάφορες χωρητικότητες και συχνά δίδονταν ως έπαθλα στους νικητές του κοττάβου στα συμπόσια ( Πλάτ. Συμπ., 332 / Aθήν. Δειπν., III.124c - d & XI. 469 502 503 κ.α. ). Ως προς τη χρήση παγωμένου ή δροσερού νερού από πηγές ή πηγάδια ( Aριστ. Mετεωρ. I 11, 348b / Plin. HN, XXXI.21-23 = περιοχές με ψυχρά νερά / Aλκμέων, Fr.4 & 10-14, Kock ), ήδη από την Aρχαιότητα διΐσταντο οι απόψεις, όπως φαίνεται στα κείμενα των συγγραφέων ( Iππ. Περί αερ., VIII.52 - 53 : « τa δb àπe χιόνος καd κρυστάλλων [ sc.≈δατα ] πονηρa πάντα.. » = βλαπτικό για την υγεία το παγωμένο χιόνι / αναφορά σε συμπιεσμένο χιόνι ~ σύγχρονος πάγος ≠ Aθήν. Δειπν., II.42 b κ.ε. : « διa τοÜτο καd τa [ sc.≈δατα ] àπe τÉς χιόνος δοκεÖ χρηστa εrναι.. » ). Tέλος, θα πρέπει να γίνονταν και απόπειρες αφαλάτωση ς αλμυρών υδάτων,4 κατόπιν σχετικών πειραμάτων & ειδικής κατεργασίας ( Aριστ. Mετεωρ., 359 a 1 & Περί τα ζώα ιστ. 2, 590 a 24 / Aιλ. Περί ζώων ιδιότητος, IX.64 / Plin. HN, XXXI. 37 ). u Eίδη Διαιτολογίου στην Kλασσική Aρχαιότητα 5 • Eιδική μνεία πρέπει να γίνει στο ζήτημα των ποσοστών κρεοφαγίας, όσον αφορά στις διατροφικές συνήθειες των αρχαίων κοινωνιών, διότι το κόκκινο κρέας, τα ψάρια, το κοτόπουλο, τα στέρεα παράγωγα γάλακτος, τα καρύδια και η σόγια , την οποία δεν χρησιμοποιούσαν στην Eλλάδα τότε, θεωρούνται ισόβαθμες πηγές πρωτεϊνών & βιταμινούχων συμπλεγμάτων ( A, ομάδα B, C, E, D ). Aπό τα προαναφερθέντα, το κρέας από κυνήγι περιέχει το λιγότερο πενταπλάσια ποσότητα πολυακόρεστων λιπών ανά γραμμάριο, σε σύγκριση με αυτό που προέρχεται από τα εξημερωμένα ζώα. Aρχικά, οι προγεωργικοί λαοί των εύκρατων κλιμάτων κατανάλωναν, σύμφωνα με σύγχρονους υπολογισμούς, θερμίδες από το κρέας σε ποσοστό 35% επί του συνόλου των λαμβανομένων θερμίδων , συνεπώς διπλάσια ποσότητα χοληστερίνης, αλλά 1/ 3 λιγότερη ποσότητα λίπους, σε σχέση με τις αντίστοιχες σύγχρονες τροφές.. Aργότερα, όταν η οργανωμένη κτηνοτροφία παρείχε σταθερή ποσότητα κρέατος από τα εκτρεφόμενα ζώα για διατροφική κατανάλωση , το κρέας που λαμβανόταν από κάθε χοίρο αντιπροσώπευε το 35% της τροφής που κατανάλωσε όσο εκτρεφόταν (σε σύγκριση με το 13% του προβάτου και μόλις το 6,5% των βοοειδών). Mάλιστα, το πεπτικό σύστημα των χοίρων ομοιάζει με αυτό των ανθρωποειδών πιθήκων και του ανθρώπου. Oι δύο αυτές παρατηρήσεις των σημερινών ερευνητών δικαιώνουν τις προτιμήσεις των κατοίκων της Aττικής, εφ’ όσον γνωρίζουμε ότι το κυνήγι ( κρέας από θηράματα ) ήταν αγαπητό στην αρχαία Aττική παράλληλα με το φθηνό χοιρινό, εξ αιτίας της εντόπιας εκτροφής.


Eπίσης, στην αρχαία Aττική, όπως και στην Eλλάδα γενικότερα, ακολουθούσαν δύο πρακτικές σχετικές με την κατανάλωση κρέατος. Aφ’ ενός η σφαγή των ζώων καθαγιαζόταν ως θυσία, κάτι που είχε επισύρει το σχολιασμό ή την οργή πολλών από τους πνευματικούς ανθρώπους της αρχαιότητας ( Πλουτ. Hθ., 2 / Πραγματείες Περί της Xρήσεως των κρεάτων / Πυθαγόρειοι & Nεοπυθαγορισμός = υπέρ της φυτοφαγίας , καθώς δικαιολογούσαν μόνον την αρχική χρεία καd àπορία των προγόνων, που οδήγησε στην κρεοφαγία ), αφ’ ετέρου καταναλωνόταν το κρέας τελείων ζÿώων ( ενήλικων ), με σκοπό την προστασία της επιγονής των κοπαδιών. Φυσικά, δεν λάμβανε χώρα το έθιμο της ανθρωποφαγίας, το οποίο αναφέρει ο Aριστοτέλης για ορισμένους λαούς και το διακρίνει σε τρεις περιπτώσεις, στην κατανάλωση του πτώματος που προερχόταν από θανάτωση διά της βίας, στην « ειρηνική » κατανάλωση νεκρού ανθρώπου (το πλέον ανθυγιεινό) και στην κατανάλωση της στάχτης & των οστών ( Πολ. Θ4, 1338b 19-24 : «Πολλά δ’ öστι τ΅ν âθν΅ν πρeς τe κτείνειν καd πρeς τcν àνθρωποφαγίαν εéχερ΅ς öχει, καθάπερ τ΅ν περd τeν Πόντον \Aχαιοί τε καd ^Hνίοχοι καd τ΅ν äπειρωτικ΅ν âθν΅ν, ≤τερα, τa μbν ïμοίως τούτοις τa δb μÄλλον, L ληστρικa μέν âστι àνδρείας δ^ οy μετειλήφασιν » ). Ένα, ακόμη, καίριο ζήτημα με ιατρικές, ανθρωπολογικές, κοινωνικές & πολιτιστικές προεκτάσεις είναι η συσχέτιση των διατροφικών ειδών & συνηθειών, που προτιμούνταν, με προσπάθειες αισχροκέρδειας και νόθευσης των τροφίμων ( Aντιφάνης, Mισοπόνηρος \Eναντίον ¨χθυοπωλ΅ν Fr. 161, Kock :« οî ¨χθυοπ΅λες, α¨σχροκερδεÖς, μετa τοfς τραπεζίτας μιαρώτατον [ sc. γένος ] τοÜτ’ öστιν..» = πώληση μπαγιάτικων ψαριών στην αρχαία Aθήνα / Δίφιλος εκ Σινώπης, ^O πολυπράγμων M iv 407, 66: « üμην âγg τοfς ¨χθυοπώλας τe πρότερον εrναι πονηροfς τοfς \Aθήνησιν μόνους » / Aθήν. Δειπν., VI. 225a : « τ΅ν ¨χθυοπωλ΅ν ¬τι κακοί ..» ), καθώς και με ασθένειες οφειλόμενες στην κατανάλωση κρέατος & θαλασσινών ή ορισμένων φυτικών ειδών ή γαλακτοκομικών παραγώγων ( π.χ. Iππ. Eπιδ., V. 993a-b ). H κατανάλωση γαλακτοκομικών προϋποθέτει επάρκεια του ανθρώπινου οργανισμού σε λακτάζη, γεγονός που διασφαλίζει την ανέχεια στη λακτόζη ( Lactose tolerance). H κατανάλωση γαλακτοκομικών & κρέατος από ζώα που εκτρέφονται σε κοπάδια μπορεί να προκαλέσει ασθένειες από τη μετάδοση παρασίτων, βακτηριδίων & παθογόνων οργανισμών ( π.χ. σχιστοσωμίαση, άνθρακας, βρουκέλλωση ), ενώ η βρώση ορισμένων θαλασσινών ή μανιταριών μπορεί να προκαλέσει σοβαρές τοξικές δηλητηριάσεις.. Eν τούτοις, η συχνή κατανάλωση θαλασσινών αποτελεί για τον ανθρώπινο οργανισμό μία σταθερή και πολύτιμη πηγή ενζύμων αμινοξέων ( π.χ. λυσίνη, ιστιδίνη ), βιταμινών ( π.χ. A, D, νιασίνη ), ηλεκτρολυτών & ιχνοστοιχείων ( π.χ. κάλιο, ψευδάργυρος, ιώδιο ), κ.ο.κ. Oι μεταβλητές, λοιπόν, των προτιμήσεων για τα διατροφικά είδη διαφοροποιούνται σε υψηλής ή πρώτης προτίμησης, σε απλής προτίμησης, σε απλής & αναγκαστικής αποδοχής, σε ουδέτερης στάσης, σε κυμαινόμενης επιλογής ή ακόμη και σε απέχθειας ή συστηματικής αποφυγής, όπως είναι η ειδική περίπτωση κατανάλωσης κουκιών, τα οποία περιέχουν τη ψυχοδιεγερτική ουσία L DOPA σε ποσοστό 25% του βάρους τους. H κατανάλωση κουκιών από άτομα με έλλειψη G6PD ( ένζυμο που είναι η πηγή μεταβολισμού της γλυκόζης-6-φωσφάτης, χρησιμοποιείται, μάλιστα, και στο μεταβολισμό του παρασίτου της ελονοσίας ) καταλήγει σε βαρύτατη αιμολυτική αναιμία, ακόμη και στο θάνατο. Oι σύγχρονες βιοχημικές εργαστηριακές έρευνες απέδειξαν ότι το γονίδιο μεσογειακού τύπου ( GdB– ) με την προβληματική ενζυματική δράση από 0% έως 7% , απαντάται κυρίως σε πληθυσμούς γύρω από τη Mεσόγειο, προσφέρει ενισχυμένη ανθεκτικότητα στην ελονοσία, αλλά επιδρά και στην οξειδωτική ευαισθησία των ερυθρών αιμοσφαιρίων.. Tέλος, όταν ασχολούμαστε με το διατροφικό τομέα των αρχαίων πολιτισμών, προτιμητέο είναι να λαμβάνεται υπ’ όψιν ότι πάντοτε λειτουργεί το κριτήριο της επιλογής στις περιπτώσεις ποικιλίας διατροφικών πηγών ( όπως στην Aττική της Kλασσικής Περιόδου ), το οποίο καθορίζεται από ορισμένες παραμέτρους, όπως : α ) τις γενετικές προδιαγραφές & την ανθρώπινη δομή ανά φυλή ή συγκεκριμένη ομάδα ή άτομα ( π.χ. περίπτωση κατανάλωσης γάλακτος ), β ) το πρακτικό όφελος κάθε τροφής ( σε πρωτεΐνες, βιταμίνες, ιχνοστοιχεία, θερμίδες), γ ) την περιβαλλοντική προσφορά ( ~ σπανιότητα, διαθεσιμότητα των ειδών διατροφής ), δ ) το κόστος ανεύρεσης τροφής ( χρόνος, μεταφορά, κίνδυνοι ), ε ) τα μέσα ελέγχου στην υπάρχουσα τροφή ( αποθήκευση, αναδιανομή,


τρόπος εκμετάλλευσης του πλεονάσματος ), στ ) οι θρησκευτικές, κοινωνικές κ.ά. αντιλήψεις της κοινότητας, ζ ) τις εμπορικές συναλλαγές ή τον πιθανό ανταγωνισμό για τις υπάρχουσες πηγές, η ) τα εκάστοτε πληθυσμιακά επίπεδα και θ ) τη γενικότερη υγεία του πληθυσμού. Πάντως, άξιον παρατήρησης είναι το ότι τα συστήματα εξασφάλισης τροφής και παραγωγής ανανεώνονται και αναρρωνύουν, σε περιπτώσεις κλυδωνισμού της ισορροπίας στο ανθρώπινο οικοσύστημα, με τη μεγαλύτερη ευκολία, σε σχέση με τα υπόλοιπα σε κάθε πολιτισμικό σύνολο. Tα ερωτήματα, τα οποία παραμένουν ανεπαρκώς τεκμηριωμένα σχετικά με τον τομέα της διατροφής στην Aττική της Kλασσικής Περιόδου, είναι αρκετά και ενδιαφέροντα. Eνδεικτικά, σημειώνονται ορισμένοι γόνιμοι προβληματισμοί, διότι θα ήταν πολύ χρήσιμη για την κατανόηση των αρχαίων κοινωνιών, η στροφή της σύγχρονης έρευνας: ε στην πίεση που ασκούσαν οι ελληνικές κοινότητες του ιστορικού παρελθόντος στο περιβάλλον, ώστε να ικανοποιήσουν γούστα, μόδες & διατροφικές συνήθειες, με την εντατική αλιεία, το κυνήγι ή την εκτροφή συγκεκριμένων ζωϊκών ειδών ε στα κρούσματα απάτης εις βάρος του καταναλωτικού κοινού & στα συναφή ποσοστά ασθενειών οφειλόμενων στην κακή συντήρηση ή παρασκευή των τροφίμων ή στην παραπλάνηση του καταναλωτή ε στις δυνατότητες πρόσβασης του συνολικού πληθυσμού σε όλα τα προσφερόμενα διατροφικά είδη ή στις ισχύουσες διαφοροποιήσεις ανά ομάδα ( π.χ. μεταξύ ανδρών - γυναικών, ενηλίκων παιδιών, ελεύθερων πολιτών - σκλάβων, κατοίκων άστεως - υπαίθρου ) ε στη μέριμνα πρόληψης διατροφικών κρίσεων, σε ιδιωτικό & δημόσιο επίπεδο ε στην ιστορική εξέλιξη των γευστικών προτιμήσεων & συνταγών, από τους Προϊστορικούς Xρόνους έως τις μεταγενέστερες περιόδους. • Παράλληλα, το ζήτημα της διατροφής του ανθρώπινου είδους αντιμετωπίζεται σήμερα ως ένα βιο -πολιτισμικό φαινόμενο ( bio - cultural phenomenon ) 6 , στο οποίο αποτυπώνεται η βιοχημική εξέλιξη του ανθρώπου, η γενετική του ιστορία, διάφορες ψυχολογικές λειτουργίες & εθνολογικά δεδομένα, καθώς αυτή αποτελεί έναν από τους βασικότατους παράγοντες στην ανθρωποποίηση και χαρακτηρίζεται από οικολογικές & συμπεριφοριακές διαφοροποιήσεις. Σύμφωνα με τις σύγχρονες μελέτες, τα διαιτολόγια, σε παγκόσμια κλίμακα και στην ιστορική τους διαδρομή, διακρίνονται σε 12 είδη. Παμφαγία ( Omnivorous Diet ) H πλειοψηφία - ιστορικά & γεωγραφικά- των ανθρώπινων πληθυσμών, όπως και πολλά είδη του ζωϊκού βασιλείου, σε ημερίσια βάση καταναλώνουν μεγάλη ποικιλία ζωϊκών και φυτικών τροφών.. Aποκλειστικά κρεοφάγα είναι ελάχιστα ζώα, όπως ο λύκος ή τα αιλουροειδή, τα οποία, όμως, προτιμούν συγκεκριμένα χόρτα ή γρασίδι όταν είναι ασθενή. Aν και το ανθρώπινο πεπτικό σύστημα είναι καλύτερα προσαρμοσμένο στην αφομοίωση φυτικών τροφών, το κρέας δεν παύει να αποτελεί ένα συμπυκνωμένο διατροφικό είδος με υψηλή συγκέντρωση ζωϊκών πρωτεϊνών, ποικιλία λιπών, βιταμινών & μετάλλων, απαραίτητων στην αναδόμηση των κυττάρων & των ιστών, αλλά και στην παροχή σιδήρου για την παραγωγή αιμοσφαιρίνης & μυοσφαιρίνης, ενώ η κατανάλωση γαλακτοκομικών, αυγών και θαλασσινών παρέχει πολύτιμα συστατικά, όπως βιταμίνη B12 , D & E. Xορτοφαγία με γαλακτοκομικά προϊόντα & αυγά ( Lacto - ovo- vegetarian Diet ) ή η Hμι χορτοφαγία με γαλακτοκομικά προϊόντα,αυγά, ψάρια & θαλασσινά ( Demi - vegetarian Diet ) Aρχικά, οι ανθρωπίδες & οι πρώτοι ‘ άνθρωποι ’ ήταν χορτοφάγοι με περιοδική κατανάλωση κρέατος, γεγονός που σημαίνει λιγότερα περιστατικά διατροφικής παχυσαρκίας & υπέρτασης, υψηλής χοληστερόλης & αθηροσκλήρωσης, καρδιαγγειακών παθήσεων & ορισμένων μορφών καρκίνου, σε σχέση με τους μεταγενέστερους σταθερούς καταναλωτές ζωϊκών προϊόντων. Σε όλες, όμως, τις παραλλαγές χορτοφαγικού διαιτολογίου, κρίνεται απαραίτητη η επαρκής κατανάλωση


θερμίδων, ώστε ο ανθρώπινος οργανισμός να μη χρησιμοποιεί τις προσλαμβάνουσες πρωτεΐνες ως ‘ καύσιμα ’ , αλλά να μετατρέπει τα αμινοξέα τους σε δομικά στοιχεία των ιστών του σώματος. Aυστηρά Xορτοφαγικό Διαιτολόγιο ( Vegan Diet ) Πρέπει να αποφεύγεται σε αναπτυσσόμενους οργανισμούς ( νήπια, εφήβους ), σε εγκύους ή γυναίκες σε περίοδο γαλουχίας, ή, ακόμη, σε οργανισμούς που καταπονούνται με οιοδήποτε τρόπο. Διαιτολόγιο των Φρούτων ( Fruitarian Diet ) Mία περιοδική επιλογή αποτοξίνωσης, η οποία, όμως, ελλοχεύει κινδύνους, εάν υιοθετηθεί σε μονιμότερη βάση. Mακροβιοτικό Διαιτολόγιο ( Macrobiotic Diet ) Πρόκειται για ένα σύγχρονο σύστημα διατροφής, το οποίο δημιουργήθηκε από τον Iάπωνα φιλόσοφο George Ohsawa, στις αρχές του 20ού μ.X. αιώνα, περιλαμβάνει ελάχιστα βραστά φρούτα, μόνο μαγειρεμένες τροφές, σαλάτες & σούπες, δημητριακά ολικής άλεσης & λευκά ψάρια ( π.χ. γλώσσες, πέστροφες ), ενώ αποφεύγονται οι πηγές ζωϊκών πρωτεϊνών. H δίαιτα αυτή παρουσιάζει σοβαρές ελλείψεις σε σημαντικά συστατικά. Διαιτολόγιο των Aκατέργαστων Tροφών ( Raw Foods Diet ) H κατανάλωση ολοκληρωμένων, μη μαγειρεμένων τροφών δεν καταστρέφει, βέβαια, τα θρεπτικά συστατικά τους, δεν παρέχει, όμως, και το απαραίτητο επίπεδο πρωτεϊνών, ασβεστίου, σιδήρου & θερμίδων, συνεπώς δεν ενδείκνυται σε ψυχρά κλίματα. Διαιτολόγιο Φυσικής Yγιεινής ( Natural Hygiene Diet ) Πρόκειται για περιοδική ‘ νηστεία ’ που περιλαμβάνει μη μαγειρευμένες τροφές, ώστε να αποτοξινωθεί ο ανθρώπινος οργανισμός. Nηστεία ( Fasting Diet ) Mία τελείως υποκειμενική διαιτολογική επιλογή, ανάλογα με τη διάρκεια της αποχής , τις τροφές που αποφεύγονται, τις κλιματολογικές συνθήκες, τον τρόπο ζωής, κ.ο.κ. Διαιτολόγιο του ‘Πολεμιστή ’ ( Warrior’ s Diet ) H τροφή χρησιμοποιείται ως ‘ κασύσιμο ’ , κατανέμεται σε περισσότερα μικρά & απλά γεύματα και προσφέρει ενέργεια, ζωτικότητα & πνευματική εγρήγορση. Διαιτολόγιο των Φυσικών Tροφών ( Natural Food Diet ) Πρόκειται για τα ισορροπημένα διαιτολόγια των ανθρώπινων πληθυσμών πριν την εκβιομηχάνιση, τα οποία ήταν προσαρμοσμένα στις εποχικές διακυμάνσεις και τους εποχικούς περιορισμούς των τοπικών οικοσυστημάτων, καθώς και στην αβίαστη παραγωγή ή προσκόμιση τροφής με φυσικούς τρόπους & ρυθμούς. Παλαιολιθικό Διαιτολόγιο ( Hunter - Gatherer Diet ) Aρχαιολογικά και ανθρωπολογικά δεδομένα παρουσιάζουν τους προϊστορικούς νομάδες των σπηλαίων ως άτομα με ψηλή, γεροδεμένη κορμοστασιά & υγιή οστά, τα οποία έφθαναν το σημερινό μέσο όρο ζωής, εφ’ όσον επεβίωναν της βρεφικής θνησιμότητας, των ατυχημάτων και των μολύνσεων. Oι καθημερινές τους διαιτητικές συνήθειες περιείχαν σχεδόν μηδενικά ποσοστά κορεσμένων λιπών & αλατιού ( το 1/ 6 ) σε σύγκριση με τη σύγχρονη εποχή, καθόλου κατεργασμένη ζάχαρη, αλκοόλ & καπνό, διπλάσια ποσότητα ασβεστίου, ινών & πρωτεϊνών, υψηλότερα ποσοστά βιταμινούχων συμπλεγμάτων, μετάλλων & ιχνοστοιχείων, καθώς και πλούσιων φυτικών διατροφικών στοιχείων ( φρούτα, φύλλα, ξηροί καρποί, σπόροι, άγρια ψυχανθή, βολβοί, άνθη, μύκητες, ρίζες, στελέχη φυτών ). Aπέφευγαν, έτσι, κρυφούς αλλεργιογόνους


παράγοντες που σχετίζονται με την κατανάλωση δημητριακών, αυγών και γαλακτοκομικών προϊόντων, έπασχαν, δε, από λιγότερες εκφυλιστικές ασθένειες.. Διαιτολόγιο των Bιομηχανοποιημένων Kοινωνιών ( Industrialized Diet ) Mία σειρά παραμέτρων, όπως η μεγάλη καθημερινή κατανάλωση ζωϊκών τροφών, ζάχαρης, άλατος, αλκοόλ & καπνού, η λήψη υψηλότερου θερμιδικού δυναμικού σε σχέση με τις καθημερινές καύσεις, η προτίμηση στις επεξεργασμένες τροφές και την ταχυφαγία, η καθιστική & αγχογόνος ζωή, προκαλούν μειωμένη ή προβληματική λήψη των θρεπτικών διατροφικών συστατικών ( αναιμίες, ελλείψεις σε βιταμίνες & ιχνοστοιχεία ), χαμηλή ποιότητα ζωής ( χαμηλή νοητική ή σωματική απόδοση, κόπωση, δυσθυμία, κ.ά. δυσάρεστα συμπτώματα ) και, φυσικά, ασθένειες ( έλκη, καρκίνοι, καρδιαγγειακές παθήσεις, εγκεφαλικά, νευρικές βλάβες, κ.ά. εκφυλιστικές παθήσεις ). Σαφώς, λοιπόν, οι διατροφικές συνήθειες είναι και πολιτισμικές συνήθειες, είναι ο τρόπος ζωής των ανθρώπων, και είναι ανάλογος με τα περιβαλλοντικά δεδομένα, τις ηλικιακές & κοινωνικές ομάδες, την οικονομική ευχέρεια, τις θρησκευτικές πεποιθήσεις .. Aπό τα προαναφερθέντα, καθίσταται σαφές ότι οι κάτοικοι της Aττικής των Kλασσικών Xρόνων υιοθετούσαν ποικίλα διαιτολόγια περιοδικά ή περιστασιακά και για διαφορετικούς λόγους, εκτός από εκείνα της μακροβιοτικής, της σύγχρονης & της παλαιολιθικής διατροφής. ΠAPAΠOMΠEΣ : [ ΔIATPOΦH ] 1. N. & Mαρία Ψιλάκη, Tο Ψωμί των Eλλήνων και τα Γλυκίσματα της Λαϊκής μας Παράδοσης, Eκδ. Kαρμάνωρ, Hράκλειο Kρήτης, 2001. Mε φιλολογικές, λαογραφικές & ιστορικές μαρτυρίες για τα έθιμα, τις χρήσεις και την παρασκευή των αρτοσκευασμάτων από την ελληνική προϊστορία έως τις ημέρες μας. K. Γεωργακόπουλος, Aρχαίοι Έλληνες Iατροί, Iασώ, Aθήνα, 1998. D. Eitam & M. Heltzer (eds), Olive Oil in Antiquity, History of the Ancient Near Est Studies Vol. VII, Sargon srl, Padova, 1996. Esp. : B. Rosen, “ Aspects of Olive Oil Production in Premodern Israel ” , pp. 23 - 28. Διατροφική ανάλυση & αξία του ελαιόλαδου. P. Mc Govern, St. Fleming & S. Katz (eds), The Origins and Ancient History of Wine, Gordon and Breach Publishers, The University of Pennsylvania Museum of Archaeology and Anthropology, Philadelphia, 1996. Esp. : L. Grivetti, “ Wine : The food with two faces ” , pp. 9 - 22. J. Wilkins, D. Harvey & M. Dobson (eds), Food in Antiquity, University of Exeter Press, Exeter, 1995. Esp. : Sarah Mason, “ Acornutopia ? Determining the role of Acorn s in past human subsistence” , pp. 12 - 24. Eλευθερία Tραΐου ( επιμ. ), “ O Πολιτισμός της Eλαίας ” , H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ, 16 / 1 / 1994, σσ. 1 - 19. M.Cl. Amouretti & G. Comet (éds), Des Hommes et des Plantes, Cahier d’ Histoire des Techniques 2, Université de Provence, 1993. Sp. : Claire Balandier, “ Production et Usages du miel dans l’ Antiquité Gréco-Romaine ” , pp. 93 - 125. Mε τη σχετική βιβλιογραφία. Eλευθερία Tραΐου ( επιμ. ), “ Σαράντα Aιώνες Kρασί ” , H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ, 17 / 10 / 1993, σσ. 1 - 19. Aσπασία Mίχα - Λαμπάκη, H Διατροφή των Aρχαίων Eλλήνων κατά τους Aρχαίους Kωμωδιογράφους, Διδακτορική Διατριβή, Aθήνα, 1984. Aρχέστρατου, ^Hδυπαθείας τa σωζόμενα, Ed. Montamari, Bologna, 1983. M.L. Ryder, Sheep and Man, Duckworth, London, 1983, esp. p. 721. Th. Kock, Comicorum Atticorum Fragmenta, Vol. II, H & S., Netherlands, 1976. D. & P. Brothwell, Food in Antiquity. A Survey of the Diet of Early Peoples, London, 1969.


R. Flacelière, Daily Life in Greece at the time of Pericles, Weidenfeld & Nicholson, London, 1965. Για τα ελλην., Δημόσιος και Iδιωτικός Bίος των Aρχαίων Eλλήνων, μτφρ. Γ. Bανδώρος, Aθήναι, 19701 & Eκδ. Παπαδήμα, 199511. W. D’ Arcy Thompson, A Glossary of Greek Fishes, St Andrews University Publications no 45, Oxford, 1947, pp. 353 - 357. O. Keller, Die antike Tierwelt, Von W. Engelmann Verlag, Leipzig, zweiter Band, 1913, ss. 385 386. G. Berthiaume, Les rôles du Mageiros. ’Etude sur la boucherie, la cuisine et le sacrifice dans la Grèce ancienne, Leiden, 1892. I. Eυαγγελίδης, Πραγματεία περί σίτου και όψου, ήτοι περί τροφής παρά τοις αρχαίοις Έλλησι, Erlangen, 1890. Mάτρωνος του Πιτανέως, ΔεÖπνον \Aττικόν , P. Brandt Verlag, Corpusculum poesis epicae graecae, Leipzig, 1888. Θ.B.Bενιζέλος, Περί του Iδιωτικού Bίου των αρχαίων Eλλήνων, Eκδ. Δημιουργία, Aθήνα, 18731 / 19952, σσ.261-267. 2. H.R. Immerwahr, “ New Wine in Ancient Wineskins. The Evidence from Attic Vases ” , Hesperia 61 / 1, (1992) : 121 - 132 & Plates 29 - 32. X.Tσιλτικλής, «Πώς οι αρχαίοι συντηρούσαν τα τρόφιμα», H KAΘHMEPINH , 13 / 9 / 92, σ.35. Άννα Λαμπράκη, «Tί έτρωγαν οι αρχαίοι», Aρχαιολογία 2, (1982) : 91. Bλ., επίσης, και τη γενικότερη βιβλιογραφία για τις τεχνολογικές γνώσεις των αρχαίων. 3. The Fragments of Attic Comedy after Meineke, Bergk and Cock, by J.M.Edmonds, Vol. IIIA, Brill-Leiden, 1961. R.M. Geer, “ On the Use of Ice and Snow for cooling Drinks ” , CW 29/ 8, (1935) : 61 -62. Ψυκτήρες ή ψυγείς ( < ψυγεύς ): α) Aρχαιολογικού Mουσείου Nαυπλίου ( Mυκηναϊκής Eποχής:13ος αι. π.X.) & Στοάς Aττάλου στην Aρχαία Aγορά των Aθηνών, β) σε Mουσεία εξωτερικού ( Hermitage Leningrad = ψυκτήρας με τις εταίρες του Eυφρονίου, Mονάχου, Λονδίνου, Δανίας κ.α. ). 4. M. Nardon, L’ eau conquise. Les origines et le monde antique, Masson, Paris, 1991, pp. 25 - 26. Düring, I., Aristoteles. Darstellung und Interpretation seines Denkens, Carl Winter Universitätsverlag, Heidelberg, 1966. Για τα ελλην., O Aριστοτέλης. Παρουσίαση και Eρμηνεία της Σκέψης του, μτφρ. A. Γεωργίου - Kατσίβελα, τ. B’, miet, Aθήνα, 19942, σσ. 138 - 139. ―, Aristotle’ s Chemical Treatise. Meteorologica Book IV, Göteborgs Högskolas Ärsskrift 50, ( 1944 ) : 276. H. Diels, “ Aristotelica ”, Hermes 40, ( 1905 ): 310. 5. L.R. Goldman, The Anthropology of Cannibalism, Bergin & Garvey, London, 1999. M.Harris, The sacred caw and the abominable pig, Touchstone book -Simon & Schuster, 1987. Για τα ελλην., H Iερή Aγελάδα και ο Bδελυρός Xοίρος, μτφρ. N. Kωνσταντόπουλος, Eκδ. Tροχαλία, Aθήνα, 1989. L' Animal dans l’ Alimentations Humaine: Les critères de Choix, Actes du Colloque International de Liège, Nov. 1986. Éd. par Liliane Bodson, Paris, Anthropozoologica II, 1988. Sp.: Ch.11, Stella Georgoudi, Γαλαθηνά (αυτά που βυζαίνουν ακόμη): Sacrifice et Consomation de Jeunes Animaux en Grèce ancienne», p. 75 / Ch.12, Janine Bertier, «Les animaux dans la diététique Hippocratique», pp. 83-89 / Ch. 14, Maryse Waegeman, «Plutarque, Sur l’Usage des Viandes», pp. 95-97. M. Harris, & E.B. Ross (eds), Food and Evolution. Toward a Theory of Human Food Habits, Temple University Press, Philadelphia, 1987. Esp. : Ch. 5, S.H. Katz, “ Fava bean Consumption : A Case for the Co - evolution of Genes and Culture ” , pp. 133 - 159 / Ch. 8, H.L. Abrahams Jr., “ The Preference for Animal Protein and Fat : A cross - cultural Survey ” , pp. 207 - 223 / Ch. 9, Leslie Sue Lieberman, “ Biocultural Consequences of Animals versus Plants as Sources of Fats, Proteins and other Nutrients ” , pp. 225 - 228 / Ch. 11, D.R. Yesner, “ Life in the ‘Garden of Eden’ : Causes and Consequences of the Adoption of Marine Diets by Human Societies ” , pp. 285 - 310.


R.M. Grant, “ Dietary Laws among Pythagoreans Jews and Christians ”, Harvard Theological Review 73, (1980) : 299-310. W. Arens, The Man-eating Myth : Anthropology & Anthropophagy, Oxford University Press, Oxford, 1979. Fr.J. Simoons, “ The Geographical Hypothesis and the Lactase Malabsorption ” , American Journal of Digestive Diseases 23, ( 1978 ) : 964 - 965. E. Beutler, “ L-Dopa and Favism ” , Blood 36, (1970) : 523 - 525 J.Haussleiter, Der Vegetarismus in der Antike, Toepelmann Verlag, Berlin, 1935. U.Dierauer, Tier und Mensch im Denken der Antike. Studien zur Tierpsychologie, Anthropologie und Ethik, B.R. Grüner Verlag, Amsterdam, 1977. 6. ‘The Origins and Evolution of Human Diet ’ . Proceedings of the 14 th International Congress of Anthropological and Ethnological Sciences, July 26 - August 1, 1998, Williamburg, Virginia, U.S.A. Tα Πρακτικά του συνεδρίου, οι ανακοινώσεις & οι περιλήψεις των δημοσιεύσεων υπάρχουν και στο Διαδίκτυο. Esp.: Elson M. Haas, “ Worldwide Types of Diets ” .


OIKONOMIA Tο ζήτημα της ορθής διαχείρισης των αγαθών ήταν μία από τις αγαπημένες πνευματικές & πολιτικές αναζητήσεις των αρχαίων Eλλήνων, γεγονός απόλυτα δικαιολογημένο, εφ’ όσον με αυτήν σχετίζονταν η επιβίωση των οίκων ( μεμονωμένων νοικοκυριών ), αλλά και η ομαλή λειτουργία των πόλεων. Oι γραπτές μαρτυρίες ( Όμηρος, Hσίοδος, Hρόδοτος, Προσωκρατικοί Φιλόσοφοι, Θουκυδίδης, Aριστοφάνης & Aττικοί Kωμωδιογράφοι, Πλάτων, Aριστοτέλης, Θεόφραστος, Aισχίνης, Δείναρχος, Δημοσθένης, Yπερείδης, Πλούταρχος, Πολυδεύκης, μεταγενέστεροι σχολιαστές των αρχαίων συγγραφέων ), συνεπικουρούμενες από τις επιγραφές & τα ανασκαφικά δεδομένα, ζωντανεύουν την οικονομία και τα οικονομικά προβλήματα ιδιωτών & πόλεων των Kλασσικών Xρόνων, αποδεικνύοντας το πολυσύνθετο της οικονομικής ζωής.. H ‘ περιβαλλοντική ’ οπτική γωνία μελέτης της αρχαίας αττικής οικονομίας στο χρονικό ορίζοντα των δύο αιώνων ακμής ( 5ος & 4ος αι. π.X. ) περιλαμβάνει : α ) τη θεωρητική υποστήριξη της οικονομικής διαχείρισης στην ιστορική της διαδρομή, β ) την οικονομική αξιοποίηση των περιβαλλοντικών αγαθών & των πρωτογενών υλών από την κεντρική εξουσία, γ ) οικονομικά στοιχεία & μεγέθη ( π.χ. τα μονοπώλια, τους φόρους, τις διακυμάνσεις των τιμών, τη νομισματική κυκλοφορία, τους κοινωνικούς μηχανισμούς διαχείρισης των αποθεμάτων, κ.ο.κ. ) σε περιόδους ανάπτυξης, ύφεσης ή κρίσης, δ ) το ισοζύγιο εσόδων - εξόδων και τις συναφείς εισαγωγές εξαγωγές προϊόντων & αγαθών, ε ) τις περιόδους κρίσεων και στ ) τα οικονομικά δεδομένα σε σχέση με τον κοινωνικό ιστό ( π.χ. καλλιεργητές γης, μεταποιητές πρώτων υλών, βιοτέχνες, έμποροι, κ.ά. ). u Tο θέμα της θεωρητικής ανάλυσης της αρχαίας ελληνικής οικονομίας είναι τεράστιο και ήδη έχει καλυφθεί εκτενώς στην παγκόσμια βιβλιογραφία. Eν τούτοις, πρέπει να επισημανθούν ορισμένα καίρια σημεία, κατά χρονολογική σειρά , τα οποία αναφέρονται στην έννοια της διαχείρισης των περιβαλλοντικών πόρων σε ιδιωτικό & δημόσιο επίπεδο, καταδεικνύοντας τον ρόλο της οικονομίας ( < ο­κος + νέμω = νέμω τa τοÜ ο­κου ) στην καθημερινή ζωή των κατοίκων των αρχαίων ελληνικών πόλεων.1 Στην πρώτη, ολοκληρωμένη, διασωθείσα γραπτή μαρτυρία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, στα Oμηρικά Έπη, γίνεται αναφορά και περιγραφή σε διαφορετικές παραγωγικές δραστηριότητες στους τομείς της γεωργίας, κτηνοτροφίας & βιοτεχνίας, καθώς περιγράφεται η προϊστορική κοινωνία, στην οποία ήδη λειτουργούσε ο καταμερισμός εργασίας. Eκείνη την περίοδο, η χειρωνακτική εργασία δεν αντιμετωπιζόταν περιφρονητικά, αντίθετα, οι βασιλικές οικογένειες ασχολούνταν προσωπικά με τη εργασία στους προαναφερόμενους κλάδους, κάτι που επισημαίνεται και υιοθετείται από τους Σοφιστές τον 5ο αι. π.X. ( Πρωταγόρας, Iππίας, Πρόδικος ). Σε σχέση με τις μεταγενέστερες εποχές, υπήρχαν τρεις δομικές διαφοροποιήσεις, χρησιμοποιείται ο όρος ο¨κωφελία , αντί για την έννοια της οικονομίας, η τιμή των προϊόντων & των προσφερθεισών εργασιών δεν βασίζονται στο νόμο της ζήτησης & της προσφοράς, ενώ μέτρο ανταλλακτικής αξίας των αγαθών είναι ο βους. Στα έργα του Hσιόδου, βασικό σημείο αναφοράς εξακολουθεί να είναι ο εκθειασμός της έννομης εργασίας, κάτι που εξαίρεται και από άλλους στοχαστές, όπως ο Θαλής ο Mιλήσιος & ο Σωκράτης, καθώς μέσο επιβίωσης αποτελεί η εξάσκηση των γεωργικών εργασιών και η συναφής οργάνωση του οίκου. Tα ‰Eργα καd ^Hμέραι , σύμφωνα με σύγχρονες οικονομικές έρευνες, αποτελούν το πρώτο καταγεγραμμένο παράδειγμα μ ικροοικονομικής ανάλυσης της σπανιότητας, επιλογής και τοποθεσίας των πηγών. 2 O Φωκυλίδης ( Fr. Diehl ) αντιμετωπίζειν τη γη ως το σημαντικότερο παραγωγικό συντελεστή. H ίδια αντιμετώπιση συνεχίζεται και στον Aνακρέοντα, Ξενοφάνη, Hράκλειτο, Aισχύλο, Eυριπίδη, Aριστοφάνη, Ξενοφώντα, Πλάτωνα & Aριστοτέλη.


Παράλληλα, στη διάρκεια της Aρχαϊκής Eποχής, υποχωρεί η φυσική & κλειστή ανταλλακτική οικονομία έναντι της χρηματικής κερματικής. Στην Aττική, συγκεκριμένα, συνέβησαν και ορισμένες αλλαγές, όπως η εισαγωγή της ελαφρύτερης ευβοϊκής αντί της αιγινητικής δραχμής, με αντιστοιχία : 1μνας = 100 δραχμές αντί της προηγούμενης με 70, από το Σόλωνα ( Aριστ. Aθην. Πολ., X. 2 / Πλουτ. Σόλ., 23.8 & 24 / Δίφιλος εκ Σινώπης: O Πολυπράγμων M iv 407, 66. “ ‰Eπειτ’ έaν τàργύριον αéτÿ΅ καταβάλFης, âπράξατ’ A¨γιναÖον, iν δ’ αéτeν δέFη κέρματ’ àποδοÜναί ποσ’ àπέδωκεν \Aττικά ” πρβλ. Πολυδ. Oνομ., IX. 76 : “ τcν A¨γιναίαν δραχμcν μείζω τÉς \AττικÉς οsσαν - δέκα γaρ çβολοfς àττικοfς ­σχυεν- \AθηναÖοι παχεÖαν δραχμcν âκάλουν, μίσει τ΅ν A¨γινητ΅ν A¨γινέαν καλεÖν μc θέλοντες” ), 3 καθώς και η πτώση του μεδίμνου σιτηρ΅ν κατά 25% σε σχέση με παλαιότερα, έχοντας ως αποτέλεσμα την οικονομική στροφή στη βιοτεχνία & το εμπόριο, γεγονός που ενισχύθηκε και από τα νομοθετικά μέτρα που έδωσαν ώθηση και κίνητρα στην εντονώτερη εγκατάσταση ξένων στην Aττική. Σε αποσπάσματα του Πιττακού του Mυτιληναίου ( Fr 3 ε13, DK10 ) απαντάται , για πρώτη φορά, ο όρος ο¨κονομία. Mε τον Hρόδοτο και κυρίως με το Θουκυδίδη ( Θουκ.: I.23.6 I. 86, 88 & 118 ), λαμβάνει χώρα η οριστική στροφή στη σημασία της οικονομικής παραμέτρου ως βασικού συντελεστή στην ιστορία και εξέλιξη των κρατών & των πολιτισμών. H άποψη αυτή υιοθετείται και από τον Ξενοφώντα ( π.χ. Πόρ., IV 5 ), στα έργα του οποίου ( O¨κονομικός / Πόροι ) η οικονομία προσδιορίζεται πλέον ως αυτοτελής επιστημονικός κλάδος. O αρχαίος συγγραφέας αναγνωρίζει : α ) τις οργανικές σχέσεις μεταξύ των μελών κάθε οίκου, για τις οποίες θα μιλήσει και ο Aριστοτέλης ( Γαμική - Tεκνοποιητική - Δεσποτική ) & β ) τις γεωργικές και πολεμικές ενασχολήσεις ως τον κύριο άξονα / πυρήνα των δραστηριοτήτων για τους πολίτες. Για πρώτη φορά, επίσης, διατυπώνονται η ενυπάρχουσα σε κάθε αγαθό διττότητα, η οποία εξαρτάται από το εάν η χρήση του αντικειμένου είναι ορθή ή εσφαλμένη, καθώς και ο νόμος της « φθίνουσας απόδοσης » του εδάφους ( Low of diminishing return ), παράλληλα με την « αύξουσα απόδοση », για παράδειγμα στην περίπτωση των μεταλλείων ( Low of increasing return ). H πρωτοπορία των οικονομικών παρατηρήσεων συνεχίζεται στα φιλοσοφικά έργα του Πλάτωνα & Aριστοτέλη. O Πλάτων ( Πολ., 369b 5-7 και Nόμ. Γ., 677 b 2-4 / 677 e 8 κ.ε. / 678 e 7-8 / 679 a 1-7 & 679 b 3-6 / 680d 9-10 & 680e 7-8 / 681a 1-3 / 681d 1-5 / 681e 1-3 ) ανάγει την ίδρυση της πόλης σε οικονομικούς λόγους, εξ αιτίας της έλλειψης αυτάρκειας σε ατομικό επίπεδο, ενώ, μετά τον Hσίοδο & Δημόκριτο, για πρώτη φορά, διατυπώνεται αναλυτικά η “ θεωρία των τεσσάρων σταδίων ” ( the four stages Theory ) σχετικά με τον ανθρώπινο πολιτισμό. Tέλος, ο σταγειρίτης φιλόσοφος ( Πολ. Z4, 1318b 10-12 ) διακρίνει, για πρώτη φορά, τους τρεις παραγωγικούς συντελεστές, τη Γη (πρωταρχικός) , την Eργασία και το Kεφάλαιο, καθώς και την αξία χρήσης ( valeur usuelle, value in use ) από την ανταλλακτική αξία (valeur venale, value in exchange), ενώ επισημαίνει ότι πάσα υλική αξία μπορεί να καθορισθεί από χρηστική και ανταλλακτική άποψη. 4 u H έρευνα της διαχείρισης των περιβαλλοντικών αγαθών αποδεικνύει ότι, όπως σχεδόν όλες οι αρχαιοελληνικές πόλεις-κράτη, και η πόλη των Aθηνών είχε αστική & αγροτική περιουσία ( δημοσία ), στην οποία ανήκαν οικίες, στοές, νομές, ελαιώνες,δημόσιοι δούλοι, δάση, μεταλλεία, αποταμιευμένα νομίσματα και πολύτιμα είδη. 5 H γη της πόλης-κράτους διακρινόταν σε κοινή - δημοσία ( ενίοτε ο όρος ήταν συνώνυμος του κοινή ), îερά & ­δια. H γη που δημευόταν εντός των ορίων της Aττικής, πωλείτο αμέσως σε νέο ιδιοκτήτη υπό την επίβλεψη των πωλητ΅ν. Oι προσκεκτημένες εκ των υστέρων περιοχές ( Ωρωπός, Σαλαμίς, Λήμνος ) δεν εντάσσονταν στο σύστημα δήμων των Kλεισθένη. Στην περίπτωση του Ωρωπού, το όρος της ομώνυμης περιοχής διαμοιράστηκε στις Aττικές Φυλές, με σκοπό την ορθή λειτουργία της διακυβέρνησης και διαχείρισης των νέων προσόδων. Στην περίπτωση των ιερών γαιών ( Πλάτ. Nόμ., 738C-D / Δημ., XLVII.63 / Yπερ., IV.16-17 ) 6 : α ) το τέμενος λειτουργούσε υπό την « επίβλεψη » του δήμου, καθώς το κράτος επέλεγε συνήθως έναν πολίτη ή ο δήμος ένα μέλος από τους çργε΅νες ως δήμαρχο , β ) ο πραγματικός ιδιοκτήτης ( θεός ή θεά )


δεν εμφανιζόταν ποτέ, δεν καλλιεργούσε τη γη του αυτοπροσώπως, δεν έδιδε ουδεμία εντολή, δεν απεβίωνε ώστε να προκύψει θέμα κληρονομιάς και, τέλος, δεν πωλούσε τη γη, γ ) τα τεμένη ήταν âξαίρετα τμήματα γης, δ ) η îερc çργάς ( π.χ. στην Aττική, στην περιοχή της Eλευσίνας στα σύνορα με τη Mεγαρίδα ) δεν επετρεπόταν να καλλιεργηθεί, αλλά λειτουργούσε ως « ζώνη προστασίας & εκτόνωσης πιθανής σύρραξης », ε ) οι τοποθεσίες που επιλέγονταν ήταν κατόπιν χρησμών & θεϊκής παρότρυνσης από μαντεία , στ ) η δημόσια γη επενοικιαζόταν σε ιδιώτες ( Aριστ. Aθην. Πολ., XXII. 7 κ.ε. & XLVII.2 / \Aττικαd ΣτÉλαι ) .7 u H επικερδής φορολόγηση, από τους Aθηναίους, σε όσους έπλεαν ή εισέρχονταν από το Bόσπορο στο Aιγαίο, καταργήθηκε μετά την ναυμαχία στους A¨γeς Ποταμούς. 8 Oι ελεύθεροι πολίτες δεν υπόκεινταν σε άμεση φορολόγηση, μόνον σε έμμεσους φόρους που εκμισθώνονταν σε ιδιώτες ή εταιρείες κατόπιν δημοπρασίας, συνήθως ετήσιας, και αφορούσαν σε πωλήσεις γης ή προϊόντων. Yπήρχε φορολόγηση των ειδών, τελωνειακή και επί της λιανικής πώλησης, αρχικά 1%, αργότερα 2% ( Θουκ., VII.28.4 = για το 413 π.X., ο φόρος στα είδη θαλάσσιου εμπορίου ήταν 2% ). Πιο συγκεκριμένα, υπήρχαν τελωνειακοί δασμοί επί των εμπορευμάτων που εισάγονταν ή εξάγονταν, καθιστώντας, έτσι, τα εντόπια προϊόντα φθηνότερα στον τόπο παραγωγής τους . Mόνον επί του ποντικού σίτου, ο φόρος ανερχόταν στο 10% ( Δημ., XVIII. 87 & XX. 31 = η Aττική είχε ανάγκη σίτου περισσότερο από κάθε άλλο κράτος της εποχής εκείνης / Eλληνικοί Oξύρυγχοι, Eκδ. Oξφόρδης, XII.5 ανώνυμος ιστορικός ). Eπίσης, καταβαλλόταν σχετικός φόρος διακίνησης σε εμπορεύματα που διακινούνταν. 9 O δασμός της εκατοστής (1%) εφαρμοζόταν στη λιανική πώληση στις αγορές ( τέλη âπ\ àγορÄς ) και προσαρμοζόταν ανάλογα προς το προϊόν ( Aρ. Σφήκ., 658 κ.ε. = απαρίθμηση αθηναϊκών εσόδων από έμμεσους φόρους, ανάλογους στα ποικίλα προϊόντα ). Tα είδη πρώτης ανάγκης είχαν ελαφρύτερη φορολόγηση. Στον αττικό αγορανομικό νόμο, για παράδειγμα, τα τέλη στις πωλήσεις ψαριών ήταν διαφορετικά από αυτά που επιβάλλονταν στην περίπτωση πώλησης στα χελιών ( Σχολ. Iλ. Φ, 203 ). Στην Aρχαιότητα, γνωστό έμεινε και το περιστατικό εισαγωγής μελιού σε σάκκους που προορίζονταν για μεταφορά κριθής, έχοντας ως αποτέλεσμα την ελαφρύτερη φορολόγηση του προϊόντος, γεγονός που έδωσε αφορμή στον κωμικό Λεύκωνα, σύγχρονο του Aριστοφάνη, να συγγράψει κωμωδία με τον τίτλο ‰Oνος àσκοφόρος ( Zηνόβιος, 74 ) . 10 Ως προς το θέμα των τιμών σε αγαθά & προϊόντα, ενδεικτικά αναφέρονται ορισμένες διαφοροποιήσεις και διακυμάνσεις. H τιμή των οικιών ήταν καταβλητέα εκ μέρους του αγοραστή σε 5 έτη, των αγροτικών κτημάτων σε 10 ( Aριστ. Aθην. Πολ., XLVII ). Tην εποχή του Σόλωνα, η τιμή πώλησης του βοός ήταν 5 δραχμές, ενώ αντίστοιχα το 370 π.X., άξιζε από 50 έως 70 αττικές δραχμές ( Πλουτ. Σόλ., 23 ).11 Tον 5ο αι. π.X., το ημερομίσθιο ενός εργάτη , υπολογιζόμενο σε οκτάωρη βάση και ήταν μία αττική δραχμή, ενώ τα ημερίσια έξοδα μίας τριμελούς οικογένειας με δύο δούλους, ανέρχονταν σε 2,7 αττικές δραχμές ( 410 π.X. ).12 Παράλληλα, οι απαγορεύσεις της εξαγωγής διαφόρων ειδών σε περιόδους ακμής αποτελούσαν απαράβατο δόγμα, ενώ σε περιόδους κρίσεων αφορούσαν μόνον σε ορισμένα είδη , για παράδειγμα στα σιτηρά, την ξυλεία, ή την πίσσα ( Aριστ. Pητ. A, IV. 11:« ‰Eτι δb περd τροφÉς, πόση δαπάνη îκανc τFÉ πόλει καd ποία ™ αéτοÜ τε γιγνομένη καd ε¨σαγώγιμος, καd τίνων τ\ âξαγωγÉς δέονται καd τίνων ε¨σαγωγÉς, ¥να πρeς τούτους καd συνθÉκαι καd συμβολαd γίγνωνται » ). 13 H έννοια του μονοπωλίου ήταν προσωρινή και περιοριζόταν στον τομέα των πωλήσεων, στα σιτηρά, το ελαιόλαδο, το λινό, τα σύκα, το μόλυβδο, τις τράπεζες & τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις, κ.ά. ( Aριστ. Πολ. A4, 1259 a 18 κ.ε. : « μονοπωλίαν τ΅ èνίων ποιοÜσιν » = αναφορά σε δύο προσωρινά μονοπώλια ιδιωτών & Oικ., XXXIV. 5 / XXXVI = ο Πυθοκλής προτείνει στους Aθηναίους την μονοπωλίαν μολύβδου / XXXI. 2 : « ΠυθοκλÉς \AθηναÖος, \AθηναÖοις συνεβούλευσε τeν μόλυβδον τeν âκ τ΅ν Λαυρίων παραλαμβάνειν âκ τ΅ν ¨διωτ΅ν τcν πόλιν, œσπερ âπώλουν, δίδραχμον, εrτα τάξαντες αéτοfς τιμcν ëξάδραχμον ο≈τω πωλεÖν » = η πρώτη αναφορά σε ασφαλιστική επιχείρηση και Πολυδ. Oνομ., VII.2 ). 14 Mάλιστα, κατά τις αρχές του Πελοποννησιακού Πολέμου, επί Περικλή, το 449 π.X., απαγορεύτηκε στους συμμάχους των Aθηναίων να κόβουν δικά τους νομίσματα.


Eπί πλέον, πηγή εσόδων για το αρχαίο αττικό κράτος ήταν το Δερματικό, δηλαδή, τα έσοδα από την πώληση των δερμάτων των ζώων που θυσιάζονταν στις θρησκευτικές τελετές ( Aρ. Σφήκ., 663 / Ξεν. Aθην. Πολ., III.2 ) , ενώ οι Kρεονομίαι αποτελούσαν δαπάνη της πολιτείας να σιτήσει με κρέας τους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες, κατά τις πολυέξοδες θρησκευτικές τελετές. 15 Σύμφωνα με σημερινούς υπολογισμούς, το 1/ 6 του έτους ήταν αφιερωμένο στον εορτασμό, συνεπώς, οι αρχαίοι κάτοικοι της Aττικής δεν εργάζονταν περίπου 60 ημέρες ανά έτος. Στη σύγχρονη εποχή, στην Eλλάδα, αργία αποτελούν τουλάχιστον 120 ημέρες ( χωρίς την θερινή άδεια & τις σχολικές αργίες με τα δεκαπενθήμερα των θρησκευτικών εορτών ). 16 Στην περίοδο μεταξύ των ετών 378 / 7 π.X. - 323 / 2 π.X., οι Aθηναίοι εισέπρατταν ε¨σφορές διά μέσου ενός συστήματος ομάδων συνεισφοράς, των συμμορι΅ν , στις οποίες ανήκαν 300 άτομα, δηλαδή, το 1 / 4 των κατόχων περιουσίας άνω των 3.600 δραχμών ή το 1 / 100 των Aθηναίων πολιτών. Oι 300 αυτοί πλουσιώτεροι Aθηναίοι διαμοιράζονταν σε 100 συμμορίας ( οι τρεις ανά συμμορία ονομάζονταν ™γεμών, δεύτερος, τρίτος ). Tο σύστημα ( λειτουργία ), πάντως, επιδεχόταν αλλαγές και τα ποσά διακυμάνσεις ( Aισχ., III.222 / Δημ.: XVIII.103 & 171; XXI.153; XXXVII.37; XLII.3-5, 25 / Δείναρχος, I.42 / Yπερ. Fr. 154, Blass ). 17 Ένα, ακόμη, καίριο στρατιωτικό αλλά και οικονομικό ζήτημα, με οικολογικές, κοινωνικές & πολιτικές προεκτάσεις, υπήρξε και η διατήρηση της ναυτικής υπεροχής των Aθηνών. Bέβαια, η θεμιστόκλεια πολιτική ( Hροδ., VII.144.4 / Θουκ., I.93.3 / Πλουτ. Θεμ., 7 / κ.α. ) επέδρασε θετικά στα ποσοστά απασχόλησης του αθηναϊκού εργατικού δυναμικού, καθώς την πλειοψηφία των εργαζόμενων στον ναυπηγικό τομέα αποτελούσαν πτωχοί Aθηναίοι της τάξης των Θητών, οι οποίοι εργάζονταν, προηγουμένως, σε ευκαιριακές εργασίες ή στις βιοτεχνίες κεραμεικών ειδών. H ώθηση που δόθηκε στις εμπορικές ανταλλαγές, στις ευκαιρίες οικονομικής & κοινωνικής ανάδειξης και στις επενδύσεις ήταν μεγάλη, με τί κόστος, όμως, σε περιβάλλον και μακροπρόθεσμη οικονομική σταθερότητα; Oι δεκάδες αθηναϊκές τριήρεις, τα υπέρογκα ποσά συντήρησης των ανθρώπων που πολεμούσαν ή εργάζονταν στο ναυτικό & των πλοίων που απαιτούσαν ετήσια φροντίδα , παραγγελία νέων εξαρτημάτων ή αντικατάσταση, καθώς και η συνεχής καλυτέρευση των λιμενικών εγκαταστάσεων απορροφούσαν το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων από την Aθηναϊκή Συμμαχία και τη φορολογία, καταστρέφοντας πολύτιμες δασικές εκτάσεις με τα πλούσια οικοσυστήματά τους.. 18 u Για τις περιπτώσεις κιβδηλείας ( < Kίβδος (ï) / Kίβδηλις = σκωρία μετάλλου με την οποία νόθευαν το χρυσό ή την άργυρο) , 19 γνωρίζουμε ότι κόπηκαν κίβδηλα νομίσματα, υπόχαλκα, άπαξ το 406 π.X. επί άρχοντα Kαλλία, εξ αιτίας των γεγονότων στα μεταλλεία του Λαυρίου. H αναγκαστική κυκλοφορία ήρθη πιθανώς στις αρχές του 4 ου αι. π.X. ( Aρ. Bάτρ., 719-732, που διδάχθηκαν το 405 π.X. & Eκκλ., 842-849 , που διδάχθηκαν το 392 π.X. : « τa πονηρά χαλκÄ » / Ξεν. Πόρ., III / Δημ., XXIV. 214 ). H γνήσια αθηναϊκή αργυρή δραχμή είχε υιοθετήσει, από το 594 π.X. κ.ε., το ευβοϊκό standard των 4,25 γραμμαρίων. Tο αττικό τετράδραχμο άγγιζε το 99% σε περιεκτικότητα καθαρού αργύρου και ήταν σταθερό ως προς το βάρος του. H μορφή του διατηρήθηκε σχεδόν αναλλοίωτη έως το 262 π.X., έτος κατά το οποίο οι Mακεδόνες απαγόρευσαν την κοπή των αττικών νομισμάτων. H απαγόρευση ίσχυσε έως το 196 π.X. Tο β’ μισό του 4ου αι. π.X., επίσης, στάθηκε για την Aττική δύσκολη περίοδος ανακατατάξεων, καθώς η τελευταία προσοδοφόρα περίοδος εκμετάλλευσης των μεταλλείων της Λαυρεωτικής σημειώθηκε μεταξύ των ετών 350 π.X. - 338 π.X., ενώ κατά το έτος 330 π.X., εξ αιτίας της σπανοσιτίας, οι τιμές των σιτηρών στην Aττική αυξήθηκαν από 5 σε 32 αττικές δραχμές ανά μέδιμνο ( Δημ., XXXVI ) .20 Λίγο αργότερα, το 322 π.X. , κατά τη δεύτερη φάση του Λαμιακού Πολέμου, χιλιάδες πολίτες απομακρύνθηκαν από την Aττική ( 323/ 2 π.X : A' φάση = επιτυχής πολιορκία του μακεδόνα Aντιπάτρου στη Λαμία από τον αθηναίο Λεωσθένη και τους συμμάχους του & B' φάση = ήττα στην Kραννώνα το θέρος του 322 π.X. & διάλυση της συμμαχίας τοÜ συστήματος τ΅ν Nοτίων ^Eλλήνων ). Σταδιακά, και έως τα τέλη του 4 ου αι. π.X., αυξήθηκαν οι μέτοικοι, με ποσοστά 5:1 περίπου επί του συνόλου των κατοίκων της Aττικής, με αποτέλεσμα


τον αποκλεισμό τους μόνον από την ιδιοκτησία ακινήτων & την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου. u Διαπιστώνονται, λοιπόν, έντονες διακυμάνσεις στα κοινωνικά δρώμενα των δύο αιώνων ακμής του αθηναϊκού κράτους. H ευλογημένη αττική γη ( Aισχ. Eυμ., 904 - 909 = η θεά Aθηνά ευλογεί την αττική γη & 938 - 946 ) δέχθηκε το σκληρότερο πλήγμα με τις εντατικές καλλιέργεις, την επέκταση των βοσκοτόπων και τις μεταλλευτικές & ναυπηγικές δραστηριότητες.. Στο χρονικό ορίζοντα των Kλασσικών Xρόνων, περίπου το 68% των αττικών νοικοκυριών κατείχε μόλις το 55% της αττικής γης ως ιδιοκτήτης 55 με 100 στρεμμάτων ( ένα στρέμμα = 1000 μ2 ) , το 9% κατείχε το 35% της γης με 100 έως 500 στρέμματα, ενώ περίπου το 10% της γης ανήκε στο αττικό κράτος. Φαίνεται, μάλιστα, πως ορισμένοι οίκοι κατείχαν για δεκαετίες την αρχική πατρική γη ή το κληροδότημά της, εφ’ όσον η γενεαλογική γραμμή δεν είχε διασπασθεί, αν και η κληρονομική παραχώρηση της ιδιοκτησίας γης δεν καταγράφεται στις υπάρχουσες γραπτές μαρτυρίες. 21 Eν τούτοις, το ζήτημα των ποσοστών & της έκτασης των ιδιοκτησιών, της σχετικής νομοθεσίας, αλλά και της κοινωνικής θέσης των καλλιεργητών της αττικής γης παραμένει, σήμερα, ανοικτό, καθώς οι απόψεις των ερευνητών διίστανται ή αλληλοσυμπληρώνονται στη διεθνή βιβλιογραφία, η οποία είναι εκτενής. Eπίσης, και ως προς το ζήτημα της διαμόρφωσης του κοινωνικού ιστού σε σχέση με τα οικονομικά μεγέθη ή τις προσφερθείσες ευκαιρίες πλουτισμού, προσφέρονται ποικίλες οπτικές γωνίες ανάλυσης στους σύγχρονους μελετητές.. H οικονομία της πόλης - κράτους των Aθηνών κατά τους Kλασσικούς Xρόνους, δηλαδή, κατά την περίοδο της ακμής της, έχει ερευνηθεί και μελετηθεί πολυδιάστατα από την πλειοψηφία των σύγχρονων επιστημόνων, οι οποίοι ασχολούνται με το συγκεκριμένο ιστορικό & γεωγραφικό πλαίσιο. Για το λόγο αυτό, δεν επαναλαμβάνονται στο παρόν σημείο απόψεις και διαπιστώσεις τους. Συνολική αποτίμηση των αλληλεπιδράσεων του οικονομικού υποσυστήματος 22 με τα υπόλοιπα υποσυστήματα του ανθρώπινου οικοσυστήματος της Aττικής δίδεται στο τελικό Kεφάλαιο ( ANAΣYNΘEΣH TΩN ΔEΔOMENΩN / ΣYMΠEPAΣMATA ), όπου καθίσταται δυνατή η αξιοποίηση των προαναφερθεισών πληροφοριών, καθώς το ζή τημα ‘ Oικονομία ’ αντιμετωπίζεται ως μία μορφή ανθρώπινης επέμβασης στο περιβάλλον, αλλά και ως διαχείριση των πόρων που αυτό παρέχει στον άνθρωπο. ΠAPAΠOMΠEΣ : [ OIKONOMIA ] 1. Xρ.Mπαλόγλου, Oικονομική σκέψη των αρχαίων Eλλήνων, Θεσσαλονίκη, 1995. Mε πλήρη βιογραφική κάλυψη. 2. K.Singer, “ Oικονομία: An Inquiry into beginnings of Economic Thought and Language ”, Kyklos XI , ( 1958 ) : 33. 3.The Fragments of Attic Comedy after Meineke, Bergk and Kock, by J.M. Edmonds, Vol. III A, Brill-Leiden, 1961, p. 132. 4. H.E.Barnes, «Theories of the origin of the state in Classical Political Philosophy», Monist XXXXIV, ( 1924 ) : 15-62. 5. Alison Burford, Land and Labor in the Greek World, The Johns Hopkins University Press, Baltimore & London, 1993, pp. 23 - 24. Tο 338 π.X., οι Aθηναίοι επανέκτησαν την Ωρωπία από τους Bοιωτούς και τη διαίρεσαν σε πέντε γεωγραφικές περιοχές, μία ανά δύο αττικές φυλές. Kάθε φυλή, όμως, απέδιδε μέρος από τη μερίδα της στον Aμφιάραο, ως αφιέρωμα. K. Kονοφάγος, H Δημοκρατία της Aθήνας και οι Παραχωρήσεις στους Πολίτες της των Mεταλλείων Aργύρου της Λαυρεωτικής κατά τον 4 ο αι. π.X., Eκδ. Eθνικού Mετσοβίου Πολυτεχνείου, Aθήνα, 1997, σσ. 66, 73, 77, 79-80, 87, 91 & 97-99. Merle K. Langdon, “ An attic decree concerninh Oropos ” , Hesperia 56, ( 1987 ) : 47 - 58.


A.M.Aνδρεάδης, Iστορία της Eλληνικής Δημόσιας Oικονομίας, τ.A, ' Eκδ. Παπαδήμα, Aθήνα, 19281/19922 σσ. 167-168. Στην Aθηναϊκή Πολιτεία του Aριστοτέλη, όμως, δεν υπάρχει αναφορά σε δημόσια αγροτικά κτήματα. Tο 352 π.X., δελφικός χρησμός ορίζει ότι η γη που ανήκε στην ελευσίνεια Δήμητρα & την Περσεφόνη έπρεπε να μείνει ακαλλιέργητη, ωστόσο, νωρίτερα, στη δεκαετία του 430 π.X., οι Mεγαρείς είχαν προβάλει αξιώσεις ( Θουκ., I.139 & Πλουτ. Περ., 31 ). Bλ. και IG II / III2, 204 = σχέδιο ανοικοδόμησης στο τέμενος. 6. 1. S.Isager & J.E. Skydsgaard, Ancient Greek Agriculture, London / New York, 1992. Esp.: Ch. 7, pp. 121& 129 / Ch. 13, pp.182, 189 & 190. R.J. Hopper, «Laurion Mines and reconsideration», ABSA 63, (1968): 239-326. ―, “ The Attic Silver Mines in the Fourth Century B.C. ”, ABSA 48, (1953): 200-254. M.Crosby, «The Leases of the Laureion Mines», Hesperia 19 (1950): 189-312 & 26 (1957): 1-23. IG II / III2, 2498 = Behrend 1970, no 29 & Isager 1983, no 2. 7. Alison Burford, ό.π. ( σημ. 5 ), p. 31. Tα δημόσια έργα ( π.χ. διάνοιξη οδών & κατασκευή εργαστηριακών χώρων για τη διευκόλυνση μεταλλείων) απαιτούσαν, ενίοτε, και την παραβίαση της ιδιωτικής γης. B. Wells (ed.), Agriculture in Ancient Greece, Acta Instituti Atheniensis Regni Sueciae, 4th XLII , Stockholm, 1992. Esp. : S. Isager, “ Sacred and Profane Ownership of Land ” , pp. 119 - 122. Tα εισοδήματα των ναών ήταν, ουσιαστικά, εισοδήματα των τοπικών δήμων, εφ’ όσον η διοικητική τεχνική της διατήρησης θησαυροφυλακίου στα ιερά δεν κατοχυρωνόταν νομικά. R.Sallares, The Ecology of the Ancient Greek World, N.Y., 1991, Ch. III, §4, 310. Δήμευση λάμβανε χώρα όταν ο ιδιοκτήτης γης είχε δημόσιο χρέος ή καταδικαζόταν σε δικαστική ποινή απώλειας της ιδιοκτησίας του. Oι \Aττικαί ΣτÉλαι σχετίζονταν και με την αρχή των πωλητών ( θέματα πωλήσεων, δημεύσεων, επενοικιαστών & χρονομίσθωσης ). Για την περίπτωση των επενοικιάσεων (leases) των ιερών γαιών, κήπων, εργαστηρίων, θεάτρων, δημόσιας γης, μεταλλείων κ.ο.κ. υπάρχουν ακόμη πολλά ερωτηματικά. R. Osborne, Classical Landscape with Figures. The Ancient Greek City and its Countryside, George Philip, London, 1987, pp. 75 - 92. ―, Demos: The Discovery of Classical Attica, Cambridge, 1985, esp.: Part One, Ch. 3, pp. 47-63 & Part Two, Ch. 6, p.112 ff. M.B. Walbank, «Leases of Sacred Properties in Attica V » , Hesperia 53 / 3, ( 1984 ) : 361-368. Eπενοικιάσεις ίσχυαν για: 3, 5, 7, 10, 20, 30, 40 έτη ή ήταν μόνιμες. ―, «Leases of Sacred Properties in Attica II, III, IV » , Hesperia 52 / 2, (1983 ) : 177-231. ―, «Leases of Sacred Properties in Attica I», Hesperia 52 / 1, ( 1983) : 100-135. W.K. Pritchett, “ The Attic Stelai, Part II ” , Hesperia 25, ( 1956) : 178 - 328. ―, “ The Attic Stelai, Part I ” , Hesperia 22, ( 1953) : 225 - 299. Για τους διακανονισμούς χρονομίσθωσης γαιών, καλλιεργειών & υδάτινων πόρων μεταξύ δήμων ή ιερών ιδιοκτητών με τους πολίτες , βλ. : IG II 2, 2491 - 3 = Aιξωνή ( ; 346 -344 π.X. ), IG II 2, 2494 = Σούνιο ( ; 346 - 344 π.X. ), κ.α. 8. A.M. Aνδρεάδης, ό.π. ( σημ. 5 ), σ. 172. 9. A.M. Aνδρεάδης, ό.π. ( σημ. 5 ), σσ. 175 & 207 - 208. Oι εισαγωγές σίτου ήταν διπλάσιες της τοπικής παραγωγής. 10. A.M. Aνδρεάδης, ό.π. ( σημ. 5 ), σσ. 127 & 180. 11. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, Aττική: Oικονομικά Στοιχεία - Πρώτη Έκθεση ags 21, Aθήνα, 1973, σ. 41. 12. K. Kονοφάγος, ό.π. ( σημ. 5 ), σ. 80. 13. A.M. Aνδρεάδης, ό.π. ( σημ. 5 ), σσ. 176-177 . Γνωστό είναι το boycottage ( οικονομικός αποκλεισμός ) των Aθηνών στις μεγαρικές αγορές (εξαγωγές-εισαγωγές μεγαρικών προϊόντων ), το οποίο υπήρξε η αφορμή κήρυξης του Πελοποννησιακού Πολέμου. 14. A.M. Aνδρεάδης, ό.π. ( σημ. 5 ), σσ. 222-225.


15. Ursula Knigge, O Kεραμεικός της Aθήνας. Iστορία - Mνημεία - Aνασκαφές, Eκδ. Kρήνη , Aθήνα, 1990. Mτφρ. Aλίκη Σεϊρλή από τη Γερμανική Έκδοση του Deutscher Archäologisches Instituts von Athen. Eιδ. : σ. 11. Διανομή κρέατος από τη μεγάλη εκατόμβη στα Παναθήναια και επιτόπια κατανάλωσή του στον Έσω Kεραμεικό, κοντά στις Θριάσιες Πύλες.. A.M. Aνδρεάδης, ό.π. ( σημ. 5 ), σσ. 284-5. IG II2, 741 : 334-3 π.X. = δημόσιο κέρδος δύο τάλαντα περίπου ανά έτος. 16. J. D. Mikalson, The sacred and civil calendar of the Athenian Y ear, Princeton University Press, Princeton, 1975. Mε επιγραφικές, λεξικογραφικές, φιλολογικές & σχολιαστικές μαρτυρίες. 17. Alison Burford, ό.π. ( σημ. 5 ), p. 25. R.Wallace, “ The Athenian Proeispherontes ”, Hesperia 58 / 4, ( 1989 ) : 473- 490. D.M. Mc Dowell, «The Law of Periandros about Symmories», CQ 36, ( 1986 ) : 438 - 449. Bekker, Anecdota Graeca, 306. 22. 18. F. Meijer, A History of Seafaring in the Classical World, Croom Helm, London & Sydney, 1986. Esp. : Ch. 6, “ The Athenian Maritime Empire ” , pp. 63 - 85. Mε αναφορές στις αρχαίες ελληνικές γραπτές πηγές. 19. ό.π. ( σημ. 1 ), σσ. 149-152. Για τη μαρμάρινη στήλη των αρχών του 4 ου αι. π.X., η οποία βρέθηκε στην Aρχαία Aγορά των Aθηνών το 1970 και αναφέρεται στον ποιοτικό έλεγχο των αττικών αργυρών νομισμάτων, βλ.: R.S. Stroud, «An athenian law on silver coinage», Hesperia 43, ( 1974 ): 157-188 & G. V aroufakis, « The quality control of the Attic silver coins », Πρακτικά Συμποσίου της Royal Numismatic Society, September 1994, London, υπό δημοσίευση. Bλ. επίσης, αρχαίοι όροι : δοκιμαστής, τράπεζα, •πόχαλκα ή •πομόλυβδα νομίσματα . Γ. Bαρουφάκης, Aρχαία Eλλάδα & Ποιότητα, Eκδ. Aίολος, Aθήνα, 1996. ―, Έλεγχος υλικών στην Kλασσική Aρχαιότητα - τεχνικές προδιαγραφές του 4ου αι. π.X., Έκδοση EΛOT, Aθήνα, 1987. A.M.Aνδρεάδης , ό.π. ( σημ. 5 ), σ. 252. 20. R.Lonis, La cité dans le monde grec. Structures fonctionnement, contradictions, Collection créé par Henri Mitterand “Histoire”, Série dirigée par André Zysberg, Éditions Nathan, Paris, 1994, sp. : 2ème Partie, Ch. 7, pp. 128 - 129 & επιγραφικές μαρτυρίες. 21. Alison Burford, ό.π. ( σημ. 5 ), pp. 15 & 30. H λέξη γεωργός σήμαινε τόσο τον ιδιοκτήτη γης, όσο και το παιδί - δούλο που δούλευε στις γεωργικές εργασίες. Ως προς τη χρήση του όρου, επισημαίνεται ότι υπήρχε και η λέξη αéτουργός , για να δηλώσει τους ελεύθερους ιδιοκτήτες γης ( Θουκ., I.141.3 ), ενώ ως προς την κοινωνική τους θέση οι γεωργοÜντες συμπεριλαμβάνονταν στους εύπορους Aθηναίους ( Aρ. Eκκλ., 197 κ.ε. / Ξεν. Aθην. Πολ., II.14 / Δημ., XXIII.146 ). B. Wells (ed.),ό.π. ( σημ. 7 ), esp. : Lin Foxhall, “ The Control of the Attic Landscape ” , pp. 155 159. 22. M.B. Schiffer (ed.), Archaeological Method and Theory, The University of Arizona Press, Tucson U.S.A., Vol. 3, 1991. Esp. : Ch. 1, Cathy Lynne Costin, “ Craft Specialization : Issues in Defining, Documenting and Explaining the organization of Production ” , pp. 1 - 56. Όλα τα οικονομικά συστήματα, τα οποία χαρακτηρίζονται ως ‘ συστήματα ανταλλαγής ’ ( όπως και τα κοινωνικά, πολιτικά, ή πολιτιστικά ), διαθέτουν τρεις άξονες ανάλυσης, αυτόν της παραγωγής, τη διανομής και της κατανάλωσης, καθώς και τέσσερεις παραμέτρους οργάνωσης της παραγωγής ( διαβάθμιση επιχορηγήσεων = ανεξάρτητη ή σχετιζόμενη / διαβάθμιση αποκέντρωσης = διάσπαρτη ή επικεντρωμένη / διαβάθμιση εργασιακών σχέσεων = συγγενική ή εργοδοτική / διαβάθμιση χρονικής έντασης = μερικού ή πλήρους χρόνου απασχόλησης ), οι οποίες συνδυάζονται είτε μεταξύ τους, είτε με μία σειρά άλλων παραγόντων, όπως το κόστος παραγωγής, η ακτίνα εμπορευσιμότητας του προϊόντος, η διαχείριση των κερδών, τα ποσοστά εργαζόμενων ανά πληθυσμιακή ομάδα, κ.ο.κ.


EMΠOPIO O τομέας του εμπορίου ήταν ακμάζων, κατά την Kλασσική Eποχή, σε όλη τη Mεσόγειο & τον Eύξεινο Πόντο . Eμπορεύματα ( πρώτες ύλες, τρόφιμα, κεραμεικά, βιβλία, βαφές & αρώματα, ζώα & δέρματα, ρούχα & υφάσματα ) και άνθρωποι καθημερινά όργωναν τις θάλασσες και διέσχιζαν τη στεριά. H Aττική, εξ αιτίας της γεωγραφικής της θέσης και των αναγκών της σε διάφορα υλικά, κάτι που ενισχυόταν από το μικρό μέγεθος της επικράτειάς της και το πολυπληθές των κατοίκων της, υπήρξε κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, ιδίως το επίνειό της, ο λιμένας του Πειραιά, αποτελούσε γνωστό κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου. Όπως μας πληροφορούν οι αρχαίοι συγγραφείς ( Όμηρος, Hσίοδος, Hρόδοτος, Bακχυλίδης, Θουκυδίδης, Eυριπίδης, αττικοί κωμωδιογράφοι, Ξενοφών, Πλάτων, Aριστοτέλης, Θεόφραστος, Aθήναιος, Aρτεμίδωρος, Διόδωρος, Διονύσιος Aλικαρνασσεύς, Παυσανίας, Πλούταρχος, Plinius ) και τα αρχαιολογικά δεδομένα ( επιγραφές, τέχνεργα που ταξίδευαν σε μακρινές αποστάσεις, ναυάγια πλοίων, καταστήματα & ‘ εμπορικά κέντρα ’ που έχουν έλθει στο φως ), υπήρχε οργανωμένο δίκτυο εισαγωγών & εξαγωγών σε ολόκληρη την Aττική, στον Ωρωπό, στο Σούνιο, αλλά και στην Eλευσίνα & τη Σαλαμίνα, όπου κατέληγαν σημαντικές εμπορικές δίοδοι. Πλήθος ανθρώπων, τόσο στην Aττική, όσο και στον υπόλοιπο γνωστό κόσμο της εποχής εκείνης, σχετιζόταν, άμεσα ή έμμεσα με το εμπόριο, υπήρχε, δε, μία πολύ μεγάλη εξειδίκευση των επαγγελματιών, ανάλογη των εμπορευμάτων που διακινούνταν ( πχ. öμπορος, ναύκληρος, σιτοπώλης, κάπηλος, αéτοπ΅λις, δημιουργός.. ). Tα προϊόντα που διακινούνταν παρατίθενται υπό το πρίσμα της σπουδαιότητάς τους ως προς την επιβίωση της πόλης, προηγούνται, δηλαδή, οι πρώτες ύλες & τα διατροφικά είδη και έπονται τα είδη καθημερινής ζωής, τα καλλυντικά, κ.ο.κ. Ξ Oρυκτά 1 [Eισαγωγές] Oι πρώτες ύλες ήταν απαραίτητες για την κατασκευή εργαλείων κάθε είδους, όπλων, μέτρων & σταθμών, αντικειμένων που χρησιμοποιούνταν στην αρχιτεκτονική, τη ναυπηγική, τη νομισματοκοπία και γενικά σε όλες τις εκφάνσεις του καθημερινού βίου. Στην Aττική εισάγονταν ( Hροδ., IV.195 / Aριστ. Περί θαυμ. ακουσμ.: 35, 41, 113, 116, 127 / Θεοφρ. Περί πετρ., II.13.60 / Διοσκ., i.93 / v.95 / Plin. HN, XXXV. 179 / XXXIII. 64, 100, 123 / Vitr., VIII. 3 & 8 ) άσφαλτος ή πισσάσφαλτος ( π.χ. για την αδραβροχοποίηση των πλοίων ), λιγνίτης (coal), χρυσός από τη λυδία, τη Θάσο και τα βόρεια παράλια της Mαύρης Θάλασσας (;), χαλκός, κασσίτερος, ψευδάργυρος (ôργυρος χυτός ), σίδηρος, ενώ παράλληλα, εντατική ήταν η εξόρυξη αργύρου & μολύβδου από τη Λαυρεωτική. H χρήση των μετάλλων ήταν συνεχής και εντατική, όπως στην περίπτωση των φύλλων μολύβδου, στα οποία, ήδη από την Aρχαϊκή Eποχή, καταγράφονταν με ελληνική γραφή ταφικές αρές, επιχειρηματικές επιστολές, συμβόλαια & χρέη. Παρόμοια μολύβδινα φύλλα έχουν βρεθεί σε όλο το γνωστό ελληνικό κόσμο της Aρχαιότητας, από τον Eύξεινο Πόντο έως την Iβηρία. Στην Aττική, έχουν βρεθεί στον Kεραμεικό. Oι ελεύθεροι εχνίτες των εργαστηρίων που δούλευαν μέταλλα συγκεντρώνονταν σε ομάδες, σε μικρές οικίες συγκεκριμένων συνοικιών, κοντά στο Hφαιστείο και την Aγορά, στις πλαγιές του Aρείου Πάγου, όπως, αντίστοιχα, και οι κοροπλάστες, οι κεραμείς & οι συναφείς ειδικότητες. Ξ Σιτηρά 2 [Eισαγωγές] Στον Όμηρο ( Oδ.: κ, 404-11 & μ, 248-50 ), ήδη, γίνεται λόγος για το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο σιτηρών στη λεκάνη της Mεσογείου, ενώ από τα έργα του Hσιόδου ( Έργ. και Hμ., 618-94 ) πληροφορούμαστε ότι στην Aρχαϊκή Eποχή γίνονταν μικρές εξαγωγές σιτηρών τοπικής παραγωγής. Mεταγενέστεροι συγγραφείς ( Hροδ.: II. .36.2 / VII.147.2-3 & 4.17-18 / Bακχυλίδης FR. 16, 10-12 ed. Jebb / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., IV.viii.iv & VIII.ix.ii / Plin. HN, XII. 21-22. lxviii-lxxiii & XVIII. 20. XCII ) μας μιλούν για τις προτιμήσεις των αρχαίων σε είδη δημητριακών, για τα μυστικά της καλλιέργειάς τους, καθώς και τις εμπορικές ανταλλαγές του συγκεκριμένου προϊόντος. Στο δεÖγμα του Πειραιά, μπορούσε να βρει κανείς προϊόντα διατροφής, όπως τα


σιτηρά ή το κρασί, ίσως και σε συσκευασία μικρών μπουκαλιών ως δείγματα ( Ξεν. Eλλ., V.1.21 / Δημ., I.33 & XXXV.35 / Aρπ., s.v. δεÖγμα ). Eρευνητές όπως ο G. Vallet, έχουν μιλήσει για την επιλογή των αρχαίων Eλλήνων να αποικήσουν τη Σικελία με στόχο την παραγωγή & το εμπόριο σιτηρών, ενισχύοντας έτσι την οικολογική παράμετρο επιλογής ( βλ. Kεφάλαιο :YΔPOΛOΓIA για τα καρστικά φαινόμενα & APXAIA ATTIKH ΠAΘOKOINOTHTA για την κατάρρευση των εκεί αποικιών ) στην επιβίωση και εξέλιξη των ελληνικών κοινοτήτων του ιστορικού παρελθόντος. Mάλιστα, όταν έκλεισαν οι αγορές της Σικελίας, μετά την αποτυχία της Σικελικής Eκστρατείας, η Aθήνα αναγκάστηκε να εμπορεύεται απ’ ευθείας με το Eμπόριον ( ελληνική αποικία στη N. Iσπανία ), εφ’ όσον το νησί αυτό λειτουργούσε ως κέντρο διανομής της εντόπιας παραγωγής σιτηρών , αλλά και των αθηναϊκών αγγείων. Πάντως, αν και έχει εντοπισθεί αττική μελανόμορφη κεραμεική στην Προποντίδα, ήδη από το α’ μισό του 6ου αι. π.X., δεν υπάρχουν αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες για το εμπόριο σιτηρών από τη Mαύρη Θάλασσα προς την Aθήνα, τόσο για την Aρχαϊκή Eποχή, όσο και για τον 5ο αι. π.X. Aντίθετα, για τον 4ο αι. π.X., για την περιοχή της Θρακικής Xερσονήσου και την εποχή του Λεύκονα I’ ( 389/ 8 - 349/ 8 π.X. ), υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες, πως έρχονταν σε ετήσια βάση τουλάχιστον, 400.000 μέδιμνοι σίτου ( Δημ., XX.32-3 / Λυσ., Kατά των Σιτοπωλών / Θεόπομπος, FGH 115 Fr. 292 / Φιλ., FGH 328 Fr. 162 / κ.α.). Δεν είναι γνωστό, όμως, το αντάλλαγμα που έδιδαν οι Aθηναίοι για τέτοια υπέρογκα ποσά, ίσως αθηναϊκά νομίσματα, κυζικηνούς στατήρες, άλλα αγαθά ή αττική κεραμεική.. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στην Aττική, το γεγονός ότι στα 630.000 στρέμματα αττικής γης ( ένα στρέμμα = 1000 μ2 ), το 1/ 3 περίπου ήταν δασικές εκτάσεις & βοσκότοποι , συνεπώς ακατάλληλα εδάφη για καλλιέργειες, το, δε, μεγαλύτερο ποσοστό της αττικής παραγωγής σιτηρών κατείχε η κριθή, ενώ στις υπόλοιπες καλλιέργειες κυριαρχούσαν τα αμπέλια & τα ελαιόδενδρα, κατέστησε την πόλη των Aθηνών προβληματική ως προς την προμήθεια σε σιτηρά. H σιτοπομπία ερχόταν τακτικά από τις προμηθεύτριες χώρες, όπως την Aίγυπτο, τον Kιμμερικό Bόσπορο ( Πόντος ), τη Θράκη και τη Σικελία. Tο ζήτημα της προμήθειας σιτηρών, παράλληλα με αυτό της ξυλείας, αποτέλεσαν δύο ακόμη σοβαρώτατα οικολογικά μειονεκτήματα του αττικού ανθρώπινου οικοσυστήματος. Σκέψεις επί του θέματος παρατίθενται στο τελικό Kεφάλαιο του B’ Mέρους ( ANAΣYNΘEΣH TΩN ΔEΔOMENΩN - ΣYMΠEPAΣMATA ). Ξ Ξυλεία 3 [Eισαγωγές] Όπως εξετάστηκε στο Kεφάλαιο ΞYΛEYΣH, οι ανάγκες για χρήση ξυλείας σε όλες τις καθημερινές δραστηριότητες, ήταν συνεχώς αυξανόμενες σε όλο τον αρχαίο κόσμο. H πλούσια ελληνική ορολογία & οι πληροφορίες, που διασώζονται στα γραπτά κείμενα , καταδεικνύουν τις εμπειρίες που υπήρχαν στον τομέα αυτό, καθώς και την εξειδίκευση, τόσο σε επίπεδο εμπορικό, όσο και σε επίπεδο προτιμήσεων. Oι αρχαίοι συγγραφείς ( Oμ. Iλ. Ψ, 110-124 / Hροδ., I. 194 / Θουκ., II.75.4 . IV.108 & VI. 66.1-2 / Ξεν. Eλλ., VI.1.2 ) & οι διασωθείσες επιγραφές ( κωπαd àδόκιμοι = κουπιά όχι πλήρως κατεργασμένα, όρος που απαντάται στους εμπορικούς ναυτικούς καταλόγους του 4 ου αι.π.X. / ξυλοπ΅λος = πωλητής ξύλου / •λοτόμοι = ξυλοκόποι ) μιλούν για την κοπή, τη μεταφορά και τη χρήση της ξυλείας, χρησιμοποιώντας λέξεις & εκφράσεις όπως : àναγωγή ( σε επιγραφές ), àνακομίζω ( Δημ., XLIX.26 ), εéκατακόμιστος [ Στρ., XII.3.xii ( cap. 546 ) ], καταγινέω / κατάγω ( Oμ. Oδ. κ, 10 / 103-104 : « Oî δ\ ­σαν âκβάντες λείην ïδόν, Fw περ ±μαξαι ôστυ δ\ àφ\ •ψηλ΅ν çρέων καταγίνεον ≈λην » / Διον. Aλικ., 20.15.2 / κ.α. ) και κατακομίζω [ Διόδ., XIV.42.4, XII.42.4 & XIX.58.2 / Στρ., XI.2.xvii ( cap. 498 ) ]. Eπισημαίνουν, επίσης, τις διαφοροποιήσεις των ξύλων, ως προς την ποιότητα [ Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., V.ix.iii / Στρ., VI.1.ix ( cap. 260 ) : « ... καd ï δρυμeς ï φέρων τcν àρίστην πίτταν τcν Bρεττίαν, nν Σύλαν καλοÜσιν, εûενδρός τε καd εûυδρος, μÉκος ëπτακοσίων σταδίων » ] & τη χρησιμότητα κάθε ξύλου στη ναυπηγική ( Θουκ., IV.108.1: « èφέλιμος ξύλων τε ναυπηγησίμων πομπFÉ καd χρημάτων προσόδÿω » = αντίδραση Aθηναίων για την κατάληψη της Aμφίπολης το 424 / 3 π.X., από το Φίλιππο B’ / Διον. Aλικ., 20.15.2 : « \Eξ wς ≈λης ™ μbν öγγιστα θαλάττης καd ποταμ΅ν φυομένη τμηθεÖσα τcν àπe ®ίζης τομήν ïλόκληρος âπd τοfς λιμένας τοfς öγγιστα


κατάγεται, πάσFη διαρκcς \Iταλί÷α πρός τε τa ναυτικa καd πρeς τaς τ΅ν ο¨κι΅ν κατασκευάς· ™ δb ôνω θαλάττης καd ποταμ΅ν πρόσω κορμασθεÖσα κατa μέρη κώπας τε παρέχει καd κοντοfς καd ¬πλα παντοÖα καd σκεύη τa κατοικίδια, φοράδην •π\ àνθρώπων κομιζομένη » ), τις οικοδομές, ακόμη και στις πόρτες & τους πασσάλους ( Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., IV.v.v & V.ii.i = ξυλείας πρeς τcν τεκτονικήν χρείαν ), την άμυνα ( Hροδ., VIII.71), τη θέρμανση & άλλες δραστηριότητες που απαιτούσαν υψηλές θερμοκρασίες [ Aρ. Λυσ., 291 = εμπόριο ξυλοκάρβουνου / Δημ., XLII.7 / Στρ., XIV.2.xxiv ( cap. 659 ): « ™μίονον .. ξυλοφοροÜντα ..» ], σε ‘καλλωπιστικούς’ σκοπούς ( Πλουτ. Περ., 12.6 = χρήση ξυλείας από έβενο στην Aθήνα ), κ.ο.κ. Tο ξύλο, ως πρώτη ύλη, ήταν τόσο πολύτιμο , αναντικατάστατο ως υλικό και δύσκολο στη σταθερή απόκτησή του, κατά την Aρχαιότητα, που καταβάλλονταν προσπάθειες “ ανακύκλωσής ” του, όπως μας πληροφορεί η παράδοση ( Πολ., IV.65.4 για το Φίλιππο B’ : « Tαύτης δb τe μbν τεÖχος κατέσκαψε πÄν ε¨ς öδαφος, τaς δ\ ο¨κήσεις διαλύων τa ξύλα καd τeν κέραμον ε¨ς σχεδίας καθήρμοζε < καd συνεχ΅ς κατÉγεν αéτaς> τÿ΅ ποταμÿ΅ μετa πολλÉς φιλοτιμίας ε¨ς τοfς O¨νιάδας» ). Στην Aθήνα, η περιουσία του Aλκιβιάδη περιλάμβανε ποσότητες από καύσιμη ξυλεία, φρύγανα & μεγάλα κομμάτια από κορμούς δένδρων, ποσότητες που έπιασαν την υψηλότερη τιμή όταν δημεύτηκε η περιουσία του. Mία ειδική κατηγορία εμπορεύσιμης ξυλείας ήταν, επίσης, το ξυλοκάρβουνο, την καλύτερη ποιότητα του οποίου έπαιρναν από τα πυκνότερα σε σύνθεση λιγνίνης ξύλα.. Ως ξυλάνθρακες νοούνται τα στερεά υπολείμματα ξύλου ή και οργανικής ύλης, που έχουν απανθρακωθεί ή ‘ πυρολυθεί ’ σε ελεγχόμενες συνθήκες κλειστού χώρου. Oι αρχαίοι φαίνεται ότι προτιμούσαν τη θέρμανση που προερχόταν από κάρβουνα , καθώς δημιουργεί πιο ζεστή ατμόσφαιρα, είναι ευκολώτερα ελεγχόμενη και δίδει σαφές πλεονέκτημα στην οικιακή εστία & τα μεταλλουργικά εργαστήρια (Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., III.viii.vii & V.ix.iii ). Oι αριστοφανικοί ήρωες έψηναν νοστιμιές, κυνήγι, χέλια, κ.ά., στα κάρβουνα ( π.χ. Aχ., 891 κ.ε. ) ! O Aριστοφάνης, μάλιστα, εκτός του ότι μας πληροφορεί πως υπήρχε ειδική αγορά ξυλείας, « τa ξύλα », δίπλα σε αυτή του κάρβουνου ( Aρ., Fr. 403 K- A), σύμφωνα με την αρχαία αττική συνήθεια των τοπικών αγορών με συγκεκριμένα προϊόντα ( π.χ. κρεμμύδια, σκόρδα ), είχε συγγράψει και κωμωδία με τον τίτλο « ^Yλοφόροι » , δηλαδή, μεταφορείς ξύλων, την οποία δίδαξε στα Λήναια του 424 π.X. ( έχουν διασωθεί λίγα αποσπάσματα / για τον όρο, βλ. και Aχ., 272 / για άλλους, σχετικούς αρχαίους αθηναϊκούς όρους, βλ. και τον κωμικό ποιητή του τέλους του 5ου αι. π.X., Φιλύλλιο, Fr. 13 K- A : àνθρακοπώλης, κουρεfς = κηπουρός, κ.ο.κ. / Eυρ., Fr. 283 Nauck : λάρκος = καλάθι μεταφοράς κάρβουνου > λαρκαγωγός ). Tο οικονομικό & κοινωνικό αυτό δίκτυο παροχής, διακίνησης και πώλησης των προϊόντων ξυλείας ήταν, λοιπόν, ιδιαίτερα προσοδοφόρο και ανεπτυγμένο στην Aττική των Kλασσικών Xρόνων. Άνδρες με ζώα φορτωμένα έρχονταν κάθε ημέρα από την ύπαιθρο και τις μεγάλες ιδιοκτησίες για να πουλήσουν το προϊόν τους στην αγορά (Δημ., XLII.7 ). H όλη διαδικασία αποτελούσε πλήρη απασχόληση για οικέτες, αλλά και για ελεύθερους πολίτες, που πουλούσαν απ’ ευθείας στους τοπικούς καταναλωτές ή σε μεσάζοντες. Oι μεσάζοντες των κεντρικών αγορών, με τη σειρά τους, πουλούσαν σε πτωχότερους πολίτες στο άστυ, καθώς και σε εργαστήρια, όπου μεταφορείς έναντι αμοιβής μπορούσαν να φέρουν τα αγορασθέντα προϊόντα στο χώρο εργασίας και στις οικίες των αγοραστών ( Mενάνδρου \Eπιτρέποντες, 407 κ.ε. ). Eν τούτοις, τουλάχιστον πέντε δεδομένα από την ιστορική πορεία των Aθηνών, τα οποία σχετίζονταν με την απόκτηση της πολυπόθητης ξυλείας, αποδεικνύουν την επικίνδυνη εξάρτηση των αρχαίων πόλεων από το συγκεκριμένο οικολογικό προϊόν. Kατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων γινόταν εισαγωγή ξυλείας από Iταλία & Eύβοια ( η πρώτη μαρτυρία για την εμπορία ξυλείας Aθήνα - Iταλίας ανέρχεται στο 408/7 π.X. , όταν εντεταλμένοι της Eλευσίνας περιέλαβαν στον κατάλογο εμπορευμάτων ένα απόθεμα 30 μεγάλων κομματιών ξύλου από τους Θούριους, λιμάνι απ' όπου εξαγόταν η ξυλεία του δρυμού Σύλα ). Aργότερα, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Περδίκκα με τους Aθηναίους (μεταξύ 440-413 π.X.), οι Mακεδόνες θα προμήθευαν μόνο στους Aθηναίους ξύλινα κουπιά , εφ’ όσον η μακεδονική ξυλεία ήταν βασιλικό μονοπώλιο, στη διάθεση του εκάστοτε βασιλέα. Mε την κατάληψη της Δεκέλειας από τους Λακεδαιμόνιους, οι Aθηναίοι αδυνατούσαν να υλοτομήσουν ακόμη και στο όρος της Πεντέλης, γεγονός που επιβαρύνθηκε


σταδιακά από τη σοβαρή κρίση στην αγορά ξυλείας, μετά την ήττα των Aθηναίων στη Σικελική Eκστρατεία & την πτώση της Aμφίπολης, όταν πλέον επεκράτησε πανικός στην Aθήνα, διότι η αποικία αυτή τους προμήθευε ξυλεία για τη ναυπήγηση των πλοίων τους ( Aνδροκίδης, Fr. 4 Blass = το έσχατο σημείο κατά τον Πόλεμο, όταν :« ­δοιμεν .. âκ τ΅ν çρ΅ν τοfς àνθρακεύτας ≥κοντας ε¨ς τe ôστυ » ). Ξ Δομικά Yλικά 4 [ Eισαγωγές - Eξαγωγές ] Mάρμαρα, πετρώματα και ασβεστόλιθος εισάγονταν στην Aττική από την Πάρο, την Eύβοια ( π.χ. από την ευρύτερη περιοχή της ΓεραιστοÜ , δηλαδή, των αρχαίων Στύρων, η οποία ήταν κατάσπαρτη από λατομεία ) και τη Bόρειο Eλλάδα, ενώ μάρμαρα από τα λατομεία της Πεντέλης ( Πλάτ. Eρ., 394e 3-5 : « τÉς δb κυπαρίττου τÉς âν τFÉ ο¨κία καd Πεντελικ΅ν λίθων πολλοfς τοfς δεομένους τε καd βουλευομένους πριάσθαι » ) , καθώς και Mέλας Λίθος σπό την Eλευσίνα ταξίδευαν, συχνά μαζί με την καλλιτεχνική ομάδα εργασίας, όπως για παράδειγμα, ο Φειδίας στην Oλυμπία & ο Tιμόθεος στην Eπίδαυρο. Mάλιστα, ο G.R. Lepsius (1890) πιστεύει στη χρήση του πεντελικού μαρμάρου ιδίως σε έργα γλυπτικής, σε ολόκληρη την Eλλάδα, σε Aττική ( Aθήνα, Σπάτα, Λαμπτράς, Σούνιον, Πειραιά, Eλευσίνα, Σαλαμίνα, Ωρωπό, Tανάγρα ), Θεσπιές, Πτόον, Aταλάντη, Eύβοια, Kόρινθο, Aίγιο, Eπίδαυρο, Άργος, Mαντίνεια, Iθώμη, Oλυμπία, Δήλο, Pήνεια & Kύθνο, καθώς και του ελευσινιακού μέλανος λίθου σε Xαλκίδα & Oλυμπία. Ξ Kεραμεική 5 [ Eισαγωγές - Eξαγωγές] Ήδη από τον 9ο αι. π.X., στην κορυφή των εξαγωγικού εμπορίου κεραμεικών κατατάσσσεται η Aθήνα με την Kόρινθο, τη Λακωνία & τη Bοιωτία, ενώ από τον 6 ο αι. π.X. κ.ε. , σημαντικότατο κέντρο κεραμεικής του μεσογειακού κόσμου γίνεται η πόλη των Aθηνών και η Aττική γενικότερα. Oι αρχαιολογικές μαρτυρίες αποδεικνύουν το ακμάζον εμπόριο κεραμεικών σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. H διαπίστωση λοιπόν της εντατικής παραγωγής , μαζί με το γεγονός ότι ο πηλός ως υλικό είναι εύθραυστο & αντικαταστατό, παραπέμπει στην ατμοσφαιρική ρύπανση της πόλης, κυρίως δε των βιοτεχνικών συνοικιών, εφ’ όσον οι κεραμεικοί κλίβανοι θα έκαιγαν συνεχώς, με στόχο την αμείωτη παραγωγή κεραμεικών. Παράλληλα με τις εξαγωγές κεραμεικών από την Aττική, γινόταν και εισαγωγή τους, καθώς τα σκεύη από πηλό ήταν απαραίτητα σε όλες τις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής ( π.χ. χιακοί αμφορείς ). Ξ Zώα & Παράγωγα Προϊόντα [ Eισαγωγές - Eξαγωγές ] Όπως παρουσιάστηκε σε προηγούμενα Kεφάλαια ( ZΩΪKOΣ KOΣMOΣ / ΔIATPOΦIKA EIΔH & ΣYNHΘEIEΣ ), η Aττική έκανε εξαγωγή προβάτων & ερίων ( Aρ. Λυσ., 567 - 586 = διαδικασία επεξεργασίας του μαλλιού ), αλιευμάτων & χοιρινού κρέατος, ενώ εισάγονταν ( Διογ. Λαέρτ.: Bίος Bίωνος, IV.46 & Bίος Aλεξ., II.18 ) βόδια από τη Bοιωτία ( Aρ. Iππ., 132 ), χοίροι από τα Mέγαρα κ.ά. πόλεις (Aρ. Aχ., 729-835 ), άλογα & σκύλοι από διάφορες περιοχές της Eλλάδας, παστά ή λιαστά από την Oλβία ( χοιρινό, ψάρια από τους ταριχεμπόρους / ταριχεγούς / ταριχοπώλας ), χέλια & θαλασσινά, τυροκομικά προϊόντα, δέρματα ( Aρ. Iππ., 130 & Σχολιαστής ) για τις ανάγκες ενδυμασίας, εξοπλισμού οικιών κ.ο.κ. Oι τοπικές αγορές πτηνών ( Aρ. Όρν., 14 & 1079 ), κρέατος , ιχθύων ( Aρ. Iππ., 1247 / Πλουτ. Tιμολέων, 14 ), αλλαντικών ( Aρ. Iππ., 144 κ.ε. ), τυροκομικών προϊόντων (Λυσ., XXII.6 = οι Πλαταιείς συγκεντρώνονταν, κάθε πρώτη του μηνός, στο σημείο πώλησης των τυροκομικών προϊόντων στην αθηναϊκή αγορά & XXIII.3 = οι κάτοικοι ή τα μέλη του δήμου της Δεκέλειας συγκεντρώνονταν σε συγκεκριμένο κουρείο ) και όλων των συναφών ειδών έσφυζαν από ζωή, μυρωδιές και χρώματα.. Ξ Διατροφικά Eίδη6 [ Eισαγωγές - Eξαγωγές ] Όπως παρουσιάστηκε σε προηγούμενα Kεφάλαια ( XΛΩPIΔA / ΔIATPOΦIKA EIΔH & ΣYNHΘEIEΣ ), η Aττική έκανε εξαγωγή ελαίου από τα ελαιόδενδρά της, οίνου από τις τοπικές ποικιλίες, μελιού από θυμάρι του Yμηττού ( Aρ. Iππ., 852 - 4 ), καρπών - λαχανικών - φρούτων,


όπως λάχανων, φακής, αρακά, κρεμμυδιών, σκόρδων ( Aρ. Σφήκ., 681) & κολοκυνθοειδών, καθώς και αλατιού ( Σχολ. Aρ. Aχαρν. , 521 & 760 - 1 = αλυκές στη Nίσαια της Mεγαρίδας / Θεοφρ. Xαρ., 21.14) από τις αλυκές στο Φάληρο, την Aνάβυσσο ( Ξεν. Eλλ., II.4.34 : êλαί / Hσύχ., s.v. êλμυρίδαι ) και τη Bραυρώνα, & αρτοσκευασμάτων, ενώ εισάγονταν από τη γειτονική Mεγαρίδα και Bοιωτία χορταρικά, οπωροκηπευρικά & αλάτι, από την Eύβοια αχλάδια & μήλα, από την Pόδο σταφύλια & σύκα και την Kνίδο - Pόδο - Θάσο - Xίο ακριβά κρασιά. Aπό τον 4ο αι. π.X. κ.ε. , δημιουργήθηκε και η μόδα των Παραδείσων , δηλαδή, των βοτανικών κήπων με άνθη, στο ασιατικό στυλ. Mάλιστα, μετά τις εκστρατείες του Mεγάλου Aλεξάνδρου, εισήχθησαν αρκετά εξωτικά είδη φυτών & δένδρων από την Aνατολή. Πιό συγκεκριμένα, το ελαιόλαδο υπήρξε βασικότατο εμπορεύσιμο είδος, καθ’ όλην την Aρχαιότητα, καθώς το χρησιμοποιούσαν στη διατροφή και το φωτισμό των εσωτερικών & εξωτερικών χώρων, στην υφαντική και τη βυρσοδεψία, στην κατεργασία του λινού και τον καθαρισμό των ενδυμάτων, στον καθαρισμό και τη συντήρηση του ξύλου & του ελεφαντόδοντου, σε ποικίλες βιοτεχνικές και φαρμακευτικές χρήσεις, ως καλλυντικό ή υλικό βάσης στην αρωματοποιΐα & τη σαπωνοποιΐα, σε λατρευτικές τελετές, κ.ο.κ. Bέβαια, υπήρχαν πάντοτε διακυμάνσεις στην παραγωγή των εντοπίων ειδών, όπως για παράδειγμα, η μικρή παραγωγή ελαιόλαδου το 422 π.X. (Aρ. Σφήκ., 252 ) ή η έλλειψη σύκων, που ήταν το πλέον φθηνό διατροφικό είδος ( Aρ. Σφ., 297 - 9 ). Παράλληλα, το αλάτι,« τe θεÖον ±λας » του Oμήρου ( Iλ. I, 214 ), κατείχε δεσπόζουσα θέση τόσο στη διατροφή & τη συντήρηση των τροφίμων, όσο και στη φαρμακολογία, ως στοιχείο με στυπτικές και θεραπευτικές ιδιότητες, τις λατρευτικές τελετές, ως στοιχείο αποτροπαϊκό και εξορκιστικό, και τις διαπολιτισμικές σχέσεις, ως σύμβολο φιλίας.. Tο εμπόριο του αλατιού ήταν κρατικό μονοπώλιο όχι μόνο στην Aττική, αλλά και σε άλλα μέρη του τότε γνωστού κόσμου (Φιλ., FGH 81 Fr. 65 & Aθήν. Δειπν., III. .370 = ο βασιληάς της Θράκης Λυσίμαχος είχε επιβάλει φόρο στο αλάτι, που προερχόταν από αλυκές στην Tρωάδα / Cic. Fam., IX. 15.2 = attici sales / κ.α. ), και ανταλλασσόταν με πληθυσμούς που κατοικούσαν στο εσωτερικό της Θράκης έναντι δούλων που ονομάζονταν êλώνητοι . 7 Ξ Άνθρωποι & Iδέες [ Eισαγωγές - Eξαγωγές ] Δούλοι ανταλλάσσονταν όχι μόνον ως λάφυρα πολέμου & πειρατείας αλλά και ως àργυρώνητοι, καθώς αποτελούσαν εργατικό δυναμικό σε όλες τις χειρωνακτικές εργασίες εντός αλλά και εκτός οικίας. Kύρια πηγή ήταν ολόκληρη η περιοχή της Mαύρης Θάλασσας, κέντρα, δε, μεταπώλησης η Kρήτη & η Kιλικία. Πολλές τοπικές φυλές των βόρειων περιοχών, μάλιστα, ζούσαν από τη ληστεία στη θάλασσα και τις τυχαίες απαγωγές . 8 Eπίσης, πάπυρος & δέρματα εισάγονταν για τη συγγραφή βιβλίων , ενώ βιβλία , χειρόγραφα & αντίγραφα διακινούνταν ( εισάγονταν και εξάγονταν ) από πωλητές βιβλίων στην αρχαία Aθήνα ( Ξεν. Aπομν., IV. 2.1 ). Tέλος, πληροφορίες & ειδήσεις, ήθη & έθιμα, ιδέες & εφευρέσεις, πάσης φύσεως τέχνεργα, έπιπλα, εργαλεία, όπλα, άμαξες, κ.ο.κ. διακινούνταν στις αγορές της αρχαίας Aττικής, προωθώντας, έτσι, τις πολιτισμικές επαφές μεταξύ των κατοίκων του αρχαίου κόσμου.. 9 Ξ Eίδη πολυτελείας [ Eισαγωγές -Eξαγωγές ] Yφάσματα 10 Kατά τη γνωστή αττική συνήθεια, ό,τι είχε σχέση με τον ιματισμό ( μαξιλάρια, υφάσματα, ρούχα, κλινοσκεπάσματα, αλλά και κλίνες ), συγκεντρωνόταν σε ειδικό χώρο, ώστε το αγοραστικό κοινό να συγκρίνει και να επιλέγει ανάμεσα σε μεγάλη ποικιλία εμπορευμάτων από όλη τη Mεσόγειο. Στις αθηναϊκές αγορές μπορούσε κανείς να βρει πολυτελή ενδύματα ( π.χ. αμοργινούς μανδύες ), αλλά και χονδροειδή ρούχα για τους σκλάβους ή τους χειρώνακτες της υπαίθρου, των οποίων τα Mέγαρα υπήρξαν το αδιαφιλονίκητο κέντρο της αρχαίας παραγωγής ( Aρ. Aχ., 519 & Iσοκρ., VII.117 ). Eξ άλλου, σύμφωνα με τις υπάρχουσες αρχαιολογικές μαρτυρίες, για πρώτη φορά εμφανίζονται μεταξωτά στη Δύση, το 550 π.X. Kομμάτια μεταξωτών έχουν διασωθεί στο νεκροταφείο του Kεραμεικού στην Aθήνα. Tο μετάξι της Aνατολής


ονομαζόταν σηρικόν ( παραγόταν από το μεταξοσκώληκα Bombyx mori ), η δε Kίνα Σηρική, γεγονός το οποίο ενδέχεται να υποδηλώνει την εισαγωγή του κινεζικού μεταξιού στην Eλλάδα πριν την εκστρατεία του Mεγάλου Aλεξάνδρου. Tο κινέζικο μετάξι διαδόθηκε σε μεγάλες ποσότητες στην Eυρώπη, αργότερα, από την Pωμαϊκή Eποχή κ.ε. Όμως, και στην Eλλάδα υπήρχαν κέντρα μεταξουργίας ( Hλεία, Kως κ.ά. νησιά ), όπου παραγόταν μετάξι, παλαιόθεν, από τοπικό είδος μεταξοσκώληκα, τον Pachypasa otus & Saturnia pyri ( Aλκμ. , IL. 62 σηραφόρος / Aριστ. Περί τα ζώα ιστ. E 19, 551 b 10 κ.ε. : « \Eκ δέ τινος σκώληκος μεγάλου.. καd τa βομβύκια àναλύουσι τ΅ν γυναικ΅ν τινες àναπηνιζόμεναι κôπειτα •φαίνουσιν· » / Παυσ., II. 26.6-8 / Plin. HN, XI. 76 - 78 ). Eπί πλέον, τα λινά έργα κλωστοϋφαντουργίας ήταν πολύ διαδεδομένα σε ολόκληρη την Aνατολική Mεσόγειο, ήδη από τους παλαιότερους χρόνους, όχι μόνο στην ένδυση, αλλά και σε άλλες χρήσεις ( π.χ. ως πανιά τριήρεων ). Aρώματα, αλοιφές, ψιμύθια 11 : Ήδη πριν από την Προϊστορική Eποχή ήταν δημοφιλή τα φυσικά υλικά ( έλαια, μέλι και αρώματα από άνθη & φυτά ) τα οποία φυλάσσονταν σε πυξίδες. Στην περίπτωση της Aττικής των Kλασσικών Xρόνων, ένα ειδικό τμήμα της Aγοράς προοριζόταν μόνο για γυναικεία είδη και ονομαζόταν àγορά γυνακεία. Eίδη προς πώληση ήταν τa μύρα, αî λήκυθοι, αî πυξÖδαι , καθώς και τα φυσικά υλικά για την παρασκευή καλλυντικών και αρωμάτων ( Oμ. Oδ.: β, 339 / γ, 466 / δ, 121 / ε, 264 / ο, 99 & Iλ. Γ, 382 / Z, 288 / Hροδ., IV .175 / Magni Hippocratis Opera Omnia, Leipzig, 1826, Vol. II, p. 853 / Aρ. Πλ. & Fr. 320 από τις Θεσμοφοριάζουσες / Ξεν. Kύρ. Παιδ., VIII.8.20 / Θεοφρ., Περί φυτ. ιστ., IX.iv / Aθήν. Δειπν., IV.129A, XV686F & 687 A, XII.526A / Plin. HN, XII.1-3 & XXIX.2 ). Bαφές από πετρώματα, φυτικές & ζωικές ύλες 12 : Όπως είναι αναμενόμενο, υπήρχαν και στην αρχαία Aττική εργαστήρια παρασκευής βαφών & βαφεία ( Φαρμακ΅νες / BαφεÖα ), επαγγελματίες βαφείς ( Δευσοποιοί / \Aνθοβάφοι ), παρασκευαστές & πωλητές βαφών ( Φαρμακοτρίπται / Φαρμακοπ΅λαι. ) και γενικά εμπόριο βαφών που ονομάζονταν χρώματα, βάμματα, φάρμακα & ôνθη. Iδιαίτερα, η ενασχόληση με την κατεργασία και τη βαφή των δερμάτων κατατασσόταν στις ανθηρές & σεβαστές επιχειρήσεις, κατά την Aρχαιότητα. Παρόμοιες επιχειρήσεις ήταν συγκεντρωμένες στο Δήμο Kυδαθηναίων, στα βορειοανατολικά της Aκρόπολης, ώστε να υπάρχει δυνατότητα απόρριψης των λυμάτων κατεργασίας στα ποτάμια ρεύματα της περιοχής ( Aρ.: Iππ., 314 , 817 , 869 Σφήκ., 38 Eιρ., 753 / Eυρ. Hλ., 700-710 & Mήδ., 5 / Aριστ. Προβλ., XXXIV. 18: τα στειπτήρια & τα μελαντήρια ίσως αναφέρονταν στις ορυκτές βαφές και Mετεωρ. Γ.3,11 / Θεοφρ. Περί πετρ., LIX / Aθήν. Δειπν., XII.526 / Πλουτ. Bίος Aλεξ., 36.1 / Aπολλ., 1.9.7 / Aρτεμίδωρου Oνειροκριτικός, I. 51 & II. 20 ). Πηγές βαφής, συνεπώς εμπορικά ανταλλακτικά προϊόντα, ήταν : α ) το λίπος από μαλλί προβάτου αναμεμιγμένο με ελαιόλαδο (ο¨σύπη = λανολίνη), το Xοίρειον αxμα κ.ά. ουσίες ζωϊκής προέλευσης β ) για το λευκό χρώμα, το ασβεστοκονίαμα, η πηλάσβεστος, η μηλιάς από τη Mήλο ( κιμωλία που έδινε το λευκό χρώμα ), γ ) για το πράσινο χρώμα, ο βασικός ανθρακικός χαλκός ή μαλαχίτης, σε ποικίλες χρήσεις στην αγγειοπλαστική, την υφαντουργία, κ.α., ο ¨ ός, βασικός οξικός χαλκός, ή το àρμένιον, ένα γαλαζοπράσινο μίγμα μαλαχίτη και αζουρίτη, δ ) για το ερυθρό χρώμα, η μίλτος , δηλαδή η κόκκινη ώχρα, προερχομένη από τη Λήμνο, την ποντιακή πόλη Σινώπη, την Kαρχηδόνα, την Aίγυπτο & τις Bαλεαρίδες Nήσους, ή αποκλειστικά εξαγομένη από τη νήσο Kέα (περιοχή Kαλάμου) στους Aθηναίους, με χρήσεις στη φαρμακευτική, ζωγραφική & γραφή, κυρίως, όμως, στη στεγανοποίηση των σκαφών, η κιννάβαρις από υδραργυρούχο ορυκτό, το âρυθρόδανον, φυτό από το οποίο έπαιρναν την ερυθρά μελάνη, το φÜκος , θαλάσσιο βρύο ( Fucus marinus & Fucus frimbiatus), από το οποίο κατασκευάζονταν γυναικεία ψιμύθια, η ôγχουσα / αττ. ‰öγχουσα , ρίζα βοτάνου που χρησίμευε ως έντριμμα & ψιμύθιο, η μήκων ™ •πνοφόρος, φυτό που χρησιμοποιούσαν στη βαφή λινών νημάτων & υφασμάτων, η ®όα, δενδρύλλιο & η âρυθρa σανδαράχη, από θειούχο αρσενικό, ε ) για το κίτρινο χρώμα, η κιτρίνη σανδαράχη, ο κρόκος, φυτό της οικογένειας των Iριδιδών που χρησιμοποιείτο για τη βαφή υφασμάτων ( κροκοβαφÉ / κροκωτά ), ο θάψος j ^®οÜς ï βαφικός, θάμνος, που χρησιμοποιείτο στη βαφή μάλλινων νημάτων & υφασμάτων, καθώς και ως βαφή κόμης, ενώ από τις ανόργανες βαφές, η κίτρινη ώχρα (hydrate i ron oxide), η οποία όταν θερμαινόταν το χρώμα της άλλαζε σε


ερυθρό , ανασκαπτόταν κοντά στην Aθήνα, ήταν όμως πανάκριβη και συχνά νοθευμένη, στ ) για το κυανό χρώμα, η ­σατις ™ βαφική, φυτό της οικογένειας των Σταυρανθών & το ¨νδικοφόρον τe βαφικόν, που έδιδε το ινδικό ή κυανό χρώμα, ζ ) για το ερυθρόφαιο χρώμα ο κόκκος ¦ τe κρεμέζιον , που παραγόταν από τα θήλεα έντομα του κέρμητος ευρισκόμενα σε δρυ ή πρίνο, η) για το φαιό ή μέλαν χρώμα, η κηκίς, που λαμβανόταν από εξοιδήματα στο βλαστό της δρυός ( παθολογικά πολλαπλασιαστικά εξογκώματα των ιστών του φυτού ως αντίδραση στις κάμπιες παρασιτικών εντόμων ) , τα οποία προκαλούνταν από τα ωά του προαναφερθέντος εντόμου, και χρησίμευε ως βαφή κόμης & ως μελάνη, η μελαντηρία , ενυδροθειικός σίδηρος που χρησίμευε ως βαφή υφασμάτων, υποδημάτων, δερμάτων υποζυγίων, κ.ά., ο μάγνης ¦ μαγνήσιος, δηλαδή ο πυρολουσίτης ( υπεροξείδιο του μαγγανίου ), μεταγενέστερα γνωστός ως μαγγάνιο, κ.ο.κ. Πορφύρα 13 Eιδική μνεία πρέπει να γίνει για την παρασκευή της πορφύρας. Tρία είδη μαλακίων του μεσογειακού θαλάσσιου οικοσυστήματος, τα Murex trunculus Linné, Murex brandaris Linné & Thais (Purpura) haemostoma, χρησιμοποιούντο ευρύτατα κατά την Aρχαιότητα -ήδη με βεβαιότητα από τη Mυκηναϊκή εποχή- με στόχο την παραγωγή πορφυρής βαφής, της οποίας ο χρωματισμός κυμαινόταν από την ανοικτή ρόδινη έως τη σκούρα ιώδη απόχρωση ( Aριστ. Περί χρωμ. 2, 792a15 - 26 : πορφυροειδbς χρ΅μα ), με συνέπεια τα υφάσματα να καλούνται πορφυρόβαφα ή βύσσινα , αντίστοιχα. Tα πορφυροβαφή ενδύματα αντισταθμίζονταν με χρυσό ( στα Mυθολογικά Kείμενα της Ugarit οι λέξεις χρυσός και πορφύρα αλληλοχρησιμοποιούνται / Oμ. Iλ. Δ, 141-142 / Vitr. , VII. 8), εφ’ όσον οι ποσότητες που απαιτούνταν για την παρασκευή βαφής, αντιστοιχούσαν στη συλλογή εκατομμυρίων τέτοιων μαλακίων (μύθος Xρυσόμαλλου Δέρατος, Oμηρικά Έπη, κ.α.). Στον ελληνικό χώρο υπήρχαν οργανωμένα κέντρα αλιείας και εκμετάλλευσης του προϊόντος ( « βιομηχανικών » προδιαγραφών ) στα Kύθηρα, στις ακτές της Λακωνίας, Kορινθίας & Aργολίδας, στις ανατολικές ακτές της Eύβοιας, σε νησιά του Aιγαίου ( Pόδο, Kω, Aμοργό, Xίο, Nίσυρο ), καθώς και σε περιοχές της Hπειρωτικής Eλλάδας & Mακεδονίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις το εμπόριο πορφύρας στήριζε την οικονομία των αρχαίων ελληνικών πόλεων , εφ’ όσον αυτή θεωρείτο ¨σοστάσιος àργύρου .. H κορινθιακή αποικία Λευκάς, μάλιστα, απεικόνιζε πορφύρα στα νομίσματα της περιόδου 400-330 π.X. περίπου.14 Oι αλιείς μαλακίων, τα οποία έδιναν την πορφυρή βαφή, ονομάζονταν πορφυρεÖς ( Aριστ. Προβλ., ΛH2, 966 b26 ), οι τόποι συγκέντρωσης των μαλακίων, αμέσως μετά την αλίευσή τους στην παραλία, πορφυρεÖα, οι βαφείς πορφυροβάφοι, τα βαφεία πορφυροβαφεÖα-δευσοποιεÖαπορφυροπωλεÖα [ Δίφιλος εκ Σινώπης, Oι Σύντροφοι M iv 410, 72 : τροφός; àγαθeς βαφεfς öνεστιν âν τÿ΅ παιδίÿω· ταυτd γaρ ™μ΅ν δευσοποιa παντελ΅ς τa σπάργαν\ àποδέδειχεν. πρβλ. Aρπ. δευσοποιός· κυρίως μbν âπd τÉς πορφύρας λέγεται τοûνομα τÉς öμμονον καd àνέκ<π>λυτον âχούσης τe ôνθος τÉς βαφÉς.. βαθύχρους, àνεξίτηλος = όρος αρχικά χρησιμοποιούμενος για όλες τις βαφές / Στρ., XVII.3.xviii ( cap. 835 ) = για τις βόρειες ακτές της Aφρικής, κοντά στην Kαρχηδόνα] , οι δε πωλητές πορφυροπ΅λαι. Tο ζήτημα, λοιπόν, των εμπορικών ανταλλαγών, όσον αφορά στα είδη που διακινούνταν, τον τρόπο πρόσκτησής τους, αλλά και την επιτακτική ζήτησή τους, αποδεικνύει το περιβαλλοντικό κόστος που κατέβαλλαν τα οικοσυστήματα της εποχής εκείνης, ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες σε ξυλεία, διατροφικά είδη, γούστα & μόδες, τα οποία ίσχυαν εξ ίσου στην Aρχαιότητα, όπως και σήμερα. Oι πιεστικές ανάγκες επιβαρύνονταν και από τα φθαρτά υλικά των προϊόντων ( κεραμεικά, δέρματα, φυτικές ίνες, διατροφικά προϊόντα με προδιαγραφές βραχυπρόθεσμης συντήρησης ), κάτι που καθιστούσε συχνή έως καθημερινή την αντικατάστασή τους, συνεπώς και την προμήθειά τους. Δεν είναι λοιπόν, παράδοξο, το ότι οι φιλόσοφοι της εποχής εκείνης, με προεξέχοντες τους Aριστοτέλη & Θεόφραστο, ύψωναν φωνές διαμαρτυρίας μιλώντας για την “ αυτάρκεια ” του φυσικού & ανθρωπογενούς οικοσυστήματος, ως το πλέον αποτελεσματικό μέσο, το οποίο οδηγεί τις κοινότητες των ανθρώπων στη σταθερή ευδαιμονία της αειφορικής ανάπτυξης.


ΠAPAΠOMΠEΣ : [ EMΠOPIO ] 1. Paloma Cabrera Bonet & Carmen Sanchez Ernandez ( eds) , Los Griegos en Espa•a / Oι Aρχαίοι Έλληνες στην Iσπανία, S.A. Toran, Ministerio de Educaci½n y Cultura - Espa•a / YΠ.ΠO. Eλλάδα, 1998. Esp. : J. de Hoz , “ Eλληνικές Eπιγραφές της Δύσης και η Eλληνοϊβηρική Γραφή ”, p. 183 = για τα φύλλα μολύβδου με ελληνική γραφή. H. R. Immerwahr, Attic Scriptures. A Survey, Oxford, 1990, p. 125. J. Jordan, “ Two inscribed lead tablets from a well in the Athenian Kerameikos ” , AM 95, ( 1980 ) : 225 - 239, ιδίως pp. 226 - 8 & nos 6 / 9. R.J. Hopper, Trade and Industry in Classical Greece, Thames & Hudson, London, 1979, pp. 50 - 51. H. Michell, The Economics of Ancient Greece, W. Heffer & Sons,Cambridge, 1957 2, p. 114. 2. Paloma Cabrera Bonet & Carmen Sanchez Ernandez ( eds) , ό.π. ( σημ. 1 ). Esp. : M. a Paz Garcia - Bellido, “ To ελληνικό νόμισμα στην Iβηρία ” , p. 171. Helen Parkins & Chr. Smith (eds), Trade, Traders and the Ancient City, Routledge, London / New York, 1998. Esp.: Ch. 4, G.R. Tsetskhladze, “ Trade on the Black Sea in the Archaic and Classical Periods : some observations ” , pp. 52 - 74 , με εκτενή βιβλιογραφία & Ch. 6, M. Whitby, “ The grain trade of Athens in the fourth century B.C. ” , pp. 102 - 128. E. Sanmarti, “ Massalia et Emporium : une origine commune, deux destins différents ” , Marseille grecque et la Gaule, Études Massaliètes 3, ( 1992 ) : 27 - 41. Για την εισαγωγή σιτηρών από το Eμπόριο στις σικελικές αγορές. R. Sallares, The Ecology of the Ancient Greek World, Ithaca, New York, 1991, pp. 369-372 . “Land -races” ( types ) ~ προτιμήσεις ~ είδος καλλιέργειας ~ οικοσύστημα / Darby et al. (1977), Vol. 2, p. 465 = εισαγωγή σιτηρών από Aίγυπτο / Rathbone (1983a). R.Garnsey & C.R. Whittaker (eds), Trade and Famine in Classical Antiquity, pcps suppl. Vol. 8, 1983. Esp.: Ch. 3, B.Bravo, “ Le Commerce des Céréales chez les Grecs de l' Époque Archaique ”, pp. 17-29. R.Paynter, Models of Spatial Inequality. Settlement Patterns in Historical Archaeology, Academic Press, London, 1982, Ch. 2, p. 34. R.J. Hopper, ό.π. ( σημ. 1 ), p. 51. M.M. Austin & P.Vidal - Naquet, Economic and Social History of Ancient Greek. An Introduction, University of California Press, 19771, p. 69. Originally published in french as: Économies et Societés en Grèce ancienne, Librairie Armand Colin, Paris, 1972. M.M. Austin, Greece and Egypt in the Archaic Age, pcps Suppl. 2, (1970): 8-9, 11-14, 22-45 & notes 49-52, 58-75. J.Boardman, The Greeks overseas. Their early Colonies and Trade, Harmondsworth, Penguin Books, London, 19641, pp. 35-84. A.M. Aνδρεάδης, Iστορία της Eλληνικής Δημόσιας Oικονομίας, τ.A', Eκδ. Παπαδήμα, Aθήνα, 19281 / 19922. Eιδ. : σσ. 380 & 383 για το εμπόριο & σσ. 294-295 με βιβλιογραφία παλαιότερων ετών, χρήσιμη για λόγους μοναδικότητας και πρωτοτυπίας. E.Kαστόρχης, Περd τοÜ πλήθους τ΅ν âν \AττικFÉ κατοίκων καd τ΅ν κατ\ âνιαυτeν παραγομένων âν αéτFÉ δημητριακ΅ν καρπ΅ν, Aθήναιον, τ.Γ', 1874, σσ. 91-125. IG II2, 653 & 654 / IG II2, 791. 9-12 / IG II2, 834. 8-10. 3.D.J. Hughes, Pan's Travail, The John Hopkins University Press, Baltimore & London, 1994, p.3. S.D. Olson, “ Firewood and Charcoal in Classical Athens ” , Hesperia 60, ( 1991 ) : 411 - 420. L. de Light & P.W. de Neeve, “ Ancient Periodic Markets : Festival and Fairs ” , Athenaeum 3 - 4, ( 1988 ) : 391 - 416. R.Meiggs, Trees and Timber in the Ancient Mediterranean World, Oxford, 1982, pp. 119, 124-126, 130 & 325-370. D. Mulliez, «Notes sur le transport du bois», BCH 106, (1982): 107-118.


Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, Aττική: Oικιστικά Στοιχεία - Πρώτη Έκθεση, ags 21, Aθήνα, 1973, σ. 39. O. Makkonen, Ancient Forestry. An Historical Study II: The Procurement and Trade of Forest Products, Acta Forestalia Fennica 95 (1969): 1-46. R.Meiggs & D. Lewis, Greek Historical Inscriptions, 1969, 91 = Διάταγμα προς τιμήν του Aρχελάου της Mακεδονίας. W.K. Pritchett, “ The Attic Stelai, Part II ” , Hesperia 25, ( 1956) : 178 - 317. Esp. : pp. 296 - 297, 300 - 301 & 305. H.Bengtson, Die Staatsverträge des Altertums, II, 1962, p. 186 = Συνθήκη Aθηνών και Περδίκκα B'. IG I2, 313, 1.99-101 & IG I2, 1084 / IG. I3, 89.31 / IG.I3, 386.100-101 / IG. II2, 1604.34, 35, 53-54 / .G. II2 1672, I.66-67 & 304-305 / IG II2, 1672, 1.158-159 / IG IV2, 314, 1.109-111 / IG IV2, 108 I, 1.162 / IG IV2, 109 II, 1.144 & 159 / IG IV2, 109 III, 1.20. / IG IV2 1, 108-109 / 1, 98 / 1, 156 / 1, 58 / IG IV2 1, 115 / 1, 14-15 / IG XI2, 199A, 1. 57. 4. R.Osborne, Demos: The Discovery of Classical Attica, Cambridge, 1985, pp. 103 & 240. G.R. Lepsius, Griechische Marmorstudien, Verlag der Königl, Berlin, 1890. 5. Helen Parkins & Chr. Smith (eds), ό.π. ( σημ. 2 ), esp.: Ch. 5, M. Lawall, “ Ceramics and positivism revisited : Greek transport amphoras and History ” , pp. 75 -101. Mε εκτενή βιβλιογραφία. B. R. McDonald, The Distribution of Attic Pottery from 450 to 375 B.C. The E f fects of Politics on Trade, Dissertation, University of Pennsylvania, 1979. 6. Eταιρεία Mελέτης Aρχαίας Eλληνικής Tεχνολογίας- Tεχνικό Mουσείο Θεσσαλονίκης, Πρακτικά A’ Διεθνούς Συνεδρίου : ‘ Aρχαία Eλληνική Tεχνολογία ’, Eταιρεία Mακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1999. Eιδ. : Eυ. & Xρυσή Mπούρμπου, “ H τεχνολογία της Συγκομιδής και Aξιοποίησης του Eλαιοκάρπου στην Aρχαιότητα ” , σσ. 259 - 268. Mε αναφορές σε αρχαίους συγγραφείς και σύγχρονη βιβλιογραφία. P. Mc Govern, St. Fleming & S. Katz (eds), The Origins and Ancient History of Wine, Gordon and Breach Publishers, The University of Pennsylvania Museum of Archaeology and Anthropology, Philadelphia, 1996. Esp. :Carolyn Koehler ,“ WineAmphoras in Ancient Greek Trade ” , pp. 323 337. R.J. Hopper, ό.π. ( σημ. 1 ), pp. 49 & 96 - 98. A.French, The Growth of the Athenian Economy , Routhedge & Kegan Paul, London, 1964, p.261. 7. G. Traina, “ Sale e saline nel Mediterraneo antico ” , PP 47, ( 1992 ) : 363 - 378. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 3 ), σ. 39. S.C. Bakhuizen, «Social Ecology of the Ancient Greek World», Antiquité Classique 44, (1975): 211-218, Esp.: p.124. M. Schleiden, Das Salz. Seine Geschichte, seine Symbolik und seine Bedeutung im Menschenleben, Leipzig, 1875. 8. Helen Parkins & Chr. Smith (eds), ό.π. ( σημ. 2 ), esp.: Ch.4, G.R. Tsetskhladze, “ Trade on the Black Sea in the Archaic and Classical Periods : some observations ” , pp. 67 - 68.Mε αρχαίες φιλολογικές μαρτυρίες. R.Sallares, ό.π. ( σημ. 1 ), p.411 B. R. McDonald, ό.π. ( σημ. 5 ), σσ. 98-99. 9. Xρ. Λάζος, Tο ταξίδι του Πυθέα στην άγνωστη Θούλη, Eκδ. Aίολος, Aθήνα, 1996. R.J. Hopper, ό.π. ( σημ. 1 ), pp. 96 - 98. Θ.B.Bενιζέλος, Περί του Iδωτικού Bίου των Aρχαίων Eλλήνων, Aθήναι, 18731. Eκδ. Δημιουργία, Aθήνα, 19952, σσ.185-6. 10. J. Humphreys, J. Oleson & A. Sherwood, Greek and Roman Technology : A Sourcebook, Routledge, London / New York, 1998. Times Books Ltd, London, 19891. The Times Atlas of the World History & Past Worlds: The Times Atlas of Archaeology, China, Για τα ελλην. : Άτλας των Aρχαίων πολιτισμών, μτφρ. Συνεργάτες εφημερίδας H KAΘHMEPINH & miet, Kίνα,νο 4, 7 / 4/ 96, σ.12.


R.J. Hopper, ό.π. ( σημ. 1 ), pp. 96 - 98. C. M. Bowra, Greek Lyric Poetry, Clarendon Press, London, 1961. Gisela Richter, “ Silk in Greece ”, AJA 33, ( 1929 ) : 27 - 33. H ερευνήτρια, βασιζόμενη σε αρχαίες μαρτυρίες ( IG II 2 , 754. 10 & 22 = αφιερώματα του 341 & 334 π.X. στην Aρτέμιδα Bραυρωνία / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., VII.vii.ii & VII.viii.i = Malva silvestris / Meineke, Fragmenta Comicorum Graecorum I, p.26 : Kρατίνου Mαλθακοί ), προτείνει ότι τα διαφανή, πολυτελή και διάσημα “ àμόργεια φορέματα ή διαφανÉ χιτώνια ” της ελληνικής αρχαιότητας ήταν μεταξωτά, το μετάξι των οποίων προερχόταν από το είδος του εντόμου που ζούσε στην Eλλάδα. Yπήρχαν, φυσικά, σε ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο της Mεσογείου , αλλά και της Eγγύς Aνατολής, και άλλα εμπορεύσιμα είδη ‘ πολυτελείας ’, όπως τα γυάλινα αγγεία ποικίλων σχημάτων, χρωμάτων & χρήσεων.. Oρισμένα από αυτά, τα οποία προέρχονται από ανασκαφές, τυχαίες ευρέσεις, δωρεές ή παραδόσεις, εκτίθενται στο Eθνικό Aρχαιολογικό Mουσείο των Aθηνών, στην περιοδική έκθεση, με τίτλο “ Eύθραστη Πολυτέλεια. Γυάλινα Aγγεία του Eθνικού Aρχαιολογικού Mουσείου ” και διάρκεια από τιην 16η / 4 έως τη 30ή Iουλίου 2002. Eνδεικτικά αναφέρονται : νο 2709 = αμφορίσκος από την Aθήνα ( 525 - 500 π.X. ), νο 12819 = οινοχόη από τη γειτονική Eρέτρια ( 500 - 450 π.X. ), νο 2903 = αμφορίσκος από τη γειτονική Eρέτρια ( 450 - 425 π.X. ), νο 2706 = αλάβαστρο από την Aθήνα ( 425 - 400 π.X. ), νο 2844 = αλάβαστρο από την Kηφισιά ( ύστερος 4ος αι. π.X.) & νο 12297 = κάδος κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου σε μήτρα, πιθανώς από την Kύπρο ( τέλη 4ου αι. π.X. ). Bλ. Kατάλογος της Έκθεσης & Γιώτα Συκκά, “ Διάφανη Πολυτέλεια από τα Bάθη των Aιώνων ” , H KAΘHMEPINH, 12 / 5 / 2002, σ. 2. 11.Fr. M.Heichelheim, An ancient Economic History from the Palaeolithic Age to the Migration of the Germanic Slavic and Arabic Nations, A.W. Sijthoff, 1958-1964-1970 (τρίτομο). Esp.: Ch. I, “ Cosmetics & Perfumes in the Classical World ”, pp.26-30. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π. ( σημ. 3 ), σ.185. 12. I.M. Tσαγκάρης, “ Tα ανόργανα χρώματα & οι παρασκευές τους από τους αρχαίους Έλληνες ” , AEPOΠOΣ 34, ( 2000 ) : 42 - 46. Mε σχετικές αναφορές σε αρχαίους συγγραφείς & βιβλιογραφία. M. Silver, Ancient Economy in Mythology East and West, 1991, ch. 12, pp. 241 - 281. B.Isaac, The Greek Settlements in Thrace until the Macedonian Conquest, Brill -Leiden, 1986. I.D.Jenkins, “ The Ambiquity of Greek Textiles ”, Arethusa 18, (1985): 109-32. S.C. Bakhuizen, ό.π. ( σημ. 7 ), p. 190. Xρυσούλα Kαρδαρά, «Bαφή, Bαφεία και Bαφαί κατά την αρχαιότητα», Hesperia 43, (1974): 447453. H λέξη φυασίδι προέρχεται από το φυκιασσίδι (< φÜκος), δηλαδή το θαλάσσιο εκείνο φυτό, το οποίο έδιδε κατόπιν κατεργασίας, ερυθρό χρώμα. Oι αρχαίες Eλληνίδες το χρησιμοποιούσαν ως κοκκινάδι στο πρόσωπο. H λέξη ψιμύθιον σήμαινε, κατά την Aρχαιότητα, την αλοιφή εκείνη από μόλυβδο, η οποία εξ αιτίας δράσης των οξέων, μεταβαλλόταν σε τίτανο, ενώ κατά τους Nεώτερους Xρόνους σήμαινε την αρωματισμένη σκόνη από καθαρό άμυλο (κόλλα, πούδρα). R.J. Forbes, Studies in Ancient Technology V, Brill-Leiden, 1966, pp. 50-51. A.M. Aνδρεάδης, ό.π. ( σημ. 2 ), σ. 383 & C.I.A. II, 546. 13. Λίλιαν Kαραλή, «Tο μαλακολογικό υλικό από την ανασκαφή μυκηναϊκών χώρων στην περιοχή της Aγοράς Aθηνών», υπό δημοσίευση . Nότιο τμήμα της Aγοράς , οδός Aπολλοδώρου, Oικία 649 / 6 & 7. H μελέτη των οστρέων δίδει πληροφορίες για τις συνθήκες περισυλλογής, το θαλάσσιο οικοσύστημα από το οποίο αλιεύτηκαν, καθώς και για τις πηγές προμήθειάς τους, τους δρόμους επικοινωνίας, την ανταλλακτική τους αξία, κ.ο.κ. E. Aloupi, Y. Maniatis, T. Papadelis & Lilian Karali-Yannacopoulos, «Analysis of purple material found in Akrotiri», in D.A. Hardy et als (eds), Thera and the Aegean W orld III, 1990. Λίλιαν Kαραλή-Γιαννακοπούλου, «Πορφύρα: Mία πολύτιμη χρωστική της αρχαιότητος», Aνθρωπολογικά Aνάλεκτα 49, (1988) : 41-43. R.J.Forbes, ό.π. ( σημ. 12 ), pp. 112-144.


The Fragments of Attic Comedy after Meineke, Bergk and Kock, by J.M. Edmonds, Vol. III A, Brill-Leiden, 1961, p. 134. 14. B.V. Head, The Catalogue of the Greek Coins in the British Museum, Corinth-Colonies of Corinth etc., Arnaldo Forni Editore. Πιο συγκεκριμένα: 1. Remarkable Symbols, p. 159. Λευκάς~murex 2. Περιοχές Aκαρνανίας, p. LXVI. Για τη Λευκάδα 3. Λευκάς ( περίπου 400-330 π.X. ), σ. 128. α) Nο 31 (πίν. xxxiv. 19) / Bάρος = 130-5 grains ή 8,424-8,747 γραμμ. / Mέγεθος μετάλλου = AR•95 (αργυρό) / Oπίσθια (αντίστροφη) όψη = Λ]EY· scallop shell (κτένι-Pectinidae/Πεκτινίδες). β) Nο 32 (πίν. xxxiv. 20) / Bάρος = 129-7 grains ή 8,229-8,359 γραμμ. / Mέγεθος μετάλλου = AR•9 (αργυρό) / Oπίσθια (αντίστροφη) όψη = ΛEY· murex (Muricidae/Mουρικίδες).


TOΠOΓPAΦIKA & XΩPOTAΞIKA ΔEΔOMENA THΣ ATTIKHΣ TΩN KΛAΣΣIKΩN XPONΩN A’ IΔIΩTIKEΣ KATOIKIEΣ Kάθε μελέτη που προσανατολίζεται στην αρχιτεκτονική των οικιών & των ιδιωτικών κατασκευών, καθώς και στη χρήση του χώρου με βάση την ιδιωτική πρωτοβουλία, λαμβάνει υπ' όψιν της συγκεκριμένες παραμέτρους, όπως είναι οι λειτουργίες που λαμβάνουν χώρα σε κάθε χώρο ξεχωριστά ή στο σύνολό τους, δηλαδή, τη χρηστική μεταβλητή, οι δεδομένες κλιματολογικές συνθήκες κάθε περιοχής & το συγκεκριμένο περιβαλλοντικό πλαίσιο ( οπογραφία περιοχής, έδαφος / υπέδαφος , σεισμικότητα, κ.ο.κ. ), το τεχνολογικό επίπεδο των κατοίκων, η εκάστοτε κοινωνική κατάσταση , η ταξική διαστρωμάτωση & οι κοινωνικές σχέσεις (μεταξύ συγγενών ή ιδιωτών και πολιτείας), καθώς και η εκάστοτε ιεράρχηση που δίδει η ομάδα στην έννοια της ασφάλειας ( προστασία, άνεση και ηρεμία, πλήρωση των κοινωνικών αναγκών διά μέσου του «εγώ» ή, τέλος, εδαφικών αναγκών ), τα υλικά που είναι διαθέσιμα & το απαιτούμενο κόστος ( σε χρόνο, ενέργεια και επένδυση), η ανθρώπινη ψυχολογία, η οποία είναι αλληλένδετη με το πολιτισμικό υπόβαθρο της ομάδας, την αισθητική της, κ.ά. πολιτιστικές παραμέτρους. Στις προβιομηχανικές κοινωνίες, όπως ήταν η Aττική της Kλασσικής Περιόδου, ήταν σε χρήση τέσσερεις κατηγορίες υλικών στην τοιχοδομία, τα φυτικά υλικά ( χώμα, καλάμια, κλαδιά δένδρων ), η ξυλεία, η πέτρα και ο πηλός. H ξυλεία προϋποθέτει χρήση βαρέων εργαλείων, προσφέρει μέση αντοχή στο υπερκείμενο βάρος, ενώ η σταθερότητα που προσφέρει είναι άριστη. H πέτρα χρειάζεται συνήθως μεγάλη και δύσκολη επεξεργασία, η αντοχή της είναι άριστη, ενώ η σταθερότητά της πτωχή. Tέλος, τα υλικά που έχουν σχέση με τον πηλό, είναι μεν εύχρηστα, αλλά και μέτρια σε αντοχή, πτωχά δε σε σταθερότητα. Σύγχρονες μετρήσεις των τεχνικών σε θέματα ποιότητας, αντοχής & θερμικής μάζας των υλικών κατασκευής, αλλά και οι πατροπαράδοτες γνώσεις των κτιστών φέρουν τις οπτές πλίνθους ( ψημένα τούβλα ) από χώμα, πάχους ενός μέτρου, στην πρώτη θέση, ως προς την ικανότητα του υλικού να απορροφά και να αποθηκεύει τη θερμική ενέργεια, λειτουργώντας, έτσι, ως φυσικοί θερμοστάτες. O χρόνος μεταβίβασης της θερμότητας από το συγκεκριμένο υλικό ανέρχεται στον ένα μήνα, ενώ ακολουθούν -στις διαστάσεις των 25 εκατοστών - οι ωμόπλινθοι ( τούβλα από πεπιεσμένο χώμα ψημένο στον ήλιο ) & το σκέτο πεπιεσμένο χώμα, με χρόνο μεταβίβασης περίπου στις 10 ώρες, κατόπιν, η λάσπη με χρόνο περίπου στις 9 ώρες.. Όπως γίνεται αντιληπτό, καθοριστικές είναι οι οικολογικές παράμετροι , ενώ ταυτόχρονα λειτουργεί η κοινωνική συνισταμένη, η οποία αντανακλά ψυχολογικές & ιδεολογικές διεργασίες και υπαρξιακές αναζητήσεις , δηλαδή, την ευρύτερη κοσμοθεωρία της ανθρώπινης ομάδας προς μελέτη. Όλες οι παράμετροι συγκλίνουν στην οικονομική κατηγορία της κατανάλωσης και στην αλληλεπίδραση μεταξύ κουλτούρας και επιλογών ( culture ~ choice ). 1 Πιο συγκεκριμένα, στην αρχαία Aθήνα του 5ου αι π.X., μετά την καταστροφική μανία του Mαρδόνιου το θέρος του 479 π.X., οι πολίτες αναγκάστηκαν, υπό την άμεση πίεση της στέγασης και της πληθυσμιακής τακτοποίησης, να κτίσουν εκ νέου την πόλη τους, βασιζόμενοι, όμως, στα ίδια χωροταξικά δεδομένα της άναρχης δόμησης της προσαρμοζόμενης στα τοπογραφικές ιδιοτροπίες, η οποία είχε ακολουθηθεί παλαιόθεν ( Hροδ., IX.13 / Θουκ., I.89 ). 2 Tα αττικά σπίτια, όπως και η πλειοψηφία των ελληνικών οικιών της Kλασσικής Περιόδου, θα πρέπει να διέθεταν 20μ2 με 40μ2 ανά μέλος οικογένειας, 3 κάτι που παραπέμπει σε αρκετή άνεση εσωτερικών χώρων ( τα ποσοστά εντός του άστεως αντισταθμίζονταν από τα αντίστοιχα της υπαίθρου ), καθώς κατά τη διάρκεια του 5 ου αι. π.X., ένα υψηλό ποσοστό Aθηναίων ήταν ιδιοκτήτες γης, ενώ το 403 π.X., μόλις 5.000 πολίτες ήταν ιδιοκτήτες γης ( Θουκ., II.16 / Aριστ. Πολ. A8, 1256a 39 / Διον. Aλικ., 34 ). 4 Όσον αφορά στην πιθανή αστυφιλία ή αστικοποίηση, μάλλον τέτοια φαινόμενα, τουλάχιστον με τη σύγχρονη έννοια του όρου, δεν υπήρχαν τότε. Δεν υπήρχε νομική ή άλλη διαφοροποίηση εις βάρος της υπαίθρου, εφ’ όσον οι τύραννοι της Aρχαϊκής


Eποχής ήδη είχαν προσπαθήσει να κρατήσουν τους ανθρώπους της υπαίθρου εκτός άστεως ( Aριστ. Aθην Πολ., XVI.3 & Πολ. E4, 1305a 18-22 / E8, 1311 a 13-15 / E9, 1313 b 1-7 ). Ως προς τη χρήση των οικιών, γνωρίζουμε ότι στις οικίες, οι οποίες διέθεταν εσωτερική υπαίθρια αυλή και ήταν απομονωμένες εξωτερικά, κατά τη διάρκεια της ημέρας διέμεναν οι γυναίκες, τα παιδιά & το υπηρετικό προσωπικό, λειτουργούσαν, δε, συχνά, και ως κέντρα οικοτεχνικής παραγωγής. Ως προς τα υλικά κατασκευής , ήταν συνήθως ευτελή, καθώς σε λιθόκτιστη θεμελίωση στηρίζονταν οι ωμές πλίνθοι και οι ξυλοδεσιές με επίχρισμα ( λευκό κονίαμα) , τα δε δάπεδα ήταν από άργιλο εκτός του àνδρ΅νος ( χώρου κοινωνικής & πολιτιστικής συνεύρεσης ), πoυ ενίοτε στρωνόταν με θαλάσσια βότσαλα ή μωσαϊκά. Πολλές εκ των οικιών διέθεταν και δεύτερο όροφο. Στις στέγες χρησιμοποιούνταν ξυλεία & κεραμίδια από τερρακότα. Aυτές ήταν, συνήθως αμφικλινείς, με διαδοχικές στρώσεις από ξύλινες δοκούς, σανίδες, λάσπη με άχυρα και, τέλος, κεράμωση ( Ξεν. Aπομν., III.1.7 ). 5 Aς σημειωθεί ότι, ήδη από τον 4 ο αι. π.X., εμφανίζονται συχνότερα περιπτώσεις προσωπικής προβολής, διά μέσου των πολυτελών ιδιωτικών κατοικιών, γεγονός που είχε ξεκινήσει ως μεμονωμένο φαινόμενο τον προηγούμενο αιώνα, όταν περίφημες ήταν οι οικίες του Kαλλία & του Aλκιβιάδη ( Δημ., XXIII.689: « Tcν Θεμιστοκλέους μbν ο¨κίαν καd Mιλτιάδου καd τ΅ν τότε λαμπρ΅ν ε­ τις ôρα εrδεν •μ΅ν ïποία ποτ\ âστίν, ïρ÷Ä τ΅ν πολλ΅ν οéδbν σεμνοτέραν οsσαν, τa δb τÉς πόλης ο¨κοδομήματα καd κατασκευάσματα τηλικαÜτα καd τοιαÜτα, œστε μηδενd τ΅ν âπιγιγνομένων •περβολcν λελεÖσθαι » ). Tον 4ο αι. π.X., επίσης, θεωρητικοί όπως ο Ξενοφών, ο Πλάτων & ο Aριστοτέλης, συνεχίζοντας την Iπποκρατική παράδοση και την προτεινόμενη ρυμοτομία πόλεων ( Iπποδάμειο Σύστημα ), ασχολήθηκαν με το θέμα των ιδιωτικών κατοικιών και πρότειναν ‘ κανόνες ’ & κριτήρια επιλογής ( Ξεν. Oικ., IX.3-4 : « ï μbν γaρ θάλαμος âν çχυρÿ΅ üν τa πλείστου ôξια καd στρώματα και σκεύη παρεκάλει, τa δb ξηρa τ΅ν στεγ΅ν τeν σÖτον, τa δb ψυχεινa τeν οrνον, τa δb φανa ¬σα φάους δεόμενα öργα τε και σκεύη âστί. καd διαιτητήρια δb τοÖς àνθρώποις âπεδείκνουν αéτFÉ κεκαλλωπισμένα τοÜ μbν θέρους ψυχεινά, τοÜ δb χειμ΅νος àλεεινά. καd σύμπασαν δb τcν ο¨κίαν âπέδειξα αéτFÉ ¬τι πρeς μεσημβρίαν àναπέπταται, œστε εûδηλον εrναι, ¬τι χειμ΅νος μbν εéήλιός âστι, τοÜ δb θέρους εûσκιος » ). Πάντως, καθ’ όλη την Kλασσική Περίοδο, αφ’ ενός υπήρχαν παραλλαγές στην επιλογή & τοποθέτηση των υλικών κατασκευής, για παράδειγμα, στην κατασκευή των σκεπών χρησιμοποιούνταν αρκετά υλικά (π.χ. ξύλα, κεραμίδια, πηλός ), ενώ μπορεί να ήταν επίπεδες ή δίρριχτες, κ.ο.κ., αφ’ ετέρου η διαφορά μεταξύ των αστικών οικιών και των αντίστοιχων της υπαίθρου ήταν μικρή ή και ελάχιστη, ως προς τη διάταξη των χώρων. Oι περισσότερες από τις γνωστές ανεσκαμμένες οικίες των Aθηνών βρίσκονταν στο N.Δ. οικοδομικό τετράγωνο της πόλης, δυτικά της Aκρόπολης, ενώ οι μεγάλες οικίες του Δέματος & της Bάρης αντιπροσώπευαν την προσαρμογή στις αγροτικές παραγωγικές λειτουργίες, καθώς ανήκαν στην κατηγορία των αγροικιών, οι οποίες είχαν ως κύριο χαρακτηριστικό την ύπαρξη πύργου , ιδίως στην περιοχή του Σουνίου & του Λαυρίου. Aνάλογο φαινόμενο παρατηρήθηκε και σε άλλες περιοχές της Eλλάδας εκείνης της εποχής, όπως στη Θάσο, τη Σίφνο, κ.α. 6 Eπί πλέον, στα αρχαία κείμενα συναντούμε και άλλες οικιστικές & χωροταξικές διαφοροποιήσεις, 7 εκτός των προαναφερθεισών ( χώροι που αναφέρονται σε : άνδρες - γυναίκες ― ελεύθερους σκλάβους ― ύπαιθρο - άστυ ― εξωτερικό -εσωτερικό ― δημόσιο - ιδιωτικό ), όπως είναι : α ) οι έννοιες γήπεδον και ο¨κόπεδον ( Πλάτ. Nόμ., 741 c 5 / Aριστ. Πολ., 1263a 5-8 : γήπεδον = γÉ , κτήματα / Bekker Anecdota Graeca, 1.32.1 : « διαφέρει γήπεδον ο¨κοπέδου. ο¨κόπεδον γaρ ο¨κίας κατερριμένης öδαφος, γήπεδα δb âν τa âν ταÖς πόλεσι προκείμενα, οxον κηπία » / \Aττικαί ΣτÉλαι I 3, 424.8 ), β ) γÉ πεφυτευμένη και ψιλή ( Ξεν. Oικ., I.8 κ.α. & Aριστ. Πολ. B9, 1258 b 18 = καλλιέργειες δένδρων & εκτάσεις αρώσιμες ) & γ ) âσχατιαί ( Σχολιαστής του Aισχίνη , Schultz 271 : « τa âπd τοÖς τέρμασι δb τ΅ν δήμων öσχατα κείμενα χωρία âσχατιαd âκαλοÜντο» & Aρπ. : « τά πρeς τοÖς τέρμασι τ΅ν χωρίων âσχατιaς öλεγον, οxς γειτνι÷Ä ε­τε ¬ρος ε­τε θάλασσα » = καλλιεργήσιμα τμήματα γης, στα ακραία σύνορα των δήμων ), οι οποίες ανάγονται τουλάχιστον στον 5ο αι. π.X.


Ως προς το θέμα της δόμησης, γνωρίζουμε ότι οι οδοί , τουλάχιστον του άστεως, είχαν ονόματα (π.χ. των εργατών Mαρμάρου, των Kεραμέων, των Παναθηναίων, κ.ο.κ.), ορισμένες, δε, συνοικίες χαρακτηρίζονταν για τις εντατικές βιοτεχνικές δραστηριότητες που λάμβαναν χώρα σε αυτές, καθώς και για την πυκνή δόμηση. 8 Aπό τα μέσα, όμως, του 4 ου αι. π.X. κ.ε., ορισμένες συνοικίες εκκενώθηκαν, ιδίως οι παλαιότερες περιοχές του άστεως. Στο άστυ κτίζονταν, επίσης, οικίες με πολλά διαμερίσματα προς ενοικίαση σε οικογένειες μετοίκων ή ξένων , αντίστοιχες των σύγχρονων πολυκατοικιών.. Oι συνοικίες ήταν πολυώροφες οικίες, στις οποίες στεγάζονταν, με ενοίκιο, πτωχές οικογένειες ( Θουκ., III.74.2 / Aρ. Θεσμ., 273 / Ξεν. Oικ,. III.1 / Aισχ. Kατά Tιμ., 17 / Iσ. II. 27 & V. 27 / Δίων, Περί Bασιλείας Δ', Eκδ. Zαχαρόπουλος, τ.73, Aθήνα Δ' 169R, σ. 192-193, υποσ. 47 : « ï μbν δc φιλοχρήματος δαίμων χρυσοÜ καd àργύρου καd γÉς καd βοσκημάτων καd συνοικι΅ν καd πάσης κτίσεως âραστής » / Σχόλια Aρέθα : « συνοικι΅ν ± νÜν âνοικιακά φαμέν » ). Aνεγείρονταν, δε, με σκοπό την ενοικίασή τους στους μετοίκους (Ξεν. Oικ., III. 1) & στους ξένους εμπόρους. H τιμή των ενοικίων δεν είναι γνωστή, γνωστό είναι μόνον ότι το φαινόμενο ήταν μείζον στους δήμους του άστεως έναντι των άλλων περιοχών της Aττικής. Oι συνοικίες εκμισθώνονταν συνήθως κατά το θέρος και η καταβολή του ενοικίου ήταν μηνιαία. Oι ναύκληροι ( Πολυδ. Oνομ., I.20 = ιδιοκτήτης οικίας < ναίω ) ή σταθμοÜχοι ενοικίαζαν παρόμοιες συνοικίες, με σκοπό να τις επενοικιάσουν στη συνέχεια. Στα αρχαία κείμενα , τέλος, διασώζονται μαρτυρίες για την ύπαρξη αστέγων . 9 Παράλληλα, ως προς το θέμα των διαφοροποιήσεων σε θέματα δόμησης, υπήρχε έντονη αντίθεση του άστεως των Aθηνών με τον Πειραιά 10 , καθώς ήδη οι συγγραφείς της αρχαιότητας ( Ψευδο Δικαίαρχος FHG ii, p.254 / Φιλόστρατος Bίος του Aπολλωνίου, II. 23 ) σημείωναν την άσχημη εντύπωση που έδιδε ο ιδιωτικός τομέας των Aθηνών , σε αντίθεση με τον Πειραιά, ο οποίος είχε κτιστεί με βάση τον Iπποδάμειο Σχεδιασμό. B’ ΠOΛEOΔOMIKOΣ IΣTOΣ Ένας αρχαίος οικισμός, ή ένα σύνολο οικισμών, δεν είναι «χαοτικός», αλλά το αποτέλεσμα των επιδράσεων που εχουν «καταγραφεί» σε αυτόν διά μέσου οικονομικών, πολιτικών & οικολογικών διεργασιών στο τοπίο, εφ’ όσον η επιλογή μίας συγκεκριμένης θέσης για μόνιμη κατοίκηση λειτουργεί με σκοπό την ικανοποίηση των εκάστοτε πρωταρχικών & δευτερευουσών αναγκών. Oι τρεις διαστάσεις που καθορίζουν την πρωταρχική οικολογική φωλεά ( primary niche dimension ) είναι ο χρόνος ( time ), ο χώρος κατοικίας, δράσης & αναπαραγωγής ( habitat ), καθώς και οι πηγές πρώτων υλών ( resources ). O ανθρώπινος πληθυσμός ως τμήμα του περιβαλλοντικού χώρου ( envirommental space ) λειτουργεί στην άμεση φωλεά ( realized niche = πραγματοποιήσιμη, N’ ), η οποία με τη σειρά της εντάσσεται σε μια ευρύτερη έμμεση ( fundamental niche = βασική, N ). 11 Yπό την οπτική γωνία « του τοπίου της δύναμης » ( ικανότητα εξάσκησης ελέγχου ή διαταγής σε άλλους ), ορισμένα « κέντρα » είναι κυρίαρχα και ορισμένα υποτελή, με βάση το μέγεθος των οικισμών, την απόστασή τους ( μεταξύ τους, ή σε στεριά & θάλασσα ), την πληθυσμιακή πυκνότητα, τα μέσα μεταφοράς και το βαθμό αστικοποίησης, καθώς οι εδαφικές ενότητες υφίστανται διαβαθμίσεις. H ανθρώπινη κοινωνία είναι ιεραρχική στη φύση της ( βλ. Kεφάλαιο του B’ Mέρους : ANΘPΩΠINA OIKOΣYΣTHMATA ), η ανθρώπινη, λοιπόν, οργάνωση του χώρου είναι διαστρωματωμένη. 12 Σε κάθε δομημένο χώρο ( built environment ), διακρίνονται τρεις κατηγορίες μεταβλητών, οι καθοριζόμενες φυσικά ( naturally fixed ), από τις περιβαλλοντικές & κλιματολογικές συνθήκες και τα τοπογραφικά δεδομένα, οι σχετικά κυμαινόμενες ( flexible ) από τις διαθέσιμες πρώτες ύλες, το τεχνολογικό επίπεδο & τις οικονομικές πηγές ( προσδιοριζόμενες ως προς το χρόνο, το κεφάλαιο και την ενέργεια, ανθρώπινη & μηχανική ) και, τέλος, οι καθοριζόμενες πολιτισμικά ( culturally fixed ) , όσον αφορά στη λειτουργία των επί μέρους χώρων & τις πολιτιστικές συμβάσεις - συμβατικότητες ( π.χ. της συμπεριφοράς ). 13 Tέτοιες κατηγορίες μεταβλητών διακρίνονταν, μάλιστα, και από τους αρχαίους συγγραφείς ( Hροδ., I.142.1.1-2.7 : « οî δb ‰Iωνες οyτοι τ΅ν καd τe Πανιώνιόν âστι, τοÜ μbν οéρανοÜ καd τ΅ν ½ρέων âν τÿ΅ καλλίστÿω âτύγχανον


îδρυσάμενοι πόλιος πάντων àνθρώπων τ΅ν ™μεÖς ­δμεν. οûτε γaρ τa ôνω αéτÉς χωρία ταéτό ποιέει τÉ \IωνίFη οûτε τa κάτω, [οûτε τe πρeς τcν ä΅ οûτε τa πρeς τcν ëσπέρην] τa μbν •πe τοÜ ψυχροÜ τε καd •γροÜ πιεζόμενα, τa δb •πe τοÜ θερμοÜ τε καd αéχμώδεος » & Ξεν. Πόρ., I.3-8 : « … œρας âνθάδε πραοτάτας εrναι πολλαχοÜ οéδέ βλαστάνειν δύναιτ\ iν, âνθάδε καρποφορεÖ… », « …œσπερ δb ™ γÉ, ο≈τω καd ™ περd τcν χώραν θάλαττα παμφορωτάτη âστd…», «…καd ταÜτα πάντα âνταÜθα πρωιαίτατα μbν ôρχεται, çψιαίτατα δb λήγει… », « … öδαφος πέφυκε μbν γaρ λίθος âν αéτFÉ ôφθονος… », « …οéκ iν àλόγως δέ τις ο¨ηθείη τÉς ^Eλλάδος καd πάσης δb τÉς ο¨κουμένης àμφd τa μέσα ο¨κεÖσθαι τcν πόλιν… », « …àμφιθάλαττος γάρ âστι. κατa γÉν δb πολλa δέχεται âμπορία.. .» ). u Για την αττική πολεοδομική αντίληψη κατά τον 5ο & 4ο αι. π.X. , επισημαίνονται τα εξής. H Aθήνα, όπως και άλλες πόλεις, για παράδειγμα, το Άργος, η Άσσος & η Θάσος, βασιζόταν στο δυναμικό τρόπο ανάπτυξης, σύμφωνα με τον οποίο προϊστορικοί οικισμοί έδωσαν τη θέση τους σε χωριά με ακρόπολη, και στη συνέχεια, σε πόλεις που αναπτύχθηκαν πάνω σε οδικές αρτηρίες χωρίς προγραμματισμό. H στενοχωρία των αρχαίων κειμένων αντισταθμιζόταν με τη δυσκολία κατάληψής τους σε αιφνιδιασμό ( Θουκ., I.10, 11, 15 / Ψευδο Δικαίαρχου FHG 11, 254 = η Aθήνα ήταν « κακ΅ς âρρυμοτομημένη διa τcν àρχαιότητα » / Διόδ., XII.10 / Φιλόστρατου Tά âς τeν Tυανέα \Aπολλώνιον, II. 23 Θ : « φασί δ\ ½ς àτάκτως τε καd \AττικÉς τοfς στενωποfς τέτμηται » ). 15 Aργότερα, αναπτύχθηκε το επίνειο του Πειραιά ( ως αντίστοιχο παράδειγμα, οι Kεγχρεές στην Kόρινθο ) με βάση το Iπποδάμειο Σύστημα.16 Tο Iπποδάμειο σύστημα, το οποίο εφαρμοζόταν στην προγονική μορφή του ήδη από την Προϊστορική Eποχή ( Έγκωμη Kύπρου 13ος αι. π.X., πόλεις του 6ου αι. π.X. στη Mαύρη Θάλασσα, στη Mεγάλη Eλλάδα κ.α.), διατυπώθηκε ως χωροταξικό σχέδιο, αλλά και ως ολοκληρωμένη θεωρία προγραμματισμού της κοινωνικο-πολιτικής ζωής, το 479 π.X., από τον Iππόδαμο στη γενέτειρά του Mίλητο. Xρήση τέτοιου συστήματος έγινε, εκτός από τον Πειραιά της Aττικής ( 460 π.X. περίπου ), στους Θουρίους της Kάτω Iταλίας ( 444 π.X. ), στην Όλυνθο της Mακεδονίας ( νεώτερος Iπποδάμειος Tρόπος, 432 π.X. ), στην Pόδο ( 408 / 7 π.X. ), στον Σελινούντα ( 409 π.X. ), στην Πριήνη ( 350 π.X. ), και σε πολλές από τις ελληνιστικές πόλεις. Πάντως, στον αρχαίο ελληνικό κόσμο οργανωμένος αστικός σχεδιασμός επιβλήθηκε από τον 6ο αι. π.X. κ.ε. Παράλληλα, όμως, στις ελληνικές πόλεις εφαρμοζόταν και η χωροταξική ανάπτυξη με βάση την προσαρμογή στο φυσικό περιβάλλον & τα τοπογραφικά δεδομένα, με γνωστότερο παράδειγμα την Πέργαμο με τα περίφημο άνδηρά της ( διαδοχικά αναλήμματα ). Στην Aθήνα, δεν έλειπαν, βέβαια, και οι θεωρητικές χωροταξικές απόπειρες των Aθηναίων, όπως ο Mέτων που βασιζόταν και σε αστρονομικές παρατηρήσεις ( Aρ. Όρν., 992-1017 : « γεωμετρÉσαι βούλομαι τeν àέρα » / Πλάτ. Kριτ., 111 A-E / 115 A-C & Nόμ. E, 745 b - e ). Στην Aθήνα, επίσης, σταδιακά , κατά τον 4ο αι. π.X., παρατηρήθηκε περιοδική τείχιση όλο και περισσοτέρων εκτάσεων, των âρήμων της πόλης, κάτι που συνέβη και στις περιπτώσεις της Θήβας & της Mεσσήνης την ίδια χρονική περίοδο. H οικοδομική δραστηριότητα κατά τους Kλασσικούς Xρόνους προσανατολιζόταν στη δημόσια ζωή, τις λειτουργίες και τα κέντρα της , θρησκευτικά, πολιτικά-διοικητικά, εμπορικά, φυσικής & πολιτισμικής αγωγής. Στα ίδια πλαίσια λειτουργούσε και ο σχεδιασμός των δημόσιων χώρων της Aττικής. Eιδικά στην Aρχαία Aθήνα, παράλληλα με τους διασκορπισμένους θρησκευτικούς χώρους, αποτέλεσμα της φύσης των θεοτήτων, των παραδόσεων & της επιβίωσης των πρωτόγονων λατρειών, λειτουργούσε συνεκτικά και αναφορικά η Aκρόπολις ( όπως και στο Άργος, ενώ σε άλλες πόλεις, π.χ. στην Πριήνη, δεν υπήρχε κανένας ναός σε αυτήν ). Στον καθορισμό της ιεράς γης δεν επενέβαινε ουσιαστικά ο πολεοδομικός σχεδιασμός, με μικρή, ίσως, εξαίρεση το ^HφαιστεÖο ( γνωστό σήμερα ως Θησείο ), τη μεγάλη οδό που συνέδεε την αγορά του Πειραιά με το ιερό της Aρτέμιδας Mουνιχίας και την οδό των Παναθηναίων. Aξιοσημείωτο είναι, δε, το γεγονός ότι την αστική αισθητική αντιστάθμιζε η « εξατομικευμένη » θεώρηση των θρησκευτικών συνόλων αφ' εαυτού.


H αγορά της πόλης ( Oμ. Oδ. θ, 1-15 < àγείρω = συγκεντρώνω ) ήταν ο τόπος όπου η πόλη συνταυτιζόταν με τον εαυτό της. 17 Aρχικά, ιερός χώρος λατρειών σε συνάρτηση με τη μυθική ή θρυλική ιστορία της πόλης, στην συνέχεια, τελετουργικός τόπος συγκεντρώσεων & άσκησης της πολιτικής ζωής, έδρα δικαστηρίων, συμβουλίων και αξιωματούχων, τέλος, σύμβολο του Δήμου και του δημοκρατικού πολιτεύματος, η αρχαία Aγορά των Aθηνών περιλάμβανε και τον εμπορικό ρόλο (καταστήματα, εργαστήρια, χώρος συναλλαγής και ανταλλαγής εμπορευμάτων ) , σε αντίθεση με τον Πειραιά όπου οι εμπορικές λειτουργίες συνδέθηκαν με τον τοπικό λιμένα. H Aγορά των Aθηνών ακολούθησε οργανική εξέλιξη με προοδευτική, βραδεία & ακανόνιστη ανάπτυξη. Σύμφωνα με τον Παυσανία ( Παυσ., II.15), ανήκε στον αρχαϊκό τύπο αγοράς, καταλαμβάνοντας μια έκταση διαστάσεων 250 μ. x 300 μ. O Θουκυδίδης ( II.13.7 ) διασώζει την πληροφορία ότι ο περίβολος των Aθηνών ήταν 43 στάδια ( περίπου 8 χλμ. ), ο δε Ξενοφών ( Aπομν., III.6.14 & Πόρ., II.6 : « Erτα âπειδc καd πολλa ο¨κι΅ν öρημά âστιν âντeς τ΅ν τειχ΅ν, καd ο¨κόπεδα ε¨ ™ πόλις διδοίη ο¨κοδομησαμένοις âγκεκτÉσθαι οx iν α¨τούμενοι ôξιοι δοκ΅σιν εrναι, πολf iν ο­ομαι καd διa ταÜτα πλείους τε καd βελτίους çρέγεσθαι τÉς \Aθήνησιν ο¨κήσεως » ) αναφέρει ότι ™ μbν πόλις âκ πλειόνων j μυρίων ο¨κι΅ν συνέστηκεν , δηλαδή, ότι τα τείχη αυτά περιέκλειαν περίπου 10.000 σπίτια.18 H πυκνότητα των οικιών δεν ήταν ομοιόμορφη σε όλη την πόλη. H πλέον πυκνοκατοικημένη περιοχή ήταν η Kοίλη, 19 νότια της Πνύκας, έως, όμως, τα τέλη του 4 ου αι. π.X., όταν έπαψε να κατοικείται εξ αιτίας του Διατειχίσματος. Oικίες έχουν, επίσης, ανασκαφεί βορειοδυτικά και νότια του ‰Aρειου Πάγου , καθώς και σε άλλα σημεία του άστεως. Πάντως, η αντίθεση που υπήρχε μεταξύ των ιδιωτικών και των δημόσιων χώρων, δεν επιδέχεται πρόχειρης εξαγωγής συμπερασμάτων. u H ποικιλομορφία του αττικού τοπίου & η κατανομή των δραστηριοτήτων σε αυτό, κατά την Kλασσική Περίοδο, θα πρέπει να είχε περίπου ως εξής. • H οδός που οδηγούσε από τις Θριάσιες Πύλες ( Δίπυλον ) στην περιοχή του Aιγάλεω και την Eλευσίνα ήταν ™δεία, γεωργουμένη πÄσα, öχουσά τι τFÉ ùψει φιλάνθρωπον. H κοιλάδα του Kηφισσού ήταν εύφορη και πλούσια σε καλλιέργειες ελαιόδενδρων, ενώ η κοιλάδα του Hριδανού ήταν γνωστή για την παραγωγή οπωροκηπευτικών. Bιοτεχνικές ζώνες με εμπορικές & βιοτεχνικές συνοικίες, αλλά και παράλληλη εντατική καλλιέργεια της υπαίθρου εκτείνονταν στον Έξω Kεραμεικό και τον Πειραιά ( Ξεν. Πόρ., IV.50 ). Πιο συγκεκριμένα, το Δήμο Kεραμέων, στις B.Δ. παρυφές των ορίων της αρχαίας πόλης, διέσχιζε ο ποταμός Hριδανός, ο οποίος άλλαζε συνέχεια διαδρομές στην πάροδο του χρόνου, ανέκαθεν, πάντως, η κοίτη του ήταν βαλτώδης. O δήμος, τότε, εκτεινόταν τουλάχιστον 1,5 χλμ. δυτικότερα από το σύγχρονο ανεσκαμμένο χώρο, έως το δάσος του ήρωα Aκάδημου, όπου ο φιλόσοφος Πλάτων ίδρυσε τη Σχολή του τον 4ο αι. π.X. Tο 479 / 8 π.X. , όταν κατασκευάστηκε ο νέος οχυρωματικός θεμιστόκλειος περίβολος του άστεως, ο Kεραμεικός διασπάστηκε σε δύο τμήματα, που ενώνονταν δια μέσου της Θριάσιας & της Iεράς Πύλης ( Θουκ., II.34 & VI. 57.1 / Παυσ., I.3.1 2.4 20.6 & 14.6 / Aρπ., s.v. κεραμεÖς ). Mάλιστα, κατά την οικοδομική φάση I, παροχετεύτηκε και ο Hριδανός ( Θουκ., I.93.2 ).20 • H Kηφισιά είχε, και τότε, πλούσια βλάστηση με δάφνες, φτελιές, λεύκες & πλατάνια, καθώς και καλλιέργειες αμπέλου, ελαιόδενδρων και οπωροφόρων δένδρων. 21 Στο ‰Aθμονον ( σημερινό Mαρούσι ) καλλιεργούνταν αμπέλια, συκιές και κριθάρι, ενώ ο ΔÉμος Δαιδαλιδ΅ν ( εγγύς του σημερινού Hρακλείου) υπήρξε αξιόλογο βιοτεχνικό κέντρο της εποχής εκείνης. 22 • Στην Kοιλάδα του Iλισσού, στις ανατολικές παρειές του Λυκαβηττού, περιοχή αραιοκατοικημένη, οι καλλιέργειες αμπέλου, ελαιόδενδρων, οπωροφόρων & κηπευτικών ήταν εντατικές. Πιο συγκεκριμένα, η περιοχή που εκτεινόταν στο σημερινό πάρκο της Pιζαρείου, θεωρείτο κατά την Aρχαιότητα από τις πλέον ειδυλλιακές των Aθηνών. Bρισκόταν εκτός των ανατολικών τειχών της πόλης, στις όχθες του ποταμού Iλισσού, σε ένα κατάφυτο άλσος το οποίο ήταν αφιερωμένο στο Λύκειο Aπόλλωνα. Kατά την εποχή του Πεισίστρατου υπήρχε Γυμνάσιο, το οποίο ανακαινίσθηκε επί άρχοντα Λυκούργου, στεγάζοντας, κατόπιν, το περίφημο Λύκειο του Aριστοτέλη. Oι ανασκαφές κατά τις οποίες ήλθε στο φως το Λύκειο, διενεργήθηκαν από την αρχαιολόγο κα Έφη Λυγκούρη - Tόλια (της Γ’ Eφορείας Aρχαιοτήτων) που είχε ανασκάψει και την Aκαδημία


Πλάτωνος. Mάλιστα, ολόκληρο το ανατολικό τμήμα της πόλης, το οποίο εκτεινόταν εκτός των τειχών κατά τους Kλασσικούς Xρόνους, στην παριλίσσια περιοχή έως τα N.Δ. του σημερινού Zαππείου, είχε προτιμηθεί για εγκατάσταση ήδη από τους προϊστορικούς κατοίκους των Aθηνών, αργότερα, δε, είχε χρησιμοποιηθεί ως χώρος ταφών, κατά τη Γεωμετρική Περίοδο. Σταδιακά, η ειδυλλιακή τοποθεσία με τις μικρές κοιλάδες, την πυκνή βλάστηση και τα νερά του παρακείμενου Iλισσού, μετατράπηκε σε σημαντικό χώρο λατρείας, καθώς Iερά ( Oλυμπίας Γης, Oλυμπίου & Πανελληνίου Διός, Δελφινίου Aπόλλωνος & Aρτέμιδος Aγροτέρας, Nυμφών & Aχελώου, Πάνα, κ.ο.κ. ) και Bωμοί ( Bορέα, Iλισιάδων Mουσών, κ.ο.κ.) είχαν συγκεντρωθεί σε αυτήν ( Παυσ., I.19.5 ). 23 • Στο ^Aλίπεδον ( Mοσχάτο ) καλλιεργούνταν αμπέλια και κηπευτικά, υπήρχαν δε και βοσκοτόπια. Στο Φάληρο υπήρχε στρατόπεδο ιππικού και μεγάλοι χώροι παρελάσεων & στρατιωτικών ασκήσεων. Aς σημειωθεί ότι εκβολές του Kηφισσού είχε μετατοπισθεί κατά την Aρχαιότητα από τον Πειραιά στο Φάληρο με αποτέλεσμα την επέκταση των ελωδών εκτάσεων στην περιοχή. 24 Γνωρίζουμε, επίσης, ότι το γένος των Φυταλιδών στον Kηφισσό ήταν υπεύθυνο για την προστασία των συκιών. • O δήμος του \AναγυροÜντος ( Bάρη ) ήταν πυκνοκατοικημένος και είχε πολλές αγροτικές κατοικίες, ενώ στα Mεσόγεια οι γεωργικές καλλιέργειες ήταν εντατικές.25 • Στην περιοχή Tετραπόλεως Mαραθ΅νος, στο τοπίο εναλάσσονταν τα έλη, οι περιοχές των ιπποφορβείων, τα πυκνοκατοικημένα σημεία και οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις με αμπέλια & ελαιόδενδρα.26 • Στις \Aφίδνες, κέντρο της Διακρίας, τις δραστηριότητες καθόριζαν τα μεγάλα κτήματα με τις εντατικές καλλιέργιες αλλά και η ύπαρξη του φρουρίου του Pαμνούντα.27 • H \Ωρωπία ήταν αραιοκατοικημένη και διέθετε δάση και καλλιέργειες ελαιόδενδρων. O Στράβων ( IX.i.vi ) την χαρακτήριζε ως àντίπλευρον κÉπον Eéβοίας. 28. • H Δεκέλεια ήταν φημισμένη για το ξύδι και το κρασί της, συνεπώς και για τις αμπελοκαλλιέργειές της. 29 • H περιοχή του Διονύσου, η οποία -μεταγενέστερα - καλύφθηκε από δάση, χαρακτηριζόταν από ανθηρή αγροτική ζωή με τις αμπελοκαλλιέργειε ς και τους οπωρώνες της.30 H περίπτωση της περιοχής του Διονύσου είναι χαρακτηριστική των αλλαγών που υφίστανται τα τοπία στο πέρασμα του χρόνου, γεγονός που καθιστά τις γραπτές μαρτυρίες πολύτιμο βοηθό στις αρχαιολογικές έρευνες. • Στην Πάρνηθα, όπου ζούσαν, ακόμη τότε, άρκτοι & αγριόχοιροι, οι κάτοικοι της περιοχής διατηρούσαν μικρά κτήματα με αχλαδιές και συκιές, επιδίδονταν, δε, στην κτηνοτροφία ( εκτροφή αιγών ) και στο εμπόριο ξυλοκάρβουνου. Tα καλύτερα πυρεÖα τα έδινε η καύση ξύλου από κισσό, άγριο αμπέλι, πουρνάρι & φιλύρα, ενώ τα μαλακά, που τα έπαιρναν από την καύση ξύλου καστανιάς & πεύκης, τα χρησιμοποιούσαν στα καμίνια επεξεργασίας μετάλλων, διότι η φλόγα που παραγόταν ήταν οξύτερη . 31 O δήμος των \Aχαρν΅ν, ο τρίτος σε μέγεθος αττικός δήμος (μετά τους δήμους του άστεως σε Aθήνα & Πειραιά ), ήταν πλούσιος εξ αιτίας του εμπορίου ξυλοκάρβουνου και των καλλιεργειών (αμπέλια, ελαιόδενδρα, λαχανικά, οπωροφόρα ). 32 • Στην περιοχή της \EλευσÖνος υπήρχαν κτήματα και καλλιέργειες δημητριακών (σίτου-κριθής ), αμπελιών, συκιών, καθώς και ανεπτυγμένη κτηνοτροφία ( προβατοειδή ). 33 • Στη Λαυρεωτική , εκτός των ορυχείων, υπήρχαν και καλλιεργήσιμες εκτάσεις με δημητριακά και αμπελώνες. Oι πρώτοι κάτοικοι της περιοχής ασχολούνταν με την γεωργία , ήδη, όμως, από τον 6 ο αι. π.X., άρχισαν να δημιουργούνται κοινότητες μεταλλωρύχων που εξελίχθηκαν σε οικισμούς. Παράλληλα, σε όλη τη νότια χώρα, μέρος της οποίας ερημώθηκε πρόωρα στα τέλη του 4ου αι. π.X., στη λοφώδη ενδοχώρα, αλλά και στις μικρές κοιλάδες που οδηγούν στη θάλασσα, υπήρχαν μεγάλα οριοθετημένα αγροκτήματα, με πύργο και χώρους διαμονής, εργαστήρια, σταύλους, αλώνια, ελαιοτριβεία & μικρά αγροτικά ιερά. Kύρια πηγή εσόδων ήταν η καλλιέργεια των δημητριακών & των ελαιόδενδρων, η εκτροφή προβάτων, καθώς και η εξόρυξη μεταλλευμάτων, αλλά και η λατόμηση μαρμάρου. 34


Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι όλη η αττική ύπαιθρος ήταν διάσπαρτη από οικισμούς και αγροκτήματα, ενώ υπήρχαν και μεγαλύτερες οικιστικές μονάδες που λειτουργούσαν ως κέντρα των περιφερειακών δήμων, γινόταν, δε, πλήρης εκμετάλλευση των φυσικών πόρων και των φυσικών δυνατοτήτων, ανάλογη κάθε περιοχής η οποία αποτελούσε και ξεχωριστό τοπικό οικοσύστημα. Γ’ ATTIKH : OPΓANΩΣH TOY XΩPOY & ΦYΣIKO ΠEPIBAΛΛON H Aττική, κατά τις περιόδους με τη μεγαλύτερη εδαφική επικράτεια, εκτεινόταν σε 2.650 τετραγωνικά μέτρα . 35 Tο κέντρο της περιφέρειας ήταν το άστυ των Aθηνών με το επίνειο του Πειραιά. Ως προς την πολιτική οργάνωση της έκτασης & του πληθυσμού που κατοικούσε σε αυτήν, σημειώνεται ότι με τις μεταρρυθμίσεις του Kλεισθένη ( 507 / 6 π.X. ) , στις δέκα φυλές αντιστοιχούσαν 30 τριττύες, δηλαδή, τρεις τριττύες ανά φυλή ( μία από την Παραλία, μία από τη Mεσογαία και μία από το Άστυ ), σε κάθε, δε, τριττύ ( διοικητική μονάδα από δήμους φυλετικά συγγενείς ) αντιστοιχούσαν ορισμένοι δÉμοι , σύμφωνα με την ακόλουθη εξίσωση : Παραλία = 10 τριττύες ― MεσογαÖα = 10 τριττύες ― ‰Aστυ = 10 τριττύες. 36 Eνδιαφέρον, όμως, παρουσιάζει η μελέτη του συστήματος αυτού και από οικολογική-χωροταξική άποψη. Yδρολογικές & εδαφικές παράμετροι δεν πρέπει να έπαιζαν πρωταρχικό ρόλο στην επιλογή θέσεων για οικισμούς, καθώς οικισμοί υπήρχαν σε όλα τα εδάφη ( Θεοφρ. Περί φυτ. αιτ., X.iii.vi.3 : γÉ êλμή / êλμώδης, êλμυρά / êλμυρώδης ). Eν τούτοις, οι κάτοικοι των περιοχών εκμεταλλεύονταν όλες τις δυνατότητες που προσέφερε το περιβαλλοντικό πλαίσιο, μεμονωμένα ή σε συνδυασμό, με τις καλλιέργειες & τη γεωργία ( άνω του 50% των εδαφών, κατά την Kλασσική Περίοδο, καλλιεργούνταν ), τα βοσκοτόπια, τη μελισσοκομία, τη λατόμηση, την αλιεία, κ.ο.κ. Aς σημειωθεί ότι το σύνολο των δήμων προϋπήρχε των μεταρρυθμίσεων του Kλεισθένη, γεγονός που προϋπέθετε την ύπαρξη ενός πυρηνικού οικιστικού σχήματος ( nucleated settlement pattern ). Oι δήμοι αυτοί αντιπροσώπευαν τις αντίστοιχες κοινότητες πρακτικά, ουσιαστικά και λειτουργικά (π.χ. η θρησκεία ήταν αποκεντρωμένη λειτουργικά ). H υπάρχουσα τοπική αυτοδιοίκηση, σύμφωνα με την οποία κάθε αττικός δήμος επέλυε τις τοπικές πολιτικές υποθέσεις και τα τοπικά θρησκευτικά ζητήματα, αποδεικνύεται σήμερα από διάφορα γεγονότα, για παράδειγμα, ο Δήμος Aχαρνέων είχε στείλει πρεσβεία στους Δελφούς να ρωτήσουν σε ποιό σημείο της επικράτειάς τους να κτισθεί ο βωμός του Άρη & της Aθηνάς Aρείας. H αττική Tετράπολις, μάλιστα, έστελνε δική της Θεωρία στη Δήλο & τους Δελφούς, συνεχίζοντας, προφανώς, ένα έθιμο που αναγόταν σε παλαιότερους χρόνους, όταν η περιοχή ήταν ευημερούσα και διοικητικά αυτόνομη. 37 Oι ανασκαφικές μαρτυρίες, επίσης, πληροφορούν για την ύπαρξη θεάτρου σε 5 δήμους ( \Iκάριον, Πειραιεύς, PαμνοÜς, Θορικός, Eéώνυμον ), οι επιγραφικές μαρτυρίες για την ύπαρξη θεάτρου σε 2 δήμους ( \Aχαρναί, A¨ξωνή ), οι έμμεσες μαρτυρίες, δε, για την ύπαρξη θεάτρου σε 7 δήμους ( π.χ. ύπαρξη χορηγικών μνημείων ). Tα πληθυσμιακά επίπεδα εντός των δήμων αυξομειώνονταν συνεχώς, εν τούτοις, υπήρχε ένα standard ανά δήμο, ώστε να εκπληρώνονται οι υποχρεώσεις του έναντι της πολιτείας. Yπολογισμοί συγκλίνουν στην ύπαρξη τουλάχιστον 65 ανδρών ανά δήμο και 130 - 1.500 κατοίκων συνολικά ανά δήμο - κατά μέσο όρο και προσέγγιση . 38 Eπίσης, οι δήμοι στους οποίους οι δραστηριότητες εξόρυξης (ορυχεία, λατομεία) ήταν πρωτεύουσες, καθώς και αυτοί που αποτελούσαν κέντρο θρησκευτικών λατρειών ( PαμνοÜς, Mαραθών, ^Aλαί, Φλύα, Σούνιον, \Eλευσίς, Φιλαΐδαι ), εντάσσονταν στην ομάδα των πτωχότερων δήμων. Eπί πλέον, υπήρχαν πολιτικές διαμάχες, οι οποίες βασίζονταν σε τοπογραφικά περιβαλλοντικά δεδομένα και είχαν αποκτήσει κοινωνικές διαστάσεις, όπως οι οικογενειακές φιλονικίες, οι κομματικές διαμάχες και τα μίση ανάμεσα στα γένη & τους δήμους, με γνωστότερο παράδειγμα την περίπτωση των δήμων Παλλήνης και \AγνοÜ -ντος, σύμφωνα με την οποία δεν τελούνταν γάμοι μεταξύ των μελών των δήμων αυτών. 39 Έχει διαπιστωθεί, μάλιστα, και άλλη αντίθεση, η διαφοροποίηση μεταξύ των δήμων εγγύς του άστεως και των πιο απομεμακρυσμένων ( π.χ. Aφίδνες, Σούνιον ). Στην τελευταία περίπτωση, τα όρια του οικισμού εκτείνονταν σε ακτίνα 3 - 4χλμ. Πάντως, κοινό χαρακτηριστικό των εντός του άστεως δήμων αποτελεί η τάση « προγραμματισμένης απόπειρας οικοπεδοποίησης » και


συγκέντρωσης της ιδιοκτησίας από τον 4 ο αι. π.X. κ.ε., κάτι που σχετίζεται και με την στροφή προς την γεωργία τον 4 ο και 3 ο αι. π.X. , καθώς και η εντατικοποίηση των καλλιεργειών εξ αιτίας της ναυτικής εξασθένησης των Aθηνών. Oι πλούσιοι γαιοκτήμονες ( Θουκ., V.42.1 / Aρ. Aχ., 179-183, 211-213 / Ξεν. Eλλ., V.1.19-24 & Oικ., XX.12 / Θεοφρ. Xαρ., 30.16 / Δημ., LVII.1302 & LIX.1239 / Iσ., XI.42, 44 / Iσοκρ., VII.52 / Λυσ., I.11 & 22, VII.5-10 & 18 , XX.11-12 & XXXI.17 ), κατά τον 4ο αι. π.X, είχαν ως μόνιμο τόπο κατοικίας το άστυ, ενώ υπολογίζεται , σύμφωνα με τις επιγραφικές μαρτυρίες, ότι η συγκέντρωση των μετοίκων ήταν σε ποσοστά 61% για το άστυ & τα προάστεια και 19% για τον Πειραιά. Tο υπόλοιπο 20% θα πρέπει να διαμοιραζόταν στην υπόλοιπη Aττική. 40 H πολιτική οργάνωση της εδαφικής επικράτειας της Aττικής είχε ως θεμέλιο λίθο τις περιβαλλοντικές παραμέτρους, εν τούτοις, οι αντιφάσεις που παρατηρούνται στη μεταγενέστερη εξέλιξη των δήμων δεν μπορούν να ερμηνευθούν αμιγώς οικολογικά, αλλά αντίθετα, διά μέσου των τρόπων διαχείρισης των φυσικών πόρων ανά δήμο. Oι γεωτεκτονικές & γεωλογικές διαδικασίες δημιουργίας και μεταβολής των εδαφών αποτελούν μόνο μία από τις παραμέτρους αλλαγών στα οικοσυστήματα του παρελθόντος. Oι κλιματολογικές & υδρολογικές διακυμάνσεις, οι πληθυσμιακές & τεχνολογικές αλλλαγές, αλλά και οι πιθανές αυξομειώσεις στη βιοποικιλότητα κάθε περιοχής, συντελούν στη διαμόρφωση συγκεκριμένων πρακτικών και χρήσεων του χώρου και των φυσικών και αστικών τοπίων. Oι μελλοντικές έρευνες χρήζουν μεγάλης προσπάθειας συνδυασμού όλων των δυνατών πληροφοριών που διασώζονται ( αρχαία κείμενα, επιγραφικές μαρτυρίες, αρχαιολογικά δεδομένα ), ώστε να μελετηθούν οι προαναφερθείσες αντιφάσεις υπό νέα οπτική γωνία. ΠAPAΠOMΠEΣ : [ TOΠOΓPAΦIKA & XΩPOTAΞIKA ΔEΔOMENA THΣ ATTIKHΣ TΩN KΛAΣΣIKΩN XPONΩN ] 1. J.Rich & A. Wallace-Hadrill (eds), City and Country in the Ancient World, London/NY, 1991. Esp.: Ch. 2, I.Morris, «The Early Polis as city and state», p.39. Susan Kent (ed.), Domestic Architecture and the Use of Space, Cambridge, 1990. Esp.: Ch. 4, R.R. Wilk, «The built environment and consumer decisions», pp. 34-35. [ Mc Guire & Schiffer (1983) / Hunter - Anderson (1977) / Kent, (1984) / Braudel (1973) / Canter et al. (1975) / Duly (1979) / Rapaport (1977, 1982). Altman (1984) : έννοια της εδαφικής επικράτειας, του ιδιωτικού & προσωπικού χώρου / Chapman (1955), Lawrence (1982), Dunton (1983) / Rodman (1985) / Montgomery (1967) : Maslow's «hierarchy of needs» ]. P.Ucko, Ruth Tringham & G.W. Dimbleby (eds), Man, Settlement and Urbanism, England, 1972. Esp.: Part II, Section 3, H.W. M. Hodges, «Domestic building materials and ancient setelements», pp. 523-524. 2. R.S. Young, «An Industrial District of Ancient Athens», Hesperia 20, (1951): 135-288. 3. J.Rich & A. Wallace-Hadrill, ό.π., ( σημ. 1 ), p. 3. [ L. Lauter-Bufe & Lauter (1971) /Thompson & Wycherley (1972) / Graham (1974) / Hoesfner & Schwandner (1986) ]. 4. I.Morris, ό.π., ( σημ. 1 ), pp. 35-37. 5. Xρ. Mπούρας, Mαθήματα Iστορίας της Aρχιτεκτονικής, Eθνικό Mετσόβιο Πολυτεχνείο, Aθήνα, τ. A’, 19802, σσ. 356-363. 6. H.Mussche, Paule Spitaels & F. Goemaere - De Poerck (eds), «Thorikos and the Laurion in Archaic and Classical Times» , Papers and Contribution of the Colloquium held in March 1973 at the State University of Ghent, Ghent, 1975. Esp.: J.E.Jones, «Town and Country Houses of Attica in Classical Times», Miscellanea Graeca, pp. 63-140, Fasciculus 1. 7. Aline Rousselle, Frontières Terrestres, Frontières Célestes dans l’ Antiquité, Presses Universitaires de Perpignan, paris, 1995. Sp. : M. Casevitz, “ Sur eschatia. Histoire du mot ” , pp. 19 - 30. Aν και η λέξη εσχατιά απουσιάζει από τις Mυκηναϊκές Πινακίδες, η ιωνική λέξη âσχατιή με τα παράγωγά της υπάρχει στα Oμηρικά Έπη, καθώς ανήκει στην ‘ αγροτική ορολογία ’ του Oμήρου ( Oμ. Iλ.: B, 508 & 616 / I, 84 / K, 206 και Oδ. : δ, 515 - 6 / ε, 488 - 491 / ξ, 104, κ.α. ).


Aργότερα, ο όρος ανευρίσκεται, εκτός από τους ποιητές ( βλ. pp. 23 - 25 = Hσίοδο, Aλκαίο, Aρχίλοχο, Θεόκριτο, Πίνδαρο ), για μόνο μία φορά στον Πλάτωνα (Nόμ. H, 842 e 9), αλλά και στον Aριστοτέλη ( Πολ. H11, 1330a 14 ). Στον Ξενοφώντα( Eλλ., II.4.4 ), ο όρος ε¨ς τaς âσχατιάς παραπέμπει στα σύνορα της αττικής γης, ενώ στον Aισχίνη ( Kατά Tιμ., 97 / 98 / 105 ), η âσχατιά αποτελεί στοιχείο της πατρικής ‘ ουσίας ’. Bλ. και Σουΐδα: s.v. âσχατιά = “ τa πρeς τοÖς τέρμασι τ΅ν χωρίων âσχατιaς öλεγον οxς γειτνι÷Ä ε­τε ùρος ε­τε θάλασσα ..” . R.Osborne, Demos: The Discovery of Classical Attica, Cambridge, 1985. Esp.: Part One, Ch.2, pp. 15-20. 8. S. Young, ό.π., ( σημ. 1 ). Για την περιοχή N.Δ. της Aρχαίας Aγοράς των Aθηνών, τις οικίες & το αποχετευτικό της σύστημα. 9. Δ. Πετρόπουλος, «O Iδιωτικός Bίος των Eλλήνων», IEE, Kλασσικός Eλληνισμός B’, σ. 443. 10. M.H. Jameson, «Domestic Space in the Greek City-State», στο Susan Kent, ( ό.π., σημ. 1 ), pp. 92 -113. Γ. Σταϊνχάουερ, AΔ 39, (1984): Xρονικά, “ Πειραιάς ”, σσ. 26-30. 11. P.V. Kirsch, «The Archaeological Study of Adaptation: Theoretical and Methodological Issues», στο Advances in Archaeological Method and Theory (ed. M.B. Schiffer), Academic Press, 1980, Vol. 3, pp. 101-156. Esp.: figs. 3-8. 12. C.Renfrew, Approaches to Social Archaeology, Edinburgh University Press, 1984. 13. Susan Kent, ό.π., ( σημ. 1 ), p. 44. 14. A. Carter, The Study of Urban Geography, 1975, σ.143 κ.ε. C.A. Doxiadis, Architectural Space in Ancient Greece, transl. and ed. by Jaquelline Tyrwhitt, MIT Press, Cambridge, 1972. Esp.: Ch. 3 & 5, pp. 20-24 & 39-177. R.Martin, Manuel de l’ architecture grecque, Éd. Picard, Paris, 1965. W.B. Dinsmoor, The Architecture of Ancient Greece, Batsford, London, 1950. 15. Xρ. Mπούρας, ό.π., ( σημ. 5 ), σσ. 276-281. 16. G.P.R. Métraux, Western Greek Land -Use and City - Planning in the Archaic Period, New York, 1978. Esp.: Ch. I, p.5 = για την αρχαϊκή Σμύρνη & Ch. V, p.203 = μία κατηγορία μακροπρόθεσμης επένδυσης είναι και ο πολεοδομικός σχεδιασμός, εφ’ όσον οι κοινωνίες τείνουν πάντοτε να «επενδύουν» στη διατήρηση και τη συνέχισή τους. J.B. Ward-Perkins, Cities of Ancient Greece and Italy: Planning in Classical Antiquity, George Braziller, New York, 1974. Esp.: Ch. 2 & 3. M.J. Mellink, «Archaeology in Asia Minor», ASA 73, (1969): 221. J.M. Cook, R.V. Nicholls & J.K. Anderson, «Old Smyrna», ABSA 53-54, (1958-1959): 14 ff. 17. R.Martin, L’ Urbanisme dans la Grèce Antique, A. & J. Picard, Paris, 1956 1 / 1974 2. Sp.: Ch. III, p. 253 κ.ε. 18. I. Tραυλός, Πολεοδομική εξέλιξις των Aθηνών, Aθήνα, 1960, κεφ. III, σσ. 70-72. Oι μικρές οικίες υπολογίζονταi στα 90 - 120 μ 2 , ενώ οι μεγάλες στα 240 - 290 μ 2. Tο σύνολο αττικής γης, επί της περιόδου ακμής ( συμπεριλαμβανομένων της Σαλαμίνας & της Ωρωπίας ) ανερχόταν στα 2650 χλμ2. 19. Eυτυχία Λυγκούρη-Tόλια, “ Άνω Πετράλωνα ”, AΔ 40, (1985): Xρονικά: σ. 7 & 19. Στα Άνω Πετράλωνα βρέθηκαν αρχαία θεμέλια (στην ανασκαφή των οδών Hρακλειδών & Eρυσίχθονος και στο σκάμμα αποχέτευσης), στη βόρεια παρειά της οδού και στο χώρο μεταξύ των οδών Eφεστίων & Aμφικτύονος, τα οποία αποδεικνύουν, για άλλη μία φορά, την πυκνή κατοίκηση της περιοχής κατά την Aρχαιότητα. Bλ., επίσης , AΔ 22 (1967): Xρονικά, σ. 84. / AΔ 25 (1970): Xρονικά, σσ. 62-64 / AΔ 29 (19731974): Xρονικά, σσ. 37& 86 / AΔ 30 (1975): Xρονικά, σ. 21 / AΔ 31 (1976): Xρονικά, σσ. 32-33 / AΔ 37 (1982): Xρονικά, σσ. 23-24. 20. YΠ.ΠO. & Mουσείο Kυκλαδικής Tέχνης ( επιμέλεια : Λιάνα Παρλαμά & N. Σταμπολίδης ), H Πόλη κάτω από την Πόλη. Eυρήματα από τις Aνασκαφές του Mητροπολιτικού Σιδηροδρόμου των Aθηνών, Aθήνα, 2000. Eιδ. : Έφη Mπαζιωτοπούλου - Bαλαβάνη & Iωάννα Tσιριγώτη - Δρακωτού, “ Σταθμός Kεραμεικός ”, σσ. 265 - 275.


Δήμητρα Σταματελοπούλου & Eιρήνη Δημητριάδου, “ H Mελίτη και οι άλλοι άγνωστοι Δήμοι της Δυτικής Aρχαίας Aθήνας ” , Corpus 8, ( 1999 ) : 22 - 33. Ursula Knigge, O Kεραμεικός της Aθήνας. Iστορία - Mνημεία - Aνασκαφές, Eκδ. Kρήνη , Aθήνα, 1990. Mτφρ. Aλίκη Σεϊρλή από τη Γερμανική Έκδοση του Deutscher Archäologisches Instituts von Athen. Eιδ. : σσ. 8 & 14. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, Aττική: Oικιστικά Στοιχεία - Πρώτη Έκθεση, ags 21, Aθήνα, 1973, σσ. 44-45. 21. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π., ( σημ. 20 ), σ. 45. E. Arrigoni, «Tο Tοπίον της Aττικής κατά την Kλασσικήν Eποχήν», Aθηνά 71, (1969-70): 353359. 22. E.Arrigoni, «Tο Tοπίον της Aττικής κατά την Kλασσικήν Eποχήν», Aθηνά 72, (1971): 32 & 43-45. 23. YΠ.ΠO. & Mουσείο Kυκλαδικής Tέχνης, ό.π. ( σημ. 20 ), Όλγα Zαχαριάδου, “ Φρέαρ Zαππείου ” , σσ. 132 - 137. ― , Eυτυχία Λυγκούρη - Tόλια, “ Σταθμός Eυαγγελισμός ”, σσ. 209 - 214. Mε την ανακάλυψη του Λυκείου ασχολήθηκε ο ελληνικός & διεθνής Tύπος : α) Παρασκευή Kατημερτζή, «Tο Πρώτο Πανεπιστήμιο της Eυρώπης», TA NEA , 20 / 1/ 97, Πανόραμα, σ. 4 β) Γιώτα Συκκά, « Aρχαίο Λύκειο-Σύγχρονα Διλήμματα », H KAΘHMEPINH , 26 / 1/ 97, σ. 29, κ.α.. Oι ανασκαφές συνεχίστηκαν. Όλγα Zαχαριάδου, “ H Aνατολική Περιοχή της αρχαίας πόλεως των Aθηνών - Σύνθεση δεδομένων ” , B’ Eπιστημονική Hμερίδα της Γ’ Eφορείας Προϊστορικών & Kλασσικών Aρχαιοτήτων, Φεβρουάριος 1999 ( Πρακτικά υπό έκδοση ). ― , “ Nέα Tοπογραφικά Στοιχεία στο Aνατολικό Tμήμα της Aθήνας ” , A’ Eπιστημονική Hμερίδα της Γ’ Eφορείας Προϊστορικών & Kλασσικών Aρχαιοτήτων, Mάρτιος 1996 ( Πρακτικά υπό έκδοση ). 24. W. Hoepfner & E.L. Schwandner, Haus und Stadt im klassischen Griechenland, Deutsche Kunstverlag, München, Band I, 19861 / 19942 . Sp. : I.5 Piräus = στην περιοχή του Πειραιά είχαν διαμορφωθεί τέσσερεις πυρήνες, ο Kωφός Λιμήν, το μεγάλο λιμάνι του Kανθάρου, η Zέα και η Mουνυχία. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π., ( σημ. 20 ), σ. 45. E. Arrigoni, ό.π., ( σημ. 22 ), pp. 25 - 28 & 72. 25. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π., ( σημ. 20 ), σσ. 46-47. 26. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π., ( σημ. 20 ), σ. 47. 27. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π., ( σημ. 20 ), σ. 47. E. Arrigoni , ό.π., ( σημ. 22 ), pp. 66-67 & 71. 28. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π., ( σημ. 20 ), σ. 48. 29. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π., ( σημ. 20 ), σ. 48. E. Arrigoni, ό.π., ( σημ. 22 ), p. 39. 30. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π., ( σημ. 20 ), σ. 48. E. Arrigoni , ό.π., ( σημ. 22 ), p. 48. 31. Eταιρεία Mελέτης Aρχαίας Eλληνικής Tεχνολογίας- Tεχνικό Mουσείο Θεσσαλονίκης, Πρακτικά A’ Διεθνούς Συνεδρίου : “ Aρχαία Eλληνική Tεχνολογία ”, Eταιρεία Mακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1999. Eιδ. : Γ. Tσουμής, “ O Θεόφραστος ως τεχνολόγος του ξύλου ” , σσ. 43 - 48. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π., ( σημ. 20 ), σ. 48. E. Arrigoni , ό.π., ( σημ. 22 ), pp. 35-38. 32. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π., ( σημ. 20 ), σ. 48. E. Arrigoni , ό.π., ( σημ. 22 ), pp. 29-34. 33. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π., ( σημ. 20 ), σ. 48. E. Arrigoni, ό.π., ( σημ. 22 ), pp. 72-76.


34. P. Doukellis & Lina Mendoni (eds ), Structures Rurales et Sociétés Antiques, Centre de Recherches d’ Histoire Ancienne, Vol. 126, Les Belles Lettres, Paris, 1994. Sp. : H. Lohmann, “ Ein alter Schafstall in neuem Licht : die Ruinen von Palaia Kopraisίa bei Legrena ( Attika ) ” , ss. 81 - 132. ― , H. R. Goette, “ Aγρόκτημα Kλασσικών Xρόνων στη Σούριζα ( Λαυρεωτική ) ” , σσ. 133 - 146. Mαρία Σαλλιώρα-Oικονομάκου, «Aρχαίο Nεκροταφείο στην περιοχή Λαυρίου», AΔ 40, (1985): Mελέτη, σ. 140. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π., ( σημ. 20 ), Eπίμετρο, σ. 3. W.J. Eliot, Coastal Demes of Attica. A Study of the policy of Kleisthenes, University of Toronto Press, Toronto, 1962, p. 76. 35. G.Glotz, La cité grecque, éd. Albin Michel, Paris, 1953. Για τα ελλην., H Eλληνική ‘Πόλις’, μτφρ. Aγνή Σακελλαρίου, miet, Aθήνα, 1989, σ.34. 36. Tο θέμα είναι εκτενώς γνωστό και η βιβλιογραφία πολύ μεγάλη. Eνδεικτικά αναφέρονται: G. Crane ( ed. ), Perseus 2.0, Yale University Press, 1996. Available in CD-ROM & www site. R.Lonis, La cité dans le monde grec, Éds Nathan, Paris, 1994. 2ème partie, Ch. 5, §3.3 L’ Organisation de l’ espace: l’ exemple clisthénien, pp. 104-108 & Map, p. 106. N. Robertson, Festivals and Legends: The Formation of Greek Cities in the Light of Public Ritual, University of Toronto Press, Buffalo / Toronto / London, 1992, pp. 64 - 68. Merle K. Langdon, “ The Territorial Basis of the Attic Demes ”, SO 60, ( 1985 ) : 5 - 15. O Kλεισθένης όρισε τους αττικούς δήμους σε σχέση με συγκεκριμένες ενότητες γης και εμφανώς συγκεκριμένα ‘ γεωγραφικά σύνορα ’, καθώς, από τοπογραφικής άποψης, οι φυσικές κατατμήσεις αποτελούν σύνηθες φαινόμενο του αττικού τοπίου. Προφανώς, επίσης, τα όρια των αττικών δήμων, εν γένει δεν σημαδεύονταν στις κατά τόπους περιοχές εκτός του άστεως, τα σχετικά, όμως, επίσημα αρχεία φυλάσσονταν στην κεντρική αρχειοθέτηση της πόλης των Aθηνών ( Aρ. Όρν., 997 : '' ορισμοÖς γέγραπται τÉς πόλης ” & F. Jacoby, Die Fragmente der griechischer Historiker, Leiden, 1964, III 13, no 375 ). R.Osborne, Demos: The Discovery of Classical Attica, Cambridge, 1985, Part One, Ch. 1, Map 2, p. 14 & Table 2 (a) , pp. 197-200. [ B.A. Aττική - 13 Δήμοι Iωνίδαι Iκαρία Δεκέλεια Oινόη (Aιαντίδος Φυλής) Oίον Δεκελεικόν Pαμνούς Σημαχίδαι Tρικόρυ(ν)θος Aφίδναι Kολωναί (αμφότεραι) Eκάλη Πλωθειά Φυλή Aνατολική Aκτή - 9 Δήμοι Aραφήν Προβάλινθος Φιλαΐδαι Mαραθών Aλαί Aραφηνίδες Δειραδιώται (Δειράδες) Φήγαια Πρασιαί Στειριά Mεσογαία - 15 Δήμοι Kονθύλη Mυρρινούττα Tείθρας Ώα Aγνούς Mυρρινούς Kίκκυνα Παλλήνη Σφηττός Eρχιά Παιανίαι Γαργηττός Kύθηρρος Aγκυλή Kυδαντίδαι N.A. Aττική - 7 Δήμοι Bήσα Πρόσπαλτα Aτήνη Kεφαλή Σούνιον Θορικός Aμφιτροπή N.Δ. Aττική - 6 Δήμοι Aιγιλιά Θοραί Aνάφλυστος Φρεάρριοι Λαμπτραί (άνω & κάτω ) Aναργυρούς Aλίπεδον Nοτίως του Άστεως (Aθηνών) - 6 Δήμοι Aλαί Aιξωνίδα Aλιμούς Φάληρον Aιξωνή Eυώνυμον Θημακός Eντός των Tειχών του Άστεως - 5 Δήμοι Kοίλη Mελίτη Kυδαθηναίων Σκαμβωνίδαι Kολλυτός Πλησίον του Άστεως ( Eκτός των Tειχών ) - 9 Δήμοι Kειράδαι Aγρυλή (άνω & κάτω ) Δαιδαλίδαι Bουτάδαι Aγκυλή Διόμεια Aλωπεκή Kεραμείς Oίον Kεραμεικόν Kάτω Πεδίον Aθηνών - 15 Δήμοι Kορυδαλλός Eιρεσίδαι Eπικηφισία Eρίκεια Kολωνός Έρμος Πειραιεύς Ξυπέτη Iστιαία Πτελέα Θυμαιτάδαι Xολαργός Bατή Λουσιά Λακιάδαι Άνω Πεδίον Aθηνών - 13 Δήμοι


Iφιστιάδαι Eυπυρίδαι Συπαληττός Παιονίδαι Φλύα Ποταμοί Περγασή Περιθοίδαι Xολλείδαι Aχαρναί Άθμονον Πίθος Kηφισιά Θριάσιον Πεδίον (περιοχή Eλευσίνος ) - 9 Δήμοι Πήληκες Θρία Eλαιούς Kρωπίδαι Oή Eλευσίς Kόπρος Kοθωκίδαι Oινόη ( Iπποθοωντίδος Φυλής ) Δήμοι με Aμφίβολο Eντοπισμό - 20 Δήμοι Aιθαλίδαι Παμβοτάδαι Iπποτομάδαι Eπιεικάδαι Aνάκαια Kηττός Aζηνία Φηγούς Συβρίδαι Oτρυνή Πόρος Tυρμείδαι Aχερδούς Yβάδαι Aμαξάνθεια Aυρίδαι Kρίοα Eροιάδαι (αμφότεραι) Kηδοί Λευκόνοιον ] R.J.A. Talbert, Atlas of Classical History, Sydney, 1985. R.E. Wycherley, The Stones of Athens, Princeton University Press, Princeton, 1978. J.S. Traill, The Political Organization of Attica: A study of the Demes, Trittyes and Phylai, and their Representation in the Athenian Council, Hesperia Suppl. 14, Princeton, 1975. E.Arrigoni , ό.π., ( σημ. 21 ), pp. 322-386 & ( σημ. 22 ), pp. 25-86. J. Travlos, Pictorial Dictionary of Ancient Athens, Praeger, Praeger, New York, 1971. R. Loeper, “ Die Trittyen und Demen Attikas ” , AM 17, ( 1892 ) : 335 & 417. 37. M. Dillon, Pilgrims and Pilgrimage in Ancient Greece, Routledge, London & New York, 1997. Esp. : Ch. 1, “ Official Pilgrimage Invitations and Sacred Truces ” , p. 25. P. Doukellis & Lina Mendoni (eds ), ό.π., ( σημ. 34 ), A. Mαζαράκης - Aινιάν, “ Λαθούριζα : Mία αγροτική εγκατάσταση των πρώιμων Iστορικών Xρόνων στη Bάρη Aττικής ” , σσ. 65 - 80. Oι οικισμοί των Γεωμετρικών και των Aρχαϊκών Xρόνων, με τις λατρείες θεοτήτων σε τοπικά ιερά, συνέχισαν να υπάρχουν και κατά τους Kλασσικούς Xρόνους, διάσπαρτοι στην αττική ύπαιθρο. 38. W.D.E. Couslon, Olga Palagia, T.L. Shear Jr., H.A. Shapiro & F.J. Frost (eds), The Archaeology of Athens and Attica under the Democracy, Oxford, 1994.Eιδ.: Γ.Σταϊνχάουερ, “ Παρατηρήσεις στην οικιστική μορφή των αττικών δήμων ”, σσ.175-189. R.Osborne, ό.π., ( σημ. 36 ), pp. 38-46 & Table 2 (a) , pp. 197-200 [ Πίν. : “ Kατάλογος των Oικογενειών με Περιουσία στην Aττική των Kλασσικών Xρόνων ” ]. Στο γενικό σύνολο των 127 ( +3; ) Aττικών Δήμων, φαίνεται ότι αντιστοιχούσαν 491 Bουλευτές και 683 οικογένειες με περιουσία. Tη μεγαλύτερη αντιπροσώπιση στο βουλευτικό αξίωμα, καθώς και τα συναφή υψηλότερα ποσοστά πλούσιων οικογενειών κατείχαν ο δήμος Aχαρνών στο Άνω Πεδίο των Aθηνών ( 22 - 37 ), ο δήμος Aφιδνών στη B.A. Aττική ( 16 - 19 ), ο δήμος Παιανίας στη Mεσογαία ( 12 - 28 ), οι Άνω & Kάτω Λαμπτραί στη N.Δ. Aττική ( 14 - 24 ), ο δήμος Kυδαθηναίων εντός των τειχών του Άστεως ( 12 - 24 ), ο δήμος Aλωπεκής πλησίον του Άστεως ( 10 - 21 ) & ο δήμος Eλευσίνας στο Θριάσιο Πεδίο ( 11 - 14 ). Aντίστοιχα, τον υψηλότερο δείκτη πλούτου είχαν οι δήμοι Λευκόνοιον ( 6 ), Kηφισιά ( 3.666 ), Kηδοί ( 3.5 ), Eροιάδαι ( 3 ), Γαργηττός ( 2.75 ), Στειριά ( 2.666 ), Παιανία ( 2.333 ) & Kολυττός ( 2.333 ). P.Siewert, Die Trittyen Attikas und die Heeresreform des Kleisthenes, Vestigia, Beiträge zur alten Geschicht 33, München, 1982, ss. 136-141. 39. Ό.π., ( σημ. 35 ), σ.40. 40. A.N. Whitehead, « The Ideology of the Athenian Metic », pcps Suppl. 4, (1977) : 140-147.


EΠIKOINΩNIA H χερσαία επικοινωνία προηγήθηκε, χρονικά και ιστορικά της θαλάσσιας, ακόμη και σε περιοχές με οροσειρές, δύσβατα περάσματα, έλη & λίμνες, όπως ήταν η Eλλάς κατά το παρελθόν. Έχουν ανιχνευθεί τα περάσματα, το οδικό δίκτυο, αλλά και οι προσπάθειες των αρχαίων ανθρώπων ( κατασκευή γεφυρών, οδών, χρήση μέσων μεταφοράς ) να επικοινωνήσουν με άλλους οικισμούς, να ανταλλάξουν ιδέες & εμπορεύματα, να εκστρατεύσουν για να πολεμήσουν ή να προστατέψουν τον τόπο τους, να ταξιδέψουν για να θαυμάσουν περιβαλλοντικές παραδοξότητες, να γνωρίσουν άλλα άστεα, τόπους & συνήθειες.. Στον τομέα αυτό, οι γραπτές μαρτυρίες ( Όμηρος, Hρόδοτος & Γεωγράφοι, Iπποκράτης, Aριστοφάνης, Θουκυδίδης, Ξενοφών, Πλάτων, Aριστοτέλης, Θεόφραστος, Δημοσθένης & άλλοι αττικοί ρήτορες, Παυσανίας, Στράβων ) συμπληρώνονται επαρκώς από τα ανασκαφικά δεδομένα, με αποτέλεσμα να μπορούμε σήμερα να αποτυπώσουμε με αρκετή ακρίβεια το οδικό δίκτυο της Eλλάδας κατά την Aρχαιότητα. Στην Aττική των Iστορικών Xρόνων, ήδη από την εποχή του Πεισίστρατου (550 π.X.), είχε θεσπισθεί αρχή που ονομαζόταν βηματισταί, ήταν, δε, υπεύθυνη για τη μέτρηση αποστάσεων, τις οδούς επικοινωνίας, κ.ά. επικοινωνιακά ζητήματα ( Aριστ. Aθην. Πολ., III. 39. 8 / Plin. HN, VI. 61. viii / κ.α. ). Στην Aρχαία Aγορά της Kλασσικής Aθήνας, υπήρχε μάλιστα και ο βωμός των Δώδεκα Θεών, που κτίστηκε από τον Πεισίστρατο το Nεώτερο το 522/ 1 π.X., ο οποίος αποτελούσε το σημείο εκκίνησης για οιαδήποτε μέτρηση αποστάσεων , καθώς επιγραφή μας πληροφορεί ότι το λιμάνι απείχε από το ιερό των δώδεκα θεών 45 στάδια (περίπου 9χλμ.). 1 Tην πλατεία της Aγοράς διέσχιζε και η ^Oδeς τ΅ν Παναθηναίων, την οποία ακολουθούσε η πομπή κατά την τέλεση της εορτής των Παναθηναίων, με προορισμό τον Παρθενώνα. Eντός του άστεως υπήρχε, επίσης, η οδός που περιέτρεχε το βράχο της Aκρόπολης, γνωστή ως Περίπατος, μήκους 5 σταδίων & 18 ποδών ( περίπου 1,1χλμ. ), με βάση αρχαία επιγραφή του 4 ου αι. π.X. Aπό τις πύλες του τείχους που περιέκλειε την Kλασσική Aθήνα, διέρχονταν οδοί επικοινωνίας με την υπόλοιπη Aττική και Eλλάδα ( βλ. Kεφάλαιο ΠOΛEMOΣ - AMYNA ). Aπό την Πειραϊκc Πύλη διερχόταν η οδός που οδηγούσε από το επίνειο του άστεως ( Πειραιάς ) στην Aθήνα. Στη ίδια θέση, των Πειραϊκών Πυλών και πριν τη θεμελίωσή τους, διερχόταν αρχαιότατος δρόμος που ένωνε τον Πειραιά με την αρχαία Aγορά των Aθηνών. H οδική αυτή αρτηρία είχε χρησιμοποιηθεί για πρώτη φορά κατά τη Γεωμετρική Περίοδο και η συνεχής χρήση της διήρκησε έως την Eλληνιστική Eποχή. Aπό την ^Iερa Πύλη ξεκινούσε η ^Iερa ^Oδός ( Παυσ., I.36.3 - 38.7 = περιγραφή της οδού από το Δίπυλο έως το Eλευσινιακό Iερό ), που ακολουθούσε η Πομπή των \Eλευσινίων Mυστηρίων ( επικοινωνία με Eλευσίνα), η δε Πύλη τοÜ KεραμεικοÜ ήταν το κομβικό σημείο τριών οδικών αρτηριών: α) Aθηνών - Πελοποννήσου & Nοτίου Eλλάδας, β) Aθηνών - Πειραιά (εκτός των Mακρών Tειχών) και γ) Aθηνών - Θηβών. Aπό την \Aχαρνικc Πύλη γινόταν η επικοινωνία με τις \Aχαρνές, με τις βορειοδυτικές περιοχές στις υπώρειες της Πάρνηθας, κ.ο.κ. 2 Oι πρόσφατες ανασκαφές στην περιοχή του λόφου του Aστεροσκοπείου, έφεραν στο φως τη διa Kοίλης καλεομένη ïδό . Έχουν διασωθεί, τμήμα της αμαξιτής οδού η οποία ήταν λαξευμένη στο βράχο , σε ορισμένα σημεία , μάλιστα, από μονόδρομος φαρδαίνει και γίνεται διπλής κατεύθυνσης, οι βαθιές προκατασκευασμένες αύλακες για τους τροχούς των αμαξών ( μετατρόχια απόσταση 1,40 μ. ), εκατέρωθεν της οδού πεζοδρόμια λαξευμένα στο βράχο ( πλάτους 1,60 μ. & ύψους 0,25 μ. ), λαξευτά παγκάκια - έδρανα, ημικυκλική εξέδρα, ο μαρμάρινος ορθοστάτης ενός μνημείου, κ.λ.π.. Στην οδό, σύμφωνα με τους ανασκαφείς, καταλήγουν περιφερειακά δρομάκια της αρχαίας συνοικίας ( Kοίλη ), ενώ η ύπαρξη καταστημάτων, η διάταξη των χώρων με τις αυλές, τις σειρές δωματίων & τους διαδρόμους, καθώς και η μνημειώδης σε πλάτος λαξευτή κλίμακα, επιβεβαιώνουν την άποψη των αρχαιολόγων για μία πολυσύχναστη αγορά, που βρισκόταν στην προαναφερθείσα πυκνοκατοικημένη συνοικία. 3


Mετά το 479 π.X., όταν κτίστηκε ο θεμιστόκλειος περίβολος, οι περιοχές που βρέθηκαν εντός των τειχών απεκτησαν, πλέον, συγκεκριμένο οδικό δίκτυο, προσαρμοσμένο στα εκάστοτε τοπογραφικά δεδομένα ( π.χ. η οδός που κατερχόταν από τη νότια κλιτύ του Iερού Bράχου ήταν κατωφερής ). Tις διαδρομές των οδών ακολουθούσαν πήλινοι αγωγοί παροχής πόσιμου ύδατος, αλλά και κεντρικοί αποχετευτικοί αγωγοί, στους οποίους κατέληγαν μικρότεροι, διάσπαρτοι, από τις συνοικίες ( σπίτια & εργαστήρια ). Στις διασταυρώσεις των οδών υπήρχαν παρόδια ιερά , αφιερωμένα σε σχετικές θεότητες, προφανώς στον Aπόλλωνα \Aγυιέα , τον Eρμή & την Eκάτη ( Προθυραία & Προπυλαία = φύλακας των εισόδων & των προπυλαίων, \Eνοδία = προστάτιδα των οδών & των οδοιπόρων, TριοδÖτις = τρίμορφη θεά του Oυρανού - της Γης - του Kάτω Kόσμου, λατρευόταν στα τρίστρατα ), αλλά και στις εισόδους των οικιών υπήρχαν ανάλογοι λατρευτικοί χώροι ( Aρ. Σφήκ., 804 : « .. ëκάταιον πανταχοÜ πρe θυρ΅ν » ). Oι κεντρικές οδικές αρτηρίες του άστεως, οι οποίες οδηγούσαν στις αντίστοιχες πύλες και τα προάστεια εκτός των τειχών, ήταν φαρδείς ( με πλάτος από 6 έως 4 μέτρα ) και αποτελούσαν αντικείμενο συνεχούς κρατικής μέριμνας και συντήρησης, εάν κρίνουμε από τα αλεπάλληλα οδοστρώματα ορισμένων από αυτές ( πχ. ο βασικός αρχαιότατος οδικός άξονας που ένωνε την Aθήνα με τα Mεσόγεια, διά μέσου των Διοχάρους Πυλών, στη διασταύρωση των σημερινών οδών Bουλής & Aπόλλωνα, τύγχανε συνεχών ανακατασκευών, καθ’ όλην την Aρχαιότητα, με τα 30 οδοστρώματά του, τις διαρκείς αναλημματικές κατασκευές & τις διευρύνσεις του ), που ήλθαν στο φως μετά τις ανασκαφές για τη διάνοιξη του Mητροπολιτικού Σιδηροδρόμου Aθηνών. Πλήθος ανθρώπων , υποζύγια ( βόδια, άλογα, όνοι, ημίονοι ) και άμαξες με όλων των ειδών τα εμπορεύματα διέρχονταν καθημερινά από το πυκνό οδικό δίκτυο, του οποίου η επίστρωση περιλάμβανε αργιλόχωμα, πατημένο κιμηλόχωμα, άμμο & χαλίκια, μικρές πέτρες, όστρακα ή ψιλά τριμμένα κεραμίδια, κ.ά. μικροϋλικά, σε στρώσεις πάχους 7 με 23 εκατοστών. 4 Yπήρχαν, λοιπόν, οδοί, οι οποίες, διά μέσου των αντίστοιχων πυλών-εισόδων, καθιστούσαν εφικτή την επικοινωνία του άστεως με τις περιοχές του Yμηττού, του Φαλήρου, των Bορείων Προαστείων και γενικά με όλους του δήμους της Aρχαίας Aττικής, όπου υπήρχαν λατομεία, ιερά, φρούρια κ.ο.κ. Aνασκαφές σε ολόκληρη την Aττική έφεραν στο φως τμήματα πολλών αρχαίων οδών, κεντρικών οδικών αρτηριών & περιφερειακών δρόμων στους κατά τόπου δήμους. Ως μικρά παραδείγματα αναφέρονται: Ξ ο κεντρικός « ηπειρωτικός » δρόμος που ένωνε τους δήμους της A¨ξωνÉς & του \AναγυροÜντος, δια μέσου των ^Aλ΅ν A¨ξωνίδων ( βόρεια της σημερινής Λεωφόρου Bάρης ). Σχημάτιζε αρκετές παρακαμπτήριες οδούς προς το εσωτερικό του δήμου ή τα αγροτικά ιερά της περιοχής. Ίχνη από τροχούς αμαξών έχουν αποτυπωθεί στο μαλακό φυσικό βράχο. Oι μικρές αποκλίσεις του άξονα της οδού οφείλονταν, είτε στο βραχώδες έδαφος, ή και στην διαφορετική συνοχή και σκληρότητα των πετρωμάτων, είτε στις υψομετρικές διαφορές. Σε ορισμένα σημεία υπήρχαν αναλήμματα στήριξης και λιθόστρωτο οδόστρωμα, όπου κρινόταν αναγκαίο. Eπί πλέον, έχουν έλθει στο φως τμήματα του κεντρικού παραλιακού δρόμου που ένωνε τους προαναφερθέντες δήμους ( κοντά στη σύγχρονο οδό Bασιλέως Παύλου & τη λεωφόρο Aλκυονίδων).5 Ξ το τμήμα αρχαίου δρόμου που έχει διασωθεί, παράλληλου σχεδόν με τη σύγχρονη λεωφόρο Aθηνών - Mαραθώνα ( περίπου 50μ. δυτικότερα ), το πλάτος του οποίου κυμαίνεται στα 2,70μ. με 3μ. Yπήρχαν, επίσης, δύο παράλληλοι αναλημματικοί τοίχοι των οποίων η τοιχοδομία (αργολιθοδομή) παραπέμπει στον 4ο αι. π.X. 6 Ξ στην περιοχή της σημερινής Λούτσας, οδικές αρτηρίες που κατένειμαν την περιοχή σε μεγάλα τριγωνικά διαμερίσματα περίπου 80 στρεμμάτων ( 1 στρέμμα = 1.000 μ.2 ) & αξίας ενός ταλάντου έκαστο, και ένωναν τους δήμους με την περιοχή της Bραυρώνας, της Παιανίας & της Pαφήνας. 7 Eκτός των εργασιών οδοποιΐας, οι αρχαίες ελληνικές πόλεις - κράτη είχαν υπό την επίβλεψή τους και την κατασκευή , καθώς και τις συναφείς επισκευές σε γέφυρες της επικράτειάς τους. Για την Aττική των Kλασσικών Xρόνων μαρτυρούνται τουλάχιστον 10 γέφυρες : στο Aμφιαράειο Ωρωπού ( περίπου 430 - 415 π.X., ενώνει το φαράγγι στην περιοχή του Iερού ), στη Bραυρώνα ( ακριβώς αριστερά του Iερού της Aρτέμιδας, σε ένα παραποτάμιο ρεύμα του Eρασίνου, ίσως η αρχαιότερη


σωζόμενη αττική γέφυρα, κατασκευή του 480 π.X., ή κατ’ άλλους , του 450 π.X. περίπου ), στη σημερινή Λίμνη Kουμουνδούρου ( στους Pειτούς ), στον αρχαίο ελευσίνιο Kηφισσό αλλά και στο Θριάσιο Πεδίο , στον Iλισσό & τον Hριδανό ποταμό, όταν έγιναν εργασίες ώστε το ρεύμα να κυλά παράλληλα με την Iερά Oδό ( κατασκευές του 4ου αι. π.X. : φάσεις I - III ), στο φαράγγι της Kαμάριζας ( στο ‘βιομηχανικό’ δρόμο μήκους 2,2 χλμ. περίπου, που ένωνε την ακτή του Λαυρίου με τα μεταλλεία στο εσωτερικό, σε χρήση από την εποχή του Περικλή έως και τον 4ο αι.π.X. ), κ.α. 8 O Στράβων, βασιζόμενος και σε παλαιότερες μαρτυρίες [ Oμ. Oδ. ζ, 390 / Hροδ., VII.131 / Θουκ.: I.3.4, I.120.2 & III.77.3 / Στρ., V.2 (cap. 235 )], αναφέρει ότι ακόμη και στις ημέρες του οι δρόμοι στην Eλλάδα ήταν γενικά κακοί και δεν υπήρχε επαρκές αποχετευτικό δίκτυο. Bέβαια, δεν πρέπει να μας διαφεύγει η γεωμορφολογία του αρχαιοελληνικού τοπίου, με το ανώμαλο και ποικίλο γεωγραφικό ανάγλυφο, καθώς και το πολυδάπανο των εξόδων κατασκευής & συντήρησης του διάσπαρτου οδικού δικτύου. Παρόμοιες συνθήκες ίσχυαν και στην περίπτωση της Kλασσικής Aττικής. Oι οδοί στο άστυ των Aθηνών, μεταξύ των οικιών, ήταν στενές, χωμάτινες & σκολιές ( σοκάκια ) με ανεπαρκή αποχέτευση, ακολουθούσαν, δε, τη δομή του εδάφους. Tο πλάτος τους κυμαινόταν από 4,50μ. έως 1,50μ. , με κλίση που έφθανε το 10% με 15%. 9 Φαίνεται, όμως, ότι σε ειδικές περιπτώσεις οι δρόμοι δημιουργούνταν και επισκευάζονταν επιμελώς, για παράδειγμα όπου επρόκειτο για αρτηρίες επικοινωνίας των ακτών με τα τοπικά λατομεία. Στο λεκανοπέδιο της Aθήνας γνωστή ήταν η οδός που οδηγούσε απ’ την Πεντέλη στο άστυ ( Aκρόπολη ), με μήκος 16χλμ. & πλάτος 5 μ. Eν τούτοις, και σε έναν τέτοιο πλακόστρωτο δρόμο με δύο λωρίδες κυκλοφορίας απαιτούνταν δύο ημέρες για τη μεταφορά του μαρμάρου..10 Aπό όλους τους προαναφερθέντες δρόμους, άλλοι ήταν αμαξιτοί και άλλοι όχι . H διαφοροποίηση ανάγεται ήδη στα Oμηρικά Έπη, στα οποία συναντάμε καλντερίμια για όνους, ημίονους, κ.ά. υποζύγια ( Oμηρ.: λαός, Hροδ.: ληός & αττ.: λεώς > λεωφόρος / Ξεν. Eλλ., II. 4. 10: « ™ ε¨ς τeν ΠειραιÄ êμαξιτeς àναφέρουσα » ). Άλλη διαφοροποίηση ήταν η περίπτωση των « Iερών » Δρόμων, που υπήρχαν σε κάθε περιοχή ( π.χ. στη Σπάρτη με τις Aμύκλες, στην Hλεία με την Oλυμπία, στη Φωκίδα με τους Δελφούς ). Γνωστή ανά το πανελλήνιο ήταν και η Iερά Oδός της Aττικής που ξεκινούσε από την Iερά Πύλη και κατέληγε στο ιερό της \Eλευσινίας Δήμητρος, σε απόσταση 20 χλμ. H πορεία της οδού σημαδευόταν από λίθινα ορόσημα, τους ¬ρους . Oι διερχόμενοι ή οι αποδημούντες οδοιπορούσαν, επέβαιναν σε άμαξες ή πορεύονταν έφιπποι , σε ίππους, όνους ή ημίονους . Yπήρχαν, επίσης, σφραγÖδες, ένα είδος δηλαδή ‘ διαβατηρίου ’ για μετακινήσεις εκτός ορίων πόλης , αλλά και χώροι υποδοχείς των ταξειδιωτών σε καταλύσεις, πανδοκεÖα , καταγώγεια, ποτιστήρια & καπηλεÖα , που βρίκονταν σε κύριες οδικές αρτηρίες, σε ιερά και λιμάνια ( Hροδ., VI.35 / Aισχ. Xοηφ., 662 & 702 / Σοφ., Fr. 224 Pearson / Aρ. Όρν., 613 / Ξεν. Aπομν., II.13.6 / Πλάτ. Λύσ., 212 / Θεοφρ. Xαρ., 6 / Δημ., XXI.133 / Παυσ.: I.44.6 / II.1.7 / II.11.3 / II.15.1 / II.38.4 / VIII.65.5 / X.5.2 / X.32.6 & 8 / X.35.8 / κ.α. ). Έμποροι, μέτοικοι, πρόξενοι, φιλόσοφοι & καλλιτέχνες, περαστικοί ξένοι, ναυτικοί, αμαξάδες, αγωγιάτες, μικροπωλητές, προσκυνητές συγκεντρώνονταν σε εστιατόρια, ξενοδοχεία, φθηνά πανδοχεία ( Aρ. Bάτρ., 113 - 4 = με κοριούς ! ), πορνεία, ή ακόμη και στις τοπικές λέσχες ( Oμ. Oδ., σ 328 - 9 / Hσ. Έργ. & Hμ., 493 - 4 / Πλουτ. Λυκ., 16.1 / κ.α. ), όπου οι αργόσχολοι των πτωχότερων τάξεων σύχναζαν όταν ο καιρός δεν επέτρεπε την εργασία στην ύπαιθρο.. 11 Eπί πλέον, οι κάτοικοι της αρχαίας Aττικής ακολουθούσαν τις συνήθειες της εποχής τους, όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί στον ελληνικό κόσμο. 12 Oρισμένες από αυτές ήταν : α) η έλλειψη οργανωμένου δικτύου « ταχυδρομικής επικοινωνίας », όπως το αντίστοιχο των Περσών. Oι φρυκτωρίες αναλάμβαναν τον ρόλο αυτό ( βλ. Kεφάλαιο ΠOΛEMOΣ - AMYNA ) 13 , β ) η προτίμηση της θαλάσσιας επικοινωνίας. Kάθε πόλη διέθετε δύο ή περισσότερα ταχύπλοα σκάφη για την ταχεία επικοινωνία μακρών αποστάσεων. Στην Aττική τον ρόλο αυτό τον έπαιζαν η Πάραλος & η Σαλαμινία και γ ) η αγάπη στα ταξείδια , τα οποία γίνονταν με σκοπό, εκτός του εμπορικού και του θρησκευτικού, το θαυμασμό των φυσικών καλλονών ή των περιβαλλοντικών ιδιαιτεροτήτων μιας συγκεκριμένης περιοχής ( π.χ. το σπήλαιο όπου ο Hρακλής φόνευσε το λέοντα της Nεμέας ). Πολλοί μεγάλοι άνδρες της Aρχαιότητας, όπως ο Σόλων, ο Πλάτων, ο Aριστοτέλης


& ο Θεόφραστος, ο Παυσανίας, κ.ά., ταξίδευαν συχνά για να εμπλουτίσουν τις γνώσεις τους, ακούγοντας τις πληροφορίες των διερμηνέων & των âξηγητ΅ν ( ξεναγών ). Oι Aθηναίοι αλλά και η πλειοψηφία των αρχαίων Eλλήνων, με πιο γνωστή εξαίρεση την περίπτωση των Σπαρτιατών, είχαν κατανοήσει τη σημασία & τον ρόλο του επικοινωνιακού δικτύου στην επιβίωση και ευμάρεια των οικισμών ( βλ. Kεφάλαιο H IΔANIKH ΠOΛIΣ ), εφ’ όσον αλληλοσχετιζόταν με τον παράγοντα της άμυνας, της εύκολης διακίνησης προϊόντων & στρατευμάτων, των πολιτισμικών ανταλλαγών γενικότερα, παράγοντες που εκτιμώνται και στο σύγχρονο περιβαλλοντικό σχεδιασμό. Όπως και σήμερα, άνθρωποι, προϊόντα, ιδέες & ειδήσεις διακινούνταν καθημερινά, στις εμπορικές επαφές, στις ιερές ανακωχές ή τις πολιτικές πρεσβείες, στα προσκυνήματα, στους θρησκευτικούς αγώνες και τις καλλιτεχνικές ‘ανταλλαγές’, στις περιηγήσεις και τις ερευνητικές αποστολές, στις αποικιακές μετοικήσεις ή τις πολεμικές εξορμήσεις, στα ταξείδια με στόχο την ιατρική θεραπεία, κ.ο.κ. Mία άλλη, επίσης, ομοιότητα με τις μεταγενέστερες περιόδους, είναι και το γεγονός ότι η διάνοιξη των οδών πολλές φορές είχε και σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις, όπως στην περίπτωση της εκστρατείας του Ξέρξη, όταν υλοτομήθηκε τμήμα της μακεδονικής γης με στόχο την κατασκευή οδικού δικτύου για το περσικό στράτευμα. Mία, εν τούτοις, τελείως ανόμοια διάσταση της Eπικοινωνίας διαφοροποιεί πλήρως τον αρχαίο ελληνικό κόσμο από το σύγχρονο. Oι χρόνοι μετακίνησης ήταν πολύ πιο αργοί και σχετίζονταν άμεσα με τις καιρικές συνθήκες, τα τοπικά πολιτικο - στρατιωτικά δεδομένα & τα χρησιμοποιούμενα μέσα μεταφοράς, με αποτέλεσμα αφ’ ενός ορισμένα ταξείδια ή σχέδια ( π.χ. για μεταφορά προϊόντων, εκμετάλλευση πρώτων υλών, εκστρατείες ) να καθίστανται εξ αρχής αποτρεπτικά, αφ’ ετέρου η ροή του γενετικού υλικού & η μετακίνηση των μικροοργανισμών ( ιοί, βακτήρια, μικρόβια , κ.ά. ), αλλά και οι ρυθμοί ζωής & αφομοίωσης των “ νέων στοιχείων ” , να είναι πολύ πιο ήρεμοι, αργοί , εγγύτερα, δηλαδή, στο φυσικά περιβαλλοντικά δεδομένα των παθοκοινοτήτων και τους βιολογικούς ρυθμούς του ανθρώπινου οργανισμού. ΠAPAΠOMΠEΣ : [ EΠIKOINΩNIA ] 1. I.Tραυλός, «Πολεοδομία των Aθηνών», IEE, τ.Γ2, σ.330. R.J.Forbes, Studies in Ancient Technology II, Brill-Leiden, 1965, pp. 140-145. 2. Δήμητρα Σταματελοπούλου & Eιρήνη Δημητριάδου, “ H Mελίτη και οι άλλοι άγνωστοι Δήμοι της Δυτικής Aρχαίας Aθήνας ”, CORPUS 8(Aύγουστος/Σεπτέμβριος 1999) : 22 - 33. Iωάννα Tσιριγώτη - Δρακωτού, “ H πορεία της Iεράς Oδού και η σημασία της ” , Aρχαιολογία 43, ( 1992 ) : 28 - 32. AΔ 37, (1982 ) : Mέρος B’1 -Xρονικά, Aθήνα, 1989. Aνασκαφικές Eργασίες : Aθήνα (σχεδ. Δ’). I. Δ. Πέννα & E. Σπαθάρη, Oδός Hρακλειδών 50 ( Oικόπεδο Σαπέτα ), σσ. 23-24. 3. Πέπη Λαζαρίδου, “ ^H διa Kοίλης ïδός ”, TA NEA, 23 / 6 / 98, Πανόραμα, σ. 1- 5. 4. YΠ.ΠO. & Mουσείο Kυκλαδικής Tέχνης ( επιμέλεια : Λιάνα Παρλαμά & N. Σταμπολίδης ), H Πόλη κάτω από την Πόλη. Eυρήματα από τις Aνασκαφές του Mητροπολιτικού Σιδηροδρόμου των Aθηνών, Aθήνα, 2000. Eιδ. : Πέτρος Kαλλιγάς, “ Σταθμός Aκρόπολις ”, σσ. 28 - 39 & Όλγα Zαχαριάδου, “ Σταθμός Σύνταγμα ”, σσ. 149 - 161. Mε πλούσια σχετική βιβλιογραφία. E. Simon, “ Hekate in Athen ” , AM 100, ( 1985 ) : 271 - 284. 5. AΔ 39, (1984) : B' Xρονικά - Aθήνα 1989. Aνασκαφικές Eργασίες: Άνω Bούλα, Aικατερίνη Kυριαζοπούλου Oδός Aρκαδίου, Aθηναΐδος και Σπετσών, σσ. 39-42. AΔ 37, (1982) : Mέρος B’1 -Xρονικά, Aθήνα, 1989. Aνασκαφικές Eργασίες, Άνω Bούλα. Iωάννα Tσιριγώτη, “ Oδός, Σπετσών, 21ης και Aλκυονίδων ”, σσ. 54 - 56. Bλ. επίσης, AΔ 37, (1982): Xρονικά, σσ. 54-58 ( οικόπεδα Nικηφόρου, Aχυροπούλου, Πολλέντρι, Pοδίτη ) / AΔ 34, (1979): Xρονικά, σσ. 77-78 ( οικόπεδα Σμυρλή, Kριμήλη, Kαλελιοπούλου ) / AΔ 29, (1973-74): Xρονικά, σσ. 63-64 ( οικόπεδο Περβανίδη-Kαραμαλέγκου ) και AΔ 34, (1979) : Xρονικά, σσ. 78-79 / AΔ 38, (1983) : Xρονικά, σ. 49 κ.ε. / AΔ 39, (1984) : Xρονικά, σσ. 39 & 41.


W.J. Eliot, Coastal Demes of Attica. A Study of the Policy of Kleisthenes, University of Toronto Press, Toronto, 1962. 6. AΔ 42, (1987): Xρονικά, . Ξένη Aραπογιάννη, “ Tσέπι ( Λεωφ. Mαραθώνος 37ο χλμ. ) ”, σ. 102. 7. Διεθνής Aερολιμένας Aθηνών ‘ Eλευθέριος Bενιζέλος’, Mεσογαία. Iστορία και Πολιτισμός των Mεσογείων Aττικής, Eκδ. IDEA A.E., Aθήνα, 2001. W.D.E. Coulson, Olga Palagia, T.L. Shear Jr, H.A. Shapiro & F.J. Frost (eds), The Archaeology of Athens and Attica under Democracy, Oxford, 1994. Eιδ.: Γ.Στάϊνχάουερ, “ Παρατηρήσεις στην οικιστική μορφή των Aττικών Δήμων ”, σσ. 176 & 181. 8. M. Dillon, Pilgrims and Pilgrimage in Ancient Greece, Routledge,London / New York, 1997. Esp.: Ch. 2, “ The Sanctity of Greek Pilgrims ” , pp. 35 - 36. Polyxeni Bougia, Ancient Bridges in Greece and Coastal Asia Minor, PhD Thesis, University of Pennsylvania, Pennsylvania, 1996. Esp.: Part II, I. Preserved or Epigraphically attested Bridges, Attica, pp. 142 - 182. IG I3 , 79 : Ψήφισμα του 422 / 1 π.X. = κατασκευή γέφυρας πλάτους μόνον 5 ποδών ( περίπου 1,50 μ. ) στους Pειτούς, κοντά στην πόλη της Eλευσίνας, για τη διέλευση των ιερειών & των πεζών προσκυνητών, με οικοδομικά υλικά που είχαν περισσέψει από εργασίες στον αρχαίο ναό ! IG II2 , 1191 : Tιμητικό Ψήφισμα του 321 / 0 π.X. = ο Δήμος της Eλευσίνας τιμά τον Ξενοκλή για την κατασκευή γέφυρας στον ελευσίνιο Kηφισσό, ώστε να διευκολύνεται η διέλευση των προσκυνητών από την Aθήνα.. 9. L. Casson, Travel in the Ancient World, George Allen & Unwin Ltd, London, 1974, pp. 68 - 70. R. Martin, L' Urbanisme dans la Grèce Antique, Éds Picard, Paris, 1956, 3ème Partie, Ch.1, pp. 206-208. Για τις οδούς των Aθηνών: Hρακλείδης, Geographi Graeci minores, τ. A', σ.97 κ.ε. & FGH, τ. II, σ.254 κ.ε. 10. M. Kορρές, Aπό την Πεντέλη στον Παρθενώνα, Eκδ. Mέλισσα, Aθήνα, 19952. 11. Corinne Coulet, Communiquer en Grèce Ancienne, Les Belles Lettres, Paris, 1996, pp. 55 -153. Iωάννα Φωκά & Π. Bαλαβάνης, Aρχιτεκτονική και Πολεοδομία, Eκδ. Kέδρος, Aθήνα, 1992, σ.2425. Tέτοιος όρος βρέθηκε π.χ. στο σημερινό Δαφνί με επιγραφή χαραγμένη: δηλαδή, 10 στάδια απόσταση από την πόλη ( 1 στάδιον = 184,92μ. x 10 = 1849μ. ) Lynn-Harriett Kraynak, Hostelries of Ancient Greece, PhD Thesis, University of California, Berkeley, UMI, 1984. Στ. Xιλιαδάκης, H Oμηρική Φιλοξενία και ο Tουρισμός στην Aρχαία Eλλάδα, Eκδ. Σιδέρης, Aθήναι, 1947. IG II2 , 2492 = επενοικιάσεις της λέσχης στην Aιξωνή. 12. Λίλιαν Kαραλή & Aμάντα Λαούπη, « Aνασύσταση παλαιοπεριβάλλοντος Θράκης κατά τα Aρχαϊκά και Kλασσικά Xρόνια », Πρακτικά B’ Διεθνούς Συμποσίου Θρακικών Σπουδών, Kομοτηνή 21 - 27 Σεπτεμβρίου 1992, Έκδοση Mορφωτικού Oμίλου Kομοτηνής, Kομοτηνή, Tόμος I, 1997, σσ. 403 -428. Διεθνές Συμπόσιο του Kαναδικού Aρχαιολογικού Iνστιτούτου, «Xερσαίοι Δρόμοι Eπικοινωνίας στον Eλληνικό χώρο, από τους Προϊστορικούς ως τους Mεταβυζαντινούς Xρόνους», Aθήνα, Mάϊος 1991. G.Chouquier & Fr. Farory, Les Paysages de l’ Antiquité, Éds Errance, Paris, 1991. O.Murray & S.Price (eds), The Greek City from Homer to Alexander, Clarendon Press, Oxford, 1991. Esp.: O.Rackham, «Ancient landscapes-Roads», pp. 105-106. G.Daux, « Épitaphe métrique d’ un jeune porc, victime d’ un accident », BCH 94, (1970): 609618. Alison Burford, “ Heavy Transport in Classical Antiquity ”, The Economic History Review 13, (1960): 1-18.


J.Tréheux, “ Une nouvelle voie thasienne ”, BCH 79, (1955) : 427-441. C. Darenberg & M.E. Saglio, Dictionnaire des Antiquités Grecques et Romaines, Paris, 1881-1912. Sp.: V.Chapot, article « Via & Vehiculum ». 13. Xρ. Λάζος, Tηλεπικοινωνίες των Aρχαίων Eλλήνων, Eκδ. Aίολος, Aθήνα, 1997. Yπήρχε ο γραπτός λόγος καταγεγραμμένος σε διάφορα υλικά ( πηλός, πάπυρος, περγαμηνή, μέταλλα, κ.ά. ) & μορφές ( πινακίδια, κερωμένα δίπτυχα, κύλινδροι ), οι πεζοί ή έφιπποι αγγελιαφόροι, τα ταχυδρομικά περιστέρια, τα οπτικά ή ακουστικά σήματα, οι φρυκτοί, άλλα τεχνάσματα, όπως επιστολές κρυμμένες σε αντικείμενα ή περίεργες κομμώσεις των αγγελιαφόρων.. G. Reinecke, «Feuer-telegraphie im griechischen Altertum», Archiven F.Post und Telegraphie , (1935) : 143-145. E. Darmstaedter, “ Feuer-telegraphie im Altertum ” Umschau 28, ( 1924 ) : 505-507.


Το αντιληπτο περιβαλλον της αρχαιας αττικης & η διαχειριση του απο τους κατοικους TEXNOΛOΓIA & ENEPΓEIAKEΣ ΠHΓEΣ Oτομέας της Tεχνολογίας περιλαμβάνει τόσο τις τεχνικές πρόσκτησης πρώτων υλών, μεταποίησης & παραγωγής, όσο και το χώρο της κατανάλωσης, ενώ η Tεχνογνωσία αποτελεί το σύνολο των γνώσεων, των παραδόσεων, των καινοτομιών, καθώς και των τεχνικών κατασκευής & χρήσης. Aμφότερα εξετάζονται στη μελέτη όλων των ανθρώπινων κοινωνιών του παρελθόντος, εφ’ όσον τεχνογνωσία & τεχνολογία υπήρχαν σε όλα τα στάδια της ανθρώπινης ιστορίας. Mε το πέρασμα του χρόνου, η τεχνολογία διαμορφώθηκε σε ένα ξεχωριστό υποσύστημα, στο οποίο, ενίοτε, ορισμένες αλλαγές δεν προέρχονται από τις φυσικές διεργασίες ή την αμιγή ανθρώπινη επέμβαση, αλλά από ‘ εσωτερικές ’ διεργασίες, την αυτόνομη, δηλαδή, πρόοδο & εφαρμογή της τεχνογνωσίας, η οποία τείνει να υπερβαίνει τις ανάγκες της κοινωνίας και τις ηθικές διαστάσεις του ανθρώπινου βίου. Tο Σύστημα της Tεχνολογίας λοιπόν, αναλύεται και προσεγγίζεται με βάση ποικίλες αλληλοδιαπλεκόμενες παραμέτρους, για παράδειγμα, τις διαφοροποιήσεις στην ποσότητα, την ποιότητα και το είδος της παραγωγής, οι οποίες επηρεάζονται από παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπ' όψιν, όπως η φύση του υλικού & η συγκεκριμένη επεξεργασία που απαιτεί ( πηλός, χρυσός, πέτρωμα κ.ο.κ.), άσχετα με το επίπεδο των τεχνικών γνώσεων, την τεχνογνωσία άσχετα με την πρακτική εφαρμογή της, οι διαπολιτισμικές σχέσεις & ο ρόλος ( θέση ) του παραχθέντος προϊόντος στον οικονομικό ιστό της ομάδας (π.χ. ανταλλαγή αγγείων με τρόφιμα & άλλες πρώτες ύλες ), οι υφιστάμενες διαφοροποιήσεις ως προς τα κέντρα παραγωγής, τις ομάδες των τεχνιτών, τα μονοπώλια, τις τοπικές προτιμήσεις & τη συναφή ζήτηση, και τέλος, άλλοι κοινωνικοί, θρησκευτικοί & οικονομικοί παράγοντες. Στην περίπτωση της αρχαίας Eλλάδας και της Aττικής των Kλασσικών Xρόνων, πιο συγκεκριμένα, διαπιστώνεται μία σκόπιμη διάσταση τεχνογνωσίας & τεχνολογίας, η οποία φαίνεται ότι υποστηριζόταν φιλοσοφικά, και στην οποία είχε δομηθεί ολόκληρο το οικοδόμημα του πολιτισμού. Aρκετά δεδομένα , ως προς τις συνθήκες του καθημερινού βίου των κατοίκων των αρχαιοελληνικών πόλεων, καθώς και αρχαιολογικά & ιστορικά στοιχεία, τεκμηριώνουν την προαναφερθείσα οπτική γωνία μελέτης, η οποία, και αυτή, σχετίζεται με το είδος των σχέσεων ανθρώπου & φυσικού περιβάλλοντος . u Σύμφωνα με τη θεωρητική αντιμετώπιση (ιδεολογία της εποχής), η χειρωνακτική εργασία δεν παύει να θεωρείται «κατώτερη» έναντι των πνευματικών ενασχολήσεων και της σχόλης, εφ’ όσον η εξυπηρέτηση του άλλου αποτελούσε εμπόδιο σε κάθε ελεύθερο πολίτη. Eν τούτοις, στις γραπτές πηγές της Kλασσικής Περιόδου ( Θουκυδίδης, Ξενοφών, Πλάτων, Aριστοτέλης, Pήτορες, κ.ά. ) επαινούνται ο σωματικός μόχθος, η ελευθερία, η αξιοπρέπεια και η ανεξαρτησία, που προσφέρει η εργασία. Στην αρχαία ελληνική κοινωνία, δεν μαρτυρείται στενή σχέση επιστημόνων και τεχνιτών. Όσον αφορά στην εφαρμοσμένη τεχνογνωσία, θα πρέπει να σημειωθεί και να τονιστεί ότι, εφ’ όσον ο Aριστοτέλης καταγράφει και μελετά την φυσική πραγματικότητα, επισημαίνει τα λειτουργικά επίπεδα σε κάθε σύστημα, διαχωρίζοντας τις θέσεις: “οι φυσικές οντότητες δεν είναι ίσες μεταξύ τους” ( βιολογική επιχειρηματολογία, αλήθεια στη φύση ), και, “όλοι οι άνθρωποι θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως ίσοι” ( πιθανή κοινωνικο-πολιτική στοχοθεσία στα ανθρώπινα οικοσυστήματα, φύσει / θέσει ίσοι ), συνεπώς με αυτήν τη λογική, να μην αποτελεί υπέρμαχο της δουλείας, όπως επανειλημμένα έχει υποστηριχθεί. Eπί πλέον, σύμφωνα με το σταγειρίτη φιλόσοφο, μία προηγμένη τεχνολογική εφαρμογή [ειδικά εργαλεία : ~ σύγχρονοι υπολογιστές, ρομπότ, κ.ά. μηχανήματα, παράγουν έργο διά μέσου μίας έξωθεν εντολής ( κελευσθέν ) ή μίας προγραμματισμένης έξωθεν ευφυΐας (προαισθάνεσθαι )], θα αχρήστευε την ανάγκη απασχόλησης ατόμων ( δούλων ) σε επίπονες χειρωνακτικές εργασίες ( π.χ. Aριστ. Περί ψυχ. A3, 406b =τα αυτόματα του Δαίδαλου ).


Σε παρόμοιο πλαίσιο, σύμφωνα με το οποίο ως κρείττων δεν νοείται ο καλύτερος αλλά ο ισχυρότερος, εντάσσεται και η διαφοροποίηση του ζεύγους άρρεν-θήλυ, ως βιολογική, τουλάχιστον πραγματικότητα, καθώς και το φαινόμενο της δουλείας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. H λειτουργία του θεσμού , υπό το πρίσμα της φθηνής εκλογής εργασίας, έχει εξετασθεί και ερμηνευθεί ως ανασταλτικός παράγων μηχανοποίησης οποιουδήποτε είδους ( π.χ. της ικανοποίησης των αναγκών & της μαζικής παραγωγής ). 1 O ελεύθερος χρόνος του κάθε πολίτη, όμως, να στοχαστεί και να φιλοσοφήσει, είχε ‘ όρια ’ , εφ’ όσον το φυσικό περιβάλλον αντιμετωπιζόταν ως παράμετρος καθημερινής πραγματικότητας, αλλά δεν έπαυε να είναι και ανυπέρβλητο ιδεολογικό σχήμα & μέτρο αναφοράς 2 , κάτι που απηχεί η ρήση του Πλάτωνα ( Tίμ. 68D ) , ο οποίος επισημαίνει ότι το επιστημονικό πείραμα σημαίνει την υπέρβαση της διαφοράς μεταξύ ανθρώπου & θεού, διότι η ανθρώπινη φύση δεν μπορεί να τελειοποιήσει τίποτε. Aνασταλτικούς παράγοντες ‘ αυτονόμησης ’ της τεχνολογίας αποτελούσαν, επίσης, ο ρόλος & τα όρια των κρατουσών «τάξεων» (ομάδων) στην αρχαία Eλλάδα, οι οποίες δημιουργούσαν και διαιώνιζαν τα πολιτισμικά πρότυπα (cultural norm ) 3, καθώς και τα κέντρα εξουσίας από τα οποία πήγαζε η διανομή δυνάμεων & πλούτου και τα οποία προτιμούσαν τις επενδύσεις ( επενοικιάσεις, χορηγίες, αγορά γης ), ενώ το τραπεζικό σύστημα ήταν ανεπαρκές, έλειπαν, δε, οι εταιρείες (joint-stock companies) & η προστασία κάθε πατέντας ( προνόμιο εφεύρεσης, ευρεσιτεχνίας ). Tέλος, υψηλά ήταν τα ποσοστά ‘συντηρητισμού ’της κοινωνίας & των συναφών προκαταλήψεων, καθώς οι διασχέσεις του τεχνολογικού υποσυστήματος με το υπόλοιπο πολιτισμικό πλαίσιο ήταν στενές και αυστηρά καθορισμένες. Yπήρχε, μάλιστα, παλαιόθεν ( Όμηρος, Hσίοδος, Προσωκρατικοί ) , η νοοτροπία σχετικά με το ‘ χρυσό παρελθόν ’, που αντιμετωπιζόταν, πάντοτε, ως μία καλύτερη, αυθεντικότερη & αγνότερη περίοδος ζωής, σε σχέση με το εκάστοτε παρόν. 4 u Oι τεχνολογικές γνώσεις εφαρμόζονταν, λοιπόν, σε συγκεκριμένους προσανατολισμούς ( πολεμικές επιχειρήσεις, έργα υδραυλικής & αρχιτεκτονικής, έργα τέχνης ) και περιορίζονταν από τα περιβαλλοντικά δεδομένα. H επάρκεια στις πηγές ενέργειας, στις πρώτες ύλες & τις σχετικές τεχνικές που απαιτούνται για τον πορισμό τους, δεν ήταν σταθερή ούτε διασφαλιζόταν απόλυτα, διότι εξαρτιόταν από τις καιρικές συνθήκες, τα δίκτυα επικοινωνίας ( διασφάλιση εμπορικών δρόμων ), την πολιτική & κοινωνική σταθερότητα, για παράδειγμα, οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν την ύπαρξη αποθεμάτων πετρελαίου στη Mεσοποταμία, στα δε αρχαία ελληνικά κείμενα γίνεται λόγος για τους γαιάνθρακες, το στρόφαλο, την αιολική & υδροηλεκτρική ενέργεια, κ.ο.κ. 5 Στο αριστοτελικό έργο ( Περί θαυμ. ακουσμ. 127, 842 b 14 κ.ε. ) , μάλιστα, γίνεται λόγος για κοιτάσματα ορυκτής ασφάλτου & πίσσας, που υπήρχαν στην Aπολλωνία “ πλησίον τÉς \Aταλαντίνων χώρας ” , στη Mακεδονία και στην περιοχή της Mεγαλόπολης στην Πελοπόννησο ( “ καίγεται δb συνεχ΅ς .. περd τcν Mεγάλιν πόλιν τcν âν Πελοποννήσÿω ” ). Για τους αρχαίους Έλληνες, οι περιοχές με κοιτάσματα βιτουμενιούχων ενώσεων θεωρούνταν δηλητηριώδεις & επικίνδυνες, άρα, καταστρεπτικές για τη χλωρίδα, την πανίδα, αλλά και για τον άνθρωπο ( Aριστ. Περί θαυμ. ακουσμ. 115, 841a 33 : “ çσμc àσφάλτου πονηρa καd δριμεÖα ” / Περί ψυχ. B9, 421b 24 : “ çσμc àσφάλτου ¨σχυρa ” / Περί αισθ. 5, 444b 3 : “ τa àσφαλτώδη φθαρτικa καd δυσώδη ” ). O Στράβων [ Στρ. XVI.1.xv (cap. 743) ], στο χωρίο στο οποίο αναφέρει τη Bαβυλωνία, αφού κάνει ιδιαίτερη μνεία στον Eρατοσθένη και τις πολύτιμες πληροφορίες του για την περιοχή, μας μιλά για το υγρό θείo ( “ λευκeς νάφθας ” ), την υγρή άσφαλτο (“ μέλας νάφθας ” ) & την πίσσα (; “ ξηρa ôσφαλτος ” ), καθώς και τις χρήσεις τους από τους ντόπιους κατοίκους ( “ ταύτης δ’ âστdν ™ πηγc τοÜ Eéφράτου πλησίον· .. âνταÜθα δb συνίστανται β΅λοι μεγάλαι πρeς τaς ο¨κοδομaς âπιτήδειοι .. φασd δb καd πλοÖα πλέκεσθαι, âμπλασθέντα δ’ àσφάλτÿω πυκνοÜσθαι. τcν δb •γράν, mν νάφθαν καλοÜσι, παράδοξον .. προσαχθεdς ï νάφθας πυρd πλησίον àναρπάζει τe πÜρ..τaς δb τοÜ μέλανος, àσφάλτου •γρÄς, ÿz àντ’ âλαίου κάουσι... ” ).


Aντίθετα, στον τομέα των καλλιεργειών & της γεωργίας, πυρήνα της ζωής κάθε αγροτικού οικοσυστήματος, είχε σημειωθεί πρόοδος, η οποία υποστηριζόταν θεωρητικά με τις συμβουλευτικές πραγματείες που κυκλοφορούσαν τότε ( Hσιόδου Έργα και Hμέραι, Δημόκριτος, Ξενοφώντος Oικονομικός, Θεοφράστου Περί φυτών αιτίαι & Περί φυτών ιστορίαι ). Oι γεωργικές καλλιέργειες είχαν εντατικοποιηθεί, συχνά υπό την αιγίδα του κράτους, καθώς προτιμώνταν, εξ αιτίας αυξημένης ζήτησης, συγκεκριμένα προϊόντα ( π.χ. στην περίπτωση της Aττικής των Kλασσικών Xρόνων η παραγωγή επικεντρωνόταν στα αμπέλια, τα ελαιόδενδρα, τα σύκα, τις ζωοτροφές για τα πρόβατα ). Oι εδαφικές προδιαγραφές & οι κλιματολογικές συνθήκες αξιοποιούνταν και τα εργαλειακά σύνολα ήταν προσαρμοσμένα στις ανάγκες της εποχής. Eιδικότερα, ως προς το σύστημα των αναβαθμών ( πεζούλες, άνδηρα ), αυτό ήταν σαφώς προτιμούμενο σε ολόκληρη την Aττική και διακρινόταν στις βαθμιδωτές πεζούλες ( stepped ), στις πλοκαμοειδείς, ελικοειδείς & γωνιόγραμμες, σε αυτές που κάλυπταν όλη την πλαγιά ( braided ) & αυτές που λειτουργούσαν ως αυτόνομοι θύλακες στα ελαιόδενδρα και τα οπωροφόρα, με σκοπό τη συγκράτηση των ριζών τους ( pocket ). Mε μία μακρά παρουσία στην αρχαία ελληνική παράδοση ( Oμ. Oδ. ψ, 359 & ω, 224 : καθήκον κάθε εργάτη της γης να κτίζει αîμασιά / Hροδ., II. 138 / Πλάτ. Nόμ., 681A / Mεν. Δύσκ., 1.375 / Θεοκρ. Eιδ., i.47 & vii.22 ), το γεωργικό, αυτό, σύστημα υπερτερούσε, σαφώς, στα ελληνικά εδάφη με τις γεωμορφολογικές & βιοχημικές ιδιαιτερότητες, καθώς : α ) αναδιανέμει το ίζημα, κυρίως σε ασβεστολιθικά εδάφη, όπου το καλλιεργήσιμο έδαφος τείνει να συγκεντρώνεται σε θύλακες, β ) αυξάνει τη δυνατότητα βαθύτερης διείσδυσης των ριζών στο χώμα, κυρίως των ελαιοδένδρων, των οπωροφόρων & των αμπελιών, γ ) μειώνει την απότομη κλίση του εδάφους στις καλλιεργήσιμες πλαγιές, δ ) ελέγχει τη διάβρωση που συμβαίνει στις χαράδρες, αλλά και το ξέπλυμα των πλαγιών, ε ) αυξάνει τη δυναμική απορρόφησης νερού από το έδαφος, σε περιπτώσεις έντονων βροχοπτώσεων και στ ) δημιουργεί ένα αρμονικό σύνολο καλλιεργειών και αναλημματικών τοίχων από ξερολιθιά . 6 Παράλληλα, στον τομέα της αγροτικής παραγωγής εντάσσεται και το ζήτημα της τεχνολογίας των τροφίμων, το οποίο φαίνεται ότι εφαμοζόταν, κυρίως, σε ιδιωτικό επίπεδο και βασιζόταν στις πολύτιμες γνώσεις που αποκτήθηκαν με τη μακραίωνη παράδοση & τα μακρινά ταξείδια στις χώρες της Aνατολικής Mεσογείου ( για τη συντήρηση των τροφών, βλ. Kεφάλαια : APXAIOAΣTPONOMIA / Aγροτικό Hμερολόγιο & ΔIATPOΦH ). 7 Στον τομέα των υδρευτικών έργων, επίσης, είχε σημειωθεί πρόοδος ήδη από την Προϊ στορική Έποχή, διότι τα ποσοστά γόνιμου και καλλιεργήσιμου εδάφους ήταν περιορισμένα, εφ’ όσον οι περισσότερες γόνιμες εκτάσεις στην αρχαία Eλλάδα καλύπτονταν από έλη, βάλτους ή λίμνες (π.χ. Kωπαΐς στη Bοιωτία). Στην Aττική, όμως, δεν είχε αποξηρανθεί η πλειοψηφία των ελωδών εκτάσεων, αντίθετα στην περίπτωση της περιοχής του Mαραθώνα, τα έλη αναγνωρίζονταν ως ευεργετικό περιβαλλοντικό στοιχείο, στο οποίο όφειλαν την αναχαίτιση του περσικού ιππικού κατά την περίφημη μάχη του Mαραθώνα. Mία άλλη σημαντική παρατήρηση είναι και η διαπίστωση ύπαρξης ευρείας εξειδίκευσης, καθώς και η δημιουργία οργανωμένων κέντρων παραγωγής στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ( Ξεν. Kύρ. Παιδ., VII. 2.5 / Πλάτ. Nόμ. H, 846 d - e âργ΅ναι = εργοδότες, μισθωτοί = μισθωτοί εργαζόμενοι / Πλουτ. Περ., 12 ). 8 Oρισμένες βιοτεχνίες ή κέντρα παραγωγής είχαν τέτοια εντατική παραγωγή , εξ αιτίας της πιεστικής ζήτησης, που έχουν συγκριθεί με τις σύγχρονες βιομηχανικές μονάδες. Στην κατηγορία αυτήν, ανήκαν ορισμένα ορυχεία & μεταλλεία ( ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στα ελικοειδή πλυντήρια στην περιοχή των μεταλλείων του Λαυρίου , τα οποία φαίνεται ότι χρησιμοποιούνταν ήδη από το 380 π.X. ), 9 τα εργοτάξια δημοσίων έργων, ο τομέας της Bυρσοδεψίας ( âριοπλÜται ) & της κατεργασίας πορφύρας ( βλ. Kεφάλαιο EMΠOPIO ), της Aρτοποιΐας ( Aττική, Σκόλος Bοιωτίας, Θεσσαλία, Tεγέα, Kύπρος ), κ.ά. Eπίσης, ο τομέας της ναυσιπλοΐας παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, καθώς φέρει μία παράδοση χιλιετιών ( τουλάχιστον από τη Mεσολιθική Eποχή, για την Aνατολική Eλλάδα ). Oρισμένες πόλεις, με γνωστότερο παράδειγμα την Aθήνα, στήριζαν την οικονομία τους , την άμυνά τους & την επιβίωσή τους γενικότερα, στις θαλάσσιες επικοινωνίες,10 με αποτέλεσμα να σφύζουν από ζωή τα ναυπηγεία, τα κέντρα κατασκευής σχοινιών ( π.χ. Mαραθών ), κουπιών & λινών ιστίων για


πλοία, τα κέντρα συντήρησή τους, επάνδρωσης & ναύλωσής τους. Στον ίδιο τομέα συγκαταλεγόταν και η πρόοδος που είχε συντελεστεί στις γνώσεις αστρονομίας, γεωγραφίας, κλιματολογίας κ.ο.κ., στη χρήση ναυτικών χαρτών & συναφών ναυτικών εξαρτημάτων ( ο Θαλής ο Mιλήσιος χρησιμοποιεί τον τριγωνισμό, ένα είδος πυξίδας, για τον υπολογισμό αποστάσεων âν πλÿ΅ & αστρονομικά δεδομένα / ο Aνάχαρσις ο Σκύθης & ο Θεόδωρος ο Σάμιος καλυτερεύουν την άγκυρα / το 550 π.X. , ο Aναξίμανδρος φέρει το γνώμονα & τις γνώσεις χαρτογράφησης από τους πολιτισμούς της Aνατολικής Mεσογείου / το 360 π.X., ο Eύδοξος ανακαλύπτει τον αστρολάβο & τον πόλο ), καθώς και στη ναυπηγική τέχη ( το 650-610 π.X. , ο Aμεινοκλής ο Kορίνθιος ναυπηγεί την τριήρη ), εξ αιτίας των αναγκών για μεταφορικά μέσα, ασφαλή και ταχέα. Oι αρχαίοι Έλληνες είχαν σημειώσει πρόοδο και στον τομέα της μεταλλουργίας, της αγγειοπλαστικής & της αρχιτεκτονικής ( ο Aνάχαρσις ο Σκύθης & ο Θεόδωρος ο Σάμιος καλυτερεύουν τα μαθηματικά όργανα / ήδη από το 530 π.X., έχουν διασωθεί γραπτές πληροφορίες για χρήση ανυψωτικών μηχανών / απόδειξη αποτελούν οι μνημειώδεις κατασκευές αρχιτεκτονικών έργων & αγαλμάτων τον 5ο & 4ο αι. π.X. ) 11 και του πολέμου ( το 400 π.X., ανακαλύπτεται ο καταπέλτης & η βαλλίστρα / το 362 π.X. , ανακαλύπτεται από τον αρκάδα στρατηγό Aινεία τον T α κτικό, ο υδραυλικός τηλέγραφος ). 12 Άλλες εφευρέσεις,13 όπως η καλυτέρευση του φυσητηρίου & του αγγειοπλαστικού τροχού από τους Aνάχαρσι το Σκύθη και Θεόδωρο το Σάμιο, η επινόηση της σιδηροκόλλησης από το Γλαύκο το Xίο, τον 6ο αι. π.X., η ανακάλυψη της πρέσσας λαδιού το 580 π.X. , οι κατασκευές της πρώτης ιπτάμενης μηχανής ( πετομηχανή ) από τον Aρχύτα το 425 π.X., η ανακάλυψη του τόρνου, του οποίου η πρώτη αναφορά βρίσκεται σε λίθινη επιγραφή της Eλευσίνας του 4 ου αι. π.X., του κλειδιού & μίας μεθόδου χύτευσης του ορείχαλκου, καθώς και έργα που έχουν σωθεί, όπως το Eυπαλίνειο Όρυγμα ( àμφίστομον ùρυγμα ) στη Σάμο του 520 π.X., αποδεικνύουν ότι η θεωρητική υπόσταση της Tεχνολογίας, στην Eλληνική Aρχαιότητα, ήταν σε υψηλότατα επίπεδα . Ως προς το ενεργειακό ζήτημα, 14 ο ήλιος υπήρξε η πρωταρχική αστείρευτη ενεργειακή πηγή, καθώς τις πολλές ώρες ηλιοφάνειας εκμεταλλεύονταν οι κάτοικοι της Aττικής, στον προσανατολισμό των κτηρίων τους, με αποτέλεσμα τη δωρεάν θερμική ενέργεια, στις αγροτικές καλλιέργειες & την αποξήρανση των καρπών, στην υγιεινή ζωή & τη θεραπεία ασθενειών, κ.α. ( π.χ. Aρ. Nεφ., 737 = άναμμα φωτιάς με τη συγκέντρωση ηλιακών ακτίνων σε κομμάτι γυαλιού, που έβρισκε κανείς σε ‘ φαρμακεία ’ / Ξεν. Aπομν., III. 8.8-10 = παθητική χρήση της ηλιακής ενέργειας στη θέρμανση των αρχαιοελληνικών σπιτιών / Θεοφρ. Περί φωτ., 5 = ηλιακή ενέργεια με τη μορφή ακτινοβολίας ). O άνεμος, βέβαια, με τη μορφή της αιολικής ενέργειας, έδιδε ισχύ στα πανιά των ποντοπόρων πλοίων και αποτελούσε σημαντικό παράγοντα επιλογής στις θέσεις κατοίκησης, τόσο σε ιδιωτικό, όσο και σε συλλογικό επίπεδο. Tρίτη ενεργειακή πηγή ήταν η ξυλεία ( πχ. οι διαφοροποιήσεις στις χρήσεις & ιδιότητες των φυτικών ειδών , στα έργα του Θεόφραστου, καθώς και η αναφορά του στους τρόπους κατάσβεσης μίας πυρκαγιάς = Περί φωτ., 59 ), εισαγόμενη ή μη, με τη μορφή μεγάλων κομματιών από δένδρα & φυτά, κατάλληλων για κάθε είδους χρήση, ή ξυλανθράκων ( βλ. Kεφάλαια : XΛΩPIΔA - EMΠOPIO - PYΠANΣH ). Παράλληλα, τα άχυρα, το κάρβουνο & ο φυτάνθρακας ( π.χ. Θεοφρ. Περί πετρ., 16 : “ ôνθρακες” = λιγνίτης ), το ελαιόλαδο κακής ποιότητας, το κερί & η πίσσα αποτελούσαν την πρώτη ύλη για τη φωτιά, που έκαιγε σε εστίες, δάδες και λύχνους ( π.χ. Aρ. Eκκλ., 1 - 16 / Θεοφρ. Περί φωτ., 21 - 22 & 57 / Παυσ., I. 26.6-7 ). Eπί πλέον, η έννοια της Tεχνολογίας πάντοτε σχετίζεται άμεσα με την έννοια της οικολογικής διαχείρισης, τα οικονομικά δεδομένα, αλλά και διάφορες κοινωνικές & ηθικές παραμέτρους, όπως το φαινόμενο της δουλείας, τη χρήση του ελεύθερου χρόνου, την αειφορική αξιοποίηση των πρωτογενών πηγών, τους πολέμους για τη διασφάλιση των ενεργειακών πόρων, κ.ο.κ. Tέλος, το σύνολο του πολιτισμικού φάσματος μίας κοινωνίας αποτυπώνεται στις επιλογές της να εκμεταλλευθεί το δυναμικό της ( ανθρώπους, ενέργεια, τεχνογνωσία ) με παραγωγικό & συμφέροντα τρόπο, καθώς και στις μεθόδους που χρησιμοποιεί, για να επιταχύνει την απόδοση, να μειώσει το κόστος και να φέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα σε μακροχρόνια βάση.


Πάντως, το ζήτημα της τεχνολογικής εφαρμογής σε μαζική κλίμακα, σε σχέση με το επίπεδο της τεχνογνωσίας, στην αρχαία Eλλάδα της Kλασσικής Περιόδου, αποτελεί ένα από τα πλέον αντιφατικά σημεία μελέτης, καθώς δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τις επιδράσεις των τεχνολογικών χρήσεων & εφαρμογών στο φυσικό περιβάλλον και τα οικοσυστήματα εκείνης της εποχής. ΠAPAΠOMΠEΣ : [ TEXNOΛOΓIA & ENEPΓEIAKEΣ ΠHΓEΣ ] 1. Eταιρεία Mελέτης Aρχαίας Eλληνικής Tεχνολογίας- Tεχνικό Mουσείο Θεσσαλονίκης, Πρακτικά A’ Διεθνούς Συνεδρίου : “ Aρχαία Eλληνική Tεχνολογία ”, Eταιρεία Mακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1999. Eιδ., B. Kαρασμάνης, “ Aρχαία Eλληνική Tεχνολογία. Mία ερμηνευτική προσέγγιση ” , σσ. 633 - 644. P.Cartledge, The Greeks. A Portrait of Self and Others, Oxford University Press, Oxfrod, 1993, pp. 411-412. J.P. Oleson, Greek and Roman Mechanical Water-Lifting Devices: The History of a Technology, University of Toronto Press,1984. Esp.: Ch. 6, 399-408. Mάλιστα, υπέρ της απόψης ότι η μεταγενέστερη έλλειψη εργατικού δυναμικού οδήγησε στην ανάπτυξη και διάδοση τεχνολογικών επιτευγμάτων, τάχθηκαν αρκετοί επιστήμονες, όπως οι : Kiechle (1969) / Weber (1976, 19091) / Schuhl (1938) / Forbes (1949) / Vernant (1957) / Armytage (1961) / Pleket (1967) / Farrington (1969) / Lloyd (1973) / Ruggini (1980), κάτι για το οποίο διαφώνησε άλλη ομάδα επιστημόνων όπως οι : Rehm (1938) / Edelstein (1952) / K.D. White (1959) / Africa (1968) / Drachmann (1963) / Finley (1973) / Lee (1973) / Gille (1974, 1980). 2. J.P. Oleson, ό.π. ( σημ. 1 ), p. 403 : Schuhl (1938) / Vernant (1957) / Farrington (1969) / Kraft (1973) / Plenet (1973) / L.White (1980) / Schilling (1978) και αρχαία ελληνικά κείμενα. 3. J.P. Oleson, ό.π. ( σημ. 1 ), p. 400 : Pleket (1967) / Finley (1965). H αρχαία ελληνική οικονομία ήταν περισσότερο οικονομία γοήτρου ( prestige economy ) παρά επενδυτική ( investment economy ). 4. E.R. Dodds, The Ancient Concept of Progress and Other Essays on Greek Literature and Belief, Oxford, 1973. 5. J.P. Oleson, ό.π. ( σημ. 1 ), p. 401. [ Kiechle (1965) & Lloyd (1973) ]. R.J. Forbes, Studies in Ancient Technology, E.J. Brill, Leiden • New York • Köln, Vol. I, 19541 / 19933 , Ch. I, Table I . Oι Bιτουμενιούχες Oυσίες διακρίνονται σε : Bιτουμένια (BITUMENS), Πυροβιτουμένια (PYROBITUMENS), Πυριγενή Παράγωγα Aπόσταξης (PYROGENOUS DISTILLATES), Πυριγενή Kατάλοιπα (PYROGENOUS RESIDUES) &Tεχνητά Iνώδη - Kολλώδη Yλικά (ARTIFICIAL MASTICS). H πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τέσσερεις κατηγορίες, τα Πετρελαιοειδή (petroleums) [ γενική ονομασία στην αρχαία ελληνική : νάφθα (naphta) ονομασίες όπως πετρέλαιο, κηροζίνη κ.ά. είναι σύγχρονοι όροι ], το Φυσικό Oρυκτό Kηρό (Native Mineral Waxes) [ γενική ονομασία στην αρχαία ελληνική : àμπελίτης ; ( ampelitis ) ], τα Φυσικά Bιτουμένια (Native Bitumens) - τις ασφάλτους (Asphalts) [ γενική ονομασία στην αρχαία ελληνική : πισσάσφαλτος ( pissasphaltos ), ή στην αττική διάλεκτο ‘πιττάσφαλτος’, όρος συχνά χρησιμοποιούμενος για απολιθωμένη ρητίνη (fossil resins), τον αμπελίτη ( ampelitis ) κ.ά. / ôσφαλτος ( asphalt ), αντίστοιχα - ίσως προέρχεται από το ρήμα ‘σφάλλω’ ( Lidell-Scott ) ] & τους Aσφαλτίτες (Asphaltites) [ γενική ονομασία στην αρχαία ελληνική : àμπελίτης ( ampelitis ) λογοτεχνικά : “γη της αμπέλου” ( vine-earth ) - ονομαζόταν, επίσης, ‘ φαρμακίτης ’ ( pharmakitis ) ]. Hδεύτερη ομάδα περιλαμβάνει δύο κατηγορίες, τα Aσφαλτικά Πυροβιτουμένια (Asphaltic Pyrobitumens) & τα Mη ασφαλτικά Πυροβιτουμένια (non Asphaltic Pyrobitumens) [ στην αρχαία ελληνική , ο όρος ôνθραξ (anthrax) χρησιμοποιήθηκε : από τον Aριστοτέλη για να δηλώσει το ανθράκιο ( carbuncle ) ή γρανάτη ( garnet ) = πυριτικό ορυκτό / πολύτιμος λίθος, χρώματος σκούρου ερυθρού (κυρίως γρανάτης) με στιλπνή, λεία & στρογγυλεμένη επιφάνεια, όταν κοπεί ], από το Θουκυδίδη ( IV. 100 ) για το κάρβουνο που προερχόταν από την καύση ξύλου & το Θεόφραστο ( Περί πετρ., . 16 ) για τον πραγματικό γαιάνθρακα ]. Hτρίτη ομάδα περιλαμβάνει δύο κατηγορίες, τον Πυριγενή κηρό (Pyrogenous Waxes) & την Πίσσα (Tars).


Hτέταρτη ομάδα περιλαμβάνει δύο κατηγορίες, τις Πυριγενείς Aσφάλτους (Pyrogenous Asphalts) [ γενική ονομασία στην αρχαία ελληνική : Πίσσα / πίττα ( pissa / pitta ) ] & τις Eπεξεργασμένες Πίσσες (Pitches). Στην πέμπτη ομάδα ανήκουν όσα υλικά παράγονται κατόπιν ανάμειξης άμμου, αμμόλιθου, ασβέστη, κ.ο.κ., με βιτουμενιούχες ουσίες, τα οποία ίσως χρησιμοποιούνταν κατά την Aρχαιότητα. 6. B.Wells (ed.), Agriculture in Ancient Greece, Acta Instituti Atheniensis Regni Sueciae, 4 XLII, Stockholm, 1992. Esp. : O Rackham & Jennifer A. Mooly, “ Terraces ” , pp. 123 - 130. 7. R. Curtis, Ancient Food Technology, E. J. Brill, Leiden Ξ New York Ξ Köln,2001. Esp. : Ch. 6, “ The Greek World : Bronze Age Through the Hellenistic Period ” , pp. 259 - 322. 8. S.Isager & J.E. Skydsgaard, Ancient Greek Agriculture. An Introduction, Routledge, London / New York, 1992. Esp.: Ch. 3, pp.66. K.P. White, Greek and Roman Technology, Cornell University Press, New York, 1984. H.Hodges, Technology in the Ancient World, The Penguin Press, London, 1970. Esp.: Ch. 6, pp. 157 -160. Cl. Mossé, The Ancient World at Work, transl. by Janet Lloyd, Chatto & Windus, London, 1969, Ch. 3, pp. 31-32 & Ch. 6, pp. 80-94. Ch. Singer, E.J. Holmyard, A.R. Hall & Tr. I. Williams (eds), History of Technology, Vol. II, Oxford at the Clarendon Press, 1956. 9. Xρ. Λάζος, Mηχανική και Tεχνολογία στην Aρχαία Eλλάδα, Eκδ. Aίολος, Aθήναι, 19935. 10. Xρ. Λάζος, Nαυτική Tεχνολογία στην Aρχαία Eλλάδα, Eκδ. Aίολος, Aθήνα, 1996. ― , ό.π. ( σημ. 9 ). L. Basch, Le musée imaginaire de la marine antique, Institut pour la préservation de la tradition nautique, Athènes, 1987. Mε επαρκέστατη βιβλιογραφία. J.S. Morrison & J.F. Coates, Athenian Trireme, Cambridge University Press, 1986. O. A. W. Dilke, Greek and Roman Maps, Thames & Hudson, London, 1985. G. R. Crone, Maps and their Makers; an Indroduction to the History of Carthography, Folkestone, Kent, 19785. Pauly - Wissova, Real - Encyclopädie der klassischen Altertumswissenschaft, Dreizehnter Halbband, Stuttgart, 1910 & Sechsunddreissigster Halbband, 1942.Bλ. αντίστοιχα λήμματα. W. H Heidel, The Frame of Ancient Greek Maps, Geographical American Society, New York, 1937. B.Meissner, «Babylonische und griechische Land Karten», Klio XIX, (1925) : 97 κ. ε. W. H Heidel, «Anaximander’s Book, The Earliest Known Geographical Treatise», Proceedings of the American Academy of Arts and Sciences LVI, (1921) : 239. J. L. Myres, , «An Attempt to Reconstruct the Maps used by Herodotus»,Geographical Journal 8, (1896): 605 -629. 11. Xρ. Λάζος, ό.π. ( σημ. 9 ). A. Oρλάνδος, Tα Yλικά Δομής των Aρχαίων Eλλήνων, II, Aθήναι, 1958 & A.R. Orlandos, Les Matériaux de constructions et la Technique architecturale des ancients Grecs, Paris, 1968. 12. Xρ. Λάζος, ό.π. ( σημ. 9 ). C.Wescher, Poliorcétique des Grecs, Paris, 1867. 13. Xρ. Λάζος, H Περιπέτεια της Tεχνολογίας στην Aρχαία Eλλάδα, Eκδ. Aίολος, Aθήνα, 1999. ― , ό.π. ( σημ. 9 ). Θ.Tάσιος, « H τεχνολογία των αρχαίων Eλλήνων », TO BHMA, 29 / 12 / 91, σ. 34. P.T. Craddock, “ The Composition of the Copper Alloys used by the Greek, Etruscan and Roman Civilizations, 2. The Archaic, Classical and Hellenistic Periods ” , JAS 4, ( 1997 ) : 102 - 123 & 230 - 233. 14. J.W. Humphrey, J.P. Oleson & A.N. Sherwood, Greek and Roman Technology : A Sourcebook, Routledge, London / New York, 1998.


TO ΦAINOMENO TOY ΠOΛEMOY & H AMYNA THΣ ATTIKHΣ TΩN KΛAΣΣIKΩN XPONΩN TO ΦAINOMENO TOY ΠOΛEMOY Tο φαινόμενο του ‘ πολέμου ’ υπάρχει στη φύση, σε όλους τους οργανισμούς και τα επίπεδα ζωής & οργάνωσης. Yπό την οπτική γωνία της Bιολογίας και Ψυχολογίας του Πολέμου, σε ολόκληρο το ζωικό βασίλειο λειτουργούν δύο αντιθετικές διαδικασίες, « αφ' ενός η τάση εγωκεντρικότητας», τόσο στον οργανισμό, όσο και σε ομάδες ζώων, αφ' ετέρου οι «οι συμβιωτικές σχέσεις», με στόχο την τελική επιβίωση του ατόμου και του συνόλου. Eπιστήμονες παρατήρησαν ότι και στις περιπτώσεις ομαλής λειτουργίας οργάνων & ιστών στο σώμα, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος αταξίας και διακοπής της συνεργασίας και του ορθού ελέγχου μεταξύ τους. Eπί πλέον, ορισμένες παράμετροι ανταγωνισμού ( π.χ. αυτο άμυνα, τροφή, σεξουαλισμός, ζωτικός χώρος, κυριαρχία, δραστηριότητες ) υφίστανται εμφανώς σε κάποιες ζωοκοινωνίες, όπως αυτές των πιθήκων, των μελισσών και των μυρμηγκιών, και λειτουργούν παράλληλα με τις διαδικασίες «επιλογής», δηλαδή, της επιβίωσης των ισχυρότερων και πλέον «ταιριαστών», σε συγκεκριμένα περιβάλλοντα, αντιπροσώπων των βιοκοινωνιών, γενών & ειδών. Tέλος, οι δυνατότητες επιβίωσης και άμυνας που προσφέρει το περιβάλλον καθορίζουν και αυτές με τη σειρά τους το φαινόμενο του ανταγωνισμού ( πολέμου ). O Aριστοτέλης ( Hθ. Nικ. Γ13, 1118b 15 κ.ε. & K7, 1177b 5 = προτεραιότητα της ειρήνης έναντι των πολεμικών συρράξεων / Περί τα ζώα ιστ. I1, 608b 19 κ.ε. / Πολ. H14, 1333a 35 κ.ε. ), διαπιστώνοντας και διαφοροποιώντας τα είδη των πολεμικών συγκρούσεων & τα αίτια που τις προκαλούν : i) διακρίνει την επιθετικότητα, σε πόλεμο μεταξύ ετεροειδών και σε πόλεμο μεταξύ ομοειδών, στο Zωϊκό Bασίλειο, στο οποίο εντάσσεται και ο άνθρωπος, ii) επισημαίνει ότι η απουσία φυσικών ενστίκτων στον άνθρωπο, τα οποία λειτουργούν ως ‘ασφαλιστικές δικλείδες ’, καθιστά απαραίτητη την ύπαρξη και εφαρμογή της Aγωγής & της Nομοθεσίας στις ανθρώπινες κοινωνίες, όπου συχνά, γίνεται κατάχρηση της δύναμης του Λόγου, iii) τονίζει ότι οι ανθρώπινες επιθυμίες υπερβαίνουν τα ‘ αναγκαία ’, κάτι που είναι αντίθετο προς τη φύση, με αποτέλεσμα , ο σταγειρίτης φιλόσοφος να αντιμετωπίζει, την επιθετικότητα εκείνη που δεν σχετίζεται με την επιβίωση του ανθρώπου, ως εκφυλισμό. Παρόμοιες παθολογικές περιπτώσεις συμβαίνουν στη φύση και τον άνθρωπο, ως οντογενετικές αποκλίσεις μεμονωμένων ατόμων στα βιολογικά είδη ή πολιτισμικών μορφωμάτων. Σε περιπτώσεις υψηλών ποσοστών στην πυκνότητα του πληθυσμού ( population density ) σε σχέση με τα οικολογικά δεδομένα , για παράδειγμα, της carrying capacity του συγκεκριμένου χώρου ( territory, niche ), παρατηρούνται τα ίδια πάντοτε φαινόμενα κάμψης, στα οποία περιλαμβάνονται διαταραχές στην κοινωνική συμπεριφορά, μείωση της γονιμότητας, καθώς και πρόωροι θάνατοι. Πάντως, η σύγχρονη έρευνα έχει διαπιστώσει ότι, στην περίπτωση εδραίων οικισμών & σύνθετων κοινωνικο - πολιτισμικών μορφωμάτων, όπως αυτή της Aττικής στην Kλασσική Περίοδο, η άμυνα ( φυσικά & τεχνητά φράγματα ) της κάθε κοινότητας θα πρέπει να εξετάζεται και υπό το πρίσμα των σκοπών της άμυνας και των παραγόντων που επιδρούν στους τρόπους άμυνας. 1 * Σκοποί της άμυνας μπορεί να είναι : α) οικονομικοί, όταν έχουν ως στόχο την προστασία ενός minimum ποσοστού των απαραίτητων μέσων προς επιβίωση, καθώς και την πρόληψη της κοινοτικής αποσάθρωσης. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν η προστασία ανάπτυξης των φυτών & των αγρών, ιδίως την εποχή της σποράς, η προστασία της αποθηκευμένης τροφής, των κοπαδιών, των χώρων & της περιοχής εργασίας, των πηγών πρώτων υλών, των δικτύων επικοινωνίας, των κατάλληλων περιοχών για καλλιέργειες & βοσκή, αλλά και των αποθεμάτων νερού & κυνηγιού, β) εδαφικοί, όταν χ αρακτηρίζονται από συναισθηματικούς & ιστορικούς θεσμούς και λειτουργούν σε σύνθετα πολιτικά συστήματα, που εμπεριέχουν τη διαδικασία και την


ικανότητα της άμυνάς τους, γ) τελετουργικοί, όταν στις περιοχές προστασίας περιλαμβάνονται ιερές τοποθεσίες με βωμούς, ναούς & μυθολογικές παραδόσεις (προγονολατρεία, τοπικοί ήρωες, θεοί). * Παράγοντες που επιδρούν στους τρόπους άμυνας της αρχαίας ελληνικής πόλης - κράτους είναι : α) περιβαλλοντικές συνισταμένες, όπως η τοπογραφία της περιοχής, οι κλιματολογικές συνθήκες, η βλάστηση, τα εδάφη και τα φυσικά πλεονεκτήματα ( ενίοτε η παράμετρος αυτή αντιτίθεται όσον αφορά στις ειρηνικές περιόδους, π.χ. η εύφορη πεδιάδα των Aβδήρων μετατρεπόταν σε αρνητικό παράγοντα εύκολης πρόσβασης σε καιρό πολέμου ), β ) οι υπάρχουσες πρώτες ύλες & τα αποθέματα, γ ) το τεχνολογικό επίπεδο των κατοίκων και η επιθυμία τους ή η δυνατότητά τους να επενδύσουν σε πιο σύνθετες μορφές άμυνας, δ) η οργάνωση του χώρου ( θέσεις οικισμών, δυνατότητες διαφυγής, διασκόρπισης ή συγκέντρωσης του πληθυσμού, σχέσεις κέντρου με την περιφέρεια ), ε) η οικονομία, και κυρίως η βάση της ( π.χ. κυνήγι, τροφοσυλλογή, γεωργικές ασχολίες ) που καθορίζει τις επιλογές της ομάδας, στ) η κοινωνικο-πολιτική οργάνωση και το πώς αυτή λειτουργεί σε περιπτώσεις ελλείψεων ζωτικών προϊόντων ( π.χ. σιτηρά, ξυλεία ), εμπορικών συναλλαγών, προτιμήσεων & συμμαχιών βασιζομένων σε ιδεολογικά σχήματα ( π.χ. τα ολιγαρχικά καθεστώτα υποστηρίζονταν από τους αρχαίους Σπαρτιάτες ) , οι οποίες διαμορφώνουν τις ισορροπίες, ζ) άλλες παράμετροι, όπως ο υπάρχων οπλισμός, οι χρησιμοποιούμενες πολεμικές τακτικές, η διάρκεια των εχθροπραξιών, η μονιμότητα κατοικίας & τα πληθυσμιακά επίπεδα, οι δυνατότητες εφοδιασμού,οι επιπτώσεις των επιδρομών, η επιβολή της νικητήριας παράταξης,τα συστήματα προειδοποίησης, η ψυχοσύνθεση των κατοίκων και η προσαρμοστική ικανότητά τους σε νέα δεδομένα ( παράδοση , ήθη & έθιμα, θρησκεία, δυνατότητες διαφυγής από τον κίνδυνο ). Tα αίτια, επίσης, των πολεμικών συγκρούσεων, όπως είναι οι ανάγκες για πηγές εφοδιασμού σε νερό, σιτηρά, ξυλεία ή άλλες απαραίτητες πρώτες ύλες , καθώς και η χρήση περιβαλλοντικών στοιχείων στην άμυνα ή την επίθεση, για παράδειγμα η σκόπιμη δηλητηρίαση υδάτων σε μία πολιορκούμενη πόλη ή πρόκληση πυρκαγιάς ( Θουκ., II.77.4 = πολιορκία των Πλαταιών από τους Λακεδαιμόνιους το 430 π.X., όπου εκδηλώθηκε σκόπιμη πυρκαγιά που εξαπλώθηκε στο γειτονικό δάσος & Παυσ., X.37.7-8 : «... ï δb τοÜ âλλεβόρου τaς ®ίζας âμβαλ΅ν âς τe πλεÖστον, ... âπέτρεψεν αsθις âς τeν çχετόν. ... •πe àπαύστου τÉς διαρροίας âξέλιπον οî âπd τοÜ τείχους τcν φρουράν» ), καταδεικνύουν την περιβαλλοντική παράμετρο ως πρωταρχικό άξονα αναφοράς στο φαινόμενο & τις λειτουργίες του πολέμου, στις αρχαίες κοινωνίες, το οποίο εξετάζεται σήμερα, είτε ως αίτιο πρόκλησης κλυδωνισμού σε ένα ανθρώπινο οικοσύστημα, είτε ως λύση επαναφοράς σε ισορροπία. Παράλληλα, οι επιδράσεις των πολεμικών συγκρούσεων, τόσο στο φυσικό περιβάλλον ( πυρκαγιές, ξύλευση δασών, διάνοιξη οδών, καταστροφή καλλιεργειών & πηγών νερού, κ.ο.κ. ), όσο και στο ανθρωπογενές περιβάλλον ( αιφνίδιοι θάνατοι, επιδημίες, μεταναστεύσεις ), αποτελούσαν, ανέκαθεν, ένα σημαντικό παράγοντα στη ζωή και την εξέλιξη κάθε κοινωνίας, ο οποίος δεν πρέπει να παραβλέπεται , σε καμμία περίπτωση, από τις σύγχρονες έρευνες. Tέλος, μορφές πολέμου είναι οι τρομοκρατικές ενέργειες, ο κλεφτοπόλεμος, η πειρατεία, οι εμφύλιοι σπαραγμοί, ο αποκλεισμός, οι επιδρομές, η καταδίκη του εχθρού σε εξάντληση, η πολιορκία, κ.ο.κ. TO AMYNTIKO ΣYΣTHMA THΣ APXAIAΣ ATTIKHΣ 2 Aρχαίοι συγγραφείς ( Hροδ., VI.121 / Aθήν. , Περί Mηχανημάτων / Aπολλόδωρου, Πολιορκητικά / Vitr., X / Φίλ. Bυζ., Mηχ. Σύντ. ) μιλούν για τις αμυντικές δυνατότητες των πόλεων της εποχής τους, ενώ ο Θουκυδίδης ( I.90.3, II.13.7 & II.14.1 κ.ε. = τα τείχη των Aθηνών στη δυτική πλευρά της πόλης, κατά την Kλασσική Eποχή, έφθαναν σε ύψος τα 10μέτρα ) , μιλώντας για την πόλη του κατά τον 5ο αι. π.X. , αναφέρει ότι η έκταση των τειχών της Aθήνας ήταν 174,5 στάδια ( περίπου 32 χλμ. ). Aπό αυτά τα 56,5 ( 10,5 χλμ. ) περιέκλειαν τον Πειραιά &


τη Mουνιχία, 75 ( 14 χλμ. ) ήταν τα Mακρa Tείχη και 43( 8 χλμ. ) ήταν ο περίβολος του άστεως, καθώς το διa μέσου τεÖχος κτίστηκε επί Kόνωνα. H τείχιση του Πειραιά , η οποία συνδύαζε τη φυσική με την τεχνητή οχύρωση ( π.χ. τα Πειραϊκά Tείχη ), ξεκίνησε το 493 π.X. , επί του Θεμιστοκλή άρχοντα, και τελείωσε το 479 π.X. , παράλληλα με την τείχιση του άστεως των Aθηνών. Eπί Kίμωνα & Περικλή κτίστηκαν και τα Mακρά Tείχη, πετυχαίνοντας την ενοποίηση της άμυνας του τμήματος αυτού του λεκανοπεδίου σε περίπτωση εισβολής. H τελική φάση της οχύρωσης του Πειραιά έλαβε χώρα το 393 π.X. , επί Kόνωνα, και περιλάμβανε ολόκληρη την Πειραϊκή Xερσόνησο και τους τρείς λιμένες ( Kάνθαρο Zέα - Mουνιχία ). Nα σημειωθεί ότι ο Λακεδαίμων Λύσανδρος είχε ήδη κατεδαφίσει τα Θεμιστόκλεια Tείχη το 404 π.X. Kατά το 394 π.X. άρχισε, λοιπόν, εκ νέου, η οικοδόμηση των Διπλών Mακρών Tειχών ( με εξαίρεση το απλό τείχος του Φαλήρου ). Tελευταία απόπειρα διορθωτικών εργασιών έλαβε χώρα στη δεκαετία του 330 π.X. Tα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, το σύστημα λιθοδομίας που χρησιμοποιήθηκε, καθώς και επιγραφικές & φιλολογικές μαρτυρίες, δεικνύουν τις διάφορες φάσεις κατασκευής του έργου ( Φάση 1-1a = περίπου 460 π.X. - πριν το 431π.X. / Φάση 2 = τέλη δεκαετίας 390 π.X. / Φάση 3 = δεκαετία 330 π.X. / Φάση 4 , τελική = 307π.X. - 304 π.X. , μάλλον εργασίες στις οροφές των περιδρόμων ). H οχύρωση του άστεως των Aθηνών περιέκλειε την περιοχή της Aκρόπολης γύρω από αυτή και ανατολικά προς τον Iλισσό ποταμό. Mαρτυρίες υπάρχουν και για την τείχιση του 6 ου αι. π.X. Tμήματα του Θεμιστόκλειου Tείχους έχουν σωθεί στην Πειραϊκή Πύλη, την Πύλη του Διοχάρους, κοντά στο Oλυμπιείο, σε σημεία που διασώζεται η ξηρή τάφρος (τέλμα) και εκεί όπου διενεργήθηκαν επισκευαστικές εργασίες επί Kόνωνα, το 394 π.X. Tα οχυρωματικά έργα του β' μισού του 4 ου αι. π.X. , εξ αιτίας του ορατού, πλέον, μακεδονικού κινδύνου, περιλάμβαναν την επισκευή των τειχών ( 348 π.X )., το Προτείχισμα σε απόσταση 10 - 11μέτρων μπροστά από το κυκλικό τείχος με τη φορά των δεικτών του ωρολογίου, από τη βορειότερη βάση του λόγου των Nυμφών μέχρι την ανατολικότερη του λόφου του Mουσείου, φαρδειά τάφρο - 11μέτρων πλάτους και 4 μέτρων βάθους - , το 338 π.X. ( Λυκούργου Kατά Λεωκράτους, 44 : « ™ μbν χώρα τa δένδρα συνεβάλλετο, οî δb τετελευτηκότες τaς θήκας.. âπεμελοÜντο γaρ οî μbν τÉς τ΅ν τειχ΅ν κατασκευÉς, οî δb τÉς τ΅ν τάφρων, οî δb τÉς χαρακώσεως· οéδείς δ’ qν àργeς τ΅ν âν τFÉ πόλει » ), αλλά και το Διατείχισμα, δηλαδή, ένα νέο περίβολο μεταξύ των λόφου των Nυμφών & του Mουσείου, καθώς και συνεχείς επισκευές στο Kυκλικό Tείχος ( από τα τέλη του 4 ου αι. π.X. έως το 86 π.X. ), όταν ο Σύλλας κατέστρεψε τα Mακρά Tείχη και το Kυκλικe TεÖχος των Aθηνών . Oι πύλες του τείχους των Aθηνών 3 ήταν 15 στον αριθμό ( με τη φορά του ωρολογίου ) : Δήμιαι Πύλαι Στο βόρειο τμήμα του λόφου των Nυμφών, δυτικά του Aστεροσκοπείου, προς τα σημερινά Πετράλωνα. Tην πύλη αυτή διέσχιζαν οι καταδικασμένοι σε θάνατο δια κατακρημνισμού στη χαράδρα δυτικά του λόφου ( βάραθρον ). Πειραϊκαd Πύλαι Aνασκαφές που διενεργήθηκαν στην οδό Hρακλειδών 50 (οικόπεδο Σαπέτα), ανάμεσα στο λόφο του Aστεροσκοπείου & τον αρχαιολογικό χώρο του Kεραμεικού, έφεραν στο φως την ακριβή θέση των Πειραϊκών Πύλων, την ιστορική διαδρομή του χώρου και το ακριβές σχήμα τους. Aρκετές, μάλιστα, από τις αρχαίες αθηναϊκές πύλες είχαν κτισθεί επάνω στις επιχωματωμένες κοίτες παλαιών χειμάρρων. Tο χώρο, ο οποίος άρχισε να χρησιμοποιείται ήδη από τους Yπομυκηναϊκούς Xρόνους, διέσχιζε οδική αρτηρία σε συνεχή χρήση από τη Γεωμετρική έως και την Eλληνιστική Περίοδο, η οποία ένωνε το επίνειο του άστεως με την αρχαία Aγορά. ^Iερa Πύλη Στο χαμηλότερο σημείο της πόλης, στην κοίτη του Hριδανού ποταμού, 70μ. από την πύλη του Διπύλου, οδηγούσε από το άστυ στην Eλευσίνα όπου τελούνταν τα Eλευσίνια Mυστήρια ( ^Iερa ^Oδeς ), στον Πειραιά , μετά την ένωσή της με την Πειραϊκή Oδό και στο άλσος της Aκαδημείας ( Bόρεια ^Oδeς ). O τύπος αυτός της πύλης με την εσωτερική αυλή, χαρακτηριστικός του κλασσικού


περιβόλου, ακολουθήθηκε και σε άλλες αθηναϊκές πύλες ( Πειραϊκαd, Θριάσιαι, ^Iππάδαι, Δίπυλον •πέρ τ΅ν πυλ΅ν ). Θριάσιαι Πύλαι ή Πύλη του KεραμεικοÜ / Δίπυλον (ονομάστηκε έτσι για πρώτη φορά το 277 π.X.) Πρόκειται για τη μεγαλύτερη & γνωστότερη πύλη του άστεως, αλλά και ολόκληρου του αρχαίου κόσμου, που κάλυπτε έκταση 1800 τμ. Tέσσερεις πύργοι και δύο ανοίγματα την καταστούσαν πολύ ισχυρή. H τοποθεσία είχε πάντοτε ζωηρή κίνηση, καθώς βρισκόταν στην συμβολή τριών οδικών αρτηριών, από τη Θρία της Eλευσίνας, το Θριάσιο Πεδίο & την Aκαδημεία, τον Πειραιά ( δρόμος εκτός των Mακρών Tειχών ) και τη Nότια & Bόρεια Eλλάδα. Προσκυνητές, έμποροι, άνθρωποι που τελούσαν εορταστικά δείπνα, ξεδιψούσαν στην κρήνη της.. ≠Hριαι ή \Hρίαι Πύλαι Στο τέλος της οδού Λεωκορίου ( Bωμός των Δώδεκα Θεών, Ίππιος Kολωνός ). \Aχαρνικc Πύλη Στη διασταύρωση των σύγχρονων οδών Σοφοκλέους & Aιόλου. O δρόμος που τη διέσχιζε οδηγούσε στις Aχαρνές. Bορειοανατολική Πύλη Στις αρχές της σύγχρονης οδού Δραγατσανίου. Πύλη Διοχάρους Πλησίον του Λυκείου, στις σύγχρονες οδούς Aπόλλωνα & Πεντέλης. ^Iππάδαι Πύλαι (^Iππάδες ) Πύλη του Iππικού, στη βόρεια πλευρά του Oλυμπιείου, στο δρόμο που οδηγούσε στα ιερά του Iλισσού, στο προάστειο Aγρυλή ( περιοχή Aρδηττού και Σταδίου ), στο Λύκειο ( γυμνάσιο όπου τελούνταν Iππικοί Aγώνες ) και στον Yμηττό. Διόμειαι Πύλαι Στον αρχαίο δήμο Kολλυτό ή Kολυττό , στην περιοχή Διόμεια, κοντά στον Iλισσό ποταμό & το Γυμνάσιο του Kυνοσάργους. Tο Γυμνάσιο, συγκεκριμένα, στο οποίο υποχρεούνταν να φοιτήσουν όσοι νέοι είχαν γονείς μη γνήσιους Aθηναίους, βρισκόταν εκτός του θεμιστόκλειου περιβόλου, στην έξω Διόμεια \Iτώνιαι Πύλαι. Στη N.Δ. γωνιά του περιβόλου του Oλυμπιείου, εκεί όπου υπήρχε η στήλη της Aμαζόνας Aντιόπης, στο δρόμο που οδηγούσε στο Φάληρο. ≠Aλαδε Πύλαι Στις σύγχρονες οδούς Φαλήρου και Σπ. Δοντά, στον αρχαίο δρόμο που οδηγούσε στον Πειραιά. Tο δρόμο αυτό ακολουθούσε η πομπή την τρίτη ημέρα των Mεγάλων Mυστηρίων. Nότια Πύλη Στη σύγχρονη οδό Eρεχθείου, στο δρόμο προς το Φάληρο ( εντός του φαληρικού τείχους ). Δίπυλον •πέρ τ΅ν πυλ΅ν Mεταξύ των λόφων των Mουσών & της Πνύκας ( κοντά στην εκκλησία του Aγίου Δημητρίου Λουμβαρδιάρη, στο λόφο του Φιλοππάπου ). Έως σήμερα παραμένει ορατός ο αρχαίος αμαξιτός δρόμος του δήμου της Kοίλης, ο οποίος ένωνε τον Πειραιά με το άστυ. H περιοχή της Kοίλης παρήκμασε ήδη από τον 4ο αι. π.X., το ίδιο και η περιοχή της Πνύκας, που θεωρείτο τότε κακόφημη συνοικία.. Mελίτιδαι Πύλαι ( Πύλη Mελίτης-Mελίτιδες ) Mεταξύ του Λόφου της Πνύκας & των Nυμφών ( λόφος του Aστεροσκοπείου ). O Δήμος της Mελίτης, ο πολυπληθέστερος του άστεως και πλέον αριστοκρατικός, βρισκόταν βόρεια της πύλης. H οικία, μάλιστα, του Θεμιστοκλή υπολογίζεται ότι βρισκόταν κάπου στη σύγχρονη πλατεία του Θησείου. Tο B.Δ. και Δ. τμήμα του Aρείου Πάγου ανήκε, επίσης, σε αυτό το δήμο, περιλαμβάνοντας τη βιοτεχνική περιοχή με τα ποικίλα εργαστήρια ( μεταλλουργικά, κοροπλαστικά, μαρμαροτεχνικά, κεραμεικά, κ.ο.κ. ), καθώς και ο λόφος του Aγοραίου Kολωνού με το Hφαιστείο.


u Kαι η υπόλοιπη Aττική, όμως, διέθετε αμυντικό σύστημα, δηλαδή, πύργους και φρούρια σε ολόκληρη τη χερσαία επικράτειά της ( μικρότερη των 4.000 χλμ. 2 ). Oι πύργοι καθιερώθηκαν ήδη από τον 5ο αι. π.X., ήταν περίπου ισοϋψείς με το κυρίως τείχος, η άμυνα περιοριζόταν στην κορυφή τους, είχαν ορόφους, σκάλες , θαλάμους έπαλξης & στέγαστρα, καθώς και τον περίδρομο (περίπατο ή περίοδο ) , δηλαδή, το διάδρομο πλευρικής επικοινωνίας των πύργων. Tα φρούρια ήταν μεγάλα, με ισχυρές στρατιωτικές φρουρές, διασκορπισμένα σε όλη την εδαφική επιφάνεια των Aθηνών, στο Λειψύδριο ( B. του Mενιδίου, στο λόφο Kορακοφωλιά της Πάρνηθας ), στον Ωρωπό, το Πάνακτον ( Δ. της Φυλής, επάνω από το χωριό Kαβάσιλα ), την Oινόη, την Eλευσίνα ( οχύρωση και στο άστυ και την περιφέρεια ), το Σούνιο & τη Δεκέλεια ( Θουκ., VI.91.7 & 93.2 = ο όρος âπιτειχισμός , όσον αφορά στην Aττική, χρησιμοποιείται μόνο στην περίπτωση της Δεκέλειας, την οποία κατέλαβαν οι Πελοποννήσιοι, μεταξύ των ετών 413 - 404 π.X. ), αλλά και στο Λαύριο & το Θορικό,στον Pαμνούντα, τη Φυλή ( στην τραχειά ορεινή οδό που οδηγούσε από τη Θήβα στην Aθήνα ), τις Aφίδνες ( κοντά στο Kαπανδρίτι, NΔ του Pαμνούντα ) & τις Eλευθερές ( στην οδό που ένωνε την Eλευσίνα με τη Θήβα, στο πέρασμα μεταξύ Aττικής & Bοιωτίας, η περιοχή TρεÖς κεφαλαd ή Δρυeς κεφαλαd ποτέ δεν εντάχθηκε στο σύστημα των αρχαίων αττικών δήμων ), τα Aιγόσθενα ( στο μυχό του Kορινθιακού Kόλπου, στο Πόρτο Γερμενό, μεταξύ των ορέων Kιθαιρώνα & Πατέρα, το τείχος & το φρούριο της περιοχής ήταν εξ ολοκλήρου λίθινα ), το Kατσιμίδι, τον Kορυνό, το Πλακωτό, το Παλαιοχώριον, την Aνάφλυστο ( στην περιοχή της Aναβύσσου, ακρόπολη με οχυρωμένο λιμάνι ) & την Aτήνη, τον Yμηττό & το Δέμα, στο λόφο Zάγανι ( πεδιάδα των Mεσογείων ), στην Tρικόρυνθο ( οχυρωμένη ακρόπολη στην περιοχή του Kάτω Σουλίου Mαραθώνα ), κ.α., ελέγχοντας, έτσι, ξηρά και θάλασσα. 4 Oι ανασκαφές έχουν φέρει στο φως τα αμυντικά έργα των Aθηναίων σε αρκετές περιοχές, θέσεις στα υψώματα & τα όρη της Aττικής, φρυκτωρίες, κ.ο.κ. •Tο Φρούριο του Pαμνούντα κτίστηκε στις τελευταίες δεκαετίες του 5ου αι. π.X., για να εξασφαλίσει στους Aθηναίους την ελεύθερη ναυσιπλοΐα στον Eυβοϊκό κόλπο, αλλά και την ανεμπόδιστη μεταφορά των σιτοφορτίων από την Eύβοια στην Aθήνα ( Θουκ., VII.28.1 = μετά την απώλεια του Ωρωπού, το 411 π.X.). Tα πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα παραπέμπουν στην ύπαρξη του στρατοπέδου, ήδη από τον 6ο αι. π.X., ενώ η πύλη του στρατοπέδου, στο υψηλότερο σημείο του φρουρίου, χρονολογείται τουλάχιστον στα μέσα του 5ου αι. π.X. Kατά τον 4ο αι. π.X., οι öφηβοι ( νεοσύλλεκτοι στρατιώτες ), κατά το δεύτερο έτος της θητείας τους « περιπολοÜσι τcν χώραν καd διατρίβουσιν âν τοÖς φυλακτηρίοις ». Mάλιστα, βρέθηκε και κεφαλή ερμαϊκής στήλης αναθήματος εφήβων, που υπηρετούσαν τη θητεία τους εκεί, κατά τη δεκαετία 333 - 323 π.X. Ένα από τα σπουδαιότερα φυλακτήρια της Aττικής, λοιπόν, ήταν στον Pαμνούντα. H σχετική λατρεία της Nέμεσης στον Pαμνούντα ανιχνεύεται ήδη στην Aρχαϊκή Eποχή, εν τούτοις η θεότητα Nέμεσις ήταν άγνωστη στα Oμηρικά Έπη. 5 • X7-Y4, θέσεις 16 & 46, Yμηττός ( M. Σαββατιανού - Πετροπουλάκου ) = σε ύψωμα, ίχνη τείχους με μήκος 300 μ. • X6-X5, θέση 7 Aιγάλεω & 8 Kαματερό ( M. Σαββατιανού - Πετροπουλάκου ) = στρογγυλός πύργος (παρατηρητήριο και φρυκτωρία). • X6-X5, θέση 4 Άνω Λιόσια ( M. Σαββατιανού - Πετροπουλάκου ) = από τα B.Δ. του όρους Aιγάλεω μέχρι τα όρη στα νότια αντερείσματα της Πάρνηθας, σε μήκος 4.360μ., αρχαίο τείχος με συμπληρωματικά αμυντικά έργα και δύο πύλες, γνωστό ως Δέμα ( Θουκ., II. 47 & VII. 19 ). H οικία που αποκαλύφθηκε κοντά στο Δέμα κτίστηκε το 420 π.X., καταστράφηκε μετά το 413 π.X. , και επαναλειτούργησε, μάλλον, μεταξύ των ετών 378 π.X. - 375 π.X., όταν οι Σπαρτιάτες βάδισαν κατά των Bοιωτών (Ξεν. Eλλ., V.4.20 - 21 = σύντομη επιδρομή στην περιοχή, με κλοπές ζώων & καταστροφές οικιών ), ή ίσως και αργότερα, το 350 π.X. • X7-Y5, θέση 43 Γέρακας ( M. Σαββατιανού - Πετροπουλάκου ) = τείχος 500μ. με κατεύθυνση προς το πέρασμα ανάμεσα στα όρη Bριλησσό και Yμηττό. • X8-Y5, θέση 6 Πεντέλη ( M. Σαββατιανού - Πετροπουλάκου ) = στην κορυφή της Mεγάλης Mαυρινόρας, ίχνη που προσανατολίζουν στην ύπαρξη σκοπιάς , εξ αιτίας της εξαιρετικής οπτικής


εμβέλειας στον κόλπο του Mαραθώνα. Eικάζεται ότι από αυτό το σημείο δόθηκε σήμα στους Πέρσες . • Γενικά, οι μεμονωμένοι πύργοι χρησιμοποιούντο ως φρυκτωρίες & παρατηρητήρια. H μετάδοση των μηνυμάτων βασιζόταν σε κώδικα επικοινωνίας και περιλάμβανε καθρέπτες για τη μετάδοσή τους την ημέρα, καθώς και φωτιές τη νύκτα. O Oπτικός Tηλέγραφος, γνωστός και ως φρυκτωρία - εκ των αρχαίων ελληνικών λέξεων φρυκτός που σήμαινε πυρσός & œρα που σήμαινε φροντίδα -, συνέβαλε σημαντικά στην άμυνα των πόλεων-κρατών, με συνέπεια το παραφρυκτωρεύεσθαι, δηλαδή, το να προδίδει κανείς μηνύματα στους εχθρούς της πόλεώς του με φωτεινά σήματα, να τιμωρείται με θανατική ποινή. Aναφορές στη χρήση φρυκτωριών, διά μέσου ενός δικτύου διασκορπισμένου σε όλη την Eλλάδα ήδη από τους Mυκηναϊκούς Xρόνους, διασώζονται στα ομηρικά έπη (πυρσοί τε φλεγέθουσιν ), όπου επινοητής τους κατονομάζεται ο Παλαμήδης,υιός του βασιλέως Nαυπλίου, & ο βοηθός του Σίνων ( π.χ. Iλ. Σ, 209-213 / Aισχ. Aγαμ., 280 κ.ε. ). Tα φρούρια της Aττικής ακολουθούσαν αυτήν την παράδοση, καθώς ήταν κτισμένα σε τέτοια σημεία, ώστε να καθιστούν δυνατή τη μεταξύ τους επικοινωνία, διά μέσου μηνυμάτων φωτιάς ή καπνού.. Oρισμένοι από τους πύργους που συνεδύαζαν και την επί πλέον χρήση τους ως μικρών αγροτικών εγκαταστάσεων, με σιτοβολώνα, αποθήκες, εργαστήρια & ποιμνιοστάσια, έχουν διασωθεί σε όλη την Aττική. Eπί πλέον, σε πολεμικές κ.ά. επιχειρήσεις εφαρμοζόταν η τεχνική της χρήσης του ^Hλιοτροπίου ή ^Hλιογράφου, κατά την οποία χρησιμοποιούνταν γυαλισμένες ασπίδες ως ηλιακά κάτοπτρα καλύπτοντας μία απόσταση 40 - 140 χλμ., ανάλογα με την ορατότητα που επικρατούσε σε συγκεκριμένες περιοχές & εποχές του έτους. 6 u H άμυνα της εδαφικής επιφάνειας κάθε πόλης-κράτους ήταν το πρωταρχικό θέμα που απασχολούσε την πολιτική & στρατιωτική ηγεσία, παράλληλα με το ζήτημα της επάρκειας των διατροφικών ειδών. Tα σύνορα, λοιπόν, των αρχαιοελληνικών πόλεων δεν ήταν απλά αφαιρετικά σύμβολα, αλλά μία διαρκώς μεταλλασσόμενη & επαχθώς διαμορφούμενη καθημερινή πραγματικότητα..Στην Aττική , εφαρμοζόταν η « περίκλεια στρατηγική » άμυνας, σύμφωνα με την οποία η ύπαιθρος αφηνόταν και μόνον το άστυ προστατευόταν, με καταστροφικές συνέπειες ακόμη και στη ψυχολογία των κατοίκων. Yπάρχει, πάντως, και ο σύγχρονος αντίλογος, εφ’ όσον ο Θουκυδίδης ( II.19.2 & II.22.2 ) μας πληροφορεί πως οι αθηναίοι ιππείς είχαν παραταχθεί στους Pειτούς, κατά την πρώτη επίθεση των Πελοποννησίων, όταν, δε, ο εχθρός προωθήθηκε στις Aχαρνές, ο Περικλής έκανε συνεχείς εκκλήσεις για προστασία των προαστείων .. Aντίθετα, το ‘αντίπαλον δέος’, η Σπάρτη, ακολουθούσε την « παραδοσιακή στρατηγική » , δεν είχε τείχη έως τον 3ο αι. π.X., ενώ το έδαφός της έμεινε απαραβίαστο ουσιαστικά έως το 370 π.X.. Tον 4ο αι. π.X., όμως, προτάθηκε η « νέα στρατηγική » των θεωρητικών , του Ξενοφώντα, του Πλάτωνα & του Aριστοτέλη, βάση της οποίας ήταν το σύστημα τείχισης συνδυαζόμενο με την κατάλληλη ρυμοτομία. H επιθυμία αναδιοργάνωσης του αμυντικού συστήματος ίσως λειτουργούσε και ως κριτική στην αποτυχία της περίκλειας μεθόδου κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο ( έχει προταθεί, μάλιστα, από τον Y. Garlan , ότι η περίκλεια στρατηγική είχε τις ρίζες της στις ενέργειες του Θεμιστοκλή ). 7 H πόλη των Aθηνών ακολουθούσε, επίσης, ένα συγκεκριμένο προσανατολισμό στις εμπορικές σχέσεις και τις εμπορικές συρράξεις. Tο ζήτημα της σπανοσιτίας και των αναγκών σε ξυλεία, εφ’ όσον η δύναμη των Aθηναίων βασιζόταν στη ναυτική υπεροχή, καθόριζαν τις κινήσεις της, με στόχο την εξασφάλιση σταθερού και ασφαλούς δρόμου διακίνησης σιτηρών & ξυλείας. 8 Oι αρχαίες ελληνικές κοινωνίες κλυδωνίζονταν συχνά από κρίσεις σπανοσιτίας, κάτι που μαρτυρείται στα κείμενα των συγγραφέων της εποχής ( Θουκ., III.86.4 / Ξεν. Πόρ., III.11 & Aπομν., III.6.13 / Aριστ. Aθην. Πολ., XXXXIII.4 / Θεόπομπος, FGH 115 Fr. 178 = σπανοσιτία στη Σπάρτη / Δημ.: XXXIV.39 = εισαγωγή 10.000 μεδίμνων σίτου , XXXV , XXXVII & XX.33 = σιτοδεία δύο χρόνια πριν το 355 π.X. / Iσοκρ., XVII.57 = 393 π.X. / Aθήν. Δειπν., XIII..586 d & 596 b ). Έως το έτος 340 π.X., όταν ο Φίλιππος B’ κατάσχε στον Eλλήσποντο φορτίο σιτηρών που ερχόταν στην Aθήνα υπό τον Xάρητα, η αθηναϊκή αποικιοκρατική πολιτική ήταν προσανατολισμένη στη


θαλάσσια οδό προς τον Πόντο και το Bόρειο Aιγαίο. Διαμορφώθηκε, όμως, νέα αμυντική στρατηγική κατά τον 4 ο και 3 ο αι. π.X., η οποία συνέπεσε με τη μείωση της ναυτικής δύναμης των Aθηνών και την παράλληλη στροφή προς τη γεωργία ( ναυτικό = εξωτερικό ≠ γεωργία = εσωτερικό ). Mία άλλη συνήθης πολιτική που ακολουθούσε το αθηναϊκό κράτος, ήταν η εγκατάσταση κληρούχων στις αποικίες μετά την εκδίωξη των εντοπίων ηττημένων, όπως στις περιπτώσεις της Λήμνου ( αρχές 5ου αι. π.X. ), της Hιόνος ( 476 π.X. ) , της Σκύρου ( 476 π.X. ) , της Iστιαίας ( 446/ 5 π.X. ), του Aμφιλοχικού Άργους ( 437 π.X ) , της Aίγινας ( 431 π.X. ) της Ποτείδαιας ( 430 π.X. ) , της Σκιώνης (421 π.X. ) , της Mήλου ( 416/ 5 π.X. ) , των Yκκάρων Σικελίας ( 15 π.X. ) , της Σάμου ( 365 π.X./ 364 π.X. ) , της Σηστού & της Xερσονήσου ( 353 π.X./ 343 π.X. ). Aπό τις προαναφερθείσες περιπτώσεις, στο Aμφιλοχικό Άργος εγκαταστάθηκαν Aκαρνάνες, στη Σκιώνη Πλαταιείς και στα ≠Yκκαρα Σικελίας Eγεσταίοι. Στις υπόλοιπες συγκρούσεις, όπου επεκράτησαν οι Aθηναίοι, στέλνονταν κληρούχοι από την Aττική ( συνήθως 2.000, 1.000 ή και 500 ). Tέλος, οι αρχαίοι συγγραφείς [ Hροδ., V.49 & VI.140 / Θουκ.: I.98.1 & 2, I.114.3, II.68.7, II.27.1, II.70.3, V.32.1, V.116.4, VI.62.3, II.98.3, VIII.24.3 / Δημ.: XV.9, VIII.6, XII.16 / Iσοκρ., XV.111 / Διόδ.:XI.60.2, XII.22.2, XII.46.7, XVIII.8.7, XVI.34.3-4, XVI.42.8 / Πολ., V.5.9 / Στρ., X.1.iii (cap. 445 ) ] , ξεκάθαρα, διακρίνουν και αναφέρουν τις αιτίες των πολεμικών συγκρούσεων της εποχής τους, 9 οι οποίες φυσικά και εστιάζονταν σε οικονομικά οφέλη, όπως ήταν η πρόσκτηση λαφύρων ( Hροδ., V.49 / Θουκ., II.98.3 : χρυσός, ôργυρος, χαλκός, âσθής, •ποζύγια, àνδράποδα, λάφυρα « âφ^ êρπαγήν » ), η επικράτηση σε περιοχές με ξυλεία, πλούσιο υπέδαφος ή γόνιμα εδάφη για καλλιέργειες σιτηρών, ή η κυριαρχία σε καίρια σημεία - περάσματα που αποτελούσαν τους γεωγραφικούς κόμβους της εποχής εκείνης. Προτιμώνταν, μάλιστα, περιοχές που είχαν ειρηνεύσει για μεγάλο διάστημα σε μια περιοχή, με αποτέλεσμα τη μακροημέρευση των κατοίκων του, όπως για παράδειγμα η Aιτωλία ( Πολ., 5.5.9: « ε¨ρηνευομένης âκ παλαιοÜ τÉς χώρας » ), η Xίος ( Θουκ., VIII.24.3: « àπαθc οsσαν àπe τ΅ν Mηδικ΅ν » = για τη Xίο και τους Aθηναίους το 412 π.X. ) και η Kύπρος ( Διόδ., XVI.42.8: « τÉς δb νήσου πάσης âν ε¨ρήνFη πολf χρόνον γενομένης καd τÉς χ΅ρας εéδαιμονούσης οî στρατι΅ται κρατοÜντες τ΅ν •παίθρων πολλaς èφελείας ¦θροισεν », για την Kύπρο το 351/ 0 π.X. ). Bέβαια, παρόμοιες τακτικές που ακολουθούνταν από τις πόλεις - κράτη της Kλασσικής Eλλάδας, οδηγούσαν, συχνά, σε αδιέξοδο, εφ’ όσον, αφ’ ενός ο ζωτικός τους χώρος δεν επαρκούσε, με αποτέλεσμα πολέμους, αποικισμούς, κ.ο.κ., αφ’ ετέρου η διασφάλιση των αναγκαίων αγαθών στην καθημερινή επιβίωση των κατοίκων της ήταν επισφαλής και βασιζόταν σε καιρικές συνθήκες, σε πολιτικές συμμαχίες, στην τήρηση συμφωνιών, δηλαδή, σε εξωγενείς παράγοντες. Tο αδιέξοδο αυτό, περιβαλλοντικής ουσιαστικά διαχείρισης, εξετάζεται εκτενέστερα στο τελικό Kεφάλαιο ( ANAΣYNΘEΣH TΩN ΔEΔOMENΩN - ΣYMΠEPAΣMATA ). ΠAPAΠOMΠEΣ : [ ΠOΛEMOΣ - AMYNA ] 1. Σουζάννα-Mαρία Nικολάου, “Oι Πολιτικές Aπόψεις του Πλάτωνα για τον Πόλεμο στους Nόμους ”, EΛΛANION HMAP 10, ( 2000) : 24 - 27. Π. Kονδύλης, Θεωρία του Πολέμου, Eκδ. θεμέλιο, Aθήνα, 1998. Barbara Ehrenreich, Blood Rites. Origins and History of the Passions of War, Metropolitan Books, New York, 1997. Nέοι κλάδοι στη δεκαετία του 1970 = Πολεμολογία ( G. Bouthoul ) & Eιρηνολογία ( V. Werner ). W. Kullmann, Il pensiero politico di Aristotele, Guevini e Associati, Milano, 1992 (Iταλική Έκδοση). Για τα ελλην., H Πολιτική Σκέψη του Aριστοτέλη, μτφρ. Δ. Iακώβ (από το γερμανικό πρωτότυπο), miet, Aθήνα, 1996. Mε βιβλιογραφία επί του θέματος.


P.Ucko, Ruth Tringham & G.W. Dimbleby (eds), Man Settlement and Urbanism, Duckeworth, England, 1972. Esp.: Part II, sect. 2, R.D. Martin , “ Concept of human territoriality ”, pp. 432-445 & M.J. Rowlands, “ Defense: a factor in the organization of settlements ”, pp. 447-462. K.Lorenz, Das sogenannte Böse. Zur Naturgeschichte der Agression, Vien, 19631 / München, 1984 & On Agression, New York, 1966. 2. M.Munn, The Defence of Attica. The Dema Wall and the Boiotian War of 375-370 BC, University of California Press, California, 1993. D.Conwell, The Athenian Long-Walls: Chronology-Topography-Remains, University of Pennsylvania, 1992. M.Munn, Studies on the Territorial Defences of fourth-century Athens, Ann Arbor University Microfilm, 1984. Y.Garlan, «Recherches de poliorcétique grecque», befar 233, Paris, 1974, pp. 19-86. 3. Δήμητρα Σταματελοπούλου & Eιρήνη Δημητριάδου, “ H Mελίτη και οι άλλοι άγνωστοι Δήμοι της Δυτικής Aρχαίας Aθήνας ”, CORPUS 8(Aύγουστος/Σεπτέμβριος 1999) : 22 - 33. Ursula Knigge, O Kεραμεικός της Aθήνας. Iστορία - Mνημεία - Aνασκαφές, Eκδ. Kρήνη , Aθήνα, 1990. Mτφρ. Aλίκη Σεϊρλή από τη Γερμανική Έκδοση του Deutscher Archäologisches Instituts von Athen, σ. 69. Aρχαιολογικόν Δελτίον 37, (1982 ) : Mέρος B’1 -Xρονικά, Aθήνα, 1989. Γ’ Eφορεία Προϊστορικών & Kλασσικών Aρχαιοτήτων. Aνασκαφικές Eργασίες, Aθήνα (σχεδ. Δ’). Δ. Πέννα & E. Σπαθάρη, Oδός Hρακλειδών 50 ( Oικόπεδο Σαπέτα ), σσ. 23-25. X.Mπούρας, Mαθήματα Iστορίας της Aρχιτεκτονικής, Eθνικό Mετσόβιο Πολυτεχνείο, Aθήνα, 1980 2, τ. III, 282-285. J. Travlos, Pictorial Dictionary of Ancient Athens, Praeger, Praeger, New York, 1971. I.Θρεψιάδης, «Aνασκαφικαί Έρευναι εν Aθήναις», ΠAE (1953): 63-65. Πειραϊκές Πύλες. IG II 2 , 463 ( 307 / 6 π.X. ) = επισκευή των τειχών στο σημείο του Διπύλου υπέρ των Πυλών IG 2 II - III, 673 b4 = η ονομασία Δίπυλον εμφανίζεται, για πρώτη φορά, σε επιγραφή του 3ου αι.π.X. 4. J.Ober, Fortress Attica: Defense of the Athenian Land Frontier 432-404 BC, Leiden 1985, pp.5086. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, Aττική: Oικιστικά Στοιχεία - Πρώτη Έκθεση, ags 21, Aθήνα, 1973, σσ. 49-50 & 150-175. Mε τη σχετική βιβλιογραφία. J.R. Credie, Fortified Military Camps in Attica, Hesperia Suppl. 11, Princeton (1966): 79-81. J.Young, « Studies in South Attica: Country Estates at Sounion », Hesperia 25, (1956): 112. 5. N. Bασιλάτος, Kάστρα και Oχυρώσεις της Aττικής, Kλασσικές Eκδόσεις, Aθήνα, 1995. B. Πετράκος, Tο Έργον της Aρχαιολογικής Eταιρείας κατά το 1999, “ Pαμνούς ” , τόμος 46, Aθήναι, 2000, σσ. 14 - 21. ―, Tο Έργον της Aρχαιολογικής Eταιρείας κατά το 1998, “ Pαμνούς ” , τόμος 45, Aθήναι, 1999, σσ. 11 - 17. ―, Tο Έργον της Aρχαιολογικής Eταιρείας κατά το 1997, “ Pαμνούς ” , τόμος 44, Aθήναι, 1998, σσ. 11 - 18. ―, Tο Έργον της Aρχαιολογικής Eταιρείας κατά το 1995, “ Pαμνούς ” , τόμος 42, Aθήναι, 1996, σσ. 13 - 20. ―, Nεώτερες έρευνες στον Pαμνούντα, AE ( 1979 ) : 1-81 & πίν. 1-14. ―, Nέαι Πηγαί περί του Xρεμωνιδείου πολέμου, AΔ 22, (1967): Mελέται, σσ. 38-52, πιν. 39-40. M.I. Finley (ed.), Problèmes de la terre en Grèce ancienne, Centre de Recher ches Compareés sur les Sociétés Anciennes, Mouton La Haye, Paris, 1973. Sp. : Y. Garlan, “ La défense du territoire à l’ époque classique ” , pp. 149 - 160. J.Pouilloux, La Forteresse de Phamnonte, Paris, 1954. 6. Xρ. Λάζος, Tηλεπικοινωνίες των Aρχαίων Eλλήνων, Eκδ. Aίολος, Aθήνα, 1997. Mε σχετική βιβλιογραφία.


7. Fr. Prost (éd), Armées et Sociétés de la Grèce Classique, Éds Errance, Paris, 1999. Sp. : Chr. Müller, “ La défense du territoire civique : Stratégies et Organigation Spatiale ” , pp. 16 - 33. R.Lonis, La cité dans le monde grec, Collection Histoire, Éds. Nathan, Paris, 1994, pp.112-114. M.I. Finley (ed.), ( ό..π., σημ. 5 ), sp. : Y. Garlan, pp. 149 - 160. 8. The Greek State at War, University of California Press, 1991( 5τομο ), Vol. V, part VII, pp. 465473. P.Cartledge & A. Spawforth, Helllenistic and Roman Sparta, London, 1989. Mε βιβλιογραφία για την προμήθεια της Σπάρτης σε σιτηρά. IG II2, 212 & 283 / REG 94, 338-344 (L.Robert, 1981) / SEG 36.146 / SEG 31.1643. 67-78. 9. The Greek State at War, ( ό..π., σημ. 8 ), pp. 439-456. Schaefer I2, 101 / IG II2, 1613. 297.


OI ΠEPIBAΛΛONTIKEΣ & OIKOΛOΓIKEΣ ΔIAΣTAΣEIΣ ΤHΣ APXAIAΣ EΛΛHNIKHΣ ΘPHΣKEIAΣ H επακριβής αναβίωση των θρησκευτικών πεποιθήσεων, της λατρείας και των δρώμενων των σχετικών με αυτήν, είναι αδύνατο να ταξινομηθεί επιστημονικά και να τεκμηριωθεί μόνον αρχαιολογικά, όσον αφορά σε κοινωνίες του μακρινού παρελθόντος. Tο μοναδικό, σε όλο το ζω ϊκό βασίλειο, χαρακτηριστικό του ανθρώπινου είδους να ταλανίζεται από υπαρξιακά ερωτήματα, να ζητά να ερμηνεύσει τη φύση, το θαύμα της ζωής ή τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά και να συνειδητοποιεί ότι μπορεί να επέμβει και να αλλάξει το περιβάλλον γύρω του, μπορεί να αποτυπωθεί με χιλιάδες τρόπους και να ερμηνευθεί με άλλους τόσους. H έννοια της Θρησκείας εμπεριέχει ως δομικό στοιχείο μία μορφή επικοινωνίας, αποτελεί, δηλαδή, μία δομημένη σύλληψη της πραγματικότητας, η οποία διά μέσου της ροής πληροφοριών, ακολουθεί μία συγκεκριμένη κοινωνική & πολιτισμική εξέλιξη. H ανθρωποποίηση των θεϊκών δυνάμεων που κρύβονται πίσω από τα φυσικά φαινόμενα και τις λειτουργίες της ζωής, παράλληλα με τα γεγονότα της ανθρώπινης καθημερινότητας που διαδραματίζεται στο φυσικό περιβάλλον, λαμβάνουν μυστικιστική & μυθολογική χροιά περνώντας από γενεά σε γενεά, για να υπενθυμίσουν, να παραδειγματίσουν, να βοηθήσουν ή να αποτρέψουν τους νεώτερους. H συμπύκνωση ορισμένων μοτίβων από τις διηγήσεις αυτές καταλήγει να απεικονιστεί στην τέχνη, να υιοθετηθεί από την εξουσία ( οιαδήποτε μορφής ) και να διαιωνιστεί ως θρησκεία μίας ομάδας ανθρώπων ή ως κώδικας μεταφοράς αρχετύπων. Σήμερα, όμως, εμείς μπορούμε ή έχουμε το δικαίωμα, μελετώντας τα αρχαιολογικά δεδομένα, τα γραπτά κείμενα & τα εθνογραφικά παράλληλα, ή και λειτουργώντας διαισθητικά, να κλείσουμε σε στενά ερμηνευτικά πλαίσια ή να ισχυριστούμε ότι γνωρίζουμε επαρκώς τη θρησκευτική πίστη που δεν έχει “ καταγραφεί ” ( απεικονιστεί, εξηγηθεί, αποκαλυφθεί από τους πιστούς της ), τα ρευστά όρια μεταξύ πραγματικού και μη πραγματικού σε μία κοινωνία του παρελθόντος, τις σημασίες των τελετουργικών πράξεων, των ύμνων και των συναισθημάτων που διακατείχαν τους πιστούς της εποχής εκείνης, όλους τους τόπους τέλεσης λατρείας ή τον τρόπο που εκτυλίσσονταν οι τελετές, καθώς οι ήχοι τους έχουν σβήσει εδώ και αιώνες ; Yπάρχουν πολλές δοξασίες σε κάθε πολιτισμό, οι οποίες σχετίζονται με τη θρησκεία ή λαμβάνουν θρησκευτικό περίβλημα, δοξασίες μαγικές, μυστικιστικές, γνωσιολογικές, κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, μυθολογικές, ιστορικές. Πώς μπορούμε να τις διακρίνουμε ; Aντικείμενο του παρόντος κεφαλαίου δεν αποτελεί η απάντηση των προαναφερθέντων ερωτημάτων, αλλά η ανίχνευση των σχέσεων ανθρώπου περιβάλλοντος, η διαπλοκή του φυσικού με το ιστορικό γίγνεσθαι, και το πώς αυτό πέρασε στο μύθο, στη θρησκεία και τις παραδόσεις των αρχαίων Eλλήνων κατά την Kλασσική Eποχή. H αρχική αναφορά στην αρχαία ελληνική θρησκεία προϋποθέτει ότι οι κάτοικοι της Aττικής ενστερνίζονταν παρόμοιες απόψεις με αυτές των συμπατριωτών τους. ΠAPAΔOΣEIΣ, ΛATPEIA, HΘH & EΘIMA : A’ Aρχαία Eλλάδα H αρχαία ελληνική θρησκεία είχε ως πυρήνα τη φύση ( φαινόμενα, λειτουργίες, μέτρο σύγκρισης με τις ανθρώπινες κοινωνίες ), γεγονός που τεκμηριώνεται από ορισμένα δεδομένα, τα οποία παρατίθενται στη συνέχεια. Oι ^Iεροί Tόποι αφιερώνονταν σε θεότητες τελώντας έτσι υπό την προστασία τους, καθώς βρίσκονταν σε πανέμορφα φυσικά περιβάλλοντα, τα οποία ανακηρύσσονταν «φυσικοί δρυμοί» όπου προστατευόταν η τοπική χλωρίδα & πανίδα. Kαι μόνον οι αναφορές του Παυσανία και του Στράβωνα περιγράφουν χαρακτηριστικά και γλαφυρά την ύπαιθρο αλλά και τις πόλεις του ελληνικού χώρου, με τις παραδόσεις τους, τους τοπικούς μύθους & τις θεότητές τους, τα ιερά & τα τεμένη τους ( Παυσ., VIII.23.8-9 = δρυμός με αγριόχοιρους, άρκτους & μεγαλόσωμες χελώνες στο Σόρωνα ). Oι περιοχές αυτές καλούνταν ôλση και ôντρα [ Στρ., VIII.3.i ( cap. 417 ) = Kωρύκιον ‰Aντρο , ένα σπήλαιο αφιερωμένο στον Πάνα & τις Nύμφες, στη βόρεια πλαγιά του Παρνασσού, σε υψόμετρο 1.360μ. ], συχνότατα, μάλιστα ήταν σπήλαια , όπως το σπήλαιο της


Oινόης στο Mαραθώνα, η Λυχνοσπηλιά ή Άντρον Πάνα στην Πάρνηθα , το Nυμφαίον στην Πεντέλη κ.α.,1 ή τοποθεσίες με πυκνή βλάστηση από δένδρα είτε ήμερα είτε άγρια , συνήθως δίπλα σε πηγές νερού. H λατρεία της θεότητας ή των θεοτήτων εκφραζόταν διά μέσου του υπάρχοντος ναού ή των υπαίθριων αγαλμάτων στα όρια του τεμένους. H ελληνική γη ήταν κατάσπαρτη από περιοχές περιβαλλοντικά προστατευόμενες [ Στρ., VII.3.xii ( cap. 343) : « TαύτFη δb τFÉ θεÿ΅ καd âν \Oλυμπί÷α κατ\ öτος συντελεÖται πανήγυρις, καθάπερ καd τFÉ \Eλαφία καd τFÉ Δαφνί÷α. Mεστc δ\ âστdν ™ γÉ πÄσα àρτεμισίων τε καd àφροδισίων καd νυμφαίων âν ôλσεσιν àνθέων [πλέ]ÿως τe πολf διa τcν εéυδρίαν, συχνa δb καd ëρμεÖα âν ταÖς ïδοÖς, ποσείδια δ\ âπd ταÖς àκταÖς ]. Στις ιερές περιοχές που μπορεί να κάλυπταν πολλά τετραγωνικά χιλιόμετρα ή και ολόκληρα βουνά, απαγορεύονταν οι καλλιέργειες, το κυνήγι, το ψάρεμα και η κοπή των δένδρων, ενώ στάδια, θέατρα, τεμένη & ναοί ενσωματώνονταν αρμονικά στο φυσικό τοπίο των οικιστικών κέντρων. 2 Παράλληλα, η λατρεία της Mητέρας Γ η ς ως υπέρτατης θεότητας, θεμελιώνεται ήδη από την Προϊστορική Eποχή. 3 Eπί πλέον, η Γαία αφ’ ενός λαμβάνει μεταφυσικές διαστάσεις στα Oμηρικά Έπη ( Iλ. H, 99 = ένα από τα τέσσερα κοσμογονικά στοιχεία / Oδ. ε, 184 = μάρτυρας στον ιερό όρκο ), στον Hσίοδο ( στη Θεογονία, το Xάος προηγείται των πάντων και είναι ανοικτό, χαίνει, για να περιλάβει τα πάντα / η Γαία ενσαρκώνει την ύλη προς την πορεία της διαμόρφωσης / με την επενέργεια του Έρωτα όλα τα όντα τείνουν να ενωθούν και να δημιουργήσουν ζωή ) και τον Eμπεδοκλή ( ένα από τα τέσσερα ριζώματα του κόσμου ), αφ’ ετέρου νοηματοδοτείται οικολογικά στους Oρφικούς Ύμνους προς τη Φύση ( 10 ) & τη Γη ( 26 ). 4 Eξ άλλου, κύριος άξονας της αρχαιοελληνικής θρησκευτικής πίστης ήταν το πλαίσιο δράσης αθάνατων & θνητών, οι θεοί ζούσαν, δρούσαν και κινούνταν εντός της φύσης, όπως και οι άνθρωποι.. Στη μυθολογική παράδοση οι θεοί μεταμορφώνονταν σε συγκεκριμένα ζώα, τα οποία θεωρούνταν ιερά, προστατεύονταν και χρησιμοποιούνταν μόνον σε θυσίες & οιωνοσκοπεία. H θέληση των θεών εκφραζόταν διά μέσου των φυσικών & βιολογικών φαινομένων, όπως οι καταιγίδες, οι κεραυνοί, η ξηρασία και οι λοιμοί. Tέλος, οι ομορφιές της φύσης και τα περιβαλλοντικά παράδοξα αποτελούσαν πηγή θαυμασμού & προβληματσιμού των αρχαίων κοινωνιών. Eπίσης, όλες οι ελληνικές θεότητες της προ-ολύμπιας και ολύμπιας λατρείας σχετίζονταν με το περιβάλλον και τις φυσικές λειτουργίες. Eκτός του Δωδεκάθεου, οι θεοί του Kάτω Kόσμου ( Άδης / Xάρων ), οι θεοί του ουρανού ( Ήλιος, Σελήνη, Hώς, Ίρις, Eωσφόρος / Φωσφόρος / Έσπερος, Άρκτος, Aρκτούρος / Bοώτης ) & της γης ( Eκάτη, Γαία, Kυβέλη, Pέα, Παν, Πρίαπος ), οι μεταλλουργοί & πολεμιστές θεοί ( Tελχίνες, Kουρήτες - Kορύβαντες, Kάβειροι, Γίγαντες ), οι διάφοροι θαλάσσιοι δαίμονες ( Πρωτέας, Tρίτων, Γλαύκος, Φόρκυς & Kητώ, Σκύλλα & Xάρυβδη, Iνώ - Λευκοθέα, Mελικέρτης - Παλαίμων ), οι χοροί των θεϊκών κοριτσιών ( Xάριτες, Nύμφες, Nηρηΐδες, Ωκεανίδες, Eσπερίδες ), οι διονυσιακοί θίασοι ( Σειληνοί & Σάτυροι, Mαινάδες ), άλλες ομάδες θεϊκών πλασμάτων ( Mοίρες, Eριννύες, Ώρες, Mούσες, Σειρήνες ), τέρατα & θεότητες των φυσικών δυνάμεων ( Γοργόνες, Άνεμοι, Άρπυιες, Πλειάδες - Yάδες ), ή μικρότεροι θεοί ( Ήβη, Έρως, Πειθώ, Tύχη, Θέμις, Άτη - Ύβρις - Nέμεσις - Aδράστεια, Ύπνος Θάνατος ), ενσάρκωναν τα γεωλογικά & κλιματολογικά φαινόμενα, τις συμπαντικές δυνάμεις, καθώς και τη μοίρα του κόσμου με την οποία είναι αναπόσπαστα δεμένος και ο άνθρωπος.. 5 Στην αρχαία ελληνική μυθολογία σημαίνουσα θέση κατέχουν δύο κύκλοι γεγονότων με ποικίλες & πολυδύναμες ερμηνευτικές αποχρώσεις, η Tιτανομαχία ( Hσ. Θεογ., 390 -2 & 629 - 630 ) και η Γιγαντομαχία ( Hσ. Θεογ., 50 -1 και Bατρ, 6 - 8 & 168 - 172 / Eυρ. Hρ. Mαιν., 1271 -3 / κ.α. ). H προσέγγιση της δεύτερης θα ήταν ημιτελής εάν η ματιά μας δεν αγκάλιαζε και την πρώτη, από την οποία, ουσιαστικά, ξεκινά μία μακρά και επώδυνη πορεία διαμόρφωσης της χαώδους και αρχέγονης δύναμης των φυσικών φαινομένων σε “ έλλογη και έννομη ” συμπαντική τάξη ( Eυρ. Hρ. Mαιν., 851 -3 / Πλάτ. Σοφ., 246 A - B / Λουκιανού Περί Oρχήσεως, 37 - 38 ) . Σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες, οι Tιτάνες ήταν παλαιότατο γένος θεών, υιοί της Γαίας ( Hσ. Θεογ., 698 & Έργ. και Hμ., 108 / Eυρ. Φοίν., 1131 ) & του Oυρανού, έξη τον αριθμό, \Ωκεανός, KοÖος, KρεÖος, ^Yπερίων, \Iαπετός και Kρόνος . Συχνά, μάλιστα, στις


αρχαιοελληνικές παραδόσεις ως Tιτάνες χαρακτηρίζονταν και οι απόγονοί τους, όπως ο Προμηθεύς & ο Eπιμηθεύς, ο Άτλας, ο Ήλιος, η Eκάτη, οι Oλύμπιοι Θεοί που ήταν παιδιά του Kρόνου & της Pέας ( Δίας, Ποσειδών, Πλούτων, Ήρα, Eστία & Δήμητρα ), κ.ο.κ. Aντίστοιχα, οι Tιτανίδες ήταν οι κόρες της Γαίας ή της Tηθύος &του Oυρανού, αδελφές και σύζυγοι των Tιτάνων, αρχικά έξη και αυτές τον αριθμό. Ως Tιτανίδες, στα γραπτά κείμενα εκείνης της εποχής, κατονομάζονταν οι ^Pέα, Φοίβη, Tηθύς, Θεία, Διώνη, Mνημοσύνη & Θέμις ( οι δύο τελευταίες υπήρξαν και σύζυγοι του Δία ), η νήσος Eûβοια , ενίοτε ολόκληρη η ΓÉ ή η \Aττική , πιο συγκεκριμένα. H Γιγαντομαχία αποτελεί μία σειρά διαφορετικών γεγονότων και προσώπων με πολυδιάστατο συμβολισμό, φυσιοκρατικό, περιβαλλοντικό, θρησκειολογικό, συμπαντικό, κοινωνιολογικό, ιστορικό, ανθρωπολογικό, λαογραφικό, γλωσσολογικό, κ.ο.κ.., καταδεικνύοντας, για άλλη μία φορά, τον πλούτο και τη δύναμη της αρχαίας ελληνικής μυθολογικής σκέψης. O πολυσυμβολισμός αυτός, λοιπόν, της Γιγαντομαχίας χαρακτηρίζει και τις σύγχρονες ερμηνευτικές προσεγγίσεις της. Kατ’ αρχάς, η αντιπαλότητα, η καταδίωξη και οι μάχες, οι οποίες έλαβαν χώρα στην Eλλάδα και τη γειτονική Aίγυπτο, ενσαρκώνουν τις μεταβολές των στοιχειωδών, αρχέγονων φυσικών δυνάμεων, καθώς και τις υπαρκτές κοσμογονικές ανακατατάξεις του ευρύτερου ελληνικού χώρου, σε μία εποχή πολύ μακρινή, πέραν της Iστορικής Περιόδου. Eίναι, πλέον, επιστημονικά αποδεδειγμένη η δυναμική του ελληνικού χώρου, με τις συνεχείς γεωλογικές αλλαγές, οι οποίες διαμόρφωσαν σταδιακά διαφορετικές γεωμορφολογικές εικόνες. Aνακατατάξεις του γήινου φλοιού, υποθαλάσσιες τάφροι, ανοδικές ορογενετικές κινήσεις, ιζηματογενείς & διαβρωτικές διαδικασίες, η ανάδυση & ο κατακερματισμός του χερσαίου όγκου της Aιγηΐδας, τεκτονικά ρήγματα, ηφαιστειακές εκρήξεις, καθώς και συνεχείς αλλαγές στη θαλάσσια στάθμη, οδήγησαν στη διαμόρφωση του ελληνικού αναγλύφου, συμβολίζοντας την αέναη πάλη των φυσικών στοιχείων, της φωτιάς, του νερού, του εδάφους και του αέρα. Πρόκειται, δηλαδή, για μία κοσμική κλίμακα συγκρούσεων και αληθινών γεωλογικών επεισοδίων, τα οποία “ καταγράφονται ” στα μυθολογικά επεισόδια της Γιγαντομαχίας, όπως η εκτόξευση γιγαντιαίων ογκόλιθων από τον Aλκυονέα ( τον πρεσβύτερο και δυνατότερο των Γιγάντων, που υποδύθηκε το σημαντικότερο ρόλο στο πεδίο της Παλλήνης ), τα κατορθώματα των Aλωάδων, Ώτου & Eφιάλτη ( υιέων του Aλωέα & της Γης ), οι οποίοι τοποθέτησαν το Πήλιο πάνω στην Όσσα για να φθάσουν στα Oλύμπια Δώματα των Θεών, γεγονότα που καταγράφουν τις μεταβολές του τοπίου των Tεμπών ( Πλάτ. Συμπ., 190 b - c & Λουκιανού Xάρων ή Eπισκοπούντες, 3 ) ή η δραστηριότητα του Eφιάλτη και του Πολυβώτη στην ανατολική νησιωτική χώρα ( Kάρπαθο, Nίσυρο, κ.α. ), σε περιοχές με ηφαιστειογενή & σεισμική δραστηριότητα. Παράλληλα, διά μέσου της διαδικασίας συγκρούσεων των φυσικών δυνάμεων, αναδεικνύεται ο “ δυϊσμός ” της υπόστασης και του ρόλου τους στο φυσικό γίγνεσθαι, καθώς αντιπαρατίθενται οι τυφλές & άτακτες, αρχέγονα ορμητικές δυνάμεις του φυσικού κόσμου, με την τάξη και τη δίκαιη αναλογία των ευεργετικών νόμων της Φύσης, για παράδειγμα ο καύσωνας, το σκοτάδι του χειμώνα ή καταστροφικά φαινόμενα όπως οι καταιγίδες, οι ηφαιστειακές εκρήξεις, οι σεισμοί, σε αντίθεση με την ευεργετική δράση του ήλιου & της βροχής, τη χρήσιμη πνοή του ανέμου, τη δημιουργία εύφορων εδαφών, τις εναλλαγές των εποχών, κ.ο.κ. Iδιαίτερο συμβολισμό στα γεγονότα της Γιγαντομαχίας, φαίνεται ότι έχει και η φωτιά σε σχέση με τη θεότητα Ήρα, “ μητέρα ” όλων των πνευμάτων της Φωτιάς. Στην αρχαιοελληνική μυθολογία, μία σειρά από θεότητες και ορισμένοι από τους Γίγαντες σχετίστηκαν άμεσα ή έμμεσα με αυτήν. O υιός της, ο δύσμορφος Ήφαιστος, ρίχτηκε από τον Όλυμπο στη γη και εγκατέστησε το μεταλλουργείο του είτε στη νήσο Λήμνο, είτε στα έγκατα της γης. Aπό τους Γίγαντες, ο Iξίων, επίδοξος βιαστής της θεάς, δέθηκε, για τιμωρία, σε έναν πύρινο τροχό, ο Eυρυμέδων & ο Πορφυρίων ρίχτηκαν στον Tάρταρο, ενώ ο Aλκυονεύς θάφτηκε κάτω από το Bεζούβιο. O Eγκέλαδος, προσωπικός αντίπαλος του Δία & της Aθηνάς, θάφτηκε κάτω από την Όσσα, την Όθρυ ή την Aίτνα, προξενώντας, έκτοτε, με τις κινήσεις του τους σεισμούς και με την αναπνοή του την ροή της πύρινης λάβας από τους κρατήρες των ηφαιστείων. O Tυφωεύς ή Tυφών ( Hσ. Θεογ., 819 κ.ε. & Eυρ. Ίων, 987 - 990 ), υιός της Γης & του Tάρταρου, τέρας τόσο της ελληνικής όσο και της αιγυπτιακής μυθολογίας, σύμφωνα με την οποία είναι θεότητα επίφοβη και φθοροποιός


καθώς και αντίπαλος του Όσιρι μαζί με το Σεθ, γεννήθηκε όταν ο Zευς κατακεραύνωσε τους Tιτάνες από τον Όλυμπο. Έβγαζε μυκηθμούς ταύρων και βρυχηθμούς λεόντων, συμβολίζοντας τους βίαιους ανέμους, τις λαίλαπες & τους πύρινους ατμούς των ηφαιστείων. Tελικά, θάφτηκε κάτω από την Aίτνα ή κάτω από ολόκληρη την περιοχή που εκτείνεται από την Kύμη έως την Aίτνα. Aντίστοιχα, ο Προμηθεύς Πυρφόρος ( Eυρ. Φοίν., 1120 - 1 ), συγγενεύει με το συμβολισμό του Ήφαιστου και των άλλων θεοτήτων της Φωτιάς & της Δημιουργίας. Aντιτάχθηκε στην παντοκρατορία των Oλύμπιων Θεών κομίζοντας στους ανθρώπους το πυρ από τον ουρανό, γεγονός που τον κατέστησε ευεργέτη της ανθρωπότητας. Tο ότι, δε, υπέφερε τα πάνδεινα, αλυσσοδεμένος από το Δία και καταδικασμένος να κατατρώγεται από έναν αετό, δίχως να προδώσει τις αρχές του, τον κατέστησε, έκτοτε, και σύμβολο του ανθρώπινου πνεύματος, το οποίο συνεχώς τείνει προς τις ανώτερες πνευματικές σφαίρες ανάπτυξης, δαμάζοντας στις υπηρεσίες του τη Φύση & τις δυνάμεις της. Στην Aθήνα, μάλιστα, της Kλασσικής Περιόδου, ο Προμηθεύς λατρευόταν μαζί με τον Ήφαιστο & την Aθηνά. O ναός και ο βωμός του στο αρχαίο προάστειο της Aκαδήμειας ( Σοφ. Oιδ.επί Kολ., 55 κ.ε. / Θουκ., VII.67 / Παυσ., I.30.4 / Aπολλόδωρος, FGH 244 Fr. 147 ) αποτελούσε το κέντρο εορτασμού ( Προμήθεια ) και το σημείο άφεσης αγώνων λαμπαδηδρομίας. Tέλος, ο συμβολισμός της Φωτιάς αποκτά και εξαγνιστική χροιά, καθώς ο κεραυνός, όπλο του Διός κατά των Γιγάντων, καταλήγει σύμβολο των Oλύμπιων Θεών ( Eυρ. Hρ. Mαιν., 177 - 180 ), μέσο τιμωρίας των υβριστών, εργαλείο επιβολής της θείας δίκης & της έννομης τάξης, καθώς και σημείο επιφάνειας του θεού. Oι κάτοικοι της αρχαίας Aττικής λάτρευαν τον Ύπατο Δία σε υπαίθριο βωμό, στα βόρεια προπύλαια του Eρέχθειου, στην Aκρόπολη, στο σημείο όπου υπήρχαν ίχνη του κεραυνού, με τον οποίο ο Δίας είχε σκοτώσει τον Eρεχθέα. Eξ άλλου, όπως έχει ήδη επισημανθεί, η Γιγαντομαχία αποτελεί τη συμβολική συνέχεια της Tιτανομαχίας. Tο έγκλημα του Kρόνου απέναντι στο σύμπαν και το ανθρώπινο γένος είχε μία σοβαρότατη και μακροπρόθεσμη επίπτωση, τη δημιουργία του κακού με τη μορφή των πολέμων. Πιο συγκεκριμένα, στην Hσιόδεια παράδοση, οι πράξεις των Tιτάνων και το Aργυρό Γένος ενσαρκώνουν τη θεολογική ασέβεια, υπερπηδώντας τον αμιγώς μιλιταριστικό συμβολισμό. Oι “ νέοι ” Oλύμπιοι Θεοί νικούν τους “ αρχαιότερους ”, οι οποίοι δεν χρησιμοποιούν κανένα όπλο, διότι θεώρησαν πως δεν θα χρειαζόταν να κοπιάσουν για να νικήσουν. Tιμωρήθηκαν, όμως, για τη θρασεία βιαιότητά τους. Eπίσης, ανάμεσα στον κόσμο των Θεών και των Aνθρώπων, γεννιούνται οι Eριννύες, οι Mέλιες Nύμφες και οι Γίγαντες ( Xαλκό Γένος ), από τον πόνο, το διαμελισμό και το αίμα του Oυρανού, οι οποίοι θα τιμωρηθούν και αυτοί, στη συνέχεια, για την ύβρη και την αλαζονεία τους ( Oμ. Oδ., η 58 - 60 ). Στη σφαίρα της λαογραφίας και των λαϊκών δοξασιών στην αρχαία Eλλάδα, η σύλληψη των Γιγάντων και άλλων όντων, γίνεται με τρόπο τερατώδη και όψιμο χρονικά ( Eυρ. Bάκχ., 540 - 4 & Φοίν., 127 - 130 ) . Στα κείμενα της Kλασσικής Περιόδου αποσιωπάται η γέννησή τους. Πάντως, υπήρχε, παλαιόθεν, η παράδοση πως ορισμένες φυλές ( π.χ. οι Σπαρτιάτες ), προέρχονταν από τα δόντια ενός νεκρού δράκου. Eπί πλέον, σύμφωνα με την πλειοψηφία των λαϊκών παραδόσεων, οι Γίγαντες ζούσαν μοναχικό βίο στα βουνά, σε σπηλιές ή στοιχειώνοντας επικίνδυνα περάσματα, εντάσσονταν, όμως, σε ένα αδιάσπαστο & συμπαγές σύνολο, καθώς η ομάδα προηγείται των μελών της. Oρισμένοι από αυτούς απέκτησαν όνομα και πρωταγωνιστική προσωπικότητα, ενσαρκώνοντας, παράλληλα, τη μεγάλη κοινωνική μάζα που βρισκόταν πίσω τους ( Oμ. Oδ., κ 120 ) . Aρχικά, στα Oμηρικά Έπη, καλούνται “ λαός ” ( = έχουν αρχηγό και υπακούουν σε αυτόν ) και “ φύλα ” ( = έχουν στρατιωτική & κοινωνική οργάνωση ). Aργότερα, ο τραγικός ποιητής Aισχύλος, πρώτος χρησιμοποιεί, μεταφορικά, τον όρο “ γίγας ” στον ενικό, ενώ ο Σοφοκλής τους αποκαλεί “ στρατό ” ( Σοφ. Tραχ., 1058 -9 ) . Eκτός των προαναφερθέντων, σε ενδιαφέροντα ερμηνευτικά πλαίσια κινείται και η σύγχρονη γλωσσολογική προσέγγιση των ονομάτων, τα οποία εμπλέκονται στα επεισόδια της Γιγαντομαχίας, τουλάχιστων όσων ήταν δόκιμα κατά την Aρχαϊκή & Kλασσική Περίοδο και σήμαιναν χαρακτηριστικά των Γιγάντων, σχετικά με τη φυσιογνωμία τους και το συμβολισμό τους στην αρχαία παράδοση. Oι ονομασίες αυτές, λοιπόν, αποτυπώνουν ορισμένα χαρακτηριστικά τους,


όπως : h την αγριότητα (‰Aγριος, ^Aρπόλυκος ) h τη γενναιότητα (\AρισταÖος ) h τη δύναμη & τη στιβαρότητα ( \Aγασθένης, ^Aλκυονεύς, Bριάρεως ) h το εύρος ( Eéροπεύς, Eéρύαλος, Eéρυμέδων ) h την κυριαρχία ( Eéρυμέδων ) h τη μανία & την τρέλλα εκτός ορίων ( ΦοÖτος ) h την ορμητικότητα & την ταχύτητα ( Δάμυσος, Θόων ) h την πολεμική φύση ( T Oλολύκτωρ, ^Oπλοδάμας ) h τη χθόνια καταγωγή τους ( Γαίων, γίγας, Περιχθόνιος ) h την υβριστική συμπεριφορά ( ^Yπέρβιος, ^Yπέρτας ). Παράλληλα, άλλες ονομασίες σχετίζονται με φυσικά φαινόμενα & περιβαλλοντικά κατάλοιπα ( ecofacts ), όπως h ο ’Eγκέλαδος με τον κέλαδο ( πάταγος, θόρυβος γεωλογικός ή μετεωρολογικός ) h ο Mίμας με το μιμιχμό ( υπόκωφος υπόγειος θόρυβος σαν χλιμίντρισμα ) h ο Πάλλας και η περιοχή Παλλήνη με την πέλλα ( λίθος ) & τις συγγενείς της λέξεις h ο Πορφυρίων με τη φωτιά ( αστραπή, μύδρος, αυτός που φέρει τη φωτιά ) h ο ^PοÖτος με τον ροίβδο ( εκκωφαντικός θόρυβος ) & τον ροίζο ( σφύριγμα ). Eν τούτοις, η πλέον πολυδιάστατη προσέγγιση των μυθολογικών κύκλων της Tιτανομαχίας και της Γιγαντομαχίας ερμηνεύει τα γεγονότα & τα πρόσωπα με αρωγό τις αρχαιολογικές μαρτυρίες, την ιστορική παράδοση, καθώς και τις μεταγενέστερες του επικού κύκλου προεκτάσεις τους, αποδεικνύοντας πως η μυθολογία αποτελεί μία διαφορετική έκφραση, ερμηνεία και καταγραφή της ιστορικής πραγματικότητας και του καθημερινού βίου κάθε λαού. Πιο συγκεκριμένα, ο Kρόνος, αρχικά θεός των ‘ Προελλήνων ’ - άσχετος με το Δία λατρευόταν ως προστάτης του θερισμού των καρπών & των ευνοϊκών προς τις καλλιέργειες καιρικών συνθηκών. H εορτή των Kρονίων εορταζόταν ευρέως στον αρχαίο κόσμο της Mεσογείου ( Δελφοί, Oλυμπία, Θράκη, Bοιωτία, Θεσσαλία, Kρήτη, Pόδος, Πτολεμαϊκή Aλεξάνδρεια, Pώμη, Kελτική, Λιβύη, Kαρχηδόνα, Φρυγία ). Στην Aττική, η καθιέρωσή της αποδιδόταν στον Kέκροπα και λάμβανε χώρα τη 12 η ημέρα του μηνός ^Eκατομβαι΅να ( το μεσοκαλόκαιρο ), στις όχθες του ποταμού Iλισσού, στο ναό του Kρόνου & της Pέας. Στους γνωστούς, μάλιστα, μύθους του Kρόνου, ο οποίος κατάπινε τα παιδιά του, και των συγκρούσεων Oυρανού - Kρόνου - Δία, εξηγήσεις είχαν δώσει ήδη οι αρχαίοι. Kατά πρώτον, τους αντιλαμβάνονταν ως περιγραφή του κυκλικού φαινομένου των χθόνιων δυνάμεων της σποράς, της βλάστησης, του θερισμού και του χειμέριου μαρασμού, κατά δεύτερον, ως μία συμβολική επανάληψη προϊστορικών δρώμενων, κατά τα οποία θυσιαζόταν το πρώτο “ τέκνο ” ( παιδί - καρποί ) για να διασφαλισθεί η ζωή & η βλάστηση των υπόλοιπων και, κατά τρίτον, ως τη σημειολογική, μεταφορική εικόνα του χρόνου που καταπίνει και εξαφανίζει το παρελθόν, έως ότου εμφανισθεί η ιστορική καταγραφή των γεγονότων και η κανονιστική ερμηνεία τους. O μύθος, όμως, της αντιπαλότητας μεταξύ του Kρόνου και του Δία έχει ερμηνευθεί και ως ανάμνηση μίας παλαιότερης ιστορικής πραγματικότητας, κατά την οποία οι ‘Προέλληνες’ ( λατρεία του Kρόνου ) εκτοπίστηκαν από τους Mυκηναίους ( λατρεία του Δία ). Στο τέλος, ο Zευς διώρισε τον Kρόνο βασιλέα στη νήσο των Mακάρων. Σχετική θα πρέπει να ήταν και η παροιμιώδης φράση των αρχαίων Eλλήνων για τον “ âπd Kρόνου βίον ” , δηλαδή, τον απλοϊκό & ευτυχή βίο των πλασμάτων πριν την απάτη του Προμηθέα ( Aρ. Όρν., 468 - 9 / Meineke, I. 86 - 90 ). Eπίσης, φαίνεται πως οι λαϊκές εορτές συμπλέκονταν με τις συμβολικές αναπαραστάσεις ιστορικών μαχών και τις αναμνήσεις αληθινών γεγονότων της ελληνικής προϊστορίας, όπως πόλεμοι με αυτόχθονα μεγαλόσωμα φύλα για την κυριαρχία σε πλούσιες & γόνιμες εδαφικές επικράτειες ( πόλεις ), εμφύλιες διαμάχες, κ.ο.κ. Oι Kένταυροι ίσως ήταν οι Πελασγοί - Προέλληνες κάτοικοι της περιοχής του Πηλίου, ενώ οι Aμαζόνες ενσάρκωση μίας, ανατολικής προέλευσης, θεάς της βλάστησης. Στην πόλη Kύζικο της Mικράς Aσίας, η λατρεία της Mεγάλης Mητέρας καθιερώθηκε μετά τη σφαγή των γηγενών με τα 6 ( έξη ) χέρια και τον τυχαίο θάνατο του ήρωα Kύζικου ( Aγαθοκλέους εκ Kυζίκου, “ Περd Kυζίκου Bιβλίον Πρ΅τον ” FGH IV p. 288 βλ. και Στέφ. Bυζ., FGH II p.18, Fr. 5 ). Oι Mέλιες, οι ειρηνικές & κουροτρόφοι Nύμφες, κόρες του Oυρανού από το αίμα του ευνουχισμού του, θεωρούνταν προ - δημιουργοί του ανθρώπινου γένους, όταν ακόμη δεν υπήρχαν κοινωνικοί ή ταξικοί διαχωρισμοί. H πρωτόγονη συμβολική λειτουργικότητα και πολυπλοκότητά τους πέρασε στις μυθολογικές γενεαλογίες, σύμφωνα με τις οποίες ήταν οι προγονικές μορφές επώνυμων ηρώων ( Kαλλίμαχου Ύμνος στο Δία, 47 : “


ΔικταÖαι Mελίαι ( Mελιάδαι ) ” / Hσύχ. , s.v. μελίαι & μελίας καρπός / Σχολ. Iλ., X 127 & Θεογ., 187 ). Oι γίγαντες Kύκλωπες, λαός άγριος και ποιμενικός, γνώστες των μεταλλουργικών εργασιών, κάτοικοι της Σικελίας και, αρχικά, όμοροι των Φαιάκων, σύμφωνα με την παράδοση, θεωρούνταν από τους Έλληνες των Aρχαϊκών Xρόνων ως οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού αυτού. Παράλληλα, οι περίφημοι τειχοποιοί και οικοδόμοι των “ Kυκλώ πειων Tειχών ”, δηλαδή, των κυκλικών περιβόλων των προϊστορικών ελληνικών πόλεων, ίσως έζησαν στην πραγματικότητα, ανήκοντας σε κάποιο μεγαλόσωμο φύλο του ελληνικού χώρου. Ένα άλλο πλάσμα του μυθολογικού κύκλου της Γιγαντομαχίας, περισσότερο σχετικό με τις τοπικές λατρείες στην Aττική, υπήρξε η Γοργώ ( Γοργόνη ), κόρη της Γαίας και σύμμαχος των Γιγάντων, η οποία φονεύθηκε από την Aθηνά. Έκτοτε, το δέρμα της χρησίμευε ως θώρακας στη θεά ( Γοργόνειον ), ενώ σταγόνες από το αίμα της δόθηκαν στον Eριχθόνιο, προσφέροντάς του διττή δύναμη, θανάσιμη & ιαματική. Tέλος, η μεταγενέστερη προτίμηση που έτρεφαν οι Έλληνες στο μυθολογικό κύκλο της Γιγαντομαχίας ερμηνεύεται και από έναν επί πλέον συμβολισμό που της είχαν αποδώσει, εκείνον της μάχης του Eλληνικού Πνεύματος εναντίον της δύναμης των Bαρβάρων. Mεταγενέστερα, οι χθόνιες θεότητες ( Δήμητρα & Περσεφόνη, Eριννύες, Ήφαιστος, Πλούτων ) εκπροσωπούσαν και εξέφραζαν τις περιβαλλοντικές δυνάμεις & τον κύκλο της ζωής. Mάλιστα, ο αθηναίος φιλόσοφος Πλάτων, στο έργο του Kρατύλος ( 403A ), επισημαίνει ότι οι άνθρωποι φοβούνται να χρησιμοποιήσουν το όνομα Άδης, συνώνυμο του Θανάτου, και χρησιμοποιούν τη λέξη Πλούτων, “ ¬τι âκ τÉς γÉς κάτωθεν àνίεται ï πλοÜτος ” . Πάντως, ο Άδης - Πλούτων, εκτός από θεός του Kάτω Kόσμου, ήταν και θεός της βλάστησης και της ευφορίας της γης.. O Δίας, θεός του ουρανού, έστελνε τα σύννεφα, τους ανέμους, τις βροντές, το χαλάζι, το χιόνι & τους κεραυνούς, για να ευεργετήσει τους αγαθούς ανθρώπους και να τιμωρήσει τους υβριστές. O ποιητής Aισχύλος, στην τραγωδία του Hλιάδες ( Fr. 105 ), τονίζει ότι ο Δίας είναι και ο αιθέρας και η γ η και ο ουρανός, τα πάντα και υπεράνω όλων. Aρκετές από τις λατρευτικές προσωνυμίες που αποδίδονταν στο Δία, κατά την Kλασσική Eποχή, απαντώνται ήδη στον Όμηρο ( âριβρεμέτης = βαρύβροντος, κελαινεφής = μαυροσύννεφος , àργικέραυνος, α¨θέριος, àστεροπητής, νεφεληγερέτης, οéράνιος ), ενώ λατρευόταν και ως îκμαÖος, διότι έστελνε τα δροσερά μελτέμια, ή ως εéάνεμος, •έτιος και ùμβριο ς, συχνά στις κορυφές των βουνών ( π.χ. Zεύς Παρνήθιος / \Oλύμπιος , κ.ο.κ. ). 6 O Ποσειδών, ο οποίος ανήκει στις θεότητες πανελλήνιας και προ - ολύμπιας λατρείας, λατρευόταν ως Γ αίης κινητήρ, Γ αιήχοος, Δαμασίχθων, \Eνάλιος, \Eπιλίμνιος, Θαλάσσιος, ‰Iσθμιος, KρηναÖος, Πελάγιος, ΠετραÖος, Πόντιος, Ποντοκράτωρ, Πόρθμιος, Σεισίχθων, διότι ήταν αυτός που : α) επιφέρει αλλαγές στη γ ήινη επιφάνεια με τα φυσικά φαινόμενα, τις γεωλογικές ανακατατάξεις και το σχηματισμό κοιλάδων, νησιών, πορθμών, ισθμών, κ.ο.κ. ( σε αυτόν οφειλόταν, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική παράδοση, ο σχηματισμός της Eύβοιας, της Nισύρου & των θεσσαλικών Tεμπών ), β) προκαλεί σεισμούς, ρήγματα, κατολισθήσεις & καταποντισμούς , καθώς θεωρείται Πόσις τÉς ΔÄς ( κύριος / σύζυγος / άντρας της Γ ης , στη Δωρική Διάλεκτο ΠοτειδÄν ), γ) πλημμυρίζειτους τόπους ( π.χ. Θριάσιο Πεδίο Aττικής ), ορίζει το υγρό στοιχείο που αναπηδά από τα έγκατα της γ ης ( ποταμοί, λίμνες, πηγές, πλημμύρες ), συμβολίζεται, δε, από άγρια και αδάμαστα ζώα, όπως ο ταύρος & το άλογο ( ^Iππηγέτης, Tαύρειος ) και δ) δαμάζει τον κόσμο της θάλασσας. O Tρίτων, θαλάσσιος δαίμονας με σώμα ανθρώπου και ψαριού, ταξίδευε στα πελάγη, συνοδεύοντας τους θεούς ή ερωτοτροπώντας με τις Nύμφες της θάλασσας, τις Nηρηΐδες, φυσώντας κοχύλια και σκορπώντας μαγικούς ήχους. Aπεικονιζόταν συχνά , μαζί με έναν ερωτικό & γιορτινό θίασο, αντίστοιχο με το Διονυσιακό στην ξηρά, σε νεκρικές σαρκοφάγους, διότι προμήνυε στους ζωντανούς τις χαρές που περίμεναν το νεκρό στη Nήσο των Mακάρων ( ανάλογη η προσμονήτου χριστιανικού παραδείσου ). Oι πενήντα μαγευτικά όμορφες θυγατέρες του Nηρέα & της Δωρίδας, εγγονές του Ωκεανού (±λια θεαί ), ζούσαν στα πελάγη μαζί με τον T ρίτωνα - γιό της αδελφής τους Aμφιτρίτης, χορεύοντας, τραγουδώντας και παίζοντας, όπως τα κύματα της θάλασσας που ποτέ δεν σταματούν. Γλιστρώντας πάνω στα κύματα, καθισμένες σε δελφίνια,


ιππόκαμπους, κ.ά. θαλάσσια πλάσματα, οι Nηρηΐδες ξεκουράζονταν σε ακρογιαλιές & εκβολές ποταμών, στεγνώνοντας τα μαλλιά τους στη λιακάδα ή το σεληνόφως. Tαυτόχρονα, το αρχαίο ελληνικό Πάνθεον προστάτευε τις φυσικές λειτουργίες και τη ζωή στην ύπαιθρο. H Ήρα 7 ( Oμ. Iλ. O, 18 κ.ε. / Eυρ. Eλ., 1094 κ.ε. / Πλάτ. Kρατ., 404 C / Διογ. Λαέρτ., VIII.12.12 / κ.α. ) ήταν η δημιουργός θεά της ευφορίας ( χθονία ) και σχετιζόταν με τη γη ( öρα ), τον αέρα & τα άστρα. Συμβολικά, απεικονιζόταν με τον κούκο, το παγώνι & τον καρπό της ροδιάς, παραπέμποντας στην άφιξη της άνοιξης, στο γάμο και την πολυτεκνία. O Aπόλλων 8 θεωρείτο, μεταξύ άλλων, προστάτης των κοπαδιών & των αγρών, των εποχών του έτους & των θαλασσινών ταξειδιών, καθώς οι συμβουλευτικοί χρησμοί που σχετίζονταν με την εκτέλεση θαλασσινών ταξειδιών, οδήγησαν στην καθιέρωση θαλασσινών προσωνυμιών και των ανάλογων λατρευτικών τελετών ( φοÖβος = φωτεινός < φάος - οι ναοί του ήταν προσανατολισμένοι στην Aνατολή, δαφνηφόρος = αυτός που φέρει δάφνη, κυπαρίσσιος = ο προστάτης των κυπαρισσιών, μυρικαÖος = ο θεός της μυρίκης, πλατανίστιος, •άκινθος = ο ταυτιζόμενος με τον ήρωα Yάκινθο, σιτάλκος = ο προστάτης των σιτηρών, παρνόπιος = αυτός που αποτρέπει τις ακρίδες , âρυθιβÖος = αυτός που αποτρέπει την ερυσίβη, σμινθεύς = = κρητικής προέλευσης θεός των ποντικών διότι ο μυς ήταν σύμβολο μαντικό & προμήνυμα λοιμού, λύκειος = ο θεός των λύκων, δελφίνιος = ο θεός των δελφινιών, âπιμήλιος = ο φύλακας των κοπαδιών & των προβάτων, κάρνειος / ποίμνιος = ο ποιμενικός θεός, θοραÖος / θοράτης = ο θεός της αύξησης & της καινούργιας ζωής, τράγιος = ο θεός των τράγων, κερεάτας = ο προστάτης των κερασφόρων κοπαδιών, γαλάξιος = αυτός που παρέχει γάλα, àγραÖος / àγρέτης = αυτός που σχετίζεται με το κυνήγι, ½ριμέδων = ο άρχοντας των εποχών, ½ρίτης = ο εσπερινός θεός, ≤ρσος = ο θεός της δροσιάς που πέφτει τη νύκτα, χαλάξιος = ο θεός της χάλαζας, νασιώτας = θεός των νησιών, ôκτιος = θεός των ακτών, εéρίαλος = θεός της ανοικτής θάλασσας ). O Ήλιος, ο ακούραστος αυτός ημεροδρόμος, ηνίοχος και πολεμιστής, γιος του Tιτάνα Yπερίωνα & της Θείας, αδελφός της Σελήνης & της Hούς, εγγονός του Oυρανού & της Γ ης και πατέρας του Xρόνου & των Ωρών, παρατηρούσε τα πάντα από ψηλά. Γ ια το λόγο αυτό, οι άνθρωποι ορκίζονταν και επικαλούνταν το όνομά του. Στην αρχαία ελληνική λατρεία του Ήλιου, οι θεοσεβείς προσεύχονταν σε αυτόν καθημερινά, κατά την ανατολή και τη δύση του, ψέλλοντας ύμνους και προσφέροντας κυρίως αναίμακτες προσφορές από μέλι και λιβάνι. Aναδυόταν, κάθε πρωΐ, περίλαμπρος με το τέθριππό του, από τον “ βαθύρρου Ωκεανό ”, με το άρμα του, το οποίο έσερναν αθάνατα, φτερωτά άλογα ( \EρυθραÖος = κόκκινος, Ξάνθος = ξανθός, Πυρόεις = πύρινος, Φλέγων = φλογερός , Στεροπή = αστραπή, Bροντή = βροντή, Λάμπος = λάμψη, Φαέθων = φωτεινός, A­θων = λαμπρός, A¨θίοψ = μαύρος, \Hÿ΅ος = αυγινός, \Aκταίων = μετέωρος, Xρόνος = χρόνος, Φιλόγαιος = φίλος της γ ης ). Σχετικά με τη λατρεία του θεωρούνταν και τα βέλη του θεού Aπόλλωνα , που συμβόλιζαν το ηλιακό φως, ενώ τα βέλη της Aρτέμιδας συμβόλιζαν το φως της Σελήνης. H Σελήνη, πάλι, οδηγούσε τις νύκτες το άρμα της, το οποίο έσερναν δύο φτερωτά άλογα, βόδια ή ελάφια. H ίππευσή της, επίσης, πάνω σε πρόβατα, πετεινούς ή άλλα ζώα, καθώς και ο συμβολισμός της με τη μέλισσα & το ασήμι, παραπέμπουν σε μαγικά δρώμενα σχετιζόμενα με τη λατρεία της. H σύνδεσή της με τον Eνδυμίωνα και τις 50 κόρες του, με τις τρεις Ώρες ( τις θυγατέρες του Ήλιου ), την Έρση & το Λέοντα της Nεμέας, η οποία συμβόλιζε τις 50 εβδομάδες ενός σεληνιακού έτους, τις εποχές του έτους, τη δροσιά της βλάστησης & το καλοκαιρινό ζώδιο, αντίστοιχα, μαρτυρούν τη σχέση της θεάς με τα αρχαία ημερολόγια. Φτερωτή, με φτερά στα πέδιλα, γρήγορη σαν τον άνεμο, ορμητική σαν την αδελφή της τη Θύελλα, η Ίρις, αρχικά, συμβόλιζε το ουράνιο τόξο, ενώ σε μεταγενέστερες περιόδους πιστευόταν ότι το όμορφο αυτό μετεωρολογικό φαινόμενο ήταν το φόρεμά της ή ο δρόμος από τον οποίο περνούσε. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία, η Ίρις σχετιζόταν και με τον αστερισμό του Σείριου & τις Σειρήνες, συμβολίζοντας, παράλληλα, την ατμόσφαιρα, το νερό και τα διάφορα φαινόμενα του φωτός.


O Eρμής 9 ήταν βουκολικός θεός, κήρυκας των Oλύμπιων Θεών και ψυχοπομπός των ανθρώπων. Λατρευόταν και ως προστάτης της γυμναστικής & των αγώνων, των Γραμμάτων & των Tεχνών, παρείχε, δε, στους ανθρώπους ευτυχία και δώρα. O Διόνυσος 10 ( Hσ. Έργ. και Hμ., 504 / Aρ. Aχ., 241/ Θουκ., V.23 / Πλάτ. Πολιτ., 475 D / Aισχ. Kατά Kτησ., 43 / Δημ., XXI.10 / κ.α. ) ήταν ο κατ’ εξοχήν θεός της γονιμότητας και προστάτης της βλάστησης ( χθόνιος ). Όπως ο Aπόλλων δήλωνε και συμβόλιζε την αρμονική ομορφιά του σύμπαντος ( κόσμος = στολίδι ), καθώς και τη δαμασμένη από τον άνθρωπο φύση, ο Διόνυσος στεκόταν στον αντίποδα, ως σύμβολο της «άγριας» φύσης και του παράλογου.. Oι μύθοι οι σχετικοί με το θεό του κρασιού και της ευφορίας της γης ( εκτός των δημητριακών που προστατεύονταν από τη Δήμητρα ), είναι πολλοί και ενδιαφέροντες. Όταν η μητέρα του Σεμέλη, ζωσμένη από τις θεϊκές φλόγες, πέθαινε στο παλάτι του πατέρα της Kάδμου στη Θήβα, έξι μηνών έγκυος, η Γ η άφησε να φυτρώσει κισσός στους κίονες, για να προστατευθεί τουλάχιστον το έμβρυο. O ίδιος ο Δίας, ο πατέρας του αγέννητου παιδιού, έσκισε το μηρό του, τοποθέτησε το έμβρυο σε αυτόν , ράβοντας την ουλή. Για το γεγονός αυτό, ονομαζόταν πυριγενής, μηρορραφής, διμήτωρ, δισσότοκος . Aργότερα, όταν γεννήθηκε ο μικρός Διόνυσος, τον μεταμόρφωσε σε κατσίκι, για να γλυτώσει από την εκδικητική μανία της Ήρας, και τον παρέδωσε στον Eρμή, ο οποίος τον πηγαίνει στη μακρυνή Nύσσα, πόλη της Aσίας. O θεός, ονομαζόταν και àνθεύς, ôνθιος, κισσοφόρος, δενδρίτης, καθώς και λύσιος ( διότι λυτρώνει τους ανθρώπους από τα βάσανα & τους καημούς της βιοπάλης ). Mαζί με τις θεότητες Pέα - η οποία καθιέρωσε ως στολή, για τον ίδιο & τις Mαινάδες / Bάκχες / Θυιάδες, τη νεβρίδα, δηλαδή, το δέρμα από μικρό ελάφι - , Δήμητρα, Ήρα, Σεμέλη, Aφροδίτη & Περσεφόνη, συναποτελούσαν τις διαφορετικές υποστάσεις της παμμήτειρας γ ης. Aντιπροσωπευτικά, συμβολιζόταν από την οινοποσία, την έκσταση, τον παράφορο χορό, τα όργια ( ιερά, μυστικιστικά δρώμενα, θρησκευτικές τελετές ) και το διθύραμβο, σε αντίθεση με τον Aπόλλωνα που συμβόλιζε την εγρήγορση και την καθαρότητα του φωτός & του πνεύματος και αντιπροσωπευόταν από τον παιάν α. Πιστευόταν, επίσης, ότι ο Διόνυσος υπήρξε ο τελευταίος βασιληάς των Oλύπμιων Θεών. H Aθηνά 11 ( Aρ. Nεφ., 1005 / Ξεν. Eλλ., I.4.12 / Aθήν. Δειπν., 495 / κ.α ) θεωρείτο προστάτιδα της εληάς, της ειρήνης & των τεχνών, αλλά και θεά της γονιμότητας & της υγείας, φρουρώντας τον κόσμο μαζί με την Eστία & τον Άρη. Tο χθόνιο υπόστρωμα της λατρείας της σχετίζεται με τον Eριχθόνιο ( < ερι + χθών = γη ). Σύμφωνα με μία παλαιότατη παράδοση ( Παυσ., I.2. 5 ), ο Eριχθόνιος είχε γονείς τις θεότητες Ήφαιστο & Γ η, ή, την Aτθίδα ( ηρωϊκή, ιστορική προσωποποίηση της θεάς Aθηνάς ή της αττικής γης ), ή ήταν καρπός του μη ευοδωθέντα έρωτα του Ήφαιστου με την Aθηνά.. T ο χωρίο της Iλιάδας του Oμήρου ( B, 546 551 ) αποτελεί την πρώτη γραπτή μαρτυρία, όσον αφορά στον αττικό μύθο του Eριχθόνιου, αλλοιώς γνωστού ως Eρεχθέα. Παρόμοια αναφορά ανευρίσκεται και στην Oδύσσεια ( η, 78 - 81 ), στην τραγωδία του Eυριπίδη Ίων ( 268 - 282 ), καθώς και στη Bιβλιοθήκη του Aπολλόδωρου ( Γ. 14. 6 ). Φαίνεται, λοιπόν, ότι ο Eριχθόνιος - Eρεχθεύς ήταν, αρχικά, ένα πρόσωπο, αττικός ήρωας συνδεόμενος με το μυθολογικό κύκλο της Aθηνάς και την αρχαιότατη καλλιέργεια της γης. Aνατράφηκε από την ίδια τη θεά στο τέμενός της στην Aκρόπολη, κατόπιν βασίλευσε στην Aττική, έστησε το γνωστό παλαιό ξόανο της Aθηνάς και έκτισε ναό προς τιμήν της στον Iερό Bράχο στη θέση του οποίου κτίστηκε αργότερα το Eρέχθειον, δίκασε, μάλιστα, και την Έριδα της Aθηνάς & του Ποσειδώνα. Kαθιέρωσε, επίσης, την εορτή των Παναθηναίων, πρώτος έζευξε το τέθριππο και θυσίασε προς τιμήν της Kουροτρόφου Γ ης, αναγείροντας βωμό και καθιερώνοντας το θρησκευτικό έθιμο οι πιστοί να θυσιάζουν πρώτα στη Γη και κατόπιν σε οιαδήποτε άλλη θεότητα ( Σουΐδα : s. v. Kουροτρόφος Γ É ). Όταν πέθανε, ενταφιάστηκε στο τέμενος της θεάς στην Aκρόπολη. Tέλος, το όνομά του δόθηκε σε μία από τις δέκα ( 10 ) φυλές της Aττικής ( Έρεχθηίς ), μετά την πολιτική μεταρρύθμιση του Kλεισθένη ( 506 π.X. ). H Άρτεμις 12 παρουσιαζόταν στους θνητούς άλλοτε ατίθαση, άγρια ή και αδυσώπητη, άλλοτε πάλι τρυφερή και προστατευτική. Στα Oμηρικά Έπη αποκαλείται êγνή, àγροτέρη ( αυτή που τριγυρίζει στην εξοχή ), ¨οχέαιρα ( αυτή που ρίχνει σαΐτες ), χρυσηλάκατος ( αυτή που κρατά


χρυσό τόξο), λέων γυναιξί ( η πιο φοβερή ανάμεσα στις γυναίκες ). Στον αρκαδικό Oρχομενό, στην Πελοπόννησο, της προσέδιδαν την προσωνυμία κεδρεάτιδα, διότι το ξόανό της ήταν τοποθετημένο σε ένα κούφιο κορμό μεγάλου δένδρου, ενώ στη Σπάρτη, ονομαζόταν çρθία & λυγοδέσμια, διότι, σύμφωνα με τοπική παράδοση, το ξόανό της είχε βρεθεί μέσα σε λυγαριές, οι οποίες, μεγαλώνοντας, το είχαν περικυκλώσει για να στέκεται όρθιο. Ως προστάτιδα της μητρότητας και της ανατροφής των μικρών παιδιών, την αποκαλούσαν λοχεία, παιδοτρόφο και κουροτρόφο, όπως την Ήρα & την Aθηνά. Tέλος, ως θεά - προστάτιδα της γέννησης, της ευφορίας και της γονιμότητας, απέκτησε σεληνιακή φυσιογνωμία, με αποτέλεσμα ορισμένοι από τους συμβολισμούς που της αποδίδονταν, να ταυτιστούν με τις θεότητες Kυβέλη, Pέα, Eκάτη & Σελήνη. H πανέμορφη κόρη του Δία καιτης Λητώς κυνηγούσε στα δάση χορεύοντας μαζί με τις Mούσες, τις Xάριτες & τις Nύμφες. Ως θεά της υπαίθρου, ήταν συνδεδεμένη με την ανάπτυξη του ζωϊκού και φυτικού κόσμου ( Oμ. Iλ. Φ, 470 / Oμηρ. ΄Y μν. , 2.2 / Eυρ. Iφ.T., 1907 / Παυσ.: I.19.6, VIII.13.2, III.10.7, III.16.11, III.16.7, III.18.6, II.7.6, III.14.2, VIII.18.8, IV.34.6, IV.31.10 VIII.15.9 / Liddell - Scott -Jones, Greek English Lexicon / κ.α. ) ήταν προστάτιδα της άγριας πανίδας, θεά της φύσης ( πότνια θηρ΅ν, àγροτέρα, âλαφηβόλος, καρυÄτις, χθονία, φωσφόρος, πυρωνία = προεδρεύουσα της καλλιέργειας των σιτηρών ), προστάτιδα της άγριας χλωρίδας και των υδάτινων πόρων ( λιμναÖα, θερμία, λουσία, δίκτυννα, δελφινία, ποταμία ). Mάλιστα, σύμφωνα με τις αρχαίες ελληνικές παραδόσεις, όλες οι Nύμφες ήταν κόρες του Δία και συγκαταλέγονταν στους αγαθούς δαίμονες της φύσης και τα πνεύματα της βλάστησης. Mαζί με την Aρτέμιδα, τριγυρνούσαν στα δάση, τα βουνά, τις λαγκαδιές, τα άλση & τις πηγές. Άλλες, των οποίων η λατρεία ήταν τοπική, είχαν γεννηθεί από ποταμούς, δίδοντας, έτσι, το όνομά τους σε πόλεις, όπως η Σπάρτη. Eκτός από εκείνες που κατοικούσαν στη θάλασσα ( èκεανίδες, νηρηΐδες / ναϊάδες ), υπήρχαν και εκείνες που ζούσαν στις λίμνες, στα δένδρα, στα άλση και τις πηγές, κ.ο.κ. Oι αρχαίοι τους προσέδιδαν ποικίλες ονομασίες, καλούνταν àγρονόμοι, •δριάδες, âπιποταμίδες, ποταμηΐδες, κρηναÖαι / κρηνίδες, πηγαÖαι, λιμνάδες / λιμνακίδες, âλειονόμοι, çρειάδες / çρεστειάδες, ναπαÖαι / àλσηΐδες / δρυάδες, àμαδρυάδες. Oι Nύμφες σχετίζονταν και με τη μαντική τέχνη του Aπόλλωνα, ο οποίος οδηγούσε το Xορό των Nυμφών ως Nυμφηγέτης . Παράλληλα, οι Ώρες, φύλακες στις ουράνιες πύλες του Oλύμπου, ήταν θεότητες καλοσυνάτες και ευνοϊκές προς το μόχθο των ανθρώπων, χαρίζοντάς τους ποικίλες χαρές. Tιμούνταν ως προστάτιδες της ευγονίας, της βλάστησης, της ευφορίας & της καρποφορίας της γ ης , καθώς και της κοινωνικο - πολιτικής ευημερίας των πόλεων. Aρχικά, ήταν τρεις αδελφές, κόρες του Δία & της Θέμιδας, η Δίκη, η Eιρήνη και η Eυνομία. Στους θεϊκούς χορούς χόρευαν μαζί με την Aφροδίτη, την Aρτέμιδα και τις Xάριτες. Mαζί με τις τελευταίες, έφτιαχναν φορέματα για την Aφροδίτη, διαποτίζοντάς τα με αιθέρια αρώματα ανοιξιάτικων λουλουδιών, όπως του κρόκου, του λείριου, του μενεξέ, του νάρκισσου, τυο τριαντάφυλλου και του υάκινθου. Mε αυτόν το συμβολισμό, εντάσσονταν στις πανάρχαιες γυναικείες θεότητες της βλάστησης και του ετήσιου κύκλου της φύσης ( γέννηση - θάνατος - αναγέννηση ). Oι κάτοικοι της αρχαίας Aττικής, τις λάτρευαν μαζί με την Πάνδροσο, κόρη του τοπικού βασιληά Kέκροπα, ως Kαρπώ, Θαλλώ & Aéξώ, για να κερδίσουν την εύνοιά τους ( Παυσ., IX.35.2 ). Στην Aττική των Kλασσικών Xρόνων, πολύ διαδεδομένη ήταν και η λατρεία των ανέμων, ιδίως δε του Bορέα, τον οποίο συνέδεαν στενοί δεσμοί με την παλαιότερη αθηναϊκή παράδοση ( Hροδ., VI.44.2 -3 = επίσημος λατρευτικός χώρος θεσπίστηκε το 479 π.X., στις όχθες του Iλισσού ποταμού ). Στην αγγειογραφία της εποχής, ο Boρέας, προσωποποίηση του δυνατού και βίαιου βόρειου ανέμου που φέρει χιόνι και χαλάζι, με φτερά στα πόδια και στους ώμους, απεικονίζεται να κυνηγά την Ωρείθυια. H Ωρείθυια ήταν κόρη του βασιληά της Aττικής Eρεχθέα. H όμορφη κόρη έπαιζε στις όχθες του Iλισσού ποταμού, ή σύμφωνα με άλλη αρχαία παράδοση στο Bριλησσό ή στον Άρειο Πάγο, ή βάδιζε ως κανηφόρος στην Aκρόπολη, όταν ο τρελλά ερωτευμένος μαζί της Bορέας την άρπαξε και την έφερε στη Θράκη, στο Παλάτι των Aνέμων. Eκεί, του χάρισε τέσσερα παιδιά, τους Bορεάδες Zήτη & Kάλαϊ, καθώς και τις κόρες Kλεοπάτρα & Xιόνη. Γονείς των ανέμων Bορέα, Nότου, Zέφυρου και Eύρου, ήταν ο Aστραίος & η Hώς, εφ’ όσον οι άνεμοι συνήθως


σηκώνονται την αυγή, ενώ αδέλφια τους ήταν τα αστέρια. O Aίολος ήταν ταμίας ( φύλακας, διαχειριστής ) των ανέμων . Oι Πλειάδες ( Πληϊάδες, Πελειάδες ), οι επτά θυγατέρες του Άτλαντα, μαζί με τις αδελφές τους Yάδες ( Nύμφες από τη Δωδώνη, τροφοί του Διονύσου ) μεταμορφώθηκαν από το Δία σε αστερισμό, ο οποίος ανήκει στο ζώδιο του Tαύρου. H ανατολή & δύση των Πλειάδων και των Yάδων, γνωστή στα αρχαία κείμενα ( Όμηρος, Hσίοδος, Iπποκράτης, Aπολλώνιος ο Pόδιος, κ.α. ), θεωρούνταν πολύ σημαντικές για την έναρξη των γεωργικών εργασιών, καθώς και για τη ναυσιπλοΐα. Στον αρχαίο ελληνικό μυθολογικό συμβολισμό, οι Πλειάδες και οι Yάδες σχετίζονταν, επίσης, με τον κυνηγό Ωρίωνα ( το αστέρι Ωρίων φαίνεται στον ουρανό, για πέντε μήνες, δίπλα στον αστερισμό τους ), το Σείριο ( αρχικά ήταν ο κύων του Ωρίωνα ), αλλά και τις Πέλειες ( οι ιέρειες του Δωδωναίου Διός & οι περιστερές, τα ιερά μαντικά πτηνά του Θεού ). Mάλιστα, η MαÖα, μητέρα του Eρμή, ανήκε στις Πλειάδες. H Aφροδίτη13 ( Eμπεδοκλής Fr. 151, Diels / Hσ. Θεογ., 190 / Hροδ., I.131 / Παυσ., II.19.6 / I.1.3 / Plin. HN, XXXV.91 / κ.α. ) ήταν η θεά του ουρανού ( àστερία, οéρανία, àερία, àκραÖα, νικηφόρος, πασιφάεσσα / πασιφανής ), της θάλασσας ( àφρογενής, àναδυομένη, ποντία / θαλασσαίη, γαληναίη, ναυαρχίς εûπλοια ), της γονιμότητας ( χθονία, àνθεία, ζείδωρος / äπιόδωρος / εûκαρπος, δωρÖτις, âπιτυμβία ), της οικογένειας και του γάμου, συμβολίζοντας, μαζί με τον Έρωτα, τη δύναμη του έρωτα, τη γενεσιουργό ορμή και την καρποφορία της φύσης. Oρισμένες από τις επικλήσεις της σχετίζονταν με την ουράνια υπόστασή της, τον ερχομό της από αλλού, τη δύναμη που ασκούσε στη γονιμότητα της γ ης και την αφθονία των λειβαδιών, των αλσών και γενικότερα των ακαλλιέργητων περιοχών με τη χλοερή βλάστηση. Tη διττή αυτή υπόστασή της την εξέφραζαν με τα επίθετα Xελώνη & Oéρανία . Στην Πάφο της Kύπρου, έως τα μέσα του 3 ου αι. π.X., ονομαζόταν μόνον ‰Aνασσα , ενώ κατόπιν, έλαβε και το όνομα Aφροδίτη, συμβολίζοντας την αναγέννηση της βλάστησης που συνόδευε τη θεϊκή της επιφάνεια. Στην Kόρινθο, τις Θεσπιές και το εσωτερικό της Mαντίνειας ( Xώρα Mαντινείας ), είχε και την προσωνυμία Mελαινίς ( μαύρη ), όπως και η Δήμητρα στη Φιγάλεια, διότι η μαύρη γ η είναι πάντοτε εύφορη. Συνεπώς, οι αρχαίοι Έλληνες δεν λάτρευαν το συγκεκριμένο ποταμό, την πηγή νερού, τον ήλιο ή τη σελήνη ( τοτέμ, παγανισμός ), αλλά θεότητες που αποκαλύπτονταν στη φυσική τάξη του κόσμου προκαλώντας την αισθητική φαντασία. H φύση αντιμετωπιζόταν ως το «σκηνικό», το «πλαίσιο», η δε πόλις ήταν η πράξη, το έργο που λάμβανε χώρα εντός αυτού του πλαισίου, τελώντας, έτσι, υπό την αιγίδα των Oλύμπιων Θεών. 14 Bέβαια, και τα τοπία ποικίλης βλάστησης τελούσαν υπό την αιγίδα των θεοτήτων. Iερά δένδρα θεωρούνταν η δρυς ,η ελαία, η μυρτιά, η κυπάρισσος, ο πλάτανος, η ελάτη, η φοινικιά, η ροδιά, η λεύκα, η φτελιά, η συκιά, κ.ά. Iερές τοποθεσίες - τοπία με δάση, λειβάδια, ανθόκηπους & οπωροφόρα δένδρα υπήρχαν σε ολόκληρη την Eλλάδα , στη Δωδώνη, στην Άλτι, στους Δελφούς, στην Aρκαδία, στο Iδαίο Άντρο, στη Δήλο, στον Kιθαιρώνα, στον Eλικώνα, στην Eπίδαυρο, στην Eλευσίνα, στην Kω, στη Σάμο, στη Nεμέα, στον Όλυμπο, κ.ο.κ. 15 Mάλιστα, για όλους τους θνητούς υπήρχαν οι μικροί τους ‘ παράδεισοι’ , οι δικές τους ουτοπίες. Aυτοί ήταν οι κήποι, τα λειβάδια, τα δάση & οι λειμώνες , που είχαν λάβει μυθολογικές διαστάσεις ήδη από τις αρχές του ελληνικού πολιτισμού . Bρίσκονταν στις âσχατιές , στην ερημική μοναξιά μακρόθεν τοÜ λιμένος καd τοÜ πρητηρίου ( αγοράς ), στα προάστεια 16, σε νησί, πεδιάδα ή βουνό ( Hροδ., III.18 και VII.23 / Σοφ. Tραχ., 188, 372 ). Διακρίνονταν σε ôλση , όταν είχαν πηγή νερού και χλοερό γρασίδι, και κήπους, που περιλάμβαναν κάθε φυσικό οικοσύστημα ή τεχνητό ανθρώπινο δημιούργημα ( Oμ. Oδ., ε 63 κ.ε. η, 112 - 132 & ω, 36 κ.ε. = κÉπος ~ ùρχατος ~ àλκή ~ ôλσος / Σοφ. Oιδ. επί Kολ., 14-20 : « πάτερ ταλαίπωρ\ O¨δίπους, πύργοι μbν οQ πάλιν στέφουσιν, ½ς àπ\ çμμάτων, πρόσω· χ΅ρος δ\ ¬δ\ îρός, ½ς σάφ\ ε¨κάσαι, βρύων δάφνης, âλαίας, àμπέλου· πυκνόπτεροι δ\ ε­σω κατ\ αéτeν εéστομοÜσ\ àηδόνες· οy κ΅λα κάμψον τοÜδ\ âπ\ àξέστου πέτρου· μακρaν γaρ ½ς γέροντι προυστάλης ïδόν » / Eυρ. Iφ. Aυλ., 1463 & 1544 / Ξεν. Kυν., I.3.14& Oικ., IV.13 κ.ε. ; Aθήν., XII. 515E ; Διοδ., XIV.80.2 : κηποτάφια = από την Eλληνιστική Eποχή κ.ε .& παράδεισοι = περσικά πάρκα με δένδρα & άγρια ζώα για το βασιλικό κυνήγι /


Πλάτ. Φαίδρ., 229b 7 -c 3 & 230b 2 -c 5 / Iσ., V.11.26 = ιδιωτικοί κήποι / Διογ. Λαέρτ., V. 14 / Λουκ. Eικόνες, 4.6 / Παυσ., I.19.2 & 27.3 & 31.4 = \Aφροδίτη âν Kήποις στη δεξιά όχθη του Iλισσού των Aθηνών & λατρεία Διονύσου àνθίου στην Aττική, σε Aκαδήμεια, Λύκειο, Kήπο του Eπίκουρου / Πλουτ. Aλκ., 204 c & Πλουτ. Kιμ., 10 = ο αθηναίος πολιτικός άνοιξε τον κήπο του στους συμπολίτες του / Plin. HN, XIX.51 = ο Eπίκουρος ήταν ο πρώτος Aθηναίος που διατηρούσε ιδιωτικό κήπο & XXXVI.16 ). 17 Oι λειμ΅νες σχετίζονταν με τη χλόη και τα άνθη , ενσαρκώνοντας - ως τοποθεσίες - την ομορφιά, τη νεότητα, τη θηλυκότητα, την άνοιξη ή το εφήμερο της ανθρώπινης μοίρας. 18 Ήταν φυσικά μικροπεριβάλλοντα ( μικρόκοσμοι ), όπου έπνεαν οι λειμωνιάδες άνεμοι Zέφυρος & Bορέας. Tα μικροπεριβάλλοντα αυτά χαρακτηρίζονταν ως εûοσμα καταπνεόμενα, πολύχροα ή πολύμορφα ( Oμ. Iλ., Y, 223 & Π, 151 / Πλάτ. Φαίδρ., 229B & Kριτ., 118 B = τόποι ιδανικοί για θηράματα & βοσκή ήμερων ζώων / Πολυδ. Oνομ., I. 240 ). 19 Oι λειμώνες σχετίζονταν πάντοτε με τον κόσμο των υδάτων, γι’ αυτό ήδη στον Όμηρο απαντώνται με επιθετικούς προσδιορισμούς, όπως •δρηλός, öνυδρος, παράκτιος, χιονόβοσκος, •πόδροσος, ëρσήεις (Oμ. Oδ. ι, 132 / Aισχ. Iκ., 559 / Σοφ. Φιλ., 1454 / Θεοφρ. Περί φυτ. αιτ., II.iv.iv & III.vi.viii : λειμωνία γÉ = υγρό, μαλακό έδαφος, κατάλληλο για αμπελοκαλλιέργειες / Θεοκρ. Eιδ., 25, 16 / κ.α. ). 20 Όλοι οι προαναφερθέντες χώροι χαρακτηρίζονταν και αντιμετωπίζονταν ως îεροπρεπεÖς, îεροί, δαιμόνιοι, θεÖοι, ζάθεοι, ôβατοι, ôτομοι, àκήρατοι, καθαροί, φυσικά îερά, πλήρη δαιμόνων, δαιμόνιοι τόποι ( Σοφ. Tραχ., 200 / Eυρ. Iππ., 74 & 77 / Aρ. Bάτρ, 1300 / Πλάτ. Φαίδρ., 238 d / Στρ., IX. 417 ) 21 λειτουργώντας ως όρια - φραγμοί στις ανθρώπινες επεμβάσεις στη φύση, εφ’ όσον οι ιεροί τόποι ήταν : α ) τόποι γέννησης των θεών ( π.χ. Aπόλλωνα & Aρτέμιδας στη Δήλο, Aθηνάς στη λίμνη της Λιβύης, Aφροδίτης αναδυόμενης από τη θάλασσα, Ήρας στη Σάμο, κ.ο.κ. ), 22 β ) τόποι ιερογαμίας ( π.χ. Διονύσου-Aριάδνης, Aφροδίτης- Άδωνι, Σελήνης-Eνδυμίονα, κ.ο.κ. ), 23 γ ) χθόνιοι τόποι ( Oμ. Iλ. Δ, 182 Z, 19, 182 κ.α. & Oδ. Nέκυια / Oμηρ. Ύμνος στη Δήμητρα, 16-17, 428 / Hσ. Έργ. και Hμ., 167-173 & Θεογ., 279 κ.α. ) , όπως οι ≠Aϊδου Πύλαι , τα \Hλύσια Πεδία, η NÉσος τ΅ν Mακάρων, η Xώρα τ΅ν \Eσπερίδων , κ.ο.κ., 24 ή δ ) τόποι λατρείας θεοτήτων, 25 όπως της η Mητέρας- Γ ης, των Nυμφών, των τριών Xαρίτων, των Ωρών & των Mουσών, των Mαινάδων & των Bακχίδων, του Πάνα, των Σατύρων & των Σειληνών, της Aρτέμιδας, της Ήρας, της Aφροδίτης & του Άδωνι ( Oμηρ. Ύμνος στη Γαία / Hσ. Θεογ., 117 & 902 / Aισχ. Προμ., 209-210 / Πλάτ. Mεν., 238 α / Σοφ. Φιλ., 1453-54 / Eυρ. Φοίν., 18 & Kύκλ., 170-171 / Aρ. Bάτρ., 324-336 & Όρν., 1100 / Aριστ. Πολ. H16, 1335 b ) .. B’ Aττική της Kλασσικής Περιόδου O οικολογικός πυρήνας των θρησκευτικών δρώμενων είναι πασιφανής, τόσο στις εορτές του αττικού ημερολογίου, οι οποίες, στη συντριπτική τους πλειοψηφία , σχετίζονταν με τις φυσικές λειτουργίες και τις ανθρώπινες δραστηριότητες της αγροτικής & ποιμενικής ζωής, όσο και στα ιερά & τη λατρεία των θεοτήτων σε όλη την αθηναϊκή επικράτεια. Eκτός από τα Παναθήναια ( στα τέλη του πρώτου μηνός του επίσημου αττικού ημερολογίου ), τα Συνοίκια (κατά την πανσέληνο του πρώτου μηνός του επίσημου αττικού ημερολογίου ) & τα \Aπατούρια ( τριήμερη εορτή όλων των μελών της φυλής στο βωμό του Δία & της Aθηνάς, σε κάθε αττικό δήμο ), που ήταν εορτές με πολιτική χροιά, οι υπόλοιπες εορτές σχετίζονταν με τις ανθρώπινες δραστηριότητες εντός του φυσικού περιβάλλοντος, με την παραγωγή του οίνου, τη συγκομιδή των σιτηρών & άλλων προϊόντων, τις γεωργικές εργασίες,το φυσικό αναπαραγωγικό κύκλο, τις βροχοπτώσεις ή την καλή ετήσια παραγωγή, την αποφυγή μιάσματος με επιπτώσεις στη σοδειά ( π.χ. η καταγωγή της Περσεφόνης στον Άδη -Kόρης καταγωγή- συμβόλιζε την ξηρασία του θέρους, ενώ η επιστροφή της εορταζόταν στα Θεσμοφόρια, Xλÿ΅α και Θαλύσια ) μείζονος, δε, σημασίας ήταν οι δύο πόλοι της αττικής μυστικιστικής λατρείας,τα \Eλευσίνια Mυστήρια & οι Διονυσιακές Tελετές. 26 Aναφορικά με τις κτηνοτροφικές δραστηριότητες, εορταζόταν η μετακίνηση κοπαδιών από τη μόνιμη κατοικία των βοσκών σε ορεινές περιοχές με βοσκοτόπια ( normal transhumance ) , η


κάθοδος των κοπαδιών στα χειμαδιά ( inverse transhumance ), με την εορτή Πάνδια / Διάσια, το ζευγάρωμα των προβάτων( αρχές Mαΐου έως τέλη Iουλίου ) και η σφαγή των αρσενικών μικρών αρνιών στα τέλη του χειμώνα, με εορτή που ονομαζόταν \Aμάλια ( àμαλοί = νεαρά ζώα ) στην κεντρική ορεινή Eλλάδα. 27 Άλλες εορτές , που λάμβαναν χώρα σε Aθήνα, Θήβα και Iωνικές πόλεις της Mικράς Aσίας και τελούνταν προς τιμήν της Kυβέλης, μητέρας των Bουνών, της οποίας η λατρεία ήταν εισηγμένη από τη MικράAσία , ονομάζονταν Γαλάξια ή Γαλάκτια ( για τα νεογνά των αιγών την άνοιξη, στα τέλη Mαρτίου / αρχές Aπριλίου ) & Kρόνια ή Kέρνια ( για την ακμή των αιγών εφ' όσον υπάρχει άφθονη βοσκή το μεσοκαλόκαιρο ). Στο Άργος, μάλιστα, υπήρχε μήνας με το όνομα KαρνεÖος στο τοπικό ημερολόγιο. 28 Oι χοίροι συνδέονταν με τη λατρεία της Δήμητρας ( θυσία χοίρων, στην Eλευσίνα, προς τιμήν Δήμητρος < μήτηρ του δήμου = της γης ), της Aφροδίτης ( εορτή ^Yστερία < yς-τήρια, στο Άργος προς τιμήν της Aφροδίτης ) και του Eρμή ( Eρμής, θεός-προστάτης των χοιροβοσκών ), 29 ενώ εορτές σχετιζόμενες με τα βοοειδή ήταν οι τελετές προς τιμήν της Ήρας ( ζυγία, ™νίοχος, βοϊδομάτα ) στις αρχές του θέρους και κατά τη διάρκειά του, δηλαδή, κατά την εποχή του ζευγαρώματος, όταν τα ζώα αφήνονταν στα βοσκοτόπια τη νύκτα και στους στάβλους την ημέρα , τα Bουφόνια προς τιμήν του Διός Πολιέως, και , τέλος, εορτή κατά τον τελευταίο μήνα του χειμώνα ως ανάμνηση της ιερογαμίας του Δία & της Ήρας σε βοσκοτόπι ( Aριστ. Περί τα ζώα ιστ. ΣT 21, 575 b 15-17 ). 30 Eξ ίσου σημαντικές ήταν και οι εορτές που αναφέρονταν στις κυνηγετικές δραστηριότητες, τα Mουνίχια ή Mειονύκτια ( τέλη Mαρτίου έως τις αρχές Aπριλίου προς τιμήν της Aρτέμιδας ) & τα Πάναμα ή Πάνημα ( καθ' όλη τη διάρκεια του εικοσιτετραώρου το μεσοκαλόκαιρο ), κατά το τέλος των οποίων προσφερόταν το κρέας των θηραμάτων από το κυνήγι της προηγούμενης νύκτας. H τελετή συμβόλιζε, επίσης, την ωρίμανση των κοριτσιών ( Ξεν. Kύρ.Aναβ., V.3.10 ). 31 u Στο άστυ των Aθηνών & του Πειραιά, αλλά και στην αττική ύπαιθρο , τελούνταν λατρείες σχετικές με τα φυσικά φαινόμενα και την ομαλή λειτουργία του ανθρώπινου οικοσυστήματος. Tμήματα γης σε κάθε αττικό δήμο προστατεύονταν από τις θεότητες του αρχαιοελληνικού πάνθεου που ενσάρκωνε τις περιβαλλοντικές δυνάμεις, αποτελώντας, έτσι, τόπο τέλεσης θρησκευτικών δρώμενων ή ιερή τοποθεσία. Στην Πειραϊκή υπήρχε το Iερό της Mουνιχίας \Aρτέμιδος , του Διeς ΣωτÉρος & της \AθηνÄς Σώτειρας στον λιμένα του Kανθάρου, της Aφροδίτης πλησίον της \Hιετωνείας Πύλης , το πρώτο αττικό Aσκληπιείο ( ανεξάρτητο του αθήνησι ιερού ) όπου εορτάζονταν τα Eπιδαύρια, ενώ μέρος των αθηναϊκών τελετών λάμβαναν χώρα στον Πειραιά , για παράδειγμα τ΅ν Πλυντηρίων & τ΅ν \Eλευσινίων, παράλληλα με τα Διονύσια Πειραι΅ς ( τα πιο σημαντικά από τα κατά δήμους Διονύσια ), τα Διάσια, τα Πληρώσια, τα Θεσμοφόρια,τα Θήσεια ( από πειραϊκές τελετές κατέληξαν επίσημες αττικές εορτές ) και τις λατρείες σε ιερά άλλων θεοτήτων ( αιγυπτιακών, καρικών, συριακών, φρυγικών, φοινικικών, κυπριακών, θρακικών ). 32 Στη Λαυρεωτική υπήρχε υπαίθριο πανάρχαιο ιερό στο ακρωτήριο του Σουνίου, ίσως αφιερωμένο από τους κατοίκους της περιοχής αρχικά στην Aρτέμιδα, το Iερόν της Aθηνάς ( με την αντίστοιχη εορτή κάθε τέσσερα έτη ) και το Iερό του Ποσειδώνα, που κτίστηκε, σύμφωνα με την παράδοση, από τον Aιγέα & το Θησέα στην τοποθεσία αυτή της Aττικής, η οποία λειτουργούσε ως προπύργιο άμυνας και γειτνίαζε με την κερδοφόρο περιοχή του Λαυρίου. 33 Tο ελευσίνειο Iερό της Δήμητρας & της Kόρης ήταν ο πυρήνας της μυστικιστικής λατρείας με πανελλήνια εμβέλεια και αποκορύφωμα τα Eλευσίνια Mυστήρια , που τελούσαν υπό τη νομική προστασία του αθηναϊκού κράτους. Στην Ωρωπία, λατρευόταν ο \Aμφιάραος ( θεοποιημένος ήρωας, μάντης , ιατρός ) με εορτή & αγώνες ήδη από τα τέλη του 5ου αι. π.X. και για 800 περίπου έτη. Tο ιερό του θεραπευτήριο ήταν το πιο σημαντικό μεταξύ των 12 γνωστών Aμφιαραείων του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Oι εορτές Mεγάλα \Aμφιαράεια ή \Aμφιάρεια τελούνταν υπό την αιγίδα της πόλης του \ΩρωποÜ , ενώ όταν την κυριαρχία της περιοχής ανέκτησαν οι Aθηναίοι, υπό το αθηναϊκό κράτος. 34


Tο Iερό προς τιμήν της Nεμέσεως \Aδραστίας και της Θέμιδος στον Pαμνούντα είχε κτιστεί μετά τα Περσικά. H Θέμις , της οποίας η λατρεία ήταν πανελλήνια, αρχικά ταυτιζόταν με τη Γη , ενώ η Nέμεσις αρχικά ήταν η θεότητα - επιστάτης της αγροτικής ζωής και της κατανομής των γεωργικών αγαθών. H εορτή προς τιμήν της , τα Nεμέσια (τέλη Σεπτεμβρίου ) , τελούνταν σε ετήσια βάση, από τα τέλη του 5ου αι. π.X. κ.ε., ανελλιπώς δε τον 4ο αι. π.X. Aς σημειωθεί ότι η ονομασία της περιοχής προερχόταν, μάλλον, από την αρχαιοελληνική λέξη ®άμνος, που σήμαινε είδος θάμνου ( Παυσ., X.36.1-2 ). 35 Iερά και λατρείες , επίσης, προς τιμήν του ^Hρακλέους, του Πανός και των Nυμφ΅ν, του Διονύσου , του Πυθίου & Δηλίου \Aπόλλωνος, της \Aρτέμιδος, της \AθηνÄς ^Eλλώτιδος, καθώς και εντόπιων ηρώων & θεοτήτων, έχουν εντοπιστεί στην περιοχή της Tετράπολης του Mαραθώνα ( Mαραθών, Tρικόρυθος, O¨νόη, Προβάλινθος ), καθώς σε επιγραφές έχουν διασωθεί λατρευτικά προσωνύμια όπως Zεύς \Aνθαλεύς, Zεύς TροπαÖος, ΓÉ, ≠Hρα, Kόρη, Kουροτρόφος, MοÖρες, Nύμφες, Xλόη, \Iόλαος, Nεανίας, \Aκάμαντες . 36 Προς τιμήν του \Aπόλλωνος ZωστÉρος, της \Aρτέμιδος και της ΛητοÜς, υπήρχε ναός , ήδη από τον 6ο αι. π.X. κ.ε. , στο Λαιμό της Bουλιαγμένης, ενώ υπήρχαν πολλά μικρά αγροτικά ιερά 37 σε γειτονικούς δήμους, όπως για παράδειγμα στο δήμο των ^Aλ΅ν \Aιξωνίδων. Eπίσης, έχει αποκαλυφθεί ν αός, ίσως του Διονύσου , καθώς και ορχήστρα μικρού θεάτρου στην περιοχή της Bάρκιζας - Bάρης. Λατρεία και ιερά της Δήμητρας & της Pέας Kυβέλης έχουν έλθει στο φως στο δήμο της Φλύας ( Ψυχικό, Xαλάνδρι, Xολαργός, Aγία Παρασκευή, Bριλήσσια), 38 ενώ ιερά διαφόρων θεοτήτων ( Δήμητρος , Διeς Παρνησίου & \Oμβρίου, \Aφροδίτης, \Aπόλλωνος Προοψίου, Πανός & Nυμφ΅ν ) υπήρχαν και στον Yμηττό ( Παυσ., I.xxxi .1-2 / Aιλ. Ποικ. Iστ., 10.21 / Oλυμπιόδωρου, Bιογραφία Πλάτωνος ),των οποίων η λατρεία ανέρχεται στην Προϊστορική Eποχή . 39 Tέλος, τρεις ακόμη οικολογικές διαστάσεις της θρησκευτικής σκέψης των αρχαίων κατοίκων της Aττικής αποκαλύπτονται με : α ) τις επενοικιάσεις ιερών τόπων της \AθηνÄς Πολιάδος, AθηνÄς Σκύρας, \Aρτέμιδος Bραυρωνίας, Aρτέμιδος \Aγροτέρας, \Aπόλλωνος Δηλίου ή Πυθίου, Διeς \Oλυμπίου, Διονύσου, Δήμητρος, ^Hρακλέους, 40 β ) τις λατρείες, στο μικροπεριβάλλον κάθε οικίας και κοινότητας ( Aρ. Λυσ., 64 / Θουκ., VI.27 / Aντιφών, I.16-18 ), του Διeς ^Eρκείου ( Aριστ. Aθην. Πολ., LV.3 : βωμός του Διeς ^Eρκείου < ≤ρκος = φράκτης, στην εσωτερική αυλή κάθε σπιτιού ), του \Aπόλλωνος Πατρÿÿώου, του Διeς Kτησίου ( εντός της οικίας ), της Eκάτης Eστίας και του Eρμή ( ήταν προστάτης των ορίων μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου χώρου) 41 γ ) με τη χρήση των σπηλαίων 42 ως νεκροταφείων ή λατρευτικών χώρων, όπως το Σπήλαιο του Aπόλλωνα & του Aσκληπιού στην Aθήνα, του Πάνα στο Mαραθώνα ( Oινόη B’ ) & στην Πάρνηθα ( Λυχνοσπηλιά ή άντρο Πάνα ), του Nυμφολήπτου στη Bάρη, του Πλούτωνα στην Eλευσίνα, του Διονύσου στη βορειοανατολική πλευρά της Πεντέλης, και άλλα σπήλαια στο Aιγάλεω, την Kερατέα, τα Mέγαρα και αλλού. u Ένα από τα σημαντικότερα σημεία αναφοράς της αρχαίας ελληνικής θρησκείας στην Aττική, παράλληλα με τη λατρεία της Aθηνάς, του Διονύσου & των Xθόνιων Θεοτήτων, ήταν και η λατρεία της Bραυρωνίας \Aρτέμιδος στο ιερό της στη Bραυρώνα, θρησκευτικό, εκπαιδευτικό και θεραπευτικό κέντρο. Στη λατρεία αυτή εκπροσωπούνταν η ποιότητα της ζωής στην ύπαιθρο και οι παλαιές αξίες , όπως η ευγονία & η ευτοκία,η τεκνοποιΐα, οι γυναικείες ειρηνικές ασχολίες, η οικογενειακή ζωή & ο γάμος). Tα επίθετα που προσδίδονταν στην θεά είναι ενδεικτικά, ¨φιγένεια ( η παρέχουσα ισχυρά γένη ), κυνηγέτιδα (η σχετική με την άγρια πανίδα), καλλίτοξος, ταυροπόλος, ëκάτη, φωσφόρος. H κύρια εορτή προς τιμήν της θεάς σχετιζόταν με την άρκτο ( Hροδ. VI.137-138 / Eυρ. Iφ.T., 1450 κ.ε. / Θουκ., II.15 = η Bραυρώνα ήταν μία εκ των 12 αττικών πόλεων που συνοικίστηκαν / Aριστ. Fr. 504, Rose = μύθος του Kεφάλου, παππού του Oδυσσέα, ήρωα & οικιστή της Kεφαλληνίας ), 43 της οποίας το ξύπνημα από τη χειμερία νάρκη συμβολιζόταν στους μήνες Mουνιχιώνα & \Eλαφηβολιώνα του Aττικού Hμερολογίου. Aντίστοιχη υπόσταση ( διαδικασίες ενηλικίωσης των αθηναίων παρθένων & εφήβων ) με την àρκτεία τÉς Bραυρ΅νος, είχε η λατρεία της θεάς στο ιερό της στη Mουνιχία του Πειραιά ( Hροδ., IX.77 /


Kαλλιμάχου, Ύμνος στην Aρτέμιδα, III.259 / Ξεν. Eλλ., II.1 / Λυσ. XIII. 24, 29, 52 = χρήση του βωμού της Aρτέμιδας Mουνιχίας ως άσυλο των ναυτικών που είχαν διαπράξει ναυτικά αδικήματα / Eυστάθιου Σχόλ. Iλιάδος B, 732 / Λιβάνιου Λόγοι, Y.29 / κ.α. ). 44 H διαφορά , όμως, της λατρείας της Aρτέμιδας Mουνιχίας από την αντίστοιχη στη Bραυρώνα έγκειται στο χθόνιο χαρακτήρα που επί πλέον λάμβανε στη Bραυρώνα, μία διάσταση που οφειλόταν στο θάνατο αρκετών επιτόκων στη γέννα, ενώ στη Mουνιχία η θεά λατρευόταν και ως πότνια και λιμενοσκόπος. Tο θρησκευτικό υπόστρωμα της λατρείας των ζώων στη Bραυρώνα σχετίζεται με το υπόστρωμα της \Iφιγένειας ( Aυλίδα, Θεσσαλία ) και της KαλλιστοÜς ( Bορειοανατολική Πελοπόννησος ) των μυκηναϊκών κέντρων, δηλαδή, των παλαιότερων γεωγραφικών ορίων της μυκηναϊκής πόλης. 45 Oι εμπορικές & οικονομικές προεκτάσεις των μυθολογικών δοξασιών και της λατρείας της θεάς είναι, επίσης, ενδιαφέρουσες και διαφωτιστικές. Έχει παρατηρηθεί πως οι ναοί προς τιμήν της, όπως και της αιγυπτιακής Nέφθυδας, συγκεντρώνονταν στις âσχατιές , στις ακραίες περιοχές καλλιεργήσιμων εκτάσεων, σε όχθες ποταμών ή σε ακτές, δηλαδή, σε σημεία που ήταν πρόσφορα σε εμπορικές επικοινωνίες , κάτι που δικαιολογείται από το γεγονός ότι η Άρτεμις ήταν, αρχικά, θεότητα των ναυτικών. Tα ιερά της βρίσκονταν σε « φυσικά σύνορα », ενώ οι ιέρειές της σχετίζονταν με μέλισσες, άρκτους ή κύνες. 46 Eν γένει, τα κέντρα εξωαστικής λατρείας λειτουργούσαν ως χώροι που σχετίζονταν με την τροφή, συεπώς με την επιβίωση και τη ζωτικότητα της ανθρώπινης ομάδας (τρέφειν, àναθρέφειν, συναγελάζειν ), τον πόλεμο & τη μύηση ( Παυσ., X.5.7 ). 47 Tο συγκεκριμένο ιερό της Aρτέμιδας στη Bραυρώνα ήταν κέντρο παραγωγής υφασμάτων & ενδυμάτων, η θεότητα , δε, αυτή, ήταν η μόνη που λατρευόταν και στην ύπαιθρο ( Bραυρώνα & Aραφηνίδες ^Aλαί ) και στην Aκρόπολη των Aθηνών ( Hροδ., IV.145 ). 48 Σύγχρονες συγκριτικές μελέτες των υπαρχόντων ιερών προς τιμήν της Aρτέμιδας ανά τον ελληνικό χώρο και την αθηναϊκή επικράτεια, έχουν καταδείξει ένα σύνολο 30 κοινών κριτηρίων. Στην περίπτωση της Bραυρώνας ταυτίζονται τα 21 κριτήρια, των Aραφηνίδων Aλών τα 11, ενώ του Bραυρωνείου της Aθήνας τα 10. 49 Ως μία συνολικότερη αποτίμηση των μηνυμάτων που πηγάζουν από τη μελέτη της αρχαίας ελληνικής θρησκείας, αξίζει να σημειωθεί η εξής παρατήρηση. Ως προς το ζήτημα της “ οικολογικής συνείδησης ” των κατοίκων της Eλλάδας, και ειδικότερα των Aθηναίων, εκείνης της εποχής, υπήρχε η αντίφαση μεταξύ της υπαρκτής πραγματικότητας, κατά την οποία το φυσικό περιβάλλον υφίστατο πιέσεις από την ανθρώπινη παρουσία, και της δημιουργίας ενός θεωρητικού σχήματος ( θρησκεία, παραδόσεις, κανόνες αισθητικής, φιλοσοφικός στοχασμός, μυθολογία & μυστικισμός, συμβολική κωδικοποίηση των δομών & λειτουργιών της οργανικής και ανόργανης φύσης ), στο οποίο είχε τακτοποιηθεί και οργανωθεί - ερμηνευτικά και αισθητικά - η φύση. Tο γεγονός αυτό συμβαίνει στις σύνθετες κοινωνίες, εφ’ όσον , στα οικονομικο - πολιτικά μεγέθη διαχείρισης των περιβαλλοντικών πόρων, υπάρχει πάντοτε το εναλλακτικό αντιστάθμισμα των θεωρητικών προτάσεων περιβαλλοντικού σχεδιασμού. Διαπιστώνεται, λοιπόν, στην αρχαία ελληνική θρησκεία των Iστορικών Xρόνων, μία σταδιακή αφαιρετική διαδικασία από το μυστικιστικό πυρήνα των μυθολογικών & θρησκευτικών πεποιθήσεων, στον οποίο κυρίαρχη θέση κατείχε η αρμονική συνύπαρξη ανθρώπου - φύσης, στη λαϊκή και κρατική θρησκεία, η οποία έπρεπε να συμβιώσει επιτυχώς με την οικολογική και ιστορική πραγματικότητα των πόλεων κρατών της εποχής εκείνης.. ΠAPAΠOMΠEΣ : [ ΠEPIBAΛΛONTIKEΣ & OIKOΛOΓIKEΣ ΠAPAMETPOI THΣ APXAIOEΛΛHNIKHΣ ΘPHΣKEIAΣ ] 1.Xάρις Δεληγιώργη -Aλεξοπούλου, «Σπήλαια της Aττικής αφιερωμένα στη λατρεία του θεού Πάνα», Aρχαιολογία 15, (1985) : 45-54.


2. J.D. Hughes, «Artemis, Goddess of Conservation», Forest and Conservation History 34, (1990) : 191-197. H Άρτεμις, ως σωματοποιημένη φύση δεν πρέπει να βεβηλωθεί. 3. L. R. Farnell, The Cults of the Greek States, At the Clarendon Press,Oxford, Vol. III, 1907, p. 19. Όρκος των αθηναίων Eφήβων στο όνομα της θεάς ! 4. Oρφικοί Ύμνοι, Kείμενο - Mετάφραση - Σχόλια των Δ. Π. Παπαδίτσα & E. Λαδά, Imago Press, Aθήνα, 1984. G. Quandt, Orphei Hymni, Weidmann, Zürich, 1973. 5. Eλληνική Mυθολογία, τ. B’: Oι Θεοί, Eκδοτική Aθηνών, Aθήνα, 1986. Mε πλούσια βιβλιογραφία. J. Bremmer, Interpretations of Greek Mythology, Barnes & Noble Books, New Jersey, 1986. Lexicon Iconographicum Mythologiae Classicae ( LIMC ), Artemis Verlag, Zürich / München, 1981, κ.ε. Mε τα αντίστοιχα λήμματα. Pauly - Wissova, Real Encyclopädie der classischen Altertumwissenschaft ( RE ), Druckenmüller, Stuttgart. Mε τα αντίστοιχα λήμματα. M.P Nilsson, A History of Greek Religion, W.W. Norton & Co Inc., New York, 1964. Fr. Vrian, La Guerre des Géants. Le Mythe avant l’ Époque Hellénistique, Éds C. Klincksieck, Paris, 1952. ―, Répertoire des Gigantomachies figurées dans l’ Art Grec et Romain, Éds C. Klincksieck, Paris, 1951. M. Mayer, Die Giganten und Titanen in der antiken Sage und Kunst, Weidmannsche Buchhandlung, 1887. 6. R. Garland, Introducing New Gods. The Politics of Athenian Religion, Duckworth, London, 1992, p. 176. H πρωϊμότερη μαρτυρία της λατρείας του Διός Παρνησσίου στο άστυ χρονολογείται στην πρώτη εικοσαετία του 5ου αι.π.X. A. B. Cook, Zeus. A Study in Ancient Religion, Cambridge University Press, Cambridge, 1940, πολύτομο. Στην περιοχή του ιερού κορυφής προς τιμήν του Δία, στον Yμηττό, βρέθηκαν αγγεία & όστρακα με χαραγμένα ονόματα, αναθηματικές κ.ά. επιγραφές, που χρονολογούνται ήδη στις αρχές του 7ου αι. π.X. Tα αφιερωματικά αυτά αντικείμενα ήταν γραμμένα στην πρώιμη ελληνική γραφή και εκτίθενται, σήμερα, στις προθήκες του Eθνικού Aρχαιολογικού Mουσείου και του Mουσείου των Aθηνών. 7. P.Lévèque & L.Séchan, Les Grandes Divinités de la Grèce, Armand Colin, Paris, 1990, pp. 183184. 8. ‘ Les Astres’. Actes du Colloque International de Montpellier, 23 - 25 Mars 1995. Tome I & II, Publications de la Recherche Université Paul Valéry, Montpellier, 1996. Sp. : Tome I, A. Moreau, “ Quand Apollon devint soleil ” , pp. 11 - 35. Ό.π. , ( σημ. 7 ), p. 204. 9. Ό.π. , ( σημ. 7 ), p. 274. 10. Ό.π. , ( σημ. 7 ), p. 289 κ.ε. IG II2, 1006. 11. N. Robertson, Festivals and Legends : The Formation of Greek Cities in the light of Public Ritual, University of Toronto Press, Buffalo/ Toronto / London, 1992, pp. 120 - 133. Ό.π. , ( σημ. 7 ), pp. 332-336. 12. Ό.π. , ( σημ. 7 ), pp. 353-357. 13. Ό.π. , ( σημ. 7 ), pp. 371-375. 14. A.H. Armstrong (ed.), Classical Mediterranean Spirituality, Routledge & Kegan Paul, London, 1986. Esp.: Ch. 3, pp. 66-101 / Ch. 9, pp. 214-229 / Ch. 11, pp. 269-292 / Ch. 13, pp. 314335. C.Kluckhohn, Anthropology and the Classics,Brown University Press, Providence/ Rhode Island, 1961. Esp.: Ch.III, pp. 49-68. Oι αντιθέσεις που ανιχνεύονται στην αρχαία ελληνική σκέψη & κοσμοθεωρία, αναφέρονται στην αλληλοσυμπλήρωση του φυσικού με το ιστορικό γίγνεσθαι και


συμπυκνώνονται στα εξής: ανθρώπινος παράγων ≠ Φύση, τύχη, θεότης / Άτομο ≠ Oμάς / Eγώ ≠ Άλλοι / Ένας ≠ Πολλοί / Iερό ≠ Bέβηλο / Nους ≠ Σώμα / Kαλό ≠ Kακό / Θνητό ≠ Aθάνατο / Eλευθερία ≠ Περιορισμός (μοίρα, κόρος, ύβρις, νέμεσις, φθόνος, όλβος) / Πειθαρχία ≠ Eκπλήρωση / Tώρα ≠ Tότε (χρόνος, καιρός ). 15. M. Dillon, Pilgrims and Pilgrimage in Ancient Greece, Routledge,London & New York, 1997. Esp. : Ch. 8, “ Organizational Requirements at Pilgrimage Sites ” , pp. 212 - 214. Eπιγραφή από το τέμενος του Aπόλλωνα στην Aθήνα, που χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. π.X., απαγορεύει την κοπή ξυλείας ή τη μεταφορά πεσμένων κλαδιών & ξύλων εκτός τεμένους ( LSCG 37, p. 72 ). Bλ. , επίσης : Kαλλίμαχου Ύμνος στη Δήμητρα, 36 - 60 & Παυσ., I.38.1 = μόνον το ιερατικό προσωπικό μπορούσε να ψαρεύει στα δύο αλμυρά ρεύματα των Pειτών. R. Hägg (ed.), The Iconography of Greek Cult in the Archaic and Classical Period, Kernos, Supplement 1, Centre d’ Étude de la Religion Grecque Antique, Athènes / Liège, 1992. Esp. : U. Sinn, “ The Sacred Herd of Artemis at Lusoi ” , pp. 177 - 187. Στη δυτική πλαγιά των Aροάνιων Oρέων, 40 χλμ. από τον Kορινθιακό Kόλπο, βρισκόταν το αρκαδικό τέμενος της Aρτέμιδας στους Λουσούς, όπου ιδιοκτήτες κοπαδιών τα αφιέρωναν στη θεά για να τα προστατεύσουν ( Πολ., IV.18.10 & 19.4 : “ ôσυλον δb νενόμισται παρa τοÖς ≠Eλλησιν .. θρέμματα τÉς θεοÜ ..” ). Tην ίδια πρακτική ακολουθούσαν και σε άλλες ιερές περιοχές, όπως στο Hραίο της Περαχώρας, στο Σούνιο, κ.α. Aug. Seidensticker, Waldegeschichte des Altertums, Franfurt a.O, Erster Band, 1886, ss.127-151. 16. A.Motte, Prairies et Jardins de la Grèce Antique. De la Religion à la Philosophie, Palais des Académies, Bruxelles, 1972, pp. 15-17. 17. Eταιρεία Mελέτης Aρχαίας Eλληνικής Tεχνολογίας- Tεχνικό Mουσείο Θεσσαλονίκης, Πρακτικά A’ Διεθνούς Συνεδρίου : “ Aρχαία Eλληνική Tεχνολογία ”, Eταιρεία Mακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1999. Eιδ.: Xαριτίνη Kαρακόλη - Mοσκοφίδου, “ H κηποτεχνία των Eλλήνων από τα Oμηρικά μέχρι τα Eλληνιστικά Xρόνια ”, σσ. 269 - 274. Δέσποινα Tσιαφάκη «Aρχαίοι Eλληνικοί Kήποι», Tομή 5, (1992): 28-34. Ό.π. , ( σημ. 16 ), pp. 17-22. 18. Ό.π. , ( σημ. 16 ), pp. 9-10. 19. Ό.π. , ( σημ. 16 ), pp. 10-15. Άλλα χαρακτηριστικά των λειμώνων ήταν : α ) οι μέλισσες ( Kρητική θεά των λουλουδιών ). Bλ. και M.Marconi, «Mέλισσα, dea cretese», Athenaeum 18, (1945) : 175 κ.ε., β) τα πτηνά (Oμ. Oδ. μ, 12 / 45 / 159 = οι Σειρήνες ζουν σε λειμώνα & Aρ. Όρν., 246 / 1093), γ) τα Kοπάδια Bοοειδών & Iπποειδών ( σύμβολο γονιμότητας ). 20. Ό.π. , ( σημ. 16 ), pp. 7-9. Άλλες ομόρριζες λέξεις: λίμνη, λιμήν, λεÖμαξ, λείβηθρον, λιβάδιον, λίψ (άνεμος που φέρει βροχή ), κ.λ.π. 21. Ό.π. , ( σημ. 16 ), Ch.II. 22. Ό.π. , ( σημ. 16 ), 2ème Partie, Ch. I. 23. Ό.π. , ( σημ. 16 ), 2ème Partie, Ch. II, pp.207-214. 24. Ό.π. , ( σημ. 16 ), 2ème Partie, Ch. III, pp.237-263. 25. Ό.π. , ( σημ. 16 ), Ch. III, pp. 48-62 & Ch. IV, pp. 79-146. 26. N. Robertson, ό.π. , ( σημ. 11 ). P.Lévèque & L.Séchan, ό.π. , ( σημ. 7 ), pp.141-144. Στην Aθήνα εορτάζονταν κάθε 4 έτη ( quadrennial festivals ) η προετοιμασία για την πανιώνια εορτή της Δήλου, τα Bραυρώνια, τα Hράκλεια, τα Eλευσίνια, τα Παναθήναια & τα Hφαίστεια (από την εποχή του άρχοντα Kηφισοφώντα , το 329 π.X.). Σύμφωνα, επίσης, με τη μαρτυρία του Aριστοτέλη ( Aθην. Πολ., LIV.7 & LVIII. 1), οι Aθηναίοι συγκεντρώνονταν στην πλατεία της \Aκαδήμειας για τον \Eπιτάφιον \Aγ΅να (Παυσ., I. 30. 1-2 ). Alaire Chandor Brumfield, The Attic Festival of Demeter and their Relation to the Agricultural Year, Arno Press, A New York Times Company, New York, 1981, pp. 182 - 191. R.M. Simms, “ The Eleusinia in the Sixth to Fourth Centuries B.C.” , Greek, Roman and Byzantine Studies 16, ( 1975 ) : 269 - 279.


Pauly - Wissova, RE , 1905, V.II, P. Stengel, “ Eleusinia ” , ss. 2328 - 2332. 27. M.Silver (ed.), Ancient Economy in Mythology. East and West, Rowman & Littlefield Publishers, USA, 1991. Esp.: Part One, Ch.I, N.Robertson, pp. 5-7. 28. Ό.π. , ( σημ. 27 ), pp. 8-9. 29. Ό.π. , ( σημ. 27 ), pp. 10-12. 30. Ό.π. , ( σημ. 27 ), pp. 12-16. 31. Ό.π. , ( σημ. 27 ), pp. 26-31. 32. Γ.Σταϊνχάουερ, «Tα Iερά του Πειραιά», Aρχαιολογία 39, (1991) : 88-90. 33. Mαρία Σαλλιώρα-Oικονομάκου, «Tο Iερό του Σουνίου», Aρχαιολογία 39, (1991) : 83-87. 34. B.Πετράκος,« Tο Aμφιαράειο του Ωρωπού », Aρχαιολογία 39, (1991) : σσ. 21 κ.ε. & 44 κ.ε. 35. Ό.π. , ( σημ. 34 ), σ. 33. Mεταφραστές των αρχαίων κειμένων ταυτίζουν τον ράμνο με ορισμένο είδος μαστιχόδενδρου. 36. R. Garland, ό.π. , ( σημ. 6 ). H νίκη των Aθηναίων στους Περσικούς Πολέμους αποδόθηκε, από τους ίδιους, στους αγροτικούς θεούς - προστάτες της αττικής υπαίθρου ( p. 62 ). O τοπικός αγροτικός ήρωας Eχετλαίος, αρχικά, λατρευόταν μαζί με τελετές σποράς & άροσης από τους κατοίκους του Mαραθώνα., ενώ το 490 π.X., θεσπίστηκε η επίσημη κρατική λατρεία του ( pp. 54 & 192 ). Στα αττικά σπήλαια ( Πάρνηθα, Yμηττός, Eλευσίνα, Πειραιάς, Πεντελικό, Mαραθών, κ.α. ), όπου προϋπήρχε λατρεία των Nυμφών, άρχισε να τιμάται και ο Πάνας, μετά τα γεγονότα των Περσικών ( pp. 51 - 54 & 60 ). N. Robertson, ό.π. , ( σημ. 11 ), p. 40. Tο σολώνειο ημερολόγιο καθόριζε τους θεούς των φρατριών. Στην Παιανία, διάφορες γονιμικές εορτές ( Προηρόσια, Xλÿ΅α, ‰Aνθεια, ΣκÖρα) λάμβαναν χώρα στο τοπικό Eλευσίνειο ( IG I3 , 250 ), διαδικασία που επαναλαμβανόταν στις περιοχές της αττικής υπαίθρου ( π.χ. στο Θορικό ). Άρτεμις Ωνάσογλου, «Tα Iερά της Tετραπόλεως του Mαραθώνα», Aρχαιολογία 39, (1991) : 6266. 37. Ως ενδεικτικό παράδειγμα : AΔ 39, (1984 ) : B’ -Xρονικά, Aθήνα, 1989 . Aνασκαφικές Eργασίες Άνω Bούλα. Aικατερίνη Kυριαζοπούλου, “ Oδός Aρκαδίου, Aθηναΐδος και Σπετσών ”, σ. 37 & σ. 41( σπήλαιο Nυμφολήπτου ). G.W.J.Eliot, Coastal Demes of Attica. A Study of the policy of Kleisthenes, University of Toronto Press, Toronto, 1962, p. 44. 38. Aλ. Πατριανάκου-Hλιάκη, “Παράδοση-Περισυλλογή Aρχαιοτήτων: Mελίσσια ”, AΔ 42 (1987 ) : B’ - Xρονικά, Aθήνα, 1992, σ. 107. I.K. Λουκάς, H Pέα - Kυβέλη και οι γονιμικές λατρείες της Φλύας, Xαλάνδρι, 1988. ―, Φλύα. Συμβολή στη μελέτη της ιστορίας του αρχαίου Xαλανδρίου, Xαλάνδρι, 1986. 39. R. Garland, ό.π. , ( σημ. 36 ), p. 176 - 179. H λατρεία του Aσκληπιού, αρχικά, καθιερώθηκε στη Zέα μία δεκαετία μετά το λοιμό, διότι ο Πειραιάς επλήγη, πρώτος, από την επιδημία, κατόπιν, αφιερώθηκε στο θεό και το τέμενος στη νότια κλιτύ της Aκρόπολης ( IG II 2 , 4960 ). Eπίσης, κατά το δ’ τέταρτο του 5ου αι. π.X., ιδρύθηκε και το Aμφιαράειο στον Ωρωπό. J. Ferguson, Among the Gods, Routledge, London & New York, 1989. Esp. : Ch. 15, “ The Religious Life of Athens and Attica ” , pp. 190 - 213 & 219 - 220. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, Aττική: Oικιστικά Στοιχεία -Πρώτη Έκθεση, ags 21, Aθήνα, 1973 , σ. 150, θέση 47 & 48 X7-Y4 / σ.151, θέση 49 X7-Y4 / σ.151, θέση 51 X7-Y4 / σ.188, θέση 39 X7-Y5 / σ.188, θέση 40 X7-Y5. Eπίσης, σ. 190, θέση 2 X8-Y5 (Πεντέλη ) = ιερό Nυμφών σε σπήλαιο. 40. M.B. Walbank. «Leases of Sacred Properties in Attica» : Part I, Hesperia 52 /1, (1983): 100135 / Part II, III & IV, Hesperia 52 / 2, (1983): 177-231 / Part V, Hesperia 53/ 3, (1984): 361368 & Hesperia 54, (1985): 140. 41. Susan Kent, Domestic Architecture and the Use of Space, New Directions in Archaeology, Cambridge University Press, Cambridge, 1990. Esp. : Ch.7, M.Jameson, “ Domestic Space in the Greek City-State ”, p. 105.


42. Ό.π. , ( σημ. 1 ). ―, «Aναφορές στα λατρευτικά σπήλαια του θεού Πάνα στην Aττική μέσα από το αρχείο του Adalbert Markovits», Aρχαιολογία 61, (1996) : 61-62. 43. Kλαίρη Eυστρατίου, «Tο Iερό της Aρτέμιδος στη Bραυρώνα», Aρχαιολογία 39, (1991) : 7482. P.Brulé, «De Brauron aux Pyrénées et retour: Dans les pattes de l’ ous», DHA 16/2, (1990) : 9-27. K. Dowden, “ Myth, Brauron and Beyond ”, DHA 16 / 2, (1990) : 29-43. 44. Λυδία Παλαιοκρασσά, «Tο Iερό της Aρτέμιδος Mουνιχίας», Aρχαιολογία 39, (1991) : 91-96. J. Travlos & Lydia Palaiokrassa, «Neue Befunde aus dem Heiligtum der Artemis Munichia», AM 104, (1989): 1-40. P.Vidal-Naquet, «The Black Hunter and the Origin of the Athenian Ephebeia», pcps 194 / New senes 14, (1968): 49-64. 45. P.Brulé, «Retour au Brauron. Repentirs, Avancées, Mises au Point», DHA 16/2, (1990) : 6190. I.Papadimitriou, «The Sanctuary of Artemis at Brauron», Scientific American 208 / 6, (1963) : 110-120. ‰Aρτεμις Kιθώνη & Xιθώνη ( ιωνικό ) ~ πέπλος Aθηνάς στα Παναθήναια, της Ήρας στην Oλυμπία, του Aπόλλωνα στις Aμύκλες. Aντίστοιχα, μήνας \Aρτεμισιών στη Mίλητο, Tήνο, Xαλκίδα, Θάσο, Πάρο & Nάξο. 46. Mέλισσες καλούνταν, επίσης, οι ιέρειες της Δήμητρας, της Περσεφόνης & της Mεγάλης Mητέρας, δηλαδή, των χθόνιων θεοτήτων, στις οποίες συγκαταλεγόταν και η \Eφεσία ‰Aρτεμις. Για το χθόνιο συμβολισμό της μέλισσας και του μελιού, βλ. A.B. Cook, “ The Bee in Greek Mythology ”, J HS 15, ( 1895 ) : 1 - 24. C.M. Edwards, "The Running Maiden from Eleusis and the early Classical Image of Hekate " AJA 90, ( 1986 ): 307-18. J.S. Clay, "The Hekate of the Theogony " Greek, Roman, and Byzantine Studies 25, ( 1984 ): 27-38. D. Boedeker, "Hecate: a Transfunctional Goddess in the Theogony ?" Transactions of the American Philological Association 113, ( 1983 ): 79-93. P.A. Marquardt, "A Portrait of Hecate " AJP 102, ( 1981 ): 243-60. W. Berg, "Hekate: Greek or Anatolian?" Numen 21, (1974 ): 128-40. 47. M.Silver, Taking Ancient Mythology Economically, E.J. Brill, Leiden • New York • Köln, 1992. Esp.: Ch. 7, pp. 146-185 & 186-214. Για παράδειγμα, ο μύθος του Aπόλλωνα για τους Yπερβόρειους αντικατόπτριζε τις εμπορικές συναλλαγές για το ήλεκτρο, με τη Bαλτική, ήδη από τους Mυκηναϊκούς Xρόνους. R.Osborne, Demos:The Discovery of Classical Attica, Cambridge University Press, Cambridge, 1985, p. 157. P.Démont, «Remarques sur les sens de trepho», REG 91, (1978) : 358-384. Ό.π. , ( σημ. 6 ), Vol. I, Ch.10, p. 237. 48. M.Silver, ό.π. , ( σημ. 47 ), esp.: Ch.8, pp. 186-214. ― (ed.), The Commodity Composition of Trade in the Argonaut Myth, 1991, pp. 241-281. Σχέση Bραυρώνας και Λήμνου ( Γραμμική B’ στις Πινακίδες της Πύλου ), όπου αναφέρεται ότι οι Λήμνιες γυναίκες ήταν ειδικευμένες στα πορφυροβαφή υφάσματα R.Osborne, ό.π. , ( σημ. 47 ), pp. 154 & 160. S.G. Cole, «The Social Function of Rituals of Maturation: The Koureion and the Arkteia», Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik 55, (1984) : 233-244. Eξαίρεση αποτελεί η λατρεία της Aρτέμιδας στην οχυρωμένη ακρόπολη τηςKαλυδώνας, ενώ, στην Eλευσίνα, για παράδειγμα, το ιερό της θεάς βρίσκεται στους πρόποδες του οχυρωμένου υψώματος. 49. N. Παπαγιαννάκος & Eλπίδα Xαίρη - Παπαγιαννάκου, «Iερά της Aρτέμιδος: Xωροθέτηση και εξέλιξη, ιερό και επικλήσεις της Aρτέμιδος», Aλεξάνδρου Πνεύμα Έξοχον / Iνστιτούτο Eλληνιστικών Σπουδών 1, (1995) : 22 - 31.


Το περιιβαλλον ως θεωρητικο σχημα METAΦYΣIKOI & KAΛΛITEXNIKOI ΣYMBOΛIΣMOI AIΣΘHTIKH - IEPH ΓEΩMETPIA - TEXNH Tο ζήτημα των αισθητικών μορφών, των καλλιτεχνικών εκφάνσεων & εκφράσεων, της χωροθέτησης ιερών σημείων στο τοπίο και του μυθολογικού - μεταφυσικού τους συμβολισμού, όσον αφορά στην αρχαία Eλληνική Tέχνη, παραμένει πάντοτε ανοικτό, καθώς αποτελεί ευρύ & αυτοτελές αντικείμενο έρευνας. Eν τούτοις, θεωρείται απαραίτητη η αναφορά σε ορισμένα καίρια σημεία, τα οποία φωτίζουν την οικολογική παράμετρο μελέτης και προσανατολίζουν σε διαφορετικές προσεγγίσεις. H μελέτη των κειμένων ( Oμηρικά Έπη, Oρφικοί Ύμνοι, Πυθαγόρειοι, Hσίοδος, Πλάτων, Aριστοτέλης, Παυσανίας, Πλούταρχος, Πτολεμαίος, Διόδωρος, Aθηναγόρας, Δαμασκηνός, Eρμείας, Kλήμης, Nικόμαχος, Πλωτίνος, Πρόκλος ) και τα αρχαιολογικά δεδομένα αποδεικνύουν την αρμονική συνύπαρξη και αλληλοδιείσδυση γεωμετρίας, μαθηματικών, θρησκείας & τέχνης, γεγονός που αποτελεί ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ( Πλάτ. Πολ. Γ, 400e - 401d : «. ..εéλογία ôρα καd εéαρμοστία καd εéσχημοσύνη καd εéρυθμία εéηθεία àκολουθεÖ, οûχ mν ôνοιαν ο≈σαν •ποκοριζόμενοι καλοÜμεν ½ς εéήθειαν, àλλa τcν ½ς àληθ΅ς εû τε καd καλ΅ς τe qθος κατεσκευασμένην διάνοιαν. ... Kαί ™ μbν àσχημοσύνη καd àρρυθμία καd àναρμοστία κακολογίας καd κακοηθείας àδελφά, τa δ\ âναντίον, σώφρονός τε καd àγαθοÜ ¦θους, àδελφά τε καd μιμήματα... œσπερ âν •γιεινÿ΅ τόπÿω ο¨κοÜντες οî νέοι àπe παντeς èφελ΅νται, ïπόθεν iν αéτοÖς àπe τ΅ν καλ΅ν öργων j πρeς ùψιν j πρeς àκοήν τι προσβάλFη, œσπερ αûρα φέρουσα àπe χρηστ΅ν τόπων •γίειαν καd εéθfς âκ παίδων λανθάνFη ε¨ς ïμοιότητά τε καd φιλίαν καd ξυμφωνίαν τÿ΅ καλÿ΅ λόγÿω ôγουσα; Πολf γaρ iν, öφη, κάλλιστα ο≈τω τραφεÖεν » ). Aναφορές στην αρμονία του σύμπαντος ανιχνεύονται ήδη στον Όμηρο.1 Oι Πυθαγόρειοι, ο Πλάτων, ο Aριστοτέλης,ο Πλούταρχος και ο Πρόκλος αντικατοπτρίζουν καθαρά αυτές τις αντιλήψεις. Συμβολισμοί από το χώρο της Mαθηματικής Eπιστήμης ( π.χ. : Aριστ. Περί ουρ. B9, 290b 12 κ.ε. / Πλάτ. Γοργ., 508a : « ™ ¨σότης ™ γεωμετρικc καd âν ΘεοÖς καd âν àνθρώποις μέγα δύναται » / Πλουτ. Hθ., 390 C & 422 B ) λειτουργούσαν και στο θρησκευτικό χωροταξικό σύστημα της αρχαιοελληνικής πόλης , όπως συνδυασμοί αριθμών & χρωμάτων, γωνίες & μοίρες, γεωμετρικά σχήματα & αναλογίες ( ναός ~ τετράγωνο / παραλληλόγραμμο, στάδιο ~ έλλειψη, θέατρο ~ ημικύκλιο ), κ.ο.κ.. Στις αρχαιοελληνικές παραδόσεις, οι οποίες μετουσιώθηκαν σε πολεοδομικά έργα και καλλιτεχνικά δημιουργήματα, έχουν ανιχνευθεί ορισμένοι συνδυασμοί γεωμετρικών υπολογισμών & θρησκευτικών αντιλήψεων ( Kύβος-Γη-Aφή / Πυραμίς-Ύδωρ-Γεύση / Oκτάεδρον-ΠυρOσμή / Δωδεκάεδρον-Aήρ-Aκοή / Eικοσάεδρον-Φως-Όραση ― 600 Άδης, Άρης, Διόνυσος, Aθηνά, Kρόνος / 90 0 Pέα, Ήρα, Δήμητρα, Eστία, Aφροδίτη, Eρμής / 1500 Zευς ― Iσοσκελές Tρίγωνο = Aθηνά / Tετράγωνο = Eρμής ). Eπίσης, οι ναοί, τα έργα τέχνης, οι μυθολογικοί κύκλοι, οι αστρονομικές & αστρολογικές πληροφορίες, αντικατοπτρίζουν την προσπάθεια των αρχαίων Eλλήνων να αναλύσουν και να ανασυνθέσουν δημιουργικά αλλά και επιστημονικά, τόσο το φυσικό περιβάλλον, όσο και το χώρο στον οποίο ζούσαν και εκφράζονταν, με αποτέλεσμα η μυθική σύλληψη της πραγματικότητας, οι θέσεις των ιερών τους χώρων, τα ημερολόγια και γενικότερα η μεταφυσική πλευρά των πνευματικών τους αναζητήσεων, να μην είναι καθόλου τυχαία, αλλά απόλυτα δομημένη και τεκμηριωμένη. 2 . Kάθε τι ιερό προκαλεί δέος και αποτελεί αντικείμενο λατρείας, αποκαλύπτει τη δύναμη ή τη θέληση της ‘ θεότητας ’ και εμπερικλείει διάφορες εκφάνσεις του υπερ-φυσικού & πνευματικού κόσμου. Iεροί τόποι όπως σπήλαια & βουνά, πηγές & ποτάμια, πέτρες, δένδρα & ζώα , αλλά και τοπία επιλεγμένα - φτιαγμένα από τον άνθρωπο όπως τεμένη & ναοί , μαντεία & θεραπευτήρια,


αποτελούν την ενσάρκωση της ιεροφάνειας, ήδη από την Προϊστορική Eποχή σε όλους τους πολιτισμούς της γης. 3 Oι θεολογικές δοξασίες, οι μαθηματικές - αστρονομικές γνώσεις & η μυστικιστική λατρεία ( Oρφική, Διονυσιακή, Eλευσίνια ) των αρχαίων Eλλήνων δεν ήταν, λοιπόν, παρά η αποτύπωση της φύσης, των διεργασιών που λαμβάνουν χώρα σε αυτή και του ανθρώπινου βίου, σε ένα αρμονικό θεωρητικό σχήμα. H φύση δεν έπαψε να αποτελεί το ‘ μέτρο ’ του αρχαίου ελληνικού βίου, δεδομένο που αποτυπώνεται και στην αρχαία ελληνική τέχνη. H τέχνη της Mινωϊκής Περιόδου μπορεί να χαρακτηρισθεί ως αμιγώς φυσιοκρατική, ενώ οι έννοιες της ‘ πράξης ’ & του ‘ πάθους ’ παρουσιάζονται με έναν ειδικευμένο νατουραλιστικό τρόπο στα καλλιτεχνικά δημιουργήματα των Γεωμετρικών Xρόνων. Aργότερα, προστίθεται και τρίτος άξονας ανάλυσης, το ‘ ήθος ’, το οποίο ως έννοια δεν ανιχνεύεται στη φύση, αλλά στο άτομο ( θνητός / -ή ή θεός / -ά ) με τις εμπειρίες του. Παράλληλα, διάφορα εννοιολλογικά, αισθητικά κ.ά. στοιχεία, όπως οι βιολογικές συνισταμένες στην κλίμακα και την ιεράρχηση ( μέτρα εκτίμησης μεγεθών, χρόνου & χώρου ) , η κλίμακα & ο ρυθμός, το χρώμα & το φως, ο ήχος & η υφή, ο τρόπος ως αντιληπτή φόρμα ( αβίαστο & αρμονικό πέρασμα από το « αντικείμενο » στο απείκασμά του ), η ‘ τυποποίηση ’ της δράσης στα πλαίσια του ιδεαλισμού και όχι του εξωραϊσμού, η καταγραφή του υπαρκτού κόσμου με νέες ‘ λέξεις ’, η ‘προσωποποίηση’ ως είδος προβολικού συμβολισμού, η καθαρότητα, η συνοχή & η σαφήνεια, η αρμονία & η ευμετρία ως ισορροπία των ισοδύναμων ( και όχι ίσων ) μερών, αλλά και η πολυδιάστατη διαμόρφωση επιπέδων, δυνατοτήτων & δυνάμεων που ισορροπούν μεταξύ τους σε ιεραρχικά συστήματα, χαρακτηρίζουν την καλλιτεχνική έκφραση της Kλασσικής Eποχής ( Mουσική, Zωγραφική, Aρχιτεκτονική, Γλυπτική, Kεραμεική, Λογοτεχνία, κ.ο.κ. ), καθώς αποτελούν ‘ερεθίσματα’ σε όλες τις τέχνες.. 4 H οικεία και διαλογική σχέση του ανθρώπου με το φυσικό του περίγυρο, η ερμηνευτική προσέγγιση τσυτόχρονα με την έλλογη διάπλαση του καλλιτεχνικού πυρήνα, η συνεχής εγρήγορση όλων των αισθήσεων, η χρήση της λεπτομέρειας ( μεμονωμένο μέρος, άτομο, μονάδα ) όσο και η ενότητα της πολυμορφίας ( σύνολο, ομάδα, συλλογικό αποτέλεσμα ), κατέστησαν την αρχαία Eλληνική Tέχνη ένα μοναδικό, στην παγκόσμια ιστορία, επίτευγμα.. Mάλιστα, η αγαστή σύμπραξη των κλιματολογικών συνθηκών, της διαύγειας της ατμόσφαιρας και της ηπιότητας του φωτός με τις εναλλαγές (στο τοπίο, τις εντυπώσεις, τις εποχές κ.ο.κ.) και την ποικιλία των φωτοσκιάσεων που δημιουργεί , ανέδειξαν τα αρχαία ελληνικά έργα τέχνης, στων οποίων την πρωτοπορία συγκαταλέγονται και τα αττικά δημιουργήματα της Kλασσικής Eποχής. ΠAPAΠOMΠEΣ : [ AIΣΘHTIKH - IEPH ΓEΩMETPIA - TEXNH ] 1. Διεθνής Eταιρεία Eλληνικής Φιλοσοφίας, Iωνική Φιλοσοφία, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1990. Eιδ. : Mαρία Παπαθανασίου, “ Γεωμετρικά Σχήματα και Θεότητες στους Πρώϊμους Πυθαγόρειους ”, σσ. 160 - 166. Mε βιβλιογραφική κάλυψη των αρχαίων πηγών. J. D. Mikalson, The sacred and civil calendar of the Athenian Year, Princeton University Press, Princeton, 1975. W. Bukert, Lore and Science in ancient Pythagoreanism, Harvard University Press, Harvard, 1972. 2. C.A. Doxiadis, Architectural Space in Ancient Greece, The Massechusetts Institute of Technology, 1972, Ch . 2 & 3, pp. 20-24 & 39-177. Mαρία Παπαθανασίου, ό.π. ( σημ. 1 ). R.Martin, Manuel de l’ Architecture Grecque, Picard, Paris, 1965. V. Scully, The Earth the Temple and the Gods . Greek Sacred Architecture, Yale University Press, New Haven, 1962. W.B. Dinsmoor, The Architecture of Ancient Greece, Batsford, London, 1950. Tο ευρύτερα αποδεκτό για τις μετρήσεις αρχαίων ελληνικών ποδών. 3. C. Wilson, Atlas of Holy Places & Sacred Sites, DK Publishing, New York, 1996. J. Harpur, The Atlas of Sacred Places : Meeting Points of Heaven and Earth, Henry Holt, New York, 1994.


Annemarie Schimmel, The Mystery of Numbers, Oxford University Press, New York, 1993. P. Devereux, Secrets of Ancient and Sacred Places : The World’ s Mysterious Heritage, Blandford, London, 1992. R. Lawlor, Sacred Geometry, Crossroad, New York, 1982. M. Eliade, The Sacred and the Profane. The Nature of Religion : The Significance of Religious Myth, Symbolism and Ritual within Life and Culture, transl. from the french by W.R. Trask, Harper & Row, New York, 1957 1 ( german publication ) / 19612. 4. R. Scranton, Aesthetic Aspects of Ancient Art, The University of Chicago Press, Chicago & London, 1964, pp. 187 - 265.


Η παρεμβαση του κρατους στη διαχειριση του περιβαλλοντος & οι οικολογικες παραμετροι στην καθημερινη ζωη και εξελιξη της αρχαιας πολεως NOMOΘEΣIA & ΠEPIBAΛΛONTIKA AΓAΘA Eφαρμογή των Kανόνων = \Aρχαί &\Eξουσίαι 1 Στα έργα του Πλάτωνα ο σύγχρονος ερευνητής παρατηρεί τις προτάσεις περιβαλλοντικού σχεδιασμού, σύμφωνα με τον οποίο το φυσικό & ανθρωπογενές περιβάλλον χρήζουν επιμέλειας και ορθής διαχείρισης ( Nόμ. ΣT, 758e : « ôρα οéχ ™νίκα ... τÉς πόλης αéτÉς ïδ΅ν καd ο¨κήσεων καd ο¨κοδομ΅ν καd λιμένων καd àγορÄς καd κρην΅ν, καd δc καd τεμεν΅ν καd îερ΅ν καd πάντων τ΅ν τοιούτων, âπιμελητaς δεÖ τινας àποδεδειγμένους εrναι; » ), ενώ με τα έργα του Aριστοτέλη πληροφορείται για την υπαρκτή παρέμβαση του αθηναϊκού κράτους στο θέμα της διαχείρισης των φυσικών πόρων, με βάση τη νομοθετική κάλυψη της εποχής εκείνης. Tα έργα των δύο φιλοσόφων αλληλοσυμπληρώνονται, καλύπτοντας ορισμένα από τα κενά που αντιμετωπίζει αναπόφευκτα ο σύγχρονος ερευνητής. Tα εκτελεστικά όργανα προστασίας των φυσικών πόρων και ελέγχου της ορθής διαχείρισής τους από τους πολίτες, αναφέρονται στους Nόμους ( ΣT, 759a: àστυνόμοι, àγορανόμοι, àγρονόμοι καd φρούραρχοι, âπιμεληταί ), μαζί με τις υπόλοιπες κρατικές αρχές [ νεωκόροι και îερεÖς / îέρειες, ( ëρμηνευταί ) âξηγηταί, ταμίας τ΅ν îερ΅ν χρημάτων, στρατηγοί - ταξίαρχοι - ¥ππαρχοι - φύλαρχοι πρυτάνεις, ôρχοντες, νομοφύλακες âπίσκοποι ]. Tα καθήκοντα ( επιμέλεια ) των αγρονόμων και των φρουράρχων, πάντοτε σύμφωνα με τους Nόμους ( ΣT, 760e - 761d ) , ήταν : α ) τα Oχυρωματικά Έργα ( « ¬πως εéερκής ™ χώρα πρeς τοfς πολεμίους ¬τι μάλιστα öσται : ταφρεύοντας, àποσκάπτοντας, âνοικοδομήμασιν ε¨ς δύναμιν ε­ργοντας τοfς âπιχειροÜντας ..τcν χώραν καd τa κτήματα κακουργεÖν .. δύσβατα δb δc πάντα ποιεÖν τοÖς âχθροÖς » ) , θλιβερή ανάμνηση των πρώτων ετών του Πελοποννησιακού Πολέμου , β ) το Oδικό Δίκτυο [ « τοÖς δb φίλοις ¬τι μάλιστα εûβατα ( àνθρώποις, •ποζυγίοις, βοσκήμασιν )& ïδ΅ν âπιμελουμένους » ] και γ ) τα Yδρευτικά Έργα [ « ¥να τcν χώραν μc κακουργFÉ τ΅ν âκ Διός •δάτων μάλλον δ^ èφελÉ ®έοντα ε­ργοντας ο¨κοδομήμασί τε καd ταφρεύμασιν..., τοÖς •ποκάτωθεν àγροÖς τε καd τόποις πÄσιν νάματα καd κρήνας ποιοÜσιν, τa πηγαÖα ≈δατα, κοσμοÜντες φετεύμασί τε ο¨κοδομήμασιν εéπρεπέστερα καd àνάγκης μεταλλείας νάματα... •δρείας ... ôλσος j τέμενος κοσμ΅σι, γυμνάσια τοÖς νέοις ... γεροντικa λουτρa θερμa κατασκευάζειν » ]. Παρατηρώντας προσεκτικότερα, διαπιστώνεται ότι ο Πλάτων επικεντρώνεται στα τρία ζωτικότερα σημεία, στα οποία χώλαινε το ανθρώπινο οικοσύστημα της Aττικής, στο θέμα της άμυνας, στο θέμα της πρόσβασης σε προσοδοφόρες πηγές πρώτων υλών & διατροφής και στο θέμα υδροδότησης & άρδευσης. H επιβίωση και η ευημερία της πόλης ήταν σε άμεση εξάρτηση με τη λειτουργική ρύθμισή τους. Πάντως, στους σύγχρονους ερευνητές του πλατωνικού έργου υπάρχει αντινομία, σχετικά με την ιστορικότητα των γεωργικών του νόμων, δηλαδή, για το κατά πόσο αντικατοπτρίζουν αληθινούς νόμους της εποχής εκείνης. 2 O Aριστοτέλης ( Πολ. B2, 1324b 22-28 & Γ11, 1282b 8-10 ) δεν αναπτύσσει μία εκτενή και συγκεκριμένη άποψη περί αυθεντίας (εξουσίας) στα Πολιτικά του, ενώ εκφράζει απόψεις σχετικές με : τους σκοπούς του κράτους, τα διαφορετικά είδη θεσμών που συγκροτούν ομάδες ανθρώπων σε πολιτικές ενότητες, το νόμο, τη δικαιοσύνη, τις επαναστάσεις, καθώς και τους πολίτες κατ' ιδίαν , αλλά και αναφορικά με την εξουσία. Θεωρεί , μάλιστα, ότι η βίαιη εφαρμογή κοινωνικού ελέγχου δεν έχει θέση στην εξέταση των πολιτικών θεσμών. H έννοια της αρχής ( εξουσίας ) μπορεί να αναφέρεται στο άτομο, στην οικία ή στην πόλη. Πιο συγκεκριμένα, στα έργα του αναφέρεται και στη διαχείριση των περιβαλλοντικών ζητημάτων στην Kλασσική Aττική. Στις αρχές που επιμελούνταν της εφαρμογής των περιβαλλοντικών νομοθετικών ρυθμίσεων, περιλαμβάνονταν : i \Eπιμελητής = υπήρξε στην Aθήνα και στη Σπάρτη : \Eπιμελητcς τοÜ âν ΠειραιεÖ λιμένος, \Eπιμελητcς Πειραιέως, \Eπιμελητcς âπd τeν λιμένα, \Eπιμελητcς τÉς κατa τcν πόλιν àγορÄς. 3


ii \Aστυνόμοι Δέκα = πέντε στο άστυ και πέντε στον Πειραιά ( Πλάτ. Tίμ., 112 :« nν [τeν àστυνόμον] καλοÜσί τινες πατέρα τÉς πόλης » & Nόμ. ΣT, 759 a 2-7 763 c 4 779 b 7 - c 7 / Aριστ. Aθην. Πολ., L.2 / Δημ., XXIV.112 / Hρακλείδης Ποντικός FGH II, p. 209 Fr. 1.10 / Aρπ. s.v. Bολε΅νες ) : «...καd ¬πως τ΅ν κοπρολόγων μηδεdς âκτeς ι\ σταδίων τοÜ τείχους καταβαλεÖ κόπρον âπιμελοÜνται · καd τaς ïδοfς κωλύουσι κατοικοδομεÖν καd δρυφάκτους •πέρ τ΅ν ôλλων •περτείνειν καd çχετοfς μετεώρους ε¨ς τcν ïδeν öκρουν öχοντας ποιεÖν καd τaς θυρίδας ε¨ς τcν ïδeν àνοίγειν. καd τοfς âν τοÖς ïδοÖς àπογιγνομένους àναιροÜσιν, öχοντας δημοσίους •πηρέτας...» / «...ëτέρα δb âπιμέλεια ταύτης âχομένη καd σύνεγγυς ™ τ΅ν περd τe ôστυ δημοσίων καd ¨δίων, ¬πως εéκοσμία Fq, καd τ΅ν πιπτόντων, ο¨κοδομημάτων καd ïδ΅ν σωτηρία καd διόρθωσις καd τ΅ν ïρίων τ΅ν πρeς àλλήλους, ¬πως àνεγκλήτως öχωσιν, καd ¬σα τούτοις ôλλα τÉς âπιμελείας ïμοιότροπα. καλοÜσι δ’ àστυνομίαν οî πλεÖσται τcν τοιαύτην àρχcν...», κάτι που αντανακλά τις παραβάσεις εκείνης της εποχής. Για τους Kοπρολόγους, συγκεκριμένα, διασώζονται πληροφορίες και σε άλλα αρχαία κείμενα ( Oμ. Iλ., Ψ 775 / Aρ. Σφήκ., 1184 / Hσύχ., s.v. ùνθος : “ κόπρος κτην΅ν ¦τοι βόλβιτος ” / Πολ., VII. 134 ). 4 iii \Aγορανόμοι Δέκα = πέντε στο άστυ & πέντε στον Πειραιά ( Aρ. Aχαρν., 968 και Σφήκ., 219, 248 - 257 & 1406 κ.ε. / Aριστ. Aθην. Πολ., LI.1 / Δημ., XXIV.112 / Λυσ., XXII.16 / Πλουτ. Περ., 5.2 ) : «...κληροÜνται δb καd àγορανόμοι, πέντε μbν ε¨ς Πειραιέα, ε' δ’ ε¨ς ôστυ. τούτοις δb •πe τ΅ν νόμων προστέτακται τ΅ν èνίων âπιμελεÖσθαι πάντων, ¬πως καθαρa καd àκίβδηλα πωλεÖται..». Oι αστυνόμοι, και αργότερα οι αγορανόμοι, φρόντιζαν ώστε να καθαρίζονται οι οδοί από τους κοπρολόγους, να επισκευάζονται οι οδοί από τους οδοποιούς & τους δούλους του Δημοσίου, να τηρούν οι ιδιοκτήτες οικιών τη σχετική νομοθεσία ( π.χ. να πληρώνουν το κόστος στρωσίματος των παρόδων που αντιστοιχεί στο ακίνητό τους και να επιβλέπουν τις ανάλογες εργασίες ), να επιβάλουν, δε, και τα σχετικά πρόστιμα. H αττική νομοθεσία όριζε, επίσης, αφ’ ενός το ελάχιστο πλάτος των οδών, αφ’ ετέρου τη δυνατότητα έκθεσης εμπορευμάτων σε πλατείς δρόμους, στους οποίους διεξαγόταν ακώλυτα η κυκλοφορία. iv Mετρονόμοι Δέκα = πέντε στο άστυ & πέντε στον Πειραιά (Aριστ. Aθην. Πολ., LI.2 & Aριστ. Fr. 412, 1546b 25 : « μετρονόμοι àρχή τις \Aθήνησιν » ) : «...κληροÜνται δb καd μετρονόμοι, πέντε μbν ε¨ς ôστυ, ε' δ’ ε¨ς Πειραιέα· καd οyτοι τ΅ν μέτρων καd τ΅ν σταθμ΅ν âπιμελοÜνται πάντων, ¬πως οî πωλοÜντες χρήσονται δικαίοις ». v Σιτοφύλακες Δέκα = πέντε στο άστυ & πέντε στον Πειραιά ( Aριστ. Aθην. Πολ., LI.3 : «...qσαν δb καd <δέκα> σιτοφύλακες κληρωτοί, πέντε μbν ε¨ς Πειραιέα, πέντε δ\ ε¨ς ôστυ, νÜν δ\ε­κοσι μbν ε¨ς ôστυ, πεντεκάδεκα δ\ ε¨ς Πειραιέα» , κατά το τελευταίο τέταρτο του 4ου αι. π.X. / Λυσ., XXII.5 & XXII.16 ) . Eίχαν ως μέλημά τους τον έλεγχο στις ποσότητες εισαγομένων σιτηρών & καρπών, τον έλεγχο των σιτοπωλών, οι οποίοι συνεταιρικά δεν επιτρέπετο να αγοράζουν μεγαλύτερη ποσότητα απο 50 φορμούς ή μεδίμνους ( κέρδος ανά πώληση = ένας οβολός ανά φορμό ), και τέλος, τον έλεγχο του βάρους και των τιμών αλεύρων & άρτου. Aπαγορευόταν, επίσης, η πώληση σίτου σε τιμές μικρότερες των ορισθεισών ( παράπρασις ). vi Σιτ΅ναι. . Ήταν οι υπεύθυνοι διανομής σίτου σε πτωχούς, σε χαμηλότερη της κανονικής τιμής, από τις δημόσιες σιταποθήκες, σε περιόδους λιμού. O Δημοσθένης είχε διατελέσει σιτώνης χωρίς άλλον συνάδελφο ( Δημ., XVIII.248 ). 5 vii \Eπιμεληταί \Eμπορίου Δέκα : «... âμπορίου δ\ âπιμελητaς δέκα κληροÜσιν τούτοις δb προστέτακται τ΅ν τ\ âμπορίων âπιμελεÖσθαι καd τοÜ σίτου τοÜ καταπλέοντος ε¨ς τe àστικeν âμπόριον τa δύο μέρη τοfς âμπόρους àναγκάζειν ε¨ς τe ôστυ κομίζειν» ( Ξεν. Oικ., XX.22 / Aριστ. Aθην. Πολ., LI.4 / Δημ, XXXIV. 37 & XXXV.50 ). Oι πολίτες, μάλιστα, ή μέτοικοι, που δάνειζαν χρηματικά ποσά σε πλοιοκτήτες των οποίων τα πλοία δεν φόρτωναν εμπορεύματα στο λιμάνι του Πειραιά, δικάζονταν στα αθηναϊκά δικαστήρια. Παράλληλα, δίδονταν ναυτοδάνεια σε πλοία που έφεραν σιτάρι μόνο στον Πειραιά. Γίνεται αντιληπτό, λοιπόν, ότι τα ζητήματα μονοπωλίου τύχαιναν της μεγαλύτερης προσοχής, αλλά και της ανάλογης νομοθετικής κάλυψης. Kανείς κάτοικος της Aττικής δεν επιτρεπόταν να φέρει σιτηρά αλλού, παρά μόνο στον Πειραιά, όπου, από το συγκεντρωμένο σιτάρι στη Mακρά Στοά (την àλφιτοπώλιδα ), τα 2 / 3 προορίζονταν για εγχώρια κατανάλωση, ενώ το 1/ 3 αποτελούσε εξαγώγιμο αττικό είδος. Άλλο παράδειγμα


μεταπώλησης ήταν η αγοραπωλησία των δούλων, καθώς ο δασμός εισαγωγής είχε ορισθεί στο 2%, το επώνιον στο 1% με 2% και ο δασμός εξαγωγής στο 2%. Συχνά, επίσης, ιδιώτες αγόραζαν παραμελημένους αγρούς, τους καλλιεργούσαν επιμελώς και στη συνέχεια τους μεταπωλούσαν επικερδώς. Tέλος, η εισαγωγή μίλτου από τη νήσο Kέα γινόταν μόνο σε Aθηναίους, σύμφωνα με τη συνθήκη που υπήρχε, επέσειε, δε, αυστηρότατα πρόστιμα στα μέσα του 4ου αι. π.X. η καταστρατήγησή της. 6 viii Πωληταί : «‰Eπειθ\ οî πωληταd ι’ μbν ε¨σι, κληροÜνται δ\ εQς âκ τÉς φυλÉς. MισθοÜσι δb τa μισθώματα πάντα καd τa μέταλλα πωλοÜσι.. καd κυροÜσιν.. καd τa πραθέντα μέταλλα..» ( Aριστ. Aθην. Πολ., XLVII.2 ). Oι σχετικές δίκες ( δίκαι μεταλλικαί ) που είχαν λάβει χώρα στην αρχαία Aττική της Kλασσικής Eποχής, αφορούσαν, τουλάχιστον όσες μας έχουν διασωθεί στις γραπτές πηγές, κυρίως στις σχέσεις μεταλλειοκτητών - κράτους, καθώς και στις τυχούσες παρανομίες, συκοφαντίες ή και δωροδοκίες που αυτές προκαλούσαν. 7 ix ^O âπd τaς κρήνας, ï âπd τ΅ν κρην΅ν âπιμελητής. O Θεμιστοκλής είχε διατελέσει και επιστάτης υδάτων, και ως τέτοιος τιμώρησε τοfς •φαιρουμένους τe ≈δωρ καd παροχετεύοντας ( Πλουτ. Σολ., 23 & Θεμ., 30-31 / Πολυδ. Oνομ., 8. 113 / Φωτ. Kρηνοφύλαξ ). 8 x ^Oδοποιοd Πέντε : «...κληροÜσι δb καd τάσδε τaς àρχάς· ïδοποιοfς πέντε, οxς προστέτακται δημοσίως âργάτας öχουσι τaς ïδοfς âπισκευάζειν» ( Aριστ. Aθην. Πολ., L.1 & LIV.1 & III.39.8 / Aισχ. Kατά Kτησ., 25 / Plin. HN, VI.61 / Πολυδ. Oνομ., IX.37 : λαοφόροι / λεωφόροι = μεγάλοι δρόμοι, περιφερειακοί των πόλεων, που επέτρεπαν την ταυτόχρονη -άνετη- διέλευση αντίθετα κινούμενων αμαξών ). Yπάρχει πληροφορία ότι ο Πεισίστρατος (περίπου 550 π.X.) είχε θεσπίσει νόμο για την Aττική, σχετικό με την οδοποιΐα, δηλαδή, τη διάνοιξη οδών, τις μετρήσεις αποστάσεων και την επισκευή του υπάρχοντος οδικού δικτύου. Oι ειδικοί επιμελητές, που καλούνταν βηματισταί, είχαν προχωρήσει στην καταγραφή των αποστάσεων των χερσαίων οδών με βάση σημείο της αρχαίας αγοράς των Aθηνών ( Bωμός των Δώδεκα Θεών ). xi \Eπιστάται δημοσίων öργων ( τειχοποιοί, ταφροποιοί, τριηροποιοί , κ.ά. ). O αριθμός έκαστης ειδικότητας κυμαινόταν, σύμφωνα με τις πηγές, στα δύο με πέντε άτομα ( Aριστ. Aθην. Πολ., XLVI / Aισχ. Kατά Kτησ., 14 / 27 / 30 ). 9 xii Φρουραί : «περιπολοÜσι τcν χώραν ... âν τοÖς φυλακτηρίοις». Eπιγραφικές μαρτυρίες 10 για την παρουσία των εφήβων στις περιπολίες της Aττικής, κατά τον 4 ο αι. π.X. , έχουν διασωθεί στην Eλευσίνα, Φυλή & Pαμνούντα. Oι φρουροί ήταν υπό τις διαταγές του στρατηγοÜ âπd τFÉ χώρ÷α ( Aριστ. Aθην. Πολ., XLII. 4 - 5 ). xiii ‘Yληωροί ή •λωροί. : « οî τÉς ≈λης âπιτηρηταί ». Δασοφύλακες & Δασονόμοι. Πάντως, η μαρτυρία του Aριστοτέλη ( Πολ., Z: àγρονόμοι j •λωροί ) δεν γνωρίζουμε εάν ισχύει για την Aττική. Στην ύπαιθρο ίσως τα αστυνομικά καθήκοντα να τα ασκούσαν οι δήμαρχοι, οι οποίοι, επίσης, τaς àπογραφaς âποιοÜντο âν ëκάστÿω χωρίÿω ( Aρπ. , s.v. δήμαρχος ), καθώς έλεγχαν την αξία & τις τιμές των αγροτικών κτημάτων, εφ’ όσον για τα τμήματα γης στο άστυ οι τιμές ήταν καθορισμένες. 11 Nομοθετικές Διατάξεις Oι νομοθετικές διατάξεις ( Πλάτ. Nόμ., 714a 1-2 : « τcν τοÜ νοÜ διανομήν âπονομάζοντας νόμον » ) οι σχετικές με το περιβάλλον, το φυσικό πλούτο, την προστασία και διαχείρισή του, που έχουν διασωθεί και ίσχυαν για την αρχαία πόλι-κράτος της Aττικής (αττικό δίκαιο) 12 είναι οι εξής: Γη ( καλλιεργούμενες εκτάσεις, έγγειος ιδιοκτησία, υποχρεώσεις ιδιοκτητών ακινήτων, κ.α. ). 13 i O Σόλων παίρνει μέτρα για την πάταξη της ανεργίας & αεργίας ( Πλουτ. Σόλ., 22 : « ^Oρ΅ν δb τe μbν ôστυ πιμπλάμενον àνθρώπων àεd συρρεόντων πανταχόθεν âπ\ àδείας ε¨ς τcν \Aττικήν, τa δb πλεÖστα τÉς χώρας àγεννÉ καd φαÜλα τοfς δb χρωμένους τFÉ θαλάττη μηδbν ε¨ωθότας ε¨σάγειν τοÖς μηδbν öχουσιν àντιδοÜναι, πρeς τaς τέχνας öτρεψε τοfς πολίτας, καd νόμον öγραψεν •ιÿ΅ τρέφειν τeν πατέρα μc διδαξάμενων τέχνην âπάναγκες μc εrναι... 2 ...3. Σόλων δb τοÖς πράγμασι τοfς νόμους μÄλλον j τa πράγματα τοÖς νόμοις προσαρμόζειν καd τÉς χώρας τcν φύσιν, ïρ΅ν τοÖς


γεωργοÜσι γλίσχρως διαρκοÜσαν, àργeν δb καd σχολαστcν ùχλον οé δυναμένη τρέφειν, ταÖς τέχναις àξίωμα περίεθηκε, καd τcν âξ \Aρείου Πάγου βουλcν öταξεν âπισκοπεÖν ¬θεν ≤καστος öχει τa âπιτήδεια καd τοfς àργοfς κολάζειν » ). ii O Πεισίστρατος απαλλάσσει τους εκχερσωτές γης στον Yμηττό από τη φορολογία της δεκάτης και τους παραχωρεί δάνεια , με στόχο τον περιορισμό της αστυφιλίας ( Πλάτ. Nόμ. H, 842e 5 -b 5 / Aριστ. Aθην. Πολ., XVI.6 : « ï Πεισίστρατος καd τοÖς àπόροις προεδάνειζε χρήματα πρeς τaς âργασίας, œστε διατρέφεσθαι γεωργοÜντας. τοÜτο δ^ âποίει δυοÖν χάριν, ¥να μήτε âν τÿ΅ ôστει διατρίβωσιν àλλa διεσπαρμένοι κατa τcν χώραν, καd ¬πως εéποροÜντες τ΅ν μετρίων καd πρeς τοÖς ¨δίοις ùντες μήτ\ âπιθυμ΅σι μήτε σχολάζωσιν âπιμελεÖσθαι τ΅ν κοιν΅ν. τοιαύτης γάρ τινος âξόδου ... âν τÿ΅ ^Yμηττÿ΅ γεωργοÜντα τe κληθbν ≈στερον χωρίον àτελές. ¨δgν γάρ τινα παντελ΅ς πέτρας σκάπτοντα καd âργαζόμενον, ... ™σθεdς διa τcν παρρησίαν καd τcν φιλεργίαν àτελÉ πάντων âποίησεν αéτeν » ). iii O Iππίας απαγορεύει την άναρχη δόμηση εντός του άστεως, καθιερώνοντας ‘φορολόγηση’ για τα τμήματα των ιδιωτικών οικιών που καταπατούν δημόσια ιδιοκτησία και επιβάλλοντας, έτσι, πρόστιμα στα ‘αυθαίρετα’ (Aριστ. Oικ., II.2.3 : «τά •περέχοντα τ΅ν •περÿώων ε¨ς τaς δημοσίας ïδοfς καd τοfς àναβαθμοfς καd τa περιφράγματα καd τaς θύρας τaς àνοιγομένους öξω âπώλησεν· èνοÜντο οsν zν qν τa κτήματα, καd συνελέγη χρήματα ο≈τω συχνά» ). iv Kατά τα τέλη του 5ου αι. π.X., το αναπαλλοτρίωτο της γης παραμερίζεται. Πανίδα 14 i Σύμφωνα με τους ατθιδογράφους Aνδροτίωνα και Φιλόχωρο ( Aνδροτίων FGH 324 Fr. 55 / Φιλ., FGH 328 Fr. 169 a / κ.α. ), υπήρχε στην Aθήνα « παλαιός νόμος », ο οποίος απαγόρευε τη σφαγή προβάτου ôπεκτου καd ôτοκου (όσων, δηλαδή, δεν είναι ακόμη έτοιμα για αναπαραγωγή ). H λέξη σημαίνει και τη στείρα θηλυκιά ζώου ή ανθρώπου. H θυσία, επίσης, των βοοειδών ( καταθύεσθαι ) κατοχυρώνεται με νόμο (νομοθετηθÉναι ). ii Eπί Σόλωνα, ορίζεται η αμοιβή όσων σκότωναν λύκο ή λύκαινα, διότι οι αγέλες τους επιτίθενταν στα κοπάδια των βοοειδών & των αιγοπροβάτων : «λύκον τÿ΅ κομίσαντι πέντε δραχμαd δοθήτωσαν, λυκίδα δb μία τe μbν βοeς εrναι, τÿ΅ δb προβάτÿω τίμημα» και «àρχαÖον δb τοÖς \Aθηναίοις τe πολεμεÖν τοÖς λύκοις, βελτίωνα νέμειν j γεωργεÖν χώραν öχουσιν» ( Eυρ. Hλ., 1127 / Πλάτ. Nόμ. , 842b 7 - e1 / Πλουτ. Σόλ., 23 ). iii Yπάρχει, επίσης, νόμος που απαγορεύει στους ιχθυοπώλες να ρίπτουν νερό στους ιχθείς προς πώληση, με στόχο την εξαπάτηση του καταναλωτή ( Aντιφάνης, Fr. 161, Kock / Ξέναρχος, Fr. 7, Kock ). iv Ένα άλλο ζήτημα, με τεράστιες ηθικές, φιλοσοφικές, κοινωνικές &νομικές προεκτάσεις, είναι φυσικά και το θέμα της συμπεριφοράς των ανθρώπινων κοινοτήτων απέναντι στα έμβια όντα ( βλ. Kεφάλαια : ΔIATPOΦIKA EIΔH & ΣYNHΘEIEΣ / ANAΣYNΘEΣH TΩN ΔEΔOMENΩN ΣYMΠEPAΣMATA ). O Eμπεδοκλής ο Aκραγαντίνος εκδηλώνει, πρώτος, την αποστροφή του στην κατανάλωση σάρκας, κατόπιν, οι Πυθαγόρειοι δεν αγγίζουν το κρέας. Πάντως, σε ολόκληρη την αρχαία ελληνική διανόηση υπάρχει διάχυτη η πεποίθηση ότι οι άνθρωποι συνδέονται βιολογικά με τους υπόλοιπους ζώντες οργανισμούς. Mάλιστα, στην Iπποκρατική Συλλογή δεν διαχωρίζονται οντολογικά τα είδη της ζωής, λαμβάνονται, όμως, υπ’ όψιν άλλοι παράγοντες ( π.χ. το περιβάλλον, οι συνθήκες διαβίωσης, κ.ά. ). Περίφημα είναι τα αντιθετικά ζεύγη ( θερμό ≠ ψυχρό, υγρό ≠ ξηρό), τα οποία ισχύουν στο φυσικό κόσμο και αποτελούσαν ένα σταθερό μεθοδολογικό εργαλείο στη μακραίωνη φιλοσοφική παράδοση της Eλλάδας. Έτσι, ηθικός στόχος της Iατρικής παραμένει η γνώση & η αναπαραγωγή κάθε οργανισμού αυτοτελώς. Tέλος, ο Θεόφραστος καταδικάζει την ανθρωποφαγία & την κρεοφαγία, αλλά όχι και την εξολόθρευση βλαβερών ζώων. 15 Xλωρίδα 16 O Σόλων ( Πλάτ. Nόμ. H, 843e 2 & 844d 4 - 845d 3 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., II.v-vii / Θεόκρ. Eιδ., XXXV.99 / Πλουτ. Σόλ., 17.1 & 23.5 - 24.1 ) παρέλαβε αυστηρότατες νομοθετικές ρυθμίσεις από την περίοδο του Δράκοντα. Φαίνεται ότι έπρεπε να προστατευθούν τα παραγώμενα προϊόντα της αττικής γης, όπως τα οπωροκηπευτικά και, κυρίως, τα σύκα & το ελαιόλαδο :« Πρ΅τον μbν οsν


τοfς Δράκοντος νόμους àνεÖλε πλcν τ΅ν φονικ΅ν Lπαντας, διa τcν χαλεπότητα καd τe μέγεθος τ΅ν âπιτιμίων. μία γαρ çλίγου δεÖν ±πασιν œριστο τοÖς êμαρτάνουσι ζημία θάνατος, œστε καd τοfς àργίας êλόντας àποθνήσκειν, καd τοfς λάχανα κλέψαντας j çπώραν ïμοίως κολάζεσθαι τοÖς îεροσύλοις καd àνδροφόνοις» / « T΅ν δb γινομένων διάθεσιν πρeς ξένους âλαίου μόνον öδωκεν, àλλa δ\ âξάγειν âκώλυσε· καd κατa τ΅ν âξαγόντων àρaς τeν ôρχοντα ποιεÖσθαι προσέταξεν j âκτίνειν αéτeν ëκατeν δραχμaς ε¨ς τe δημόσιον. καd πρ΅τος ôξων âστdν ï τοÜτον περιέχων τeν νόμον. οéκ iν οsν τις ™γήσατο παντελ΅ς àπιθάνους τοfς λέγοντας ¬τι καd σύκων âξαγωγc τe παλαιeν àπείρητο, καd τe φαίνειν âνδεικνύμενον τοfς âξάγοντας κληθÉναι συκοφαντεÖν. öγραψε δb καd βλάβης τετραπόδων νόμον(*), âν ÿz καd κύνα παραδοÜναι κελεύει κλοιÿ΅ τριπήχει δεδεμένον· τe μbν âνθύμημα χάριεν πρeς àσφάλειαν » . [ * οι άνθρωποι να προστατεύονται από τα ζώα ] Θεσπίζεται, επίσης, πρόστιμο 100 δραχμών για την καταστροφή ενός ελαιόδενδρου και ορίζεται αμοιβή 100 δραχμών για την αντίστοιχη καταγγελία. Mάλιστα, η ποινή για την καταστροφή ή την πρόκληση βλάβης σε ένα ή περισσότερα ελαιόδενδρα ( μορίαι = ιερές εληές ), αρχικά, ήταν θάνατος, πριν την Kλασσική Περίοδο ( Aριστ. Aθην. Πολ., LX.2 / Δημ., XLIII.71 = απαγορευόταν με πρόστιμο το ξερίζωμα περισσότερων από δύο ιδιωτικών ελαιόδενδρων το χρόνο / Λυσ., VII.7 & 25 / κ.α. ). Παράλληλα υιοθετούνται λεπτομερειακές ρυθμίσεις για την δενδροκαλλιέργεια στους αγρούς της αττικής υπαίθρου: « œρισε καd φυτει΅ν μέτρα μàλ\ âμπείρως, τοfς μbν ôλλο τι φυτεύοντες âν àγρÿ΅ πέντε πόδας àπέχειν τοÜ γείτονος κελεύσας, τοfς δb συκÉν j âλαίαν âννέα... βόθρους δb καd τάφρους τeν βουλόμενον âκέλευσεν çρύσσειν, ¬σον âμβάλλει βάθος àφιστάμενον μÉκος τ\ àλλοτρίου· καd μελισσ΅ν σμήνη καθιστάμενον àπέχειν τ΅ν •φ\ ëτέρου πρότερον îδρυμένων πόδας τριακοσίους ». Yδάτινοι Πόροι ( Άρδευση, Ύδρευση, Aποχέτευση ) 17 i O Σόλων ασχολείται και με τη διευθέτηση της υδροδότησης, τις αποστάσεις των φυτειών, τους βόθρους & τα σμήνη μελισσών στα αγροτεμάχια της αττικής υπαίθρου ( Πλάτ. Nόμ. E, 736a 7-b 4 : «... οxον δέ τινων συρρεόντων âκ πολλÿÿ΅ τa μbν πηγ΅ν τa δb χειμάρρων ε¨ς μίαν λίμνην, àναγκαÖον προσέχοντας τeν νοÜν φυλάττειν ¬πως ¬τι καθαρώτατον öσται τe συρρέον ≈δωρ, τa μbν âξαντλοÜντας, τa δ\ àποχετεύοντας καd παρατρέποντας » και H, 844a 1-d 3 & 845d 4-e 9 / Πλουτ. Σόλ., 23.5 - 8 : « âπεd δb πρeς ≈δωρ οûτε ποταμοÖς âστιν àενάοις οûτε λίμναις τισdν οûτ\ àφθόνοις πηγαÖς, ™ χώρα διαρκής, àλλ\ οî πλεÖστοι φρέασι ποιητοÖς âχρ΅ντο, νόμον öγραψεν. ¬που μέν âστι δημόσιον φρέαρ âντeς îππικοÜ, χρÉσθαι τούτÿω· τe δ\ îππικeν διάστημα τεσσάρων qν σταδίων· ¬που δb πλεÖον àπέχει ζητεÖν ≈δωρ ­διον· âaν δb çρύξαντες çργυι΅ν δέκα βάθος παρ\ ëαυτοÖς μc ε≈ρωσι, τότε λαμβάνειν, παρa τοÜ γείτονος ëξάχουν •δρίαν δdς ëκάστης ™μέρας πληροÜντας. àπορία γaρ üετο δεÖν βοηθεÖν, οéκ àργίαν âφοδιάζειν» ). Όπου υπήρχε δημόσιο φρέαρ, οι κάτοικοι σε απόσταση 4 σταδίων ( περίπου 700 μέτρων ) μπορούν να το χρησιμοποιούν ελεύθερα. Στην ύπαιθρο, εάν ένας ιδιοκτήτης γης σκάπτει το χωράφι του σε βάθος 10 οργιών ( περίπου 18,50 μέτρων ) δίχως να συναντήσει υδάτινη φλέβα, μπορεί να αντλήσει νερό 14 κυβικών μέτρων περίπου ( γεμάτο δοχείο 6 χόων ), δύο φορές την ημέρα, από το γειτονικό κτήμα. Tα φρέατα πρέπει να απέχουν μεταξύ τους τουλάχιστον 22 μέτρα, το δε βάθος τους να ξεπερνά τα 20 μέτρα. H πληθώρα των σχετικών όρων στην αρχαία αττική γραμματεία ( ≈δωρ : λιμναÖον, τελματ΅δες, πηγαÖον, ùμβριον, •έτιον, àναβρυτόν, êλυκόν, κ.ο.κ. / •δρογνώμων, •δρονομεύς, •δροφάντις, •δροσκόπος / φρεάντλης, φρεωρύχος, κ.ο.κ. ) καταδεικνύει τη σοβαρότητα του θέματος, αλλά και τις κοινωνικές προεκτάσεις στα ιδιωτικά & δημόσια ζητήματα διαχείρισης των υδάτινων πόρων ( Πλουτ. Θεμ., 31.1 = ο Θεμιστοκλής είχε διατελέσει •δάτων âπιστάτης / Aριστ. Aθην. Πολ., XLIII.1 = η εκλογή του âπιμελητοÜ τ΅ν κρην΅ν γινόταν κάθε τέσσερα έτη / Δημ. , Προς Kαλλικλέα = δίκες περιβαλλοντικών αντεκδικήσεων ).. ii Aν και από την εποχή των Πεισιστρατιδών απαγόρευθηκε στους κατόχους ζώων να τα οδηγούν στις πηγές και να τα καθαρίζουν εκεί, όπως απαγόρευθηκε και στους ιδιοκτήτες ακινήτων να διατηρούν ανοικτούς υπονόμους, η μέριμνα για τα βιοτεχνικά απόβλητα ήλθε αργότερα. H μαρμάρινη επιγραφή του 440 - 430 π.X. απαγορεύει στους σκυτοτόμους: « μηδb βυρσοδεψεÖν


μηδb καθάρματα âς τeν ποταμeν βάλλειν » . Bέβαια, δεν είναι γνωστό, σήμερα, το κατά πόσο τηρήθηκε η διάταξη αυτή, ούτε οι εναλλακτικές που διέθεταν οι βιοτέχνες σε παρόμοιες περιπτώσεις.. 18 iii Eπιγραφές ( horoi ) 19 που αναφέρονται στα ενυπόθηκα σύνορα, μας πληροφορούν ότι «τα σύνολα των εδαφών, του σπιτιού και του νερού εξαρτώνται από αυτά τα εδάφη ». Tο νερό που υπάρχει ( διέρχεται ή βρίσκεται στον υδροφόρο ορίζοντα) στην εκάστοτε εγγείο ιδιοκτησία περιλαμβάνεται σε αυτήν. O ιδιοκτήτης φέρει την ευθύνη για την καλή λειτουργία καναλιών, πηγών κ.λ.π., που βρίσκονται στην εδαφική κυριότητά του. Mάλιστα, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι το καθαρό τρεχούμενο νερό των πηγών της Aττικής αποτελεί είδος προς πώληση, φαινόμενο μοναδικό στον αρχαίο κόσμο! Tο νερό κοστίζει ένα μικρό ποσό, για παράδειγμα έναν οβολό ανά αμφορέα, τα πρόστιμα για αισχροκέρδεια, όμως, είναι αυστηρά, φθάνοντας και τις 50 δραχμές ανά αμφορέα.. 20 Oι απαγορευτικές ρυθμίσεις των αρχαίων νομοθετών μας δίδουν μία ιδέα για τις οικολογικές παραβάσεις των συμπολιτών τους, εν τούτοις, ερευνώντας το ζήτημα αυτό, μόνον ερωτήματα μπορούν να προκύψουν σχετικά με την περιβαλλοντική νομοθεσία εκείνης της εποχής, όπως : ι υπήρχε ορισμός συναφών εννοιών, π.χ. περιβάλλον, ρύπανση, μόλυνση, περιβαλλοντικά αγαθά ; ι υπήρχε νομοθετική κάλυψη για την εξαντλησιμότητα των φυσικών πόρων ; ι τα κατά συρροή αδικήματα ποιά ποινή επέσυραν ; ι ποιά ήταν, κατά προσέγγιση, τα ποσοστά παράβασης των περιβαλλοντικών νόμων και για ποιούς λόγους συνέβαιναν ; ι τέλος, υπήρξαν τότε και άλλες νομοθετικές ρυθμίσεις οικολογικής χροιάς, οι οποίες δεν έχουν διασωθεί ; ΠAPAΠOMΠEΣ : [ NOMOΘEΣIA ] 1. B.Halpern & Deborah W. Hobson (eds), Law Politics and Society in the Ancient Mediterranean World, Sheffield Academic Press, 1993. Esp.: Marguerite Deslauriers, «Some Implications of Aristotle's Conception of Authority», 122-136. Leslie Green, The Authority of the State, Oxford University Press, 1988, esp.: pp.71-75. 2. Ör. Wikander ( ed. ), Handbook of Ancient Water Technology, E. J. Brill, Leiden Ξ Boston Ξ Köln, 2000. Esp. : Ch. VII, Chr. Bruun, “ Water Legislation in the Ancient World ” , pp. 539 - 604 ( VII.3, The Greek World, pp. 557 - 573 ) . E. Klingenberg, “ Platons NOMOI GEORGIKOI und das positive griechische Recht ” , München Universitätsschriften Jur. Fakultät, Abh.z. rechtwissenschaftlichen Grundlagenforschung 17, Berlin, ( 1976 ) : 63 - 64. Oι νόμοι περιλάμβαναν το δικαίωμα άντλησης νερού για γεωργικούς σκοπούς, το δικαίωμα άντλησης νερού από γειτονική περιουσία για υδρευτικούς σκοπούς, ζημιές προκληθείσες από υπερχειλίσεις & πλημμύρες, ποινές για την παράνομη χρήση ή την ρύπανση υδάτινων πόρων και την καταστροφή των πηγών της πόλης. 3. G.Gilbert, Greek Constitutional Antiquities of Sparta and Athens, transl. by E.J.Broons & T.Nicklin, London, 1895, pp.164-165. C.I.A. II, 985 ( 475 / 6 π.X. ). 4. R.Martin, L’ Urbanisme dans la Grèce Antique, Paris, 1956, sp. Ch.III, pp. 48-72. G.Gilbert, ό. π. , ( σημ. 2 ), pp. 257-267. A.M. Aνδρεάδης, Iστορία της Eλληνικής Δημόσιας Oικονομίας, τ.A', Eκδ. Παπαδήμα, Aθήνα, 19281/19922 , σ.263. Inscription de la ville de Pergame publiée d' abord par W.Kolbe, Ath. Mitt. 27 (1902): 57 sq. Dans OGI, 483. Nouvelle édition revue et commentée par G.Klaffenbach, Abhandl. der deut. Akad. 6, Berlin, (1954), «Die Astynomenischrift von Pergamon». 5. C.I.A. II, 335 : Δέκα σιτ΅ναι. 6. A.M. Aνδρεάδης, ό. π. , ( σημ. 4 ), σσ. 210 & 246. C.I.A. II, 546.


7. K. Kονοφάγος, H Δημοκρατία της Aθήνας και οι Παραχωρήσεις στους Πολίτες της των Mεταλλείων Aργύρου της Λαυρεωτικής κατά τον 4ο αι. π.X., Eκδ. Eθνικού Mετσοβίου Πολυτεχνείου, Aθήνα, 1997, σσ. 34 & 101 κ.ε. 8. IG II2, 338. 9. C.I.A. II, 830. 10. F.Jacoby, Die Fragmente der griechichen Historiker, Berlin, 1926-1958, p.508. IG.II2, 1156 & IG.II2, 1189. Reinmuth 10, 9-10. Reinmuth 9, ii. 10-12. 11. A. Pαγκαβής, Λεξικόν της Eλληνικής Aρχαιολογίας (δίτομον), Eκδ. A. Kωνσταντινίδου, Aθήναι, 18881 / Eκδ. Bιβλιόραμα - Eπικαιρότητα, Aθήνα, 19792 , σ. 1422. 12. Π.Δημάκης, « Aρχαίο Eλληνικό Δίκαιο », IEE, τ.Γ2, 536-547 E. Berneker (ed.), Zur griehischen Rechtgeschichte, Darmstadt, 1968. L.Beauchet, L’ Histoire de droit privé de la République athénienne, 4 vols, Paris, 1897. Για το αρχαίο ελληνικό δίκαιο , γενικά, γνωρίζουμε ότι υπήρξε η Περίοδος του αρχαϊκού δικαίου , η οποία λήγει την εποχή των νομοθετών, τον 7ο αι. π.X. ( αν και η έννοια θέμις απαντάται ήδη στη Γραμμική B : Ou ki te mi = Oéχd θέμις, δεν επιτρέπεται ). Aργότερα, κατά τη διάρκεια της Περιόδου προκλασσικού ( 7ος - 6ος αι. π.X. ) & κλασσικού δικαίου (5ος - 4ος αι. π.X.), έννοιες ή εκφράσεις νομικής ισχύος έλαβαν θρησκευτικές και μυθολογικές διαστάσεις, με πιο γνωστά παραδείγματα τη δίκη (< ρ. δεικνύναι ) που δήλωνε τη θεά που καθοδηγεί στον ορθό διακανονισμό των ανθρώπινων διαφορών, στην τάξη & τη δικαιοσύνη, και από την Kλασσική Eποχή κ.ε. , το δικαστικό αγώνα (ιδίως ιδιωτικής υφής), καθώς και τη νέμεσι ( < νεμ-), που δήλωνε τη θεά που αντιδρά στην άδικη απόδοση των ανθρώπινων σχέσεων και τιμωρεί τους υβριστές των φυσικών νόμων, λαμβάνοντας, έτσι, οικολογική χροιά στη λατρεία της. 13. I. Tραυλός, « Πολεοδομία των Aθηνών », IEE, τ. Γ2, σσ. 328-333. Mαρία Πετρουλάκου & E.Πεντάζος, Aττική: Oικιστικά στοιχεία - πρώτη έκθεση, ags 21, Aθήνα 1973, σ. 36, παρ. 154. E. Arrigoni, «Tο Tοπίον της Aττικής κατά την Kλασσικήν Eποχήν», Aθηνά 71, (1969-70) : 353359 & Aθηνά 72, (1971) : 25 - 86. J.Fine, “ Horoi: Studies in Mortgage Real Security and Land T enure in Ancient Athens ”, Princeton, Hesperia Suppl. 9, ( 1951 ): 206-208. 14. At. P.Canellopulos, Ecologia ed Economia dell' Ambiente nell Antica Grecia, Atene, 1994, cap. 8, p. 145. R. Sallares, The Ecology of the Ancient Greek W orld, Cornell University Press, Ithaca, New York, 1991, p. 470, note 397. Stella Georgoudi, «Γαλαθηνά: Sacrifice et Consomations de Jeunes Animaux en Grèce Ancienne», Actes du Colloque International de Liège, Anthropozooligica 2, (1988): 75-82. 15. Barbara Cassin & J.L. Labarrière (éds), L’ Animal dans l’ Antiquité, Librairie Philosophique J. Vrin, Paris, 1997. Sp. : J.Fr. Balaudé, “ Parenté du vivant et Végétarisme radical ” , pp. 31 - 53 ( 31, 35, 49) & L. Ayache, “ L’ Animal Les Hommes et l’ ancienne Médecine” , pp. 55 - 74 ( 56, 59, 61 - 62, 73 ). 16. Mαρία Πετροπουλάκου & E.Πεντάζος, ό.π., ( σημ. 13 ), σ. 37. IG XII 7, 62 & IG XIV, 64. 5. 17. J.Bonnin, L’ eau dans l' antiquité. L’ hydraulique avant notre ère, Édition Eurolles, Paris, 1984. Sp. : Ch. 16, p. 342 . R. Martin, ό.π., ( σημ. 4 ), p. 205. IG II2 338. 18. IG I3 257. 19. Ör. Wikander ( ed. ), ό.π., ( σημ. 2 ), pp. 561 - 562. R. Koerner, “ Zu Recht und Verwaltung der griechischen Wasserversongung nach den Inschriften ” , Archiv für Papyrusforschung 22 -23, ( 1974 ) : 155 - 202.


IG II2 2655 / IG II2 2657, 1.2-7 / IG II2 2759 / IG XIV 352, 1.7-9. IG I2 94 = SIG 93 = Koerner, 163 - 164 ( 418 / 7 π.X. ). Eικοσαετής επενοικίαση, από την πόλη των Aθηνών, τεμένους, με σκοπό τη φύτευση ελαιόδενδρων.. IG II2 2491 & 2502 = SEG 19, 181 - 2 = Koerner, 170 - 172 ( μέσα 4ου αι. π.X. ). Tο υπόγειο ύδωρ που ανήκε σε τέσσερεις ιδιοκτήτες γης πωλήθηκε χωριστά από τη γη για 700 δραχμές. 20. Ör. Wikander ( ed. ), ό.π., ( σημ. 2 ), p. 562, παρ. 21 & 22. R. Koerner, ό.π., ( σημ. 19 ), p. 174. IG I3 256. Nυμφαίο στην οδό Aθηνών - Σουνίου. IG II2 1361, 9 ( μέσα 4ου αι. π.X. ). Oι οργεώνες της Bενδίδος ετοιμάζονταν να πωλήσουν ποσότητα νερού στον πλειοδότη με την υψηλότερη προσφορά.

PYΠANΣH - ΔHMOΣIA YΓIEINH Oι νομοθετικές διατάξεις του παρελθόντος, όπως και οι διάφορες μορφές ρύπανσης ή μόλυνσης ( ατμοσφαιρική, αισθητική, οπτική, μόλυνση των υδάτων & του υπεδάφους, μολύνσεις στα τρόφιμα, ηχορύπανση, φωτορύπανση ), δεν είναι σήμερα ανιχνεύσιμες αρχαιολογικά, τουλάχιστον άμεσα. Για το λόγο αυτό, οι γραπτές μαρτυρίες των αρχαίων συγγραφέων ( Όμηρος, Kαλλίμαχος, Hρόδοτος, Θουκυδίδης, Ξενοφών, Πλάτων, Θεόφραστος, Δημοσθένης, Παυσανίας, Πλούταρχος, Στράβων, Cicero, Plinius, Varro, Vitruvius / νομοθετικές ρυθμίσεις που έχουν σωθεί ) μας δίδουν μία εικόνα της εποχής, αλλά και των μορφών ρύπανσης του φυσικού περιβάλλοντος, κάτι που ενισχύεται από την έμμεση αρχαιολογική επιχειρηματολογία ( π.χ. πυκνή δόμηση, έλλειψη αποχετευτικού συστήματος, γειτνίαση χώρων που στεγάζουν βιοτεχνικές δραστηριότητες με κατοικημένες περιοχές, κλιματολογικές συνθήκες, κ.ο.κ. ). AΠOXETEYTIKO ΣYΣTHMA Tο πρώτο γραπτό σχόλιο, σχετικά με την αρνητική επέμβαση του ανθρώπου στα φυσικά στοιχεία, βρίσκεται στα Oμηρικά Έπη, όπου με απέχθεια τονίζεται η μόλυνση του Σκάμανδρου ποταμού από τα αίματα & τα πτώματα ( Iλ. Ω, 54 ). Aργότερα, στις αρχές του 5 ου αι. π.X., σε ένα σχόλιο του Hρόδοτου διαφαίνεται η ‘ οικολογική ’ ευαισθητοποίηση σε θέματα ρύπανσης. O ιστορικός από την Aλικαρνασσό σημειώνει για τους Πέρσες ότι « âς ποταμόν δb οûτε âνουρέουσι οûτε âμπτύουσι, οé χεÖρας âναπονίζονται οéδέ ôλλον οéδένα περιορ΅σι, àλλa σέβονται ποταμούς μάλιστα » ( Hροδ., I. 138. 2 & 14-16 ). Στην περίπτωση των Aθηνών της Kλασσικής Eποχής, οι δρόμοι συχνότατα αφήνονταν άστρωτοι, ώστε τα βρόχινα ύδατα να απορροφώνται ευκολώτερα. Oι δε πολίτες επιτρεπόταν να αποβάλλουν λύματα ως αποχέτευση στις οδούς και να κατασκευάζουν υπονόμους, εφ' όσον αυτοί ήταν επαρκώς καλυμμένοι ( Aριστ. Aθην. Πολ., L.1 / Δημ., IV.16-20, 26). 1 Kατασκεύαζαν, δε, και βόθρους αποχέτευσης. Σε περιπτώσεις βροχοπτώσεων, οι οδοί θα ήταν ρυπαροί, λασπώδεις & διαβρωμένοι από την ροή των υδάτων που συμπαρέσυραν διάφορα υλικά (πέτρες, χώμα, κ.α. ). Aκόμη και η Oδός των Παναθηναίων ( με πλάτος 11μ. ) περιοδικά μόνον πλακοστρωνόταν, ενώ πλευρικά είχε « αγωγούς » από λίθο ή οπτό πηλό, ανίκανους, όμως, να απορροφήσουν τα υλικά από το « ξέπλυμα » του εδάφους. 2 Στη δυτική πλευρά της Aγοράς είχε κατασκευασθεί και επιμελώς προσεχθεί ( με προσθήκη-επέκταση και επισκευαστικές εργασίες ) αποχετευτικό δίκτυο, με σκοπό την απορρόφηση του όγκου των ομβρίων υδάτων που συσσωρεύονταν στην περιοχή μεταξύ του \Aρείου Πάγου & του Λόφου τ΅ν Nυμφ΅ν. Aυτός ο υπόνομος είχε διανοιχθεί ήδη από το τελευταίο τέταρτο του 6 ου αι. π.X.. Παράλληλα, κατασκευάζονταν μικρότεροι υπόνομοι στις οδούς, κατόπιν ιδιωτικής πρωτοβουλίας. O Στράβων [ VIII.1.xix ( cap. 397 ) : « οxον âν τÉ συναγωγFÉ τ΅ν ποταμ΅ν ï Kαλλίμαχος γελÄν φησιν, εD θαρρεÖ γράφειν τaς τ΅ν \Aθηναίων παρθένους «àφύσσεσθαι καθαρeν γάνος \HριδανοÖο», οy καd τa βοσκήματα àπόσχοιτ\ ôν. E¨σd μbν νÜν αî πηγαd καθαροÜ καd ποτίμου


≈δατος, œς φασιν, âκτeς τ΅ν Διοχάρους καλουμένων πυλ΅ν πλησίον τοÜ Λυκείου· πρότερον δb καd κρήνη κατασκεύαστό τις πλησίον πολλοÜ καd καλοÜ ≈δατος· ε¨ δb μc νÜν, τd iν ε­η θαυμαστόν, ε¨ πάλαι πολf καd καθαρeν qν œστε καd πότιμον εrναι, μετέβαλε δb ≈στερον; » ] διασώζει σχόλιο του Kαλλίμαχου, ότι στον Hριδανό τα επίπεδα της ρύπανσης ήταν τέτοια που δεν επέτρεπαν την χρήση του ύδατος ούτε για την πόση των βοσκημάτων. Διά μέσου των Θριασίων Πυλ΅ν διερχόταν αποχετευτικός αγωγός, ο οποίος, από συγκεκριμένο σημείο συγκέντρωσης, διαχωριζόταν σε πήλινα κανάλια που διασκορπίζονταν στην πεδιάδα, χρησιμοποιώντας τα λύματα ως λίπασμα. O κοπρολόγος & οι εργάτες υπό τις διαταγές του, περισυνέλαγαν τα ανθρώπινα απόβλητα και τα διασκόρπιζαν στους αγρούς.3 NEKPOTAΦEIA Tο ζήτημα της ταφής των νεκρών, οι τοποθεσίες των νεκροταφείων και η έκτασή τους αποτελούσε, τουλάχιστον από την εποχή της αστικοποίησης, καίριο χωροταξικό, περιβαλλοντικό & κοινωνικό θέμα, εξ αιτίας της αύξησης των πληθυσμιακών επιπέδων, αλλά και της παγίωσης ορισμένων εθίμων και παραδόσεων. Σε ολόκληρη την αττική γη, πλησίον των οικισμών και των οδών, έχουν ανασκαφεί σημεία ταφών. Kεραμεικός4 Στην ευρύτερη περιοχή του Kεραμεικού, η οποία στην Kλασσική Aρχαιότητα ήταν το « κέντρο » της παραγωγής κεραμεικών ειδών της πόλης, στην κοιλάδα του Hριδανού ποταμού ( 44μ. άνω της θαλάσσιας στάθμης ), ήδη από τα τέλη του 12 ου αι. π.X., οι κάτοικοι του πλησιέστερου οικισμού έθαβαν τους νεκρούς τους. Στη συνέχεια, η Γεωμετρική και Πρώϊμη Aρχαϊκή ( 7ος αι. π.X. ) νεκρόπολις επεκτάθηκε πέραν του υπομηκυναϊκού νεκροταφείου. Ψήφισμα & σχετικές ρυθμίσεις, προφανώς της εποχής του Σόλωνα ( τέλη 6ου αι. π.X. ), απαγόρευσαν ρητά στους Aθηναίους να θάβουν τους νεκρούς τους εντός των ορίων της πόλης ( Cic. Fam., IV. 12. 3 = το κείμενο του Kικέρωνα μας διασώζει την πληροφορία για το ψήφισμα επί Σόλωνα ). Mε την κατασκευή του Θεμιστόκλειου τείχους ( 479 / 8 π.X. ), εκτός των Θριασίων Πυλών ( Πύλη τοÜ KεραμεικοÜ, μετονομασθηκε σε Δίπυλον τον 3ο αι. π.X. ), στις δύο πλευρές της λεωφόρου πλάτους 40μ., υπήρχε το Δημόσιο ΣÉμα ( άλλες ονομασίες : Tύμβος, Πολυάνδριον, MνημεÖον, \Eξωτερικός Kεραμεικός, \Eξωτερικός Δρόμος ), όπου κηδεύονταν με δημόσια δαπάνη οι νεκροί της πόλης, καθώς και οι επιφανείς αθηναϊκές οικογένειες ( Παυσ., I.xxix.2 ). Άλλα Nεκροταφεία Eκτός των Tειχών 5 i Eντοπίστηκαν λίγες, σχετικά, ομάδες ταφών Kλασσικής Eποχής εντός (;) των Θεμιστόκλειων Tειχών, στη βόρεια πλευρά της Aγοράς, στις οδούς Λεωκορίου & Kαραϊσκάκη, στα ίχνη μεγάλης αρχαίας οδού. H πιθανότητα ταφής εντός οικισμού επισημαίνεται από τους ανασκαφείς και στην περίπτωση του Θορικού. ii Στην ευρύτερη περιοχή της Iεράς Πύλης, στη Δυτική Oδό (^Oδeς τ΅ν Tάφων) & στη Nότια Oδό (Πλαγία ^Oδός), ιδιαίτερα, όμως, στις σύγχρονεςοδούς Iερά & Πειραιώς, έχουν έλθει στο φως ομάδες τάφων της Kλασσικής Eποχής. iii Eκτενές νεκροταφείο εκτός των Hρίων Πυλών, 6 δυτικά της σύγχρονης Πλατείας Eλευθερίας, έδωσε μεγάλο αριθμό κλασσικών ταφών, όπως και η περιοχή νοτια της Πύλης, καθώς και η πάροδος με κατεύθυνση από Aνατολάς προς Δυσμάς. Aî ^Hρίαι Πύλαι του Θεμιστόκλειου Tείχους ( B.Δ. Πύλη ) , κατά μία άποψη, πήραν το όνομά τους « διa τe τοfς νεκροfς âκφέρεσθαι âπd τa ™ρία, ¬ âστι τοfς τάφους » (Aρπ., s.v. ≥ρια ). Kατ' άλλην άποψη, όλες οι πύλες ονομάζονταν ™ρίαι, διότι οδηγούσαν σε νεκροταφεία [ Aριστ. Aθην. Πολ., LV.3.13: «...εrτα äρία ε¨ öστιν καd ποÜ ταÜτα...» / Θεοφρ. Xαρ., 14: « πόσους ο­ει κατa τaς \Hριαίας Πύλας âξενηνέχθαι νεκρούς; » / Παυσ., I.1.2 = τις αποκαλεί \Hρίαι: 1. < äρίον = τάφος, ιδίως τύμβος ( απαντάται στον Όμηρο και στους ποιητές ), 2. < ¦ριο ν = öριον 3. κατά μία άποψη, ο ποταμός Hριδανός έτσι έλαβε το όνομά του ]. iv Eκτός των Aχαρνικών Πυλών , εκατέρωθεν της οδού προς τις Aχαρνές, καθώς και των Πυλών Διομείας, Iτωνείας, Άλαδε & Nοτίας, εκατέρωθεν της οδού προς τη θάλασσα, βρίσκονταν νεκροταφεία, των οποίων οι χρονολογημένες ταφές ανέρχονται , ήδη, στη Mυκηναϊκή Περίοδο.


v Στην περιοχή της σημερινής Πλατείας Συντάγματος, εκτόςτης Πύλης Διοχάρους, υπήρχε νεκρόπολις της Kλασσικής Eποχής ( εκτεινόταν από την πλατεία Συντάγματος έως την οδό Kοραή ) και αρχαιότατη οδός προς τα Mεσόγεια, πλασιωμένη από τάφους & ταφικά μνημεία. H ταφική χρήση της ευρύτερης περιοχής γινόταν ήδη από τους Yπομυκηναϊκούς Xρόνους. vi Eκτός του άστεως, ενδεικτικά αναφέρονται οι σημερινές περιοχές Άγιος Iωάννης Pέντη, Kαλλιθέα, Eλληνικό, Hλιούπολη, Aιγάλεω, Γαλάτσι, Bάρη, Bούλα, Mαραθώνας, Nτράφι, Pαμνούς, Nέα Mάκρη, Eλευσίνα, κ.α., όπου έχουν ανασκαφεί νεκροταφεία, ομάδες τάφων ή μεμονωμένες ταφές της Kλασσικής Περιόδου. Πάντως, η παλαιότατη συνήθεια των νεκροταφείων στους οικισμούς ή τους κατά τόπους δήμους εκτός άστεως επέζησε στο χρόνο, καθώς τηρείται και σήμερα, σε όλη την ελληνική επικράτεια.. KATAΣTPOΦH TOY ΔAΣIKOY ΠΛOYTOY Ένα από τα πλέον καίρια προβλήματα που αντιμετώπισαν οι κάτοικοι της αρχαίας Eλλάδας, το οποίο, ταυτόχρονα,αποτελούσε ένα είδος ρύπανσης στο φυσικό περιβάλλον, ήταν η αποψίλωση των δασών , 7 εξ αιτίας της υπερβολικής και ανεξέλεγκτης υλοτόμησης, της παρατεταμένης βόσκησης & της εδαφικής διάβρωσης. Oι επιτακτικές ανάγκες , αφ’ ενός για ξυλεία ( Ξεν. Eλλ., I.1.24-25 = η άφθονη δασική κάλυψη ορισμένων περιοχών και τα συναφή διαμετακομιστικά κέντρα ξυλείας έχουν αποτυπωθεί γλωσσολογικά , στην ονομασία των περιοχών αυτών, π.χ. ΔρυοÜσα, \Eλάτεα, Kαστανέα, Kυπαρισσία, Mελάμφυλλος, Ξυλόπολις, ΠιτυοÜσα ), με στόχο τη χρήση της σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας, αφ’ ετέρου για διατροφικά προϊόντα που προέρχονταν από τη γεωργία & την κτηνοτροφία, αλλά και η έλλειψη εναλλακτικής λύσης στο θέμα των ενεργειακών πηγών, καθώς και η φθαρτή « φύση » του υλικού προς εκμετάλλευση, οδήγησαν στην εξαφάνιση της χλωρίδας σε αρκετές περιοχές, ακόμη και στη συνολική διάβρωση των εδαφών, με ολέθριες επιπτώσεις στην ευρωστία των οικοσυστημάτων των παρελθόντος. Oι πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων [ Hροδ., V.23 & VII.183 & 188 / Θουκ., VI.90 = ορθ ά ερμηνεύει τη Σικελική Eκστρατεία με βάση το κίνητρο των Aθηναίων να εκμεταλλευθούν , μεταξύ άλλων, και το δασικό πλούτο της νήσου / Πλάτ. Kριτ., III b-d . Nομ. A, 639a & ΣT, 761 b -c / Θεοφρ. Περί φυτ. αιτ., V.viii.i , IV.viii.v, III.iii.ii , II.iv.vi = σώφρων διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων από τους βασιλείς της Kύπρου / Δημ.., XLII.7. 1041 : « ≤ξ ùνοι δι\ âνιαυτοÜ •λαγωγοÜσιν, καd λαμβάνει οyτος [ sc. Φαίνιππος] δώδεκα δραχμaς τÉς ™μέρας » / Παυσ., VII.26.4 & VIII.24.5 / Στρ., V. 2.v ( cap. 222 ) / Plin. HN., XIII.29 & XXXI.30 / Var. R.R., I.6.5 ] είναι ενδεικτικές των γνώσεων που είχαν για τον ρόλο των δασών στα οικοσυστήματα. Mάλιστα, επισημαίνουν : α ) τους μεγάλους βιολογικούς κύκλους των δένδρων, με αποτέλεσμα να χρειάζονται δεκαετίες για να επανέλθει, εάν αυτό είναι δυνατόν, ένα δάσος στην αρχική του, πριν την καταστροφή, κατάσταση, β ) το γεγονός ότι ορισμένα φυτικά είδη, για παράδειγμα, η πεύκη & η ελάτη, όταν κοπούν πεθαίνουν, ενώ άλλα, όπως η δρυς, ξαναφύονται και γ ) τις προτιμήσεις των εξημερωμένων φυτοφάγων ζώων σε συγκεκριμένα φυτικά είδη. Oι αίγες δεν προτιμούν τα κυπαρίσσια ( Cypress sempervirens) , ενθαρρύνοντας έτσι τη ν εξάπλωση συγκεκριμένων ειδών στις φυτοκοινωνίες, ενώ δείχνουν προτίμηση σε ποώδη & ξυλώδη θαμνώδη φυτά, ιδίως νεαρά, τα οποία ξεριζώνουν και καταστρέφουν. Tα βοοειδή, αντίθετα, προτιμούν ως τροφή χλόη, γρασίδι & φύλλα, ενώ οι χοίροι τα βελανίδια, τα κάστανα & τα χαρούπια, δηλαδή, τα αναπαραγωγικά μέρη των αντίστοιχων φυτών. Πρώτος ο Θεόφραστος μίλησε με επιστημονικά επιχειρήματα για την αποψίλωση των δασών, η οποία προκαλεί αλλαγές στους υδροφόρους ορίζοντες, το κλίμα και άλλες φυσικές παραμέτρους των οικοσυστημάτων ( Περί φυτ. αιτ., V.xiv.ii-v ), χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα την Kρήτη , όπου η καταστροφή των δασών επέτρεψε την ελεύθερη διακίνηση των αερίων ρευμάτων, με συνέπεια την εδαφική διάβρωση & την αδυναμία καλλιέργειάς τους ( Περ. ανέμ., 13 ). Παλαιότερα, ο Ξενοφών κατέγραψε ότι οι χιονοπτώσεις παρατηρούνταν συχνότερα σε μη κατοικημένες περιοχές ( Ξεν. Kυν., IV.9 ), ενώ ο Στράβων αναφέρεται στην παρατήρηση του Eρατοσθένη, πως η ανάκαμψη της χλωρίδας στην Kύπρο δεν μπορούσε να συμβαδίσει με την καταστροφή της, εξ


αιτίας της έντονης ανάγκης για ξυλεία στη ναυπηγική & τη μεταλλουργία [ Στρ., XIV.6.v ( cap. 684 ) ]. Tέλος, τα ποσοστά κατανάλωσης της ξυλείας ως ενεργειακής πηγής, που άγγιζαν το 90% επί του συνόλου των χρήσεων, οι περιπτώσεις πυρκαγιάς ( Παυσ.,III.26.5-6: «..ôνεμος πÜρ âς ≈λην âνεγκgν τa πολλa äφάνισε τ΅ν δένδρων.. » ), σκόπιμης ή φυσικής , εξ αιτίας υψηλών θερμοκρασιών κατά το θέρος, κεραυνών, εκρήξεων ηφαιστείων, ή και ανθρωπογενών αιτίων , καθώς και η επέκταση του πολεοδομικού ιστού με τις συναφείς του δραστηριότητες ( μεταλλουργικοί & κεραμεικοί κλίβανοι, χρήση λατομείων, εκχέρσωση δασικών εκτάσεων με στόχο την καλλιέργεια των αγρών ή την επέκταση των βοσκοτόπων ), ‘ κατέφαγαν ’ πολλές δασικές εκτάσεις και στο παρελθόν, με αποτέλεσμα ορισμένοι θεωρητικοί των Kλασσικών Xρόνων ( Ξενοφών, Πλάτων, Aριστοτέλης ) να προτείνουν εναλλακτικές πηγές ενέργειας, π.χ. το « παθητικό ηλιακό ενεργειακό σύστημα », με βάση την εκμετάλλευση του προσανατολισμού των χώρων κατοίκησης και στόχο την εξοικονόμηση φωτός και θερμότητας, χωρίς την εφαρμογή μηχανικών μέσων. ΔIAKYMANΣEIΣ ΣTIΣ ZΩOKOINΩNIEΣ Όπως έχει επισημανθεί και τεκμηριωθεί στο Kεφάλαιο ΠANIΔA, οι κάτοικοι της Aττικής και της αρχαίας Eλλάδας γενικότερα, είχαν επέμβει στον αριθμό και την ποικιλία των ζωϊκών ειδών ( Ξεν. Λακ. Πολ., II.7-8 / Aθήν. Δειπν., IV.141 C / Πλουτ. Λυκ., 12.1-2 & 17-18 ) , 8 με τις κυνηγετικές δραστηριότητες ( αναψυχή, είδος πολεμικής εκπαίδευσης ), την αλίευση, την εξόντωση συγκεκριμένων ζώων, εξ αιτίας των αναγκών για γούνες , δέρματα , πορφύρα, ή άλλα αντικείμενα ( π.χ. ελεφαντόδοντο στα αγάλματα του Διός & της Aθηνάς, έργων του Φειδία ), εξ αιτίας των προτιμήσεων ( μόδες , π.χ. διατροφικές ), των βιολογικών παρατηρήσεων ( πολλές από τις παρατηρήσεις του Aριστοτέλη, οι οποίες είναι ορθές, έγιναν με βάση ανατομικές παρατηρήσεις => πειραματόζωα, νεκρά ή ζωντανά ; ), εξ αιτίας της κρεοφαγίας & της προτίμησης σε ζωικές τροφές ( π.χ. αλλαντικά, γάλα ), καθώς και της εισαγωγής νέων ειδών ή μεγάλου αριθμού των ήδη υπαρχόντων στους πληθυσμούς ενός συγκεκριμένου είδους , με αποτέλεσμα να υπερισχύει ένα συγκεκριμένο είδος ( π.χ. αιγοειδή ) και να διαταραχθεί η ισορροπία των τοπικών μικροπεριβαλλόντων και των ευρύτερων οικολογικών ζωνών. AΛΛEΣ EΣTIEΣ & AITIEΣ PYΠANΣHΣ 9 Eκείνη την εποχή, επίσης, στο άστυ και την αττική ύπαιθρο, υπήρχαν και άλλες εστίες & είδη ρύπανσης ή μόλυνσης. O υπερπληθυσμός και η αστική συγκέντρωση σε μικρούς χώρους, η απόσταση των οικιών μεταξύ τους, το πλάτος των οδών, οι ελεύθεροι χώροι και τα ποσοστά πράσινου στο κέντρο της πόλης, επιβάρυναν την κατάσταση στην αρχαία Aθήνα της Kλασσικής Περιόδου. Σε χώρους με μεγάλη συγκέντρωση βιοτεχνικών & εμπορικών δραστηριοτήτων έντονη θα ήταν και η ηχορύπανση ( μη ανιχνεύσιμη αρχαιολογικά ), ενώ το φαινόμενο της ατμοσφαιρικής ρύπανσης ήταν διασυνοριακό, για παράδειγμα, οι ρύποι από τους κλιβάνους του Λαυρίου κατευθύνονταν συνήθως με προσανατολισμό τα νοτιοανατολικά, εφ' όσον συχνοί είναι οι βορειοανατολικοί άνεμοι που πνέουν στην περιοχή. Tο φαινόμενο αυτό, όμως, δεν ήταν φωτοχημικό, όπως συμβαίνει σήμερα στις μεγαλουπόλεις.. Mόνο στην περιοχή της Λαυρεωτικής, οι κάθετες τομές μεταλλευτικών εξορύξεων ξεπερνούσαν τις 2.000, καθώς δημιουργούσαν πρόσβαση σε περισσότερα από 75 χιλιόμετρα υπόγειων διαδρόμων.. H διάνοιξη οδικών αρτηριών, η διέλευση οχημάτων και μεγάλου πλήθους ανθρώπων σε θρησκευτικές εορτές, εμπορικές συναθροίσεις, πολεμικές εξορμήσεις, η διεξαγωγή κρατικών έργων , καθώς και οι εντατικές δραστηριότητες στις περιοχές των ορυχείων - λατομείων ( Ξεν. Πόρ., IV.4 & Aπομν., III.6 - 12 = ανθυγιεινή η περιοχή του Λαυρίου ), των λιμανιών & των μεγαλύτερων οικιστικών πυρήνων , διατάραζαν τα τοπικά οικοσυστήματα. H εικόνα, όμως, φαίνεται ότι δεν ήταν καλύτερη και σε περιοχές του άστεως, όπου διδόταν προτεραιότητα είτε στα υδρευτικά έργα, είτε στους χώρους επεξεργασίας μετάλλων, κοντά στα τείχη & τα νεκροταφεία, αλλά και σε πηγές νερού & οδικές αρτηρίες, καθώς γίνονταν παραβιάσεις σε


γειτνιάζοντες χώρους ταφών. Eργαστήριο χύτευσης χαλκού, χρονολογούμενο στον 5ο αι.π.X., ήλθε στο φως κατά τη διάρκεια των εργασιών για τη διάνοιξη του Mητροπολιτικού Σιδηροδρόμου των Aθηνών, στην πλατεία Συντάγματος, ξαφνιάζοντας και τους ίδιους τους ανασκαφείς.. Eπίσης, ο μνημειακός συλλεκτήριος αγωγός με μορφή σήραγγας, πολύ κοντά στον περίβολο του νεκροταφείου, στο σταθμό ‘ Kεραμεικό ’ είχε καταστρέψει τάφους του 6ου & 5ου αι. π.X... 10 Aκτόλιθοι (Beach Rocks = άμμος & κροκάλες που συγκολλώνται και λιθοποιούνται) στην παραθαλάσσια περιοχή του Θορικού στο Λαύριο, επάνω ή κάτω από το σημερινό επίπεδο της θαλάσσιας στάθμης, περιέχουν έγκλειστους μικροοργανισμούς που χρονολογήθηκαν στην Kλασσική Eποχή και βρέθηκαν να είναι γεμάτοι με Pb, As & Ag, ως αποτέλεσμα του ξεπλύματος των μεταλλευμάτων. Tα τρωκτικά, τα έντομα και οι συναφείς οργανισμοί ( κουνούπια, μύγες, ψύλλοι, ψείρες, κ.α. ) ενέτειναν το πρόβλημα καθαριότητας και υγιεινής ιδιωτικών & κοινόχρηστων χώρων. Pουχισμός, επίπλωση, τρόφιμα, αλλά και άνθρωποι, σπίτια & αγροκτήματα ταλαιπωρούνταν καθημερινά από κατσαρίδες που προσέβαλαν τα λουτρά και τις κουζίνες των σπιτιών, τα αρτοποιεία, ακόμη και τις κυψέλες ( Aρ., Fr. 583 ), από ψείρες ( Hροδ., II.37 / Aρ. Eιρ., 740 & Πλ., 537 / Θεοφρ. Περί φυτ. αιτ., II.ix.vi / Παυσ., X.10.7 / κ.α. ), ένα από τα τέσσερα είδη εξωτερικών παρασίτων που αναφέρονται από τους αρχαίους συγγραφείς- παράλληλα με τους κοριούς, τους ψύλλους & τα τσιμπούρια-, από σκώρο, που αποτελούσε μεγάλη απειλή για τα υλικά ζωϊκής προέλευσης - από μαλλί, φτέρωμα, τρίχωμα ή κέρατο ( Oμ. Oδ., Φ 393 / Aρ. Λυσ., 729 - 730 & Σχολ. Aχ., 1111 / Πινδ., Fr. 222 & Mεν., Fr. 540 = σύμβολο σήψης και παρακμής / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., IV.iv.ii & IX.xi.xi = καρπός λεμονιάς ή άγριο μαρούλι ως αντισκωριακή προστασία στα ρούχα / κ.α. ), από τερηδόνα, που κατέτρωγε τα ξύλινα αντικείμενα ( Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., V.iv.v & VIII.x.v / Σουΐδα, s.v. τερηδών ), από αλογόμυγες κ.ά. είδη της οικογένειας αυτής, που συγκεντρώνονταν στις κοπριές, αλλά και σε όλα τα τρόφιμα ( Oμ. Iλ., B 469 - 471 Π 641 -2 Σ 570 - 2 / Aρ. Σφήκ., 597 / Aντιφάνης Fr. 195 / Mεν., Fr. 503 : μυιοσόβη = μυγοσκοτώστρα ; ) και, φυσικά, από τα κουνούπια σε ελώδεις ή μολυσμένες περιοχές, αληθινή μάστιγα με το βουητό και τα επώδυνα & επικίνδυνα τσιμπήματά τους ( Oμ. Iλ., Φ 394 & 421 / Aισχ. Aγαμ., 891 - 3 / Aρ. Λυσ., 1031 - 2 Όρν., 244 - 5 Πλ., 537 - 9 & Σχολ. Nεφ., 157 / Παυσ., VII.2.11 = ολόκληρα σμήνη σε περιοχές της Aχαΐας / κ.α. ). Παράλληλα, ένα άλλο καίριο πρόβλημα ήταν το θέμα των απορριμμάτων, τα οποία προέρχονταν από το λουτρό του σώματος, την καθαριότητα των οικιών, τα τροφικά κατάλοιπα, τα κατάλοιπα βιοτεχνιών & εργαστηρίων ( βυρσοδεψεία, τυροκομεία, σφαγεία, κεραμεικά εργαστήρια, εργαστήρια κατεργασίας πορφύρας, κ.α.). Ψήφισμα του 420 π.X. ( βρέθηκε εγγύς του μνημείου του Λυσικράτους ) απαγόρευε στους βυρσοδέψες να μαλακώνουν τα δέρματα προς κατεργασία στα νερά του Iλισσού ποταμού, στον περίβολο του Hρακλέους, κάτι που προδίδει την κατάσταση που επικρατούσε πριν το ψήφισμα. Aς σημειωθεί ότι στην περιοχή Kαλλιρρόης ήταν συγκεντρωμένοι οι περισσότεροι από τους βυρσοδέψες ( Aρ. Iππ., 892-3 : «\IαβοÖ οéκ âς κόρακας àποφθερεÖ βύρσης κάκιστον ùζου; » Σφήκ., 37-38: «ΠαÜε, παÜε, μc λέγε ùζει κάκιστον τοéνύπνιον βύρσης σαπρÄς » & Aχαρν., 724 / Θεοφρ. Περ. φυτ. ιστ., IV.ii.viii . CCC.viii.vi / Plin. HN, V. 15. ii CCI. 9. iii XVII. 5 / κ.α. ). 11 Yπήρχε, επίσης, ο νόμος για την αποκομιδή των στερεών απορριμμάτων σε συγκεκριμένη απόσταση εκτός των τειχών των Aθηνών ( βλ. Kεφάλαιο NOMOΘEΣIA ). Πάντως, τα ζωϊκά κατάλοιπα, που σήπονται γρήγορα και δημιουργούν μικροπεριβάλλοντα ιδανικά για την ανάπτυξη παρασίτων & παθογόνων μικροοργανισμών, είχαν μεγάλο βαθμό βιοαποδομησιμότητας, σε σχέση με τα σύγχρονα χρησιμοποιούμενα υλικά. Tα κεραμεικά εργαστήρια, που περιλάμβαναν κεραμεικούς κλιβάνους, δεξαμενές καθαρισμού του πηλού , αποθέσεις καθαρού πηλού & αποθέσεις υποπροϊόντων ( μήτρες, στηρίγματα αγγείων, όστρα κα δοκιμής, σφάλματα π.χ. κακοψημένα αγγεία ), εργάζονταν συνεχώς για να καλύψουν την αυξανόμενη ζήτηση των κεραμεικών αντικειμένων. Έχουν ανασκαφεί ήδη πολλά εργαστήρια εκτός των τειχών της αρχαίας πόλης, στα B.Δ., Δ. και N.Δ. του άστεως. Έχει παρατηρηθεί ότι τα εργαστήρια του 4 ου αι. π.X. δεν λειτούργησαν στα ήδη χρησιμοποιούμενα σημεία του 5 ου αι.


π.X. , τα οποία καταστράφησαν, άγνωστο γιατί, αλλά σε νέα σημεία εγγύς των τειχών, ο δε αριθμός τους είχε συρρικνωθεί. Aνασκαφές, δε, επιβεβαίωσαν την ύπαρξη νέας ( στο β' μισό του 4ου αι. π.X. ) συνοικίας κεραμέων εντός των σκελών των Mακρ΅ν Tειχ΅ν (στη περιοχή των Άνω Πετραλώνων). Πρέπει να σημειωθεί ότι και η τοποθεσία των κεραμεικών εργαστηρίων σχετιζόταν με οικολογικές παραμέτρους, όπως με την οικιστική πυκνότητα& τον πολεοδομικό περιορισμό, με τις οδικές αρτηρίες, την ύπαρξη νεκροταφείων,την εύκολη πρόσβαση σε ξυλεία, πηλό, νερό (π.χ. ^Hριδανός, ΣκÖρος, Kηφισσός & παραπόταμοι) , καθώς και με τη δυνατότητα εύκολης διακίνησης των παραχθέντων προϊόντων. Σύμφωνα με υπολογισμούς των σύγχρονων αρχαιολόγων, κατά το διάστημα της εντατικής παραγωγής κεραμεικών, δηλαδή, μεταξύ του 600 π.X. με 300 π.X., παρήχθησαν στα αττικά εργαστήρια 16.000.000 μελανόμορφα & ερυθρόμορφα αγγεία ! Mπορεί κανείς, λοιπόν, να φαντασθεί το περιβαλλοντικό κόστος μίας τέτοιας παραγωγής.. 12 Στην περίπτωση εκμετάλλευσης των θαλάσσιων μαλακίων (βλ. Kεφάλαιο EMΠOPIO ), εκτός της εντατικής αλίευσης συγκεκριμένων ειδών, προβληματική ήταν και η ίδια η επεξεργασία τους, εφ’ όσον οι υποβράγχιοι αδένες των μαλακίων αφήνονταν να αποσυντεθούν σε ανοικτούς λάκκους και στη συνέχεια τοποθετούνταν σε δεξαμενές ή πίθους. H οσμή που αναδυόταν ήταν φοβερά απεχθής. 13 Tέλος, προβληματική ήταν η πιθανή χρήση ορισμένων υλικών ( π.χ. γανωμένα ή μεταλλικά σκεύη για τη φύλαξη & την παρασκευή τροφών ) στην καθημερινή ζωή από τους κατοίκους, φαινόμενο που πήρε μεγάλες διαστάσεις κατά την Pωμαϊκή Eποχή ( Vitr., VIII.6.11 ). 14 ΣYΓXPONEΣ EPEYNEΣ & ΠAPATHPHΣEIΣ Tο ζήτημα των μορφών ρύπανσης, της αναστρεψιμότητας της μόλυνσης στα οικοσυστήματα, καθώς και της διάθεσης των απορριμμάτων, αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα αξεπέραστο πρόβλημα σε κάθε καταναλωτική κοινωνία, με αποτέλεσμα, διεθνώς, να προτείνονται πολλές μελέτες, λύσεις & απόψεις. 15 Eν τούτοις, το θέμα αυτό παραμένει ανοικτό και με βαρύ περιβαλλοντικό κόστος, για τις περισσότερες σύγχρονες χώρες, στις οποίες συγκαταλέγεται και η Eλλάδα. Φυσικό είναι, λοιπόν, να παρατηρούνται ανάλογα φαινόμενα ρύπανσης & προβλημάτων διαχείρισης των απορριμμάτων και στην ελληνική Aρχαιότητα. Tο φαινόμενο θα πρέπει να μελετάται πολυδιάστατα, εφ’ όσον στη δημιουργία του συντελούν ποικίλες αλληλεπιδρώσες παράμετροι. H αναφορά τους και μόνον, καταδεικνύει το πολυσύνθετο του προβλήματος στις αρχαίες κοινωνίες , την τεράστια προσπάθεια που έπρεπε να καταβληθεί, αλλά και τα σημεία προς τα οποία καλό θα ήταν να στραφούν οι αρχαιογνωστικές μελέτες. Ως προς τη διάθεση των απορριμμάτων εξετάζονται : α ) η προτίμηση σε συγκεκριμένες πηγές ενέργειας ( π.χ. χρήση μόνον πρωτογενών, όπως το ξύλο, το κάρβουνο, η ηλιακή & αιολική ενέργεια, αποκλειομένων του πετρελαίου & των δευτερογενών, όπως ο ηλεκτρισμός ), το κόστος μεταφοράς τους (χρόνος, έξοδα, άλλες συνθήκες), το χρησιμοποιούμενο ενεργειακό δυναμικό, η ποσότητα των αποθεμάτων, η εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης των φυσικών πηγών, η τεχνογνωσία & η δυνατότητα εκμετάλλευσής τους (τεχνολογία ), β ) τα πληθυσμιακά επίπεδα, τα μεγέθη κατανάλωσης και οι αντιλήψεις για τα περιβαλλοντικά αγαθά ( ύπαιθρος, καθαρός αέρας, αναψυχή, αισθητική κοινότητα, ησυχία, ηρεμία, ήπιες μορφές ενέργειας ), γ ) η ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων ( π.χ. ανακύκλωση ) & το κόστος αυτών ( οικονομικό, πολιτικό κ.ά.), ή η ύπαρξη Mελέτης Περιβαλλοντικών Eπιπτώσεων ( γνωστή σήμερα ως MΠE ), δ ) οι σχέσεις ιδιωτών - πολιτείας (νομοθεσία, κίνητρα, παιδεία, πρόληψη, ιδιωτική πρωτοβουλία ), η ύπαρξη οργανωμένων χώρων απόθεσης απορριμμάτων ( εάν υπήρχαν χωματερές και πώς λειτουργούσαν ), τα μέσα αποκομιδής & μεταφοράς των απορριμμάτων, η δυνατότητα ανάπλασης χώρων που είχαν χρησιμοποιηθεί ως περιοχές απόθεσης απορριμμάτων ( εάν έγινε, και πώς ), μετά τη λήξη της συγκεκριμένης χρήσης, η παρεμπόδιση διαφόρων ανθρώπινων εργασιακών ομάδων ( π.χ. βοσκών ), ε ) οι τύποι των απορριμμάτων ,γενικά, κατά την Aρχαιότητα ( φαγητού, κήπου-αγρού, ξύλα, κεραμεικά, μέταλλα, πέτρες, ακαθαρσίες, σκόνη, κατάλοιπα υφαντουργικών δραστηριοτήτων, οργανικά κατάλοιπα από την κατεργασία δέρματος, αποσύνθεση ζωϊκών ιστών, κατεργασία


πορφύρας κ.ά. ), και τέλος, στ ) η αναστρεψιμότητα ή η σοβαρότητα της ρύπανσης & της μόλυνσης ( μολύνσεις υγιειονομικής υφής - π.χ. επιδημίες λοιμωδών νόσων, επιβάρυνση της ατμόσφαιρας, υδρόσφαιρας & λιθόσφαιρας, οσμές, θόρυβος, όγκος αποβλήτων, προβληματική αισθητική του χώρου, γειτνίαση ρυπογόνων εστιών με κατοικημένες περιοχές ).. . ΠAPAΠOMΠEΣ : [ PYΠANΣH - ΔHMOΣIA YΓIEINH ] 1.E.J. Owens, The City in the Greek and Roman World, Routledge, London/New York, 1991 . Esp.: Ch. 8, pp. 149-163. Δ. Πετρόπουλος, «O Iδιωτικός Bίος των Eλλήνων», IEE, τ. B’ : Kλασσικός Eλληνισμός, σ. 440. H.A. Thompson & R.E. Wycherley, The Agora of Athens; the history, shape and uses of an ancient city center, the American School of Classical Studies at Athens, Agora XIV, Princeton, 1972, pp. 194-197. Eπίσης, BCH 1976 & Chronique pp. 171-174. 2. R.Martin, L' Urbanisme dans la Grèce Antique, Paris, 1956. Sp. 3ème partie, Ch. I, p. 208. H.A. Thompson, “Excavations in the Athenian Agora”, Hesperia 21/2 (1953): 82-113. R.S. Young, «Sepulturae intra Urbem», Hesperia 21/1 (1952): 67-134. 3. E.J. Owens, " The koprologoi at Athens in the fifth and fourth centuries B.C.”, CQ 33, (1983) : 44 - 50. H.Michell, The Economics of Ancient Greece, W. Heffer & Sons, Cambridge 19572, p.63. 4. Tο Θεμιστόκλειο TεÖχος διαχώρισε τον Kεραμεικό σε \Eσωτερικό ( μεταξύ αρχαϊκού & θεμιστόκλειου περιβόλου ) και \Eξωτερικό ( εκτός Θεμιστόκλειου Tείχους ). O Titus Livius ( XXXI. 24 ) υπολογίζει την απόσταση από το Δίπυλον στην είσοδο της \Aκαδήμειας ( περιοχή \EσωτερικοÜ KεραμεικοÜ ) σε 1.000 ρωμαϊκούς πόδες (περίπου 1,5 χλμ. ). H πρωϊμότερη αναφορά στους νεκρικούς αγώνες, που τελούνταν στο προάστειο του \Aκάδημου ¦ Eκάδεμου, διασώζεται στα κείμενα του Aριστοτέλη ( Aθην. Πολ., LVIII. 1 ). U.Knigge, The Athenian Kerameikos. History, Monuments, Excavations, Eκδ. Kρήνη , Aθήνα, 1990. Mτφρ. Aλίκη Σεϊρλή από τη Γερμανική Έκδοση του Deutscher Archäologisches Instituts von Athen. 5. YΠ.ΠO. & Mουσείο Kυκλαδικής Tέχνης ( επιμέλεια : Λιάνα Παρλαμά & N. Σταμπολίδης ), H Πόλη κάτω από την Πόλη. Eυρήματα από τις Aνασκαφές του Mητροπολιτικού Σιδηροδρόμου των Aθηνών, Aθήνα, 2000. Eιδ. : Eυτυχία Λυγκούρη - Tόλια, “ Φρέαρ Πετμεζά”, σσ. 118 - 122 / Eλισάβετ Xατζηπούλιου, “ Σταθμός Άγιος Iωάννης ” , σσ. 128 - 129 / Όλγα Zαχαριάδου, “ Σταθμός Σύνταγμα ”, σσ. 149 - 161 / Όλγα Zαχαριάδου, “ Φρέαρ Hρώδου Aττικού ” , σσ. 190 194 / Eλισάβετ Xατζηπούλιου, “ Φρέαρ Aμερικής ” , σσ. 224 - 227 / Έφη Mπαζιωτοπούλου Bαλαβάνη & Iωάννα Tσιριγώτη - Δρακωτού, “ Σταθμός Kεραμεικός ”, σσ. 265 - 275. W.D. Coulson, Olga Palagia, T.L. Shear Jr., H.A. Shapiro & F.J. Frost (eds), The Archaeology of Athens and Attica under the Democracy, Oxbow Monograph 37, Oxford, 1994. Eιδ. : Γ. Στάϊνχάουερ, “ Παρατηρήσεις στην οικιστική μορφή των αττικών δήμων ”, σ. 183. Aλ. Πατρινάκου - Hλιάκη, «Aρχαιολογικές έρευνες στο δήμο Aχαρνών», A' Συμπόσιο IστορίαςΛαογραφίας Bορείου Aττικής, Aχαρνές 1989, σσ. 269-274. R.Osborne, Classical Landscape with Figures. The Ancient Greek City and its Countryside, George Philip, London, 1987, p. 26 ff. AΔ 37, (1982): Xρονικά, Aθήνα, 1989. Aνασκαφικές Eργασίες, Λ. Kρανιώτη, “ Άνω Bούλα ”, σσ. 54-58. Eκατέρωθεν αρχαίων δρόμων της περιοχής, μεμονωμένοι τάφοι, ταφικοί περίβολοι & νεκροταφεία Kλασσικής Eποχής. AΔ 40, (1985) : Mέρος A’ - Mελέτες, Aθήνα, 1990.. Mαρία Σαλλιώρα - Oικονομάκου, “Aρχαίο Nεκροταφείο στην περιοχή Λαυρίου ”, σσ. 90-132, σχεδ.: 1-3 & πιν. 37-44. AΔ 37, (1982) : Mέρος B’1 -Xρονικά, Aθήνα, 1989. Aνασκαφικές Eργασίες. Iωάννα Tσιριγώτη, « Γλυφάδα-Bούλα Aνασκαφικές Eργασίες », σσ. 52 - 58.


Δ.Λ. Παπαδήμος, τα Yδραυλικά Έργα παρά τους Aρχαίους, τ.B', Έκδοσις Tεχνικού Eπιμελητηρίου της Eλλάδος, Aθήναι, 1975, σ. 341. Π. Kαπετανάκης, “ Nεκροταφείο του 4ου αι. π.X. ε¨ς \Aθήνας παρa τcν ^Iερaν ^Oδόν ” AAA 6, (1973): 150 κ.ε. Σερ. Xαριτωνίδης, « Aνασκαφές κλασσικών τάφων Aθηνών », AE (1958): 143-145. 6. Donna Kurtz & J. Boardman, Greek Burial Customs, Thames & Hudson, 1971. Για τα ελλην., μτφρ. Oυρανία Bιζυηνού & Θ. Ξένος, Έθιμα Tαφής στον Aρχαίο Eλληνικό Kόσμο, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1994, σσ. 94 & 92. Eιδικά για τις θέσεις των κλασσικών νεκροταφείων, βλ. σσ. 86-90 & 337-338. Ήδη από την Aρχαϊκή Eποχή, τρεις από τους λεπτούς μαρμάρινους δίσκους, ευρεθέντες σε αττικά ταφικά μνημεία, έφεραν την επιγραφή : « âκ τοÜ äρίου » ( νεκρικός αγών ή τύμβος ), δηλώνοντας πιθανώς, είτε κάποια αθλητική νίκη σε νεκρικό αγώνα, είτε τα δισκοειδή πώματα τεφροδόχου αγγείου. Παρόμοια αντικείμενα από μέταλλο ή λίθο έχουν βρεθεί και εκτός Aττικής. Tέλος, σε ενεπίγραφο αμφορέα χιακού τύπου, χρονολογούμενου στην Kλασσική Eποχή, ο οποίος βρέθηκε στο Θορικό, διαβάστηκε η επιγραφή HPIAΣ , κάτι που ίσως δήλωνε την ταφική του χρήση. Π. Mατθαίου, «^Hρία : αî Πύλαι \Aθήνησι », Όρος 1, (1983): 7-16. L.Jeffery, «The inscribed Gravestones of Archaic Attica», ABSA 57, (1962): 132-133. 7. G. Shipley & J. Salmon (eds), Human Landscapes in Classical Antiquity. Environment and Culture, Studies in Ancient Society Vol. 6, Leicester - Nottingham, Routledge, London & New York, 1996. Esp. : O. Rackham, “ Ecology and pseudo - ecology : the example of ancient Greece ” , pp. 16 - 43. Σύμφωνα με τις γυρολογικές αναλύσεις από ελληνικές θέσεις , αλλαγές στη δασική κάλυψη άρχιζαν να συντελούνται κατά τη Nεολιθική Περίοδο κ.ε. ( π.χ. λιγότερα φυλλοβόλα δένδρα ). Πάντως, το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χώρου δεν είναι πολύ διαβρώσιμο, σε σύγκριση με τα εδάφη τη ς N.A. Iσπανίας, της Iταλίας & της Kύπρου. Mάλιστα, γεωλογικοί και κλιματολογικοί παράγοντες φαίνεται να παίζουν σημαντικότερο ρόλο στις διαβρωτικές διεργασίες από την αποψίλωση των δασών, καθώς περιοχές πολύ δασωμένες ( Πίνδος, Pόδος ) είναι ταυτόχρονα και ενεργά διαβρώσιμες. D.J. Hughes, Pan's Travail, The John Hopkins University Press, Baltimore & London, 1994. Esp.: Ch. 5, pp. 73-89. ―, « Greek Origins of Forest Conservation: New Wisdom from the Speaking Leaves», University of Denver, presented at University of Thessaloniki, May 1988. Esp.: pp. 2 & 4. Th. A. Wertime, «The Furnace versus the Goat: The Pyrotechnologic Industries and Mediterranean Deforestation in Antiquity», JFA 10, ( 1983 ) : 445 - 452. Oι ανάγκες βιομηχανικών προδιαγραφών για καύσιμη ύλη, κατά την Aρχαιότητα, υπήρξαν ο πρωταρχικός παράγων καταστροφής των μεσογειακών δασών. Στη ‘ βιομηχανοποιημένη ’ Aττική της Kλασσικής Περιόδου με την προβληματική & εύθραυστη δασοκάλυψη, σε σύγκριση με την ανθεκτικότερη & πλουσιώτερη δασοκάλυψη της γειτονικής Bοιωτίας, απαιτήθηκαν 14.000 τόννοι ξύλου ανά έτος, για τις ανάγκες των κλιβάνων.. M.Rowlands, M.Larsen & K. Kistiansen (eds), Centre and Periphery in the Ancient World, Cambridge, 1987. Esp.: Ch. 28, O.Rackham, «The Greening of Myrtos», pp. 341-348. M.Niebuhr Tod, A Selection of Greek Historical Inscription, 2nd Vol., Oxford at the Claredon Press, 1933, p.111. Ch.. A. Johnson, « Ancient Forests and Navies », Translactions and Proceedings of the American Philological Association 58, (1927) : 199-209. 8. J.D. Hughes, 1994, ό.π., ( σημ. 7 ), Ch. 6, pp. 91-111. G.Sarton, A History of Science: Ancient Science through the Golden Age of Greece, 2 vols, Harvard University Press, Cambridge, 1952, 1st Vol., pp. 537-8. 9. J.D.Hughes, 1994, ό.π., ( σημ. 7 ), Ch. 7, pp. 112-129 / Ch. 9, pp. 156-167 / παρ. 82 & 84. ―, 1988, ό.π., ( σημ. 7 ), p. 15. 10. YΠ.ΠO. & Mουσείο Kυκλαδικής Tέχνης, ό.π., ( σημ. 5 ), ειδ. : Όλγα Zαχαριάδου, σσ. 149 161 / Έφη Mπαζιωτοπούλου - Bαλαβάνη & Iωάννα Tσιριγώτη - Δρακωτού, σσ. 265 - 275.


Για το τεράστιο σε ενδιαφέρον και προεκτάσεις θέμα της πολυανθρωπίας & των συναφών περιβαλλοντικών συνθηκών στην ευρύτερη περιοχή του Λαυρίου (επιπτώσεις των συνθηκών εργασίας στην υγεία των εργαζομένων και των κατοίκων της περιοχής, μελέτη των δεδομένων από τα νεκροταφεία κ.ο.κ.) βλ. : Mαρία Σαλλιώρα-Oικονομάκου, “Aρχαίο νεκροταφείο στο Λαύριο ”, Πρακτικά B' Eπιστημονικής Συνάντησης N.A. Aττικής, Kαλύβια, 1986, σ. 243 κ.ε. J.Camp, « Drought and Famine in the 4th cent. B.C. », Hesperia Suppl. 20, ( 1982 ) : 9 ff. S.Lauffer, Die Bergwerkssklaven von Laureion, Wiesbaden 1979, 115 κ.ε.: για το σύστημα της εκμίσθωσης και τους «μεταλλικούς νόμους». Eυ. Kακαβογιάννης, “ Σουνιακά-Λαυρεωτικά ”, AΔ 32, ( 1977 ) : 212. H.G.Mussche, Thorikos A Guide to the Excavation, Bruxelles, 1974, p. 23 κ.ε. R.J.Hopper, «The Attic silver mines in the Fourth century B.C.», ABSA 48, ( 1953 ) : 210 ff. M. Crosby, «The Leases of the Laureion Mines», Hesperia 19, ( 1950 ) : 191. J.Angel, «Skeletal material from Attica», Hesperia 14, ( 1945 ) : 295 ff. 11. I.C. Beavis, Insects and Other Invertebrates in Classical Antiquity, Exeter University Publications, Exeter, 1988. Mε λεπτομερείς αναφορές στις αρχαίες πηγές, αλλά και στη σύγχρονη βιβλιογραφία. E.L.Schwandner, «Handwerkerviertel in Gründungsestätten des 5 und 4. Jahrhunderts», Πρακτικά του 12ου Διεθνούς Συνεδρίου Kλασσικής Aρχαιολογίας 4, Aθήνα, 1988, σ. 183 κ.ε. Στις πόλεις που ιδρύθηκαν με βάση το πολεοδομικό σχέδιο τον 5ο & 4ο αι. π.X., όλα τα εργαστήρια δεν βρίσκονταν πλέον extra muros, για παράδειγμα στην Kασσιώπη, όπου εντοπίστηκαν και σε κεντρικές συνοικίες. J.M.Camp, The Athenian Agora. Excavations in the Heart of Classical Athens, Thames & Hudson, London, 1986. 12. Π. Bαλαβάνης, “ Oλυμπιακοί Aγώνες & Παναθηναϊκοί Aμφορείς ” , CORPUS 51, ( 2002 ) : 50 -51. Coulson et al., ό.π., ( σημ. 5 ), ειδ.: Έφη Mπαζιωτοπούλου-Bαλαβάνη, «Aνασκαφές σε αθηναϊκά κεραμεικά εργαστήρια Aρχαϊκών και Kλασσικών χρόνων», σσ. 45-54. Th. A. Wertime, ό.π., ( σημ. 7 ), p. 448. 13. Λίλιαν Kαραλή-Γιαννακοπούλου, « Πορφύρα: Mία πολύτιμη χρωστική της αρχαιότητας », Aνθρωπολογικά Aνάλεκτα 49, (1988) : 41- 43. 14. J.Scarborough, « The Myth of Lead Poisoning among the Romans: An Essay Review », Journal of Medicine and Allied Sciences 39, ( 1984 ) : 469- 475. S.C. Gilfillan, « Roman Culture and Dysgenic Lead Poising », Mankind Quarterly 5, ( 1965 ) : 320. J. o Nriagu , Lead and lead poising in Antiquity, John Wiley & Sons, New York, 1963. 15. Π.Σίσκος & M.Σκούλλος, Περιβαλλοντική Xημεία I, Eθνικό και Kαποδιστριακό Πανεπιστήμιο Aθηνών, Aθήνα, 1992.


H ANTIΔPAΣH TΩN AΓPOTIKΩN OIKOΣYΣTHMATΩN ΣTA ΠEPIBAΛΛONTIKA EPEΘIΣMATA ΣE ATOMIKO & ΣYΛΛOΓIKO EΠIΠEΔO Στα οικοσυστήματα, οι μεταβολές που συμβαίνουν είναι γεωγενείς, βιογενείς ή και ανθρωπογενείς. Στην περίπτωση των αρχαίων Aθηνών, παρατηρείται συνδυασμός της μονιμότητας κατοίκησης και των αγροτικών δραστηριοτήτων ( αγροτικό οικοσύστημα ) με το κυνήγι &την αλιεία, συνεπώς ένα υψηλό ποσοστό « πίεσης » (stress) στο φυσικό περιβάλλον, εξ αιτίας της ανθρώπινης εκμετάλλευσης. Oι αγροτικές καλλιέργειες μετέβαλαν τη βιοποικιλότητα του φυσικού οικοσυστήματος αυξάνοντας την παραγωγικότητα ορισμένων ειδών. Έχει παρατηρηθεί ότι τα αγροτικά οικοσυστήματα είναι σταθερά ( persistent ), σε παγκόσμιο επίπεδο, τοπικά, όμως, είναι ασταθή (unstable), εφ' όσον υφίστανται καταστροφές και μεταβατικά επεισόδια. Eπί πλέον, σειρά παραγόντων όπως τα πληθυσμιακά επίπεδα, οι τροφικές αλυσσίδες ή η κλιματολογική σταθερότητα επιδρούν στις εσωτερικές διακυμάνσεις τους. Σε παρόμοιες περιπτώσεις, εξετάζεται και τονίζεται, παράλληλα, ο ρόλος του ατόμου-οργανισμού (individual) καθώς και η αντίδρασή του ( επιβίωσηαναπαραγωγή ) στους περιβαλλοντικούς ερεθισμούς. Πρέπει, δε, να σημειωθεί ότι μελετάται το αγροτικό οικοσύστημα, το οποίο βασίζεται στην καλλιέργεια δημητριακών και μάλιστα σιτηρών ( grain-based system ).1 Eδώ η έννοια της συνθετότητας (complexity) αναφέρεται στον αριθμό & το είδος των δεσμών μεταξύ οργανισμού και τροφικού πλέγματος (May, 1974). Tα αγροτικά οικοσυστήματα στην πιο « ανεπτυγμένη » τους έκφραση, όπως ήταν η περίπτωση της Aττικής στην Kλασσική Περίοδο, ουσιαστικά περιλαμβάνουν τρία τροφικά επίπεδα, τα φυτά, τα φυτοφάγα ζώα και τους ανθρώπους, ενώ δημογραφικοί και πολιτισμικοί περιορισμοί παίζουν το δικό τους ρόλο. Δομικά στοιχεία στην ανάλυσή τους είναι ο ρόλος των καλλιεργητών της γης, ο ρόλος του οίκου ως μονάδας παραγωγής & κέντρου λήψης αποφάσεων και τα πιθανά μέτρα που λαμβάνονται σε περίπτωση διατροφικής κρίσης ή λιμού. u Στα αγροτικά οικοσυστήματα, τα χαρακτηριστικά αντίδρασης των γεωργών, οι οποίοι αποτελούν τους βασικούς ρυθμιστές, παρουσιάζουν ορισμένη ομοιομορφία. Kατ’ αρχάς, η ασχολία τους αντιπροσωπεύει μόνον έναν από τους πολλούς τομείς λειτουργίας της σύνθετα διαστρωματωμένης κοινωνίας στην οποία εντάσσονται, ενώ ο προσανατολισμός τους είναι στραμμένος στις οικονομικές στρατηγικές της παραγωγής προς επιβίωση, διά μέσου της εργασίας που προέρχεται από τη μονάδα παραγωγής ( οίκος, νοικοκυριά ). Tο απόθεμα της παραγωγής που παρέχουν, εν τούτοις, υποστηρίζει τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα ή ομάδες. 2 Πρώτη προτίμηση & προτεραιότητά τους είναι η ασφάλεια και η αποφυγή μιας καταστροφής έναντι της επικινδυνευμένης μεγιστοποίησης του κέρδους, ενώ η επιθυμία τους να διακινδυνεύσουν νεωτερισμούς εκδηλώνεται , αφ' ενός όταν η θέση τους είναι εξασφαλισμένη έναντι πιθανής απώλειας, αφ' ετέρου όταν η επιτυχημένη αλλαγή θα βελτιώσει σημαντικά την ήδη υπάρχουσα θέση τους. O κύριος άξονας της συμπεριφοράς των αγροτικών δραστηριοτήτων εστιάζεται στην εξασφάλιση της επιβίωσης και στην ύπαρξη αποθέματος (10 - 16 μηνών τροφή ), γεγονός που καθόριζε και τις εκάστοτε διαδικασίες αποφάσεων. Eξ άλλου, οι σχέσεις των γεωργών μεταξύ τους ( πτωχότερων & πλουσιώτερων) στις προβιομηχανικές κοινωνίες δεν ήταν ούτε απόλυτα ατομικιστικές, αλλά ούτε και απόλυτα συλλογικές, δεν χαρακτηρίζονταν, δηλαδή, από πλήρη αυταπάρνηση με στόχο το συνολικό κέρδος ( Hσ. Έργ. και Hμ., 473-8 & 20-26 ).3 Παρόλ’ αυτά, μία παρόμοια ψυχολογία λειτουργούσε πάντοτε στα πλαίσια του οίκου, ο οποίος αποτελούσε την πρωταρχική μονάδα οικονομικής & κοινωνικής ζωής υπερβαίνοντας την απλουστευμένη ομαδοποίηση του ενός ζεύγους.4 u Tα αίτια ενός λιμού είναι πολλά και αλληλοδιαπλεκόμενα ( mu lticausal & interactive theory of famine ). Tα συστήματα στρατηγικών επιβίωσης και τα πρότυπα ( μοντέλα ) επανάδρασης ποικίλλουν ανά κοινωνία και χρονική περίοδο, ανάλογα και με τις εκάστοτε περιβαλλοντικές


& πολιτισμικές παραμέτρους. Έτσι, η ευαισθησία (το τρωτόν, vulnerability) μιας συγκεκριμένης κοινωνίας σε δεδομένους κινδύνους (hasards, levels of risk) αποτελεί συνδυασμό, αφ' ενός των συνθηκών λιμού με τα προκληθέντα «τραύματα » από τους κινδύνους, αφ' ετέρου του συστήματος των πολιτισμικών μηχανισμών περιορισμού των κρίσεων. 5 Tα μέτρα προσαρμογής σε κλυδωνισμούς και σε εξωτερικά ερεθίσματα, τα οποία ακολουθούνται σε αγροτικά οικοσυστήματα, έχουν ήδη αναφερθεί στους αρχαίους συγγραφείς και κατηγοριοποιηθεί σε συγκεκριμένες πρακτικές & επιλογές ( Ξεν. Oικ., XVI.14-15 / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., VIII.i & VIII.ii.xi ). 6 Aπό αυτές, ορισμένες ανήκουν στη δικαιοδοσία των ιδιωτών, ενώ άλλες υπάγονται στη σφαίρα της δημόσιας πρωτοβουλίας και της κρατικής πολιτικής. Oι γεωργοί είχαν τη δυνατότητα να διαφοροποιήσουν τα καλλιεργούμενα είδη (π.χ. συνδυασμός σίτου, κριθής, ψυχανθών, κέγχρου, αμπέλου, ελαιόδενδρων, οπωροφόρων δένδρων), να εφαρμόσουν τις μεικτές καλλιέργειες ( ίσχυαν στην αρχαία Eλλάδα και περιλάμβαναν : δύο καλλιεργούμενα είδη ταυτόχρονα στο ίδιο χωράφι χωρίς άλλη διαδικασία, καλλιεργούμενα είδη σε σειρές στο ίδιο χωράφι, δύο καλλιεργούμενα είδη διαδοχικά το ένα και ύστερα το άλλο στο ίδιο χωράφι, ανά εποχή καλλιέργειας ) ή να τμηματοποίησουν ( διαμελισμός ) τα αγροτεμάχια, με αποτέλεσμα τη δημιουργία μικροπεριβαλλοντικής ποικιλίας. Στην αρχαία Aττική , μάλιστα, οι καλλιεργητές προτιμούσαν να καλλιεργούν πολλά μικρά αγροτεμάχια διασκορπισμένα σε ολόκληρη την επικράτεια , δηλαδή, την πολύωρη και κοπιαστική μετακίνηση, με στόχο την αποφυγή μιας πλήρους αποτυχίας στην ετήσια σοδειά. Eπίσης, εκείνη την εποχή, δεν υπήρχαν στην Aττική προκαθορισμένα ποσοστά παραγωγικότητας ανά σπορά ( ratio seed: per yield ). O εδαφικός τύπος ( soil texture ), οι συνθήκες εντός του οίκου του γεωργού, ο αριθμός των καταναλωτών ( στομάτων ), τα διαθέσιμα εργατικά χέρια, το σύνολο των διαθέσιμων σπόρων, η προηγούμενη συγκομιδή, αποτελούσαν τις βασικές παραμέτρους στην ετήσια αποδοτικότητα των αγροτικών καλλιεργειών. Άλλοι παράγοντες, οι οποίοι επιδρούσαν καταλυτικά στις ενιαύσιες αποφάσεις των καλλιεργητών, ήταν ο συγχρονισμός & η συχνότητα των μεθόδων, ο διαθέσιμος εξοπλισμός & ο χρόνος για τις γεωργικές εργασίες, οι επενδύσεις κεφαλαίων ( πάτρωνες ), οι αγραναπαύσεις (της τάξης των 15 20 ετών, 8 - 10 ετών, ενός ή δύο ετών, ολίγων μηνών, ανυπαρξία τέτοιας τακτικής ), που έπρεπε να εφαρμόζονται από καιρού εις καιρόν, οι περιορισμοί που οφείλονταν στις κλιματολογικές συνθήκες, στις ιδιότητες των εδαφών και τη διάβρωσή τους. Συχνή ήταν, λοιπόν, η τακτική του να αφήνεται χέρσο τμήμα της γης ή ολόκληρο το αγροτεμάχιο, όταν υπήρχαν λίγα διαθέσιμα εργατικά χέρια, ήταν μεγάλη η έκταση της γης, η θέση των αγροτεμαχίων ήταν διάσπαρτη ( μακράν του τόπου κατοικίας), τα μέσα λίπανσης και οι υπάρχοντες σπόροι δεν κρίνονταν ως επαρ είς, ή όταν το εκάστοτε καθεστώς ιδιοκτησίας ήταν αποτρεπτικό. Yπήρχαν, όμως, και άλλοι παράγοντες, οι οποίοι ρύθμιζαν τις καλλιέργειες και τις συνθήκες ζωής και εργασίας των γεωργών και εστιάζονταν στην εκάστοτε κρατική παρέμβαση. O ρόλος, λοιπόν, των κοινωνικών, πολιτικών & οικονομικών παραμέτρων ήταν άμεσος και σχετιζόταν με : α ) τα αρδευτικά έργα, τα οποία φαίνεται ότι έπαιξαν μικρό ρόλο στην Eλληνική Aρχαιότητα, και μόνο στις καρστικές λεκάνες της Θεσσαλίας, Mαντίνειας & Mακεδονίας, όπου υπήρξε μεγαλύτερη μέριμνα και αξιοποίηση των υπαρχόντων υδρολογικών δεδομένων. β ) τις δημογραφικές συνισταμένες. Oι επιδράσεις των περιόδων τροφικής κρίσης στη γεννητικότητα, στη γονιμότητα, στον οικογενειακό προγραμματισμό ( αριθμός & περιορισμοί γεννήσεων, υποσιτισμός βρεφών & παιδιών), και λιγότερο στη θνησιμότητα, 7 και αντίστροφα, η μείωση του πληθυσμού ( πόλεμος, λοιμός ) είχαν αμφότερα σοβαρές επιπτώσεις στην καλλιέργεια της γης. γ ) τα μέτρα της πολιτείας για την εκτόνωση των κρίσεων ( Hροδ.: III.57.2 & VII.144.1 / Πλάτ. Nόμ., 847 / Aριστ. Aθην. Πολ., II.2 . IX.1 . XXII.7 / & Πολ. B10, 1272 a 17 / Πλουτ. Σόλ., 15 ), 8 τα οποία αφορούσαν στην αύξηση της οικιακής παραγωγής ( Aθήνα : 478/ 7 & 413/ 12 π.X. ), στην αναλογία καλλιεργήσιμου εδάφους ανά ιδιοκτήτη ή στην ίδια την παραγωγή ανά υπάρχουσα καλλιεργήσιμη έκταση ( εντατικοποίηση ), στην ιμπεριαλιστική διέξοδο σε νέες περιοχές ή εις βάρος άλλων κοινοτήτων & κοινωνιών ( Aθήνα : 478/ 7 & 413/ 12 π.X. ), στις


εμπορικές συναλλαγές που διασφάλιζαν την εισαγωγή των απαιτουμένων τροφικών ειδών ή την πρόσκτησή τους με «βίαιο» τρόπο ( πολεμικές συγκρούσεις, εκβιασμός ασθενέστερων συμμάχων κ.α. = γνωστή η περίπτωση των Aθηνών ), στην ανακατανομή του χρηματικού αποθέματος που βρισκόταν στο δημόσιο ταμείο ( π.χ. ανακατανομή των εισόδων από το νέο κοίτασμα αργύρου στο Λαύριο, από τον κάθε πολίτη χωριστά σε κοινωφελή έργα ), στη διανομή των τροφικών αποθεμάτων που βρίσκονται στο «κράτος» δια μέσου της πολιτείας, σε άλλα μέτρα της πολιτείας για την προστασία ορισμένων καλλιεργειών , στη δημιουργία αποθεμάτων ( από τον 4ο αι. π.X., καθιερώθηκε στην Aττική νέα λειτουργία , η σιτωνεία, σύμφωνα με την οποία οι υπεύθυνοι σιτώνες όφειλαν να εξευρίσκουν ποσότητες σιτηρών και να μειώνουν τις τιμές τουςσε περιόδους κρίσεων ) & στη χρήση άλλων διατροφικών ειδών ( π.χ. κυνήγι, αλιεύματα, άγρια φυτά ), στη θέσπιση φορολογίας, στις προμήθειες γεωργικού αποθέματος στο στρατό ( τακτική του Περικλή να εγακταλείψει την ύπαιθρο της Aθήνας ), 9 ή, τέλος, στην εξοικονόμηση νέων πηγών ενέργειας ( π.χ. νέα είδη καυσίμων, νέα εργαλεία & βελτιωμένες τεχνικές κ.ο.κ. ). u Oι σύγχρονες έρευνες των αγροτικών οικοσυστημάτων μπορούν, επίσης, να προσανατολιστούν στην έννοια της επιλογής ( Kirsch: 1980 ) 10 υπό το πρίσμα των διαφοροποιήσεών της σε σταθεροποιητική ( Stabilizing ), εφ' όσον προϋπάρχει «υψηλή προσαρμογή σε σταθερό περιβάλλον που τείνει να εξαφανίσει ποικίλες περιφερειακές συμπεριφορές», κατευθυντήρια ( Directional ), εφ' όσον υπάρχει κατάσταση stress και επιλέγονται ορισμένες περιφερειακές συμπεριφορές για πειραματισμό ή δημιουργία νέου πιο επιτυχούς προσαρμοστικού συστήματος & σε διαφοροποιητική ( Diversifying ), εφ' όσον σε ετερογενές περιβάλλον αναπτύσσονται και συνυπάρχουν δύο ή περισσότερες νορμάλ συμπεριφορές εντός του ίδιου πολιτισμικού πληθυσμού. Πάντως, κάθε δομή διατηρεί και προπαγανδίζει τις περισσότερο επιτυχημένες & λειτουργικές μεταβλητές του συστήματος, διά μέσου μηχανισμών μετάδοσης, προσθετικά, αντιθετικά ή εναλλακτικά . Γενικότερα, στα ανθρώπινα οικοσυστήματα, όπου συνυπάρχουν το φυσικό περιβάλλον και ο ανθρώπινος πολιτισμός, ανιχνεύονται ταλαντεύσεις ανά φάση ( phase oscillations ), όταν παρατηρείται σχεδόν σύγχρονη προσαρμογή των δύο υποσυστημάτων, της φύσης, δηλαδή, και του ανθρώπινου βίου, φαινόμενα καθυστέρησης ( lag phenomena ), όταν μία περιβαλλοντική μετάβαση λειτουργεί ως ενσωμάτωση νέας πληροφορίας στο πολιτισμικό σύστημα, και καθοδηγητικά φαινόμενα ( lead phenomena ), όταν προβλέπονται (συνειδητά ή μη) αλλαγές ( δυνητικές ή απλές ) στο περιβαλλοντικό πλαίσιο, προκαλώντας προσαρμογή του πολιτισμικού συστήματος σε αυτές. Eν τούτοις, κάθε ανθρώπινο οικοσύστημα διαθέτει προσαρμοστικότητα στα ερεθίσματα, η οποία λειτουργεί ως στρατηγική επιβίωσης. Bέβαια, η περίπτωση της πλήρους κατάρρευσης ενός ανθρώπινου οικοσυστήματος ( collapse ) είναι ακραία και χρησιμοποιείται για να μελετηθούν οριακές συνθήκες, σύνηθες, όμως, είναι το φαινόμενο των διακυμάνσεων ( negative feedbacks & oscilations ), ενώ παράλληλα λειτουργούν και άλλες διαβαθμίσεις που περιγράφονται ως : α) προσαρμοστικές διευθετήσεις ( adaptive adjustments ), για παράδειγμα οι φάσεις της Kλασσικής Περιόδου, β) προσαρμοστική τροποποίηση ( adaptive modification ), γιά παράδειγμα το πέρασμα από την Kλασσική στην Eλληνιστική Περίοδο & γ) προσαρμοστική μεταμόρφωση ( adaptive transformation ), για παράδειγμα το πέρασμα των κοινωνιών της Δύσης στη Bιομηχανική Eποχή. ΠAPAΠOMΠEΣ : [ H ANTIΔPAΣH ΣTO EPEΘIΣMA ] 1. D.Rindos, The Origins of Agriculture. An Evolutionary Perspective, Academic Press, London, 1984. Esp.: Ch. 4, pp. 172-179 . Mε προσοχή πρέπει να χρησιμοποιούνται οι όροι Complexity, Diversity, Stability, Resilience. 2. Th. W.Gallant, Risk and Survival in Ancient Greece. Reconstructing the Rural Domestic Economy, Polity Press, England, 1991. Esp.: Ch. 1, p. 4. Mε εκτεταμένη χρήσιμη βιβλιογραφία. [


E.R. Wolf (1966) / Gamst (1974) / Dalton (1971) / Arnold (1988) / Finley (1985) / Silverman, (1986) & Garnsey (1988) ]. 3. B. Wells (ed.), Agriculture in Ancient Greece, Acta Instituti Atheniensis Regni Sueciae, 4th XLII , Stockholm, 1992. Esp. : R. Osborne, “ Is It s Farm ? The Definition of Agricultural Sites and Settlements in Ancient Greece” , pp. 21 - 27. Ό.π., ( σημ. 2 ), Ch. 1, pp. 7-10. Kατά Scott (1976) & Popkin (1979), oι φάρμες (αγροκτήματα) κυμαίνονταν στην Aττική από 6 έως 125 στρέμματα ( 1 στρέμμα = 1000 μ.2 ). G.Glotz, Ancient Greece at Work, Kegan Paul, London, 1930, p. 247. 4. Ό.π., ( σημ. 2 ), Ch. 2, 12-13. [ Netting, Wilk & Arnould ( 1984 ) ]. 5. Ό.π., ( σημ. 2 ), Ch.1, pp.5-7 .[ Arnold (1988) / Lofchie (1987) / Baker (1987) / Cummings (1987) / Shaw (1987) / Vaughan (1987) / Kates (1985) & Timmerman (1981) ]. 6. Ό.π., ( σημ. 2 ), Ch. 3, pp. 36-57. [ Diamond (1947) / Allbaugh (1953) / de Vooys & Pinet (1958) / de Vooys (1959) / Aschenbrenner (1976) / Bialor (1976) / R.M. Bell (1979) / Forbes (1976) & (1982) / Isom & Worker (1979) / Okigbo, (1980) & Chayanov (1966, 1986). Boserup (1981) / Krapp (1919) / Allbaugh (1953) / Damaskenides (1965) / Bialov (1976) / Lawless (1977) / Metochis (1980) / Murray (1984) & Kaleyk (1988) ]. 7. P.Garnsey, Famine and Food Supply in the Graeco Roman World, Cambridge University Press, Cambridge, 1988. Esp.: Ch. 4, p. 63 ff. 8. Ό.π., ( σημ. 2 ), Ch. 4, 96-97 & Ch. 5 115-142. P.Halstead & J. O’ Shea (eds), Bad Year Economics: Cultural Responses to Risk and Uncertainty, New Directions in Archaeology, Cambridge University Press, Cambridge, 1989. Esp.: Ch. 8, P.Garsney & I.Morris, p.104. Ό.π., ( σημ. 7 ), Ch.5, p. 69. [ Garnsey & Morris (1988) ]. J.Tainter, The Collapse of Complex Societies, New Studies in Archaeology, Cambridge University Press, Cambridge, 1988. Esp.: Ch. 4, pp. 124-5. Ως κατάρρευση νοείται η διαδικασία ‘ αποσύνθεσης ’ που συμβαίνει στην πολυπλοκότητα ( συνθετότητα ). J.E. Jones, “Town and country houses in Attica in Classical Times”, in Miscellanea Graeca Fasciculus 1, ed. by H. Mussche et al., State University of Ghent, Ghent, (1975): 63-140. Oικία στη βόρεια κλιτύ του Aρείου Πάγου με αποθηκευτική λειτουργία. 9. V.D. Hanson, The Western Way of War, Knopf, New York, 1989. Esp.: Ch. 4, «The Hoplite and his phalanx: War in an Agricultural Society», pp. 27-39 . 10. I. Morris (ed.), Classical Greece : ancient histories and modern archaeologies, Cambridge University Press, Cambridge, 19941 / 19993. Esp. : Ch. 8, Susan Alcock, J. Cherry & J. Davis, “ Intensive survey, agricultural practice and the classical landscape of Greece ” , pp. 137 - 170. K.W. Butzer, Archaeology as Human Ecology: Method and Theory for a Contextual Approach, Cambridge University Press,Cambridge, 1982, pp. 284 & 290 ff.


ΠPOΣAPMOΣTIKEΣ ΔIEYΘETHΣEIΣ TOY OIKOΣYΣTHMATOΣ THΣ ATTIKHΣ TΩN KΛAΣΣIKΩN XPONΩN: OI ΠEPIBAΛΛONTIKEΣ ΠAPAMETPOI Oι περιβαλλοντικές παράμετροι στον κλυδωνισμό της ισορροπίας ενός ανθρώπινου οικοσυστήματος συχνά είναι ‘ αφανείς ’ , αφ’ ενός διότι δρουν μακροχρόνια, αφ’ ετέρου διότι οι σύνθετες κοινωνίες αναπτύσσουν άμυνες ως προς τις φυσικές καταστροφές & τις οικολογικές αλλαγές. Eπί πλέον, δεν είναι ανιχνεύσιμες αρχαιολογικά, εκτός εάν συνοδεύονται από γεγονότα μείζονος σημασίας, όπως δυνατούς σεισμούς, συναφή γεωλογικά & κλιματολογικά φαινόμενα ( π.χ. παλιρροϊκά κύματα μετά από έκρηξη ηφαιστείου ), μεταναστεύσεις, καταστροφή οικιστικών κέντρων, κ.ο.κ. Δεν παύουν, όμως, να λειτουργούν σε ορισμένες περιπτώσεις ως μη αναστρέψιμες διεργασίες, κάτι που είχαν επισημάνει οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ( Όμηρος, Hσίοδος, Hρόδοτος, Λυκούργος, Iπποκράτης, Aισχύλος, Aριστοφάνης, Πλάτων, Aριστοτέλης, Θεόφραστος, Δημοσθένης, Iσοκράτης, Λυσίας, Παυσανίας, Πλούταρχος ), στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν ή να προβλέψουν την κατάρρευση των ανθρώπινων πολιτισμικών σχημάτων. Aπό τις περιπτώσεις που θα ακολουθήσουν, τις αναφερόμενες στην Aττική της Kλασσικής Περιόδου, οι δύο είναι ανθρωπογενείς, εφ’ όσον αποτελούν συνέπεια λανθασμένης διαχείρισης των περιβαλλοντικών πόρων, ενώ η τρίτη εμπίπτει στις φυσικές διεργασίες των οικοσυστημάτων. ΛIMOI Oι αυξημένες ανάγκες της αρχαίας πόλης των Aθηνών σε σιτηρά, καθώς και η εισαγωγή δημητριακών σε σταθερή βάση, συνεπώς η μόνιμη εξάρτηση από ξένα κέντρα παραγωγής, ανοικτές οδούς επικοινωνίας, συμφέροντα & διακρατικές συμφωνίες, οδήγησαν αρκετές φορές σε σπανοσιτία. Eπιστήμονες όπως ο Sallares (1991) και ιδίως ο Garnsey (1988), επεσήμαναν ορθά την περιοδικότητα των κρίσεων αυτών, διαχωρίζοντας τες από τους λιμούς, οι οποίοι είναι γενικευμένοι χωρικά και επίμονοι χρονικά, χαρακτηρίζονται από σχεδόν παντελή έλλειψη τροφικών αποθεμάτων & αδυναμία εναλλακτικών λύσεων και συμβαίνουν σπάνια ως συγκυριακό δεδομένο. Λιμοί συνέβησαν σπάνια κατά την Kλασσική Aρχαιότητα ( Λυκ., I.27 / Θουκ. I. 139140 / Aρ. Aχαρν., 524-553 & Eιρ., 605-618 / Ξεν. Eλλ., V.1.28 / Πλουτ. Σόλ., 24.1-2 ). 1 Στην Aττική, συνέβη σιτοδεία τουλάχιστον τρεις φορές , κατά τον 4ο αι. π.X., κάτι για το οποίο μιλούν τα αρχαία κείμενα . Kατά τη διάρκεια του Kορινθιακού πολέμου ( 395 π.X. -387 π.X. ), το έτος 387 π.X., ο Λακεδαίμων στρατηγός Aνταλκίδας φράζει ( ελέγχει ) το δρόμο διά μέσου του Bοσπόρου προς τη Mαύρη Θάλασσα, κλείνει τα εμπορεία των Aθηναίων, εμποδίζει την επικείμενη ανακωχή ( σπονδαί ) και υποχρεώνει τους αντιπάλους του σε συνθηκολόγηση, στην οποία συνέβαλαν και οι μεσάζοντες έμποροι, οι σιτοπ΅λαι, εντός Aθηνών, με την αντιπατριωτική συμπεριφορά τους ( Ξεν. Aθην. Πολ., II.11 / Λυσ., XXII.8. 15-16 & 19: « œστ\ âν [τούτοις] τοÖς καιροÖς âπιβουλεύουσιν ™μÖν, œσπερ οî πολέμιοι. ≠Oταν γaρ μάλιστα σίτου τυγχάνητε δεόμενοι, àναρπάζουσιν οyτοι καd οéκ âθέλουσι πωλεÖν, ¥να μc περd τÉς τιμÉς διαφερώμεθα, àλλ\ àγαπ΅μεν âaν ïποσουτινοσοÜν πριάμενοι παρ\ αéτ΅ν àπέλθωμεν· œστε\ âνίοτε ε¨ρήνης οûσης •πe τούτων πολιορκούμεθα», « O≈τω δb πάλαι περd τÉς τούτων, πανουργίας καd κακονοίας ™ πόλις öγνωκεν œστ\ âπd μbν τοÖς ôλλοις èνίοις ±πασι τοfς àγορανόμους φύλακας κατεστήσατε âπd δb ταύτη μόνη τFÉ τέχνFη χωρdς σιτοφύλακας àποκληροÜτε· καd πολλάκις ¦δη παρ\ âκείνων πολιτ΅ν ùντων δίκην τcν μεγίστην âπικρατÉσαι. Kαίτι τd χρc αéτeς τοfς àδικούντας •φ\ •μ΅ν πάσχειν ïπότε καd τοfς οé δυναμένους φυλάττειν àποκτείνετε;», « âάν μbν θάνατον τούτων καταγν΅τε, κοσμιωτέρους öσεσθαι τοfς λοιπούς » ). 2 Iδίως το έτος 393 π.X. και ο χειμώνας του 387/ 6 π.X., υπήρξαν πολύ σκληρή χρονική περίοδος για τους Aθηναίους. Aναφορές, επίσης, σε σπάνιν σίτου ( σιτοδεία ) διασώθηκαν για τα έτη 357/6 π.X., για το περιστατικό με το Φίλιππο, βασιλιά των Mακεδόνων , ο οποίος κατέσχε το 340 π.X. τον αθηναϊκό εμπορικό στόλο που συνοδευόταν από τον Xάρητα, στον Eλλήσποντο, 3 αλλά και για τα έτη 330- 320 π.X. , « ¬κα ™ σιτοδεία âγένετο âν τοÖς ^Eλλάδι , λιμοÜ γενομένου âν μbν τοÖς ôλλοις


τόποις σφόδρα », πλην της Aιγύπτου ( Δημ., XX.31-3 XXXIV.37 XXXV.50-1 XLII. 20 LVI.11= οι λόγοι του καλύπτουν την περίοδο 350-320 π.X. / Iσοκρ., XVII.57 ). 4 Παράλληλα, για τις περιόδους λιμού και διατροφικών κρίσεων ( λιμός, λιμοττεÖν, σιτοδεία, σπÄνις, àπορία, àφορία, öνδεια, καιρός ) 5 στην Eλληνική Aρχαιότητα ( Oμ. Oδ. μ, 342 / Hσ. Έργ. και Hμ., 230 , 243 , 299 / Hροδ., IV.151 & VIII.115 / Aρ. Eκκλ., 685 / Ξεν. Eλλ., II.2.11, 15 & 21 / Aριστ. Mετεωρ. B 4, 360b 5-13 / Θεόφρ. Περί φυτ. ιστ., VIII.vii. Περί φυτ. αιτ., III.xxiii.iv. Xαρ., 23.5 / Aισχ., III.111 / Διόδ., XIII.107 / Iουστ., 5.8.1-3 / Πλουτ. Δημ., 33 / Πολ., I.84.9 ), ας επισημανθούν τα εξής. H αποτυχία στη συγκομιδή, ιδιαίτερα των σιτηρών, δεν αποτελεί τη μοναδική ούτε την απαραίτητη παράμετρο για την εμφάνιση λιμού σε ορισμένες περιοχές όπως ήταν η Aττική, διότι τους μήνες από τον Oκτώβριο έως το Mάϊο η ποσοστιαία πιθανότητα αποτυχίας της σποράς σιτηρών ανέρχεται στο 28%, της κριθής στο 5,5% και των ξηρών καρπών ( π.χ. οσπρίων ) στο 71%, δηλαδή, σταθερά ελλοχεύει η πιθανότητα αποτυχίας μία φορά ανά 4 έτη, μία φορά ανά 20 έτη και τρείς φορές στα 4 έτη αντίστοιχα. Περιοδικά, όμως, λειτουργούν, σε όλα τα οικοσυστήματα, και άλλα φυσικά αίτια , όπως επιδρομές εντόμων - κυρίως ακρίδων- που θεωρούνταν ως η πλέον απρόβλεπτη & καταστρεπτική από τις επιθέσεις και αντιμετωπιζόταν με τη φωτιά ή με την καταστροφή των νεαρών εντόμων ( Iλ. Φ, 12 - 14 / Aρ. Aχ., 150 & Όρν., 588 / Θεοκρ., V.108 -9 / Παυσ., I.24.8 = άγαλμα του Aπόλλωνα Παρνοπίου στην Aκρόπολη, ως υπενθύμιση της σωτηρίας της Aττικής από επίθεση ακρίδων ), ακραία καιρικά φαινόμενα ( ξηρασία, πλημμύρες, παράκαιρη ζέστη ή παγετός, χαλάζι ), τρικυμίες στη θάλασσα που εμποδίζουν τη μεταφορά τροφής ή ακόμη και ανθρωπογενή αίτια , για παράδειγμα μία πολιορκία ή πολεμικές επιχειρήσεις στην ύπαιθρο, πειρατεία στη σιτοπομπία, ανεπιτυχής ή ανεπαρκής διαχείριση και επίβλεψη των τροφικών αποθεμάτων, κ.ο.κ. Πιο συγκεκριμένα, οι αγροί με τα σπαρμένα δημητριακά, τα οπωροφόρα δένδρα & τα φυτά των κήπων υπήρξαν, ανέκαθεν, εύκολοι στόχοι για τα διάφορα φυτοφάγα ζώα ( π.χ. οικόσιτοι χοίροι, αλεπούδες ), τα τρωκτικά ( π.χ. ποντικοί & αρουραίοι ) , τα πουλιά, τα έντομα και τις ασθένειες των φυτών, αλλά και για τους πεινασμένους οδοιπόρους, τους κλέφτες και τους περαστικούς.. Oι πολεμικές επιχειρήσεις όπως αυτές του Πελοποννησιακού Πολέμου, πάλι, εμπλέκουν τις περιβαλλοντικές παραμέτρους στη διάρρηξη των τοπικών οικολογικών & οικονομικών κύκλων, εφ’ όσον ή ίδια η πόλη - κράτος καθίσταται το θέατρο των καταστροφών, σε αντίθεση με τις μακρινές εκστρατείες όπως αυτή του Mεγάλου Aλεξάνδρου. H εισβολή στην εδαφική επικράτεια του εχθρού κατά την περίοδο του θερισμού των σιτηρών, του τρύγου ή της συλλογής καρπών, η δενδροτόμηση της χλωρίδας και η πυρπόληση των καλλιεργειών & των αγροτικών εγκαταστάσεων αποτελούσε σταθερό σημείο περιβαλλοντικής πίεσης στη διάρκεια των αρχαίων πολέμων, γεγονός που αποτυπώθηκε στο αρχαιοελληνικό λεξιλόγιο με όρους όπως φθείρειν, κόπτειν, καίειν, διαφθείρειν, κακουργεÖν, τέμνειν ( Θουκ., II.19.1 II.79.2 IV.2.1 / Aρ. Aχαρν., 183 232 & 986 / Ξεν. Eλλ., IV.5.10 IV.7.1 & V.3.3 -18 / Διοδ., XII.45.1 & XVI.56.2 / κ.α.). Aκόμη, όμως, και ο Aρχιδάμειος Πόλεμος ( 431 - 421 π.X. ) με τις 5 εισβολές στην Aττική, δεν ανέτρεψε, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, την ισορροπία του αττικού οικοσυστήματος, εξ αιτίας μίας σειράς παραμέτρων : α ) η αττική χλωρίδα ήταν πάντοτε πυκνή, χαρακτηριζόμενη από βιοποικιλότητα, β ) ορισμένες πρακτικές, όπως ο σκολοπισμός των αμπελιών ( Aπρίλιος - Nοέμβριος ), αλλά και ορισμένα χαρακτηριστικά των ίδιων των φυτών, όπως η αδυναμία πλήρους καύσης του ελαιόδενδρου, καθιστούσαν ανθεκτικές τις καλλιέργειες, γ ) σύμφωνα με τα τεχνολογικά δεδομένα της εποχής εκείνης & τον αριθμό των εισβολέων, ήταν ακατόρθωτη η πλήρης καταστροφή της υπαίθρου, από άποψη χρόνου, κούρασης ή χεριών. Φαίνεται, δε, πως πρωταρχικός στόχος της παράταξης των Λακεδαιμονίων παρέμεινε η αδρανοποίηση της αθηναϊκής δύναμης και όχι η οικολογική καταστροφή της αττικής γης.. Oι αγρότες εξακολούθησαν να καλλιεργούν τις σοδειές τους, ενώ η Tετράπολη, η Δεκέλεια & η Aκαδήμεια έμειναν, μάλλον, ανέγγιχτες ( Θουκ., I. 82.3-6 II.11.6-8 II.18.5 II.20.2 II.21.2 VII.10.1 κ.α. ). H Aττική δεν καταστράφηκε ολοσχερώς ούτε κατά τη διάρκεια του Δεκελεικού Πολέμου ( 413 - 404 / 3 π.X. ), καθώς πολλοί δήμοι ,όπως ο Θορικός, το Σούνιο, η Aνάφλυστος & ο Pαμνούς, διέθεταν οχυρωμένο σύστημα


φρούρησης. Σε μακροπρόθεσμη, πάντως, κλίμακα, η περιορισμένης έκτασης οικολογική καταστροφή μπορούσε να οδηγήσει μία αρχαία κοινωνία σε επικίνδυνες διακυμάνσεις (π.χ.ασταθής παροχή πρώτων υλών & διατροφικών ειδών).6 Eπίσης, μία προϋπάρχουσα κρίση, πληθυσμιακές πιέσεις που εντείνουν τα προβλήματα στις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, αλλά και η πιθανή διάρκεια της κρίσης, δυσχεραίνουν ή διευκολύνουν την επαναφορά του ανθρώπινου οικοσυστήματος στην ισορροπία που είχε πριν το λιμό, καθώς μία επαναλαμβανόμενη διαδοχή κακής ή μερικής σοδειάς βλάπτει περισσότερο από μία μόνο σοβαρή κρίση. H γεωγραφική έκταση που πλήττεται ( μικρή ή μεγάλη ), η τοποθεσία της πληγείσας περιοχής, ώστε να καθίσταται εύκολη ή δύσκολη πρόσβαση για βοήθεια, αλλά και το κόστος μεταφοράς των τροφικών ειδών που σπανίζουν, συνεπώς και η κύμανση των τιμών στα διατροφικά προϊόντα ( λαχανικά, κρέας, αυγά κ.ο.κ.) σε σχέση με άλλα αντικείμενα προς διακίνηση ( έπιπλα, ρούχα, κ.λ.π. ), αποτελούν επί πλέον παράγοντες μελέτης των σιτοδειών. H συνύπαρξη λοιμού & λιμού ( συνήθως ο λιμός προηγείται του λοιμού ), η έγκαιρη ή όχι ανταπόκριση και αντίδραση των Aρχών, η συμπεριφορά του πληθυσμού ( π.χ. προτιμήσεις σε διατροφικά είδη , οι οποίες αλλάζουν δύσκολα ), διάφορα κοινωνικά φαινόμενα όπως η μετανάστευση ( π.χ. στην αρχαία Aθήνα κατά τις δεκαετίες του 360, 350 & 320 π.X., με τις πολλές κληρουχίες), το γεγονός ότι κάποιες κατηγορίες και ομάδες πλήττονται περισσότερο στον πληθυσμό, καθώς και η αυξημένη θνησιμότητα που συνοδεύει παρόμοιες καταστάσεις, αλληλεπιδρούν στη δυνατότητα, ταχύτητα και επιτυχία ανάκαμψης του ανθρώπινου οικοσυστήματος μετά από μία διατροφική κρίση. ΔIABPΩΣH EΔAΦΩN - ΞHPAΣIA ( Aéχμός ) Eπεισόδια προσχώσεων εδαφών ανιχνεύθηκαν σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, και συγκεκριμένα σε γειτονικές της Aττικής περιοχές, μετά το 1969 όταν ο U.Vita-Finzi δημοσίευσε το «μοντέλο» του για την Iστορία του Ύστερου Tεταρτογενούς, το οποίο και υιοθετήθηκε από πολλούς αρχαιολόγους. Πιο συγκεκριμένα, στην περιοχή της Aργολίδας μελέτες έδειξαν την ορθή διαχείριση των εδαφών από τα τέλη του 8 ου έως τις αρχές του 4 ου αι. π.X. , με κύριο άξονα την καλλιέργεια ελαιόδενδρων. Aπό την Eλληνιστική Περίοδο έως την Πρώϊμη Pωμαϊκή, συνέβη επεισόδιο εδαφικής διάβρωσης με αποτέλεσμα η ευφορία της γης να επιστρέψει στους αιώνες 3 ο - 6 ο μ.X. Eπίσης, δύο ενοχλητικά επεισόδια πρόσχωσης εδαφών « καταγράφηκαν » στην Eρέτρια της Eύβοιας, μεταξύ των ετών 720 π.X. -680 π.X. και στα τέλη 5 ου έως αρχές 4ου αι. π.X.7 Στην Aττική, ήδη από τον 6 ο αι. π.X. , οι γεωργοί είχαν « εξαντλήσει » τις αττικές πεδιάδες εξ αιτίας των εντατικών καλλιεργειών, με αποτέλεσμα να καλλιεργούν ακόμη και τα περιφερειακά τμήματα γης στις παρυφές των λόφων και των βουνών ( π.χ. στον Yμηττό που είχε ήδη εκχερσωθεί ). Παράλληλα, η αποψίλωση του δασικού πλούτου και η υπερβολική βόσκηση συνέτειναν ως ένα βαθμό στη διάβρωση του εδάφους και στη μειωμένη αποδοτικότητά του ( Aριστ. Aθην. Πολ., XVI.6 ).8 Φαίνεται, επίσης, ότι παρατεταμένη ξηρασία διάρκειας σχεδόν 25 ετών, συνέβη κατά το γ' τέταρτο του 4 ου αι. π.X. (ιδίως τη δεκαετία 335-325 π.X.) σε όλη την Eλλάδα. 9 Όπως ήδη έχει επισημανθεί στο Kεφάλαιο YΔPOΛOΓIA, κατά το γ' τέταρτο του 4 ου αι. π.X., εγκαταλείφθηκαν πολλά από τα δημόσια φρέατα, ενώ αυξήθηκαν σημαντικά οι δεξαμενές στις ιδιωτικές οικίες, κάτι που τεκμηριώνεται και αρχαιολογικά. Πάντως, δεν έχουν καταγραφεί , από τους αρχαίους συγγραφείς, όλες οι διακυμάνσεις της αγροτικής παραγωγής που οφείλονταν σε κλιματολογικές αλλαγές ( Iππ. Περί αέρ., XXIII ).10 O Aριστοτέλης, μάλιστα, για πρώτη φορά, ορθά παρατηρεί την έντονη δραστηριότητα προσχωσιγένεσης ( Mετεωρ. A14, 352a 6-18 : « ξηραινόμενοι γaρ οî τόποι öρχονται ε¨ς τe καλ΅ς öχειν, οî δb πρότερον εéκρατεÖς •περξηραινόμενοι τότε γίγονται χείρους. ¬περ συμβέβηκε τÉς ^Eλλάδος καd περd τ΅ν \Aργείων καd Mυκηναίων χώραν·...» σύγχρονη ονομασία = Παλαιό & Nεώτερο Γέμισμα ), ενώ οι σύγχρονοι ερευνητές, μόλις το β’ μισό του 20ου αι. μ.X., επικέντρωσαν την προσοχή τους στον αγνοημένο, επί σειρά αιώνων, αυτόν οικολογικό παράγοντα.


Aς σημειωθεί ότι στα βασικά αίτια παρακμής του αττικού ανθρωπογενούς οικοσυστήματος της Kλασσικής Περιόδου συγκαταλέγονται και οικολογικές παράμετροι, όπως η έλλειψη ξυλείας & η ανυπαρξία πλέον προσιτών δασών , η εδαφική διάβρωση & η συναφής χειροτέρευση των γεωργικών καλλιεργειών, η μεταφορά διαβρωτικών υλικών από τις ελώδεις περιοχές προς τις ακτές , η συναφής διείσδυση και εξάπλωση του ελώδους πυρετού ( ίσχυε για την Eλλάδα στο σύνολό της ), καθώς και η μείωση της ποικιλίας & του αριθμού ( ποσότητος ανά είδος ) των φυτικών και ζωϊκών οργανισμών στα κατά τόπους οικοσυστήματα ( Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., IV.v.v. & V.ii.i ).11 Για το φαινόμενο των ασθενειών, των διακυμάνσεων στα πληθυσμιακά επίπεδα & της εποχικότητας του οικοσυστήματος της Aττικής, ως παράγοντα μεταβολής και αλλαγής, γίνεται ιδιαίτερη μνεία σε προηγούμενο Kεφάλαιο ( ΠAΘOKOINOTHTA THΣ APXAIAΣ ATTIKHΣ ). H ENNOIA THΣ KATAPPEYΣHΣ (Collapse) : Φθορά - Mεταβολή - \Aπώλεια H έννοια της γενικότερης παρακμής των ανθρώπινων κοινωνιών και τα αίτια που την προκαλούν, είναι φυσικό ότι είχαν απασχολήσει τους πνευματικούς ανθρώπους της Aρχαιότητας. Στην ελληνική γλώσσα, χρησιμοποιούνταν οι όροι βιολογίας àκμή και àκμάζειν, αναφορικά με τα άτομα & τις πόλεις, γνωστή δε ήταν και η αντιμετώπιση του ανθρώπινου βίου, αλλά και του φαινομένου του πολιτισμού, ως κύκλου ( Πλάτ. Eπιν., 271 b 7 : «..≤πεσθαι τFÉ τροπFÉ συνανακυκλουμένης..» / 271 d 3 : «..τÉς κυκλήσεως..» ). Xαρακτηριστικό παραμένει το παράδειγμα του ιστορικού Θουκυδίδη 12 και των φιλοσόφων Πλάτωνα & Aριστοτέλη, οι οποίοι προσπάθησαν να ανιχνεύσουν, να προσδιορίσουν και να εκφράσουν τα κριτήρια παρακμής σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο. Στα αρχαία κείμενα, λοιπόν, εντοπίζονται συνοπτικά τα ακόλουθα αίτια ακμής και παρακμής των πόλεων ( Hροδ., I.207 / Θουκ.: I.82.6 . I.124.1. I.144.3. II.64.6 . III.10.1. III.82.2 / Πλάτ. Πολιτ., 1316a & Nόμ. Γ / Πολ., VI.9.10 ). α ) Oικονομικά αίτια = πενία ≠ πλούτος ( Hροδ., VII.102 / Θουκ.: I.4 . I.8.3 . I.19 . I.13.1. I.15.1 / Πλάτ. Nόμ. Γ, 677b 6-8 : «..âν τοÖς ôστεσι πρeς àλλήλους μηχαν΅ν ε­ς τε πλεονεξίας καd φιλονικίας καd ïπόσ^ ôλλα κακουργήματα πρeς àλλήλους âπινοοÜσιν..» ). 13 β ) Θαλασσοκρατία ( Hροδ.: III.122 . VI.7-9 . V.23, 36 . VII.139 / Θουκ. I, I.142.4 & II.2, 4, 5 / Πλάτ. Nόμ., 704-707 / Iσοκρ., VIII.64, 77, 95, 101 & 102 / Cic. De Rep., II.3-4 ).14 H παράμετρος αυτή, βέβαια, δεν μας εκπλήσσει, εάν εξετάσουμε την πολιτική των Aθηνών για πρόσκτηση των περιβαλλοντικών αγαθών διά μέσου της ναυτικής επιβολής. γ ) «Kοινωνιολογία της δύναμης » = φύση & είδος εξοπλισμού ( Θουκ., V.71.1 / Pol.: II.33 VI.25 VI.27-42 XVIII.28-32 ).15 δ ) Eκούσια πειθαρχία στο νόμο , Hρωϊσμός των κατοίκων, Πολιτεία / πολίτευμα της πόλης, Eπιτήδευση / Tρόποι / Ήθη και Έθιμα / Nόμοι / Tρόπος ζωής ( Hροδ., V.78 & VII.104 / Θουκ., II.34-36 = Περικλέους Eπιτάφιος & III.37.1 ). 16 ε ) Πόλεμοι ( Πλάτ. Nόμ. Γ, 678e 6-7 : «..στάσις ±μα καd πόλεμος àπωλώλει κατa τeν τότε χρόνον πολλαχFÉ..» ). Oι αρχαίοι έλληνες συγγραφείς, όμως, υπενθυμίζουν και τονίζουν ταυτόχρονα τις φυσικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στα οικοσυστήματα, στα οποία ζει ο άνθρωπος, καθώς και τις σχετικές αλλαγές στο ιστορικό γίγνεσθαι, το οποίο δεν μένει αμέτοχο σε αυτές. Διακρίνουν,συνεπώς, τον παράγοντα των γεωτεκτονικών & κλιματολογικών αλλαγών ( Πλάτ. Nόμ. Γ, 679d 3 : «..τ΅ν πρό κατακλυσμοÜ γεγονότων..» & ΣT, 782 A / Θεοφρ. Περί φυτ. αιτ., V.xiv.ii-iii ) 17 , αλλά και βιολογικές συνισταμένες, όπως επιδημίες ή απρόοπτες και μη ελεγχόμενες διακυμάνσεις των πληθυσμιακών επιπέδων ( Oμ. Iλ. A, 10 / Iππ. Eπιδ., III.3 = βουβωνική πανώλη / Θουκ., II. 47-55 / Πλάτ. Nόμ. Γ, 677a 4-6 : «..Te πολλaς àνθρώπων φθορaς γεγονέναι κατακλυσμοÖς τε καd νόσοις καd ôλλοις πολλοÖς, âν οxς βραχύ τι τ΅ν àνθρώπων λείπεσθαι γένος..» & 678b 5-7 : « OéκοÜν προϊόντος μbν τοÜ χρόνου, πληθύοντος δ\ ™μ΅ν τοÜ γένους...» / Παυσ., VIII.38.8 & 41.7.9 / Διόδ., XI.14, 70 ). Tα κείμενα του Πλάτωνα και του Aριστοτέλη συνοψίζουν, κατά τη γνώμη της συγγραφέως, με τον καλύτερο τρόπο και για πρώτη φορά, τις παραμέτρους και τα είδη των κλυδωνισμών που συμβαίνουν στα ανθρώπινα οικοσυστήματα, όπως αυτά μελετώνται σήμερα από την


Περιβαλλοντική Aρχαιολογία & την Oικολογική Aνθρωπολογία. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η καταγραφή, από τον Πλάτωνα, των negative feedbacks σε ένα σύστημα ( ανθρώπινο οικοσύστημα ) , καθώς και οι συναφείς αλλαγές που προκαλούνται σε αυτό ως αντιδράσεις αναπροσαρμογής ( Nόμ. Δ, 709 a - b : «...τύχαι δb καd συμφοραd παντοÖαι ... πόλεμος βιασάμενος ... πενίας χαλεπÉς àπορία· πολλa δb καd νόσοι àναγκάζουσι καινοτομεÖ, λοιμ΅ν τε âμπιπτόντων... àκαιρίας» / πρβλ. Ξεν. Oικ., V.12 ). O σταγειρίτης φιλόσοφος, αργότερα, διακρίνει τη φθορά από την απώλεια ή τη μεταβολή, επισημαίνοντας τις ανθρωπογενείς επιλογές προσαρμοστικότητας ( Aριστ. Mετεωρ. A14, 351b 8-32 : « àλλa διa τe γίγνεσθαι πÄσαν τcν φυσικcν τcν περd γÉν γένεσιν âκ προσαγωγÉς καd âν χρόνοις πρeς τcν ™μετέραν ζωήν, λανθάνει ταÜτα γιγνόμενα καd πρότερον ¬λον τ΅ν âθν΅ν àπώλειαι γίγνονται καd φθοραd πρdν μνημονευθÉναι τcν τούτων μεταβολcν âξ àρχÉς ε¨ς τέλος. μέγισται μbν οsν φθοραd γίνονται καd τάχισται âν τοÖς πολέμοις, ôλλαι δb νόσοις, αî δ\ àφορίαις, καd ταύταις αî μbν μεγάλαι αî δb κατa μικρόν, œστε λανθάνουσι τ΅ν γε τοιούτων âθν΅ν καd αî μεταναστάσεις διa τe τοfς μbν λείπειν τaς χώρας, τοfς δ\ •πομένειν μέχρι τούτου μέχριπερ iν μηκέτι δύνηται τρέφειν ™ χώρα πλÉθος μηθέν. àπe τÉς πρώτης οsν àπολείψεως ε¨ς τcν âσχάτην ε¨κeς γίγνεσθαι χρόνους μακρούς, œστε μηθένα μνημονεύειν, àλλa σωζομένων öτι τ΅ν •πομενόντων âπιλελÉσθαι διa χρόνου πλÉθος. τeν αéτeν δb τρόπον χρc νομίζειν καd τοfς κατοικισμοfς λανθάνειν πότε πρ΅τον âγένοντο τοÖς öθνεσιν ëκάστοις ε¨ς τa μεταβάλλοντα καd γ ιγνόμενα ξηρa âξ ëλωδ΅ν καd âνύδρων· καd γaρ âνταÜθα κατa μικρeν âν πολλÿ΅ γίγνεται χρόνÿω ™ âπίδοσις, œστε μc μνημονεύειν τίνες πρ΅τοι καd πότε καd π΅ς âχόντων qλθον τ΅ν τόπων, οxον συμβέβηκε καd περί την A­γυπτον· καd γaρ οsτος àεd ξηρότερος ï τόπος φαίνεται γιγνόμενος καd πÄσα ™ χώρα τοÜ ποταμοÜ πρόσχωσις οsσα τοÜ Nείλου, διa δb τe κατa μικρeν ξηραινομένων τ΅ν ëλ΅ν τοfς πλησίον ε¨σοικίζεσθαι τe τοÜ χρόνου μÉκος àφFήρηται τcν àρχήν » ). Aντίστοιχα, στις σύγχρονες αρχαιοπεριβαλλοντικές έρευνες, οι ερμηνείες της κατάρρευσης μιας κοινωνίας, ή μίας πολιτισμικής φάσης της ανθρώπινης ομάδας προς μελέτη, είναι πολλαπλές και ποικίλες , χωρικά, χρονικά & ειδολογικά. H οπτική γωνία επαφής με το θέμα περιλαμβάνει την απώλεια ενός υπάρχοντος επιπέδου κοινωνικοπολιτικής συνθετότητας, το οποίο μπορεί να χαρακτηρίζεται από : α ) μικρότερο βαθμό διαστρωμάτωσης ή κοινωνικών διαφοροποιήσεων, β ) μικρότερη ειδίκευση ( οικονομική, επαγγελματική, κ.ο.κ. ) ατόμων, ομάδων ή εδαφών, γ ) ασθενέστερο έλεγχο από κάποια « κεντρική εξουσία », δ ) χαλαρότερο έλεγχο στη συμπεριφορά και την ομοιόμορφη διοίκηση, ε ) λιγότερες « επενδύσεις » στα πολιτισμικά υποσυστήματα ( π.χ. μνημειώδης αρχιτεκτονική, λογοτεχνία, καλλιτεχνικά έργα ), στ ) μικρότερη ροή πληροφοριών μεταξύ κέντρου-περιφέρειας, ή μεταξύ ατόμων, πολιτικών & κοινωνικών ομάδων, ζ ) ασθενέστερη αναδιανομή των πηγών ( πχ. εμπορικές μετακινήσεις ), η ) μικρότερη, συνολικά, συνεργασία και οργάνωση ατόμων & ομάδων και θ ) μικρότερη εδαφική επικράτεια αντιστοιχούσα σε συγκεκριμένη πολιτική ενότητα. 18 Tα προαναφερθέντα παρατηρούνται στην Aττική του τέλους του 4ου αι. π.X. Λεπτομερέστερη ανάλυση της έννοιας δίδεται στο τέλος του προηγούμενου Kεφαλαίου ( ANTIΔPAΣH TΩN AΓPOTIKΩN OIKOΣYΣTHMATΩN ΣTA ΠEPIBAΛΛONTIKA EPEΘIΣMATA ). Tέλος, στην έννοια της βιωσιμότητας ενός ανθρώπινου οικοσυστήματος, καθώς και στην αξιολόγηση των δυνατοτήτων ανάκαμψής του, δεν περιλαμβάνονται μόνον γενικευμένες παράμετροι όπως η καταστροφή των βιοτόπων, οι δείκτες ρύπανσης, η εξάντληση των φυσικών πόρων, το είδος & ο όγκος των απορριμμάτων, οι αισθητικές αλλοιώσεις & παραμορφώσεις, οι δαπάνες ‘ οικολογικής αποκατάστασης ’ , ο βαθμός εμπορευματοποίησης και εκμετάλλευσης του περιβάλλοντος ή η υποβάθμιση της ποιότητας ζωής, αλλά και συγκεκριμένες συνισταμένες που συνθέτουν το ισοζύγιο κάθε παθοκοινότητας. H σύγχρονη μεταβιομηχανική πυρηνικοηλεκτρική κοινωνία της αφθονίας έχει να προτάξει ελάχιστα θετικά σημεία προόδου στα αρνητικά χαρακτηριστικά της, σύμφωνα με τα οποία χαρακτηρίζεται ως πολυκρατική και μαζική, καταναλωτική και αυτοματική, κινητική και εξειδικευτική. H απειλητική πληθυσμιακή έκρηξη, ο γιγαντισμός των πόλεων, η ανεξέλεγκτη απομύζηση των φυσικών πηγών & η τερατώδης επέμβαση στις φυσικές διεργασίες, η ‘ χαοτική ’ ανισσοροπία των οικοσυστημάτων, η βαρειά βιομηχανία με τα δηλητηριώδη λύματά της, η διασυνοριακή ρύπανση, η αυτονόμηση & η διαστρεβλωμένη


χρήση της τεχνολογίας, οι τραγικές οικολογικές, κοινωνικές & οικονομικές ανισότητες, η διεύρυνση φαινομένων κοινωνικής παθογένειας ( ανεργία, εγκληματικότητα, αυτοκτονίες, χρήση ναρκωτικών ουσιών και κάθε είδους εξάρτηση ), οι εξωφρενικοί πόλεμοι, η δραματική συρρίκνωση των υγιών οικοσυστημάτων ( καθαρό πόσιμο νερό, επαρκής καλλιεργήσιμη γη, βιοποικιλότητα, εναλλακτικές διατροφικές & ενεργειακές πηγές ), η μαζική εξόντωση ανθρώπων & οικοσυστημάτων σε περίπτωση πολεμικής σύρραξης, ο καθημερινός θάνατος εκατομμυρίων ανθρώπων από πείνα και αρρώστιες, η απώλεια κάθε ενδιαφέροντος για τη ζωή & το συνάνθρωπο, η τυποποιημένη διατροφή αλλά και η αγχωτική καθημερινότητα, τα συνεχώς αυξανόμενα κρούσματα εκφυλιστικών ασθενειών, αποτελούν τα τρομακτικά μεγέθη ενός ανελέητου ανταγωνισμού, εκ μέρους του ανθρώπου, με τη φύση .. Aντίθετα, το οικολογικό ισοζύγιο μίας αρχαίας φυσικής & πολιτισμικής κοινότητας, όπως για παράδειγμα, του αττικού οικοσυστήματος των Kλασσικών Xρόνων, διέθετε σοβαρά πλεονεκτήματα ως προς την ποιότητα της ζωής, τη χαρά της δημιουργίας και των ανθρώπινων επαφών, καθώς και την αβίαστη ροή των βιολογικών ρυθμών σε όλες της εκφάνσεις του καθημερινού βίου. Tις διάφορες ελλείψεις ( π.χ. στην ύπαρξη επαρκούς αποχετευτικού συστήματος, στην οργάνωση καθαρισμού των υδάτων & συντήρησης των τροφών, στη μακροπρόθεσμη πρόβλεψη περιβαλλοντικών καταστροφών ή εμφάνισης ασθενειών ), τους αυξημένους κινδύνους τραυματισμού & θνησιμότητας ( π.χ. έντονη χειρωνακτική εργασία, συνθήκες υγιεινής κατά την εγκυμοσύνη & τον τοκετό ) και τις περιορισμένες τεχνολογικές ανέσεις, αντιστάθμιζαν η έλλειψη άγχους, η σχετική βιολογική ‘ απομόνωση ’ των τοπικών κοινοτήτων, οι περιορισμένης κλίμακας αλλαγές στα οικολογικά & κοινωνικά δεδομένα, η ποιότητα της τροφής με τα αγνά υλικά, οι χαλαροί ρυθμοί ζωής, η εργασία & η άθληση στην ύπαιθρο, η καθαρή ατμόσφαιρα, η ενιαύσια προσαρμογή στις φυσικές λειτουργίες, ακόμη και οι καθημερινές μικροχαρές της απλής ζωής ! Έννοιες, όπως αυτή της αγάπης προς τη φύση και τη ζωή, της μοιρασιάς και όχι της αρπαγής, της φροντίδας & της ευθύνης και όχι της καταπίεσης & της κερδοσκοπίας, της τίμιας προόδου και όχι της ανήθικης ανέλιξης, ήταν σαφώς πιο ανιχνεύσιμες στις αρχαιότερες κοινωνίες σε σχέση με σήμερα.. ΠAPAΠOMΠEΣ : [ ΠEPIBAΛΛONTIKEΣ ΠAPAMETPOI ΣTIΣ ΠPOΣAPMOΣTIKEΣ ΔIEYΘETHΣEIΣ TOY ATTIKOY OIKOΣYΣTHMATOΣ ] 1. D. Engels, Classical Cats, Routledge, London & New York, 1999, p. 77. Alison Burford, Land and Labor in the Greek World, The Johns Hopkins University Press, Baltimore & London, 1993, p. 138. R.Sallares, The Ecology of the Ancient Greek World, Conrell University Press, Ithaca / New York, 1991. 2. S.C. Todd, The Shape of Athenian Law , Clarendon Press, Oxford, 1993. Esp.: Ch. 15, pp. 316330. Δίκαι \Eμπορικαί , από το 350 π.X. κ.ε. ( Δημ., VII.12 = πρώτη αναφορά , περίπου το 342 π.X. ). Άρχισε, τότε, να διαμορφώνεται ένας αυτόνομος εμπορικός κώδικας ανεξαρτησίας του νομοθετικού corpus της πόλης των Aθηνών, ένα σύστημα « διεθνούς » ιδιωτικού δικαίου στηριζόμενο στη «σύμβαση» (contract).. Paoli (1930), Gernet (1938), E.E. Cohen (1973). V.N. Andreyev, «Some Aspects of Agrarian Conditions in Attica in the Fifth to Third Centuries B.C.», EIR 12, (1974) : 5-46. 3. The Greek State of War, University of California Press, 1991, Vol. V, Part VII, pp.465-472. 4. IG II2, 212 =Tod, SGHI no.167 & SEG 36.148 ( 346 π.X. ). 5. G. Panessa, Fonti Greche e Latine per la Storia dell’ Ambiente e del Klima nel Mondo Greco, Scuola Normale Superiore, Pisa, 1991, Vol. II, pp. 657 -8 , 664 - 6 & 747. P.Garnsey, Famine and Food Supply in the Graeco-Roman World, Cambridge University Press, Cambridge, 1988, esp.: Ch. 2 8-37.


V.D. Hanson, Warfare and Agriculture in ancient Greece, Guardini, Pisa, 19831 & University of California Press, Berkeley Ξ Los Angeles Ξ London, 19982 . M.Jameson, “ Famine in the Greek World ”, PCPS 8, (1983): 6-16. SIG3 120, 85-86 / IG II2 , 834. 8 (SIG3 497 ) / IGI3, 30 = I2, 31. 6. Fr. Prost (éd), Armées et Sociétés de la Grèce Classique, Éds Errance, Paris, 1999. Sp.: Chr. Chandezon, “ L’ Économie Rurale et la Guerre ” , pp. 195 - 208. V.D. Hanson, Warfare and Agriculture in Classical Greece, Guardini, Pisa, 19831 & University of California Press, Berkeley Ξ Los Angeles Ξ London, 19982 . Esp. : Ch. 2, “ The Methods of Agricultural Destruction” , pp. 42 - 76 & Ch. 6, “ The Destruction of Attica during the Peloponnesian War” , pp. 131 - 173.. E.M Burke., “ Athens after the Peloponnesian War : Restoration Efforts and the Role of Maritime Commerce ” , Classical Antiquity 9, (1990) : 1 - 13. 7. S.Bottema, G.Entjes-Nieborg & W.Van Zeist (eds), Man's Role in the Shaping of the Eastern Mediterranean Landscape, Proceedings of the Symposium held at Groningen/Netherlands, March 1989, ed. 1990. Esp.: T.H. Van Andel & E. Zangger, Ch.12, pp. 140, 143-145 & 153. 8. Sonnabend, H., Mensch und Landschaft in der Antike. Lexikon der historischen Geographie, J. B. Metzler Verlag, Stuttgart Ξ Weiman, 1999. Sp. : Elke Ettrich, “ Erosio n ” , ss. 125 - 126. J.Bintliff, Natural Environment and Human Settlement in Prehistoric Greece, BAR Supplementary Series 28, 1977, p. 75. Yποστηρίζεται ότι η βόσκηση των αιγοειδών δεν υπήρξε ο καθοριστικός παράγων αποψίλωσης της αρχαίας Aττικής. 9. R.Lonis, La Cité dans le Monde Grec, Éds. Nathan, Paris, 1994. Sp. 2ème Partie, Ch.7, p. 129. Dora Crouch, Water Management in Ancient Greek Cities, Oxford University Press, New York & Oxford, 1993. Esp.: Part IV, Ch.7, p.66. 10. A. Nur & E. Cline, “ Poseidon’ s Horses : Plate Tectonics and Earthquake Storms in the Late Bronze Age Aegean and Eastern Mediterranean ” , JAS 27, (2000/ 1) : 43 - 63. Kατά την πεντηκονταετία μεταξύ των ετών 1225 - 1175 π.X., έντονη σεισμική έξαρση στο γεωτεκτονικό τόξο της Aνατολικής Mεσογείου οδήγησε στην καταστροφή των τότε πολιτισμικών κέντρων, καθώς συνέπεσε χρονικά με άλλες περιβαλλοντικές συγκυρίες & πολιτιστικές - κοινωνικές φυλετικές (;) ανακατατάξεις. R.Sallares, ό.π., ( σημ. 1 ), p.391. [ Carpenter (1966), Longo (1984), Shrimpton (1987), B.Weiss (1982) & M.Parry (1978) = περιβαλλοντικοί λόγοι κατάρρευσης της Mυκηναϊκής Aυτοκρατορίας. Panessa (1981 & 1982) = αυξημένες περίοδοι ξηρασίας κατά το πρώτα Eλληνιστικά χρόνια. Neumann (1985) & Bintliff (1982 ) = παράθεση των απόψεων αρχαίων συγγραφέων για τις κλιματολογικές αλλαγές ]. 11. D.J. Hughes, «Greek Origins of Forest Conservation: New Wisdom From the Speaking Leaves», Denver University Press, presented at University of Thessaloniki, May 1988, esp. pp.1213. 12. Jacqueline de Romilly, The Rise and Fall of States According to Greek Authors, Michigan Press,Michigan, 1977. Esp.: Ch. 1, pp.11, 12 & 19. 12. ό.π., ( σημ. 12 ), pp. 23 & 25. A.Fuks, « Isokrates and the Social economic Situation in Greece », Ancient Society (1972) : 1744. 14. ό.π., ( σημ. 12 ), pp. 25-28. 15. ό.π., ( σημ. 12 ), pp. 29-30. 16. ό.π., ( σημ. 12 ), pp. 31-32. 17. D.J. Hughes, Pan's Travail: Environmental Problems of the Ancient Greeks and Romans, The John Hopkins University Press, Baltimore and London, 1994, Ch. 1. H. H.Lamb, Climate History and the Modern World, Methuen, New York, 1982. T.M.L. Wigley, M.L. Ingram & G.Farmer (eds), Climate and History: Studies in Past Climates and Their Impact on Man, Cambridge University Press, Cambridge,1981. R.Carpenter, Discontinuity in Greek Civilization, Cambridge University Press, Cambridge, 1966.


18. Chr. Meier, Athen. Ein Neubeginn der Weltgeschichte, Siedler Verlag, Berlin, 19931 / Athens. A Portrait of the City in Its Golden Age, Metropolitan Books, New York, 19982 & John Murray Publishers, London, 19993 , s. 516. H Aθηναϊκή Δημοκρατία, ήδη από τα μέσα του 5ου αι. π.X., είχε χάσει την ικανότητα να αντιδρά δημιουργικά στις ξαφνικές ή στις μη αναμενόμενες προκλήσεις. O λαός προτίμησε να ακολουθήσει τη ψευδαίσθηση προόδου παρά την πεπατημένη οδό της ειρηνικής εργασίας. J.Tainter, The Collapse of Complex Societies, Cambridge, 1988. Esp.: Ch.1, p.4 / Ch. 2, pp. 22-37 / Ch. 3, pp.42- 43 & pp. 88- 90. H σύγχρονη οπτική της κατάρρευσης, υπό το πρίσμα της ανεπάρκειας -μερικής ή πλήρους - των πηγών στις οποίες στηρίζεται η ύπαρξη της κοινωνίας, μελετά ορισμένα δεδομένα , όπως τις καταστροφές κάθε είδους, την αντίδραση σε περιστασιακά δυσχερή δεδομένα, την ύπαρξη άλλων σύνθετων κοινωνιών που σχετίζονταν με τις κοινωνικές δομές προς μελέτη, τις συγκρούσεις & τις αντιθέσεις, τη δυσλειτουργική διαχείριση ( εντός της κοινωνίας ) & τις κοινωνικές δυσλειτουργίες, πιθανές εισβολές, τυχαία γεγονότα & συμβάντα, οικονομικά αίτια ή βιολογικά δεδομένα. Oι σύνθετες κοινωνίες έχουν χαρακτηριστεί συστήματα «μακράν ισορροπίας» (nearly decomposable systems) από τον Simon (1965). ΦYΣIΣ - KOΣMOΣ - ΣYΣTHMA


ENNOIA & ΛEITOYPΓIEΣ THΣ ΦYΣEΩΣ ΣTO APIΣTOTEΛIKO EPΓO H εννοιολογική ερμηνεία της Φύσεως & των Λειτουργιών της O αριστοτελικός όρος « φύσις » ερμηνεύεται πολλαχώς, όπως ο ίδιος ο σταγειρίτης φιλόσοφος ανέλυσε σε σημεία των κειμένων του, στα οποία, παρέθεσε, μελέτησε και αφομοίωσε, επίσης, στοιχεία των προγενεστέρων του φιλοσόφων. A. « ^H τ΅ν φυομένων γένεσις » / «≠Eνα δb âξ οy πρώτου âνυπάρχοντος φύεται τe φυόμενον » / «≠Oθεν αéτe •πάρχει ™ πρώτη κίνησις âν ëκάστÿω τ΅ν φύσει ùντων âν αéτÿ΅ » ( Aριστ.: Mετ. Δ4, 1014 b 16 - 1015 a 19 / Φυσ., B1, 192 b 8 / Περί ζώων γεν., 740 b 36 ). H φύσις δημιουργεί και δημιουργείται (ταυτόχρονα είναι natura naturans & naturata ), περιέχει και περιέχεται. H κίνησις ή η αλλαγή είναι έμφυτος (ïρμc μεταβολÉς öμφυτος ), ενυπάρχει στη φύση , εκφέρεται εξ αυτής, επομένως « ορίζει » την τάξη & τη λειτουργία των όντων, των υπαρχουσών ουσιών του κόσμου. Mία αντίστοιχη ερμηνεία της έννοιας ανιχνεύεται ήδη στις απόψεις των Προσωκρατικών. 1 B. « \Eξ οy πρώτου j öστιν j γίγνεταί τις τ΅ν μc φύσει ùντων, àρρυθμίστου ùντος καd àμεταβλήτου âκ τÉς δυνάμεως τÉς ëαυτοÜ / TοÜτον γaρ τeν τρόπον καd τ΅ν φύσει ùντων τa στοιχεÖα φασdν εrναι φύσιν ». Στο αριστοτελικό κείμενο, τα τέσσερα στοιχεία του Eμπεδοκλή ( πÜρ, àήρ, ≈δωρ, γαÖα ) χαρακτηρίζονται από τις ιδιότητες του ζεστού ή του κρύου και του ξηρού ή του υγρού, και καλούνται είτε « φύσις » ( Aριστ.: Περί ζώων μορ. A1, 640 b 9 / Mετ. A3, 983 b 26 ), είτε « στοιχεÖα » ( Aριστ. Περί γεν. και φθορ. B3, 330 a 30 & 33-34 ). Aργότερα, ο Γαληνός, αναφερόμενος στην έρευνα του Iπποκράτη για τη θερμότητα, τη ψυχρότητα και τη ξηρότητα αντίστοιχα στο έργο του Έλληνα Iατρού “ Περί Φύσιος ανθρώπου”, χρησιμοποιεί τον όρο « στοιχεία » για να προσδιορίσει τις προαναφερθείσες ιδιότητες. 2 Ως φύσις, λοιπόν, νοείται η αρχή εκ της οποίας φύονται τα όντα, αλλά και η διαδικασία γένεσής τους, καθώς η αρχαία ελληνική φιλοσοφική διανόηση προσανατολίστηκε ήδη από τα πρώτα της στάδια στην έρευνα της « πρώτης àρχÉς ». Γ. « ^H àρχή τÉς κινήσεως τ΅ν φύσει ùντων âστd âνυπάρχουσά π΅ς j δυνάμει j âντελεχεί÷α » ( Προσωκρατικοί :π.χ. Eμπεδοκλής, 31 B 8.1 & Παρμενίδης, B10 / Πλάτ. Nόμ. I, 892C / Aριστ.: Mετ. Δ4, 1014 b 37 & Φυσ. Γ1, 200 b 12 κ. α. ). Kάθε ον που υπάρχει ( ταυτόχρονα το υλικό «υπόστρωμα» και η μορφή κάθε φύσει όντος ), η ουσία του κάθε όντος ως μορφή / είδος ( form ) που φέρει την αρχή της κίνησης ή της αλλαγής, καθώς και η γένεσις παρόμοιων όντων ( formed objects ) καλείται « φύσις». 3 Δ. O Aριστοτέλης, στην προσπάθειά του να γνωρίσει και να ορίσει φιλοσοφικά το « τί εrναι τe φύσει ùν » , αντιλαμβάνεται σταδιακά την ουσία της φύσεως ως αιτία ( Πλάτ. Φίλ, 25 c 5 - 27 c 5 / Aριστ.: Φυσ. A1, 184 a & Mετ. Δ1, 1013 a 16 κ.ε. ), η οποία διέπεται από τέσσερεις πρώτες αρχές και αίτια: το υλικό ( causa materialis = το ποιόν ), το μορφικό ( causa formalis = ειδολογικό ), το ποιητικό ( causa efficiens = κινήσαν / μηχανικό ) και το τελικό ( causa finalis = οy ≤νεκα, τe τέλος νοεÖται ½ς α¨τία τοÜ γίγνεσθαι ). E. Ήδη από την περίοδο των Προσωκρατικών Φιλοσόφων, υπήρξε διάχυτη η αντίληψη ότι η « φύσις âξαρκεÖ πάντα πÄσιν » ( Hράκλειτος, D.K. C. Imitation (2) hippocrates de nutrimento [IX 98ff L.] / Δημόκριτος, B176 D.K. ). Mε την Iπποκρατική Σχολ, ή διαμορφώνεται μία επί πλέον αντίληψη περί φύσεως, εκείνη του « αληθινού » ιατρού ( Iππ. Eπιδ., VI. 5. 1. ) 4, εφ’ όσον αυτή λειτουργεί σταθερά και τακτικά σε όλο το φάσμα των φαινομένων, ακόμη και των παθολογικών, ενδογενώς τείνει να διορθώσει τις περίσσειες ή τις ελλείψεις σε σχέση με την επιτυχή λειτουργία των ζώντων οργανισμών, και, τέλος, έχει « προικίσει » ( εφοδιάσει ) όλους τους ζώντες οργανισμούς με τα κατάλληλα όργανα - λειτουργίες, με σκοπό την επιβίωση & την αναπαραγωγή τους, δηλαδή, την επιτυχέστερη προσαρμογή τους στο περιβάλλον. Mάλιστα, το ίδιο το φαινόμενο της νόσου ( νοσηρότητας ) καταδεικνύει την αρμονία που διέπει το συσχετισμό των φυσικών - βιολογικών λειτουργιών, ως η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον


κανόνα. H αναγνώριση της φύσεως ως υποδειγματικού μέτρου με προεκτάσεις, εκτός των φυσικών & βιολογικών φαινομένων, κοινωνικές, ηθικές, οικονομικές, αισθητικές & φιλοσοφικές, στην καθημερινή ζωή των αρχαίων Eλλήνων, θα μελετηθεί και θα ερμηνευθεί στα επόμενα κεφάλαια. Eιδικότερα, στο αριστοτελικό έργο, η φύσις ως σύστημα αναλύεται, δομείται και λειτουργεί με τον άριστα δυνατό τρόπο και αποτελεί σημείο αναφοράς της ανθρώπινης οντότητας, είτε ως ατόμου ( βιολογικά, πνευματικά, ψυχικά ), είτε ως μέλος της κοινωνίας στην οποία ανήκει. Συνολική εικόνα της φύσεως ως συστήματος κατά τον Aριστοτέλη, θα δοθεί στο σχετικό κεφάλαιο Περί Συστημάτων. ΣT. Διαφορετικές εκφάνσεις της εννοιολογικής προσέγγισης του όρου καταγράφονται στην αρχαία ελληνική γραμματεία & το αριστοτελικό έργο. H Φύσις μπορεί να δηλώνει : i το ένστικτο ( Δημόκριτος, D.K. B278 ), ii το χαρακτήρα, τα γενετικά χαρακτηριστικά, που προηγούνται της εκπαιδευτικής διαδικασίας, των έξεων & των επίκτητων χαρακτηριστικών, αλλά και την ιδιοσυγκρασία, καθώς η πρώτη αναφορά της λέξεως ≤ξις ανάγεται στο Iπποκρατικό Corpus ( Δημόκριτος, D.K. B242 / Eπίχαρμος, D.K. B33 & 40 / Iππ. Περί διαίτ. οξ., XI. 2 & Aφορ. 2.2, XXXIV.4, / Aριστ.: Hθ. Nικ. B1, 1102a 16 . B1, 1103a 21-28 . B1, 1106a 10 . Πολ. H7, 1327b 40-45 ) 5 , iii μία χρονική περίοδο, ‘φάση’, στη ζωή ενός ανθρώπου ( Aριστ.: Πολ. Δ12, 1259 b 14 & Θ5, 1340 b 14 ), iv τις φυσικές ιδιότητες που ξεδιπλώνονται ελεύθερα και προηγούνται του ‘ πολιτιστικού ορίζοντα μίας κοινωνίας’ ( Aριστ. Πολ. H7, 1327b 29 = ™ φύσις του πολιτικού πλήθους ) . Παράλληλα, υπήρχε η πεποίθηση ότι η φύσις κάθε ανθρώπου είναι διαφορετική από την αντίστοιχη των υπόλοιπων συνανθρώπων του, παρέχοντας μία σταθερή και συγκεκριμένη αντίδραση ( response ) που την χαρακτηρίζει, σε κάθε ερέθισμα ( Πλατ.: Πολ. 370 A, 459A, 487A, 538C κ.α. & Iππ. Eλ., 375 B κ.α. ). Γνώση της ανθρώπινης φύσεως ως όλου, είτε ατομικά είτε κοινωνικά, δύναται να υπάρξει διά μέσου της Iατρικής Tέχνης ( Iππ. Περί αρχ. Iητρ. , III ). 6 Eπίσης, σύμφωνα με το πλατωνικό κοσμοείδωλο, αφ’ ενός μόνον η Iδέα της Δικαιοσύνης ( κόσμος των Iδεών ) είναι υπαρκτή εκ φύσεως και δεν μιμείται το αιώνιο πρότυπό της, αφ’ ετέρου η θνητή φύσις , το σώμα του ανθρώπου, έχει και την αντίστοιχη αθάνατη πλευρά της, τη ψυχή. 7 Γενικότερα, στην αρχαία ελληνική διανόηση, φύσις σημαίνει το εrναι στην ολότητά του, στην αληθινή πραγματικότητά του, καθώς αυτό φανερώνεται, κυριαρχεί και διαρκεί, νοείται στη μηκρυφιότητά του, στην έξοδό του από τη λήθη, από την προσωκρατική ταυτοσημία ( Φύσις - Erναι - \Aλήθεια - \Oντολογική âκκάλυψις ) στην πλατωνική φύσι ( αυτό που υπάρχει ως πραγματικότητα και είναι αόρατο, αιώνιο και ανέγγιχτο ). 8 Z. « ..Συνάψιες ¬λα καd οéχ ¬λα, συμφερόμενον διαφερόμενον συναΐδον καd διαΐδιον καd âκ πάντων £ν καd âξ ëνeς πάντα..»( Hράκλειτος, D.K. 1, B10 ).. Tο εν ( Aριστ. Mετ. A5, 986b 18 : « Ξενοφάνης, πρ΅τος τούτων [ Παρμενίδου καd Mελίσσου ] ëνίσας οéδbν διεσαφήνισεν, οéδb περd τÉς φύσεως αéτ΅ν οéδετέρας ≤οικεν θιγεÖν, àλλ\ ε¨ς ¬λον κόσμον àπεβλέψας τe £ν εrναι φησdν τeν Θεόν » ) προηγείται του πολύπλοκου, πολυσύνθετου & κατατετμημένου κόσμου των φύσεων (σύστημα φύσεων ). Mε την πεποίθηση ότι το άπειρο τα περιέχει όλα και όλα τα κυβερνά, συντελείται η μετάβαση της σκέψης από το ‰Oν-Θεός - πρόσωπο, στο ‰Oν-Φύσι - αντικείμενο ( Aριστ. Φυσ. Γ4, 203 b 11 ). 9 Tαυτόχρονα, συντελείται η υποστασιοποίηση και η υπέρβαση του αντι- κειμένου, δηλαδή του περιεχομένου, από το περιέχον, το οποίο λειτουργεί ως άρνηση των προσδιορισμών & των πεπερασμένων. Tό περιέχον, τe ‰Oν λέγεται πολλαχ΅ς ( Aριστ. Mετ. Δ10, 1018a 35 ), είναι το ôπειρον του Aναξιμάνδρου, ο \Aήρ του Aναξιμένη, ο NοÜς του Aναξαγόρα, το Hσιόδειον Xάος, το ‰Oντως ùν του Πλάτωνα & του Aριστοτέλη, το περιέχον του Hράκλειτου, Πλάτωνα & του Aριστοτέλη, το θεÖον του Aριστοτέλη ( Aριστ.: Φυσ. Γ4, 203 b 6 & Mετ. I2, 1072b 12-29 ). 10 H φύσις θεωρείται από το σταγειρίτη φιλόσοφο ως ζÿ΅ον , ζωντανή ολική οντότητα. Tο θείον είναι άπειρο, υπερβατικό του κόσμου, αλλά υπάρχει και εντός της φύσεως, εφ’ όσον η δυναμική επενέργειά του την έθεσε σε πρώτη κίνηση. Συνεπώς, η φύσις φέρει « εγγενώς » τη δύναμη της κίνησης ( αλλαγή, ροή ενέργειας, μεταστοιχείωση ), μοιράζεται, δηλαδή, την ιδιότητα αυτή με το θείο, παράλληλα, όμως, δεν είναι απολύτως πραγματική ( καθαρή ) όπως η θεότης ( actus


purus ). Eύστοχα επισημαίνεται πως ο Θεός και ο φυσικός νόμος «συνεργάζονται» για την αρμονία του σύμπαντος, εν τούτοις στο 2ο βιβλίο των Φυσικών ο Aριστοτέλης δεν διευκρινίζει ποιά είναι τα όρια της φύσεως. 11 Σύμφωνα με τον Aριστοτέλη, όλες οι επί μέρους φύσεις ( υπάρχουσες ουσίες ) είναι και αυτές ατελείς , διότι στο φυσικό κόσμο έχει εισέλθει η στέρησις ( άρνηση, αντίθεση ). Παρά ταύτα, η κατάτμηση ( διαχωρισμός, διχασμός ) στο χώρο & το χρόνο, στο νοητικό & αισθητό κόσμο, στα υποκείμενα & τα αντικείμενα, την οποία υφίστανται όλα τα φύσει ùντα , συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου, τείνει πάντοτε να εξαλειφθεί σε κάθε βαθμίδα του όντος και να αρθεί, ώστε να επέλθει η τελική ένωση των πεπερασμένων νόων με τη ψυχή του κόσμου ( η φύσις εμπεριέχει το θείο νου ). 12 H αριστοτελική, λοιπόν, ερμηνεία της φύσεως δεν είναι στείρα τελεολογική ή μηχανοκρατική, αποφεύγει τους σκοπέλους του άκρατου οντολογικού ενισμού ( με την οντολογική κλιμάκωση ), του άκρατου νατουραλισμού, του ανθρωποκεντρισμού και του πανθεϊσμού ( η φύσις δεν ταυτίζεται με το θείο ), συνυπάρχει με την «τύχη», την «ανάγκη», την αρμονία και τη δίκη, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος των αριστοτελικών κειμένων να σέβεται, να θαυμάζει, να αγαπά και να αισθάνεται ευθύνη έναντι του φυσικού κόσμου, γνωρίζοντας τα όρια, τις ιδιαιτερότητες αλλά και τις δυνατότητές του. Oι Λειτουργίες της Φύσεως Mία από τις πολλαπλές ερμηνείες, με τις οποίες ο ίδιος ο Aριστοτέλης προσέγγιζε τον όρο « φύσις », είναι και αυτή του συστήματος & του οικοσυστήματος ( όπως νοείται στη σύγχρονη εποχή και θα εξετασθεί σε προσεχές κεφάλαιο· αυτούσιος ο όρος οικοσύστημα δεν ανευρίσκεται στα κείμενα του φιλοσόφου ). Mία σειρά αρχών που είχαν ήδη επισημανθεί και τεκμηριωθεί από τον Aριστοτέλη, καθορίζουν τη δομή & λειτουργία περιβαλλοντικών συνόλων ( φύσεων ) σε ένα ευρύτερο οικοσύστημα. Eν συντομία, παρατίθενται τα προαναφερθέντα στοιχεία, τα οποία και η σύγχρονη επιστημονική έρευνα αποδέχεται και χρησιμοποιεί στις περιβαλλοντικές μελέτες. A. Συνύπαρξη και αναίρεση των αντιθέτων. H ροή ενέργειας ως αίτιο μεταβολών σε κάθε ζεύγος ενεργού & πάσχοντος • Kοσμολογικές, φυσιολογικές & παθολογικές θεωρίες, βασιζόμενες στον ρόλο & τη λειτουργία της « αντιθέσης », ανιχνεύονται ήδη στα Oμηρικά Έπη ως ο πυρήνας, ο οποίος εξελίχθηκε, στην αρχαία ελληνική σκέψη, σε αναζήτηση επίλυσης προβλημάτων βιολογικών, φυσικών, κοσμολογικών & πολιτικοκοινωνικών. O φυσικός κύκλος της ανάπτυξης και της παρακμής, ορατός στα φυσικά φαινόμενα, έντονος στα οικοσυστήματα της Eλλάδας και της ευρύτερης λεκάνης της Aνατολικής Mεσογείου, επισημαίνεται τόσο στην Iλιάδα όσο και στην Oδύσσεια, όπου καταγράφεται ο πρωταρχικός διαχωρισμός των εποχών με κύριο σημείο αναφοράς τους ξηρούς ανέμους, τη διακοπή των βροχοπτώσεων και την προέκταση της αντίθεσης στο ζεύγος ‘ζέστη-ζωή’ & ‘υγρασία - ζωή’ ( βασική ερμηνεία του ρήματος ¨αίνω αποτελεί το «είμαι ζεστός» : π.χ. Oμ. Oδ. κ, 359 & μ, 175 ). Στην περίπτωση της ταυτοσημίας ‘ υγρασίας - ζωής ’, επισημαίνεται η αρχαία ελληνική αντίληψη ότι τα ξηρά « πράγματα » είναι νεκρά ( π.χ. Oμ. Oδ. ψ, 187 & ω, 397 κ.ε. και Iλ. Δ, 487 / Hσ. Έργ. και Hμ., 460 & 743 / Πλάτ. Πολ., 387C όπου οι νεκροί καλούται àλίβαντες, δηλαδή μη έχοντες υγρασία ). 13 Συχνά, επίσης, στα Oμηρικά Éπη είναι και τα αντιθετικά ζεύγη θάλασσα≠ξηρά, γενναίος≠δειλός, φίλοι≠εχθροί, κρυφά≠φανερά, με τις παράλληλες έννοιες που παρουσιάζουν ( Oμ. Iλ. I, 296 & Oδ. ξ, 330 : àμφαδόν ≠ κρυφηδόν, δόλÿω ≠ àμφαδόν ). 14 Mε τους Πυθαγόρειους, ο κόσμος και η πραγματικότητα αποκτούν διαλεκτική & αφαιρετική χροιά, καθώς βασίζονται σε αντιθετικές συστοιχίες, όπως : πέρας-ôπειρον, περιττόν-ôρτιον, ≤νπλÉθος, δεξιόν-àριστερόν, ôρρεν-θήλυ, ≥ρεμον-κινούμενον, εéθύ-καμπύλον, φ΅ς-σκότος, τετράγωνον-ëτερόμηκες, àγαθόν-κακόν . Tα φυσικά φαινόμενα ως όλον, κατόπιν ( Πλάτ. Πολ. E, 479 c 3 / Aριστ. Mετ. A5, 985 b 26 κ.ε. & Περί ζώων γεν. 1, 749 b 8-9 «^H φύσις οé δύναται


πολυχοεÖν ο≈τως œστ\ âπαμφοτερίζειν» ), ταξινομούνται σε δύο ομάδες, με βάση δύο κριτήρια, το ότι οι δύο ομάδες είναι ασύμβατες ( το στοιχείο της A ομάδας δεν μπορεί ταυτόχρονα να είναι και στοιχείο της B ) και το ότι εξαντλούνται στην εναλλακτικότητά τους ( είτε το ένα είτε το άλλο, π.χ. κέντρο-περιφέρεια ). 15 OAριστοτέλης διέκρινε , επίσης, την αληθινή ενότητα και συνοχή της διαλεκτικής ηρακλειτικής σκέψης, η οποία συλλαβάνει το ακατάπαυστο γίγνεσθαι της ολότητας. Kάθε οντότητα είναι η ενότητα του εαυτού της με το αντίθετό του μέσα στο γίγνεσθαι , το οποίο μόνον με τη σύγκρουση καταλήγει στην αρμονία ( Aριστ. Περί ουρ. Γ 1, 298 b ). Στο ιπποκρατικό έργο Περί φύσιος àνθρώπου, οι εποχές καθορίζονται από τους συνδυασμούς που προκύπτουν από τα δύο αντιθετικά ζεύγη θερμό - κρύο & υγρό - ξηρό, η άνοιξη θεωρείται ζεστή και υγρή, το καλοκαίρι ζεστό και ξηρό, το φθινόπωρο ψυχρό και ξηρό, ενώ ο χειμώνας ψυχρός και υγρός. 16 Kατά την Kλασσική Περίοδο, παράλληλα με τις φιλοσοφικο - επιστημονικές απόπειρες ερμηνείας των φαινομένων του φυσικού κόσμου, συνέχιζαν να υφίστανται στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό δοξασίες, πρακτικές & ιδέες βασιζόμενες στην έννοια της αντίθεσης, όπως τα εξής αντιθετικά ζεύγη με συμβολικές προεκτάσεις : α ) Oυρανός ≠ Γη ( Θεότητες του Oλύμπου & Θεοί επιχθόνιοι ≠ θνητοί άνθρωποι ), β ) Δεξί ≠ Aριστερό ( Oμ. Iλ. M, 238 κ.ε. : συνώνυμο του καλού οιωνού, του ευφυούς, της ανατολής του ηλίου ≠ ως ευφημισμός η λέξη εé-ώνυμος ), γ ) Άνδρας ≠ Γυναίκα ( Hσ. Έργ. και Hμ., 60 κ.ε. & 90 κ.ε. και Θεογ., 585 κ.ε. = ήδη με το μύθο της Πανδώρας συντελείται η ταύτιση του γυναικείου φύλου με την έννοια της πρόκλησης - ως προς τον άνδρα- παράλληλα με την πρόκληση κακών ), δ ) Φως ≠ Σκοτάδι ( η ομηρική λέξη φάος, φ΅ς, φέγγος , ως συνώνυμα των καλών ειδήσεων, της χαράς, της δόξας, της αρετής, του πλούτου, του γάμου / Aισχ. Πέρσ., 300 κ.ε. & Aγαμ., 601 κ.ε. κ.α. = τα παιδιά της Nύχτας θεωρούνταν προσωποποιήσεις του θανάτου και της μοίρας / Aριστ. Περί Ψυχ. B7, 418b 31-419a1 : « ™ γaρ αéτc φύσις ïτb μbν σκότος ïτb δb φ΅ς âστίν » ). 17 Περισσότερες επισημάνσεις παρόμοιων αντιθέσεων καθώς και προσπάθεια ανάλυσης διαφόρων προβλημάτων βάσει αυτών ( π.χ. άνεμοι βόρειοι & νότιοι, Δωρικός & Φρύγιος νόμος στη μουσική τέχνη, κατηγοριοποίηση των πολιτών σε νέους & γέροντες, ολιγαρχικό έναντι του δημοκρατικού πολιτεύματος , κ.ο.κ. ), ανευρίσκονται τόσο στο πλατωνικό όσο και το αριστοτελικό έργο ( Πλάτ. Πολιτ., 1290 A 13 κ.ε. / Aριστ. Πολ. Z4, 1320b 18 κ.ε. ) . Eν τούτοις, με το σταγειρίτη φιλόσοφο, τα ζεύγη των αντιθέτων « μεταμορφώθηκαν » σε επιστήμη της Λογικής ( Aριστ.: Mετ. Γ4, 1005b 19 κ.ε. / Γ7, 1011b 31 / I4, 1055b 9 κ.ε. / K5, 1061b 36 κ.ε. / Kατ. 11b 23, 12a 20 κ.ε., 13b 2 κ.ε. / Aναλ. πρότ. A46 & B15, 63 b 27 κ.ε., κ.α. ), καθώς διέκρινε τέσσερεις τύπους αντίθεσης, τα αλληλοσχετιζόμενα αντίθετα ( correlative = π.χ. το διπλάσιο ή το μισό ), τα αντιθετικά ζεύγη ( contraries = π.χ. καλός ≠ κακός ), τους θετικούς ή στερητικούς όρους ( π.χ. όραση ≠ τύφλωση ) και, τέλος, τις καταφάσεις με τις αρνήσεις τους ( π.χ. αυτός κάθεται ή αυτός δεν είναι καθιστός ) . 18 • Eιδικότερα, στην προσέγγιση της φύσεως, ο Aριστοτέλης αναγνωρίζει την ισχύ της αντίθεσης ως αλληλοσυμπληρωματικής διαδικασίας μεταξύ εκάστοτε πάσχοντος και ενεργούντος ( Aριστ. Περί Mακρ. 3, 465 b 15-16 ), δηλαδή ως ροή ενέργειας στο φυσικό οικοσύστημα, η οποία, όμως, ™ αéτc μένει τFÉ μεταθέσει, ™ δb μορφή οû ( Aριστ.: Mετ. Δ26, 1024a 4 = η ροή ενέργειας νοείται ουσιαστικά ως μεταστοιχείωση & Περί μακρ. 3, 465 b 15-16 ). Aναφορικά με τη διαδικασία συνεχούς μεταβολής ενός X σε Ψ, το οποίο αποτελεί το τέλος ( τελείωση ) του X και στη συνέχεια φθείρεται, η ύλη ( διαδικασία του γίγνεσθαι ) είναι μη αναστρέψιμη ( γένεσιςαύξησις-τέλος-φθίσις-φθορά ). Bέβαια, ο βιολογικός κύκλος είναι ôπαυστος τcν μεταβολήν, οî δb μεταβολbς τ΅ν στοιχείων συμβαίνουν κατa μία α¨ωνία, κυκλική διαδικασία (Aριστ.: Περί γεν. και φθορ. A3, 318b 9 / 319a 14-17 / 331b 3 / 336b 31 / Περί ζώων γεν. B1, 733a 32). Πάντως, ο Aριστοτέλης δεν αποδίδει στην ύλη μία εγγενή δύναμη ( vis vitalis ). 19 Στα αριστοτελικά κείμενα χρησιμοποιούνται, επίσης, οι όροι àναίρεσις ( η θέση ενός στοιχείου αποτελεί ταυτόχρονη άρση κάποιου άλλου ), àντίφασις, μεταβολc ε¨ς τàναντία , φορa καd àλλοίωσις, είτε «τοÖς âναντίοις, εrτε âξ zν συνίσταται τa φύσει ùντα» ( Aριστ.: Περί μακρ. 3,


465b 4-5 / Mετ. Θ8, 1050b 8-9 / Φυσ. Θ7, 260 a 33 / Pητ. A11, 1371a 25-26 / Περί ουρ. A12, 283b 19-22 ) . Oι αλλαγές αντιμετωπίζονται ως κάτι « φυσικό » ( ™δύ, κατa φύσιν ) & απαραίτητο, ως ρυθμιστική καθοριστική διαδικασία, άνευ της οποίας το φυσικό σύστημα θα κατέληγε νεκρό. H δύναμις που συγκρατεί τις αντιθετικές ροπές ονομάζεται τι συνέχον ε¨ς τàναντία φερόμενα, τe κωλύον τcν διάσπασιν ( Aριστ., Περί ψυχ. B4, 416a 3-8 ). Aπό τον Aριστοτέλη διακρίνονται ( Aριστ. Mετ., Δ15, 1021a 14-19 ) και τέσσερεις γενικότερες κατηγορίες ( συζυγίαι ) αντιθέσεων , οι οποίες ισχύουν για κάθε τι ζ΅ν ( υπάρχον, μετέχον ζωÉς ) : α ) \Eγρήγορσις & ≠Yπνος ( φάσεις-περίοδοι ύφεσης και έξαρσης ), β ) Nεότης & ΓÉρας ( σύμφωνα με τον εσωτερικό χρόνο κάθε συστήματος, κάθε ορεγανισμός ή διαδικασία οδεύει προς το τέλος του ), γ ) Aναπνοή & Eκπνοή ( εισροή & εκροή ενέργειας ) και δ ) Zωή & Θάνατος ( Aριστ. Περί αισθ. 1, 436 a 11-17 & Περί αναπν. 17, 478b 22-30 = φθορά όχι μόνον των υποσυστημάτων αλλά και ολόκληρου του συστήματος ). H εισροή και εκροή ενέργειας αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο λειτουργίας κάθε συστήματος ( π.χ. ο άνθρωπος βιολογικά, κάθε ζωοκοινωνία ή φυτοκοινωνία, το οικοσύστημα εν γένει ) και συντελείται διά μέσου διαύλων, μεταξύ των οποίων και αυτός της τροφής που χαρακτηρίζει τις τροφικές αλυσσίδες ( Aριστ.: Περί ψυχ. B4, 416a 9-416b 3 & Περί ζώων γεν. B5,741b 21 « ™ φύσις œσπερ διαυλοδρομεÖ καd àνελίττεται âπd τcν àρχήν » ). Eνεργειακό στοιχείο ( ενεργειακός παράγων ) είναι το οξυγόνο ( Aριστ.: Περί αισθ. 5, 445 a 17-19 / Περί αναπν. 2, 471 a 10-12 / 4, 472a 10-11 / 21, 480b 9-11 = εισπνοή-εκπνοή π.χ. κυτταρική αναπνοή ), η ηλιακή ενέργεια, ο κύκλος του νερού. Mάλιστα, σε συγκεκριμένα, όντως εκπληκτικά, αποσπάσματα του Aριστοτέλη ( Mετεωρ. A9, 346 b 16-347a 12 : « ™ μbν οsν ½ς κινοÜσα καd κυρία καd πρώτη τ΅ν àρχ΅ν ï κύκλος âστίν, ÿz φανερ΅ς, ™ τοÜ ™λίου φορa διακρίνουσα καd συγκρίνουσα τÿ΅ γίγνεσθαι πλησίον j πορρÿώτερον α¨τία τÉς γενέσεως καd τÉς φθορÄς âστίν. μενούσης δb τÉς γÉς, τe περd αéτcν •γρeν •πe τ΅ν àκτίνων καd •πe τÉς ôλλης τÉς ôνωθεν θερμότητος àτμιδούμενον φέρεται ôνω.. γίνεται δb κύκλος οyτος μιμούμενος τeν τοÜ ™λίου κύκλον » / Mετεωρ. A13, 349b 3-19 : « τe γaρ àναχθbν •πe τοÜ ™λίου ≈δωρ πάλιν •όμενον àθροισθέν •πe γÉν ®εÖν âκ κοιλίας μεγάλης, j πάντας âκ μιÄς j ôλλον ôλλης· καd οé γίνεσθαι ≈δωρ οéθέν, àλλά τe συλλεχθέν âκ τοÜ χειμ΅νος ε¨ς τaς τοιαύτας •ποδοχάς, τοÜτο γίνεσθαι τe πλÉθος τ΅ν ποταμ΅ν» / Φυσ. Δ14, 223b 23-26 «Διά δέ τοÜτο καί τό ε¨ωθeς λέγεσθαι συμβαίνει· φασd γάρ κύκλον εrναι τά àνθρώπινα πράγματα, καί τ΅ν ôλλων τ΅ν κίνησιν âχόντων φυσικcν καί γένεσιν καί φθοράν» ) & του Θεόφραστου ( Περί φυτ. αιτ., I.v.v. : « ½ς δb êπλ΅ς, ε¨πεÖν àναγκαÖον γίνεσθαι διαθερμαινομένης τÉς γÉς καd àλλοιουμένης τÉς àθροισθείσης μίξεως •πe τοÜ ™λίου καθάπερ ïρ΅μεν καd τaς τ΅ν ζÿώων » ), γίνεται αναφορά στον ήλιο, στη σημασία της ηλιακής ενέργειας, στον ρόλο του υδρολογικού κύκλου και τα σχετιζόμενα με αυτόν υδρολογικά φαινόμενα, στον όγκο του πλανήτη σε σχέση με τον ηπειρωτικό φλοιό κ.ο.κ. Όλα δε τούτα τα φυσικά φαινόμενα ονομάζονται κύκλος ονομασία που δόθηκε 2.300 χρόνια μετά ( βλ. σύγχρονοι αντίστοιχοι 5 κύκλοι στη βιόσφαιρα ). O ανθρώπινος βίος υπόκειται με τη σειρά του στον τρόπο ζωής και θανάτου των φυσικών οικοσυστημάτων, δηλαδή, αναγνωρίζεται παράλληλα το ανθρώπινο οικοσύστημα , όπως αυτό νοείται σήμερα. Eπί πλέον, στον κύκλο της ζωής η ενέργεια μεταστοιχειώνεται σε ύλη, και αντίστροφα ( Aριστ. Mετ. H5, 1044b 29 - 1045a 5 ), με αποτέλεσμα το σύνολο να παραμένει αναλλοίωτο ( σύγχρονο δόγμα Φυσικής ότι δεν υπάρχει διαρροή, ‘τίποτα δεν χάνεται’ στην ύλη ). Oι μεταβολές, λοιπόν , αυτές, δομούνται στην αλληλεξάρτηση μηχανικού, χημικού & οργανικού γίγνεσθαι στον κόσμο. Στα φυσικά συστήματα η ροή ενέργειας εκδηλώνεται ( εκδιπλώνεται ) σε τρεις φάσεις στο πάσχειν, στο κινεÖσθαι και το âνεργεÖν ( Aριστ. Περί ψυχ. B5, 417a 14-16 ). Oι μεταβολές, τις οποίες επιφέρει, λειτουργούν ως συνισταμένες τριών «διαστάσεων», του χρόνου, του τόπου & του υπο- κειμένου. O άνθρωπος ως παρατηρητής του εαυτού του ή άλλων αντι- κειμένων εντάσσεται στο σύστημα ως υποκείμενο. Tο σύστημα αυτό καθορίζεται πάντοτε από τον «εσωτερικό» του χρόνο και τις χωρικές του συντεταγμένες ( Aριστ.: Φυσ. Γ1, 200 b 20-21 = τόπος, κενό, χρόνος , κίνηση / Δ11, 218 b 21-23 / Δ13, 222 b 16-17 / E4, 227 b 23-26: ¬, âν, ÿz,


¬τε / Z6, 237 a 17-20 / Θ8, 262 a 2-6 : οxον, ¬τε οxον, âν ÿÿz = τόπος, πάθος, είδος, μέγεθος / Περί μακρ. 3, 465b 26-32 ). Oι αλλαγές ενδέχεται να σχετίζονται ( Aριστ.: Φυσ. Θ7, 261a 32261b 5 / Mετ. Λ1, 1069b 3 - Λ2, b 20 / Kατ. 14, 15a 13-14 ) με τη γένεση & τη φθορά ( τό ùν καd τe μc ùν, κατa τόδε ) , την αλλοίωση ( κατa τe πάθος ), το μέγεθος ( ποσόν, αûξησις j φθίσις, τελειότης j àτέλεια μεγέθους ) και τον τόπο ( ποÜ ) . H τάξις, η σύνθεσις των επιμέρους àναρμόστων στοιχείων ή υποσυστημάτων καλείται êρμονία, δηλαδή, δομημένη λειτουργία. Kάθε σύστημα αναλύεται μόνον σύμφωνα με τα υπο-συστήματά του και στα υπο-συστήματά του, και αντίστροφα, το σύνολο των «X» υπο-συστημάτων δίδει ένα συγκεκριμένο σύστημα ( Aριστ. Φυσ. A5, 188 b 11-16 ). B. O Aριστοτέλης ερμηνεύει τη φύσι διττά, ως ύλη δυνάμει και ως είδος âνεργεί÷α, âντελέχεια ( = âν ëαυτÿ΅ τe τέλος ), μορφή, ουσία ( Aριστ.: Φυσ. B2, 194 a 12-13, 16 & 27 / B8, 199 a 3031 / Περί ζώων μορ. A1, 641 a 25-27 : « ^H φύσις διχ΅ς, τό τε εrδος καd ™ ≈λη» / Mετ. Θ8, 1050b 2-3 : « ≠Ωστε φανερόν ¬τι ™ οéσία καd τe εrδος âνέργεια âστιν » / Περί αισθ. 3, 439a 12-13 : « ‰Eστιν μbν οsν ≤καστον διχ΅ς λεγόμενον, τe μbν âνεργεία, τe δb δυνάμει » / Φυσ. A2, 186a 3 « ‰Eστι γaρ τe £ν καd δυνάμει καd âντελεχεί÷α » ). H μεν ύλη βρίσκεται σε κατάσταση απλής δυνατότητας, οι δε μορφές αντιπροσωπεύουν την πραγμάτωση ορισμένων μόνον από τις πολλές δυνατότητεςμορφοποίησης της ύλης ( Aριστ. Περί ζώων γεν. Δ5, 778a 2- 9 ). 20 Tα τρία στάδια της είναι το δυνάμει ùν, το âνεργεί÷α ùν και ™ âντελέχεια, όροι οι οποίοι εισήχθησαν για πρώτη φορά από τον Aριστοτέλη, διατηρώντας τη λεκτική χρήση τους μέχρι σήμερα. Eπίσης, με την εξέλιξη της επιστήμης της Bιολογίας στη σύγχρονη εποχή, έχουν υιοθετηθεί πολλές από τις αριστοτελικές απόψεις σχετικά με το « είδος ». 21 H ζωή αναγνωρίζεται ως οργάνωση της ύλης σε μια αναπαραγωγική μορφή, κάτι ανάλογο της σύγχρονης έννοιας της αρνητικής εντροπίας ( E. Schrödinger ), το δε « είδος », ερμηνεύεται ως « γενετικό πρόγραμμα » 22 & γενεαλογική συνέχεια ( Aριστ.: Mετ. Z8, 1033b 30 κ.ε. & Περί ζώων μορ. I 4, 644a 24 κ.ε. ). 23 Στα κείμενα του σταγειρίτη φιλοσόφου ακολουθούνται μέθοδοι βασισμένες και στο γονότυπο & το φαινότυπο. Tα χαρακτηριστικά εκείνα που καθορίζουν το είδος, για παράδειγμα ενός ζώου, σχετίζονται με τρεις παράγοντες, το βαθμό της αναγκαιότητας για προσαρμογή, την ιεραρχία & τη «scala naturae». Mάλιστα, ενδεικτικές & πολύ ενδιαφέρουσες είναι δύο απόψεις του Πλάτωνα, διδάσκαλου του Aριστοτέλη, σχετικές με τις κοινωνικο - πολιτικές ( Πίνδαρος Fr. Puech Nο 49 : «..ï νόμος ôρχει τοÜ κόσμου, τ΅ν àνθρώπων καd τ΅ν θε΅ν..» / Nόμ. Γ, 689 e - 690 C : «..‰Aρχοντας δb δc καd àρχομένους àναγκαÖον âν ταÖς πόλεσιν εrναι που..» = γονείς-τέκνα, ευγενείς-μη ευγενείς, πρεσβύτεροι-νεώτεροι, κύριοι-δούλοι, ισχυρότεροι-ασθενέσθεροι, σώφρονες- ανεπιστήμονες ) & φυσικές ( Nόμ. Δ, 713D : «..™μεÖς, αéτ΅ν [sc. των ζώων ] δεσπόζομεν, ôμεινον âκείνων γένος..» = ο άνθρωπος φύσει είναι υπεράνω των ζώων, οι δε δαίμονες υπεράνω των ανθρώπων ) διαφοροποιήσεις . 24 O Aριστοτέλης προχωρεί μακρύτερα. Για τον ίδιο, κάθε βιολογικό είδος είναι καλύτερα προσαρμοσμένο στον δικό του τρόπο ύπαρξης ( ecological niche ) και υπάρχει αφ’ εαυτού (απόλυτα) , φέροντας και ορίζοντας εγγενώς την αξία του. Παράλληλα, υπάρχει «κατ’ αναλογίαν» στον ιστό της ζωής ως υποσύνολο στο ευρύτερο σύστημα της δημιουργημένης φύσεως. Έτσι, για μία ακόμη φορά, συντελείται η μετάβαση από τα φυσικά στα ανθρώπινα οικοσυστήματα, στα πολιτικοκοινωνικά φαινόμενα και τις ψυχολογικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στα ανθρώπινα σύνολα, είτε σε προσωπικό είτε σε διαπροσωπικό επίπεδο ( Aριστ.: Hθ. Nικ., A6 / Πολ. Δ4, 1291 a 24 κ.ε. & I3, 1256 b 17 κ.ε. ). 25 Eιδικότερα, ο αριστοτελικός όρος εrδος χρησιμοποιείται σε αρκετές περιπτώσεις ποικιλότροπα, όταν, όμως, χρησιμοποιείται ως terminus technicus, αντιπροσωπεύει μία μόνον έννοια, αυτή που αργότερα στη λατινική γλώσσα και στις μεταγενέστερες ευρωπαϊκές διχάζεται σε forma και species. H έννοια της αριστοτελικής μορφής ( Aριστ.: Aναλ. Ύστ. 94 a 20 κ.ε. : γένος = material cause / Mετ. Δ28, 1024 b 8 . Z12, 1038a 6 H6, 1045 a 23 I8, 1058 a 23 : γένος = ≈λη / Περί ψυχ. B1, 412a 1- 412 b 9 ) λειτουργεί όπως η σύγχρονη Bιολογία εννοεί την οργάνωση ή την πληροφόρηση ( organisation, information ).26 Oρθά επισημαίνεται, λοιπόν, ότι


στα βιολογικά συστήματα ακολουθούνται η δυϊκή - διττή ( dual ) ανάλυση σε ύλη και μορφή - όχι η δυϊστική (dualistic) - ανάλογα με το σύστημα προς μελέτη. Πρόκειται, λοιπόν, για δύο εργαλεία ανάλυσης στη θεωρία των συστημάτων. H σύγχρονη σχέση μεταξύ θετικής & αρνητικής εντροπίας στις βιολογικές διαδικασίες εκφράζει το ποσοτικό αντίστοιχο της ποιοτικής αριστοτελικής διάκρισης σε υλικές & μορφικές παραμέτρους ενός δεδομένου συστήματος ή υποσυστήματος, οργανισμού, ιστού, του DNA, κ.ο.κ. 27 Eπί πλέον, τα οργανωμένα συστήματα δεν μπορούν να νοηθούν αναλυόμενα μόνον στα επί μέρους στοιχεία τους αλλά και στην οργάνωση αυτών των μερών. Yπό αυτήν την οπτική γωνία, είναι διττά καθοριζόμενα, ως μεμονωμένη τάξις του κάθε στοιχείου, ταυτόχρονα, όμως, και ως επίπεδο του οποίου η τάξις ( αρμονία, νόμος, αρχή, κώδικας, συγκεκριμένο πρότυπο δράσης ) σχετίζεται με εκείνη άλλου επιπέδου, κ.ο.κ. Συνεπώς, η έννοια του αριστοτελικού είδους ως τέλους, δεν ερμηνεύεται μηχανιστικά, αλλά αποτελεί ευρηματική, περιγραφική & επεξηγηματική αξία. 28 H αλληλοσυμπλήρωση ύλης και μορφής δεν είναι συμμετρική. Eάν έχουμε δύο επίπεδα σε ένα σύστημα, ένα ανώτερο και ένα κατώτερο, η μελέτη του ανώτερου επιπέδου περιγράφει το σύστημα αυτό και τη λειτουργία του. H μορφή προηγείται γνωστικά και οντολογικά της ύλης. 29 Γ. Στα φυσικά συστήματα, κατά τον Aριστοτέλη, η δομή και η λειτουργία των στοιχείων δεν είναι τυχαία ( Aριστ.: Περί αισθ. 2, 438 a 30 - 438 b 1 / Περί ψυχ. B2, 414 a 24-27 :« οé γaρ τÿ΅ τυχόντι συμφύεται τe τυχόν » / Hθ. Nικ., K2, 1173 b 4-7: «οéδb φαινομένου τοÜ τυχόντος δέχεσθαι τe τυχόν. O≈τω δb γίνεται καd κατa λόγον· (λογική / αναλογία) ëκάστου γaρ ™ âντελέχεια âν τÿ΅ δυνάμει •πάρχοντι καd τÉ ο¨κεί÷α ≈λFη πέφυκεν âγγίγνεσθαι.» ). Yπάρχει μία λογική «τάξις», η οποία φέρεται εγγενώς, εμπεριέχεται στην ουσία όλων των όντων ( ουσιών ), ως τέλος, εντελέχεια ( Aριστ. Φυσ. B2, 194a 28-32 : « ™ δb φύσις τέλος καd οy ≤νεκα » ). Συνεπώς, τίποτε μάταιο ή περιττό, περίεργον ή άχρηστο δεν υπάρχει εντός της φύσεως. O φυσικός κόσμος και τα φαινόμενα-λειτουργίες του « έχουν καλώς », οι ροπές του είναι αγαθές, ηδείες ( Aριστ.: Περί νεότ. 9, 471 b 25-26 / 10, 476 a 12-13 / Περί ύπν. 2, 455 b 16-26 / Περί ψυχ. Γ9, 432 b 21-24 / Γ12, 434 a 22-434 b 2 / Πολ. A2, 1253 a 9 / A8, 1256 b 20-22 / Περί τα ζώα ιστ. Θ1, 588 a 16-589a 9 / Hθ. Nικ. Θ6, 1157 b 16-17 / Περί ζώων μορ. Δ13, 695 b 19 & Θεοφρ. Περί φυτ. αιτ., I.i.i. ). H έννοια του αγαθού, του βελτίστου αποτελεί το πρώτο σημείο αναφοράς της αριστοτελικής «φύσεως», η οποία παρομοιάζεται με « αγαθό οικονόμο » που γνωρίζει και χρησιμοποιεί όλες τις δυνατότητες που του δίνονται, εφ’ όσον « ™ φύσις âκ τ΅ν δυνατ΅ν ποιεÖ τe βέλτιστον / τe κάλλιστον » ( Aριστ. Περί νεότ. 4, 469 a 28-29 / Περί ουρ. B5, 288a 2-3 / Περί ζωής & θαν. 4, 469 a 28-29 / Περί ζώων μορ. B14, 658 a 23-24 / Δ10, 687a 16 / Περί ζώων γεν. E8, 788b 20-22 / Περί ζώων πορ. 2, 704 b 15-16 & 8, 708 a 9-10 ) . Παράλληλα με τις σκόπιμες αιτίες ( οy ≤νεκα ) διακρίνονται και οι μηχανικές ( τe âξ àνάγκης ). Oι φυσικές αναγκαιότητες οéκ âνδέχεται ôλλως öχειν, είναι αντίθετες στην προαίρεση και το «λογισμό», είναι κάτι το àμετάπειστον ( Aριστ. Mετ. Δ5, 1015a 20-1015b 15 / Πολ. A2, 1252a 26-31 & I8, 1256 b 15 κ.ε. ). Mία από τις φυσικές αναγκαιότητες, κατά τον Aριστοτέλη, είναι και η βιολογική πυραμίδα ( scala naturae ), γνωστή σήμερα ως ανώτερα & κατώτερα επίπεδα ενός συστήματος. H ιδέα τούτη κληρονομήθηκ,ε διά μέσου του Πλάτωνα, από τους Προσωκρατικούς Φιλοσόφους και την ελληνική θρησκευτική σκέψη. Kατά μία άποψη, η οικολογία του Aριστοτέλη είναι « πολιτικά αριστοκρατική » 30 , άποψη την οποία δεν συμμερίζεται η συγγραφέας, διότι φρονεί πως συμβαίνει το αντίθετο, δηλαδή οι πεποιθήσεις του Aριστοτέλη για την πόλη και τις διαφοροποιήσεις των ανθρωπίνων ομάδων στηρίζονται σε “ οικολογικές ” παρατηρήσεις & σε βιολογικά δεδομένα, διαδικασία η οποία τεκμηριώνεται σε προσεχές υποκεφάλαιο ( ΠPOBΛHMATA MEΘOΔOY ) . Aυτό είναι το δεύτερο σημείο αναφοράς. H νομοτελής πορεία της «φύσεως» στον Aριστοτέλη δεν ταυτίζεται με την ειμαρμένη, το «πεπρωμένο», τη «μοίρα». Aφ’ ενός, η φύσις « πολλάκις βούλεται τί ποιεÖν οé μέντοι δύναται» ( Aριστ. Πολ. A6, 1255b 1-4 ), αφ’ ετέρου τα ανθρώπινα γεγονότα ( η ιστορική πορεία του ανθρώπου ) εξετάζονται υπό το πρίσμα της ακαθοριστίας και της ενδεχομενικότητας, της παρέμβασης, δηλαδή, της ανθρώπινης πρωτοβουλίας & ενεργητικότητας.


Στα ανθρώπινα οικοσυστήματα παρεμβαίνει ο παράγων της δυνατότητας προς ελεύθερη επιλογή. H αριστοτελική «φύσις» δεν είναι «παντοδύναμη», ακώλυτη, ανίκητη ή άτρεπτη. Ήδη στα Oμηρικά Έπη ( π.χ. Iλ. B, 431 ), η έννοια της ειμαρμένης αποδεικνύεται ισχυρότερη ακόμη και των θεών, η δε « ανάγκη » αναγνωρίζεται και από τους Προσωκρατικούς Φιλοσόφους, όπως ο Πυθαγόρας, ο Παρμενίδης, ο Hράκλειτος & ο Δημόκριτος, από τους τραγικούς ποιητές και τους Στωϊκούς Φιλοσόφους, οι οποίοι την ονόμαζαν και ‰Aτροπο, \Aδράστεια ή Πεπρωμένην ( π.χ. Xρύσ. Φυσ. VI, De Fato §10 . 997 ). Παράλληλα με τη φυσική αναγκαιότητα, αναγνωρίζονται, από το σταγειρίτη φιλόσοφο, και άλλες δυνάμεις οι οποίες δια- μορφώνουν ή μετα- μορφώνουν τον κόσμο του γίγνεσθαι, η τύχη ( Aριστ. Φυσ. Γ1, 192 b 8 - 193a 28 : α. γένεσις φύσει & β. γένεσις μc φύσει / àρχc âν ôλλοις καd öξωθεν = κατa τέχνην / àπe διανοίας & διa τύχην / μc àπe διανοίας ), ταéτόματον, εφ’ όσον ο ανθρώπινος νους αγνοεί την αιτία των συμβάντων ( Πλάτ. Όρ., 411b 11-12 : « Tύχη φορά âξ àδήλου ε¨ς ôδηλον, καd ™ âκ τοÜ αéτομάτου α¨τία δαιμονίας πράξεως » / Aριστ. Φυσ. B4, 196a, 11-16 & B5, 196 b 21-31 : κατά συμβεβηκός αίτιο= κάτι το φυσικό γεννηθέν από τύχης , ό,τι συμβαίνει ως πιθανό αποτέλεσμα Mετ. E2, 1026 b = σημεία διακλάδωσης του συστήματος, κάτι όχι αναμενόμενο , κάτι που δεν μπορεί να γνωσθεί εκ των προτέρων , κάθε κρίσιμο σημείο μετά το οποίο καθίσταται δυνατή μία νέα κατάσταση Περί ψυχ. A3, 406b 5-10 ), η τέχνη ( Δημόκριτος B 154 D.K. : “γελοÖοι δ’ ­σως âσμbν âπd τ΅ι μανθάνειν τa ζ΅ια σεμνύνοντες , ..μαθητaς âν τοÖς μεγίστοις γεγονότας ™μÄς· àράχνης âν •φαντικÉι καd àκεστικÉιι χελιδόνος âν ο¨κοδομίαι, καd τ΅ν λοιπ΅ν λιγυρ΅ν, κύκνου καd àηδόνος, âν èιδÉι κατa μίμησιν ” / Aριστ. Προτρ. II (WII) iambl. Protr. 9 (49.3 - 5 2 I 6 Pistelli) & Φυσ. B1, 192b 8-193a 4 ), η οποία μιμείται τη φύση, ώστε να καταστεί δυνατή η επιτυχής επιβίωση του ανθρώπινου είδους, πρόκειται, δηλαδή, για επέμβαση του ανθρώπου στο φυσικό κόσμο ( η σύγχρονη , μάλιστα, επιστήμη της Bιονικής που μελετά τη σχέση Bιολογίας & Tεχνολογίας, έχει ως βασικό άξονα αναφοράς τις ανθρώπινες ανακαλύψεις , π.χ. σχεδιασμό πλοίων, πετομηχανή κ.ο.κ., που “μιμούνται” φυσικές λειτουργίες & όργανα που υπάρχουν στα έμβια όντα, σε πτηνά, ιχθείς, αμφίβια, κ. α. ) & ο θεός παράλληλα με το νου και τη φύσι ( Πλάτ. Nόμ. Δ, 719B: «..μετά ΘεοÜ τύχη καd καιρeς .. τούτοις δb ≤πεσθαι τέχνην..» & I, 888e 4-6 = αναγνωρίζεται ο πρωτεύων ρόλος του φυσικού πλαισίου στη διαμόρφωση της ανθρώπινης δραστηριότητας, καθώς και ορισμένες παράμετροι που την κ αθορίζουν και Aριστ.: Περί ψυχ. B4, 415 b 16-17 / Περί ουρ. A4, 271a 33 / Mετ. Z7, 1033b 7-8 / 1032a 12 - 1032b 17 = πρόκειται για « δυνάμεις» , οι οποίες ενεργούν στο φυσικό γίγνεσθαι προκαλώντας αλλαγές ). Δ. H έννοια της αιδούς, του μέτρου, της κοσμιότητας , καθώς και η συναφής τους ύβρις, υπήρξε ένα από τα σημεία διαφοροποίησης του ανθρώπου από τα υπόλοιπα έμβια όντα, όσον αφορά στις φυσικές λειτουργίες, σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές παραδόσεις, δεδομένο που ανιχνεύεται στη θρησκευτική, κοινωνική, πολιτική & ιδιωτική έκφραση του βίου των αρχαίων Eλλήνων. Tην ύβρι τη διέκριναν, μάλιστα, σε όλα τα επίπεδα της ζωής, το φυσικό, βιολογικό, οικονομικό, πολιτικοινωνικό, κ.ο.κ. Mία ενδεικτική αναφορά σε ρήσεις, μυθολογικές παραδόσεις 31 και καθημερινές αντιλήψεις, σχετικές με τον πραγματικά κινητήριο αυτού άξονα της ευρύτερης αρχαιοελληνικής νοοτροπίας και συμπεριφοράς, καταδεικνύει την πρωταρχική σχέση της ύβρεως με το φυσικό νόμο & τη φυσική τάξη. Στη σφαίρα της Mυθολογίας υπήρχαν και λειτουργούσαν, αποτρεπτικά και διδακτικά, οι μύθοι για την αλαζονική συμπεριφορά των θεών Oυρανού & Kρόνου, για την ύβρι του Προμηθέα, τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνα και για την άτυχη κατάληξη της ευδαίμονος Aτλαντίδας, ενώ στην πρώτη διασωθείσα γραπτή μαρτυρία της ελληνικής Προϊστορίας, στα Oμηρικά Έπη, κυρίαρχη θέση λαμβάνει η τιμωρία όλων των υβριστών, καθώς, αφ’ ενός στην Iλιάδα γίνεται αναφορά στο λοιμό που εμπίπτει στο στρατόπεδο των Aχαιών ως τιμωρία & στην τιμωρία του Aχιλλέως, αφ’ ετέρου στην Oδύσσεια η πλοκή κορυφώνεται με την παραδειγματική τιμωρία των μνηστήρων από τον Oδυσσέα..


Kατόπιν, οι αναφορές των Eλλήνων : α ) ποιητών, όπως ο Hσίοδος ( Έργ. και Hμ., 213-247 & 276-281 = η δικαιοσύνη στις πολιτείες των ανθρώπων φέρει πολλά καλά « λαοί àνθεÜσιν âν τFÉ γFÉ ..κουροτρόφος, ..ξείδωρος, ..ôρουρα », οι γεννήσεις είναι ομαλές, τα παιδιά υγιειή και λιμός δεν συμβαίνει / « τόνδε γaρ àθρώποισι νόμον διέταξε Kρονίων ¨χθύσι μbν καd θηρσd καd ο¨ωνοÖς πετεινοÖς âσθέμεν àλλήλους, âπεd οé δίκη âστd μετ’ αéτοÖς· àνθρώποισι δ’ öδωκε δίκην, m πολλeν àρίστη γίγνεται· » ), ο Aισχύλος ( Πέρσ., 820-822 & 852-853 : « ½ς οéχ •πέρφεν θνητόν ùντα χρc φρονεÖν ≈βρις γaρ âξανθοÜσ\ âκάρπωσε στάχυν ôτης, ¬θεν πάγκλαυπον âξαμ÷Ä θέρος » ) & ο Eυριπίδης ( Iκ., 741 κ.ε. : « ï δ\ αs τότ\ εéτυχής, λαβών πένης ½ς àρτίπλοντα χρήματα ≈βριζ\ •βρίζων τ\ αsθις àνταπώλετο » ), β ) ιστορικών, όπως ο Hρόδοτος ( I. 34 & 91 / VI. 35 / VII. 10. 16. / VIII. 36-39 & 53 = η ύβρις μπορεί να είναι θρησκευτική ή πολιτική ) & ο Θουκυδίδης ( I. LXXVI.1 / II. VIII.4, LIII.1, LXIII.2, LXV.11 / III. XL.3 / V. XCVII & XCVIII / VI. XVIII.3, XCII.5 = τα λάθη της ισχυρής πόλεως των Aθηνών ήταν η πλεονεξία, ανομία, φιλονικία και οι συμπεριφορές προς τέρψιν και ηδονή, κατά τας ιδίας διαφοράς ) 32, γ ) ρητόρων, όπως ο Λυσίας ( II. 29 : « \Aλλ\ •περιδgν [ ï Ξέρξης ]καd τa τFÉ φύσει πεφυκότα καd τa θεÖα πράγματα καd τaς àνθρωπίνας διανοίας ïδeν μbν διa τÉς θαλάσσης âποιήσατο, πλοÜν δb διa τÉς γÉς äνάγκασε γενέσθαι, ζεύξας μbν τeν ^Eλλήσποντον, διορύξας δb τeν ‰Aθω· •φισταμένους οéδενός, àλλa τ΅ν μbν àκόντων, •πακουόντων, τ΅ν δb ëκόντων προδιδόντων » ) & ο Iσοκράτης ( IV. 25 : « nς ε¨ς τοσοÜτον qλθεν •περηφανείας œστε μικρeν μbν ™γησάμενος öργον εrναι τcν ^Eλλάδα χειρώσασθαι βουληθεdς δb τοιοÜτον μνημεÖον καταλιπεÖν, n μc τÉς àνθρωπίνης φύσεως âστίν, .. τeν μbν ^Eλλήσποντο ζεύξας τeν δ\ ‰Aθω διορύξας » / Πλάτ. Nόμ. Γ, 699a = όπου γίνεται αναφορά στο γεγονός : «..οî δb \AθηναÖοι .. àκούοντες ‰Aθω τε διορυττόμενον καd ^Eλλήσποντον ζευγνύμενον..» ), καθώς και δ ) φιλοσόφων, όπως ο Hράκλειτος ( Fr. 43 D.K. : « ≠Yβριν χρc σβεννύναι μÄλλον j πυρκαΐην » ) , ο Πλάτων ( Πρωτ., 320 d κ.ε. ) & ο Aριστοτέλης [ Aθην. Πολ., XII.2. Πρβλ. Aristotelis Fragmenta Selecta, Προτρεπτικός 3 (R2 8q, R3 57, W3) Pap. Oxyrrh. 666: Στοβ. 3.3.25 : « Tίκτει γaρ κόρος ≈βριν ¬ταν πολfς ùλβος öπηται àνθρώποισι, ¬σοις μc νοeς ôρτιος Fq.. » και πολιτικά αίτια των στάσεων επτά : κέρδος, τιμή, ≈βρις, φόβος, •περοχή, καταφρόνησις, αûξησις παρa τe àνάλογον ] 33 , αποτελούν αδιάψευστο κριτήριο της ευρύτερης αρχαιοελληνικής αντίληψης ότι η διατάραξη της φυσικής τάξης από τον άνθρωπο επιφέρει δυσάρεστα αποτελέσματα στη ζωή των ανθρώπινων κοινωνιών. Oι αντιλήψεις αυτές, οι οποίες ανάγονται σε εποχές πολύ πρωϊμότερες της Kλασσικής Περιόδου, τεκμηριώνονται και αρχαιολογικά στην περίπτωση της Aττικής με τη λατρεία της Nεμέσεως ( Παυσ., I. 33. 2-8 ). H Nέμεσις που λατρευόταν στον Pαμνούντα, ήταν αγαπητή θεά, η οποία φρόντιζε για την κατανομή των βοσκότοπων, μεριμνούσε για την ισορροπία & τη διατήρηση της αγροτικής τάξης και οι ιδιότητές της αυτές ταίριαζαν με τον χώρο του ιερού της, την πραότητα και τη μαλακότητα των μορφών, την ήρεμη ηλιόλουστη ακτή και τη γαλήνια απομόνωση του τόπου λατρείας της. Kάθε φορά, όμως, που κάποιος διατάρασσε την τάξη και το μέτρο προσβάλλοντάς την, αυτή εκδικείτο την ύβρι, δηλαδή την «απαίτηση για κάτι που ξεφεύγει από το μέτρο», ιδιότητα που κυρίως τονίστηκε από τους Pαμνουσίους μετά τα Περσικά. H λατρεία της Nεμέσεως συνδεόταν και με τη χθόνια ιδιότητα που είχε στην Aττική και εορταζόταν με ετήσια εορτή, τa Nεμέσια. ΠAPAΠOMΠEΣ : [ H ENNOIA & OI ΛEITOYPΓIEΣ THΣ ΦYΣEΩΣ ΣTON APIΣTOTEΛH ] 1. Fr. Solmsen, Aristotle’s System of the Physical World. A Comparison with his Predecessors, Cornell Studies in Classical Philology, ed. by H.Caplan, J.Hutton, G.M. Kirkwood & Fr. Solmsen, Vol. XXIII, Cornell University Press, Ithaca/New York, 1960, esp.: Part Two, «Physis», pp. 95 & 98. 2. H.A. Wolfson, Repercussions of the Kalam in Jewish Philosophy, Haward University Press, Cambridge, 1979, esp.: Unapproved Theories of Creation, 5. The four elements of Empedocles, pp. 138-9. De Elementis ex Hippocrate I, 9, in Galeni Opera Omnia, ed. Kühn, I, p. 481.


3. Ό.π., ( σημ. 1 ), pp. 95-96. 4. Fr. Châtelet, La Philosophie: de Galilée à J.J. Rousseau, Les Nouvelles Éditions Marabout, Paris, 1979, sp.: Ch. VII, J.Locke, pp. 202-204. Kατά την εποχή του Διαφωτισμού, η θεμελιώδης τούτη άποψη της Iπποκρατικής Σχολής( η φύσις ως ιατρός ) διά μέσου του βακώνειου εμπειρισμού θα καταλήξει ως «Mέθοδος θεραπείας της Φύσεως» ( έλλογη methodus medendi του J. Locke ). A.W.H. Adkins, From the Many to the One, Cornell University Press, Ithaca/New York, 1970, esp.: Ch. 4, C, p.106. 5. G.E.R. Lloyd «The role of medical and biological analogies in Aristotle’s ethics» , Phronesis XIII (1968): 72. 6. A. Adkins, ό.π., ( σημ. 4 ), pp. 102-3. 7. A. Adkins, ό.π., ( σημ. 4 ), pp. 157-8. 8. Xρ. Mαλεβίτσης, «Aπό το Mύθο στο Λόγο. H Aρχή της Eλληνικής Φιλοσοφίας», Φιλοσοφία 1, (1971): 73. M.Heidegger, Vom Wesen und Begriff der Physis στο Wegmarken, Frankfurt, Klostermann, 1967. 9. Xρ. Mαλεβίτσης, ό.π., ( σημ. 8 ), σ. 89. 10. Xρ. Mαλεβίτσης, ό.π., ( σημ. 8 ), σ. 82. 11. A.H. Armstrong (ed.), Classical Mediterranean Spirituality, Routledge & Kegan Paul, London, 1986. Esp. Ch. 5, P.Atherton, «Aristotle», p.125. Ό.π., ( σημ. 1 ), pp. 101-2. 12. Aξιοσημείωτη θεωρείται η προσέγγιση της αριστοτελικής θεολογίας από τον P. Atherton ( ό.π., σημ.11 ), η οποία καταργεί πολλά από τα μέχρι τούδε «στερεότυπα» σχετικά με την τελεολογία και τις εκφάνσεις της στα αριστοτελικά κείμενα. 13. G.R. Lloyd, Polarity and Analogy. Two types of Argumentantion in Early Greek Thought, Cambridge University Press, Cambridge, 1966, part one, Ch. I, p.44. 14. Ό.π., ( σημ. 13 ), Ch.II, pp. 90-94. 15. Ό.π., ( σημ. 13 ), Ch.II, pp. 94-5. 16. Ό.π., ( σημ. 13 ), Ch. I, p. 44. 17. Ό.π., ( σημ. 13 ), Ch. I. Πρώτος, όμως, ο R.Hertz, με το έργο του «La prééminence de la main droite. Étude sur la Polarité Religieuse» [ πρωτοδημοσιευθέν στο Révue Philosophique LXVIII, (1909): 553-80 και μεταφρασμένο από τους R. & C. Needman ως «Death and the Right Hand», London, 1960 ] και στη συνέχεια άλλοι ανθρωπολόγοι επισήμαναν την εφαρμογή της δυϊστικής αντίληψης των αρχαίων Eλλήνων στις θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές, κ. ά. αντιλήψεις τους. 18. Ό.π., ( σημ. 13 ), Ch. II, pp. 161-9. 19. I. Düring, Aristoteles. Darstellung und Interpretation seines Denkens, Carl Winter Universitätsverlag, Heidelberg, 1966. Για τα ελλην., Aριστοτέλης. Παρουσίαση και ερμηνεία της Σκέψης του, B’, μτφρ. A. Γεωργίου - Kατσίβελα, τ. B’, miet, Aθήνα, 1994 2, σσ. 120 & 131132. W.Wieland, Die aristotelische Physik, Göttingen, 1962, s. 265. 20. I. Düring, , ό.π., ( σημ. 19 ), σ.321. Σημείο αναφοράς της αριστοτελικής έρευνας αποτελούν οι «ποιότητες» των πραγμάτων. H σύλληψη της ουσίας των πραγμάτων λαμβάνει χώρα ενορατικά, ενώ τα συμβεβηκότα (επιπρόσθετες ιδιότητες ή συνοδευτικά φαινόμενα ) καθίστανται αντικείμενο μελέτης με τη βοήθεια της συλ λογιστικής σκέψης. 21. J.Anton & A.Preus (eds), Essays in Ancient Greek Philosophy, Vol. II, State University of New York Press, Albany, 1983. Esp.: A.Preus, Eidos as Norm in Aristotle’s Biology, p. 345. H ίδια η λέξη είδος ( < * ειδω = ορώ ) σημαίνει την ορατή μορφή ή σχήμα. 22. R.Sallares, The Ecology of the Ancient Greek World, Cornell University Press, Ithaca/New York, 1991, p. 408. 23. Ό.π., ( σημ. 21 ), pp. 340-363. 24. Ό.π., ( σημ. 21 ), p. 348.


25. Ό.π., ( σημ. 21 ), pp. 351 & 360 . Xρησιμοποιώντας ο Aριστοτέλης τη Mέθοδο της Aναλογίας και της Συνέχειας συνέβαλε οριστικά στη μέθοδο ανάλυσης που σήμερα καλείται «Θεωρία των Συστημάτων». W.Jacobs «Preus on Aristotle’s Eide», Nature and System III, (1981): 115-18. A.Preus «Reply to Jacobs», Nature and System III, (1981): 119-121. G.E.R. Lloyd, «Aspects of the Relations between Medicine, Magic & Philosophy in Ancient Greece», Apeiron (1975): 1-16. W.Jaeger, «Aristotle’s Use of Medicine as a Model of Method in his Ethics, JHS 77, (1957): 5461. 26. M.Grene, The Understanding of Nature, Boston Studies in the Philosophy of Science, Vol. XXIII, D.Reidel Publishing Company, Holland, 1974, esp. Ch. V, Aristotle and Modern Biology, pp.88-9 & 97. Eίδος=Πολλαπλότητα στην ενότητα / Eίδη ( species ) = πληθυσμοί στους οποίους η ροή πληροφοριών παρουσιάζει πραγματική ασυνέχεια ( discontinuity ), «χάσμα», με αποτέλεσμα να σταματά από ένα σύνολο ατόμων σε κάποιο άλλο. H. Quastler, The Emergence of Biological Organization, New Häven, 1964. D.M. Balme, « ΓENOΣ and EIΔOΣ in Aristotle’s Biology », Cl.Qu. 12 (1962): 81-98. 27. M.Grene, ό.π., ( σημ. 26 ), p. 90. 28. M.Grene, ό.π., ( σημ. 26 ), p.91. 29. M.Grene, ό.π., ( σημ. 26 ), p.92. 30.A. Preus, Science and Philosophy in Aristotle ’ s Biological Works, Georg Olms Verlag Hildesheim, New York, 1975, Ch. IV Ab 5, 213. ―, «The Continuous Analogy», Agora I / 2, (1970): 20-42. A.O.Lovejoy, The Great Chain of Being, Cambridge/Massachusetts, 1936, Ch. IV. 31. P.Lévêque & L. Séchan, Les Grandes Divinités de la Grèce, Paris, 1990, pp.41-73. Π.χ. για τον Kατακλυσμό επί Δευκαλίωνα και τη θεοσέβεια του διασωθέντος ζεύγ ους Δευκαλίωνα & Πύρρας. 32. Jacqueline de Romilly, The Rise and Fall of States According to Greek Authors, Michigan , 1977, Ch. III & IV. 33. Eμμ. Mικρογιαννάκης, Παθολογία Πολιτευμάτων στην Aρχαιότητα, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1992, σ. 90 κ.ε.


H ΠEPIBAΛΛONTIKH XPOIA THΣ APXAIOEΛΛHNIKHΣ ENNOIAΣ TOY KOΣMOY ΣTO APIΣTOTEΛIKO EPΓO O κόσμος ως δημιούργημα Tα έπη του Oμήρου και τα έργα του Hσιόδου αποτελούν τις πρώτες γραπτές μαρτυρίες μετάβασης από τη μυθική στη λογική σκέψη. Για τις εποχές αυτές, η δεδομένη ορατή πραγματικότητα αποτελεί, αφ’ ενός ερέθισμα για δράση και ένδοξο κληροδότημα των παρελθουσών γενεών (η έννοια της συνέχειας, του « γίγνεσθαι » ), αφ’ ετέρου αντανάκλαση του κόσμου των θεών, ταυτόχρονα λαμπρή & υποχθόνια, έχοντας ως αποτέλεσμα την εμφάνιση της τάσης να αναχθεί ο άνθρωπος στην πρώτη αρχή (τe πρεσβύτατον, το «Erναι» ). Πρώτη αναφορά στο κοσμολογικό πρόβλημα γένεσης του κόσμου και των δημιουργών του ανιχνεύεται, ως εκ τούτου, στα έργα του μεγάλου ποιητή, στα οποία συντελείται η υπέρβαση των κοσμογονικών μύθων άλλων λαών της Aνατολικής Mεσογείου προς μια φυσιοκρατική φιλοσοφική σκέψη ( Oμ. Iλ.: A, 350 Ξ, 200 & 245 O, 37 και Oδ. : δ, 510 κ, 195 / Aριστ. Mετ. A3, 983 b 32 ). Mε ένα διασωθέν απόσπασμα του Ίωνα φιλοσόφου Θαλή του Mιλήσιου [ A(35) 10-13, D.K. : «..πρεσβύτατον τ΅ν ùντων Θεός· àγένητον γάρ· κάλλιστον κόσμος· ποίημα γaρ ΘεοÜ μέγιστον τόπος· ±παντα γaρ χωρεÖ. τάχιστον νοÜς· διa παντeς γaρ τρέχει. ¨σχυρότατον àνάγκη· κρατεÖ γaρ πάντων..» ], τίθενται οριστικά οι βάσεις λογικής προσέγγισης της φυσικής πραγματικότητας, καθώς αναγνωρίζεται η ύπαρξη μίας ανώτερης δύναμης, η οποία δεν ταυτίζεται με το δημιούργημά της, ο κόσμος αποτελεί το μεγαλύτερο και κάλλιστον εκ των δημιουργημάτων το οποίο εμπεριέχει τα πάντα (« ¬λες τίς φύσεις »), ενώ αναγνωρίζονται δύο ακόμη δυνάμεις που δρουν στον κόσμο, ο νους & η ανάγκη και, τέλος, διαχωρίζονται οι έννοιες του χώρου, χρόνου και κίνησης (αλλαγής) που αργότερα θα αποτελέσουν τις συνιστώσες ( διαστάσεις ) των συστημάτων, σύμφωνα με τον Aριστοτέλη . Yπήρχε, μάλιστα, η παράδοση ότι «..πρ΅τος [ ï Πυθαγόρας ] èνόμασε τcν τ΅ν ¬λων περιοχήν κόσμον âκ τÉς αéτ΅ι τάξεως..» ( Πυθαγόρας, D.K., A21, AET, II, 1, 1 (D. 327, 8 ), δηλαδή η φυσική αναγκαιότητα λαμβάνει και τη χροιά της ανάγκης ( νομοτέλειας) και της τάξης. O κόσμος, λοιπόν, στους Προσωκρατικούς Φιλοσόφους, νοείται ως σύμπαν, ορατό δημιούργημα, ενώ η φύσις ως η πλευρά εκείνη του κόσμου που βρίσκεται πίσω από τα φαινόμενα. 1 Συχνή είναι η χρήση της έννοιας κυβερνÄν, α¨ακίζειν , καθώς και της δημιουργικής δύναμης που έθεσε σε λειτουργία τον κόσμο και, έκτοτε, τον κρατά σε συνοχή. Στα έργα του Hσιόδου ( Έργ. και Hμ., 59 κ.ε. / Θεογ., 570 κ.ε. ), ο μύθος της Πανδώρας με τα μηνύματά του ( ιδέα ενός δημιουργού, η συνεχής δημιουργία-κίνηση-αλλαγή του κόσμου), υπήρξε βασικός και πέρασε στις επόμενες γενεές έως και τον Aριστοτέλη. 2 Στο πλατωνικό έργο, οι αναφορές στο δημιουργό του σύμπαντος και το γεγονός ( φαινόμενοδιαδικασία) της δημιουργίας είναι πολλές & ποικίλες. Tο κοσμικό σύμπαν θεωρείται ως κάτι ζωντανό, διότι εμπεριέχει τcν ψυχήν τοÜ κόσμου.. 3 Tο μεν ορατό κοσμικό σύστημα δεν είναι αιώνιο, είναι φθαρτό και υπόκειται στη φθορά, το δε αιώνιο πρότυπό του χαρακτηρίζεται από σταθερότητα ( Πλάτ. Aξ., 370 c 6 - d5 ). Aς σημειωθεί ότι ο Πλάτων στην προσπάθειά του να εξηγήσει τη σύσταση του κόσμου, χρησιμοποίησε αμφότερες τις μεθόδους, την τελεολογική & τη μηχανοκρατική, όπως και ο μαθητής του Aριστοτέλης. Eπίσης, σύμφωνα με το διδάσκαλο του Aριστοτέλη, ο φυσικός κόσμος είναι πεποικιλμένος, σύμμετρος καd υπαρκτeς âν àληθεί÷α ( Πλάτ. Πολ. Z, 529 d 1 - 530b ), τα δε φυσικά φαινόμενα (παθήματα τοÜ κόσμου ) λαμβάνουν χώρα ε¨ς γνώσιν καd περίνοιαν τινeς θείου ùντος ( Πλάτ. Aξ., 370b 1-d5 ). Πιο συγκεκριμένα, ο Θεός χαρακτηρίζεται « ï τοÜ οéρανοÜ δημιουργός, ï τ΅ν α¨σθήσεων δημιουργός, ï πατέρας, ï ïδηγός, ï δημιουργός » ( αντίστοιχα : Πλάτ. Πολ., 530 a 6 / Πολ., 507 b 6 κ.ε. & 596 a κ.ε = τρία είδη δημιουργίας / Πολιτ., 273 b 2 / Πολιτ., 269 e 6 / Πολιτ., 270 a 5 . 273 b 1 και Nόμ., 902 c κ.ε. ). Στον Tίμαιο, για να αποτυπωθεί η διαδικασία της δημιουργίας του κόσμου, δίδονται τα απαρέμφατα: μηχανÄσθαι ( μηχανεύομαι ) , àπεργάζεσθαι ( παράγω ), τεκταίνεσθαι (


κατασκευάζω ), πλάττειν/àποτυποÜσθαι, διασχηματίζεσθαι, πλέκειν, •φαίνειν, σπείρειν, âμφυτεύειν ( αντίστοιχα : Πλάτ. Tίμ.: 37c 7, 30a 28 κ.ε., 33b 5, 69c 6, 73e 7, 76b 1, 75d 2, 43a 2, 74c 6 / 74 a 2, κ.ε., 42 d 6, 78 c 3, 92 b 3 / 39 e 7 / 53 b 4 / 36 e 2, 77e 1 κ.α. / 41c 8 κ.α. / 42 a 3 κ.α. ). 4 Aντίστοιχο λεξιλόγιο χρησιμοποίησε ο Aριστοτέλης, αποδίδοντάς το, όμως, στη δημιουργική λειτουργία της φύσεως, για την οποία γίνεται χρήση των απαρεμφάτων : ποιεÖν, δημιουργεÖν, μηχανÄσθαι, âπικοσμεÖν, •πογράφειν ( Aριστ.: Περί ζώων γεν., 730b 27 κ.ε., 743b 20 κ.ε., 744b 16 κ.ε. / Περί ζώων μορ. 675 b 21, 652a 31, 658a 32, 668a 13 κ.ε. / Γενικά στα Φυσικά B3 ), καθώς και συναφών εκφράσεων ( Aριστ. Περί ζώων μορ. Γ1, 661b 30 : « ^H φύσις àποδίδωσιν ëκάστÿω » / Γ14, 675b 12 :« μεμηχάνηται τFÉ φύσει πρeς τaς êρμοττούσας âργασίας » / Δ8, 684a 28 : « ^H φύσις àποδίδωσιν » / Δ10, 687a 10-11 : « ή δb φύσις àεd διανέμει, καθάπερ ôνθρωπος » / Περί ζώων γεν. Δ2, 766a 5 : « ^H φύσις àποδίδωσιν ëκάστÿω » ). O δε Θεός θεωρείται ως ο δημιουργός του κόσμου, « ï ποιητής καd ™γεμόνας τοÜτου τοÜ παντός, ï κοσμοποιός » [ Aριστ. Περί Φιλοσ. I 3 (R2I4, R3, I2, WI3), philo, Leg. Alleg. 3. 32. 97-99 ]. 5 Tα φυσικά φαινόμενα, όπως οι τροχιές των πλανητών, οι ισημερίες, η εναλλαγή νύκτας-ημέρας, η εναλλαγή των εποχών, τα υδρολογικά & κλιματολογικά φαινόμενα, χαρακτηρίζονται και από τον Aριστοτέλη « πάθη » , καθώς συμβαίνουν περιοδικά λόγω μιας « àρχαιόγονης α¨τίας ». O όρος κόσμος ερμηνεύεται διττά, ως τάξη & δια- κόσμηση και ως κόσμημα ( Aριστ. Περί κόσμ., 2, 391b 9-16 & 6, 399a 18-30 ). Eν τούτοις, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ο σταγειρίτης φιλόσοφος πρέσβευε ότι ο κόσμος είναι άφθαρτος και αμέτοχος αταξίας, ενώ στη φύση αναγνώριζε τη διαδικασία της φθοράς & του αντιθετικού ζεύγους τάξεως-αταξίας [ Aριστ. Περί φιλοσ. I 8 (R2I7, R3I8, WI8), philo, De Aet. Mundi, 3. 10-11 σσ. 85-86 ]. u Στο παρόν σημείο κρίνεται απαραίτητη η εκ νέου αναδρομή και αναφορά στις απαρχές της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης, όταν, στα έργα του Hσιόδου κυρίαρχη θέση λαμβάνει η έννοια του ‰Eρωτος, έννοια που σηματοδοτεί το οντολογικό μεγαλείο της αρχαιοελληνικής θεώρησης του κόσμου. Στοιχείο δυναμικό & πρωταρχικό, δημιουργικό & αγαθό, κυριάρχησε έκτοτε στην παγκόσμια ιστορία των Iδεών. H προσωκρατική φιλοσοφία, κυρίως οι φιλόσοφοι Παρμενίδης & Eμπεδοκλής, του δίδουν τη θέση κοσμογονικής δύναμης. Aργότερα στον Πλάτωνα, μεταξύ του αισθητού και νοητού σύμπαντος, δηλαδή του ανθρώπινου και θείου κόσμου, συνδετικός δεσμός παραμένει ο ‰Eρως. H ανάμνηση των Iδεών καθώς και η δυνατότητα θέασής τους παραμένει φαινόμενο ερωτικό. O έρως συνδέει την ψυχή με το ‰Oν και τις \Iδέες ( Πλάτ. Φαιδρ., 249B ). H ίδια η φιλοσοφική ενασχόληση δεν είναι παρά η διαρκής κίνηση της ανθρώπινης ψυχής, βασιζόμενη στον ασίγαστο πόθο, προς το απόλυτο καλό, το θείον. Σε ανθρωπολογικό επίπεδο, ο έρως είναι η συμφωνία, ™ ïμόνοια àλλήλων, η αναζήτηση του ëτέρου συμβόλου ( Πλάτ. Συμπ., ιδίως 191d 1-5 ). Γενικά, στον Πλάτωνα, όπως και στην αρχαιοελληνική παράδοση, ο έρως ως έκφραση του κάλλους, της νεότητας, της ευδαιμονίας και της αρμονίας θεωρείται πηγή και αιτία ( ποιητής ) μόνον αγαθών και αποτελεί το ύστατο νόημα ύπαρξης των ανθρώπων, αλλά και των θεών ακόμη ( Πλάτ. Συμπ., 196e 1 - 197e 5 ) ! H περί öρωτος και àναμνήσεως θεωρία του Πλάτωνα περνά ως πρώτη α­σθησις στον Aριστοτέλη και ως ο¨κείωσις στους Στωϊκούς. Παράλληλα, η λέξη ο¨κεÖον ( > οrκος, ο¨κία) στον Πλάτωνα ( Λύσις, Tίμαιος & Φαίδρος ), προσλαμβάνει τις έννοιες του συγγενούς και προσφυούς, του ανήκοντος στην οικία και προερχομένου από αυτήν, ορίζοντας κάθε τι που λειτουργεί φυσιολογικά στη δική του φυσική ρίζα ή φυσική του εστία ( π.χ. οι φύσει συγγενείς & οικείοι δύνανται να θεμελιώσουν μία πραγματική και αληθινή φιλία, διότι στο φίλον / ο¨κεÖον / ¬μοιον ενσαρκώνεται η αυθεντική ουσία της αυτοσυνειδησίας τους ). 6 Eπί πλέον, η ψυχή δύναται να φθάσει στην απόλυτη ιδανική κατάσταση της εξομοίωσής της με το θείον μόνον « οικειοπραγούσα » και όχι « πολυπραγμονούσα » ή « αλλοτριοπραγμονούσα ». Tέλος, το πλατωνικό ο¨κεÖον εμπερικλείει πρωτοφυσικά & μεταφυσικά στοιχεία, σύμβολο, δε, των αντιθετικών ροπών του θεωρείται το οéράνιον φυτόν που έχει την ρίζα και θεμελίωσή του στη μητέρα-γη ( öγγειον φυτόν,


ο¨κιακή âστία ). Tα κλαδιά του ( = ανώτερο μέρος του σώματος, κεφαλή, νους ™νίοχος ) τείνουν προς το ουράνιον οικείον ( = συγγενής ψυχή του κόσμου ). O Aριστοτέλης στο Λ βιβλίο των «Mετά τα Φυσικά» αναφέρει ότι η κίνησις ( δημιουργία ) του κόσμου & των φύσεων προκαλείται διά του έρωτος. Aξιοσημείωτο, επίσης, είναι το ότι η έννοια του οικείου με το σταγειρίτη φιλόσοφο λαμβάνει νέες διαστάσεις, «οικολογικές». Oι ο¨κεÖοι τόποι ( σύγχρονοι όροι= habitats, niches ) κάθε ύπαρξης αντιστοιχούν στους εκάστοτε χώρους, στους οποίους τα στοιχεία του οικοσυστήματος λειτουργούν καλλίτερα και επιτυχέστερα. Aκραίες καταστάσεις, στις οποίες ελλοχεύουν κίνδυνοι διαταραχής της συνολικής ισορροπίας, τείνουν πάντοτε να επανέλθουν στα «φυσιολογικά» μέσα επίπεδα ( Aριστ. Περί αναπν. 14, 478a 35 : « âπανισοÖ γaρ ε¨ς τe μέτριον ï τόπος τcν τÉς ≤ξεως •περβολήν. TοÜτο μbν οsν δεÖ ζητεÖν âν τοÖς ο¨κείοις τόποις [ ëκάστης ≈λης ] καd κατa τaς μεταβολaς τÉς κοινÉς œρας » / Θεοφρ. Περί φυτ. αιτ., III. vi. vii : «¬που γaρ ™ φύσις αéτc γενν÷÷Ä τοÜτον ο¨κειότατον εrναι τόπον» ). Όσον αφορά στον ουρανό, κατ’ Aριστοτέλη, αυτός σημαίνει την υπαρκτή περιφέρεια του σύμπαντος, τον ουράνιο χώρο όπου βρίσκονται ο ήλιος, η σελήνη και οι πλανήτες και τέλος το σύμπαν ( βλ. και Πλάτ. Φαίδρ. , 247 c : « τa öξω τοÜ οéρανοÜ » = ¨δέες ). O α¨ών ( > διαρκ΅ς εrναι ) κατ’ Aριστοτέλη, σημαίνει την ολότητα του ουρανoύ & του χρόνου ( Φυσ. Γ7, 207b 14 κ.ε. ), αλλά και την ολότητα ζωής κάθε ξεχωριστού όντος. 7 Tο σύμπαν θεωρείται ως το σύνολο όλων των όντων, δηλαδή ως κλειστό σύστημα ( ολοκληρωμένο, τέλειο ), αν και οι διεργασίες εντός του συστήματος είναι απεριόριστες. Mε το μαθητή του Aριστοτέλη Θεόφραστο, διαμορφώνεται οριστικά η έννοια του «οικοσύστηματος». Eκτενέστερη και λεπτομερέστερη ανάλυση του θέματος θα δοθεί σε επόμενο σχετικό κεφάλαιο.

O κόσμος ως ζων οργανισμός - O άνθρωπος ως μικρόκοσμος H παρατήρηση της δομής της οργανικής φύσεως εμφανίστηκε δειλά με τη μυθική σύγκριση, εμπλουτίστηκε με την ομηρική παρομοίωση & μεταφορά, 8 για να καταλήξει στη μεθοδολογία της αναλογίας και τον επιστημονικό-φιλοσοφικό στοχασμό. Aπαραίτητη προϋπόθεση παραμένει πάντοτε ο κοινά αποδεκτός «κώδικας» των ιδιοτήτων που βασίζεται στα δεδομένα των ανθρώπινων αισθήσεων. H σύγχρονη παρατήρηση ότι η Ψυχολογία των Συναισθημάτων δεν αναπτύχθηκε στην αρχαία Eλλάδα 9 , ίσως εξηγεί την λιγοστή ύπαρξη επιθετικών μεταφορών βασιζόμενων κυρίως στην εικόνα του φωτός και του αντίθετου του σκότους. Tο αναλογικό τους, όμως, σχήμα ( π.χ. υπερθετικός βαθμός του επιθέτου) υπήρξε σημαντικό και ευρέως χρησιμοποιούμενο τόσο στη φιλοσοφία ( Hράκλειτος ), όσο και την ανθρωπολογία του Hροδότου & του Iπποκράτη. Aντίθετα, οι ρηματικές μεταφορές αποτέλεσαν αναντικατάστατο γλωσσικό εργαλείο έκφρασης πνευματικών & ψυχικών φαινομένων. Aφ’ ενός, άψυχα αντικείμενα γίνονται κατανοητά σε αναλογία με την ανθρώπινη δραστηριότητα ( π.χ. τα ρήματα ρέω και φυσώ ), αφ’ ετέρου το πνεύμα προσεγγίζεται και ερμηνεύεται σε αναλογία με τα όργανα του σώματος και τη λειτουργία τους ( π.χ. ψυχή ~ αέρας, αναπνοή ). H πανάρχαια ελληνική αντίληψη, ανιμιστική & προσωποποιητική, που προσεγγίζει τον κόσμο ως οργανικό σώμα, 10 ανιχνεύεται ήδη στην Iλιάδα, κυρίως με σωματοποιημένους γεωγραφικούς όρους ( Oμ. Iλ. κάρηνα, κράς, κορυφή : B, 167 / Δ, 74 / X, 187 / Ω, 121 / A, 499 / E, 754 / Λ, 183 / Π, 144. πούς : B, 84 / Y, 59. κόλπος : B, 560 / Σ, 140 / Φ, 125. στόμα : Ξ, 36. ν΅τα : B, 159 / Θ, 511 / Y, 228 ). Pηματικές μεταφορές, περισσότερο δραστικές και εξομοιωτικές, 11 συνδέουν τη φύση της γης και της θάλασσας με « οργανική και συναισθηματική » δράση ( Oμ. Iλ. τίκτειν : B, 48 / B, 865 / Π34. στενάχειν, στεναχίζεσθαι, •ποστεναχίζειν : Π, 390-1 / B, 95- 6 και 784 -5. πένθος îκάνειν : A, 254 / H, 124. ¨άχειν : Φ, 10 / A, 481-2 ). H αλληλεπίδραση της φύσεως και των ανθρώπινων ενεργειών καταγράφεται και στις παρομοιώσεις-προσωποποιήσεις της Iλιάδας, όπου συντελείται η ενοποίηση όλων των κόσμων, φυσικών & ανθρώπινων ( φυσικά φαινόμενα, οργανικές & βιολογικές λειτουργίες, πνευματικές δραστηριότητες, ψυχολογικές διεργασίες, κ.ο.κ. ).


H δύναμη του γλωσσικού σχήματος της μεταφοράς- προσωποποιΐας είχε ως αποτέλεσμα την διαχρονική χρήση της εικόνας του κόσμου ως ζώντος οργανισμού στην αρχαία ελληνική σκέψη και παράδοση. O Eμπεδοκλής και ο Hράκλειτος χρησιμοποίησαν ευρύτατα τα σχήματα αυτά. Oι Πυθαγόρειοι προσάμοσαν και διαμόρφωσαν τη θεωρία της αναλογίας στα Mαθηματικά. O Παρμενίδης (DK. Fr. 6 / 8 / 9 ), πρώτος, θέτει το ερώτημα της λειτουργίας ( πώς, από, πού, πότε ) του κόσμου ως ζώντος οργανισμού. Παράλληλα, ακολουθούνται δύο βιταλιστικές απόψεις, η χρήση του μοντέλου της «σεξουαλικής-ερωτικής έλξης» για να περιγραφεί η μείξις των υπαρχουσών ουσιών του κόσμου, καθώς και η ιδέα των «σπόρων» ( seeds ) που εμπεριέχονται σε αυτές τις ουσίες. O Πλάτων, στην προσπάθειά του να θεμελιώσει το πρώτο συνολικό σύστημα φιλοσοφίας, χρησιμοποιεί εικόνες, παρομοιώσεις, μεταφορές & γραμματικούς μετασχηματισμούς, συνενώνοντας έτσι το μύθο με τη λογική, το περιεχόμενο της σκέψης με τη μορφή και θεμελιώνοντας μία σταθερή μέθοδο σκέψης, πρόδρομο της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας. 12 Eπί πλέον, οι κοσμογονικές ή εμβρυολογικές αντιλήψεις για το σύμπαν και τη γένεσή του από μία αρχή-μήτρα πέρασε από τις μυθολογικές κοσμογονίες ( εκτός εκείνης του Φερεκύδη του Σύρου ) στην Προσωκρατική Φιλοσοφία των Iώνων, στους Πυθαγόρειους & τους Aτομικούς, στο Iπποκρατικό Corpus και, τέλος, στα έργα του Πλάτωνα ( Πλάτ. Φίλ., 29e 1-3 : «..Tαéτόν δή λαβb καί περd nν κόσμον λέγομεν· [διa] τeν αéτeν γaρ τρόπον iν ε­η που σ΅μα, σύνθετον kν âκ τ΅ν αéτ΅ν..» ), 13 του Aριστοτέλη & των Στωϊκών. O κόσμος ως ανθρώπινη πολιτεία και αντίστροφα : Πόλις ~ Σώμα H πόλις προσωποιείται, ήδη, διά μέσου επαναλαμβανόμενων μεταφορών, στην Iλιάδα του Oμήρου και παρουσιάζεται ως σώμα, είτε ενεργούν είτε πάσχον. 14 Eκφράσεις & λέξεις, όπως χηροÜν, γυμνοÜσθαι, äμύειν, κατa πρηνbς βαλέειν ( αντίστοιχα : Oμ. Iλ. E, 642 & P, 36. Θέογνις, 955 A χήρωσις. Hρόδ., VI. 83 κα. / Oμ.Iλ. M, 399 / Oμ. Iλ.: B, 373 & Δ, 290. Mουσαίος, D.K. 22 / Oμ. Iλ. B, 414 ), εξομοιώνουν και ταυτίζουν την πόλη της Tροίας ή γενικότερα μία πόλη ( Oμ. Iλ:. Λ, 713 & 733 & N, 815-6 κ.α. ) με χήρα γυναίκα ( Oμ. Iλ.: Z, 407410 / 431-434 / 468-470 / Ω, 725-729 ), με ένα ανθρώπινο σώμα, το οποίο διαμελίζεται από τους εχθρούς, αρπάζεται, βιάζεται και αιχμαλωτίζεται, και, τέλος, ως νεκρό σώμα αποτεφρώνεται ( Oμ. Iλ.: Ψ, 197 & P, 737-738 ). 15 H μετάβαση από τον πρωτόγονο ανθρωπομορφισμό της ομηρικής πόλεως σε ευρύτερη ηθικοπολιτική θεωρία, στην οποία εντάσσεται και η φυσική νομοτέλεια, συντελείται στα έργα του Hσιόδου & του Σόλωνα, καθώς και στην Προσωκρατική Φιλοσοφία. Στο ησιόδειο έργο αναγνωρίζεται και καταγράφεται, αφ’ ενός, ένα σύνολο μεταφορών & προσωποποιήσεων των οποίων η αρχή ανάγεται στα Oμηρικά Έπη, αφ’ ετέρου, η έννοια της Δίκης ( δικαιοσύνης ), θεμελιώνεται ως πρωταρχικός κοινωνικός ( σε ανθρώπινο επίπεδο ) & κοσμογονικός (σε συμπαντικό επίπεδο) θεσμός. H Δίκη συνάρχει με το Δία στον επίγειο & θεϊκό κόσμο, και υφίσταται, τόσο ως μυθική μορφή, όσο και ως πολιτική έννοια. Eπίσης, για πρώτη φορά τονίζεται ο ρόλος και η δύναμη του «ηθικά καλού», ο οποίος επεκτείνεται ως βιολογική κατηγορία και περιβαλλοντικός παράγων. H έλλειψη αδικίας ή ύβρεως επιδρά γενετικά στο ανθρώπινο σώμα, στην πόλη ως σύνολο ανθρώπων και στο φυσικό περίγυρο, με αποτέλεσμα την ευγονική αναπαραγωγική διαδικασία και την ομαλή λειτουργία των φυσικών φαινομένων. Σε αντίθετη περίπτωση, ανοίγει το κουτί της Πανδώρας και εμφανίζονται επιδημίες. Tο φαινόμενο της νόσου ερμηνεύεται, λοιπόν, υπό το πρίσμα της ηθικής και της ύβρεως ( Hσ. Έργ. & Hμ., 91-92 / 102-104 / 189 / 255 / 269 κ.ε. ), η δε αρμονία ταυτίζεται με τη φυσιολογία, το θείο ή την ηθική.16 Mετά το πολιτικό-θεολογικό τούτο σχήμα του Hσιόδου, που στη μεταγενέστερή του ποιητή ελληνική παράδοση μετετράπη σε locus communis, εμφανίζεται το ποίημα Eéνομίη του Σόλωνα, 17 στο οποίο: i) δομείται η έννοια της ελευθερίας του ατόμου, καθώς η ευθύνη για την ομαλή λειτουργία του συνόλου στον άνθρωπο, τις δραστηριότητες & τις επιλογές του, ii) τονίζεται ο καταλυτικός ρόλος των οικονομικών ανομιών και της απληστίας ως κοινωνικοοικονομικού φαινομένου, iii ) ολοκληρώνεται η εικόνα της πόλεως ως σώματος με την εμφάνιση της «πολιτικής νόσου». Tα φυσικά φαινόμενα υπό μία έννοια, αποτελούν την κατάληξη των ορθών


ή μη πολιτικών φαινομένων. Έτσι, συντελείται και το πέρασμα από το μυθικό Ίλιο και τον οίκο του Oδυσσέα στην υπαρκτή Aθήνα της Aρχαϊκής & Kλασσικής Eποχής. 18 Παράλληλα, συντελείται η σύνθεση των ανθρωπολογικών & φυσικών φαινομένων στο φιλοσοφικό στοχασμό των Προσωκρατικών. Xρησιμοποιούνται όροι της πολιτικής και κοινωνικής ζωής των ανθρώπων στην απόπειρα ερμηνείας του κόσμου και των λειτουργιών του. Πρώτος, ο Aναξίμανδρος κάνει λόγο για την τάξιν και την τίσιν όλων των όντων σε σχέση με τη γένεση και τη φθορά, σύμφωνα με την παγκόσμια φυσική αναγκαιότητα [ Σιμπλ. Σχόλ. στα Φυσικά Aριστ. 24, 13, Fr.1 : «\Eξ zν δb ™ γένεσίς âστι τοÖς οsσι καd τcν φθορaν ε¨ς ταÜτα γίγνεσθαι κατa τe χρεών· διδόναι γaρ αéτa δίκην καd τίσιν àλλήλοις κατa τcν τοÜ χρόνου τάξιν» / πρβλ. Oρφεύς D.K. B6[21] - - IV 715 E : «ï μbν δc Θεός œσπερ καd ï παλαιeς λόγος, àρχήν τε καd τελευτcν καd μέσα τ΅ ùντων êπάντων öχων εéθείαι περαίνει, κατa φύσιν περιπορευόμενος τ΅ν δ\ àεd ξυνέπεται Δίκη τ΅ν àποκλειομένων τοÜ θείου νόμου τιμωρeς..» Vgl Pseudarist. de mundo 7 (Orph. Fr. 21α, 2 Kern) ]. Στα διασωθέντα αποσπάσματα του Παρμενίδη, η έκφραση πάντ\ ôστη (Oρφικός Ύμνος, D.K. B21 : « ≠Hλιε ΠÜρ, διa πάντ\ ôστη νίσεαι» ) ερμηνεύεται ως: όλα τα τμήματα του σύμπαντος, δηλαδή του τόπου κατοικίας των θεών & των ανθρώπων, δίδοντας έτσι κοσμολογική σημασία στον όρο που είχε ήδη χρησιμοποιηθεί ποικιλότροπα στα Oμηρικά Έπη. 19 O Hράκλειτος αναγνωρίζει τον Λόγο ως υπέρτατη αρχή, η οποία ρυθμίζει το κοσμικό γεγονός, πρεσβεύοντας ότι ο νόμος της πόλεως αποτελεί «τμήμα» του παγκόσμιου θείου νόμου που διατηρεί το σύμπαν σε συνοχή. O Διογένης ο Λαέρτιος, μάλιστα, παραθέτει στο κείμενό του ( Διογ. Λαέρτ., IX. 5 ) 20 άποψη του γραμματικού Διόδοτου, ο οποίος υποστηρίζει ότι το σύγγραμα του εφέσιου σοφού αναφέρεται στην Πόλιν και όχι στη Φύσιν που τη χρησιμοποιεί μόνον για να παρουσιάσει παραδείγματα. Συνοπτικά, η σκέψη του Hράκλειτου έχει ως εξής : α ) η έννοια του πολέμου αποτελεί πρώτιστα συμπαντική ( φυσική ) κατηγορία ακολουθώντας τη νομοτέλεια του κόσμου. Tαυτόχρονα, αποτελεί και ιστορική ( κοινωνική, ανθρώπινη ) κατηγορία, καθώς η καθημερινή πραγματικότητα κάθε πόλεως ( ως ενεργού συνόλου ατόμων ) δονείται συνεχώς από αγώνες, β ) καθήκον των μελών μιας πόλεως είναι η υπεράσπιση της μέχρι θανάτου, άσχετα εάν στο σύνολό της είναι κακή, διεφθαρμένη ή και «μολυσμένη», διότι «αντανακλά» πάντοτε την τέλεια σε αρμονία και τάξη συμπαντική κοινότητα ( Hράκλειτος, D.K. 24, 25, 136 ), γ ) οι ανθρώπινοι νόμοι όπως και οι ανθρώπινες γνώμες είναι πολλές. Ωστόσο, υφίσταται πάντοτε ο θείος νόμος που στηρίζει και τρέφει τους εγκόσμιους νόμους, εκφράζεται, δε, ως ενότητα αντιθετικών ζευγών και ανταγωνιστικών ροπών & τάσεων. Στο λογικό σύστημα των Πυθαγορείων ( Πυθαγόρειοι, D.K. B58, 4 / Aριστ. Mετ. A5, 985 b 23 κ.ε. & Fr. 195 Rose / Διογ. Λαέρτ., VIII. 31 κ.ε. ), που καλύπτει τόσο το χώρο της Φυσικής και της Hθικής όσο και εκείνον της Θεολογίας και της Πολιτικής, πλέκονται οι δια-σχέσεις των αντιθέτων ως πηγή αρμονίας ή νόσου. Tα βιολογικά φαινόμενα στις λειτουργίες τους αλλά και στην ύπαρξή τους ως δομημένου συνόλου ( π.χ. ο άνθρωπος ως βιολογική μονάδα ) διέπονται από - και τείνουν προς- το «συμπαντικό» μέτρο που τα ορίζει και αποτελεί τον ανυπέρβλητο οδηγό τους. 21 Kαθοριστικό βήμα στην ερμηνεία της βιολογικής πραγματικότητας του ανθρώπου συντελέστηκε από τον πυθαγόρειο Aλκμαίωνα τον Kροτωνιάτη ( Aλκμαίων Περί Φύσεως, D.K. B24, 4 & I 214, Fr. 4 ), ο οποίος συνέδεσε εμφανώς τις κοσμικές έννοιες της αρμονίας και της ισονομίας με το ανθρώπινο σώμα, του συμπαντικού δηλαδή με το πολιτειακό και σωματικό σύστημα, αντιμετωπίζοντας την υγεία ως έκφραση & έκφανση, τόσο της κοσμικής , όσο και της πολιτειακής τάξης. 22 H ίδια αντίληψη, της σχέσης της υγείας & της γενετικής με ηθικά ή νομικά ατοπήματα, καθώς και με τη δίκην & την êρμονίαν, ανιχνεύεται και στα έργα της Iπποκρατικής Σχολής,λαμβάνει, όμως, διαφορετικό χαρακτήρα, εφ’ όσον οι έννοιες του ‘ορθού’ και του ‘δικαίου’ αποτυπώνονται στο φυσικό & ανθρωπογενές περιβάλλον ( Iππ. Περί αέρ., υδάτ. και τόπ. III.21, κ.α. ). Aπό τον ιστορικό Θουκυδίδη δίδεται, επίσης, μια συγκλονιστική μεταφορά της νοσούσης πόλεως των Aθηνών ( = η ανομία ως “νόσημα” που ενδεχομένως έπεται της σωματικής μόλυνσης ),


νοσούσης βιολογικά και ηθικο-πολιτικά ( Hροδ., V. 28 / Θουκ.: II. 31, 49 & 53 / Aρ. Eιρ., 539 / Eυρ. Eλ., 370 κ.ε. / Δημ., VI. 9. 39 & XVIII. 13. 45 ) .23 Aντίστοιχα, όρκοι που δίδονταν από τους απλούς πολίτες της πόλεως, αντανακλούν το ίδιο σκεπτικό της σχέσης μεταξύ της καταπάτησης όρκου και της σχετικής τιμωρίας, που επισύρει στη βιολογική ζωή των υπολοίπων μελών της κοινότητας ( Aισχ. Kατά Kτησ., 11 ). 24 Kαι στο πλατωνικό έργο επισημαίνονται βιολογικές & κοσμολογικές αναλογίες, εφ’ όσον : α ) το ανθρώπινο σώμα είναι κατασκευασμένο κατ’ αναλογία αλλά και κατ’ αντίθεση με το σύμπαν ( Πλάτ.Tίμ., 31 B κ.ε. / 69 C κ.ε. / 77A κ.ε. / 91C κ.ε. ) 25, με αποτέλεσμα η ιδέα αυτή απεικόνισης της σωματοποιημένης φύσεως σύμφωνα με σωματικούς όρους, να διαδοθεί πολύ κατά την Eλληνιστική Περίοδο [ Aίλιος Aριστείδης (Dinforff), A¨γαÖον Πέλαγος καd Mονÿωδία âπd ΣμύρνFη / Λουκ., Περί του Oίκου και Πατρίδος Eγκώμιον / Seneca Nat. Quaest., III. 15. 1 κ.ε. ], β ) επισημαίνεται η δύναμη του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου της γης καθώς και οι αλλαγές στην κίνησή της, οι οποίες επιφέρουν ‘μεταλλάξεις’ αρχικά στο φαινότυπο και στη συνέχεια στο γονότυπο, 26 γ ) η πόλις λειτουργεί όπως οι παÖδες, εφ’ όσον ο νόμος και η πολιτεία αποτελούν τους φύλακες και συμμάχους αμφοτέρων. Eλεύθεροι λογίζονται οι πολίτες και η ίδια η πόλις, όταν αυτοί φυλάγονται και άρχονται από το νόμο ( Πλάτ. Πολ. Θ, 590e 1-591a 3 ) και δ ) η ιδανική πόλις συγκρίνεται με ένα υγιές σώμα και τις επιτυχημένες - ως προς την επιβίωσή τουςλειτουργίες του ( Πλάτ. Πολ. B, 368 D κ.ε. : « τe γaρ λυπούμενον καd ™δόμενον αéτÉς ( sc. μέρος τÉς ψυχÉς ) ¬περ δÉμός τε καd πλÉθος πόλεώς âστιν » / Nόμ. Γ, 689 B = η ψυχή διαιρείται σε νου, θυμό & επιθυμία ]. Tέλος, και ο Aριστοτέλης χρησιμοποιεί βιολογικές αναλογίες για να εκφράσει τις πολιτικές ή φιλοσοφικές του απόψεις. Mάλιστα, έχει παρατηρηθεί ότι οι πολιτικές εικόνες ( images ) έχουν πολύ μικρό ρόλο στις κοσμολογικές απόψεις του Aριστοτέλη, με εξαίρεση το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου Λ των Mετά τα Φυσικά [ Δημόκριτος, D.K. 68, B34 / Aριστ. Φυσ. Θ2, 252 b 26 : « ε¨ γaρ âν μικρÿ΅ κόσμÿω γίγνεται, καd âν μεγάλÿω » Περί κιν., 700a 31 & 703a 29 : « •ποληπτέον δb àνεστάναι τe ζÿ΅ον œσπερ πόλιν εéνομουμένην » Mετ. Λ 10, 1075 a 13-29. Tην έννοια του κόσμου ως στρατιάς = στρατοπέδου, τη χρησιμοποιεί και στο Περί Φιλοσοφίας, I3 ( R2I4, R3, I2, WI 3) philo, De Praem. et Poen. 7.41-43 . Περί κόσμ. 6, 400b 6-8 = ο κόσμος παρομοιάζεται με πλοίο, άρμα & χορό τραγωδίας ]. Eν τούτοις, οι βασικοί όροι στην αριστοτελική, και γενικότερα αρχαιοελληνική σκέψη, είναι ταυτόχρονα και πολιτικο-κοινωνικοί & βιολογικοί- φυσικοί, όπως για παράδειγμα οι λέξεις: δύναμις, αιτία, αρχή (àρχίζω, ôρχω ), στοιχείον, διάνοια, προαίρεσις, ουσία κ.ο.κ. 27 O κόσμος παρομοιάζεται με την ο¨κία ή την πόλιν (= μείζων πόλις), ο δε νόμος πιστεύεται ότι συγκρατεί την πολιτεία ( τcν ο¨κονομεÖ ), όπως ο Θεός συνέχει το σύμπαν ( Aριστ.: Περί κόσμ. 6, 400 b 6-15. = ο ανθρώπινος νόμος έχει το αντίστοιχό του στη συμπαντική τάξη, η οποία είναι αΐδιος & Περί ουρ. B14, 296a 33-34 ). Στα ηθικά συγγράμματα του σταγειρίτη φιλοσόφου ανευρίσκονται, επίσης, ιατρικές & ι βιολογικές αναλογίες: α ) όπως κάθε μέλος ενός συνόλου επιτελεί μία λειτουργία, κάθε άνθρωπος επιτελεί ένα έργο, β ) χρησιμοποιούνται οι όροι : ≤ξις, εéεξία, καχεξία, προαίρεσις καd σύμμετρα, αναφορικά με τις ψυχικές & τις σωματικές λειτουργίες ( Πλάτ.: Θεαίτ., 153B - C / Γοργ., 524B / Φαίδρ., 241 C / Φίλ., 11 D & 41C και Aριστ.: Hθ. Nικ. A6, 1097 b 22 κ.ε. / A6, 1098 a 7 / A13, 1102 a 16 / B2, 1104 a 14 / B5, 1106 a 10-14 / Γ7, 1114 a 21 κ.ε. / Γ7, 1115 a 1-2 / E15, 1138 a 29-31 / K10, 1181b 3-5 / Hθ. Eυδ. B3, 1220 b 21 κ.ε.) 28 γ ) στο ζήτημα του αντιθετικού ζέυγος φύσει ≠ νόμÿω, ο Aριστοτέλης ( Aριστ.: Hθ. Nικ. Γ6, 1113 a 26-33 / I4, 1166 a 12 κ.ε. / E10, 1134 b 18 κ.ε. & Hθ. Eυδ. B10, 1227 a 28 κ.ε. / Θ3, 1249a 21 κ.ε. ) υπερπηδά τη διάσταση Bιολογίας και Hθικής, παίρνοντας μία μέση θέση μεταξύ όσων φρονούν ότι υπάρχουν κανόνες απόλυτοι σε παγκόσμιο επίπεδο ( φύση ), και εκείνων που φρονούν πως τα πάντα είναι υποκειμενικά και λειτουργούν ως απόρροια ανθρώπινων συμβιβαστικών θεσμών ( νόμος ), 29 δ ) η οργανική συγκρότηση ενός ζώντος οργανισμού συγκρίνεται με την οργάνωση μίας ευνομουμένης πολιτείας ( Aριστ.: Περί ζώων μορ., 670 a 26 κ.ε. / Περί ζώων κιν., 703 a 29 κ.ε. / Πολ. Δ4, 1290 b 26 κ.ε. / E9, 1309, 26 κ.ε. ), 30 ενώ οι πολιτειακές παρεμβάσεις έχουν το αντίστοιχό τους στις εκτρωματικές καταστάσεις που συναντά ο


άνθρωπος στον φυσικό κόσμο ( Aριστ.: Πολ. H1, 1145 a 30 κ.ε. / H6, 1148 b 19 κ.ε. / Hθ. Nικ. H12, 1160 a 31 κ.ε. ) 31 και ε ) οι συγκρίσεις της πόλεως με ζώντα οργανισμό δεν προϋποθέτει και την ταύτισή του με αυτόν, με ενδεικτικό κριτήριο τη χρήση της λέξης “φύσις”, υπότην έννοια της “κατάστασης στην οποία καταλήγει μία εξελικτική πορεία ” ( Aριστ. Πολ.:A2, 1252b 32 / Δ4, 1290b 21 / E3, 1302b 34 / H4, 1326a 35 κ.α. ). 32 ΠAPAΠOMΠEΣ : [KOΣMOΣ] 1. A.W.H. Adkins, From the Many to the One, Ithaca/New York, 1970, p.92. 2. G.E.R. Lloyd, Polarity and Analogy. Two Types of Argumentation in Early Green Thought, Cambridge, 1966, esp.: Part Two, p.272. 3. Bλ. αντίστοιχα και Stoicorum Veterum Fragmenta, Ioannes ab Arnim, Vol. II, Chrysippi Fragmenta Logica et Physica, Φυσικά II, De Mundo, §11A. 4. Ό.π., ( σημ. 2 ), pp. 275-285. 5. Aristotelis Fragmenta Selecta Scriptorum Classicorum Bibliotheca Oxoniensis, Oxford University Press, London, 19551/19945, σσ. 82-83. 6. M. Dimitrakopoulos, «Zur Bestimmung des ο¨κεÖον - Begriffs bei Platon», Φιλοσοφία 12, (1982): 189-210, ιδίως σσ. 208-210. 7. I. Düring, Aristoteles. Darstellung und Interpretation seines Denkens, Carl Winter Universitätsverlag, Heidelberg, 1966. Για τα ελλην., O Aριστοτέλης. Παρουσίαση και Eρμηνεία της Σκέψης του, μτφρ. A. Γεωργίου - Kατσίβελα, τ. B’, miet, Aθήνα, 1994, σσ.102 / 104 / 106. 8. Br. Snell, Die Entdeckung des Geistes. Studien zur Enstehung des europäischen Denkens bei den Griechen, Vandenhock & Ruprecht, Göttingen, 19754. Για τα ελλην., H Aνακάλυψη του Πνεύματος. Eλληνικές Pίζες της Eυρωπαϊκής Σκέψης, miet, Aθήνα, 1975 4 / 1984 5 , κεφ. 11ο, σ. 260. H μεταφορά αναφέρεται στη λειτουργία ή την ομοιότητα ενός αντικειμένου προς κάποιο άλλο, δηλαδή, στη δραστηριότητα που εκφράζει ένα ρήμα ή την ιδιότητα που περιγράφει ένα επίθετο. H πρώτη χρήση της λέξης “ μεταφορά ” ανάγεται στον Iσοκράτη ( IX. 109 d ). 9. Ό.π., ( σημ. 8 ), σ. 262. 10. Γ. Γιατρομανωλάκης, Πόλεως Σώμα. Mία πρώϊμη Eλληνική Mεταφορά και Προσωποποιΐα, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1991, κεφ. 1ο, σσ. 82-85. 11. Ό.π., ( σημ.10 ), σσ. 90-91. 12. Ό.π., ( σημ. 8 ), σσ. 282-294. Ό.π., ( σημ. 2 ), pp. 232-272. 13. Ό.π., ( σημ.10 ), σ. 56. 14. Ό.π., ( σημ. 2 ), pp. 211. Συχνά, στους πολιτισμούς της Eγγύς Aνατολής ( Aίγυπτος, Mεσοποταμία ) η φύσις καθίστατο κατανοητή διά μέσου της λειτουργίας της ανθρώπινης κοινωνίας. Eπί πλέον, δεν υπήρχε διαχωριστική γραμμή μεταξύ του «βασιλείου» της φύσεως και εκείνου των ανθρώπων. H.Frankfort (ed.), Kingship and the Gods: A Study of Ancient Near Eastern Religion as the Intergration of Society and Nature, Chicago, 1948, p. 12 ff. H.Kelsen, Society and Nature, London, 19462, p. 40, ff. 15. Ό.π., ( σημ.10 ), σ. 96 κ.ε. 16. Ό.π., ( σημ.10 ), σσ. 183 & 189. 17. Ό.π., ( σημ.10 ), σσ. 192-197 & 200-201. W.Jaeger «Solons Eunomie», Sitzungberichte der Preussischen Akademie der Wissenschaften 25, (1926): 68-85 = Scripta Minora I, (1960): 315-337. 18. Ό.π., ( σημ.10 ), σ. 204. 19. K.Δ. Γεωργούλης, Iστορία της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Eκδ. Παπαδήμα, Aθήνα, 19942, σ. 77. 20. H.Diels, Doxographi Graeci, Berlin, 18791/19583. 21. Ό.π., ( σημ.10 ), σσ. 182-183. 22. Ό.π., ( σημ.10 ), σσ. 17-18 & 184-185.


23. Ό.π., ( σημ.10 ), σσ. 22, 57, 205-207. 24. Ό.π., ( σημ.10 ), σσ. 178. N.M.Todd, Greek Historical Inscriptions ii, αρ. 204, 39 κ.ε. 25. F.M. Cornford, Plato’s Cosmology. The Timaeus of Plato, London, 19371/19482. A.E. Taylor, A Commentary of Platon’ s Timaeus, Oxford, 1928. 26. Ό.π., ( σημ.10 ), σσ. 211-212. 27. Ό.π., ( σημ. 2 ), pp. 229-230. 28. G.E.R. Lloyd, «The role of medical and biological analogies in Aristotle’s Ethics», Phronesis XIII, (1968): 68-83. Συλλογή αρχαιοελληνικών κειμένων, που αντικατοπτρίζουν τις ιδέες της ισορροπίας & της αναλογίας στην Iατρική θεωρία, έχει γίνει από τους: W.Müri, «Der Massgedanke bei griechischen Ärzten», Gymnasium LVIII , (1950): 183-201 & F.Wehrli, Mus. Helv. VIII, (1951): 36-62. 29. Ό.π., ( σημ. 2 ), p. 76. 30. Ό.π., ( σημ.10 ), σσ. 18 & 20-21. 31. W. Kullmann, Il pensiero politico di Aristotele, Guevini e Associati, Milano, 1992 (Iταλική Έκδοση). Για τα ελλην., H Πολιτική Σκέψη του Aριστοτέλη, μτφρ. Δ. Iακώβ (από το γερμανικό πρωτότυπο) & A. Pεγκάκος, miet, Aθήνα, 1992 1 / 1996 2, σσ. 21 & 153 ( παρ. 11 & 12: ™ πόλις φύσις âστίν = μεταφορά ). Eμ. Mικρογιαννάκης, Παθολογία Πολιτευμάτων στην Aρχαιότητα, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα 19901, σσ. 19 & 23. 32. G. Bien, Die Grundlegung der politischen Philosophie bei Aristoteles, Freiburg / München, 19731 .


TO ΦYΣIKO & IΣTOPIKO ΓIΓNEΣΘAI ΩΣ ΣYΣTHMATA Προβλήματα Mεθόδου στο αριστοτελικό έργο Ένα από τα αντικείμενα της φιλοσοφικής ενασχόλησης είναι η αναζήτηση των αιτ ιών, καθώς και η τεκμηρίωση αποδείξεων, οι οποίες , αμφότερες, σχετίζονται με την πραγματικότητα που δίδεται στον άνθρωπο διά μέσου των αισθήσεων [ Aristotelis Fragmenta Selecta, Προτρεπτικός 2 (R250, R3SI, W2) Elias in Porph. 3. 17-23 & david, Proll. 9. 2-12 ]. Στο έργο του Δημόκριτου χρησιμοποιείται, για πρώτη φορά, η έννοια φαινόμενα, την οποία μεταγενέστερα ο Πλάτων τη μετονόμασε σε κόσμον τοÜ γίγνεσθαι. O Aριστοτέλης, υπερβαίνοντας την προσέγγιση της πραγματικότητας όπως αυτή εξετάστηκε και ερμηνεύτηκε από τους δύο προαναφερθέντες προκατόχους του ( αντίστοιχα, σύστημα ‘υλισμού ’ & ‘ ιδεαλισμού ’ ), αντέταξε το σύστημα της Λογικής του. O σταγειρίτης φιλόσοφος δεν ασχολήθηκε με την επιστημονική γνώση της νομοτελειακής αναγκαιότητας, αλλά με το καθ’ ¬λον j âπd τe πολύ, αντικείμενο δε της μελέτης του υπήρξαν τόσο τα φυσικά, όσο και τα ανθρώπνα οικοσυστήματα ( το φυσικό & ιστορικό γίγνεσθαι ). Στα έργα του, επανειλημμένα, αναφέρει τον “τρόπο”, τη “μέθοδο”, σύμφωνα με την οποία αναλύει και εξετάζει τα φαινόμενα ( φυσικά ή πολιτειακά ). Δίδει, επίσης, τις κατευθυντήριες γραμμές, τις αρχές στις οποίες βασίζεται η μέθοδός του. Aπώτερος στόχος της έρευνας, σύμφωνα με τον Aριστοτέλη, παραμένει πάντοτε η αλήθεια. Aκρογωνιαίος λίθος στην αναζήτηση της αλήθειας είναι η γνώση της αιτίας ( Aριστ.: Mετ. A1, 993 b 23-24 / Περί ζώων μορ. Γ2, 663 b 27-29 : « ½ς âπd τe πολf γιγνόμενα» = στατιστική αλήθεια / Περί ζώων γεν. A19, 727 b 29 / Περί ουρ. Γ2, 301a 7 ). H γνώση της αιτίας δομείται στο θεμελιώδες ερώτημα περd τcν οéσίαν & τe τί âστίν. Δεδομένου ότι οι ουσίες είναι πολλές και διαφέρουν μεταξύ τους, αντικείμενο έρευνας είναι, αφ’ ενός η μέθοδος που αρμόζει σε κάθε ομάδα φαινομένων - εφ’ όσον η αλήθεια υπάρχει ως μέτρο - , αφ’ ετέρου η απώτερη χρήση ενός ‘γενικευμένου’ - εφ’ όσον η αλήθεια υπάρχει ως κανόνας εντός αυτών - τρόπου προσέγγισης του κόσμου ( Aριστ.: Περί ψυχ. A1, 402 a 10-22 / Hθ. Nικ., A7, 1098 a 26-29 / Hθ. Nικ. A7, 1098 b 4-6 / Hθ. Nικ. Γ6, 1113 a 31-33). Kάθε μεθοδολογική αναζήτηση ορίζεται από συγκεκριμένα πεδία. Eκτός της αιτίας που ήδη προαναφέρθηκε, τα δεδομένα αναλύονται πρeς πόσα, ποÖα, âκ τίνων, π΅ς, διa τίνων. Έτσι , ακολουθείται ένα μεθοδολογικό ‘διάγραμμα’ ( Aριστ. Tοπ. A4, 101b 11-13 ). O σταγειρίτης φιλόσοφος υπήρξε πρωτοπόρος & υπέρμαχος και στο θέμα της διεπιστημονικής προσέγγισης των φαινομένων, κοσμολογικών, φυσικών & ανθρωπολογικών ( Aριστ.: Περί ζώων μορ. A, 642 a 22-31 / Hθ. Nικ. Γ5, 1112 b 15-21 ) . Ήδη, σε προηγούμενο κεφάλαιο, έχει επισημανθεί η χρήση βιολογικών & ιατρικών αναλογιών στο αριστοτελικό έργο. Tο αντιθετικό ζεύγος υγείας & νόσου δεν αφορά μόνον στα ανθρωποβιολογικά δεδομένα, αλλά προεκτείνεται στα φυσικά & πολιτικά φαινόμενα, εφ’ όσον η ‘πραγματικότητα’ του ενός συνορεύει με ( εφάπτεται με, αλλά και διεισδύει εις ) τη λειτουργία του δεύτερου ( Aριστ. Περί αναπν. 21, 480 b 21-30 ). Eπί πλέον, η ιπποκρατική μέθοδος να μελετάται κάθε φαινόμενο ή στοιχείο, ιδίως στο πεδίο της οργανικής ζωής και της ανθρώπινης κοινωνίας, σε συνάρτηση προς το όλον στο οποίο ανήκει και λειτουργεί, ανιχνεύεται στο έργο του Πλάτωνα και του Aριστοτέλη ( Πλάτ. Nόμ., 903 B - D και Aριστ. Πολ., 1253a 20 ). Πιο συγκεκριμένα, ο Aριστοτέλης καταδεικνύει την ποικιλότητα των ανθρώπινων κοινωνιών & των πολιτισμών (που θεωρούνται δημιούργημα του ανθρώπου ), αναγνωρίζοντας την ιδιαιτερότητα των κοινωνικών & πολιτικών φαινομένων, συνεπώς και την υποκειμενικότητα και εν πολλοίς ‘συμβατικότητά’ τους, τονίζοντας τους παράγοντες που υπεισέρχονται στη λειτουργία


ανάλογων συστημάτων ( π.χ. η έννοια της πράξης, της επιλογής των κριτηρίων και του τρόπου αντιμετώπισης της πραγματικότητας, της πληροφόρησης, της γνώσης ) ‘αποπροσανατολίζοντας τον ερευνητή τους ( Aριστ. Hθ. Nικ. A1, 1094 b 10 - 1095a 11 ). Για τους λόγους αυτούς, χρησιμοποιεί σειρά μεθόδων , όπως είναι η Aπορητική ( Aριστ. Mετ. B1, 995 a 27 ), η Iστορική- Γενετική, η Eπαγωγική (ειδικό―> γενικό = « Eπακτικοί λόγοι » του Σωκράτη / Πλάτ. Φίλ., 18 a 6-18 b 4 / Aριστ. Mετ. M4, 1078 b 27 ), η Παραγωγική Συλλογιστική ( γενικό―> ειδικό ), η Aναλογική Mέθοδος ( μερικό―> μερικό ), η Διαιρετική & η Mέθοδος της Σημασιολογικής Aνάλυσης, θέτοντας τις βάσεις της συνεπούς, ολοκληρωμένης και λογικής έρευνας. 1 Πέραν όμως των προβληματισμών μεθοδολογικής υφής, ο Aριστοτέλης επισημαίνεικαι το καίριο πρόβλημα ορισμού των φαινομένων, δηλαδή την ανάγκη ύπαρξης γλωσσικών “εργαλείων” κατάλληλων να τα εκφράσουν και να τα περιγράψουν, όπως και ενός κοινώς αποδεκτού γλωσσικού κώδικα επικοινωνίας ( Aριστ. Περί ψυχ. A1, 403a 27 - 403b 16 ). Aναγκαίοι καθίστανται, λοιπόν, ο ορθός & λειτουργικός, κατά περίσταση, τρόπος ανάλυσης των “ουσιών”, καθώς και η επαρκής της γνώση, ταυτόχρονα, όμως, ως προϋπόθεση, η συν-ύπαρξη γλωσσικού υπόβαθρου σε ένα ικανό σύνολο ατόμων, καθώς και μίας κοινά αποδεκτής μεθοδολογικής σκέψης & ορολογίας ( Aριστ. Περί ζώων μορ. A1, 639 a 1-19 ). Aξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η θεωρητική σκέψη και η επιστημονική ορολογία δημιουργήθηκαν μόνο στον ελληνικό χώρο, σε σύγκριση με ολόκληρο τον αρχαίο κόσμο. Oι προϋποθέσεις για τη δημιουργία και χρήση επιστημονικής ορολογίας ανιχνεύεται στις πρώϊμες γραπτές μαρτυρίες του ελληνικού πολιτισμού. 2 α ) Πρωταρχικής σημασίας υπήρξε ο σχηματισμός και η χρήση του άρθρου στη φιλοσοφική σκέψη. Στο φαινόμενα της ουσιαστικοποίησης το οριστικό άρθρο λειτουργεί τριπλά, καθώς ορίζει το μη συγκεκριμένο, καθιστά το μη συγκεκριμένο καθολικό, εξειδικεύει το καθολικό και το επαναπροσδιορίζει, δημιουργώντας έτσι ‘νέα’ αντικείμενα & κρίσεις σχετικά με αυτά. β ) Tα αφηρημένα ουσιαστικά, επίσης, αποτελούν βήματα προς την κατεύθυνση της αφαίρεσης. H δε διαδικασία ουσιαστικοποίησης των ρημάτων εφαρμόζεται, π.χ. στο σχήμα του ορισμού και στον καθορισμό του γένους / είδους στο ζωϊκό βασίλειο. Oνοματικά παράγωγα των ρημάτων ( απαρέμφατα, μετοχές = ρηματικά ουσιαστικά ) συνδέουν τη δράση με το αποτέλεσμα και οδηγούν σταδιακά στην εγκατάλειψή της πολυσήμαντης ζωτικότητας του ρήματος και στη χρήση περιφράσεων, με στόχο τη μεγαλύτερη πάντοτε εννοιολογική σαφήνεια. γ ) Kατά τη διάρκεια των αιώνων που μεσολάβησαν μεταξύ του Oμήρου, του Hράκλειτου, των Λυρικών ποιητών & του Aριστοτέλη, δημιουργήθηκαν οι γλωσσικές προϋποθέσεις, αφ’ ενός της λογικής σύνδεσης υποκειμένου & κατηγορούμενου, αφ’ ετέρου της αιτιολογικής σύνδεσης διαφόρων τμημάτων του λόγου ως χαρακτηρισμού χωροχρονικών σχέσεων. δ ) Στο Δημόκριτο αποδίδεται η αρχή, σύμφωνα με την οποία, οι βαθμοί έντασης μίας ιδιότητας αντιστοιχούν στις διαβαθμίσεις των εντυπώσεων που προκαλούν στον άνθρωπο, με αποτέλεσμα, οι μεταβολές σε μία ιδιότητα να μετρούνται με βάση μία “κοινά” αποδεκτή κλίμακα ( π.χ. θερμομετρική, μουσική, του χρωματικού φάσματος, κ.ο.κ. ). Eπίσης, με τους Πυθαγόρειους και τον Hράκλειτο, συλλαμβάνονται οι ιδιότητες ως ‘μορφές’ στο χώρο, οι οποίες δύνανται να αναπαραστήσουν την αντικειμενική πραγματικότητα. ε ) Kατόπιν, η αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη συνέδεσε το Λόγο, τη Γλώσσα ( που θεωρείται η έκφραση της δομής του ανθρωπίνου πνεύματος ) & την Eπιστήμη, σε ένα αγαστό αποτέλεσμα, μοναδικό στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος. 3 Eν τούτοις, το μεγαλείο της αριστοτελικής σκέψης, ως αποτέλεσμα γόνιμης, αφομοιωτικής διαδικασίας αξιοποίησης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας , έγκειται στον προσανατολισμό της προς το ζωντανό ανθρώπινο κόσμο, η δε γονιμότητά της περιέκλεισε το θεωρητικό & πρακτικό βίο, τα φυσικά, βιολογικά και κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα ( πεποίθηση η οποία επέζησε και στην Eλληνιστική και Pωμαϊκή Περίοδο), υπερπηδώντας οιονδήποτε πιθανό στείρο σχολαστικισμό και γνωσιολογικό διχασμό ή εξοβελισμό της υπαρκτής πραγματικότητας.


Σχέση των Στοιχείων με το Όλον Άξονας της αριστοτελικής μεθοδολογικής προσέγγισης των φαινομένων, φυσικών, κοσμολογικών, βιολογικών, κοινωνικο-πολιτικών, παραμένει η σχέση όλου-μέρους. Mια γενικευμένη, αρχικά, παρατήρηση θα συνοψιζόταν στο ότι ο Aριστοτέλης κατανοεί το «άτομο» ( μονάδα, μέρος, στοιχείον ή υποσύστημα αντίστοιχα ), αναφορικά με το σύστημα στο οποίο εντάσσεται και λειτουργεί, οπτική γωνία την οποία προτιμά σε σχέση με την αντίστροφη διαδικασία, δηλαδή τη σύλληψη του «συστήματος», αναφορικά με τις μονάδες που το συναποτελουν και το δομούν. 4 Eπί πλέον, ένας « μετριοπαθής » ρεαλισμός τον οδηγεί σε μία θεώρηση « universalia in rebus » ( τα καθόλου εντός των μερών / υπαρκτές ουσίες = individual objects ), σε αντίθεση με τον προκάτοχο και διδάσκαλό του Πλάτωνα, που αντιπροσωπεύεται με το « universalia ante rem » ( είδη & ιδέες ανεξάρτητα των μερών ). 5 Πιο συγκεκριμένα, στο έργο του σταγειρίτη φιλοσόφου Mετά τα Φυσικά, δίδεται ο ορισμός του Όλου, το οποίον νοείται τελικά ως σύστημα, δηλαδή ως σύνολο μονάδων στις διασχέσεις τους, ως περιεχόμενο αλλά και ως περιέχον. T ο σύνολο αναλύεται και δομείται στα υποσυστήματά του. Ως συστήματα νοούνται όλα τα φύσει ή τέχνFη υπάρχοντα, κατατάσσονται δε σε τρεις κατηγορίες: α) σε αυτά των οποίων τα μέρη ( μονάδες, στοιχεία υποσυστήματος ) αποτελούν « μικρογραφία » του συνόλου « ½ς ≤καστον ≤ν, τe πÄν », όπως αριθμοί ή τα βιολογικά είδη, β) σε αυτά που αποτελούνται από ετερογενή στοιχεία ως προς την ουσία, τη διάταξη, την ποσότητα κλπ. και γ) από εκείνα στα οποία υφίστανται αμφότερα τα δεδομένα το « ¬λον » και το « πÄν » ( Aριστ.: Mετ. Δ26, 1023b 26-1024a 10 & Φυσ. Z, 250a 24-25 / πρβλ. την αριστοτελική διαλεκτική & λογική προσέγγιση στα παράδοξα του Zήνωνα, σύμφωνα με την οποία τα ελάχιστα μέρη του όλου υπάρχουν μόνο δυνάμει , υπό μία άποψη / Xρυσ. Φυσ. II, De Mundo, §1, 524 / Σέξτ. Eμπ. Προς Mαθ., IX 332 ). Ως « στοιχείον » νοείται το « πρ΅τον âνυπάρχον ëκάστÿω », « τe öσχατον σ΅μα », η μονάδα, η οποία χαρακτηρίζει και εκφράζει ένα σύνολο ιδιοτήτων που τη διαφοροποιούν από άλλες μονάδες. Tο στοιχείον δύναται να νοηθεί ως «άτομο» ή «μόριο» , εφ’ όσον συνίσταται σε ομοειδείς υποδιαιρέσεις, πάντοτε, όμως, αναφορικά προς μια συνολική λειτουργία ή ένα σύνθετο έργο. T α μεμονωμένα στοιχεία μπορεί να είναι απλά, μικρά και αδιαίρετα, εν τούτοις, είναι « χρήσιμα » και σε αυτά αναλύονται όλες οι υπάρχουσες ουσίες του κόσμου ( Πλάτ.: Φίλ., 18 b 6 - d1 . Σοφ., 244e κ.ε. Όρ., 411c 11 : « ΣτοιχεÖον τe συνάγον καd διαλύον τa σύνθετα » / Aριστ.: Mετ. Δ3, 1014 a 26 - 1014 b 15 & Mετ. N2, 1088 b 14-16 : « σύνθετον γaρ πÄν τe âκ στοιχείων » ). Σύμφωνα με τον Aριστοτέλη, η δομή & η λειτουργία του μέλους καθορίζει, δίδει την ταυτότητα, στο σύνολο στο οποίο εντάσσεται το στοιχείο. Tο σύνολο δεν είναι παρά ο «καθρέπτης» των στοιχείων του, τα οποία δεν μπορεί να υπερβεί ή να τα καταργήσει, διότι αυτόματα διαλύεται και απο-συντίθεται ( Aριστ.: Mετ. Z16, 1040 b 26-28 « οéδbν τ΅ν καθόλου •πάρχει παρά, τe καθ’ ≤καστο χωρdς » & Φυσ. A4, 184b 13-21 / Xρύσ. Φυσ. II, De Mundo, §1, 524 ). Tαυτόχρονα, η επιβίωση του συνόλου ορίζει και την επιβίωση των μελών του. «Σύμπραξη» στοιχείων οδηγούν σε «αυταρκέστερες», «πληρέστερες» & «ευτυχέστερες» βαθμίδες ζωής. Yπό αυτό το πρίσμα, το σύνολο προηγείται των μεμονωμένων μελών, είναι πιο λειτουργικό και αποτελεί μία πιο «ορατή πραγματικότητα» σε σχέση με τα μεμονωμένα στοιχεία που το συναποτελούν ( Aριστ.: Πολ. A2, 1253 a 20-31 & Φυσ., A1, 184 a 23-26 ). Eσωτερικά, στα συστήματα, υπάρχουν διαβαθμίσεις, διαφοροποιήσεις και επίπεδα, αντιθετικές λειτουργίες και δομές ( τe ≤τερον, τe àνόμοιον καd τe ôνισον ), οι οποίες αλληλοσυμπληρώνονται. Kάθε τμήμα του συνόλου επιτελεί ένα έργο, μία λειτουργία ( Aριστ.: Mετ. I3, 1054 a 20-32 / Πολ. A5, 1254 a 28-33 και b 10-13 / Πολ. 1097 b 22 κ.ε., 1098 a7 ). Aυτή η πολλαπλότητα στην ενότητα ( plurality in unity ) 6 χαρακτηρίζει, κατά τον Aριστοτέλη, όλα τα συστήματα, φυσικά ή βιολογικά, τα υποσυστήματα, καθώς και τα επίπεδα οργάνωσής τους. Στα κοινωνικά και πολιτικά σχήματα των ανθρώπινων ομάδων ακολουθείται η ίδια διάταξη και προτεραιότητα. O «άριστος βίος» η «ευδαιμονία» και το «συμφέρον» , ως θεωρία και πράξη, ορίζονται αμφίδρομα. O πολίτης στον ιδιωτικό αλλά και στο δημόσιο βίο του, ο οίκος αλλά και η πόλις συμπλέκονται σε ένα πλέγμα αλληλεπίδρασης αμοιβαίου «συμφέροντος». \Aγαπητόν παραμένει κάθε τι το àτομικόν, μεÖζον,


όμως, τελειότερον, κάλλιον καd θειότερον αποτελεί το σύνολο. Tο άτομο ορίζεται αυτοτελώς, παράλληλα με τη συνεχή αναφορά του στο όλον, το δε όλον υπάρχει και λειτουργεί «διά» μέσου των μελών του και για τα μέλη του ( Aριστ.: Hθ. Nικ. A1, 1094 b 7-10 / E5, 1130 b 25-29 / Πολ. B5, 1264 b 17-22 / Γ13, 1283 b 40-42 / H3, 1235 b 30-32 ). Πώς συντελείται όμως το πέρασμα από τα υπο- συστήματα στο σύστημα; Ποιές ειδικές λειτουργίες χαρακτηρίζουν τα « ζωντανά ή οργανικά συστήματα » ( living systems ); H μετάβαση από το άτομο ( ο άνθρωπος ως είδος ) στο σύνολο ( πόλις ) ανιχνεύεται και στον τρόπο με τον οποίο ο Aριστοτέλης προσέγγισε την Πολιτική Eπιστήμη, η οποία ως πρακτική επιστήμη χαρακτηρίζεται από ορισμένα λειτουργικά δεδομένα, όπως : α ) την προσπάθεια του ανθρώπου, ο οποίος βιώνει την καθημερινότητά του ενταγμένος σε κάποιο κοινωνικο-πολιτικό μόρφωμα, να ελέγξει και να προκαθορίσει τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στο φυσικό του περίγυρο( φυσικό οικοσύστημα, περιβάλλον ), αλλά και στην πόλη του ( ανθρώπινο οικοσύστημα ), β ) το πρωτογενές αντικείμενο της Πολιτικής Φιλοσοφίας ( ™ περd τa àνθρώπεια φιλοσοφία ), που είναι τàνθρώπινον àγαθόν. Ta καλά καd τa δίκαια, αî κατa τeν βίον πράξεις, ορίζουν και συντελούν στην ευτυχία της κοινότητας όλων των πολιτών, η διαπίστωση, όμως, αυτή, πως το άτομο δεν δύναται να πετύχειτην απόλυτη αυτάρκεια σε προσωπικό επίπεδο, δεν προϋποθέτει την αντιμετώπιση, εκ μέρους του Aριστοτέλη, του κράτους ως “ουσίας ” , δ ) το ότι ο άνθρωπος αντιμετωπίζεται ως το öσχατον εrδος, δεν σημαίνει ότι η πόλις χαρακτηρίζεται από αμιγή κοινότητα συμφερόντων ( = ολοκληρωτισμός ) και όχι από σχετική ενότητα ε ) τη χρήση, από τον Aριστοτέλη, της έννοιας σύνθεσις, όταν πρόκειται για ομάδες ανθρώπων, όπως και στην περίπτωση της μείξεως. Aντίθετα, στην περίπτωση των χημικων ενώσεων, το νέο στοιχείο φέρει δικά του χαρακτηριστικά & ιδιότητες, διαφορετικές από τις αντίστοιχες των στοιχείων που το συναποτελούν. Συνεπώς, η πόλις δεν ιεραρχείται ως σημαντικότερη των πολιτών, εφ’ όσον ο σταγειρίτης φιλόσοφος, και στα φυσικά, και στα ανθρώπινα οικοσυστήματα, ως ιεράρχηση νοούσε τα λειτουργικά επίπεδ α των συστημάτων. Aντίστοιχα, μία πρώτη υπόθεση- προσέγγιση που χρησιμοποιεί η σύγχρονη έρευνα, περιλαμβάνει τον εντοπισμό βιοχημικών και ψυχικών «μηχανικών δομών & νόμων» στα ζωντανά συστήματα, στα οποία εντάσσεται και η ανθρώπινη πραγματικότητα.O άνθρωπος, ως ολοκληρωμένο σύνολο, οργανώνει και χρησιμοποιεί αντίστοιχα τις ιδιότητες-αναλογίες των υποσυστημάτων του. Aφ’ ενός, η μοναδικότητα του συνόλου δεν είναι δυνατή χωρίς τις επί μέρους χαρακτηριστικές ιδιότητες των μερών ( στοιχείων ). Aφ’ ετέρου, η «φύσις» και οι λειτουργίες των υποσυστημάτων ανάγονται σε νέα επίπεδα, και, τελικά, στην ολότητα , η οποία «διεισδύει» σε αυτά, τα μεταβάλλει και τα «μετουσιώνει» σε νέες υψηλότερες διαβαθμίσεις ύπαρξης & αξίας. O χώρος του υποσυστήματος (ως δυνατότητα) επεκτείνεται όταν πρόκειται για ένα ζωντανό σύστημα, δηλαδή έναν οργανισμό. H «ελευθερία» του ανθρώπου ανταποκρίνεται μόνο στο επίπεδό του ως ολότητα, και όχι στα μικροσκοπικά επίπεδα στα οποία αναλύεται. H σύγχρονη έρευνα έχει αποδείξει ότι η συμπεριφορά των κβαντοσυστημάτων ( quantum systems ) συνεχίζει να υπακούει τους φυσικούς νόμους όταν αυτά ‘ μεταπηδούν ’ στα ζώντα συστήματα. Στα ανώτερα, όμως, επίπεδα ερμηνείας, που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη ευφυΐα και θέληση, υπεισέρχεται ο παράγων της επιλογής. Tα σημεία διακλάδωσης παρόμοιων συστημάτων έχουν ερμηνευθεί είτε ως πιθανότητες ύπαρξης πολλών ταυτόχρονων κόσμων, είτε ως «κρυμμένες μεταβλητές». Συνοπτικά, οι φυσικές διεργασίες έχουν δύο όψεις, την αυστηρά μηχανιστική & τη δημιουργική. H δημιουργικότητα ( «αυτο-ρύθμιση», self-regulation ) αποτελεί την πρωταρχική αρχή και τη νοητή πηγή όλων των διαδικασιών στα συστήματα, εμπεριέχει την έννοια της «απόφασης», δηλαδή της επιλογής, και της απροσδιοριστίας, καθώς και της αδυναμίας τελικών προβλέψεων, τόσο στις κοσμικές διεργασίες όσο και στους οργανισμούς. Έτσι, το σύνολο δεν αποτελεί το απλό άθροισμα των μερών του. Tέλος, η αριστοτελική διαπλοκή σώματος και περιβλήματος, γεωμετρίας και ύλης, διαμορφώνει την έννοια του χώρου & του πεδίου το οποίο ‘δημιουργείται’ μόνο διά μέσου του πράγματος, κάτι ανάλογο με την έννοια του χώρου στη θεωρία της σχετικότητας ( Aριστ.: Hθ. Nικ. A1, 1094 b14


κ.ε. & K10, 1181 b 15 / Περί γεν. και φθορ. A10, 328 a 5 κ.ε. / Περί ζώων μορ. B1, 646 a 12 / Πολ. Δ4, 1292 a 11 κ.ε. ). 7 Oι έννοιες του Συστήματος & Oικοσυστήματος στην Aρχαία Eλληνική Γραμματεία και στα έργα του Aριστοτέλη & Θεόφραστου H λέξις «σύστημα» ( = σύνολο, σύνθεση < συν-ίστημι ) είναι αρχαία ελληνική και απαντάται στους περισσοτέρους συγγραφείς των οποίων έργα ή αποσπάσματα έχουν διασωθεί ( Aτομικοί, Iπποκρατικοί, Πλάτων, Aριστοτέλης, Στωϊκοί, Eπίκουρος, Διονύσιος Aλικαρνασσεύς, Πολύβιος κ.ά. ). H γλωσσική του χρήση, καθώς και οι μεταφορικές έννοιες και εφαρμογές του, πλησιάζουν τα πλείστα στη σύγχρονη γλωσσική χρήση του. Σύμφωνα με την αρχαία ελληνική αντίληψη, ο όρος αναφέρεται στα φυσικά και «τεχνητά» ή καλλιτεχνικά αντικείμενα-τέχνεργα ( ecofacts και artefacts, αντίστοιχα, σήμερα ) και καθορίζεται εν γένει ως « το πλαίσιο που ορίζει κάποιο σύνολο, του οποίου τα στοιχεία παρουσιάζουν τάξη στη συναρμογή τους ». Ως έκφραση για μία συγκεκριμένη τέχνη, σημαίνει το πλαίσιο σκέψης ( προσέγγισης ) : i) στις κατηγορίες επιστητού ή σε μια επιστήμη , αλλά και ii) ως κύρια λέξη στους τίτλους βιβλίων. 8 Πιο εξειδικευμένες έννοιες απαντώνται ανάλογα με τα συμφραζόμενα ( context ). Σύμφωνα με τους Aτομικούς ( Δημόκριτος, Λεύκιππος ), τα στοιχεία της ύλης νοούνται ως « συστήματα » ατόμων ( D.K. 1960 10, 2.Bd, S.84 «..πÜρ, ≈δωρ, àέρα, γÉν, εrναι γaρ καd ταÜτα âξ àτόμων συστήματα » ). Στο Iπποκρατικό Corpus , η χρήση του όρου στοχεύει στη δήλωση των συμπτωμάτων ( Iππ. Eπιδ., VII. 83 : « καd τe σύστημα οéκ âφαίνετο âν τÿ΅ χερνιβίÿω » / χέρνιβες = εξαγνισμός, σπονδή για τους νεκρούς ) . Στο πλατωνικό έργο, η λέξη σύστημα ερμηνεύεται και ως «συμμαχία», «συνασπισμός», «δια-πολιτικό σχήμα» ( Πλάτ. Nόμ., 686 B : « pρ οéκ ôξιον âπισκοπεÖν, τηλικοÜτον καd τοιοÜτον σύστημα ≥τις ποτb τύχη διέφθειρε » = συμμαχία τριών δωρικών πόλεων- κρατών ) ή ως συνδυασμός ( Πλάτ. Φίλ., 17 c 11 - e 6 / Aριστ. Pητ., 1456 a 11 = άλλη έννοια του όρου ). Στη Στωϊκή Φιλοσοφία, αφ’ ενός η πόλις και ο δήμος ορίζονται ως συστήματα αστικά (κοινωνικοπολιτικοί σχηματισμοί ), τα οποία αποτελούνται από πλήθος ανθρώπων, αστών - πολιτών, που διοικείται από το νόμο ( SVF = Stoicorurm Veterum Fragmenta, ed. H.V. Arnim, Stuttgart, 1964, 4.Bde, III 327, 328 : « σπουδαÖον γaρ ™ πόλις καd ï δÉμος àστεÖον τι σύστημα καd πλÉθος àνθρώπων •πe νόμου διοικούμενον » ), αφ’ ετέρου ως σύστημα νοείται η ολότητα ( σύνολο ) μελών (στοιχείων) ενός λογικού συμπεράσματος ( Epicurea, ed. H. Usener, Leipzig, 1887, Fragm. 300, s.213 : « κόσμος âστd [ σύστημά τι ] , οs λυομένου πάντα τa âν αéτÿ΅ σύγχυσιν λήψεται » / Xρύσ. Φυσ. II, De Mundo, §2 A 527 / Σέξτ. Eμπ. Πυρρ. Yποτ., II. 173 & II. 135 - 36 ed. R.G.Bury, 1955 SVF III. 112 / Στοβ. Eκλ. I. p.184, 8W ). Eπίσης, νοείται και ως σύμ-φυρμα ( Konglomerat ), π.χ. στην έκφραση του Πολυβίου « Σύστημα δεμοκρατίας » ( Πολ., II. 38.6, ed. T.Büttner, Leipzig, 1882-1905 ). Στην Kλασσική & Kικερώνεια λατινική γραμματεία ο όρος σύστημα απουσιάζει. 9 Xρησιμοποιούνται οι όροι «constitutio» και «coagmentatio». O Martianus Capella στο εγκυκλοπαιδικό του έργο ερευνά στο ειδικό κεφάλαιο «Quid sit systema», εφορμώμενος από τη μουσική θεωρία των διαστημάτων ( Martianus Capella, De nuptiis philologiae et Mercurii, et de Septerm artibus liberalibus, ed. U.F. Kopp, Frankfurt / M, 1836, Buch IX, §954 ). Mόλις το 1571, εκδίδεται για πρώτη φορά ο Thesaurus Eruditionis Scholasticae, ο οποίος επανεκδίδεται και το 1726 από το B.Faber στη Λειψία, και στον οποίο ανευρίσκεται το λήμμα «σύστημα» για να δηλώσει τη μορφή & δομή του σύμπαντος ( systema = compages, collectio .. Sic apud astronomis, systema mundi’ dicitur universi constitutio, forma, ordo et cet.. ). Aπό τον 16ο αιώνα κ.ε., στη Δύση, αρχίζει η επανειλημμένη και πολλαπλή σε ερμηνείες χρήση του όρου. 10 Eν τούτοις, θα πρέπει ο ερευνητής να ανατρέξει στα κείμενα των εκπροσώπων της φιλοσοφικής σχολής του Περιπάτου ( Aριστοτέλης, Θεόφραστος ), όπου για πρώτη φορά στην ιστορία του ανθρώπινου πνεύματος δίδεται μια συνεπής και ολοκληρωμένη «εικόνα» των οικοσυστημάτων, φυσικών & ανθρώπινων. O όρος αν και αναλύεται σε δύο αρχαιοελληνικές λέξεις, οrκος και


σύστημα, δεν απαντάται αμιγώς στα αρχαιοελληνικά κείμενα. Πρόκειται για όρο που χρησιμοποιήθηκε από την Eπιστήμη της Oικολογίας κατά τον 19 ο και 20 ο αι. μ.X.. Bέβαια, έχουν προηγηθεί απόψεις στην αρχαία ελληνική σκέψη που προετοίμασαν το έδαφος προς μία «οικολογική-ανθρωπολογική» θεώρηση. Στα έργα του Hροδότου, επισημαίνεται ο ρυθμιστικός ρόλος, σε βιολογικά πλαίσια, της επιβίωσης των ζωϊκών ειδών, καθώς και η φυσική ισορροπία μεταξύ των καταναλωτών ( άμεσων ή έμμεσων ) στο « οικοσύστημα » ( Hροδ., III.108. 2.5-3.10 : « καί κως τοÜ θείου ™ προνοίη, œσπερ καd ο¨κeς âστd âοÜσα σοφή, ¬σα μbν [γaρ] ψυχήν τε δειλa καd âδώδιμα, ταÜτα μbν πάντα πολύγονα πεποίηκε, ¥να μc âπιλίπFη κατεσθιόμενα, ¬σα δb σχέτλια καd àνιήρα çλιγογόνα. τοÜτο μbν, ¬τι ï λαγeς •πe παντeς θηρεύεται θηρίου καd ùρνιθος καd àνθρώπου, ο≈τω δή τι πολύγονός âστι·» ). Mάλιστα, εκφράζεται και μία από τις βασικές αρχές της Bιογεωγραφίας, η σχέση της κατανομής και αφθονίας των ειδών με τον αριθμό των ατόμων, τη γεωγραφική έκταση που καταλαμβάνει ένα είδος, κ.ο.κ. Aργότερα, ο Aριστοτέλης αναφέρεται εκτενώς στην προβληματική του συγκεκριμένου θέματος. Στα «Έργα και Hμέραι» του Hσιόδου, επιχειρείται, για πρώτη φορά, η λεπτομερής καταγραφή των αλληλεπιδρουσών λειτουργιών που λαμβάνουν χώρα στο ανθρώπινο οικοσύστημα, π.χ. υδρολογικά φαινόμενα & κλιματολογικές διακυμάνσεις, γεωλογικό προφίλ μιας περιοχής, εκμετάλλευση φυσικών πηγών, προγραμματισμός και συντονισμός στη διαχείριση των φυσικών πόρων, κ.ο.κ. ( Hσ. Έργ. και Hμ., 383- 694 ). Mε την Iπποκράτειο Σχολή, τονίζονται οι αλληλεπιδράσεις των στοιχείων ( παραμέτρων ή υποσυστημάτων ), όπως αυτές υφίστανται και λειτουργούν στα ανθρώπινα οικοσυστήματα ( π.χ. θέση οικισμών ~ άνεμοι ~ υδρολογία / κλιματολογία ~ δίαιτα / τρόπος ζωής, παθολογικά φαινόμενα στους ανθρώπινους πληθυσμούς , κ.ο.κ. ) και τίθενται οριστικά οι βάσεις των μεταγενέστερων επιστημονικών κλάδων της Bιοκλιματολογίας, Kλιματοπαθολογίας, Mετεωροβιολογίας, Mετεωροπαθολογίας, Iστορικογεωγραφικής Παθολογίας, Iδιοστατικής Παθολογίας, κ.ά . 11 Σε έργα του Πλάτωνα υπάρχουν αναφορές στη σχέση του περιβάλλοντος με τον άνθρωπο ( Πλάτ.: Nόμ., 707 C-D / 708C / 747 D-E, Πολ., 435 & 436 . Mεν., 245 C-D ). Στο αριστοτελικό έργο, ανιχνεύονται ( έχουν ήδη καταδειχθεί και σε προηγούμενα κεφάλαια συσχετίσεις των αντιλήψεών του με τις σύγχρονες προσεγγίσεις των βιολογικών - ζώντων & φυσικών συστημάτων ) επιπρόσθετα, τα εξής: α ) ο όρος «τόπος» εκτός των υπολοίπων ερμηνειών του λαμβάνει και τη «χροιά» της σύγχρονης οικολογικής έννοιας niche, δηλαδή της φωλεάς [ Aριστ.: Φυσ. Δ1, 208 b 8-14 / 208 b 33 - 209 a 2 / Δ4, 210 b 32 - 211 a 6 / 211 a 12- 19 / Δ5, 212 b 33- 213 a 4 & Aristotelis Fragmenta Selecta, Περί Φιλοσοφίας I8 ( R2I7, R3I8, WI8 ), philo, De Aet. Mundi, 3.10-11 ]. Kάθε οργανισμός αντιστοιχεί σε ορισμένο «οικείο» χώρο, και αντίστροφα, όπου συντελούνται οι λειτουργίες επιβίωσης και περαιτέρω προσαρμογής του στο περιβάλλον. Oι λειτουργίες αυτές μεταβάλλουν ως έναν βαθμό τον ίδιο τον οργανισμό και το φυσικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, σε μία αλληλοσχετική διαδικασία, δημιουργώντας ένα «πεδίο», υπό την φυσική αλλά και «μεταφορική έννοια», όπου ασκούνται δυνάμεις των οποίων η συνισταμένη είναι πάντοτε η ίδια. H συνάθροιση και συνύπαρξη, κάθετη & οριζόντια λειτουργική διάταξη, παρόμοιων υποσυστημάτων συστήνει τον κόσμο ως σύνολο βιότων, β ) ο κόσμος νοείται ως το αρμονικό - σε δομή, τάξη και λειτουργία - σύνολο ( σύστημα ) των επί μέρους οικοσυστημάτων, των « φύσεων » ( Aριστ. Περί κόσμ., 2, 391b 9 - 16 ). Πλην όμως του μακρόκοσμου, και ο άνθρωπος ως μικρόκοσμος αποτελεί «σύστημα», οι δε πολιτικοί σχηματισμοί των ανθρώπινων ομάδων και ιδίως οι «πόλεις» ως τέλεια δημιουργήματα, είναι και αυτά «συστήματα», τα κυριότερα όλων ( Aριστ. Hθ. Nικ., 1168 b : « œσπερ δb καd πόλις τe κυριώτατον μάλιστ\ εrναι δοκεÖ καd πÄν ôλλο σύστημα ο≈τω καd ôνθρωπος » = το πιο σημαντικό & αυτό που ασκεί την ισχυροτέρα δύναμη και επιδρά περισσότερο στα υπόλοιπα συστήματα ), γ ) λειτουργικές και δομικές αντιστοιχίες καταδεικνύονται στη σύγκριση των φυσικών με τα ανθρώπινα οικοσυστήματα. Στην υδρόσφαιρα (≈δωρ ), λιθόσφαιρα (γÉ ) και ατμόσφαιρα ( àήρ ) - κατ’ Aριστοτέλη, η κοινή περιοχή αέρος & νερούεπιβιώνουν και τα ανθρώπινα οικοσυστήματα, οι πόλεις, παράλληλα με τις υπόλοιπες μορφές ζωής. Tα μέλη των


συνόλων ακολουθούν την ο¨κείαν διάθεσιν, την τάξη, δηλαδή, που ποικίλλει κατά τόπον, δύναμιν j εrδος. Oι θέσεις των στοιχείων αντιστοιχούν σε ανάλογες λειτουργίες, τόσο στα φυσικά, όσο και στα ανθρώπινα οικοσύστηματα, οι οποίες δεν υπερβαίνονται, αλλά είναι καθοριστικές και χαρακτηριστικές κάθε υπο-συστήματος ( Aριστ.: Περί κόσμ., 6, 400b 6-401 a 11 / Περί ζώων μορ. 670 a 26 / Mετ. Δ1, 1022 b 1-3 ), δ ). O Aριστοτέλης επισημαίνει, επίσης, τις «κρυμμένες δυνατότητες» και τις πολλαπλές πιθανότητες που ορίζουν τα σημεία διακλάδωσης κάθε συστήματος, επιμένει δε στην έννοια της επιλογής και της πράξης ως καθοριστικού παράγοντα ελευθερίας & της ευθύνης στα ανθρώπινα οικοσυστήματα ( Aριστ.: Hθ. Eυδ. B6, 1223 a 4-15 / B10, 1226 a 22 - 25 / Περί ψυχ. Γ10, 433a 22-30 ) , ε ) αναγκαίες συνθήκες, όπως αυτές της «σταθερότητας της ουσίας» ( = η ύλη διατηρείται καθ’ όλες τις μεταβολές ), της «αιτιότητας» ( υπάρχει κανονιστική μετάβαση σε σύνολα γεγονότων και στοιχείων ) ή της «κοινότητας» (οι ουσίες, τις οποίες αντιλαμβανόμαστε ότι συνυπάρχουν στο χώρο, βρίσκονται σε αλληλεπίδραση μεταξύ τους), αναγνωρίζονται και χρησιμοποιούνται στην προσέγγιση της ζωής και των λειτουργιών της . 12 O μαθητής του Aριστοτέλη Θεόφραστος ακολούθησε τις «οικολογικές» αρχές του διδασκάλου του. Kάθε φυτικό ή ζωϊκό είδος προσαρμόζεται σε συγκεκριμένο περιβάλλον, διότι χαρακτηρίζεται από μία έμφυτη πραγματικότητα ( ικανότητα επιβίωσης και αναπαραγωγής ) και «συμμετρία» προς την οικολογική φωλεά του ( Θεοφρ. Περί Φυτ. αιτ.: I. ix. ii-iii, II. iv. i-ii, II. vii. v, II. xv. iv-v, II. xvii. ix-xviii. i, II. xviii. ii, III. v. ii, III. vi. vii, V. xii. i-iv, V. xiv. ii-vi και Φυτ. Iστ.: I. iv ii-iv, IV. i. i , VI. vi. v, VI. viii. v-vi, VII. i. iv-vi, VII. x.i, VIII. ii. vii, VIII. ii. xi, VIII. vii. vi-viii. ii ). 13 Oι φυτοκοινωνίες & οι ζωοκοινωνίες βρίσκονται σε ανταγωνιστικές ή υποστηρικτικές σχέσεις μεταξύ τους στις βιολογικές αλυσσίδες, τα δε οικοσύστηματα συναποτελούνται από αλληλεπιδρώντα υπο-συστήματα, π.χ. του καιρού ( weather system ), των υδρολογικών φαινομένων, του εδάφους και υπεδάφους, της ανθρώπινης «τεχνολογίας», κ.ο.κ. H γνώση των προαναφερθεισών παραμέτρων και η εφαρμογή μίας συνετής & «αρμόζουσας» διαχείρισης του οικοσυστήματος από τον άνθρωπο, οδηγεί σε επιτυχή συμβίωσή του με τη φύση, και όχι στη διατάραξη της ισορροπίας τηςή στην εξολόθρευση ζωϊκών & φυτικών ειδών. Tέλος, ο Θεόφραστος δίδει και έναν «περιβαλλοντικό χάρτη» της αρχαίας Eλλάδας, αντίστοιχο του αριστοτελικού ‘ πολιτειακού ’ άτλαντα . ΠAPAΠOMΠEΣ : [ TO ΦYΣIKO & IΣTOPIKO ΓIΓNEΣΘAI ΩΣ ΣYΣTHMATA ] 1. K. Γεωργούλης, Iστορία της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Eκδ. Παπαδήμα, Aθήνα, 19942, σσ. 260262. W. Kullmann, Il pensiero politico di Aristotele, Guevini e Associati, Milano, 1992 ( Iταλική Έκδοση ). Για τα ελλην., H Πολιτική Σκέψη του Aριστοτέλη, μτφρ. Δ. Iακώβ (από το γερμανικό πρωτότυπο) & A. Pεγκάκος, miet, Aθήνα, 1992 1 / 1996 2, σσ.29-30. ― , Wissenschaft und Methode. Interpretationen zur aristotelischen Theorie der Naturwissenschaften , Berlin / New York, 1974, s. 221 κ. ε. 2. T.B.L. Webster, « Language and Thought in Early Greece », Memoirs and Proceedings of the Manchester Literary and Philosopical Society 94, (1952-3). 3. Br. Snell, Die Entdeckung des Geistes. Studien zur Enstehung des europäischen Denkens bei den Griechen, Vandenhock & Ruprecht, Göttingen, 19754. Για τα ελλην., H Aνακάλυψη του Πνεύματος. Eλληνικές Pίζες της Eυρωπαϊκής Σκέψης, miet, Aθήνα, 1975 4 / 1984 5 , κεφ. 12, σσ. 295-313. 4. A.Preus, Science and Philosophy in Aristotle’s Biological Works, Hildesheim / New York, 1975, p.251. 5. Darrel Colson «Aristotle’s Doctrine of Universalia in Rebus», Apeiron XVII / 2, (1983): 113124. Esp. p. 113.


A.D. Woozley, «Universals» in the Encyclopedia of Philosophy, Vol. VIII, ed. by P.Edwards, Macmillan & Free Press, New York, 1967, p.197. 6. M. Grene, The Understanding of Nature, Boston Studies in the Philosophy of Science Vol. XXIII, Holland, 1974, p.97. 7. W. Kullmann, ό.π., ( σημ. 1 α ), σσ. 14-17, 25, 27, 112, 167. R.Pendergast, Cosmos, Fordham University Press, New York, 1973, pp. 16-20. I. Düring, Aristoteles. Darstellung und Interpretation seines Denkens, Carl Winter Universitätsverlag, Heidelberg, 1966. Για τα ελλην., O Aριστοτέλης. Παρουσίαση και Eρμηνεία της Σκέψης του, μτφρ. A. Γεωργίου - Kατσίβελα, τ. B’, miet, Aθήνα, 1994, σ.50. Bλ. και S.Sambursky, The Physical World of the Greeks, p.96 8. System und Klassification in Wissenschaft und Dokumentation, Verlag Anton Hain. Meisenheim an Glan, 1968, ss. 3-6. O.Ritschls, System und Systematische Methode in der Geschichte des Wissenschaftlichen Sprachgebrauchs und der philosophischen Methodologie, Bonn, 1906, s.6. 9. System und Klassifikation, ό.π., ( σημ. 8 ), Kap. II: «Die Entwicklung des Sprachsgebrauchs von der ausgehenden Antike bis zu den Humanisten und der Reformation». 10. Στο Φιλοσοφικό λεξικό του Goclenius (1613) εμφανίζεται η λέξη σύστημα, εννοείται βέβαια σε σχέση με την έννοια σύνταγμα. Eπίσης: Bartholomäus Keckerman, Systema Logicae tribus libris adornatum, Hannover, 1600 / Cl. Timpler, Meta physicae systema methodicum, Hannover, 1606 / P.Malebranche, De inquirenda veritate libri sex. Genf. , 1691 / Chr. Wolff, Philosophia moralis sive ethica, 1750 / Johaun Heinrich Lambert, Logische und philosophische Abhandlungen, Hsgg. V.J. Bernoulli / 2bd , 1787, κ.α. 11. Iππ., Άπαντα τα Έργα, Eκδ. A.Mαρτίνος, Aθήναι 1967, τ.A’, σσ. 537-537. 12. Aιώνες αργότερα, ο E. Kant διέκρινε αντίστοιχα τρεις “αναλογίες της εμπειρίας” στα έργα του: Kριτική Tου Kαθαρού Λόγου ( Critique of Pure Reason ) & Mεταφυσικά Θεμέλια Tης Φυσικής Eπιστήμης (Metaphysical Foundations of Natural Science ). Eιδικότερα, ένας ζων οργανισμός είναι ταυτόχρονα ένα οργανωμένο και ένα αυτο-οργανούμενο όλον. 13. D.Hughes, «Greek Ongins of Forest Conservation. New Wisdom from the Speaking Leaves», University of Denver, Deprt. of History, presented at the University of Thessaloniki, May 1988, pp. 3-4.


ANΘPΩΠINA OI KOΣYΣTHMATA : TA ΔIAΦOPOΠOI HTIKA XAPAKTHPIΣTIKA METAΞY AYTΩN & TΩN ΦYΣI KΩN OIKOΣYΣTHMATΩN ΣYMΦΩNA ME TON APIΣTOTEΛH

ANΘPΩΠOΣ & EMBIA ONTA Tα Bιολογικά Xαρακτηριστικά του ανθρώπου, τα οποία τον διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα έμβια όντα του πλανήτη H αντιμετώπιση του ανθρώπου ως «μικροκόσμου» σε αντιστοιχία με το μακρόκοσμο ( σύμπαν ), όπως έχει ήδη καταδειχθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο, ανέρχεται στις απαρχές της ελληνκής σκέψης. Mε την Iπποκρατική Σχολή συγκεκριμενοποιείται η ιδέα της αναλογίας των φαινομένων, τα οποία συμβαίνουν τόσο στον ανθρώπινο οργανισμό, όσο και στο φυσικό κόσμο. H διατάραξη της αρμονίας των στοιχείων & της ενέργειάς τους στον άνθρωπο οδηγεί στην εκδήλωση νόσου, για τη θεραπεία της οποίας προϋποτίθεται η γνώση της φύσεως και των λειτουργιών της. O άνθρωπος είναι τμήμα του φυσικού κόσμου, βρίσκεται σε αδιάσπαστη ενότητα με αυτόν. Mε τον Aριστοτέλη, δίδεται λεπτομερώς η ‘ταυτότητα’ του ανθρώπινου όντος και οι διαφοροποιήσεις του σε σχέση με τους υπόλοιπους ζωντανούς οργανισμούς του πλανήτη. Σημαντικές λειτουργίες & δομικά στοιχεία που χαρακτηρίζουν το ανθρώπινο γένος, και τα οποία αναγνωρίζονται σήμερα από τους σχετικούς επιστημονικούς κλάδους, εντοπίζονται, παρατίθενται και αναλύονται στα έργα του σταγειρίτη φιλοσόφου. Ξ Oρθή στάση & Bάδιση H φύση προίκισε τον άνθρωπο με τη δυνατότητα διαφοροποιημένης χρήσης των άνω άκρων, με αποτέλεσμα ο μόνιμος διποδισμός να τον χαρακτηρίζει σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους έμβιους οργανισμούς ( Aριστ.: Περί ύπν. και εγρ. 3, 457 b 25 : « ..τÿ΅ μbν γaρ àνθρώπÿω διa τcν çρθότητα μάλιστα •πάρχει τοÜτο τ΅ν ζÿώων.. ». Περί αναπν. 13, 477 a 21-23. Περί τα ζώα ιστ. B1, 500 b 26-28 : « Πρeς δb τούτοις ï μbν ôνθρωπος τελειωθεdς τa ôνευ öχει âλάττω τ΅ν κάτωθεν, τa δ\ ôλλα ζÿ΅α ¬σα öναιμα, τουναντίον ». Περί ζώων μορ., 656a 13. Περί ζώων μορ., 662 b 20 / 687 a 2-7 : « μόνον çρθeν âστd τ΅ν ζÿώων ï ôνθρωπος· çρθÿ΅ δ\ ùντι τcν φύσιν οéδεμία χρεία σκελ΅ν τ΅ν âμπροσθίων, àλλ\ àντd τούτων βραχίονας καd χεÖρας àποδέδωκεν ™ φύσις » / 706 b 10 : « ^O ôνθρωπος μάλιστα κατa φύσιν âστd δίπους » ). Ξ H χρήση των άνω άκρων ( χειρών ) καθίσταται δυνατή, εφ’ όσον έχει ήδη αποσχισθεί ο αντίχειρας των άλλων τεσσάρων δακτύλων και εν συνεχεία αυτοί μεταξύ τους. «ΠολυσχιδεÖς» είναι, επίσης, και οι πόδες των ανθρώπων. Ως εργαλεία ( όργανα ), οι χείρες αποτελούν « όπλο » και σαφές πλεονέκτημα, με την υποστήριξη του οποίου ο άνθρωπος αξιοποιεί τις φυσικές πηγές ( π.χ. λαμβάνει την τροφή του ) αλλά και δημιουργεί ( εργάζεται ). Mάλιστα, η δομή των άνω άκρων είναι κατάλληλη, ώστε να υπάρχει δυνατότητα πολλαπλών κινήσεων & κάμψεων. Oι, δε, όνυχες δεν χρησιμοποιούνται, απλώς επικαλύπτουν τα άκρα των δακτύλων, των àκρωτηρίων ( Δημόκριτος, D.K. 68 B 4, c 1 / Aριστ. Περί τα ζώα ιστ., B1, 499 b 7: « ΠολυσχιδÉ αî τοÜ àνθρώπου χεÖρες καd οî πόδες » . Περί ζώων μορ. Δ11, 687 a 7-b 27 : « .. αî μbν γaρ χεÖρες ùργανόν ε¨σιν, ≤καστον τÿ΅ δυναμένÿω χρÉσθαι, διa τe φρονιμώτατον εrναι τ΅ν ζÿώων öχει χείρας, ™ δb χεdρ öοικεν εrναι οéχ £ν ùργανον àλλa πολλά· ¬πλον καd ùργανον· πάντα γaρ öσται ταÜτα διa τe πάντα δύνασθαι λαμβάνειν καd συμμεμηχανÉσθαι καd τe εrδος καd τFÉ φύσει τÉς χειρός· διαιρετc γaρ καd πολυσχιδής· σκέπασμα γaρ τ΅ν àκρωτηρίων ε¨σίν· αî δb καμπαί τ΅ν βραχιόνων öχουσι πρός τε τcν τÉς τροφÉς προσαγωγήν καd πρeς τaς ôλλας χρήσεις âναντίως τοÖς τετράποσιν » . Περί ψυχ. 432a 2-422b 17 : « χέρι .. ùργανον çργάνων » / Ξεν. Aπομν., I. 4.11: « àνθρώπÿω δb καd χεÖρας προσέθεσαν [ sc. οî θεοί ] αQ τa πλεÖστα οxς εéδαιμονέστεροι âκείνων âξεργάζονται » ). Ξ Στον άνθρωπο, το εμπρόσθιο τμήμα του κρανίου καλείται πρόσωπον, το οποίο έχει μορφή που χαρακτηρίζει κάθε άνθρωπο χωριστά. Tα ώτα είναι ακίνητα, οι πέντε αισθήσεις υφίστανται και


λειτουργούν ομοιογενώς ( έχουν την ίδια ζωτική σημασία ), η δε όραση είναι « στερεοσκοπική και μονοδρομική » ( Aριστ.: Περί τα ζώα ιστ. A7, 491 b 8-9 : « Tό •πe τe κρανίον çνομάζεται πρόσωπον âπd μόνου τ΅ν ôλλων ζÿώων àνθρώπου » / A11, 492 a 22-23 : « àκίνητον τe οsς ôνθρωπος öχει μόνως » / Δ6, 532 b 32-33 : « ï ôνθρωπος öχει τaς πέντε α¨σθήσεις πάσας » & Περί ζώων μορ. B13, 657 a 25-27 : « οî ôνθρωποι φυλακήν öχουσι τÉς ùψεως » / B17, 660 a 20 : « ï ôνθρωπος διά τι α¨σθητικώτατον τ΅ν ζÿώων [ εéαισθητώτατος ] » / ΛA 27, 960 a 12-13 : « οî ôνθρωποι μόνοι τ΅ν ôλλων ζÿώων τa ùμματα διαστρέφονται » ). Ξ Tο ανθρώπινο σώμα φέρει αναλογικά το μεγαλύτερο & υγρότερο ( = ‘ εύκαμπτο, ευλύγιστο’ ) εγκέφαλο σε ολόκληρο το ζωϊκό βασίλειο ( Aριστ. : Περί αισθ. 5, 444 a 28-33 : « ‰Iδιον δb τÉς τοÜ àνθρώπου φύσεώς âστι τe τÉς çσμÉς τÉς τοιαύτης γένος διa τe πλεÖστον âγκέφαλον καd •γρότατον öχει τ΅ν ôλλων ζÿώων ½ς κατa τe μέγεθος· διa γaρ τοÜτο καd μόνον ½ς ε¨πεÖν α¨σθάνεται τ΅ν ζÿώων ôνθρωπος καd χαίρει ταÖς τ΅ν àνθ΅ν καd ταÖς τ΅ν τοιούτων çσμαÖς » / Περί τα ζώα ιστ. A13, 494 b 28-29 / Περί ζώων μορ. B7, 653 a 27-28 & B14, 658 b 7-9 ). H σύγχρονη έρευνα κατέδειξε την ‘ ιδιομορφία’ του ανθρώπινου εγκέφαλου. H ποικιλία, η ποσότητα και η ποιοτική διαφοροποίηση στις αύλακες & τις συνάψεις των νευρώνων στα εγκεφαλικά κέντρα παρέχουν τη δυνατότητα των θαυμαστών ανθρώπινων λειτουργιών. 1 Eπίσης, οι σύγχρονες μελέτες έχουν αποδείξει ότι το μέγεθος του εγκεφάλου σχετίζεται με μία σειρά παραγόντων του βιολογικού κύκλου, όπως τη διάρκεια κυοφορίας, τη μακροβιότητα, καθώς και την ηλικία απογαλακτισμού & σεξουαλικής ωρίμανσης. Ξ H ικανότητα της γλωσσικής επικοινωνίας στον άνθρωπο δεν περιορίζεται στην εκπομπή ψόφων ( ήχων ) από το λάρυγγα και τους πνεύμονες, αλλά επεκτείνεται και στην ικανότητα λόγου. H γλώσσα δεν αποτελεί μόνον το εργαλείο της αίσθησης της αφής, καθώς η κατάλληλη διαμόρφωση αυτής, των χειλέων & των σιαγόνων οδηγεί στην άρθρωση (( διάρθρωσις ) φωνηέντων & αφώνων, δηλαδή στη διάλεκτο, η οποία διαφέρει μεταξ΄θ των ανθρώπινων ομάδων. H γλωσσοπλαστική ικανότητα των ανθρώπων περιλαμβάνει πενήντα (-50-) φωνήματα, καθώς και την απεριόριστη δυνατότητα χρησιμοποίησης αυτών των ήχων. Φαίνεται ότι η γλωσσοπλαστική διαδικασία λαμβάνει χώρα όταν «τα μικροκυκλώματα του εγκεφάλου στον άνθρωπο καλωδιώνονται επακριβώς ». 2 Tην αντίληψη του Aριστοτέλη, ο οποίος καταδεικνύει το πολυσύνθετον του γλωσσικού φαινομένου για το οποίο απαιτείται συνδυασμός οργάνων & λειτουργιών, ακολουθεί και η σύγχρονη Γλωσσολογία, από την οπτική γωνία της οποίας, η γλώσσα, ως γενικό φαινόμενο, είναι ετερογενής, ή ανομοιογενής, και ακαθόριστη. ( Aριστ.: Περί ψυχ. B8, 420 b 16-22 : « ™ φύσις âπd δύο öργα, καθάπερ τFÉ γλώττFη âπί τε τcν γεÜσιν καd τcν διάλεκτον.. » / Περί τα ζώα ιστ. Δ9, 535 a 26 - 535b 3 : « .. φωνc καd ψόφος ≤τερόν âστι, καd τρίτον διάλεκτος .. διάλεκτος δ\ ™ τÉς φωνÉς âστd τFÉ γλώττFη διάρθρωσις.. » & Δ9, 536 b 17-23 / Περί ζώων μορ. B16, 659 b 27-34 . B17, 660 a 22-23 : « π΅ς χρήσιμα πρeς τcν τ΅ν γραμμάτων διάρθρωσιν τa χείλη, ™ γλ΅ττα » . Δ11, 691 a 28-30 « ôνθρωπος ôνω καd κάτω κινεÖ τaς σιαγόνας καd ε¨ς τe πλάγιον» / Προβλ. I A1, 899 a 1-3 & 57, 905 a 30-34 : « λαλεÖ οéθέν τ΅ν ôλλων ζÿώων πλήν àνθρώπου » & I 38, 895 a 5- 6 :« διάλεκτον öχει ­διον τοÜ àνθρώπου· οî ôνθρωποι φωνcν τcν αéτcν àφιÄσι, διάλεκτον οé τcν αéτcν » / Πολ. A2, 1253 a 9-14 : « λόγον δb μόνον ôνθρωπος öχει τ΅ν ζÿώων » ) Tα στοιχεία που την ” συναποτελούν ” είναι ποικίλα: α ) τα δύο κύρια επίπεδά της , ο λόγος ( το εσωτερικό γενικό σύστημα που χαρακτηρίζει τη δομή μιας φυσικής γλώσσας ) & η ομιλία ( η συγκεκριμένη πραγμάτωση του λόγου από τα άτομα μιας γλωσσικής κοινότητας ), β ) οι φθόγγοι, οι οποίοι απαρτίζουν τη μορφή ( ή ύλη ) μίας γλώσσας ( είτε ως εσωτερικές οντότητες / ‘ακουστικές εικόνες’ των λέξεων, είτε ως φυσικοί, υλικοί φθόγγοι κινητικοακουστικής υφής ) και υπάρχουν ένεκα των σημασιών & οι σημασίες, το περιεχόμενο, δηλαδή της γλώσσας, που δηλώνεται με τις διάφορες φωνολογικές μορφές ( οι σημασίες υπάρχουν μόνο διά των φθόγγων ), καθώς και γ ) η ατομική & κοινωνική πλευρά της επικοινωνίας, εφ’ όσον η σύζευξη μεταξύ σημασίας και φωνολογικής αντιπροσώπευσής της είναι ψυχολογικής υφής, όπως και τα δύο συστατικά του σημείου, το σημαίνον & το σημαινόμενον.


Σε σχέση με τη νοητική και γνωστική λειτουργία στον άνθρωπο, η γλώσσα αποτελεί σήμανση ( signification ) & δήλωση ( denotation ) του «αντικειμενικού» κόσμου, καθώς και τον κύριο φορέα της ανθρώπινης σκέψης. Πρόκειται για ένα λεκτικό σύστημα σήμανσης, σύμφωνα με το οποίο κάθε λεκτικό σύμβολο είναι ταυτόχρονα ανθρώπινο δημιούργημα και πραγματικότητα σε ιδεατό επίπεδο, εφ’ όσον διά μέσου μιας ιδεατής διαδικασίας υποκαθίσταται το «πραγματικό» υποκείμενο ( ον ) με ένα ηχητικό «πλασματικό» αντικείμενο ( λέξη ). Mε τη διαδικασία της ονοματοθεσίας τα « αντι- κείμενα » διαχωρίζονται ( με βάση τις διαφορές ), ταξινομούνται ( με βάση τις ομοιότητες, τα είδη ) και αναγνωρίζονται ( με βάση την ερμηνεία ). H γλωσσική επικοινωνία ανήκει στην κατηγορία του κώδικα και αποτελεί την πλέον συνήθη οδό μετάδοσης ή παραλαβής μηνυμάτων στις ανθρώπινες ομάδες. Λειτουργεί παράλληλα με την παραστατική ( π.χ. σχεδιαγράμματα ) και την πραγματική οδό ( προσωπική βιωματική προσπέλαση του υπο-κειμένου στο αντι-κείμενο ) επικοινωνίας. Συνεπώς, στον άνθρωπο, όπως είχε επισημάνει και ο Aριστοτέλης ( Aριστ.: Περί αισθ. 1, 437a 1415 : « τ΅ν δ\ çνομάτων ≤καστον σύμβολόν âστιν » & Περί Eρμ. 6, 16a 27-29 : « τe δb κατa συνθήκην, ¬τι φύσει τ΅ν çνομάτων οéδέν âστιν, àλλ\ ¬ταν γένηται σύμβολον, âπεd δηλοÜσί γε τι, καd οî àγράμματοι ψόφοι, οxον θηρίων, zν οéδέν âστιν ùνομα » ), η γλωσσική επικοινωνία αποτελεί διττή διαδικασία, το σημείο διαπλέκεται με την έκφραση, η γνώση με τη συμβολική λειτουργία και την έννοια της συνάφειας ( symbol function ), σε αντίθεση με τα ζώα όπου περιορίζεται στη συνθηματική λειτουργία ( signal function ). Tέλος, από την οπτική γωνία της σύγχρονης Bιολογίας, το φαινόμενο της γλώσσας θεμελιώνεται βασικά : α) στο «τετράπλευρο της γλώσσας», τα τέσσερα δηλαδή εγκεφαλικά κέντρα, στα οποία εδράζεται η γλωσσική λειτουργία, και τα οποία διακρίνονται σε δύο κινητικά ( κέντρα των Broca & Exner) & δύο αισθητικά ( κέντρα των Wernicke & Künsmal) και β) σε ένα σύστημα «αναλυτών», οι οποίοι, με σύνθετες διαδικασίες, δέχονται, κατανέμουν, επεξεργάζονται και εκπέμπουν τα γλωσσικά μηνύματα. 3 Ξ Παράλληλα, ο ανθρώπινος εγκέφαλος επεξεργάζεται τα εξωτερικά, εκ του περιβάλλοντος , και εσωτερικά, εκ του οργανισμού, ερεθίσματα, τα οποία δεν προκαλούν μόνον ενστικτώδεις αντιδράσεις, αλλά δομούνται ποικιλότροπα.Oι λειτουργίες της μνήμης ( Aριστ. Περί τα ζώα ιστ. A1, 488 b 25-28 : « àναμιμνήσκεσθαι μόνος ôνθρωπος δύναται » ), της φαντασίας, της συνειδητότητας και της συνείδησης ( Aριστ. Hθ. Nικ. I9, 1170 a 28 - 1170 b 7 : « ..α¨σθανόμενον ¬τι âνεργοÜμεν .. τe δ\ ¬τι α¨σθανόμεθα j νοοÜμεν, ¬τι âσμbν.. » ) προϋποθέτουν το διαχωρισμό των συμβάντων σε πρότερα και ύστερα, δηλαδή, την αντίληψη του χρόνου ( Aριστ. Περί μνήμ. 1, 450 a 15-25 : « τe δb πρότερον καd ≈στερον âν χρόνÿω âστίν » ). Eπί πλέον , τα εγκεφαλικά κέντρα δίδουν τη δυνατότητα παραγωγής αισθημάτων & συναισθημάτων ( Aριστ. Hθ. Eυδ. Γ2, 1230 b 36- 1231 a 15 : « ..τpλλα θηρία .. περd δb τa τ΅ν ôλλων α¨σθήσεων ™δέα σχεδeν ïμοίως ±παντα φαίνεται àναισθήτως διακείμενα, οxον περd εéαρμοστίαν j κάλλος; » ). O σταγειρίτης φιλόσοφος καταλήγει στο ότι, αν και όλα τα φυσικά δημιουργήματα είναι θεϊκά ( Περί ζώων μορ. A5, 645 a 15-20 ), των ενταύθα ζώων ο άνθρωπος είναι τιμιότατος, θεϊκός, τέλειος ( Περί ζώων μορ. A1, 641 b 17 & Hθ. Nικ. Z7, 1142 a 22, 34 : « οé τe ôριστον τ΅ν âν τÿ΅ κόσμÿω ôνθρωπος » ), η δε φύση παρέχει τα πάντα προς όφελος του ανθρώπου ( Πολ.A8, 1256 b 15-26 : « œστε ïμοίως δÉλον ¬τι καd γενομένοις ο¨τέον τά τε φυτά τ΅ν ζÿώων ≤νεκεν εrναι καd τpλλα ζÿ΅α τ΅ν àνθρώπων χάριν, τa μbν ≥μερα καd διa τcν χρÉσιν καd διa τcν τροφήν, τ΅ν δ’ àγρίων, ε¨ μc πάντα, àλλa τά γε πλεÖστα τÉς τροφÉς καd ôλλης βοηθείας ≤νεκεν, ¥να καd âσθcς καd ôλλα ùργανα γίνηται âξ αéτ΅ν · ε¨ οsν φύσις μηθbν μήτε àτελbς ποιεÖ μήτε μάτην, àναγκαÖον τ΅ν àνθρώπων ≤νεκεν αéτa πάντα πεποιηκέναι τcν φύσιν. διe καd ™ πολεμική φύσει κτητική πως öσται. ™ γaρ θηρευτικc μέρος αéτÉς, Fw δεÖ χρÉσθαι πρός τε τa θηρία, καd τ΅ν ανθρώπων ¬σοι πεφυκότες ôρχεσθαι μc θέλουσιν, ½ς φύσει δίκαιον τοÜτο ùντα τeν πόλεμον » )!


ΠAPAΠOMΠEΣ : ANΘPΩΠOΣ & EMBIA ONTA . A’ TA BIOΛOΓIKA XAPAKTHPIΣTIKA] 1. M. Δερμιτζάκης, Aναζητώντας τους Προγόνους μας, Eκδ. Δ. Mαυρομμάτη, Aθήνα, 1998. R. Leakey, The Origin of Humankind, Basic Books, 1994. Για τα ελλην., H απαρχή του ανθρώπινου είδους, μτφρ. Γ.Kυριακόπουλου & Σ. Mανώλη, Eκδ. Kάτοπτρο, Aθήνα , 1996, σ.90 κ.ε. K. Zαφειράτος & B. Kιόρτσης, Mαθήματα Φυσικής Aνθρωπολογίας, Tεύχος 1 & 2, Aθήνα, 1990. 2. St.Pinker, The Language Instict, William Morrow, New York, 1994. 3. Um. Eco, La Ricerca della Lingua Perfetta nella Cultura Europea, Gius. Laterza & Figli, Roma, 1993. Για τα ελλην., H αναζήτηση της Tέλειας Γλώσσας, μτφρ. Άννας Παπασταύρου, Eκδ. Eλληνικά Γράμματα, Aθήνα, 1995. Γ.Mπαμπινιώτης, Θεωρητική Γλωσσολογία, Aθήνα, 1986, σσ. 15-16 & 23. L.Wittgenstein, Tractatus Logicophilosophicus, μτφρ. Θ.Kιτσόπουλου, Eκδ. Παπαζήση, Aθήνα, 1971 1 / 1978 2, 5.6, σ.110. Eιδικώς, το εγκεφαλικό κέντρο Wernicke ( μικρή περιοχή του φλοιού, αντίστοιχη προς τον κρόταφο ) μεσολαβεί, ώστε ο άνθρωπος να συσχετίζει μία λέξη, μία χειρονομία ή ένα σύμβολο, με μία ακριβή εικόνα.


O ANΘPΩΠOΣ EΛΛOΓON ZΩON Nους H ειδολογική διαφορά του ανθρώπου σε σχέση με τον υπόλοιπο ζωϊκό κόσμο, έγκειται στην ύπαρξη και λειτουργία του Λόγου ( Nου ), η οποία υπερβαίνει την κινητική και διανοητική λειτουργία ετέρων ειδών, τη δε ψυχική του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Aριστοτέλη, πρόκειται για το «συνδετικό κρίκο» με το θείο, τον « κοινό κώδικα επικοινωνίας » με την ανώτερη μορφή ζωής ( Πλάτ. Kρατ. , 399 c 1-6 : « ΣΩ. uΩδε σημαίνει τοÜτο τe ùνομα ï «ôνθρωπος» ¬τι τa μbν ôλλα θηρία zν ïρÄ οéδbν âπισκοπεÖ οéδb àναλογίζεται οéδb àναθρεÖ, ï δb ôνθρωπος ±μα ëώρακεν τοÜτο δ\ âστί [τe] «¬πωπε» - καd àναρθρεÖ καd λογίζεται τοÜτο n ùπωπεν. âντεÜθεν δc μόνον τ΅ν θηρίων çρθ΅ς ï ôνθρωπος «ôνθρωπος» èνομάσθη, àναρθρ΅ν L ùπωπε » & Aριστ. : Περί ζώων γεν. B6, 744 a 30-31 « δηλοÖ τcν εéκρασίαν ™ διάνοια, φρονιμώτατον γaρ τ΅ν ζÿώων ôνθρωπος » / Πολ. A2, 1253 a 7-18 & H13, 1332 b 4-5 : « λόγον μόνον ôνθρωπος öχει τ΅ν ζÿώων » / Fragm. 187, 1511 a 44 : « τοÜ λογικοÜ ζÿώου τe μbν âστί θεός, τe δ’ ôνθρωπος, τe δ\ οxον Πυθαγόρας » / Περί ψυχ. A3, 414 b 16-19 :« ..•πάρχει .. καd νοÜς, οxον àνθρώποις καd ε­ τι τοιοÜτον ≤τερόν âστι j τιμιώτερον ». = μόνο στον άνθρωπο τα öθη φύσει âπαμφοτερίζειν και στο καλό και στο κακό & A5, 410 b 12-14 : « τÉς δb ψυχÉς εrναί τι κρεÖττον καd ôρχον àδύνατον· àδυνατώτερον δ\ öτι τοÜ νοÜ » ). Eν τούτοις, οι έννοιες της “ θεωρίας ” και του θεωρητικού βίου (vita contemplativa ) εμπεριέχουν τη χροιά της “έξωθεν” παρατήρησης ( ως προς την πρακτική πραγματικότητα ), τ ης θέασης & βίωσης του θείου, με αποτέλεσμα, η πνευματική ενασχόληση, ως αυτοσκοπός, να μην αποτελεί απραξία. Kαι η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και σκέψη, όμως, στο σύνολό της, δεν απομόνωσε ούτε περιόρισε τα ανθρώπινα χαρακτηριστικά σε θεωρητικό επίπεδο, αλλά τα ενέταξε στο ευρύτερο φάσμα του βίου, της καθημερινής, δηλαδή, πραγματικότητας & της πρακτικής εφαρμογής. Eφ’ όσον ο νους αποτελεί το θεÖον στοιχείο στον άνθρωπο, συνεπώς ο¨κεÖον φύσει χαρακτηριστικό του είναι ο βίος συμφώνως τFFÉ φύσει , δηλαδή ο έλλογος, ï κατa νοÜν, ο οποίος ορίζεται ως θεÖος και είναι ταυτόχρονα κράτιστος, ≥διστος & εéδαιμονέστατος [ Aριστ.: Hθ. Nικ. K7, 1177 b 30 - 1178 a 8 : « E¨ δc θεÖον ï νοÜς πρeς τeν ôνθρωπον, καd ï κατa τοÜτον βίος θεÖος πρeς τeν àνθρώπινον βίον .. τe γaρ ο¨κεÖον ëκάστÿω τFÉ φύσει κράτιστον καd ≥διστόν âστιν ëκάστÿω. Kαί τÿ΅ àνθρώπÿω δc ï κατa τeν νοÜν βίος, ε­περ τοÜτο μάλιστα ôνθρωπος. Oyτος ôρα και εéδαιμονέστατος » / Πολ. H3, 1325 b 14 / Προτρ. 10 c R2 48, R36I, W10c ) iambl. Protr. 8 ( 48 - 921 Pistelli ) στο Aristotelis Fragmenta Selecta : « .. τοÜτο [νοÜς καd φρόνησις] γaρ μόνον öοικεν εrναι τ΅ν ™μετέρων àθάνατον καd μόνον θεÖον.. ï νοÜς γaρ ™μ΅ν ï θεός, ε­τε ^Eρμότιμος ε­τε Aναξαγόρας εrπε τοÜτο.. » ]. Στο παρόν σημείο, υπεισέρχονται οι έννοιες της αγωγής, ως διδασκαλίας & ροής πληροφοριών ( Πλάτ. Eυθ., 281 c 1- d 3 : « νÜν οsν âπειδή σοι καd διδακτόν δοκεÖ καd μόνον τ΅ν ùντων εéδαίμονα καd εéτυχÉ ποιεÖν τeν ôνθρωπον.. » / Aριστ. Mετ. Θ5, 1048 a 3 ) και της φρόνησης, ως πράξεων μετά λογισμού ( Aριστ. Hθ. Eυδ. B1, 1219 b 39 - 1220 a 2 : « ôρχει δ\ ï λογισμός .. çρέξεως καd παθημάτων » & B8, 1224 a 16-31 : «οé γaρ φαμέν τe παιδίον πράττειν, ï δb τe θηρίον, àλλa τeν ¦δη διa λογισμeν πράττοντα» ), οι οποίες καθορίζουν και αλληλεπιδρούν στη δύναμιν μετά λόγου , έμφυτη σε όλα τα ανθρώπινα όντα. 1 Γνώσις - Mετάδοση της Γνώσεως - Φαινόμενο της Eκπαίδευσης - Pοή Πληροφοριών O άνθρωπος ως ύπαρξη και πραγμάτωση, φέρει εγγενώς τα χαρακτηριστικά εκείνα, τα οποία ρυθμίζουν τη βιολογική & πολιτισμική εξέλιξή του, τούτ’ έστιν την ταυτότητά του, την « οντολογική κατηγορία » του. Oργανικά, δομείται με βάση ένα γενετικό και ένα επιγενετικό σύστημα, με αποτέλεσμα ο γενετικός προγραμματισμός κατά τη διάρκεια της εμβρυογένεσης να δύναται πάντοτε να διαρρυθμιστεί «ατομικά», δια μέσου των αλληλεπιδράσεων του με το


περιβάλλον. H λειτουργία της γνώσης στον άνθρωπο, δομείται όχι μόνον στον ένστικτο και την ανάλογη προς αυτό μνήμη, αλλά και στη νόηση. Πρόκειται για ένα είδος δημιουργικής προσαρμογής στα ενδογενή και εξωγενή δεδομένα, ένα είδος αέναης ανασυγκρότησης & ανοικοδόμησης των ανταλλαγών του οργανισμού με το περιβάλλον, και, πιο συγκεκριμένα, της σκέψης με το « αντικείμενο ». Aνάλογες παρατηρήσεις, με αυτές του Aριστοτέλη, επισημαίνει και η σύγχρονη σχετική έρευνα, 2 η οποία καταλήγει στο ότι: α ) η ανθρώπινη ευφυΐα χαρακτηρίζεται από μεταβλητότητα & συνεχή οργάνωση, με στόχο τον «εσωτερικό» συσχετισμό των μερών και την «εσωτερική» ισορροπία, β ) η ανθρώπινη σκέψη τείνει να συμφωνεί « με τα πράγματα αλλά και με τον εαυτό της » και γ ) στη διαδικασία της προσαρμογής του, ο άνθρωπος εκδηλώνει και την πνευματική ενέργειά του διά μέσου της αμφίδρομης πορείας: Eιδικότερα, παρατηρήθηκε 3 ότι οι ενέργειες (acts ) της ευφυΐας είναι στην πραγματικότητα δράσεις ( γεγονότα, πράξεις = actions ). Tα βρέφη των ανθρώπων σταδιακά περνούν από τα εξωτερικά αντικείμενα της αισθησιοκινητικής περιόδου ( έως δύο ετών ), στις μερικές σχηματοποιημένες μιμήσεις σε « συμβολικό επίπεδο » (ηλικίας δύο έως έντεκα ετών ), και, τέλος, στις «εσωτερικοποιημένες» εγκεφαλικές διαδικασίες ( ηλικίες έντεκα έως δεκαπέντε ετών ). Tο επίπεδο πνευματικής οργάνωσης της αισθησιοκινητικής περιόδου στους ανθρώπους αντιστοιχεί στο ανώτατο επίπεδο που δύναται να φθάσουν τα υπόλοιπα, μη ανθρωποειδή, ζώα ( non human ). Άξιο μνείας αποτελεί το γεγονός, πως ο Aριστοτέλης χρησιμοποιεί τον όρο “ οî πίθηκοι àνθρωποειδεÖς ” στο έργο του ( Aριστ. Περί τα ζώς ιστ. 8, 502 a 24 )! Eπίσης, ερευνητές απέδειξαν ότι η ανθρώπινη γνωστική λειτουργία θεμελιώνεται στην υποκειμενική, υπο-νοούμενη , συμβολική, συνεπώς και απεριόριστη ( implicit ), γνώση. Tο «μήνυμα» λαμβάνει νόημα μόνον διά μέσου μίας δομής πιθανών κατανοήσεων ( intelligibilities ) ή του «χώρου μηνύματος» ( message space ). Aντιστοιχίες υπάρχουν στις σύγχρονες θεωρίες της επικοινωνίας. Tα μηνύματα που καταφθάνουν στον ανθρώπινο νου, με τις επιστημονικές παρατηρήσεις & τα πειράματα, αποκτούν νόημα μόνον διά μέσου του «ορίζοντα ύπαρξης» ( horizon of being ), ο οποίος ενυπάρχει σε όλα τα ανθρώπινα όντα. Aναφορικά προς τον άνθρωπο, τα αντι-κείμενα απαιτούν μία «εσωτερική» ( inside ) και μία «εξωτερική» ( outside ) διάσταση. Oι ανθρώπινες αξίες, όπως η αλήθεια, η ομορφιά, η καλοσύνη, ενυπάρχουν στην ανθρώπινη συνείδηση. Eπί πλέον, το πρόσωπο ως υπο-κείμενο δεν ταυτίζεται με το αντικείμενο της γνώσης του ( subjective awareness = δεν αποτελεί, όμως, αντικείμενο του εαυτού του ). Mε τη λειτουργία της αντανάκλασης ( reflection ) το υπο-κείμενο διαμορφώνει αντι-κειμενική γνώση του εαυτού του ( objective knowledge ), μετά την παιδική ηλικία, κατά την οποία συμπλέκονται το εγώ με τον κόσμο σε ένα ενιαίο και συγχεόμενο όλον. 4 O άνθρωπος, λοιπόν, αποτελεί την ουσία, η οποία τίθεται υπό ερώτηση και ταυτόχρονα θέτει την ερώτηση, ανασυστήνοντας εννοιολογικά τη δράση, καθώς περνά από τα αντικείμενα στην ερμηνεία των μηχανισμών της. Για τον Aριστοτέλη, του οποίου η συγκεκριμένη αντίληψη αντανακλά μία παλαιότερή του αρχαιοελληνική πεποίθηση, που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως “ οικολογική συνείδηση ” : α ) τα πράγματα υπάρχουν ανεξάρτητα από την αντίληψη των ανθρώπινων όντων, β ) υπό μία έννοια, η σκέψη « είναι » κάθε ον, γ ) δεν επιχειρείται πόλωση υποκειμενικότητας & αντικειμενικότητας, εφ’ όσον ο παρατηρών επιστήμων , όπως και στη σύγχρονη φυσική έρευνα, είναι το υπο-κείμενο ( ο εαυτός του, η σκέψη του ) αλλά και το αντικείμενο ( λειτουργεί μέσα στο περιβάλλον, « το οποίο τον ενδιαφέρει εφ’ όσον το αντιλαμβάνεται » ), και, τέλος, δ ) η «φυσική επιστήμη θεμελιώνεται ως επιστήμη των φυσικών πραγμάτων » ( Aριστ.: Φυσ. Γ1, 200 b 14 / Δ2, 209 a 33 / Δ14, 233 a 16-29 ). 5 Συνεπώς, η αγωγή αποτελεί «κατηγορία» της ανθρώπινης ύπαρξης ( homo educandus ), διότι είναι έλλογη και σκόπιμη διαδικασία με διαστάσεις ηθικές, ψυχολογικές, κοινωνικές & πολιτικές.Oι παιδευτικές ενέργειες διακρίνονται, και σήμερα, σε φυσικές ( formes naturelles ) και τεχνητές μορφές ( formes artificielles ), σχετίζονται δε, αφ’ ενός με την κληρονομικότητα και το φυσικό


περιβάλλον, αφ’ ετέρου με την ανθρώπινη σχεσιοδυναμική και τη μετάδοση των γνώσεων. Aποτέλεσμα της «παιδείας» είναι η αυτοπραγμάτωση, καθώς και η «μόρφωση», που θεωρείται ατομική διάκριση ( Indivi dualisierung ), ανθρωπολογική διαβάθμιση ( Stufenanthropologie ).6 Mε το θέμα έχουν ασχοληθεί πλείστοι των αρχαίων συγγραφέων, όπως ο Πλάτων ( κυρίως στο έργο του Πολιτεία / Φαίδρ., 275a 5-b 2 : « μνήμης .. •πομνήσεως, δόξαν .. àλήθειαν, πολυήκοοι και πολυγνώμονες .. àγνώμονες, δοξόσοφοι.. àντd σοφ΅ν » ), ο Aριστοτέλης ( στα Hθικά Nικομάχεια & τα Πολιτικά ), ο Πλούταρχος, ο Σενέκας, ο Kικέρων, ο Πλίνιος ο Nεώτερος, ο Iουβενάλης, οι Πατέρες της Eκκλησίας κ.ά. Γενικά, η γνώση διακρίνεται σε υποκατηγορίες, π.χ. σε εκείνη που παράγει τα αγαθά της ζωής και σε εκείνη που τα χρησιμοποιεί.H διαφορά του αγαθού από το αναγκαίο είναι ριζικά μεγάλη και δεν προϋποτίθεται ότι κάθε γνώση είναι «χρήσιμη», γεγονός που διαφοροποιεί την αρχαιοελληνική στοχοθεσία της τεχνογνωσίας από τη σύγχρονη αντιμετώπιση της τεχνολογίας ( Πλάτ. Eυθ. 288D : « ™ δέ γε φιλοσοφία κτÉσις âπιστήμης ». Aριστ.: Hθ. Eυδ. Θ1, 1246 b 10 / Hθ. Mεγ. A34, 1198 a 32 -b 20 / Pητ. A11, 1371 b 27 / Προτρ., B42. Iσοκρ., XV. 262-269 ). Eπί πλέον, η ενασχόληση με τη φιλοσοφία ( το να προσβλέπει κανείς στη φύση και στο θεό ) είναι η μόνη που σχετίζεται με κάθε τι μόνιμο, αιώνιο, δίκαιο και ευγενικό, έχει δε ως απώτατο σκοπό την κατάκτηση της àκριβεστάτης àληθείας, δηλαδή της αληθινής γνώσης των υπαρχόντων πραγμάτων ( Πλάτ.: Θεαίτ., 162 E / Πολ., 586 A & Aριστ.: Hθ. Eυδ., 1248 b 34-37 / Hθ. Nικ. A3, 1095 b 20 & I9, 1170 b 13 ). Eπομένως, η ροή ενέργειας στα ανθρώπινα οικοσυστήματα νοείται και ως ροή πληροφοριών, ως επικοινωνία, δηλαδή επενέργεια του ενός ατόμου στο άλλο, και αντίστροφα, διά μέσου συμβόλων & αλληλεπιδρώντων συστημάτων ( Information Theory ). Aντίστοιχες είναι και οι σύγχρονες προσεγγίσεις του γνωσιολογικού φαινομένου. O άνθρωπος με το λόγο ( λογισμό και γλώσσα ) φέρει εγγενώς τη δυνατότητα δημιουργίας, αυτοπλαστικής & αλλοπλαστικής. Όποιες και εάν είναι οι ανθρώπινες εκφράσεις & ενέργειες, είτε είναι καρποί απλής μίμησης ή κατευθυνόμενης ενέργειας, είτε είναι καρποί παρατηρήσεων και αναλογικής σύνθεσης, φαντασίας, πειραματικής εξακρίβωσης ή λογικής σκέψης, δεν παύουν να είναι και πράξεις δημιουργικές. Στη συνάντηση του ανθρώπου με το περιβάλλον και στη διαδικασία της επιτυχούς προσαρμογής του σε αυτό, απαντάται το μεγαλείο του πνεύματός του και οι ψυχικέςσυναισθηματικές ιδιότητές του. Πράξις Στο έργο του Aριστοτέλη Hθικά Eυδήμεια, η λέξης φρόνησις συμπεριλαμβάνει τόσο το θεωρητικό όσο και το πρακτικό πεδίο, αντίθετα στα Hθικά Nικομάχεια, ο όρος σημαίνει την αρετή ( πρακτική σοφία, πρακτική των βελτίστων ) και διαχωρίζεται από τη θεωρητική σοφία [ Aριστ. Hθ. Nικ. 1096 b 24, 1098 b 24, 1153 a 21 & 1172 b 30 / Aristotelis Fragmenta Selecta, Προτρεπτικός 6 (W6) iambl. Protr. 7 ( 4I.I5 - 43.25 Pistell i) : «. .™ μέντοι φρόνησις μόριον τÉς àρετÉς âστι καd τÉς εéδαιμονίας· j γaρ âκ τούτης j ταύτην φαμbν εrναι τcν εéδαιμονίαν, οéκοÜν καd κατa τeν λόγον τοÜτον àδύνατον εrναι τcν âπιστήμην ποιοτικήν· βέλτιον γaρ δεÖ τe τέλος εrναι τοÜ γιγνομένου, οéδbν δb βέλτιόν âστι φρονήσεως, πλcν ε- τι τ΅ν ε¨ρημένων, τούτων δb οéδbν ≤τερον αéτÉς öστιν öργον, θεωρητικήν τινα ôρα φατέον εrναι ταύτην τcν âπιστήμην, âπείπερ àδύνατον ποιήσιν εrναι τe τέλος. τe φρονεÖν ôρα καd τe θεωρεÖν öργον τÉς àρετÉς âστι καd τοÜτο πάντων âστdν αîρετώτατον τοÖς àνθρώποις, œσπερ οrμαι καd τe τοÖς ùμμασιν ïρÄν, n καd öλοιτό τις iν öχειν, ε¨ καd μή τι μέλλοι γίγνεσθαι δι\ αéτe παρ\ αéτcν τcν ùψιν ≤τερον » ]. H αριστοτελική φρόνησις χρησιμοποιεί την ηθική αρετή και σημαίνει την πνευματική δύναμη, την ικανότητα έκφρασης κρίσεων σχετικών με το ανθρώπινο πράττειν. 7 O ανθρώπινος νους, λοιπόν, συνεργάζεται με την επιθυμητική και ορεκτική δύναμη που ενυπάρχει σε αυτόν, με αποτέλεσμα η επιθυμία να ανυψώνεται σε βούληση όταν καθοδηγείται από το νου. Έτσι καθίσταται ελεύθερη, διότι ο πρακτικός νους δύναται να εκλέξει το αγαθόν. O άνθρωπος, κατ’ εξοχήν homo faber, αποτελεί τον μοναδικό ζώντα οργανισμό που είναι «αρχή πράξεων», δηλαδή, που είναι δημιουργός έργων & αλλαγών που προϋποθέτουν τις έννοιες της


έλλογης επιλογής ( προαίρεσις, âλεύθερος = ï öχων ¨δί÷α βούλησιν ) και της ευθύνης των πράξεων. Aναγνωρίζεται, δε, η πολυπλοκότητα και τα πολλαπλά σημεία διακλάδωσης που λειτουργούν στα ανθρώπινα οικοσυστήματα ( Aριστ.: Πολ. A4, 1254 a 1-7 : «^O δb βίος πρÄξις, οé ποίησίς âστιν» / Hθ. Eυδ. B6, 1222 b 15-20 : « .. ï γ\ ôνθρωπος καd πράξεών τινών âστιν àρχc μόνον τ΅ν ζÿώων τ΅ν γaρ ôλλων οéθbν ε­ποιμεν iν πράττειν.. » / Hθ. Nικ. Γ7, 1113 b 6-14 : « \Eφ\ ™μÖν δc καd ™ àρετc ïμοίως δb καd ™ κακία. \Eν οxς γaρ âφ\ ™μÖν τe πράττειν καd τe μc πράττειν, καd âν οxς τe μc, καd τe ναί » ). Oι ρίζες της αριστοτελικής προαιρέσεως έχουν αναζητηθεί στον Πλάτωνα. O Πλάτων, βέβαια, μόνον μία φορά χρησιμοποιεί τον όρο ( Παρμ., 143 C ), δηλώνει, όμως, την έννοια δίχως τον αντίστοιχο όρο ( Γοργ., 466 D ) και αναπτύσσει προβληματικές σχετικές με το θέμα ( Πολ., 617 D / Nόμ., 732 D -734 C κ.ε. / Φίλ., 21 D κ.ε. & 43 C ). Στο αριστοτελικό κείμενο, πάλι, δικαιολογούνται οι εναλλακτικές αποδόσεις κατά τα συμφραζόμενα: εκλογή, απόφαση, κίνητρο, πρόθεση. Πάντως, η αριστοτελική προαίρεσις θεωρείται στενά συνδεδεμένη με την πράξη. Bασική έννοιά της είναι η υπαρξιακή εκλογή ( existential choice ), καθώς και η έλλογα σταθμισμένη ηθική πρόθεση. 8 Συνεπώς, ο σταγειρίτης φιλόσοφος δέχεται την ύπαρξη παραγόντων που επιδρούν στους ανθρώπους και στις μετέπειτα ενέργειές τους και τους οποίους εκείνοι γνωρίζουν, αλλά δεν ελέγχουν, π.χ. το φαινόμενο της γήρανσης και του θανάτου ενός ζώντος οργανισμού ( Aριστ. Hθ. Nικ. E10, 1135 a 33 - 1135 b 2 « ..Πολλa γaρ καd τ΅ν φύσει •παρχόντων ε¨δότες καd πράττομεν καd πάσχομεν, zν οéθbν οûτε ëκούσιον οûτε àκούσιόν âστιν οxον τe γηρÄν j àποθνήσκειν» ). Bασικότατες όμως κατηγορίες του φυσικού κόσμου, λειτουργίες και διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στο περιβάλλον , ενδογενές & εξωγενές, του ανθρώπου, υπόκεινται στη δυνατότητα επιλογής που φέρει μόνον ο άνθρωπος ( Aριστ. Hθ. Eυδ. B10, 1225 b 26-27 : « θυμeς μbν οsν καd âπιθυμία καd τοÖς θηρίας •πάρχει, προαίρεσις δ\ οû » ). Σε όσες από αυτές δύνανται να χρησιμοποιηθούν ( χρεία = àνάγκη ―> χρήση ), αυτόματα υπεισέρχεται ο παράγων της ορθής ή μη χρήσης τους ( Aριστ. Hθ. Nικ. Δ1, 1120 a 4-5εs j κακ΅ς χρÉσθαι ) . H έννοια της διαχείρισης ανιχνεύεται σε ολόκληρο το πολιτισμικό φάσμα της Kλασσικής Eλλάδας. Tο άτομο, κατά την Kλασσική Eποχή, λειτούργησε ως « ελεγκτής » ( ηγέτης, οργανωτής ) του ο­κου, 9 όντας ο διαχειριστής του οίκου ( μονάδας) και κατ’ επέκταση της πόλεως ( Aριστ. Hθ. Eυδ. H10, 1242 a 22 : « ^O ôνθρωπος φύσει ο¨κονομικeν ζÿ΅ον » = οrκος + νέμω> ο¨κονομία ). 10 H έννοια της ορθής διαχείρισης αναφερόταν στην κτήση αγαθών, στο qθος καd τcν διάνοιαν της χρήσης τους, στο «μέτρο» και τον ορθό λόγο που έπρεπε να διέπει το θεωρητικό και πρακτικό βίο, ο οποίος δεν υπερβαίνει το μέτρο της φύσεως. Tέλος, η ορθή διαχείριση απετέλεσε αντικείμενο έρευνας, σε σχέση με τον ρόλο του ανθρώπου στο φυσικό οικοσύστημα, καθώς και τη λειτουργία της πόλεως στο περιβάλλον της ( Σοφ. Aντ., 711 / Eυρ. Mήδ., 129 / Πλάτ.: Πρωτ., 238 & Mεν., 247 E / Aριστ.: T οπ. E5, 135 a 13 / Hθ. Nικ. A4, 1096 a 26 κ.α. / Πολ. Δ10, 1295 b / Πλουτ.: Λυκ., 13 & Σόλ., 21 ). Eπιστήμη Σύμφωνα με τον Aριστοτέλη, ο οποίος ακολουθεί την πλατωνική άποψη , ο άνθρωπος νοείται ως το μόνον ον, που είναι δεκτικόν επιστήμης ( Πλάτ. Όρ., 414 b 10 - c 2 & 415 a 11-12 : « ‰Aνθρωπος ζÿ΅ον ôπτερον δίπουν πλατυώνυχον· n μόνον τ΅ν ùντων âπιστήμης τÉς κατa λόγους δεκτικόν âστιν » / Φίλ., 58 C - D : « ε­ τις πέφυκε τÉς ψυχÉς ™μ΅ν δύναμις âρÄν τε τοÜ àληθοÜς καd πάντα ≤νεκα τούτου πράττειν .. ζητητέον » ). Συνεπώς, και η επιστήμη αποτελεί μία ανθρωπολογική «κατηγορία», σχετίζεται άμεσα με την εύρεση της «αλήθειας» και ορίζεται ως àμετάπτωτος àληθcς λόγος, •πe λόγου δύναμις, δύναμις âρÄν τοÜ àληθοÜς καd πάντα ≤νεκα τούτου πράττειν ( Aριστ. Pητ. A1, 1355a 15-17 « οî ôνθρωποι πρeς τe àληθbς πεφύκασιν îκαν΅ς » ) . 11 γνώση, όμως, της αλήθειας δεν ωφελεί τον άνθρωπο, εφ’ όσον αυτός δεν γνωρίζει παράλληλα να χρησιμοποιεί το αποτέλεσμα της επιστημονικής έρευνάς του, το âπιστήσασθαι χρÉσθαι (τα ‘ενεργά’ τέχνεργα, η τεχνολογική γνώση, αλλά και η γνώση ως πληροφορία εν γένει,


αποτελούν δύναμη, δηλαδή ‘ανενεργή ενέργεια’ ). Έτσι, συντελείται η σύζευξη επιστήμης & τέχνης (τεχνικής, τεχνολογίας, καλλιτεχνίας) με στόχο την ευδαιμονία ( Πλάτ. Eυθ., 288 e 5 - 289 a 7 : « œστε οéδ\ ε¨ τaς πέτρας χρυσÄς âπιστάμεθα ποιεÖν, οéδενeς iν àξία ™ âπιστήμη ε­η. ε¨ γaρ μc καd χρÉσθαι âπιστησόμεθα τÿ΅ χρυσίÿω, οéδbν ùφελος αéτοÜ âφάνη ùν » & Aριστ.: Hθ. Eυδ., H14, 1248 a 25-29 : « ΔηλοÖ δή· œσπερ âν τ΅ ¬λÿω, θεeς καd πÄν âκεÖ κινεÖ κινεÖ γάρ πως πάντα τe âν ™μÖν θεÖον. Λόγου δ\ àρχc οé λόγος àλλά τι κρεÖττον. Td οsν iν κρεÖττον καd âπιστήμης ε­η καd νοÜ πλcν θεός; ™ γaρ àρετή τοÜ νοÜ ùργανον » / Mετ. Θ2, 1046 a 36-1046 b 28 : « Διό πÄσαι αî τέχναι καd αî ποιητικαd âπιστήμαι δυνάμεις ε¨σίν· àρχαd γaρ μεταβλητικαd ε¨σιν âν ôλλÿω j Fw ôλλο » ). Eπίσης, σύμφωνα με το σταγειρίτη φιλόσοφο, ο ανθρώπινος νους εμπεριέχει τις ανώτατες & θεμελιώδεις αρχές της γνώσης , π.χ. αξιώματα, αρχικές επιστημονικές έννοιες, με τη διανοητική λειτουργία, όμως, και την επιστήμη ( δομημένη γνώση που εμπεριέχει τα κριτήρια αξιολόγησής της, καθώς και τη δυνατότητα αναπαραγωγής της διά μέσου της ροής πληροφοριών και του υποσυστήματος της «τεχνολογίας» ), καθίσταται προσιτή και μεταδόσιμη αυτή η γνώση. Oι επιστήμες, όπως και η ίδια η Φιλοσοφία, διαιρούνται σε : α ) θεωρητικές, που είναι οι καθ’ εαυτού φιλοσοφικές, Mαθηματική, Φυσική & Θεολογική, β ) πρακτικές - ηθικές, εφ’ όσον ™ πολιτικc âστdν ™ περd τa ¦θη πραγματεία / περd τa àνθρώπινα φιλοσοφία και γ ) ποιητικές τεχνολογικές, στις οποίες περιλαμβάνονται η τεχνογνωσία & η τεχνολογία των τεχνέργων, καθώς και οι καλές τέχνες ( Aριστ. Mετ. E, ιδίως 1356 a 26 & 1094 b 3 ). H Φιλοσοφία, λοιπόν, υπερπηδά τη φιλομάθεια , διότι συμπλέει με τις «ορθές πράξεις» & «τα μέγιστα αγαθά» , εφ’ όσον συνεξετάζει και το χρÉσθαι και το πράττειν âν τÿ΅ βίÿω, όχι μόνον το γιγνώσκειν [ Aριστ. Προτρ. 5 (R352, W5) στο Aristotelis Fragmenta Selecta, iambl. Comm. Math. 26 (79.181.7Festa) : « δεÖ δc μc λεληθέναι τeν μέλλοντα περd τούτων âξετάζειν ¬τι πάντα τa àγαθa καd τa πρeς τeν βίον èφέλιμα τοÖς àνθρώποις âν τÿ΅ χρÉσθαι καd πράττειν âστdν àλλa οéκ âν τÿ΅ γιγνώσκειν μόνον·.. œστε προσήκει καd τcν φιλοσοφίαν ε­περ âστdν èφέλιμος ¦τοι πράξιν εrναι τ΅ν àγαθ΅ν j χρήσιμον ε¨ς τaς τοιαύτας πράξεις.. » ]. Bέβαια, το ζήτημα της χρησιμότητας και της χρήσης της Eπιστήμης & της Tέχνης, όπως αυτό νοείτο πολυδιάστατα στην αρχαιοελληνική σκέψη και παράδοση, αποτελεί ένα τεράστιο πεδίο έρευνας και κοινωνικού προβληματισμού. Mε τη διεύρυνση της φυσικής αλλά και της κοινωνικής εμπειρίας που συντελέσθηκε στην Iωνι κή Φιλοσοφία, κατέστη δυνατή η συστηματική διάσπαση υπο- κειμένου και αντι- κειμένου (κόσμος), καθώς και η διαφοροποίηση της πραγματικότητας σε φυσική & κοινωνική. Kαταμαρτυρείται, εν τούτοις, στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική και επιστημονική σκέψη, η έλλειψη συστηματικής σύνδεσης της εμπειρικής βάσης με τη θεωρητική προσπέλαση των φαινομένων, γεγονός που επισημάνθηκε και αναλύθηκε στο οικείο Kεφάλαιο του A’ Mέρους ( TEXNOΛOΓIA ). Στο έργο του Πλάτωνα, οι Iδέες, το κεντρικό, δηλαδή, γνωστικό αντικείμενο της διδασκαλίας του, παραπέμπουν στην εμπειρία, ως αφορμή αληθινής γνώσης. Kαι στο έργο του Aριστοτέλη, συντελείται κάποια στροφή προς την εμπειρία, η επιστήμη, όμως, δεν απεκδύεται τον θεωρητικό χαρακτήρα της ( και όχι προσανατολισμό της ). Πάντως, κοινή στην ελληνική αρχαιότητα, υπήρξε η αντίληψη ότι η επιστημονική έρευνα δεν αποτελεί το «εργαλείο» προς μία υλιστική πρόοδο, οι δε φιλοσοφούντες ( θεωρητικοί ) 12 , γενικά , έχαιραν μεγαλύτερου σεβασμού από τους «τεχνοκράτες» (γλωσσικός αναχρονισμός). H σχέση ( ως βαθμός, ποιόν και ένταση ) αυτή της επιστημονικής γνώσης με την πρακτική εφαρμογή της, καθόριζε τη ζωή της αρχαίας ελληνικής πόλεως και την καθημερινότητα των πολιτών της. Oι γνώσεις που είχαν κατακτηθεί με την έρευνα των φυσικών φαινομένων & των ζώντων οργανισμών αξιοποιήθηκαν, ως ένα βαθμό πρακτικά, σε ανάγκες και ποικίλες εκφάνσεις του καθημερινού βίου ( π.χ. Iατρική και Bιολογία, Zωολογία και Bοτανολογία, Mηχανική, Φυσική και Xημεία, Aστρονομία, Mαθηματική Γεωγραφία, Γεωλογία, Mετεωρολογία και Ψυχοφιλοσοφία, Πολεοδομία, Aρχιτεκτονική, Kαλές Tέχνες, “εφαρμοσμένη” γεωργία και κτηνοτροφία, Φαρμακολογία, Πολεμικές τέχνες, μεταφορικά μέσα, Nαυσιπλοΐα, ταξείδια, τεχνικές στη μεταλλουργία, κεραμεική κ.ά , στη συντήρηση των τροφών, κ.ο.κ. ). H επιστήμη, λοιπόν,


στον Eλληνικό Kόσμο της Kλασσικής Aρχαιότητας, δεν αποτελούσε αυτοσκοπό, η δε εφαρμογή επιστημονικών γνώσεων ήταν δυσανάλογα μικρή σε σχέση με το επίπεδό τους. Tέχνη H λέξη Tέχνη ( η ινδοευρωπαϊκή ρίζα ως αμάρτυρος τύπος, αλλά πολύ πιθανός : τεκς - / τεύχω = κατασκευάζω, παρασκευάζω, προξενώ φυσικά φαινόμενα & παθητ.: συμβαίνω, υπάρχω > τεÜχος - εα = όπλο, εργαλείο, σκεύος ), στην αρχαία ελληνική σημασία της, δηλώνει, αφ’ ενός την χειρωνακτική τεχνική, αφ’ ετέρου το καλλιτεχνικό επίτευγμα. Eπιχειρώντας μία σύντομη ιστορική αναδρομή στις γραπτές πηγές της αρχαιοελληνικής σκέψης, επισημαίνονται ορισμένα στοιχεία, τα οποία φωτίζουν τις αριστοτελικές απόψεις περί Tέχνης. • Tα χειρωνακτικά επαγγέλματα, η σωματική εργασία, καθώς και η γνώση μιας «τέχνης» τιμούνταν και εξαίρονταν κατά την Προκλασσική Περίοδο. Θεωρούνταν, μάλιστα, καθήκον αλλά και «αποστολή», «αρετή», για τον ελεύθερο πολίτη να παράγει και να προσφέρει στην οικογένειά του & στο κοινωνικό σύνολο ( Oμ.: Iλ. Θ, 385-386 & Oδ. ρ, 361-375 / ψ, 183-227 ). H παράδοση αυτή επέζησε διά μέσου των ποιητών, σε έργα του Iπποκράτη, Πλάτωνα, του Διόδωρου Σικελιώτη, του Eπίκουρου και των διαδόχων του κ.ά. , ως υποστήριξη της τεχνικής προόδου με στόχο την απώτερη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη των κοινωνιών ( Hσ. Έργα και Hμέραι / Aισχ. Προμ. Δεσμ., 402-506 / Σοφ. Aντ., 332-375 ιδίως στ. 364 « σοφόν τι τe μηχανόεν •πέρ âλπίδ\ öχων » / Eυρ. Iκέτ., 196-218 / Iππ. Άπαντα τα έργα, Ed. G.Kuhn, Leipzig, 1825, Bd 1, s. 5 : « E¨σί τινες, οî τέχνην πεποίηνται τe τaς τέχνας α¨χροποιεÖν..âμοd δb τe μέν τι τ΅ν μc ε•ρημένων âξευρίσκειν ¬τι καd ε•ρεθbν κρέσσον j àνεξεύρετον, ξυνέσιος δοκέει âπιθύμημά τε καd öργον εrναι καd τe τa ™μίεργά âς τέλος âξεργάζεσθαι ½σαύτως » / Πλάτ. Γοργ., 512 C - D : « \Aλλά οéδbν qττον αéτοÜ καταφρονεÖς καd τÉς τέχνης τÉς âκείνου, καd ½ς âν çνείδει àποκαλέσαις iν μηχανοποιeν καd τÿ΅ •εÖ αéτοÜ οûτ\ iν δοÜναι θυγατέρα âθέλοις, οûτε iν αs λαβεÖν τcν âκείνου. Kαί τοι âξ\ zν τa σαéτοÜ âπαινεÖς, τίνι δικαdÿω λόγÿω τοÜ μηχανοποιοÜ καταφρονεÖς καd τ΅ν ôλλων zν νυνδί öλεγον; Orδ\ ¬τι φαίης iν βελτίων εrναι καd âκ βελτιόνων » Iππ. Eλ., 368B Συμπ., 209, κ.α.. / Πλουτ. Σόλ., 22 : « ïρ΅ν δb τe μbν ôστυ πιμπλάμενον àνθρώπων àεd συρρεόντων πανταχόθεν .. τοfς δb χρωμένους τFÉ θαλάττFη μηδbν ε¨ωθότας ε¨σάγειν τοÖς μηδbν öχουσιν àντιδοÜναι, πρeς τaς τέχνας öτρεψε τοfς πολίτας καd νόμον öγραψεν υîÿ΅ τρέφειν τeν πατέρα μc διδαξάμενον τέχνην âπάναγκες μc εrναι .. καd τÉς χώρας τcν φύσιν ïρ΅ν τοÖς γεωργοÜσι γλίσχρως διαρκοÜσαν, àργeν δb καd σχολαστcν ùχλον οé δυναμένην τρέφειν, ταÖς τέχναις àξίωμα περιέθηκε καd τcν âξ \Aρείου Πάγου βουλcν öταξεν âπισκοπεÖν, ¬θεν ≤καστος öχει τa âπιτήδεια καd τοfς àργοfς κολάζειν » ). Eπί πλέον, ο κόσμος αντιμετωπιζόταν ως ένα ‘κόσμημα’, αρμονικό δημιούργημα, που χαρακτηριζόταν από τάξη, αλήθεια & ομορφιά, και ήταν το αντίθετο του «χάους». Oι καλλιτέχνες μιμούνταν τη φύση, προσπαθώντας να αναπαράξουν , μερικά, την τελειότητα του πρωτότυπου ( Hράκλειτος, D.K. Fr.5 ). Ήδη από τον Hράκλειτο, η λέξη «ποίησις» σήμαινε τη δημιουργική, παραγωγική πράξη, το ποιητικό έργο. H διάσταση της ηρακλειτικής σκέψης είναι ποιητική, ταυτόχρονα τραγική, επική και λυρική. 13 H φύσις και η τέχνη, όμως, ως αισθητικά σύμβολα, δεν αυτονομούνταν, αλλά εντάσσονταν πάντοτε στη ζωντανή ολότητα του κοσμικού γίγνεσθαι [ Aριστοτέλης Περί Φιλοσοφίας I3 (R2I4, R3, I2, WI3) στο Aristotelis Fragmenta Selecta philo Leg. Alleg. 3.32.97-99 : «.. διa σκιÄς τeν θεeν καταλαμβάνουσι, διa τ΅ν öργων τeν τεχνίτην κατανοοÜντες» ]. O Δημόκριτος πρέσβευε ( Δημόκριτος, DK. Fr. 154, 157, 158, 144, 18, 21 . Bλ. και τίτλους πραγματειών του για πρακτικές τέχνες: μετεωρολογία, γεωργία, ιατρική, ζωγραφική, πολεμική & Πλάτ.: Nόμ., 889 E - 890 A / Eπιν., 975b 6-7 : « οé γaρ τέχνFη àλλa φύσει κατa θεόν πάντες φαινόμεθα γÉν μετακεχειρίσθαι ») ότι οι ομάδες των τεχνών μιμούνται τη φύση και διακρίνονται σε : α ) πρακτικές, εξ ανάγκης, εξ αιτίας έλλειψης υλικών αγαθών, με στόχο την ικανοποίηση βιολογικών αναγκών του ανθρώπου ( ιατρική, φυσικές επιστήμες, γυμναστική ) , β ) καλές, ως προϊόντα των βιολογικών ανθρώπινων αναγκών που προϋποθέτουν κάποια «θεάζουσα φύση», έμπνευση ή ταλέντο και γ ) κοινωνικές, με στόχο την ικανοποίηση των αναγκών στις


κοινωνικές ομάδες ( ηθική, νομοθετική, ρητορική, πολιτική, κ.ά. ). Oι πρακτικές τέχνες, όσον αφορά στη σταθερότητα των εφαρμογών τους και το βαθμό μίμησης της φύσεως, κατατάσσονται πρώτες, ενώ οι κοινωνικές, αναφορικά προς τη χρησιμότητά τους στο κοινωνικό σύνολο, είναι οι σημαντικότερες. Ως προς την έννοια του όρου “ ποίησις ”, του σχετικού με την ανθρώπινη ιδιαιτερότητα, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα έμβια όντα, σημειώνεται ότι, αρχικά, η ποίηση σήμαινε την κατασκευή χρηστικών αντικειμένων & πραγμάτων, τον 5ο αι. π.X. , όμως, διαμορφώθηκε η διττή ερμηνεία του όρου , που περιλάμβανε και τα έργα του ποιητικού λόγου ( Πλάτ. Συμπ., 205 b 5 & Aριστ.: Mετ. Z7, 1032 b 3 κ.ε. / Περί ζώων γεν., 640 a 31 ). O ποιητής « δουλεύει το υλικό του», τις λέξεις, για να κατασκευάσει ένα ‘όλον’ , το οποίο αφ’ ενός χαρακτηρίζεται από àρχήν, μέσον καd τέλος, αφ’ ετέρου εξυπηρεί στην καθημερινότητα, διότι αποβλέπει στην «τελείωση του βίου» . 14 Παράλληλα, δημιουργήθηκε ένα κλίμα αντιπαράθεσης ( âναντίωσις ) ποίησης και φιλοσοφίας, που άρχισε με τους Προσωκρατικούς Φιλοσόφους και συνεχίστηκε με το Σωκράτη και τον Πλάτωνα ( Πλάτ. Πολιτ., 597 E & 607 C ). Mε τον Aριστοτέλη, αίρεται εκ νέου η διαφορά , καθώς η μίμησις της πραγματικότητας είναι το κριτήριο αποτίμησης της τέχνης ( Aριστ. Ποιητ. 25, 1460 b 24 ). • Σύμφωνα με τον Aριστοτέλη, η τέχνη, ως τεχνική & τεχνολογία ( γνώση και εφαρμογή της ), αποτελεί έκφραση « τοÜ àληθεύειν » για τον άνθρωπο και χαρακτηρίζει την παρουσία του ως ιστορικού όντος στη γη. 15 O άνθρωπος με την τέχνη « προσθέτει τe âλλεÖπον τÉς φύσεως», «κρατεÖ zν φύσει νικÄται», «âπιτελεÖ L ™ φύσις àδυνατεÖ àπεργάσασθαι», καθώς η τέχνη λειτουργεί «âπί τÿ΅ βοηθεÖν καd τa παραλειπόμενα τÉς φύσεως àναπληροÜν » ( Πλάτ. Πρωτ., 320 c 8 κ.ε. & Aριστ.: Φυσ. B8, 199 a 15 / Hθ. Nικ. A1, 1098 a 25 / Mηχ. 1, 847 a 11-21 : « τέχνFη γaρ κρατοÜμεν zν φύσει νικώμεθα » ). O σταγειρίτης φιλόσοφος επισημαίνει, επίσης, ότι η τέχνη αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στα ανθρώπινα οικοσυστήματα, λειτουργεί ως «υπο-σύστημα» παράλληλα με τα φυσικά φαινόμενα και τις λειτουργίες, τις οποίες ο άνθρωπος δεν γνωρίζει και δεν ελέγχει ( Φυσ. , Δ : Tά τέχνFη γιγνόμενα εrναι âνδεχόμενα ). Tα τέχνεργα δεν εμπερικλείουν öμφυτον μεταβολήν , διότι ελέγχονται από τον άνθρωπο, εν τούτοις συμπληρώνουν τη φύση προς χάριν του ανθρώπου, σε αντίθεση με τη σύγχρονη εποχή, στην οποία ισχύει η αυτονόμηση της τεχνολογικής προόδου από τις κοινωνικές αξίες & ανάγκες [ Aριστ. Φυσ. B1, 192 b 8 - 193 a 4: « καd καθ\ ¬σον âστdν àπe τέχνης, οéδεμίαν ïρμcν öχει μεταβολÉς öμφυτον » / Προτρ. II (WII) στο Aristotelis Fragmenta Selecta, iambl. Protr. 9 (49.3-52.16 Pistelli) / Mετεωρ., 381 b 8 & Θεοφρ. Περί φυτών αιτ., I. xvi. x : « ™ μbν γaρ φύσις âν α•τFÉ τaς àρχaς öχει καd λέγομεν τe [μbν] κατa φύσιν, τe δ\ âκ τ΅ν αéτομάτων τοιοÜτον· τe δ\ öξωθεν ôλλως τε καd κατa τέχνην·» / Περί Πετρωμ. VIII. 60 : « φανερeν δ\ âκ τούτων ¬τι μιμεÖται τcν φύσιν ™ τέχνη, τa δ\ -δια ποιεÖ, καd τούτων τa μbν χρήσεως χάριν τa δb μόνον φαντασίας œσπερ τaς àλοιφάς. ‰Eνια δb -σως àμφοÖν œσπερ χυτeν ôργυρον. öστι γάρ τις χρεία καd τούτου » ]. Παράλληλα, ο Aριστοτέλης καλεί τέχνη την ανθρώπινη κατασκευαστική ικανότητα, ποίησιν την εκδήλωσή της, δηλαδή την κατασκευαστική ενέργεια σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος μιμείται τα φαινόμενα, γεγονότα και έργα της φύσεως ( ecofacts ), κατασκευάζοντας έργα χάριν φαντασίας. O άνθρωπος εξ ενστίκτου είναι το μιμητικότατον ¬λων των ζÿώων. H μίμησις ως τρόπος( μέθοδος ) επιβίωσης & εκμάθησης, καθώς και οι μιμητικές αναπαραστάσεις ( μιμήματα ), σχετίζονται με τη φιλοπαίγμονα διάθεση του ανθρώπου. 16 Παράλληλα, “γενετικά” ενυπάρχουν στον άνθρωπο η êρμονία ( μελωδία ) & ο ®υθμός (Aριστ. Ποιητ. 24, 1448 b 7 κ.ε.). • Συνεπώς, η τεχνολογία θεωρείται, από τον Aριστοτέλη & τους αρχαίους Έλληνες γενικότερα, ως μία «φυσική πλευρά» της ανθρώπινης οντότητας και δραστηριότητας, μία από τις εκφάνσεις του ανθρώπου στη σχέση του με τον κόσμο, τελώντας σε μία υπαρξιακή ενότητα με την ανθρώπινη κοινωνία, , καθ’ όλη την αρχαία ελληνική ιστορία. 17 Eν τούτοις, η στοχοθεσία της τεχνογνωσίας & της εφαρμογής της δεν προσανατολίστηκε στον «εξανθρωπισμό» της φύσεως ,


ούτε στην πλήρη καθυπόταξη του εχθρικού ή αδιάφορου ως προς τον άνθρωπο περιβάλλοντος ή ακόμη στην εγκαθίδρυση ενός imperium hominis. Φυσικά, η τεχνολογία παρατηρείται σε όλα τα πολιτισμικά στάδια της ανθρωπότητας, ήδη από την Παλαιολιθική Eποχή, ως δημιουργικό χαρακτηριστικό του ανθρώπινου γένους ( βλ. αρχαιοελληνικός μύθος του Προμηθέα για τη δύναμη της φωτιάς ). Όμως, έως τη Bιομηχανική Eποχή. δεν εισβάλλει και δεν μετασχηματίζει ριζικά το σύνολο των εκδηλώσεων της ανθρώπινης ομάδας, περιορίζεται σε τοπικά & χρονικά πλαίσια, δεν « καταβροχθίζει » τη φύση και τον άνθρωπο, στέκεται μαζί του και όχι υπεράνω αυτού, ως μία από τις πολλές και ισοδύναμες μεταβλητές του συστήματος, ως δημιουργία και όχι ως ανώνυμη και «αλλότρια» παραγωγή, ως πραγματικότητα και όχι ως πρακτική. Στα πλαίσια αυτά κινήθηκε και η αρχαία ελληνική σκέψη, στην οποία κοινός τόπος υπήρξε ότι η τεχνολογία (τέχνη ), όπως και οι υπόλοιπες ανθρώπινες δυνατότητες έκφρασης και δημιουργίας, δεν εμπεριέχουν στοιχεία ηθικής ( ηθικό περιεχόμενο ) απλά υπάρχουν φύσει. Στον ανθρώπινο λογισμό έγκειται η ευθύνη της τελικής επιλογής και της ορθής χρήσης, με τρόπον ώστε να υπηρετούν τον άνθρωπο, όχι να υπηρετούνται από αυτόν. ΠAPAΠOMΠEΣ : [ ANΘPΩΠOΣ & EMBIA ONTA . B’: O ANΘPΩΠOΣ EΛΛOΓON ZΩON ] 1. A. Preus, Science and Philosophy in Aristotle’ s Biological Works, Georg Olms Verlag, New York, 1975, 218. 2. J.Cl. Bringuier, Conversations libres avec Jean Piaget, Coll. Reponses, ed. R.Laffont, Paris, 1977. J. Piaget, The Origin of Intelligence in the Child, 1966. 3. R. Pendergast, Cosmos, Fordham University Press, New York, 1973, pp. 22-23 & 29. 4. Ό.π., ( σημ. 3 ), pp. 11-12. 5. J.Derbolav, Das Problem einer philosophischen Grundlegung der Pädagogik, aus Festschrift für K. Holzamer, Tübingen 1966, ss. 6-8. I. Düring, Aristoteles. Darstellung und Interpretation seines Denkens, Carl Winter Universitätsverlag, Heidelberg, 1966. Για τα ελλην., O Aριστοτέλης. Παρουσίαση και Eρμηνεία της Σκέψης του, μτφρ. A. Γεωργίου - Kατσίβελα, τ. B’, miet, Aθήνα, 1994, σσ. 22-24. W.Wieland, Die aristotelische Physick, Göttingen 1962, ss. 45-46. 6. H. Roth, Pädagogische Anthtropologie, Bd1, Hannover, 19713, ss. 19-20. M.Langeveld, Einführung in die Pädagogik, Stuttgart, 1951, s. 98. 7. I.Düring, ό.π., ( σημ. 5 ), B’, σ. 228. R.J. Rowe, The Eudemian and Nicomachean Ethics. A study in the Development of Aristotle’s Thought, PCPS Suppl. Vol. no3, Cambridge, 1971, esp.: Part II, Ch. 1, pp.63-72. 8. Mυρτώ Δραγώνα-Mοναχού, « H Προαίρεσις στον Aριστοτέλη και τον Eπίκτητο. Mία συσχέτιση με την έννοια της πρόθεσης στη φιλοσοφία της πράξης », Φιλοσοφία 5/ 6, (1975-76): 267, 283-4 & 306. M.Ganter, Mittel und Ziel in der praktischen philosophie des Aristoteles, Freiburg/München 1974, p.86. κ.ε. Kap.: «Die Wurzel der aristotelischen Prohairesis» der «Prohairesis», Dissertation, Basel, 1943. 9. T.S. Lowry, The Archaeology of Economic Ideas. The Classical Greek Tradition, Duke University Press, Durham, 1987, p.54. 10. Για μία άλλη διάσταση του εé χρÉσθαι στο πολιτειακό σώμα, βλ. Eμ.Mικρογιαννάκης, Παθολογία Πολιτευμάτων στην Aρχαιότητα, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1992, σ.160 κ.ε. Eπίσης, η αρχή του ορθού μέσου δεν έχει σχέση με το ιδανικό της μετριότητας ή την Iατρική, αλλά έχει τις ρίζες της στον Πολιτικό του Πλάτωνα. I.Düring, ό.π., ( σημ. 5 ), B’, σσ.224-225. 11. H âπιστήμη μαζί με τη διάνοιαν συναποτελούν τη νόησιν περd τcν οéσίαν, ενώ η πίστις και η ε¨κασία τη δόξαν περd γένεσιν ( Πλάτ. Πολ. Z, 533 e 7 - 534 b 2 ):


12. G.E.R. Lloyd, Methods and Problems in Greek Science, Cambridge University Press, Cambridge, 1991, pp. 128-140. 13. K.Axelos, L’ Héraclète et la Philosophie, Eds de Minuit, Paris, 19621. Για τα ελλην., O Hράκλειτος και η Φιλοσοφία, Eκδ. Eξάντας, Aθήνα 19741/ 1986, σσ. 265-273 . 14. B.Kyrkos, Die Dichtung als Wissenproblem bei Aristoteles, Gesellschaft für thessalische Furschungen, Karavias Verlag, Athen, 1972, ss. 180-183. 15. W. Kullmann, Il pensiero politico di Aristotele, Guevini e Associati, Milano, 1992 (Iταλική Έκδοση). Για τα ελλην., H Πολιτική Σκέψη του Aριστοτέλη, μτφρ. Δ. Iακώβ (από το γερμανικό πρωτότυπο) & A. Pεγκάκος, miet, Aθήνα, 1992 1 / 1996 2, σ. 64 κ.ε. B.Kύρκος, O άνθρωπος και η τεχνολογία του: Προβλήματα συνείδησης και ευθύνης (ανάτυπο), Δωδώνη IE/3(1986): 165-173, ιδίως σ. 167. 16. W. Kullmann, ό.π., ( σημ. 15 ), σσ. 48-49. B. Hassenstein, Instict. Lernen.Spielen. Einsicht, München, 1980, ss. 107 & 119. K. Lorenz, Vergleichende Verchaltensforschung. Grundlangen der Ethologie, Vien / New York, 1978, ss. 258 κ.ε. 17. Π.Tζαμαλίκος, «Φιλοσοφία και Tεχνολογία», Φιλοσοφία 21 / 22, (1991 - 1992): 116-143.


KOINΩNIA ANΘPΩΠΩN Oι

οικολογικές διαστάσεις της αριστοτελικής αυτάρκειας - ευδαιμονίας

Oι έννοιες της αυτάρκειας & της ευδαιμονίας συμπλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται στην αρχαία ελληνική φιλοσοφική σκέψη. Kατ’ αρχάς, η Φύσις είναι αυτάρκης, ενώ οι πηγές της θεωρούνται αξιόπιστες σε μία σταθερή αναφορική βάση ( Δημόκριτος, Fr. B, 176 D.K. ). 1 Στη συνέχεια, αφ’ ενός ο θεός, ως àθάνατον ζÿ΅ον και α¨τία τοÜ àγαθοÜ , είναι αυτάρκης ως προς την ευδαιμονία, αφ’ ετέρου η ευδαιμονία αποτελεί αυτάρκη δύναμη προς το ευ ζην, αγαθό που συναποτελείται από όλα τα αγαθά ( Πλάτ. Όρ., 411 a 3-4 : « Θεeς ζÿ΅ον àθάνατον, αûταρκες πρeς εéδαιμονίαν· οéσία àίδιος, τÉς τ’ àγαθοÜ φύσεως α¨τία » & 412 d 10-e 1 : « Eéδαιμονία àγαθeν âκ πάντων àγαθ΅ν συγκείμενον· δύναμις αéτάρκης πρeς τe εé ζÉν· τελειότης κατ\ àρετήν · èφελία αéτάρκης ζÿώου » ), συνεπώς η πόλις, ως έννομο σύνολο ανθρώπων, είναι κοινωνία αυτάρκης, η οποία έχει ως ύψιστο σκοπό της ύπαρξής της την ευδαιμονία ( Πλάτ. Όρ., 413 e 10-11 :« Πολιτεία κοινωνία πλήθους àνθρώπων αéτάρκης πρeς εéδαιμονίαν· κοινωνία πλήθους öννομος » & 415 c 2-3 :« Πόλις οrκησις πλήθους àνθρώπων κοινοÖς δόγμασιν χρωμένων· πλÉθος àνθρώπων •πe νόμον τeν αéτeν ùντων » ). Mε τον Aριστοτέλη, ορίζεται εκτενώς η ευδαιμονία, σε σχέση πάντοτε με την αυτάρκεια. Πρόκειται για μία «προσηγορία» ( ονομασία, «κατηγορία επιστητού» ), στην οποία κοινωνούν μόνον οι άνθρωποι σε ολόκληρο το ζωϊκό βασίλειο, για μία ενέργεια που καθίσταται το μέγιστο αλλά και άριστο αγαθόν, στο οποίο μετέχουν ο άνθρωπος και ο θεός, πρόκειται, δηλαδή, για μία ακόμη ανθρωπολογική κατηγορία ( Aριστ.: Hθ. Nικ. A10, 1099 b 32-1100 a 1 : « E¨κότως οsν οûτε βοÜν οûτε ¥ππον οûτε ôλλο τ΅ν ζÿώων οéδbν εûδαιμον λέγομεν· οéδbν γaρ αéτ΅ν οxόν τε κοινωνÉσαι τοιαύτης âνεργείας » & Hθ. Eυδ. A7, 1217 a 18-29 : « ^OμολογεÖται δc μέγιστον εrναι καd ôριστον τοÜτο τ΅ν àγαθ΅ν τ΅ν àνθρωπίνων ( àνθρώπινον δb λέγομεν ¬τι τάχ\ iν ε­η καd βελτίονός τινος ôλλου τ΅ν ùντων εéδαιμονία, οxον θεοÜ )· τ΅ν γaρ ôλλων ζÿώων, ¬σα χείρω, τcν φύσιν τ΅ν àνθρώπων âστίν, οéθέν κοινωνεÖ ταύτης τÉς προσηγορίας· » ). Ως ακρογωνιαίοι λίθοι της θεωρούνται η φρόνηση, η χαρούμενη διάθεση (™δονή, χαίρειν ) & η ηθική αρετή ( Aριστ.: Hθ. Nικ. A8, 1098 b 23-25 / Hθ. Eυδ. A1, 1214 a 30-33 / Hθ. Mεγ. A3, 1194 b 5-6 / Πολ. H1, 1323 b 1-3 / Προτρ., B94 ). H ομοιόμορφη & ισόρροπη ανάπτυξη και εκδίπλωση του τρίπτυχου ‘ σώματος-ψυχής-πνεύματος ’ στον άνθρωπο, οδηγεί στην αυτάρκεια, η οποία δεν χαρακτηρίζεται από υπερβολή ή από πολλές ή μεγάλες δυνατότητες, μόνον από την αρετή και τον περιορισμό της δεήσεως ( ανάγκης ), σύμφωνα « μέ τcν φύσιν ëκάστου », όπως επισημαίνει ο Aριστοτέλης, γεγονός που σηματοδοτεί, για άλλη μία φορά, την ‘ οικολογική ’ χροιά των φιλοσοφικών του αναζητήσεων. Eπί πλέον, εφ’ όσον η αυτάρκεια αποτελεί την πλέον συμφέρουσα και λειτουργική (= βελτίστη ) κατάσταση, στην οποία δύναται να φθάσει ο άνθρωπος στη ζωή του, είναι ταυτόχρονα το τέλος και το τέλειον, σε σχέση με αυτήν. H πόλις, που συνίσταται σε πολλές μικρές κοινωνίες ( κώμες ), φθάνει καλλίτερα στην αυτάρκεια, έχει δε και αυτή, όπως κάθε πολίτης ξεχωριστά, τις άριστες «προδιαγραφές», δηλαδή, προσανατολίζεται στο εs ζÉν ( Aριστ. Hθ. Nικ. K9, 1178 b 33 1179 a 6 : «. . δεÖ καd το σ΅μα •γιαίνειν καd τροφcν καί τcν λοιπήν θεραπείαν •πάρχει.. οé γaρ âν τFÉ •περβολFÉ τe αûταρκες οéδ\ ™ πρÄξις, δυνατeν δb καd μc ôρχοντα γÉς καd θαλάττης πράττειν τa καλά· καd γaρ àπe μετρίων δύναιτ\ ôν τις πράττειν κατa τcν àρετήν » / Πολ. Γ9, 1280 b 29-35 : « .. πόλις .. κοινωνία τόπου καd τοÜ μc àδικεÖν σφÄς αéτοfς καd τÉς μεταδόσεως χάριν· .. ™ τοÜ εé ζÉν κοινωνία .. ζωÉς τελείας χάριν καd αéτάρκους » / Πολ. A2, 1252b 27-1253a 4 : «.. οrον γaρ ≤καστόν âστι τÉς γενέσεως τελεσθείσης, ταύτην φαμbν τcν φύσιν εrναι ëκάστου. .. ^H δ\ αéτάρκεια καd τέλος καd βέλτιστον » ). Aμφότεροι, πολίτες και πόλις, σταδιακά υψώνονται διά μέσου της δικαιοσύνης και της σωφροσύνης, της φρονήσεως ( πράττειν καλ΅ς, κατ’ àρετήν ) και της ανδρείας, στη μακαριότητα & την ευδαιμονία. Aς σημειωθεί ότι ο Aριστοτέλης διαχωρίζει την ευδαιμονία ( = καρπός επιπόνων προσπαθειών ) από την ευτυχία ( = καλή τύχη ), σύμφωνα και με


την ετυμολογία των αντίστοιχων λέξεων [ α. εéδαιμονία = ευτυχία, μακαριότητα < εé + δαίμων β. εéτυχία = καλή τύχη < εé + τυχεÖν εκ του τυγχάνω γ. (ï) ùλβος = αφθονία, πλούτος, ευημερία, ευτυχία σε σχέση με υλικά αγαθά < άγνωστης ετυμολογίας, εκ του ¬λος + βίος ( ; ) ]. Aπαραίτητη προϋπόθεση της ευδαιμονίας είναι η α¥ρεσις καθ\ α•τόν, η ελευθερία βούλησης και της επιλογής ( Aριστ. Πολ. H1, 1323 b 21-36 : « ..àρετÉς καd φρονήσεως καd τοÜ πράττειν κατa ταύτας, .. , âπεd καd τcν εéτυχίαν τÉς εéδαιμονίας.. ëτέραν εrναι .. Oéθbν δb καλόν öργον οûτ\ àνδρeς οûτε πόλεως χωρdς àρετÉς καd φρονήσεως.. » & Hθ. Nικ. A5, 1097 a 33-35 : « .. τέλειον τe καθ\ α•τe αîρετeν α¨εd καd μηδb ποτb δι\ ôλλο. TοιοÜτον δ\ ™ εéδαιμονία μάλιστ\ εrναι δοκεÖ » ). Bέβαια, ο σταγειρίτης φιλόσοφος δεν αναφέρεται στην ευδαιμονική κλίμακα της Πλατωνικής Πολιτείας, η οποία αντιστοιχεί στην ανθρώπινη ψυχή. Σύμφωνα με το διδάσκαλό του, κάθε πολιτειακή εφαρμογή εμπερικλείει εκατοντάδες βαθμούς ευδαιμονίας, οι οποίοι εξαρτώνται από το ύψος, την ένταση, την πληρότητα και τη διάρκεια της ευαρέσκειας, της αγαλλίασης τους και της μακαριότητας που προσφέρει. Στην ανώτατη βαθμίδα της προαναφερθείσας πλατωνικής κλίμακας θα τοποθετείτο ο Σωκράτης με την όλη του φιλοσοφική στάση & το ήθος του . 2 Eπίσης, όλα τα ηθικά συστήματα της Aρχαιότητας υπήρξαν, λιγότερο ή περισσότερο, ευδαιμονιστικά, εφ’ όσον δέχονταν την ευδαιμονία ως το έσχατο αγαθό της ηθικής. Eν τούτοις, στον Aριστοτέλη , ως κώδικας αναφοράς λαμβάνεται πάντοτε το « καθ’ ≤καστα », με αποτέλεσμα να μην υπάρχει στο έργο του κάποιος αυστηρός και ορισμένος « κώδικας παραγγελμάτων », αλλά ένα πλαίσιο στο οποίο οριοθετείται η πρακτική ανθρώπινη συμπεριφορά. H ηθική, πλέον, προσανατολίζεται όχι στο αποτέλεσμα της πράξεως αλλά στην ελεύθερη βούληση και την επιλογή του αγαθού, δηλαδή, στην πρόθεση ( Aριστ. Hθ. Nικ. Θ15, 1163 a 22-23 : « τÉς àρετÉς καd τοÜ ¦θους âν τFÉ προαιρέσει τe κύριον » ). Tο ηθικό αγαθό θεμελιώνεται στην υλικήεμπειρική πραγματικότητα, “μετουσιώνεται”, όμως, σε ψυχική & πνευματική πραγματικότητα με ανθρωπολογική αναφορά και ειδολογικό ( φορμαλιστικό ) χαρακτήρα, συνεπώς, η αριστοτελική ευδαιμονία αποτελεί καθαρή ειδολογική αρχή, καθαρή ενέργεια του νου, χωρίς να αποκτά ποτέ αυτοτελή μεταφυσική χροιά. Πρόκειται για ένα αγαθόν κτητόν àνθρώπÿω δυνάμει ( Aριστ.: Hθ. Nικ. A1, 1094 b 7 / A4, 1096 b 34 / A6, 1098 a 27 & 16-18 / A13, 1102 a 14-15 ), με θεία-μεταφυσική προοπτική, υπό την έννοια ότι εκφράζει την τάξη του κόσμου & ι τη φύση των υπαρχουσών ουσιών ( Aριστ. Φυσ. A8, 199 a 9-10 = οντολογική τελειότητα εκάστου όντος ~ οικολογική τοποθέτηση ). Στο αριστοτελικό έργο, λοιπόν, ως ευδαιμονία, λογίζεται η ευζωΐα & η ευπραξία, η αρμονική πλήρωση των αναγκών, των σκοπών και των επιδιώξεων του ανθρώπου, νοούμενου ως ολότητας. 3 Kοινωνία & Φύσις O Aριστοτέλης επισημαίνει ότι η κοινωνικότητα και η σύνταξη πολιτείας αποτελούν, και αυτές, ανθρωπολογικές κατηγορίες ( Aριστ.: Πολ. A2, 1252 a 28 κ.ε. : φυσικόν / προαίρεσις & 1253 a 28 . Γ6, 1278 b 19. H13, 1332 a 38 κ.ε. / Hθ. Nικ. A5, 1097 b 11 & I9, 1169 b 18 : « ôνθρωπος φύσει ζÿ΅ον πολιτικeν ». 14, 1162 a 17 « συνδυαστικόν μÄλλον j πολιτικeν » / Hθ. Eυδ., 1242 a 22-25 : « οé μόνον πολιτικeν àλλa καd ο¨κονομικόν, κοινωνικόν » / Tοπ. E2, 130 a 26-28 & b 8 E3, 132 a 19-20 : « ζÿ΅ον ≥μερον φύσει » E4, 133 a 21-23 : « δεκτικeν âπιστήμης » / Περί τα ζώα ιστ.A1, 487 b 33 κ.ε. & A6, 491 a19 κ.ε. / Περί ζώων γεν. Γ2, 753 a 7 κ.ε. ). 4 H ηδονή, που απορρέει από την συνεύρεση με τους «ομοίους», απαντάται ευρέως στο ζωϊκό βασίλειο, όπου τα συγγενή συνημερεύουν àλλήλοις (τοÖς ïμογενέσιν ) , κατά φύσιν. Έμφυτη είναι, επίσης, η έλξη των δύο φύλων ( άρρενος-θήλεος ) και στους ανθρώπους, με σκοπό την αναπαραγωγή & την επιτυχή επιβίωση ( Aριστ.: Hθ. Eυδ. H5, 1239 b 17-20 : « .. τοÖς γaρ ïμοίοις ταûθ\ ™δέα, καd ≤καστον δb φύσει αéτe α•τÿ΅ ™δύ. Διe καd φωναd καd ≤ξεις καd συνημερεύσεις τοÖς ïμογενέσιν ≥δισται àλλήλοις, καd τοÖς ôλλοις ζÿώοις· » / Pητ. A11, 1371 b 12-17 : «.. Kαί âπεd τe κατa φύσιν ™δύ, τa συγγενÉ δb κατa φύσιν àλλήλοις âστίν, πάντα τa συγγενÉ καd ¬μοια ™δέα ½ς âπd τe πολύ, οxον ôνθρωπος àνθρÿώπω ¥ππος ¥ππω καd νέος νέÿω.. » / Πολ. A2, 1252 a 26-31 : « \Aνάγκη δc πρ΅τον συνδυάζεσθαι τοfς ôνευ àλλήλων μc δυναμένους εrναι, οxον θÉλυ


μbν καd ôρρεν τÉς γενέσεως ≤νεκεν.. ôρχον δb φύσει καd àρχόμενον διa τcν σωτηρίαν » ). Eν τούτοις, ο «συναγελασμός» των ανθρώπων δεν περιορίζεται στο συνεσθίειν και το συμπίνειν, αλλά επικεντρώνεται στο συναισθάνεσθαι και το συγγνωρίζειν ( Aριστ.: Hθ. Eυδ. H12, 1244 b 23-26 : « .. œστε καd το συζÉν τe συναισθάνεσθαι καd τe συγγνωρίζειν âστίν» & 1245a 9-18 : «âπd τ΅ν κοιν΅ν πρ΅τον καd τοÖς ôλλοις ζÿώοις, οxον τοÜ συνεσθίειν j τοÜ συμπίνειιν » ). O σταγειρίτης φιλόσοφος διακρίνει, στα έργα του, τις διαφοροποιήσεις που υφίστανται μεταξύ μελών σε ομάδες έμβιων όντων & ατόμων σε ανθρώπινες κοινωνικές ομάδες, καθώς και τις οικολογικές διαστάσεις των κοινωνικο - πολιτικών μορφωμάτων, κορωνίδα των οποίων θεωρείται η πόλις. Πιο συγκεκριμένα, η διαδικασία της φυσικής επιλογής δίδει ( δημιουργεί, παράγει ) άτομα με ανεπτυγμένες τις κοινωνικές τους τάσεις. 5 Oι άνθρωποι ( ζÿ΅α συναγελαστικa ) ξοδεύουν ενέργεια & χρόνο στο να διατηρούν φιλικές σχέσεις με τον ομήγυρό τους. Kίνητρο είναι η « φιλαλληλία », το να αρέσει ο ένας στον άλλο ( Δημόκριτος, B158 D.K. : « ™ πρeς àλλήλους ïρμή » & Πλάτ. Nόμ., 680 D ). Eξαίρεση καθ’ όλην την αρχαιοελληνική παράδοση αποτελεί ο Φιλοκτήτης, ôφιλος, öρημος, ôπολις, âν ζ΅σιν νεκρός ( Σοφ. Φιλ, 1018 ). 6 Tα άτομα καταξιώνονται μέσα στο κοινωνικό σύνολο, εφ’ όσον αισθάνονται χρήσιμα και παραγωγικά ( αρχής γενομένης από τα βιολογικά φαινόμενα, π.χ. την αναπαραγωγή ), 7 υφίσταται, δηλαδή, κάποιος μηχανισμός που λειτουργεί στον άνθρωπο κάνοντάς τον κοινωνικό. Στην άποψη ότι η «πολιτισμένη κοινωνία» διαμορφώθηκε αρχικά ως άμυνα εναντίον των αγρίων θηρίων, αντιτίθεται η πεποίθηση του Aριστοτέλη ότι οι κακοί άνθρωποι είναι χειρότεροι των θηρίων, διότι η ζωώδης φύση ενυπάρχει και καιροφυλακτεί σε όλα τα ανθρώπινα όντα, πολώνεται , όμως, και περιορίζεται σε μία κοινωνία έννομη, όπου ™ κρίσις περd τοÜ δικαdου αποτελεί την τάξη αυτής της πολιτικής κοινωνίας ( Aριστ. Πολ. A2, 1253 a 31-38 : « ≠Ωσπερ γaρ καd τελεωθbν βέλτιστον τ΅ν ζÿÿώων ôνθρωπός âστιν, ο≈τω καd χωρισθbν νόμου καd δίκης χείριστον πάντων. Xαλεπωτάτη γaρ àδικία öχουσα ¬πλα· ï δb ôνθρωπος ¬πλα öχων φύεται φρονήσει καd àρετFÉ, οxς âπd τàναντία öστι χρÉσθαι μάλιστα. Διe àνοσιώτατον καd àγριώτατον ôνευ àρετÉς καd πρeς àφροδίσια καd âδωδcν χείριστον. ^H δb δικαιοσύνη πολιτικόν· ™ γaρ δίκη πολιτικÉς κοινωνίας τάξις âστίν· ™ δb δίκη τοÜ δικαdου κρίσις » ). Σύγχρονες, μάλιστα, ανθρωπολογικές παρατηρήσεις έχουν καταδείξει ότι η συμπόνοια ( οίκτος, ευσπλαχνία ) και η ευγένεια ηθών & ψυχής καλλιεργείται μόνον όταν χρησιμοποιείται ο λόγος ( η λογική, ο νους ). Oι άνθρωποι κατά την παιδική ηλικία ή οι ομάδες που ζουν πρωτόγονα ( όχι σε συντεταγμένες κοινωνίες ) επιδεικνύουν σκληρότητα που σχετίζεται, ίσως, με την επικράτηση του ενστίκτου ή την ανάγκη επιβίωσης. Διαπιστώνεται, επίσης, ότι η φυσική επιλογή ( γενετική κληρονομικότητα ) ‘ενθαρρύνει’ μερικές μορφές συμπεριφοράς ενώ ‘αποθαρρύνει’ άλλες, παρατήρηση που αποτελεί βασική θέση της Kοινωνιοβιολογίας ( = επιστημονικού κλάδου που μελετά τη βιολογική βάση της ανθρώπινης συμπεριφοράς ). 8 H δομή της κοινωνικής ομάδας, αναφορικά είτε με τον άνθρωπο, είτε με τα κοινωνικότερα εκ των ζώων, τείνει να είναι ιεραρχική ( hierarchical ). Eπί πλέον, τα κοινωνικότερα ζώα, όπως και οι άνθρωποι που ζουν νομαδικό βίο, περιπλανώνται κατά ομάδες και όχι ως μοναχικοί « ταξειδιώτες » ( Aριστ. Πολ. A2, 1252 a 26-31 A5, 1254 b10-13 : « Πάλιν âν àνθρώπÿω καd τοÖς ôλλοις ζÿώοις ½σαύτως τa μbν γaρ ≥μερα τ΅ν àγρίων βελτίω τcν φύσιν, τούτοις δb πÄσι βέλτιον ôρχεσθαι •π\ àνθρώπου· τυγχάνει γaρ σωτηρίας ο≈τως» A8, 1256 b 15-20 : « ≠Ωστε ïμοίως δÉλον, ¬τι καd γενομένοις ο¨ητέον, τά τε φυτά τ΅ν ζÿώων ≤νεκεν καd τa ôλλα ζÿ΅α τ΅ν àνθρώπων χάριν, τa μbν ≥μερα καd διa τcν χρÉσιν καd διa τcν τροφήν, τ΅ν δ\ àγρίων, ε¨ μc πάντα, àλλa τa γε πλεÖστα τÉς τροφÉς καd ôλλης βοηθείας ≤νεκεν, ¥να καd âσθcς καd ôλλα ùργανα γίνηται âξ αéτ΅ν » / Πολ., 6.6.5 κ.ε. & Διόδ., I.6 : volgiragi ≠ soliragi ). 9 Tέλος, ο ιδιότυπος μηχανισμός που έχουν υιοθετήσει τα ανώτερα θηλαστικά, είναι ένα δίκτυο προσωπικών σχέσεων , βασιζόμενο στην ατομική αναγνώριση ( individual regognition ). Oι άνθρωποι και οι πόλεις επιζούν εξ αιτίας της μεταδόσεως ( μοιράσματος, ανταλλαγής ). Mόνον στις ανθρώπινες κοινωνίες λειτουργούν πολύπλοκα συστήματα μετάδοσης της γνώσης ( information flow ), όπως, επίσης, μόνον τα τέκνα των ανθρώπων φροντίζουν παράλληλα με τα μικρά τους και τους γονείς τους ( Δημόκριτος, B 278 D.K. & Aριστ. Hθ. Nικ. E8, 1133 a 2 / Περί


τα ζώα ιστ. Θ1, 588 a 16 - 589 a 9 : « τa μbν οsν êπλ΅ς, œσπερ φυτά, κατa τaς œρας àποτελεÖ τcν ο¨κείαν γένεσιν· τa δb καd περd τaς τροφάς âκπονεÖται τ΅ν τέκνων, ¬ταν δ\ àποτελέσFη χωρίζονται καd κοινωνίαν οéδεμίαν öτι ποιοÜνται· τa δb συνετώτερα καd κοινωνοÜντα μνήμης âπd πλέον καd πολιτικώτερον χρ΅νται τοÖς àπογόνοις· £ν μbν οsν μέρος τÉς ζωÉς αî περd τcν τεκνοποιίαν ε¨σί πράξεις αéτοÖς, öτι δ\ ≤τερον αî περd τcν τροφήν· περd γaρ δύο τούτων α¥ τε σπουδαd τυγχαίνουσιν οyσαι πÄσαι καd ï βίος. αî δb τροφαd διαφέρουσι μάλιστα κατa τcν ≈λην âξ ο¥ας συνεστήκασιν. ™ γaρ αûξησις ëκάστοις γίνεται κατa φύσιν âκ ταύτης, τe δb κατa φύσιν ™δύ· διώκει δb πάντα τcν κατa φύσιν ™δονήν » ). 10 Συνεπώς, το στοιχείο της κοινωνικής συμπεριφοράς στον άνθρωπο προσδιορίζεται σε αρχικό επίπεδο γενετικά ( πρωτογενώς, ως βιολογικό υπόστρωμα ). Πρώτος, λοιπόν, συστατικός παράγων και στη δημιουργία κρατών ή άλλων κοινωνικο-πολιτικών σχηματισμών αποτελεί η κοινωνική ορμή. H αναγωγή και η ένταξη του ανθρώπου & των πολιτισμικών παραγώγων του βίου του στα χαρακτηριστικά & τις λειτουργίες του φυσικού οικοσυστήματος, καταδεικνύει την πρωτοπόρο και, για πρώτη φορά, ολοκληρωμένη οικολογική θεώρηση από τον Aριστοτέλη, του κόσμου στον οποίο εντάσσεται και ο άνθρωπος. Aν και ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται εν μέρει ως αγελαίο πολιτικό ζώο, όπως η μέλισσα, η σφήκα, το μυρμήγκι και ο γερανός( άλλες κατηγοριοποιήσεις είναι τα μονήρη ζώα, καθώς και τα αγελαία διασκορπισμένα ), υπερβαίνει τις ζωοκοινωνίες χάριν στο διαπροσωπικό συνεκτικό μέσο που φύσει διαθέτει, το λόγο( γλώσσα, νους : α.. επικοινωνία / μετάδοση γνώσεων & ροή πληροφοριών β. “δημιουργική” θέαση & βίωση του κόσμου / παρέμβαση του ανθρώπου στον κόσμο των αντικειμένων ). H ενεργοποίηση της δεύτερης παραμέτρου, της έλλογης απόφασης, καθιστά την κοινωνικότητα σε συνάρτηση με την πολιτεία, αμιγώς ανθρωπολογική κατηγορία. Eν τούτοις, οι έννοιες πολιτικόν ζÿ΅ον ( βάση ) & öλλογον ζÿ΅ον ( εποικοδόμημα ) δεν ταυτίζονται, δεν παρατηρείται, δηλαδή, ταυτοσημία, εφ’ όσον τα öθη του ανθρώπου είναι âπαμφοτερίζοντα, âπd τe χεÖρον καd τe βέλτιστον . Παράλληλα, διαφαίνεται στα έργα του Aριστοτέλη και ο μεταφυσικός νατουραλισμός, ο οποίος δομείται σε ορισμένα σημεία της μεθοδολογίας του: στο ότι α ) οι ουσίες υπάρχουν φύσει ( Φυσ. B1, 192 b 32-33 ), β ) η πολιτική κοινότητα & η πόλις υπάρχουν « φύσει » [ πολιτικός νατουραλισμός ], γ ) κάθε τι «κατά φύσιν» είναι ορθό ή δίκαιο, δ ) η πόλις « φύσει » προηγείται των μελών , ε ) τα ανθρώπινα όντα διαθέτουν «φύσει» ικανότητες- δυνατότητες απαραίτητες για τη δημιουργία πολιτικής ζωής, καθώς διαθέτουν «φύσει» την ροή ( ορμή ) προς την κοινωνική & πολιτική ζωή ( Πολ. A2, 1253 a 7-18 & Γ6, 1278 b 15-30 ) και στ ) η πόλις «καλλιεργεί», προωθεί το «φύσει» τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. 11 u Mία άλλη διάσταση των ανθρώπινων κοινωνιών, που είχε απασχολήσει τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, ήταν η έννοια του δικαίου στη φύση και την κοινωνία. Mε τον Πλάτωνα και το έργο του «Πολιτεία», συντελείται μια εμβάθυνση στην ουσία του πολιτικού φαινομένου & του ανθρώπινου βίου εντός των πλαισίων μιας συντεταγμένης πολιτείας. H σύσταση πολιτικής κοινωνίας αποτελεί οντολογικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης υπόστασης, διότι είναι η προϋπόθεση εκείνη που απαιτείται για την ολοκληρωμένη ανάπτυξη του ατόμου. Παρόμοιες αντιλήψεις ( Aριστ.: Hθ. Nικ. A5, 1097 b 6-11 : « .. τe γaρ τέλειον àγαθeν αûταρκες εrναι δοκεÖ. Tό δb αûταρκες λέγομεν οéκ αéτÿ΅ μόνÿω τÿ΅ ζ΅ντι βίον μονώτην, àλλa καd γονεÜσι καd τέκνοις καd γυναικd καd ¬λως τοÖς φίλοις καd πολίταις, âπειδc φύσει πολιτικeν ï ôνθρωπος » & I9, 1169b 18-19 : « πολιτικeν γaρ ï ôνθρωπος καd συζÉν πεφυκός » = η αριστοτελική «πολιτεία» δηλώνει, αφ’ ενός την « πόλεως τάξιν » / μορφή διακυβέρνησης, αφ’ ετέρου « βίον τινa πόλεως » / τη ζωή των πολιτών & Πολ. Γ6, 1278 b 8 Δ11, 1295 b 1 ) περνούν στο αριστοτελικό έργο, όπου το αντιθετικό ζεύγος νόμÿω ≠ φύσει ( ηθική βιολογία ) τείνει να συγκεραστεί, εφ’ όσον υφίστανται και παγκόσμιοι νόμοι ( φύσει ) και άκρως υποκειμενικοί ( νόμÿω ) ή προσαρμοζόμενοι στις εκάστοτε ανάγκες και στα αντίστοιχα δεδομένα των κοινωνιών [ Πλάτ. Mίν., 317 b 2-318 c 3 & Aριστ. Hθ. Nικ. Γ6, 1113 a 26 / E10, 1134 b 15 κ.ε. = δίκαιον ο¨κονομικόν ( διανέμει, κατατάσσει ) & πολιτικόν ( φυσικόν ακίνητον καd νομικόν κινητόν ) / I4, 1166 a 12-13 / I9, 1169b 29-31 : « ™ εéδαιμονία âνέργειά τις âστιν, ™ δ\ âνέργεια δÉλον ¬τι γίνεται καd οéχ


•πάρχει œσπερ κτÉμα τι. ε¨ δb τe εéδαιμονεÖν âστdν âν τÿÿÿÿÿ΅ ζÉν καd âνεργεÖν . .» / K2, 1173 a 14-15 : « οéδb γaρ αî τÉς àρετÉς âνέργειαι ποιότητές ε¨σίν, οéδ\ ™ εéδαιμονία ». Hθ. Eυδ. B10, 1227 a 28-30 : «..™ βούλησις φύσει μbν τοÜ àγαθοÜ âστίν, .. καd βούλεται φύσει μbν τe àγαθeν..» / H15, 1249 a 20-21 : « διa τοÜτο ï àληθ΅ς εéδαίμων καd ≥διστα ζήσει, καd τοÜτο οé μάτην οî ôνθρωποι àξι΅σιν » ). 12 Σύμφωνα με το σταγειρίτη φιλόσοφο, το δίκαιον της πολιτικής κοινωνίας ( « πολιτικeν δίκαιον » ) διακρίνεται σε: α ) φυσικόν, του οποίου η ισχύς είναι παγκόσμια και δεν επιδέχεται αλλαγές, είναι δε προσαρμοσμένο ( φύσει κοινόν ) στην «ροή» των φυσικών φαινομένων ( μεταβλητότητα ) και την βαθύτερη ουσία του κοσμικού γίγνεσθαι ( φύσει « κινητόν » ) & β) νομικόν j àνθρώπινον, τοοποίο λειτουργεί κατά συνθήκην και κατόπιν «συμβάσεως» μεταξύ των μελών μιας κοινωνικής ομάδας, εφ’ όσον δημιουργείται ένας κοινός κώδικας επικοινωνία ς ( π.χ. μέτρα και σταθμά και οι αντίστοιχες τιμές πώλησης των προϊόντων ) σύμφωνα με τα εκάστοτε συμφέροντα, ποικίλλει δε από πολιτεία σε πολιτεία, καθώς θεσπίζεται από τους ανθρώπους. Tο τελευταίο, μάλιστα, διακρίνεται περαιτέρω σε « ôγραφον » & « γεγραμμένον » ( Σοφ. Aντ., 454 κ.ε. / Ξεν. Aπομν., IV. 4. 19 = οι άγραφοι νόμοι έχουν καθολική ισχύ και θεϊκή προέλευση, διΐστανται δε από το φυσικό δίκαιο / Aριστ. Hθ. Nικ. E10, 1134 a 26-30 : « δίκαιον πολιτικeν. Kαθ’ ïμοιότητα, τι δίκαιον » & b 18-1135a 5: δίκαιον πολιτικeν = φυσικόν , τe πανταχοÜ τcν αéτcν öχουν δύναμιν & νομικόν συνθήκFη - κινητά, οé ταéτά πανταχοÜ Pητ. A13, 1373 b 4-9: νόμος κοινός, κατa φύσει & ίδιος , τeν ëκάστοις ½ρισμένον πρeς α•τούς = « ôγραφος καd γεγραμμένος » & A15, 1375 a 31-33 ). Πώς αντιμετωπίζεται, όμως, από τον Aριστοτέλη, η περαιτέρω διαφοροποίηση, που υπήρχε στην αρχαία ελληνική αντίληψη, σε δίκαιον της φύσεως και φυσικό δίκαιον ; 13 Σύμφωνα με τους νόμους της φύσεως, ο σχυρότερος ( στην ανθρώπινη διάσταση, ο κρείττων ) κυριαρχεί, ôρχει τοÜ ≥ττονος διότι εrναι α­σχιστον καd κάκιον ( δυσλειτουργικό ) τe àδικεÖσθαι. H ‘φυσική επιλογή’ , λοιπόν, και η ιεράρχηση σε επίπεδα & λειτουργίες αποτελεί απαράβατο καθεστώς στα φυσικά οικοσυστήματα, αντίθετα, στα ανθρώπινα δεδομένα των πολιτικά θεσπισμένων κοινωνιών, αδικία & ντροπή θεωρείται τe àδικεÖν. H δε δικαιοσύνη, στην ανθρώπινη κοινωνία, είναι ενέργημα, « πρακτική κατa προαίρεσιν διανεμητική τοÜ ­σου κατ\ àναλογίαν », ενώ η αδικία είναι « •περβολή j öλλειψις τοÜ èφελίμου j βλαβεροÜ » , αντίστοιχα ( Πλάτ. Γοργ., 482 e 5-6 :« ½ς τa πολλa δb ταÜτα âναντί\ àλλήλοις âστίν, ≥ τε φύσις καd ï νόμος» / 483 a 7-8 : « φύσει μbν γaρ πÄν α­σχιόν âστιν ¬περ καd κάκιον, τe àδικεÖσθαι, νόμÿω δb τe àδικεÖν » / 483 d 1-6 : « .. φύσει .. δίκαιόν âστιν τeν àμείνω τοÜ χείρονος πλέον öχειν και τeν δυνατώτερον τοÜ àδυνατωτέρου .. πολλαχοÜ .. ο≈τως öχει, .. âν τοÖς ôλλοις ζÿώοιις καd τ΅ν àνθρώπων âν ¬λαις τοÖς πόλεσι καd τοÖς γένεσιν .. τeν κρείττω τοÜ ≥ττονος ôρχειν καd πλέον öχειν » & Aριστ. Hθ. Nικ. E9, 1133 b 29 - 1134 a 13 : « .. ^H δb δικαιοσύνη μεσότης τις âστdν .. ^H àδικία .. •περβολή καd öλλειψις τοÜ èφελίμου j βλαβεροÜ παρa τe àνάλογον .. τοÜ δb àδικήματος τe μbν öλαττον τe àδικεÖσθαι âστίν, τe δb μεÖζον τe àδικεÖν » ). 14 H αριστοτελική μεσότης καταδεικνύεται και στον τομέα αυτό. H δικαιοσύνη λειτουργεί, αφ’ ενός, σύμφωνα με το νόμο και την ισότητα που ορίζεται ως μεσότης, αφ’ ετέρου με το « ποιεÖν καd φυλάττειν » την ευδαιμονία & τα μέρη ( μόρια ) αυτής στην πολιτική κοινωνία, με αποτέλεσμα, ως φαυλότης να θεωρούνται αμφότερα, το àδικεÖν και το àδικεÖσθαι ( Aριστ. Hθ. Nικ., E2, 1129 a 32 - 1129 b 11 : « .. ï δίκαιος öσται ¬ τε νόμιμος καd ï ­σος.. » / E3, 1129 b 17 - 1130 a 2 : «.. δίκαια λέγομεν τa ποιητικa καd φυλακτικa εéδαιμονίας καd τ΅ν μορίων αéτÉς τFÉ πολιτικFÉ κοινωνί÷α.. » / E6, 1131 a 15-16 : «\Eπεί δb τe ­σον μέσον, τe δίκαιον μέσον τι iν ε­η » / E15, 1138 a 28-29 : « .. ôμφω μbν φαÜλα, καd το àδικεÖσθαι καd τe àδικεÖν » ). Tέλος, στον άνθρωπο υπάρχουν, δυνάμει, οι αρετές, οι οποίες τελειοποιούνται διά του έθους ( Aριστ. Hθ. Nικ. B1, 1103 a 19-26 : « .. Oûτ\ ôρα φύσει οûτε παρa φύσιν âγγίγονται αî àρεταί, àλλa πεφυκόσι μbν ™μÖν δέξασθαι αéτάς, τελειουμένοις δb διa τοÜ öθους » & Hθ. Eυδ. B10, 1227 a 23-31 : « .. ^Oμοίως δb καd ™ βούλησις φύσει μbν τοÜ àγαθοÜ âστί, παρa φύσιν δb καd τοÜ κακοÜ, καd βούλεται φύσει μbν τe àγαθόν, παρa φύσιν δb καd κατa διαστροφήν καd τe κακόν » ).


Eν τούτοις, η διάσταση κοινωνίας - φύσεως, η οποία “ τεχνητά ” δημιουργήθηκε στην αρχαία ελληνική σκέψη, δεν γεφυρώθηκε ποτέ ολοκληρωτικά, πριν και μετά τον Aριστοτέλη. Aρχικά στον Hράκλειτο, ο νόμος & το δίκαιον αποτελούν στοιχεία του κόσμου ( φυσικού γίγνεσθαι ) και της ανθρώπινης υπόστασης & κοινωνίας, με τρόπον ώστε να αλληλοδιαπλέκονται σε μία αδιάσπαστη ενότητα. O κόσμος, λοιπόν, θεωρείται «συντεταγμένη πολιτεία», η δε πόλις « μικρόκοσμος » ( Hράκλειτος, B 114 D.K. : « τρέφονται γaρ παντeς οî àνθρώπειοι νόμοι •πe ëνός, τοÜ θείου » / Aριστ. , Περί κόσμ. ). Tούτη είναι η κοσμολογική- οντολογική χροιά του δικαίου. Παράλληλα, όμως, η φύσις αρχίζει να αντιδιαστέλλεται προς το πολιτισμικό φαινόμενο και τις ανθρώπινες κοινωνίες. H ευνομία για πρώτη φορά διΐσταται της ύβρεως στην Oμηρική Oδύσσεια ( P, 487 ), ο Nόμος ως Φυσικός Nόμος , ανιχνεύεται στα Έργα και Hμέραι του Hσιόδου ( στ. 276-278 ), ενώ οι Eυνομία, Δίκη & Eιρήνη, ως τέκνα της Θέμιδας, εμφανίζονται στη Θεογονία ( στ. 901-903 )του Bοιωτού ποιητή. 15 Bασικότατα σημεία της έρευνας του Δημόκριτου, στον τομέα της κοινωνιογνωσίας, συνδέονται άμεσα με τις έννοιες του κράτους & του δικαίου. Πρόκειται για «παράγωγα» της ανθρώπινης εξέλιξης, με σκοπό την ικανοποίηση ζωτικών αναγκών και τη μείωση των πιθανοτήτων αλληλοσπαραγμού ή εξαφάνισης του ανθρώπινου γένους. Σε δεύτερη βαθμίδα, στόχος είναι η εξυπηρέτηση των πολιτών, το κοινeν καλόν. Oι εχθροί μίας ομάδας ανθρώπων ( κοινωνίας ) διακρίνονται σε ενδογενείς & εξωγενείς. Ως εσωτερικοί κίνδυνοιθεωρούνται τα μεμονωμένα εκείνα άτομα που υποτάσσουν το κοινό καλό στο προσωπικό τους συμφέρον. Eξωτερικούς κινδύνους αποτελούν οι άλλες βιοκοινωνίες, με τις οποίες καλείται να μοιραστεί ένα «χώρο» η ανθρώπινη ομάδα ( π.χ. ζωοκοινωνίες, άλλες ανθρώπινες ομάδες ). H υπεράσπιση του ‘ζωτικού χώρου’ & της ομαλής λειτουργίας σε αυτόν, αποτελεί, για το Δημόκριτο, πρωταρχικό αίτιο σύστασης μιας κοινωνίας. Δευτερογενές στοιχείο είναι η εμφάνιση και προάσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας, που συνδέεται με το φαινόμενο της δουλείας & τους δουλοκτητικούς θεσμούς της οικονομίας. H ατομική ιδιοκτησία και η δουλεία δεν υπάρχουν φύσει στον άνθρωπο ( Δημόκριτος, Fr. 245, 248, 252, 258, 259 & 260 D.K. ). O Φιλόλαος ο Πυθαγόρειος ισχυρίζεται ότι οι αποδείξεις στη γεωμετρία λειτουργούν φύσει καd ùχι νόμÿω ( Φιλόλαος ο Πυθαγόρειος, B9 D.K. ), οι δε Iατροί διαχωρίζουν τη φύση , δηλαδή, τη φυσική πραγματικότητα, από το νόμο & τα φαινόμενα ( Iππ. Περί δεσμ. , I. 4 : « ï νόμος γaρ τFÉ φύσει περd τούτων âναντίον » ). 16 Oι Σοφιστές πρεσβεύουν την συγγένεια όλων των ανθρώπων (« ο¨κείοι πολίτες Lπαντες εrναι » ) φύσει, διότι ο νόμος είναι τύραννος, καθώς βιάζει σε αρκετά σημεία τη φύση. Σύμφωνα με το σοφιστή Aντιφώντα ( σύγχρονο του Σωκράτη, έτερος του ρήτορα Aντιφώντα στο Θουκυδίδη ) : α ) η πολιτεία συγκροτείται κατόπιν σύμβασης, β ) στη συμβίωση πολλών ανθρώπων έγκειται η χροιά και η εφαρμογή κανόνων δικαίου, εφ’ όσον ακολουθεί την ιδία φύσιν όταν κανείς ζει μόνος του και γ ) τα κοινά στοιχεία μεταξύ των ανθρώπων λειτουργούν αναφορικά προς τη φύση ( π.χ. η αναπνοή είναι κοινή για όλους τους ανθρώπους ), πρέπει, μάλιστα, αυτά να λαμβάνονται υπ’ όψιν, σε αντίθεση με τις πολιτισμικές διαφορές που είναι τεχνητές & συμβατικές ( Aντιφών ο Σοφιστής, Περί Aλήθειας, B44 : « Tά μbν γaρ τ΅ν νόμων âπίθετα, τa δb τÉς φύσεως àναγκαÖα· καd τa μbν γaρ τ΅ν νόμων ïμολογηθέντα, οé φύντα âστίν, τa δb τÉς φύσεως φύντα οéχ ïμολογηθέντα » ). Στο προαναφερθέν απόσπασμα ο όρος φύσις σημαίνει την αλήθεια / την πραγματικότητα / τον τρόπο που ζει κανείς, που υπάρχει και λειτουργεί, το σκοπό της ζωής που είναι η μειωμένη θλίψη και πόνος, καθώς και τe ζÉν συμφώνως τFÉ φύσει , με αποτέλεσμα, ο διαχωρισμός νόμÿω-φύσει να αποκτά, εδώ, και ηθική απόχρωση . 17 Περισσότερο και καυστικότερα αντιτιθέμενοι στους συμβατικούς κοινωνικούς θεσμούς, από την πρώτη ομάδα Σοφιστών ( Iππίας / Aντιφών / Aλκιδάμας / Λυκόφρων ), υπήρξαν οι Σοφιστές που ανήκαν στη λεγόμενη «δεύτερη γενιά» ( μαθητές του Γοργία = Θρασύμαχος, Kαλλικλής, Kριτίας ). 18 O Πλάτων στο έργο του Γοργίας ( 484 A ), διαπιστώνει ότι το φυσικό δίκαιο έχει γενική ισχύ, δεν είναι συμβατικό και αποτελεί απόρροια της ανθρώπινης φύσεως και των συναφών με αυτή απαράβατων δικαιωμάτων ( ≠ το της φύσεως δίκαιον ), απηχώντας τη νομοτέλεια του φυσικού


κόσμου, ενώ στον Πρωταγόρα, φθάνει να κατονομάζει το νόμο ως τύραννο των ανθρώπων ( 337 d 1-3 : « τe γaρ ¬μοιον τÿ΅ ïμοίÿω φύσει συγγενές âστιν, ï δb νόμος, τύραννος üν τÿων àνθρώπων, πολλa παρa τcν φύσιν βιάζεται. » ). Tέλος, μία επί πλέον διάσταση στην έννοια του δικαίου στην πολιτική κοινωνία, είναι και αυτή της συνθήκης, της σύμβασης ( γνωστότερη ως « Kοινωνικό Συμβόλαιο » ), η οποία αποδίδεται στους Σοφιστές ( Aντιφών / Kριτίας / Πλάτ. Πρωτ., 322 D κ.ε. & Πολ. B, 359 A / Aριστ. Πολ. Γ9, 1280 b κ.ε. = για το Λυκόφρωνα ) 19 και εμπλουτίζεται αργότερα από τον Kήπο ( Σχολή Eπίκουρου ), ενώ αναβιώνει στο Mεσαίωνα περνώντας στη νεώτερη φιλοσοφική σκέψη, ιδίως του 18 ου αι. ( Hobbes, Hume, Leibniz, Locke, Machiavelli, Rousseau, Spinoza, Wolff, κ.α. ). 20 ΠAPAΠOMΠEΣ : [ ANΘPΩΠOΣ & EMBIA ONTA : Γ’ KOINΩNIA ANΘPΩΠΩN ] 1. K.D. White, Country Life in Classical Times, Paul Elek, London, 1977, p.74. 2. Eμμ. Mικρογιαννάκης, Παθολογία Πολιτευμάτων στην Aρχαιότητα, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα 1992, σσ. 58-59 και 70-71. 3. R.Heinaman, «Eudaimonia and Self-Sufficiency in the Nicomachean Ethics», Phronesis XXXIII, (1988): 31-53. D.Papadis, «Tο Πρόβλημα της Eυδαιμονίας και η Aριστοτελική του Λύση», Φιλοσοφία 17 / 18, (1987-1988): 356-390. J.Whiting, «Human Nature and Intellectualism in Aristotle», Archiv für Geschichte der Philosophie 68 (1986): 70-95. A. Rorty (ed.), Essays on Aristotle’s Ethics, Berkeley 1980. Esp.: J.L. Ackrill: «Aristotle on Eudaimonia», pp. 15-33, κ.α. J.Cooper, Reason and Human Good in Aristotle, Cambridge 1975, p.99. 4. W. Kullmann, Il pensiero politico di Aristotele, Guevini e Associati, Milano, 1992 (Iταλική Έκδοση). Για τα ελλην., H Πολιτική Σκέψη του Aριστοτέλη, μτφρ. Δ. Iακώβ (από το γερμανικό πρωτότυπο) & A. Pεγκάκος, miet, Aθήνα, 1992 1 / 1996 2, σσ. 41 κ.ε. & 155 κ.ε. 5. A.Loizou & H.Lesser (eds), Polis and Politics. Essays in Greek Moral and Political Philosophy Avebury Series in Philosophy, 1990, esp. pp. 12-22. M.von Cranach, K.Foppa, W.Lepenies & D.Ploog (eds), Human Ecology, CUP, 1979. Esp.: H. Krummer, «On the value of social relationships to non-human primates», p.381. 6. J.P. Vernant & P.Vidal-Naquet, Tragedy and Myth in Ancient Greece, transl. by J.Lloyd, Harvester Press, Brighton, 1981, p.180. 7. H.Krummer, ό.π., ( σημ. 5 ), p. 389 ff. 8. J.L. Bintliff & C.F. Gaffney (eds), Archaeology at the Interface, bar International Series, 300, 1986. Esp.: J.Chapman, “Human Sociobiology and Archaeology”, pp. 94-109. R. Trigg, Understanding Social Science, Basil Blackwell, London, 1985, p. 184. Πρώτος, στη σύγχρονη εποχή, ο sir Julian Huxley (1923) άρχισε να προσανατολίζεται στην ιδέα μιας “ σχέσης αλληλεπίδρασης της Bιολογίας με την Kοινωνιολογία ”. J.Boswell, Life of Johnson, Clarendon Press, Oxford, 1953, p.309. 9. A.Loizou & H.Lesser, ό.π., ( σημ. 5 ), p.16. 10. W.Burkert, Structure and History in Greek Mythology and Ritual, University of California Press, Berkeley, 1979, p.52 κ.ε. H. Krummer, ό.π., ( σημ. 5 ), p. 385. 11. Fr. Miller Jr., «Aristotle’s Political Naturalism», Apeiron XXII/4, (1989): 195-218 W.Kullmann, «Der Mensch als politisches Lebenwesen bei Aristoteles», Hermes 108, (1980): 419433. 12. G.E.R. Lloyd, «The role of medical and biological analogies in Aristotle’s Ethics», Phronesis XIII, (1968): 76. 13. B. Kύρκος, Aρχαίος Eλληνικός Διαφωτισμός και Σοφιστική, Aθήνα, 1992, σσ. 216-218. 14. Ό.π., ( σημ. 13 ), σσ. 176-177.


Γ. Mιχαηλίδης - Nουάρος, «Nέα Aξιολόγηση του διαλόγου του Θρασυμάχου με το Σωκράτη», ΠAA 53, (1978): 117-137. 15. J.H.Jeffery, Archaic Greece. The City-States c.700-500 B.C., Ernst Benn, London, 1976, esp. Ch.3, pp. 39-49. 16. A.W.H. Adkins, From the Many to the One, Cornell University Press, Ithaca / New Y ork, 1970, p.113. 17. Ό.π., ( σημ. 16 ), p. 113. 18. Ό.π., ( σημ. 13 ), σσ. 176-177. Nικολίτσα Γεωργοπούλου-Nικολακάκου, Tο φυσικόν δίκαιον. Iστορικοκριτική θεώρηση του προβλήματος, Aθήνα, 19852. 19. Ch. Kahn, «The Origins of Social Contract Theory in the Fifth Century B.C.», στον τόμο: The Sophists and their Legacy, Wiesbaden, 1981, pp. 92-105. E. Berneker (ed.), Das Naturrecht bei Aristoteles, Darmstadt, 1968. V.Ehrenberg, Die Rechtsidee im frühen Griechentum, Darmstadt, 1966. F. Heinimann, Nomos und Physis. Herkunft und Bedeutung eiher Antithese im griechischen Denken der 5. Jh., Basel 1945 1/ Darmstadt, 1972 2 . 20. Fr. Châtelet, La Philosophie: de Galilée à J.J. Rousseau, Eds Marabout, Paris, 1979.


H ΠOΛIΣ ΩΣ ANΘPΩΠINO OI KOΣYΣTHMA ΣTHN APXAIOEΛΛHNI KH ΠAPAΔOΣH : H ΠOΛIΣ EN XΩPÿΩ: IΣTOPIKOTHTA THΣ ΠOΛEΩΣ H ιστορική εξέλιξη της έννοιας “ πόλις ” σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες & τους σύγχρονους ερευνητές A. Oι Oμηρικές έννοιες της Πόλεως & του Άστεως 1 Στην Iλιάδα, η λέξις πόλις / πτόλις / πτολίεθρον απαντάται 109 φορές, ενώ στην Oδύσσεια 89 φορές. O όρος πτόλις και πτολίεθρον σημαίνει τη θέση, τον τόπο κατοικίας ή την ακρόπολη, ενώ η πόλις ολόκληρη την πολιτική μονάδα με το έδαφός της και την ύπαιθρό της. 2 Στην Iλιάδα, ως πόλεις ονομάζονται οι περιοχές: α) Tροία, Kνωσσός, Γόρτυς, Λύκτος, Mίλητος, Λύκαστος, Φαιστός, Pύτιον, Kως, Oιχαλία & Oλόοσον στον Kατάλογο των Nηών ( Oμ.Iλ.: B, 646-8 / 677 / 730 / 739 ) και β) Θήβα, Άργος, Σπάρτη, Mυκήναι, Eφυραί Kαλυδών, Θρυόεσσα & Λήμνος εκτός του Kαταλόγου ( Oμ. Iλ.: A, 336 / Δ, 51-2 / Z, 152 / I, 530 / Λ, 711 / Ξ, 230 ). 3 Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά την Tροία ( ή Ίλιος ή Πέργαμον τρεις δόκιμες ονομασίες ), όλα τα οικήματα και οι δημόσιοι χώροι, τα ανάκτορα ( δόμος, μέγαρον ), οι οικίες ( δωμάτια ), οι ναοί (νηοί) και η αγορά ( μάλλον ο Όμηρος δεν αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένα διαμορφωμένο αρχιτεκτονικά χώρο ), δηλαδή, το «κέντρο» όπου λαμβάνει χώρα η ενεργή καθημερινότητα, είναι συγκεντρωμένα στην άνω πόλη (Ίλιος), ενώ η ονομασία Tροία δηλώνει ολόκληρη την επικράτεια. Aς σημειωθεί ότι το όνομα ‰Iλιος απαντάται 106 φορές στην Iλιάδα & 19 στην Oδύσσεια, το ‰Iλιον, λέξη που επέζησε στην Kλασσική Eποχή, μόνον μία φορά, το όνομα Tροία απαντάται 50 φορές στην Iλιάδα & 25 στην Oδύσσεια, ενώ το όνομα Πέργαμον (( < πούργος = πόλις ) αναφέρεται στην ακρόπολη του Iλίου ( Oμ. Iλ. H, 344 κ.ε. & O, 70-71 ) .4 H λέξη πόλις ( < μυκηναϊκή πτόλις ) σημαίνει την τειχισμένη ακρόπολη όπου υπάρχει το βασιλικό ανάκτορο. Ως προς την έννοια της πόλεως στην Oδύσσεια, σημειώνεται ότι : i) H ιστορία του Tηλέμαχου είναι κυρίως η ιστορία ενός συγκεκριμένου οίκου, καθώς και η ιστορία της πατρικής γης ( Oμ. Oδ. θ, 555 ). Δεν αποτελεί, όμως, η πόλις μία απλή συνάθροιση φυλών ( clans ) 5 και ii) H πόλις ως ‘όλον’ διαχωρίζεται και από τους οίκους που την αποτελούν, δηλαδή, από τα επί μέρους στοιχεία ( Oμ. Oδ. β, 154 ).6 Eπίσης, στα Oμηρικά Έπη, γενικά, η πόλις λαμβάνει μία δημόσια & ηρωϊκή χροιά ( Oμηρ. Ύμνος στη Δήμητρα, 270-271 / Διόδ., V. 6. 2 ) 7 και αντιμετωπίζεται ως ‘ όλον ’ υπό την εξωτερική γωνία ενός παρατηρητή ( εκτός αυτής ) . Σε ειδικές περιπτώσεις ( Oμ. Iλ. P, 144 ), μάλιστα, η πόλις σημαίνει ολόκληρη την επικράτεια ( ~ πόλιςκράτος ). 8 Παράλληλα, στην Iλιάδα, η λέξη ôστυ απαντάται 88 φορές, ενώ στην Oδύσσεια 49 φορές. Tο ôστυ ( Γραμμική B = Wa-ty ≠ πινακίδες της Kνωσσού = Ptolikhatas ) δηλώνει κάθε κατοικημένο κέντρο ( Oμ. Oδ., στ.177-8 ). 9 Πιο συγκεκριμένα, στην Iλιάδα, ως άστεα χαρακτηρίζονται η Tροία, η Zήλεια, Kαλυδών, Πύλος, Λήμνος & η Ίμβρος ( Iλ. B, 660 / Δ, 103 / I, 589 / Λ, 683 / Ξ, 281 ). 10 Tο άστυ, μάλιστα, ορίζει τη «χαμηλή» ( κάτω ) περιοχή διαμονής έξω από την τειχισμένη ακρόπολη. Oι «μικροί» οχυρωμένοι οικισμοί της Iωνίας έχουν τη μορφή πόλεως, παράλληλα με τις λειτουργίες του άστεως. Tέλος, στα Oμηρικά Έπη, το «άστυ» αποτελεί αντικείμενο περισσότερο των προσωπικών-ατομικών συναισθημάτων, 11 καθώς αντιμετωπίζεται υπό την οπτική γωνία των κατοίκων, ενδογενώς, ενώ σε ειδικές περιπτώσεις, το άστυ σημαίνει το κατοικημένο μέρος της πόλεως. 12 B. H πόλις στο Hσίοδο & την Aρχαϊκή Eποχή «Pίζες» της κλασσικής πόλεως ανιχνεύονται, επίσης, και στις μικρές αυτάρκεις ελληνικές κοινωνίες της Aρχαϊκής Eποχής, των οποίων τα μέλη παρήγαγαν τα δημητριακά, το ελαιόλαδο &


το κρασί τους, και εξέθρεφαν αιγοπρόβατα & βοοειδή. Tέτοιες κοινότητες περιγράφονται στο έργο του Hσιόδου Έργα και Hμέραι, όπου αναφέρονται οι βασιλείς, ο δήμος, οι τεχνίτες, οι γεωργοί-καλλιεργητές & οι βοσκοί. Tο κέντρο της κοινωνικής και διοικητικής ζωής της κοινότητας ήταν η τειχισμένη πόλις με την αγορά, δεν υπήρχε, όμως, αναφορά σε ναό ή παλάτι. Παρά ταύτα, η Άσκρα του Hσιόδου, η γενέτειρά του, ήταν ένα χωριό ( κώμη ) της Bοιωτίας, και όχι μία αυτόνομη πόλις, και ανήκε στην εδαφική κυριότητα της πόλεως των Θεσπιών, πρόκειτ,ο δηλαδή, για μία συντηρητική αγροτική κοινότητα χωρίς νομισματοκοπή, γραπτούς θεσμούς, αμυντικές συμμαχίες, στρατιά οπλιτών, ναυτικό, στοιχεία - χαρακτηριστικά των μεταγενέστερων πόλεωνκρατών ( Hσ. Έργ. και Hμ., 269 & 639 ). 13 Στα έργα του Hσιόδου, αν και υπάρχουν μεταφορές & προσωποποιήσεις, εφ’ όσον η πόλις και ο οίκος δεν εμφανίζονται προσωποποιημένα, όπως στον Όμηρο[ οι κίνδυνοι που απειλούν τα μυκηναϊκά κέντρα οφείλονται σεαπειλές ένδοθεν (~ Oδύσσεια ή εχθρούς έξωθεν ( ~ Iλιάδα ) ]. H παρέκβαση της θείας δίκης αυτόματα οδηγεί στην ρήξη της σχέσης του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον &τους νόμους του, συνεπώς, σε δεινά, όπως είναι ο λοιμός ή ο λιμός. Έχει επισημανθεί ότι οι πρώτες μαρτυρίες οργάνωσης, έστω και απλοϊκές, του νέου κοινωνικοπολιτικού συστήματος της πόλεως, μεθομηρικά, ανευρίσκονται στον Hσίοδο. Mε το Σόλωνα, δε, η ευνομία ορίζεται σε αμιγώς ανθρώπινα πλαίσια και η νομοθεσία ( ~ Δίκη ) λαμβάνει το νέο της πρόσωπο μέσα στην κοινωνία της πόλεως. H πόλις και ο οίκος με την ύπαιθρο, δηλαδή, η πόλις-κράτος, αντιμετωπίζεται πλέον ως ένας ζωντανός οργανισμός που βάλλεται από πολιτικές & κοινωνικές νόσους . 14 Στην αρχαϊκή πόλη, η τριπλή λειτουργία του θεσμού του βασιλιά μεταλλάσσετται, καθώς η κύρια θεότητα - προστάτιδα της πόλεως δεν βρίσκεται στη φροντίδα μόνον της βασιλικής οικογένειας, στον τομέα του πολέμου, τους συναθροισμένους στρατιώτες οδηγεί ένας ευγενής εκλεγμένος από τους ομότιμούς του ευπατρίδες και εγκεκριμένος από τη συνέλευση ως ο πολεμικός αρχηγός τους, ενώ στις δίκες, οι αποφάσεις δεν γίνονται αποδεκτές πλέον αναντίρρητα, αλλά κρίνονται, και στην περίπτωση που ο δικαστής σφάλλει, πληρώνει πρόστιμο (ποινή σε χρήματα ). Eπί πλέον, σε θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, λαμβάνονται αποφάσεις από συμβούλιο ή τη συνέλευση και όχι από μεμονωμένο πρόσωπο, ενώ ο θεσμός της ενδογαμίας αρχίζει να χαλαρώνει και σε αρκετές περιπτώσεις, να καταργείται. Tέλος, καταγράφονται κανόνες δικαίου (νόμοι ≠ πάτρια, νόμιμα ) και θεσπίζονται «âπιμαχίαι» ( αμυντικές συμμαχίες ), συμμαχίαι ( επιθετικές και αμυντικές συμμαχίες ), φιλίαι & ξενίαι ( διμερείς γραπτές συνθήκες επίσημης υποστήριξης & ι φιλίας ), υφίστανται, δε, ήδη τον 7 ο αι. π.X. , διαλλαξίαι ( μηχανισμοί διαιτησίας , ) καθώς και αθλητικοί αγώνες σε θρησκευτικά κέντρα, με σκοπό τη συνένωση των Eλλήνων. 15 Γ. H Πόλις - Kράτος της Kλασσικής Περιόδου Σύγχρονοι μελετητές διακρίνουν πέντε υπο-τομείς στην κοινωνική μορφολογία της αρχαιοελληνικής πόλεως-κράτους: τον θρησκευτικό, πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό και εκείνον της μόρφωσης και του βίου ( τρόπου ζωής ), οι οποίοι τη χαρακτηρίζουν. Πιο συγκεκριμένα, σε θρησκευτικό επίπεδο, η αρχαιοελληνική πόλις, σε αντίθεση με την Pωμαϊκή, δεν περικλείεται από ένα «ιερό σύνορο», εφ’ όσον ορισμένοι από τους θεούς έχουν ιερά & βωμούς στο άστυ, ενώ άλλοι στην ύπαιθρο ή τα χωριά, η απαγόρευση της ταφής εντός της πόλεως θεσπίζεται σταδιακά, ο δε Kλεισθένης συμπεριλαμβάνει σε κάθε φυλή, δήμους από την ακτή ( παραλία ), την ενδοχώρα ( μεσογαÖα )και την πόλη ( ôστυ ). 16 H πόλις ( πόλις-κράτος ) της Kλασσικής Eποχής περιλαμβάνει την ύπαιθρο ( χώρα, περιφέρεια, ολόκληρη την επικράτεια ) & το κέντρο ( ôστυ ), ενώ άλλος τύπος πολιτικής οργάνωσης είναι τe öθνος ή ™ ο­κησις κατa κώμας ( Θουκ., I.5.1 & I.10 = παράδοξο θεωρείται το ότι αναφέρεται, π.χ. στη Σπάρτη , η οποία δεν είναι συνοικισμένη, τειχισμένη ή πυκνοκατοικημένη, ως «πόλιν» ). Ένας περαιτέρω διαχωρισμός διαφοροποιεί την επικράτεια της πόλεως-κράτους ( π. χ. « πολιτική χώρα » των Σπαρτιατών ) από το υπόλοιπο τοπίο εκτός « συνόρων » της. 17


Mία ακόμη επισήμανση, το ότι ο τύπος που κατοικεί στο άστυ είναι àστεÖος (πνευματώδης, πονηρός, μορφωμένος), ενώ εκείνος της υπαίθρου καλείται «αγροίκος» ( και με τη σύγχρονη έννοια ), δεν οδηγεί στη ρήξη υπαίθρου & πόλεως, εξ αιτίας άλλων διαχωρισμών, όπως εκείνου των πτωχότερων πολιτών, των ημιελεύθερων δούλων και των πολιτών κατά το ήμισυ, οι οποίοι κατοικούν στο άστυ μαζί με τους πλούσιος «αγροκτήμονες» της υπαίθρου ( Aριστ. Πολ. H12, 1331a 30 κ.ε. & Πολ., IV.73.6-10 ). 18 O κάτοικος της υπαίθρου σε μία αρχαία ελληνική πόλη ψηφίζει στην πόλη, λαμβάνει μέρος στα κοινά, πουλά τα προϊόντα του στις αγορές του κέντρου, προστρέχει στα δικαστήρια, παίρνει μέρος στις θρησκευτικές εορτές, όπως και ο κάτοικος του άστεως. 19 Aν και η πόλις-κράτος θεωρείται ως αντιπροσωπευτικότερος & σπουδαιότερος τύπος οργάνωσης στην αρχαία Eλλάδα, στη μεν Στερεά Eλλάδα, οι Θεσσαλοί, οι Λοκροί, οι Aιτωλοί & οι Aκαρνάνες, στη δε Πελοπόννησο, οι Hλείοι, οι Aρκάδες & οι Aχαιοί, παραμένουν για αρκετό χρονικό διάστημα ασύντακτοι πολιτικά. Oι Aχαιοί και οι Aιτωλοί σχηματίζουν « ομοσπονδίε ς» ( κοινά ), που επιβιώνουν της δημιουργίας πόλεων , σε περίπτωση αυτοδιοίκησης ορισμένων τμημάτων, ενώ οι Bοιωτοί και οι Φωκείς σχηματίζουν «κοινά», αφού έχουν διασπασθεί σε αυτοδιοικούμενες περιοχές , που οδήγησαν στο σχηματισμό πόλεων. Oι Θεσσαλοί διασπώνται σε τέσσερα τμήματα ( τετραρχίες ) που υπάγονται στον ταγό, ανώτατο στρατιωτικό ηγέτη και έναν από τους αρχηγούς των τεσσάρων τμημάτων. Oι Aρκάδες και οι Hλείοι διασπώνται σε αυτόνομες κοινότητες ( δÉμοι ), και μόνον το 471 π.X. συνοικίζονται πέντε από αυτές για τη δημιουργία πόλεως, της Mαντινείας. Tέλος, οι Mακεδόνες καθώς και οι πληθυσμιακές ομάδες της Πίνδου & της Hπείρου που διαμένουν σταθερά σε αυτές τις περιοχές, διατηρούν την αρχική φυλετική τους οργάνωση ( κληρονομική βασιλεία, συμβούλιο γερόντων, συνέλευση πολεμιστών ).20 Eν τούτοις, σε όλες τις προαναφερθείσες περιπτώσεις των αρχαιοελληνικών πολιτικών - εδαφικών σχηματισμών , επιβιώνουν οι ενωτικές τάσεις με τα θρησκευτικά κοινά, τις αμφικτιονίες, τους θρησκευτικούς αγώνες και τα Mαντεία ( ^Eορτή \Aπόλλωνος στο Tριόπιο = Δωρικές Πόλεις NA Aιγαίου / ^Eορτή \Aπόλλωνος στη Δήλο = Ίωνες από Aττική, Eύβοια, Kυκλάδες, Mικρασιατική Iωνία / Λατρεία Πυθαέως \Aπόλλωνος = Θρησκευτική ένωση των περιοχών Άργους, Kλεωνών, Φλιούντα, Σικυώνας, Eπιδαύρου, Tροιζήνας, Eρμιόνης, Aίγινας, Nαυπλίας / Πυλαία \Aμφικτυονία : Eαρινή & Mετοπωρινή => \Aμφικτυονία τ΅ν Δελφ΅ν = Δωριείς, Ίωνες Bοιωτοί, Θεσσαλοί, Mάγνητες, Mαλιείς, Δόλοπες, Aχαιοί, Φθιώτες, Aινιάνες, Περραιβοί / Πανιώνιον = Iωνικές πόλεις του Aνατολικού Aιγαίου • \Oλύμπια, ‰Iσθμια, Nέμεα, Πύθια • MαντεÖο Δελφ΅ν & MαντεÖ ο Δωδώνης ). Δ. H αρχαία Aθήνα ως πόλις-κράτος στη συνείδηση των αρχαίων Eλλήνων O Θουκυδίδης ( Θουκ., II. 15 ), ο Φιλόχορος ( Φιλ., FGH 328F 94 ), ο Iσοκράτης ( Iσοκρ., X. 35 : « καd πρ΅τον μbν τcν πόλιν σποράδην καd κατa κώμας ο¨κοÜσαν ε¨ς ταÜτeν συναγαγών τηλικαύτην âποίησεν œστ\ öτι καd νÜν àπ\ âκείνου τοÜ χρόνου μεγίστην τ΅ν ^Eλληνίδων εrναι » ), ο Aριστοτέλης ( Aριστ. Πολ. I 2, 1252 b 17 ) & ο Πλούταρχος ( Πλουτ. Θεμ., 24 ), επισημαίνουν ότι η Aττική πριν το Συνοικισμό ήταν κατοικημένη ανά κώμες, σποραδικά, γεγονός που προσανατόλισε ορισμένους από τους σύγχρονους ερευνητές στο να διακρίνουν τρία στάδια, τα οποία προηγήθηκαν του Συνοικισμού, το 1ο Στάδιο, όταν, κατά τη Mυκηναϊκή Περίοδο, η αριστοκρατία της Aνατολικής Aττικής ενοποιείται καιεξελίσσεται σε κέντρο αποφάσεων, το 2ο Στάδιο, όταν , κατά την Yπομυκηναϊκή & Πρωτογεωμετρική Eποχή, προκαλείται ένας «φυσικός» συνοικισμός των κατά τόπους κωμών, εξ αιτίας φυσικών συνθηκών, επιθυμίας για προστασία ή του κλεισίματος των αγορών της Aνατολής και το 3ο Στάδιο, όταν, σε συνδυασμό με πολιτειακές αλλαγές, η Aθήνα είναι το μόνο «κράτος» ( δύναμη, κέντρο ) στην Aττική, στο κατώφλι της Eποχής του Σιδήρου.21 Oι αρχαίες γραπτές μαρτυρίες μας πληροφορούν, επίσης, για το πώς διαμορφώθηκαν οι έννοιες του άστεως και της πόλεως, κατά την Kλασσική Περίοδο, αναφορικά με τους κατοίκους των πόλεων, και, ειδικότερα, των Aθηνών.


Στις αττικές επιγραφές, ο όρος «άστυ» χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πόλη των Aθηνών, συχνά σε αντίθεση με άλλο δήμο της Aττικής ή τους αγρούς (ύπαιθρο). Eν τούτοις, αφ’ ενός ο παλαιός ναός της Aθηνάς βρίσκεται « âν πόλει », το δε Eλευσίνιον « âν ôστει » ή « •πe πόλει», αφ’ ετέρου οι αστυνόμοι ως θεσμός περιλαμβάνει και τον Πειραιά ( προ-άστειο = εκτός των τειχών ), δηλαδή, ο όρος άστυ μπορεί να χρησιμοποιείται έκτοτε για να δηλώσει ολόκληρο το πεδίο της Aττικής ( Aριστ. Aθην.Πολ., XXI.24 ), 22 ενώ, γενικά, ο όρος « πόλις » χρησιμοποιείτο με την πιθανή σημασία της ακροπόλεως, 23 ως μία φυσική έννοια 24 ή ως μία κοινωνική και πολιτική έννοια ( Θουκ., I. 10 . II, 15. VII.77.7 : «ôνδρες γaρ πόλις» / Πλάτ.: Nόμ., 680D-E : « ΠÄσα γaρ σύγκειται πόλις âξ ο¨κι΅ν » & Πολιτ. B, 369 B - 371 C / Παυσ., X.4.1 / Πολυδ. Oνομ., Θ. 98 : « ™ δb διa πολλ΅ν ψήφων παιδιa πλινθίον âστd χώρας âν γραμμαÖς öχον διακειμένας· καd τe μbν πλινθίον καλεÖται πόλις» / Vitr. De Arch., I ) . 25 Στα έργα του Hροδότου, το άστυ διαφέρει από την ακρόπολη ( Hροδ., V. 101. 1 & 2 / VIII, 51, 2 : Aθήνα = ôστυ öρημον + àκρόπολις - ναοί ) 26 . ή από εξωγενή στοιχεία ( Hροδ.: I. 60. 4 & 5 / I. 62. 1-3 / I. 63. 1 / V. 29. 2 / V. 64. 2 / VI. 115 & 116 / V. 29. 2 / V. 92. 2 / V. 104. 2 / VI. 106. 1 / VII.156. 2 ), ενώ η πόλις είναι, είτε τειχισμένη, είτε ατείχιστη ( Hροδ.: I. 5. 3 / I. 14. 4 / I. 21. 2 / I. 84. 5 / I. 88. 2 / VII. 31 / I. 178. 2 / I. 180. 2 / I. 185. 1 / I. 187. 1 / I. 190. 1 / II. 181. 5 / IV. 203. 1 / III. 39. 4 / V. 54. 2 / VI. 103. 3 / VI. 105. 1 : Aθήνα / VII. 220. 4 / VII. 233. 2 ). Eπίσης, ο όρος «πόλις» χρησιμοποιείται με την πιθανή σημασία της ακροπόλεως « âμ πόλει » (Hροδ., V. 101. 2 ), 27 ως μία φυσική έννοια ( Hροδ.: I. 26. 2 / I. 57. 1 / I. 165. 3 / II. 90. 1 / II. 175. 2 / III. 5. 1 / III. 54. 1 / IV. 44. 2 / IV. 79. 2 / VI. 20 / VI. 23. 5 / VI. 53. 1 / VI. 70. 2 / VI. 133. 2 ), ή ως μία κοινωνική & πολιτική έννοια ( Hροδ.: I. 76. 2 / I. 142. 4 / IV. 15. 1 / VIII. 61. 2 ). Στο Θουκυδίδη, ο όρος άστυ έρχεται σε αντίθεση με άλλες τοποθεσίες, όπως για παράδειγμα, με το λιμάνι του Πειραιά, το υπόλοιπο του αττικού πεδίου, την ύπαιθρο & τους αγρούς ( Θουκ.: II.13. 7 / II.17 / II.52 / II.94 / VIII.92.7 & 8 / VIII. 93. 1 ), 28 ενώ η «πόλις» χρησιμοποιείται με την πιθανή σημασία της ακροπόλεως « âμ πόλει » ( Θουκ.: II. 15. 16 / V. 18. 10 / V. 23. 5 / V. 47. 11 / VI. 4. 3 ), 29 ως μία φυσική έννοια ( Θουκ.: I. 3. 4 / I. 5. 1 / I. 10. 2 / I. 62. 1 / I. 64. 2 / I. 65. 2 / I. 69. 1 / I. 71. 2 / I. 93. 7 / II. 17. 1 / II. 22. 2 / II. 24. 1 / III. 29. 1 / III. 34. 1 / IV. 57. 1 / IV. 66. 3 / IV. 103. 4 / V. 11. 1 / VI. 501 & 3 / VI. 61. 2 / VII. 19. 2 / VIII. 35. 3 / VIII. 41. 2 / VIII. 44. 2 / VIII. 67. 2 ) ή ως μία κοινωνική & πολιτική έννοια ( Θουκ.: I. 2. 2 / I. 15. 2 / I. 58. 2 / I. 66 / I. 71. 1 / I. 72. 1 / II. 38. 2 / III. 10. 1 / III. 46. 2 / III. 52. 2 / III. 104. 3 / IV. 61. 2 / V. 82. 4 / VII. 28. 1 / VII. 75. 5 / VII. 77. 4 ). Στις τραγωδίες του Aισχύλου, ο όρος άστυ λαμβάνει τη χροιά του σπιτιού, του τόπου διαμονής ( Aισχ. Πέρσ., 15, 118, 761 & 1071 ). 30 Tέλος, στις κωμωδίες του Aριστοφάνη, ο όρος άστυ έρχεται σε αντίθεση με άλλες τοποθεσίες, όπως για παράδειγμα με έναν δήμο, την ύπαιθρο ή την παραλία , π.χ. το δήμο Aλιμούντος ( Aρ.: Aχαρν., 33 / Eιρ., 1185 / Fr. 107 / Eκκλ. 300 : οî âξ ôστεως & 673 : « ο­κησις μία », àγροί ), 31 ενώ η «πόλις» χρησιμοποιείται με την πιθανή σημασία της ακροπόλεως ( Aρ.: Iππ., 267 & 1093/ Λυσ., 241, 245, 266, 302, 317, 487, 754, 758, 912, 1183 ), 32 ως μία φυσική έννοια ( Aρ. Nεφ., 69, κ.α. ) ή ως μία κοινωνική & πολιτική έννοια ( Aρ. Aχαρν., 205 κ.α. ). Oι περιβαλλοντικές παράμετροι στη μελέτη της ιστορικής εξέλιξης της έννοιας “ πόλις ” Aπό την πληθώρα των σύγχρονων ερευνητών, οι οποίοι μελετούν την ιστορικότητα της αρχαίας ελληνικής πόλεως, υπάρχουν ορισμένοι που προσανατολίζουν, ορθά, το σκεπτικό της έρευνάς τους στις περιβαλλοντικές παραμέτρους διαμόρφωσης της έννοιας στη συνείδηση των αρχαίων Eλλήνων, υπερπηδώντας τις απόψεις που θέλουν την « πόλι» να μην σημαίνει την πόλη-κράτος και το φυσικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, αλλά μόνον την οργάνωση ανθρώπων, όπως προκύπτει από την κοινή γλώσσα ( επικοινωνία ) & την ιστορική δράση, καθώς μπορεί να λειτουργήσει μόνον όπου υπάρχουν ομάδες ανθρώπων με παρόμοιους σκοπούς. 33


Σύμφωνα, λοιπόν, με την ερμηνεία των γεωγραφικών δεδομένων, οι κλασσικές πόλεις δεν είναι παρά οι ώριμες μορφές των πόλεων-κρατών , όπως αυτά περιγράφονται στα Oμηρικά Έπη, 34 αν και η πόλις στην αντίληψη των αρχαίων Eλλήνων δεν σχετίζεται με τη σύγχρονη έννοια του κράτους. Πιο συγκεκριμένα : α ) η «πόλις» περιλαμβάνει το άστυ & την ύπαιθρο, δηλαδή, δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την επικράτεια της ( χώρα , ) καθώς οι αγρότες συνιστούν το ευρύτερο μέρος του πληθυσμού 35 β ) η«πόλις» ορίζει «κράτη», τα οποία είναι δυνατόν να μην περιλαμβάνουν μία πόλη ( αστικό κέντρο ) στο έδαφός τους ( Θουκ., I.5.1 : « πόλεσιν àτειχίστοις » / Iσοκρ., X. 34 : « τcν πόλιν σποράδην καd κατa κώμας ο¨κοÜσαν » / Πλουτ., Quaest. Gr. 17, 295b: « τό παλαιόν, ™ Mεγαρdς èκεÖτο κατa κώμας ε¨ς πέντε μέρη νενεμημένων τ΅ν πολιτ΅ν » = πρώτος ο Hρόδοτος χρησιμοποιεί τον όρο : πολιÉται στο I 96 / κ.α. ) 36 γ ) η «πόλις» νοείται ως κράτος που αντιπροσωπεύει μία τοπική κοινότητα ( local community ), π.χ. αναγνωρίζεται το κράτος των Λακεδαιμονίων, Aργείων, Kορινθίων ( = των τοπικών κοινοτήτων ) και όχι των Δωριέων (=της εθνικής κοινότητας ) στην Πελοπόννησο, συνεπώς, ως «πόλις» νοείται η επικράτεια μίας κοινότητας στην εδαφική έκτασή της 37 δ ) η «πόλις» είναι ένα είδος κράτους, εφ’ όσον λειτουργεί σε αυτή μία τάξη & κοινότητα πολιτών- ιδιοκτητών γης 38 ε ) η «πόλις» είναι ένα κράτος που αντιπροσωπεύει μία κοινότητα, η οποία καταλαμβάνει γη γύρω από ένα αστικό κέντρο , πρόκειται, δηλαδή, για έναν οικισμό με την εδαφική επικράτειά του. H πιο παλαιά σωζόμενη γραπτή μαρτυρία της «πόλεως» νοουμένης ως «επικράτειας» βρίσκεται στον Όμηρο, όπου, ως πόλις νοείται ο οικισμός & η πολιτική κοινότητα, ως δήμος, δε, ο πληθυσμός της επικράτειας ( πόλεως ) & τα εδάφη αυτής. Στον Hσίοδο , αντιμετωπίζεται ως είδος κράτους. Στη συνέχεια, στους ποιητές της Aρχαϊκής Eποχής, η «πόλις» σήμαινε την πόληκράτος ( Oμ. Oδ. α, 237. β, 291-2. ζ, 3 & 176-178 : « οQ τήνδε πόλιν καd γαÖαν öχουσιν· ôστυ δέ μοι δεÖξον » η, 11 θ, 150 & 155 ξ, 329 ρ, 526 τ, 105 ψ, 412-413 ω, 322 και Iλ. Γ, 50 Π, 514 Y, 385 Ω, 706 / Hσ. Έργ. και Hμ., 225-227 & 267-269 / κ.α. ). 39 Bέβαια, ως προς τις εννοιολογικές διαφοροποιήσεις της πόλεως âν χώρÿω, 40 πρέπει να αναφερθεί ότι ο όρος πόλις, ως έννοια, στην αρχαία ελληνική παράδοση, λάμβανε ποικίλες σημασιολογικές νοηματοδοτήσεις, καθώς σήμαινε τόσο την εδαφική επικράτεια του κράτους ( Oμ. Iλ.: B, 677 & Ξ, 230 / Aισχ. Eυμ., 77 / Eυρ. Ίων, 294 / Πλάτ.: Πολ., 415 D Γοργ., 457 B & 460 A / Aριστ. Fr. 498 Rose=Schol (Vat.) Eur. Rsesus 307 : απόσπασμα από την Θεσσαλών Πολιτεία, όπου αναφέρεται ότι ο Aλεύας, ταγός και νομοθέτης των Θεσσαλών, τον 6ο αι. π.X., διήρεσε την πόλη σε κλήρους / Πλουτ. Θεμ., 23. 1 / κ.α. ] , ή μία μεγάλη περιοχή, «χώρα» γενικά ( Eυρ., 730 / Aρ. Eιρ., 250-51 / Πλάτ. Eπιστ. Z, 334 C / Λυσ., VI. 6 / κ.α. ), όσο και τον ή τους οικισμούς που είχαν ακρόπολη ( ôκρα-πόλις ) & μία κάτω χώρα ( ôστυ ), οι οποίοι άρχισαν να ονομάζονται πόλεις, ενώ οι υπόλοιποι οικισμοί καλούνταν δÉμοι ( χωριά ) ή κ΅μαι . Oι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν, δηλαδή, το μέρος για να εκφράσουν το όλο. Στην περίπτωση της Aττικής, οι οικισμοί προστατεύονταν από ακροπόλεις ( citadels ), ονομάζονται, όμως, δήμοι, κατά την Kλασσική Περίοδο, αν και σε πολλούς από αυτούς υπήρχε ανάμνηση ότι στην Προϊστορική Περίοδο ήταν «πόλεις». Όλες οι προαναφερθείσες σύγχρονες απόψεις είναι ορθές, εφ’ όσον παρόμοιες περιβαλλοντικής υφής διαφοροποιήσεις υφίσταντο στην αρχαία ελληνική συνείδηση και πραγματικότητα, τουλάχιστον από τις καταγεγραμμένες μαρτυρίες ( Oμηρικά Έπη, κ.ε. ) & τις μυθολογικές παραδόσεις, όπως τεκμηριώθηκε στα οικεία Kεφάλαια του A’ & B’ Mέρους. Mάλιστα, στην Oδύσσεια, 41 στις διαφοροποιήσεις κάθε τόπου, οι οποίες βασίζονται σε οικολογικές, οικονομικές & οικιστικές παραμέτρους, και απαντούν και στην Iλιάδα, έρχονται να προστεθούν και άλλες εξειδικευμένες διακρίσεις, αφ’ ενός όσες διαχωρίζουν τους τόπους σε : οικείους ( π.χ. Iθάκη, Σπάρτη, Πύλος ), ξένους ( π.χ. περιοχή Kυκλώπων & Λαιστρυγόνων ) και θείους, επουράνιους ( π.χ. Όλυμπος ), επίγειους ( π.χ. νησί της Kίρκης & της Kαλυψώς ) ή καταχθόνιους ( π.χ. βασίλειο του Άδη & της Περσεφόνης, χώρα των Kιμμερίων ), αφ’ ετέρου η σημαντικότατη διάκριση μεταξύ τόπου & κοινωνίας ( π.χ. κοινωνία ανθρώπων, τεράτων ή θεών ). Tέλος, ορθή είναι και η επισήμανση, η οποία στηρίζεται στην παραδοχή της αντίληψης από τους ίδιους τους αρχαίους συγγραφείς, πως το έμψυχο υλικό ορίζει την πόλη, κάτι τέτοιο, όμως, δεν


σημαίνει την κατάργηση ή τον εξοβελισμό της Φύσεως (περιβάλλοντος, τοπίου, φυσικού πλαισίου) από την ιστορικότητα της αρχαιοελληνικής πόλεως, δεδομένο που δεν υποστηρίχθηκε, άμεσα ή έμμεσα από κανέναν συγγραφέα της Aρχαιότητας. 42 ΠAPAΠOMΠEΣ : [ H ΠOΛIΣ EN XΩPÿΩ : A’ IΣTOPIKOTHTA THΣ ΠOΛEΩΣ ] 1. Nτόρα Kόνσολα, “H πρώϊμη αστικοποίηση στην Eλλάδα: Hπειρωτική Eλλάδα”, Aρχαιολογία 62, (1997): 30 - 34 . Mε ενδεικτική βιβλιογραφία. Xρ. Mπουλώτης, “Παραστάσεις πόλεων στην Aιγαιακή Tέχνη της 2ης χιλιετίας π.X.”, Aρχαιολογία 62, (1997): 42 - 53. Mε ενδεικτική βιβλιογραφία. Xρ. Nτούμας, “H πρώϊμη αστικοποίηση στην Eλλάδα: Nησιά του Aιγαίου”, Aρχαιολογία 62, (1997): 35 -41. Mε ενδεικτική βιβλιογραφία. Γ. Xουρμουζιάδης, “O κτισμένος χώρος και οι νεολιθικοί οικοδόμοι”, Aρχαιολογία 62, (1997): 23 -29. ―, “O Προϊστορικός Oικισμός: Ποσότητες & Ποιότητες”, Aρχαιολογία 62, (1997): 17 - 22. R.I. Anderson - Hunter, For Theory Building in Archaeology, New York, 1977. H.Dunbar, A complete concordance to the Odyssey of Homer, revised by B.Marzullo, Hildesheim, 1962. G.D. Pendergast, A complete concordance to the Iliad of Homer, London, 1875. 2. J.Chadwick, Documents in Mycenean Greek, Cambridge, 19732 . Esp. : pp . 94 & 574 ( Glossary. Bλ. τα ομηρικά κύρια ονόματα Πολίτης, \Aστυάναξ, \Aστύαλος, \Aστύνοος, \Aστύοχος.. κ.ο.κ. ). 3. J.V. Luce, The Polis in Homer and Hesiod, in: Proc. RIA 78/C, (1978): 1-15. 4. St. Scully, Homer and the Sacred City, Cornell University Press, Ithaca & London, 1990, pp. 6-7. C.Blegen, Troy and the Troyans, New York, 1963, p.16. 5. St. Scully, ό.π., ( σημ. 4 ), pp. 103 & 105. E.Mireaux, Vie quotidienne au temps d’Homère, Paris, 1967, 50-51. 6. St. Scully, ό.π., ( σημ. 4 ), p. 109. 7. St. Scully, ό.π., ( σημ. 4 ), pp. 8-9. D.R. Cole, Asty and Polis = «City» in Early Greek, Ph D Thesis, Stanford University, Michigan, 1976. E. Benveniste, Le vocabulaire des Institutions indo-européens, I, 1969, p.367 . Mία από τις ερμηνείες της πόλεως ως ακροπόλεως απαντάται στις ινδο-ευρωπαϊκές γλώσσες και σημαίνει «φρούριο». P.Chantraine, Dictionnaire étymologique de la langue grecque. Histoire des mots, Vol. I, Paris, 1968, pp. 129-130. Oρισμός της πόλεως στο Vol. III, Paris 1974, p. 926. J.Myres, Political Ideas of the Greeks, New York, 1927, pp. 67-72. IG IV, no 492, line 3 / IG XII. I, no 677. 8. Γ.Γιατρομανωλάκης, Πόλεως Σώμα. Mία πρώϊμη Eλληνική Mεταφορά και Προσωποποιΐα, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1991, σσ. 82-109 . Στην ασπίδα του Aχιλλέα, η περιγραφή αναφέρεται σε πόλεις και όχι σε άστεα. H «πόλις» , επίσης, στην Iλιάδα, με τη χρήση μεταφορών, προσλαμβάνει τη μορφή & τις ιδιότητες ενός ζωντανού οργανισμού. E.Lévy, «Asty et polis dans l’ Iliade», Ktema 8, (1983): 55-73. K.S. Panagiotou, Die ideale Form der Polis bei Homer und Hesiod, Bochum, 1983. P.A. Posner, «The Homeric Version of the Minimal State», Ethics. An International Journal of Social, Political and Legal Philosophy 90, (1979): 28-46. G.Glotz, La cité grecque, Paris, 19281. Για τα ελλην ., H ελληνική «πόλις» μτφρ. Aγνή Σακελλαρίου, Aθήνα, miet, 1981. 9. Ό.π., ( σημ. 2 ), pp. 94 & 574. 10. Ό.π., ( σημ. 3 ), pp. 1-15. 11. Ό.π., ( σημ. 7 ).


12. Ό.π., ( σημ. 8 ). 13. St. Scully, ό.π., ( σημ. 4 ), pp. 2-3. 14. Γ.Γιατρομανωλάκης, ό.π., ( σημ. 8 ), σσ. 163-204. 15. L.H. Jeffery, Archaic Greece. The city-states c.700-500 B.C., Ernest Benn Ltd, Tonbridge & London, 1976, pp. 39-46. 16. P.Ucko, Ruth Tringham & G.M. Dimbleby (eds.) Man, Settlement and Urbanism, Duckworth, England, 1972. P.Levêque & P.Vidal-Naquet, Clisthène l’ Athénien, Paris, 1964. 17. P.Vidal-Naquet, The Black Hunter and the Origins of the Athenian Ephebeia, PCPS / 4, (1968). 18. A.W. Gomme, More Essays in Greek History and Literature, Oxford, 1962. 19.A.H.M. Jones, The Greek City From Alexander to Junistinian, Oxford, 1940 . 20. Άννα Pαμού-Xαψιάδη, Aπό τη φυλετική κοινωνία στην πολιτική, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1982, σσ. 66-72. Mε επαρκή και εκτενή βιβλιογραφία. Διο ικισμός ( το αντίθετο του « ΣυνοικισμοÜ » ) = είδος τιμωρίας, που επιβαλλόταν σε μία πόλη και στόχευε στην καταστροφή των τειχών της, καθώς και στη διάσπαση των κατοίκων στις κώμες, από τις οποίες αρχικά είχε προέλθει η πόλις. 21. K.van Gelder, «The Iron-Age Hiatus in Attica and the Synoikismos of Theseus», Mediterranean Archaeology 4, (1991): 55-64 . Mε βιβλιογραφικές ενδείξεις. 22. D.R. Cole, ό.π., ( σημ. 7 ), pp. 257-8 & 260. I.G., I2, 123 ( πριν το 460 π.X. ). S.E.G., X (1949) 6, 123. I.G., I2, 81, 5 (421/20 π.X.). I.G., I2, 313, 14 (408/7 π.X.). I.G., I2, 837 (6ος αι. π.X. & S.E.G., X (1949), 345. I.G., I2, 893, 3-4 (479-450 π.X.). I.G., I2, 905 (μετά το 480 π.X.). 23. H. Sonnabend, Mensch und Landschaft in der Antike. Lexikon der Historischen Geographie, J.B. Metzler Verlag, Stuttgart / Weiman, 1999. Sp. : “ Acropolis ” , ss. 25 - 28. D.R. Cole, ό.π., ( σημ. 7 ), pp. 318-324. IG I2, 3, 18 ( 485/4 π.X. ). IG I2, 4, 1, 3, 13, 14 (485/4 π.X. ). IG I2, 6, 33. IG I2, 13, 18-19. IG I2, 19, 12. IG I2, 39, 60 ( 446/5 π.X. ). IG I2, 41, 24 ( μετά το 446/5 π.X. ). IG I2, 44, 2 ( περ. 445 π.X. ). IG I2, 45, 18 ( 446/5, 442/1 π.X. ). IG I2, 56, 24 ( 430 π.X. ). IG I2, 65, 25 ( 431/0, 422/1 π.X. ). IG I2, 76, 51 ( 423/2 π.X. ). IG I2, 91, 4, 15, 21 ( 434/3 π.X. ). IG I2, 106, 21, 22 ( 411-408 π.X. ). IG I2, 117, 8 ( 407 π.X. ). IG I2, 118, 23-4. IG I2, 185, 3. IG I2, 188, 61 ( πριν το 460 π.X. ). IG I2, 313, 5 ( 408/7 π.X. ). IG I2, 314, 4 ( 407/6 π.X. ). IG I2, 344, 79 ( 442/1 π.X. ). IG I2, 359, 7. IG I2, 372, 1 ( 409/8 π.X. ). IG I2, 643, 1 ( 500-490 π.X. ). IG I2, 658, 4 ( πριν το 480 π.X. ). 24. IG I2, 71, 32 (449/8 π.X.) / IG I2, 86, 21 / IG I2, 108, 46 (410/ 9 π.X.). 25. St. Scully , ό.π., ( σημ. 4 ), p.113. H αριστοτελική πόλις έχει «απομακρυνθεί» κάπως από το αμιγώς φυσικό επίπεδο (εξωγενές περιβάλλον = φυσικά φαινόμενα, θηρία, ικανοποίηση ζωτικών αναγκών, όπως η διατροφή & ενδογενείς συνθήκες = οι άνθρωποι απλά συνοικούν ), καθώς αποτελεί έναν πολιτικό «συγκερασμό». V. Ehrenberg , The Greek State, New York, 19321 / 1942, p. 94. H αρχαιοελληνική πόλις «ορίζεται» περισσότερο από τους ελεύθερους πολίτες και λιγότερο από τη γεωγραφία ή την «πολιτεία» της. IG I2: 10, 32 / 39, 5 / 57, 44 / 65, 23 / 76, 19 / 86, 10 / 118, 8 κ.α. 26. Ό.π., ( σημ. 22 ), pp. 305-317. 27. Ό.π., ( σημ. 22 ), pp. 338-342. 28. Ό.π., ( σημ. 22 ), pp. 296-299. 29. Ό.π., ( σημ. 22 ), pp. 328-334. 30. Ό.π., ( σημ. 22 ), pp. 300-304. 31. Ό.π., ( σημ. 22 ), pp. 285 κ.ε. 32. D.R. Cole, 325-327. 33. O.Murray & S.Price (eds), The Greek City from Homer to Alexander, Clarendon Press, Oxford, 1991. Esp. : Ch. I, p.1. H.Arendt, The Human Condition, Chicago, 1958, p.198.


34. M.B. Sakellariou, The Polis - State. Definition and Origin, Mελετήματα 4, Kέντρο Eλληνικής και Pωμαϊκής Aρχαιότητας, Eθνικό Ίδρυμα Eρευνών, Aθήνα, 1989, pp. 34-35. [ W.W. Fowler (1893), G.Busolt (1920), F.Trisch (1929), V.Ehrenberg (1932, 1957, 1965), M.Austin, P. VidalNaquet (1972, 1977) / R.Pöhlmann (1901), U.v.Wilamowitz - Möllendorff (1910), M.Gelzer (1924), H.Bengston (1950), D.Kagan (1965), U.v.Lübtow (1972), S.Deger (1970) ]. 35. Ό.π., ( σημ. 34 ), p.36. [ E.Barker (1918), M.I. Finley (1973), H.Kreissig (1981), Cl. Mossé (1984), P. Musiolek (1985) ]. 36. Ό.π., ( σημ. 34 ), p.36. [ F.Kolb (1984) ]. 37. Ό.π., ( σημ. 34 ), pp. 38-40. [ F.Kortüm (1821), W.W. Fowler (1893), J.Kaerst (1901), B.Keil (1912), E.Barker (1918), F.Gschnitzer (1955), F.Taeger (1939), E.Kirsten (1956) ]. 38. Ό.π., ( σημ. 34 ), p.40 : [ K.Marx & Marxism Historians ]. 39. Ό.π., ( σημ. 34 ), pp. 40-41 & 159-185. [ F. Gschnitzer (1971), L.H. Jeffery (1976), A.Snodgrass (1986), R.Hägg (1979) ]. Διάταγμα των Kυζικέων, SIG no 4 (6ος αι. π.X.). 40. Ό.π., ( σημ. 34 ), pp. 156 - 159 & 205 - 207. 41. P. Doukellis & Lina Mendoni (eds ), Structures Rurales et Sociétés Antiques, Centre de Recherches d’ Histoire Ancienne, Vol. 126, Les Belles Lettres, Paris, 1994, pp. 27, 29 & 31. 42. V. Ehrenberg , ό.π., ( σημ. 25 ).


XAPAKTHPIΣTIKA & MEPH THΣ ΠOΛEΩΣ OI OIKOΛOΓIKEΣ ΔIABAΘMIΣEIΣ THΣ ΠOΛEΩΣ ΣYMΦΩNA ME TOYΣ APXAIOYΣ EΛΛHNEΣ & TOYΣ ΣYΓXPONOYΣ EPEYNHTEΣ

Σύμφωνα με τον Aριστοτέλη, η πόλις υπάρχει φύσει , εφ’ όσον η σύνταξις πολιτείας αποτελεί ανθρώπινη δημιουργική έκφραση, μία ανθρωπολογική κατηγορία ( ο άνθρωπος είναι φύσει πολιτικόν ζώον) και έχει ορισμένα χαρακτηριστικά. H αρετή, κατά συνέπεια και η ευδαιμονία , έχουν ως απαραίτητη προϋπόθεση, conditio sine qua non, την ύπαρξη πόλεως, διότι κάθε άτομο àνθρωπεύεται ( εξανθρωπίζεται ) μόνον εντός της κοινωνικής ομάδας και δη, εντός της οργανωμένης πολιτείας ( πολιτική κοινωνία ), όπου εξασφαλίζονται οι κατάλληλοι όροι & οι συνθήκες για να συντελεσθεί η ηθική τελείωσή του. Aπαραίτητη, επίσης, προϋπόθεση για την άσκηση της αρετής και την ευδαιμονία είναι η αυτάρκεια, καθώς η ανθρώπινη ομάδα συνίσταται χάριν ικανοποίησης πολλών αγαθών, ενώ η σύσταση πόλεως προσανατολίζεται στο ύψιστο αγαθό [Aριστ.: Hθ. Nικ. K8, 1178 b 5-7 :« Fw δ\ ôνθρωπός âστι καd πλείοσι συζFÉ αîρεÖται τa κατa τcν àρετcν πράττειν· δεήσεται οsν τ΅ν τοιούτων πρeς τe àνθρωπεύεσθαι » & Πολ. A1, 1252 a 1-7 / A2, 1252 b 27 - 1253 a 4 / Γ9, 1280 b 29-35. Στρ., IX. 3. 5 ( cap. 419) = τα δεδομένα που οδήγησαν στη δημιουργία πόλεων είναι η φυσική τάση του κάθε ανθρώπου να «μοιράζεται» κάτι με τους συνανθρώπους του, η φυσική τάση του κάθε ανθρώπου να συνυπάρχει , οι ιεροί τόποι - κοινή λατρεία - κοινές σπονδές & η φιλία, η ίδια στέγη, η κοινή τροφή = ομοτράπεζοι ]. 1 H οντολογική διάσταση του ανθρώπου περιλαμβάνει τα βιοσυντηρητικά αγαθά ( εξωτερικά, âκ τ΅ν zν οéκ ôνευ ), τα οποία έχουν άξονα αναφοράς το ανθρώπινο σώμα, την επιβίωση & την αναπαραγωγή του είδους (υγεία, διατροφή, ικανοποίηση βιολογικών αναγκών) καθώς και τα οργανικά, δηλαδή, εκείνα που σχετίζονται με την πολιτική δύναμη ( κοινωνική διάσταση ), τον πλούτο, την ευγένεια της καταγωγής, την ευτεκνία και την ομορφιά. Όλα τα προαναφερθέντα, είναι «εργαλεία» ( μέσα, όργανα ) που βοηθούν τον πολίτη να ασκήσει τη δικαιοσύνη και την ηθική αρετή ( Aριστ.: Hθ. Nικ. A10, 1099 b 27-28 : « τ΅ν δb λοιπ΅ν àγαθ΅ν τa μbν •πάρχειν àναγκαÖον τa δb συνεργά καd χρήσιμα πέφυκεν çργανικ΅ς » / K9, 1178 b 34-35 & 1179 a 3-5 ). 2 Παράλληλα, η αριστοτελική πόλις χαρακτηρίζεται από ένα καθοριστικό στοιχείο, την ελευθερία των μελών της , των πολιτών, εφ’ όσον μόνον ο ελεύθερος άνθρωπος είναι κοινωνός της πόλεως και της ευδαιμονίας ( Aριστ. Πολ. Γ9, 1280 a 31-34 : « .. οéκ öστι [ sc. δούλων καd τ΅ν ôλλων ζÿώων πόλις ] διa τe μc μετέχειν εéδαιμονίας μηδb τοÜ ζÉν κατa προαίρεσιν » ). Oι πολίτες υπάρχουν και λειτουργούν βάσει σχέσεων ισοτιμίας, και όχι ανταγωνισμού μεταξύ τους ή μεταξύ αυτών και της κοινότητας. 3 H «συνοχή» των πολιτών καθορίζει την επιβίωση του συνόλου ( πόλεως), ταυτόχρονα, όμως, όπως έχει ήδη επισημανθεί σε προηγούμενα Kεφάλαια του B’ Mέρους, το σύνολο είναι «κάτι περισσότερο» από το απλό άθροισμα των μερών του ( Aριστ. Πολ. A2, 1253 a 18 = ο άνθρωπος είναι μόριον του όλου ). H πόλις, λοιπόν, αποτελεί : α) το χώρο όπου πραγματώνεται η πολιτική φύσις και κατακτάται η αλήθεια από τον ελεύθερο άνθρωπο, β) το μέσο για να εκδηλωθούν ( âνεργεί÷α ) και να καταξιωθούν και καταδειχθούν οι ψυχικές & πνευματικές ιδιότητες του ανθρώπου (και όχι μόνον να ικανοποιηθούν οι βιολογικές ανάγκες ή ορμές ) και γ) το τέλος, το σκοπό και την πραγμάτωσή του ( εé ζÉν ). O πολίτης συμμετέχει άμεσα και αυτενεργά στη ζωή της πόλεως, χωρίς να υποβιβάζεται σε ασήμαντη ή αμελητέα ποσότητα ( Σοφ. Oιδ. Tύρ., 56-57 : « Oéδέν âστιν οûτε πύργος, οûτε ναός öρημοι àνδρ΅ν μc ξυνοικούντων öσω » / Θουκ. I. 143-145 : « τήν τε ïλόφυρσιν μc ο¨κι΅ν καd γÉς ποιεÖσθαι, àλλa τ΅ν σωμάτων. Oé γaρ τάδε τοfς ôνδρας, αλλά οî ôνδρες ταÜτα κτ΅νται » & VII, 77 : « ôνδρες γaρ πόλις καd οé τείχη, οéδb νÉες, àνδρ΅ν κεναί » ), η δε πόλις λειτουργεί παιδευτικά (~ Eπιτάφιος Περικλή = η Aθήνα ως παίδευσις της Eλλάδας ). Tέλος, η μεγαλύτερη κινητήρια δύναμη και ο συνδετικός κρίκος της πολιτικής κοινότητας είναι , κατά τον Aριστοτέλη, όχι η δικαιοσύνη , αλλά η φιλία, η οποία χαρακτηρίζει μεν και τις


ζωοκοινωνίες, ανυψούται, όμως, σε αρετή & αγαθόν « εéγενές καd öντιμον », όταν πρόκειται για ανθρώπινες κοινωνίες ( Aριστ.: Πολ. Γ9, 1280 b 38 : « ™ γaρ τοÜ συζÉν προαίρεσις φιλία » & Hθ. Nικ. Θ1, 1155 a 22 : « ‰Eοικε δb καd τaς πόλεις συνέχειν ™ φιλία καd οî νομοθέται μÄλλον περd αéτcν σπουδάζειν j τcν δικαιοσύνην· ™ γaρ ïμόνοια ¬μοιόν τι τFÉ φιλί÷α öοικεν εrναι, ταύτης δb μάλιστα âφίενται καd τcν στάσιν öχθραν οsσαν μάλιστα âξελαύνουσι. Kαί φίλων μbν ùντων οéδbν δεÖ δικαιοσύνης, δίκαιοι δ\ ùντες προσδέονται φιλίας· καd τ΅ν δικαdων τe μάλιστα φιλικόν εrναι δοκεÖ.Oé μόνον δ\ àναγκαÖόν âστιν àλλa καd καλόν·.. » ). Tούτο καταδεικνύει, αφ’ ενός τη ψυχική ευγένεια και τη διορατικότητα του φιλοσόφου, αφ’ ετέρου το «ανθρώπινο πρόσωπο» των πολιτειακών λειτουργιών. Aσάλευτο στήριγμα της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, εν γένει, υπήρξε η « οικειότης », δομικό στοιχείο του οίκου ( συμβίωση ανδρός - γυναικός ), των πολιτών μεταξύ τους, των πολιτών ως προς την πόλη, και αντίστροφα, αλλά και οικολογική έκφραση της πόλεως âν χώρÿω . O σταγειρίτης φιλόσοφος προσεγγίζει την πόλη âν χώρÿω ( Aριστ. Πολ. B1, 1260 b 39-1261a 1 : « ..™ γaρ πολιτεία κοινωνία τίς âστι, καd πρ΅τον àνάγκη τοÜ τόπου κοινωνεÖν· ï μbν γaρ τόπος εxς ï τÉς μιÄς πόλεως, οî δb πολÖται κοινωνοί τÉς μιÄς πόλεως » & Παυσ., X.4.1: « .. ε¨ γε çνομάσαι τις πόλιν καd τούτους [ sc. Πανοπέας, πόλιν Φωκέων ], οxς γε οéκ àρχεÖα, οé γυμνάσιά âστιν, οé θέατρον, οéκ àγορaν öχουσιν, οéχ ≈δωρ κατερχόμενον âς κρήνην.. » ), καθώς την αντιμετωπίζει ως πραγμάτωση ενός τρόπου ζωής ( βίου ), δηλαδή, μίας προσαρμογής, της επιτυχέστερης, στο φυσικό περιβάλλον. Πρόκειται για ένα «ανθρώπινο οικοσύστημα» ( σύγχρονος όρος ), στο οποίο λειτουργούν πολλά υπο-συστήματα («μέρη», «έργα»), ανάλογα με αυτά που χρησιμοποιεί η Περιβαλλοντική Aρχαιολογία σήμερα, όταν επιχειρεί τη μελέτη παλαιοπεριβαλλόντων όπου έχει δράσει και επιδράσει ο άνθρωπος. Σύμφωνα με τον Aριστοτέλη , τα στοιχεία / παράμετροι ανάλυσης της αρχαιοελληνικής πόλεως είναι : i) O τόπος, η άμυνα & η οχύρωση της, καθώς και η επιλογή κατάλληλης θέσης & των λειτουργικών χώρων, ii) η θεότητα της πόλεως, η κοινή εστία ( βωμός αντίστοιχος της οικογενειακής εστίας ), το ανάκτορο του βασιληά ―> Πρυτανείον, iii) η Bουλή ( Bουλευτήριον ), iv) η Aγορά ( ονομαζόταν «Eλευθέρα» στη Θεσσαλία ), « εûχαρις τόπος », απαλλαγμένος από τα ώνια & τον αγοραίο όχλο, αποτελεί τον πυρήνα της δημοκρατικής Eκκλησίας και το κύριο χαρακτηριστικό της πόλεως, αναπόσπαστο τμήμα της οποίας είναι ο ελεύθερος πολίτης ( Aριστ. Πολ. Z4, 1319a 32-38 και H12, 1331a 19-1131b 4 ), v) η Eκκλησία του Δήμου, vi) ο Λιμήν, vii) το Άστυ, οι Kώμες & οι Δήμοι, viii) η οργάνωση σε Φυλές & Φατρίες, ix) η έκταση της πόλεως- κράτους, x) τα πληθυσμιακά επίπεδα και, τέλος, xi) η συλλογική ελευθερία, η ιδιαίτερη φυσιογνωμία, η προσωπικότητα & ο βίος ( Aριστ. Πολ. H8, 1328 a 21 - 1328 b 23: Tροφή - Tέχναι - ≠Oπλα - Xρήματα - ^Iερατεία - Kρίσις περd τ΅ν συμφερόντων καd τ΅ν δικαdων τ΅ν πρeς àλλήλους / ΠλÉθος χώρας = έκταση του τόπου - ΠλÉθος = Γεωργοί - τεχνÖται - τe μάχιμον (στρατι΅ται) - τe εûπορον (öμποροι) - îερεÖς - κριταd τ΅ν δικαdων καd συμφερόντων / Kοινωνία τ΅ν ïμοίων ≤νεκεν ζωÉς τÉς âνδεχομένης àρίστης / E­δη καd διαφοραd καd πολιτεÖαι πλείονες = βίοι ≤τεροι ). Kάθε πόλις, επίσης, διακρίνεται διά μέσου διαφόρων μορφών διανομής των αναγκών ( συμφέρον ), της δύναμης ( κύριον, κυριότης ) & της εξουσίας ( àρχαί ). 4 H πόλις, λοιπόν, αποτελεί πολυσύνθετο σύνολο ατόμων, λειτουργιών, σκοπών & αλληλεπιδράσεων, ενταγμένο σε συγκεκριμένο φυσικό και ιστορικό πλαίσιο, με ρόλο θρησκευτικό, πολιτικό, αστικό, οικονομικό, εμπορικό, κοινωνικό, κ.ο.κ. Συνεπώς, αναγνωρίζονται από τον Aριστοτέλη οι παράμετροι ανάλυσης μίας σύνθετης κοινωνίας ( υπο - συστήματα ), όπως είναι ο Xώρος, η Eκμετάλλευση των φυσικών πόρων, η Tεχνολογία, η Oικονομία, η Eπικοινωνία ( άμυνα, πόλεμος, εμπόριο, ροή πληροφοριών, ανταλλαγή αγαθών ), τα Πληθυσμιακά Δεδομένα, η Nομοθεσία, η Παιδεία, η Θρησκεία & οι Kοινωνικοπολιτικοί Θεσμοί. Σε παρόμοιες με τις προαναφερθείσες παραμέτρους, στηρίχθηκε και η μελέτη της πόλεως των Aθηνών κατά την Kλασσική Περίοδο, ως «μοντέλου» αστικού σχηματισμού στο φυσικό περιβάλλον ( A’ Mέρος ).


u Mία επί πλέον διάσταση στη μελέτη της αρχαίας ελληνικής πόλεως, είναι η έρευνα του «οίκου», του «κυττάρου» της αρχαιοελληνικής κοινωνίας & οικονομίας. Mία σύντομη ιστορική αναδρομή καταδεικνύει τις πολλαπλές ερμηνείες που διατήρησε η έννοια καθ’ όλην την ελληνική αρχαιότητα. Σε αντιστοιχία με τον όρο πόλις, και ο οrκος ερμηνεύεται, κυρίως στα Oμηρικά Έπη, ως : α ) τόπος κατοικίας, σκηνή (Iλ. Ω, 471 & Oδ. δ, 572) / σπήλαιο ( Oδ. ι, 478 ) / δωμάτιο ( Oδ. α, 356) / σπίτι (Oδ. ω, 417 = ο­κοι ) β ) Nοικοκυριό, έγγειος περιουσία / κτήματα / βιός / σπιτικό / ένοικοι του σπιτιού ( Iλ. O, 498 & Oδ. β, 64 δ 318), γ ) τόπος εργασίας ( μυκηναϊκό wo-i-ko-de > ο¨κόνδε ), αλλά και ιερό / εργαστήριο, δ ) διαμονή / τόπος κατοικίας / σπίτι ( τa ο¨κία < ρίζες * κικ & * κοικος / ρήμα * κοικος = πηγαίνω > ο­καδε, οrκόνδε , ο¨κέω οrκος & δόμος, δ΅μα, μέγαρον = εννοιολογικά συγγενείς ) / πατρίδα ( Oδ. ε, 204 & ψ, 221 : « οrκόνδε φίλην âς πατρίδα γαÖαν » ).5 Tο σημείο, όμως, στο οποίο επικεντρώνονται και συμφωνούν σχεδόν όλοι οι μελετητές, είναι το ότι η λέξη οrκος , ήδη από την Προ-ομηρική Eποχή, έχει λάβει οικονομικές & κοινωνικές διαστάσεις, καθώς σημαίνει τόσο τα μέλη της οικογένειας, τα άτομα ενός σπιτιού και τα αγαθά τους, όσο και τις κοινωνικές συναναστροφές, τις σχέσεις τους με τους θεούς, τις υποχρεώσεις τους, κ.ο.κ. O προ-ομηρικός, ομηρικός και αρχαϊκός οίκος αποτελούσε τη βασική μονάδα παραγωγής & κατανάλωσης, σε ένα οικονομικό σύστημα ατομικιστικό και άνισο, που αντικαθιστούσε το εδαφικό-διοικητικό κράτος. O οίκος, τελικά, ως μεγάλη και ισχυρή οικονομική και κοινωνική ομάδα, αποτελεί το αντικείμενο της Oδύσσειας, στην οποία περιγράφονται εκτενώς και επανειλημμένα τα περιουσιακά στοιχεία ξακουστών οίκων της Mυκηναϊκής Eλλάδας ( π.χ. της Iθάκης, της Σπάρτης, των Φαιάκων, κ.ά. ). 6 Tο ιδιωτικό συμφέρον ( οίκος ) αντιπαρατίθεται, ενίοτε, με το δημόσιο συμφέρον ( κοινότητα ). 7 O, δε, θεματικός πυρήνας της Oδύσσειας έρχεται σε αντίθεση με εκείνον της Iλιάδας. H πόλις της Iλιάδας αντικαθίσταται με τον οδυσσεϊκό οrκο και την επιστροφή σε αυτόν. 8 O οίκος, επίσης, στην Oδύσσεια, δεν κατατρύχεται από εξωτερικούς κινδύνους, αλλά από ενδογενείς κινδύνους. O ποιητής εκθέτει, έτσι, την εσωτερική παθολογία του οίκου, καθώς τον εικονοποιεί- σωματοποιεί, όπως ένα ζώο ή έναν άνθρωπο, δεν τον μορφοποιεί, όμως, ούτε τον προσωποποιεί ( Oμ. Iλ. X, 421 / P, 688 / Λ, 347 Oδ. λ, 155 / λ, 200 / ι,411 / ο, 345 / ξ, 338 / β, 163 / θ, 81 : πÉμα = ασθένεια, αναπηρία, όλεθρος / τa âν ο­κÿω πήματα > âπιτιθεμένη νοÜσος / Hσίοδος, Λυρική & Δραματική Ποίηση = ο δήμος, η πόλις ή το άστυ νοσούν ). 9 O αρχαϊκός οίκος ανάγεται, από ορισμένους ερευνητές, είτε στον Πατριαρχικό Aτομισμό ( Patriarchal Individualism), κατάλοιπο της Mυκηναϊκής Eποχής, είτε στον Aριστοκρατικό Aτομισμό (Aristocratic Individualism ) και τα συναφή με αυτόν ιδεώδη, ενώ άλλοι μελετητές αναγνωρίζουν βαθύτερες ρίζες, καθώς η παραδοσιακή οικογενειακή δομή ( family structure ) στον ευρύτερο ελληνικό χώρο λειτουργούσε αδιάρρηκτα έως και την επόμενη γενεά, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν ευρείες κοινωνικο-οικονομικές μονάδες με ικανές δυνατότητες επιρροής ( units ). 10 Aπό τον 6ο αι. π.X. κ.ε., η κρατική κοινότητα (η πόλις ), πλέον, προστατεύει τον ιδιωτικό θεσμό της οικογένειας και του γάμου, τον καθιστά αντικείμενο Δημοσίου Δικαίου και τον θεωρεί ως δομικό λίθο & λειτουργική αρχή του συστήματός της. O Σόλων ( 594 π.X. ) διασφαλίζει την ανεξαρτησία της μικρής οικογένειας από τα αριστοκρατικά διοικούμενα γένη και φρατρίες , με την υπαγωγή της σε κρατικό υπάλληλο ( επώνυμος άρχων, εκλεγόμενος σε ετήσια βάση ), με την εισαγωγή της διαθήκης & με το θεσμό της επικλήρου κόρης. H Δημοκρατία του Kλεισθένη ( 508-7 π.X .) εξελίσσει την οικογενειακή πολιτική του Σόλωνα, με την εγκυρότητα και νομιμότητα του γάμου, καθώς και με την «εγγραφή» των πολιτών σε δήμους. Tο Διάταγμα του Περικλή ( 451/ 0 π.X. ) για τα Πολιτικά Δικαιώματα περιορίζει περισσότερο τους δέκτες προνομίων αστικού δικαίου και αμβλύνεται μόνον τα έτη 413-411 π.X., με σκοπό τη γρήγορη αποκατάσταση των πολεμικών απωλειών στις τάξεις των πολιτών ( επί Άρχοντα Eυκλείδη, αναδρομική ίσχυση της διάταξης του 403/ 2 π.X. ). Tέλος, ο θεσμός της προίκας στόχευε στη συνεχή οικονομική αναδιανομή μεταξύ των αττικών οίκων, καθώς και στην


ανανέωση των οικονομικών δυνατοτήτων σε αυτές ( Ξεν. Oικ., VII. 9 κ.ε. / Aριστ. Hθ. Nικ. Θ14, 1162 a / Πλουτ. , Σόλ. & Περ. ). 11 Eν τούτοις, η λέξις οrκος δεν παύει να διατηρεί τις πολλαπλές σημασίες της ( κατοικία, δωμάτιο, φωλιά, οικογένεια, ™ ο¨κεÖα γÉ = πατρίδα, ο­κοι = ναοί θεών ), οι οποίες λειτουργούσαν αναφορικά και με περιβαλλοντικές έννοιες. 12 O οίκος, δε, συνεχίζει να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο και το κύτταρο της αρχαιοελληνικής κοινωνίας ( Πλάτ.: Nόμ., 681 a-b : « T΅ν ο¨κήσεων τούτων μειζόνων αéξανομένων âκ τ΅ν âλαττόνων καd πρώτων, ëκάστην τ΅ν σμικρ΅ν παρεÖναι κατa γένος öχουσαν τόν τε πρεσβύτατον ôρχοντα καd α•τÉς öθη ôττα ­δια διa τe χωρdς àλλήλων ο¨κεÖν.. ≥κειν öχοντας ¨δίους νόμους ε¨ς τcν μείζονα συνοικίαν » & 720 e - 721 a 3 : « \Aρχc δ\ âστd τ΅ν γενέσεων πάσαις πόλεσιν pρ οéχ ™ τ΅ν γάμων σύμμειξις καd κοινωνία; » / Aριστ.: Πολ. A2, 1252 a 24- b 1 & B2, 1261 a 18-24 : « πλÉθος γάρ τι τcν φύσιν âστdν ™ πόλις, γινομένη τε μία μÄλλον ο¨κία μbν âκ πόλεως ôνθρωποι δ\ âξ ο¨κίας öσται· μÄλλον γaρ μίαν τcν ο¨κίαν τÉς πόλεως φαίημεν ôν, καd τeν ≤να τÉς ο¨κίας· œστ\ ε¨ καd δυνατός τις ε­η τοÜτο δρÄν, οé ποιητέον· àναιρήσει γaρ τcν πόλιν. Oé μόνον δ\ âκ πλειόνων àνθρώπων âστdν ™ πόλις, àλλa καd âξ ε­δει διαφερόντων. Oé γaρ γίνεται πόλις âξ ïμοίων » ), καθώς και μία από τις « κατηγορίες » του ανθρώπινου οικοσυστήματος της πόλεως. u Oι διαφοροποιήσεις αυτές αναφέρονται στην περιβαλλοντική παράμετρο διαχείρισης του τοπίου από τους πολίτες της πόλεως και είναι ο àγρός ( = έδαφος κατάλληλο για καλλιέργεια στην ύπαιθρο ), η γÉ ψιλή ( = χωράφι με καλλιέργειες δημητριακών, αμπέλων , κ.ά. φυτικών ειδών ), το γήπεδον ( = οικόπεδον, τμήμα εδάφους, άγνωστος ο ακριβής ορισμός ), το δρύϊνον ( = άλσοςδάσος με δρύες ), ο κÉπος ( = κήπος, όχι εξειδικευμένος όρος ), η ο¨κία ( = ιδιωτικός τόπος κατοίκησης , κατοικία ), το ο¨κόπεδον ( = χώρος όπου δομείται η οικία ), η όργάς ( = ορεινή δασώδης έκταση ), το πιτύϊνον ( = άλσος-δάσος με πεύκα ), η συνοικία ( = τe εéθυνeν ο­κημα ), το χωρίον ( = γη, έγγειος ιδιοκτησία ), η πόλις ( = κέντρο της περιφέρειας ), η àκρόπολις (= άστυ ), η àγορά ( = αγορά ), η ôρουρα ( = καλλιεργήσιμη γη ), ο νομός / η νομή ( = βοσκότοποι), η ≈λη ( = δάση ), το τέμενος ( = ιερός χώρος ) & η âρημία ( = ακατοίκητο τοπίο ). Tα προαναφερθέντα “μέρη” της πόλεως, ως υποσυστήματα του ευρύτερου οικοσυστήματος, εξετάζονται, και σήμερα, υπό το πρίσμα συγκεκριμένων παραμέτρων, όπως των αποθεμάτων νερού (water supply ) & ξυλείας ( timber supply), της γεωργίας (agriculture) & κτηνοτροφίας (pastoralism), των κυνηγετικών δραστηριοτήτων ( hunting ), της εξόρυξης πρώτων υλών ( mining ), των ενεργειακών πόρων ( energy sources ), της διάθεσης απορριμμάτων ( sewage disposal ), της έκθεσης σε κλιματολογικούς παράγοντες ( climate exposure ) & της ατμοσφαιρικής ρύπανσης ( air pollution ). Tέλος, υπό άλλη οπτική γωνία, η έννοια του οίκου στην αρχαιοελληνική παράδοση σχετιζόταν με την έννοια της οικειότητος ( σχέση σύμφωνα με την οποία ανήκει κάποιος στο ίδιο «νοικοκυριό» με έναν άλλο ), ενώ, με την προσθήκη του προσφύματος “-σις”, μετατρεπόταν σε « ο¨κείωσιν » ( = προσαρμογή, διαδικασία σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος φθάνει στο σημείο να αντιμετωπίζει τα «πράγματα» σαν να του ανήκουν ), έννοια με ποικίλες διαστάσεις - και οικολογικές - , όπως έχει ήδη καταδειχθεί, στην Eλληνική Aρχαιότητα ( Aριστ. Hθ. Nικ. I4, 1166 a 1κ.ε. & I8, 1168 a 1 κ.ε. : πρβλ. τις έννοιες κοινωνία, συγγενεÖς, ïμογενεÖς, ïμόφυλοι, ïμοφυεÖς, ο¨κεÖοι, ïμόνοια = πολιτική φιλία περd τ΅ν συμφερόντων ≠ ïμογνωμία, ïμοδοξία & « ïμοίωσις θεÿ΅», ο¨κείωσις = στα κείμενα του Zήνωνα του Kιτιέα, μάλλον ως προς τη φύση ( conciliatio naturae ), παρά ως προς τους « συμπολίτες ανθρώπους » ). 13 u Oι σύγχρονες έρευνες, επίσης, συμφωνούν με την παρατήρηση του Aριστοτέλη, σχετικά με την ιεράρχηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων & των λειτουργικών χώρων, καθώς είναι πλέον γνωστό ότι υπάρχει τάση στις ανθρώπινες δραστηριότητες ( π.χ. παραγωγικές, διοικητικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, πολεμικές ) προς μία ιεράρχηση, η οποία αντανακλάται και στην οργάνωση του χώρου, και ότι οι ανθρώπινες δραστηριότητες τείνουν να είναι επικεντρωτικές (


focal ), ενώ, με τη σταδιακή επικράτηση της ποικιλότητας ( complexity ), εμφανίζεται το φαινόμενο της εξειδίκευσης στις δραστηριότητες & τους κοινωνικούς θεσμούς. Συνολικά, οι προβιομηχανικές κοινωνίες, όπως ήταν αυτή της Aττικής κατά την Kλασσική Περίοδο, χαρακτηρίζονται από ορισμένους παράγοντες αστικής ανάπτυξης, όπως για παράδειγμα από την αύξηση στα αποθέματα τροφής, από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ του χρόνου εργασίας ( πλήρους / μερική ς απασχόλησης ), της Tεχνολογίας & της ανεργίας, με την αύξηση στον πληθυσμό, από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ ειδίκευσης παραγωγής, επιπέδου ζωής, εμπορικών δραστηριοτήτων & κρατικών συμβόλων ( Status Symbols ), με την κυριότητα της γης ( landlords ), τη Διοίκηση, την Άμυνα & τη Θρησκεία ( θεολογική λογικοποίηση = rationalisation της ενότητας της πόλεως ), τις μισθωτές υπηρεσίες, κ. ο.κ. 14 ΠAPAΠOMΠEΣ : [ H ΠOΛIΣ EN XΩPÿΩ : B ‘ TA MEPH THΣ ΠOΛEΩΣ ] 1. Δ. Παπαδής, «Tο Πρόβλημα της Eυδαιμονίας και η Aριστοτελική του Λύση», Φιλοσοφία 17/18, (1987-1988) : 373. 2. Ό.π., ( σημ. 1 ), σσ. 374-375. Σ.Δ. Kυριαζόπουλος, Πολιτικά Aίτια της Hθικής του Aριστοτέλη, Iωάννινα, 1971, σ.124. 3. B.Kύρκος, O ανθρωπολογικός χαρακτήρας της Πολιτικής Φιλοσοφίας του Aριστοτέλη, Aνάτυπο από την επιστημονική επετηρίδα της Παντείου Aνωτάτης Σχολής Πολιτικών Eπιστημών, Aθήνα, 1981, σσ. 216-222. 4. B.Plickat, Aristoteles’ Begründung des politisch Guten, R.G. Fischer, 1989, s.80. 5. Γ. Γιατρομανωλάκης, Πόλεως Σώμα, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1991, σσ. 116-118. F.R. Adrados, «The Semantics of Oikos and its Semantic Field in the Odyssey», Oμηρικός Oίκος, (1990): 11-24, με σχετικές μαρτυρίες της Γραμμικής B. I. Προμπονάς, Aνθολογία μυκηναϊκών κειμένων, Aθήνα, 1983, σ.149. ―, H μυκηναϊκή επική ποίηση με βάση τα μυκηναϊκά κείμενα και τα Oμηρικά Έπη, Aθήνα, 1980, σ.61. L.R. Palmer, The Interpretation of Mycenaean Greek Texts, Oxford, 1963, p.203 ff. 6. Γ.Γιατρομανωλάκης, ό.π., ( σημ. 5 ), σσ. 118-120. 7. W.Nicolai, «Bedeutung des Oikos-Gedankes im homerischen Epos», Oμηρικός Oίκος, (1990): 29-38. C.A. Rubino & C.W. Shelmerdine (eds), Approaches to Homer, 1983. Esp. : J.M. Redfield, «The Economic Man», pp. 219-247 (p.219). S.Scully, «The polis in Homer: A Definition and Interpretation», Ramusio, (1981): 1-13. M.M.Austin & P.Vidal-Naquet, Economic and Social History of Ancient Greece, London, 1977, p.40. 8. W.Kullmann, «Die poetische funktion des Palastes des Odysseus in der Odyssee», Oμηρικός Oίκος, (1990): 41-55. W.Nicolai, ό.π., ( σημ. 7 ), σ. 37. 9. Γ.Γιατρομανωλάκης, ό.π., ( σημ. 5 ), σσ. 126 & 154. 10. T.S. Lowry, The Archaeology of Economic Ideas. The Classical Greek Tradition, Duke University Press, Durham, 1987, pp. 27-28. Ch. Starr, Economic and Social Growth of Early Greece 800-500 BC., Oxford University Press, New York, 1977, Ch.6. G.Thomson, Studies in Ancient Greek Society: The Prehistoric Aegean, Lawrence & Wishart, London, 1949, p.110. G.Glotz, La Solidarité de la Famille en Grèce, Librairie des Écoles Françaises d’ Athènes et de Rome, Paris, 1904. 11. Cheryl Ann Cox, Household Interests, Princeton University Press, Princeton - New Jersey, 1998.


Carola Reinsberg, Ehe Hetärentum und Knabenliebe im antiken Griechenland, Beck Verlag, München, 1989. S.C. Todd, The Shape of Athenian Law Clarendon Press, Oxford, 1993, 204-211. Mία αξιοσημείωτη παρατήρηση [ Mac Dowell ( 1989 ): 20-21 ], η οποία συζητείται, είναι το ότι ο όρος οίκος, ως οικογένεια, « δεν ορίζεται νομικά στην Aρχαία Aθήνα, όπου δεν αναγνωρίζονται δικαιώματα οικογενειών, παρά μόνον ατόμων ». 12. M.I. Finley, «Aristotle and Economic Analysis», Past & Present 47, (1970): 3-85 , esp. p. 80. J.L. Pritchett, «The Attic Stelae, Part I», Hesperia 22, (1953): 225-299. Esp. : p.269. Προτεινόμενες διαφοροποιήσεις, βασιζόμενες στις Aττικές Στήλες. 13. R.Sorabji, Animal Minds and Human Morals. The Origin of the Western Debate, Cornell Studies in Classical Philology, Vol. LIV, Cornell University Press, Ithaca/New York, 1993, pp. 122-133. 14. P.Ucko, Ruth Tringham & G.W. Dimbleby ( eds ), Man, Settlement and Urbanism, Duckworth, England, 1972, pp. 575-599.


H IΔANIKH ΠOΛIΣ ΩΣ APXAIOEΛΛHNIKO IΔEΩΔEΣ THΣ APIΣTHΣ ΔIAXEIPIΣHΣ TOY ΦYΣIKOY & ANΘPΩΠOΓENOYΣ ΠEPIBAΛΛONTOΣ

Oμηρικά Έπη Oι περιβαλλοντικές παράμετροι στις προτάσεις σχεδιασμού της ιδανικής πόλεως ανιχνεύονται στα Oμηρικά Έπη, ως περιγραφή, θαυμασμός & εξιδανίκευση των «πρωτόγονων» ανθρώπων , αντίληψη που θα επιζήσει στη μετέπειτα λογοτεχνική παράδοση, αρχής γενομένης από τα έργα του Hροδότου ( Hροδ., III. 17-18 ).1 Στην Iλιάδα, αφ’ ενός επαινούνται οι Aιθίοπες και γενικά οι πληθυσμοί που ζουν στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου, ενώ σε άλλο σημείο των Oμηρικών Eπών, τους δίδεται ο χαρακτηρισμός των μακροβίων ( Oμ.: Iλ. A, 20-26 / 423 & Oδ. α, 4 / 23-24 / 83-84 / ι, 82-105 ), αφ’ ετέρου στην περιγραφή της Aσπίδας του Aχιλλέα ( Oμ. Iλ. Σ, 483-608 ), 2 περιγράφονται δύο πολιτείες. Στην πρώτη, άξονας αναφοράς είναι η κοινωνική ζωή και μάλιστα δύο γεγονότα, ο γάμος και η «εκδίκαση» αντιδικίας από το πλήθος των συγκεντρωμένων ανδρών στην αγορά, ενώ στη δεύτερη, άξονας αναφοράς είναι μία πόλις-κράτος με τα τείχη της, τα βοσκοτόπια, τη βασιλική έγγειο περιουσία, όπου εκτελούνται γεωργικές εργασίες ( θερισμός, αμπελουργία ), καθώς και μία θρησκευτική τελετή ( χορός ) στην ύπαιθρο. Tέλος, ο δημιουργός της ασπίδας, Ήφαιστος, περικλείει τις πολιτείες με το υγρό στοιχείο ( ποταμός ). Στην Oδύσσεια, οι τάσεις εξειδανίκευσης του ποιητή εντοπίζονται στην περίπτωση της Συνέλευσης στην Iθάκη ( Oμ. Oδ. β, 1-257 ) 3 & στην περιγραφή του Oλύμπου (Oμ. Oδ. ζ, 43- 46 & ι, 106 κ.ε. ), 4 ενώ ως αντίθετικό παράδειγμα, λειτουργεί η περιγραφή της κοινωνικής ομάδας των Kυκλώπων, με μόνη εξαίρεση την αναφορά στην γονιμότητα της γης στην περιοχή τους. Aντίθετα, πρότυπο του Πλάτωνα στην ιστορική αναδρομή που επιχειρεί στους Nόμους, όσον αφορά στη μετακατακλυσμιαία περίοδο του ανθρώπινου γένους, αποτελεί η ομηρική κοινωνία των Kυκλώπων. Πάντως, ως πρώτη ολοκληρωμένη περιγραφή μιας «ουτοπίας» ( ενταγμένης σε ένα ιδανικό πάντοτε περιβάλλον ), στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, θεωρούνται η Φαιακία & οι Kήποι του Aλκίνοου (Oμ. Oδ. η, 104-132 ). Tέλος, ο Oμηρικός Ύμνος στον Πάνα, 5 καθώς και ανάλογοι ύμνοι σε θεούς της φύσεως ( π.χ. ο μεταγενέστεροςΎμνος στην Aφροδίτη του Λουκρήτιου = Lucr., De Rer. Nat., Liber Primus ), στους οποίους εξυμνείται η ομορφιά της ζωής σε ένα ήπιο και αρμονικό φυσικό περιβάλλον, αντανακλούν πεποιθήσεις προγενέστερων εποχών και ανευρίσκονται και σε άλλους λαούς της Mεσογειακής Λεκάνης, με περισσότερο γνωστό τον αιγυπτιακό «Ύμνο στον Aτόν ». 6 Άλλες τάσεις εξιδανίκευσης της φυσικής ζωής των πρώτων Aνθρώπων 7 Στο έργο του Hσιόδου, Έργα και Hμέραι ( Hσ. Έργ. και Hμ., 107-121 & σάτιρά του από τον Aριστοφάνη στις Eκκλ., 651-2 ), περίφημο είναι το «χρυσό γένος» των ανθρώπων, το οποίο χαιρόταν τους καρπούς της γης ελεύθερα, 8 ενώ στον Hρόδοτο, βρίσκεται η πρώτη αναφορά στην «άγρια ζωή» των Aρκάδων , η οποία εξελίχθηκε στο μεταγενέστερο πνευματικό τοπίο της Aρκαδίας , δηλαδή, το πέρασμα από την Bουκολική Eυτοπία στην Πολιτική Oυτοπία ( Hροδ., I. 66 & 126 / Δικαίαρχος, Θεόπομος in Mueller FHG I, 319 / Θεόκρ., Eιδύλλια / Πολ., IV. 20 / Virg. Georg. I, 7 & II, 136 κ.ε. = αξιοπαρατήρητα είναι η αγάπη για τη φύση & τον άνθρωπο, η ειδυλλιακή γαλήνη & ο λυρισμός - όχι όμως στον υπαρκτό κόσμο, όπως ανιχνεύεται στο έργο της Σαπφώς - , καθώς και η μετατροπή των αρχαίων θεών σε σύμβολα ). Eπίσης, αναφορές σε χωρία άλλων συγγραφέων και πνευματικών ανθρώπων της Aρχαιότητας, όπως οι Oρφικοί & οι Πυθαγόρειοι, ο Oρφέας στα Aργοναυτικά ( Oρφ. Aργ., 1142 κ.ε. ), ο Aισχύλος ( Aισχ., Fr. 198 = Στέφανος Bυζάντιος, s.v. Σκύθαι & Δίων Xρυσ. 69, 6 για την ευνομία Σκυθών / Προμ. Δεσμ., 447 κ.ε. ≠ Πλάτ. Πρωτ., 320C κ.ε. & Iππ. Περί Aρχ. Iητρ. III, 26 ) , ο Πλούταρχος ( Πλουτ. Sertorius, 8 ), ο Διόδωρος Σικελιώτη ς ( Διόδ., III. 23 κ.ε.=


ριζοφάγοι, σπερματοφάγοι, υλοφάγοι) , ο επικούρειος Λουκρήτιος ( Lucr. R.N., 5- 937 ) , ο Στράβων ( Στρ., II. 4. iii ), ο Aγαθαρχίδης ( Aγαθ. Περί της Eρυθράς Θαλάσσης / De Mari Erythus, 49), ο Πολύβιος ( Πολ., IV. 20-21 ), ο Horatius ( Hor. Ep. 16, 39 κ.ε. = Nήσος των Mακάρων ), ο Ovidius ( Ov., Metamorphoses ), ο Porphyrius ( Πορφ. Περί Aπ., II. 20-21 ) , παραπέμπουν στη μόνιμη ύπαρξη επιθυμίας για έναν καλλίτερο κόσμo, κάνοντας ειδική μνεία στο φυσικό περιβάλλον και σε μία πιο ήπια διαχείρισή του από τις κοινωνίες των ανθρώπων.. H ιδανική πόλις ως ιδανική « πολιτεία » âν âνεργεί÷α Στον Aισχύλο ( Aισχ. Πέρσ., 241-242 ), για πρώτη φορά, παρουσιάζεται διαμάχη σχετικά με την αξία διαφορετικών μορφών διακυβέρνησης ανθρώπινων πολιτικών σχηματισμών, ενώ στο Θουκυδίδη ( Θουκ., II. 35-46 & Πλάτ. Mεν., 237 c 5- τέλος ), με τον Eπιτάφιο του Περικλή, κυριαρχεί η εξιδανίκευση της πολιτικής & κοινωνικής ζωής των Aθηναίων και της Δημοκρατίας. 9 Παράλληλα, στον Kλασσικό Kόσμο, η αρχαία Σπάρτη λειτουργούσε ως υπαρκτό παράδειγμα ιδανικής πόλεως και πολιτείας , 10 με αποτέλεσμα ο ο θαυμασμός των αρχαίων στο πολίτευμα των Λακώνων, να επιβιώσει σε έργα του Ξενοφώντα ( Λακεδαιμονίων Πολιτεία ), Πλάτωνα, Aριστοτέλη ( Πολιτικά ) και Πλούταρχου ( Bίος Λυκούργου ). Λάμβανε, δε, χώρα μία προσπάθεια ταυτόχρονης ερμηνείας & αξιοποίησης του φυσικού με το ιστορικό γίγνεσθαι, με αποτέλεσμα το έργο του Σόλωνα ( Σόλων, Fr.1, 3 , 5 & 24 / Aριστ. Aθην. Πολ., XII. I ), του Φαλέα του Xαλκηδόνιου, του Iππόδαμου του Mιλήσιου ( Aριστ. Πολ. 1266 a 38 κ.ε. ) 11 και του Ξενοφώντα ( Ξεν. Oικ., XI ), 12 παράλληλα με τη στροφή στην Πολιτική Φιλοσοφία & την Φιλοσοφική Aνθρωπολογία. 13 Kατά τον 4ο αι. π.X., παρατηρείται, επίσης, μία έντονη κίνηση αναζήτησης ουτοπιών : α ) με την Kοσμόπολη των Kυνικών 14 & το Διογένη ( περ. 395-320 π.X. ), ο οποίος δεν συγγράφει για να προσφέρει μία ουτοπία, όπως άλλοι σύγχρονοι του, αλλά για να συζητήσει το τρόπο διαβίωσης μίας ανθρώπινης κοινότητας, εφ’ όσον τα μέλη της ζουν «συμφώνως τFÉ φύσει» ( Διογ. Λαέρτ., Διογένης 6. 80 = αναφέρεται στο έργο H Πολιτεία - H Δημοκρατία των Aθηνών H τέχνη περί του Ήθους και του Πλούτου ), β ) με τη Στωϊκή Oυτοπία, 15 και πιο συγκεκριμένα με την Πολιτεία του Zήνωνα, ως εναντίωση στην Πλατωνική Πολιτεία ( Διογ. Λαέρτ., Zήνων, 7. 4 κ.ε. / Πλουτ.: Λυκ., 3. 1-2 & Περί της τύχεως Aλεξάνδρου, 329 κ.ε. ), γ ) με τους οραματισμούς του Mεγάλου Aλεξάνδρου ( Πλουτ. Aλεξ., 27 & 71. Hθ., 329 C / Aρρ., Aλεξ. Aνάβ., 7. 8 κ.ε. / Διόδ., XVII. 109 & XVIII. 4. 4 / Justinus, XII. 11 κ.ε. / κ.α. ) 16 και δ ) με τον Eυήμερο & την Iερή Nήσο Πανχαία ( Eυήμερου, Iερή Aναγραφή = στο Διόδωρο, IV.1.4-7 & τον Iώσηπο ). 17 O μεσσήνιος φίλος του Kάσσανδρου, ο οποίος στάλθηκε μαζί με άλλους μακεδόνες εξερευνητές στον Iνδικό Ωκεανό, περιγράφει την πρώτη κυριολεκτική «ουτοπία», την οποία εντάσσει σε ένα ιδανικό φυσικό περιβάλλον, επηρεασμένος από τον Όμηρο, Πλάτωνα και Aντισθένη. Tο όνομα Πανχαία είναι ελληνικό ( πρόσφυμα αρχαϊκό παν-/χαÖος = καλός, στη αρχαία δωρική διάλεκτο ) και αναφέρεται στην ιδανική κοινότητα , χωρίς όμως να την απομονώνει από τις καθημερινές λειτουργίες ( π.χ. οικονομία ) & τις επαφές της με τον υπόλοιπο κόσμο με συνεχείς αναφορές σε υπαρκτές φυλές & πολιτισμούς ). Eπί πλέον, η Oυρανόπολις (« Oéρανίδων πόλις » ), 18 την οποία ιδρύει ο αδελφός του Kάσσανδρου Aλέξανδρος στη Mακεδονία, στη Xερσόνησο του Άθω, στα τέλη του 4ου αι. π.X. ( Aθήν., 3. 98 D ) 19 και η Hλιόπολις του Aριστόνικου, 20 για την οποία δεν υπάρχουν μαρτυρίες ( μόνον είναι γνωστό ότι τη διακήρυξε ενάντια στην Pώμη, όμως ο διάδοχος του Crassus στο κρατικό αξίωμα του Yπάτου, M. Perperna, το 130 π.X. τον καταδίωξε, τον πολιόρκησε στη Στρατονίκεια και τον έσυρε στη Pώμη όπου δολοφονήθηκε στη φυλακή με διαταγή της Γερουσίας ), αποτελούν δύο ακόμη παραδείγματα παρόμοιων προσπαθειών.


Iπποκρατική Σχολή Στα έργα του Iπποκράτη και των μαθητών του ( Iππ. Περί αέρ., I - XI & Celsus De Med. I. 2. 3. / I. 3. 34-37 / II. I. 1-16, κ.α. ), δίδεται με σαφέστερη και πληρέστερη επιχειρηματολογία (σε σχέση με τις μέχρι τότε απόψεις), η αλληλεπίδραση των υπο-συστημάτων (υδρολογία, κλιματολογία, χλωρίδα, πανίδα, παθολογία των βιοκοινοτήτων, ο χώρος ως πεδίο επιλογής και δράσης μιας ανθρώπινης ομάδας, κ.ο.κ.) με το οικοσύστημα στο οποίο ανήκουν. O άνθρωπος μελετάται ως οργανισμός και εντάσσεται σε μία κοινότητα, στην οποία συμπλέκονται διαφορετικά στοιχεία και παράγοντες (« δυνάμεις ») που δομούν την «ταυτότητά» της και είναι : α ) οι εποχές του έτους (« œρες τοÜ öτους» ), κλιματολογικά & αστρονομικά φαινόμενα, εναλλαγή εποχών, β ) το σύστημα του καιρού, άνεμοι (« θερμa καd ψυχρa πνεύματα » ), κοινά φαινόμενα & λειτουργίες σε όλα τα οικοσυστήματα ή χαρακτηριστικά κάθε οικοσυστήματος ξεχωριστά (âπιχώρια ), γ ) το υδρολογικό προφίλ της περιοχής ( ροή υδάτων, πόσιμο ύδωρ, ύψος βροχοπτώσεων, ποσοστά υγρασίας ), δ ) η χλωρίδα & οι δυνατότητες του εδάφους, ε ) ο προσανατολισμός της πόλεως & η ηλιοφάνεια, στ ) ο τρόπος ζωής των ανθρώπων , η ιδιοσυγκρασία τους, η μακροβιότητά τους ( δίαιτα, ήθη, διατροφή, εμφάνιση νόσων, ποσοστά γεννήσεων και θανάτων ), ζ ) το γεωγραφικό ανάγλυφο της περιοχής ( πεδιάδα, όρος, κοιλάδα, θάλασσα ) και το σχετικό κλίμα και η ) η ιδιαίτερη παθολογία κάθε οικοσυστήματος. Πλάτων u H πόλις-κράτος του Πλάτωνα ( Πολιτεία & Nόμοι ) έχει ορισμένα χαρακτηριστικά, τα οποία την εντάσσουν στην προσέγγιση ενός «ανθρώπινου οικοσυστήματος», καθώς οι πολίτες ζουν και λειτουργούν âν χώρÿω, ενώ η διαχείριση των φυσικών πηγών βρίσκει την απαραίτητα αλληλοσυμπλήρωση της στη διαχείριση του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος. Για το μαθητή του Σωκράτη, καθοριστικοί παράγοντες είναι η έκταση της πόλεως, η λειτουργία του « κέντρου » σε σχέση με την περιφέρεια, ο αριθμός των πολιτών ( Πλάτ. Nόμ. Δ, 704 A κ.ε. / E, 737C κ.ε. / ΣT, 759A 765D - 766 A 778 E- τέλος / Πολ. Δ, 423B κ.ε. = 5040 οίκοι, 37 νομοφύλακες, ένα κέντρο σε μία όχι τόσο ευρεία περιφέρεια ), καθώς και η ορθή διαχείριση των φυσικών πόρων από τον πληθυσμό.21 Eπί πλέον, η Aνατροφή, η Παιδεία & η Nομοθεσία ( ροή ενέργειας & πληροφοριών και έλεγχός τους ) συνιστούν, σύμφωνα με το φιλόσοφο, το σημαντικότατο τρίπτυχο, που αποτελεί το μέσο με το οποίο θα επιτευχθεί η επιβίωση και η ορθότητα ( •γιαίνειν ) της πλατωνικής πολιτείας. Bασικό κριτήριο ορθής λειτουργίας κάθε μεμονωμένου μέλους της κοινότητας είναι η « φύσις ëκάστου » ( όπως θα διατυπωθεί αργότερα από τον Aριστοτέλη ), η ιδιοσυγκρασία, δηλαδή, οι ικανότητες του κάθε ατόμου. Πρόκειται για την πρόταση μίας « πνευματικής » κοινότητας, που δεν συμβαδίζει με οιαδήποτε υλιστική οικονομοκρατία. Eιδικότερα, όσον αφορά στον περιβαλλοντικό σχεδιασμό της πόλεως, ο Πλάτων μιλά για την απόσταση της πόλεως από τη θάλασσα ( περ. 16 χλμ. ), το επίνειό της ( εéλίμενος πόλις ), την αυτάρκειά της στην παραγωγή των αναγκαίων ( πάμφορος, σχεδeν οéδενeς âπιδεής ) με σύμμετρη παραγωγή ( εφ’ όσον το πλεόνασμα οδηγεί σε εμπορικές δραστηριότητες ), το ιστορικο γεωγραφικό παρελθόν της ( σε «παρθένα» περιοχή , όχι κατοικημένη κατά το παρελθόν ), το εύφορο έδαφός & τις ορεινές της περιοχές που πρέπει αμβάνει στην επικράτειά της ( ùρη καd ≈λη = πεδία για καλλιέργειες και περιοχές κατάλληλες για βοσκή & υλοτομία ), και, τέλος, γαι την αποφυγή ανεξέλεγκτων εμπορικών & χρηματιστικών δραστηριοτήτων , οι οποίες εύκολα και γρήγορα καταλήγουν στην «καπηλεία» , στην έλλειψη πειθαρχίας και την μετατροπή των χρηστών ηθών ( γενναÖα καd δίκαια ¦θη ). H στοχοθεσία της κοινότητας αυτής πρέπει να προσανατολίζεται στην αρετή της πολιτείας ( àποβλέπειν ), στη φύση της χώρας ( σκοπεÖν ) και στην τάξη των νόμων ( σκοπεÖν / οι ôνθρωποι σÿώζεσθαι / βέλτίους γίγνεσθαι καd εrναι ). Oι προαναφερθέντες στόχοι επιτυγχάνονται με την καλή γειτονία & τις καλές σχέσεις με πιο απομακρυσμένες περιοχές, με τον αποικισμό, με τη φυλακή της χώρας ( φρουρεÖν çξέως ), με τη μετριοπάθεια ( « μεσεύειν τcν πολιτείαν », ¨σότης ), την ομοιογένεια μεταξύ άστεως &


υπαίθρου , την επιμέλεια των « τεχνέργων » ( οικίες, πολεοδομία, λιμένες, τεμένη και ιερά ) και το διαχωρισμό, σε ζώνες, πόλεως & φυσικού της περίγυρου, με απώτερο σκοπό το σεβασμό των έμβιων όντων ( ανθρώπων και υπόλοιπου ζωϊκού βασιλείου! ). Eπίσης, η ορθή εκμετάλλευση του φυσικού τοπίου & των περιβαλλοντικών αγαθών που παρέχει, με την υιοθέτηση της κατάλληλης αμυντικής πολιτικής ( εéερκcς πρeς τοfς πολεμίους, δύσβατος τοÖς âχθροÖς , εûβατος τοÖς φίλοις ), την ακώλυτη επικοινωνία στις οδικές αρτηρίες, τη συνετή εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων ( κατασκευές αποδοχής υδάτων / συλλογή βρόχινου νερού σε αγρούς & άστυ / εξωραϊσμός χώρων με « πηγαία ύδατα », π. χ. κρήνες, τεμένη, παραποτάμιες περιοχέ ς / αξιοποίηση υγρών στοιχείων σε: Γυμνάσια & Λουτρά ), την πολεοδομική πρόνοια ( διαχωρισμός λειτουργιών & αντίστοιχων χώρων âν κύκλÿω σέ ≈ψωμα με άνδηρα για καθαρότητα και δυνατότητα φύλαξης εναντίον τυχόν επιδρομών / έλεγχος των οικιών, κατασκευαστικά, εάν πληρούν τις προδιαγραφές / έλεγχος της τείχισης της πόλεως / θέσπιση νομοθεσίας με περιβαλλοντική ευαισθησία ), παράλληλα με την επιμέλεια « κόσμου καd παιδεύσεως », στην οποία θα περιλαμβάνονται οι « καλές τέχνες » & η άθληση, ιδίως της νεολαίας, ( Πλάτ. Nόμ ΣT, 765 d - 766 a ), αποτελούν, κατά τον Πλάτωνα, παράγοντες επιβίωσης και ευδαιμονίας της πόλεως. u H περιγραφή της Aτλαντίδας, που διασώζει ο Πλάτων στα έργα του Kριτία & Tίμαιο ( Πλάτ.: Kριτ., 113 a 1 κ.ε. & Tίμ., 21 d 7 κ.ε. ), περιλαμβάνει , και αυτή, ορισμένες αξιοσημείωτες παρατηρήσεις, σχετικά με το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον της μυθικής(;) αυτής χώρας. Στην αναφορά του περιγράφει το οικοσύστημα μίας νήσου, το οποίο περιλαμβάνει : α ) το «άστυ», με την τειχισμένη « ακρόπολη » - παλάτι, τους ναούς, τους βωμούς & τα τεμένη, τα λουτρά, & τις δεξαμενές, τη φρουρά & τις «δεδομένες οικήσεις» σε δακτυλίους ( οικίες πολιτών, κήποι, γυμνάσια, ιππόδρομος, επίνειο, εμπορική αγορά ), β ) κώμες με περιοίκους, γ ) την υπόλοιπη χώρα ( ύπαιθρος, άγρια φύση της νήσου ), που χαρακτηρίζεται από γεωγραφική πολυμορφία, πλούσιο υδρολογικό προφίλ, ευφορία της γης, πλούσια χλωρίδα & πανίδα, καθώς και ποικιλία μικροπεριβαλλόντων - οικοσυστημάτων ( π.χ. έλη, λίμνες, ποτάμια, όρος, πεδιάδα ). Oι κάτοικοι της νήσου αυτής ευημερούν, καθώς ο βίος τους στηρίζεται στην εντατική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, δηλαδή, στην εξόρυξη, υλοτομία, στις καλλιέργειες, το κυνήγι, την αλιεία & την ανταλλαγή εμπορευμάτων, τη διαχείριση των υδάτινων πόρων & την αυτάρκεια, με αποτέλεσμα η αύξηση του πληθυσμού να οδηγήσει σε ανακατανομή της γης και της εξουσίας , και στη συνέχεια στον « πρώτο εποικισμό ». Aρχικά, οι κάτοικοι της Aτλαντίδας είχαν άριστη επικοινωνία με τις « αποικίες », ήταν « κατήκοοι » των νόμων και «φιλοφρόνως» εrχον πρeς τe συγγενbς θεÖον μετ\ àρετÉς, φρονήσεως πραότητος καd àληθείας, «öφερον δε ραδίως οxον ôχθος! τeν ùγκον τοÜ χρυσοÜ καd τ΅ν ôλλων κτημάτων» ( η φράση ενδεικτική της γενικότερης κοσμοθεωρίας των αρχαίων Eλλήνων για τα περιττά υλικά αγαθά ). Όμως, όταν υπεισήλθε ο παράγων της ύβρεως στην κοινωνία τους, η περιοχή τους καταστρέφεται ολοκληρωτικά από μία φοβερή θεόσταλτη φυσική καταστροφή. Στο τελικό αυτό σημείο, ο Πλάτων κάνει λόγο για την «κυκλικότητα του πολιτισμού» (πολλοί κατακλυσμοί = καταστροφές, κατά τη διάρκεια ζωής του πλανήτη ), δεδομένο που παραπέμπει στις σύγχρονες επιστημονικές παρατηρήσεις σχετικά με αρκετές δοκιμασίες της γης , ως του μεγαλύτερου οικοσυστήματος, κατά το παρελθόν.

Aριστοτέλης u O σταγειρίτης φιλόσοφος δεν μπορούσε να μην αναφερθεί και να αναλύσει, και αυτός, τις περιβαλλοντικές παραμέτρους σχεδιασμού πόλεων & οικιστικών συνόλων, συνεπής στην προϋπάρχουσα σχετική ελληνική παράδοση. Σύμφωνα με τον Aριστοτέλη, λοιπόν, το έμψυχο υλικό, οι πολίτες μίας πόλεως ( ¬σοι πόλεώς ε¨σι μέρος καd âξ zν συνίσταται πόλις ο¨κείων μορίων, και όχι οι δούλοι, οι μέτοικοι και οι ξένοι )


πρέπει να είναι τόσοι σε αριθμό, ώστε να μην προκαλούν «υπερφόρτωση» στον τόπο όπου συνοικούν. Eκτός των γεωγραφικών λόγων ( επάρκεια αγαθών, εξαντλησιμότητα φυσικών πόρων ), υφίστανται και διοικητικοί-πολιτικοί λόγοι, σύμφωνα με τους οποίους είναι àδύνατον εéνομεÖσθαι τcν λίαν πολυάνθρωπον πόλιν, διότι δεν μπορεί να επιβληθεί και να ισχύσει τάξη, κυρίως, όμως, δεν γίνεται να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες όλων των πολιτών ώστε να προσφέρουν στη συλλογική ζωή. Aντίθετα, σε παρόμοιες περιπτώσεις, κυριαρχεί η προχειρότητα στη λήψη αποφάσεων και στις πολιτικές πράξεις ( αéτοσχεδιάζειν ), με αποτέλεσμα να ζημιώνεται η πόλις ( Aριστ.: Πολ. H4, 1326a 4 - H6, 1327 b 18 ). “..\Aλλ öστι τι καd πόλεως μεγέθους μέτρον œσπερ τ΅ν ôλλων πάντων, ζÿώων, φυτ΅ν, çργάνων.. ”, επισημαίνει ο Aριστοτέλης. Tίποτε, ούτε τα ανθρώπινα δημιουργήματα, όσο τέλεια και εάν είναι ( όπως π.χ. η πόλις ως κορωνίδα των ανθρώπινων πολιτικοκοινωνικών σχηματισμών ), δεν μπορούν να υπερβούν το μέτρο της φύσεως. Γι’ αυτό «τό πλÉθος τ΅ν àνθρώπων εéσύνοπτον». Tο θέμα της πυκνότητας του πληθυσμού & της κατανομής του στο χώρο συντρόφευε τους Έλληνες ήδη από την αρχή της ιστορικής τους παρουσίας σε τούτον εδώ τον τόπο. O αποικισμός και οι παραδόσεις που δημιουργήθηκαν για την αναγκαιότητα του πολέμου ως ρυθμιστικού παράγοντα των πληθυσμιακών επιπέδων (σε σχέση με άλλα φαινόμενα της κοινωνίας, όπως εκτρώσεις, παιδοκτονία, έκθεση των νεογέννητων, ομοφυλοφιλία ), οδήγησαν σε μία γενικότερη στάση που υιοθετήθηκε από ιστορικούς, φιλοσόφους, καλλιτέχνες, ποιητές, και έγινε τρόπος ζωής και αντικείμενο μελετών ( βλ. Kεφάλαιο A’ Mέρους : ΠAΛAIOΠAΘOΛOΓIKA ΔEΔOMENA ). Eφ’ όσον κύριος στόχος είναι η αυτάρκεια, το πλήθος και το μέγεθος της πόλεως πρέπει να είναι τέτοιο, ώστε να μπορούν οι πολίτες να οικούν σ’ αυτήν, να ζουν και να σχολάζουν, «âλευθερίως ±μα καd σωφρόνως χωρdς •περβολή », στην κτίση και τη χρήση της εéπορίας ( Aριστ. Πολ. H4, 1326 a 4 H 6, 1327 b 18 ). Παράλληλα, το όλον θέμα αντανακλά την υπαρκτή πραγματικότητα του Kλασσικού Eλληνικού Kόσμου. O Aριστοτέλης περιγράφει 158 πολιτείες, όμως θα πρέπει να ήταν 10 φορές περισσότερες ( Διογ. Λαέρτ. III, 1. 27 ). Yπολογίζεται ότι: i ) η Mυτιλήνη, η Xίος, η Σάμος, τα Mέγαρα, η Eρέτρια, & η Xαλκίδα είχαν περίπου 5.000 με 10.000 κατοίκους, ii) η Σπάρτη είχε 8.000 κατοίκους με τάσεις ολιγανθρωπίας, ενώ iii) η Aίγινα είχε 2.000 με 2.500 κατοίκους .O Iππόδαμος συνιστούσε 10.000 κατοίκους ενώ ο Πλάτων 5.040. 22 Eπί πλέον, σημαντικότατο ρόλο παίζει και το είδος της χώρας, δηλαδή, του γεωγραφικού τοπίου, του φυσικού χώρου όπου είναι κτισμένη η πόλις, καθώς πρέπει να συγκεντρώνει ορισμένα χαρακτηριστικά. Ως προς τους εχθρούς, το φυσικό τοπίο θα πρέπει να παρουσιάζει αμυντικές παραμέτρους, ενώ για τους ίδιους τους κατοίκους να παρέχει δυνατότητες φυγής & επιλογής σε περίπτωση πολέμου ( « Tό δ\ εrδος τÉς χώρας οé χαλεπeν ε¨πεÖν [ δεÖ δ\ öνια πείθεσθαι καd τοÖς περd τcν στρατηγίαν âμπείροις ] , ¬τι χρc μbν τοÖς πολεμίοις εrναι δυσέμβολον αéτοÖς δ\ εéέδοξον» ). Bέβαια, και για το θέμα της έκτασης & της εδαφικής επικράτειας, ο φιλόσοφος λαμβάνει υπ’ όψιν του τα δεδομένα του 5 ου και 4 ου αι. π.X., σύμφωνα με τα οποία, τον 5ον αι. π.X.: i) η Σπάρτη θα πρέπει να καταλάμβανε περίπου μία επικράτεια 8.400 χλμ.2, δηλαδή, τα 2/ 5 της Πελοποννήσου, εκ των οποίων το 1/ 3 ανήκε στους πολίτες και ήταν « πολιτική χώρα », ii) η Aθήνα με τη Σαλαμίνα & την Ωρωπία καταλάμβανε 2650 χλμ2, iii ) το Άργος με τις Kλεωνές εκταινόταν σε 1.400 χλμ2, iv) η Θήβα εκτεινόταν σε 1.000χλμ2, v) η Kόρινθος καταλάμβανε 880 χλμ2, vi) οι Iωνικές πόλεις κάλυπταν 200- 1500 χλμ2, ενώ vii) η Kρήτη με 50 πόλεις ( έναντι των 90 ομηρικών ) καταλάμβανε 8.600 χλμ2. 23 Σύμφωνα πάντοτε με τον Aριστοτέλη, η επιλογή της γεωγραφικής θέσης για την ίδρυση πόλεως, πρέπει να γίνεται με βάση πιθανές δυνατότητες άσκησης διαμετακομιστικού εμπορίου & διακίνησης πρώτων υλών, κάτι τόσο ζωτικό για την οικονομική λειτουργία της πόλεως και την ευπορία των κατοίκων ( ï δb λοιπός [ sc. ¬ρος ], πρeς τaς τ΅ν γινομένων καρπ΅ν παραπομπάς, öτι δb τÉς περd ξύλα ≈λης, κôν ε­ τινα ôλλην âργασίαν ™ χώρα τυγχάνοι κεκτημένη τοιαύτην, εéπαρακόμιστον ). Διεξοδικά εξετάζεται και το εάν η επιλογή της τοποθεσίας πρέπει να περιλαμβάνει το κριτήριο της θάλασσας, με υπερισχύουσα την άποψη ότι την πόλη συμφέρει η γειτονία με το υγρό στοιχείο, διότι υπάρχει δυνατότητα διαφυγής σε περίπτωση πολέμου, καθώς και δυνατότητα ταυτόχρονης παροχής βοήθειας από συμμάχους. Tο εμπορικό, όμως, στοιχείο του


χαρακτήρα των πόλεων που σχετίζεται με τη θάλασσα, όπως για παράδειγμα, το ναυτικό πλήθος, η διακίνηση εμπορευμάτων, το εμπορικό πλήθος, ή η ναυτική δύναμη, πρέπει να ελέγχεται ώστε να λειτουργεί μόνον ως θετικός παράγων προόδου και όχι ως εμπόδιο, πρέπει, δηλαδή, τα επίνεια & οι λιμένες να είναι «εéφυ΅ς κείμενα πρeς τcν πόλιν». O σταγειρίτης φιλόσοφος αναγνωρίζει, επίσης, την προτεραιτότητα του εé ζÉν των πολιτών, καθώς και τη δύναμη που έχουν τα φυσικά στοιχεία, ώστε να επιδρούν στη ζωή & την ομαλή λειτουργία των ανθρώπινων ομάδων ( Aριστ. Πολ. H11, 1330 a 34 - 1330 b 31 ). H υγιεινή ( ευχάριστη διαμονή, αποφυγή ασθενειών ) σχετίζεται με το κλίμα & την υδρολογία μίας περιοχής ( ≈δατα καd πνεύματα ), τα στοιχεία της χλωρίδας & πανίδας, και την αυτάρκεια σε περιόδους ειρήνης και πολέμου, οι δε οχυρές θέσεις ( τόποι τ΅ν âρυμν΅ν ) με την εφαρμογή συγκεκριμένου τύπου πολιτευμάτων. Mάλιστα, ο προμελετημένος χωροταξικός συνδυασμός της «ευνομίας», κατά το Iπποδάμειο σύστημα, με στόχο την ικανοποίηση ακόμη και των αισθητικών αναγκών των κατοίκων εκ της ρυμοτομίας, καλόν είναι να συνδυάζεται με την τυχαία διάθεση των οικιών για λόγους ασφαλείας. Aναγνωρίζονται, παράλληλα, οι επιδράσεις που ασκούνται, εξ αιτίας των κλιματολογικών συνθηκών, στη ψυχοσύνθεση, στον τρόπο ζωής και τη βιολογική κατάσταση των πολιτών ( Aριστ. Πολ. H7, 1327 b 18-34 : « Tά μbν γaρ âν τοÖς ψυχροÖς τόποις öθνη καd τa περd τcν Eéρώπην θυμοÜ μbν âστι πλήρη, διανοίας δb âνδέεστερα καd τέχνης.. τe δb τ΅ν ^Eλλήνων γένος œσπερ μεσεύει κατa τοfς τόπους, ο≈τως àμφοÖν μετέχει. Kαί γaρ öνθυμον καd διανοητικόν âστιν· τcν αéτcν δ\ öχει διαφορaν καd τa τ΅ν ^Eλλήνων öθνη [καd] πρeς ôλληλα» / Aριστ. Περί μακρ. 1, 465a 7-12 : « E¨σd γaρ καd ôνθρωποι οî μbν μακρόβιοι οî δb βραχύβιοι, ≤τεροι καθ\ ëτέρους τόπους διεστ΅τες· τa μbν γaρ âν τοÖς θερμοÖς τ΅ν âθν΅ν μακροβιότερα, τa δ\ âν τοÖς ψυχροÖς βραχυβιότερα » ), συνεπώς, ο άνθρωπος ακολουθεί ως έναν βαθμό τις «επιταγές» των φυσικών διαδικασιών και, εφ’ όσον είναι τμήμα της φύσεως και δεν δύναται να αποκοπεί τελείως από αυτήν. Tέλος, η διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, του πλούτου ( νομίσματα, γÉ, κτÉσις χωρίων πλήθει καd μεγέθει καd κάλλει διαφερόντων, κτÉσις âπίπλων και àνδραπόδων καd βοσκημάτων ) και της διακίνησης του άψυχου & έμψυχου υλικού, πρέπει να βασίζεται στη γνώση της αμυντικής κατάστασης της πόλεως ( πλÉθος καd εrδος τÉς φυλακÉς, τόποι τ΅ν φυλακτηρίων ), καθώς και στην τείχισή της ( Aριστ. Pητ. A5, 1361 a 12-15 & A4, 1360 a 6-17 / Πολ. H12, 1330 b - 1331 a ). u Στην αρχαία ελληνική παράδοση, μία από τις περιοχές που πληρούσαν τις αριστοτελικές παραμέτρους για την àρίστη πόλιν , από άποψη διαχείρισης περιβαλλοντικών πόρων, ήταν η αρχαία Kασσώπη. Για την πόλη - κράτος αυτή είναι γνωστά, από τους σύγχρονους ανασκαφείς , 24 τα εξής. H Kασσώπη υπήρξε το κέντρο της Kασσωπαίας χώρας (Kασσωπία ). Στην αρχαία ελληνική αντίληψη υπήρχε, διάχυτη, η άποψη ότι η περιοχή, την οποία κατοικούσαν οι Kασσωπαίοι, ένα από τα ισχυρά θεσπρωτικά φύλα, ήταν « εéδαίμων χώρα ». Oι Kασσωπαίοι κατοικούσαν «κωμηδόν», από τις κώμες τους , μάλιστα, αναφέρονται ως τειχισμένες, οι Πανδοσία, \Eλάττεια , \Eλάτρια, Bούχετα και αî Bατίαι. H πόλις της Kασσώπης βρισκόταν σε ορεινή κοιλάδα, κτισμένη σε φυσικώς οχυρό εξώστη, σε υψόμετρο 550 με 620μ. Πλαισιωνόταν, βόρεια & νότια, από βραχώδες φυσικό τείχος, το οποίο χρησίμευε ως προστασία από τους βορειοδυτικούς ανέμους. Kατελάμβανε οικιστικό χώρο έκτασης 40 εκταρίων ( ένα εκτάριο = 10.000 μ2 ) και περιβαλλόταν από τεχνητό πολυγωνικό τείχος, καθώς και από τα ύδατα του Aμβρακικού κόλπου. Συνδεόταν με το Iόνιο Πέλαγος & τον Aμβρακικό κόλπο με οδικό δίκτυο, που κατέληγε στο μεν σημερινό χωριό Mιχαλίτσι ( λιμάνι του Aμβρακικού κόλπου στις εκβολές του Λούρου ποταμού ), στο δε Iόνιο πέλαγος , στο λιμάνι της Kαστροσυκιάς. Kατά τα έτη 1951-1955, ο αρχαιολόγος Σωτήρης Δάκαρης της Eλληνικής Aρχαιολογικής Yπηρεσίας, ανέσκαψε την περιοχή. H πόλη διακρινόταν για την άριστη ρυμοτομία της, σύμφωνα με το Iπποδάμειο σύστημα. Προφανώς οικοδομήθηκε στις αρχές του 4ου αι. π.X. Δύο οδοί με πλάτος 5-5,60μ. ( η νότια ) και 4,40μ. ( η βόρεια ), από τα ανατολικά προς τα δυτικά, διαιρούσαν τον οικισμό σε τρία άνισα


τμήματα που είχαν διαφορετικό πλάτος έκαστο, ενώ οι ιδιωτικές οικίες είχαν διευθετηθεί σε οικοδομικά τετράγωνα. Γ ενικά, οι “νησίδες” κατοικίας διαχωρίζονταν κατά μήκος σε δύο ομοιόμορφες σειρές κατοικιών, οι οποίες καταλάμβαναν ίσες επιφάνειες. Oι πλέον απλουστευμένες κατοικίες ήταν του τύπου ‘καταγωγείων’ και περιλάμβαναν δωμάτια πέριξ της κεντρικής αυλής με λίθινο ή ξύλινο επιστύλιο, είχαν δε εστίες και παράθυρα, για φωτισμό, αερισμό & θέα. Στο βόρειο τμήμα της πόλεως, οι οικίες ήταν κτισμένες σε βαθμιδωτά κεκλιμένα επίπεδα, σε «ταράτσες» , ώστε να μπορούν οι κάτοικοι να χαίρονται τη δροσερή θερινή αύρα, αλλά και τη χειμερινή θερμότητα ήλιου. H πόλη υδρευόταν από φρεάτια & δεξαμενές συλλογής ομβρίων υδάτων. Στις νότιες κλιτείς του βουνού υπήρχαν πηγές και πυκνή βλάστηση. Mάλιστα, στη NΔ κλιτύ του βουνού Zαλόγγου, σε απόσταση 1 χλμ., βρέθηκαν ίχνη υδραγωγείου, του οποίου το νερό μεταφερόταν στον οικισμό με πήλινους σωλήνες. Tέλος, έχει ανασκαφεί ένα πολύ αξιόλογο έργο αποχέτευσης του οικισμού, ο οποίος διέθετε, ως πλεονεκτήματα, τα αριστοτελικά εéέξοδον καd δυσπερίληπτον. ΠAPAΠOMΠEΣ : [ H ΠOΛIΣ EN XΩPÿΩ : Γ ‘ H IΔANIKH ΠOΛIΣ ] 1. I.Ferguson, Utopias of the Classical World, Thames & Hudson, London, 1975, p.12. 2.A.Adkins & P.White (eds), The Greek Polis, Readings in Western Civilization, The University of Chicago Press, Chicago, 1986, pp. 6-21. Emily Vermeule, Greece in the Bronze Age, University of Chicago, 1964 1 / 1972 2 . Για τα ελλην., Eλλάς. Eποχή του Xαλκού, μτφρ. Θ.Ξένου, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1983 5, σσ. 108111 & 388. Mε ειδική βιβλιογραφία. Bλ. το “ Aσημένιο Pυτό της Πολιορκίας ” από το λακκοειδή τάφο IV του ταφικού περιβόλου A’ των Mυκηνών = μυκηναϊκό αγγείο με τις πρωϊμότερες -γνωστές- αναπαραστάσεις σκηνής πολιορκίας. Στόχος του αρχαίου καλλιτέχνη ήταν να απεικονίσει μία πόλη με το φυσικό & ανθρωπογενές περιβάλλον της. 3. W. Kullmann, Il pensiero politico di Aristotele, Guevini e Associati, Milano, 1992 (Iταλική Έκδοση). Για τα ελλην., H Πολιτική Σκέψη του Aριστοτέλη, μτφρ. Δ. Iακώβ (από το γερμανικό πρωτότυπο) & A. Pεγκάκος, miet, Aθήνα, 1992 1 / 1996 2, σσ. 40- 41. 4. Ό.π., ( σημ. 1 ), pp. 12-13. 5. T.S. Lowry, The Archaeology of Economic Ideas. The Classical Greek Tradition, Duke University Press, Durham, 1987, pp. 27-28. 6. Ph. Vandenberg, Nofretete. Eine arch΄aologische Biographie, Sceherz Verlag, Bern, 1978 1 . Για τα ελλην., Nεφερτίτη, μτφρ. Mαρίας Mαλαγάρδη, Eκδ. Kονιδάρη, Aθήνα, 1979 2, σσ. 268275. O ύμνος στον Aτόν, μεταφρασμένος στα ελληνικά. Ancient Near Eastern Texts, Princeton University Press, 1950. Esp. : Egyptian Hymns and Prayers, pp. 369-371. A. Scharff, Ägyptische Sonnenlieder, Berlin, 1922. J.H. Breastead, History of Egypt, London, 1906. 7 Ό.π., ( σημ. 1 ), pp. 16-22. 8. P. Pucci, Hesiod and Language of Poetry , Baltimore & London, 1977, p.54. M.I. Finley, The Use and Abuse of History, Chatto & Windus, London, 1975, pp. 178-192. H.Neitzel, Homer-Reception bei Hesiod. Interprtation ausgewählter Passagen, Bonn, 1975. Sp. : Kap.: «Hesiods Modell der gerechten Stadt Op. 225-237 und seine Beziehung zu Homer», ss. 5683. 9. Ό.π., ( σημ. 1 ), pp. 23-28. 10. Ό.π., ( σημ. 1 ), pp. 29-39. E.N. Tigerstedt, The Legend of Sparta in Classical Antiquity, Vol. I, Stockholm, 1965. Mε πολύ καλή βιβλιογραφία & παραπομπές.


11. J.Pecirka, «Aristofanes Ekklesiazusen und die Utopien in der Krise der Polis», Wiss. Zeitschr. der Humboldt - Univ. zu Berlin: Gesellschund Sparchwiss. 12 , (1963): 215-219. H.C. Baldry, Ancient Utopias, Southampton, 1956. 12. Ό.π., ( σημ. 5 ), Ch.II. 13. Ό.π., ( σημ. 1 ), pp. 40-50. 14. Ό.π., ( σημ. 1 ), pp. 89-97. M.I. Finley, ό.π., ( σημ. 8 ), pp. 178-192. 15. Ό.π., ( σημ. 1 ), pp. 160-222. 16. Ό.π., ( σημ. 1 ), pp. 98-101. E.Schwartz, “ Hekataeos von Teos ”, RhM. 40, (1885): 223-262. Esp. , pp. 432-440. 17. Έφη Mπαλοδήμα - Πολυγιαννάκη, O Δίσκος της Φαιστού μιλά ελληνικά, Eκδ. Γεωργιάδη, Aθήνα, 2000 3 . Eιδ. : “H καταγωγή των Mινωιτών ” , σσ. 144 - 150. Ό.π., ( σημ. 1 ), pp. 102-106. 18. Ό.π., ( σημ. 1 ), pp. 108-109. 19. Iουλία Bοκοτοπούλου & Mπεττίνα Tσιγαρίδα: «H Oυρανίδων Πόλις», H KAΘHMEPINH/ ENΘETO, 23/ 7/ 95, σσ. 13-16 ( IΣT’ Eφορεία Προϊστορικών & Kλασσικών Aρχαιοτήτων: ανασκαφή στην περιοχή Nέων Pόδων Xαλκιδικής ). Nομίσματα με την Aφροδίτη Oυρανία και την επιγραφή Oυρανίδαι ( παιδιά του Oυρανού ): B.V. Head, Historia Nummorum, Oxford, 1911, p. 206 / F. Imhoof-Blumer, Monnaies Grecques, Amsterdam 1883, 96-98, κ.α. 20. Ό.π., ( σημ. 1 ), pp. 138-145. Bλ. αργότερα, προσπάθειες των Pωμαίων να καταστήσουν την Pώμη ως κέντρο του Kόσμου , το έργο De Civitate Deis του St.Augustine, το χαμένο παράδεισο των Xριστιανών, κ.ο.κ. 21. At.P.Canellopulos, Ecologia ed Economia dell’ Ambiente nell’ Antica Grecia, Ekdotiki Estia, Athene, 1994, 14.3, pp. 240-242. D.Devereux, «Socrates’ First City in the Republic», Apeiron XIII/ 1, (1979): 36-40. W. Burket, “ Griechische Religion der archaischen und klassischen Epoche ”, στη σειρά Die Religionen der Menscheit, Bd 15, W.Kohlhammer Verlag, Stuttgart 1977, ss. 332-337. 22. G.Glotz, La cité grecque, Eds Albin Michel, Paris, 1953. Για τα ελλην., μτφρ. Aγνής Σακελλαρίου, H Eλληνική «Πόλις», MIET, Aθήνα, 1989, σ. 36 κ.ε. 23. Ό.π., ( σημ. 22 ). 24. Για το ανασκαφικό έργο του Σ.Δάκαρη, βλ. Σωτήρης Δάκαρης: Bιογραφία και Eπιστημονικό Έργο, Φηγός, Πανεπιστήμιο Iωαννίνων, Iωάννινα, 1994. W. Hoepfen & E. L. Schwander, Haus und Polis im klassischen Griechenland, Deutscher Kunstverlag, München, 1986, Kap. 3. Δ.Λ. Παπαδήμας, Tα Yδραυλικά Έργα παρά τοις Aρχαίοις, τρίτομο, Έκδοση Tεχνικού Eπιμελητηρίου της Eλλάδας, Aθήνα, 19741/19793, τ.B’, κεφ. 5/2, σσ. 179-187. Σ.I. Δάκαρης, “ Nεκυομαντείο - Έφυρα - Kασσώπη ”, ΠAE (1977/ A’ ) : 140 - 148. S.Dakaris, Cassopaia and the Elean Colonies, Ancient Greek Cities Report No 4, 1971.


H ΣYMBOΛH TOY ΛYKEIOY ΣTIΣ OIKOΛOΓIKEΣ ΔIAΣTAΣEIΣ THΣ APXAIOEΛΛHNIKHΣ ΦIΛOΣOΦIKHΣ ΣKEΨHΣ & TOYΣ ΣYΓXPONOYΣ ΠEPIBAΛΛONTIKOYΣ ΠPOBΛHMATIΣMOYΣ

H πρωτοτυπία των έργων του Aριστοτέλη & του Θεόφραστου, όσον αφορά στις οικολογικές διαστάσεις της αρχαιοελληνικής πόλης, καθώς και στην ερμηνεία τους με βάση τα ερωτήματα και τις μεθοδολογικές προσεγγίσεις του σύγχρονου επιστημονικού κλάδου της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας, έγκειται στα ακόλουθα : u Oι δύο Φιλόσοφοι αντιμετωπίζουν “ επιστημονικά ” ( ως προς τη μεθοδολογία, τη χρήση γλωσσικών όρων και την πρωτοτυπία στην ερμηνεία του αντικειμένου προς εξέταση ) το Φυσικό & Aνθρωπογενές Περιβάλλον. Ήδη ο Ίωνας φιλόσοφος Θαλής ο Mιλήσιος είχε θέσει, πρώτος, τις βάσεις μίας λογικής προσέγγισης της φυσικής πραγματικότητας. O Aριστοτέλης, λοιπόν, έχοντας πίσω του μία πλούσια και μακρόχρονη παράδοση φιλοσοφικού στοχασμού & ερευνητικών-επιστημονικών ερευνών, κατόρθωσε να αξιοποιήσει τις απόψεις και τις ερευνητικές θέσεις των προγενεστέρων του στοχαστών ( Φυσικών Φιλοσόφων, Δημόκριτου, Iπποκρατικών, Πλάτωνα κ.ά. ), παρουσιάζοντας ένα “ολοκληρωμένο” φιλοσοφικό σύστημα ( για να χρησιμοποιήσουμε terminus technicus της Φιλοσοφίας ). Tο “σύστημα” αυτό μαζί με τα έργα του μαθητή του Θεόφραστου, ο οποίος έως σήμερα θεωρείτο ο “πατέρας” της Oικολογίας, αποτελούν: α ) το θεμέλιο λίθο στην αναζήτηση της σχέσης του αρχαίου Έλληνα με τη Φύση, β ) έναν από τους θεμελιώδεις προβληματισμούς της αρχαίας Eλληνικής Φιλοσοφίας & γ ) ένα από τα “σημείακλειδιά” για την κατανόηση και τη μελέτη του θεωρητικού & πρακτικού βίου των αρχαίων Eλλήνων. Σύμφωνα με τα πορίσματα της παρούσας Διδακτορικής Διατριβής, διαπιστώνεται ότι η έννοια “εργαλείο” για πολλούς επιστημονικούς κλάδους, στους οποίους συγκαταλέγεται και η Περιβαλλοντική Aρχαιολογία, είναι το “ οικοσύστημα ”. O όρος αυτούσιος δεν ανιχνεύεται στα αρχαία ελληνικά κείμενα, αν και αναλύεται σε δύο αρχαιοελληνικούς όρους. H λέξη οικολογία πλάστηκε το 1873 από το γερμανό E. Haeckel, ενώ ο όρος οικοσύστημα χρησιμοποιήθηκε, για πρώτη φορά το 1935, από το βρετανό βοτανολόγο A.G. Tansley. Eν τούτοις, οι έννοιες αυτές ( και πολλά από αυτά που αντιπροσωπεύει σήμερα , όπως για παράδειγμα, τα είδη των οικοσυστημάτων, η δομή & λειτουργία τους, οι αλληλεπιδράσεις των παραμέτρων εντός του οικοσυστήματος, κ.ο.κ. ) ανιχνεύονται για πρώτη φορά στο αριστοτελικό έργο και κατόπιν ολοκληρώνονται στις μελέτες του Θεόφραστου. u H βιολογική πραγματικότητα αποτελεί βάση ( conditio sine qua non ) της κοινωνικής πραγματικότητας, του ανθρώπινου βίου, αλλά και της επιστημονικής παρατήρησης, σύμφωνα με το σταγειρίτη φιλόσοφο. Tα έργα του Aριστοτέλη, ακόμη και τα Πολιτικά, τα Hθικά κ.ά. καταδεικνύουν την αντίληψη ότι η Φύση αποτελεί το “μέτρο” τόσο στα φυσικά & βιολογικά φαινόμενα, όσο και στις κοινωνικές, ηθικές, οικονομικές, αισθητικές ή φιλοσοφικές εκφάνσεις του αρχαίου ελληνικού βίου. u O Aριστοτέλης & ο Θεόφραστος χρησιμοποιούν επιστημονική γλώσσα αποδεκτή & κατανοητή σε όλους τους τομείς έρευνας και σε πολύ μεγάλο βαθμό από τη σύγχρονη επιστήμη. Aυτή η γλώσσα δεν είναι το αποτέλεσμα προσπάθειας ενοποίησης, άρα κατάργησης της αυτονομίας & της πρωτοτυπίας του επί μέρους κλάδου του επιστητού, αλλά αξιοποίηση των ομοιοτήτων στους κλάδους του επιστητού, εφ’ όσον ο άνθρωπος είναι έμβιο ον και δεν δύναται να αποκοπεί από το φυσικό γίγνεσθαι.


u Στο έργο τους διατυπώνεται και αναλύεται η Pοή Eνέργειας & η Συνύπαρξη των Aντιθέτων Στοιχείων σε κάθε Σύστημα, οι οποίες αποτελούν θεμέλιους λίθους σε σύγχρονες επιστήμες, όπως η Bιολογία, η Φυσική, η Oικολογία, η Kυβερνητική, η Aνάλυση, κ.ο.κ. . Aν και υπήρχε , εκ μέρους των αρχαίων Eλλήνων στοχαστών, μία μακρά πορεία στην αναζήτηση των δομικών χαρακτηριστικών σε αμφότερα τα βιολογικά & κοινωνικά φαινόμενα( τα αντιθετικά ζεύγη ανιχνεύονται ήδη στον Όμηρο, στους Πυθαγορείους κ.α. φιλοσόφους, ενώ οι έννοιες και τα αίτια της παρακμής των ανθρώπινων κοινωνιών εξετάζονται από τους Θουκυδίδη & Πλάτωνα, η δε φθορά του ανθρώπινου οργανισμού από τους Iπποκρατικούς ), οι φυσικοί κύκλοι ανάπτυξης και παρακμής αναλύονται επιμελώς - επιστημονικά -, υπό την οπτική γωνία των φυσικών & βιολογικών δεδομένων, αλλά και των πολιτικο-κοινωνικών διεργασιών, στα έργα των Aριστοτέλη & Θεόφραστου. u Στα έργα τους επισημαίνονται, επίσης, η αλληλεξάρτηση μεταξύ του μηχανικού, χημικού και οργανικού γίγνεσθαι στον κόσμο, καθώς και τα είδη αλλαγών & μεταβολών στη φύση και στον άνθρωπο, αναλύονται δε, για πρώτη φορά, από τον Aριστοτέλη, οι “ κύκλοι της ζωής ” (ο όρος ‘κύκλος’ αυτούσιος, π.χ. ο υδρολογικός, ο βιολογικός, της φωτοσύνθεσης -του άνθρακα, της ηλιακής ενέργειας ). u O όρος “ σύστημα ” χρησιμοποιείται αυτούσιος και από τον Aριστοτέλη, αν και υπήρχε ήδη σε χρήση στο αρχαιοελληνικό λεξιλόγιο, σχετιζόμενος και με τα πολιτισμικά δημιουργήματα του ανθρώπου ( ανθρώπινες κοινωνίες ), όπως διαπιστώνεται και στο σχετικό χωρίο από έργο του Δημόκριτου ( D.K. B5, 8.1 : « καd περd μbν τÉς πρώτης τ΅ν ¬λων γενέσεως τοιαÜτα παρειλήφαμεν, τοfς δb âξ àρχÉς γεννηθέντας τ΅ν àνθρώπων φασίν âν àτάκτωι καd θηριώδει βίωι καθεστ΅τος σποράδην âπd τaς νομάς âξιέναι καd προσφέρεσθαι τÉς τε βοτάνης τcν προσηνεστάτην καd τοfς αéτομάτους àπe τ΅ν δένδρων καρπούς. (2) καd πολεμουμένους μbν •πe τ΅ν θηρίων àλλήλοις βοηθεÖν •πe τοÜ συμφέροντος διδασκομένους, àθροιζομένους δb διa τeν φόβον âπιγινώσκειν âκ τοÜ κατa μικρόν τους àλλήλων τύπους. (3) τÉς φωνÉς δ\ àσήμου καd συγκεχυμένης οûσης âκ τοÜ κατ\ ïλίγον διαρθροÜν τaς λέξεις, καd πρeς àλλήλους τιθέντας σύμβολα περd ëκάστου τ΅ν •ποκειμένων γνώριμον σφίσιν αéτοÖς ποιÉσαι τcν περd êπάντων ëρμηνείαν. (4) τοιούτων δb συστημάτων γινομένων καθ\ ±πασαν τcν ο¨κουμένην, οûχ ïμόφωνον πάντας öχειν τcν διάλεκτον, ëκάστων ½ς öτυχε συνταξάντων τaς λέξεις· διe καd παντοίους τε •πάρξαι χαρακτÉρας διαλέκτων καd τa πρ΅τα γενόμενα συστήματα τ΅ν êπάντων âθν΅ν àρχέγονα γενέσθαι. (5) τοfς οsν πρώτους τ΅ν àνθρώπων μηδενeς τ΅ν πρeς βίον χρησίμων ε•ρημένου âπιπόνως διάγειν, γυμνούς δb âσθÉτος, ùντας, ο¨κήσεως τε και πυρός àήθεις, τροφÉς δι\ ™μέρου παντελ΅ς àνεννοήτους. (6) καd γaρ τcν συγκομιδήν τÉς àγρίας τροφÉς àγνοούντας μηδεμίαν τ΅ν καρπ΅ν ε¨ς τaς âνδείας ποιεÖσθαι παράθεσιν· διe καd πολλοfς αéτ΅ν àπόλλυσθαι κατa τοfς χειμ΅νας διά τε τe ψύχος καd τcν σπάνιν τÉς τροφÉς. (7) âκ δb τούτου κατ\ çλίγον •πe τÉς πείρας διδασκομένους ε­ς τε τa σπήλαια καταφεύγειν âν τ΅ι χειμώνι καd τ΅ν καρπ΅ν τοfς φυλάττεσθαι δυναμένους àποτίθεσθαι, γνωσθέντος δε τοÜ πυρeς καd τ΅ν ôλλων τ΅ν χρησίμων κατa μικρeν καd τaς τέχνας ε•ρεθÉναι καd τôλλα τa δυνάμενα τeν κοινeν βίον èφελεÖσαι. καθόλου γaρ πάντων τcν χρείαν αéτcν διδάσκαλον γενέσθαι τοÖς àνθρώποις, •φηγουμένην ο¨κείως τcν ëκάστου μάθησιν εéφυεÖ ζώωι καd συνεργοfς öχοντι πρeς ±παντα χείρας καd λόγον καd ψυχÉς àγχίνοιαν » ). O σταγειρίτης φιλόσοφος αναλύει την έννοια του συστήματος σε συνισταμένες, τη χωρική ( τόπος ), τη χρονική ( χρόνος ) & το υπο-κείμενο ( άνθρωπος = ο νους που κατανοεί το χωρόχρονο και λειτουργεί σε αυτόν ) και αντιλαμβάνεται την αναστρεψιμότητα, τον εσωτερικό χρόνο κάθε συστήματος, και άλλες διαφοροποιήσεις, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν τον 20 ό αι. μ.X. στη Σύγχρονη Θεωρία των Συστημάτων & στις ποικίλες εφαρμογές της. u H αρχή της « αυτάρκειας » υπήρξε ο ακρογωνιαίος λίθος της δημοκρατίας και της οικονομίας των Kλασσικών Xρόνων ( Θουκ., II. 36.3 & II.41.1 = στον Eπιτάφιο του Περικλή η Aθήνα χαρακτηρίζεται ως αυταρκεστάτη πόλις / Ξεν. Aθην. Πολ., II.7 & 11-12 / Aριστ. Πολ. A2, 1253a 1


κ.ε. / Kυνικός Tέλης, Περί αéταρκείας ). Στην πραγματικότητα « αυτάρκης » πόλις - ως φυσικό & ανθρώπινο οικοσύστημα - στην αρχαία Eλλάδα δεν υπήρξε, απλά κάθε εδαφική επικράτεια διέθετε ορισμένα φυσικά προτερήματα προς εκμετάλλευση. O Aριστοτέλης, αξιοποιώντας ερευνητικά στοιχεία των προκατόχων του ( Hρόδοτος, Θουκυδίδης, Πλάτων ), συλλαμβάνει και μία ακόμη χροιά της έννοιας “ αυτάρκεια ”, η οποία στη σύγχρονη έρευνα καλείται Carrying Capacity ( = όρια / εύρος αντοχής ή φέρουσα ικανότητα ). Σύγχρονοι ερευνητές 1 ερμηνεύουν και μελετούν την έννοια της Φέρουσας Iκανότητας, αφ’ ενός ως οικολογικό μέγεθος ( K = το οριακό σημείο « κορεσμού » της πληθυσμιακής αύξησης / η πληθυσμιακή πυκνότητα στην οποία τα ποσοστά γονιμότητας & θνησιμότητας είναι ισόβαθμα, με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να βρίσκεται σε ‘ισορροπία’. Στην Mεσόγειο, το K ποικίλλει ανά εποχή του χρόνου ), αφ’ ετέρου ως μέγεθος της Oικονομικής Aνθρωπολογίας ( Cc = ο αριθμός των ατόμων που μπορούν να τραφούν, να επιβιώσουν και να αναπαραχθούν σε μια συγκεκριμένη εδαφική ενότητα, δηλαδή, η ανώτερη δυνατή ικανότητα ενός περιβάλλοντος να παράσχει ένα πολιτισμικά οριζόμενο πεδίο επιβίωσης ). Bέβαια, υπάρχει ένα ανώτατο ( maximum ) δυνατό επίπεδο στο οποίο το περιβάλλον μπορεί να παράξει τροφή, ανάλογα με το τεχνολογικό επίπεδο των κατοίκων του συγκεκριμένου περιβάλλοντος ( μία από τις συνιστώσες της Cc ), αφ’ ετέρου διαπιστώνεται μία συνεχής, λίγο ως πολύ, και επίμονη ζήτηση του να επιτευχθεί το ανώτατο επίπεδο απόσπασης τροφής από το συγκεκριμένο περιβάλλον σε κάθε πολιτισμικό σύνολο, καθώς η ‘ Πληθυσμιακή Πίεση ’ ( Pp = Population Pressure ) είναι «κληρονομική» στους ζώντες οργανισμούς. Tα οικονομικά συστήματα αναγκάζονται, λοιπόν, εξ αιτίας της Pp να υιοθετούν πρότυπα αυξανόμενης παραγωγής & εκμετάλλευσης των φυσικών πηγών . Tελικά, οι παράμετροι του πληθυσμού, του περιβάλλοντος, της εργασίας & της παραγωγής, τα κοινωνικά & πολιτισμικά δεδομένα, οι φυσικές πηγές & η τεχνολογία, βρίσκονται σε διαρκή αλληλεπίδραση, ανά πάσα ιστορική στιγμή. Eν τούτοις, κυρίως η διαθεσιμότητα & η κατανομή διαφόρων τύπων τροφής άσκησαν ισχυρότατη επίδραση στον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο οι ανθρώπινες κοινωνίες οργάνωναν τον ετήσιο κύκλο των δραστηριοτήτων τους, με αποτέλεσμα η μελέτη του συστήματος διατροφής να αποτελεί κύριο στοιχείο στην κατανόηση των κοινωνιών και της εξέλιξής τους. O Πλάτων στους Nόμους συλλαμβάνει την έννοια της Cc, τουλάχιστον ορισμένες από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις της, όπως διαφαίνεται στο ακόλουθο απόσπασμα ( Nόμ. E, 737 C 1- D5 / 737 E - 738 B / 771 A - C : « Tdς οsν δc τρόπος iν ε­η τÉς çρθÉς διανομÉς; πρ΅τον μbν τeν αéτ΅ν ùγκον τοÜ àριθμοÜ δεÖ τάξασθαι, πόσον εrναι χρεών· μετa δb τοÜτο τcν διανομcν τ΅ν πολιτ΅ν, καθ\ ïπόσα μέρη πλήθει καd ïπηλίκα διαιρετέον αéτούς, àνομολογητέον· âπd δb ταÜτα τήν τε γÉν καd τaς ο¨κήσεις ¬τι μάλιστα ­σας âπινεμητέον. ùγκος δc πλήθους îκανeς οéκ ôλλως çρθ΅ς γίγνοιτ\ ôν λεχθεdς j πρeς τcν γÉν καd πρeς τaς τ΅ν πλησιοχώρων πόλεις· γÉ μbν ïπόση πόσους σώφρονας ùντας îκανc τρέφειν, πλείονος δb οéδbν προσδεÖ, πλήθους δb, ïπόσοι τοfς προσχώρους àδικοÜντάς τε αéτοfς àμύνασθαι δυνατοd καd γείτοσιν ëαυτ΅ν àδικουμένοις βοηθÉσαι μc παντάπασιν àπόρως δύναιντ\ ôν » ). Aς σημειωθεί ότι σε πλατωνικό απόσπασμα (Πλάτ. Πολ. B, 373 D 4 - E 9 : « Kαd ™ χώρα που ™ τότε îκανc τρέφειν τοfς τότε σμικρa δc âξ îκανÉς öσται · ..OéκοÜν τÉς τ΅ν πλησίων χώρας ™μÖν àποτμητέον, ε¨ μέλλομεν îκανcν ≤ξειν νέμειν τε καd àροÜν, καd âκείνοις αs τÉς ™μετέρας, âaν καd αéτοd àφ΅σιν α•τοfς âπd χρημάτων κτÉσιν ôπειρον, •περβάντες τeν τ΅ν àναγκαίων ¬ρον ; .. » & Πολιτ., 370 E - 371A ), αναγνωρίζεται η πρώτη ρητή διατύπωση της θεωρίας του ζωτικού χώρου. 2 Παράλληλα, όμως, και στο χωρίο αυτό γίνεται αναφορά στη σύγχρονη έννοια της Cc, όπως αυτή ορίζεται από τα μεγέθη του πληθυσμού, το σύστημα διατροφής, τις περιβαλλοντικές δυνατότητες &επιλογές, καθώς και από τις στρατηγικές επιβίωσης ( π.χ. επεκτατισμός και, κατά συνέπεια, πόλεμος ). O Aριστοτέλης στα Πολιτικά του ( B6, 1265a 39 κ.ε. : « ôτοπον δb καd τeν τaς κτήσεις ¨σάζοντα τe περd τe πλÉθος τ΅ν πολιτ΅ν μc κατασκευάζειν ..» ) ασχολείται με την K, περιγράφοντας δύο συμπληρωματικές όψεις του ίδιου πληθυσμού , ο οποίος θεωρητικά θα μπορούσε να είχε μείνει στάσιμος στο ίδιο K ( πληθυσμιακοί κύκλοι στους οποίους δεν διαταράσσεται η συνολική ισορροπία = εισροή ~ εκροή ). Σε άλλα σημεία των Πολιτικών ( H4, 1326a 1- b2 : « .. àλλ’ öστι


τι καd πόλεσι μεγέθους μέτρον, œσπερ καd τ΅ν ôλλων πάντων, ζÿώων φυτ΅ν çργάνων » & H6, 1327a ), ο σταγειρίτης φιλόσοφος αναφέρεται στην Cc , στην ανώτερη, δηλαδή, δυνατή ικανότητα ενός περιβάλλοντος να παράσχει ένα πολιτισμικά οριζόμενο πεδίο επιβίωσης, κατά συνέπεια, η έννοια της αριστοτελικής αυτάρκειας δεν εντοπίζεται ή , τουλάχιστον, δεν επικεντρών εται στην « πλήρη » αυτάρκεια αγαθών, συνεπώς στα “ οικονομικά ” μεγέθη, αλλά μελετάται, παράλληλα, υπό το οικολογικό - βιολογικό πρίσμα της ανθρώπινης διαχείρισης του Xώρου. u Eπί πλέον, ο Παρμενίδης, πρώτος, είχε θέσει την έννοια της αναλογίας του κόσμου με ζώντα οργανισμό, η οποία χρησιμοποιήθηκε κατόπιν ευρέως στα κείμενα φιλοσόφων, ιατρών, ποιητών, ρητόρων κ.ά. O Aριστοτέλης, όμως, τεκμηριώνει γλωσσικά & επιστημονικά τους "παράλληλους βίους" των φυσικών & ανθρώπινων οικοσυστημάτων ( = της φύσης & των ανθρώπινων κοινωνιών ). Για πρώτη φορά χρησιμοποιεί όρους ( π.χ. δυνάμει καd âνεργεί÷α kν, âντελέχεια, εrδος) και έννοιες ( π.χ. τη ζωή ως αυτο-οργάνωση της ύλης, την ποιοτική διάκριση κάθε συστήματος σε υλικές & μορφικές παραμέτρους, κάτι που σήμερα καλούμε εντροπία και αποτελεί ποσοτικό μέγεθος, το γονότυπο & το φαινότυπο, την οργάνωση των πληροφοριών, τα σημεία διακλάδωσης ), οι οποίοι αιώνες αργότερα αποτέλεσαν τους ακρογωνιαίους λίθους για την θεμελίωση και την πρόοδο σύγχρονων επιστημονικών κλάδων. Tα σημαντικότερα εργαλεία ανάλυσης που χρησιμοποιούνται στη σύγχρονη Συστημική Θεωρία παρέχονται από τον Aριστοτέλη. Mε τις έννοιες του "Έρωτος" & του "Oικείου" (οι οποίες ανιχνεύονται στους Προσωκρατικούς Φιλοσόφους, ποιητικά & μεταφυσικά, κορυφώνονται με το πλατωνικό έργο και καταλήγουν στην έννοια της "Oικειώσεως " των Στωϊκών ) που αλληλοσυμπληρώνονται στο έργο του Aριστοτέλη και του μαθητή του, η κοσμογονική ορμή που ενυπάρχει σε όλους τους οργανισμούς και τις λειτουργίες της φύσης, αποκτά και οικολογική διάσταση ( οικείος τόπος = οικολογική φωλεά / niche), υπενθυμίζοντας συνέχεια τους ηθικούς περιορισμούς των ανθρώπινων ενεργειών, καθώς και την "τιμωρία" της ενδεχόμενης "ύβρεώς" τους. u Σε κείμενα αρχαίων Eλλήνων στοχαστών, όπως ο Hρόδοτος, ο Hσίοδος, οι Iπποκρατικοί & ο Πλάτων, υπάρχουν αναφορές που παραπέμπουν στην έννοια του οικοσυστήματος ( όπως αναλύεται στο οικείο κεφάλαιο του B’ Mέρους ). O Aριστοτέλης, όμως, εντόπισε, ανέλυσε και προσδιόρισε τις ομοιότητες και τις διαφορές του ανθρώπου με τα υπόλοιπα έμβια όντα χρησιμοποιώντας επιχειρηματολογία που προσιδιάζει στις σύγχρονες έρευνες. O σταγειρίτης φιλόσοφος μελέτησε κάθε στοιχείο ή φαινόμενο ( και τον ίδιο τον άνθρωπο ως άτομο - μέλος ενός συνόλου ) σε συνάρτηση με το όλον ( σύστημα, σύνολο ) στο οποίο εντασσόταν και λειτουργούσε, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ο οποίος μελετούσε το σύστημα διά μέσου των ομάδων που το συναποτελούν. Kάθε οργανωμένο, σύνθετο, οργανικό σύστημα ( φυσικό οικοσύστημα ή κοινωνικό σχήμα π.χ. οικο γ έν εια, πόλις κ.ο.κ. ) αποτελεί, σύμφωνα με το μαθητή του Πλάτωνα, μία αρμονική αλληλοσυμπλήρωση επιπέδων - βαθμίδων & λειτουργιών. u Tέλος, πρώτος ο Θεόφραστος επισημαίνει, διεξοδικά, τη διαφορά ενός φυσικού & ενός αγροτικού οικοσυστήματος, όσον αφορά στον τομέα της καλλιέργειας και της εκμετάλλευσης της χλωρίδας ανά περιοχή. H γεωργία ( κατεργαζομένη ™ γÉ ) αντιμετωπίζεται ως το σύνολο αγροτικών δραστηριοτήτων, δηλαδή, ως η επιλογή ποικιλιών, η μεταφορά σπόρων, η φύτευση, το πότισμα & το ξεβοτάνισμα, ο εμπλουτισμός του εδάφους, η εντατικοποίηση της παραγωγής, κ.ο.κ. H αναπαραγωγή των φυτικών ειδών είναι είτε «φυσική» ( âκ τοÜ αéτομάτου, η «ο¨κειοτέρα» àυτοφυÉ, ôγρια φυτά ), είτε «τεχνητή» ( âκ τÉς âπινοίας καd παρασκευÉς ) «διά τέχνης» ( « συνεργεÖν τFÉ φύσει, ≥μερα φυτά » ). H ανθρώπινη επέμβαση στο περιβάλλον των φυτών διαβαθμίζεται, καθώς ορισμένα είδη & οικογένειες φυτών δεν επιδέχονται καλλιέργεια, σε ορισμένα γίνεται εκμετάλλευση των καρπών ως έχουν, εφ’ όσον αναγνωρίζεται το μεταβατικό στάδιο ορισμένων φυτικών ειδών που διατηρούν στοιχεία τόσο της άγριας κατάστασης όσο και της


ήμερης ( ε¨ς âπιμέλειαν καd κατεργασίαν μόνον ), ενώ άλλων ειδών η « σωτηρία, διαμονή, αûξησις βλάστησις καd τ΅ν καρπ΅ν γέννησις » ( = ολόκληρος ο κύκλος ζωής ) τελούν υπό τον έλεγχο του ανθρώπου. Διαπιστώνεται, επίσης, από το Θεόφραστο, ότι οι αγροτικές δραστηριότητες επεμβαίνουν στις φυσικές λειτουργίες με : α ) αλλαγές στην ποσότητα, ποιότητα & ιδιότητα των καρπών, δηλαδή, με την εντατικοποίηση της παραγωγής που έχει ως στόχο την αποθήκευση & τη δημιουργία αποθέματος και β ) αλλαγές ( μετακίνησις καd μετάθεσις ) σε λειτουργίες του οικοσυστήματος ή φαινόμενα που επιδρούν στις φυτοκοινωνίες, όπως για παράδειγμα στη βιομάζα / ενέργεια ( τροφή ), στις ιδιότητες του εδάφους ( öδαφος ) ή στα υδρολογικά & κλιματολογικά φαινόμενα ( àήρ καd πνεÜμα ). Συνεπώς, το αγροτικό οικοσύστημα επεμβαίνει με τέτοιο τρόπο στις φυσικές διεργασίες, ώστε να δημιουργεί συνθήκες ο¨κεÖες, νέα δεδομένα, νέα «φυσικά περιβάλλοντα» όπου ο άνθρωπος αποκτά ρυθμιστικό ρόλο, αντικαθιστώντας κατά κάποιον τρόπο τη φύση. Παρά ταύτα, η έννοια της ανθρώπινης επέμβασης λειτουργεί, σύμφωνα με το μαθητή του Aριστοτέλη, ως καλυτέρευση ( θεραπεία ) και όχι ως βιασμός της φύσης ( μc βιάζεσθαι παρa φύσιν ), με άξονα επιλογής την κατανόησιν των διαφορών, «του καιρού» & «του τόπου». Eπί πλέον, στις ρυθμιστικές λειτουργίες κάθε οικοσυστήματος περιλαμβάνονται και καταστροφικά φαινόμενα, τα οποία, αν και αρνητικά, συμβαίνουν «κατά φύσιν» και είναι περιοδικά και αναπόφευκτα ( π.χ. ψύχος, •περβάλλον καÜμα, âπομβρίαι, δυσκρασίαι τοÜ àέρος, χαλαζοκοπίαι, κ.ο.κ. ). Aμφότεροι, λοιπόν, Aριστοτέλης & Θεόφραστος, αναλύουν και ερμηνεύουν, επιστημονικά και συστηματικά, τη βιοπολιτισμική ποικιλότητα του τότε γνωστού τους κόσμου.


H ΠOΛIΣ ΩΣ OIKOΛOΓIKO ΣYNOΛO ΣTH ΣYNEIΔHΣH TΩN APXAIΩN EΛΛHNΩN & TIΣ ΣYΓXPONEΣ EPEYNEΣ THΣ ΠEPIBAΛΛONTIKHΣ APXAIOΛOΓIAΣ H αρχαιοελληνική πόλις είχε πρώτιστα οικολογική ( περιβαλλοντική ) χροιά, στη συνείδηση των Eλλήνων γενικότερα, καθώς διακρινόταν σε πόλι, àκρόπολι, ôστυ, γαÖα, àγορά, ôρουρα, νομό, ≈λη, τεμένη, âρημία κ.ά. διαφοροποιήσεις περιβαλλοντικού περιεχομένου. Oι διακρίσεις αυτές, οι οποίες στηρίζονταν, πρωταρχικά, στην αλληλοσυμπλήρωση φυσικού & ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, υπάρχουν ήδη στις Πινακίδες της Γραμμικής B, στα Oμηρικά Έπη ( όπου ακόμη και στην περιγραφή της Aσπίδας του Aχιλλέα στην ραψωδία Σ, της Iλιάδας, περιγράφονται " τοπία πόλων " ), στις αντιλήψεις των μεταγενεστέρων ( π.χ. Όρκος των Aθηναίων Eφήβων, η ιδανική πόλις ως βουκολική ευτοπία & πολιτική ουτοπία κ.α. ), στις καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις, σε ολόκληρο, δηλαδή, το φάσμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού. Ήδη τα μυκηναϊκά κέντρα ( = οι μυκηναϊκές πόλεις στα γεωγραφικά όριά τους ), ήταν μικρής κλίμακας ανθρώπινα οικοσυστήματα, καθώς βασίζονταν στην αρχή της αυτάρκειας, που περιλάμβαναν το άστυ, την ύπαιθρο, τα τεμένη & την ακρόπολη, διαθέτοντας κεντρική εξουσία που διαχειριζόταν το φυσικό περιβάλλον της επικράτειας, τις εμπορικές σχέσεις & τις συμμαχίες. Aργότερα, ο Όμηρος τους προσδίδει ανάλογους χαρακτηρισμούς, τονίζοντας ως βασικό παράγοντα ευημερίας το φυσικό περιβάλλον στο οποίο είχαν κτισθεί. Oι αρχαιοελληνικές αυτές διακρίσεις παραπέμπουν στις σύγρονες μεθόδους ανάλυσης του Περιβάλλοντος σε Πραγματικό/Aντικειμενικό [ Real or Objective : - Γεωγραφικό( Geographical ), Λειτουργικό ( Operational ) & Διαμορφωμένο ( Modified ) ] και Aντιληπτό Περιβάλλον ( Perceived Environment ). Σε τούτες τις περιβαλλοντικές ενότητες, δομούνται τα κοινωνικάπολιτισμικά συστήματα. Tέλος, η οριοθέτηση της πόλης των Aθηνών στη συνείδηση των κατοίκων της ως γεω- πολιτικής οντότητας, δηλαδή, ως ανθρωπογενούς οικοσυστήματος εντασσόμενου στα δρώμενα του ευρύτερου φυσικού & ιστορικού γίγνεσθαι του αρχαίου ελληνικού κόσμου, αποτυπώνεται αφ’ ενός στη συμμετοχή όλων των πληθυσμιακών ομάδων (ανδρών - γυναικών - δούλων - ξένων)3 στην Πομπή των Mυστών προς την καρποφόρο ελευσινιακή πεδιάδα και τα Παναθήναια, αφ’ ετέρου στον Όρκο 4 που έδιδαν οι Aθηναίοι Έφηβοι στην Άγλαυρο, μυθική αττική ηρωΐδα και μία “ προσωποποίηση ” της Aττικής Γης ( Θουκ., II. 13 & Πλουτ. Aλκ., 15.6 : “ οé μcν àλλa καd τÉς γÉς συνεβούλευεν ( sc. ï \Aλκιβιάδης ) àντέχεσθαι τοÖς \Aθηναίοις καd τeν âν \Aγλαύρου προβαλλόμενον àεd τοÖς âφήβοις ¬ρκον öργÿω βεβαιοÜν· çμνύουσιν γaρ ùροις χρήσασθαι τÉς \AττικÉς πυροÖς, κριθαÖς, àμπέλοις, âλαίαις, ο¨κείαν ποιεÖσθαι διδασκόμενοι τcν ≥μερον καd καρποφόρον ” ) . Eλαφρώς διαφοροποιημένες εκδοχές για το περιεχόμενο του προαναφερθέντος όρκου διασώζονται και σε έργα άλλων αρχαίων συγγραφέων : Λυκ. Kατά Λεοκρ., 77 / Aρπ. & Hσ. , s.v. ‰Aγλαυρος / Στοβ., XLIII. 48 / κ.α. ). u Πιο συγκεκριμένα, η παρούσα Διδακτορική Διατριβή προτείνει ότι η αριστοτελική ερμηνεία της πόλης-κράτους φέρει το στίγμα « της οικολογικής προσέγγισης ». O άνθρωπος και η πόλις ως δημιούργημα της «οντολογικής» ιδιαιτερότητάς του, αντιμετωπίζονται, από το σταγειρίτη φιλόσοφο, ως “ ανθρώπινο οικοσύστημα ”. O άνθρωπος- έμβιο ον είναι μεν συντελεστής βιολογικής ισορροπίας & κρίκος των βιολογικών αλυσσίδων, επομένως η επιβίωση και η πρόοδός του εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από το περιβαλλοντικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται ο ίδιος και η ομάδα του, εν τούτοις είναι και αντιμετωπίζεται ως το ολοκληρωμένο μέλος ( integral part ), το κεντρικό στοιχείο ( focal element ) του συστήματος. 5 Tοιουτοτρόπως, η προσαρμογή της ανθρώπινης ομάδας στο συγκεκριμένο φυσικό περιβάλλον φέρει τη σφραγίδα της ενεργητικής δράσης. Oι δυνατότητες της ανθρώπινης συμπεριφοράς επεκτείνονται όχι μόνο στα φυσικά οικοσυστήματα πέραν της πόλης-κράτους, αλλά και στη χρήση των εντός της πόλης ορίων του περιβάλλοντος, όσον αφορά στη διατήρηση της αυτοδυναμίας του, στη μη εξαντλησιμότητα των πόρων που παρέχει και την αριστοποίηση της εκμετάλλευσής του.


Σύμφωνα με τον Aριστοτέλη, η πόλις είναι ένα είδος κοινωνικού σχηματισμού, μία πολιτική κοινωνία ( Aριστ.: Πολ. A1, 1252 a 1 / A2, 1252 b / B1, 1260 b 39-1261 a 1 ). H εξελικτική, όμως, αυτή κοινωνική βαθμίδα της ανθρώπινης ομάδας, όπως και « αî πρ΅ται κοινωνίαι », είναι ίδιον της ανθρώπινης φύσης ( αντίθετα, « οéδέ γaρ τe κοινωνικόν περιγέγραπται œσπερ àπe τ΅ν àλόγων ζÿώων οûτε καd àπe τ΅ν àγροικοτέρων àνθρώπων » / Stoicorum Veterum Fragmenta, Ioannes ab Arnim, Vol. III, Chrysippi De Jure et Lege, § 5, 346 ), μία θέση η οποία έχει προκαλέσει και προκαλεί ακόμη πολλές συζητήσεις μεταξύ των ερευνητών. 6 Tο ότι ο άνθρωπος εστί « πολιτικeν γaρ καd συζÉν πεφυκός » και « φύσει πολιτικeν ζÿ΅ον » ( Aριστ.: Hθ. Nικ. 19, 1169 b 18-19 & Πολ. A2, 1252 b 27-1253 a 4 ), προϋποθέτει ορισμένα δομικά χαρακτηριστικά που του επιτρέπουν να συγκροτεί κοινωνία πολιτική και όχι απλή συνάθροιση ατόμων. Tα χαρακτηριστικά αυτά είναι, κατά τον Aριστοτέλη, ψυχοσωματικά, δηλαδή, βιολογικές δυνάμει καταστάσεις που επιτρέπουν την εκδίπλωση ψυχικών & πνευματικών λειτουργιών. α ) Aφ’ ενός, μόνον ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από την όρθια δίποδη στάση & βάδιση ( Aριστ. Περί ζώων μορ. Δ11, 687 a 2-7 : « μόνον çρθeν âστd τ΅ν ζÿÿώων ï ôνθρωπος » ), από τη χρήση των άνω άκρων ( χεÖρες ,) ως πολλαπλού οργάνου εξ αιτίας της ιδιάζουσας εγκεφαλικής του δομής & λειτουργίας ( Aριστ.: Περί ζώων μορ. Δ11, 687 a 7 - 687 b 27 & Περί αισθ., 5, 444 a 28-33 ), και από τη γλωσσοπλαστική ικανότητά του, που οδηγεί στη δημιουργία πολύπλοκου επικοινωνιακού κώδικα με ευρείες δυνατότητες αποτύπωσης & υπέρβασης του αντικειμενικού κόσμου ( Aριστ.: Περί τά ζώα ιστ. Δ9, 535 a 26 - 535 b 3 & Πολ. A2, 1253 a 9-14 ). β ) Tα εγκεφαλικά κέντρα που ρυθμίζουν λειτουργίες, όπως εκείνες της συνειδητότητας, της μνήμης & της φαντασίας, τις οποίες ο Aριστοτέλης συγκαταλέγει στις ψυχικές λειτουργίες ( Aριστ.: Hθ. Nικ. I9, 1170 a 28 - 1170 b 7 & Περί μνήμ. 1, 450 a 15-25 ), καθώς και ο συναισθηματικός κόσμος του ανθρώπου, ο οποίος δεν περιορίζεται μόνον στην πρόκληση συναισθηματικών «απαντήσεων» στις περιβαλλοντικές προκλήσεις, αλλά προχωρεί και στη θέσπιση κανόνων αισθητικής & καλλιτεχνίας ( Aριστ. Hθ. Eυδ. Γ2, 1230 b 36-1231 a 15 ), καταδεικνύουν το μοναδικό και εξέχοντα ρόλο του ανθρώπου στο φυσικό κόσμο, ρόλο που προσδιορίζεται καθοριστικά από το ανθρώπινο χαρακτηριστικό του Λόγου, κατατάσσοντάς τον ως στοιχείο που πλησιάζει περισσότερο το θείο ( Aριστ. Hθ. Eυδ. H14, 1248 a 25-29 ). γ ) Στο βαθμό στον οποίο η αρετή και η ηθική εμπεριέχονται στον άνθρωπο δυνάμει, η ανθρώπινη πράξις ορίζεται από τις συνισταμένες της επιλογής, της ευθύνης & της χρήσης ( διαχείρισης ), ως έννοιες-λειτουργίες αποκλειστικά ανθρώπινες ( Aριστ.: Hθ. Eυδ. B6, 1223 a 4-15 / Hθ. Nικ. Γ7, 1113 b 6-14 / Hθ. Nικ. Δ1, 1120 a 4-5 ). O άνθρωπος, λοιπόν, κατά τον Aριστοτέλη, διαφέρει από τους υπόλοιπους έμβιους οργανισμούς της γης, έχει συνείδηση της ιδιαιτερότητας αλλά και της ευθύνης του να λειτουργήσει στο φυσικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, δρα ως βιολογικό και ταυτόχρονα ως κοινωνικό ον. Aναπόσπαστα δεμένος με το ορμέμφυτο της αυτάρκειας & της ευδαιμονίας, ως «τέλους», ως ύψιστου σκοπού της ύπαρξής του ( Aριστ.: Πολ. A2, 1252 b 27 - 1253 a 4 / Γ9, 1280 b 29-35 / H1, 1323 b 21-36 / Hθ. Nικ. A5, 1097a 33-35 / A5, 1097 b 6-11 / A10, 1099 b 32-1100 a 11 / K9, 1178 b 33-1179 a 6 / Hθ. Eυδ. A7, 1217 a 18-29 ), επιδρά στη δομή και λειτουργία του φυσικού γίγνεσθαι με το γλωσσοπλαστικό φαινόμενο, την Eπιστήμη, την Tέχνη (τεχνική, τεχνολογία, καλλιτεχνία) και τους κοινωνικούς σχηματισμούς ( Aριστ. Mετ. Θ2, 1046 a 36 - b 28 ). Συνοπτική απαρίθμηση των διαφοροποιητικών χαρακτηριστικών μεταξύ των ανθρώπων και των υπόλοιπων ζώων έχει διασωθεί και στον Ξενοφώντα ( Aπομν., I.4.11 - 14 ), ο οποίος φαίνεται ότι καταγράφει την αντίστοιχη άποψη του Σωκράτη. O άνθρωπος, όμως, του 5ου & 4ου αι. π.X., δεν μπορεί να νοηθεί εκτός πόλης. H επικρατούσα, τότε, αντίληψη στις επιστήμες, τις τέχνες, την πολιτική ζωή αλλά και στην καθημερινότητα, θεωρούσε το άτομο ως αναπόσπαστο μέλος του συνόλου. Tα άτομα συγκροτούσαν «νοικοκυριά» ( οικίες, οικογένειες ), και αυτά με τη σειρά τους την πόλη. Bâβαια, υπήρχε πάντοτε η δυνατότητα εξατομικευμένης δράσης, αν και αναιρείται, έτσι, η ουσία ( = φύση / λειτουργική δομή ) της πόλης. H υπέρβαση των ατομικών συμφερόντων με σκοπό το κοινό καλό αποτελούσε ιδανικό, αλλά και μέτρο ( κριτήριο ). Aκολουθείται, δε, η ίδια η φύσις που θεωρείται ως το μέτρο της


σοφίας ( Aριστ.: Πολ. B2, 1261 a 18-24 / H8, 1328 a 21-1328 b 23 / Hθ. Eυδ. H12, 1244 b 23-26 / Hθ. Nικ. A1, 1094 b 7-10 ). H θεωρητική υπόσταση της πόλης έβρισκε την έκφρασή της στον πρακτικό βίο, την οικονομία, τη διαχείριση του ανθρωπογενούς & φυσικού περιβάλλοντος. H οικιακή οικονομία, η μέριμνα των ατομικών αγαθών, η οποία παρέμενε αυτοτελής και θεμελιώδης κατηγορία, συμπορευόταν με τη σύσταση πολλών οίκων, ορίζοντας το βίο, δηλαδή, τον τρόπο ζωής και προσαρμογής μίας ανθρώπινης ομάδας στο περιβάλλον, σε όλες τις εκφάνσεις της. H χώρα ( φυσικό τοπίο, γεωγραφικός χώρος ) και η ανθρώπινη παρουσία σε αυτήν ( μέγεθος και θέση οικισμού, αμυντικές παράμετροι, φυσικοί παράγοντες όπως οι κλιματολογικές & υδρολογικές συνθήκες ), οι πρώτες ύλες που περιέχει το περιβάλλον - για την ικανοποίηση των αναγκών της διατροφής, ένδυσης, οίκησης, εξοπλισμού κ.ο.κ.- , το έμψυχο υλικό σε ρόλους-λειτουργίες εξειδικευμένες ( π.χ. γεωργοί -τεχνίτες ) και ο πολιτισμός του σε επίπεδο οικονομικό, θρησκευτικό, πολιτικό και καλλιτεχνικό, δένονταν αναπόσπαστα. O Aριστοτέλης εντάσσει τον άνθρωπο και την πόλι του στο φυσικό οικοσύστημα, αναλύοντας όχι μόνον τις αλληλεπιδράσεις φυσικού & ανθρωπογενούς οικοσυστήματος, αλλά και τις διαστάσεις που αυτές παίρνουν. Δεν μας παρέχει τον τύπο της άριστης πολιτείας όπως ο Πλάτων. Προτιμά να βρίσκεται εγγύτερα στην ιστορική πραγματικότητα ορίζοντας και αναλύοντας τις φυσικές παραμέτρους που επιδρούν στις λήψεις αποφάσεων και στη διαχείριση της πόλης. Yπό αυτές τις προϋποθέσεις, η πόλις δεν αποτελεί τυχαίο συνονθύλευμα ανθρώπων χωρίς συνείδηση του ρόλου τους και της θέσης τους στο περιβάλλον, αλλά σκόπιμη και έλλογη συγκρότηση ενός «οργανισμού» με σαφείς λειτουργίες, υποχρεώσεις & όρια. Ήδη από τον 5ο αι. π.X., οι Iπποκρατικοί τόνισαν τις αλληλεπιδράσεις των στοιχείων στα οικοσυστήματα θέτοντας τις βάσεις της Iστορικογεωγραφικής Παθολογίας, Bιοκλιματολογίας, Kλιματοπαθολογίας, Mετεωροβιολογίας, Mετεωροπαθολογίας & Iδιοστατικής Παθολογίας. Kατόπιν, στο πλατωνικό έργο υπάρχει μία συνεπής ανάλυση της πόλης ως ανθρώπινου οικοσυστήματος, η έμφαση, όμως, δίδεται στον ρόλο & τις λειτουργίες του ανθρώπου σε αυτό. Mε τον Aριστοτέλη και τον μαθητή & διάδοχό του στο Λύκειο Θεόφραστο, ολοκληρώνεται η θεωρητική ανάλυση του ρόλου του ανθρώπου, ως μέλους μίας ομάδας με πολιτική βούληση, στο φυσικό περιβάλλον. O άνθρωπος εντάσσεται στη φύση ως τμήμα της ( το τρίπτυχο « μέσονδυνατόν-πρέπον » του σταγειρίτη φιλοσόφου αφορά και στην εφικτή λειτουργία του ανθρώπου στο φυσικό του περίγυρο ). Tαυτόχρονα, αντιμετωπίζεται ως ο ρυθμιστής ορισμένων παραμέτρων και ο μόνος εκ των στοιχείων που συναπαρτίζουν τα οικοσυστήματα, ο οποίος έρχεται να «διεισδύσει» και να « μεταλλάξει » τις λειτουργίες τους. Eν τούτοις, σε όλη την Eλληνική Aρχαιότητα δεν διαφαίνεται αλαζονεία σε σχέση με την εξέχουσα θέση του ανθρώπου στο φυσικό κόσμο, ούτε ακόμη και στο ζωτικό θέμα των τεχνολογικών εφαρμογών, οι οποίες, σε καμμία περίπτωση, δεν διατάραξαν την ενότητα φύσης-ανθρώπου. 7 u Παράλληλα, ο Aριστοτέλης & ο Θεόφραστος κατανόησαν και ανέλυσαν διεξοδικά τις αλληλεπιδράσεις των φαινομένων στο φυσικό & ιστορικό γίγνεσθαι. Γενικά, για τις εναλλαγές των καιρικών & φυσικών φαινομένων ( ραγδαίες βροχοπτώσεις, φορά & ένταση πνοής των ανέμων, ήπιες κλιματολογικές συνθήκες ή αντίθετα απότομες & δριμείες καιρικές αλλαγές ) τα οποία επιδρούν στη στάθμη των υδάτων ( ποτάμιων & θαλάσσιων ) και στους κύκλους ζωής των φυτοκοινωνιών & των ζωοκοινωνιών, καθώς και για τις επιδράσεις τους στις πόλεις και την ανθρώπινη καθημερινότητα, μιλά το αριστοτελικό κείμενο ( Περί κόσμου 6, 339 a 18-30: « γίνονται δb •ετοd κατa καιρeν καd ôνεμοι καd δρόσοι, τά τε πάθη τa âν τÿ΅ περιέχοντι συμβαίνοντα διa τcν πρώτην καd àρχέγονον α¨τίαν. ≠Eπονται δb τούτοις ποταμ΅ν âκροαί, θαλάσσης àνοιδήσεις, δένδρων âκφύσεις, καρπ΅ν πεπάνσεις, γοναd ζÿώων, âκτροφαί τε πάντων καd àκμαd καd φθίσεις, συμβαλλομένης καd ταÜτα καd τÉς ëκάστου κατασκευÉς, ½ς öφην » & Mετεωρ. A14, 351a 19 - 351b 8 : «Oéκ àεd δ’ αéτοd τόποι τÉς γÉς ο≈τ\ öνυγροί ε¨σdν οsτε ξηροί, àλλa μεταβάλλουσι κατa τaς τ΅ν ποταμ΅ν γενέσεις καd τaς àπολείψεις. διe καd τa περd


τcν ¦πειρον μεταβάλλει καd τcν θάλατταν, καd οéκ àεd τa μbν γÉ τa δb θάλαττα διατελεÖ πάντα τeν χρόνον, àλλa γίγνεται θάλαττα μbν ¬που χέρσος, öνθα δb νÜν θάλαττα, πάλιν âνταÜθα γÉ. κατa μέντοι τινa τάξιν νομίζειν χρc ταÜτα: γίγνεσθαι καd περίοδον. àρχc δb τούτων καd α­τιον ¬τι καd ζÿώων, àκμcν öχει καd γÉρας, πλcν âκείνοις μbν οé κατa μέρος ταÜτα συμβαίνει πάσχειν, àλλ\ ±μα πÄν àκμάζειν καd φθίνειν àναγκαÖον· τFÉ δb γFÉ τοÜτο γίνεται κατa μέρος: διa ψύξιν καd θερμότητα. ταÜτα μbν οsν αûξεται καd φθίνει διa τeν ≥λιον καd τcν περιφοράν, διa δb ταÜτα καd τcν δύναμιν τa μέρη τÉς γÉς λαμβάνει διαφέρουσιν, œστε μέχρι τινeς öνυδρα δύναται διαμένειν, εrτα ξηραίνεται καd γηράσκει πάλι· ≤τεροι δb τόποι βιώσκονται καd öνυδροι γίγονται κατa μέρος. àνάγκη δb τ΅ν μbν τόπων γιγνομένων ξηροτέρων τaς πηγaς àφανίζεσθαι, τούτων δb συμβαινόντων τοfς ποταμοfς μbν âκ μεγάλων μικρούς, εrτα τέλος γίγνεσθαι ξηρούς, τ΅ν δb ποταμ΅ν μεθισταμένων καd öνθεν μbν àφανιζομένων âν ôλλοις δ' àνάλογον γιγνομένων μεταβάλλειν τcν θάλατταν· ¬που μbν γaρ âξωθούμενη •πe τ΅ν ποταμ΅ν âπλεόναζεν àπιοÜσα, ξηράν ποιεÖν àναγκαÖον, ¬που δb τοÖς ®εύμασι πληθύνουσα âξηραίνετο προσχουμένη, πάλιν âνταÜθα λιμνάζειν» ). Eπίσης, το φαινόμενο της ρευστοποίησης, το οποίο έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή & εξέλιξη ορισμένων αρχαιοελληνικών πόλεων, περιγράφεται, για πρώτη φορά, από τον Aριστοτέλη, στα Mετεωρολογικά ( B8, 366a 23-28 : « öτι δb περd τόπους τοιούτους οî ¨σχυρότατοι γίνονται τ΅ν σεισμ΅ν, ¬που ™ θάλασσα ®οώδης j ™ χώρα σομφή καd ≈παντρος. διe καd περd ^Eλλήσποντον καd περd \Aχαΐαν καd Σικελίαν, καd τÉς Eéβοίας περd τούτους τοfς τόπους· δοκεÖ γaρ διαυλωνίζειν •πe τcν γÉν ™ θάλαττα » ). Tέλος, για τη σημασία των διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα στους υγροβιότοπους ( π.χ. στα δέλτα των ποταμών ) μιλά, για πρώτη φορά, ο Θεόφραστος στο έργο του Περί φυτών αιτίαι ( I.v.ii-iii : « öτι δ^ οî ποταμοd καd αî συρροαd καd âκρήγματα τ΅ν •δάτων πολλαχόθεν âπάγουσι σπέρματα καd δένδρων καd •λημάτων, δι^ n καd αî μεταστάσεις τ΅ν ποταμ΅ν πολλοfς τρόπους ποιοÜσιν •λώδεις τοfς πρότερον àνύλους, àλλ^ αyται μbν οéκ αéτόματοι δόξαιεν ôν, àλλ^ œσπερ σπειρόμεναί τινες καd φυτευόμεναι » ), αναφερόμενος στη γονιμότητα των ιλωδών εκτάσεων, των δέλτα των ποταμών & των ιζηματογενών περιοχών, στην υδρομεταφερόμενη γύρη και σε άλλες οικολογικές διαδικασίες, τις οποίες μελετά σήμερα και η Περιβαλλοντική Aρχαιολογία, εφ’ όσον τα φυσικά περιβάλλοντα σχετίζονται με την ανθρώπινη παρουσία, κατά το παρελθόν.

]


TO APXAIO ATTIKO OIKOΣYΣTHMA THΣ KΛAΣΣIKHΣ ΠEPIOΔOY H οικολογική πραγματικότητα της Aττικής των Kλασσικών Xρόνων και η ‘ οικολογική συνείδηση ’ των κατοίκων της. O ρόλος των οικολογικών παραμέτρων στο βίο των ανθρώπινων κοινωνιών δεν παραβλέπεται αλλά και δεν υπερτονίζεται στα αρχαιοελληνικά κείμενα της Kλασσικής Περιόδου. O Aριστοτέλης, όπως τεκμηριώθηκε στο A’ & B’ Mέρος της παρούσας Διδακτορικής Διατριβής, αναφέρει τις περιβαλλοντικές διαστάσεις καταστροφών, αποδίδοντας τους, όμως, τμήμα των ευθυνών για την κατάρρευση των εκάστοτε κοινωνιών. Σε άλλα σημεία των κειμένων του επισημαίνει τα ανθρωπογενή αίτια αλλαγών στα πολιτειακά σχήματα, ενδιαφέρον, δε, καθίσταται το γεγονός ότι δεν παύει να τονίζει τον ρόλο & τη σημασία της ανθρώπινης «διαχείρισης». H πολυδιάστατη αυτή έννοια τονίζεται και σε κείμενα του 5ου αι. π.X., για παράδειγμα, στον Ξενοφώντα, σύμφωνα με τον οποίο η διαφορά στα αποτελέσματα των προσπαθειών του ανθρώπου να καλλιεργήσει τη γη έγκειται στην εκάστοτε « âπιμέλεια », διότι « γÉν δb πάντες ­σασιν ¬τι εs πάσχουσα εs ποιεÖ » ( Oικ., XX.6 & 14 = αναγνωρίζεται ότι η γη « πάσχει » από την επέμβαση του ανθρώπου ). Συνεπώς, ο άνθρωπος, ως άτομο ή ομάδα, δεν είναι απόλυτα υπόδουλος στο φυσικό γίγνεσθαι, δεν αποσχίζεται, όμως, ποτέ ολοκληρωτικά από αυτό, καθώς αλληλεπιδρώσες διαδικασίες καθορίζουν την εκάστοτε εξέλιξη των ανθρώπινων οικοσυστημάτων. Oρισμένοι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής εκείνης, απηχώντας τη γενικότερη δυσφορία, επεσήμαναν τα αρνητικά ή δυσλειτουργικά στοιχεία της κοινωνίας στην οποία ζούσαν. Περιβαλλοντικά, κοινωνικά & οικονομικά προβλήματα που δημιουργούσε η συσσώρευση μεγάλων και ανομοιογενών μη γηγενών πληθυσμιακών ομάδων στην πόλη, η ρυμοτομία των Aθηνών, τα διάφορα πολιτικά μέτρα που αφορούσαν στην οικονομία και διαχείριση των αγαθών, οι επεκτατικές διαθέσεις των Aθηνών, η στήριξη της αθηναϊκής οικονομίας στην εισαγωγή ειδών ( π.χ. ξυλεία, σιτηρά ), ανιχνεύονται στα έργα του Aριστοφάνη, Θουκυδίδη, Ξενοφώντα, Πλάτωνα & Aριστοτέλη, των ρητόρων, κ.ά. συγγραφέων ( Ξεν. Πόρ., II.1 = προτάσεις για τους μετοίκους / Πόρ., III.1 3 12-14 κ.α. = προτάσεις για την τόνωση του εμπορίου / Πόρ.: IV.1-11, 14-15, 17, 19, 23-24, 29, 30, 32, 49-50, 43-44 κ.α. = προτάσεις για την εντατική εκμετάλλευση των αργυρωρυχείων του Λαυρίου & Iσοκρ., VII.83 & VIII.19 = καταστροφικές συνέπειες του Συμμαχικού Πολέμου ). 8 Πιο συγκεκριμένα, η στρατηγική παρότρυνσης του πληθυσμού της υπαίθρου να συγκεντρωθεί στο άστυ επί Aριστείδη ( Aρ.: Eιρ., 582-600 / 306-8 / 551-5 / 856-7 Σφ., 251-2 Aχαρν., 974-5 & Aριστ. Aθην. Πολ., XXII.24.1 : « Mετa δb ταÜτα θαρρούσης ¦δη τÉς πόλης καd χρημάτων äθροισμένων πολλ΅ν, συνεβούλευεν àντιλαμβάνεσθαι τÉς ™γεμονίας καd καταβάντας âκ τ΅ν àγρ΅ν ο¨κεÖν âν τÿ΅ ôστει· τροφήν γaρ öσεσθαι πÄσι, τοÖς μbν στρατευομένοις, τοÖς δb φρουροÜσι, τοÖς δb τa κοινa πράττουσι, ε­θ\ ο≈τω κατασχήσειν τcν ™γεμονίαν » ), συνεχίστηκε με την περίκλεια στρατηγική κατά την πρώτη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου. Στην αρχαία Aττική είχε διατηρηθεί ο αρχαιότερος τρόπος ζωής & οργάνωσης ( που ανερχόταν ήδη στους Mυκηναϊκούς Xρόνους ), σύμφωνα με τον οποίο η ύπαιθρος -περιφέρεια λειτουργούσε εξίσου δυναμικά με το άστυ - κέντρο, σε τομείς θρησκείας, παραγωγής, πολιτικών δραστηριοτήτων,


άμυνας κ.ο.κ. Mε την προαναφερθείσα στροφή, ιδίως κατά το 431/ 0 π.X., δεν προστατεύθηκε το minimum ποσοστό των απαραιτήτων μέσων προς επιβίωση ( αγροί, κοπάδια, εργαλεία, περιοχές εργασίας, πηγές πρώτων υλών, αποθεμάτων νερού & κυνηγιού ) και κλονίστηκαν οι συναισθηματικοί, ιστορικοί & τελετουργικοί θεσμοί των κατοίκων της υπαίθρου που απεκόπησαν από τα ‘ πάτρια ’ εδάφη. Aρκετοί, επίσης, από τους συγγραφείς του 5 ου & 4 ου π.X. αι. ( Iπποκρατικοί, Θουκυδίδης, Πλάτων, Aριστοτέλης, Ξενοφών, Pήτορες, Θεόφραστος, κ.ά. ) : α ) κατανοoύν τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των γεωλογικών, μετεωρολογικών, κλιματολογικών αλλαγών και της ζωής των απλών ανθρώπων αλλά και των ίδιων των πόλεων , β ) αναγνωρίζουν την προτεραιότητα των οικολογικών παραμέτρων στη λήψη αποφάσεων σε επίπεδο πόλεων ( π.χ. ο Θουκυδίδης ερμηνεύει τη Σικελική Eκστρατεία ως την απόπειρα των Aθηναίων να εξασφαλίσουν αποθέματα ξυλείας ), καθώς και στην παρακμή των ανθρώπινων πολιτισμών, γ ) κρίνουν, άμεσα ή έμμεσα, τις αποφάσεις της πόλης σχετικά μετη διαχείριση των φυσικών πόρων ( π.χ. τα μεταλλεία του Λαυρίου, τη διανομή της καλλιεργήσιμης γης, το εμπόριο των σιτηρών, την αποψίλωση των δασών της Aττικής και την εντατική βόσκηση, το αμυντικό σύστημα σε περίοδο πολέμου, κ.ο.κ. ), δ ) αναζητούν με θεωρητικά επιχειρήματα, τα οποία όμως αντανακλούν υπαρκτά αδιέξοδα, την επίτευξη της αυτάρκειας, ε ) τονίζουν τη σημασία των περιβαλλοντικών δεδομένων στο σχεδιασμό της ‘ ιδανικής πόλης ’ ( π.χ. στην ‘ πολιτική ουτοπία ’ του Πλάτωνα αλλά και στον πολιτικό αντίλογο του Aριστοτέλη αναλύονται φυσικοί παράγοντες, όπως το κλίμα, οι πρώτες ύλες, η τοπογραφία μίας περιοχής, κ.ο.κ. ) Yπό αυτήν την έννοια, υπήρξαν και στην Eλληνική Kλασσική Aρχαιότητα ενσυνείδητες φωνές ‘ οικολογικής διαμαρτυρίας’. u Παράλληλα, στην αρχαία αττική αντίληψη και την αρχαιοελληνική νοοτροπία, εν γένει, το περιβάλλον & η ανάπτυξη δεν αντιμετωπίζονταν ως δύο αντιτιθέμενες αξίες & μεγέθη. Σε όλους τους τομείς του βίου συνδυάζονταν οι χρήσεις πολιτισμού και αναψυχής, καθώς λειτουργούσε η αλληλοδιείσδυση του φυσικού με το τεχνητό στοιχείο. Στη συνείδηση των αρχαίων κατοίκων της Kλασσικής Eλλάδας, δεν υφίστατο νεκρή φύση. Όλη η φύση ήταν ζωντανή, ταυτόσημη της ζωής, του πνεύματος, & της θεότητας. 9 H νοοτροπία του Σωκράτη στο Φαίδρο ( Πλάτ. Φαίδρ., 229D 3-5 : « φιλομαθcς γάρ ε¨μι· τa μbν οsν χωρία καd τa δένδρα οéδbν μ\ âθέλει διδάσκειν, οî δ\ âν τÿ΅ ôστει ôνθρωποι » ), ανιχνεύεται ήδη ως τάση στην Oδύσσεια ( ôστεα πολλ΅ν àνθρώπων ) και στους γεωγράφους & ιστορικούς ( π.χ. στον Hρόδοτο ), ενώ αργότερα, με τον Aριστοτέλη & το Θεόφραστο, μετατρέπεται σε επιστημονική προσέγγιση των ανθρώπινων οικοσυστημάτων. Eπί πλέον, στον τομέα των εκούσιων ατομικών μετακινήσεων υπήρχε παλαιόθεν στους περισσότερους Έλληνες η επιθυμία να ταξιδέψουν για να θαυμάσουν περιβαλλοντικές παραδοξότητες, φυσικές ομορφιές και άλλα «άστεα». Tις εμπειρίες τους τις κατέγραφαν με ενθουσιασμό ή και δέος. O τομέας αυτός λειτουργούσε ως φυσική συνέπεια του γενικότερου θαυμασμού και της « απορίας » του αρχαίου Έλληνα προς το φυσικό γίγνεσθαι και τη διαδικασία γένεσης των ανθρώπινων κοινωνιών. H αισθητική ως δημιούργημα του Λόγου & εφαρμογή της Φιλοσοφίας διακρινόταν για τις ανθρώπινες διαστάσεις που λάμβανε, καθώς και για την ανθρώπινη ευχαρίστηση, την οποία είχε ως στοχοθεσία. Kάθε δημιούργημα άγγιζε την τελειότητα, ώστε να δύναται να δώσει ικανοποίηση & αγαλλίαση, στοχεύοντας στην κατάδειξη του εé ζÉν. Tο αρχαίο ελληνικό σύστημα ήταν ολιστικό, καθώς λάμβανε υπ' όψιν του και έδιδε μορφή σε όλες τις μάζες & το κενό, τις τρείς διαστάσεις και την ανθρώπινη ύπαρξη εντός της φύσης. 10 Tο περιβάλλον για τους αρχαίους Aθηναίους, όπως και για τους Έλληνες στο σύνολό τους, ήταν «απτό». H αντίληψη αυτή ανιχνεύεται στον τρόπο ζωής, στο βαθμό εξάρτησης από τα φυσικά δεδομένα, στα γεωγραφικά όρια της πόλης-κράτους, κ.ο.κ. Tέλος, ορισμένες από τις παραποιήσεις ( δια-στροφές ) σε σχέση με το φυσικό & ιστορικό γίγνεσθαι, δηλωτικές της πλήρους απουσίας οικολογικής συνείδησης, στις οποίες έχει παγιδευθεί η ανθρωπότητα σήμερα, όπως η υπέρβαση των φυσικών ορίων ( η ύβρις έναντι της φύσης η οποία λειτουργεί και ως αυτόνομο σύστημα ), η «αντικειμενοποίηση» του φυσικού κόσμου υπό το


πρίσμα του ειδώλου ( ο άνθρωπος ως νάρκισσος, την αναγκάζει να λειτουργήσει μόνον ως καθρέπτης των δικών του ιδιαιτεροτήτων & αναγκών ), η «αντικειμενοποίηση» του φυσικού κόσμου υπό το πρίσμα της λατρείας και των θρησκευτικών - μαγικών απαγορεύσεων με αποτέλεσμα την αποξένωση του ανθρώπου από τα υπόλοιπα όντα, έμβια και μη, καθώς και η «επεκτατική ιδεολογία»( expansionsideologie ) που βασίστηκε στην παρερμηνεία των εκάστοτε θεϊκών παροτρύνσεων (σε διαφορετικές θρησκείες) για την κυριαρχία του ανθρώπου επί του κόσμου, δεν διαπράχθηκαν από την αρχαία ελληνική σκέψη και, ειδικότερα, από την αττική κοινωνία των Kλασσικών Xρόνων. Aντίθετα, στην περίπτωση του κλασσικού αττικού οικοσυστήματος, η νομοθεσία, η θρησκεία & οι παραδόσεις αποτελούσαν την «ασφαλιστική δικλείδα» υπέρ του φυσικού περιβάλλοντος. Tο κράτος μεριμνούσε, ως ένα βαθμό, για την υδροδότηση, τη διαχείριση των απορριμμάτων, την προστασία της παραγωγής, τη διακίνηση και την αναδιανομή των προϊόντων ή την παιδεία των πολιτών, χωρίς να μειώνεται ο ρόλος του ατόμου και της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Xαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η παρατήρηση , πώς αν και ο φόβος ενός λιμού ( ή μάλλον κρίσεων τροφικής ανεπάρκειας ) ήταν πάντοτε παρών στις αρχαίες ελληνικές πόλεις, εκείνες υιοθετούσαν λίγες συγκεκριμένες στρατηγικές για την αντιμετώπιση παρόμοιων κινδύνων. Σε τέτοιες περιπτώσεις, υπήρχε απόλυτη εμπιστοσύνη στην ικανότητα επιβίωσης κάθε οίκου ξεχωριστά. 11 Διαχείριση των Φυσικών Πόρων & Aνθρωπογενές Περιβάλλον της Kλασσικής Aττικής Oι πολιτισμοί που άνθησαν κατά την εποχή του Xαλκού στη νότια περιοχή της Eλλάδας, προκάλεσαν το «αποψιλωμένο τοπίο» που το χαρακτηρίζει έκτοτε, σε συνδυασμό με τις κλιματολογικές συνθήκες. 12 Aξιοπαρατήρητο, μάλιστα, είναι το γεγονός πως η καλλιέργεια της εληάς στη Nότιο Eλλάδα είναι αποτέλεσμα προσαρμογής στις συνθήκες εδαφικής διάβρωσης ( αποψίλωση δασών, ξέπλυμα εδαφών ), ενώ η αναγέννηση των δασών είναι δυσκολώτερη σε ξηρά κλίματα όπως εκείνο του νότιου τμήματος της χώρας. Aνάλογες παρατηρήσεις είχαν γίνει από τους αρχαίους συγγραφείς, ιδιαίτερα από το Θεόφραστο σε πολλά σημεία των έργων του. Aπό τα προαναφερθέντα οικολογικά δεδομένα, τα οποία είχαν διαμορφωθεί με την πάροδο χιλιετιών και τη συνεχή κατοίκηση στον Eλλαδικό Xώρο, δεν παρουσιάζει αντίθεση το αττικό οικοσύστημα της Kλασσικής Eποχής. u Ένας, ακόμη, καθοριστικός παράγων, όσον αφορά στη διαχείριση των φυσικών πόρων, υπήρξαν τα καρστικά φαινόμενα, τα οποία καθόρισαν ευρέως τη γεωμορφολογία & το υδρολογικό προφίλ της Eλλάδας, ιδίως κατά την περίοδο από τον 8 ο έως και τον 1 ο αι. π.X. Xαρακτήριζαν τόσο τη γεωλογία της Hπειρωτικής Eλλάδας, της Πελοποννήσου, της Kρήτης & των νησιών του Aιγαίου, όσο και της Kάτω Iταλίας, Σικελίας & Iωνίας, όπου επεκτάθηκαν οι Έλληνες με τις αποικίες τους. Σύγχρονοι επιστήμονες παρατήρησαν ότι οι αρχαίοι Έλληνες άποικοι (8 ος-4 ος αι. π.X.) επέλεγαν , σκόπιμα, θέσεις με καρστικούς σχηματισμούς, όπου είχαν τη δυνατότητα και την τεχνογνωσία να εκμεταλλευτούν τους υδάτινους πόρους της περιοχής, κάτι που είχε επισημανθεί ήδη από τους αρχαίους συγγραφείς ( Hροδ., VI. 76 / Παυσ., II. 24 / Vitr., 8.1 & 2 / κ.α. ). Πρέπει να σημειωθεί ότι η καρστική διαδικασία διαρκεί από 10.000 έως 100.000 χρόνια, καθώς το νερό καταστρέφει το πέτρωμα με ταχύτητα περίπου 500mm ανά 500 χρόνια. 13 Kατά συνέπεια, τα ασβεστολιθικά εδάφη σχετίζονταν με συγκεκριμένες επιλογές, απαιτούσαν, δηλαδή, επιφανειακή άροση, συχνή λίπανση, καλλιέργειες λαχανικών, εκχέρσωμα και σκόπιμες πυρκαγιές, ενώ παράλληλα, δεν άντεχαν στη συνεχή & εντατική χρήση. Παρόμοια, επίσης, γεωλογικά περιβάλλοντα επιδρούσαν και στην παθολογία των βιοκοινωνιών ( συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπινων πληθυσμών ) όπου συσχετίζονταν η μέση ετήσια θερμοκρασία ( κλιματολογικές αλλαγές ) και η πληθυσμιακή πυκνότητα ανά περιοχή. Παράδειγμα αποτελούν τα κουνούπια ( anopheline mosquitos : A. sacharovi & A. superpictus ), τα οποία συγκεντρώθηκαν στις ελώδεις περιοχές κατά το τέλος του Πλειστόκαινου, διαδίδοντας την ελονοσία ( malaria ) με το μεταλλαγμένο & σχετικά θανατηφόρο Plasmodium falciparum.


u Στην Aττική του 5ου & 4ου αι. π.X., οι ρυθμοί εκμετάλλευσης των φυσικών δεδομένων ήταν ‘ συνεχείς ’, καθώς αξιοποιούνταν όλα τα κατάλληλα πετρώματα του εδάφους / υπεδάφους & τα μεταλλεύματα ( αυτό μαρτυρείται από τα αρχαία κείμενα και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα ). Oι καλλιέργειες ήταν πρωταρχικά προσανατολισμένες στην κριθή, τα ελαιόδενδρα & τα αμπέλια. H παραγωγή μελιού από το θυμάρι του Yμηττού είχε γίνει γνωστή και περιζήτητη στην εποχή εκείνη. H εκτροφή προβάτων, αναλογικά, φαίνεται ότι ήταν η μεγαλύτερη του ελληνικού κόσμου, ενώ οι συνεχώς αυξανόμενες παραγγελίες αττικών κεραμεικών, παράλληλα με το αθηναϊκό ναυτικό, στο οποίο βασιζόταν η αττική επεκτατική δύναμη, αύξησαν επικίνδυνα τις ανάγκες για ξυλεία. Γενικά, εάν αντιμετωπίσουμε το σύνολο του τρόπου ζωής των Aθηναίων, μαζί με τις συνήθειες της πλειονότητας των συμπατριωτών τους, θα διαπιστώσουμε τις προτιμήσεις τους σε συγκεκριμένα διατροφικά είδη, προϊόντα καλλωπισμού για τις γυναίκες, κ.ο.κ. Yπήρχαν, λοιπόν, ‘ μόδες ’ και στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, οι οποίες οδηγούσαν σε καταναλωτικές ανάγκες, αδιάφορου του περιβαλλοντικού κόστους ( π.χ. εντατική αλιεία ή κυνήγι ). H ζωή του πληθυσμού της πόλης ήταν εναρμονισμένη με τις κλιματολογικές συνθήκες κάθε εποχής του έτους ( π.χ. η ήπια εποχή μεταξύ των μηνών Mαΐου και Oκτωβρίου ήταν η καταλληλότερη για διαμονή στην ύπαιθρο και διεξαγωγή πολεμικών επιχειρήσεων ή εμπορικών επαφών ), με αποτέλεσμα να παρατηρείται ‘ οικονομία ’ στην ενεργειακή κατανάλωση ( εργασία, χρόνος, κόστος, αυξημένοι κίνδυνοι, κ.ο.κ.). Συνεπώς, η εμετάλλευση των φυσικών δυνατοτήτων που παρείχε το αρχαίο αττικό οικοσύστημα ήταν σχεδόν πλήρης ( π.χ. γεωλογικά με τις καλλιέργειες συγκεκριμένων φυτικών ειδών & την εξόρυξη, κλιματολογικά με τον τρόπο ζωής & το χρονοδιάγραμμα των ετήσιων ασχολιών, και, βιολογικά με την προσαρμογή στα οικολογικά δεδομένα, την εκτροφή προβάτων και όχι βοοειδών, την αξιοποίηση της θαλάσσιας πανίδας, καθώς και την χρήση όλων των φυσικών πλεονεκτημάτων, όπως στην περίπτωση της μελισσοκομίας ). u Tέλος, αρκετοί σύγχρονοι ερευνητές προσανατόλισαν την έρευνά τους για τα αίτια παρακμής της αθηναϊκής ηγεμονίας, στα οικονομικά δεδομένα, γεγονός που είχε επισημανθεί ήδη από την Aρχαιότητα ( Ξεν. Πόρ., IV.4-6 / Aριστ. Πολ. Δ4, 1291b 22-25 / κ.α. ).H οικονομία των Aθηνών κατά την Kλασσική Περίοδο, χαρακτηρίζεται από τους μελετητές ως « μεικτή », εφ’ όσον βασιζόταν στην αγροτική παραγωγή, τη βιοτεχνία, αλλά και τις εμπορικές δραστηριότητες. 14 Φαίνεται σήμερα, πως αποτελεί πραγματικότητα, αφ' ενός ότι η « δύναμις » των Aθηνών ήταν èνητή μÄλλον j ο¨κεία, αφ' ετέρου πώς καίριο κτύπημα για αυτήν αποτέλεσαν τα κακά οικονομικά, παράλληλα με την εύστοχη παρατήρηση πως τα μεταλλεία του Λαυρίου συνετέλεσαν στη γένεση της αθηναϊκής ηγεμονίας, ενώ τα αντίστοιχα στη Mακεδονία συνέβαλαν στην οριστική κατάρρευσή της. 15 Παράλληλα, ο προσανατολισμός των Aθηνών στη θάλασσα απέβη επισφαλής, εφ' όσον τα πλοία προς ναυπήγηση έχρηζαν μεγάλες ποσότητες ξυλείας και άλλων υλικών, στα οποία η Aττική δεν ήταν αυτάρκης. Oι ανάγκες αυτές, σε συνδυασμό με τις μεταλλευτικές δραστηριότητες στην περιοχή του Λαυρίου, τις συνεχείς απαιτήσεις για μεγάλη ποσότητα ξυλείας με στόχο τη χρήση τους σε όλες τις ασχολίες ( θέρμανση, εργαστήρια κ.α. ), οι συχνές πολεμικές δραστηριότητες, οι εντατικές καλλιέργειες συγκεκριμένων ειδών προς εκμετάλλευση υπό την αιγίδα της πολιτείας ( π.χ. ελαιόδενδρα, αμπέλια ), οι δεδομένες περιβαλλοντικές συνθήκες και οι δυνατότητες του τοπικού εδάφους, αποψίλωναν σταδιακά το συντριπτικό ποσοστό του αττικού εδάφους, με αρνητικές, όπως επισημαίνονταν ήδη από την Aρχαιότητα, συνέπειες. Διαπιστώνεται, λοιπόν, ότι σε κάθε περίπτωση επέκτασης ή υιοθέτησης νέων δεδομένων, τα νέα αυτά δεδομένα ( εδάφη, πληθυσμοί, προϊόντα, ανάγκες ) έπρεπε να ελεχθούν, διοικηθούν, υπερασπισθούν και αφομοιωθούν ( ενταχθούν ) στο ήδη υπάρχον ανθρωπογενές αττικό οικοσύστημα της Kλασσικής Περιόδου. Tο οικονομικό, όμως, σύστημα είναι αυτό που δυσχεραίνει, στα μεγαλύτερα ποσοστά, την ανάκαμψη μετά από μία κρίση , προερχόμενη από οιοδήποτε άλλο σύστημα ( π.χ. του πληθυσμού, της διατροφής, των φυσικών πηγών, των περιβαλλοντικών δεδομένων ).


Aντιφάσεις μεταξύ Θεωρητικού & Πρακτικού Bίου των κατοίκων της Kλασσικής Aττικής Στη μελέτη της αρχαίας αττικής κοινωνίας, κατά τη διάρκεια του 5ου & 4ου αι. π.X., όπως και σε όλες τις καταναλωτικές κοινωνίες, εντοπίζονται αντιφάσεις, όσον αφορά στη σύγκρουση δύο αντιτιθέμενων ‘ μεγεθών ’, της ικανοποίησης των καταναλωτικών αναγκών, παράλληλα με το φαινόμενο της ‘ κυριαρχίας ’, έναντι της συνετής, ‘ οικολογικής ’ διαβίωσης του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον, δηλαδή της καπηλικÉς ( μεταβλητικÉς, çβολοστατικÉς ) χρηματιστικÉς, έναντι της κατa φύσιν οικονομίας ( οικονομικÉς χρηματιστικÉς ), διαφοροποίηση την οποία, εύστοχα, είχε παρατηρήσει ο Aριστοτέλης ( Aριστ. πολ. A3, 1258 a 30 κ.ε. ). H φύση ως ιδεατό σχήμα, στην Eπιστήμη, τη Φιλοσοφία, τη Θρησκεία, την Tέχνη, την Tεχνολογία ( π.χ. οι αρχαίοι Έλληνες γνώριζαν τα βιτουμένια, προτιμούσαν όμως τη χρήση ήπιων μορφών ενέργειας & ανθρώπινου δυναμικού ) και την Πολιτική, διέπεται από αυτό που σήμερα καλούμε ‘ οικολογική συνείδηση ’, καθ’ όλη την Eλληνική Aρχαιότητα. H σημερινή διαμόρφωση μίας Oικολογικής Aντίληψης ( Ecological Thought ), στηριζόμενη στην επιστημονική μεθοδολογία της Aνθρώπινης Oικολογίας ( Human Ecology = κλάδος της Eπιστήμης της Oικολογίας - Hawey , 1982 ) & τη θεωρητική στοχοθεσία της Oικολογικής Φιλοσοφίας ( Eco-philosophy ), περιλαμβάνει ορισμένες παραμέτρους - κλειδιά, οι οποίες την οριοθετούν και τη χαρακτηρίζουν : την αντίληψη του κόσμου ως πλέγματος αλληλεπιδράσεων ( think interrationally ), αλλά και αρμονίας Φύσης Aνθρώπου ( think in terms of man - nature harmony ), τη δράση με έναν τρόπο ολιστικό & πνευματικό ( act in an holistic intellectual mode ), την ανασύνθεση των επιστημονικών δεδομένων και όχι τον κατακερματισμό των επιστημονικών κλάδων ( aim at synthesis ), καθώς και τη μακροπροσέγγιση των οικολογικών θεμάτων έναντι των μικρο-συμφερόντων ( macro-approach of the knowledge news ), την προβλεψιμότητα των οικοσυστημάτων που μας ‘ μιλούν ’ για τα προβλήματά τους ( predict the future of ecosystems ), την αναγνώριση της συνθετότητας των οικολογικών προβλημάτων σε οργανωτικό επίπεδο ( think in terms of complexity in organization ), κ.ο.κ. 16 Eκείνη την εποχή, οι ^Iεροd Tόποι ( δρυμοί, άλση, κ.ά. ), οι ^Iερbς ΓαÖες ( = οικολογικές ζώνες προστασίας ή ουδέτερες ζώνες εκτόνωσης σε περιόδους συρράξεων ) & ο προϊστορικός πυρήνας στα θρησκευτικά λατρευτικά κέντρα κάθε πόλης, συνέβαλλαν στην επιβίωση, αυτονομία και ιερότητα ορισμένων φυσικών τοπίων ( Παυσ. I.31.1-6 = κατά τόπους λατρείες θεοτήτων ανά αττικό δήμο ). O de Polignac (1984), ορθά, έχει επισημάνει ότι η αρχαία πόλις ( ως αστικό κέντρο ) δεν αποτελούσε τον πρωταρχικό θρησκευτικό πυρήνα της πόλης - κράτους, δηλαδή της ευρύτερης εδαφικής επικράτειας. 17 Παράλληλα, στην Kλασσική Aττική, οι Δήμοι που είχαν κέντρα σημαντικών θρησκευτικών λατρειών ( Mαραθών, Pαμνούς, Eλευσίνα, κ.ά. ) φαίνεται ότι ήταν οι φτωχότεροι, σε σύγκριση με όσους βρίσκονταν εγγύς του άστεως ή σε πλούσιες περιοχές, όπου λάμβανε χώρα εντατική εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών ( π.χ. Λαυρεωτική ). Eν τούτοις, οι τετρακόσιοι ( 400 ) & τριακόσιοι ( 300 ) ευπορώτεροι Aθηναίοι, του 5ου & 4ου αι. π.X., αντίστοιχα, ήταν διασκορπισμένοι σε 139 δήμους, παρουσίαζαν, δηλαδή, μία αναλογία περίπου δύο ( 2 ) ανά δήμο. 18 Tέλος, στην αρχαία Aττική, το όριο που επιβαλλόταν στην αντιπροσώπευση συγκεκριμένου αριθμού βουλευτών ανά δήμο, είχε ως αποτέλεσμα να μην ερημώνεται ποτέ η συγκεκριμένη περιοχή, λειτουργώντας ως εμπόδιο στην τυχόν υπάρχουσα αστυφιλία. Στο παρόν σημείο, θα πρέπει να γίνει μία ειδική μνεία στο ζήτημα των σχέσεων ανθρώπου - ζώων στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, καθώς φθάνουν έως τις ημέρες μας αντιφατικές πληροφορίες & ενδείξεις, όπως για παράδειγμα, αφ’ ενός τα περιστατικά ( βλ. Kεφ. ΠANIΔA THΣ APXAIAΣ ATTIKHΣ ) που αναφέρονται σε ταφή κατοικίδιου σκύλου ή στην απόφαση προστασίας του υπέργηρου όνου, τα οποία μαρτυρούν την ευαισθησία σε φιλοζωϊκά θέματα, αφ’ ετέρου οι αναφορές στις κοκορομαχίες , στη θήρα δελφινιών , ή ακόμη στην παρότρυνση, εκ μέρους πνευματικών ανθρώπων, όπως ο Πυθαγόρας, ο Eμπεδοκλής & ο Θεόφραστος, να σταματήσουν οι θρησκευτικές θυσίες ζώων, αποκαλύπτοντας μία διαφορετική καθημερινή πραγματικότητα.


Πιο συγκεκριμένα, οι βάσεις της ‘ Zωοψυχολογίας ’ τίθενται στην αρχαία Eλλάδα, όχι με τον Aριστοτέλη, αλλά με τον Όμηρο, καθώς στα Έπη υπάρχουν παρομοιώσεις του ζωικού κόσμου με το ήθος & το χαρακτήρα των ομηρικών ηρώων, γεγονός που υποδηλώνει ότι και τα ζώα διακατέχονται από συνασθήματα, όπως φόβο, θλίψη, θυμό ( π.χ. Oμ. Oδ. κ, 239 - 240 ). Σύμφωνα με τους Πυθαγόρειους, οι ‘ ψυχές ’ των ζώων μπορούν να μεταπηδήσουν σε ανθρώπινα σώματα, και αντίστροφα, ενώ, σύμφωνα με τον Eμπεδοκλή, όλα τα συστατικά του κόσμου φέρουν εγγενώς ένα είδος λογικής, εφ’ όσον φέρουν, φύσει, μερική γνώση, σκέψη & αίσθηση ( Eμπ., 31B 103 / 107 / 110 DK ). O ιατρός Aλκμαίων ο Kροτωνιάτης , περίπου στα 460 π.X., διαβαθμίζει, για πρώτη φορά, τις γνωστικές λειτουργίες, επισημαίνοντας ότι μόνον ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται από αυτοσυνειδησία ( Aλκμ., 24B 1 1a DK ). 19 Στο έργο του τραγικού ποιητή Aισχύλου \Aγαμέμνων ( Aισχ. Aγ., 717 κ.ε. ), το 458 π.X., η ιστορία του κατοικίδιου λιονταριού, το οποίο, μεγαλώνοντας, σκοτώνει τα πρόβατα του αφεντικού του, υποδηλώνει, μεταξύ των άλλων, ότι η ενστικτώδης συμπεριφορά των ζώων υπάρχει κληρονομικά στη φύση τους. Mε την πλατωνική Πολιτεία ( Πλάτ. Πολ., 441 A-B ), γίνεται ο διαχωρισμός των ζώων, που διαθέτουν θυμοειδές & επιθυμητικόν, από τον άνθρωπο, που διαθέτει λογιστικόν, αν και οι περισσότεροι των ανθρώπων δεν χρησιμοποιούν τη λογική τους, εξισούμενοι, έτσι, προς τα ζώα. Aργότερα, στους Nόμους ( Πλάτ. Nόμ., 961 D), ο Πλάτων υποστηρίζει ότι ο Nους & η Aίσθηση έρχονται σε συμφωνία με τη διαιώνιση των ζώντων οργανισμών. O Ξενοκράτης ( Fr. 21 / 75 / 98 ), πάλι, υποστηρίζει ότι και τα ζώα μπορούν να μετάσχουν, ως ένα βαθμό, στη γνώση της θεότητας, ότι έχουν αθάνατη ψυχή και ότι ζώα & άνθρωποι ανήκουν στην ίδια ‘ οικογένεια ’. Kατόπιν, με τον Aριστοτέλη & το Θεόφραστο, θεμελιώνονται οι επιστημονικές βάσεις της Hθολογίας των Zώων και της Zωοψυχολογίας. O σταγειρίτης φιλόσοφος αναγνωρίζει, αφ’ ενός ένα είδος αιτιότητας ανάμεσα σε όλες τις μορφές ζωής ( Aριστ. Φυσ. B8, 199a 20 - 30 ), αφ’ ετέρου ορισμένες ψυχικές διαβαθμίσεις, κοινές σε αυτές. Oρισμένα ζώα διαθέτουν είδος μνήμης, ενώ ο άνθρωπος διαθέτει, επί πλέον, φαντασία, αναμνήσεις, εμπειρίες, φρόνηση, επιστημονική σκέψη & καλλιτεχνική δημιουργικότητα ( Aριστ. : Περί μνήμ. 2, 453a 6 - 14 / Mετ. A1, 980 a 27 - b 28 κ.α. ). O μαθητής του Θεόφραστος, προχώρησε περισσότερο, θεωρώντας ως αδίκημα τη θανάτωση & τη θυσία ζώων, τα οποία δεν είναι βλαβερά στον άνθρωπο ( Πορφ. Aποχ., II.22 - 24 ). Tέλος, η “ο¨κείωσις ” των Στωικών λαμβάνει ποικίλες διαστάσεις, οικολογικές, κοινωνικές & ηθολογικές, καθώς η αυτο - παρατηρησία ( auto - perception ) είναι κοινό φαινόμενο στα πρώτα στάδια ανάπτυξης των ζώντων οργανισμών ( π.χ. ζώων και παιδιών ), κατά τα οποία μαθαίνουν τον εαυτό τους, τα ένστικτα προστασίας και τις χρήσεις τους. H αγάπη στον εαυτό μας αποτελεί το πρωταρχικό ένστικτο επιβίωσης, εφ’ όσον όλα τα όντα διάκεινται φιλικά, τόσο απέναντι στον εαυτό τους, όσο και έναντι των γεννητόρων τους ( Iεροκλής, col. 1. 50 -53, 19 & col. 6. 24 - 27, 3 ). Στη σύγχρονη εποχή, οι βασικές συμπεριφορές των ανθρώπινων ομάδων προς τα ζώα έχουν μελετηθεί και κατηγοριοποιηθεί, καθώς ερευνητικές μέθοδοι, που εφαρμόστηκαν σε προηγμένες χώρες του 20 ού αι. μ.X., κατέδειξαν δέκα (10) γενικευμένες διαφοροποιήσεις ( Φυσιοκρατική, Oικολογική, Aνθρωπιστική, Hθική, Eπιστημονική, Aισθητική, Xρησιμοθηρική, Kυριαρχική, Aρνητική & Oυδέτερη ). 20 Παρόμοιες συμπεριφορές απαντώνται και στην αρχαία αττική κοινωνία της Kλασσικής Eποχής ( Φυσιοκρατική, Oικολογική, Aνθρωπιστική, Aισθητική, Xρησιμοθηρική, Kυριαρχική, Eπιστημονική, Hθική ). Συνεπώς, η εξαγωγή μονομερών ή γενικευμένων συμπερασμάτων, όσον αφορά στις αρχαίες κοινωνίες, στον τρόπο ζωής των ανθρώπων σε σχέση με το φυσικό περιβάλλον και στην παρακμή του πολιτισμού τους, κρίνεται επισφαλής και αντιμετωπίζεται ως τέτοια, στη ανά χείρας Διδακτορική Διατριβή. Oι οικολογικές παράμετροι στο Bίο & την Παρακμή της αρχαίας πόλης των Aθηνών κατά την Kλασσική Περίοδο Στις σύνθετες κοινωνίες, όπως στην περίπτωση της αρχαίας Aττικής, και οι τύποι εγκατάστασης είναι σύνθετοι , εφ' όσον το μέγεθος, η διάταξη, η κατανομή και η λειτουργικότητα των χώρων,


αντανακλούν πολιτικές & θρησκευτικές πεποιθήσεις. H εγγύτητα των χώρων στις πλουτοπαραγωγικές πηγές, οι επικοινωνιακές δίοδοι, η ύπαρξη αμυντικών έργων, η ύπαρξη συνοικιών, τα νεκροταφεία και οι χώροι αποκομιδής των απορριμμάτων, οι χώροι εξορύξεων ( μεταλλεία, ορυχεία ), τα εργαστήρια, η χρήση των περιφερειακών κέντρων ως κόμβων αναδιανομής αγαθών & υπηρεσιών, αποτελούν ορισμένες από τις παραμέτρους που χαρακτηρίζουν ένα οικιστικό σύνολο. Συνεπώς, η έννοια του χώρου σχετίζεται και με τα περιβαλλοντικά & πληθυσμιακά δεδομένα. Tο άτομο - μέλος των κοινωνιών αυτών αφομοιώνει, μεταλλάσσει ή διαμορφώνει τα εξωγενή και ενδογενή δεδομένα, σε μία σχέση αμφίδρομη, διαλεκτική, δυναμική & διαρκή ( Σοφ. Aντ., 332375 ), καθώς ο άνθρωπος μπορεί να υπάρξει - επιβιώσει και αναπαραχθεί ικανοποιητικά - σε μια μεγάλη ποικιλία ( διαφοροποίηση ) habitats σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη μορφή ζωής. Όμως, όπως και οι υπόλοιποι οργανισμοί του οικοσυστήματος στο οποίο εντάσσεται, οι άνθρωποι διαθέτουν ένα ελάχιστο όριο συνθηκών υποστρώματος ( Nόμος του Eλάχιστου ή νόμος του Liebig ), αλλά και κάποια συγκεκριμένα όρια ανοχής στις μεταβολές του περιβάλλοντος ( Nόμος της Aνοχής ή νόμος του Shel -ford ), με αποτέλεσμα οι σύγχρονοι μελετητές να στρέφονται πλέον στη μελέτη του «αποτυπώματος» ( footprint ) της ανθρώπινης παρουσίας & δράσης στο οικοσύστημα. 21 Eπί πλέον, πόλος έλξης για μία μεγάλη ομάδα ερευνητών εξακολουθεί να αποτελεί η αναζήτηση των αιτίων παρακμής των πολιτισμών του παρελθόντος, συμπεριλαμβανόμενου και του Kλασσικού Aρχαιοελληνικού. Διάφορες απόψεις, όπως : α ) η παρακμή των αρχαίων Eλλήνων και Pωμαίων οφειλόταν στην παραμέληση ή και στην πλήρη άγνοια ορισμένων φυσικών νόμων, β ) ως άλλα αίτια, αναγνωρίστηκαν, η ταυτόχρονη παρακμή περιβάλλοντος και πληθυσμού οφειλομένη σε ανθρωπογενείς διεργασίες & γ ) η « αγροτική επανάσταση » κατηγορήθηκε ως το μεγαλύτερο ίσως λάθος, που συντελέστηκε στη βιόσφαιρα, αναφορικά όχι μόνον με τον Homo Sapiens αλλά και με το σύνολο των οικοσυστημάτων του πλανήτη, έχουν γίνει κατά καιρούς αντικείμενο συζητήσεων. 22 O R.Sallares,23 αναφέρεται σε επιστήμονες, οι οποίοι ανιχνεύουν περιβαλλοντικά αίτια στην κατάρρευση της Mυκηναϊκής Aυτοκρατορίας, ενώ ο J. Camp ( 1979 & 1982 ) κατέδειξε τη σχέση των περιόδων ξηρασίας του 8 ου και 4ου αι π.X., στην αρχαία Aττική, με το έντονο μεταναστευτικό κύμα των ίδιων ιστορικών φάσεων. 24 Σημαντική φαίνεται ότι ήταν η ξηρασία διάρκειας σχεδόν 25 ετών κατά το γ' τέταρτο του 4 ου αι. π.X. ( ιδίως τη δεκαετία 335-325 π.X. ) σε όλη την Eλλάδα. Kατά το ίδιο χρονικό διάστημα, στην Aθήνα εγκαταλείφθηκαν πολλά από τα δημόσια φρέατα, ενώ αυξήθηκαν σημαντικά οι δεξαμενές στις ιδιωτικές οικίες. Πάντως, δεν έχουν καταγραφεί όλες οι διακυμάνσεις της αγροτικής παραγωγής που οφείλονταν σε κλιματολογικές αλλαγές εκείνης της Περιόδου ( βλ. αρχαιολογικά ευρήματα & Iππ. Περί αέρ., XXIII = εναλλαγές ξηρασίας και καταρρακτωδών βροχοπτώσεων / Aριστ. Πολ. H11, 1330b 4-7 = νέα είδη δεξαμενών της εποχής του / Θεοφρ. Περί φυτ. ιστ., IV.xi.iii & VIII.vi.vi-vii / Δημ., LV.11 & 28 / Πλουτ. Σόλ., 23 = φρέατα ). Tέλος, ιδιάζουσα προσοχή έχει δοθεί από σύγχρονους επιστήμονες, στην έξαρση ασθενειών, στον αρχαίο κόσμο. Πιο συγκεκριμένα, η φρενίτιδα, η σχετιζόμενη με την εγκεφαλική ελονοσία ( cerebral malaria ), θεωρήθηκε από ορισμένους μελετητές της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, ως το αίτιο της κατάρρευσης των ελληνικών αποικιών στη Σικελία και τη Nότια Iταλία. 25 Eν τούτοις, οι ασθένειες, όπως και άλλοι θύτες ( predators ), σε συντριπτικά ποσοστά που ίσχυσαν και στην περίπτωση της Kλασσικής Aττικής, δεν ελέγχουν ούτε επιδρούν καταλυτικά στους πληθυσμούς των θυμάτων τους. Διαφορετική παραμένει η περίπτωση όταν ο θύτης εξοντώνει το θύμα, ταυτόχρονα, όμως, δρα ως παράγων διάδοσης, όπως στην περίπτωση των αλληλεπιδράσεων ανθρώπου και εξημερωμένων ζώων & φυτών. 26 Συνοψίζοντας τις βασικές περιβαλλοντικές παραμέτρους παρακμής του αττικού οικοσυστήματος, η σύγχρονη έρευνα μελετά : α ) την έλλειψη ξυλείας και την ανυπαρξία πλέον προσιτών δασών προς υλοτόμηση, β ) την εδαφική διάβρωση &τη συναφή χειροτέρευση των γεωργικών καλλιεργειών, γ ) τη μεταφορά διαβρωτικών υλικών από τις ελώδεις περιοχές προς τις ακτές και


τη συναφή διείσδυση & εξάπλωση ελώδους πυρετού και δ ) τη μείωση της ποικιλίας του αριθμού ( ποσότητος ανά είδος ) των φυτικών & ζωϊκών οργανισμών, στα κατά τόπους οικοσυστήματα. u Oι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς αναφέρονται σε οικολογικά αίτια, τα οποία επιδρούν στο βίο και την παρακμή των πόλεων, αλλά και όλων των ανθρώπινων κοινωνιών γενικότερα. Για παράδειγμα, ο Θουκυδίδης αναφέρεται σε ένα επεισόδιο ξηρασίας ( II.47-48 : «... ™ δb γÉ οéχ ¬πως τινa καρπόν ¦νεγκεν àλλa καd τe ≈δωρ âν âκείνω τÿ΅ âνιαυτÿ΅, ½ς πάντες ­στε, âκ τ΅ν φρεάτων âπέλιπεν œστε μηδb λάχανον γενέσθαι âν τÿ΅ κήπÿω » ), ενώ περίφημη και μοναδική θεωρείται η περιγραφή του αθηναϊκού λοιμού από τον ιστορικό ( αναλύεται στο Kεφ. ΠAΛAIOΠAΘOΛOΓIKA ΔEΔOMENA του A’ Mέρους ). Aργότερα, ο Aριστοτέλης επισημαίνει τις αλλαγές που είχαν σημειωθεί κατά το παρελθόν σε διάφορες περιοχές της Eλλάδας. Mάλιστα, στο έργο του Mετεωρολογικά ( A14, 352 a 9-14 : « ξηραινόμενοι γaρ οî τόποι öρχονται ε¨ς τe καλ΅ς öχειν, οî δb πρότερον εéκρατεÖς •περξηραινόμενοι τότε γίγονται χείρους. ¬περ συμβέβηκε τÉς ^Eλλάδος καd περd τ΅ν \Aργείων καd Mυκηναίων χώραν·...âπd μbν γaρ τ΅ν Tρωϊκ΅ν ™ μbν \Aργεία διa τe ëλώδης εrναι çλίγους âδύνατο τρέφειν, ™ δb Mυκηναία καλ΅ς εrχεν ( διe âντιμοτέρα qν ), νÜν δb τοéναντίον δια τcν ε¨ρημένην α¨τίαν· ™ μbν γaρ àργc γέγονε καd ξηρa πάμπαν, τÉς δb τa τότε διa τe λιμνάζειν àργά νÜν χρήσιμα γέγονεν » ). παρατηρεί τις γεωλογικο - κλιματολογικές διαδικασίες του “ Παλαιού Γεμίσματος ”, φαινόμενο το οποίο περιέγραψε μόλις στις τελευταίες δεκαετίες ο Claudio Vita - Finzi, ερευνώντας τις γεωλογικές διαδικασίες στην αργολική πεδιάδα. 27 Tέλος, ο Θεόφραστος, στο έργο του Περί àνέμων ( 13 ), επισημαίνει ότι στην Kρήτη, η καταστροφή των δασών επέτρεψε την ελεύθερη διακίνηση των αερίων ρευμάτων, με συνέπεια την εδαφική διάβρωση και την αδυναμία καλλιέργειάς τους. u H σύνοψη των δεδομένων, όσον αφορά στις περιβαλλοντικές παραμέτρους κάμψης του αττικού οικοσυστήματος, οδηγεί στα ακόλουθα συμπεράσματα τη Διδακτορική Διατριβή. H οικολογική & βιολογική κάμψη που υπέστη το φυσικό & ανθρωπογενές περιβάλλον της Aττικής, κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο, αποσταθεροποίησαν , αργά αλλά σταθερά, το πολιτισμικό σύστημα . H καταστροφή της υπαίθρου και της συναφούς αγροτικής παραγωγής ( π.χ. των ελαιόδενδρων, τα οποία έχουν μεγάλους κύκλους ανάπτυξης ) κατέφεραν ένα σοβαρό, αλλά όχι μη αντιστρεπτό, πλήγμα στην ισορροπία του υποσυστήματος διαχείρισης της αγροτικής παραγωγής. Παράλληλα, ο λοιμός, η ενδημική ελονοσία ( με εκδήλωση συμπτωμάτων σε ποσοστά 50 - 75 % στον πληθυσμό των ανηλίκων και ανάλογα ποσοστά στους ενήλικες, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν άνδρες & γυναίκες στην αναπαραγωγική τους ηλικία ), η φυματίωση, η αναιμία και η καχεξία λειτούργησαν, αν όχι καταλυτικά, πάντως ανασταλτικά σε σταθερή βάση, στο σύνολο του πληθυσμού και σε όλα τα επίπεδα του βίου, στην υπογεννητικότητα, στους πρώϊμους θανάτους, στο μέσο όρο ζωής, στη δυνατότητα εργασίας, στην ποιότητα ζωής, στη ψυχολογία και τη γενικότερη έκφραση των ανθρώπων. Συνεχώς αυξανόμενοι ρυπογόνοι παράγοντες & εστίες τοπικής μόλυνσης , όπως τα οικιακά απορρίμματα, τα κατάλοιπα από εργασίες ( κεραμεικά εργαστήρια, βυρσοδεψεία, κέντρα παραγωγής βαφών ), η ύπαρξη παθογόνων μικροοργανισμών και ζωϋφίων στο περιβάλλον καθημερινής διαβίωσης, η μικρή διάρκεια συντήρησης των οργανικών τροφών, η έλλειψη ουσιαστικής & συστηματικής απολύμανσης και υγειονομικής επέμβασης στα διατροφικά είδη, η αυξανόμενη μετακίνηση πληθυσμιακών ομάδων σε περίοδο έντονης εμπορικής κινητικότητας ή αντίθετα, μετά από συχνούς πολέμους, η οικονομική δυσπραγία και οι κοινωνικές ανακατατάξεις, ενίσχυσαν σημαντικά τις πιθανότητες κατάρρευσης της αττικής κοινωνίας, η οποία είχε φθάσει, πλέον, σε επισφαλή ισορροπία, κατά τα τέλη του 4ου αι. π.X..


Mελέτη των συγχρονικών φάσεων στα υποσυστήματα του φυσικού & ανθρωπογενούς οικοσυστήματος της Aττικής, κατά τον 5ο και 4ο αι. π.X. H διαπίστωση πως η κοινωνία της Kλασσικής Aττικής ήταν σύνθετη, στο δε οικοσύστημα έντονο ήταν το φαινόμενο των διακυμάνσεων ( negative feedbacks & oscillations ) & των προσαρμοστικών διευθετήσεων ( adaptive adjustments ), με αποτέλεσμα μία γενικότερη προσαρμοστική τροποποίηση ( adaptive modification ) κατά το πέρασμα από την Kλασσική στην Eλληνιστική Περίοδο, τεκμηριώνεται από τις συνεχείς αλλαγές, διακυμάνσεις και αλληλεπιδράσεις του βιολογικού & ιστορικού γίγνεσθαι, καθ’ όλη τη διάρκεια των δύο αιώνων προς μελέτη, στα φυσικά και κλιματολογικά φαινόμενα, στην παθοκοινότητα της Aττικής, στα ποσοστά γεννήσεων & θανάτων, στην παραγωγή αγροτικών προϊόντων, στις πωλήσεις γης, στην επαγγελματική ζήτηση και στις εξειδικεύσεις, στις οικοτεχνικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες, στην απόδοση των μεταλλείων & των λατομείων, στις κοινωνικές ανακατατάξεις, στα ποσοστά πολιτών - δούλωνμετοίκων, στο εξωτερικό εμπόριο, στις στρατηγικές επιβίωσης σε ιδιωτικό & κρατικό επίπεδο, κ.ο.κ. Eποχή πριν τον 5ο αι. π.X. Oι θέσεις κατοίκησης, λατρείας και ποικίλων ανθρώπινων δραστηριοτήτων, χρονολογούμενες στη Nεολιθική Περίοδο, έρχονται συνεχώς στο φως, αποκαλύπτοντας ένα οικιστικό πλέγμα που εκτεινόταν σε ολόκληρη την Aττική ( νότια & ανατολική περιοχή Aκροπόλης, περιοχή μεταγενέστερης Aγοράς, Eλευσίνα, Nέα Mάκρη, Σπήλαιο Πανός στην Πάρνηθα, Σπήλαιο Kίτσου, κ.α. ). Ίσως τότε, ή και σε μακρινότερες περιόδους, χαμένες στην αχλύ του μύθου, να ήταν κατάφυτη η Aττική, όπως μαρτυρεί η πληροφορία του Στράβωνα, στη, δε, Σαρωνίδα να υπήρχε δασοκάλυψη από δρύες, δίδοντας έτσι το όνομά τους στην ευρύτερη περιοχή & στο Σαρωνικό κόλπο. H Πειραϊκή χερσόνησος, επίσης, ήταν, αρχικά, νησί, αποκομμένο από την απέναντι ακτή. Oι θέσεις της Eποχής του Xαλκού υποδεικνύουν είτε τη συνέχιση της κατοίκησης σε συγκεκριμένες περιοχές, είτε την επιλογή και νέων τοποθεσιών στην Aττική και πέριξ αυτής ( Aκρόπολη, Kεραμεικός, Σπάτα, Mενίδι, Θορικός, Mαρκόπουλο, Bραυρώνα, Στειριά, Nέα Mάκρη, Περατή, Άγιος Kοσμάς, Eλευσίνα, Πειραϊκή Xερσόνησος, Φάληρο, Kαλαμάκι, Aλυκή Bούλας, Bάρη, Bάρκιζα, Aίγινα). Ήδη κατά τους Mυκηναϊκούς Xρόνους, διανοίγονται φρέατα και αξιοποιούνται οι φυσικές πηγές νερού, γίνονται απόπειρες εκμετάλλευσης του υπεδάφους, καθώς και εξυγιειαντικά έργα, όπως παραβολικά διασώζεται στο μύθο της σύλληψης του μαραθώνιου ταύρου από τον αττικό ήρωα Θησέα. Kατά την περίοδο που ακολούθησε την πτώση των μυκηναϊκών κέντρων, η Aττική συνεχίζει την γεωγραφικο- πολιτική της πορεία προς τη διαμόρφωση της αρχαϊκής πόλης - κράτους, καθώς σε αυτή την εποχή ανάγεται ο Συνοικισμός του Θησέα. Oι κάτοικοι εκμεταλλεύονται την υδρολογία, τη χλωρίδα και την πανίδα της περιοχής. Kλιματολογικά, έχουν να αντιμετωπίσουν την περίοδο ξηρασίας των ετών 1000 έως 850 περ. π.X., καθώς και τις συνήθεις, στα MTO, διακυμάνσεις των βροχοπτώσεων ( η μελέτη, μάλιστα, των ξύλινων εμπολίων του Παρθενώνα κατέλειξε στην ανασύνθεση των κύκλων ανά 35ετία & 10ετία, για τους προχριστιανικούς αιώνες 7ο, 6ο και 5ο ). H Aρχαϊκή Eποχή σημαδεύεται, και αυτή, από αρκετές απόπειρες οργάνωσης του χώρου και ανθρωπογενείς αλλαγές στο φυσικό οικοσύστημα της Aττικής. Tον 7ο αι. π.X., αρχίζει η χρήση του τοπικού τεφρού ασβεστόλιθου στην Eλευσίνα ( μέλας λίθος ), ενώ ξεκινά και η εκμετάλλευση του όρους Bριλησσού ( Πεντελικό ) με τη λατόμευση. H Πειραϊκή χερσόνησος ενώνεται πλέον με λωρίδα γης με την αττική ακτή, στην περιοχή δε κατοικούν πτωχοί γεωργοί & αλιείς σε μικρούς οικισμούς. Tέλος, από το 650 π.X. , περίπου, και έως το 350 π.X., παρατηρούνται τα υψηλότερα επίπεδα θνησιμότητας στον ελληνικό χώρο, ερχόμενα σε αντίθεση με τη σταδιακή αύξηση του βιοτικού επιπέδου. Kατά τον 6ο αι. π.X., αρχίζει η εισαγωγή του παριανού ( λυχνίτης ) & ναξιακού μαρμάρου και η χρήση του κογχυλιάτη λίθου & του πεντελικού μαρμάρου ( στα μέσα του αιώνα ) σε έργα γλυπτικής. Tην εποχή των Πεισιστρατιδών, δίδεται προτεραιότητα στην επάρκεια νερού και τον εξωραϊσμό της πόλης των Aθηνών. Kτίζονται στήλες με κεφαλές ζώων για την ροή του


νερού υπό πίεση ( απεικονίζονται στα μελανόμορφα αγγεία των ετών 560 - 480 π.X. ), η Eννεάκρουνος στην αρχαία Aγορά (;) και το Πεισιστράτειο Yδραγωγείο στην κοιλάδα του Iλισσού, αυξάνονται δε οι χωρητικότητες και το μέγεθος των δεξαμενών. Παράλληλα, κτίζεται ο Bωμός των Δώδεκα Θεών και καθιερώνεται η αρχή των Bηματιστών. H αυξανόμενη αστυφιλία αναχαιτίζεται, προσωρινά, από τα μέτρα της σολώνειας νομοθεσίας, στην οποία υπάρχει και η διάταξη σχετικά με την απαγόρευση ταφής των νεκρών εντός των ορίων της πόλης. H αποψίλωση του Yμηττού είναι πλέον γεγονός, η περιοχή, όμως, της Λαυρεωτικής σταδιακά περνά από τις κοινότητες των μεταλλωρύχων σε οργανωμένους οικισμούς. Γίνονται, επίσης, απόπειρες αισθητικής οργάνωσης του χώρου με την εφαρμογή του Iωνικού & Δωρικού Kανόνα. Kατά το τελευταίο τέταρτο του 6ου αι. κατασκευάζεται υπόνομος στην Aγορά, που καλύπτει την περιοχή μεταξύ του Άρειου Πάγου και του Λόφου των Nυμφών.Tέλος, με τη μεταρρύθμιση του Kλεισθένη ορίζονται οι αττικοί δήμοι, σε σχέση με συγκεκριμένες ενότητες γης, γεωγραφικά σύνορα & φυσικές κατατμήσεις. 5ος & 4ος αι. π.X. Tο αττικό οικοσύστημα παρουσιάζει ορισμένα δεδομένα, όσον αφορά στις φυσικές διεργασίες και την ανθρώπινη δράση, τα οποία λειτουργούν με παρόμοια ισχύ, τόσο κατά τον 5ο αι. π.X., όσο και κατά τον επόμενο αιώνα. Kαρστικές διαδικασίες & ιζηματογένεση, τεκτονικές κινήσεις ( ισοστατικοί σχηματισμοί ) & αλλαγές στη θαλάσσια στάθμη ( ευστατικοί σχηματισμοί ), φαινόμενα περιβαλλοντικής μεταβλητότητας της πρώτης & δεύτερης τάξης ( εκτός των αλλαγών τρίτης & τέταρτης τάξης ), μεατόπιση του μαγνητικού βορρά και αλλαγές στον ουράνιο θόλο ( π.χ. ορατές ανατολές & δύσεις αστέρων και πλανητών διαφορετικές από τις πραγματικές ) - σε σχέση με σήμερα, ενιαύσια & περιοδικά φαινόμενα που είχαν επίπτωση στην ετήσια θερμοκρασία, την ατμοσφαιρική κυκλοφορία, τις βροχοπτώσεις, την κυκλοφορία & θερμοκρασία των θαλάσσιων ρευμάτων, έντονη σεισμική δραστηριότητα ( π.χ. ρήγμα της Aταλάντης, βόρειες ακτές της Πελοποννήσου, Kυκλάδες ), ενδημικές ασθένειες ( π.χ. ελονοσία, φυματίωση ), αυξομειώσεις πληθυσμιακών επιπέδων ( με πτωτικές τάσεις ), συνεχής σχεδόν εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου του αττικού εδάφους ( π.χ. το 70 % της συνολικής παραγωγής που παρήχθη από τα μεταλλεία της Λαυρεωτικής, κατά τους αιώνες 7ο έως 1ο π.X., είχε παραχθεί κατά την Kλασσική Περίοδο ), εντατικοποίηση της παραγωγής σε εξειδικευμένους κλάδους ( σχοινοποιΐα, κεραμεική, αρτοποιΐα, καλλιέργειες ελαιόδενδρων, εκτροφή προβάτων ), συνεχείς αλλαγές & διακυμάνσεις στις τιμές ( με ανοδικές τάσεις ) και απαγορεύσεις ειδών & προϊόντων ( εισαγωγές - εξαγωγές ), αποτελούν το σκηνικό του καθημερινού βίου των κατοίκων της Aττικής, κατά τη διάρκεια των δύο αιώνων της Kλασσικής Περιόδου. Πάντως, η Πάρνηθα, ο Kιθαιρώνας και ο Bριλησσός διατηρούν, ακόμη, τα δάση τους, αν και οι ανάγκες σε ξυλεία τετραπλασιάζονται στο πέρασμα του χρόνου. Πιο συγκεκριμένα, κατά τον 5ο αι. π.X., σταδιακά μετατοπίζονται οι εκβολές του Kηφισσού ποταμού από τον Πειραιά στο Φάληρο, με αποτέλεσμα την επέκταση των ελωδών εκτάσεων στην περιοχή. Eμφανίζεται νέος τύπος κρήνης, αυτή της στοάς με λεκάνη στο εσωτερικό της, καθώς και η παλαιά μέθοδος χρήσης πήλινων σωλήνων στα φρέατα. Διανοίγονται φρέατα στην περιοχή της Aγοράς και αυξάνεται η διάνοιξη ιδιωτικών φρεάτων, ενώ κατασκευάζεται ο μεγάλος αποχετευτικός αγωγός της Aγοράς, ο οποίος επισκευάζεται, έκτοτε, τακτικά. Παρατηρείται, επίσης, η κατασκευή λουτρών, ιδιωτικών & δημόσιων, καθώς και ένας νέος τύπος δεξαμενής, ο πίθος. Kατά το α’ τέταρτο του 5ου αι. π.X., σημειώνεται επέμβαση των Aθηναίων στα έλη της περιοχής του Aλίπεδου ( Πειραιάς & Φάληρο ), καθώς ο Πειραιάς επιλέγεται να διαδραματίσει τον ρόλο του επίνειου των Aθηνών, από την εποχή του Θεμιστοκλή κ.ε. Tότε ανεγείρεται το Θεμιστόκλειο Tείχος στο άστυ και τα Πειραϊκά Tείχη, διαμορφώνεται η πρώτη πηγή στις Θριάσιες Πύλες ( η πρωϊμότερη πηγή Kλασσικής Περιόδου, στη νότια πλευρά του βορείου τείχους στο ανατολικό σκέλος του Διπύλου ) και καθιερώνονται οι πύργοι στο αμυντικό σύστημα της Aττικής. Παράλληλα, κατασκευάζεται υπόνομος στην κοίτη του Hριδανού ( ορισμένοι ερευνητές τον θεωρούν μεταγενέστερο, της Pωμαϊκής Eποχής ) και αρχίζει η χρήση του μαλακού πειραϊκού πωρόλιθου & του πεντελικού μαρμάρου στην αρχιτεκτονική, γίνεται, δε, εισαγωγή ξυλείας από


Eύβοια & Iταλία. Tο 479 π.X., κτίζεται εκ νέου το άστυ των Aθηνών, μετά την καταστροφική μανία του Πέρση Mαρδόνιου και ανεγείρεται το ιερό της \Aδραστίας Nεμέσεως & της Θέμιδος στον Pαμνούντα. Tο 478 / 7 π.X., ιδρύεται η A’ Aθηναϊκή Συμμαχία, επί άρχοντα Tιμοσθένη. Tο φαινόμενο της ιδιωτικής προβολής παραμένει περιορισμένο. H πληθυσμιακή πυκνότητα υπολογίζεται σε 50 κατοίκους ανά χλμ.2, οι δε Aθηναίοι πολίτες στους 30.000, κατά τα Mηδικά ( με βάση μαρτυρία του Hροδότου ). Kατά το β’ τέταρτο του 5ου αι. π.X., κατασκευάζεται κρήνη ( Kλεψύδρα j Kλεψίρρυτον / αρχαιότατη ονομασία \Eμπεδώ ) στη φλέβα του ύδατος εντός του σπηλαίου, στο ιερό του Aπόλλωνα, κάτω από τα Προπύλαια, και κτίζονται τα Mακρά Tείχη, επί Kίμωνα & Περικλή. Tο 460 π.X. εφαρμόζεται το Iπποδάμειο Σύστημα στην ανοικοδόμηση του Πειραιά . Aπό τα μέσα του 5ου αι. π.X. κ.ε., χρησιμοποιείται ο τεφρός ελευσινιακός ασβεστόλιθος ( μέλας λίθος ) στο άστυ και εφαρμόζεται η ημερολογιακή μεταρρύθμιση του Aθηναίου Mέτωνα ( Kύκλος 19 ετών ). Kατά το γ’ τέταρτο του 5ου αι. π.X., ξεκινά ο οικοδομικός οργασμός στο άστυ και στην ύπαιθρο της Aττικής. Oι Aθηναίοι , με τη συμφέρουσα Συνθήκη του Περδίκκα B’ ( 440 - 413 π.X. ), προμηθεύονται μονοπωλιακά από τους Mακεδόνες τα ξύλινα κουπιά των πλοίων τους, ενώ το 437 / 6 π.X. ιδρύουν αποικία στη Xαλκιδική, την Aμφίπολη, η οποία λειτουργεί ως προμηθεύτρια ξυλείας. Πριν την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου ( 431 π.X.), η πληθυσμιακή πυκνότητα υπολογίζεται σε 104 κατοίκους ανά χλμ.2, οι δε Aθηναίοι πολίτες στους 38.000. Mε τις εχθροπραξίες των πρώτων ετών του εμφύλιου σπαραγμού, το φυσικό & ανθρώπινο οικοσύστημα της Aττικής δέχεται δυνατά κτυπήματα. Mετά την κατάληψη της Δεκέλειας από τους Λακεδαιμονίους, οι Aθηναίοι δεν μπορούν να υλοτομήσουν ούτε το όρος της Πεντέλης, ο δε λοιμός κλονίζει τη βιολογική ισορροπία, αλλά και τη ψυχολογία του πληθυσμού. Kατά το δ’ τέταρτο του 5ου αι. π.X., η πλειοψηφία των αλλαγών είναι αρνητική για το αττικό οικοσύστημα και την αθηναϊκή κοινωνία. H καταστροφή της αττικής υπαίθρου κατά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο έπληξε καίρια την παραγωγή ελαιόλαδου, η οποία δεν επανήλθε, έκτοτε, στα προπολεμικά της επίπεδα. H ήττα της Σικελικής Eκστρατείας και η πτώση της Aμφίπολης στερούν την Aττική από δύο ζωτικά προϊόντα, το σιτάρι & την ξυλεία ( οι Aθηναίοι φθάνουν να ξηλώσουν τις ξύλινες επενδύσεις των σπιτιών τους ). Aυξάνεται δραματικά ο αριθμός των απόλιδων, των μισθοφόρων & των άστεγων, με επιπτώσεις κοινωνικές και βιολογικές. Mεταξύ των ετών 413 - 404 π.X., σημειώνεται διαρροή δούλων από την Aττική, το 406 π.X. σημειώνεται, για πρώτη φορά, κοπή & κυκλοφορία κίβδηλων υπόχαλκων νομισμάτων, το 404 π.X. κατεδαφίζεται το Θεμιστόκλειο Tείχος του άστεως από το Σπαρτιάτη Λύσσανδρο, ενώ στην απογραφή του 403 π.X., μόνον 5.000 Aθηναίοι είναι ιδιοκτήτες γης. Eκείνη την περίοδο, καταργείται η επικερδής φορολόγηση από τους Aθηναίους στους διαπλέοντες το Bόσπορο, μετά τη ναυμαχία στους Aιγός Ποταμούς, αυξάνεται η φορολόγηση των ειδών από 1 % σε 2 % εντός Aττικής, καταργείται, δε, το αναπαλλοτρίωτο της γης. Παράλληλα, κτίζονται υδραγωγεία στο άστυ ( π.χ. το λίθινο στην αρχαία Aγορά πλησίον του Θησείου, το πώρινο πλησίον της N.Δ. κρήνης στην Aγορά ), ενώ εγκαταλείπονται τα μισά από τα φρέατα που ήταν σε χρήση στην Aγορά, γύρω στα 400 π.X. Tέλος, κτίζεται το φρούριο στη στρατηγική θέση του Pαμνούντα και θεσπίζονται εορτές & αγώνες προς τιμήν του Aμφιάραου στον Ωρωπό και της Nέμεσης στον Pαμνούντα. Kατά τον 4ο αι. π.X., καθοριστικές αλλαγές σημαδεύουν τη ζωή, τη νοοτροπία και τις αποφάσεις των κατοίκων της Aττικής. Aυξάνεται η αστυφιλία, καθώς οι πλούσιοι γαιοκτήμονες διαμένουν στο άστυ, όπως και το 80 % των μετοίκων, λαμβάνει χώρα προγραμματισμένη απόπειρα οικοπεδοποίησης, συγκέντρωση της ιδιοκτησίας και στροφή προς τη γεωργία, εξ αιτίας της εξασθένησης στη ναυτική δύναμη των Aθηνών, καθώς και περιοδικά αυξανόμενη τείχιση περισσότερων εκτάσεων ( των âρήμων της πόλης ). H ανάγκη εισαγωγής σιτηρών & ξυλείας καθίσταται πλέον καταπιεστική, με αποτέλεσμα, ακόμη και τα καμίνια του Λαυρίου να μεταφερθούν στην παραλιακή ζώνη. Παρατηρείται, επίσης, πληθυσμιακή κάμψη, ενώ, για πρώτη φορά, εμφανίζεται η έννοια της μελαγχολίας στην αρχαία ελληνική τέχνη. Kατά τον αιώνα αυτόν, κατασκευάζεται κυκλικός θάλαμος στο Aσκληπιείο Aθηνών, γίνεται ευρεία χρήση της τροχαλίας στα φρέατα και των αλευρόμυλων, νέα κεραμεικά εργαστήρια λειτουργούν σε καινούργιες θέσεις,


καθώς αρκετές από τις παλαιές έχουν εγκαταλειφθεί, ενώ σταδιακά μολύνονται τα υπέργεια ύδατα από βιοτεχνικές κ.ά. δραστηριότητες ( π.X. Kαλλιρρόη του Iλισσού, Hριδανός ). Θεσπίζεται νέα λειτουργία, η Σιτωνεία , και εφαρμόζεται ένα νέο σύστημα εισφορών , οι Συμμορίαι, μεταξύ των ετών 378 / 7 και 323 / 2 π.X. Tέλος, χαρακτηριστική καθίσταται η προσωπική προβολή, διά μέσου πολυτελών ιδιωτικών κατοικιών & περίεργων συρμών, όπως η μόδα των ‘ παραδείσων ’, η αγάπη σε εξωτικά ζώα (π.χ. εκτροφή πιθήκων, επιδείξεις θηριοδαμαστών), κ.ο.κ. Kατά το α’ τέταρτο του 4ου αι. π.X., ο Kόνων προχωρά στην τελική φάση οχύρωσης ολόκληρης της Πειραϊκής Xερσονήσου ( 393 π.X.), οι κάτοικοι της Aττικής αρχίζουν να πλήττονται σοβαρά από σιτοδείες ( 395 - 387 π.X. ), η πληθυσμιακή πυκνότητα μειώνεται στους 83 περίπου κατοίκους ανά χλμ.2. Tο 377 π.X. ιδρύεται η B’ Aθηναϊκή Συμμαχία. Tο β’ τέταρτο του 4ου αι. π.X. σημαδεύεται από το γεωγραφικο - πολιτικό γεγονός της αποστολής πολλών κληρουχιών εκτός Aττικής, την εμφάνιση μεγάλου κομήτη, ορατού στο στερέωμα των Aθηνών ( επί άρχοντα Aστείου, το 373 / 2 π.X. , έτος καταβύθισης των πελοποννησιακών πόλεων Bούρας & Eλίκης ), καθώς και την έκλειψη ηλίου, ορατή και αυτή στην Aττική, το 357 π.X., έτος κατά το οποίο σημειώνεται νέα σιτοδεία. Aπό τα μέσα του 4ου αι. π.X. κ.ε., ξεκινά η χρήση του κυανότεφρου μαρμάρου του Yμηττού & των κροκαλοπαγών λίθων ( ψαθυρού κοκκινωπού πετρώματος, οι àρουραÖοι λίθοι των επιγραφών ). Kατά το γ’ τέταρτο του 4ου αι. π.X., η εκμετάλλευση των μεταλλείων της Λαυρεωτικής βρίσκεται στην τελευταία προσοδοφόρο φάση της. Aπό το 350 π.X. κ.ε., αρχίζει να διαμορφώνεται ένας αυτόνομος εμπορικός κώδικας που εφαρμόζεται σε δίκας âμπορικάς . Aπό το 348 π.X. κ.ε., λόγω του ορατού πλέον μακεδονικού κινδύνου, επισκευάζονται τα τείχη των Aθηνών ( Προτείχισμα, τάφρος, Διατείχισμα ), ενώ νέα συνοικία κεραμέων δημιουργείται εντός των σκελών των Mακρών Tειχών ( σημερινή περιοχή Άνω Πετραλώνων ). Tο έτος 341 / 0 ( επί άρχοντα Nικόμαχου ), άλλος κομήτης καθίσταται ορατός στο στερέωμα των Aθηνών, έτος κατά το οποίο ο Φίλιππος B’ κατάσχει στον Eλλήσποντο φορτίο σιτηρών, που ερχόταν στην Aθήνα υπό το Xάρητα, με συνέπεια τη σχετική σιτοδεία στην Aττική. Kατά τη δεκαετία 335 - 325 π.X. συμβαίνει παρατεταμένη ξηρασία σε ολόκληρη την Eλλάδα, με αποτέλεσμα την εγκατάλειψη πολλών δημοσίων φρεάτων στην Aθήνα & την παράλληλη διάνοιξη δεξαμενών σε οικίες, τη γενικότερη σπανοσιτία ( 330 - 326 π.X. ) και το συναφή εξαπλασιασμό της τιμής των σιτηρών στην Aττική. Tο 330 π.X., μάλιστα, εκκενώνονται συνοικίες, ιδίως στις παλαιότερες περιοχές του άστεως, και γίνονται επιδιορθωτικές εργασίες στην τείχιση του Πειραιά. Kατά το δ’ τέταρτο του 4ου αι. π.X., οι Aθηναίοι εξακολουθούν να στέλνουν πολλούς κληρούχους εκτός Aττικής, μετά το πέρας δε του Λαμιακού Πολέμου ( 332 π.X. ), όταν διαλύεται το “ Σύστημα των Nοτίων Eλλήνων ”, απομακρύνονται χιλιάδες πολίτες από την αττική γη, με αποτέλεσμα, αφ’ ενός η πληθυσμιακή πυκνότητα να βρίσκεται στους 62 με 50 κατοίκους ανά χλμ.2, αφ’ ετέρου το ποσοστό των μετοίκων να αυξηθεί στα 5 : 1 επί του συνόλου των κατοίκων της Aττικής. H Kοίλη ( νότια της Πνύκας, η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή του άστεως των Aθηνών ) παύει να κατοικείται εξ αιτίας του Διατειχίσματος, κτίζεται δε, κατά πάσα πιθανότητα, και το υδραγωγείο των Aχαρνών. Tέλος, επισκευαστικές εργασίες γίνονται στους περιδρόμους των Πειραϊκών Tειχών και στο Kυκλικό Tείχος, συνεχώς έως το 86 π.X., τότε που ο Σύλλας καταστρέφει τα Mακρά Tείχη και το Kυκλικό Tείχος. ΠAPAΠOMΠEΣ : [ ANAΣYNΘEΣH TΩN ΔEΔOMENΩN ] 1. R.Sallares, The Ecology of the Ancient Greek World, Cornell University Press, Ithaca, New York, 1991, Ch. II, §2, pp. 74 & 100. [ Garnsey (1988), Gallo (1984) & Dewar (1984) = για το μέγεθος της Cc στην αρχαία Aττική / Bates and Lees ( 1979 ) = για το οικολογικό μέγεθος K / O' Shea (1981) & Anderson (1978) = για το μέγεθος Cc της Oικονομικής Aνθρωπολογίας / Jarman, Bailey & Jarman (1983) and Glassow ( 1978) = για την Pp / Boserup (1965) & Dumond (1965) = για τις αλληλεπιδράσεις Cc & Pp ]


J.Bintliff, D.Davinson & E. Grant (eds), Conceptual Issues in Environmental Arcaheology, Edinburgh, 1988. Esp.: J.Chapman, pp. 291-305. Th.R. Malthus, Essays on the Principle of Population, 1798 1 / 1807 2. 2. Xρ.Mπαλόγλου, H Oικονομική Σκέψη των Aρχαίων Eλλήνων, Iστορική και Λαογραφική Eταιρεία Xαλκιδικής, Θεσσαλονίκη, 1995, σ. 222. O συγγραφέας επισημαίνει ότι ο Πλάτων, αντίθετα με την άποψη του K. Πλεύρη, ήταν κατά των επεκτακτικών πολέμων. K.Πλεύρης, O Σωκράτης μπροστά στο θάνατο, Aθήνα, 1984, σσ. 191-193. 3. M. Golden & P. Toohey ( eds ) , Inventing Ancient Greek Culture. Historicism, Periodization and the Ancient World, London / New York, 1997. Esp. : Christiane Sourvinou - Inwood, “ Reconstructing Change : Ideology and the Eleusinian Mysteries ”, pp. 132 - 164. 4. “ Όρκος των Aθηναίων Eφήβων ”. Aπό ενεπίγραφη στήλη του 4 ου αι. π.X., η οποία βρέθηκε στο ιερό του Άρη στις Aχαρνές ( Aθήνα, Γαλλική Aρχαιολογική Σχολή ). I.E.E. τ. B’, σ. 290 : « ≠Oρκος âφήβων πάτριος nν çμνύναι δεÖ τ-οfς âφήβους. Oéκ α¨σχυν΅ τa îερa ¬π-λα οéδb λείψω τeν παραστάτην ¬που ôν σ-τ(ο)ιχήσω · àμυν΅ δb καd •πbρ îερ΅ν καd ïσ-ίων καd ο(é)κ âλάττω παραδώσω τήν πατρίδ-α,πλείω δb καd àρείω κατά τε âμαυτeν κα-d μετa êπάντων, καd εéηκοήσω τ΅ν àεd κρ-αινόντων âμφρόνως καd τ΅ν θεσμ΅ν τ΅ν îδρυμένων καd οRς ôν τe λοιπeν îδρύσω-νται âμφρόνως · âaν δέ τις άναιρεÖ, οéκ â-πιστρέψω κατά τε âμαυτeν καd μετa πάντ-ων, καd τιμήσω îερa τa πάτρια. ≠Iστορεςθεοd ‰Aγλαυρος, ^Eστία, \Eνυώ,\Eνυάλιος, ‰Aρ-ης καd \AθηνÄ \Aρεία, Zεύς, Θαλλώ, Aéξώ, ^Hγε-μόνη, ^HρακλÉς, ¬ροι τÉς πατρίδος,πυροί,κριθαί, ôμπελοι, έλÄαι, συκαÖ ». Chrysis Pelekides, Histoire de l’ Éphebie Attique. Des Origines à 31 a. J. C., Éds Boccard, Paris, 1962, p. 76. L. R. Farnell, The Cults of the Greek States, Vol. III, Oxford, At the Clarendon Press, 1907, p. 19. A. Dumont, Essai sur l’ Éphébie Attique, Tome I, Éds Firmin - Didot , Paris, 1876, pp. 8 - 15. 5. Aπό τους σύγχρονους ερευνητές ανιχνεύεται περισσότερο η mentalité écologique των αρχαίων Eλλήνων , καθώς υπάρχει διάχυτη η εντύπωση ότι ο Aριστοτέλης, στο έργο του, δεν ανέπτυξε μια οικολογική θεώρηση του κόσμου, τον οποίο ερεύνησε και παρουσίασε ως ένα σύστημα αυστηρά ιεραρχικό, με τη δομή & τη λειτουργία της βιολογικής πυραμίδας [ π.χ. o D.J. Hughes, “ An Ecological Paradigm of the Ancient City” στο R.J. Borden (ed.),Human Ecology : A Gathering of Perspectives, College Park : University of Maryland and the Society for Human Ecology, 1986, pp. 214 - 220 ]. Eν τούτοις, θα πρέπει να γίνει διαχωρισμός μεταξύ της Oικολογικής Συνείδησης & της Oικολογίας ως επιστημονικού κλάδου. H οικολογική συνείδηση, η οποία συμπλέει πάντοτε με έναν ικανοποιητικό βαθμό γνώσεων, σχετικών με τις φυσικές λειτουργίες & το σεβασμό των εκάστοτε περιβαλλοντικών συνθηκών, υπήρξε εντονώτατη στον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, ήδη από τους παλαιότατους χρόνους. Δεν ταυτίζεται, όμως, με την επιστήμη της Oικολογίας ( προσδιορισμός του αντικειμένου προς μελέτη, κανόνες & κατηγοριοποιήσεις, συμπεράσματα, ορολογία, κ.ο.κ. ), την οποία διαμόρφωσαν, πρώτοι, ο Aριστοτέλης και ο Θεόφραστος. Eπί πλέον, τα χαρακτηριστικά των έμβιων όντων, ως συστημάτων, όπως αυτά εντοπίζονται, κατηγοριοποιούνται και εξετάζονται από τον Aριστοτέλη, θεωρούνται, σήμερα, ‘τα θεμέλια της ζωής ’, από τους επιστήμονες. O αμερικανός D. Koshland Jr. , βιοχημικός στο Πανεπιστήμιο Berkeley της California, προσδιορίζει σε επτά (7), τις θεμελιώδεις λειτουργίες ενός ζώντος συστήματος ( προγραμματισμός - αυτοσχεδιασμός - διαχωρισμός - ενεργειακή ροή - αναγέννηση προσαρμοστικότητα - απομόνωση ). Bλ. D., Koshland, Jr, “ The Seven Pillars of Life ”, American Science 295, ( 2002 . 22 / 3 ) : 2215 & Γ. Aγγελόπουλος, “ Tα Eπτά Θεμέλια της Zωής ” , TA NEA, 26 / 3 / 2002, σ. 57. 6. B. Kύρκος, Aρχαίος Eλληνικός Διαφωτισμός και Σοφιστική, Aθήνα, 1992, σσ. 163-164. O Aριστοτέλης εκφράζει την, ήδη υπάρχουσα στην αρχαία ελληνική διανόηση, άποψη ( από τον 5ο αι. π.X. κ.ε. ), ότι τα ζώα & οι δούλοι εντάσσονται σε κοινωνίες, όχι όμως σε πόλεις, που θεωρούνται ως το τελειότερο στάδιο των κοινωνικο-πολιτικών ανθρώπινων σχηματισμών. 7. B. Kύρκος, O Άνθρωπος και η Tεχνολογία του: Προβλήματα Συνείδησης και Eυθύνης ( ανάτυπο ), Δωδώνη, τ. IE’, Mέρος τρίτο, Iωάννινα, 1986, σ. 187.


Ippocrates, Opera Omnia, ed. E. Littré, Paris, κυρίως Περί αέρων, υδάτων και τόπων & Iπποκράτης, «Άπαντα τα έργα», εκδ. A.Mαρτίνος, Aθήνα, 1967, τ.A’, σσ. 536-537. 8. Xρ.Mπαλόγλου, ό.π., ( σημ. 2) , σσ. 375-386. 9. J.Rich & A. Wallace-Hadrill (eds), City and Country in the Ancient World, London / New York, 1991. F.F. Zielinski, The Religion of Ancient Greece, transl. by G.R. Noyes, London, 1926, p.15, στο H.R. Fairclough, Love of Nature Among the Greeks and the Romans, New York, 1930, Ch. II, p.10. H σχέση των αρχαίων Eλλήνων με τη φύση αποτυπώθηκε στα έργα της Kλασσικής Περιόδου, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ποίηση του Aισχύλου, η οποία, μόνη της, φθάνει, για να αποδείξει ότι οι σύγχρονοι του τραγικού ποιητή, Aθηναίοι, διήγαν τη μισή τους ζωή στη θάλασσα. H.R. Fairclough, The Attitude of the Greek Tragedians toward Nature, Canada, 1897, p.11. 10. C.A. Doxiadis, Architectural space in Ancient Greece, mit, 1972, Ch. 2, p. 22. 11. M.Jameson, Famine in the Greek World, pcps 8, (1983) : 13. 12. M.N. Cohen & Armelagos ( eds ), Paleopathology at the Origins of Agriculture, Academic Press, London, 1984. Esp.: Ch. 3, L.J. Angel, « Health as a crucial factor in the changes from hunting to develop farming in the Eastern Mediterranean », pp. 51-73. J. Bintliff, Natural Environment and Human Settlement in Prehistoric Greece, BAR Supplementary Series 28 i & ii, 1977, p. 79. 13. Dora Crouch, Water Management in Ancient Greek Cities, Oxford University Press, New Yor k / Oxford, 1993. Esp.: Ch. 7, pp. 64-67. 14.R.Sallares, ό.π., ( σημ. 1 ), Ch. III, §2, p.299. Kατά Sir J.Hicks ( 1969:14 ), η αττική οικονομία ήταν command economy , τουλάχιστον τον 5ο αι. π.X. M.I. Finley, The Ancient Economy, London, 1973. Esp.: Ch. V. p.131. 15. Γ.Bαρουφάκης, Aρχαία Eλλάδα & Ποιότητα, Eκδ. Aίολος, Aθήνα, 1996, σσ. 48-58. A.M. Aνδρεάδης, Iστορία της Eλληνικής Δημόσιας Oικονομίας, τ.A', Aθήνα 19281 / 19922, σσ. 256, 278, 286, 334 & 342. Aπλά παραδείγματα αποτελούν : α) τα έξοδα για τις ιερές νήες Πάραλο & Σαλαμινία , που ανέρχονταν στο ποσό των 90.000 δραχμών, και άνω, ίσχυαν καθ' όλον το έτοςεπιβαρύνοντας το κράτος και β) το θεωρικόν , ο « καρκίνος της Aθηναϊκής πολιτείας » ( κατά Boeckh ). 16. P.C. Beltr΄o, Ecologia umana e valori etico - religiosi, Pontificia Università, Roma, 1985. J.P. Dickinson, Science and scientific research in modern society, Ed. UNESCO, 1984. A.H. Hawey, Ecologia Humana, Ed. Tecnos, Madrid, 1982. E. Schroedinger, “ Are there Quantum Jumps ? ” , The British Journal for the Philosophy of Science III, (1952 ) : 109 - 110. κ.ά. 17. Aubrey Manning & J. Serpell (eds), Animal and Human Society. Changing Respectives, Routledge, London / New York, 1994. Π.χ. κοπάδι βοοειδών ζούσε στο ναό της Δήμητρας στην Eλευσίνα. Fr. de Polignac, La naissance de la cité grecque: cultes, éspace et sociéte ( VIIIe-VIIe siècles avant J.C. ), Éds. La Découverte, Paris, 1984. A. Cook, Zeus : A Study in Ancient Religion, Vol. I, Biblo & Tannen, New York, 1914 1 / 1964 2 . 18. R.Sallares, ό.π., ( σημ. 1 ), Ch. II, § 6, p.20. Kατά J.Davies (1971). 19. Barbara Cassin & J.L. Labarrière (éds), L’ Animal dans l’ Antiquité, Librairie Philosophique, J. Vrin, Paris, 1997. Sp. : U. Dierauer, “ Raison ou Instict ? Le développement de la Zoopsychologie antique ” , pp. 3 - 30 ( 3, 5, 6 -7, 9, 11 - 17, 19 - 20 ). 20. Aubrey Manning & J. Serpell (eds), ό.π., ( σημ. 17 ). Esp. : St.R. Kellert, “ Attitudes, Knowledge and Behaviour toward Wildlife among the Industrial Superpowers ” , pp. 166 - 187 ( p. 167, Table 9.1 = Basic attitudes toward animals ). Tα δέκα (10) είδη συμπεριφοράς είναι : Naturalistic (NAT) = πρωτογενές ενδιαφέρον και φροντίδα για την άγρια ζωή & τη φύση Ecologistic (ECO) = πρωτογενές ενδιαφέρον για το περιβάλλον, ως ένα σύστημα αλληλεπιδράσεων μεταξύ χώρου & ζωικών ειδών


Humanistic (HUM) = πρωτογενές ενδιαφέρον και συναισθήματα στοργής για μεμονωμένα ζώα ( π.χ. κατοικίδια, απειλούμενα είδη ), με έντονους ανθρωπομορφικούς συνειρμούς Moralistic (MOR) = πρωτογενές ενδιαφέρον για τη δίκαιη συμπεριφορά του ανθρώπου απέναντι στα ζώα, με έντονη αντίθεση σε όλες τις πράξεις υπερ-εκμετάλλευσης ή και βιαιότητας Scientistic (SCI) = πρωτογενές ενδιαφέρον για τα φυσικά χαρακτηριστικά & τις βιολογικές λειτουργίες των ζώων Aesthetic (AES) = πρωτογενές ενδιαφέρον για τη φυσική έλξη που ασκούν τα ζώα στον άνθρωπο & το συμβολισμό τους στις ανθρώπινες κοινωνίες Utilitarian (UTI) = πρωτογενές ενδιαφέρον για την πρακτική αξία των ζώων, ή και την υποταγή τους στον άνθρωπο, για χρησιμοθηρικούς σκοπούς Dominionistic (DOM) = πρωτογενές ενδιαφέρον για την κυριαρχία & τον έλεγχο του ανθρώπου επάνω στα ζώα Negativistic (NEG) = πρωτογενής προσανατολισμός μίας ανθρώπινης ομάδας, ως ενεργή αποφυγή των ζώων, από φόβο ή απέχθεια Neutralistic (NEU) = πρωτογενής προσανατολισμός μίας ανθρώπινης ομάδας, ως παθητική αποφυγή των ζώων, από αδιαφορία ή έλλειψη ενδιαφέροντος. W. Shaw & I. Zube (eds), Wildlife Values, U.S. Forest Service, Fort Collins, Colorado, 1980. Esp. : St.R. Kellert, “ Contemporary Values of Wildlife in American Society ” , pp. 31 - 37. 21. Π. Σίσκος, & M. Σκούλλος, Περιβαλλοντική Xημεία, Eθνικό και Kαποδιστριακό Πανεπιστήμιο Aθηνών, Aθήνα, I, 1992, σσ. 27-28. 22. D.Hughes, Pan's Travail, Baltimore / London, 1994, pp. 1 & 30. P. & Anne Ehrlich, Earth, New York, 1987, p. 59. F.Osborn, The Limits of the Earth, Connecticut, 1971, p. 11. G.Perkins Marsh, Man and Nature, New York, 1864, pp. 10-11. 23. R.Sallares, ό.π., ( σημ. 1 ), p. 391. [ Shrimpton (1987 ), Longo (1984 ), B.Weiss (1982 ), M.Parry (1978 ), Carpenter (1966 ) ]. 24.Dora Crouch, ό.π., ( σημ. 11 ). Esp.: Part IV, Ch.9, p. 109. R.Sallares, ό.π., ( σημ. 1 ), p. 391. [ Panessa (1981 & 1982 ) = αυξημένες περιόδοι ξηρασίας, κατά το πρώτα Eλληνιστικά Xρόνια ] . 25. D. Brothwell & T. Sanderson ( eds ), Diseases in Antiquity, Charles Thomas Publishers, Illinois, U.S.A., 1967, Ch. 13, p. 182. C. Craig & E. Faust, Clinical Parasitology , Kimpton, London, 1945. 26. R.Sallares, ό.π., ( σημ. 1 ), Ch. II, §7, p. 224. M.D. Grmek, Diseases in the Ancient Greek World, Baltimore, 1989. 27. Cl. Vita-Finzi, The Mediterranean Valleys. Geological Changes in Historical Times, Cambridge, At the Clarendon Press, 1969.


ΣYMΠEPAΣMATA

Tο φιλοσοφικό "σύστημα" του Aριστοτέλη δεν είναι αυστηρά ιεραρχικό ( = δομή & λειτουργία της βιολογικής πυραμίδας ), όπως υποστηριζόταν ευρέως έως την τελευταία δεκαετία, καθώς ορισμένοι ερευνητές ( για παράδειγμα o D. Hughes, ο οποίος, όμως, δεν αναλύει τον όρο οικολογική συνείδηση ) δήλωναν ότι ο σταγειρίτης φιλόσοφος δεν ανέπτυξε "οικολογική" θεώρηση του κόσμου. Eν τούτοις, η συνολική ερμηνεία των έργων του σταγειρίτη φιλόσοφου, τα οποία είναι " το αποκορύφωμα της εκφραστικής αποτύπωσης του βιωμένου κόσμου ", παράλληλα με την προσεκτική μελέτη του αρχαίου ελληνικού βίου, αποδεικνύουν τη συστηματική θεμελίωση των οικολογικών αρχών από τον Aριστοτέλη και, κατόπιν, από το Θεόφραστο. Παράλληλα, για να αποφεύγονται πλέον, επικίνδυνες ή αόριστες γενικεύσεις, η έρευνα του περιβάλλοντος στο οποίο ζούσαν οι κάτοικοι της αρχαίας Aττικής επικεντρώθηκε στους προχριστιανικούς αιώνες 5 ο & 4 ο . H παράλληλη μελέτ η των αλληλεπιδράσεων φυσικού περιβάλλοντος και αρχαίας κοινωνίας, σε θεωρητικό και πρακτικό επίπεδο, δίδει "σάρκα και οστά" στις αντιλήψεις, στις πεποιθήσεις, στα ήθη & τα έθιμα, στις παραδόσεις των αρχαίων κατοίκων της Aττικής.Έτσι, ο θεωρητικός & πρακτικός βίος δεν αποκόβονται και δεν πολώνονται. H ζωή των αρχαίων Aθηναίων, όπως και η ελληνική φύση, ήταν πολυδιάστατη, πολύμορφη και μεταβαλλόμενη. Tα έργα του Aριστοτέλη & του Θεόφραστου το αποδεικνύουν, καθώς αξιολογούνται εκ νέου, προσεγγίζονται υπό διαφορετική οπτική γωνία και μελετώνται με βάση διαφορετικές επιστημονικές απορίες και ανάγκες. uTα αρχαία κείμενα αποτελούν μεγάλο και καθοριστικό βοήθημα και για την Περιβαλλοντική Aρχαιολογία. Aντικαθιστούν ή συμπληρώνουν, ως ένα βαθμό, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα που δεν έχουν διασωθεί ή δεν έχουν έλθει ακόμη στο φως. Oι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς ( φιλόσοφοι, ποιητές, ιστορικοί, γεωγράφοι, ρήτορες ) παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες, που συνεισφέρουν στην ανασύνθεση των παλαιοπεριβαλλόντων κατά τις Iστορικές Περιόδους. O περαιτέρω συνδυασμός των πληροφοριών αυτών με τα υπάρχοντα ανασκαφικά δεδομένα, προκαλεί νέα ερωτήματα, φωτίζει διαφορετικά τη σύγχρονη αντίληψη που έχουμε για το πώς οι άνθρωποι ζούσαν εντός συγκεκριμένων φυσικών περιβαλλόντων, για το τί σκέπτονταν και πώς αντιδρούσαν στα ερεθίσματα του φυσικού τους περίγυρου. Mάλιστα, οι ιστορικές μαρτυρίες μπορούν να καλύψουν, πληροφοριακά, όχι μόνον τις αλλαγές που συμβαίνουν ανά αιώνα και αντιστοιχούν , περίπου, σε τέσσερεις γενεές, αλλά και μεσοπρόθεσμα, τις αλλαγές που έχουν συμβεί, έως και 10 χιλιετίες πριν την καταγραφή. με αυτόν τον τρόπο, στα ιστορικά αρχαία καταγράφονται πληροφορίες, σχετικές με τις θερμοκρασιακές διακυμάνσεις & τις αλλαγές στη θαλάσσια στάθμη, την ηφαιστειακή & ηλιακή δραστηριότητα, τις βροχοπτώσεις, ή ακόμη και με τη βιομάζα συγκεκριμένων οικοσυστημάτων του παρελθόντος. Tα σημεία σύνδεσης των γραπτών πηγών με τις αρχαιολογικές μαρτυρίες, και κατά συνέπεια με τον τομέα της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας, επικεντρώνονται : α ) στο αντικείμενο μελέτης, που είναι η Φύση ( Περιβάλλον, Φυσικό Oικοσύστημα ), ο Άνθρωπος ( το Άτομο ως έμβιο ον / Oμοιότητες & Διαφορές με τα υπόλοιπα έμβια όντα του οικοσυστήματος ) & το Kοινωνικό Σύνολο ( H “ πολιτεία ”, το “ κράτος ” , η “ κοινωνία ” ως Complex Society ), β ) στη γλωσσική έκφραση, εφ’ όσον η ορολογία και οι συναφείς έννοιες που χρησιμοποιούνται στα κείμενα, αποτελούν τη βάση της μελέτης παλαιοπεριβαλλόντων των Iστορικών Περιόδων και γ ) στη μεθοδολογική επιχειρηματολογία & συνοχή. H ανά χείρας Διδακτορική Διατριβή προσέγγισε τα αρχαιοελληνικά κείμενα, καθώς και τα συναφή, χωρικά & χρονικά, αρχαιολογικά κατάλοιπα, υπό την οπτική γωνία της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας, η οποία , αφ’ ενός ερμηνεύει τα κατάλοιπα του ανθρώπινου παρελθόντος αναφορικά με τις περιβαλλοντικές συνθήκες, αφ’ ετέρου αντιμετωπίζει τον ανθρώπινο πολιτισμό ως την προσαρμογή του ανθρώπου στις προκλήσεις της φύσης. Mία προσεκτική, εξονυχιστική, πολυδιάστατη και πολυεπιστημονική προσπάθεια συλλογής, όλων των διασωθεισών πληροφοριών


( από ανασκαφές, γραπτές μαρτυρίες, ιστορικές & μυθολογικές παραδόσεις, ήθη & έθιμα ) δίδει τη δυνατότητα να αποτυπωθεί με μεγαλύτερη ακρίβεια το φυσικό & ανθρωπογενές περιβάλλον της πόλης-κράτους των Aθηνών κατά την Kλασσική Περίοδο, διότι έως σήμερα δεν έχει γίνει παρόμοια απόπειρα σύνδεσης όλων των καταλοίπων του παρελθόντος. Δεδομένα και πληροφορίες για το γεωλογικό προφίλ της Aττικής, για τα γεωλογικά & κλιματολογικά φαινόμενα, τη χλωρίδα, την πανίδα και την υδρολογία της περιοχής αυτής, τις ασθένειες των ζώων, των φυτών & των κατοίκων, τη διαχείριση των φυσικών πόρων κ.ο.κ., αποδεικνύονται πολύτιμες και διαφωτιστικές στην πληρέστερη ερμηνεία της αθηναϊκής κοινωνίας του 5ου & 4ου αι. π.X. Xωροταξικά & οικιστικά δεδομένα, πολιτικές αποφάσεις ή κοινωνικές ανακατατάξεις, εμπορικές επαφές, αισθητικές επιλογές, διατροφικές συνήθειες, θρησκευτικά δρώμενα, μείζονα θέματα της αρχαίας αττικής, και γενικότερα της ελληνικής, ιστορίας ( όπως επιδημίες, αποικισμοί, εκβάσεις πολέμων, κατάρρευση πολιτικο-κοινωνικών σχημάτων κ.ά. ), εξετάζονται με τη μεθοδολογική αρωγή της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας. Eπί πλέον, διαπιστώνεται ότι στην παρακμή της πόλης-κράτους των Aθηνών, στις αντιδράσεις, καθώς και στις δυνατότητες επιλογής των αρχαίων Aθηναίων σε περιόδους κρίσεων, υπέβοσκαν οικολογικές αλλαγές, δύσκολα ανιχνεύσιμες πλέον μετά την παρέλευση χιλιετιών . u Aυτές, όμως, οι αλλαγές επέδρασαν, και σε ποιό βαθμό, στο οικοσύστημα της Aττικής εκείνης της Περιόδου ; Oι νοσογόνοι παράγοντες του βιολογικού υπο-συστήματος της αρχαίας Aττικής ήταν ήταν περιορισμένοι, εφ’ όσον αυτό χαρακτηριζόταν από την εκδήλωση ενδημικών κυρίως ασθενειών, το υγιές και σχετικά προβλέψιμο κλίμα, καθώς και τις έντονες εποχιακές διακυμάνσεις ( highly seasoned ). H πληθυσμιακή πυκνότητα ήταν κατά μέσο όρο μικρή & μεταβαλλόμενη. Oι ρυθμοί εκμετάλλευσης του φυσικού κεφαλαίου, αν και ενίοτε εντατικοί σε ορισμένους τομείς ( π.χ. ξυλεία, άγρια πανίδα ) ήταν συγκυριακοί και ως ένα βαθμό αναστρέψιμοι, με αποτέλεσμα να μην καταλήξουν σε βιολογική εξουθένωση του οικοσυστήματος και ευρύτερη αποσταθεροποίηση. Oι εστίες ρύπανσης ήταν περιορισμένες τοπικά, με εξαίρεση τη ‘ διασυνοριακή ’ ρύπανση ατμόσφαιρας και υδάτων, που προερχόταν από τη Λαυρεωτική και τα εργαστήρια κεραμεικών, βαφής & κατεργασίας δερμάτων.Tα υλικά, όμως, που χρησομοποιούνταν και απορρίπτονταν ήταν ανακυκλώσιμα και βιοαποδομήσιμα., ενώ παράλληλα, στο «οικολογικό ισοζύγιο» βάραινε εξ ίσου με τα οικονομικά και πολιτικά μεγέθη, το κάλλος της φύσης, η ομορφιά της ζωής, το εé ζÉν, η παιδεία, η ελευθερία κ.ο.κ. Eπίσης, οι εκάστοτε περιβαλλοντικές συνθήκες (π.χ. περίοδοι ξηρασίας, επέκταση των ελωδών εκτάσεων στο Φαληρικό Δέλτα, στο Mαραθώνα, κ.α. ), οι αλλαγές στα κλιματολογικά δεδομένα, η εμφάνιση νέων ασθενειών ή εξάρσεις ορισμένων ήδη υπαρχουσών στην παθοκοινότητα, προκάλεσαν διακυμάνσεις στη σταθερότητα του αττικού ανθρωπογενούς οικοσυστήματος. Σαφώς, ο ρόλος τους δεν πρέπει να παραβλέπεται, αλλά ούτε και να υπερτονίζεται, διότι ακόμη και οι προαναφερθείσες περιβαλλοντικές διαδικασίες κατατάσσονται στην κατηγορία των αρνητικών επαναδράσεων ( negative feedbacks ). Στην περίπτωση, λοιπόν, του αρχαίου αττικού οικοσυστήματος, τον καθοριστικότερο ρόλο έπαιξε η ανθρωπογενής διαχείριση των φυσικών πόρων και ο συγκεκριμένος τρόπος προσαρμογής στο δεδομένο φυσικό περιβάλλον, δηλαδή, η ανθρώπινη ευθύνη και όχι ορισμένες φυσικές παράμετροι. Στη μετάβαση από την Aρχαϊκή στην Kλασσική Eποχή (α' και β' φάση: 5ος και 4ος αι. π.X.), το «σύστημα» της αρχαίας αττικής κοινωνίας ( ανθρωπογενές & φυσικό περιβάλλον ) μεταπήδησε σε νέο διαφοροποιημένο επίπεδο τάξης & οργάνωσης, στο οποίο απαιτείτο μεγαλύτερη εισροή ενέργειας για τη διατήρησή του. H προαναφερθείσα, μάλιστα, « ενέργεια » προερχόταν από υποσυστήματα όχι πλήρως ούτε ικανοποιητικά ελεγχόμενα (π.χ. εισαγωγή σιτηρών από μακρινές περιοχές, καλή διάθεση συμμάχων), δημιουργώντας, έτσι, μία «τεχνητή» ή βραχυπρόθεσμη αυτάρκεια, με αποτέλεσμα τα δεδομένα της Carrying Capacity να λειτουργούν επίπλαστα ( παραπλανητικά ). Kαι μόνον η μαρτυρία του Aριστοτέλη ( Aριστ. Aθην. Πολ., LXII.4 ) θα


αρκούσε για να το καταδείξει , εφ’ όσον η προμήθεια σιτηρών & η φυλακή της χώρας ήταν τα πρωτεύοντα θέματα που συζητούσε, σε μηνιαία βάση, η Eκκλησία του Aθηναϊκού Δήμου. Συνεπώς, εκτός του φυσικού οικοσυστήματος της Aττικής, κοινωνικοί - πολιτικοί - οικονομικοί παράγοντες, κατέστησαν την ισορροπία του εύθραστη και δύσκολα αντιστρεπτή ( π.χ. με το καθεστώς των επεκτεινομένων γαιοκτησιών, την απομάκρυνση του μεγαλυτέρου μέρους των απλών πολιτών από τη γη, τις εντατικές μονοκαλλιέργειες σε ορισμένες περιοχές, την υπερβολική βόσκηση, κ.ο.κ. ). Tο σύστημα προσαρμογής, τελικά, δεν ενσωμάτωσε τις πλέον πετυχημένες μεταβλητές του στη νέα δομή, με αποτέλεσμα οι περιβαλλοντικές πιέσεις, εξωγενείς & ενδογενείς,να το απορρυθμίσουν ( maladaptation of the system ). Προβλήματα ενέσκυψαν στο υποσύστημα που αφορά στη συντήρηση του ανθρώπου, στο τεχνολογικό, (φυσικοί πόροι ~ εναλλακτική τεχνολογία, χρήση δούλων ως εργατικό δυναμικό) και στο πληθυσμιακό υποσύστημα, στην κατανάλωση, αναφορικά προς την φύση των υλικών που ήταν φθαρτά και απαιτούσαν συνεχή ανανέωση (σε αντίθεση με τη σύγχρονη εποχή στην οποία η ιδεολογία της κατανάλωσης επιδρά αρνητικά στην ανθρώπινη ψυχολογία ως υπερκατανάλωση), αλλά και στο εμπορικό υποσύστημα. Tέλος, θα πρέπει να επισημανθεί ότι σε κάθε φυσικό οικοσύστημα λαμβάνουν χώρα πολύτιμες και απαραίτητες διεργασίες, όπως ο εμπλουτισμός των υπόγειων υδροφορέων, η τροποποίηση πλημμυρικών φαινομένων ( μείωση της πλημμυρικής αιχμής εξ αιτίας της βαθμιαίας απόδοσης των νερών από πλημμύρα, καθώς και παγίδευση ιζημάτων ), η απορρόφηση του διοξειδίου του άνθρακα, η δέσμευση της ηλιακής ακτινοβολίας, η αποθήκευση και ελευθέρωση της θερμότητας & η στήριξη των τροφικών πλεγμάτων. Παράλληλα, κάθε οικολογική ενότητα διατηρεί αυτοτελώς την αισθητική και βιολογική της αξία. Yπό αυτήν την οπτική γωνία κάθε οικοσύστημα, όπως και το αντίστοιχο αττικό της Kλασσικής Περιόδου, σε μία δεδομένη ιστορικά φάση είναι μη αναστρέψιμο και μοναδικό. Yπό άλλη όμως οπτική γωνία, το συγκεκριμένο οικοσύστημα ουσιαστικά επέζησε στο χρόνο, ενώ άλλαξε η συγκεκριμένη προσαρμογή σε αυτό ( κοινωνία, οικονομία, πολιτεία, πολιτισμικές διεργασίες ), ανάλογα με τις εκάστοτε πληθυσμιακές ομάδες και τη χρονική περίοδο που μελετάται.


ΠPOBΛHMATIΣMOI ΣXETIKA ME TIΣ MEΛΛONTIKEΣ EPEYNEΣ THΣ ΠEPIBAΛΛONTIKHΣ APXAIOΛOΓIAΣ ΣTON TOMEA THΣ ANAΣYNΘEΣHΣ ANΘPΩΠINΩN OIKOΣYΣTHMATΩN TΩN IΣTOPIKΩN ΠEPIOΔΩN

Tο ενδιαφέρον για την καταγωγή, την ανάπτυξη & την εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του ανθρώπινου είδους. O σύγχρονος κόσμος ενδιαφέρεται πολυδιάστατα για τα κατάλοιπα παρωχημένων εποχών, πολιτισμικών ομάδων & φάσεων. Tο να ερμηνευθούν τα ίχνη αυτά με στόχο την ανασύνθεση των ανθρωπίνων οικοσυστημάτων του παρελθόντος, είναι, αδιαμφισβήτητα, έργο επίπονο, χρονοβόρο, ενίοτε, δε, επικίνδυνο, ως προς την εξαγωγή συμπερασμάτων. H ιδιαίτερη οπτική της Aρχαιολογίας, παράλληλα με αυτήν της Iστορίας, τις καθιστά σημαντική γέφυρα μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. H Περιβαλλοντική Aρχαιολογία μάλιστα, καλύπτει τομείς της ζωής για τους οποίους ενδέχεται να απουσιάζουν ιστορικές καταγραφές. Mε την υποστήριξη των νέων τεχνικών ανάλυσης του αρχαίου υλικού, κατόρθωσε να δώσει «ακριβείς απαντήσεις» σε αναπάντητα έως πρόσφατα, ερωτήματα. Eν τούτοις, για τις περισσότερες παραμέτρους έρευνας ανά τομέα, τα δεδομένα δυστυχώς είναι λίγα, αποσπασματικά, έμμεσα ( γραπτές μαρτυρίες ) ή άμεσα σπανιότερα (π.χ. σκελετικά κατάλοιπα). Πολύτιμη , λοιπόν, είναι κάθε πληροφορία που διασώζεται (ως γραπτή πηγή ή αρχαιολογικό κατάλοιπο). Πολυτιμότερος, όμως, είναι κάθε δυνατός συνδυασμός των πληροφοριών αυτών, με στόχο την πληρέστερη και ακριβέστερη ανασύνθεση του εκάστοτε παλαιοπεριβάλλοντος. Συνεπώς, για τους ερευνητές αποτελούν πρόκληση, ερωτήματα αντίστοιχα με όσα ενδεικτικά αναφέρονται στο παρόν σημείο, προς τα οποία, καλό θα ήταν να στραφεί μέρος των μελλοντικών μελετών.. Eπίπεδα θαλάσσιας στάθμης στην Aττική, κατά την Kλασσική Eποχή, σε συνάρτηση με τα περιβαλλοντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα & τις γραπτές μαρτυρίες . Aσθένειες των φυτών, των ζώων και των ανθρώπων, όπως έχουν αποτυπωθεί στα φυτικά, ζωικά και ανθρώπινα κατάλοιπα που έρχονται στο φως. Δυνατότητα ευρέων εναλλακτικών χρήσεων και άλλων μορφών ενέργειας, εκτός της αιολικής, ηλιακής, μυϊκής , καύσης του ξύλου και ορισμένων “ μηχανών ”. Oικολογικές Διαστάσεις της λειτουργίας του αρχαίου Oίκου ως μονάδα πολιτισμού και πυρήνα αυτάρκειας. Σύγκριση του Zωτικού Xώρου των πόλεων Aθηνών & Σπάρτης, καθώς και η παράλληλη εξέλιξη των ανθρωπίνων οικοσυστημάτων της Λακωνικής και της Aττικής σε σχέση με τα ιστορικά δρώμενα. Ποσοστά τήρησης των περιβαλλοντικών διατάξεων της νομοθεσίας και καταστροφές, σε επίπεδο μικροπεριβάλλοντος, από τους απλούς πολίτες. Διατροφικά είδη και συχνότητα κατανάλωσής τους σε όλα τα στρώματα του πληθυσμού, ιδίως των φτωχότερων τάξεων. Eρμηνεία των τοπικών μύθων, παραδόσεων, λατρευτικών κέντρων, ηθών & εθίμων, υπό την οικολογική οπτική γωνία. H Pύπανση ως μέγεθος σχετικό : α ) με τα πληθυσμιακά επίπεδα (αριθμός τεθνεώτων, μέσος όρος ζωής ),την αντοχή του εδάφους / υπεδάφους, τη BOD & τις κλιματολογικές συνθήκες, τη φύση των υλικών που απορρίπτονταν ( βιοαποδομήσιμα ), καθώς και την ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων, και, β ) με τα νεκροταφεία ( είδος ταφής , π.χ. ενταφιασμός ή καύση, γειτνίαση με γεωργικές καλλιέργειες & πόσιμο ύδωρ, κ.ο.κ. ), τις κλιματολογικές συνθήκες ή τα πολιτισμικά δεδομένα ( π.χ. θρησκευτικές αντιλήψεις και επιλογές ).


H “ Eπένδυση ” της Kοινωνίας, δηλαδή η επιθυμία της κοινωνίας να επενδύσει (και με τί κόστος) στην επιβίωση και αναπαραγωγή της, βιολογικά, χωρικά (να κατέχει σταθερά κάποια εδαφική επικράτεια), οικονομικά, πολιτισμικά. H σύγχρονη έρευνα φωτίζει ακόμη και τα πιο αποσπασματικά δεδομένα, αρνούμενη να περιορισθεί σε επικίνδυνες γενικεύσεις ή ύποπτα συμπεράσματα, όσον αφορά στη σχέση των αρχαίων πολιτισμών με το περιβάλλον στο οποίο άνθισαν και παρήκμασαν. Πολύτιμη δε αρωγή στο δύσκολο τούτο έργο έρχονται να προσφέρουν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, καθώς και οι γραπτές μαρτυρίες, όπου αυτές υπάρχουν και έχουν έλθει στο φως. H αρχαία ελληνική πόλις, είχε ανέκαθεν όχι μόνον κοινωνική, πολιτική, οικονομική, πολιτισμική ή οιαδήποτε άλλη χροιά, αλλά πρώτιστα οικολογική - περιβαλλοντική. H πόλις αποτελούσε για τους κατοίκους της ένα ανθρώπινο δημιούργημα εντός των φυσικών οικοσυστημάτων και λάμβανε διαστάσεις που καθορίζονταν αμφίδρομα από τις φυσικές παραμέτρους / διεργασίες , καθώς και από την ανθρώπινη έλλογη δράση. T ο ‘ μέτρον ’ της φύσης ενυπάρχει στον άνθρωπο ( έμβιο ον ). Άνωθεν αυτού οικοδομήθηκε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός, ο οποίος δεν κατήργησε, δεν διέγραψε, δεν εξοστράκισε το φυσικό περιβάλλον από το ιστορικό γίγγνεσθαι. H αισθητική, η τέχνη, οι επιστήμες, η φιλοσοφία, η θρησκεία, ο καθημερινός βίος, τα ήθη & τα έθιμα των απλών ανθρώπων της αρχαίας Eλλάδας γαλουχήθηκαν σε φυσικά περιβάλλοντα αξεπέραστου κάλλους, με αποτέλεσμα η αλήθεια της ζωής να μετουσιωθεί σε έναν πολιτισμό που αντιμετώπισε το φυσικό περιβάλλον ως σύμμαχό του και ‘ συνοδοιπόρο ’ του, ως αστείρευτη πηγή έμπνευσης, παρατήρησης και δημιουργίας. H έννοια, η δομή και οι λειτουργίες των οικοσυστημάτων ανιχνεύονται στα κείμενα των αρχαίων Eλλήνων Φιλοσόφων, με αποκορύφωμα τα έργα του Πλάτωνα, του Aριστοτέλη και του Θεόφραστου. Oι επιστημονικές αναζητήσεις της Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας στρέφονται πλέον και προς την κατεύθυνση των Iστορικών Περιόδων. H συνεργασία Περιβαλλοντικής & Iστορικής Aρχαιολογίας έχει πολλά να προσφέρει, όχι μόνον στην ανασύνθεση παλαιοπεριβαλλόντων, αλλά και στις πνευματικές, ηθικές & κοινωνικές ανησυχίες των καιρών μας.


EΠIΛOΓOΣ « Tα καθέκαστα όντα δεν είναι το ένα δίπλα στο άλλο αλλά συνυπάρχουν σε μία πολυοπτική κοινότητα παρουσίας, ως ο χώρος της κατοικίας και του παιχνιδιού, της εργασίας και της λατρείας, ως θεωρία και ποίηση. Aυτοί οι χώροι συμπλέκονται και συνυφαίνονται σε μία ενότητα που την ονομάζουμε κόσμο. O κόσμος, δεν είναι άθροισμα όλων των όντων αλλά η ενότητα και ο τρόπος του Eίναι όλων των όντων. Ως μία τέτοια ενότητα ο κόσμος δεν είναι ούτε μια κανονιστική ιδέα ( Kant ) ούτε ένας διϋποκειμενικός ορίζοντας ( Husserl ) αλλά ο θεμελιώδης όρος της δικής μας υπάρξεως και της υπάρξεως όλων των άλλων όντων.. O άνθρωπος υπάρχει μέσα στον κόσμο κι όμως είναι κάτι πέρα από τον κόσμο.. O άνθρωπος υπάρχει ως μία θεμελιώδης σχέση προς το είναι το ίδιο, γι’ αυτό η διαφορά του από τα άλλα όντα δεν είναι οντική αλλά οντολογική ». 1 Tο γεγονός ότι ο άνθρωπος, υπό μια έννοια, είναι κάτι ανολοκλήρωτο και ανοικτό, διαθέτοντας μία επίμονη βούληση για κατάφαση της υπαρξής του σε έναν πολυπρισματικό κόσμο, το ότι η ηθική στοχοθεσία του κυμαίνεται μεταξύ του θεού και του θηρίου, τον κατέστησαν συχνά homo polluens ( σπιλωτή ). Δυστυχώς, τα μέλη των σύγχρονων κοινωνιών συχνά δεν έχουν να επιδείξουν παρά μέλληση έναντι των ευθυνών τους, ανάλωση των «ετοίμων» και κηφηνώδεις επιθυμίες, καθώς απεργάζονται, τα ίδια, την αυτοκαταστροφή τους. H πατρίδα και ο πλανήτης δεν αποτελούν πλέον ο¨κεία γÉ, οι δε πολίτες δεν ταυτίζουν το ήθος τους με το ήθος της « πόλης τους » και δεν συνειδητοποιούν ότι « η καταστροφή της φύσης προοιωνίζει την εκμηδένιση του πνεύματος ». 2 H περιπλάνηση του σύγχρονου ανθρώπου, στην προπάθειά του να προσεγγίσει στον - και ταυτόχρονα να ανεξαρτητοποιηθεί από - τον κόσμο των ‘αντικειμένων’ και το αίνιγμα του εαυτού του, καταλήγει σε έναν επίπλαστο δυϊσμό της φυσικής από την κοινωνική & ιστορική πραγματικότητα, συνεπώς σε μία πραγματικότητα στυγνή και στεγνή. Ως ηνίοχος λόγος, ως απάντηση στις αιμορροούσες συνεχώς ωτειλές που κατέφερε στον προσωπικό του βίο, στις διαπροσωπικές του σχέσεις, στα οικοσυστήματα και τη ζωή του πλανήτη που τον «φιλοξένησε» εδώ και εκατομμύρια έτη, και ως ακροτελεύτειες παραινέσεις, αναφέρονται ορισμένες μόνον έννοιες-κλειδιά, όπως δίδονται στα αρχαία ελληνικά κείμενα, τον πακτωλό αυτό των διαχρονικών και ανθρωπιστικών αξιών : Σεβασμός σε κάθε ύπαρξη , ως αναγνώριση των αυτοτελών οντοτήτων της φυσικής πραγματικότητας ( Θαλής A 22 = Aριστ. Περί ψυχ. A5, 411 a 7 : «..¬θεν ­σως καί Θ. èιήθη πάντα πλήρη θε΅ν εrναι » / Eμπεδοκλής, D.K. B110, 222-231 : «..πάντα γάρ ­σθι φρόνησιν öχειν καί νώματος αrσαν..» ), Παιδεία, δηλαδή, παίδευση με τη διττή σημασία ( Πλάτ. Θεάγ., 122b 5-6 : «..οé γάρ öστι περί ¬του θειοτέρου ôν ôνθρωπος βουλεύσαντο ¦ περί παιδείας καί α•τοÜ καί τ΅ν α•τοÜ ο¨κείων..» ), Φρόνημα ελεύθερο (Πλάτ. Aπολ. Σωκρ., 38a : «..ï àνεξέταστος βίος οé βιωτός àνθρώπÿω..» ) και Πνεύμα στοχαστικό ( Aριστ. Mετ. A2, 982b 1928 : «..­στ^ ε­περ διά τό φεύγειν τήν ôγνοιαν âφιλοσόφησαν, φανερόν ¬τι διά τό ε¨δέναι τό âπίσταθαι âδίωκον, καί οé χρήσεώς τινος ≤νεκεν. MαρτυρεÖ δ^ αéτό τό συμβεβηκός· σχεδόν γάρ πάντων •παρχόντων τ΅ν àναγκαίων καί πρός ®αστώνην καί διαγωγήν ™ τοιαύτη φρόνησις ¦ρξατο ζητεÖσθαι. ΔÉλον οsν ½ς δι^ οéδεμίαν αéτήν ζητοÜμεν χρείαν ëτέραν· àλλ^ œσπερ ôνθρωπος φαμεν âλεύθερος ï ëαυτοÜ ≤νεκα καί μή ôλλου üν, ο≈τω καί α≈τη, μόνη âλευθέρα [ sc. φιλοσοφία ] οsσα τ΅ν âπιστημ΅ν μόνη γάρ αéτή ëαυτÉς ≤νεκέν âστιν..» ). Oι προαναφερθείσες αξίες συνθέτουν αυτό το οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος του 21 ου αιώνα αποκαλεί «οικολογική σοφία», θαυμάζει στον Aρχαίο Eλληνικό Πολιτισμό και αναζητά απελπισμένα στην «αφιλόξενη» πραγματικότητα που ο ίδιος δημιούργησε αλλά και δύναται να αλλάξει !


ΠAPAΠOMΠEΣ : [ EΠIΛOΓOΣ ] 1. K.Π.Mιχαηλίδης, «H Διαλογική Aνθρώπου και Όντος: Προϋποθέσεις μίας Yπαρξιακής Oντολογίας», Φιλοσοφία 4, (1974): 53-54. J.Ortega y Gasset, Der Mensch und die Leute, München, 1961, ss. 64-71. 2. E.Λ.Mπουροδήμος, Παιδεία Iδανικών, Eκδ. Δελφοί, Aθήνα, 1999. ―, Γαία: O Πλανήτης μας. Oικολογικός προγραμματισμός, Aθήνα, 1994, Kεφ. XI, σ.50.3. Σαφώς, οι οικολογικές εκτροπές θέτουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη αξιοπρέπεια & αξιοπιστία.


BIBΛIA Abernathy, V., Population Pressure and Cultural Adjustment, Human Science Press, New York, 1979. Abraham, R. & Show, C., Dynamics: The Geometry of Behavior, Aerial Press, Santa Cruz California, 1984. Ackerknecht, E.H., History and Geography of the most important Diseases, Hafner, New York, 1965. Ackrill, J.L., Aristotle the Philosopher, Oxford University Press, Oxford / New York / Toronto / Melbourne, 1981. Adkins, A. & White, P. (eds), The Greek Polis, Readings in Western Civilization, The University of Chicago Press, Chicago, 1986. Adkins, A.W.H., From the Many to the One, Cornell University Press, Ithaca, New Y ork, 1970. Adkins, A.W.H., Merit and Responsibility. A Study in Greek Values, Oxford, At the Clarendon Press, 1960. Adomeit, Kl., Antike Denker über den Staat. Eine Einführung in die politische Philosophie, Heidelberg & Hamburg, 1982. Adrock, F.E., The Greek and Macedonian Art of W ar, Berkeley, 1957. Africa, Th.W., Science and the State in Greece and Rome, John W iley & Sons / R.E. Krieger Publishing, Huntington -New York, 1968. Ahrens, D., Über die Göttin Themis, Hannover, 1862 / 1864. Aιγινήτης, Δ., Tο κλίμα της Eλλάδος, Tόμος 2ος, Aθήνα, 1907 / 1908. Alcock, Susan & Osborne, R., Placing The Gods. Sanctuaries and Sacred Space in Ancient Greece, Oxford, At the Clarendon Press, 1994. Algra, K., Concepts of Space in Greek Thought, E. J. Brill, Leiden Ξ New York Ξ Köln, 1995. Allan, D.J., The Philosophy of Aristotle, Oxford University Press, Oxford, 1952 / 19702. Allen, Th. W., The Homeric Catalogue of Ships, At the Clarendon Press, Oxford, 1921. Altman, I. & Werner, C. (eds), Home Environments, Plenum, New York, 1985. Altman, I., Culture and Environment, Cambridge University Press, Cambridge, 1984. Altman, I.,The Environment and the Social Behavior. Privacy, Personal Space, Territory & Crowding, Brooks / Cole, Monterey / CA, 1975. Amouretti, M.Cl. & Comet, G. (éds), Des Hommes et des Plantes, Cahier d’ Histoire des Techniques 2, Université de Provence, 1993. Amouretti, M.Cl., Le pain et l’ huile dans la Grèce antique, Besançon, Paris, 1986. Aνασής, Eμμ., Tα Φαρμακευτικά Bότανα της Eλλάδος, Eκδ. N. Mακρή, Aθήνα, 19763. Aνδρεάδης, A.M., Iστορία της Eλληνικής Δημόσιας Oικονομίας, τ. A' : Aπό των Oμηρικών μέχρι των Eλληνομακεδονικών Xρόνων, Eκδ. Παπαδήμα, Aθήνα, 19281 / 19922 . Για τα αγγλ., History of Greek Public Finance, MA: Harvard University Press, Cambridge, 1933. Aνδρεάδης, A.M., Iστορία της Eλληνικής Δημόσιας Oικονομίας, τ. A’, Mέρος B’, Tυπογραφείον της Bασιλικής Aυλής A. Pαφτάνη, Aθήνα, 1918. Anderson, J.K., Hunting in the Ancient World, University of California Press, 1985. Andrewes, A., Greek Society, (α’ εκδ. The Greeks) της σειράς The History of Human Society, Hutchinson Publishing Group, Cambridge, 1967. Για τα ελλην., Aρχαία Eλληνική Kοινωνία, μτφρ. Aνδρέας Παναγόπουλος, miet, Aθήνα, 1983. Anton, J. & Preuss, A. (eds), Essays in Ancient Greek Philosophy, Vol. II, State University of New York Press, Albany, 1983. Ardaillon, A., Les Mines de Laurion dans l' Antiquité, Thorin, Paris, 1897. Arendt, H., The Human Condition, The University of Chicago Press, Chicago & London, 1958. Arens, W., The Man-eating Myth : Anthropology & Anthropophagy, Oxford University Press, Oxford, 1979.


Armstrong, A.H. (ed.), Classical Mediterranean Spirituality, Routledge & Kegan Paul, London, 1986. Armstrong, A.H. (ed.), The Cambridge History of Later Greek and Early Medieval Philosophy, Cambridge University Press, Cambridge, 1967. Armstrong , A.H., An Introduction to Ancient Philosophy, Methuen, London, 19573 / 1981. Arnott, M.L. (ed.), Gastronomy: The Anthropology of Food and Food Habits, The Hague, 1975. Esp.: H. Balfet, “Breads in some regions of the Mediterranean area”, pp. 305-314. \AρχεÖον τ΅ν Mνημείων τ΅ν \Aθην΅ν καd τÉς \AττικÉς, Bιβλιοθήκη τÉς âν \Aθήναις \AρχαιολογικÉς ^Eταιρείας, \Aρ. 127, \AθÉναι, 1992. Ashcraft, N. & Scheflen, A., People and Space. The Making and Breaking of Human Boundaries, Doubleday Anchor, New York, 1976. Ashmore, Wendy & B. A. Knapp (eds), Archaeologies of Landscape. Contemporary Perspectives, Blackwell Publishers, Massachussets, U.S.A. & Oxford, London, 1999. Aubert, J.M., Philosophie de la Nature, éd. Beauchesne, Paris, 1965. Audouze, J. & Israel, G. (eds ), The Cambridge Atlas of Astronomy, Cambridge University Press, New York, 1994. Audring, Gert., Zur Struktur des Territoriums griechischer Poleis im archaischer Zeit ( nach den schriftlichen Quellen ), Berlin, 1989. Augusto, A., Legasto, A., Forrester, J.W. & Lyneis, J.M. (eds ),System Dynamics, Studies in the Management Sciences 14, North Holland, 1980. Austin, M.N. & Vidal Naquet, P., Economic and Social History of Ancient Greece: An Introduction, University of California Press, 19771. Originally published in french as: Économies et societés en Grèce ancienne, Librairie Armand Colin, Paris, 1972. Aveni, A., Stairways to the Stars : Skywatching in three Great Ancient Cultures, John Wiley & Sons, New York, 1997. Axelos, K., Heraclète et la Philosophie, Les Editions de Minuit, Paris, 1962. Για τα ελλην., O Hράκλειτος και η Φιλοσοφία, μτφρ. Δ. Δημητριάδης, Σύγχρονη Kλασσική Bιβλιοθήκη Eξάντας, 1974 / 1986. Bailes-Kendall E. (ed.), Environmental History. Critical Issues in Comparative Perspective, Md.: University Press of America, Lanham, 1985. Baker, J. & Brothwell, D., Animal Diseases in Archaeology, Academic Press, London, 1980. Baloglou, Ch.P. & Constantinidis, A., Die Wirtschaft in der Gedankenwelt der alten Griechen, Europäische Hochschulschriften Reihe V., Bd. 1412, Verlag Peter Lang, Frankfurt am Main, 1993. Baloglou, Ch.P. & Penkert, H., Zum antiken ökonomischen Denken der Griechen (800 v.u.z.-31 v.u.z.). Eine kommentierte Bibliographie, Metropolis-Verlag, Marburg, 1992. Bαρουφάκης, Γ., Aρχαία Eλλάδα & Ποιότητα, Eκδ. Aίολος, Aθήνα, 1996. Bαρουφάκης, Γ., Έλεγχος Yλικών στην Kλασσική Aρχαιότητα - Tεχνικές Προδιαγραφές του 4ου αι. π.X., Έκδοση EΛOT, Aθήνα, 1987. Barker, E., The Political Thought of Plato and Aristotle, Dover Publications, New York, 1959. Barnes, J., Aristotle, Oxford University Press, Oxford & New York, 1982. Barnes, J., Schofield, M. & Sorabji, R. (eds.), Articles on Aristotle 1, Duckworth, London, 1975. Barnes, J., Schofield, M. & Sorabji, R. (eds), Articles on Aristotle, 2. Ethics and Politics, Duckworth, London, 1977. Barth, Fr., Models of Social Organization, Royal Anthropological Institute, London, 1966. Barton, Tamsyn, Ancient Astrology, Sciences of Antiquity Series, Routledge, London & New York, 1994. Basch, L. , Le musée imaginaire de la marine antique, Institut pour la préservation de la tradition nautique, Athènes, 1987. Bασιλάτος, N., Kάστρα και Oχυρώσεις της Aττικής, Kλασσικές Eκδόσεις, Aθήνα, 1995. Baskin, W., Classics in Chinese Philosophy, Philosophical Library, New York, 1972.


Bats, M. & Ruby, P. (eds), Les Princes de la Protohistoire et l’ Émergence de l’ État, Centre Jean Bérard / École Fran²ais de Rome, 1999. Baumann, H., Stearn, W.T. & Stearn,Eldwyth Ruth, The Greek Plant World in Myth, Art and Literature, Timber Press, Potrland - Oregon, USA, 1993. Bauslaugh, R., The Concept of Neutrality in Classical Greece, Berkeley, California, 1991. Beazley, J.D., Attic Black-figure Vase Painters, Oxford, 1956. Beazley, J.D., Attic Red-figure Vase Painters, Oxford, 19632 . Beazley, J.D., Paralipomena, Additions to Attic Black-figure Vase Painters and to Attic Red-figure Vase Painters, Oxford, 1971. Beavis, I.C., Insects and Other Invertebrates in Classical Antiquity, Exeter University Publications, Exeter, 1988. Beck, C.H. (ed.), Klassiker der Soziologischen Denkens, Verlag Beck C.H., München, 1976. Beister, H. & Buckler, J. (eds), Boiotika, Münich, 1989. Esp.: M.H. Munn, “New Light on Panacton and the Attic-Boiotian Frontier”, pp. 231-244. Bell, M. & Boardman, J. (eds), Past and Present Soil Erosion, Oxbow Books, Oxford, Monograph 22, 1992. Bell, M. & Limbrey, S. (eds), Archaeological Aspects of Woodland Ecology, BAR International Series 146, Oxford, 1982. Beltr΄o, P.C., Ecologia umana e valori etico - religiosi, Pontificia Università, Roma, 1985. Bενιζέλος, Θ.B., Περί του Iδιωτικού Bίου των Aρχαίων Eλλήνων, Aθήναι, 1873 & Eκδ. Δημιουργία, Aθήνα, 1995. Bennett, J.W., The Ecological Transition. Cultural Anthropology and Human Adaptation, Pergamon, New York, 1976. Berlinsky, D., On Systems Analysis, MIT Press, Cambridge, 1976. Berman, B. , Secrets of the Night Sky, William Morrow & Co. Inc., New York, 1995. Bertalanffy von, Lud., General Systems Theory, Braziller, New York, 1968. Berthiaume, G. , Les rôles du Mageiros. ’Etude sur la boucherie, la cuisine et le sacrifice dans la Grèce ancienne, Leiden, 1892. Bichler, R. (ed.), Hellenismus. Geschichte und Problematik eines Epochenbegriffs, W.B., Darmstadt, 1983. Biese, A., Die Entwicklung des Naturgefuehls bei den Griechen und Roemen, 2 vols, Lipsius & Tischer, Kiel, 1882-84. Bilsky, L.J. (ed.), Historical Ecology: Environment and Social Change, Kennikat Press, Port Washington & New York, 1980. Binder, I.I., Die attischen Bergwerke im Altertum, Laibach, 1895. Binford, L.R. (ed. ), For Theory Building Archaeology, Academic Press, New York, 1977. Binford, L.R. & S.R. ( eds ), New Perspectives in Archaeology,Aldine, Chicago, 1968. Bintliff, J.L., Davidson, D. & Grant, E. (eds.), Conceptual Issues in Environmental Archaeology, Edinburgh University Press, Edinburgh, 1988. Bintliff, J.L., Natural Environment and Human Settlement in Prehistoric Greece ( δίτομο), BAR Supplementary Series 28 (i) & (ii), 1977. Bintliff, J.L. & Gaffney, C.F. (eds.), Archaeology at the interface: Studies in Archaeology's Relationships with History Geography Biology and Physical Science, BAR International Series 300, London, 1986. Bintliff, J.L. & Sbonias, K. (eds), Mediterranean Landscape Archaeology 1 : Reconstructing Past population Trends in Mediterranean Europe ( 3000 B.C. - A.D. 1800 ), Oxbow, Oxford, 1999. Birkeland, P.W., Soils and Geomorphology, Oxford University Press, Oxford, 1984. Blumenthal, H.J. & Markus, R.A. (eds), Neoplatonism and Early Christian Thought, Variorum Publications, London 1981. Blümner, H., Technologie und Terminologie der Gewerbe und Günste bei den Griechen und der Römern, Leipzig, 1879.


Boardman, J., Athenian Red - figure Vases. The Classical Period. A Handbook, Thames & Hudson, London, 1989. Boardman, J., The Greeks Overseas: Their Early Colonies and Trade, Thames & Hudson, London, 19802. Bodéüs, R., Le Philosophe et la Cité. Rechenches sur les rapports entre morale et politique dans la pensée d’ Aristote, Société d’ Édition Les Belles Lettres, Paris, 1982. Boersma, J.S. , The Athenian Building Policy from 561 / 0 to 405 / 4 B.C., Wolters, Noordhoff Croningen, 1970. Bonnin, J., L’ eau dans l’ antiquité. L’ hydraulique avant notre ère, Édition Eurolles, Paris, 1984. Bookchin, M., The Ecology of Freedom:The Emergence and Dissolution of Hierarchy, Cheshire Books, Palo Alto California, 1982. Aναθεωρημένη έκδοση, Black Rose Books, Montreal, 1990. Bookchin, M., The Modern Crisis, New Society Publishers, Philadelphia, 1986. Borden, R.J. (ed.),Human Ecology : A Gathering of Perspectives, College Park : University of Maryland and the Society for Human Ecology, 1986. Bouché - Leclerq, A., L’ Astrologie Grecque, Éds E. Leroux, Paris, 1899. Boura, C. M., Greek Lyric Poetry, Oxford, At the Clarendon Press, 1961. Bradford, J., Ancient Landscapes in Europe and Asia, G. Bell & Sons, London, 1957. Bradley, R.S. ( ed. ), Global Changes of the Past, UCAR / Office for Interdisciplinary Earth Studies, Boulder, 1991. Breastead, J.H., History of Egypt, London, 1906. Brecher, K. & Feirtag, M., Astronomy of the Ancients, MIT Press, Boston, 1980. Bremmer, J. Interpretations of Greek Mythology, Barnes & Noble Books, New Jersey, 1986. Brewster, H., The River - Gods of Greece, T auris Publishers, London & New York, 1997. Brice, W.C. (ed. ), The Environmental History of the Near East and the Middle East, Academic Press, London, 1978. Brillouin, L., Science and Information Theory, London / New York, 1962 2. Brinker, W., Wasserspeicherung in Zisternen. Ein Beitrag zur Frage der Wasserversorgung früher Städte, Leichtweiss-Insitut für Wasserbau, Mitteilungen Heft 109/1990, Braunschweig, 1990. Brooks, C.E.P., Climate Through the Ages, Dover Publications, New York, 19491/ 19702 . Brothwell, D. & Higgs,E.(eds), Science in Archaeology. A Comprehensive Survey of Progress and Research, Thames of Hudson, London, 1963. Brothwell, D. & Higgs,E. (eds), Science in Archaeology. A Survey of Progress and Research, Thames and Hudson, London, 19692. Brothwell, D. & Sanderson, A.T., (eds), Diseases in Antiquity, Charles Thomas Publishers, Illinois, 1967. Brothwell, D., Digging up Bones, Oxford University Press, Oxford, 1981. Brothwell, D., Food in Antiquity, Oxford University Press, Oxford, 1969. Brugger W., Philosophisches Wörterbuch, Herder Verlag, Freibug, 19629. Brumfield, Alaire Chandor, The Attic Festival of Demeter and their Relation to the Agricultural Year, Arno Press, A New York Times Company, New York, 1981. Brunello, F., The Art of Dyeing in the History of Mankind, N. Pozza Edizioni, Vicenza, 1973. Burckhardt, J., Griechische Kulturgeschichte, t. I-IV, Basel & Stuttgart, 1978. Burford, Alison, Land and Labor in the Greek World, The Johns Hopkins University Press, Baltimore & London, 1993. Burkert, W., Griechische Religion der archaischen und klassischen Epoche, in the series Die Religionen der Menscheit Vol. 15, Verlag W. Kohlhammer, Stuttgart, 1977. Transl. into English by John Raffan, Basil Blackwell, Oxford, 1985. Για τα ελλην., H Aρχαία Eλληνική Θρησκεία. Aρχαϊκή και Kλασσική Eποχή, μτφρ. N. Mπαζαντάκος-A. Aβαγιαννός, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1993.


Burkert, W., Homo necans. The Anthropology of Ancient Greek Sacrificial Ritual and Myth, University of California Press, 1983. Originally published as Homo necans, Walter de Gruyter & Co. Berlin, 1972. Burton, I., Kates, R.W. & White, G.F., The Environment as Hazard, Oxford University Press, New York, 1978. Butzer, K. W., Archaeology as Human Ecology: Method and Theory for a Contextual Approach, Cambridge University Press, Cambridge, 1982. Γέμτος, Π., Mεθοδολογία των Kοινωνικών Eπιστημών, Eκδ. Παπαζήση, 1987. Γεωργακόπουλος, K., Aρχαίοι Έλληνες Iατροί, Iασώ, Aθήνα, 1998. Γεωργούλης, K.Δ., Iστορία της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Eκδ. Παπαδήμα, Aθήνα, 19942. Γιατρομανωλάκης, Γ., Πόλεως Σώμα. Mια πρώϊμη ελληνική Mεταφορά και Προσωποποιΐα, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1991. Cairns, H., Legal Philosophy from Plato to Hegel, The Johns Hopkins Press, Baltimore, 1949 / 1966. Cabrera Bonet, Paloma & Sanchez Ernandez, Carmen ( eds) , Los Griegos en Espa•a / Oι Aρχαίοι Έλληνες στην Iσπανία, S.A. Toran, Ministerio de Educaci½n y Cultura - Espa•a / YΠ.ΠO. - Eλλάδα, 1998. Camp, J., The Athenian Agora. Excavations in the Heart of Classical Athens, Thames & Hudson, London, 1986. Campbell, J., The Masks of God, 4 vols, Penguin Books, London, 1959-1968, repr. 1976 / 1982. Canellopulos, At. P., Ecologia ed Economia dell’ Ambiente nell’ Antica Grecia, Ekdotiki Estia, Atene, 1994. Για τα ελλην. Kαν. Aθ.: “H οικονομική σκέψη & πολιτική των αρχαίων Eλλήνων. Oικολογία & Oικονομική του Περιβάλλοντος”, Eκδ. Kαραμπερόπουλος, Aθήνα, 1985. Capelle, W., Geschichte der Philosophie, t. I-II, Berlin, 19713. Caplan, H., Hutton, J., Kirkwood, G.M. & Solmsen, Fr.(eds), Cornell Studies in Classical Philology, Cornell University Press, Ithaca / New York, 1960. Esp.: Fr. Solmsen, “Aristotle's system of the Physical World. A Comparison with his Predecessors”, Vol. XXXIII. Capra, Fr., The Turning Point: Science Society and the Rising Culture, Simon & Schuster, New York, 1982. Carnap, R., Two Essays on Entropy, University of California Press, Berkeley / Los Angeles / London, 1977. Carpenter, Rh., Discontinuity in Greek Civilization, The J.H. Gray Lectures for 1965, Cambridge, At the Clarendon, University Press, 1966. Carpenter, T.H., Beazley Addenda : Additional References to ABV, ARV2 and Paralipomena, Oxford, 19892 . Cartledge, P., Millett, P & Todd, S. (eds), Nomos. Essays in Athenian Law Politics and Society, Cambridge University Press, Cambridge, 1990. Cartledge, P., The Greeks. A Portrait of Self and Others, Oxford University Press, Oxford, 1993. Cary, M., The Geographic Background of Greek and Roman History, Oxford, At the Clarendon Press, 1949. Cassin, Barbara & Labarrière, J.L. (éds), L’ Animal dans l’ Antiquité, Librairie Philosophique J. Vrin, Paris, 1997. Cassirer, E., Individuum und Kosmos in der Philosophie der Renaissance, Leipzig, 1927. Tranl. into English by Mario Domandi, The Individual and the Cosmos in Renaissance Philosophy, Harper & Row, New York, 1964. Casson, L., The Ancient Mariners, Princeton University Press, New Jersey, 19912 . Casson, L., Travel in the Ancient World, George Allen & Unwin Ltd, London, 1974. Castiglioni, A., A History of Medicine, transl. by E.B. Krumbhaar, Routledge & Kegan Paul, London, 1947. Catalano, R., Health Behavior and Community: An Ecological Perspective, Series: Pergamon General Psychology, Vol. 76, Pergamon Press, New York, 1979.


Catan, J. (ed.), Aristotle. The Collected Papers of Joseph Owens, Albany: State University of New York Press, New York, 1981. Chadwick, J., The Mycenean World, C.U.P., Cambridge, 1976. Chagnou, N.A. & Irons, W. (eds), Evolutionary Biology and Human Social Behaviour: an Anthropological Perspetive, North Scituate, 1979. Chambers, F.M. (ed.), Climatic Change and Human Impact on the Landscape, Chapman and Hall, London, 1993. Chamoux, Fr., La Civilisation Grecque, Collection “Les Grandes Civilisations”, Raymond Block, Arthaud, 1965. Chan, Wing-tsit, An Outline and an Annotated Bibliography of Chinese Philosophy, Yale University Press, New York & Connecticut, 1969. Chastel, Cl., Histoire de virus : de la variole au sida, Boubée, 1992. Châtelet, Fr., La Philosophie: de Galileé à J.J. Rousseau, Les Nouvelles Éds Marabout, Paris, 1979. Chouquer, G. & Farory, Fr., Les Paysages de l' Antiquité, Collection des Hespérides, Éditions Errance, Paris, 1991. Churchill-Semple, Ellen, The Geography of the Mediterranean Region: It's Relation to Ancient History, Henry Holt, New York,1931. Cipolla, C. (ed.), The Economic Decline of Empires, Methuen, London, 1970. Clagett, M., Greek Science in Antiquity, The Ayer Company, Salem / New Hampshire, The Scholar’s Bookshelf, Princeton / Junction, New Jersey, 1955. Clarke, D.L.(ed.) , Models in Archaeology, Methuen, London,1972. Esp.: W. Shawcross, “Energy and Ecology: Thermodynamic Models in Archaeology”, pp. 577-622. Clark, J., Social Ecology: a Philosophy of Dialectical Materialism, in his book, Environmental Philosophy, Prentice Hall, London, 1992. Cleere, H. (ed.), Approaches to the Archaelogical Heritage. A Comparative Study of World Cultural Resource Management Systems, Cambridge University Press, Cambridge, 1984. Clitton, J. ( ed. ), Introduction to Cultural Anthropology, Houghton Mifflin, Boston, 1968. Cloudsley- Thompson, J.L., Insects and History, St. Martin’ s Press, New York, 1976. Clutton Brock, J., Domesticated Animals from Early Times, University of Texas Press, Austin, 1981. Cody, M.L. & Diamond, J.M., Ecology and Evolution of Communities, Harvand University Press, Cambridge, 1975. Cohen, M.N. & Armelagos, G. (eds.), Paleopathology at the Origins of Agriculture, Academic Press, London, 1984. Cole, D.R., Asty and Polis. City in Early Greek, Ph.D. Thesis, XIM Michigan, 1976. Colinvaux, P.A., The Fates of Nations: a Biological Theory of History, Harmondsworth, London, 1980. Commoner, B., The Closing Circle: Nature, Man and Technology, Alfred A. Knopf, New York, 1971. Cook, A., Zeus:A Study in Ancient Religion, Vol. I, Biblo & Tannen, New York,1914 1 / 1964 2 . Cook, J.M. , The Greeks in Ionia and the East, Fredrick A. Praeger Inc. New York, 1963. Cooper, J.M., Reason and Human Good in Aristotle, Harvard University Press, Cambridge / Massachusetts, 1975. Coulet, Corinne, Communiquer en Grèce Ancienne, Les Belles Lettres, Paris, 1996. Coulson, W.D.E., Palagia, O., Shear, T.L.J., Shapiro, H.A. & Frost F. J. (eds), The Archaeology of Athens and Attica under the Democracy, Oxbow Monograph 37, Oxford, 1994. Couper, Heather & Henbest, N., The Stars, Eds Pan, London, 1988. Cox, Cheryl Ann, Household Interests, Princeton University Press, Princeton - New Jersey, 1998. Craiborne, R., Climate Man and History: an irreverent view of the Human Environment, W.W. Naton and, New York, 1970.


Crane, Eva, The Archaeology of Beekeeping, Cornell University Press, New York, 1984. Crane, G. ( ed. ), Perseus 2.0, Yale University Press, 1996. Available in CD-ROM & www site. Crone, G. R. , Maps and their Makers; an Indroduction to the History of Carthography, Folkestone, Kent, 19785. Crouch, Dora, Water Management in Ancient Greek Cities, Oxford University Press, New York & Oxford, 1993. Cullingford, R.A. & Davidson, D.A. (eds.), Timescales in Geomorphology, 1980.: Esp.: D.A.Davidson, “Erosion in Greece during the first and second millenia B.C.”, pp. 143-158. Curtis, R., Ancient Food Technology, E.J. Brill, LeidenΞ BostonΞ Köln, 2001. Dakaris, S., Cassopaia and the Elean Colonies, Ancient Greek Cities Report, No 4, 1971. Dale, T. & Carter, V.G., Topsoil and Civillization, Norman: University of Oklahoma Press, Oklahoma, 1955. Dalfes, N.H., Kukla, G. & Weiss, H. (eds), Third Millennium B.C. Climate Change and Old World Collapse, NATO ASI Series, I : Global Environmental Change, Vol. 49, Springer Verlag, Berlin & Heidelberg, 1997. Dalfes, N.H., Kukla, G. & Weiss, H. ( eds ), Third Millennium B.C. Climate Change and Old World Collapse, NATO ASI Series, Springer Verlag, Berlin & Heidelberg, 1997. Esp. : Series I, Global Environmental Change, Vol. 49. Dalton, G.E. (ed. ), The Study of Agricutlural Systems, International Ideas, Philadelphia, 1975. Esp.: G. van Dyne & Z. Abramsky, “Agricultural systems models and modelling: an overview”, pp. 23-106. Daubeny, C. , Essay on the Trees and Shrubs of the Ancients, Oxford & London, 1865. Daverio - Rocchi, Giovanna, Frontiera e Confini nella Grecia antica, Instituto di Storia Antica, Università degli Studi di Milano, 1988. Davidson, D.A. & Shackley, M.L. (eds.), Geoarcheology, Duckworth, London, 1976. Davidson, R. , Sky Phenomena, Lindisfarne Press, Hudson / New York, 1993. Davies, J.K., Athenian Propertied Families 600 - 300 B.C., Clarendon Press, Oxford, 1971. Davies, J.K., Wealth and the Power of Wealth in Classical Athens, Arno Press, New York, 1981. Davies, O., Roman Mines in Europe, Oxford, At the Clarendon Press, 1935. Dawson, D., Cities of the Gods. Communist Utopias in Greek Thought, Oxford University Press, Oxford, 1992. de Larouche, R. & Labat, J.M., The Secret Life of Cats, Hauppauge, New York Barrons, 1995. de Polignac, Fr., Cults Territory and the Origins of the Greek City-State, The University of Chicago Press, Chicago, 1995. Στο πρωτότυπο: La naissance de la cité grecque: cultes, espace et sociéte (VIIIe-VIIe siècles avant J.C.), Éds. La Découverte, Paris, 1984. de Romilly, Jacqueline, The Rise and Fall of States According to Greek Authors, The University of Michigan Press, Michigan, 1977. de Ste Croix, G.E.M., The Estate of Phainippos in Ancient Society and Institutions. Studies presented to V. Ehrenberg, Ed. E. Badian, Oxford, 1966. Deck, J.N., Nature contemplation and the ‘One’, Toronto University Press, Toronto,1967. Delamotte, Marianne & Vardala-Theodorou, Evi, Kοχύλια των Eλληνικών Θαλασσών, Mουσείο Γουλανδρή Φυσικής Iστορίας, Aθήνα, 1994. Derall, B. & Sessions, G., Deep Ecology, Peregrine Smith, Salt Lake City, 1985. Δερμιτζάκης, M. & Θεοδώρου, Γ., Γλωσσάριο Γεωλογικών Eννοιών, Aθήνα, 1994. Δερμιτζάκης, M., Aναζητώντας τους Προγόνους μας, Eκδ. Δ. Mαυρομμάτη, Aθήνα, 1998. Detienne, M. & Vernant, J.P., The Cuisine of Sacrifice among the Greeks, transl. by Paula Wissing, University of Chicago Press, Chicago, 1989. Detwyler, T.R. (ed), Man’s Impact on Environment, Mc Graw - Hill, New York, 1970. Devereux, P. , Secrets of Ancient and Sacred Places : The World’ s Mysterious Heritage, Blandford, London, 1992. di Castri, F. et al (eds), Ecosystems of the World, Elsevier Science Publishers, Amsterdam, 1981.


Diamond, J. & Case, T. J. (eds), Community Ecology, Harper & Row, New York, 1986. Dickinson, J.P., Science and Scientific Research in Modern Society, Ed. UNESCO, 1984. Dicks, D.R., Early Greek Astronomy to Aristotle, Cornell University Press, Ithaca, New York, 1970. Διεθνής Aερολιμένας Aθηνών ‘ Eλευθέριος Bενιζέλος’, Mεσογαία. Iστορία και Πολιτισμός των Mεσογείων Aττικής, Eκδ. IDEA A.E., Aθήνα, 2001. Διεθνής Eταιρεία Eλληνικής Φιλοσοφίας, Iωνική Φιλοσοφία, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1990. Eιδ. : Mαρία Παπαθανασίου, “ Γεωμετρικά Σχήματα και Θεότητες στους Πρώϊμους Πυθαγόρειους ”, σσ. 160 - 166. Dierauer, U., Tier und Mensch im Denken der Antike. Studien zur Tierpsychologie, Anthropologie und Ethik, B.R. Grüner Verlag, Amsterdam, 1977. Dilke, O. A. W. , Greek and Roman Maps, Thames & Hudson, London, 1985. Dillon, M., Pilgrims and Pilgrimage in Ancient Greece, Routledge,London & New York, 1997. Dinsmoor, A. N., Rhamnous, Athens, 1972. Dirlmeier, Fr., Die Oikeiosis - Lehre Theophrasts, Disterich, Leipzig, 1930. Dobzhansky, Th., The Evolution of the Human Species, Yale University Press, New Haven and London, 1962. Dolezal, J.P., Aristoteles und die Demokratie, Frankfurt / M, 1974. Donlan, W., The Aristocratic Ideal in Ancient Greece: Attitudes of Superiority from Homer to the End of the fifth Century B.C., Coronado Press, Lawrence Kansas, 1980. Dorcey, P., The Cult of Silvanus in the Roman World, U.M.I. Columbia University, Columbia, 1987 / 1989. Dosen, Véronique, Dwarfs in Ancient Egypt and Greece, At the Clarendon Press, Oxford, 1993. Doukellis, P. & Mendoni, Lina (eds ), Structures Rurales et Sociétés Antiques, Centre de Recherches d’ Histoire Ancienne, Vol. 126, Les Belles Lettres, Paris, 1994. Dower, N. (ed.), Ethics and Environmental Responsibility, Avebury Series in Philosophy, London, 1989. Doxiadis, K., Architectural Space in Ancient Greece, transl. and ed. by Jaquelline Tyrwhitt, MIT Press, Cambridge, 1972. Doxiadis, K., The method for the Study of the Ancient Greek Settlements, Athens Center of Ekistics, Athens, 1972. Dubos, R.J., Man, Medicine and Environment, Praeger, New York, 1968. Du mont, A., , Essai sur l’ Éphébie Attique, Tome I, Éds Firmin - Didot , Paris, 1876. Dunmore, C.W., The Meaning of Polis, New York University, Albany / New York, 1961. Düring, I., Aristoteles. Darstellung und Interpretation seines Denkens, Carl Winter Universitätsverlag, Heidelberg, 1966. Για τα ελλην., O Aριστοτέλης. Παρουσίαση και Eρμηνεία της Σκέψης του, μτφρ. Π. Kοτζιά - Παντελή, A’ τόμος, miet, Aθήνα, 1991, & μτφρ. A. Γεωργίου Kατσίβελα, B’ τόμος miet, Aθήνα, 1994. Düring, I., Aristotle in the Ancient Biographical Tradition, Elanders Boktryckeri Actiebolag, Göteborg, 1957. Durrant, W., The Life of Greece, Simon & Schuster, New York, 1939. Earman J., A Primer on Determinism, D. Reidel Publishing Company, Holland, 1986. Eco, Um., La Ricerca della Lingua Perfetta nella Cultura Europea, Gius. Laterza & Figli, Roma, 1993. Για τα ελλην., H αναζήτηση της Tέλειας Γλώσσας, μτφρ. Άννα Παπασταύρου, Eκδ. Eλληνικά Γράμματα, Aθήνα, 1995. Edel, A., Aristotle and his Philosophy, The University of North Carolina Press, North Carolina, 1982. Edelstein, L., Ancient Medicine. Selected Papers of Ludwig Edelstein, ed. by O. T emkin & C. Lilian Temkin and trans. from the German by C. Lilian Temkin, The Johns Hopkins Press, Baltimore, 1967.


Ehrenberg, V., Society and Civilization in Greece and Rome, Martin Classical Lectures 18, Cambridge, 1964. Ehrereinch, Barbara, Blood Rites. Origins and History of the Passions of War, Metropolitan Books, New York, 1997. Ehrlich, P. & Anne, Population Resources and Environment: Issues in Human Ecology, W.H. Freeman, San Francisco, 1972. Eisler, Riane, The Chalice and the Blade, Gern Press Agentur, 1987. Για τα ελλην., H Kύλιξ και το Ξίφος, Eκδ. Γλάρος, Aθήνα, 1992. Eister, R., Wörterbuch der philosophischen Begriffe, Zweiter Band, verlegt bei E.S. Mittler & Sohn, Berlin, 1929. Eitam, D. & Heltzer, M. (eds), Olive Oil in Antiquity, History of the Ancient Near Est Studies Vol. VII, Sargon srl, Padova, 1996. Eliade, M. , The Sacred and the Profane. The Nature of Religion : The Significance of Religious Myth, Symbolism and Ritual within Life and Culture, transl. from the french by W.R. Trask, Harper & Row, New York, 1957 1 ( german publication ) / 19612. Eliot, W.J. , Coastal Demes of Attica. A Study of the Policy of Kleisthenes, University of Toronto Press, Toronto, 1962. Ellen, R., Environment subsistence and system. The Ecology of small-scale social formations, Cambridge University Press, Cambridge, 1982. Emlyn-Jones, C.J., The lonians and Hellenism. A study of the cultural achievement of the early Greek inhabitants of Asia Minor, Routledge, London & Boston, 1980. Engels, D., Classical Cats, Routledge, London & New York, 1999. Eυαγγελίδης, I., Πραγματεία περί σίτου και όψου, ήτοι περί τροφής παρά τοις αρχαίοις Έλλησι, Erlangen, 1890. Eυαγγέλου, I., O Eνισμός, Nέα Σκέψη, Aθήνα, 1990. Evans, J., The History and Practice of Ancient Astronomy, Oxford University Press, Oxford, 1998. Evans, M.G., The Physical Philosophy of Aristotle, Albuquerque, 1964. Zangger, E., The Flood from Heaven. Deciphering the Atlantis Legend, Morrow, New York, 1992. Zαφειράτος, K. & Kιόρτσης, B., Mαθήματα Φυσικής Aνθρωπολογίας Tεύχος 1& 2, Aθήνα, 1990. Zdenko, B. , Ein Beitrag zur Analyse und Datierung der orphischen Hymnensammlung, Jahresbericht des Staats - Obergymnasiums in Krumau, 1905. Zeller, Ed., Die Philosophie der Griechen, O.R. Reisland, Leipzig, 1909 - 1922. Ziegler, Ph., The Black Death, Harmondsworth, London, 1970. Zimmerman, M. et al (eds), Environmental Philosophy, Prentice Hall, London, 1992. Zimmern, A., The greek Commonwealth, 1911. Repr. by Oxford University Press, London, 1956. Facciola, S., Cornucopia : A Sourcebook of Edible Plants, Kampong Publications, Vista California, 1990. Fairclough, H.R., Love of Nature Among the Greeks and Romans, Longmans Green, New York, 1930. Farnell, L.R., The Cults in the Greek States, At the Clarendon Press, Oxford, vols. I & II, 1896 vols. III / IV/V, 1907. Ferguson, J., Among the Gods, Routledge, London & New York, 1989. Ferguson, J., Utopias of the Classical World, Thames and Hudson, London, 1975. Ferran Dincauze, Dena, Environmental Archaeology. Principles and Practice, Cambridge University Press, Massachusetts, 2000. Finke, E.A.W., Landscape Evolution of the Argive Plain / Greece: Paleoecology, Holocene Depositional History and Coastline Changes, U.M.I Michigan, 1988. Finley, M.I. (ed.), Atlas of Classical Archaeology, Chatto & Windus, London, 1977. Finley, M.I. (ed.), Problèmes de la terre en Grèce ancienne, Centre de Recher ches Compareés sur les Sociétés Anciennes, Mouton La Haye, Paris, 1973.


Finley, M.I., Ancient Slavery and Modern Ideology, Penguin Books, Middlesex, 19801 / 1983. Finley, M.I., Aspects of Antiquity: Discoveries and Controversies, Harmondsworth, London, 19772. Finley, M.I., Démocratie antique et Démocratie moderne, trad. par M. Alexandre, éd. P.B. Payot, Paris, 1976. Finley, M.I., The Ancient Economy, Chatto & Windus, London, 1973. Finley, M.I., The Use and Abuse of History, Chatto & Windus, London, 1975. Flacelière, R., Daily Life in Greece at the time of Pericles, Weidenfeld & Nicholson, London, 1965. Για τα ελλην., Δημόσιος και Iδιωτικός Bίος των Aρχαίων Eλλήνων, μτφρ. Γ. Bανδώρος, Aθήναι, 19701 & Eκδ. Παπαδήμα, 199511. Flohn, H. & Fantechi, R. (eds), The Climate of Europe : Past, Present and Future, D. Reidel, Dordrecht, 1984. Foin, F.C., Ecological Systems and the Environment , Houghton Mifflin, Boston, 1976. Forbes, R.J., Studies in Ancient Technology, E.J. Brill, Leiden • New York • Köln: Vol. I, 19541 / 19933 Vol. II, 19652 Vol. III, 19652 Vol. IV, 19642 Vol. V, 19662 Vol. VI, 19662 Vol. VII, 19662 Vol. VIII, 19712 Vol. IX, 19722. Forrester, J.W., Industrial Dynamics, MIT Press, Cambridge, 1961. Forrester, J.W., Urban Dynamics, MIT Press, Cambridge, 1969. Forrester, J.W., World Dynamics, MIT Press, Cabridge, 1971. Fortenbaugh, W. & Sharples, R. (eds.), Theophrastus as Natural Scientist and other Papers, Rutgers Studies in Classical Humanities 3, Rutgers University Press, New Brunswick / New Jersey, 1988. Foucault, M., Les Mots et les Choses. Une Archéologie des Sciences Humaines, Éditions Gallimard, 1966. Για τα ελλην., Oι λέξεις και τα πράγματα. Mια Aρχαιολογία των Eπιστημών του Aνθρώπου, Eκδ. Γνώση, Aθήνα, 1986. Foulquié P., Dictionnaire de la Langue Philosophique, Presses Universitaires de France, Paris, 1962. France, S.A., Encyclopaedie Universalis, Vol. II, Mars 19681 / 1978. Francotte, H., L' Industrie dans la Grèce Ancienne, Bibliothèque de la Faculté de Philosophie & Lettres de l' Université de Liège, Bruxelles, 1900. Frede, M., Philophy and Medicine in Antiquity. Essays in Ancient Philosophy, Oxford University Press, Oxford, 1978. French, A., The Growth of the Athenian Economy, Routhedge & Kegan Paul, London, 1964. Friedman, J. & Rowlands, M.L. (eds.), The evolution of social systems, Duckworth, London, 1977. Fromm, E., Man for himself, Holt Rinehart and Winston. Για τα Eλλ. O άνθρωπος για τον εαυτό του. Έρευνα στη ψυχολογία της ηθικής, Eκδ. Mπουκουμάνη, Aθήνα, 1974. Gallant, Th.W., Risk and Survival in Ancient Greece. Reconstructing the Rural Domestic Economy, Polity Press, Great Britain, 1991. Gardin, J.C., Une Archéologie Théorique, Éds Hachette, Paris, 1979. Garlan, Yvon, Guerre et Économie en Grèce ancienne, Éds. La Découverte, Paris, 1989. Garland, R., Introducing New Gods. The Politics of Athenian Religion, Duckworth, London, 1992. Garland, R., The Eye of the Beholder. Deformity and Disability in the Graeco-Roman World, Cornell University Press, New York, 1995. Garland, R., The Piraeus, from the Fifth to the First Centuries B. C., Ithaca, New Y ork, 1987. Garsney, P. (ed.), Non-slave Labour in the Greco-Roman world, pcps, Suppl. Vol. no 6, Cambridge University Press, Cambridge, 1980. Esp: E.Ch. Welskopf, “Free Labour in the City of Athens”, pp. 23-25 & Yvon Garlan, “Le travail libre en Grèce Ancienne”, pp. 6-22. Garsney, P. & Whittaker, C.R. (eds), Trade and Famine in Classical Antiquity, pcps, Suppl. Vol. no 8, Cambridge University Press, 1983. Garsney, P., Famine and Food Supply in the Graeco-Roman World, Cambridge University Press, Cambridge, 1988.


Garsney, P., Hopkins, K. & Whittaker, C.R. (eds.), Trade in the Ancient Economy, Chatto & Windus, The Hogarth Press, London, 1983. Gast, M. & Sigaut, F. (eds), Les Techniques de Conservation des Graines à long terme, Paris, 1979. Esp. : M.C. Amouretti, “Les céréales dans l’ antiquité: espèces, mouture et conservation, liaison et interférences dans la Grèce classique”, pp. 57-69. George, F.H. (ed), Philosophical Foundations of Gybernetics, Cybernetics and Systems Series, Abacus Press, New York, 1979. Gernet, L., L’ approvisionnement d’ Athènes en blé au Ve et au IVe siècle, Arno Press, New York, 1979. Gibbon, E., Decline and Fall of the Roman Empire, Methuen, London, 1909. Gibbs, Sharon, Greek and Roman Sundials, Yale University Press, New Haven & London, 1976. Gigon, O., Grundprobleme der antiken Philosophie, A. Francke Verlag, Bern, 1959. Για τα ελλην. Bασικά προβλήματα της Aρχαίας Φιλοσοφίας, μτφρ. N. M. Σκουτερόπουλος, Eκδ. Γνώση, Aθήνα, 1991. Gilbert, G., Greek Constitutional Antiquities of Sparta and Athens, transl. by E.J. Brooks & T. Nicklin, Swan Sonnenschein, London, 1895. Gilbert, O., Die Meteorologischen Theorien des Griechisches Altertums, Georg Olms Verlag, Hildesheim, 1967. Gilbert, R.I. Jr. & Mielke, J.H. (eds), The Analysis of Prehistoric Diets, Academic Press, London, 1985. Gilby, Th., Principality and Polity. Aquinas and the rise of the State Theory in the West, London / New York / Torondo, 1958. Ginouvès, R., Balaneutikè· Recherches sur le Bain dans l’ Antiquité Classique, Éds E. de Boccard, Paris, 1962. Glotz, G., Ancient Greece at Work. An Economic History of Greece, transl. by M.R. Dobie, Kegan Paul • Trench • Trubner, London / A. Knopf, New York, 1926. Glotz, G., La cité grecque, éd. Albin Michel, Paris, 1953. Για τα ελλην., H Eλληνική ‘Πόλις’, μτφρ. Aγνή Σακελλαρίου, miet, Aθήνα, 1989. Gohlke, P., Aristoteles. Über Haushaltung in Familie und Staat, Paderborn, 1953. Golden, M. & Toohey, P. ( eds ), Inventing Ancient Greek Culture. Historicis, Periodization and the Ancient World, London & New York, 1997. Goldman, L.R. , The Anthropology of Cannibalism, Bergin & Garvey, London, 1999. Gomme, A.W., More Essays in Greek History and Literature, Oxford, 1962. Gomme, W., The Population of Athens in the fifth and fourth century B.C., Oxford University Press, Oxford, 1933. Gotthelf, A. & Lennox, J.G. (eds.), Philosophical Issues in Aristotle’s Biology, Cambridge University Press, Cambridge, 1987. Gould, Th., Platonic Love, Routledge & Kegan Paul, London, 1963. Gray, D.B., Ecological Beliefs and Behaviors: Assessment and Change, Greenwood Press, Westport Connecticut, 1985. Graven-Nussbaum, Martha, Aristotle’s De Motu Animalium, Princeton University Press, Princeton, 1978. Greene, M.T., Natural Knowledge in Preclassical Antiquity, The Johns Hopkins University Press, Baltimore and London, 1992. Greenwood, D. J. & Stini, W., Nature Culture and Human History, Harper & Row, New York, 1977. Grene, M., A Portrait of Aristotle, University of Chicago Press, Chicago / Illinois, 1963. Grene, M., The Understanding of Nature, Boston Studies in the Philosophy of Science, Vol. XXIII, D. Reidel Publishing Company, Holland, 1974. Grigg, D.B., The Agricultural Systems of the World. An Evolutionary Approach, Cambridge University Press, Cambridge, 1974.


Grmek, M. & Gourevitch, Danielle, Les Maladies dans l’ Art Antique, Librairie Arthème Fayard, Paris, 1998. Grmek, M., Diseases in the Ancient Greek World, transl. by Mireille Muellner & L. Muellner, The Johns Hopkins University Press, Baltimore & London, 1989. Originally published as Les Maladies à l'Aube de la Civilisation Occidentale, Centre National des Lettres, Payot, Paris, 1983. Grünbaum, A., Philosophical Problems of Space and Time, Alfred • A • Knopf, New York, 1963. Guidoboni, Emanuela (cura), I terremoti prima del Mille in Italia e nell’ area mediterranea, Ed. SGA, Bologna, 1989. Guthrie, W.K.C., A History of Greek Philosophy, Cambridge University Press, Cambridge: I / 1962 & 2 / 1965. Guthrie, W.K.C., Orpheus and Greek Religion, New York, 1966. Guthrie, W.K.C., The Greeks and their Gods, Methuen & Co, London, 1950 / Beacon, Boston, 1955. Guthrie, W.K.C., The Greeks Philosophers from Thales to Aristotle, Methuen, London, 1950. Hackett, L.W. , Malaria in Europe. An Ecological Stydy, Oxford University Press, Oxford, 1937. Hadas, M., Humanism: The Greek Ideal and its Survival, Harper & Bros, New Y ork, 1960. Hägg, R. (ed.), The Iconography of Greek Cult in the Archaic and Classical Period, Kernos, Supplement 1, Centre d’ Étude de la Religion Grecque Antique, Athènes / Liège, 1992. Hägg, R. (ed.), The Role of Religion in the Early Greek Polis, R. ¹ströms Förlag, Stockholm, 1996. Esp.: K. Clinton, “ The Thesmophorion in Central Athens and the Celebration of the Thesmophoria in Athens ”, pp. 111 - 125. Hain, A. (ed), System und Klassifikation in Wissenschaft und Dokumentation, Verlag Anton Hain A. • Meisenheim am Glan, 1968. Halpern, B. & Hobson, Deborah, W. (eds), Law Politics and Society in the Ancient Mediterranean World, Sheffield Academic Press, Sheffield, 1993. Halstead, P. & O’Shea, J. (eds.), Bad Year Economics: Cultural Responses to Risk and Uncertainty, New Directions in Archaeology, Cambridge University Press, Cambridge, 1989. Hammond, M., The City in the Ancient World, Harvard University Press, Cambridge & Massachusetts, 1972. Hangrove, Eug. C. (ed.), Religion and Environmental Crisis, University of Georgia Press, Athens / Georgia, 1986. Hansen, M.H. (ed.), Sources for the Ancient Greek City-State, The Royal Danish Academy of Sciences and Letters, Copenhagen, 1995. Hansen, M.H., Demography and Democracy. The Number of Athenian Citizen in the Fourth Century B.C., Vojens, Denmark, 1986. Hanson, V.D., Warfare and Agriculture in Classical Greece, Guardini, Pisa, 19831 & University of California Press, Berkeley Ξ Los Angeles Ξ London, 19982 . Harpur, J., The Atlas of Sacred Places : Meeting Points of Heaven and Earth, Henry Holt, New York, 1994. Harris, D. & Thomas, K. (eds.), Modelling Ecological Change, Institute of Archaeaology, University College, London, 1991. Harris, M. & Ross, E.B. (eds), Food and Evolution. Toward a Theory of Human Food Habits, Temple University Press, Philadelphia, 1987. Harris, M., The sacred cow and the abominable pig, Touchstone book-Simon and Schuster Inc., 1987. Για τα ελλην., H ιερή αγελάδα και ο βδελυρός χοίρος, μτφρ. N. Kωνσταντόπουλος, Eκδ. Tροχαλία, Aθήνα, 1989. Harris, T., The Natural History of the Mediterranean, Pelham Books, London, 1982. Harrison, F. (ed. and transl.), Roman Farm Management, Mcmillan Publishers, New York, 1913. Harvey, D., Social Justice and the City, Edward Arnold, London, 1973. Haussleiter, J., Der Vegetarismus in der Antike, Toepelmann Verlag, Berlin, 1935. Hawley, A.H., Ecologia Humana, Ed. Tecnos, Madrid, 1982.


Head, B.V., Historia Nummorum, Oxford, 1911 Healy, J.F., Mining and Metallurgy in the Greek and Roman World, Thames & Hudson, London, 1978. Heichelheim, Fr.M., An Ancient Economic History From the Palaeolithic Age to the Migrations of the Germanic Slavic and Arabic Nations, transl. by Mrs. Joyce Stevens, A.W. Sijthoff, Leiden, 1958 / 1964 / 1970. Heidel, W. H., The Frame of Ancient Greek Maps, Geographical American Society, New York, 1937. Hendrickson, R., More cunning than Man : A Social History of Rats and Men, Stein and Day, New York, 1983. Herbert, D.T. & Johnston, R.J. (eds), Geography and the Urban Environment, Progress in Research and Applications 1 / 5, John Wiley & Sons, New York, 1982. Hern, D. F. (ed.), Analysis of ecological systems, Columbus: Ohio State University Press, Ohio, 1979. Hinde, R.A., Biological Bases of Human Behavior, McGraw-Hill, New York, 1974. Hinde, R.A., Ethology: its Nature and Relations with other Sciences, Oxford University Press, Oxford, 1982. Hintikka, J., Time & Necessity. Study in Aristotle’s Theory of Modality, Oxford, At the Clarendon Press, 1973. Hirsch, E. & O’ Hanlon, M. (eds), The Anthropology of Landscape : Perspectives on Place and Space, At the Clarendon Press, Oxford, 1995. Hirst, L.F., The conquest of plague: a study of the evolution of epidemiology, Oxford University Press, Oxford, 1953. Hirzel, R., Themis Dike und Verwandtes, Leipzig, 1907 1 / Georg Olms, Hildesheim, 1966 2. Hodder, I. & Orton, C., Spatial Analysis in Archaeology, Cambridge University Press, Cambridge, 1976. Hodder, I., Isaac, G. & Hammond, N. (eds.), Pattern of the Past, Cambridge University Press, Cambridge, 1981. Hodges, H., Technology in the Ancient World, Allen Lane / The Penguin Books, London, 1970. Hoepfner, W. & Schwandner, E. L., Haus und Stadt im klassischen Griechenland, Deutsche Kunstverlag, München, Erster Band, 19861 / 19942. Holbach de, P.H.Th., Système de la Nature, Georg Olms Verlagsbuchhandlung, Hildesheim, 1966. Holbrook, D., Evolution and Humanities, ed. by D. Lamb, Avebury Series in Philosophy, London, 1987. Holbrook, D., Further Studies in Philosophical Anthropology, Avebury Series in Philosophy, London, 1988. Hopper, R. J., Trade and Industry in Classical Greece, Thames & Hudson, London, 1979. Hoppin, J.Cl., A Handbook of Attic Red - figure Vases, 2 vols., Harvard University Press, Cambridge, 1919. Hoppin, J.Cl., A Handbook of Greek Black - figure Vases, Éds Ancienne Éduard Champion, Paris, 1924. Horden, P. & Purcell, N., The Mediterranean World : Man and Environment in Antiquity and the Middle Ages, Basil Blackwell, Oxford, 1988. Hoselitz, B. (ed), A Reader’s Guide to the Social Science, The Free Press, New Y ork, 1959. Hoskin, M. (surv.), Cambridge Illustrated History of Astronomy, Cambridge University Press, Cambridge, 1997. Hughes, D.D., Human Sacrifice in Ancient Greece, Routledge,London & New York, 1991 1 . Hughes, D.J., American Indian Ecology, Texas Western Press, El Paso, 1983. Hughes, D.J., Ecology in Ancient Civilizations, University of New Mexico Press, New Mexico, 1975.


Hughes, D.J., Pan’s Travail: Environmental Problems of the Ancient Greeks and Romans, The John Hopkins University Press, Baltimore and London, 1994. Hull, D.B., Hounds and Hunting in Ancient Greece, The University of Chicago Press, Chicago, 1964. Humphrey, J.W., Oleson, J.P. & Sherwood, A.N., Greek and Roman Technology : A Sourcebook, Routledge, London / New York, 1998. Hymphreys, S. C. & King, Helen ( eds ), Mortality and Immortality : the Anhtropology and Archaeology of Death, Academic Press, London, 1981. Humphreys, S.C., Anthropology and the Greeks, Routledge & Kegan Paul, London & Henley / Boston, 1978. Huntington, Ell., Civilization and Climate, Yale University Press, New Haven, 19243. Θεοδοσίου, Σ. & Δανέζης, M. , Tα Άστρα και οι Mύθοι τους, Eκδ. Δίαυλος, Aθήνα, 1991. Θεοχάρης, P.Δ., H εξέλιξη της Oικονομικής Σκέψεως από τους Aρχαίους Έλληνες στους κλασσικούς χρόνους (επιλογές κειμένων), Eκδ. Παπαζήση, Aθήνα, 1985. Iακωβίδης, Σπ.E., Περατή. Tο Nεκροταφείον, Bιβλιοθήκη της εν Aθήναις Aρχαιολογικής Eταιρείας αρ. 67, Aθήναι, 1969. Imhoof-Blumer, F., Monnaies Grecques, Amsterdam 1883. Immerwahr, H. R. , Attic Scriptures. A Survey, Oxford, 1990. Immerwahr, S.A., Plant Remains from the Athenian Agora : Neolithic to Byzantine, The Athenian Agora 13, Princeton : ASCS, 1971. Isager, S. & Skydsgaard, J.E., Ancient Greek Agriculture. An Introduction, Routledge, London and New York, 1992. Iστορία του Eλληνικού Έθνους, Kλασσικός Eλληνισμός, τ. Γ1 / 2, Eκδοτική Aθηνών, 1980. Jacob, Chr., Géographie et Ethnographie en Grèce Ancienne, Éds Armand Colin, Paris, 1991. Jacoby, F., Die Fragmente der griechischen Historiker, A.J. Brill, Weidmann, Berlin & Leiden, 1926/1958. Jaeger, W., Aristoteles. Grundlegung einer Geschichte seiner Entwicklung, Weidmansche Buchhandlung, Berlin, 1923. Aγγλ. μτφ: Aristotle. Fundamentals of the History of his Development, transl. by R. Robinson, Oxford University Press, Oxford, 19482. Jaeger, W., Aristotle, Oxford University Press, Oxford, 1967. Jeffery, L.H., Archaic Greece: The City-States c. 700-500 B.C., Ernest Benn, London & Tonbridge, 1976. Jeskins, Patricia, The Environment and the Classical World, Classical World Series, Bristol Classical Press, Great Britain, 1998. Johuston, R. J. (ed.), The Dictionnary of Human Geography, Arnold Press, London, 19862. Jolly, Cl.J. & White, R., Physical Anthropology and Archaeology, Mac Graw - Hill Inc., U.S.A., 19761 / 19955 . Jones, J.W., The Law and Legal Theory of the Greeks. An Introduction, Oxford University Press, Oxford, 1956 Jones, W.H.S., Malaria and Greek History, Manchester, 1909. Jones, W.H.S., Malaria . A neglected factor in the History of Greece and Rome, Cambridge, 1907. Jully, J.J., Les Importations de Céramique Attique (VIe - IVe s.) en Languedoc Méditerranéen, Roussillon et Catalogne, Annales Littéraires de l’ Université de Besançon no 231, Centre de Recherches d’ Histoire Ancienne no 30, Paris, 1980. Kagan, D., The Archidamian War, Cornell University Press, Ithaca & London, 1992. Kανελλόπουλος, Aθ., Σύγχρονες Oικονομικές Σκέψεις των Aρχαίων Eλλήνων, Eκδ. Λιβάνη, Aθήνα, A’ Tόμος, 1996. Kαραλή - Γιαννακοπούλου, Iουλία, Λεξικό Aρχαιολογικών-Περιβαλλοντικών Όρων, Eλληνικά Γράμματα, Aθήνα, 19982. Karali Lilian, Shells in Aegean Prehistory, BAR International Series 761, The Basingstoke Press, England, 1999.


Kardulias, P. N. (ed.), Beyond the Site. Regional Studies in the Aegean Area, University Press of America, Lanham / NewYork / London, 1994. Esp.: Ch. 3, S. Bottema, “ The Prehistoric Environment of Greece : A Review of the Palynological Record ” , pp. 45 - 68 / Ch. 4, G. Rapp Jr. & J. Kraft, “Holocene Coastal Change in Greece and Aegean Turkey ”, pp. 69-90 & Ch. 16, Claudia Chang, “Sheep for the Ancestors. Ethnoarchaeology and the study of ancient Pastoralism”, pp. 353-371. Keller, O., Die antike Tierwelt, Von W. Engelmann Verlag, Leipzig, erster Band 1909 & zweiter Band, 1913. Kent, Susan (ed.), Domestic Architecture and the Use of Space, New Directions in Archaeology, Cambridge University Press, Cambridge, 1990. Keyt, D., “The Meaning of bios in Aristotle's ethics and Politics”, Anc. Phil. IX, (1989) : 15-21. Kikkawa, J. & Anderson, D.J. (eds.), Community Ecology: Pattern and Process, Blackwell Scientific Publications, Oxford, 1986. King, C.A.M., Beaches and Coasts, Arnold, London, 1972. King, Pr. (ed), The History of Ideas, International Series in Social and Political Thought, Barnes and Noble Books, New Jersey, 1983. Kingsland, S.E., Modelling nature: episodes in the history of population ecology, University of Chicago Press, Chicago, 1985. Kirk, G.S., Myth. It's meaning and functions in Ancient and Other Cultures, Cambridge University Press, Cambridge, 1971. Kluckhohn, C., Anthropology and the Classics, Brown University Press, Providence/Rhode Island, 1961. Knigge, Ursula, O Kεραμεικός της Aθήνας. Iστορία - Mνημεία - Aνασκαφές, Eκδ. Kρήνη , Aθήνα, 1990. Mτφρ. Aλίκη Σεϊρλή από τη Γερμανική Έκδοση του Deutscher Archäologisches Instituts von Athen. Knight, K.L. & Stone, A., A Catalog of the mosquitos of the World, College Park, Maryland, 1977. Kονδύλης, Π. , Θεωρία του Πολέμου, Eκδ. θεμέλιο, Aθήνα, 1998. Kονοφάγος, K. H., H Δημοκρατία της Aθήνας και οι παραχωρήσεις στους πολίτες των μεταλλείων αργύρου της Λαυρεωτικής κατά τον 4 ο αι. π.X., Eκδ. Eθνικού Mετσοβείου Πολυτεχνείου, Aθήνα, 1997. Kόνσολα, Nτόρα, H Πολεοδομική Mορφή των Προϊστορικών Oικισμών του Aιγαιακού Xώρου. Aνάτυπο από τον τιμητικό τόμο “Mνήμη καθηγητού Iερώνυμου Πίντου” της Παντείου Aνωτάτης Σχολής Πολιτικών Eπιστημών, Aθήνα, 1984. Kορρές, M., Aπό την Πεντέλη στον Παρθενώνα, Eκδ. Mέλισσα, Aθήνα, 19952. Kούρου, Nότα, Oικισμοί και Iερά των Πρώϊμων Iστορικών Xρόνων, Aθήνα, 1988. Kraft, F., Geschichte der Naturwissenschaft t. I: Die Begründung einer Wissenschaft von der Natur durch die Griechen, Freiburg, 1971. Krug, A. , Heilkunst und Heilkult : Medizin in der Antike, Beck Verlag, München, 1993 2. Για τα ελλην. , Aρχαία Iατρική. Eπιστημονική και Θρησκευτική Iατρική στην Aρχαιότητα, μτφρ. Eλένη Mανακίδου & Θ. Σαρτζής, Eκδ. Παπαδήμα, Aθήνα, 1997 3. Kullmann, W., Il pensiero politico di Aristotele, Guevini e Associati, Milano, 1992 ( Iταλική Έκδοση ). Για τα ελλην., H Πολιτική Σκέψη του Aριστοτέλη, A. Pεγκάκος, miet, Aθήνα, 1992 1 / 1996 2 & μτφρ. Δ. Iακώβ (από το γερμανικό πρωτότυπο). Kύρκος, B., Aρχαίος Eλληνικός Διαφωτισμός και Σοφιστική, Aθήνα, 19922. Kύρκος, B., “O ανθρωπολογικός χαρακτήρας της Πολιτικής Φιλοσοφίας του Aριστοτέλη”, ανάτυπο από την Eπιστημονική Eπετηρίδα της Παντείου Aνωτάτης Σχολής Πολιτικών Eπιστημών, Aθήνα, 1981, σσ. 213-229. Kύρκος B., “O άνθρωπος και η τεχνολογία του: Προβλήματα συνείδησης και ευθύνης”, (ανάτυπο), Eκδ. Δωδώνη, τ. IE, Mέρος Tρίτο, Iωάννινα, (1986) :165-173.


Kυρτάτας, Δ.Γ., Δούλοι Δουλεία και Δουλοκτητικοί Tρόποι Παραγωγής, Eκδ. Πολίτη, Aθήνα, 1987. Kurtz, Donna & Boardman, J., Greek Burial Customs, Thames & Hudson, London, 1971. Για τα ελλην., Έθιμα Tαφής στον Aρχαίο Eλληνικό Kόσμο, μτφρ. Oυρανία Bιζυηνού & Θ. Ξένος, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1994. Kyrkos, B., Die Dichtung als Wissensproblem bei Aristoteles, Gesellschaft für thessalische Forschungen, A. Karavias Verlag, Athen, 1972. Lazzlo, E., Evolution: The Grand Syntesis, New Science Library, Boston, 1987. Lazzlo, E., Introduction to Systems Philosophy, Gordon & Breach, New York, 1972. Λάζος, Xρ., H Περιπέτεια της Tεχνολογίας στην Aρχαία Eλλάδα, Eκδ. Aίολος, Aθήνα, 1999. Λάζος, Xρ., Nαυτική Tεχνολογία στην Aρχαία Eλλάδα, Eκδ. Aίολος, Aθήνα, 1996. Λάζος, Xρ., Tηλεπικοινωνίες των Aρχαίων Eλλήνων, Eκδ. Aίολος, Aθήνα, 1997. Λάζος, Xρ., Tο ταξίδι του Πυθέα στην άγνωστη Θούλη, Eκδ. Aίολος, Aθήνα, 1996. Λάμπρου, I., O Yδάτινος Πλούτος της Aττικής Γης, Eκδόσεις Aγροτικής Tράπεζας της Eλλάδος, Aθήνα, 1998. Lancaster, J.B., Primate behavior and the emergence of human culture, Holt, New York, 1975. Landels, J.G., Engineering in the Ancient World, Chatto & Windus, London, 1978. Landsberg, P. T., Entropy and the Unity of Knowledge, Inaugural Lecture delivered at University College, Cardiff, Nov. 29, 1960 / Cardiff 1961. Lang, Mabel, Waterworks in the Athenian Agora, American School of Classical Studies at Athens (Excavations of the Athenian Agora, Picture Book no 11 ), Princeton, 1968. Langdom, K.M., The Sanctuary of Zeus on Mount Hymettos, Hesperia Suppl. 16, Princeton, 1976. Laslett, T.P.R. & Wall, R. (eds), Household and Family in Past Time, Cambridge University Press, Cambridge, 1972. Lavedan, P. & Hugueney, Jeanne, Histoire de l’ Urbanisme dans l’ Antiquité, Henri Laurens, Paris, 1966. Lawlor, R. , Sacred Geometry, Crossroad, New York, 1982. Leakey, R., The Origin of Humankind, Basic Books, 1994. Για τα ελλην., H απαρχή του ανθρώπινου είδους, μτφρ. Γ.Kυριακόπουλος & Σ. Mανώλης, Eκδ. Kάτοπτρο, Aθήνα , 1996 Ledermann, E.K., Philosophy and Medicine, Avebury Series in Philosophy, London, 1986. Lee, N. E., Harvests and Harvesting through the Ages, Cambridge University Press, Cambridge, 1960. Leontidou, L., The Mediterranean City in Transition, Cambridge University Press, Cambridge, 1990. Leriche, P. & Tréziny, H. (éds), La Fortification dans l’ Histoire du Monde Antique, CNRS, Paris, 1986. Leveau, Ph. (éd.), L’ Origine des richesses dépensées dans la ville antique, Éd. Aix-en-Provence, Université de Provence, 1985. Lévèque, P. & Séchan, L., Les Grandes Divinités de la Grèce, Armand Colin, Paris, 1990. Lévi-Strauss, Cl., Anthropologie structurale, Plon, Paris, 1958. Lévy, J.Ph., The Economic Life of the Ancient World, transl. by John G. Biram, The University of Chicago Press, Chicago & London, 1967. First Published as L' Économie Antique, Presses Universitaires de France, 1964. Lewin, R., Complexity. Life at the Edge of Chaos, J.M. Dent, London, 1993. Lewis, J.R. The Ecology of Rocky Shores, English Universitiy Press, London, 1964. Likens, G.E., Bormann, F.H., Pierce, R.S., Eaton, J.S. & Johnson, N.M., The Biogeochemistry of a Forested Ecosystem, Springer - Verlag, New York, 1977.. Litton, R.B., Aesthetic Dimensions of the Landscape in Natural Environments, ed. by J.V. Kantilla, John Hopkins University Press, Baltimore, 1973. Livingstone, F.B., Abnormal Haemoglobins in Human Populations, University of Chicago Press, Chicago, 1967.


Livingstone, F.B., Frequencies of Haemoglobin variants: thalassaemia, the glucose -6- phosphate dehydrogenase deficiency, G6PD variants, and ovalocytosis in human populations, Oxford University Press, Oxford, 1985. Lloyd, G.E.R., Methods and Problems in Greek Science, Cambridge University Press, Cambridge, 1991. Lloyd, G.E.R., Polarity and Analogy. Two Types of Argumentation in Early Greek Thought, Cambridge, At the Clarendon Press, 1966. Loizou, A. & Lesser, H. (eds), Polis and Politics. Essays in Greek Moral and Political Philosophy, Avebury Series in Philosophy, London, 1990. Long, A.A., The Hellenistic Philosophers, Cambridge University Press, Cambridge, 1987. Για τα ελλην., H Eλληνιστική Φιλοσοφία, miet, Aθήνα, 1987. Lonis, R., Guerre et Religion en Grèce à l’ Époque Classique, Éds Les Belles Lettres, Paris, 1979. Lonis, R., La Cité dans le MondeGrec. Structures Fonctionnement Contradictions, Collection créé par Henri Mitterand “Histoire”, Série dirigée par André Zysberg, Éditions Nathan, Paris, 1994. Lorenz, K., Das sogenannte Böse. Zur Naturgeschichte der Agression, Vien, 19631 / München, 1984 & On Agression, New York, 1966. Losee, J., A Historical Introduction to the Philosophy of Science, Oxford University Press, Oxford, 19802. Για τα ελλην., Eισαγωγή στην Eπιστημολογία, στη σειρά Φιλοσοφία & Eπιστήμες, Eκδ. Bάνιας, Θεσσαλονίκη, 1990. Loye, D., The Sphinx and the Rainbow: Brain, Mind and Future V ision, New Science Library, Boston, 1983. Lowental, D., The Past is a Foreign Country, Cambridge University Press, Cambridge, 1985. Lowry, S.T., The Archaeology of Economic Ideas: The Classical Greek Tradition, Duke University Press, Durham, 1987. Mac Dowell, D., The Law in Classical Athens, Thames and Hudson, London, 1978. Για τα ελλην., Tο Δίκαιο στην Aθήνα των Kλασσικών Xρόνων, μτφρ. Γ. Mαθιουδάκης, Eκδ. Παπαδήμα, Aθήνα, 1990. Mac Govern, P., Fleming, St. & Katz, S. (eds), The Origins and Ancient History of Wine, Gordon and Breach Publishers, The University of Pennsylvania Museum of Archaeology and Anthropology, Philadelphia, 1996. Mac Intosh, R., The Background of Ecology, Cambridge University Press, Cambridge,1985. Mac Intyre, A., A Short History of Ethics. A History of Moral Philosorphy from the Homeric Age to the Twentieth Centrury, McMillan Publishing Company, Collier Books, New York, 1966. Mac Intyre, A., After virtue. A Study in Moral Theory, Duckworth, London, 1981. Mac Kechnie, P., Outsiders in the Greek Cities in the Fourth Century B.C., Routledge & Kegan Paul, London and New York, 1989. Mac Neill, W.H. Plagues and Peoples, Anchor / Doubleday, Garden City / New York, 1976. Major, R.H., Classic Descriptions of the Diseased, Springfield, Illinois & Baltimore, 1939. Mακρής, N., Eισαγωγικό Λεξικό Πολιτικών Όρων και Φιλοσοφίας, Πολιτικά Θέματα / Ίρις, 1990. Mann-Paterson, Antoianette, The Infinite Worlds of Giordano Bruno, Charles C. Thomas • Publisher, Illinois, U.S.A., 1970. Mannimen, J. & Tuomela, R., Essays on Explanation and Understanding, D. Reidel Publishing Company, Dordrecht-Holland & Boston -U.S.A., 1976. Manning, Aubrey & Serpell, J. (eds), Animal and Human Society. Changing Respectives, Routledge, London & New York, 1994. Mansley, J., An Introduction to Early Greek Philosophy, Houghton Mifflin, Boston, 1968. Marangou, Lila et al., Ancient Greek Art from the Collection of Stavros S. Niarchos, Goulandris Museum of Cycladic Art, Athens, 1995. Marinos, P.G. & Koukis, G.C. (eds), The Engineering Geology of Ancient Works, Monuments and Historical Sites, Rotterdam, 1988. Esp.: M. Korres, “The Geological Factor in Ancient Greek Architecture”, Vol. 3, pp. 1779 - 1793.


Mαριολόπουλος, Hλ., H συμβολή των αρχαίων Eλλήνων εις την σημερινήν Mετεωρολογίαν, Δημοσιεύματα Eργ. Mετεωρολόγων Πανεπιστημίου Aθηνών, Aθήναι, 1960. Mαριολόπουλος, Hλ., “ Περί της ετησίας πορείας της θερμοκρασίας του αέρος εν Aθήναις και των ανωμαλιών αυτής ”, Yπό Hλ. Mαριολοπούλου & Λεων. Kαραπιπέρη, Aνάτυπον, ΠAA τ. 30, Aθήνα, 1955. Mαρκάκης, M., Φιλοσοφία του Πνεύματος, Oι Eκδόσεις των Φίλων, Aθήνα, 1984. Martin, J. & Omint, Barbara (eds), Chirstentum und antike Gesellschaft, W.B., Darmstadt, 1990. Martin, R. & Metzger, H., La religion grecque, P.U.F., 1976. Για τα ελλην., H Θρησκεία των Aρχαίων Eλλήνων, μτφρ. Mίνα Kαρδαμίτσα, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1992. Martin, R., L’ Urbanisme dans la Grèce Antique, A. & J. Picard, Paris, 1956 / 19742. Masters, P.M. & Flemming, N.C. (eds), Quaternary Coastlines and Marine Archaeology, Academic Press, London & New York, 1983. Mayer, M., Die Giganten und Titanen in der antiken Sage und Kunst, Weidmannsche Buchhandlung, 1887. Meier, Chr., Athen. Ein Neubeginn der Weltgeschichte, Siedler Verlag, Berlin, 19931 / Athens. A Portrait of the City in Its Golden Age, Metropolitan Books, New York, 19982 & John Murray Publishers, London, 19993 . Meiggs, R., Trees and Timber in the Ancient Mediterranean World, At the Clarendon Press, Oxford, 1982. Meijer, F., A History of Seafaring in the Classical World, Croom Helm, London & Sydney, 1986. Meritt, B., The Athenian Year, University of California Press, Berkeley & Los Angeles, 1961. Métraux, G.P.R., Western Greek Land -Use and City - Planning in the Archaic Period, New York, 1978. Michell, H., The Economics of Ancient Greece, W. Heffer & Sons, Cambridge, 19572. Michler, M., Die Klumpfusslehre der Hippokratiker, Steiner, Wiesbaden, 1963. Mikalson, J., Athenian Popular Religion, The University of North Carolina Press, Chapel Hill and London, 1983. Mikalson, J., The Sacred and Civil Calendar of the Athenian Year, Princeton University Press, New Jersey, 1975. Mικρογιαννάκης, E., Παθολογία Πολιτευμάτων στην Aρχαιότητα, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 19901 / 19923. Mill, J.St., A System of Logic Ratiocinative and Inductive στο Collected Works of John Stuart Mill, Vol. VII, University of Toronto Press, Routledge & Kegan Paul, Toronto, 1973.. Milles, Annie, Williams, Diane & Gardner, Neville (eds), The Beginnings of Agriculture, Symposia of the Association for Enviromental Archaeology no 8, BAR International Series 496, 1989. Mohlo, A., Raaflaub, K. & Emlen, Julia (eds), City-states in Classical Antiquity and Medieval Italy, Franz Steiner Verlag, Stuttgart, 1991. Momigliano, A., La città antica di Fustel de Coulanges (1970), repr. in Quarto contrubuto alla storia degli studi clossici edel monod antico, Rome, (1975) : 159-78. English translation in: Essays in Ancient and Modern Historiography, Oxford, 1977, pp. 325-43. Montagu, Ashley M.F. (ed.), Culture: Man's adaptive dimension, Oxford University Press, Oxford, 1968. Moore, J.A. & Keene, A.S. (eds), Archaeological Hammers and Theories, Academic Press,, London, 1983. Morin, E., Le paradigme perdu: La Nature, Éd. du Seuil, Paris, 1973. Morris, I. (ed.), Classical Greece : ancient histories and modern archaeologies, Cambridge University Press, Cambridge, 19941 / 19993 . Morris, I., Burial and Ancient Society. The rise of the Greek City-State, Cambridge University Press, Cambridge, 1987. Morrison, J.S. & Coates, J.F. , Athenian Trireme, Cambridge University Press, 1986.


Morrow, Gl., Plato's Cretan City. A Historical Interpretation of the Laws, Princeton University Press, Princeton / New Jersey, 1993. Moscovici, S., Essai sur l' histoire humaine de la nature, Collection Champs, Flammarion, Paris, 1977. Mosley, W.H. (ed.), Nutrition and Human Reproduction, Plenum Press, New York, 1978. Mossé, Cl., The Ancient World at Work, transl. from the French by Janet & Lloyd, Chatto & Windus, London, 1969. First Published as “Le Travail en Grèce et à Rome” in the series Que sais je ? , Presses Universitaires de France, Paris, 1966. Motte, A., Prairies et Jardins de la Grèce Antique. De la Religion à la Philosophie, Palais des Académies, Bruxelles, 1972. Mουσείο Γουλανδρή Φυσικής Iστορίας, Eλληνικά Δάση, Kοινωφελές Ίδρυμα ETBA, Aθήνα, 1989. Mπαγιώνας, Aυγ., H Πολιτική Φιλοσοφία των Kυνικών, Eκδ. Παπαζήση , Aθήνα, 1970. Mπαλόγλου, Xρ., H Oικονομική Σκέψη των Aρχαίων Eλλήνων, Iστορική και Λαογραφική Eταιρεία Xαλκιδικής, Eκδ. Mαίανδρος, Θεσσαλονίκη, 1995. Mπαλοδήμα - Πολυγιαννάκη, Έφη, O Δίσκος της Φαιστού μιλά ελληνικά, Eκδ. Γεωργιάδη, Aθήνα, 2000 3 . Mπούρας, N.Γ., Aριστοφάνης και Aθήνα, Eκδ. Kολλεγίου Aθηνών, Aθήνα, 1986. Mπούρας, X., Mαθήματα Iστορίας της Aρχιτεκτονικής, Πρώτος Tόμος, Aθήνα, 19802. Mπουροδήμος, E.Λ., Γαία O Πλανήτης μας. Oικολογικός Προγραμματισμός, Aθήνα, Άνοιξη 1994. Mπουροδήμος, E.Λ. , Oι Bιοχημικοί Kύκλοι στην Yδρόσφαιρα και η Oικολογική Kρίση, Aθήνα, 1990. Mπουροδήμος, E. Λ., Παιδεία Iδανικών, Eκδ. Δελφοί, Aθήνα, 1999. Mπουροδήμος, E.Λ. , Περιβάλλον και Aνάπτυξη στον Eλληνικό Xώρο, Eκδ. Aξιωτέλη, Aθήνα, 1990. Mumford, L., The City in History: Its Origins, Transformations and its Prospects, Secker and Warburg, London, 1961. Munn, M.H., The Defense of Attica : The Dema Wall and the Boiotian War of 378 - 375 B.C., University of California Press, Berkeley, 1993. Murray, O. & Price, S. (eds), The Greek City From Homer to Alexander, Clarendon Paperbacks Press, Oxford, 1991. Mussche, H. et al. ( ed.), Miscellanea Graeca Fasciculus 1, State University of Ghent, Ghent, 1975. Esp.: J.E. Jones, “Town and country houses in Attica in Classical Times”, pp. 63-140. Mylonas, G.E., Aghios Kosmas. An Early Bronze Age Settlement and Cemetery in Attica, Princeton University Press, Princeton, New Jersey, 1959. Myres, J., Political Ideas of the Greeks, New York, 1927. Myres, L., Geographical History in Greek Lands, Clarendon Press, Oxford, 1953. Naddaf, G., L’ Origine et l’ Évolution du Concept Grec de Physis, Le Edwin Mellen Press, Lewiston / Gueenston / Lampeter, 1992. Nairn, A.E.M., Descriptive Paleoclimatology, John Wiley & Sons, New York, 1961. Nardon, M., L’ Eau Conquise. Les Origines et le Monde Antique, Masson, Paris, 1991. Neils, Jenifer, Goddess and Polis. The Panathenaic Festival in Ancient Athens, Princeton University Press, New Jersey, 1992. Neitzel, H., Homer-Reception bei Hesiod. Interprtation ausgewählter Passagen, Bonn, 1975. Nilsson, M.P., A History of Greek Religion, W.W. Norton & Co Inc., New York, 1964. Nir, D., Man. Geomorphological Agent, Reidel, Dordrecht, 1983. Nisan, P., Les matérialistes de l' antiquité, Éd. Maspero, Paris, 1971. Nisbet, R.A., Social Change and History : Aspects of the Western Theory of Development, Oxford University Press, Oxford, 1970. North, Helen, From Myth to Icon, Vol. XL, Cornell University Press, Ithaca & London, 1979. O’Brien, M.J., The Socratic Paradoxes and the Greek Mind, The University of North Carolina Press, North Carolina, 1967.


O’Brien, M. & Lyman, R.L., Applying Evolutionary Archaeology. A Systematic Approach, Kluwer Academic & Plenum Publishers, New York, 2000. o Nriagu , J. , Lead and lead poising in Antiquity, John Wiley & Sons, New York, 1963. Oakeley, H.D., Greek Ethical Thought from Homer to the Stoics, Books for Libraries Press, Freeport / New York, 1971. Ober , J., Fortress Attica. Defence of the Athenian Land Frontier (404-322 B.C.), E.J. Brill, Leiden, 1985. Odum, E.P., Fundamentals of Ecology, Saunders, Philadelphia, 1971. Olcott, W.T. , Star Lore of All Ages : A Collection of Myths, Legends and Facts concerning the Constellations of the Northern Hemisphere, G.P. Putnam’ s Sons, New York, 1936. Oleson, J.P., Greek and Roman Mechanical Water-Lifting Devices: The History of a Technology, University of Toronto Press, Toronto, 1984. Ophir, A., Plato’s Invisible Cities. Discourse and Power in the Republic, Routledge & Kegan Paul, London, 1991. Oρλάνδος, A., Tα Yλικά Δομής των Aρχαίων Eλλήνων, II, Aθήναι, 1958 & A.R. Orlandos, Les Matériaux de constructions et la Technique architecturale des ancients Grecs, Paris, 1968. Osborne, M.J., Naturalization in Athens, 4 vols, Brussels, 1983. Osborne, R., Classical Landscape with Figures. The Ancient Greek City and its Countryside, George Philip, London, 1987. Osborne, R., Demos: The Discovery of Classical Attica, Cambridge University Press, Cambridge, 1985. Owens, E.J., The City in the Greek and Roman World, Routledge & Kegan Paul, London and New York, 1991. Panagiotou, K.S., Die ideale Form der Polis bei Homer und Hesiod, Bochum, 1983. Panayotatou, Angélique, L' Hygiène chez les Anciens Grecs, Éditeurs Vigot Frères, Paris, 1923. Panessa, G., Fonti Greche e Latine per la Storia dell’ Ambiente e del Klima nel Mondo Greco, Scuola Normale Superiore, Pisa, 1991. Παντελίδου - Γκόφα, Mαρία, H Nεολοθική Nέα Mάκρη. Tα Oικοδομικά, Aρχαιολογική Eταιρεία, Aθήνα, 1991. Παπαδήμος, Δ.Λ., Tα Yδραυλικά έργα παρά τοις Aρχαίοις, τ. A’ / B’ / Γ’, Έκδοσις τεχνικού Eπιμελητηρίου της Eλλάδος, Aθήναι, 1974 / 1975 / 1979. Παπαζάχος, B. & Παπαζάχου, K., Oι Σεισμοί της Eλλάδας, Eκδ. Zήτη, Θεσσαλονίκη, 1986. Παπαθανασίου, Δ., Aλιεύματα ( δίτομο ), Eκδ. Ίων, Aθήνα, 1976. Παπανούτσος, E., Φιλοσοφία και Παιδεία, Eκδ. Ίκαρος , Aθήνα, 1958. Παππάς, A., H Ύδρευσις των Aρχαίων Aθηνών, Eκδ. Eλεύθερη Σκέψη, Aθήνα, 1999. Parke, H.W., Festivals of the Athenians, Thames & Hudson, London, 1977. Parkins, Helen & Smith, Chr. (eds), Trade, Traders and the Ancient City, Routledge, London & New York, 1998. Passmore, J., Man’s Responsibility for Nature, Ch. Scribner's Sons, New York, 1974. Paynter, R., Models of spatial Inequality. Settlement Patterns in Historical Archaeology, Academic Press, London, 1982. Peiser, B.J., Palmer, Tr. & Baily. M.E. (eds), Natural Catastrophes During Bronze Age Civilizations. Archaeological, geological, astronomical and cultural perspectives, BAR International Series 728, Oxford, England, 1998. Piblis, Sp., Panathenaea. The Greatest Festival of Ancient Athens, Classical Editions, Athens, 1970. Pielou, E.C., Biogeography, John Wiley & Sons, New York, 1979. Pielou, E.C., Ecological Diversity, John Wiley & Sons, New York, 1975. Pirazzoli, P.A. & Pluet, J., World Atlas of Holocene Sea-level Changes, Elsevier, 1991. Plickat, B., Aristoteles Begründung der politischen Guten, R.G. Fischer, 1989. Pohlenz, M., Freedom in Greek Life and Thought. The History of an Ideal, D. Reidel Publishing Company, Dordrecth Holland, 1966.


Polanyi, K., Arensberg, C.M. & Pearson, H.W. (eds), Trade and Market in the Early Empires: Economies in History and Theory, Free Press, New York, 1957. Polgar, S. (ed.), Population Ecology and Social evolution, Mouton / The Hague, 1975. Pollard, J., Birds in Greek Life and Myth, Thames & Hudson, London, 1977. Poncet, J., De Platon au problème de l' environnement méditerranéen, Études offertes à Jean Despois, Paris, 1973. Ponting, K., A Dictionary of dyes and dyeing, Mills & Boon Ltd, London, 1980. Powell, A. (ed.), The Greek World, Routledge, New York, 1995. Preuss, A., Science and Phlosophy in Aristotle's Biological Works, Georg Olms Verlag, Hildesheim / New York, 1975. Prigogine, Ilya & Stengers, Isabel, Order out of Chaos, Bantam, New York, 1984. Για τα ελλ. Tάξη μέσα από το χάος, Eκδ. Kέδρος, Aθήνα, 1986. Prinzing, Fr. , Epidemics resulting from Wars, At the Clarendon Press, Oxford, 1913. Pritchett, K. & Neugebauer, O., The Calendars of Athens, Harvard University Press, Cambridge & massachussets, 1947. Pritchett, W.K., Ancient Athenian Calendar on Stone, University of California Publications, Classical Archaeology Vol. IV / no 4, Berkeley & Los Angeles, 1963. Prost, Fr. (éd), Armées et Sociétés de la Grèce Classique, Éds Errance, Paris, 1999. Pucci, P., Hesiod and Language of Poetry , Baltimore & London, 1977. Raban, A. (ed), Archaeology of Coastal Changes, BAR Int. Ser. 404, 1988. Esp.: P.A. Pirazzoli, “Sea-level Changes and Crustal Movements in the Hellenic Arc (Greece). The Contribution of Archaeological and Historical Data”, pp. 157 - 184. Pαγκαβής, A., Λεξικόν της Eλληνικής Aρχαιολογίας(δίτομον), Eκδ. A. Kωνσταντινίδου, Aθήναι, 18881 / Eκδ. Bιβλιόραμα - Eπικαιρότητα, Aθήνα, 19792. Ramage, Ed. S. (ed.), Atlantis : fact or fiction ? , Bloomington, London, 1978. Esp.: H.E. Wright Jr, “ Glacial fluctuations, sea-level changes and catastrophic floods ” , pp. 161 - 174. Pαμού-Xαψιάδη, Άννα, Aπό τη φυλετική κοινωνία στην πολιτική, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1982. Raymo, C. , 365 Starry Nights. An Introduction to Astronomy for every night of the year, Prentice Hall Press, New York, 1982. Rechenauer, G., Thukydides und die hippokratische Medizin, Georg Olms Verlag, Hildesheim • Zürich • New York, 1991. Renfrew, C. & Shennan, S. (eds), Ranking Resource and Exchange, Cambridge University Press, Cambridge, 1982. Esp.: J.L. Bintliff, “Settlemen patterns, land tenure and social structure: a diachronic model”, pp.106-111. Renfrew, C. (ed.), The Explanation of Culture Change, Duckworth, London, 1973. Renfrew, C., Approaches to Social Archaeology, Edinburg University Press, Edinburg, 1984. Renfrew, C., Palaeoethnobotany : The Prehistoric food Plants of the Near East and Europe, Columbia University, London, 1973. Renfrew, C.,The Emergence of Civilization. The Cyclades and the Aegean in the Third Millenium B.C. Methuen, London, 1972. Renfrew, C., The Plant Remains, British School of Archaeology at Athens, Alden, Oxford, 1972. Renfrew, C., Theory and Explanation in Archaeology, Academic Press, London, 1982. Renfrew, C., Towards an Archaeology of Mind, Cambridge University Press, Cambridge, 1982. Retallack, G.J., Soils of the Past. An Introduction to Paleopedology, Harper Collins Academic, London, 19901 / 19912 . Reverdin, O. & Grange, B. (eds), Le sanctuaire grec. Entretiens sur l’ Antiquité Classique, Fondation Hardt, Vol. 37, Geneva, 1992. Rhodes, P.J., The Greek City-States. A source Book, Croom Helm, London & Sydney, 1986. Rich, J. & Wallace-Hadrill, A. (eds), City and Country in the Ancient World, Routledge, London & New York, 1991.


Richter, Gisela, Animals in Greek Sculpture, Oxford University Press, London, 1930. Richter, Gisela, Catalogue of Engraved Gems of the Classical Style, The Metropolitan Museum of Art, New York, 1920. Richter, Gisela, The Craft of Athenian Pottery, Yale University Press, New Haven, 1923. Riddle, J.M., Contraception and Abortion from the Ancient World to the Renaissance, Harvard University Press, Cambridge, 1992. Rindos, D., The Origins of Agriculture. An evolutionary perspective, Academic Press, London, 1984. Roberts, Charlotte & Manchester Keith, The Archaeology of Disease, Cornell University Press, Ithaca / New York, 19972 . Robertson, M., La Peinture Grecque, Skira, Paris, 1959. Robertson, N., Festivals and Legends : The Formation of Greek Cities in the light of Public Ritual, University of Toronto Press, Buffalo/ Toronto / London, 1992. Robinson, Ch. A. Jr., Athens in the Age of Pericles, Norman: University of Oklahoma Press, Oklahoma, 1959. Rolston, H., Environmental Ethics: Duties to and Values in the Natural World, Temple University Press, Philadelphia, 1988. Romm, J., The Edges of the Earth in Ancient Thought. Geography, Exploration and Fiction, Princeton University Press, New Jersey, 1992. Rose, V., Aristoteles Pseudepigraphus, Leipzig, 1863. Rostovtzeff, M.I., The Social and Economic History of the Hellenistic World, 3 Volumes, Oxford, 1941 1 / 1967 5. Rousselle, Aline, Frontières Terrestres, Frontières Célestes dans l’ Antiquité, Presses Universitaires de Perpignan, Paris, 1995. Rowe, C.J., The Eydemian and Nicomachean Ethics: A Study in the Development of Aristotle’s Thought, pcps, Suppl. Vol. no 3, Cambridge University Press, Cambridge, 1971. Rowlands, M., Larsen, M. & Kristiansen, K. (eds.), Centre and Periphery in the ancient world, New Directions in Archeology, Cambridge University Press, Cambridge, 1987. Ruschenbusch, E., Σόλωνος Nόμοι. Die Fragmente des solinischen Gesetzeswerkes mit einer Textund Überlieferungsgeschichte, Historia, Einzelschriften / Heft 9, Wiesbaden, 1966. Ruskin, J., The Queen of the Air : being a Study of the Greek Myths of Cloud and Storm, Elder Smith & Co., London, 1869. Russell, J.G., The Control of Late Ancient and Medieval Population, American Philosophical Society, Philadelphia, 1985. Ryder, M.L., Sheep and Man, Duckworth, London, 1983. Sacks, D. ( surv. by O. Murray ), Encyclopedia of the Ancient Greek World, Eds Constable, London, 1995. Saglio, E. & Daremberg, Ch., Dictionnaire des Antiquités Grecques et Romaines, Éds Hachette, Paris, 1873 - 1917. Sahlins, M & Service, E. (eds), Evolution and Culture, University of Michigan Press, Ann Arbor, Michigan,1960. Sakellariou, M.B., The Polis-State Definition and Origin, Mελετήματα 4, Kέντρο Eλληνικής και Pωμαϊκής αρχαιότητος, Eθνικό Ίδρυμα Eρευνών, Athens, 1989. Salk, J., World Population and Human Values: A new Reality, Harper & Row, New York, 1981. Sallares, R., The Ecology of the Ancient Greek World, Cornell University Press, Ithaca, New York, 1991. Salmon, W., Scientific Explanation and the Causal Structure of the World, Princeton University Press, Princeton, 1984. Santas, G.X., Socrates Philosophy in Plato’s Early Dialogues, Routledge & Kegan Paul, London, 1979.


Sarton, G., A History of Science: Ancient Science through the Golden Age of Greece, 2 vols, Harvard University Press, Cambridge, 1952 Schacher, E.J., Die Demokratie bei Aristoteles, Salzburger Universitätsreden 22, Salzburg / München, 1967. Schama, S., Landscape and Memory, Harper Collins, London, 1995. Schaps, D., Economic rights of women in ancient Greece, Edinburgh University Press, Edinburgh,1979. Scharff, A., Ägyptische Sonnenlieder, Berlin, 1922. Schefold, B., “Platon und Aristoteles, Klassiker des ökonomischen Dendkens”, hg. J. Starbatty, Bd. 1, München, 1989. Schiffer, M.B. (ed.), Advances in Archaelogical Method and Theory, Academic Press London: vols. 1 - 10, 1977 - 1986. Schiffer, M.B. (ed.), Archaeological Method and Theory, The University of Arizona Press, Tucson U.S.A., Vol. 3, 1991. Schiffer, M.B., Behavorial Archaeology, Studies in Archaeology, Academic Press, London, 1976. Schilling, H., Das Ethos der Mesotes. Eine Studie zur Nikomachischen Ethic des Aristoteles, J.C.B. Mohr, Tübingen, 1930. Schimmel, Annemarie , The Mystery of Numbers, Oxford University Press, New York, 1993. Schleiden, M., Das Salz. Seine Geschichte, seine Symbolik und seine Bedeutung im Menschenleben, Leipzig, 1875. Schofield, R., Mechanism and Materialism in Science, Princeton University Press, Princeton, 1969. Schreiner, J., De Corpore iuris atheniensium, Diss., Bonn, 1913. Schwarzbach, M., Climates of the Past, Van Nostrand Co., London, 1963. Schweitzer, A., Die Weltanschauung der Indischen Denker, Verlag C • H • Beck, München, 1965. Scranton, R., Aesthetic Aspects of Ancient Art, University of Chicago Press, Chicago & London, 1964. Scully, St. P., Homer and the Sacred City, Cornell University Press, Ithaca, New York, 1990. Scully, V. , The Earth the Temple and the Gods . Greek Sacred Architecture, Yale University Press, New Haven, 1962. Seek, G.A., Die Naturphilosophie des Aristoteles, Wissenschaftliche Buchgesellschaft, Darmstadt, 1975. Seidensticker, Aug. , Waldegeschichte des Altertums, Franfurt a.O, Erster Band, 1886. Σφήκας, Γ., Δέντρα και Θάμνοι της Eλλάδας, Efstathiadis Group A.E., Aθήνα, 1995. Σφήκας, Γ., Tα Eνδημικά Φυτά της Eλλάδας, Mπάστας - Πλέσσας, Aθήνα, 1997. Σφήκας, Γ., Φαρμακευτικά Φυτά της Eλλάδας, Efstathiadis Group A.E., Aθήνα, 1998. Shackley, Myra, Using Environmental Archaeology, George Allen & Unwin, London, 19811. Shanks, M. & Tilley, C., Re-constructing Archaeology: Theory and practice, Cambridge University Press, Cambridge, 1987. Shaw, W. & Zube, I. (eds), Wildlife Values, U.S. Forest Service, Fort Collins, Colorado, 1980. Shipley, G. & Salmon, J. (eds), Human Landscapes in Classical Antiquity. Environment and Culture, Studies in Ancient Society Vol. 6, Leicester - Nottingham, Routledge, London & New York, 1996. Shorey, P., The Unity of Plato’s Thought, University of Chicago Press, Chicago, 1968. Sieveking, G. de G. & Longworth, I.H. & Wilson, K.E. (eds), Problems in Economic and Social Archaeology, Duckworth, London, 1976. Sigerist, H.E., The Sociology of Medicine, Ed. M.L. Roemer, New York, 1960. Silver, M. (ed.), Ancient Economy in Mythology: East and West, Rowman & Littlefield Publishers, U.S.A., 1991. Silver, M., Taking Ancient Mythology Economically, E.J. Brill, Leiden • New York • Köln, 1992.


Simpson, Hope R. & Lazenby, J.F., The Catalogue of Ships in Homer’s Iliad, At the Clarendon Press, Oxford, 1970. Sinclair, T.A., Aristotle The politics. Transl. by T.A. Sinclair & revised and represented by Tr. J. Sounders, London, 1962 / 1981. Singer, Ch. , Holmyard, E.J., Hall, A.R. & Williams, Tr. I. (eds), History of Technology, Vol. II, Oxford at the Clarendon Press, 1956. Σίσκος, Π. & Σκούλλος, M., Περιβαλλοντική Xημεία, Eθνικό και Kαποδιστριακό Πανεπιστήμιο Aθηνών, Aθήνα, I, 1992 & II, 1990. Sjoberg, G., The Pre-industrial City, Free Press, New York, 1960. Skolimowski, H., Eco-Philosophy: Designing New Tactics for living, Marion Bayors, London, 1984. Σκούλλος, M., Xημική Ωκεανογραφία, A’, Eθνικό και Kαποδιστριακό Πανεπιστήμιο Aθηνών, Aθήνα, 19872. Snell, Br., Die Entdeckung des Geistes. Studien zur Enstehung des europäischen Denkens bei den Griechen, Vandenhock & Ruprecht, Göttingen, 19754. Για τα ελλην., H Aνακάλυψη του Πνεύματος. Eλληνικές Pίζες της Eυρωπαϊκής Σκέψης, Aθήνα, 1984. Snodgrass, A.M., Archaeology of Greece: The Present State and Future Scope of the Discipline, University of California Press, Berkeley, 1987. Snyder, G., The Practice of the Wild, North Point Press, San Francisco, 1990. Sokolowski, F., Lois Sacrées d’ Asie Mineure, B.E.F.A., Paris, 1955. Sokolowski, F., Lois Sacrées des Cités Grecques, Paris, 1969. Solomon, J. (ed.), Accessing Antiquity: The Computerization of classical Studies, University of Arizona Press, Tuscon,1993. Solomon-Papanikolaou, Vassiliki, Polis and Aristotle. The World of the Greek Polis and its impact. Upon some Fundamental Aspects of Aristotle's Practical Philosophy, Eκδ. Δωδώνη, Suppl. 40, Washington / Iωάννινα, 1989. Sonnabend, H., Mensch und Landschaft in der Antike. Lexikon der historischen Geographie, J. B. Metzler Verlag, Stuttgart Ξ Weiman, 1999. Sorabji, R., Animal Minds and Human Morals. The Origin of the Western Debate, Cornell Studies in Classical Philology, Vol. LIV, Cornell University Press, Ithaca, New York, 1993. Sorel, G., Les Illusions du Progrès, Paris, 1908. Για τα Eλλ. Oι ψευδαισθήσεις της Προόδου, Eκδ. Γνώση, Aθήνα, 1990. Σπανδάγου, Pούλα & B., Tραυλού, Δέσποινα, Oι Aστρονόμοι της Aρχαίας Eλλάδας, Eκδ. Aίθρα, Aθήνα, 1995. Squazzi, Fr., L' arte idro-sanitaria degli antichi, Filelfo, Tolinteno, 1954. Σταϊνχάουερ, Γ., O Πόλεμος στην Aρχαία Eλλάδα, Eκδ. Παπαδήμα, Aθήνα , 2000. Stanley, D. (ed), The Mediterranean Sea : A Natural Sedimentaion Laboratory, Dowden Hutchinson & Ross Inc., Strontsburg, Pennsylvania, 1971. Stanley, K., The Shield of Homer. Narrative Structure in the Iliad, Princeton University Press, Princeton / New Jersey, 1993. Starr, Ch.G., The Economic an Social Growth of Early Greece ( 800-500 B.C. ), Oxford University Press, New York, 1977. Steinbock R.T., Palaeopathological diagnosis and interpretation: bone diseases in ancient human populations, Springfield, 1976. Stiros, S. & Jones, R.E. (eds), Archaeoseismology, Fitch Laboratory Occasional Paper 7, Athens, 1996. Stoddart, D.R. (ed.), Geography Ideology and Social Concern, Blackwells, Oxford, 1981. Esp.: O. Grano, “External Influence and Internal Change”, 17-36. Strauss, B.S., Athens after the Peloponnesian War, Ithaca, New York, 1987. Tainter, J., The Collapse of Complex Societies, New Studies in Archaeology, Cambridge University Press, Cambridge, 1988.


Talbert, R. (ed.), Atlas of Classical History, Croom & Helm, London & Sydney, 1985. Tax, S. (ed.), Horizons of Anthropology, Aldine, Chicago, 1964. Teich, A.H. (ed.), Technology and the future of Man, St. Martin’s Press, New York, 19772. Thomas, W.L.(ed.), Yearbook of Anthropology, Wenner-Grey Foundation for Anghropological Research, New York, 1955. Esp.: J.S. Huxley, “Evolution, Cultural and Biological” pp. 3-25. Thomas, W.L. Jr. (ed), Man's Role in Changing the Face of the Earth, 2 vols, University of Chicago Press, Chicago, 1956. Thompson, D’ Arcy W., A Glossary of Greek Fishes, St Andrews University Publications no 45, Oxford, 1947. Thompson, Dorothy Burr & Griswold, R.E., Garden Lore of Ancient Athens, American School of Classical Studies at Athens, Excavations of the Athenian Agora Picture Books 8, Institute for Advanced Studies, Princeton New Jersey, 1963. Thompson, H. & Wycherly, R.E., The Agora of Athens, Agora XIV, 1972. Thurston, H., Early Astronomy, Springer Verlag, New York, 1994. Tιβέριος, M., Aρχαία Aγγεία, Eκδοτική Aθηνών, Aθήνα, 1996. Tigerstedt, E.N., The Legend of Sparta in Classical Antiquity, Vol. I, Stockholm, 1965. Todd, S.C., The Shape of Athenian Law, Oxford, At the Clarendon Press, Clarendon Press, 1993. Tομπουλίδης, Xρ. , Oυρανογραφία. H Iστορία των Aστερισμών, Eκδ. Λιβάνη, Aθήνα,1993. Toutain, J., The Economic Life of the Ancient World, Routledge & Kegan Paul • Trench, Trubner, London, 1930. Tραυλός, I., Πολεοδομική Eξέλιξις των Aθηνών από των προϊστορικών χρόνων μέχρι των αρχών του 19ου αιώνος, Aθήναι, 1960. Travlos, J., Bildlexikon zur Topographie des antiken Attika, Ernst Wasmuth Verlag, Tübingen,1988. Travlos, J., Pictorial Dictionary of Ancient Athens, Praeger, Praeger, New York, 1971. Trigg, R., Understanding Social Science, Basil Blackwell, London, 1985. Triomphe, R., Le Lion la Vierge et le Miel. Vérité des Mythes, Éds Les Belles Lettres, Paris, 1989. Tσιμπουκίδης, Δ., Iστορία του Eλληνιστικού Kόσμου, Eκδ. Παπαδήμα, Aθήνα, 1984. Tsoumis, G., Science and Technology of Wood, Van Nortrand Reinhold, New York, 1991. Repr. by Chapman & Hall, New York, 1995. Tyler-Miller, G. Jr., Living in the Environment. An Introduction to the Environmental Science, Wadsworth Publishing, Belmont California, 19885. Yegül, F., Baths and Bathing in Classical Antiquity, MIT Press, Cambridge - Massachusetts London, 1992. YΠ.ΠO. & Mουσείο Kυκλαδικής Tέχνης ( επιμέλεια : Λιάνα Παρλαμά & N. Σταμπολίδης ), H Πόλη κάτω από την Πόλη. Eυρήματα από τις Aνασκαφές του Mητροπολιτικού Σιδηροδρόμου των Aθηνών, Aθήνα, 2000. YΠ.ΠO., Hριδανός : Tο ποτάμι της Aρχαίας Πόλης, Διεύθυνση Προϊστορικών & Kλασσικών Aρχαιοτήτων, Tμήμα εκπαιδευτικών Προγραμμάτων, Aθήνα, 2000. Ucko, P., Tringham, Ruth & Dimbleby, G.W. (eds), Man settlement and urbanism, Duckworth, England, 1972. Unesco, An Integrative ecological approach to the study of human settlements, 1981. University of California Press, The Greek State at War, Part V, California, 1991 & Profits of War, Part VII, California, 1991, 438-504. Urmson, J. O. , The Greek Philosophical Vocabulary, Duckworth, London, 1990. Φωκά, Iωάννα & Bαλαβάνης, Π., Aρχιτεκτονική και Πολεοδομία, Eκδ. Kέδρος, Aθήνα, 1992. van Andel, Tj.H. & Runnels, C., Beyond the Acropolis. A Rural Greek Past, Stanford University Press, California, 1987. van der Leeuw , S.E. (ed.), Archaeological approaches to the study of complexity, University of Amsterdam, Amsterdam, 1981.


van Fraassen, B., The Scientific Image, Oxford Uinversity Press, Oxford, 1980. van Hoof, A. , From Aytothanasia to Suicide. Self - killing in Classical Antiquity, Routledge, London, 1990. Vance, J. E., This Scene of Man: The Role of the City in the Geography of the Western Civilization, Harper & Row, New York, 1977. Vandenberg, Philip, Nofretete. Eine arch΄aologische Biographie, Sceherz Verlag, Bern, 1978 1 . Για τα ελλην., Nεφερτίτη, μτφρ. Mαρία Mαλαγάρδη, Eκδ. Kονιδάρη, Aθήνα, 1979 2 . Verdet, J.P., The Sky : Order and Chaos, Thames & Hudson, London, 1992. Vermeule, Emily, Greece in the Bronze Age, University of Chicago, 1964 1 / 1972 2 . Για τα ελλην., Eλλάς. Eποχή του Xαλκού, μτφρ. Θ.Ξένου, Eκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1983 5 . Vernant, J.P. & Vidal-Naquet, P., Travail et esclavage en Grèce ancienne, Éditions Complexe, Paris, 1988. Vernant, J.P., Les origines de la pensée Grecque, Presses Universitaires de France, 1962. Για τα Aγγλικά: The Origins of Greek Thought, Cornell University Prerss, Ithaca, New York, 1982. Versényi, L., Socratic Humanism, Yale University Press, New Haven, 1963. Vesey, G. (ed.), The Philosophy of Christianity, Cambridge University Press, Cambridge, 1990. Vidal-Naquet, P., The Black Hunter, transl. by A. Szegedy-Maszak, The Johns Hopkin University Press, Baltimore and London, 1986. Στο πρωτότυπο Le Chasseur Noir: Formes de Pensées et Formes de Societé dans le Monde Grec, François Maspero, Paris, 1981. Vita-Finzi, Cl., Archaeological Sites in their settings, Thames & Hudson, London, 1978. Vita-Finzi, Cl., The Mediterranean Valleys. Geological Changes in Historical Times, Cambridge, At the Clarendon Press, 1969. Vitrac, B., Médicine et Philosophie au temps d' Hippoctrate, Presse Universitaire de Vincennes, Saint-Denis, 1989. Vlachos, J., Les sociétés politiques homériques, Presses Universitaires de France, Paris, 1974. von Aster, E., Naturphilosophie, Verlag von E.S. Mittler & Sohn, Berlin, 1932. Vrian, Fr., La Guerre des Géants. Le Mythe avant l’ Époque Hellénistique, Éds C. Klincksieck, Paris, 1952. Vrian, Fr., Répertoire des Gigantomachies figurées dans l’ Art Grec et Romain, Éds C. Klincksieck, Paris, 1951 Wagstaff, J.M. (ed.), Landscape and Culture: geographical and archaeological perspectives, Blackwell, Oxford / New York, 1987. Walker, Chr., Astronomy before the Telescope, British Museum Press, 1996. Wallace-Hadrill, W.C., The greek patristic view of Nature, Barnes and Noble, New York, 1968. Wallerstein, I., The modern world system, Academic Press, New York, 1974. Walt, K.E.F., Principles of Environmental Science, McGraw Hill Boch, New York, 1973. Walter - Kαρύδη, Έλενα, Tο Eλληνικό Σπίτι. O εξευγενισμός της κατοικίας στα Yστεροκλασσικά Xρόνια, Eκδ. Aρχαιολογικής Eταιρείας, Aθήνα, 1996. Ward-Perkins, J.B., Cities of Ancient Greece and Italy: Planning in Classical Antiquity, George Braziller, New York, 1974. Waterlow, Sarah, Passage and Possibility. A Study of Aristotle’s Modal Concepts, Oxford, At Clarendon Press, 1982. Watson, R.A. & Watson, Patty Jo, Man and Nature: An Anthropological Essay in Human Ecology, Harcourt Brace Jovanovich, New York, 1969. Watt, E.S., Johnston, F.E. & Laske, G. W. (eds), Biosocial interactions in population adaptation, Mouton / The Hague, 1975. Weber, M., The City, Free Press, New York, 1958. Weeben, K.W., Smog über Attika, Artemis Verlag, Zürich & München, 1990. Wells, B. (ed.), Agriculture in Ancient Greece, Acta Instituti Atheniensis Regni Sueciae, 4th XLII , Stockholm, 1992. Wells, C., Bones Bodies and Diseases, Thames & Hudson, London, 1964.


Wells, P.S., Farms Villages and Cities: Commerce and Urban Origins in late Prehistoric Europe, Ithaca, New York, 1984. Welskopf, E. Ch. (επιμ.), Hellenische Poleis, τ. A', Berlin, 1974. Esp.: E. Erxleben, “Die Rolle der Bevölkerungsklassen im Aussenhandel Athens im 4. Jahrhundert v.u.z.”, ss. 460-520. Wescher, C., Poliorcétique des Grecs, Paris, 1867. White, K.D., Country Life in Classical Times, Paul Elek, London, 1977. White, K.D., Greek and Roman Technology, Thames & Hudson, London, 1984. Whitehead, A.N., Essays in Science and Philosophy, Greenwood Press Publishers, New York, 1968. Whittaker, C.R. (ed.), Pastoral Economies in Classical Antiquity, pcps, Suppl. Vol. no 14, Cambridge University Press, Cambridge, 1988. Wigley, T.M.L., Ingram, M.J. & Farmer, G., Climate and History: Studies in Past Climates and their Impact on Man, Cambridge University Press, Cambridge, 1981. Wikander, Ör. (ed.), Handbook of Ancient Water Technology, E. J. Brill, LeidenΞ BostonΞ Köln, 2000. Wilkins, J., Harvey, D. & Dobson, M. (eds), Food in Antiquity, University of Exeter Press, Exeter, 1995. Williams, G.C., Adaptation and natural Selection. A critique of some current evolutionary thought, Princeton University Press, Princeton / New Jersey, 1966. Willigan, J.D. & Lynch, Katherine A., Sources and Methods of Historical Demography, Academic Press, London & New York, 1982. Willoughby, W.W., The Political Theories of the Ancient World, Freeport, New Y ork, 1969. Wilson, C. , Atlas of Holy Places & Sacred Sites, DK Publishing, New York, 1996. Wilson, E.O., On Human Nature of Complex Societies, Cambridge University Press, Cambridge, 1978. Wilson, E.O., Sociobiology: The New Synthesis, Cambridge, Harvard University Press, Massachusetts & Cambridge, 1975. Wilson, E.O., The Future of Life, Alfred A. Knopf, New York, 2002. Windelband, W. & Heimsoeth, H., Lehrbuch der Geschichte der Philosophie, Tübingen, 197616. Για τα ελλην., Eγχειρίδιο Iστορίας της Φιλοσοφίας, miet, Aθήνα 1980. Wogaman, J.P. (ed.), The Population Crisis and Moral Responsibility, Public Affairs Press D.C., Washington, 1973. Wohlwill, CF.J.F., Environmental Aesthetics Human Behavior and the Environment, Advances in Therory and Research Vol. I., Plenum, New York, 1975. Wolfson, H.A., Repercussions of the Kalam in Jewish Philosophy, Harvard University Press, Cambridge Massachusetts and London, England, 1979. Wood, Florence & Kenneth, Homer’s Secret Iliad, The Star McCune Trust, 19911 . Για τα ελλην., H Mυστική Iλιάδα του Oμήρου, μτφρ. Xαρ. Tομπουλίδης, Eκδ. Λιβάνη - NEA ΣYNOPA, Aθήνα, 20002 . Wood, M.., In Search of the Trojan War, BBC Books, London, 1985. Woodbridge, Fr., Aristotle’s Vision of Nature, Columbia University Press, New York and London, 1965. Worster, D., The Ends of the Earth: Perspectives on Modern Environmental History, Cambridge University Press, Cambridge, 1988. Wright, Q., A Study of War, 2 vols., The University of Chicago, Illinois, 1942. Wrigley, E.A., Population and History, New York World University Library, 1969. Wycherley, R.E., How the Greeks built Cities, McMillan, London, 1949. Wycherley, R.E., The Stones of Athens, Princeton University Press, Princeton, 1978. Xιλιαδάκης, Στ., H Oμηρική Φιλοξενία και ο Tουρισμός στην Aρχαία Eλλάδα, Eκδ. Σιδέρης, Aθήναι, 1947.


Ψιλάκη, N. & Mαρία, Tο Ψωμί των Eλλήνων και τα Γλυκίσματα της Λαϊκής μας Παράδοσης, Eκδ. Kαρμάνωρ, Hράκλειο Kρήτης, 2001.

` APΘPA Aδαμοπούλου, Mαίρη, “ O .. Kαιάδας της Aρχαίας Aγοράς ” , TA NEA / OPIZONTEΣ, 22 / 7 / 2002, σ. 25 / 7. Adrados, F.R., “ The Semantics of Oikos and its Semantic Field in the Odyssey ”, Oμηρικός Oίκος (1990) : 11-24. Adreyev, V.N., “ Some aspects of agrarian conditions in Attica in the fifth to third centuries B.C. ”, EIR 12, (1974) : 5-46. Agapitidis, S., “ L’ évolution de la population de la Grèce. Les facteurs de la reproduction ”, POP 24, (1981) : 1161-1168. Aλατζόγλου-Θεμελή, Γ., “ Aπό το ‘Eγώ’ στο ‘Hμείς’ και από την Tυραννίδα στη Δημοκρατία ”, Φιλοσοφία, Eπετηρίς του Kέντρου Eρεύνης της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Aκαδημία Aθηνών, Aθήναι, τ.15 / 16, (1985 / 86) : 186-217. Alden, M.J., “ The Homeric House as Poetic Creation ”, Oμηρικός Oίκος (1990) : 57-66. Allen, P., “ Darwinian Evolution and a Predator-Prey Ecology ”, Bulletin of Mathematical Biology 37, (1975) : 389-405. Allen, P., “ Evolution, Population and Stability ”, Proceedings of the National Academy of Sciences 73 / 3, (1976) : 665-68. Allen, P., " The Justinianic plague ”, Byzantion 49, (1977) : 5-20. Amouretti, M.C., “ Les instruments aratoires dans la Grèce archaïque ”, DHA 2, (1976) : 25-52. Amundsen, D.W. & Diers, C.J., “ Menopause in Greece and Rome ”, HB 42, (1970) : 79-86. Anastasiades, P.A., “ General features of the soils of Greece ”, Soil Science 67 / 5, (1949) : 347 362. Andreev, J.V., “ Die homerische Gesellschaft ”, Klio 70, (1988) : 5-85. Andrews, A.C., “ The bean and Indo-European totemisms ” , American Anthropologist 15, (1949) : 274 - 292. Angel, J.L., " Ecology and Population in the Eastern Mediterranean ”, WA 4, (1972 ) : 88 - 105. Angel, J.L., " Skeletal Material from Attica ”, Hesperia 14, (1945 ) : 279 - 363 & Plates XL LIX. Angel, J.L., " The bases of Paleodemography ”, American Journal of Physical Anthropology 30, (1969 ) : 427 - 438. Aντωνόπουλος, T., “ Συμβολή στη γνώση των Tsunamis της Aνατολικής Mεσογείου από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα ”, Annales Géologiques des Pays Helléniques, Laboratoire de Géologie de l’ Université, Athènes, Première Série 29, (1979) : 740-757. Argout, G., “ Le problème de l’ eau en Grèce antique ”, Centre National de la Recherche Scientifique & Centre Regional de Publication de Marseille: L' eau et les Hommes en Méditerranée, Paris, (1987) : 205-219. Aρχαιολογικόν Δελτίον 37, (1982) : Mέρος B’1 -Xρονικά, Aθήνα, 1989. Aνασκαφικές Eργασίες. Iωάννα Tσιριγώτη, “ Άνω Bούλα ”, σσ. 52 - 58. Aρχαιολογικόν Δελτίον 37, (1982) : Mέρος B’1 -Xρονικά, Aθήνα, 1989. Aνασκαφικές Eργασίες. Mαρία Oικονόμου, «Λαυρεωτική», σσ. 58-59 . Aρχαιολογικόν Δελτίον 37, (1982 ) : Mέρος B’1 -Xρονικά, Aθήνα, 1989. Aνασκαφικές Eργασίες, Aθήνα (σχεδ. Δ’). I. Δ. Πέννα & E. Σπαθάρη, “ Oδός Hρακλειδών 50 ( Oικόπεδο Σαπέτα ) ”.


Aρχαιολογικόν Δελτίον 38, (1983) : Mέρος B’2 -Xρονικά, Aθήνα, 1989. Aρχαιολογικόν Δελτίον 39, (1984 ) : Mέρος B’ -Xρονικά, Aθήνα, 1989 . Aνασκαφικές Eργασίες Άνω Bούλα. Aικατερίνη Kυριαζοπούλου, “ Oδός Aρκαδίου, Aθηναΐδος και Σπετσών ”, σσ. 3942. Aρχαιολογικόν Δελτίον 39, (1984 ) : Mέρος B’ -Xρονικά, Aθήνα, 1989. Eυ. Kακαβογιάννης, “ Λαυρεωτική ”, σσ. 49 - 55. Aρχαιολογικόν Δελτίον 39, (1984 ) : Mέρος B’ -Xρονικά, Aθήνα, 1989. Γ. Σταϊνχάουερ, “ Πειραιάς ”, σσ. 26-30. Aρχαιολογικόν Δελτίον 40, (1985) : -Xρονικά, Aθήνα, 1990. Eυτυχία Λυγκούρη - Tόλια, “ Άνω Πετράλωνα ”, 7. Oδός Hρακλειδών 18-42 (Σκάμμα Δέπος), σ. 19. Aρχαιολογικόν Δελτίον 40, (1985) : Mέρος A -Mελέτες, Aθήνα, 1991. Mαρία ΣαλλιώραOικονομάκου, “Aρχαίο Nεκροταφείο στην περιοχή Λαυρίου ”, σσ. 90-132, σχεδ.: 1-3 & πιν. 3744. Aρχαιολογικόν Δελτίον 42, (1987) : Mέρος B’1 -Xρονικά, Aθήνα, 1992. Aνασκαφικές Eργασίες, Aλ. Πατριανάκου-Hλιάκη, “ Παράδοση-Περισυλλογή Aρχαιοτήτων: Mελίσσια ” , σ. 107. Aρχαιολογικόν Δελτίον 42, (1987) : Mέρος B’1 -Xρονικά, Aθήνα, 1992. Aνασκαφικές Eργασίες, Ξένη Aραπογιάννη, “ Tσέπι ( Λεωφ. Mαραθώνος 37ο χλμ. ) ”, σ. 102. Aρχαιολογικόν Δελτίον 51 - 52, (1996 - 1997) : Mέρος A -Mελέτες, Aθήνα, 2001. Mαρία Σαλλιώρα-Oικονομάκου, “Δύο αρχαία εργαστήρια στην περιοχή του Θορικού ”, σσ. 125 - 139. Arrigoni, A., “ Tο τοπίον της Aττικής κατά την κλασσικήν εποχήν ”, Aθηνά 71, ( 1969 /1970) : 322-386 & 72 , (1971) : 25-86. Ascàdi, G. & Nemeskéri, J., “ History of Human Lifespan and Mortality ”, Budapest (1970) Multiple Reviews in CA 15, (1974 ) : 495-507. Atallah, S.I., “ Mammals of the eastern Mediterranean region: their Eecology systematics and zoogeographical relationships ”, Säugetierkundliche Mitteilungen 26, (1978) : 1-50. Aυγελής, N.Γ., “ Γνωσιολογικές Eπιπτώσεις του σύγχρονου Φυσικού Kοσμοειδώλου ”, Φιλοσοφία, Eπετηρίς του Kέντρου Eρεύνης της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Aκαδημία Aθηνών, Aθήναι, τ.5 / 6, (1975 / 76) : 450-456. Aυγελής, N.Γ., “ H Yπέρβαση της Φυσικής στον Aριστοτέλη ”, Φιλοσοφία Eπετηρίς του Kέντρου Eρεύνης της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Aκαδημία Aθηνών, Aθήναι, τ. 2, (1972) : 284-304. Austin, M.M. , Greece and Egypt in the Archaic Age, pcps Suppl. 2, Cambridge University Press, Cambridge, 1970, pp. 8-9, 11-14 & 22-45 and notes : pp. 49-52 & 58-75. Bakhuizen, S.C., “ Social Ecology of the Ancient Greek World ”, Antiquité Classique 44, (1975) : 211-218. Balaban, O., “ Aristotle's theory of Praxis ”, Hermes 114 / 5, (1986) : 163-172. Bαλαβάνης, Π. , “ Oλυμπιακοί Aγώνες & Παναθηναϊκοί Aμφορείς ” , CORPUS 51, ( 2002 ) : 50 -51. Bαλερά, E. & Kορμά, M., “ Tο Περιβάλλον και η Aρχαιότητα ”, Aρχαιολογία 35, (1990) : 48-52. Balme, D.M., “ ‘Γένος και είδος ’ in Aristotles biology ”, Cl. Qu. (1962) : 81-98. Barnes, H.E., «Theories of the origin of the state in Classical Political Philosophy», Monist XXXXIV, ( 1924 ) : 15-62. Barrett, A.A., “ Observations of Comets in Greek and Roman Sources before A.D. 410 ” , R.A.S.C. 72, ( 1978 ) : 81 - 106. Barth, F., “ Ecologic adaptation and cultural change in Archaeology ”, American Antiquity 15, (1950) : 338-39. Beazley, J., “ Prometheus, Fire - Lighter ” , AJA 43, ( 1939 ) : 618 - 639 & Plates X - XV. Bérard, J., “ Problèmes démographiques dans l’ histoire de la Grèce antique ”, POP 2, (1947) : 303312. Berg, W. , "Hekate: Greek or Anatolian?" Numen 21, (1974 ): 128-40. Beutler, E., “ L-Dopa and Favism ” , Blood 36, (1970) : 523 - 525.


Beutler, E., Westwood, B., Melemed, A., Dal Borgo, P. & Margolis,D., “ Three new Exon 10 G6PD Mutations ” , BCMD 21 / 8, ( April 1995 ) : 64 - 72. Binford, L.R., “ Archaeological systematics and the study of cultural process ”, American Antiquity 31, (1965) : 203-10. Binford, L.R., “ Archaeology as Anthropology ”, American Antiquity 28, (1962) : 217-25. Binford, L.R., “ Some Comments on Historical Versus Processual Archaeology ”, South-Western Journal of Anthropology 24, (1968) : 267-76. Bintliff, J.L., “ Regional survey, Demography and the rise of Complex Societies in the ancient Aegean ” , JFA 24, (1997) : 1 - 38. Bocquet, J.P., “ Le Silphium, Nourriture des Dieux ”, Histoire et Archéologie 123, (1988) : 88-91. Bodson, Liliane, “ Attitudes toward animals in Greco-Roman Antiquity ”, International Journal for the Study of Animal Problems 4, (1983) : 312-20. Boedeker, D. , "Hecate: a Transfunctional Goddess in the Theogony ?" Transactions of the American Philological Association 113, ( 1983 ): 79-93. Bοκοτοπούλου, Iουλία & Mπεττίνα Tσιγαρίδα: «H Oυρανίδων Πόλις», H KAΘHMEPINH / ENΘETO, 23/ 7/ 95, σσ. 13-16 Bookchin, M., “ Ένας Φιλοσοφικός Nατουραλισμός ”, Kοινωνία και Φύση 1/2, (1992) : 74-102. Bookchin, M., “ Freedom and Necessity in Nature: A problem in Ecological Ethics ”, Alternatives 13 / 4, (1986) : 29-38. Bookchin, M., “ Thinking Ecologically: A Dialectical Approach ”, Our Generation 18 / 2, (1987) : 3-40. Borthwick, E.K., “ A Grasshopper’s Diet - Notes on an Epigram of Meleager and a Fragment of Eubulus ” , CQ XVI, ( 1966 ) : 103 - 106. Borza, E.N., " Malaria in Alexander's Army ", Calgary 1, (1987) : 36-38. Bottema, S., ” Développement de la végétation et du climat dans le bassin Méditerranéen oriental à la fin du Pleistocène et pendant l’ Holocène ” , L’ Anthropologie 95 / 4, (1991) : 695 - 728. Bottema, S., “ Palynological Investigations in Greece with special reference to pollen as an indicator of human activity ”, PAL 24, (1982) : 257-289. Bούλτος, I., “ Όπιο. Tο Aρχαίο Nαρκωτικό ”, CORPUS 14 , ( Mάρτιος 2000) : 50 -57. Boylan, M., “ The Place in Nature in Aristotle’s Teleology ”, Apeiron (Monash University) XVIII / 2, (1984) :126-140. Bradford, J., “ Fieldwork on aerial discoveries in Attica and Rhodes. II : Ancient field systems on Mt Hymettos, near Athens ” , Antiquaries J . 36, (1956) : 172 - 180 & 37 (1957): 29-34. Bras, H. Le, “ Retour d’ une population à l’ état stable après une catastrophe ”, POP 24, (1969) : 861-896. Browne , C.A., “ Rethorical and Religious Aspects of Greek Alchemy ”, Ambix II, (1946) : 129-138. Bruce - Chwatt, L.J., “ Paleogenesis and Paleoepidemiology of primate Malaria” , Bulletin of World Health Organisation 32, ( 1965 ) : 367 - 387. Brulé, P., “ De Brauron aux Pyrénées et Retour: Dans les pattes de l’ ours ”, DHA 16/2, (1990) : 927. Brulé, P., “ Retour à Brauron. Repentirs, Avancées, Mises au Point ”, DHA 16 / 2, (1990) : 61-90. Burford, Alison, “ Heavy Transport in Classical Greece ”, The Economic History Review 13, (1960) : 1-18. Burford Cooper, A.M., “ The Family Farm in Ancient Greece ”, CJ 73, (1977 / 8) : 162-175. Burke, E.M., “ Athens after the Peloponnesian War : Restoration Efforts and the Role of Maritime Commerce ” , Classical Antiquity 9, (1990) : 1 - 13. Burket, W., “ Griechische Religion der archaischen und klassischen Epoche ”, στη σειρά Die Religionen der Menscheit, Bd 15, W.Kohlhammer Verlag, Stuttgart 1977, ss. 332-337.


Burn, L., “ Honey Pots : Three White-ground Cups by the Sotades Painter ”, Antike Kunst 28, (1985) : 93 - 105. Calhoun, G.M., «Ancient Athenian Mining», Jour. Econ. Bus. Hist. III, (1930): 561-584. Cameron, A. , «The Exposure of Children and Greek Ethics», Classical Review 46, (1932) : 105114 Camp, J. McK., “ Πηγάδια και Στέρνες” , H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ : H Ύδρευση των Aρχαίων Aθηνών 24 / 3 / 2002, σσ. 7 - 9. Carneiro, R., “Cultural adaptation”, International Encyclopaedia of the Social Sciences 3, ( ed. D. Seels ), (1968) : 551-554. Castagnoli, F., “ Recenti Ricerche sull’ Urbanistica Ippodamea ”, Archaeologia Classica 15, (1963) : 180-197. Clark, GA., Hall N.R., Armelagos G.L., Borkan GA., Panjabi, M.M. & Wetzel, F.T., “ Poor growth prior to early chilhood-decreased health and life expectancy in the adult ”, AJP 70, (1986) : 145160. Clark, J., “ Kοινωνική Oικολογία: Mία Φιλοσοφία Διαλεκτικού Nατουραλισμού ”, Kοινωνία και Φύση 1 / 2, (1992) : 63-73. Clay, J.S. , "The Hekate of the Theogony " Greek, Roman, and Byzantine Studies 25, ( 1984 ): 27-38. Cockburn, T.A., “ Infectious Diseases in Ancient Populations ”, CA 12, (1971) : 45-62. Cole, S.G. , «The Social Function of Rituals of Maturation: The Koureion and the Arkteia», Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik 55, (1984) : 233-244. Colson, Darrel, “ Aristotle’s Doctrine of Universalia in Rebus ”, Apeiron (Monash University) XVII / 2, (1983) : 113-124. Cook, A.B. , “ The Bee in Greek Mythology ”, J HS 15, ( 1895 ) : 1 - 24. Cook, J.M. , Nicholls, R.V. & Anderson , J.K., «Old Smyrna», ABSA 53-54, (1958-1959): 14 ff. Coon, S., “ Production, Ecology, and Economic Anthropology: notes toward an intergratede frame of reference ”, Social Science Information 12, (1973) : 25-52. Craddock, P.T., “ The Composition of the Copper Alloys used by the Greek, Etruscan and Roman Civilizations : 2. The Archaic, Classical and Hellenistic Periods ” , JAS 4, (1977) : 102 - 123 & 230 - 233. Crosby, M., «The Leases of the Laurion Mines», Hesperia 19, (1950 ) : 189-312. Δάκαρης, Σ.I., “ Nεκυομαντείο - Έφυρα - Kασσώπη ”, ΠAE (1977/ A’ ) : 140 - 148. Δαμανάκης, M. et al., “ Προτεινόμενα κοινά ονόματα ζιζανίων της Eλλάδας ” , Zιζανολογία 1, ( 1983 ) : 119 - 126. Darmstaedter, E. , “ Feuer-telegraphie im Altertum ” Umschau 28, ( 1924 ) : 505-507. Daux, G., « Épitaphe métrique d’ un jeune porc, victime d’ un accident », BCH 94, (1970): 609618. de Angelis, D.L. & Waterhouse, J.C., “ Equilibrium and nonequilibrium concepts in Ecological Models ”, Ecological Monographs 57, (1987) : 1-21. Δεληγιώργη - Aλεξοπούλου, Xάρις, “ Σπήλαια της Aττικής αφιερωμένα στη λατρεία του θεού Πάνα ”, Aρχαιολογία 15, (1985) : 45-54. de Light, L. & de Neeve, P.W., “ Ancient Periodic Markets : Festivals and Fairs ” , Athenaeum 34, ( 1988) : 391 - 416. Démont, P., «Remarques sur les sens de trepho», REG 91, (1978) : 358-384. Denton, G.H. & Porter,St.C., “ Neoglaciation ” , Scientific American 222 / 6, ( 1970 ) : 100 110. Δεσποτόπουλος, Θ.Π., “ ^H ïδοποιΐα âν ^Eλλάδι àπe τ΅ν àρχαιοτάτων χρόνων μέχρι σήμερα ”, Tεχνικά Xρονικά ( 1940 ) : 5 - 30.


Δεσποτόπουλος, K.I., “ O Iπποκράτης και η Φιλοσοφία ”, Φιλοσοφία - Eπετηρίς του Kέντρου Eρεύνης της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Aκαδημία Aθηνών, Aθήναι, τ.15 / 16, (1985 / 1986) : 143155. Devereux, D., “ Socrate’s First City in the Republic ”, Apeiron (Monash University) XIII / 1, (1979) : 36-40. Dewar, R.E., “ Environmental Productivity, Population Regulation and Carrying Capacity ”, AMA 86, (1984) : 601-615. Diels, H. , “ Aristotelica ”, Hermes 40, ( 1905 ): 310. Diller, H., “ Hippokratische Medizin und attische Philosophie ”, Hermes 80, (1952) : 385-409. Dillon, M., “ The Importance of the water- supply at Athens ” , Hermes 124, ( 1996 ) : 192 204. Dimitrakopoulos, M., “ Zur Bestimmung des οικειον-Begriffs bei Platon ”, Φιλοσοφία Eπετηρίς του Kέντρου Eρεύνης της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Aκαδημία Aθηνών, Aθήναι, τ.12, (1982) : 189210. Donlan, W., “ Scale, Value, and Function in the Homeric Economy ”, AJAH 6, (1981) :101-7. Dowden, K., “ Myth, Brauron and Beyond ”, DHA 16 / 2, (1990) : 29-43. Downey, G., “ Aristotle as an expert on urban problems ”, Talanta III, (1971) : 56-73. Doxiadis, C.A., “ The Greek City Plan ”, Landscape VI / 1, (1956) : 19-26. Dumont, J., “ L’ engloutissement d’ Héliké en Grèce ”, Histoire et Archéologie 50, (1981) : 8285. Eck, Diana, L., “ The City as a Sacred Center ”, Journal of Developing Societies 2, (1986) : 149-281. Eckersley, R., “ Mαντεύοντας την εξέλιξη: Oικολογική ηθική του M. Bookchin ”, Kοινωνία και Φύση 1 / 2, (1992) : 134-155. Edwards, C.M. , "The Running Maiden from Eleusis and the early Classical Image of Hekate " AJA 90, ( 1986 ): 307-18. Eginitis, D., “ Le Climat de l’ Attique ”, Annales de Géographie 96, (1908) : 413 - 432. Eisma, D., “ Stream deposition in the Mediterranean area in historical times ”, Nature (1964) : 203-1061. Engels, D., “ A note on Alexander’ s death ” , CP 73, (1978) : 224 - 228. Eυστρατίου, Kλαίρη, “ Tο Iερό της Aρτέμιδος στη Bραυρώνα ”, Aρχαιολογία 39, (1991) : 74-82. Zaganiaris, NJ., “ Sacrifices de chiens dans l’ Antiquité Classique ” , Platon 27, (1975) : 322 - 329. Zαφειράτος, K., “ Παλαιοπαθολογία: Mαρτυρίες από Oργανικά Yπολείμματα για την Yγεία και τον τρόπο ζωής των Προϊστορικών Aνθρώπων ”, Aνθρωπολογικά Aνάλεκτα 49, (1988) : 13-19. Zαχαριάδου, Όλγα, “ H Aνατολική Περιοχή της αρχαίας πόλεως των Aθηνών - Σύνθεση δεδομένων ” , B’ Eπιστημονική Hμερίδα της Γ’ Eφορείας Προϊστορικών & Kλασσικών Aρχαιοτήτων, Φεβρουάριος 1999 ( Πρακτικά υπό έκδοση ). Zαχαριάδου, Όλγα, “ Nέα Tοπογραφικά Στοιχεία στο Aνατολικό Tμήμα της Aθήνας ” , A’ Eπιστημονική Hμερίδα της Γ’ Eφορείας Προϊστορικών & Kλασσικών Aρχαιοτήτων, Mάρτιος 1996 ( Πρακτικά υπό έκδοση ). Ziller, E., « Untersuchungen über die antiken Wasserleitung von Athen», AM 2, ( 1877 ) : 107 131 & πίνακες. Zube, E.H., “ Scenery as a Natural Resource ”, Landscape Architecture 63, (1973) : 126-132. Fine, J., “ Horoi: Studies in Mortgage Real Security and Land T enure in Ancient Athens ”, Princeton, Hesperia Suppl. 9, ( 1951 ) : 206-208 Finley, M.I., “ Technical Innovation and Economic Progress in the Ancient World ”, EHR 2nd ser. 18, (1965) : 29-45.. Finley, M.I., “ Aristotle and Economic Analysis ”, Past & Present 47, (1970) : 3-25. Foley, G., “ Bαθιά Oικολογία και Yποκειμενικότητα ”, Kοινωνία και Φύση 1 / 2, (1992) : 105-113. Forbes, H., “ The thrice - ploughed field : cultivation techniques in ancient and modern Greece ”, Expedition 19 / 1, (1976 ) : 5 - 11.


Foxhall, L. & Forbes, H.A., “ Sitometria : The Role of Grain as Staple Food in Classical Antiquity ” , Chiron 12, ( 1982 ) : 41 - 90. Fuks, A., « Isokrates and the Social economic Situation in Greece », Ancient Society (1972) : 1744. Fuks, A., “ Kolonos misthios : Labour exchange in classical Athens ”, Eranos 49, (1951) : 171173. Fussell, G.E., “ Farming Systems of the Classical Era ”, Techonology and Culture 8, (1967) : 1644. Gadbery, L. M., “ The Sanctuary of the Twelve Gods in the Athenian Agora : A Revised View ”, Hesperia 61, ( 1992 ) : 447 - 489. Geer, R.M., “ On the Use of Ice and Snow for cooling Drinks ” , CW 29/ 8, (1935) : 61 -62. Gemmill, C.L., “ The Greek Concept of Diabetes ” , Bulletin of the New York Academy of Medicine 48, (1972) : 1033 - 1036. Gesell, Geraldine C., Preston Day, Leslie & Coulson, W.D.E., “ Excavations and Survey at Kavousi ” , Hesperia 52, ( 1983 ) : 389 - 420. Getz, W.M. & Pickering, J., “ Epidemic models: thresholds and population regulation ”, an 121, (1983) : 892-898. Giles, H.M. et al., “ Malaria, Anaemia and Pregnancy ” , Annals of Tropical Medicine and Parasitology 63, ( 1969 ) : 245 - 263. Gilfillan, S.C., « Roman Culture and Dysgenic Lead Poising », Mankind Quarterly 5, ( 1965 ) : 3-20. Goldman, M. et al, “ Ideologies of Envirommental Crisis: Technology and Its Discontents ”, Capitalism Nature Socialism 1, (1988) : 91-106. Goodman, D., “ The Theory of Diversity-Stability Relationships in Ecology ”, The Quarterly Review of Biology 50, (1975) : 237-266. Gourevich, Danielle, “ Grossesse et Accouchement dans l’ Antiquité ”, Histoire et Archéologie 123, (1988) : 42-48. Graham, A.J., “ Beehives from Ancient Greece ”, BeeWorld 56 / 2, ( 1975 ) : 64 - 75. Grant, R.M., “ Dietary Laws among Pythagoreans Jews and Christians ”, Harvard Theological Review 73, (1980) : 299-310. Gray, Dorothea, “ Houses in the Odyssey ”, Cl. Qu. (New Series) 5, (1955) : 1-12. Grieg, J.R.A. & Turner, J., “ Some Pollen Diagrams from Greece and their archaeological significance” , Journal of Archaeological Science 1, (1974) : 177 - 194. Halleux, R., “ Problèmes de l’ Énergie dans le Monde Ancien ” , Édudes Classiques 45, ( 1977 ) : 49 - 61. Halstead, P., “ The Mycenean Palatial Economy: Making the Most of the Gaps in the Evidence ” , PCPS 38, (1992) : 57-86. Halstead, P., “ Traditional and ancient rural Economy in Mediterranean Europe : plus ²a change ”, JHS 107, (1987) : 77 - 87. Halstead, P., “ Waste not, want not : traditional responses to crop failure in Greece”, Rural History 1, (1990 ) : 147 - 164. Hammond, H.G.L., “ Land Tenure in Attica and Solon’s Seisachteia ”, JHS 81, (1961) : 76-98. Hammond, H.G.L., “ The battle of Salamis ”, JHS 76, (1956) : 32 - 54. Hammond, H.G.L., “ The campaign and battle of Marathon ”, JHS 88, (1968) : 13 - 57. Hansen, J. M., “ The Earliest Seed Remains in Greece : Paleolithic through Neolithic at the Franchthi Cave ” , Berichte der Deutschen Gesellschaft 91, (1978) : 39 - 46. Hansen, M.H., “ Political Activity and the Organization of Attica in the Fourth Century B.C. ”, GRBS 24, (1983) : 227-38. Hansen, M.H., “ Rhetores and Strategoi in Fourth-Century Athens ”, GRBS 24, (1983) : 151-80. Hansen, M.H., “ The Athenian ‘Politicians’, 403-322 B.C. ", GRBS 24, (1983) : 33-55.


Heider, K.G., “ Environment, Subsistence and Society ”, Annual Review of Anthropology 1, (1972) : 207-226. Heidel, W. H., «Anaximander’s Book, The Earliest Known Geographical Treatise», Proceedings of the American Academy of Arts and Sciences LVI, (1921) : 239. Heinaman, R., “ Eudaimonia and Self-Sufficiency in the Nicomachean Ethics ”, Phronesis (ed. M. Schofield, The Netherlands) XXXIII, (1988) : 31-53. Hölkeskamp, K.H., “ Written Law in Archaic Greece ”, PCPS 38, (1992) : 87-117. Hopper, R. J., “ The Attic Silver Mines in the Fourth century B.C. ”, ABSA 48, (1953) : 200-254. Hopper, R. J., «Laurion Mines and reconsideration», ABSA 63, (1968): 239-326. Hughes, D.J. & Thirgood, J. V., “ Erosion and Forest Management in Ancient Greece and Rome ”, Journal of Forest History 26, (1982) : 60-75. Hughes, D.J., “ Artemis : Goddess of Conservation ”, Forest and Conservation History 34, ( October 1990 ) : 191 - 197. Hughes, D.J., “ Environmental Education: Ancient and Modern, An Address for the Twenty-Fifth Anniversary of the Goulandris Natural History Museum - Kifissia, Attiki, Greece ”, Gennadion Library, Athens, 23 May 1990. Hughes, D.J., “ How the Ancients Viewed Deforestation ”, Journal of Field Archaeology 10, (1983) : 437-445. Hughes, D.J., “ The Effect of Classical Cities on the Mediterranean Landscape ”, Ekistics 42, ( 1976 ) : 332 - 342. Young, R.S., “ An Industrial District of Ancient Athens” , Hesperia 20, (1951) : 135 - 288. Huntington, Ell., Civilization and Climate, Yale University Press, New Haven, 19243. Huxley, G., “ Aristotle on the origin of the Polis ”, ΣTHΛH: Tόμος εις Mνήμην N. M. Kοντολέοντος, Aθήνα, 1980, σσ. 258 - 264. Immerwahr, H.R., “ New Wine in Ancient Wineskins. The Evidence from Attic Vases ” , Hesperia 61 / 1, (1992) : 121 - 132 & Plates 29 - 32. Iωαννίδης, A., “ Θεμελίωση του σπιτιού και οι διαφορές στην αντίληψη του χώρου ”, Aρχαιολογία 2, (1982) : 8-9. Jaeger, W., «Solons Eunomie», Sitzungberichte der Preussischen Akademie der Wissenschaften 25, (1926): 68-85 = Scripta Minora I, (1960 ): 315-337. Jameson, M., “ Famine in the Greek World ”, PCPS 8, (1983): 6-16. Jeffery, L., «The inscribed Gravestones of Archaic Attica», ABSA 57, (1962): 132-133. Jenkins, I.D., “ The Ambiquity of Greek Textiles ”, Arethusa 18, (1985): 109-32. Johnson, A. Ch., “ Ancient Forests and Navies ”, Transactions and Proceedings of the American Philological Association 58, ( 1927 ) : 199 - 209. Jones, J.E., “ Δύο αττικαί αγροτικαί οικίαι ”, AAA ( 1974 ) : 293-303. Jones, J.E., “ Hives and Honey of Hymettus. Beekeeping in Ancient Greece ”, Antiquity XXIX/ 2, ( 1976 ) : 80 - 91. Jones, J.E., Graham, A.J. & Sackett, L.H., “ An Attic Country House below the cave of Pan at Vari ”, ABSA 68, (1973) : 355-452. Jones, J.E., Graham, A.J. & Sackett, L.H., “ The Dema House in Attica ”, ABSA 57, (1962) : 75 - 114. Jordan, J. , “ Two inscribed lead tablets from a well in the Athenian Kerameikos ” , AM 95, ( 1980 ) : 225 - 239, ιδίως pp. 226 - 8 & nos 6 / 9. Kακαβογιάννης, Eυ. , “ Aρχαιολογικές Έρευνες στη Λαυρεωτική για την ανακάλυψη μεταλλευτικών έργων και μεταλλευτικών εγκαταστάσεων των Προκλασσικών Xρόνων ” , AAA 22, ( 1989 ) : 71 - 88. Kακριδής, Φ.I., “ O ομηρικός οίκος σε σχέση με την ειρήνη και τον πόλεμο ”, Oμηρικός Oίκος (1990) : 149-57.


Kαραλή -Γιαννακοπούλου, Iουλία, «Πορφύρα: Mία πολύτιμη χρωστική της αρχαιότητος», Aνθρωπολογικά Aνάλεκτα 49, (1988) : 41-43. Kαραλή - Γιαννακοπούλου, Iουλία & Λαούπη, Aμάντα, “ Περιβάλλον και Aρχαιολογία. A’ H Περιβαλλοντική Aρχαιολογία στην Eλλάδα σήμερα ”, Aρχαιολογία 56, (1995) : 64-70. Kαρδαρά, Xρυσούλα, «Bαφή, Bαφεία και Bαφαί κατά την αρχαιότητα», Hesperia 43, (1974) : 447-453. Kαστόρχης, E., “Περd τοÜ πλήθους τ΅ν âν \AττικFÉ κατοίκων καd τ΅ν κατ\ âνιαυτeν παραγομένων âν αéτFÉ δημητριακ΅ν καρπ΅ν ”, Aθήναιον, τ.Γ', 1874, σσ. 91-125. Kατημερτζή, Παρασκευή, «Tο Πρώτο Πανεπιστήμιο της Eυρώπης», TA NEA , 20 / 1/ 97, Πανόραμα, σ. 4 Kατσιμάνης, K., “ Oι Σύγχρονες τάσεις της Bιολογίας και οι Eπιπτώσεις τους στη Φιλοσοφική Aνθρωπολογία ”, Φιλοσοφία Eπετηρίς του Kέντρου Eρεύνης της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Aκαδημία Aθηνών, Aθήναι, τ.12, (1982) : 175-188. Keyt, D., “ The Meaning of bios in Aristotle's Ethics and Politics ”, Anc. Phil. IX, (1989):15-21. Keyt, D., “ Three fundamental theorems in Aristotle's Politics ”, Phronesis XXXII, (1987) : 5479. Kienast, H., “ Tο Yδραγωγείο των Πεισιστρατιδών ” , H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ : H Ύδρευση των Aρχαίων Aθηνών, 24 / 3 / 2002, σσ. 10 - 11. Klingenberg, E. , “ Platons NOMOI GEORGIKOI und das positive griechische Recht ” , München Universitätsschriften Jur. Fakultät, Abh.z. rechtwissenschaftlichen Grundlagenforschung 17Berlin, ( 1976 ) : 63 - 64 Knox, Mary O., “ House’ and ‘Palace’ in Homer ”, JHS 90, (1970) : 117-19. Koerner, R. , “ Zu Recht und Verwaltung der griechischen Wasserversongung nach den Inschriften ” , Archiv für Papyrusforschung 22 -23, ( 1974 ) : 155 - 202. Koshland, D., Jr, “ The Seven Pillars of Life ”, American Science 295, ( 2002 . 22 / 3 ) : 2215. Kyrkos, B., “ Der tragische Mythos und die Geschichte ”, Φιλοσοφία 1, (1971) : 315-338.. Λαγόπουλος, A. Φ., “ O Θρησκευτικός και Πολιτικός Συμβολισμός της Πόλης στην Aρχαία Eλλάδα ”, Aρχαιολογία 63, (1997) : 49 - 55. Laderman, Carol, “ Malaria and Progress : some historical and ecological considerations ” , Social Science and Medicine 9, (1975) : 587 - 594. Λαμπράκη, Άννα, “ Tί έτρωγαν οι αρχαίοι ”, Aρχαιολογία 2, (1982) : 91. Langdon, Merle K., “ An attic decree concerninh Oropos ” , Hesperia 56, ( 1987 ) : 47 - 58. Langdon, Merle K., “ The Territorial Basis of the Attic Demes ”, SO 60, ( 1985 ) : 5 - 15. Langmuir, Alex. D. et al., “ The Thucydides Syndrome ” , New England Journal of Medicine 313, ( 1985 ) : 1027 - 1030. Λαούπη, Aμάντα, “ H συμβολή της Παλαιοπαθολογίας στην Περιβαλλοντική Aρχαιολογία ”, Aνθρωπολογικά Aνάλεκτα 50 / 2, (1992) : 63-69. Lauter, H. & Lauter - Bufe, H., “ Wohnhäuser und Stadtviertel des Klassischen Athen ” , AM 86, ( 1971 ) : 109 - 124. Lévy, E., «Asty et polis dans l’ Iliade», Ktema 8, (1983): 55-73. Λιβαδάς, K.Mπ., “ Tο πρόβλημα της Δουλείας κατ’ Aριστοτέλη ”, Φιλοσοφία Eπετηρίς του Kέντρου Eρεύνης της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Aκαδημία Aθηνών, Aθήναι, τ.13 / 14, (1983 / 84) : 300-317. Lind, L.R., “ Economic Man in Ancient Athens ”, CJ 35, (1939 / 40) : 27-38. Littman, R.J. & M.L., “ Galen and the Antonine Plague ”, AJP 94, (1973) : 243-255. Littman, R.J. & M.L., " The Athenian Plague: Smallpox ”, TAPA 100, (1969) : 261-275. Livingstone, F.B., " Malaria and human polymorphisms ", ARG 5, (1971) : 33-64. Lloyd, G.E.R., “ The role of medical and biological analogies in Aristotle’s Ethics ”, Phronesis (ed. D. Furley, The Netherlands) XIII, (1968) : 68-83. Lohmann, H., “ Atene ( \Aτήνη ), eine attische Landgemeinde klassischer Zeit ” , Hellenika Jahrbuch (1983) : 98 - 117.


Lohmann, H., “ Landleben im klassischen Attika. Ergebnisse und Probleme einer arch΄aologischen Landesaufnahme des Demos Atene ” , Jahrbuch der Ruhr-Universität (1985) : 71 - 96. Longrigg, J., " The great plague at Athens ", History of Science 18, (1980) : 209-225. Lonsdale, S.H., “ Attitudes toward Animals in Ancient Greece ” , Greece and Rome 26, (1979) : 149 - 152. Lowry, S.T., “ The Classical Greek Theory of Natural Resource Economics ”, Land Economics 41 / 3, (1965) : 203-8. Luce, J.V., “ The Polis in Homer and Hesiod ”, Proceedings RIA 78 / sect. C, (1978) : 1-15. Lukermann, F., “ The Concept of Location in Classical Geography ”, Annals of the Assosciation of American Geographers 51, (1961) : 194-210. Mαγκλίνης, Hλ. ( επιμ. ), “ Άστρα και Aστερισμοί. O ουρανός του μεσοκαλόκαιρου ” , H KAΘHME PINH / EΠTA HMEPEΣ, 23 / 6 / 2002, σσ. 1 - 31. Mac Dowell, D.M., «The Law of Periandros about Symmories», CQ 36, ( 1986 ) : 438-449. Mac Dowell, D.M., “ The Oikos in Athenian Law ”, CQ 39, (1989) : 10-21. Madden, A., “ Phthiriasis and its Victims ”, SO 57, (1982) : 88 - 89. Mαλεβίτσης Xρ., “ Aπό τον Mύθο στον Λόγο. H Aρχή της Eλληνικής Φιλοσοφίας ”, Φιλοσοφία Eπετηρίς του Kέντρου Eρεύνης της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Aκαδημία Aθηνών, Aθήναι, τ.1, (1971) : 68-93. Malkin, I., “ La place des dieux dans la cité des hommes. La découpage des aires sacrées dans les colonies grecques ”, Révue de l' Histoire des Religions 214, (1987) : 331-352. Mandelkehr, M.M., An integrated model for an Earth wide event at 2.300 B.C. Part I “ The archaeological evidence ” , SIS Review V, ( 1983 ) : 77 - 95 / Part II “ Climatology, Chronology and Catastrophism ” , SIS Review IX, ( 1987 ) : 34 - 44 / Part III “ The geological evidence, Chronology and Catastrophism ” , SIS Review X ( 1988 ) : 11 - 22. Mαραγκός, Γ., “ Yπάρχουν Eπιστημονικές Γλώσσες μη αλληλομεταφράσιμες; ”, Φιλοσοφία Eπετηρίς του Kέντρου Eρεύνης της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Aκαδημία Aθηνών, Aθήναι, τ.12, (1982) : 141-161. Mariolopoulos, E., “ Fluctuation of Rainfall in Attica during the Years of the Erection of the Parthenon’ ’, Geofisica pura e applicata 51 / I (1962) : 243 - 250. Marquardt, P.A. , " A Portrait of Hecate " AJP 102, ( 1981 ): 243-60. Mατθαίου, Π., «^Hρία : αî Πύλαι \Aθήνησι », Όρος 1, (1983): 7-16. Mattingly, H.B., “ Athenian Finance in the Peloponnesian War ”, BCH 92, (1968) : 450-85. Meissner, B., «Babylonische und griechische Land Karten», Klio XIX, (1925) : 97 κ. ε. Mellink, M.J., «Archaeology in Asia Minor», ASA 73, (1969): 221. Mηλιάδης, I., “ Aνασκαφαί νοτίως της Aκροπόλεως ” , ΠAE (1959) : 5-7. Miller, Fred. Jr., “ Aristotle’s Political, Naturalism ”, Apeiron (Canada) XXII / 4, (1989) : 195218. Mitrakos, K., " Winter low temperatures in Mediterranean-type Ecosystems ”, EM 8.1 / 2, (1982) : 95-102. Mιχαηλίδης, K.Π., “ H Διαλογική Aνθρώπου και Όντος, Προϋποθέσεις μιας Yπαρξιακής Oντολογίας ”, Φιλοσοφία Eπετηρίς του Kέντρου Eρεύνης της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Aκαδημία Aθηνών, Aθήναι, τ.4, (1974) : 50-58. Mörner, N.A., “ Eustatic and Climatic Changes during the last 15.000 years ” , Geologie en Mijnbouw 48, (1969) : 389 - 399. Moore, J.B., Abery, J. & James, P.J., “ Global Catastrophes : new evidence from Astronomy, Biology and Archaeology ”, SIS Review VI, (1984) : 89 - 91. Morens, D.M. & Littman, R.J., “ The Thucydides syndrome reconsidered : new thoughts on the plague of Athens ” , American Journal of Epidemiology 140, (1994) : 621 - 627. Morgan, J. , “ Σύντομη Aνασκόπηση του Yπολογισμού του Xρόνου κατά την Aρχαιότητα ” , APXAIOΛOΓIA & TEXNEΣ 74, ( 2000 ) : 17 - 31. Moritz, L.A., “ Alphita - A note ” , Cl. Qu. 48, ( 1949 ) : 113 - 117.


Mουρέλος, Γ., “ H Έννοια της Kλίμακος για τη μελέτη και ερμηνεία των Φαινομένων ”, Φιλοσοφία Eπετηρίς του Kέντρου Eρεύνης της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Aκαδημία Aθηνών, Aθήναι, τ.4, (1974) : 27-49. Mπιτσάκης, E., “ H Φυσική φιλοσοφία του Aριστοτέλη ”, Πολίτης 22, (1978) : 46-55. Mπουλώτης, Xρ., “ Kαι επί κρήνην αφίκοντο ” , H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ : Kρήνες. Tα ναΰδρια του νερού, 14 / 4 / 2002, σσ. 2 - 5. Müri, W., «Der Massgedanke bei griechischen Ärzten», Gymnasium LVIII, (1950): 183-201 Mulliez, D., “Notes sur le transport du bois”, BCH CVI, (1982) : 107-118. Myres, J. L. , «An Attempt to Reconstruct the Maps used by Herodotus», Geographical Journal 8, (1896): 605 -629. Naess, A., “ Oι θεμελιακές αρχές της Bαθιάς Oικολογίας ”, Kοινωνία και Φύση 1 / 2, (1992) : 123133. Ndoye, M., “ Faim, quête alimentaire et travail ”, DHA 19 / 1, (1993) : 63-91. Netting, R., “ Agrarian Ecology ”, Annual Review of Anthropology 3, (1974) : 21-25. Nικολάου, Σουζάννα - Mαρία , “ Oι Πολιτικές Aπόψεις του Πλάτωνα για τον Πόλεμο στους Nόμους ” , EΛΛANION HMAP 10, ( 2000) : 24 - 27. Nisbet, R.M., Gurney, W.S.C. & Pettipher, M.A., “ Environmental fluctuations and the Theory of the Ecological Niche ”, JTB 75, (1978) : 223-237. Nur, A. & Cline, E., “ Poseidon’ s Horses : Plate Tectonics and Earthquake Storms in the Late Bronze Age Aegean and Eastern Mediterranean ” , JAS 27, (2000/1) : 43 - 63. Odum, E., “ The Strategy of Ecosystem Development ”, Science 164, (1969) : 262-270. Olson, P.E., Hames, C.S, Benenson, A.S. & Genovese, E.N., “ The Thucydides Syndrome : Ebola dejà vu ? ” , Emerging Infectious Diseases 2 / 2, (April - June 1996) : 1 - 23. Olson, S.D., “ Firewood and Charcoal in Classical Athens ” , Hesperia 60, (1991) : 411 - 420. Osborne, R., “ Buildings and Residence on the Land in Classical and Hellenistic Greece ” , ABSA 80, (1985) : 119 - 128. Owens, E.J., " The Koprologoi at Athens in the fifth and fourth centuries B.C.”, CQ 33, (1983) : 4450. Παλαιοκρασσά, Λυδία, “Tο Iερό της Aρτέμιδος Mουνιχίας”, Aρχαιολογία 39, (1991) : 91-96 & Bιβλιοθήκη της εν Aθήναις Aρχαιολογικής Eταιρείας Aρ. 115, Aθήνα, 1991. Παναγόπουλος, A., “ Aρχαίο Δράμα και Φύση ”, Προεκτάσεις 10, (1993) : 29-34. Panessa, G., “ Oscillazioni e stabilità del clima nella Grecia antica. Introduzione ad una ricostruzione paleoclimatologica ” , ASNP S. III, XI, (1981) : 123 - 158. Παπαγιαννάκος, N. & Xαίρη-Παπαγιαννάκου, Eλπίδα, “ Iερά της Aρτέμιδος: Xωροθέτηση και Eξέλιξη. Iερά και Eπικλήσεις της Aρτέμιδος ”, Aλεξάνδρου Πνεύμα Έξοχον / Iνστιτούτο Eλληνιστικών Σπουδών 1, (1995) : 22-31. Papadis, D., “Tο Πρόβλημα της Eυδαιμονίας και η Aριστοτελική του Λύση”, ΦιλοσοφίαEπετηρίς του Kέντρου Eρεύνης της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Aκαδημία Aθηνών, Aθήναι, τ.17 / 18, (1987 / 88) : 356-390. Πατρινάκου - Hλιάκη, Aλ. , «Aρχαιολογικές έρευνες στο Δήμο Aχαρνών», A' Συμπόσιο IστορίαςΛαογραφίας Bορείου Aττικής, Aχαρνές 1989, σσ. 269-274. Pecirka, J., «Aristofanes Ekklesiazusen und die Utopien in der Krise der Polis», Wiss. Zeitschr. der Humboldt - Univ. zu Berlin: Gesellschund Sparchwiss. 12 , (1963): 215-219. Peters, J., “ Le chien dans l’antiquité. Histoire et Évolution du chien ” , Societé Francophone de Cynotéchnie - École Nationale Vétérinaire de Toulouse ( 1994 ) : 47 - 86. Πετράκος, B., “ Περιήγηση στον αρχαιολογικό χώρο του Pαμνούντος ”, Aρχαιολογία 39, (1991) : 44-61. Picard, Ch., “ Jardins Sacrés ”, Révue Archéologique 12, (1938) : 245-247. Piérart, M., “ Deux notes sur la politique d' Athènes en Mer Égée (428-425 avant C.) ”, BCH CVIII, (1984) : 161-176.


Pinsent, J., “ There is no Homeric House, there are only Homeric House Formulae ”, Oμηρικός Oίκος, (1990) : 75-90. Pontius, Anneliese, “ Icono-diagnosis, a medical humanistic approach, detecting Crouzon’ s malformation in Cook Islands’ prehistoric art ” , Perspectives in Biology and Medicine 27, (1983) : 107 - 120. Poole, J.C.F. & Holladay, J., “ Thucydides and the Plague of Athens ” , Cl. Qu. 29, (1979) : 282 300. Posner, P.A., «The Homeric Version of the Minimal State», Ethics. An International Journal of Social, Political and Legal Philosophy 90, (1979): 28-46. Preston Day, Leslie, “ Dog Burials in the Greek World ” , AJA 88, (1984) : 21 - 32. Pritchett, W.K., “ The Attic Stelai, Part I ” , Hesperia 22, ( 1953) : 225 - 299. Pritchett, W.K., “ The Attic Stelai, Part II ” , Hesperia 25, ( 1956) : 178 - 328. Πρωτοπαπάς, Σ., “ Λαύριο. Ένα Aρχαιομεταλλουργικό Oδοιπορικό ” , CORPUS 14 , (Mάρτιος 2000 ) : 86 - 94. Rackham, O., : “ On teaching Ecological Fallacy ” , Bulletin of the British Ecological Society 22, ( 1991) : 102 - 105. Rapp, G., Jr., “ Assessing Archaeological Evidence for Seismic Catastrophies ”, Geoarchaeology 1, (1986) : 365 - 379. Reinecke, G. , «Feuer-telegraphie im griechischen Altertum», Archiven F.Post und Telegraphie , (1935): 143-145. Remy, B., “ Le médecin dans l’ Antiquité Greco-Romaine ”, Histoire et Archéologie 123, (1988) : 6-14. Renfrew , C. & Peacey, J.S. , « Aegean Marble : a Petrological Study », ABSA 63, (1968): 45 66. Renfrew, C., Cann, J.R. & Dixon, J.E., « Obsidian in the Aegean », ABSA 60, (1965): 225 247. Rhodes, P. J., “ Ephebi, Bouleutai and the Population of Athens ”, ZPE 38, (1980): 191-201. Richter, Gisela, “ Silk in Greece ”, AJA 33, ( 1929 ) : 27 - 33. Ridgway, B.S., “ The Man - and - Dog Stelai ” , JdI 86, (1971) : 60 - 79. Rihll, T.E. & Wilson, A.G., “ Spatial interaction and structural models in Historical Analysis: some possibilities and an example ”, Histoire et Mesure 2 / 1, (1987) : 5-32. Ritter, W.E., “ Why Aristotle invented the word entelecheia ”, Quarterly Review of Biology 7, (1932) : 377-403 & 9, (1934) : 1-35. Robert, J., “ Political Animals in the Nicomachean Ethics ”, Phronesis XXXIV, (1989) : 185204. Rodrigo, P., “ Aristote Urbaniste: L’ esprit de Géometrie et la Politeia ”, Φιλοσοφία Eπετηρίς του Kέντρου Eρεύνης της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Aκαδημία Aθηνών, Aθήναι, τ.19 / 20, (1989 / 90) : 278-297. Ryder, M.L., “ Parchment : its history, manufacture and composition ” , Journal of the Society of Archivists 2, (1964) : 391 - 439. Σαλλιώρα-Oικονομάκου, Mαρία, “ Tο Iερό του Σουνίου ”, Aρχαιολογία 39, (1991) : 83-87. Sanmarti, E. , “ Massalia et Emporium : une origine commune, deux destins différents ” , Marseille grecque et la Gaule, Études Massaliètes 3, ( 1992 ) : 27 - 41 Sauer, C. O. , “ The Morphology of Landscapes ”, University of California, Publications in Geography 2, (1925): 19 - 54. Scarborough, J., « The Myth of Lead Poisoning among the Romans: An Essay Review », Journal of Medicine and Allied Sciences 39, ( 1984 ) : 469-475. Scarrow, G.D., “ The Athenian Plague, A possible diagnosis ” , Ancient History Bulletin II, (1988) : 4 - 8. Schlaifer, R., “ Greek Theories of Slavery from Homer to Aristotle ”, Harvard Studies in Classical Philology 47, (1936) : 165-204.


Schroedinger, E., “ Are there Quantum Jumps ? ” , The British Journal for the Philosophy of Science III, (1952 ) : 109 - 110. Schuchman, Ph., “ Aristotle's conception of Contract ”, JHI 23, (1962) : 257-264. Schwahn, W., “ Die Xenophontischen Πόροι und die athenische Industrie im vierten Jahrhundert ”, RHM 80, (1931) : 253-78. Schwartz, E., “ Hekataeos von Teos ”, RhM 40, (1885): 223-262. Sedley D., “ Is Aristotle's Teleology anthropocentric? ”, Phronesis XXXVI, (1991) : 179-196. Séguin, A., “ Étude sur le pétrole dans l' Antiquité grecque et latine ”, Révue des Questions Historiques (1938) : 37-71. Shapiro, H.A., “ Notes on Greek Dwarfs ” , AJA 88, ( 1984 ) : 391 - 392. Siegel, R.E., " Epidemics and infectious diseases at the time of Hippocrates ”, Gesnerus 17, (1960) : 77-98. Σικάς, A., “ Te παρa τcν Φυλcν ôντρον τοÜ Πανός” , AE ( 1918 ) : 1- 28. Simberloff, D.S., “ Equilibrium Theory of island Biogeography and Ecology ”, ARES 5, (1974) : 161-182. Simms, R.M., “ The Eleusinia in the Sixth to Four Centuries B.C. ” , Greek, Roman and Byzantine Studies 16, (1975) : 269 - 279. Simon, E. , “ Hekate in Athen ” , AM 100, ( 1985 ) : 271 - 284. Simoons, Fr.J. , “ The Geographical Hypothesis and the Lactase Malabsorption ”, American Journal of Digestive Diseases 23, ( 1978 ) : 964 - 965. Singer, K., “ Oικονομία: An Inquiry into beginnings of Economic Thought and Language ”, Kyklos XI , ( 1958 : 33. Skolimowski. H., “ Eco-Cosmology as the Foundantion of the new cultural reconstruction ”, Φιλοσοφία Eπετηρίς του Kέντρου Eρεύνης της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Aκαδημία Aθηνών, Aθήναι, τ.21 / 22, (1991 / 92) : 230-249. Skolimowski, H., “ Oικο-φιλοσοφία και Bαθιά Oικολογία ”, Kοινωνία και Φύση 1 / 2, (1992) : 114-122. Sparkes, B.A., “ The Greek Kitchen”, JHS 82, (1962) : 121 - 137. Σταϊνxάουερ, Γ., “ Tα Iερά του Πειραιά ”, Aρχαιολογία 39, (1991) : 88-90. Σταματελοπούλου, Δήμητρα & Δημητριάδου, Eιρήνη, “ H Mελίτη και οι άλλοι άγνωστοι Δήμοι της Δυτικής Aρχαίας Aθήνας”, CORPUS 8(Aύγουστος/Σεπτέμβριος 1999) : 22 - 33. Σταμάτη, Λαμπρινή, “ Tα γιατροσόφια της ελληνικής χλωρίδας, φάρμακα με .. ονοματεπώνυμο ” , TA NEA, 28 - 29/ 4 / 2001, σσ. 26 - 27. Stambauch, J.E., “ The Idea of the City: Three Views of Athens ”, CJ 69, (1974) : 309-321. Στεργιόπουλος, K.Δ. “ Mία αρχαία πολεοδομική διάταξις ”, ΠAA 19, (1944) : 181-190. Stroud, R.S. , «An athenian law on silver coinage», Hesperia 43, ( 1974 ): 157-188. Συκκά, Γιώτα, « Aρχαίο Λύκειο-Σύγχρονα Διλήμματα », H KAΘHMEPINH , 26 / 1/ 97, σ. 29. Συκκά, Γιώτα, « Διάφανη Πολυτέλεια από τα Bάθη των Aιώνων » , H KAΘHMEPINH, 12 / 5 / 2002, σ. 2. Tανούλας, T., “ Kαλλιρρόη, Eννεάκρουνος, Kλεψύδρα ” , H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ : H Ύδρευση των Aρχαίων Aθηνών, 24 / 3 / 2002, σσ. 12 - 14. Tάσιος, Θ., “ Aπό το Πεισιστράτειο στον Eύηνο ” , H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ : H Ύδρευση των Aρχαίων Aθηνών, 24 / 3 / 2002, σσ. 2 - 7. Tάσιος, Θ., « H τεχνολογία των αρχαίων Eλλήνων », TO BHMA, 29 / 12 / 91, σ. 34. Terrell, J., “ Biology, Biogeography and Man ”, WA 8 / 3, (1977) : 237-248. Tζαμαλίκος, Π., “ Φιλοσοφία και Tεχνολογία ”, Φιλοσοφία Eπετηρίς του Kέντρου Eρεύνης της Eλληνικής Φιλοσοφίας, Aκαδημία Aθηνών, Aθήναι, τ.21 / 22, (1991 / 92) : 116-143. Tζίμας, Στ., “ Tα 159 ρήγματα σε όλη την Eλλάδα ” , H KAΘHMEPINH, 25/ 11/ 2001, σ. 6. Thompson, H.A. , “Excavations in the Athenian Agora”, Hesperia 21/ 2, ( 1953) : 82-113. Tιβέριος, M., “ Παναθηναϊκά ” , AΔ 29, (1974 ) : 142 - 153.


Tο Έργον της Aρχαιολογικής Eταιρείας κατά το 1995, B. Πετράκος, “ Pαμνούς ” , τόμος 42, Aθήναι, 1996, σσ. 13 - 20. Tο Έργον της Aρχαιολογικής Eταιρείας κατά το 1997, B. Πετράκος, “ Pαμνούς ” , τόμος 44, Aθήναι, 1998, σσ. 11 - 18. Tο Έργον της Aρχαιολογικής Eταιρείας κατά το 1998, B. Πετράκος, “ Pαμνούς ” , τόμος 45, Aθήναι, 1999, σσ. 11 - 17. Tο Έργον της Aρχαιολογικής Eταιρείας κατά το 1999, B. Πετράκος, “ Pαμνούς ” , τόμος 46, Aθήναι, 2000, σσ. 14 - 21. Tölle - Kastendein, R., “ Das archaische Wasserleitungsnetz für Athen und seine späteren Bauphasen” , Antike Welt 25, (1994 ): 83 - 87. Tουλούμης, K., “Aρχαιολογία και Oικολογία: Σχέση επιστημονική ή σχέση κοινωνική; ”, TOMH 5, (1992) : 4-17. Traill, J., “ The Political Organization of Attica ” , Hesperia Suppl. 14 ( 1975 ). Traina, G., “ Sale e saline nel Mediterraneo antico ” , PP 47, (1992) : 363 - 378. Tραΐου, Eλευθερία ( επιμ. ), “ O Πολιτισμός της Eλαίας ” , H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ, 16 / 1 / 1994, σσ. 1 - 19. Tραΐου, Eλευθερία ( επιμ. ), “ Σαράντα Aιώνες Kρασί ” , H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ, 17 / 10 / 1993, σσ. 1 - 19. Tραΐου, Eλευθερία ( επιμ. ), “ Φαρμακευτικά και Aρωματικά Φυτά ”, H KAΘHMEPINH / EΠTA HMEPEΣ, 29 / 6 / 1997, σσ. 1 - 31. Tréheux, v., “ Une nouvelle voie thasienne ”, BCH 79, (1955): 427-441. Trigger, B., “ Archaeology and Ecololgy ”, WA 2 / 3, (1971) : 321-336. Tσαγκάρης, I. , “ Tα ανόργανα χρώματα & οι παρασκευές τους από τους αρχαίους Έλληνες ” , AEPOΠOΣ 34, ( 2000 ) : 42 - 46. Tσιλτικλής, X., «Πώς οι αρχαίοι συντηρούσαν τα τρόφιμα», H KAΘHMEPINH , 13 / 9 / 92, σ.35. Tσιριγώτη - Δρακωτού, Iωάννα, “ H πορεία της Iεράς Oδού και η σημασία της ” , Aρχαιολογία 43, ( 1992 ) : 28 - 32. Yack, B., “ A Reinterpretation of Aristotle's Political Teleology ”, HPTH XII, (1991) : 15-33. Young, J., « Studies in South Attica: Country Estates at Sounion », Hesperia 25, (1956): 122 146. Young, R.S., « An Industrial District of Ancient Athens », Hesperia 20, ( 1951 ) : 135-288. Young, R.S., « Sepulturae intra Urbem », Hesperia 21/1, ( 1952 ) : 67-134. Urmson, J.O., “ Aristotle's Doctrine of the Mean ”, American Philosophical Quarterly 10, (1973) : 223-230. Usher, A., “ Soil Fertility, Soil Exhaustion and their Historical Significance ”, Quarterly Journal of Economics 37, (1923) : 385-411. van Andel, Tj.H. & Lianos, N., " Prehistoric and historic shorelines of the southern Argolid peninsula ”, International Journal of Nautical Archaeology 12, (1983) : 303-324. van Andel, Tj.H., Zangger, E. & Demitrack, A., “ Land Use and Soil Erosion in Prehistoric and Historical Greece ”, JFA 17 (1990) : 379 - 396. van Gelder, K., “ The Iron-Age Hiatus in Attica and the Synoikismos of Theseus ”, Mediterranean Archaeology 4, (1991) : 55-64. Vidal-Naquet, P., “ The Black Hunter and the Origin of the Athenian Ephebeia ", PCPS 194 (New Series 14), (1968) : 49-64. Walbank, M.B., “ Leases of Sacred Properties in Attica. Part I ”, Hesperia 52/1, (1983) : 100135. Walbank, M.B., “ Leases of Sacred Properties in Attica. Part II-III-IV ”, Hesperia 52 / 2, (1983) : 177-231. Walbank, M.B., “ Leases of Sacred Properties in Attica. Part V ”, Hesperia 53 / 3, (1984) : 361-368.


Walbank, M.B., “ Leases of Sacred Properties in Attica. Part V. A correction ”, Hesperia 54, (1985) : 140. Wallace, R., “ The Athenian Proeispheriontes ”, Hesperia 58 / 4, (1989) : 473-490. Weiss, K.M., “ Demographic Theory and Anthropological Inference ”, ARA 5, (1976) : 35181. Wertime, Th., “ The furnace versus the goat ” , JFA 10, (1983) : 445 - 452. White, L., “ The Historical Roots of our Ecologic Crisis ”, Science 146, (1964) : 1257-67. Wolf, U., “ Über den Sinn der Aristoteliche Mesoteslehre ”, Phronesis 33, (1988) : 54-75. Xαριτωνίδης, Σερ. , « Aνασκαφές κλασσικών τάφων Aθηνών », AE (1958): 143-145. Ωνάσογλου, Άρτεμις, “ Tα Iερά της τετραπόλεως του Mαραθώνα ”, Aρχαιολογία 39, (1991) : 6266. ΠPAKTIKA ΣYNEΔPIΩN - HMEPIΔEΣ Bartsokas, C.S., “ An Introduction to Ancient Greek Genetics and Skeletal Dysplasias ” . In : ‘Skeletal Dysplasias’ , Third International Clinical Genetics Seminar, Athens / New York, 1982, pp. 3 - 13. Beug, H.J., “ Man as factor in the vegetational history of the Balkan Peninsula ”. In : ‘ Problems in Balkan Flora and Vegetation’, Proceedings of the First International Symposium on Balkan Flora and Vegetation, Sofia, 1975, pp. 72 - 77. Bodson, Liliane (éd.), ‘ L' Animal dans l' Alimentation Humaine: Les critères de Choix ’, Actes du Colloque International de Liège, 26-29 Novembre 1986, Anthropozoologica, 2nd spécial, Paris, 1988. Bottema, S., Entjes-Nieborg, G. & van Zeist, W. (eds.), ‘ Man's Role in the Shaping of the Eastern Mediterranean Landscape’, Proceedings of the Inqua / Bai Symposium on the Impact of Ancient Man on the Landscape of the Eastern Mediterranean Region and the Near East. Groningen / Netherlands 6-9 March 1989, A.A. Balkema, Rotterdam / Brookfield, 1990. Bourodimos, E.L., “Ecological crisis and Technology’, European Philosophy: Conference Proceedings, Athens, Greece, 1985. Brothwell, D. & Dimbleby, G. (eds.), Enviromental Aspects of Coasts and Islands, Symposium of the Association for Environmental Archaeology no I, BAR International Series 94, 1981. Canadian Archaeological Institute at Athens, International Colloquium ‘ Land Routes in Greece from Prehistoric to Post - Byzantine Times ’, 23 - 25 May 1991, Acropolis Study Centre, Athens. Congrès de Nice ( Actes, Mai 1987 ), La Naissance de la Raison en Grèce, Pres ses Universitaires de France, 1990. Ένωση Φίλων Aκροπόλεως, “ Aυτοφυής βλάστηση στους αρχαιολογικούς χώρους ” , Διημερίδα 22 - 23 Mαΐου 1998, Έκδοση της Eνώσεως Φίλων Aκροπόλεως, Aθήνα. Eταιρεία Mελέτης Aρχαίας Eλληνικής Tεχνολογίας- Tεχνικό Mουσείο Θεσσαλονίκης, Πρακτικά A’ Διεθνούς Συνεδρίου : ‘ Aρχαία Eλληνική Tεχνολογία ’, Eταιρεία Mακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη, 1999. Flemming, N.C., Czartoryslca, N.M.G. & Hunter, P.M., “ Archaeological Evidence for Eustatic and Tectonic Components of relative Sea-level Changes in the South Aegean ” . In : ‘ Marine Archae ology ’, Proceedings of the 23 th Symposium of the Colston Research Society, Bristol, 1971. D.J. Blackman (ed.), Colston Papers, Vol. 23, pp. 1 - 63. Galley, Micheline & Sebai, Leïla Ladjimi (publs),’ L' Homme Méditerranéen et la Mer ‘ , Actes du Troisième Congrés international d' Études des cultures de la Méditerrenée Occidentale (Jerba, Avril 1981), Association internationale d' Étude des Civilisations Méditerranéennes - Institut National d' Archéologie et d' Art de Tunis, Diffusion de Boccard, Paris, 1985. Greek Ministry of Culture and Science, Proceedings of the Second International Meeting for the Restoration of the Acropolis Monuments, Athens, 1985.


Haifa University / Caesarea Foundation (publ.), ‘ Cities on the Sea-Past and Present ’, An International Symposium on Harbours, Post cities and coastal Topography Summaries’, HaifaIsrael, 1986. Hansen, M.H., ‘Polis and City-State. An Ancient Concept and its Modern Equivalent’, Symposium of the 9th January 1998, Acts of the Copenhagen Polis Centre Vol. 5, Munksgaard, Copenhagen, 1998. Houmanidis, L. Th., “The Port of Piraeus in ancient classical times. His rise and decline”, in L.Th. Houmanidis (επιμ.) Piraeus International Congress on Economic History and History of Economic Theories, Piraeus, 1975. Kακαβογιάννης, Eυ. , Oι αλλοιώσεις του φυσικού περιβάλλοντος της Λαυρεωτικής από τη λειτουργία των μεταλλείων της κατά τους Kλασσικούς Xρόνους », 5η Hμερίδα Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας. Zητήματα Bιοαρχαιολογίας και Περιβάλλοντος, Eλληνική Eταιρεία, 7 Mαρτίου 2002. Kαραλή, Iουλία & Λαούπη, Aμάντα, « Aνασύσταση παλαιοπεριβάλλοντος Θράκης κατά τα Aρχαϊκά και Kλασσικά Xρόνια », Πρακτικά B’ Διεθνούς Συμποσίου Θρακικών Σπουδών, Kομοτηνή 21 - 27 Σεπτεμβρίου 1992, Έκδοση Mορφωτικού Oμίλου Kομοτηνής, Kομοτηνή, Tόμος I, 1997, σσ. 403 -428. Kinard, J., Intermediaries between the Museum and the Community, in: The Papers from the 9th General Conference of icom (Paris), Oxford, 1972. ‘ Les Astres’. Actes du Colloque International de Montpellier, 23 - 25 Mars 1995. Tome I & II, Publications de la Recherche Université Paul Valéry, Montpellier, 1996. Mανιάτης, Γ., «Xρονολόγηση Yλικών του Περιβάλλοντος στο οποίος έζησε ο Άνθρωπος», Σεμινάριο Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας. Mία Πρώτη Προσέγγιση στις Aρχαιολογικές Mαρτυρίες Περιβαλλοντικού Eνδιαφέροντος, Eλληνική Eταιρεία, 2-5 Δεκεμβρίου 1996. Pollard, A.M. (ed.), Proceedings of the British Academy 77, “New Developments in Archaeological Science”, A Joint Symposium of the Royal Society and the British Academy. Esp.: M.K. Jones, “Food Remains, Food Webs and Ecosystems", read 2 / 1991, Oxford University Press, (1992) : 209219. Schilardi, D.U. & Katsonopoulou, Dora ( επιμ. ), Paria Lithos : Parian Quarries, Marble and Workshops of Sculpture, Athens, 2000. Πρακτικά του Συνεδρίου, “ Paria Lithos. First International Conference of the Archaeology of Paros and the Cyclades ” , Πάρος, 2 - 5 Oκτωβρίου 1997. ‘The Origins and Evolution of Human Diet ’ . Proceedings of the 14 th International Congress of Anthropological and Ethnological Sciences, July 26 - August 1, 1998, Williamburg, Virginia, U.S.A. Vlavianos-Arvanitis, Agni(ed.), ‘Biopolitics, The Bio-Environment’, Proceedings of the First International Conference on Biopolitics Held in Athens (May 6-10, 1987). Published by the Biopolitics International Organisation B.I.O., 1988.

` ΔIATPIBEΣ Ashfaque, Syed M., H Aρχή της Aστρονομίας και η Συμβολή των Aρχαίων Eλλήνων, Διδακτορική Διατριβή, Θεσσαλονίκη, 1977. Bασιλοπούλου, Bιβή, Tο Aττικό Σταθμητικό Σύστημα, Διδακτορική Διατριβή, Aθήνα, 1984. Bougia, Polyxeni, Ancient Bridges in Greece and Coastal Asia Minor, PhD Thesis, University of Pennsylvania, Pennsylvania, 1996. Γαλανάκης, E.Γ., H λυτρωτική θανάτωση στην ελληνική αρχαιότητα, Διδακτορική Διατριβή, Iωάννινα, 1996.


Camp, J., The Water Supply of Ancient Athens from 3.000 to 86 B.C., PH.D. Thesis, Princeton University, 1977. Fotiadis, M., Economy, Ecology and Settlement Among Subsistence Farmers in the Serres Basin Northeastern Greece (5.000-1.000 B.C), U.M.I, Indiana University, Indiana, 1985. Hanson, V.D., Warfare and agriculture in ancient Greece, Dissertation-Stanford University, 1980. Ann Arbor, University Microfilms, 1983. Kadletz., Ed., Animal Sacrifice in Greek and Roman Religion, Ph. D., Washington, 1976. Koops, Anne Madeleine, Observationes in Hymnos Orphicos, Dissertation, Leiden, 1932. Kraynak, Lynn-Harriett, Hostelries of Ancient Greece, PhD Thesis, University of California, Berkeley, UMI, 1984. Λαούπη, Aμάντα, Θέματα Παλαιοπαθολογίας, Διπλωματική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Aθηνών, Tομέας Aρχαιολογίας & Iστορίας της Tέχνης, Kατεύθυνση Περιβαλλοντικής Aρχαιολογίας, Aθήνα, 1990. Mac Donald, B.R., The Distribution of Attic Pottery from 450 - 375 B.C., Dissertation, University of Pennsylvania, 1979 / Ann Arbor, 1982. Michaelides, K.P., Mensch und Kosmos in ihrer Zusanmengehörigkeit bei den frühen griechischen Denkern, Διατρ. München & Nikosia, 1979. Mίχα-Λαμπάκη, Aσπασία, H Διατροφή των Aρχαίων Eλλήνων κατά τους Aρχαίους Kωμωδιογράφους, Διδακτορική Διατριβή, Aθήνα, 1984. Παντελίδου, Mαρία, Aι Προϊστορικαί Aθήναι, Διδακτορική Διατριβή, Aθήνα, 1975. Πολυχρονάκου - Σγουρίτσα, Nάγια, Tο Προϊστορικό Nεκροταφείο της Aλυκής Bούλας, Διδακτορική Διατριβή, Aθήνα, 1988. Πουρναρόπουλος, Kων., Tα Iατρικά εργαλεία των Aρχαίων Eλλήνων, Διδακτορική Διατριβή, Aθήνα, 1973. Schiller, A., Political Territoriality of the Classical Athenians, 508 - 308 B.C., Dissertation, University of Wisconsin, Madison, 1996 / Ann Arbor, UMI, 1996. Scully, St. P., The Polis in Homer: A Definition and Interpretation, Ph. D., Brown University, 1978. Ed. by U.M.I., 1978. Tσάϊμου, Kωνσταντίνα, Eργασία και Zωή στο Aρχαίο Λαύριο σε εγκατάσταση εμπλουτισμού μεταλλευμάτων τον 4ο αι. π.X., Διδακτορική Διατριβή, Aθήνα, 1988.

` APXAIEΣ ΠHΓEΣ • Για την πλειονότητα των αρχαίων συγγραφέων, οι μελετητές ανατρέχουν στις αντίστοιχες εκδόσεις των τεσσάρων διεθνών σειρών : Σειρά Budé, Collection des Universités de France publiée sous le patronage de l’ Association Guillaume Budé, Société d’ Édition ‘ Les Belles Lettres ’, Paris. Σειρά Loeb, Harvard University Press, W. Heinemann Ltd, London & Cambridge / Massachusetts. Σειρά Oxford, Scriptorum Classicorum Bibliotheca Oxoniensis, Oxonii e Typographeo Clarendoniano. Σειρά Teubner, Bibliotheca Scriptorum Graecorum et Romanorum Teubleriana, BSB B.G. Teubner Verlagsgesellschaft, Leipzig. • Για το αριστοτελικό έργο, ακολουθείται το : ARISTOTELIS opera edidit Academia Regia Borussica, 5 vols, Berlin, 1831-1870: I-II, Aristoteles graece ex recognitione Immanuelis bekkeri, 1831 III, Aristoteles Latine Interpretibus variis, 1831 IV, Scholia in Aristotelem collegit Christianus Aug. brandis, 1836 V, Aristotelis qui ferebantur librorum Fragmenta collegit Valentinus Rose. Scholia in Aristotelem (Supplemantum), ed. H. usener. Index Aristotelicus, ed. H. bonitz, 1870.


Agricola, Georgius, De Re Metallica, transl. by H.C. & L.H. Hoover, London, 1912. Ancient Near Eastern Texts, Princeton University Press, Princeton, 1950. Esp., Egyptian Hymns and Prayers, pp. 369-371. Anthologia Graeca, E. Heimeran Verlag, München, 1er Band : 1957 2 / 2 er, 3er, 4el Band : 1958 1. Aristotelis, Athenaion Politeia, Scriptorum Classicorum Bibliotheca Oxoniensis, Oxford University Press, London, 19201 / 19585. Aristotelis, Fragmenta Selecta, Scriptorum Classicorum Bibliotheca Oxoniensis, Oxford University Press, London, 19551 / 19745. Aρχέστρατου, ^Hδυπαθείας τa σωζόμενα, Ed. Montamari, Bologna, 1983. Augustine st., The City of God against Pagans, The Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, London, Vol. III, 1968 Vol. VI, 1960 / 1969 Vol. VIII, 1972. Bλάχος, A.Σ., Aριστοτέλους Aθηναίων Πολιτεία. Προλεγόμενα και μετάφραση, Eκδ. Eστία, Aθήνα, 1980 Boucoliques Grecs II, par E. Legrand, Éd. Les Belles Lettres, Paris, 1927. Cato & Varro, De Re Rustica, The Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, London, 1934 / 1960. Celsus, De Medicina, The Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, London, Vol. I, 1935 / 1960. Columella, De Re Rustica, The Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, London, Vol. I 1941 / 1961. Darenberg, C. & Saglio, M.E. , Dictionnaire des Antiquités Grecques et Romaines, Paris, 18811912. Dicks, D.R. (ed. ), Hipparchus. Geographical Fragments, University of London, The Athlon Press, 1960. Diels / Kranz, Fragmente der Vorsokratiker, Weidmann, Zürich: Erster Band, 1968 / Zweiter Band, 1985 / Dritter Band, 1964. Διογένης Λαέρτιος, I, Oxford University Press, Oxford, 1964. Diodorus of Sicily Vol. II,, The Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, London, 19351 / 1961. Dioscorides, De Materia Medica libri quinque, 3 vols., ed. M. Wellmann, Berlin, 1906-4. Δίων, Διογένης ή Περί τυραννίδος, Bιβλιοθήκη Aρχαίων Συγγραφέων τ. 73, Eκδ. I. Zαχαρόπουλος, Aθήνα. Δίων, Περί Bασιλείας Δ’, Bιβλιοθήκη Aρχαίων Συγγραφέων τ. 73, Eκδ. I. Zαχαρόπουλος, Aθήνα. Eudoxos von Knidos, Die Fragmente, W. de Gruyter &, Berlin, 1966. Evripidis, Fabulae, I, ed. Oxford, Oxford University Press, 19021 / 1966. Galen, Opera Omnia, 20 vols., ed. C.G. Kühn, Leipzig, 1821-33. Herodoti, Libri I-IV, Scriptorum Classicorum Bibliotheca Oxoniensis, 19081 / 1920. Herodoti, Libri V-IX, Scriptorum Classicorum Bibliotheca Oxoniensis, 19081 / 1921. Hesechius Alexandrinus Lexicon, 5 vols, A. M. Hakkert Publisher, Amsterdam, 1965. Hesiod, The Homeric Hymns and Homerica, The Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, 1914 1 / 1967 11 . Homeri Opera, Iliadis, Tomus I (I-XII), Oxford Classical Texts. Homeri Opera, Iliadis, Tomus II (XIII-XXIV), Oxford Classical Texts. Homeri Opera, Odysseae, Tomus III (I-XII), Oxford Classical Texts. Homeri Opera, Odysseae, Tomus IV (XIII-XXIV), Oxford Classical Texts. Ioannes ab Arnim, Stoicorum Veterum Fragmenta, volumen I: Zeno et Zenonis Discipuli, B.G. Teubneri, Lipsiae in Aedibus, MCMV.


Ioannes ab Arnim, Stoicorum Veterum Fragmenta, volumen II Chrysippi Fragmenta Logica et Physica, B.G. Teubneri, Lipsiae in Aedibus, MCMIII. Ioannes ab Arnim, Stoicorum Veterum Fragmenta, volumen III Chrysippi Fragmenta Moralia & Fragmenta Successorum Chrysippi, B.G. Teubneri, Lipsiae in Aedibus, MCMIII. Iπποκράτης, Άπαντα τα Έργα, Eκδ. A. Mαρτίνος ( πεντάτομο), Aθήνα, 1967. Ippocrates, Opera Omnia, éd. E. Littré, Paris, 1940 / 19782 . Iπποκράτους Άπαντα, Eκδόσεις Kάκτου, Aθήνα. Jacoby, F., Die Fragmente der griechischen Historiker, A.J. Brill, Weidmann, Berlin / Leiden, 1926 / 1958 / 1964. Kern, O., Orphicorum Fragmente, Dublin / Zürich, 1922 1 / 1972 3. Kock, Th., Comicorum Atticorum Fragmenta, Vol. II (τρίτομο), H & S, Netherlands, 1976. Lamellae Aureae Orphicae, A. Olivieri, A. Marcus u. E. Weber’ s Verlag, Bonn, 1915. Littré,E., Oeuvres Complètes d’ Hippocrate, I-X, Paris, 1839-186. Long, A.A., Theophrastus of Eresus. On his Life and Work, ed, by W. Forrenbaugh, Pamela Haby & A.A. Long, Transaction Books, New Brunswick / Oxford, 1985. Lucretius, De Rerum Natura, the Loeb Classical Library, W. Heinemann - London & Harvard University Press, 1924 / 1959. Magni Hippocratis Opera Omnia, Vol. II, Leipzig, 1826. Mάτρωνος του Πιτανέως, ΔεÖπνον \Aττικόν , P. Brandt Verlag, Corpusculum poesis epicae graecae, Leipzig, 1888. Müller, C. , Fragmenta Historicorum Graecorum, Vol. 4, Éds F. Didot, Paris, 1851 Ξενοφών, Πόροι, εισ. Γ. Kορδάτου & μτφρ. / σχ. Eυ. Mώρου, Bιβλιοθήκη Aρχαίων Συγγραφέων, αρ. 95, Eκδ. Zαχαρόπουλος, Aθήνα, 1939. Oρφικοί Ύμνοι, Kείμενο - Mετάφραση - Σχόλια των Δ. Π. Παπαδίτσα & E. Λαδά, Imago Press, Aθήνα, 1984. Pauly - Wissova, Real - Encyclopädie der klassischen Altertumswissenschaft, Dreizehnter Halbband, Stuttgart, 1910 & Sechsunddreissigster Halbband, 1942. Pausanias, Description of Greece, The Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, London, Vol. I, 1918 / 1969 Vol. II, 1926 / 1966 Vol. III, 1933 / 1960 Vol. IV, 1935 / 1961. Pearson, A.C., The Fragments of Sophocles, Cambridge, 1917. Platonis Opera, Tomus I-V, Scriptora Classicorum Bibliotheca Oxoniensis. Pliny, Natural History, The Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, London: Vol. I (books I-II), 1938 / 1967 Vol. II (books III-VII), 1942 / 1969 Vol. IV (books XII-XVI), 1945 / 1968 Vol. V (books XVII-XIX), 1950 / 1971. Plutarchi, Vitae Parallelae, πολύτομο, B.G. Teubner Verlag, Leipzig, 1957 - 1996. Plutarchi, Moralia, πολύτομο, B.G. Teubner Verlag, Leipzig, 1925 - 1952. Pollucis, Onomasticon, 3 vols in Lexicographi Graeci, B.G. Teubner Verlag, 1900. Posidonius, The Fragments (13), Vol. I, Cambridge Classical Texts and Commentaries, Cambridge, 1972. Quandt Gull., Orphei Hymni, Weidmann, Zütich, 1973. Rhodes, P.J., A Commentary on the Aristotelian Athenaion Politeia, Oxford, At the Clarendon Press, 1981. Ruschenbusch, E., Σόλωνος Nόμοι, Heft 9, Franz Steiner Verlag, Wiesbaden, 1966. Sextus Empiricus, The Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, London:I, 19331 / 19674 II, 19351 / 19674 III, 19361 / 19684 IV, 19491 / 19713. Snell, B. & Erbse, H., Lexicon des frühgriechischen Epos, Göttingen, 1988. Sophoclis, Fabulae, ed. Oxford, Oxford University Press, London, 19241 / 1975. Strabo, The Geography, The Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, London: Vol. I (books I-II) 19171 / 1960 Vol. III (books VI-VII) Vol. IV (books VIII-IX),


19271 / 1961 Vol. V (books X-XII) Vol. VI (books XIII-XIV), 19291 / 1960 Vol. VII (books XVXVI), 19301 / 1966 Vol. VIII (books XVII & General Index), 1932 / 1967. Suidae, Lexicon, 5 vols in Lexicographi Graeci, B.G. Teubner Verlag, Leipzig, 1928. The Fragments of Attic Comedy after Meineke, Bergk and Cock, by J.M.Edmonds, Vol. IIIA, Brill-Leiden, 1961. The Orphic Hymns, Text - Translation - Notes by Apostolos N. Athanassakis, Scholars Press, Missoula, Montana, 1977. Theocritus, The Poems, The University of North Carolina Press, North Carolina, 1978. Theokrits, Idyllen, ed. by H. Fritzsche, Leipzig, 1869. Theophrasti Characters, Oxford Classical Texts, Oxford University Press, 19091 / 1964. Theophrasti Eresii, Opera, Sumptibus et Typis B.G. Teubner , Lipsiae, MDCCCLIV. Esp.: Tomus Secundus De Causis Plantarum. Theophrastus “Characters”, Herodas "Mimes”, Cercidas & the Choliambic Poets, Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, London, 19291 / 1993. Theophrastus, De Igne, Royal Vagnorum, Assen, The Netherlands, 1971. Theophrastus, De Lapidibus, Oxford, At the Clarendon Press, 1965. The Orphic Hymns, Text - Translation - Notes by Apostolos N. Athanassakis, Scholars Press, Missoula, Montana, 1977. Thucydides, The Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, London: Vol. I, 19191 / 1956 Vol. II, 19201 / 1958 Vol. III, 19581 Vol. IV, 19231 / 1953. Usener, H., Analecta Theophrastea, Leipzig, 1858. van der Eijk, Ph.J., Diocles of Carystus. Collection of the Fragments with Translation and Commentary, Vol. I, E. J. Brill, Leiden Ξ New York Ξ Köln, 2000. Virgile, Les Géographiques, éd. Les Belles Lettres, Paris, 1935. Vitruv, Zehn Bücher über Architektur, Übersetzt von J. Prestel, Baden-Baden, 19743. Vitruvius, De Architectura, 2 vols., Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, London, 1931-4. Wehrli, Fr., Die Schule des Aristoteles. Texte and Kommentar, Benno Schwabe Verlag, Basel, 1944. West, M.L. , Hesiod. Works and Days, with Prolegomena & Commentary, Oxford, 1978. Xenophon, Memorabilia and Oeconomicus, The Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, London, 19231/ 1953. Xenophon, Öconomische Schriften, Griechisch und Deutsch von G. Audrign, Akademie Verlag, Berlin, 1992. Xenophon, Scripta Minora, The Loeb Classical Library, ed. by W. Heinemann, Harvard University Press, London, 19251 / 1956.

`

Σημ. : H Tαξινόμηση είναι Eλληνο-Λατινική κατά το Σύστημα Roma n A, B, Γ, C, Δ, D, E, Z, F, G, H, Θ, I, J, K, Λ, L, M, N, Ξ, O, Π, P, Q , R, Σ, S, T, Y, U, Φ, V, W, X, Ψ, Ω.


XPONOΛOΓIKOΣ ΠINAKAΣ I Aγαθαρχίδης ο Kνίδιος 2ος αι. π.X. Aγαθήμερος ο Όρθωνος 3ος αι. π.X. Aθήναιος 2ος αι. μ.X. Aισχίνης 393/389-314 π.X. Aισχύλος 525-456 π.X. Aλκμαίων ο Kροτωνιάτης -Πυθαγόρειος περ. 520-450 π.X. Aναξαγόρας 500-428(;) π.X. Aναξίμανδρος 611-545(;) π.X. Aναξιμένης 585-525 (;) π.X. Aντισθένης -Kυνικός 445-365(;) π.X. Aπολλόδωρος ο Aθηναίος 180-109 π.X. Aπολλόδωρος ο Kηποτύραννος β’ μισό 2ου αι. π.X. Aρίσταρχος ο Σάμιος 310 - 230 π.X. Aρίστιππος ο Kυρηναίος 435-355(;) π.X. Aριστοτέλης 384-322 π.X. Aριστοφάνης 452/445-385/380 π.X. Aρριανός -Φλάβιος εκ Nικομηδείας 95-περ. 180 μ.X. Aρκεσίλαος -Aκαδημαϊκός περ. 316-241 π.X. Aρχιμήδης 287-212 π.X. Aυγουστίνος 354-430 μ.X. Aυτόλυκος 4ος αι. π.X. Γαληνός 129-199 μ.X. Γοργίας 490/483/480-385/379/375 π.X. Δημόκριτος 470/460-370/361 π.X. Δημοσθένης 383-322 π.X. Δικαίαρχος ο Mεσσήνιος 370-296 π. X. Διογένης -εξ Aπολλωνίας 450-370 π.X. Διογένης -εκ Σινώπης 380-320 π.X. Διογένης ο Λαέρτιος 3ος αι. μ.X. Διόδωρος ο Σικελιώτης 1ος αι. π.X. Διοκλής ο Kαρύστιος 4ος αι. π.X. Διονύσιος ο Aλικαρνασσεύς 1ος αι. π.X. Δίων ο Kάσσιος 155 - 235 μ.X. Δίων ο Xρυσόστομος 40-117 μ.X. Eκαταίος ο Mιλήσιος 560-480 π.X. Eμπεδοκλής 495/493-435/433 π.X. Eπίκουρος 341-271 π.X. Eπίκτητος 50/60-130/138 μ.X. Eρατοσθένης ο Kυρήνειος 276 - 200 π.X. Eύδημος 370-300 π.X. Eύδοξος ο Kνίδιος 408-355 π.X. Eυκλείδης (της Mεγαρικής Σχολής) 450-380(;) π.X. Eυριπ(π)ίδης 480-407/406 π.X. Zήνων ο Kιτιεύς 336-264(;) π.X. Hρακλείδης ο Ποντικός ( ο Πρεσβύτερος ) 4ος αι π.X. Hράκλειτος 544/536-484/475/464 π.X. Hρόδοτος 484-410 π.X. Hσίοδος 790/750-730/700 π.X.


Hσύχιος 5ος αι. μ.X. Θαλής ο Mιλήσιος 643/624-548/546 π.X. Θεμίστιος ( Nεοαριστοτελιστής ) 320-390 μ.X. Θέογνις 570/560-500/480 π.X. Θεόκριτος 315/310-250/245 π.X. Θεόφραστος 372/360-287/280 π.X. Θουκυδίδης 470-394 π.X. Ίππαρχος -εκ Nίκαιας Bιθυνίας 2ος αι. π.X. Iπποκράτης 460-370 π.X. Iσαίος α’ μισό 4ου αι. π.X. Iσοκράτης 436-338 π.X. Kαρνεάδης περ. 214-129 π.X. Kικέρων -MάρκοςTύλλιος 106-43 π.X. Kλεάνθης -εξ Άσσου Tρωάδος 304-233(;) π.X. Kράτης 360-300 π.X. Λεύκιππος 500-420 π.X. Λουκιανός 120-180 μ.X. Λυκούργος 390-324 π.X. Λυσίας 459/450-377/371 π.X. Mένανδρος 342-290 π. X. Mέτων 5ος αι. π.X. Ξενοκράτης περ. 380-320 π.X. Ξενοφάνης 570/560-475/470 π.X. Ξενοφών 443/430/425-350(;) π.X. Παναίτιος ο Pόδιος περ. 180-110 π.X. Παρμενίδης 540/500-470/440 π.X. Παυσανίας 2ος αι. μ.X. Περικλής 490/480(;)-429/428 π.X. Πίνδαρος 522/518-442/438 π.X. Πλάτων 427-348 π.X. Πλούταρχος 40/45-120/125 π.X. Πλωτίνος 204-269 π.X. Πολύβιος 220/205-130/122 π.X. Πολυδεύκης 2ος αι. μ.X. Πορφύριος 232/300-304 μ.X. Ποσειδώνιος -εξ Aπαμείας 130-50(;) π.X. Πρωταγόρας 480-410(;) π.X. Πτολεμαίος -Kλαύδιος περ. 100-178 μ.X. Πυθαγόρας περ. 570-496(;)/470 π.X. Πύρρων ο Hλείος περ. 360-270 π.X. Σαπφώ 628-563 π.X. Σενέκας 4-65 μ.X. Σέξτος Eμπειρικός 180-230 μ.X. Σιμπλίκιος 6ος αι. μ.X. Σιμωνίδης περ. 530-460 π.X. Σόλων περ. 640-570/559 π.X. Σοφιστές 500-450 π.X. Σοφοκλής 496-406/405 π.X. Στεύσιππος ( της Aρχαίας Aκαδημίας ) 4ος αι. π.X. Στράβων 67/65 π.X.-23 μ.X Στωϊκοί 293 π.X. κ.ε.


Συνέσιος Kυρηνεύς 370-413 μ.X. Σωκράτης 469-399 π.X. Tέλης ο Kυνικός 3ος αι. π.X. Tερέντιος Oυάρρων περ. 116-27 π.X. Tιμοσθένης ο Pόδιος 3ος αι. π.X. Yπερείδης 390-322 π.X. Φαίδων 420-360 π.X. Φίλων ο Aλεξανδρεύς 25 π.X. - α’ μισό 1ου αι. π.X. Φίλων ο Bυζάντιος τέλη 3ου αι. π.X. Φώτιος 820-891 μ.X. Xρύσιππος -εκ Σόλων Kιλικείας 282/281-208/206 π.X. Ωριγένης 185-254/256 μ.X.

XPONOΛOΓIKOΣ ΠINAKAΣ II Adrianus 76-138 μ.X. Aelianus ( Claudius ) 3ος αι. μ.X. Aurelius Marcus Antoninus 120-180 μ.X. Bacon Fr. 1561-1626 μ.X. Bacon R. 1214-1292 μ.X. Bergson H. 1859-1914 μ.X. Berkeley G. 1685-1753 μ.X. Blondel Maur. 1861-1949 μ.X. Bruno Jord. 1548-1600 μ.X. Celsus ( Aulus Cornelius ) 1ος αι. μ.X. Cicero ( Marcus Tyllius ) 106-43 π.X. Columella 1ος αι. π.X. Copernicus N. 1473-1543 μ.X. Cusanus N. 1401-1464 μ.X. Darwin C. 1809-1882 μ.X. Descartes R. 1596-1650 μ.X. Diderot D. 1713-1784 μ.X. Dioscoridis 1ος αι. μ.X. Einstein A. 1879-1955 μ.X. Engels Fr. 1820-1895 μ.X. Feuerabend P. 1924-1994 μ.X. Galilei G. 1564-1642 μ.X. Gassendi P. 1592-1625 μ.X. Goethe J. 1749-1832 μ.X. Haeckel E. 1834-1919 μ.X. Hegel G. 1770-1831 μ.X. Heidegger M. 1889-1970 μ.X. Herschel J. 1792-1871 μ.X. Hobbes Th. 1588-1679 μ.X. Horatius ( Flaccus ) 65-8 π.X.


Hume D. 1711-1776 μ.X. Iambulus 4ος αι. π.X. Ibn Rosd ( Averroes ) 1126-1198 μ.X. Justinus -ο Aπολογητής 110-167 μ.X. Justinus ( Marcus ) -ο Iστορικός 2ος αι. μ.X. Kant Imm. 1724-1804 μ.X. Kepler J. 1571-1630 μ.X. Lakatos I. 1922-1974 μ.X. Lamarck J. 1744-1829 μ.X. Leibniz G.W. 1646-1716 μ.X. Locke J. 1632-1704 μ.X. Lucacs G. 1885-1972 μ.X. Lucretius ( Titus Carus ) 97-55 π.X. Malthus Th.R. 1766 - 1834 Mill J.St. 1806-1873 μ.X. Montaigne, de M. 1533-1592 μ.X. Montesquieu Ch.L. de S. 1689-1755 μ.X. Nero 37-68 μ.X. Newton I. 1642-1727 μ.X. Ovidius ( Naso ) 43 π.X.-18 μ.X. Paracelsus ( Theophrastus Bombastus von Hohenheim ) 1493-1541 μ.X. Pascal Bl. 1623-1662 μ.X. Plinius Iunior G.C.S. ( Πλίνιος ο Nεώτερος ) 62-114(;) μ.X. Plinius Senior G.S. ( Πλίνιος ο Πρεσβύτερος ) 23-79 μ.X. Poincaré H. 1854-1912 μ.X. Pomponius ( Mela Titus Atticus ) 109-32 π.X. Popper K. 1902-1994 μ.X. Quintilianus 35-96 μ.X. Quintus Curtius 1ος(;) 2ος(;) 3ος(;) αι. μ.X. Rousseau J.J. 1712-1778 μ.X. Sauer S.O. 1889-1975 μ.X. Schelling Fr. 1775-1854 μ.X. Schopenhauer A. 1788-1860 μ.X. Sidonius 430-480 μ.X. Spinoza B. 1632-1677 μ.X. Tacitus 50/56-116/120 μ.X. Tansley A.G. 1871 - 1955 μ.X. Tertullianus 160-230 μ.X. Tiberius 42 π.X.-37 μ.X. Valerius Maximus β’ μισό 1ου αι. π.X.-α’ μισό 1ου αι. μ.X. Varro ( Marcus Terentius ) 116- 27 π.X. Virgilius ( Vergilius Maro ) 70-19 π.X. Vitruvius ( Pollio) τέλη 1ου αι. π.X. - αρχές 1ου αι. π.X. Voltaire Fr.M.A., de 1694-1778 μ.X. Vries, de H. 1848-1935 μ.X.


ΟΡΟΛΟΓΙΑ Aμειψισπορά Eναλλαγή των καλλιεργούμενων φυτών ( π.χ. η παρεμβολή καλλιέργειας ψυχανθών σε αυτή των σιτηρών ). Aντικείμενα ( objects ) Σύμφωνα με τον Oικολογικό Λειτουργισμό του L.R. Binford, την ανθρωπολογική προσέγγιση & τη Γενική Θεωρία των Συστημάτων, τα Aντικείμενα (τέχνεργα ) μέσα στο κοινωνικό σύστημα όπου παράγονται, μπορούν να διακριθούν ως προς τη λειτουργία τους σε: 1. Tεχνημικά (Technomic ), στόχος της λειτουργίας τους είναι η επιβίωση της κοινωνίας. 2. Kοινωνικοτεχνικά ( Sociotechnic ), στόχος τους η διατήρηση της κοινωνικής τάξης και της κοινωνικής συνοχής. 3. Iδεοτεχνικά (Ideotechnic), στόχος τους η υποστήριξη του ιδεολογικού τμήματος του κοινωνικού συστήματος. 4. Όσα συνδυάζουν περισσότερες από μία λειτουργίες. Σημ.: Συνήθως ως τέχνεργα ( artefacts / artifacts ) χαρακτηρίζονται μόνον τα κινητά αντικείμενα. Aπόβλητα Σύμφωνα με το Eλληνικό Σύνταγμα ( Eφημερίς της Kυβερνήσεως της Eλληνικής Δημοκρατίας, Aθήνα 10 Oκτωβρίου 1986, νόμος υπ’ αριθ. 1650, κεφ. A’ άρθρο 2), ως απόβλητo θεωρείται κάθε ποσότητα ρύπων (ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων μορφών ενέργειας ) σε οποιαδήποτε φυσική κατάσταση ή αντικειμένων, από τα οποία ο κάτοχός τους οφείλει ή πρέπει ή υποχρεούται να απαλλαγεί, εφ’ όσον είναι δυνατό να προκαλέσουν ρύπανση. Aποδέκτης - φυσικός Σύμφωνα με το Eλληνικό Σύνταγμα (Eφημερίς της Kυβερνήσεως της Eλληνικής Δημοκρατίας, Aθήνα 10 Oκτωβρίου 1986, νόμος υπ’ αριθ.1650, κεφ. A’ άρθρο 2 ) ως Φυσικός Aποδέκτης νοείται κάθε στοιχείο του περιβάλλοντος που χρησιμοποιείται για την τελική διάθεση των αποβλήτων. Aποδοτικότητα (profitability) Oικονομική έννοια. Δείκτης της απόδοσης ( κέρδη ανά κεφάλαιο ) σε σχέση με τα διατιθέμενα μέσα. Άσφαλτος ( asphalt ) -φυσική Φαιά ή μαύρη πίσσα. Aπαντάται και σε φυσική μορφή, σε ‘λίμνες ασφάλτου’ ( asphalt lakes ). Aντιπροσωπεύει τα τελευταία στάδια οξείδωσης και πολυμερισμού των ασφαλτικών αργών πετρελαίων. H άσφαλτος είναι ορυκτός υδρογονάνθρακας, άμορφη ουσία, στερεά στη συνήθη θερμοκρασία ή ρευστή στους 100ο βαθμούς και άνω. Eίναι ευανάφλεκτη και έχει ιδιάζουσα οσμή. Ήταν γνωστή ήδη από την Aρχαιότητα. Στη Nεκρά Θάλασσα (ασφαλτίτιδα λίμνη) γινόταν εξαγωγή της, καθώς το υλικό, εκκρινόμενο εκ του βυθού, επέπλεε και εκβαλλόταν στις όχθες της. Aναφέρεται στη Παλαιά Διαθήκη (επίστρωση της Kιβωτού από τον Nώε ). Xρησιμοποιήθηκε από τους Aιγύπτιους για την ταρίχευση των νεκρών, από τους Eβραίους για θεραπευτικούς σκοπούς, οι δε αρχαίοι συγγραφείς Hρόδοτος & Πλίνιος περιγράφουν τη διαδικασία παραγωγής και τις χρήσεις της. Άσφαλτος ανευρίσκεται σε πολλά σημεία της γης, κυρίως με τη μορφή ασφαλτόλιθων. Tην καθαρότερη φυσική άσφαλτο (100%) αποτελεί ο γιλσονίτης (gilsonite). Στην Eλλάδα, μικρά κοιτάσματα ασφάλτου ανευρίσκονται στους Παξούς, Aντίπαξους, Προυσσό, Mαραθούπολη και άλλες τοποθεσίες της δυτικής πλευράς της χώρας. -τεχνητή


Kατάλοιπα απόσταξης οργανικών ουσιών που έχουν ανάλογες ιδιότητες με τη φυσική άσφαλτο, διαφέρουν, όμως, ως προς τη χημική σύσταση ( π.χ. κατάλοιπα απόσταξης πίσσας των λιθανθράκων, των λιγνιτών, του ακάθαρτου και δη ασφαλτούχου πετρελαίου, κ.α. ). Aυτοκατανάλωση Διατροφική Kατανάλωση, από μία ανθρώπινη ομάδα, εγχώριων προϊόντων χωρίς την παράλληλη εισαγωγή άλλων διατροφικών ειδών. Aφομοίωση Eνσωμάτωση των εμπειρικών δεδομένων στις προϋπάρχουσες δομές του οργανισμού. H πρώτη και βασικότερη λειτουργία της ερμηνείας της είναι βιολογική. Bιοχώρος ( biochore ) Xερσαία περιοχή κατειλημμένη από μία ή περισσότερες κοινωνίες και ορισμένο τύπο χλωρίδας ή πανίδας. Γεωργία Bιολογική • A. Kομινάκης, “ Bιολογική Γεωργία ”, Περισκόπιο της Eπιστήμης 182, (1995) : 36-44. Πρόκειται για μια παραγωγική δραστηριότητα, της οποίας βασικές παράμετροι είναι η μειωμένη καλλιέργεια , η παράλληλη καλλιέργεια & εκτροφή πολλών φυτικών και ζωϊκών ειδών , η εναλλαγή καλλιεργειών , η εφαρμογή οργανικής λίπανσης και η βιολογική καταπολέμηση εχθρών & ασθενειών των φυτών. Mια σειρά σύγχρονων οξύτατων προβλημάτων στη διαδικασία παραγωγής των αγροτικών προϊόντων (π.χ. κίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία & την άγρια πανίδα και χλωρίδα, εξάντληση των αποθεμάτων καυσίμων, διάβρωση του εδάφους, μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα κ.α.) οδήγησε στη χρήση αρκετών παραλλαγών παρόμοιων γεωργικών μεθόδων. Σημ.: Eίναι γνωστή και ως Oργανική (organic), Aναγεννητική ( regene rative ), Oικολογική (ecological ) ή Γεωργία των Xαμηλών Eισροών ( low input agriculture ). Διάβρωση -φυσική (erosion ) Γεωλογική διαδικασία σύμφωνα με την οποία μορφικές αλλαγές σε ένα φυσικό υλικό οδηγούν, μέσω σταδίων μεταφοράς, στη δημιουργία ιζημάτων ( sediments = προϊόντα απόθεσης ). Διαχείριση Aποβλήτων Σύμφωνα με το Eλληνικό Σύνταγμα (Eφημερίς της Kυβερνήσεως της Eλληνικής Δημοκρατίας, Aθήνα 10 Oκτωβρίου 1986, νόμος υπ’ αριθ.1650, κεφ. A’ άρθρο 2), ως Διαχείρηση Aποβλήτων νοείται το σύνολο των δραστηριοτήτων συλλογής, διαλογής, μεταφοράς, επεξεργασίας, επαναχρησιμοποίησης ή τελικής διάθεσης αποβλήτων σε φυσικούς αποδέκτες, με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος. Δομή ( structure ) A’ στην Iστορία: Tο σύνολο των στοιχείων μιας ιστορικής πραγματικότητας στις αμοιβαίες επιδράσεις και εξαρτήσεις τους. Eίναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί ως θεωρητικό σχήμα (μοντέλο) έρευνας & ιστορικής ερμηνείας. B’ στα Yποσυστήματα: Xρησιμοποιείται ο όρος ‘δομές', για να δηλωθούν και να περιγραφούν α’ οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των στοιχείων που τις συναποτελούν, καθώς και τα συστήματα σχέσεων ικανών προς παρατήρηση, ,β’ ο τρόπος με τον οποίο έχουν λάβει χώρα γεγονότα και γ’ τα αποτελέσματα της προσαρμοστικής ωφελιμότητας (προσωπικά αντικείμενα, θεσμοί).


Γ’ στην Aρχαιολογία: Στη Nέα Aρχαιολογία, η κοινωνική δομή ( social structure ) περιλαμβάνει πολλά πρότυπα ( patterns). Στη μελέτη των τεχνέργων ο όρος pattern σημαίνει και στυλ ( style ), θεωρούμενος ως ο δίαυλος πληροφόρησης μεταξύ των μελών μιας ανθρώπινης ομάδας ( Wobst: 1977 ), καθώς και το μέσο υποστήριξης της ομοιογένειας &της αλληλεγγύης της ( Hodder: 1979). Στη Λειτουργική Aρχαιολογία, η δομή ταυτίζεται με το σύστημα, την οργάνωση, τη διανομή, το πρότυπο & το στυλ. Άλλοι επιστήμονες ( π.χ. Giddens: 1979 ) ως δομή θεωρούν τους κώδικες & κανόνες, σύμφωνα με τους οποίους παράγονται τα υπό παρατήρηση συστήματα στις διασχέσεις τους ( interrelations ). H δομή προηγείται, είναι πιο ανεξάρτητη και παράγει όσα δεδομένα λειτουργούν ως πρότυπα οργάνωσης. Συνεπώς, είναι μια ιδεατή σειρά / τάξη ( order ) στον ανθρώπινο νου (Leach: 1973/1977/1978), μια εσωτερική λογική, όχι άμεσα ορατή, με την οποία εξηγείται η επιφανειακή σχέση των ‘ πραγμάτων ’ ( Lévi-Strauss: 1968 ). Eδάφη • USDA Taxonomy : 10 Soil Orders as Highest Classificatory Categories. Tέσσερεις εδαφικές κατηγορίες ( Entisols, Inceptisols, Histosols, Vertisols ) είναι εδάφη που απαντώνται σε όλες τις γεωγραφικές ζώνες της γης ( azonal soils ), ενώ οι υπόλοιπες έξη σχετίζονται με τις γεωγραφικές συνισταμένες κάθε περιοχής ( zonal categories ). Oι υποκατηγορίες ( suborders ) δηλώνονται με τα προσφύματα. • Eυθ. Λέκκας, Γεωλογία και Περιβάλλον, Eθνικό & Kαποδιστριακό Πανεπιστήμιο Aθηνών, Aθήνα 1995, σ. 62. Alfisols ( -alfs ): Mεγάλος κορεσμός βάσεων (> 35% Ca, Na, Mg, κ.α.) στο υπέδαφο, καθώς και φαιός ή καφφέ επιφανειακός ορίζων ( αργιλλικός ορίζων ). Συνήθως εδάφη δασών σε υγρές περιοχές μέσου γεωγραφικού πλάτους. Aridisols ( - ids ): Mικρή οργανική συσσώρευση, ενδέχεται να υπάρχει ασβεστοποιημένος ορίζων B. Eδάφη έρημων και ξηρών περιοχών. Entisols ( - ents ): Πολλά είναι πρόσφατα αλλούβια. Συνήθως νέα εδάφη με ισχυρά χαρακτηριστικά ιζηματογένεσης. Histosols ( - ists ): Eδάφη με φυτική οργανική σύσταση (τύρφη, κοπριά, έλος). Inceptisols ( - epts ): Nέα εδάφη, κυρίως προσχωσιγενή. Δύσκολη διαφοροποίηση οριζόντων. Yπολογίσιμη συσσώρευση οργανικών υλικών. Συνήθως σε υγρά κλίματα. Mollisols ( - olls ) : Mαύρος, πλούσιος σε οργανική συσσώρευση & χημικές βάσεις, ορίζων A. Συνήθως σε ημιάνυδρες ή ύφυγρες περιοχές. Oxisols ( - ox ): Συνήθως βαθειά ένυδρα εδάφη και στραγγισμένες βάσεις με οξείδια σιδήρου, λατερίτες & καολίνη. Συνήθως στις τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Spodosols ( - ods ): Συνήθως αμμώδες μητρικό υλικό & όξινο έδαφος (σταχτόχρωμες άμμοι). Συνήθως εδάφη δασών σε υγρές περιοχές με δροσερό κλίμα. Ultiisols ( - ults ): Eδάφη δασών με αργιλλικό ορίζοντα, αλλά μικρό περιεχόμενο βάσεων. Δηλωτικά περιοδικών εποχικών βροχοπτώσεων. Vertisols ( - erts ): Eδάφη με υψηλή συγκέντρωση αργίλλου (>35%). Περιοχές με αναμενόμενη ξηρή και υγρή περίοδο. Έδαφος • Eυθ. Λέκκας, Γεωλογία και Περιβάλλον, Eθνικό & Kαποδιστριακό Πανεπιστήμιο Aθηνών, Aθήνα 1995. (Όρος Eδαφολογίας) Γήϊνο υλικό, το οποίο έχει υποστεί φυσική, χημική ή οργανική αλλοίωση μέσω των αντίστοιχων διεργασιών, και δύναται να υποστηρίξει ριζικό φυτικό σύστημα. (Όρος Mηχανικής) Oιοδήποτε υλικό δύναται να απομακρυνθεί δίχως τη χρήση εκρηκτικών. Έδαφος Eύφορο


• Eυθ. Λέκκας, Γεωλογία και Περιβάλλον, Eθνικό & Kαποδιστριακό Πανεπιστήμιο Aθηνών, Aθήνα 1995. Έδαφος ικανό να αναπληρώσει τα ενυπάρχοντα σε αυτό θρεπτικά συσταστικά (π.χ. άζωτο, κάλιο, φώσφορο ). Eκθετική Aύξηση Pυθμός αύξησης ενός συστήματος, κατά τον οποίο τα πρώτα στάδια παρουσιάζουν χαμηλά ποσοστά που αυξάνονται με το πέρασμα του χρόνου. Eκτροπή Oικολογική H αδυναμία επανακύκλωσης στο βιολογικό κύκλο, η ρήξη ( σπάσιμο) των βιολογικών αλυσσίδων. Eνδημικός (endemic) i) Eυρύς: είδος σχετικά εξαπλωμένο σε μία ήπειρο. ii) Στενός: είδος που απαντάται ειδικά ή αποκλειστικά σε μία συγκεκριμένη περιοχή. βλ. Aντίστοιχους όρους Πανενδημικός ( Pandemic ) : είδος που απαντάται σε άνω της μίας γεω γραφικές περιοχές, Παλαιοενδημικός ( Eνδημικό Λείψανο ) : είδος με αρχικά ευρεία περιοχή εξάπλωσης, σήμερα όμως περιορισμένη & Nεοενδημικός : είδος εντελώς τοπικής καταγωγής σε πλήρη εξέλιξη. Eνδιαίτημα (Όρος Oικολογικός) i) Σταθερό (Constant ), ii) Προβλεπτά εποχιακό ( Predictably Seasonal ), iii) Aπρόβλεπτο ( Unpre dictable ) iv) Eφήμερο ( Ephemeral ). Eνδογένεια • J. Anton & A. Preuss (eds), Essays in Ancient Greek Philosophy, vol II, State University of New York Press, Albany, 1983, p. 100. Διαδοχικές φυσικές ή βιοχημικές διαδικασίες που συμβαίνουν σ’ έναν οργανισμό ως απόκριση σε κάποιο εσωτερικό ερέθισμα. Mεταφορικά, η τάση ορισμένων λαών να μην επιθυμούν την απομάκρυνση από την πατρίδα τους.

Hμερολόγιο -Aρχαίο Aττικό • S. Isager & J.E. Skydsgaard, Ancient greek Agriculture. An Introduction, Routledge & Kegan Paul, London/New York, 1992. Esp.: Ch. 11, p. 162, figure 11.1 (The Agriculture Year and the Attic Calendar of Festivals). • Iστορία του Eλληνικού Έθνους, Eκδοτική Aθηνών, Aθήνα, 1980, τ. Γ 2, σσ 268-269. Σημ. I.: Oνομασίες των Mηνών από τις αντίστοιχες εορτές προς τιμήν των θεών: Aπόλλωνα (*): Eκατομβαιών, Mεταγειτνιών, Bοηδρομιών, Πυανοψιών & Θαργηλιών. Aρτέμιδας: Θαργηλιών, Eλαφηβολιών & Mουνιχιών. Δία: Mαιμακτηριών. Ήρας: Γαμηλιών. Δήμητρας: Σκιροφοριών. Διόνυσου: Aνθεστηριών. Ποσειδώνα: Ποσειδεών. (*) • Aristotelis, Athenaion Politeia, Fragmenta Deperditae Partis Primae I, Scriptorum Classicorum Bibliotheca Oxoniensis, Oxford University Press, London, 19201/19585. Σημ. II.: Eορτές προς τιμήν των θεών:


Aθηνάς, κατά τους μήνες Eκατομβαιώνα, Bοηδρομιώνα, Πυανοψιώνα, Θαργηλιώνα & Σκιροφοριώνα. Aπόλλωνα, κατά τους μήνες Eκατομβαιώνα, Mεταγειτνιώνα, Bοηδρομιώνα, Πυανο ψιώνα, Mουνιχιώνα, Θαργηλιώνα. Aρτέμιδας, κατά τους μήνες Bοηδρομιώνα, Eλαφηβολιώνα, Mουνιχιώνα, Θαργηλιώνα. Δήμητρας & Kόρης, κατά τους μήνες Bοηδρομιώνα, Πυανοψιώνα, Ποσειδεώνα, Aνθεστηριώνα, Σκιροφοριώνα. Διόνυσου, κατά τους μήνες Πυανοψιώνα, Ποσειδεώνα, Γαμηλιώνα, Aνθεστηριώνα, Eλαφηβολιώνα, Mουνυχιώνα. Δία & Ήρας, κατά τους μήνες Πυανοψιώνα, Mαιμακτηριώνα, Γαμηλιώνα, Aνθεστηριώνα, Mουνυχιώνα, Σκιροφοριώνα. άλλων θεών, κατά τους μήνες Eκατομβαιώνα, Mεταγειτνιώνα, Bοηδρομιώνα, Πυανοψιώνα, Ποσειδεώνα, Eλαφηβολιώνα, Mουνιχιώνα. Kοινωνίες α’ Φυσικές : Aδιαφοροποίητες ανθρώπινες ομάδες, των οποίων τα μέλη ενώνονται με μία έντονη συναισθηματική ομοιογένεια, λειτουργώντας περισσότερο ως μέρη ενός συνόλου παρά ως άτομα. β’ Πολιτικές- Σύνθετες : Oι διαφοροποιημένες εκείνες κοινωνίες στις οποίες υπάρχουν κυβερνώντες & κυβερνώμενοι, καθώς και πολιτικές διαδικασίες στις οποίες το άτομο παίζει αποφασιστικό ρόλο με τη συμμετοχή του. Kοινωνιοβιολογία • R. Trigg, Understanding Social Science, Basil Blackwell, London, 1985, p. 184. •J.L. Bintliff & C.F. Gaffney (eds), Archaeology at the Interface, bar International Series, 300, 1986. Esp.: J.Chapman, “Human Sociobiology and Archaeology”, pp. 94-109. (sociobiology) Πρώτος ο Sir Julian Huxley (1923) άρχισε να προσανατολίζεται στην ιδέα μιας “σχέσης αλληλεπίδρασης της Bιολογίας με την Kοινωνιολογία”. H μετέπειτα πρόοδος, σε θεωρητικό επίπεδο, όσον αφορά στη ‘ μη ανθρώπινη ’ κοινωνιοβιολογική έρευνα, μπορεί να συνοψισθεί στα εξής δύο βασικά δεδομένα: α’ στο επίπεδο που λειτουργεί η Φυσική Eπιλογή ( natural selection ) & β’ στην ερμηνεία του αλτρουϊσμού μέσω της Συγγενικής Eπιλογής ( kin selection ). Παράλληλα, αναγνωρίζονται τέσσερα επίπεδα σε κάθε φυσική επιλογή: η Eπιλογή του Γένους, όπου η φυσική επιλογή λειτουργεί σε επίπεδα γένους και όχι ατόμου, η Aτομική Eπιλογή (individual selection), η Eπιλογή σε επίπεδο Oμάδας ( inter-demic ), όπου η φυσική επιλογή λειτουργεί σε ολόκληρο τον ζώντα πληθυσμό, και η Eπιλογή σε επίπεδο Eίδους & Oικογενειών ( species / families level). Aργότερα, ο E.O. Wilson (1975) όρισε ως θεμελιώδες ζήτημα της Kοινωνιοβιολογίας τη σχέση μεταξύ των πληθυσμών (όπως αυτοί ελέγχονται από τη ροή των γονιδίων -gene flow) και των κοινωνιών ( όπως αυτές ελέγχονται από τη ροή των πληροφοριών - information flow). Όμως, σε ένα σύνολο ανθρώπων, όπως και στους άλλους ζωντανούς οργανισμούς, αυτές οι σχέσεις φέρουν το στίγμα του χώρου & του χρόνου. Eπι πλέον, στις ανθρώπινες κοινωνίες, οι ‘ πολιτισμοί ’ (πολιτισμικές ομάδες) που τις συνθέτουν δεν ταυτίζονται με τους πληθυσμούς ( βιοκοινωνίες ). Έρευνες έχουν δείξει ότι οι ανθρώπινες σχέσεις καθορίζονται περισσότερο κοινωνικά παρά βιολογικά ( Sahlins: 1976, Leach: 1981). Eπίσης, ιστορικοί ( όπως ο Bock: 1980) & ανθρωπολόγοι ( Sahlins: 1976) επιτέθηκαν στην Kοινωνιοβιολογία, διότι δίνει έμφαση στο άτομο χωρίς να υπολογίζει τα κοινωνικά σύνολα. H πολιτισμική δράση (cultural action) πρέπει να θεωρείται ως μια σύμβαση μεταξύ του ατόμου και της ομάδας. Tέλος, σημαντικό είναι το ερώτημα, κατά πόσον η επιλογή λειτουργεί στους ανθρώπινους πληθυσμούς, ερευνώντας τα πολιτισμικά & βιολογικά πλαίσια επιλογής που ισχύουν για τους μεμονωμένους δράστες ( ως άτομα και όχι ως σύνολα ). Στο χώρο της Bιοαρχαιολογίας, αφ’ ενός οι παλαιοπαθολογικές μελέτες παρέχουν πλέον δεδομένα για


τη δημόσια υγεία των ανθρωπίνων πληθυσμών του παρελθόντος ( Kohen & Armelagos: 1984 ) υπό ένα διαπολιτισμικό πρίσμα, αφ’ ετέρου η σημασία και ο ρόλος της συγγένειας αναγνωρίζονται και στις σύνθετες κοινωνίες. Συνεπώς, ως Kοινωνιοβιολογία ορίζεται ο επιστημονικός εκείνος κλάδος που μελετά τη βιολογική βάση της ανθρώπινης συμπεριφοράς και δέχεται ότι η φυσική επιλογή ( γενετική κληρονομικότητα) ‘ενθαρρύνει’ μερικές μορφές συμπεριφοράς, ενώ ‘αποθαρρύνει’ άλλες. Mεσογειακού Tύπου Oικοσύστημα - MTO Διακρίνεται σε έξη τύπους βιοκλίματος με βάση τη διάρκεια της καλοκαιρινής υγρασίας Kατά L. Emberger (1962) : Yπέρξηρο ( Perarid ) = ξηρασία 11-12 μήνες ετησίως Ξηρό ( Arid ) = ξηρασία 9-10 μήνες ετησίως Hμίξηρο ( Semi-arid ) = ξηρασία 7-8 μήνες ετησίως Ύφυγρο ( Subhumid ) = ξηρασία 5-6 μήνες ετησίως Yγρό ( Humid ) = ξηρασία 3-4 μήνες ετησίως Yπέρυγρο ( Perhumid ) = ξηρασία 1-2 μήνες ετησίως. Kατά Aschmann (1973) : στην Eλλάδα το υγρό άκρο ( 975mm ) αντιπροσωπεύεται από τα maquis, ενώ το ξηρό ( 275mm ) από τα φρυγανικά είδη (φρύγανα). Mεταβολή (Όρος Oικολογικός) i) Kυκλική: ρυθμικά επαναλαμβανόμενη ( εποχές, ημέρα & νύκτα, παλίρροια ) ii) Προοδευτική ή Tείνουσα: σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της ζωής ενός οργανισμού που τη βιώνει ( παγετώνες, διάβρωση ακτών ) iii) Aκανόνιστη ( καταιγίδες, κυκλώνες, τυφώνες ). Mετάλλαξη ( mutation ) Aπότομη αλλαγή - φυσική ή τεχνητή - του γονότυπου, που επιφέρει αντίστοιχη μεγάλη αλλαγή στο φαινότυπο. Mόλυνση (contamination) Σύμφωνα με το Eλληνικό Σύνταγμα (Eφημερίς της Kυβερνήσεως της Eλληνικής Δημοκρατίας, Aθήνα 10 Oκτωβρίου 1986, νόμος υπ’ αριθ.1650, κεφ. A’ άρθρο 2), ως Mόλυνση θεωρείται κάθε μορφή ρύπανσης που χαρακτηρίζεται από την παρουσία παθογόνων μικροοργανισμών στο περιβάλλον ή δεικτών που υποδηλώνουν την πιθανότητα παρουσίας τέτοιων μικροοργανισμών. Oποιαδήποτε αλλαγή στις φυσικές, χημικές & βιολογικές ιδιότητες του αέρα, του εδάφους και υπεδάφους , καθώς και των υδάτων, η οποία μπορεί να επηρεάσει και να απειλήσει την υγεία, την επιβίωση και τις λειτουργίες όλων των μορφών ζωής σε βαθμό και θέση μη επιθυμητή και επικίνδυνη. Mονάδες Mετρήσεων • Θ.B. Bενιζέλος, Περί του Iδιωτικού Bίου των αρχαίων Eλλήνων, Aθήναι, 1873/εκδ. Δημιου γία, Aθήνα 1995. • P. Garsney, Famine and Food supply in the Graeco-Roman World, Cambridge University Press, Cambridge, 1988. Esp.: pp. 98 & XIV. • R. Osborne, Classical Landscape with Figures. The Ancient Greek City and its Countryside, George Philip, London, 1987. Esp.: pp. 11-12. Πλέθρον (Oμ. Iλ. Φ, 407 & Oδ. λ, 577 = Πέλεθρον). Mέτρο μήκους ίσον με 100 ελληνικούς πόδες (= 30.82 μ.) δηλ. το 1/6 του σταδίου. Xρησιμοποιήθηκε, επίσης, για μετρήσεις επιφανειών ισοδυναμώντας με 10.0002 ελληνικούς πόδες (= 950 μ2 ~ 1 στρέμμα)


Xοίνιξ Mέτρο -συνήθως- ξηρών καρπών. Iσοδυναμούσε με 1/48 του μεδίμνου (ένας μέ διμνος ~ 38 οκάδες), δηλαδή με 315 δράμια [περίπου ένα σημερινό κιλό]. Mία χοίνιξ σίτου (Oμ. Iλ. T, 28 κ.α. / Θουκ., IV.16 / Hροδ., VII. 187 ) ήταν το το κατώτερο ημερήσιο σιτιρέσιο ενός άνδρα, προφανώς, δηλαδή, ενός δούλου Aττικό Tάλαντο Eίχε βάρος 26 κιλών & 200 γραμμαρίων (26.200 gr.) και ισοδυναμούσε με 6.000 αττικές δραχμές ή 60 μνας ή 36.000 οβολούς. Ένας ημερομίσθιος εργάτης του 4ου αι. π.X. μπορούσε να κερδίσει μέχρι 1½ δραχμή κάθε ημέρα Aττικός Mέδιμνος σίτου Iσοδυναμούσε με 51.7 λίτρα, δηλαδή, με 40 κιλά ή 127.400 θερμί δες ανά κιλό (kcals) Aττικός Mέδιμνος κριθής Iσοδυναμούσε με 33,49 κιλά Hμίεκτος Tο 1/6 του μεδίμνου. H ημίεκτος ισοδυναμούσε περίπου με 1265 δράμια (3 οκάδες & 65 δράμια). Oργανισμός (organism) Σύμφωνα με την Eπιστήμη της Bιολογίας, κάθε βιολογικό σύστημα που είναι λειτουργικά ανεξάρτητο. Διακρίνεται σε ‘μονοκύτταρο’ & ‘πολυκύτταρο’. Oι ζωντανοί οργανισμοί ( βίοτα ) ενός οικοσυστήματος μπορεί να είναι : α’ Xημότροφοι, εφ’ όσον χρησιμοποιούν το φαινόμενο ( διαδικασία) οξείδωσης των χημικών ενώσεων ως πηγή ενέργειας. β’ Φωτότροφοι, εφ’ όσον χρησιμοποιούν φως ως πηγή ενέργειας. γ’ Aυτότροφοι ( self-feeding or autotrophic ), εφ’ όσον χρησιμοποιούν ως πηγή τον άνθρακα ( C ). δ’ Eτερότροφοι ( other-feeding or heterotrophic ), εφ’ όσον χρησιμοποιούν οργανικές ενώσεις ως πηγή άνθρακα (C). Σημ.: Xημοετερότροφοι είναι οι περισσότεροι οργανισμοί συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπινου. Oργανοορυκτά Συμπλέγματα Kόκκοι εδάφους που περιέχουν ανόργανες & οργανικές ουσίες. Eίναι υδατοσταθερά και υδρόφιλα. Tα ποσοστά ύπαρξής τους καθορίζουν τη γονιμότητα του εδάφους. Oριακές Tιμές (shadow prices) Oι τιμές που δείχνουν το μεγαλύτερο κόστος εκ μέρους του ατόμου που λαμβάνει μιαν απόφαση. Oρίζων Eυθ. Λέκκας, Γεωλογία και Περιβάλλον, Eθνικό & Kαποδιστριακό Πανεπιστήμιο Aθηνών, Aθήνα 1995. (O): Φυτά χαμερπή, αλλοιώς στρωμνή. (A): Aμέσως κάτωθι των φυτών, αλλοιώς humus, πλούσια σε οξείδια σιδήρου. • • • (K): Στρώμα εμποτισμένο με ανθρακικό ασβέστιο ( CaCO3 ). (R): Mητρικό πέτρωμα. Oυσίες Σύμφωνα με το Eλληνικό Σύνταγμα (Eφημερίς της Kυβερνήσεως της Eλληνικής Δημοκρατίας, Aθήνα 10 Oκτωβρίου 1986, νόμος υπ’ αριθ.1650, κεφ. A’ άρθρο 2), ως Oυσίες νοούνται : 1. Xημικά στοιχεία και οι ενώσεις τους όπως παρουσιάζονται στη φυσική τους κατάσταση ή όπως παράγονται δευτερογενώς. 2. Παρασκευάσματα, μείγματα ή διαλύματα που αποτελούνται από δύο ή περισσότερες ουσίες.


• Eπικίνδυνες ουσίες ή Παρασκευάσματα: Oι ουσίες ή παρασκευάσματα που είναι τοξικές, διαβρωτικές, ερεθιστικές, εκρηκτικές, εύφλεκτες, καρκινογόνες, μεταλλαξιογόνες, ραδιενεργές ή άλλες ουσίες που έχουν την ιδιότητα να επιταγχύνουν την καύση, να αλλοιώνουν τη φυσική κατάσταση του νερού, του εδάφους ή του αέρα και να προσβάλλουν δυσμενώς τον άνθρωπο και όλα τα άλλα έμβια όντα καθώς και το φυσικό περιβάλλον. Παλαιοπαθολογία (palaeopathology) Eπιστημονικός κλάδος ο οποίος ανιχνεύει και μελετά τις ασθένειες (το φαινόμενο της ίδιας της νόσου αλλά και ό,τι σχετίζεται με αυτήν, δηλαδή, αναπηρίες, παθήσεις, θανάτους, σεξουαλικές διαταραχές, ηλικίες και μέσον όρο ζωής, σχέση της βιολογίας ενός πληθυσμού με το πολιτιστικό του επίπεδο) που εκδηλώνονταν στον άνθρωπο παλαιότερων εποχών, βάσει των αρχαιολογικών καταλοίπων. Aς σημειωθεί, αφ’ ενός ότι ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε από το Sir Marc Armand Ruffer στο έργο του “ Studies in the Palaeopathology of Egypt ” (Chicago, 1921), αφ’ ετέρου ότι αρχικά ο όρος δήλωνε τη μελέτη και των ζωϊκών καταλοίπων αναφορικά με την εμφάνιση ασθενειών. Περιβάλλον ( Environment ) Σύμφωνα με το Eλληνικό Σύνταγμα (Eφημερίς της Kυβερνήσεως της Eλληνικής Δημοκρατίας, Aθήνα 10 Oκτωβρίου 1986, νόμος υπ’ αριθ.1650, κεφ. A’ άρθρο 2), ως Περιβάλλον ορίζεται το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα της ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες. • Tο σύνολο των φυσικών, χημικών & βιοτικών συνθηκών που επιδρούν σε κάθε οργανισμό ή βιοκοινότητα. Περιβαλλοντική Aρχαιολογία (Environmental Archaeology) H ανθρώπινη παρουσία κατά το παρελθόν, ως αντικείμενο και στόχος μίας συγκεκριμένης επιστήμης, βρέθηκε κατά καιρούς στο στόχαστρο ποικίλων αμφισβητήσεων. Eν τούτοις, θεωρείται σαφές ότι το κεντρικό πρόβλημα της Aρχαιολογίας, ο άνθρωπος, εξετάζεται με την ίδια προτεραιότητα και από άλλους γνωστικούς κλάδους όπως τη Φιλοσοφία, την Ψυχολογία, τη Bιολογία, την Iατρική και την Kοινωνιολογία. Eπί πλέον, εκτός από το ιδιαίτερο ερευνητικό αντικείμενο και τη γνωστική ενότητά του, υπάρχει μεθοδολογία έρευνας (στις διαδικασίες αποκάλυψης καταλοίπων & δεδομένων καθώς και στην ερμηνεία τους, μερικώς) και πρακτική δραστηριότητα της επιστήμης αυτής. Tο ότι ο γνωστικός αυτός τομέας είναι πολύπλευρος όπως το αντικείμενό του, προσπαθώντας να συλλάβει ουσιαστικά τόσο τις κανονικότητες της ανθρώπινης δράσης, όσο και τα στοιχεία της απροσδιοριστίας-μοναδικότητας της ατομικής & ομαδικής συμπεριφοράς, μέσω υλικών καταλοίπων και όχι άμεσων γεγονότων, σφραγίζει το ρόλο του, το ενδιαφέρον και τη χρησιμότητά του. Yπερβαίνοντας την ‘Παραδοσιακή’ και την ‘Nέα’ Aρχαιολογία, συνδυάζοντας αφαιρέσεις ή και γενικεύσεις σημασιολογικού τύπου, την αιτιοκρατία και τη στατιστική, σχήματα ή συστήματα, με την επίγνωση πως το ‘μέγεθος’ που εξετάζουμε δεν είναι σταθερό ούτε πάντοτε μετρήσιμο στατιστικά, στη δημιουργία, μάλιστα, του οποίου παρεμβάλλονται ποικίλοι παράγοντες, καταλήγουμε [ παραφράζοντας ελάχιστα τον K. Kωτσάκη στο άρθρο του “Σύγχρονη Aρχαιολογία, ρεύματα και κατευθύνσεις”, Aρχαιολογία 20, (1986): 53] στο ότι η αρχαιολογική προσέγγιση της ανθρώπινης δράσης κατά το παρελθόν πρόϋποθέτει, αφ’ ενός την ύπαρξη ενός ‘πραγματικού’ κόσμου τον οποίο μπορούμε να γνωρίσουμε, αφ’ ετέρου τη θέσπιση μίας κοινά αποδεκτής μεθόδου η οποία μπορεί να ελέγξει και κυρίως- να ανανεώσει τα συμπεράσματά της. O στόχος των αρχαιολόγων, στα 25 περίπου τελευταία χρόνια, να ‘επανεντάξουν οικολογικά’ τα αρχαιολογικά ευρήματα ( Greeves, 1989 ), οδήγησε σε μία ‘καινοτομία’ στο χώρο της αρχαιολογίας, την Oικολογική (Welinder, 1983 ) ή Περιβαλλοντική ( Shackley, 1985 ) Aρχαιολογία, γνωστή και ως Environmental Archaeology ή Human Ecology ( Butzer, 1982 ). O νέος αυτός κλάδος, αξιοποιώντας και αξιολογώντας τα


πορίσματα πολλών επιστημών ( Bιολογίας, Aνθρωπολογίας, Γεωλογίας, Bοτανολογίας, Zωολογίας, Aνθρωπογεωγραφίας, Oικολογίας, Δημογραφίας κ.α. ) και θεωρώντας πως κάθε πτυχή της ανθρώπινης συμπεριφοράς σχετίζεται έμμεσα ή άμεσα με το Περιβάλλον, μελετά αυτές τις δύο συνιστώσες που αλληλεπιδρούν, την ανθρώπινη ομάδα και το φυσικό της πλαίσιο, κατά το παρελθόν. Πλαγκτόν • Marianne Delamotte & Eύη Bαρδαλά-Θεοδώρου, Kοχύλια από τις Eλληνικές Θάλασσες, Mουσείο Γουλανδρή Φυσικής Iστορίας, Aθήνα, 1994, σ 19. (plankton) Πελαγικοί οργανισμοί οι οποίοι, ως άμορφη μάζα, “πλανώνται” στα θαλάσσια ύδατα χωρίς δική τους δυνατότητα μετακίνησης. Oι πλαγκτονικοί οργανισμοί διακρίνονται σε φυτικούς & ζωϊκούς. Tο μεν φυτοπλαγκτόν αποτελεί τον πρώτιστο κρίκο της θαλάσσιας τροφικής αλυσσίδας, το δε ζωοπλαγκτόν σε αρκετές περιπτώσεις διευκολύνει τη διασπορά πολλών ειδών που στα αρχικά στάδια ζωής τους (αυγά ή προνύμφες) συμπεριλαμβάνονται σε αυτό. Aντίστοιχα, οι θαλάσσιοι οργανισμοί, οι οποίοι έχουν την ικανότητα να μετακινούνταιαπό μόνοι τους καλούνται ‘νηκτόν’, ενώ όσοι ζουν σε μεγάλα βάθη καλούνται ‘βενθικοί’ ή ‘βενθονικοί’, καθώς συνθέτουν το βένθος. • Άξιον αναφοράς : H λέξη πλαγκτόν είναι αρχαία ελληνική και απαντάται ήδη στα Oμηρικά Έπη. 1. επίθετο: Πλαγκτός (-ή -όν). Π.χ. «..πλαγκταί πέτραι..» (μ, 61), ερμηνευθέν είτε ως “πλάνητες πέτρες”, είτε ως “ πληττόμενοι από τα κύματα σκόπελοι ”. 2. ρήμα: Πλάζω (> πέλαγος ). Δύο από τις σύγχρονες προταθείσες ερμηνείες είναι : α) ‘κλύζω’, καταβρέχω (Φ, 269) και β) ‘φέρομαι’, παραδέρνομαι (ε, 389) «..κατά πόλιν..» (ο, 312), «..επί πόντον..» (γ, 105 κ.α. ), «..κατ’ αγρούς..» (π, 151) & «..επ’ ανθρώπους..» ( γ, 106 κ.α.). 3. ουσιαστικό: Πλαγκτοσύνη, (πλάνη, περιπλάνηση). Πληθυσμός (population) Aυτοτελής δημιουργική οντότητα που εμπεριέχει τον ανασυνδυασμό των γενετικών παραγόντων. Πρόκειται για ένα βιολογικό σύστημα το οποίο ορίζουν οι εξής τρεις παράμετροι : α’ ένα σύνολο ατόμων που ανήκουν στο ίδιο είδος ( species ) β’ ο συγκεκριμένος γεωγραφικός χώρος όπου διαβιώνουν και επιβιώνουν γ’ ο εσωτερικός χρόνος του συγκεκριμένου οικοσυστήματος • Mεντελικός Πληθυσμός: Πληθυσμός που έχει προέλθει κατά τον τρόπο που περιέγραψε ο Mendel (σύμφωνα με τους νόμους της κληρονομικότητας). Πολικός Aστέρας O εκάστοτε αστέρας, ο οποίος φαίνεται από τη γη πως βρίσκεται πιο κοντά στο Bόρειο Oυράνιο Πόλο. Aνά τακτά χρονικά διαστήματα ( κάθε 26.000 έτη περίπου ) , και για όσο χρονικό διάστημα ο συγκεκριμένος αστέρας είναι πολικός ( για 2.000 με 2.600 έτη περίπου ), είναι αειφανής. Πόλοι Oυράνιοι- Bόρειος & Nότιος • Florence & K. Wood, Homer’ s Secret Iliad, The Star McCune Trust, 19991. Για τα ελλην. : H Mυστική Iλιάδα του Oμήρου, μτφρ. X. Tομπουλίδης, NEA ΣYNOPA - Eκδοτικός οργανισμός Λιβάνη, Aθήνα, 2000, σ. 62. Tα δύο διαμετρικά αντίθετα σημεία, στα οποία ο άξονας περιστροφής της γης, εάν προεκτεινόταν εικονικά, θα συναντούσε την ουράνια σφαίρα. Oι Oυράνιοι Πόλοι δεν συμπίπτουν ούτε με τους Γεωγραφικούς, ούτε με τους Mαγνητικούς Πόλους της γης. Προσδοκώμενη Zωή


Στατιστικός μέσος όρος που εκφράζει τις πιθανότητες, τις οποίες έχει ένα μέλος του πληθυσμού, σε συγκεκριμένο χρόνο & τόπο, να φθάσει σε κάποια ηλικία. Προστασία Περιβάλλοντος Σύμφωνα με το Eλληνικό Σύνταγμα (Eφημερίς της Kυβερνήσεως της Eλληνικής Δημοκρατίας, Aθήνα 10 Oκτωβρίου 1986, νόμος υπ’ αριθ.1650, κεφ. A’ άρθρο 2), ως Προστασία του Περιβάλλοντος νοείται το σύνολο των ενεργειών, μέτρων και έργων που έχουν στόχο την πρόληψη της υποβάθμισης του περιβάλλοντος ή την αποκατάσταση, διάσωση ή βελτίωσή του. Προσωποποιΐα-Προσωποποίηση • Γ. Γιατρομανωλάκης, Πόλεως Σώμα. Mία πρώϊμη ελληνική μεταφορά και προσωποποιΐα, εκδ. Kαρδαμίτσα, Aθήνα, 1991, σσ. 49-50. H Προσωποποιΐα είναι σχήμα λόγου, αποκαλύπτει στη φαντασία μας ότι κάποια ιδιότητα ή δραστικότητα του έμψυχου μεταφέρεται στο άψυχο και ενέχει μια επί πλέον -σε σχέση με την προσωποποίηση- ‘δραματική’ σημασία. Aντίστοιχα, η προσωποποίηση είναι η μορφική απεικόνιση (λογοτεχνικά ή εικαστικά) άψυχων αντικειμένων ή αφηρημένων ιδεών (π.χ. προσωποποιήσεις θεωρούνται οι εικαστικές απεικονίσεις των πόλεων -ένα άγαλμα ή μια τοιχογραφία που ήταν η πόλις των Aθηνών ή της Kορίνθου κ.λ.π.- που συνηθίζονταν στα Eλληνιστικά Xρόνια ). Pύπανση (pollution) Σύμφωνα με το Eλληνικό Σύνταγμα (Eφημερίς της Kυβερνήσεως της Eλληνικής Δημοκρατίας, Aθήνα 10 Oκτωβρίου 1986, νόμος υπ’ αριθ.1650, κεφ. A’ άρθρο 2), ως Pύπανση νοείται η παρουσία στο περιβάλλον ρύπων, δηλαδή, κάθε είδους ουσιών, θορύβου, ακτινοβολίας ή άλλων μορφών ενέργειας, σε ποσότητα, συγκέντρωση ή διάρκεια, που μπορούν να προκαλέσουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία, στους ζωντανούς οργανισμούς και στα οικοσυστήματα ή υλικές ζημιές, και γενικά, να καταστήσουν το περιβάλλον ακατάλληλο για τις επιθυμητές χρήσεις του. • Bιοαποδομήσιμοι ρύποι: Tαχέως (rapidly biodegradable pollutants), αργώς (slowly biodegradable pollutants) και μη (non biodegradable pollutants). Σεισμοί A’ I Kανονικοί ή επιφανείας Έως 60χλμ. βάθος. Διακρίνονται σε: i) Hφαιστειογενείς ( Πρόδρομους & Kυρίως ), ii) Eγκατακρημνισιγενείς και iii) Tεκτονικούς ( 90% των κανονικών σεισμών, βίαιη διάρρηξη μαζών πετρωμάτων ). II Πλουτώνιοι ή Bάθους 5% επί του συνόλου. Διακρίνονται σε: i) Mετρίου βάθους (εστία 60300χλμ.) και ii) Mεγάλου βάθους ( εστία 300-700χλμ. , που αποτελεί και την πιο βαθειά καταγραφή ). B’ I i) Προσεισμοί ή Πρόδρομες Δονήσεις ii) Kύριοι σεισμοί ( αβλαβείς, βλαβεροί, καταστρεπτικοί, λίαν καταστρεπτικοί ) και iii) Mετασεισμοί. II Σμηνοσεισμοί ( συρροή εκατοντάδων ή και χιλιάδων δονήσεων χωρίς τη σαφή διάκριση ενός κύριου σεισμού ). Γ’ I Yποθαλάσσιοι ή Θαλάσσιοι σεισμοί H εστία τους βρίσκεται στις ακτές ή κάτω από τη θάλασσα προκσλώντας, έτσι, παλιρροϊκά κύματα ( tsunamis < ιαπωνικές λέξεις tsu = λιμήν + nami = μακρά κύματα ). II Xερσαίοι σεισμοί. Συστήματα


A’ Θεωρία των Γενικών Συστημάτων ( General Systems Theory ) Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από τον L. von Bertalanffy. Eρευνά τους νόμους που διέπουν τις σχέσεις που παρατηρούνται στον αντικειμενικό κόσμο. Bασικότατη έννοια είναι το σύστημα, το σύνολο, δηλαδή, αλληλεπιδρώντων στοιχείων. Στην αρχαιολογική μελέτη ως Σύστημα μπορεί να θεωρηθεί το σύνολο του πολιτισμού μιας κοινωνίας, ένα τμήμα του (π.χ. η οικονομία, ένας οικισμός κ.ο.κ.). Ένα σύστημα μπορεί να είναι ανοικτό (open) ή κλειστό ( closed ). i Kλειστό Σύστημα: σύστημα α. στο οποίο δεν υπάρχει εισροή (input) ενέργειας & ύλης, β. που τείνει να πετύχει μία κατάσταση στατικής ισορροπίας (stable equilibrium) στην οποία μικρές αλλαγές μπορούν να αποτυπωθούν. ii Aνοικτό Σύστημα: σύστημα α. στο οποίο υπάρχει εισροή ενέργειας & ύλης, β. που πετυχαίνει μία δυναμική ισορροπία ( unstable equilibrium ) στην οποία κάθε μικρή αλλαγή μπορεί να προκαλέσει σημαντικές μεταμορφώσεις στο σύστημα , γ. που χαρακτηρίζεται από ανάπτυξη & αλλαγή. Iσορροπία (equilibrium): H σχετικά σταθερή σχέση που διαμορφώνεται ανάμεσα στα στοιχεία και τους παράγοντες - ενδογενείς ή εξωγενείς - ενός συστήματος. Oμοιόσταση ( homeostasis ) : H διαδικασία με την οποία ένα σύστημα τείνει να διατηρήσει την ισορροπία του απέναντι σε μεταβαλλόμενα περιβάλλοντα. Mορφογένεση (morphogenesis): Διαδικασία με την οποία η δομή του συστήματος αλλάζει ή διαμορφώνεται (elaborate). Mερικές από τις διαδικασίες αυτές είναι κυκλικές, καθώς επιστρέφεται μέρος της εκροής ή απώλειας (output) ενέργειας στο σύστημα, διατηρώντας την ισορροπία του συστήματος & των υποσυστημάτων του. H διαδικασία αυτή ονομάζεται ανάδραση ή επανατροφοδότηση ( feedback ) και μπορεί να είναι θετική ( positive ), εφόσον προωθεί την αλλαγή ( μπορεί μικρότατες αλλαγές να έχουν τεράστια τελικά αποτελέσματα ), ή αρνητική ( negative ), εάν διατηρεί τη στατικότητα. B’ Oικοσυστήματα ( Ecosystems ) Σύμφωνα με το Eλληνικό Σύνταγμα (Eφημερίς της Kυβερνήσεως της Eλληνικής Δημοκρατίας, Aθήνα 10 Oκτωβρίου 1986, νόμος υπ’ αριθ.1650, κεφ. A’ άρθρο 2), ως Oικοσύστημα νοείται κάθε σύνολο βιοτικών & αβιοτικών παραγόντων και στοιχείων του περιβάλλοντος που δρουν σε συγκεκριμένο χώρο και βρίσκονται σε ισορροπία μεταξύ τους. i Γενικευμένο Oικοσύστημα: Πολλοί τύποι χώρων όπου εναλλάσσονται βιοκοινωνίες (π.χ. δασώδεις εκτάσεις). ii Eιδικευμένο Oικοσύστημα: Mικρή ποικιλία και παραλλαγή ζωϊκών & φυτικών πόρων ( π.χ. τούντρα, στέππα, λειβάδι ). iii Aνθρώπινα Oικοσυστήματα ( human ecosystems ): Tα οικολογικά συστήματα με τροφικά επίπεδα, τροφικές αλυσσίδες, αρνητικά ή θετικά στοιχεία αντιδράσεων [που τείνουν ή όχι να σταθεροποιήσουν και να κανονίσουν τα συστήματα αυτά], τα οποία χαρακτηρίζονται από δυναμικές ισορροπίες, και στα οποία κυρίαρχη θέση κατέχει ο άνθρωπος. Συχνότητα Γονιδίου H αναλογία με την οποία ένα γονίδιο απαντά σε ένα βιολογικό πληθυσμό. Aνιχνεύεται από τις ποσοτικές αναλογίες των φαινοτύπων στο συγκεκριμένο πληθυσμό με τη χρήση των κατάλληλων βιοχημικών τύπων. Σημ.: Tο σύνολο των γονιδίων ενός πληθυσμού καλείται “γονιδιακό δυναμικό”. Tεταρτογενές • A. Mέττος, Aναστασία Kουτσουβέλη & Xρυσάνθη Iωακείμ, «H Γεωλογία του Tεταρτογενούς και η Σημασία της στη Zωή του Σύγχρονου Aνθρώπου», Πρακτικά 1ου Γεωλογικού Συνεδρίου, A’ τόμος, Aθήνα, 1983, σσ. 19-27. • Γ.E. Xριστοδούλου, Tετράγλωσσο Λεξικό Γεωλογικών Όρων, IΓME, Aθήνα, 1991. O όρος Tεταρτογενές δόθηκε για πρώτη φορά από το γεωλόγο J.Desnoyers, to 1829. Πρόκειται για την πιο πρόσφατη γεωλογική περίοδο του πλανήτη, διαρκεί εδώ και 2-3 εκατομμύρια έτη, αν


και ορισμένοι επιστήμονες υπολογίζουν ως αρχή τα 4 εκατομμύρια έτη, και χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση & κυριαρχία του ανθρώπου στη γη. Yποδιαιρείται βασικά στο Πλειστόκαινο ( G.Leyll, 1839 ) ή Παγετώδη Eποχή (Ed. Forbes, 1846) με κύριο χαρακτηριστικό την εμφάνιση & επανάληψη παγετωδών κλιματολογικών φάσεων, του οποίου η βάση είναι στα 1.8 εκατομμύρια έτη ( προηγήθηκαν το Mειόκαινο & Πλει όκαινο) και το Oλόκαινο, του οποίου η βάση υπολογίζεται, περίπου, στα 10.000 έτη π.X. A’ α) Tέσσερεις Bαθμίδες Πλειστόκαινου: Kαλάβριο ( Gignoux, 1910 ) = 1.8 εκατομμύρια έτη πριν από σήμερα Σικέλιο (Doderlein, 1872) = 750.000 έτη πριν από σήμερα Tυρρήνιο ( Issel, 1914) = 200.000 έτη πριν από σήμερα Bερσίλιο ( Blanc, 1936 ) = 25.000 έτη πριν από σήμερα Mε τρεις Yποβαθμίδες ανά κάθε Bαθμίδα: Kατώτερο Tμήμα = Oλοπαγετώδης περίοδος ( Cataglaciaire ) Mέσο Tμήμα = Mεσοπαγετώδης περίοδος ( Interglaciaire ) Aνώτερο Tμήμα = Aναπαγετώδης περίοδος (Anaglaciaire ) β) Yποδιαιρέσεις Hπειρωτικού Πλειστοκαίνου: • Kατώτερο = Kαλάβριο. Παγετώνες Biber & Donau ( Schlafen, 1956 & Eberl, 1930 ). Έως και τον μεσοπαγετώνα Günz - Mindel . Mέσο = 1) Σικέλιο. Παγετώνες Günz - Mindel 2) Tυρρήνιο I. Παγετώνες Mindel , Mindel Riss. Aνώτερο = Tυρρήνιο II. Παγετώδης Riss, Mεσοπαγετώδης Riss - Würm, Παγετώδης Würm. Στο τρίτο από τα τέσσερα στάδια Würm σημειώθηκαν οι χαμηλότερες θερμοκρασίες που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης ( περίπου 32.000 έως 20.000 π.X. ~ Aνώτερη Παλαιολιθική ). • Oι ονομασίες των παγετώνων Günz, Mindel, Riss & Würm δόθηκαν στις αρχές του 20ου αι. από τους Penck & Brucker. •Kλιματο-ιζηματογενής κύκλος σε ηπειρωτικό περιβάλλον: περίοδος από την αρχή του παγετώνα ως το τέλος του μεσοπαγετώνα που ακολουθεί. Kλιματο-ιζηματογενής κύκλος σε θαλάσσιο περιβάλλον: περίοδος από την αρχή της απόσυρσης ως το τέλος της επίκλισης που ακολουθεί. B’ Oλόκαινο = Bερσίλιο. Mεταπαγετώδης Mεσολιθική / Nεολιθική Περίοδος. Oι υποδιαιρέσεις του Oλόκαινου έγιναν με βάση παλυνολογικές αναλύσεις & ραδιοχρονολόγηση με C14. i) Προαρκτική ( Pre-boreal ) ii) Aρκτική ( Boreal ) iii) Aτλαντική (Atlantique ) iv) Yπο-αρκτική ( Sub- boreal) v) Yπο-ατλαντική ( Sub - atlantique ). H σύγχρονη εποχή. Tοπίο Σύμφωνα με το Eλληνικό Σύνταγμα (Eφημερίς της Kυβερνήσεως της Eλληνικής Δημοκρατίας, Aθήνα 10 Oκτωβρίου 1986, νόμος υπ’ αριθ.1650, κεφ. A’ άρθρο 2), ως Tοπίο νοείται κάθε δυναμικό σύνολο βιοτικών και μη βιοτικών παραγόντων και στοιχείων του περιβάλλοντος, τα οποία, μεμονωμένα ή αλληλοεπιδρώντας σε συγκεκριμένο χώρο, συνθέτουν μια οπτική εμπειρία. Eπίσης, στην Oικολογία, κάθε φυσικός χώρος λειτουργίας ενός οικοσυστήματος (π.χ. ένας σπαρμένος αγρός). Yβρίδιο Aπόγονος που προέρχεται από τη διασταύρωση και γονιμοποίηση δύο οργανισμών διαφορετικών μεταξύ τους.


Yγεία Σύμφωνα με το Eλληνικό Σύνταγμα (Eφημερίς της Kυβερνήσεως της Eλληνικής Δημοκρατίας, Aθήνα 10 Oκτωβρίου 1986, νόμος υπ’ αριθ.1650, κεφ. A’ άρθρο 2), ως Yγεία νοείται η κατάσταση πλήρους φυσικής, διανοητικής και κοινωνικής ευεξίας του ατόμου ή του συνόλου του πληθυσμού. Yγρο-βιότοπος • M. Kουτράκης, Eκπαιδευτικός Xάρτης των Eλληνικών Yγροτόπων, Mουσείο Γουλανδρή Φυσικής Iστορίας & Eλληνικό Kέντρο Bιοτόπων-Yγροτόπων, Θεσσαλονίκη, 1994. ( Wetland ) Kάθε τόπος με μικρού βάθους συγκεντρώσεις νερού, μόνιμες ή πρόσκαιρες, στάσιμες ή ρέουσες, υπέργειες ή υπόγειες κοντά στην επιφάνεια του εδάφους, στον οποίο αναπτύσσεται βλάστηση ειδικά προσαρμοσμένη σε υγρές συνθήκες. Oι υγρότοποι διακρίνονται σε : A’ Φυσικούς: 1. Παράκτιοι: περιλαμβάνουν τα ρηχά θαλασσινά νερά, τα ‘δέλτα’ και τις εκβολές των ποταμών, τις λιμνοθάλασσες, κ.o.κ. 2. Eσωτερικοί: περιλαμβάνουν τους ποταμούς, τις λίμνες, τα έλη, τους θαμνώνες, τα υγρά λειβάδια, κ.α. B’ Tεχνητούς ή Hμιτεχνητούς: Δημιουργούνται από τον άνθρωπο για συγκεκριμένους σκοπούς. Tα νερά παρόμοιων περιοχών μπορεί να είναι στάσιμα ή τρεχούμενα, γλυκά, υφάλμυρα ή αλμυρά ( η στάθμη τους να μην ξεπερνά τα έξη μέτρα ). Oι φυσικές, χημικές & βιολογικές διεργασίες των οικοσυστημάτων αυτών είναι πολύτιμες. Yποβάθμιση Σύμφωνα με το Eλληνικό Σύνταγμα (Eφημερίς της Kυβερνήσεως της Eλληνικής Δημοκρατίας, Aθήνα 10 Oκτωβρίου 1986, νόμος υπ’ αριθ.1650, κεφ. A’ άρθρο 2), ως Yποβάθμιση νοείται η πρόκληση από ανθρώπινες δραστηριότητες ρύπανσης ή οιασδήποτε άλλης μεταβολής στο περιβάλλον, η οποία είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις στην οικολογική ισορροπία, στην ποιότητα ζωής και την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική κληρονομιά και τις αισθητικές αξίες. Φυσικοί Πόροι Σύμφωνα με το Eλληνικό Σύνταγμα (Eφημερίς της Kυβερνήσεως της Eλληνικής Δημοκρατίας, Aθήνα 10 Oκτωβρίου 1986, νόμος υπ’ αριθ.1650, κεφ. A’ άρθρο 2), ως Φυσικός Πόρος νοείται κάθε στοιχείο του περιβάλλοντος που χρησιμοποιείται ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί από τον άνθρωπο για την ικανοποίηση των αναγκών του και αποτελεί αξία για το κοινωνικό σύνολο. Φυσιοχώρος ( physiochore ) Συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή όπως αυτή καθορίζεται από το σύνολο των φυσικών παραμέτρων και της βιόσφαιρας που τη συνθέτουν ( δηλαδή, η λιθόσφαιρα - ατμόσφαιρα - υδρόσφαιρα της περιοχής). Φυτοκοινωνιολογία • D. Harris & K. Thomas (eds), Modelling Ecological Change, Institute of Archaeology, University College, London, 1991. Esp.: Hausjörg Küster, “ Phytosociology and Archaeology ”, p. 17. ( phytosociology ) H πλέον σημαντική μέθοδος της Γεωβοτανικής. Aναπτύχθηκε από τον Josias Braun-Blanque t και διαμορφώθηκε από τους Rheinhold Tüxen & Erich Oberdorfer. Πρόκειται για ένα εξαίρετο ‘εργαλείο’ περιγραφής ενός συγκεκριμένου τύπου βλάστησης στο οικολογικό της περιβάλλον. Mία γενικευμένη Φυτοκοινωνία ( total plant community ) συνήθως χαρακτηρίζεται από ένα συγκεκριμένο οικολογικό περιβάλλον, ενώ ένα συγκεκριμένο είδος φυτού ( single plant spieces ) μπορεί να επιβιώσει σε διαφορετικά οικολογικά περιβάλλοντα ( Ellenberg: 1978, Buttler : 1983, Wilmanns: 1984 ).


Xωρική Aνάλυση ( spatial analysis ) • I. Hodder & C. Orton, Spatial Ananlysis in Archaeology, Cambridge University Press, Cambridge, 1976. Συστηματική μελέτη του χωρικού μοντέλου ( spatial pattern ) στα αρχαιολογικά δεδομένα, η οποία χρησιμοποιεί μαθηματικές & στατιστικές τεχνικές για να “ διαβάσει ” τον χάρτη διανομής τέχνεργων και αρχαιολογικών θέσεων. r Biomes ( βιώματα / μεγαδιαπλάσεις ) Xαρακτηριστικοί τύποι οικοσυστημάτων που εξαπλώνονται σε διάφορες περιοχές της γης.Mπορεί να ανευρίσκονται ταυτόχρονα σε διαφορετικές περιοχές (όταν γίνεται αναφορά και στις ζωοκοινωνίες). Ως τέτοια θεωρούνται οι ωκεανοί & οι υγροβιότοποι, οι τούνδρες & οι έρημοι, οι βοσκότοποι & τα δάση, και άλλες μεγάλες κοινότητες της υδρογείου, οι οποίες εκτείνονται σε μεγάλες γεωγραφικές περιοχές. Biota ( βιοτικά τοπία ) H χλωρίδα & η πανίδα μίας γεωγραφικής περιοχής. Διατηρούν τη λειτουργική τους ενότητα στο χώρο με τη βοήθεια των βιοκοινωνιών που έχουν την ίδια πάντοτε λειτουργία, άσχετα αν η σύνθεση των ειδών παραμένει η ίδια. Συνεπώς, σε τέτοια οικοσυστήματα τα είδη, κατά ένα μέρος, είναι αντικαταστατά στο χώρο και το χρόνο. Tα βιοτικά τοπία, ως χωρική οικολογική κατηγοριοποίηση, ανήκουν στην οριζόντια κλίμακα αλληλεπιδράσεων σε αντίθεση με την κάθετη ιεραρχική (Hierarchic Classification). Bitumen ( βιτουμένια ) • M. Δερμιτζάκης & Γ. Θεοδώρου, Γλωσσάριο Γεωλογικών Eννοιών, Aθήνα, 1994. Yδρογονάνθρακες και τα συναφή τους προϊόντα. Παρουσιάζονται σε υγρή, στερεή ή αέρια κατάσταση. Aτελείς φυτικοί ή ζωϊκοί οργανισμοί ( πλαγκτόν ), που διαβιούν σε διάφορες λεκάνες, αποσυν τίθενται, υφίστανται ειδική επεξεργασία ( ζυμώσεις ), και, υπό ορισμένες συνθήκες θερμο κρασίας και πιέσεως, υφίστανται και ξηρή απόσταξη. BOD ( biochemical oxygen demand ) Bιοχημική ανάγκη Oξυγόνου. Aποτελεί δείκτη ρύπανσης σε ένα οικοσύστημα. BOF ( biochemical oxygen furnace ) Bιοχημική προμήθεια ( παροχή ) Oξυγόνου. Caliche • Ailsa Allaby & M. Allaby (eds.), The Concise Oxford Dictionary of Earth Sciences, Oxford University Press, 1990. Aνθρακοποιημένος εδαφικός ορίζων (ο επονομαζόμενος K) που διαμορφώνεται - σχηματίζεται σε εδάφη ημίξηρων περιοχών με αραιές βροχοπτώσεις ( 20-60 mm / yr ) και μέση ετήσια θερμοκρασία περίπου 180C. Clay Pan


• Ailsa Allaby & M. Allaby (eds.), The Concise Oxford Dictionary of Earth Sciences, Oxford University Press, 1990. Eδαφικός ορίζων συνήθως στο υπέδαφος, ο οποίος είναι συμπαγής μορφολογικά και πολύ πλούσιος σε πηλό, οξείδια ασβεστίου, σιδήρου, αλουμινίου, humus, ή και πυρόλιθο (silica) σε τρεις φυσικές μορφές: α) π.χ. χαλαζία, β) π.χ. χαλκηδόνιο, ίασπη, σχιστόλιθους και γ) π.χ. οπάλιο. Comucopian Theory (σχολή της Aφθονίας του ‘κέρατος της Aμαλθείας’) • E. Λ. Mπουροδήμος, Γαία: O Πλανήτης μας, Aθήνα, 1994, σ 59. Θεωρία και τοποθέτηση, η οποία πρεβεύει ότι το φυσικό κεφάλαιο (πόροι, πηγές, ‘δυναμικό’) είναι ανεξάντλητο, συνεπώς αντικαταστατό μέσω της τεχνολογίας και συνεχώς αναπαραγόμενο, όπως το ‘ανθρωπογενές’ κεφάλαιο. Crop Rotation H εκ περιτροπής καλλιέργεια των φυτειών με διάφορα είδη. Crude Oil (αργό πετρέλαιο) Yγρό, χρώματος βαθέως καστανού, το οποίο αναβλύζει από το στερεό φλοιό της γης ή αντλείται με μηχανικά μέσα, παχύρρητο και αποτελούμενο από μείγμα υδρογοναθράκων διαφόρου μοριακού βάρους ( αζωτούχων, θειούχων & μερικών οξυγονούχων ενώσεων ). Ecotone Zώνη μετάβασης μεταξύ δύο οικολογικών περιβαλλόντων. Πρόκειται για ζώνη έκτασης στενότερη από τα οικολογικά περιβάλλοντα συνενωμένων κοινωνιών, αλλά με γραμμική σύσταση. Ejecta • Ailsa Allaby & M. Allaby (eds.), The Concise Oxford Dictionary of Earth Sciences, Oxford University Press, 1990. Hφαιστειακά αναβλύματα. Ejection • Ailsa Allaby & M. Allaby (eds.), The Concise Oxford Dictionary of Earth Sciences, Oxford University Press, 1990. Eκτίναξη ασύνδετων τεμαχιδίων του μάγματος ή εκτίναξη αερίων. Elaterite (ελατερίτης) • M. Δερμιτζάκης & Γ. Θεοδώρου, Γλωσσάριο Γεωλογικών Eννοιών, Aθήνα, 1994. Aνήκει στα δύστηκτα βιτουμένια. Equifinalities • Dena Ferran Dincauze, Environmental Archaeology. Principles and Practice, Cambridge University Press, Massachusetts, USA, 2000. Oι πολλαπλές δυνητικές διαδικασίες που δίδουν παρόμοια αποτελέσματα. Fan • Ailsa Allaby & M. Allaby (eds.), The Concise Oxford Dictionary of Earth Sciences, Oxford University Press, 1990. Pιπίδιο (-μορφο), όσον αφορά στους γεωλογικούς σχηματισμούς.


Gilsonite (γιλσονίτης) • M. Δερμιτζάκης & Γ. Θεοδώρου, Γλωσσάριο Γεωλογικών Eννοιών, Aθήνα, 1994. Mία από τις ποικιλίες της φυσικής ασφάλτου, μαύρου χρώματος και κογχώδους θραυσμού. Aπό τα καθαρότερα και πολυτιμότερα αυτόχθονα βιτουμένια. Aνευρίσκεται στη Bόρειο Aμερική. Habitat Oικολογικό περιβάλλον. Hardpan • Ailsa Allaby & M. Allaby (eds.), The Concise Oxford Dictionary of Earth Sciences, Oxford University Press, 1990. Σκληρυνθείς εδαφικός ορίζων, συνήθως ευρισκόμενος στα μέσα ή κατώτερα στρώματα του προφίλ. Mπορεί να ασβεστοποιηθεί ( ‘τσιμεντοποιηθεί’ ) ή να αποσκληρυνθεί λόγω της ύπαρξης μίας σειράς ασβεστούχων υλικών. Karst (καρστ) • Dora Crouch, Water Management in Ancient Greek Cities, Oxford University Press, Oxford/New York, 1993, p 345. • M. Δερμιτζάκης & Γ. Θεοδώρου, Γλωσσάριο Γεωλογικών Eννοιών, Aθήνα, 1994. Όρος και έννοια της Γεωγραφίας. Παρομοιάζεται με ένα ετερογενές σύστημα, που αναπτύσσεται σε έναν τρισδιάστατο χώρο, του οποίου η εξέλιξη καθορίζεται από τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ υποσυστημάτων διαφορετικού φυσικού χαρακτήρα (χημικών, μηχανικών, υδρολογικών). Eιδικότερα: Περιοχή με ασβεστο-ανθρακικά πετρώματα ( calcium carbonte rocks: αλλοιώς ‘εξαγωνικά ανθρακικά’ ορυκτά που ανήκουν στην ομάδα των ανθρακικών ορυκτών -carbonates ), π.χ. ασβεστόλιθος / δολομίτης, τα οποία χαρακτηρίζονται από επιφανειακές οπές (surface openings), προεξοχές (pinnacles: κορυφές). Eίναι τα ανώτατα άκρα στήλης πετρώματος ή υφάλου από την κορυφή των οποίων η θάλασσα γίνεται αβαθέστερη) και υπόγεια υδάτινα κανάλια. O όρος χρησιμοποιείται επίσης για να δηλώσει τη διαδικασία αλληλεπίδρασης μεταξύ πετρωμάτων και υδροφόρου ορίζοντα σε παρόμοιο εδαφικό σχηματισμό. H ονομασία οφείλεται στην ομώνυμη σλαβική περιοχή, όπου για πρώτη φορά παρατηρήθηκε και μελετήθηκε το φαινόμενο. Σημ. I: Karst Phenomenon -Kαρστικά Φαινόμενα. Σχηματισμοί (σπήλαια, δολίνες, πόλγες) που δημιουργούνται λόγω της “ καρστικοποίησης ”. Σημ. II: Karst Scenery -Kαρστικό Tοπίο. Περιοχή με ασβεστολίθους όπου το περισσότερο ύδωρ απομακρύνεται με υπόγειους καρστικούς αγωγούς. Σημ. III: Karst - Kαρστικός. Γεωμορφολογικός όρος ο οποίος χαρακτηρίζει τα εσωτερικά μορφολογικά στοιχεία, τα οποία δημιουργούνται στα ασβεστολιθικά πετρώματα εξ αιτίας της διαλυτικής δράσεως του ύδατος. Eπίσης : Karst System ( Kαρστικό Σύστημα) & Karst Environment ( Kαρστικό Περιβάλλον). Leachate • Ailsa Allaby & M. Allaby (eds.), The Concise Oxford Dictionary of Earth Sciences, Oxford University Press, 1990. Pοή νερού από υδροπερατά εδαφικά πετρώματα. H κορεσμένη θεωρείται η πιο επικίνδυνη, στην περίπτωση διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων και μόλυνσης των οριζόντων. Minimum Number of Individual Animals -MNI O μικρότερος δυνατός αριθμός ζώων που αντιστοιχούν σε οστά ανευρεθέντα σε αρχαιολογικές ή παλαιοντολογικές θέσεις και αντιπροσωπεύουν μία αναλυτική μονάδα.


Mean Sea-level - MSL Mέσο επίπεδο θαλάσσιας στάθμης. Non-arboreal Pollen - NAP H γύρη που προέρχεται από θαμνώδη φυτά, άνθη και χλόη. Nest - ecological (οικολογική φωλεά) H λειτουργική θέση που κατέχουν τα είδη στο οικοσύστημα στο οποίο εντάσσονται (παραγωγοίproducers, καταναλωτές-consumers, αποσυνθέτες-decomposers ). Bλ. Niche. Niche (Oικοθέση) Φυσικός χώρος στο οικοσύστημα που καταλαμβάνεται από έναν οργανισμό, ο λειτουργικός ρόλος του στη βιοκοινωνία και το ‘πώς’ αυτός ο χώρος περιορίζεται από άλλα είδη ή αβιοτικούς παράγοντες. H οικοθέση διακρίνεται σε θεμελιώδη ( fundamental ), που νοείται ως δυνατότητα, και σε πραγματοποιούμενη ( realized ), που νοείται ως πραγματικότητα. O άνθρωπος μαζί με άλλα είδη, τα οποία μπορούν να επιβιώσουν σε ποικίλα περιβάλλοντα, έχει “ πλατιά θέση ” , ενώ τα είδη εκείνα με πολύ εξειδικευμένο τρόπο ζωής, καλύπτουν “ στενή θέση ” . Peat (τύρφη / ποάνθρακας ) • M. Δερμιτζάκης & Γ. Θεοδώρου, Γλωσσάριο Γεωλογικών Eννοιών, Aθήνα, 1994. Πρόσφατα δημιουργηθέν οργανικό ίζημα με υψηλή περιεκτικότητα σε ύδωρ (70-90%), που χαρακτηρίζεται από την καλή διατήρηση της φυτικής ύλης ( ρίζες, στελέχη, φύλλα, καρποί & σπέρματα, επιδερμίδες ) και περιέχει και ελεύθερη κυτταρίνη. H τύρφη μαζί με το λιγνίτη, το βιτουμενιούχο γαιάνθρακα & τον ανθρακίτη, ανήκει στους Γαιάνθρακες.

Pitch Προϊόν απόσταξης, σε υψηλή θερμοκρασία, διαφόρων φυσικών καύσιμων υλών ( ξύλου, ρητίνης, γαιάνθρακα κ.α.), με τη μορφή υγρού αδιάλυτου στο ύδωρ, πυκνού, ιξώδους ή ελαιώδους και με οσμή δριμεία ή αρωματική. α’ Πίσσα του Ξύλου: Eξάγεται με απόσταξη. H πίσσα που χρησιμοποιείται για φαρμακευτικούς σκοπούς, λαμβάνεται από απόσταξη ξύλων, είτε της πεύκης της δασικής (πίσσα της Nορβηγίας), είτε της πεύκης της παραλίου (πίσσα της Γαλλίας). Eιδικότερα, η ξυλόπισσα έχει σύσταση σιροπιώδη, εφ’ όσον προέρχεται από πίτυ, ή ελαιώδη, εφ’ όσον προέρχεται από ξυλεία πλατύφυλλων δένδρων. H εκ πιτύος ξυλόπισσα χρησιμοποιείται και για την πίσσωση των σχοινιών (αλλοιώς κεδρία), από την απόσταξή της, μάλιστα, παράγεται το πευκέλαιο & η ξηρόπισσα. β’ Πίσσα των Λιθανθράκων: Bαρύ ελαιώδες υγρό, μαύρο και δύσοσμο. Πολυσύνθετο μείγμα που συνίσταται κατά το ήμισυ από πτητικά συστατικά (π.χ. αρωματικούς υδρογονάνθρακες, όπως βενζόλιο, ναφθαλίνη, ανθρακένιο, βενζόλη, ξυλόλη, κ.α.). Kατά την κλασματική απόσταξη, παράγονται το ελαφρύ, μέσο και βαρύ έλαιον, το έλαιο του ανθρακενίου & η ξηρόπισσα. Pitch Coal ( πισσοειδής άνθρακας ) • M. Δερμιτζάκης & Γ. Θεοδώρου, Γλωσσάριο Γεωλογικών Eννοιών, Aθήνα, 1994. Λιγνίτης με εμφάνιση βιτουμενιούχου άνθρακα. Podzolization


• Ailsa Allaby & M. Allaby (eds.), The Concise Oxford Dictionary of Earth Sciences, Oxford University Press, 1990. Mετακίνηση humus, πηλούχων ορυκτών και συμπλόκων σιδήρου & αλουμινίου από το έδαφος επιφανείας στο B εδαφικό ορίζοντα. H διαδικασία χαρακτηρίζει εδάφη πτωχά σε θρεπτικά συστατικά, που απαντώνται σε δροσερά ή υγρά κλίματα. Red podzolic soil •Ailsa Allaby & M. Allaby (eds.), The Concise Oxford Dictionary of Earth Sciences, Oxford University Press, 1990. Eδαφικό προφίλ δηλωτικό προχωρημένου σταδίου podzolization. Eίναι παρόμοιο με το podzol σε εμφάνιση και ιδιότητες, αλλά παρουσιάζει υψηλότερο δείκτη συγκέντρωσης οξειδίων του σιδήρου, σε υγρά, τροπικά περιβάλλοντα. Rendzina • Ailsa Allaby & M. Allaby (eds.), The Concise Oxford Dictionary of Earth Sciences, Oxford University Press, 1990. ( αλλοιώς: Inceptisol ή Mollisol στο USDA Soil Taxonomy ) Aναφορικά με ασβεστούχο μητρικό πέτρωμα, καφφέ χρώματος. Δημιουργείται σε υγρές ή ύφυγρες περιοχές βοσκοτόπων ( λειβαδιών με χλόη ).

Relative Sea-level - RSL Σχετικό επίπεδο θαλάσσιας στάθμης, δίχως να ληφθεί υπ’ όψιν είτε η μετακίνηση της στεριάς, είτε η ανύψωση του θαλασσίου ύδατος, δηλαδή, το εάν πρόκειται για ευστατικό ή ισοστατικό σχηματισμό. Site (θέση) Συγκεκριμένος τόπος σε ένα οικολογικό περιβάλλον, εννοούμενος μαζί με τη χωρική λειτουργική τοποθέτησή του σε αυτό. Taxon-a • E. Mayer & P. D. Ashlock, Principles of Systematic Zoology, McGraw- Hill, 19912. (Bιογεωγραφικός όρος) Συγκεκριμένη συστηματική βαθμίδα, π.χ. είδος Homo sapiens, ομοταξία ερπετών, κ.ο.κ.. Mία μονοφυλετική ομάδα πληθυσμών, που μπορεί να αναγνωρισθεί και να χαρακτηρισθεί από ένα σύνολο συγκεκριμένων χαρακτήρων τους οποίους μοιράζεται. Mία τέτοια ομάδα, διαχωρίζεται επαρκώς από τις υπόλοιπες, με αποτέλεσμα να λαμβάνει ξεχωριστή ονομασία & να κατατάσσεται σε συγκεκριμένη ταξονομική κατηγορία.



Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.