Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Πολυτεχνική χολή Ξάνθης Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών
Επιβλέπων : Πολυξένη Μάντζου
Ξάνθη, 2018
abstract
Today digital media are more and more widely used and are becoming essential tools of urban life. Physical and digital world complement each other, and the experience and the relationship between people and urban space are radically changed. At the same time, the role of architecture, as a mediator in the human-environment relationship, seems to be assumed today by the interfaces connecting individuals to the digital world. In recent years, there has been an increasing tendency to spread and integrate interfaces in the physical space in a way that is not always perceived by the user. Gradually, dipoles such as the public-private one, which were characterizing the analogue world and traditionally defined the degree of interaction and communication with others, are not unaffected. The more the interfaces improve and become more and more invisible, the two ends of these dipoles are so close to one another that they can eventually be said to be abolished. From this abolition of dipoles emerges a patchwork, a hybrid situation, since gradually, public spaces cease to have “pure� identities and individuals are active simultaneously in both the physical and the digital world. Therefore, we are already talking about a new reality that is expected to radically change the way we interact with each other and with space. At the same time, questions arise as to whether and how these developments affect urban life and society as well as our relationship with the public sphere. While, on the one hand, the development of new technologies is said to contribute to the death of public urban spaces such as squares, streets and parks, on the other hand, there is the view that it creates new forms of public sphere and interaction that deserves to explore more. In this new treaty, architects traditionally trained in the orchestration of complex relationships between man and the environment are called upon to take their place. Now that this relationship is augmented and therefore changed, it is challenging to revise the design methods to respond to the new hybrid reality.
περίληψη
00 - 00
Σήμερα, τα ψηφιακά μέσα έχουν όλο και πιο ευρεία εφαρμογή και καθίστανται απαραίτητα εργαλεία της αστικής ζωής. O φυσικός και ο ψηφιακός κόσμος συνυπάρχουν συμπληρωματικά, με αποτέλεσμα η εμπειρία και η σχέση μας με τον αστικό χώρο να μεταβάλλονται ριζικά. Παράλληλα, το ρόλο της αρχιτεκτονικής, ως διαμεσολαβητή στη σχέση ανθρώπου-περιβάλλοντος, φαίνεται να αναλαμβάνουν σήμερα οι διεπαφές, που συνδέουν τα άτομα στον ψηφιακό κόσμο. Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μια αυξανόμενη τάση εξάπλωσης και ενσωμάτωσης των διεπαφών στο φυσικό χώρο με τρόπο που να μη γίνονται αντιληπτές από το χρήστη. Σταδιακά, δίπολα όπως αυτό του δημόσιου-ιδιωτικού, που χαρακτήριζαν τον αναλογικό κόσμο και παραδοσιακά καθόριζαν τον βαθμό αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας με τους άλλους δεν μένουν ανεπηρέαστα. Όσο περισσότερο οι διεπαφές βελτιώνονται και γίνονται όλο και πιο αόρατες, τα δύο άκρα των διπόλων, πλησιάζουν τόσο πολύ το ένα το άλλο, που τελικά μπορεί να γίνει λόγος για την κατάργησή τους. Από την εν λόγω κατάργηση των διπόλων προκύπτει ένα συνονθύλευμα, μια υβριδική κατάσταση, αφού σταδιακά, οι δημόσιοι χώροι παύουν να έχουν αμιγείς ταυτότητες και τα άτομα δραστηριοποιούνται ταυτόχρονα, τόσο στον φυσικό, όσο και στον ψηφιακό κόσμο. Ως εκ τούτου, κάνουμε πια λόγο για μια νέα πραγματικότητα που αναμένεται να αλλάξει ριζικά τον τρόπο που αλληλεπιδρούμε μεταξύ μας αλλά και με το χώρο. Ταυτόχρονα, γεννιούνται ερωτήματα ως προς το κατά πόσο και με ποιον τρόπο οι εξελίξεις αυτές επηρεάζουν την αστική ζωή και κοινωνία, καθώς και τη σχέση μας με το δημόσιο χώρο. Ενώ, λοιπόν, από τη μία, η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών λέγεται ότι συμβάλλει στο θάνατο των δημόσιων αστικών χώρων, όπως οι πλατείες, οι δρόμοι και τα πάρκα, από την άλλη, υπάρχει η θεώρηση πως δημιουργεί νέες μορφές δημόσιας σφαίρας και αλληλεπίδρασης που αξίζει να διερευνήσουμε περισσότερο. Στη νέα αυτή συνθήκη, οι αρχιτέκτονες που παραδοσιακά εκπαιδεύονται στην ενορχήστρωση πολύπλοκων σχέσεων μεταξύ ανθρώπου και περιβάλλοντος, καλούνται να πάρουν θέση. Τώρα που η σχέση αυτή επαυξάνεται και συνεπώς αλλάζει, αποτελεί πρόκληση η αναθεώρηση των σχεδιαστικών μεθόδων ώστε να ανταποκρίνονται στην νέα υβριδική πραγματικότητα.
προβληματισμοί
Αφετηρία των προβληματισμών που γέννησαν την παρούσα ερευνητική εργασία δεν αποτέλεσε τίποτα περισσότερο από την παρατήρηση της καθημερινής εμπειρίας στο αστικό περιβάλλον. Οι κινήσεις που πραγματοποιούμε, ο χρόνος που επιλέγουμε να αφιερώσουμε, η αντίληψη που αποκτούμε για το αστικό πεδίο που μας περιβάλλει και τελικά, ο τρόπος που το βιώνουμε ήταν μερικά από τα πρώτα ζητήματα που επιθυμήσαμε να διερευνήσουμε. Με μια προσεκτικότερη ματιά στην περιήγησή μας, τόσο σε γνωστές όσο και σε άγνωστες περιοχές και πόλεις, αλλά και μετά από πολλές συζητήσεις για την παραγόμενη εμπειρία, αυτό που παρατηρήσαμε ήταν ότι η αντίληψή μας για τον φυσικό χώρο ελάχιστα διαμορφώνεται από τα υλικά στοιχεία που τον συνθέτουν. Κτίρια, υλικά, δομές και υφές πέρασαν στο παρασκήνιο, όταν στη συζήτηση εντάχθηκαν λέξεις όπως χάρτης, GPS, check-in, και πολλές άλλες. Το γεγονός αυτό μας έκανε να αναλογιστούμε ότι αφενός η ύπαρξη και αφετέρου η κοινοποίηση της ψηφιακής πληροφορίας δύνανται να αποτελέσουν καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση της σχέσης μας με την πόλη. Είναι αλήθεια ότι το αστικό περιβάλλον που ανέκαθεν αποτελούσε πεδίο δράσης δυνάμεων, μεταλλαγών και εμπειριών, πλέον εμπλουτίζεται με πληροφορίες που παλαιότερα θα ήταν αδύνατο τόσο να συλλεχθούν όσο και να διαμοιραστούν. Ο χώρος δεν περιορίζεται πια στην υλική του υπόσταση, αλλά αποκτά μια δεύτερη ψηφιακή ταυτότητα, που είναι πλέον στα χέρια κάθε χρήστη, διαθέσιμη προς οποιαδήποτε κατανάλωση και πολλές φορές μορφοποίηση. Έτσι, αυτό που παρατηρείται, είναι ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πόλη που μετασχηματίζεται και επαυξάνεται, ενώ ταυτόχρονα παραμένει η ίδια, αφού οι χωρικές δομές
εισαγωγή
Όσον αφορά τις εν λόγω αλλαγές στην ανάγνωση του αστικού τοπίου, αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι ο σύγχρονος ψηφιακός χάρτης είναι πια ένα swipe μακριά κι εμείς μπορούμε να τοποθετηθούμε σε αυτόν με τη μορφή κινούμενου στίγματος. Έτσι, η φυσική μας μετακίνηση διαμέσου της πόλης, σταδιακά μετατρέπεται σε μια δισδιάστατη, εξωσωματική εμπειρία, την οποία είμαστε ικανοί να παρακολουθούμε αφ’ υψηλού, με έναν τρόπο εποπτικό. Ταυτόχρονα, από απλοί περιηγητές μεταμορφωνόμαστε σε “πακέτα” δεδομένων και πληροφοριών ικανών να διαμοιραστούν και να κοινοποιηθούν ανά πάσα στιγμή και προς πάσα κατεύθυνση υφαίνοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, ένα νέο πληροφοριακό επίπεδο που μοιάζει να αιωρείται πάνω από την πόλη του 21ου αιώνα. Ως εκ τούτου, η ανάγνωση του νέου αυτού περιβάλλοντος πραγματοποιείται ανάμεσα σε μαρκαρισμένα και βαθμολογημένα από άλλους σημεία, είτε αυτοί είναι φίλοι είτε όχι, και αυτό ίσως είναι το πιο παράδοξο. Η εμπειρία των άλλων είναι δυνατό να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στη δική μας και αντίστροφα, αφού πλέον αποτελεί ένα κοινοποιήσιμο προϊόν προς κατανάλωση ανεξαρτήτως των χωροχρονικών συνθηκών. Όλα τα παραπάνω αποτελούν μια δυσνόητη και παράλογη -δυστοπική ίσως να έλεγε πριν μερικά χρόνια κανείς- συνθήκη που όμως είναι τόσο πραγματική και ενσωματωμένη στην καθημερινότητά μας, που βαθμιαία εισρέουμε παθητικά σε αυτήν χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε.
11 - 11
όπως η αρχιτεκτονική και η πολεοδομία, μοιάζουν ακίνητες και παγιωμένες σε μια πραγματικότητα που αλλάζει συνεχώς και με δραματική ταχύτητα.
μέθοδος
Επιθυμώντας λοιπόν, να μελετήσουμε την εμπειρία στο αστικό πεδίο και τον τρόπο που αυτή έχει μετασχηματιστεί με την πάροδο των χρόνων, αρχικά, επιλέξαμε ως μέθοδο την ιστορική ανάλυση των σύγχρονων αστικών μοντέλων. Ως αφετηρία της εν λόγω μελέτης θέσαμε τη μητρόπολη που κάνει την εμφάνισή της στα τέλη του 19ου αιώνα, ως ένα κομβικό σημείο στην ιστορία των σύγχρονων μεγάλων πόλεων. Το χάος της μητρόπολης και η blasé στάση, ως φίλτρο απέναντι στο σοκαριστικό αριθμό ερεθισμάτων που ξαφνικά δέχεται το υποκείμενο, είναι αυτά που χαρακτηρίζουν την εμπειρία στο συγκεκριμένο αστικό μοντέλο. Στη συνέχεια, ακολουθούν δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, από τους οποίους οι κοινωνίες και οι πόλεις βγαίνουν τραυματισμένες και με μια έντονη ανάγκη για εξορθολογισμό και κανονικοποίηση, κάτι που υπόσχεται να πραγματοποιήσει το μοντέρνο κίνημα. Η τυποποίηση της ζωής και της εμπειρίας στην πόλη θεωρείται αρετή και αποτελεί βασική επιδίωξη των μοντέρνων σχεδιαστικών πρακτικών, μέχρι που φτάνει η στιγμή που η Καταστασιακή Διεθνής χαρακτηρίζει τις μεθόδους αυτές απλουστευτικές και μάλλον βαρετές. Έτσι, δημιουργούνται οι πρώτοι Ψυχογεωγραφικοί χάρτες, ταυτόχρονα με τα πρώτα οράματα για μια πόλη που αναπτύσσεται, κινείται και ανταποκρίνεται όμοια με έναν ζωντανό οργανισμό, όπως αυτά των Archigram, αλλά και αυτά για μια πόλη διασυνδεδεμένη όπως αυτή που περιγράφουν τα σχέδια του Ζενέτου. Ακολουθεί η περίοδος του μεταμοντέρνου αλλά και τα πρώτα ψήγματα μιας επερχόμενης, ψηφιακής επανάστασης που έρχεται για να αλλάξει μια για πάντα τη σχέση υποκειμένου και αστικού περιβάλλοντος.
Συνεπώς, ολοκληρώνοντας την πορεία μας από τη μητρόπολη του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα, αυτό που παρατηρήσαμε είναι ότι κάθε φάση χαρακτηρίζεται από τα δικά της ιστορικά, κοινωνικά και πολεοδομικά στοιχεία που διαμορφώνουν και την αντίστοιχη σχέση και εμπειρία στο αστικό περιβάλλον. Ωστόσο, είναι γεγονός πως κάθε μια από αυτές τις φάσεις, περνώντας, άφησε πίσω της λιγότερα ή περισσότερα ανεξίτηλα σημάδια που συνδιαμορφώνουν τη σύγχρονη πόλη και εμπειρία. Με άλλα λόγια, αντιληφθήκαμε ότι δεν είναι δυνατό να μελετήσουμε τη σύγχρονη πολύπλοκη αστική δομή χωριστά από τις προηγούμενες, καθότι η πρώτη αποτελεί ένα αμάλγαμα όλων όσων αυτές άφησαν πίσω τους. Αν, λοιπόν, φανταστούμε ότι κάθε φάση μεταφράζεται σε ένα ξεχωριστό layer, τότε σήμερα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα σύνολο από όλα τα προηγούμενα layers, που έχουν επικαθίσει το ένα πάνω στο άλλο και συνολικά διαμορφώνουν την πόλη του 21ου αιώνα. Έτσι, οδηγηθήκαμε στη μελέτη της σύγχρονης πόλης με τρόπο που θα μελετούσαμε και ένα παλίμψηστο, ανασηκώνοντας δηλαδή, κάθε φορά τα τελευταία layers και διερευνώντας τι υπάρχει από κάτω. Με άλλα λόγια, καθ’ όλη την πορεία της έρευνας βρισκόμαστε στο τώρα, αφού αυτό εμπεριέχει και το χτες και κάθε φορά που, μελετώντας το, συνειρμικά “σκοντάφτουμε” πάνω στα απομεινάρια του προηγούμενου αιώνα, αυτά εμφανίζονται στο κείμενο με τη μορφή σχολίων ή αλλιώς info box. Ταυτόχρονα, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ο άξονας γύρω από τον οποίο κινήθηκε η έρευνά μας ήταν αυτός της παρατήρησης της καθημερινής εμπειρίας. Στην αναζήτηση ενός τρόπου έκφρασης όσων εμείς θεωρούμε ότι χαρακτηρίζουν την αστική καθημερινότητα του 21ου αιώνα, μας βοήθησε η
11 - 11
εισαγωγή
Δανάη. Η Δανάη είναι το υποκείμενο, ο καθρέφτης και η αφήγηση της εμπειρίας στη σύγχρονη υβριδική πόλη που μας βοηθάει να επικοινωνήσουμε όλα αυτά που αποτέλεσαν εναρκτήριο λάκτισμα για τη διεξαγωγή της έρευνάς μας. Δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από την απεικόνιση των καταστάσεων και των εμπειριών που μας προβλημάτισαν εξ αρχής και εξακολούθησαν να μας απασχολούν και να μας κατευθύνουν σε όλη την πορεία της μελέτης. Καθένα από τα τρία κεφάλαια, γύρω από τα οποία αναπτύσσεται η εργασία, ξεκινά με ένα κομμάτι της αφήγησης που περιγράφει στιγμές από την καθημερινότητα της Δανάης και δίνει τροφή για σκέψη αλλά και αφορμή για την περαιτέρω διερεύνηση που λαμβάνει χώρα στο κυρίως κείμενο των κεφαλαίων.
περιεχόμενο
Εν συνεχεία, όσον αφορά το περιεχόμενο, στο πρώτο κεφάλαιο μελετούμε το υποκείμενο, δηλαδή τη Δανάη στην πόλη, με την έννοια της φυσικής παρουσίας στο φυσικό χώρο. Ξεκινούμε με μια ανάλυση του όρου παλίμψηστο που εξηγεί τη μεθοδολογία μας και φανερώνει το τελευταίο layer, το οποίο αναλύουμε στη συνέχεια, αυτό της ψηφιακής πληροφορίας. Στη συνέχεια, μελετούμε τα δίκτυα και τις ροές που δημιουργούνται ταυτόχρονα με τον τεράστιο όγκο πληροφορίας που αιωρείται πάνω από την πόλη του 21ου αιώνα και δίνουμε έμφαση στην θεωρία του Manuel Castells γύρω από το χώρο των ροών. Ο ρόλος της διάχυτης και πανταχού παρούσας ύπαρξης των τεχνολογικών μέσων, που μας επιτρέπουν τη σύνδεση στο διαδίκτυο, είναι καθοριστικός για την είσοδό μας στο χώρο των ροών και είναι το επόμενο αντικείμενο μελέτης. Σε επόμενη φάση, η θεώρηση του William J. Mitchell, σχετικά με τον τρόπο που το δίκτυο της πληροφορίας είναι δυνατόν να επηρεάσει το αστικό τοπίο, μας οδήγησε να διερευνήσουμε το
εισαγωγή
Στο δεύτερο κεφάλαιο, διερευνούμε τον τρόπο με τον οποίο το σύγχρονο υποκείμενο αντιλαμβάνεται και συσχετίζεται με τον αστικό χώρο, μέσω της χρήσης των μέσων επικοινωνίας δι’ εντοπισμού ή αλλιώς των locative media. Έχοντας την πρωταρχική διαίσθηση πως οι τεχνολογίες αυτές αλλάζουν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο συσχετιζόμαστε σήμερα με την πόλη, ξεκινήσαμε την ανάλυση αυτής της σχέσης, ορίζοντας για αρχή τις έννοιες του τόπου και του μη-τόπου. Η μελέτη των εννοιών αυτών βοήθησε καθοριστικά στην κατανόηση των διαδικασιών και των συσχετίσεων που παράγονται μέσω των locative media. Οι διαδικασίες της ανάκτησης, της επισύναψης, του σχολιασμού και της κοινοποίησης των χωρικών πληροφοριών επαυξάνουν την αστική εμπειρία και προσφέρουν νέους τρόπους αλληλεπίδρασης με τον χώρο, ικανούς να επανοηματοδοτήσουν και να μεταβάλλουν τις ταυτότητες των τόπων. Στη συνέχεια, αναγνωρίζοντας τον σύγχρονο ψηφιακό χάρτη ως το βασικό εργαλείο των locative media, δεν θα μπορούσαμε να μην διερευνήσουμε τις δυνατότητες με τις οποίες αυτός έχει πλέον εμπλουτιστεί, αλλά και τις νέες μορφές χαρτογράφησης που παράγονται και συνθέτουν ένα νέο επίπεδο αλληλεπίδρασης με το χώρο και τους άλλους. Τέλος, στο τρίτο κεφάλαιο, διερευνούμε τον τρόπο με τον οποίο ο φυσικός και ο ψηφιακός κόσμος συνυπάρχουν στο σύγχρονο αστικό τοπίο και από κοινού συνθέτουν την αστική εμπειρία, μεταβάλλοντας ριζικά τις μέχρι τώρα πεποιθήσεις για τον χώρο.
11 - 11
βαθμό που μέχρι σήμερα αυτό έχει πραγματοποιηθεί. Με άλλα λόγια, μελετούμε κατά πόσο επηρεάζεται, από υλικής άποψης, ο αστικός ιστός λόγω της ύπαρξης των άπειρων ψηφιακών συνδέσεων.
Σήμερα, το αστικό περιβάλλον διαμορφώνεται εκ νέου, καθώς τα πληροφοριακά συστήματα και οι νέες τεχνολογίες εφαρμόζονται σε όλο και περισσότερους τομείς και καθίστανται απαραίτητα εργαλεία της αστικής ζωής. Αυτή η συνθήκη καταργεί τα άλλοτε παγιωμένα δίπολα, όπως αυτό της εγγύτητας και της απόστασης, καθώς και αυτό της ιδιωτικότητας και της δημόσιας σφαίρας, παράγοντας νέες χωρικές σχέσεις. Προκειμένου να μελετήσουμε τον τρόπο με τον οποίο οι νέες, τεχνολογίες ενσωματώνονται στο φυσικό χώρο, αλλά και τις συσχετίσεις που παράγει αυτή η ενσωμάτωση, ασχοληθήκαμε με την έννοια της διεπαφής ή αλλιώς του interface, που αποτελεί το φίλτρο μέσω του οποίου αλληλεπιδρούμε με τον ψηφιακό κόσμο. Το φίλτρο αυτό τείνει σήμερα να μετατραπεί σε μια “αόρατη” σύνδεση που αφομοιώνεται στα φυσικά αντικείμενα, σε τέτοιο βαθμό, ώστε τελικά να μην γίνεται άμεσα αντιληπτό. Ως εκ τούτου, τα όρια μεταξύ του φυσικού και του ψηφιακού αποδυναμώνονται και οι δύο κόσμοι συνυπάρχουν συμπληρωματικά, συνθέτοντας από κοινού τη σύγχρονη υβριδική πόλη.
αυτή στην πόλη
η πόλη ως παλίμψηστο
Όσο το κύμα των αναμνήσεων ρέει μέσα της, η πόλη το ρουφάει σαν σφουγγάρι και επεκτείνεται. Μια περιγραφή της Ζάιρα όπως είναι σήμερα θα έπρεπε να περιέχει και όλο το παρελθόν της Ζάιρα. Η πόλη, ωστόσο, δεν μιλάει για το παρελθόν της, αλλά το περιέχει σαν τις γραμμές ενός χεριού, γραμμένο στις γωνίες των δρόμων, στις σχάρες των παραθύρων, στις κουπαστές των σκαλοπατιών [...]1
Ανέκαθεν οι πόλεις υπήρξαν αντικείμενο μελέτης πολλών επιστημών, αφού πρόκειται για δομές πολύπλοκες και ζωντανές που μετασχηματίζονται, ακμάζουν και παρακμάζουν με το πέρασμα των αιώνων. Το ενδιαφέρον εντοπίζεται στη μελέτη της πόλης ως ενός συνόλου ιστορικών στρωμάτων που έχουν επικαθίσει το ένα πάνω στο άλλο και το συνονθύλευμα αυτό αποτελεί κάθε φορά την πόλη του σήμερα. Η σύγχρονη πόλη αποτελεί ένα αμάλγαμα όλων των προηγούμενων ιστορικών, κοινωνικών και σχεδιαστικών φάσεων, και το αποτέλεσμα αυτών είναι οι υλικές και άυλες δομές και ατμόσφαιρες που συνθέτουν τη συνολική αστική εμπειρία. Αναμφίβολα, αντικείμενο μελέτης της εν λόγω εργασίας αποτελεί κατά κύριο λόγο το τελευταίο στρώμα που “αιωρείται” πάνω από την πόλη του 21ου αιώνα, και αυτό δεν είναι άλλο από το ψηφιακό δίκτυο που φιλοξενεί άπειρες διασυνδέσεις και διεργασίες, όμως πάντα με φόντο μια αστική δομή που ανήκει στο φυσικό χώρο και προέρχεται από το ίδιο το παρελθόν της. Έτσι, επιθυμώντας να διερευνήσουμε την πολύπλοκη μορφή της πόλης του 21ου αιώνα καθώς και την εμπειρία των ατόμων στα πλαίσια αυτής, θεωρήσαμε σκόπιμη την ερμηνεία της δομής του σύγχρονου αστικού ιστού ως αυτής ενός παλίμψηστου.
1. Calvino I., Invisible Cities, Harcourt, 1974, σ.10
η πόλη ως παλίμψηστο
I
Ένα παλίμψηστο αποτελεί μια περγαμηνή από την οποία έχουν ξύσει την πρώτη γραφή ώστε να χαράξουν μια άλλη, η οποία εντούτοις δεν αποκρύπτει τελείως την πρώτη, Η λέξη παλίμψηστο προέρχεται έτσι ώστε να μπορεί να αναγνωσθεί λόγω της από την αρχαιοελληνική λέξη διαφάνειας το παλιό κάτω από το νέο. Θα μπορούσε “παλίμψηστος” . Μια σύνθετη λέξη κανείς, επομένως, να αποκαλέσει “υπερκείμενα” ή από το “παλίν” (πάλι) + “ψάω” (ξύνω) παλίμψηστα, με τρόπο μεταφορικό, όλα εκείνα τα δλδ. καθαρίζω και ξανά χρησιμοποιώ έργα που προήλθαν από ένα προηγούμενο έργο, την ίδια επιφάνεια. Τα χειρόγραφα αυτά εμφανίζονται από αρχαιοτάτων μέσω μετασχηματισμού ή μίμησης.2
Η έννοια του παλίμψηστου όπως αυτή ορίστηκε από τον Genette έχει άμεση σχέση με την λογοτεχνία3 και περιγράφει την επανεγγραφή μεμονωμένων 1. Θεοδωρακάκης Τ., Πόλη Παλίμψηστο Ταυτότητα. Διάλεξη Π.Π 2012, σ.7 κειμένων -που συνήθως είναι ανεξάρτητα εννοιολογικής και χρονολογικής σύνδεσηςπάνω στην ίδια βάση. Η ανάγκη αυτή προέκυψε για την εξοικονόμηση της γραφικής ύλης, αλλά και την προσπάθεια διατήρησης επιλεγμένων κειμένων, κατά τον 7ο και 8ο αιώνα, σε μια περίοδο που οι περγαμηνές θεωρούνταν εξαιρετικά πολύτιμο υλικό. Έτσι, αυτές οι γραφές επιτρέπουν την ανάγνωση πρότερων καταγραφών μέσα από παλαιότερα ίχνη που συνυπάρχουν με τα νεότερα. Tο ίχνος αναγνωρίζεται ως προερχόμενο από το παρελθόν, ως αποτέλεσμα άρα τεκμήριο της ύπαρξης του παρελθόντος4
Το παλίμψηστο, λοιπόν, αποτελείται από έναν όγκο στρωμάτων που προϋπήρχαν, τα οποία πολλές φορές είναι διακριτά πάνω στην επιφάνεια ενός κειμένου, ενώ άλλες φορές όχι. Σύμφωνα με τον Genette, η επιφάνεια του κειμένου, ύστερα από κάθε τελευταία εγγραφή, λειτουργεί σαν μια “τέλεια” ολότητα η 2. Genette G., Palimpsestes La Littérature au second degré, όπως αναφέρεται σε: Αηδονάκη Ε., Βελεγράκη Ε., Οι αστικές οικήσεις ως κείμενο επάλληλων εγγραφών: το παράδειγμα της Ελευσίνας, Διάλεξη ΕΜΠ, σ.12 3. ό.π 4. Σταυρίδης Σ., Η συμβολική σχέση με το χώρο, Κάλβος 1990, σ. 111
22 - 22
χρόνων. Μέχρι σήμερα επιχειρείται από έρευνες η αποκρυπτογράφηση αυτών των χειρογράφων1
αυτή στην πόλη
οποία προκύπτει από διαρκείς μετασχηματισμούς, απαλείψεις, επανεγγραφές, αλληλεπικαλύψεις και αναιρέσεις.Ωστόσο, η τελική αυτή επιφάνεια δεν αποκαλύπτει το πότε και με ποια αλληλουχία προέκυψε κάθε στρώμα της.5 Έτσι, το παλίμψηστο χρησιμοποιείται μεταφορικά για να περιγράψει μια σειρά από ταυτόχρονες αναγνώσεις διαφορετικών γεγονότων, σε μια Ο Sigmund Freud στο βιβλίο του δομή που δεν έχει απαραίτητα Civilization and Its Discontents κάποια σαφή ακολουθία. Η θέλοντας να περιγράψει τη δομή του ανθρώπινου ασυνείδητου χρησιμοποιεί προέλευση των γεγονότων αυτών, τη μεταφορά του παλίμψηστου δηλαδή, χάνεται στο βάθος των συσχετισμένου με τη δομή της χρόνων, ενώ τα ίδια δεν ορίζονται Ρώμης: “Μπορούμε να φανταστούμε από κάποια σαφή χρονολογική ότι η Ρώμη δεν είναι μια ανθρώπινη σειρά, εντούτοις τείνουν να κατοικία αλλά μια ψυχική οντότητα με ένα αντίστοιχα μακρύ και πλούσιο επηρεάσουν τα επόμενα. παρελθόν - μια οντότητα, δηλαδή, Εφόσον, όπως εξηγήσαμε, η πόλη στην οποία δεν έχει εξαφανιστεί τίποτα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα που έχει εμφανιστεί κάποτε και όπου σύνολο ιστορικών καταγραφών όλες οι προγενέστερες αναπτυξιακές που έχουν αφήσει το στίγμα φάσεις συνεχίζουν να υπάρχουν πίσω τους ανά τους αιώνες, μπορεί να από την τελευταία."1 παρομοιαστεί ως ένα κείμενο που εμπλουτίζεται με τα γεγονότα κάθε 2. Freud S.,Civilization and Its Discontents, μεμονωμένης ιστορικής περιόδου. Dover Publications, 1994, σ.6 Η πόλη, λοιπόν, θα μπορούσε να αποτελεί αντικείμενο μελέτης της θεωρίας του παλίμψηστου, καθώς αντίστοιχα και αυτή εμπλουτίζεται με τα αποτυπώματα που αφήνει η εκάστοτε χρονική περίοδος, αλλά και η ανθρώπινη δραστηριότητα στο φυσικό της περιβάλλον. Το γεγονός αυτό την καθιστά ένα σύστημα διαδοχικών μεταλλαγών χωρίς σαφείς χρονικές αλλά και μορφολογικές ακολουθίες, ενώ οι αλλαγές αυτές μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις 5. Genette G., ό.π σ.13
η πόλη ως παλίμψηστο
22 - 22
να μην έχουν εμφανή σχέση μεταξύ τους αλλά επηρεάζουν την μορφή και την λειτουργία της, καθώς και τις επόμενες αλλαγές που θα προκύψουν.
αυτή στην πόλη
Οι πόλεις τείνουν να παραμείνουν στους άξονες ανάπτυξης τους, διατηρούν τις χαράξεις τους και αναπτύσσονται σύμφωνα με την κατεύθυνση και την σημασία των παλαιών συντελεστών που είναι συχνά ξεχασμένοι από το σήμερα6
Οι πόλεις έχουν την τάση να μεγαλώνουν πάνω στους εαυτούς τους, να εξελίσσονται και να μετασχηματίζονται, με την πολυεπίπεδη σύγχρονη δομή τους να αναδύεται μέσα από αυτή την διαδικασία, ως ένα σύνολο από ίχνη που κάθε φάση της πόλης αφήνει πίσω της με τη μορφή στρωμάτων (layers). Αυτά τα στρώματα, που έχουν επικαθίσει το ένα πάνω στο άλλο με το πέρασμα των αιώνων, προδίδουν την σχέση της πόλης με την εκάστοτε ιστορική περίοδο αλλά και των ανθρώπων με το αστικό περιβάλλον αντίστοιχα, και γίνονται αντιληπτά μέσα από τα απομεινάρια τους. Είναι σημαντικό να σημειωθεί πως τελικά η πόλη μελετάται ως παλίμψηστο γιατί αποτελεί μια συνύπαρξη γεγονότων του παρελθόντος και του παρόντος, με το σύνολο των στρωμάτων της να συνθέτουν τη σύγχρονη μορφή της. Με άλλα λόγια, τα εκάστοτε στρώματα δεν χαρακτηρίζονται από κάποιου είδους αυθυπαρξία, παρά συνολικά αποτελούν ένα μείγμα κοινωνικών, οικονομικών, λειτουργικών και αισθητικών στοιχείων που απαρτίζουν την πόλη του σήμερα. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια παρατηρείται ένα νέο στρώμα, αυτό της ψηφιακής πληροφορίας, που είναι ικανό να ανασυνθέσει τις ροές και την εμπειρία της σύγχρονης πόλης. Το στρώμα της πληροφορίας,
6.Rossi A. κ.ά., Aldo Rossi: architecture, 1981-1991, Princeton Architectural Press, 1991, σ.62
22 - 22
η πόλη ως παλίμψηστο
3d Spider Web Scan Tomas Saraceno, 2010
Αυτό που καθιστά τη σύγχρονη πόλη υβριδική, είναι η ψηφιακή ταυτότητα που της προσδίδει η εκτεταμένη
αυτή στην πόλη
το layer της πληροφορίας
χρήση των τεχνολογικών πληροφοριακών συστημάτων που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες καθώς και η έντονη δράση μας στα ψηφιακά δίκτυα. Αντικείμενο της μελέτης αποτελεί ο τρόπος που τα νέα αυτά δεδομένα επηρεάζουν το σύγχρονο αστικό τοπίο τόσο σε δομικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο, ως φορείς και άξονες γύρω από τους οποίους κινείται η αστική εμπειρία. Στη διαδικασία της διερεύνησης του τρόπου που τα δίκτυα επηρεάζουν την κοινωνία του 21ου αιώνα, ιδιαίτερα χρήσιμη στάθηκε η ανάλυση του ισπανού κοινωνιολόγου Manuel Castells σχετικά με τη νέα κοινωνική δομή που αναδύεται από τη χρήση των πληροφοριακών τεχνολογιών. Έχουμε πια εισέλθει σε μια νέα εποχή, αυτή της πληροφορίας, και επομένως, φαίνεται ότι χρειάζεται να αναπτύξουμε μια νέα θεωρία σχετικά με τις χωρικές μορφές και διαδικασίες, προσαρμοσμένη στις νέες κοινωνικές, τεχνολογικές και χωρικές συνθήκες.7
Αρχικά, για να προσεγγίσει τις νέες αυτές συνθήκες, ο Castells μελετά τους μετασχηματισμούς του αστικού τοπίου από τις αρχές του 21ου αιώνα κι έπειτα, σημειώνοντας ορισμένα σημεία αιχμής που συντελούν στην ανάπτυξη μιας νέας πολεοδομίας αλλά και μιας νέας κοινωνική δομής. Επικαλούμενος τους M. Freire, και R. Stren8, υποστηρίζει ότι λόγω του μεγάλου βαθμού αυτοματοποίησης της γεωργίας αλλά και της ενσωμάτωσης παραγωγικών δικτύων σε ολόκληρο τον πλανήτη, παρατηρείται ένα αυξανόμενο κύμα αστυφιλίας και υπολογίζεται 7.Castells M., Space of Flows, Space of Places: Materials for a Theory of Urbanism in the Information Age, στο Graham S., The Cybercities Reader, Psychology Press, 2004, σ.83 8.Freire M., Stren R., The Challenge of Urban Government: Policies and Practices, όπως αναφέρεται σε: Castells M., ό.π.
ότι τα 2/3 – 3/4 του παγκόσμιου πληθυσμού θα κατοικεί σε αστικές περιοχές μέχρι τα μέσα του 21ου αιώνα. Ακόμη, παράγοντες όπως η ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών και του Ο ρόλος των αντιλήψεων των CIAM στις πολεοδομικές πρακτικές του μοντέρνου κινήματος Ίντερνετ ή η εξέλιξη των διαδικτυακών ήταν πρωταγωνιστικός, καθότι για πολλά χρόνια, επιχειρήσεων ως μιας νέας μορφής έως και τη δεκαετία του 1960 επηρέασαν κατά κόρον οικονομικής δραστηριότητας εισάγουν την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία των μεγάλων μια νέα «γεωγραφία των δικτύων και πόλεων. Οι τελευταίες βγαίνοντας τραυματισμένες των αστικών κόμβων», διαφορετική από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αντιμετώπισαν την ανάγκη να ανταποκριθούν στις νέες απαιτήσεις από αυτή των αυστηρά οριοθετημένων που προέκυψαν για δημόσιες παρεμβάσεις. Κατά λειτουργικών περιοχώνI, που αποτέλεσε το 4ο CIAM που πραγματοποιήθηκε το 1933, με το βασικό εργαλείο των πολεοδομικών θέμα την “Οργανική Πόλη” διατυπώθηκε από τον μοντέλων του μοντέρνου κινήματος. Le Corbusier και τους υπόλοιπους συμμετέχοντες η Αντίθετα με τις μονοκεντρικές μορφές Χάρτα των Αθηνών. Το σχέδιο αυτό παρουσίαζε μια απλουστευτική συγκρότηση της πόλης σε συνδυασμό που τα μοντέλα αυτά εισήγαγαν, ο με την απομόνωση των περιοχών βάσει του Castells παρομοιάζει αυτή τη νέα λειτουργικού διαχωρισμού τους. Πιο συγκεκριμένα, γεωγραφία, με αστικούς «αστερισμούς» οι λειτουργικές ζώνες που πρότεινε το σχέδιο ήταν διασκορπισμένους σε μεγάλες αυτές της κατοικίας, της εργασίας, της αναψυχής και εκτάσεις γης, και τους χαρακτηρίζει της κυκλοφορίας σε αντιστοιχία με τους κύκλους της καθημερινής ζωής. Έτσι, επιδιώχθηκε να απαλλαγούν λειτουργικά ολοκληρωμένους, κοινωνικά οι πόλεις από τα δεινά της βιομηχανικής εποχής του διαφοροποιημένους, και οργανωμένους 19ου αιώνα, όπως η χωρική συνύπαρξη κατοικίας και βιομηχανίας, ο συνωστισμός, και οι ανθυγιεινές γύρω από μια «πολυκεντρική» δομή.9 Η νέα τεχνολογική επανάσταση που συνθήκες ζωής. Ο μοντέρνος σχεδιασμός των παρατηρήθηκε ήδη από το τέλος του 20ου πόλεων των CIAM, υποσχόταν μια αξιοπρεπή και υγιεινή διαβίωση, όπου "ο ήλιος, το πράσινο και ο αιώνα επικεντρώθηκε στην ανάπτυξη χώρος θα ήταν τα τρία πρώτα υλικά της πολεοδομίας1 των τεχνολογικών πληροφοριακών συστημάτων και άρχισε να αναμορφώνει, 1. 04 Ιανουάριος, 2011, Η «ΧΑΡΤΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ» και το ιστορικό με επιταχυνόμενο ρυθμό τη δομή της της πλαίσιο (Β μέρος) /Τα CIAM, η Χάρτα και η Πολεοδομία ως το κοινωνίας και σταδιακά να μεταμορφώνει 1960.,Του Γεωργίου Μ.Σαρηγιάννη το κοινωνικό πεδίο της ανθρώπινης ζωής και εμπειρίας.10 Από τη σκοπιά της αστικής εμπειρίας, o Castells υποστηρίζει ότι βρισκόμαστε σε ένα δομημένο περιβάλλον στο 9.Castells M., ό.π. σ.84 10. Castells M., The Rise of the Network Society, John Wiley & Sons, 2011, σ.1
22 - 22
το layer της πληροφορίας
αυτή στην πόλη
οποίο,
όλο
και περισσότερο, ενσωματώνονται ηλεκτρονικές συσκευές επικοινωνίας Πρόκειται για μια αστική θεώρηση του και χαρακτηρίζει την e-topia αρχιτέκτονα και πολεοδόμου William J. του William MitchellI ως, “μια Mitchell που παρουσιάστηκε συνολικά στο βιβλίο του με τίτλο “e-topia: Urban νέα αστική μορφή με την οποία Life, Jim-But Not As We Know It”. Πιο διαρκώς αλληλεπιδρούμε, εκούσια ή συγκεκριμένα, στο εν λόγω βιβλίο ο ακούσια”.11 Mitchell υποστηρίζει ότι είναι ανάγκη οι Στη νέα αυτή πραγματικότητα πρακτικές της αρχιτεκτονικής και του παρατηρείται μια αυξανόμενη αστικού σχεδιασμού να επεκταθούν ώστε διάρθρωση δύο ανταγωνιστικών να συμπεριλαμβάνουν τους εικονικούς χώρους ισάξια με τους φυσικούς και μεταξύ τους εννοιών, του χώρου των προτείνει στρατηγικές για τη δημιουργία τόπων και του χώρου των ροών. Ο πόλεων που όχι μόνο θα είναι βιώσιμες χώρος των τόπων οργανώνει την αλλά θα επεκτείνονται οικονομικά, εμπειρία και τη δραστηριότητα κοινωνικά και πολιτιστικά σε έναν στα όρια συγκεκριμένης ηλεκτρονικά διασυνδεδεμένο κόσμο. Θα μέσα αναλύσουμε περισσότερο την έννοια της γεωγραφικής περιοχής, ενώ ο χώρος e-topia στη συνέχεια (βλ. 01.3) των ροών είναι αυτός που συνδέει ηλεκτρονικά δραστηριότητες και ανθρώπους που βρίσκονται σε διαφορετικά γεωγραφικά πλαίσια σε ένα διαδραστικό δίκτυο. Παρότι η λογική του χώρου των ροών είναι διαφορετική και πολλές φορές ανταγωνιστική σε σχέση με αυτή του χώρου των τόπων, οι σύγχρονες πόλεις δομούνται εκ νέου μέσα από αυτήν την αντίθεση. Οι ίδιες δεν εξαφανίζονται στα εικονικά δίκτυα του χώρου των ροών, αλλά μετασχηματίζονται μέσω της διεπαφής μεταξύ της ηλεκτρονικής επικοινωνίας και της φυσικής αλληλεπίδρασης, σε έναν συνδυασμό δικτύων και των τόπων. Ο Castells επικαλείται τόσο τον William Mitchell από τη σκοπιά του πολεοδόμου, όσο και τον Barry Wellman από αυτήν του κοινωνιολόγου για να ενισχύει τη θεώρηση ότι η σύγχρονη πληροφοριακή πόλη είναι χτισμένη 11. Castells M., Space of Flows, Space of Places: Materials for a Theory of Urbanism in the Information Age, στο Graham S., The Cybercities Reader, Psychology Press, 2004, σ.86]
το layer της πληροφορίας
Ο χώρος των ροών ως χώρος στον οποίο πραγματοποιούνται οι κυρίαρχες διεργασίες και λειτουργίες της κοινωνίας της πληροφορίας, είναι μια έννοια αρκετά αφηρημένη και μπορεί να γίνει περισσότερο κατανοητή αν περιγράψουμε το περιεχόμενό της, που συντίθεται από τρία επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο ορίζεται ως το «κύκλωμα των ηλεκτρονικών ανταλλαγών». Πρόκειται για τις παγκόσμιες υποδομές πληροφορίας και επικοινωνίας που επιτρέπουν την αλληλεπίδραση σε πραγματικό χρόνο σε ολόκληρο τον κόσμο. Αξίζει να σημειώσουμε εδώ, ότι το κύκλωμα αυτό δεν αναφέρεται μόνο σε υποδομές που μεταφέρουν ψηφιακή πληροφορία αλλά και σε κάθε δίκτυο που επιτρέπει την ταχύτατη 12. Castells M., ό.π., σ.85 13. Castells M., The Rise of the Network Society, John Wiley & Sons, 2011, σ.458
22 - 22
γύρω από ένα διπλό σύστημα επικοινωνίας: οι πόλεις αποτελούνται, ταυτόχρονα, από ροές και τόπους, καθώς και από τις σχέσεις μεταξύ τους.12 Παρόλο που ο χώρος των τόπων εξακολουθεί να είναι ο κυρίαρχος χώρος εμπειρίας, αυτό που έχει ενδιαφέρον να μελετήσουμε στα πλαίσια της έρευνάς μας, είναι ο τρόπος που τα δίκτυα του χώρου των ροών επηρεάζουν συνολικά τη δομή και τη λειτουργία των αστικών κοινωνιών του 21ου αιώνα, καθότι ο νέος αυτός χώρος είναι άμεσα συσχετισμένος με την εμφάνιση των τεχνολογιών επικοινωνίας και πληροφορίας. Στην κοινωνία των δικτύων, η επικράτηση του χώρου των ροών πάνω στον χώρο των τόπων αποτελεί μια θεμελιώδη μορφή κοινωνικής κυριαρχίας.13 Με άλλα λόγια, ο χώρος των ροών δομεί και διαμορφώνει το χώρο των τόπων.
αυτή στην πόλη
μετακίνηση αγαθών και ανθρώπων. Ως εκ τούτου, αποτελείται από δίκτυα πληροφοριών, αλλά και από υψηλής ταχύτητας συγκοινωνιακές συνδέσεις που δημιουργούν νέες δυνατότητες και αποτελούν προϋπόθεση για την είσοδο στο χώρο των ροών.14 Ωστόσο, τα δίκτυα του χώρου των ροών δεν είναι ομοιόμορφα κατανεμημένα δίκτυα. Αντίθετα, απαρτίζονται από σημεία που διακρίνονται σε “κέντρα και κόμβους”, και αυτά αποτελούν το δεύτερο επίπεδο του χώρου των ροών. Τα κέντρα και οι κόμβοι είναι, ουσιαστικά, γεωγραφικές περιοχές του χώρου των τόπων, που ιεραρχούνται βάσει της σημασίας τους στον χώρο των ροών. Έτσι, λιγότερο σημαντικά σημεία χαρακτηρίζονται ως κόμβοι, ενώ σημεία τα οποία ενώνονται και άρα αλληλεπιδρούν με περισσότερους κόμβους αποτελούν τα κέντρα του δικτύου. Επομένως, η σχέση των διάφορων περιοχών με το δίκτυο εξαρτάται από τη φύση τους ως κέντρων ή ως κόμβων και συνεπώς προκύπτει μια ιεραρχική οργάνωσή τους ανάλογα με το σχετικό “βάρος” της κάθε περιοχής, ενώ αυτή η ιεραρχία ενδέχεται να αλλάξει ανάλογα με την εξέλιξη των δραστηριοτήτων που διενεργούνται μέσα στο δίκτυο. Στις περιοχές αυτές, είτε είναι κέντρα είτε κόμβοι, παρατηρείται παροχή και κατανάλωση υπηρεσιών, γεγονός που τις καθιστά αυτοσυντηρούμενα συστήματα του χώρου των ροών.15 Αξίζει όμως να σημειωθεί, ότι τα κέντρα και οι κόμβοι του δικτύου δεν είναι απλώς ένα σύνολο ηλεκτρονικών κυκλωμάτων και υπηρεσιών. Βασικά, είναι περιοχές όπου οι άνθρωποι συναντώνται και δρουν. Όπως ήδη έχει γίνει σαφές, δεν έχουν όλες οι περιοχές την ίδια βαρύτητα και σημασία για το δίκτυο, και
14.Castells M., The Rise of the Network Society, John Wiley & Sons, 2011, σ.442 15. Castells M., ό.π., σ.443
συνεπώς, αυτό ισχύει και για τις κοινωνικές ομάδες κάθε περιοχής. Έτσι, οι κοινωνικές ομάδες που δρουν στα κέντρα έχουν μεγαλύτερο έλεγχο όσον αφορά τη διαχείριση και τη διάδοση της πληροφορίας σε σχέση με αυτές των κόμβων και πολύ περισσότερο σε σχέση με αυτές των αποσυνδεδεμένων από το δίκτυο περιοχών. Ο Castells ορίζει τις κοινωνικές αυτές ομάδες ως “ελίτ” και οι χωρικές μορφές που δημιουργούνται λόγω αυτών αποτελούν το τρίτο επίπεδο του χώρου των ροών. Πιο συγκεκριμένα, ο φυσικός χώρος που καταλαμβάνουν οι ελίτ είναι διαχωρισμένος από αυτόν των άλλων κοινωνικών ομάδων, κυρίως εξ αιτίας των διαφορετικών οικονομικών χαρακτηριστικών που προκύπτουν λόγω της θέσης τους στην ιεραρχία του δικτύου των ροών.16 Τα χαρακτηριστικά του παγκόσμιου δικτύου του χώρου των ροών καθιστούν και τις σύγχρονες πόλεις παγκόσμιες. Η έννοια των “παγκόσμιων πόλεων” διαδόθηκε στη δεκαετία του 1990, και αν και συνήθως ο συγκεκριμένος όρος συνδέεται με κάποιο κυρίαρχο αστικό κέντρο, όπως το Λονδίνο, η Νέα Υόρκη και το Τόκιο, στην πραγματικότητα δεν αναφέρεται σε καμία συγκεκριμένη πόλη, αλλά στην παγκόσμια διάρθρωση των τμημάτων πολλών πόλεων σε ένα ηλεκτρονικά συνδεδεμένο δίκτυο λειτουργικής κυριαρχίας σε όλο τον πλανήτη. Η παγκόσμια πόλη είναι μια χωρική μορφή που προκύπτει από τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και δεν αφορά μόνο συγκεκριμένες πόλεις, παρόλο που ορισμένες από αυτές έχουν μεγαλύτερο μερίδιο στην πίτα των παγκόσμιων δικτύων, σε σχέση με άλλες. Έτσι, ο ρόλος των σύγχρονων πόλεων στην παγκόσμια οικονομία εξαρτάται από την συνδεσιμότητα τους στον τομέα των μεταφορών και των τηλεπικοινωνιακών 16.Castells M., ό.π., σ.445
33 - 33
το layer της πληροφορίας
αυτή στην πόλη
δικτύων. Ως συνέπεια αυτής της συνθήκης, κομβικά σημεία της πόλης, που είναι συνδεδεμένα με την παγκόσμια οικονομία, βρίσκονται, κατά κάποιον τρόπο, σε υψηλότερη προτεραιότητα από την άποψη των επενδύσεων και της ανάπτυξης, αφού είναι οι πηγές της δημιουργίας αξίας από την οποία ο αστικός κόμβος και η γύρω περιοχή θα επωφεληθούν. Έτσι, η μοίρα των μητροπολιτικών οικονομιών και κατά συνέπεια η ευημερία των κατοίκων τους εξαρτώνται από την ικανότητά τους να εντάξουν τις δραστηριότητές τους στον παγκόσμιο χώρο των ροών.17 Ταυτόχρονα, γίνεται κατανοητό ότι στη νέα αυτή πραγματικότητα, όση περισσότερη αξία έχει ένας τόπος, τόσο περισσότερο συνδεδεμένος είναι στα δίκτυα του χώρου των ροών - και αντίστροφα. Έτσι, μερικοί τόποι “απενεργοποιούνται” και “προσπερνώνται” σύμφωνα με την νέα γεωγραφία των δικτύων, όπως για παράδειγμα, οι αγροτικές περιοχές, ή οι αστικές παραγκουπόλεις, ενώ οι Graham και Marvin περιγράφουν την κατάσταση αυτή ως Διασπαστική Πολεοδομία.I18 Τέλος, η λογική του χώρου των ροών είναι τέτοια, που η αποσύνδεσή κάποιου σημείου από το δίκτυο οδηγεί σε άμεση παρακμή και συνεπώς στην οικονομική, κοινωνική και φυσική του υποβάθμιση,19ενώ οι άνθρωποι, οι χώροι και οι κοινωνικοί θεσμοί που δεν είναι συνδεδεμένοι με αυτά τα τεχνολογικά δίκτυα περιθωριοποιούνται.20 Από την εκάστοτε θέση στο δίκτυο του χώρου των ροών, όμως, εξαρτάται και η εμπειρία του χρόνου, 17.Castells M., Space of Flows, Space of Places: Materials for a Theory of Urbanism in the Information Age, στο Graham S., The Cybercities Reader, Psychology Press, 2004, σ.85-86 18.Castells M., ό.π., σ.84 19.Castells M., The Rise of the Network Society, John Wiley & Sons, 2011, σ.443 20. Castells M., ό.π., σ.442
σύμφωνα με τον Castells. Έτσι, ο ίδιος κάνει μια ενδιαφέρουσα ανάλυση σε σχέση με την χωροχρονική εμπειρία στην κοινωνία των δικτύων, καθώς ο χρόνος καθορίζεται από τον χώρο, σε αντίθεση με τη βιομηχανική κοινωνία την οποία όριζε ο χρόνος. Στην κοινωνία των δικτύων, το πού ζει κανείς καθορίζει το χρονικό πλαίσιο αναφοράς του. Παραδείγματος χάριν, αν κάποιος είναι κάτοικος του χώρου των ροών, αν ζει, δηλαδή, σε μια περιοχή όπου είναι κυρίαρχα τα δίκτυα, όπως η Wall Street ή η Silicon Valley τότε βιώνει τον ά-χρονο χρόνο (timeless time)I. Ο ά-χρονος χρόνος μεταφράζεται ως μια φρενήρης κούρσα να εξουδετερώσει κανείς το χρόνο, να συμπιέσει ολόκληρα χρόνια σε δευτερόλεπτα, προσπαθώντας να ικανοποιήσει τις επιταγές που προκύπτουν από το γεγονός ότι δρα σε ένα κέντρο του δικτύου, μεγάλης βαρύτητας και αυξημένων απαιτήσεων. Αν όμως ζει σε κάποια αποσυνδεδεμένη από το δίκτυο περιοχή, όπως μια αγροτική επαρχία ή ένα χωριό του Αμαζονίου, τότε βιώνει τον βιολογικό χρόνο.21 Όπως, λοιπόν, γίνεται εμφανές, το αν ζει και δρα κανείς στον τοπικό χώρο των τόπων ή στον παγκόσμιο χώρο των ροών είναι μια διαφορετική συνθήκη και παράγει διαφορετική εμπειρία. Υπάρχουν οι “παγκόσμιοι” πολίτες που ζουν στο χώρο των ροών, σε αντίθεση με τους “τοπικούς” ανθρώπους του χώρου των τόπων.22 Σήμερα, που η διευρυμένη και ταχύτατη ανάπτυξη και χρήση των πληροφοριακών συστημάτων στην καθημερινή ζωή, είναι πια πραγματικότητα, ο χώρος των ροών γίνεται όλο και πιο προσβάσιμος από όλο και περισσότερους ανθρώπους των αστικών περιοχών. Η σύνδεσή μας στα παγκόσμια δίκτυα του 21.Castells M., Space of Flows, Space of Places: Materials for a Theory of Urbanism in the Information Age, στο Graham S., The Cybercities Reader, Psychology Press, 2004, σ.89 22.Castells M., Communication Power, OUP Oxford, 2013, σ.50
33 - 33
το layer της πληροφορίας
αυτή στην πόλη
χώρου των ροών καθίσταται περισσότερο προσιτή από ποτέ όσο έξυπνες συσκευές και τεχνολογικά συστήματα ενσωματώνονται στις καθημερινές μας δραστηριότητες. Εφαρμογές των τεχνολογιών της πληροφορίας, ψηφιακά συστήματα με τα οποία αλληλεπιδρούμε, αλλά και “έξυπνες” αστικές υποδομές, εντάσσονται στην καθημερινότητά μας, και πολλές φορές χωρίς καν να το αντιλαμβανόμαστε. Είναι γεγονός ότι τις τελευταίες δεκαετίες, έχει ξεκινήσει μια αυξανόμενη χρήση έξυπνων πληροφοριακών συστημάτων σε πολλαπλές πτυχές της αστικής ζωής, και λέγεται ότι οι πόλεις είναι “έξυπνες” και γίνονται εξυπνότερες, όσο η ικανότητα επεξεργασίας πληροφοριών ενσωματώνεται και διανέμεται σε όλο και πιο διευρυμένα πεδία του σύγχρονου αστικού χώρου. Αντικείμενα, χώροι και συστήματα με τα οποία -και μέσω των οποίωναλληλεπιδρούμε σε καθημερινή βάση συλλέγουν, αποθηκεύουν και επεξεργάζονται πληροφορίες για εμάς, ή ενεργοποιούνται από τις κινήσεις και τις συναλλαγές μας. Κάποτε οι τεχνολογίες αυτές αποτελούσαν οράματα της υπολογιστικής επιστήμης και των σεναριογράφων επιστημονικής φαντασίας, αλλά πλέον όλο και περισσότερο ενσωματώνονται στη σύγχρονη αστική ζωή με τρόπους που ακόμη δεν έχουμε εκτιμήσει, κατανοήσει και συσχετίσει πλήρως. Όσο οι αστικές υποδομές εμπλουτίζονται με τεχνολογίες που διαθέτουν την ικανότητα να καταγράφουν, να απομνημονεύουν, να συσχετίζουν και επομένως να προβλέπουν τη συμπεριφορά μας, αντιλαμβανόμαστε ότι βρισκόμαστε σε ένα σημείο αιχμής του κοντινού αστικού μέλλοντος. Εκείνου μιας πόλης ικανής να παρακολουθεί με αντανακλαστικό τρόπο το περιβάλλον της καθώς και τη συμπεριφορά μας μέσα σε αυτό, μετατρέποντάς την, έτσι, σε έναν ενεργό παράγοντα όσον αφορά την οργάνωση της
το layer της πληροφορίας
καθημερινής μας ζωής και εμπειρίας. Ήδη από τη δεκαετία του 1980, οι επιστήμονες των υπολογιστών διερευνούν τρόπους να ενσωματώσουν την υπολογιστική “νοημοσύνη” στο δομημένο περιβάλλον. Έτσι, ενώ σε θεωρητικό επίπεδο η έννοια των έξυπνων πόλεων αιωρείται εδώ και δεκαετίες, αυτό που καθιστά αυτή τη στιγμή διαφορετική από οποιαδήποτε άλλη είναι το συνεχώς μειούμενο κόστος των hardware και η συνεχώς αυξανόμενη υπολογιστική δύναμη των software γεγονός που επιτρέπει την ενσωμάτωση ισχυρής ψηφιακής ευφυίας και επεξεργαστικής ικανότητας σε οποιοδήποτε αντικείμενο ή χώρο.24 Αυτή η διάχυτη και σχεδόν μη αντιληπτή από εμάς, ενσωμάτωση υπολογιστικών τεχνολογιών στα αντικείμενα αλλά και στο δομημένο περιβάλλον γύρω μας περιγράφεται από τον όρο “ubiquitous computing” (πανταχού παρούσα υπολογιστική). Εξειδικευμένα στοιχεία hardware και software, που συνδέονται με καλώδια, ραδιοκύματα και υπέρυθρες, θα είναι πανταχού παρόντα με τρόπο που κανείς να μην παρατηρεί την παρουσία τους.25 Σήμερα, όσο η υπολογιστική τεχνολογία αφήνει πίσω της το desktop και ξεχύνεται στους δρόμους, όλο και περισσότερο εντοπίζουμε την ικανότητα επεξεργασίας πληροφοριών ενσωματωμένη στον φυσικό αστικό χώρο. Από την δεκαετία του 1990 κι έπειτα η επιστήµη των υπολογιστών έχει ξεπεράσει τα όρια του επιτραπέζιου υπολογιστή και το 1991 23. Wessner G. Preface, στο: Shepard M. Sentient City: Ubiquitous Computing, Architecture, and the Future of Urban Space, Architectural League of New York, 2011, σ.8-9 24.ό.π. 25. Weiser M., The Computer in the 21st Century, τχ. 1, Scientific American, 1995, σ.94
33 - 33
23
αυτή στην πόλη
εμφανίζεται ο όρος Ubiquitous Computing (UbiComp) ο οποίος αναφέρεται στην πανταχού παρούσα (ubiquitous), ή διάχυτη (pervasive) υπολογιστική και εισάγεται για πρώτη φορά από τον Mark Weiser στο άρθρο του “The Computer for the 21st Century”. Πιο συγκεκριμένα, στο εν λόγω άρθρο ο Weiser αναφέρει ότι ηλεκτρονικοί υπολογιστές θα ενσωματωθούν στην καθημερινή μας ζωή με τρόπο που να μην γίνονται αντιληπτοί από τον χρήστη. Με άλλα λόγια, τα υπολογιστικά συστήµατα θα βρίσκονται παντού, θα είναι “αόρατα” και θα έχουν την ικανότητα να αλληλεπιδρούν µε τους ανθρώπους αλλά και με το περιβάλλον.26 Ταυτόχρονα, ο Weiser τονίζει ότι δεν είναι οι υποδομές και η τεχνολογία των μέσων που θα διαδραματίσουν τον καθοριστικό ρόλο στην υλοποίηση αυτής της ιδέας, αλλά ο τρόπος με τον οποίο τα συστήματα θα αλληλεπιδρούν με τους ανθρώπους αλλά και μεταξύ τους. Μελετά, δηλαδή, την ένταξη των τεχνολογικών μέσων στην καθημερινή μας ζωή με μια συμπεριφορική προσέγγιση, που θα είναι ικανή να διαμορφώνει την εμπειρία μας στο αστικό περιβάλλον.27 Ακόμη, συγκρίνει την ιδέα της διάχυτης υπολογιστικής με την επανάσταση της γραπτής πληροφορίας που με την εμφάνισή της διαμόρφωσε ολοκληρωτικά τον σύγχρονο ανεπτυγμένο κόσμο, καθότι θεωρεί ότι με την ίδια έκταση και ένταση τα διάχυτα πληροφοριακά συστήματα θα καταλάβουν τη σύγχρονη κοινωνία. Τέλος, υποστηρίζει ότι η ιδέα της διάχυτης υπολογιστικής έχει ως στόχο τη βελτίωση της καθημερινής ζωής του χρήστη καθώς θα έχει την ικανότητα να του παρέχει την
26.ό.π. 27.ό.π. σ.100
κατάλληλη πληροφόρηση τη στιγμή που απαιτείται επιταχύνοντας χρονοβόρες διαδικασίες.28 Η ενσωμάτωση των υπολογιστικών συστημάτων στην καθημερινή δραστηριότητα του ατόμου στα πλαίσια του φυσικού περιβάλλοντος, τοποθετεί, ως ένα βαθμό, τη δραστηριότητα αλληλεπίδρασης του χρήστη με το σύστημα στο παρασκήνιο. Έτσι, οι Ριζόπουλος και Χαρίτος αναφέρονται στην ερμηνεία του Schmidt29 όσον αφορά την έννοια της «υπόρρητης επικοινωνίας ανθρώπου-υπολογιστή» (Implicit Human-Computer Interaction), ως την “εξαφάνιση” του υπολογιστή κατά τη διαδικασία της αλληλεπίδρασης με τον χρήστη, ενώ οι ίδιοι συνεχίζουν ορίζοντάς την ως την αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το περιβάλλον του και με κατασκευάσματα που εντάσσονται σε αυτό. Έτσι, η παρουσία του υπολογιστή παύει να είναι ορατή και αντιληπτή είτε σε φυσικό είτε σε νοητικό επίπεδο, και σε αυτό συμβάλλει η χρήση “πολύ μικρών σε μέγεθος συσκευών ή συσκευών που καταφέρνουν να ενοποιούνται με το φυσικό περιβάλλον,16 χωρίς να γίνεται ιδιαίτερα ορατή ή αισθητή η παρουσία τους μέσα σε αυτό”30 Η εμφάνιση των ενσωματωμένων και διάχυτων υπολογιστικών τεχνολογιών, η ασύρματη δικτύωση, τα δίκτυα αισθητήρων και τα έξυπνα περιβάλλοντα πλαισιώνουν ένα τεράστιο εύρος των καθημερινών δραστηριοτήτων μας. Τα πληροφοριακά αυτά συστήματα έχουν οδηγήσει στη σταδιακή μετατροπή του διαδικτύου, από ένα δίκτυο πληροφοριών σε ένα
28.ό.π. σ.94 29. Schmidt A., Interactive Context-Aware Systems Interacting With Ambient Intelligence, όπως αναφέρεται σε: Χαρίτος Δ., Τα μέσα επικοινωνίας δι’ εντοπισμού και οι επιδράσεις τους ως προς την κοινωνική αλληλόδραση στο περιβάλλον της σημερινής πόλης, Ζητήματα Επικοινωνίας , τχ.5, Καστανιώτη, 2007, σ.52 30.Ριζόπουλος Χ. & Χαρίτος Δ., Intelligence Technologies as a Means of Enhancing Spatial Experience, όπως αναφέρεται σε: Χαρίτος Δ., ό.π.
33 - 33
το layer της πληροφορίας
αυτή στην πόλη
δίκτυο ικανό να συνδέει οποιοδήποτε υπολογιστή με άλλους υπολογιστές καθώς και με λοιπά αντικείμενα του φυσικού χώρου. Αυτό το αναδυόμενο φαινόμενο ονομάστηκε «Διαδίκτυο των Πραγμάτων» (Internet of Things-IoT) και ορίζεται ως ένα καθολικό δίκτυο υπολογιστών, αισθητήρων και ενεργοποιητών που συνδέονται μεταξύ τους μέσω πρωτοκόλλων διαδικτύου. Συνεπώς, τα φυσικά αντικείμενα μπορούν πλέον να συνδεθούν μεταξύ τους αλλά και με το διαδίκτυο, μπορούν να ελέγχονται εξ αποστάσεως και να λειτουργούν ως σημεία πρόσβασης στο διαδικτυακό κόσμο. Κατά συνέπεια, το IoT σηματοδοτεί την επέκταση του διαδικτύου στον φυσικό κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της διασύνδεσης των αντικειμένων της καθημερινής ζωής. Αυτό το φαινόμενο μπορεί να θεωρηθεί ως το επόμενο βήμα της διάχυτης και πανταχού παρούσας υπολογιστικής.31 Το όραμα του Weiser για την "πανταχού παρούσα και διάχυτη υπολογιστική" προσβλέπει σε έναν κόσμο στον οποίο τα καθημερινά αντικείμενα ενσωματώνουν τεχνολογικά χαρακτηριστικά και επικοινωνούν μεταξύ τους αλλά και με το διαδίκτυο γεγονός που τα καθιστά "υβριδικά", λόγω της ιδιότητάς τους να βρίσκονται ταυτόχρονα τόσο στον φυσικό όσο και στον ψηφιακό χώρο. Σταδιακά, όλο και περισσότερα από αυτά τα αντικείμενα ενσωματώνουν μια αόρατη και πανταχού παρούσα σύνδεση σε ένα ή περισσότερα δίκτυα και οι άνθρωποι όλο και περισσότερο αλληλεπιδρούν με υπολογιστικά ενισχυμένα περιβάλλοντα και όχι άμεσα με μια υπολογιστική συσκευή. Με άλλα λόγια, η περιβαλλοντική εμπειρία των χρηστών όλο 31.Χαρίτος Δ., Ανδρικάκη Μ.Κ., The hybrid object: augmenting objects and transforming their relationship with humans, στο: Hybrid City 2015, Data to the People, 2015, σ.222
32.ό.π. σ.223
33 - 33
και περισσότερο διαμεσολαβείται από “αόρατους” υπολογιστές, λόγω της ενσωμάτωσής τους σε στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος και λόγω της διασύνδεσης των στοιχείων που το συνθέτουν.32 Καταλήγοντας, διαπιστώνουμε ότι η συλλογή δεδομένων, η επεξεργασία των πληροφοριών που αυτά παράγουν αλλά και η διάδραση με τα ευφυή πληροφοριακά συστήματα, αποτελούν μια “εργαλειοποίηση” των ενεργειών και των κινήσεών μας στα πλαίσια του φυσικού χώρου. Η έντονη δραστηριοποίησή μας στον ψηφιακό χώρο δημιουργεί ένα καινούριο στρώμα, αυτό της πληροφορίας, που φαίνεται να αιωρείται πάνω από τον φυσικό αστικό χώρο του 21ου αιώνα. Όπως εξηγήσαμε, το στρώμα της πληροφορίας, που από τον Castells εξηγείται ως μια εφαρμογή του χώρου των ροών, δεν είναι απλά ικανό να επηρεάσει τη ζωή στο φυσικό χώρο των τόπων, αλλά πολύ περισσότερο να τον εξουσιάσει. Πλέον, το ζήτημα είναι να διερευνήσουμε τι αλλαγές θα επιφέρει η νέα αυτή πραγματικότητα, αφενός στον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται το δομημένο περιβάλλον και αφετέρου στον τρόπο με τον οποίο υπάρχουμε μέσα σε αυτό.
αυτή στην πόλη
η πόλη αλλάζει, χωρίς να αλλάζει
[...] Ανακάλυψα όπως και πολλοί άλλοι - ότι δεν χρειαζόταν πλέον να πάω στη δουλειά. Δεν ήταν ότι ξαφνικά έμεινα άεργος, αλλά ότι η εργασία ήρθε σε μένα. Δεν χρειαζόταν να ξεκινήσω κάθε πρωί για το ορυχείο (όπως έκαναν οι πρόγονοί μου), τα χωράφια, το εργοστάσιο ή το γραφείο. Απλά μετακινούσα έναν ελαφρύ φορητό υπολογιστή που μου έδινε πρόσβαση στο υλικό πάνω στο οποίο εργαζόμουν, στα εργαλεία που χρειαζόμουν και στην απαιτούμενη επεξεργαστική ισχύ.33
Από δομικής άποψης, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η σύγχρονη πόλη αποτελείται από ένα σύνολο επικαλύψεων που έχουν να κάνουν με τις ιστορικές περιόδους τις οποίες το αστικό πεδίο έχει διανύσει. Οι επικαλύψεις αυτές συχνά κάνουν την εμφάνισή τους με τη μορφή δικτύων, που συνδέουν τα διάσπαρτα σημεία της πόλης μεταξύ τους: αρχικά, προέκυψε η ανάγκη για κυκλοφοριακά δίκτυα με σκοπό τη φυσική μεταφορά ατόμων και υλικών αγαθών, στη συνέχεια εμφανίστηκε η ανάγκη για συνδέσεις κυκλοφορίας νερού και πετρελαίου, τα οποία ακολούθησαν καλώδια για τη μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ σήμερα, τα ασύρματα δίκτυα για τη μετάδοση της ψηφιακής πληροφορίας έχουν, πλέον, εδραιωθεί. Ο William Mitchell τονίζει τη σημασία των δικτύων στο αστικό τοπίο μέσω του παραλληλισμού της ανάπτυξης των ανθρώπινων οικισμών με αυτήν των βιολογικών οργανισμών. Πιο συγκεκριμένα, ένας μονοκύτταρος οργανισμός είναι χωρικά συμπαγής, σε αντίθεση με έναν πιο πολύπλοκο οργανισμό -όπως για παράδειγμα το ανθρώπινο σώμα- που είναι περισσότερο εκτεταμένος χωρικά και αποτελείται από εξειδικευμένα όργανα που συνδέονται μεταξύ τους με δίκτυα κυκλοφορίας. Ομοίως, μια πόλη αποτελείται από κτίρια ειδικών χρήσεων, τα οποία συνδέονται 33.Mitchell W. J., City of Bits: Space, Place, and the Infobahn, MIT Press, 1996, σ.3
μεταξύ τους μέσω της εφαρμογής των δικτύων, κι έτσι παρατηρείται ένα σύστημα ανταλλαγής μεταξύ τους που αφορά τη μεταφορά ανθρώπων, Για να εξηγήσουμε καλύτερα αυτή τη θεώρηση, υλικών αγαθών, ενέργειας και πληροφορίας.34 μπορούμε να αναλογιστούμε το παράδειγμα Ακόμη, αξίζει να σημειωθεί ότι μπορεί ο ενός χωριού, όπου τα σπίτια βρίσκονται όλα πρωταρχικός λόγος εφαρμογής ενός νέου σε μικρή απόσταση από το πηγάδι, αφού η μεταφορά νερού σε δοχεία είναι εξαντλητική δικτύου σε ένα οικιστικό σύστημα να είναι και χρονοβόρα. Ταυτόχρονα, δεδομένου ότι η αύξηση της αποτελεσματικότητας των για το λουτρό χρειάζονται μεγάλοι όγκοι νερού, διαδικασιών που λαμβάνουν χώρα σε τα δημόσια λουτρά τοποθετούνται δίπλα στο αυτό, ωστόσο δευτερευόντως, η εφαρμογή πηγάδι, ενώ το γεγονός ότι όλοι οι κάτοικοι αυτή συνοδεύεται από μια πιθανή χωρική του χωριού πρέπει να έχουν πρόσβαση σε αυτό, μετατρέπει την περιοχή γύρω από το αναδιάρθρωσηi, η οποία εμφανίζεται όταν πηγάδι σε δημόσιο χώρο. Σε πρώτη φάση, η το εν λόγω σύστημα υπόκειται σε κάποιου δημιουργία ενός δικτύου σωληνώσεων για είδους πίεση.35 Έτσι, τα ασύρματα δίκτυα που την παροχή νερού από το πηγάδι στα σπίτια τα τελευταία χρόνια έχει επικαθίσει πάνω από έχει ως αποτέλεσμα την μείωση του χρόνου τις αστικές δομές, δημιουργήθηκαν με σκοπό και της ενέργειας που καταναλώνεται για τη μεταφορά νερού. Στην περίπτωση που ο την ευκολότερη διάδοση και ανταλλαγή της πληθυσμός του χωριού αυξηθεί, οι κατοικίες πληροφορίας, αλλά παρ’ όλα αυτά, όπως κάθε σύντομα θα αρχίσουν να επεκτείνονται κατά δίκτυο σύμφωνα με τον Mitchell, είναι ικανά μήκος των αγωγών νερού, δημιουργώντας να προκαλέσουν χωρικές αναδιαρθρώσεις. έτσι ένα νέο χωρικό μοτίβο. Εν συνεχεία, στην Αυτό που παρατηρείται στο σύγχρονο περίπτωση που επέλθει οικονομική ανάπτυξη, είναι πιθανόν οι ιδιοκτήτες των κατοικιών να αστικό τοπίο, είναι ότι μέχρι σήμερα, οι κατασκευάσουν ιδιωτικούς χώρους μπάνιου, αναδιαρθρώσεις αυτές έχουν συμβεί ως ακυρώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την έννοια κάποιο βαθμό σημειακά. Παρατηρούνται, των δημόσιων λουτρών αφού οι άνθρωποι δεν δηλαδή, μεμονωμένες μεταλλάξεις της χρειάζεται πλέον να πηγαίνουν στο πηγάδι. πόλης, των κτιρίων και του τρόπου που Το αποτέλεσμα της δεύτερης αυτής φάσης της μεταβολής των δικτύων προκαλεί μια αντιλαμβανόμαστε, χρησιμοποιούμε και βαθιά δομική αλλαγή και μια μετατόπιση προς βιώνουμε τον αστικό χώρο, ωστόσο η ένα νέο μοντέλο χωρικής διαφοροποίησης συνολική πολεοδομική του μορφή δεν και ομαδοποίησης, μέσω μιας διαδικασίας έχει αλλάξει. Μια ανάλυση των σημειακών ανασύνθεσης.1 αυτών μεταλλάξεων θα μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τις χωρικές αλλαγές που έχει 1. Mitchell W. J., E-TOPIA Information and Communication επιφέρει στην πόλη-παλίμψηστο το στρώμα Technologies and the Transformation of Urban Life, 2005, σ.2
34.Mitchell W. J., E-TOPIA Information and Communication Technologies and the Transformation of Urban Life, 2005, σ.1 35.ό.π. σ.2
44 - 44
η πόλη αλλάζει χωρίς να αλλάζει
αυτή στην πόλη
της Πληροφορίας, πάντα όμως με φόντο ένα αστικό τοπίο που προέρχεται από τα παλαιότερα ιστορικά στρώματα, όπως αυτό εξηγήθηκε προηγουμένως. Αρχικά, με τη χρήση των ενσύρματων συστημάτων δικτύου, είναι προφανές ότι μειώθηκαν οι αποστάσεις που άλλοτε ήταν απαραίτητο να καλυφθούν με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών. Η διαδικασία εισαγωγής πληροφοριακών δικτύων ξεκίνησε με τα τηλεγραφικά συστήματα, συνέχισε με ενσύρματα τηλεφωνικά και τηλεοπτικά συστήματα και πλέον έχει επεκταθεί στα ψηφιακά, ασύρματα συστήματα.36 Ενώ, λοιπόν, ιστορικά υπήρξαν πολλών ειδών ενσύρματα τηλεπικοινωνιακά συστήματα που λειτουργούσαν παράλληλα για την κάλυψη των εκάστοτε αναγκών, πλέον η πολυπλοκότητα των δικτύων αυτών εξαλείφεται, εφόσον η ψηφιακή δικτύωση μέσα από ένα ενιαίο, παγκόσμιο σύστημα προσφέρει την δυνατότητα μεταφοράς κειμένου, φωνής, και εικόνας σε σχεδόν μηδενικό χρόνο. Μπορούμε να πούμε πως τα πανταχού παρόντα ψηφιακά δίκτυα εισάγοντας την έννοια του «θανάτου της απόστασης», έχουν επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην αστική ζωή. Αυτή η νέα συνθήκη για τον Mitchell έχει ως αποτέλεσμα μια νέα χωρική πραγματικότητα που ο ίδιος έχει περιγράψει και οραματιστεί στο βιβλίο του με τίτλο Ε-topia: Urban Life, Jim--but not as we know it και που μπορούμε να πούμε πως δεν απέχει πολύ από την σημερινή κατάσταση της πόλης. Ο ίδιος, έχει χαρακτηρίσει τη διασυνδεδεμένη πόλη με τον όρο e-topia σε μια προσπάθεια να απαντήσει σε ζητήματα που αναδύονται από τις νέες συνθήκες του 21ου αιώνα. Πιο συγκεκιμένα, μια ιδιαίτερη πρόκληση που ο ίδιος εντοπίζει στη σύγχρονη υβριδική πόλη είναι η αναθεώρηση της πολεοδομίας και του 36.ό.π., σ.4
αστικού σχεδιασμού με τρόπο που να μην αποτελούν πλέον πρακτικές προσανατολισμένες στην Στην ίδια λογική κυμαίνονταν και οι ιδέες που ο αστική και αρχιτεκτονική μορφή. Θεωρεί Τάκης Χ. Ζενέτος, ήδη από το 1952, ξεκίνησε να ότι στη διασυνδεδεμένη πόλη αυτές οραματίζεται. Ο ίδιος, υποστήριξε τη δημιουργία οφείλουν να κατευθύνονται περισσότερο της μελλοντικής πόλης, στην οποία η τεχνολογία προς την ανάπτυξη ενός λογισμικού για θα είχε πρωταγωνιστικό ρόλο τόσο ως προς την τη δημιουργία εικονικών περιβαλλόντων κατασκευή της όσο και ως προς την καθημερινή ζωή. Έτσι, το 1962 παρουσίασε μια πρόταση με και ηλεκτρονικών συνδέσεων μεταξύ τίτλο "Ηλεκτρονική Πολεοδομία" η οποία έμοιαζε των κτιρίων και των χώρων της πόλης. Η με ένα εκτεταμένο σύστημα αναρτήσεων από e-topia, σύμφωνα με τον Mitchell, είναι καλώδια σε διάφορα επίπεδα, τα οποία θα ήταν μια οικονομική και οικολογική μητρόπολη ικανά να φιλοξενήσουν τις δραστηριότητες της που λειτουργεί με έξυπνο τρόπο, και τρεις πόλης και ιδιαίτερα την κατοικία. Το 1969, ο Ζενέτος αναδιατύπωσε την πρότασή του με τίτλο “Telepolis Vs από τις βασικές αρχές του σχεδιασμού της Megapolis”, δίνοντας έμφαση στις νέες τεχνολογίες είναι η αποϋλοποίηση (dematerialization), επικοινωνίας και το στίγμα για την ευρεία χρήση η αποκινητοποίηση (demobilization) και η των "τηλε-μέσων". Ο αρχιτέκτονας παρουσίασε μια έξυπνη λειτουργία (intelligent operation).37 σειρά από χάρτες με μεταβαλλόμενες κατανομές Σήμερα, παρόλο που η e-topia, στο επίπεδο λειτουργιών του αστικού χώρου θεωρώντας πως μια προσπάθεια για την εύρεση της σωστής που ο Mitchell την οραματίστηκε, δεν σύνθεσης των χρήσεων γης σε οριζοντιογραφεία αποτελεί πραγματικότητα, παρατηρούνται είναι ανέλπιδη, καθώς διαφωνούσε με την κλασική πολλαπλά σημειακά παραδείγματα που θεώρηση του Μοντερνισμού σχετικά με τον υποδηλώνουν ότι ίσως δεν πρόκειται για αυστηρό λειτουργικό διαχωρισμό. Η πρότασή του μια ουτοπία αλλά ίσως για ένα κοντινό αφορούσε μια πόλη που σταδιακά μεταβάλλεται, οι γειτονιές οργανώνονται σε αυτοτελείς ενότητες αστικό μέλλον. κατοικίας, εκπαίδευσης και αναψυχής σε άμεση Αρχικά, η αποϋλοποίηση αναφέρεται στη επαφή με την φύση, ενώ στην παρουσίαση του φυσική εξαφάνιση τμημάτων της πόλης, 1974 η οργάνωση της πόλης αποκτά μια ροϊκότητα, καθότι πολλές υπηρεσίες αντικαθίστανται έντονη διασύνδεση μεταξύ των μερών της, στιγμιαία από τα εικονικά τους ισοδύναμα μέσω δημιουργία καταστάσεων και αλληλοεπικάλυψη λειτουργιών. Κατά τον Ζενέτο οι τηλε-υπηρεσίες της χρήσης τηλε-υπηρεσιώνi, και αυτό θα είχαν καθολική εφαρμογή και θα επηρέαζαν την συνεπάγεται την εξαφάνιση φυσικών μορφή των πόλεων, όχι μόνο ως προς την κατοικία δομών, συνήθως κτιρίων, που παραδοσιακά αλλά και ως προς τον δημόσιο χώρο.1 εκπλήρωναν αυτόν τον ρόλο.38 Η έννοια της αποϋλοποίησης μπορούμε να πούμε 1. Καλαφάτη Ε., Παπαλεξόπουλος Δ., Τάκης Χ. Ζενέτος, ότι αντικατοπτρίζεται σε περιπτώσεις Ψηφιακά Οράματα και Αρχιτεκτονική, Libro, 2006, σ.30-31 37.Mitchell W. J., E-topia: "Urban Life, Jim--but Not as We Know It", MIT Press, 2000, σ.147 38.ό.π. σ.148
44 - 44
η πόλη αλλάζει χωρίς να αλλάζει
αυτή στην πόλη
όπως αυτές των ανοιχτών πανεπιστημίων και των διαδικτυακών μαθημάτων, με την έννοια ότι στις περιπτώσεις αυτές, πραγματοποιούνται ψηφιακά δραστηριότητες που στον υλικό κόσμο απαιτούν πολυδάπανες και μεγάλου μεγέθους κτιριακές υποδομές. Παράλληλα, οι χώροι εργασίας επιδέχονται σημαντικές αλλαγές, αφού στην πρώιμη εποχή του διαδικτύου χαρακτηριστική μορφή τους αποτελούσε ένας μεγάλος, ενιαίος χώρος, χωρισμένος σε θαλάμους εξοπλισμένους με δικτυωμένους προσωπικούς υπολογιστές και τηλέφωνα σε ένα τυποποιημένο κτίριο γραφείων. Πλέον, δεδομένου ότι πολλά είδη εργασίας μπορούν να λαμβάνουν χώρα παντού με μοναδική απαίτηση την δυνατότητα σύνδεσης στο διαδίκτυο, πολλοί εργασιακοί χώροι δεν είναι πια απαραίτητοι και καταργούνται. Ακόμη, η περίπτωση του ηλεκτρονικού εμπορίου αποτελεί επίσης μια τομή της εποχής της πληροφορίας. Παραδείγματος χάριν, ένα αναλογικό και ένα ηλεκτρονικό κατάστημα, όπως το amazon. com, παρουσιάζουν εντυπωσιακές διαφορές. Στην περίπτωση του αναλογικού καταστήματος, το κόστος των εμπορευμάτων είναι σαφώς υψηλότερο, καθότι ο χώρος του σημείου πώλησης είναι ελάχιστος, ειδικά όταν κάνουμε λόγο για μικρά αστικά καταστήματα, και επομένως η ποικιλία και η διαθεσιμότητα είναι πολλές φορές περιορισμένες, ενώ οι δυνατότητες περιήγησης του πελάτη, στο σημείο πώλησης παραμένουν συνήθως μόνο σε φυσικό επίπεδο. Αντίθετα, η amazon.com οπτικοποιεί και ψηφιοποιεί τις λειτουργίες περιήγησης, επιτρέποντάς στους πελάτες εφόσον είναι συνδεδεμένοι να πραγματοποιούν οποιαδήποτε αγορά. Ταυτόχρονα, η αποθήκευση των εμπορευμάτων γίνεται σε χώρους μεγάλης κλίμακας, με δυνατότητα συγκέντρωσης μεγάλου όγκου αποθέματος και χαμηλού ενοικίου.
39.Mitchell W. J., E-TOPIA Information and Communication Technologies and the Transformation of Urban Life, 2005, σ.4 40.Mitchell W. J., E-topia: "Urban Life, Jim--but Not as We Know It", MIT Press, 2000, σ.149
44 - 44
Οι αποθήκες αυτές, λαμβάνοντας υπόψιν όσα έχουμε αναλύσει σχετικά με τη θεωρία των δικτύων, κατά βάση συγκεντρώνονται σε κομβικά σημεία των εθνικών οδών με αποτέλεσμα η μεταφορά να γίνεται πιο εύκολα και ταχύτερα.39 Όλα τα παραπάνω χαρακτηριστικά καθιστούν τα ηλεκτρονικά καταστήματα ιδιαίτερα ανταγωνιστικά σε σχέση με τα αναλογικά, με αποτέλεσμα τα πρώτα να αυξάνονται όλο και περισσότερο. Έτσι, συνθήκες όπως η αύξηση των ηλεκτρονικών καταστημάτων και η μείωση των αναλογικών, η εξαφάνιση ορισμένων χώρων εργασίας, ή η μεταφορά των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων από τις αίθουσες στο διαδίκτυο, είναι λογικό πως επιφέρουν χωρικές μεταβολές όσον αφορά τη δομή του αστικού ιστού. Εν συνεχεία, η έννοια της αποκινητοποίησης αναφέρεται στο γεγονός ότι στην εποχή της πληροφορίας και με τη χρήση των υπολογιστικών συστημάτων όλο και λιγότερο απαιτείται η φυσική μας μετακίνηση διαμέσου του αστικού ιστού για την πραγματοποίηση των διάφορων δραστηριοτήτων.40 Σε αυτό συμβάλλει σημαντικά η συνεχόμενη μείωση του μεγέθους των ασύρματων συσκευών, που τους προσφέρει τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν παντού. Όπως ο Mitchell υποστηρίζει, η συνθήκη αυτή είναι κάτι που θα ανατρέψει τη θεώρηση που έχουμε μέχρι σήμερα για τους αρχιτεκτονικούς χώρους, όσον αφορά τη μελέτη των ιδιαίτερων ανθρώπινων δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα σε κάθε έναν από αυτούς, αφού τα κτίρια θα περιλαμβάνουν λειτουργικά διφορούμενες περιοχές που μπορούν να φιλοξενούν εργασίες παραγωγής, αναψυχής ή
η πόλη αλλάζει χωρίς να αλλάζει
αυτή στην πόλη
κατανάλωσης, ανάλογα με την περίπτωση. Ας πάρουμε για ακόμη μια φορά το παράδειγμα της εργασίας, όπου μετά το τυπικό κτίριο γραφείων που χαρακτήρισε τη μεταβιομηχανική κοινωνία του 20ου αιώνα, πλέον παρατηρούνται όλο και περισσότερο δομές coworking χώρων, με σαφώς πολύ διαφορετικά αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά: πρόκειται για ανοιχτούς, ενιαίους χώρους όπου μεγάλες ενοποιημένες επιφάνειες φιλοξενούν τους ανεξάρτητους μεταξύ τους επαγγελματίες που εργάζονται διαδικτυακά, ενώ συχνά στον ίδιο χώρο παρατηρούνται χρήσεις ψυχαγωγίας όπως καφετέριες, εστιατόρια και χώροι παιχνιδιού. Παράλληλα, τα ασύρματα δίκτυα και οι φορητοί υπολογιστές καθιστούν δυνατή την εργασία σε οποιονδήποτε χώρο, όπως ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, ένα κάθισμα αεροπλάνου, ή το τραπέζι μιας καφετέριας. Έτσι, επιπλέον στρώματα διαφορετικών λειτουργιών προστίθενται σε χώρους που μέχρι πρότινος προορίζονταν για πολύ συγκεκριμένες χρήσεις. Η πιο χαρακτηριστική εμφάνιση αυτής της λειτουργικής “ασυδοσίας” γίνεται εμφανής στο χώρο της κατοικίας. Σήμερα, ενώ κανείς βρίσκεται στον προσωπικό του χώρο, έχει τη δυνατότητα να εργάζεται, να επικοινωνεί, να ψυχαγωγείται, να καταναλώνει, κλπ. Αυτό προσδίδει στο χώρο της κατοικίας κάθε φορά και μια νέα λειτουργία για την οποία ο εκάστοτε χρήστης θα ήταν απαραίτητο να κινηθεί εκτός αυτής. Ταυτόχρονα όμως, οι διαφορετικές λειτουργίες αλλάζουν και την ταυτότητα της κατοικίας ως ενός προσωπικού, ιδιωτικού χώρου. Αρκεί να αναλογιστούμε τα διαδικτυακά τηλε-μαθήματα, που μετατρέπουν το καθιστικό σε αίθουσα διδασκαλίας, τις βιντεοσκόπησεις των tutorials και των vlogs που μετατρέπουν το υπνοδωμάτιο των youtubers σε κινηματογραφικό στούντιο με εκατομμύρια
44 - 44
η πόλη αλλάζει χωρίς να αλλάζει
θεατές, ενώ ακόμη περισσότερο αντιφατική είναι η περίπτωση του χώρου του μπάνιου που από
αυτή στην πόλη
ευαίσθητος ιδιωτικός χώρος μετατρέπεται σε φόντο μιας selfie και απευθύνεται σε ένα ευρύ κοινό. Τέλος, η αποκινητοποίηση αφορά και την κοινωνική εμπειρία, αφού πολλές από τις κοινωνικές δραστηριότητες για τις οποίες προηγουμένως ήταν απαραίτητο κανείς να μετακινηθεί, πλέον μπορούν να λάβουν χώρα σε οποιοδήποτε σημείο και αν βρισκόμαστε. Τα νέα σημεία συνάντησης δεν είναι οι φυσικοί κοινωνικοί χώροι, όπως η πλατεία, οι χώροι συνάθροισης ή τα καταστήματα εστίασης, αλλά εικονικοί διαδικτυακοί χώροι: συζητήσεις, ομάδες διαβουλεύσεων, αναζήτηση ενός φίλου ή ενός συνεργάτη πραγματοποιούνται στα ψηφιακά δίκτυα της εποχής της πληροφορίας. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό ότι σταδιακά τόσο μέσω της αποϋλοποίησης όσο και της αποκινητοποίησης που χαρακτηρίζει την εποχή της πληροφορίας, οδηγούμαστε στην κατάλυση του λειτουργικού διαχωρισμού των ζωνών όπως αυτές εισήχθησαν από τα προηγούμενα πολεοδομικά μοντέλα, αφού οι λειτουργίες αναμειγνύονται και βαθμιαία αναθεωρείται η σχέση τους με τον φυσικό χώρο. Η τρίτη από τις σχεδιαστικές αρχές που ο Mitchell εισάγει αναφέρεται στην έξυπνη λειτουργία των χώρων της πόλης. Τα κτίρια σταδιακά μετατρέπονται σε έξυπνες κατασκευές που αλληλεπιδρούν με τους χρήστες τους με εργαλεία όπως οθόνες, κάμερες, μικρόφωνα, επεξεργαστές, δέκτες και αισθητήρες κάθε είδους (οπτικοί, ακουστικοί, αισθητήρες υγρασίας, θερμοκρασίας κ.ά.). Τα συστήματα αυτά συνδέονται σε ένα δίκτυο, δημιουργώντας ένα είδος νευρικού συστήματος του κτιρίου που ελέγχεται από υπολογιστές.41 Έτσι, η χρήση ενός μεγάλου εύρους περίπλοκων τεχνολογιών, συσκευών και 41.ό.π. σ.153
πληροφοριακών δικτύων μεταλλάσσουν τη σχέση μας με τα κτίρια, που “εμποτίζονται” με την ικανότητα να αισθάνονται, να καταγράφουν, να επεξεργάζονται, να μεταβιβάζουν και να απαντούν σε πληροφορίες και δραστηριότητες που λαμβάνουν χώρα γύρω από αυτά. Με αυτόν τον τρόπο, τα παραδοσιακά όρια μεταξύ του χρήστη και του κτιρίου καταλύονται: το τελευταίο αποκτά την ικανότητα να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του πρώτου. Σταδιακά, λοιπόν, οδηγούμαστε σε μια πόλη αυτορυθμιζόμενη, όπου τα κτίρια θα παρακολουθούν και θα ρυθμίζουν τα ίδια τις ενεργειακές πηγές τους, θα διαπραγματεύονται τις ανάγκες τους, και θα μπορούν να “επικοινωνήσουν” με άλλα κτίρια ώστε συλλογικά να διαχειριστούν καλύτερα τους κοινούς ενεργειακούς τους πόρους.42 Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι εάν μέχρι και τα τέλη του 20ου αιώνα οι υλικές ρυθμιστικές μέθοδοι όπως οι πολεοδομικές πρακτικές και η αρχιτεκτονική του δομημένου περιβάλλοντος, ήταν οι βασικοί παράγοντες που καθόριζαν την εμπειρία των ανθρώπων στις πόλεις, στην απαρχή του 21ου αιώνα και με την αδιαμφισβήτητη επικράτηση των ψηφιακών τεχνολογιών, ο ρόλος αυτός επανεξετάζεται. Τα πληροφοριακά συστήματα, οι συσκευές που μας συνδέουν με την άυλη ψηφιακή αστική πραγματικότητα και ο τρόπος με τον οποίο τα χρησιμοποιούμε και αλληλεπιδρούμε με αυτά, ίσως έχουν γίνει τόσο σημαντικά -αν όχι πιο σημαντικάαπό την ίδια την αρχιτεκτονική και το δομημένο περιβάλλον εν γένει στο σχηματισμό της αστικής εμπειρίας.43
42.[Khan O., Interaction Anxieties, στο: Shepard M. Sentient City: Ubiquitous Computing, Architecture, and the Future of Urban Space, Architectural League of New York, 2011, σ.164-165] 43.Shepard M., Toward the Sentient City, ό.π., σ.24-25
44 - 44
η πόλη αλλάζει χωρίς να αλλάζει
αυτή στην πόλη
Ο αρχιτέκτονας και καλλιτέχνης Mark Shepard υποστηρίζει ότι όλο και περισσότερο “τα dataclouds του αστικού χώρου του 21ου αιώνα είναι αυτά που διαμορφώνουν την εμπειρία μας στην πόλη”. Αόρατες και διάχυτες “έξυπνες” εφαρμογές έχουν αρχίσει να αισθάνονται τι συμβαίνει γύρω τους και να ανταποκρίνονται σε αυτό, λόγου χάριν οι έξυπνοι σηματοδότες , ή οι CCTV κάμερες των οποίων οι εικόνες αναλύονται από συστήματα υπολογιστών προκειμένου να αποφευχθούν ύποπτες συμπεριφορές. Ακόμη, η συνεχόμενη αύξηση συσκευών εντοπισμού, όπως για παράδειγμα τα κινητά τηλέφωνα που οι περισσότεροι χρησιμοποιούμε, αλλά και μια πληθώρα άλλων ευφυών συστημάτων, συμβάλλουν σημαντικά στη μετάλλαξη της ταυτότητας της σύγχρονης πόλης. Δεν μπορούμε να κάνουμε πια λόγο για μια παγιωμένη και στατική πόλη όπως αυτές του προηγούμενου αιώνα, αλλά αντίθετα, συνειδητοποιούμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα αστικό περιβάλλον “ανταποκρινόμενο” ή όπως ο Shepard το χαρακτηρίζει, “αισθητηριακό.”44 Για την καλύτερη κατανόηση της λέξης “αισθητηριακός” , θεωρείται σκόπιμο να μελετήσουμε την ανάλυση που κάνει ο ίδιος στο βιβλίο του “Sentient City, Ubiquitous computing, architecture, and the future of urban space” ανάμεσα στις λέξεις sentience (αισθαντικότητα) και sapience (σοφία). Η λέξη “sentience” αναφέρεται στην ικανότητα που έχει κανείς να αισθάνεται ή να αντιλαμβάνεται υποκειμενικά, εντούτοις δεν εμπεριέχει απαραίτητα την ικανότητα του γνώθι σαυτόν, δεν χαρακτηρίζεται, δηλαδή, απαραίτητα από κάποιου είδους σοφία. Ο όρος “sapience” υποδηλώνει γνώση, συνείδηση,
44.de Waal M., The Urban Culture of Sentient Cities: From an Internet of Things to a Public Sphere of Things, ό.π., σ.190
55 - 55
η πόλη αλλάζει χωρίς να αλλάζει
αυτή στην πόλη
συναίσθηση. Η λέξη “sentience”, που προέρχεται από το λατινικό sentire, σημαίνει “να νιώθεις”, “να ακούς”. Η λέξη “sapience” προέρχεται από το “sapere” που σημαίνει να “γνωρίζω”. Έτσι, η αισθητηριακή πόλη, είναι αυτή που έχει την ικανότητα να ακούει, και να νιώθει τα πράγματα που συμβαίνουν μέσα σε αυτήν, αλλά χωρίς απαραίτητα να γνωρίζει κάτι βαθύτερο για τα υποκείμενα. Σε αισθάνεται, αλλά δεν σε γνωρίζει απαραίτητα.45 Επομένως, αυτό που καθιστά τη σύγχρονη πόλη “αισθητηριακή” είναι η διευρυμένη χρήση των πληροφοριακών και αισθητηριακών συστημάτων στο αστικό πεδίο, με τα οποία ασχολείται ο τομέας της Αστικής Υπολογιστικής (Urban Computing), καθώς και η ευρεία εφαρμογή των μέσων δι’ εντοπισμού (Locative Media), με τα οποία θα ασχοληθούμε εκτενέστερα στο δεύτερο κεφάλαιο της παρούσας έρευνας. Tα συστήματα αυτά επικεντρώνονται στη συλλογή δεδομένων επιτρέποντας σε ανθρώπους να σημαδεύουν και να σχολιάζουν ψηφιακούς χάρτες με σημειώσεις, εικόνες και αντικείμενα πολυμέσων γεω-κωδικοποιημένα σε συγκεκριμένες τοποθεσίες. Στη συνέχεια, τα πληροφοριακά συστήματα επεξεργάζονται τα δεδομένα αυτά, με όλο και περισσότερο λεπτομερή και ακριβή τρόπο, καταφέρνοντας τελικά να εξάγουν συμπεράσματα και να προβλέπουν συμπεριφορές με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Εκτός από την επίγνωση του πού βρίσκεται κάποιος, παράγοντες όπως το με ποιους είναι μαζί και ποια ώρα της ημέρας μειώνουν το εύρος πιθανοτήτων από το οποίο εξάγονται τα εν λόγω συμπεράσματα καθιστώντας τις προβλέψεις ακόμη πιο ακριβείς. Οι πληροφορίες αυτές που λαμβάνονται σε πραγματικό χρόνο συσχετίζονται με 45.Shepard M., Toward the Sentient City, ό.π., σ.30
τα δεδομένα του ιστορικού κινητικότητας του χρήστη, το ιστορικό των αγορών του, των προσωπικών του ενδιαφερόντων και προτιμήσεων, όπως αυτά διαφαίνονται μέσα από το προσωπικό του προφίλ (user-generated profiles) με τρόπο που να προσφέρει στα συστήματα την ικανότητα να προσεγγίζουν με σχετική ακρίβεια τις επιθυμίες και τις ανάγκες του, ή τις πράξεις στις οποίες πρόκειται να προβεί στη συνέχεια.46 Καθίσταται λοιπόν σαφές, ότι η διάχυτη υπολογιστική, οι εξελισσόμενες τεχνολογικές υποδομές, καθώς και η ευρεία χρήση των πληροφοριακών συστημάτων σε όλο και περισσότερες πτυχές της καθημερινής ζωής, διαμορφώνουν ένα επιπλέον στρώμα που φαίνεται να αιωρείται πάνω από την πόλη του 21ου αιώνα, αυτό της πληροφορίας. Η διασυνδεσιμότητα, η άρρηκτη συνύπαρξη και η συμπληρωματική - θα λέγαμεσχέση φυσικής και ψηφιακής πραγματικότητας είναι αυτή που καθιστά τη σύγχρονη πόλη υβριδική και πυροδοτεί όλο και περισσότερα σενάρια σχετικά με την ευφυΐα του αστικού περιβάλλοντος. Εντούτοις, μπορεί το σύνολο των υλικών και άυλων διεργασιών, να προσδίδουν στο αστικό πεδίο νέες δυνατότητες που σταδιακά αλλάζουν τον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με αυτό, ωστόσο είναι γεγονός ότι τα οράματα του Weiser, του Mitchell και πολλών άλλων για μια πόλη της οποίας η δομή θα ανταποκρίνεται στις νέες αυτές συνθήκες, δεν έχουν γίνει ακόμη πραγματικότητα. Η σύγχρονη πόλη εξακολουθεί να βαδίζει πάνω στα χνάρια των προηγούμενων αιώνων ως μια μορφή εν εξελίξει, και οι αλλαγές που παρατηρούνται λόγω της ανάπτυξης των ψηφιακών συστημάτων και των δραστηριοτήτων που τα συνοδεύουν, είναι κατά βάση λειτουργικές 46.ό.π., σ.34
55 - 55
η πόλη αλλάζει χωρίς να αλλάζει
αυτή στην πόλη
και σημειακά χωρικές. Η αλήθεια είναι πως οι μεταλλάξεις στις οποίες υπόκειται η αστική ζωή τα τελευταία χρόνια δεν έχουν ακόμη βρει μορφή σε κάποιο ενιαίο πολεοδομικό πρόγραμμα που να τις λαμβάνει υπόψιν ως βασικό σχεδιαστικό εργαλείο. Αυτό που παρατηρείται είναι μια ραγδαία λειτουργική αναδιάταξη, που λόγω της έλλειψης ρυθμιστικών διατάξεων μέχρι στιγμής είναι ανεξέλεγκτη. Υπό τις νέες αυτές συνθήκες, οι πόλεις αλλάζουν ερήμην των σχεδιαστών τους και παρόλο που η συζήτηση γύρω από τον τρόπο που οι νέες τεχνολογίες επηρεάζουν τη σύγχρονη πόλη και την αστική εμπειρία όλο και μεγαλώνει, ακόμη δεν υπάρχουν σαφείς σχεδιαστικές προτάσεις αναδιαμόρφωσης του αστικού περιβάλλοντος. Έτσι, αυτό που μέχρι τώρα είναι εμφανές είναι ότι η σύγχρονη πόλη δεν αποτελείται μόνο από τον φυσικό χώρο στον οποίο δρούμε αλλά και από ένα σύνολο λειτουργιών, άυλων διεργασιών και τεχνολογικών υποδομών που ενυπάρχουν και διαμορφώνονται παράλληλα, δημιουργώντας μια σχέση αλληλόδρασης μεταξύ του φυσικού και του ψηφιακού χώρου. Το στρώμα της πληροφορίας είναι το τελευταίο της πόλης-παλίμψηστου που αναλύθηκε προηγουμένως, της οποίας η μορφή και η πολεοδομία, όπως έχουμε εξηγήσει, δεν έχουν αλλάξει σημαντικά. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τα στοιχεία αυτά κατάλοιπα των πολεοδομικών πρακτικών και κοινωνικοπολιτικών συνθηκών των περασμένων αιώνων, πάνω στα οποία επικάθονται πληροφοριακά δεδομένα και ψηφιακές συνδέσεις, διαμορφώνοντας ένα νέο αστικό περιβάλλον, κι έτσι η πόλη αλλάζει, χωρίς να αλλάζει.
αυτή στον χάρτη
Ο τόπος είναι ένα ποιοτικό, “ολικό” φαινόμενο, που δεν μπορούμε να το περιορίσουμε σε καμία από τις επιμέρους ιδιότητές του, όπως για παράδειγμα τις χωρικές σχέσεις που ενυπάρχουν σ’ αυτό, χωρίς να μας διαφύγει η συγκεκριμένη φύση του.1
ο χώρος ως (μη) τόπος
Η έννοια του τόπου είναι περισσότερο συγκεκριμένη από αυτήν του χώρου καθώς εμπεριέχει τις έννοιες του συμβάντος, της ταυτότητας και του βιώματος. Για τον Cristian Norberg-Schulz, ο τόπος είναι ένα σύνολο που αναδίδει ένα χαρακτήρα ή μια ατμόσφαιρα, και που έχει διακριτά φυσικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά.2 Ο άνθρωπος έχει έμφυτη την ανάγκη να ενταχθεί στο περιβάλλον, να ταυτιστεί με αυτό και να το κατοικήσει. Έτσι ο τόπος και η κατοίκηση είναι έννοιες στενά συνδεδεμένες, καθώς ο άνθρωπος δεν κατοικεί γενικά στον χώρο, αλλά σε συγκεκριμένους τόπους. Ο τρόπος με τον οποίο είσαι και είμαι, ο τρόπος με τον οποίο εμείς οι άνθρωποι είμαστε πάνω στη γη, είναι η κατοίκηση.3 Η έννοια της κατοίκησης δεν συνδέεται μόνο με την εστία, αλλά αναφέρεται σε κάθε χώρο στον οποίο εκτυλίσσεται η ζωή και βιώνεται ως τόπος. Υπάρχει μια πληθώρα κτισμάτων τα οποία δεν είναι κατοικίες, όμως κατοικούνται καθημερινά και ανήκουν την επικράτεια της κατοίκησης του ανθρώπου. Ο οδηγός του φορτηγού “είναι στο σπίτι του” στον αυτοκινητόδρομο, αλλά δεν έχει το κατάλυμά του εκεί, η εργάτρια “είναι στο σπίτι της” το υφαντουργείο, όμως δεν έχει την κατοικία της εκεί [...]4 Ο άνθρωπος κατοικεί τους τόπους αυτούς, χωρίς ωστόσο να κατοικεί μέσα σε αυτούς. 1. Norberg-Schulz C., Geinus Loci: Το Πνέυμα του Τόπου, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, 2009, σ. 9 2. ό.π. 3. Heidegger M., Χτίζουμε, Κατοικούμε, Στοχαζόμαστε, όπως αναφέρεται σε: Λέφας Π., Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση: Από τον Heidegger στον Koolhaas, Πλέθρον, 2008, σ.227 4. ό.π., σ.225
ο χώρος ως (μη) τόπος
Ο Norberg-Schulz υποστηρίζει πως ο άνθρωπος κατοικεί όταν μπορεί να προσανατολιστεί μέσα σ’ ένα περιβάλλον και να ταυτιστεί με αυτό, δηλαδή όταν το περιβάλλον φέρει για αυτόν συγκεκριμένα νοήματα.6 Επομένως, προϋπόθεση για την κατοίκηση αποτελούν δύο βασικές ψυχικές λειτουργίες του ανθρώπου, αυτές του προσανατολισμού και της ταύτισης. Ο άνθρωπος πρέπει να είναι ικανός να προσανατολιστεί, πρέπει να ξέρει που βρίσκεται. Αλλά πρέπει επίσης να ταυτιστεί με το περιβάλλον, δηλαδή, πρέπει να ξέρει πως και ο ίδιος είναι ένας συγκεκριμένος τόπος.7
φύση, αλλά και που προστάτευαν τα κτίρια και τις πόλεις. Ωστόσο, η σύγχρονη σημασία του genius loci περιγράφει “μια συγκεκριμένη πραγματικότητα” στην οποία ο άνθρωπος καλείται να σεβαστεί το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον ενός τόπου, αλλά και να εκτιμήσει τις ποιότητές του.1
1. Λέφας Π., Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση: Από τον Heidegger στον Koolhaas, Πλέθρον, 2008, σ.165
Όσον αφορά τον προσανατολισμό καθαυτόν, είναι αλήθεια πως ένα άτομο μπορεί να προσανατολίζεται εύκολα σε έναν τόπο, χωρίς απαραίτητα να ταυτίζεται με αυτόν. Κατά τον Kevin Lynch, αυτό συμβαίνει λόγω της συγκρότησης μιας περιβαλλοντικής εικόνας 5. Norberg-Schulz C., ό.π., σ.12 6. ό.π., σ.7 7. ό.π., σ.22
66 - 66
Μέσω μιας ανάλυσης του ορισμού της κατοίκησης του Heidegger, που δόθηκε παραπάνω, ο Norberg- Schulz καταλήγει πως όταν ο άνθρωπος καθίσταται ικανός να κατοικήσει, ο κόσμος όλος γίνεται ένα “εσωτερικό”. Συνεπώς, η φύση και ο κόσμος, αποτελούν έναν εκτεταμένο τόπο, ο οποίος αλλάζει ταυτότητα και χαρακτήρα ανάλογα Ουσιαστικά, το genius loci με τις επιμέρους τοπικές συνθήκες.5 Αυτή η συμβολίζει τις δυνάμεις και τις ταυτότητα χαρακτηρίζεται ως το genius lociI, δομές που κυριαρχούν σε έναν δηλαδή το πνέυμα του τόπου, με το οποίο ο τόπο και τον καθιστούν μοναδικό. άνθρωπος καλείται να αναμετρηθεί και να O όρος χρησιμοποιήθηκε αρχικά συμφιλιωθεί προκειμένου να κατοικήσει τον κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, για να περιγράψει τις αόρατες εκάστοτε τόπο. δυνάμεις που ενοικούσαν στη
αυτή στον χάρτη
Genius Loci, Anastasia Savinova, 2017 Σε αυτό το project, η καλλιτέχνης γίνεται πλάνητας, που περιπλανάται στους τόπους, προσπαθώντας να συναισθασθεί και να οπτικοποιήσει το genius loci. Έτσι δημιουργεί το Σπίτι (House) κάθε τόπου, το οποίο αποτελεί ένα κολλάζ διαφόρων κτιρίων που αντιπροσωπεύουν την τοπική αρχιτεκτονική, καταφέρνοντας να αιχμαλωτίσει το πνεύμα του τόπου.
ο χώρος ως (μη) τόπος
Ωστόσο, βασική προϋπόθεση της κατοίκησης αποτελεί η ταύτιση με τον τόπο. Για τον Norberg-Schulz, ταύτιση σημαίνει η συμφιλίωση με τις ιδιαιτερότητες και τα χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου περιβάλλοντος. Η ταύτιση με έναν τόπο, υποδηλώνει για το άτομο που τον βιώνει, ότι το περιβάλλον αποκτά νόημα. Ταυτόχρονα επισημαίνει, πως η ανθρώπινη ταυτότητα πλάθεται από τις επιρροές του περιβάλλοντος και συσχετίζεται με τα στοιχεία του τόπου, με τα οποία μπορεί κάποιος να ταυτιστεί. Η ανθρώπινη ταυτότητα προϋποθέτει την ταυτότητα του τόπου. Έτσι, τόπος και άνθρωπος είναι στοιχεία αλληλένδετα και επηρεάζουν το ένα το άλλο. Συμπερασματικά, οι έννοιες της ταύτισης και του προσανατολισμού αποτελούν βασικές συνιστώσες της ύπαρξης του ανθρώπου στον κόσμο. Η ταύτιση αποτελεί τη βάση της αίσθησης του ανήκειν, ενώ ο προσανατολισμός είναι η λειτουργία η οποία επιτρέπει στον άνθρωπο να γίνει ο homo viator, που είναι μέρος της φύσης του.10 8. Kevin Lynch, The Image of the City, MIT Press, 1960, σ.7 9. ό.π., σ.9 10. Norberg-Schulz C., ό.π., σ.23-24
66 - 66
στο νου του ατόμου, η οποία προκύπτει από την συσχέτιση στοιχείων της πόλης, όπως οι κόμβοι, τα μονοπάτια και οι περιοχές. Έτσι, έχουν διαμορφωθεί διάφορα συστήματα προσανατολισμού, δηλαδή δομές του χώρου που διευκολύνουν την διαμόρφωση μιας καλής περιβαλλοντικής εικόνας.8 Ακόμη, ο Lynch, αποκαλεί “απεικονισιμότητα” (imageability) την ιδιότητα που βοηθά το άτομο να προσανατολίζεται εύκολα και την ορίζει ως εκείνο το σχήμα, χρώμα ή διάταξη που διευκολύνει την διαμόρφωση έντονα αναγνωρίσιμων, ισχυρά δομημένων και ιδιαίτερα χρήσιμων νοερών εικόνων του περιβάλλοντος.9
αυτή στον χάρτη
Στην ίδια λογική, ο Marc Augé ορίζει τον τόπο ως “σχεσιακό”, από την άποψη ότι αντικατοπτρίζει τις σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των ατόμων σε αυτόν, “ιστορικό”, υπό την έννοια ότι φανερώνει τα ίχνη αυτού που υπήρχε πριν από αυτόν, και “ταυτοποιητικό”, από την άποψη ότι τα άτομα μπορούν να αναγνωρίσουν τον εαυτό τους και να ταυτιστούν με αυτόν.11 Όταν ένας χώρος δεν εμπεριέχει τις έννοιες της σχέσης, της ιστορίας και της ταυτότητας, τότε ορίζεται ως “μη- τόπος”. Η έννοια του μη-τόπου χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Kenneth Frampton, το 1974, στο άρθρο του “On reading Heidegger”, στο οποίο καταγγέλλει την αδυναμία της σύγχρονης αρχιτεκτονικής να δημιουργήσει τόπους. Συγκεκριμένα κάνει λόγο για δημιουργία χώρων αντί τόπων, υποστηρίζοντας πως παραγκωνίζεται η αξία του βιώματος για χάρη της αφαιρετικής σκέψης.12 Οι σύγχρονοι χώροι των πόλεων καθίστανται ανεπαρκείς, αφιλόξενοι, μη δυνάμενοι να βιωθούν, με συνέπεια, οι κάτοικοι των πόλεων να μην ταυτίζονται με αυτούς. Ο Frampton ονομάζει τους χώρους αυτούς “μη- τόπους”, δηλαδή χώρους που στερούνται νοήματος και χαρακτήρα. Την δεκαετία του ‘90, ο Marc Augé αναφέρεται εκ νέου στην έννοια του μη-τόπου, υποστηρίζοντας πως οι σύγχρονες μετα-βιομηχανικές πόλεις χαρακτηρίζονται από την δημιουργία χώρων που στερούνται ταυτότητας, ιστορίας και συσχέτισης με την πόλη και τους κατοίκους της. Οι μη-τόποι περιγράφουν τόσο τους χώρους που σχεδιάζονται για συγκεκριμένο 11. Augé M., Για μια Ανθρωπολογία των Σύγχρονων Κόσμων, Αλεξάνδρεια, 1999, σ.157 12. Λέφας Π., Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση: Από τον Heidegger στον Koolhaas, Πλέθρον, 2008, σ.157
ο χώρος ως (μη) τόπος
Ωστόσο, ο Augé, αναφέρει κάποια παραδείγματα, με τα οποία αντικρούει εν μέρη την παραπάνω θεώρηση. Παραδείγματος χάριν, ένας ταξιδιώτης, σε μια άγνωστη για αυτόν πόλη, ίσως νιώθει λιγότερο ξένος όταν βρίσκεται σε ένα αεροδρόμιο ή ένα πολυκατάστημα πολυεθνικών εταιριών, δηλαδή σε χώρους απρόσωπους, χωρίς ταυτότητα και χαρακτήρα, με τους οποίους ούτε οι ξένοι αλλά ούτε και ο ντόπιος πληθυσμός ταυτίζονται. Δεν βρίσκεται στον χώρο του, αλλά ούτε και στον χώρο των άλλων.15 Επομένως, και βάσει της θεώρησης πως ο τόπος βιώνεται υποκειμενικά, αυτό που κάποιοι βιώνουν ως μη-τόπο, ίσως να είναι τόπος για κάποιους άλλους και αντίστροφα. Παράλληλα, υπογραμμίζει πως οι μη-τόποι λειτουργούν σε πολλές περιπτώσεις
13. Augé M., Non-Places: An Introduction to Anthropology of Supermodernity, Verso, 1995, σ.94 14. Augé M., Non-Places: An Introduction to Anthropology of Supermodernity, όπως αναφέρεται σε: Χαρίτος Δ., Τα μέσα επικοινωνίας δι’ εντοπισμού και οι επιδράσεις τους ως προς την κοινωνική αλληλόδραση στο περιβάλλον της σημερινής πόλης, Ζητήματα Επικοινωνίας, τχ. 5, Καστανιώτη, 2007, σ.58 15. Augé M., Για μια Ανθρωπολογία των Σύγχρονων Κόσμων, Αλεξάνδρεια, 1999, σ.165
66 - 66
σκοπό, όπως οι συγκοινωνίες, τα αεροδρόμια, τα πολυκαταστήματα κ.ο.κ, που χαρακτηρίζουν τις σύγχρονες μεγαλουπόλεις, όσο και τις σχέσεις που αναπτύσσουν οι άνθρωποι με αυτούς.13 Κατά τον Augé, οι μη-τόποι είναι προϊόν της μετανεωτερικότητας, και χαρακτηρίζονται ως μη ανθρωπολογικοί, καθώς το άτομο διατηρεί μια παθητική στάση, αυτή του θεατή, χωρίς να αλληλεπιδρά ουσιαστικά με το περιβάλλον γύρω του.14 Σε αντίθεση με τον παραδοσιακό δημόσιο χώρο, ο οποίος αφήνει περιθώρια ταύτισης και οικειοποίησης, οι σύγχρονοι μη-τόποι είναι χώροι που στην ουσία δεν κατοικούνται και παραμένουν σε απόσταση από τον άνθρωπο.
αυτή στον χάρτη
απελευθερωτικά στην ψυχολογία του ατόμου, καθώς η πολύ μεγάλη εγγύτητα της γειτνίασης,16 που παράγεται μέσω των τόπων, μπορεί να υποθάλπει διάφορες μορφές αναγνώρισης και κριτικής των πράξεων του ατόμου, γεγονός που περιορίζει την αυθόρμητη κινητικότητα στον χώρο. Συνεπώς, σύμφωνα με την ανάλυση που κάνει ο Augé, οι μη-τόποι της πόλης ίσως να αποτελούν μια αστική πραγματικότητα απαραίτητη για τον μητροπολιτικό τρόπο ζωής και την ιδέα της ελευθερίας μέσω την ανωνυμίας και της μη ταύτισης.
16. ό.π. σ.174
68 - 69
The New York Subway, Stanley Kubrick, 1946
αυτή στον χάρτη
Στη σύγχρονη εποχή, ο τρόπος με τον οποίο κινούμαστε, επικοινωνούμε και βιώνουμε τον χώρο, έχει αλλάξει ριζικά. Οι στιγμές, οι ιστορίες και οι η επαυξημένη εμπειρία εμπειρίες της καθημερινής ζωής πλέον διαμοιράζονται μέσω των locative media στα ψηφιακά μέσα επικοινωνίας, με την επισήμανση των τοποθεσιών στις οποίες λαμβάνουν χώρα. Παράλληλα, οι τόποι και τα αντικείμενα αποκτούν ένα επιπλέον στρώμα ψηφιακής πληροφορίας, που επιτρέπει την επισήμανση, την χαρτογράφηση, ακόμα και το παιχνίδι, ενώ ο πραγματικός φυσικός χώρος παραμένει ανέγγιχτος. Έτσι το πραγματικό επαυξάνεται ψηφιακά με δεδομένα και πληροφορίες, των οποίων η παραγωγή και η κατανάλωση δημιουργεί νέες συνθήκες επαφής με τον φυσικό χώρο, νέους τρόπους οικειοποίησής του και νέες διαδικασίες κίνησης, τόσο σε φυσικό όσο και σε ψηφιακό επίπεδο. Τα μέσα τα οποία χρησιμοποιούν τεχνολογίες εντοπισμού θέσης ονομάζονται μέσα επικοινωνίας δι’ εντοπισμού, ή αλλιώς locative media. Η διάδοση των locative media, αντιμετωπίστηκε από πολλούς ως μια νέα συνθήκη, η οποία δύναται να αναζωογονήσει την εμπειρία στον αστικό χώρο, ζωντανεύοντας την κοινωνική αλληλεπίδραση στον δημόσιο χώρο της πόλης. O Ben Russell, στο έργο του Headmap ManifestoI, περιγράφει τα locative media ως έναν νέο τόπο για συζητήσεις Στο Headmap Manifesto, ο Ben Rusπερί της σχέσης συνείδησης του τόπου και sell, συγκεντρώνει διάφορα λεγόμενα ριζοσπαστικών θεωρητικών σχετικά των ανθρώπων.[...] Ένα πλαίσιο μέσα από με την τεχνολογία, την πολιτική, την το οποίο εξερευνούμε νέα και παλιά μοντέλα σεξουαλικότητα και την διαμόρφωση επικοινωνίας, κοινότητας και ανταλλαγής.17 κοινοτήτων, και τα μεταφέρει σε ένα ουτοπικό μέλλον όπου η καθημερινή ζωή των ανθρώπων οργανώνεται από location-aware συσκευές.
Η τεχνολογία των locative media προέκυψε σταδιακά μέσω της σύγκλισης των τεχνολογιών κινητής τηλεπικοινωνίας,
17. Russel B., Headmap Manifesto, 1999
των φορητών και φορετών υπολογιστών (wearable computing), των ασύρματων δικτύων και των ψηφιακών μέσων. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την ιδέα του συσχετισμού της ψηφιακής πληροφορίας με πραγματικούς τόπους, συντέλεσαν στην διάδοση της τεχνολογίας αυτής.18 Ο όρος locative media χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από τον Karlis Kalnins το 2002, για να περιγράψει μια κατηγορία από projects, προερχόμενα από μια ερευνητική ομάδα καλλιτεχνών που πειραματιζόταν με τις νέες τεχνολογίες, τo Locative Media Lab.19 Οι πειραματισμοί της ομάδας αυτής εγκαινίασαν ένα νέο είδος τέχνης που έγινε γνωστό ως locative art. Η τέχνη αυτή χρησιμοποιεί συστήματα εντοπισμού θέσης, ασύρματα δίκτυα και κινητές συσκευές, μέσω των οποίων εξερευνά τις σχέσεις του φυσικού και του ψηφιακού κόσμου, αλλά και αυτές που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων, των τόπων και των αντικειμένων στον φυσικό χώρο. Ο Drew Hemment, ένας από τους πρώτους καλλιτέχνες που ασχολήθηκαν με τα locative media, θεωρεί την locative art ως την πρωταρχική, καλλιτεχνική έκφραση της τεχνολογίας αυτής. Οι ερευνητικές πρακτικές της locative art εντοπίζονται μεταξύ της τέχνης της επικοινωνίας, του networking και των τεχνών του περπατήματος, του τοπίου και του περιβάλλοντος, και επικεντρώνονται λιγότερο στην γεωγραφική θέση καθαυτή, εντοπίζοντας το ενδιαφέρον μελέτης στις προϋποθέσεις και την δυνατότητα κίνησης.20
18. Χαρίτος Δ., Τα μέσα επικοινωνίας δι’ εντοπισμού και οι επιδράσεις τους ως προς την κοινωνική αλληλόδραση στο περιβάλλον της σημερινής πόλης, στο Ζητήματα Επικοινωνίας, τχ. 5, Καστανιώτη, 2007, σ.55 19. Galloway Α. & Ward Μ., Locative Media as Socialising and Spatialising Practices: Learning from Archaeology (Draft), Leonardo Electronic Almanac, MIT Press, 2005, σ.3 20. Hemment D., Locative Arts, Leonardo, MIT Press, τχ. 4, 2006, σ.349
77 - 77
η επαυξημένη εμπειρία μέσω των locative media
Biking, Human, Real-Time Activity in Amsterdam To Human είναι μια εφαρμογή που εντοπίζει την καθημερινή φυσική δραστηριότητα των χρηστών σε διάφορες πόλεις του κόσμου, και εκθέτει τα δεδομένα σε πραγματικό χρόνο. Ο συγκεκριμένος χάρτης απεικονίζει την κίνηση με ποδήλατο στην πόλη του Amsterdam. Ο χρήστης μπορεί να δει, πέρα από τα δεδομένα που αφορούν την δική του φυσική κατάσταση, το ποσοστό των ατόμων που αθλούνται στην πόλη, το είδος άθλησης αλλά και τις διαδρομές που ακολουθούν, μέσα από χάρτες κυκλοφορίας, τρεξίματος, ποδηλασίας και περπατήματος.
Ωστόσο τα locative media, δεν αποτελούν μόνο μια μορφή τέχνης αλλά πλέον γνωρίζουν ευρεία εφαρμογή στα μέσα επικοινωνίας, μεταβάλλοντας τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα βιώνουν και αλληλεπιδρούν με τον χώρο, και διανοίγοντας νέα πλαίσια χωρικών πρακτικών. Σε μια προσπάθεια ορισμού της έννοιας, οι Anne Galloway και Matthew Ward, χρησιμοποιούν ένα απόσπασμα από το On the Line, των Deleuze και Guattari, στο οποίο περιγράφεται ένας από τους χάρτες τους: Ο χάρτης είναι ανοιχτός, δυνάμενος να συνδεθεί σε όλες τις διαστάσεις του, και ικανός να αποσυναρμολογηθεί. Είναι αναστρέψιμος και επιδέχεται συνεχή τροποποίηση. Μπορεί να αντιστραφεί, να προσαρμοστεί σε κάθε είδους μοντάζ, να κρατηθεί από ένα άτομο, μια ομάδα ή από έναν κοινωνικό μηχανισμό. Μπορεί να σχεδιαστεί σε έναν τοίχο, να θεωρηθεί έργο τέχνης, να δομηθεί ως μια πολιτική πράξη ή ένας διαλογισμός.21 Εντοπίζοντας τις ομοιότητες που παρουσιάζει η παραπάνω περιγραφή με τα locative media, γίνεται κατανοητό πως, η διάδοση των μέσων αυτών, επιτρέπει μια πληθώρα νέων δυνατοτήτων που αλλάζουν ριζικά τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα διαβάζουν τον χώρο και αλληλεπιδρούν με αυτόν. Ο Michiel de Lange, κάνοντας την δικιά του ανάλυση για τα νέα αυτά μέσα επικοινωνίας, αναφέρει πως τα locative media χρησιμοποιούνται για την πλοήγηση και τον προσανατολισμό, την μέτρηση και την απεικόνιση αυτού που στον φυσικό χώρο δεν είναι ορατό, την επαύξηση της φυσικής τοποθεσίας με ψηφιακή πληροφορία, την οργάνωση των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων και τέλος για παιχνίδια
21. Deleuze G. & Guattari F., On the Line, όπως αναφέρεται σε: Galloway A. & Ward Μ., ό.π.
77 - 77
η επαυξημένη εμπειρία μέσω των locative media
αυτή στον χάρτη
επαυξημένης πραγματικότητας.22 Αντίστοιχα, ο Conor McGarrigle, καλλιτέχνης και θεωρητικός, προσεγγίζει τα locative media ως ένα σύνολο αστικών πρακτικών που επαναδιαπραγματεύονται και καθιστούν εκ νέου ενδιαφέροντα τον αστικό χώρο, μέσω καινοτόμων εφαρμογών που προτείνουν πειραματικές μεθόδους πλοήγησης στην πόλη.23 Γίνεται λοιπόν κατανοητό πως τα locative media επαυξάνουν ψηφιακά την εμπειρία στον αστικό χώρο και προτείνουν έναν εναλλακτικό τρόπο ανάγνωσης της πόλης, ο οποίος κατά κύριο λόγο είναι επικεντρωμένος στον χρήστη. Παρακάτω, γίνεται μια προσπάθεια ανάλυσης του τρόπου με τον οποίο επαυξάνεται η αστική εμπειρία και διαμορφώνονται οι σχέσεις των ατόμων με τον χώρο. Τα locative media ανήκουν στον χώρο των ροών, όπως αυτός αναλύθηκε στο πρώτο κεφάλαιο της παρούσας εργασίας. Ο σύγχρονος αστικός χώρος αποτελείται τόσο από ροές όσο και από τόπους, ενώ παράλληλα ο χώρος των ροών λειτουργεί ως μεταβατικό στοιχείο στον χώρο των τόπων. Κινούμαστε φυσικά, ενώ διατηρούμε μια σταθερή σχέση με τις ηλεκτρονικές μας συνδέσεις. Μεταφέρουμε μαζί μας ροές, ενώ κινούμαστε διαμέσου τόπων.24 Παράλληλα, οι Biocca & Kim θεωρούν πως το άτομο, ενεργώντας σε ψηφιακά επαυξημένα περιβάλλοντα, βιώνει τον χώρο και την έννοια της παρουσίας με τρόπο ασταθή και συνεχώς μεταβαλλόμενο. Άλλοτε βρίσκεται στον φυσικό χώρο και αλληλεπιδρά με αυτόν, άλλοτε τοποθετείται σε 22. de Lange Μ., Moving Circles: mobile media and playful identities, Erasmus University Rotterdam, 2010, σ.145 23. McGarrigle C., The Construction of Locative Situations: the Production of Agency in Locative Media Art Practice, Doctoral Thesis, Dublin Institute of Technology, 2012, σ.12 24. Castells M., The Rise of the Network Society, The Information Age: Economy, Society and Culture Vol. I, Blackwell publications, 1996, σ.88
η επαυξημένη εμπειρία μέσω των locative media
Με την χρήση των locative media, τα δεδομένα και οι πληροφορίες ενός τόπου εντοπίζονται στο ψηφιακό επίπεδο πληροφορίας, επαυξάνοντας την εμπειρία και την διάδραση με τον χώρο. Τα άτομα μπορούν να έχουν άμεση πρόσβαση στις πληροφορίες αυτές, σε πραγματικό χρόνο, να τις εμπλουτίζουν και να τις αξιολογούν, αφήνοντας αόρατες σημειώσεις σε πραγματικούς τόπους.26 Πρόκειται για μια “αόρατη” διαδικασία κατά την οποία τα επιπλέον στρώματα γνώσης και πληροφορίας συσχετίζονται με τον φυσικό χώρο, επιτρέποντας στα άτομα να σχολιάσουν τοποθεσίες και μέρη.27 Εκείνο που ήταν άλλοτε μοναδικό προνόμιο των αρχιτεκτόνων, των μηχανικών και των οικοδόμων, γίνεται αντικείμενο ενασχόλησης για τον οποιονδήποτε: η ικανότητα να διαμορφώνεις και να οργανώνεις τον πραγματικό κόσμο και τον πραγματικό χώρο [...] Οτιδήποτε στον πραγματικό κόσμο επισημαίνεται, κωδικοποιείται και χαρτογραφείται. Τα πάντα επικαλύπτονται από ένα εντελώς νέο, αόρατο στρώμα σχολιασμού.28 Με τον τρόπο αυτό, 25. Biocca F. & Kim T., Telepresence via Television, όπως αναφέρεται σε: Χαρίτος Δ., Τα μέσα επικοινωνίας δι’ εντοπισμού και οι επιδράσεις τους ως προς την κοινωνική αλληλόδραση στο περιβάλλον της σημερινής πόλης, στο Ζητήματα Επικοινωνίας, τχ. 5, Καστανιώτη, 2007, σ.58 26. Russell B., Headmap Manifesto, 1999 27. McGarrigle C., ό.π., σ.32 28. Russell B., Headmap Manifesto, όπως αναφέρεται σε: Charitos D., Paraskevopoulou O., Rizopoulos C., Location-specific art practices that challenge the traditional conception of mapping, στο Artnodes, Universitat Oberta de Catalunya,
77 - 77
ένα ηλεκτρονικά διαμεσολαβημένο περιβάλλον, αλληλεπιδρώντας με την εκάστοτε διεπαφή (interface) και άλλοτε βρίσκεται σε ένα φαντασιακό περιβάλλον το οποίο δομείται από τις προσωπικές νοητικές εικόνες του ίδιου.25 Έτσι, η παραγόμενη εμπειρία του χώρου καθίσταται υβριδική, καθώς το φυσικό και το ψηφιακό περιβάλλον εναλλάσσονται διαρκώς, δομώντας μια πολυπαραμετρική πραγματικότητα.
αυτή στον χάρτη
αναπτύσσεται μια σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ των ατόμων και του χώρου, με τον τελευταίο να μετατρέπεται σε βιωμένο τόπο και να αποτελεί μια αναφορά για το κάθε άτομο χωριστά. Μέρος της παραπάνω διαδικασίας αποτελούν, επίσης, οι ενέργειες της ανάκτησης και της κοινοποίησης των πληροφοριών κάθε τόπου, οι οποίες επαναπροσδιορίζουν την σχέση του ατόμου με αυτόν, από την άποψη ότι λειτουργούν αναφορικά στην χωρική εμπειρία. Παραδείγματος χάριν, όταν ένα άτομο κοινοποιεί την παρουσία του σε μια τοποθεσία (check-in), δεν σκέφτεται συνήθως τις συντεταγμένες της θέσης του, αλλά τις ατομικές, κοινωνικές, υλικές και πολιτιστικές αξίες της τοποθεσίας αυτής. Συνεπώς, αυτό που διαμοιράζεται δεν είναι η τοποθεσία καθαυτή, αλλά οι σχέσεις και οι εμπειρίες που παράγονται εντός της. Οι ενέργειες της ανάκτησης και της κοινοποίησης αποκαλύπτουν τόσο τις πρακτικές, όσο και τις πιο προσωπικές και βιωματικές πτυχές της διαδικασίας παραγωγής τόπου (place-making).29 Η ανάκτηση πληροφοριών με σκοπό την πλοήγηση στον χώρο, αφήνει περιθώρια για ανακάλυψη νέων διαδρομών, εντοπίζει την θέση του ατόμου στον χάρτη, και παράγει χωρική γνώση. Παράλληλα, μέσω της κοινοποίησης της χωρικής πληροφορίας, το άτομο επισυνάπτει την δική του προσωπική αφήγηση και εμπειρία, την οποία και κοινοποιεί στα υπόλοιπα άτομα, προσδίδοντας, με αυτόν τον τρόπο, νόημα στον χώρο στον οποίο βρίσκεται. Με αυτή την διαδικασία, το άτομο αναπτύσσει μια προσωπική σχέση με την απεικόνιση του χώρου, όπου βίωμα και τχ. 8, 2008, σ.3 29. Özkul Didem, Location as a sense of place, όπως αναφέρεται σε: de Souza e Silva Α., Mobility and Locative Media: Mobile Communication in Hybrid Spaces, Routledge, 2014, σ.112
η επαυξημένη εμπειρία μέσω των locative media
Οι ατομικές αφηγήσεις του καθενός, οι οποίες συνθέτουν τον τόπο, γίνονται κτήμα των πολλών στο ψηφιακό επίπεδο πληροφορίας, καθώς τα ηλεκτρονικά μέσα μεταδίδουν την πληροφορία και την εμπειρία από οπουδήποτε, παντού.30 Έτσι, μέσω της αλληλοεπικάλυψης των προσωπικών ιστοριών, των αφηγήσεων και των σχολίων, που εντοπίζονται σε κάθε τοποθεσία, παράγεται εκ νέου ο χώρος και οι συσχετίσεις των ατόμων με αυτόν. Συνεπώς, μπορεί να θεωρηθεί πως τα locative media αποτελούν ένα μέσο παραγωγής βιωμένου χώρου, το οποίο είναι ικανό να επανανοηματοδοτήσει χώρους χωρίς ταυτότητα, ανοίκειους και αφιλόξενους για οποιαδήποτε μορφή αλληλεπίδρασης. Οι μη- τόποι, όπως αναλύθηκαν παραπάνω, περιγράφονται ως οι χώροι στους οποίους τα άτομα κινούνται χωρίς να αναζητούν κάποια μορφή αλληλόδρασης ή συσχέτισης με τους άλλους, χώροι όπου κυριαρχεί η ατομικότητα και η αποξένωση. Ωστόσο, σήμερα παρατηρείται πως, με την χρήση των locative media, οι χώροι αυτοί γίνονται πεδίο επικοινωνίας και εξερεύνησης νέων μορφών αλληλεπίδρασης, αποκτώντας εκ νέου νόημα. Oι διαδικασίες τις ανάκτησης, του σχολιασμού και του διαμοιρασμού των πληροφοριών μιας τοποθεσίας, εμπλουτίζουν την χωρική γνώση και εντείνουν στα άτομα την αίσθηση του τόπου. Ταυτόχρονα, ο κάθε τόπος επικαλύπτεται από ατομικές ιστορίες και εμπειρίες, το σύνολο των οποίων διαμορφώνει την ταυτότητα και τον χαρακτήρα του. Έτσι, σε 30. Meyrowitz J., The separation of social place from physical place, όπως αναφέρεται σε: Meyrowitz J., No sense of place: The Impact of Electronic Media on Social Behavior, Oxford University Press, 1985, σ.118
77 - 77
τόπος λειτουργούν αναφορικά το ένα στο άλλο.
αυτή στον χάρτη
αντίθεση με την άποψη πως τα νέα τεχνολογικά μέσα απομονώνουν όλο και περισσότερο τον άνθρωπο από το περιβάλλον του, ο νέος επαυξημένος χώρος της πόλης γίνεται όλο και περισσότερο διαδραστικός, παράγοντας νέες χωρικές σχέσεις και αποκαλύπτοντας τα πολλαπλά της πρόσωπα, που είναι τόσα όσα και οι άνθρωποι που την κατοικούν.
77 - 77 Where is my mind? Andrea Constantini, 2014 Σε αυτό το project, ο Ιταλός φωτογράφος χρησιμοποιεί την τεχνική του κολάζ για να δημιουργήσει νέους κόσμους. Στόχος του είναι να αναδείξει την σημασία του γεωγραφικού τόπου και την επιρροή του στην ψυχοσύνθεση του ατόμου.
αυτή στον χάρτη
Η εμφάνιση των locative media, επαναφέρει στο προσκήνιο το ζήτημα του χάρτη, καθώς αυτός καθίσταται βασικό εργαλείο της ανάπτυξης των ο χάρτης αλλάζει χωρίς να νέων αυτών μέσων επικοινωνίας. Μέσω του χάρτη, αλλάζει οπτικοποιούνται τα δεδομένα και οι πληροφορίες που παράγονται και διακινούνται με την χρήση των locative media, βοηθώντας στην κατανόησή τους από τον άνθρωπο. Έτσι ο χάρτης μετατρέπεται σε ένα αναπαραστατικό εργαλείο όλων Ο McLuhan διαιρεί την ανθρώπινη των διαμεσολαβημένων διεργασιών που ιστορία σε τρεις διακριτές περιόδους λαμβάνουν χώρα μέσω των locative media και με βάση την μορφή επικοινωνίας που εμπλουτίζεται με δυνατότητες που ξεπερνούν κυριαρχούσε σε κάθε ιστορική φάση. τις βασικές λειτουργίες της πλοήγησης και Η πρώτη περίοδος είναι αυτή όπου του προσανατολισμού, προσφέροντας στον κυριαρχεί ο προφορικός λόγος, η προαλφαβητική εποχή. Σε αυτή την περίοδο, χρήστη περισσότερη ελευθερία διάδρασης η γνώση και η πληροφορία βασίζονται και συσχέτισης με τον χώρο. στην ατομική και συλλογική μνήμη, μεταδίδονται προφορικά, ερμηνεύονται υποκειμενικά και ανακατασκευάζονται διαρκώς. Η δεύτερη περίδος είναι αυτή της λογοτεχνίας, η αλφαβητική εποχή. Κατά την περίοδο αυτή, εμφανίζονται νέοι τρόποι οργάνωσης και μετάδοσης της πληροφορίας, στην οποία έχουν πρόσβαση μόνο λίγοι. Αυτή η μειοψηφία φιλτράρει την πληροφορία, με όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικά κριτήρια, επιλέγει αυτό που αξίζει να διατηρηθεί και εξασφαλίζει την μετάδοσή της από γενιά σε γενιά. Με το πέρασμα στην μετα-αλφαβητική εποχή, αυτή της ηλεκτρονικής ροής πληροφοριών, η υποκειμενικότητα καθίσταται εκ νέου σημαντική, ενώ η πληροφορία, σε ακατέργαστη μορφή, είναι προσβάσιμη από όλους, αφήνοντας περιθώρια για υποκειμενική και πολύπλευρη ερμηνεία.
Λαμβάνοντας υπόψιν την ανάλυση του McLuhanI για την εξέλιξη των μορφών επικοινωνίας, καθίσταται σαφές ότι πλέον βρισκόμαστε στην μετα-αλφαβητική εποχή, αυτή της ηλεκτρονικής ροής πληροφοριών. Ζούμε σήμερα στην εποχή της πληροφορίας και της επικοινωνίας, καθώς τα μέσα δημιουργούν άμεσα και συνεχώς ένα ολόκληρο πεδίο διαδραστικών γεγονότων, στο οποίο συμμετέχουν όλοι οι άνθρωποι.31 Στη μετααλφαβητική περίοδο, η γνώση γίνεται κτήμα των πολλών. Στον ψηφιακό δημόσιο χώρο, τεράστια ποσά πληροφορίας είναι διαθέσιμα σε όλους τους χρήστες των μέσων, προς κατανάλωση, επεξεργασία και εμπλουτισμό. Παράλληλα, η πληροφορία που διακινείται
31. McLuhan M., Understandig Media: The Extensions of Man, MIT Press, 1964, σ.248
ο χάρτης αλλάζει χωρίς να αλλάζει
Στην ίδια λογική, ο σύγχρονος ψηφιακός χάρτης τείνει να εξατομικεύσει την άλλοτε αντικειμενική απεικόνιση του χώρου, αφενός μέσα από μια σειρά τεχνολογιών, όπως το GPS και το GIS, και αφετέρου μέσω της δυνατότητας δημιουργίας προσωπικών χαρτών. Αρχικά, με την εφαρμογή συστημάτων εντοπισμού θέσης, όπως το GPS, στις φορητές συσκευές, ο χαρτογραφημένος χώρος αναπτύσσεται με επίκεντρο το ψηφιακό στίγμα του χρήστη, δηλαδή την εκάστοτε τοποθεσία στην οποία αυτός βρίσκεται. Έτσι, ο χρήστης τοποθετείται στον χάρτη και η ανάγνωση του χώρου μετατρέπεται σε μια αυτοαναφορική διαδικασία. Παράλληλα, ο χάρτης προσωπικοποιείται, καθώς έχει την δυνατότητα να προσαρμόζεται στιγμιαία στις αναζητήσεις του χρήστη, δομώντας σιγά σιγά το προφίλ των προτιμήσεών του, με αποτέλεσμα να του προτείνει όλο και πιο εξατομικευμένες διαδρομές και μέρη για να επισκεφτεί. Ακόμη, η εισαγωγή της τεχνολογίας GIS (Geographic Information System) [γλωσσάρι], παρέχει μια πληθώρα γεωγραφικών και χωρικών πληροφοριών, οι οποίες οργανώνονται σε στρώματα (layers) ανά κατηγορία, από τα οποία ο χρήστης είναι σε θέση να επιλέξει ποια θέλει να εμφανίζονται κάθε φορά. Η τεχνολογία αυτή χρησιμοποιεί βάσεις δεδομένων που έχουν την ικανότητα να αποθηκεύουν 32. Mantzou P. κ.ά., The Palimpsest Project: Post-alphabetical Augmented Museum of Participatory Storytelling, στο: Hybrid City 2015: Data to the People, 2015, p.283
88 - 88
δεν φιλτράρεται από κάποια αρχή, παρά μόνον από το κάθε άτομο ξεχωριστά, κι έτσι εμπίπτει στην προσωπική ερμηνεία της τόσο από τον πομπό όσο και τον δέκτη. Συνεπώς, η υποκειμενικότητα αποκτά ιδιαίτερη σημασία για την αντίληψη του χώρου και την συσχέτιση με αυτόν.32
αυτή στον χάρτη
πληροφορίες, που άλλοτε ήταν ουσιαστικά αδύνατο να χαρτογραφηθούν, ενώ παράλληλα προσφέρει μια κατανοητή, αποτελεσματική και ευέλικτη αναπαράσταση των χωρικών και χρονικών Οι προσωπικοί χάρτες, όπως και πολλά φαινομένων.33 Τέλος, με την ανάπτυξη projects της locative art, βρίσκουν σαφείς αναφορές στις πρακτικές των των προσωπικών χαρτώνI, κάθε χρήστης Καταστασιακών, και συγκεκριμένα σε μπορεί να δημιουργεί τον δικό του χάρτη, αυτή της “ψυχογεωγραφίας”. Ο όρος επισημαίνοντας της σημαντικές για αυτόν αναφέρεται στην μελέτη συγκεκριμένων τοποθεσίες και διαδρομές. Με αυτόν τον κανόνων και επιρροών του γεωγραφικού τρόπο, ο κάθε χρήστης ερμηνεύει και περιβάλλοντος πάνω στα συναισθήματα και τη συμπεριφορά των ατόμων.1 οπτικοποιεί την χωρική πραγματικότητα Αυτή η πρακτική, έχει ως αποτέλεσμα με τον δικό του προσωπικό τρόπο, ενώ την παραγωγή “ψυχογεωγραφικών παράλληλα ο χάρτης αποκαλύπτει τους χαρτών”, που αποτελούν αφαιρετικές τόπους στους οποίους το κάθε άτομο αναπαραστάσεις των διαδρομών και δραστηριοποιείται και με τους οποίους των περιπλανήσεων στην πόλη, όπου επανακαθορίζονται οι ήδη υπάρχουσες συσχετίζεται. περιοχές καθώς και οι σχέσεις μεταξύ τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το Naked City του Guy Debord, ένας ψυχογεωγραφικός χάρτης του Παρισιού, στον οποίο η πόλη μεταλλάσσεται, καθώς αποδομείται ο συμβατικός της χάρτης και τα κομμάτια του επανατοποθετούνται με βάση την χωροχρονική αντίληψη του περιπατητή. Συνεπώς, όπως οι ψυχογεωγραφικοί χάρτες αποτελούσαν απεικονίσεις του χώρου όπως τον βίωνε και τον ερμήνευε ο δημιουργός τους, έτσι και οι προσωπικοί χάρτες αποτελούν υποκειμενικές ερμηνείες του χώρου της πόλης, με βάση την προσωπική εμπειρία του χρήστη. 1. Guy Debord, Introduction to a Critique of Urban Geography
Με βάση την παραπάνω ανάλυση, γίνεται σαφές πως ο σύγχρονος ψηφιακός χάρτης, σε αντίθεση με τον παραδοσιακό αναλογικό, δεν αναπαριστά μόνο την μορφή και την οργάνωση των στοιχείων που απαρτίζουν τον χώρο, αλλά αποκαλύπτει την ταυτότητα κάθε τόπου και τις εμπειρίες που παράγονται σε αυτόν. Παράλληλα, οι νέες τεχνολογίες που εισάγονται τείνουν να εξατομικεύσουν την χωρική εμπειρία και συνεπώς την εικόνα που έχει ο καθένας για την πόλη στην οποία κινείται. Στον μετα-αλφαβητικό χάρτη, το ενδιαφέρον στρέφεται στην προσωπική, υποκειμενική αντίληψη του χώρου, κι έτσι ο κάθε χρήστης μπορεί να προσθέτει τις
33. Goodchild M., Combining Space and Time: New Potential for Temporal GIS, όπως αναφέρεται σε: Knowles Α. Κ., Placing History: How Maps, Digital Data and GIS are changing Historical Scholarship, Esri Press, 2008, σ.10-11
88 - 88
ο χάρτης αλλάζει χωρίς να αλλάζει
The Naked City Guy Debord, 1957
αυτή στον χάρτη
δικές του πληροφορίες, μέσω του σχολιασμού, της επισήμανσης ή της κοινοποίησης. Παρακάτω, γίνεται μια προσπάθεια ανάλυσης των φαινομένων που παράγονται με την εφαρμογή των συστημάτων εντοπισμού θέσης, την χρήση της τεχνολογίας GIS και των προσωπικών χαρτών, σε ατομικό αλλά και συλλογικό επίπεδο. Με την ανάπτυξη του Web 2.0 και την διάδοση των συστημάτων εντοπισμού θέσης, οι δραστηριότητες των χρηστών στις εφαρμογές κοινωνικών Το 2010, ο Paul Butler χαρτογραφεί τις φιλίες δικτύων (social media) επισημαίνονται που αναπτύχθηκαν μέσω του Facebook, και πλέον με γεωγραφικές συντεταγμένες. Οι που έλαβαν αρκετή προσοχή στα social media. εφαρμογές που λειτουργούν με γεωγραφική Ο χάρτης αναπαριστά περίπου δέκα χιλιάδες επισήμανση (geo-tagging), όπως το Face- φιλίες ανά τον κόσμο, που συνδέονται με book, το Twitter, το Foursquare, το Google φωτεινές συνδέσεις, σε έναν σκούρο χάρτη της υφηλίου. Πέρα από την οπτικοποίηση Latitude κλπ, ονομάζονται γεωκοινωνικά των σχέσεων που παράγονται μέσω των δίκτυα (geo-social networks) ή κοινωνικά κοινωνικών δικτύων, ο χάρτης αποκαλύπτει, δίκτυα δι’ εντοπισμού (location-based social άθελά του, και άλλα κοινωνικά φαινόμενα networks) και επιτρέπουν την επισήμανση όπως το τεχνολογικό χάσμα που αναπτύσσεται της τοποθεσίας του χρήστη σε πραγματικό ανάμεσα στις τεχνολογικά αναπτυγμένες και τις αναπτυσσόμενες χώρες. Παρατηρείται πως χρόνο, σε συνδυασμό με την παραδοσιακή οι χώρες του δυτικού κόσμου παρουσιάζονται λειτουργία των κοινωνικών δικτύων.34 έντονα φωτεινές λόγω του υψηλού βαθμού Όλα αυτά τα δεδομένα, που φέρουν γεωγραφική επισήμανση, μπορούν εύκολα να ανακτηθούν και να χαρτογραφηθούνIμε τη βοήθεια online εφαρμογών χαρτογράφησης, όπως το Google Maps ή το OpenstreetMap. Έτσι, όλο και περισσότεροι χρήστες συμβάλλουν στην συλλογική παραγωγή της χωρικής γνώσης, είτε εκούσια (Vol-
διασύνδεσης των κατοίκων τους, ενώ μέρη όπως η Μέση Ανατολή, η Αφρική ή η Ρωσία, παραμένουν στο σκοτάδι. Παράλληλα, οπτικοποιείται η τάση συμμετοχής στην διαδικασία συλλογικής χαρτογράφησης μέσω των locative media, στις χώρες όπου η χρήση μέσων κοινωνικής δικτύωσης δι’ εντοπισμού είναι διαδεδομένη.1 1. Caquard S., Cartography II: Collective Cartographies in the Social Media Era, Progress in Human Geography, τχ.1, 2014, σ.1
34. Keijl E., Klaassen R. & Op den Akker R, The Influence of Locative Media on Social Information Sharing - a review, University of Twente, 2013, σ.2
84 - 85 Visualising Facebook Friends Paul Butler, 2010
αυτή στον χάρτη
unteered Geographic Information),35 είτε ακούσια (Involunteered Geographic Information),36 μέσω της καταγραφής τοποθεσιών και δραστηριοτήτων Παρόλο που οι νέες χαρτογραφικές από προσωπικές κινητές συσκευές και από δυνατότητες παρέχονται κυρίως εξωτερικά συστήματα (δορυφόροι). Γίνεται, από εφαρμογές που απευθύνονται λοιπόν, κατανοητό πως στην σύγχρονη στο καταναλωτικό κοινό, για απλή χρήση των γεωχωρικών δεδομένων, ψηφιακή εποχή, η χαρτογράφηση γίνεται μια χρησιμοποιούνται επίσης για την πολυσυλλεκτική διαδικασίαI, που προκύπτει ανάπτυξη νέων συμμετοχικών εργαλείων από τις καθημερινές δραστηριότητες των χαρτογράφησης που εφαρμόζονται για χρηστών στις εφαρμογές κοινωνικών δικτύων την υποστήριξη και την επικοινωνία δι’ εντοπισμού. μεταξύ των χρηστών σε περιόδους κρίσης.1 Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Christopher Miller, το πρώτο συμμετοχικό GIS ήταν ίσως ο συμμετοχικός χάρτης της Google που δημιουργήθηκε από εθελοντές χρήστες τον Αύγουστο του 2005 και επέτρεπε στους κατοίκους της Νέας Ορλεάνης να διαμοιράζονται πληροφορίες κατά την κρίσιμη περίοδο μετά το χτύπημα του τυφώνα Katrina.2 Συνεπώς, παρατηρείται πως, η συλλογική αυτή διαδικασία χαρτογράφησης δεν αποσκοπεί μόνο στην συλλογή γεωγραφικών δεδομένων, αλλά δημιουργεί δεσμούς και σχέσεις αλληλοβοήθειας μεταξύ των συμμετεχόντων, αποτελώντας ένα νέο πεδίο κοινωνικής αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας. 1. Caquard S., Cartography II: Collective Cartographies in the Social Media Era, Progress in Human Geography, τχ.1, 2014, σ.4 2. Miller C.C., A Beast in the Field: The Google Maps Mashup as GIS/2, όπως αναφέρεται σε: Caquard S., ό.π.
Ακόμη, ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα κίνητρα, τα οποία ωθούν τους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, να συμμετέχουν εκούσια σε αυτό το χαρτογραφικό crowdsourcing. Όπως υποστηρίζει ο Michael Goodchild, η τάση για προσωπική ικανοποίηση αποτελεί αναμφίβολα σημαντικά κίνητρα για την δραστηριοποίηση στο διαδίκτυο, καθώς ο εθελοντής-χρήστης αισθάνεται πως συμβάλλει ουσιαστικά στην ανάπτυξη και στην διάδοση της γνώσης.37 Επιπλέον, όσον αφορά τους προσωπικούς χάρτες, οι χρήστες έχουν τη δυνατότητα να δημιουργούν οι ίδιοι τους χάρτες που χρειάζονται, μέσα από μια αρκετά απλοποιημένη διαδικασία, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο εύκολη την συμμετοχή στη διαδικασία της συλλογικής χαρτογράφησης. Σχετικά με αυτή την πρακτική, αξίζει να αναφερθούμε στην έννοια του prosumer, όπως
35. Goodchild M., Citizens as Sensors: The World of Volunteered Geography, στο GeoFocus (Editorial), τχ. 7, 2007, σ.212 36. Fischer F., VGI as Big Data, στο GeoInformatics 15, τχ. 3, 2012, σ.46 37. Goodchild M., ό.π., σ.219
ο χάρτης αλλάζει χωρίς να αλλάζει
Συγκεκριμένα, ο Ritzer, στην θεωρία του για την “prosumer society”, θεωρεί την εποχή του Web 2.0 ως μια διακριτή, νέα μορφή καπιταλισμού. Σύμφωνα με τον ίδιο, με την εμφάνιση του Web 2.0, άρχισε να αναπτύσσεται μια νέα μορφή εργασίας και ανταλλαγών, την οποία ορίζει ως “prosumption”, και η οποία περιγράφει μια νέα μορφή κατανάλωσης στην οποία τα άτομα παίζουν βασικό ρόλο και προσθέτουν καίρια αξία στην δημιουργία ενός προϊόντος ή στην παροχή κάποιας υπηρεσίας.39
sumer. Ο Ritzer μίλησε πρώτη φορά για την έννοια, χωρίς ωστόσο να χρησιμοποιεί ακόμα τον όρο, στο έργο του The McDonaldization of Society 5. Το βασικό ζήτημα που θέτει ο Ritzer, είναι πως οι “prosumers” κάνουν κάποια επιπλέον εργασία για την παραγωγή ενός προϊόντος, με μικρό ή καθόλου αντίτιμο, αντλώντας από αυτή είτε ικανοποίηση, είτε κάποιο αίσθημα δύναμης ή εξοικονομώντας χρήμα και χρόνο, καθώς μειώνεται σημαντικά το κόστος του προϊόντος ή της υπηρεσίας. Από την άλλη, ο πάροχος της υπηρεσίας λαμβάνει άμισθη εργασία, και μαζί με τις γνώμες και τις προτάσεις των πελατών του, καταφέρνει να αποκτήσει αποτελεσματικότητα και πληροφορίες που μπορούν να φανούν χρήσιμες οποιαδήποτε στιγμή.1
Όσον αφορά στο θέμα της χαρτογράφησης, οι χρήστες, επωφελούμενοι των Ritzer G. & Jurgenson N., Production, Consumption, δυνατοτήτων που προσφέρονται από 1. Prosumption, Journal of Consumer Culture, τχ. 1, 2010, τις online χαρτογραφικές εφαρμογές, σ. 26 γίνονται όλο και περισσότερο “prosumers” εξειδικευμένων χαρτών. Αντί να βασίζονται σε 38. Ritzer G. & Jurgenson N., Production, Consumption, Prosumption, στο Journal of Consumer Culture, τχ. 1, 2010, σ.21 39. Dodge Μ. & Kitchin R., Crowdsourced cartography: Μapping Εxperience and Κnowledge, στο Environment and Planning A, vol. 45, 2013, σ.21
88 - 88
ορίστηκε από τους Ritzer & Jurgenson. Στο άρθρο τους Production, Consumption, Prosumption εξετάζουν τις σύγχρονες πρακτικές χαρτογράφησης και τις αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο συλλέγονται και παράγονται πλέον τα γεωγραφικά δεδομένα. Για αυτό τον σκοπό, εισάγουν την έννοια του prosumerI, υποστηρίζοντας πως οι παραγωγοί πολλών από τα όσα υπάρχουν στο Web 2.0 είναι ταυτόχρονα και οι καταναλωτές αυτού που παράγεται. Υπάρχει μια ροϊκή σχέση μεταξύ παραγωγής/ κατανάλωσης και παραγωγών/ καταναλωτών. Όσον αφορά στο τελευταίο, αυτή είναι η εμφάνιση Η λέξη prosumer, προέρχεται από τον του “prosumer”38 συνδυασμό των λέξεων producer και con-
αυτή στον χάρτη
ήδη έτοιμους χάρτες, όπως άτλαντες ή έντυπους οδικούς χάρτες, οι “prosumers” δημιουργούν προσαρμοσμένους χάρτες κατά προτίμηση, επιλέγοντας οι ίδιοι το πλαίσιο, την κλίμακα, το περιεχόμενο, ακόμα και τον χρωματισμό των προσωπικών τους χαρτών. Μπορούν ακόμη να αλλάζουν ή να επικαλύπτουν τον χάρτη με διάφορα layers όπως δορυφορική εικόνα, ανάγλυφο εδάφους, 3d προβολή όγκων ή street view προβολή.40 Παράλληλα, ενδιαφέρον εμφανίζει και το φαινόμενο της παραγωγής χωρικής γνώσης από “ερασιτέχνες” χρήστες, δηλαδή μη εξειδικευμένους στον τομέα της χαρτογράφησης. Αυτή η “άνοδος του ερασιτέχνη”,41 όπως αποκαλείται, αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη αλλαγή στην χαρτογραφία, καθώς οι χρήστες μπορούν να αλληλεπιδρούν και να προσαρμόζουν τους ήδη υπάρχοντες χάρτες, αλλά και να δημιουργούν νέους με τη χρήση προσωποποιημένων χαρτών (personalised maps). Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε πως, η σύγχρονη μορφή συλλογικής χαρτογράφησης προσφέρει μια σειρά από εργαλεία, με τα οποία μπορούν να εκφραστούν πολλαπλές αναγνώσεις του χώρου, πέρα από τα όρια των τουριστικών οδηγών και χαρτών, που διαμορφώνουν μια συλλογική μνήμη στην οποία καθημερινοί πολίτες ενσωματώνουν την κοινωνική γνώση στο νέο τοπίο της πόλης.42 Αυτή η κοινωνική γνώση αφορά πλέον και αυτό που συμβαίνει μέσα ή κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων, αποκαλύπτοντας τα πολλαπλά επίπεδα 40. ό.π., σ.22 41. ό.π. 42. Lane G., Urban Tapestries, όπως αναφέρεται σε Sant A, Redefining the Basemap, στο Intelligent Agent, τχ. 02, 2006, σ.1
ο χάρτης αλλάζει χωρίς να αλλάζει
88 - 88
ανάγνωσης του χώρου. Παράλληλα, οι εφαρμογές των locative media, μπορεί να θεωρηθεί ότι, τείνουν να ενεργοποιήσουν τους αστικούς χώρους και την κοινωνικές σχέσεις. Ο κοινωνιολόγος Mike Michael έχει περιγράψει αυτή την πολύπλοκη κοινωνικότητα και χωρικότητα ως μια ατέρμονη αποκάλυψη, όπου οι νέες τεχνολογίες περισσότερο αποκαλύπτουν παρά περικλείουν τους τόπους και τις δραστηριότητες.43 Έτσι, μέσω των νέων τεχνολογιών, οι χώροι της πόλης και οι κοινωνικές συμπεριφορές αποκτούν περισσότερη εκφραστικότητα και νόημα, καθώς μπορούν να δημιουργήσουν στα άτομα, την αίσθηση της συνύπαρξης, του “ανήκειν”, και αυτή του τόπου, ως βιωμένου χώρου. Κι έτσι, ο χάρτης αλλάζει χωρίς να αλλάζει.
43. Michael M., Technologies and Everyday Life, όπως αναφέρεται σε Shepard M., Sentient City: Ubiquitous Computing, Architecture, and the Future of Urban Space, MIT Press, 2011, σ.220
αυτή παντού
η κατάργηση των διπόλων
Η διάδοση των νέων μέσων παράγει μια σειρά από μεταβολές στο σύγχρονο αστικό τοπίο, οι οποίες επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν και συσχετίζονται με τους χώρους. Τα δίπολα που παραδοσιακά καθόριζαν τον βαθμό αλληλεπίδρασης και επικοινωνίας με τους άλλους, σήμερα μοιάζουν να αποδυναμώνονται, καθώς η κοινωνική αλληλεπίδραση αποδεσμεύεται από τα χωρικά όρια. Η αρχιτεκτονική, που άλλοτε ήταν το φίλτρο που διαμεσολαβούσε τις σχέσεις των ατόμων με τον χώρο, φαίνεται να αποκτά δευτερεύοντα ρόλο. Η διαμεσολάβηση αυτή επιτυγχάνεται σήμερα κυρίως μέσω μιας σειράς διεπαφών (interfaces), που συνδέουν τα άτομα στο ψηφιακό επίπεδο πληροφορίας, αδιαφορώντας για τους χωρικούς και χρονικούς περιορισμούς.1 Αρχικά, η ανάπτυξη των κινητών τεχνολογιών επιτρέπει μια συνεχή κατάσταση διασύνδεσης, μέσω της οποίας τα άτομα μπορούν να αλληλεπιδρούν σε πραγματικό χρόνο, χωρίς να απαιτείται χωρική γειτνίαση ή φυσική επαφή. Η επικοινωνία, η συνδιαλλαγή και οποιαδήποτε κοινωνική αλληλεπίδραση μπορούν να πραγματοποιηθούν σε οποιονδήποτε τόπο, ανεξάρτητα από την απόσταση που υπάρχει μεταξύ των εμπλεκομένων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, την δημιουργία ενός πλαισίου επικοινωνίας που αφορά χωρικά απομακρυσμένα άτομα, τα οποία αλληλεπιδρούν στο ψηφιακό επίπεδο. Έτσι, το δίπολο του κοντά - μακριά εξασθενεί, καταργώντας τις άλλοτε διαβαθμισμένες χωρικές μεταβάσεις. Παράλληλα, το παραδοσιακό πλαίσιο επικοινωνίας, που εξαρτάται από την εγγύτητα στον φυσικό χώρο, διατηρείται 1. Μάντζου Π., Άξονες Αναδιοργάνωσης του Δημόσιου Χώρου: Ασφάλεια, Κατανάλωση και Αναψυχή, Ουτοπία, τχ. 74, 2007, σ.100
η κατάργηση των διπόλων
Ακόμη, αυτό που παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, είναι ο τρόπος με τον οποίο μεταβάλλεται η σχέση μεταξύ των ιδιωτικών και των δημόσιων χώρων της πόλης. Οι χώροι που παραδοσιακά θεωρούνται ιδιωτικοί, σήμερα δύνανται να φιλοξενήσουν δραστηριότητες δημόσιου χαρακτήρα, και αντίστροφα. Μέσω της διασύνδεσης, ο χώρος της κατοικίας μετατρέπεται σε πεδίο όπου μπορούν να αναπτυχθούν όλες οι μορφές κοινωνικής αλληλεπίδρασης, από την διαπροσωπική επικοινωνία, μέχρι την εργασία, το εμπόριο, ή την δημόσια διαβούλευση. Έτσι, στο ψηφιακό επίπεδο, προκύπτει μια νέα κλίμακα του δημόσιου χώρου, ο παγκόσμιος αστικός χώρος,Iο οποίος δεν περιορίζεται στα παραδοσιακά χωρικά όρια, αλλά είναι προσβάσιμος από ένα ευρύ φάσμα ανθρώπων από όλο τον κόσμο. Παράλληλα, η εσωτερικότητα της κατοικίας αντιστρέφεται, καθώς οι χρήστες επικοινωνούν και αλληλεπιδρούν μέσα από αυτήν. Φωτογραφίες, βίντεο, κλήσεις Skype πλαισιώνονται από τοίχους δωματίων, 2. Hayles Ν.Κ., Personal Communication, όπως αναφέρεται σε: de Souza e Silva A., From Cyber to Hybrid: Mobile Technologies as Interfaces of Hybrid Spaces, Space and Culture, τχ. 3, 2006, σ.269
Για παράδειγμα, ένα άτομο που επικοινωνεί μέσω smartphone ενώ βρίσκεται σε φυσικό δημόσιο χώρο, είναι αφενός μέρος ενός συνόλου από άτομα που μοιράζονται τον ίδιο φυσικό χώρο, και αφετέρου ενός δεύτερου, καθώς επικοινωνεί με άλλα άτομα που είναι χωρικά απομακρυσμένα. Έτσι, υπάρχει ένα πλαίσιο επικοινωνίας που αφορά την χωρική εγγύτητα των ανθρώπων και ταυτόχρονα ένα άλλο που δημιουργείται από την διασύνδεση.1 1. de Souza e Silva A., From Cyber to Hybrid: Mobile Technologies as Interfaces of Hybrid Spaces, Space and Culture, τχ. 3, 2006, σ.269
Σύμφωνα με τον Marshall McLuhan, η διάδοση των νέων μέσων επικοινωνίας οδηγεί στον μετασχηματισμό των κοινωνικών και χωρικών δομών, όπως τις ξέραμε, μετατρέποντας την υδρόγειο σε ένα παγκόσμιο χωριό, που “αγνοεί και αντικαθιστά την μορφή της πόλης, η οποία, ως εκ τούτου, τείνει να απαρχαιωθεί”.1 Ωστόσο, ο Graham απορρίτπει απόψεις σαν κι αυτή, που προβλέπουν την εξαφάνιση της πόλης, καθώς θεωρεί ότι υπεργενικεύουν την επίδραση των τεχνολογιών, σαν να είναι παντού η ίδια, και υπερτονίζουν την αντίθεση ανάμεσα στα νέα μέσα και την αστική ζωή, αποδίδοντας στα πρώτα υπερβολική δύναμη για αλλαγή, ενώ παράλληλα υποτιμούν τις υπάρχουσες πρακτικές της φυσικής συνύπαρξης.2 1. M. McLuhan, Understanding Media: The extensions of man, MIT Press,London & New York,1994, σελ. 379 2. S. Graham, Cybercities Reader, Routledge. London & New York, 2004, σελ. 11-22
99 - 99
κι έτσι οι δραστηριότητες των ατόμων λαμβάνουν χώρα σε δύο διαφορετικά, αλλά ταυτόχρονα,I πλαίσια, τα οποία συνθέτουν την αστική εμπειρία.2
αυτή παντού
πλακάκια μπάνιων, καθρέπτες κλπ, συνθέτοντας την νέα μορφή κοινωνικής αλληλεπίδρασης, κι έτσι, οι εσωτερικές όψεις του ιδιωτικού χώρου μετατρέπονται σε κορνίζα της ψηφιακής δημόσιας ζωής.3 H μεταβολή που επιφέρουν οι νέες τεχνολογίες στο αστικό τοπίο, δεν αφορά μόνο τον ιδιωτικό χώρο, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τα άτομα βιώνουν τον δημόσιο. Θεωρητικά στον δημόσιο χώρο, οι παρευρισκόμενοι αποστασιοποιούνται από την ιδιωτικότητά τους και εστιάζουν στο κοινό ώφελος.4 Ωστόσο, οι σύγχρονοι ρυθμοί με τους οποίους οργανώνεται η καθημερινότητα στις μεγαλουπόλεις, καθιστούν αναγκαία μια διαρκή κατάσταση διασύνδεσης μέσω των προσωπικών φορητών συσκευών των ατόμων. Οι άνθρωποι παραμένουν συνδεδεμένοι στα ιδιωτικά τους δίκτυα, ακόμη κι αν βρίσκονται σε δημόσιους χώρους, επικεντρώνοντας την προσοχή τους στις προσωπικές τους συσκευές, κι έτσι η αλληλεπίδραση με τον φυσικό χώρο μειώνεται. Με αυτό τον τρόπο, ο δημόσιος χώρος ιδιωτικοποιείται μέσα από τις ιδιωτικές δραστηριότητες των χρηστών του, και στερείται τον αρχικό του χαρακτήρα ως πεδίο κοινωνικών αλληλεπιδράσεων. Λαμβάνοντας υπόψιν τον χώρο των ροών, του Manuell Castells, ο οποίος κυριαρχεί στους δομημένους χώρους, μπορούμε να πούμε ότι πλέον αυτοί καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από την ροή πληροφορίας που τους διατρέχει, παρά από την τοποθεσία τους. Έτσι ίσως είναι προτιμότερο, αντί 3. Ampanavos S. & Markaki M., Digital Cities: Towards a new identity of public space, The Mediated City Conference, Architecture MPS, 2014, σ.3 4. Boomkens R., όπως αναφέρεται σε: Shepard M., Sentient City: Ubiquitous Computing, Architecture, and the Future of Urban Space, MIT Press, 2011, σ.192
99 - 99
η κατάργηση των διπόλων
SUR-FAKE Antoine Geiger, 2015
αυτή παντού
να διακρίνουμε τον χώρο σε ιδιωτικό και δημόσιο, να αναφερόμαστε σε ιδιωτική ή δημόσια συνθήκη παρουσίας σε αυτόν.5 Γίνεται λοιπόν σαφές, πως οι νέες τεχνολογίες επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και βιώνουμε τον αστικό χώρο. Τα άλλοτε παγιωμένα χωρικά όρια ρευστοποιούνται, και τα πλαίσια επικοινωνίας εμπλέκονται όλο και περισσότερο το ένα στο άλλο, δομώντας μια νέα πραγματικότητα, στην οποία ο φυσικός και ο ψηφιακός χώρος λειτουργούν συμπληρωματικά. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι σχέσεις των ατόμων με το περιβάλλον παραδοσιακά διαμεσολαβούνταν από χωρικά όρια, τα οποία διαμόρφωναν τα εν λόγω δίπολα. Σήμερα, με την ύπαρξη του layer της πληροφορίας, η διαμεσολάβηση αυτή επιτυγχάνεται μέσω διεπαφών, οι οποίες λειτουργούν ως φίλτρα επικοινωνίας και μεταβάλλουν καθοριστικά την σχέση μας με τον χώρο. Αυτό που παρατηρείται είναι μια αυξανόμενη τάση ενσωμάτωσης και εξάπλωσης των διεπαφών στον φυσικό χώρο, με τρόπο που σταδιακά η παρουσία τους να μην γίνεται αντιληπτή από τους χρήστες. Όσο περισσότερο η διεπαφή εξαπλώνεται ως διαμεσολαβητής της σχέσης αυτής, τα δύο άκρα των διπόλων πλησιάζουν τόσο πολύ το ένα το άλλο που τελικά μπορεί να γίνει λόγος για κατάργηση των διπόλων αυτών.
5. Ampanavos S. & Markaki M., ό.π.
111 - 111
η κατάργηση των διπόλων
αυτή παντού
Η έννοια της διεπαφής (interface) ως φίλτρο μέσω του οποίου τα άτομα επικοινωνούν και αλληλεπιδρούν με το περιβάλλον, ανέκυψε την το interface και η δεκαετία του ‘60. Ο όρος περιγράφει αυτό που διαμεσολαβημένη είναι ανάμεσα σε δύο άλλα μέρη ή συστήματα, και τα εμπειρία βοηθά να επικοινωνούν ή να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.6 Ουσιαστικά, η διεπαφήIαποτελεί ένα κανάλι αμφίδρομης επικοινωνίας που φέρνει σε επαφή Η έννοια της διεπαφής δεν αφορά δύο συστήματα, τα οποία δεν θα μπορούσαν να μόνο την επιφάνεια ή την συσκευή που επικοινωνήσουν χωρίς κάποιον διαμεσολαβητή. διαμεσολαβεί την σχέση μας με τον Πέρα όμως από την απλή διαμεσολάβηση, η ψηφιακό κόσμο, αλλά μπορεί να αναλυθεί ως οποιοδήποτε μέσο που χρησιμοποιείται διεπαφή γίνεται μέρος αυτού του συστήματος, για την επικοινωνία μεταξύ δύο μερών. Σε καθίσταται δηλαδή αναγκαία, και επηρεάζει αυτή την λογική, οι de Souza e Silva και τον τρόπο με τον οποίο τα δύο μέρη Frith υποστηρίζουν πως “χρειαζόμασταν αλληλεπιδρούν. Μπορούμε να φανταστούμε πάντα διαφορετικούς τύπους φίλτρων για πως χωρίς τις διεπαφές, δεν θα ήταν δυνατή να αλληλεπιδράσουμε με τον κόσμο. Τα σώματα, η γλώσσα, και τα σύμβολά μας η είσοδός μας στο ψηφιακό επίπεδο, καθώς είναι μερικά μόνο παραδείγματα αυτών αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της σχέσης μας των φίλτρων. Είναι γεγονός ότι δεν έχουν με αυτό, και επηρεάζουν καθοριστικά αυτή την υπάρξει ποτέ άμεσες αλληλεπιδράσεις αλληλεπίδραση. με άλλους ή με τους χώρους που μας περιβάλλουν”.1 Έτσι, η αντιπαραβολή της “πρόσωπο με πρόσωπο” επικοινωνίας με οποιαδήποτε μορφή “διαμεσολαβημένης”, μπορεί να θεωρηθεί αβάσιμη, καθώς γίνεται σαφές πως οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, χωρίς τα απαραίτητα φίλτρα που καθιστούν εφικτή την επικοινωνία. 1. de Souza e Silva A. & Frith J., Mobile Interfaces in Public Space, Routledge, 2012, σ. 1
Η πιο διαδεδομένη μορφή με την οποία εμφανίζεται η διεπαφή, στις καθημερινές δραστηριότητες των ανθρώπων,είναι αυτή της οθόνης, μέσω της οποίας οι χρήστες εισέρχονται στο ψηφιακό επίπεδο. Αυτό το είδος διεπαφής περιγράφεται με τον όρο “γραφική διεπαφή χρήστη” ή GUI (Graphical User Interface) και πρωταρχικός σκοπός της είναι να μεταφράζει τον δυαδικό κώδικα του υπολογιστή, σε μια οπτική γλώσσα που είναι κατανοητή από τους μη εξειδικευμένους χρήστες. Μέσω της τεχνολογίας αυτής, η γλώσσα του υπολογιστή
6. de Souza e Silva A. & Frith J., Mobile Interfaces in Public Space, Routledge, 2012, σ.2
Η de Souza e Silva, διακρίνει τις διεπαφές που κυριαρχούν στην καθημερινή ζωή και μας συνδέουν με τον ψηφιακό κόσμο, σε “στατικές” και “κινητές”. Με τον όρο “στατικές” αναφέρεται στις διεπαφές μεγάλου μεγέθους, όπως μεγάλες οθόνες ή σταθεροί υπολογιστές, δηλαδή διεπαφές που επιτρέπουν την σύνδεση στον ψηφιακό κόσμο, αλλά περιορίζουν την ελεύθερη κινητικότητα στον φυσικό για όσο διάστημα είναι κανείς συνδεδεμένος. Από την άλλη, ορίζει ως “κινητές διεπαφές”, τα κινητά τηλέφωνα ή τα PDA (Personal Digital Assistant), δηλαδή εκείνες με τις οποίες μπορεί κανείς να παραμείνει συνδεδεμένος στον ψηφιακό επίπεδο ενώ ταυτόχρονα κινείται ελεύθερα στον φυσικό χώρο. Οι κινητές διεπαφές επιτρέπουν στους ανθρώπους να φιλτράρουν, να ελέγχουν και να οργανώνουν τις σχέσεις τους με τους χώρους και με τους άλλους γύρω τους,8 παρέχοντας πρόσβαση σε ένα ψηφιοποιημένο επίπεδο του δημόσιου χώρου. Παράλληλα, υποστηρίζει πως, πλέον, έχει συμβεί μια μετάβαση από τις στατικές στις κινητές διεπαφές. Πιο συγκεκριμένα, αυτή η μετάβαση επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίο συνδεόμαστε στο διαδικτυακό χώρο και αντιλαμβανόμαστε τον ψηφιακό. Κάποτε, προκειμένου κάποιος να έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο, ήταν απαραίτητο να παραμείνει στατικός μπροστά από μια οθόνη, ενώ όταν αποφάσιζε να κινηθεί στον φυσικό χώρο, αυτό σήμαινε την αποσύνδεσή του. Έτσι, υπήρχε σαφής
7. ό.π. 8. ό.π., σ.5
111 - 111
μετατρέπεται σε εικόνες, και η οθόνη σε έναν εικονικό χώρο για πλοήγηση, που επιτρέπει την διάδραση στο ψηφιακό επίπεδο.7
το interface και η διαμεσολαβημένη εμπειρία
αυτή παντού
διάκριση μεταξύ του ψηφιακού και του φυσικού, καθώς η δραστηριοποίηση στο ένα επίπεδο, καθιστούσε δύσκολη την δραστηριοποίηση στο άλλο, και αντιστρόφως. Σήμερα, με την διάδοση των κινητών διεπαφών, είναι πλέον εφικτό να αλληλεπιδρούμε ταυτόχρονα και στα δύο επίπεδα, κινούμενοι ελεύθερα στον φυσικό χώρο, κουβαλώντας παράλληλα μαζί μας, ψηφιακές συνδέσεις. Η κινητικότητα γίνεται μέρος της διαδικασίας σύνδεσής μας με τον ψηφιακό χώρο. Επομένως, τα όρια μεταξύ φυσικού και ψηφιακού χώρου ρευστοποιούνται, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η σαφής τους διάκριση. Με την διάδοση των κινητών διεπαφών, και την ανάπτυξη του ubiquitous computing που αναλύθηκε στο πρώτο κεφάλαιο, καθίσταται πλέον δυνατή η ενσωμάτωσή τους σε καθημερινά αντικείμενα, με τέτοιο τρόπο ώστε να μην γίνονται αντιληπτές από τον χρήστη. Οι Gane και Beer υποστηρίζουν πως θα πρέπει, πλέον, να θεωρούμε τις διεπαφές όχι ως ξεχωριστές τεχνολογίες, αλλά ως μεμβράνες ή διαμεσολαβητικές συσκευές που ενσωματώνονται στην καθημερινή ζωή και συνδέονται με το σύνολο των κοινωνικών και πολιτισμικών δραστηριοτήτων.9 Αυτή η τάση ενσωμάτωσης των διεπαφών στον φυσικό χώρο, γίνεται πλέον αισθητή, με την εξάπλωση της πανταχού παρούσας υπολογιστικής και την όλο και μεγαλύτερη “εξαφάνιση” της διεπαφής ως ξεχωριστό αντικείμενο. Το όραμα του Weiser για την πανταχού παρούσα και διάχυτη υπολογιστική προσβλέπει σε έναν κόσμο στον οποίο τα καθημερινά αντικείμενα ενσωματώνουν
9. Gane Ν. & Beer D., New Media - The Key Concepts, Berg Publishers, 2008, σ.61
Η ενσωμάτωση των υπολογιστικών συστημάτων στις καθημερινές δραστηριότητες του ατόμου, στα πλαίσια του φυσικού περιβάλλοντος, τοποθετεί, ως ένα βαθμό, την αλληλεπίδραση του χρήστη με το σύστημα στο παρασκήνιο. Οι Ριζόπουλος και Χαρίτος αναφέρονται στην ερμηνεία του Schmidt όσον αφορά την έννοια της «υπόρρητης επικοινωνίας ανθρώπου-υπολογιστή» (Implicit Human-Computer Interaction)11, ως “την “εξαφάνιση” του υπολογιστή κατά τη διαδικασία της αλληλεπίδρασης με τον χρήστη”, ενώ οι ίδιοι συνεχίζουν ορίζοντάς την ως την “αλληλεπίδραση του ανθρώπου με το περιβάλλον του και με κατασκευάσματα που εντάσσονται σε αυτό.” Έτσι, η παρουσία της διεπαφής παύει να είναι ορατή 10. Χαρίτος Δ. & Ανδρικάκη Μ.Κ., The hybrid object: Augmenting Objects and Transforming their Relationship with Humans, στο Hybrid City 2015: Data to the People, 2015, σ.223 11. Schmidt A., Interactive Context-Aware Systems Interacting With Ambient Intelligence, όπως αναφέρεται σε: Χαρίτος Δ., Τα μέσα επικοινωνίας δι’ εντοπισμού και οι επιδράσεις τους ως προς την κοινωνική αλληλόδραση στο περιβάλλον της σημερινής πόλης, Ζητήματα Επικοινωνίας , τχ.5, Καστανιώτη, 2007, σ.52
111 - 111
τεχνολογικά χαρακτηριστικά και επικοινωνούν μεταξύ τους, αλλά και με το διαδίκτυο, γεγονός που τα καθιστά “υβριδικά”, λόγω της ιδιότητάς τους να βρίσκονται ταυτόχρονα τόσο στον φυσικό όσο και στον ψηφιακό χώρο. Σταδιακά, όλο και περισσότερα από αυτά τα αντικείμενα ενσωματώνουν μια αόρατη και πανταχού παρούσα σύνδεση σε ένα ή περισσότερα δίκτυα και οι άνθρωποι όλο και περισσότερο αλληλεπιδρούν με υπολογιστικά ενισχυμένα περιβάλλοντα και όχι άμεσα με μια υπολογιστική συσκευή. Με άλλα λόγια, η περιβαλλοντική εμπειρία των χρηστών όλο και περισσότερο διαμεσολαβείται από “αόρατους” υπολογιστές, λόγω της ενσωμάτωσής τους σε στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος και της διασύνδεσης των στοιχείων που το συνθέτουν.10
το interface και η διαμεσολαβημένη εμπειρία
αυτή παντού
και αντιληπτή είτε σε φυσικό είτε σε νοητικό επίπεδο, και σε αυτό συμβάλλει η χρήση “πολύ μικρών σε μέγεθος συσκευών ή συσκευών που καταφέρνουν να ενοποιούνται με το φυσικό περιβάλλον, χωρίς να γίνεται ιδιαίτερα ορατή ή αισθητή η παρουσία τους μέσα σε αυτό”12 Καθώς τα καθημερινά αντικείμενα ενσωματώνουν όλο και περισσότερες τεχνολογίες, όπως σένσορες, δυνατότητα σύνδεσης στο διαδίκτυο, και επικοινωνίας μεταξύ τους, τόσο πιο δύσκολη είναι η διάκριση του φυσικού και του ψηφιακού χώρου. Με την διάδοση της πανταχού παρούσας υπολογιστικής, η διεπαφή καθίσταται όλο και πιο υπόρρητη, κι έτσι φτάνουμε, τελικά, να μιλάμε για την εξαφάνισή της. Tα δίπολα του κοντά-μακριά, του δημόσιου-ιδιωτικού, ή ακόμα και του φυσικού-ψηφιακού, αποδυναμώνονται και φαίνεται σταδιακά να καταργούνται, όσο οι διεπαφές βελτιώνονται, και εντάσσονται με έναν αόρατο τρόπο σε καθημερινά αντικείμενα και διεργασίες. Έτσι, η αστική εμπειρία μετασχηματίζεται, καθώς οι χώροι παύουν να έχουν αμιγείς ταυτότητες, δεν βρίσκονται δηλαδή στην μία ή στην άλλη άκρη των διπόλων, και οι διάφορες δράσεις των ατόμων λαμβάνουν χώρα ταυτόχρονα, τόσο στην φυσική, όσο και στην ψηφιακή πραγματικότητα.
12. Ριζόπουλος Χ. & Χαρίτος Δ., Intelligence Technologies as a Means of Enhancing Spatial Experience, όπως αναφέρεται σε: Χαρίτος Δ., ό.π.
111 - 111
το interface και η διαμεσολαβημένη εμπειρία
αυτή παντού
τα πάντα γίνονται παντού
Τα νέα δεδομένα, όπως αυτά έως τώρα έχουν αναλυθεί, είναι προφανές ότι, συνθέτουν μια νέα σχέση με το αστικό τοπίο, με την οποία δεν είχαμε έρθει ποτέ πριν αντιμέτωποι, αφού βασικό συστατικό αυτής της ανασύνθεσης είναι η ύπαρξη του layer της πληροφορίας. Έτσι, κάνουμε λόγο για μια νέα πραγματικότητα, που περιγράφεται ως υβρίδιο, καθότι αποτελεί ένα μείγμα διαφορετικών ταυτοτήτων. Οι δύο αυτές ταυτότητες, δηλαδή αυτή του φυσικού και αυτή του ψηφιακού επιπέδου, μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, ωστόσο είναι τόσο ενταγμένες η μία στην άλλη που δεν μπορούμε να τις μελετούμε ξεχωριστά. Το υβριδικό αστικό τοπίο του 21ου αιώνα, εμπεριέχει και συντίθεται από αναλογικά και ψηφιακά στοιχεία και δραστηριότητες που τελικά διαμορφώνουν καθοριστικά την εμπειρία μας σε αυτό. Σε αντίθεση με την εποχή του στατικού διαδικτύου, και των στατικών και προφανών διεπαφών, πλέον είναι δυνατό και μάλλον δεδομένο ότι υπάρχουμε και εδώ και εκεί, ταυτόχρονα. Κινούμαστε διαμέσου αστικών δημόσιων χώρων ενώ παραμένουμε συνδεδεμένοι στο προσωπικό μας προφίλ, πραγματοποιώντας ιδιωτικές συζητήσεις, με ανθρώπους που μπορεί να βρίσκονται πολύ μακριά από εμάς. Δεν είμαστε ξεκάθαρα σε μια δημόσια αλλά ούτε και σε μια ιδιωτική πραγματικότητα, τοποθετούμαστε εξίσου στον φυσικό αλλά και στον ψηφιακό χώρο, και παρόλο που μπορεί να απέχουμε χιλιάδες χιλιόμετρα από το συνομιλητή μας, βρισκόμαστε παράλληλα στον ίδιο χώρο. Έτσι, η εμπειρία στο αστικό πεδίο αποτελεί μια ανάμιξη τόσο των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα γύρω μας όσο και αυτών που παρακολουθούμε μέσω της σύνδεσής μας στα διάφορα ψηφιακά δίκτυα. Γίνεται, συνεπώς, προφανές ότι βρισκόμαστε
τα πάντα γίνονται παντού
σε ένα σημείο αιχμής της αστικής ζωής και εμπειρίας που είναι τόσο υβριδικές όσο και η σύγχρονη πόλη.
Αρχικά, οι Milgram και Colquhoun ορίζουν την επαυξημένη πραγματικότητα με τρεις διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με την χρησιμοποιούμενη τεχνολογία.13 Στην πρώτη περίπτωση, η επαύξηση περιλαμβάνει μια “see-through” αντίληψη του φυσικού χώρου στον οποίο προστίθενται εικονικά γραφικά δεδομένα. Τα πιο συνηθισμένα παραδείγματα είναι εκείνα των συστημάτων απεικόνισης μέσω κάποιου είδους οθόνης, όπως τα head-mounted displays (HMDs) ή οι οθόνες κεφαλής, δηλαδή τα headup displays (HUDs). Σε αυτή την περίπτωση, ο θεατής παρατηρεί μια άμεση εικόνα του πραγματικού κόσμου, είτε οπτικά είτε μέσω της σύζευξης στοιχείων βίντεο, πάνω στην οποία τοποθετούνται γραφικά δεδομένα που παράγονται από υπολογιστή. Η δεύτερη περίπτωση της επαυξημένης πραγματικότητας, αναφέρεται “σε κάθε περίπτωση στην οποία ένα άλλο εξίσου πραγματικό περιβάλλον προστίθεται στο πρώτο με τη βοήθεια γραφικών εργαλείων”. Κάνουμε, δηλαδή, λόγο για σύνθεση δύο 13. Milgram P., Colquhoun H., A Taxonomy of Real and Virtual World Display Integration, στο Yuichi Ohta & Hideyuki Tamura, ISMR ‘99 - Mixed Reality: Merging Real and Virtual Worlds, 1999, σ.5-28
111 - 111
Ωστόσο, δεν είναι η πρώτη φορά που εντοπίζεται η εν λόγω ανάμιξη ψηφιακού και φυσικού. Δύο ακόμη έννοιες που επίσης χαρακτηρίζονται από αυτή τη συνύπαρξη είναι αυτές της επαυξημένης (Augmented Reality-AR) καθώς και της μικτής πραγματικότητας (Mixed Reality-MR), που ωστόσο διαφέρουν από τον εν λόγω υβριδικό χώρο για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω.
αυτή παντού
πραγματικών εικόνων με τη χρήση υπολογιστικών προγραμμάτων, δηλαδή απεικονίσεις φυσικών χώρων, οι οποίες προστίθενται η μία πάνω στην άλλη μέσω υπολογιστικών προγραμμάτων. Η τρίτη περίπτωση, είναι αυτή που περιλαμβάνει τον συνδυασμό αναλογικών και εικονικών περιβαλλόντων, με την έννοια ότι δεν είναι σαφές ποιο από αυτά είναι το πρωτεύον και ποιο το δευτερεύον, καθώς δεν υπάρχει σαφής υπεροχή ούτε των πραγματικών ούτε των εικονικών στοιχείων.
αυτή παντού
Γίνεται πλέον κατανοητό, πως οι νέες τεχνολογίες και τα υπολογιστικά συστήματα διεισδύουν όλο και περισσότερο στους τομείς της καθημερινής ζωής, με τρόπο που να μην γίνονται αντιληπτά, επεκτείνοντας τα όρια της διασυνδεσιμότητας και μεταβάλλοντας ριζικά τις αντιλήψεις για τον χώρο και τον χρόνο. Οι πόλεις γίνονται όλο και πιο “έξυπνες”, ανταποκρινόμενες στις συνεχόμενες ροές πληροφορίας και ανθρώπων, και τα αντικείμενα αποκτούν ολοένα και περισσότερες δυνατότητες διασύνδεσης και επικοινωνίας με τους ανθρώπους, αλλά και μεταξύ τους. Αυτές οι τεχνολογικές εξελίξεις αναμένεται να αλλάξουν ριζικά, αν δεν το έχουν κάνει ήδη, τον τρόπο που αλληλεπιδρούμε, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται και σχεδιάζονται οι πόλεις. Καθώς το smartphone γίνεται αναπόσπαστο εργαλείο του χρήστη, που τον κατευθύνει μέσα στο χάος της μεγαλούπολης και του προτείνει εξατομικευμένες επιλογές, γεννιούνται ερωτήματα ως προς το κατά πόσο οι εξελίξεις αυτές επηρεάζουν την αστική ζωή και κοινωνία. Από τη μία, η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών λέγεται ότι συμβάλλει στον θάνατο των δημόσιων αστικών χώρων, όπως οι πλατείες, οι δρόμοι και τα πάρκα. Από την άλλη, υπάρχει η ελπίδα πως [*] δημιουργούν νέες μορφές δημόσιας σφαίρας και αλληλεπίδρασης. Αυτού του είδους η δημόσια σφαίρα, δεν έγκειται πια στο να φέρνει χωρικά κοντά ανθρώπους με διαφορετικά υπόβαθρα και γνώμες, αλλά έγκειται στην αλληλεπίδραση και την επικοινωνία ανθρώπων, χωρικά απομακρυσμένων, γύρω από συγκεκριμένα ζητήματα. Εάν κάποιος αποδεχτεί ότι οι διάφοροι τρόποι με τους οποίους αλληλεπιδρούμε με αυτές τις
Από την μία, μπορεί να παραχωρήσει στους designers και τους μηχανικούς αυτών των τεχνολογιών, τον ρόλο της ως κύριο παράγοντα στην διαμόρφωση των χωρικών εμπειριών στην πόλη, ή μπορεί να αποβάλλει τις πειθαρχικές ανησυχίες, σχετικά με την εμβέλεια των πρακτικών της, και να λάβει μέρος στον σχεδιασμό και την οργάνωση του νέου υβριδικού αστικού τοπίου. Παρόλο που κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το τι θα επιφέρουν οι νέες τεχνολογικές εξελίξεις στο αστικό τοπίο, το σίγουρο είναι ότι όσο η τεχνολογία εξελίσσεται, το ψηφιακό επίπεδο θα εισχωρεί όλο και βαθύτερα στην αστική πραγματικότητα, και επομένως η έρευνα γύρω από την εν λόγω ενσωμάτωση καθίσταται ζωτικής σημασίας. Όπως όλα δείχνουν ο φυσικός και ο ψηφιακός χώρος θα συνεχίσουν να εμπλέκονται μεταξύ τους, όλο και περισσότερο, και μόνο αν κατανοήσουμε τις σχέσεις αυτές, θα είμαστε σε θέση να σχεδιάσουμε τα νέα αστικά περιβάλλοντα, που να τις λαμβάνουν υπόψιν ως βασικά ζητούμενα του σχεδιασμού. Άλλωστε, ανέκαθεν ο ρόλος του αρχιτεκτονικού και πολεοδομικού σχεδιασμού ήταν
111 - 111
ενσωματωμένες, κινητές και διάχυτες τεχνολογίες, είναι ικανοί να διαμορφώσουν την εμπειρία μας στην πόλη και τις επιλογές που κάνουμε στα πλαίσια αυτής, τότε ο ρόλος των αρχιτεκτόνων στη διαμόρφωση αυτών των τεχνολογιών γίνεται προφανής. Οι αρχιτέκτονες εκπαιδεύονται στη διαμόρφωση του κτιστού περιβάλλοντος, και είναι ικανοί να ενορχηστρώνουν πολύπλοκες σχέσεις μεταξύ χώρου, υλικών, τεχνολογιών και διαφορετικών τρόπων κατοίκησης και χρήσης. Σε αυτή την κρίσιμη καμπή, η αρχιτεκτονική θα πρέπει να αποφασίσει τον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσει την νέα αυτή συνθήκη.
τα πάντα γίνονται παντού
αυτή παντού
διαμεσολαβητικός στη σχέση ανθρώπουπεριβάλλοντος, και τώρα που η σχέση αυτή επαυξάνεται και συνεπώς αλλάζει, καλούμαστε να αναθεωρήσουμε τις σχεδιαστικές μεθόδους. Στην νέα αυτή πραγματικότητα, ο σχεδιασμός καλείται να ανταποκριθεί στην υβριδική αστική εμπειρία, που συντίθεται όχι μόνο από τους φυσικούς χώρους και τις σχέσεις εντός τους, αλλά και από άυλες ροές και συνδέσεις που αφορούν περισσότερο το παντού, παρά το εδώ.
ελληνική βιβλιογραφία
Αηδονάκη Ε., Βελεγράκη Ε., Οι αστικές οικήσεις ως κείμενο επάλληλων εγγραφών: το παράδειγμα της Ελευσίνας, Διάλεξη ΕΜΠ Θεοδωρακάκης Τ., Πόλη Παλίμψηστο Ταυτότητα. Διάλεξη Π.Π 2012 Καλαφάτη Ε., Παπαλεξόπουλος Δ., Τάκης Χ. Ζενέτος, Ψηφιακά Οράματα και Αρχιτεκτονική, Libro, 2006 Λέφας Π., Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση: Από τον Heidegger στον Koolhaas, Πλέθρον, 2008 Μάντζου Π., Άξονες Αναδιοργάνωσης του Δημόσιου Χώρου: Ασφάλεια, Κατανάλωση και Αναψυχή, Ουτοπία, τχ. 74, 2007 Ριζόπουλος Χ. & Χαρίτος Δ., Intelligence Technologies as a Means of Enhancing Spatial Experience Σταυρίδης Σ., Η συμβολική σχέση με το χώρο, Κάλβος 1990 Χαρίτος Δ., Ανδρικάκη Μ.Κ., The hybrid object: augmenting objects and transforming their relationship with humans, στο: Hybrid City 2015, Data to the People, 2015 Χαρίτος Δ., Τα μέσα επικοινωνίας δι’ εντοπισμού και οι επιδράσεις τους ως προς την κοινωνική αλληλόδραση στο περιβάλλον της σημερινής πόλης, Ζητήματα Επικοινωνίας , τχ.5, Καστανιώτη, 2007 04 Ιανουάριος, 2011, Η «ΧΑΡΤΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ» και το ιστορικό της πλαίσιο (Β μέρος) /Τα CIAM, η Χάρτα και η Πολεοδομία ως το 1960.,Του Γεωργίου Μ.Σαρηγιάννη
Ampanavos S. & Markaki M., Digital Cities: Towards a new identity of public space, The Mediated City Conference, Architecture MPS, 2014 Augé M., Για μια Ανθρωπολογία των Σύγχρονων Κόσμων, Αλεξάνδρεια, 1999
ξενόγλωσση βιβλιογραφία
Augé M., Non-Places: An Introduction to Anthropology of Supermodernity, Verso, 1995 Biocca F. & Kim T., Telepresence via Television, όπως αναφέρεται σε
Caquard S., Cartography II: Collective Cartographies in the Social Media Era, Progress in Human Geography, τχ.1, 2014 Castells M., Communication Power, OUP Oxford, 2013 Castells M., Space of Flows, Space of Places: Materials for a Theory of Urbanism in the Information Age, στο Graham S., The Cybercities Reader, Psychology Press, 2004 Castells M., The Rise of the Network Society, The Information Age: Economy, Society and Culture Vol. I, Blackwell publications, 1996 Castells M., The Rise of the Network Society, John Wiley & Sons, 2011 Charitos D., Paraskevopoulou O., Rizopoulos C., Location-specific art practices that challenge the traditional conception of mapping, στο Artnodes, Universitat Oberta de Catalunya, τχ. 8, 2008
111 - 111
Calvino I., Invisible Cities, Harcourt, 1974
de Lange Μ., Moving Circles: mobile media and playful identities, Erasmus University Rotterdam, 2010 Deleuze G. & Guattari F., On the Line de Souza e Silva A., From Cyber to Hybrid: Mobile Technologies as Interfaces of Hybrid Spaces, Space and Culture, τχ. 3, 2006 de Souza e Silva A. & Frith J., Mobile Interfaces in Public Space, Routledge, 2012 de Waal M., The Urban Culture of Sentient Cities: From an Internet of Things to a Public Sphere of Things Dodge Μ. & Kitchin R., Crowdsourced cartography: Μapping Εxperience and Κnowledge, στο Environment and Planning A, vol. 45, 2013 Freire M., Stren R., The Challenge of Urban Government: Policies and Practices Freud S.,Civilization and Its Discontents, Dover Publications, 1994 Fischer F., VGI as Big Data, στο GeoInformatics 15, τχ. 3, 2012 Galloway Α. & Ward Μ., Locative Media as Socialising and Spatialising Practices: Learning from Archaeology (Draft), Leonardo Electronic Almanac, MIT Press, 2005 Gane Ν. & Beer D., New Media - The Key Concepts, Berg Publishers, 2008 Genette G., Palimpsestes La Littérature au second degré
Goodchild M., Combining Space and Time: New Potential for Temporal GIS Goodchild M., Citizens as Sensors: The World of Volunteered Geography, στο GeoFocus (Editorial), τχ. 7, 2007 Guy Debord, Introduction to a Critique of Urban Geography Hayles Ν.Κ., Personal Communication, όπως αναφέρεται σε: de Souza e Silva A., From Cyber to
Heidegger M., Χτίζουμε, Κατοικούμε, Στοχαζόμαστε, όπως αναφέρεται σε: Λέφας Π., Αρχιτεκτονική και Κατοίκηση: Από τον Heidegger στον Koolhaas, Πλέθρον, 2008, σ.227 Hemment D., Locative Arts, Leonardo, MIT Press, τχ. 4, 2006 Keijl E., Klaassen R. & Op den Akker R, The Influence of Locative Media on Social Information Sharing - a review, University of Twente, 2013 Kevin Lynch, The Image of the City, MIT Press, 1960 Khan O., Interaction Anxieties, στο: Shepard M. Sentient City: Ubiquitous Computing, Architecture, and the Future of Urban Space, Architectural League of New York, 2011 Knowles Α. Κ., Placing History: How Maps, Digital
111 - 111
Hybrid: Mobile Technologies as Interfaces of Hybrid Spaces, Space and Culture, τχ. 3, 2006
Data and GIS are changing Historical Scholarship, Esri Press, 2008 Lane G., Urban Tapestries Mantzou P. κ.ά., The Palimpsest Project: Post-alphabetical Augmented Museum of Participatory Storytelling, στο: Hybrid City 2015: Data to the People, 2015 Michael M., Technologies and Everyday Life McGarrigle C., The Construction of Locative Situations: the Production of Agency in Locative Media Art Practice, Doctoral Thesis, Dublin Institute of Technology, 2012 Meyrowitz J., The separation of social place from physical place Meyrowitz J., No sense of place: The Impact of Electronic Media on Social Behavior, Oxford University Press, 1985 M. McLuhan, Understanding Media: The extensions of man, MIT Press,London & New York,1994 Mitchell W. J., City of Bits: Space, Place, and the Infobahn, MIT Press, 1996 Mitchell W. J., E-TOPIA Information and Communication Technologies and the Transformation of Urban Life, 2005 Mitchell W. J., E-topia: “Urban Life, Jim--but Not as We Know It”, MIT Press, 2000 Milgram P., Colquhoun H., A Taxonomy of Real and Vir-
tual World Display Integration, στο Yuichi Ohta & Hideyuki Tamura, ISMR ‘99 - Mixed Reality: Merging Real and Virtual Worlds, 1999 Miller C.C., A Beast in the Field: The Google Maps Mashup as GIS/2 Norberg-Schulz C., Genius Loci: Το Πνέυμα του Τόπου, Πανεπιστημιακές εκδόσεις ΕΜΠ, 2009
Ritzer G. & Jurgenson N., Production, Consumption, Prosumption, στο Journal of Consumer Culture, τχ. 1, 2010 Rossi A. κ.ά., Aldo Rossi: architecture, 1981-1991, Princeton Architectural Press, 1991 Russel B., Headmap Manifesto, 1999 Sant A, Redefining the Basemap, Intelligent Agent, τχ. 02, 2006 Schmidt A., Interactive Context-Aware Systems Interacting With Ambient Intelligence S. Graham, Cybercities Reader, Routledge. London & New York, 2004 Shepard M., Sentient City: Ubiquitous Computing, Architecture, and the Future of Urban Space, MIT Press, 2011
111 - 111
Özkul Didem, Location as a sense of place, όπως αναφέρεται σε: de Souza e Silva Α., Mobility and Locative Media: Mobile Communication in Hybrid Spaces, Routledge, 2014
Schmidt A., Interactive Context-Aware Systems Interacting With Ambient Intelligence The Naked City, Guy Debord, 1957 Visualising Facebook Friends,Paul Butler, 2010 Weiser M., The Computer in the 21st Century, τχ. 1, Scientific American, 1995 Wessner G. Preface, στο: Shepard M. Sentient City: Ubiquitous Computing, Architecture, and the Future of Urban Space, Architectural League of New York, 2011