ΝΤΕΛΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ‘’ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ’’

Page 1

Βραβευμένο ποίημα στον Τσακιρίδιο Διαγωνισμό Ποίησης 2012.

ΝΤΕΛΗΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ‘’ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ’’

Τη νύχτα που ο χρόνος κλείνει τους κύκλους Με την κουρασμένη ψυχή βαθιά καθισμένη στο θρόνο Με το φως να σκεπάζει στιλπνά το σκοτάδι Άφηνα το κορμί μου να νιώσει το ρίγος Καθώς οι παλιοί ποιητές με τις αέρινες λέξεις στα χείλη Ζωντάνευαν σε κείνο το σιωπηλό, ξεχασμένο δωμάτιο. Λέξεις που πετούσαν σαν πουλιά λευτερωμένα… Τα κοίταζα ένα ένα, παρακολουθούσα την ελεύθερη πτήση Τα φτερά τους άγγιζαν τον αέρα, βάδιζαν πάνω του Ανέβαιναν τα αόρατα σκαλοπάτια Γινόταν ένα με τα σύννεφα Έπιναν νερό απ’ το μπλε του ουρανού Τσιμπούσαν τα αστέρια Και γεμάτα αρμονία, όλα μαζί, εναέριο μπαλέτο, Κούρνιαζαν στη στέγη της ψυχής μου Λίγο πιο κάτω απ’ τα όνειρα Λίγο πιο πάνω απ’ τη λογική Μέχρι που δεν άντεχα πια Έκλεινα τα μάτια και πλημμύριζα φως. Ένας άνεμος ζεστός ξεσήκωνε την ύπαρξή μου Και προσπαθούσα να πετάξω με τα δικά μου φτερά Σ’ έναν κόσμο έτοιμο να γεννηθεί και να πεθάνει μαζί μου Έναν κόσμο γεμάτο χιονισμένους ψιθύρους.


Βυθιζόμουν συχνά στο σκοτάδι των στίχων Κι έλαμπαν τα αστέρια σαν μάτια δακρυσμένα. Λέξεις ζεστές, λάμψεις φευγαλέες Σκέψεις που δεν χάθηκαν στο χρόνο Πάθη γεμάτα αγκάθια, που απειλούν και πληγώνουν Πόθοι δυνατοί με γκρίζα παγωμένα μάτια και χείλη πλατιά Αναμνήσεις φυτεμένες σε δάση σκοτεινά Άγνωστα μέρη που καλούν τους ταξιδιώτες σαν Σειρήνες Φωνές συριστές σαν νοτιάς στην άκρη του πελάγους Φωνές ομιχλώδεις που τυλίγουν το νου Και χιμούν να σπαράξουν το πλάσμα Που ψάχνει τρυφερά τις δικές του πληγές Κι είναι ο πόνος εκείνες τις νύχτες που σε κάνει να ζεις Λίγο πιο πάνω απ’ τον κόσμο της μέρας Που το φως της βαραίνει τους ώμους και θαμπώνει τα μάτια Που το γνωστό σε κρατάει δεμένο Και δεν μπορείς ν’ αφεθείς στο κενό Κάθε αστέρι κι άλλο χρώμα Άλλη ψυχή τυλιγμένη στην απόκοσμη λάμψη Όμορφοι κόσμοι, αφημένοι σε μιαν άκρη Έτοιμοι ν’ ανθίσουν με το πρώτο δειλό άγγιγμα Αρκεί να ξέρεις τι ζητάς και να ψηλαφίζεις με την ψυχή σου Ν’ απλώνεις το λευκό της κορμί γυμνό στο χορτάρι Να κλείνεις τα μάτια και να ζεις μες στο κόκκινο χρώμα Να λάμνεις με τις λέξεις σαν κουπιά από φως Σε μια θάλασσα γεμάτη σκοτάδι. Οι ποιητές που δάμασαν το λόγο Που καλπάζοντας μαζί του έφτασαν τόσο μακριά… Είναι απλή η ποίηση, σκεφτόμουν


Λέξεις όμορφα ταιριασμένες, χωρίς κουστωδίες κι υπερβολές Λέξεις απλές, έτοιμες να χαμογελάσουν μα και να δακρύσουν Φράσεις σύντομες, περιεκτικές, ουσιώδεις Φράσεις που λάμπουν στον ήλιο σαν πετράδια Και διαχέουν το φως, αποκαλύπτουν τα μύχια χρώματα Διεγείρουν τις ξεχασμένες δικές μας σκέψεις Δίνουν φτερά και πάλι στα όνειρα, που έπαψαν να ζωγραφίζουν τον ουρανό μας, Νοήματα που μπορούν ν’ ανεβούν τα σκαλιά της λογικής Να καθίσουν σκεφτικά απέναντί της και να μιλήσουν με τα μάτια Λέξεις πινελιές, που ζωγραφίζουν την ψυχή μας. Είναι απλή, σκεφτόμουν, η ποίηση. Κι όμως… Πώς να κορφολογήσεις Πώς να διαλέξεις το μάτι που θα καρπίσει Πώς να μιλήσεις σ’ άλλους ανθρώπους Πώς να ξέρεις τι τους πονάει, τι τους συνθλίβει Τι τους γεμίζει, τι τους φοβίζει Τι δίνει κουράγιο, τι ζεσταίνει το χέρι που τρέμει; Αφήνεις λοιπόν το άρωμα της ψυχής σου Απλώνεις τα ροδοπέταλα σαν φύλλα από αίμα Σε κείνο το λευκό μονοπάτι που διάλεξες να περάσεις Σβήνεις τα ίχνη σου Κι αν τύχει κάποια νύχτα η γαλήνη να φέρει κρατώντας απ’ το χέρι ένα ξάγρυπνο οδοιπόρο Τότε θα βρει και θ’ ανασάνει απ’ τις δικές σου σκέψεις Κι ίσως να νιώσει το ρίγος ν’ αναδεύει στο δέρμα του Ίσως να δει το κόκκινο σκοτάδι που κυλά σιωπηλό Ίσως ν’ ακούσει τους χιονισμένους ψιθύρους Ίσως μπορέσει να λάμνει κι αυτός


Γιατί ο ουρανός μας χρειάζεται αστέρια Το σκοτάδι διψάει για φως Πολύ το κενό που μας δώσαν Κι οι ζωές μας, μικρές, δεν μας φτάνουν…


Turn static files into dynamic content formats.

Create a flipbook
Issuu converts static files into: digital portfolios, online yearbooks, online catalogs, digital photo albums and more. Sign up and create your flipbook.