'Aspects' of Managing Industrial Heritage: The Case of Ruhr

Page 1

1

ΔΙΑΧΕΙΡR


Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας

Ερευνητική Εργασία: Χαλούλη Αλεξία Επιβλέπουσες: Ειρήνη Κλαμπατσέα, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δρ. Κωνσταντίνα Βαλεριάνου, Ε.ΔΙ.Π.

«ΟΨΕΙΣ» ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ:

Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΤΟΥ RUHR

Αθήνα Φεβρουάριος 2020

Πηγή Χάρτη Εξωφύλλου: Copernicus, Urban Atlas 2012

2


Περίληψη Η βιομηχανική κληρονομιά στην κοιλάδα του Ruhr έχει αποτελέσει συχνά το θέμα διάφορων ερευνητικών μελετών, είτε από τη σκοπιά της αποκατάστασης, είτε από αυτή του χωρικού σχεδιασμού, είτε από αυτή του πολιτιστικού τουρισμού. Σε αυτό το τρίπτυχο υπάρχει μία χρονική εξέλιξη στο θέμα της διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς. Αντικείμενο μελέτης της παρούσας εργασίας είναι η ανάδειξη της σχέσης της Βιομηχανικής Κληρονομιάς στο Ruhr με το Χωρικό Σχεδιασμό και με τον Πολιτιστικό Τουρισμό. Η πρώτη σχέση φωτίζεται μέσα από το δεκαετές πρόγραμμα περιφερειακού σχεδιασμού, με τίτλο IBA Emscher Park, ενώ η σχέση της κληρονομιάς με τον τουρισμό, καθορίζεται υπό το πρίσμα της Διαδρομής της Βιομηχανικής Κληρονομιάς (Route der Industriekultur). Δόθηκε, επίσης, ιδιαίτερη έμφαση στην εμβάθυνση των θεωρητικών ζητημάτων, που σχετίζονται με το θέμα της εργασίας, οπότε αναλύονται έννοιες, ορισμοί και πολεοδομικές πρακτικές σχετικές της βιομηχανικής κληρονομιάς και του πολιτιστικού τουρισμού. Έπειτα, το ενδιαφέρον εστιάζεται στο Θεσμικό Πλαίσιο της Βιομηχανικής Κληρονομιάς, το οποίο λειτουργεί ως σημείο αναφορά για τις παγκόσμια αναγνωρισμένες σωστές πρακτικές διαχείρισης της κληρονομιάς – οι οποίες είναι ταξινομημένες θεματικά ως Κοινές Κατευθύνσεις. Στη συνέχεια, στόχος της μελέτης είναι η διερεύνηση και η αξιολόγηση αυτών των δύο εγχειρημάτων ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της βιομηχανικής κληρονομιάς. Καθώς, όμως, το παράδειγμα του Ruhr είναι αρκετά μακριά από τα εγχώρια δεδομένα, θεωρήθηκε απαραίτητο να καλυφθούν εκτενώς όλες οι πιθανές πτυχές του θέματος –από το βιομηχανικό παρελθόν του Ruhr και τις επιπτώσεις αυτού στην ανάπτυξή του, στο τοπικό σύστημα σχεδιασμού και τους «παίκτες» της τοπικής σκηνής, μέχρι τις προγενέστερες προσπάθειες διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς και τα περιφερειακά προγράμματα για την αντιμετώπιση της δομικής αλλαγής. Συνδυάζοντας τα δεδομένα της περίπτωσης μελέτης με τις Κοινές Κατευθύνσεις του Θεσμικού Πλαισίου της Βιομηχανικές Κληρονομιάς, προκύπτουν τα τρία Κριτήρια Αξιολόγησης της Διαχείρισής της. Έπειτα, πραγματοποιείται η παρουσίαση των Πορισμάτων ως προς τη Διαχείριση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς στο Ruhr βάσει των εν λόγω Κριτηρίων Αξιολόγησης. Η ερευνητική μελέτη ολοκληρώνεται με μία κριτική αποτίμηση της συνολικής Διαχείρισης της Βιομηχανικής Κληρονομιάς στο Ruhr.

3


4

Χάρτης 1: Η περιοχή του Ruhr στη Γερμανία. Υπόβαθρο: wikipedia.com Ίδια επεξεργασία


Περίληψη ________________________________________________________________ 3 Κατάλογος Χαρτών_______________________________________________________ 8 Κατάλογος Διαγραμμάτων ________________________________________________ 8 Αντικείμενο - Μεθοδολογική Προσέγγιση __________________________________ 10 Υπόθεση Εργασίας – Άξονες Διερεύνησης ____________________________ 10 Οργανόγραμμα _____________________________________________________ 12 Μέρος 1ο | Θεωρητικές Εμβαθύνσεις _____________________________________ 13 Βιομηχανία και Πόλη ___________________________________________________ 13 Βιομηχανική Επανάσταση ____________________________________________ 13 Αστικοποίηση και Βιομηχανική Επανάσταση ___________________________ 14 Αποβιομηχάνιση ____________________________________________________ 16 Χωρικές Επιπτώσεις της Αποβιομηχάνισης ____________________________ 17 Βιομηχανική Αρχαιολογία ______________________________________________ 20 Βιομηχανική Κληρονομιά _______________________________________________ 23 Βιομηχανικό Μνημείο __________________________________________________ 25 Βιομηχανικό Τοπίο _____________________________________________________ 27 Εκφάνσεις του βιομηχανικού τοπίου __________________________________ 29 Κριτήρια Εκτίμησης & Οργανισμοί Προστασίας Βιομηχανικής Κληρονομιάς 30 Κριτήρια Εκτίμησης Βιομηχανικής Κληρονομιάς ________________________ 30 Οργανισμοί Προστασίας Βιομηχανικής Κληρονομιάς __________________ 32 Διαχείριση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς ______________________________ 33 Αναπλάσεις σε Βιομηχανικούς Χώρους _______________________________ 33 Αρχές Επανάχρησης ________________________________________________ 41 Επιλογή Νέας Χρήσης _______________________________________________ 43 Κρίσιμα Ζητήματα της Επανάχρησης __________________________________ 45 Πολιτιστική Πολιτική ____________________________________________________ 48 Πολιτιστική Πολιτική στις Αναπλάσεις Βιομηχανικών Χώρων ____________ 48 Συγκεντρώσεις Δραστηριοτήτων______________________________________ 56 Βιομηχανική Κληρονομιά & Πολιτιστικός Τουρισμός ______________________ 60

5


Βιομηχανική Κουλτούρα ______________________________________________ 60 Βιομηχανικός Τουρισμός _____________________________________________ 61 Ο Βιομηχανικός Τουρισμός ως Βιωματική Εμπειρία ___________________ 64 Θεσμικό Πλαίσιο Βιομηχανικής Κληρονομιάς ____________________________ 65 Κοινές Κατευθύνσεις Θεσμικού Πλαισίου ______________________________ 67 Μέρος 2ο | Η Περίπτωση του Ruhr ________________________________________ 75 Περιγραφή της Περιοχής _______________________________________________ 77 Εκβιομηχάνιση ______________________________________________________ 77 Αστικοποίηση _____________________________________________________ 79 Κρίσεις του Βιομηχανικού Μοντέλου Ανάπτυξης _____________________ 80 Αποβιομηχάνιση ____________________________________________________ 81 Επιπτώσεις Αποβιομηχάνισης ______________________________________ 82 Βιομηχανική Κληρονομιά στο Ruhr ______________________________________ 87 Σύστημα Διοίκησης και Σχεδιασμού στο Ruhr __________________________ 89 Τοπικό Σύστημα Διοίκησης _________________________________________ 89 Τοπικό Σύστημα Χωρικού Σχεδιασμού _______________________________ 90 Τοπικοί Παράγοντες στο Ruhr_________________________________________ 94 Εγχειρήματα Προγενέστερα του IBA Emscher Park______________________ 99 Προγράμματα Αναδιάρθρωσης πριν το IBA Emscher Park __________ 100 Διαχείριση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς πριν το IBA Emscher Park _ 101 Internationale Bauausstellung (IBA) Emscher Park ____________________ 105 Οργάνωση της Διαχειριστικής Εταιρίας ____________________________ 106 Στόχοι και Στρατηγικές του Προγράμματος _________________________ 109 Προϋποθέσεις Ένταξης των Project στο Πρόγραμμα _______________ 113 Διαδρομή της Βιομηχανικής Κληρονομιάς (Route der Industriekultur) ___ 116 Οργάνωση της Διαδρομής _______________________________________ 117 Προϋποθέσεις Ένταξης Βιομηχανικών Μνημείων στη Διαδρομή ______ 119 Η Διαδρομή του Ruhr ως Τουριστικό Εργαλείο ______________________ 121 Η Διαδρομή του Ruhr ως Τμήμα Πολιτιστικής Διαδρομής ____________ 123

6


Καταρτίζοντας Κριτήρια Αξιολόγησης Διαχείρισης Βιομηχανικής Κληρονομιάς στο Ruhr ______________________________________________ 126 Μέρος 3ο | Πορίσματα: Αξιολόγηση Διαχείρισης Βιομηχανικής Κληρονομιάς στο Ruhr Βάσει Κριτηρίων _______________________________________________ 128 Αξιολόγηση Κριτήριου Α: Βιομηχανική Κληρονομιά στα Πλαίσια Χωρικού Σχεδιασμού ________________________________________________________ 130 Αξιολόγηση Κριτήριου Β: Ενίσχυση Τοπικής Οικονομίας _______________ 139 Αξιολόγηση Κριτήριου Γ: Βιώσιμος Βιομηχανικός Τουρισμός ___________ 144 Εν Κατακλείδι: Ανεπιτυχής Διάχυση Ανάπτυξης ____________________________ 152 Βιβλιογραφικές Πηγές ___________________________________________________ 156 Παράρτημα: Υποστηρικτικό Υλικό ________________________________________ 168 Παράρτημα 1: Θεωρητικές Εμβαθύνσεις _______________________________ 168 Οικουμενική Αξία των Βιομηχανικών Καταλοίπων _____________________ 168 Σενάρια Επανάχρησης Βιομηχανικών Μνημείων ______________________ 170 Κριτήρια Εκτίμησης Βιομηχανικών Μνημείων __________________________ 171 Παράρτημα 2: IBA Emscher Park _______________________________________ 172 Λίστα με IBA project ________________________________________________ 172 Παράρτημα 3: Route der Industriekultur ________________________________ 175 Ευρωπαϊκή Διαδρομή Βιομηχανικής Κληρονομιάς ως Πολιτιστική Διαδρομή ___________________________________________________________________ 175

7


Κατάλογος Χαρτών Χ.1. Η Περιοχή του Ruhr στη Γερμανία. Χ.2. Η Κοιλάδα του Ruhr σε Σχέση με το Ομόσπονδο Κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Χ.3. Η Περιοχή του Ruhr το 1840, 1900 και Σήμερα (από πάνω προς τα κάτω). Χ.4. Ο Διοικητικός Διαχωρισμός στην Περιοχή του Ruhr: Ανεξάρτητες Πόλεις και Επαρχίες. Χ.5. Γενικό Σχέδιο του IBA Emscher Landscape Park. Χ.6. Οι Πράσινοι Διάδρομοι και τα Flagship Projects του IBA Emscher Park. Χ.7. Η Διαδρομή της Βιομηχανικής Κληρονομιάς. Χ.8. Η Ποδηλατικές Διαδρομές της Βιομηχανικής Κληρονομιάς στην Κοιλάδα του Ruhr. Χ.9. Σημεία Επίσκεψης στην Κοιλάδα του Ruhr και την Ευρύτερη Περιοχή στα Πλαίσια της Εκπαιδευτική Εκδρομής. Χ.10. Γενικό Σχέδιο του Duisburger Innenhafen. Χ.11. Το Εργατικό Συγκρότημα Κατοικιών Schüngelberg. Χ.12. Γενικό Σχέδιο του Landschaftspark Duisburg-Nord. Χ.13. Χρήσεις Γης στην Κοιλάδα του Ruhr.

Κατάλογος Διαγραμμάτων Δ.1. Μεταλλαγές των Αναπλάσεων στον ευρωπαϊκό χώρο κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Δ.2: Χρονολόγιο του Θεσμικού Πλαισίου Βιομηχανικής Κληρονομιάς. Δ.3. Το Σύστημα του Χωρικού Σχεδιασμού στην ΟΔΓ Δ.4. Το Σύστημα του Θεσμικού Πλαισίου για το Σχεδιασμό στην ΟΔΓ.

8


Δ.5.: Χρονολόγιο Αναδιάρθρωσης του Ruhr. Δ.6. Χρονολόγιο του IBA Emscher Park.

Δ.7. Φωτογραφία και Σχέδια από την Έκθεση «The Wall», στο Gasometer

9


Αντικείμενο - Μεθοδολογική Προσέγγιση Υπόθεση Εργασίας – Άξονες Διερεύνησης Η Διαδρομή Βιομηχανικής Κληρονομιάς του Ruhr είναι ένα κατασκεύασμα τοπικών παραγόντων σε συνεργασία με το Ομόσπονδο Κράτος. Στόχος της είναι η οικονομική ανάπτυξη, η βελτίωση της εικόνας της περιοχής και για την προώθησή της απαιτείται η παρουσίαση της κληρονομιάς σε μία ομογενοποιημένη περιφερειακό αφήγηση. Η Διαδρομή έχει τις αφετηρίες της στο πρόγραμμα IBA Emscher Park, του οποίου τα αποτελέσματα, ως προς την αποκατάσταση της βιομηχανικής κληρονομιάς, επικοινωνεί. Τα δύο αυτά εγχειρήματα διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς δεν καταφέρνουν να επιφέρουν τη διάχυση της ανάπτυξης, καθώς αυτή παραμένει σημειακά συγκεντρωμένη κατά μήκος της εν λόγω διαδρομής. Αφετηρία της παρούσας εργασίας υπήρξε η συμμετοχή μου στην εκπαιδευτική εκδρομή της σχολής, που είχε ως αντικείμενο μελέτης τις πολεοδομικές στρατηγικές της ανθεκτικής περιοχής του Ruhr. Στα πλαίσια αυτής, επισκεφθήκαμε έργα ανάπλασης βιομηχανικών εγκαταστάσεων που είχαν περάσει σε χρόνια αχρηστία με την κατάρρευση των βιομηχανιών του άνθρακα και του χάλυβα –οικονομικές δυνάμεις της περιοχής που καθόρισαν τη δομή της για πάνω από 150 χρόνια έντονης βιομηχανικής δραστηριότητας. Υπό το πρίσμα της παρούσας ερευνητικής εργασίας, επιχειρήθηκε η αναλυτική μελέτη, συνεκτική παρουσίαση και κριτική αξιολόγηση του τρόπου διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς στην κοιλάδα του Ruhr, μέσα από τις πρωτοβουλίες IBA Emscher Park και Route der Industriekultur. Επιλέχθηκαν αυτά τα δύο προγράμματα, καθώς αποτελούν πρωτοποριακά δείγματα χειρισμού της βιομηχανικής κληρονομιάς στα πλαίσια χωρικού σχεδιασμού και πολιτιστικού τουρισμού αντίστοιχα. Όχι άδικα έχουν προκαλέσει το ερευνητικό ενδιαφέρον των μελετητών του χωρικού σχεδιασμού και της βιομηχανικής κληρονομιάς, αν όχι σε παγκόσμια, σίγουρα σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Ο πλούτος βιβλιογραφικών αναφορών σε συνδυασμό με τη βιωματική μου εμπειρία, όπου ήρθα σε επαφή με τα αποτελέσματα των εν λόγω πρωτοβουλιών, οδήγησε στην απόφαση μου πως είναι η δυνατή μία ολοκληρωμένη απόπειρα εκτίμησης της περίπτωσης του Ruhr. Εξάλλου, έχει ήδη περάσει ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα από την σύσταση αυτών των εγχειρημάτων, καθιστώντας επιτρεπτή μία αποστασιοποιημένη αξιολόγηση, μακριά από βιαστικά συμπεράσματα και παρορμητικούς ενθουσιασμούς.

10


Οι διθυραμβικές κριτικές ήρθαν σε αντίθεση με ορισμένες από τις επιτόπιες εντυπώσεις μου, κάνοντας εμφανές πως η περιπλοκότητα της περίπτωσης του Ruhr (σε διοικητικό, σχεδιαστικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο) είναι τέτοια, που η ασφαλής απόδειξη ή διάψευση της υπόθεσης εργασίας απαιτεί αδιαμφισβήτητα μεθοδολογικά εργαλεία. Οι επιτόπιες παρατηρήσεις λειτουργούν επικουρικά, βοηθώντας την έρευνα να μην απομακρυνθεί από την πραγματικότητα του Ruhr –και να μην αποπροσανατολιστεί με τις βαρύγδουπες προγραμματικές δηλώσεις που συνοδεύουν το marketing. Η ερευνητική διαδικασία διαμορφώνεται γύρω από δύο κύριους άξονες διερεύνησης: Ο πρώτος άξονας σχετίζεται με την ανάλυση των θεωρητικών εννοιών που απαρτίζουν το θέμα της εργασίας, όπως είναι οι επιπτώσεις της εκβιομηχάνισης και αποβιομηχάνισης στο χώρο, τα ζητήματα ορισμού και της διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς, αρχαιολογίας, τοπίου, των κριτηρίων εκτίμησης των παραπάνω, τις πρακτικές των πολιτιστικών πολιτικών, τα ζητήματα του βιομηχανικού τουρισμού κ.α. Έπειτα, ακολούθησε η μελέτη του θεσμικού πλαισίου, που περιβάλλει το θέμα της βιομηχανικής και γενικότερα της πολιτιστικής κληρονομιάς. Αυτό το πλαίσιο αποτελεί ένα ανεξάρτητο σημείο αναφοράς των διεθνώς αναγνωρισμένων σωστών πρακτικών διαχείρισης της κληρονομιάς. Μέσα από τη θεματική παρουσίαση των κοινών ζητημάτων, που απαρτίζουν τις διεθνείς χάρτες, προκύπτουν πιθανά κριτήρια αξιολόγησης της διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς σε γενικό επίπεδο. Ο δεύτερος άξονας διερεύνησης εστιάζει στην ανάλυση της περιοχής μελέτης, δηλαδή της κοιλάδας του Ruhr. Ωστόσο, η παρουσίαση αυτή είναι στοχευμένη πρώτα στο βιομηχανικό παρελθόν της περιοχής και έπειτα στον τρόπο με τον οποίο έγινε η διαχείρισή αυτού –μέσα από τα προγράμματα IBA Emscher Park και Route der Industriekultur. Η εικόνα που σχηματίζεται από την περιγραφή και ανάλυση της περίπτωσης του Ruhr, συνδυάζεται με τις Κοινές Κατευθύνσεις του Θεσμικού Πλαισίου, όπως αυτό αναλύθηκε στο πρώτο κεφάλαιο των Θεωρητικών Εμβαθύνσεων. Με αυτό τον τρόπο, οι πιθανές προσεγγίσεις της αξιολόγησης της διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς γίνονται συγκεκριμένες για να ταιριάζουν με την περίπτωση μελέτης και αποκρυσταλλώνονται μέσα από τρία Κριτήρια Αξιολόγησης. Καταληκτικά, αναπτύσσονται τα Πορίσματα για τη Διαχείριση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς του Ruhr με βάση τα Κριτήρια Αξιολόγησης.

11


Η επίσκεψη που στην περιοχή του Ruhr, έλαβε χώρα αρκετά νωρίτερα της έναρξης της ενασχόλησής μου με την παρούσα εργασία. Οπότε, δεν υπήρχαν ουσιαστικές επιτόπιες παρατηρήσεις, αλλά μια γενική αίσθηση σχετική με το θέμα της διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς,. Έτσι, η πρωτογενής έρευνα αφορά τις εντυπώσεις μου από την εκπαιδευτική εκδρομή, που λειτούργησαν ως φίλτρο επεξεργασίας των πληροφοριών τις δευτερογενούς έρευνας. Τέλος, η έρευνα που πραγματοποιήθηκε για την εργασία, είναι κατά κύριο λόγο δευτερογενής, στηριζόμενη σε μελέτες, ερευνητικά άρθρα, βιβλία, προγραμματικές δηλώσεις και ανακοινώσεις (του IBA Emscher Park GmbH, Regionalverband Ruhr, Ομόσπονδο Κράτος Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, European Route of Industrial Heritage), ενημερωτικά φυλλάδια και χάρτες, επίσημες αναφορές, μελέτες marketing, καταστατικά συνέδριων και επίσημες χάρτες.

Οργανόγραμμα

12


Μέρος 1ο | Θεωρητικές Εμβαθύνσεις Βιομηχανία και Πόλη Βιομηχανική Επανάσταση Πρόκειται για την απαρχή του ιστορικού φαινομένου1, που εμφανίζεται στην Μεγάλη Βρετανία στα τέλη του 18ου αιώνα και που επηρέασε ένα τεράστιο τμήμα του πληθυσμού της γης. Αφορά ουσιαστικά ένα σύνθετο σύστημα ραγδαίων μεταβολών, τεχνολογικών, οικονομικών και κοινωνικών, που επέφεραν την εκμηχάνιση της παραγωγής, με σκοπό τη διαρκή αύξηση και αυτοματοποίηση της. Η απελευθέρωση της παραγωγικής δυνατότητας των κοινωνιών είχε ως αποτέλεσμα την ριζική αλλαγή της οικονομίας και επέτρεψε το συνεχή «πολλαπλασιασμό ανθρώπων, αγαθών και υπηρεσιών».2 Το νέο αυτό σύστημα βασίστηκε σε τρεις κύριες πρακτικές: την υποκατάσταση του ανθρώπου από τη μηχανή σε πολλούς τομείς της παραγωγικής διαδικασίας, την αντικατάσταση των παραδοσιακών πηγών ενέργειας από νέες όπως ο γαιάνθρακας και τη χρήση νέων και άφθονων πρώτων υλών, ιδιαίτερα ανόργανων.3 Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος διαχωρισμός των περιόδων της βιομηχανικής επανάστασης. Οι απόψεις των ιστορικών ποικίλουν ανάλογα με τον παράγοντα διάκρισης: την γεωγραφία, την παραγωγή ή τα δημογραφικά δεδομένα. Πολλοί κάνουν λόγο για παραπάνω από μία επαναστάσεις. Ο Ernest Mandel υποστηρίζει ότι η βιομηχανική επανάσταση ήταν μία, με βασικότερο επακόλουθο τη μετάβαση από τον φεουδαρχισμό στον καπιταλισμό. Ωστόσο για εκπαιδευτικούς λόγους θα γίνει δεκτή η παραδοχή δύο φάσεων της βιομηχανικής επανάστασης: η πρώτη λαμβάνει χώρα από το 1780 έως το 1848, και η δεύτερη από το 1850 έως το 1880 (μπορεί να επεκταθεί μέχρι το 1914, οριοθετώντας τον μακρύ αιώνα4). Από τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση και μέχρι τη δεκαετία του 1960, το κυρίαρχο σύστημα οικονομικής και κοινωνικής οργάνωσης είναι ο φορντισμός.

Ο όρος βιομηχανική επανάσταση καθιερώθηκε από τον Άγγλο ιστορικό Toybee A. (1884). Lectures on the Industrial Revolution in England. London: Rivingtons. 2 Hobsbaum, E. (1992). Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848. Αθήνα: ΜΙΕΤ, σ. 45. 3 Λίτσου, Α. & Πάτση, Ν. (2018). Όταν η Σύγχρονη Ανάγκη της Βιωσιμότητας Συναντά Ιστορικά Κελύφη. Διάλεξη 9ου Εξαμήνου, Αθήνα: Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, σελ. 16. 4 https://kaneis.wordpress.com/2013/09/30/οι-διαφορετικές-φάσεις-της-βιομηχανι/ 1

13


Ο Φορντ εφάρμοσε την καθετοποίηση της παραγωγής, σύμφωνα με την οποία όλα τα στοιχεία της παραγωγικής διαδικασίας πραγματοποιούνται σε ένα χώρο και η συναρμολόγηση γίνεται σε μία κινούμενη γραμμή παραγωγής.5 14

Αστικοποίηση και Βιομηχανική Επανάσταση Πάλι για λόγους διευκολύνσεως οι χωρικές επιπτώσεις της βιομηχανικής επανάστασης θα αναλυθούν μέσα από τις δύο φάσεις της. Σε όλες τις βιομηχανικές περιοχές της Ευρώπης παρατηρείται μια ένταση του φαινομένου της αστικοποίησης. Κατά την διάρκεια της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης τα μοντέλα σχέσεων της εκβιομηχάνισης και της αστικοποίησης μπορούν να αναχθούν σε δύο μεγάλες διαδικασίες: στην πρώτη η αστικοποίηση στηρίζεται στην παλιά διάρθρωση της πόλης και σταδιακά επεκτείνεται με την ανάπτυξη της περιφέρειας, στη δεύτερη η αστικοποίηση πραγματοποιείται έξω από το παλιό σύστημα, χάρη στην ανάπτυξη των βιομηχανικών χωριών και, σπανιότερα, έχοντας ex nihilo (εκ του μηδενός) γενέσεις.6 Πολλά είναι τα παραδείγματα περιοχών σε ολόκληρη την Ευρώπη, αρχικά στο βορρά και αργότερα στο νότο, που εκμεταλλεύονται τις τοπικές πηγές πρώτων υλών αναπτύσσοντας βαριά βιομηχανία. Στις χώρες με κοιτάσματα άνθρακα, νέες πόλεις σχηματίζονται με την τεχνητή συνένωση μικρότερων παλιότερων πόλεων που διαθέτουν ορυκτό πλούτο, υπερτροφικά βιομηχανικά χωριά ή, ακόμη, ex nihilo πόλεις. Τέτοιες πόλεις-μανιτάρια εντοπίζονται στο Ρουρ. Το συγκεκριμένο είδος ανάπτυξης χαρακτηρίζεται από τον Rene Leboutte ως «αστικοποίηση βάσει ταυτότητας», διότι η πόλη προσδιορίζεται στον χώρο σιγάσιγά.7 Παρ’ όλα αυτά, η διαδικασία της αστικοποίησης αποτυγχάνει πολλές φορές να δημιουργήσει ένα νέο πρωτότυπο αστικό σύστημα, γιατί όταν τα ήδη υπάρχοντα παραδοσιακά κέντρα των πόλεων, συνεχίζουν να βρίσκονται σε ρυθμούς ανάπτυξης, είναι και αυτά τα οποία διαδραματίζουν πρωταρχικό ρόλο (διοικητικό, οικονομικό, εκτελεστικό) στα νεοδημιουργηθέντα κομμάτια του αστικού δικτύου. Η διαδικασία διάλυσης της ευρωπαϊκής πόλης αρχίζει ήδη τον 19ο αιώνα με την εμφάνιση της βιομηχανικής κοινωνίας. Η αστική διάχυση, η πύκνωση του παλιού αστικού ιστού μεταξύ των προαστίων, αλλάζουν δραστικά το τοπίο.8 Ο Leboutte http://walk2geographies.wordpress.com/2011/06/20/fordismefordism/ Pinol, J.-L. & Walter, F. (2007). Η σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη: Έως το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αθήνα : Πλέθρον, σελ. 79. 7 Pinol, J.-L. and Walter, F. (2007). Ο.π., σελ. 81. 8 Pinol, J.-L. & Walter, F. (2007). Ο.π., σελ. 82. 5 6


συμπληρώνει πως συχνά η βιομηχανία οδηγεί στη δημιουργία των προαστίων, τα οποία έχουν ως σημείο αναφοράς προϋπάρχοντες αστικούς πυρήνες, και στην «αστικοποίηση βάσει συμπληρωματικότητας» μεταξύ του παλιού πυρήνα και του προαστίου. Σίγουρα πάντως, η εκβιομηχάνιση δεν επηρεάζει παντού με τον ίδιο τρόπο την αστικοποίηση. Με εξαίρεση τις χώρες με πλούσιο υπέδαφος, οι επενδύσεις της βιομηχανίας σε μια περιοχή δεν επηρεάζουν αναγκαστικά τους προϋπάρχοντες πυρήνες. Σε περιπτώσεις που η σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία διαμορφώθηκε έξω από τις παλιότερες πόλεις, δημιουργήθηκαν νέα πολεοδομικά συγκροτήματα στα οποία ο παραδοσιακός αστικός χαρακτήρας της ευρωπαϊκής πόλης εκφυλίζεται. 9 Από τη δεκαετία του 1880 μέχρι τη δεκαετία του 1930, κατά τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση, παρουσιάζεται στενότερη σύνδεση της βιομηχανίας με την πόλη. Επειδή η εγκατάσταση έξω από τους αστικούς πυρήνες δεν ικανοποιεί τους «επιχειρηματίες», σε αντίθεση με την προηγούμενη περίοδο της εκβιομηχάνισης, τώρα οι απαιτήσεις των νέων βιομηχανιών ευνοούν τη συγκέντρωση των δραστηριοτήτων στα αστικά κέντρα. Αντίστροφα η πόλη που προϋπήρχε της εκβιομηχάνισης επιταχύνει αυτή τη διαδικασία.10 Το φαινόμενο της αστικοποίησης έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην απογείωση της βιομηχανίας, επειδή χρειαζόταν μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών, ιδίως ο κλάδος παραγωγής μηχανών –που αποτέλεσε τον κορμό της βιομηχανίας κατά την ωριμότητά της. Η διαδικασία συγκέντρωσης ανθρώπων και πόρων εκμεταλλεύεται τις νέες τεχνολογίες στον τομέα των μέσων μεταφοράς, τα οποία είναι ταχύτερα, αποτελεσματικότερα και συνδέονται μεταξύ τους μέσω ενός διευρυμένου δικτύου που καλύπτει όλο και περισσότερες περιοχές της γηραιάς ηπείρου. Περιοχές προνομιούχες ως προς τις συναλλαγές και την κυκλοφορία, οι πόλεις προσελκύουν τις αγορές, το κεφάλαιο αλλά και τα κέντρα αποφάσεων.11

Γαϊτανόπουλος, Ν. & Καλδής, Γ. (2014). “Glück auf” Μια περιήγηση στο Μύθο της Βιομηχανικής Γερμανίας. Διάλεξη 9ου εξαμήνου, Αθήνα : Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, σελ. 15. 10 Lefebvre, H. (2007). Το δικαίωμα στη πόλη: Χώρος και πολιτική. Αθήνα: Κουκίδα, σελ. 27. 11 Γαϊτανόπουλος, Ν. & Καλδής, Γ. (2014). “Glück auf” Μια περιήγηση στο Μύθο της Βιομηχανικής Γερμανίας. Διάλεξη 9ου εξαμήνου, Αθήνα: Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, σελ. 18. 9

15


Αποβιομηχάνιση Από την δεκαετία του 1960 και μετά, ο φορντισμός διέρχεται σε στάδιο παρατεταμένης κρίσης, αναδιάρθρωσης και γεωγραφικής αναδιάταξης. Αποτέλεσμα της αναδιάρθρωσης της οικονομικής και παραγωγικής βάσης είναι οι ριζικές μεταβολές στο γεωγραφικό χώρο. Καταλύεται σταδιακά η μέχρι τότε χωρική οργάνωση της βιομηχανικής, δηλαδή η ολοκληρωμένη παραγωγή σε ένα εργοστάσιο. Οι διαδικασίες που δεν απαιτούν ειδικευμένη εργασία αρχίζουν να αποκεντρώνονται αρχικά να αποκεντρώνεται αρχικά προς εσωτερικές περιφέρειες και έπειτα προς άλλες υπανάπτυκτες χώρες, που μπαίνουν σε διαδικασία εκβιομηχάνισης. Οι επιχειρήσεις τείνουν να παράγουν εκεί που το κόστος εργασίας και να πωλούν εκεί που τα εισοδήματα είναι υψηλότερα. Τα παραπάνω σε συνδυασμό με την ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών συντελούν στην παγκοσμιοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων, στην αύξηση του διεθνούς εμπορίου, στη συνεχή ροή εμπορευμάτων και κεφαλαίου μεταξύ διαφόρων κρατών και περιοχών του κόσμου. Κάθε τοπική κοινωνία υφίσταται τις επιπτώσεις των παραπάνω στη διαδικασία ανάπτυξης των πόλεων. Η διαδικασία της αποβιομηχάνισης συντελείται στον αστικό χώρο, καθώς οι βιομηχανικές μονάδες μεταβαίνοντας από το φορντικό στο μεταφορντικό μοντέλο, τείνουν να απομακρύνονται από το κέντρο της πόλης και να μεταφέρονται εκτός των ορίων της, σε άλλες περιοχές και χώρες. Οι περιοχές που στο παρελθόν κυριαρχούσαν βιομηχανικές δραστηριότητες παρακμάζουν και εγκαταλείπονται προκαλώντας υποβάθμιση του αστικού περιβάλλοντος και του κοινωνικού ιστού, ενώ οι δείκτες ανεργίας και εγκληματικότητας αυξάνονται και η σύσταση αυξάνονται και η σύσταση του πληθυσμού αλλάζει (μειονότητες και άτομα κατώτερων κοινωνικών τάξεων χαμηλού εισοδήματος και μορφωτικού επιπέδου). Μια άλλη όψη της αποβιομηχάνισης είναι η διαφοροποίηση των μορφών της εργασίας και της κοινωνικής ανισότητας. Η αποβιομηχάνιση με την κατακόρυφη μείωση της βιομηχανικής απασχόλησης και τις μαζικές απολύσεις δεν συνεπάγεται και μείωση της παραγωγικής βάσης. Αντίθετα ο παραγόμενος πλούτος αυξάνεσαι. Το πρόβλημα είναι η γεωγραφική και κοινωνική κατανομή των φαινομένων που συνδέονται με την παγκοσμιοποίηση και την αποβιομηχάνιση.

16


Χωρικές Επιπτώσεις της Αποβιομηχάνισης Η σοβαρότερη απόρροια του φαινομένου της αποβιομηχάνισης είναι ότι τα εργοστάσια στις μέχρι πρότινος ανεπτυγμένες βιομηχανικές ζώνες κλείνουν, αφήνοντας πίσω τεράστιες εγκαταλελειμμένες εκτάσεις και εγκαταστάσεις. Το γεγονός ότι η βαριά βιομηχανία που άνθισε το 19ο και 20ο αιώνα ήταν γεωγραφικά συγκεντρωμένη οδήγησε στη δημιουργία πολύ οξυμένων καταστάσεων σε ορισμένες περιοχές. Τα υψηλά επίπεδα ανεργίας, που έφερε το κλείσιμο των εργοστασίων, οδήγησαν στη σταδιακή εγκατάλειψη των βιομηχανικών πόλεων. Παραδοσιακά κέντρα εργασίας που άκμασαν για πολλά χρόνια χάνουν την αξία τους, υποβαθμίζονται και οι κάτοικοί τους πλέον αναγκάζονται να αναζητήσουν αλλού εργασία. Έτσι πολλές πόλεις στην κοιλάδα του Ruhr, στην Αγγλία, στη Νότια Ουαλία, στη Βόρεια Γαλλία, στη χώρα των Βάσκων, στη βόρεια Ιταλία καθώς και στις ΗΠΑ αντιμετωπίζουν δημογραφική μείωση, ερημώνουν, το αστικό περιβάλλον μαραζώνει και δημιουργείται το φαινόμενο των συρρικνούμενων πόλεων (shrinking cities).12 Η μετάβαση από τον βιομηχανικό καπιταλισμό στο σημερινό παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, είχε σαφείς επιπτώσεις στην ανάπτυξη των πόλεων, όπως η ενίσχυση της τριτογενοποίησης της οικονομίας, εις βάρος των δραστηριοτήτων του πρωτογενούς και δευτερογενούς. Στα πλαίσια αυτά δημιουργούνται νέες απασχολήσεις και αναπτύσσεται ο τεταρτογενής τομέας που περιλαμβάνει τη διοίκηση επιχειρήσεων, δραστηριότητες που σχετίζονται με την παραγωγή και κυκλοφορία των πληροφοριών και προσωπικές υπηρεσίες που απαιτούν μεγάλη εξειδίκευση, εκπαίδευση και έρευνα. Οι επιχειρήσεις και οι φορείς αυτού του τομέα είναι ελεύθεροι ως προς τον τόπο εγκατάστασης, δεν επηρεάζονται από τους παραδοσιακούς παράγοντες χωροθέτησης (πρώτες ύλες, αγορά) και απαιτούν εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό. Αναφορά με τις πολεοδομικές διαστάσεις του φαινομένου της αποβιομηχάνισης, επισημαίνεται ότι η διακοπή της λειτουργίας πολλών βιομηχανικών μονάδων κληροδότησε στον πολεοδομικό ιστό των περισσότερων αστικών κέντρων, καθώς και στις λιμενικές ζώνες, αρκετά εγκαταλελειμμένα βιομηχανικά συγκροτήματα, προκαλώντας έντονες χωρικές επιπτώσεις. Οι ανενεργοί βιομηχανικοί χώροι εγκαταλείπονται και παραμένουν άδειοι από χρήσεις δημιουργώντας στον χώρο τα λεγόμενα αστικά κενά. Γαϊτανόπουλος, Ν. & Καλδής, Γ. (2014). “Glück auf” Μια περιήγηση στο Μύθο της Βιομηχανικής Γερμανίας. Διάλεξη 9ου εξαμήνου. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, σελ. 21. 12

17


Μετατρέπονται σε ανενεργές και άμορφες ζώνες της πόλης ως αποτέλεσμα μιας διαδικασίας μετασχηματισμού και συνιστούν νεκρές στιγμές της δυναμικής της πόλης.13 Οι παραπάνω χώροι λόγω της παλιάς τους λειτουργίας είχαν μεγάλη έκταση με αποτέλεσμα, σήμερα, να δημιουργούν νεκρές ζώνες και ασυνέχειες στο χώρο, να προκαλούν την διακοπή της ενότητας της περιοχής, ενώ παράλληλα λόγω των παλιών οχλουσών λειτουργιών τους αντιμετωπίζουν έντονη υποβάθμιση και έχουν υποστεί σημαντικές περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις. Οι ποιοτικές, περιβαλλοντικές και πολεοδομικές συνθήκες στις περιοχές των υπό απομάκρυνση εργοστασίων, δεν βελτιώνονται με τη διακοπή της λειτουργίας τους. Η επερχόμενη νέκρωση των χρήσεων και η μη χρήση των χώρων, οδηγεί σε απαξίωση και υποβάθμιση των κελυφών, πτώση της αξίας των ίδιων των ακινήτων, επιφέρει διαρθρωτικές μετεξελίξεις στις αντίστοιχες περιοχές και καθιστά επιτακτική την ανάγκη επανάχρησής τους. Τα αστικά αυτά κενά συχνά αναφέρονται και ως γκρίζες ζώνες και μπορούν να περιγραφούν εν μέρει και με την έννοια του brownfield. Ο όρος brownfield, πρωτοεισήχθη τη δεκαετία του ’90 και χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει γη, της οποίας η πρότερη χρήση έχει εγκαταλειφθεί, λόγω συγκεκριμένων κοινωνικοπολιτικών και οικονομικών διεργασιών και έχει επιπτώσεις στη δημόσια υγεία και τον περιβάλλοντα χώρο. Ο όρος brownfield κατά το γερμανικό, αγγλικό και εν γένει ευρωπαϊκό δίκαιο, αναφέρεται σε οποιοδήποτε κομμάτι γης, η πρότερη χρήσης της οποίας έχει εγκαταλειφθεί. Τα brownfields βρίσκονται ως επί το πλείστον σε αστικές, υποβαθμισμένες και συχνά μη-προνομιούχες, από πλευράς προσβασιμότητας και ποιότητας υποδομών, περιοχές. Η εγκατάλειψη και η μη-αξιοποίησή των brownfields αποτελεί σπατάλη φυσικών πόρων, αφενός γιατί πρόκειται για εκτάσεις χαμηλής περιβαλλοντικής αξίας, όσο παραμένουν ανενεργές, αφετέρου γιατί συνεπάγεται επέκταση της ανάπτυξης εις βάρος μη-ανεπτυγμένων εκτάσεων. Η ύπαρξη των αστικών κενών έχει αρνητικές συνέπειες στο χώρο που συνίστανται στις υποβαθμισμένες συνθήκες του περιβάλλοντος (οχλούσες χρήσεις, πηγές ρύπανσης και εστίες μολύνσεων, συγκέντρωση απορριμμάτων), στην αύξηση των κοινωνικών προβλημάτων και ανισοτήτων της γύρω περιοχής, στη διακοπή του αστικού ιστού, στη μείωση των αξιών γης και στο μειωμένο επενδυτικό ενδιαφέρον. Ωστόσο, μπορεί να ειπωθεί ότι παρουσιάζουν και κάποια θετικά χαρακτηριστικά, καθώς αποτελούν ένα δυναμικό απόθεμα γης, συνήθως σε κεντρικές θέσεις του αστικού ιστού, είναι συνήθως χώροι μεγάλης έκτασης και συχνά διαθέτουν σημαντικό κτηριακό απόθεμα ιστορικής και

13

Rossi, A. (1987). Η αρχιτεκτονική της πόλης. Θεσσαλονίκη, Σύγχρονα Θέματα.

18


βιομηχανικής αξίας, στοιχεία που αν αξιοποιηθούν σωστά μπορούν να συμβάλλουν σημαντικά στην εξέλιξη του ευρύτερου αστικού περιβάλλοντος δίνοντας ευκαιρίες για οικονομική ανάπτυξη και περιβαλλοντική αναβάθμιση. Οι χώροι αυτοί μπορούν να αποτελέσουν διέξοδο για παρεμβάσεις στην πόλη με στόχο την αντιμετώπιση ζητημάτων, όπως η πυκνή δόμηση, η έλλειψη ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου, η έλλειψη κοινωνικών υποδομών. Οι ανενεργοί βιομηχανικοί χώροι, σήμερα, αναζητούν το σύγχρονο ρόλο τους. Είναι επιτακτική πλέον η ανάγκη ανάπλασής τους και η επανένταξή τους στη ζωή και τις λειτουργίες της σύγχρονης πόλης. Αντιμετωπίζοντας τους πρώην βιομηχανικούς χώρους ως χωρικά αποτελέσματα μίας διαρθρωτικής κρίσης, συνεπακόλουθη θα ήταν η ανάγκη ύπαρξης σαφούς και ολοκληρωμένης πολιτικής παρέμβασης και σχεδιασμού για τη διαχείρισή τους, που να περιλαμβάνει τόσο καινοτόμο σχεδιασμό και προγραμματισμό, όσο και πρακτικές αναδιοργάνωσης του χώρου και του ελέγχου των πολεοδομικών εξελίξεων. Ο χωροταξικός και πολεοδομικός σχεδιασμός οφείλει να περιλαμβάνει στις κατευθύνσεις του και το ζήτημα της βιώσιμης επανένταξης των ανενεργών βιομηχανικών χώρων στη σύγχρονη πόλη και να συμβάλει στην κατεύθυνση καθορισμού ενός πλαίσιού διαχείρισης αυτού του δυναμικού που μαρτυρά τη βιομηχανική ιστορία του τόπου και τη συμβολή των βιομηχανιών στην πολεοδομική του ανάπτυξη. Σε αντίθετη περίπτωση, η αποσπασματική διαχείριση των χώρων αυτών, έχει ως αποτέλεσμα τον μετασχηματισμό τους σε υποδοχείς σύγχρονων επικερδών ιδιωτικών επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, αγνοώντας την ιστορία και υιοθετώντας αποκλειστικά κριτήρια οικονομίας και ταχύτητας. Η θέση περί βιώσιμης επανένταξής τους, με όρους αειφορικής προσέγγισης, προβάλλει επιτακτικά την ανάγκη για σχεδιασμούς και πολιτικές που θα αντιμετωπίζουν το απόθεμα βιομηχανικής γης και κτιρίων ως πολύτιμο πόρο που χρήζει προστασίας.14

Κλαμπατσέα, Ε. (2007). Βιομηχανική Κληρονομιά: «Πλεονάζοντες Χώροι» και Υπολειπόμενη Πολιτική. In: 5η Πανελλήνια Επιστημονική Συνάντηση του TICCIH, 22 – 25 Νοεμβρίου 2007, Βόλος. 14

19


Βιομηχανική Αρχαιολογία Ο όρος «βιομηχανική αρχαιολογία» εμφανίστηκε στα αγγλικά ακαδημαϊκά ιδρύματα περίπου του 1955 ως ο κλάδος εκείνος που μελετά το βιομηχανικό πολιτισμό, θεωρώντας το βιομηχανικό ή τεχνικό μνημείο έναν έγκυρο φορέα ιστορικών πληροφοριών. Ο όρος απέκτησε επίσημη μορφή, τον Μάιο του 1973, με τη διοργάνωση του πρώτου συνεδρίου στο Ironbridge της Μεγάλης Βρετανίας. Ο όρος «αρχαιολογία» έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο κλάδος ασχολείται με φυσικά αντικείμενα και απαιτεί εργασία πεδίου, ακόμα και αν οι διαδικασίες εκσκαφών της παραδοσιακής αρχαιολογίας σπάνια εφαρμόζονται.15 Η επιμονή με την οποία οι Άγγλοι διατήρησαν τον όρο «αρχαιολογία» για το νέο ερευνητικό πεδίο, μολονότι συχνά αμφισβητήθηκε η καταλληλόλητα του, εξέφραζε την επιδίωξη να αναγνωριστεί ο επιστημονικός χαρακτήρας σε ένα διάβημα που στην Αγγλία συγκέντρωσε εξαρχής πλήθος ερασιτεχνών. Στο δεύτερο άρθρο της Χάρτας του Δουβλίνου γράφεται για τη βιομηχανική αρχαιολογία: « …είναι μια πηγή μάθησης η οποία πρέπει να αναμεταδοθεί σε καθεμία από τις πολλαπλές της διαστάσεις. Απεικονίζει σημαντικές εκφάνσεις της τοπικής, εθνικής και διεθνούς ιστορίας και των αντίστοιχων αλληλεπιδράσεων ανάμεσα στις εποχές και τους πολιτισμούς. Απεικονίζει τα εφευρετικά ταλέντα τα οποία σχετίζονται με τις επιστημονικές και τεχνολογικές εξελίξεις, καθώς και τις κοινωνικές και καλλιτεχνικές κινήσεις. Η δημόσια και η εταιρική ενημερότητα και κατανόηση σχετικά με τη βιομηχανική κληρονομιά είναι σημαντικό μέσο για τη συνεχόμενη διατήρησή της».16 Ωστόσο, ο ορισμός αυτός δεν είναι ο μοναδικός αλλά αντίθετα υπάρχει μια τεράστια πληθώρα από απόψεις σχετικά, η οποία αγγίζει ένα χαώδες επίπεδο. Μερικοί από αυτούς είναι: [..η συστηματική διερεύνηση όλων των υλικών πηγών του βιομηχανικού παρελθόντος από την προϊστορία ως και το παρόν», όπου όλοι οι όροι όπως «βιομηχανικό» ή «συστηματική» πρέπει να ερμηνεύονται κατά τον ευρύτερο και περιεκτικότερο δυνατό τρόπο.]17

Buchanan, R. A. (1972). Industrial Archaeology in Britain. Αγγλία, Penguin Books, σελ. 21. ICOMOS & TICCIH. (2011). The Dublin Principles for the Conservation of Industrial Heritage Sites, Structures, Areas and Landscapes. In: 17th ICOMOS General Assembly. 28 November 2011, Paris, France, σελ. 2. 17 Slotta, R. (1991). Εισαγωγή στη βιομηχανική αρχαιολογία. Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, σελ. 201. 15 16

20


[είναι ένας ερευνητικός τομέας που ασχολείται με τη διερεύνηση, την κατανόηση, την καταγραφή και, σε μερικές περιπτώσεις, την διατήρηση των βιομηχανικών μνημείων. Η σημασία των μνημείων πρέπει να τεθεί στο πλαίσιο της ιστορίας της κοινωνίας και της τεχνολογίας. […] Ο κλάδος βασίζεται στον εντοπισμό και την διατήρηση παραμελημένων υλικών καταλοίπων και μπορεί, με την κριτική και την ερμηνεία αυτών των τεκμηρίων, στο πλαίσιο της οικονομικής, κοινωνικής και τεχνικής εξέλιξης να διευρύνει τις γνώσεις μας για την οικονομική εξέλιξη και τις τεχνολογικές και κοινωνικές όψεις]18 Η βιομηχανική αρχαιολογία, λοιπόν, ως έννοια και πρακτική γεννήθηκε στην Αγγλία, τη δεκαετία του 1950, την εποχή που οι τεχνολογικές αλλαγές στη βιομηχανία και την παγκόσμια οικονομία προκαλούν έντονες ανακατατάξεις στις παραδοσιακά βιομηχανικές πόλεις του δυτικού κόσμου. Επομένως, η βιομηχανική αρχαιολογία συνδέθηκε εξ αρχής με συνθήκες εγκατάλειψης ολόκληρων περιοχών, την κατάρρευση της οικονομίας τους και έντονες κοινωνικοπολιτικές ανακατατάξεις, γεγονότα που προσέδωσαν δύο βασικά χαρακτηριστικά στο νέο ερευνητικό πεδίο: α) συνδέθηκε εξαρχής με κοινωνικά αιτήματα σχετικά με τη διάσωση της μνήμης, των τοπικών ταυτοτήτων και των πόρων ζωής και απασχόλησης και β) αυτές οι συνθήκες και η φύση των αιτημάτων προκάλεσαν ανασημασιολόγηση ορισμένων εννοιών και σχημάτων που δανείστηκε η βιομηχανική αρχαιολογία από το χώρο της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς όσο και από τις γειτονικές επιστημονικές πειθαρχίες. Η βιομηχανική αρχαιολογία εμφανίζεται να έχει διπλό χαρακτήρα, καθώς αποτελεί συγχρόνως πεδίο διεπιστημονικών αναζητήσεων και πεδίο πολιτισμικών πρακτικών. Σχετίζεται τόσο με το χώρο των μουσείων και την προστασία/διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς και των τεχνικών μνημείων, όσο και με τον χώρο της αρχαιολογίας και της ιστοριογραφίας και ειδικότερα της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας, της ιστορίας των τεχνικών, της βιομηχανίας και της τεχνολογίας, αντλώντας στοιχεία και τεχνογνωσία από τις παραπάνω γνωστικές και πολιτισμικές περιοχές, ενώ παράλληλα ασκεί έντονη επιρροή στην εξέλιξή τους. Είναι ένας διεπιστημονικός κλάδος μελέτης όλων των μαρτυριών, υλικών και άυλων, των τεκμηρίων, της στρωματογραφίας και των κατασκευών, των οικισμών και των φυσικών και αστικών τοπίων που δημιουργήθηκαν για ή από τη βιομηχανική διεργασία.19 Στο χώρο της προστασίας της κληρονομιάς, η ίδια η συγκρότηση του πεδίου της βιομηχανικής αρχαιολογίας αντιπροσώπευσε μια πρώτη μετακίνηση, στο 18 19

Buchanan, R. A. (1972). Industrial Archaeology in Britain. Αγγλία : Penguin Books. TICCIH. (2003). The Nizhny Tagil Charter For The Industrial Heritage. July 2003, Nizhny Tagil, Russia.

21


βαθμό που υπερέβαινε τις παλαιότερες αντιλήψεις οι οποίες συνέδεσαν την μνημειακότητα και την πολιτιστική κληρονομιά με αισθητικές αξίες ή με τα κατάλοιπα αρχαίων εποχών. Η ενσωμάτωση στην έννοια του μνημείου, κατασκευών και τεχνολογικού εξοπλισμού που δεν ανταποκρίνονται σε τέτοιου τύπου αξίες ήταν η πρώτη κατάκτηση της βιομηχανικής αρχαιολογίας, η οποία ισχυρίστηκε ότι στην Αγγλία «τα μνημεία των πρώτων φάσεων της βιομηχανικής επανάστασης είναι τόσο μοναδικά όσο εκείνα της κλασικής αρχαιότητας στην Ελλάδα ή εκείνα της Αναγέννησης στις πόλεις της βόρειας Ιταλίας». Με το πέρασμα των χρόνων ο χώρος της αρχαιολογίας και της ιστοριογραφίας εξελίχθηκε και οδηγήθηκε σε μια έκπτωση της έννοιας της μνημειακότητας, κίνηση την οποία παρακολούθησε και η βιομηχανική αρχαιολογία, η οποία σταδιακά αποδεσμεύτηκε από την έννοια του μνημείου και του τεχνικού επιτεύγματος και από μία αυστηρά «τεχνική ιστορία των τεχνικών», για να αναζητήσει το καθημερινό. Η βιομηχανική αρχαιολογία μελετά πλέον βιομηχανικά μνημεία ή σύνολα παραγωγικών εγκαταστάσεων, τους τρόπος με τους οποίους οι τεχνικές αλλά και οι σχέσεις της παραγωγής εγγράφονται στο περιβάλλον, αναζητά διασυνδέσεις στο χώρο, εξαρτήσεις από κοντινές ή μακρινές περιοχές, καταγράφει και μελετά εργοστάσια με τις γραμμές παραγωγής αλλά και τα συστήματα μεταφοράς, τις εργατικές κατοικίες, τις μετακινήσεις ανθρώπων και υλικών, τα ίχνη των βιωμάτων του κόσμου της εργασίας. Ερμηνεύει τοπία, αναπτύσσει τεχνικές για την αναγνώριση των διαδοχικών ανθρώπινων επεμβάσεων στο φυσικό τοπίο και ενσωματώνει την οπτική της ανθρωπολογίας στη μελέτη του «υλικού πολιτισμού». Με αυτόν τον τρόπο, συμπληρώνει την παραδοσιακή οικονομική και κοινωνική ιστορία, που θεωρήθηκε ότι δεν ασχολούνταν με ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας, καθώς και τις νεότερες τάσεις της ιστορίας των επιχειρήσεων και της ιστορίας της τεχνολογίας.20 Συνοψίζοντας, επισημαίνεται ότι η βιομηχανική αρχαιολογία συγκροτείται σε μια στιγμή κοινωνικής κρίσης, σε διάλογο με κοινωνικά αιτήματα και συντελεί σε μεταλλάξεις εννοιών τόσο στο πεδίο προστασίας της κληρονομιάς όσο και στο χώρο των επιστημών. Η έννοια ακριβώς της «κληρονομιάς» εκφράζει διερεύνηση του πεδίου των προς προστασία και μελέτη καταλοίπων του παρελθόντος. Η συνάφεια με τον χώρο των κοινωνικών κινημάτων και ο εξ αυτής διπλός

Οικονομοπούλου, Μ. (2011). Αποβιομηχάνιση και Πολιτιστική Πολιτική: Η Περίπτωση της Πόλης του Πειραιά. Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Κατεύθυνση Πολεοδομία και Χωροταξία. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. 20

22


χαρακτήρας υπήρξαν από την αρχή πηγή εντάσεων για τη βιομηχανική αρχαιολογία.

Βιομηχανική Κληρονομιά Στην κατεύθυνση των παραπάνω, τον Ιούλιο του 2003, η διεθνής επιστημονική κοινότητα συνέταξε μια διακήρυξη, η οποία αξιοποιεί συμπυκνώνοντας σε ένα κείμενο αρχών, τη σύγχρονη εμπειρία στο συγκεκριμένο τομέα. Η διακήρυξη ονομάστηκε «Χάρτα του Nizhny Tagil για τη Βιομηχανική Κληρονομιά»21, καθώς και η διεθνής συνάντηση πραγματοποιήθηκε στην ομώνυμη βιομηχανική πόλη της Ρωσίας, στην περιοχή των Ουραλιών. Στο κείμενο της «Χάρτας» αναφέρονται οι ορισμοί, η θεματολογία, οι στόχοι και τα πλαίσια δράσεων για την έρευνα, τη διατήρηση και τη χρήση των μνημείων της βιομηχανικής αρχαιολογίας. Σύμφωνα με την Χάρτα, με τον όρο «βιομηχανική κληρονομιά» νοείται το σύνολο των πηγών και υλικών καταλοίπων του βιομηχανικού παρελθόντος, που συνεισφέρουν στη γνώστη της ιστορίας των παραγωγικών δραστηριοτήτων μια χώρας ή ενός πληθυσμού, έχουν ιστορική, τεχνολογική, κοινωνική, αρχιτεκτονική ή επιστημονική αξία και περιλαμβάνουν κτίρια, μηχανήματα, εργοστάσια κάθε είδους (μεταλλουργίες, κλωστοϋφαντουργίες, βυρσοδεψία), εργαστήρια, μύλους, μεταλλεία, ορυχεία, χώρους μεταποίησης και διύλισης, χώρου φύλαξης και αποθήκευσης, τόπους παραγωγής και μεταφοράς ενέργειας, μεταφορικές υποδομές (σιδηροδρομικά δίκτυα, σιδηροδρομικοί σταθμοί, γέφυρες), ναυπηγεία, φάρους, λιμενικές εγκαταστάσεις, καθώς και χώρους που χρησιμοποιούνται για κοινωνικές δραστηριότητες σχετικές με τη βιομηχανία, όπως κατοικίες εργατών και εργοδοτών. Στα βιομηχανικά κατάλοιπα-μνημεία περιλαμβάνονται και τεχνικά μνημεία αρχαιότερων προβιομηχανικών περιόδων, όπως μεσαιωνικά ναυπηγεία, εργαστήρια, υδρόμυλοι και ανεμόμυλοι, ελληνικά και ρωμαϊκά υδραγωγεία, γέφυρες, ναύσταθμοι, λιμάνια. Η βιομηχανική κληρονομιά θεωρείται υποσύνολο της πολιτιστικής κληρονομιάς και ως εκ τούτου καταγράφει και απεικονίζει την πορεία της ιστορικής εξέλιξης Αυτή η χάρτα δημιουργήθηκε από τη Διεθνή Επιτροπή για τη Διατήρηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς – TICCIH (The International Committee for the Conservation of Industrial Heritage), που είναι η παγκόσμια οργάνωση που αντιπροσωπεύει τη βιομηχανική κληρονομιά και συνεργάζεται με το ICOMOS (Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων) και την UNESCO για τη προστασία των καταλοίπων της βιομηχανίας σε όλο το πλανήτη. Ιδρύθηκε τον Μάιο του 1973, στην ιστορική περιοχή των ορυχείων Ironbridge της Μεγάλης Βρετανίας. 21

23


και διαμορφώνει την ταυτότητα κάθε έθνους, χώρας, τόπου με αποτέλεσμα να συνιστά αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης ζωής. Ο όρος «βιομηχανική κληρονομιά» πέρα από τις τοποθεσίες, τις κατασκευές, τα κτίρια και κάθε είδους εγκαταστάσεις που δημιουργήθηκαν για βιομηχανικές δραστηριότητες, περιλαμβάνει: α) το βιομηχανικό εξοπλισμό από τα παλιά εργαλεία ως τις πρώτες μηχανές, αλλά και τις διαδικασίες και τα μέσα μεταφοράς που χρησιμοποιήθηκαν, β) έντυπα και αρχειακό υλικό (αρχεία, συμβόλαια, σχέδια, εφημερίδες, διαφημιστικό υλικό, λογιστικά βιβλία, χειρόγραφα κείμενα, απομνημονεύματα, φωτογραφικό υλικό), γ) επιστημονική τεκμηρίωση και προφορικές μαρτυρίες, δ) τεκμήρια παραγόμενων προϊόντων και άλλα τεκμήρια, όπως στολές εργατών, προσωπικά αντικείμενα, διακοσμητικά, έπιπλα. Επιπλέον των παραπάνω και σύμφωνα με νεότερες προσεγγίσεις, η έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς διευρύνεται περιλαμβάνοντας τις τοπικές τεχνογνωσίες (savoir-faire locaux, local know how), οι οποίες επιδεικνύουν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στο χρόνο παρά τα χαρακτηριστικά της κάμψης ή κρίσης που μπορεί να παρουσιάζουν και εκείνα τα αγαθά που παράγονται από αυτές και που μπορούν να αυξήσουν την ευημερία των τοπικών κοινωνιών. Η διάσωση των παραδοσιακών τεχνογνωσιών (κεραμική, μαρμαρογλυπτική, αργυροχρυσοχοΐα) μπορεί να δημιουργήσει προϋποθέσεις και δράσεις ανάπτυξης εκπαιδευτικού και πολιτιστικού τουρισμού στο πλαίσιο μιας βιώσιμης τοπικής ανάπτυξης και παράλληλα να συμβάλλει στη διαφύλαξη και ανάδειξη στοιχείων της άυλης τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς, στην προστασία της αυθεντικότητας και της ιδιαίτερης ταυτότητας των τόπων.22 Η βιομηχανική κληρονομιά είναι τα τεκμήρια δραστηριοτήτων που είχαν και συνεχίζουν να έχουν σοβαρές ιστορικές συνέπειες, γι’ αυτό και θεωρείται ότι έχει οικουμενική αξία. Η βιομηχανική κληρονομιά έχει, επίσης, κοινωνικής αξία ως τμήμα των καταλοίπων της καθημερινής ζωής, ενώ παράλληλα έχει και τεχνολογική και επιστημονική αξία στην ιστορία της μεταποίησης, της μηχανικής, των κατασκευών, αλλά και αισθητική αξία σχετική με την ποιότητα της αρχιτεκτονικής και του σχεδιασμού, που επηρεάζονται άμεσα από το είδος των διαθέσιμων δομικών υλικών, τις οικολογικές ευαισθησίες, τις κλιματολογικές και περιβαλλοντικές συνθήκες, το επίπεδο ανάπτυξης της κατασκευαστικής τεχνολογίας, τα είδη της χρησιμοποιούμενης ενέργειας. Αυτές οι αξίες είναι εγγενείς στον ίδιο χώρο, στα συστατικά του, στα μηχανήματα, στο βιομηχανικό

Αυγερινού-Κολώνια, Σ. & Κλαμπατσέα, Ε. (2006). Τοπικές Τεχνογνωσίες και Συναφείς Δραστηριότητες ως Μηχανισμοί Διαμόρφωσης Σύγχρονων Αστικών Τοπίων. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. 22

24


τοπίο, στα γραπτά τεκμήρια και επίσης στα άυλα ίχνη της βιομηχανίας που περιέχονται στις ανθρώπινες αναμνήσεις και ήθη.23 Η καταγραφή και η τεκμηρίωση των καταλοίπων της βιομηχανικής κληρονομιάς είναι το πρώτο βήμα για την διατήρηση αυτών. Η διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς εξαρτάται από τη διατήρηση της λειτουργικής ακεραιότητας και γι’ αυτό οι παρεμβάσεις σε ένα βιομηχανικό χώρο πρέπει να στοχεύουν την όσο δυνατόν μεγαλύτερη τήρηση αυτού του στόχου. Η αξία και η αυθεντικότητα ενός βιομηχανικού χώρου μπορεί να μειωθεί σημαντικά αν τα μηχανήματα και ο εξοπλισμός του απομακρυνθούν ή καταστραφούν. Πρέπει πάντοτε να δίνεται προτεραιότητα στην επί τόπου (in situ) διατήρηση.

Βιομηχανικό Μνημείο Μνημείο: [κινητό ή ακίνητο αντικείμενο που προέρχεται από μια περασμένη πολιτιστική περίοδο. Έχει ιδιαίτερη αξία, ως χαρακτηριστικό έργο της περιόδου κατασκευής του, για την κατανόηση της τέχνης και της ιστορικής εξέλιξης, για τη γνώση της αρχαιότητας και την ιστορική έρευνα και για τη διάσωση διαδικασιών που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον].24 Γενικά ο χαρακτηρισμός ενός αντικειμένου ως μνημείο δεν ήταν πάντα ο ίδιος, αντίθετα μετεξελίχθηκε σημαντικά στο διάστημα των δύο τελευταίων αιώνων. Κοινωνικές ανακατατάξεις οδήγησαν στην αλλαγή του πώς καταλαβαίνουμε το τι είναι ένα μνημείο και οδηγεί σε μια συνεχιζόμενη επανεκτίμηση και επικαιροποίηση της λίστας των αντικειμένων που ονομάζουμε μνημεία. Το 19ο αιώνα η επιλογή των μνημείων έτεινε να βασίζεται σε μια στροφή στην ιστορία καθορισμένη από την εκπαίδευση και τον πατριωτισμό, ταυτίστηκε ευρέως με ιστορικές αξίες της τέχνης ή με την «μνημειακή ιστορία». Με άλλα λόγια μέχρι τότε μνημείο θεωρούταν ότι ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την τέχνη. Με την πάροδο του χρόνου επέρχεται η ανάπτυξη των πόλεων και με τη σειρά της «η μνήμη γίνεται το νήμα που διαπερνάει όλη την πολύπλοκη δομή της πόλης και κατά τούτο διαφέρει η αρχιτεκτονική των αστικών συντελεστών από την τέχνη, κατά το ότι η τέχνη είναι ένα στοιχείο που υφίσταται μόνο του, ενώ και τα μεγαλύτερα μνημεία της αρχιτεκτονικής είναι στενά συνδεδεμένα με την πόλη». Μέσα στον

TICCIH. (2003). The Nizhny Tagil Charter For The Industrial Heritage. July 2003, Nizhny Tagil, Russia. Slotta, R. (1991). Εισαγωγή στη βιομηχανική αρχαιολογία. Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, σελ. 205. 23 24

25


ορισμό του μνημείου αρχίζει να συμπεριλαμβάνεται σιγά σιγά και η αρχιτεκτονική. Γύρω στο 1900 η έννοια για το τι μπορεί να αποτελέσει ένα μνημείο έγινε πιο ευρεία: αντικείμενα της καθημερινής ζωής, όπως η ανώνυμη παραδοσιακή αρχιτεκτονική άρχισαν να θεωρούνται σημαντικά στοιχεία ενός ιστορικού και τοπογραφικού συνόλου. Το ευρωπαϊκό έτος πολιτιστικής κληρονομιάς το 1975 σηματοδοτεί την τελευταία εξέλιξη στο τι συνιστά ένα μνημείο. Πλέον ο ορισμός του μνημείου φτάνει στη σημερινή του έννοια, αυτή που εμπεριέχει όλο και μεγαλύτερο αριθμό όχι μόνο έργων αλλά και κτιρίων, τα οποία μέχρι τότε δεν ανήκαν σε αυτήν την κατηγορία. Στα παραπάνω συμπεριλαμβάνεται όχι έσχατο το τεχνικό μνημείο, το οποίο είναι το κινητό ή ακίνητο αντικείμενο που χαρακτηρίζει την εποχή του και συμβάλλει στην κατανόηση μιας εργασιακής διαδικασίας. Μπορεί να προέρχεται από τους χώρους της βιομηχανίας, του εμπορίου, των μεταφορών, των υπηρεσιών παροχής αγαθών και κάθε άλλου τομέα που έχει επηρεαστεί από την τεχνική. Εκφράζεται έτσι σαφώς, αντίστοιχα προς τα μνημεία της τέχνης, ότι ως τεχνικό μνημείο θεωρείται κάθε βιομηχανικό «τεχνικό» επίτευγμα, κάθε ατμομηχανή και γέφυρα, κάθε υδατόπυργος και πάγκος εργασίας, εν τέλει κάθε προϊόν των παραγωγικών τομέων που αναφέρθηκαν προηγουμένως.25 Ωστόσο, δεδομένου ότι ο κόσμος διανύει την Τρίτη βιομηχανική επανάσταση της επικοινωνίας και των πληροφοριών, δεν αποκλείεται μια περαιτέρω διεύρυνση της έννοιας, τέτοια που να περιλαμβάνει ακόμα και άυλα αντικείμενα υπό τη μορφή πληροφορίας. Αυτό, όμως, βρίσκεται ακόμα στα χώρο της υπόθεσης. Η θεώρηση ενός τεχνικού μνημείου ή ενός αντικειμένου βιομηχανικής χρήσης ως φορέα πληροφοριών είναι σημαντική, αλλά και αναγκαία, αφού σε αυτό βρίσκεται ενσωματωμένο το σύνολο των επιδράσεων του πολιτισμού και του περιβάλλοντος. Παρέχει πληροφορίες για την οικονομία, τις πολιτικές, τις τεχνολογικές εξελίξεις, τις συνθήκες εργασίας, αλλά και για τις μεταβολές που αφορούν στους βιομηχανικούς χώρους. Η ένταξη των βιομηχανικών καταλοίπων στο πεδίο της πολιτισμικής κληρονομιάς και η ενασχόληση με αυτά τα «τεχνικά μνημεία πολιτισμού», αποτέλεσε την αφετηρία της αναγνώρισης της αξίας τους.26 Slotta, R. (1991). Εισαγωγή στη βιομηχανική αρχαιολογία. Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, σελ. 206. 26 Αγαπάκη, Μ., Καρατζάλη, Χ. & Μπάλλη, Ε. (2015). Επανάχρηση Βιομηχανικών Κελυφών. Μία Εναλλακτική Προσέγγιση. Διάλεξη 9ου εξαμήνου, Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, σελ. 17. 25

26


Τα «βιομηχανικά μνημεία» αποτελούν μάρτυρες μιας εποχής που σημάδεψε την ζωή των ανθρώπων και έθεσε τις βάσεις του σήμερα. Είναι μάρτυρες τόσο των συνθηκών ζωής της εργατικής τάξης όσο και του μόχθου και των εργασιακών σχέσεων σε προηγούμενες εποχές. Είναι μάρτυρες μιας τεχνολογικής εξέλιξης καθώς και επιστημονικών επιτευγμάτων μιας ολόκληρης εποχής που τώρα έχουν ιστορική αξία. Για τους παραπάνω λόγους, μάλιστα, σημασία έχει να εντάσσονται στα βιομηχανικά μνημεία, όχι μόνο τα βιομηχανικά κελύφη και ο τεχνικός τους εξοπλισμός, αλλά και μαρτυρίες εργαζομένων, προφορικές και γραπτές, αρχειακό υλικό και ότι άλλο θεωρείται ιστορικό τεκμήριο.27 Χαρακτηριστικό των βιομηχανικών μνημείων σε σχέση με άλλα αρχιτεκτονικά μνημεία είναι ότι συγκινούν περισσότερο για το ηθικό τους περιεχόμενο και όχι το αισθητικό. Εξυπηρετούν μια λειτουργία, η οποία για να έχει νόημα χρειάζεται μία αναγκαιότητα στην οποία να υπακούει, να αναφέρεται και από αυτή να νοηματοδοτείται. Επομένως προκύπτει το ερώτημα κατά πόσο ένα τέτοιο μνημείο που συνδέεται με την μνήμη αλλαγών και τη συνείδηση των κοινωνιών θεωρείται ζωντανό όταν αντιμετωπίζεται ως διατηρητέο μνημείο.

Βιομηχανικό Τοπίο Σχετικά με την έννοια του Τοπίου επισημαίνεται ότι δεν υπάρχει ένας μονοσήμαντος ορισμός, αλλά ποικίλες θεωρητικές προσεγγίσεις, οι οποίες μπορεί να υποστηριχθεί ότι συγκλίνουν στην άποψη ότι με τον όρο «Τοπίο» περιγράφεται η πολιτιστική θεώρηση του τόπου. Η έννοια του τοπίου δεν περιορίζεται στην αισθητική ερμηνεία ούτε στην κοινωνική αντίληψη, αλλά παράγεται μέσα από ένα ευρύτατο πλέγμα πολιτιστικών συσχετισμών και φθάνει να καταλάβει κεντρική πολιτιστική θέση. Τοπίο, λοιπόν, είναι ένας τόπος που έχει υποστεί πολιτισμική ερμηνεία, είτε αφορά στην απλή πρόσληψη και νοητική αντίληψη, είτε σε εκφραστικές πρακτικές παράστασής του, είτε σε πρακτικές διαμόρφωσής του.28 Η διερεύνηση του τοπίου είναι σημαντική, για την εξέταση της συγκρότησης του πολιτισμού, είτε αυτός γίνεται αποδεκτός ως στοιχείο των ανώτερων κοινωνικών Αγαπάκη, Μ., Καρατζάλη, Χ. & Μπάλλη, Ε. (2015). Ο.π., σελ. 28. Μωραϊτης, Κ. (2007). Σχήματα Τόπων, Η Συγκρότηση ως Αντικείμενο Αισθητικής Τάξης. In: ΠΟΡΕΙΑ - Τιμητικός Τόμος στον Καθηγητή Διονύση Α. Ζήβα. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. 27 28

27


συσχετισμών, που περιγράφονται με τον προσδιορισμό πολιτιστικοί είτε γίνεται αποδεκτός ως έκφραση του σύνολού των πολιτισμικών επιρροών.29 Το τοπίο γίνεται αντιληπτό ως πολιτιστική επεξεργασία του τόπου, ως έκφραση της οποιασδήποτε πολιτισμικής ιδιαιτερότητας, αλλά και ως κοινό πολιτισμικό αγαθό, το οποίο πρέπει να απευθύνεται στο σύνολο των κοινωνικών ομάδων. Η διερεύνηση του τοπίου, επομένως, μπορεί να αντιμετωπιστεί ως προνομιακή περιοχή παρατήρησης των δράσεων του πολιτισμού, μέσα από πολιτιστικά και πολιτισμικά παραδείγματα, ικανά να φωτίσουν τη φυσιογνωμία των κοινωνιών και τον τρόπο που αναπτύσσονται, εξετάζοντας τη σχέση του πολιτισμού με τον τόπο, αλλά και με τη φύση. Στην περίπτωση του βιομηχανικού τοπίου, ο τόπος εκλαμβάνεται ως προϊόν συγκεκριμένων πολιτισμικών και κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών, συσχετισμένος με τις παραγωγικές διαδικασίες του παρελθόντος και επιφορτισμένος με βιομηχανικές μνήμες. Εμπεριέχει την έννοια της προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, που σχετίζεται με την πολιτισμική αξία του τόπου και αποτελεί με αυτόν τον τρόπο αντικείμενο ιστορικής μνήμης. Περιλαμβάνει στοιχεία αναγνωρίσιμα και αντιληπτά και τόπους συνδεόμενους και οικείους με αναπτυξιακές διαδικασίες του παρελθόντος, αλλά και με συνθήκες καθημερινής διαβίωσης και κατοίκησης. Υπό τις μεθοδικές εξελίξεις, όπως αυτές έγιναν στην Αγγλία, η συστηματοποιημένη εξέταση της εξέλιξης των βιομηχανικών τοπίων αναφέρει ένα σημαντικό στοιχείο: «Ο βιομηχανικός αρχαιολόγος, αν θέλει να έχει πραγματική κατανόηση του χώρου και των αντικειμένων της βιομηχανικής επανάστασης, πρέπει να κοιτάει το τοπίο στο σύνολό του. Η βιομηχανική αρχαιολογία είναι εν μέρει μια μελέτη του τοπίου και δεν μπορεί να περιοριστεί σε μια εξ ολοκλήρου θεματική προσέγγιση». (Cossons, 1993) Ήδη ως κριτήριο τακτοποίησης εξαπλώθηκε σε μεγάλο βαθμό η σχετική με το τοπίο προσέγγιση στη βιομηχανική αρχαιολογία. Αντιπροσώπευε τη γρήγορη, οπτική αντίληψη των αντικειμένων και των κατασκευών.30

Ο όρος πολιτιστικός χρησιμοποιείται ως ο αντίστοιχος του λατινικού «civilization», ενώ ο όρος πολιτισμικός ο αντίστοιχος του «culture». 30 Kierdorf, A. & Hassler, U. (2000). Denkmale des Industriezeitalters, Von der Geschichte des Umgangs mit Industriekultur. Berlin, Ernst Wasmuth, σελ. 129. 29

28


Εκφάνσεις του βιομηχανικού τοπίου Τα βιομηχανικά κατάλοιπα μετατρέπουν τον αστικό χώρο, από ουδέτερο χώρο σε πολιτισμικά φορτισμένο τόπο. Σε διάφορους ανενεργούς βιομηχανικούς χώρους σήμερα διατηρούνται στοιχεία των εγκαταστάσεων όπως καμινάδες και ερείπια, που λειτουργούν ως τοπόσημα και χαρακτηρίζουν το συγκεκριμένο χώρο αλλά και την κοινωνία της περιοχής. Οι γνώριμες αυτές μορφές αποτελούν οικείες εικόνες του τόπου και επιτυγχάνουν τη διατήρηση μιας συνέχειας μέσα στον αστικό χώρο. Αποτελούν σταθερά και αναγνωρίσιμα στοιχεία του και συνιστούν ένα σύστημα αναφοράς και προσανατολισμού στον αστικό χώρο, που χαρακτηρίζει την ταυτότητά του. Τέλος, αναπόσπαστα τμήματα του βιομηχανικού τοπίου αποτελούν και τα στοιχεία του βιομηχανικού εξοπλισμού, όπως μηχανήματα, εργαλεία, φουγάρα, δεξαμενές, αλλά και οι σωροί μετάλλων, ακόμα και η «σκουριά».31 Με την αποβιομηχάνιση τα βιομηχανικά συγκροτήματα εγκαταλείπονται αλλά ο ρόλος τους ως τοπόσημα δεν καταργείται. Αντιθέτως το βιομηχανικό τοπίο ενισχύεται πολιτιστικά με τις μνήμες που το βαραίνουν αφήνοντας τις εγκαταστάσεις να στέκονται ως μάρτυρες διαδικασιών και τρόπων διαβίωσης ξεπερασμένων. Δυστυχώς η εγκατάλειψη σπάνια ταυτίζεται με τη δημιουργία ρομαντικών ερειπίων αλλά πολύ περισσότερο με αχρησιμοποίητες εκτάσεις βλαβερές για το χώρο τόσο από άποψη χρήσεων όσο και υγιεινής. Δεν πρέπει να αγνοείται το γεγονός ότι τα απόβλητα των βιομηχανιών, όσο και των εγκαταλειμμένων όγκων τους σε βάθος χρόνου, έχουν μολύνει σε τέτοιο βαθμό το έδαφος, ώστε να υποβαθμίζονται κατακόρυφα οι συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής. Ο όρος brownfield συμπεριλαμβάνει όλα αυτά ακριβώς τα εγκαταλειμμένα βιομηχανικά τοπία. Ωστόσο, ακόμα και ο περιβάλλων χώρος βιομηχανιών που συνέχισαν να λειτουργούν συχνά παρέμενε απεριποίητος και με το κλείσιμό τους μετατρεπόταν σε χωματερή – brownfield.32 Η ύπαρξη των brownfield στο αστικό τοπίο όχι μόνο δεν μπορεί να αγνοηθεί αλλά αντίθετα επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ανάπτυξή του, καθώς η πόλη επεκτείνεται σε νέες περιοχές, όταν δε γίνεται μια σωστή επανάχρηση στους υπάρχοντες χώρους, οι οποίοι είναι κενοί χρήσεων. Επομένως το αστικό τοπίο Οικονομοπούλου, Μ. (2011). Αποβιομηχάνιση και Πολιτιστική Πολιτική: Η Περίπτωση της Πόλης του Πειραιά. Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Κατεύθυνση Πολεοδομία και Χωροταξία. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. 32 Binney, M., Powell, K. & Machin, F. (1990). Bright Future, The Re-use of Industrial Buildings. London, Save Britain’s Heritage. 31

29


μεταβάλλεται δημιουργώντας αστικά κενά και υποβαθμισμένες εστίες γύρω από τις βιομηχανικές εκτάσεις τα οποία παρότι κενά έχουν μεγάλη πολιτιστική υπόσταση.33 Ταυτόχρονα τα brownfields έχουν επίσης τη διάσταση του σημείου αναφοράς, καθώς δεν είναι λίγες οι φορές που γίνεται αναφορά σε μια εγκαταλειμμένη βιομηχανική εγκατάσταση εν είδει τοπόσημου.

Κριτήρια Εκτίμησης & Οργανισμοί Προστασίας Βιομηχανικής Κληρονομιάς Εξαιτίας της μεγάλης σημαντικότητάς τους και της αξίας τους, τα μνημεία πρέπει να γίνονται αντικείμενο προσεκτικής διαχείρισης. Με τον όρο «διαχείριση» εννοείται το σύνολο των εργαλείων, των μεθόδων, των οργανώσεων και των οργανισμών, καθώς και η νομοθεσία που τα συνοδεύει, το οποίο συνεισφέρει στον εντοπισμό, στην αναγνώριση, στην καταγραφή, στην προστασία και στον καθορισμό του τρόπου ανάδειξης των μνημείων. Ο ευρύς σημερινός ορισμός του μνημείου καθώς και ο μεγάλος αριθμός καταλοίπων της βιομηχανικής εποχής, ο οποίος, ωστόσο, μειώνεται σταδιακά – γεγονός που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τους συντηρητές μνημείων – κάνουν την επιλογή και την αναγνώριση των μνημείων μια επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο ειδικά στο χώρο των τεχνικών μνημείων να επιλέγονται με αυστηρά κριτήρια τα πιο τυπικά και χαρακτηριστικά επιτεύγματα αυτού του χώρου αποκλείοντας έτσι τα πιο κοινά ή αυτά που δεν καταφέρνουν με τέτοια επιτυχία να μεταδώσουν το πνεύμα της εποχής. Πρέπει, λοιπόν, να οριστούν τα κριτήρια τα οποία διαχωρίζουν το μνημείο από ένα οποιοδήποτε κατάλοιπο του παρελθόντος.34

Κριτήρια Εκτίμησης Βιομηχανικής Κληρονομιάς Αρχικά πραγματοποιείται η σύνταξη του αρχείου και η σε βάθος ανάλυση του μνημείου και εκτιμάται με αυτόν τον τρόπο η σημασία του στο πλαίσιο των γενικότερων φαινομένων. Από εδώ μπορούν να προκύψουν συμπεράσματα για Μεϊμαρόγλου, Δ. Α. (2009). Ανάπλαση και Ανάδειξη Επιβαρυμένων από Πρότερη Χρήση Χώρων (Brownfields) σε Αστικές Περιοχές. Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Κατεύθυνση Πολεοδομία και Χωροταξία. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, σελ. 188-191. 34 Γαϊτανόπουλος, Ν. & Καλδής, Γ. (2014). “Glück auf” Μια περιήγηση στο Μύθο της Βιομηχανικής Γερμανίας. Διάλεξη 9ου εξαμήνου. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, σελ. 52. 33

30


τον καλύτερο τρόπο ανάδειξης του. Κριτήρια αξιολόγησης ενός μνημείου μπορούν να θεωρηθούν τα εξής:35 Η σημασία του μνημείου σε σχέση με τον τόπο στον οποίο αναφέρεται: μπορούμε να διακρίνουμε μνημεία «τοπικής» ή «περιφερειακής σημασίας» ή ακόμα και «εθνικής» ή «διεθνούς» Η μοναδικότητα του μνημείου: Είναι προφανές ότι το να διατηρηθεί οτιδήποτε πληροί τα χαρακτηριστικά του τεχνικού μνημείου αποτελεί μια ουτοπία. Χρειάζεται, συνεπώς, να επιλεχθούν με προσοχή, ώστε να διατηρηθεί από κάθε σημαντική κατηγορία αντικειμένων τουλάχιστον ένα. Στην περίπτωση όπου υπάρχουν περισσότερα εξίσου άξια και αντιπροσωπευτικά μνημεία τότε θα πρέπει να επιλεγεί αυτό το οποίο βρίσκεται σε ένα περιβάλλον όπου οι συνθήκες εργασίας και λειτουργίας που σχετίζονται με αυτό είναι περισσότερο εμφανείς. Η κατάσταση του μνημείου: όταν υπάρχει δυνατότητα επιλογής, τότε επιλέγεται το μνημείο το οποίο βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση, για να διατηρηθεί και να αναδειχθεί. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οφείλει να γίνεται προσπάθεια να διασωθούν όσο το δυνατόν περισσότερα μνημεία, για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο μιας μελλοντικής στιγμής στο χρόνο, όπου δε θα υπάρχει κανένα μνημείο. Για να μη συμβεί κάτι τέτοιο, είναι ευθύνη του συντηρητή, να προστατέψει και τα υπόλοιπα κατάλοιπα του παρελθόντος, στα πλαίσια του δυνατού, από τη φθορά που μπορεί να τους επιφέρει το περιβάλλον τους και τη θεώρησή τους ως λιγότερο σημαντικά. Σύμφωνα με το Rainer Slotta: «Όλα πρέπει να αποτυπωθούν, καταλογογραφηθούν και τεκμηριωθούν – και το «όλα» οφείλει να υπογραμμιστεί». Σύμφωνα με το Νίκο Μπελαβίλα: [Η τελική επιλογή δεν έχει να κάνει με την ανάδειξη, τη χρήση και τελικά την ένταξη στον υπάρχοντα χώρο σε όλες τις κλίμακές του, αλλά και στην καθημερινότητα όσων αποτελούν υλικό που συγκροτεί μια εικόνα και μια «ιστορία», έχοντας υπ’ όψιν ότι η επέμβαση αφορά συνήθως ένα ζων και εξελισσόμενο κέλυφος σε μια ζώσα και εξελισσόμενη κοινωνία. Από εκεί και πέρα, η έμπνευση και συνθετική τόλμη ήταν και είναι το βασικό εργαλείο της αρχιτεκτονικής, υπό την προϋπόθεση της βαθειάς

Slotta, R. (1991). Εισαγωγή στη βιομηχανική αρχαιολογία. Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, σελ. 208-209. 35

31


επίγνωσης του υποκειμενισμού των επιλογών που επιβάλει η εποχή, ο τόπος οι κοινωνικές συνθήκες].36

Οργανισμοί Προστασίας Βιομηχανικής Κληρονομιάς Σε διεθνές επίπεδο οι οργανισμοί που δραστηριοποιούνται σε θέματα προστασίας και διατήρησης της Βιομηχανικής Κληρονομιάς είναι η UNESCO, ο ICOMOS και το TICCIH. Το διεθνές θεσμικό πλαίσιο για την αρχαιολογική και πολιτισμική κληρονομιά στοιχειοθετείται τόσο από τα άρθρα 7, 8, και 15 της Χάρτας της Βενετίας, όπως αυτά οριστικοποιήθηκαν στα διεθνή συνέδρια του ICOMOS στη Λωζάνη (1990) και στη Σόφια (1996), όσο και από τη Χάρτα της αυθεντικότητας, όπως αυτή αναπτύχθηκε στα συνέδρια της Νάπολης, του Μπέργκεν (Νορβηγία) και της Νάρα (Ιαπωνία), την Διακήρυξη του Άμστερνταμ (1975) και την Σύμβαση της Γρανάδας (1992). Σύμφωνα με το παραπάνω πλαίσιο προστασίας, ο αρχαιολογικός χώρος δεν αποτελεί μεμονωμένο μνημείο αλλά υλικό και νοηματικό φορέα ενός ευρύτερου χωρικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος, ώστε να μην αποτελεί απλά ένα απομεινάρι του παρελθόντος που εξαιρείται από τη σημερινή πόλη αλλά αντίθετα ιδιαίτερο τμήμα της, που ενσωματώνεται ενεργά στην καθημερινή της ζωής παίζοντας διαφορετικό ρόλο ανάλογα με την τρέχουσα χρήση του.37 Ειδικότερα, το TICCIH (The International Committee for the Conservation of Industrial Heritage) είναι ένας διεθνής, μη κυβερνητικός οργανισμός, ο οποίος ιδρύθηκε το Μάιο του 1973 στο Ironbridge της Μεγάλης Βρετανίας. Μέλη του είναι ενώσεις και πρόσωπα από όλον τον κόσμο. Το TICCIH συνεργάζεται με το ICOMOS και την UNESCO για την προστασία των καταλοίπων της βιομηχανίας σε όλο τον πλανήτη. Σε αυτά περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων μεταλλουργίες, κλωστοϋφαντουργίες, βυρσοδεψία, ορυχεία, ατμόμυλοι, σιδηροδρομικά δίκτυα, γέφυρες και ενεργειακοί σταθμοί, ναυπηγεία, φάροι αλλά και εργατικοί οικισμοί ή λιμενικές εγκαταστάσεις.38 Στο ίδιο πλαίσιο δραστηριοποιείται και το E-FAITH (European Federation of Associations of Industrial and Technical Heritage: Ευρωπαϊκός Σύνδεσμος Οργανισμών για τη Βιομηχανική και Τεχνική Κληρονομιά). Προωθεί τη συνεργασία και την ανταλλαγή ιδεών μεταξύ των

Μπελαβίλας, Ν. (2012). Τα μνημεία και οι Εποχές τους. GRA review, SUMMER-AUTUMN (4), pp.10– 17. 37 Μπελαβίλας, Ν. (2010). Βιομηχανική Αρχαιολογία, Η Διεθνής και Ελληνική Εμπειρία. In: Ιστορική Μνήμη της Χαλκίδας. Χαλκίδα, ΤΕΕ Ευβοίας. 38 http://www.ticcih.gr/index.php?timicat1=94758&timicat2=0 (Ανάκτηση 01/02/2020) 36

32


διάφορων οργανισμών καθώς και την αλληλοϋποστήριξή τους για την επίτευξη κοινών στόχων.39 Εκτός αυτών, όμως, υπάρχουν και μικρότεροι εθνικής αλλά και τοπικής εμβέλειας όπως η Γερμανική Εθνική Επιτροπή για την Προστασία των Μνημείων. Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι κάθε κρατίδιο της Γερμανίας έχει το δικό της οργανισμό για την προστασία των μνημείων.

Διαχείριση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς Αναπλάσεις σε Βιομηχανικούς Χώρους Όπως αναφέρει ο Gosselin, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, άρχισε να γίνεται φανερό ότι ορισμένες από τις «προφανείς» μεταπολεμικές πολεοδομικές επιλογές δεν έλυναν, παρά μόνο αναχωροθετούσαν και τροποποιούσαν, τα πολεοδομικά προβλήματα.40 Οι εφαρμοσμένοι πολεοδομικοί και συγκοινωνιακοί σχεδιασμοί του μοντέρνου κινήματος δημιούργησαν ένα γενικευμένο κλίμα δυσαρέσκειας, που οδήγησε στην επανεξέταση του συγκεκριμένου προτύπου της φρενήρους επέκτασης της αστικής δόμησης. Στην αρχιτεκτονική προκύπτουν όλο και μεγαλύτερες ευαισθησίες πάνω σε θέματα ένταξης ή με το σχεδιασμό ο οποίος απευθύνεται σε κοινωνικά θέματα. Η ως τότε αυτοπροσδιορισμένη ως κουλτούρα της αστικοποίησης αρεσκόταν στη θανάσιμη υπερκατανάλωση του ιστορικού αποθέματος αλλά και των φυσικών ζωτικών αποθεμάτων όπως το έδαφος, το νερό και ο αέρας. Μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 1970 γίνεται για πρώτη φορά ο νεοεμφανιζόμενος όρος «περιβάλλον», όχι μόνο (κυριολεκτικά) ανθρωπιστικά αλλά και κοινωνικά και νοητικά κατανοητός. Ήδη από ιδεολογικής άποψης στον κοινωνικό και οικονομικό τρόπο σκέψης και στις δομές των μεταπολεμικών χρόνων η αισιοδοξία φάνταζε δύσκολη σαν λέξη – χωρίς να θέλει κανείς να σκεφτεί μόνο τις νέες ευκαιρίες και τους αντίστοιχους κινδύνους ή να αναγνωρίσει κανείς τις «ρωγμές» που εμφανίζονται στο μοντέρνο κίνημα. Από την άλλη μεριά, δεν είχε γίνει ακόμα συνειδητή η δυσκολία αντικατάστασης του δομημένου περιβάλλοντος. Σε αυτή την κατάσταση κλήθηκε η «πολεοδομική συντήρηση μνημείων» ως εργαλείο για τη διατήρηση http://www.e-faith.org/home/?q=content/what-e-faith (Ανάκτηση 01/02/2020) Οικονόμου, Δ. (2004). Αστική Αναγέννηση και Πολεοδομικές Αναπλάσεις. Αθήνα, Τεχνικά Χρονικά, ΤΕΕ, σελ. 2. 39 40

33


και την ανακαίνιση αστικών δομών, αλλά και για την αποφυγή περαιτέρω σχεδιαστικών λαθών. Η αναθεώρηση, που ξεκίνησε από την αρχιτεκτονική και την κοινωνιολογία, σχετικά με την ουσία της πόλης άλλαξε τη ματιά προς τη δομημένη παράδοση των περασμένων εποχών αλλά και προς την πολεοδομία του παρόντος. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι όποιες κινήσεις αναζωογόνησης ιστορικών παλαιών πόλεων κατέληξαν σε μια αποσπασματική, τεχνοκρατική και οικονομικά ανεπαρκή κατάσταση, η οποία λάμβανε υπόψιν της μονάχα ελάχιστα μεμονωμένα κτίρια που άξιζαν να θεωρηθούν ως μνημεία. Η αναπαλαίωση επικέντρωνε το ενδιαφέρον της αποκλειστικά στις παλιές αρχοντικές κατοικίες. Έτσι, οι εργατικές κατοικίες και οι βιομηχανικές περιοχές φαινόντουσαν ακόμα πιο άσχημες μετά τις αναπλάσεις. Έτσι εδραιώθηκαν έννοιες όπως «τομέας της πολιτιστικής κληρονομιάς» και «διατήρηση ιστορικών κέντρων». Η πρόταση για επανάχρηση κτιρίων με την παλιά τους «δομική ύλη» ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όχι από την υπηρεσία προστασίας μνημείων αλλά από την κοινωνική πολιτική, την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία. Γι’ αυτό το λόγο συνδέονται και κρατικοί και δημοτικοί φορείς με τις επαναχρήσεις, καθώς προσδοκούν οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά οφέλη. Από τη δεκαετία του 1970 δημιουργούνται τρόποι χρηματοδότησης και νέες οργανωτικές δομές, ώστε να προωθηθούν οι επαναχρήσεις και να δημιουργηθεί το απαραίτητο νομικό πλαίσιο. Έτσι, η φροντίδα των μνημείων δεν είναι πλέον μια απομονωμένη, ελιτιστική διαδικασία, αλλά μια ουσιώδης, αισθητικά όμορφη και απαραίτητη για την οργάνωση του χώρου πολιτική ανανέωσης, με το δικό της θεωρητικό υπόβαθρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κρατίδιο της βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας η μέχρι τότε υπηρεσία διατήρησης/συντήρησης των μνημείων που υπαγόταν στο υπουργείο πολιτισμού (Kultur Ministerium) μεταφέρθηκε στο υπουργείο αστικού σχεδιασμού χωροταξίας και συγκοινωνιών(Ministerium für Bauen, Wohnen, Stadtentwicklung und Verkehr).41 Παλιότερα όσον αφορά τις επαναχρήσεις κύριος λόγος ήταν η αρχιτεκτονική επικαιροποίηση και όχι ο σεβασμός στην παράδοση όπως επίσης και η απόδοση οικονομικής αξίας. Η επανάχρηση δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται όμοια με τη φροντίδα των μνημείων. Στις επαναχρήσεις το ενδιαφέρον για τη διατήρηση επικεντρώνεται στη διατήρηση της «ουσίας» των μνημείων και στη Hober, A. & Ganser, K. (1999). Industriekultur, Mythos und Modern in Ruhrgebiet im Rahmen der IBA Emscher Park. Gelsenkirchen, Kalrtext. 41

34


σχέση των δομικών και συνθετικών στοιχείων, ώστε αυτά να αναδεικνύονται και να προστατεύονται.42 Αυτό το πνεύμα της «ανακύκλωσης» του δομημένου χώρου και των κτιρίων συμβαδίζει και με την υιοθέτηση της λογικής της βιώσιμης (ή αειφόρου) ανάπτυξης, η οποία βρίσκει πρόσφορο έδαφος τη δεκαετία του 1990 και καλείται να καλύψει τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να διακυβεύεται η ικανότητα των μελλοντικών γενιών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες και αποσκοπεί σε ένα τριπλό στόχο που αναφέρεται στην επίτευξη ποιότητας του φυσικού περιβάλλοντος, στην ανθρώπινη ευημερία και στη βιωσιμότητα της οικονομίας.43 Μία πτυχή των παραπάνω στόχων αφορά στην προστασία των μηανανεώσιμων πηγών και την αντικατάστασή τους με ανανεώσιμες, όπου αυτό είναι εφικτό. Το έδαφος και ο χώρος αποτελούν πόρους μη-ανανεώσιμους και ανελαστικούς καθιστώντας αναγκαία την αποτελεσματικότερη αξιοποίησή τους. Η αλματώδης αύξηση του πληθυσμού σε συνδυασμό με τη ραγδαία αστικοποίηση και τις τάσεις προαστικοποίησης προκάλεσαν κορεσμό του χώρου των αστικών περιοχών. Η ανακύκλωση, με στόχο την επαναχρησιμοποίηση χώρου και κτιρίων αποτελεί πλέον κρίσιμο ζήτημα στην ικανοποίηση παραμέτρων της βιώσιμης αστικής ανάπτυξης και αποβλέπει στην επανάχρηση και επανένταξη των χώρων αυτών στις λειτουργίες της πόλης, στη βελτίωση των κοινωνικές και οικονομικών συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί γύρω από αυτούς και στην επαναφορά της ανάπτυξης στο κέντρο της πόλης έναντι της επέκτασης των ορίων της προς περιαστικές περιοχές. Η παραγωγικότερη εκμετάλλευση του εδάφους και χώρου και οι τρόποι με τους οποίους αυτή μπορεί να επιτευχθεί ως στρατηγική ολοκληρωμένου αστικού σχεδιασμού στην οποία περιλαμβάνεται και η ανάπλαση των αστικών κενών, κρίνεται απολύτως απαραίτητη στις πόλεις όπου το φυσικό περιβάλλον δεν επιδέχεται περαιτέρω συρρίκνωση και υποβάθμιση, ενώ το δομημένο απαιτεί βελτιωτικές παρεμβάσεις. Ο όρος ανάπλαση αναφέρεται κατά κανόνα σε παρεμβάσεις σε υποβαθμισμένες περιοχές με έντονα προβλήματα που σχετίζονται είτε με φθορές και έντονη υποβάθμιση του χώρου, είτε με λειτουργική υποβάθμιση. Οι παρεμβάσεις δεν αφορούν αποκλειστικά τον δομημένο χώρο, αλλά σε

Kierdorf, A. & Hassler, U. (2000). Denkmale des Industriezeitalters, Von der Geschichte des Umgangs mit Industriekultur. Berlin, Ernst Wasmuth, σελ. 219. 43 Αγγελίδης, Μ. (2000). Χωροταξικός Σχεδιασμός και Βιώσιμη Ανάπτυξη. Αθήνα, Συμμετρία, σελ. 51. 42

35


συνδυασμό με αυτόν, σχετίζονται με τις λειτουργίες του τόπου και τους ανθρώπους του.44 Η αστική αναζωογόνηση (urban regeneration, revitalization) έγινε γνωστή την δεκαετία του 1980, με την προώθηση δημόσιων πολιτικών, για την λειτουργία της γης και της αγοράς της ιδιοκτησίας, με αναπτυξιακές διαδικασίες. Η αναζωογόνηση αναφέρεται στην ενίσχυση των δραστηριοτήτων, στην ενεργοποίηση των παλιών και στην δημιουργία νέων. Η δεκαετία του 1990 έφερε ανακατατάξεις στη γεωγραφία των πόλεων και στην πολεοδομική πολιτική και, ως αποτέλεσμα, στη στρατηγική των αναπλάσεων. Εμφανίζονται πλέον οι παγκόσμιες πόλεις (global cities), οι οποίες στο πλαίσιο της διεθνούς ανταγωνιστικότητας συγκεντρώνουν ένα πλήθος οικονομικών δραστηριοτήτων και προσπαθούν να διευρύνουν την ακτινοβολία τους στον παγκόσμιο χάρτη. Οι στρατηγικές ανάπλασης στοχεύουν πλέον στην ενίσχυση της ταυτότητας της πόλης μετατρέποντάς την σε ένα ιδανικό μέρος, για να ζεις, να δουλεύεις, να επενδύεις και να ταξιδεύεις. Μέτρα όπως το «Imagineering» και το «re-branding» χρησιμοποιούνται ευρέως για τον επαναπροσδιορισμό της εικόνας των πόλεων για τις οποίες πολλοί άνθρωποι είχαν σχηματίσει αρνητική εικόνα στο μυαλό τους (μολυσμένες, άσχημες κλπ) από τη βιομηχανική εποχή, αλλά και μετά την αποβιομηχάνιση συνέχισαν να χαρακτηρίζονται από την ανεργία και τα brownfields. Προγράμματα ναυαρχίδες «flagship developments» στοχεύουν στο να δημιουργήσουν μια νέα, χαρακτηριστική εικόνα της πόλης με τη μεγάλη τους κλίμακα, το υψηλό προφίλ και τον καινοτόμο σχεδιασμό από αρχιτεκτονικά γραφεία διεθνούς φήμης.45 Σε αυτό το πλαίσιο είναι προφανές ότι ο ιδιωτικός τομέας πλέον παίζει πολύ μεγάλο ρόλο στη χρηματοδότηση των νέων παρεμβάσεων. Παρατηρείται μια στροφή από την επέκταση προς τα προάστια στην επανάχρηση των υφιστάμενων χώρων και κτιριακών κελυφών στο κέντρο της πόλης, έτσι ώστε οι πόλεις να ξαναγίνουν συμπαγείς. Αυτό σημαίνει να χαρακτηρίζονται από συνεκτικότητα, αστικότητα (urbanity), λειτουργικότητα και δυνατότητες άμεσης επικοινωνίας του πληθυσμού.46 Τη δεκαετία του 1990, ωστόσο, μπορούσαν να ακουστούν τόσο ακραία αντίθετες απόψεις απέναντι στα απομεινάρια της βιομηχανικής εποχής: η έντονη απόρριψή τους ως ιδεολογική και υλική επιβάρυνση της (μη ρεαλιστικής) Στεφάνου, Ι. & Χατζοπούλου, Α. (1995). Αστική Ανάπλαση. Αθήνα, ΤΕΕ. Torisu, E. (Ed). (2007). Competitive Cities, A New Entrepreneurial Paradigm in Spatial Development. Paris, OECD, σελ. 9. 46 Αραβαντινός, Α. (2002). Δυναμικές και Σχεδιασμός κέντρων στην Πόλη των Επόμενων Δεκαετιών – προς Συγκεντρωτικά ή Αποκεντρωτικά Σχήματα;, Επιστημονικό Περιοδικό Αειχώρος, 1 (1), pp.6– 29. 44 45

36


ελπίδας για μελλοντική εξέλιξη από τη μία και η θέληση να διατηρηθούν τα ιστορικά οικοδομήματα σε καλή κατάσταση ως αποδεικτικά στοιχεία ενός εξαφανισμένου βιομηχανικού κόσμου από την άλλη. Ο πραγματιστικός συμβιβασμός διατήρησης ορισμένων βιομηχανιών ως «οπτικό απόθεμα» εισαγμένα σε καινούριες περιοχές δόμησης είναι το αποτέλεσμα αυτής της κοινωνικής αμφιταλάντευσης.47 Στην σύγχρονη εποχή, αναφορικά με τις αναπλάσεις των βιομηχανικών χώρων, επισημαίνεται ότι θα πρέπει να μελετιούνται θέματα με το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον των ιστορικών βιομηχανικών ζωνών, καθώς και με τα κοινωνικά, οικονομικά και πολεοδομικά δεδομένα που σχετίζονται με την ανάκτηση των ζωνών αυτών. Σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει άμεσα τις προτάσεις ανάπλασης και επανάχρησης, είναι το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την κάθε περιοχή, καθώς και το όποιο θεσμικό πλαίσιο αναφέρεται στην προστασία της βιομηχανικής κληρονομιάς. Εξέχουσας σημασίας είναι οι κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις που επηρεάζουν την περιοχή παρέμβασης και η ευαισθητοποίηση των πολιτών στα αντίστοιχα θέματα. Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση, η απόφαση της ανάπλασης προϋποθέτει ολοκληρωμένο σχεδιασμό που θα απαντά σε κάποια κρίση, όπως για ποιους λόγους είναι επιβεβλημένη η συγκεκριμένη ανάπλαση, τι στόχους εξυπηρετεί, ποιες χρήσεις προβλέπεται να υποδεχθεί η περιοχή και για ποιους λόγους, απαντήσεις που θα οδηγήσουν στη διαμόρφωση ενός σεναρίου ανάπλασης, το οποίο θα εφαρμοστεί στο χώρο με τις αντίστοιχες επιπτώσεις. Στη συνέχεια γίνεται μια προσπάθεια απάντησης των ερωτημάτων που σχετίζονται με την αναγκαιότητα των αναπλάσεων, την επιλογή της νέας χρήσης και του σεναρίου ανάπλασης.48

Kierdorf, A. and Hassler, U. (2000). Denkmale des Industriezeitalters, Von der Geschichte des Umgangs mit Industriekultur. Berlin, Ernst Wasmuth, σελ. 265. 48 Οικονομοπούλου, Μ. (2011). Αποβιομηχάνιση και Πολιτιστική Πολιτική, Η Περίπτωση της Πόλης του Πειραιά. Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Κατεύθυνση Πολεοδομία και Χωροταξία. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. 47

37


38

Διάγραμμα 1: Μεταλλαγές των Αναπλάσεων στον ευρωπαϊκό χώρο κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Πηγή: Οικονόμου Δ., 2004

Χωρική Διάσταση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς

Η ανάπλαση και επανένταξη των εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών χώρων / αστικών κενών στις λειτουργίες της πόλης, η αλλαγή χρήσης, η ανακύκλωση της αστικής γης σε επίπεδο κτιρίων αλλά και ελεύθερου χώρου, αποτελεί πλέον μία επιτακτική ανάγκη και θα αποφέρει οφέλη σε πολλά επίπεδα. Παρακάτω, παρουσιάζονται κάποιοι από τους λόγους που καθιστούν τις αναπλάσεις των βιομηχανικών χώρων απαραίτητες. α) Ανάγκη διατήρησης και διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς: Τα βιομηχανικά μνημεία, ο τεχνικός εξοπλισμός, οι εργατικές κατοικίες και τα παραγόμενα προϊόντα αποτελούν πολιτισμικές μαρτυρίες της βιομηχανικής ιστορίας της περιοχής καθώς και των συνθηκών εργασίας και διαβίωσης της εργατικής τάξης. Συμβολίζουν το δέσιμο ενός τόπου με την εργασία και αποτελούν φορείς της ιστορικής μνήμης. Με την αποβιομηχάνιση και την εγκατάλειψη των συγκεκριμένων χώρων αυξάνεται ο κίνδυνος να χαθούν πολλές ζωντανές αποδείξεις της βιομηχανικής ιστορίας και πολλές περιοχές κινδυνεύουν να χάσουν τον τοπικό χαρακτήρα τους. Επίσης δεν είναι λίγα τα


εργοστάσια που παρουσιάζουν έντονο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον. Ακόμα πολλά βιομηχανικά κτίρια είναι σπουδαία, γιατί πάνω τους δοκιμάστηκαν και εφαρμόστηκαν για πρώτη φορά πρωτοποριακές και ανατρεπτικές μέθοδοι κατασκευής, όπως η χρήση του σιδήρου, του χάλυβα και μεταγενέστερα του οπλισμένου σκυροδέματος. Έτσι μπορούμε να μάθουμε πολλά από αυτά, γιατί αποτυπώνουν την ιστορία των τεχνολογικών εξελίξεων πάνω στον κατασκευαστικό τομέα. Τέλος, πολλά έχουν ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αξία, καθώς αποτελούν τα πρώτα κτισμένα παραδείγματα του μοντέρνου κινήματος και αποτελούν κτίρια μανιφέστα που πρέπει να διατηρηθούν. β) Ανακύκλωση αστικού χώρου: Η αξιοποίηση των εγκαταλειμμένων βιομηχανικών και άλλων χώρων (brownfields) μπορεί να ειδωθεί υπό το πρίσμα της βιώσιμης ανάπτυξης, καθώς αποτελεί μέσο αναζωογόνησης των αστικών και προάσπισης των αγροτικών περιοχών, απορροφώντας τις αναπτυξιακές πιέσεις για οικιστική επέκταση σε αγροτικές και ανεκμετάλλευτες περιοχές. Παράλληλα, συντελεί στην οικονομική ανάπτυξη των περιοχών μέσω της προσέλκυσης προσοδοφόρων χρήσεων, ενώ επιδιώκεται η αναζωογόνηση τους και συμβάλλει στην εξοικονόμηση πόρων και ενέργειας από την αξιοποίηση του κτιριακού αποθέματος και του ήδη διαμορφωμένου χώρου. Εξασφαλίζει προστασία και βελτίωση του αστικού περιβάλλοντος, χωρική και ιστορική συνέχεια στη θεώρηση του υπό μελέτη χώρου. γ) Ανάγκη για ανοιχτούς ελευθέρους χώρους και χώρους πράσινου: Οι σύγχρονες πόλεις με τον ιδιαίτερα πυκνοδομημένο αστικό ιστό ασφυκτιούν και χαρακτηρίζονται από την απουσία μεγάλων και οργανωμένων δημόσιων χώρων πρασίνου. Τα «κενά» αυτά, λόγω της θέσης και της έκτασής τους, είναι ιδανικά για τέτοιου είδους χρήσεις. Θα μπορούσαν να αναδειχθούν σε ζωτικής σημασίας χώρους για το αστικό τοπίο, σε στοιχείο διεξόδου από την ασφυκτική του δομή. Αντ’ αυτού στις περισσότερες περιπτώσεις διεκδικούνται από μεγάλες εταιρίες με σκοπό την οικονομική και εμπορική εκμετάλλευση (κατασκευή τεράστιων εμπορικών κέντρων, συγκροτημάτων κατοικιών κλπ.). δ) Ανάγκη για λοιπές απαραίτητες (ελλειπούσες) χρήσεις, όπως είναι οι κοινωφελείς λειτουργίες, ο πολιτισμός, ο αθλητισμός, η αναψυχή, το εμπόριο, κλπ. Η ανάπλαση βιομηχανικών χώρων μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως εργαλείο εξυγίανσης της πόλης, με γνώμονα τις ελλείψεις του δημόσιου χώρου. Τα αστικά κενά που προέκυψαν από την διαδικασία της αποβιομηχάνισης αποτελούν προνομιακά κομμάτια γης: συνήθως έχουν μεγάλη έκταση και βρίσκονται στην καρδιά του αστικού ιστού ή σε αστικές παράκτιες περιοχές (στο παραλιακό μέτωπο και σε λιμενικές ζώνες). Συχνά γίνονται αντικείμενο διαμάχης σχετικά με την αξία και τη θέση τους στις σύγχρονες πόλεις. Οι χώροι των παλιών

39


βιομηχανιών μπορούν να λειτουργήσουν ως υποδοχείς νέων χρήσεων που θα συμβάλλουν στην κάλυψη των αναγκών του αστικού χώρου, στην αναβάθμιση της περιοχής και στη βελτίωση της αναλογίας του κοινωνικού προς τον ιδιωτικό χώρο στην περιοχή μελέτης. ε) Επαναπροσδιορισμός χωρικών σχέσεων: Τα εργοστάσια καταλαμβάνουν συνήθως περιοχές «φιλέτα», μεγάλες σε έκταση και ως επί το πλείστον σε κομβικά σημεία μέσα στην πόλη ιδανικά για επενδύσεις. Μέσα από την επανάχρηση των ανενεργών βιομηχανικών περιοχών και την αξιοποίηση του λανθάνοντος δυναμικού που βρίσκεται μέσα σε αυτές, επιτυγχάνεται η συρραφή του αστικού ιστού και η αποκατάσταση της διαρρηγμένης αστικής συνέχειας. Τα πρώην αστικά κενά μέσα στην πόλη μπορούν να αποτελέσουν ζωντανούς θύλακες στη γειτονιά. Στ) Ρύπανση – περιβαλλοντικά προβλήματα: Οι πρώην βιομηχανικές περιοχές είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένες περιβαλλοντικά (οχλούσες χρήσεις, ρύπανση) και χρειάζονται εξυγίανση κάτι που θα γίνει εφικτό μέσα από το σχεδιασμό και την επανάχρησή τους. Εξασφαλίζει την εξυγίανση και αποκατάσταση των επιμολυσμένων χώρων φρενάροντας τις αναπτυξιακές πιέσεις για οικιστική επέκταση σε αγροτικές και εν γένει ανεκμετάλλευτες περιοχές με αποτέλεσμα τη διατήρηση των βιοτόπων και του ανοιχτού χώρου και τον περιορισμό της ρύπανση των υδάτινων πόρων και της ατμόσφαιρας. Ζ) Κοινωνική ισότητα: Η ανάπλαση των αστικών κενών μπορεί να αποτελέσει ένα βήμα προς την απόδοση κοινωνικής ισότητας, ως παράγοντας δημιουργίας πλούτου σε τοπικό επίπεδο, κινητοποιώντας τα μέλη της τοπικής κοινωνίας στη δυναμική της περιοχής, ενισχύοντας τις υπάρχουσες τοπικές επιχειρήσεις και ενθαρρύνοντας την ανάπτυξη των νέων, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Αποτελεί ευκαιρία επανασχεδιασμού της περιοχής με επίκεντρο τις τοπικές ανάγκες όπως κατοικία, δημόσιοι υπαίθριοι χώροι, επαρκής συνδεσιμότητα και προσβασιμότητα, προκειμένου να αποτραπεί ο εκτοπισμός και να υπάρξει ευκαιρία αναδιαμόρφωσης του κοινωνικού ιστού των περιοχών, με την ανάδειξη της πολιτιστικής τους ταυτότητας και τη διατήρηση της συλλογικής και ιστορικής τους μνήμης.49 Η) Οικονομική ανάπτυξη: Η βιομηχανική κληρονομιά μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην οικονομική αναζωογόνηση περιοχών που φθίνουν ή μαραζώνουν. Με την ανάπλαση των εγκαταλειμμένων και υποβαθμισμένων χώρων ενισχύεται Μεϊμαρόγλου, Δ. Α. (2009). Ανάπλαση και Ανάδειξη Επιβαρυμένων από Πρότερη Χρήση Χώρων (Brownfields) σε Αστικές Περιοχές. Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Κατεύθυνση Πολεοδομία και Χωροταξία. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, σελ. 198. 49

40


η ανταγωνιστικότητα και η οικονομική δυναμική της εν λόγω περιοχής και δημιουργούνται νέες ευκαιρίες. Βελτιώνοντας τις παρεχόμενες υπηρεσίες και υποδομές ευνοείται η ευρύτερη χρήση τους, αναζωογονείται και ενδυναμώνεται ο αστικός ιστός. Εξοικονομούνται οικονομικοί πόροι που διαφορετικά θα χρησιμοποιούνταν για την επέκταση του δικτύου μεταφορών, αποχετευτικού και ηλεκτροδοτικού δικτύου. Θ) Τουριστική ανάπτυξη: Ανάγκη για τη δημιουργία μιας νέας αστικής ταυτότητας, city branding, που να συμβάλλει στην ενίσχυση της πολιτιστικής ταυτότητας της περιοχής και την επαναδιαπραγμάτευση της αξίας της ως τουριστικό προορισμό, προβάλλοντας και αξιοποιώντας την ιστορία και τα χαρακτηριστικά της περιοχής δημιουργώντας νέα κέντρα ενδιαφέροντος. Περιοχές μέχρι τώρα άγνωστες ή ταυτισμένες με αρνητικά στοιχεία στη συνείδηση των ανθρώπων είναι ανάγκη να επανατοποθετηθούν στο χάρτη και να αποτελέσουν ελκυστικά σημεία επενδύσεων και πόλους τουριστικής ανάπτυξης. Έτσι θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, που μπορούν να βοηθήσουν την τοπική οικονομία. 50

Αρχές Επανάχρησης Με τον όρο επανάχρηση εννοούμε την στέγαση μιας καινούριας χρήσης στο υπάρχον κέλυφος με μια κατάλληλα διαμορφωμένη στρατηγική. Η επανάχρηση των βιομηχανικών κτιρίων, τα προγράμματα ανάπλασης βιομηχανικών ζωνών ή οικισμών έχουν αποτελέσει σήμερα ένα από τα πεδία στα οποία «αναπτύσσεται και υλοποιείται η σύγχρονη αρχιτεκτονική, βάζοντας σε ενέργεια τη δύναμη των μεταμορφώσεών της».51 Όντας κοινός τόπος προβληματισμού τις τελευταίες δεκαετίες52, η επανάχρηση βιομηχανικών κτιρίων αποτελεί ένα Οικονομοπούλου, Μ. (2011). Αποβιομηχάνιση και Πολιτιστική Πολιτική, Η Περίπτωση της Πόλης του Πειραιά. Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Κατεύθυνση Πολεοδομία και Χωροταξία, Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. 51 Μαργαρίτη, Φ. (1991). Βιομηχανικά Κτίρια, Ανάμεσα στο Παρελθόν και το Μέλλον. Αρχιτεκτονικά Θέματα, (25), σελ. 75. 52 Η επανάχρηση έχει συνδεθεί με τη βιομηχανία πολύ πριν συνδεθεί με τους σκοπούς της διατήρησης της. Στις αρχές του 19ου αιώνα, με το τέλος της γαλλικής επανάστασης διάφορα κτίρια που συμβόλιζαν τις παλιές δομές εξουσίας όπως κάστρα και μοναστήρια εκκενώθηκαν. Τότε πολλοί επιχειρηματίες άδραξαν την ευκαιρία αγοράζοντας ή απαλλοτριώνοντας και μετατρέποντας τους χώρους σε κλωστοϋφαντουργεία, σιδηρουργία, εργοστάσια όπλων κ.α. Αλλά και αργότερα η αλλαγή χρήσεων σε ήδη υπάρχοντες βιομηχανικούς χώρους δε μπορεί να χαρακτηρισθεί παρά ένα σύνηθες φαινόμενο. Κατά τη διάρκεια του πολέμου οι νέες ανάγκες ώθησαν στην επανάχρηση. Οι χώροι αυτοί έπαιρναν διάφορες νέες χρήσεις είτε από την ανάγκη για νέα προϊόντα είτε από τις ανάγκες του ίδιου του πολέμου για χώρους όπως καταφύγια, 50

41


ιδιαίτερο και πολύπλοκο θέμα προς μελέτη καθώς τα κτίρια αυτά πέρα από την αρχιτεκτονική τους διέπονται από μια σειρά αξιών και δεν μπορούν να αντιμετωπίζονται μεμονωμένα από αυτές, όπως και από το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται. Τις βάσεις των στρατηγικών επανάχρησης έθεσε η Χάρτα της Βενετίας (1964) παρουσιάζοντας τις σύγχρονες αρχές αποκατάστασης και διαχείρισης των μνημείων. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται σε αυτή: «Κάθε μνημείο, πέρα από την οποιαδήποτε καλλιτεχνική και αισθητική του αξία, αποτελεί και πηγή ιστορικών πληροφοριών, μας μαρτυρά την εποχή και τις συνθήκες, κάτω από τις οποίες δημιουργήθηκε. Γι’ αυτό και σε περιπτώσεις αποκατάστασης μνημείων θα πρέπει να τηρείται η αρχή της αναστρεψιμότητας. Η πρόταση αποκατάστασης θα πρέπει πάντα να δίνει τη δυνατότητα μελλοντικής αναίρεσής της. Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη ότι κάθε μνημείο, έστω και αν αυτό είναι ‘μη ζων’, κρύβει εν δυνάμει μια χρηστική λειτουργία, ενώ συχνά διαπιστώνεται η τάση να δοθεί και κοινωνική διάσταση σε αυτό. Τέλος, το μνημείο αποτελεί και στοιχείο του δομημένου περιβάλλοντος. Είναι φανερό λοιπόν ότι ένα κτίριο που εντάσσεται σωστά σε ένα σύνολο κτιρίων ή εν γένει στο αστικό τοπίο, είναι πολύτιμο, ακόμη και αν έχει ελάχιστη καλλιτεχνική ή ιστορική αξία, πόσο δε μάλλον όταν έχει ιδιαίτερη καλλιτεχνική, αρχιτεκτονική και ιστορική σημασία». Σύμφωνα με τη Xάρτας Nizhy Tagil, μέσα από την καταγραφή των στόχων της διατήρησης συνδηλώνονται και οι κατευθυντήριες αρχές μιας ορθής επανάχρησης. Σύμφωνα με τη Χάρτα, στόχος κάθε προσπάθειας συντήρησης είναι η διατήρηση της λειτουργικής ακεραιότητας, γι’ αυτό και κάθε παρέμβαση θα πρέπει να στοχεύει πάντα στην όσο το δυνατό αποτελεσματικότερη τήρηση αυτού του στόχου. Η αξία και η αυθεντικότητα ενός βιομηχανικού χώρου μπορεί να μειωθεί σημαντικά αν τα μηχανήματα ή τα εξαρτήματα τους απομακρυνθούν ή αν καταστραφούν βοηθητικά μηχανήματα τα οποία αποτελούν μέρος του γενικού χώρου. Η ενδελεχής γνώση του σκοπού ή των σκοπών δημιουργίας αυτών των χώρων και των παραγωγικών διαδικασιών που διεξάγονται σε αυτούς, η οποία αποτελεί βασική προϋπόθεση μιας επιτυχημένης διατήρησης, αποτελεί ταυτόχρονα και θεμελιώδη αρχή για τη βιωσιμότητα μιας πρακτικής επανάχρησης. Όσον αφορά τη προσαρμογή στη νέα χρήση, αυτή είναι παραδεκτή, εκτός από περιπτώσεις χώρων με ειδική ιστορική σπουδαιότητα. Οι νέες χρήσεις πρέπει να σέβονται τα αξιόλογα αντικείμενα και να διατηρούν τα κατοικίες κ.a. Με την παρακμή των βιομηχανικών κελυφών που επέφερε η αποβιομηχάνιση, η επανάχρηση άρχισε να ξαναμπαίνει στο προσκήνιο με οργανωμένες κινήσεις από διάφορους φορείς με σκοπό την προστασία της (TICCHI 1973, Ευρωπαϊκό έτος προστασίας μνημείων 1975, Διακήρυξη του Άμστερνταμ 1975: έκθεση με θέμα την Ευρωπαϊκή Βιομηχανική Κληρονομιά).

42


αρχικά πρότυπα κυκλοφορίας και δραστηριότητας, ενώ ταυτόχρονα οφείλουν να είναι όσο το δυνατό πιο συμβατές με την αρχική χρήση. Συνίσταται μάλιστα να υπάρχει μια περιοχή όπου θα ερμηνεύεται η προηγούμενη χρήση. Ακόμα κι αν έχουν αλλάξει με τον καιρό, όλες οι προηγούμενες χρήσεις πρέπει να εξετάζονται και να αξιολογούνται. Όπως ήδη έχει διατυπωθεί και στη Χάρτα της Βενετίας, οι παρεμβάσεις πρέπει να είναι αναστρέψιμες, με ελάχιστες επιπτώσεις, ενώ οι αναπόφευκτες αλλαγές πρέπει να τεκμηριώνονται. Σημαντικά στοιχεία που απομακρύνονται πρέπει να καταγράφονται και να αποθηκεύονται με ασφάλεια. Η ανακατασκευή ή η επιστροφή σε προηγούμενη κατάσταση πρέπει να θεωρείται παρέμβαση που γίνεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και είναι κατάλληλη μόνο όταν ωφελεί την ακεραιότητα ολόκληρου του χώρου ή σε περίπτωση βίαιης καταστροφής ενός πολυσήμαντου ιστορικού τύπου. Οι ανθρώπινες δεξιότητες που ενέχονται σε παλιές βιομηχανικές διαδικασίες πρέπει να καταγράφονται, ενώ και η διατήρηση τεκμηρίων, αρχείων και κατασκευαστικών σχεδίων καθώς και δειγμάτων βιομηχανικών προϊόντων πρέπει να ενθαρρύνονται.53

Επιλογή Νέας Χρήσης Οι πρώην βιομηχανικοί χώροι, λόγω του μεγέθους και των διαστάσεών τους προσφέρονται για την υποδοχή μίας ευρείας γκάμας νέων χρήσεων. Η μελλοντική χρήση τους καθορίζεται από κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτικούς, περιβαλλοντικούς, πολιτιστικούς παράγοντες, οι οποίοι επηρεάζουν τη διαδικασία ανάπλασης. Ο χαρακτήρας της μελλοντικής χρήσης εξαρτάται από το εάν οι εμπλεκόμενοι φορείς προέρχονται ή χρηματοδοτούνται από τον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα. Στην περίπτωση που ο κύριος εταίρος είναι ιδιώτης, βασικό κίνητρο είναι η προοπτική άμεσου κέρδους κάτι που επιτυγχάνεται επενδύοντας σε χρήσεις που προβλέπουν πυκνή δόμηση. Στην περίπτωση σύμπραξης του δημόσιου τομέα υπάρχει το περιθώριο για έργα κοινής ωφέλειας και χρήσεις όπως πάρκα, χώρους αναψυχής και πολιτιστικής επιμόρφωσης. Σημαντική διάσταση στο διάλογο για την ανάπλασή των βιομηχανικών χώρων αποτελεί η επιλογή της βέλτιστης χρήσης, καθώς ο στόχος της ανάπλασης είναι η επανένταξη τους στον αστικό ιστό μέσω μίας παραγωγικής χρήσης. Κατά την Αγαπάκη, Μ., Καρατζάλη, Χ. & Μπάλλη, Ε. (2015). Επανάχρηση Βιομηχανικών Κελυφών. Μία Εναλλακτική Προσέγγιση. Διάλεξη 9ου εξαμήνου. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, σελ. 37. 53

43


επιλογή του είδους χρήσης πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι ανάγκες σε τοπικό επίπεδο, το πόσο ασφαλής είναι ο χώρος, ή από οικονομική άποψη, βιωσιμότητα του έργου, ο σεβασμός προς το μνημείο, αλλά και η όσο το δυνατό ηπιότερη εκμετάλλευση του χώρου. Οι χρήσεις που θα επιλέγουν θα πρέπει να είναι συμβατές με τον εκάστοτε χώρο, με την αρχική χρήση, με το ύφος, την αρχιτεκτονική και την κατασκευαστική λογική των βιομηχανικών κτιρίων. Οι νέες χρήσεις πρέπει να διατηρούν τα αρχικά πρότυπα κυκλοφορίας και δραστηριότητας, να εντάσσονται δημιουργικά στο κτίριο, να ενδυναμώνουν την ιστορική του μνήμη, να σέβονται την πολιτιστική του σημασία και να συνδιαλέγονται με τις λειτουργίες και το χαρακτήρα του γύρω αστικού ιστού. Πρέπει να επιλέγονται «φιλικές χρήσεις», οι οποίες να συμβάλλουν στη διάσωση των αναγνωρίσιμων στοιχείων της ιστορικής ταυτότητας των συγκροτημάτων. Ανάλογα με την περίπτωση, τέτοιες χρήσεις μπορεί να είναι ποικίλες πολιτιστικές λειτουργίες, εκπαιδευτικές δραστηριότητες, χώροι πολλαπλών χρήσεων, εγκαταστάσεις ψυχαγωγίας και αθλητισμού, ή ακόμα και κατοικία και εμπορικές χρήσεις. Τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερη έμφαση δίνεται και στην εγκατάσταση χρήσεων περιβάλλοντος υψηλής τεχνολογίας ή δραστηριοτήτων του τριτογενούς τομέα. Τέλος, στους χώρους αυτούς μπορούν ενταχθούν χρήσεις πάρκου και γενικά χώροι πράσινου. Κάποιες χρήσεις αφορούν σε επενδύσεις με περισσότερο άμεσες και ορατές απολαβές σε αντίθεση με τη λύση της δημιουργίας ενός πάρκου για παράδειγμα, όπου τα οφέλη είναι μακροπρόθεσμα. Παρ΄ όλα αυτά έχει αποδεχθεί ότι όπου έχει πραγματοποιηθεί ένταξη χώρων πρασίνου στον αστικό ιστό που λειτουργούν και ως φίλτρα προστασίας από τη ρύπανση, πέραν της αναβάθμισης της ποιότητας ζωής των κατοίκων, σημειώνεται και διπλασιασμός της αξίας της γης. Στις περιπτώσεις βιομηχανικών χώρων με πλούσιο κτιριακό απόθεμα ή και εξοπλισμό, δείγματα αξιόλογης αρχιτεκτονικής, ιστορικής, αισθητικής και παραγωγικής γραφής, ίσως η επιθυμητή πρόταση θα ήταν η διατήρηση, αποκατάσταση και επανάχρησή τους φιλοξενώντας συνήθως χρήσεις πολιτισμού, εκπαίδευσης, αναψυχής. Αντίθετα, στις περιπτώσεις μεγάλων ιδιοκτησιών με λιγοστά απομεινάρια από τη βιομηχανική χρήση του παρελθόντος, χωρίς ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ή ιστορικό ενδιαφέρον, που βρίσκονται σε θέσεις-κλειδιά της πόλης, η βιώσιμη επανάχρησή τους οφείλει να ταυτίζεται με την απόδοσή τους ως ελεύθερων χώρων και χώρων πρασίνου, ώστε να αποτελέσουν κόμβους σε ένα δίκτυο πράσινων διαδρομών της πόλης.

44


Σημαντική παράμετρος της ανάπλασης είναι η επίδραση που θα έχει το έργο στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Η επιτυχία του εγχειρήματος εξαρτάται από την ευρύτητα της αποδοχής του και από το βαθμό στον οποίο θα εξυπηρετεί τις υπάρχουσες ανάγκες (σε κατοικία, υπαίθριους χώρους, χώρους πρασίνου). Ιδιαίτερη σημασία έχει, μέσω της επανάχρησης να δημιουργείται η δυνατότητα συνδέσεων ανάμεσα στα κτίρια και τον περιβάλλοντα χώρο, ώστε να αντιμετωπίζονται το πρόβλημα της επανένταξης των βιομηχανικών συγκροτημάτων στην πόλη. Ωστόσο, οι γενικές αρχές σχεδιασμού θα πρέπει να διατηρούν τα αρχικά χαρακτηριστικά στοιχεία που θα καθιστούν το χώρο αναγνωρίσιμο ως μνημείο βιομηχανικής κληρονομιάς ή όσα από αυτά έχουν διασωθεί μετά από παρεμβάσεις αλλαγής χρήσης που τα κτίσματα έχουν δεχτεί στη διάρκεια της ζωής τους.54 Ένα κτίριο που προορίζεται να εξυπηρετεί το κοινωνικό σύνολο, οφείλει να προσαρμόζεται στις μεταβαλλόμενες ανάγκες του. Η συνεχής μεταλλαγή των αναγκών που μια κοινωνία δημιουργεί στα μέλη της δεν μπορεί να μετουσιωθεί σε μια μόνο χρήση αλλά μεταφράζεται χωρικά με την απόδοση ενός μεγάλου εύρους χρήσεων στο εκάστοτε κέλυφος. Για να ανταποκριθεί το κτίριο σε ένα δυναμικό μοντέλο η ποικιλία αυτή χρήσεων θα πρέπει να έχει ευμετάβλητο χαρακτήρα. Τη μεταλλαξιμότητα αυτή επιβάλουν τρείς παράγοντες: ο άνθρωπος-χρήστης και οι εκάστοτε απαιτήσεις του, οι διαφορετικές συνθήκες από περιοχή σε περιοχή και οι ανάγκες που αυτές ορίζουν και τέλος οι αλλαγές που ο χρόνος επιφέρει σε κάθε κοινωνία.55

Κρίσιμα Ζητήματα της Επανάχρησης Σε κάθε περίπτωση πρέπει να υπολογίζεται η εφικτότητα της ανάπλασης, η οποία σχετίζεται με την εκτίμηση της επιβάρυνσης του χώρου, τη δυνατότητα επανάχρησής του, το είδος των μελλοντικών χρήσεων που δύναται να φιλοξενήσει ο χώρος σε συνδυασμό με τις ανάγκες της τοπικής κοινωνίας, αλλά και τις τυχόν ανάγκες υπερτοπικής εμβέλειας, και φυσικά πρέπει να δίνεται έμφαση στο ιστορικό της πρότερης χρήσης και στη σχέση της με τη μελλοντική.

Οικονομοπούλου, Μ. (2011). Αποβιομηχάνιση και Πολιτιστική Πολιτική, Η Περίπτωση της Πόλης του Πειραιά. Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Κατεύθυνση Πολεοδομία και Χωροταξία. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. 55 Αγαπάκη, Μ., Καρατζάλη, Χ. & Μπάλλη, Ε. (2015). Επανάχρηση Βιομηχανικών Κελυφών. Μία Εναλλακτική Προσέγγιση. Διάλεξη 9ου εξαμήνου. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, σελ. 97. 54

45


Επισημαίνεται ότι στις αναπλάσεις βιομηχανικών χώρων, όπως και σε κάθε είδους αναπλάσεις, μπορούν να προκύψουν σημαντικά εμπόδια, όπως είναι για παράδειγμα το γεγονός ότι δεν υπάρχει ξεκάθαρα εικόνα της συνολικής επιφάνειας, της θέσης, αλλά και της κατάστασης στην οποία βρίσκονται. Ο αποτελεσματικότερος χειρισμός αυτού του θέματος επιτυγχάνεται με την πλήρη συλλογή και καταγραφή στοιχείων στην τοπική αυτοδιοίκηση, με στόχο τελικά τη συγκέντρωσή τους σε μια εθνική βάση δεδομένων. Κάθε σοβαρή προσπάθεια για τη διάσωση της αρχιτεκτονικής βιομηχανικής κληρονομιάς περνά μέσα από τη λεπτομερή καταγραφή και τη γνώση της υπάρχουσας κατάστασης. Αυτό σημαίνει γνώση των ιστορικών στοιχείων ίδρυσης και λειτουργίας του εργοστασίου, των εγκαταστάσεων και του ηλεκτρομηχανολογικού του εξοπλισμού, καθώς και των επιδράσεων στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της πόλης και της ευρύτερης περιοχής κατά την περίοδο της ανάπτυξης του. Άλλες δυσκολίες που συναντώνται στο ζήτημα της ανάπλασης σχετίζεται με το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Υπάρχουν περιπτώσεις που το καθεστώς ιδιοκτησίας δεν είναι ξεκάθαρο ή είναι ιδιαίτερα σύνθετο. Δεν είναι σπάνιο, επίσης, το φαινόμενο ιδιώτες που έχουν στην ιδιοκτησία τους τέτοιες εκτάσεις, να μην αποφασίζουν να διερευνήσουν τις δυνατότητες αξιοποίησής τους, για λόγους αδράνειας, οικονομικής αδυναμίας, αποφυγή ανάληψης πρωτοβουλιών συντήρησης – ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να τις κρατούν αναξιοποίητες και αποκλεισμένες. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που η μη αξιοποίηση των εν λόγω χώρων είναι αποτέλεσμα σκόπιμης δημόσιας πολιτικής, για ποικίλους λόγους. Τέλος, σημαντικό ρόλο παίζουν και οι κοινωνικοί παράγοντες της περιοχής (χαμηλό βιοτικό επίπεδο, εγκληματικότητα, κλπ) αποθαρρύνοντας την προσέλκυση μελλοντικών χρηστών. Κεντρικό θέμα, σε κάθε περίπτωση ανάπλασης ή επανάχρησης που περιλαμβάνει στοιχεία πολιτιστικής (βιομηχανικής) κληρονομιάς, αποτελεί η ανάδειξη της ιστορικής μνήμης και η αυθεντικότητα56, αφού διαμορφώνουν την ατμόσφαιρα που υποδέχεται τις νέες χρήσεις. Η παγκοσμιοποίηση και η μαζική παραγωγή πολιτιστικών αγαθών μπορεί να οδηγήσουν στην εμπορευματοποίηση του πολιτισμού ή της βιομηχανικής κληρονομιάς, προκαλώντας, αρνητικές συνέπειες και οδηγώντας στην πολιτιστική αλλοτρίωση. Σε αυτές τις συνθήκες η αυθεντικότητα ή ακόμα και η κατασκευαστική αυθεντικότητα αποτελεί σημαντικό παράγοντα ζήτησης και σχετίζεται άμεσα με την ιστορική συνέχεια μεταξύ της πολιτιστικής κληρονομιάς, Καραχάλης, Ν. (2007). Νέες Πολιτιστικές Χρήσεις σε Πρώην Βιομηχανικούς Χώρους και Περιοχές: Ο Ρόλος των Ο.Τ.Α. και του Εθελοντικού Τομέα. In: 5η Πανελλήνια Επιστημονική Συνάντηση TICCIH, 22 – 25 Νοεμβρίου 2007, Βόλος. 56

46


του αστικού πολιτισμού και της πραγματικότητας που βιώνουν οι σημερινοί επισκέπτες και η οποία μπορεί να βιωθεί μέσα από πολιτιστικά δρώμενα και αναβίωση στοιχείων του παρελθόντος. Ένας δεύτερος άξονας, αφορά στα θέματα του πολιτιστικού προγραμματισμού, της ιδιοκτησίας και των συνεργασιών και σχετίζεται με το ρόλο του πολιτισμού στην ανάπλαση κτιρίων ή αστικών περιοχών και τους κινδύνους που υποκρύπτει. Μεταξύ του ολοκληρωτικού παρεμβατισμού στον πολιτιστικό τομέα και της έλλειψης πολιτικής μπορούν να προκύψουν σενάρια και παρεμβάσεις διαφορετικών τύπων. Μέχρι πρόσφατα η κυρίαρχη λογική που χαρακτήριζε τις βιομηχανικές περιοχές ήταν η ποιοτική ανάπλαση (gentrification – εξευγενισμός) η οποία οδηγούσε στο ομογενοποιημένο περιβάλλον που ελκύει κυρίως τις μεσαίες και ανώτερες κοινωνικές ομάδες (νέοι επαγγελματίες, ιδιοκτήτες γκαλερί κλπ.) εκδιώκοντας / εκτοπίζοντας παράλληλα τους παλαιούς κατοίκους, που συνήθως ανήκουν σε χαμηλότερα οικονομικά στρώματα. Τελευταία ωστόσο απορρίπτονται τέτοιες ιδέες, αφού ζητούμενο είναι η δημιουργία ενός πολυπολιτισμικού αυθεντικού και καινοτομικού περιβάλλοντος που να προσελκύει νέους χρήστες, να διατηρεί τους παλιούς και να παράσχει συγκριτικά πλεονεκτήματα. Ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης αποδεικνύεται κρίσιμος αφού μπορεί να εξασφαλίσει πόρους, να υποστηρίξει τις εθελοντικές ομάδες ή τους ανεξάρτητους καλλιτέχνες και να εξασφαλίσει τη συνεργασία μεταξύ διοικήσεων και καλλιτεχνών και τις συμμετοχικές διαδικασίες των πολιτών (δραστηριοποίηση συλλόγων, διαβουλεύσεις, διαμαρτυρίες) που είτε έχουν σα στόχο να νομιμοποιήσουν μία επιλογή, είτε οδηγούν σε αναδιατύπωση στόχων και καθορισμό νέων πρακτικών. Ειδικό ρόλο μπορεί να διαδραματίσει ο εκάστοτε Δήμος και στην επίλυση συγκρούσεων μεταξύ των χρηστών καθώς οι προσπάθειες πολιτιστικής συγκέντρωσης αντιμετωπίζουν πολλές δυσκολίες εφόσον συμμετέχουν διαφορετικοί φορείς, κρατικοί ή ιδιωτικοί και πρόσωπα με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα. Ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ποικίλει, αφού αλλού ενθαρρύνει την ανάπλαση των βιομηχανικών κτιρίων μέσω χρηματοδοτήσεων ή πολιτικών, αλλού μεταβιβάζει τα κτίρια στην ιδιωτική πρωτοβουλία, ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που αδυνατεί ή δεν επιθυμεί να παρέμβει. Ο βαθμός ελέγχου και η διαχειριστική πολιτική που υιοθετείται από τις τοπικές αρχές στις διαδικασίες ανάπλασης κάθε περιοχής έχουν καθοριστική επίδραση στο βαθμό διαφοροποίησης των δραστηριοτήτων που προσελκύονται στην περιοχή και στην εικόνα και ταυτότητα του χώρου. Στη διαδικασία των αναπλάσεων κρίνεται κρίσιμη και η συνεργασία μεταξύ των εμπλεκόμενων φορέων (κράτος, ιδιώτες, τοπική αυτοδιοίκηση), καθώς και τα

47


δεδομένα που προκύπτουν από τις τοπικές, εθνικές και κοινοτικές πολιτικές οδηγίες και περιορισμούς. Η σύσταση του σώματος σχεδίασης, διαχείρισης και εκμετάλλευσης των προς ανάπλαση χώρων περιλαμβάνει το δημόσιο και τον ιδιωτικό φορέα και δεν χαρακτηρίζεται από τις ίδιες τάσεις σε όλες τις χώρες. Για παράδειγμα, στη Γερμανία και την Ολλανδία ο βασικός εταίρος είναι το κράτος και η συμμετοχή του είναι πολύ ενεργή σε επίπεδο χρηματοδότησης και αποφάσεων. Οι περιπτώσεις σχεδιασμού και διαχείρισης των χώρων αυτών, οι οποίοι συχνά ανήκουν σε κρατικές αρχές λόγω πτώχευσης, χαρακτηρίζονται από την έλλειψη συγκεκριμένης αντιμετώπισης και από την αδυναμία διατύπωσης συγκεκριμένων στόχων. Από την άλλη πλευρά, οι ιδιωτικές πρωτοβουλίες χαρακτηρίζονται από την αβεβαιότητα για το μέλλον τους και την έλλειψη μακροχρόνιου σχεδιασμού. Το ίδιο το κράτος σε ελάχιστες περιπτώσεις επιδεικνύει αντανακλαστικά που να υποστηρίζουν τις πολιτιστικές χρήσεις. 57

Πολιτιστική Πολιτική Πολιτιστική Πολιτική στις Αναπλάσεις Βιομηχανικών Χώρων Η εξέλιξη των αστικών τοπίων υπό το πρίσμα της επίδρασης διεθνών φαινομένων όπως η παγκοσμιοποίηση και η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, ενέχει ορισμένους κινδύνους που αφορούν στην αλλοίωση της φυσιογνωμίας των πόλεων, στην εξαφάνιση οποιασδήποτε ιδιομορφίας και ιδιαιτερότητας και στην αλλαγή της γεωγραφίας της πόλης.58 Υπό αυτές τις συνθήκες, η ανάδειξη της αρχιτεκτονικής και πολιτισμικής κληρονομιάς αποτελεί κεντρικό θέμα των αστικών αναπλάσεων και σημαντική ανταγωνιστική αιχμή στο μετασχηματισμό των τοπίων των πόλεων που στοχεύουν στη βελτίωση της εικόνας του αστικού περιβάλλοντος και στη διατήρηση και ανάδειξη της ιδιαιτερότητας κάθε τόπου. Κεντρικό διακύβευμα γίνεται η προστασία των μνημείων, η αξιοποίηση των ιστορικών διαδρομών και η ενσωμάτωση τους στον αστικό ιστό, ενώ σε όλες σχεδόν τις πόλεις που αντιμετώπισαν την αποβιομηχάνιση προωθείται η Οικονομοπούλου, Μ. (2011). Αποβιομηχάνιση και Πολιτιστική Πολιτική, Η Περίπτωση της Πόλης του Πειραιά. Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Κατεύθυνση Πολεοδομία και Χωροταξία. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. 58 Στεφάνου, Ι. (2006). Μετασχηματισμοί της Ελληνικής Πόλης. In: Γοσποδίνη, Ά. (Ed). Τα Νέα Αστικά Τοπία και η Ελληνική πόλη. Αθήνα, ΚΡΙΤΙΚΗ. pp.121–127. 57

48


«ανακύκλωση» του κτιριακού αποθέματος αλλάζοντας χρήση στις αποθήκες, τα εργοστάσια, τα ναυπηγεία για να στεγάσουν κατοικίες κυρίως υψηλών εισοδημάτων και δραστηριότητες της νέας οικονομίας – υπηρεσίες, αναψυχή, πολιτισμό. Ταυτόχρονα, οι πόλεις χρησιμοποιούν με ολοένα αυξανόμενους ρυθμούς και τον καινοτομικό σχεδιασμό, ως μέσο ενίσχυσης της ταυτότητάς τους, με αποτέλεσμα πρωτοποριακές μορφές στην αρχιτεκτονική και τον αστικό σχεδιασμό να συμβάλλουν διεθνώς στη δημιουργία νέων αστικών τοπίων. Στη βάση των παραπάνω, η αρχιτεκτονική κληρονομιά και ο καινοτόμος σχεδιασμός του χώρου έχουν αναλάβει το ρόλο του μοχλού της οικονομικής ανάπτυξης και ιδιαίτερα της ανάπτυξης του αστικού τουρισμού και της ενίσχυσης του μητροπολιτικού χαρακτήρα των πόλεων.59 Οι πρώην, λοιπόν, βιομηχανικές πόλεις, των οποίων οι οικονομίες, αλλά και το φυσικό και δομημένο περιβάλλον βρίσκονται σε κρίση, χρησιμοποιούν τις πολιτιστικές πολιτικές ως εργαλεία για την ανάκαμψη της οικονομίας τους, την ανάπλαση ολόκληρων περιοχών και την προσέλκυση επισκεπτών, τουριστών, αλλά και επιχειρήσεων και ιδιωτικού κεφαλαίου. Μέσω των πολιτιστικών στρατηγικών επιδιώκουν τη δημιουργία νέων τοπίων που προβάλλουν θετικά την εικόνα της πόλης και αναβαθμίζουν την ποιότητα ζωής των κατοίκων. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στην αναγκαιότητα ενίσχυσης της ταυτότητας του τόπου, καθώς οι συνθήκες της οικονομικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης έχουν συμβάλει σε μια αυξανόμενη «κρίση ταυτότητας» των πόλεων που σχετίζεται με τις μαζικές μεταναστεύσεις πληθυσμών που μετασχηματίζουν τις ευρωπαϊκές πόλεις σε πολυεθνικές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες και την πορεία προς την «υπερεθνικότητα» στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής πολιτικής ολοκλήρωσης που αμβλύνει τις τοπικές και εθνικές ταυτότητες.60 Επιπλέον, πολλές πόλεις της Ευρώπης, προσπαθούν να αποδιώξουν τις εικόνες οικονομικές ύφεσης, περιβαλλοντικής υποβάθμισης, ανεργίας και βίας, προωθώντας την πολιτισμικής του ταυτότητα, τη μοναδικότητα, την ιδιαιτερότητα και το παρελθόν τους, κυρίως μέσα από την ανάπτυξη πολιτιστικών δραστηριοτήτων.61

Γοσποδίνη, Ά. & Μπεριάτος, Η. (2006). Μετασχηματισμοί των Αστικών Τοπίων στις Συνθήκες της Παγκοσμιοποίησης, του Ανταγωνισμού των Πόλεων και των Μεταμοντέρνων Κοινωνιών. In: Γοσποδίνη, Ά. (Ed). Τα Νέα Αστικά Τοπία και η Ελληνική Πόλη. Αθήνα, ΚΡΙΤΙΚΗ. pp.15–25. 60 Γοσποδίνη, Ά. & Μπεριάτος, Η. (2006). Μετασχηματισμοί των Αστικών Τοπίων στις Συνθήκες της Παγκοσμιοποίησης, του Ανταγωνισμού των Πόλεων και των Μεταμοντέρνων Κοινωνιών. In: Γοσποδίνη, Ά. (Ed). Τα Νέα Αστικά Τοπία και η Ελληνική Πόλη. Αθήνα, ΚΡΙΤΙΚΗ. pp.15–25. 61 Βαϊου Κ., Μαντουβάλου Μ. & Μαυρίδου Μ. (2006) Το Ζήτημα της Αποβιομηχάνισης, Τεύχος Σημειώσεων του Μαθήματος Ιστορία και Θεωρία 8: Εμβαθύνσεις, Κατεύθυνση Θεωρίες για τη Σύγχρονη Πόλη. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. 59

49


Μετά το 1990 η πολιτιστική πολιτική αναγνωρίζεται ως σημαντική παράμετρος της αστικής αναγέννησης και ενσωματώνει στόχους βελτίωσης ποιότητας ζωής, ανάπτυξης κοινοτικού πνεύματος, αύξησης της κοινωνικής συνοχής, ενώ ο πολιτιστικός τομέας συνδυάζεται με στρατηγικές αστικής ανάπτυξης. Ο πολιτισμός, σήμερα, μπορεί να ενεργοποιεί τις τοπικές κοινωνίες, εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή τόσο των πολιτών, όσο και ιδιωτών και δημόσιων εταίρων, ενώ η πολιτιστική πολιτική στηρίζεται πλέον στη δημιουργία περιβάλλοντος καινοτομίας, αξιοποιώντας του ανθρώπους, περιβαλλοντικούς και πολιτιστικούς πόρους στην κατεύθυνση αναζωογόνησης μιας περιοχής. Παράλληλα απέκτησε έντονο πολιτικό χαρακτήρα, κυρίως ως αποτέλεσμα της πίεσης των κοινωνικών κινημάτων των πόλεων και λειτούργησε ως μια εναλλακτική μορφή προβολής πολιτικών ιδεών και πολιτικής επικοινωνίας και κινητοποίησης απέναντι στην παρακμή των παραδοσιακών κομματικών πολιτικών. Επιδίωξη των πολιτιστικών πολιτικών, γενικά, είναι η επίτευξη τόσο κοινωνικών, όσο και πολιτικών στόχων, μέσα από την ενθάρρυνση μορφών δημόσιου βίου απευθύνονται σε όλους, τη διεύρυνση της πρόσβασης στις πολιτιστικές εγκαταστάσεις και δραστηριότητες και την προώθηση της λειτουργίας του κέντρου της πόλης ως καταλύτη για την κοινωνική ταυτότητα και τη δημόσια έκφραση της. Ο πολιτισμός, λοιπόν, προσεγγίζεται είτε με όρους οικονομίας ως μοχλός της τοπικής οικονομικής ανάπτυξης με στόχο τη μετάβαση από μια βιομηχανική σε μια μεταβιομηχανική οικονομία και τον εκσυγχρονισμό της οικονομικής βάσης των πόλεων και εμπλέκεται με την ανάπτυξη νέων οικονομικών τομέων, όπως ο τουρισμός, η αναψυχή, ο αθλητισμός, τα μέσα επικοινωνίας και άλλες «πολιτιστικές βιομηχανικές» (μόδα, ντιζάιν, τέχνες), είτε ως στοιχείο προβολής των πόλεων και συστατικό των στρατηγικών «διεθνοποίησης», με σκοπό την προσέλκυση διεθνούς κεφαλαίου και ειδικευμένου προσωπικού, ιδιαίτερα στους τομείς της βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας και προηγμένων υπηρεσιών, είτε ως σύμβολο ενότητας, απέναντι τις ταξικές, φυλετικές ή εθνικές διακρίσεις με στόχο την άμβλυνση της αυξανόμενης κοινωνικής ανισότητας μέσα στις πόλεις και την ενσωμάτωση των μεταναστών, την ενθάρρυνση της κοινωνικής συνοχής και τη διαμόρφωση νέας κοινωνικής ταυτότητας.62 Ωστόσο τίθενται κάποια ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο εφαρμογής των πολιτιστικών πολιτικών και τις οικονομικές, κοινωνικές και χωροταξικές τους επιπτώσεις. Τέτοια ερωτήματα αφορούν στο αν σε ποιο βαθμό οι πολιτιστικές δραστηριότητες οδηγούν σε οικονομική ανάπτυξη, τι είδος πολιτιστικών Μπιανκίνι, Φ. & Πάρκινσον, Μ. (1994). Πολιτιστική Πολιτική και Αναζωογόνηση των Πόλεων, Η Εμπειρία της Δυτικής Ευρώπης. Αθήνα, Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης & Αυτοδιοίκησης. 62

50


δραστηριοτήτων και προγραμμάτων επιδιώκουν οι τοπικές αρχές και με ποια κίνητρα, και το πώς μπορούν να συμφιλιώσουν τις κοινωνικές, πολιτιστικές και εκπαιδευτικές προτεραιότητες με εκείνες της οικονομικής ανάπτυξης. Τίθεται, επίσης, το δίλημμα αν πρέπει να χρησιμοποιούνται οι πολιτιστικές πολιτικές ως συσπαστικό των στρατηγικών διεθνοποίησης ή να συμβάλλουν στην προστασία και ανάπτυξη τοπικών και περιφερειακών ταυτοτήτων, καθώς και στην προστασία του πολιτισμού των μειονεκτουσών, από κοινωνική και οικονομική άποψη, ομάδων, και αν μπορούν να αμβλύνουν τις εντάσεις μεταξύ του κέντρου πόλης και των περιφερειακών περιοχών, να συμβάλλουν στην αναζωογόνηση του κέντρου και στην ενσωμάτωση των περιθωριακών κοινωνικών στρωμάτων στη δημόσια ζωή.63 Οι στρατηγικές αυτού του είδους εμπεριέχουν και κινδύνους που αφορούν στη λειτουργική εκμετάλλευση του πολιτισμού με σκοπό τη δημιουργία «τοπίων κατανάλωσης» που εξυπηρετούν συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες. Πολλές δημοτικές αρχές, υποκινούμενες από οικονομικά κίνητρα, συγκεντρώνουν τις πολιτιστικές προσπάθειες στο κέντρο της πόλης με την ανέγερση πολιτιστικών κτιρίων υψηλής τέχνης από μεγάλους αρχιτέκτονες και αμελούν μια πιο ευρεία διάδοση πολιτιστικών χώρων και δραστηριοτήτων σε περιφερειακές γειτονιές, γεγονός που ευνοεί τα διεθνή ονόματα στο χώρο της τέχνης και αρχιτεκτονικής, και τους εύπορους πολίτες και επισκέπτες, αλλά δεν καταφέρνει να εξαπλώσει μια πολιτιστική κουλτούρα ευρύτερα στην παραγωγή.64 Χαρακτηριστικός, είναι επίσης ο κίνδυνος περιθωριοποίησης και υποβάθμισης των διαδικασιών του χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού, υπό την πίεση των δυνάμεων του κεφαλαίου, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τον προγραμματισμό του χώρου και την κοινωνική του διάσταση και δίνοντας τη θέση τους στον αστικό σχεδιασμό βιτρίνας, δηλαδή στην αρχιτεκτονική/πολεοδομική σύνθεση σε όφελος της αισθητικής. Σε πολλές περιπτώσεις ο χώρος αντιμετωπίζεται ως εμπόρευμα, προβάλλοντας μια ψευδή εικόνα της πόλης, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει τις πόλεις στην ομοιογένεια και στην απώλεια της μοναδικότητας τους. Κρίσιμο ζήτημα αποτελεί και η αντιμετώπιση του γεγονότος ότι η καθιέρωση ορισμένων περιοχών στις πόλεις ως «πολιτιστικών ζωνών», σε αρκετές περιπτώσεις έχει προκαλέσει κοινωνική αναβάθμιση, με την έννοια ότι έχει εκτοπίσει τους παλαιούς κατοίκους των ιστορικών κέντρων των πόλεων και τα μέσα επιβίωσης τους, και έχει αυξήσει τις τιμές των οικοπέδων, τα ενοίκια και το Μπιανκίνι, Φ. & Πάρκινσον, Μ. (1994). Ο.π. Λουκαϊτου-Σιδέρη, Α. (2006). Πολιτιστικά Τοπία και Πολιτιστικές Στρατηγικές, Η Αμερικανική Εμπειρία. In: Γοσποδίνη, Ά. (Ed). Τα Νέα Αστικά Τοπία και η Ελληνική Πόλη. Αθήνα, ΚΡΙΤΙΚΗ. pp.86– 103. 63 64

51


κόστος ζωής. Τέτοιες περιπτώσεις σημειακής αναβάθμισης, δίπλα σε υποβαθμισμένα αστικά περιβάλλοντα αποτελούν ορατές εκφράσεις των κοινωνικών ανισοτήτων στο χώρο και αποδεικνύουν πόσο ακατάλληλες είναι οι στρατηγικές ανεξέλεγκτης αναζωογόνησης με άξονα τα ακίνητα, και θέτουν σημαντικά ζητήματα στη χάραξη πολιτικής.65 Οι δημοτικές αρχές, στην προσπάθειά τους να χειριστούν τα παραπάνω ζητήματα, οδηγήθηκαν στην ενίσχυση του ρόλου του κέντρου πόλης ως εστίας για δημόσια κοινωνική ζωή προσιτή σε όλους και στη διεύρυνση της έννοιας του «πολιτισμού» ως «τρόπου ζωής» που συνδέεται με τη σχέση των κατοίκων με την πόλη τους, ενσωματώνει τις τέχνες στον ιστό και τις συνήθειες της και περικλείει μια ποικιλία στοιχείων, από τις «προ ηλεκτρονικές» εικαστικές και σκηνικές τέχνες (ζωγραφική, γλυπτική, θέατρο, μουσική), μέχρι τις σύγχρονες «πολιτιστικές βιομηχανίες» (κινηματογράφος, βίντεο, ραδιοφωνία, διαφήμιση, ηλεκτρονική μουσική, εκδόσεις, μόδα, ντιζάιν), αλλά και τις βιομηχανίες τουρισμού, πολιτιστικής κληρονομιάς και αναψυχής.66 Στη χάραξη πολιτιστικής πολιτικής κεντρικό ρόλο κατέχουν οι Δήμοι, ενώ εξίσου σημαντικές αποδεικνύονται και οι συνεργασίες ανάμεσα στην κεντρική κυβέρνηση, την τοπική αυτοδιοίκηση, τον ιδιωτικό και εθελοντικό τομέα και τις πολιτιστικές οργανώσεις, ώστε να εντοπιστούν οι πολιτιστικοί πόροι της πόλης και να μπορέσουν να χρησιμοποιηθούν με επιτυχία σε διάφορα πεδία (τουρισμός, βιομηχανική ανάπτυξη, κοινοτική ανάπτυξη, εκπαίδευση και κατάρτιση). Ιδιαίτερα έμφαση πρέπει να δοθεί στην κοινωνική διάσταση της πολιτιστικής πολιτικής. Οι ίδιοι οι κάτοικοι είναι σημαντικό να μετέχουν στην τοπική δημόσια ζωή και πολιτιστική δραστηριότητα μέσω μορφών αυτοοργάνωσης και εκφράζοντας τον πολιτισμό των τοπικών κοινοτήτων. Οι κοινοτικές πρωτοβουλίες θα πρέπει να διέπονται από την επίγνωση του γεγονότος ότι η κοινωνική διάσταση της τοπικής ποιότητας ζωής έχει πολύ μεγάλη σημασία. Τέλος, σημειώνεται ότι οι πολιτιστικές πολιτικές σε πολλές περιπτώσεις σχετίζονται με την ανάπτυξη του τουρισμού (αστικού, πολιτιστικού) οδηγώντας τον σε νέα πρότυπα. Προκύπτει η έννοια του αποκαλούμενο «νέου τουρισμού», στον οποίο το προσφερόμενο προϊόν δεν είναι απλά οι κλασσικές υπηρεσίες διανυκτέρευσης και εστίασης, αλλά το βίωμα μιας ολοκληρωμένης «εμπειρίας». Λεοντίδου, Λ. (2006). Διαπολιτισμικότητα και Ετεροτοπία στο Μεσογειακό Αστικό Τοπίο, Από την Αυθόρμητη Αστικοποίηση στην Επιχειρηματική Πολιτική. In: Γοσποδίνη, Ά. (Ed). Τα Nέα Αστικά Tοπία και η Ελληνική Πόλη. Αθήνα, ΚΡΙΤΙΚΗ. pp.70–85. 66 Μπιανκίνι, Φ. & Πάρκινσον, Μ. (1994). Πολιτιστική Πολιτική και Αναζωογόνηση των Πόλεων, Η Εμπειρία της Δυτικής Ευρώπης. Αθήνα, Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης & Αυτοδιοίκησης. 65

52


Στο νέο αυτό πρότυπο, τη θέση της τουριστικής επιχείρησης καταλαμβάνει η ίδια η περιοχή που αποτελεί τον τουριστικό προορισμό. Για να βιωθεί η εμπειρία απαιτείται η δημιουργία μιας «αφήγησης» για τον τόπο, που προκύπτει μέσα από μια συλλογική διαδικασία στηριγμένη στη γνώση και στη μαθησιακή αλληλεπίδραση, ενώ οι συμμετέχοντες μπορεί να είναι τουριστικοί παράγοντες, τοπικοί φορείς και αρχές ή άλλες συλλογικότητες. Για τη στήριξη του νέου τουριστικού πρότυπο που επικεντρώνεται σε ένα τόσο άυλο παράγοντα όπως το βίωμα μιας εμπειρίας, γίνεται φανερός ο κομβικός ρόλος του πολιτισμού. Στα πλαίσια αυτά, ο αστικός τουρισμός, αποτελεί εναλλακτική πρόταση για την ανάπτυξη των πόλεων. Έχει καταρχήν πολιτιστικό περιεχόμενο και συνδέεται με την ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα κάθε πόλης. Σε πολλές περιπτώσεις συνδέεται με πολιτιστικού περιεχομένου κίνητρα που αφορούν σε ιστορικές συνοικίες και κέντρα πόλεων όπου εντοπίζονται μνημεία, σημαντικά κτίρια και μουσεία. Το τουριστικό ενδιαφέρον στις πόλεις σχετίζονται μνημεία, σημαντικά κτίρια και μουσεία. Το τουριστικό ενδιαφέρον στις πόλεις σχετίζεται και με μεγάλες διοργανώσεις, εκθέσεις καλλιτεχνικά και αθλητικά γεγονότα. Ο αστικός τουρισμός με γνώμονα την πολιτιστική κληρονομιά σε πολλές περιπτώσεις εξελίσσεται σε πρωτεύοντα οικονομικό παράγοντα τοπικής ανάπτυξης, σε παράγοντα διαφοροποίησης και εκσυγχρονισμού του αστικού χώρου. Κυρίως οι πρώην βιομηχανικές πόλεις που έχουν υποστεί τις επιπτώσεις της αποβιομηχάνισης επενδύουν στον τουρισμό ως μέσο αναζωογόνησης, ανάπλασης, βελτίωσης της εικόνας της πόλης και ευκαιρία δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.67

Μοντέλα Πολιτιστικής Ανάπτυξης

Οι πολιτιστικές στρατηγικές μπορούν να πάρουν ποικίλες μορφές, καθώς έχουν διαφορετικά και μερικές φορές αντικρουόμενα κίνητρα, διαφορετικό πεδίο δράσης, είδος πολιτιστικής παραγωγής και πολιτιστικών τοπίων και διαφορετικό απευθυνόμενο κοινό. Διακρίνονται τρεις βασικές προσέγγισης68 αναφορικά με τους τρόπους πολιτιστικής ανάπτυξης των πόλεων: η Επιχειρησιακή πόλη, όπου Αυγερινού-Κολώνια, Σ. (2000). Ο ρόλος του Τουρισμού στη Διατήρηση και Ανάπτυξη των Ιστορικών Πόλεων. In: Τσάρτας, Π. (Ed). Τουριστική Ανάπτυξη, Πολυεπιστημονικές Προσεγγίσεις. Αθήνα, ΕΞΑΝΤΑΣ. 68 Λουκαϊτου-Σιδέρη, Α. (2006). Πολιτιστικά Τοπία και Πολιτιστικές Στρατηγικές, Η Αμερικανική Εμπειρία. In: Γοσποδίνη, Ά. (Ed). Τα Νέα Αστικά Τοπία και η Ελληνική Πόλη. Αθήνα, ΚΡΙΤΙΚΗ. pp.86– 103. 67

53


αναπτύσσονται στρατηγικές με καθαρά οικονομικά και κερδοσκοπικά κίνητρα, η Προοδευτική πόλη που ακολουθεί μια κοινωνική πολιτική αναδιανομής πολιτιστικών και άλλων αγαθών και η Δημιουργική πόλη που ακολουθεί μια μέση οδό που την τοποθετεί ανάμεσα στα άλλα δύο μοντέλα. Όπως όλα τα θεωρητικά μοντέλα, καμία από τις τρεις δεν περιγράφει ακριβώς την πραγματικότητα και συχνά στις πόλεις διακρίνονται στοιχεία από όλες τις προσεγγίσεις. Αναλυτικότερα: Η Επιχειρησιακή πόλη στηρίζεται κυρίως στα οικονομικά κίνητρα και την προσέλκυση επενδύσεων θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς στόχους, σύμφωνα με τις επιταγές της λεγόμενης «νέας οικονομίας», που δίνει έμφαση στον τουρισμό, την κουλτούρα και τις επικοινωνίες, και στη δημιουργία ενός κλίματος ευνοϊκού για επιχειρήσεις μέσω στρατηγικών που ευνοούν τον ιδιωτικό τομέα. Προσδίδεται σε αυτή νέα αξία (city branding) η οποία βασίζεται κυρίως στις νέες υποδομές και θέλγητρά της. Το μοντέλο αυτό έχει δεχτεί έντονη κριτική για τον τρόπο με τον οποίο ευνοεί τον ιδιωτικό τομέα και τις μεγάλες επιχειρήσεις, δημιουργεί αποκλεισμούς και οδηγεί σε πολιτιστικά τοπία προσιτά και οικειοποιήσιμα μόνο σε εύπορους κατοίκους και τουρίστες, αποκλείοντας τις μεγάλες ομάδες πληθυσμού της πόλης. Παράλληλα, στην περίπτωση αυτή υποστηρίζονται μόνο τα μεγάλα πολιτιστικά γεγονότα και οι εμβληματικές κτιριακές εγκαταστάσεις σε κεντρικά σημεία της πόλης, χωρίς να προβλέπεται δυνατότητα ανάπτυξης μικρών πολιτιστικών προγραμμάτων και εγκαταστάσεων σε επιμέρους γειτονιές. Επίσης, κατακρίνεται το γεγονός ότι η επιτυχία μετράται με οικονομικούς δείκτες και όχι με τα κοινωνικά αποτελέσματα και αγνοούνται οποιεσδήποτε άλλες επιπτώσεις. Οι πόλεις που αμφισβητούν και απορρίπτουν το επιχειρησιακό μοντέλο που δίνει έμφαση στην υποστήριξη των επιχειρήσεων, υιοθετούν το μοντέλο της Προοδευτικής πόλης, το οποίο αποσκοπεί στην αναδιανομή των αγαθών προς όφελος μιας ευρύτερης γκάμας πολιτών. Το μοντέλο αυτό θέτει σαν κύριο στόχο την καταπολέμηση των ανισοτήτων μεταξύ των διαφόρων γειτονιών και οι πολιτιστικές στρατηγικές του αποσκοπούν στο να κάνουν στις τέχνες προσιτές σε όλους, να ενισχύσουν τις τοπικές πολιτιστικές δραστηριότητες και τα καλλιτεχνικά εκπαιδευτικά προγράμματα και να αναβαθμίσουν τις υποβαθμισμένες γειτονιές με τη χωροθέτηση πολιτιστικών κέντρων. Το μοντέλο αυτό έχει ρίζες στα κοινωνικά κινήματα της δεκαετίας του 1960 που θεωρούσαν την κουλτούρα σαν πεδίου ακτιβισμού και πολιτικής δράσης. Έτσι, κινήματα και ομάδες που θεωρούνταν αποκλεισμένα από τους χώρους τέχνης του κατεστημένου, συχνά ενεργοποιούνται για να δημιουργήσουν τον δικό τους χώρο και τη δική τους έκφραση κουλτούρας (π.χ. εξειδικευμένα μουσεία

54


αφιερωμένα στη κουλτούρα διαφόρων μειονοτήτων). Το μοντέλο αυτό, όμως, εμφανίζει μεγάλες δυσκολίες πρακτικής εφαρμογής, αφού στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας η απαίτηση για παραχωρήσεις από τον ιδιωτικό τομέα οδηγεί σε απώλειες επενδύσεων και ανεργία. Η Δημιουργική προσέγγιση εμφανίζεται τελευταία και διαφοροποιείται σημαντικά από τα δύο προηγούμενα μοντέλα, διατηρώντας ορισμένα χαρακτηριστικά και των δύο. Οι πόλεις που ακολουθούν το μοντέλο αυτό δίνουν περισσότερη έμφαση στο ζήτημα της ποιότητας ζωής, με τον όρο «Ποιότητα ζωής» εννοείται «το πώς συνδέονται οι κάτοικοι με την πόλη τους ως συλλογική οντότητα, και πώς συμμετέχουν στη δημόσια ζωή της».69 Ακολουθούν αυτό το μοντέλο με την επιθυμία να προσελκύσουν τη δημιουργική τάξη, δηλαδή, κοινωνικά και επαγγελματικά στρώματα με υψηλή μόρφωση (προγραμματιστές, αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες, συγγραφείς κλπ.) που πιστεύεται πως έχουν τη δυνατότητα να ενισχύσουν τη νέα οικονομία προς όφελος της πόλης. Για να πετύχουν το στόχο αυτό, οι πόλεις υποστηρίζουν τον ιστορικό και πολιτιστικό χαρακτήρα των επιμέρους γειτονιών και προωθούν την ανάπτυξη πολιτιστικών δραστηριοτήτων, που επικεντρώνεται όμως σε μικρά πολιτιστικά κέντρα σε αυτές (μουσικά καφενεία, θέατρα γειτονιάς, μπουάτ και bars). Παρότι το Δημιουργικό μοντέλο δεν καθοδηγείται από οικονομικά κριτήρια και ευνοεί την πολυεθνικότητα και την πολυπολιτισμικότητα (ethnic diversity) των πόλεων ως πιο ενδιαφέρουσα δομή του αστικού πληθυσμού, εντούτοις φαίνεται να απευθύνεται σε συγκεκριμένα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, αφού βασικό του κίνητρο είναι η δημιουργία ενός κλίματος κατάλληλου και αρεστού στη δημιουργική τάξη, και όχι στο ευρύτερο κοινό. Δημιουργεί, δηλαδή μία ταξική πόλη που προσφέρει πολιτιστικά αγαθά άνισα μοιρασμένα στους κατοίκους.70 Επιπρόσθετα, αυτό το μοντέλο μπορεί να οδηγήσει σε άνοδο της αξίας γης και των ενοικίων στις γειτονιές που μετατρέπονται σε πολιτιστικές περιοχές με αποτέλεσμα τον παράλληλο εκτοπισμό των κατοίκων τους. Η αποβιομηχανοποίηση και η επανάχρηση των εσωτερικών τμημάτων της πόλης και των λιμενικών χώρων από μέλη της νέας μεσαίας τάξης και αναπτύσσονται ως τόποι τουρισμού και πολιτισμικής κατανάλωσης. Ως συνέπεια, η εργατική τάξη ή οι φτωχοί που προηγουμένως

Μπιανκίνι, Φ. & Πάρκινσον, Μ. (1994). Πολιτιστική Πολιτική και Αναζωογόνηση των Πόλεων, Η Εμπειρία της Δυτικής Ευρώπης. Αθήνα, Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης & Αυτοδιοίκησης, σελ. 28-29. 70 Λουκαϊτου-Σιδέρη, Α. (2006). Πολιτιστικά Τοπία και Πολιτιστικές Στρατηγικές, Η Αμερικανική Εμπειρία. In: Γοσποδίνη, Ά. (Ed). Τα Νέα Αστικά Τοπία και η Ελληνική Πόλη. Αθήνα, ΚΡΙΤΙΚΗ. pp.86– 103. 69

55


κατοικούσαν σ’ αυτές τις περιοχές αναγκάζονται να μεταφερθούν σε άλλους θύλακες.71

Συγκεντρώσεις Δραστηριοτήτων Οι πόλεις επιχειρούν να προσελκύσουν κεφάλαιο και επιχειρήσεις είτε ανανεώνοντας την οικονομική ελκυστικότητα τους (μειώσεις φόρων, διάθεση χώρων εγκατάστασης με χαμηλό κόστος, παροχές μεταφορικών υποδομών υψηλής ποιότητας) είτε βελτιώνοντας την ποιότητα του αστικού χώρου μέσα από την ανάπτυξη δημιουργικών, πολιτιστικών και ψυχαγωγικών πόλων έλξης και την αναβάθμιση της εικόνας της πόλης μέσω μετασχηματισμών του τοπίου. Έτσι, τα τελευταία χρόνια, με τις παγκόσμιες αλλαγές στην οικονομία, την κοινωνία και το χώρο, από τη σκοπιά των χρήσεων γης, εμφανίζεται μια νέα τάση: Μέσα στο κέντρο της μεταβιομηχανικής πόλης τείνουν να δημιουργούνται μεγάλες χωρικές συγκεντρώσεις ανθουσών οικονομικών δραστηριοτήτων72, που αποτελούν δημιουργικές νησίδες της νέας οικονομίας και σχηματίζουν εντοπισμένους χωρικές θύλακες (clusters) μέσα στον ιστό. Εμφανίζονται δύο κατηγορίες χωρικών θυλάκων, κάθε μια από τις οποίες εμφανίζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ως προς τις κυρίαρχες χρήσεις, τη θέση, το είδος ανάπτυξης, την αστική και την αρχιτεκτονική μορφολογία, που αναλύονται παρακάτω73: Α) Clusters επιχειρήσεων – Τοπία Επιχειρηματικών Συγκεντρώσεων: Από τη δεκαετία του 1990 διαφαίνεται μια εντατικοποίηση του φαινομένου των επιχειρηματικών κέντρων, η οποία τείνει να δημιουργεί ένα νέο διεθνές πρότυπο στη σχέση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και αστικού τοπίου. Τα τοπία επιχειρηματικών συγκεντρώσεων συναντώνται στο κέντρο της πόλης και αντιστοιχούν σε clusters επιχειρήσεων παροχής οικονομικών υπηρεσιών υψηλού επιπέδου και εταιριών υψηλής τεχνολογίας και τεχνογνωσίας, που συμπληρώνονται με χρήσεις κατοικίας, εμπορικών καταστημάτων και εστιατορίων. Ο χώρος είναι συνήθως προϊόν αστικής αναδόμησης και Norcliffe, G. (1996). The emergence of postmodernism on the urban waterfront. Journal of Transport Geography, 4 (2), σελ. 18. 72 Οι χωρικές συγκεντρώσεις ακμαζουσών οικονομικών δραστηριοτήτων στο κέντρο της πόλης δεν αποτελούν νέο φαινόμενο. Στον Μεσαίωνα, σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις υπήρχαν ατελιέ καλλιτεχνών και εργαστήρια ειδικευμένων τεχνιτών συγκεντρωμένα στον ίδιο δρόμο. Στον 20 ο αιώνα, κυρίαρχες αστικές οικονομικές δραστηριότητες, όπως το εμπόριο και οι υπηρεσίες, συχνά συγκεντρώνονταν σε τμήμα του κέντρου της πόλης. 73 Γοσποδίνη, Ά. & Μπεριάτος, Η. (2006). Μετασχηματισμοί των Αστικών Τοπίων στις Συνθήκες της Παγκοσμιοποίησης, του Ανταγωνισμού των Πόλεων και των Μεταμοντέρνων Κοινωνιών. In: Γοσποδίνη, Ά. (Ed). Τα Νέα Αστικά Τοπία και η Ελληνική Πόλη. Αθήνα, ΚΡΙΤΙΚΗ. pp.15–25. 71

56


χαρακτηρίζεται από καινοτόμο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Η δημιουργία επιχειρηματικών επικέντρων συνδέεται με την οικονομική παγκοσμιοποίηση, την κινητικότητα του κεφαλαίου, την αστάθεια των κριτηρίων επιλογής τόπου εγκατάστασης των επιχειρήσεων και τον συνεχή ανταγωνισμό μεταξύ των πόλεων. Η συνεχώς μειούμενη σημασία των παραδοσιακών παραγόντων οικονομικής συσσώρευσης, όπως η διαθεσιμότητα και εγγύτητα πρώτων υλών, η επάρκεια ελεύθερου χώρου για εγκατάσταση, οι χαμηλές τιμές γης και η πρόσβαση σε σύγχρονες μεταφορικές υποδομές, έχει ενισχύσει το ρόλο παραγόντων, όπως η δυνατότητα για δημιουργικότητα και καινοτομία, η ποιότητα και η ταυτότητα του χώρου, και η συμβολική αξία της θέσης εγκατάστασης. Αυτή η διαδικασία τροφοδοτεί τη δημιουργία των επιχειρηματικών επικέντρων με εμβληματικά κτίρια και χώρους που σηματοδοτούν την εικόνα και την ταυτότητα της πόλης. Σε αυτή τη κατηγορία είναι συνήθης η έντονη εκμετάλλευση της αστικής γης και φαινόμενα εξευγενισμού – gentrification. Β) Clusters πολιτιστικών και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων – Τοπία Πολιτιστικών Επικέντρων: από τα τέλη του 20ου αιώνα, η μεταβιομηχανική πόλη έχει κατεξοχήν μετατραπεί σε κόμβο πολιτιστικής οικονομικής ανάπτυξης. Αρχικά, η ανάπτυξη πολιτιστικών δραστηριοτήτων θεωρείτο ως μέσο βελτίωσης της ποιότητας του αστικού χώρου, ενώ σήμερα έχει αναδειχθεί στο σημαντικότερο μοχλό μεγέθυνσης της αστικής οικονομίας. Η γένεση του φαινομένου των πολιτιστικών clusters έχει τις ρίζες της στη δεκαετία του ’80 και τα πρώτες αστικές πολιτικές για την ανάπλαση και αναζωογόνηση υποβαθμισμένων αστικών περιοχών, συνήθως πρώην βιομηχανικών περιοχών, όπου οι πολιτιστικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες χρησιμοποιήθηκαν ως καταλύτης για την αστική αναγέννηση και ως κινητήριος μοχλός της αστικής οικονομίας. Η ενίσχυση του φαινομένου των πολιτιστικών clusters από τη δεκαετία του ’90 και μετά συνδέεται και με τις προσπάθειες των πόλεων να κερδίσουν στον ανταγωνισμό και να φιλοξενήσουν μεγάλες διεθνείς εκδηλώσεις (Ολυμπιακοί Αγώνες, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης, Παγκόσμια Έκθεση – World Expo), για τις οποίες, όμως, απαιτείται ένα σύνολο αναγκαίων κτιριακών εγκαταστάσεων (συνεδριακά κέντρα, μουσεία, θεματικά πάρκα, κτίρια πολιτισμού) σε άμεση γειτνίαση με μεγάλης έκτασης χώρους. Το φαινόμενο των πολιτιστικών clusters σήμερα, χαρακτηρίζεται από: α) όλο και μεγαλύτερο εύρος πολιτιστικών προϊόντων και δραστηριοτήτων που συγκεντρώνονται σε clusters (θέατρο, κινηματογράφοι, χώροι διασκέδασης, οπτικοακουστικές τέχνες, πολυμέσα, pop μουσική, εστιατόρια, μπαρ, κέντρα άθλησης και αισθητικής), β) την συνεχή αύξηση της χωρικής έκτασης των

57


clusters και γ) τη λειτουργική εξειδίκευση τους. Σχετικά με το τελευταίο, αναφέρεται ότι μέσα στο ίδιο πολιτιστικό cluster συχνά δημιουργούνται οργανωμένες και χωρικά εντοπισμένες υποενότητες με ομοειδείς δραστηριότητες. Τέλος, κάποια πολιτιστικά clusters αναπτύσσονται από την αρχή ως χωρικές συγκεντρώσεις ομοειδών δραστηριοτήτων, συντάσσοντας λειτουργικά εξειδικευμένα πολιτιστικά clusters που συχνά καταλαμβάνουν ολόκληρες περιοχές, όπως γειτονιές μουσείων, σχεδιασμού ρούχων, γειτονιές με εστιατόρια κινέζικης κουζίνας. Από τη σκοπιά του αστικού τοπίου, το φαινόμενο των πολιτιστικών clusters παράγει τρεις τύπους συμβολικών επικέντρων: Α) Πολιτιστικές συγκεντρώσεις υψηλής τέχνης: Συναντώνται στο κέντρο της πόλης και αντιστοιχούν σε clusters που συγκεντρώνουν πολιτιστικές δραστηριότητες, όπως μουσεία διαφόρων ειδών, γκαλερί, θέατρα, όπερες, αίθουσες συναυλιών και συνεδριακά κέντρα με συμπληρωματικές χρήσεις γης που περιλαμβάνουν βιβλιοπωλεία, καφετέριες και εστιατόρια. Αυτού του είδους τα πολιτιστικά κέντρα συνήθως παράγονται μέσα από διαδικασίες αστικές ανάπλασης ιστορικών πυρήνων και εν μέρει αστικής αναδόμησης με νέες κατασκευές καινοτόμου σχεδιασμού και αρχιτεκτονικής μορφής. Ως τυπικά παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν η Συνοικία των Μουσείων στη Βιέννη, η Συνοικία των Μουσείων στο Ρότερνταμ και στο Άμστερνταμ, η Συνοικία των Μουσείων στη Χάγη, περιοχές που αποδεικνύουν ότι η λογική της μαζικής πολιτιστικής κατανάλωσης κερδίζει συνεχώς έδαφος στις ευρωπαϊκές πόλεις. Η βούληση για μια πιο ολοκληρωμένη πολιτική αναβάθμισης της περιοχής, φαίνεται να απουσιάζει και το παραγόμενο τοπίο παρουσιάζει ανομοιογένεια ως προς την όψη και τις χρήσεις του. Β) Συγκεντρώσεις δημοφιλούς ψυχαγωγίας: μπορούν να θεωρηθούν περιοχές στο κέντρο της πόλης, όπου συγκεντρώνονται δραστηριότητες αναψυχής όπως μπαρ, εστιατόρια, καφετέριες, καταστήματα με αντίκες, βιβλιοπωλεία, δισκοπωλεία, πειραματικά θέατρα, γραφεία εταιριών design, πολιτιστικά εξειδικευμένα καταστήματα ρούχων, και εστιατόρια διεθνούς κουζίνας ή εθνικά εξειδικευμένης κουζίνας. Τα κέντρα δημοφιλούς αναψυχής συνήθως αντιστοιχούν σε υποβαθμισμένες παλιές εργατικές συνοικίες ή περιοχές βιομηχανίας, χονδρεμπορίου και αποθηκών που αναπλάστηκαν, κάποιες φορές υπό την αιγίδα του κράτους και συχνότερα με την ανάμειξη ιδιωτικών κεφαλαίων ή και των δύο, και στις οποίες επιδιώκεται η ένταση χρήσεων σε όλη τη διάρκεια της ημέρας. Οι περισσότερες ευρωπαϊκές και αμερικανικές πόλεις έχουν να επιδείξουν παραδείγματα τέτοια επικέντρων που συνήθως αντιπροσωπεύουν την πιο «ζωντανή» συνοικία της πόλης. Και πάλι συναντώνται

58


φαινόμενα ποιοτικής ανάπλασης (gentrification) συνδυασμό με περιπτώσεις όπου ο ρόλος των κατοίκων στις διαδικασίες αποφάσεων είναι πολύ μικρός, παρά τις διαβεβαιώσεις για το αντίθετο που προηγήθηκαν των έργων και οι παρεμβάσεις είναι συχνά εξωραϊστικού κυρίως χαρακτήρα. Γ) Συγκεντρώσεις πολιτισμού και αναψυχής στο όριο της πόλης με το φυσικό υδάτινο στοιχείο: Η ανάπλαση των αστικών θαλάσσιων μετώπων και η δημιουργία κέντρων πολιτισμού και αναψυχής στα χωρικά όρια της πόλης με το υδάτινο στοιχείο αποτελούν διεθνές πολεοδομικό φαινόμενο κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Η αναγκαιότητα ανάπλασης των αστικών θαλάσσιων μετώπων συνδέεται με την παρακμή παλιών λιμενικών εγκαταστάσεων στα κέντρα των πόλεων λόγω ελλείψεων σε χώρους για ανανέωση και εκσυγχρονισμό του τεχνολογικού εξοπλισμού τους. Η μεταφορά των λιμενικών δραστηριοτήτων σε νέες σύγχρονες εγκαταστάσεις επέτρεψε σε πολλές πόλεις τον ανασχεδιασμό των παλιών κεντρικών λιμενικών προβλητών και αποθηκών ως χώρων πολιτισμού και αναψυχής, ενθαρρύνοντας, ταυτόχρονα, και την αναζωογόνηση γειτονικών υποβαθμισμένων περιοχών κατοικίας, χονδρεμπορίου ή βιομηχανίας και τη δημιουργία συγκεντρώσεων δραστηριοτήτων πολιτισμού υψηλής τέχνης και αναψυχής (μουσεία, συνεδριακά κέντρα, γκαλερί, αίθουσες συναυλιών, θέατρα, θεματικά πάρκα, καφετέριες, bars, εστιατόρια). Τα νέα αυτά παραλιακά κέντρα συνδυάζονται με επιχειρηματικές συγκεντρώσεις σε άμεση γειτνίαση, με αποτέλεσμα, το νέο αναδυόμενο αστικό τοπίο να αποτελεί ένα εκτεταμένο σύνολο συγκεντρώσεων –πολιτισμού, ψυχαγωγικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Παράλληλα, στις περιοχές αυτές κατασκευάζονται όλο και μεγαλύτερες πολιτιστικές εγκαταστάσεις που λειτουργούν ως τοπόσημα της πόλης και χαρακτηρίζονται ως έργα ναυαρχίδες (flagship projects). Σε περιπτώσεις όπου η επένδυση είναι μικτή, αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι ιδιώτες κινούνται κάτω από αυστηρό θεσμικό και πολεοδομικό έλεγχο. Κλείνοντας επισημαίνεται ότι η δημιουργία των πολιτιστικών επικέντρων σχετίζεται με τη μεταβαλλόμενη ταυτότητα της μεταμοντέρνας κοινωνίας, της πολιτιστικής απόκλισης και εξατομίκευσης των επιλογών και τις αυξανόμενες νέες μεσαίες τάξεις των μετακινούμενων μορφωμένων επαγγελματιών, στους οποίους μπορούν να παρέχουν μια μεγάλη ποικιλία πολιτιστικών και ψυχαγωγικών επιλογών, συγκεντρωμένη σε έναν τόπο και παράλληλα, μπορούν να συμβάλουν στην ενίσχυση της ταυτότητας του τόπου μέσω της δημιουργίας αστικών και αρχιτεκτονικών τοπόσημων, στη θεαματικοποίηση της πόλης και της αστικής μορφολογίας. Οι δυνατότητες των πολιτιστικών

59


επικέντρων ενισχύονται περισσότερο στην περίπτωση που αναπτύσσονται σε διατηρητέους ιστορικούς αστικούς πυρήνες, διότι η αρχιτεκτονική κληρονομιά αντιπροσωπεύει μορφολογικά αποσπάσματα της ιστορίας της πόλης που αποτελούν πλούσια σε νόημα μορφώματα και επιτρέπουν σε επισκέπτες και κατοίκους πολλαπλές, αποκλίνουσες και εξατομικευμένες ερμηνείες του χώρου. Τέλος, το μοντέλο ανάπτυξης πολιτιστικών επικέντρων, στηρίζεται στη θεώρηση πως οι επενδύσεις κεφαλαίου που δημιουργούν θέσεις εργασίας και εισοδήματα για τους κατοίκους μιας πόλης, συνεπάγονται και ταυτόχρονη άνοδο της συνολικής ζήτησης και παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών, αρά και άνοδο της συνολικής ζήτησης και παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών, άρα και άνοδο της οικονομίας και του βιοτικού επίπεδου. Το είδος όμως των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται είναι το μεγάλο ζητούμενο, καθώς οι στρατηγικές αυτές, τείνουν συχνά να παράγουν μη εξειδικευμένες, χαμηλά αμειβόμενες και συχνά μερικής απασχόλησης, επισφαλείς θέσεις εργασίας, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα μεγάλης κλίμακας πολιτιστικά έργα δεν μπορούν να οδηγήσουν από μόνα τους σε άνοδο του βιοτικού επιπέδου σε μια πόλη, όταν απουσιάζουν άλλες ισχυρότερες οικονομικές δομές.74

Βιομηχανική Κληρονομιά & Πολιτιστικός Τουρισμός Βιομηχανική Κουλτούρα Ως «πολιτισμός της μηχανής» χαρακτηρίζεται ο πολιτισμός ο οποίος όσο μεγάλη κι αν είναι η ποικιλία και η πολυπλοκότητα της πορείας και του περιεχομένου του, έχει ένα πυρήνα και συνεχή προϋπόθεση του τη βιομηχανική κουλτούρα. Το φάσμα αυτής της κουλτούρας εκτείνεται από την οικονομία, τις πολιτικές, τις τεχνολογικές εξελίξεις, τις συνθήκες εργασίας, αλλά και τους βιομηχανικούς χώρους. Η βιομηχανική κουλτούρα έχει ως στόχο την συναρμολόγηση παλαιότερων ή και νεότερων καταλοίπων της βιομηχανίας προκειμένου να κατανοήσει την λειτουργία τους. Φυσικά η συναρμολόγηση αυτή απαιτεί πρώτα την προστασία και την συντήρηση κτιρίων, περιοχών, μηχανημάτων αλλά και του οπτικοακουστικού υλικού. Η αξιοποίηση των παραπάνω πληροφοριών δίνει στην βιομηχανική κουλτούρα την δυνατότητα να μεταδώσει πληροφορίες Οικονομοπούλου, Μ. (2011). Αποβιομηχάνιση και Πολιτιστική Πολιτική, Η Περίπτωση της Πόλης του Πειραιά. Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Κατεύθυνση Πολεοδομία και Χωροταξία, Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. 74

60


σχετικές με το πώς έζησαν και εργάστηκαν οι προηγούμενες γενιές αλλά και να καταγράψει συνολικά το πλαίσιο και τις κατευθύνσεις της βιομηχανικής ανάπτυξης.75 61

Βιομηχανικός Τουρισμός Ο πολιτισμός αναγνωρίζεται ως σημαντικό πλεονέκτημα κάθε πόλης λόγω της συμβολής του στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής, αλλά και λόγω της άμεσης σύνδεσης του με τον αστικό τουρισμό. Η αστική πολιτική, από την ιδεολογία της ελευθερίας της τέχνης και της πολιτιστικής δημοκρατίας έχει περάσει στην εξειδικευμένη διαχείριση γεγονότων και εμπειριών, στο πολιτιστικό και τουριστικό μάρκετινγκ και την αποθέωση της πολιτιστικής επένδυσης και επιχειρηματικότητας.76 Η βιομηχανική κουλτούρα είναι κάτι το οποίο υπάρχει σε άμεση σχέση με το βιομηχανικό κόσμο. Όταν με την αποβιομηχάνιση αυτός αλλάζει, πλησιάζοντας όλο και περισσότερο στη σημερινή του μορφή, η βιομηχανική κουλτούρα, όπως αυτή ορίζεται παραπάνω, εξαφανίζεται, όχι ως γνώση ή αισθητική, αλλά επειδή ακριβώς παύει να χαρακτηρίζει τη ζωή των ανθρώπων. Η αποβιομηχάνιση και ο μεταμοντερνισμός δίνουν ζωή σε μια νέα, διαφορετική κουλτούρα, η οποία ερμηνεύει το βιομηχανικό κόσμο όχι όσον αφορά τις διαδικασίες και τις διάφορες κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις που αναπτύσσονταν στα πλαίσιά του αλλά μονάχα σε σχέση με την εικόνα του. Πρόκειται πρακτικά για ένα δάνειο ιστορικότητας. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής κατά την περίοδο της βιομηχανοποίησης ατονούν μπροστά στην προώθηση της αισθητικής και του «image». Ο Glenn Norcliffe γράφει σχετικά: «Η μεταμοντέρνα κουλτούρα του καταναλωτή ενδιαφέρεται όχι τόσο για την ποσότητα, αλλά για την ποιότητα της ιδιαιτερότητας. Το κύρος προκύπτει από την κατάληψη μιας καταναλωτικής θέσης, την οποία πολλοί λίγοι, ίσως και κανένας άλλος δεν μπορεί να καταλάβει».77 Ο μεταμοντερνισμός μπορεί πολλές φορές να μετατρέψει τη γοητεία των ερειπίων και του περιθωρίου και την εικόνα της παρακμής σε προϊόν προς πώληση για τους «εκλεπτυσμένους». Ο μεταβιομηχανικός κόσμος παράγει Αγαπάκη, Μ., Καρατζάλη, Χ. & Μπάλλη, Ε. (2015). Επανάχρηση Βιομηχανικών Κελυφών. Μία Εναλλακτική Προσέγγιση. Διάλεξη 9ου εξαμήνου, Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. 76 Γοσποδίνη, Ά. & Μπεριάτος, Η. (2006). Μετασχηματισμοί των Αστικών Τοπίων στις Συνθήκες της Παγκοσμιοποίησης, του Ανταγωνισμού των Πόλεων και των Μεταμοντέρνων Κοινωνιών. In: Γοσποδίνη, Ά. (Ed). Τα Νέα Αστικά Τοπία και η Ελληνική Πόλη. Αθήνα, ΚΡΙΤΙΚΗ. pp.15–25. 77 Norcliffe, G. (1996). The emergence of postmodernism on the urban waterfront. Journal of Transport Geography, 4 (2), σελ. 14. 75


με τη σειρά του έναν πολιτισμό ο οποίος βασίζεται ακριβώς σε αυτή την εικόνα του «βιομηχανικού». Ο τουρισμός το προωθεί ως όμορφο και μοναδικό, ο κινηματογράφος δημιουργεί πάνω στην εικόνα της εγκατάλειψης και των ερειπίων και μουσικοί και λογοτέχνες μεταφέρουν την αισθητική αυτή στα έργα τους. Αν και το αποτέλεσμα είναι πολλές φορές παρά πάνω από αξιόλογο, αυτό το που παράγεται δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βιομηχανική κουλτούρα, αλλά πρόκειται για ένα δευτερογενές προϊόν που αναφέρεται σε κάτι οριστικά χαμένο· χαμένο όχι νοσταλγικά αλλά με τον τρόπο που μια εποχή διαδέχεται την επόμενη. Ένας από τους κύριους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με την ιστορία και τη βιομηχανική κουλτούρα είναι ο βιομηχανικός τουρισμός. Σήμερα υπάρχουν ειδικά διαμορφωμένες διαδρομές σε ολόκληρη την Ευρώπη αφιερωμένες αποκλειστικά στην επίσκεψη βιομηχανικών μνημείων και στην ανάδειξη της βιομηχανικής κληρονομιάς. Ωστόσο, πριν αναλυθεί ο βιομηχανικός τουρισμός ως έννοια χρειάζεται να προσδιοριστεί αναλυτικότερα η έννοια του πολιτιστικού τουρισμού και να αποσαφηνιστούν τα κίνητρά του. Εδώ εισάγεται η έννοια του πολιτιστικού τουρισμού ο οποίος είναι «ένα είδος τουρισμού ειδικών ενδιαφερόντων που βασίζεται στην αναζήτηση και στη συμμετοχή σε νέες και βαθιές πολιτισμικές εμπειρίες, είτε αυτές είναι αισθητικής, πνευματικής, συναισθηματικής ή ψυχολογικής φύσεως». (Reizinger, 1994) Αποτελεί πρακτικά μια βιωματική διαδικασία κατά την οποία ο επισκέπτης γνωρίζει και κατανοεί τον κοινωνικό ιστό, την πολιτιστική κληρονομιά και τον τρόπο ζωής που συνδέεται με αυτή. Κατά αυτόν τον τρόπο μέσα από την κατανόηση του παρελθόντος επέρχεται και αυτή του παρόντος. Πρόκειται για μια μορφή αειφόρου τουρισμού, καθώς δεν ασκεί ασφυκτικές πιέσεις στο φυσικό, κοινωνικό, ανθρώπινο και δομημένο περιβάλλον όπως ο μαζικός τουρισμός.78 Ο βιομηχανικός τουρισμός αποτελεί μια μορφή πολιτιστικού τουρισμού. Ενδιαφέρεται για τις δραστηριότητες παραγωγής και μεταποίησης, για την οργάνωσή τους, τους τόπους τους, την αρχιτεκτονική των κτισμάτων τους, για τον εξοπλισμό τους, τα μηχανήματά τους και τα εργαλεία τους, ήτοι για τα προϊόντα τους. Πρόκειται για «μια δραστηριότητα εξερεύνησης της βιομηχανικής κληρονομιάς, των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε λειτουργία, των μουσείων και των χώρων ερμηνείας των τεχνικών, της εργασίας και των εργατών και των

Παρθένης, Σ. (2007). Η Προστασία της Βιομηχανικής Κληρονομιάς και η Ανάδειξή της ως Τουριστικού Πόρου. Διπλωματική Εργασία. Αθήνα, Τμήμα Τουριστικής Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, σελ. 43-44 78

62


κέντρων της βιομηχανικής έρευνας» (Beaudet, 1996).79 Μέσω του βιομηχανικού τουρισμού οι επισκέπτες έρχονται σε επαφή με τα κτίρια, τις εγκαταστάσεις, τις διαδικασίες παραγωγής, τις κοινωνικές σχέσεις και την καθημερινότητα της βιομηχανικής εποχής. Όντας μια έκφανση του πολιτιστικού τουρισμού δεν έχει να κάνει με τις κλασικές υπηρεσίες διανυκτέρευσης και εστίασης αλλά αντίθετα στοχεύει στο βίωμα μιας «εμπειρίας». Αντί της τουριστικής επιχείρησης εδώ υπάρχει η ίδια η περιοχή που αποτελεί τον τουριστικό προορισμό. Για να βιωθεί η εμπειρία, απαιτείται η δημιουργίας μιας «αφήγησης» για τον τόπο που προκύπτει μέσα από μια συλλογική διαδικασία στηριγμένη στη γνώση και στη μαθησιακή αλληλεπίδραση ενώ οι συμμετέχοντες μπορεί να είναι τουριστικοί παράγοντες, τοπικοί φορείς και αρχές ή άλλες συλλογικότητες. Μια από τις κυριότερες συνεισφορές του βιομηχανικού τουρισμού είναι ότι προσφέρει μια εναλλακτική πρόταση για την ανάπτυξη των πόλεων. Το περιεχόμενό του σχετίζεται άμεσα με τον πολιτισμό και με την ιδιαίτερη ταυτότητα κάθε πόλης. Ο βιομηχανικός τουρισμός συνδέεται με πολιτιστικού περιεχομένου κίνητρα σχετικά με ιστορικές συνοικίες και κέντρα πόλεων, όπου υπάρχουν μνημεία, σημαντικά κτίρια και μουσεία. Για τη δημιουργία τουριστικού ενδιαφέροντος στις πόλεις είναι απαραίτητη η ύπαρξη μεγάλων διοργανώσεων, εκθέσεων και καλλιτεχνικών και αθλητικών δρώμενων. Η συνεισφορά του βιομηχανικού τουρισμού είναι η ανάδειξη νέων σημείων ενδιαφέροντος μέσα σε πόλεις οι οποίες έχουν χάσει την αίγλη τους, γεγονός που έχει πλήξει ιδιαίτερα τις βιομηχανικές πόλεις μετά την αποβιομηχάνιση. Δίνει τη δυνατότητα να υπάρξουν καινούριες συνθήκες ανάπτυξης στην περιοχή και να εκσυγχρονιστούν οι υποδομές στις πόλεις. Η πόλη αναβαθμίζεται αισθητικά και οικονομικά και μέσω αυτών των διαδικασιών δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας. Οι κάτοικοι συνδέονται με την τοπική οικονομία και η πόλη αποκτά νέους ανεκμετάλλευτους μέχρι τότε πόλους έλξης. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η ανεξέλεγκτη οικονομική ανάπτυξη ενδέχεται να βλάψει τα ίδια τα μνημεία τα οποία προωθεί. Εδώ φαίνεται και η αντίφαση που διέπει το βιομηχανικό τουρισμό ο οποίος προωθεί μια αυθεντική εμπειρία μετατρέποντας, όμως, το ίδιο του το αντικείμενο σε καταναλωτικό αγαθό. Στο ίδιο θέμα ο Hewison το 1987 έχει ορίσει την ιστορική κληρονομιά ως μια βιομηχανία. [Τέτοιος είναι ο βαθμός εμπορευματοποίησής της από τη δεκαετία του 1970 και μετά. Το θεωρεί κάτι παραπάνω από ένα πάρεργο και μέρος μιας αναζήτησης του «εαυτού» και επομένως ταυτότητας διαμέσου των ριζών. Και σχεδόν ο καθένας, αν ψάξει μερικές γενιές προς τα πίσω, θα βρει συγγενείς που

79

Παρθένης, Σ. (2007). Ο.π., σελ. 50.

63


δούλεψαν σε κάποιο από τα εργοστάσια. Έτσι, η ιστορική κληρονομιά της βιομηχανίας, γίνεται κοινός παρονομαστής για μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Την ίδια στιγμή η αμφισημία και ανυπαρξία τόπου μεγάλου μέρους αυτής της κληρονομιάς έρχεται κοντά στη χρήση της στα θεματικά πάρκα, με όλες τις αναμενόμενες ερωτήσεις νοήματος].80

Ο Βιομηχανικός Τουρισμός ως Βιωματική Εμπειρία Η διατήρηση της μνήμης και η προσπάθεια της αναβίωσης της βιομηχανικής κουλτούρας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον. Πρέπει να δημιουργηθεί στον επισκέπτη το συναίσθημα ότι βρίσκεται στην καρδιά ενός ανελκυστικού σκελετού ή στη γραμμή πλύσης του μεταλλεύματος. Στις βιομηχανικές εγκαταστάσεις μπορούν, και οφείλουν, να αναπλάθονται ιστορικοί κόσμοι, προκαλώντας τον επισκέπτη να συλλογιστεί. Η επαφή με τα εργαλεία και τα μηχανήματα αυτής της κατηγορίας πρέπει να είναι όσο άμεση γίνεται, οι συνθήκες εργασίας και ζωής και οι παραγωγικές διαδικασίες όσο πιο κατανοητές και απτές είναι δυνατόν. Η ιστορία που δε συνδέεται με τη γνώση και τη χειροπιαστή ενασχόληση με το αντικείμενο παραμένει μια κενή θεωρία. Για το λόγο αυτό πρέπει να περιληφθούν τα τεχνικά μνημεία σε εκπαιδευτικά προγράμματα αλλά και στα ευρύτερα, ευέλικτα προγράμματα λαϊκής επιμόρφωσης.81 Τα νέα μουσεία αντί να παρουσιάζουν κυρίως έτοιμα προϊόντα, επιμένουν περισσότερο στις μεθόδους παραγωγής, στις συνθήκες εργασίας, στις σχέσεις της επιχείρησης με τον εξωτερικό κόσμο, παρουσιάζοντας το χρησιμοποιούμενο υλικό, αναπαραστάσεις σκηνών εργασίας ή καθημερινής ζωής, καθώς και τα σχετικά με την παραγωγή οικονομικά δεδομένα (διαγράμματα εξέλιξης της παραγωγής).82 Οι χώροι των βιομηχανικών μνημείων δε θέλουν να αναφέρονται μόνο στον επισκέπτη/τουρίστα αλλά και στο δικό τους τόπο. Εδώ επιβεβαιώνεται και ένας από τους στόχους του βιομηχανικού τουρισμού. Δεν αποσκοπεί μονάχα στην προστασία της βιομηχανικής κληρονομιάς αλλά και στη δημιουργία των απαραίτητων οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών για την αναζωογόνηση των περιοχών. Οι βιομηχανικοί χώροι που στρέφονται στον τουρισμό δεν έχουν Norcliffe, G. (1996). The emergence of postmodernism on the urban waterfront. Journal of Transport Geography, 4 (2), σελ. 17. 81 Slotta, R. (1991). Εισαγωγή στη βιομηχανική αρχαιολογία. Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ, σελ. 210. 82 Pinard J. (1991) Η βιομηχανική αρχαιολογία. Αθήνα, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, σελ. 151. 80

64


σκοπό μόνο το κέρδος αλλά και τη δημιουργία ζωτικών σημείων σε περιοχές που μετά την αποβιομηχάνιση οδηγήθηκαν σε μια αναπόφευκτη παρακμή. Σήμερα ο βιομηχανικός τουρισμός πραγματοποιείται στα επαναχρησιμοποιημένα βιομηχανικά κελύφη καθώς και σε ολόκληρες περιοχές παροπλισμένων εργοστασίων. Δίκτυα πληροφοριών όπως το E.R.I.H. (European Route of Industrial Heritage: ευρωπαϊκή διαδρομή της βιομηχανικής κληρονομιάς) προτείνουν και ενημερώνουν σχετικά με στοχευμένες θεματικές διαδρομές σε τοπικό και υπερτοπικό επίπεδο με σταθμούς τα βιομηχανικά μνημεία διάφορων περιοχών. Πέρα από τους προφανείς στόχους για εκπαίδευση και μετάδοση των γνώσεων του βιομηχανικού παρελθόντος το ERIH στοχεύει στη διαφύλαξη της βιομηχανικής κληρονομιάς και στη δημιουργία των κατάλληλων συνθηκών ανάπτυξης περιοχών που υποβαθμίστηκαν μετά την αποβιομηχάνιση.83

Θεσμικό Πλαίσιο Βιομηχανικής Κληρονομιάς Στη πορεία της εργασίας μέχρι αυτό το σημείο, έχουν γίνει σποραδικά αναφορές στο Θεσμικό Πλαίσιο της πολιτιστικής κληρονομιάς, κυρίως στα τμήματά όπου ορίζονται και διερευνώνται έννοιες σχετικές με τη βιομηχανική κληρονομιά. Σκοπός της ανάλυσης του Θεσμικού Πλαισίου είναι η εύρεση τρόπων με τους οποίους είναι δυνατή μία αντικειμενική αξιολόγηση της διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς, ανεξαρτήτως περίπτωσης μελέτης. Η Χάρτες είναι ιδανικό εργαλείο για αυτή την προσπάθεια, καθώς αποτελούν ένα παγκόσμιο σημείο αναφοράς και περιέχουν τις κατευθυντήριες γραμμές για μία σωστή διαχείριση της κληρονομιάς. Επιχειρείται, λοιπόν, η εύρεση των μεγάλων ζητημάτων και κατευθύνσεων της βιομηχανικής, και γενικότερα πολιτιστικής, κληρονομιάς που επανέρχονται, εξελίσσονται, ή ακόμα προστίθενται στις διεθνείς χάρτες με το πέρασμα του χρόνου. Παρατίθεται παρακάτω με τη μορφή χρονικής αναδρομής (Βλέπε Διάγραμμα 6), το περιεχόμενο του θεσμικού πλαισίου, δηλαδή οι διεθνείς χάρτες, τα συνέδρια και οι διακηρύξεις. Για λόγους διευκολύνσεως της μελέτης, έχει γίνει μία τριχοτόμηση του χρόνου, η οποία συμβαδίζει με την εξέλιξη της διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς στο Ruhr. Κατά συνέπεια, γίνεται λόγος για τρεις 83

http://www.erih.net/ (Ανάκτηση 01/02/2020)

65


περίοδούς: Περίοδος Α’ (1931-1988), Περίοδος Β’ (1989-1999) και Περίοδος Γ’ (2000-2011). Η πρώτη αντιστοιχεί με τη περίοδο πριν το πρόγραμμα IBA Emscher Park, η δεύτερη με τη διάρκεια υλοποίησής του μέχρι το τέλος του και η τρίτη ταυτίζεται με την ίδρυση της Διαδρομής Βιομηχανικής Κληρονομιάς του Ruhr. 66

Διάγραμμα 2: Χρονολόγιο του Θεσμικού Πλαισίου Βιομηχανικής Κληρονομιάς. Ίδια Επεξεργασία

Αξίζει να σημειωθεί πως αν και η πρώτη Διεθνής Χάρτα για τη Βιομηχανική Κληρονομιά συντάχθηκε μόλις το 2003, μετά το τέλος του προγράμματος IBA Emscher Park, επιλέγεται επί τούτου να ερευνηθεί το θεσμικό πλαίσιο της προστασίας και αποκατάστασης μνημείων από την αφετηρία του. Η επιλογή αυτή εξυπηρετεί δύο σκοπούς: πρώτον, αναδεικνύεται η πορεία που έχει διανύσει η αντίληψη των ειδικών συντήρησης και των σχεδιαστών ως προς τη διαχείριση της κληρονομιάς (με ότι αυτή περιλαμβάνει ανά καιρούς), και δεύτερον, άτυπα τα βιομηχανικά κατάλοιπα ενυπάρχουν στη κληρονομιά. Ήδη από το 1964, στον ορισμό του μνημείου η Χάρτα τη Βενετίας περιλαμβάνει αστικές ή αγροτικές τοποθεσίες όπου αποδεικνύεται (..) κάποια σημαντική ανάπτυξη ή ιστορικό γεγονός, και δεν αναφέρεται μόνο στα σημαντικά έργα τέχνης αλλά και στα


ταπεινά έργα του παρελθόντος που έχουν αποκτήσει πολιτιστική σημασία με το πέρασμα του χρόνου.84 Αυτή η άτυπη ενσωμάτωση αποδεικνύεται περαιτέρω από το γεγονός ότι η λίστα των Μνημείων Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO, είχε συμπεριλάβει από το 1978 έως το 1994 δώδεκα μνημεία με βιομηχανικά χαρακτηριστικά.85

Κοινές Κατευθύνσεις Θεσμικού Πλαισίου Ένας τρόπος που θα μπορούσε να γίνει η εξέταση του θεσμικού πλαισίου είναι η χρονολογική παράθεση των παραπάνω διακηρύξεων, με σημειώσεις των πιο σημαντικών οδηγιών τους. Κρίνεται, ωστόσο, πιο χρήσιμο να αναλυθούν οι έννοιες που επαναλαμβάνονται, που εξελίσσονται ανά τις περιόδους ή που εμφανίζονται στη περίοδο Γ’. Με άλλα λόγια, επιχειρείται μία θεματική ανάλυση του θεσμικού πλαισίου. Τα κοινά ζητήματα των κατευθυντήριων οδηγιών είναι: Ο ορισμός της κληρονομιάς: Αρχικά γίνεται λόγος για το τι καλύπτει η έννοια του ιστορικού μνημείου (ICOMOS, 1964), έπειτα αυτή εξελίσσεται στη έννοια της πολιτιστικής κληρονομιάς (UNESCO, 1972) που περιλαμβάνει εκτός από μνημεία, κτιριακά σύνολα και τοποθεσίες. Στα αποθέματα προς φύλαξη προστίθεται η φυσική κληρονομιά, η αρχιτεκτονική κληρονομιά (Congress of Amsterdam, 1975) και η αρχαιολογική (ICOMOS, 1990). Όσον αφορά τη βιομηχανική, αυτή ορίζεται αρκετά αργότερα (TICCIH, 2003). Ωστόσο, ήδη από τη Σύμβαση της Γρανάδας (Council of Europe, 1985) προστατεύονται κτίρια ή κτιριακά σύνολα με τεχνικό ενδιαφέρον. Στη Περίοδο Γ’, εμφανίζονται οι έννοιες των πολιτιστικών διαδρομών (ICOMOS, 2008) και των ιστορικών αστικών περιοχών (CIVVIH, 2010). Η αποκατάσταση: Με τη Χάρτα της Βενετίας (1964) ορίζεται ως η επιστημονική διαδικασία, που περιλαμβάνει μία σειρά από αρχές σχετικές με τις χρήσεις σύγχρονων υλικών στις αναστυλώσεις, την αναγνωσιμότητα των προσθηκών, τη διατήρηση όλων των αξιολόγων φάσεων του μνημείου κ.α. Οι περισσότερες επακόλουθες διακηρύξεις αναφέρονται σε αυτές της Βενετίας. Κάποιες σημαντικές προσθήκες είναι η προτίμηση στη διατήρηση in situ και η αποφυγή της ολικής ή εν μέρει μετακίνησης του μνημείου, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Το 1994, το Ντοκουμέντο για την Αυθεντικότητα της Nara επεκτείνει ICOMOS. (1964). The Venice Charter. International Charter for the Conservation and Restoration of Monuments and Sites. In: Second International Congress of Architects and Technicians of Historic Monuments, Venice, Italy. 85 Loures, L. & Burley, J. (2012). Post-Industrial Land Transformation – An Approach to Sociocultural Aspects as Catalysts for Urban Redevelopment. In: Burian, J. (Ed). Advances in Spatial Planning. Croatia, InTech. pp.223–246. 84

67


την έννοια της αποκατάστασης, ως όλες οι προσπάθειες που καταβάλλονται για την κατανόηση της κληρονομιάς. Η σχέση της κληρονομιάς με την πόλη: Η πρώτη αναφορά γίνεται στη Σύμβαση της Πολιτιστικής Κληρονομιάς (UNESCO, 1972), όπου δηλώνεται η ανάγκη υιοθέτησης μίας γενικής πολιτικής που δίνει στη κληρονομιά μία θέση στη ζωή της κοινωνίας και που η προστασία της ενσωματώνεται σε ολοκληρωμένα σχεδιαστικά προγράμματα. Στις δύο πρώτες περιόδους, καμία άλλη Χάρτα δεν αναγνωρίζει την αξία της κληρονομιάς στην πόλη όσο η Διακήρυξη του Άμστερνταμ (1975). Με αφορμή τον εορτασμό του Ευρωπαϊκού Έτους Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, συντάσσεται μία χάρτα που κάνει άλματα στο τρόπο που αντιλαμβάνεται τη κληρονομιά. Δυστυχώς, θα περάσουν αρκετά χρόνια πριν γίνει εμβάθυνση στα ζητήματα που θίγει. Η ολοκληρωμένη αποκατάσταση (integrated conservation) είναι ένα από αυτά. Σύμφωνα με αυτή, είναι απαραίτητη η ευρύτερη θεώρηση του τι εστί κληρονομιά, όπως και η δημιουργία ενός νέου τύπου αστικού σχεδιασμού, που θα λαμβάνει υπόψη του τη κοινωνική και πολιτιστική ποικιλία. Ταυτόχρονα, τονίζεται η βαρύτητα της συμμετοχής της τοπικής διοίκησης και κοινότητας στις διαδικασίες συντήρησης, οι οποίες πρέπει να πραγματοποιούνται σε μακροπρόθεσμο πλαίσιο. Η τεκμηρίωση και η καταγραφή: Δεν έχει υπάρξει σύμβαση που να μη κάνει αναφορά στην ανάγκη της καταγραφής των ευρημάτων και των επεμβάσεων των συντηρητών. Συνιστάται έντονα η δημιουργία και η έκδοση καταλόγων με το σύνολο των μνημείων, τοποθεσιών κ.τ.λ. σε εθνικό, περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο –το οποίο θα φυλάσσεται προσεκτικά και στο οποίο η πρόσβαση θα είναι εύκολη για ερευνητές και ευρύ κοινό. Με το Συνέδριο του ICOMOS στη Sofia (1996) κορυφώνεται η σημασία της καταγραφής, περιγράφονται αναλυτικά οι διαδικασίας που πρέπει να ακολουθηθούν και τα περιεχόμενα της. Σημειώνεται πως η απογραφή της κληρονομιάς θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα αναλυτική στις περιπτώσεις όπου έχει αποφασισθεί η κατεδάφιση μερικού ή ολόκληρου του μνημείου. Στη τελευταία περίοδο, τονίζεται κυρίως η προσβασιμότητα που πρέπει να έχουν οι κατάλογοι αυτοί, χάρη στις δυνατότητες που δίνει το διαδίκτυο (TICCIH, 2003). Όταν στην περίοδο Γ΄, συνδέεται η προστασία της κληρονομιάς με το σχεδιασμό, θεωρείται απαιτούμενο για τη σωστή διεκπεραίωσή του η ακριβής τεκμηρίωση και η καταγραφή στοιχείων (CIVVIH, 2010). Το νομοθετικό πλαίσιο και τα ιδρύματα: Σχεδόν σε όλες τις Χάρτες γίνεται λόγος για την ανάγκη θέσπισης ή ενίσχυσης της νομοθεσίας και των οργανισμών, έτσι ώστε να είναι δυνατή η επιβολή αυτών που προτείνονται σε αυτές. Αυτή η

68


ανάγκη είναι ιδιαίτερα σημαντική για το θεσμό των συνεδρίων –σε αντίθετη περίπτωση, οι συμβάσεις δεν είναι παρά γενικές αοριστολογίες. Με τη Διακήρυξη του Άμστερνταμ (1975), προκύπτει το θέμα της συνεργασίας της νομοθεσίας του περιφερειακού σχεδιασμού με τη νομοθεσία για τη προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, στα πλαίσια της ολοκληρωμένης αποκατάστασης –της οποίας έθετε τα θεμέλια. Το ζήτημα της χρηματοδότησης: Το ίδιο απαραίτητες με το νομοθετικό πλαίσιο είναι η παροχή κεφαλαίου για την εξασφάλιση των απαιτούμενων ενεργειών για τη διαφύλαξη των μνημείων. Ήδη από το 1972, η UNESCO θεσμοθετεί ένα καταπίστευμα για την διεκπεραίωση των στόχων της. Ακολουθούν ανάλογα οικονομικά αιτήματα από το κράτος να βοηθήσει μέσω προγραμμάτων διαφύλαξης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς (Congress of Amsterdam, 1975). Παράλληλα, η επανάχρηση των πολιτιστικών κελυφών αναφέρεται ως πηγή εσόδων ικανών να καλύψουν έστω εν μέρει τα έξοδα συντήρησης. Με το Συνέδριο του ICOMOS στη Lausanne (1990), γίνεται ένα πολύ σημαντικό βήμα: δηλώνεται πως η κατανομή των εκ των πραγμάτων περιορισμένων πόρων στα διάφορα σημεία και μνημεία, θα πρέπει να πραγματοποιείται με βάση επιστημονικά κριτήρια αξιολόγησης, και δε θα πρέπει να περιορίζεται στα πιο γνωστά και ελκυστικά μνημεία. Στη τελευταία φάση του θεσμικού πλαισίου, αναδεικνύεται ο τουρισμός ως μέσο που μπορεί να επιφέρει τα οικονομικά πλεονεκτήματα που έχει ανάγκη ο τομέας της συντήρησης (ICOMOS, 1999). Η έρευνα, η συνεργασία, η επαγγελματική κατάρτιση: Όπως και τα παραπάνω, αυτά τα θέματα σε μικρό ή μεγάλο βαθμό περιλαμβάνονται σε όλες τις χάρτες. Για τον κλάδο της συντήρησης μνημείων, έχει μεγάλη σημασία η συνεχής έρευνα, η ανταλλαγή πληροφοριών, η συνεργασία οργανισμών και η δημιουργία εκπαιδευτικών ιδρυμάτων όπου θα λαμβάνει χώρα η εκπαιδευτική διαδικασία των υποψήφιων συντηρητών. Με το Συνέδριο του ICOMOS στη Sri Lanka (1993) κορυφώνεται η σημασία της εκπαίδευσης και κατάρτισης στον τομέα της συντήρησης. Η προώθηση της σημασίας της κληρονομιάς: Σε γενικές γραμμές, οι έννοιες της διατήρησης και της αποκατάστασης του κτιριακού αποθέματος άλλων εποχών είναι αρκετά πρόσφατες. Μόλις μετά τα μέσα του προηγουμένου αιώνα, με το τέλος του μοντερνισμού αρχίζει ένα κύμα εκτίμησης από τη δημιουργική τάξη για τη διαφύλαξη των αξιών που αντιπροσωπεύουν τα μνημεία άλλων εποχών. Επομένως, ειδικά στην περίοδο Α’ δίνεται έμφαση στη προώθηση της αξίας της συντήρησης μέσω εκπαιδευτικών προγραμμάτων. Γενικά μένει σε ένα αόριστο επίπεδο αυτή η οδηγία, αλλά ουσιαστικά προωθείται η διδασκαλία της αξίας των μνημείων στα εκπαιδευτικά ιδρύματα (ICOMOS, 1993). Στη σύγχρονη φάση των

69


διεθνών χαρτών, όμως, η μετάδοση των αξιών της κληρονομιάς παίρνει πιο συγκεκριμένες διαστάσεις: ξεναγήσεις στα μνημεία, παρουσίαση των άγνωστων πτυχών και ιστοριών της κληρονομιάς, με δημοσιεύσεις, με επισκέψεις σε ερμηνευτικές εκθέσεις και με περιφερειακές διαδρομές (Αρχές του Δουβλίνου για τη διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς, 2011). Οι νέες χρήσεις: Ήδη από τη Χάρτα των Αθηνών (1931), συνίσταται η χρήση των μνημείων ώστε να εξασφαλιστεί η επιμήκυνση της διάρκειας ζωής τους. Στη πρώτη φάση, προσδιορίζονται μόνο κάποιες γενικές προϋποθέσεις για το τι είδος πρέπει να είναι η νέα χρήση, όπως το να σέβεται τον ιστορικό χαρακτήρα του μνημείου ή να λειτουργούν για κάποιο σκοπό ωφέλιμο στη κοινωνία (ICOMOS, 1964). Λίγο αργότερα (Congress of Amsterdam, 1975), σημειώνεται ο κίνδυνος των δημόσιων χρήσεων (εκπαιδευτικών, διοικητικών, ιατρικών) στα πολιτιστικά μνημεία καθώς το μεγάλο τους μέγεθος μπορεί να προκαλέσει προβλήματα στη λειτουργία και αποδοτικότητα τους. Στις Αρχές της Βαλέτας (2010) και στη Χάρτα Nizhny Tagil (2003) προστίθενται παραπάνω περιορισμοί, όπως ο σεβασμός στη λειτουργική ακεραιότητα (δηλαδή των κύριων αξόνων κυκλοφορίας και διαρρύθμισης), ο αριθμός των χρηστών, η διάρκεια της χρήσης κ.α. Η σημασία της τοποθεσίας: Στη περίοδο Α’, ο περιβάλλοντας του μνημείου χώρος θεωρείται κομμάτι που πρέπει να προστατεύεται (1931), κυρίως όσον αφορά τη κλίμακα, τις σχέσεις όγκων και χρωμάτων (ICOMOS, 1964). Στην επόμενη περίοδο, στο Συνέδριο του ICOMOS (1993), αναφέρεται η ικανότητα κατανόησης της τοποθεσίας ενός μνημείου, του περιβάλλοντα χώρου σε σχέση άλλα κτίρια ή τοπία, ως απαραίτητη ικανότητα ενός επαγγελματία συντηρητή. Το τοπίο: Παρουσιάζεται το 2000 με τη Σύμβαση της Φλωρεντίας για το Τοπίο, ως η κορύφωση της εξέλιξης της σημασίας της τοποθεσίας. Ορίζεται, πλέον, η έννοια του τοπίου ως κάθε χώρος του οποίο ο χαρακτήρας είναι αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του ανθρώπου με τη φύση. Ορίζονται και άλλες συνοδευτικές έννοιες, όπως αυτή της πολιτικής τοπίου, της προστασίας τοπίου, της διαχείρισης τοπίου κ.α. Στόχος είναι η ενσωμάτωση του τοπίου στους περιφερειακούς και πολεοδομικούς σχεδιασμούς και πολιτικές. Η αυθεντικότητα και η ακεραιότητα: Είναι έννοιες που υπάρχουν στο λεξιλόγιο της προστασίας της κληρονομιάς και αποτελούν στοιχεία απαραίτητα για την ταυτότητα του μνημείου. Για αυτό το λόγο, πρέπει να προφυλάσσονται κατά την εξέλιξη των αποκαταστάσεων (ICOMOS, 1993). Το Ντοκουμέντο για την Αυθεντικότητα της Nara (1994) ήταν η πρώτη απόπειρα εμβάθυνσης στο ζήτημα

70


αυτό, εμπλέκοντας το με την έννοια της πολιτιστικής ποικιλίας –αφού η τελευταία αποκλείει τον κίνδυνο της πολιτιστικής ομοιογένειας. Η κληρονομιά στα πλαίσια του χωρικού σχεδιασμού: Η πρώτη ουσιαστική εξέταση της σχέσης της κληρονομιάς με το σχεδιασμό έγινε στα πλαίσια της ολοκληρωμένης αποκατάστασης, όπως αυτή αναλύεται στη Διακήρυξη του Άμστερνταμ (1975). Σε αυτή, γίνεται λόγος για την αντίληψη της συντήρησης της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς ως ζωτικό τμήμα του αστικού και περιφερειακού σχεδιασμού –και όχι ως δευτερεύουσα σκέψη ή ως διαδικασία που απαιτεί δράσεις σε μεμονωμένα σημεία. Μάλιστα, η Διακήρυξη σημειώνει πως η πολιτική χωροταξικού σχεδιασμού οφείλει να εισάγει νέες δραστηριότητες σε οικονομικά φθίνουσες περιοχές ώστε να αποφευχθεί η μείωση του πληθυσμού και να υιοθετήσει πολιτικές για την ανεργία και το κυκλοφοριακό σύστημα, ώστε να επιτευχθεί μία καλύτερη κατανομή των κέντρων της αστικής δραστηριότητας. Πολλά ακόμα πρωτοποριακά στοιχεία επισημαίνονται στη διακήρυξη, όπως η σημασία που πρέπει να δώσουν οι πολεοδόμοι στα ξεχωριστά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής, στο κίνδυνο του εξευγενισμού και στη κοινωνική συνοχή, ώστε αυτή να παραμείνει ίδια μετά τη διαδικασία της ολοκληρωμένης αποκατάστασης. Αυτές οι πτυχές της διαχείρισης της κληρονομιάς θα μείνουν ανεξερεύνητες μέχρι την περίοδο Γ’. Σε αυτή τη τελευταία φάση, το θεσμικό πλαίσιο αναφέρει την πολιτιστική κληρονομιά ως μοχλό της αστικής ανάπτυξης. Αυτό σημαίνει πως οι κατευθυντήριες οδηγίες στη Διακήρυξη του Παρισιού (UNESCO-ICOMOS, 2011) περιγράφουν την κληρονομιά ως μέσο αστικής αναζωογόνησης και ισόνομης κατανομής των λειτουργιών (αναψυχής, εκπαιδευτικών, πολιτιστικών, τουριστικών). Η διαχείριση της κληρονομιάς γίνεται πια με όρους όπως η επανάκτηση αστικών γκρίζων ζωνών, η αποφυγή της αστικής εξάπλωσης, η διατήρηση των ανοιχτών χώρων ως μη-ανανεώσιμους πόρους, η βελτίωση της ποιότητας ζωής, η τοπική οικονομική και κοινωνική αναζωογόνηση κ.α. Στις σύγχρονες τάσεις, οι Χάρτες θεωρούν, λοιπόν, την πολιτιστική κληρονομιά ως πόρο της αστικής, οικονομικής, τουριστικής ανάπτυξης, βασιζόμενης στις αρχές βιωσιμότητας και στη χρήση μεθοδολογικών εργαλείων. Η σχέση της κληρονομιάς με τον πολιτιστικό τουρισμό: Στη Χάρτα του Πολιτισμικού Τουρισμού του ICOMOS (1999), δίνονται οδηγίες για τη διαχείριση του τουρισμού με βιώσιμους όρους σε μέρη με πολιτιστική σημασία. Σύμφωνα με την Χάρτα, στόχος είναι τα τουριστικά project να πετύχουν θετικά αποτελέσματα, ελαχιστοποιώντας τις δυσμενείς συνέπειες στις κοινότητες. Για να επιτευχθεί αυτό, θα πρέπει να γίνονται μελέτες που να θέτουν όρια στην ανάπτυξη και να ελέγχουν τα προγράμματα υπό υλοποίηση. Παράλληλα,

71


τονίζεται πως θα πρέπει να συμμετέχουν οι τοπικές κοινότητες στο σχεδιασμό της αποκατάστασης και του τουρισμού. Αυτή η συμμετοχή σημαίνει πως θα πρέπει να ακούγονται οι απόψεις των κατοίκων στις διαδικασίες σχεδιασμού. Μία πολύ σημαντική αρχή της Χάρτας είναι η υποχρέωση του τουρισμού να ωφελεί τη κοινότητα με διάφορους τρόπους, όπως με τη δίκαιη κατανομή των τουριστικών κερδών στη κοινότητα και στη συντήρηση των μνημείων, με την εκπαίδευση, τη κατάρτιση και τη δημιουργία θέσεων πλήρους απασχόλησης, με τη προτίμηση πρόσληψης κατοίκων της περιοχές σε πόστα ξενάγησης. Τέλος, επισημαίνεται πως τα τουριστικά προγράμματα marketing δεν πρέπει να δημιουργούν μη ρεαλιστικές, εξωτικές παρουσιάσεις των προορισμών, αλλά να παρέχουν μία ευρύτερη ποικιλία αξιοθέατων ώστε να μην ασκείται ασφυκτική πίεση στα δημοφιλή μέρη. Στη τελευταία περίοδο του θεσμικού πλαισίου, στη Διακήρυξη του Παρισιού (2011), επαναλαμβάνεται η πρόταση του δίκαιου διαμοιρασμού των τουριστικών εσόδων, αλλά γενικά κυριαρχεί μία περισσότερη κριτική στάση. Στη Διακήρυξη θέτονται κρίσιμα ερωτήματα: τι τουρισμός, για ποιον και για ποιο λόγο; Επιπλέον, τονίζεται η σημασία εννοιών όπως το πνεύμα του τόπου, η αυθεντικότητα, οι στρατηγικές ερμηνείας και επικοινωνίας κ.α. Η πολιτιστική διαδρομή: Εμφανίζεται στη περίοδο Γ’ με τη Χάρτα για τις Πολιτιστικές Διαδρομές του ICOMOS (2008). Ορίζεται ως μία φυσικά οριοθετημένη διαδρομή που χαρακτηρίζεται από μία συγκεκριμένη δυναμική και ιστορική λειτουργία. Το concept της πολιτιστικής διαδρομής δηλώνει μία αξία ως σύνολο μεγαλύτερη από το άθροισμα τω μεμονωμένων τμημάτων της, το οποίο νοηματοδοτεί τη διαδρομή. Η Χάρτα τονίζει πως πρέπει να δοθεί προσοχή ώστε να αποφευχθεί η σύγχυση ανάμεσα στις τουριστικές διαδρομές (ακόμα και σε αυτές με πολιτιστικό ενδιαφέρον) και στις Πολιτιστικές Διαδρομές. Κατά συνέπεια, γίνεται εύκολα κατανοητό πως θεσμοί, όπως αυτός της Πολιτιστικής Διαδρομής του Συμβουλίου της Ευρώπης που δεν έχει απαραίτητα φυσική υπόσταση, δε συμβαδίζουν με τη Χάρτα του ICOMOS ως προς τι θεωρείται πολιτιστική διαδρομή. Η συμμετοχή της κοινωνίας: Στις περίοδο Α’, η μέριμνα για το κοινό έχει σχέση με την ευαισθητοποίηση του ως προς την αξία της κληρονομιάς και την ενημέρωσή του για τις διαδικασίες της αποκατάστασης. Η ενεργή συμμετοχή του ευρύ κοινού στις πολιτικές για τη προστασία της κληρονομιάς αναφέρεται για πρώτη φορά στη Χάρτα για τη Προστασία και Διαχείριση της Αρχαιολογικής Κληρονομιάς (ICOMOS, 1990). Ωστόσο, δεν γίνεται καμία περαιτέρω ανάλυση επί του θέματος για τους τρόπους με τους οποίους η εν λόγω συμμετοχή μπορεί να πραγματοποιηθεί. Μόνο στη τελευταία περίοδο, όταν η διαφύλαξη της κληρονομιάς εμπλακεί με τις τουριστικές δραστηριότητες, θα γίνει η πρόταση να

72


συμμετέχουν οι τοπικές κοινότητες στο σχεδιασμό (ICOMOS, 1999). Το 2010 με τις Αρχές τις Βαλέτας γίνεται ένα βήμα παραπέρα όταν η διακυβέρνηση χαρακτηρίζεται ως κριτήριο για τις παρεμβάσεις στη κληρονομιά. Αυτό σημαίνει πως οι διαδικασίες χειρισμού της κληρονομιάς απαιτούν τη «διαβούλευσης μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων: εκλεγμένες αρχές, δημόσιες και δημοτικές υπηρεσίες, ειδικοί, επαγγελματικές οργανώσεις, τοπικοί σύλλογοι, πανεπιστήμια, κάτοικοι κλπ. Οι αρχές της βιωσιμότητας: Από τη στιγμή της εμφάνισής του το 1992 στη Σύμβαση-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για τις Κλιματικές Μεταβολές, ο όρος βιωσιμότητα διαδόθηκε με ραγδαίο ρυθμό. Έτσι, στο Συνέδριο του ICOMOS το 1993, γίνεται ήδη λόγος για βιώσιμες στρατηγικές διαχείρισης της κληρονομιάς. Οι αρχές της βιωσιμότητας και της συντήρησης της κληρονομιάς έχουν άλλωστε πολλά κοινά, αφού στόχος και των δύο είναι η προστασία και διαχείριση μη-ανανεώσιμων πόρων που ανήκουν και στις μελλοντικές γενιές. Η έννοια της βιωσιμότητας παντρεύεται με το φαινόμενο του τουρισμού (ICOMOS, 1999), όμως αυτό κρίνεται σκόπιμο να εξεταστεί αναλυτικά στη θεματική του πολιτιστικού τουρισμού. Στη περίοδο Γ΄, γίνεται λόγος για τη σχέση της κληρονομιάς και της αειφόρου ανάπτυξης, αφού κάθε παρέμβαση στη κληρονομιά πλέον θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις αρχές της βιωσιμότητας σε περιβαλλοντικό, οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο (CIVVIH, 2010). Παράλληλα, ο πολιτισμός θεωρείται το τέταρτο θεμέλιο της βιώσιμης ανάπτυξης (ICOMOS, 2011). Προσδιορισμός πλαισίου αναγνώρισης και εύρεσης τοπίων πολιτιστικής Κληρονομιάς: Ένα από τα θέματα που προκύπτουν στην περίοδο Γ’, είναι η μεθοδολογική προσέγγιση της πολιτιστικής κληρονομιάς στα πλαίσια του χωρικού σχεδιασμού. Έτσι, εμφανίζονται συγκεκριμένες οδηγίες για τις διαδικασίες αναγνώρισης και έρευνας των τοπίων, των πολιτιστικών διαδρομών, καθώς επίσης και κριτήρια αξιολόγησης –τα οποία μάλιστα συνίσταται να δημοσιεύονται στο ευρύ κοινό (TICCIH, 2003). Ένα άλλο μεθοδολογικό εργαλείο είναι το Σχέδιο Διαχείρισης που περιλαμβάνει κείμενα νομοθετικά, οικονομικά, διοικητικά και κατευθύνσεις διατήρησης, καθώς και Σχέδια Διατήρησης, Παρακολούθησης και Προστασίας (CIVVIH, 2011). Παράλληλα, δηλώνονται για πρώτη φορά συγκεκριμένα κριτήρια παρέμβασης που βασίζονται σε μία σειρά από άξονες, όπως οι αξίες, η ποιότητα, η συνοχή, η συμβατότητα, η πολιτιστική διαφορετικότητα, η διεπιστημονικότητα και συνεργασία, η διακυβέρνηση κ.α. Διεύρυνση των εννοιών σχετικών με τη συντήρηση και προστασία των πολιτιστικών μνημείων: Στη δεύτερη, αλλά ειδικά στη τρίτη περίοδο το λεξιλόγιο

73


της συντήρησης και της προστασίας εμπλουτίζεται με έννοιες, όπως η πολιτιστική ποικιλία και πολιτιστικό πλαίσιο, το πνεύμα του τόπου, η κοινωνική ενσωμάτωση και συνοχή, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ταυτότητα, η ερμηνεία και η παρουσίαση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι διαδικασίες εξευγενισμού (gentrification): Στη Διακήρυξη του Άμστερνταμ (1975), τονίζεται για πρώτη φορά ο κίνδυνος που λανθάνει η ελεύθερη αγορά για τις ζώνες ανάπλασης, όπου οι κάτοικοι αναγκάζονται να απομακρυνθούν, ανήμποροι να πληρώσουν τα αυξανόμενα ενοίκια. Ουσιαστικά, περιγράφεται το φαινόμενο του εξευγενισμού (χωρίς όμως η λέξη αυτή να αναφέρεται). Αυτής της μορφής οι αρνητικές συνέπειες των εργασιών αποκατάστασης, αναφέρονται μία φορά ακόμα: στις Αρχές της Βαλέτας για τις Ιστορικές Πόλεις (2010). Στο σύγχρονο θεσμικό πλαίσιο, το πρόβλημα του εξευγενισμού συνδέεται με τον κίνδυνο της απώλειας της αυθεντικότητας, του χαρακτήρα του τόπου και της μετατροπής του σε ένα προϊόν μαζικού τουρισμού και κατανάλωσης.

74


Μέρος 2ο | Η Περίπτωση του Ruhr Συντεταγμένες: 51°30′N 7°30′E Ομόσπονδο Κρατίδιο: North Rhine-Westphalia Διοικητικές Περιφέρειες: Münster, Arnsberg, Düsseldorf Δομή: 4 Επαρχίες (Kreise), 11 ανεξάρτητες πόλεις Μεγαλύτερες Πόλεις: Dortmund, Essen, Duisburg, Bochum Συνολική Έκταση Μητροπολιτικής Περιοχής: 4.435 km2 Πληθυσμός: 5,118,681 (Δεκ. 2016) Πληθυσμιακή Πυκνότητα: 1,646/km2 Μεγαλύτερο Υψόμετρο: 441 m Χαμηλότερο Υψόμετρο: 14 m Η περιοχή του Ruhr ή η κοιλάδα του Ruhr (ή Ruhrgebiet όπως την αποκαλούν οι Γερμανοί) είναι ένα πολυκεντρικό αστικό σύμπλεγμα, το μεγαλύτερο στη Γερμανία, αν και δεν αντιστοιχεί σε κάποιο επίσημο διοικητικό προσδιορισμό.86 Διοικητικά υπάγεται σήμερα στο ομόσπονδο κρατίδιο της Βόρειας ΡηνανίαςΒεστφαλίας (North Rhine-Westphalia). Η περιοχή αρχικά αποτελείται ως επί το πλείστον από ανεξάρτητες πόλεις, οι οποίες με τη βιομηχανοποίηση του 19ου και 20ου αιώνα αναπτύχθηκαν σε τέτοιο βαθμό ώστε σήμερα να συνορεύουν μεταξύ τους και να αποτελούν μία ενιαία μητροπολιτική περιοχή. Γενικά τα όρια ολόκληρης της περιοχής δε διαφέρουν από αυτά που έθεσε το 1920 το Siedlungsverbands Ruhrkohlenbezirk (Οργάνωση για του οικισμούς της Περιοχής Άνθρακα Ruhr), το οποίο είναι το σημερινό Regionalverband Ruhr (RVR).87 Οι κύριες πόλεις, από δυτικά προς ανατολικά, είναι: Duisburg, Oberhausen, Bottrop, Mülheim an der Ruhr, Essen, Gelsenkirchen, Bochum, Herne, Hagen, Dortmund, Hamm και οι Επαρχίες (Kreise) Wesel, Recklinghausen, Unna και Ennepe-Ruhr-Kreis. Όλες αυτές οι πόλεις του Ruhr συνδέονται μέσω της Συλλογικό. (2018). HeKris - Challenges of Resilience in European Cities. Ruhrgebiet, Dusseldorf, Bochum, Essen, Duisburg, Dortmund. Τεύχος Εκπαιδευτικής Εκδρομής. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Τομέας Πολεοδομίας - Χωροταξίας, Εργαστήριο Πολεοδομικών Ερευνών. 87 https://de.wikipedia.org/wiki/Ruhrgebiet (Ανάκτηση 01/02/2020) 86

75


οργάνωσης Regionalverband Ruhr (RVR), που έχει την έδρα της στο Essen και είναι υπεύθυνη για το χωρικό σχεδιασμό σε περιφερειακό επίπεδο. Γεωγραφικά η περιοχή βρίσκεται ανάμεσα σε δύο ποτάμια, τον Ruhr νότια και το Lippe βόρεια. Την περιοχή ανάμεσα στα δύο διατρέχει και ένα τρίτο με το όνομα Emscher. Τα τρία ποτάμια συνδέονται με τον Ρήνο (Rhine), που διατρέχει την περιοχή δυτικά, και σταματάνε στη γραμμή Hagen-Hamm, που βρίσκεται ανατολικά.

Χάρτης 2: Η Κοιλάδα του Ruhr σε Σχέση με το Ομόσπονδο Κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Υπόβαθρο: wikipedia.com. Ίδια Επεξεργασία

76


Περιγραφή της Περιοχής Σε αυτό το κεφάλαιο θα γίνει μία σύντομη περιγραφή της περιοχής του Ruhr, χρησιμοποιώντας ως μέσο προσέγγισης τη βιομηχανική της ιστορία. Ο λόγος που επιλέγεται αυτή η πτυχή του Ruhr είναι ότι η πορεία της περιοχής συμβάδισε και μέχρι ένα σημείο ταυτίστηκε με αυτή της βιομηχανίας του άνθρακα και του χάλυβα. Αν και το τέλος αυτών των δραστηριοτήτων είναι γεγονός εδώ και αρκετές δεκαετίες, η κοιλάδα του Ruhr έχει σημαδευτεί ανεξίτηλα από αυτές σε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο. Αποτελεί ουσιαστικά αναπόσπαστο τμήμα της συλλογικής μνήμης και καθοριστικός παράγοντας στη δημιουργία μίας ενιαίας ταυτότητας. Αναμφίβολα, η διαχείριση του βιομηχανικού παρελθόντος της περιοχής έχει αποτελέσει τη βάση για τη διαμόρφωση της μεταβιομηχανικής πορείας του Ruhr.

Εκβιομηχάνιση Η περιοχή της κοιλάδας του ποταμού Ruhr αποτελούσε μέχρι τον 18ο αιώνα μία αραιοκατοικημένη αγροτική περιοχή με λίγες και μικρές πόλεις και χωριά. Αν και η εγκατάσταση στην περιοχή χρονολογείται από την Παλαιολιθική περίοδο και η εξόρυξη του άνθρακα πριν από τον Μεσαίωνα, η βιομηχανική ανάπτυξη του Ruhr ξεκινά τη δεκαετία του 1840, με την πολιτική ένωση των κρατιδίων, την επέκταση του Γερμανικού τελωνειακού ομίλου (Zollverein) και την ολοκλήρωση του σιδηροδρόμου Cologne-Minden το 184788, την πρώτη σύγχρονη μεταφορική σύνδεση στη Γερμανία. Τους πρώτους πυρήνες της βιομηχανοποίησης αποτέλεσαν οι μεταλλουργικές εγκαταστάσεις, που λειτούργησαν από το 1758 και μετά, αρχικά κυρίως στην έκταση του σημερινού Oberhausen.89 Μέχρι το 1850 είχαν δημιουργηθεί περίπου 300 ορυχείων. Πριν ακόμη εξαντληθεί ο άνθρακας κατά μήκος του ποταμού Ruhr, ιδρύθηκαν βορειότερα νέες εγκαταστάσεις εξόρυξης άνθρακα. Έτσι, η τοπική μεταλλουργία αναπτύχθηκε προχωρώντας από τον νότο προς το βορρά, από τον ποταμό Ruhr ως τον Emscher, φτάνοντας τελικά ως τον Lippe. Έτσι σταδιακά η περιοχή του Ruhr αποτέλεσε κατά τον 19ο και 20ο αιώνα τη Roh, Y. H. (2007). The Rise of the Ruhr Area, Germany's Industrial Heartland, in the 19th Century. [Online] Research Paper. Korean Minjok Leadership Academy. Available from: https://www.zum.de/whkmla/sp/0708/yongho/yongho2.html (Ανάκτηση 01/02/2020) 89 https://el.wikipedia.org/wiki/Κοιλάδα_του_Ρουρ (Ανάκτηση 01/02/2020) 88

77


βιομηχανική καρδιά της Γερμανίας. Στην περιοχή λειτούργησαν πολλά ανθρακωρυχεία, μεταλλεία και χαλυβουργεία.

78

Χάρτης 3: Η Περιοχή του Ruhr το 1840, 1900 και 2010 (από πάνω προς τα κάτω). Πηγή: Gesamtverband Steinkohle e. V., 2010


Αστικοποίηση Πολλά είναι τα παραδείγματα περιοχών σε ολόκληρη την Ευρώπη, που βασίστηκαν στην εκμετάλλευση των τοπικών πηγών πρώτων υλών, αναπτύσσοντας βαριά βιομηχανία και δημιουργώντας ex nihilo πόλεις. Τέτοιες πόλεις-μανιτάρια εντοπίζονται στο Ruhr. Το συγκεκριμένο είδος αστικής ανάπτυξης χαρακτηρίζεται από τον Rene Leboutte ως «αστικοποίηση βάσει ταυτότητας», διότι η πόλη προσδιορίζεται στον χώρο σιγά-σιγά. Στη βιομηχανική λεκάνη του Ruhr, η αστική δομή είναι μια «κυψέλη χωρίς μητρόπολη», ένα πραγματικό «σμήνος πόλεων» (Leboutte 1997).90 Το ίδιο σκεπτικό περιγράφει και η Christa Reicher στο βιβλίο της Industrial Heritage and Regional Identities (Βιομηχανική Κληρονομιά και Τοπική Ταυτότητα), όταν αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο έχει πραγματοποιηθεί η αστικοποίηση στην κοιλάδα ως “Ruhrbanity” –καθώς αυτή η εναλλακτική μορφή αστικοποίησης έχει ακολουθήσει τις επιταγές της βιομηχανίας, δημιουργώντας ένα μοτίβο πόλεων δίχως ένα μεγάλο κέντρο.91 Γίνεται, λοιπόν, λόγος για το Ruhr ως ένα πρότυπο αχανούς βιομηχανικού και αστικού συγκροτήματος. Τα όρια μεταξύ υπαίθρου και πόλης σταματούν να υφίστανται, και οι φυσικοί διαχωρισμοί μεταξύ των παλιών οικιστικών πυρήνων είναι πλέον δυσδιάκριτοι. Αυτή η χωρική εξέλιξη της αστικοποίησης διαφαίνεται και στο Χάρτη 3. Ακόμα και οι φυσικές δομές μεταβάλλονται. Οι ποταμοί ισιώνουν και τροποποιούνται με τσιμέντο. Ο Emscher προορίζεται επισήμως ως η κύρια δίοδος βιομηχανικών αποβλήτων στο Rhine. Τα τοπόσημα του φυσικού τοπίου υποτάσσονται στην εξάπλωση του βιομηχανικού τοπίου.92 Επιπλέον, ο πληθυσμός σταδιακά αυξάνεται εξαιτίας των μεταναστευτικών κυμάτων που συρρέουν κατ’ αρχάς από τις γειτονικές περιοχές και αργότερα τη δεκαετία του 1880 από την ανατολική και δυτική Πρωσία, όπως επίσης και από τα ρωσικά και αυστριακά εδάφη της Πολωνίας.93 Η εκβιομηχάνιση επέφερε ανακατατάξεις: συχνά, πόλεις παντελώς άγνωστες κατά τη διάρκεια των τριών αιώνων της νεωτερικότητας, ξαφνικά αποκτούν ζωή Pinol, J.-L. & Walter, F. (2007). Η σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη, Έως το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αθήνα, Πλέθρον, σελ. 83. 91 Haus der Geschichte des Ruhrgebiets. (n.d.). Regions. [Online] Available from: http://www.isb.ruhr-uni-bochum.de/industrial-heritage/regions.html.en (Ανάκτηση 01/02/2020) 92 Γαϊτανόπουλος, Ν. & Καλδής, Γ. (2014). “Glück auf” Μια περιήγηση στο Μύθο της Βιομηχανικής Γερμανίας. Διάλεξη 9ου εξαμήνου. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, σελ. 15. 93 Pinol, J.-L. & Walter, F. (2007). Η σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη, Έως το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αθήνα, Πλέθρον, σελ. 83. 90

79


με την άφιξη των μηχανών, των εργοστασίων και των εργατών. Παλιές πόλεις, όπως το Dortmund, το Essen, το Duisburg, γνωρίζουν μια νέα περίοδο άνθισης. Ασήμαντοι οικισμοί όπως το Bochum, ή το Hesse (αριθμούσαν 5.000 κάτοικους γύρω στο 1800 και πάνω από 300.000 το 1910) ή μικρά χωριά όπως το Gelsenkirchen αναβαθμίζονται σε πόλεις. Απλές τοπογραφικές περιοχές όπως το Oberhausen αποκτούν πλέον αστικό αέρα, χωριά συνενώνονται χωρίς ουσιαστικά να γίνονται πόλεις, παρά τους δεκάδες χιλιάδες κατοίκους τους.94 Στις ευρωπαϊκές πόλεις που είχαν ειδικευθεί στη βιομηχανική δραστηριότητα, η δομή της απασχόλησης ήταν πολύ πιο μονολιθική. Στο Bochum σχεδόν το 63% της βιομηχανικής απασχόλησης το 1882 εντοπίζεται στα ορυχεία και στα χυτήρια. Ακόμη και το 1907, παρόλο που η αύξηση του πληθυσμού συνοδεύτηκε από διαφοροποίηση της απασχόλησης, τα ορυχεία και τα χυτήρια συγκέντρωναν πάντα περισσότερο από το 45% της βιομηχανικής απασχόλησης.95 Κρίσεις του Βιομηχανικού Μοντέλου Ανάπτυξης Ο σημαντικότερος παράγοντας ως προς την ανάπτυξη του Ruhr ήταν ανέκαθεν οι διακυμάνσεις της βιομηχανικής δραστηριότητας στην περιοχή. Η πρώτη σημαντική σύγχρονη μεταβολή στη νεότερη ιστορία ήταν όταν μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, η –γαλλική σήμερα- Lorraine έπαψε να είναι μέρος της Γερμανίας, με αποτέλεσμα να πέσει το βάρος της παραγωγής του χάλυβα της χώρας στη κοιλάδα του Ruhr. Έπειτα, η βέλγο-γαλλική κατοχή που ακολούθησε το 1921-1925, παρέλυσε οικονομικά τη περιοχή, γεγονός που συνέβαλε σημαντικά στη κατάρρευση του γερμανικού νομίσματος. Οι πόροι της περιοχής και οι βαριές βιομηχανίες έπαιξαν αναγκαστικά ζωτικό ρόλο στις προετοιμασίες της Γερμανίας για τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Κατά συνέπεια, το Ruhr ήταν πρωταρχικός στόχος για βομβαρδισμούς από τους συμμάχους και το 75%

Keil A. & Wetterau B. (2013). Metropolis Ruhr. A Regional Study of the New Ruhr. [Online] Essen, Regionalverband Ruhr, σελ. 21. Available from: https://www.geographie.uni-wuppertal.de/uploads/media/Metropolis_Ruhr-1_02.pdf (Ανάκτηση 01/02/2020) 95 Pinol, J.-L. & Walter, F. (2007). Η σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη, Έως το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αθήνα, Πλέθρον, σελ. 52-51. 94

80


περίπου της περιοχής καταστράφηκε, ενώ το 1/3 των ανθρακωρυχείων έπαυσε να λειτουργεί ή υπέστη σοβαρές ζημιές.96 Μετά το πέρας του Β’ Παγκόσμιου πολέμου η κοιλάδα του Ruhr λειτούργησε ως η μηχανή πίσω από το γερμανικό οικονομικό θαύμα (Wirtschaftswunder97). Η οικονομική άνθιση στη περιοχή ήταν ωστόσο σύντομη, καθώς οι κρίσεις των βιομηχανιών του άνθρακα και του χάλυβα κατά τη δεκαετία του 1960, αν και αρχικά θεωρήθηκαν απλώς διακυμάνσεις της αγοράς, αποτέλεσαν την αρχή τη δομικής αλλαγής στη περιοχή του Ruhr.98

Αποβιομηχάνιση Η αποβιομηχάνιση είναι ένα φαινόμενο που πραγματοποιείται κατά κύριο λόγο σε μακροπρόθεσμο πλαίσιο. Στην κοιλάδα του Ruhr, όπως, αναφέρθηκε και παραπάνω, αυτή ξεκίνησε ήδη από το 1957, οπότε και γίνονται φανερά τα πρώτα σημάδια της κρίσης του άνθρακα. Με τον υψηλό ανταγωνισμό από τις χώρες του εξωτερικού και με την εμφάνιση φθηνότερων πηγών ενέργειας (φυσικό αέριο και πετρέλαιο), η ζήτηση για το γερμανικό λιθάνθρακα μειώθηκε κατακόρυφα. Μέσα σε δέκα χρόνια, η παραγωγική δύναμη των ανθρακωρυχείων υποδιπλασιάστηκε. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, που αναφέρεται ως ο «μεγάλος θάνατος των ανθρακωρυχείων» (das große Zechensterben), το μισό εργατικό δυναμικό, σχεδόν 500.000 ανθρακωρύχοι, απολύθηκε. Η παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση του 1973 οδήγησε σε μία παγκόσμια οικονομική ύφεση, με επιπτώσεις όπως οι υψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού και η αυξανόμενη ανεργία, η οποία στη Γερμανία από 300.000 άνεργους το 1973 ξεπέρασε το 1.1 εκατομμύριο το 1975. Όπως ήταν αναμενόμενο, η περιοχή του Ruhr δέχτηκε το Συλλογικό. (2018). HeKris - Challenges of Resilience in European Cities. Ruhrgebiet, Dusseldorf, Bochum, Essen, Duisburg, Dortmund. Τεύχος Εκπαιδευτικής Εκδρομής. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Τομέας Πολεοδομίας - Χωροταξίας, Εργαστήριο Πολεοδομικών Ερευνών. 97 Ο όρος Wirtschaftswunder μεταφράζεται ως οικονομικό θαύμα, και περιγράφει την ταχεία αποκατάσταση και ανάπτυξη της οικονομίας της Δυτικής Γερμανίας μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, υιοθετώντας μία κοινωνική οικονομία (social market economy) με βάση τον ορντοφιλελευθερισμό (ordoliberalism). Συχνά, ο όρος Wirtschaftswunder αναφέρεται εναλλακτικά ως το Θαύμα του Ρήνου (Miracle on the Rhine). 98 Keil A. & Wetterau B. (2013). Metropolis Ruhr. A Regional Study of the New Ruhr. [Online] Essen, Regionalverband Ruhr, σελ. 36. Available from: https://www.geographie.uni-wuppertal.de/uploads/media/Metropolis_Ruhr-1_02.pdf (Ανάκτηση 01/02/2020) 96

81


πιο δυνατό χτύπημα, αφού τα εύκολα διαθέσιμα αποθέματα του άνθρακα εξαντλήθηκαν καθιστώντας το μη ανταγωνιστικό. Ταυτόχρονα, ξέσπασε η παγκόσμια κρίση του χάλυβα, αφού η προσφορά του ξεπέρασε τη ζήτησή του και οι χαμηλόμισθες χώρες απειλούσαν την ικανότητα του Ruhr να ανταγωνιστεί. Με αποτέλεσμα, ανάμεσα στο 1977 και το 1986 το 1/4 των εργατών σε χαλυβουργεία να χάσει τη δουλειά του.99 Το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας παρείχε ένα δίχτυ ασφαλείας για το μεγάλο αριθμό των άνεργων, ενώ ταυτόχρονα πολλά εργοστάσια μείωσαν το ανθρώπινο δυναμικό τους και συγκέντρωσαν την προσοχή τους σε κερδοφόρα εξειδικευμένα προϊόντα.100 Όλα αυτά είχαν ως αποτέλεσμα η κοιλάδα του Ruhr να βρίσκεται σε φάση δομικής αλλαγής, η οποία διαρκεί μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικό της φάσης αυτής είναι οι μεγάλες δυσκολίες οικονομικών ρυθμίσεων. Ακόμη και μέσω ανάλογων επιχορηγήσεων η δομική αλλαγή δεν μπόρεσε να αποτραπεί. Η εξόρυξη άνθρακα και η χαλυβουργία, βασικές βιομηχανίες της κοιλάδας του Ruhr, έχουν εξαφανιστεί με τον καιρό. Το Δεκέμβριο του 2018, έκλεισε το ορυχείο Prosper-Haniel στο Bottrop, το τελευταίο ενεργό ανθρακωρυχείο στη Γερμανία.101

Επιπτώσεις Αποβιομηχάνισης Η περιοχή του Ruhr αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις περιοχών όπου η αποβιομηχάνιση πραγματοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό και με τέτοιο ρυθμό, αλλάζοντας ριζικά τη δομή ενός τόπου όπου η βιομηχανική δραστηριότητα ήταν ανέκαθεν ο μεγαλύτερος κοινός παρονομαστής του. Το κενό που έμεινε, τόσο το φυσικό όσο και το άυλο, είναι το γνώρισμα που κάνει την κοιλάδα του Ruhr τόσο πρόσφορο πεδίο έρευνας των χωρικών μελετών των μεταβιομηχανικών κοινωνιών. Η έρευνα για τον τρόπο διαχείρισης του ζητήματος της δομικής αλλαγής σε έναν τόπο βρίσκει ενδιαφέροντες προτάσεις

Keil A. & Wetterau B. (2013). Metropolis Ruhr. A Regional Study of the New Ruhr. [Online] Essen, Regionalverband Ruhr, σελ. 21. Available from: https://www.geographie.uni-wuppertal.de/uploads/media/Metropolis_Ruhr-1_02.pdf (Ανάκτηση 01/02/2020) 100 https://en.wikipedia.org/wiki/Ruhr (Ανάκτηση 01/02/2020) 101 Keßel A., Biesel M. & Schreiber L. (2018). Prosper-Haniel, Letzte Kohle an Steinmeier übergeben, aber alle achten nur auf den Bergmann hinter ihm. [Online] Available from: https://www.derwesten.de/auf-kohle-geboren/prosper-haniel-steinkohle-abschied-zechebergbau-id216050303.html (Ανάκτηση 01/02/2020) 99

82


στην εν λόγω περίπτωση, εκ των οποίων οι πιο σημαντικές θα αναλυθούν παρακάτω.

Α. Κοινωνικές και Οικονομικές Επιπτώσεις Η διαδικασία αυτή της αποβιομηχάνισης προκάλεσε την απώλεια θέσεων εργασίας στις βασικές δραστηριότητες της βιομηχανίας άνθρακα και χάλυβα, η οποία συνοδεύτηκε από ταυτόχρονη απώλεια εξαρτημένων κλάδων της βιομηχανίας. Η κρίση του άνθρακα και του χάλυβα στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στα μέσα της δεκαετίας του 1970 αντίστοιχα έθεσαν τέλος στο οικονομικό θαύμα (Wirtschaftswunder). Έκτοτε, πολυάριθμα ορυχεία έπαψαν να λειτουργούν και οι εταιρικές δομές άλλαξαν. Πιο συγκεκριμένα, το 1958, υπήρχαν 136 ορυχεία σε λειτουργία που απασχολούσαν 488.941 άτομα. Σαράντα χρόνια αργότερα, το 1998 υπήρχαν μόνο 13 ορυχεία, τα οποία παρέχουν περίπου 60.000 θέσεις απασχόλησης.102 Παρατηρείται ταυτόχρονα η τριτογενοποίηση της οικονομίας, καθώς το Ruhr από κοινωνία που παράγει μετατράπηκε σε κοινωνία που καταναλώνει. Έτσι, το 1970 το 58% των απασχολουμένων εργάζεται στη βιομηχανική παραγωγή, 20 χρόνια αργότερα το ποσοστό αυτό ήταν μόνο 44%, ενώ το μερίδιο των απασχολουμένων στον κλάδο των υπηρεσιών αυξήθηκε από 40% στο 54%. Ωστόσο, έγιναν προσπάθειες για την αναδιάρθρωση της πολιτικής της οικονομίας. Ο σημαντικότερος παράγοντας που συνέβαλε στην επιτυχία αυτή στην περιοχή του Ruhr ήταν τα μεγάλα ποσά δημόσιων κονδυλίων που διατέθηκαν για κοινωνικά αποθέματα και αφετέρου οι επιδοτήσεις από την κυβέρνηση για τις ζημίες που υπέστησαν οι ιδιωτικές επιχειρήσεις και τις ζημίες που προκλήθηκαν στην περιοχή.103 Μία τέτοια αλλαγή, που επέφερε δραματικές αλλαγές στην οικονομία της περιοχής, την επηρέασε δημογραφικά, και κατ’ επέκταση κοινωνικά. Ο πληθυσμός του αστικού συμπλέγματος των 53 κοινοτήτων του Ruhr έφτασε στο ζενίθ του το 1957, το έτος της κρίσης του άνθρακα –της αφετηρίας της δομικής αλλαγής στη περιοχή- με 6,2 εκατομμύρια κατοίκους. Έκτοτε ακολούθησε μία Συλλογικό. (2018). HeKris - Challenges of Resilience in European Cities. Ruhrgebiet, Dusseldorf, Bochum, Essen, Duisburg, Dortmund. Τεύχος Εκπαιδευτικής Εκδρομής. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Τομέας Πολεοδομίας - Χωροταξίας, Εργαστήριο Πολεοδομικών Ερευνών. 103 Συλλογικό. (2018). Ο.π., σελ. 37. 102

83


πτωτική πορεία μέχρι το μέσο της δεκαετίας του 1980, όπως ήταν αναμενόμενο, καθώς το Ruhr αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα «συρρικνούμενων πόλεων» (shrinking cities104). Ειδικά κατά τη δεκαετία του 1970, έφυγε από την περιοχή ένας μεγάλος αριθμός νέων υψηλά εκπαιδευμένων νέων.105 Μετά το 1984 όμως, παρατηρείται εκ νέου μία άνοδος που φτάνει το 1995 τους 5,47 εκατομμύρια κατοίκους.106 Β. Χωρικές Επιπτώσεις Ως ένα τέτοιο τυπικό παράδειγμα αποβιομηχανοποιημένης περιοχής, λοιπόν, το Ruhr αντικατοπτρίζει σε μεγάλο βαθμό τη πραγματικότητα των προβλημάτων που προέκυψαν με τη κατάρρευση της βιομηχανίας, όπως αυτή περιεγράφηκε νωρίτερα στο Θεωρητικό Υπόβαθρο, Χωρικές Επιπτώσεις της Αποβιομηχάνισης. Οι πλέον απτές επιπτώσεις του φαινομένου της αποβιομηχάνισης είναι αυτές που διαδραματίστηκαν σε χωρικό επίπεδο, αφού με την παύση της λειτουργίας των εργοστασίων, έμειναν αχρησιμοποίητα περίπου δέκα χιλιάδες εκτάρια γης (10.000 ha). Αυτή η αφθονία από γκρίζες ζώνες (brownfields) συνέβαλε στην – ήδη από το βιομηχανικό παρελθόν- αρνητική εικόνα της περιοχής. Επιπλέον, αυτά τα τοπία που συμβόλιζαν κάποτε την κινητήριο δύναμη της ανάπτυξης του Ruhr, με την αποβιομηχάνιση έγιναν για τους κατοίκους σύμβολα της κρίσης. Για τα «μελανά σημεία» αυτά, λοιπόν, κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη ήταν η μελλοντική τους πορεία. Οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες τους δεν είχαν καμία επιθυμία να τα πουλήσουν, με σκοπό να αποφύγουν τις περιβαλλοντικές ευθύνες. Όποτε οι ερημωμένοι βιομηχανικοί χώροι, πολύ συχνά, θέτονταν απλά υπό κάποια

Με τον όρο shrinking cities περιγράφονται οι πυκνοκατοικημένες πόλεις που βιώνουν μία απότομη και σημαντική απώλεια πληθυσμού. Η ίδια διαδικασία ονομάζεται απο-αστικοποίηση ή μητροπολιτική αποσυγκέντρωση και οι λόγοι για αυτό το φαινόμενο διαφέρουν σε κάθε περίπτωση, αλλά κάποια από τους βασικότερους λόγους είναι οι εξής: αποβιομηχάνιση (όπως στην περίπτωση του Ruhr), η προαστικοποιήση, η γήρανση του πληθυσμού, η υποτίμηση των υποδομών της μητρόπολης (π.χ. αυτοκινητόδρομοι). 105 Regionalverband Ruhr. (2018). Small Atlas Metropole Ruhr. The Ruhr region in transformation, σελ. 14. Υποστηρικτό Υλικό Εκπαιδευτική Εκδρομής Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Available from: https://www.arch.ntua.gr/node-resources/854#resource-15028 (Ανάκτηση 01/02/2020 106 Simon, F. (2010). La Stratégie Paysagère de l’Emscher Park. Διπλωματική Εργασία, Liège : Faculté des Sciences Appliquées, Université de Liège, σελ. 8. 104

84


μορφή προστασίας και παρακολούθησης, εν αναμονή μίας μελλοντικής αποκατάστασης.107 Παράλληλα, η ρύπανση του εδάφους, του νερού και του αέρα παρέμενε ένα κρίσιμο ζήτημα. Τα εγκαταλελειμμένα βιομηχανικά τοπία βρισκόντουσαν σε τοποθεσίες με υποβαθμισμένα εδάφη. Όπως είναι λογικό, μετά από δεκαετίες εκμετάλλευσης της γης, τα εδάφη ήταν πάρα πολύ μολυσμένα και συχνά ακατάλληλα για χρήση. Όμως, η περιβαλλοντική μόλυνση ήταν ένα πρόβλημα που αφορά ολόκληρη την κοιλάδα, καθώς ο αέρας ήταν γεμάτος αναθυμιάσεις των προηγούμενων πολλών χρόνων και το νερό δεν είχε θεωρηθεί ως περιορισμένος πόρος στις βιομηχανικές διαδικασίες. Ως εκ τούτου, ο ποταμός του Emscher χρησιμοποιούταν, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ως ανοιχτός υπόνομος για τα βιομηχανικά απόβλητα ήδη από το 1910. Το πρόβλημα διαχείρισης των αποβλήτων αντιμετωπιζόταν μόνο στο βάθος της κοιλάδας, σε μία τεράστια μονάδα επεξεργασίας λυμάτων, απέναντι από το Ρήνο (Rhine).108 Πέρα από τα αμέτρητα brownfield, η περιοχή του Ruhr χαρακτηρίζεται και από το πυκνό οδικό και σιδηροδρομικό της δίκτυο, τα οποία κατασκευαστήκανε για να εξυπηρετήσουν τις βιομηχανίες –μία ακόμη απόδειξη του ρόλου της βιομηχανίας στη χωρική ανάπτυξη της περιοχής. Με το κλείσιμο των εργοστασίων και την έλλειψη συντήρησης, αυτές οι υποδομές περνάγανε σιγάσιγά στην αχρηστία. (Αν και η πυκνότητα του δικτύου μεταφορών συνείσφερε θετικά στην κινητικότητα, μερικές φορές αυτό έχασε τη συνοχή του εξαιτίας του κλείσιμου των εργοστασίων, με αποτέλεσμα να περικλείονται τοποθεσίες των οποίων οι συνδέσεις με το γειτονικό τους αστικό περιβάλλον γινόταν δύσκολα.) Η πολυκεντρικότητα του Ruhr, αν και σήμερα θεωρείται ενδιαφέρον γνώρισμα της περιοχής, τότε η έλλειψη των κοινών σημείων αναφοράς που παρέχουν οι κλασσικές μητροπόλεις την έβλαπτε. Αναμφίβολα, η αποβιομηχάνιση επιφόρτισε αρνητικά την εικόνα της κοιλάδας, η οποία ήταν αυτής ενός τεράστιου «brownfield». Απόρροια αυτής της υποβάθμισης της θελκτικότητας του Ruhr ήταν η μείωση του πληθυσμού, αφού η έλλειψη θέσεων εργασίας διευκολύνει τη μετανάστευση εκτός της κοιλάδας.

Agence d’urbanisme pour le développement de l’agglomération lyionnaise. (2008). L’IBA Emscher Park une démarche innovante de réhabilitation industrielle et urbaine. [Online] σελ 10. Available from : http://www.urbalyon.org/AffichePDF/L-_IBA_Emscher_Park__Une_demarche_innovante_de_rehabilitation_industrielle_et_urbaine-1534 (Ανάκτηση 01/02/2020) 108 Σημειώνεται βέβαια εδώ πως η απουσία υπόγειου υπονόμου οφείλεται τόσο σε οικονομικούς όσο και σε τεχνικούς λόγους, αφού η πληθώρα των ορυχείων (150 ήταν ακόμα σε χρήση το 1950), είχε καταστήσει το έδαφος ασταθές και διάτρητο. 107

85


Προσθέτοντας στην ήδη μειωμένη ελκυστικότητα της περιοχής ήταν η δυσκολία των επενδυτών να αφομοιωθούν λειτουργικά στη περιφέρεια, εντός της οποίας είχαν ήδη καθοριστεί οι ρόλοι του καθενός. To κοινωνικο-πολιτικό πλαίσιο στο Ruhr ήταν ιδιαίτερο: οι μεγάλες εταιρίες κυριαρχούσαν, το επιχειρηματικό πνεύμα και ο τομέας των υπηρεσιών έλλειπαν, το δίκτυο γνώσεων έπαιζε σημαντικό ρόλο και καινοτόμοι παράγοντες ήταν σπάνιοι. Σίγουρα αυτές οι συνθήκες δεν μπορούσαν να τραβήξουν το ενδιαφέρον μελλοντικών επενδυτών, που είχαν έλλειψη γνώσεων για το δικτύου επιρροής των φορέων στις περίπλοκες αποφάσεις της ανάπτυξης. Ούτως ή άλλως, το αστικό σύμπλεγμα του Ruhr δύσκολα θα μπορούσε να συναγωνιστεί με τις άλλες μεγάλες πόλεις της Γερμανίας, όπως το Munich, η Frankfurt ή το Düsseldorf. Επιπλέον, οι μεσαίες κυρίαρχες πόλεις της κοιλάδας είχαν σχέσεις ανταγωνισμού, όχι συνεργασίας. Αυτό το περιφερειακό ελάττωμα αποτέλεσε σοβαρό μειονέκτημα, καθώς όλες οι αποφάσεις λαμβάνονταν σε τοπικό επίπεδο, εμποδίζοντας τη δημιουργία κάθε οράματος μεγάλης κλίμακας και αποτρέποντας τη δυνατότητα συνοχή ανάμεσα στις πολεοδομικές παρεμβάσεις κάθε πόλης. Η αδυναμία των φορέων να συμφωνήσουν σε ένα κοινό όραμα για την περιοχή του Ruhr έκανε κάθε απόπειρα αναζωογόνησής της σχεδόν αδύνατη.109 Ανακεφαλαιώνοντας, λοιπόν, η εικόνα του Ruhr ήταν ιδιαίτερα επιβαρυμένη μετά την αποβιομηχάνιση της, παρά κάποια θετικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η σχετική αποδοτικότητα του δικτύου μεταφορών της, η ποικιλία των πολιτιστικών επιλογών και η στρατηγική της θέση στη καρδιά του ευρωπαϊκού χώρου, το τέλος της βιομηχανίας, η απουσία παραδοσιακών ιστορικών ταυτοτήτων (υπάρχουν μόλις λίγα ιστορικά κέντρα) και το έλλειμα αστικών και τοπικών ποιοτήτων είχαν ως αποτέλεσμα μία μη ελκυστική αντίληψη για την περιοχή. Αντιμέτωποι με αυτή την κατάσταση, γίνεται κατανοητή η μεγάλη ανάγκη για εύρεση τρόπων και μηχανισμών για την αντιμετώπισή της.

Agence d’urbanisme pour le développement de l’agglomération lyionnaise. (2008). L’IBA Emscher Park une démarche innovante de réhabilitation industrielle et urbaine. [Online] σελ 11. Available from : http://www.urbalyon.org/AffichePDF/L-_IBA_Emscher_Park__Une_demarche_innovante_de_rehabilitation_industrielle_et_urbaine-1534 (Ανάκτηση 01/02/2020) 109

86


Βιομηχανική Κληρονομιά στο Ruhr Απόρροια της βιομηχανικής δραστηριότητας στην κοιλάδα του Ruhr, όπως αυτή αναλύθηκε πιο πάνω, είναι η συσσώρευση πηγών και καταλοίπων του βιομηχανικού παρελθόντος που συνεισφέρουν στη γνώστη της ιστορίας των παραγωγικών δραστηριοτήτων του τόπου και έχουν ιστορική, τεχνολογική, κοινωνική, αρχιτεκτονική ή επιστημονική αξία. Στη περίπτωση του Ruhr, το σύνολο αυτών των καταλοίπων, δηλαδή η βιομηχανική κληρονομιά, περιλαμβάνει κτίρια, μηχανήματα, εργοστάσια, εργαστήρια, μεταλλεία, ορυχεία, χώρους μεταποίησης και διύλισης, χώρου φύλαξης και αποθήκευσης, τόπους παραγωγής και μεταφοράς ενέργειας, μεταφορικές υποδομές (σιδηροδρομικά δίκτυα, σιδηροδρομικοί σταθμοί, γέφυρες), ναυπηγεία, λιμενικές εγκαταστάσεις, καθώς και χώρους που χρησιμοποιούνται για κοινωνικές δραστηριότητες σχετικές με τη βιομηχανία, όπως κατοικίες εργατών και εργοδοτών. Η έννοια της προστασίας της βιομηχανικής κληρονομιάς είναι αρκετά πρόσφατη, αν λάβει υπόψη του κανείς πως η αναγνώριση της αξίας της πολιτιστικής κληρονομίας –της οποίας είναι υποσύνολο η βιομηχανική, έχει αρχίσει να θεσμοθετείται ήδη από το 1931 με τη Χάρτα των Αθηνών σε σχέση με τη πρώτο συνέδριο του TICCIH110 που πραγματοποιήθηκε το 1973. Η Χάρτα δε που θέτει του όρους διαχείρισης και προστασίας της Βιομηχανικής Κληρονομιάς καθιερώθηκε μόλις το 2003. Γίνεται λοιπόν προφανές πως η αξία των βιομηχανικών μνημείων έρχεται ως ιδέα στο προσκήνιο τη στιγμή που προκύπτει το θέμα της διαχείρισης των πρώτων παροπλισμένων βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον τόπο γέννησης της βιομηχανικής αρχαιολογίας, εκεί όπου έλαβε χώρα το πρώτο συνέδριο του TICCIH, στο Ironbridge της Μεγάλης Βρετανίας –τον τόπο δηλαδή που εμφανίστηκε πρώτα τόσο η Βιομηχανική Επανάσταση όσο και η αποβιομηχάνιση. Οι πιο σημαντικές πρωτοβουλίες που αφορούν τη διαχείριση των βιομηχανικών καταλοίπων στην κοιλάδα του Ruhr είναι με χρονολογική σειρά το δεκαετές πρόγραμμα IBA Emscher Park και η Industriekultur Route, δηλαδή η Διαδρομή Βιομηχανικής Κληρονομιάς. Η σπουδαιότητά τους σε σχέση με διάφορα άλλα εγχειρήματα έγκειται στη πρωτοπορία τους, καθώς τη στιγμή που ιδρύεται το IBA The International Committee for the Conservation of Industrial Heritage, εν συντομία TICCIH, είναι η παγκόσμια οργάνωση που αντιπροσωπεύει τη βιομηχανική κληρονομιά και συνεργάζεται με το ICOMOS (Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων) και την UNESCO για τη προστασία των καταλοίπων της βιομηχανίας σε όλο τον πλανήτη. 110

87


η αξιοποίηση της βιομηχανικής κληρονομιάς στα πλαίσια ενός χωρικού σχεδιασμού, που έχει ως στόχο την ανάπτυξη της περιοχής, δεν είναι μία αυτονόητη ή προφανής επιλογή. Σίγουρα είχε ήδη σημειωθεί μεγάλη πρόοδος ως προς την αντίληψη της βιομηχανικής κληρονομιάς ως μέρος της ευρύτερης πολιτιστικής, χάρη σε προγράμματα, όπως το Ευρωπαϊκό Έτος Προστασίας των Μνημείων το 1975 ή πρωτοβουλίες, όπως ο φοιτητικός αγώνας κόντρα στη κατεδάφιση των εργατικών κατοικιών Eisenheim στο Oberhausen το 1972. Ωστόσο ως σύμβολα της κρίσης, τα βιομηχανικά κατάλοιπα αποτελούσαν ακόμη το 1989 «μελανά σημεία» του Ruhr για ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Για παράδειγμα, όταν το 1992 αρχίσαν οι προτάσεις συντήρησης για το Kokerei Hansa στην περιοχή Huckarde του Dortmund, υπήρξε έντονη αντίδραση από τους κατοίκους της περιοχής. Οι διαμαρτυρίες ήταν ιδιαίτερα σθεναρές από αυτούς που ζούσαν κοντά στο εργοστάσιο ή είχαν εργαστεί σε αυτό και είχαν αναγκαστεί να αποσυρθούν σε μια πρώιμη σύνταξη ή να αναζητήσουν εργασία αλλού στην περιοχή του Ruhr, που με το σύνθημα «αρκετά με τη βρωμιά» δήλωσαν αρκετά ξεκάθαρα τη θέση τους.111 Αν και στη πορεία του χρόνου, η κοινή γνώμη αντιστράφηκε, αυτή η αντίσταση αποδεικνύει την αμφιλεγόμενη θέση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς την χρονική περίοδο που το IBA κάνει τα πρώτα του βήματα. Παρακάτω, θα εξεταστεί σε μεγαλύτερο βαθμό η πορεία που ακολούθησε η αντίληψη της βιομηχανικής κληρονομιάς στην περιοχή του Ruhr μέχρι την ίδρυση του IBA Emscher Park, στα πλαίσια του οποίου το βιομηχανικό παρελθόν χρησιμοποιείται ως περήφανο σύμβολο της ταυτότητας της κοιλάδας. Πριν όμως επιχειρηθεί η ανάλυση αυτών των πρωτοποριακών προγραμμάτων προστασίας, διατήρησης και αξιοποίησης του βιομηχανικού αποθέματος στη περιοχή του Ruhr, κρίνεται απαραίτητη η ανάλυση του πλαισίου μέσα στο οποίο αυτά πραγματοποιήθηκαν. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει το σύστημα σχεδιασμού και τους τοπικούς φορείς, τους πρωτύτερους του IBA διαρθρωτικούς σχεδιασμούς, καθώς και την πορεία που ακολούθησε η διαχείριση της βιομηχανικής κληρονομιάς στη περιοχή.

Lemmer, R., Föhl, A. & Krummheuer, E. (1999). Industriedenkmale in Deutschland, Verschwunden, Vergessen, Bewahrt?. Düsseldorf, Redieck & Schade, σελ. 113. 111

88


Σύστημα Διοίκησης και Σχεδιασμού στο Ruhr

Χάρτης 4: Ο διοικητικός διαχωρισμός στην Περιοχή του Ruhr: ανεξάρτητες πόλεις και επαρχίες. Πηγή: Regionalverband Ruhr

Τοπικό Σύστημα Διοίκησης Το Γερμανικό Σύνταγμα, δηλαδή ο Θεμελιώδη Νόμο (Grundgesetz) του 1949, ορίζει το κρατικό σύστημα ως δημοκρατικό, συνταγματικό, κοινωνικό και ομοσπονδιακό. Μία από τις βασικές συνέπειες αυτών των αρχών είναι η διαχωρισμός της εξουσίας τόσο σε λειτουργικές/διοικητικές διαιρέσεις όσο και σε χωρικά επίπεδα. Ο λειτουργικός (οριζόντιος) διαχωρισμός σημαίνει πως η κρατική εξουσία ανατίθενται επομένως σε μεταξύ τους ανεξάρτητα όργανα της νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας. Ο χωρικός (κάθετος)

89


διαχωρισμός της εξουσίας αντικατοπτρίζεται στον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της Γερμανίας, όπου το συνολικό κράτος (Bund) επιμερίζεται σε δεκαέξι Ομόσπονδα Κράτη (Länder), τρία εκ των όποιων είναι κράτη-πόλεις (Βερολίνο, Βρέμη, Αμβούργο). Το κάθε ομόσπονδο κράτος διαθέτει δικό του Σύνταγμα, εκλεγμένο Ομόσπονδο Κοινοβούλιο (Landtag) και την αντίστοιχη Ομόσπονδη Κυβέρνηση (Landesregierung), η οποία απαρτίζεται από τον Πρωθυπουργό (Ministerpräsident) και τους Ομόσπονδους υπουργούς (Landesminister). Επίσης, τα ομόσπονδα κράτη επιμερίζονται επιπλέον σε Διοικητικές ΠεριφέρειεςΝομούς (Regierungsbezirke) (αν το μέγεθος τους το απαιτεί), σε Κοινότητες (Gemeinden) που δεν ανήκουν σε Επαρχία δηλαδή σε Ανεξάρτητες Πόλεις (kreisfreie Städte), σε Κοινότητες που ανήκουν σε Επαρχίες (Städteregionen) και σε Επαρχίες (Landkreise). Η περίπτωση μελέτης, δηλαδή η κοιλάδα του Ruhr, υπάγεται αρχικά στο Ομόσπονδο Κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, έπειτα στις Διοικητικές Περιφέρειες (Νομούς, στα γερμανικά Regierungsbezirke) των Dusseldorf, Munster, Arnsberg, και συνιστάται από 11 Ανεξάρτητες Πόλεις (kreisfreie Städte) και 4 Επαρχίες (Landkreise). Τοπικό Σύστημα Χωρικού Σχεδιασμού Η ομοσπονδιακή κρατική οργάνωση της Γερμανίας αντικατοπτρίζεται και στο σύστημα του χωρικού σχεδιασμού. Ωστόσο η κρατική οργάνωση πραγματοποιείται σε τρία επίπεδα (Ομοσπονδία, Ομόσπονδα κράτη και Κοινότητες, ως οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης), ενώ ο χωρικός σχεδιασμός (Raumplanung) πραγματοποιείται σε τέσσερα επίπεδα: στο επίπεδο της Ομοσπονδιακής Χωροταξίας (Bundesraumordnung), της Ομόσπονδης Χωροταξίας (Landesplanung), του Περιφερειακού Σχεδιασμού (Regionalplanung) και τέλος στο επίπεδο του Πολεοδομικού Σχεδιασμού (Bauleitplanung). Ο Χωρικός Σχεδιασμός στην Γερμανία στηρίζεται σε δύο έννοιες, αυτό της «Χωροταξίας» (Raumordnung) και της «Πολεοδομικής Ανάπτυξης και Οργάνωσης» (Städtebauliche Entwicklung und Ordnung). Με τον όρο «Χωροταξία» εννοείται, σύμφωνα με το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, ο καθολικός (zusammenfassend), υπερτοπικός (überörtlich) και επιτελικός (übergeordnet) σχεδιασμός που στοχεύει στην οργάνωση και την ανάπτυξη του χώρου. Ο όρος «καθολικός» σημαίνει πως η

90


χωροταξία οφείλει να απαντά στις ανάγκες συντονισμού των τομεακών σχεδιασμών (Fachplanungen) που έχουν σημασία για το χώρο και να τους αλληλοπροσαρμόζει. Ο όρος «υπερτοπικός» περιγράφει το πεδίο δράσης της χωροταξίας, το οποίο ξεπερνά τα χωρικά και υλικά κυριαρχικά δικαιώματα της δημοτικής (τοπικής) αυτοδιοίκησης και των μεμονωμένων Κοινοτήτων.

Διάγραμμα 2: Το Σύστημα του Χωρικού Σχεδιασμού στην ΟΔΓ (Πηγή: Σερράος, 2005)

Διάγραμμα 3: Το Σύστημα του Θεσμικού Πλαισίου για το Σχεδιασμό στην ΟΔΓ. (Πηγή: Σερράος, 2005)

91


Στο επίπεδο της Ομοσπονδίας, η Χωροταξία συνίσταται από κατευθύνσεις περιεχομένου για τη χωρική οργάνωση, εξέλιξη και εξασφάλιση της ομοσπονδιακής επικράτειας. Επιπλέον, η ομοσπονδιακή χωροταξία οφείλει να αναπτύσσει σε συνεργασία με τα Ομόσπονδα Κράτη και με βάση τα Χωροταξικά Σχέδια, κατευθυντήριες εικόνες της χωρικής ανάπτυξης της ομοσπονδιακής επικράτειας, καθώς επίσης και των χωροταξικών συσχετίσεων που ξεπερνούν τα όρια των Ομόσπονδων Κρατών. Ενώ στο επίπεδο των Ομόσπονδων Κρατών, η Χωροταξία αναφέρεται στην έκδοση καθολικών και υπερτοπικών Χωροταξικών Σχεδίων, καθώς επίσης και στο συντονισμό άλλων σημαντικών για το χώρο σχεδιασμών και μέτρων. Τα χωροταξικά σχέδια οφείλουν να συγκεκριμενοποιούν, διατυπώνοντας μεσοπρόθεσμους στόχους, τις βασικές χωροταξικές αρχές της Ομοσπονδίας για την χωρική έκταση του Ομόσπονδου Κράτους. Ο Χωρικός σχεδιασμός στη περίπτωση του Ruhr αναφέρεται στο επίπεδο του Περιφερειακού Σχεδιασμού, ο οποίος αποτελεί συνδετήριο κρίκο μεταξύ της κρατικής ομόσπονδης Χωροταξίας και του δημοτικού Πολεοδομικού Σχεδιασμού. Ο Χωροταξικός Νόμος δεν περιλαμβάνει κάποιον ορισμό της έννοιας της «Περιφέρειας». Επειδή ο ορισμός και ο χωρικός καθορισμός των Περιφερειών δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επαρκώς με επιστημονικά κριτήρια, αναπτύσσεται εξαιρετικά έντονη πολιτική επιρροή κατά τη διαμόρφωση των Περιφερειών. Τα Περιφερειακά Σχέδια οφείλουν να εξελίσσονται από τα ομόσπονδα Χωροταξικά Σχέδια. Οι φορείς τους οφείλουν επομένως να εξειδικεύουν για την περιφέρειά τους ομόσπονδους δεσμευτικούς χωροταξικούς στόχους. Βάσει του νεότερου Χωροταξικού Νόμου, εξουσιοδοτούνται τα Ομόσπονδα Κράτη, σε πυκνοκατοικημένες περιοχές, ή άλλα πολύπλοκα οικιστικά πλέγματα να εξελίξουν και να εισαγάγουν έναν νέο τύπο σχεδίου, το Περιφερειακό Σχέδιο Χρήσεων Γης. Η «Πολεοδομική Ανάπτυξη και Οργάνωση» αποτελεί ουσιαστικό συστατικό στοιχείο της δημοτικής / τοπικής αυτοδιοίκησης και ασκείται, βάσει των νόμων, από τις Κοινότητες με δική τους ευθύνη. Σ’ αυτό το πλαίσιο οφείλει, σύμφωνα με το Πολεοδομικό Δίκαιο (Baugesetzbuch), να εξασφαλίζει, μέσω της εξισορρόπησης των διαφόρων ιδιωτικών και δημόσιων συμφερόντων, καθώς

92


επίσης και της αναίρεσης και αποτροπής πολεοδομικών προβλημάτων, μια αειφόρο πολεοδομική εξέλιξη και μια κοινωνικά δίκαιη χρήση του εδάφους. Ο Τομεακός σχεδιασμός προωθεί συστηματικά μέτρα, που είναι αναγκαία για την εξέλιξη συγκεκριμένων και καθορισμένων αντικειμένων ή τομέων. Τα σημαντικότερα στο επίπεδο της Ομοσπονδίας καλύπτουν τομείς όπως: κυκλοφορία και επικοινωνίες, τροφοδοσία και αποχέτευση / αποκομιδή, άμυνα, περιβάλλον και προστασία της φύσης, γεωργία.112

Τα προγράμματα Internationale Bauausstellung (IBA) Οι Διεθνείς Κατασκευαστικές Εκθέσεις (IBA) είναι μέρος της σχεδιαστικής κουλτούρας της Γερμανίας για πάνω από 100 χρόνια, ως εργαλεία του αστικού σχεδιασμού. Στη διάρκεια μια δεκαετίας περίπου, τα προγράμματα IBA οφείλουν να βρουν πρωτοποριακές και βιώσιμες λύσεις σε κοινωνικά, πολιτιστικά και οικολογικά ζητήματα.113 Πρόκειται για δημόσια προγράμματα με κονδύλια κυρίως κρατικά και οργανώνονται ως εταιρίες, με εποπτικά όργανα και συμβουλευτικά συμβούλια, καθώς και εταιρικά δίκτυα. Αποτελούνται κατά κύριο λόγο από τους διευθύνοντες συμβούλους, τη διεύθυνση των project, τη διοίκηση, τους υπαλλήλους για τα έργα και δημόσιες σχέσεις. Χαρακτηρίζονται από τη συγκέντρωση που δείχνουν σε θέματα κοινωνικών αλλαγών που μπορούν να προκαλέσουν τοπική ανάπτυξη και μπορούν να γίνουν αντικείμενο του χωρικού σχεδιασμού. Είναι, λοιπόν, κάτι παραπάνω από απλά εκθέσεις αρχιτεκτονικές –είναι πειραματικές απαντήσεις σε κοινωνικά προβλήματα του αστικού τοπίου. Ωστόσο, τα μηνύματα του IBA μεταφέρονται μέσα από την εμπειρία των αξιομνημόνευτων τόπων που αυτός έχει δημιουργήσει. Για αυτό το λόγο, έχει εξαιρετική σημασία η ποιότητα των διαδικασιών και οι συνθήκες δημιουργίας των κτιρίων. Αξίζει να σημειωθεί πως κάθε πρόγραμμα IBA έχει συγκεκριμένο χωρικό και κοινωνικό περιβάλλον με προβλήματα, για την αντιμετώπιση των οποίων το IBA

Σερράος, Κ. (2005). Το Σύστημα Διοίκησης και Σχεδιασμού στη Γερμανία. [Online] Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας. Εκπαιδευτικό Υλικό του Μαθήματος: Ειδικά Θέματα Πολεοδομίας: Οι Πόλεις στην Ελλάδα και τον Ευρωπαϊκό Χώρο, 8ου Εξαμήνου. Available from: https://courses.arch.ntua.gr/108380.html?i=108380 (Ανάκτηση 01/02/2020) 113 https://de.wikipedia.org/wiki/Internationale_Bauausstellung (Ανάκτηση 01/02/2020) 112

93


δημιουργεί τα αντίστοιχα μοντέλα πρότζεκτ, χρονοδιαγράμματα και καθορισμένους κανόνες.

χωρίς

συγκεκριμένα

Σύμφωνα με το Υπόμνημα των IBA, ένα τέτοιο πρόγραμμα κρίνεται πετυχημένο από τον βαθμό στον οποίο έχει αντιμετωπίσει τα κοινωνικά και τα διεθνώς συναφή θέματα, και κατά πόσο τα οπτικοποιεί με δημιουργικές λύσεις και πρωτοποριακές σχεδιαστικές προτάσεις. Αυτό σημαίνει πως στο παρελθόν, πολλές από τις σχεδιαστικές πρωτοπορίες των project IBA έχουν γίνει κοινή γνώση για τη σχεδιαστική κοινότητα. Όσον αφορά τα κριτήρια που οφείλει να πληροί κάθε IBA, αναφέρεται πως πρέπει να ξεπερνά τα εμπόδια των συμβατικών ρουτινών του σχεδιασμού, να είναι μπροστά από την εποχή τους και να έχουν μία συνάφεια με εμβέλεια μεγαλύτερη από αυτή των εθνικών συνόρων.114 Η απαίτηση για πρωτοπορία στο σχεδιασμό συνεπάγεται πειραματικές προσεγγίσεις και τα αντίστοιχα ρίσκα. Για αυτό το λόγο, τα προγράμματα IBA χαρακτηρίζονται ως μοναδικά αστικά εργαστήρια που συγκεντρώνουν διανοητικούς, καλλιτεχνικούς και οικονομικούς πόρους. Με το τέλος των προγραμμάτων IBA, δημιουργούνται εκθέσεις όπου παρουσιάζονται τα αποτελέσματά τους με σκοπό τη συγκέντρωση του παγκόσμιου ενδιαφέροντος. Μεμονωμένα έργα, όμως, δύναται να έχουν μία πιο μακροπρόθεσμη προοπτική, διαρκώντας περισσότερο από τα ίδια τα IBA.

Τοπικοί Παράγοντες στο Ruhr Η παρακάτω ανάλυση των «παικτών» της περιοχής του Ruhr περιγράφεται με τον τρόπο που ήταν διαμορφωμένη την περίοδο που το IBA Emscher Park αναλαμβάνει δράση. Με κάποιες εξαιρέσεις, όπως το Regionalverband Ruhr, οι καταστάσεις δεν έχουν αλλάξει ιδιαίτερα. Πρέπει επίσης να σημειωθεί πως οι παρατηρήσεις που «χρωματίζουν» τους τοπικούς παράγοντες με τον τρόπο που ένας εξωτερικός ερευνητής δε θα μπορούσε, ανήκουν στον Klaus Kunzmann, καθηγητής από το 1974 έως το 2006 στη Σχολή Χωρικού Σχεδιασμού του Τεχνικού Πανεπιστημίου (Technische

114

http://www.open-iba.de/en/memorandum/index.html (Ανάκτηση 01/02/2020)

94


Universität) του Dortmund (ανάμεσα σε πολλές άλλες ερευνητικές θέσεις και με διάφορες διακρίσεις).115 Ομόσπονδο Κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (NWR), με έδρα στο Düsseldorf: είναι ο πιο ισχυρός παράγοντας της περιοχής, με σημαντική οικονομική δύναμη και με ξεκάθαρες «carrot and stick»116 πολιτικές. Η Ομόσπονδη Κυβέρνηση, δηλαδή ο Πρωθυπουργός και οι Ομόσπονδοι Υπουργοί, διαμοιράζουν «χάρες» σε τοπικά ιδρύματα που υποστηρίζουν τις ιδεολογικές τους ομόσπονδες πολιτικές. Το Υπουργείο Οικονομικών ελέγχει τους πόρους για την τοπική οικονομική ανάπτυξη, την τεχνολογική καινοτομία και τις μεταφορές, συμπεριλαμβανομένων των πόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το Υπουργείο αστικού σχεδιασμού χωροταξίας και συγκοινωνιών(Ministerium für Bauen, Wohnen, Stadtentwicklung und Verkehr)καταμερίζει μία πληθώρα προγραμμάτων αστικής ανάπτυξης και τους αντίστοιχους πόρους στις τοπικές κυβερνήσεις αν αυτές συμφωνούν με τις επιταγές των υπουργικών υπαλλήλων.117 Διοικητικές Περιφέρειες (Νομοί), στα γερμανικά Regierungsbezirke / Regierungsprasidenten στο Düsseldorf, Arnsberg και Münster: είναι οι παλαιότερες τοπικές υπηρεσίες του Ομόσπονδου Κρατιδίου NWR (ιδρύθηκαν το 1816). Οι υπηρεσίες των Διοικητικών Περιφερειών (Νομών) ασκούν επομένως, στην επικράτειά τους, μια συντονιστική λειτουργία σε οριζόντιο επίπεδο, καθώς επίσης και μια διαμεσολαβητική λειτουργία μεταξύ των ομόσπονδων Υπουργείων, στο ανώτερο επίπεδο, και των οργανισμών δημοτικής (τοπικής) αυτοδιοίκησης, στο κατώτερο επίπεδο. Landschaftsverbände: Επιλεγμένες κοινοτικές εργασίες στο Κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (NWR), που για οικονομικούς ή άλλους λόγους, δεν μπορούν να εκτελεστούν από μία τοπική αυτοδιοίκηση και για αυτό αναθέτεται σε έναν από τους δύο οργανισμούς Landschaftsverbände –υπάρχει ένας για τη Ρηνανία και ένας για τη Βεστφαλία.118 Αυτές οι υπηρεσίες συνεργάζονται με τις τοπικές αυτοδιοικήσεις, χορηγούμενες από το Ομόσπονδο Κρατίδιο NWR. Οι υποχρεώσεις των οργανισμών αυτών αφορούν τους τομείς της Υγείας, της

https://www.ucl.ac.uk/bartlett/planning/klaus-r-kunzmann (Ανάκτηση 01/02/2020) Η φράση «carrot and stick» είναι μία μεταφορά για τη χρήση ενός συνδυασμού επιβράβευσης και τιμωρίας για να προκληθεί η επιθυμητή συμπεριφορά. 117 Kunzmann, K. R. (2000). The Ruhr in Germany, A Laboratory for Regional Governance. In: Albrechts, L., Alden, J. & da Pires, R. (Eds). The Changing Institutional Landscape in Europe. London, Aldershot, σελ. 139. 115 116

118

https://de.wikipedia.org/wiki/Landschaftsverband_Rheinland (Ανάκτηση 01/02/2020)

95


Νεότητας και Κοινωνικών Ζητημάτων, του Πολιτισμού και της Προστασίας της Κληρονομιάς.119 Πολιτικά Κόμματα: Για δεκαετίες το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (γερμ. Sozialdemokratische Partei Deutschlands, SPD) έχει κυριαρχήσει στην κοιλάδα του Ruhr, εκπροσωπώντας ένα εκλογικό σώμα που αποτελείται κυρίως από συνδικάτα εργαζομένων, εκπαιδευτικών και δημόσιων υπαλλήλων. Αυτή η απόλυτη κυριαρχία έχει παραλύσει την περιοχή, καθώς δεν υπάρχει ούτε κίνητρο για αλλαγή ούτε αντιπαράθεση για να αντιδράσουν. Ως αποτέλεσμα, η έλλειψη οραματικής ηγεσίας έκανε αδύνατο οποιοδήποτε πρωτοποριακό και δημιουργικό μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. 120 Μεγάλες εταιρίες: Όπως έχει ήδη ειπωθεί, το Ruhr παραδοσιακά έχει κυριαρχηθεί από μεγάλες βιομηχανικές και ενεργειακές επιχειρήσεις, όπως η Thyssen, Krupp, Veba (πλέον E.on), RAG, VEW, RWE, που ήταν οι μεγαλύτεροι εργοδότες της περιοχής μαζί με το δημόσιο τομέα και τα πανεπιστήμια. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως οι ενεργειακές εταιρίες είναι οι μεγαλύτεροι ιδιοκτήτες γης στο Ruhr και μέσω των θυγατρικών τους οικιστικών οργανώσεων, έχουν τον έλεγχο της ενοικίασης κατοικιών. Η στάση των εν λόγω επιχειρήσεων ως προς τις απόπειρες για τον εκσυγχρονισμό της περιοχής είναι εντελώς πραγματιστικές: τις υποστηρίζουν μόνο εάν τους εξυπηρετούν, σε αντίθετη περίπτωση έχουν δικά τους δίκτυα και μέσα για να τις μποϋκοτάρουν. Συνδικάτα: ιστορικά στην περιοχή η παρουσίαση των εργατικών σωμάτων ήταν ισχυρή, μετά την αποβιομηχάνιση κυρίως των σωμάτων των εργαζόμενων στο δημόσιο τομέα και στο τομέα των υπηρεσιών. Η ανεπίσημη υποστήριξή τους είναι απαραίτητη για την τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη. Συμμετέχουν σε πληθώρα συναντήσεων, δημόσιες συζητήσεις και συνέδρια με θέμα το μέλλον του Ruhr. Εμπορικό Επιμελητήριο: είναι παράγοντες με μεγάλη επιρροή στο τοπικό επίπεδο. Αν και η περιφέρεια του Ruhr οργανώνεται σε πέντε επιμελητήρια, έχουν κάποιας μορφή συνεργασία –αν και σπάνια παίρνουν κοινές πρωτοβουλίες. Verkehrsverbund Rhine-Ruhr: είναι η εταιρία που προσφέρει τα μέσα για της δημόσιες συγκοινωνίες για ολόκληρη τη μητροπολιτική περιοχή του Rhine-Ruhr.

119

https://de.wikipedia.org/wiki/Landschaftsverband_Westfalen-Lippe (Ανάκτηση 01/02/2020)

Kunzmann, K. R. (2000). The Ruhr in Germany, A Laboratory for Regional Governance. In: Albrechts, L., Alden, J. & da Pires, R. (Eds). The Changing Institutional Landscape in Europe. London, Aldershot, σελ. 139. 120

96


Κατά τον Kunzmann, είναι μία από τις λίγες οργανώσεις όπου η περιφερειακή συνεργασία πραγματοποιείται χωρίς προβλήματα. Pro Ruhr Initiative & Initiativkreis Ruhrgebiet: είναι δύο σύλλογοι με μέλη τοπικούς παράγοντες, που είναι αφοσιωμένοι στην αναζωογόνηση του Ruhr. Ενώ ο πρώτος οργανισμός εκπροσωπεί ένα μεγαλύτερο αριθμό από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ο δεύτερος είναι ένας κλειστός σύλλογος με 40 CEOs μεγάλων επιχειρήσεων, που αφιερώνουν χρόνο και χρήμα σε ορισμένα αναπτυξιακά project, με έμφαση σε αυτά που τραβάνε τη προσοχή των μέσων ενημέρωσης και έχουν σχέση με τη προώθηση του πολιτισμού και της επιστήμης. Η δύναμη αυτών των δικτύων των οικονομικών «παικτών» δεν είναι εμφανής. Ωστόσο, στο παρασκήνιο, τα μεμονωμένα μέλη τους ρυθμίζουν τις τάσεις και διαμορφώνουν γνώμες. Τοπικά Πανεπιστήμια: θα μπορούσαν να έχουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του Ruhr, όμως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Ιδρυόμενα μόλις τις δεκαετίες του 1960 και 1970, τα ιδρύματα ανώτερης εκπαίδευσης στην κοιλάδα βλέπουν ως καθήκον τους κυρίως την παραγωγή καλά καταρτισμένων εργαζόμενων σε τοπικά ιδρύματα και επιχειρήσεις. Οι σχέσεις τους με τις κοινότητες είναι περιορισμένες. Μόνο το Πανεπιστήμιο του Dortmund έχει καταφέρει να φέρει κοντά την ακαδημαϊκή κοινότητα με την πολιτική και οικονομική ελίτ. Δυστυχώς, τα πανεπιστημιακά ιδρύματα δεν βρίσκουν σοβαρά κίνητρα στην εκκίνηση περιφερειακών συζητήσεων.

SVR, KVR, RVR Το 1920 ιδρύθηκε ο Siedlungsverband Ruhrkohlenbezirk (SVR, μετάφραση: (Οργάνωση για του οικισμούς της Περιοχής Άνθρακα Ruhr), ένας περιφερειακός οργανισμός με ειδικό σκοπό (Zweckverband121), τη ρύθμιση και την οργάνωση της ραγδαίας ανάπτυξης του πιο σημαντικού Γερμανικού βιομηχανικού αστικού συμπλέγματος. Για να επιτευχθεί λοιπόν αυτός ο στόχος, θεσμοθετήθηκε ένας σύνδεσμος περιφερειακού σχεδιασμού (regional planning) που ήταν ανώτερος των σχεδιαστικών αρχών των εξοχικών και αστικών περιοχών. Ο περιφερειακός ρυθμιστικός σχεδιασμός SVR συντόνιζε τις τοπικές χρήσεις γης και ζώνες χρήσης, τους διατηρούμενους ανοιχτούς και πράσινους Zweckverband είναι ένας οργανισμός που αποτελείται από διάφορες τοπικές αρχές σύμφωνα με τον Γερμανικό νόμο. Η βάση για τη δημιουργία ενός τέτοιου οργανισμού είναι ο νόμος που επιτρέπει τη συνεργατική ολοκλήρωση ενός συγκεκριμένου δημόσιου σκοπού. Τέτοιου είδους οργανισμοί είναι μία συνήθης μορφή διακοινοτικής συνεργασίας. 121

97


χώρους για ψυχαγωγικούς σκοπούς, ενώ πραγματοποίησε το περιφερειακό κυκλοφοριακό σχέδιο. Η ηγετική φυσιογνωμία που συνέλαβε και θεσμοθέτησε το πρώτο περιφερειακό σχέδιο στο Ruhr ήταν ο Robert Schmidt, ο πρώτος διευθυντής του SVR (1920-1932). Στις μεταπολεμικές φάσεις της οικονομικής αναδιοργάνωσης και του γερμανικού οικονομικού θαύματος (wirtschaftswunder), η ταχεία ανάπτυξη συντονίστηκε από το SVR, το οποίο θέσπισε έναν υποχρεωτικό περιφερειακό σχεδιασμό μέσω ενός συνολικού περιφερειακού σχεδίου ανάπτυξης. Ο Kunzmann υποστηρίζει πως ο οργάνωση ήταν ελεγχόμενη οικονομικά και πολιτικά από τις τοπικές αυτοδιοικήσεις και ως εκ τούτου είχε πολύ μικρή ισχύ για να μπορέσει να πραγματοποιήσει κάποιο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό χωρικό σχεδιασμό.122 Η δυνατότητα χωρικού σχεδιασμού του SVR καταργήθηκε το 1975 στα πλαίσια μίας διοικητικές αναδιοργάνωσης. Από εκείνο το σημείο, ο περιφερειακός σχεδιασμός εκτελέστηκε από τις Διοικητικές Περιφέρειες (Νομούς) Regierungsbezirke του Arnsberg, Düsseldorf και Münster. Το 1979 ο οργανισμός μετονομάζεται σε Kommunalverband Ruhrgebiet (KVR, Κοινοτικός Οργανισμούς του Ruhr) με καθήκοντα μικρότερης πολιτικής σημασίας όπως είναι οι δημόσιες σχέσεις, το περιφερειακό μάρκετινγκ, η διατήρηση των ανοιχτών χώρων, ο τουριστικός σχεδιασμός, η συλλογή δεδομένων και η χαρτογράφηση. Όποτε μέσα σε αυτό το πλαίσιο, την χρονική περίοδο που πραγματοποιείται το IBA Emscher Park, ο τότε KVR έχει μικρή σημασία. Ο ρόλος της οργάνωσης αλλάζει πάλι το 2004, όταν η Ομόσπονδη Κυβέρνηση της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (NWR) μεταρρύθμισε το Νόμο περί Χωροταξικού Σχεδιασμού (Regional Planning Act), σύμφωνα με τον οποίο ο πρόσφατα μετονομαζόμενος Regionalverband Ruhr (RVR, μετάφραση: Περιφερειακή Οργάνωση του Ruhr) αποκτά πάλι σχεδιαστικές δυνατότητες. Γίνεται λοιπόν ευθύνη της η καθιέρωση περιφερειακών γενικών σχεδίων (master plans) και η προώθηση της ανάπτυξης του Emscher Landscape Park και άλλων ανοιχτών χώρων. Επιπλέον, ο RVR πραγματοποιεί τον περιφερειακό σχεδιασμό οικονομικής ανάπτυξης και το περιφερειακό μάρκετινγκ τοποθεσίας.123 Για Kunzmann, K. R. (2000). The Ruhr in Germany, A Laboratory for Regional Governance. In: Albrechts, L., Alden, J. and da Pires, R. (Eds). The Changing Institutional Landscape in Europe. London, Aldershot, σελ. 138. 123 Keil A. & Wetterau B. (2013). Metropolis Ruhr. A Regional Study of the New Ruhr. [Online] Essen, Regionalverband Ruhr, σελ. 19. Available from: https://www.geographie.uni-wuppertal.de/uploads/media/Metropolis_Ruhr-1_02.pdf (Ανάκτηση 01/02/2020) 122

98


αρκετά χρόνια ο RVR σκιαγραφεί την κοιλάδα του Ruhr ως Μητρόπολη Ruhr (Metropolis Ruhr) ώστε να τονιστεί ο αστικός χαρακτήρας της. Από το 2017, αυτό έχει ενταθεί μέσα από το πρόγραμμα μάρκετινγκ που προωθεί το Ruhr ως η Πόλη των Πόλεων (γερμανικά Stadt der Städt).124 99

Εγχειρήματα Προγενέστερα του IBA Emscher Park

Διάγραμμα 4: Χρονολόγιο Αναδιάρθρωσης του Ruhr. Πηγή: Percy S., 2003

Regionalverband Ruhr. (2018). Small Atlas Metropole Ruhr. The Ruhr region in transformation, σελ. 3. Υποστηρικτό Υλικό Εκπαιδευτική Εκδρομής Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Available from: https://www.arch.ntua.gr/node-resources/854#resource-15028 (Ανάκτηση 01/02/2020) 124


Προγράμματα Αναδιάρθρωσης πριν το IBA Emscher Park Με το τέλος της μεταπολεμικής κατασκευαστικής και οικονομικής άνθισης και από τις αρχές των κρίσεων του άνθρακα και του χάλυβα, το Ruhr βίωσε ένα πλήθος προσεγγίσεων διαρθρωτικού σχεδιασμού.125 Το «Αναπτυξιακό Πρόγραμμα Ruhr 1968–1973» (Entwicklungsprogramm Ruhr) και το πρόγραμμα με το οποίο συγχωνεύτηκε, το «Πρόγραμμα Βόρεια ΡηνανίαΒεστφαλία 1975» (Nordrhein-Westfalen-Programm), ήταν δύο ιδιαίτερα παρεμβατικές προσπάθειες που εισάχθηκαν από το Ομόσπονδο Κράτος και στόχευαν στο μετριασμό των επιπτώσεων της συρρίκνωσης της βιομηχανίας του άνθρακα, στον εκσυγχρονισμό της εναπομένουσας και στην προσέλκυση των εσωτερικών επενδύσεων.126 Κρίθηκε λοιπόν απαραίτητη η ανανέωση των συστημάτων υποδομής και η ίδρυση πανεπιστήμιων, αφού μέχρι τότε δεν υπήρχε κανένα στη περιοχή του Ruhr.127 Το 1979 δημιουργήθηκε ένα ακόμα σχέδιο από το Ομόσπονδο Κράτος για να ενθαρρυνθεί η δομική αλλαγή, ονομαζόμενο «Πρόγραμμα Δράσης στο Ruhr» (Aktionsprogramm Ruhr). Σε αυτή τη περίπτωση όμως, η καθολική προσέγγιση εγκαταλείφθηκε και στο κέντρο της διαρθρωτικής αλλαγής τοποθετήθηκε ο «αντιδραστικός μετριασμός» (reactive cushioning) της εξασθένισης των βιομηχανιών του άνθρακα και του χάλυβα. Παρά το αντίκτυπο του προγράμματος στο θέμα των απώλειών θέσεων εργασίας, ουσιαστικά εμπόδισε τη διαδικασία αναδιάρθρωσης και τη δημιουργία μίας νέας οικονομικής βάσης. Το πρόγραμμα που ακολούθησε το 1984, δηλαδή το «Ομόσπονδη Πρωτοβουλία για Μελλοντικές Τεχνολογίες» (Landesinitiative Zukunftstechnologien), αποσκοπούσε στην προώθηση της μεταφοράς της τεχνολογίας (technology transfer) και στην τεχνολογική καινοτομία. Παρά τα προγράμματα αυτά όμως, η περιοχή του Ruhr διατηρούσε μία αρνητική εικόνα, είχε υψηλά επίπεδα ανεργίας και οξυμένα κοινωνικά προβλήματα. Ήταν κοινά αποδεκτό πως οι Regionalkunde Ruhrgebiet. (n.d.). Main topic: Renewing the infrastructure. [Online] Available from: http://www.ruhrgebietregionalkunde.de/html/vertiefungsseiten/renewing_the_infrastructure.php.html (Ανάκτηση 01/02/2020) 126 Danielzyk, R. & Wood, G. (2004). Innovative Strategies of Political Regionalization, The Case of North Rhine Westphalia. European Planning Studies, 12 (2), pp.191–207. 127 Percy, S. (2003). The Ruhr: from Dereliction to Recovery. In: Couch, C., Fraser, C. & Percy, S. (Eds). Urban Regeneration in Europe. Great Britain : Blackwell Science. 125

100


προηγούμενες στρατηγικές και πρωτοβουλίες, δεν κατόρθωσαν να αντιμετωπίσουν σε ικανοποιητικό βαθμό τα οικονομικά και δομικά προβλήματα του Ruhr. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ξεκίνησαν οι πολιτικοί της Βόρειας ΡηνανίαςΒεστφαλίας να συνειδητοποιούν πως τα προβλήματα στις περιοχές των βιομηχανιών του άνθρακα και του χάλυβα δεν ήταν μεταβατικά, αλλά ενδεικτικά μίας νέας εποχής για τις κοινωνίες γενικότερα. Θεωρήθηκε ότι οι κρατικές δομές θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στη πολυπλοκότητα των νέων καταστάσεων και προβλημάτων μόνο εάν τα κρατικά όργανα παρακολουθούσαν στενά τις οικονομικές εξελίξεις –πράγμα που απαιτούσε την αποκέντρωση του κρατικού ελέγχου σε ένα περιφερειακό επίπεδο.128 Με βάση αυτό το πλαίσιο, αναπτύχθηκε το Internationale Bauausstellung (IBA) Emscher Park το 1989, το οποίο θα αναλυθεί σε βάθος παρακάτω.

Διαχείριση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς πριν το IBA Emscher Park Το κίνημα της Βιομηχανικής Αρχαιολογίας που είχε ως αφετηρία τη Μεγάλη Βρετανία την δεκαετία του 1950 τράβηξε το ενδιαφέρον και το παρακολούθησαν στενά οι Γερμανοί ιστορικοί της τεχνολογίας, όπως ο Wolfhard Weber στο Πανεπιστήμιο Ruhr στο Bochum, και οι Γερμανοί υποστηρικτές του κινήματος της διατήρησης, που ενθάρρυναν τη διατήρηση της βιομηχανικής κληρονομιάς. Προσθέτοντας στον ενθουσιασμό των μηχανικών, ήταν η αργοπορημένη αναγνώριση των βιομηχανικών κτιρίων ως τέχνη. Το 1969, η αίθουσα του μηχανοστασίου του Zeche Zollern II/IV στο Dortmund κατοχυρώθηκε η προστασία της ως βιομηχανικό μνημείο, σε σημαντικό βαθμό επειδή οι ιστορικοί της τέχνης και οι αρχιτέκτονες έφεραν στην επιφάνεια την καλλιτεχνική αξία του κτιρίου αρτ νουβό (art nouveau) του Bruno Mohring. Όχι μόνο οι ιστορικοί της τέχνης, αλλά και οι ίδιοι οι καλλιτέχνες άρχισαν να ανακαλύπτουν τη βιομηχανική κληρονομιά. Για παράδειγμα, οι Hilla και Bernd Becher, που τότε είχαν βάση στο Dusseldorf, άρχισαν να φωτογραφίζουν βιομηχανικά αντικείμενα στην κοιλάδα του Ruhr από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα. Οι εκθέσεις τους είχαν ως κύριο στόχο τη δημοσιοποίηση των αισθητικών ποιοτήτων των βιομηχανικών κτιρίων. Ένα καλό παράδειγμα μίας από κάτω (from bellow) πρωτοβουλίας για τη βιομηχανική κληρονομιά είναι αυτό που αναφέρθηκε στην εισαγωγή του Danielzyk, R. & Wood, G. (2004). Innovative Strategies of Political Regionalization, The Case of North Rhine Westphalia. European Planning Studies, 12 (2), pp.191–207. 128

101


κεφαλαίου, δηλαδή η προσπάθεια για τη διάσωση του συγκροτήματος εργατικών κατοικιών Eisenheim στο Oberhausen στις αρχές της δεκαετίας 1970. Κατασκευασμένα το 1848, ο ιστορικός οικισμός των εργατών είχε προγραμματιστεί για κατεδάφιση. Κάποια από τους κατοίκους του Eisenheim δήλωσαν τη διαφωνία τους με αυτό το σχέδιο, και βρήκαν υποστήριξη από μία ομάδα υπό τον Ronald Gunter, ενός συντηρητή από τη Βεστφαλία. Όταν το Eisenheim περιήλθε υπό την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς το 1972, ο μακρύς αγώνας για έναν εκσυγχρονισμό με ιστορικές ευαισθησίες ήταν πετυχημένος. Σήμερα, το οικιστικό συγκρότημα είναι ένα από τα σημείαναυαρχίδες της επίσημης παρουσίασης της βιομηχανικής κληρονομιάς στη Βόρεια Ρηνανίας-Βεστφαλία. Το παράδειγμα του Eisenheim ακολουθήθηκε από διάφορες άλλες πρωτοβουλίες σε ολόκληρο το Ruhr. Ένα τέτοιο είναι η πρωτοβουλία το 1977 από τον παπά Willi Overbeck, που έψαχνε χώρο για ένα κέντρο νεότητας στη γειτονιάς του και οργάνωσε μία ομάδα από αρχιτέκτονες, συντηρητές της κληρονομιάς και κοινωνικούς λειτουργούς με σκοπό να εμποδίσουν την ισοπέδωση του μεταλλευτικού συγκροτήματος Zeche Carl. Έτσι, αυτό μετατράπηκε σε ένα σημαντικό πολιτιστικό κέντρο στο Essen με προγράμματα που απευθύνονταν σε μεγάλη ποικιλία κοινωνικών ομάδων. Τέτοιες πρωτοβουλίες «από κάτω» είχαν ως αποτέλεσμα την επανεξέταση της βιομηχανικής κληρονομιάς «από πάνω». Οι ακόλουθες ομόσπονδες κυβερνήσεις της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (NWR), οι κοινότητες του Ruhr, οι κύριοι βιομήχανοι και τα συνδικάτα έγιναν υποστηρικτές της βιομηχανικής κληρονομιάς. Για τις SPD ομόσπονδες κυβερνήσεις του NWR της δεκαετίας του 1970, η βιομηχανική κληρονομιά θεσμοθετούσε την ανακάλυψη των «καθημερινών ανθρώπων» και εκδημοκράτιζε την ιστορική κουλτούρα της κοινωνίας. Το 1970, η ομόσπονδη κυβέρνηση NWR ανακοίνωσε το «North-Rhine Westphalia Program 1975», που σκόπευε στη διάσωση τεχνολογικών και ιστορικών κτιρίων, συμπεριλαμβανομένων των ανυψωτικών σκελετών, μηχανοστασίων, πύργων κτλ.129 Το 1979, ως μέρος ενός προγράμματος για το Ruhr, η SPD ομόσπονδη κυβέρνηση στο NWR διέθεσε κάποιους δημόσιους πόρους ώστε να αγοράσει βιομηχανικές ιδιοκτησίες. Η απόρροια αυτής της απόφασης για την ανάπτυξη του τοπίου του Ruhr, τόσο από περιβαλλοντική όσο και από πολιτιστική άποψη, δεν δύναται να υπερεκτιμηθεί. Ένα χρόνο αργότερα, το ομόσπονδο κοινοβούλιο καθιέρωσε τον Ομόσπονδο Νόμο περί Κληρονομικής Διάσωσης Berger, S., Golombek, J. & Wicke, C. (2018). A post-industrial mindscape? The mainstreaming and touristification of industrial heritage in the Ruhr. In: Routledge Cultural Heritage and Tourism Series. New York, Routledge. 129

102


(Landesdenkmalschulzgesetz), ο οποίος για πρώτη φορά θέτει ρητά και ξεκάθαρα ως προστατευμένα αντικείμενα αυτά που έχουν σχέση με τη Βιομηχανική Κληρονομιά. Από το 1980 και έπειτα, το ομόσπονδο υπουργείο αστικού σχεδιασμού, χωροταξίας και συγκοινωνιών πήρε υπό την ευθύνη του την προστασία της βιομηχανικής κληρονομιάς στις πόλεις του Ruhr, προφυλάσσοντας πολλά χαρακτηριστικά στοιχεία του αστικού τοπίου. Η βιομηχανική κληρονομιά είχε πλέον ενταχθεί στις καμπάνιες του KVR, που τόνιζαν τα θετικά χαρακτηριστικά της, όπως συνέβη για παράδειγμα στην εκστρατεία του 1985 με τίτλο «Das Ruhrgebiet: Ein starkes Stuck Deutschland” (μετάφραση: Το Ruhr: ένας δυνατό κομμάτι της Γερμανίας). Η ισχυρή πολιτική και διοικητική υποστήριξη της βιομηχανικής κληρονομιάς οδήγησε στη δημιουργία νέων μνημείων και στην ίδρυση νέων μνημείων. Το 1969 ένα τμήμα αρχείων και έρευνας δημιουργήθηκε στο γνωστό Γερμανικό Μεταλλευτικό Μουσείο στο Bochum. Το 1973, το μουσείο απέκτησε ένα ιστορικό ορόσημο όταν μεταφέρθηκε και συναρμολογήθηκε εκ νέου ένας τεράστιος ανυψωτικός σκελετός από ένα παροπλισμένο ορυχείο στο Dortmund πάνω από το μουσειακό συγκρότημα. Το ενδιαφέρον για τη βιομηχανική κληρονομιά στράφηκε λοιπόν στις μουσειακές δραστηριότητες, βρίσκοντας ένθερμους υποστηρικτές. Το 1979, για παράδειγμα, ιδρύθηκε το Βιομηχανικό Μουσείο της Βεστφαλίας με ένα πλήθος διάσπαρτων τοποθεσιών, που συμπεριλάμβανε σημαντικά μεταλλευτικά συγκροτήματα, όπως το Zeche Zollern. Το 1984, ιδρύθηκε το ομόλογό του, το Βιομηχανικό Μουσείο της Ρηνανίας, με έδρα ένα πρώην εργοστάσιο εξόρυξης ψευδαργύρου στο Oberhausen. Η βιομηχανική κληρονομιά παρουσιαζόταν στις αυθεντικές της τοποθεσίες. Τα μουσεία έχουν υπάρξει και συνεχίζουν να είναι βαρύνουσας σημασίας στο τομέα της δημιουργίας και προώθησης της βιομηχανικής κληρονομιάς στο Ruhr, καθώς και σημεία έλξης για τους τουρίστες που συρρέουν στην περιοχή τα τελευταία χρόνια σε όλο και μεγαλύτερα κύματα. Παράλληλα, οι υπεύθυνοι για το Ευρωπαϊκό Έτος Προστασίας των Μνημείων το 1975 ενίσχυσαν το ενδιαφέρον, το οποίο έδωσε τροφή σε αναρίθμητες δημοσιεύσεις, διοργανώσεις και έντυπα. Το κύμα νοσταλγίας και η κατάρρευση της πίστης στην πρόοδο έμοιαζαν να προσφέρουν την ευκαιρία σε μια ευρύτερη βάση και συμμετοχή στην πολιτική, στην κοινωνία και στα κρατικά μέτρα να συνεισφέρουν στη συντήρηση μνημείων με δημόσια συμφωνία. Στις δημοσιεύσεις εκείνου του καιρού μπορούσε να φανεί μια τρομερή θέληση διαφοροποίησης, η οποία συνδεόταν με τη συντήρηση των βιομηχανικών

103


μνημείων. Οι γερμανικές δημοσιεύσεις επιδείκνυαν μεμονωμένα παραδείγματα και τόνιζαν ιδιαίτερα τις κοινωνικό – ιστορικές και πολεοδομικές εκφάνσεις τους. Η πρόταση για επανάχρηση κτιρίων με την παλιά τους «δομική ύλη» ήρθε στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όχι από την υπηρεσία προστασίας μνημείων αλλά από την κοινωνική πολιτική, την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία. Γι’ αυτό το λόγο συνδέονται και κρατικοί και δημοτικοί φορείς με τις επαναχρήσεις, καθώς προσδοκούν οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά οφέλη. Από τη δεκαετία του 1970 δημιουργούνται τρόποι χρηματοδότησης και νέες οργανωτικές δομές, ώστε να προωθηθούν οι επαναχρήσεις και να δημιουργηθεί το απαραίτητο νομικό πλαίσιο. Έτσι, η φροντίδα των μνημείων δεν είναι πλέον μια απομονωμένη, ελιτιστική διαδικασία, αλλά μια ουσιώδης, αισθητικά όμορφη και απαραίτητη για την οργάνωση του χώρου πολιτική ανανέωσης, με το δικό της θεωρητικό υπόβαθρο. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο κρατίδιο της βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας η μέχρι τότε υπηρεσία διατήρησης/συντήρησης των μνημείων που υπαγόταν στο υπουργείο πολιτισμού (Kultur Ministerium) μεταφέρθηκε στο υπουργείο αστικού σχεδιασμού χωροταξίας και συγκοινωνιών(Ministerium für Bauen, Wohnen, Stadtentwicklung und Verkehr). Παρά, όμως, τις κινήσεις και τις δράσεις για την αναγνώριση της βιομηχανικής κληρονομιάς, η αποδοχή δε φαίνεται να έχει ριζώσει μέσα στον καθένα και τα ένστικτα που διαμορφώθηκαν σε βάθος δύο αιώνων επιβιώνουν ακόμη. Η αναγνώριση ενός βιομηχανικού κτιρίου ως μνημείο από τον καθημερινό άνθρωπο είναι μια διαδικασία η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτεί συγκεκριμένο εκπαιδευτικό υπόβαθρο όσον αφορά τόσο τους νέους όσο και τους μεγαλύτερους σε ηλικία. Οφείλει να σημειωθεί εδώ ότι οι κακές αναμνήσεις από έναν, εργασιακό σε αυτή την περίπτωση χώρο, μπορούν να οδηγήσουν τους χρήστες του στο να στραφούν εναντίον του. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το Kokerei Hansa στην περιοχή Huckarde του Dortmund. Παρότι οι προτάσεις για τη διατήρησή του και τη μετατροπή του ήρθαν το έτος 1992 μετά τον παροπλισμό του, 20 χρόνια σχεδόν μετά το 1975, οι συντηρητές μνημείων συνάντησαν ένα μεγάλο εμπόδιο. Οι κάτοικοι της περιοχής, ιδιαίτερα αυτοί που ζούσαν κοντά στο εργοστάσιο ή είχαν εργαστεί σε αυτό και είχαν αναγκαστεί να αποσυρθούν σε μια πρώιμη σύνταξη ή να αναζητήσουν εργασία αλλού στην περιοχή του Ρουρ, με το σύνθημα «αρκετά με τη βρωμιά» δήλωσαν αρκετά

104


ξεκάθαρα τη θέση τους. Αν και το Kokerei διατηρήθηκε και τελικά μετατράπηκε σε μουσείο, η αρχική αντίσταση των κατοίκων είναι αναντίρρητο γεγονός.130

105

Internationale Bauausstellung (IBA) Emscher Park

Χάρτης 5: Γενικό Σχέδιο του IBA Emscher Landscape Park. Πηγή: IBA Emscher Park GmbH. 1999

Το Internationale Bauausstellung Emscher Park (εν συντομία IBA Emscher Park, μτφρ. διεθνής κατασκευαστική έκθεση στον Emscher) ήταν ένα πρόγραμμα του Ομόσπονδου Κρατιδίου North Rhine-Westphalia που έλαβε χώρα από το 1989 έως το 1999, και που είχε ως στόχο την αντιμετώπιση των διαρθρωτικών αλλαγών στην κεντρική περιοχή του Ruhr, παρουσιάζοντας νέες ιδέες σε κοινωνικό, πολιτιστικό και οικολογικό επίπεδο.131 Σκοπός του είναι η εισαγωγή και εφαρμογή πολεοδομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών και οικολογικών προτάσεων για τη διατήρηση και την επανάχρηση Γαϊτανόπουλος, Ν. & Καλδής, Γ. (2014). “Glück auf” Μια περιήγηση στο Μύθο της Βιομηχανικής Γερμανίας. Διάλεξη 9ου εξαμήνου. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. 131 https://de.wikipedia.org/wiki/Internationale_Bauausstellung_Emscher_Park (Ανάκτηση 01/02/2020) 130


των βιομηχανικών μνημείων στην περιοχή του Emscher. Για να το πετύχει αυτό, το IBA Emscher Park προκήρυξε ανοιχτούς διαγωνισμούς, επιλέγοντας τις προτάσεις ανάπλασης που συμμορφωνόντουσαν με τους στόχους και τα κριτήρια του. Κατά τη διάρκεια της πραγμάτωσής του αναπτύχθηκαν περισσότερα από 400 project και πραγματοποιήθηκαν 120 σε 17 πόλεις του Ruhr με ποικίλους στόχους. Ανάμεσα τους βρισκόταν η προστασία των μνημείων, η επιδιόρθωση των καταστροφών στο περιβάλλον και η ανάπτυξη κοινωνικών πρωτοβουλιών και ενδιαφέροντος για την ευρύτερη περιοχή. Σημαντικά έργα του IBA Emscher Park αποτελούν το Landschaftspark Duisburg Nord, η νέα χρήση του Gasometer ως εκθεσιακός χώρος στο Oberhausen και του Jahrhunderthalle στο Bochum.

Οργάνωση της Διαχειριστικής Εταιρίας Η υπό-περιοχή του Emscher εκτείνεται κατά μήκος του καναλιού Rhine-Herne, έχει μήκος 70 km, πλάτος 10 km και καλύπτει περισσότερα από 800 km2. Ορίζεται από τους αυτοκινητόδρομους no 430 νότια και no 2 βόρεια και απλώνεται από την πόλη του Duisburg στα δυτικά μέχρι τις πόλεις Kamen και Bergkamen στα ανατολικά. Στην έκταση αυτή κατοικούν περίπου 2 εκατομμύρια άνθρωποι στις εξής 17 πόλεις: Duisburg, Oberhausen, Mülheim an der Ruhr, Bottrop, Essen, Gladbeck, Bochum, Gelsenkirchen, Recklinghausen, Herne, Herten, CastropRauxel, Waltrop, Lünen, Dortmund, Kamen και Bergkamen. Με τη πτώση των βαριών βιομηχανιών, η περιοχή Emscher επιδεικνύει όλα τα σημάδια της δομικής κρίσης: τεράστιες εκτάσεις γης χωρίς χρήσεις (περίπου το 10% της συνολικής έκτασης του Emscher ήταν brownfields το 1990), υψηλά επίπεδα ανεργίας, αυξημένα μεταναστευτικά κύματα, μεγάλη πυκνότητα πληθυσμού, ανεπαρκής ποιότητα κατοικιών και ιδιαίτερα υποβαθμισμένο φυσικό περιβάλλον (ο ποταμός Emscher λειτουργούσε ως ανοιχτός υπόνομος για τα απόβλητα των βιομηχανιών για έναν αιώνα).132 Η απάντηση στις επιπτώσεις της αποβιομηχάνισης ήρθε με το πρόγραμμα IBA Emscher Park. Πρόκειται για μία πρωτοβουλία του τότε Ομόσπονδου Υπουργού του αστικού σχεδιασμού, της χωροταξίας και των συγκοινωνιών (Minister für Stadtentwicklung, Wohnen und Verkehr), Christoph Zöpel, και του μετέπειτα διευθύνων σύμβουλου του προγράμματος, Karl Ganser, ο οποίος ήταν Weber, P. & Konitzky, A. (1993). L’Exposition Architecturale Internationale I.B.A. Emscher Park (Ruhr). Hommes et Terres du Nord, 2, σελ. 86 132

106


υψηλόβαθμο στέλεχος υπό την επίβλεψη του Zöpel στο υπουργείο ήδη από τις αρχές του 1980.133 Το project είχε το πλεονέκτημα της απεριόριστης υποστήριξης του Πρωθυπουργού του Ομόσπονδου κρατιδίου, Johannes Rau, και κάποιων γραφειοκρατών σε θέσεις-κλειδιά σε διάφορα υπουργεία. Δίχως αμφιβολία, το IBA Emscher Park ήταν ένα δημιούργημα των κυρίαρχων πολιτικών τάξεων της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας. Το Μάιο του 1989, μία μικρή μονάδα σχεδιασμού με το όνομα Emscher Park Planning Company (IBA GmbH) ιδρύθηκε σύμφωνα με το αστικό δίκαιο ως θυγατρική του Ομόσπονδου Υπουργείου Αστικού Σχεδιασμού, Χωροταξίας και Συγκοινωνιών, χωρίς κυβερνητικές εκτελεστικές εξουσίες. Αυτό σημαίνει πως τα project IBA μπορούσαν να εφαρμοστούν μόνο εκεί όπου η τοπική υποστήριξη το επέτρεπε. Κίνητρο για να ενθαρρυνθεί η συμμετοχή και η αποδοχή της IBA GmbH και των υψηλών απαιτήσεών της αποτέλεσε το γεγονός ότι η Ομόσπονδη Κυβέρνηση έδινε προτεραιότητα στα κονδύλια των project IBA μέσα στα πλαίσια διάφορων κυβερνητικών πολιτικών. Με άλλα λόγια, το IBA δεν είχε δικό του προϋπολογισμό για να χρηματοδοτήσει project, πάρα μόνο για τα δικά του έξοδα λειτουργίας και για την οργάνωση διεθνών διαγωνισμών.134 Η μονάδα Emscher Park Planning Company είχε λοιπόν ως ρόλο την υποστήριξη των κοινοτήτων ή των επενδυτών που προτείναν project και τη διοργάνωση ενός δικτύου αυτών. Στις περιπτώσεις που τα προτεινόμενα εγχειρήματα συναντούσαν τις υψηλές απαιτήσεις του IBA, η σχεδιαστική εταιρία παρείχε εξειδίκευση, βοήθεια με τις αιτήσεις για χρηματοδότηση, κύρος και προσοχή των μέσων ενημέρωσης. Η σχεδιαστική εταιρία είχε πρόεδρο τον καθηγητή Karl Ganser και αποτελούταν από περίπου 30 υπαλλήλους που χωρίζονταν σε δύο τμήματα: στο τεχνικό και στο οργανωτικό-δημόσιων σχέσεων.135 Παράλληλα, υπήρχε και η Εκτελεστική Επιτροπή του IBA, που αποτελούταν από εκλεγμένα μέλη και τοπικούς εκπροσώπους. Κάθε project που το IBA στήριζε έπρεπε πρώτα να επικυρωθεί από αυτό το διοικητικό συμβούλιο, στο οποίο προέδρευε η Ilse Brusis, Ομόσπονδη Υπουργός Εργασίας, Κοινωνικών https://de.wikipedia.org/wiki/Internationale_Bauausstellung_Emscher_Park (Ανάκτηση 01/02/2020) 134 Danielzyk, R. & Wood, G. (2004). Innovative Strategies of Political Regionalization, The Case of North Rhine Westphalia. European Planning Studies, 12 (2), σελ. 195. 135 Agence d’urbanisme pour le développement de l’agglomération lyionnaise. (2008). L’IBA Emscher Park une démarche innovante de réhabilitation industrielle et urbaine. [Online] σελ 16. Available from : http://www.urbalyon.org/AffichePDF/L-_IBA_Emscher_Park__Une_demarche_innovante_de_rehabilitation_industrielle_et_urbaine-1534 (Ανάκτηση 01/02/2020) 133

107


Υποθέσεων και Αστικής Ανάπτυξης, Πολιτισμού και Αθλητισμού.136 Πέρα από την Ilse Brusis, η Εκτελεστική Επιτροπή απαρτιζόταν από μέλη των Ομόσπονδων υπουργείων, συμμετέχοντες τοπικές διοικήσεις, εκπρόσωπους των βιομηχανιών, των συνδικάτων καθώς και διάφορες οργανώσεις για την πολεοδομία, αρχιτεκτονική και συντήρηση του φυσικού τοπίου.137 Η Εκτελεστική Επιτροπή ήταν επίσης υπεύθυνη για την καθιέρωση των σημείων-κλειδιών του προγράμματος και για την επιλογή των project που επρόκειτο να υλοποιηθούν. Η δομή IBA (εταιρία σχεδιασμού, εκτελεστική επιτροπή κ.α.) κόστισε περίπου 30 εκατομμύρια ευρώ για τα 10 χρόνια λειτουργίας της, πλήρως χρηματοδοτούμενη από το Ομόσπονδο Κράτος. Στα ίδια τα project IBA επενδύθηκαν πάνω από 3 δισεκατομμύρια ευρώ, εκ των οποίων τα δύο τρίτα

Διάγραμμα 4: Χρονολόγιο του IBA Emscher Park. Πηγή: iba-emcherpark.de, 2020

https://de.wikipedia.org/wiki/Ilse_Brusis (Ανάκτηση 01/02/2020) IBA Emscher Park GmbH. (1999). Short Information IBA Finale 1999. [Online] Ενημερωτικό Φυλλάδιο για το IBA Emscher Park με Αφορμή τη Λήξη του. Available from: http://www.ifanos-concept.de/downloads/spatial_planning/index_eng.html (Ανάκτηση 01/02/2020) 136 137

108


προήλθαν από κρατικούς και ευρωπαϊκούς πόρους και το υπόλοιπο ένα τρίτο από συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα.138

Στόχοι και Στρατηγικές του Προγράμματος Το πρόγραμμα IBA, σε αντίθεση με προηγούμενες πρωτοβουλίες, είχε ως κύριο στόχο την αλλαγή της φυσικής εμφάνισης και την αρνητική εικόνας της υπόπεριοχής του Emscher. Η δεξαμενή σκέψης (think-tank) του IBA, όπως αυτή περιγράφτηκε νωρίτερα, συνέταξε ένα υπόμνημα, το «IBA-Memorandum» (Ministerium für Stadtentwicklung, Wohnen und Verkehr 1988), το οποίο συνόψιζε τις γενικές αρχές και τους τομείς δράσης του προγράμματος. Το IBA ήταν σχεδιασμένο ως ένα φιλόδοξο ομόσπονδο πρόγραμμα, με το σύνθημα «Ένα εργαστήριο για το Μέλλον των Βιομηχανικών Περιοχών». Δηλώνεται με αυτόν τον τρόπο η πρόθεση για μία νέα πειραματική διαδικασία χάραξης πολιτικής στον περιφερειακό σχεδιασμό. Το project είχε ως όραμα μία συνεχή διαδικασία καθοδηγούμενου εξιστορισμού (incrementalism139 with a perspective. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως μία ευέλικτη προσέγγιση ως προς τις σχεδιαστικές λύσεις και μία μεθοδολογία που στηρίζεται στη μάθηση μέσα από τη πράξη. Αυτή η βήμα-βήμα στρατηγική άφηνε χώρο ώστε να είναι εφικτή είτε μία μετέπειτα ακύρωση των project που δε θα έβρισκαν στήριξη από ισχυρά ενδιαφερόμενα μέρη (stakeholders), είτε μία τροποποίηση της ατζέντας στην περίπτωση που θα είχε μεσολαβήσει η υποστήριξη από επιφανείς βιομηχανίες, κοινότητες, ή/και καθοριστικούς ομίλους μέσων ενημέρωσης.140 Έτσι, τα project IBA εφαρμόστηκαν μόνο εκεί όπου η τοπική υποστήριξη επέτρεψε στο εγχείρημα να προχωρήσει και όπου οι τοπικοί παράγοντες είχαν το ενδιαφέρον να συνεχίσουν τη διαχείριση του project μετά το τέλος της κατασκευαστικής φάσης. Αυτό οδήγησε σε μία εμφανή άνιση γεωγραφική κατανομή των project ανάπλασης, αφού κάποιες τοπικές αρχές ήταν πιο Agence d’urbanisme pour le développement de l’agglomération lyionnaise. (2008). L’IBA Emscher Park une démarche innovante de réhabilitation industrielle et urbaine. [Online] σελ 22. Available from : http://www.urbalyon.org/AffichePDF/L-_IBA_Emscher_Park__Une_demarche_innovante_de_rehabilitation_industrielle_et_urbaine-1534 (Ανάκτηση 01/02/2020) 139 Με τον όρο incrementalism περιγράφεται ένας τρόπος εργασίας σύμφωνα με τον οποίο προστίθενται στο project πολλές μικρές σταδιακές αλλαγές αντί για μερικά εκτενώς σχεδιασμένα μεγάλα βήματα. 140 Müller, S. & Carr, C. (2009). Image politics and stagnation in the Ruhr Valley. In: Porter, L. & Shaw, K. (Eds). Whose Urban Renaissance?. USA, Routledge, σελ. 111. 138

109


ενθουσιώδης από άλλες ως προς τη συμμόρφωση στην απαιτητική φιλοσοφία του IBA.141 Δεν δημιουργήθηκε επί τούτου κανένα φυσικό ολοκληρωμένο γενικό σχέδιο (master plan). Ουσιαστικά, μεμονωμένα project ακολούθησαν ένα γενικό αόριστο μακροπρόθεσμο όραμα. Σε αυτόν τον προοδευτικό σχεδιασμό (designby-progress), πολλά project ξεκινήσαν, ακόμη και όταν το τελικό προϊόν δεν μπορούσε να προσδιοριστεί, με μόνο σκοπό την απεικόνιση και παρουσίαση των κατευθύνσεων που έπρεπε να πάρουν οι τοπικές πρωτοβουλίες. Μόνο λίγα εγχειρήματα-ναυαρχίδες (flagship projects) ολοκληρώθηκαν για να αποτυπώσουν τις εφαρμοσμένες αρχές και να τραβήξουν εξωγενές της περιοχής ενδιαφέρον. Η συντήρηση της πλούσιας βιομηχανικής κληρονομιάς και η προώθηση του πολιτισμού ως καταλύτη ανάπτυξης ήταν για τους οραματιστές του IBA τα στοιχεία-κλειδιά για την επίτευξη του περιφερειακού εκσυγχρονισμού.142 Οι στόχοι και οι περιοχές δράσης του εγχειρήματος, όπως ορίστηκαν στο πρωτότυπο «IBA-Memorandum», είναι οι εξής: 1. «Πράσινο Πλαίσιο: το Emscher Πάρκο Τοπίου»: Σε συνεργασία με τον τότε οργανισμό Kommunalverband Ruhrgebiet (σήμερα Regionalverband Ruhr), επιχειρήθηκε η αναζωογόνηση των προστατευμένων πράσινων χώρων μίας έκτασης 320 km2 και η ένωση τους σε ένα ενιαίο πάρκο. Η ιδέα αυτή αποτελούσε την ιστορική συνέχεια του οράματος των πράσινων διαδρόμων του Siedlungsverband Ruhrkohlenbezirk ήδη από το 1920, που όμως δεν είχε ολοκληρωθεί πλήρως.143 Με βάση αυτά λοιπόν, οργανώθηκαν επτά ζώνες πρασίνου –το καθένα με διαφορετικές χωρικές θεματικές (πάρκο αναψυχής, οικολογικό πάρκο, πάρκο τοπίου) και ανατέθηκε στο σύνδεσμο KVR ο συντονισμός του εγχειρήματος.144 Στο πλαίσιο αυτό καθιερώθηκαν διαδρομές

Kunzmann, K. R. (2000). The Ruhr in Germany, A Laboratory for Regional Governance. In: Albrechts, L., Alden, J. & da Pires, R. (Eds). The Changing Institutional Landscape in Europe. London, Aldershot. 142 Kunzmann, K. R. (2000). The Ruhr in Germany: A Laboratory for Regional Governance. In: Albrechts, L., Alden, J. & da Pires, R. (Eds). The Changing Institutional Landscape in Europe. London, Aldershot, σελ. 146. 143 IBA Emscher Park GmbH. (1999). Short Information IBA Finale 1999. [Online] Ενημερωτικό Φυλλάδιο για το IBA Emscher Park με Αφορμή τη Λήξη του. Available from: http://www.ifanos-concept.de/downloads/spatial_planning/index_eng.html (Ανάκτηση 01/02/2020) 144 Weber, P. & Konitzky, A. (1993). L’Exposition Architecturale Internationale I.B.A. Emscher Park (Ruhr). Hommes et Terres du Nord, 2, DOI : https://doi.org/10.3406/htn.1993.2420, σελ. 87. 141

110


πεζοπορίας και ποδηλασίας και μετατράπηκαν τα πρώην βιομηχανικά συστήματα ύδρευσης σε λίμνες και κανάλια. 2. «Ανάπλαση του συστήματος του ποταμού Emscher»: Όπως έχει ήδη αναλυθεί παραπάνω, για δεκαετίες ο ποταμός Emscher λειτουργούσε ως ανοιχτός υπόνομος για τα απόβλητα των βιομηχανιών. Με τη βοήθεια του οργανισμού Emschergenossenschaft μελετήθηκε η υπογειοποίηση των υποδομών, η εξυγίανση του ποταμού και η μετατροπή του σε χώρο αναψυχής και ψυχαγωγίας. Ωστόσο ο ποταμός παραμένει σε γενικές γραμμές ακόμα αόρατος, αφού μόνο σε ορισμένα διάσπαρτα σημεία υπάρχει πρόσβαση μέσα από τον ποδηλατοδρόμο. 3. «Δουλεύω στο πάρκο»: Προώθηση νέων εργασιακών περιβαλλόντων, που στηρίζεται στην επανάχρηση πρώην βιομηχανικών εγκαταστάσεων. Ουσιαστικά δημιουργήθηκε μία αλυσίδα από τεχνολογικά πάρκα που συγκέντρωναν κυρίως γραφεία και εταιρίες σχετικές με τις υψηλές τεχνολογίες (high-tech), τα μέσα ενημέρωσης, την αρχιτεκτονική και το design. Θεωρήθηκε απαραίτητο να υπάρχει μεγάλη αναλογία ανοιχτών και πράσινων χώρων σε αυτά τα πάρκα, όμως δεν έχει παρατηρηθεί αξιοσημείωτη διαφορά στα τοπικά επίπεδα της ανεργίας ή κάποια οικονομική διάχυση στην περιοχή.145 4. «Στέγαση και αστική ανάπτυξη»: Στα πλαίσια του IBA Emscher Park έλαβαν χώρα 25 προγράμματα οικιστικής ανάπτυξης που οδήγησαν στη δημιουργία 2500 νέων μονάδων κατοικίας και στην ανακαίνιση άλλων 5000. Το νούμερο των κατοικιών είναι μάλλον ελάχιστο σε σχέση με τις στεγαστικές ανάγκες της περιοχής των δύο εκατομμύριων κατοίκων. 5. «Κοινωνικές πρωτοβουλίες, απασχόληση και κατάρτιση»: Πρόκειται για το αποτέλεσμα της επίμονης προσπάθειας των πολιτικών κινημάτων που πίεζαν για λύσεις στο γενικό πρόβλημα της ανεργίας και για υποστήριξη από το IBA στα ήδη υπάρχοντα τοπικά project. Τέτοιο παράδειγμα είναι η ένωση στέγασης κατοίκων Riwetho στο Oberhausen, που έλαβε ορισμένους πόρος από το IBA για την συντήρηση παλιών εργατικών οικιστικών συγκροτημάτων. Γενικά, τέτοια project κατάφεραν στο τέλος να αποκτήσουν «ένα κομμάτι της πίτας», αλλά αυτό συνέβη αρκετά αργά και σε μικρό βαθμό.146 6. «Βιομηχανικά Μνημεία»: Σκοπός του προγράμματος ήταν η διατήρηση των βιομηχανικών κατάλοιπων ως εντυπωσιακά λείψανα μίας προηγούμενης Müller, S. & Carr, C. (2009). Image politics and stagnation in the Ruhr Valley. In: Porter, L. and Shaw, K. (Eds). Whose Urban Renaissance?. USA, Routledge, σελ. 87. 146 Müller, S. & Carr, C. (2009). Ο.π., σελ. 88. 145

111


εποχής και ως μνημειακές μαρτυρίες της βιομηχανικής κουλτούρας. Για τους οργανωτές του IBA, τα γιγάντια ορυχεία, οι υψικάμινοι και οι πύργοι αποτελούσαν σημεία αναφοράς της περιοχής, που εξηγούσαν την ιστορία της. Μετά τις εργασίες εξυγίανσης και αποκατάστασης, τα παλιά εργοστάσια υποδέχτηκαν νέες χρήσεις, όπως γραφεία, αίθουσες εκθέσεων και συναυλιών, θέατρα και εστιατόρια. Στόχος ήταν να αποτελέσουν σημεία έλξης για βιομηχανικό τουρισμό, ο οποίος θεωρούσαν ότι θα είναι ένα από τα πιο σημαντικά έργα των επόμενων του IBA χρόνων.147 Στη συνέχεια, θα αναλυθεί σε βάθος ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η διαχείριση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς στα πλαίσια του IBA Emscher Park, καθώς και ο βαθμός στον οποίο ήταν πετυχημένη η εν λόγω διαχείριση.

IBA Emscher Park GmbH. (1999). Short Information IBA Finale 1999. [Online] Ενημερωτικό Φυλλάδιο για το IBA Emscher Park με Αφορμή τη Λήξη του. Available from: http://www.ifanos-concept.de/downloads/spatial_planning/index_eng.html (Ανάκτηση 01/02/2020) 147

112


113

Χάρτης 6: Οι Πράσινοι Διάδρομοι και τα Flagship Projects του IBA Emscher Park. Πηγή: Regionalverband Ruhr, 2020

Προϋποθέσεις Ένταξης των Project στο Πρόγραμμα Οι στόχοι, όπως αναλύθηκαν παραπάνω, επιδιώχθηκαν στις αντίστοιχες μελέτες μέσω της αυστηρής εφαρμογής ενός συνόλου από περιβαλλοντικές, κοινωνικές και πολιτιστικές αρχές, όπως είναι η υψηλή αρχιτεκτονική ποιότητα, η διατήρηση της ενέργειας, ευρηματικός σχεδιασμός τοπίου, συντήρηση των ευαίσθητων μικρό-οικοσυστημάτων, η τοπική δέσμευση, οι συνεργασίες, οι αυτοοργανώσεις, οι διαδικαστικές εφαρμογές, τα χαμηλά έξοδα συντήρησης.148 Οι υψηλές απαιτήσεις του προγράμματος IBA Emscher Park έχουν αναφερθεί επανειλημμένα σε διάφορες μελέτες (Kunzmann, Danielzyk & Wood, Shaw, Pinch & Adams κ.α.). Αυτές οι αναφορές συνοδεύονται από άλλες όπου γίνεται λόγος για ανάγκη συμμόρφωσης και για επιτυχία της επιβολής των υψηλών απαιτήσεων του IBA στις τοπικές κοινότητες. Τα εν λόγω στάνταρ υφίστανται σε επίπεδο σχεδιαστικό, αρχιτεκτονικό, οικολογικό κ.α. Ωστόσο πιο εκτεταμένη ανάλυση του περιεχομένου αυτών των υψηλών καθομολογία προδιαγραφών Kunzmann, K. R. (2000). The Ruhr in Germany, A Laboratory for Regional Governance. In: Albrechts, L., Alden, J. & da Pires, R. (Eds). The Changing Institutional Landscape in Europe. London, Aldershot, σελ. 147. 148


δεν υπάρχει, αφήνοντας ερωτηματικά ως προς το τι θεωρείται «υψηλό» επίπεδο ποιότητας για τους οραματιστές του IBA. Επιπλέον, δυσχεραίνοντας την κατάσταση, παρατηρείται ένα πολύ μεγάλο κενό πληροφορίων σε σχέση με τα κριτήρια με τα οποία η σχεδιαστική μονάδα IBA Emscher GmbH αποφάσιζε ποια project θα στηρίξει και θα υλοποιήσει και ποια όχι. Ο Kunzmann κάνει λόγο για το πρόγραμμα, ως μία προσέγγιση περιφερειακού εκσυγχρονισμού όπου μεμονωμένα project συνδέονται με ένα αόρατο υπόγειο δίκτυο θεματικών αρχών και κριτήριων ποιότητας.149 Το γεγονός πως το IBA Emscher Park είναι μία απόπειρα χωρικού σχεδιασμού βασιζόμενη σε ένα δίκτυο από πολλά project, κάνει καθοριστικής σημασίας την εξήγηση των κριτήριων με τα οποία αυτά γίνονται δεκτά. Επίσης ανεξήγητος μένει ο τρόπος με τον οποίο επιλέγονται ποια από αυτά τα project είναι κεραίας σημασίας (flagship project) και ποια όχι. Αυτή η απουσία κριτηρίων έχει ιδιαίτερα ηχηρό αντίκτυπο στα project IBA που είχαν ως αντικείμενο τη διαχείριση βιομηχανικών μνημείων. Δεν γίνεται λοιπόν δυνατή μία ολοκληρωμένη αξιολόγηση του προγράμματος IBA, αλλά ούτε και προωθείται η διδακτική αξία του. Ο τομέας της βιομηχανικής κληρονομιάς βρίσκεται αρκετά βήματα πίσω σε σχέση με τους υπόλοιπους τομείς της πολιτιστικής κληρονομιάς όσον αφορά το κομμάτι της κοινωνικής αποδοχής και της ανάγκης προστασίας και συντήρησης. Εάν υπήρχαν κριτήρια με τα οποία αξιολογήθηκαν τα βιομηχανικά κατάλοιπα της περιοχής του Emscher, θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμα ως μεθοδολογικά σε μελλοντικές μελέτες διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς. Η μόνη ρητή δήλωση που γίνεται για τα κριτήρια επιλογής των project είναι αυτή που κάνει ο Kunzmann, όπου αναφέρει ότι δεν γινόντουσαν δεκτά παλαιότερα project, «που περιμένανε σε κάποιο συρτάρι κάποια τοπικής αυτοδιοίκησης για οικονομική υποστήριξη», ούτε ακαδημαϊκές εργασίες ή έρευνες επιλέχθηκαν. Μόνο project, που σύμφωνα με τα λεγόμενα του Kunzmann, ήταν «πειστικές» στους τρόπους και τα μέσα πραγματοποίησής τους.150 Επομένως, αν και το πρόγραμμα IBA Emscher Park υπήρξε πρωτοποριακό στην απόφαση του να προστατεύσει και να χρησιμοποιήσει το βιομηχανικό παρελθόν της περιοχής ως μοχλό ανάπτυξης, η ανυπαρξία ρητών κριτηρίων αξιολόγησής του αποτελεί σοβαρό ατόπημα. Αξίζει να σημειωθεί πως στη Χάρτα του Nizhny Kunzmann, K. R. (2000). Ο.π., σελ. 151 Kunzmann, K. R. (2018). In Retrospective: The IBA Emscher Park. [Online] Υποστηρικτό Υλικό Εκπαιδευτική Εκδρομής Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Available from: https://www.arch.ntua.gr/node-resources/854#resource-15028 (Ανάκτηση 01/02/2020) 149 150

114


Tagil για τη Βιομηχανική Κληρονομιά τονίζεται η σημασία δημοσίευσης των κριτηρίων αξιολόγησης των βιομηχανικών κτιρίων «ώστε το ευρύ κοινό να αποδεχτεί τη χρήση ορθολογικών και σταθερών κανόνων».151 Η Χάρτα συντάχτηκε το 2003, λίγο μετά το τέλος του προγράμματος, αλλά η έλλειψη αυτή δεν σημειώθηκε σε καμία από τις διθυραμβικές μελέτες που ακολούθησαν. Το μόνο δυνατό συμπέρασμα είναι, λοιπόν, πως η διατήρηση των βιομηχανικών καταλοίπων συνέβη μόνο όπου οι συγκυρίες το επέτρεψαν: δηλαδή, όπου το Ομόσπονδο Κράτος είχε αγοράσει την εγκαταλελειμμένη έκταση ή όπου υπήρχαν ισχυροί φορείς που υποστήριξαν τη συντήρηση και την επανάχρηση ή όπου οι τοπικές κοινότητες συμφώνησαν στις υψηλές –όποιες και αν είναι αυτές- απαιτήσεις του IBA Emscher Park.

TICCIH. (2003). The Nizhny Tagil Charter For The Industrial Heritage. July 2003. Nizhny Tagil, Russia, Άρθρο 2στ, σελ. 3. 151

115


116

Χάρτης 7: Η Διαδρομή της Βιομηχανικής Κληρονομιάς. Πηγή: Regionalverband Ruhr, 2020

Διαδρομή της Βιομηχανικής Κληρονομιάς (Route der Industriekultur) Όπως έχει διατυπωθεί παραπάνω, μία από τις βασικές αρχές του προγράμματος IBA Emscher Park ήταν η διαχείριση της βιομηχανικής κληρονομιάς στα πλαίσια της αστικής ανάπλασης και του πολιτιστικού τουρισμού. Αυτό πρακτικά μεταφράστηκε σε εργασίες αποκατάστασης και εισαγωγής νέων χρήσεων σε ένα πλήθος από βιομηχανικά μνημεία, με χαρακτηριστικότερα παραδείγματα το πάρκο τοπίου Duisburg-Nord, τη μετατροπή του Gasometer στο Oberhausen, τη διατήρηση του


ανθρακωρυχείου Zollverein και του σταθμού αερίου Jahrhunderthalle, το πάρκο Nordsternpark κ.α.152 Τα project αυτά σε συνδυασμό με την ανάγκη ανάδειξης και παρουσίασης της απτής υλικής προσφοράς του IBA, οδήγησαν στο τέλος του προγράμματος στη σύσταση μίας νέας πρωτοβουλίας: τη Διαδρομή της Βιομηχανικής Κληρονομιάς (Route der Industriekultur). Οργάνωση της Διαδρομής Ουσιαστικά η Βιομηχανική Διαδρομή δημιουργήθηκε ως ένα ακόμα project του IBA Emscher Park, που είχε ως σκοπό τη διαφύλαξη και κοινοποίηση των αποτελεσμάτων του. Υπεύθυνος για τη διαχείρισή της ήταν από την αρχή της καθιέρωσής της το 1999, ο περιφερειακός σύνδεσμος Regionalverband Ruhr (RVR)153, ο οποίος εν μέρει τη χρηματοδοτεί. Η διαδρομή στηρίζεται επίσης από το Ομόσπονδο Κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. 154 Το εγχείρημα, λοιπόν, αυτό συνδέει τα σημεία ενδιαφέροντος 150 χρόνων βιομηχανικής ιστορίας σε ένα μονοπάτι περίπου 400 χιλιομέτρων. Τα 56 σημεία έλξης από τα οποία αποτελείται, χωρίζονται στις εξής τρεις κατηγορίες: -Anchor Points (Σημεία αγκύρωσης): πρόκειται για τα ορόσημα της βιομηχανικής κουλτούρας του Ruhr, της οποίας το φάσμα αντιπροσωπεύουν: από τις βιομηχανίες του άνθρακα και του χάλυβα, μέχρι και τις δραστηριότητες σχετικές με τη χημεία, την ενέργεια, την εσωτερική ναυσιπλοΐα ή τη διαχείριση των μεταφορικών και υδρευτικών υποδομών. Αριθμούνται συνολικά 26 anchor points στη διαδρομή, τρία εκ των οποίων είναι ταυτόχρονα και κέντρα επισκεπτών (visitor centers), προσφέροντας ένα ολοκληρωμένο πακέτο πληροφορίων για τη διαδρομή.155 -Panorama Points: υπάρχουν 17 τεχνητοί λόφοι στη διαδρομή, που ήταν σωροί σκωρίας ως αποτέλεσμα της εξόρυξης λιθάνθρακα και προσφέρουν μοναδικά Heckmann, U. (2019). Regionalverband Ruhr / Referat Industriekultur. Forum Geschichtskultur Ruhr, σελ. 64. 153 Bangstad, T. R. (2011). Routes of Industrial Heritage: On the Animation of Sedentary Objects. Culture Unbound, 3, pp.279–294. 154 Butzin B., Pahs R. & Prey G. (n.d.) Regionalkundliches Informationssystem des RVR zum Ruhrgebiet [Online] Available from: http://www.ruhrgebiet-regionalkunde.de/html/ris_index.php.html (Ανάκτηση 01/02/2020) 155 Regionalverband Ruhr. (n.d.). Ankerpunkte, Erlebnisorte und Meilensteine der Industriekultur. [Online] Available from: http://www.route-industriekultur.ruhr/ankerpunkte.html (Ανάκτηση 01/02/2020) 152

117


σημεία θέασης του βιομηχανικού τοπίου. Η Μητρόπολη του Ruhr είναι γνωστή για τα τοπόσημα που βρίσκονται συχνά στους τεχνητούς λόφους των πανοραμικών σημείων. Εκεί, τοποθετούνται έργα τέχνης που προσπαθούν να συνδέσουν τη μεταλλευτική ιστορία με τη δομική αλλαγή.156 -Housing Settlements: η διαδρομή περιλαμβάνει 13 συγκροτήματα κατοικιών εργατών και εργοδοτών των παλιών βιομηχανιών της περιοχής, σε μία προσπάθεια να φωτιστεί πέρα από το βιομηχανικό τοπίο και η ζωή των ανθρώπων που το διαμόρφωσαν. Τα anchor points ως τοποθεσίες σημαντικής ιστορικής σημασίας και ως σημεία εξαιρετικής τουριστικής ελκυστικότητας και ποιότητας, αποτελούν τις αφετηρίες των θεματικών διαδρομών (theme trails). Υπάρχουν 28 θεματικά μονοπάτια με περίπου 1000 σημαντικές ιστορικές τοποθεσίες, προσφέροντας στους επισκέπτες τη δυνατότητα να γνωρίσουν την κοιλάδα του Ruhr μέσα από εξιδεικευμένα θέματα, όπως για παράδειγμα η ζωή των ανθρακωρύχων, η τέχνη της ζυθοποιίας ή οι κηπουπόλεις (allotment gardens). Σε αυτές τις θεματικές διαδρομές επιχειρείται μία συνειδητή συγκέντρωση όχι μόνο στα highlights της βιομηχανικής κουλτούρας, αλλά στους λιγότερο γνωστούς πόλους έλξης. Περισσότερες τέτοιες διαδρομές ετοιμάζονται από τον οργανισμό RVR.157 Τα σημεία ενδιαφέροντος της διαδρομής είναι προσβάσιμα μέσα από το σιδηροδρομικό και οδικό δίκτυο, μέσα από ποδηλατοδρόμους ή και μερικώς με σκάφος. Αξίζει να σημειωθεί πως στο σιρκουί (circuit) των 400 χλμ., που δημιουργείται συνδέοντας τους κόμβους της διαδρομής, έχει τοποθετηθεί ειδική οπτικά διαβαθμισμένη σήμανση για τους τουρίστες. Μάλιστα η διαδρομή είναι μέλος του Γερμανικού δικτύου γραφικών διαδρομών (Ferienstraßennetz).158 Με αντίστοιχη φροντίδα έχει επιμεληθεί ο σύνδεσμος RVR τη δημιουργία ποδηλατικών διαδρομών τα τελευταία χρόνια, μέσα σε μία γενικότερη ποδηλατική τουριστική σύλληψη: το radrevier Ruhr. Στο επίκεντρο του δικτύου ποδηλατοδρόμων μήκους 700 χλμ. κατά μήκος των ποταμών Emscher, Lippe, Regionalverband Ruhr. (n.d.). Panoramen und Aussichtspunkte auf der Route der Industriekultur. [Online] Available from: http://www.route-industriekultur.ruhr/panoramen.html (Ανάκτηση 01/02/2020) 157 Regionalverband Ruhr. (2020). Industrial Heritage Trail Discovery Pass 2020. [Online] Ενημερωτικό Έντυπο για τη Διαδρομή, σελ. 119. Available from: http://www.route-industriekultur.ruhr/service/broschueren-downloads.html (Ανάκτηση 01/02/2020) 158 Regionalverband Ruhr. (2020). Industrial Heritage Trail Discovery Pass 2020. [Online] Ενημερωτικό Έντυπο για τη Διαδρομή, σελ. 19. Available from: http://www.route-industriekultur.ruhr/service/broschueren-downloads.html (Ανάκτηση 01/02/2020) 156

118


Rhine και Ruhr είναι λοιπόν η Διαδρομή Βιομηχανικής Κληρονομιάς με ποδήλατο (βλ. Χάρτη 8). Αποτελείται από μονοπάτια που είναι αναγνωρίσιμα από αντίστοιχα σχεδιασμένη ειδική σήμανση και που «τρέχουν» παράλληλα με παλιές σιδηροδρομικές γραμμές και με όχθες καναλιών, ενώνοντας τα highlights της βιομηχανικής κουλτούρας του Ruhr.

Χάρτης 8: Η Ποδηλατικές Διαδρομές της Βιομηχανικής Κληρονομιάς στην Κοιλάδα του Ruhr. Πηγή: Regionalverband Ruhr, 2020

Προϋποθέσεις Ένταξης Βιομηχανικών Μνημείων στη Διαδρομή Καθώς η παρούσα εργασία προσεγγίζει το θέμα της διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς, κρίνεται απαραίτητη μία εξέταση του τρόπου με τον οποίο το RVR εκτίμησε και διάλεξε τα βιομηχανικά μνημεία της διαδρομής. Ωστόσο, και σε αυτή τη περίπτωση, όπως και σε αυτή του IBA Emscher Park, δεν έχει βρεθεί κάποια πηγή από τον επίσημο οργανισμό, ή από κάποια ερευνητική μελέτη, που να περιγράφει τα κριτήρια αξιολόγησης ή έστω τις διαδικασίες επιλογής των υποψήφιων τοποθεσιών.

119


Αν και η διαδρομή ήταν ένα από τα key-projects του προγράμματος IBA Emscher Park, δεν αποτελούταν μόνο από τα έργα ανάπλασής του ΙΒΑ που ήταν σχετικά με τη Βιομηχανική Κληρονομιά. Αντιθέτως, υπήρχαν εξαρχής και άλλα βιομηχανικά μνημεία που είχαν αποκατασταθεί στα πλαίσια άλλων πρωτοβουλιών. Επιπλέον, σημειώνεται ότι η διαχείριση της διαδρομής, και επομένως, η επιλογή των βιομηχανικών μνημείων που την απαρτίζουν, είχε γίνει εξολοκλήρου από τον οργανισμό Regionalverband Ruhr, όχι από τη σχεδιαστική εταιρία IBA Emscher Park GmbH. Με άλλα λόγια, το RVR ήταν αυτό που είχε θέσει εξαρχής ένα δικό του σύστημα αξιολόγησης, με βάση το οποίο αποφάσιζε ποια σημεία ενδιαφέροντος αξίζει να λάβουν μέρος στη διαδρομή, και αν ναι, με ποια ιδιότητα: ως anchor point, ως viewpoint ή ως μέρος απλά κάποια θεματικής διαδρομής. Το μόνο που αναφέρει ο υπεύθυνος οργανισμός RVR επί του θέματος είναι πως η Διαδρομή Βιομηχανικής Κληρονομιάς «συνδέει τα πιο σημαντικά και ελκυστικά για τους τουρίστες βιομηχανικά μνημεία της περιοχής».159 Η μόνη άλλη πηγή επί του θέματος είναι ο Hamhaber, καθηγητής του Πανεπιστημίου Köln, ο οποίος από το 1998 έως το 2003 εργάστηκε ως σύμβουλος και project manager της Διαδρομής Βιομηχανικής Κληρονομιάς στο Ruhr.160 Σε ερευνητικό άρθρο του, λοιπόν, ο Hamhaber αναφέρει ως κριτήριο επιλογής τη φήμη των υποψήφιων σημείων ενδιαφέροντος, πριν ακόμη αυτά γίνουν μέρος της διαδρομής. Δηλαδή, επιθυμητά ήταν τα βιομηχανικά μνημεία που ήδη πριν το 1999 ήταν «ορατά», πέρα από τα περιφερειακά σύνορα του Ruhr. Σκοπός ήταν αυτά να λειτουργήσουν ως σημεία εστίασης και να δημιουργήσουν ένα σήμα κατατεθέν (trademark) για την περιοχή απευθυνόμενο στους εν δυνάμει επισκέπτες.161 Συμπερασματικά, το μόνο κριτήριο μοιάζει να είναι η τουριστική σημασία των βιομηχανικών μνημείων –στοιχεία δηλαδή όπως η φήμη, η ελκυστικότητα και τα εντυπωσιακά χαρακτηριστικά που δημιουργούν χαρακτηριστικές εικόνες για το marketing της περιοχής. Το σύστημα αξιολόγησης των υποψήφιων τοποθεσιών δεν μένει άγνωστο μόνο για την εναρκτήρια περίοδο της Route der Industriekultur. Κατά τη διάρκεια των Regionalverband Ruhr. (2017). Route der Industriekultur tourt durch Katalonien / Ausstellungsreise endet im Stadtmuseum von Barcelona. Ενημερωτικό Δελτίο στην Ιστοσελίδα του Regionalverband Ruhr. 160 Curriculum Vitae of Prof. Dr. Johannes Hamhaber. [Online] Available from: https://www.tt.th-koeln.de/research/chairs-researchgroups/hamhaber/curriculum-vitae/ (Ανάκτηση 01/02/2020) 161 Hamhaber, J. (2005). Route Industriekultur. Geographers’ Perspectives and Contributions to an Itinerary of Industrial Heritage. In: Dallari, F. & Mariotti, A. (Eds). Il turismo tra sviluppo locale e cooperazione interregionale. Bologna. 159

120


20 χρόνων διαχείρισης της διαδρομής, το Regionalverband Ruhr συστηματικά παραλείπει πληροφορίες σχετικές με τον τρόπο που συνεργάζεται με τα μνημεία και με τον τρόπο που αυτά αποκαταστάθηκαν στην εκάστοτε περίσταση. Οι περιγραφές τους στα ενημερωτικά φυλλάδια και στο διαδίκτυο περιορίζονται σε μια καταγραφή των ιστορικών στοιχείων της βιομηχανικής περιόδου και των σύγχρονων λειτουργιών τους. Για παράδειγμα, μόλις το Δεκέμβριο του 2019 προστέθηκε μία ακόμα τοποθεσία ως anchor point στη διαδρομή, χωρίς περαιτέρω εξήγηση αυτής της απόφασης ή ανάλυση της διαδικασίας με την οποία έγινε η ένταξη.162

Η Διαδρομή του Ruhr ως Τουριστικό Εργαλείο Η Διαδρομή της Βιομηχανικής Κληρονομιάς αποτελούσε ταυτόχρονα τμήμα του ομόσπονδου προγράμματος του 1997, με τίτλο «Γενικό Σχέδιο: Τουρισμός στην περιοχή του Ruhr». 163 Η διαδρομή έχει χαρακτηριστεί ως το μάλλον πιο φιλόδοξο project του βιομηχανικού τουρισμού, αφού καθορίζει τη δομή των χώρων αναψυχής της περιοχής. Αναμφίβολα τα anchor points έχουν λειτουργήσει ως η ραχοκοκαλιά του marketing και της τουριστικής εκμετάλλευσης της κοιλάδας του Ruhr, καθώς έχουν προσδώσει τουριστική αξία στο βιομηχανικό της τοπίο. Σε αυτό το πλαίσιο ιδρύθηκε και ο θυγατρικός δημόσιος σύνδεσμος Ruhrgebiet Tourismus GmbH, κάτω από την «ομπρέλα» του RVR. Ρόλος του ήταν η διαχείριση της δημιουργίας τουριστικών υποδομών και το marketing της Βιομηχανικής Διαδρομής σύμφωνα με το Γενικό Σχέδιο του προγράμματος. Παράλληλα, δημιουργήθηκε ο σύνδεσμος Project Ruhr GmbH ως διάδοχο του IBA, υπεύθυνο για την εκτέλεση του επακόλουθου masterplan των τουριστικών τοποθεσιών. Τέλος, καθιερώθηκε ο οργανισμός Kultur Ruhr GmbH με στόχο την ανάπτυξη πολιτιστικών υπηρεσιών σχετικών με τη βιομηχανία του τουρισμού, όπως για παράδειγμα το πολιτιστικό φεστιβάλ RuhrTriennale.164

Regionalverband Ruhr. (n.d.). Ankerpunkte, Erlebnisorte und Meilensteine der Industriekultur. [Online] Available from: http://www.route-industriekultur.ruhr/ankerpunkte.html (Ανάκτηση 01/02/2020) 163 Trettin, L., Neumann, U. & Zakrzewski, G. (2010). Essen and the Ruhr Area - The European Capital of Cultural 2010, Development of tourism and the role of SMEs. In: Sustainable Regional Growth and Development in the Creative Knowledge Economy, 50th Congress of the European Regional Science Association. 19 August 2010. Jönköping, Sweden, European Regional Science Association (ERSA). 164 Berger, S., Wicke, C. & Golombek, J. (2017). Burdens of Eternity? Heritage, Identity, and the ‘“Great Transition”’ in the Ruhr. The Public Historian, 39 (4), σελ. 40. 162

121


Τα εγχειρήματα αυτά βρίσκουν την κορύφωσή τους στην επιτυχία της αιτήσεως για το τίτλο της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας του 2010. Με το σύνθημα «Αλλαγή μέσω πολιτισμού – πολιτισμός μέσω αλλαγής» επισημαίνεται η στενή σχέση που υπάρχει ανάμεσα στον πολιτισμό, στην κληρονομιά και στη δομική αλλαγή.165 Το Ruhr είναι η πρώτη περιοχή που αποκτά τον τίτλο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, με τη πόλη του Essen να τον λαμβάνει τιμητικά για ολόκληρη την περιοχή. Τα δρώμενα που πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια του προγράμματος δεν περιορίστηκαν στο Essen, αλλά ήταν διασπαρμένα στην ευρύτερη περιοχή του Ruhr. Στόχος ήταν η προβολή του Ruhr με μία χαρακτηριστική ταυτότητα πόλης (city brand), αφού η Πολιτιστική Πρωτεύουσα θεωρείται πρότυπο για στρατηγικές δημιουργίας μελλοντικών προφίλ που χρησιμοποιεί μία τακτική μεγάλων εκδηλώσεων.166 Η Διαδρομή Βιομηχανικής Κληρονομιάς συνεχίζει να είναι τμήμα των τουριστικών concept που αναλαμβάνει ο οργανισμός RVR, ως ένας από τους επτά πυλώνες του. Οι υπόλοιποι έξι είναι: το Emscher Landscape Park, οι τεχνητοί λόφοι (τα viewpoints της διαδρομής) με χρήσεις αναψυχής, οι κήποι και τα πάρκα, τα σώματα νερού με ψυχαγωγικούς χρήσεις, οι γραφικοί χώροι ανάπαυσης και οι ποδηλατικές διαδρομές radrevier.ruhr. Για τη κατηγοριοποίηση αυτών των επτά τομέων, ο RVR χρησιμοποιεί τα εξής κριτήρια: μοναδικό σημείο πώλησης, θεματικό πλαίσιο και προφίλ, πυκνότητα και ποικιλία προσφορών, υποδομές και υπηρεσίες, ποιότητα περιβάλλοντος, έρευνα αγοράς. Η Διαδρομή Βιομηχανικής Κληρονομιάς είναι ο μόνος από τους επτά τομείς που πληροί και τις έξι προϋποθέσεις, σύμφωνα με το RVR. 167 Η καθιέρωση της Route Industriekultur λειτούργησε επομένως σε πολλά επίπεδα: η βιομηχανική κληρονομιά είναι πλέον ο φορέας της εικόνας του Ruhr, το αναγνωριστικό της σύμβολο και ο τουριστικός πόλος έλξης της περιοχής.

Berger, S., Golombek, J. & Wicke, C. (2018). A post-industrial mindscape? The mainstreaming and touristification of industrial heritage in the Ruhr. In: Routledge Cultural Heritage and Tourism Series. New York, Routledge, σελ. 83. 166 Betz, G. (2011). Das Ruhrgebiet – europäische Stadt im Werden? Strukturwandel und Governance durch die Kulturhauptstadt Europas RUHR.2010. In: Frey, O. & Koch, F. (Eds). Die Zukunft der Europäischen Stadt. VS Verlag für Sozialwissenschaften, σελ. 333 167 Regionalverband Ruhr. (2018). Freizeit-/Tourismuskonzept Metropole Ruhr. [Online] Έκθεση Προόδου, Essen. Available from: https://www.rvr.ruhr/themen/tourismus-freizeit/freizeit-und-tourismuskonzept/ (Ανάκτηση 01/02/2020) 165

122


Η Διαδρομή του Ruhr ως Τμήμα Πολιτιστικής Διαδρομής Η Διαδρομή της Βιομηχανικής Κληρονομιάς του Ruhr αποτελεί μέρος μίας μεγαλύτερης, αυτή της Ευρωπαϊκής Διαδρομής της Βιομηχανικής Κληρονομιάς (European Route of Industrial Heritage - ERIH). Το ERIH ξεκίνησε το 1999 ως μία ιδέα για τη δημιουργία ενός Ευρωπαϊκού δικτύου που θα στήριζε τη καθιέρωση της βιομηχανικής κληρονομιάς ως είδος τουρισμού. Η χρηματοδότηση της πρωτοβουλίας γίνεται μέσω ευρωπαϊκών κονδυλίων, με προγράμματα όπως το Creative Europe, και μέσω των μελών της οργάνωσης. Σύμφωνα με τη Διακήρυξη του Duisburg, οι στόχοι του ERIH είναι: η ερμηνεία της βιομηχανικής κληρονομιάς ως συνδετικό στοιχείο στην Ευρώπη, η προώθηση του βιομηχανικού τουρισμού ως μέσο τοπικής ή περιφερειακής οικονομικής ανάπτυξης, η συνεισφορά στην έρευνα για τη βιομηχανική εποχή και η συντήρηση των βιομηχανικών μνημείων ως στοιχεία ζωτικής σημασίας για το χωρικό σχεδιασμό.168 Προφανώς, στο χωρικό επίπεδο που λειτουργεί το ERIH δεν υφίσταται ως διαδρομή με φυσική υπόσταση, αλλά ως μία πύλη τουριστικών πληροφοριών. Η Ευρωπαϊκή Διαδρομή και αυτή του Ruhr έχουν ιδιαίτερα στενή σχέση. Πέρα από τη κοινή χρονολογική αφετηρία, οι δύο διαδρομές δρομολογήθηκαν από το ομόσπονδο κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (NWR).169 Επίσης, η οργάνωση που διαχειρίζεται το ERIH είναι θεσμοθετημένη το 2008 με βάση το γερμανικό δίκτυο. Το ERIH είναι σε μεγάλο βαθμό βασισμένο στο πρότυπο της Route Industriekultur και μοιράζεται με αυτό κοινά χαρακτηριστικά ως προς τη δομή, όπως τα anchor points, τα θεματικά μονοπάτια και τις αναγνωρίσιμες σημάνσεις και περιγραφές τοποθεσιών που παρέχουν πληροφορίες για τα 850 βιομηχανικά μνημεία της διαδρομής σε 32 Ευρωπαϊκές χώρες.170 Ταυτόχρονα, η Ευρωπαϊκή Διαδρομή και η Διαδρομή Ruhr έχουν κοινά anchor points, τα παρακάτω έξι: Gasometer (Oberhausen), Landschaftspark Duisburg-Nord (Duisburg), Zeche Zollverein (Essen), Henrichshütte (Hattingen), Zeche Zollern II/IV (Dortmund) και Schiffshebewerk Henrichenburg (Waltrop). Σε αντίθεση όμως με τη διαδρομή του Ruhr, η Ευρωπαϊκή κάνει σαφείς τις προϋποθέσεις που οφείλει να πληροί μία υποψήφια τοποθεσία για να γίνει δεκτή, European Route of Industrial Heritage. (2001). The Declaration of Duisburg. European Route of Industrial Heritage. (2001). Our Common Heritage, σελ. 2. 170 Bangstad, T. R. (2011). Routes of Industrial Heritage, On the Animation of Sedentary Objects. Culture Unbound, 3, σελ. 290 168 169

123


καθώς και τις διαδικασίες που ακολουθεί το Συμβούλιο ERIH για να αποφασίσει. Επιπλέον, δηλώνονται ρητά οι υποχρεώσεις που πρέπει να τηρούν τα anchor points, αφού για το ERIH αποτελούν τους ανώτερους εκπρόσωπους του. Σκιαγραφείται με αυτό τον τρόπο η σχέση ανάμεσα στη διαχειριστική οργάνωση του ERIH και στα μνημεία που την απαρτίζουν. Με άλλα λόγια, γίνεται προφανές πως η διαφάνεια με την οποία παρουσιάζονται τα κριτήρια, οι διαδικασίες και οι υποχρεώσεις είναι ένα χαρακτηριστικό που εκλείπει από τη Route Industriekultur. Αξίζει λοιπόν να γίνει μία σύντομη αναφορά στα κριτήρια του ERIH, σύμφωνα με τα οποία το ιδανικό anchor point είναι ιστορικά αυθεντικό, έχει μεγάλη σημασία για την Ευρωπαϊκή βιομηχανική ιστορία, την οποία επανερμηνεύει μέσα από εκθέσεις, προσφέρει στους επισκέπτες του ολοκληρωμένο πακέτο υπηρεσιών (multimedia εγκαταστάσεις, ξεναγήσεις σε πολλές γλώσσες κ.α.), χρησιμοποιεί τον περιβάλλοντα χώρο του για πολιτιστικά δρώμενα και γενικά ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των επισκεπτών σχετικά με τις τουριστικές υποδομές που διαθέτει (σημάνσεις, χώρους ανάπαυσης, προσβασιμότητα για άτομα με περιορισμένη κινητικότητα κ.α.). Αφότου συμπληρωθούν τα απαραίτητα και ρητά διατυπωμένα από το ERIH στοιχεία, ένα μέλος του συμβουλίου της οργάνωσης πραγματοποιεί μία επιτόπια επίσκεψη και αξιολογεί την αυθεντικότητα, την ελκυστικότητα και την ποιότητα της εμπειρίας σε σχέση με τα παραπάνω κριτήρια. Στις περιπτώσεις όπου η αίτηση γίνει δεκτή, το anchor point οφείλει να πληροί τις παρακάτω προϋποθέσεις: προώθηση του ERIH μέσω marketing, συνεχή εκπαίδευση των υπαλλήλων για τη καλύτερη δυνατή παροχή υπηρεσιών στους επισκέπτες (πληροφορίες για τη πρόσβαση στο σημείο με τα μέσα μαζικής μεταφοράς, για τα βιομηχανικά τουριστικά σημεία της ευρύτερης περιοχής κ.α.), προληπτική παροχή πληροφορίων στην οργάνωση άνωση ERIH για συλλογή δεδομένων, συμμετοχή σε δραστηριότητες κοινής προώθησης με άλλα ERIH σημεία της περιοχής, καταβολή ετήσιας συνδρομής μέλους, υποστήριξη της Τοπικής Διαδρομής και βελτίωση των υπηρεσιών μέσω καινοτόμων τουριστικών concept.171 Μέσα από αυτή την ανάλυση έχουν γίνει κατανοητές οι γενικές αρχές και οι βαρύτητα που έχουν αυτές στο Γενικό Σχέδιο (Master Plan) της Ευρωπαϊκής Διαδρομής. Επιπλέον, η διαφάνεια των απαιτούμενων και των διαδικασιών εκδημοκρατίζει το πολιτιστικό τοπίο, αφού ο τρόπος και οι προϋποθέσεις για την ένταξη στη διαδρομή δηλώνονται ξεκάθαρα. Έτσι, δε πλανάται ένα πέπλο μυστηρίου ως προς το ζήτημα των διαδικασιών και των κριτηρίων των

https://www.erih.net/about-erih/route-system/anchor-points-selection-criteria-andprocedure/ (Ανάκτηση 01/02/2020) 171

124


οργανισμών, των οποίος ο ρόλος είναι κυρίως η κοινοποίηση γνώσης για τη βιομηχανική κληρονομιά στο ευρύ κοινό. Τέλος, είναι σημαντικό πως το 2019, η Ευρωπαϊκή Διαδρομή Βιομηχανικής Κληρονομιάς έγινε δεκτή ως Πολιτιστική Διαδρομή από το Συμβούλιο της Ευρώπης (Cultural Route of the Council of Europe). Το πρόγραμμα των Πολιτιστικών Διαδρομών ξεκίνησε το 1987 και σκοπός της είναι η ανάδειξη διαδρομών σε διακρατική κλίμακα. Υπάρχει αντίστοιχα μία μέθοδος αξιολόγησης, η οποία γίνει ξεκάθαρη μέσω της ανάλυσης των κριτήριων, των διαδικασιών και επιπλέον μέσω της γνωστοποίησης των αποτελεσμάτων αξιολόγησης των υποψήφιων διαδρομών. Το εξαιρετικά ενδιαφέρον στην παρούσα περίπτωση είναι πως η αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Διαδρομής Βιομηχανικής Κληρονομιάς έγινε μέσω της επιτόπιας εξέτασης των έξι κοινών anchor points που αναφέρθηκαν πριν.172 Θα σημειωθούν οι εξής ερωτήσεις με βάση τις οποίες η Ευρωπαϊκή Διαδρομή πιστοποιήθηκε ως Πολιτιστική: -Οι δραστηριότητες της Διαδρομής (ανάλογα με το θέμα) λειτουργούν σύμφωνα με διεθνείς χάρτες και συνέδρια για τη συντήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς; -Οι δραστηριότητες της Διαδρομής (ανάλογα με το θέμα) λαμβάνουν υπόψη τους και προωθούν τις χάρτες, τα συνέδρια, τις συστάσεις και τη δουλειά του Συμβούλιου της Ευρώπης, της UNESCO και του ICOMOS, όσον αφορά την αποκατάσταση της κληρονομιάς, τη προστασία και βελτίωση, το τοπίο και το χωρικό σχεδιασμό (European Cultural Convention, Faro convention, European Landscape Convention, World Heritage Convention..); -Οι δραστηριότητες της Διαδρομής (οι σχετικές με την ανάπτυξη βιώσιμου πολιτιστικού τουρισμού) προωθούν τη δημιουργία ταυτότητας σε τοπικό, περιφερειακό, εθνικό ή/και Ευρωπαϊκό επίπεδο; -Οι δραστηριότητες της Διαδρομής (οι σχετικές με την ανάπτυξη βιώσιμου πολιτιστικού τουρισμού) προωθούν το διάλογο ανάμεσα σε αναπτυγμένες και μειονεκτούσες περιοχές;

Cordeiro, J. L. (2018). Cultural Routes of the Council of Europe, Evaluation Cycle 2018-2019. [Online] Expert report, Council of Europe, σελ. 16. Avalaible from: https://rm.coe.int/european-route-of-industrial-heritage/168094d23a (Ανάκτηση 01/02/2020) 172

125


-Οι δραστηριότητες της Διαδρομής (οι σχετικές με την ανάπτυξη βιώσιμου πολιτιστικού τουρισμού) προωθούν το διάλογο ανάμεσα σε κουλτούρες της πλειοψηφίας και των μειονοτήτων; -Οι δραστηριότητες της Διαδρομής (οι σχετικές με την ανάπτυξη βιώσιμου πολιτιστικού τουρισμού) έχουν ως στόχο τη διαφοροποίηση του πολιτιστικού προϊόντος, της υπηρεσίας και των προσφορών για δραστηριότητες; -Το πρόγραμμα του δικτύου κάνει συγκεκριμένα (α) τους στόχους και τις μεθόδους του και (β) τη γενική στρατηγική βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα; - Το πρόγραμμα του δικτύου δίνει λεπτομέρειες για το επιχειρησιακό σχέδιο; Ο εμπειρογνώμονας της αναφοράς, José Lopes Cordeiro, έδωσε θετική απάντηση σε όλα τα παραπάνω ερωτήματα, βασιζόμενος στο τμήμα της Ευρωπαϊκής Διαδρομής Βιομηχανικής Κληρονομιάς που επισκέφθηκε, δηλαδή αυτό του Ruhr. Στο παράρτημα υπάρχει το υπόλοιπο μέρος της εν λόγω αναφοράς του εμπειρογνώμονα.

Καταρτίζοντας Κριτήρια Κληρονομιάς στο Ruhr

Αξιολόγησης

Διαχείρισης

Βιομηχανικής

Για να δημιουργούν τα Κριτήρια Αξιολόγησης πρέπει να επιλεχθούν ως βάση οι οι Κοινές Κατευθύνσεις του Θεσμικού Πλαισίου της Βιομηχανικής Κληρονομιάς που έχουν την μεγαλύτερη συνάφεια με την περίπτωση μελέτης του Ruhr. Αυτές είναι: η σχέση της κληρονομιάς με το χωρικό σχεδιασμό, με τον πολιτιστικό τουρισμό και με την τοπική οικονομική ανάπτυξη. Για κάθε ένα από αυτά τα ζητήματα, υπάρχει εγχείρημα διαχείρισής του στην περίπτωση του Ruhr. Δηλαδή, η διαχείριση της βιομηχανικής κληρονομιάς ως εργαλείο χωρικού σχεδιασμού και ως μοχλός οικονομικής ανάπτυξης πραγματοποιείται από το IBA Emscher Park, ενώ η σχέση της κληρονομιάς με το βιομηχανικό τουρισμό καθορίζεται από το εγχείρημα της Διαδρομής Βιομηχανικής Κληρονομιάς. Άλλες κοινές θεματικές που θίγονται υπό τις τρεις κύριες είναι η συμμετοχή της κοινωνίας σε αυτές τις προσπάθειες διαχείρισης της κληρονομιάς, οι επιπτώσεις αυτών στις τοπικές οικονομίες, το ζήτημα της χρηματοδότησης, την πολιτιστική διαδρομή και τις διαδικασίες του εξευγενισμού. Τα τρία κριτήρια που απορρέουν, λοιπόν, είναι τα εξής:

126


Α. Υπάρχει συσχέτιση της διαχείρισης της Βιομηχανικής Κληρονομιάς με το γενικό πλαίσιο Χωρικού Σχεδιασμού στην περίπτωση του Ruhr; Β. Η αξιοποίηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς στα πλαίσια του χωρικού σχεδιασμού του Ruhr, έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη των τοπικών οικονομιών; Αν ναι, με ποιους τρόπους; Γ. Ποια είναι η σχέση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς και του Πολιτιστικού Τουρισμού στο Ruhr; Είναι βιώσιμη η τουριστική ανάπτυξη στην περιοχή;

127


Μέρος 3ο | Πορίσματα: Αξιολόγηση Διαχείρισης Βιομηχανικής Κληρονομιάς στο Ruhr Βάσει Κριτηρίων Σε αυτό το σημείο, θα αναλυθούν τα πορίσματα της έρευνας, τα οποία προκύπτουν από την αξιολόγηση της διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς του Ruhr στη βάση των τριών κριτηρίων (που προέκυψαν από τη μελέτη του θεσμικού πλαισίου). Α. Υπάρχει συσχέτιση της διαχείρισης της Βιομηχανικής Κληρονομιάς με το γενικό πλαίσιο Χωρικού Σχεδιασμού στην περίπτωση του Ruhr; Β. Η αξιοποίηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς στα πλαίσια του χωρικού σχεδιασμού του Ruhr, έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη των τοπικών οικονομιών; Αν ναι, με ποιους τρόπους; Γ. Ποια είναι η σχέση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς και του Πολιτιστικού Τουρισμού στο Ruhr; Είναι βιώσιμη η τουριστική ανάπτυξη στην περιοχή; Στη προσπάθεια αξιολόγησης της διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς στο Ruhr, είχε σημαντική συμβολή η συμμετοχή μου στην εκπαιδευτική εκδρομή της Σχολής Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, που διοργανώθηκε από το Εργαστήριο Πολεοδομικών Ερευνών σε συνεργασία με Institute of Environmental Planning του Leibniz Universität Hannover και έλαβε χώρα κατά το διάστημα 10 με 15 Σεπτεμβρίου 2018. Το εργαστήριο είχε ως αντικείμενο την ανθεκτικότητα (resilience) πόλεων και οικισμών που έχουν υποστεί ριζικές μεταβολές στην κοινωνική και παραγωγική δομή τους, έχοντας ως αφετηρία την μελέτη της αποβιομηχανοποιημένης ζώνης της ευρύτερης κοιλάδας του ποταμού του Ruhr. Στα πλαίσια της εν λόγω εκδρομής, είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ πέντε μνημεία της βιομηχανικής κληρονομιάς στην κοιλάδα του Ruhr, πιο συγκεκριμένα στην υπο-περιοχή Emscher. Τα τέσσερα από αυτά είναι flagship projects του προγράμματος IBA Emscher Park και είναι ταυτόχρονα μέρος της Διαδρομής Βιομηχανικής Κληρονομιάς ως anchor points. Τα τέσσερα αυτά σημεία είναι: το Zeche Zollverein173, το Gasometer Oberhausen, το Landschaftspark DuisburgNord και το Innenhafen Duisburg.

Στις 14 Δεκεμβρίου 2001 η Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO ανακηρύσσει την καταγραφή του Βιομηχανικού Συγκροτήματος Ανθρακωρυχείων Zollverein του Essen στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς. Είναι το μόνο Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Περιφέρειας του Ruhr. 173

128


Δίχως αμφιβολία, η δυνατότητα να περιηγηθώ σε κάποια από τα πιο σημαντικά βιομηχανικά μνημεία της περιοχής οδήγησε σε ένα διαφορετικό τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας του Ruhr. Αυτό το πλήθος επιτόπιων παρατηρήσεων που προέκυψε θεωρώ πως είναι χρήσιμο να συμβάλλει στη διαδικασία αξιολόγησης του ζητήματος της διαχείρισης της κληρονομιάς. Για αυτό το λόγο, κατά την πορεία της ανάδειξης των κριτήριων, όπου κρίνεται απαραίτητο, θα γίνεται, κατά κύριο λόγο, αναφορά σε κάποιο ή κάποια από τα τέσσερα εν λόγω IBA-flagship projects / anchor points. Ουσιαστικά, θα παρουσιάζονται τα πορίσματα της αξιολόγησης της διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς ως προς τις συγκεκριμένες, οι οποίες συνοδεύονται από μία σύντομη παρουσίασή.

Χάρτης 9: Σημεία Επίσκεψης στην Κοιλάδα του Ruhr και την Ευρύτερη Περιοχή στα Πλαίσια της Εκπαιδευτική Εκδρομής. Υπόβαθρο: wikipedia.com. Ίδια Επεξεργασία

129


Αξιολόγηση Κριτήριου Α: Βιομηχανική Κληρονομιά στα Πλαίσια Χωρικού Σχεδιασμού Κριτήριο Α: Υπάρχει συσχέτιση της διαχείρισης της Βιομηχανικής Κληρονομιάς με το γενικό πλαίσιο Χωρικού Σχεδιασμού στην περίπτωση του Ruhr; Το πρόγραμμα IBA Emscher Park είναι, χωρίς αμφιβολία, η πρώτη και μοναδική οργανωμένη προσπάθεια στην περιοχή του Ruhr να ενταχθεί η κληρονομιά σε ένα κοινό συνολικό σχέδιο –οι υπόλοιπες απόπειρες αποκαταστάσεως των βιομηχανικών καταλοίπων αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις, διάσπαρτες στην κοιλάδα. Ωστόσο και το IBA Emscher δεν καταφέρνει να συμμορφωθεί σε πολλά σημεία με το Θεσμικό Πλαίσιο της Βιομηχανικής Κληρονομιάς.

Τα κενά του IBA Emscher Park ως Χωρικός Σχεδιασμός σε σχέση με το Θεσμικό Πλαίσιο Βιομηχανικής Κληρονομιάς

Επισημαίνεται σε αυτό το σημείο πως το πρόγραμμα, ανήκοντας στη κατηγορία των Internationale Bauausstellung (IBA), είναι ένα ιδιαίτερο εργαλείο αστικού σχεδιασμού του γερμανικού συστήματος. Η ιδιαιτερότητα στην περίπτωση του Emscher Park έγκειται στο γεγονός πως δεν πρόκειται για κατασκευαστική έκθεση με την αυστηρή έννοια του όρου, αν και χτίστηκαν κάποια συγκροτήματα κατοικιών και υπήρχαν βιομηχανικά κτίρια που αποκαταστάθηκαν. Σε γενικές γραμμές, όμως, το IBA Emscher Park ήταν μία μορφή χωροταξικού σχεδιασμού, με έμφαση στη διαδικασία σχεδιασμού. Τα μη ορατά αποτελέσματα είναι εξίσου, αν όχι περισσότερο σημαντικά για την επιτυχία του προγράμματος. Όπως περιγράφεται στην ανάλυση των τοπικών παραγόντων, μία από τις δομικές ελλείψεις της περιοχής του Ruhr είναι η αποστεωμένη τοπική πολιτική κουλτούρα με τον προσανατολισμό της προς τα συμφέροντα των βιομηχανιών του χάλυβα και του άνθρακα. Τυπικό για την περιοχή δεν είναι η συνεργασία ανάμεσα στις τοπικές διοικήσεις, ούτε μία μακροπρόθεσμη και διορατική ανάπλαση των οικονομικών και διοικητικών δομών –αντίθετα κυριαρχούν ο τοπικός πατριωτισμός και παροικιανισμός. Στο πλαίσιο αυτό, το IBA δημιουργείται από το Ομόσπονδο Κράτος ώστε να λειτουργήσει επί τούτου εκτός του ήδη καθιερωμένου συστήματος τοπικών παραγόντων.

130


Στην πραγματικότητα, το πρόγραμμα λειτούργησε ως η σκιά της Ομόσπονδης Κυβέρνησης, όπως αυτό αποδεικνύεται από τις ηγετικές φυσιογνωμίες που το απαρτίζουν, καθώς και από την προτεραιότητα της χρηματοδότησης που λάμβαναν από τα Ομόσπονδο Κράτος τα IBA projects. Δεν είναι τυχαίο πως το πρόγραμμα χαρακτηρίστηκε από πολλούς ως «βασιλική κυριαρχία» στην κοιλάδα, μέσω της οποία η Ομόσπονδη Κυβέρνηση καθοδηγούσε τη γενική στρατηγική του σχεδιασμού.174 Δεν χωρά αμφιβολία πως πρόκειται για μία topdown στρατηγική. Παράλληλα, ωστόσο, το πρόγραμμα, έχοντας καθορισμένη χρονική διάρκεια δράσης, δεν αποτελούσε απειλή για την ήδη καθιερωμένη δομή της εξουσίας στην περιοχή. Μέσα από το κίνητρο της χρηματοδότησης, της απουσίας απειλής του status-quo και της σφραγίδας ποιότητας IBA, εξασφαλίστηκε η συμμόρφωση των τοπικών διοικήσεων και παραγόντων. Οφείλει να τονιστεί το γεγονός πως το πρόγραμμα IBA, δραστηριοποιήθηκε μόνο στην πιο επιβαρυμένη από το βιομηχανικό παρελθόν υπο-περιοχή του Ruhr, αυτή του Emscher. Οπότε, a priori δεν γίνεται λόγος για μία περιφερειακή στρατηγική που αφορά ολόκληρη την κοιλάδα του Ruhr, αλλά μία ζώνη 80 km2. Το στρατηγικό μοντέλο του IBA ήταν ρεαλιστικό, επιλεκτικό και αποκλειστικό. Μία από της επιπτώσεις αυτής της προσέγγισης είναι ότι επισκιάστηκε και αγνοήθηκε μία μεγάλη ποικιλία περιφερειακών ζητημάτων ανάπτυξης, όπως η μυριάδα ρυπογόνων κυκλοφοριακών αρτηριών και σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, και οι ελλείψεις στις δημόσιες συγκοινωνίες. Άλλες δημόσιες ανησυχίες μόνο ελάχιστα απασχόλησαν τους υπεύθυνους του IBA, όπως η ανεργία, η ένταξη των μεταναστών και οι ομάδες διαμαρτυρίας της νεολαίας. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, οι ακτιβιστές και οι ομάδες άσκησης πιέσεων (lobby groups) έγιναν πολύ επιλεκτικά δεκτές στο δεύτερο μισό του προγράμματος με ελάχιστα ποσά χρηματοδότησης. Ακόμα και έτσι, όμως, έμειναν στο παρασκήνιο, διαμαρτυρόμενοι για την αφάνειά τους. Το IBA Emscher Park συγκρότησε τα περισσότερα project του μέσα από αποκλειστικές συνέργειες ανάμεσα σε επιλεγμένους αρχιτέκτονες και ισχυρούς συνεργάτες, προσπερνώντας όπου χρειάστηκε τη γραφειοκρατία των νόμιμα εκλεγμένων τοπικών και περιφερειακών διοικήσεων.175 Η διαδικασία ανάπλασης περιορίστηκε σε πολλά μεμονωμένα στιγμιότυπα, σπαταλώντας την ευκαιρία να δημιουργηθεί μία περιφερειακή στρατηγική αντιμετώπισης των προβλημάτων που εμφανίζονται σε περιφερειακή κλίμακα. Danielzyk, R. & Wood, G. (2004). Innovative Strategies of Political Regionalization, The Case of North Rhine Westphalia. European Planning Studies, 12 (2), σελ. 195. 175 Müller, S. & Carr, C. (2009). Image politics and stagnation in the Ruhr Valley. In: Porter, L. & Shaw, K. (Eds). Whose Urban Renaissance?. USA, Routledge, σελ. 91. 174

131


Γίνεται, λοιπόν, προφανές πως η διαχείριση της βιομηχανικής κληρονομιάς στο Ruhr, μέσα στα πλαίσια του προγράμματος IBA Emscher Park, δεν πραγματοποιείται ως μέρος μίας ολικής περιφερειακής στρατηγικής ανάπλασης. Η έλλειψη ενασχόλησης με κρίσιμα θέματα του χώρου, όπως οι δομές μεταφορών, η διαχείριση των αποβλήτων κ.α., δεν επιτρέπει τον χαρακτηρισμό του IBA ως ολοκληρωμένος χωρικός σχεδιασμός –όπως οι συστάσεις του θεσμικού πλαισίου αναφέρουν ότι είναι απαραίτητο.

Χαρακτηριστικά του Σχεδιασμού ως προς Διαδικασίες Εξευγενισμού, Αξιοποίηση Brownfields, Καταγραφή Τοπίων Κληρονομιάς

Εκτός από την ανάγκη ένταξης της διαχείρισης της κληρονομιάς σε ολοκληρωμένο χωρικό σχεδιασμό, οι κατευθυντήριες γραμμές αναφέρουν και άλλα στοιχεία που πρέπει αυτός να λαμβάνει υπόψη του. Αξίζει, λοιπόν, να εξεταστεί το IBA Emscher Park και ως προς άλλα θέματα του θεσμικού πλαισίου, όπως είναι ο κίνδυνος του εξευγενισμού, η σημασία της καταγραφής, η ισόνομη κατανομή των συγκεντρώσεων αστικής δραστηριότητας, η αξιοποίηση των brownfields, η ενημέρωση του κοινού κ.α. Απουσία μέριμνας για το διαμοιρασμό των έργων ανάπλασης: Είναι κρίσιμο να φωτιστεί το γεγονός πως το IBA συνέβαλλε στην άνιση κατανομή της ανάπτυξης στην κοιλάδα του Ruhr, όπου κάποιες περιοχές ευνοήθηκαν συστηματικά σε σχέση με άλλες, ως τοποθεσίες συγκέντρωσης του κεφαλαίου και της ευημερίας. Η στρατηγική του προγράμματος στηρίχθηκε στις θεματικές της ταυτότητας και της εικόνας της περιοχής, όπου όμως τα πραγματικά προβλήματα της αποβιομηχάνισης αγνοήθηκαν. Αντ’ αυτού, παράχθηκε η εικονογραφία μίας μεταμοντέρνας επανάχρησης των βιομηχανικών χώρων για σκοπούς αναψυχής, απευθυνόμενους στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις. Πάνω από τη βιωσιμότητα τοποθετήθηκε η φωτογραφία, η τέχνη και η αρχιτεκτονική. Η οικολογική και κοινωνική αναγέννηση έγιναν υποδεέστερα της οικονομικής ανάπτυξης. Οι πολιτικές αναζωογόνησης των πόλεων έγιναν ακόμη πιο αποκλειστικές και οι διαδικασίες σχεδιασμού ανακυκλώθηκαν και μετατράπηκαν σε ένα φιλελεύθερο concept διαγωνισμών: αναγκάζοντας τις γειτονιές και τις πόλεις να ανταγωνιστούν. Αυτή η προσέγγιση δημιουργεί νικητές και ηττημένους. Νικητές ήταν αυτοί με την οικονομική δύναμη και την πολιτική επιρροή. Χαμένοι ήταν αυτοί που έπρεπε να αναλογιστούν την επιδείνωση των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών στην περιοχή του Emscher και του Ruhr γενικότερα.

132


Ανεπαρκής αξιοποίηση των brownfields: Γενικά το πρόγραμμα προσπάθησε να αντιμετωπίσει το ζήτημα των εγκαταλελειμμένων εκτάσεων, να τους αξιοποιήσει ως μη ανανεώσιμους πόρους της πόλης –κυρίως για δραστηριότητες πολιτιστικού τουρισμού και αναψυχής. Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, πως σύμφωνα με τον Shaw, στα πλαίσια του IBA Emscher Park, σε 1500 εκτάρια από brownfield εντάχθηκαν νέες λειτουργίες. Στο ίδιο χρονικό διάστημα, εκτιμήσεις δείχνουν πως 1800 εκτάρια από γκρίζες ζώνες είχαν εγκαταλειφθεί, τόσο μέσα όσο και έξω της ζώνης του Emscher.176 Αυτή η καθαρή απώλεια 300 εκτάριών θέτει βάσιμες υποψίες για τον χαρακτήρα της λεγόμενης επιτυχίας του προγράμματος. Αποδεικνύεται έτσι πως η πρωτοβουλία IBA απλώς μετατοπίζει τη ζήτηση από κάποια σημεία σε άλλα, δημιουργώντας «νησιά» ευημερίας σε μία κατά τα άλλα φθίνουσα περιοχή. Ουσιαστικά, ενθαρρύνονται οι επιχειρήσεις που αναζητούν νέες τοποθεσίες για να εγκατασταθούν να διαλέξουν τις ελκυστικές και προνομιούχες περιοχές, όπου υπάρχουν project του IBA. Έλλειψη καταγραφής της Βιομηχανικής Κληρονομιάς: Μία ακόμα διαφορά από τις διεθνείς κατευθυντήριες γραμμές είναι η απουσία ενός καταλόγου με τη συνολική εικόνα των βιομηχανικών καταλοίπων στην υπο-περιοχή Emscher, ως τμήμα του IBA. Αναμφίβολα, αυτή η παράβλεψη είναι μεγάλο ατόπημα για μία πρωτοβουλία που ισχυρίζεται να λαμβάνει υπόψη της τη βιομηχανική κληρονομιά ως ένα σύνολο από ιστορικές μαρτυρίες –τη στιγμή που δεν αφιερώνει πόρους στην ολοκληρωμένη μελέτη και καταγραφή της. Ελλιπής ενημέρωση της κοινωνίας για τις διαδικασίες διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς: Στο δεύτερο μισό της δράσης του, το IBA Emscher Park επιδίωξε ενεργά τη δημιουργία εικόνων και συμβολισμών για τους αρχιτέκτονες και τα μέσα επικοινωνίας ως μέσο για τη προβολή της επιτυχίας του προγράμματος. Για αυτό το λόγο, συστάθηκε στο τέλος ένα ακόμα πρόγραμμα, με τίτλο «Κουλτούρα της Κατασκευής και Ποιότητα της Αρχιτεκτονικής στην Περιοχή του Ruhr». Στα πλαίσια αυτού, παράχθηκαν βιβλία φωτογραφιών, φυλλάδια, εκδηλώσεις ώστε να φωτιστεί η παραγωγικότητα του IBA. Αυτή η συλλογή εικόνων επιτηδευμένα υιοθέτησε ένα θετικό συναισθηματισμό, προσπερνώντας τη θλιβερή πραγματικότητα της εργασίας στις βαριές βιομηχανίες. Πρόκειται για μία κατασκευασμένη μεταβιομηχανική πραγματικότητα, δημιουργώντας τοπία για χρήσεις αναψυχής και υπηρεσιών. Οι δημιουργηθείσες εικόνες οδήγησαν σε μία νεοφιλελεύθερη καμπάνια που διαφήμιζε τη νέα μεταμοντέρνα περιοχή του Emscher. Γενικά η καμπάνια έμεινε Shaw, R. (2002). The International Building Exhibition (IBA) Emscher Park, Germany, A Model for Sustainable Restructuring?, European Planning Studies, 10 (1), σελ. 91. DOI:10.1080/09654310120099272 (Ανάκτηση 01/02/2020) 176

133


σε μία επιφανειακή παρουσίαση των τοποθεσιών βιομηχανικής κληρονομιάς, αφού δεν ενημέρωσε ουσιαστικά το ευρύ κοινό για τις διαδικασίες αποκατάστασης. Κρίσιμες επιπτώσεις διαδικασιών εξευγενισμού: Το μοντέλο σχεδιασμού του IBA δεν κάνει καμία αναφορά σε σχέση με τους πιθανούς κινδύνους ή αρνητικές συνέπειες των σχεδιαζόμενων επεμβάσεων. Αυτό είναι ιδιαίτερα λάθος, τη στιγμή που το ενδιαφέρον του σχεδιασμού συγκεντρώνεται από την μία μεριά, στη δημιουργία εικόνων και περιφερειακής ταυτότητας και από την άλλη, στην χρήση αυτών των δύο στοιχείων ως θέλγητρα για νέες οικονομικές δραστηριότητες. Αυτή η τάση των πολεοδομικών πρακτικών της δεκαετίας του 1990, να κατασκευάζονται αστικές ταυτότητες, πάνω στη βάση της κληρονομιάς, εν προκειμένω της βιομηχανικής, έχει συνδεθεί έντονα με φαινόμενα αποκλεισμού των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων σε συνδυασμό με τη συγκέντρωση δημιουργικών τάξεων. Αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση του IBA Emscher Park, όπου η προσεκτικά μελετημένη κατασκευή της μετά-βιομηχανικής εικονογραφίας της αναψυχής και των υπηρεσιών αναζητά στη μεσαία και υψηλή τάξη ένα καταναλωτικό κοινό. Αυτός ο παραγκωνισμός των μειονεκτούντων κοινωνικών ομάδων δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε φαινόμενα εξευγενισμού.

Δύο Παραδείγματα Gentrification

Το Εσωτερικό λιμάνι Duisburger Innenhafen

Για πάνω από εκατό χρόνια, όταν η βιομηχανική επανάσταση βρισκόταν στο αποκορύφωμα της, το εσωτερικό λιμάνι του Duisburg ήταν ένα από τα πλέον κεντρικά και σημαντικά λιμάνια για την εμπορική δραστηριότητα της περιοχής. Από τα μέσα της δεκαετίας του '60, με τη μείωση των αλευρόμυλων, η εξάλειψη του τότε εσωτερικού λιμανιού του Duisburg έγινε αναπόφευκτη. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, άρχισε η εργασία μετατροπής του ως μέρος του IBA Emscher Landscape Park. Η βάση για το μοντέλο ανάπτυξης στην περιοχή Ruhr παραδόθηκε το 1994 από τον αρχιτέκτονα διεθνούς φήμης Norman Foster. Έκτοτε, ο εσωτερικός λιμένας μετατράπηκε σε περιοχή που συνδυάζει την απασχόληση, τη στέγαση, τον πολιτισμό και τις δραστηριότητες αναψυχής με βάση το νερό.

134


Η ανάπλαση του Innenhafen Duisburg αποτελεί τυπική περίπτωση συγκέντρωσης πολιτισμού και αναψυχής στο όριο της πόλης με το φυσικό υδάτινο στοιχείο, όπως αυτή η κατηγορία ανάπλασης αναλύθηκε στο υποκεφάλαιο των πολιτιστικών πολιτικών, στις Θεωρητικές Εμβαθύνσεις. Το φαινόμενο του gentrification που ακολούθησε (χωρίς έκπληξη) της ανάπλασης μπορεί να μεταφραστεί ως η επανάκτηση του παράκτιου μετώπου για τις μεσαίες και ανώτερες τάξεις.177 Στα πλαίσια του project, δημιουργήθηκε ένα νέο μοδάτο αστικό τοπίο γεμάτο από υψηλά κτίρια γραφείων, μπαρ, εστιατόρια, χώρους αναψυχής και πολυτελείς κατοικίες.

Χάρτης 10: Γενικό Σχέδιο του Duisburger Innenhafen. Πηγή: Foster and Partners, 2014

Η κηπούπολη Schüngelberg

Οι ιστορικές εργατικές κατοικίες Schüngelberg στο Gelsenkirchen είναι χτισμένη από το 1897 μέχρι το 1919 και αποτελείται από 300 διαμερίσματα κατοικιών για τους ανθρακωρύχους του γειτονικού ορυχείου Hugo. Περίπου το 1916, Müller, S. & Carr, C. (2009). Image politics and stagnation in the Ruhr Valley. In: Porter, L. & Shaw, K. (Eds). Whose Urban Renaissance?. USA : Routledge, σελ. 89. 177

135


αναπτύσσεται ένα σχέδιο ώστε να επεκταθεί η κηπούπολη κατά 200 ακόμα κατοικίες. Ωστόσο, για οικονομικούς λόγους, το σχέδιο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Όπως πολλά άλλα εργατικά συγκροτήματα στην κοιλάδα τη δεκαετία του ‘70, το Schüngelberg αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα λόγω έλλειψης συντήρησης. Έτσι, είχε προγραμματιστεί η κατεδάφιση του συγκροτήματος, χωρίς όμως αυτή να έχει καθορισμένη ημερομηνία για πολύ καιρό. Το πρόγραμμα IBA έκανε δυνατή την ανακαίνιση των κατοικιών, συνδυάζοντάς την με μία επέκταση του συγκροτήματος. Μετά από έναν ανοιχτό διαγωνισμό, επιλέχθηκε ένα σχέδιο που θεωρητικά ακολουθούσε τις ίδιες αρχές σχεδιασμού με το ιστορικό κομμάτι του συγκροτήματος, αλλά πραγματοποίησε διάφορες αλλαγές: η σημαντικότερη είναι η κατάργηση των στενών καμπυλόσχημων δρόμων και η αντικατάστασή τους από μεγάλους ευθύς άξονες, πολλοί από τους οποίους οδηγούν στον πρώην σωρό σκωρίας (Halde) –που είναι πια διαμορφωμένο ως πάρκο με ένα μνημείο στην κορυφή του.178

Χάρτης 11: Το Εργατικό Συγκρότημα Κατοικιών Schüngelberg. Πηγή: Wikipedia.com

178

Mulder, A. (2011). Heritage and its Role in Revitalising the Housing Market, σελ. 7.

136


Το IBA ισχυρίζεται πως υπήρξε επιτυχία στην προσπάθεια ένταξης της Τούρκικης κοινότητας, που αποτελούσε το 95% της ιστορικής κηπούπολης179, στις διαδικασίες διαβούλευσης και λήψης αποφάσεων. Στην πραγματικότητα, όμως, κάτι τέτοιο δεν ισχύει: με το νέο σχέδιο καταστράφηκε ο κοινοτικός κήπος που είχε μεγάλη σημασία για την καθημερινότητα της τούρκικης κοινότητας για να κατασκευαστούν οι προσθήκες, οι τιμές των ενοικίων αυξήθηκαν και οι ιδιαίτερες ανάγκες τις κοινότητες αγνοηθήκαν. Το αποτέλεσμα της ανάπλασης του IBA Emscher Park ήταν ο διωγμός ενός μεγάλου μέρους της τουρκικής κοινότητας.

Κρίσιμα ζητήματα: Έλλειψη Ευρείας Κοινωνικής Συμμετοχής

Με σκοπό να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην αξία της συμμετοχής της κοινωνίας στις διαδικασίες χωρικού σχεδιασμού, εξετάζεται ξεχωριστά η αντιμετώπιση του IBA Emscher Park ως προς το εν λόγω ζήτημα. Αρχικά, πρέπει να σημειωθεί πως η υπό-περιοχή του Emscher, όπως και η ευρύτερη του Ruhr, δεν αποτελεί αναγνωρισμένη από το Ομόσπονδο Κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας χωρική ή διοικητική ενότητα. Έτσι, το IBA ήταν σε θέση να προσπεράσει τα παραδοσιακά διοικητικά όρια και να συντονίσει ένα πλήθος από αποκεντρωμένες μεμονωμένες πρωτοβουλίες. Αυτή η δικτύωση των project, επέτρεψε μία μεγαλύτερη ανεπισημότητα στην ενασχόληση του IBA με τη διαδικασία της ανάπτυξης. Η ευελιξία αυτή με τη σειρά της νομιμοποίησε τη διαπραγμάτευση, το παζάρεμα και τη συνεργασία ανάμεσα στους διαφορετικούς συμμετέχοντες, όμως απαιτούσε ταυτόχρονα και ισχυρούς ενδιαφερόμενους. Το αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν ένα κράμα από διαπραγματεύσεις συμφερόντων και συνεργασίες κατάλληλων εταίρων, που είχαν τη δυνατότητα να παρέμβουν στο τοπικό επίπεδο κάθε μεμονωμένου project.180 Αυτό σημαίνει πως το IBA δεν είναι ένα προϊόν δημιουργημένο μέσα από διαφανείς και δημοκρατικά περιφερειακά συστήματα λήψεως αποφάσεων, που δίνει έμφαση στην ένταξη και στη συμμετοχή της κοινωνίας.

Simon, F. (2010). La Stratégie Paysagère de l’Emscher Park. Διπλωματική Εργασία, Liège : Faculté des Sciences Appliquées, Université de Liège, σελ. 29. 180 Müller, S. & Carr, C. (2009). Image politics and stagnation in the Ruhr Valley. In: Porter, L. & Shaw, K. (Eds). Whose Urban Renaissance?. USA : Routledge, σελ. 90. 179

137


Αυτή η έλλειψη διαφάνειας στην διαδικασία σχεδιασμού επιβεβαιώνεται περεταίρω από το γεγονός πως οι προϋποθέσεις για την ένταξη των υποψήφιων project δεν δηλώνονται ποτέ επίσημα ή ρητά από το IBA. Ο Kunzmann κάνει λόγο για ένα αόρατο δίκτυο αρχών, που συνδέει όλα τα έργα της ζώνης Emscher. Η κριτική ενισχύεται από το γεγονός πως το πρόγραμμα στήριξε μόνο ανθρώπους και οργανώσεις που είχαν ήδη ισχυρή θέση στο δομικό σύστημα της κοιλάδας του Ruhr. Πόλοι άλλοι, που το IBA στο υπόμνημά του ισχυρίστηκε ότι θέλει να ακουστούν, παρέμειναν λίγο ή πολύ στην αφάνεια.181 Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι το IBA δεν χρησιμοποίησε πρακτικές σχεδιασμού που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την ενσωμάτωση μίας πιο ευρείας γκάμας συμφερόντων. Ως εκ τούτου, το IBA δεν ανταποκρίθηκε στα υψηλά πρότυπα που το ίδιο έθεσε, στο θέμα της διεύρυνσης της βάσης αυτών που συμμετέχουν στη διαδικασία του σχεδιασμού. Παράλληλα, η Κατασκευαστική Έκθεση απέρριψε μια θεμελιώδη συζήτηση σχετικά με τις αναπτυξιακές επιλογές της περιοχής. Η έλλειψη περιφερειακών συζητήσεων (fora) με θέμα την περιφερειακή ανάπτυξη και τα ζητήματα ανάπλασης συνιστά ένα μεγάλο κενό στη διαδικασία χωρικού σχεδιασμού. Μάλιστα, οι δράσεις παρακολούθησης που αναλαμβάνονταν από το περιφερειακό ακαδημαϊκό περιβάλλον των πολεοδόμων, κοινωνιολόγων και οικονομολόγων δεν είχαν ενθαρρυνθεί κατά τη διάρκεια της πενταετούς εισαγωγικής φάσης του IBA. Αυτή η ασυνήθιστη κίνηση έγινε με σκοπό την αποφυγή κρίσιμων αμφισβητήσεων στα πρώτα στάδια των project, που κατά τον Kunzmann, θα είχαν χρησιμοποιηθεί από το ευαίσθητο πολιτικό σύστημα του Ruhr ώστε να παρεμποδίσουν τα εγχειρήματα του IBA.182 Υπενθυμίζεται πως το δεκαετές πρόγραμμα IBA Emscher Park είχε διαμορφωθεί με βάση έξι κύριους άξονες –ανάμεσά τους η διατήρηση των βιομηχανικών μνημείων. Οι υπόλοιποι στόχοι είχαν σχέση με την αναβάθμιση της υποπεριοχής Emscher, σε οικολογικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Από αυτούς, ο στόχος της «Κοινωνικής Πρωτοβουλίας, απασχόλησης και κατάρτισης» είχε την πιο άμεση σχέση με τη κοινωνία και δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της πίεσης των ταξικών κινημάτων. Αυτές οι οργανώσεις επιζητούσαν μία απάντηση στο πρόβλημα της ανεργίας, καθώς και υποστήριξη Danielzyk, R. & Wood, G. (2004). Innovative Strategies of Political Regionalization, The Case of North Rhine Westphalia. European Planning Studies, 12 (2), σελ. 197. 182 Kunzmann, K. R. (2000). The Ruhr in Germany: A Laboratory for Regional Governance. In: Albrechts, L., Alden, J. and da Pires, R. (Eds). The Changing Institutional Landscape in Europe. London : Aldershot, σελ. 151. 181

138


για τα ήδη εξελισσόμενα τοπικά project. Ωστόσο, έχει ήδη αναφερθεί πως το συμβούλιο του IBA δεν είχε σκοπό να ασχοληθεί με ήδη υπάρχοντα, έστω και στη μορφή έρευνας ή μελέτης, project. Εν τέλει, μόνο ορισμένα από αυτά τα τοπικά project κατάφεραν να αποκτήσουν μερίδιο στην αναπτυξιακή «πίτα» του προγράμματος –μερίδιο, βέβαια, μικρό και αργοπορημένο. Καταληκτικά, η συμμετοχή της κοινωνίας, παρά τις προγραμματικές δηλώσεις, δεν απασχόλησε ουσιαστικά τους υπεύθυνους του IBA Emscher Park. Σε συνδυασμό με την έλλειψη ενασχόλησης και δραστηριοποίησης σε μία σειρά από θέματα του χωρικού σχεδιασμού, όπως αυτά αναλύθηκαν παραπάνω, γίνεται εύκολα κατανοητό πως το πρόγραμμα IBA δεν κατάφερε να αξιολογηθεί θετικά ως προς το Κριτήριο Α. Με άλλα λόγια, ναι η διαχείριση της βιομηχανικής κληρονομιάς στο Ruhr γίνεται στα πλαίσια ενός χωρικού σχεδιασμού –όμως αυτός δεν είναι ολοκληρωμένος, δεν ασχολείται με κρίσιμα ζητήματα του χώρου (δημόσια συμμετοχή, κίνδυνοι εξευγενισμού), δεν συμμορφώνεται με τις συστάσεις των διεθνών αρχών και αφορά μόλις μία ζώνη της συνολικής περιοχής.

Αξιολόγηση Κριτήριου Β: Ενίσχυση Τοπικής Οικονομίας Η αξιοποίηση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς στα πλαίσια του χωρικού σχεδιασμού στο Ruhr, έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη της οικονομίας των τοπικών κοινοτήτων; Αν ναι, με ποιους τρόπους; Όπως ειπώθηκε στο Κριτήριο Α, το πρόγραμμα IBA Emscher Park δεν υπήρξε ολοκληρωμένος χωρικός σχεδιασμός, και άγγιξε μόνο επιφανειακά ή και καθόλου κάποια από τα πιο σοβαρά προβλήματα της αποβιομηχανοποιημένης περιοχής του Emscher, όπως η ανεργία και η οικονομική ανάπτυξη. Εξαρχής, το IBA δεν προοριζόταν ως μία στρατηγική οικονομικής ανάπτυξης που θα επέφερε την αναπλήρωση των χιλιάδων χαμένων θέσεων εργασίας. Οι εμπνευστές του προγράμματος πιστεύαν πως είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον φιλικό προς πιο διαφοροποιημένες οικονομικές δομές. Οπότε, το IBA για να δημιουργήσει τοποθεσίες για μελλοντικές επιχειρήσεις, συγκέντρωσε το ενδιαφέρον στη βελτίωση της εικόνας της περιοχής, χρησιμοποιώντας ως βάση τον πολιτισμό, τις ψυχαγωγικές δραστηριότητες και τον τουρισμό. Επομένως, δεν θα ήταν σωστό να κρίνουμε την επιτυχία του προγράμματος σε βραχυπρόθεσμο πλαίσιο. Ωστόσο, 20 χρόνια μετά το τέλος του IBA η αξιολόγηση αναφέρεται στα μακροπρόθεσμα οικονομικά αποτελέσματά του.

139


Οι εταιρικές σχέσεις που διέπουν τα μεμονωμένα έργα του IBA δεν άλλαξαν ούτε αμφισβήτησαν τις παραδοσιακές δομές της εξουσίας στη περιοχή. Οι συμπράξεις αυτές, σύμφωνα με το μοντέλο της πολιτικής IBA, λειτουργούσαν ως μεσάζοντες και ως διαμεσολαβητές. Το ΙΒΑ παρήγαγε και χειρίστηκε εσωτερικές συγκρούσεις μέσω καινοτόμες μεθόδους διακυβέρνησης, όπως η επαγγελματική συμμετοχή, η διαμεσολάβηση ή η δικτύωση, αλλά αγνόησε τις εξωτερικές πολιτικές ή τις ιδεολογικές συγκρούσεις. Σε κάποιο βαθμό, IBA Emscher Park αποπολιτικοποίησε το λόγο της αστικής αναδιάρθρωσης και του περιφερειακού μετασχηματισμού. Έτσι, ένα πνεύμα εξελίχθηκε, που δεν ήταν ούτε ικανό ούτε πρόθυμο να δημιουργήσει νέα και αποτελεσματικά περιφερειακά φόρουμ πολιτικής συζήτησης, να βρει λύσεις σε επίμαχα θέματα στρατηγικής, ή να διαχειριστεί τις πρωτοβουλίες που επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν την περίπλοκη κοινωνική κατάσταση μιας περιοχής, που βρίσκεται ακόμη σε παρακμή. Έτσι, το ΙΒΑ έχασε τις ρίζες του στα οικολογικά και κοινωνικά κινήματα και στην πολιτική. Κατά συνέπεια, ισχυρές βιομηχανικές επιχειρήσεις, δήμαρχοι ή ηγέτες με επιρροή του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος συνέχισαν να προωθούν και να εφαρμόζουν την πολιτική τους ατζέντα για την περιοχή, η οποία τόνιζε την οικονομική ανάπτυξη, βελτιώνοντας την εικόνα της περιοχής και αυξάνοντας την ιδιοκτησία αξίες. Οι στόχοι αυτοί έγιναν πραγματικότητα με την κατασκευή έργων «ναυαρχίδων» στην περιοχή Emscher, όπως η ιδιωτική σχολή σχεδιασμού στο Zeche Zollverein, το τεράστιο εμπορικό κέντρο CentrO στο Oberhausen, το κέντρο διασκέδασης του κινηματογραφικού πάρκου Warner Brothers στο Bottrop, την αρένα ποδοσφαίρου υψηλής τεχνολογίας στο Gelsenkirchen ή την εσωτερική αίθουσα σκι στο Bottrop. Στο πλαίσιο αυτό, οι νέες εικόνες ενός καλύτερου μετά-φορντικού κόσμου στην περιοχή του Ρουρ, όπως παρουσιάζονται στις φωτογραφίες της IBA, ήταν πράγματι καλοδεχούμενες – τουλάχιστον για τα κέρδη των επιχειρήσεων στους τομείς της υψηλής τεχνολογίας, των μέσων ενημέρωσης και της ψυχαγωγίας. Όμως, αυτό σημαίνει πως η διαδικασία χωροταξικού σχεδιασμού τοποθέτησε το οικονομικό κέρδος πάνω από την κοινωνική και οικολογική ευθύνη, ερχόμενη σε αντίθεση με τη βιωσιμότητα του οικονομικού μοντέλου που προωθούσε. Στο τέλος, το μοντέλο πολιτικής IBA αποδείχθηκε ότι δεν ήταν παρά ένας συμβολικός κατευνασμός. Σύμφωνα με τους Carr και Muller, δέκα χρόνια μετά την ολοκλήρωση, τα περισσότερα μέρη του Emscher παρέμεναν σε κοινωνικοοικονομική παρακμή. Στην πραγματικότητα, οι στατιστικοί δείκτες έχουν δείξει ότι η περιοχή Emscher, μαζί με την περιοχή του Ρουρ, συνεχίζει να

140


διαφοροποιείται προς το χειρότερο από το μέσο όρο του ρυθμού ανάπτυξης στη Γερμανία από τα μέσα της δεκαετία του 1970 και έπειτα.183

Το Παράδειγμα του CentrO

Μία από τις πλέον κραυγαλέες περιπτώσεις όπου δόθηκε μεγαλύτερο βάρος στο κέρδος των ισχυρών επιχειρήσεων από ότι στις τοπικές οικονομίες είναι αναμφίβολα το CentrO με το Gasometer στο Oberhausen. Η πόλη του Oberhausen χαρακτηρίζεται ως «κοιτίδα της βιομηχανίας του Ruhr», καθώς εκεί ιδρύθηκε το πρώτο χαλυβουργείο στην κοιλάδα το 1758. Το Gasometer κατασκευάστηκε το 1920 με σκοπό να διαδραματίσει ρυθμιστικό ρόλο, δηλαδή να εξυπηρετήσει στην αποθήκευση του πλεονάζοντος αερίου και στην απελευθέρωσή του πάλι όταν η ζήτηση υπερέβαινε την παραγωγή. Το Gasometer κατασκευάστηκε από το Gutehoffnungshütte, δίπλα στο κανάλι του Rhine-Herne. Μετά το 1970, πολλά εργοστάσια οπτανθρακοποίησης και σιδήρου έκλεισαν, μειώνοντας την προσφορά καθώς και τη ζήτηση για το αέριο που αποθηκευόταν μέχρι τότε στο Gasometer. Επιπλέον, το φυσικό αέριο έγινε φθηνότερο, με αποτέλεσμα τα επόμενα χρόνια το Gasometer να γίνει περιττό και το 1988 να παροπλιστεί από τον ιδιοκτήτη του. Στα επόμενα χρόνια ακολούθησε συζήτηση σχετικά με την αποσυναρμολόγηση ή την πιθανή επαναχρησιμοποίηση του Gasometer. Το 1992, το δημοτικό συμβούλιο του Oberhausen αποφάσισε με μία οριακή ψηφοφορία να μην το κατεδαφίσει και να αποκτήσει ως ιδιοκτησία του κράτους. Οι λόγοι που συνέβαλαν σε αυτή την απόφαση ήταν από την μία πλευρά, η υποστήριξη από τον εμπνευστή του IBA Emscher Park, Karl Ganser, που πρότεινε τη μετατροπή σε εκθεσιακό χώρο, και από την άλλη, το γεγονός πως είχε ήδη ξεκινήσει η ανάπτυξη του γειτονικού εμπορικού κέντρου CentrO. Οι διαδικασίες ανακαίνισης, που λάβαν χώρα το 1993-19934, είχαν ως αποτέλεσμα έναν κύριο εκθεσιακό χώρο διαμορφωμένο πάνω από τον δίσκο πίεσης και εξοπλισμένο με σκηνή και καθίσματα για 500 άτομα. Κατά καιρούς έχει φιλοξενήσει διάφορες εκθέσεις μεγάλης κλίμακας, μεταξύ των οποίων και δύο από τον Christo και τον Jeanne-Claude. Ακόμα, ανελκυστήρες και σκάλες τοποθετήθηκαν για να παρέχουν στους επισκέπτες πρόσβαση στην πανοραμική οπτική φυγή από την οροφή. Από το 2006, το Gasometer είναι ένα από τα πέντε anchor points του Müller, S. & Carr, C. (2009). Image politics and stagnation in the Ruhr Valley. In: Porter, L. & Shaw, K. (Eds). Whose Urban Renaissance?. USA, Routledge, σελ. 91. 183

141


Ruhr που είναι ταυτόχρονα και anchor point της Ευρωπαϊκής Διαδρομής της Βιομηχανικής Κληρονομιάς.

142

Διάγραμμα 5: Φωτογραφία και Σχέδια από την Έκθεση «The Wall», στο Gasometer. Πηγή: Christo & JeanneClaude, 2011

Αυτές είναι οι γενικές πληροφορίες που επαναλαμβάνονται στις παρουσιάσεις σχετικά με αυτό το IBA project. Ωστόσο, σπάνια γίνεται αναφορά ή μελέτη στα πιο μελανά σημεία. Ένα από αυτό είναι πως το Gasometer αποτελούσε τμήμα του ευρύτερου βιομηχανικού συγκροτήματος Gutehoffnungshütte, έκτασης 143 εκταρίων. Στην περίπτωση των βιομηχανικών μονάδων, πέρα του Gasometer, η πόλη του Oberhausen αποφάσισε την ολοκληρωτική ισοπέδωσή τους. Στην τοποθεσία τους, που ήταν στο ιστορικό βιομηχανικό κέντρο της πόλης, άρχισαν να αναπτύσσονται σχέδια για ένα τεράστιο εμπορικό και επιχειρηματικό κέντρο το οποίο περιλαμβάνει και συγκροτήματα κατοικιών, ξενοδοχεία, χώρους πολλαπλών χρήσεων, εγκαταστάσεις, ψυχαγωγίας και αθλητισμού. Το CentrO,


όπως ειπώθηκε νωρίτερα, είναι μέρος της πολιτικής ατζέντας του δημοτικού συμβουλίου και οι υπεύθυνοι του IBA συμφώνησαν στη συνεργασία αυτού του project. Για αυτό το λόγο, το CentrO συμμετέχει στα έξοδα συντήρησης του Gasometer.184 Παρά τις αντιδράσεις πολιτών και καταστηματαρχών, προχώρησε η κατασκευή του μεγαλύτερου εμπορικού κέντρου της Ευρώπης (125,000 m² εμπορικών χώρων), ως το επίκεντρο του νέου κέντρου της πόλης (Neue Mitte). Παρά τις συμβουλές των ειδικών, οι τοπικές αρχές θεώρησαν πως το CentrO θα αποτελέσει τη βάση μίας νέας τοπικής ταυτότητας, ένα σύμβολο της οικονομικής μεταμόρφωσης της πόλης. Οι υπέρμαχοί του έκαναν λόγο για τις 12,000 νέες θέσεις εργασίες που δημιουργήθηκαν και για τους 20 εκατομμύρια επισκέπτες του, από την περιοχή και ευρύτερα. Ωστόσο, η οικονομική συνεισφορά του στην πόλη είναι ελάχιστη, καθώς οι εμπορικές αλυσίδες που απαρτίζουν το συγκρότημα καταθέτουν φόρους στις έδρες του, που δεν βρίσκονται στο Oberhausen.185 Ως αποτέλεσμα, το 2011, το Oberhausen ήταν η πιο χρεωμένη κοινότητα σε ολόκληρη τη Γερμανία, με χρέος που έφτανε τα 1.4 δισεκατομμύρια ευρώ. Όσο για τις επιπτώσεις που είχε στην τοπική οικονομία, αυτές ήταν αναμενόμενα καταστροφικές. Οι ιδιωτικοί επενδυτές του CentrO, δεν επιθυμούσαν το mall να αποτελείται από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά από καταστήματα αλυσίδων. Το Neue Mitte Oberhausen οδήγησε στην ολοκληρωτική ερήμωση του παλιού κέντρου της πόλης, όπου χάθηκαν πολλές θέσεις εργασίας και μικρές επιτυχημένες επιχειρήσεις. Κριτική ασκείται επίσης για την ποιότητα των θέσεων εργασίες στο CentrO, σε σύγκριση με αυτές του παλιού κέντρου. Τα τελευταία δέκα χρόνια, η κοινότητα πραγματοποιεί προσπάθειες για να αναζωογονηθεί η παλιά εμπορική περιοχή του κέντρου, όμως, ακόμα το 20% των εμπορικών χώρων παραμένει άδειο.186 Agence d’urbanisme pour le développement de l’agglomération lyionnaise. (2008). L’IBA Emscher Park une démarche innovante de réhabilitation industrielle et urbaine. [Online] σελ 23. Available from : http://www.urbalyon.org/AffichePDF/L-_IBA_Emscher_Park__Une_demarche_innovante_de_rehabilitation_industrielle_et_urbaine-1534 (Ανάκτηση 01/02/2020) 185 Helling F. (2013). Fluch Oder Segen? Das Oberhausen CentrO Ist Ein Ewiger Zankapfel. [Online] Available from: https://www.waz.de/staedte/oberhausen/fluch-oder-segen-das-oberhausener-centro-ist-einewiger-zankapfel-id8612136.html (Ανάκτηση 01/02/2020) 186 Očkerl P. (2017). 4 Lessons Every European City Can Learn from Oberhausen. [Online] Available from: https://www.blog.urbact.eu/2017/03/4-lessons-every-european-city-can-learn-fromoberhausen/ (Ανάκτηση 01/02/2020) 184

143


Οφείλει, επίσης, να σημειωθεί η τμηματική διαχείριση των βιομηχανικών καταλοίπων, που αποτελούσαν το ιστορικό κέντρο του Oberhausen. Κριτικές έχουν ασκηθεί στην αποκοπή του Gasometer με το περιβάλλον του και στις συνέπειες που έχει αυτή στην αυθεντικότητα του μνημείου. Η παρουσίαση του Gasometer, σε κάποιο σημείο ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, όπως προτείνεται στη Χάρτα Βιομηχανικής Κληρονομιάς, δεν έχει πραγματοποιηθεί. Συμπερασματικά, ως προς το Κριτήριο Αξιολόγησης Β, το πόρισμα είναι πως όχι, η διαχείριση της βιομηχανικής κληρονομιάς στην περιοχή του Ruhr δεν λειτουργεί υποστηρικτικά προς τις τοπικές οικονομίες. Αντιθέτως, υπάρχουν αρκετά παράδειγμα, πέρα από το CentrO, όπου με την υποστήριξη από το IBA Emscher Park πραγματοποιήθηκαν project βλαβερά για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Επομένως και στο δεύτερο η κριτήριο, η αξιολόγηση είναι αρνητική.

Αξιολόγηση Κριτήριου Γ: Βιώσιμος Βιομηχανικός Τουρισμός Ποια είναι η σχέση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς και του Πολιτιστικού Τουρισμού στο Ruhr; Είναι βιώσιμη η τουριστική ανάπτυξη στην περιοχή; Ένα από τα project κλειδιά του IBA Emscher Park ήταν η σύσταση της Διαδρομής Βιομηχανικής Κληρονομιάς το 1999, την διαχείριση της οποίας ανέλαβε εξαρχής και εξολοκλήρου ο περιφερειακός οργανισμός Regionalverband Ruhr (RVR). Στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας είναι οι υπεύθυνοι του IBA, που επανεκτίμησαν την αξία της βιομηχανικής κληρονομιάς και τη μετέτρεψαν στον κομιστή της περιφερειακής εικόνας, στο σύμβολο με το οποίο ταυτίζονται οι κοινότητες και σε τουριστικό θέλγητρο. Ο Ganser, διευθύνων σύμβουλος του IBA, λέει χαρακτηριστικά πως «καταφέραν να αναπτύξουν τον τουρισμό στην περιοχή και τώρα μπορεί να προωθηθεί ανάλογα».187 Αν και η διαδρομή δεν αποτελείται μόνο από project του IBA, το ενδιαφέρον στρέφεται κυρίως σε αυτά –αλλά και γενικά, τα περισσότερα σημεία της διαδρομής βρίσκονται στην υποπεριοχή Emscher. Παρατηρείται, δηλαδή, πάλι μία συγκέντρωση πολιτικών, δραστηριοποίησης και ανάπτυξης σε αυτή τη ζώνη. Η Διαδρομή Βιομηχανικής Κληρονομιάς έχει χαρακτηριστεί ως το πιθανώς πλέον φιλόδοξο εγχείρημα του βιομηχανικού τουρισμού, παίζοντας καθοριστικό ρόλο

Hemmings, S. & Kagel M. (2010). Memory Gardens, Aesthetic Education and Political Emancipation in the Landschaftspark Duisburg-Nord. German Studies Review, 33 (2), pp. 243261. 187

144


στη διάρθρωση των χώρων αναψυχής του Ruhr.188 Λειτουργεί, δηλαδή, ως η ραχοκοκαλιά της τουριστικής εκμετάλλευσης της κληρονομιάς, καθώς και του marketing για ολόκληρη την περιοχή, προσφέροντας στους τουρίστες εκτός του Ruhr μία συνεκτική εικόνα για την κοιλάδα. Επομένως, για το RVR και το Ομόσπονδο Κράτος της Βόρειας Ρηνανία-Βεστφαλίας, μία σημαντική πτυχή της βιομηχανικής κληρονομιάς είναι η τουριστική αξία του βιομηχανικού τοπίου. Για αυτό το λόγο, έχει δημιουργηθεί μία σειρά από δημόσιες θυγατρικές οργανώσεις, όπως το Project Ruhr GmbH, το Kultur Ruhr GmbH, το Ruhr Tourismus GmbH κ.α., που ασχολούνται σε γενικές γραμμές τη προώθησή και τουριστικοποίηση του Ruhr. Υπεύθυνος για το σχεδιασμό του βιομηχανικού τουρισμού στην περιοχή είναι ο Regionalverband Ruhr. Αν και το RVR αποτελείται από τις τοπικές αυτοδιοικήσεις, οι διαδικασίες σχεδιασμού για αυτό το ζήτημα παραμένουν σε μεγάλο βαθμό συγκαλυμμένες. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούν και οι διαδικασίες ένταξης των μνημείων της περιοχής στη διαδρομή δεν αναφέρονται πουθενά. Χωρίς διαφανείς διαδικασίες σχεδιασμού, δεν δύναται να γίνει λόγος για συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας στο σχεδιασμό. Έτσι, η Διαδρομή της Βιομηχανικής Κληρονομιάς μοιάζει σαν ένας κλειστός σύλλογος, και ο τρόπος για να ενταχθεί κάποιο μνημείο σε αυτόν μένει κρυφός στο ευρύ κοινό. Ένα από τα χαρακτηριστικά του βιομηχανικού τουρισμού της περιοχής είναι το πλήθος των εκδηλώσεων που διοργανώνονται στο βιομηχανικό τοπίο, σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνεται λόγος για μία διαδικασία «eventization» της κληρονομιάς.189 Αυτό σημαίνει πως πλέον οι εκδηλώσεις και οι ψυχαγωγικές δράσεις διακηρύσσονται πολιτισμός και λαμβάνουν χώρα στα βιομηχανικά κατάλοιπα, ως ένα μέσο συγκέντρωσης του ενδιαφέροντος του ευρύ κοινού. Μέσα από τέτοιες τακτικές, η βιομηχανική κληρονομιά εισέρχεται στο κυρίαρχο ρεύμα του πολιτισμού, γίνεται δηλαδή mainstream. Ωστόσο, ήδη από το 1980 τέτοιες στρατηγικές δέχονται κριτική, κατηγορούμενες για «disneyfication» και βιομηχανοποίηση της κληρονομιάς. Στη περίπτωση του Ruhr, αυτά τα δρώμενα παίρνουν τη μορφή φεστιβάλ, όπως το ExtraSchicht ή το Ruhrtriennale. Με αυτό τον τρόπο, η κουλτούρα της αναψυχής συνδέεται ολοένα και περισσότερο με τη

Berger, S., Golombek, J. & Wicke, C. (2018). A post-industrial mindscape? The mainstreaming and touristification of industrial heritage in the Ruhr. In: Routledge Cultural Heritage and Tourism Series. New York, Routledge, σελ. 84. 189 Berger, S., Wicke, C. & Golombek, J. (2017). Burdens of Eternity? Heritage, Identity, and the ‘“Great Transition”’ in the Ruhr. The Public Historian, 39 (4), σελ. 40. 188

145


βιομηχανική κληρονομιά, ενώ παράλληλα, η αποκατάστασή της μετατρέπεται σε πολιτιστικό δρώμενο. Ο κίνδυνος, ωστόσο, είναι υπαρκτός καθώς η βιομηχανική κληρονομιά περιορίζεται σε ένα προϊόν του τουρισμού, που για να απευθύνεται σε μεγάλες μάζες του κόσμου οφείλει να είναι «εύπεπτο». Σε αυτό το σημείο τα θέματα της παρουσίασης και της ερμηνείας της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως αυτά προκύπτουν από το θεσμικό πλαίσιο, έχουν μεγάλη συνάφεια. Αυτό προκύπτει, καθώς είναι ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζεται η βιομηχανική κληρονομιά που οδηγεί στην ωραιοποίησή της και στην αποφυγή περίπλοκων ζητημάτων του παρελθόντος. Οι Berger και Golombek, εστιάζοντας σε ακριβώς αυτό το ζήτημα, φτάνουν στο συμπέρασμα πως η παρουσίαση της κληρονομιάς στο Ruhr αγνοεί συστηματικά την ερμηνεία της μέσα από το πλαίσιο της διαφορά των τάξεων, της θρησκείας, του φύλου ή της εθνικότητας.190 Προτιμάται η δημιουργία μίας αφήγησης όπου η περιοχή απαρτιζόταν κατά τη βιομηχανική περίοδο από την εργατική τάξη και μόνο. Αλλά και η ερμηνεία της αποβιομηχάνισης δεν λαμβάνει υπόψη της τις διαφορετικές επιπτώσεις, ανάμεσα στους ανειδίκευτους εργάτες και στα διοικητικά στελέχη. Μάλιστα, ακόμα και το τέλος της βαριάς βιομηχανίας παρουσιάζεται ως ένα ευτυχισμένο για την περιοχή τέλος, όπου ο άνθρακας και ο χάλυβας αντικαταστάθηκαν με την ανώτερη εκπαίδευση, την ψυχαγωγία και την επιστροφή στη φύση. Αυτή η άρνηση των προβληματικών πτυχών της δομικής αλλαγής που έλαβε χώρα στην κοιλάδα του Ruhr, επιβεβαιώνει μία γενικότερη τάση θετικής και μόνο ταυτοποίησης με το παρελθόν. Αυτή η επίμονη τάση απλοποίησης της αφήγησης της κληρονομιάς σε συνδυασμό με τη χρήση της ως εμπόρευμα του τουρισμού, έχει ως αποτέλεσμα τη συγκέντρωση της προσοχής στα αισθητικά χαρακτηριστικά των βιομηχανικών μνημείων. Ως εκ τούτου, χάνεται η ευκαιρία για την κατασκευή μίας κριτικής ενασχόλησης με το βιομηχανικό παρελθόν.

Το παράδειγμα του Landschaftspark Duisburg-Nord

Το Landscape Park Duisburg-Nord είναι το παροπλισμένο χαλυβουργικό εργοστάσιο Meiderich, που μετετράπη σε ένα πάρκο τοπίου 180 εκταρίων, στα Berger, S. & Golombek, J. (2020). Memory Culture and Idenity Constructions in the Ruhr Valley in Germany. In: Berger, S. (Ed). Constructing Industrial Pasts. New York, Berghahn Books. pp.199– 215. 190

146


πλαίσια του προγράμματος IBA Emscher Park. Η παγκόσμια κρίση του χάλυβα το 1973, επηρέασε το χαλυβουργείο Meiderich, όπως και την υπόλοιπη περιοχή, και το 1985 έκλεισε οριστικά. Στην περίπτωση αυτή, αρκετοί τοπικοί πολιτικοί ήταν υπέρ της κατεδάφισης, φοβούμενοι για τα υπέρογκα ποσά που θα απαιτούσε η συντήρηση. Ωστόσο, υπήρξε αντίδραση από ενδιαφερομένους πολίτες και τον τοπικό τύπο. Με την έναρξη του το IBA Emscher Park το 1988, το Ομόσπονδο Κράτος αποκτά την ιδιοκτησία του χώρου και έτσι αρχίζουν οι διαδικασίες ανάπλασης, αφότου οι αρχιτέκτονες Peter Latz + Partner κερδίζουν το διαγωνισμό το 1991. Η σχέση του Landschaftspark Duisburg-Nord με το IBA είναι ομολογουμένως πολύ στενή –από το μέγεθος και μόνο του βιομηχανικού συγκροτήματος ταίριαζε στην αντίληψη της μεγάλης κλίμακας που συνόδευε το concept μίας κατασκευαστικής έκθεσης. Ως ένα από τα flagship projects IBA, το Πάρκο Τοπίου Duisburg-Nord φιλοξένησε το 1999, την τελική εορταστική έκθεση του προγράμματος. Τα πρώην βιομηχανικά κτίρια έχουν αναμορφωθεί για να φιλοξενήσουν πολιτιστικές εκδηλώσεις, ενώ το μεγαλύτερο τεχνητό καταδυτικό κέντρο της Ευρώπης έχει δημιουργηθεί σε ένα παλιό αεριομετρητή. Οι πρώην αποθήκες μεταλλευμάτων έχουν μετατραπεί σε αλπικό κήπο αναρρίχησης, έχει δημιουργηθεί μια μεγάλη πορεία σχοινιού σε ένα χυτήριο και μια υψικάμινος έχει εξοπλιστεί με πύργο προβολής. Μπορεί κανείς να περάσει τον ελεύθερο χρόνο του με δραστηριότητες αναψυχής και αθλητισμού στον ελεύθερο χώρο των 180 εκταρίων. Με καταδύσεις, αναρρίχηση, πεζοπορία ή απλά απολαμβάνοντας την θέα από το Blast Furnace 5, τα εκτεταμένα πάρκα με τους κήπους τους, τα λιβάδια και τα ποτάμια προσφέρουν κάτι για όλους. Οι επισκέπτες μπορούν να περιπλανηθούν στο Πάρκο Τοπίου με τα πόδια ή να εξερευνήσουν με ποδήλατο. Μπορούν επίσης να εξερευνήσουν μόνοι τους ή να συμμετάσχουν σε μια ομαδική ξενάγηση. Προσελκύει κατά μέσο όρο ένα εκατομμύριο επισκέπτες ετησίως και είναι ένα από τα πιο δημοφιλή φυσικά και πολιτιστικά τοπία της Βόρειας ΡηνανίαςΒεστφαλίας. Είναι, επίσης, από το 2008, μέρος της Ευρωπαϊκής Διαδρομής Βιομηχανικής Κληρονομιάς. Το πάρκο θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά και αξιοσημείωτα project αποκατάστασης της βιομηχανικής κληρονομιάς.191 Δεν είναι τυχαίο πώς έχει κερδίσει τα εξής βραβεία: Green Good Design Award 2009, EDRA Places Award 2005, Play & Leisure Award 2004, the Grande Medaille

Stilgenbauer, J. (2005). Landschaftspark Duisburg Nord - Duisburg, Germany [2005 EDRA/Places Award -- Design]. Places, 17 (3). 191

147


d'Urbanisme 2001 και το 1ο Ευρωπαϊκό Βραβείο για Landscape Architecture Rosa Barba 2000. Μία από τις κεντρικές ιδέες του project ήταν η βιομηχανική φύση (Industrienatur), δηλαδή η επανάκτηση του βιομηχανικού τοπίου από τη φύση (ζώα, φυτά). Αυτή η σχέση καθρεφτίζεται από την αλλαγή του ονόματος –από Meiderich σε Πάρκο Τοπίου- μέχρι τις δραστηριότητες που πλέον λαμβάνουν χώρα εκεί. Υπάρχει μία έντονη συγκέντρωση δράσεων που έχουν σχέση με το φυσικό περιβάλλον, όπως το αναρρίχηση, τη ποδηλασία και την κατάδυση. Επίσης, δίνεται έμφαση στη δύναμη της τέχνης τοπίου, με καλλιτεχνικές εγκαταστάσεις –όπως ο πολύχρωμος φωτισμός του Jonathan Park. Για τους υπεύθυνους του IBA αυτή η αισθητική πτυχή είχε βαρύνουσα σημασία, καθώς λειτουργεί ως εργαλείο του marketing.192 Η κριτική του Landschaftspark Duisburg-Nord εστιάζει γύρω από το θέμα της ερμηνείας και τους κινδύνους του φετιχισμού των ερειπίων. Σύμφωνα με τον Wolfgang Ebert193, υπάρχει έλλειψη αυθεντικότητας στο πάρκο, παρά τις

Χάρτης 12: Γενικό Σχέδιο του Landschaftspark Duisburg-Nord. Πηγή: Latz + Partner, 2002

Storm, A. (2008). Hope and Rust: Reinterpreting the Industrial Place in the Late 20th Century. Διπλωματική Εργασία. Stockholm, Division of History of Science and Technology, Royal Institute of Technology, KTH, σελ. 137. 193 Ο Wolfgang Ebert είναι ο πρόεδρος της Γερμανικής Επιτροπής για τη Βιομηχανική Ιστορία, ο οποίος είχε εμπλακεί στη διαδικασία μετατροπής του χαλυβουργείου Meiderich σε πάρκο. 192

148


φιλοδοξίες. Ο Ebert θεωρεί πως η αυθεντικότητα απαιτεί η ερμηνεία και οι νέες δραστηριότητες της πολιτιστικής τοποθεσίας να προέρχονται και να εξελίσσονται από το εκάστοτε περιβάλλον. Οι Hemmings και Kagel κάνουν λόγο για υπερβολική προσοχή στους σωρούς που έχουν προκύψει από τη βιομηχανία, παραγκωνίζοντας την ίδια την ιστορία αυτής –η οποία απομακρύνεται σε ένα μακρινό αλλού.194 Ουσιαστικά, σχολιάζεται αρνητικά η συγκέντρωση της προσοχής στα αισθητική γοητεία του πάρκου, που έχει εξυψωθεί πάνω από την σημασία του ιστορικού και πολιτικού τόπου. Η καταπίεση και οι αγώνες των εργατών έχουν ξεχαστεί κάτω από τη βιομηχανική φύση. Με άλλα λόγια, η παρουσίαση και ο σχεδιασμός του πάρκου αποθαρρύνει τους επισκέπτες του από τη κριτική ενασχόληση με την ιστορική τους λειτουργία και την αναζήτηση του κοινωνικής σημασίας των βιομηχανικών καταλοίπων.

Οικονομική Διαχείριση του Βιομηχανικού Τουρισμού

Σε γενικές γραμμές, το ενδιαφέρον στην κοιλάδα του Ruhr συγκεντρώνεται στους κόμβους της Διαδρομής της Βιομηχανικής Κληρονομιάς. Αντίστοιχα, στο εσωτερικό της διαδρομής υπάρχει μία ιεραρχία, όπου ορισμένα σημεία είναι πιο γνωστά, τονίζονται από το RVR και γενικά τραβάνε την προσοχή περισσότερο από άλλα. Αυτή η κατάσταση οδηγεί στον κορεσμό των flagship project της διαδρομής, αλλά και σε μία άνιση κατανομή πόρων. Ο σύνδεσμος Regionalverband Ruhr, σε συνεργασία με το Ομόσπονδο Κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (NWR), ανανέωσε το 2017 το συμβόλαιο με το οποίο καθίσταται υπεύθυνος για την οργάνωση, τη δημόσια προώθηση και εν μέρει τη συντήρηση πέντε τοποθεσιών της Διαδρομής Βιομηχανικής Κληρονομιάς. Η Ομόσπονδη Κυβέρνηση υποστηρίζει ενεργά τη διαδρομή, καθώς θεωρεί πως αυτή συμβάλει στην ελκυστικότητα της Μητρόπολης του Ruhr, ως μαγνήτης για τον τουρισμό που με τη σειρά του θα εξασφαλίσει νέες θέσεις εργασίας. 195 Σύμφωνα με αυτό το δεκαετές συμβόλαιο, αναγνωρίζονται πέντε τοποθεσίες (από τις συνολικά 56) της Διαδρομής Βιομηχανικής Κληρονομιάς ως σημαντικές σε κλίμακα περιφέρειας: το Zeche Zollverein στο Hemmings, S. & Kagel M. (2010). Memory Gardens, Aesthetic Education and Political Emancipation in the Landschaftspark Duisburg-Nord. German Studies Review, 33 (2), pp. 243261. 195 https://www.land.nrw/de/pressemitteilung/staerkung-der-touristenmagnete-route-derindustriekultur-und-emscher (Ανάκτηση 01/02/2020) 194

149


Essen, το Landschaftspark Duisburg-Nord, το Gasometer στο Oberhausen, το Jahrhunderthalle στο Bochum και το Kokerei Hansa στο Dortmund. Συνολικά, 9.5 εκατομμύρια ευρώ το χρόνο είναι διαθέσιμα για αυτές τις τοποθεσίες (5.6 εκατ. ευρώ από το NWR και 3.9 εκατ. ευρώ από το RVR για επισκευές).196 Σημειώνεται στην ανακοίνωση του Ομόσπονδου Κράτους για αυτή τη συμφωνία πως αυτές οι πέντε τοποθεσίες συγκέντρωσαν το 2016, 3.7 εκατομμύρια τουρίστες, από τους 6.7 εκατ. που επισκέφθηκαν τα 25 anchor points της διαδρομής. Γίνεται, λοιπόν, εύκολα κατανοητό πως το σκεπτικό πίσω από αυτή την απόφαση είναι η επένδυση κρατικών πόρων στο ένα πέμπτο της διαδρομής, που κατορθώνει να συγκεντρώσει παραπάνω από τους μισούς επισκέπτες της περιοχής. Μπορεί αυτή η σκέψη να είχε οικονομικά πλεονεκτήματα, όμως ενισχύει τη συγκέντρωση της ανάπτυξης σε ακόμα λιγότερα σημεία του Ruhr. Αν πριν γινόταν λόγος για συγκέντρωση των δραστηριοτήτων στην υπο-περιοχή Emscher, και έπειτα για συγκέντρωση της ανάπτυξης στους κόμβους της Διαδρομής της Βιομηχανικής Κληρονομιάς, πλέον αποδεικνύεται πως προωθείται η τάση συγκέντρωσης της ανάπτυξης σε ορισμένα από αυτά τα σημεία. Επιπλέον, αυτή η συγκεντρωτική τακτική δεν επιτρέπει τη διάχυση της ανάπτυξης στην ευρύτερη περιοχή, οδηγεί σε παραγκωνισμών των υπόλοιπων βιομηχανικών μνημείων και στον ταυτόχρονο κορεσμό των δημοφιλών. Ως εκ τούτου, αν και η Διαδρομή Βιομηχανικής Κληρονομιάς αναφέρεται ως επιτυχημένο project του βιομηχανικού τουρισμού της περιοχής, η παραπάνω αξιολόγηση δεν οδηγεί σε παρόμοια συμπεράσματα. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίζεται το RVR και το Ομόσπονδο Κράτος το βιομηχανικό τουρισμό, μέσω της διαδρομής, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί βιώσιμος. Δεν αναιρείται το γεγονός πως η ίδρυση της διαδρομής ήταν ένα πρωτοποριακό βήμα στον τομέα της βιομηχανικής κληρονομιάς και τουρισμού. Ωστόσο, έκτοτε η κληρονομιά ερμηνεύεται στα πλαίσια μίας κυρίαρχης αφήγησης ενός ομογενοποιημένου Ruhr, όπου παρουσιάζεται ως μία πολυμήχανη περιοχή σε συνεχή επανεφεύρεση. Ταυτόχρονα, το μόνο μέτρο αξιολόγησης των τοποθεσιών μοιάζει να είναι η δημοτικότητα και ο αριθμός των επισκεπτών τους, χωρίς να λαμβάνει χώρα κάποια επιστημονική μελέτη. Με βάση αυτά τα στοιχεία, αποφασίζεται η κατανομή των κρατικών χρηματοδοτήσεων,

Αναλυτικά, το Zeche Zollverein λαμβάνει ετησίως 4 εκατ. ευρώ, το Landschaftspark DuisburgNord 3 εκατ. ευρώ, το Gasometer 845.000 ευρώ, το Jahrhunderthalle 900.000 ευρώ και το Kokerei Hansa 855.000 ευρώ. 196

150


αφήνοντας εκτός του αναπτυξιακού κύκλου τα υπόλοιπα, όχι τόσο φημισμένα και κερδοφόρα, βιομηχανικά μνημεία. Επομένως, το πόρισμα για το Βιομηχανικό Τουρισμό στο Ruhr ως προς το Κριτήριο Αξιολόγησης Γ είναι εκ νέου αρνητικό. 151


Εν Κατακλείδι: Ανεπιτυχής Διάχυση Ανάπτυξης Η πορεία της ιστορίας της διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς στην κοιλάδα του Ruhr μπορεί να διαχωριστεί σε τρεις διακριτές περιόδους: Στην πρώτη, από τις αρχές του 1960 μέχρι το 1989, γίνονται τα πρώτα βήματα στο χώρο της βιομηχανικής αρχαιολογίας και την αποσπασματική αποκατάσταση βιομηχανικών μνημείων. Η δεύτερη φάση ταυτίζεται με την περίοδο δραστηριοποίησης του IBA Emscher Park, οπού η βιομηχανική κληρονομιά εντάσσεται για πρώτη φορά στα πλαίσια ενός περιφερειακού σχεδιασμού. Η τρίτη περίοδος έχει ως αφετηρία την ίδρυση της Διαδρομής της Βιομηχανικής Κληρονομιάς το 1999 και χαρακτηρίζεται από την τάση για τουριστικοποίηση και εμπορευματοποίηση της κληρονομιάς. Η αξιολόγηση των παραπάνω προσπαθειών διαχείρισης έγινε έχοντας ως σημείο αναφοράς τις κατευθυντήριες γραμμές του θεσμικού πλαισίου για την πολιτιστική κληρονομιά –με βάση το οποίο προέκυψαν τα κριτήρια αξιολόγησης Α, Β και Γ. Οι ερωτήσεις που τέθηκαν είχαν σκοπό την ανάδειξη των χαρακτηριστικών του IBA και της Διαδρομής, ως προς τα κρίσιμα ζητήματα του χωρικού σχεδιασμού και του πολιτιστικού τουρισμού. Τα πορίσματα της αξιολόγησης των κριτηρίων απέδειξαν τα μεγάλα κενά, τις διαφορές και τα ατοπήματα σε σχέση με τις συστάσεις που κάνουν οι διεθνείς χάρτες για τα εν λόγω επίδικα θέματα διαχείρισης της κληρονομιάς. Ακολουθεί μία συνοπτική ανασκόπηση της αξιολόγησης του IBA Emscher Park και έπειτα της Διαδρομής Βιομηχανικής Κληρονομιάς ώστε να διεξαχθούν τα συμπερασματικά σχόλια. Η διαχείριση της βιομηχανικής κληρονομιάς έγινε στα πλαίσια του περιφερειακού σχεδιασμού του IBA Emscher Park, ωστόσο αυτός επέλεξε να μην ασχοληθεί με τα δύσκολα προβλήματα της ζώνης μελέτης, όπως η διαχείριση των αποβλήτων, η οικονομική ανάπτυξη και η κυκλοφορία. Αντ’ αυτού, η κληρονομιά αποτέλεσε μέρος μίας επιλεκτικής διαδικασίας σχεδιασμού, η προσοχή του οποίου συγκεντρώθηκε σε κινήσεις που οδηγούν σε άμεσα ορατά αλλαγές (σχεδιασμό τοπίου, εγκαταστάσεις τέχνης, συντήρηση βιομηχανικών μνημείων, νέα υψηλή αρχιτεκτονική από γνωστούς αρχιτέκτονες). Για αυτό το λόγο η αλλαγή της φυσικής εικόνας του Ruhr («μπλε ουρανός ξανά») αναφέρεται συχνά ως κύριος στόχος του προγράμματος, αν και δεν γίνεται λόγος για κάτι τέτοιο πουθενά στο Υπόμνημα του. Πέρα όμως από το γεγονός πως δεν πρόκειται για ολοκληρωμένο χωρικό σχεδιασμό, τα μεγαλύτερα κενά σε σχέση με τις διεθνείς χάρτες έγκεινται στον τρόπο λειτουργίας και στη σχέση του με την κοινωνία. Η ευελιξία του, η τακτική

152


της δικτύωσης και της αποκέντρωσης, η ανεπισημότητα των διαδικασιών διαμεσολάβησης που εν μέρει δικαίωσης χαρακτηρίστηκαν ως καινοτόμες, οδήγησαν ταυτόχρονα σε μία έλλειψη διαφάνειας στις διαδικασίες και, παρά τις προγραμματικές δηλώσεις, σε μία επιτηδευμένη προτίμηση project των ισχυρών τοπικών παραγόντων έναντι των τοπικών ομάδων και ακτιβιστών. Παράλληλα, ολόκληρο το πρόγραμμα είχε επιβληθεί από το Ομόσπονδο Κράτος της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, η οποία έθεσε «υψηλές απαιτήσεις» -χωρίς να διευκρινίζονται ποτέ ποιες είναι αυτές- στις οποίες αναγκάστηκαν να συμμορφωθούν οι τοπικές διοικήσεις, καθώς οι χρηματοδοτήσεις για project εκσυγχρονισμού ελέγχονταν από την Ομόσπονδη Κυβέρνηση, που έδινε υψηλή προτεραιότητα στα project του IBA. Η έλλειψη διαφάνειας σε συνδυασμό με την επιβλητική «από πάνω» (top-down) προσέγγιση, αποδεικνύει τον αυταρχικό χαρακτήρα του σχεδιασμού του IBA. Αυτή η αυταρχικότητα διαφαίνεται επίσης στην αρνησικυρία που έθεσε το IBA ως προς τις ακαδημαϊκές κριτικές, αλλά και στην απροθυμία του, έχοντας τα μέσα, να στήσει ένα περιφερειακό φόρουμ για τις αναπτυξιακές στρατηγικές της περιοχής. Αυτές οι δεσποτικές πρακτικές οδήγησαν σε μία άνιση γεωγραφική κατανομή των project IBA στην ήδη περιορισμένη υπο-περιοχή του Ruhr. Έτσι τα έργα ανάπλασης συγκεντρώθηκαν σε ορισμένες συστηματικά προνομιούχες τοποθεσίες. Αυτά τα σημεία συγκέντρωσαν τις κρατικές χρηματοδοτήσεις, το κεφάλαιο, το marketing –με άλλα λόγια, η ανάπτυξη δεν κατάφερε να διαχυθεί πέρα από τις συγκεντρώσεις δραστηριοτήτων και ανάπλασης του IBA. Στο κύμα δημοσιεύσεων, βιβλίων και εκδηλώσεων, που συνόδευσαν το τέλος το τέλος του προγράμματος IBA, παρουσιάστηκε η αλλαγμένη εικόνα του Ruhr ως μία μεταβιομηχανική, «πράσινη» περιοχή –κατάλληλη πλέον να φιλοξενήσει χρήσεις αναψυχής και υπηρεσίας. Αυτή η εικονογραφία αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία στήθηκε η Διαδρομή της Βιομηχανικής Κληρονομιάς από τον περιφερειακό οργανισμό Regionalverband Ruhr. Η Route der Industriekultur ήταν η πρώτη διαδρομής βιομηχανικής κληρονομιάς, και οι υπόλοιπες, ακόμα και η Ευρωπαϊκή Διαδρομή, βασίστηκαν στη δομή της (anchor points) και στην οργάνωσή της (σήμανση, ενημερωτικά φυλλάδια). Ακολουθώντας την πορεία του IBA, οι διαδικασίες επιλογής και ένταξης των υποψήφιων τοποθεσιών δεν συμβαδίζει με τις σύγχρονες οδηγίες για ενεργή ενθάρρυνση και ενημέρωση της κοινωνίας στο σχεδιασμό του τουρισμού. Από τον τρόπο χρηματοδότησης, ωστόσο, φωτίζεται ο τρόπος με τον οποίο εκτιμώνται και ιεραρχούνται τα σημεία της διαδρομής: η τουριστική τους αξία καθορίζει το ενδιαφέρον και τους πόρους που αφιερώνονται σε αυτά. Δηλαδή,

153


η προσοχή συγκεντρώνεται στα ποσοτικά δεδομένα του τουρισμού, τους ετήσιους αριθμούς των επισκεπτών, της ελκυστικότητας, του οικονομικού κέρδους. Καμία μελέτη δεν πραγματοποιείται ή δημοσιεύεται από το RVR που να μελετά την αξία των τοποθεσιών της βιομηχανικής κληρονομιάς με επιστημονικά κριτήρια, όπως αυτά αναφέρονται στο θεσμικό πλαίσιο. Αυτή η τακτική έχεις ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη μόνο κατά μήκος της διαδρομής, η οποία όμως συγκεντρώνεται περισσότερο σε ορισμένα δημοφιλή και κερδοφόρα σημεία της. Επιπλέον, δύο από ζητήματα με τα οποία έρχεται σε αντίθεση η Διαδρομή με τις διεθνείς κατευθύνσεις είναι αυτό της ερμηνείας και της παρουσίασης της κληρονομιάς. Προτιμάται μία εξωραϊσμένη, απλοϊκή αφήγηση του βιομηχανικού παρελθόντος, όπου βολικά αποφεύγονται αναφορές σε στοιχεία που διαιρούν την κοινωνία, όπως οι τάξεις, οι θρησκείες, οι εθνικότητες ή τα φύλα. Αυτή η απλούστευση της παρουσίασης της διαδρομής και της κληρονομιάς είναι απαραίτητη, καθώς αφορά ουσιαστικά την παρουσίαση και την προώθηση τους ως τουριστικά αγαθά. Για αυτό το λόγο, όλες οι ερμηνείες της βιομηχανικής κληρονομιάς οφείλουν να παρουσιάζουν την περιοχή του Ruhr, ως ομογενοποιημένη, εφευρετική και ανθεκτική. Αυτή η τάση ισοπέδωσης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της κοινωνίας και της περιοχής γενικότερα οδηγεί σε μία μη κριτική αντίληψη της κληρονομιάς. Ειδικά στη περίπτωση του Ruhr, αυτή η τάση έχει αρνητικές επιπτώσεις, καθώς η τοπική ταυτότητα αγκιστρώνεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στο βιομηχανικό παρελθόν του. Ίσως το μεγαλύτερο λάθος στη διαχείριση της κληρονομιάς στην περίπτωση του Ruhr είναι το πνεύμα του κατευνασμού και των αυτοέπαινων που επικράτησε στην περιοχή μετά το κύμα επιδοκιμαστικών δημοσιεύσεων και άρθρων. Ακόμα και όταν το θεσμικό πλαίσιο πέρασε σε μία νέα φάση, εισάγοντας νέες έννοιες (πολιτιστικός τουρισμός και διαδρομή, ερμηνεία και παρουσίαση, τοπική οικονομική ανάπτυξη) και τονίζοντας την σημασία άλλων προγενέστερων (ένταξη σε ολοκληρωμένο χωρικό σχεδιασμό, διαμοιρασμός δραστηριοτήτων, ο κίνδυνος του εξευγενισμού), η απροθυμία για κριτική αυτό-αξιολόγηση των τακτικών και αποτελεσμάτων του IBA και της Διαδρομής δεν επέτρεψε κάτι παραπάνω από αυτάρεσκες δημοσιεύσεις. Αυτός ο επιτηδευμένος παραγκωνισμός των ατοπημάτων του παρελθόντος είχε ως αποτέλεσμα τη στασιμότητα των τελευταίων χρόνων στο κομμάτι της αποκατάστασης της βιομηχανικής κληρονομιάς και στην υπερεκμετάλλευσή της στα πλαίσια του τουρισμού. Παράλληλα, η περιοχή του Ruhr παραμένει σε πολλά σημεία επιδεινώνεται η οικονομική και κοινωνική κατάσταση, ενώ σε όλα

154


συγκεντρώνεται η ανάπτυξη και η προσοχή, αφού λειτουργούν ως τουριστικά θέλγητρα. Κατάληξη αυτών των προσπαθειών διαχείρισης της βιομηχανικής κληρονομιάς είναι η σημειακή συγκέντρωση της ανάπτυξης κατά μήκος της διαδρομής και η ισοπεδωτική για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τόπου ερμηνεία της.

155


Βιβλιογραφικές Πηγές Ελληνική Βιβλιογραφία Αγαπάκη, Μ., Καρατζάλη, Χ. & Μπάλλη, Ε. (2015). Επανάχρηση Βιομηχανικών Κελυφών. Μία Εναλλακτική Προσέγγιση. Διάλεξη 9ου Εξαμήνου. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Αγγελίδης, Μ. (2000). Χωροταξικός Σχεδιασμός και Βιώσιμη Ανάπτυξη. Αθήνα, Συμμετρία. Αραβαντινός, Α. (2002). Δυναμικές και Σχεδιασμός Κέντρων στην Πόλη των Επόμενων Δεκαετιών – προς Συγκεντρωτικά ή Αποκεντρωτικά Σχήματα;. Επιστημονικό Περιοδικό Αειχώρος, 1 (1), pp.6–29. Βόλος, Πανεπιστημιάκες Εκδόσεις Θεσσαλίας. Αυγερινού-Κολώνια, Σ. (2000). Ο Ρόλος του Τουρισμού στη Διατήρηση και Ανάπτυξη των Ιστορικών Πόλεων. In: Τσάρτας, Π. (Ed). Τουριστική Ανάπτυξη: Πολυεπιστημονικές Προσεγγίσεις. Αθήνα, ΕΞΑΝΤΑΣ. Αυγερινού-Κολώνια, Σ. & Κλαμπατσέα, Ε. (2006). Τοπικές Τεχνογνωσίες και Συναφείς Δραστηριότητες ως Μηχανισμοί Διαμόρφωσης Σύγχρονων Αστικών Τοπίων. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Βαϊου Κ, Μαντουβάλου Μ. & Μαυρίδου Μ. (2006) To Ζήτημα της Αποβιομηχάνισης, Τεύχος Σημειώσεων του Μαθήματος Ιστορία και Θεωρία 8: Εμβαθύνσεις, Κατεύθυνση Θεωρίες για τη Σύγχρονη Πόλη. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Γαϊτανόπουλος, Ν. & Καλδής, Γ. (2014). “Glück auf” Μια περιήγηση στο Μύθο της Βιομηχανικής Γερμανίας. Διάλεξη 9ου εξαμήνου. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Γοσποδίνη, Ά. & Μπεριάτος, Η. (2006). Μετασχηματισμοί των Αστικών Τοπίων στις Συνθήκες της Παγκοσμιοποίησης, του Ανταγωνισμού των Πόλεων και των Μεταμοντέρνων Κοινωνιών. In: Γοσποδίνη, Ά. (Ed). Τα Νέα Αστικά Τοπία και η Ελληνική Πόλη. Αθήνα, ΚΡΙΤΙΚΗ. pp.15–25. Δεμίρη, Κ. (2013a). New Architecture as Infill in Historical Context. Architecture and Urban Planning, 7, pp. 44-50. DOI: 10.7250/aup.2013.005. Δεμίρη, Κ. (2013b). Corporate Image, Consolidation of Pioneer Architecture with Innovative Structure. GSTF International Journal of Engineering Technology (JET), 2 (1), pp. 203-210.

156


Δεμίρη, Κ. (2017a). Σχεδιάζοντας τη Μνήμη της Πόλης, Από τη Συνύπαρξη στη Συμβίωση. In: Η αρχιτεκτονική και το ζήτημα της ένταξης. Οκτώβριος 2017, Μουσείο Μπενάκη. Δεμίρη, Κ. (2017b). Revitalising the urban archaeological palimpsest - infilling the city fabric. In: Changing Cities III, 26 – 30 June 2017, Syros-Delos-Mykonos, Greece. Καραχάλης, Ν. (2007). Νέες Πολιτιστικές Χρήσεις σε Πρώην Βιομηχανικούς Χώρους και Περιοχές: Ο Ρόλος των Ο.Τ.Α. και του Εθελοντικού Τομέα. In: 5η Πανελλήνια Επιστημονική Συνάντηση TICCIH. 22 – 25 Νοεμβρίου 2007, Βόλος. Κλαμπατσέα, Ε. (2007). Βιομηχανική Κληρονομιά: «Πλεονάζοντες Χώροι» και Υπολειπόμενη Πολιτική. In: 5η Πανελλήνια Επιστημονική Συνάντηση του TICCIH. 22 – 25 Νοεμβρίου 2007, Βόλος. Λεοντίδου, Λ. (2006). Διαπολιτισμικότητα και Ετεροτοπία στο Μεσογειακό Αστικό Τοπίο: Από την Αυθόρμητη Αστικοποίηση στην Επιχειρηματική Πολιτική. In: Γοσποδίνη, Ά. (Ed). Τα Nέα αστικά Tοπία και η Ελληνική Πόλη. Αθήνα, ΚΡΙΤΙΚΗ. pp.70–85. Λίτσου, Α. & Πάτση, Ν. (2018). Όταν η Σύγχρονη Ανάγκη της Βιωσιμότητας Συναντά Ιστορικά Κελύφη. Διάλεξη 9ου Εξαμήνου. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Λουκαϊτου-Σιδέρη, Α. (2006). Πολιτιστικά Τοπία και Πολιτιστικές Στρατηγικές, Η Αμερικανική Εμπειρία. In: Γοσποδίνη, Ά. (Ed). Τα Νέα Αστικά Τοπία και η Ελληνική Πόλη. Αθήνα, ΚΡΙΤΙΚΗ. pp.86–103. Μαργαρίτη, Φ. (1991). Βιομηχανικά Κτίρια, Ανάμεσα στο Παρελθόν και το Μέλλον. Αρχιτεκτονικά Θέματα, (25). Μεϊμαρόγλου, Δ. Α. (2009). Ανάπλαση και Ανάδειξη Επιβαρυμένων από Πρότερη Χρήση Χώρων (Brownfields) σε Αστικές Περιοχές. Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Κατεύθυνση Πολεοδομία και Χωροταξία, Αθήνα : Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Μπελαβίλας, Ν. (2006a). National Report for Greece. In: National Reports, XIIIth TICCIH Congress. 15 September 2006. Terni‐Rome. Patrimoine de l’Industrie, Ressources, Pratiques, Cultures. pp.133–138. Μπελαβίλας, Ν. (2006b). Η Τεκμηρίωση της Βιομηχανικής Κληρονομιάς. Εν Βόλω, 23, pp.74–79.

157


Μπελαβίλας, Ν. (2010). Βιομηχανική Αρχαιολογία, Η Διεθνής και Ελληνική Εμπειρία. In: Ιστορική Μνήμη της Χαλκίδας. Χαλκίδα, ΤΕΕ Ευβοίας. Μπελαβίλας, Ν. (2012). Τα μνημεία και οι Εποχές τους. GRA review, SUMMERAUTUMN (4), pp.10–17. Μπελαβίλας, Ν. (2015). Περί μνημείων και μνήμης. Οι υλικές πτυχές της Ιστορίας. In: Κοινωνία & Παρελθόν: Προσλήψεις της Αρχαιότητας στη Σύγχρονη Ελλάδα. Ιρλανδικό Ινστιτούτο Ελληνικών Σπουδών, Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. Μπιανκίνι, Φ. & Πάρκινσον, Μ. (1994). Πολιτιστική Πολιτική και Αναζωογόνηση των Πόλεων, Η Εμπειρία της Δυτικής Ευρώπης. Αθήνα, Ελληνική Εταιρεία Τοπικής Ανάπτυξης & Αυτοδιοίκησης. Μωραϊτης, Κ. (2007). Σχήματα Τόπων, Η Συγκρότηση ως Αντικείμενο Αισθητικής Τάξης. In: ΠΟΡΕΙΑ - Τιμητικός Τόμος στον Καθηγητή Διονύση Α. Ζήβα. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Οικονομοπούλου, Μ. (2011). Αποβιομηχάνιση και Πολιτιστική Πολιτική: Η Περίπτωση της Πόλης του Πειραιά. Μεταπτυχιακή Διπλωματική Εργασία, Κατεύθυνση Πολεοδομία και Χωροταξία. Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Οικονόμου, Δ. (2004). Αστική Αναγέννηση και Πολεοδομικές Αναπλάσεις. Αθήνα, Τεχνικά Χρονικά, ΤΕΕ. Παρθένης, Σ. (2007). Η Προστασία της Βιομηχανικής Κληρονομιάς και η Ανάδειξή της ως Τουριστικού Πόρου. Διπλωματική Εργασία. Αθήνα, Τμήμα Τουριστικής Οικονομίας και Ανάπτυξης, Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Σερράος, Κ. (2005). Το Σύστημα Διοίκησης και Σχεδιασμού στη Γερμανία. [Online] Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Τομέας Πολεοδομίας και Χωροταξίας. Εκπαιδευτικό Υλικό του Μαθήματος: Ειδικά Θέματα Πολεοδομίας: Οι Πόλεις στην Ελλάδα και τον Ευρωπαϊκό Χώρο, 8ου Εξαμήνου. Available from: https://courses.arch.ntua.gr/108380.html?i=108380 (Ανάκτηση 01/02/2020) Στεφάνου, Ι. (2006). Μετασχηματισμοί της Ελληνικής Πόλης. In: Τα νέα αστικά τοπία και η Ελληνική πόλη. Αθήνα, ΚΡΙΤΙΚΗ. pp.121–127. Στεφάνου, Ι. and Χατζοπούλου, Α. (1995). Αστική Ανάπλαση. Αθήνα, ΤΕΕ. Συλλογικό. (2018). Hekris - Challenges of Resilience in European Cities. Ruhrgebiet, Dusseldorf, Bochum, Essen, Duisburg, Dortmund. Τεύχος

158


Εκπαιδευτικής Εκδρομής, Αθήνα, Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ, Τομέας Πολεοδομίας - Χωροταξίας, Εργαστήριο Πολεοδομικών Ερευνών.

Ξένη Βιβλιογραφία Agence d’urbanisme pour le développement de l’agglomération lyionnaise. (2008). L’IBA Emscher Park une démarche innovante de réhabilitation industrielle et urbaine. [Online]. Available from: http://www.urbalyon.org/AffichePDF/L-_IBA_Emscher_Park__Une_demarche_innovante_de_rehabilitation_industrielle_et_urbaine-1534. (Ανάκτηση 01/02/2020) Bangstad, T. R. (2011). Routes of Industrial Heritage: On the Animation of Sedentary Objects. Culture Unbound, 3, pp.279–294. Berger, S. & Golombek, J. (2020). Memory Culture and Idenity Constructions in the Ruhr Valley in Germany. In: Berger, S. (Ed). Constructing Industrial Pasts. New York : Berghahn Books. pp.199–215. Berger, S., Golombek, J. & Wicke, C. (2018). A post-industrial mindscape? The mainstreaming and touristification of industrial heritage in the Ruhr. In: Routledge Cultural Heritage and Tourism Series. New York, Routledge. Berger, S., Wicke, C. & Golombek, J. (2017). Burdens of Eternity? Heritage, Identity, and the ‘“Great Transition”’ in the Ruhr. The Public Historian, 39 (4), pp.21–43. [Online]. Available at: DOI:https://doi.org/10.1525/tph.2017.39.4.21. (Ανάκτηση 01/02/2020) Betz, G. (2011). Das Ruhrgebiet – europäische Stadt im Werden? Strukturwandel und Governance durch die Kulturhauptstadt Europas RUHR.2010. In: Frey, O. & Koch, F. (Eds). Die Zukunft der Europäischen Stadt. VS Verlag für Sozialwissenschaften. pp.324–342. Binney, M., Powell, K. & Machin, F. (1990). Bright Future: The Re-use of Industrial Buildings. London, Save Britain’s Heritage. Buchanan, R. A. (1972). Industrial Archaeology in Britain. Αγγλία, Penguin Books. Cordeiro, J. L. (2018). Cultural Routes of the Council of Europe, Evaluation Cycle 2018-2019. [Online] Expert report, Council of Europe, σελ. 16. Avalaible from: https://rm.coe.int/european-route-of-industrial-heritage/168094d23a

159


(Ανάκτηση 01/02/2020) Danielzyk, R. & Wood, G. (2004). Innovative Strategies of Political Regionalization, The Case of North Rhine Westphalia. European Planning Studies, 12 (2), pp.191–207. [Online]. Available at: DOI:10.1080/0965431042000183932. (Ανάκτηση 01/20/2020) European Route of Industrial Heritage. (2001a). Our Common Heritage. European Route of Industrial Heritage. (2001b). The Declaration of Duisburg. Hamhaber, J. (2005). Route Industriekultur. Geographers’ Perspectives and Contributions to an Itinerary of Industrial Heritage. In: Dallari, F. & Mariotti, A. (Eds). Il turismo tra sviluppo locale e cooperazione interregionale. Bologna. Heckmann, U. (2019). Regionalverband Ruhr / Referat Industriekultur. Forum Geschichtskultur Ruhr, pp.64–67. Hemmings, S. & Kagel M. (2010). Memory Gardens, Aesthetic Education and Political Emancipation in the Landschaftspark Duisburg-Nord. German Studies Review, 33 (2), pp. 243-261. Hober, A. & Ganser, K. (1999). Industriekultur, Mythos und Modern in Ruhrgebiet im Rahmen der IBA Emscher Park. Gelsenkirchen, Kalrtext. Hobsbaum, E. (1992). Η εποχή των επαναστάσεων 1789-1848. Αθήνα, ΜΙΕΤ. IBA Emscher Park GmbH. (1999). Short Information IBA Finale 1999. [Online] Ενημερωτικό Φυλλάδιο για το IBA Emscher Park με Αφορμή τη Λήξη του. Available from: http://www.ifanosconcept.de/downloads/spatial_planning/index_eng.html (Ανάκτηση 01/02/2020) Kierdorf, A. & Hassler, U. (2000). Denkmale des Industriezeitalters, Von der Geschichte des Umgangs mit Industriekultur. Berlin : Ernst Wasmuth. Kunzmann, K. R. (2000). The Ruhr in Germany: A Laboratory for Regional Governance. In: Albrechts, L., Alden, J. & da Pires, R. (Eds). The Changing Institutional Landscape in Europe. London : Aldershot. Kunzmann, K. R. (2018). In Retrospective: The IBA Emscher Park. [Online] Υποστηρικτό Υλικό Εκπαιδευτική Εκδρομής Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Available from: https://www.arch.ntua.gr/noderesources/854#resource-15028 (Ανάκτηση 01/02/2020)

160


Lefebvre, H. (2007). Το δικαίωμα στη πόλη: Χώρος και πολιτική. Αθήνα, Κουκίδα. Lemmer, R., Föhl, A. & Krummheuer, E. (1999). Industriedenkmale in Deutschland: verschwunden, vergessen, bewahrt? Düsseldorf : Redieck & Schade. Loures, L. & Burley, J. (2012). Post-Industrial Land Transformation – An Approach to Sociocultural Aspects as Catalysts for Urban Redevelopment. In: Burian, J. (Ed). Advances in Spatial Planning. Croatia : InTech. pp.223–246. Mulder, A. (2011). Heritage and its role in revitalising the housing market. [Online] Available from: https://www.researchgate.net/publication/254807700_Heritage_and_its_role_i n_revitalising_the_housing_market (Ανάκτηση 01/02/2020) Müller, S. & Carr, C. (2009). Image politics and stagnation in the Ruhr Valley. In: Porter, L. & Shaw, K. (Eds). Whose Urban Renaissance?. USA, Routledge. Norcliffe, G. (1996). The emergence of postmodernism on the urban waterfront. Journal of Transport Geography, 4 (2). Percy, S. (2003). The Ruhr: from Dereliction to Recovery. In: Couch, C., Fraser, C. & Percy, S. (Eds). Urban Regeneration in Europe. Great Britain, Blackwell Science. Pinard J. (1991) Η βιομηχανική αρχαιολογία, Αθήνα : Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς. Pinol, J.-L. & Walter, F. (2007). Η σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη, Έως το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αθήνα, Πλέθρον. Keil A. & Wetterau B. (2013). Metropolis Ruhr. A Regional Study of the New Ruhr. [Online] Essen, Regionalverband Ruhr. Available from: https://www.geographie.uni-wuppertal.de/uploads/media/Metropolis_Ruhr1_02.pdf (Ανάκτηση 01/02/2020) Regionalverband Ruhr. (2017). Route der Industriekultur tourt durch Katalonien / Ausstellungsreise endet im Stadtmuseum von Barcelona. Ενημερωτικό Δελτίο στην Ιστοσελίδα του Regionalverband Ruhr. Regionalverband Ruhr. (2018a). Freizeit-/Tourismuskonzept Metropole Ruhr. Έκθεση Προόδου, Essen .

161


Regionalverband Ruhr. (2018b). Small Atlas Metropole Ruhr. The Ruhr region in transformation. Υποστηρικτό Υλικό Εκπαιδευτική Εκδρομής Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών ΕΜΠ. Available from: https://www.arch.ntua.gr/noderesources/854#resource-15028 (Ανάκτηση 01/02/2020) Rossi, A. (1987). Η αρχιτεκτονική της πόλης. Θεσσαλονίκη : Σύγχρονα Θέματα. Roh, Y. H. (2007). The Rise of the Ruhr Area, Germany's Industrial Heartland, in the 19th Century. [Online] Research Paper. Korean Minjok Leadership Academy. Available from: https://www.zum.de/whkmla/sp/0708/yongho/yongho2.html (Ανάκτηση 01/02/2020) Shaw, R. (2002). The International Building Exhibition (IBA) Emscher Park, Germany: A Model for Sustainable Restructuring? 10 (1), pp.77–97. [Online]. Available from: doi:10.1080/09654310120099272. Simon, F. (2010). La Stratégie Paysagère de l’Emscher Park. Διπλωματική Εργασία, Liège : Faculté des Sciences Appliquées, Université de Liège. Slotta, R. (1991). Εισαγωγή στη βιομηχανική αρχαιολογία. Αθήνα, Πολιτιστικό Τεχνολογικό Ίδρυμα ΕΤΒΑ. Stilgenbauer, J. (2005). Landschaftspark Duisburg Nord - Duisburg, Germany [2005 EDRA/Places Award -- Design]. Places, 17 (3). [Online]. Available from: https://escholarship.org/uc/item/0s88h5sd Storm, A. (2008). Hope and Rust: Reinterpreting the Industrial Place in the Late 20th Century. Διπλωματική Εργασία. Stockholm : Division of History of Science and Technology, Royal Institute of Technology, KTH. Torisu, E. (Ed). (2007). Competitive Cities: A New Entrepreneurial Paradigm in Spatial Development. Paris : OECD. Trettin, L., Neumann, U. & Zakrzewski, G. (2010). Essen and the Ruhr Area - The European Capital of Cultural 2010: Development of tourism and the role of SMEs. In: Sustainable Regional Growth and Development in the Creative Knowledge Economy, 50th Congress of the European Regional Science Association. 19 August 2010. Jönköping, Sweden : European Regional Science Association (ERSA). Weber, P. & Konitzky, A. (1993). L’Exposition Architecturale Internationale I.B.A. Emscher Park (Ruhr). [Online] Hommes et Terres du Nord, 2, pp.85–90. Available from: https://www.persee.fr/doc/htn_0018-

162


439x_1993_num_2_1_2420 (Ανάκτηση 01/02/2020) Θεσμικό Πλαίσιο CIVVIH. (2010). The Valletta Principles for the Safeguarding and Management of Historic Cities, Towns and Urban Areas. 10 April 2010. Valletta, Malta. Council of Europe. (1975). The Declaration of Amsterdam. In: Congress on the European Architectural Heritage. 21 -25 October 1975. Amsterdam, Netherlands. Council of Europe. (1985). The Granada Convention. In: Convention for the Protection of the Architectural Heritage of Europe. 3 October 1985. Granada, Spain. Council of Europe. (2000). European Landscape Convention. 20 October 2000. Florence, Italy. ICOMOS. (1931). The Athens Charter for the Restoration of Historic Monuments. In: First International Congress of Architects and Technicians of Historic Monuments. Athens, Greece. ICOMOS. (1964). The Venice Charter. International Charter for the Conservation and Restoration of Monuments and Sites. In: Second International Congress of Architects and Technicians of Historic Monuments. Venice, Italy. ICOMOS. (1990). Charter for the Protection and Management of the Archeological Heritage. In: 9th ICOMOS General Assembly. Lausanne. ICOMOS. (1993). Guidelines on Educational and Training in the Conservation of Monuments, Ensembles and Sites. In: 10th ICOMOS General Assembly. 30 July – 7 August 1993. Colombo, Sri Lanka. ICOMOS. (1996). Principles for the Recording of Monuments, Groups of Buildings and Sites. In: 11th ICOMOS General Assembly. October 1996. Sofia, Bulgaria. ICOMOS. (1999). International Cultural Tourism Charter. Managing Tourism at Places of Heritage Significance. In: 12th ICOMOS General Assembly. October 1999. Mexico. ICOMOS. (2008a). The ICOMOS Charter for the Interpretation and Presentation of Cultural Heritage Sites. In: 16th ICOMOS General Assembly. 4 October 2008. Québec, Canada.

163


ICOMOS. (2008b). The ICOMOS Charter on Cultural Routes. In: 16th ICOMOS General Assembly. 4 October 2008. Québec, Canada. ICOMOS. (2008c). Québec Declaration on the Preservation of the Spirit of Plave. In: 16th ICOMOS General Assembly. 4 October 2008. Québec, Canada. ICOMOS & TICCIH. (2011). The Dublin Principles for the Conservation of Industrial Heritage Sites, Structures, Areas and Landscapes. In: 17th ICOMOS General Assembly. 28 November 2011. Paris, France. ICOMOS & UNESCO. (2011). The Paris Declaration on Heritage as a Driver of Development. In: 17th ICOMOS General Assembly. 1 December 2011. Paris, France. TICCIH. (1973). First International Congress on the Conservation of Industrial Monuments, Πρακτικά του Συνεδρίου. 29 May – 5 June 1973. Ironbridge, Great Britain. TICCIH. (1975). Second International Congress on the Conservation of Industrial Monuments, Πρακτικά του Συνεδρίου. 3 – 9 September 1975. Bochum, Germany. TICCIH. (2003). The Nizhny Tagil Charter For The Industrial Heritage. July 2003. Nizhny Tagil, Russia. TICCIH. (2009). Industrial Heritage – Ecology & Economy. Selected Papers. In: XIV International TICCIH Congress 2009. Freiberg, Germany. UNESCO. (1972). Convention Concering the Protection of the World Cultural and Natural Heritage. In: General Conference. 16 November 1972. Paris, France. UNESCO, ICCROM & ICOMOS. (1994). The Nara Document of Authenticity. In: Nara Conference on Authenticity in Relation to the World Heritage Convention. 1 – 6 November 1994. Nara, Japan.

Διαδικτυακές Πηγές Curriculum Vitae of Prof. Dr. Johannes Hamhaber. [Online] Available from: https://www.tt.th-koeln.de/research/chairsresearchgroups/hamhaber/curriculum-vitae/ (Ανάκτηση 01/02/2020)

164


Foster & Partners. (2014). Duisburg Inner Harbour Masterplan. [Online] Available from: https://www.fosterandpartners.com/projects/duisburg-inner-harbourmasterplan/ (Ανάκτηση 01/02/2020)

Haus der Geschichte des Ruhrgebiets. (n.d.). Regions. [Online] Available from: http://www.isb.ruhr-uni-bochum.de/industrial-heritage/regions.html.en (Ανάκτηση 01/02/2020)

Helling F. (2013). Fluch Oder Segen? Das Oberhausen CentrO Ist Ein Ewiger Zankapfel. [Online] Available from: https://www.waz.de/staedte/oberhausen/fluch-oder-segen-dasoberhausener-centro-ist-ein-ewiger-zankapfel-id8612136.html (Ανάκτηση 01/02/2020)

Keßel A., Biesel M. & Schreiber L. (2018). Prosper-Haniel, Letzte Kohle an Steinmeier übergeben, aber alle achten nur auf den Bergmann hinter ihm. [Online] Available from: https://www.derwesten.de/auf-kohlegeboren/prosper-haniel-steinkohle-abschied-zeche-bergbauid216050303.html (Ανάκτηση 01/02/2020) Očkerl P. (2017). 4 Lessons Every European City Can Learn from Oberhausen. [Online] Available from: https://www.blog.urbact.eu/2017/03/4-lessons-everyeuropean-city-can-learn-from-oberhausen/ (Ανάκτηση 01/02/2020)

Oliveres i Guixer M. (2018). Landschaftspark Duisburg-Nord. [Online] Available from: https://www.publicspace.org/en/web/guest/works/-/project/a008landschaftspark-duisburg-nord (Ανάκτηση 01/02/2020) Regionalverband Ruhr. (n.d.). Panoramen und Aussichtspunkte auf der Route der Industriekultur. [Online] Available from: http://www.routeindustriekultur.ruhr/panoramen.html (Ανάκτηση 01/02/2020)

165


Regionalverband Ruhr. (n.d.). Ankerpunkte, Erlebnisorte und Meilensteine der Industriekultur. [Online] Available from: http://www.routeindustriekultur.ruhr/ankerpunkte.html (Ανάκτηση 01/02/2020)

Regionalverband Ruhr. (2020). Industrial Heritage Trail Discovery Pass 2020. [Online] Ενημερωτικό Έντυπο για τη Διαδρομή, σελ. 119. Available from: http://www.route-industriekultur.ruhr/service/broschueren-downloads.html (Ανάκτηση 01/02/2020) http://emscherlandschaftspark-blog.de/ (Ανάκτηση 01/02/2020) https://de.wikipedia.org/wiki/Internationale_Bauausstellung_Emscher_Park (Ανάκτηση 01/02/2020) https://en.wikipedia.org/wiki/Ruhr (Ανάκτηση 01/02/2020) https://www.rvr.ruhr/ (Ανάκτηση 01/02/2020) https://www.land.nrw/ (Ανάκτηση 01/02/2020) https://industrie-kultur.de/ik/ (Ανάκτηση 01/02/2020) http://www.dnk.de/ (Ανάκτηση 01/02/2020) https://www.lwl.org/industriemuseum/museum (Ανάκτηση 01/02/2020) https://www.metropole.ruhr/ (Ανάκτηση 01/02/2020) http://resilient-cities.eu/2018-3/ (Ανάκτηση 01/02/2020) https://www.internationale-bauausstellungen.de/ (Ανάκτηση 01/02/2020) https://www.uni-due.de/~gpo202/index.htm (Ανάκτηση 01/02/2020) https://www.gasometer.de/de (Ανάκτηση 01/02/2020) https://www.oberhausen-tourismus.de/de/index.php (Ανάκτηση 01/02/2020) https://www.centro.de/ (Ανάκτηση 01/02/2020) http://www.zeitreise-ruhr.de/ (Ανάκτηση 01/02/2020) https://www.landschaftspark.de/en/ (Ανάκτηση 01/02/2020) http://www.innenhafen-duisburg.de/ (Ανάκτηση 01/02/2020) https://www.duisburg.de/index.php (Ανάκτηση 01/02/2020)

166


https://www.ruhr-tourismus.de/en.html (Ανάκτηση 01/02/2020) https://www.geoportal.nrw/ (Ανάκτηση 01/02/2020) https://ec.europa.eu/eurostat/web/main/home (Ανάκτηση 01/02/2020) https://bplan.geoportal.ruhr/ (Ανάκτηση 01/02/2020) https://opendata.ruhr/dataset (Ανάκτηση 01/02/2020) https://land.copernicus.eu/local/urban-atlas (Ανάκτηση 01/02/2020)

167


Παράρτημα: Υποστηρικτικό Υλικό Παράρτημα 1: Θεωρητικές Εμβαθύνσεις Οικουμενική Αξία των Βιομηχανικών Καταλοίπων Σύμφωνα με τη Χάρτα του Nizhny Tagil για τη βιομηχανική κληρονομιά: «Η βιομηχανική κληρονομιά έχει κοινωνική αξία ως τμήμα των καταλοίπων της καθημερινής ζωής συνηθισμένων ανδρών και γυναικών και, με αυτή την ιδιότητα, προσδίδει μια σημαντική αίσθηση ταυτότητας. Έχει τεχνολογική και επιστημονική αξία στην ιστορία της μεταποίησης, της μηχανικής, των κατασκευών και μπορεί να έχει και σημαντική αισθητική αξία για την ποιότητα της αρχιτεκτονικής, της μελέτης και του σχεδιασμού».197 Ένα βιομηχανικό κτίριο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον κυρίως από αρχιτεκτονική, κατασκευαστική και τεχνολογική άποψη. Η λιτή μορφή του, σε συνδυασμό με τις επιβλητικές διαστάσεις, η οργάνωση των «ελεύθερων κατόψεων» και ο αυστηρός κατασκευαστικός κάνναβος του φέροντος οργανισμού, η συμμετρία και η γεωμετρικότητα, η ορθολογική οργάνωση και η ρυθμική επανάληψη των ανοιγμάτων, η λιτή ογκοπλασία και οι καθαρές γεωμετρικές φόρμες, οι αναλογίες εμβαδού- ύψους που επιτρέπουν μεγάλη ευελιξία στην προσαρμογή της παραγωγικής διαδικασίας, είναι κάποια από τα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά αυτών των κτιρίων που τους εξασφαλίζουν εξέχουσα θέση στην εκδήλωση ενδιαφέροντος. 198 Οι ανθεκτικές κατασκευές με το σταθερό φέροντα οργανισμό και τα προσεκτικά σχεδιασμένα κελύφη ώστε να φέρουν μεγάλα φορτία και να αντέχουν σε καταπονήσεις, συνεπάγονται αντοχή και σταθερότητα, χαρακτηριστικά που σήμερα για μια ογκώδη κατασκευή είναι ίσως απαγορευτικά τόσο οικονομικά όσο και οικολογικά.199 Όσον αφορά την κατασκευαστική τους τεχνολογία και το μηχανολογικό εξοπλισμό, τα βιομηχανικά κατάλοιπα συνιστούν τεκμήρια χαρακτηριστικών μορφών, φάσεων, μεθόδων και υλικών του παρελθόντος. Δίνουν πληροφορίες TICCIH. (2003). The Nizhny Tagil Charter For The Industrial Heritage. July 2003. Nizhny Tagil, Russia, σελ. 2 198 Αγαπάκη Μ., Καρατζάλη Χ., Μπάλλη Ε., Επανάχρηση Βιομηχανικών Κελυφών. Μία εναλλακτική προσέγγιση, Διάλεξη 9ου εξαμήνου, ΕΜΠ, Αθήνα, 2015, σελ. 20 199 Αγαπάκη Μ., Καρατζάλη Χ., Μπάλλη Ε., Επανάχρηση Βιομηχανικών Κελυφών. Μία εναλλακτική προσέγγιση, Διάλεξη 9ου εξαμήνου, ΕΜΠ, Αθήνα, 2015, σελ. 35 197

168


για τη μηχανική και τις κατασκευές και απαντούν σε προβλήματα έρευνας ή αυξάνουν και συμπληρώνουν τις γνώσεις μας σε τομείς που μας ενδιαφέρουν. Αναγνωρίζουμε έτσι σ’ αυτά επιστημονική αξία, αλλά και διδακτική όταν πρόκειται για αντιπροσωπευτικά δείγματα στοιχείων του παρελθόντος ή σπάνια δείγματα επιβίωσης συγκεκριμένων διαδικασιών, τυπολογιών, χώρων και τοπίων. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Jacques Pinard «Τα κτίσματα και οι εγκαταστάσεις του βιομηχανικού παρελθόντος μιας χώρας, είναι τα βασικά «βιβλία» του τεχνικού πολιτισμού».200 Ο Σταύρος Σταυρίδης υποστηρίζει πως: «Τα μνημεία συμπυκνώνουν έναν χώρο αφηγηματικό που συνθέτει τον 'έμμεσο' λόγο της ιστορίας με τον 'άμεσο' λόγο της μνήμης και επιβιώνουν υλικά και νοητικά στο χώρο και το χρόνο».201 Με αυτόν τον τρόπο και τα βιομηχανικά κτίσματα, μνημεία άλλων εποχών, αποτελούν βασικό γνώρισμα της πόλης και φέρουν την ιστορία του τόπου και των κατοίκων της. Η πόλη είναι ο τόπος στον οποίο καταγράφεται η συλλογική μνήμη των λαών. «Η συλλογική μνήμη αποτελεί ένα από τα κυριότερα στοιχεία μετασχηματισμού της πόλης, λειτουργώντας φυσικά μέσα από το κοινωνικό σύνολο. Η μνήμη γίνεται το νήμα που διαπερνάει όλη την πολύπλοκη δομή της πόλης», αναφέρει ο Aldo Rossi.202 Το εγκαταλελειμμένο βιομηχανικό κτίριο δημιουργεί έντονα συναισθήματα, με κυρίαρχο αυτό της κοινωνικής ευαισθησίας, καθώς μαρτυρά τις κοινωνικές και εργατικές συνθήκες μιας άλλης εποχής, τον χαρακτήρα και την ιστορία ολόκληρων πόλεων.203 Οφείλει, ωστόσο, εδώ να σημειωθεί η επιλεκτική φύση της μνήμης του ανθρώπου. Ο επισκέπτης σε ένα φεουδαρχικό κάστρο δε θυμάται τόσο το δεσποτισμό της μοναρχίας όσο συγκινείται με το ρομαντισμό τον οποίο έχει αυτή η εποχή για το σήμερα. Αντίστοιχα λειτουργεί και ένας επισκέπτης σε ένα βιομηχανικό μνημείο. Η μνήμη των αντιξοοτήτων και των απάνθρωπων συνθηκών εργασίας υπάρχει ακόμα αλλά τείνει να χάνεται στο ρομαντισμό που δημιουργούμε για το παρελθόν. Οι άνθρωποι, όμως, οι οποίοι είχαν δουλέψει σε αυτά τα εργοστάσια ή των οποίων οι ζωές είχαν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από αυτά έχουν μια διαφορετική αντιμετώπιση. Είναι συμβολικό το ξέσπασμα σε δάκρυα μιας γυναίκας σε μια από τις «ημέρες ανοιχτών μνημείων» η οποία είχε γνωρίσει τον άντρα της στο δρόμο για τη δουλειά στη σιδηρουργία. Δεν της είχε επιτραπεί ποτέ να εισέρθει στο χώρο. Όσο λειτουργούσε η επιχείρηση όσοι δεν Pinard J., Η Βιομηχανική αρχαιολογία, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα, 1991 Σταυρίδης Σ., Μνήμη και εμπειρία του χώρου, Αθήνα, 2006, σελ. 272 202 Rossi A., Η αρχιτεκτονική της πόλης, μτφρ. Βασιλική Πετρίδου, εκδόσεις Σύγχρονα Θέματα, Θεσσαλονίκη, 1987, σελ. 192 203 Λίτσου Α., Πάτση Ν., Όταν η σύγχρονη ανάγκη της βιωσιμότητας συναντά ιστορικά κελύφη, Διάλεξη 9ου εξαμήνου, Σχολή Αρχιτεκτόνων, ΕΜΠ, Αθήνα, 2018, σελ. 22 200 201

169


είχαν εργασία εκεί ήταν αποκλεισμένοι έξω. Είναι, λοιπόν, υποχρέωση του ανθρώπου να περιορίζει την εξωραϊσμένη αυτή εικόνα στο νου του και να διατηρεί μια σφαιρική αντίληψη των πραγμάτων. Αντίστοιχες κινήσεις πρέπει να κάνουν και τα μουσεία και οποιαδήποτε άλλη μορφή της ιστορικής μνήμης. Η έως τότε βιομηχανική συνείδηση είχε εξιδανικεύσει πρότυπα που δεν της ανήκαν και την εμπόδιζαν τώρα να αναγνωρίσει τον ειδικό της χαρακτήρα, τα δικά της προβλήματα αλλά και επιτεύγματα. «Σε μία εποχή που η απειλητική εκβιομηχάνιση άλλαξε ολότελα τη μορφή οικείων τοπίων, διέλυσε συνήθειες και αμφισβήτησε καθιερωμένες αξίες, αυτό που οι βιομηχανικές κοινωνίες επέλεξαν να προστατεύεται και να τιμάται ήταν οτιδήποτε προβιομηχανικό, μη βιομηχανικό, παλιό, σπάνιο, πιο όμορφο και παραδοσιακό, πιο φυσικό, πιο πνευματικό».

Σενάρια Επανάχρησης Βιομηχανικών Μνημείων Ως προς τον τρόπο αξιοποίησης του χώρου και των κελυφών 1) Το σενάριο της κατεδάφισης και της ριζικής ανάπλασης 2) Το σενάριο της μερικής διατήρησης: Όπου διασώζονται κάποια κτίρια από το συνολικό χώρο του βιομηχανικού συγκροτήματος και τα υπόλοιπα κατεδαφίζονται. 3) Το σενάριο της διάσωσης του βιομηχανικού κτιρίου και της ριζικής επανάχρησης του χώρου. Το κέλυφος διατηρείται, ο εξοπλισμός είτε καταστρέφεται είτε απομακρύνεται και το κτίριο φιλοξενεί νέες χρήσεις. 4) Διακοσμητική λογική. Τμήματα κτιρίων ή θραύσματα βιομηχανικού εξοπλισμού χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά στοιχεία σε μια αρχιτεκτονική «βιτρίνας». 5) Μετακίνηση κτιρίων ή διατηρητέων στοιχείων τους και ανατοποθέτηση τους σε άλλο σημείο, με σκοπό να αξιοποιηθεί η πρώην βιομηχανική έκταση και ταυτόχρονα να διαφυλαχθούν τα ιστορικά κτίσματα. 6) Ξεχωριστό σενάριο θα μπορούσε να θεωρηθεί η πλήρης κατεδάφιση του βιομηχανικού χώρου, αλλά και η διατήρηση του βιομηχανικού του εξοπλισμού, και η μεταφορά του σε άλλο χώρο.

170


7) Το σενάριο της πλήρους διάσωσης και διατήρησης του βιομηχανικού χώρου και τη μετατροπή του σε ζωντανό μνημείο. 8) Το επιθυμητό ίσως σενάριο θα ήταν αυτό που αντιμετωπίζει τα ιστορικά βιομηχανικά συγκροτήματα ως «ενιαία σύνολα» κτιριακών κελυφών και βιομηχανικού εξοπλισμού και προτείνει τη διατήρηση των κτιρίων, την παραμονή του εξοπλισμού μέσα σε αυτά και την ένταξη σύγχρονων χρήσεων με πολιτιστικό και εκπαιδευτικό χαρακτήρα.204 9) Γκρέμισμα και ξαναχτίσιμο μιμούμενο την προηγούμενη μορφή αλλά αποκτώντας εντελώς νέα λειτουργία. 10) Μια ιδιαίτερα φιλική προς το ήδη υφιστάμενο κτίριο χρήση είναι αυτή της μηδενικής παρέμβασης, της διατήρησης και χρήσης του ως έχει. 11) Όσον αφορά τις βιομηχανικές επιχειρήσεις που ακόμα λειτουργούν θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη η παραδοχή από μέρους τους, του συμφέροντος που θα υπήρχε γι’ αυτές να διατηρήσουν κάποια ίχνη του παρελθόντος τους, είτε υπό μορφή σχεδιαγραμμάτων ή ορισμένων θεμελίων των εγκαταστάσεων που προηγήθηκαν των σημερινών, είτε υπό μορφή στοιχείων των παλιών υλικών τους, αν δεν μπορούν να διατηρήσουν ολόκληρα τα μηχανήματα, όταν αυτά είναι ογκώδη και δαπανηρά στη συντήρησή τους.

Κριτήρια Εκτίμησης Βιομηχανικών Μνημείων Ο Axel Föhl είχε ήδη από το 1976 διατυπώσει κάποια χαρακτηριστικά των βιομηχανικών μνημείων με βάση τα οποία μπορούν να αξιολογηθούν, που σύμφωνα με τον Marion Steiner, παραμένουν κοινώς αποδεκτά.205 Σύμφωνα με αυτά τα βιομηχανικά μνημεία έχουν διαφοροποιημένη ιστορική αξία εάν: -είναι ιστορικά τυπικά, ανεξάρτητα από την αρχιτεκτονική μορφή που μπορεί να διαφέρει. Σε αντίθεση με τα μνημεία της τέχνης, η σπουδαιότητα των βιομηχανικών μνημείων στηρίζεται στην επαναληπτικότητα και όχι στην καλλιτεχνική μοναδικότητα

Πολύζος Γ., Ιστορικός Βιομηχανικός Εξοπλισμός στην Ελλάδα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Εκδόσεις ΟΔΥΣΣΕΑΣ, Αθήνα, 1998 205 Marion Steiner, Industrial Heritage in Germany, Patrimonio Industriale, περιοδικό AIPAI, τόμος V, τεύχος 08, Οκτώβριος 2011, σελ. 109 204

171


-είναι ιστορικά μοναδικά. Κατά τη διάρκεια του 19ου και 20ου αιώνα ήταν τυπικός ο ανταγωνισμός για το ψηλότερο ή μεγαλύτερο κτίριο. Έτσι τα υπερμεγέθη στις διαστασιολογήσεις, στο σχεδιασμό και στις τεχνικές λύσεις έχουν ιδιαίτερη ιστορική σημασία. -βρίσκονται στην αρχή ή στο τέλος μίας σειράς από τεχνικές εξελίξεις -ο σχεδιασμός του αντιπροσωπεύει κάποιο ρεύμα ή κάνει χρήση πολιτιστικών ή ιστορικών στοιχείων.

Παράρτημα 2: IBA Emscher Park Λίστα με IBA project

172


173


174


175

Παράρτημα 3: Route der Industriekultur Ευρωπαϊκή Διαδρομή Βιομηχανικής Κληρονομιάς ως Πολιτιστική Διαδρομή Ερωτηματολόγιο για την αξιολόγηση της Ευρωπαϊκής Διαδρομής Βιομηχανικής Κληρονομιάς, στα πλαίσια της αίτησής της για να λάβει τον τίτλο Πολιτιστική Διαδρομή, από το Συμβούλιο της Ευρώπης. Οι απαντήσεις είναι για τη Διαδρομή Βιομηχανικής Κληρονομιάς του Ruhr, ως το τμήμα της Ευρωπαϊκής Διαδρομής που εξετάζεται από τον εμπειρογνώμονα. Πηγή: Cultural Routes of the Council of Europe, Evaluation Cycle 2018-2019, Expert report, European Route of Industrial Heritage, σελίδες 27-31.206

Cordeiro, J. L. (2018). Cultural Routes of the Council of Europe, Evaluation Cycle 2018-2019. [Online] Expert report, Council of Europe, σελ. 16. Avalaible from: https://rm.coe.int/european-route-of-industrial-heritage/168094d23a (Ανάκτηση 01/02/2020) 206


176


177


178


179


180


181


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.